Η Κάθοδος Των Μυρίων - Μάικλ Κέρτις Φορντ
TRANSCRIPT
ΜΑΙΚΛ ΚΕΡΊΊΣ ΦΟΡΝΤ
Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
Α' ΤΟΜΟΣ
Μετάφραση από τα αγγλικά ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΠΑ
ΜΙΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΘΗΝΑ 2007
Σειρά: ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ Τίτλος; πρωτοτύπου: THE TEN THOUSAND Συγγραφέας: MICHAEL CURTIS FORD
Copyright © Michael Curtis Ford, 2001 Copyright © 2002 για την ελληνική γλώσσα: ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ABE Σόλωνος 96, 98-106 80 Αθήνα. Τηλ.: 3600398, Fax: 3617791 http://www.livanis.gr
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική, ή η απόδοση κατά παράφραση ή διασκευή του περιεχομε'νου του βιβλίου με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη. Νόμος 2121/1993 και κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.
ISBN 960-14-0535-6
Printed and bound by Grafica Veneta S.p.A,, Trebaseleghe (PD) - Italy
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Α' ΤΟΜΟΣ
Ιστορικό σημείωμα 5 Πρόλογος 11
Βιβλίο πρώτο: Η δόξα του πατέρα 27 Βιβλίο δεύτερο: Το μαντείο 81 Βιβλίο τρίτο: Οι πολεμιστές 115 Βιβλίο τέταρτο: Ανάβαση 157 Βιβλίο πέμπτο: Κούναξα 215
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
ΣΤΑ ΤΕΛΗ του 5ου αι. π.Χ. αιματοχυσία και αναστάτωση προκλήθηκαν στο δυτικό κόσμο. Στη διάρκεια των προηγουμένων εκα-τό χρόνων η Αθήνα είχε βιώσει ένα Χρυσό Αιώνα, μια εκπληκτική άνθηση πολιτισμού και σκέψης, με αποκορύφωμα την εγκαθίδρυση της πρώτης στον κόσμο λειτουργικής, άμεσης δημοκρατίας υπό τον Περικλή, τα αξεπέραστα λογοτεχνικά επιτεύγματα του Σοφοκλή και του Ευριπίδη και την κατασκευή του Παρθενώνα. Τεράστιοι στόλοι έφερναν αναρίθμητα αγαθά από κάθε γωνιά της Μεσογείου και τα κατορθώματα του ελληνικού στρατού είχαν γίνει αντικείμενο φθόνου και τρόμου όλου του αρχαίου κόσμου, μέσω δύο σημαντικών καινοτομιών: του βαριά οπλισμένου και εξαιρετικά εκπαιδευμένου πολίτη-στρατιώτη, γνωστού ως οπλίτη, και του αδιαπέραστου σχηματισμού του επελαύνοντος πεζικού, της γνωστής φάλαγγας. Η Αθήνα είχε αποβεί το κατ' εξοχήν κέντρο του ελληνικού πολιτισμού και η μεγαλύτερη ιμπεριαλιστική δύναμη στη Μεσόγειο - όλα όμως κατέληξαν σ' ένα καταστροφικό τέλος το 404 π.Χ., όταν η πόλη ηττήθηκε ολοκληρωτικά από τη Σπάρτη, το εικοστό έβδομο έτος του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Η πόλη των μαρμάρινων μνημείων είχε γονατίσει πια - τα γερά της τείχη ήταν γκρεμισμένα, το ισχυρό ναυτικό της, με το οποίο είχε κυριαρχήσει στις θάλασσες, κατεστραμμένο, οι αγροί της πυρπολημένοι και μολυσμένοι, ο πληθυσμός αποδεκατισμένος από το λοιμό. Μια εγκληματική και εκδικητική κυβέρνηση ανδρεικέλων, αυτή των Τριάκοντα Τυράννων, επιβλήθηκε από τους νικητές στην ηττημένη πόλη, προκαλώντας αλλεπάλληλες εξεγέρσεις και αντίποινα και περιπλέκοντας ακόμα περισσότερο ένα ήδη
6 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
χαοτικό πολιτικό τοπίο. Χιλιάδες εμπειροπόλεμων, σκληροτράχηλων στρατιωτών, και από τις δύο πλευρές της σύγκρουσης, έμεναν απλώς στο εξωτερικό μετά την αποστράτευση τους, επιδιώκοντας να ικανοποιήσουν την ακόρεστη όρεξή τους για αίμα και λεηλασία, υπηρετώντας ως μισθοφόροι αυτόν που έδινε τις περισσότερες απολαβές. Η υπόλοιπη Ελλάδα, στην ουσία ολόκληρος ο δυτικός κόσμος, δε θεωρούσε πια τη νικημένη Αθήνα ηγέτιδα πόλη - αλλά μάλλον το μυστικοπαθές, ξενόφοβο στρατιωτικό κράτος της Σπάρτης.
Η αναστάτωση είχε διασαλεύσει τα ηθικά θεμέλια της κοινωνίας και υπήρχε ανάγκη να εμφανιστούν νέοι ηγέτες, κάποιοι που θα μπορούσαν ν' αφήσουν πίσω τους τον τρόμο του εμφύλιου, πο-λυαίμακτου πολέμου και θα κοίταζαν να ξαναχτίσουν την Αθήνα και ν' αποκαταστήσουν την υπεροχή της Ελλάδας στον κόσμο. Άλλα κέντρα εξουσίας, όμως, δε θα άφηναν την Αθήνα ν' ανυψωθεί και πάλι τόσο εύκολα. Η Περσία ειδικά, μια τεράστια αυτοκρατορία που εκτεινόταν από την Ινδία μέχρι την Αίγυπτο, είχε πολλά να κερδίσει. Δύο φορές τον περασμένο αιώνα τα σχέδιά της για παγκόσμια κυριαρχία είχαν ανατραπεί από την ατιμωτική ήττα της στην Ελλάδα - οι φιλοδοξίες της όμως εξακολουθούσαν να υποβόσκουν και είχε στηρίξει οικονομικά τους Σπαρτιάτες τα τελευταία χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου, σε μια προσπάθεια να παρατείνει τη διαμάχη και να εμποδίσει τους Έλληνες ν' ανακτήσουν την ενότητά τους. Παρ' όλα αυτά, η Περσία αντιμετώπιζε δικά της, εσωτερικά προβλήματα, το σημαντικότερο από τα οποία ήταν ο αγώνας εξουσίας ανάμεσα στο Μεγάλο Βασιλιά Αρταξέρξη και το διεκδικητή του θρόνου, το νεαρό ετεροθαλή αδερφό του, τον Κύρο.
Οι ελληνικές πόλεις-κράτη της Θήβας και της Κορίνθου είχαν επίσης εύλογες απαιτήσεις για να παίξουν ηγετικό ρόλο και οι Συρακούσες, που ως σύμμαχοι της Σπάρτης είχαν καταστρέψει το φοβερό ναυτικό των Αθηναίων, παρέμεναν μία εξίσου ισχυρή δύναμη. Ακόμα και οι Σπαρτιάτες, αν και κατ' όνομα κυρίαρχοι της ανατολικής Μεσογείου, ήταν στην καλύτερη περίπτωση απρόθυμοι ηγέτες, μια και φοβούνταν τη θάλασσα και δεν επιθυ-
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ 7
μούσαν ν' ανοίξουν την κοινωνία και την οικονομία τους στις διαβρωτικές επιδράσεις του εξωτερικού κόσμου. Οι διάφορες ανταγωνιστικές δυνάμεις είχαν εξουδετερώσει αποτελεσματικά η μία την άλλη, δημιουργώντας μια ισορροπία ανικανότητας.
Μέσα σ' αυτή τη χαώδη κατάσταση, που κυριαρχούνταν από κατάθλιψη και νοσταλγία για τα περασμένα μεγαλεία, που ακολούθησε τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, η Ελλάδα δε θα κατόρθωνε ν' ανακτήσει τη θέση της ως πολιτική ηγετική δύναμη και το μεγαλείο της για άλλα πενήντα χρόνια. Στη διάρκεια αυτής της μεταβατικής περιόδου, που χαρακτηριζόταν από ηθική και οικονομική κατάπτωση, όταν ο ταπεινός φιλόσοφος Σωκράτης ανέπτυσσε στην αγορά τους στοχασμούς του, οι οποίοι σύντομα θα αποτελούσαν τους αληθινούς στυλοβάτες της δυτικής σκέψης, ένας νέος με το όνομα Ξενοφώντας ενηλικιώθηκε. Ήταν μέλος της πρώτης μετα-Χρυσό Αιώνα αθηναϊκής γενιάς, κάποιος που, μολονότι εξαίρετος από πολλές απόψεις, θ' αγωνιζόταν έντονα για να ξεπεράσει την καταστροφική κληρονομιά που είχε αποκτήσει. Ήταν ένα καθήκον που έμελλε να στοιχίσει πολλή αιματοχυσία και πολλές ζωές, αλλά στο τέλος έμελλε επίσης να δημιουργήσει ήρωες τόσο μεγάλους όσο και οι άλλοι που μας έμειναν από την αρχαιότητα.
Δώστε μου την άδεια κι εγώ θα παρουσιάσω μπροστά στα μάτια σας σε ελάχιστο χρόνο έναν εκπληκτικό, αχανή, απέραντο Ωκεανό απίστευτης τρέλας και παραφροσύνης: μια Θάλασσα γεμάτη προεξοχές και βράχια, αμμουδιές, κόλπους, Ευρίπους και παλιρροϊκά ρεύματα γεμάτα τρομερά τέρατα, ακατέργαστα σχήματα, βρυχηθμούς κυμάτων, τρικυμίες και σειρηνικές ηρεμίες, Αλκυονίδες Θάλασσες, ανείπωτη δυστυχία, τέτοιες Κωμωδίες και Τραγωδίες, τέτοια παράλογα και γελοία, θανατερά και αξιοθρήνητα ξεσπάσματα, ώστε δεν ξέρω αν θα πρέπει να τα οικτίρουμε ή να τα χλευάζουμε ή ίσως να τα πιστεύουμε, αφού καθημερινά βλέπουμε τα ίδια να εξακολουθούν να συμβαίνουν στις μέρες μας, νωπά παραδείγματα, νέες ειδήσεις, καινούρια αντικείμενα δυστυχίας και τρέλας αυτού του είδους, που εξακολουθούν να μας παρουσιάζονται, απέξω, στο σπίτι, μέσα μας, στα στήθια μας.
ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ Ο ΕΛΑΣΣΩΝ*
* Ψευδώνυμο του Αγγλου συγγραφέα Ρόμπερτ Μπάρτον (1577-1640). Το συγκεκριμένο απόσπασμα προέρχεται από το κυριότερο έργο του, Anatomy of Melancholy. (Σ.τ.Ε.)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΗΤΑΝ ΟΙ ΔΡΑΚΟΝΤΕΣ της Φυλής που μας νίκησαν στο τέλος. Αυτοί και ο Θρασύβουλος, αυτός ο στασιαστής, αυτός ο πα
ράφρονας. Ως στρατηγός είχε δειπνήσει στο τραπέζι μας στην Αθήνα περισσότερες φορές απ' όσες μπορώ να υπολογίσω, αλλά, αφού ήρθε σε σύγκρουση με τους κακούς πολιτικούς, εξορίστηκε στη Θήβα. Εκεί βρισκόταν σε κατάσταση αδημονίας, αναμονής, με το μίσος και την περιφρόνησή του να κακοφορμίζουν σαν κακό σπυρί, και είχε μαζέψει γύρω του μια μικρή ομάδα από ομοϊδεάτες του, Αθηναίους εξόριστους και μισθοφόρους, που ο καθένας τους είχε τα δικά του χρέη να ξεπληρώσει. Τώρα, με μια πράξη απίστευτου θράσους, είχε οδηγήσει τη δύναμή του, εβδομήντα επίλεκτους πολεμιστές, σιωπηλά μέσα από το φαράγγι, είχε κόψει το λαιμό των αντρών της προφυλακής μες στη νύχτα κι είχε καταλάβει το φρούριο της Φυλής, που φύλαγε το ορεινό πέρασμα μόλις δεκαπέντε μίλια από την Αθήνα. Ομολογουμένως, μέσα στη σύγχυση που επικράτησε μετά την παράδοση της πόλης στη Σπάρτη, οι συνθήκες τον προκάλεσαν ουσιαστικά να κάνει κάτι τέτοιο, αφού η φρουρά είχε αποδυναμωθεί και αποδιαρθρωθεί εδώ και μήνες. Δεν εξυπηρετεί σε τίποτα, πάντως, ν' αποδοθούν ευθύνες στην ανοησία άλλων, μια και αυτό είναι το τελευταίο καταφύγιο των χαμένων. Τώρα που ο Θρασύβουλος είχε καταλάβει τη Φυλή, έμενε σ' εμάς να τον απομακρύνουμε από εκεί.
Ο Κριτίας είχε αναλάβει να συγκεντρώσει το στράτευμα και να ηγηθεί της επίθεσης, αλλά ο Κριτίας δεν ήταν στρατιώτης. Ήταν πολιτικός, ηγέτης της σκληροπυρηνικής φατρίας των Τριάκοντα, ακριβώς ο τύπος του ανθρώπου που ο Θρασύβουλος μισούσε περισσότερο. Έδωσε μια εκπληκτική παράσταση, παρ' όλη την κα-
12 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
ταρρακτώδη βροχή, όλο κομπασμό και φιγούρα, διατάσσοντας τους πεζούς από τη μια μεριά και τους τοξότες από την άλλη, ποζάροντας με ένα καινούριο ξίφος, ενώ το θαυμάσιο καρχηδονιακό του άλογο φρούμαζε κάτω από τα πόδια του. Αναντίρρητα το γεγονός ότι ήταν μονίμως περιτριγυρισμένος από μια διμοιρία σιωπηλών, ντυμένων με πορφυρόχρωμους χιτώνες Σπαρτιατών τού έδινε κάποια εξουσία. Αλλά ο πονηρός Θρασύβουλος είχε φράξει τον κεντρικό δρόμο για το φρούριο με τεράστιους βράχους, αναγκάζοντας μας ν' ανεβούμε από ένα στριφογυριστό κα-τσικόδρομο, κάτω από βασανιστική βροχή, ο οποίος σε ένα σημείο έφτανε επικίνδυνα κοντά στα εξωτερικά τείχη του φρουρίου. Όταν το σίδερο αντιμετώπισε το σίδερο και τα δερμάτινα σανδάλια μας βουτήχτηκαν στη λάσπη, δε θα έπρεπε να κάνει επίθεση ο Κριτίας· ακόμα και το ιππικό ήταν άχρηστο σ' αυτή τη βραχώδη βουνοπλαγιά, ενώ το λουσάτο του άλογο σύντομα έ-σπασε το πόδι του, ρίχνοντας τον ατιμωτικά στη λάσπη. Η αναρρίχηση μέσα από το φαράγγι ήταν αποστολή για πεζούς, καθαρά και ξάστερα, κι ενώ ο Κριτίας με την καταλασπωμένη του φορεσιά μάς φώναζε από κάτω, ο Ξενοφώντας μαζί με την υπόλοιπη ομάδα των ιππέων του κατέβηκε από το άλογο, πέταξε το χιτώνα του κι άρχισε να ανεβαίνει στο βουνό με τα πόδια. Η δύναμή μας ήταν τρεις χιλιάδες δυνατοί άντρες αλλά μουσκεμένοι ως το κόκαλο, μια και βρισκόμαστε εκεί έξω. Θα κατατροπώναμε την αξιοθρήνητη συμμορία του Θρασύβουλου πριν νυχτώσει και θα γυρίζαμε πίσω το άλλο πρωί, μια κι ο πόλεμος είχε πια τελειώσει, είχε αρχίσει να κάνει παγωνιά και ήμαστε κουρασμένοι.
Η πρώτη μας επίθεση αποκρούστηκε με απώλειες. Η πύλη του παλιού φρουρίου, το μοναδικό στενό πέρασμα από τα εξωτερικά τείχη, ήταν τόσο στενή, που χωρούσαν να περάσουν μόνο ανά τρεις οι άντρες, ενώ εκατέρωθεν περιστοιχιζόταν από δύο χοντρούς πύργους με επικλινείς βάσεις, κοντόχοντρους σαν βατράχια και εχθρικούς και από τις δυο μεριές της εισόδου. Στενά ανοίγματα πρόβαλλαν στους πέτρινους τοίχους των πύργων, πέντε περίπου μέτρα πάνω από το έδαφος, μέσα από τα οποία οι υπε-ρασπιστές έριχναν βροχή από φονικά βέλη προς την είσοδο, στο-
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 13
χεύοντας τα πρόσωπα μας. Σαρκάζοντας και ουρλιάζοντας οι στασιαστές από τις επάλξεις, με φόντο το μολυβί ουρανό του πρώιμου λυκόφωτος και λαμπυρίζοντας μέσα στην καταρρακτώδη βροχή, πετούσαν πέτρες και αγκωνάρια στα κεφάλια μας, από τα οποία δεν μπορούσαμε να προφυλαχτούμε, αφού τα βέλη σάρωναν τις γραμμές μας από μπροστά. Ακόμα και όταν σηκώσαμε τις ασπίδες πάνω από τα κεφάλια μας και ορμίσαμε ανάμεσα στους πύργους σε σχηματισμό χελώνας, η τεράστια δρύινη, σφυρήλατη με μπρούντζο πόρτα που έφραζε το πέρασμα μας σταμάτησε και υποχωρήσαμε άτακτα, ξεπαγιασμένοι, αφήνοντας πίσω μας πληγωμένους και νεκρούς.
Παρ' όλα αυτά δεν αποθαρρυνθήκαμε, επειδή είχαμε αντιμετωπίσει τέτοια εμπόδια. Κατά την ανάβαση μας μέσα από αυτό το απαίσιο ορεινό μονοπάτι και κάτω από καταρρακτώδη βροχή, τραβήξαμε με κόπο καμιά δεκαριά χοντρούς δρύινους κορμούς που ο καθένας είχε καλοδουλεμένες αυλακώσεις στα πλάγια όπου προσαρμόζονταν σφυρήλατες λαβές και ιμάντες. Στο καταφύγιο που πρόσφερε ένας μισογκρεμισμένος τοίχος σε μια πλαγιά μπροστά από το φρούριο, τη μόνη προστατευμένη περιοχή προτού μπούμε στην κόλαση του καταιγισμού των βελών κάτω από τους πύργους, οι άντρες συγκέντρωσαν τα ξύλα με τα παγωμένα τους χέρια και βιαστικά τα έδεσαν σφιχτά και τα στερέωσαν μεταξύ τους, φτιάχνοντας μια γερή, μυτερή σκεπή, βαριά από τη βροχή, που θα τη σήκωναν τρεκλίζοντας πέντε άντρες, αλλά δέκα θα μπορούσαν εύκολα να τη μεταφέρουν αν παρατάσσονταν από κάτω σε δύο σειρές των πέντε, κρατώντας τις σιδερένιες λαβές και τα υποστυλώματα. Χοντρά πλεχτά παραπετάσματα κρέμονταν στα πλάγια, ολοκληρώνοντας το προστατευτικό κάλυμμα. Η κατασκευή δε θα προστάτευε μόνο τους οπλίτες που τη μετέφεραν, τους οποίους αστειευόμενοι αποκαλούσαμε «νεκροπο-μπούς», αλλά και ορισμένους ακόμα στο κέντρο, ανάμεσα στους οπλίτες, που κυλούσαν τον πολιορκητικό κριό.
Ο κριός δεν ήταν καμιά επιδέξια κατασκευή. Στην πραγματικότητα ήταν κακοφτιαγμένος μέχρι γελοιότητας. Ήταν όμως αδύνατο να σύρουμε τους συνηθισμένους κορμούς, τους επενδυ-
14 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
μένους με ορείχαλκο, σ' αυτή τη βασανιστική ανοδική πορεία μας. Αυτοσχεδιάσαμε λοιπόν με ό,τι υλικά είχαμε πρόχειρα - ένα στρογγυλεμένο αγκωνάρι ενάμισι μέτρο περίπου, που μας είχε φράξει το δρόμο κοντά στην κορυφή. Με σκαρπέλα και τσεκούρια, πελεκήσαμε τις ακανόνιστες γωνίες και προεξοχές και ύστερα ανοίξαμε δυο βαθιές τρύπες από τη μια και την άλλη πλευρά. Μέσα εκεί περάσαμε γερές σιδερόβεργες για να τις χρησιμοποιήσουμε για λαβές, σαν άξονα σε τεράστιο σφαιρικό τροχό. Αυτή την προχειροφτιαγμένη μηχανή την τραβήξαμε κυρτωμένοι τα τελευταία λίγα ανηφορικά μέτρα μέχρι το μισογκρεμισμένο τοίχο και την τοποθετήσαμε ακριβώς απέναντι από τη βαριά δρύινη πόρτα. Ευτυχώς, το έδαφος μέχρι την πόρτα ήταν επίπεδο, αν και ελαφρά κατηφορικό. Υπολογίσαμε ότι με τέσσερις δυνατούς άντρες που θα έσπρωχναν το αγκωνάρι από τους άξονες, προστατευμένοι από τα βλήματα με το γερό ξύλινο στέγαστρο πάνω από τα κεφάλια τους, ο κριός θα ανέπτυσσε αρκετή ταχύτητα για να χαλαρώσει την αμπάρα και τους αρμούς κατά την πρόσκρουση - και με λίγη τύχη θα μπορούσε να ρίξει κάτω ακόμα και ολόκληρη την πόρτα.
Το πρώτο πέρασμα έγινε χωρίς τον κριό, καθώς οι δέκα «νε-κροπομποί» όρμησαν με το στέγαστρο, ενώ έξι άλλοι «συλλέκτες» έτρεχαν από κάτω, γλιστρώντας μες στη λάσπη και τα παγωμένα λασπόνερα για ν' απομακρύνουν πέτρες και εμπόδια στη διαδρομή μέχρι την πόρτα. Στην επί τροχάδην επιστροφή τους, πε-ρισυνέλεξαν και τους νεκρούς από την προηγούμενη επίθεσή μας, τα σώματα των οποίων είχαν σχεδόν κομματιαστεί από τα βέλη και τις πέτρες που σωρηδόν είχαν πέσει πάνω τους. Περιέργως, οι επαναστάτες από επάνω δεν εμπόδισαν το έργο μας -μόνο ελάχιστα σποραδικά βέλη προσγειώθηκαν πάνω στα μαδέρια κι έπεσαν ακίνδυνα στο πλάι-, αλλά περιορίστηκαν να φωνάζουν αισχρές βρισιές.
Τελειώσαμε προς το σούρουπο και μας έμενε χρόνος μόνο για ένα ακόμα πέρασμα. Η βροχή είχε γίνει τώρα χιονόνερο και η κακοκαιρία και το σκοτάδι της νύχτας που έφτανε μας εμπόδιζαν να δούμε περισσότερο από λίγα μέτρα μακριά. Όταν οι άντρες που
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 15
θα έσπρωχναν τον κριό πήραν θέση κάτω από το στέγαστρο, το στράτευμα συγκεντρώθηκε από πίσω, φτάνοντας μέχρι κάτω το λόφο εξαιτίας των στενών ορίων του χώρου. Έδωσαν μια μικρή ώθηση στο αγκωνάρι από την κορυφή του υψώματος κι αυτό έγειρε βαριά προς τα εμπρός και τα χέρια των τεσσάρων αντρών το οδήγησαν δυνατά, ώσπου απέκτησε την ταχύτητα αργού βηματισμού κι ύστερα καλπασμού. Οι άντρες που μετέφεραν το βαρύ σκέπαστρο το κοίταζαν φοβισμένοι, μήπως και παρεκκλίνει στο πλάι και τους συντρίψει κάτω από την αδυσώπητη πορεία του, αλλά η κλίση ήταν σωστή και το αγκωνάρι καλοσμιλεμένο. Ιδρώνοντας και βλαστημώντας, οι άντρες λύγισαν πλάτες και πόδια κάτω από τις σιδερόβεργες, αποκτώντας αμείωτη ταχύτητα, καθώς το στράτευμα από πίσω βημάτιζε δυνατά, έτρεχε κι ύστερα όρμησε προς τους πύργους, με τις φωνές τους να υψώνονται σε μουγκρητό που αντήχησε στους κοντινούς τοίχους και έγινε μια επωδός ενθάρρυνσης και προσδοκίας. Την ώρα που ο ογκόλιθος πλησίαζε την πύλη, οι τέσσερις άντρες αγωνίζονταν να τον συγκρατήσουν καθώς αναπηδούσε και έγερνε ξέφρενα στο μονοπάτι. Δέκα μέτρα από την πύλη οι άντρες άφησαν τον άξονα. Οι «νεκροπομποί» παραπάτησαν σ' ένα εμπόδιο και ο ογκόλιθος εκσφενδονίστηκε κάτω από το στέγαστρο. Πίσω τους λυσσομανούσε η επικεφαλής φάλαγγα, ένα επίλεκτο τάγμα της Ιπποθοω-ντίδας φυλής που είχε πολεμήσει και εκφοβίσει τις αντίπαλες ομάδες για να έχει την τιμή να ηγείται της εφόδου, με τις ασπίδες υψωμένες πάνω από τα κεφάλια τους για προστασία και βγάζοντας την πολεμική κραυγή. Η τεράστια πέτρα ξεχύθηκε μπροστά, εξακοντίζοντας στα πλάγια παγωμένα νερά και λάσπη, και τελικά, πάνω που θα έφτανε στο στόχο της, χτύπησε σε μια μικρή προεξοχή και πετάχτηκε στον αέρα, χτυπώντας την πόρτα ακριβώς στη μέση και κάνοντας ένα φοβερό θόρυβο.
Η γερή εσωτερική αμπάρα έτριξε από τη δύναμη του ευθύβολου χτυπήματος και τα τεράστια δρύινα κομμάτια ξεκουνήθη-καν από τους αρμούς τους, ανοίγοντας ένα χάσμα τριάντα περίπου πόντων στην κορυφή και τα πλάγια, με την εξωτερική γωνία να γέρνει ξεχαρβαλωμένη προς το έδαφος. Η πρόσκρουση κομ-
16 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
μάτιασε το ξύλο στη μέση της πόρτας και ένα τεράστιο σκίσιμο εμφανίστηκε από πάνω ως κάτω, απειλώντας να τη διπλώσει προς τα μέσα σαν κουφωμένη ασπίδα. Η σύγκρουση προκάλεσε μια δόνηση που ξεκόλλησε πέτρες ψηλά από τους προμαχώνες, ένα τρίξιμο στα τείχη που το νιώσαμε αλλά και στο έδαφος κάτω από τα πόδια μας. Οι Αθηναίοι έβγαλαν αλαλαγμό θριάμβου και οι «νε-κροπομποί» πέταξαν το βαρύ στέγαστρο και βιάστηκαν να πιάσουν τις ασπίδες και τα όπλα τους που τα είχαν φυλάξει κάτω από την κατασκευή. Αλαλάζοντας, η φάλαγγα όρμησε μπροστά για να πέσει πάνω στην αποδυναμωμένη πόρτα και να την ανοίξει διάπλατα, προτού οι επαναστάτες βρουν ευκαιρία να τους εμποδίσουν και πάλι.
Οι επαναστάτες, όμως, δεν είχαν πρόθεση να κρατήσουν κλειστή την πόρτα. Προτού ακόμα πλησιάσουν την είσοδο οι οπλίτες, η πόρτα κλυδωνίστηκε και ταλαντεύτηκε και με μεγάλη και αργή προσπάθεια άνοιξε τρίζοντας σαν από μόνη της. Οι υπερασπιστές στην κορυφή των πύργων έστεκαν σιωπηλοί και ακίνητοι, κοιτάζοντας μας μέσα από τα αλλεπάλληλα κύματα της βροχής, και οι ζητωκραυγές των Αθηναίων υψώθηκαν ακόμα πιο δυνατές, βλέποντας την όλη αντίδραση σαν ένδειξη υποχώρησης των επαναστατών. Τρέξαμε προς την είσοδο, μισοτυφλωμένοι από το χιονόνερο και τα λασπόνερα που πετάγονταν καθώς βούλιαζαν τα πόδια των μπροστινών μας· η τεράστια πόρτα αιωρήθηκε ορθάνοιχτη προς τα μέσα, αποκαλύπτοντας τη θαμπή σκοτεινιά του θόλου που σχημάτιζαν οι, πάχους τριών μέτρων, τοίχοι του φρουρίου της Φυλής. Μόλις ορμήσαμε μέσα από το άνοιγμα, οι δράκοντες ξαναζωντάνεψαν.
Φριχτές μπάλες φωτιάς ξεπήδησαν μέσα από το σκοτάδι, η δυσοσμία θειαφιού μάς παρέλυσε, καθώς το μαύρο, βρομερό υγρό τινάχτηκε στα σώματα και τα πρόσωπα των αντρών, κάνοντάς τους να λαμπαδιάζουν και να ουρλιάζουν και να τρεκλίζουν τυφλωμένοι. Οι φλόγες ξέσπασαν φονικές, σαν ποτάμια, μουγκρίζοντας σε ύψος εννιά μέτρων, δέκα ή και περισσότερων, τρεις διαδοχικά σε όλο το πλάτος του ανοίγματος. Το κάθε ποτάμι φλόγας σταματούσε με τη σειρά του στιγμιαία, σαν πλάσμα που παίρνει
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 17
βαθιά ανάσα κι ύστερα ξαναρχίζει και πάλι το σατανικό του ξε-φύσημα. Από πίσω, μες στο σκοτάδι βλέπαμε τα πρόσωπα των επαναστατών του Θρασύβουλου, λαμπερά και φριχτά στις ανταύγειες της φωτιάς, τα μάτια τους άδειες μαύρες τρύπες κάτω από το γείσο του κράνους τους, τα δόντια τους να λάμπουν κίτρινα και οργισμένα, καθώς έγερναν πίσω το κεφάλι και μόρφαζαν από την υπερένταση του τρομερού τους έργου.
Κραυγές αγωνίας και δυσωδία καμένης σάρκας γέμισαν τον αέρα, καθώς οι άντρες καίγονταν μέσα στη σφοδρή επίθεση, και εκείνοι που ήταν στην πρώτη γραμμή της εφόδου ψήνονταν ζωντανοί μέσα στις πανοπλίες τους, καρβούνιαζαν και σφάδαζαν εκεί που έπεφταν. Τα χέρια τους σούφρωναν και τα μέλη τους ζάρωναν καθώς έπεφταν νεκροί και μαζεύονταν στα πόδια τους σαν αράχνες που έπεσαν στη φλόγα του λύχνου. Στα μετόπισθεν, ο λαιμός μου σφίχτηκε κι ένιωσα να μου κόβεται η ανάσα και να πνίγομαι από τον πηχτό, μαύρο καπνό που έβγαινε από την καμένη σάρκα των συντρόφων μου. Ένιωθα τη ζέστα από τις θανατερές ριπές στο πρόσωπό μου σαν να είχε ανοίξει ξαφνικά κάποιο καμίνι και η σκέψη ότι φριχτός θάνατος μας περίμενε πίσω από εκείνη τη σπασμένη και τσακισμένη πόρτα μάς καταρράκωνε όλους. Οι στρατιώτες πανικοβλήθηκαν.
Το στενό μονοπάτι πίσω μας εμπόδιζε μια ομαλή υποχώρηση. Οι άντρες ρίχνονταν ο ένας πάνω στον άλλο και πίεζαν να περάσουν τρεις ή τέσσερις κάθε φορά, καθώς η κόλαση πίσω από την πλάτη τους τους απειλούσε με σατανικό θάνατο. Φλεγόμενα θύματα έτρεχαν τρελαμένα ανάμεσα στις σειρές, ουρλιάζοντας να τους σβήσουμε, πράγμα που αδυνατούσαμε να καταφέρουμε, μια και η εμπρηστική ουσία συνέχιζε να καταστρέφει παρά το νερό ή τη λάσπη που της πετούσαμε. Οι άντρες, τρομοκρατημένοι, έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλο και ποδοπατούνταν οτη βιασύνη τους να το σκάσουν, ενώ οι τοξότες του Θρασύβουλου από τους πύργους έριχναν καταιγισμό βελών εναντίον μας, πληγώνοντας δεκάδες και εμποδίζοντας ακόμα περισσότερο την υποχώρησή μας. Κοίταξα πάνω από τον ώμο μου προς τους πύργους πίσω μας και είδα τις φλόγες να κοπάζουν, καθώς η γερή δρύινη πόρτα είχε γλι-
18 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
στρήσει και ξαναμπεί στη θέση της, και τα φρικιαστικά απομεινάρια των πεθαμένων και των πληγωμένων να σφαδάζουν και να σπαράζουν παρατημένα σε σωρούς.
Το κατέβασμα της βουνοπλαγιάς ήταν σκέτη κόλαση, γιατί η πορεία που είχαμε κάνει πρωτύτερα, με δυσκολία ακόμα και με το φως της μέρας, τώρα ήταν σχεδόν αδύνατη με στρατιώτες πληγωμένους και πανικόβλητους, που είχαν να παλέψουν με τη νεροποντή και το ημίφως. Οι άντρες γραπώνονταν και κατέβαιναν χέρι με χέρι, βρίσκοντας ψηλαφιστά το δρόμο τους μέσα στα κα-τσάβραχα της βουνοπλαγιάς, που γινόταν όλο και πιο επικίνδυνη από τη σκοτεινιά του σούρουπου και των ψυχών τους. Οι νεκροί και οι τραυματισμένοι παρασέρνονταν και σπρώχνονταν, με τα κεφάλια και τα μέλη τους να χοροπηδάνε πάνω στα βράχια, ενώ από πίσω στριμώχνονταν τρομαγμένοι, ασύνταχτοι και σαστισμένοι στρατιώτες. Άντρες χτυπιούνταν μεταξύ τους με γροθιές και ξίφη για ν' ανοίξουν πιο γρήγορα δρόμο και κάποιος τρομοκρατημένος φουκαράς πήδησε πάνω στους ώμους μου και προχώρησε μπροστά σκαρφαλωμένος στα κράνη των προπορευόμενων στρατιωτών. Κατάφερε να προχωρήσει μόνο λίγα μέτρα, προτού κάποιος οργισμένος οπλίτης του τσακίσει τα πλευρά με την κυρτή άκρη της ορειχάλκινης ασπίδας του, αφήνοντας τον να ξερνάει μες στη λάσπη μπροστά στα πόδια μας, να ποδοπατιέται και να παρασύρεται από τον όχλο. Η ανάπτυξη ταχύτητας ήταν αδύνατη και όχι μόνο λόγω του σκοταδιού. Τα περάσματα ήταν τόσο απόκρημνα, ώστε ένα λαθεμένο βήμα στο σκοτάδι μπορούσε να στείλει κάποιον να σκάσει πάνω στα κράνη ή τις αιχμές των ακοντίων αυτών που κατέβαιναν, γλιστρώντας πιο κάτω από εμάς.
Ο δρόμος περιέτρεχε το φρούριο, περνώντας πάνω από μια προεξοχή στο βράχο, σφηνωμένη ανάμεσα στα εξωτερικά τείχη και το απόκρημνο φαράγγι, όπου ήμαστε ευπρόσβλητοι από τον καταιγισμό βελών από τις επάλξεις. Ο Ξενοφώντας είχε εντολή ν' αναλάβει μια ομάδα από τοξότες που ο αρχηγός τους είχε χαθεί στην επίθεση και τους παρέταξε στο σημείο αυτό για να καλύπτουν την κατάβαση του στρατού, δημιουργώντας ένα φράγμα
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 19
από βέλη, αν κάποιοι επαναστάτες επιχειρούσαν να πετάξουν ή να γκρεμίσουν πέτρες στους στρατιώτες που υποχωρούσαν προς τα κάτω. Με αυτό τον τρόπο σκοτώσαμε ορισμένους από τους άντρες του Θρασύβουλου που γκρεμίστηκαν από τις θέσεις τους στον προμαχώνα και προσγειώθηκαν σε μια λασπωμένη αχνιστή μάζα μπρος στα πόδια μας. Προτού, όμως, καταφέρουμε να κατεβούμε κι εμείς το στενό μονοπάτι, ο Θρασύβουλος έστειλε ένα απόσπασμα να οχυρωθεί στο στενότερο σημείο ανάμεσα στα εξωτερικά τείχη και την απότομη χαράδρα, εμποδίζοντας την υποχώρηση μας και αποκλείοντας να έρθουν ενισχύσεις σε βοήθεια μας από χαμηλά. Οι ελπίδες μας ότι θα ελιχθούμε προς τα κάτω, πριν ακριβώς από το ηλιοβασίλεμα, διαλύθηκαν, όταν ένας πελώριος επαναστάτης, φορώντας τη φλογερού χρώματος βοιωτική πανοπλία, έπεσε πάνω στον επικεφαλής μας, βγαίνοντας πίσω από ένα βράχο. Με το μακρύ ξίφος του ο επαναστάτης κατάφερε δυνατό χτύπημα που διαπέρασε το κράνος του άντρα ως τη βάση του λαιμού, σκίζοντας στα δύο το κρανίο του, σκορπίζοντας τα μυαλά του και αφήνοντας τα δυο μισά του κεφαλιού του να κρέμονται από τους τένοντες του λαιμού του πάνω στους ώμους του. Ο Ξενοφώντας, που ακολουθούσε ακριβώς από πίσω, πέταξε ένα δόρυ στο λαρύγγι του επαναστάτη, ο οποίος έπιασε το κοντάρι και επιχείρησε να το τραβήξει έξω, προτού σωριαστεί ανάσκελα στο τείχος, βρίζοντας βουβά και φτύνοντας αίμα. Αντικαταστάθηκε αμέσως από ένα πλήθος εξαγριωμένων συμπολεμιστών που όρμησαν καταπάνω μας από το οχύρωμά τους, αναγκάζοντας μας με δόρατα και πέτρες να κάνουμε πίσω. Οπισθοχωρήσαμε στο καταφύγιο του αναχώματος κοντά στους πύργους, όπου κουρνιάσαμε, μουσκεμένοι και αξιολύπητοι, μέσα στο απόλυτο τώρα σκοτάδι ανάμεσα σε δύο εχθρικές δυνάμεις.
Ήμαστε, ίσως, πενήντα τον αριθμό και κοιτάζαμε απογοητευμένοι το πέρασμα μπροστά από την πύλη, από όπου είχαμε περάσει λίγη ώρα πριν. Το μονοπάτι φωτιζόταν από φλόγες που σι-γόκαιγαν, εξακολουθώντας να σφυρίζουν από το κολλώδες, τοξικό υγρό που λίμναζε ανάμεσα στα σώματα. Τόσο ξαφνικές ήταν οι αρχικές ριπές φωτιάς, ώστε τα πρώτα θύματα σωριάστηκαν
20 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
όλα μαζί, ορισμένα παραμένοντας όρθια και γέρνοντας προς το σωρό των συντρόφων τους, μην έχοντας χώρο να πέσουν, ακόμα και στο θάνατο ενωμένοι σε φάλαγγα. Ένας στρατιώτης διακρινόταν ξεκάθαρα, με το καρβουνιασμένο του κεφάλι πεσμένο από τον καρκανιασμένο του λαιμό σαν ξεραμένο τσαμπί σταφύλι, να στέκεται φρουρός στη βροχή μπροστά από τους σωριασμένους συντρόφους του, με το κουφάρι άκαμπτο σαν κούτσουρο μέσα στην πανοπλία του. Όσοι ζούσαν ακόμα μέσα σ' αυτό τον αποτρόπαιο σωρό, κοίταζαν προς το μέρος μας απελπισμένα μέσα στην αγωνία τους, ικετεύοντας μας με αδύναμες φωνές να τους σύρουμε έξω από τα σπασμένα και ματωμένα μέλη των συντρόφων τους, προτού κακοφορμίσουν ή παγώσουν μέχρι θανάτου. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα.
«Αφέντη Δία», μουρμούρισε ο Ξενοφώντας αδύναμα, καθώς ρουφούσε νερό από το φλασκί που του έδωσα, «τι στην ευχή κά-νουμε εδώ; Πώς γίνεται και ολόκληρος ο στρατός απωθήθηκε από εβδομήντα άντρες μονάχα;»
Του έριξα μια ματιά μες στο σκοτάδι, αλλά δεν κατάφερα να διακρίνω την έκφραση του. «Όταν φτάσουμε στην Αθήνα, θα σ' επαινέσουν για την ανδρεία σου, επειδή οδήγησες αυτούς τους τοξότες».
Μόρφασε κι έμεινε σιωπηλός. Καθώς άπλωσα το χέρι μου στα τυφλά να πάρω πίσω το φλασκί, με άρπαξε από τον καρπό κι ένιωσα αφύσικα σκληρό το πιάσιμο του και το χέρι του να τρέμει. Τράβηξα το χέρι μου κι άρπαξα το δικό του καρπό, μετρώντας το σφυγμό του.
«Τι σου συμβαίνει;» ρώτησα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. «Τίποτα. Πληγώθηκα. Δεν μπορώ να δω και δεν ξέρω». «Μα τους θεούς, δεν ανέφερες τίποτα. Πού είναι το τραύμα;» «Εδώ, στο πόδι μου». Άπλωσα το χέρι μου και αισθάνθηκα το στέλεχος του βέλους
να εξέχει εξήντα πόντους από το μηρό του, σχηματίζοντας γωνία με τον κορμό του, άκαμπτο και σκληρό, λες και είχε ριζώσει μες στη σάρκα του. Λίγες στιγμές πριν από την υποχώρηση μας από το τείχος, είχε χτυπηθεί από έναν τοξότη που στόχευσε κατευθείαν
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 21
πάνω του από ψηλά. Ψηλάφισα τη γωνία του βέλους στο σκοτάδι, συμπεραίνοντας ότι δεν είχε σφηνωθεί στο κόκαλο ή ότι δεν είχε τρυπήσει την αρτηρία, ούτε, βέβαια, ότι είχε βγει από την άλλη μεριά, λόγω της υπερβολικά διαγώνιας διείσδυσης, κι ότι είχε τρυπήσει κατά μήκος ολόκληρο το επάνω μέρος του ποδιού του.
Όταν τράβηξα το χέρι μου κολλούσε από το αίμα. Δε θα μπορούσε να περπατήσει μεγάλη απόσταση. Ακόμα κι αν αυτό ήταν δυνατό, δεν υπήρχε μονοπάτι. Είχαμε εγκλωβιστεί εδώ τουλάχιστον μέχρι το πρωί και μέχρι τότε το πόδι του θα είχε σκληρύνει σαν παλούκι, αν δεν είχε ήδη πεθάνει από την αιμορραγία.
Δεν είχα καμιά ζώνη για να φτιάξω κάποιον επίδεσμο, μια και μαχόμαστε γυμνοί κάτω από την πανοπλία, με εξαίρεση τους άκαμπτους ιμάντες από δέρμα βοδιού, για να προστατεύουν τα αχαμνά μας από την πίεση του ξίφους. Ψαχουλεύοντας γύρω μου στα τυφλά μέσα στη λάσπη όπου βρισκόταν η ομάδα μας, κι από όπου έβγαιναν μέσα από το σκοτάδι οιμωγές και αγκομαχητά από άντρες που υπέμεναν τα δικά τους τραύματα, βρήκα τυχαία το δερμάτινο φλασκί που είχα μόλις πετάξει. Το άρπαξα και έβγαλα το μαχαίρι μου, τρύπησα το δέρμα, σκίζοντας το κατά μήκος της ραφής, ύστερα το έκοψα σε μια ελαστική λουρίδα στο μέγεθος ζώνης. Με αυτήν έδεσα το πόδι του Ξενοφώντα, ψηλά στους βουβώνες, τοποθετώντας το πόδι μου πάνω στα πλευρά του και τραβώντας για να το σφίξω προτού δέσω τον κόμπο. Ο Ξενοφώντας μούγκρισε από τον πόνο.
«Τρελάθηκες;» ρώτησε. «Το πετσί θα σφίξει ακόμα περισσότερο μ' αυτή τη βροχή και θα χάσω το πόδι μου».
«Προτιμότερο από το να πεθάνεις από αιμορραγία. Δεν υπάρχει χειρουργός εδώ πέρα και δεν μπορώ να δέσω την πληγή, αφού υπάρχει ακόμα μέσα το βέλος».
«Τότε θα πρέπει να το βγάλεις». «Που να σε πάρει! Δε θα κάνω τέτοιο πράγμα». «Είσαι δούλος. Θα κάνεις ό,τι σου πω εγώ». «Είμαι δούλος του Γρύλλου, όχι δικός σου». «Είσαι ακόλουθος μου στη μάχη. Βγάλε τώρα το βέλος». Μαζεύτηκα φοβισμένος για μια στιγμή, ακίνητος, καθώς α
ναρωτιόμουν αν αυτή ήταν πραγματικά η επιταγή των θεών. Οι
22 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
άντρες γύρω μας είχαν βουβαθεί κι αισθανόμουν τα μάτια τους πάνω μου, ακόμα και μέσα στο σκοτάδι, αν και κανείς τους δεν προσφέρθηκε να βοηθήσει. Ο μόνος ήχος ήταν εκείνος των εχθρών φρουρών πάνω στον πύργο, λιγότερο από εκατό μέτρα μακριά, που καλούσαν τη σκοπιά. Η βροχή είχε δυναμώσει σε χιονόνερο κι εγώ γλίστρησα σιγά σιγά μέσα από την παγωμένη λάσπη μέχρι τους ώμους του Ξενοφώντα, απέναντι από το βέλος που προεξείχε, έσκυψα μπροστά και άρπαξα το στέλεχος, στερεώνοντας τα σανδάλια μου στα πλευρά του για να έχω επιπλέον στήριγμα.
«Μην τραβάς, ανόητε, σπρώξε!» «Τι;» «Σπρώξε το διαολεμένο βέλος μέχρι να βγει από την άλλη με
ριά. Θα μου σκίσεις τους μυς του ποδιού με τα τραβήγματα σου». Η φωνή του ακουγόταν αδύναμη και καθώς έβγαλα το πόδι
μου από τα πλευρά του βουτήχτηκε σε μια λίμνη κάτω από το σώμα του που ήταν ζεστή παρά το χιονόνερο. Ο επίδεσμος δεν είχε σταματήσει την αιμορραγία. Έκοψα ένα κομμάτι από τη δερμάτινη λουρίδα που περίσσευε από τον επίδεσμο και του το έδωσα. Ήξερε τι του ζητούσα να κάνει. Το δίπλωσε στα δύο και το έβαλε στο στόμα, ανάμεσα στα δόντια του. Στριφογύρισα τη μύτη του σανδαλιού μου μέσα στο παγωμένο λασπόνερο, δημιουργώντας ένα μικρό βαθούλωμα πίσω μου για να στηριχτώ, και με μια κίνηση άρπαξα ξανά το στέλεχος του βέλους και το έσπρωξα με όλη μου τη δύναμη προς τη μεριά του γόνατου του.
Ίσως να δίστασα κάπως, γιατί στην αρχή δε μετακινήθηκε καθόλου. Ο Ξενοφώντας διπλώθηκε από τον πόνο, κυρτώνοντας τους ώμους και ρίχνοντας πίσω το κεφάλι, ενώ τα χέρια του γραπώθηκαν στη γάμπα μου σαν μέγκενη. Το στήθος του φούσκωνε, καθώς ρουφούσε αέρα από τα ρουθούνια και μούγκριζε από τον πόνο, ενώ η αιχμή του βέλους άρχιζε τη βασανιστική πορεία της, σκίζοντας την εύπλαστη σάρκα του και παράγοντας ένα τρίξιμο που μπορούσε ν' ακούσει κάποιος. Ευχόμουν ότι οι θεοί θα διατηρούσαν τη δύναμη μου, ότι δε θα τρεμούλιαζα, ότι δε θα τραβούσε ο Ξενοφώντας απότομα το πόδι του και ότι δε θα έσπαζε η αιχμή
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 23
του βέλους. Μολονότι το σώμα του διπλωνόταν από τον πόνο, κράτησε ακίνητο το πόδι του, ώσπου με μια ελαφριά μετατόπιση και μια ξαφνική υποχώρηση της πίεσης η χάλκινη αιχμή πρόβαλε ακριβώς πάνω από το πλάι του γόνατου, ελαφρώς στραβωμένη αλλά ακόμα πάνω στο στέλεχος του βέλους.
Άφησα το στέλεχος, αλλά η λαβή μου ήταν τόσο σφιχτή, ώστε έπρεπε ν' ανοίξω σχεδόν με το ζόρι τα δάχτυλα μου, και τελικά έπεσα πίσω πάνω στις πατούσες μου εξαντλημένος. Ο Ξενοφώντας χαλάρωσε το σφίξιμο στη γάμπα μου και έφτυσε το πετσί από το στόμα του, σπαρταρώντας και μουγκρίζοντας. Άπλωσα το χέρι ν' αγγίξω το κεφάλι του και διαπίστωσα ότι παρά το τσουχτερό κρύο ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα.
«Και τώρα», είπε ασθμαίνοντας, «κόψε την αιχμή και βγάλε το βέλος προς τα πίσω».
Έβγαλα το μαχαίρι μου και ψαχουλεύοντας στα σκοτεινά βρήκα το σημείο που προεξείχε από το δέρμα η μακριά, στενή αιχμή. Το αίμα αναπηδούσε ακατάσχετα από την τρύπα και δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο. Έκοψα το ξύλινο στέλεχος με δύο χτυπήματα, αφήνοντας τη χάλκινη αιχμή να πέσει στα χαλίκια, ανάμεσα στα πόδια μου με ένα μικρό κουδούνισμα και, στη συνέχεια, αφού ανακάθισα μέσα στη λάσπη πίσω από τους ώμους του, άρπαξα το στέλεχος και ομαλά και γρήγορα οδήγησα το βέλος πίσω εκεί απ' όπου είχε μπει. Ο Ξενοφώντας δεν έκανε καμιά απότομη κίνηση αυτή τη φορά, συσπάστηκε απλώς κι έμεινε βουβός, παρότι δεν είχε ξαναβάλει το πετσί στο στόμα του. Πήρα ένα μάτσο λινούς επιδέσμους, παραγέμισα τις τρύπες από το τόξο, τις σιγούρεψα ακόμα περισσότερο δένοντας τους επιδέσμους γύρω από τις πληγές αρκετές φορές. Μες στο σκοτάδι δε μου είχε μείνει τίποτ' άλλο παρά να ελπίζω για το καλύτερο. Ο ανυπέρβλητος πόνος είχε κάνει τον Ξενοφώντα να χάσει τις αισθήσεις του πάνω στο χειρότερο, αλλά, αν κι ευχαρίστησα τους θεούς γι' αυτή τη μικρή ευλογία, το έκανα πρόωρα, γιατί δεν είχαν ακόμα τελειώσει μαζί μας.
Το χιονόνερο έγινε χαλάζι και το χαλάζι χιόνι κι όταν σηκωθήκαμε όρθιοι για να χτυπήσουμε κάτω τα πόδια μας και να με-
24 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
ταδώσουμε ζέστη στα ξεπαγιασμένα μέλη μας, ανακαλύψαμε ότι δε θα συνέβαινε κάτι τέτοιο και έτσι ξέραμε πια ότι δε θα μπορούσαμε να ξαποστάσουμε εκείνη τη νύχτα. Ούτε συζήτηση βέβαια για φωτιά, αφού δεν υπήρχαν προσανάμματα σ' αυτή τη γεμάτη κατσάβραχα πλαγιά. Τα σαγόνια μας είχαν μουδιάσει από το κρύο και μας ήταν δύσκολο να μιλάμε, έτσι περπατούσαμε ξυλιασμένοι πάνω κάτω στο λασπωμένο μονοπάτι σιωπηλά, αλλιώς δε θα νιώθαμε τα πόδια μας. Ολόκληρη τη νύχτα περπατούσαμε μπρος πίσω αργά στο λασπωμένο μονοπάτι, σκουντουφλώντας ο ένας πάνω στον άλλο στα τυφλά, καθώς το χιόνι σωριαζόταν πάνω στα κράνη και τους ώμους και κυλούσε ύπουλα μέχρι τα πόδια μας. Δεν τολμούσαμε να προχωρήσουμε μακρύτερα μες στο σκοτάδι, από φόβο ότι θα πέσουμε στον γκρεμό ή ακόμα χειρότερα πάνω στους άντρες του Θρασύβουλου που καραδοκούσαν σαν σκιές. Ο Ξενοφώντας, αν και ξύπνιος και έχοντας διαύγεια, εξακολουθούσε να πονάει ανυπόφορα και περνώντας το χέρι του γύρω από τους ώμους μου βημάτιζε βουβός κούτσα κούτσα στο πλάι μου, όσο καλύτερα μπορούσε, αφού άνοιξαν οι ουρανοί και οι θεοί έριξαν πάνω μας περισσότερο χιόνι μέσα σε μια νύχτα απ' όσο είχε δει η Αθήνα εδώ και δύο γενιές.
Με το πρώτο γκρίζο φως που φάνηκε στην ανατολή, τρεις από τους συντρόφους μας είχαν μεταβληθεί σε πτώματα, παγωμένοι σαν κούτσουρα και σκεπασμένοι με ένα σάβανο λευκού χιονιού. Δεν είχαν καταφέρει να μετακινηθούν στη διάρκεια της νύχτας, εξαιτίας των τραυμάτων τους. Αλλά και ο Ξενοφώντας βρισκόταν σε επικίνδυνη κατάσταση. Η αιμορραγία είχε σταματήσει, αλλά το πόδι του ήταν εντελώς μελανιασμένο από το κρύο και από την αδυναμία του να το πατήσει για να κυκλοφορήσει το αίμα. Δεν αισθανόμαστε τίποτα, δεν μπορούσαμε να πιάσουμε τα δόρατα μας, δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε και παρόλο που η πανοπλία μάς παρείχε κάποια προστασία από τον ορμητικό άνεμο και το τσουχτερό κρύο, η αίσθηση του μέταλλου πάνω στο δέρμα μας ήταν ανυπόφορη.
«Αναχωρούμε τώρα», μούγκρισε ο Ξενοφώντας, αγναντεύοντας αδύναμα το παχύ χιόνι, μόλις κατάφερε να βγει στη στενή
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 25
προεξοχή του μονοπατιού που περιέτρεχε το φαράγγι. Κράτησε τα παραλυμένα χέρια του μπροστά στο πρόσωπο του, χουχου-λιάζοντάς τα, μάταια, για να τα ζεστάνει.
«Κι αν οι άντρες του Θρασύβουλου...» άρχισα. «Θα παγώσουν όπως εμείς. Ή θα πεθάνουμε εδώ μες στο χιό
νι ή θα πεθάνουμε μαχόμενοι. Προτιμώ το δύσκολο τρόπο». Τα λόγια του κυκλοφόρησαν σ' όλη τη γραμμή και σ' ένα λε
πτό οι άντρες είχαν συγκεντρωθεί, μουσκεμένοι και κουτσαίνοντας, έτοιμοι για αναχώρηση. Φτιάχτηκαν φορεία από λαβές ακοντίων και λουριά για τη μεταφορά των νεκρών και των πληγωμένων και ξεκινήσαμε παραπατώντας μέσα στο στοιβαγμένο χιόνι, ενώ προσπαθούσαμε να κρατηθούμε από τα βράχια με τα παγωμένα μας χέρια, ώσπου τα δάχτυλα μάτωναν κι άφηναν άλικα ίχνη πάνω στην ασπρίλα, σηματοδοτώντας έτσι το πέρασμα μας, παρόλο που δεν αισθανόμαστε κανένα πόνο. Οι άντρες είχαν αφήσει πίσω τον οπλισμό τους και σέρνονταν ο ένας πίσω από τον άλλο, ίδια φαντάσματα, με τα χέρια στις μασχάλες σαν αλλόφρονες, προσπαθώντας να διακρίνουν φοβισμένα μέσα στο χιόνι και το μισοσκόταδο τυχόν ίχνη επίθεσης.
Κανένα ίχνος. Στα μισά της διαδρομής, κατηφορίζοντας τη βουνοπλαγιά, αιφνιδιάσαμε ένα νεαρό φρουρό από το στρατό, με άγριο μάτι, που είχε κρυφτεί πίσω από ένα βράχο μόλις μας είδε να πλησιάζουμε, πιστεύοντας ότι είμαστε είτε τα φαντάσματα των σκοτωμένων είτε άντρες του Θρασύβουλου σε πρωινή επιδρομή. Έμεινε κατάπληκτος όταν έμαθε ότι είχαμε περάσει την τρομερή νύχτα πάνω στο βουνό κι έκανε τρέχοντας την υπόλοιπη διαδρομή μέχρι το στρατόπεδο, γλιστρώντας και σκοντάφτοντας, όπου οργάνωσε στα γρήγορα ένα απόσπασμα από οπλίτες για να σκαρφαλώσουν μέσα στο εκτυφλωτικό χιόνι και να μας βοηθήσουν στην κατάβαση μας.
Αργότερα εκείνο το πρωί, ενώ τουρτουρίζαμε κάτω από λεπτά σκεπάσματα στο στρατόπεδο και το χιόνι συνέχιζε να πέφτει, μερικοί Σπαρτιάτες του Κριτία επέστρεψαν από την αποστολή κατόπτευσης του φρουρίου, σε μια προσπάθεια να διερευνήσουν πόσο καλύτερα μπορούσαμε να κάνουμε την επίθεση και ν' ανα-
26 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
γκάσουμε τους επαναστάτες να παραδοθούν. Βημάτιζαν σιωπηλοί δίπλα από τη φωτίτσα που είχαμε ανάψει, με τους κουρελιασμένους πορφυρούς χιτώνες τους ν' ανεμίζουν και να θροΐζουν, αδιαφορώντας για τη σκόνη που σκέπαζε τα πόδια τους με τα πεταλωμένα σανδάλια. Ο Ξενοφώντας ανασηκώθηκε στον αγκώνα του, καθώς τους είδε να προχωρούν συντεταγμένοι προς τη σκηνή του Κριτία για να δώσουν αναφορά.
«Πού είναι οι επαναστάτες;» τους φώναξε ο Ξενοφώντας. «Επισκεύασαν την είσοδο; Είδατε τους δράκοντες;»
Αγνόησαν την ερώτηση του, κοιτώντας ίσια μπροστά με πρόσωπα σκληρά και πετρωμένα σαν το βουνό το ίδιο, χωρίς καν να μπουν στον κόπο να κρύψουν την περιφρόνηση που ένιωθαν για μας.
Δυο μέρες αργότερα, έπειτα από τη βασανιστική επιστροφή στην Αθήνα μ' ένα επιταγμένο κάρο ανεφοδιασμού, στη διάρκεια της οποίας τρία από τα μουλάρια κατέρρευσαν και ψόφησαν μες στο τσουχτερό κρύο, μετέφερα τον Ξενοφώντα μισοκοιμισμενο και με πυρετό στο σπίτι του πατέρα του. Βλέποντας το γιο του να χα-ροπαλεύει για δεύτερη φορά στη ζωή του, ο σκληρός γερο-Γρύλ-λος έκλαψε δημόσια και αργότερα την ίδια εκείνη νύχτα, αφού πρόσφερε σπονδή από σπάνιο κρασί στους θεούς και μια ολόκληρη κούπα σ' εμένα από ευγνωμοσύνη, με αντάμειψε με την απελευθέρωση μου. Ήμουν ελεύθερος άνθρωπος πια, τουλάχιστον σωματικά.
Αργότερα θα συναντούσα και πάλι τους δράκοντες και το φύλακα τους.
ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ
Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ
Μα δεν μπορούν οι άνθρωποι πάντα άγρυπνοι να μένουν, γιατί οι αθάνατοι θεοί στο καθετί ένα μέρος για τους ανθρώπους όρισαν στη γη τη σιτοδότρα.
ΟΜΗΡΟΣ*
* Ομήρου, Οδύσσεια, ραψωδία τ, στίχ. 590-592, μετάφραση: Ζήσιμος Σίδερης, ΟΕΔΒ, Αθήνα. (Σ.τ.Ε.)
1
ΟΠΩΣ ΟΙ ΘΕΟΙ, ή μάλλον εντελώς αντίθετα με αυτούς, ήμουν πάντοτε μαζί του. Το ίδιο το παρατσούκλι μου, Θέο, το αποδεικνύει. Οι πρώτες μου αναμνήσεις είναι απαράλλακτες με τις δικές του, αν και οι τελευταίες μου ενθυμήσεις φοβάμαι ότι εκτείνονται πολύ πιο πέρα από τις δικές του. Ήμουν παρών όταν γεννήθηκε. Βοήθησα να τον πλύνουν και είδα τα πρώτα του δάκρυα. Θα είμαι εκεί κι όταν πεθάνει, επιφορτισμένος αναμφίβολα με τα ίδια ακριβώς καθήκοντα. Σ' όλη μου τη ζωή τον περιποιήθηκα καλά, ένας φυλακας-άγγελος, μια μούσα, επικριτής και μπελάς. Μαζί περπατήσαμε με τους ίσκιους και πολεμήσαμε τους Σπαρτιάτες, υπηρετήσαμε πρίγκιπες κι αποκτήσαμε την εύνοια βασιλιάδων. Μαζί του μπήκα στην κόλαση κι επέστρεψα πίσω στους ζωντανούς. Και με εξαίρεση ένα σύντομο διάλειμμα σε κάποιο μακρινό λασποχώρι στη Μαύρη Θάλασσα, όταν η ψυχή μου δε μου ανήκε ή, για να το εκφράσω καλύτερα, όταν δεν του ανήκε, στάθηκα πάντα στο πλάι του. Το αντίστροφο θα ήταν αδιανόητο και για τους δυο μας.
Γεννήθηκα, όπως μου είπαν, στις Συρακούσες την εποχή που οι συμπολίτες μου είχαν εμπλακεί σ' έναν από τους αναρίθμητους, θλιβερούς και ασήμαντους πολέμους με τους Αθηναίους. Οι γονείς μου κι εγώ αιχμαλωτιστήκαμε στο πέλαγος, κάτω από άγνωστες σε μένα συνθήκες, είτε από πειρατές είτε στη διάρκεια κάποιας επίθεσης από αθηναϊκή τριήρη εναντίον κάποιου εμπορικού πλοίου από τις Συρακούσες με το οποίο ταξιδεύαμε - ποιος το ξέρει; Τα λίγα που έμαθα είναι ότι ο στρατιώτης πατέρας μου προκαλούσε προβλήματα κι ότι οι γονείς μου πουλήθηκαν ως δούλοι αρκετές φορές πιθανόν, ώσπου πέτυχαν να αναλάβουν κά-
30 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
ποιες θέσεις στο σπίτι του Γρύλλου, ενώ ήμουν ακόμα μωρό. Η μόνη ανάμνηση που κράτησα από εκείνα τα χρόνια είναι ένα κομμάτι από κάποιο παλιό τραγούδι, σε μια γλώσσα την οποία δε μιλάω, ένα παράφωνο, άρρυθμο τραγούδι, το οποίο, αν και πολύ παλιά θα είχε κάποιο νόημα και θα έδινε ακόμα και χαρά σ' όσους το άκουγαν, για μένα παραμένει ανεξιχνίαστο, ακόμα και εφιαλτικό.
Οι γονείς μου πέθαναν νωρίς, στη διάρκεια μιας από τις τρομερές επιδημίες που περιοδικά σάρωναν την πόλη, από την οποία ανεξήγητα γλίτωσα εγώ. Τα ορφανά ήταν πάρα πολλά εκείνη την εποχή· πολλά από αυτά φυσικά είχαν γεννηθεί από γνήσιους Αθηναίους κι ήταν τα παιδιά γονιών που υπήρξαν θύματα συνεχιζόμενων εχθροπραξιών. Αυτά ανατρέφονταν από την πολιτεία, τα στεφάνωναν και τα τιμούσαν στις δημόσιες εκδηλώσεις, κι αν οι γονείς τους είχαν πεθάνει στον πόλεμο, τους απεικόνιζαν ως ήρωες. Άλλα, όμως, απροσδιόριστης καταγωγής, τα περίμενε τελείως ακαθόριστη τύχη - ορισμένα ευημερούσαν, αν τ' αναλάμβανε κάποιος καλός ανάδοχος, ενώ άλλα απλώς τα αγνοούσαν και τ' άφηναν να τα βγάλουν πέρα μόνα τους. Ακόμα χειρότερα βέβαια ήταν τα παιδιά που, όπως εγώ, είχαν γεννηθεί δούλοι ή, ακόμα πιο κακότυχα, αν ήταν δούλοι που κατάγονταν από εχθρούς. Με κράτησαν από ευσπλαχνία στο σπίτι, παρά το γεγονός ότι δεν ήμουν παρά ένα παιδί ανίκανο να κερδίσω τα έξοδα μου. Πιθανόν να ήταν μια περίπτωση φιλανθρωπίας για εξευμενισμό των θεών ή μια χάρη στην ευγενική γριά παραμάνα που με φρόντιζε. Ο κύριος μου, πάντως, δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για την καταγωγή μου, ούτε καν φάνηκε έστω και ελάχιστα περίεργος να μάθει. Ήταν απλώς ένα ακόμα μυστήριο, όπως η καταγωγή των θεών ή η παντοδυναμία του πατέρα του, την οποία αποδεχόταν ως κάτι αυτονόητο και αποτελούσε μέρος της πρώιμης αντίληψης του για τη ζωή, ένα από εκείνα τα θέματα που δεν του πέρασε ποτέ από το μυαλό ν' αμφισβητήσει.
Εκείνα τα χρόνια δεν ήταν εύκολα. Η Αθήνα ήταν μπλεγμένη σε ένα δεκαετή, αυτοκαταστροφικό πόλεμο με τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι, ύστερα από την ήττα των Περσών από τη συμμαχία των ελληνικών πόλεων, είχαν αρνηθεί να υποταχτούν στην απαίτηση
Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ 31
των Αθηνών για ηγεσία. Στην πραγματικότητα κάθε αρτιμελής πλούσιος άντρας και από τις δύο πλευρές είχε ενταχθεί στα τάγματα των οπλιτών, βαριά οπλισμένα στρατεύματα πεζικού που αποτελούσαν τον πυρήνα του αθηναϊκού και του σπαρτιατικού στρατού. Καθένας από αυτούς τους άντρες, με τη σειρά του, έπαιρνε έναν ή περισσότερους δούλους για να τον υπηρετούν ως συνοδοί και μεταφορείς κι αυτή η βαριά δέσμευση τόσων ανθρώπων στον πόλεμο άφηνε ιδιαίτερα μικρό ανθρώπινο δυναμικό στην πατρίδα για να πραγματοποιήσει όλα εκείνα για τα οποία απαιτούνται άντρες, ώστε να διατηρηθεί πλούσια και ζωντανή μια πόλη.
Αυτό δυσκόλευε τη ζωή της οικογένειας του Γρύλλου, ενός πλούσιου Αθηναίου κτηματία που διατηρούσε ένα εξοχικό κτήμα στο δήμο των Ερχιέων,* δώδεκα μίλια ανατολικά της πόλης των Αθηνών. Εκεί με πρωτόφεραν παιδάκι ακόμα κι εκεί πέρασα τα πρώτα χρόνια της ζωής μου, μεγαλώνοντας από και υπηρετώντας μια παρέα γυναικών. Οι περισσότεροι άντρες, αφέντες αλλά και δούλοι, αφιέρωναν το χρόνο τους στο μέτωπο και μόνο λίγους μήνες περνούσαν στο κτήμα ανάμεσα στους χωρικούς, προσπαθώντας μάταια ν' αναπληρώσουν το χαμένο χρόνο και να διορθώσουν τις φθορές που είχαν προκληθεί από την εγκατάλειψη. Ο Γρύλ-λος συγκεκριμένα πέρασε δύο χρόνια μακριά από το κτήμα και εμφανίστηκε στο σπίτι μόνο μία φορά για μία και μοναδική μέρα προτού επιστρέψει και πάλι στο μέτωπο κατά διαταγή της πολιτείας. Στη διάρκεια αυτού του σύντομου διαλείμματος κατάφερε να αποκτήσει ένα γιο.
Για τη γυναίκα του Γρύλλου, όμως, τη Διοδώρα, το να περνάει όλη τη ζωή της επιχειρώντας να φέρει βόλτα το φασαριόζο γιο της αλλά και το υπό κατάρρευση σπιτικό και το προσωπικό του κτήματος, ενώ ο Γρύλλος πολεμούσε τους Σπαρτιάτες ή συμμετείχε στην Εκκλησία του Δήμου στην Αθήνα, ήταν πάνω από τις
* Ερχιά ή Ερχεία: ένας από χους μεγαλύτερους δήμους της Αττικής. Η θέση του τοποθετείται στην περιοχή των Σπάτων. Από την Ερχιά καταγόταν ο Ξενοφώντας και ο Ισοκράτης και ο Αλκιβιάδης είχε εκεί μεγάλη κτηματική περιουσία, σύμφωνα με τον Πλάτωνα. (Σ.τ.Μ.)
32 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
δυνάμεις της. Έξι χρόνια αργότερα σήκωσε τα χέρια ψηλά, έκλεισε το σπίτι, πούλησε τα περισσότερα μέλη από το προσωπικό του κτήματος που είχαν απομείνει και πήγε να συγκατοικήσει με τη χήρα ξαδέρφη του άντρα της, τη Λήδα, που διατηρούσε ένα σπίτι στην Αθήνα, ενώ το κτήμα του άντρα της στη Βοιωτία έμενε απεριποίητο. Το σπίτι στην πόλη είχε διαθέσιμο χώρο, αν και με τη συνεχιζόμενη έλλειψη αρτιμελών αντρών είχε αρχίσει να διαλύεται. Το λάδι για το φωτισμό και το μαγείρεμα είχε αρχίσει να φτάνει δύσκολα στην πόλη, ακόμα και για τους σχετικά πλούσιους. Τα ξύλα για τη φωτιά αποθηκεύονταν και στοιβάζονταν κομμάτι κομμάτι, ενώ τα ρούχα μπαλώνονταν και ξανα-μπαλώνονταν για να μπορέσουν να χρησιμοποιηθούν πολύ περισσότερο απ' όσο θα έπρεπε, τόσο που, σε καλύτερες μέρες, θα δίνονταν στους ζητιάνους. Μόνο οι απλούστερες τροφές ήταν διαθέσιμες και η βασική τροφή αποτελούνταν από ένα είδος χυλού από λιωμένες φακές. Σύκα, καρύδια και ελιές προσετίθεντο μερικές φορές για νοστιμιά και αραιά και πού η οικογένεια μπορούσε να πετύχει λίγο αρνίσιο ή χοιρινό κρέας που έφερναν κρυφά στην πόλη οι παλιοί καλλιεργητές από την Ερχιά. Οι ακρίδες αφθονούσαν στα απέραντα χωράφια κι ήταν μια πρόχειρη πηγή πρωτεϊνών για εμάς τους δούλους και το προσωπικό της κουζίνας, αφού ακόμα και τα πιο χοντρά κομμάτια με κρέας προτιμούσαν να τα ξεζουμίσουν τα αφεντικά παρά να τ' αφήσουν για το υπηρετικό προσωπικό. Μόνη μας παρηγοριά ήταν ότι η τροφή των Σπαρτιατών ως γνωστόν ήταν ακόμα χειρότερη. Ο Γρύλλος έλεγε συχνά πως δεν ήταν καθόλου παράξενο που οι Σπαρτιάτες ήταν τόσο πρόθυμοι να πεθάνουν στη μάχη - ο θάνατος πρέπει να ήταν προτιμότερος από το να συνεχίσουν να ζουν τρώγοντας τέτοια φαγητά.
Στην Αθήνα λοιπόν αρχίσαμε μια καινούρια ζωή και ήταν ακριβώς εκεί που μου ανέθεσαν τη μόνιμη επιτήρηση του μικρού σκανταλιάρη, για τον οποίο ήμουν υπεύθυνος, έστω και ανεπίσημα, από τότε που είχαμε και οι δύο μόλις αρχίσει να κάνουμε τα πρώτα μας βήματα. Ο γιος του Γρύλλου, ο οποίος μέχρι να μετακομίσουμε στην Αθήνα δεν είχε βγει ποτέ έξω από τα όρια του
Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ 33
εξοχικού κτήματος ούτε είχε ξεφύγει από τα άγρυπνα μάτια της μητέρας του ή τα δικά μου, αντιμετώπισε την Αθήνα σαν αποκάλυψη. Για μένα, που είχα αναλάβει τη φροντίδα της ασφάλειας του, η πόλη ήταν σκέτη φρίκη. Κλείνω τα μάτια και οραματίζομαι, τόσο καθαρά λες και είναι τώρα, ότι περπατάμε μέσα στους αποπνικτικά ζεστούς και σκονισμένους δρόμους της Αθήνας εκείνα τα χρόνια πριν από την πτώση της, ανάμεσα στις βρισιές των μουλαράδων και των νεαρών χαμινιών που τα χαζεύαμε με θαυμασμό για τον εκπληκτικό χειρισμό της λαϊκής γλώσσας· τη σταθερή ροή των ζητιάνων, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν όχι μόνο ο συνηθισμένος συρφετός από παραμορφωμένους, τυφλούς, γέρους και ραχιτικούς, αλλά και ξένοι που περνούσαν δύσκολους καιρούς και τους είχε προσελκύσει το μεγαλείο της πόλης· στοχαστές που απολάμβαναν αλλά κι αποζητούσαν τέτοιους δύσκολους καιρούς ως έμβλημα τιμής και πηγή έμπνευσης για τις διάφορες φιλοσοφικές σχολές τους· και αργόσχολα πλήθη αξιόμαχων αντρών, στρατιώτες που έφευγαν και ναύτες που περίμεναν τον επόμενο ναύλο τους. Βλέπω το συνονθύλευμα από μουσικούς, γόητες φιδιών, ακροβάτες, αγγελιοφόρους, κλέφτες και πόρνες και των δύο φύλων ή ερμαφρόδιτους· ένα ανακάτεμα από τους λογής λογής μόνιμους ανθρώπους του δρόμου, χτίστες και μαγαζάτορες, αργυραμοιβούς, πλανόδιους πωλητές φαγητού και νερού, γραφείς, ιχθυοπώλες, καλλιτέχνες της δερματοστηξίας, γανωτζήδες και ράφτες· και τις αποτριχώτριες, τις παρατίλτριες, από τα λουτρά, να ρίχνουν τον τόνο της φωνής τους και να στεγνώνουν τα σύνεργά τους, καθώς ζητούσαν να βάλουν μια μπουκιά στο στόμα τους. Βλέπω επίσης εκατοντάδες άλλες πολύχρωμες φιγούρες, ηθοποιούς, ιερείς, αρκουδιάρηδες, στρατιώτες, μαστροπούς και μαμές να διαλαλούν φωναχτά την πραμάτεια τους, πασχίζοντας ν' ακουστεί ο καθένας πάνω από τους υπόλοιπους, συμβάλλοντας στην εκκωφαντική οχλοβοή που αποτελούσε την έξαψη, το αίσχος, τη φιλοδοξία και την τρέλα αυτής της πόλης, η οποία ήταν το κέντρο του κόσμου.
Με τα μάτια της φαντασίας μου βγαίνω από αυτούς τους χαοτικούς δρόμους και περνώ από μια ταπεινή, κοινή αυλόπορτα, στο
34 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
πλάι ενός μεγάλου πέτρινου τοίχου, σ' ένα σκοτεινό, δροσερό διάδρομο και με το που κλείνω τη βαριά δρύινη πόρτα ακούω το βρυ-χηθμό της πόλης να κοπάζει σε ένα αχνό και απόμακρο παλμό. Ο διάδρομος των αναμνήσεων μου καταλήγει σε μια ηλιόλουστη αυλή, όπου κυριαρχούν ο καμπανιστός ήχος του νερού στη μικροσκοπική κρήνη, τα απαλά τσουγκρίσματα και ξυσίματα από το μαγείρεμα και τα ήσυχα γέλια των υπηρετών από την κουζίνα που βρισκόταν δίπλα από το κυρίως σπίτι. Ο πιο αταίριαστος από όλους είναι ο ήχος των πουλιών - αμέτρητα πραγματικά, αφού κάθε γωνιά είναι εφοδιασμένη με ένα ή και περισσότερα κλουβιά γεμάτα με μικροσκοπικά, πολύχρωμα ωδικά πτηνά, επιλεγμένα για τα εξαίσια σχέδια των φτερών και τη γλυκύτητα των τιτιβισμάτων τους. Πάνω από τους ανάλαφρους ήχους του σπιτιού υψώνονται οι τσιριχτές φωνές δύο μικρών παιδιών που παίζουν στο χώμα, δίπλα από την κρήνη, με μια χούφτα βόλους φτιαγμένους από πηλό.
Από τη στιγμή που μετακόμισε στο σπίτι αυτό το μικρότερο αγόρι, ο γιος του Γρύλλου, είχε πλημμυρίσει η αυλή από το τραγούδι του, που συναγωνιζόταν σε ομορφιά και μελωδικότητα νότα τη νότα τα πουλιά στα κλουβιά. Ήταν πανευτυχής μόνο όταν καθόταν στα πόδια της μάνας του κάτω από τον ήλιο, τραγουδώντας παιδικά τραγούδια και ομηρικούς στίχους που του είχε διδάξει με συχνές επαναλήψεις, πασχίζοντας να τον κρατήσει στους πολύπλοκους ρυθμούς και τραγουδιστικούς τόνους της εκπαίδευσης της.
Αν και δεν έλεγε και πολλά από εμφάνιση -ήταν κοντός στο ανάστημα και είχε αδύνατο στέρνο για την ηλικία του-, ήταν προικισμένος. Αυτό ήταν γνωστό σε όλους, μια κι είχε ήδη τραγουδήσει σε λίγα από τα συμπόσια που είχε παραθέσει ο πατέρας του, στα οποία είχαν παρακαθίσει ορισμένοι από τους πιο ξακουστούς πολίτες και καλλιτέχνες. Το αγόρι είχε δεχτεί τους μεγαλύτερους επαίνους, τόσο από πολιτικούς όσο και από ποιητές για την καθαρή, καμπανιστή φωνή του και για την αυτοκυριαρχία του. Οι φιλοφρονήσεις, πάντως, των διπλωματών άφηναν ασυγκίνητο το παιδί συγκρινόμενες με τον έπαινο του πατέρα του, που σπάνια και απρόθυμα του πρόσφερε και μόνο σε εξαιρετικά καλές εμφα-
Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ 35
νίσεις, αλλά ακόμα και τότε περισσότερο από ικανοποίηση επειδή είχε ευχαριστήσει τους καλεσμένους του παρά επειδή ένιωσε κάποια χαρά από το τραγούδι του γιου του.
Το παιδί είχε όνομα, φυσικά, αλλά η μητέρα του το φώναζε με το όνομα του μόνο όταν το μάλωνε και ο πατέρας του σπάνια απευθυνόταν άμεσα σ' αυτό. Πιο συχνά ανταποκρινόταν στο χαϊδευτικό του, εκείνο που φυσικότατα είχε προκύψει λόγω της ικανότητας του στο τραγούδι. Το φώναζαν Αηδόνι και το ασυνήθιστο παρατσούκλι έμοιαζε να προοιωνίζει επιπλέον τύχη για το αναπτυσσόμενο ταλέντο του. Όχι, βέβαια, ότι ένα τέτοιο ταλέντο είχε κάποια μακροπρόθεσμη προοπτική: η οικογένεια του ήταν παλιά και πλούσια και η ζωή του τραγουδιστή ή του ποιητή δεν ήταν κάτι που προσδοκούσαν για τα παιδιά τους οι σημαντικές οικογένειες. Ωστόσο, ήταν διασκεδαστικό, του εξασφάλιζε λίγη περισσότερη προσοχή από αυτή που θα του έδειχνε ο πατέρας του και χρησίμευε για να κρατά απασχολημένο το παιδί μέσα στο σπίτι μέχρι ν' αρχίσει η κανονική του εκπαίδευση.
Ας επιστρέψουμε όμως στην αυλή του σπιτιού, όπου τα δύο παιδιά παίζουν με τους βόλους. Το μικρότερο, όπως προανέφερα, ήταν το Αηδόνι. Το μεγαλύτερο ήταν ο Πρόξενος, δεύτερος ξάδερφος του και δύο χρόνια μεγαλύτερος του, ένα ξεκάθαρα διαμορφωμένο μικρό κτήνος, με ακατάσχετα σαρκαστικό γέλιο και κόρδωμα. Όπως ακριβώς το Αηδόνι ήταν γεννημένο ποιητής και τραγουδιστής, ο Πρόξενος ήταν από γεννησιμιού του πολεμιστής· εντούτοις παρά τις διαφορετικές κλίσεις και ενδιαφέροντα τους, οι δυο τους ήταν κολλητοί φίλοι, ανεξάρτητα από τη συγγένεια τους. Τουλάχιστον καθημερινά, ο Πρόξενος έκανε το Αηδόνι να πεταχτεί τρομαγμένο από τις συχνές ονειροπολήσεις του στην αυλή, χτυπώντας το στο κεφάλι με το αυτοσχέδιο ξύλινο σπαθί του, παρασύροντας το σε ένα κυνηγητό που κατέληγε με τα δύο αγόρια να κάνουν αγώνες δρόμοο μέσα στο σπίτι, να παλεύουν πάνω στις σκληρές πλάκες του δαπέδου και να μπερδεύονται στα πόδια των ηλικιωμένων και πολυβασανισμένων υπηρετριών που προσπαθούσαν να διατηρήσουν την τάξη. Το Αηδόνι, επειδή ο Πρόξενος ήταν ο μεγαλύτερος και δυνατότερος α-
36 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
πό τους δυο, νικιόταν μονίμως στις μάχες που έδιναν, αλλά σπάνια ενέδιδε στις επαναλαμβανόμενες απαιτήσεις του μεγαλύτερου αγοριού να παραδοθεί. Όταν στριμωχνόταν, προτιμούσε να αφοπλίσει τον Πρόξενο γελώντας σπασμωδικά και τραγουδώντας ψιθυριστά αισχρά τραγουδάκια που έκαναν συχνά το μεγαλύτερο ξάδερφο του να καταρρέει μέσα σε έναν παροξυσμό γέλιου.
Και στις ελάχιστες περιπτώσεις όμως που δεν ήταν παρών ο Πρόξενος, το Αηδόνι δεν ήταν ποτέ μόνο του, μια κι έπαιζε και μιλούσε ζωηρά με ένα φανταστικό του φίλο, μια ύπαρξη που, όπως έλεγε, ήταν πάντα μαζί του, παρόλο που αρνιόταν να πει το όνομα του, ισχυριζόμενο μόνο ότι επρόκειτο για ένα μικρό θεό. Αυτό αποτέλεσε πηγή μεγάλης ευθυμίας μέσα στην οικογένεια αρχικά, καθώς ο Πρόξενος και οι δούλοι προσποιούνταν καμιά φορά ότι παραπατούσαν κι έπεφταν λέγοντας ότι ο μικρούλης θεός του Αηδονιού είχε μπερδευτεί στα πόδια τους ή φόρτωναν στην απληστία του μικρού θεού την απώλεια κάποιων αντικειμένων. Με τον καιρό, η θεότητα αυτή πέρασε στο πάνθεο των θεών της οικογενειακής εστίας, στην αρχή σαν αστείο, ύστερα σαν ασυνείδητη συνήθεια μάλλον και πολύ αργότερα, αφού το παιδί είχε μεγαλώσει πια κι είχε σταματήσει να επικοινωνεί ανοιχτά με το μυστηριώδη φίλο του, η μητέρα και οι δούλες εξακολουθούσαν ν' αναφέρονται περιστασιακά στην παρουσία αυτού του μικρού θεού.
Στο διάστημα αυτό σπανίως βλέπαμε τον αυστηρό και απόμακρο πατέρα του Αηδονιού. Ακόμα και στις σύντομες αποδράσεις του από τα διπλωματικά και στρατιωτικά του καθήκοντα, ελάχιστο χρόνο διέθετε ο Γρύλλος για τα αγόρια, αφού έπρεπε μονίμως ν' ασχολείται με το πηγαινέλα παράξενων αντρών, αντρών σπουδαίων και φαντασμένων, που έρχονταν μέσα στη νύχτα για να του μιλήσουν και να λογοφέρουν μαζί του. Η φήμη του Γρύλ-λου ως αξιωματούχου ήταν τρομερή, όμως καλά τα κατάφερνε και στον πόλεμο. Είχε καταφέρει να διατηρήσει τα περισσότερα από τα μέλη του σώματος του, με εξαίρεση το ένα μάτι του που είχε δεχτεί αστραπιαίο χτύπημα από την αιχμή κάποιου σπαρτιατικού δόρατος και στη συνέχεια είχε μολυνθεί -έπαιρνε όρκο-
Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ 37
από τη θεραπεία κάποιου κομπογιαννίτη στρατιωτικού γιατρού με καταπλάσματα από κοπριά αγελάδας και ξίδι. Το μάτι έπρεπε ν' αφαιρεθεί, κάτι που ο Γρύλλος επέμενε να κάνει ο ίδιος με ένα κουτάλι, για ν' αποφύγει να εκτεθεί έτσι περισσότερο στους κινδύνους της ιατρικής επιστήμης. Η οφθαλμική κοιλότητα γιατρεύτηκε ικανοποιητικά, αν και περιστασιακά έτρεχε ένα υδαρές υγρό χρωματισμένο με αίμα, όταν ο Γρύλλος ασχολιόταν με επίπονη σωματική δραστηριότητα, ενώ το τραύμα αποτελούσε πηγή περηφάνιας και θαυμασμού για το γιο του.
Πού και πού ο Γρύλλος έπαιρνε τα αγόρια και τον παλιό του συνοδό στη μάχη, τον Λέοντα, και πήγαιναν στο εγκαταλειμμένο κτήμα στην Ερχιά, που είχε καταντήσει πραγματικό ερείπιο. Ο Γρύλλος διατηρούσε βαθιά αγάπη για τη γη και μολονότι έπρεπε ν' αναβάλλει συνεχώς τα σχέδια του για να κάνει καρποφόρα τα χωράφια λόγω της κρισιμότητας του πολέμου, ήταν αποφασισμένος να μην εμποδίσει το γιο του να εξοικειωθεί με τη γη. Εξέτρεψε μερικά θαυμάσια άλογα που φρόντιζε ο ανάπηρος γιος του Λέοντα και τους πήγαινε μακρινές εξορμήσεις και κυνήγια στην εξοχή. Ακόμα κι όταν το Αηδόνι ήταν πολύ μικρό για να ιππεύει μόνο του, ανέβαινε στο άλογο του πατέρα του ανάμεσα στους δυνατούς μηρούς του Γρύλλου. Ο Γρύλλος αγαπούσε τόσο την ιππασία, ώστε όταν ο γιος του κουραζόταν τον πήγαινε πίσω στο σπίτι να πάρει έναν υπνάκο και ξανάφευγε αμέσως όλη την υπόλοιπη μέρα, χωρίς να ξεκουραστεί καθόλου. Με πήρε κάποτε μαζί του για παρέα, παραχωρώντας μου ένα μικρότερο άλογο που σκόπευε να το δώσει στο γιο του όταν θα μεγάλωνε. Ο Γρύλλος έλεγε πως, αν συνεχιζόταν ο πόλεμος, το Αηδόνι θα υπηρετούσε ως αξιωματικός κι αν επρόκειτο να γίνω συνοδός του στη μάχη, θα χρειαζόμουν τουλάχιστον τις ίδιες ιππευτικές και στρατιωτικές δεξιότητες με τον κύριο μου. «Θα είμαι περήφανος», έλεγε, «όταν ο γιος μου σκοτώσει τον πρώτο Σπαρτιάτη».
Ο Γρύλλος μιλούσε ακατάπαυστα για τον πόλεμο και το μίσος του για τους Σπαρτιάτες και την καταστροφή που εκείνοι προξενούσαν στην ευημερία των Αθηνών ήταν απύθμενο. Απεχθανόταν τη χοντροκοπιά και την έλλειψη κουλτούρας αλλά και την α-
38 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
λαζονική, κυριαρχική στάση τους απέναντι στις άλλες ελληνικές πόλεις, συμμάχους αλλά και εχθρούς. Κορόιδευε την τυφλή αφοσίωση τους στη θλιβερή, μικρή, λασποχτισμένη πόλη τους και την προθυμία τους να καταβάλουν αφάνταστη προσπάθεια για να επιβάλουν το αυταρχικό σύστημα αστυνομοκρατίας στις μεγάλες πόλεις που κατακτούσαν. Θυμάμαι πολύ ζωηρά τη στιγμή που ο Γρύλλος χρησιμοποίησε τους Σπαρτιάτες για να δώσει ένα μάθημα στο Αηδόνι, τον Πρόξενο κι εμένα, όταν αντιλήφθηκε ότι μας έλειπε η επιμέλεια για κάποια καθήκοντα.
«Αηδόνι», είπε, αφού μας έβαλε και τους τρεις στη σειρά μπροστά του, «νομίζεις ότι τα Σπαρτιατόπουλα αποφεύγουν τα καθήκοντά τους; Αντιμιλούν ποτέ στους γονείς τους;»
«Όχι, πατέρα», απάντησε μηχανικά το αγόρι, αλλά από τη φωνή του έλειπε η ειλικρίνεια και τα μάτια του ήταν χαρωπά.
Ο Γρύλλος πέρασε το βλέμμα του από το πρόσωπο του Αηδο-νιού στο πρόσωπο του Πρόξενου, ύστερα στο δικό μου και πάλι από την αρχή και η έκφραση του απέκτησε σκληρότητα.
«Πρόξενε, τι κρατάς στο χέρι σου;» «Μελόπιτα, θείε», ψέλλισε ο Πρόξενος, με το στόμα γεμάτο.
Είχε διαλέξει άτυχη στιγμή για το κολατσιό του. «Μελόπιτα; Άνοιξε το χέρι σου». Ο Πρόξενος υπάκουσε κι ο
Γρύλλος πέταξε με μια απότομη κίνηση το περιεχόμενο χάμω και το τσαλαπάτησε. Ο Πρόξενος έγινε σαν παντζάρι και από τα μάτια του ανάβλυσαν καυτά δάκρυα, αλλά παρέμεινε σιωπηλός.
Ο Γρύλλος κοίταξε τα αγόρια βλοσυρά. Η φωνή του ήταν χαμηλή και βαριά, γεμάτη περιφρόνηση για την οικτρή μαλθακό-τητά μας. Έβλεπα τους τένοντες του λαιμού του να πετάγονται έξω από την ένταση. «Τα Σπαρτιατόπουλα της ηλικίας σας τρώνε μια φορά τη μέρα ένα νερουλό μαυροζούμι, το μέλανα ζωμό, όχι με τις οικογένειες τους, αλλά έξω στο ύπαιθρο, με τους συμμαθητές τους. Οι Σπαρτιάτες πιστεύουν ότι ο καλοταϊσμένος στρατιώτης είναι ανεπαρκής στρατιώτης, γι' αυτό λιμάζουν όταν είναι παιδιά. Αν οι συμμαθητές τους συλληφθούν να κλέβουν τρόφιμα, μαστιγώνεται όλη η τάξη - όχι λόγω της κλοπής, αλλά επειδή στάθηκαν τόσο ανόητοι ώστε να πιαστούν. Αν επιβιώσουν από το μα-
Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ 39
στίγωμα, τους διδάσκουν να χτυπούν με τη σειρά τους τους συντρόφους τους. Καταλαβαίνετε;»
Κουνήσαμε όλοι το κεφάλι κρατώντας τα μάτια ορθάνοιχτα. Ο Γρύλλος κοίταξε και πάλι ερευνητικά τα πρόσωπα μας, με το
μοναδικό του μάτι στυλωμένο διαπεραστικά πάνω μας. Έπειτα από λίγο σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε πιο μακριά. Εμείς εξακολουθούσαμε να στεκόμαστε προσοχή μπροστά του, εν αναμονή, και καθώς επανέφερε το βλέμμα του πάνω μας, αναστέναξε. Ύστερα το πρόσωπο του ξαναπήρε τα σκληρά χαρακτηριστικά του.
«Λένε για κάποιο Σπαρτιατόπουλο που έκλεψε κάποτε ένα α-λεπουδάκι», είπε ο Γρύλλος, «γιατί για τους Σπαρτιάτες ακόμα και η αλεπού είναι τροφή. Το είδαν που το έβαλε στα πόδια και ο κάτοχος της αλεπούς το έπιασε. Προτού όμως το συλλάβουν, το αγόρι βρήκε χρόνο κι έκρυψε το αλεπουδάκι μέσα στο χιτώνα του. Όταν ο ιδιοκτήτης απαίτησε να μάθει πού ήταν το ζώο, το αγόρι αρνήθηκε ότι ήξερε οτιδήποτε. Γιατί έτσι είχε εκπαιδευτεί να κάνει. Η ανάκριση κράτησε αρκετή ώρα, ώσπου ξαφνικά το αγόρι σωριάστηκε νεκρό, εκεί που στεκόταν. Όταν εξέτασαν το νεκρό του σώμα, ανακάλυψαν ότι η πεινασμένη αλεπού τού είχε φάει τα σωθικά, αλλά το παλικάρι, ακολουθώντας τα ανόητα σπαρτιάτικα πρότυπα, είχε παραμείνει σιωπηλό με αντάλλαγμα τη ζωή του».
Ο Πρόξενος έμεινε σταθερός στη θέση του, αλλά το κάτω χείλος του Αηδονιού άρχισε να τρέμει. Καθώς ο Γρύλλος μάς παρατηρούσε με βλέμμα παγωμένο, το Αηδόνι πάνιασε και κάνοντας ξαφνικά μεταβολή βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο. Ακούγαμε τον ήχο από τα αναγουλιάσματά του, όταν βγήκε έξω. Ο Πρόξενος κι εγώ στεκόμαστε σιωπηλοί, παρατηρώντας τον Γρύλλο που μας κοίταξε οργισμένα για μια στιγμή κι έπειτα αποχώρησε ήρεμα, αφήνοντας μας μόνους. Νύχτες ολόκληρες μετά, ξυπνούσα μες στο σκοτάδι από ένα Αηδόνι που κουλουριαζόταν τρέμοντας στο κρεβάτι μου, τρομαγμένο από εφιάλτες με Ηρακλείδες Σπαρτιάτες, οι οποίοι έμπαιναν κι έκαναν κατοχή στο σπίτι του. Ο Πρόξενος όμως έμενε στο κρεβάτι του, τιναζόταν και στριφογύριζε, αντιμετωπίζοντας παλικαρίσια τους εισβολείς μόνος του.
2
ΤΟ ΑΗΔΟΝΙ ΟΡΜΗΣΕ στους κατάμεστους δρόμους, παραμερίζοντας αχθοφόρους και κάρα στο βιαστικό πέρασμα του, αρπάζοντας όλο χαρά φρούτα και γλυκά, έτσι για δοκιμή, μέσα από τα κάνιστρα που κουβαλούσαν οι γυναίκες και τα κορίτσια στο δρόμο για την αγορά. Ανεβαίνοντας σαν σίφουνας το λόφο της Ακρόπολης και περνώντας μέσα από τα Προπύλαια, σταμάτησε, μούσκεμα στον ιδρώτα και ασθμαίνοντας, μπροστά στον πρόσφατα ολοκληρωμένο Παρθενώνα για να επιθεωρήσει εκ του πλησίον την πρόοδο που είχε γίνει στην κατασκευή των εντυπωσιακά διακοσμημένων μαρμάρινων ιερών. Ερχόταν εδώ σχεδόν κάθε μέρα, για να συζητήσει με τους λιθοξόους και τους χτίστες, που τον ήξεραν με το μικρό του όνομα, και να κάνει ατέλειωτες ερωτήσεις στον αρχιτέκτονα, τον Καλλικράτη, ο οποίος μισοαστειευόμενος του ζητούσε μερικές φορές να ελέγξει κάνα δυο υπολογισμούς.
Αφού περιεργάστηκε από κοντά τα θεμέλια για τις καινούριες κολόνες που θα στήνονταν στο ναό της Αθηνάς Νίκης, του θύμισα ότι σε λίγο θα ήταν η ώρα για τα απογευματινά του μαθήματα, τα οποία παρακολουθούσα μαζί του στο σπίτι. Κούνησε απρόθυμα το κεφάλι και πρότεινε να παραβγούμε τρέχοντας μέχρι το σπίτι. Αποποιήθηκα την πρόκληση, όπως πάντα, αλλά αγνόησε την άρνηση μου και κατέβηκε ολοταχώς το λόφο.
Βρισκόταν στο δωδέκατο έτος της ηλικίας του και οι πολυάριθμες ικανότητες του είχαν αρχίσει να γίνονται πια φανερές. Το Αηδόνι δεν ήταν μόνο προικισμένο στη μουσική, διέθετε επιπλέον και δαιμόνιο πνεύμα - αν και αγόρια σαν κι αυτόν αφθονούσαν, μια και η Αθήνα τα καλλιεργούσε σαν αρωματικά χόρτα σε λαχανόκηπο. Ακόμα όμως και μέσα σε αυτό το θερμοκήπιο πνευματικού
Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ 41
περιβάλλοντος της πόλης, ήταν ένα θαύμα, ένα προικισμένο παιδί που μπορούσε να κάνει υπολογισμούς από μνήμης, προτού συναντήσει το δάσκαλο του και τις αρπάξει από αυτόν για πρώτη φορά, και του οποίου οι δεξιότητες σιη γλώσσα και την ανάγνωση ξεπερνούσαν εκείνες των αγοριών που είχαν τη διπλάσια από αυτό ηλικία. Μπορούσε να απαγγείλει μακροσκελή αποσπάσματα από τον Όμηρο, τον Ησίοδο και τον Στησίχορο από την αρχή ως το τέλος ή από οποιοδήποτε σημείο τού ζητούσε κάποιος να ξεκινήσει. Μπορούσε ν' αναγνωρίσει τους συγγραφείς κάθε βιβλίου ή θεατρικού έργου των τελευταίων τετρακοσίων χρόνων ή ν' αυτοσχεδιάσει εύθυμα δεκάδες στίχους σε δακτυλικό εξάμετρο για οποιοδήποτε προτεινόμενο θέμα. Μπορούσε να συζητήσει την πυθαγόρεια θεωρία για τον υπολογισμό της υποτείνουσας και την αναλογία των μουσικών αρμονιών, να ερμηνεύσει το θεώρημα του Ιπποκράτη για τον τετραγωνισμό των μηνίσκων* και ν' ανοίξει συζήτηση για τις ασάφειες της ατομικής θεωρίας. Θαύμαζε τον Πίνδαρο, αν και ήταν αναγκασμένος να κρύβει τους παπύρους αυτούς από τον πατέρα του που δεν ενέκρινε τους Βοιωτούς συγγραφείς. Περιδιαβαίνοντας και μόνο στην Αθήνα, το αγόρι βρέθηκε περιτριγυρισμένο από ασυναγώνιστα από κάθε άποψη πρότυπα. Η ζωγραφική και η γλυπτική είχαν ήδη φτάσει σε τέτοια ακμή, που δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει κανένας μεταγενέστερος καλλιτέχνης. Τα ονόματα του Ζεύξη, του Πολύκλειτου και του Πραξιτέλη συζητιούνταν από όλους. Η αρχιτεκτονική ήταν ζήτημα γοήτρου και κάλλους και διάσημοι αρχιτέκτονες συγκέντρωναν πολλούς ένθερμους θαυμαστές και παρατρεχάμενους, όπως συνέβαινε και με τους διάσημους καλλιτέχνες. Τα μαθηματικά διδάσκονταν παντού και μαθήματα γραμματικής, ρητορικής και
* Ιπποκράτης ο Χίος (470 περίπου-400 περίπου): σπουδαίος Έλληνας μαθηματικός σύγχρονος του Σωκράτη. Ίδρυσε σχολή στην Αθήνα και είναι ο πρώτος που επινόησε τη λύση του προβλήματος του διπλασιασμού του κύβου και ανακάλυψε τον τετραγωνισμό του μηνίσκου στην προσπάθειά του να πετύχει τον τετραγωνισμό του κύκλου. Ο τετραγωνισμός του μηνίσκου αποτελεί την πρώτη απόδειξη τετραγωνισμού καμπυλόγραμμου σχήματος στην ιστορία των μαθηματικών. (Σ.τ.Μ.)
42 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΏΝ ΜΥΡΙΩΝ
δημόσιου λόγου δίνονταν ελεύθερα και σπουδάζονταν στην αγορά και στις πλατείες της πόλης εδώ και μια εκατοστή χρόνια από περιοδεύοντες γραμματικούς.
Λίγο πριν από αυτή την περίοδο, η θεία Λήδα είχε αποφασίσει να επιστρέψει στη Βοιωτία για να περισώσει ό,τι μπορούσε από την περιουσία του άντρα της από τη διαρπαγή άπληστων συγγενών. Κι ο Πρόξενος είχε πάει μαζί της. Το Αηδόνι είχε συντριβεί από την απώλεια του ξαδέρφου του και όλο και περισσότερο στηριζόταν πάνω μου για παρέα. Ο Γρύλλος κατέληξε ότι το μέσο για να καλύψει το κενό στην ψυχή του Αηδονιού ήταν να το κρατά σε σωματική και πνευματική εγρήγορση όλη μέρα. Με τον Γρύλλο απόντα στην υπηρεσία της Εκκλησίας του Δήμου της Αθήνας και τη μητέρα του απασχολημένη με τις δουλειές του σπιτιού, το καθήκον αυτό ανατέθηκε σε μένα και στις στρατιές των δασκάλων που ο Γρύλλος είχε επιλέξει και προσλάβει με μεγάλη προσοχή. Παρά την αυστηρότητά τους αλλά και τις καλύτερες προσπάθειές μου, όταν έφυγε ο Πρόξενος, το Αηδόνι άρχισε να εμφανίζει μια αχαρακτήριστα σκληρή στάση, αποφασισμένο να δηλώσει την ανεξαρτησία του. Αντιδρούσε στις προσπάθειές μου να τον χαλιναγωγήσω και η προσπάθεια μου να υπερασπιστώ τις επικρίσεις και τις απαιτήσεις του Γρύλλου τον έκαναν να θυμώνει και να εξοργίζεται. Οι δάσκαλοι του κι εγώ προσπαθούσαμε αποφασιστικά να γεμίσουμε τη μέρα του με εποικοδομητικές δραστηριότητες, αλλά και στην ελάχιστη ένδειξη αγγαρείας ή ανίας άφηνε στην άκρη τους παπύρους και τις δέλτους του κι έφευγε με μεγάλες δρασκελιές από το σπίτι ακριβώς όπως ήταν εκείνη τη στιγμή. Εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα, καθώς όρμησε και άνοιγε δρόμο μέσα στην κατάμεστη πόλη, εγώ, ο εκνευρισμένος παιδαγωγός του, με διπλάσιο ύψος και μισή από την ταχύτητά του, μετά βίας κατάφερνα να τον ακολουθήσω.
Τρέχοντας πάρα πολύ γρήγορα μέσα από ένα στενό δρομάκι, σκόνταψα πάνω σε κάποια βότσαλα του λιθόστρωτου κι έτσι τον έχασα. Εκείνος, προς μεγάλη μου φρίκη, συνέχισε χωρίς να τον βλέπω πια. Αυτό είχε ξαναγίνει, τρία χρόνια πρωτύτερα, και το περιστατικό αξίζει μια μικρή παρέκβαση. Τον είχα χάσει από
Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ 43
τα μάτια μου στη διάρκεια μιας γιορτής, όταν οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από ηθοποιούς, πωλητές και θεατές. Ο Γρύλλος θα σαλ-πάριζε την επομένη με το στόλο κι είχε πάρει μαζί του στη γιορτή το Αηδόνι, για να νιώσει την όλη συγκίνηση. Ήταν μια σπάνια απόλαυση για τον νεαρό να συνοδεύει τον πατέρα του δημόσια, αλλά ο Γρύλλος είχε λάβει τα μέτρα του, παίρνοντας κι εμένα μαζί τους και αναθέτοντας μου βλοσυρά την παρακολούθηση του παιδιού. Έτσι θα μπορούσε να χαιρετήσει τους ομότιμους του χωρίς εμπόδια. Το Αηδόνι βάδιζε περήφανα δίπλα στον πατέρα του, απαντώντας ευγενικά στις ερωτήσεις και τις φιλοφρονήσεις των συνεργατών του Γρύλλου. Παρ' όλα αυτά, το απρόσεκτο παιδί ξέφυγε από την επίβλεψη μου, άγνωστο πώς, και χάθηκε μέσα στο συνωστισμό.
Ο Γρύλλος είχε απορροφηθεί εντελώς σε μια συζήτηση με μερικούς πολιτικούς σχετικά με την εξέλιξη του πολέμου κι εγώ ήμουν αυτός που αντιλήφθηκα πρώτος ότι το παιδί είχε χαθεί. Ο Γρύλλος με είδε που στεκόμουν στις μύτες των ποδιών μου και προσπαθούσα να δω μέσα στο πλήθος και κατάλαβε αμέσως τι είχε συμβεί. Χωρίς να διακόψει σχεδόν καθόλου το ρυθμό της συνομιλίας του ή το εύθυμο χαμόγελο του, μου έσφιξε τόσο δυνατά τον ώμο, που μ' έκανε να μορφάσω, ύστερα έσκυψε και μου σφύριξε κατευθείαν μες στο αφτί:
«Αν το παιδί δε βρίσκεται δίπλα μου σε πέντε λεπτά, θα σε πουλήσω». Αυτό μόνο. Οι τρεις τελευταίες λέξεις ακόμα και τώρα, πενήντα χρόνια μετά, κάνουν το λαιμό μου να σφίγγεται από το φόβο. Είχα πέντε λεπτά, αλλιώς η ζωή μου θα τελείωνε, προτού καλά καλά αρχίσει. Τέτοια εξουσία είχε πάνω μου ο Γρύλλος. Ύστερα συνέχισε χαμογελαστά τη συζήτηση του με τους συναδέλφους του που είχε αμελήσει για λίγο.
Το Αηδόνι δεν είχε σκοπό να χωριστεί από μας κι όταν κατάλαβε τι είχε συμβεί, πανικοβλήθηκε. Ενώ στεκόταν στη μέση του δρόμου κλαίγοντας, τον έριξε σχεδόν κάτω ένας τεράστιος, μι-σομεθυσμένος ηθοποιός με πιθηκίσιο παρουσιαστικό, ένας ηθοποιός του δρόμου, ντυμένος με τη χαρακτηριστική ενδυμασία του: μια κεντημένη κελεμπία που άφηνε γυμνό το στέρνο, μάσκα
44 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
τραγωδίας και μαλλιά πλεγμένα με κορδέλες. Το Αηδόνι ήταν ένα εκπληκτικά όμορφο αγόρι, με απαλό σταρένιο δέρμα, τεράστια στρογγυλά μάτια, τόσο σκούρα, που έμοιαζαν σχεδόν μαύρα, και λευκά δόντια και δε θα μπορούσε να περάσει για πολλή ώρα απαρατήρητο τριγυρνώντας μόνο του στην πόλη. Ήταν τυχερό που ο ηθοποιός δεν αναζητούσε, όπως πολλοί του επαγγέλματος του, κάποιον κίναιδο, αλλά επρόκειτο μάλλον για έντιμο άνθρωπο. Με το που είδε τον νεαρό πεσμένο κάτω, τον ρώτησε το όνομα του. Όταν ανακάλυψε μέσα από τα αναφιλητά του αγοριού ότι ήταν το Αηδόνι, που η μουσική του φήμη ήταν πασίγνωστη στους κύκλους των δραματουργών, ο άντρας του συστήθηκε καμαρωτά: «Ότος,* ο θρηνωδός, ξακουστός ερμηνευτής των μεγαλύτερων Αθηναίων δραματουργών» και τον έβαλε να καθίσει με χαρά πάνω στους ώμους του. Μετά ο Ότος άνοιξε δρόμο και γέρνοντας από δω κι από κει μέσα στο πλήθος άρχισε να φωνάζει: «Γρύλλε! Άρχοντα Γρύλλε! Έχω ένα δέμα για σένα».
Οι συνάδελφοι του Γρύλλου άκουσαν πρώτοι τη φασαρία και κάποιος από αυτούς, κοιτάζοντας μέσα στο πλήθος, ρώτησε ψυχρά: «Γρύλλε, ο γιος σου δεν είναι αυτός που είναι ανεβασμένος στους ώμους αυτού του πιθηκάνθρωπου;» Ο Γρύλλος κοίταξε κα-ταπτοημένος την επεισοδιακή άφιξη του γιου του, που συνοδευόταν από τα χάχανα των παριστάμενων θεατών. Τα αυλάκια από τα δάκρυα έλαμπαν ακόμα πάνω στα σκονισμένα μάγουλα του Αη-δονιού, καθώς μας χαμογελούσε με ανακούφιση από εκεί ψηλά με μάτια αστραφτερά. Η έκφραση του Γρύλλου πάντως παρέμεινε παγερή όσο ποτέ άλλοτε. Αποδέσμευσε το βλαστάρι του πολύ προσεκτικά από τον Ότο και πέταξε ένα κομμάτι ασήμι στο δασύτριχο, δύσοσμο γίγαντα που το ανέμισε επιδεικτικά σαν νικητήριο δόρυ, γκαρίζοντας τις ευχαριστίες του. Ο Γρύλλος αποχαιρέτισε ευγενικά τους ομότιμους του και μας οδήγησε κατευθείαν στο σπίτι, νεύοντας και χαμογελώντας στους περαστικούς, αλλά κρατώντας μας συνεχώς από το σβέρκο με μια θανατερή
* Ότος, που παραπέμπει στο Οτοτύξιοι, κωμικό κύριο όνομα στον Αριστοφάνη, και σημαίνει άνθρωποι που θρηνούν. (Σ.τ.Μ.)
Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ 45
λαβή. «Αηδόνι», του σφύριξα, «ο πατέρας σου μου είπε να σε προσέχω, και τώρα να τι έκανες!» Όμως κανείς από τους δυο μας δεν ήταν σε θέση να συζητήσει περισσότερο το θέμα, επειδή ο Γρύλλος έσφιξε ακόμα περισσότερο τη λαβή στο σβέρκο μας. Έφαγα τόσο ξύλο εκείνο το βράδυ, που το άκουσαν όλοι, αν και η τιμωρία ήταν ήπια σε σύγκριση με αυτή του Αηδονιού. Σ' εκείνο ο Γρύλλος δεν είπε ούτε λέξη. Κανένα άγγιγμα, καμιά χειρονομία. Μόνο ένα σύντομο βλέμμα περιφρόνησης και απογοήτευσης, και το πρωί είχε φύγει, είχε ξαναγυρίσει στον πόλεμο. Παρόλο που τα δικά μου πισινά είχαν ανάψει, το Αηδόνι ήταν εκείνο που πολλές νύχτες μετά το γεγονός αποκοιμιόταν βουτηγμένο στο κλάμα, παρά τις προσπάθειες μου να το πείσω για το πραγματικό ενδιαφέρον του πατέρα του για το καλό του.
Ας επιστρέψουμε, όμως, στο δρομάκι, εκεί όπου είχα σκοντάψει: όταν κατόπιν ανέκρινα το Αηδόνι, μου είπε ακριβώς τι συνέβη όταν ξέφυγε τρέχοντας μπροστά από μένα. Στρίβοντας σε μια γωνιά βρέθηκε ξαφνικά μπροστά σε μια μαγκούρα που είχε απλωθεί οριζόντια κατά μήκος του μονοπατιού. Προσπάθησε χαρούμενα να περάσει από κάτω, αλλά ο κάτοχος της μαγκούρας επιδέξια εμπόδισε την κίνηση του και του έδωσε ένα χτύπημα στο στέρνο για να καταλάβει. Το Αηδόνι προσπάθησε να παρακάμψει την άκρη της μαγκούρας, αλλά ο κάτοχός της την έσπρωξε μπροστά ακόμα περισσότερο, χώνοντας την άκρη της σε μια ρωγμή του ξεφτισμένου σοβά στον απέναντι τοίχο του σοκακιού. Έχοντας εμποδίσει την πορεία του αγοριού, η μαγκούρα χρησιμοποιήθηκε σαν γκλίτσα τσοπάνη για να το σπρώχνει από τα πλάγια, ώσπου η πλάτη του ακούμπησε στον τοίχο με τη μαγκούρα να το πιέζει στην κοιλιά. Με την ηλικία και την ανάπτυξη που είχε το Αηδόνι θα μπορούσε εύκολα ν' απωθήσει την άκρη της μα-γκούρας από το σώμα του και να ελευθερωθεί, αλλά ξαφνικά, με μια επιδέξια κίνηση, ο μαγκουροφόρος πέρασε το ραβδί πίσω από τα γόνατά του με τέτοιο τρόπο -ακόμα απορώ με την ταχύτητα-, ώστε με μια ελάχιστη απότομη κίνηση του καρπού του τα πόδια του αγοριού γλίστρησαν και προσγειώθηκε γρυλίζοντας πάνω στα πισινά του. Το Αηδόνι κοίταξε με έκπληξη τη μαγκούρα
46 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΟΝ ΜΥΡΙΩΝ
καθώς απομακρυνόταν από τα πόδια του και ακολουθώντας τη με το βλέμμα του αργά κατά μήκος έφτασε και στο σημείο επαφής με τον κάτοχο της, που είχε ένα ροζιασμένο, χοντροκομμένο γέρικο χέρι σαν κανενός αρχαίου μάντη. Αυτό με τη σειρά του ενωνόταν με ένα γεροδεμένο καρπό και ένα μαλλιαρό, σημαδεμένο μπράτσο - ένα μπράτσο που στον καιρό του πρέπει να είχε γευτεί ένα σωρό μάχες, αν και μάλλον με ξίφος παρά με ξύλινο στυλιάρι και μάλλον με Σπαρτιάτες και Θηβαίους παρά με γεμάτα αυτοπεποίθηση αγοράκια.
Τα μάτια του Αηδονιού συνέχισαν την ανοδική πορεία τους στο μπράτσο του χειριστή του μπαστουνιού, ώσπου έφτασαν σ' ένα πολύ αξιοπρόσεκτο πρόσωπο που ανήκε σε κάποιο άντρα τον οποίο έβλεπε συχνά στην αγορά να μιλάει σε παρέες νεαρών. Το πρόσωπο ήταν ίδιο και απαράλλακτο με του Μαρσυα του σάτυρου, τη χάλκινη εικόνα του οποίου είχα κοροϊδέψει και δείξει στο Αηδόνι. Τα μάτια του άντρα ήταν στρογγυλά και πεταχτά, η μύτη του σπασμένη σαν κανενός πυγμάχου και τα παχιά του χείλη χώριζαν στη μέση το καταζαρωμένο του πρόσωπο σαν κι εκείνα τα δαμάσκηνα της Εφέσου που έβρισκες στην αγορά τις γιορτινές μέρες. Το κρανίο του ήταν εντελώς λείο και καραφλό στην κορυφή, με λιγδιασμένες τούφες άσπρων μαλλιών να κρέμονται στα πλάγια και πίσω σε μακριές πλεξούδες, ενώ ο κουρελιασμένος, κα-κοφτιαγμένος του χιτώνας, που οι λαδιές του έδειχναν καθαρά τι είχε φάει για μεσημέρι εκείνη τη μέρα αλλά και αρκετές από τις προηγούμενες, δεν μπορούσε να κρύψει την τεράστια κοιλιά, η οποία ξεπρόβαλλε πάνω από δύο εντελώς άτριχα, ψηλόλιγνα πόδια, σαν κανενός τεράστιου, άγαρμπου πτηνού.
Ως παλιός στρατιώτης που ήταν, ο άντρας σταμάτησε να εξετάζει κριτικά τη λεία του, ενώ τα μάτια του, παρά το άσχημο παρουσιαστικό του, έλαμψαν χαρούμενα όταν μίλησε.
«Σου ζητάω συγνώμη, παλικάρι μου», κάγχασε, σαν ν' απολογιόταν που είχε παγιδέψει τυχαία το Αηδόνι στο σοκάκι και το περ-δούκλωσε με το ξύλινο ραβδί του, ώσπου να πέσει φαρδύ πλατύ κάτω. «Αναρωτιόμουν όμως μήπως θα είχες την καλοσύνη να μου πεις πού θα μπορούσα ν' αγοράσω λίγα γογγύλια».
Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ 47
Το αγόρι στύλωσε το βλέμμα του μπροστά, κατάπληκτο από αυτή την παράξενη ερώτηση. Τη σκέφτηκε προσεκτικά, κοίταξε τριγύρω για να δει αν υπήρχε κάποιος άμεσος τρόπος διαφυγής και αφού συνειδητοποίησε ότι η προσπάθεια ήταν άκαρπη, είπε με την τραγουδιστή φωνή του. «Μάλιστα κύριε. Στους πρώτους πάγκους, καθώς μπαίνουμε στην αγορά από τη νότια πλευρά, πουλάνε όλων των ειδών τα φρούτα και τα λαχανικά. Σίγουρα θα βρείτε εκεί γογγύλια».
Ο άντρας μούγκρισε συναινετικά, αλλά εξακολούθησε να στέκεται εκεί που ήταν, με τη μαγκούρα να αιωρείται απειλητικά πάνω από το κεφάλι του αγοριού, καθώς προσπαθούσε να καταλάβει πλήρως την απάντηση, αργά και κάπως σαστισμένα. Σε αυτό ακριβώς το σημείο ήταν που έφτασα τρέχοντας κι εγώ, λαχανιασμένος και καταϊδρωμένος, και σταμάτησα κατάπληκτος στη θέα αυτού του χοντρού ανθρώπου με το παράξενο παρουσιαστικό που στεκόταν πάνω από τον προστατευόμενο μου κραδαίνοντας τη μαγκούρα. Με κοίταξε καταπρόσωπο και αντέκρουσα το βλέμμα του με βλοσυρό ύφος, αλλά μετά είδα ότι τα μάτια του άντρα ξαναγύρισαν στο Αηδόνι που κρατούσε ασάλευτη τη ματιά του. Ένα ίχνος χαμόγελου είχε αρχίσει να σχηματίζεται στα χείλη του αγοριού.
«Και πού θα μπορούσα να βρω», συνέχισε ο άντρας, «λίγο απ' αυτό το καλό χωριάτικο ψωμί της Αττικής, εκείνο το στρογγυλό καρβέλι, το αχνιστό ακόμα από το φούρνο;»
Αυτή η απάντηση ήταν εύκολη, μια και το Αηδόνι το ίδιο εκείνο πρωί είχε ακριβώς βουτήξει κάμποσο απ' αυτό το ψωμί. Είδα μάλιστα ένα ξεροκόμματο χωμένο στη ζώνη του προφανώς για το απογευματινό του. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία ότι η θέα αυτού του ξεροκόμματου είχε προκαλέσει την ερώτηση του γέρου.
«Μα στο δρόμο με τους φούρνους, φυσικά», απάντησε. «Δεν πουλάνε όλα τα μαγαζιά το αττικό ψωμί που ζητάς, αλλά το τρίτο μαγαζί στ' αριστερά πολύ πιθανό να έχει και μπορείς να είσαι σίγουρος για την ποιότητα του». Γέλασε πλατιά και αυτή τη φορά ο άντρας τού το ανταπόδωσε εγκάρδια, αγνοώντας με εντελώς και κοιτάζοντας με ειλικρίνεια, με πατρική σχεδόν λατρεία το Αηδόνι
48 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
για τη γρήγορη και σαφή απάντηση του. Είδα περαστικούς με την άκρη του ματιού μου να στριμώχνονται ανάμεσα στον τοίχο και τον γέρο χαζεύοντας μας για λίγο και μετά να χαμογελάνε, καθώς συνέχιζαν το δρόμο τους, κουνώντας το κεφάλι... από τι; Από οργή; Λύπηση; Για το γερο-σάτυρο ή για εμάς; Ο άντρας κατέβασε τη μαγκούρα και την τοποθέτησε όρθια δίπλα του και το Αηδόνι σηκώθηκε στα πόδια του, αν και με κάποια προσοχή, μήπως και ξαναβρεθεί φαρδύ πλατύ μέσα στη σκόνη. Το άρπαξα από το μπράτσο και του μίλησα απότομα.
«Αηδόνι, πάμε! Ο πατέρας σου έχει την εντύπωση ότι κάνουμε τα μαθήματα μας τώρα...» κι άρχισα να τον τραβάω προς τα πίσω στο σοκάκι, από εκεί που είχαμε έρθει. Άρχισε να πισωγυρίζει, αλλά μόλις ανέφερα τον πατέρα του, ξέφυγε ανυπόμονα από το χέρι μου και στάθηκε κοιτάζοντας τον γέρο, με το πρόσωπο ξάστερο και γεμάτο προσδοκία.
«Μία ακόμα ερώτηση για σένα, νεαρέ, αν έχεις λίγο χρόνο να σπαταλήσεις», είπε ο παράξενος άνθρωπος. Το Αηδόνι σχεδίαζε ήδη την απάντησή του, έτοιμο να κάνει επίδειξη του χαρισματικού του λόγου, όπως έκανε συχνά για τους φίλους του πατέρα του, που του έκαναν εύκολες ερωτήσεις τις οποίες ήξεραν ότι μπορούσε να απαντήσει. «Πού θα έπρεπε να συχνάζουν οι άντρες για να γίνουν καλοί και έντιμοι;»
Το πρόσωπο του Αηδονιού σκυθρώπιασε από σύγχυση και στη συνέχεια από απογοήτευση, καθώς ανακάλυψε ότι είχε χάσει εντελώς τα λόγια του.
«Δεν ξέρεις;» είπε ο άντρας. «Κρίμα, για ένα τόσο έξυπνο παλικάρι σαν κι εσένα. Έλα μαζί μου και θα σου δείξω».
Εκείνο το απόγευμα ο γέρος οικοδιδάσκαλος καθόταν εξοργισμένος στο σπίτι του Γρύλλου, περιμένοντας μέσα στο όλο και πυκνότερο σκοτάδι ένα μαθητή που δεν ήρθε. Το Αηδόνι κι εγώ είχαμε περπατήσει με κόπο ως την αγορά μαζί με τον παράξενο γέρο και περάσαμε την υπόλοιπη μέρα εκεί παρέα με αυτόν και τους οπαδούς του. Η εκπαίδευση του αγοριού ως μαθητή του Σωκράτη είχε αρχίσει.
3
Ο ΑΝΤΙΝΟΟΣ ΗΤΑΝ ένας χοντροκομμένος νεαρός, με ώμους φαρ-διούς και γερούς σαν κιονοστοιχία ναού. Γάμπες σαν κούτσουρα στήριζαν ένα χοντρό κορμό, όμοιο ακριβώς με το καλλιτεχνικό ιδεώδες, αλλά το αποτέλεσμα ήταν άχαρο: η κοιλιά του είχε στην πραγματικότητα την ίδια περίμετρο με το στέρνο του, δίνοντας του ένα βαρύ, σχεδόν απαίσιο παρουσιαστικό, πολύ πιο άνευρο από την αγαπημένη κωνική στήλη ενός γλύπτη. Παρόλο που δεν ήταν καθόλου ψηλός, η περιφέρεια του έμοιαζε να του προσθέτει ύψος πέρα από το κανονικό. Η όλη εικόνα συμπληρωνόταν από κεφάλι και πρόσωπο σύμφωνα και ανάλογα με την υπόλοιπη κατασκευή: ένα καταζαρωμένο μέτωπο και ένα προτεταμένο σαγόνι, αν και όχι υπερβολικά, και μια εκπληκτική μύτη σε μήκος και ομαλότητα, εκπληκτική, λέω, λόγω του επαγγέλματος του, το οποίο συχνότατα είχε ως αποτέλεσμα μια προβοσκίδα που κρεμόταν σαραβαλιασμένη στα πλάγια ή μια μύτη με παράξενα εξογκώματα των χόνδρων που στράβωναν την ισορροπία της.
Ειδικότητα του εικοσιδυάχρονου αθλητή ήταν το παγκράτιο, η ολοκληρωτική, άνευ ορίων πάλη που συνδύαζε λακτίσματα, πυγμαχία και λαβές. Το άθλημα ήταν φανατικά αγαπητό στην Αθήνα, παρά την απίστευτη βιαιότητα του - και τα πιο πονηρά κόλπα περιλάμβαναν σπάσιμο δαχτύλων, κλοτσιές στα αχαμνά ή στρίψιμο και βγάλσιμο από την κλείδωση της επιγονατίδας του αντιπάλου. Υπήρχε ολόκληρη σειρά από κινήσεις που αποσκοπούσαν στην εισαγωγή του αντίχειρα μέσα σε διάφορες σωματικές κοιλότητες. Το δάγκωμα και το βγάλσιμο του ματιού ήταν απαγορευμένα, αλλά ο κανόνας αυτός μόνο σποραδικά εφαρμο-
50 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
ζόταν. Η δεξιοτεχνία του Αντίνοου στο άθλημα ήταν τέτοια, που του είχε αποφέρει κάποτε προσωρινή απαλλαγή από τη στρατιωτική εκπαίδευση. Στο διάστημα αυτό είχε εξασκηθεί με τους πιο φημισμένους προπονητές της πόλης, σε μια προσπάθεια να κερδίσει το δάφνινο στεφάνι στο άθλημα αυτό στους ολυμπιακούς αγώνες.
Δυστυχώς αχρηστεύτηκε λίγες μέρες πριν από τους αγώνες, όταν μια αδέξια δούλη έχυσε ένα κατσαρόλι με καυτό λάδι στο πίσω μέρος του δεξιού του ώμου, παροπλίζοντας τον για μήνες και αφήνοντας του μια καταφανώς άσχημη, σουφρωμένη ροζ ουλή, πλατιά σαν απλωμένο ανθρώπινο χέρι.
Παρά την καθημερινή χρήση αλοιφών και καταπλασμάτων, το δέρμα δεν είχε καταφέρει ν' αποκατασταθεί εντελώς. Ο ιστός της ουλής είχε σκληρύνει και έσκαγε περιοδικά, σαν ροζιασμένος κάλος ποδιού, παρατεντωμένος κατά τα φαινόμενα για την περιοχή που κάλυπτε. Η υπερβολική ευπάθεια της ουλής εμπόδιζε τον Αντίνοο να ξαναγίνει πρωταθλητής πάλης και αυτή η ανατροπή των φιλοδοξιών του θα επέσπευδε την επιστροφή του στη συνηθισμένη ζωή των στρατοπέδων, αν δεν τον εντόπιζε το έμπειρο μάτι του Γρύλλου.
Αν το Αηδόνι ήταν ο γιος που δεν περίμενε ν' αποκτήσει ο Γρύλλος, ο Αντίνοος ήταν αυτός που ένιωθε ότι του άξιζε και, λίγο μετά την επιστροφή του πυγμάχου, ο Γρύλλος, πρώην πα-γκρατιστής και ο ίδιος, τον προσέλαβε με υπέρογκη αμοιβή για να έρχεται στο σπίτι τρεις φορές την εβδομάδα και να συμπληρώνει τη συνηθισμένη γυμναστική εξάσκηση του Αηδονιού. Στην πίσω αυλή, που χρησιμοποιούσαν ελάχιστα, κατασκευάστηκε ένα πρόχειρο σκάμμα που χωριζόταν από το πίσω δρομάκι με έναν γκρεμισμένο πέτρινο τοίχο· αυτό έγινε το μικρό κολαστήριο του Αηδονιού, όποτε ερχόταν ο Αντίνοος. Εξασκούνταν ολόγυμνοι, φορώντας μόνο χοντρά δερμάτινα λουριά περασμένα σφιχτά γύρω από τις γροθιές τους, ώστε να προστατεύεται το λεπτό δέρμα των αρθρώσεων. Το λευκό, άτριχο σώμα του αγοριού ερχόταν σε έντονη αντίθεση με τον υπερβολικά μυώδη κορμό του Αντίνοου.
Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ 51
Στην αρχή οι μέθοδοι του αθλητή έριχναν αναίσθητο το Αηδόνι - αυτές οι προπονήσεις ήταν από μόνες τους αρκετές για να συντρίψουν κάθε θνητό. Ο Αντίνοος τέντωνε τους τένοντες και τους μυς του αγοριού σε σημείο που το έκανε να σπαράζει από πόνο, αισθανόμενο ότι το δέρμα του θα σκιστεί σαν τσιγαρόχαρτο, και με θολωμένη την όραση πάσχιζε να μη λιποθυμήσει- το Αηδόνι αισθανόταν λες και το δέρμα του θα άνοιγε σαν κακοϋ-φασμένο ρούχο. Η εξάσκηση με βάρη έκανε τους τρικέφαλους και θωρακικούς του μυς να συσπώνται σπασμωδικά, καθώς ο Αντίνοος τον έβριζε και τον βλαστημούσε.
«Ακόμα μια φορά, κλαψιάρικη πατσαβούρα! Η αδερφή μου που είναι εννέα χρόνων θα έσπρωχνε περισσότερο. Σπρώξε!»
Όταν το Αηδόνι σωριαζόταν με την κοιλιά στο χώμα, ενώ έκανε κάμψεις, με τα δάκρυα να τρέχουν άθελα από τα μάτια του, ο Αντίνοος καθόταν από πάνω του με τα πόδια ανοιχτά και τον ανασήκωνε από το στέρνο, αναγκάζοντας τον να κάνει κι άλλες κάμψεις μόνο με τα τρία τέταρτα του σωματικού του βάρους, κι ύστερα με το μισό, αφού τα χέρια του Αηδονιού εξασθενούσαν ακόμα περισσότερο, ώσπου τελικά, τη στιγμή που η μυϊκή του αδυναμία ολοκληρωνόταν, άφηνε το παιδί να ξαναπέσει κάτω. Τρία λεπτά ξεκούραση κι ύστερα άλλος ένας γύρος από τα ίδια, κι ακόμα ένας, ώσπου ήταν ανίκανο πια να σηκωθεί κι έμενε ξαπλωμένο ασθμαίνοντας και μούσκεμα στον ιδρώτα, κοιτάζοντας τον εκπαιδευτή του με μάτια γεμάτα μίσος, ενώ ο Αντίνοος ακουμπούσε στον τοίχο, ξύνοντας αφηρημένα το αρκουδίσιο στέρνο του.
Εκτελούσα κι εγώ μαζί του τις ασκήσεις, σε ένδειξη αλληλεγγύης, αλλά και για να δυναμώσω τα δικά μου μέλη, αλλά ο Αντίνοος με αγνοούσε, ένας απλός δούλος ήμουν, και το Αηδόνι όμως έκανε το ίδιο - αυτή ήταν μια δοκιμασία που προτιμούσε ν' αντέξει μόνο του. Τη νύχτα, αφού είχε φύγει ο Αντίνοος και το Αηδόνι είχε συνέλθει κάπως με το προσεκτικό μασάζ που του έκανα στους βασανισμένους μυώνες του, κατέκρινε τη σκληρότητα του πατέρα του, αντικρούοντας τις ήπιες διαμαρτυρίες μου για τις γνήσια καλές προθέσεις του Γρύλλου. Το Αηδόνι ορκιζόταν ότι δε θα
52 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
έμενε ούτε μία μέρα παραπάνω στο σπίτι, ότι θα το έσκαγε μόλις μπορούσε να σταθεί και πάλι στα πόδια του - αλλά την επομένη, καθώς οι φλογισμένοι μύες του άρχιζαν να γιατρεύονται, υπαναχωρούσε στην απόφαση του ν' αψηφήσει τον πατέρα του και σκλήραινε απλώς το πρόσωπο του για να επιβιώσει στην επόμενη συνάντηση.
Αρκετοί μήνες τέτοιας προσπάθειας είχαν επιφέρει ελάχιστα ορατά αποτελέσματα στο σώμα του -εξακολουθούσε να είναι ο αδύνατος, κάπως νόστιμος νεαρός που ήταν πάντα-, αλλά είχε βελτιωθεί αρκετά η ανεκτικότητα του στον πόνο και, όταν ο Αντίνο-ος πείστηκε πια ότι το φορμάρισμα είχε αρχίσει να έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα, προχώρησε στο επόμενο στάδιο: την πραγματική εκπαίδευση στο παγκράτιο.
Γι' αυτό το σκοπό έφερε μαζί του και βοηθό, το μικρότερο αδερφό του, δυο χρόνια μεγαλύτερο από το Αηδόνι. Το αγόρι αυτό ήταν πολύ λεπτότερο από τον Αντίνοο και μολονότι δυνατό και γρήγορο, του έλειπε η τραχιά ομορφιά του αδερφού του. Πιο πι-θηκοειδής στην εμφάνιση, με ένα στρώμα από σκούρο τρίχωμα σε όλο το σώμα και χοντροκομμένο σαγόνι, είχε μακριά, πελώρια χέρια που έφταναν σχεδόν στα γόνατα του όταν ήταν χαλαρωμένα. Το μυαλό του ήταν κλούβιο, τα μάτια του χάζευαν νωθρά, μιλούσε με πολύ μεγάλη προσπάθεια κι είχε πάντα ένα ανόητο χαμόγελο, παρά τη σωρεία των σιχαμερών επιθέτων με τα οποία τον έλουζε ο αδερφός του για τη βλακεία και τη χαζομάρα του. Ο Αντίνοος αρνιόταν ακόμα και να φωνάξει τον νεαρό με το όνομα του, λες και τον θεωρούσε πολύ χαζό και ζώο για να του αξίζει όνομα, και το φώναζε απλώς Αγόρι, αλλά ακόμα και τότε απρόθυμα, λες και δεν ήθελε να προκαλέσει υπερβολική προσοχή στην εξ αίματος συγγένεια. Κατά βάθος, το Αγόρι ήταν αρκετά ήρεμος τύπος, που πίστευε ότι μοναδική του αποστολή στη ζωή ήταν να ευχαριστεί τον Αντίνοο, τον οποίο ακολουθούσε σαν σκυλάκι. Είχε ελάχιστο ταλέντο στις πιο εκλεπτυσμένες τεχνικές της πολεμικής τέχνης, αλλά παρ' όλα αυτά ήταν γρήγορος και δυνατός και είχε αφομοιώσει αρκετά για να είναι επικίνδυνος, ενώ παράλληλα ήταν χρήσιμος για ανάξιους αρχάριους. Καθώς το Αγό-
Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ 53
ρι γρονθοκοπούσε ανηλεώς το Αηδόνι, ο Αντίνοος παρακολουθούσε με κριτικό μάτι, μαστιγώνοντας τους αδιακρίτως με έναν κόπανο, ένα χοντρό ραβδί που χρησιμοποιούσαν οι διαιτητές για να χωρίζουν τους συμπλεκόμενους αντιπάλους.
Σε μια σύντομη διακοπή από τα καθήκοντα του, ο Γρύλλος ζήτησε να παρακολουθήσει μια συνάντηση για να εκτιμήσει την πρόοδο του γιου του. Έδωσε εντολή στον Αντίνοο να μην ετοιμάσει τίποτα ιδιαίτερο, αλλά να κάνει την προπόνηση με το συνηθισμένο τρόπο, ενώ εκείνος καθόταν ήσυχα σ' ένα σκαμνί σε μια γωνιά της αυλής. Το Αηδόνι κοίταξε μια φορά τον πατέρα του, ύστερα αγριοκοίταξε και κλότσησε την άμμο και πήρε θέση, περιμένοντας το σύνθημα του Αντίνοου για ν' αρχίσει να παλεύει.
Με το χτύπημα των χεριών, το Αηδόνι έκανε ένα βήμα προς τον αντίπαλο προσεκτικά κι έπειτα από δυο γρήγορες προσποιήσεις όρμησε προς τα γόνατα του Αγοριού για να το ανατρέψει, κάνοντας του λαβή και στα δύο πόδια. Το μεγαλύτερο αγόρι ξάπλωσε κάτω, με προβολή του ποδιού πίσω, για να εμποδίσει μια λαβή του Αηδονιού στους μηρούς, κι ύστερα έγειρε με όλο το βάρος του κορμού του πάνω στους ώμους του Αηδονιού, ξαπλώνοντας το με το πρόσωπο μέσα στην άμμο. Ο Αντίνοος ράβδισε το Αγόρι στην πλάτη για να σταματήσει τον αγώνα και αηδιασμένος έγνεψε στα παιδιά να σηκωθούν. Ο Γρύλλος παρακολουθούσε απαθής.
Ο Αντίνοος ξανάδωσε το σύνθημα για ν' αρχίσει ο αγώνας και αυτή τη φορά το Αηδόνι έκανε κύκλους επιφυλακτικά γύρω από το Αγόρι για μερικά λεπτά, προτού ξαναριχτεί αστραπιαία στο ένα γόνατο και βουτήξει κάτω από τα τεράστια χέρια του άλλου παιδιού για να του κάνει λαβή στο ένα πόδι, ελπίζοντας να ρίξει με την πλάτη κάτω το Αγόρι. Προτού όμως καν αγγίξει το πόδι του Αγοριού, εκείνο κατέβασε απότομα το γόνατο του στο πρόσωπο του Αηδονιού, χτυπώντας το κατευθείαν στο σαγόνι με έναν έντονο κρότο και ρίχνοντας το κάτω βαριά σαν κανένα σακί κριθάρι πεταμένο από κάποιον χαμάλη του λιμανιού. Καθώς το Αηδόνι κειτόταν ακίνητο, κοίταξα φευγαλέα τον Γρύλλο που δε σηκώθηκε, αλλά μισόκλεισε τα μάτια του, καθώς παρατηρούσε προσεκτικά
54 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
το γιο του. Ο Αντίνοος πλησίασε με το πάσο του και σήκωσε απότομα το Αηδόνι στα πόδια του.
«Θα ζήσεις», είπε άγρια, αφού εξέτασε στα γρήγορα τα μάτια και το πρησμένο χείλος του αγοριού, εκεί που είχε χτυπήσει. Ήταν η μεγαλύτερη τρυφερότητα που είχα δει να εκφράζει ποτέ ο Αντίνοος.
Ξανά και ξανά το Αηδόνι βουτούσε για να πετύχει ανατροπή και ο Γρύλλος παρακολουθούσε το γιο του με το πρόσωπο του να χώνεται στο χώμα ή να πέφτει ανάσκελα ή να υποφέρει από το γόνατο του Αγοριού που κατευθυνόταν δυνατά στα νεφρά του. Κάθε φορά έπεφτε αναίσθητο για μια στιγμή, προτού ξαναστα-θεί αποφασιστικά στα πόδια του, με το πρόσωπο ματωμένο και τα μάτια σχεδόν κλειστά από το πρήξιμο. Αφού κουνούσε το κεφάλι για να καθαρίσει το βλέμμα του, κοίταζε έντονα προς το μέρος του πατέρα του, λες και προσπαθούσε ν' αποτυπώσει στη μνήμη κάθε λεπτομέρεια του προσώπου του, προτού επιστρέψει στη γωνιά του στην παλαίστρα, κοιτάζοντας οργισμένα το Αγόρι. Ο Αντίνοος άρχισε ν' ανησυχεί ότι αυτό δεν ήταν η επίδειξη δεξιοτεχνίας που ήλπιζε ότι θα έδειχνε στον Γρύλλο αλλά μάλλον ένα θέαμα βουβής κτηνωδίας, που χαρακτηριζόταν από καθαρή επιμονή και ηλιθιότητα παρά από κάποια βελτιωμένη ποιότητα.
«Το μάθημα τελείωσε», γρύλισε αρκετές φορές ο Αντίνοος, ελπίζοντας να δει το Αηδόνι να καταρρέει ως συνήθως από ανακούφιση. Κάθε φορά, όμως, το αγόρι κουνούσε το κεφάλι του σιωπηλά και επέστρεφε αποφασιστικά στη γωνιά του για έναν ακόμα γύρο. Ο Αντίνοος το κοίταζε με απόγνωση. «Κράτα ψηλά το κεφάλι σου τότε», έλεγε, ή «θα πρέπει να τον στριμώξεις προτού σε ρίξει κάτω. Εγώ ο ίδιος θα σου σπάσω τη μύτη, αν δεν αρχίσεις να χρησιμοποιείς το γαμημένο σου μυαλό όταν παλεύεις».
Ο Γρύλλος ανακάθισε ανήσυχος, καθώς το πρόσωπο του γιου του είχε γίνει αγνώριστο από το πρήξιμο. Το Αγόρι γελούσε χαζά έπειτα από κάθε αποτυχημένη έφοδο του Αηδονιού εναντίον του. Ο Αντίνοος όμως δεν άντεχε άλλο. Δε θα ανεχόταν να δει ένα μαθητή του να σκοτώνεται μπροστά στα μάτια του ίδιου του πατέρα του. Είδα τον εκπαιδευτή να κοιτάζει φευγαλέα το Αγόρι
Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ 55
και να του γνέφει σιωπηλά, με ένα σινιάλο γνωστό και στους δυο τους.
Το Αηδόνι ταλαντευόταν αβέβαια πάνω στα πόδια του, αλλά κινήθηκε αποφασιστικά προς το κέντρο της παλαίστρας και έκανε μια βίαιη κίνηση για ανατροπή του αντιπάλου. Το Αγόρι έκανε ένα επιδέξιο βήμα στο πλάι και κλότσησε στα πλάγια. Το πόδι του Αηδονιού περδουκλώθηκε κάτω από το δικό του και τα χέρια του γράπωσαν μόνο τον αέρα, καθώς έσκαγε στο χώμα γρυλίζοντας, με μια μπερδεμένη και σαστισμένη έκφραση στα μάτια.
Το Αγόρι κινήθηκε αστραπιαία. Πιέζοντας το ιδρωμένο του στήθος στην πλάτη του Αηδονιού, του έκανε λαβή στη ραχοκοκαλιά με τα πόδια σφιγμένα γύρω από το στομάχι του αντιπάλου του και το ποντίκι του μπράτσου του γύρω από το λαιμό του, ενώ πίεζε με το ελεύθερο χέρι του το κεφάλι του Αηδονιού προς τα εμπρός, κόβοντας του την αναπνοή. Τα μάτια του Αηδονιού πετάχτηκαν έξω, παρά το πρήξιμο τους, και η γλώσσα του πρόβαλε από τα σκισμένα του χείλη, ενώ στριφογύριζε ανήμπορα τα πόδια του. Χτυπούσε δυνατά τα χέρια του από πάνω και πίσω του, αναζητώντας να γραπώσει οτιδήποτε -μαλλιά, ρουθούνια-, σε μια απελπισμένη προσπάθεια ν' απομακρύνει το μπράτσο του Αγοριού από το λαρύγγι του. Σ' αυτό τον αγώνα του κατάφερε να πιάσει κάπως με τα νύχια του το λοβό του αφτιού του Αγοριού, ξεκολλώντας τον από τη λεπτή του σύνδεση στο πλαϊνό μέρος του κεφαλιού του. Ουρλιάζοντας από πόνο το Αγόρι τον παράτησε κι έκανε πίσω με το στόμα να ανοιγοκλείνει βουβά από αμηχανία. Ύστερα τα μάτια του στένεψαν από λύσσα.
Το Αηδόνι στυλώθηκε στα πόδια του, παίρνοντας ξαφνικά ενεργητικότητα από την απρόσμενη επιτυχία του, και κύκλωσε επιφυλακτικά το Αγόρι, καθώς το κοίταζε θλιμμένα και κρατούσε το ματωμένο του αφτί. Οι δύο αντίπαλοι κοιτάχτηκαν στα μάτια. Οι μύες του Αηδονιού τρεμόπαιζαν από κούραση και ένταση. Είδα ότι ο Γρύλλος είχε ανακαθίσει και παρακολουθούσε τώρα τον αγώνα με αμείωτο ενδιαφέρον, καθώς τα δύο αγόρια ακινητοποιήθηκαν στιγμιαία, δοκιμάζοντας τα αντανακλαστικά του άλλου, προκαλώντας ο καθένας τον άλλον να επιτεθεί.
56 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
Αυτή τη φορά ήταν το Αγόρι που επιτέθηκε πρώτο και με μια γρήγορη, γατίσια κίνηση γονάτισε στο ένα πόδι, άρπαξε από τα πόδια το Αηδόνι, προτού προφτάσει να κάνει πίσω και να ξεφύγει από τη λαβή, και το σήκωσε ψηλά στον αέρα. Το Αηδόνι, όμως, έχοντας καταλάβει το αδύνατο σημείο του αντιπάλου του, άρχισε να χτυπά επαναληπτικά το πληγωμένο αφτί με τη γροθιά του. Το γρονθοκόπημα ζάλισε το Αγόρι, που έριξε κάτω με λύσσα το Αηδόνι, ενώ το αφτί του μεταβλήθηκε σε μια καταμέλανη και πρησμένη άμορφη μάζα μπροστά στα μάτια μας. Προτού το Αηδόνι μπορέσει να ξανασταθεί στα πόδια του, το Αγόρι έκανε δυο γρήγορα βήματα προς τα εμπρός και του κατάφερε μια τρομερή κλοτσιά στα πλευρά, ξαπλώνοντας το με την κοιλιά στην άκρη της παλαίστρας, ξέπνοο. Το Αγόρι το κοίταξε άγρια για να σιγουρευτεί ότι δεν ήταν προσποιητή η εξάντληση και μετά κάθισε καβάλα πάνω στην πλάτη του Αηδονιού, με μια τρελή έκφραση να περνά φευγαλέα από το πρόσωπο του, κρύβοντας τον πόνο που είχε φανερώσει ένα λεπτό πριν, όταν είχε κοπεί το αφτί του.
Πιάνοντας για μία ακόμα φορά το Αηδόνι από το λαιμό, το Αγόρι έχωσε τα δάχτυλα του ελεύθερου χεριού του στο πλάι του λαιμού, στο σημείο της τραχείας, εκεί που βρίσκεται η καρωτίδα, σε ένα θανατερό σφίξιμο που σταματά την κυκλοφορία του αίματος προς τον εγκέφαλο και μπορεί να σκοτώσει κάποιον σε κλάσματα δευτερολέπτου. Τα μάτια του Αηδονιού γυάλισαν στη στιγμή, καθώς ο ύπνος του θανάτου άρχιζε να το σκεπάζει, και όταν ατόνησε εντελώς, το Αγόρι χαλάρωσε το σφίξιμο των δαχτύλων. Όταν όμως το Αηδόνι ξαναβρήκε τις αισθήσεις του, το Αγόρι επανέλαβε για δεύτερη φορά το σφίξιμο. Ο Γρύλλος αναπήδησε ταραγμένος κι έτρεξε προς το γιο του, φτάνοντας ακριβώς λίγο πριν από τον Αντίνοο. Αρπάζοντας το Αγόρι από τα μαλλιά το τράβηξε απότομα πέρα, επιτρέποντας έτσι στο Αηδόνι να γυρίσει ανάσκελα πάνω στην άμμο, με τα μάτια ανοιχτά αλλά μάλλον απλανή. Εγώ τον μετέφερα στο δωμάτιο του, όπου τον συνέφερα με δυνατό κρασί και μασάζ στο στήθος, για ν' αυξηθεί η κυκλοφορία του αίματος στον εγκέφαλο, ενώ ο Γρύλλος συνόδευε
Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ 57
τον Αντίνοο και τον άξεστο αδερφό του στην πόρτα. Τους απέλυσε με συνοπτικές διαδικασίες, λέγοντας τους χωρίς περιστροφές ότι η επιστροφή τους σ' αυτό το σπίτι θα σήμαινε το θάνατο τους.
Τη νύχτα εκείνη, σε μια αδέξια χειρονομία συμφιλίωσης, ο Γρύλλος ήρθε στο δωμάτιο του Αηδονιού, κουβαλώντας ένα δέμα τυλιγμένο σε ένα λιγδιασμένο κομμάτι ύφασμα. «Δε θα γίνεις ποτέ σου παγκρατιστής», παραδέχτηκε βλοσυρά, «γι' αυτό θα πρέπει τουλάχιστον να είσαι πολύ καλά οπλισμένος».
Ξεδίπλωσε το δέμα για να παρουσιάσει ένα αστραφτερό, μικρό, σπαρτιάτικο μαχαίρι, ένα ξίφος, ελάχιστα μεγαλύτερο από εγχειρίδιο, αλλά κατασκευασμένο με τρομερή βαρύτητα που του προσέδιδε μια δύναμη κατάλληλη για καιρούς πολέμου. Το όπλο δεν ήταν καλοφτιαγμένο -στην πραγματικότητα είχε μάλλον χο-ντροκαμωμένο τελείωμα-, αλλά ήταν καλοζυγισμένο και είχε ανεκτό βάρος. Η κατά τα άλλα λεία, απλή λαβή του είχε πάνω της ένα απλοϊκά σκαλισμένο ελληνικό γράμμα, το «κ». Τα μάτια του Αηδονιού έλαμψαν, η έκφραση του έδειχνε την έκπληξη που ένιωσε με αυτό το απροσδόκητο δώρο από τον πατέρα του. Ο Γρύλλος δεν είπε τίποτα για ένα λεπτό, καθώς ο γιος του στριφογύριζε τη λεπίδα στα χέρια του.
«Μου το χάρισαν πριν από χρόνια, όταν συνόδευα, νεαρός αξιωματούχος τότε, μια αθηναϊκή αντιπροσωπία στη Σπάρτη σε διπλωματική αποστολή. Αθηναίοι και Σπαρτιάτες αντάλλαξαν όπλα ως ένδειξη καλής θελήσεως και ο ομόλογος μου μου έδωσε αυτό το όπλο».
Ο Γρύλλος σταμάτησε για μια στιγμή, καθώς ο νους του γύρισε πίσω σε εποχές πριν από τη γέννηση του Αηδονιού.
«Έπεσα πάνω σ' αυτό το διαλόσπερμα πολλές φορές όλα αυτά τα χρόνια», αναπόλησε, «και μέσα στο πεδίο της μάχης και εκτός. Έμαθα με σκληρό τρόπο ότι δεν μπορούσα να τον εμπιστευτώ περισσότερο από όσο μπορούσα να τον ρίξω κάτω στην παλαίστρα του παγκρατίου. Οι προδοσίες και οι αθετημένες συμφωνίες αυτού του ανθρώπου πρέπει να μου έχουν κοστίσει δέκα χρόνων γκρίζα μαλλιά. Ίσως κάποια μέρα τα καταφέρεις
58 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
ν' ανταποδώσεις τη χάρη σε κάποιο Σπαρτιάτη, καρφώνοντας αυτό εδώ το ξίφος στα σωθικά του. Είναι δικό σου τώρα και είθε να το χρησιμοποιήσεις για καλό σκοπό. Δεν αντέχω πια να το
βλέπω». Αφού έφυγε ο Γρύλλος, το Αηδόνι κι εγώ ξαπλώσαμε στα κρε
βάτια μας άγρυπνοι, αυτός ταραγμένος από την εξάντληση και τους εξουθενωτικούς μυϊκούς πόνους κι εγώ από την ένταση των γεγονότων της μέρας.
«Ας δοξάσουμε τους θεούς που ο πατέρας σου σταμάτησε τον αγώνα όταν έπρεπε», σχολίασα. «Το Αγόρι μπορούσε να σ' έχει σκοτώσει».
Το Αηδόνι σφίχτηκε και ανασηκώθηκε με κόπο στους αγκώνες του, αγνοώντας τον πόνο που αλλοίωνε από το μορφασμό το πρόσωπο του. «Χάρη στους θεούς! Τι ανοησία!» πέταξε. «Ο πατέρας μου ήταν αυτός που επέμενε από την αρχή να μάθω παγκράτιο! Πιστεύεις πως δεν ήξερε ότι ο Αντίνοος με διέλυε κάθε μέρα; Σε βαρέθηκα κι εσένα, Θέο, που υπερασπίζεσαι πάντα τον πατέρα μου, δικαιολογώντας τις πράξεις του. Είσαι σκλάβος! Τι αφοσίωση είναι αυτή που του έχεις;»
Ταραγμένος απ' αυτό το ξέσπασμα, δεν είπα κουβέντα για αρκετή ώρα, ώσπου ένιωσα ότι η ανάσα του είχε ξαναβρεί το ρυθμό της και ότι είχε ηρεμήσει.
«Αηδόνι, είσαι γιος του και σε αγαπά, όπως πρέπει να αγαπά ένας πατέρας το παιδί του. Απλώς, δεν είναι ο τύπος του ανθρώπου που εκφράζει ανοιχτά τέτοιου είδους συναισθήματα. Η τρυφερότητα για σένα ή για οποιονδήποτε άλλο δεν είναι ένα συναίσθημα που εκτιμά ιδιαίτερα ο Γρύλλος».
«Αν την εκτιμούσε ακόμα λιγότερο, τώρα θα ήμουν πεθαμένος». Το Αηδόνι ξαναβουβάθηκε και ήλπιζα ότι το θέμα είχε τελει
ώσει, αλλά δεν έλεγε να ησυχάσει, παρά αναστέναζε και τιναζόταν. Ήταν καταφανώς ταραγμένο και τόσο προβληματισμένο, που δεν μπορούσε να κοιμηθεί, παρά την εξάντλησή του.
«Τι στην ευχή σ' έκανε να συνεχίζεις να παλεύεις σήμερα;» το ρώτησα, προσπαθώντας να το αποσπάσω από τις μελαγχολικές του σκέψεις. «Έδειχνες σαν να ήθελες να σκοτώσεις το Αγόρι».
Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ 59
Το Αηδόνι πήρε βαθιά ανάσα και δεν έβγαλε μιλιά για πολλή ώρα, τόσο που πίστεψα ότι τελικά το είχε πάρει ο ύπνος. Όταν κοίταξα κατά τη μεριά του, όμως, είχε στυλωμένο το βλέμμα στο ταβάνι και ακόμα και στο αμυδρό φως του δωματίου διέκρινα το πρόσωπο του παραμορφωμένο από βουβή λύσσα.
«Δεν μπορείς να καταλάβεις, Θέο», ψιθύρισε τελικά και ο πόνος του φανέρωνε απόρριψη.
«Να καταλάβω; Τι πράγμα να καταλάβω;» Κι άλλη μεγάλη σιωπή. «Φανταζόμουν, απλώς, ότι το Αγόρι ήταν κάποιος άλλος. Αυ
τό με βοηθούσε να συγκεντρωθώ». Στάθμισα προσεκτικά τα λόγια του, αλλά η περιέργεια νίκη
σε τελικά την επιφυλακτικότητα μου. «Και ποιον φανταζόσουν ότι σκότωνες;» Με το που βγήκε η ερώτηση από τα χείλη μου, το μετάνιωσα, γιατί ήξερα εξίσου καλά με το Αηδόνι την απάντηση.
Με κοίταξε με περιφρονητικό βλέμμα για την κουταμάρα μου κι ύστερα γύρισε το πρόσωπο του προς τον τοίχο.
«Καλύτερα να είχα γεννηθεί νόθος», μούγκρισε βαριά μέσα από τα σκισμένα του χείλη.
4
ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ, ένα ήσυχο βράδυ, όταν το Αηδόνι ήταν δεκατεσσάρων χρόνων, ξύπνησε από ένα θόρυβο που ήξερε ότι ήταν ασυνήθιστος για το σπίτι. Ως προσωπικός του υπηρέτης, ήμουν ο μοναδικός οικιακός δούλος που του επιτρεπόταν να περνά τη νύχτα σ' εκείνη την πτέρυγα του σπιτιού κι έτσι ροχάλιζα στο κάτω μέρος του κρεβατιού του. Ο Γρύλλος έλειπε σε διπλωματική αποστολή, εδώ και αρκετές εβδομάδες, αναθέτοντας αναπόφευκτα τη φροντίδα του σπιτιού στο γιο του, ενώ το Αηδόνι, αδημονώντας να ευχαριστήσει τον πατέρα του, ανέλαβε με ευχαρίστηση αυτή την ευθύνη. Ο ήχος τον είχε ξυπνήσει πριν από μένα και, κρυφοκοιτώντας μέσα από τις γρίλιες του παραθύρου, κατασκόπευε στο φεγγαρόφωτο κάποιον παρείσακτο στην πίσω αυλή· το μόνο που φορούσε αυτός ήταν ένα ζωνάρι γύρω από τα λαγόνια. Ήταν πασαλειμμένος με μια σκούρα, γλοιώδη ουσία και σκαρφαλώνοντας τον τοίχο για την τραπεζαρία άφηνε πίσω του μια αχνή μουντζούρα, ένα σκούρο λεκέ πάνω στον άσπρο σοβά. Το Αηδόνι άρπαξε το κοντό ξίφος που του είχε δώσει ο Γρύλλος και γλίστρησε αθόρυβα έξω από το δωμάτιο, αποφασισμένο όχι μόνο να διαφυλάξει την τιμή και τα πλούτη της οικογένειας του, αλλά να φανεί αντάξιος της εμπιστοσύνης του πατέρα του. Τρυπώνοντας αθόρυβα στην τραπεζαρία, έπιασε το μάτι του φευγαλέα τη φιγούρα του κακοποιού να εξαφανίζεται στην άλλη πτέρυγα του κτιρίου και αναρωτήθηκε, παρά την ένταση της στιγμής, πώς ο τύπος ήξερε τόσο καλά τα κατατόπια του σπιτιού.
Βρίσκοντας ψηλαφιστά το δρόμο του στα σκοτεινά, πέρασε μέσα από την άλλη πόρτα για να βγει μπροστά από τον κλέφτη και
Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ 61
μόλις έστριψε συγκρούστηκε με τον αντίπαλο του, ο οποίος με το μαυριδερό, γλοιώδες δέρμα και τα αχνά, λαμπερά μάτια έμοιαζε με πλάσμα της κόλασης. Έβγαλαν και οι δύο δυνατή κραυγή, αλλά το Αηδόνι αντέδρασε πρώτο, αρπάζοντας τον άλλο και ακινητοποιώντας τον βίαια στο πάτωμα. Ύστερα άρχισε να κυλιέται μαζί του προς την τραπεζαρία. Στη διάρκεια της συμπλοκής ο γλιστερός εισβολέας ξέφυγε από τη λαβή του και τράβηξε ένα μαχαίρι από τη ζώνη του. Το Αηδόνι το είδε ν' αστράφτει αμυδρά, κοφτερό και φονικό μέσα στο βαθύ σκοτάδι. Αντιλήφθηκε, ίσως από το ακανόνιστο λαχάνιασμα του άλλου και τις σπασμωδικές κινήσεις, ότι είχε παραλύσει από το φόβο και το Αηδόνι έκανε συνειδητή προσπάθεια να επιβραδύνει τη δική του αναπνοή, να τιθασεύσει το δικό του τρόμο και να σκεφτεί, να σκεφτεί με επιμονή, τι θα ήθελε ο πατέρας του να κάνει. Κυκλώνοντας αργά και σιωπηλά τον κλέφτη, με τα μάτια ορθάνοιχτα για να βλέπει τις κινήσεις του άλλου μες στο σκοτάδι, το Αηδόνι όρμησε ξαφνικά στο στόχο του κρατώντας ψηλά το εγχειρίδιο του. Δεν υπολόγισε όμως σωστά τη θέση ενός σκαμνιού στο πάτωμα και καθώς χτύπησε το σβέρκο του εχθρού του, σκόνταψε και, πέφτοντας δυνατά με τον ώμο πάνω στον αντίπαλο του, ένιωσε ένα βουβό πόνο στα πλευρά. Πασχίζοντας να ξαναβρεί την ισορροπία του, γλίστρησε σε κάποια απομεινάρια λιπαντικού με το οποίο είχε τριφτεί το πάτωμα, χτύπησε με δύναμη το κεφάλι στον πέτρινο τοίχο και έχασε τις αισθήσεις του.
Έφτασα ακριβώς τη στιγμή που έπεφτε το Αηδόνι και αρχικά μπερδεύτηκα ακούγοντας μόνο το ξέφρενο τιτίβισμα των πουλιών - δεν είχα ακούσει δυνατή φασαρία πριν από λίγα δευτερόλεπτα στο δωμάτιο; Εντούτοις, προχωρώντας στα τυφλά μες στο δωμάτιο, σκόνταψα πάνω σε κάτι μαλακό, πάνω σε κάποιον που κειτόταν στο πάτωμα κι ήταν πεσμένος βαριά πάνω σε κάποιον άλλο. Ένιωσα κάτι ζεστό να κολλάει στις παλάμες και στα γυμνά μου γόνατα και, συνειδητοποιώντας ένα λεπτό αργότερα τι ήταν, έτρεξα έξω με τρόμο, όρμησα στο δωμάτιο της μαγείρισσας και άρπαξα τη μικρή λάμπα λαδιού που η φοβισμένη γερόντισσα είχε αφήσει αναμμένη για παρηγοριά. Αφή\οντάς τη να στριγκλί-
62 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
ζει στο σκοτάδι, όρμησα πίσω στην τραπεζαρία, όπου το σκηνικό που μόλις έβλεπα με άφησε άναυδο.
Με ανυπόφορο πόνο και δυσκολία το Αηδόνι είχε καταφέρει ν' ανακαθίσει με την πλάτη στον τοίχο και παρακολουθούσε με βουβό τρόμο το ζωηρό αίμα που ξεχυνόταν από τα πλευρά του, σφυρίζοντας ελαφρά καθώς ανακατευόταν με τον αέρα που ξέφευγε από τα τρυπημένα πνευμόνια του. Τα έπιπλα μες στην κάμαρα ήταν αναποδογυρισμένα και ο μαυρισμένος με γράσο ένοχος κειτόταν μπρούμυτα στο πάτωμα, με το λαιμό μισοκομ-μένο από το μοναδικό, εύστοχο χτύπημα του ξίφους του Αηδο-νιού. Το αίμα του ανάβλυζε πηχτό από την αρτηρία με όλο και πιο αδύναμους σπασμούς, σαν του κριαριού που το χαρακώνουν για τη θυσία, κι ενωνόταν με τη γλοιώδη λιμνούλα που σχηματιζόταν κάτω από το Αηδόνι. Όπως συχνά μου συμβαίνει σε στιγμές τρόμου, εκείνος ο βουβός συρακούσιος ψαλμός βγήκε από τις σκοτεινές γωνιές του μυαλού μου, όπου παραμονεύει σαν νυχτερίδα σε σπηλιά, και τράβηξε την προσοχή μου, και μόνο έπειτα από μεγάλη προσπάθεια μπόρεσα να τον αποδιώξω και να συγκεντρωθώ στα καθήκοντα εκείνης της στιγμής. Η μητέρα του Αη-δονιού όρμησε στο δωμάτιο κι άρχισε να θρηνεί τρομοκρατημένη και η ηλικιωμένη μαγείρισσα, προσέχοντας αυτή τώρα, επιχειρούσε μάταια να βγάλει τη λάμα που είχε καρφώσει ο κλέφτης στα πλευρά του Αηδονιού και του έριχνε νερό στο πρόσωπο από μια μικρή λεκάνη για να μην ξαναχάσει τις αισθήσεις του.
Τα πουλιά μέσα στο κλουβί είχαν σταματήσει το βραχνό τιτίβισμα τους και τώρα παρακολουθούσαν έντονα τη διαδικασία, με ενδιαφέρον. Το Αηδόνι μόνο βαριανάσαινε, δεν έβγαζε κανένα άλλο ήχο. Έκλεισε τα μάτια και παρά τον πόνο του κατάφερε να μισοχαμογελάσει.
Λόγω της θέσης του Γρύλλου, αν και με κάποιες δυσκολίες, η οικογένεια κατάφερε να εξασφαλίσει τις υπηρεσίες των πιο φημισμένων γιατρών της πόλης, οι οποίοι σύντομα έβγαλαν τη λάμα από τα πλευρά του παιδιού και συνέστησαν μια αγωγή με κα-ταπλάσματα που αποτελούνταν από ένα παρασκεύασμα στάχτης,
Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ 63
φλόμου* και ξινισμένου κρασιού. Μέρες μετά του έδιναν να πιει ένα ρόφημα από πικρά βοτάνια που του προκαλούσαν παραλήρημα και υπνηλία.
Έστειλα ένα βιαστικό μήνυμα στον πατέρα του με το στρατιωτικό αγγελιοφόρο, από φόβο ότι το Αηδόνι μπορεί να πέθαινε ανά πάσα στιγμή, και ο Γρύλλος γύρισε στο σπίτι έπειτα από δύο εβδομάδες, με επιταγμένα άλογα και πλεούμενα κάθε είδους για να επισπεύσει το ταξίδι του. Φορώντας ακόμα τα σκονισμένα και καταϊδρωμένα ρούχα του -ήταν επάνω του εδώ και μια εβδομάδα-, όρμησε στο σπίτι χωρίς να κρατήσει τους τύπους, σταματώντας ελάχιστα για ν' ανασυνταχτεί, κι ύστερα με δάκρυα στα μάτια μπήκε στο δωμάτιο όπου ανάρρωνε ο γιος του.
«Γιε μου, είσαι πραγματικός άντρας», είπε σφίγγοντας και με τα δυο του χέρια το μπράτσο του Αηδονιού. «Έδρασες προς τη μεγαλύτερη δόξα των θεών και τον προγόνων μας. Η Αθήνα θα είναι περήφανη που μια μέρα θα την υπηρετήσεις· κι εγώ το ίδιο».
Τα μάτια του παιδιού έλαμψαν με το φιλί του πατέρα του, με έναν τρόπο που είχα να δω από τότε που ήταν μικρό παιδάκι, ενώ το ηθικό του ανέβηκε με τη σπάνια ένδειξη της πατρικής επιδοκιμασίας. Ο Γρύλλος δεν άργησε ν' αφήσει τα νέα περί ανδρείας του γιου του να διαδοθούν στους συνεργάτες του κι ύστερα από λίγες μέρες το Αηδόνι κατακλύστηκε από προτάσεις για την πρόσληψη των πιο φημισμένων αθλητικών εκπαιδευτών. Οι φίλοι του τον αντιμετώπιζαν σαν να ήταν θεός ή τουλάχιστον ήρωας πολέμου, παρόλο που ο ίδιος αρνιόταν να συζητήσει το ζήτημα κι απέφευγε παντελώς να το αναφέρει, παρά μόνο όποτε έκανε λόγο ο πατέρας του. Γιατί ήταν τόσο επιφυλακτικός στην αποδοχή της δόξας; Τους μήνες εκείνους που βρισκόταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, αναρρώνοντας από το τραύμα του, και ειδικά αφότου ο Γρύλλος επέστρεψε στα καθήκοντα του λίγες μέρες αργότερα, το Αηδόνι είχε πολύ καιρό στη διάθεοή του για να σκεφτεί ότι ο εισβολέας που είχε σκοτώσει δεν ήταν, στην πραγματικότητα,
* Φλόμος: ευφόρβια, κοινώς γαλατσίδα· αυτοφυές φυτό με γαλακτώδη χυμό και δηλητηριώδεις ιδιότητες. Χρησιμοποιείται ως ναρκωτικό. (Σ.τ.Μ.)
64 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
κάποιος διεφθαρμένος δολοφόνος. Ο κλέφτης, όπως αποδείχτηκε, ήταν το Αγόρι, που κάποια στιγμή που η βλακεία του ξεπέρασε τα όρια της, ή με προτροπή του Αντίνοου, θέλησε να εκμεταλλευτεί το πλεονέκτημα ότι ήξερε καλά το σπίτι και να βουτήξει λίγες πενταροδεκάρες για δικό του όφελος, και το οποίο πέθανε με το συνηθισμένο του ανόητο χαμόγελο. Το Αηδόνι δεν έτρεφε συναισθήματα αγάπης για τον αντίπαλο του στην πυγμαχία, όμως το Αγόρι ήταν κατά κάποιο τρόπο γνωστός του, κάποιος που με τα χέρια του είχε αγγίξει το δέρμα και τα μαλλιά του, και σε καμιά περίπτωση δεν του άξιζε ένας τόσο αποκρουστικός θάνατος. Το Αηδόνι αρχικά έπεσε σε μελαγχολία με αυτή την αποκάλυψη και η μόνη του διέξοδος από την απελπισία ήταν να κάνει πέτρα την καρδιά του, λέγοντας μέσα του ότι ο χαζός είχε λάβει δίκαιη τιμωρία, πείθοντας τον εαυτό του ότι το να βάζει τη δόξα και την ασφάλεια της οικογένειας του πάνω από το απλό συναίσθημα είναι σοφία.
Κι εγώ όμως είχα την ευκαιρία όλους αυτούς τους μήνες να σκεφτώ πολύ για το συμβάν και, παρόλο που δεν ανέφερα ποτέ τις σκέψεις μου στον κύριό μου, κατέληξα πως όχι μόνο ένα αλλά δυο αγόρια είχαν πεθάνει από το μαχαίρι εκείνης της νύχτας. Γιατί στην πραγματικότητα το μικρό Αηδόνι δεν είχε συνέλθει μετά το μαχαίρωμα, παρά το κατάβρεγμα με κρύο νερό. Η χαρούμενη λεπτή φωνή του δεν ξανακούστηκε στην αυλή μετά το δείπνο, ούτε τα πειράγματα και οι ερωτοτροπίες με τις δούλες την ώρα που πήγαιναν στις δουλειές τους ξανασυνέβησαν. Τα παιδικά παιχνίδια και τα βιβλία φυλάχτηκαν με προσοχή σε ένα κασόνι. Γιατί, σκοτώνοντας το Αγόρι, ο κύριός μου είχε σκοτώσει ταυτόχρονα κάτι μέσα του, κάτι πολύτιμο και αθώο, ένα αγόρι το οποίο κατά κάποιο τρόπο είχε ορφανέψει περισσότερο από εμένα. Το αγόρι αυτό ήταν το μόνο πρόσωπο που σκότωσε ποτέ ο κύριος μου, και δεν του άξιζε κάτι τέτοιο. Όσο για την καλλιτεχνική και μουσική προσφορά του δεν έπαψε ποτέ να νιώθει απόγνωση σε στιγμές μετάνοιας. Ακόμα και το όνομά του απορρίφθηκε από όλους, κατά τα φαινόμενα ομόφωνα και ταυτόχρονα, λες και είχε υπογραφεί κάποιος όρκος αίματος, λες και οι πεθαμένοι δεν έπρεπε ν' αναφέρονται.
Το Αηδόνι πέθανε και γεννήθηκε ο Ξενοφώντας.
5
Η ΠΥΡΑ ΕΚΑΙΓΕ ΑΡΚΕΤΑ ΖΩΗΡΗ και λαμπερή, προκαλώντας συσπάσεις στα πρόσωπα όσων ήταν πολύ κοντά της και ιδιαίτερα όταν την κοίταζαν απευθείας. Εκατό ζευγάρια νεαρά μάτια γυάλιζαν μες στο σκοτάδι που την περιέβαλλε, ορισμένα μισοκλείνοντας ακόμα από τον ύπνο τον οποίο είχαν μόλις διακόψει απότομα. Γύρω μας το φως από τις φλόγες αντανακλούσε κατακόκκινο σαν αίμα πάνω στα τραχιά πέτρινα τείχη, κοντά στα οποία είχαμε παραταχθεί, σ' ένα μικρό ημικυκλικό αμφιθέατρο, στην άκρη του στρατοπέδου, που χρησιμοποιούσαν για εκφωνήσεις λόγων ή επιδείξεις όπλων. Οι τρεμάμενες σκιές που σκόρπιζε ο λόχος των νεοσύλλεκτων εφήβων πάνω στα τείχη ήταν περίεργα παραμορφωμένες -μια μαύρη σειρά από στρογγυλά κεφάλια και στενούς, τετράγωνους ώμους, όμοια σχεδόν με κρεμαστάρια στη σειρά για να κρεμάνε τα ρούχα ή σαν σειρά καρφάκια σε παιδικό παιχνίδι- και ταλαντεύονταν και τραντάζονταν περίεργα, πότε πότε, καθώς κάποιος γύριζε στο πλάι για να κοιτάξει ερωτηματικά το διπλανό του.
Στεκόμαστε σιωπηλοί. Την προηγουμένη, ο Ξενοφώντας, δε-καοχτάχρονος νέος, που ήταν πια σε ηλικία να υπηρετήσει στο στρατό, κι εγώ, ως εντεταλμένος ακόλουθός του στη μάχη, είχαμε βαδίσει, κάτω από το αυστηρό, περήφανο βλέμμα του Γρύλλου, προς το στρατόπεδο που βρισκόταν κοντά στα τείχη της πόλης. Μας είχαν ξυπνήσει στη μέση της νύχτας. Ο Ξενοφώντας και οι άλλοι έφηβοι είχαν υποχρεωθεί να φορέσουν τις χλαμύδες που μόλις τους είχαν δώσει, τους μαύρους μέχρι τα γόνατα χιτώνες, ενδεικτικούς της κοινωνικής τους τάξης, και όλοι μαζί είχαμε οδηγηθεί εδώ σιωπηλά από ένα γεροδεμένο εκπαιδευτή που το πρό-
66 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
σωπό του κρυβόταν πίσω από ένα κράνος μάχης οπλίτη, ενώ το πυκνό του γένι πρόβαλλε κάτω από τις παραγναθίδες σαν νυχτόβιο θηλαστικό που κοιτάζει μέσα από το λαγούμι του. Μόνο τα μάτια του, όπως γυάλιζαν βαθιά μέσα από τη σκοτεινιά του γείσου, τον διαφοροποιούσαν από τις σκιές του κάτω κόσμου. Για μία περίπου ώρα στεκόμαστε ακίνητοι και σιωπηλοί μπροστά στην πυρά, παρακολουθώντας τη να καίγεται ώσπου κατέληξε σε λαμπερά κόκκινα κάρβουνα, ενώ τα πρόσωπα μας γύρω της ξεθώριαζαν αργά μες στο σκοτάδι, μέχρι που η μόνη ορατή εξ ολοκλήρου ύπαρξη ήταν ο οπλίτης που έστεκε κοκαλωμένος σε στάση επιφυλακής, με τα πόδια σε διάσταση· ακουμπούσε το δόρυ, δύο μέτρα περίπου, στις πλάκες και το κρατούσε απερίφραστα σε στάση ετοιμότητας. Από τη στιγμή που φτάσαμε εδώ, ο άντρας διατηρούσε απόλυτα ακίνητο όλο το σφιχτοδεμένο σώμα του, και μετά τα πρώτα λεπτά μπροστά στην πυρά είχε επίσης σταματήσει κάθε ψίθυρος και κάθε μας κίνηση, καθώς στρέψαμε τα μάτια μας πάνω του με αδημονία και απορία, έτσι που γυάλιζε περίεργα η πανοπλία του στο φως της φωτιάς, λες και ήταν το ζωντανό δέρμα κάποιου τεράστιου ερπετού.
Χωρίς προειδοποίηση, αιφνιδιαστήκαμε από τον ξαφνικό ήχο μιας πολεμικής σάλπιγγας, ακριβώς πίσω μας, και από δώδεκα ακόμα οπλίτες με πλήρη πολεμική εξάρτυση που, κρατώντας στα χέρια από έναν αναμμένο δαυλό, βάδισαν σε σχηματισμό και παρατάχθηκαν μπροστά μας κόντρα στη δυνατή φωτιά. Για μια στιγμή στάθηκαν κι αυτοί ακίνητοι, σαν να μας επιθεωρούσαν, όπως κι εμείς αυτούς. Ύστερα, έτσι όπως ήταν στη σειρά, γύρισαν στο πλάι, απομακρύνθηκαν με βηματισμό και στάθηκαν σε ίσες αποστάσεις κόντρα στην περίμετρο του τείχους, περικυκλώνο-ντάς μας και λούζοντας με το ακανόνιστο φως των δαυλών τους τα πρόσωπά μας. Τους κοιτάζαμε ανήσυχα και ασυναίσθητα μαζευτήκαμε πιο κοντά ο ένας στον άλλο στη μέση, σαν αγέλη. Βρισκόμασταν και πάλι σε αναμονή, μέσα σε απόλυτη σιωπή που έσπαγε το ανεπαίσθητο τσιτσίρισμα από τις φλόγες που μας περικύκλωναν. Η τελετουργία αυτή, αν πραγματικά μπορούσε να ονομαστεί έτσι, ήταν μια τελετουργία έντασης και καταστολής,
Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ 67
σιωπής και αναμονής. Παρά τον ανοιχτό ουρανό πάνω από τα κεφάλια μας, ένιωθα πνιγηρά και κλειστοφοβικά. Τελικά, ένας από τους σιδηρόφρακτους οπλίτες, ψηλότερος και μεγαλύτερος από τους άλλους, ολοφάνερα επικεφαλής τους, έκανε ένα βήμα μπροστά. Το παράστημα και ο τόνος της φωνής του έδειχναν ότι ήταν έμπειρος πολεμιστής.
«Έφηβοι!» ούρλιαξε με βαριά φωνή, τόοο δυνατά, που σχεδόν αισθάνθηκα την καυτή του ανάσα, παρόλο που βρισκόμουν αρκετές σειρές πίσω. «Κληθήκατε ν' αρχίσετε την εκπαίδευση σας ως υπερασπιστές της πόλης. Πρόκειται να ξεκινήσετε μια ιερή αποστολή, η οποία, ύστερα από το απαιτούμενο χρονικό διάστημα, θα σας μεταβάλει σε σκληραγωγημένους οπλίτες άξιους του ονόματος και των μαύρων χιτώνων που φέρετε τώρα». Μπορούσα σχεδόν να νιώσω το κύμα έντασης και προσδοκίας που διαπερνούσε τη μάζα των αγοριών, τα οποία πλησίαζαν τώρα προσεκτικά όλο και πιο κοντά στον ομιλητή.
«Τα επόμενα δύο χρόνια, θα εκπαιδεύεστε μέχρι να πονέσουν οι μύες σας και το σώμα σας να ουρλιάζει για ανάπαυση. Θα μάθετε να βαδίζετε σε σχηματισμό φάλαγγας, ώμο τον ώμο με τους συναγωνιστές σας, καταπάνω στον εχθρό, άσχετα αν ο φόβος κατατρώει τα σωθικά σας και σας πιέζει να κρυφτείτε πίσω από τη σκιά της ασπίδας του αδερφού σας. Θα μάθετε να στέκεστε ακλόνητοι, με το ακόντιο στο χέρι, παρόλο που θα κινδυνεύετε από τις εχθρικές λόγχες και θα δέχεστε επίθεση από τους διαβολικούς, καταραμένους Σπαρτιάτες, επειδή έχετε δώσει ιερό όρκο, σύμφωνα με το έθος των οπλιτών, να παραμείνετε και να μην εγκαταλείψετε τον άντρα που στέκεται δίπλα σας στις γραμμές της μάχης. Αυτό θα το ορκιστείτε στη ζωή σας!»
Τα αγόρια μουρμούρισαν και θορύβησαν προκαταβολικά για τη δόξα που τα περίμενε.
«Αλλά δεν είστε ακόμα άξιοι να ονομάζεστε οπλίτες! Προτού αποδείξετε ότι μπορείτε ν' αγωνίζεστε δίπλα σε κάποιον που η ζωή του εξαρτάται από τις ικανότητές σας, πρέπει να το αποδείξετε μαχόμενοι μόνοι σας. Ως έφηβοι, θα σας ανατεθεί να υπερασπίσετε τα ακρότατα σύνορα της πόλης, να ενεδρεύετε τη νύχτα και
68 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
να περιπολείτε τα δάση που οριοθετούν τον πολιτισμό, να συλλαμβάνετε μοναχικούς κλέφτες και ξεκομμένους εισβολείς, προτού σας επιτραπεί να αγωνιστείτε σε ανοιχτή μάχη με κανονική παράταξη φάλαγγας. Έχετε ιερό καθήκον να μάθετε να προστατεύετε τον εαυτό σας και τους συναγωνιστές σας από τον εχθρό! Αυτό δε σημαίνει να είστε οι δυνατότεροι;»
Τον κοιτάζαμε με σιωπηλό ενθουσιασμό. «Είπα, αυτό δε σημαίνει να είστε οι δυνατότεροι, χέστηδες;» «Ναι!» φωνάξαμε, αν και με κάποιο δισταγμό. Ο εκπαιδευτής
στάθηκε μες στις σκιές και φάνηκε να μας κοιτάζει με αηδία, ώσπου έδειξε έναν από τους πιο αναπτυγμένους εφήβους που στεκόταν στην πρώτη σειρά. Λύγισα ασυναίσθητα τα γόνατα μου, προσπαθώντας να φανώ κοντύτερος σε περίπτωση που θα κοίταζε κατά το μέρος μου. Το αγόρι προχώρησε αβέβαια προς το φως της φωτιάς.
Ο εκπαιδευτής έγνεψε στον πιο μικρόσωμο από τους οπλίτες που στέκονταν παράμερα ακίνητοι. Ο στρατιώτης έβγαλε το κράνος του και προχώρησε μπροστά, αργά και με απάθεια, ώσπου στάθηκε ακριβώς απέναντι από το αγόρι και πήρε θέση πάλης. Το αγόρι χαμογέλασε αχνά και ετοιμάστηκε κι αυτό, λες και αδημονούσε να δείξει τις ικανότητες του στον πολύ πιο μικρόσωμο αντίπαλο του. Με το χτύπημα των χεριών του εκπαιδευτή, ο οπλίτης πετάχτηκε μπροστά και με μια κίνηση σχεδόν αδιόρατη σ' εμάς μέσα στο μισοσκόταδο έριξε τον έφηβο με την κοιλιά στο χώμα, ενώ το χέρι του αγοριού τεντώθηκε ίσια πίσω, καθώς το πόδι του στρατιώτη καρφώθηκε ακριβώς στην κλείδωση του ώμου του. Ο άντρας σταμάτησε για μια στιγμή προτού γείρει ελαφρά πάνω στο χέρι, προκαλώντας ένα ηχηρό «κρακ», καθώς η κλείδωση βγήκε από τη θέση της και το αγόρι ούρλιαξε. Το πλήθος πάγωσε από ανείπωτη φρίκη και όλοι κάναμε μισό βήμα πίσω τρομαγμένοι, καθώς ο οπλίτης βοηθούσε όπως όπως το αγόρι που έκλαιγε με αναφιλητά να σταθεί στα πόδια του, με το χέρι να κρέμεται διαλυμένο στο πλάι, και του έκανε νόημα να ξαναγυρίσει στη θέση του μες στο σκοτάδι.
Ο εκπαιδευτής έκανε και πάλι ένα βήμα μπροστά.
Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ 69
«Κάνατε λάθος!» ούρλιαξε. «Πάντα θα υπάρχει κάποιος αντίπαλος δυνατότερος από εσάς. Ακόμα και ο μεγάλος Έκτορας βρήκε κάποιον που ήταν δυνατότερος του. Αυτός που βασίζεται μόνο στη δύναμη θέτει σε κίνδυνο όχι μόνο τον εαυτό του αλλά και την πόλη. Μήπως αυτό σημαίνει, επομένως, ότι πρέπει να είστε οι πιο επιδέξιοι στα όπλα;»
Σιωπή. «Μπάσταρδοι, είπα, μήπως αυτό σημαίνει ότι πρέπει να είστε
οι πιο επιδέξιοι στα...». «Όχι!» ούρλιαξαν εκατό φωνές. «Χρειάζεται να σας το αποδείξω;» ρώτησε με διαβολικό ύφος,
καθώς τραβούσε το ξίφος του κι άρχισε να ανιχνεύει τα πρόσωπα των εφήβων που τον κρυφοκοιτούσαν τρομαγμένοι μέσα στο σκοτάδι.
«Όχι!» ουρλιάξαμε και πάλι με έκδηλο πανικό. «Το μάθατε γρήγορα το μάθημα σας», είπε κοφτά. «Πείτε μου
τότε, μήπως πρέπει να έχετε τα γρηγορότερα αντανακλαστικά;» «Όχι!» ακούστηκε αυτόματα η απάντηση. Κάγχασε υπόκωφα. «Πιστεύω ότι πρέπει να σας κάνω κάποια
επίδειξη σ' αυτό», είπε. Το πλήθος των παιδιών οπισθοχώρησε, καθώς άρχισε να κοι
τάζει εξεταστικά τα πρόσωπά τους. Ανεξήγητα, η ματιά του στάθηκε ακριβώς πάνω μου. «Εσύ», είπε, «ο ψηλός. Ας δοκιμάσουμε την ταχύτητά σου».
Βγήκα μπροστά επιφυλακτικά, οι μνήμες από τις προπονήσεις με τον Αντίνοο ήταν ακόμα νωπές στο μυαλό μου, παρόλο που είχαν συμβεί έξι χρόνια πριν. Ο εκπαιδευτής με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω, με μια σχεδόν απογοητευτική έκφραση πίσω από τη σκιά του γείσου του κράνους του.
«Ένας ακόλουθος», είπε περιφρονητικά παρατηρώντας την απουσία χλαμύδας. Καθαρίζοντας το λαιμό του έφτυσε μια τεράστια γυαλιστερή ροχάλα μπροστά στα πόδια μου. «Δέσε μου τα μάτια, ακόλουθε». Έβγαλε το κράνος και το θώρακά του και στάθηκε μπροστά μου, ογκώδης, με γυμνό στήθος και τους ώμους σκοτεινούς κάτω από ένα κύμα βοστρύχων, παρά το φως των δαυ-
70 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
λών. Έσπευσα να υπακούσω, χρησιμοποιώντας ένα μαύρο λινό ύφασμα που μου έβαλε στο χέρι ένας από τους άλλους οπλίτες. Ύστερα οπισθοχώρησα και ο άντρας κοίταξε τα αγόρια, αν και δεν μπόρεσε να διακρίνει κανένα πίσω από το ύφασμα.
«Τώρα, ακόλουθε, χτύπα με, απ' όποια μεριά θεωρείς καλύτερη».
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή οι άλλοι οπλίτες άρχισαν να χτυπούν δυνατά τα δόρατά τους πάνω στις ασπίδες, όλοι μαζί, προκαλώντας τέτοιο ορυμαγδό, που επισκίαζε οποιοδήποτε ήχο μπορούσαν να κάνουν τα πόδια μου, καθώς έκανα κύκλους γύρω του, αναζητώντας την προσφορότερη γωνία για επίθεση. Ο ρυθμικός χτύπος μεταδόθηκε αμέσως και στους εφήβους, που χτυπούσαν παλαμάκια και βροντούσαν τα πόδια τους στον ίδιο ρυθμό. Όταν όμως κοίταξα γύρω μου, είδα μόνο φόβο στα πρόσωπα αυτών που με τριγύριζαν. Στάθηκα ακίνητος για μια στιγμή, κοιτάζοντας τον εκπαιδευτή και συγκεντρώνοντας το κουράγιο μου, ενώ άκουγα το ρυθμικό χτύπημα των χεριών και τη χλαπαταγή των δοράτων. Ύστερα άρχισα να κινούμαι αργά γύρω του σε όλο και μικρότερους ομόκεντρους κύκλους, με τα μάτια καρφωμένα σταθερά πάνω του, προσέχοντας για τίποτα κόλπα. Ο άντρας έστεκε στητός και ακίνητος, χωρίς να κουνιέται ούτε ένας μυς του και με το σαγόνι προτεταμένο, σε απόλυτη αυτοσυγκέντρωση.
Καθώς πλησίασα πιο κοντά, έκανα διάφορες προσποιήσεις προς τη μεριά του, μια φορά μάλιστα σχεδόν τον ακούμπησα, για να δοκιμάσω τις αισθήσεις του, εξετάζοντας αν μπορεί να δει τις κινήσεις μου πίσω από το πανί που κάλυπτε τα μάτια του. Όλες αυτές οι κινήσεις αντιμετωπίζονταν με όλο και δυνατότερο σε ένταση σαματά από τους εφήβους, που από την έξαψή τους αύξησαν την ταχύτητα του ποδοβολητού τους, χάνοντας την αίσθηση του σταθερού χτύπου, ώσπου ο θόρυβος δεν ήταν πια ένα ευδιάκριτο ποδοβολητό αλλά μάλλον ένας εκτεταμένος κρότος. Ξανά και πάλι εφορμούσα, σταματώντας πριν ακριβώς πραγματοποιήσω μια ολοκληρωμένη επίθεση, ενώ ο άντρας στεκόταν μαρμαρωμένος.
Ξαφνικά, νιώθοντας ότι θα πρέπει να είχε χαλαρώσει η προ-
Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ 71
σοχή του, έπεσα μπροστά, χώνοντας τη γροθιά μου με όλη μου τη δύναμη κατευθείαν στην εκτεθειμένη κοιλιά του. Μόλις που είχαν ακουμπήσει τα δάχτυλα μου πάνω στο τρίχωμα του δέρματος του, όμως, κι εκείνος κινήθηκε αστραπιαία σαν αιλουροειδές στο πλάι, αναγκάζοντας με να παραπατήσω, χάνοντας την ισορροπία μου, ενώ στη συνέχεια με χτύπησε με μια σιδερένια γροθιά στο σβέρκο. Έπεσα ορμητικά με το σαγόνι πάνω στο λιθόστρωτο, μισοαναίσθητος, και άκουσα βαθιά, σαν από απόσταση, τον ήχο μετάλλου να γλιστρά πάνω σε δέρμα, καθώς έβγαζε το ξίφος του με εκπληκτική ταχύτητα και πίεζε τη μύτη του καταμεσής στην πλάτη μου, πριν καλά καλά χτυπήσω στο κράσπεδο. Άνοιξα τα μάτια και κοίταξα μες στο μισοσκόταδο το πλήθος των σιωπηλών τώρα εφήβων. Φανταζόμουν το πρόσωπο του Ξενοφώντα καθώς στυλώνει κατευθείαν πάνω μου τα ορθάνοιχτα από έκπληξη και τρόμο μάτια του.
«Κάνατε και πάλι λάθος, σκουλήκια», είπε ο εκπαιδευτής με χαμηλή, οργισμένη φωνή. «Έχει πραγματικά σημασία να έχεις τά ταχύτερα αντανακλαστικά».
Αντέξαμε δύο χρόνια εκπαίδευσης ως οπλίτες στη χρήση των όπλων, την τοξοβολία, τον ακοντισμό και το χειρισμό του καταπέλτη, γιατί κι εγώ περνούσα από τα ίδια γυμνάσια όπως κι ο Ξενοφώντας, υπηρετώντας τον ταυτόχρονα ως κομιστής του ξίφους και των όπλων του. Για δύο χρόνια σηκωνόμαστε από το κρεβάτι πριν από το ξημέρωμα, για να υποβληθούμε σε εκπαιδευτικά γυμνάσια που ξεπερνούσαν εκείνα του Αντίνοου και για να υποφέρουμε αμείλικτες ασκήσεις αντανακλαστικών που είχαν σχεδιαστεί για να κάνουν τις αμυντικές μας αντιδράσεις αυτόματες και μηχανικές. Δειπνούσαμε σε κοινά συσσίτια με τους αξιωματικούς και τους άντρες και κάναμε παρελάσεις ενώπιον ολόκληρης της πόλης. Μέσα σ' αυτά τα δύο χρόνια γίναμε άντρες. Ύστερα από επιτυχημένη ολοκλήρωση της στρατιωτικής προπαίδευ-σης, ο Ξενοφώντας κέρδισε ως έπαθλο μια θαυμάσια ασπίδα και ένα δόρυ και εντάχτηκε επίσημα στον αθηναϊκό στρατό. Έπειτα
72 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
από ορισμένες ενέργειες, πάντως, του Γρύλλου, ο νεαρός Ξενοφώντας δε θα υπηρετούσε ως απλός πεζικάριος. Ο πατέρας του, που είχε αποστρατευτεί τώρα, αλλά διατηρούσε έντονη την παρουσία του στην πολιτική ζωή της πόλης, τον εφοδίασε με ένα περίφημο άλογο και όλα τα ιππικά εφόδια, αναγκαία σε ένα νεαρό αριστοκράτη, και του πρόσφερε τη θέση αρχηγού ίλης, την ίδια θέση απ' την οποία είχε ξεκινήσει κι ο ίδιος την ένδοξη σταδιοδρομία του πριν από πολλά χρόνια.
Στη θέση αυτή ο Ξενοφώντας έκανε καλή εντύπωση. Ήταν πια ένας άντρας μετρίου αναστήματος αλλά πολύ μυώδης, με πλατύ στέρνο που κατέληγε σε στενή μέση και καλοσχηματισμέ-νους μηρούς. Ο Γρύλλος έπρεπε πια να παραγγείλει ένα θώρακα ειδικά κατασκευασμένο γι' αυτόν, ώστε να είναι πιο άνετος στην τραχηλιά και στους ώμους. Τα μαύρα στιλπνά μαλλιά του ήταν κομμένα κοντά και σχημάτιζαν μπούκλες, σε στρατιωτικό στιλ, και αντίθετα από πολλούς γενειοφόρους αξιωματικούς είχε ξυρισμένο πιγούνι. Τα μάτια εξακολουθούσαν να είναι το ίδιο στρογγυλά και λαμπερά όπως τότε που ήταν παιδί, αλλά μετά την ανάρρωσή του από το τραύμα στο στήθος, κάμποσα χρόνια πριν, είχαν χάσει τη γλυκύτητα και την αθωότητά τους, όπως και αρκετό από το βάθος της ματιάς τους, και γυάλιζαν με μια σκληρότητα που διέψευδε την παιδικότητα του υπόλοιπου προσώπου του. Όταν συστηνόταν για πρώτη φορά στους άντρες του ή τους άλλους αξιωματικούς, τα χαρακτηριστικά του έδιναν αρχικά συχνά την εντύπωση ενός νέου που είχε προωθηθεί υπερβολικά γρήγορα σε ένα επίπεδο που ξεπερνούσε την πείρα του, αλλά η εντύπωση αυτή έμελλε να αποκατασταθεί μόλις έδινε τις πρώτες εντολές με βαθιά, επιτακτική φωνή και κάρφωνε τα μάτια στους αποδέκτες του με έκφραση που δεν επιδεχόταν καμιά διαφωνία.
Παρακολουθούσα τακτικά τα πρωινά γυμνάσια με τον Ξενοφώντα και φρόντιζα το άλογό του, αναφέροντας στον Γρύλλο τον τόπο διαμονής του γιου του και ταξιδεύοντας μαζί του ως ακόλουθος του στις θέσεις των αθηναϊκών φρουρών που έφθιναν. Ήταν υπόδειγμα αξιωματικού, χωρίς ίχνος επιπολαιότητας, το ιδανικό της πολεμικής αρετής του πατέρα του. Κι όμως, στη διάρ-
Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ 73
κεια των σπάνιων αδειών του μπορούσε να εξαφανιστεί για μέρες, τελικά, αποποιούμενος και τους συναδέλφους του στο στρατόπεδο και τις ανέσεις στο σπίτι του Γρύλλου, όπου ο πατέρας του μάταια περίμενε την άφιξη του, λαχταρώντας να πει και ν' ακούσει ιστορίες του στρατοπέδου και να συζητήσει για στρατιωτικές τακτικές. Μόνο εγώ ξέρω για τις ώρες που περνούσε με τα μουντά πολιτικά ρούχα, συνοδεύοντας ήσυχα τον Σωκράτη καθώς έκανε τις βόλτες του στην πόλη, και ότι ο Ξενοφών κρατούσε διακριτικά κρυπτογραφικές σημειώσεις των λόγων του φιλόσοφου σε μια μικρή ταξιδιωτική δέλτο και τις μετέφερε στο χαρτί το βράδυ. Μόνο εγώ ξέρω για τις μέρες που περνούσε με ένα στρυφνό, ανυπόληπτο παλιό στρατηγό, τον Θουκυδίδη, που ήταν απασχολημένος γράφοντας την ιστορία του πολέμου και ο οποίος περιστασιακά χρησιμοποιούσε τον Ξενοφώντα ως βοηθό, για να ελέγχει τους υπολογισμούς του και να οργανώνει τις σημειώσεις του. Μόνο εγώ τα ξέρω αυτά, επειδή ο Ξενοφώντας μού τα είπε και με όρκισε να τα κρατήσω μυστικά. Ο Γρύλλος θεωρούσε τον Σωκράτη επιπόλαιο τσαρλατάνο και τον Θουκυδίδη τρελό αναθεωρητή και παρόλο που θα είχε οργιστεί με τον Ξενοφώντα, επειδή έκανε συχνά παρέα με τον πρώτο, θα τον είχε α-ποκληρώσει επειδή βοηθούσε τον δεύτερο.
Η στρατιωτική κατάσταση της Αθήνας χειροτέρευε συνεχώς και μέσα στα επόμενα χρόνια ο Ξενοφώντας βρέθηκε ν' απασχολείται όλο και περισσότερο με αμυντικές δραστηριότητες που πιο πολύ άρμοζαν σε πολιορκημένη, επαρχιακή φρουρά παρά στο κέντρο του ελληνικού κόσμου. Βρισκόταν στην Αθήνα τη νύχτα που έφτασε η «Πάραλος», κουβαλώντας συγκλονισμένους ναύτες που έφερναν την αποτρόπαια είδηση της λεηλασίας αθηναϊκών αποικιών από το Σπαρτιάτη ναύαρχο Λύσανδρο. Εκείνο το χρόνο παρέμεινε στην πολιορκημένη πόλη, διατρέχοντας τα τείχη για να την προστατέψει από τις αυξανόμενες χερσαίες και ναυτικές δυνάμεις της σπαρτιατικής συμμαχίας. Άκουσε τους τραγικούς θρήνους του λαού, για τις απώλειες αλλά και τη μοίρα του, και παρακολούθησε το γκρέμισμα των Μακρών Τειχών κάτω από τους ρυθμικούς θρήνους των καλαμένιων αυλών που έπαιζαν
74 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
ασταμάτητα, κλαίγοντας, νεαρές κοπέλες, αυλητρίδες τις οποίες είχε διατάξει ο Λύσανδρος να συνοδεύουν τη διάλυση της πόλης.
Αυτό υπήρξε το ζοφερό τέλος του πολέμου και μέσα στις ασαφείς, ευμετάβλητες πολιτικές συμμαχίες που εμφανίστηκαν για να κυβερνήσουν την Αθήνα αμέσως μετά το άστρο του Ξενοφώντα άρχισε να φθίνει. Ο τραυματισμός του στη Φυλή ήταν το ελάχιστο από τα προβλήματα του, μια και σύντομα το πληγωμένο του γόνατο απέκτησε και πάλι τη δύναμη του. Όταν οι Τριάκοντα ανατράπηκαν από τους δημοκρατικούς, ο Ξενοφώντας, ο οποίος δεν είχε ποτέ υποστηρίξει προς τα έξω οποιοδήποτε καθεστώς, αλλά απλώς ακολουθούσε τις εντολές του πατέρα και των ανωτέρων του, έπεσε σε δυσμένεια, για να μην πούμε ότι κινδύνευε ακόμα και η ζωή του. Το ιππικό διαλύθηκε και οι αμοιβές του Ξενοφώντα αναιρέθηκαν. Υπήρξαν ακόμα και φωνές στην Εκκλησία του Δήμου για επιστροφή όλων των πληρωμών που είχαν δοθεί στα ιππικά τάγματα τα δύο προηγούμενα χρόνια. Ο Γρύλλος κατέπνιξε βίαια αυτή την προσπάθεια και άλλες, σε μια αποφασιστική κίνηση υποχώρησης, για να προστατέψει τη φθίνουσα υπόληψη του Ξενοφώντα αλλά και τη δική του. Οι νέοι ηγέτες της Αθήνας ήρθαν τελικά στα συγκαλά τους και επανασύ-στησαν το ιππικό σώμα για την άμυνα της πόλης - αλλά εμπόδισαν πρώην αξιωματικούς, συμπεριλαμβανομένου και του Ξενοφώντα, να ενταχθούν, λόγω της παλιάς τους συνεργασίας με τους Τριάκοντα. Η πολιτική επιβίωση του Ξενοφώντα βρισκόταν σε κίνδυνο και είχε τεθεί υπό αμφισβήτηση ακόμα και ο ίδιος ο πατριωτισμός του.
Αυτή περίπου την εποχή ήταν που το ηθικό του είχε πέσει πολύ και μου είχε εξομολογηθεί τους φόβους του ότι σύντομα θα εξαναγκαζόταν σε εξορία ή φυλάκιση, αν δε σταθεροποιούνταν το καθεστώς, όταν συνέβη ένα τυχαίο γεγονός· μία από εκείνες τις ελάχιστες περιπτώσεις που κάνουν κάποιον να σηκώνει τα μάτια στον ουρανό, απορώντας με τον άψογα δραματικό συγχρονισμό των θεών. Ένα γράμμα έφτασε, το έφερε ένας δρομέας από το λιμάνι, απ' όπου το είχε μόλις παραλάβει από ένα φορτηγό πλοίο που είχε έρθει έκτακτα από την Έφεσο. Ο Ξενοφώντας το ξεδί-
Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ 75
πλωσε καχύποπτα, μια και λίγες ειδήσεις από αυτές που πρόσφατα είχε λάβει ήταν προς όφελος του, και τρόμαξε όταν ανακάλυψε ότι είχε γραφτεί από τον Πρόξενο, από τον οποίο δεν είχε καμιά είδηση από τότε που επέστρεψε στη Βοιωτία, δώδεκα χρόνια πριν.
Ο Πρόξενος, που είχε φτάσει στο βαθμό του στρατηγού στο θηβαϊκό στρατό και είχε προκαλέσει σημαντική καταστροφή στους Αθηναίους κατά τον πόλεμο, είχε βρει μια θέση στις Σάρδεις ως διοικητής ενός ελληνικού μισθοφορικού σώματος στην υπηρεσία του Πέρση πρίγκιπα Κύρου. Ο Κύρος είχε υποστηρίξει οικονομικά τη Σπάρτη με γενναιοδωρία κατά τη διάρκεια του πολέμου και τώρα συγκέντρωνε στρατό για ν' αντιμετωπίσει κάποιες ενοχλητικές γειτονικές φυλές στη Μικρά Ασία. Ο Πρόξενος αναζητούσε αξιόμαχους εθελοντές για την εκστρατεία.
«Ξενοφώντα», έγραφε, «οι παλιοί πολιτικοί δεσμοί είναι άνευ σημασίας. Η προγενέστερη ιστορία παραγράφεται. Ο πόλεμος ανάμεσα σε Σπάρτη και Αθήνα ανήκει στο παρελθόν. Οι μόνες απαιτήσεις του Κύρου είναι θαρραλέο φρόνημα, δυνατά όπλα και επιθυμία για μάχη». Ήξερε ο Ξενοφώντας κάποιον που να έχει αυτά τα προτερήματα;
Είδα τα μάτια του να σκοτεινιάζουν σκεφτικά, καθώς αναμετρούσε την πρόταση του Πρόξενου και τις τρέχουσες προοπτικές του στην Αθήνα. Κρατώντας το γράμμα στο χέρι, έκανε μεταβολή κι άρχισε να προχωρεί ασυλλόγιστα προς το γραφείο του πατέρα του, σαν να ήθελε να ζητήσει τη συμβουλή του. Μου κόπηκε η ανάσα, αλλά ύστερα τον πλησίασα βιαστικά και ακούμπησα το χέρι μου βαριά πάνω στον ώμο του. Σταμάτησε και με κοίταξε σαστισμένος.
«Ξενοφώντα», είπα, «περίμενε πριν μιλήσεις στον πατέρα σου. Σκέψου το. Ο Πρόξενος είναι ξάδερφος σου, αλλά είναι και Βοιωτός, σύμμαχος της Σπάρτης κι επομένως στα μάτια του Γρύλλου δεν είναι φίλος σου. Τώρα είναι μισθοφόρος, ένας ανυπότακτος, μισθωμένος από το μεγαλύτερο υποστηρικτή της Σπάρτης, ένας Μιδήσας. Είναι πραγματικά κάτι που θέλεις να παρουσιάσεις στον πατέρα σου;»
76 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
Κάρφωσε τα μάτια του στα δικά μου για μια στιγμή και ύστερα ξανακοίταξε το γράμμα. Είδα τον πάπυρο να τρέμει στο χέρι του και ξαναθυμήθηκα την αγωνία που είχε περάσει όταν έφυγε ο Πρόξενος. «Ίσως είναι καλύτερα να μιλήσω πρώτα στον Σωκράτη», μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του.
Εξέφρασα και γι' αυτό το θέμα δυνατά τις αμφιβολίες μου, παρότι γνώριζα το βαθύ θαυμασμό του για το γέρο φιλόσοφο. «Ξενοφώντα, πρόκειται να ζητήσεις τη συμβουλή ενός άντρα που δεν μπορεί ν' ανεχτεί ο πατέρας σου, σχετικά με ένα σχέδιο που θα τον σκότωνε, αν ήξερε ότι το σκέφτηκες καν».
Έγινε έξω φρενών προς στιγμήν. «Πάντα τον προστατεύεις, έτσι δεν είναι, Θέο; Γιατί δεν παίρνεις έστω και μια φορά το μέρος μου; Ο Γρύλλος είναι πατέρας μου, και στην καλύτερη, ή τη χειρότερη περίπτωση, είμαι γιος του. Ο δικός του πόλεμος όμως δεν είναι και δικός μου». Κοίταξε μακριά, συγχυσμένος, κι εγώ περίμενα λίγο, ενώ πάσχιζε ν' ανακτήσει την ψυχραιμία του. Τελικά, πήρε βαθιά αναπνοή και έδειξε θλιμμένα το προ πολλού αχρησιμοποίητο κάλυμμα της σέλας, όμορφα διπλωμένο στη γωνία του δωματίου, και την πολεμική του ασπίδα, που μάζευαν και τα δυο σκόνη. «Τι θα 'θελες να κάνω, Θέο; Τι θα 'θελες να κάνω;»
6
Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΟΤΑΝ ανάμεσα στους πάγκους της κατάμεστης αγοράς, τρυπώνοντας μέσα στα μαγαζιά των εμπόρων που γνώριζε, πιάνοντας απαλά στα χέρια του φρούτα ή σανδάλια ή πήλινους λύχνους και σχολιάζοντας κυρίως την ποιότητα τους. Κουνούσε το κεφάλι και χαμογελούσε σε όλους, ακόμα και σε αυτούς που ήξερε ότι τους ενοχλούσε η απαξία του για τα υλικά αγαθά ή έβρισκαν επικίνδυνο τον τρόπο σκέψης του για τα ζητήματα αυτά. Στις άσκοπες αυτές περιπλανήσεις του συνοδευόταν από μικρή παρέα νεαρών, οι περισσότεροι γόνοι καλών οικογενειών, όπως φανέρωναν τα ρούχα τους. Όταν αντιλήφθηκε την παρουσία μας, όμως, μια και σπάνια καθυστερούσαμε, ο Σωκράτης προσπέρασε τους άλλους και κυριολεκτικά έτρεξε κοντά μας, εκπληκτικά ευκίνητος για την ηλικία του και τη διάσταση της κοιλιάς του, που δεν είχε μικρύνει καθόλου με τα χρόνια. Δεν είχε αλλάξει σχεδόν καθόλου από τότε που τον πρωτογνωρίσαμε, παρά μόνο τα μάτια του θα έλεγε κανείς ότι είχαν ένα ακόμα πιο εύθυμο σπινθήρισμα από πρώτα.
Έπειτα από έναν ευγενικό χαιρετισμό, ο Ξενοφώντας, που ύστερα από πέντε χρόνια στο στρατό είχε ελάχιστη υπομονή για κουβεντούλα, έθιξε το θέμα του γράμματος του Πρόξενου στον Σωκράτη. Ο γέροντας συνοφρυώθηκε θλιμμένα.
«Ξενοφώντα, έχεις πολλούς λόγους να μείνεις εδώ», είπε ο Σωκράτης, αφού το σκέφτηκε για ένα λεπτό. «Τα καθεστώτα έρχονται και παρέρχονται. Οι Τριάκοντα ήταν στην εξουσία δύο μόνο χρόνια και τώρα κυβερνούν οι δημοκρατικοί. Και αυτοί σύντομα θα φύγουν ή τουλάχιστον οι απερισκεψίες εκείνων που υπηρέτησαν υπό την εξουσία τους σύντομα θα σβηστούν από τη
78 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
μνήμη. Αλλά ακόμα κι αν παραδεχτούμε κάτι τέτοιο -ή ίσως πως το πραγματικό σου πρόβλημα είναι ότι βαριέσαι κι επιθυμείς την περιπέτεια και τα πλούτη-, είναι πραγματικά η σημαία του Κύ-ρου αυτή κάτω από την οποία θα ήθελες να βαδίσεις; Η εξυπηρέτηση που πρόσφερες στους Τριάκοντα θα ξεχαστεί μέσα σε έξι μήνες. Είναι άλλο ζήτημα όμως να συνδράμεις τον Κύρο που χρηματοδότησε τους Σπαρτιάτες για να καταστρέψει την πόλη μας, και την περιπέτεια σου θα την πληρώσεις πολύ ακριβά».
Ο Ξενοφώντας στεκόταν άκαμπτος, σε στρατιωτική στάση, αντίκρυ στο μέντορα του. Τα μάτια ήταν στραμμένα στον Σωκράτη, αλλά δεν εστίαζαν σ' αυτόν, σαν να ανήκαν σε κάποιον που είχε ήδη βάλει σε τάξη τη σκέψη του. Ο Σωκράτης το παρατήρησε και σταμάτησε, ερευνώντας το πρόσωπο του. Αναστέναξε.
«Ξενοφώντα», είπε απαλά. «Κάτι ακόμα: δεν έχεις παντρευτεί μέχρι τώρα και δεν έχεις μεγάλες πιθανότητες να βρεις γυναίκα να σου ταιριάζει στο στρατόπεδο των οπαδών του Κύρου. Ο πατέρας σου θα περιμένει γρήγορα εγγονό. Εδώ έχεις την οικογένεια σου, φίλους, περιουσία, μέλλον μπροστά σου και μια Αθήνα που σύντομα θ' ανασυγκροτηθεί». Ο Σωκράτης χαμογέλασε θλιμμένα. «Ξέρω ότι ο Πρόξενος είναι συγγενής εξ αίματος και φίλος σου και υπάρχουν μεταξύ σας δεσμοί που δε θα χαλαρώσουν ποτέ. Αλλά, σε παρακαλώ, σκέψου προσεκτικά τη θέση σου. Μίλησε στον πατέρα σου ή, αν καταλαβαίνεις ότι η απόφαση του είναι γνωστή εκ των προτέρων, τουλάχιστον κάνε τον κόπο να θυσιάσεις στους θεούς και ζήτησε από το μαντείο των Δελφών να σε καθοδηγήσει στη λήψη της απόφασης σου».
Γυρίσαμε στο σπίτι σιωπηλοί. Το ίδιο απόγευμα έφιπποι, και πάλι σιωπηλοί, πήγαμε στο παλιό οικογενειακό κτήμα στην Ερχιά που είχε να το επισκεφτεί χρόνια. Ο καιρός ήταν κρύος, βροχερός και φυσούσε δυνατός αέρας, μα μόλις φτάσαμε ο Ξενοφώντας κατευθύνθηκε βιαστικά μέσα από τους σκονισμένους διαδρόμους στο παλιό του δωμάτιο, κλείνοντας πίσω του την πόρτα. Ελάχιστα τον είδα για δύο ολόκληρες μέρες, μια κι έμεινε κλεισμένος στο δωμάτιό του, διαβάζοντας βιβλία που είχε κουβαλήσει μαζί του, γράφοντας γράμματα, δουλεύοντας επίμονα τις σημειώσεις του.
Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ 79
Δεν μπορώ να πω ότι ήταν κάτι το ασυνήθιστο - από τότε που έχασε τη θέση του είχε πέσει σε μια κατάσταση μελαγχολίας, κοιμόταν αργά, έμενε αξύριστος, έγραφε τόμους ολόκληρους που ποτέ κανείς δεν είδε. Μερικούς από αυτούς τους κατέστρεψε καίγοντας τους σε ένα μαγκάλι στο δωμάτιο του, ενώ κάποιους άλλους τους φύλαξε προσεκτικά σε μια κλειδωμένη κασέλα. Αυτή τη φορά, όμως, ανησύχησα, επειδή υπήρχε κάτι τελεσίδικο στις πράξεις του, μια αποφασιστικότητα στην έκφραση του, σαν κάποιου που αποφασίζει να ολοκληρώσει ένα έργο, κι επειδή ήξερα για την απόφαση που κρεμόταν πάνω από το κεφάλι του βαριά σαν μολύβι, μια απόφαση που θα μ' επηρέαζε τόσο ολοκληρωτικά όσο και τον ίδιο.
Το πρωί της τρίτης μέρας όρμησε στο δωμάτιο μου, πλυμένος, ξεκούραστος και με ίχνη αίματος που αιωρούνταν ακόμα από το σαγόνι του σαν παράσιτα - αποτέλεσμα του βιαστικού ξυρίσματος. Η μεταμόρφωση του ήταν τόσο δραματική, ώστε τρόμαξα προς στιγμήν αν και ταυτόχρονα χάρηκα που τον είδα να έχει ξαναβρεί τον εαυτό του.
Ο Ξενοφώντας, όμως, δεν είχε διάθεση για ανώδυνη κουβεντούλα.
«Ετοίμασε τα πράγματα, Θέο», ανακοίνωσε. «Σε μία ώρα φεύγουμε».
ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΤΟ ΜΑΝΤΕΙΟ
...κι ήρθες στην Κρίσα κάτω από τον χιονισμένο Παρνασσό που στρέφεται στον Ζέφυρο η δασοπλαγιά του κι από πάνω βραχόπετρα κρεμνιέται, ενώ από κάτω απλώνεται βαθουλωτή χαράδρα τραχεία· εδώ αποφάσισε ο άναξ Φοίβος Απόλλων ναό να φτιάξει λατρευτό...
ΟΜΗΡΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΑΠΟΛΛΩΝΑ*
* Δ. Π. Παπαδίτσας, Ελένη Λαδιά (κείμενο, μετάφραση, σχόλια), Ομηρκοί Ύμνοι, Στον Απόλλωνα, στίχ. 282-286, εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα, 1997. (Σ.τ.Ε.)
ΑΙΜΑΤΗΡΗ ΜΑΧΗ και νόστιμον ήμαρ, κεραυνοβόλοι ουρανοί και αρκαδικές πεδιάδες, γρίφοι, κάτοπτρα, καπνοί, ψευδαισθήσεις, η αγάπη μιας γυναίκας, η οργή των θεών. Η ζωή είναι ένα δράμα, μια κωμικοτραγωδία, κι εμείς οι ηθοποιοί. Μια κοινότοπη παρατήρηση, εμπνευσμένη, αναμφίβολα, από τις μούσες κάποιου άλλου. Κι όμως, παρ' όλα τα τρομακτικά και θριαμβικά δρώμενα επί σκηνής, ανακάλυψα ότι η τέχνη του Διόνυσου ελάχιστα μπορεί να συγκριθεί με τους αγώνες και τα επιτεύγματα, τη ζωή και το θάνατο των αληθινών ανθρώπων ή τουλάχιστον των ανθρώπων της σκέψης και της δράσης, των ανθρώπων που απαρνούνται την απάθεια και την άγνοια εκείνων που περνούν από τη ζωή σαν να ήταν προσωρινοί απλώς επισκέπτες, περιστασιακά ανόητοι, αλλά που ως επί το πλείστον ακολουθούν τις σαρκικές επιθυμίες της κοιλιάς και των λαγόνων τους. Ο Σοφοκλής τα είπε καλά όταν έγραφε λίγα χρόνια πριν:
Πολλά 'ναι τα θάματα, πιο θάμ' απ' τον άνθρωπο τίποτα· πέρ' απ την αφρομάνιστη τραβάει και πάει τη θάλασσα... Και γλώσσα και νόηση ανεμόφτερη...*
Ελάχιστα, όμως, από αυτά που απαγγέλλονται από σκηνής μπορούν να συναγωνιστούν την αληθινή ιστορία των ανθρώπων που επιζητούν να ξεπεράσουν την ευτελή παθητικότητα, των ανθρώπων που έχουν πάρει τη ζωή στα χέρια τους, μεταβάλλοντας άλλους ανθρώπους και το περιβάλλον τους σε κάτι πιο πειθήνιο
* Σοφοκλή, Αντιγόνη, στίχ. 332-355, μετάφραση: Ι. Γρυπάρης, ΟΕΔΒ, Αθήνα. (Σ.τ.Ε.)
84 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
στις επιθυμίες τους και αλλάζοντας σ' αυτή τους την πορεία τον κόσμο τους. Οι άνθρωποι ζουν στ' αλήθεια το ίδιο παθιασμένα όπως και στις μεγάλες τραγωδίες. Πεθαίνουν το ίδιο βίαια. Αγαπούν το ίδιο παράφορα. Αλλά στον πραγματικό κόσμο δε φορούν γύψινες μάσκες που τις κρεμούν στον τοίχο μετά το τέλος της παράστασης. Οι πράξεις των ανθρώπων διατηρούνται πέρα από πρόσωπα και ονόματα και τα αποτελέσματα τους δεν είναι περιορισμένα και παροδικά, αλλά περιβάλλουν τους απογόνους τους και τους απογόνους των συμπρωταγωνιστών τους σε όλο πιο πλα-τιούς αλλά διαρκώς πιο αχνούς κύκλους μέχρι την αιωνιότητα. Είναι πολύ παράδοξο στ' αλήθεια να επιζητούμε μέσα από το δράμα ν' απεικονίσουμε ή να δραπετεύσουμε από τον κόσμο μας, την ατέλειωτη ποικιλία και την κοσμική αιωνιότητα, η οποία προσβάλλει ακόμα και αυτή των θεών.
Η πένα μου περιπλανιέται άσκοπα κι οι ανυπόμονες Μούσες με πιέζουν να προχωρήσω την ιστορία μου.
1
Το ΤΑΞΙΔΙ για τους Δελφούς ήταν μακρύ αλλά και ενδιαφέρον συνάμα. Ο Ξενοφώντας ήταν τέλειος προσκυνητής, αφού σταματούσε σε κάθε αξιοθέατο στο δρόμο, έχοντας ένα πουγκί γεμάτο οβολούς για να φιλοδωρεί τους νεαρούς οδηγούς που μας ζητούσαν φορτικά να επισκεφτούμε αυτή ή εκείνη την ιερή πηγή, και δεν προσπερνούσε ποτέ ένα τραπέζι γεμάτο φρούτα στημένο έξω από κάποια αγροικία χωρίς να δοκιμάσει. Οι δρόμοι ήταν κατάμεστοι από άντρες και γυναίκες, εμπόρους, δικηγορίσκους και πόρνες, που τραβούσαν όλοι για τους Δελφούς να παρακολουθήσουν την ετήσια γιορτή προς τιμήν της αναχώρησης του Απόλλωνα για τη χώρα των Υπερβορείων, για να περάσει το χειμώνα, και την άφιξη του παράφρονα αδερφού του Διόνυσου. Η τελετή θα ξεκινούσε με το συνηθισμένο γλέντι-όργιο έπειτα από λίγες μέρες. Βιαζόμαστε να συμβουλευτούμε την Πυθία, τη μάντισσα του Απόλλωνα, προτού αρχίσει η γιορτή, αλλά μας εμπόδιζαν τα πλήθη των άλλων ταξιδιωτών που προπορεύονταν προς την ίδια κατεύθυνση κι όσο περισσότερο πλησιάζαμε στον προορισμό μας, τόσο πύκνωνε το πλήθος στους δρόμους, ώσπου τελικά ήταν αδύνατο να προσπεράσουμε τους άλλους προσκυνητές· τόσο πολυσύχναστος ήταν ο δρόμος και από τις δύο μεριές. Κατεβήκαμε από τα άλογα μας και τα οδηγούσαμε πεζοί, για να ξεμουδιάσουμε τα πόδια μας και να συζητήσουμε με ορισμένους από τους άλλους ταξιδιώτες, αφού, είτε μας άρεσε είτε όχι, ήμαστε καταδικασμένοι να συνταξιδεύουμε κατ' αυτό τον τρόπο σε όλο το δρόμο για τους Δελφούς.
Ο Ξενοφώντας είχε επιλέξει προσεκτικά χους ταξιδιώτες κοντά στους οποίους είχε ξεπεζέψει κι έπιασε γρήγορα κουβέντα
86 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
με μια εύθυμη, εύσωμη χωριατοπούλα που την έλεγαν Αγλαΐα και η οποία ταξίδευε στους Δελφούς για πρώτη φορά, για να συμβουλευτεί το μαντείο ποιον να διαλέξει για σύζυγο μεταξύ τριών υποψηφίων. Περιέργως, δε συνοδευόταν στο ταξίδι της από κάποιο αρσενικό φύλακα, γεγονός που θα προκαλούσε την αποδοκιμασία στην έκφραση των άλλων ταξιδιωτών, αν δεν υπήρχε μια τρομερή μπαμπόγρια που την έσερνε μαζί της και η οποία αποδείχτηκε ότι ήταν γιαγιά της. Αν και ντυμένη με τα άκομψα ρούχα μιας χωριατοπούλας, βοσκοπούλας στην πραγματικότητα, η Αγλαΐα ήταν αφράτη και όμορφη, με δυνατά, παχιά μπράτσα, μαυρισμένα από την καθημερινή της έκθεση στον ήλιο, και γεμάτα, απαλά στήθη, τα οποία, παρόλο που δεν τα πρόβαλλε υπερβολικά, εντούτοις τραβούσαν τα αντρικά βλέμματα με τη γοητευτική τους ωριμότητα. Τα μάτια της άστραφταν, όπως συμβαίνει με τις νεαρές παρθένες, πριν σκοτεινιάσουν από τις φροντίδες του σπιτιού και τους πόνους της γέννας, και το ηχηρό της γέλιο ξεπερνούσε κατά πολύ την οχλαγωγία και το ποδοβολητό του ως επί το πλείστον αντρικού πλήθους. Μολονότι θαύμασα την ομορφιά της, ήταν εύρωστη και εκδηλωτική, το είδος ακριβώς της πουτανίτσας που σιχαινόμουν, κι έδειξε αμέσως προτίμηση στον Ξενοφώντα, θαυμάζοντας το άλογο του και χαϊδεύοντας απαλά τη διακοσμημένη λαβή του μικρού ξίφους που κουβαλούσε στη ζώνη του.
«Ξενοφώντα!» είπα μέσα από τα δόντια μου. «Μην είσαι ανόητος! Δε βλέπεις ότι θα σε κάνει να την παρακαλάς για να γίνεις ο υπ' αριθμόν τέταρτος υποψήφιος;» Επιχείρησα να τον τραβήξω προς μια άλλη ομάδα ταξιδιωτών που προπορεύονταν στην ίδια κατεύθυνση μ' εμάς.
Μου έριξε ένα άγριο βλέμμα. «Τι με πέρασες, Θέο, για κανένα έφηβο;» μου σφύριξε. «Νομίζεις ότι είσαι ακόμα ο σκλάβος-χαφιές του πατέρα μου που σου έχουν αναθέσει να προστατεύεις τα χρηστά μου ήθη από τους πειρασμούς του κόσμου; Είμαι ενήλικος πια και δε χρειάζομαι τη χειραγώγηση σου».
Ένιωσα το σαγόνι μου να σφίγγεται από οργή για την προσβολή του, αλλά πίεσα τον εαυτό μου να παραμείνω σιωπηλός
ΤΟ ΜΑΝΤΕΙΟ 87
και να συνεχίσω να κοιτάζω ίσια μπροστά. Ύστερα από λίγο φάνηκε να μετανιώνει για τα σκληρά του λόγια και, αφού ζήτησε συγνώμη από το κορίτσι, με τράβηξε παράμερα. «Θέο, ηρέμησε. Έχω μήνες να μιλήσω καν με γυναίκα. Θέλω απλώς να κουβεντιάσω λιγάκι με κάποιον πιο όμορφο από σένα. Πίστεψε με, θα δεις ότι θα είμαι καλύτερη παρέα μετά».
Εξακολούθησα να κοιτάζω ίσια μπροστά, καθώς περπατούσα, αποφασισμένος να μην του δώσω την ικανοποίηση να λάβει κάποια απάντηση από μένα, είτε οργής είτε συγνώμης. Σήκωσε τους ώμους και ξαναγύρισε δίπλα στην Αγλαΐα κι εγώ παθητικά ανέβασα την ηλικιωμένη γιαγιά στο άλογο μου, όπου στάθηκε άκαμπτη και τρέμοντας, κρατώντας το σφιχτά με τα δύο χέρια από τη χαίτη, από τον τρόμο της επειδή καθόταν τόσο ψηλά. Περπατούσα λοιπόν πίσω από τον Ξενοφώντα και το κορίτσι, ρίχνοντας τη μεγάλη σκιά μου πάνω στους ώμους τους.
Η Αγλαΐα είχε μάθει καλά το μάθημα της προτού ξεκινήσει το ταξίδι της και είχε συγκεντρώσει ένα σωρό ιστορίες που αναφέρονταν στο μαντείο, ελάχιστες από αξιόπιστες πηγές, τις περισσότερες από τις πιο πλαστές που μπορούσες να φανταστείς. Μας διασκέδασε με όσα είχε μάθει και το ηχηρό της γέλιο έκανε τους άντρες να χαμογελούν μέτρα μακριά, παρόλο που δεν μπορούσαν ν' ακούσουν τα λόγια της. Ο Ξενοφώντας αντάλλασσε μαζί της ιστορίες, προς μεγάλη της ικανοποίηση. Συγκινήθηκε περισσότερο από την ιστορία του βασιλιά της Λυδίας Κροίσου, την οποία ο Ξενοφώντας είχε μάθει από τη μητέρα του, όταν ήταν μικρός.
«Ο Κροίσος», θυμήθηκε, «έμαθε ότι ο βασιλιάς των Περσών Κύρος γινόταν μέρα με τη μέρα όλο και ισχυρότερος. Αυτό τον ανησύχησε κι άρχισε ν' αναρωτιέται αν έπρεπε να επιτεθεί στους Πέρσες προτού γίνουν πολύ ισχυροί. Αποφάσισε λοιπόν να συμβουλευτεί κάποιο μαντείο.
»Την εποχή εκείνη, το μαντείο των Δελφών δεν ήταν το πιο φημισμένο στην Ελλάδα, ήταν απλώς ένα από τα πολλά. Αφού ο Κροίσος δεν ήξερε ποιο ήταν το πιο αξιόπιστο, έστειλε απεσταλμένους από τις Σάρδεις στο καθένα από αυτά, ανάμεσά τους και στην Πυθία των Δελφών, με εντολή να περιμένουν να φτάσει
Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
η εκατοστή μέρα από την αναχώρηση τους από τις Σάρδεις. Ακριβώς εκείνη τη μέρα κάθε απεσταλμένος θα συμβουλευόταν το αντίστοιχο μαντείο και θα ρωτούσε τι έκανε εκείνη τη στιγμή ο βασιλιάς Κροίσος. Όλες οι απαντήσεις θα έπρεπε να καταγράφουν και να μεταφερθούν στο βασιλιά.
»Μόλις μπήκε ο απεσταλμένος του βασιλιά στο άδυτο του μαντείου των Δελφών, προτού καν βρει ευκαιρία να θυσιάσει και να θέσει το ερώτημα του, η μάντισσα απήγγειλε σε τέλειο εξάμετρο στίχο:
»"Κάθε σπυρί της αμμουδιάς, της θάλασσας το τέρμα και του μουγκού το μίλημα και τ' άλαλου η κουβέντα για με δεν είναι μυστικά. Τα νιώθω και τα ξέρω. Φτάνει ως εμένα η μυρουδιά σκληρόδερμης χελώνας, που βράζει μέσα σε χαλκό μαζί μ' αρνίσιο κρέας και που 'χει για στρωμνή χαλκό και που χαλκό χροράει". *
»Όλοι οι απεσταλμένοι γύρισαν με τις απαντήσεις τους και ο Κροίσος άρχισε να τις διαβάζει, αλλά με το που διάβασε την απάντηση από τους Δελφούς, έμεινε σχεδόν άφωνος κι απέρριψε κάθε άλλη απάντηση. Τι είχε συμβεί; Όταν οι απεσταλμένοι του έφυγαν από τις Σάρδεις μήνες πριν, έστυψε το μυαλό του να σκεφτεί τι απίθανο πράγμα θα μπορούσε να κάνει που κανένας θνητός δε θα μπορούσε να μαντέψει από τύχη. Κι έτσι, την εκατοστή μέρα πήρε μια χελώνα κι ένα αρνί, τα τεμάχισε με τα ίδια του τα χέρια και τα έβρασε μαζί μέσα σε μια χάλκινη χύτρα με χάλκινο καπάκι. Η μάντισσα το είχε περιγράψει τέλεια.
»Εξαιτίας αυτής της δοκιμής, ο Κροίσος κατέκλυσε με δώρα τους Δελφούς, για να πετύχει ευνοϊκή απάντηση στην κρίσιμη συμβουλή που ζητούσε. Θυσίασε χιλιάδες ζώα και αφιέρωσε στο μαντείο έναν τεράστιο σωρό από θησαυρούς, χρυσά κύπελλα, αγάλματα και πορφυρά ενδύματα. Επέβαλε μάλιστα και βαρύ φό-
* Ηρόδοτος, Μούσαι, τόμ. Α', μετάφραση: Ευάγ. Πανέτσος, εκδ. Ι. Ζαχαρόπουλου, Αθήνα. (Σ.τ.Ε.)
ΤΟ ΜΑΝΤΕΙΟ 89
ρο στο λαό του, μετατρέποντας όλα τα χρήματα που μάζεψε σε ατόφιες ράβδους χρυσού».
Στο σημείο αυτό το κορίτσι πέταξε ένα σχόλιο με το ιδιόρρυθμο γέλιο του. «Ελπίζω ότι θα καταφέρω να δω ορισμένα από τα αγάλματα και να πιω από τους κρατήρες. Έχω ακούσει ότι ακόμα και οι οδοκαθαριστές χρησιμοποιούν σκούπες με χρυσά κοντάρια!»
«Ο Ηρόδοτος», είπε ο Ξενοφώντας, «λέει ότι οι περισσότεροι θησαυροί βρίσκονται κλειδωμένοι στο θησαυροφυλάκιο, αλλά ότι ο ίδιος είχε δει τους τεράστιους κρατήρες της προσφοράς του Κροίσου και ένα άγαλμα κόρης από χρυσό, αφιερωμένο μαζί με το περιδέραιο και τη ζώνη της γυναίκας του».
Η Αγλαΐα έσκασε στα γέλια. «Θα πρέπει να με πας να τα δω», είπε πιάνοντας τον εύθυμα από το μπράτσο και κάνοντας ότι τον βιάζει να προχωρήσει γρηγορότερα, ώσπου πρόσεξε τη σκιά μου και, αφού με κοίταξε σαστισμένα, τον άφησε στην ησυχία του. Ο Ξενοφώντας γέλασε και μου έκλεισε το μάτι. «Και τι έγινε μετά;» τον ρώτησε.
«Ο Κροίσος, που λες, ρώτησε την Πυθία αν έπρεπε να κηρύξει πόλεμο κατά των Περσών. Η απάντηση της μάντισσας ήταν αρκετά ξεκάθαρη: "Αν κάνεις πόλεμο με τους Πέρσες, θα καταστρέψεις μια μεγάλη δύναμη" Ο Κροίσος καταχάρηκε μόλις το άκουσε και βάδισε με το στρατό του από τις Σάρδεις εναντίον της Περσίας, όπου τα στρατεύματα του κατατροπώθηκαν. Υποχώρησε στις Σάρδεις, καταδιωκόμενος από τον Κύρο. Ύστερα από πολύμηνη πολιορκία, οι Σάρδεις αλώθηκαν και ο Κροίσος έπεσε στα χέρια των Περσών. Όλη την υπόλοιπη ζωή του παραπονιόταν για το πόσο σκληρά εξαπατήθηκε από το μαντείο που τον είχε κάνει να πιστέψει ότι μπορούσε να διεξαγάγει πόλεμο εναντίον των Περσών».
Η Αγλαία έμεινε σιωπηλή για κάποιο διάστημα, προβληματισμένη. «Μα γιατί τον εξαπάτησε η Πυθία;» ρώτησε στο τέλος. «Νόμιζα ότι το μαντείο λέει πάντα την αλήθεια!»
Ο Ξενοφώντας γέλασε. «Πέφτεις κι εσύ στην ίδια παγίδα που έπεσε και ο Κροίσος, εικάζεις την απάντηση πριν ακόμα κάνεις
90 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
την ερώτηση κι ύστερα έχεις αφτιά μόνο για την απάντηση που έχεις προδικάσει! Η μάντισσα είχε δίκιο. Είπε ότι ο Κροίσος θα κατέστρεφε μια μεγάλη δύναμη και αυτό έκανε - κατέστρεψε τη δική του. Η απάντηση της Πυθίας είχε τη μορφή γρίφου -σχεδόν πάντα έτσι είναι-, επομένως ο Κροίσος δεν είχε καθόλου δίκιο να παραπονιέται. Αν ήταν σώφρων, θα έπρεπε να ρωτήσει τη μάντισσα ποια δύναμη εννοούσε, την περσική ή τη δική του. Θα έπρεπε να είναι πιο προσεκτικός όταν διατύπωνε την ερώτηση κι έπαιρνε την απάντηση».
Ο Ξενοφώντας κοίταξε τσαχπίνικα το κορίτσι. Το πρόσωπο της ήταν όλο ένα χαμόγελο.
«Λοιπόν», είπε τελικά. «Τώρα βλέπω πόσο επικίνδυνο είναι να κάνεις στην Πυθία μια τόσο ασαφή ερώτηση. Εγώ επρόκειτο απλώς να ρωτήσω ποιος από τους τρεις υποψήφιους ήταν ο καλύτερος. Δε θα πρέπει ποτέ να κάνω μια τέτοια ερώτηση - είναι πάρα πολύ ασαφής. Πώς θα ήταν δυνατό να γνωρίζει ο θεός ποια είναι τα καλύτερα χαρακτηριστικά τους που μου ταιριάζουν; Οι θεοί έχουν τα δικά τους κριτήρια για το καλό κι εγώ φυσικά έχω τα δικά μου».
Προχωρήσαμε σιωπηλοί για λίγα λεπτά· σκεφτόμαστε το θέμα και καθώς η κοπέλα γύρισε το κεφάλι για να κοιτάξει τον Ξενοφώντα, διέκρινα ένα αδιόρατο χαμόγελο να σχηματίζεται αργά στο πρόσωπο της.
«Λοιπόν, αυτό είναι», είπε τελικά. «Θα ρωτήσω απλώς τη μάντισσα να μου πει ποιος είναι ο πλουσιότερος».
2
ΠΟΛΥ ΠΡΙΝ ΦΤΑΣΟΥΜΕ στον προορισμό μας, αντικρίσαμε φευγαλέα το νεφελοσκεπή Παρνασσό να υψώνεται πάνω από τις γειτονικές ακρώρειες, με τις απότομες χιονοσκέπαστες κορφές, τα ανεμοδαρμένα δέντρα και πάνω από τη δεντρόφυτη ζώνη τις φαλακρές πλαγιές του. Όταν πλησιάσαμε, ο άνεμος μερικές φορές κουνούσε τα κλαδιά των δέντρων, αποκαλύπτοντας το χωριό των Δελφών πάνω ψηλά, ένα λαμπερό σύνολο από φανταχτερά χρώματα και απαστράπτον λευκό, σκαρφαλωμένο στην τεράστια πλαγιά του βουνού, που γυάλιζε σαν μικρό κόσμημα φορεμένο στα αφράτα στήθια κάποιας ματρόνας. Εκεί, στα μισά του δρόμου, ανηφορίζοντας τη νότια πλευρά του φημισμένου σε όλο τον κόσμο βουνού, επειδή είναι αφιερωμένο στον Απόλλωνα, το μανιακό αδερφό του Διόνυσο και τις Μούσες, υπάρχει ένα είδος φυσικής κοιλότητας, σαν τεράστιο θέατρο καμωμένο για Τιτάνες αλλά κατοικημένο από νύμφες, τριγυρισμένο από τις τρεις μεριές από το ιερό βουνό και δύο τεράστιες όρθιες πέτρες, τις Φαιδριάδες ή «λαμπρές πέτρες». Οι απόκρημνοι γκρεμοί τους φαίνεται ότι αιχμαλωτίζουν το καυτό καλοκαιρινό φως του ήλιου και το προβάλλουν μέσα στο βαθύ, γεμάτο αντίλαλους φαράγγι. Εδώ, σαν κρεμασμένοι στο κενό πάνω από την κοιλάδα του ποταμού, εκτεθειμένοι στον άνεμο, τον ουρανό και το διαπεραστικό φως, βρίσκονται οι Δελφοί, το πιο σεβαστό μέρος σ' όλη την Ελλάδα, το μέρος που επέλεξε προσωπικά ο θεός Απόλλωνας για κατοικία του.
Παντού υπάρχουν σημάδια της θεϊκής παρουσίας και οι δυνάμεις της φύσης μοιάζουν σχεδόν να μεγεθύνονται από την καταπληκτική εγγύτητα της θεότητας. Το φως είναι λαμπρότερο, ε-
92 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
δώ, εκτυφλωτικό σχεδόν, και το καταμεσήμερο στην καθαρή ατμόσφαιρα μοιάζει ν' ανυψώνονται ακόμα και τα βράχια από τη γη, ώσπου πυρακτώνονται σε μια έκρηξη ιερού φωτός. Την αυγή και το σούρουπο, τα εκπληκτικά χρώματα που βάφουν το τοπίο μέχρι το μακρινό ορίζοντα είναι τόσο ατόφια και καθαρά, ώστε γη και ουρανός μοιάζουν να μην έχουν πια καθορισμένα όρια. Σεισμοί τραντάζουν συχνά τα ταπεινά σπιτάκια που φωλιάζουν μέσα στον γκρεμό κι όταν σκοτεινιάζει, και η φύση φαίνεται πιο άγρια από ποτέ, κεραυνοί από μακρινές βουνίσιες καταιγίδες κατρακυλούν κι αντηχούν μέσα από το φαράγγι και τη βουνοπλαγιά.
Δάσκαλοι της ρητορικής τέχνης διδάσκουν ότι δεν είναι σοφό να γνωρίζει τα ίδια και ο αναγνώστης και ο συγγραφέας. Εδώ χρειάζεται κάποια εξήγηση, σε περίπτωση που οι βιαστικές αυτές σημειώσεις πέσουν κάποια μέρα στα χέρια αναγνωστών που ζουν σε μακρινές χώρες και δε γνωρίζουν το μαντείο του Πύθιου Απόλλωνα, αν και μου είναι δύσκολο να φανταστώ ότι δε θα έχουν ακουστά γι' αυτό το θαύμα όσο μακριά κι αν βρίσκονται. Λέγεται ότι τα παλιά χρόνια, όταν οι θεοί τριγύριζαν μόνοι πάνω στη γη, ο τόπος των Δελφών ήταν κατειλημμένος από έναν τρομερό δράκο, ένα φίδι γνωστό ως Πύθωνα, που από τη σκοτεινή φωλιά του φρουρούσε τη Γαία, την αρχαία θεά της γης, που είχε τη δυνατότητα να προβλέπει το μέλλον. Όταν δημιουργήθηκε ο άνθρωπος, ο Απόλλωνας, ο θεός της τέχνης και του φωτός, ήθελε να επικοινωνεί με τους θνητούς, αλλά για να κάνει κάτι τέτοιο έπρεπε να βρει ένα μέρος για να έρχεται σ' επαφή μαζί τους. Ένας αρχαίος ύμνος που ψάλλουμε συχνά προς τιμήν του στις γιορτές περιγράφει πώς ο θεός ταξίδεψε από την Κρήτη καβάλα σε δύο δελφίνια, ώσπου έφτασε στους Δελφούς, όπου χτύπησε το φίδι με το τόξο του και πήρε το μαντείο για δική του χρήση. Από τότε και στο εξής έγινε ο κύριος των Δελφών, γνωστός και ως Πύθιος Απόλλωνας, και αργότερα ήρθε και ο νεότερος αδερφός του, ο μυστηριακός θεός Διόνυσος, που κατοικεί στους Δελφούς τρεις μήνες το χρόνο, όταν ο Απόλλωνας περνά τους μήνες του χειμώνα στη χώρα των Υπερβορείων. Το ιερό μαντείο δε συνδιαλέγεται ποτέ ά-
ΤΟ ΜΑΝΤΕΙΟ 93
μέσα με τους ανθρώπους, αλλά μέσω της Πυθίας, μιας ντόπιας, δελφικής ιέρειας, συνήθως από αγροτική γενιά, που επιλέγεται από τους ιερείς του ναού σε νεαρή ηλικία και περνά ολόκληρη τη ζωή της με εγκράτεια και προσευχή στη υπηρεσία του θεού. Στην Πυθία σχεδίαζε ν' απευθύνει την ερώτηση του και ο Ξενοφώντας κι αν ο Απόλλωνας ήταν ευνοϊκός απέναντι στη θυσία και την αγνότητα της καρδιάς του, τότε θα έπαιρνε την απάντηση από τα χείλη της Πυθίας, παρόλο που η θρυλική αμφισημία των απαντήσεων της, οι οποίες συχνά είχαν τη μορφή γρίφων, χρειάζονταν συνήθως γραπτή ερμηνεία από τους ακολούθους-ιερείς της, τους προφήτες.
Μόλις φτάσαμε εκείνο το βράδυ, ο Ξενοφώντας κι εγώ αρχίσαμε αμέσως να ψάχνουμε για κατάλυμα -δύσκολο έργο αυτή την πολυσύχναστη εποχή- και φροντίδα για τα άλογα μας. Αφού κλείσαμε ένα δωμάτιο σε ένα μικρό, πολυκαιρίτικο πανδοχείο και καταβρεχτήκαμε γρήγορα με νερό από τη μικρή αναβρύζουσα πηγή του πανδοχείου, φύγαμε για να περιπλανηθούμε στους μαγευτικούς δρόμους της ιερής πόλης, με οδηγό ένα από τα χαμί-νια του δρόμου που ήταν μαζεμένα έξω από το πανδοχείο μας ακριβώς γι' αυτό το σκοπό. Ο Ξενοφώντας, από την ώρα που φτάσαμε, βρισκόταν σχεδόν σε έκσταση, ένιωθε δέος και θαυμασμό επειδή είχε πλησιάσει τόσο τους θεούς και το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να τον συγκρατώ, για να μην πέσει στον γκρεμό από την απόλυτη σύγχυση του, καθώς είχε τα μάτια μονίμως καρφωμένα στις κορυφογραμμές ή τις στέγες των ιερών, λες και περίμενε να φτάσει από στιγμή σε στιγμή ο Απόλλωνας με σάρκα και οστά για ν' απαντήσει προσωπικά στην ερώτησή του.
Η πόλη των Δελφών είναι κι αυτή εξίσου ωραία και θαυμαστή με την υπόλοιπη τοποθεσία. Πίστευα πάντα ότι η Αθήνα ήταν η ομορφότερη πόλη στον κόσμο, αλλά η πόλη των Δελφών είναι αξιόλογη αντίπαλός της. Κάτω από το φθινοπωρινό φως που έπεφτε λοξά κι αντανακλούσε από τους γυαλιστερούς βράχους, οι πολύχρωμες επιφάνειες των ιερών και των δηρόσιων κτιρίων άστραφταν και λαμποκοπούσαν. Ο Ξενοφώντας κι εγώ είχαμε μα-
94 Η ΚΑΘΟΔΟΣ TON ΜΥΡΙΩΝ
γευτεί από την αντίθεση ανάμεσα στο εκτυφλωτικό άσπρο των πέτρινων κτιρίων στα ελάχιστα μέρη που είχαν μείνει αδιακό-σμητα και στις απαλές σκιές του ροζ, του γαλάζιου και του πράσινου που χρησιμοποιούσαν άλλου, τόσο αποτελεσματικά, οι κάτοικοι των Δελφών για να τονίζουν τα περιγράμματα των κιονοστοιχιών και της λιθοδομής. Οι γεμάτες χάρη κατασκευές των ιερών και των γυμναστηρίων, των αψίδων και των κρηνών, των θησαυροφυλακίων και των πινακοθηκών, αλλά ακόμα και των πιο ταπεινών σπιτιών και πανδοχείων, ήταν όλες διακοσμημένες και οικοδομημένες σύμφωνα με τη λεπτή κομψότητα της ιερής πόλης.
Κάτω από το φεγγαρόφωτο συναντήσαμε στη βόλτα μας εκατοντάδες απόκοσμα αγάλματα, αναθήματα από ευγνώμονες ικέτες και πόλεις, τα οποία έφεραν μια απαλή γαλαζοπράσινη πατίνα, δημιούργημα του νοτισμένου αέρα που πνέει μόνιμα στην περιοχή. Κατά μήκος της μιας πλευράς του ιερού δρόμου προς το άδυτο υπήρχε μια σειρά από χάλκινους ανδριάντες που είχαν αναγείρει οι Αθηναίοι, ενώ ακριβώς απέναντι τους έστεκαν, ρίχνοντας εχθρικά βλέμματα στους σκαλισμένους εχθρούς τους, μια άλλη σειρά από χάλκινα αγάλματα που είχαν αναγείρει οι Σπαρτιάτες. Κάθε ναός περιβαλλόταν από αγάλματα, τα οποία ήταν διασκορπισμένα στις γωνίες των δρόμων, τις δημόσιες κρήνες και τους κήπους. Υπήρχαν τα συνηθισμένα ομοιώματα των θεών, φυσικά, αλλά επίσης ένας εκπληκτικά μεγάλος αριθμός από γλυπτά ζώων που προσέδιναν μια σχεδόν βαρβαρική όψη στην πόλη. Αφθονούσαν τα αγάλματα αλόγων, αφιερώματα νικητών στρατηγών από το μερίδιο τους στα λάφυρα του πολέμου ή νικητών σε αρματοδρομίες κατά τις δελφικές γιορτές. Είδα ένα χάλκινο ταύρο, προσφορά των κατοίκων της Κέρκυρας ως ανταμοιβή για μια εκπληκτική ψαριά τόνου κατά τη διάρκεια λιμού αρκετά χρόνια νωρίτερα· μερικές κατσίκες, μία από αυτές από μια μικρή φυλή ως ευχαριστήριο για την απαλλαγή της από την πανούκλα, και κοντά στο μεγάλο βωμό έξω από τον κεντρικό ναό ένα χάλκινο λύκο, προσφορά των ίδιων των κατοίκων των Δελφών, προς τιμήν ενός κτήνους που είχε σκοτώσει κάποιον κλέφτη,
ΤΟ ΜΑΝΤΕΙΟ 95
ο οποίος είχε κλέψει ορισμένο από το χρυσό του ιερού προσκυνήματος. Υπήρχε ακόμα και άγαλμα γαϊδουριού που όπως λέγεται είχε προειδοποιήσει τους κατοίκους για μια ενέδρα. Οι θεοί τρέφουν φανερά την ίδια συμπάθεια για τους τετράποδους συντρόφους μας όση και για εμάς τους ίδιους.
Την επομένη της άφιξής μας και την προηγουμένη του καθορισμένου μας ραντεβού με το μαντείο, συναντήσαμε τυχαία την όμορφη Αγλαΐα να περπατά σε ένα απόμερο δρομάκι, σέρνοντας από πίσω την ηλικιωμένη γιαγιά της μαζί με μια μικρή ακολουθία θαυμαστών που είχε ήδη μαζέψει. Το πρόσωπό της ακτινοβολούσε και χαιρέτησε θερμά τον Ξενοφώντα, λες κι ήταν δυο παλιοί φίλοι που είχαν μήνες να ιδωθούν.
«Έρχομαι από το μαντείο», ανακοίνωσε. «Ρώτησα την Πυθία αυτό ακριβώς που μου είπες να ρωτήσω και όχι "ποιον θα παντρευτώ". Και, δε θα το πιστέψεις, αλλά ο άντρας που είπε ο Απόλλωνας ότι ήταν ο πλουσιότερος ήταν ακριβώς αυτός που ήθελα περισσότερο για σύζυγο, έτσι κι αλλιώς!»
«Εκτός κι αν η Πυθία τής έλεγε ότι κάποιος άλλος ήταν ακόμα πλουσιότερος», μουρμούρισε η αυστηρή γριά.
Ο Ξενοφώντας τη συγχάρηκε για την καλή της τύχη κι αφού άκουσε αφηρημένα την πολυλογία της για λίγα λεπτά, δικαιολογήθηκε ευγενικά και συνεχίσαμε τη βόλτα μας.
«Ξενοφώντα!» φώναξε η Αγλαΐα αφού είχαμε κάνει μερικά μόλις μέτρα, «Θα φύγουμε αύριο το πρωί με το ξημέρωμα, αν λοιπόν θέλεις να μ' επισκεφθείς το βράδυ για να μου ευχηθείς...»
Μόλις τελείωσε τη φράση της κοκκίνισε από αυτή την επίδειξη αναίδειας, που ακόμα και για την Αγλαΐα πρέπει να ήταν πολύ ακραία, και βιάστηκε ν' απομακρυνθεί. Ο Ξενοφώντας στάθηκε κοιτάζοντας τη να φεύγει για μια στιγμή κι ύστερα, απρόθυμα απ' ό,τι φάνηκε, συνέχισε μαζί μου την περιπλάνηση του στους δρόμους.
Περπατήσαμε βαριεστημένα για καμιά ώρα στα κατηφορικά και ανηφορικά καλντερίμια των Δελφών χωρίς ν' ανταλλάξουμε λέ-
96 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
ξη μεταξύ μας. Σταμάτησα σ' ένα μαγαζί, θέλοντας ν' αγοράσω ένα ενθύμιο της επίσκεψης μας, γιατί ποιος ξέρει πότε ή αν θα ξαναγύριζα. Διάλεξα ένα μικρό μπρούντζινο ειδώλιο του Απόλλωνα, με το ξίφος στο χέρι, που κρατάει από τα μαλλιά έναν άντρα με παρουσιαστικό αόριστα περσικό, γένι μακρύ και μυτερό. Ο μα-γαζάτορας δεν ήταν σε θέση να μου πει σε ποιο γεγονός αναφερόταν, αλλά εγώ το αγόρασα έτσι κι αλλιώς, μια κι έμοιαζε καλός οιωνός και, επιπλέον, μου άρεσε. Αν και μικροσκοπικό, τα πρόσωπα και οι εκφράσεις είχαν ένα ρεαλισμό που έκαναν κάποιον να πιστεύει ότι για τα αρχικά εκμαγεία είχαν ποζάρει άτομα γνωστά στο γλύπτη και η θέση και η πόζα του θεού φανέρωναν παντελή έλλειψη φόβου, εμπιστοσύνη στη δύναμη του κορμιού του και αυτοπεποίθηση από τη μεριά του γλύπτη στην αναπαράσταση μιας τέτοιας σκηνής που δεν είχε φαινομενικά σχέση με καμιά πραγματική ιστορία του Απόλλωνα. Πώς θα ήταν ο κόσμος, αναρωτήθηκα, αν οι άνθρωποι ήταν τόσο σίγουροι για τους εαυτούς τους όσο αυτός; Ο Ξενοφώντας αδιαφορούσε για τα πολύχρωμα μαγαζιά, τους πάγκους που είχαν στηθεί στους δρόμους για το επερχόμενο παζάρι, για τα καταφανώς επιδοκιμαστικά βλέμματα των ντόπιων κοριτσιών που έβλεπαν τον ωραίο ξένο να περπατά αφηρημένος ανάμεσα τους, ακόμα και για την εκπληκτική θέα των κακοτράχαλων βουνών και των ναών που εμφανίζονταν μπροστά στα μάτια μας σε κάθε γωνία. Τελικά έσπασα τη σιωπή.
«Ξενοφώντα, δεν έχω πρόθεση να σε καταπιέσω, αλλά θα μπορούσες να διαλέξεις ανάμεσα σε εκατοντάδες νεαρές παρθένες καλών οικογενειών της Αθήνας. Δεν μπορώ λοιπόν να καταλάβω πώς θαμπώθηκες από μια βρόμα του δρόμου σαν την Αγλαΐα».
Σταμάτησε στη μέση του δρόμου και με κοίταξε επίμονα. Φοβήθηκα ότι είχα και πάλι μιλήσει πολύ ασυλλόγιστα κι ετοιμάστηκα ν' αντιμετωπίσω τη βίαιη αντίδραση του. Έπειτα από μια παύση, όμως, στη διάρκεια της οποίας μπορούσα σχεδόν να δω το μυαλό του να δουλεύει εντατικά για ν' απαντήσει στην καταγγελία μου, ξέσπασε σε ένα δυνατό γέλιο και με χτύπησε στην πλάτη. Οι άνθρωποι γύρω μας, ακούγοντας τον ξαφνικό ήχο, διέκοψαν για μια στιγμή τη δουλειά τους και μας κοίταξαν.
ΤΟ ΜΑΝΤΕΙΟ 97
«Καημένε Θέο, αυτό νομίζεις ότι βασανίζει το μυαλό μου όλη αυτή την ώρα; Η Αγλαΐα; Πήγαινε εσύ στο πανδοχείο της απόψε, αν θέλεις, μια και σίγουρα ψάχνει για ένα στα γρήγορα, προτού παντρευτεί τον πλούσιο του χωριού της, ο οποίος πιθανότατα έχει τρεις οβολούς, ενώ ο αντίζηλος του μόνο δύο». Μου έκλεισε το μάτι κι εγώ μαζεύτηκα από σιχαμάρα. «Παρ' όλα αυτά έχεις δίκιο», συνέχισε. «Σκεφτόμουν την Αγλαΐα, αλλά όχι έτσι όπως νομίζεις. Συλλογιζόμουν πόσο ικανοποιημένη ήταν, επειδή είχε ρωτήσει το μαντείο τη συγκεκριμένη ερώτηση που δείχνει τη στενομυαλιά της κι είχε λάβει την πιο χρήσιμη γι' αυτήν απάντηση. Υπάρχουν εκατοντάδες περιπτώσεις ανθρώπων που τυφλωμένοι από την περηφάνια και τη φιλοδοξία τους υποβάλλουν στο μαντείο μια ανοιχτή, απροσδιόριστη ερώτηση και παίρνουν μια εξίσου ανοιχτή, απροσδιόριστη απάντηση. Παραβλέπουν την αμφισημία, ακούν μόνο αυτό που θέλουν ν' ακούσουν και ακολουθούν λαθεμένη πορεία δράσης, υποφέροντας στη συνέχεια. Μήπως η Αγλαΐα είναι σοφότερη απ' αυτούς τους μεγάλους βασιλιάδες, επειδή δεν προσπάθησε να ξεγελάσει ή να μπερδέψει το θεό και ζήτησε απλώς μια απάντηση που είναι σε θέση να εκτελέσει;»
Ο Ξενοφώντας συνέχισε τη βόλτα του, αλλά τώρα ήταν ταραγμένος. Δεν πρόλαβε να πει αυτά που σκεφτόταν και το πρόσωπο του πήρε μια προβληματισμένη έκφραση. «Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί ο Σωκράτης δε με συμβούλεψε γι' αυτό πριν φύγουμε», συνέχισε. «Καταλαβαίνω τη σοφία στη λύση της Αγλαΐας και την ικανοποίηση που νιώθει με την απάντηση που πήρε και η οποία στην πραγματικότητα είναι η απάντηση που ανέκαθεν επιζητούσε. Αν όμως περιορίσεις την ερώτηση σου, όπως έκανε αυτή -περιορίζοντας το εύρος των απαντήσεων του θεού, σε τέτοιο σημείο ώστε να εξαλείψεις κάθε θεϊκή επιλογή εκτός από την απάντηση που επιθυμείς να λάβεις-, δεν επιχειρείς και πάλι να εξαπατήσεις το θεό και επομένως τον ίδιο τον εαυτό σου; Και αν εξαπατάς το θεό, ο θεός δεν το ξέρει; Θέλω να πω, οι θεοί βλέπουν πραγματικά τι συμβαίνει στην καρδιά και το μυαλό μας; Μπορούν να διαβάσουν τις ψυχές μας; Νοιάζονται καν γι' αυτό
98 Η ΚΑΘΟΔΟΣ TON ΜΥΡΙΩΝ
ή τους αρκεί να βλέπουν από την κορυφή του Ολύμπου τις σωματικές μας μόνο πράξεις, τις εξωτερικές ενδείξεις των σκέψεων μας;»
Συνέχισε να μιλάει, όλο και πιο συγκλονισμένος, χειρονομώντας καθώς προχωρούσαμε, αδιαφορώντας για τα λοξά βλέμματα των περαστικών.
«Το πρόβλημα είναι, Θέο, αν ο Απόλλωνας γνωρίζει ότι εξα-πατάται όταν του κάνουν μια στημένη ερώτηση που περιορίζει τις επιλογές του και τη δέχεται πειθήνια και υποχρεώνει το μαντείο να δώσει την πραγματικά καλύτερη απάντηση. Λόγω του εριφίου που θυσιάζουμε προς τιμήν του εκ των προτέρων; Τόσο εύκολα εξαγοράζεται ο θεός; Αν η αλήθεια της απάντησης του εξαρτάται από το μέγεθος της θυσίας, την επόμενη φορά θα προσφέρω έναν ελέφαντα! Αν ο Κροίσος με τις τόσο πλούσιες προσφορές του στο θησαυροφυλάκιο του μαντείου πήρε μια απάντηση υπολογισμένη για να τον οδηγήσει στην καταστροφή, παρόλο που ο θεός ήξερε τις φιλοδοξίες του να κατακτήσει την Περσία, τι ελπίδα είχε η απένταρη Αγλαΐα να λάβει έντιμη απάντηση από το θεό; Ο Κροίσος τουλάχιστον έκανε έντιμη ερώτηση!»
Ο Ξενοφώντας έμεινε σιωπηλός για λίγο, καθώς τελικά πλησιάζαμε στο πανδοχείο. Κοίταξε με λαχτάρα πίσω του τους δρόμους, σαν να μην ήθελε να μπει μέσα, αν κι εγώ τουλάχιστον ήμουν εξαντλημένος από τη μακριά μας περιπλάνηση στα ανηφορικά και κατηφορικά καλντερίμια.
«Λέω ασυναρτησίες, Θέο, συγνώμη, αλλά είχα πολύ μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στις προσδοκίες από το μαντείο προτού συναντήσουμε την Αγλαΐα. Με γέμισε με περισσότερες αμφιβολίες απ' ό,τι ο Σωκράτης».
Δεν ήξερα τι ν' απαντήσω στον προβληματισμένο μου αφέντη. Οι αχνοί αντίλαλοι του αρχαίου ύμνου είχαν αρχίσει να επαναλαμβάνονται στο μυαλό μου σαν ενοχλητικός βόμβος από τον οποίο ήμουν ανίκανος ν' απαλλαγώ και τα αισθήματα μου για την επιτυχία του εγχειρήματος μας είχαν αρχίσει να θαμπώνουν.
3
ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΠΕΡΝΟΥΣΑΜΕ την είσοδο για το εσωτερικό του ναού, ο θυρωρός μάς φώναξε, ζητώντας να μάθει τα ονόματα και το επάγγελμά μας. «Ξενοφώντας ο Αθηναίος», απάντησε ο κύριος μου συγκαταβατικά, «και ο απελεύθερος Θέο... Θεμιστογένης ο Συρακούσιος, ο οποίος θα με βοηθήσει». Ο επιστάτης μάς αξιολόγησε ψυχρά κι ύστερα στράφηκε σε έναν κυλινδρικό πάπυρο που περιείχε κατάλογο ονομάτων. Αυτή ήταν η τελευταία μέρα που μπορούσε κανείς να συμβουλευτεί το μαντείο γι' αυτό το χρόνο και, παρόλο που ο κατάλογος ήταν μικρός, περιλαμβάνοντας μόνο δυο τρία ονόματα, ο φρουρός ζάρωσε τα χείλη του αυτάρεσκα κι έκανε σημαντική προσπάθεια να διατηρήσει την εξουσία της θέσης του. Τελικά, αφού βρήκε τα ονόματα μας στον κύλινδρο κι επαλήθευσε ότι είχαμε ήδη πληρώσει την εισφορά, ο φρουρός μάς έγνεψε απρόθυμα να περάσουμε από τη στενή πόρτα στον τεράστιο περίβολο του ιερού.
Μπροστά μας απλωνόταν ένα πλατύ, τετράγωνο αίθριο, στρωμένο με πλάκες λειασμένες από τα εκατοντάδες σανδαλοφορε-μένα και γυμνά πόδια που είχαν διατρέξει την επιφάνεια του κι εντελώς εγκαταλειμμένο, με εξαίρεση έξι βοηθούς του ιερού που σφουγγάριζαν παθητικά τις πέτρες στις γωνίες με κουρέλια, κάνοντας ετοιμασίες για την επέτειο της άφιξης του Διόνυσου την άλλη μέρα. Μπροστά από το αίθριο βρισκόταν ένας μικρός βωμός μ' ένα αναμμένο λύχνο στο κάθε άκρο του. Μια μικρή πέτρινη γούρνα ήταν τοποθετημένη στο πλάι, μέσα στην οποία κυλούσε σταγόνα σταγόνα το νερό μιας από τις πολλές ιερές πηγές που βρίσκονταν στη βουνοπλαγιά. Βαδίσαμε επιφυλακτικά προς το βωμό και περιμέναμε σιωπηλοί, ενώ αναρωτιόμαστε αν περί-
100 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
μεναν να ζητήσουμε κάποιον οδηγό ή να φωνάξουμε δηλώνοντας την παρουσία μας.
Στον τοίχο πάνω από το βωμό υπήρχαν σκαλισμένες οι σοφές απαντήσεις που προέρχονταν από το μαντείο επί γενεές. Το Γνώθι Σαυτόν και το Μηδέν Άγαν ήταν τοποθετημένα σε περίοπτες θέσεις, ακριβώς πάνω από την είσοδο στα ενδότερα του ναού. Άλλα ρητά επίσης, που όλα τους περιείχαν το αντιπροσωπευτικό πνεύμα του Απόλλωνα, κοσμούσαν τις πλαϊνές πόρτες, ακόμα και την είσοδο στον πέτρινο στάβλο όπου κρατούσαν τα ζώα που επρόκειτο να θυσιάσουν για την τελετή: Μέτρον Άριστον, Κρείττον το Σι-γάν, Ουκ εν τω Πολλώ το Ευ και το αγαπημένο μου σε σχέση με το αποτέλεσμα του στην Αγλαΐα: Χαλινόν Εμβαλείν της Γυναικός. Έτσι κι αλλιώς δε θα είχε κανένα αντίκτυπο πάνω της, μια κι αμφέβαλλα αν ήξερε να διαβάζει.
Ξαφνικά άνοιξε μια πλαϊνή πόρτα και ένας φαλακρός, ηλικιωμένος ιερέας με λευκό χιτώνα μπήκε σέρνοντας τα πόδια του, συνοδευόμενος από ένα νεαρό βοηθό που οδηγούσε ένα μεγαλοπρεπή τράγο. Ο τράγος ακολουθούσε πειθήνια καθώς η τριάδα πλησίαζε ήρεμα το βωμό. Με το που έφτασαν, όμως, ο τράγος αποφάσισε να μη σταματήσει, αλλά να συνεχίσει τη βόλτα του και τότε το αγόρι χρειάστηκε να βάλει όλη του τη δύναμη για να δέσει το ζώο σε ένα σιδερένιο κρίκο μπηγμένο μέσα στον πέτρινο τοίχο, από όπου το ζώο εξακολούθησε να τεντώνει την τριχιά με όλη του τη δύναμη.
Ο Ξενοφώντας είχε μελετήσει από πριν τις συνήθειες του μαντείου και ήξερε ότι στο σημείο αυτό αναμενόταν να θυσιάσουμε το ζώο, που η πληρωμή του ουσιαστικά συμπεριλαμβανόταν στην εισφορά. Η διαδικασία ήταν να ραντιστεί το ζωντανό με κρύο νερό από την ιερή γούρνα, για να του προκαλέσει ρίγος. Δε θα έπρεπε να είναι απλώς ένα γρήγορο ρίγος, αλλά μάλλον ένα τρεμούλιασμα που θα συνοδευόταν από τίναγμα σε όλο το σώμα του ζώου από την κορυφή ως τα νύχια. Ακόμα και τα κόκαλα του ζώου έπρεπε να τρίξουν ώστε να εξασφαλιστεί η συγκατάθεση του για τη θυσία. Αν μπορούσαν να το καταφέρουν αυτό, η περίσταση θα εθεωρείτο ευνοϊκή και θα επιτρεπόταν στον Ξενοφώντα να θυσιάσει στο θεό.
ΤΟ ΜΑΝΤΕΙΟ 101
Με τη βοήθεια του αγοριού, κράτησα το ζώο που στριφογύριζε συνέχεια ανάμεσα στα πόδια μου, μιλώντας κατευναστικά, ώσπου το τίναγμα του καταλάγιασε και στάθηκε ακίνητο σαν κούτσουρο. Κοιτάζοντας από πάνω το πρόσωπο του, είδα το κεφάλι και το μπούστο μου ν' αντανακλώνται στα μεγάλα υγρά μάτια του κριαριου, ώσπου τα πόδια μου εξαφανίστηκαν στην άκρη των μακριών του βλεφαρίδων. Αναρωτήθηκα αν και οι θεοί έβλεπαν την αντανάκλαση τους όταν κοίταζαν τα μάτια των ανθρώπων ψηλά από τα ουράνια και μήπως, αν κάποιος ήταν προσεκτικός και παρατηρούσε από κοντά την Πυθία την ώρα που επικοινωνούσε με τον Απόλλωνα, μπορούσε να συλλάβει φευγαλέα τον ίδιο το θεό στα μάτια της, έστω κι αν το είδωλο ήταν αντεστραμμένο. Ο Ξενοφώντας πήρε μια χούφτα νερό και ράντισε απαλά το μέτωπο του κριαριου. Εκείνο τίναξε εκνευρισμένο το κεφάλι του και φταρνίστηκε, αλλά αυτό ελάχιστα έμοιαζε με ρίγος. Ο Ξενοφώντας προχώρησε και πάλι προς τη γούρνα, πήρε περισσότερο νερό στις χούφτες του και αυτή τη φορά, αντί να το ραντίσει, του το πέταξε κατευθείαν μέσα στα μούτρα. Το ζώο βέλαξε οργισμένο και έφτυσε, ρίχνοντας με σχεδόν πίσω, καθώς πάλευα να το ακινητοποιήσω ανάμεσα στα πόδια μου, γραπώνοντας το δυνατά με τα χέρια από τα κέρατα. Κανένα ρίγος όμως και πάλι.
Μέσα στην απόγνωση του ο Ξενοφώντας έριξε μια ματιά γύρω και είδε στη γωνία έναν από τους δούλους του ναού που συνέχιζε να σφουγγαρίζει πεσμένος στα τέσσερα, κάνοντας ότι αγνοεί την όλη διαδικασία, ενώ οι ώμοι του τραντάζονταν από βουβά γέλια. Προχώρησε ακάθεκτα προς το μέρος του, άρπαξε τον κουβά του νεαρού και προτού προλάβει κανείς ν' αντιδράσει βάδισε κατευθείαν στη γούρνα κι έχυσε ολόκληρο τον κουβά πάνω στο καταδικασμένο ζώο, μουσκεύοντας εκείνο αρχικά αλλά κι εμένα στη συνέχεια.
Αν και δεν ήξερα ότι τα κριάρια μουγκρίζουν, αυτό μούγκρισε, με ένα βαθύ, μακρόσυρτο μούγκρισμα διαμαρτυρίας γι' αυτή την ανάρμοστη συμπεριφορά απέναντι στη μεγαλειότητα του. Κλότσησε με τα πισινά του πόδια, περδουκλώνοντάς με και κά-
102 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
νοντάς με να τιναχτώ πάνω από το σώμα του και να πέσω κάτω ανάσκελα, κλοτσώντας το κενό. Το ένα χέρι μου ξέφυγε από τα κέρατα του και το κριάρι στριφογυρίζοντας σωριάστηκε από πάνω μου μπουκώνοντας με με το μαλλί του στο πρόσωπο μου, τις σκληρές οπλές του να αιωρούνται, ενώ με το ελεύθερο πια χέρι μου πάσχιζα να πιαστώ από κάποιο μέλος του. Αρπάχτηκα από το μαλλί του κι ύστερα τελικά πίεσα δυνατά με ολόκληρη τη γροθιά μου την απαλή του σάρκα. Το ζώο κοκάλωσε σαν σανίδι και συνειδητοποίησα ότι το είχα αρπάξει από τα αχαμνά του, κάνοντας το να παγώσει από τρόμο και πόνο. Κατάφερα ν' ανασηκωθώ επιφυλακτικά στα γόνατα και να σιγουρέψω τη λαβή του άλλου μου χεριού στα κέρατα του, ώσπου τελικά κατάφερα να ελευθερώσω το αμαρτωλό μου χέρι και να ξαναγυρίσω στην προηγούμενη θέση μου, καβαλικευτά πάνω στη ράχη του, με τα χέρια μου να τραβάνε από τα κέρατα το κεφάλι του ζώου προς τα πάνω. Καθώς άφηνα προσεκτικά τα αχαμνά του, το κριάρι το διαπέρασε ένα τρομερό ρίγος ανακούφισης και ο ιερέας έγνεψε ικανοποιημένος. Ο Ξενοφώντας πλησίασε σκιρτώντας με το μαχαίρι της θυσίας, εγώ μουρμούρισα μέσα από τα δόντια μου μια μικρή προσευχή και στη στιγμή η πράξη είχε συντελεστεί με επιτυχία.
«Ξενοφώντα Αθηναίε», ανήγγειλε τραγουδιστά μια φωνή πίσω από το βαρύ παραπέτασμα. Δυο δούλοι το έσυραν πάνω στη βέργα από την οποία κρέμονταν οι κρίκοι που το συγκρατούσαν, αποκαλύπτοντας μια μικρή σκιασμένη αίθουσα, το κυρίως ιερό, το άδυτο, εκεί όπου μυστήρια αρχαιότερα ακόμα και από το ίδιο το ανθρώπινο είδος είχαν διαδραματιστεί. Μπροστά μας βρισκόταν το ιερότερο αντικείμενο στην Ελλάδα αλλά και το αρχαιότερο, ο ομφαλός της γης, το κέντρο του κόσμου. Από τη μια και την άλλη μεριά στέκονταν δυο ολόχρυσοι αετοί, μνημονεύοντας την εύρεση του τόπου από τους αετούς του Δία. Η ίδια η πέτρα δεν ήταν αξιόλογη: είχε κωνικό σχήμα και ένα περίπου μέτρο ύφος. Είχε λειανθεί από τα χέρια εκατοντάδων Πυθιών αλλά και
ΤΟ ΜΑΝΤΕΙΟ 103
από το καθημερινό λάδωμα που ευλαβικά του έκαναν. Όσο αξιοπρόσεκτο κι αν ήταν, όμως, τα μάτια μου ούτε ένα λεπτό δε στάθηκαν πάνω του, αλλά στράφηκαν στο πλάι, όπου ένα ζαρωμένο γυναικείο πλάσμα σαν μαϊμού καθόταν ακίνητο και σιωπηλό, ωχρό σαν κάμπια, με τις πλούσιες πτυχές του εκτυφλωτικού λευκού χιτώνα της να πέφτουν γύρω και πίσω της· η καθαρότητα και η φρεσκάδα του κολλαριστού λινού υφάσματος έρχονταν σε μεγάλη αντίθεση με το άγριο, ζαρωμένο σαν χαρτί δέρμα και τις λεπτές τούφες μαλλιών που το περιέβαλλαν και το κάλυπταν.
Ο Ξενοφώντας στεκόταν σιωπηλός, ατενίζοντας τη μικροσκοπική γριά καθώς καθόταν ακίνητη πάνω στον όλμο της, τον κοίλο τρίποδα, με τα πόδια να κρέμονται κάτω και το πρόσωπο στραμμένο πάνω του, εν αναμονή. Τα μάτια της ήταν κλειστά, αλλά ακόμα κι έτσι μπορούσε κανείς να καταλάβει ότι ήταν τυφλή - κι όχι απλώς τυφλή αλλά κι αόμματη· τα βλέφαρα έπεφταν επίπεδα μπροστά από τις σκοτεινιασμένες κόγχες όπου έπρεπε να βρίσκονται τα μάτια της, μην αφήνοντας την παραμικρή υποψία για την κανονική κυρτή προεξοχή βολβών. Τα βλέφαρα ήταν μαραμένα και ζαρωμένα, χωρίς βλεφαρίδες κι έδιναν την εντύπωση ότι ήταν κολλημένα για να κρύβουν μόνιμα τις άδειες κόγχες. Στην ποδιά της ήταν βαλμένο ένα απλό ξύλινο δοχείο, από το οποίο έβγαινε μια μικρή στήλη καπνού από τα φύλλα δάφνης που είχαν καεί πάνω στο βωμό κι εξακολουθούσαν να καπνίζουν, δημιουργώντας μια μικρή τολύπη καπνού που αιωρούνταν νωθρά προς τα πάνω και τύλιγε το πρόσωπο της με το στυφό αχνό του. Στο κεφάλι της ήταν τοποθετημένο δάφνινο στεφάνι και στο δεξί της χέρι κρατούσε ένα μικρό κλωνάρι. Έτσι καθόταν η Πυθία, με τους δύο προφήτες εκατέρωθεν, περιμένοντας να ερμηνεύσουν ή να τη βοηθήσουν με άλλο τρόπο, όταν θα μιλούσε εκ μέρους του θεού. Όλοι κοίταζαν τον Ξενοφώντα, αν ήταν έτοιμος για το ερώτημα του.
«Θα υποβάλεις την ερώτηση σου προς το θεό Απόλλωνα, μέσω της ιέρειάς του, της Πυθίας», ακούστηκε και πάλι να λέει τραγουδιστά η φωνή με τη βαριά προφορά της αρχαίας δελφικής διαλέκτου που μου προκάλεσε έκπληξη. Με μεγάλη δυσκολία και
104 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
μόνο αφού ξανάφερα στο μυαλό μου την πρόταση, ήμουν σε θέση να καταλάβω τι είχε πει ο συνομιλητής μας, που μόνο τώρα διέκρινα ότι ήταν ένας μικρόσωμος κοιλαράς γραφέας που καθόταν σε ένα ψηλό σκαμνί ακριβώς πίσω από την Πυθία, με το κοντύλι του έτοιμο πάνω από μια φρεσκογυαλισμένη με κερί πλάκα.
Η ματιά του Ξενοφώντα μεταφέρθηκε από την Πυθία στους δύο ιερείς και αντίστροφα, αλλά εξακολούθησε να σωπαίνει. Μήπως δεν είχε καταφέρει να καταλάβει την εντολή του γραφέα να ξεκινήσει; Ετοιμάστηκα να προχωρήσω μπροστά βγαίνοντας από τη σκιά και να τον βοηθήσω ψιθυρίζοντας του γρήγορα στο αφτί. Ο ιερέας απέναντι μας στα αριστερά είχε μια ξινισμένη, εκνευρισμένη έκφραση, καθώς κοίταζε τον Ξενοφώντα λες και τον επιτιμούσε που τον είχε σηκώσει από το κρεβάτι του για να εκτελέσει το καθήκον του. Ο άλλος ιερέας, πάντως, ο μεγαλύτερος από τους δυο, είχε μια καλοκάγαθη, σαν πάππου, έκφραση και περίμενε υπομονετικά. Τελικά, ο μεγαλύτερος ιερέας έγνεψε στον Ξενοφώντα καλοσυνάτα, σαν να τον βεβαίωνε ότι του επιτρεπόταν να μιλήσει, κι άνοιξε ελαφρά το στόμα του, σαν να ήθελε να προφέρει λόγια ενθαρρυντικά. Ο Ξενοφώντας φάνηκε να ζωντανεύει και χωρίς καν να πάρει προκαταβολικά μια ανάσα ξεκίνησε την ερώτηση που τόσο προσεκτικά είχε ετοιμάσει τις προηγούμενες μέρες.
«Μεγάλε αφέντη Απόλλωνα, σε ικετεύω ν' ακούσεις την ερώτηση μου», είπε ήρεμα αλλά προμελετημένα και τολμηρά, μιμούμενος όσο καλύτερα μπορούσε την αρχαία διάλεκτο. Στεκόταν κοκαλωμένος σαν κούτσουρο και άκαμπτος σαν κουπί, με τα μάτια καρφωμένα στο αόμματο, ανέκφραστο πρόσωπο της Πυθίας. «Πύθιε Απόλλωνα, θεέ των Μουσών, σε ικετεύω να μου πεις αν θα ταξιδέψω στις Σάρδεις για να συντροφέψω το φίλο μου τον Πρόξενο στην εκστρατεία του με τον Κύρο...»
Από τη στιγμή που άρχισε να μιλάει, η ηλικιωμένη γυναίκα είχε αρχίσει να τρέμει και να δείχνει σημεία ταραχής. Κουνιόταν μπρος πίσω και σήκωνε το πιγούνι της προς τα πάνω, ενώ κλοτσούσε και χτυπούσε τα πόδια της σαν μωρό που θέλει να κατέβει από κάποιο ψηλό κάθισμα. Η αναπνοή της έβγαινε σε αλλε-
ΤΟ ΜΑΝΤΕΙΟ 105
πάλληλους κοφτούς αναστεναγμούς και προτού προλάβει να τελειώσει ο Ξενοφώντας, σήκωσε το πρόσωπο της κατευθείαν προς το ταβάνι, τινάζοντας ψηλά το κλωνάρι που κρατούσε, κι έκλεισε ορμητικά με τα χέρια τα αφτιά της. Έβγαλε μια κοφτή κραυγή, σαν να πονούσε, ενώ σταγόνες σάλιου λαμπύριζαν στο σαγόνι της. Οι δύο ιερείς, με πρόσωπα ακύμαντα όσο φρένιαζε το δικό της, τοποθέτησαν γρήγορα τα χέρια τους πίσω από τους ώμους της για να την εμποδίσουν να κυλήσει προς τα εμπρός από τον τρίποδα.
Ξαφνικά αναπήδησε από το κάθισμα και προσγειώθηκε τρεκλίζοντας στο πάτωμα. Κάνοντας ένα αβέβαιο βήμα προς τον Ξενοφώντα, έστρεψε το παραμορφωμένο πρόσωπο της κατευθείαν στο δικό του, έκανε μια παύση κι ύστερα άρχισε να βηματίζει τρέμοντας προς το πλάι, υποβασταζόμενη από τους ιερείς και μουρμουρίζοντας στη διάλεκτο της τόσο γρήγορα και ασύνδετα, ώστε μόνο περιστασιακά μπορούσα να πιάσω κάποια λέξη. Τα χέρια της τινάζονταν άγρια χειρονομώντας, λες κι ήταν μεθυσμένη ή σε έκσταση, και τα λόγια της, που επαναλάμβανε τώρα ξανά και ξανά, τονίζονταν ρυθμικά από τη ίδια μικρή στριγκλιά με την οποία είχε διακόψει αρχικά τον Ξενοφώντα. Έβραζε και άφριζε, καθώς ταλαντευόταν μπρος πίσω μπροστά από το βωμό, δείχνοντας ν' αγνοεί την παρουσία μας, και τίναζε το κεφάλι της λες κι ήθελε να ξεφορτωθεί κάποιο έντομο που είχε φωλιάσει μέσα σε ένα από τα αφτιά της και τη βασάνιζε. Ο γραφέας ακολουθούσε από κοντά την ηλικιωμένη γυναίκα και τους δύο ιερείς, σκαλίζοντας αστραπιαία πάνω στην πλάκα τα λόγια της. Ο Ξενοφώντας στάθηκε αποσβολωμένος με τα χέρια κρεμασμένα πλαδαρά στα πλάγια και με κοίταξε με ένα βλέμμα απόλυτης αμηχανίας. Τίποτα απ' όσα είχαμε ακούσει δε μας είχε προετοιμάσει για μια τέτοια αντίδραση από την ιέρεια.
Ύστερα από λίγα λεπτά, η ηλικιωμένη γυναίκα ξανασταμά-τησε ακριβώς μπροστά από τον Ξενοφώντα και τον κοίταξε εξεταστικά, ενώ τα γέρικα δάχτυλά της ήταν πλεγμένα σε σφιχτές γροθιές και τα μαραμένα βλέφαρά της έμοιαζαν στυλωμένα κατευθείαν στο πρόσωπό του. Ο Ξενοφώντας παρέμεινε ακλόνητος,
106 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
χωρίς να κουνήσει ούτε ένα μυώνα του, αφού η όψη και η συμπεριφορά της γριάς προκαλούσαν τρόμο.
Ξαφνικά φάνηκε να καταρρέει, αλλά το πρόσωπό της εξακολουθούσε να είναι στυλωμένο στο δικό του. Οι δύο ιερείς κουβάλησαν κι έσυραν την Πυθία όπως όπως δυο τρία βήματα πίσω και την ανέβασαν και πάλι στον τρίποδά της, όπου πήρε βαθιά αναπνοή και ξαναβρήκε την ηρεμία και τη στάση αναμονής στην οποία την είχαμε δει όταν πρωτομπήκαμε. Οι ιερείς έβγαλαν προσεκτικά τα χέρια τους κάτω από τις μασχάλες της και όταν πείστηκαν ότι η ταραχή της είχε περάσει, προχώρησαν γρήγορα προς το γραφέα πίσω της και άρχισαν οι τρεις τους να συζητούν ψιθυριστά. Αφού ξαναγύρισαν στις θέσεις τους ύστερα από ένα λεπτό, ο γραφέας σηκώθηκε, κοίταξε τον Ξενοφώντα και μίλησε, διαβάζοντας από την πλάκα του:
«Αυτός ο ανυπέρβλητος σε σοφία, τα λόγια του οποίου πρέπει να συγκρίνονται με δηλητήριο, γνωρίζει αυτό που κυβερνά τους γέρους και τους τρελούς, αλλά όχι εσένα τον ίδιο και την αυταπάτη σου».
«Ξενοφώντα Αθηναίε, ο Πύθιος Απόλλωνας γνωρίζει τι συμβαίνει στην ψυχή σου».
Στο σημείο αυτό ο Ξενοφώντας ανοιγόκλεισε τα μάτια και φάνηκε να σκιρτά ελαφρά από βουβή σύγχυση. Γρήγορα συνήλθε και στάθηκε και πάλι προσοχή, ακίνητος, ενώ ο γραφέας συνέχιζε.
«Επιχείρησες να εξαπατήσεις το θεό με τα θνητά σου χείλη. Ερεύνησε βαθιά μέσα σου και μην κάνεις ερωτήσεις στις οποίες ξέρεις ήδη την απάντηση, πάψε ν' αναζητάς συμβουλές στις οποίες δεν έχεις πρόθεση να υπακούσεις. Μολονότι η θυσία σου ήταν αξιόλογη, ο Απόλλωνας απέρριψε την ερώτηση κι αρνείται να απαντήσει. Ρώτησε μόνο αυτό που έχει σημασία για σένα».
Πάνω εκεί, η αυτοπεποίθηση του Ξενοφώντα φάνηκε ν' ατονεί προς στιγμήν. Οι ώμοι του κύρτωσαν και κοίταξε και πάλι προς το μέρος μου αμήχανα, ώσπου κούνησα ανεπαίσθητα τους ώμους και κοίταξα μακριά. Στύλωσε τα μάτια του στο πάτωμα για ένα διάστημα που έμοιαζε με αιωνιότητα. Όσοι ήταν παρόντες στην αίθουσα, οι ιερείς, ο γραφέας και πολύ περισσότερο η
ΤΟ ΜΑΝΤΕΙΟ 107
ίδια η Πυθία, είχαν καρφώσει τα ανέκφραστα πρόσωπα τους πάνω του, διατηρώντας απόλυτη σιωπή. Τελικά σήκωσε τα μάτια, ίσιωσε τους ώμους του κι έκανε ένα βήμα μπροστά για να σταθεί ακόμα μια φορά απέναντι από το γερασμένο, πετσιασμένο πλάσμα.
«Μεγάλε αφέντη Απόλλωνα, σε ικετεύω ν' ακούσεις την ερώτησή μου», ξανάρχισε χρησιμοποιώντας τη συνηθισμένη διατύπωση. Έκανε μια αμυδρή παύση κι ύστερα συνέχισε, με φωνή βραχνή και σπασμένη: «Σε ποιον από τους θεούς πρέπει να θυσιάσω για να είναι επιτυχημένο το επικείμενο ταξίδι μου στις Σάρδεις, για να τα πάω καλά και να επιστρέψω σώος;»
Αυτή τη φορά η Πυθία παρέμεινε ήρεμη, με το ρυτιδιασμένο της πρόσωπο ανέκφραστο σαν ξεραμένο μήλο. Ύστερα από ένα λεπτό κάτι σαν χαμόγελο έσκασε στα χείλη της, αποκαλύπτοντας τις μαύρες χαλασμένες ρίζες των δύο μπροστινών δοντιών της. Ο αμφίσημος Απόλλωνας κατέκλυζε το είναι της, υφαίνοντας έναν ιστό από λέξεις στα χείλη της που θα μας άφηναν ν' αναρωτιόμαστε μέσα στη σύγχυσή μας, λέξεις που θα τυλίγονταν και θα ξετυλίγονταν και θα ελίσσονταν γύρω από το νόημά τους σαν νε-ροφίδα σε καλαμιά. Ξαφνικά, άνοιξε διάπλατα τα νεκρά, ασάλευτα βλέφαρά της, αποκαλύπτοντας πίσω τους όχι μάτια, ούτε καν το υγρό ασπράδι των κενών βολβών που συνήθως εμφανίζουν οι τυφλοί, αλλά κάτι ακόμα χειρότερο, το απόλυτο κενό - μαύρες, άδειες κόγχες, εκεί που έπρεπε να βρίσκονται τα μάτια, σαν τις τρύπες στις γύψινες μάσκες που φορούν οι ηθοποιοί, αλλά χωρίς να υπάρχουν από πίσω τα ζωντανά μάτια του ηθοποιού για να εξανθρωπίζουν τα απόκοσμα, νεκρά χαρακτηριστικά της κενής επιφάνειας. Οι κενές, κούφιες τρύπες της εισχώρησαν βαθιά στο πρόσωπο του Ξενοφώντα και σε απάντηση της ερώτησης του πρόφερε μόνο δύο λέξεις, μια κραυγή μιμητική ή κοροϊδευτική της δικής του φωνής.
«Στον Δία». Συνέχισε να τον κοιτάζει επίμονα, την ώρα που οι δούλοι έ
κλειναν και πάλι τις κουρτίνες και το γεμάτο κακία βλέμμα της Πυθίας χανόταν από τα μάτια μας. Οι άδειες κόγχες όμως των μα-
108 Η ΚΑΘΟΔΟΣ TON ΜΥΡΙΩΝ
τιών της έμειναν καρφωμένες πάνω του, ώσπου τελικά εξαφανίστηκε πίσω από τις πτυχές. Οι ακόλουθοι πλησίασαν και μας έπιασαν από τα μπράτσα, οδηγώντας μας από τη δροσερή, σιωπηλή σκοτεινιά του ιερού στο εκτυφλωτικό φως και τις τραχιές φωνές των πλανόδιων πωλητών που έστηναν τους πάγκους τους για τη γιορτή. 4
ΚΑΘΙΣΜΈΝΟΣ σε ένα χαμηλό σκαμνί στο μισοσκόταδο της μοναδικής κάμαρας του Σωκράτη, ο Ξενοφώντας, μέσα στην ταραχή του, έδειχνε να ενδιαφέρεται ελάχιστα για το τι συνέβαινε.
«Έχασα την ευκαιρία», γρύλισε, με τους ώμους χαμηλωμένους και κυρτωμένη την πλάτη σαν δαρμένο σκυλί. Δεν είχα δει τον Ξενοφώντα τόσο καταρρακωμένο αυτά τα είκοσι χρόνια. «Ήταν η μοναδική μου ευκαιρία να ζητήσω από το θεό να με καθοδηγήσει στη σημαντικότερη απόφαση της ζωής μου κι εγώ έκανα λάθος ερώτηση. Δεν μπορώ καν να πω στον πατέρα μου τι είπε το μαντείο, ακόμα λιγότερο τι σκοπεύω να κάνω στη ζωή μου».
Ο Σωκράτης έμεινε σιωπηλός για μια στιγμή, χασομερώντας εδώ κι εκεί μέσα στο δωμάτιο με την τακτοποίηση χαρτιών και παπύρων. Όπως πάντα δεν υπήρχε τίποτα υποτιμητικό στη σιωπή του, μόνο αυτοσυγκέντρωση και παρηγοριά, κάτι σαν την παρουσία κάποιου αγαπημένου παππού. Ο Ξενοφώντας δε σάλευε, ούτε εγώ από τη γωνιά στην οποία είχα αποτραβηχτεί, προσπαθώντας να παραμείνω απαρατήρητος, όσο βέβαια μου το επέτρεπε το τεράστιο σκαρί μου.
«Επιχείρησες να εξαπατήσεις το θεό», είπε τελικά ο Σωκράτης με ανέκφραστο πρόσωπο που έμοιαζε με γέρου σάτυρου. «Έκανες την ερώτηση που ταίριαζε περισσότερο στις επιθυμίες σου».
«Μα, Σωκράτη», τον διέκοψε, αφού σηκώθηκε κι έκανε ένα βήμα, «επιχείρησα να κάνω την ερώτηση που μου είπες, αλλά η Πυθία με σταμάτησε και δε με άφησε να συνεχίσω! Μάρτυρες μου οι θεοί, προσπάθησα!» Μου έριξε ένα βλέμμα κι εγώ κούνησα αργά το κεφάλι, αλλά ο Σωκράτης ούτε καν μπήκε στον κόπο να διακόψει αυτό που έκανε.
110 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
«Γνωρίζεις ποια είναι η αληθινή σοφία;» ρώτησε τελικά ο Σωκράτης κι αυτή τη φορά στάθηκε ακριβώς απέναντι από τον Ξενοφώντα, απαιτώντας να δώσει απόλυτη προσοχή στα λόγια του. «Καταλαβαίνεις ειλικρινά τι σημαίνει να υπακούς στο ρητό που είναι σκαλισμένο στον τοίχο του ιερού των Δελφών, το Γνώθι Σαυτόν; Άκουσε με προσεκτικά τώρα και μη με διακόψεις. Γιατί για μία και μόνη φορά αυτός δεν είναι διάλογος. Οι άνθρωποι με αποκαλούν σοφό κι εσύ, ολοφάνερα, πιστεύεις ότι είμαι, διαφορετικά δε θα βρισκόσουν εδώ τώρα, προτού καν μιλήσεις με τον πατέρα σου. Θα σε συμβουλέψω, όσο τουλάχιστον μπορώ, κι ίσως ν' ακολουθήσεις τη συμβουλή μου, αν θέλεις. Σοφία είναι κάτι περισσότερο», συνέχισε ο Σωκράτης, «και, το σημαντικότερο, κάτι λιγότερο από αυτό που νομίζεις και σ' αυτό το σημείο οι άνθρωποι έχουν δίκιο - είμαι πραγματικά σοφός. Δε χρειάζεται, όμως, να πάρεις τα λόγια μου τοις μετρητοίς. Θα μπορούσες, αν ήθελες, να θεωρήσεις μάρτυρα της σοφίας μου, αυτής που έχω τέλος πάντων, το φίλο σου το θεό των Δελφών».
Ο Ξενοφώντας σήκωσε τα μάτια με ενδιαφέρον, γιατί κανείς από εμάς που είχαμε συνοδεύσει τον Σωκράτη στην αγορά δεν ξέραμε ότι είχε συμβουλευτεί κάποτε την Πυθία.
«Δεν ήμουν εγώ αυτός που ζήτησε τη συμβουλή της», είπε, λες και διάβαζε τη σκέψη μας, «αλλά ο παιδικός μου φίλος, ο Χαιρεφώντας,* ο οποίος πριν από πολλά χρόνια ρώτησε το μαντείο αν υπήρχε κανείς σοφότερος από τον Σωκράτη. Στο ερώτημα αυτό η Πυθία απάντησε ότι δεν υπήρχε κανένας άλλος».
Διέκρινα στα μάτια του Ξενοφώντα ότι είχε περάσει από το μυαλό του η σκέψη που είχε περάσει κι από το δικό μου: «Αυτός ο ανυπέρβλητος σε σοφία...» Πώς ήταν η συνέχεια; «Τα λόγια του οποίου πρέπει να συγκρίνονται με δηλητήριο». Αυτό δεν είχε σχέση με τον Σωκράτη. Τα λόγια της Πυθίας παρέμεναν σκοτεινά. Ο γέροντας συνέχισε, διδάσκοντας τους άφρονες.
* Χαιρεφώντας: Αθηναίος ένθερμος μαθητής του Σωκράτη, εξορίστηκε από τους Τριάκοντα και επανήλθε με τον Θρασύβουλο, το 403 π.Χ. Πέθανε πριν από τη δίκη του Σωκράτη το 399 π.Χ. Τα συγγράμματά του είχαν χαθεί ήδη από την αρχαιότητα. (Σ.τ.Μ.)
ΤΟ ΜΑΝΤΕΙΟ 111
«Όταν ο Χαιρεφώντας μου είπε την απάντηση του μαντείου, αναρωτήθηκα: Γιατί δε χρησιμοποιεί ξεκάθαρη γλώσσα ο θεός; Καταλαβαίνω ότι δεν έχω καμιά απαίτηση για σοφία, μεγάλη ή μικρή. Επομένως, τι εννοούσε λέγοντας ότι κανένας δεν είναι σοφότερος από μένα; Δεν μπορεί να ψεύδεται, γιατί αυτό δεν αρμόζει σε ένα θεό. Αφού, λοιπόν, το σκέφτηκα αρκετό καιρό, τελικά αποφάσισα να ελέγξω πόσο πιστή ήταν η ρήση με τον ακόλουθο τρόπο: πήγα και μίλησα με ένα διάσημο για τη σοφία του άντρα, γιατί κατάλαβα ότι έτσι θα πετύχαινα ν' ανατρέψω το χρησμό και ν' αποδείξω στο θεό ότι υπήρχε κάποιος σοφότερος από μένα. Λοιπόν, υπέβαλα τον άνθρωπο αυτό σε εξονυχιστική εξέταση -δε θα σου αποκαλύψω το όνομα του, αλλά ήταν ένας από τους πολιτικούς της εποχής- και συζητώντας μαζί του κατέληξα ότι, παρόλο που στους πολλούς και ειδικά στον ίδιο τον εαυτό του έδινε την εντύπωση ότι είναι σοφός, στην πραγματικότητα δεν ήταν.
«Ξενοφώντα, η πραγματική σοφία είναι κτήμα μόνο των θεών και ο χρησμός μάς λέει ότι η ανθρώπινη σοφία έχει ελάχιστη ή καμιά απολύτως αξία. Τελικά» αποφάσισα ότι ο χρησμός δεν αναφερόταν κυριολεκτικά σε μένα, δηλαδή τον Σωκράτη, αλλά μάλλον ανέφερε το όνομα μου για παράδειγμα, σαν να ήθελε δηλαδή να πει "σοφότατος άνθρωπος είναι εκείνος που, σαν τον Σωκράτη, συνειδητοποιεί ότι δεν ξέρει, πραγματικά, τίποτα".
«Ξέρεις, κάποτε επιχείρησα να μελετήσω τα γραπτά του Ηράκλειτου του Σκοτεινού. Αυτά που κατάλαβα ήταν εκπληκτικά. Πιστεύω, όμως, ότι εξίσου εκπληκτικά θα ήταν και αυτά που δεν κατάλαβα». Ο Σωκράτης χαμογέλασε με το σύντομο αστείο του. «Ο Ηράκλειτος», συνέχισε, «είπε κάποτε ότι δεν μπορείς να περάσεις δύο φορές τον ίδιο ποταμό και σ' αυτό είχε δίκιο. Δεν μπορείς ν' αποφασίσεις με δύο τρόπους.
«Ο θεός διείσδυσε στην καρδιά σου, Ξενοφώντα, και η σοφία που πίστευες ότι είχες, επιχειρώντας να ρωτήσεις για δεύτερη φορά το θεό, ήταν άχρηστη. Είχες ήδη αποφασίσει τι θα κάνεις, ανεξάρτητα από την απάντηση του μαντείου στη σκόπιμη ερώτηση σου. Μην αγνοείς τον ίδιο τον εαυτό σου, ούτε να κάνεις τα ί-
112 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
δια λάθη που κάνουν άλλοι, οι οποίοι είναι τόσο απορροφημένοι με το να ασχολούνται με τις υποθέσεις των ξένων, ώστε δεν ασχολούνται ποτέ διερευνητικά με τον εαυτό τους. Πήγαινε τώρα. Έλαβες την απάντηση σου από το μαντείο και τη συζήτησες μαζί μου. Ο κύβος ερρίφθη και δεν υπάρχει κάτι που να μπορώ να σε συμβουλέψω να κάνεις, εκτός από την επιταγή του θεού τώρα και πάντα».
Στο σημείο αυτό ο Ξενοφώντας, που κοιτούσε δύσθυμα το πάτωμα, σήκωσε τα μάτια στον Σωκράτη κι είδε το γέροντα να του χαμογελά καλοσυνάτα, χωρίς ίχνος λύπης ή επιτίμησης. Δεν υπήρχαν δάκρυα ούτε ίχνος δισταγμού στο πρόσωπο του κι αγκάλιασε τον Ξενοφώντα για μια στιγμή σαν να ήταν γιος του· ύστερα τον άφησε, χτυπώντας τον απαλά στο χέρι, σαν για να τον ξεπροβοδίσει έξω από την πόρτα. Έπειτα στύλωσε το βλέμμα του πάνω μου -ήταν πιστεύω η πρώτη φορά που με είχε προσέξει- και με αγκάλιασε κι εμένα, αλλά καθώς με άφηνε με κοίταξε κατευθείαν στα μάτια με ένα σπιθοβόλημα και είπε απαλά: «Εσύ, Θέο, θεωρώ ότι συγκαταλέγεσαι ανάμεσα στους σοφότερους των ανθρώπων. Είθε οι Μοίρες να βρίσκονται στο πλευρό σου». Λαμβάνοντας υπόψη τον ορισμό της σοφίας από τον Σωκράτη, δεν ήμουν σίγουρος αν έπρεπε να το πάρω για φιλοφρόνηση ή για προσβολή, αλλά δέχτηκα με χαρά την ευχή του Σωκράτη κι ακολούθησα τον Ξενοφώντα έξω από τη χαμηλή πόρτα.
Ο ουρανός είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει κιόλας κι ο κρύος αέρας ήταν τσουχτερός. Η Αθήνα προσπαθούσε ακόμα ν' ανακάμψει από τη φτώχεια που έφερε ο πρόσφατος πόλεμος και η επακόλουθη ειρήνη με τη Σπάρτη και υπήρχε ελάχιστη κίνηση στους δρόμους όταν νύχτωνε. Λίγα πανδοχεία ήταν ανοιχτά και σπάνια ακούγονταν από τα παράθυρα ήχοι χαράς, γέλιου ή γιορτής. Ο Ξενοφώντας στάθηκε στο δρόμο αρκετή ώρα, παρατηρώντας το στεγνό χώμα να παρασύρεται στα ρείθρα, βλέποντας τα παράθυρα των σπιτιών να σκοτεινιάζουν καθώς έπεφτε η νύχτα, αφού λίγοι άνθρωποι στη γειτονιά του Σωκράτη είχαν την οικονομική δυνατότητα ν' αγοράσουν λάδι για τους λύχνους τους. Η βρομιά και η δυσωδία, που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο κάθε μεγαλούπο-
ΤΟ ΜΑΝΤΕΙΟ 113
λης, δεν είχε γίνει ποτέ εμφανής στην Αθήνα· ίσως να κρυβόταν πίσω από την ομορφιά των κτιρίων και των μνημείων που βρίσκονταν στις γωνιές κάθε δρόμου ή τη φυσική ζωντάνια των κατοίκων που πηγαινοέρχονταν βιαστικοί για τις καθημερινές τους ασχολίες. Το βράδυ εκείνο, πάντως, η βρομιά και η σαπίλα που συγκεντρωνόταν στα ρείθρα και στις άκρες των πάλαι ποτέ δημόσιων κτιρίων ήταν καταλυτική. Έδινε την κυρίαρχη αίσθηση μιας πόλης που είχε ουσιαστικά εγκαταλειφθεί στα πνεύματα της, μέχρι να επιστρέψει το φως της αυγής και να την απαλλάξει από τα φαντάσματα της. Ο Ξενοφώντας στάθηκε και παρατήρησε το σκοτάδι που έπεφτε και είδε το μέλλον του στην πόλη αυτή το ίδιο ζοφερό με τις σκιές που αμείλικτα την κατέκλυζαν. Πριν από μερικές εβδομάδες με είχε προστάξει να σημαδέψω πάνω στο στήθος του με κόκκινο μελάνι τη θέση της καρδιάς, σε περίπτωση, είπε, που θα ήταν αναγκασμένος να τη χτυπήσει με το μαχαίρι του για ν' αποφύγει να πέσει στα χέρια των εχθρών. Το είχα πάρει στ' αστεία τότε, αν και κάπως δύσκολα παραδέχομαι, θεωρώντας το τίποτα περισσότερο από ακραίους μελοδραματισμούς εκ μέρους ενός εξαντλημένου νεαρού. Παρ' όλα αυτά είχα αποφασίσει να τον παρακολουθώ από κοντά και η διάθεση του απόψε μ' έκανε να εύχομαι να είχα αστοχήσει με το κόκκινο πινέλο μου.
Εκείνο το βράδυ ο Ξενοφώντας θυσίασε ένα βόδι στον Δία, στον κεντρικό ναό, και νωρίς το άλλο πρωί επιβιβαστήκαμε σ' ένα εμπορικό πλοίο που μετέφερε αττικά σγουρομάλλικα πρόβατα με προορισμό την Έφεσο. Την ώρα που απομακρυνόμαστε με τη βοηθητική βάρκα κοιτάξαμε πίσω κι είδαμε τον μονό-φθαλμο γερο-Γρύλλο να έχει εμφανιστεί στην γκρίζα και μουσκεμένη από τη βροχή ακτή, ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα στους ψαράδες και τους ημίγυμνους χαμάληδες, σε μια πάρωρη προσπάθεια να εμποδίσει το γιο του πριν αναχωρήσει. Καθόμαστε στη βάρκα, παγωμένοι από τη θέα του Γρύλλου που στεκόταν με τα πόδια βουτηγμένα ως το γόνατο στον αφρό των κυμάτων, κουνώντας τις γροθιές του από οργή και ξεστομίζοντας κατάρες που ευτυχώς διαλύονταν στον αέρα από τους θεούς προτού φτάσουν
114 Η ΚΑΘΟΔΟΣ TON ΜΥΡΙΩΝ
στα αφτιά μας. Σε μια τελευταία, παιδαριώδη, μανιασμένη αντίδραση για την προδοσία του Ξενοφώντα, ο Γρύλλος άρχισε να μας πετάει πέτρες που έσκαγαν άβλαβα μέσα στο νερό αρκετά κοντά στο πλεούμενο μας. Ο Ξενοφώντας δεν είχε ξεκινήσει το ταξίδι του προς τους Πέρσες για χάρη κανενός ανθρώπου, τουλάχιστον όχι για χάρη του Πρόξενου ή του Κύρου, αλλά μάλλον για να βρει ένα δρόμο που θα τον οδηγούσε στον Δία. Αναζητώντας όμως κάποιον αθάνατο, άφησε πίσω του άλλους, μια και δε θα ξανάβλεπε τον Σωκράτη ούτε τον πατέρα του.
ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ
Πλούτη έχω αφήσει εκεί πολλά όταν 'ς στην Τροίαν ήλθα· κ' εδώθε χάλκωμα, χρυσόν και σίδερο θα πάρω και ωραίες κόρες λάφυρα δικά μου από τον κλήρον.
ΟΜΗΡΟΣ*
* Ομήρου, Ιλιάς, ραψωδία Ι, στίχ. 364-366, μετάφραση: Ιάκ. Πολυλάς, εκδ. Ι. Γ. Βασιλείου, Αθήνα, 1963. (Σ.τ.Ε.)
ϋ ί
1
ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΚΡΟΥΣΗ των βογκητών και τον κρότο των αλυσίδων των κάθιδρων σκλάβων που δούλευαν στα κουπιά, το πλοίο έφτα-σε σκαμπανεβάζοντας στην προκυμαία της Εφέσου, το πλησιέστερο λιμάνι από τις Σάρδεις, αν και βρισκόταν πάνω από πενήντα μίλια μακριά. Πήρα τα μπογαλάκια μας κι ο Ξενοφώντας κι εγώ πηδήσαμε στην αποβάθρα, χωρίς να μπούμε καν στον κόπο ν' αποχαιρετίσουμε το βάναυσο καπετάνιο. Καταβροχθίσαμε στα γρήγορα μερικές φέτες αχνιστό ζυμωτό ψωμί αλειμμένο με μια πικάντικη σάλτσα από φακή που προμηθεύτηκα από κάποιο κοντινό πωλητή κι ύστερα από κάμποσο παζάρεμα αγόρασα δύο γερά μουλάρια Καππαδοκίας, για να μεταφέρουν εμάς και τις αποσκευές μας. Λες κι ήταν ο απόηχος του ταξιδιού μας για τους Δελφούς, ταξιδεύαμε τρεις μέρες στη Βασιλική Οδό, το δρόμο που καταλήγει τελικά στη βασιλική πόλη, τα Σούσα, με σπουδαιότερο σταθμό του ταξιδιού τις Σάρδεις. Ανηφορίζοντας από τα παράλια, ο δρόμος περνούσε από γυμνούς, κατάξερους λόφους, άγονους σαν το γάμο της Αφροδίτης με το χωλό Ήφαιστο, για να κατηφορίσει τελικά στην κοιλάδα του Καύστρου, προτού ακολουθήσει την αριστερή όχθη του ποταμού Έρμου που μας οδήγησε ακριβώς στην πόλη. Τα αρχικά μας σχέδια ήταν ν' αναζητήσουμε αμέσως το μέρος που βρίσκονταν τα στρατεύματα του Κύρου, αλλά τα αξιοθέατα αυτής της ανατολίτικης μητρόπολης, της μεγαλύτερης πόλης που είχαμε ποτέ δει, ήταν τόσο ελκυστικά, ώστε αποφασίσαμε να βρούμε ένα κατάλληλο πανδοχείο και να περάσουμε μια δυο μέρες περιοδεύοντας, προτού πάμε να συναντήσουμε τον Πρόξενο.
Οι Σάρδεις δε μας απογοήτευσαν. Περιτριγυρισμένη από εύφορους αμπελώνες και χωράφια, μέσα από τα οποία περάσαμε
118 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
ο Ξενοφώντας κι εγώ, καθώς προχωρούσαμε έφιπποι, υψωνόταν η παλιά πόλη, δεσπόζοντας στην επίπεδη πεδιάδα, με ένα γερό, λιθόκτιστο φρούριο με ξεχαρβαλωμένους πυργίσκους που ανέβαιναν ψηλά στον ουρανό. Οι πολύβουες αγορές της, οι μεθυστικές μυρουδιές των μπαχαρικών και των αφεψημάτων από βοτάνια που πουλιούνταν σε κάθε γωνιά και το πυκνό πλήθος πολιτών απ' όλα τα κράτη του κόσμου μού θύμισαν την Αθήνα των παιδικών μου χρόνων, πριν από την καταστροφή που έφερε την ένδεια της. Είχα πολύ καιρό να ευχαριστηθώ τις απολαύσεις μιας ευημερούσας, αισιόδοξης πόλης, ώστε ακόμα κι όταν ήμαστε μόνοι στα δωμάτια μας, ακούγοντας τους πνιχτούς ήχους από το δρόμο, γέμιζα ζωντάνια από τις προοπτικές που με περίμεναν ακριβώς έξω από την πόρτα.
Τριακόσια περίπου χρόνια πριν οι Σάρδεις, μεγάλη πόλη από τότε, είχε κατακλυστεί από ορδές χλομών βαρβάρων που είχαν κατέβει αμέτρητοι από το βορρά σαν αγέλες λιμασμένων λύκων, λεηλατώντας όλα τα πλούτη και αναμειγνύοντας το άγριο βαρβαρικό τους αίμα με αυτό των εκλεπτυσμένων και ευαίσθητων ντόπιων κατοίκων. Λέγεται ότι σκοτώθηκαν τόσοι πολλοί άντρες και γυναίκες κατά τη διάρκεια της κτηνώδους βαρβαρικής επιδρομής στην πόλη, ώστε, όταν το μακελειό πήρε τέλος, χιλιάδες παιδιά έμειναν να τριγυρίζουν στους δρόμους θρηνώντας, άστεγα. Οι γόνοι της βασιλικής οικογένειας ανακατεύτηκαν με αυτούς των ταπεινών βουκόλων και η ταυτότητα των παιδιών χάθηκε, συνοδεύοντας την απώλεια των ρούχων και των τρόπων συμπεριφοράς, καθώς στριμώχνονταν για αποφάγια στα ρείθρα των δρόμων. Κατέληξαν, τελικά, ότι κανένα δεν μπορούσε ν' αποδείξει την καταγωγή του με βεβαιότητα, μια και κάθε παιδί ισχυριζόταν ότι είχε πατέρα το βασιλιά, κι έτσι απλώς τα αράδιασαν στην αγορά, όπως τόσα άλλα αντικείμενα, και τα δημοπράτησαν στον πιο δυνατό πλειοδότη, σαν σκλάβους των βαρβάρων ή για υιοθεσία από τους επιζώντες ενήλικους κατοίκους των Σάρδεων. Από εκείνη την εποχή, κάθε μωρό μαρκαριζόταν αμέσως μετά τη γέννηση του με ένα μικροσκοπικό, διακριτικό τατουάζ συνήθως στην επιδερμίδα του σβέρκου, εκεί που τελειώνουν οι ρίζες των μαλλιών,
ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ 119
και το οποίο απεικόνιζε ένα αναγνωρίσιμο οικογενειακό σύμβολο, όπως για παράδειγμα ένα ζώο ή ένα γράμμα. Καθώς περπατούσαμε στους δρόμους, διασκέδαζα παρατηρώντας αυτά τα μικρά σύμβολα πάνω στα μωρά που έκαναν τη βόλτα τους σε κούνιες περασμένες στην πλάτη των νταντάδων τους, με τα απαλά, άτριχα κεφαλάκια τους γερμένα μπροστά και παραδομένα στον ύπνο.
Όταν ήρθε στην εξουσία ο Κροίσος, για τον οποίο λεγόταν ότι είχε τόσο χρυσάφι όσο κι ο Μίδας, αλλά τον είχαν καταραστεί οι θεοί, οι Σάρδεις ανακαινίστηκαν κι έγιναν ακόμα πιο πλούσιες από ό,τι στο παρελθόν. Τον περασμένο αιώνα οι Σάρδεις, όπως και η υπόλοιπη Μικρά Ασία, πέρασαν στην εξουσία των Περσών και παρά την κατά καιρούς σκληρή διακυβέρνηση από τους σατρά-πες και τους διαδόχους του Μεγάλου Βασιλιά, ο τελευταίος από τους οποίους ήταν ο νεαρός Κύρος, η πόλη εξακολούθησε με τα χρόνια να ευημερεί.
Από τις Σάρδεις ήταν που εξαπέλυσαν τις εκστρατείες τους ο Δαρείος και ο Ξέρξης εναντίον της Ελλάδας, σχεδόν εκατό χρόνια νωρίτερα· του πρώτου κατέληξε με ήττα στο Μαραθώνα, του δεύτερου καθυστέρησε μοιραία από τους Σπαρτιάτες στις Θερμοπύλες. Από εδώ διατάχθηκαν και σχεδιάστηκαν φημισμένες μάχες της ελληνικής ιστορίας και από την περιοχή κυρίως των Σάρδεων είχαν αποσπαστεί στρατιώτες και στους τρεις ιωνικούς πολέμους και είχαν κάνει εδώ τον τελευταίο τους σταθμό πριν ξεκινήσουν τις επιδρομές αντιποίνων εναντίον της Αθήνας. Τριγυρίζαμε στις βιβλιοθήκες και τα μνημεία της πόλης τη μέρα, στις ταβέρνες και τα θέατρα το βράδυ και προτού συνειδητοποιήσω πόσο γρήγορα πέρασε ο καιρός, ο Ξενοφώντας παρατήρησε ότι είχαμε σπαταλήσει τρεις εβδομάδες και σημαντικό μέρος από τα όλο και λιγότερα αποθέματα μας σε άργυρο.
Μαζέψαμε τα πράγματα μας την άλλη μέρα, παίρνοντας πίσω τα μουλάρια μας από τη μάντρα που τα είχαν κρατήσει, και δύο ώρες μετά την αναχώρηση μας από την πόλη είδαμε τις πρώτες περιφραγμένες περιοχές του στρατού, όπου φυλάσσονταν χιλιάδες υποζύγια με τις ζωοτροφές τους, κι ύστερα ολόκληρα χιλιόμετρα από στρατιωτικές σκηνές παραταγμένες τακτικά, οι πε-
120 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
ρισσότερες από δέρμα, ορισμένες από φτηνότερο αλλά πιο ανθεκτικό παρ' όλα αυτά καραβόπανο, που συνηθιζόταν όλο και περισσότερο στο στρατό. Ο αριθμός των στρατευμάτων που είχαν συγκεντρωθεί στην πεδιάδα ήταν εξαιρετικά μεγάλος. Ο Πρόξενος έγραφε στο γράμμα του ότι ο Κύρος συγκέντρωνε δύναμη που θα στηριζόταν σε Έλληνες μισθοφόρους για να καταστείλει εξέγερση των κατοίκων της Πισιδίας, αλλά οι κάτοικοι της Πισιδίας ήταν καθυστερημένη και βαρβαρική φυλή και σίγουρα η ανατροπή τους δεν απαιτούσε τον ογκώδη στρατό που είδαμε συγκεντρωμένο εδώ μπροστά μας. Δεν ήταν η αλητοσυμμορία γερασμένων Σπαρτιατών μισθοφόρων και οι κακομοιριασμένοι Πέρσες δούλοι-στρατιώτες που περιμέναμε να δούμε. Ένα ακαθόριστο συναίσθημα έντασης και ανησυχίας ένιωσα να επιδρά αργά και βαριά στο στομάχι μου, καθώς διατρέχαμε έφιπποι το στρατόπεδο, τριγυρισμένοι από παντού από βαριά οπλισμένους, γενειοφόρους Πέρσες στρατιώτες που δε νοιάζονταν καν να κρύψουν τις εχθρικές ματιές που μας έριχναν στο διάβα μας.
Ο Ξενοφώντας ρώτησε τον πρώτο αξιωματικό που είδε πού βρισκόταν ο Πρόξενος από τη Βοιωτία. Κοίταξε τα σκονισμένα μας ρούχα αποτιμώντας ειλικρινά τις προθέσεις μας και μας κατεύθυνε επιφυλακτικά προς το κέντρο του στρατοπέδου, στο γενικό στρατηγείο. Στριφογυρίζαμε μια ώρα μέσα από στενά δρομάκια γεμάτα σκηνές και πυκνό πλήθος στρατιωτών, σε ένα στρατόπεδο που ήταν σχεδόν μια ανεξάρτητη και πλούσια πόλη, σαν τις Σάρδεις, με τις αγορές του, τις ταβέρνες, τα λουτρά και τις περιοχές για κατοικίες. Τελικά μας σταμάτησαν δύο τεράστιοι Αιθίοπες φρουροί που φορούσαν χιτώνες από δέρμα λεοπάρδαλης και κρατούσαν τρίμετρα ακόντια και μας πληροφόρησαν σε σπαστά ελληνικά ότι δεν μπορούσαμε να περάσουμε στην περιοχή του Κύρου χωρίς την άδεια του.
Ο Ξενοφώντας ζήτησε τον Πρόξενο κι αυτοί μας έδειξαν ένα δρομάκι με σκηνές εκεί κοντά, που αργότερα κατάλαβα ότι ήταν το ελληνικό αρχηγείο, και ο πρώτος αξιωματικός που συναντήσαμε στην πρώτη σκηνή ήταν ο Πρόξενος.
Αν τον είχα συναντήσει τυχαία στο δρόμο, δε θα τον αναγνώρι-
ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ 121
ζα ποτέ, αλλά όταν έκλεισε σφιχτά στην αγκαλιά του τον Ξενοφώντα με εκείνο το γνωστό αρκουδίσιο σφίξιμο και άστραψε σε μένα το γνωστό σαρκαστικό του γέλιο, κατάλαβα ότι εξακολουθούσε να είναι, κατά βάθος, ο Πρόξενος που ξέραμε πριν από χρόνια.
«Ξενοφώντα», φώναξε χαρούμενα και έγνεψε σε μερικούς από τους αρχηγούς του να πλησιάσουν για να μας γνωρίσουν. «Άρχισες να ξυρίζεσαι; Μα τους θεούς, τι πλάτες είναι αυτές! Κύριοι», είπε στους συγκεντρωμένους συναδέλφους του, «αυτός ο καλοφτιαγμένος διαβολάκος είναι ο ξάδερφος για τον οποίο σας μιλούσα. Τον ντάντευα στην Αθήνα πριν από χρόνια όταν χρειαζόταν ακόμα να σκουπίζει τη μύτη του - και για κοιτάξτε τον τώρα, έχει γίνει σωστός άντρας!» Οι άντρες γέλασαν εύθυμα, μια και πραγματικά ο Ξενοφώντας είχε μεγαλώσει πολύ από την τελευταία φορά που τον είχε δει ο Πρόξενος. Τώρα τον περνούσε μισό κεφάλι κι ήταν καμιά δεκαριά κιλά βαρύτερος από τον παιδικό του φίλο. Ο Πρόξενος, αντίθετα, έμοιαζε πολύ πιο κοντός από ό,τι τον θυμόμουν, ή ίσως η εντύπωση που είχα στο μυαλό μου για την ανάπτυξη του απλώς δε συμβάδιζε με τη σωματική του διάπλαση, αλλά τα χρόνια που πέρασε μαχόμενος με τους Σπαρτιάτες τον είχαν μεταβάλει σε έναν καχύποπτο, σκληροτράχηλο στρατιώτη, μαυριδερό και σημαδεμένο, και, προς μεγάλη μου έκπληξη, στρατηγό ενός εμπειροπόλεμου στρατεύματος δύο χιλιάδων απόλυτα αφοσιωμένων αντρών, τους οποίους είχε στρατολογήσει αρχικά από την πρώην ταξιαρχία του στον πόλεμο με την Σπάρτη - χίλιοι πεντακόσιοι οπλίτες με τους συνοδούς τους κι ένα βοηθητικό σώμα πεντακοσίων ελαφρά οπλισμένων που τον θεωρούσαν όλοι τους, αδιαμφισβήτητα, αρχηγό τους.
Ο Ξενοφώντας γέλασε ευχαριστημένος, έλυσε το λουρί που συγκρατούσε τις αποσκευές του πάνω στο μουλάρι και πέταξε το βαρύ μπόγο στον Πρόξενο που προσποιήθηκε ότι παραπατάει από το βάρος. «Ευχαριστώ για το θερμό καλωσόρισμα, ξάδελφε», είπε κοιτώντας τις σκηνές που τον περιέβαλλαν. «Οι συνθήκες είναι κομματάκι άθλιες, αλλά είμαι βέβαιος ότι θα τις διορθώσεις. Στο μεταξύ, πού είναι τα διαμερίσματα μου, παρακαλώ;»
Ο Πρόξενος προσποιήθηκε άτι προσβλήθηκε και πέταξε επι-
122 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
δεικτικά καταγής το σάκο, αλλά μετά γέλασε εύθυμα και χτύπησε στην πλάτη τον Ξενοφώντα. «Είσαι στ' αλήθεια ευπρόσδεκτος, ξάδερφε, κι εσύ, Θέο Γίγαντα», είπε απευθυνόμενος σε μένα. «Νόμιζα ότι μόνο ο Ξενοφώντας είχε μεγαλώσει, αλλά, μα τους θεούς, θα απευχόμουν ν' αντιμετωπίσω μια στρατιά από Συρακούσιους, αν ήταν όλοι τους σαν κι εσένα!» Ύστερα, μιλώντας σοβαρά στους φίλους του είπε: «Ξέρω τον Ξενοφώντα από μικρό παιδί και παρακολουθούσα τη στρατιωτική του καριέρα για χρόνια. Μπορώ να πω με περηφάνια ότι είναι ένας από τους καλυτέρους αξιωματικούς του ιππικού που απολύθηκαν ποτέ από το στρατό της Αθήνας και σήμερα είναι κολακευτικό να έχεις απολυθεί από αυτούς τους χοντροκέφαλους που είναι τώρα στα πράγματα εκεί πέρα. Καλώς όρισες στην εκστρατεία μας, Ξενοφώντα, ο πρίγκιπας θα ευχαριστηθεί πολύ».
Στο σημείο αυτό οι άντρες γέλασαν ακόμα πιο δυνατά, αφήνοντας κατάπληκτο τον Πρόξενο που προσπαθούσε να κάνει επίσημες συστάσεις για το φίλο του. Η ειρωνεία, όμως, σύντομα έγινε ολοφάνερη, όταν κοίταξε πίσω από τον Ξενοφώντα, τον οποίο μόλις πριν από λίγο είχε παρουσιάσει ως εξαιρετικό αξιωματικό του ιππικού, και είδε το ζώο με το οποίο είχε μόλις φτάσει - το σκονισμένο μουλάρι που τρέκλιζε και προσπαθούσε εκείνη ακριβώς τη στιγμή να ξεστυλώσει και να μασουλήσει ένα λουρί της σκηνής. Ο Πρόξενος γέλασε σαρκαστικά. «Ελάτε μαζί μου», είπε. «Μπορείτε να πλυθείτε και να ξεκουραστείτε από το ταξίδι σας. Πρέπει να συζητήσω κάποια πράγματα με τους στρατιώτες μου απόψε, αλλά θα θυμηθούμε τα παλιά αύριο». Μας οδήγησε στα λουτρά των αξιωματικών, γεγονός σημαντικό, που άρμοζε στο στρατό του σατράπη των Σάρδεων, όπου περάσαμε το υπόλοιπο απόγευμα με μπάνιο και ύπνο, ώσπου ένας από τους έμπιστους αξιωματικούς του Πρόξενου κατέφθασε για να μας οδηγήσει στη σκηνή που μας είχαν παραχωρήσει.
Την επομένη ο Πρόξενος μάς έκανε μια ξενάγηση στο τεράστιο στρατόπεδο και μας εξήγησε το ρόλο του στο στρατό. Είχε υπηρετήσει δραστικότατα τη Βοιωτία στη διάρκεια του πολέμου και φημιζόταν ιδιαίτερα για την επιδεξιότητα του στην κατασκευή
ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ 123
και χρήση της βοιωτικής στρατιωτικής μηχανής. Αυτή ήταν φτιαγμένη από ένα μακρύ ίσιο κούτσουρο, σκισμένο κατά μήκος στα δύο. Τα δύο μισά είχαν σκαφτεί προσεκτικά και επενδυθεί με σίδερο και κασσίτερο και στη συνέχεια είχαν ξαναενωθεί, σχηματίζοντας έναν κούφιο σωλήνα. Ένα τεράστιο φυσερό ήταν προσαρμοσμένο στο κάτω άκρο και ένας μεγάλος σιδερένιος λέβητας που περιείχε ένα εκρηκτικό μείγμα από θειάφι και πίσσα κρεμόταν στο μπροστινό. Η όλη κατασκευή ήταν ανεβασμένη πάνω σε ένα κάρο σκεπασμένο με ένα χοντρό ξύλινο στέγαστρο για να προστατεύει τους οδηγούς από τα εχθρικά τόξα και βλήματα και όταν το έφερναν αρκετά κοντά στο αντίπαλο στράτευμα ή το οχυρό, το φυσερό έμπαινε σε λειτουργία, διοχετεύοντας ένα ρεύμα αέρα μέσα από το μακρύ σωλήνα και μέχρι το φλεγόμενο καζάνι στο άλλο άκρο, εκτοξεύοντας πάνω στο στόχο μια φονική, καυτή φλόγα. Ο Ξενοφώντας κι εγώ κοιταχτήκαμε με νόημα. Αυτός ήταν λοιπόν ο Δράκος που είχε χρησιμοποιήσει ο Θρασύβουλος με τόσο φονικά αποτελέσματα εναντίον μας στη Φυλή. Μετά την αρχική της χρήση στη διάρκεια του πολέμου, ο Πρόξενος είχε καταφέρει να κάνει αναρίθμητες βελτιώσεις στο σχέδιο της μηχανής, αυξάνοντας την αποτελεσματικότητα της - είχε δημιουργήσει ακόμα και φορητά μοντέλα που μπορούσαν να μεταφερθούν σε μια εκστρατεία και τώρα αδημονούσε να μας κάνει μια επίσημη επίδειξη.
Διανύσαμε έφιπποι αρκετά χιλιόμετρα έξω από το στρατόπεδο και φτάσαμε σε ένα γυμνό τοπίο που χρησιμοποιούσε ο Πρόξενος για τις δοκιμές των μηχανών του, μακριά από τα βλέμματα και τα σχόλια των άλλων στρατευμάτων και των περίεργων πολιτών. Εκεί ένα επίλεκτο σώμα τριάντα αντρών ήταν υπεύθυνο για τη συντήρηση και την πυροδότηση των μηχανών, η τελευταία παραλλαγή των οποίων περιλάμβανε ένα βαρέλι ύψους έξι περίπου μέτρων και διαμέτρου τριάντα εκατοστών. Το κύλησαν στην άκρη του στρατοπέδου, όπου είχε στηθεί ένα εκπαιδευτικό οχυρό, ομοίωμα εχθρικού φρουρίου ή οχυρού. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Πρόξενου, τα φυσερά είχαν σφηνωθεί επιδέξια και ο λέβητας κρεμόταν και μόλις τοποθέτησαν ένα ξύλινο πώμα στο μπροστινό άκρο, τα φυσερά εκτόξευσαν δεκάδες ριπές αέρα
124 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
μέσα στο κούτσουρο για να δημιουργήσουν πίεση αέρα. Όταν η πίεση είχε αναπτυχθεί ικανοποιητικά, πετάχτηκε το πώμα και καθώς ο πιεσμένος αέρας χύθηκε προς τα έξω, ένας τρομακτικός ποταμός φλόγας εκσφενδονίστηκε χίλια διακόσια μέτρα μακριά στο πεδίο μέχρι το οχυρό, κατακαίγοντάς το αυτομάτως και καψαλίζοντας τα χόρτα στο πέρασμα του πάνω από τη γυμνή γη.
Ο Πρόξενος μειδίασε ειρωνικά. «Πώς το βλέπετε;» Είχα μείνει κατάπληκτος όπως και την πρώτη φορά, στη Φυ
λή. Με τρεις ή τέσσερις σωστά εκπαιδευμένους και εξοπλισμένους άντρες να το χειρίζονται σε μάχη εκ του συστάδην, η μηχανή είχε την καταστροφική δύναμη τριάντα αντρών.
Ο Ξενοφώντας, πάντως, παρέμεινε συλλογισμένος. «Μα ο πόλεμος έχει τελειώσει. Τι σκοπεύεις να κάνεις μ' αυτό - και με τους δύο χιλιάδες άντρες σου; Σίγουρα ο Κύρος δε χρειάζεται όλους τους Έλληνες σου αλλά και τους χιλιάδες των ντόπιων στρατιωτών του για να καταπνίξει απλώς μια τοπική εξέγερση».
«Αυτή είναι απλώς η αρχή», απάντησε ο Πρόξενος παρακάμπτοντας την ερώτηση. «Με έξι τέτοιες μηχανές-Δράκους, καμιά εχθρική δύναμη δε θα μπορεί να κρυφτεί από τους οπλίτες μου πίσω από ασπίδες ή οχυρά, ειδικά αφού θα έχει καμφθεί κάπως από τους σκοπευτές. Όσο για τον πόλεμο, δεν πιστεύω να νομίζεις ότι σε κουβάλησα τόσο δρόμο για να σου κάνω απλώς μια επίδειξη!»
Καθώς παρακολουθούσαμε τις ασκήσεις, ο Ξενοφώντας τον πίεσε για περισσότερες λεπτομέρειες.
«Ο πρίγκιπας Κύρος προσέλαβε τους στρατιώτες μου για ν' αντιμετωπίσει τους Πισίδες που λεηλατούν τις δυτικές περιοχές της επαρχίας του. Και δεν είμαστε οι μόνοι Έλληνες που προσέλαβε. Ο Ξενίας βρίσκεται ήδη εδώ με άλλους τέσσερις χιλιάδες πολεμιστές και ο Σοφαίνετος, ο Σωκράτης ο Αχαιός και ο Πασίωνας φτάνουν σύντομα με λίγες χιλιάδες ακόμα.* Ο "πό-
* Ο Ξενίας, ο Σωκράτης ο Αχαιός και ο Πασίωνας ήταν πλούσιοι τραπεζίτες της Αθήνας. Ο Σοφαίνετος ήταν στρατηγός από τη Στύμφαλο, φίλος του Κύρου του Νεότερου, και μετείχε στην εκστρατεία επικεφαλής χιλίων Αρκάδων. Έγραψε, κατά τον Στέφανο Βυζάντιο, έργο με τίτλο Κύρου Ανάβασις. (Σ.τ.Μ.)
ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ 125
λεμος με τη Σπάρτη", όπως τον αποκαλείς, δεν κατάφερε παρά να μας αποδυναμώσει και να καταστρέψει τα ήθη μας - και η συμμαχία μας νίκησε! Δεν μπορώ να φανταστώ το αποτέλεσμα που είχε σ' εσάς τους Αθηναίους. Βαδίζοντας, όμως, ενάντια στους Πισίδες, με τον Κύρο και τους Πέρσες του με το μέρος μας, εμείς οι Έλληνες θα έχουμε την ευκαιρία να παραμερίσουμε την παλιά μας έχθρα και ν' ανακτήσουμε την τιμή μας -και, επιπλέον, θα γεμίσουμε την τσέπη μας με λεφτά». Ο Πρόξενος μάς έκλεισε το μάτι και κοίταξε τα μουλάρια μας. «Τι λες; Έτσι θα είχες τη δυνατότητα να πάρεις καινούριο άλογο και ο Θέο, ο Γίγαντας από εδώ, δε θα είχε πιθανόν καμιά αντίρρηση να βουτήξει κάνα δυο Σύριες χορεύτριες. Και να είσαι σίγουρος ότι θα κάνω τις πρέπουσες συστάσεις στον Κύρο, αν βρίσκεσαι κοντά μου».
Ο Ξενοφώντας σούφρωσε σκεφτικός τα χείλη του και κοίταξε τους βλοσυρούς, σφιχτοδεμένους Βοιωτούς του Πρόξενου που χειρίζονταν με επιδεξιότητα τις μηχανές τους. Ατένισε τους χαμηλούς λόφους μακριά στο βάθος, απ' όπου είχαμε φτάσει εκείνο το πρωί, τις ψηλότερες πλαγιές κρυμμένες πίσω από τη σκόνη που σήκωναν χιλιάδες βόδια, άλογα και αιγοπρόβατα, τις πιο χαμηλές να κυματίζουν απαλά μαυρισμένες από τις δεκάδες χιλιάδες σκηνές του πολυπληθούς στρατού. Το ολέθριο δυναμικό της απέραντης παράταξης των στρατευμάτων προκαλούσε ρίγος. Ο Κύρος είχε συγκεντρώσει μια τεράστια δύναμη μισθοφόρων που αποτελούνταν από εμπειροπόλεμους και πολεμοχαρείς βετεράνους και προετοιμαζόταν για τη δόξα.
Καθώς καλπάζαμε προς το στρατόπεδο μέσα στην τρομερή ζέστη, τόσο διαφορετική από την υγρή ψύχρα της Αθήνας τη μέρα της αναχώρησης μας, ο Ξενοφώντας ρώτησε τον Πρόξενο πιο συγκεκριμένα για τις προθέσεις του πρίγκιπα.
«Όπως αποδεικνύεται», είπε ο Πρόξενος, «ο Κύρος διαθέτει ένα όπλο που εξευτελίζει ακόμα και τις δικές μου μηχανές. Ήξερες ότι προσέλαβε τον Κλέαρχο;»
126 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
Ο Ξενοφώντας έδειξε έκπληκτος. «Τον Κλέαρχο, το στρατηγό της Σπάρτης; Έμαθα ότι η Γερουσία της Σπάρτης τον καταδίκασε σε θάνατο».
«Φαίνεται ότι ο Κύρος τον αποκατέστησε», είπε ξερά ο Πρόξενος.
«Βρίσκεται τώρα στο στρατόπεδο του Κύρου;» «Όχι, συγκεντρώνει συμπληρωματικά στρατεύματα στα ανα
τολικά». Παρατήρησαν τότε το σάστισμά μου και ο Πρόξενος προ
σφέρθηκε να μου δώσει επιπλέον πληροφορίες γι' αυτό το μυστήριο άνθρωπο.
«Ο Κλέαρχος είναι ένας εξόριστος Σπαρτιάτης στρατηγός που θαυμάζει πολύ ο Κύρος για τις στρατιωτικές του ικανότητες. Είναι ιδιοφυΐα στα στρατιωτικά αλλά και ο μεγαλύτερος κόπανος στο στρατό. Θα το καταλάβεις όταν τον γνωρίσεις. Σωματικά είναι ένας γίγαντας, μεγαλύτερος κι από εσένα, Θέο, και έχει πάντα κακή διάθεση. Περνάει όλο του τον καιρό στο στρατόπεδο κατασκοπεύοντας κι ευχαριστιέται να τιμωρεί παραβάσεις της στρατιωτικής πειθαρχίας. Μοιάζει με διάβολο και μυρίζει ακόμα χειρότερα - μασουλάει ολόκληρα κεφάλια σκόρδο σαν σταφύλια και οι τσέπες του είναι πάντα γεμάτες από αυτά. "Καθαρίζουν το κεφάλι και σε προφυλάνε από την πανούκλα", λέει και η μπόχα της αναπνοής του αλλάζει τον αέρα γύρω του. Πριν από τη μάχη, περνάει μισή μέρα πλέκοντας και αλείβοντας με λάδι τα μαλλιά του που κρέμονται ως τη μέση της πλάτης του. Δε θα ισχυριζόμουν ότι βελτιώνουν κάπως την εμφάνιση του, παρόλη την περιποίηση που τους κάνει».
«Ο πόλεμος δεν είναι καλλιστεία», μάλωσε τον ξάδερφο του ο Ξενοφώντας. «Δε μ' ενδιαφέρει αν μοιάζει με Κύκλωπα, αφού τρομοκρατεί τον εχθρό».
«Δε χρειάζεται ν' ανησυχείς γι' αυτό», συνέχισε ο Πρόξενος. «Οι εχθροί θα τα κάνουν πάνω τους, αν τους πλησιάσει σε απόσταση εκατό μέτρων, ειδικά αν φυσάει κόντρα ο άνεμος. Τόσο αποκρουστικός που είναι, δεν υπάρχει άνθρωπος πάνω στη γη πιο ικανός απ' αυτόν στη μάχη».
ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ 127
Προχώρησε σωπαίνοντας για λίγα λεπτά. «Πιστεύεις ότι μου αρέσει ο πόλεμος», συνέχισε, «επειδή μπή
κα στη υπηρεσία του Κύρου χωρίς να κάνω ένα διάλειμμα, αφότου η Αθήνα έκανε ειρήνη με τη Σπάρτη. Ο Κλέαρχος, λοιπόν, πάει από πόλεμο σε πόλεμο τα τελευταία τριάντα χρόνια. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει δίχως πόλεμο. Τρώει και κοιμάται με τον πόλεμο. Οι άντρες του τον τρέμουν, αλλά τον ακολουθούν τυφλά και τον υπερασπίζονται μέχρι θανάτου όταν ακούσουν σχόλια από άσχετους, γι' αυτό πρόσεχε τι λες γι' αυτόν μπροστά σε άλλους. Θα έπρεπε να ευχαριστείς τους θεούς που θα βρίσκεσαι κάτω από τις διαταγές μου... ο Κλέαρχος κι οι αξιωματούχοι του αρνούνται να χρησιμοποιήσουν ακόμα και σκηνές. Κοιμούνται στο ύπαιθρο και με το χειρότερο καιρό, τρέφονται με μπαγιάτικο ψωμί κι εκείνο τον αηδιαστικό σπαρτιάτικο "μέλανα ζωμό" και περιφρονούν τις γυναίκες, είτε είναι πόρνες του στρατοπέδου είτε σύζυγοι τους. Οι άντρες του χρησιμοποιούν τις ασπίδες τους για μαξιλάρια και κοιμούνται μαζί με τα ακόντιά τους, ενώ βολεύονται ο ένας πάνω στον άλλο. Τον ρώτησα κάποτε γι' αυτό, πιστεύοντας ότι υπέβαλλε τον εαυτό του σε κακουχίες απλώς για επίδειξη, για να διατηρήσει εκείνο το ανυπόφορο σπαρτιάτικο προσωπείο. Στο κάτω κάτω είναι ο αρχιστράτηγος του Κύρου. Δεν είναι ανάγκη να κοιμάται πάνω στο χώμα. Κι αυτός είπε κοροϊδευτικά: "Σκατά! Κάθε κουτσός νεροκουβαλητής που του κρατάει κακία και κάθε κοκότα του χαρεμιού που ενοχλήθηκε από τον Κύρο επειδή κοιμήθηκε με κάποια άλλη κοκότα του χαρεμιού ξέρει πού θα τον βρει τη νύχτα. Να γιατί ο Κύρος έχει ανάγκη από τριάντα φρουρούς γύρω από τη σκηνή του. Και ποιος έχει εμπιστοσύνη στους φρουρούς; Ευχαριστώ, να μου λείπει, θα κοιμάμαι στο χώμα"».
«Και πώς ο Κλέαρχος γνωρίστηκε με τον πρίγκιπα;» τον διέκοψε ο Ξενοφώντας. «Από όσα λες είναι οι πιο διαφορετικοί άνθρωποι πάνω στη γη».
«Είναι κάπως περίπλοκο. Πιστέψτε με, δεν υπάρχει αγάπη ανάμεσα σ' αυτούς τους δύο, εκμεταλλεύονται ο ένας τον άλλο για τους σκοπούς τους. Ο Κλέαρχος προσέγγισε τον πρίγκιπα πριν α-
128 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
πό ένα χρόνο, τον ίδιο περίπου καιρό με μένα. Αναζητούσε κάποιο προστάτη κι ο Κύρος γνώριζε ότι ήταν εξαιρετικός πολεμιστής, και το πιο σημαντικό ότι ήταν φυγόδικος - δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να λιγοψυχήσει και να γυρίσει στην πατρίδα του τη Σπάρτη, να δει τη μητέρα του, αν δυσκόλευαν τα πράγματα. Ο Κύρος του έδωσε δέκα χιλιάδες δαρεικούς» -εδώ και ο Ξενοφώντας κι εγώ μείναμε με ανοιχτό το στόμα, μια κι επρόκειτο για τεράστια περιουσία- «για να στρατολογήσει μισθοφορικό στρατό και ο Κλέαρχος δεν ξόδεψε ούτε ελάχιστα για τον εαυτό του, αν και τον πρίγκιπα δε θα τον πολυένοιαζε αν το είχε κάνει. Όταν μαθεύτηκε ότι πληρώνει καλά λεφτά για βετεράνους στρατιώτες, άρχισαν να καταφθάνουν κατά κύματα από κάθε γωνιά του ελληνικού κόσμου νεοσύλλεκτοι - κάθε εξόριστος, απογοητευμένος, ατιμασμένος, σκληροτράχηλος Έλληνας βετεράνος που ήθελε ένα καινούριο ξεκίνημα στη ζωή του απευθύνθηκε στον Κλέαρχο. Επέλεξε την αφρόκρεμα αυτών των αντρών, τους πλήρωσε προκαταβολικά κι εκπαίδευσε ένα στρατό για να καθυποτάξει, υποτίθεται, τους Θράκες, που είχαν λεηλατήσει τις πόλεις του Κύ-ρου στα βορειοδυτικά. Η Γερουσία της Σπάρτης τον καταδίκασε σε θάνατο, επειδή επιδίωκε έναν αθέμιτο πόλεμο, παραβαίνοντας τις εντολές της - στη Σπάρτη αυτή η κατηγορία ισοδυναμούσε με προδοσία. Ο Κλέαρχος δεν έδωσε καμιά σημασία. Είναι σαν λαγωνικό που ορμάει σε έναν κάπρο. Είναι ανίκανος να σταματήσει να κάνει πόλεμο και η Σπάρτη δεν έχει πια πολλούς πολέμους να διεξαγάγει ώστε να τον κρατήσει απασχολημένο.
»Εν πάση περιπτώσει, είδατε ήδη ορισμένα από τα στρατεύματά του. Τους εφοδίασε όλους με καινούρια μπρούντζινα κράνη με λοφία από αλογοουρές και πορφυρούς χιτώνες - μοιάζουν όλοι με ευγενείς Σπαρτιάτες. Τους εξόπλισε μ' εκείνα τα απαίσια μικρά ξίφη, καινούριες μπρούντζινες ασπίδες και θώρακες και κουβάλησε μερικούς εκπαιδευτές από τη Σπάρτη για να τους εκπαιδεύσουν. Παραλίγο να τους ξεκάνουν οι καταραμένοι και μισοί από τους άντρες απορρίφθηκαν ως ανίκανοι για στρατιωτική υπηρεσία. Μέσα σε έξι μήνες, όμως, ο Κλέαρχος είχε μεταμορφώσει όσους απέμειναν στον ισχυρότερο μόνιμο στρατό του ελ-
ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ 129
ληνικού κόσμου πλην των Λακεδαιμονίων και να είστε σίγουροι ότι ο νεαρός Κύρος είναι ευχαριστημένος. Απ' όπου περνούν οι στρατιώτες ο κόσμος πέφτει στα γόνατα και τους αποκαλεί "Έλληνες του Κύρου". Οι Έλληνες του Κύρου, λοιπόν, ακόνισαν την κόψη των σπαθιών τους καταστρέφοντας τους Θράκες και τώρα ο Κλέαρχος γυρίζει σε όλη τη χώρα συγκεντρώνοντας περισσότερους στρατιώτες. Θα τους συναντήσουμε αργότερα στην πορεία».
Συνεχίσαμε σιωπηλοί, προσπαθώντας ν' αφομοιώσουμε το πορτρέτο του μελλοντικού μας συνεργάτη. Ήξερα ότι ο Ξενοφώντας θα βασανιζόταν με την ειρωνεία της τύχης. Είχε εγγραφεί στον κατάλογο του μόνου βιώσιμου ελληνικού στρατού, πλην Λακεδαιμονίων, εν μέρει τουλάχιστον με την προοπτική ν' αποκαταστήσει το όνομα το δικό του και του πατέρα του - για ν' ανακαλύψει τελικά ότι θα συνυπηρετεί με τον άνθρωπο που ήταν ένας από τους πιο μισητούς εχθρούς της Αθήνας, έναν άνθρωπο τον οποίο ο Γρύλλος θα προτιμούσε να φτύσει και να καταραστεΐ μέχρι τρεις γενιές, παρά να δει το γιο του να πολεμά κάτω από τις διαταγές του. Πόσο παράξενα ορίζουν οι θεοί τα πράγματα, ώστε να διασταυρώνονται τα πεπρωμένα ανθρώπων τόσο διαφορετικών όπως ο Κλέαρχος κι ο Ξενοφώντας. Αναρωτιέται κανείς αν ο Δίας είχε κάτι τέτοιο στο μυαλό του, όταν πρόσφερε στον Ξενοφώντα έναν τόσο ευνοϊκό χρησμό για το ταξίδι του στις Σάρδεις, και είναι δύσκολο να φανταστεί ότι δεν το είχε προβλέψει.
Μέσα σε τρεις μέρες από την άφιξή μας στο στρατόπεδο του Κύρου, ο Πρόξενος είχε συμπεριλάβει επίσημα τον Ξενοφώντα ως αξιωματικό και προσωπικό του υπασπιστή κι εμένα μου ετοίμαζαν πανοπλία και οπλισμό ελαφρού ιππέα και μου ανέθεσαν το καθήκον να κουβαλώ τη σημαία της ίλης, μια μαύρη σημαία με ένα φίδι να εκτοξεύει φλόγες από το στόμα του. Προσωπικά ήμουν πολύ ευχαριστημένος με αυτό το ρόλο.
2
Ο ΠΡΟΞΕΝΟΣ, ο Ξενοφώντας κι εγώ μπήκαμε στην περιοχή του πρίγκιπα, κοιτάζοντας επιφυλακτικά τους αγριωπούς φρουρούς του Κύρου. Τριάντα περίπου από αυτούς τους γίγαντες, επιλεγμένοι προφανώς τόσο για την εξωτερική τους εμφάνιση όσο και για τη δύναμη και το φόβο που ενέπνεαν, είχαν υπηρεσία μόνο σε μία βάρδια. Οι μισοί ακριβώς ήταν Αιθίοπες, με δέρμα τόσο μαύρο, που σχεδόν μπλάβιζε, με τεράστια κεφάλια εντελώς ξυρισμένα και γυαλισμένα με κερί, που έλαμπαν σαν καρούμπαλα, στολισμένα με ολόκληρες παραστάσεις από ανάγλυφα τατουάζ. Κρατούσαν τεράστια περσικά γιαταγάνια και φορούσαν φαρδιές πανταλόνες περσικού στιλ, ενώ είχαν τα γεροδεμένα στήθια τους γυμνά, τονίζοντας ιδιαίτερα την υπερφυσική μαυρίλα της επιδερμίδας τους. Οι άλλοι μισοί από τους φρουρούς που ήταν παραταγμένοι εναλλακτικά με τους μαύρους Αιθίοπες γύρω από τη σκηνή ήταν πελώριοι Σκύθες, με ωχρορόδινο δέρμα, σχεδόν αλ-μπίνοι, με ξυρισμένα πρόσωπα και μακριά, κρεμαστά μουστάκια, πλεξίδες από γλιτσιασμένα ξανθά μαλλιά, που κρέμονταν στα στήθη τους, δεμένες με χρωματιστές κορδέλες, κρατώντας μακριά ίσια ξίφη με σφυρήλατες λαβές και φορώντας επίχρυσα ο-φιοειδή βραχιόλια πάνω στα ποντίκια τους. Αν και οι δυο φυλές ήταν εκπληκτικές στη θέα ακόμα και για κοσμοπολίτες Αθηναίους όπως εμείς, οι Σκύθες προκαλούσαν ιδιαίτερα το ενδιαφέρον, παρόλο που εξελληνισμένοι εκπρόσωποι της φυλής αυτής είχαν για καιρό χρησιμοποιηθεί στην Αθήνα ως μισθοφορικό αστυνομικό σώμα. Ήταν γνωστό ότι οι Σκύθες στρατιώτες έπιναν το αίμα των αντρών που σκότωναν στη μάχη και έπαιρναν το δέρμα του κρανίου των εχθρών τους, χαράζοντας κυκλικά το δέρμα
ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ 131
του κεφαλιού πάνω από τα αφτιά, γραπώνοντας τα μαλλιά και κουνώντας απλά το κρανίο από το κάτω μέρος, αφήνοντας το θύμα, νεκρό ή ζωντανό ακόμα, με μια ματωμένη, λεία και θολωτή μεμβράνη. Αυτά τα τριχωτά δέρματα του κεφαλιού έπρεπε να τα παρουσιάσουν στο βασιλιά τους για να πάρουν μερίδιο από το πλιάτσικο κι ύστερα οι στρατιώτες τα έλιαζαν και τα κρεμούσαν από τα χαλινάρια των αλόγων τους ως ενθύμια. Αν ήταν αρκετά σε αριθμό, μπορούσαν να τα συρράψουν και να τα κάνουν μανδύες ή φαρέτρες για τα βέλη. Μια τέτοια τύχη αποτελούσε αποτρόπαια προοπτική για έναν Έλληνα, που δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα παρουσιαζόταν στο βαρκάρη-Ερμή μετά θάνατο χωρίς μαλλιά και πιθανόν με δέρμα από άλλα μέρη του σώματος του, γδαρμένα και συρραμμένα με απαράδεκτο τρόπο, στα ατομικά είδη ενός βαρβάρου. Οι άντρες αυτοί, εναλ\ασσόμενες σειρές από Σκύθες και Αιθίοπες, ήταν οι προσωπικοί σωματοφύλακες του Κύρου και μας κοιτούσαν καχύποπτα, καθώς τους προσπερνούσαμε για να φτάσουμε στη σκηνή του.
Έχοντας ακούσει τόσα για τον πρίγκιπα, ήμουν περίεργος να τον γνωρίσω. Είκοσι τεσσάρων μόλις χρόνων, ο Κύρος μιλούσε άψογα την αττική διάλεκτο και την περσική, καθώς κι άλλες έξι ακόμα γλώσσες των υπό την κυριαρχία του χωρών, ενώ ήταν επίσης μυημένος στα κείμενα των φιλοσόφων και των ανθρώπων της επιστήμης, και της Ανατολής και της Δύσης, όπως και πολλών άλλων που είχαν περάσει ολόκληρη τη ζωή τους κατακτώντας τέτοιες γνώσεις. Η εμφάνιση του ήταν άξια μελέτης, αντιθέτως: ήταν λε-πτοκαμωμένος, δεν είχε γένι και τα καστανά μαλλιά του ήταν μακριά και έπεφταν χυτά με ανεπιτήδευτο τρόπο, εντελώς αντίθετο από τα πομπώδη και θηλυπρεπή, προσεκτικά χτενισμένα μαλλιά των ευγενών που υπηρετούσαν ως σύμβουλοι και ανώτεροι αξιωματούχοι. Η φυσική ομορφιά του προσώπου του αλλά και η στα-ράτη επιδερμίδα του στέρνου και των μπράτσων του καταστρεφόταν από μια σειρά βαθιές ουλές, τις οποίες, όπως μας εξήγησε ο Πρόξενος, του είχε προκαλέσει μια εξαγριωμένη θηλυκή αρκούδα σε κάποιο κυνήγι μερικά χρόνια νωρίτερα. Τη μέρα της ακρόασης μας, ήταν ντυμένος πολύ απλά αλλά σοβαρά, με έναν κο-
132 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
ντό τυπικό χιτώνα και από κάτω ένα στρατιωτικό μανδύα - συνδυασμός που θα του επέτρεπε να συναντήσει από διπλωμάτες και στρατηγούς μέχρι τον ταπεινότερο πολίτη χωρίς να χάνει χρόνο για ν' αλλάξει ρούχα. Αυτή η ανεπιτήδευτη συμπεριφορά τον έκανε πολύ δημοφιλή στο στρατό του όπως και στους πολίτες υπηκόους του. Τα μπράτσα του ήταν γυμνά, αποκαλύπτοντας ένα μακρύ άσπρο σημάδι κατά μήκος του αριστερού του τρικέφαλου - ίσως από κάποια προγενέστερη μάχη ή από τη σύγκρουση του με την αρκούδα, δεν ξέρω. Ο χιτώνας του ήταν απλός, με πορφυρό κέντημα ενός εκατοστού στο τελείωμα, αλλά ήταν φτιαγμένος από το πιο λεπτολαναρισμένο μαλλί της Μιλήτου. Τα σανδάλια του, αν και σκονισμένα, ήταν από γυαλιστερό και διακοσμημένο με χαραγμένα μοτίβα αιγυπτιακό δέρμα, με χρυσές αγκράφες. Το απλό αλλά κομψό ντύσιμο του Κύρου έδειχνε πως ήταν ο άνθρωπος που ξέρει μόνο ένα μαγαζί στην αγορά, το καλύτερο.
Ο πρίγκιπας είχε γεννηθεί αφού ο πατέρας του είχε ανέβει στο θρόνο ως Μεγάλος Βασιλιάς της Περσίας κι έτσι ο Κύρος σύμφωνα με την αρχαία περσική παράδοση έπρεπε να προηγηθεί στη διαδοχή του αδερφού του Αρταξέρξη ο οποίος, αν και τριάντα χρόνια μεγαλύτερος, είχε γεννηθεί όταν ο πατέρας του ήταν ακόμα ένας απλός υπήκοος. Ο Μεγάλος Βασιλιάς, όμως, για λόγους τους οποίους δε γνωρίζω, σκέφτηκε διαφορετικά και κανόνισε να περιέλθει η διαδοχή στον Αρταξέρξη, αφήνοντας τον Κύ-ρο στη συγκριτικά κατώτερη θέση του σατράπη της Ιωνίας, ίσο τη τάξει με έναν πανούργο, γέρο παλιάνθρωπο, τον Τισσαφέρνη, που κυβερνούσε ακόμα νοτιότερα στη Μικρά Ασία. Ο Κύρος και ο Τισσαφέρνης είχαν μεγάλη προϊστορία - ο Τισσαφέρνης είχε παντρευτεί μια κόρη του Αρταξέρξη κι έτσι ο γέρος έγινε κατά κάποιο τρόπο συγγενής του πρίγκιπα, ανιψιός μέσω γάμου. Ήταν επίσης έμπιστος σύμβουλος του βασιλιά Δαρείου, με συνεχή παρουσία στις αυλές, ακόμα και στα ιδιαίτερα διαμερίσματα της βασιλικής οικογένειας, κι ο Κύρος απεχθανόταν την επιρροή που ασκούσε στον πατέρα του αυτός ο γλοιώδης και πανούργος σύμβουλος. Πριν από τρία χρόνια, καταλαβαίνοντας ότι η δύναμη και η επιρροή του πρίγκιπα μεγάλωνε, ο Τισσαφέρνης τον είχε
ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ 133
καταγγείλει με πλαστή κατηγορία στον Αρταξέρξη, ο οποίος είχε συλλάβει τον Κύρο και είχε διατάξει την εκτέλεση του. Η μητέρα του Κύρου έσωσε τη ζωή του και κανόνισε την μετακίνησή του από την αυλή και τη σατραπεία του στην Ιωνία, αλλά η οργή και η ταπείνωση που αισθάνθηκε ο Κύρος από αυτό το περιστατικό δεν τον εγκατέλειψαν ποτέ· και αν εκείνη την εποχή ο πρίγκιπας είχε νιώσει βαθιά επιθυμία ν' αποκτήσει εξουσία, τώρα του είχε γίνει έμμονη ιδέα, και η εξολόθρευση του Τισσαφέρνη και του Αρταξέρξη ένα πάθος που κυρίευε τη ζωή του.
Αφού μπήκαμε στη σκηνή του Κύρου μαζί με τον Πρόξενο και τον Ξενοφώντα, εγώ έμεινα κοντά στη πόρτα, ενώ οι δυο τους προχώρησαν στο τραπέζι και το κάθισμα του Κύρου, ο οποίος τους πρότεινε φιλικά να βολευτούν, ενώ τελείωνε ορισμένες τρέχουσες υποθέσεις που είχε με τους συμβούλους του. Μια και αυτή ήταν η πρώτη φορά που επισκεπτόμουν τα διαμερίσματα ενός πλούσιου Πέρση, βρήκα την ευκαιρία να κοιτάξω διακριτικά τριγύρω: πρόσεξα λοιπόν τα παχιά χαλιά και τα κεντητά παραπετάσματα που διατηρούσαν τη σκηνή ευχάριστα σκοτεινή και δροσερή, αντιλήφθηκα, όμως, και τους βαριά οπλισμένους φρουρούς που στέκονταν ακίνητοι σε στάση προσοχής κι από τις δυο μεριές της εισόδου.
Μια ψηλή, αετίσια καλλονή σουλατσάριζε άτονα πίσω από τον Κύρο αερίζοντας τον απαλά με ένα πλατύ καλαμένιο ριπίδιο και ψιθύριζε περιστασιακά εντολές σε διάφορες υπηρέτριες και φύλακες που επιδίδονταν σε μια ασταμάτητη επίδειξη δράσης, στα σκοτεινά, ανάμεσα στο τραπέζι και μια χαμηλή πίσω πόρτα που επικοινωνούσε με μια άλλη κάμαρα της σκηνής. Η βασιλική αυτή σύζυγος, αν και εκπληκτικής ομορφιάς, έδειχνε εντελώς βαριεστημένη και δεν καταδεχόταν να κοιτάξει κανένα άλλο πρόσωπο στο δωμάτιο.
Άκουσα ένα θρόισμα στα σκοτεινά, στην απέναντι γωνία, κι όταν κοίταξα πιο προσεκτικά, διέκρινα δύο μαύρα αμυγδαλωτά μάτια να με περιεργάζονται με ενδιαφέρον, αποτιμώντας με ψυχρά, χωρίς ν' αποστρέφονται από το βλέμμα μου, όπως συνέβαινε συνήθως με τα μάτια των Περσίδων. Κράτησα το βλέμμα τους
134 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
για μερικά δευτερόλεπτα και τελικά ανταμείφθηκα από μια λάμψη λευκών δοντιών μαζί μ' ένα γρήγορο, ντροπαλό χαμόγελο, καθώς το κορίτσι χασκογέλασε σιωπηλά με την τόλμη του. Έσκυψε προς τα εμπρός ελαφρά και το πρόσωπό της πρόβαλε από τη σκιά μέσα σε μια λεπτή φωτεινή δέσμη που έμπαινε στη σκηνή από το άνοιγμα ενός φύλλου της εισόδου· η καρδιά μου σταμάτησε από την ομορφιά της - ήταν δεκαοχτώ χρόνων ίσως, με δέρμα δροσερό και προφανώς ανέγγιχτο από πρόσθετα καλλυντικά. Το μόνο της στολίδι ήταν ένα έντονα κίτρινο φτερό καρφωμένο προσεκτικά στα μαλλιά της, αποκαλύπτοντας μια αθωότητα και μια χαρούμενη διάθεση που διέψευδαν την ανεξήγητη παρουσία της στη σκηνή του Κυρου, την περιτριγυρισμένη από αγριωπούς Αιθίοπες φρουρούς και το πηγαινέλα στρατιωτικών μαντατοφόρων. Μου χαμογέλασε μια ακόμα φορά και ξαναγύρισε στη δουλειά της στη σκοτεινιά - που τώρα είδα ότι σχετιζόταν με το χειρισμό ενός χοντρού κυλίνδρου. Αυτό μ' έκανε να εκπλαγώ ακόμα περισσότερο γι' αυτή, μια και ποτέ πριν δεν είχα δει γυναίκα να διαβάζει.
Οι σύμβουλοι του Κύρου έφυγαν έπειτα από λίγα λεπτά κι ο Πρόξενος πλησίασε προς το τραπέζι του πρίγκιπα, πληροφορώντας τον ότι είχε φέρει ένα φίλο που θα συμμετείχε στην εκστρατεία.
«Καλά τα κατάφερες, Πρόξενε», είπε με θαυμασμό ο πρίγκιπας. «Μ' εσένα και τον Κλέαρχο θα έχω τη μισή Ελλάδα να πολεμά για μένα προτού τελειώσουμε!» Κι άστραψε στο πρόσωπό του ένα φιλικό γέλιο. «Ο Ξενοφώντας ο Αθηναίος, γιος του Γρύλλου;»
Ο Ξενοφώντας φάνηκε να μένει έκπληκτος στιγμιαία, αλλά γρήγορα ξαναβρήκε την ψυχραιμία του και απάντησε ψυχρά: «Μάλιστα, κύριε».
Ο Κύρος έμεινε να τον κοιτάζει προς στιγμήν κάπως διασκεδαστικά. «Με το μαλακό, άνθρωπέ μου! Μα τους θεούς, ποιος νομίζεις ότι είμαι, ο βασιλιάς της Περσίας; Έχω ακούσει πολλά για τον πατέρα σου - όλα από αναφορές υψηλά ισταμένων, σε διαβεβαιώνω, αν και δε φαντάζομαι ότι εκείνος θα έλεγε τα ίδια για μένα». Ο πρίγκιπας γέλασε και σηκώθηκε για να έρθει εκεί που
ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ 135
στεκόμαστε, κάνοντας το γύρο του τραπεζιού. Με έκπληξη διαπίστωσα ότι ήταν πολύ κοντός. Ανέκαθεν φανταζόμουν ότι κατά κάποιο τρόπο η επιβλητικότητα των ανθρώπων συμβάδιζε με το ύψος τους και πάντα απογοητευόμουν βλέποντας πόσο ταπεινό παράστημα έχουν οι περισσότεροι μεγάλοι άντρες ή πόσο ψηλός, αντίστοιχα, είμαι εγώ.
«Να συμπεράνω ότι είσαι οπαδός του Σωκράτη του Αθηναίου;» ρώτησε ο Κύρος. Ο Ξενοφώντας κοίταξε ερωτηματικά τον Πρόξενο, έκπληκτος και πάλι που ανακάλυπτε πόσα γνώριζε ήδη ο Κύρος γι' αυτόν, αλλά ο Πρόξενος ανασήκωσε ανεπαίσθητα τους ώμους σαν να έλεγε ότι ήταν δικό του θέμα οι απαντήσεις που θα έδινε. «Θα έχεις, πραγματικά παρέα εδώ σ' εμάς», συνέχισε ο Κύρος. «Ένας από τους Αθηναίους στρατηγούς μου, ο Μένωνας, είναι επίσης μαθητής του, μπορεί και να τον γνωρίζεις. Μετανιώνω που δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να καθίσω κι εγώ στα γόνατα αυτού του σπουδαίου άντρα, αφού δε βρέθηκα ποτέ στην Αθήνα κι ο Σωκράτης αρνήθηκε όλες τις προσκλήσεις να μ' επισκεφτεί εδώ στις Σάρδεις. Ο Μένωνας, όμως, υπήρξε πολύ ευγενικός και μου επανέλαβε όλα όσα μπόρεσε να θυμηθεί. Πράγματι, πιο πολύ εντυπωσιάστηκα από τη δικαίωση της ζωής ενός στρατιώτη από τον Σωκράτη κι έμαθα ότι κι ο ίδιος ο Σωκράτης είναι παλιός βετεράνος, και μάλιστα ευυπόληπτος. Όπως θυμάμαι, είπε ότι το να πέσεις στη μάχη είναι από πολλές απόψεις επιθυμητό. Ο άντρας αποκτά εξαίρετη ταφή, αντάξια άρχοντα, ακόμα κι αν πεθάνει φτωχός, και, παρόλο που είναι πένης, επαινείται από σπουδαίους ομιλητές που δεν προσφέρουν εύκολα τους επαίνους τους».
Ο Κύρος σταμάτησε μια στιγμή για να μουρμουρίσει κάτι στην ψηλή σύζυγο του, η οποία απομακρύνθηκε μέσα από το στενό φύλλο της πόρτας χωρίς λέξη, κι ύστερα ξαναγύρισε με το πλατύ του χαμόγελο. «Σε καμιά περίπτωση, πάντως, δε θα υπάρξει κίνδυνος να πεθάνουν πένητες οι άντρες μου», γέλασε. «Και», είπε κοιτάζοντας κατευθείαν τον Ξενοφώντα, «είμαι ενθουσιασμένος που έχω ένα μορφωμένο άνθρωπο στο στρατόπεδό μου. Οι Σπαρτιάτες είναι ο σκληρότερος όχλος απλοϊκών παλικαράδων που μπορείς να φανταστείς και ειλικρινά, Πρόξενε, οι Βοιωτοί σου εί-
136 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
ναι μια συμμορία από επαρχιώτικα γαϊδούρια, αν και πρέπει να παραδεχτώ ότι οι μηχανές σου είναι θαύμα. Ξενοφώντα, ελπίζω τα καθήκοντά σου να μην είναι πολύ βαριά και να σου μένει λίγος χρόνος για να πίνουμε μαζί λίγο καλό ελληνικό κρασί τα βράδια, αλλά και για να μου πεις ποια είναι τα τελευταία ανοσιουρ-γήματα του φίλου σου του Σωκράτη που έχουν εξαγριώσει τόσο τους ηγέτες της πόλης σας». Ο Κύρος ξεκίνησε να μας συνοδεύσει προς την πόρτα της σκηνής του.
«Θα χαρώ πολύ να σας συντροφέψω οποιαδήποτε ώρα, εξοχότατε», απάντησε τυπικά ο Ξενοφώντας.
«Λοιπόν», είπε μ' ένα βεβιασμένο χαμόγελο ο Κύρος, «να υποθέσω ότι ο Πρόξενος βρήκε την κατάλληλη θέση για σένα στο μικρό στρατό μας; Κάτι που θα σε αφήνει χαλαρό, ελπίζω, προτού γίνεις κι εσύ σαν τους Σπαρτιάτες. Δεν μπορώ να σου υποσχεθώ περισσότερα από έναν ή δύο δαρεικούς το μήνα για πληρωμή, αλλά θα έχεις πλούτη που ξεπερνούν κάθε φαντασία από τα λάφυρα, αν είμαστε νικητές».
Ο Ξενοφώντας σκεφτόταν πώς ν' απαντήσει, καθώς απομακρυνόμαστε και οι τρεις μας από τη σκηνή, αλλά ακούγοντας τον ήχο σπαθιού να γλιστράει πάνω σε δέρμα, στράφηκα και είδα ότι ο πρίγκιπας, με ένα πλατύ γέλιο, είχε τραβήξει το ξίφος του, κραδαίνοντας τη μύτη του κάτω από το σαγόνι του Ξενοφώντα, ενώ ο Πρόξενος παρακολουθούσε με έκδηλη ανησυχία, ρίχνοντας φευγαλέες ματιές πότε στον Κύρο και πότε στον ξάδερφο του.
«Αν πρόκειται να πολεμήσεις Ασιάτες, πρέπει να συνηθίσεις στη δολιότητα», είπε ο Κύρος. Έκλεισε παιχνιδιάρικα το μάτι, αλλά προτού προλάβει ν' αποσύρει το σπαθί του, κάποια κακόβουλη θεότητα, κάποιο πειρακτικό σπέρμα σάτυρου που άκουσε περνώντας τη συζήτηση μας, πυροδότησε τα παλιά αμυντικά αντανακλαστικά που είχα αναπτύξει στη διάρκεια της εκπαίδευσης των εφήβων στην Αθήνα. Το στρατιωτικό ένστικτο μου ξανάρθε απότομα και χωρίς να σκεφτώ όρμησα στον Κύρο και του κατάφερα ένα τρομερό χτύπημα στον καρπό με την ανάστροφη του χεριού μου. Το ξίφος πετάχτηκε ψηλά στον αέρα, τρυπώντας την οροφή της σκηνής και ελευθερώνοντας μια χαμηλή, τρομαγμένη
ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ 137
στριγκλιά από μέσα, κι όταν ολοκλήρωσα το χτύπημα μου, έκανα κεφαλοκλείδωμα με το μπράτσο μου στο λαιμό του πρίγκιπα. Στη στιγμή, οχτώ πελώριοι Αιθίοπες φρουροί είχαν καρφώσει τα δόρατά τους σε ελάχιστη απόσταση από το πρόσωπό μου, αλλά εγώ κάρφωσα τα μάτια μου στον Ξενοφώντα, όπως είχα εκπαιδευτεί να κάνω, σαν υπνωτισμένος, περιμένοντας από εκείνον να μου δώσει το σύνθημα πριν σπάσω το λαιμό του πρίγκιπα της Περσίας. Και μόνο τότε ξανάρθα στα συγκαλά μου, αφού ο κακόβουλος σάτυρος το είχε σκάσει γελώντας και συνειδητοποίησα με τρόμο τι είχα κάνει.
Ο Ξενοφώντας είχε πετρώσει και με πρόσταξε άγρια να σταματήσω, προβλέποντας ότι θα περνούσε το υπόλοιπο της ζωής του σε κάποιο περσικό μπουντρούμι, προτού καν αρχίσει την περιπέτεια του. Ο Κύρος, όμως, μετά το αρχικό στιγμιαίο σοκ, ξέσπασε σε γέλια.
«Μπράβο!» είπε με θαυμασμό ο καλός πρίγκιπας, καθώς τον άφηνα. Ο Πρόξενος ήταν άσπρος σαν πανί. Ο Κύρος έτριψε τον καρπό του και είπε κάτι ακατανόητα στους φρουρούς, εξηγώντας τους στη βαρβαρική τους γλώσσα να μη μας σουβλίσουν. «Πήγαινα γυρεύοντας! Έπρεπε να ξέρω ότι δεν είναι οι Σπαρτιάτες οι μόνοι πολεμιστές που έχω στο στρατόπεδο μου. Αν αιφνιδιάσεις και τον εχθρό τόσο καλά όσο κι εμένα, πριν τελειώσει ο χρόνος θα είσαι στρατηγός!»
Ο Πρόξενος κοίταζε άγρια, αλλά είδα ένα κύμα ανακούφισης ν' απλώνεται στο πρόσωπο του μετά την ευχάριστη κατάληξη της ψευτοεπΐθεσης και ίσως και μια λάμψη περηφάνιας. Ο Κύρος χτύπησε φιλικά στην πλάτη τους δύο άντρες, καθώς μας συνόδευε στα διαμερίσματα μας, ενώ εγώ προχωρούσα δίπλα τους, κι ο Πρόξενος εξακολούθησε να με κοιτά καχύποπτα με το εξασκημένο μάτι του, για να είναι σίγουρος ότι δε θα ξανάβαζα τη ζωή του σε κίνδυνο.
«Πρόξενε, θα ξεκινήσουμε σε τρεις μέρες. Προμήθευσε στον Ξενοφώντα την πανοπλία και τον αναγκαίο οπλισμό και εξασφάλισε του ένα άλογο ιππασίας αντί για εκείνο το μουλάρι με το οποίο περιπλανιέται, όπως έμαθα, μέσα στο στρατόπεδο. Και
138 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
μην ξεχάσεις και τον ευέξαπτο φίλο μας από εδώ», είπε κουνώντας το κεφάλι κατά το μέρος μου. «Αν υπάρχει κάποιος μέσα σ' αυτό το στρατόπεδο που θέλω να είναι ευχαριστημένος, είναι αυτός εδώ!» Και χαμογελώντας για άλλη μια φορά πλατιά, έκανε μεταβολή κι έφυγε μέσα από τα στενά δρομάκια των σκηνών, κάτω από τις επιδοκιμασίες των αντρών του και την απόγνωση των παρατρεχάμενων συμβούλων και σωματοφυλάκων του.
Το ίδιο βράδυ, αφού οι δουλειές της μέρας είχαν ολοκληρωθεί και ο Ξενοφώντας, ο Πρόξενος κι εγώ μπανιαριζόμαστε στα λουτρά των αξιωματικών, ανέφερα τη σύντομη οπτασία της ωραίας κοπέλας μέσα στη σκηνή του Κύρου. Ο Πρόξενος με κοίταξε περίεργα για μια στιγμή κι ύστερα αναστέναξε.
«Ώστε ποθείς την Αστερία. Στη σειρά, λοιπόν, πίσω από μας». Ο Ξενοφώντας τον κοίταξε διερευνητικά κι ύστερα πρόσθεσε
ήρεμα: «Κι εγώ την είδα. Διάβαζε, αυτό μόνο». Ο Πρόξενος μούγκρισε. «Είναι σπάνιο είδος. Ο Κύρος διατη
ρεί ολόκληρο χαρέμι, φυσικά - ταξιδεύει μ' αυτό ακόμα και στις εκστρατείες και συνήθως είναι εκείνη η ψηλή σκύλα από τη Φώκαια, αυτή που στεκόταν από πίσω του, που τον ικανοποιεί». Για να δώσει έμφαση έσκασε ένα χαμόγελο κακεντρέχειας. «Αλλά η αγαπημένη του είναι η Αστερία η Μιλήσια, αυτή που πρόσεξες κι εσύ. Μένει στη σκηνή όλο τον καιρό, όπως έμαθα, αλλά όχι για τους λόγους που νομίζεις. Και δεν είναι παλλακίδα, να το θυμάσαι αυτό οπωσδήποτε. Κάποτε ο Κύρος είχε μαστιγώσει κάποιον, έναν επόπτη, επειδή την είχε επισκεφθεί μια φορά. Λένε ότι είναι κόρη κάποιου από τους σατράπες του βασιλιά Δαρείου και πως συγγενεύει κάπως με τον Κύρο - ξαδέρφη ή ανιψιά του, κάτι τέτοιο. Μεγάλωσε στο χαρέμι στην Περσία μαζί με τα παιδιά του βασιλιά. Μιλάει ελληνικά καλύτερα από μένα, απαγγέλλει δυνατά Όμηρο, όταν ο πρίγκιπας θέλει να χαλαρώσει, και παίζει λύρα θεϊκά. Γνωρίζει επίσης και την τέχνη της ιατρικής, αφού τη μελέτησε μαζί με τους θεράποντες του βασιλιά. Έμαθα ότι αυτή περιέθαλψε τον Κύρο κι αποκατέστησε την υγεία του έ-
ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ 139
πειτα από την περιπέτεια του με την αρκούδα, όταν οι δικοί του γιατροί τον είχαν για πεθαμένο. Συνέχισε να τη θαυμάζεις, αλλά να ξέρεις, μόνο εξ αποστάσεως. Αν ο Κύρος σε πιάσει να την κοιτάς ακόμα και με την άκρη του ματιού σου, θα ενταχθείς στις τάξεις των ευνούχων του πριν καλά καλά προλάβεις να πεις "Ουρανέ, βοήθεια". Δεν έχω συναντήσει άλλη γυναίκα που ν' αξίζει τόσο».
Αυτή ήταν λοιπόν η πρώτη μου επαφή με την Αστερία, ένα κορίτσι που μπορούσε να διαβάζει Όμηρο και που επρόκειτο να ασκήσει τόσο μεγάλη επιρροή στην υπόλοιπη ζωή μου. Αν είχα μπει στη σκηνή του Κύρου είκοσι λεπτά νωρίτερα ή αργότερα ή αν δεν είχα κοιτάξει με περιέργεια σ' εκείνη τη σκοτεινή γωνιά, είναι απόλυτα πιθανό ότι δε θα είχα αντικρίσει ποτέ εκείνα τα μάτια με το μαύρο περίγραμμα. Αφού κατά το μεγαλύτερο μέρος του το μέλλον κρέμεται πάνω από τους πιο εφήμερους ιστούς που πλέκουν οι Μοίρες, ελάχιστη είναι η πιθανότητα, ένα από τα χιλιάδες πιθανά αποτελέσματα, να ήταν επιλογή των θεών. Αν ο άνθρωπος κατάφερνε ποτέ να ξεμπλέξει αυτά τα νήματα, θα είχε τελικά λύσει το μυστήριο του σύμπαντος και θα είχε αποκτήσει τη σοφία των θεών. Τότε, όμως, θα κατακρημνιζόταν από αυτές τις ίδιες θεότητες που θα υπερασπίζονταν την ύπαρξή τους, όπως συνέβη με τον Ίκαρο την ώρα που πλησίαζε τον ήλιο.
Ίσως είναι προτιμότερο ν' αποφασίσεις να μην επιχειρήσεις καν να ξεμπλέξεις αυτά τα νήματα, αλλά μια τέτοια παραίτηση έρχεται σε αντίθεση με την ανθρώπινη υπόσταση του καθενός. Είναι ένα δίλημμα.
3
Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΜΑΣ από τις Σάρδεις στις 9 του Μάρτη ήταν εξαίσια, μια μέρα με λαμπρό ήλιο, που σε γέμιζε πίστη, κι ολόκληρη η πόλη είχε παραταχθεί κατά μήκος του δρόμου για να δει το θέαμα. Οι άντρες άρχισαν την πορεία με το πρώτο φως και κατά το μεσημέρι ούτε καν ο μισός από τον τεράστιο στρατό δεν είχε βγει ακόμα στο δρόμο. Το τρομερό σύννεφο σκόνης που σηκώθηκε από το ρυθμικό βηματισμό σκοτείνιασε τον ήλιο τόσο, ώστε κανείς δεν μπορούσε να δει με μια ματιά όλο το στρατό- αντικρίζοντας όμως τόσες χιλιάδες επιβλητικά πρόσωπα, καθώς τα στρατεύματα περνούσαν σε μεγάλες σειρές, δεν μπορούσε κάποιος παρά ν' αντιληφθεί το μέγεθος της δύναμης, που ήταν ικανή να εντυπωσιάσει ακόμα και θεούς. Έλειπαν μόνο ο Κλέαρχος και οι πιο πρόσφατα στρατολογημένοι στρατιώτες του, καθώς θα μας έβρισκαν αργότερα, στη διάρκεια της πορείας.
Την πομπή οδηγούσαν μακριές σειρές από σκυθρωπές καμή-λες-υποζύγια κι ακολουθούσαν κοπάδια αιγοπρόβατα για τις καθημερινές θυσίες, ώστε να επιτευχθεί η εύνοια των θεών πριν από τη μάχη και τα επικίνδυνα περάσματα των ποταμών. Έπειτα από αυτά έρχονταν σκυφτά βόδια με μεγάλα μάτια που έσερναν τεράστια βαγόνια γεμάτα με το βαρύ οπλισμό και τα εφόδια του στρατού. Το γεγονός ότι τα ζώα οδηγούσαν την πορεία θα τους επέτρεπε να φτάσουν πρώτα, μαζί με τα εφόδια φυσικά, στον καθημερινό χώρο στάθμευσης και ν' αναζητήσουν βοσκή, διευκολύνοντας έτσι τους δούλους των αξιωματικών διαχείρισης υλικού ν' αρχίσουν να στήνουν τις σκηνές και τα μαγειρεία για το στράτευμα που θα έφτανε. Τα βόδια ακολουθούσαν σαράντα ελέφαντες που ο Κύρος είχε πάρει από Ινδούς έμπορους. Ήταν τα πρώ-
ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ 141
τα τέτοιου είδους μεγάλα ζώα που έβλεπα κι ήταν φοβερά, απομεινάρια προφανώς από την εποχή των Τιτάνων. Στέκονταν ψηλοί όσο ένα μικρό δέντρο, άτριχοι και ρυτιδιασμένοι, και από απόσταση φαίνονταν σαν να είχαν ουρά και από τις δύο άκρες του σώματός τους. Για κάποιον που δεν ήξερε, του φαινόταν ότι προχωρούσαν προς τα πίσω, σύντομα, όμως, έμαθα ότι τα πλατιά, αιωρούμενα αφτιά τους ήταν μια σαφής ένδειξη για τη θέση του κεφαλιού τους. Τα πλάσματα αυτά, πάντως, συμμετείχαν απλώς στο θέαμα της μεγαλόπρεπης αναχώρησης μας από τις Σάρδεις. Η βοσκή που θα χρειάζονταν ήταν πολύ δύσκολο να βρεθεί στη διάρκεια μιας κανονικής πορείας, κι έτσι, αφού η μεγάλη παράσταση τελείωσε, ο Κύρος διέταξε να τους επαναφέρουν στην πόλη για να συνεχίσουν να βοηθούν στην κατασκευή των αμυντικών έργων.
Στη συνέχεια ακολουθούσαν τα ντόπια στρατεύματα του Κύ-ρου: εκατό χιλιάδες Πέρσες, Λυδοί, Αιγύπτιοι, ακόμα και Αιθίοπες, που έφεραν τον οπλισμό και τα ρούχα της χώρας τους· κάθε στράτευμα είχε τους δικούς του τυμπανιστές και αυλητές που κρατούσαν ρυθμικό το βηματισμό αλλά και δικούς του αξιωματούχους που φώναζαν τις διαταγές σε βαρβαρικές διαλέκτους. Τα λάβαρα και τα εμβλήματα των ντόπιων ταγμάτων κυμάτιζαν περήφανα και κάθε ομάδα προσπαθούσε να ξεπεράσει τις άλλες κατά τη διάρκεια αυτής της πορείας εξόδου από τις Σάρδεις, μπροστά στα άγρυπνα μάτια του πρίγκιπα φυσικά.
Πίσω από το πεζικό, με επικεφαλής τον ίδιο τον πρίγκιπα, ερχόταν το περσικό ιππικό, χιλιάδες αυθεντικά άσπρα αραβικά άτια, αναπηδώντας και ρουθουνίζοντας, με τους αγέρωχους αναβάτες τους να κάθονται στητοί και ακίνητοι, φορώντας αιχμηρά ορειχάλκινα κράνη και αλυσιδωτούς θώρακες που γυάλιζαν στον ήλιο σαν λέπια ψαριού. Γύρω από αυτούς υπήρχαν σειρές από Μήδους με φαρδιά παντελόνια που βάδιζαν με απόλυτο συγχρονισμό, κρατώντας επίχρυσες λόγχες που έφεραν μεταξωτά λάβαρα οτην κορυφή με τη μορφή δράκων. Καθώς φυσούσε το αεράκι μέσα από τα στόματα τους που έχασκαν, έμοιαζαν να σφυρίζουν με οργή, ενώ οι μακριές ουρές τους κυμάτιζαν πίσω τους στον άνεμο. Ύστερα από το ιππικό, σε τιμητική θέση που συνήθως κρατούσε η σωματοφυλακή
142 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
του στρατηγού, έρχονταν οι αγέρωχοι Έλληνες, βαδίζοντας συντεταγμένοι, με τους πορφυρούς χιτώνες ν' ανεμίζουν στο ελαφρύ αεράκι, και ανάμεσα τους οι επιμελώς ενδεδυμένοι Σπαρτιάτες, με τις μακριές, λαδωμένες πλεξίδες των μαλλιών τους χυτές πίσω στην πλάτη τους. Θα ήταν πολύ ωραία μια επίδειξη των βοιωτικών μηχανών του Πρόξενου πάνω σε ρόδες, αλλά υπήρχε μεγάλος συνωστισμός και δε θα ήταν ασφαλές το πλήθος, εξάλλου ο Κλέαρχος, που μισούσε έτσι κι αλλιώς τις μηχανές, είχε αρνηθεί οποιαδήποτε συζήτηση του θέματος μεταξύ των στρατηγών του, ακόμα και στη διάρκεια της προσωρινής απουσίας του. Ο Πρόξενος κι ο Ξενοφώντας, μαζί με τους άλλους αξιωματικούς, κάλπαζαν κατά μήκος των γραμμών της πορείας, όχι τόσο για να διατηρούν τους στρατιώτες σε τάξη όσο για να συγκρατούν τα πλήθη. Τόσο ενθουσιώδεις ήταν οι θεατές, ώστε ήταν δύσκολο να συγκρατήσει κανείς τις γυναίκες και τις κοπέλες που ορμούσαν μέσα στις σειρές για ν' αποθέσουν ένα φιλί στα πρόσωπα των αντρών. Το ίδιο συνέβαινε με τους παριστάμενους άντρες που έτρεχαν να χτυπήσουν αποφασιστικά τους Έλληνες μας στους ώμους, σε μια ενθουσιώδη επίδειξη αγάπης και ελπίδας για επιτυχία ενάντια στους τυχάρπαστους Πισίδες.
Ακριβώς από πίσω ακολουθούσαν οι εξακόσιοι ιππείς σωματοφύλακες του Κύρου, οι Αθάνατοι, με συμπεριφορά και πειθαρχία το ίδιο φοβερή με των Ελλήνων. Οι άντρες αυτοί είχαν επιλεγεί από όλα τα έθνη που βρίσκονταν υπό περσική κατοχή, αλλά ήταν ντυμένοι κι εξοπλισμένοι ομοιόμορφα και είχαν εκπαιδευτεί χρόνια, όχι για να υπηρετούν δικές τους επιδιώξεις, ούτε να προσφέρουν εκδούλευση σε άλλο κύριο, παρά μόνο για να προστατεύουν τον Κύρο. Ήταν κάπως ενοχλημένοι που έπρεπε να βαδίζουν πίσω από τους Έλληνες στη στρατιωτική παράταξη, αλλά στη διάρκεια των επόμενων μηνών ο Κλέαρχος έκανε σημαντικές προσπάθειες ν' αποκτήσει την εύνοιά τους, όσο, τουλάχιστον, ήταν ικανός, αν λάβει κανείς υπόψη την έλλειψη κοινωνικότητάς του. Τελικά οι Έλληνες και οι Αθάνατοι του Κύρου πέτυχαν έναν απρόθυμο αλληλοσεβασμό.
Την οπισθοφυλακή αποτελούσε επιπλέον ντόπιο ιππικό και είκοσι δρεπανηφόρα άρματα, με τις κυρτές λεπίδες τους καλυμμέ-
ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ 143
νες στο κέντρο των τροχών για ασφάλεια, οι οποίες όμως εξακολουθούσαν να γυρίζουν απειλητικά στον αέρα, προς μεγάλη ικανοποίηση του πλήθους και την απόλυτη περιφρόνηση των Σπαρτιατών που απεχθάνονταν παρόμοια τεχνάσματα. Πίσω από αυτά βρισκόταν η προσωπική ακολουθία του Κύρου, ένα πλήθος κόσμου: ο αρχιστράτηγος με τους ενενήντα κατώτερους αξιωματικούς, που ήταν υπεύθυνοι για τον καταυλισμό και τη σίτιση του στρατεύματος, μια ομάδα από αγέρωχους ιππείς-αγγελειοφόρους του πρίγκιπα και των ανώτερων αξιωματούχων και άμαξες που κουβαλούσαν δεκάδες Πέρσες μάντεις, ιερείς με τους βοηθούς τους, καθώς και ισάριθμα οχήματα φορτωμένα με τα εφόδια τους: πλούσιους χιτώνες και άλλα ενδύματα, τελετουργικά εγχειρίδια, κάλυκες, λιβάνι, ρολά παπύρων και αγγεία. Στη συνέχεια υπήρχαν σκεπαστές άμαξες γεμάτες με τα βασιλικά ρούχα, που παρά το μέγεθος τους φαίνονταν λίγες μπροστά σ' εκείνες που κουβαλούσαν τα ρούχα των Περσών στρατηγών, προκαλώντας το χλευασμό και την ευθυμία των Ελλήνων. Η σπουδαιότητα των συντεταγμένων στρατιωτών και των αγαθών μειώθηκε αστραπιαία από τα εξής: πενήντα άδειες άμαξες και σκευοφόροι που χρησίμευαν για εφεδρεία, μια ολόκληρη αγέλη ξεκαπίστρωτα άλογα που το καθένα οδηγούσε ένας μικρός Πέρσης με φαρδιά παντελόνια και πασού-μια και μια ατέλειωτη παρέλαση από άμαξες προοριζόμενες ειδικά για παλλακίδες του πρίγκιπα, θαλαμηπόλους, γιατρούς, κουρείς, λακέδες, φαρμακοποιούς, γραφείς, αχθοφόρους, ράφτες, πλύστρες, τον αρχιμάγειρα και τους δεκατέσσερις βοηθούς του, το δοκιμαστή του πρίγκιπα και δύο αναπληρωματικούς δοκιμαστές, μηχανικούς και ιστορικούς - που έκαναν το μυαλό σου να γυρίζει.
Κι έπειτα ερχόταν το πραγματικό θέαμα -το τεράστιο, ξεκομμένο από την κυρίως πορεία μπουλούκι του στρατοπέδου, που γιουχάιζε και επευφημούσε-, βυρσοδέψες, ψευτο-καλλιτέ-χνες, πόρνες, νερουλάδες, μουσικοί, ακροβάτες, ράφτρες, αργυ-ραμοιβοί, πλύστρες, γυναίκες και παιδιά των στρατιωτών και μια ορδή από ζητιάνους και αλήτες που ακολουθούσαν από πίσω, μια πλήρης αναπαράσταση ολόκληρου του κατώτερου στρώματος της περσικής κι ελληνικής κοινωνίας, μια πραγματική πόλη χι-
144 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
λιάδων, περισσότερων από τους ίδιους τους στρατιώτες, που έβγαζαν το ψωμί τους υπηρετώντας και μαδώντας το στρατό τη μέρα και διασκεδάζοντας τον τη νύχτα ή μπορεί και το αντίστροφο, ελπίζοντας παράλληλα να κερδίσουν μερίδιο από τα λάφυρα και τη δόξα. Οι αξιωματούχοι και οι μόνιμοι στρατιώτες τους απεχθάνονταν, αλλά τελικά τους ανέχονταν και τους προστάτευαν ακόμα, επειδή διαφορετικά οι υπηρεσίες που παρείχαν θα έπρεπε να γίνουν από τους ίδιους τους στρατιώτες και οι εκπαιδευμένοι για μάχη άντρες ήταν εξαιρετικά πολύτιμοι, ώστε να χαραμίζονται σε καθημερινές ανιαρές δουλειές του στρατοπέδου.
Δε θα προχωρήσω σε υπερβολικές λεπτομέρειες σχετικά με την καθημερινή εξέλιξη της πορείας μας, μια και στο μεγαλύτερο μέρος η ρουτίνα παρέμενε αδιατάρακτη. Ο Κύρος είχε εξασφαλίσει αρκετές προμήθειες από την αρχή κι έτσι δεν ήμαστε υποχρεωμένοι ν' αναζητούμε τροφή για τα ζώα από τα μέρη που περνούσαμε. Κατά συνέπεια, η άφιξή μας σε κάθε πόλη και χωριό δεν προκαλούσε φόβο στους κατοίκους, αλλά αντίθετα αποτελούσε ευκαιρία για συγκρατημένους πανηγυρισμούς. Ο πρίγκιπας ταξίδευε με μια πανταχού παρούσα κασέλα γεμάτη χάλκινα νομίσματα που τα πετούσε με τις χούφτες προς κάθε κατεύθυνση στα πλήθη, με τις απλόχερες κινήσεις φιλάνθρωπου πατέρα. Τα πλήθη στριφογύριζαν έξαλλα γύρω από το καραβάνι, αντιμαχόμενα το μπουλούκι των ζητιάνων από τις Σάρδεις, και δημιουργούσαν οχλοβοή, καθώς στριμώχνονταν μέσα στη σκόνη για τα μικροσκοπικά νομίσματα που πατούσαν κάτω από τα πόδια τους. Ο Κύρος και οι ευνοούμενοι του προσπερνούσαν πάνω στα άλογα, σοβαροί και αυταρχικοί. Το μόνο που έσπαγε τη σοβαρότητα της συμπεριφοράς τους ήταν το περιστασιακό χαμόγελό τους με σφιγμένα τα χείλη, καθώς κοιτούσαν τους υπηκόους τους να κυλιούνται στη βρόμα κάτω από τις οπλές των αλόγων τους.
Έτσι ταξιδεύαμε σταθερά προς τα ανατολικά διασχίζοντας διαγώνια τη Μικρά Ασία, με καλό καιρό και σε τάξη, αφού οι άντρες καλούνταν κάθε μέρα να βρίσκονται σε ετοιμότητα λόγω επιμονής του Κύρου και λόγω καθημερινών επιθεωρήσεων των εφοδίων και του οπλισμού μας. Κατευθυνόμαστε ίσια στην καρδιά της Πισι-
ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ 145
δίας - αν και, αντίθετα με τις προσδοκίες μας για μάχη και πλιάτσικο, δε ρίξαμε ούτε ένα βέλος ούτε καταλάβαμε καμιά εχθρική περιοχή. Ο πρίγκιπας αγνοούσε περιφρονητικά τους βάρβαρους πολεμιστές που παρατάσσονταν απειλητικά στις κορυφογραμμές, παρακολουθώντας με δέος τις τεράστιες σκευοφόρους μας, τους υπηρέτες και το μπουλούκι του στρατοπέδου μας. Έπειτα από πέντε εβδομάδες πορεία σταματήσαμε σ' ένα από τα παλάτια του Μεγάλου Βασιλιά πάνω στον ποταμό Μαίανδρο, το οποίο χρησιμοποιήσαμε ένα μήνα σαν σταθμό για ανασύνταξη και ανεφοδιασμό και επαναδιάταξη των αποσκευών. Εδώ ήταν, όπως λέει ο μύθος, που ο Απόλλωνας τιμώρησε το λάγνο σάτυρο Μαρσύα, ο οποίος είχε προκαλέσει το θεό σε μουσικό αγώνα. Ο Απόλλωνας έπαιξε τη λύρα του ανάποδα και ζήτησε από τον Μαρσύα να κάνει το ίδιο κατόρθωμα με το φλάουτό του, κάτι που φυσικά ήταν ανίκανος να κάνει. Αφού έγδαρε ζωντανό τον ανόητο σάτυρο, ο Απόλλωνας κρέμασε το δέρμα του στον τοίχο μιας παρακείμενης σπηλιάς, απ' όπου πηγάζει ένας μικρός αλλά αγριεμένος ποταμός που ονομάστηκε πολύ ταιριαστά Μαρσύας.
Εδώ ήταν επίσης που μας βρήκε ο προ πολλού αναμενόμενος Κλέαρχος με τον υπόλοιπο πυρήνα του στρατού που είχε συγκεντρώσει πρωτύτερα με τους δαρεικούς του Κύρου, χίλιους άγριους και σιωπηλούς πορφυροχίτωνες Σπαρτιάτες στρατιώτες, συνοδευόμενους από δυο τρεις είλωτες ο καθένας για να μεταφέρουν τη βαριά αρματωσιά και τα όπλα τους. Κουβάλησε επίσης οχτακόσιους ευρύστερνους Θράκες τοξότες που είχαν αυτομολήσει στις δυνάμεις του, καθώς και διακόσιους Κρήτες τοξότες. Αυτοί θα σχημάτιζαν το σκληρό κέντρο του ελληνικού στρατού του Κύρου, στρατηγός του οποίου ήταν ο ίδιος ο Κλέαρχος, ομόλογος ενός Πέρση που τον έλεγαν Αριαίο και διοικούσε τις αυτόχθονες δυνάμεις του Κύρου. Ο Κλέαρχος ήταν τόσο τρομακτικός, όσο μας είχε κάνει να πιστέψουμε ο Πρόξενος, και ακόμα χειρότερα. Το πρόσωπό του ήταν τόσο άσχημο και βλογιοκομμένο, ώστε να καταντά κωμικό, αλλά είχε ένα διαβολικό εξογκωμένο σημάδι που έπιανε το μισό μέρος του κροτάφου του και το οποίο συνέχεια σκάλιζε, με αποτέλεσμα να είναι αναζωπυρωμένο, ίσως σκόπι-
146 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
μα, για να κάνει εντύπωση. Το γένι του ήταν τόσο άγριο και ψει-ριασμένο, ώστε να προκαλεί την αποδοκιμασία ακόμα και των Σπαρτιατών, και δε χαμογελούσε - στην πραγματικότητα, σχεδόν δε μιλούσε καν παρά μόνο για να βρίσει τους άντρες του, ενώ ούτε να μασήσει δεν μπορούσε, λόγω των σάπιων μαυριδερών δοντιών του. Πέρασε έφιππος περιφρονητικά ανάμεσα από το στράτευμά του και μετά βίας καταδέχτηκε να προσκυνήσει τον Κύρο, αλλά οι καινούριοι νεοσύλλεκτοι βάδιζαν με απόλυτο συγχρονισμό, χωρίς να πηγαίνει χαμένη ούτε μια κίνηση ή λόγος, δείχνοντας ελάχιστο ενδιαφέρον κι ακόμα λιγότερη περιέργεια για το ένα εκατομμύριο αυτόχθονες στρατιώτες που είχαν συγκεντρωθεί για να παρακολουθήσουν την άφιξή τους· ακολουθούσαν δε την παραμικρή κίνηση ή προσταγή του Κλέαρχου τόσο προσεκτικά, λες και ήταν μηχανή - μια πολεμική μηχανή που είχε γεννηθεί με τη σειρά της από κάποιο θεό με δύναμη να ρυθμίζει τα πράγματα.
Στη διάρκεια της αναδιοργάνωσης του στρατού εδώ στον Μαίανδρο, ο Κλέαρχος, επισκοπώντας την κατάσταση, καταλήφθηκε από οργή και απαίτησε να μειωθεί δραστικά η ποσότητα των αποσκευών αλλά και το μπουλούκι του στρατοπέδου - οι Σπαρτιάτες αρνούνταν να πολεμήσουν για να προστατέψουν σκευο-φόρους με ρούχα, αυλήτριες και μαγείρους. Ο Κύρος αντιτάχθηκε για ένα διάστημα, αν και, όταν ο Κλέαρχος απείλησε ότι θ' αποχωρήσει με τα στρατεύματα που είχε μόλις φέρει, ο πρίγκιπας συγκατατέθηκε εν μέρει, μειώνοντας στο μισό τις σκευοφόρους και το μπουλούκι και πληρώνοντας αυτούς τους τελευταίους σε χρυσάφι για να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Επέμεινε, όμως, παρά τη μουρμούρα του Σπαρτιάτη, να κρατήσει μια μικρή συντροφιά από σκλάβες και υπασπιστές - ο πρίγκιπας ήταν Πέρσης και έπρεπε να τηρήσει τα προσχήματα.
Σε σχέση με αυτό που επιφύλασσαν οι Μοίρες για μένα, δεν μπορώ να πω αν το πείσμα του πρίγκιπα στην υπόθεση αυτή ήταν προς όφελός μου ή όχι, αν και η απόφαση του είχε εξίσου μεγάλο αντίκτυπο στη ζωή μου, όσο και κάθε απόφαση εκ μέρους των θεών ή των Σπαρτιατών στην προκειμένη περίπτωση.
Καταραμένος να 'ναι ο Κλέαρχος.
4
ΤΟ ΡΑΚΕΝΔΥΤΟ, ξυπόλυτο παιδί καθόταν πάνω σ' ένα βράχο στην άκρη του μονοπατιού, κοιτάζοντας με σταθερό βλέμμα μακριά, ενώ έψαχνε μεθοδικά μέσα σ' ένα δερμάτινο πουγκί περασμένο στη μέση του, βγάζοντας έξω κάμπιες που είχε μαζέψει κάτω από κούτσουρα και ρίζες και μασουλώντας τες μία μία. Όχι ότι είχα ποτέ ιδιαίτερη συμπάθεια στις κάμπιες και τις ακρίδες που είχα φάει ως δούλος στην Αθήνα -γέμιζαν την κοιλιά, σχεδόν, και αυτό ήταν το μόνο που μπορούσα να πω υπέρ τους-, αλλά το γεγονός ότι αυτό το παιδί τις έτρωγε συστηματικά έδειχνε ότι αποτελούσαν το κύριο συστατικό της διατροφής του και όχι συμπλήρωμα, όπως είχαν υπάρξει για μένα, και το συμπόνεσα γι' αυτό.
Επί μία ώρα ο Ξενοφώντας κι εγώ είχαμε τρέξει με τα άλογα μέσα από το στενό φαράγγι του Μαιάνδρου, επιλέγοντας προσεκτικά το δρόμο μας πάνω από το ποτάμι κατά μήκος ενός μονοπατιού όλο κατσάβραχα, όπου ήταν επίφοβο να γυρίσει ανάποδα το γόνατο ή να σπάσει το πόδι κάποιου αλόγου. Αναζητούσαμε ένα πέρασμα που οι οδηγοί μάς είχαν πει ότι θα βρίσκαμε εκεί κοντά, αλλά δεν είχαμε δει παρά μόνο τα απομεινάρια δύο γεφυριών από κορμούς δεμένους με σκοινιά, κομμένων πρόσφατα από τους ντόπιους, προφανώς σε μια προσπάθεια να εμποδίσουν την προέλαση του στρατού. Στην πραγματικότητα, ο στρατός δεν ακολουθούσε καν αυτό το μονοπάτι - ο Κύρος δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον να καταδιώξει μικρές φυλές νομάδων βοσκών στις ενδότερες οροσειρές. Εντούτοις, τα κοπάδια μας είχαν παρενοχληθεί τελευταία από ληστρικές ομάδες Πισιδών και ο Ξενοφώντας είχε προσφερθεί να βγει σε αναζήτηση ενός μονοπατιού, στο οποίο μπορούσε να σταλεί αργότερα μια βαρύτερα οπλισμένη ο-
148 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
μάδα οπλιτών για να τους τρομάξει και να τους διώξει μακριά. Ο Πρόξενος είχε συγκατατεθεί και μας είχε δώσει ένα διερμηνέα που τον έλεγαν Κλέωνα και δυο Βοιωτούς ανιχνευτές.
Έπρεπε να μιλάμε δυνατά για ν' ακουγόμαστε, καλύπτοντας το μουγκρητό του νερού, καθώς χυνόταν ορμητικά σε ένα χείμαρρο μέσα από το στενό χάσμα που ανοιγόταν αρκετά μίλια πριν. Στα δεξιά μας υπήρχε ένας απότομος λόφος από ψαμμίτη, ένας γκρεμός σχεδόν, απροσπέλαστος, διάτρητος από τα λαγούμια μιας τεράστιας αποικίας τρωκτικών που είχαν κατασκευάσει ένα εκτεταμένο δίκτυο από στοές κάτω από την επιφάνεια. Μικρά κομμάτια από ξεφλουδισμένο σχιστόλιθο και μπάζα έπεφταν κάτω μπροστά ή πίσω μας καθώς περνούσαμε, κάνοντας μας να σκεφτούμε ότι κάποιος πρέπει να βρισκόταν από πάνω μας στην κορφή της ράχης, κι όμως, όποτε κοιτάξαμε, είδαμε μονάχα το διάστικτο ψαμμίτη και περιστασιακά κάποιο μικρό χνουδωτό κεφάλι να ξεπροβάλει λαθραία από μια τρύπα.
Βλέποντας το παιδί να κάθεται εκεί πέρα μόνο του, έκανα νόημα στον Ξενοφώντα να σταθεί και σταματήσαμε τα άλογα μας στην άκρη, κοιτάζοντας το περίεργα. Μας αγνόησε τελείως ή προσποιούνταν ότι αγνοούσε την παρουσία μας. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από εννέα ή δέκα χρόνων και αναρωτήθηκα πώς είχε φτάσει ως εδώ, επειδή ίχνος καταυλισμού Πισιδών δεν έβλεπα εκεί κοντά. Τα μάγουλα του ήταν ρουφηγμένα από την πείνα και τα μάτια του βαθουλωμένα. Το δέρμα γύρω από το στόμα του ήταν βρόμικο, λες κι είχε παραφάει μέλι λίγο πριν και ξέχασε να πλυθεί μετά, αφήνοντας τη βρομιά να μαζευτεί γύρω από τα χείλη του και ν' ανακατευτεί με το σταθερό ρυάκι μύξας από τη μύτη του που δεν έδειχνε να έχει καμιά πρόθεση να το σκουπίσει.
Ανταλλάξαμε ένα βλέμμα με τον Ξενοφώντα. «Είναι στα καλά του το παιδί;» ρώτησα. Σήκωσε τους ώμους και φώναξε τον Κλέωνα να μας βοηθήσει στην επικοινωνία.
Ο Κλέωνας ήταν ένας ψηλός, λεπτός τύπος με βλέμμα άτονο και παράξενο και μαλλιά σαν αφάνα. Ένας Πισίδης που είχε πιαστεί αιχμάλωτος σε μια περσική επιδρομή, χρόνια πριν, αλλά από τότε είχε εκπερσιστεί εντελώς. Κοίταξε το παιδί περιφρονη-
ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ 149
τικά και του πέταξε ξερά μια ερώτηση. Το παιδί δεν έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον, απαξιώντας ν' ανοιγοκλείσει τα μάτια ή να του ρίξει μια ματιά-. Συνέχισε, απλώς, να μασάει αδιάφορα και να γριτσανίζει τις γυαλιστερές κάμπιες. Ο διερμηνέας ρώτησε κάτι άλλο, αλλά είχε την ίδια τύχη, κι ύστερα σήκωσε τους ώμους.
«Είναι βλάκας», είπε ο Κλέωνας. «Ή είναι κωφάλαλος». «Θα ήταν χρήσιμο αν μπορούσαμε να το κάνουμε να μιλή
σει», είπε ο Ξενοφώντας κοιτάζοντας σκεφτικά το χαμίνι. «Είναι σίγουρο ότι ξέρει την περιοχή, αλλιώς δε θα καθόταν εδώ με τόση άνεση. Πρέπει να ξέρει αν υπάρχουν τίποτα περάσματα εδώ κοντά».
Ξεκαβαλίκεψε από το άλογο του κι έκανα κι εγώ το ίδιο, ευελπιστώντας να τεντώσω τα πόδια μου. Ο Ξενοφώντας κάθισε στο βράχο δίπλα από το παιδί, ανασκαλεύοντας τον μπόγο που κουβαλούσε κρεμασμένο στα καπούλια του αλόγου του. Έβγαλε ένα μεγάλο κομμάτι ψητό αγριόχοιρο, απομεινάρι από μια κυνηγετική εξόρμηση δύο μέρες πριν, και το πρόσφερε στο λιμασμένο παιδί.
Τα μάτια του παιδιού τρεμόπαιξαν μόλις οσμίστηκε το κρέας κι έστρεψε αργά το κεφάλι του για να κοιτάξει καταπρόσωπο τον Ξενοφώντα. Ταχύτερα σχεδόν απ' όσο κατάφερα να δω, τινάχτηκε το χέρι του και χωρίς καν να κοιτάξει το κρέας, το άρπαξε και με μια αστραπιαία κίνηση το έχωσε μέσα στο δερμάτινο σάκο του. Το φύλαξε για μεταγενέστερο φαγοπότι, υπέθεσα, επειδή στη συνέχεια έστρεψε το βλέμμα του στον προηγούμενο στόχο του προς το ποτάμι και συνέχισε να μασουλά αργά τις κάμπιες.
«Δεν είμαι σίγουρος για το τι θέλει να μας πει», είπε ο Ξενοφώντας προβληματισμένος. Έκανε νόημα στον Κλέωνα να κατέβει κι αυτός από το άλογο του και πέρασε τα χαλινάρια και των τριών αλόγων πάνω από τα στριφογυριστά κλαδιά ενός μικρού θάμνου. Οι δύο Βοιωτοί περίμεναν υπομονετικά εκατόν πενήντα μέτρα πιο πίσω στο μονοπάτι, κολατσίζοντας και κουβεντιάζοντας ήσυχα μεταξύ τους.
«Μίλα του πιο ευγενικά», είπε ο Ξενοφώντας. «Μη ζητήσεις να μάθεις πού είναι το πέρασμα. Ρώτησέ το απλώς τι περιμένει».
150 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
Ο Κλέωνας κατσούφιασε κι ύστερα με μεγάλη προσπάθεια μαλάκωσε την έκφραση του σε μια καρτερική γκριμάτσα. Έσκυψε πίσω από το παιδί και το ρωτούσε αρκετά λεπτά, αλλά και πάλι χωρίς αποτέλεσμα. Με το που στάθηκε ξανά όρθιος, όμως, το παιδί είπε κάτι γρήγορα στη γλώσσα του, δυο τρεις λέξεις μόνο. Ο Κλέωνας έμεινε να το κοιτάζει ακίνητος, λες και περίμενε περισσότερα, αλλά το παιδί είχε τελικά απαγγείλει το ποίημα του και δεν είχε σκοπό να μιλήσει περισσότερο. Σήκωσε τους ώμους.
«Το παιδί λέει ότι περιμένει το Χάρο». Ο Ξενοφώντας κοίταξε πιο προσεκτικά το πρόσωπο του παι
διού. «Είναι παράξενο», είπε. «Δείχνει πεινασμένο, ίσως, αλλά καθόλου ετοιμοθάνατο. Αναρωτιέμαι τι να εννοεί».
Ακριβώς τότε, ένας ακόμα σωρός από χαλίκια έπεσε και προσγειώθηκε στα πόδια μας. Είχαμε μάθει να παραβλέπουμε αυτές τις μικρές κατολισθήσεις, αλλά το παιδί κοίταξε φοβισμένα τις πέτρες που είχαν πέσει μπροστά μας. Τη μικρή ποσότητα χαλικιών ακολούθησε μια πιο μεγάλη πτώση, που αυτή τη φορά περιλάμβανε μερικά βράχια, αρκετά μεγάλα ώστε να μελανιάσουν κάποιο πόδι, αν το χτυπούσαν απευθείας. Κοίταξα προς την κορυφή της ράχης, αλλά δεν είδα τίποτα. Τα παιδί όμως πετάχτηκε από το βράχο που είχε κουρνιάσει και στάθηκε απέναντι μας, μετατοπίζοντας το βάρος του από το ένα πόδι στο άλλο.
«Μοιάζει σαν να πρόκειται να πει κάτι τώρα», είπα, μια και είχε ανοίξει το στόμα του κι άρχισε να μιλάει, αλλά τα λόγια του πνίγηκαν ξαφνικά από έναν κρότο και έναν εκκωφαντικό, απαίσιο βρυχηθμό. Όταν κοίταξα προς τα επάνω, είδα πως ολόκληρη η πρόσοψη του απότομου σχιστολιθικού γκρεμού είχε αποκοπεί από το υπόστρωμα του, σαν φλούδα που κόβεται από ένα σάπιο δέντρο, είχε σπάσει σε τεράστια κομμάτια και κατρακυλούσε πάνω μας.
Δεν υπήρχε χρόνος ούτε καν να σκεφτούμε ν' αντιδράσουμε -μόνο να κινηθούμε μπορούσαμε. Ο Ξενοφώντας κι εγώ πηδήσαμε στο μονοπάτι κι ορμήσαμε μπροστά, ασυλλόγιοτα, αναζητώντας μόνο να προσπεράσουμε τους κομματιασμένους βράχους που ακούγαμε να κατρακυλούν από τον γκρεμό από πάνω μας,
ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ 151
συμπαρασύροντας χαμόκλαδα, βράχους, τα πάντα στο διάβα τους. Βροχή από σκόνη, χαλίκια και μικρούς βράχους έπεφτε πάνω στα κεφάλια και στους ώμους μας και μοιάζαμε να τρέχουμε απίθανα αργά, όπως συμβαίνει όταν βλέπεις εφιάλτη. Μέσα σε δευτερόλεπτα είχαμε συρθεί πίσω από μια απότομη καμπή, όπου το μονοπάτι κατέληγε σε μια απόμερη γωνιά του φαραγγιού, και συνειδητοποιήσαμε ότι βρισκόμαστε έξω από την πορεία της κατολίσθησης και ήμαστε ασφαλείς, εκτός κι αν κατέρρεε ολόκληρο το βουνό. Πιέσαμε τα πρόσωπα και τους ώμους πάνω στο πέτρινο τείχος, σκάβοντας με τα νύχια μας, ασθμαίνοντας και αγκομαχώντας όχι από εξάντληση, μια και δεν είχαμε τρέξει πάνω από λίγα μέτρα, αλλά σαν αποτέλεσμα ψυχικού καθαρμού από απόλυτο τρόμο.
Για κάμποσα λεπτά ακούγαμε τον ορυμαγδό των βράχων που κατρακυλούσαν στα τοιχώματα πίσω από τη γωνιά μας χωρίς να τους βλέπουμε και σωριάζονταν με εκκωφαντικό θόρυβο στο μονοπάτι. Αφού χτυπούσαν πάνω στο ίσιο κράσπεδο του μονοπατιού οι τεράστιες πέτρες σταματούσαν στιγμιαία, λες κι υπολόγιζαν τη θέση τους, και ύστερα συνέχιζαν την ξέφρενη πορεία τους, χτυπώντας πάνω στα χαμηλότερα τοιχώματα και πέφτοντας κάτω, στο ποτάμι, δημιουργώντας έναν τεράστιο παφλασμό από κιτρινωπά απόνερα κι αφρούς. Ύστερα από ένα λεπτό ο ορυμαγδός σταμάτησε, όσο γρήγορα είχε αρχίσει, κι εμείς βγήκαμε προσεκτικά από την προστατευτική μας γωνιά για ν' αντικρίσουμε την καταστροφή.
Το μονοπάτι είχε εξαφανιστεί τελείως. Κανένα ίχνος ζωής ή ανθρώπινης κίνησης δε φαινόταν και το μέρος όπου στεκόταν ένα λεπτό πριν ο Κλέωνας και τα τρία άλογα ήταν σκεπασμένο από τεράστια αγκωνάρια ύψους έξι μέτρων. Πυκνή σκόνη γέμιζε τον αέρα και δυσκολευόμαστε να δούμε, αλλά και ν' αναπνεύσουμε, ενώ από την πρόσοψη του γκρεμού, που προηγουμένως ήταν απότομη, σχεδόν κατακόρυφη, έμοιαζε τώρα να λείπει ένα τεράστιο κομμάτι, λες και κάποιος Τιτάνας είχε κόψει μια δαγκωνιά, αφήνοντας ένα μεγάλο λάκκο ή σπηλιά, το βάθος του οποίου δεν μπορούσαμε να διακρίνουμε καλά μέσα στη σκόνη.
152 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
Μέσα από το σταθερό παφλασμό του ποταμού, πάντως, ακούσαμε φωνές -όχι από κάποιους της ομάδας μας όπως πιστέ-ψαμε αρχικά, αλλά μάλλον νεανικές φωνές- και κοιτάζοντας προς τα πάνω στην κορυφογραμμή είδαμε μια σειρά από πενήντα περίπου φιγούρες να στέκονται στην άκρη. Έτσι όπως έπεφτε ο ήλιος, διακρίναμε μόνο το περίγραμμα τους· δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε το ντύσιμο ή την όψη τους, αλλά από την κορμο-στασιά τους έμοιαζαν αγόρια - ορισμένα τόσο μικρά, όσο κι αυ-τό,στο οποίο είχαμε μιλήσει, άλλα ελάχιστα μεγαλύτερα. Κοιτάζοντας προς τα κάτω, ζητωκραύγαζαν και κουνούσαν τα χέρια για την καταστροφή, που τώρα βλέπαμε ότι ήταν δικό τους επίτευγμα, μια και ορισμένα από τα μεγαλύτερα αγόρια κρατούσαν λοστάρια, τα οποία προφανώς είχαν χρησιμοποιήσει σαν μοχλούς για να σπρώξουν με δύναμη τ' αγκωνάρια από την κορυφή και ν' αρχίσει η κατολίσθηση. Το αποτέλεσμα θα πρέπει να ήταν πολύ πιο σπουδαίο απ' όσο είχαν αρχικά ελπίσει.
«Πισίδες», είπε ο Ξενοφώντας. «Μας έστησαν ενέδρα. Έπρεπε ν' ακούσουμε το παιδί. Περίμενε το θάνατο. Το δικό μας. Κοίτα!» και δείχνοντας προς το μέσο του λόφου είδαμε το ίδιο παιδί να πηδάει με ζωντάνια και ν' ανεβαίνει βράχο βράχο, καθώς είχε προφανώς προφυλαχτεί από την κατολίσθηση κάτω από τον ογκόλιθο του κι έτσι εμφανίστηκε χωρίς να έχει πάθει το παραμικρό. Πώς, αναρωτήθηκα, μπορεί να εξασκηθεί ένα παιδί να κάνει κάτι τέτοιο;
Στο διάστημα αυτό, οι κακούργοι μάς είχαν δει από την κορυφογραμμή και ούρλιαζαν από λύσσα, επειδή απέτυχαν να μας εξοντώσουν με την επίθεση τους. Η μισή συμμορία εξαφανίστηκε στη στιγμή, για ν' ακολουθήσει χωρίς αμφιβολία κάποιο από τα κρυφά μονοπάτια που κατηφόριζαν την πλαγιά και να μας αποτελειώσει εκεί που στεκόμαστε, ενώ οι υπόλοιποι άρχισαν να μπήγουν έξαλλα τους μοχλούς τους στο έδαφος ξεθεμελιώνοντας κι άλλους βράχους και χαλίκια και απειλώντας να στείλουν κι άλλη βροχή από αγκωνάρια πάνω μας.
Ο Ξενοφώντας με προσπέρασε γρήγορα και σύρθηκε ξανά πίσω από τη γωνία όπου είχαμε βρει αρχικά καταφύγιο, για να δει
ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ 153
τι επιλογές είχαμε από εκείνη την κατεύθυνση. Το μονοπάτι πίσω μας, από το οποίο είχαμε έρθει, ήταν αδιάβατο. Αυτό προς τα εμπρός αντηχούσε ήδη από τις φωνές των εξαγριωμένων αγοριών που κατέβαιναν εκεί που βρισκόμαστε. Μια απειλητική βροχή από χαλίκια άρχισε να πέφτει πάνω στα κεφάλια μας. Ο Ξενοφώντας με κοίταξε μανιασμένα και χωρίς να πούμε λέξη αρχίσαμε και οι δύο να πετάμε την πανοπλία μας, ενώ την ίδια ώρα πότε κατεβαίνοντας, πότε κατρακυλώντας αρχίσαμε να γλιστράμε στην απότομη πλαγιά από κάτω μας, ελπίζοντας σε μια εύκολη πρόσβαση στο ποτάμι, πριν τσακιστούμε από μια ακόμα κατολίσθηση.
Η «εύκολη πρόσβαση» δεν ήταν αυτό ακριβώς που αποκαλύφθηκε, μια και στο σημείο αυτό το ποτάμι κυλούσε μέσα από ένα στενό πέρασμα, με απότομα βράχια να προεξέχουν έξι μέτρα πάνω από την επιφάνεια του αφρισμένου νερού. Σταματήσαμε στιγμιαία στο χείλος και με μια γρήγορη προσευχή στους θεούς, για να μας θυμίσουν τις κολυμβητικές μας ικανότητες που είχαμε μάθει ως παιδιά στην Ερχιά, πηδήσαμε.
Οχτώ ώρες αργότερα, φτάσαμε κούτσα κούτσα στο στρατόπεδο, προς μεγάλη έκπληξη των φρουρών, φορώντας μόνο τα σανδάλια μας, γεμάτοι βαθιά κοψίματα, μώλωπες και γρατσουνιές από αγκάθια. Αφού παλεύαμε μισή ώρα, κινδυνεύοντας να πνιγούμε, μέσα στο θολό νερό, είχαμε μεταφερθεί τέσσερα μίλια πίσω ακολουθώντας το ρεύμα, αλλά ασφαλώς χωρίς να μπορούν να μας φτάσουν οι Πισίδες, απέχοντας, όμως, πολύ ακόμα από το στρατόπεδο μας, στο οποίο δε φτάσαμε παρά το σούρουπο. Ο Πρόξενος είχε ήδη ξεκινήσει τις νεκρώσιμες ετοιμασίες για μας, αφού είχε πληροφορηθεί με λεπτομέρειες από τους δύο τρομοκρατημένους Βοιωτούς συνοδούς για το φρικιαστικό μας θάνατο. Καταχάρηκε με την επιστροφή μας και μας τάιζε μέχρι αργά τη νύχτα με κρέας συνοδευόμενο με ανέρωτο κρασί, ικετεύοντας μας ξανά και ξανά να του εξιστορήσουμε πώς πέσαμε στο ποτάμι για να ξεφύγουμε. Οι φήμες για την περιπέτεια μας έφτασαν εκείνο το βράδυ ακόμα και μέχρι τον Κύρο, ο οποίος είχε πληροφορηθεί
154 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
για τον άκαιρο θάνατο μας, και σταμάτησε στη σκηνή του Πρόξενου για να μας συγχαρεί που αποφύγαμε το μοιραίο.
«Η επιστροφή σας αποτελεί καλό οιωνό για το στρατό!» είπε με θαυμασμό. «Είπα στον υπεύθυνο για τα άλογα να σας δώσει καινούρια - μπορείτε να το κανονίσετε το πρωί. Στο μεταξύ... μα τον Δία, Θέο, κοίτα αυτή την πληγή!» Έτσι πέρασε το υπόλοιπο βράδυ μαζί μας, συγκρίνοντας τις ουλές του με τις δικές μας και γελώντας με την πιθανή αντίδραση των μικρών αγοριών, όταν θα κατέβηκαν τη βουνοπλαγιά και θ' ανακάλυψαν ότι είχαμε εξαφανιστεί.
Όσο για τον κακομοίρη τον Κλέωνα δεν ελέχθη τίποτα περισσότερο, μια κι η απώλεια του δεν ήταν και σπουδαία, αφού ήταν απλώς ένας διερμηνέας.
Αφού αφήσαμε τον Μαίανδρο, βαδίσαμε ήσυχα άλλα διακόσια πενήντα χιλιόμετρα προς τα ανατολικά, με τον Κύρο να κάνει γιορτές και να ψυχαγωγεί τους ντόπιους αξιωματούχους, ώσπου φτάσαμε στην απέραντη πεδιάδα του Καύστρου, όπου το στράτευμα συγκεντρώθηκε σαν τεράστιο κοπάδι από φασαριόζικα κοράκια που στριφογύριζαν, κορδώνονταν κι αντάλλαζαν φωναχτά εντολές και προσβολές. Η στάση ήταν απαραίτητη για ξεκούραση κι αναδιοργάνωση, μια και πορευόμαστε πάνω από τρεις μήνες τώρα και ο καιρός είχε γίνει αποπνικτικά ζεστός και τα ελληνικά στρατεύματα προσαρμόζονταν στο κλίμα με αργό ρυθμό. Τα περσικά τμήματα που βρίσκονταν στο στρατό μας -οι στρατιώτες του Αριαίου και η επίλεκτη προσωπική έφιππη φρουρά του Κύρου-πείραζαν ανελέητα τους Έλληνες για τα παράπονα που έκαναν, λέγοντας ότι εκείνοι προσωπικά ένιωθαν πολύ δροσερά, αφού στο κάτω κάτω ταξιδεύαμε μέσα από τις σχετικά δροσερές οροσειρές της Πισιδίας. «Τα καλύτερα δεν έχουν έρθει ακόμα», σάρ-καζαν. «Εσείς οι καλομαθημένοι Έλληνες θα μαραθείτε σαν τους πανσέδες στην έρημο της Συρίας!»
Και το ηθικό, όμως, είχε αρχίσει να πέφτει επίσης. Οι άντρες παραπονιόνταν αρκετές εβδομάδες τώρα ότι τους χρωστούσαν
ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ 155
παλιούς μισθούς. Ο πρίγκιπας δεν επέτρεπε καμιά διαρπαγή καθ' οδόν, ούτε λεηλασία, κι εφόσον δεν είχε πληρώσει κανένα μισθό στους στρατιώτες από τότε που ξεκινήσαμε, οι άντρες αντιμετώπιζαν δυσκολίες κάθε φορά που περνούσαν από την αγορά κάποιας πόλης και δεν ήταν σε θέση ν' αγοράσουν ακόμα και βασικά εφόδια, πολύ περισσότερο να προμηθευτούν μπιχλιμπίδια ή να τζογάρουν. Αυτό δυσαρεστούσε πολύ τον Κύρο, μια και είχε υπάρξει πάντα, και δικαίως, περήφανος για το ότι συμπεριφερόταν δίκαια στους άντρες του, και στήριζε πολλά στη διατήρηση της υπακοής τους, ειδικά λόγω του μεγέθους του στρατού του και της απομονωμένης του θέσης. Μόλις τα παράπονα άρχισαν να προβληματίζουν τους αξιωματικούς, είδαμε μια μικρή πομπή αμαξών να πλησιάζει από μακριά. Ο Κύρος δεν έδειξε καθόλου έκπληκτος - στην πραγματικότητα φάνηκε ότι την περίμενε.
Τοποθέτησα το άλογό μου δίπλα στου Πρόξενου όταν έφτασε η πομπή και την παρακολουθούσαμε και οι δύο με ενδιαφέρον. Οι άμαξες ήταν πλούσια εφοδιασμένες, με καλοντυμένα άλογα και δυνατούς φρουρούς και υπηρέτες ντυμένους με εκλεκτά μεταξωτά και χρυσές αλυσίδες. «Η πομπή ανήκει στη βασίλισσα της Κιλικίας Επύαξα», είπε. Καθώς η γυναίκα βγήκε προσεκτικά μπροστά στα μάτια του συγκεντρωμένου στρατού, είδα ότι είχε περάσει η πρώτη της νεότητα, αν και διατηρούσε ακόμα κάποια λάμψη της ομορφιάς που κάποτε είχε.
«Είναι η γυναίκα του βασιλιά Συέννεση, ενός από τους συμμάχους του Κύρου. Είναι ένας γέρος που υπήρξε σατράπης και του πατέρα του πρίγκιπα».
«Πού είναι ο βασιλιάς;» ρώτησε ο Ξενοφώντας ερχόμενος προς το μέρος μας. «Δεν μπορεί να έστειλε μόνη τη γυναίκα του να μας συναντήσει, έτσι δεν είναι;»
«Χα! Είναι ολόκληρη ιστορία», απάντησε περιπαικτικά ο Πρόξενος. «Αυτός ο βασιλιάς δεν έχει εγκαταλείψει το παλάτι του για δέκα χρόνια, από ντροπή για τον τρόπο με τον οποίο τον μεταχειρίστηκαν οι Πισίδες, όταν τον έπιασαν αιχμάλωτο στη διάρκεια ενός από τους ασήμαντους μικροπολέμους του. Ψίθυροι λέ-
156 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
νε ότι η μεταχείριση που δέχτηκε κατέληξε στην απώλεια του ανδρισμού του, αν και δεν μπορώ να πω με σιγουριά αν αυτό ήταν κάτι σωματικό ή μια μορφή τρέλας που του επέβαλαν οι θεοί ως τιμωρία για κάποιες πράξεις του». Ο Πρόξενος σταμάτησε και κοίταξε γύρω προσεκτικά για να δει αν βρισκόταν κάποιος εκεί κοντά. Ύστερα έσκασε ένα πλατύ χαμόγελο. «Αλλά αν ο ανδρισμός του χάθηκε κάπου, λένε ότι από τότε η βασίλισσα δε χάνει ευκαιρία να τον αναζητά ανάμεσα σε τυχερούς υποψήφιους». , Πραγματικά, δεν ξέρω ακριβώς τι συνέβη στη σκηνή του Κύ-
ρου κατά τη διάρκεια της επίσκεψης της βασίλισσας, γιατί ήταν μία από τις λίγες φορές που ο Πρόξενος δεν κλήθηκε να παραστεί στην επίσημη υποδοχή. Ακόμα και οι αγαπημένες παλλακίδες του Κύρου βγήκαν έξω με συνοπτικές διαδικασίες, κάνοντας τους Έλληνες αξιωματικούς να ευθυμήσουν, βλέποντας τις αγανακτισμένες γκριμάτσες που έκαναν τα κορίτσια στη διάρκεια της προσωρινής τους εξορίας σε μια γειτονική σκηνή.
Ξέρω, πάντως, ότι η βασίλισσα έφερε στον Κύρο ένα τεράστιο ποσό χρημάτων, μερικές κασέλες γεμάτες ασήμι, μέρος του οποίου χρησιμοποίησε για να πληρώσει επί τόπου μισθούς τεσσάρων μηνών στους στρατιώτες του και ένα επιπλέον επίδομα για την υπομονή τους. Οι άντρες εκδήλωσαν δυνατά την εκτίμηση τους για τη βασίλισσα, κάνοντας ευχή στο όνομα του θεού Πρία-που και κουνώντας τα κερατόσχημα κύπελλα τους εις υγείαν του απόντος συζύγου της. Η βασίλισσα, όντας πολύ αξιοπρεπής για να δείξει προσβεβλημένη, κούνησε απλώς το κεφάλι και χαμογέλασε στους άντρες σεμνά, όταν βγήκε από τα διαμερίσματα του Κύρου - έπειτα χώθηκε πάλι στην ταξιδιωτική σκηνή της από τριχωτό, ακατέργαστο δέρμα.
ΒΙΒΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΑΝΑΒΑΣΗ
Ω, κρίμα αλήθεια, οι άνθρωποι με τους θεούς να τα 'χουν, γιατί θαρρούν πως από μας οι συμφορές τους βρίσκουν, ενώ παθαίνουν μόνοι τους απ' ασυλλογισιά τους, χωρίς να φταίει η μοίρα τους.
ΟΜΗΡΟΣ*
* Ομήρου, Οδύσσεια, ραψωδία α, στιχ. 32-35, μετάφραση: Ζήσιμος Σίδερης, ΟΕΔΒ, Αθήνα. (Σ.τ.Ε.)
1
Η ΚΑΛΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Επύαξα μάς συνόδευσε στην πορεία για μερικές εβδομάδες και στο Τυρίαιο,* την πρώτη μεγάλη πόλη που συναντήσαμε μετά την άφιξή της, ο στρατός κλήθηκε να σταματήσει για τρεις μέρες. Η βασίλισσα είχε γίνει ακόμα πιο παράτολμη στις εκδηλώσεις αγάπης προς τον Κύρο και τον είχε παρακαλέσει να κανονίσει μια επίδειξη του στρατού του για χάρη της. Πιστεύοντας ότι μπορούσε ν' αποτελέσει καλή ευκαιρία για τον εντυπωσιασμό των κατοίκων της πόλης με τη στρατιωτική του δύναμη κι ως εκ τούτου τη συνέχιση του εύκολου ανεφοδιασμού, ο Κύρος δέχτηκε πρόθυμα.
Οι άντρες γκρίνιαξαν για την επιπλέον δουλειά που χρειαζόταν για το γυάλισμα των ασπίδων, το πλύσιμο των ασπρόρουχων αλλά και των σωμάτων τους και το χτένισμα των μαλλιών τους, αλλά πιστεύω ότι γενικά χάρηκαν με την ευκαιρία να δώσουν παράσταση για το γεμάτο δέος πληθυσμό. Ήταν ένα ευπρόσδεκτο διάλειμμα από τη ρουτίνα και τη χαμαλοδουλειά. Το Τυρίαιο δεν ήταν από καμιά άποψη μεγάλη πόλη - μια κοινότητα από χαμηλά χαμόσπιτα, χτισμένα άτακτα, με μια σκονισμένη πλατεία στη μέση, όπου έμενε ο τοπικός κυβερνήτης και μια μικρή στρατιωτική φρουρά, επικουρούμενη από μεγάλο πληθυσμό, άθλιων στην όψη, αγροτών και δούλων. Το μέρος ήταν νοσηρό - ένας ανοιχτός αγωγός με ακαθαρσίες περνούσε καταμεσής των σκονισμένων δρόμων, ενώ οι άνθρωποι υπέφεραν από μύγες που τους τσιμπούσαν και η δυσωδία ήταν αποπνικτική. Ο Πρόξενος παρα-
* Τυρίαιο ή Τυραίο: πόλη της Λυκαονίας στα σύνορα με τη Φρυγία και την Πι-σιδία. Η θέση της παραμένει άγνωστη. (Σ.τ.Μ.)
160 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
τήρησε, χωρίς να τον ακούει ο Κλέαρχος και οι άντρες του, ότι είχε μεγάλη ομοιότητα με τη Σπάρτη και, πραγματικά, οι Σπαρτιάτες εδώ έδειχναν περισσότερο εξοικειωμένοι, σαν στο σπίτι χους, παρά με την ανατολίτικη λαμπρότητα των Σάρδεων ή το μεγαλείο της Αθήνας.
Οι Έλληνες πήραν εντολή να παραταχθούν σε θέση μάχης, ο καθένας ανάλογα με τα έθιμα της μονάδας και της χώρας του, και κάθε αρχηγός ν' αναλάβει τους άντρες του. Έτσι βαδίσαμε σε παράταξη τεσσάρων ζυγών, δηλαδή βάθους τεσσάρων αντρών, με τον Μένωνα το Θεσσαλό και τους χίλιους βαριά οπλισμένους πεζούς του αλλά και τους πεντακόσιους ιπποτοξότες να κρατούν το δεξιό κέρας, τον Κλέαρχο και τους τρομακτικά ανέκφραστους Σπαρτιάτες το αριστερό, ενώ εμείς οι υπόλοιποι ήμαστε στο κέντρο. Οι άντρες είχαν γυαλίσει τα χάλκινα κράνη τους με ένα λούστρο που λαμποκοπούσε κάτω από το λαμπρό φως του ήλιου που αναδείκνυε τις κνημίδες και τους πορφυρούς χιτώνες, ενώ είχαν αφήσει ακάλυπτες τις αστραφτερές ασπίδες τους. Για όποιον τους αντίκριζε έτσι όπως βάδιζαν αντίθετα στον ήλιο, η αντανάκλαση ήταν σχεδόν ανυπόφορη. Ο Κύρος και η βασίλισσα επιθεώρησαν πρώτα τα περσικά στρατεύματα που παρέλαυναν με βασιλική μεγαλοπρέπεια πάνω σε άλογα ή πεζά. Στη συνέχεια το βασιλικό ζευγάρι επιβιβάστηκε σε ένα άρμα και πέρασε αργά μπροστά από την κεντρική παράταξη των Ελλήνων, όπου όλοι στεκόμαστε ακίνητοι σε στάση προσοχής, ενώ ένα χαμηλό σύννεφο σκόνης κατακαθόταν στα πόδια μας και μια άχνα σηκωνόταν από τα ιδρωμένα καπούλια των αλόγων των αξιωματικών.
Καθώς ο Κύρος και η βασίλισσα περνούσαν μπροστά από τις τελευταίες σειρές των Ελλήνων κι ήταν έτοιμοι να επιστρέψουν στα ιθαγενή στρατεύματα του πρίγκιπα, ο πρίγκιπας έκανε ένα βουβό σήμα πίσω από την πλάτη του στους Έλληνες. Και τότε, πίσω από τις γραμμές μας ήχησε το πένθιμο πολεμιστήριο σάλπισμα που έπαιζε η ελληνική σάλπιγγα, τον ηχηρό αντίλαλο της οποίας αποδίδει ο Αριστοφάνης στο όμοιο με πρωκτό κουνου-πιού σχήμα της. Τα δόρατα παρουσιάστηκαν με τις χάλκινες αιχμές τους παραταγμένες σε μια θανατηφόρα, αιχμηρή κόψη.
ΑΝΑΒΑΣΗ 161
Οι μπροστινές σειρές των στρατιωτών έφεραν τα λεία κοντάρια από ξύλο φλαμουριάς σε οριζόντια θέση διείσδυσης, ενώ αυτοί που βάδιζαν από πίσω έφεραν τα δικά τους στην κάθετη θέση ετοιμότητας, με σπαρτιάτικη ακρίβεια, και η ελληνική δύναμη προχώρησε με μοναδική ενότητα προς τον Κύρο και τα ιθαγενή στρατεύματα, επί τροχάδην, σαν να ετοίμαζαν επίθεση. Οι απαίσιες βοιωτικές μηχανές του Πρόξενου, ετοιμασμένες εκ των προτέρων για μια αποτελεσματική επίδειξη, άρχισαν ξαφνικά να ξερνούν φωτιά στο κενό κατά μήκος των πλευρών του· στρατεύματός μας και, όπως παρατήρησα, οι Πέρσες αξιωματικοί κο-κάλωσαν και κοίταζαν ερωτηματικά ο ένας τον άλλο και οι άντρες τους άρχισαν να μετακινούνται νευρικά στις σειρές τους. Η σάλπιγγα ήχησε και πάλι, το παροτρυντικό, τραχύ κάλεσμα για επίθεση, και μέσα από δέκα χιλιάδες λαρύγγια βγήκε ένας εκκωφαντικός αλαλαγμός. Ύστερα σηκώνοντας ψηλά τις ασπίδες και χτυπώντας μανιασμένα πάνω τους τα κοφτερά σαν λεπίδες δόρατα, ακολουθώντας το ρυθμό του βηματισμού τους, οι Έλληνες όρμησαν σε ένα έξαλ\ο τρέξιμο, καθώς ξεχύθηκαν σαν αιμάτινο, πορφυρό κύμα κατευθείαν προς το κέντρο των εμβρόντητων ιθαγενών στρατευμάτων του Κύρου.
Οι Πέρσες έμειναν με γενναιότητα στη θέση τους για μια στιγμή, καθώς οι αξιωματικοί τους κοίταζαν κατάπληκτοι τη φονική επίθεση των Ελλήνων, κι ύστερα, λες και είχε δοθεί σήμα από το διοικητή τους, όλοι, εκτός από τον πρίγκιπα, έκαναν μεταβολή και άρχισαν να τρέχουν σαν λαγοί. Η τρομοκρατημένη βασίλισσα πήδησε από το άρμα, σαν μουλαράς που τον καλούν να κο-λατσίσει, κι όλος ο πληθυσμός της πόλης τράπηκε σε φυγή. Ο Κύρος έκανε σήμα στους Έλληνες να σταματήσουν, πράγμα που έκαναν αμέσως, σηκώνοντας ένα τεράστιο σύννεφο λεπτής σκόνης, καθώς έσυραν τα πόδια τους για να σταματήσουν, χαμηλώνοντας τα δόρατα τους στο έδαφος. Ο ήχος της τρομακτικής τους κραυγής έσβησε σε μια μακρινή ηχώ κι ύστερα εξαφανίστηκε εντελώς. Ο μόνος ήχος που ακουγόταν, διαπερνώντας το πεδίο και αντηχώντας στους σιωπηλούς, ανεμοδαρμένους δρόμους του Τυρίαιου, ήταν το αποδοκιμαστικό γέλιο του Κύρου, καθώς στε-
162 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
κόταν μόνος μες στο άρμα του με δάκρυα να κυλάνε από τα μάτια του.
«Μα τους θεούς», ψιθύρισα στον Ξενοφώντα με την άκρη των χειλιών μου, καθώς στεκόμαστε ακίνητοι μέσα στη σκόνη με τα μάτια καρφωμένα στον Κύρο. «Τους είδες πώς έτρεχαν;»
«Μην καμαρώνεις, Θέο. Να θυμάσαι πως υποτίθεται ότι είναι με το μέρος μας».
«Ας ελπίσουμε ότι οι βάρβαροι ενάντια στους οποίους θα πολεμήσουμε είναι ακριβώς το ίδιο δειλοί, αλλιώς δεν έχουμε καμιά τύχη», είπα.
Ο Ξενοφώντας απλώς μούγκρισε, αλλά μπορούσα να διακρίνω ότι είχε πάρει κάποια μικρή ευχαρίστηση από την επίδειξη.
Οι άντρες ήταν εξαγριωμένοι και η ένταση μες στο αποπνικτικά ζεστό, σκονισμένο στρατόπεδο ήταν ολοφάνερη. Αφού αφήσαμε την κουρασμένη πια βασίλισσα στην Ταρσό, όπου ο χρόνια πάσχων σύζυγος διατηρούσε το παλάτι του, ο στρατός είχε απει-θαρχήσει κι αρνιόταν να προχωρήσει για τρεις εβδομάδες, προς κοινή κατάπληξη του γέρου βασιλιά Συέννεση και του Κύρου. Οι στρατιώτες είχαν ακούσει φήμες ότι πραγματικός σκοπός του πρίγκιπα ήταν να νικήσει τον αδερφό του, το βασιλιά της Περσίας Αρταξέρξη, αλλά δεν τους είχε προσλάβει για κάτι τέτοιο, είπαν. Η στάση ήταν επικείμενη και δυσαρεστημένοι ηγήτορες είχαν προβάλει ανάμεσα στους άντρες. «Οι Έλληνες είναι θαλασσινός λαός!» φώναζε ένας νεόκοπος ομιλητής. «Η θάλασσα! Όσο βρισκόμαστε κοντά στη θάλασσα βρισκόμαστε και κοντά στα σπίτια μας! Τα ίδια νερά που γλείφουν τα πόδια μας σ' εχθρική περιοχή βρέχουν επίσης και τις αγαπημένες ακτές της γενέτειρας μας!» Η σκέψη της αντιμετώπισης των τεράστιων δυνάμεων ενός ισχυρού βασιλιά εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από τη θάλασσα, διασχίζοντας καυτές αμμώδεις ερήμους και κατάξερες οροσειρές, ανάμεσα σε παράξενους θεούς και άντρες που αγνοούσαν τη θάλασσα, ήταν ακατανόητη στους στρατιώτες και, με εξαίρεση τους Σπαρτιάτες του Κλέαρχου, αρνούνταν να δεχτούν επιπλέον
ΑΝΑΒΑΣΗ 163
εντολές. Όταν μια ομάδα των αξιωματικών με επικεφαλής τον Πρόξενο στάθηκαν μπροστά στο στράτευμα και επιχείρησαν να τους πείσουν με λόγια, εισέπραξαν απλώς σάπια τρόφιμα.
Ο Ξενοφώντας επέστρεψε στη σκηνή μας συγχυσμένος κι έκπληκτος, σκουπίζοντας αβγά από τα μαλλιά του. Δεν είχε καθόλου χρόνο να ξεκουραστεί ή να δώσει εξηγήσεις, όμως, μια και ο Πρόξενος όρμησε βιαστικός, μέσα από τα παραπετάσματα της σκηνής, ένα λεπτό αργότερα.
«Μη διανοηθείς να καθαριστείς!» διέταξε, με το πρόσωπο κόκκινο και το σαγόνι σφιγμένο από τη μανία, ενώ ο χιτώνας του ήταν γεμάτος σάπια φρούτα, «Θέλω να το δει αυτό ο Κλέαρχος!» Αρπάζοντας τον Ξενοφώντα, προχώρησε ορμητικός προς την περιοχή του στρατηγού, συναντώντας στο δρόμο και άλλους αξιωματικούς που ήταν παρόντες και εξίσου εξοργισμένοι.
Όταν άκουσε την αναφορά τους, ο Κλέαρχος κιτρίνισε και πηγαινοερχόταν στη σκηνή μπροστά στους αξιωματικούς μουρμουρίζοντας απειλές για θανάτωση των στασιαστών. Τελικά σταμάτησε ατενίζοντας τους αξιωματικούς και πήρε βαθιά ανάσα που την κράτησε για μια στιγμή. Η ουλή στον κρόταφο του είχε πεταχτεί από τη γύρω επιδερμίδα αγριεμένη και προκαλώντας του πόνο. Ελευθέρωσε την ανάσα του που κατέληξε σε βαθύ αναστεναγμό κι ύστερα αργά και συνειδητά ανασυγκρότησε το πρόσωπο του με τον αέρα ήρεμου ηθοποιού που παίζει τον πρώτο ρόλο σε τραγωδία του Ευριπίδη στο μεγάλο θέατρο της Αθήνας. Παίρνοντας τον Πρόξενο σε μια άκρη, του ψιθύρισε για ένα λεπτό, χειρονομώντας έντονα με τα χέρια του, με νευρικά μικρά σπρωξίματα και χτυπήματα, καθώς ο Πρόξενος κουνούσε βλοσυρά το κεφάλι του. Ύστερα βγαίνοντας ατάραχα από τη σκηνή του, ο Κλέαρχος σκαρφάλωσε σε ένα μεγάλο αγκωνάρι, παραγκωνίζοντας ένα θυμωμένο λοχία που καταφερόταν εναντίον του Κύρου στις ολοένα αυξανόμενες γραμμές των επαναστατημένων Ελλήνων. Ο λοχίας κοίταξε αρχικά πίσω του θυμωμένα για την απότομη αυτή συμπεριφορά, αλλά όταν είδε τον Κλέαρχο να τον καρφώνει με το βλέμμα, πάνιασε και βιαστικά πήρε τη θέση του ανάμεσα στο πλήθος που παρακολουθούσε.
164 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
Ο Κλέαρχος ηρέμησε και καθάρισε το λαιμό του, καθώς οι άντρες άρχιζαν να ησυχάζουν για να τον ακούσουν. Ήταν ένας άντρας με κύρος, ένας Έλληνας όπως αυτοί, παρ' όλα αυτά κάποιος που δεν ήταν σίγουροι ότι μπορούσαν να εμπιστεύονται. Και τότε άρχισε να κλαίει.
«Σύντροφοι!» φώναξε με τα δάκρυα να τρέχουν στα μάγουλα του. Οι στρατιώτες έμειναν σιωπηλοί σαν απολιθωμένοι από αυτή την αναπάντεχη επίδειξη συναισθήματος. «Πολεμάμε και βαδίζουμε μαζί από τότε που πελεκήσαμε τους Θράκες μες στα χιόνια των βουνών τους πριν από ένα χρόνο. Ορισμένοι από εσάς είναι μαζί μου από πιο παλιά ακόμα, από τον πόλεμο Αθήνας-Σπάρ-της· από τότε έχω το προνόμιο να ηγούμαι βετεράνων από κάθε ελληνική πόλη, όντας στην υπηρεσία του ευεργέτη μου Κύρου. Ο πρίγκιπας μου έδωσε δέκα χιλιάδες δαρεικούς για να με πείσει να ενταχθώ στις δυνάμεις του - κι ούτε μια δεκάρα δεν ξόδεψα για τον εαυτό μου! Τα έχω διαθέσει όλα για σας, για να στρατολογήσω τους πιο ικανούς, τους πιο έμπειρους, τους πιο σκληροτράχηλους παλιοκερατάδες που περπάτησαν ποτέ πάνω στη γη!»
Τη στιγμή εκείνη ακούστηκαν από διάφορα σημεία ζητωκραυγές, τις οποίες όμως αρνήθηκε ν' αποδεχτεί, με τα μάτια καρφωμένα κάτω λες και ντρεπόταν. Τους είχε του χεριού του, καθώς χαμήλωσε τη φωνή του για εντυπωσιασμό, και οι άντρες συσπειρώθηκαν πιο κοντά για ν' ακούσουν τα τρεμάμενα λόγια του, καθώς ο πορφυρός κουρελιασμένος χιτώνας του ανέμιζε γύρω του μέσα στον καυτό λίβα της ερήμου.
«Ξέρω, το ίδιο καλά μ' εσάς, ότι ο πρίγκιπας δε μας φέρθηκε τίμια», είπε ξανακοιτάζοντας τους άντρες. «Ο Κύρος φοβήθηκε ότι θα αρνιόμαστε να πορευτούμε μαζί του στον Ευφράτη, μια κι αυτή είναι η πρόθεσή του - όχι να πολεμήσει κατά του αδερφού του, του βασιλιά, όπως ίσως να έχετε ακούσει, αλλά να συντρίψει τον παλιό του εχθρό, τον Αβροκόμα.* Κι εγώ αισθάνομαι εξαπα-
* Αβροκόμας: σατράπης της Φοινίκης επί Αρταξέρξη, στον οποίο είχε ανατεθεί η φύλαξη της διάβασης του Ευφράτη και των στενών της Κιλικίας, όταν ο Κύρος εξεστράτευσε εναντίον του. (Σ.τ.Μ.)
ΑΝΑΒΑΣΗ 165
τημένος. Παρ' όλα αυτά, εξακολουθώ να υπολογίζω στη φιλία του πρίγκιπα. Γι' αυτό ακριβώς τώρα πιέζομαι τόσο πολύ για να σας απαντήσω. Πρέπει να διαλέξω ανάμεσα στο να σας εγκαταλείψω και να διατηρήσω τη φιλία του ή να τον προδώσω και να μείνω μαζί σας».
Οι άντρες παρακολουθούσαν με προοδευτικά αυξανόμενη αγωνία, καθώς ο διοικητής τους στάθμιζε το δίλημμα του σε ένα συναισθηματικό ξέσπασμα.
Ο Κλέαρχος αναστέναξε βαθιά και κοίταξε τους άντρες με μάτια κόκκινα και λαμπερά. «Έχετε καμιά αμφιβολία για το ποια θα είναι η επιλογή μου; Δε θα επιτρέψω σε κανένα να πει ότι οδήγησα τους άντρες μου -τους Έλληνές μου!- εναντίον βαρβάρων κι ύστερα επέλεξα να τους εγκαταλείψω και να ενωθώ με τους βαρβάρους. Είμαι πρώτα από όλα και πάνω από όλα Έλληνας και μόνο έτσι είμαι στρατηγός του Κύρου. Αν καταλήξω σε κάποια απόφαση, θα ταυτίσω την τύχη μου με τη δική σας, ας πάνε στα κομμάτια οι συνέπειες! Εσείς είστε η χώρα μου! Εσείς είστε οι φίλοι και σύντροφοι' μου! Μαζί σας αποκτώ τιμή, χωρίς εσάς είμαι ένα τίποτα, γιατί η φιλία ακόμα και με έναν άντρα τόσο σπουδαίο όσο ο Κύρος είναι ανάξια, αν έχω προδώσει τους άντρες μου». Στο σημείο αυτό οι άντρες ξέσπασαν σε μια δυνατή ζητωκραυγή. Ο Κλέαρχος έμοιαζε χαμένος σε ονειροπόληση, με το βλέμμα καρφωμένο κάτω στα πόδια του και τους ώμους να τραντάζονται λες κι είχαν διαλυθεί από το συναίσθημα. Ύστερα από ένα λεπτό ξανακοίταξε τους άντρες με μάτια καθαρά, ατενίζοντας τα πρόσωπα αυτών που λίγα λεπτά πρωτύτερα ήταν έτοιμοι να τον λιντσάρουν, αλλά που τώρα τον τιμούσαν με αλλεπάλληλα κύματα ζητωκραυγών. Παρακολουθούσα τη σκηνή όπως ένας απλός μαθητής κάποιου μεγάλου γλύπτη που μένει ενεός καθώς ο καλλιτέχνης κόβει ένα κομμάτι πηλό και αρχίζει να το πλάθει, μαλάσσοντάς το για να το ζεστάνει και να το μαλακώσει κι ύστερα αρχίζει να το φτιάχνει επιδέξια σύμφωνα με τα σχέδιο του.
Ο Κλέαρχος αναστέναξε και πάλι αξιολύπητα και μετά κατέληξε. «Οι ευχές των Ελλήνων στρατιωτών θερμαίνουν την καρδιά μου όσο τίποτ' άλλο. Πάντως, αφού σπάσω τον όρκο υπακοής
166 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
προς τον Κύρο, μου είναι αδύνατο να παραμείνω στην αρχηγία. Δεν μπορώ να παραμείνω στρατηγός, περιμένοντας να με ακολουθήσουν άλλοι άντρες. Ακόμα και τώρα που στέκομαι εδώ, ο Κύρος με καλεί να του δώσω εξηγήσεις. Σας ικετεύω να εκλέξετε κάποιον άξιο άντρα για να σας οδηγήσει κι εγώ θα πάρω τη θέση μου στις γραμμές δίπλα στον ταπεινότερο γιδοβοσκό. Με τη βοήθεια των θεών, ο νέος ηγέτης σας θα σας οδηγήσει πίσω στην αγαπημένη μας πατρίδα, μέσα από τις εχθρικές χώρες των Κιλί-κων και των Πισιδών».
Εχθρικές χώρες; Οι στασιαστές είχαν αποφύγει, ανεξήγητα, να το αναφέρουν αυτό και οι άντρες άρχιζαν να μουρμουρίζουν. Τελικά, κάποιος σηκώθηκε πάνω και φώναξε: «Ο Κλέαρχος έχει δίκιο! Θ' αγοράσουμε προμήθειες και θα επιστρέψουμε στην Ελλάδα, προτού ο Κύρος αποφασίσει να μας ξεπαστρέψει!» Κάποιος άλλος φώναξε αντίθετα. «Όχι! Να ζητήσουμε από τον Κύρο πλοία για να μας μεταφέρουν πίσω από τη θάλασσα ή τουλάχιστον να μας δώσει κάποιο οδηγό!» Κάποιος ούρλιαξε ότι δε θα ανέβαιναν ποτέ σε πλοίο του Κύρου, από το φόβο προδοσίας, ενώ άλλοι διαμαρτύρονταν ότι δε θα ακολουθούσαν ποτέ έναν από τους οδηγούς του. Η συγκέντρωση εκφυλίστηκε σε χάος, αλλά ο Κλέαρχος στεκόταν σιωπηλός πάνω στο βράχο, με το κεφάλι κατεβασμένο από ντροπή και κυρτωμένους τους δυνατούς του ώμους. Ξαφνικά ο Πρόξενος προχώρησε και στάθηκε δίπλα του, χειρονομώντας στους άντρες να σωπάσουν. Κοίταξα τον Κλέαρχο και τον είδα να λοξοκοιτάζει τον Πρόξενο με την άκρη του στεγνού τώρα πια ματιού του, ενώ ένα μικρό χαμόγελο φάνηκε να σχηματίζεται στην άκρη του στόματος του, αν βέβαια ο Κλέαρχος ήταν ικανός να χαμογελάσει.
«Έλληνες!» φώναξε ο Πρόξενος και οι άντρες σώπασαν. «Τσακωνόμαστε για την τύχη ενός στρατού δέκα χιλιάδων, αλλά αγνοούμε τα γεγονότα! Δεν έχουμε ιδέα για το ποια θα είναι η αντίδραση του Κύρου, αν θα είναι εχθρική ή φιλική· γνωρίζουμε μόνο ότι δε θα παραμείνει αδιάφορος. Ας στείλουμε τον Κλέαρχο στον Κύρο για να τον ρωτήσει άμεσα τι σκοπεύει να κάνει. Ο πρίγκιπας είναι έντιμος. Μπορεί είτε να μας πείσει να μείνουμε
ΑΝΑΒΑΣΗ 167
και να τον συνοδεύσουμε εναντίον του Αβροκόμα ή μπορούμε να τον πείσουμε να μας αφήσει ν' αποχωρήσουμε έντιμα, ως φίλοι, με την υπόσχεση μιας ασφαλούς συμφωνίας. Ύστερα μπορούμε ν' αποφασίσουμε αν θα βασιστούμε στην απάντηση του».
Οι άντρες μουρμούρισαν συναινετικά και ο Κλέαρχος κατέβηκε από το βάθρο του. Συνοδευόμενος από τον Μένωνα και τον Πρόξενο, άφησε τους άντρες στο πεδίο ασκήσεων και κατευθύνθηκε αργά, διασχίζοντας το στρατόπεδο, προς το αρχηγείο του Κύρου, όπου προσπέρασε τους φρουρούς και μπήκε στη σκηνή από καραβόπανο. Έμειναν εκεί δύο ώρες, ενώ οι φόβοι των αντρών στη σκέψη ότι θα ξανάκαναν το δρόμο από τον οποίο είχαν έρθει χωρίς τον Κύρο και τα ντόπια του στρατεύματα για να τους προστατεύουν και να τους οδηγούν θέριευαν και δηλητηρίαζαν το νου τους. Ο Ξενοφώντας παρέμενε σιωπηλός, χωριστά από τους υπόλοιπους. Αδιαφορούσε για τις προσπάθειες που έκαναν ορισμένοι από αυτούς να εκμαιεύσουν τη γνώμη του, ενοχλημένος από το ότι στρέφονταν τόσο πρόθυμα για συμβουλή σε κάποιον που λίγο πριν τον είχαν περιλούσει με βρομιές. Οι σκιές μεγάλωναν και η υπομονή των αντρών είχε τεντωθεί σε σημείο που κόντευε να σπάσει, όταν κάποιος τελικά φώναξε ότι επέστρεφαν οι αξιωματικοί και είδαμε τον Κλέαρχο και τους άλλους να εμφανίζονται μέσα στο φως του ήλιου, ν' αποχαιρετούν στη σκοτεινή είσοδο της σκηνής και να κατευθύνονται αλύγιστοι διασχίζοντας το στρατόπεδο προς τους άντρες που περίμεναν ανυπόμονοι.
Ο Κλέαρχος ξανασκαρφάλωσε στο βράχο του και κοίταξε τους άντρες, αυτή τη φορά με τους ώμους τεντωμένους προς τα πίσω και το πλατύ αρκουδίσιο του στέρνο προτεταμένο, με το παραδοσιακό αλαζονικό σπαρτιάτικο κόρδωμά του. Δε χρειάστηκε καθόλου να επιβάλει ησυχία στους άντρες με το χέρι του, εντούτοις έμεινε σιωπηλός, απολαμβάνοντας τη γεμάτη προσδοκία σιωπή τους, αρκετά λεπτά πριν ξεκινήσει.
«Άντρες!» ούρλιαξε. «Ο πρίγκιπας μου είπε ότι σκοπεύει να βαδίσει μέχρι τον ποταμό Ευφράτη, δώδεκα στάδια μακριά, και να δώσει μάχη με τον εχθρό του Αβροκόμα. Αν ο Αβροκόμας είναι εκεί όταν φτάσει, θα τον καταστρέψει και θα διαλύσει τον ε-
168 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
παναστατικό στρατό. Ο Κύρος μάς καλεί να πάμε μαζί του, αν όμως αρνηθούμε, θα μας επιτρέψει ν' αποχωρήσουμε σαν φίλοι και θα μας δώσει οδηγό για τη χερσαία πορεία μας. Για να γλυκάνει την απόφαση μας, προσφέρει σε κάθε άντρα πενήντα τοις εκατό αύξηση του προηγούμενου μισθού - αντί του ενός δαρεικού το μήνα ανά άντρα, ενάμιση...»
Οι άντρες ξέσπασαν σε ζητωκραυγές, προτού καν τελειώσει, και δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία για το ποια απόφαση θα έπαιρναν. Οι στρατιώτες διαλύθηκαν ευχαριστημένοι και ξαναγύρισαν στις μονάδες τους.
Το ίδιο απόγευμα, σε απάντηση των ερωτηματικών βλεμμάτων του Ξενοφώντα, ο Πρόξενος γέλασε και μας είπε ότι ήταν δεσμευμένος με όρκο να μην κοινοποιήσει τη συζήτηση που πραγματοποιήθηκε στη σκηνή του Κύρου. Αργότερα ανακάλυψα, όμως, ότι ο πρίγκιπας δεν ήταν καν παρών στη σκηνή - είχε φύγει από το στρατόπεδο μια μέρα πριν σε κυνήγι αγριόχοιρου και δεν είχε επιστρέψει παρά μετά το ηλιοβασίλεμα της επόμενης μέρας.
2
«ΟΛΑ ΑΡΧΙΣΑΝ όταν πέθανε ο παλιός μου κόκορας», είπε ο Νί-καρχος, με θολά τα μάτια από τη φωτιά, αλλά με ένα πονηρό χαμόγελο απλωμένο σε όλο του το πρόσωπο.
Εκείνη τη νύχτα, ενώ είχα μείνει ξάγρυπνος από όλους αυτούς τους ήχους από τα τραγούδια και τους πανηγυρισμούς γύρω μας, ο Ξενοφώντας με φώναξε για παρέα. Όταν πλησίασε σε μια φωτιά που έκαιγε καλά, τον υποδέχτηκαν και τον χαιρέτησαν άντρες που μας κάλεσαν να κάτσουμε μαζί τους και να πιούμε μια δυο γερές γουλιές από το φλασκί τους - έμοιαζαν να έχουν ήδη ξοδέψει τους επιπλέον δαρεικούς που τους είχε υποσχεθεί ο Κύρος.
Ο Νίκαρχος ο Αρκάς, ένας από τους λοχίες του Πρόξενου, γελούσε τόσο δυνατά με ένα αστείο, που νόμισα ότι θα έσκαγε η κοιλιά του. Όταν μας είδε να πλησιάζουμε, ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία του, χτύπησε στον ώμο τον Ξενοφώντα και με επισημότητα ξεσκόνισε μια γωνιά σε κάποιο κούτσουρο για να καθίσουμε. Κανονικά ήταν ένα συντηρητικό, ακόμα και δύσθυμο άτομο, που μιλούσε αργά στο τοπικό του ιδίωμα, κόβοντας τα φωνήεντα, αλλά τώρα τα μάτια του ήταν κόκκινα από το πολύ κρασί κι αισθανόταν ιδιαίτερα φλύαρος εκείνο το βράδυ.
«Τι ευχαρίστηση που μπορείς να μας συντροφέψεις, καπ' τά-νιε», είπε συρτά, υπερβάλλοντας σε επισημότητα για ν' αντισταθμίσει την έλλειψη αυτοσυγκέντρωσης, και μου έδωσε το φλασκί που έσταζε. Κοίταξα γύρω από την πυρά και είδα είκοσι πρόσωπα, σε διαφορετικές φάσεις μεθυσιού, να μου χαμογελούν πλατιά κι αναρωτήθηκα αν θα ξόδευα καλύτερα το χρόνο μου εκείνη τη νύχτα συνεχίζοντας να προσπαθώ να κοιμηθώ. «Τραγ'δούσαμε κάτι παλιά τραγ'δάκια και μιλούσαμε για τη δοξασμέν' ιστορία
170 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
και τον πολιτισμό της αγαπημέν'ς μου ιδιαίτ'ρης πατρίδας». Έσκυψε μπροστά για να ζητήσει το κρασί.
«Μην τον ακούτε, κύριε», είπε ο Γέλλιος, ένας σκληροτράχηλος παλιός βετεράνος πολεμιστής, ο μόνος ανάμεσα στους άλλους που έδειχνε να διατηρεί τη νηφαλιότητα του. «Λες και ο Νί-καρχος είχε ποτέ συνεισφέρει στη δόξα της Αρκαδίας! Δεν είναι παρά ένας μεθύστακας γερο-αγρότης τόσο χωμένος στο κρασο-πότηρό του, που ούτε μια ιστορία δεν μπορεί να πει σωστά».
Ο Νίκαρχος σηκώθηκε προσβεβλημένος. «Ένας μεθύστακας γερο-αγρότης είπες;» Τα μάτια του πάλευαν να συγκεντρωθούν. «Θα πρέπει να ξέρεις ότι ήμουνα ο μεγαλύτ'ρος παραγωγός αβγών όλης της Αρκαδίας και θα εξακ'λουθούσα να ζω τη ζωούλα μ' εκεί σήμερα, αντίς να στρών' εδώ τον κώλο μ' μ' εσάς τις ψω-ροφαγωμένες γουρουνοκουράδες, αν δεν ήταν αυτός ο αναθεματισμένος κόκορας». Κοίταξε γύρω από την πυρά του στρατοπέδου με αδημονία, περιμένοντας να τσιμπήσει κάποιος το δόλωμα. Είδα κάποιους από τους άντρες να χαμογελούν και να κουνούν τα κεφάλια τους εξοργισμένοι.
Ύστερα από δευτερόλεπτα σιωπής, η περιέργεια μου υπερίσχυσε και παρά τις επιφυλάξεις μου ρώτησα τον Νίκαρχο: «Ποιος κόκορας;» Ορισμένοι από τους άντρες μούγκρισαν.
«Λοιπόν, κύριε μου», είπε σκεφτικά, «είναι ολόκλ'ρη ιστορία και πολύ διδακτική, θα πρόσθετα». Άρχισα να σκέφτομαι ότι θα καταλήγαμε να δούμε την ανατολή εδώ έξω, αλλά οι άντρες ήταν χαρούμενοι, το φλασκί με το κρασί συνέχιζε να περνάει από χέρι σε χέρι κι έτσι κι εγώ βολεύτηκα.
«Π' λες, είχα ένα μεγάλο αγρόκτημα, με το μεγαλύτ'ρο κοτέ-τσι σ' εκείν' τα μέρη - εκατόν ογδόντα καρπερές κότες είχα, και τουλάχιστον ήταν καρπερές, ώσπου μια αλ'πού έφαγε τον κόκορα μου. Στηριζόμουν ο' αυτά τ' αβγά για να βγάλω το ψωμάκι μ', βλέ-π'ς, γι' αυτό κατεβαίνω στην πόλη σ' αυτόν που πουλούσε πουλερικά και του ζητάω τον καλύτερο κόκορα που έχει, επειδή έχω ένα σωρό κότες που χρειάζονται βάτεμα.
«Ο πωλητής μπαίνει μέσα στο κλουβί του και τραβάει έξω τον μεγαλύτ'ρο κόκορα που είχα δει. Έχει ένα τεράστιο κόκκινο λει-
ΑΝΑΒΑΣΗ 171
ρί, φουσκωτά μπούτια και ένα σπαρτιάτικο λάμδα χαραγμένο στον ώμο του που ήταν ξεπουπ'λιασμένος. Σκατά, αν ο Κλέαρχος ήταν κόκορας, σίγουρα θα ήταν αυτός. "Το όνομά του είναι Λεωνίδας", λέει ο πωλητής, "και θα σου στοιχίσει κάτι παρ'πάνω, αλλά θα ικανοποιήσει τις κότες σου"».
Οι άντρες κάγχασαν κι ο Νίκαρχος έγειρε μπροστά για να συνδαυλίσει τη φωτιά.
«Λοιπόν, παίρνω τον Λεωνίδα στο σπίτι και τον πετάω μέσα στο κοτέτσι μαζί με τις κότες και, στα σίγουρα, περπατά κορδω-τός, σαν υπερφυσικός διαγουμιστής, διαλέ'ει την κότα που θέλει, π'δάει επάνω της και προτού καν εκείνη προλάβει να βγάλει φωνή τουμπάρει από πάνω της νεκρός. Τον σηκώνω από το λαιμό και σκέφτομαι: "Τι στην ευχή μού πούλησ' ο μπάσταρδος; Αυτό το βρομαρπακτικό δεν πρόλαβε καλά καλά να το κάνει κι έπεσε κάτω παγωμένο".
»Το ίδιο απόγεμα παίρνω το πεθαμένο πουλί και πάω στον πωλητή και του δείχνω τι συνέβη. Πρέπει να παραδεχτώ, βέβαια ότι ο πωλητής ήταν αρκετά ευγενής για όλ' αυτά, μέχρι που ζήτησε συγνώμη για την αξιοθρήνητη παράσταση του Λεωνίδα, κι άρχισα σχεδόν να αισθάνομαι λύπη για τον κακομοίρη. Κι έτσι ξαναμπαίνει στο κλουβί κι βγάζει έναν άλλο κόκορα, ακόμα μεγαλύτ'ρο από τον πρώτο. Αυτός έχει γυαλιστερό λειρί και γαλάζια μάτια -και μοιάζει με γαμημένο Σκύθη- και να με πάρει αν δε φοράει ένα αγκαθωτό δερμάτινο λουράκι στο λαιμό, σαν το βρομόσκυλο τον Κέρβερο, και διώχνει ο μασκαράς με κλοτσιές τους άλλους κόκορες μες στο κλουβί. Τον παίρνω, λοιπόν, στο σπίτι και τον πετάω μες στο κοτέτσι με τις κότες μου, να δω αν άξιζ' τα λεφτά που έδωσα γι' αυτόν.
»Αυτός ο ξανθός κόκορας, το ορκίζομαι, δεν περπατάει καν καμαρωτός. Απλώς πηδάει πάνω στην πρώτη κότα που βλέπει, κάνει στα γρήγορα το καθήκον του, πηδάει πάνω στη δεύτερη και τη στριμώχνει στον τοίχο, πάει για την τρίτη και δεν κοντανασαί-νει καν, όταν εντελώς ξαφνικά αναπηδά και πεθαίνει κι αυτός σαν τον Λεωνίδα. Αρχίζω να πιστεύω ότι κάτι συμβαίνει με τις κότες μου».
172 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
Στο σημείο αυτό, ο Νίκαρχος αναστέναξε θλιμμένα και άπλωσε το χέρι του για μία ακόμα γουλιά κρασί, λες κι ήθελε να πνίξει τα βάσανα του.
«Λοιπόν», είπε μακρόσυρτα ο Νίκαρχος, «άρπαξα τον ξανθό γίγαντα και τον έσυρα ξανά πίσω στον πωλητή και φώναξα: "Άκου να δεις, βρομιάρη, η επιχείρηση μου πάει κατά διαόλου, μόνο και μόνο επειδή δεν μπορείς να μου πουλήσεις ένα π'λί που να μπορεί να κρατήσει ψηλά το πράμα του για δυο ώρες, προτού μου πεθάνει! Δώσε μου ένα δουλευταρά κόκορα τώρα αμέσως, παλιοπίθηκε, αλλιώς θα σου κάνω γυαλιά καρφιά το μαγαζί". Ο τύπος αρχίζει να δείχνει κάπως ανήσυχος. Μπαίνει μες στο κλουβί και τραβάει το πιο αδύνατο και ζαρωμένο π'λί που είχα ποτέ δει. Το λοφίο του είναι πεσμένο μες στο μάτι και δεν έχει πάνω από δύο φτερά σ' όλο του το σώμα. Με δυσκολία στέκεται από τις κλοτσιές που είχε φάει την προηγούμ'νη από το Σκύθη κόκορα. Αλλά αυτός ο εξαθλιωμένος κόκορας έχει ακόμα λίγη ζωή στα μάτια του και ο πωλητής λέει: "Δε θα ήθελα να φορτώσω σε κανέναν τον παλιο-Πολυφάγο από εδώ, αλλά είσαι απελπισμένος και είναι το τελευταίο μου π'λί, επομένως, πάρ' τον".
»Ο Πολυφάγος. Άθλιο όνομα και αξιολύπητο π'λί. Είμαι έξω φρενών, μπορώ να πω, αλλά δεν έχω άλλη επιλογή, κι έτσι παίρνω αυτό το άθλιο π'λί στο σπίτι και το βάζω μαζί με τα κοτόπ'λά μου, χωρίς πολλές ελπίδες. Δεν πάω καν να σταθώ απέξω και να δω -δε νομίζω ότι μπορώ να το αντέξω-, αλλά τότε, καθώς κάνω στροφή για να φύγω, βλέπω τον Πολυφάγο να στέκεται στητός και ψηλός και σου λέω ότι με έκπληξη βλέπω το παλιοκτήνος να τριγυρίζει σαν γαϊδούρι. Κοιτάζει γύρω του τις εκατόν ογδόντα κότες μου, αποκτά ένα διαβολικό χαμόγελο στο ράμφος του και πέφτει πάνω στην καθεμιά λες και δεν υπήρχε αύριο, και ύστερα ο παλιομπάσταρδος πρέπει να έχασε το λογαριασμό, γιατί, να με πάρει και να με σηκώσει αν δεν τις κανόνισε όλες τους και δεύτερη φορά. Γύρω του υπήρχαν κότες ξαπλωμένες ανάσκελα με ηλίθια χαμόγελα στο πρόσωπο τους και όταν στράφηκα να δω τον Πολυφάγο τον βρήκα να τρυπάει τον τοίχο του κοτετσιού και να προσπαθεί να απαυτώσει το σκύλο μου.
ΑΝΑΒΑΣΗ 173
«Λοιπόν, να είσαι σίγουρος ότι έμεινα κατάπληκτος. Τον άρπαξα από το λαιμό και τον κλείδωσα στην αποθήκη εκείνο το βράδυ, για να ξαποστάσουν λιγάκι κι οι κότες, αλλά τ' άλλο πρωί πάω και τον φέρνω και τον πετάω πάλι μέσα στο κοτέτσι. Ο πα-λιο-Πολυφάγος στην πραγματικότητα είναι έξαλλος που είχε μείνει απομονωμένος για... πόσο; Για δώδεκα ολόκληρες ώρες; Και προτού καταφέρω να τον ξαναπιάσω, ξανακουτούπωσε όλες τις κότες, το χοίρο μου, μια σπουδαία γουρούνα και δύο από τις 'γελάδες μου. Τελικά το έπιασα αυτό το πριαπικό τέρας, του έδωσα δυο φάπες στο κεφάλι για να τον ηρεμήσω και τον ξα-ναπέταξα στην αποθήκη για να μπορέσω να συνεφέρω τα ζώα μου.
»Την άλλη μέρα το πρωί, όταν πήγα να ξαναπιάσω τον Πολυφάγο, ανακάλυψα ότι ο παλιομπάσταρδος είχε τρυπήσει τον τοίχο της αποθήκης και το είχε σκάσει. Το κοτέτσι παρουσιάζει εικόνα καταστροφής, το κυνηγόσκυλο τρέμει σε μια γωνιά και η γουρούνα μου κάθεται μέσα στη γούρνα με το νερό, προσπαθώντας να ηρεμήσει. Φοβάμαι ότι ο Πολυφάγος έχει πάει στο γειτονικό αγρόκτημα κι έτσι βουτάω το μ'λάρι μου, με τα στραβο-πόδαρά του να τρεκλίζουν, και φεύγω για να πιάσω το π'λί πριν κάνει κάποια μεγαλύτερη ζημιά.
»Να φανταστείς ότι τουλάχιστον δεν ήταν δύσκολο να βρω τα ίχνη του. Που να πάρει, ο δρόμος ήταν γεμάτος με τραυματίες. Κουτσές κατσίκες και παλουκωμένα πρόβατα. Μια χελώνα που ξανάμπαινε τρέμοντας στο καβούκι της και τρία κουτσά ορτύκια. Βρήκα ακόμα ένα μεγάλο τριχωτό αγριόχοιρο να προσπαθεί σκληρά να πνίξει ένα χαμόγελο. Τελικά, στρίβω σε μια γωνιά και να σου ο Πολυφάγος ξαπλωμένος ανάσκελα, ακίνητος, με τη γλώσσα κρεμασμένη έξω, ενώ δύο γύπες κάνουν κύκλους χαμηλά πάνω από το κεφάλι του. Υπόθεσα ότι ο Πολυφάγος είχε τελικά παραδώσει το πνεύμα και ο καλύτ'ρος κόκορας που είχα είχε γίνει τώρα ένα με τους θεούς.
»"Πολυφάγε! Όχι!" ούρλιαξα και αφού κατέβηκα από το μ'λάρι μου γονάτισα δίπλα του. Αλλά να μη σώσω αν αυτός ο παλιο-κόκορας δεν άνοιξε το μπιρμπιλωτό του μάτι και με κοίταξε, δεί-
174 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
χνοντάς μου τα όρνια και ψιθυρίζοντας: "Σταμάτα να φωνάζεις! Θα μου τα τρομάξεις και θα φύγουν!"»
Οι άντρες μούγκρισαν κι εγώ τεντώθηκα αναζητώντας και πάλι το φλασκί με το κρασί. Ο Ξενοφώντας μόλις είχε πιει μια ρου-φηξιά, αλλά δυστυχώς συνέπεσε ακριβώς με το τέλος της ιστορίας και τώρα πότε γελούσε και πότε πνιγόταν, καθώς του έτρεχε κρασί από τη μύτη κι έπεφτε πάνω στα πόδια του διπλανού του.
«Ωραία ιστορία, φίλε μου», πέταξε βραχνά, ενώ δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του. «Θα σε σκέφτομαι όποτε τρώγω αβγά!» Οι άντρες ξέσπασαν και πάλι στα γέλια και την ώρα που σηκωθήκαμε να φύγουμε οι πρώτες ρόδινες ακτίνες της αυγής άρχιζαν να αυλακώνουν τον ουρανό στην ανατολή.
Γυρνώντας με κόπο στη σκηνή μας, ο Ξενοφώντας στύλωσε τα μάτια στην απέραντη έκταση του λαμπρού ουρανού· σταθήκαμε σε ένα μικρό ύψωμα να δούμε σε όλη του την έκταση το στρατόπεδο, τις χιλιάδες σκηνές που απλώνονταν σε τακτικές σειρές σχεδόν μέχρι τον ορίζοντα, μια πόλη που ξεπήδησε από το πουθενά, λες και διατάχτηκε η ύπαρξη της από το ίδιο το χέρι του Δία. Άντρες είχαν αρχίσει να εμφανίζονται. Ξύνονταν και χασμουριόνταν, αναζωπυρώνοντας τις πυρές της προηγούμενης βραδιάς. Καπνός παρασυρόταν νωθρά, τριγυρίζοντας σαν σκιά σε χαμηλές εσοχές ή σε μουντούς στρόβιλους, προτού ανέβει άθελά του σχεδόν στο ύψος των δέντρων, όπου διαλυόταν από μια αύρα ανεπαίσθητη ακόμα από αυτούς που ήταν κάτω. Η αποπνικτική ζέστα της προηγούμενης μέρας ήταν απλώς μια μακρινή ανάμνηση ή μια αχνή ανησυχία για τις σκληρές ακτίνες που θα έπεφταν επάνω μας εκείνο το απόγευμα. Η ζωηρή πρωινή ατμόσφαιρα, η απαλή μυρουδιά του λαδιού που σιγοψήνεται στη φωτιά κι η απόλυτη ομορφιά της απέραντης ερήμου που πρόβαλλε μέσα από τη νύχτα μάς πλημμύρισαν με μια αίσθηση αγαλλίασης.
Στα διαμερίσματα του Κύρου στο πλάι του στρατοπέδου είδα μερικές από τις γυναίκες να ξεπροβάλλουν από τη σκηνή του, τυλιγμένες από την κορυφή ως τα νύχια με τα πέπλα που φορούν από σεμνότητα όταν βρίσκονται μπροστά σε άντρες, ακόμα και αυτή την πρωινή ώρα. Κουβέντιαζαν ζωηρά μεταξύ τους, καθώς
ΑΝΑΒΑΣΗ 175
πηγαινοέρχονταν φουριόζες στις δουλειές τους, αν και δεν μπορούσα να καταλάβω τα λόγια τους, και σε λίγο είδα την Αστερία, την οποία αναγνώρισα από τη γεμάτη χάρη κίνηση της και τη ραδινή της σιλουέτα, χωρίς καν να δω το πρόσωπο της. Όταν πρόβαλε από τη σκηνή, στάθηκε ακίνητη μια στιγμή, κοιτάζοντας προς το μέρος μας, αν και δεν μπορώ να πω με σιγουριά αν κοιτούσε εμάς ή καμάρωνε τις ρόδινες, φωτεινές λωρίδες που απλώνονταν τοξωτά στον ουρανό πίσω μας. Της έγνεψα αδιόρατα με το χέρι μου, όχι έντονα, για να μην προκαλέσω την προσοχή των άλλων, αλλά αρκετά ώστε να το προσέξει αν κοιτούσε εμένα. Κοίταξε έντονα μένοντας για λίγο ακόμα ακίνητη κι ύστερα γυρνώντας απότομα έφυγε χαρούμενα προς τις μεγαλύτερες γυναίκες που ήταν εκεί κοντά, από τις οποίες άκουσα ένα λεπτό αργότερα ένα ξέσπασμα γέλιου.
Καθώς στράφηκα προς τον Ξενοφώντα, τον είδα να κοιτάζει προς την ίδια κατεύθυνση, με τη σκέψη του συγκεντρωμένη στο ίδιο θέαμα. Με κοίταξε και χαμογέλασε.
«Ωραίο θέαμα για να ξεκινήσεις τη μέρα σου», είπε. «Η αυγή και η ακόλουθος θεά της».
Και με κατέβασε τρέχοντας από το λόφο, όπως ακριβώς κάναμε κάτι τέτοιες καλοκαιριάτικες μέρες στην Αθήνα πολύ παλιά.
3
Ο ΜΕΓΑΛΕΙΩΔΗΣ ΕΥΦΡΑΤΗΣ. Οι δυο αυτές λέξεις είναι αχώριστες, σαν δίδυμοι με ενωμένα τα πλευρά, σαν το Μεγάλο Νείλο, σαν τον Ολύμπιο Δία. Ακόμα κι εδώ, εννιακόσια περίπου χιλιόμετρα πέρα από το δέλτα του, το ποτάμι είχε φάρδος σχεδόν ογδόντα πέντε μέτρα, μεγαλύτερο από οποιαδήποτε άλλη εκροή είχαμε δει στη ζωή μας. Ένας βασιλιάς των ποταμών. Οι πλημμυρισμένες πεδιάδες εκτείνονταν ολόκληρα χιλιόμετρα πέρα από τις δύο όχθες και μόνο τα αρδευτικά κανάλια, που είχαν κατασκευαστεί από προηγούμενες γενιές ανθρώπων, μπορούσαν, καθένα ξεχωριστά, να εξυπηρετήσουν μια πόλη στο μέγεθος της Αθήνας. Από πόσο μακριά πρέπει να έρχεται αυτός ο ποταμός, από ποιες μακρινές βροχερές χώρες ή παγωμένες οροσειρές, για να κουβαλάει τόσο μεγάλες ποσότητες νερού σ' αυτή την έρημο που σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση θα ήταν στερημένη από οποιαδήποτε υγρασία; Οι ντόπιοι μάς έδειξαν ψάρια που είχαν πιάσει, αρχαία πλάσματα μακρύτερα κι από δύο άντρες μαζί, φοβερά πλάσματα με ρύγχη ερπετών, από τα οποία οι άνθρωποι αφαιρούσαν τα αβγά για δική τους κατανάλωση κι ύστερα τα ξανάριχναν στο ποτάμι. Τέτοια τέρατα θα έβαζαν σε σκέψη τους ανθρώπους ακόμα κι αν βρίσκονταν στην απεραντοσύνη της θάλασσας. Εδώ, στο γάργαρο νερό του ποταμού, η παρουσία τους ήταν τρομακτική. Στο σημείο αυτό ο ποταμός ήταν διαβατός μόνο από μια μακριά πλωτή γέφυρα, αλλά είδαμε ότι αυτή που υπήρχε κάποτε είχε πυρποληθεί πρόσφατα. Τα δύο άκρα της εξακολουθούσαν να σι-γοκαίνε από τη φωτιά που είχε ανάψει λίγες μέρες πριν. Ο Αβρο-κόμας είχε αποφασίσει να μην τηρήσει το ραντεβού που είχε με τον Κύρο στο συγκεκριμένο μέρος και το είχε βάλει στα πόδια,
ΑΝΑΒΑΣΗ 177
περνώντας το ποτάμι με τους τριακόσιες χιλιάδες άντρες του για να ενώσει τις δυνάμεις του με αυτές του βασιλιά Αρταξέρξη.
Ο στρατός στρατοπέδευσε εδώ για πέντε μέρες, ενώ ο Κύρος μελετούσε την επόμενη κίνηση του, και το τέταρτο βράδυ ο πρίγκιπας συγκάλεσε τους Έλληνες αξιωματικούς στη σκηνή του για συμπόσιο και πολεμικό συμβούλιο. Ο Ξενοφώντας με κάλεσε να τον συνοδεύσω και δέχτηκα ευχαρίστως, ακόμα κι αν δε μου επιτρεπόταν τίποτα περισσότερο από το να σταθώ ήσυχα στη σκιά κοντά στην πόρτα, μαζί με τους άλλους συνοδούς και φρουρούς. Η τεράστια σκηνή είχε διακοσμηθεί εσωτερικά σαν μνημειώδες τρόπαιο μάχης, μια εκπληκτική κίνηση από πλευράς Κύρου σχεδιασμένη για να ενθαρρύνει και να εξωτερικεύσει το πολεμικό πνεύμα των καλεσμένων του. Δεν είχαν καλά καλά καθίσει, όταν σηκώθηκε επάνω ο Κύρος.
«Αρχηγοί», είπε, αποφεύγοντας τον περίτεχνο λόγο που οι Πέρσες φυλάνε για τέτοιες επίσημες περιπτώσεις. «Θα μιλήσω απερίφραστα. Κανονικά, για ν' αποκτήσει δύναμη ο δεύτερος γιος ενός μεγάλου βασιλιά, όπως εγώ, είτε περιορίζεται σε κάποια ελάσσονα σατραπεία ή καταφεύγει στις ικανότητες ενός δολοφόνου. Η θέση του είναι ασαφής, παραμένει πάντοτε στο έλεος των άλλων. Προτιμώ τον πόλεμο. Στον πόλεμο, είτε νικάς είτε χάνεις. Η έκβαση είναι ξεκάθαρη. Το μολυσμένο μέλος κόβεται καθαρά και το τραύμα δεν κακοφορμίζει.
»Ο Αβροκόμας το έσκασε από το φόβο του για εμάς, με την ουρά στα σκέλια, παρόλο που οι δυνάμεις του υπερτερούν των δικών μας, σε αναλογία ένας προς τρεις. Η ατυχία του είναι ότι ενώνοντας το στρατό του με αυτόν του αδερφού μου, του βασιλιά, δεν αυξάνει τη δύναμη του. Μια παρέα δειλών το μόνο που καταφέρνει είναι να κάνει όσους βρίσκονται γύρω της ακόμα πιο δειλούς. Τώρα έχουμε να κατατροπώσουμε ένα εκατομμύριο άντρες, αντί για τριακόσιες ή εφτακόσιες χιλιάδες. Να πείτε στους άντρες σας να ξεκουράσουν με περισσή φροντίδα το δεξί τους χέρι - η σφαγή που μας περιμένει είναι πολύ μεγαλύτερη απ' όσο ελπίζαμε».
Ο Κύρος κάθισε και πάλι στη θέση του και ήπιε ήρεμα από το κύπελλό του. Οι πάντες στη σκηνή είχαν βυθιστεί σε μια τρο-
178 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
μακτική σιωπή από αυτή την επίδειξη παλικαρισμού. Με δυσκολία κουνιόταν κάποιος, εκτός από τους δούλους που έτρεχαν αθόρυβα ανάμεσα στους συνδαιτυμόνες γεμίζοντας τις κούπες τους. Ο Ξενοφώντας μου έριξε ένα βλέμμα δυσπιστίας, εκεί που βρισκόμουν στα σκοτεινά.
Ορισμένοι από τους αρχηγούς, συγκεκριμένα οι Σπαρτιάτες του Κλέαρχου, κούνησαν τα κεφάλια τους κι άρχισαν να χτυπούν με ενθουσιασμό τις γροθιές τους πάνω στο τραπέζι, δηλώνοντας φωναχτά την επιδοκιμασία τους. Άλλοι, πάντως, μουρμούριζαν μέσα από τα δόντια τους, απελπισμένα, για το πώς θ' ανακοίνωναν τα νέα στους άντρες τους που είχαν ήδη πιεστεί σε οριακό σημείο από τη μακριά πορεία και δεν έδειχναν διατεθειμένοι να αποτολμήσουν ν' απομακρυνθούν από τη θάλασσα ακόμα περισσότερο απ' όσο είχαν ήδη τολμήσει. Ύστερα από λίγα λεπτά σηκώθηκε ο Πρόξενος και στο χώρο απλώθηκε και πάλι σιωπή.
«Πρίγκιπα Κύρο, αν μου επιτρέπεις, θα μιλήσω ανοιχτά, προβλέποντας τις αντιδράσεις των αντρών μας». Ο Κύρος έγνεψε συναινετικά.
«Σε ακολουθήσαμε υπάκουα ως εδώ, πρώτα πιστεύοντας ότι επρόκειτο να τιμωρήσουμε τους Πισίδες, μετά τους Κίλικες και τελικά τον Αβροκόμα εδώ στον Ευφράτη. Κάθε φορά ωθούσαμε τους άντρες μας όλο και πιο μακριά από την Ιωνία. Αλλά το ν' απομακρύνεις τους Έλληνες από τη θάλασσα είναι σαν ν' απομακρύνεις γάτες από ένα πιάτο με ψάρια. Οι άντρες θα πουν ότι ο πραγματικός σου σκοπός, από την αρχή, ήταν να συγκρουστείς με το στρατό του βασιλιά και ότι τους το έκρυψες· ότι τους εμπόδισες ν' αποχωρήσουν πριν από εβδομάδες, όταν είχαμε στρατοπεδεύσει στην Κιλικία, και τώρα, που έχουμε προχωρήσει μέχρι τον Ευφράτη, τους εξαπάτησες και πάλι, μια και είναι ακόμα πιο δύσκολο να επιστρέψουν τώρα στην πατρίδα τους. Πρίγκιπα Κύρο, με όλο το σεβασμό, σε προειδοποιώ ότι κινδυνεύεις επιχειρώντας να διασχίσεις τις συριακές έρημους και να πολεμήσεις το βασιλιά με ελληνικό στρατό, εκτός και αποζημιώσεις τα ελληνικά στρατεύματα και τα πείσεις ότι από αυτά εξαρτάται αν θα συνεχίσουν να σε ακολουθούν».
ΑΝΑΒΑΣΗ 179
Μου κόπηκε η ανάσα με την τόλμη του Πρόξενου. Ο Κύρος, φυσικά, δεν ήταν αφελής. Ο υπαινιγμός του Πρόξενου ήταν τόσο σαφής, ώστε να ισοδυναμεί με εκβιασμό, αλλά ο πρίγκιπας δεν οπισθοχώρησε. Κοίταξε στα ίσια τον Πρόξενο, που παρέμενε όρθιος και κοίταζε με τη σειρά του ατάραχα τον πρίγκιπα, ενώ οι άλλοι αξιωματικοί μετακινούνταν ανήσυχα στις θέσεις τους. Τελικά ο Κύρος χαμογέλασε και, αφού σηκώθηκε όρθιος, ύψωσε την κούπα του προς τον Πρόξενο.
«Νόμιζα ότι εγώ ήμουν αυτός που μιλάει σταράτα», είπε ο Κύρος καθώς οι άντρες κρυφογελούσαν τεταμένα, αν και με κάποια ανακούφιση. «Πρόξενε, γνωρίζεις καλά, όπως και κάθε άλλος άντρας, ποιες είναι οι συνθήκες που αντιμετωπίζω. Για πρακτικούς λόγους, δεν μπορώ να κουβαλάω σκευοφόρους γεμάτες χρυσό για να το μοιράζω κάθε μήνα στους άντρες. Αναγνωρίζω όμως ότι οι άντρες μπορεί να είχαν... άλλες προσδοκίες».
Οι αξιωματικοί κούνησαν συναινετικά τα κεφάλια τους κι ο Κύρος έκανε μια στιγμιαία παύση σαν να σκεφτόταν, με τα μάτια καρφωμένα ακόμα στον Πρόξενο.
«Ας κάνουμε λοιπόν μια συμφωνία που μπορείτε να τη μεταφέρετε στους άντρες σας. Όταν φτάσουμε στη Βαβυλώνα, κάθε άντρας θα δικαιούται πέντε μηνών μισθό σε ασήμι». Φοβερό βουητό ξέσπασε ανάμεσα στους άντρες μέσα στη σκηνή, ακόμα κι οι δούλοι σταμάτησαν τις δουλειές τους για ν' ακούσουν πιο προσεκτικά. Το ποσό ήταν υπέρογκο. «Και», συνέχισε, «θα διπλασιάσω τους τρέχοντες μισθούς σε τρεις δαρεικούς το μήνα μέχρι να επιστρέψουν ασφαλείς στην Ιωνία».
Οι αξιωματικοί έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Ο Πρόξενος, αινιγματικός όπως πάντα, κοντοστάθηκε στιγμιαία, προτού σηκώσει την κούπα του σε ανταπόκριση προς τον πρίγκιπα. «Γενναιόδωρη προσφορά, μεγαλειότατε. Θα τη μεταβιβάσω στους άντρες μου και, μολονότι δεν μπορώ ακόμα να μιλήσω εξ ονόματος τους, είμαι σίγουρος ότι κάτω από αυτές τις συνθήκες θα σας ακολουθούσαν ακόμα και στον Άδη».
Οι αξιωματικοί ξέσπασαν σε δυνατά επιφωνήματα, σηκώθηκαν και ύψωναν τα κύπελλά τους προς τιμήν του πρίγκιπα, ενώ
180 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
χτυπούσαν χαϊδευτικά ο ένας τον ώμο του άλλου. Ο Ξενοφώντας, όμως, άργησε να σηκώσει την κούπα του κι έμεινε ήσυχα στη θέση του, δίπλα στον Πρόξενο, χωρίς ν' αρθρώσει λέξη, ενώ γύρω του οι άντρες κουβέντιαζαν μεταξύ τους με ενθουσιασμό. Αργότερα θα μου έλεγε ότι εκείνη τη στιγμή φανταζόταν πώς η μάγισσα Κίρκη είχε απλώσει τα απόκοσμα μάγια της πάνω στους άπληστους άντρες και τους είχε μεταμορφώσει σε χοίρους. Αναρωτήθηκα τι να έλεγε άραγε ο γερο-Γρύλλος, όταν θα μάθαινε για τον πόλεμο που έκαναν οι Έλληνες όχι για τιμή ή αρχές, αλλά για τρεις περσικούς δαρεικούς το μήνα.
Το συμπόσιο εξελίχθηκε ευχάριστα. Οι δούλοι του Κύρου μοίρασαν άφθονες ποσότητες καλού ρετσινωμένου κρασιού από τη Θάσο, που το είχαν μεταφέρει από την Ελλάδα, για την ευωχία των καλεσμένων. Αχνιστές πυραμίδες από ψητά ψάρια προσφέρθηκαν, ολόφρεσκα από το ποτάμι, βουτηγμένα σε σιρόπι ροδιού και χυμό ροδάκινου και γαρνιρισμένα με σέλινα και άλλα χορταρικά, συνοδευόμενα από τσίχλες σερβιρισμένες πάνω σε αχνιστό στρώμα από σπαράγγια. Μόλις άνοιξε η όρεξη των καλεσμένων, ήχησε ένα σύνολο αυλών και έξι άντρες μπήκαν τρεκλίζοντας στη σκηνή, κουβαλώντας έναν ψητό ταύρο περασμένο σε σούβλα. Ακουμπώντας τον προσεκτικά πάνω σε ένα φαρδύ επίπεδο τραπέζι, ένας από αυτούς έβγαλε ένα καμπύλο ξίφος και με τρία καταπληκτικά χτυπήματα άνοιξε την κοιλιά του ζώου από το στέρνο μέχρι τα αχαμνά. Οι ακόλουθοι του έβαλαν τα χέρια τους μέσα στην κοιλότητα μέχρι τους ώμους, κι εκεί που περιμέναμε να βγάλουν έξω τα σπλάχνα, πρόβαλε περήφανα ένα ψητό αρνί, αχνίζοντας και στάζοντας με κρεμμύδια και μυρωδικά και τις σάλτσες να τρέχουν από τα πλάγια. Ο άντρας με το καμπύλο ξίφος το άνοιξε κι αυτό, με ένα χτύπημα, πιτσιλίζοντας τους κοντινούς καλεσμένους με ευωδιαστά ζουμιά. Μέσα από αυτό το ανακάτεμα εμφανίστηκε ένας ψητός χοίρος, με την κοιλιά του ραμμένη προσεκτικά. Ο άντρας άφησε έναν αναστεναγμό προσποιητής απόγνωσης, προς ευχαρίστηση των συνδαιτυμόνων, και με ένα ακόμα χτύπημα άνοιξε το χοίρο που ήταν παραγεμισμένος με ένα κατσικάκι, ενώ τα κενά είχαν συμπληρωθεί με ψητά μήλα
ΑΝΑΒΑΣΗ 181
που είχαν σιγοψηθεί για ώρες μέσα σε όλο αυτό το παρασκεύασμα, ποτίζοντας με το λεπτό τους άρωμα το κρέας όλων των ζώων που τα περιέβαλλαν. Το θέαμα συνεχίστηκε. Κάθε ζώο περιείχε κάποιο μικρότερο, μια παχιά χήνα, ένα κοτόπουλο, μια πέρδικα, έναν ορτολάνο, ένα αηδόνι και μερικά ακόμα πουλιά, για να καταλήξει χωρίς αμφιβολία στο τέλος σε μια ακρίδα ή μια κάμπια, παρόλο που ήμουν πολύ μακριά, στο βάθος της σκηνής, για να δω τι ακριβώς παρουσίαζε ο μάγειρας. Οι υπηρέτες βεβαιώθηκαν στα γρήγορα ότι κάθε καλεσμένος ροκάνιζε ευχαριστημένος το κομμάτι που του άρεσε και παρακολουθούσαν προσεκτικά να μην εμφανιστεί άδειος χώρος στο πιάτο τους χωρίς να ξαναγεμίσει από μία ακόμα φέτα αχνιστού κρέατος ή ένα μεγάλο κομμάτι φρυγανισμένου ζυμωτού ψωμιού.
Ένα συμπόσιο του Κύρου δεν μπορούσε να είναι πλήρες χωρίς διασκέδαση, την οποία και πρόσφερε εν αφθονία με τα ταλέντα που είχε φέρει μαζί του ή που προσέλαβε αργότερα μέσα από το μπουλούκι του στρατοπέδου. Οι Σπαρτιάτες κοιτούσαν έκθαμβοι και αποσβολωμένοι αλλά και αρκετά θορυβημένοι, καθώς σαλτιμπάγκοι και ακροβάτες, τις υπηρεσίες των οποίων πίστευαν ότι είχαν αποκλείσει εδώ και μήνες από το στρατό, μπήκαν χοροπηδώντας στη σκηνή, εκτελώντας αμέσως ορισμένα νούμερα για διάφορες ομάδες των συνδαιτυμόνων. Ο Κλέαρχος, εξαιτίας του άγριου παρουσιαστικού του, ερχόταν σε μεγάλη αντίθεση με τους γελωτοποιούς και τους ταχυδακτυλουργούς, αν και περιέργως τους αντιμετώπισε με καλή διάθεση. Όμορφες, γυμνές αυλήτριες από τη Συρία πρόσφεραν ακόμα πιο δραστήρια ψυχαγωγία, χορεύοντας και συστρέφοντας τα λυγερά κορμιά τους μέσα από στριφογυριστές σειρές στεφανιών που πετούσαν στον αέρα, υπολογίζοντας ακριβώς πόσο ψηλά έπρεπε να τα ρίξουν, ώστε να τα πιάσουν σε συγχρονισμό με τη μουσική, ή έκαναν ταχυδακτυλουργικά με μικρά κοφτερά ξίφη που λαμποκοπούσαν στο φως των λύχνων. Ένα κορίτσι χόρευε και κουλουριαζόταν στο έδαφος μαζί με ένα πελώριο εκπαιδευμένο φίδι κι ήταν αξιοθαύμαστο πόσα πράγματα του είχε μάθει ή ίσως πόσο το είχε ναρκώσει. Ξαφνικά, όμως, με ένα σήμα του Κύρου, όλοι οι δού-
182 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
λοι ταυτόχρονα έσβησαν τους λύχνους στους τοίχους, κάνοντας τον μονίμως σε ένταση Κλέαρχο και τους αρχηγούς του να θορυβηθούν, ενώ οι καλλίπυγες καλλονές επιδόθηκαν σε άγριες χορευτικές φιγούρες με αναμμένους δαυλούς, απειλώντας μονίμως να βάλουν φωτιά στη σκηνή ή να κάψουν τα μακριά μαλλιά των Σπαρτιατών, αλλά πετυχαίνοντας πάντα να ολοκληρώσουν τα πολύπλοκα βήματα τους με απόλυτη ακρίβεια. Οι ζητωκραυγές για την παράσταση τους ήταν εκκωφαντικές. Καθώς αποχωρούσαν, περνούσαν με χάρη ανάμεσα στους συνδαιτυμόνες, ζητώντας επιπλέον νομίσματα, σταματώντας εδώ κι εκεί για να χτυπήσουν καλοπροαίρετα κάποιο ιδιότροπο χέρι που είχε κατά τύχη προχωρήσει πολύ ψηλά σε κάποιο λυγερό, μελαψό μηρό.
Εκπλήσσοντας τους πάντες, ο Κλέαρχος σηκώθηκε και με σοβαρή έκφραση χτύπησε το τραπέζι με την παλάμη του χεριού του για προσοχή, ώσπου όλοι σώπασαν. Με υπόκωφη φωνή εξέφρασε τα ευχαριστήρια του στον Κύρο και, λικνιζόμενος ελαφρά στα πόδια του, προχώρησε ακάθεκτα σε αυτό που σύντομα αντιληφθήκαμε με τρόμο ότι ήταν μια στρατιωτική αγόρευση.
«Σύντροφοι αξιωματικοί, αυτά τα κορίτσια απέδειξαν ότι δεν έχουν λιγότερες φυσικές ικανότητες από τους άντρες, αλλά υστερούν μόνο σε κρίση και σωματική δύναμη. Κανείς από όσους παρακολούθησαν αυτά τα εκπληκτικά κατορθώματα με τα ξίφη και τη φωτιά δεν μπορεί ν' αρνηθεί ότι το θάρρος είναι χαρακτηριστικό που μπορεί να διδαχτεί, όταν αυτά τα εύθραυστα κορίτσια ρίχτηκαν τόσο άφοβα πάνω στις κοφτερές λάμες. Ακριβώς έτσι κι εμείς οι Σπαρτιάτες πρέπει να διδάξουμε τα στρατεύματα μας, πα-παγαλιστί αν είναι ανάγκη, να δώσουν σημασία στο κάλεσμα των όπλων και να επιδείξουν τέτοιο θάρρος ώστε...»
Ο Κύρος, απελπισμένος από αυτή την αναπάντεχη και απερίσκεπτη διακοπή της γιορτής του, πέταξε στον Κλέαρχο ένα μεγάλο κομμάτι σκληρό ψωμί που τον βρήκε στο λαιμό και έκοψε στη μέση την αγόρευση του. Ο Σπαρτιάτης σήκωσε τα μάτια ξαφνιασμένος από αυτή την παραβίαση του πρωτοκόλλου και της στρατιωτικής επισημότητας και κοίταξε οργισμένος μες στο σκοτάδι και τη θολούρα της σκηνής, σε μια προσπάθεια να εντοπίσει
ΑΝΑΒΑΣΗ 183
την πηγή της προσβολής. Η εύθυμη φωνή του Κύρου ήχησε μες στη σιωπή.
«Κάθισε κάτω, Κλέαρχε, και πάψε. Απόψε δεκάρα δε δίνω αν είσαι Σπαρτιάτης στρατηγός ή η γριά γιαγιά μου. Άλλη είναι η ώρα που θ' επιδείξουμε θάρρος κι άλλη η ώρα που θα χαρούμε. Κανείς δεν αμφισβητεί την υπεροχή σου σε θέματα πολέμου. Αλλά αν επιμένεις να κάνεις επίδειξη της κατωτερότητας σου σε θέματα κοινωνικότητας, δε θα διστάσω να σε πετάξω έξω από τη σκηνή!» Πάνω σ' αυτό χτύπησε δύο φορές τα χέρια του και δύο τεράστιοι Αιθίοπες στάθηκαν στο πλάι του -αθέατοι στο σύνολο τους μέσα στο ημίφως της σκηνής, εκτός από το ασπράδι του ματιού τους και τα γυαλιστερά τους δόντια- και στύλωσαν τα μάτια άπληστα πάνω στον έκπληκτο Κλέαρχο. Οι άντρες μούγκρισαν από αυτό το ανήκουστο ράπισμα στον οργισμένο στρατηγό κι αυτός κάθισε πάλι στη θέση του με μια σαστισμένη έκφραση. Οι Σπαρτιάτες αρχηγοί, ασυνήθιστοι στην ποσότητα του κρασιού που είχαν πιει, ξέσπασαν ταυτόχρονα σε ένα νικητήριο σπαρτιατικό παιάνα, επιχειρώντας αδέξια ν' ανασκευάσουν την άκομψη παρέμβαση του Κλέαρχου, ενώ οι μουσικοί τους συνόδευσαν με κέφι, καθώς συμμετείχαν στο τραγούδι κι οι άλλοι αξιωματικοί.
Ενώ οι χορεύτριες και οι αυλητρίδες αποχωρούσαν από την πίσω είσοδο, ο Κύρος άρχισε να κοιτάζει με αδημονία την μπροστινή, καταφέρνοντας με δυσκολία να διατηρήσει την προσοχή του. Η συζήτηση στο τραπέζι των αξιωματικών είχε ξαναρχίσει και η σκηνή είχε ξαναγεμίσει από τα τραχιά γέλια, τους κομπασμούς και τα πειράγματα των χαρούμενων αντρών. Τελικά, ο πρίγκιπας ανταμείφθηκε, καθώς το παραπέτασμα της σκηνής τραβήχτηκε και μπήκε στο χώρο η Αστερία, ίδια κι απαράλλαχτη με την Άρτεμη ή τη χρυσή Αφροδίτη, με τη μικρή της λύρα κάτω από τη μασχάλη, τα μάτια χαμηλωμένα σεμνά κι ένα ντροπαλό χαμόγελο στο πρόσωπο της. Φορούσε ένα διάφανο μακρύ φόρεμα, που άφησε να φανούν φευγαλέα οι κοριτσίστικες γραμμές της καθώς πέρασε μπροστά από τους λύχνους, και τα μακριά μέχρι τη μέση μαύρα μαλλιά της ήταν χτενισμένα περίτεχνα και τυ-
184 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
λιγμένα γύρω από το κεφάλι της, με μια ποικιλία από πολύχρωμα φτερά περασμένα ανάμεσα στις μπούκλες, που δημιουργούσαν ωραία αντίθεση με το γυμνό και αστόλιστο λαιμό και τα χέρια της. Ήταν ξυπόλυτη και είχε βάλει ελάχιστο κοκκινάδι στα μάγουλα της, μια κι η φυσική σταρένια επιδερμίδα της την έκανε ν' ακτινοβολεί κάτω από το φως των λύχνων. Ήταν απελπιστικά νέα και όμορφη, αν και το απαλό φούσκωμα και τρεμούλιασμα του στήθους της, ορατό μέσα από το λεπτό ύφασμα του φουστανιού της που φωτιζόταν από πίσω, μαρτυρούσε το γεγονός ότι ήταν πια μια σχηματισμένη γυναίκα και ότι είχε πλήρη συναίσθηση της αποχαύνωσης που προκάλεσε στους συγκεντρωμένους.
Ένας ναζιάρης ευνούχος ακούμπησε μια χαμηλή καρέκλα στο χαλί, στο κέντρο της σκηνής, που λαμποκοπούσε κάτω από το φως των δαυλών με τις ψηφιδωτές σπείρες της από ασήμι και φίλντισι. Ο τεχνίτης που την είχε φτιάξει για τους προγόνους του Κύρου, αιώνες πριν, είχε προσθέσει ένα χαμηλό υποπόδιο, κάτω από το κάθισμα, ενσωματωμένο στο σκελετό, ένα εκπληκτικό σχέδιο, για να ξεκουράζει το πόδι του κάποιος μουσικός όταν παίζει τη λύρα του. Ήταν ντυμένο με βαριά προβιά για άνεση. Η Αστερία κάθισε απαλά στο εκπληκτικό κάθισμα και επικράτησε σιωπή στο χώρο.
Από το πρώτο κιόλας άγγιγμα των χορδών της λύρας αιχμαλώτισε τους άντρες και τους κράτησε σε αγωνία, γοητευμένους από την ομορφιά και τη γλυκιά, κρυστάλλινη καθαρότητα της φωνής της. Στην αρχή ακουμπούσε τις χορδές του οργάνου σχεδόν τυχαία, σαν ν' αναζητούσε κάποιο σκοπό ή να επιχειρούσε να συνταυτίσει διάθεση και μουσική, κι ύστερα, ξαφνικά, έδειξε να την απορροφά απόλυτα η μουσική που έπαιζε. Τα δάχτυλα της κυλούσαν πάνω στις χορδές σαν πλεούμενο που κατεβαίνει ένα ορμητικό ρεύμα, σταματώντας εδώ κι εκεί για να εξερευνήσει υδάτινους στροβίλους και ν' αποφύγει υφάλους, περνά με μεγάλη ταχύτητα από τους καταρράκτες και στη συνέχεια λικνίζεται πάνω στα ακύμαντα νερά μιας ουράνιας λίμνης που λαμπυρίζει κάτω από το φεγγαρόφωτο. Το κορίτσι τραγουδούσε σε άπταιστα ελληνικά μια ερωτική ωδή που είχε μελοποιηθεί αναμφίβολα α-
ΑΝΑΒΑΣΗ 185
πό την ίδια, μια και είχε στοιχεία από περσικά μουσικά διαστήματα, εντελώς διαφορετικά από αυτά που μπορούσε ν' ακούσει κανείς στην Αθήνα, και τα οποία βρίσκονταν σε χτυπητή αντίστιξη με τον τελείως ελληνικό τρόπο και τους στίχους του τραγουδιού. Το πρόσωπο της πήρε μια έκφραση τόσο τέλειας αυτοσυγκέντρωσης, σχεδόν αφόρητης, σαν αυτές τις διφορούμενες μάσκες που χρησιμοποιούνται στο θέατρο για ερωτικές σκηνές, πάνω στις οποίες συναντιούνται και συνυπάρχουν ανείπωτη απόλαυση και οδυνηρός πόνος, μοιάζοντας να ξεσπούν το ένα πάνω στο άλλο εναλλακτικά σαν κύματα παλίρροιας. Η λύρα μού φάνηκε ότι σίγησε, παρόλο που την άκουγα· με έκπληξη ανακάλυψα ή ίσως απλώς φαντάστηκα ότι, καθώς το βλέμμα της Αστερίας γυρνούσε απαλά σε όλο το χώρο, από άντρα σε άντρα, ενώ τραγουδούσε, έμοιαζε να καθυστερεί πάνω μου κι έτσι ένιωσα σαν να απευθυνόταν μόνο σ' εμένα. Χωρίς αμφιβολία κάθε άντρας ένιωθε το ίδιο, γιατί είχε μάθει με ποιους τρόπους να ευχαριστεί το ακροατήριο της - και πραγματικά, υπήρχε καλύτερο μέτρο επιτυχίας από το να αισθάνεται κάθε άντρας ότι αποτελούσε τον αποδέκτη ιδιωτικής παράστασης; Κι όμως ήμουν σίγουρος ότι το βλέμμα της είχε σταθεί στο δικό μου περισσότερο απ' όσο την είχαν διδάξει οι μουσικοδιδάσκαλοι των παιδικών της χρόνων.
Υπάρχει μια αρχαία ελληνική λέξη, μια παράξενη και όμορφη λέξη που σπάνια χρησιμοποιείται πια με την πρώτη της σημασία, η οποία περιγράφει τη σταδιακή επαναφορά της παλλόμενης χορδής της λύρας στο σημείο ακινησίας και ισορροπίας, αφού το έγχορδο έχει πάψει να ηχεί. Στις μέρες μας, μια πιο άσχημη σημασία έχει επιβληθεί της πρωταρχικής. Καθώς η τελευταία, γλυκιά νότα της Αστερίας έσβηνε αργά μες στη σιωπή, ξαναφέρνοντας στο νου αυτή την αρχαία λέξη, κάθε άντρας, δούλος αλλά και στρατηγός, έμεινε με κομμένη την ανάσα. Ύστερα κοιτώντας προς το μέρος μας χαμογέλασε δειλά, σηκώθηκε όρθια, γνέφοντας με σεβασμό προς τον Κύρο και γλίστρησε από το πίσω μέρος της σκηνής για να βρει την παρέα της. Οι κουβέντες των αντρών άρχισαν και πάλι να γεμίζουν το δωμάτιο, αν και πιο
186 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
πνιχτές αυτή τη φορά, καθώς η τραχιά τους διάθεση είχε σπάσει, έχοντας αντικατασταθεί από το ονειροπόλημα. Άπαξ και τον αγγίξουν οι θεοί, είναι δύσκολο για ένα θνητό να επιστρέψει αμέσως στους γήινους μόχθους. Το συμπόσιο άρχισε να διαλύεται έπειτα από λίγο, καθώς ο καθένας έβρισκε μια δικαιολογία, ευχαριστώντας τον πρίγκιπα και παρέχοντας εγγυήσεις για τη βοήθεια του στο μελλοντικό εγχείρημα. Ο Ξενοφώντας κι εγώ επιστρέφαμε αργά στο στρατόπεδο μας, βυθισμένοι στις σιωπηλές σκέψεις μας ο καθένας, αναλογιζόμενοι, αναμφίβολα, το ίδιο πράγμα.
Η λέξη, με κεντρίζουν οι Μούσες μου· ποια είναι η αρχαία αυτή λέξη που ανέφερες με τη διπλή σημασία; Μια λέξη που υποδηλώνει όψεις τέχνης και βίας, ζωής και θανάτου, ομορφιάς και τρόμου, μια παράξενη λέξη λόγω της ικανότητας της να συνταιριάζει ταυτόχρονα τέτοια πράγματα, μια λέξη τραγική λόγω της απώλειας της γλυκιάς της έννοιας προς χάριν μιας περισσότερο σκληρής. Μια τέτοια λέξη, τόσο ταιριαστή από πολλές απόψεις με τη μικρή μου ιστορία. Αυτή τη λέξη τη σηκώνω προσεκτικά και τη βγάζω από το μνήμα της για τελευταία φορά, με την ελπίδα ότι η πρώτη της σημασία, αυτή της ειρηνικής απόθεσης μιας ελαφρά παλλόμενης χορδής, δε θα πρέπει να ξεχαστεί χωρίς ένα τουλάχιστον νεκρικό ξενύχτι.
Η λέξη είναι καταστροφή.
4
Ο ΕΝΑΣ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟ οι μάντεις που μουρμούριζαν και ταλαντεύονταν σηκώθηκαν όρθιοι, εγκαταλείποντας τη σκυφτή στάση τους, με τα χέρια βουτηγμένα ως τους αγκώνες στο αίμα, αφού τελείωσαν την εξέταση των σπλάχνων των θυσιασμένων κατσικιών, και συζητούσαν μεταξύ τους για τη σημασία τους. Ο πρίγκιπας είχε συγκεντρώσει όλο το στράτευμα στο πρόχειρο πεδίο ασκήσεων δίπλα στην όχθη του ποταμού για να παρακολουθήσει την έκβαση των οιωνών για τη διάβαση του τεράστιου ποταμού και την προέλαση στη Βαβυλώνα. Οι άντρες τέντωναν το λαιμό τους, κοιτώντας με περιέργεια τα μυστηριακά δρώμενα, με τις καρδιές βαριές από τη σκέψη του όποιου αποτελέσματος. Οι μάντεις έγνεψαν τελικά στον Κύρο να πλησιάσει και με σοβαρές και προσεκτικές εκφράσεις τού εξήγησαν σε χαμηλούς τόνους τα αποτελέσματα των οιωνών. Εκατό χιλιάδες ζευγάρια μάτια ήταν καρφωμένα στο πρόσωπο του, καθώς ξέσπασε αργά σε ένα γέλιο και σήκωσε θριαμβευτικά τα χέρια του.
«Οι θεοί είναι μαζί μας!» φώναξε. «Οι οιωνοί είναι καλοί, θα περάσουμε το ποτάμι σήμερα!»
Μερικοί στρατιώτες ξέσπασαν σε ζητωκραυγές και όσοι βρίσκονταν στα άκρα άρχισαν να διασκορπίζονται, ορισμένοι χωρισμένοι σε ομάδες που είχαν ήδη οργανωθεί και είχαν δουλέψει αρκετές μέρες για να επισκευάσουν τη γέφυρα, ενώ άλλοι επέστρεφαν στις ιδιαίτερες μονάδες τους για ν' αρχίσουν να διαλύουν το στρατόπεδο. Οι πάντες όμως σταμάτησαν την αποχώρηση τους, όταν αντιλήφθηκαν τι έκανε στη συνέχεια ο Κύρος.
Αφού συγκέντρωσε την εκλεκτή σωματοφυλακή του από εξακόσιους ιππείς, ήρεμα και μελετημένα κατέβηκε στην όχθη του
188 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
ποταμού και χωρίς να σταματήσει σπιρούνισε το καθαρόαιμο άλογο του, ακολουθούμενος στενά από τους στρατιώτες του. Μπήκαν όλοι μαζί μέσα και καθώς το πλατύ ποτάμι βάθαινε σταδιακά, το νερό έφτασε στα γόνατα των αλόγων, στις κοιλιές και μέχρι τους σβέρκους τους. Οι άντρες έστεκαν σιωπηλοί, ορισμένοι μουρμούριζαν ερωτηματικά μόνοι τους, καθώς απορούσαν πώς θα κατάφερνε ο πρίγκιπας να περάσει κολυμπώντας το άλογο του μέσα από το ορμητικό ρεύμα και, αν τα κατάφερνε, πώς περίμενε να τον ακολουθήσει ολόκληρο σώμα εκατό χιλιάδων στρατιωτών, οι περισσότεροι από τους οποίους δεν ήξεραν να κολυμπούν, όντας φορτωμένοι με όπλα, πανοπλίες και τις τεράστιες σκευο-φόρους.
Τα άλογα συνέχισαν να προχωρούν και τώρα είχαν φτάσει στο μέσο του σκουρόχρωμου ποταμού, ενώ το νερό πιτσίλιζε τα καπούλια τους. Ακόμα και από τόσο μακριά μπορούσαμε να δούμε τα εκπαιδευμένα στην έρημο περσικά άλογα να διστάζουν, με τα μάτια διάπλατα από τον τρόμο· οι πειθαρχημένοι ιππείς όμως που κάθονταν αγέρωχα στητοί και κοίταζαν ίσια μπροστά τους την απέναντι όχθη κρατούσαν σφιχτά τα γκέμια. Ξαφνικά, με τα μάτια όλων καρφωμένα στον Κύρο, είδαμε ότι είχε προβάλει από το ρεύμα η κοιλιά του αλόγου του - ύστερα η ουρά του, ο ταρσός του, ενώ με μια τελική κίνηση ο πρίγκιπας ανάγκασε το άλογο του να καλπάσει. Και οι εξακόσιοι, όμως, βγήκαν στα ρηχά στην απέναντι μεριά, σκορπίζοντας ένα σύννεφο από σταγόνες και βγάζοντας ουρανομήκη κραυγή που μπορέσαμε να την ακούσουμε καθαρά πάνω από τον πάταγο του νερού που κυλούσε ορμητικά μπροστά μας σε μήκος οχτακοσίων περίπου μέτρων.
Ανταποκριθήκαμε με ένα εκκωφαντικό ουρλιαχτό - σηκώνοντας ο καθένας τις γροθιές του, το δόρυ, την περικεφαλαία, πανηγυρίζοντας για τον πιο αξιόλογο οιωνό που είχαμε δει μέχρι τότε από τους θεούς: ο ισχυρός Ευφράτης, που οι ντόπιοι θεωρούσαν αδιάβατο χωρίς πλοία, είχε σημάνει ότι η αισχρή πυρπόληση της γέφυρας από τον Αβροκόμα ήταν μια μάταιη προσπάθεια. Ακόμα κι ο ίδιος ο ποταμός άνοιγε δρόμο για το στρατό του πρίγκιπα.
ΑΝΑΒΑΣΗ 189
Καθώς προχωρούσαμε, είχαμε τον Ευφράτη στα δεξιά μας, αν και κατά διαστήματα εξαιτίας της ανωμαλίας του εδάφους ήμαστε αναγκασμένοι ν' απομακρυνθούμε ολόκληρα χιλιόμετρα από την κοίτη του. Ένα μήνα αφότου τον είχαμε διαβεί, επιλέγαμε σιωπηλά το δρόμο μας μέσα στο καταραμένο αυτό έδαφος, όπου ο περσικός θεός ήλιος Αχούρα Μάζντα βασάνιζε τη γη με εκτυφλωτικό φως και τυραννική ζέστη τη μέρα, ενώ τη νύχτα έπαιρνε τη θέση του κάποια διαβολική σεληνιακή θεότητα, η οποία επωφελούμενη από την προσωρινή απουσία του συναδέλφου της από τον ουρανό έστελνε σκοτάδια τόσο παγερά, όσο η σκυθική βαρυχειμωνιά, που βασάνιζαν στον ύπνο τους στρατιώτες. Τα ξύλα των αμαξών ξεραίνονταν και ζάρωναν τόσο, ώστε οι σφήνες και οι ενώσεις ξέφευγαν από τους αρμούς τους και οι ακτίνες των τροχών κροτάλιζαν και γύριζαν παράταιρα στους στρόφαλούς τους, εκτός και τις έδεναν με νωπά δέρματα ή τις στερέωναν με βότσαλα που σφήνωναν μέσα στα κενά. Η γη ήταν τόσο επίπεδη και καυτή σαν αμόνι σιδηρουργού και η ζέστη σηκωνόταν κατά κύματα στον ορίζοντα, εμποδίζοντας ακόμα και τα δέντρα να μεγαλώσουν, μια και τίποτα δεν μπορούσε να επιβιώσει εκτός από παραμορφωμένους, κατσιασμένους μικρούς θάμνους, που δεν επαρκούσαν καν για μικρές φωτιές για την προετοιμασία του φαγητού του στρατού, και αξιοθρήνητα, κολλημένα στο έδαφος, χορταράκια.
Ακόμα και τριπλάσια να ήταν τα εκατόν εβδομήντα χιλιόμετρα, αυτή η αραιή χορτονομή μάς ήταν απόλυτα ανεπαρκής κι έτσι δεκάδες υποζύγια πέθαιναν από ασιτία. Το έδαφος ήταν γυμνό και τα δημητριακά είχαν τελειώσει. Η αγορά που διατηρούσε το τσούρμο που ακολουθούσε το στρατόπεδο του Κύρου επέβαλε εξωφρενικές τιμές - ορισμένοι από αυτούς είχαν εμπορικό ταλέντο κι αποδείχτηκαν ικανότεροι σε τρόπους ανεφοδιασμού απ' ό,τι οι επιτελάρχες μας. Έτσι με εξήντα δραχμές μόλις που μπορούσες ν' αγοράσεις μια ξινισμένη γαϊδουροκεφαλή. Ζητιανεύαμε πολύ πριν βγούμε από την έρημο κι οι περισσότεροι είχαν αναγκαστεί να ροκανίζουν το ισχνό, πετσιασμένο κρέας των μουλαριών και των ταύρων που είχαν πεθάνει από πείνα ή δίψα καθ' οδόν. Μόνο οι καμήλες της σκευοφόρου του Κύρου έδειχναν
190 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
ευχαριστημένες, αν μπορεί να λεχθεί κάτι τέτοιο για καμήλες, μια κι είναι τόσο κακόβουλα πλάσματα.
Ο Ξενοφώντας φιλοσοφούσε την κατάσταση και κάποια στιγμή τον έπιασα ακόμα και να χαμογελάει, καθώς άκουγε κάποιο Σπαρτιάτη στρατηγό, τον Χειρίσοφο,* να παραπονιέται πικρά για την τιμή στην οποία είχε αναγκαστεί να πληρώσει το στάρι.
«Γιατί γελάς;» τον ρώτησε παραξενεμένος ο αξιωματικός. «Θυμήθηκα ένα φίλο μου στην Αθήνα, τον Χαρμίδη»,** απά
ντησε ο Ξενοφώντας. «Τον θυμάμαι», παρενέβη ο Μένωνας που περνούσε τυχαία
και σταμάτησε ν' ακούσει, «από τις συζητήσεις του Σωκράτη στην αγορά. Ο άνθρωπος αυτός τελικά συνήθιζε να καυχιέται για τη φτώχεια του - έλεγε ότι ήταν πολύ περήφανος που δεν ήταν πια δούλος του πλούτου του».
«Ανόητος ήταν», είπε ο Χειρίσοφος. «Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι είναι καλύτερα να ζει σαν ζητιάνος παρά σαν πλούσιος;»
Ο Ξενοφώντας γέλασε. «Το έκανε στην πραγματικότητα, για χάρη του επιχειρήματος». Το επιχείρημα για το επιχείρημα πόρρω απείχε των γνώσεων του ανυπόμονου Σπαρτιάτη. «Ο Σωκράτης επαινούσε την ιδέα της πενίας. "Μια σπουδαιότατη αξία", θα έλεγε. "Δεν προκαλεί καθόλου ζήλια ή ανταγωνισμό, δεν απαιτεί καμιά προστασία για να διατηρηθεί ασφαλής και προοδεύει μόνο από την αμέλεια"».
Ο Χειρίσοφος απλώς μας κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει. «Ποιος στη ευχή είναι τέλος πάντων αυτός ο Σωκράτης;» ρώτησε
* Ο Χειρίσοφος είχε σταλεί από τη Σπάρτη προς βοήθεια του Κύρου εναντίον του Αρταξέρξη με εφτακόσιους ή οχτακόσιους οπλίτες. Κατά τον Διόδωρο ο Χειρίσοφος ανέλαβε, μετά τη δολοφονία των στρατηγών, την αρχηγία των Μυρίων μαζί με τον Ξενοφώντα για να τους οδηγήσει στην Ελλάδα. Δεν πρόλαβε να ξαναδεί την πατρίδα του, γιατί πέθανε άρρωστος στο λιμάνι της Κάλπης, στο Βυζάντιο. (Σ.τ.Μ.) ** Χαρμίδης: γόνος αριστοκρατικής οικογένειας της Αθήνας του 5ου αι. π.Χ., υπήρξε πιστός φίλος του Σωκράτη και διακρινόταν τόσο για την ωραιότητα του όσο και για τα πνευματικά χαρίσματα και τη σεμνότητα του. Αποτελεί και το κύριο πρόσωπο του ομώνυμου πλατωνικού διαλόγου που πραγματεύεται τη σωφροσύνη. (Σ.τ.Μ.)
ΑΝΑΒΑΣΗ 191
κι απομακρύνθηκε βαριά, κουνώντας το κεφάλι του για την αμάθεια μας.
Ήταν συνήθεια του Κύρου να συσκέπτεται με τον καθένα από τους ανώτερους αξιωματικούς ξεχωριστά, όταν προέβλεπε κάποια σοβαρή σύγκρουση, γνωρίζοντας ότι θα αισθάνονταν πιο ελεύθεροι να εκφράσουν τις πραγματικές τους απόψεις μόνοι παρά ομαδικά. Όταν ο γραφέας του ήταν ανίκανος να εργαστεί κάποια μέρα λόγω ασθένειας, ο Πρόξενος μου ζήτησε να τον συνοδεύσω σε μια συνάντηση που τον είχε καλέσει ο Κύρος. Μπαίνοντας στη σκηνή του πρίγκιπα, με την οποία τώρα είχα εξοικειωθεί, περίμενα μερικά λεπτά για να συνηθίσουν τα μάτια μου στο σκοτάδι κι ύστερα άρχισα να κοιτάζω γύρω μου άπληστα αλλά διακριτικά, μήπως διακρίνω φευγαλέα την Αστερία. Αποζημιώθηκα αμέσως από ένα γρήγορο χαμόγελο από τη γωνία, όπου την είδα να κάθεται ήσυχα πάνω σε ένα μαξιλάρι, απασχολημένη με το ράψιμο ενός λεπτού κομματιού κεντήματος. Ήταν σχεδόν αόρατη μέσα στις σκιές, αφού το σταρένιο δέρμα της ίσα που ξεχώριζε μέσα στο μαυρισμένο από την κάπνα καραβόπανο των τοιχωμάτων της σκηνής. Μόνο το ασπράδι των μεγάλων, καθαρών ματιών της μαρτυρούσε τυχαία την παρουσία της, καθώς κατά καιρούς τα κάρφωνε σβέλτα στη συζήτηση που γινόταν στο μπροστινό μέρος της σκηνής, προτού τα επαναφέρει και πάλι στη δουλειά της.
«Καταλαβαίνω, Πρόξενε», είπε ο Κύρος ύστερα από κάποιο προεισαγωγικό αστείο, «ότι είχες την ευκαιρία να πολεμήσεις εναντίον κάποιων Περσών μισθοφόρων σε μία από τις εκστρατείες σου στην Ιωνία. Έμαθες τίποτα που πιστεύεις ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον του βασιλιά;»
Ο Πρόξενος σκέφτηκε μια στιγμή, καθώς κατέγραψα βιαστικά σημειώσεις πάνω στις κερωμένες μου πλάκες και παράλληλα έριχνα φευγαλέες ματιές στην Αστερία πίσω από τον πρίγκιπα. «Με όλο τον απαιτούμενο σεβασμό, κύριε», είπε, «δεν πολέμησα πραγματικά με Πέρσες, αλλά μάλλον ανέκρινα κάποιον που εί-
192 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
χαμε πιάσει αιχμάλωτο και ο οποίος έτυχε να είναι πρώην μέλος της προσωπικής φρουράς του βασιλιά, ένας από τους Αθανάτους του. Είχε πέσει σε δυσμένεια για κάποιο λόγο και παρείχε τις υπηρεσίες του ως αξιωματικός. Γίναμε πραγματικά φίλοι, μέχρι ενός σημείου».
Ο Κύρος τέντωσε το κορμί του από ενδιαφέρον. «Όπως γνωρίζεις», συνέχισε ο Πρόξενος, «οι Αθάνατοι του βα
σιλιά είναι εξαιρετικά εκπαιδευμένοι - πιθανόν οι καλύτερα εκπαιδευμένοι φυλακές και ιππείς σε όλο τον κόσμο. Αυτό αποτελεί τη δύναμη αλλά και την αδυναμία τους ταυτόχρονα. Σύμφωνα με αυτό το άτομο, οι Αθάνατοι είναι τόσο πειθαρχημένοι, ώστε είναι άκαμπτοι. Παραλύουν χωρίς συγκεκριμένες εντολές από το βασιλιά».
Ο Πρόξενος το άφησε αυτό κατά μέρος για ένα λεπτό. Ο Κύρος ήξερε καλά τους Αθανάτους, φυσικά, αφού κι ο ίδιος είχε εκπαιδευτεί και μεγαλώσει μαζί τους κι είχε και δική του τέτοια ομάδα, ως σωματοφυλακή, αλλά αυτό ήταν μια άποψη που δεν την είχε σκεφτεί.
«Ολόκληρος ο κόσμος τρομοκρατείται από τους Αθανάτους», είπε ο Πρόξενος, «και ο βασιλιάς Αρταξέρξης έχει έξι χιλιάδες από αυτούς - απόλυτα αφοσιωμένους στον κύριο τους, έτοιμους να πεθάνουν γι' αυτόν μέσα σε μια στιγμή. Ο μόνος τρόπος για να τους καταφέρεις είναι να σκοτώσεις την κεφαλή, τον ίδιο το βασιλιά δηλαδή. Ένα θαρραλέο χτύπημα για να βγει από τη μέση ο βασιλιάς -ακόμα και με μικρότερη δύναμη, ίσως ένας μόνο που θα φέρει σε πέρας μια αποστολή αυτοκτονίας- και ολόκληρη η ομάδα των Αθανάτων θ' ακινητοποιηθεί και, βλέποντας κάτι τέτοιο, όλος ο περσικός στρατός θα τραπεί σε φυγή».
Ο Κύρος κάθισε αποσβολωμένος, βυθισμένος στις σκέψεις του. Η βελόνα της Αστερίας δούλευε πιο αργά τώρα, ενώ τα μάτια της καρφώθηκαν διάπλατα πάνω στον πρίγκιπα, προκαλώντας μου μεγάλο εκνευρισμό. Ο Πρόξενος, όμως, παρ' όλα αυτά δεν είχε τελειώσει.
«Το ίδιο συμβαίνει και με το στρατηγό του βασιλιά, τον Τισσαφέρνη», είπε. Ο Κύρος άρχισε να βγαίνει από το ονειροπόλη-
ΑΝΑΒΑΣΗ 193
μά του με την αναφορά του μισητού ονόματος. «Καταλαβαίνω ότι παρά τους παλικαρισμούς του είναι βασικά δειλός. Του αρέσει να καυχιέται, να φαίνεται καλός, αλλά όταν έρθει αντιμέτωπος με μια αποφασισμένη δύναμη, ακόμα και μικρότερη, ζαρώνει σαν παιδί που αντικρίζει το ζωστήρα του πατέρα του».
Μια ξαφνική κίνηση έγινε στη γωνία πίσω από τον Κύρο κι είδα την Αστερία να πιπιλάει προσεκτικά το δάχτυλο της εκεί που το είχε τρυπήσει με τη βελόνα. Η προσοχή της διασπάστηκε, αλλά προτού ξαναγυρίσει στο ράψιμό της την είδα να καρφώνει ένα βλέμμα όχι σε μένα ή τον πρίγκιπα, αλλά αλάθητα στον Πρόξενο που στεκόταν δίπλα στον Κύρο. Ακόμα και μέσα στο ημίφως της σκηνής, μπορούσα να δω τα μάτια που έσταζαν δηλητήριο.
Ο πρίγκιπας εξακολούθησε να σκέφτεται για πολλή ώρα, χωρίς να βγάλει κουβέντα. Η Αστερία, πάντως, δεν ξανασήκωσε τα μάτια από το ράψιμό της κι ο Κύρος, τελικά, μας επέτρεψε να φύγουμε.
5
ΤΑ ΖΩΑ ΜΑΣ ΥΠΕΦΕΡΑΝ ΤΡΟΜΕΡΑ στην πορεία και πέθαιναν ομαδικά, παρόλο που η έρημος παρείχε κάποια τροφή σε χιλιάδες άγρια πλάσματα. Θα μπορούσε να είναι παράδεισος για κάποιο κυνηγό, αλλά ελάχιστοι από εμάς είχαν τη δύναμη να κυνηγήσουν τα θηράματα. Μας παρακολουθούσαν συνέχεια, σχεδόν μας συντρόφευαν στρατιές ολόκληρες από ταχύποδες ονάγρους, αγριό-γαλους και γαζέλες, όπως και στρουθοκαμήλους που οι άντρες άρχισαν να τις αποφεύγουν, όταν κάποιος σκοτώθηκε από κλοτσιά που δέχτηκε στο κεφάλι. Οι ντόπιοι οδηγοί μάς έλεγαν ιστορίες για κάποιο μυστηριώδες χωριό στην έρημο με γουρονό-μορφους κατοίκους, από το οποίο δε γύριζαν ποτέ στα καλά τους όσοι ταξιδιώτες έχαναν το δρόμο τους. Αψηφούσα αυτού του είδους τους χωριάτικους μύθους και μερικές φορές κυνηγούσα ονάγρους που έδειχναν να είναι ο ευκολότερος στόχος απ' όλα τα ντόπια ζωντανά. Έτρεχαν ταχύτερα από τα άλογα μας, πάντως, αφήνοντας με τόσο πίσω, ώστε μπορούσαν να σταματήσουν ξαφνικά και να σταθούν ακίνητα για ένα λεπτό, σαν να με κορόιδευαν και να με προκαλούσαν να τα πλησιάσω περισσότερο. Αλλά μόλις το επιχειρούσα, έφευγαν και πάλι, παραμένοντας πάντα εκτός βολής. Έπειτα από επίπονη προσπάθεια και λάθη, ανακαλύψαμε ότι μπορούσαμε να τα σκοτώσουμε αν ιππείς έπαιρναν θέσεις κατά διαστήματα και τα κυνηγούσαν εναλλακτικά, ώσπου ο όναγρος που είχαμε βάλει στο στόχαστρο έπεφτε κάτω απλώς από εξάντληση. Στο διάστημα, όμως, αυτό θα είχαμε εξαντλήσει πέντε ή έξι από τα δικά μας άλογα και άντρες, άρα επρόκειτο για έναν ελάχιστα αποτελεσματικό τρόπο προμήθειας κρέατος για το στρατό.
ΑΝΑΒΑΣΗ 195
Μια τέτοια καταδίωξη ενός κοπαδιού ονάγρων με οδήγησε χιλιόμετρα μακριά από το κύριο σώμα του στρατού, σε ένα τραχύ έδαφος με ένα απότομο φαράγγι, όπου το άλογο μου παραπάτησε σε μια τρύπα. Το πόδι του έσπασε σαν καλαμάκι και με πέταξε πάνω από το κεφάλι του σε κάτι κοφτερά βράχια. Πρέπει να έμεινα αναίσθητος αρκετή ώρα, γιατί, όταν συνήλθα, ο ήλιος βρισκόταν χαμηλά στον ορίζοντα και δεν υπήρχαν πουθενά οι σύντροφοι μου. Είχαμε παραταχθεί αραιά σύμφωνα με το περιοδικό σύστημα καταδίωξης και πιθανόν να μην είχαν καταλάβει παρά ώρες αργότερα ότι δεν ήμουν πια μαζί τους. Το κεφάλι μου με κοπανούσε σαν σφυρί σε αμόνι από την πτώση μου αλλά και από τη ζέστη που με χτυπούσε όλο το απόγευμα και σε μια πολύ απερίσκεπτη στιγμή άδειασα ολόκληρο το φλασκί με το νερό, πίνοντας λαίμαργα τη μια στιγμή και στη συνέχεια χύνοντας το υπόλοιπο γλυφό νερό του Ευφράτη πάνω στο πονεμένο κεφάλι μου, βρίσκοντας ελάχιστη ανακούφιση.
Το άλογο κειτόταν στο έδαφος λίγο πιο πέρα, ουρλιάζοντας σαν παιδί και με σπασμούς από τη ζέστη και τον πόνο από το συντριπτικό κάταγμα στο πόδι του. Έπρεπε να θανατωθεί, πράγμα που έκανα με πόνο και κάποια δυσκολία, θρυμματίζοντας το κρανίο του με ένα βράχο. Ύστερα σκαρφάλωσα ως την κορφή του γκρεμού για να βρω τον προσανατολισμό μου και με το τελευταίο φως της μέρας πίστεψα ότι διέκρινα το σύννεφο σκόνης που σήκωνε πέρα μακριά ο στρατός, καθώς διέσχιζε την έρημο. Τράβηξα προς εκείνη την κατεύθυνση, συνοδευόμενος από τον όλο και πιο μακρύ μαύρο σωσία μου, και συνέχισα να βαδίζω με επιμονή το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας. Με καθοδηγούσαν τα αστέρια και σταμάτησα μόνο λίγο για να ξαποστάσω κοντά στους μισοθαμμένους σκελετούς τριών μουλαριών από κάποιο προγενέστερο καραβάνι ταξιδιωτών. Τα κόκαλα τους ήταν τόσο άσπρα και καθαρά, που έμοιαζαν σχεδόν πυρακτωμένα κάτω από το φεγγαρόφωτο.
Το άλλο πρωί, καθώς ανέτειλε ο ήλιος, είδα ξανά το σύννεφο της σκόνης - αλλά με φόβο συνειδητοποίησα ότι βρισκόταν στην ίδια απόσταση όπως και το προηγούμενο βράδυ και ότι στην πραγματικότητα δεν ήταν σε καμιά περίπτωση σκόνη, αλλά η συ-
196 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
νηθισμένη θολούρα του ορίζοντα, την οποία προκαλούσαν τα κύματα ζέστης που ανέβαιναν από την άμμο και τους βράχους. Φοβόμουν και διψούσα τρομερά, μια και παρά το ολονύκτιο τρέξιμο δεν είχα πιει ακόμα τίποτε, αφότου είχα στραγγίξει το τελευταίο μου νερό το προηγούμενο απόγευμα. Προς το μεσημέρι ένιωσα ότι δεν μπορούσα να προχωρήσω παραπέρα και, βρίσκοντας ένα υποτυπώδες καταφύγιο από τον ανελέητο ήλιο σε ένα μικρό πέτρινο χαντάκι, βούλιαξα εκεί κάτω και περίμενα να πεθάνω.
Το πρωί ξύπνησα από τον αχνό ήχο κουδουνιών. Το στόμα μου μύριζε απαίσια και το ένιωθα σαν μαλλιασμένο και το δέρμα μου ζεστό κι ευαίσθητο στην αφή. Κατάλαβα αμυδρά ότι είχα πυρετό και ότι θα πρέπει να τον είχα αρκετό χρόνο, ίσως ώρες, γιατί στο παραλήρημα και την ανησυχία μου είχα σκίσει τα λιγοστά ρούχα που φορούσα και τώρα κείτονταν κομματιασμένα δίπλα μου, μέσα στη σκόνη. Κοίταξα κάμποσο τον απέραντο, στείρο ουρανό, προσπαθώντας να καθαρίσω το μυαλό μου, να βρω τον προσανατολισμό μου, κι αναρωτιόμουν γιατί δεν είχα πεθάνει ακόμα, όταν ξανάκουσα τον ήχο, το μακρινό χτύπο κουδουνιών.
Στάθηκα τρέμοντας στα πόδια μου και κοίταξα γύρω, αλλά δεν μπόρεσα να δω πολλά πράγματα έτσι στριμωγμένος που ήμουν στο χαντάκι. Τα γόνατα μου έτρεμαν, η τάση για εμετό γαργαλούσε και πάλι το λαιμό μου. Συνειδητά και προσεκτικά τοποθέτησα τα πόδια μου σε φυσικές προεξοχές στον γκρεμό και σπρώχνοντας έφτασα μέχρι την κορυφή. Η απόσταση ήταν ίση με ένα ανθρώπινο κεφάλι, αλλά, εξαιτίας της αδυναμίας μου, μου φάνηκε σαν την κορυφή του Ολύμπου. Σωριάστηκα με την κοιλιά, έμεινα εκεί για λίγα λεπτά, πασχίζοντας να εστιάσω τα μάτια μου, ώσπου κατάφερα να σταθώ στα πόδια μου και ν' ανιχνεύσω θολά το γύρω χώρο για ν' ανακαλύψω την πηγή του ήχου.
Δεν ήταν δύσκολο να τη βρω. Καμιά δεκαριά μέτρα πιο πέρα τριγύριζε ένα μικρό κοπάδι γαριασμένα πρόβατα. Το βρόμικο τρίχωμα τους είχε μια κρούστα από χώμα και αγκάθια της ερήμου και τα μάτια τους κοίταζαν κάτω από τις ακούρευτες μπούκλες της μάλλινης προβιάς τους που κάλυπτε τη μουσούδα τους,
ΑΝΑΒΑΣΗ 197
καθώς περιφέρονταν ήρεμα σε ένα ελάχιστα ορατό μονοπάτι ανάμεσα στα χαλίκια. Η έντονη, ταγκή μυρουδιά της άπλυτης προβιάς τους παρασυρόταν προς το μέρος μου, δίνοντας μου μια παράξενη αίσθηση παρηγοριάς. Τα πρόβατα αγνοούσαν ή δεν ενδιαφέρονταν για την παρουσία μου και συνέχισαν τα απαλά βελάσματα και τα κουδουνίσματα τους, λες και δεν είχα μεγαλύτερη αξία από ένα κούτσουρο ή κάποιο μαραζωμένο θάμνο της ερήμου.
Δε συνέβη το ίδιο όμως με την κυρά τους. Το νεαρό κορίτσι, που φορούσε ένα φαρδύ και βρόμικο ρούχο στο ίδιο χρώμα με τα πρόβατα της κι ένα λεπτό λινό κουρέλι δεμένο χαλαρά στο κεφάλι της σαν αντήλιο, δεν μπορεί να ήταν πάνω από δώδεκα, δεκατριών χρόνων. Συνόδευε το κοπάδι της στο πλάι, παράλληλα με το χαντάκι μου, και τώρα στεκόταν λιγότερο από τέσσερα μέτρα μακριά μου, κοιτάζοντας με βουβή κατάπληξη τον τεράστιο γίγαντα με τα απλανή μάτια που είχε ξεφυτρώσει μπροστά της ολόγυμνος, προφανώς μέσα από την ίδια τη γη. Δεν είχα καν την ετοιμότητα να σκεπάσω τη γύμνια με τα χέρια μου ή να της ζητήσω με μια κίνηση μια γουλιά νερό από το φλασκί που είδα κρεμασμένο από τον ώμο της, γιατί η σκοτοδίνη που με τύλιξε απότομα περιόρισε αμείλικτα την όραση μου σε μια μικρή τρύπα, ένα μικρό κύκλο, και επικεντρώθηκε στο μουσκεμένο φλασκί με το νερό ακριβώς μπροστά μου. Προχώρησα βαριά προς το μέρος της, με τεντωμένα τα χέρια, σαν τυφλός, ενώ άκουγα το λαχάνιασμα και τις στριγκλιές της λες κι έρχονταν από πολύ μακριά, κι ύστερα ακόμα και η οξύτατη θέα του φλασκιού μαύρισε και χάθηκε.
Ξύπνησα λες και γύριζα από εκείνη την ίδια απίθανη απόσταση, με το αγωνιώδες θρηνολόγημα του κοριτσιού να ηχεί ακόμα στ' αφτιά μου, κι έμεινα ακίνητος αρκετή ώρα, με τα μάτια κλειστά, προσπαθώντας να εκτιμήσω τη θέση μου από την αίσθηση της ωμοπλάτης μου από κάτω και του βάρους του υφάσματος που με σκέπαζε από πάνω. Το στόμα μου μύριζε σαν πο-ντικοφωλιά με ψόφια ποντίκια. Οι θρήνοι συνεχίζονταν κι άνοιξα επιφυλακτικά τα θολά και κατακόκκινα μάτια μου.
198 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
Η λιγδιασμένη δερμάτινη σκηνή ήταν μικρή και άδεια και μπόρεσα να δω από το ανοιχτό παραπέτασμα ότι είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Μια χαμηλή φωτιά από ξεραμένη κοπριά προβάτων τρεμόπαιζε ακριβώς απέξω κι άκουσα τους ανακουφιστικούς ήχους ανθρώπων που έσερναν τα πόδια τους και κουβέντιαζαν καθώς έκαναν τις δουλειές τους. Το θρηνολόγημα δεν έμοιαζε να προέρχεται από φόβο ή αγωνία, όπως είχα υποθέσει αρχικά, όταν ανέκτησα τις αισθήσεις μου, ενώ έκαιγα από πυρετό, αλλά ήταν μάλλον το γαλήνιο μουρμούρισμα κάποιας που καθόταν ήσυχα στην απέναντι γωνία της σκηνής κι έτριβε κάτι μέσα σ' ένα πέτρινο γουδί. Την κοίταζα ακίνητος μέσα στο μισοσκόταδο, παρατηρώντας αυτή τη φορά τα μακριά μαύρα μαλλιά της πλεγμένα με περίτεχνο τρόπο και πιασμένα γύρω από το κεφάλι της και το φαρδύ φόρεμα της, το ίδιο που την είχα δει να φοράει πρωτύτερα. Το φόρεμα κάλυπτε εντελώς τους ώμους, την πλάτη και τα πόδια της, εντελώς διαφορετικό από τον ελαφρύ και αέρινο χιτώνα που φορούν οι Αθηναίες τις καλοκαιρινές νύχτες.
Στο πρόσωπο του κοριτσιού είχαν αρχίσει να διαγράφονται κάποια αμυδρά γυναικεία χαρακτηριστικά, αν και διατηρούσε ακόμα την απαλή, όλο εμπιστοσύνη αθωότητα ενός παιδιού. Η έκφρασή της, καθώς έξυνε ελαφρά κι έτριβε, έδειχνε ότι ήταν απόλυτα απορροφημένη από την απλή δουλειά που εκτελούσε και ευχαριστημένη από την πρόοδο της. Μετακινήθηκα ελαφρά και το μουρμουρητό της σταμάτησε, όταν κοίταξε προς το μέρος μου, μένοντας ακίνητη προς στιγμήν, λες και τρόμαξε για δεύτερη φορά, την ίδια μέρα, αντικρίζοντας με. Αυτή τη φορά, όμως, το πρόσωπό της φωτίστηκε από ένα ευχαριστημένο χαμόγελο και σηκώθηκε γρήγορα για να έρθει κοντά μου, γονατίζοντας στο πλάι μου. Σήκωσε το ασκί με το νερό που βρισκόταν πιο δίπλα κι αφού αφαίρεσε το πώμα έφερε το στόμιο στο στόμα μου για να μου δώσει να πιω. Έπιασα το ασκί και κατέβασα άπληστα μεγάλες γουλιές, αλλά μου το τράβηξε μακριά γελώντας και βγάζοντας μια απαλή κραυγή που έμοιαζε με διαμαρτυρία κι ύστερα πήρε το ασκί μαζί της, καθώς γλίστρησε έξω από το άνοιγμα της σκηνής.
ΑΝΑΒΑΣΗ 199
Άκουσα έκπληκτες φωνές απέξω και ύστερα τα παραπετάσματα της σκηνής άνοιξαν και μπήκαν μέσα στο μικρό δωμάτιο αρκετοί άνθρωποι. Ήταν κοντοί και ισχνοί και όλοι τους, άντρες και γυναίκες αδιακρίτως, φορούσαν ρούχα από το ίδιο άγριο, βρόμικο ύφασμα. Το πιο περίεργο ήταν ότι τα χέρια και τα πρόσωπα τους ήταν τελείως καλυμμένα με λερωμένα κουρέλια, σαν για να προστατεύονται από τη ζέστη και τη σκόνη της ερήμου. Μόνο τα μαύρα διαπεραστικά τους μάτια ήταν ορατά μέσα από τα πολύπλοκα καλύμματα. Κουβέντιαζαν ήρεμα με την ακατανόητη, όλο λαρυγγισμούς γλώσσα τους, καθώς κοίταζαν το ξαπλωμένο κορμί μου κάτω από την κουβέρτα. Μια γριά γυναίκα μπήκε, η μόνη με ακάλυπτο πρόσωπο, με μια μορφή τόσο ρυτιδωμένη εκ πρώτης όψεως και τόσο σταφιδιασμένη σαν της Πυθίας. Όταν έσκυψε από πάνω μου στο μισοσκόταδο, όμως, και την κοίταξα από πιο κοντά μέσα στη θολούρα του πυρετού μου, το πρόσωπο της απέκτησε τρομακτικά χαρακτηριστικά: μαύρα γυαλιστερά μάτια τοποθετημένα όχι πάνω από μια μύτη, αλλά μάλλον πάνω από δύο ανοιχτά ρουθούνια, όπως το τελείωμα της μουσούδας αγριογούρουνου, και δόντια που πρόβαλαν γυμνά μέσα από ένα αποκρουστικό γέλιο, λες και προεξείχαν τόσο, που τα λεπτά χείλη ήταν ανίκανα να τα καλύψουν. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου κι επέβαλα στον εαυτό μου να ξαναβρεί τη διαύγειά του και να ξεφύγει από αυτό το όραμα των γουρουνάθρω-πων, όπως κάνει κάποιος που ονειρεύεται, αλλά ξέρει ότι ονειρεύεται και μέσα στο όνειρό του προστάζει τον εαυτό του να ξυπνήσει.
Η γυναίκα πέρασε το χέρι της πάνω από το πρόσωπο και το μέτωπό μου, πάνω ακριβώς από το δέρμα μου, αλλά χωρίς να το αγγίζει - ψάχνοντας, υποθέτω για ενδείξεις πυρετού. Όταν, όμως, άνοιξα ανήσυχος τα μάτια μου και πάλι, δεν είδα ένα γυναικείο χέρι, αλλά το στρογγυλεμένο, κοντόχοντρο πόδι ενός γου-ρουνιού, ξεθωριασμένο και παραμορφωμένο, να περνά πέρα δώθε μπροστά από το πρόσωπό μου. Προφανώς ανίχνευε τη ζέστη του πυρετού που έβγαινε από το δέρμα μου, αφού στράφηκε στο κορίτσι που ζυγιαζόταν πάνω από τον ώμο της και του είπε κάτι
200 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
σε έντονο τόνο, κάνοντάς το να φύγει τρέχοντας από τη σκηνή. Στη συνέχεια η γριά γουρουνογυναίκα τράβηξε απαλά τη λεπτή κουβέρτα από το σώμα μου, αφήνοντας με και πάλι εκτεθειμένο σε απόλυτη γύμνια, προκαλώντας την προφανή κατάπληξη των παρατηρητών μέσα στη σκηνή που τα μάτια τους διέτρεχαν από πάνω ως κάτω τα μέλη μου και οι φωνές τους περιορίστηκαν σε ψίθυρους. Ανακάθισα κι επιχείρησα αδύναμα να ξανασκεπαστώ με την κουβέρτα, αλλά ένα ξαφνικό κύμα ζάλης και ναυτίας με κατέκλυσε κι έγειρα και πάλι πίσω γρήγορα, καταλήγοντας απλά ότι έπρεπε να υπομείνω τον εφιάλτη, ώσπου να έρθει το παρήγορο φως της αυγής.
Το κορίτσι επέστρεψε λίγα λεπτά αργότερα κρατώντας ένα πήλινο βάζο με μια ουσία που μύριζε σαν ξίδι, αλλά με εντονότερη, πιο ταγκή οσμή, που θύμιζε τα βρόμικα πρόβατα τα οποία βοσκούσε πρωτύτερα. Στη συνέχεια έχυσε άφθονη από αυτή την ουσία πάνω σε μερικά φρεσκοπλυμμένα κουρέλια που πήρε από ένα καλάθι στη γωνία. Μη δίνοντας σημασία στις αδύναμες διαμαρτυρίες μου, το κορίτσι σφούγγισε απαλά όλο μου το σώμα μ' αυτό το φάρμακο, ανασηκώνοντας τα μέλη μου και καθαρίζοντας δίπλες και σχισμές, καθώς η γουρουνογυναίκα τις έδινε εντολές. Η μυστηριώδης ιαματική ουσία δρόσισε και απάλυνε τα ερεθισμένα μου εξανθήματα, όπως όταν βγαίνει κανείς από το μπάνιο βρεγμένος και αισθάνεται μια δροσιστική ανατριχίλα πάνω στο νωπό κορμί του. Κουβέντιαζαν ήρεμα μεταξύ τους, την ώρα που εκτελούσαν το έργο τους, η γυναίκα υποδεικνύοντας σημεία που είχε παραλείψει το κορίτσι και γελώντας τρυφερά με τις περίεργες ερωτήσεις του, ενώ εγώ ανοιγόκλεινα εναλλάξ τα θαμπά, πρησμένα μάτια μου, από φόβο και περιέργεια, προσπαθώντας απεγνωσμένα ν' ανακτήσω καθαρή όραση. Τελικά, κατέφυγα στις άλλες αισθήσεις μου, ειδικά στα αφτιά μου, επιχειρώντας να μαντέψω τι να έλεγαν τάχα οι δύο γυναίκες. Το κορίτσι επαναλάμβανε συνέχεια μια λέξη όταν κοίταζε τη γριά, μια προσφώνηση που θεώρησα ότι σημαίνει «γιαγιά» ή κάτι αντίστοιχο, ενώ η γριά σε απάντηση επαναλάμβανε μια λέξη επίσης: το όνομα του κοριτσιού, Ναζίκ.
ΑΝΑΒΑΣΗ 201
Σ' αυτή την κατάσταση έμεινα δύο μέρες και δύο νύχτες, αν και αυτό το ξέρω μόνο επειδή το πληροφορήθηκα αργότερα από τους συντρόφους μου. Ο δικός μου υπολογισμός του χρόνου ήταν μπερδεμένος, μια και παράπαια μεταξύ παραληρήματος και διαύγειας, τρόμου και εξάντλησης. Η Ναζίκ ύγραινε υπάκουα το σώμα μου με τη δροσιστική ουσία αρκετές φορές τη μέρα, ενώ δύο από τους άντρες, τους οποίους πέρασα για πατέρα και αδερφό της Ναζίκ, έμπαιναν περιστασιακά για να δουν πώς τα πάω, μερικές φορές με καλυμμένα τα πρόσωπα, άλλες πάλι με τις γουρουνί-σιες μουσούδες τους εκτεθειμένες, υποβάλλοντας μου απευθείας ερωτήσεις στη γλώσσα τους, στις οποίες δεν μπορούσα ν' απαντήσω, και προσφέροντας μου κομμάτια καπνιστής σαύρας ή κα-κοφτιαγμένες πίτες ψωμιού. Η γιαγιά τους έδιωχνε εκνευρισμένη με φωνές, επιβάλλοντας μου τη δική της δίαιτα από μικρές δόσεις νερού που συμπλήρωναν μερικές κουταλιές από ένα είδος κρεατόσουπας που είχε φτιάξει η Ναζίκ. Η καλή αλλά άγρια μέθοδος θεραπείας της γιαγιάς, να με ταΐζει αλλά να μη με αγγίζει, ερχόταν σε αντίθεση με τα παρατεταμένα βλέμματα και τα δροσερά δάχτυλα του κοριτσιού που απέθετε απαλά στο μέτωπο μου μετά το πλύσιμο. Ορισμένες φορές, πάντως, η γριά τής μιλούσε έντονα, κάνοντας να τρέχουν δάκρυα από τα μάτια της, καθώς σηκωνόταν κι έφευγε από τη σκηνή για να κάνει το θέλημα της γιαγιάς της. Αδύναμος και μπερδεμένος καθώς ήμουν εκείνο το διάστημα, πιέζομαι πολύ τώρα για να καταλάβω πόσα από αυτά που θυμάμαι είναι αλήθεια και πόσα είναι ένα απλό όνειρο του πυρετού.
Το απόγευμα της τρίτης μέρας ξύπνησα από βαριές πατημασιές οπλών και φωνές αντρών. Αυτό το πρώτο κύμα αναστάτωσης έξω από τη σκηνή, όμως, το ακολούθησαν λίγο αργότερα κι άλλες φωνές, αυτή τη φορά αγωνίας, συνοδευόμενες από το σύρσιμο οπλών και τη γρήγορη αποχώρηση των αλόγων που είχαν μόλις φτάσει. Ο πυρετός μού είχε πέσειτώρα κι ένιωθα πολύ πιο ζωηρός, αν και τρομερά αδύναμος, όταν νόμισα ότι άκουσα τη βαριά φωνή του Πρόξενου που με καλούσε από μακριά και με μεγάλη προσπάθεια ανασηκώθηκα, ακουμπώντας στον αγκώνα μου.
202 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
Το παραπέτασμα της σκηνής άνοιξε κι όρμησε μέσα η Ναζίκ με ανήσυχη έκφραση στο πρόσωπό της. Ακούμπησε το μέτωπό μου για να δει μήπως έχω πυρετό, με κοίταξε στα μάτια για να ελέγ-ξει αν είχα ανακτήσει τις αισθήσεις μου και έδειξε ευχαριστημένη για μια στιγμή και με βοήθησε να πιω από το ασκί νερό. Έπειτα από αυτό, μιλώντας σιγά στη γλώσσα της, μου έκανε νόημα να σηκωθώ, κάτι που έκανα πονώντας και τρέμοντας. Με έκπληξη παρατήρησα, σαν να ήμουν ένας παρείσακτος που παρακολουθούσε αντικειμενικά τη σκηνή, ότι είχα χάσει κάθε ίχνος της ντροπής που ένιωθα πριν να εμφανίζομαι γυμνός μπροστά στο νεαρό κορίτσι. Εκείνη, πάντως, στύλωσε τα μάτια στο σώμα μου, λες και το παρατηρούσε για πρώτη φορά, και χαχανίζοντας σαν να ντράπηκε άρπαξε την κουβέρτα και την τύλιξε σεμνά γύρω από το στήθος μου, κάτω από τις μασχάλες, στερεώνοντας τη με μια οστέινη περόνη που τράβηξε από τα μαλλιά της. Ύστερα μου έκανε νόημα να σκύψω και να βγω από τη σκηνή.
Βγήκα τρεκλίζοντας και στάθηκα τυφλωμένος κάτω από το λαμπερό φως, ανήμπορος ακόμα να δω καθαρά με τα θολωμένα από τον ήλιο μάτια μου. Η Ναζίκ με οδήγησε αργά σε ένα μικρό αγκαθωτό δέντρο λίγα βήματα μακρύτερα και με στήριξε πάνω του, καθώς ο κόσμος γύριζε ιλιγγιωδώς γύρω μου. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που έβγαινα έξω από τη σκηνή και καθώς εξέταζα νωθρά το περιβάλλον με έκπληξη είδα ότι η σκηνή της Ναζίκ δεν ήταν το μόνο τέτοιο καταφύγιο, αλλά μάλλον αποτελούσε μέρος ενός μικρού νομαδικού χωριού από περίπου είκοσι σκηνές, όλες φτιαγμένες από το ίδιο λιγδιασμένο δέρμα, με μικρές φωτιές να καπνίζουν μπροστά από την καθεμιά. Δεν υπήρχε, όμως, κανένα σημάδι άλλων κατοίκων, γουρουνανθρώπων ή άλλων.
Ξαφνικά εμφανίστηκε ένας άντρας από το πλάι, ένας άντρας γνωστός μου, αν και παράξενα φοβισμένος και μαζεμένος. Αναγνώρισα ότι ήταν ένας από τους ντόπιους διερμηνείς του Κύρου που μας είχε βοηθήσει πολύ εκείνες τις μέρες, μια κι ήταν από εκείνη την περιοχή της ερήμου και μιλούσε τις γλώσσες διαφόρων φυλών της. Στάθηκε μακριά μου και μιλώντας γρήγορα διέταξε έντονα τη Ναζίκ ν' απομακρυνθεί από κοντά μου, όπως και υπά-
ΑΝΑΒΑΣΗ 203
κουσε, απρόθυμα απ' ό,τι φάνηκε. Ύστερα απευθύνθηκε σε μένα με σπαστά ελληνικά.
«Θέο, ο Πρόξενος είναι εδώ, σε βρήκαμε. Θα έρθεις τώρα;» Το σαγόνι μου χαμήλωσε. Ήταν λοιπόν η φωνή του Πρόξε
νου αυτή που είχα ακούσει να με καλεί λίγα λεπτά πριν. Κοίταξα μπερδεμένος το διερμηνέα.
«Πού είναι; Δεν ξέρω αν μπορώ να περπατήσω», είπα έπειτα από προσπάθεια. «Ζήτησε από τον Πρόξενο να έρθει εδώ, αλλιώς πρέπει να με βοηθήσει ο πατέρας του κοριτσιού να πάω σ' αυτόν».
Ο διερμηνέας με κοίταξε με μάτια διάπλατα κι άρχισε να κουνάει τα χέρια του, καθώς πάσχιζε να βρει λέξεις. «Ο Πρόξενος λέει να πας εσύ, αυτός δεν έρχεται, δεν πρέπει ν' αγγίξει αυτούς τους ανθρώπους, αυτούς τους... άρρωστους ανθρώπους».
Έκανα οδυνηρή προσπάθεια να σταθώ στα πόδια μου, γδέρνοντας την πλάτη μου στον τραχύ κορμό του δέντρου, κι ακολούθησα τρεκλίζοντας τον άντρα. Κοίταξα φευγαλέα τις άλλες σκηνές κι αναρωτήθηκα αόριστα γιατί δεν έβλεπα κανέναν, ενώ έφερνα στο νου μου τους ήχους των παιδικών γέλιων και των δουλειών του νοικοκυριού έξω από τη σκηνή της Ναζίκ τις μέρες της ανάρρωσης μου. Στρίβοντας στην τελευταία σκηνή της μικρής κοινότητας, όμως, σταμάτησα άψυχος, τρέμοντας από εξάντληση. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού βρίσκονταν συγκεντρωμένοι γύρω από μια μικρή μυλόπετρα. Άντρες, γυναίκες και παιδιά που έκλαιγαν με λυγμούς στέκονταν σε ένα σφιχτό κύκλο, με παραμορφωμένα τα πρόσωπα και τα μέλη τους τυλιγμένα με διάφορους τρόπους. Τους φυλούσαν τρεις Έλληνες τοξότες με τα τόξα τους βγαλμένα και τα βέλη τους να στοχεύουν κατευθείαν πάνω στην τρομοκρατημένη ομάδα. Ο Πρόξενος επέβλεπε την επιχείρηση, ενώ ο Νίκαρχος στεκόταν νευρικά πιο πέρα, κρατώντας τα γκέμια μερικών αλόγων στα χέρια του και ρίχνοντας ματιές αδημονίας στο χωριό απ' όπου είχα βγει σέρνοντας οικτρά τα πόδια μου.
«Θέο, είσαι ζωντανός ή μήπως είσαι φάντασμα;» φώναξε ο Πρόξενος, αλλά δεν έτρεξε προς το μέρος μου για να με χαιρετήσει, όπως περίμενα, ούτε έκανε κάποια κίνηση να με στηρίξει
204 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
στην πορεία μου. «Φύγε από τους λεπρούς όσο πιο γρήγορα μπορείς και πήγαινε σ' εκείνο το άλογο που είναι δεμένο στο θάμνο».
Λεπροί; Αναπήδησα από τρόμο, ενώ αναρωτιόμουν ποιον άραγε να εννοούσε και τότε, αρχίζοντας να καταλαβαίνω περισσότερα, κοίταξα πιο προσεκτικά τους γουρουνάνθρωπους του χωρίου, ορατούς καθαρά τώρα πια κάτω από το λαμπερό φως του ήλιου. Η γιαγιά της Ναζίκ στεκόταν μπροστά από τη θλιβερή ομάδα των ολοφυρόμενων γυναικών, μόνη αυτή σιωπηλή, σχεδόν προκλητική. Όπως και πριν, αρνήθηκε να κρύψει το πρόσωπό της, προκαλώντας με να κοιτάξω την απούσα μύτη της, τα σκασμένα και κομμένα χείλη της που αρνούνταν να καλύψουν τα δόντια της, τα ισχνά μαλλιά που έλειπαν κατά τούφες από το λεπιασμένο της κρανίο. Κοιτάζοντας με κατάματα σήκωσε το χέρι της για να με ευλογήσει ή να με καταραστεί κι εγώ οπισθοχώρησα μπροστά στα στρογγυλεμένα, κολοβά χέρια της, από τα οποία απουσίαζαν όλα τα δάχτυλα, με το ξεγδαρμένο και ματωμένο δέρμα.
«Προχώρα, Θέο!» μου φώναξε ο Πρόξενος, αιφνιδιάζοντας με εκεί που είχα ριζώσει από αποστροφή. Προχώρησα τρεκλίζοντας προς το άλογο που μου έδειξε ο Πρόξενος και ένας από τους τοξότες έτρεξε γρήγορα κοντά μου, με διέταξε να βγάλω την κουρελιασμένη κουβέρτα και τύλιξε στη μέση μου ένα καθαρό πανί που έβγαλε από το σάκο του. Έβγαλα την κουβέρτα και φόρεσα το καινούριο ρούχο, ενώ ολόκληρος ο πληθυσμός του χωριού, σιωπηλός τώρα, με παρακολουθούσε. Ο στρατιώτης με βοήθησε κοπιάζοντας να σκαρφαλώσω στη ράχη του αλόγου, όπου με στερέωσε μπρούμυτα, με το πρόσωπο να ακουμπάει πάνω στο λαιμό του ζώου, για να μ' εμποδίσει λόγω της αδυναμίας μου να πέσω κάτω. Ύστερα ξαναγύρισε στα υπόλοιπα άλογα.
Ο Πρόξενος έδωσε το πρόσταγμα και οι τοξότες χαλάρωσαν την επιτήρησή τους, κάνοντας νόημα στους κατοίκους του χωριού να επιστρέψουν στις σκηνές τους. Τον άκουσα να λέει απότομα στο διερμηνέα να ευχαριστήσει τον πατέρα της Ναζίκ για τον κόπο του και τον είδα να πετάει στον άντρα ένα χρυσό δαρεικό που προσγειώθηκε στο χώμα μπροστά στα πόδια του. Ο πατέρας της Ναζίκ σήκωσε τα μάτια και κοίταξε τον Πρόξενο πάνω στο άλογό
ΑΝΑΒΑΣΗ 205
του κι ύστερα το νόμισμα κάτω στο έδαφος σαστισμένος και κατάλαβα ότι ήταν ανίκανος να το σηκώσει με τα τυλιγμένα στα κουρέλια κουτσουρεμένα χέρια του. Φώναξε ένα από τα παιδιά, το οποίο, όπως η Ναζίκ, φαινόταν να μην έχει προσβληθεί από την αρρώστια. Το παιδί ήρθε τρέχοντας και με εντολή του άντρα σήκωσε με επισημότητα το νόμισμα και το έβαλε στην τσέπη του. Ύστερα έκαναν και οι δύο μεταβολή χωρίς επιπλέον λέξη ή βλέμμα και προχώρησαν σιγά και με μεγάλη αξιοπρέπεια στον καταυλισμό.
Μόνο η Ναζίκ εξακολουθούσε να στέκεται εκεί, μοιάζοντας αποσβολωμένη από τη θέα των Ελλήνων στρατιωτών, τα άλογα τους και την ξαφνική μου αναχώρηση. Αφού εξέτασε προσεκτικά τους τοξότες την ώρα που εκείνοι μάζευαν τα όπλα τους και ξανακα-βαλίκευαν τα άλογά τους, προχώρησε ήρεμα προς το άλογο που βρισκόμουν, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια από το εκτυφλωτικό φως του ήλιου, και έβαλε το χεράκι της μέσα στο πλατύ μου χέρι. Χτύπησε απαλά το άτονο χέρι μου όπως θα έκανε ένα κοριτσάκι παρηγορώντας την κούκλα του, χαμογελώντας ευγενικά και κουβεντιάζοντάς μου στη γλώσσα της, σίγουρη ότι την καταλάβαινα ή ότι θα την καταλάβαινα κάποτε. Καθώς ο Νίκαρχος πλησίασε για να δέσει το άλογό μου με το δικό του και να με οδηγήσει, η Ναζίκ άπλωσε το χέρι της να μου χαϊδέψει για μία ακόμα φορά το μέτωπο. Αλλά ενώ το έκανε, παρατήρησα για πρώτη φορά το μικρό λευκό εξάνθημα στο κατά τ' άλλα άψογο δέρμα του χεριού και του μπράτσου της. Άθελα μου ρίγησα και τίναξα πέρα το κεφάλι μου. Η Ναζίκ, ακολουθώντας το βλέμμα μου, τράβηξε στη στιγμή το χέρι της και το έκρυψε στο φόρεμά της, με τα μάτια πλημμυρισμένα από δάκρυα. Στάθηκε ακίνητη παρακολουθώντας το άλογό μου ν' αποχωρεί με έναν οδυνηρό καλπασμό όλο κραδασμούς. Δεν έκανα παραπάνω από δύο ώρες για να επιστρέψω στο ελληνικό στρατόπεδο, όπου η άφιξή μου σε αυτή την εξευτελιστική στάση καλύφθηκε από τον ερχομό της νύχτας.
Ανάμεσα στους δικούς μου συνήλθα γρήγορα. Ο Κύρος έστειλε συγχαρητήριο μήνυμα για τη σωτηρία μου και μια καλοπροαίρετη απειλή ότι θα μου ξαναδώσει το μουλάρι μου, μια κι αυτό ήταν
206 Η ΚΑΘΟΔΟΣ TON ΜΥΡΙΩΝ
το δεύτερο από τα άλογά του που έχανα. Κανόνισε επίσης να παρακολουθεί την ανάρρωση μου ο προσωπικός του γιατρός, ένας Πέρσης έμπειρος στους τρόπους θεραπείας ασθενειών της ερήμου. Ο γιατρός ήρθε να μ' επισκεφτεί συνοδευόμενος από την Αστερία, η οποία πίσω από την πλάτη του κουνούσε το κεφάλι της, αντιδρώντας σιωπηλά στη διάγνωση του σοφού γιατρού. Καθώς ο γιατρός αποχωρούσε από τη σκηνή μου, εκείνη μένοντας λίγο πίσω γλίστρησε στο χέρι μου ένα μικρό πήλινο βάζο με μια πικρή ουσία από βότανα, σφραγισμένο με το δικό της κερί, και μου έδωσε την πρώτη δόση που την είχε ανακατέψει σε ένα μεγάλο κύπελλο με νερό, ενώ παράλληλα μου υπέδειξε ν' αγνοήσω την προτεινόμενη από το γιατρό θεραπεία των καθημερινών αφαιμάξεων. Σε αντάλλαγμα, της δώρισα ένα μικρό φτερό στρουθοκαμήλου που είχα βρει σε μία από τις παλιές εξόδους μου στην έρημο και το οποίο είχα φυλάξει για την κατάλληλη περίσταση.
Από τότε δεν έχει περάσει μέρα που να μην έχω βρει κάποια στιγμή για να ζητήσω από τους θεούς να ευλογούν την ευγενική Ναζίκ, τη για πάντα παρθένα Ναζίκ, και να ζητήσω συγνώμη για τη συμπεριφορά μου απέναντι της. Για σπονδή προσφέρω μια κούπα αγνό, καθαρτήριο νερό, την ιερότερη γνωστή ουσία, έχοντας την αίσθηση της άοσμης δροσιάς του, γοητευμένος με την ιδέα του περιεχομένου του, σε άθλια ή αποσταγμένη μορφή, τα αρχαία εκείνα συστατικά από τα οποία διαμορφώθηκε η γη, την ιερή βροχή από τους ουρανούς, ίσως ακόμα και κάποια ελάχιστη ουσία αθανασίας.
6
ΤΑ ΝΕΥΡΑ ΤΩΝ ΑΝΤΡΩΝ ήταν ήδη τεντωμένα όταν ξέσπασε η φασαρία.
Μέρες ολόκληρες οι ανιχνευτές ανέφεραν σημάδια ότι οι δυνάμεις του βασιλιά είχαν περάσει πρόσφατα το δρόμο πριν από εμάς. Η εμπροσθοφυλακή προχωρούσε μέσα από τις ακαθαρσίες αρκετών χιλιάδων αλόγων που ήταν τόσο φρέσκιες, ώστε δεν είχαν καλυφθεί ακόμα από το στρώμα της λεπτής σκόνης που κα-τακάθεται στα πάντα, από τις τροφές μέχρι τα πρόσωπα των κοιμισμένων αντρών, αν μείνουν εκτεθειμένα πάνω από λίγες ώρες. Χωριά και λαχανόκηποι που συναντούσαμε στο δρόμο μας σιγό-καιγαν ακόμα από την πρόσφατη πυρπόλησή τους, που σκοπό είχε να εμποδίσει τον ανεφοδιασμό μας. Λιποτάκτες από τις δυνάμεις του βασιλιά άρχισαν να εμφανίζονται σε αυξανόμενο αριθμό, αλλά όταν ανακρίνονταν έδιναν αντιφατικές πληροφορίες. Ο Κλέαρχος είχε τη γνώμη ότι μπορεί να είχαν σταλεί σκόπιμα από το βασιλιά με εντολές να διογκώσουν αριθμητικά τη στρατιωτική του δύναμη για να δημιουργήσουν αναστάτωση στα στρατεύματα μας. Οι άντρες παρέμεναν σε κατάσταση υψίστης επιφυλακής, η οποία σε συνδυασμό με την αυξανόμενη ανησυχία τους, επειδή βρίσκονταν χιλιόμετρα μακριά από τη θάλασσα, και τη σωματική τους εξάντληση, ανέβασαν σε μεγάλο βαθμό το επίπεδο έντασης τους στρατεύματος.
Όταν ξέσπασε καβγάς με γροθιές ανάμεσα σε μερικούς στρατιώτες του Μένωνα και του Κλέαρχου, ο Κλέαρχος τον διέκοψε κι αφού άκουσε τα επιχειρήματά τους κατέληξε ότι οι άντρες του Μένωνα είχαν αρχίσει πρώτοι και έναν από αυτούς τον τιμώρησε ραβδίζοντάς τον αμείλικτα. Αυτό δεν τους καλοφάνηκε κι αρ-
208 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
γότερα την ίδια μέρα, όταν ο Κλέαρχος κάλπαζε με το άλογο του μέσα στο στρατόπεδο, ένας από τους άντρες του Μένωνα του πέταξε ένα μικρό τσεκούρι. Η κόψη του καρφώθηκε μέχρι τη μέση στο καπούλι του αλόγου, κάνοντας το ν' ανασηκωθεί από τον πόνο και να ρίξει τον Κλέαρχο στο έδαφος. Αλώβητος αλλά μανιασμένος, σηκώθηκε απότομα και με κατάπληξη είδε ότι είχαν συγκεντρωθεί και αρκετοί άλλοι από τους στρατιώτες του Μένωνα, όχι για να τον βοηθήσουν, αλλά μάλλον για να τον πετροβολήσουν ενώ ήταν πεσμένος κάτω. Ο Κλέαρχος μούγκρισε σαν ταύρος, άρπαξε ένα πελώριο μπαστούνι που βρισκόταν εκεί κοντά και στριφογυρνώντας το σαν ρόπαλο παραλίγο να σκοτώσει έναν από τους βασανιστές του με ένα τρομερό χτύπημα στο σβέρκο, εξαγριώνοντας ακόμα περισσότερο τους άντρες του Μένωνα.
Ευτυχώς για τον Κλέαρχο, ο οποίος, παρόλο που ήταν ασυναγώνιστος μαχητής, δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα με τον αριθμό των συγκεντρωμένων Θεσσαλών του Μένωνα, ένας από τους αρχηγούς του που βρισκόταν εκεί κοντά άκουσε τη φασαρία και νομίζοντας ότι είχε ξεσπάσει κάποια αψιμαχία με την ομάδα των στρατιωτών του βασιλιά συγκέντρωσε μια ταξιαρχία πεζών Θρακών, οι οποίοι όρμησαν σε σχηματισμό μάχης, ενώνοντας τις δρύινες ασπίδες τους σε φάλαγγα πίσω από τον Κλέαρχο, ενώ σαράντα Σπαρτιάτες ιππείς εισέβαλαν στο στρατόπεδο του Μένωνα ακριβώς από πίσω, στριμώχνοντας στον πέτρινο τοίχο τους φοβισμένους τώρα Θεσσαλούς, με τις παλλόμενες νευρικά λόγχες τους έτοιμες να τους σκοτώσουν.
Ο Πρόξενος, ο Ξενοφώντας κι εγώ, που βρισκόμαστε εκεί κοντά, ήρθαμε τρέχοντας άοπλοι και έκπληκτοι, όπως και ο Μένω-νας, που έγινε κάτωχρος από την οργή του βλέποντας σαράντα στρατιώτες του να παρακαλούν γονατιστοί τους Σπαρτιάτες για τη ζωή τους. Ο Κλέαρχος ήταν έξω φρενών.
«Τους είδες αυτούς τους τρελούς;» ούρλιαξε περπατώντας αγέρωχα μπρος πίσω, μπροστά από τον Πρόξενο κι εμένα, με τη γενειάδα γεμάτη φτυσιές και μια πελώρια φουσκωμένη μπλε φλέβα να πάλλεται ορατά στο μέτωπό του. «Αυτούς τους γαμημένους προδότες! Μα τους άγιους θεούς, θα τους κόψω τα μπαλάκια τους
ΑΝΑΒΑΣΗ 209
σαν μήλα και θα τους στείλω πίσω μ' ένα σκουπιδάμαξο προτού ξεπουλήσουν όλο το στρατό στον ύπνο του κάποια νύχτα!» Σήκωσε το ρόπαλό του σαν να επρόκειτο να χτυπήσει και οι σαράντα άοπλοι Θεσσαλοί του Μένωνα ζάρωσαν και μαζεύτηκαν από το φόβο τους ταυτόχρονα.
Ο Πρόξενος, αν και κατώτερος από τον Κλέαρχο, πήρε επιτακτικό ύφος. «Πάμε στο αρχηγείο, Κλέαρχε, και ανακάλεσε τους άντρες σου. Ας διευθετήσουμε το θέμα ιδιωτικά μεταξύ αξιωματικών κι όχι εδώ μπροστά στο τσούρμο του στρατοπέδου και στους κεφαλοδεμένους Πέρσες». Έριξε μια ματιά στον αυξανόμενο αριθμό των ντόπιων στρατιωτών που συγκεντρώνονταν στο πλάι, παρατηρώντας με αδημονία, γοητευμένοι από την προσδοκία ότι θα δουν τα ελληνικά στρατεύματα να χτυπιούνται μεταξύ τους μέσα στη σκόνη.
Ο Κλέαρχος δεν είχε καμιά διάθεση για συζήτηση. «Στην πραγματικότητα λιθοβολήθηκα μέχρι θανάτου από αυτούς τους βρομερούς, καμηλόχειλους μπάσταρδους!» πέταξε φτύνοντας. «Κού-τσαναν το άλογό μου! Ήταν ακόμα στις φασκιές όταν σκότωνα τους γιδοβοσκούς πατεράδες τους στη Θεσσαλία και καταραμένος να 'μαι αν αφήσω να κόψουν τα λαρύγγια ολόκληρου του αναθεματισμένου στρατού μες στη νύχτα εξαιτίας αυτών των φοβιτσιά-ρικων σκυλιών που επιτίθενται σε άοπλους αξιωματικούς...»
Ακριβώς τότε ο Κύρος και οχτώ από τους σωματοφυλακές του έφτασαν βροντώντας, σπρώχνοντας με τα άλογα τους βίαια στην άκρη τους θεατές και σκουντώντας αποφασιστικά τους ακλόνητους στρατιώτες του Κλέαρχου που εξακολουθούσαν να έχουν τις λόγχες έτοιμες να κατακρεουργήσουν όλη την ομάδα του Μένωνα, τη στιγμή που ο στρατηγός τους θα έδινε το σύνθημα. Το πρόσωπο του Κύρου ήταν ξαναμμένο από οργή, καθώς επιθεωρούσε σιωπηλά τη σκηνή. Ο Κλέαρχος κατέβασε αργά το ρόπαλο του, αλλά διατήρησε την προκλητική του έκφραση.
Τελικά ο πρίγκιπας μίλησε, με φωνή σκληρή αλλά τόσο σιγανή, που οι άντρες σώπασαν και ενστικτωδώς έσκυψαν μπροστά για ν' ακούσουν τι έλεγε. «Κλέαρχε και Πρόξενε, κι εσείς οι υπόλοιποι, δεν έχετε ιδέα τι προκαλείτε. Έχω υπό τις διαταγές μου
210 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
περισσότερους από εκατό χιλιάδες άντρες, αλλά αν χάσω τους δέκα χιλιάδες Έλληνες μου δε θα έχω τίποτα. Αν υπάρχει διχόνοια στις γραμμές του στρατεύματος σας, απειλείται η ενότητα ολόκληρου του στρατού μου. Θα δείτε τότε ότι η οργή του βασιλιά δε θα είναι τίποτα σε σύγκριση με αυτή των αντρών που είναι γύρω σας». Σηκώσαμε τα μάτια κι είδαμε ότι χιλιάδες Πέρσες είχαν συγκεντρωθεί και συνέχιζαν να μαζεύονται στον τόπο της φιλονικίας, περιμένοντας να συμβεί κάτι τρομερό.
Στο σημείο αυτό τα μάτια του Κλέαρχου έχασαν την ξαναμμένη τους λάμψη και ξαναβρήκε τον εαυτό του. Πρόσταξε βλοσυρά τους άντρες του ν' ανασυνταχτούν και να επιστρέψουν στο στρατόπεδο τους. Οι τρομοκρατημένοι Θεσσαλοί σηκώθηκαν όρθιοι και ντροπιασμένοι ξαναγύρισαν στα καθήκοντα τους και το πλήθος άρχισε να διαλύεται. Ο Κύρος κοίταξε τον Ξενοφώντα κι εμένα και κούνησε επιφυλακτικά το κεφάλι του, λες και καθάριζε το μυαλό του από κάποιο τρομακτικό όνειρο. «Χαίρομαι που οι Έλληνες είναι έτοιμοι να πολεμήσουν», μουρμούρισε καθώς ανέβαινε και πάλι στο άλογο του. «Πιστεύω ότι θα μπορέσουν να χρησιμοποιήσουν κάμποσο από το πλεόνασμα της ενεργητικότητας τους σε μια δυο μέρες».
7
ΗΤΑΝ ΚΑΤΙ ΠΑΡΑΠΑΝΩ από σκλάβα αλλά όχι ακριβώς ομότιμη, κάτι παραπάνω από βασιλική σύζυγος αλλά κατώτερη από αδερφή, μορφωμένη σαν άντρας αν και σοφή από τις μεθόδους του χαρεμιού. Ο ρόλος της στα ιδιαίτερα διαμερίσματα και την καρδιά του Κύρου ήταν θολός και ακαθόριστος, πηγή μηχανορραφιών και περιέργειας για όσους ζούσαν εκτός, αλλά αποδεκτός και ευχάριστος όπως αυτός ανάμεσα σε ξαδέρφια για όσους ζούσαν εντός. Έχει περάσει προ πολλού ο χρόνος που θα έπρεπε να ξεκαθαρίσω τη θέση της Αστερίας, να την εισαγάγω επίσημα στη διήγηση, αλλά έχω αντισταθεί ως τώρα είτε από έλλειψη ικανότητας και αντικειμενικότητας είτε από καθαρή άγνοια - ας κρίνει ο αναγνώστης.
Τη γνώρισα καλύτερα στη διάρκεια μερικών μηνών και, μολονότι έσπασα το κεφάλι μου, είμαι ανίκανος να εξακριβώσω πότε ακριβώς ή σε ποια περίπτωση συνέβη αυτή η καθοριστική στιγμή οικειότητας. Έχω ήδη διηγηθεί την πρώτη φορά που την είδα στη σκηνή του Κύρου στις Σάρδεις, αν και όταν μίλησα μαζί της αρκετά αργότερα μου ορκίστηκε ότι δεν μπορούσε να θυμηθεί εκείνη την εκπληκτική συνάντηση, προς μεγάλη μου απογοήτευση. Το όραμα που είχα δημιουργήσει και πλάσει στο μυαλό μου, διυλίζοντας ώρες και μέρες αυτή τη μοναδική ανάμνηση, σε σημείο που να λάμπει σαν πετράδι φρεσκογυαλισμένο από αμμόλουτρο, δεν ήταν γι' αυτή παρά μια τυχαία συνάντηση, μια στιγμιαία ματιά σε έναν από τους δεκάδες ανώνυμους επισκέπτες που δεχόταν ο κύριός της στα διαμερίσματά του κάθε μέρα. Μια λαμπρή ανάμνηση έπεφτε από τα ουράνια σαν αγριόπαπια χτυπημένη από κάποια σφεντόνα, αφήνοντας πίσω της ένα μικρό
212 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
απομεινάρι από καταπληκτικά φτερά που κατέβαιναν αργά προς τα κάτω, οριοθετώντας συνοπτικά και το ύψος στο οποίο είχε φτάσει το πουλί στους αιθέρες αλλά και το τελικό σημείο πρόσκρουσης με την ωμή πραγματικότητα.
Κι όμως, από την εποχή του καταστροφικού και κάπως ταπεινωτικού συναπαντήματός μου με το θάνατο στην έρημο, είχαμε κατά κάποιο τρόπο γνωριστεί καλύτερα. Είμαι σίγουρος γι' αυτό, επειδή στις δύο ή τρεις μέρες της ανάρρωσής μου ήταν αρκετά τολμηρή ώστε να μ' επισκεφτεί πραγματικά στη σκηνή μου, στολισμένη όπως όλες οι γυναίκες του χαρεμιού, τυλιγμένη με αραχνούφαντα ρούχα και πέπλα από τα νύχια ως την κορυφή, και να μου αφήσει ενθύμια της αγάπης της - ή τουλάχιστον έτσι εξέλαβα εκείνα τα μεμονωμένα αγγίγματα, το περιττό αλλά καλοδεχούμενο ανεπαίσθητο άρωμα του γιασεμιού μέσα στο φαρμακευτικό νερό που μου έδωσε, τα μακρόσυρτα, περισσότερο απ' όσο χρειαζόταν, βλέμματα πίσω από την ανωνυμία των καλυμμάτων του προσώπου. Πότε, όμως, αναπτύχθηκε αυτή η οικειότητα;
Για μένα, οι αναμνήσεις μου έχουν ήδη μοιραία αμφισβητηθεί από την απόλυτη αδυναμία της να θυμηθεί την πρώτη ματιά που της έριξα και στην πραγματικότητα ήταν το ίδιο ανίκανη, όπως κι εγώ, να θυμηθεί την ακριβή στιγμή που η στάση της απέναντι' μου άλλαξε από αδιαφορία ή, στην καλύτερη περίπτωση, μέτρια περιέργεια σε κάτι περισσότερο. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι στη διάρκεια αυτών των μηνών της πορείας στην έρημο έγινα ενθουσιώδης μελετητής του κυνηγιού, όχι τόσο στρουθοκαμήλων και ονάγρων, αλλά φτερών που πλέκονται περίπλοκα μέσα σε σκούρες τούφες μαλλιών, υπογραμμισμένων με μαύρο μολύβι ματιών με ελαφρά γυριστές βλεφαρίδες, μιας λεπτής κοριτσίστικης μορφής που αλαφροπατά όλο χάρη πάνω στο θαμπό γρασίδι ή στους θάμνους του στρατοπέδου, ανίκανη να κρυφτεί κάτω από τις πλούσιες πτυχές του χιτώνα και των πέπλων. Σαν παγιδευτής, αναζητούσα το θήραμά μου εκεί που ήταν πιο πιθανό να βόσκει, μακριά από την ασφαλή περιφρούρηση της σκηνής της, με τους αγριωπούς Αιθίοπες τριγύρω: δηλαδή, στην περιοχή των γιατρών στην άκρη του στρατιωτικού καταυλισμού, όπου περ-
ΑΝΑΒΑΣΗ 213
νούσε ώρες ολόκληρες συζητώντας περί ιατρικής τέχνης και συγκρίνοντας τεχνικές με τους μορφωμένους γιατρούς· στις έρημες άκρες του στρατοπέδου, όπου έκανε ήσυχα βόλτες με τις άλλες τροφίμους του χαρεμιού· στους πάγκους των βιβλιοπωλείων, στις αγορές των πόλεων από τις οποίες περνούσαμε, όπου καθυστερούσε κουβεντιάζοντας με τους πωλητές και τους γραφείς, ενώ οι αμαθείς και αδαείς ακόλουθες της την τραβούσαν ανυπόμονα από το μανίκι. Το κυνήγι μου όμως ήταν κρυφό και περνούσε απαρατήρητο, πιστεύω, από αυτούς που παρακολουθούσαν. Είχα ενστερνιστεί την αρχική προειδοποίηση του Πρόξενου γι' αυτή και είχα αποφασίσει να κρατήσω ανέπαφο κάθε πολύτιμο κύτταρο της ανατομίας μου εκεί κάτω.
Με δεδομένη τη μυστικότητά μου, με καταλάβαινε όταν την κυνηγούσα; Προσωπικά δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι το καταλάβαινε και πραγματικά κάποτε, σε μια στιγμή αδυναμίας από μέρους της, κατάφερα να επιτύχω ακόμα και την απρόθυμη αποδοχή της, αν και δεν άφησε τίποτα να φανεί γι' αυτό τότε. Ένας αδέξιος, ονειροπαρμένος ξένος που περνά ένα ολόκληρο κεφάλι τους γύρω του και μοιάζει να είναι παρών όποτε εκείνη προβάλλει από τα διαμερίσματά της θα ήταν δύσκολο να της διαφύγει και εδώ η μεταφορά του κυνηγού και του θηράματος καταρρίπτεται, γιατί αν πραγματικά εκείνη ήταν κάποιο είδος ανθρώπινης λείας κι εγώ ο διώκτης, δε θα αργούσε πολύ να μάθει να με αποφεύγει, να τοποθετεί φρουρούς που έμεναν άγρυπνοι και χαχάνιζαν ταυτόχρονα να παρακολουθούν το αγέρωχο πλησίασμα μου κι επομένως ν' αποθαρρύνει παθητικά τις ανεπιθύμητες φιλοφρονήσεις μου. Όπως φάνηκε τελικά, δεν το έκανε κι έτσι δικαιωματικά έδωσε ώθηση στο κυνήγι μου, ρίχνοντας μου ακόμα και κάποιο χαμογελαστό βλέμμα ενθάρρυνσης πότε πότε, όταν η υπομονή μου έμοιαζε να εξαντλείται,
Ποιος ήταν επομένως ο κυνηγός και ποιος το θήραμα; Ακόμα και σήμερα είναι ένα ερώτημα στο οποίο δεν μπορώ
ν' απαντήσω.
ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
ΚΟΥΝΑΞΑ
Ο αγώνας του νικητή είναι ευχάριστος στους θεούς, αλλά τα κορίτσια προτιμούν τον ηττημένο...
ΑΓΝΩΣΤΟΥ
1
Ο ΠΕΡΣΗΣ ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ κάλπασε δαιμονισμένα προς τον Κύρο πάνω στο αφρισμένο του άλογο· το γένι του ήταν σκληρό και σκονισμένο από την ταχύτητα του καλπασμού και η έκφραση των ματιών του άγρια. Φώναξε σε περσικά και σε ελληνικά, μερικές φορές ανακατεύοντας και τα δύο, ενώ η γλώσσα του μπερδευόταν από τη βιασύνη του.
«Ο βασιλιάς... ο βασιλιάς βαδίζει εναντίον μας σε παράταξη μάχης! Σήμερα είναι η μέρα, αφέντη Κύρο! Επίκειται η ώρα της δόξας σου!»
Η πληροφορία απλώθηκε γρήγορα στις γραμμές, δημιουργώντας πανικό στο τσούρμο του στρατοπέδου και σύγχυση στους άντρες. Αξιωματικοί που βάδιζαν στις πρώτες σειρές, κοντά στην συνοδεία του Κύρου, έκαναν αμέσως μεταβολή κι άρχισαν να επιστρέφουν, τρέχοντας στις μονάδες τους, πέφτοντας πάνω στους στρατιώτες που προέλαυναν. Ανήσυχος ότι ανά πάσα στιγμή μπορούσαμε να δεχτούμε επίθεση και σε δυσμενές έδαφος, ο πρίγκιπας έστειλε αξιωματικούς κατά μήκος της πορείας του στρατού για ν' αρχίσουν να βάζουν σε τάξη το χάος και να εφοδιάσουν τους στρατιώτες. Άλλους έφιππους τους έστειλε στους τριγύρω λόφους να παρατηρούν τις δυνάμεις τον βασιλιά και ν' ανιχνεύσουν ευνοϊκό έδαφος για μάχη. Ο ίδιος ο Κύρος φόρεσε βιαστικά θώρακα και περικνημίδες.
Μέσα σε μισή ώρα το στράτευμα είχε συνταχθεί σε πλήρη σχηματισμό μάχης κατά μήκος της κορυφογραμμής μιας χαμηλής σειράς λόφων που έφταναν ως το ποτάμι. Βρισκόμαστε έξω ακριβώς από ένα μικρό χωριουδάκι, τα Κούναξα, έξι μήνες και χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τις Σάρδεις, μόλις τρεις μέρες
218 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
δρόμο από τη Βαβυλώνα. Οι Σπαρτιάτες πήραν θέση στην κεντρική δεξιά γραμμή προς τον Ευφράτη, με τη μεραρχία του Πρόξενου δίπλα τους, μαζί με χίλιους Παφλαγόνες ιππείς από τα ντόπια στρατεύματα του Κύρου, και όλοι αυτοί θα ήταν κάτω από τις διαταγές του Κλέαρχου. Ο Μένωνας κράτησε το αριστερό κέρας, συνεχόμενο του Αριαίου, ενώ οι υπόλοιποι από τους ντόπιους στρατιώτες τοποθετήθηκαν στο κέντρο. Πίσω από τις μακριές σειρές των στρατιωτών είχαν συγκεντρωθεί όπως όπως χι-λιά,δες από το ετερόκλητο μπουλούκι που ακολουθούσε το στρατό, με ξεδοντιασμένα χαμόγελα προσδοκίας και κρατώντας πρόχειρα όπλα που είχαν συναρμολογήσει από σπασμένα υπολείμματα στο πεδίο ασκήσεων. Όλοι κουβαλούσαν σάκους ή καλάθια, γιατί δεν είχαν πρόθεση να επιστρέψουν με άδεια χέρια από το έργο τους. Πίσω από αυτούς οι αξιωματικοί της διαχείρισης υλικού εργάζονταν μανιωδώς, παρατάσσοντας τις άμαξες με τα εφόδια σε μια συμπαγή, οργανωμένη σειρά, οδηγώντας τα τεράστια κοπάδια ζώων που χρησιμοποιούσαν για μεταφορές και σφάγια σε προσωρινά μαντριά και στήνοντας υπαίθρεια νοσοκομεία και στρατώνες για τους αξιωματικούς. Οι πεντακόσιοι Λυδοί φύλακες του Κύρου που είχαν τοποθετηθεί πέρα από τις εγκαταστάσεις του στρατοπέδου, σε διαρκή τιμωρία για την αξιοθρήνητη παράστασή τους μπροστά στη βασίλισσα Επύαξα, βάδιζαν ανήσυχα μέσα στο χάος, εξαγριωμένοι αφού τους είχε ανατεθεί η φύλαξη του στρατοπέδου. Ο Κύρος καθόταν ακίνητος πάνω στο άλογό του στο μέσο των πρώτων γραμμών και διακρινόταν εύκολα από το ακάλυπτο κεφάλι και τα κυματιστά μαλλιά του, περιτριγυρισμένος από τους εξακόσιους ιππείς του με τις γυαλισμένες πανοπλίες που άστραφταν κάτω από το εκτυφλωτικό φως του ήλιου.
Στεκόμαστε παραταγμένοι σιωπηλά, αντικρίζοντας τους λόφους προς την ανατολή, απ' όπου θα έφταναν τα στρατεύματα του βασιλιά. Σπάνια σάλευε κάποιος. Η μόνη κίνηση ήταν ο περιστασιακός καλπασμός κάποιου ιππέα αποστάσεων, από ή προς το στρατό, που παρέδιδε μηνύματα από τις προφυλακές και μετέφερε διαταγές του Κύρου στις απομακρυσμένες πτέρυγες. Η
ΚΟΥΝΑΞΑ 219
στιγμή ήταν απόκοσμη και μυστηριακή -δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες ακίνητοι και σιωπηλοί-, εκείνη η ελάχιστη στιγμή πριν από τη σύγκρουση, όταν οι γραμμές βρίσκονται τακτικά παραταγμένες, οι στρατιώτες γεμάτοι πίστη, τα άλογα ήρεμα και η ομηρική δόξα της μάχης είναι πια προφανής και αναμενόμενη.
Οι μακρινοί αντικρινοί μας λόφοι άρχισαν να τρεμουλιάζουν μέσα στην απογευματινή ζέστη, να φαίνονται θαμποί και ακαθόριστοι. Μυγάκια ζουζούνιζαν μπροστά στα πρόσωπα μας και ιδρώτας έσταζε στα πλευρά μου κάτω από το θώρακα. Το κρανίο μου είχε ανάψει και μ' έτρωγε κάτω από το κράνος, ενώ το τσό-χινο σκουφάκι που έντυνε το κεφάλι μου από κάτω ήταν ήδη μούσκεμα από τον ιδρώτα. Η αρχική ένταση, ο σφιχτός κόμπος που είχα αισθανθεί στο στομάχι ενώ έκανα τις προετοιμασίες μου, είχε αντικατασταθεί από μια πνιχτή σουβλιά, ένα βάρος στο υπογάστριο και τα γόνατα, μια διάχυτη υποβόσκουσα παρουσία προσδοκίας και φόβου. Ορισμένοι στρατιώτες, ακόμα και αξιωματικοί, έγιναν ανυπόμονοι μέσα στη ζέστη, έσερναν τα πόδια τους, κατάπιναν βρομερό νερό από τα παγούρια τους και συζητούσαν άσκοπα με τους συντρόφους τους. Λίγοι ακουμπούσαν τις βαριές ασπίδες τους στο έδαφος γερμένες πάνω στα γόνατά τους, για να ελευθερώσουν τα χέρια τους όσο στράγγιζαν τις κούπες τους. Άλλοι απλώς κάθονταν κάτω, μέσα στη σκόνη, εκεί που βρίσκονταν, βροντώντας δυνατά καθώς κάθονταν, αλλά καταλήγοντας ότι οποιαδήποτε ανάπαυση ήταν σε θέση να προσφέρουν στα τεταμένα μέλη τους άξιζε, παρά τη δυσκολία της επαναφοράς τους στην όρθια θέση κάτω από το βάρος της θωράκισης τους.
Ο ήλιος μάς χτυπούσε ανελέητα, κάνοντας το εσωτερικό του θώρακα και του κράνους μας καυτό σιην αφή και ζεματώντας τα κορμιά μας εσωτερικά σαν φραντζόλες ψωμιού στο φούρνο. Η θολούρα αυξήθηκε κι είχαμε αρχίσει σχεδόν να αμφιβάλλουμε αν θα βλέπαμε κάποια δράση εκείνη τη μέρα, όταν παρατηρήσαμε το σαφές περίγραμμα ενός καφετιού σύννεφου που σηκωνόταν από τον ορίζοντα. Στην αρχή ήταν τόσο μακρινό και αχνό, που όταν το έδειξα στον Ξενοφώντα απλός το αψήφησε ως αποτέλεσμα θερμών κυμάτων πάνω στην άμμο, κοθώς ο ήλιος την έκανε πιο
220 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
καυτή. Ύστερα από λίγα λεπτά, όμως, είδαμε ότι το σύννεφο παρασυρόταν πιο κοντά και γινόταν πυκνότερο και απειλητικότερο όσο πλησίαζε - η σκόνη που σηκωνόταν από ένα εκατομμύριο πόδια του στρατού του Αρταξέρξη καθώς έτρεχαν.
Ο ορίζοντας στην κορυφογραμμή των μακρινών λόφων σκοτείνιασε μέχρι που μαύρισε κι ύστερα έγινε μια κυματιστή χοντρή γραμμή που απλωνόταν, από την κατεύθυνση που κυλούσε ο Ευφράτης στα δεξιά της παρούσας θέσης μας, σε ένα πλατύ τόξο σχεδόν μέχρι το αριστερό άκρο του οπτικού μας πεδίου - και ύστερα η γραμμή άρχισε ν' απλώνεται και να παχαίνει σαν τη σκούρα σκιά ενός σύννεφου και να κινείται προς το μέρος μας, αδυσώπητη και καταραμένη σαν πανούκλα, καθώς οι συμπαγείς δυνάμεις από άντρες και άλογα πενταπλάσια των εκατό χιλιάδων μας πλησίαζαν σε παράταξη μάχης. Σίγουρα, τίποτα απ' όσα είχαν δει θνητοί, ούτε η άλωση των Θηβών ούτε η καταστροφή του Ιλίου ούτε καν ο πόλεμος μεταξύ θεών και Τιτάνων, δεν μπορούσε να συγκριθεί με το θέαμα του τεράστιου στρατού του βασιλιά, από την άποψη της καθαρά καταστροφικής λαμπρότητας του. Εδώ κι εκεί άστραφταν λάμψεις φωτός, καθώς ο ήλιος αντανακλούσε πάνω στους γυαλιστερούς θώρακες και τα στιλπνά χαλινάρια, και μέσα σε λίγες στιγμές οι σποραδικοί ήχοι από τα προστάγματα των αξιωματικών, τα χλιμιντρίσματα των αλόγων και το βροντερό, ρυθμικό ποδοβολητό -πάνω απ' όλα το ποδοβολητό-παρασύρονταν και μεταφέρονταν στα αφτιά μας από σκόρπιες ριπές ανέμου.
Πρωτύτερα την ίδια μέρα ο Κύρος μάς είχε προειδοποιήσει να μην πτοηθούμε από τις πολεμικές κραυγές των βαρβάρων. Πέρσης και ο ίδιος, ήταν αρκετά συνηθισμένος στην τεχνική που εφάρμοζαν για να διασπάσουν την προσοχή των εχθρών τους προτού καν συμπλακούν, βγάζοντας μια διαπεραστική κραυγή που ακουγόταν μίλια μακριά, μελετημένη για να ενσπείρει τρόμο στις καρδιές όλων όσων την άκουγαν. Αυτή τη φορά, όμως, ο πρίγκιπας έκανε λάθος: οι βάρβαροι έρχονταν βαδίζοντας σε απόλυτη και τέλεια σιωπή, χωρίς να βγαίνει άλλος ήχος από τους άντρες τους εκτός από το επίμονο ποδοβολητό. Από αυτή την ά-
ΚΟΥΝΑΞΑ 221
ποψη αυτό ήταν ακόμα πιο αποθαρρυντικό και τους έκανε να μοιάζουν με σκιές ή θεούς μάλλον παρά με πλάσματα με σάρκα και οστά.
Έριξα μια ματιά στον Ξενοφώντα που στεκόταν εμβρόντητος από απόλυτο θαυμασμό βλέποντας μέσα σ' αυτό το γυμνό, άδειο τοπίο το τεράστιο πλήθος αντρών και ζώων που ξαφνικά εμφανίστηκαν από το πουθενά. Μόνο ο Κλέαρχος έμοιαζε ασυγκίνητος από το θέαμα. Κάλπαζε αδιάκοπα πάνω κάτω στις γραμμές, πάνω στο τεράστιο πολεμικό του άλογο που άφριζε, τελειοποιώντας κάποιους σχηματισμούς εδώ, επιπλήττοντας κάποιο αξιωματικό εκεί, με τις μακριές, προσεκτικά χτενισμένες κοτσίδες του να κυματίζουν πίσω του, κάτω από το σπαρτιατικό πολεμικό του κράνος που κάλυπτε όλο του το πρόσωπο - ένα τρομακτικό θέαμα, αφού μόνο τα γυαλιστερά του μάτια και το φουντωτό του πιγούνι έβγαιναν κάτω από το στιλπνό μπρούντζο.
Ο Κύρος έτρεξε προς τις γραμμές μας, αναζητώντας τον Κλέαρχο που ολοκλήρωνε ψύχραιμα αλλά ουρλιάζοντας κάποιες διαταγές στους αρχηγούς του προτού στραφεί στον πρίγκιπα, ο οποίος περίμενε υπομονετικά πάνω στο αφρισμένο άλογό του. «Υψηλότατε!» θριαμβολόγησε ο Κλέαρχος, ενώ άστραψε μια δολοφονική λάμψη μέσα από τις βαθιές κόγχες των ματιών του μπρούντζινου κράνους του. «Αυτό είναι το ελληνικό στράτευμά σας! Αυτοί είναι οι άντρες που θα σας οδηγήσουν στη νίκη!»
Ο Κύρος αγνόησε τον κομπασμό του Κλέαρχου. «Νίκη! Νίκη ίσως επί του βοηθητικού εχθρικού στρατεύματος. Ο ψεύτικος βασιλιάς και οι Αθάνατοι του βαδίζουν εναντίον μας στο κέντρο των δικών τους δυνάμεων - αν τους καταβάλουμε εκεί, έχουμε νικήσει στη μάχη. Δεν είσαι στο σωστό άκρο της παράταξής μας, στρατηγέ! Υποχώρησε και πέρασε με τους άντρες σου στο αριστερό!»
Ο Κλέαρχος κοίταξε με το στόμα ανοιχτό από την έκπληξη τον Κύρο, ύστερα ανίχνευσε πιο προσεκτικά τις επερχόμενες δυνάμεις κι είδε ότι αυτό που είπε ο πρίγκιπας ήταν σωστό - ο εχθρός υπερείχε τόσο πολύ αριθμητικά, ώστε το κέντρο του βασιλιά στην πραγματικότητα ήταν απέναντι από το αριστερό άκρο μας. Τό-
222 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
σο υπερκάλυπτε και εκτεινόταν πέρα από τη δική μας η παράταξη του βασιλιά. Όμως, η σημασία της μεταφοράς του στρατεύματός του στο άλλο άκρο της παράταξης αυτή την τελευταία στιγμή ήταν αμφίβολη και η υπονοούμενη αμφισβήτηση της τακτικής του από το βασιλιά ήταν ανυπόφορη. Έβγαλε απότομα το κράνος του από οργή.
«Λάθος άκρο, που να πάρει! Ο πρώτος κανόνας της μάχης, πρίγκιπα, είναι να τοποθετείς το ισχυρότερο στράτευμα σου στα δεξιά. Αν λείψουμε εμείς, το ιππικό του βασιλιά θα διασπάσει το δεξιό κέρας σαν βούτυρο και θ' αναδιπλωθεί πίσω σας. Με τις δυνάμεις μας να κρατούν γερά το ποτάμι, δεν μπορούμε να υ-περφαλαγγιστούμε σε αυτή τη μεριά τουλάχιστον. Πίστεψέ το -το έχω δοκιμάσει προτού ακόμα εσύ γεννηθείς. Όσο διοικώ εγώ, το ελληνικό στράτευμα θα παραμείνει στο δεξιό κέρας».
Τώρα ήταν η σειρά του Κύρου να μείνει με το στόμα ανοιχτό από την απευθείας πρόκληση του κατωτέρου του κι έπειτα από μια παύση κατάπληξης επιτέθηκε στο Σπαρτιάτη με ένα χείμαρρο από βρισιές και προσβολές που έκαναν τις τρίχες μου να σηκωθούν, ακόμα και κάτω από το μουσκεμένο κράνος και το σκουφάκι μου. Ο Πρόξενος, ο Ξενοφώντας κι εγώ παγώσαμε όταν είδαμε τον Κύρο και τον Κλέαρχο να κομπάζουν ο ένας στον άλλο, με φωνές και χειρονομίες, ενώ οι απέραντες δυνάμεις του εχθρού συνέχιζαν την αδυσώπητη πορεία τους εναντίον μας μέσα από την πεδιάδα. Ο Αρταξέρξης δε θα περίμενε να λύσουμε τις διαφωνίες μας σε θέματα τακτικής για να ρίξει στη μάχη τα στρατεύματά του. Απελπίστηκα όταν είδα τους δύο στρατηγούς έτοιμους να πιαστούν στα χέρια, αλλά ο Κλέαρχος παρέμενε αμετά-πειστος. Λίγοι άντρες είναι πιο ξεροκέφαλοι από έναν παλιό στρατιώτη και κανένας πιο ξεροκέφαλος από ένα Σπαρτιάτη. Ο Κύρος τελικά σήκωσε απότομα την παλάμη του χεριού του, κόβοντας στη μέση το τσίριγμά του.
«Έχω στοιχηματίσει τη ζωή και την περιουσία μου ότι θα νικήσω τον ψεύτικο βασιλιά σ' αυτή τη μάχη», είπε έξω φρενών, με φωνή που ελάχιστα ακουγόταν σ' εμάς τους υπόλοιπους, «και δε θα μ' εμποδίσει ένας μηδαμινός απολυταρχικός. Αντιτίθεσαι στις
ΚΟΥΝΑΞΑ 223
διαταγές μου, αλλά δεν έχω χρόνο να τις επιβάλλω διά της βίας. Ο εχθρός μάς επιτίθεται! Αν δεν αναλάβεις το βασιλιά, μα τους θεούς, θα το κάνω εγώ ο ίδιος! Και σε διαβεβαιώνω, Κλέαρχε, ότι θα ξανασυζητήσουμε το θέμα μετά τη μάχη».
Και τραβώντας θυμωμένος τα γκέμια γύρισε το άλογό του κι απομακρύνθηκε καλπάζοντας, με τα καστανά μαλλιά του ν' ανεμίζουν ελεύθερα πίσω του, ενώ ο Κλέαρχος σφήνωσε μανιασμένα το κράνος στο κεφάλι του. Οι μακριές σπαρτιάτικες πλεξίδες του, λαδωμένες και μαύρες, αν και γκριζαρισμένες κάπως απ' τα χρόνια, κάλυψαν τους ώμους του σαν τα φίδια στο γοργόνειο.*
«Ανόητε, ματαιόδοξε μπάσταρδε, δε φοράς τουλάχιστον ένα κράνος», πέταξε ο Κλέαρχος, χωρίς να νοιαστεί να χαμηλώσει τη φωνή του για να εμποδίσει εμάς τους υπόλοιπους να γίνουμε μάρτυρες της απείθειάς του. «Αν θέλει να νιώθει τον άνεμο να περνά μέσα από τα μαλλιά του, καλά θα έκανε να καλπάζει χωρίς παντελόνια. Έτσι τουλάχιστον δε θα έβαζε σε κίνδυνο ολόκληρο το στράτευμα, που να πάρει!»
Ο Πρόξενος μίλησε για πρώτη φορά, πλευρίζοντας με το άλογό του το νευρικό άτι τού Κλέαρχου για να τον ηρεμήσει και κοιτάζοντας καταπρόσωπο το μαινόμενο Σπαρτιάτη.
«Κλέαρχε, η θέση σου είναι σωστή, αλλά δεν είναι ώρα τώρα για να τσακωθείς με τον πρίγκιπα. Ανεξάρτητα αν ο Κύρος έχει δίκιο ή άδικο, απείθησες σε άμεση εντολή του και αυτό δεν πρόκειται να το ανεχτεί ποτέ από εμάς. Για χάρη του στρατού και του μέλλοντός μας, στείλε κλάδο ελαίας, προτού αρχίσει η μάχη».
Ο Κλέαρχος τον κοίταξε μανιασμένα και νόμισα ότι μπορούσε ακόμα και να χτυπήσει με το σπαθί του τον Πρόξενο, επειδή τον κριτικάριζε, αλλά ύστερα από ώρα κοίταξε μακριά σιωπηλός, με τις φλέβες του λαιμού του να πάλλονται πυρετωδώς, καθώς στράβωσε το σαγόνι του κι επιθεώρησε τον ταχύτατα επερ-
* Το ασώματο κεφάλι της Γοργώς (Μέδουσας) που το περιβάλλουν φίδια. Αυτή η τρομερή στην όψη μορφή θεωρούνταν ότι είχε αποτρεπτική δύναμη εναντίον κακοποιών δυνάμεων. Αυτό οδήγησε στη χρήση του γοργόνειου ως επίσημου εμβλήματος ασπίδων. Γοργόνειο είχε και η ασπίδα της Αθηνάς Παρθένου του Φειδία. (Σ.τ.Μ.)
224 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
χόμενο εχθρό. Έβηξε απότομα, καθαρίζοντας το λαρύγγι του από την παχιά, διαπεραστική σκόνη, κι ύστερα, στρέφοντας το κεφάλι του στο πλάι, έπιασε τη μύτη του ανάμεσα στον αντίχειρα και το δείκτη και φύσηξε δυο μακρινάρια μύξας στο έδαφος, αποφεύγοντας ελάχιστα το άλογο του Πρόξενου. Ύστερα γύρισε από την άλλη μεριά στο κάθισμά του για να εντοπίσει τον πρίγκιπα που τώρα είχε πάρει θέση σε μια πιο ευνοϊκή από άποψη θέας περιοχή, μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο μακριά. «Εσύ», είπε κοιτάζοντας τον Ξενοφώντα, «πήγαινε τρέχοντας ένα μήνυμα στον Κύρο εκεί κάτω. Πες του ότι θα το φροντίσω και όλα θα πάνε καλά». Και πάνω εκεί έκανε μεταβολή περιφρονητικά και κάλπασε με το άλογό του για να κάνει επιπλέον προετοιμασίες. Ο Ξενοφώντας κι εγώ κάναμε αγώνα δρόμου για να φτάσουμε στη θέση του Κύρου, έχοντας αγωνία να παραδώσουμε το μήνυμα και να επιστρέψουμε στην παράταξη μας προτού αρχίσει η μάχη.
Οι δυο αντίπαλοι δεν απείχαν τώρα περισσότερο από τετρακόσια μέτρα και μπορούσαμε να διακρίνουμε τα διάφορα περσικά τάγματα. Από το μαύρο σύννεφο της πορείας μπορούσες τώρα να διακρίνεις άτομα. Ιππείς με λευκούς, επενδυμένους με μετάξι φαρδιούς θώρακες υποστήριζαν το βαρύ πεζικό στην αριστερή πτέρυγα του εχθρού απέναντι από εμάς και ο Κλέαρχος διέδωσε στις γραμμές ότι επικεφαλής αυτών των ιππέων πρέπει να ήταν ο ίδιος ο Τισσαφέρνης. Ένα λεπτό αργότερα βγήκε αληθινός, όταν φάνηκε να φουσκώνει στον αέρα το προσωπικό λάβαρο του αρχηγού των εχθρών - ένα χρυσό, φτερωτό άλογο πάνω σε μαύρο τριγωνικό ύφασμα. «Ένα χρυσό δαρεικό στον άντρα που θα σκοτώσει αυτό τον γαϊδουροκέφαλο μπάσταρδο!» ούρλιαξε ο Κλέαρχος σε όλους όσοι βρίσκονταν σε απόσταση ακοής. Η έξαψη των αντρών αυξήθηκε φανερά.
Μέσα σε λίγα λεπτά, ήμαστε σε θέση να ξεχωρίσουμε την εμπροσθοφυλακή του βασιλιά στα αριστερά μας, τους φοβερούς Μήδους, να προελαύνουν σε πειθαρχημένη σιωπή με τα βαμμένα τους πρόσωπα, τις έντονα πορφυρές παντελόνες τους και τους γεμάτους κοσμήματα λαιμούς και αφτιά τους. Έμοιαζαν με τους θηλυπρεπείς ευνούχους του Κύρου, αλλά τα θωρακισμένα με α-
ΚΟΥΝΑΞΑ 225
λυσίδες γιλέκα, τα λοφία στις ορειχάλκινες περικεφαλαίες και τα μαυρισμένα, φουσκωμένα από μυς μπράτσα πρόσθεταν ένα δυσοίωνο αποτέλεσμα στην κατά τ' άλλα λεπτεπίλεπτη εμφάνιση τους, το οποίο αποσκοπούσε στο να σκορπίσει τον τρόμο σε λιγότερο πειθαρχημένες ομάδες, όπως προκαλεί το διφορούμενο πρόσωπο ενός κλόουν σε κάποιο μικρό παιδί. Τους ακολουθούσαν στρατεύματα από τα δεκάδες έθνη στα οποία κυριαρχούσε ο βασιλιάς της Περσίας και από τα οποία είχε στρατολογήσει διά της βίας τις δυνάμεις του: Φρύγες, Ασσύριοι, Βακτριανοί, Άραβες, Χαλδαίοι, Αρμένιοι, Κούρδοι - ο κατάλογος ήταν ατελείωτος και ακόμα και οι πιο έμπειροι από τους στρατιώτες μας ήταν ανίκανοι, στο τέλος, να διακρίνουν τον έναν από τον άλλο κι ακόμα λιγότερο να θυμηθούν τους ιδιαίτερους τρόπους πολέμου, τα όπλα και τις ειδικές προτιμήσεις σφαγής. Το εκπληκτικότερο από όλα ήταν η ποικιλία των όπλων και οι αμυντικές εφευρέσεις που είχαν απλωθεί μπροστά μας - από τις ελαφρές, ψάθινες ασπίδες που έφεραν οι Κίσσιοι* τοξότες, πολύ διαφορετικές από τις δικές μας χοντρές δρύινες και χάλκινες σφαιροειδείς, μέχρι τα λεπτά, σαν καλάμια δόρατα των Αιγυπτίων που ήταν θανατηφόρα όταν ρίχνονταν σε μέση απόσταση, αλλά ήταν πολύ ελαφριά για μάχη εκ του συστάδην. Ίσως το πιο αποθαρρυντικό για όλους, εκτός από τους Σπαρτιάτες, ήταν τα εξήντα δρεπανηφόρα που έσερναν λευκά καθαρόαιμα άλογα, με τους ηνίοχους τους να γελούν δολοφονικά κάτω από το γείσο του κράνους τους, καθώς κατόπτευαν τις γραμμές μας, περιμένοντας την ευκαιρία να επέμβουν στη σύρραξη, με συναρμολογημένες λεπίδες στους άξονες, για να κόψουν στη μέση ή να χτυπήσουν όποιους από τους στρατιώτες θα βρίσκονταν στο δρόμο τους. Για τον Κλέαρχο η παράταξη των αντρών και οι τεχνικές ήταν άνευ σημασίας. Αντιμετώπιζε όλες τις
* Κίσσιοι: κάτοικοι της Κισσίας, περιοχής της Ασίας για την ακριβή θέση της οποίας δε συμφωνούν οι αρχαίες πηγές. Kατά τον Ηρόδοτο είναι η εβραϊκή Ελάμ, κατά τον Διονύσιο τον Περιηγητή βρισκόταν πέρα από τη Βαβυλώνα, ενώ οι νεότεροι ιστορικοί θεωρούν την Κισσία δεύτερη ονομασία της Σουσια-νής. Οι Κίσσιοι αναφέρονται ως πολεμιστές με διαφορετική αμφίεση από τους άλλους Πέρσες, ένα είδος χιτώνα, την «κυπάσσιν». (Σ.τ.Μ.)
226 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
εχθρικές δυνάμεις με την ίδια περιφρόνηση, πεπεισμένος ότι η υπέρτερη σπαρτιατική πειθαρχία και η αντοχή των στρατευμάτων του ήταν ικανές να υπερνικήσουν οποιονδήποτε αριθμό εχθρικών δυνάμεων κι αν αντιμετώπιζε.
Καθώς ο εχθρός πλησίαζε σταθερά, ο Κλέαρχος κατέβηκε από το άλογο του και κατευθύνθηκε προς τους μάντεις που περίμεναν μπροστά από τις πρώτες γραμμές των στρατιωτών. Όπως ο Ευριπίδης, πίστευε ότι οι σώφρονες αρχηγοί εξαπολύουν επίθεση μόνο με την εύνοια των θεών, ποτέ παρά τις επιθυμίες τους, κι έτσι διέταξε να θυσιάσουν μια κατσίκα στον Δία και στη συνέχεια στον Φόβο, θεό του τρόμου και της συντριβής, ζητώντας ν' αποστρέψει τα μάτια του από τους άντρες μας και να τα στρέψει στους Πέρσες. Ο ίδιος ο Κλέαρχος άρχισε την ιεροτελεστία και παρά την αμείλικτη προέλαση του εχθρικού στρατεύματος ακολούθησε την καθιερωμένη διαδικασία προσεκτικά και με επιμέλεια, μπήγοντας την κόψη του μαχαιριού του στον εκτεθειμένο λαιμό του ζώου και κάνοντας το αίμα να αναβλύζει και ν' αναπηδά για να εξευμενίσει τους θεούς. Καθώς το αίμα χυνόταν, πότιζε την καυτή ξεραμένη γη, αφήνοντας μια σκούρα, αχνιστή κηλίδα που έσβηνε μέσα σε λίγα λεπτά από τη σκόνη που επικαθόταν, μια και η γη επούλωνε μόνη της τα σημάδια και τις κηλίδες που της προκαλούσαν οι άνθρωποι για τις ασήμαντες υποθέσεις τους.
Ο Κλέαρχος δεν είχε ζητήσει ακόμα από τους στρατιώτες του να σταθούν προσοχή και, μολονότι παρακολουθούσαν προσεκτικά τις προελαύνουσες ορδές και τις θυσίες, προσποιούνταν απάθεια, ρίχνοντας βιαστικά βλέμματα με τις άκρες των ματιών τους, με τις ασπίδες τους ακουμπισμένες στα πόδια τους κοι τις λαβές εκτεθειμένες, ενώ ορισμένοι εξακολουθούσαν να κάθονται κάτω. Ο Ξενοφώντας κι εγώ είχαμε ειδοποιηθεί εκ των προτέρων από τον Πρόξενο γι' αυτή τη συγκλονιστική συνήθεια των Σπαρτιατών, μια υπολογισμένη ενέργεια σχεδιασμένη για να δείξει την περιφρόνησή τους για τον προελαύνοντα εχθρό. Και μόνο όταν οι Πέρσες τοξότες, σε απόσταση διακοσίων μέτρων περίπου, άρχισαν τελικά να μπαίνουν στη σειρά τους, οι άντρες σηκώθηκαν όρθιοι και ύψωσαν τις ασπίδες τους.
ΚΟΥΝΑΞΑ 227
Με ένα σήμα από το σαλπιγκτή του Κλέαρχου οι Έλληνες φώναξαν το σύνθημα που είχαμε επινοήσει, «Δίας σωτήρας και Νίκη!», χτυπώντας τις ασπίδες τους και αυξάνοντας την ένταση της μυριόστομης κραυγής σε κάθε επανάληψη, ώσπου ακόμα και η γη έμοιαζε να σείεται. Ύστερα από ένα λεπτό, ο οξύς θρηνητικός ήχος των πολεμικών αυλών κάλυψε τις φωνές μας, μια απόκοσμη μουσική κορύφωση που υψώθηκε σε μια χωρίς ρυθμό αντίστιξη με τις βαριές φωνές του καταχθόνιου ομαδικού μας τραγουδιού. Ο επαναλαμβανόμενος χτύπος των τύμπανων που νιώθαμε σαν υπόκωφο τρέμουλο στα σωθικά μας διαπέρασε τις γραμμές μας και καθώς οι χτύποι της καρδιάς μας επιταχύνθηκαν ξαφνικά, αρχίσαμε όλοι μαζί με μια φωνή να τραγουδάμε τον πολεμικό ύμνο, τον παιάνα στον Απόλλωνα. Η βροντή από τις δέκα χιλιάδες δυνατές φωνές μας και η εκρηκτική κλαγγή των δοράτων πάνω στις ασπίδες απλώθηκε κυματιστά στην πεδιάδα ανάμεσα στις αντίπαλες δυνάμεις και φάνηκε να χτυπά τους Πέρσες σχεδόν πραγματικά σαν τείχος. Οι εχθρικές ομάδες ακριβώς απέναντι από το δεξιό μας κέρας ταλαντεύτηκαν και οι πρώτοι φανερά τρεμού-λιασαν, καθώς οι πίσω από αυτούς άρχισαν να στριμώχνονται κατά ομάδες.
Ύστερα από ένα ακόμα εκκωφαντικό σάλπισμα ορμήσαμε με βήμα ταχύ εναντίον του αριστερού τμήματος των Περσών, με τους οπλίτες μας να διατηρούν άψογο, σφιχτό σχηματισμό φάλαγγας στην ελάχιστα κατηφορική πεδιάδα, ενώ το ελαφρύ πεζικό ακολουθούσε από κοντά, ετοιμάζοντας κατά την πορεία τα τόξα και τραγουδώντας πάντα τον αιμοχαρή παιάνα. Όταν πλησιάσαμε στα πενήντα μέτρα περίπου τις εχθρικές γραμμές, το βαριά οπλισμένο πεζικό διέκοψε το ρυθμό του πολεμικού παιάνα και άρχισε ένα λαρυγγισμό, ένα ουρλιαχτό χωρίς λόγια, μια κραυγή σαν συγκρατημένη οργή που καλούσε τον Άρη, τον αδυσώπητο θεό του πολέμου, με την εκκωφαντική κραυγή «Ελελεύ! Ελελεύ!». Κατέβασαν τα δόρατα κάτω με απόλυτο συγχρονισμό σε πλήρη οριζόντια θέση διείσδυσης, με τις φρεσκοακονισμένες αιχμές και άκρες τους ν' αντανακλούν κάτω από το εκτυφλωτικό φως την υπόσχεσή τους για οδυνηρό θάνατο. Τα στόματα των
228 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
τρομοκρατημένων εχθρών απέναντι μας άνοιξαν άφωνα, συσπα-σμένα από φόβο, και τα άλογα των αξιωματικών τους ανάστρεφαν άγρια τα μάτια και σήκωναν τα κεφάλια στο πλάι σε μια προσπάθεια να ξεφύγουν από το βροντερό ανθρώπινο και μεταλλικό τείχος που πλησίαζε αστραπιαία.
Η εχθρική παράταξη ταλαντεύτηκε, οι πρώτες σειρές σταμάτησαν απότομα. Οι Πέρσες που προχωρούσαν από πίσω, ανίκανοι να δουν τι συνέβαινε στο ύψωμα πέρα από τους προπορευόμενους συντρόφους τους, συνέχιζαν να σπρώχνουν προς τα εμπρός, σκοντάφτοντας πάνω σ' αυτούς που είχαν σταματήσει απότομα μπροστά, και με τη σειρά τους σπρώχνονταν από τους ερχόμενους από πίσω. Ενθαρρυμένοι από αυτή την ένδειξη δισταγμού, οι βαριά οπλισμένοι Έλληνες πεζοί επιτάχυναν το βήμα τους κι άρχισαν να τρέχουν, με τις ασπίδες και τους θώρακες να χτυπούν δαιμονισμένα. Τμήμα της γραμμής μας, οι γρηγορότεροι δρομείς άρχισαν ν' απλώνονται, ανοίγοντας επικίνδυνα κατά τόπους και κινδυνεύοντας να διασπαστούν, ενώ κάποιοι λιγότερο πειθαρχημένοι στρατιώτες δημιουργούσαν κενά, επιζητώντας ασυναίσθητα την προστασία της ασπίδας που κρατούσε ο σύντροφός τους από τα δεξιά. «Συμπτυχθείτε!» ούρλιαξε ο Πρόξενος μέσα στη μάχη και ο Ξενοφώντας κι εγώ τρέχαμε πάνω κάτω στη γραμμή, ενώ βέλη περνούσαν ξυστά από τα κράνη μας, σφυρίζοντας διαβολικά, και φωνάζαμε στους άντρες να προχωρούν με τάξη ώστε να διατηρήσουν ένα συμπαγές τείχος από ασπίδες για ν' αποφύγουμε τυχόν εχθρικό ρήγμα ή και για να τους εμποδίσουμε να διαπιστώσουν την έλλειψη βάθους της παράταξής μας. Ορισμένοι από τους στρατιώτες έπιασαν το μήνυμα κι άρχισαν να επιπλήττουν τους υπερενθουσιώδεις συναγωνιστές τους με φωνές όπως «Μην κάνετε αγώνα δρόμου!» και «Κρατήστε τη γραμμή!», έτσι μέσα σε δευτερόλεπτα είχε αποκατασταθεί η ίσια γραμμή. Η πειθαρχία των ελληνικών δυνάμεων ήταν εκπληκτική - άντρες σε πλήρη ετοιμότητα εναντίον απροετοίμαστων, ευταξία εναντίον αταξίας, στρατιώτες που ορμούσαν μπροστά με απόλυτη, φοβερή ακρίβεια, τόσο σφιχτοδεμένοι και τόσο ομοιόμορφοι σαν τις ασπίδες.
ΚΟΥΝΑΞΑ 229
Όσο για το τι συνέβη στη συνέχεια, είναι αδύνατο να πει κανείς αν ήταν υπεύθυνοι οι θεοί ή αν κανένας εχθρός δεν μπορούσε ν' αντισταθεί σε ένα ρεύμα αντρών τόσο αποφασισμένων όσο οι δικοί μας. Οι ραψωδοί τραγουδούν την ηρωική μάχη σαν να επρόκειτο για Τιτανομαχία, ποδιά την ποδιά, ασπίδα πάνω στην ασπίδα, λοφίο το λοφίο, περικεφαλαία την περικεφαλαία, στήθος με στήθος, προσεγγίζουν τον εχθρό και πολεμούν για την καταστροφή. Η μάχη αυτή, πάντως, αν μπορείς να την ονομάσεις έτσι, δεν ήταν πιο επική ή θεϊκή από το έργο των δούλων που παραδίδουν το αγριογούρουνο ύστερα από ένα επιτυχημένο κυνήγι. Οι περσικές γραμμές κατέρρευσαν αμαχητί στη θέα της ελληνικής διαβολικής θύελλας. Απουσίαζε ακόμα κι ο εκκωφαντικός θόρυβος που συνήθως ακούει κανείς όταν οι επικεφαλής πολεμιστές των αντίπαλων δυνάμεων συγκρούονται και συμπλέκονται μέσα σ' ένα χάος από μέταλλο, σωματικά υγρά και κραυγές. Η πρώτη γραμμή έσπασε κι εμείς τους ισοπεδώσαμε λες και ήταν ποντι-κοφωλιές, αμελώντας ακόμα και να σκοτώσουμε όσους προσπερνούσαμε, αλλά απλώς τους ποδοπατούσαμε και συνεχίζαμε στην επόμενη σειρά, ένα ορμητικό, βροντερό τείχος από μέταλλο και θάνατο. Το έξαλλο πλήθος που ακολουθούσε από πίσω αφαιρούσε από τους νεκρούς τα αντικείμενα αξίας και τα τρόφιμα, χρησιμοποιώντας ρόπαλα και σπασμένες λόγχες για ν' αποτελειώσει όποιον από τους στρατιώτες του εχθρού είχε την αποκοτιά να συνεχίζει να σφαδάζει ή να θρηνολογεί, αφού τον θέρισε το κύμα των οπλιτών. Οι Πέρσες στις πρώτες γραμμές προσπαθούσαν απεγνωσμένα να κάνουν μεταβολή και να τραπούν σε φυγή, αλ\ά οι σύντροφοι τους από πίσω, σε βάθος δεκαπέντε ή είκοσι σειρών, συνέχιζαν να προελαύνουν πειθήνια προς τα εμπρός σαν σκλάβοι που ήταν, κάτω από τα μαστίγια και τις απειλές των επικεφαλής τους, κλείνοντας το δρόμο στους πανικόβλητους των μπροστινών σειρών και εμποδίζοντας τη φυγή τους. Ακολούθησε σφαγή, πανικός τροφοδοτημένος από πανικό, και ακόμα κι αυτοί οι λίγοι Πέρσες που αρχικά είχαν τη δύναμη να σταθούν και να πολεμήσουν λιποψύχησαν όταν είδαν ότι είχαν εγκαταλειφθεί απ' όλες τις πλευρές κι ενώθηκαν κι αυτοί με το τρομοκρατημένο πλήθος.
230 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
Οι τοξότες μας έβαλαν στόχο τους οδηγούς των εχθρικών δρε-πανηφόρων που είχαν παραμείνει ελάχιστα πίσω από το βαρύ πεζικό τους, περιμένοντας να δημιουργηθεί κάποιο κενό στη σύρραξη, μέσα από το οποίο θα μπορούσαν να οδηγήσουν τα δρε-πανηφόρα τους, χωρίς να κατακρεουργήσουν τους δικούς τους άντρες, και στη συνέχεια ν' αναδιπλωθούν και να κυκλώσουν από πίσω τις γραμμές μας. Οι Σπαρτιάτες σιχαίνονταν τέτοιου είδους μηχανές και δεν τις χρησιμοποιούσαν στις δικές τους δυνάμεις ε-δώ,κι εκατό χρόνια. Τους άρεσε, όμως, η ιδέα να τις αντιμετωπίσουν, μια και κατείχαν απόλυτα την τεχνική ν' ανοίγουν ήσυχα κάποια κενά ενδιάμεσα από τα οποία μπορούσαν να εφορμήσουν οι οδηγοί ακίνδυνα, ενώ ένας ή δύο Σπαρτιάτες χυμούσαν από το πλάι και μαχαίρωναν το άλογο ή τον οδηγό, πηδούσαν πάνω στο άρμα και τελικά το σταματούσαν. Στα νιάτα του ο Κλέαρχος ήταν γνωστό ότι πραγματοποιούσε με επιτυχία αυτό το κόλπο.
Εντούτοις εδώ οι Σπαρτιάτες έμελλε να απογοητευτούν, μια και ούτε ένα περσικό δρεπανηφόρο δεν αποπειράθηκε καν να διεισδύσει στις ελληνικές γραμμές. Οι τοξότες μας χτύπησαν αρκετούς από τους οδηγούς και στο χάος που επακολούθησε κανείς από το περσικό πεζικό δεν μπήκε στον κόπο να πιάσει τα ηνία των συναγωνιστών του. Τα πανικόβλητα άλογα έτρεχαν άσκοπα ανάμεσα στο στράτευμα με τις ακονισμένες λεπίδες των δρεπανοφό-ρων να διαφθείρουν την ιερότητα και την παρθενικότητα του ευαίσθητου δέρματος, κλαδεύοντας ένα χέρι εδώ, ένα κεφάλι εκεί, κόβοντας πολεμικούς θώρακες και ανθρώπινα πλευρά λες κι ήταν τυρί, αποκαλύπτοντας τα μυστικά των θεών στα μάτια των βλοσυρών και τρομοκρατημένων θεατών. Παρακολούθησα δύο Βοιωτούς από το τάγμα του Πρόξενου, αδέρφια όπως αποδείχτηκε, που ο καθένας τους ανέλαβε από ένα αφηνιασμένο άρμα και άρχισαν μεθοδικά και πειθαρχημένα να σκορπούν το θάνατο, στρέφοντας τα πιο τρομακτικά περσικά όπλα εναντίον των ίδιων των Περσών με ολέθρια αποτελέσματα. Έκαναν ένα αιματηρό πέρασμα θερίζοντας την πιο πυκνή από τις εχθρικές φάλαγγες κι ύστερα οδήγησαν ήρεμα τα κατακτημένα τρόπαια τους στον Πρόξενο γελώντας, ενώ κρέμονταν ακόμα από τα θανατη-
ΚΟΥΝΑΞΑ 231
φόρα δρεπάνια τους παράταιρα κομμάτια ματωμένης σάρκας και μουσκεμένα στο αίμα πετσιά από κράνη. Ο Σωκράτης είπε κάποτε πως για να δεις τα ενδότερα μιας ανθρώπινης ύπαρξης πρέπει να την κάνεις να γελάσει ή να την παρατηρήσεις σε στιγμές έρωτα. Παρέλειψε όμως να προσθέσει ότι μπορείς επίσης να χρησιμοποιήσεις μια λάμα ή την αιχμή δόρατος. Αυτή η τελευταία μέθοδος αποδεικνύει αναμφίβολα ότι οι άνθρωποι μοιάζουν πολύ περισσότερο εσωτερικά παρά εξωτερικά και στην πραγματικότητα ελάχιστα διαφέρουν από τους χοίρους ή τα γαϊδούρια.
Ο Ξενοφώντας κάλπαζε μπρος και πίσω κατά μήκος της γραμμής μας, διαγράφοντας με το άλογό του μικρούς κύκλους στο τέλος της παράταξής του και παρατηρώντας στενά τις δυνάμεις του Τισσαφέρνη για τυχόν ένδειξη επίθεσης ή απόπειρας υπερφα-λάγγισης του στρατεύματός μας. Η άσκηση αυτή όμως ήταν άχρηστη, μια και το ιππικό του Τισσαφέρνη ήταν αβοήθητο μέσα στο χάος και παρέμενε συγκεντρωμένο νευρικά στα μετόπισθεν της μάχης, περιμένοντας την έκβαση. Έριξα μια ματιά στον Πρόξενο που μπαινόβγαινε ορμητικά με το άλογό του στη σφαγή, προσπαθώντας να διατηρήσει κάποια τάξη σε όλη αυτή την παραφροσύνη, και στον Κλέαρχο, ο οποίος, αφού οδήγησε τους άντρες του κατευθείαν εναντίον των εχθρικών γραμμών, είχε επιστρέψει πίσω για να εποπτεύει την όλη κατάσταση και τώρα καθόταν ατάραχος πάνω στο άλογο του στην άκρη της σύρραξης, παρακολουθώντας ήρεμα τους άντρες του που έκοβαν τον εχθρό λες και θέριζαν στάχυα σε κάποιο χωράφι.
Τελικά, οι επιζώντες στο κέντρο και την οπισθοφυλακή των Περσών κατάφεραν ν' αντιστρέψουν την πορεία τους κι άρχισαν γενική υποχώρηση. Οι Έλληνες τους κυνηγούσαν καθώς έφευγαν σκοντάφτοντας πάνω στα σώματα όσων έπεφταν και βουλιάζοντας μέσα στο πηχτό αίμα στο έδαφος, που είχε μεταβληθεί σ' ένα μείγμα αραιής λάσπης και κάτουρου, πάχους τριάντα πόντων, παστωμένο με σπασμένα όπλα και μέλη ετοιμοθανάτων. Τα δόρατα των Ελλήνων, τόσο η αιχμή όσο και ο σαυρωτήρας, το στέλεχος με τη χάλκινη προεξοχή, η «δολοφόνος σαύρα», που το χρησιμοποιούσαν για να στηρίζεται το όπλο στο έδαφος όταν
232 Η ΚΑΘΟΛΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
δεν ήταν σε δράση, είχαν προ πολλού σπάσει και θρυμματιστεί στις εύθραυστες ράχες και τα κρανία των Περσών και οι άντρες μας περιορίζονταν τώρα σε ένα μανιασμένο, αιματηρό κομμά-τιασμα με τα κοντά σπαθιά τους. Πλήθη Περσών πετούσαν τις ασπίδες και τα όπλα τους μέσα στον πανικό τους, αποποιούμενοι οποιαδήποτε προστασία, λησμονώντας ακόμα και να πολεμήσουν και κάνοντας το παν για να διευκολύνουν τη σφαγή τους. Οι νεκροί των εχθρών ανέρχονταν σε χιλιάδες, ενώ τα δικά μας στρατεύματα μετά βίας είχαν χάσει έναν άντρα· υποφέραμε μόνο από το μούδιασμα των κουρασμένων μελών μας, λόγω της υπερέντασης από την ακατάπαυστη σφαγή.
Ο Κλέαρχος ξύπνησε τελικά από την προφανή πλήξη του φρικτού μακελειού και διέταξε τον σαλπιγκτή να σημάνει παύση. Τίποτα δε συνέβη, για ένα διάστημα που φάνηκε αιωνιότητα. Το φρικιαστικό λουτρό αίματος συνεχίστηκε αμείωτο. Τελικά, όμως, έπειτα από επιπλέον σαλπίσματα κι αφού αναγκάστηκε ο ίδιος ο Κλέαρχος να μπει έφιππος μες στη σφαγή, κραδαίνοντας το σπαθί του και χτυπώντας τους δικούς του με το πίσω μέρος του σπαθιού για να τους αναχαιτίσει και να επιβάλει μια ανάπαυλα, η μανιασμένη αιματοχυσία έπαψε και οι Έλληνες παραπαίοντας και ξέπνοοι σταμάτησαν. Οι συντετριμμένοι άντρες κατέβασαν αργά τα χέρια τους και στάθηκαν τρεκλίζοντας επιτόπου, πετώντας τα άρματά τους εξαντλημένοι. Ο τρομερός αχός της μάχης έσβησε σε μια απλή ηχώ μες στα κεφάλια μας, που σταδιακά αντικαταστάθηκε από τις οιμωγές των πληγωμένων και των ετοιμοθανάτων. Η όψη των στρατιωτών ήταν καταχθόνια, θεϊκή - τόσο αιματοβαμμένοι ήταν από το κράνος μέχρι τις περικνημίδες, ώστε πρέπει να είχαν βουτηχτεί εκεί μέσα σαν τα σκυλιά, με τα μάτια τους να λάμπουν διαβολικά κάτω από τη σκιά του γείσου του κράνους τους και με τους μυώνες των ώμων και των μηρών τεντωμένους και κάθιδρους. Τα στήθη τους ήταν φουσκωμένα, τα τρεμάμενα πόδια τους έτοιμα να τους προδώσουν από εξάντληση, ορισμένοι μάλιστα κατέρρεαν επιτόπου μέσα στον αχνιστό, βρομερό βόρβορο, κλοτσώντας στην άκρη κουφάρια και σκόρπια σπλάχνα για να κάνουν χώρο για τους ίδιους. Οιμωγές αγωνίας
ΚΟΥΝΑΞΑ 233
γέμιζαν την ασάλευτη, βαριά ατμόσφαιρα, ο επιθανάτιος ρόγχος πληγωμένων Περσών που δεν τους είχε ακόμα αποτελειώσει το ανελέητο μπουλούκι που ακολουθούσε. Το έδαφος είχε κατα-κοκκινίσει από το αίμα που κυλούσε σε ρυάκια μέσα σε λιμνούλες και λακκούβες και συγκεντρωνόταν σε κοιλώματα. Κουφάρια κείτονταν ανακατεμένα το ένα πάνω στο άλλο. Ασπίδες κομματιασμένες, ακόντια σπασμένα, εγχειρίδια βγαλμένα από τα θηκάρια τους, μερικά στο χώμα, τα περισσότερα καρφωμένα σε κορμιά, ορισμένα στα χέρια των νεκρών. Οι πιο σκληροί από τους Έλληνες στρατιώτες πάσχιζαν να κρατηθούν στα πόδια τους, ενώ τα χέρια τους έτρεμαν από την έκσταση της σφαγής και την ένταση της προσπάθειάς τους, ενώ αναζητούσαν συναγωνιστές, ακόμα και ξένους, για να γείρουν πάνω τους εξαντλημένοι, αλλά και για να αισθανθούν κάποιο ίχνος ανθρώπινης παρηγοριάς.
Μόνο εκείνη τη στιγμή οι άντρες συνειδητοποίησαν την έκταση του κατορθώματός τους και του κινδύνου που αντιμετώπισαν, μια και, παρ' όλη την τρομερή μανία μας, η επίθεσή μας ήταν επισφαλής: οι άντρες είχαν κρατήσει τις ασπίδες τους σε ευθεία γραμμή λόγω πλήρους πειθαρχίας, αλλά το απροσδόκητο αποτέλεσμα ήταν να κρύψουν από τα μάτια των εχθρών τι βρισκόταν πίσω από την πρώτη γραμμή μας. Στην πραγματικότητα είχαμε απλωθεί τόσο πολύ, για να καλύψουμε σε όλο τους το μήκος τις απέναντι μας συμπαγείς περσικές δυνάμεις, ώστε η φάλαγγά μας είχε βάθος μόνο τέσσερις σειρές - τ ο μισό του κανονικού βάθους. Είχαμε μόνο μια ευκαιρία να διασπάσουμε τις εχθρικές γραμμές και παρ' όλες τις αντιξοότητες το είχαμε καταφέρει.
Ο Κλέαρχος ξεπέζεψε και προχώρησε επίσημα ανάμεσα στους αποσβολωμένους άντρες, προσφέροντας τον ώμο του σε κάποιον για ν' ακουμπήσει στιγμιαία, βοηθώντας κάποιον άλλο να σηκωθεί από το σημείο όπου είχε γονατίσει από την ένταση της σφαγής. Έκπληκτος τον είδα να προφέρει ήρεμα, ήσυχα, ενθαρρυντικά λόγια σε όλους όσους προσπερνούσε, γοητευμένος από την εμφανή δύναμη που έδινε στον καθένα, καθώς διάβαινε ανάμεσα στις γραμμές, αφού οι άντρες από τους οποίους περνούσε στέκονταν στα πόδια τους εμφανώς ψηλότεροι και πιο δυνατοί από
234 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
αυτούς που δεν είχε ακόμα αγγίξει τους ώμους τους. Αυτή, κατέληξα, ήταν η πηγή της δύναμης του Κλέαρχου, η αγριάδα του, αυτό το τονωτικό και εμψυχωτικό αποτέλεσμα στους άντρες που είχε κάτω από τις διαταγές του. Ύστερα από λίγα λεπτά, βρήκε ένα μικρό βράχο πάνω στον οποίο στάθηκε και, βγάζοντας την περικεφαλαία και υψώνοντας το αιματοβαμμένο σπαθί του στον ουρανό, έβγαλε μια τρομερή κραυγή προς τους θεούς: «Πατέρα των θεών, προστάτη των στρατών, αυτοί οι άντρες - αυτοί οι άντρες είναι Έλληνες! Δίας σωτήρας και Νίκη!»
Οι στρατιώτες χοροπήδησαν θριαμβευτικά, χτυπώντας τα ξίφη πάνω στις ασπίδες με εκκωφαντικό αποτέλεσμα, επαναλαμβάνοντας τον τρομακτικό πολεμικό παιάνα. Ακούγοντας ένα πνιχτό «Ελελεύ, ελελεύ» να βγαίνει με μεγάλη προσπάθεια από κάπου κοντά, κοίταξα πίσω μου και κατάλαβα ότι ερχόταν από το ξεραμένο, κλεισμένο λαρύγγι του Ξενοφώντα, καθώς κοίταζε έντονα κι αυτός τον Κλέαρχο με μια έκφραση φονικού θριάμβου στα μάτια.
Οι άντρες ξανακάθισαν να ξαποστάσουν μια στιγμή, σιωπηλοί από την εξάντληση αλλά και την ευγνωμοσύνη που ήταν ακόμα ζωντανοί, καταπίνοντας λαίμαργα νερωμένο κρασί από τα παγούρια τους. Με απαίτηση του Πρόξενου, κάλπασα μέχρι την κορυφή ενός μικρού υψώματος για να έχω καλύτερη ορατότητα και προσπάθησα να διακρίνω μέσα από τα κύματα ζέστης που σηκώνονταν από τη γη εκεί που το ιππικό του Κύρου και το αριστερό κέρας των Ελλήνων έστεκαν περιμένοντας την έκβαση της αψιμαχίας μας. Η σκόνη ήταν ακόμα πυκνή στην ατμόσφαιρα, αλλά καθώς κατακάθιζε αργά διέκρινα το περίγραμμα των άλλων στρατευμάτων μας, περίπου ενάμισι χιλιόμετρο μακριά. Ύψωσα το λάβαρο του Πρόξενου και το κούνησα ξέφρενα κι ύστερα είδα τις δικές τους τριγωνικές σημαιούλες να σηκώνονται ψηλά από αγαλλίαση, στρατιώτες να υψώνουν τα όπλα τους πάνω από το κεφάλι τους και ένα λεπτό αργότερα άκουσα την ιαχή τους να φτάνει κυματιστή προς τη μεριά μου πάνω από την πεδιάδα. Κοίταξα τον Πρόξενο. Τα μάτια του χαμογελούσαν κάτω από το ανασηκωμένο γείσο του κράνους του.
ΚΟΥΝΑΞΑ 235
Ο πιο άμεσος κίνδυνος ερχόταν από τη δεξιά πτέρυγα του βασιλιά, που εκτεινόταν απέναντι μας όσο έπιανε το μάτι, υπερκαλύπτοντας κατά πολύ τη σχετικά κοντή αριστερή παράταξη του Κύρου. Ο ίδιος ο βασιλιάς είχε κανονίσει να βρίσκεται αντιμέτωπος με τον Κύρο και προφανώς είχε διατάξει κυκλωτική κίνηση, μια και η υπερεκτεταμένη δεξιά πτέρυγα συμπτυσσόταν τώρα και κύκλωνε την αριστερή πλευρά του πρίγκιπα. Ακόμα και ο πιο άσχετος πολεμικός ακόλουθος μπορούσε να δει ότι αν δεν αναλάμβαναν αμέσως δράση, τα στρατεύματα του Κύρου μπορούσαν είτε να κυκλωθούν, αναγκασμένα να υποχωρήσουν αφήνοντας την ομάδα μας χωρισμένη και ευάλωτη, είτε να υποχρεωθούν να οπισθοχωρήσουν δεξιά τους προς το ποτάμι, αφήνοντας μας όλους εμάς στην τύχη μας, παγιδευμένους ανάμεσα σε έναν τεράστιο στρατό από μπροστά και έναν αδιάβατο ποταμό από πίσω.
Βλέποντας το δίλημμα του πρίγκιπα, ο Κλέαρχος διέταξε τους άντρες να σηκωθούν και να συνταχθούν για μάχη. Έτσι ξεκινήσαμε ένα αναγκαστικό τροχάδην κάτω από τον αποχαυνωτικό ήλιο, διασχίζοντας την πεδιάδα, για να ξαναγυρίσουμε εκεί απ' όπου είχαμε μόλις έρθει, για να υποστηρίξουμε τις δυνάμεις του Κύρου. Το ιππικό του Τισσαφέρνη, όμως, δε φαινόταν πουθενά κι όταν το επισήμανα στον Ξενοφώντα, κοίταξε ψηλά ξαφνιασμένος. Ο Πρόξενος τού είχε αναθέσει να παρακολουθεί τις κινήσεις του, αλλά μέσα στην εξάντληοη και τον ενθουσιασμό της συντριβής των αντιμέτωπών μας Περσών είχε παραμελήσει το καθήκον του για αρκετά λεπτά.
Ο Κύρος δεν επρόκειτο να περιμένει εμάς να φτάσουμε ή να κυκλωθούν οι δυνάμεις του για να επιτεθεί. Περιέργως, διέταξε να ηχήσει η σάλπιγγα κι άρχισε να προελαύνει εναντίον των έξι χιλιάδων βαριά οπλισμένων πεζών του βασιλιά, με τους εξακόσιους ιππείς του πίσω του σε σφιχτό σχηματισμό, που πάσχιζαν να συμβαδίζουν με τον ορμητικό αρχηγό τους, ενώ κραύγαζαν την τρομακτική, θρηνητική περσική πολεμική κραυγή καθώς έτρεχαν. Οι άντρες του βασιλιά σταμάτησαν αμέσως την πορεία τους, μένοντας απολιθωμένοι από έκπληξη. Επρόκειτο όμως για καλο-
236 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
εκπαιδευμένα στρατεύματα που δεν είχαν σκοπό να το βάλουν στα πόδια με την πρώτη προσέγγιση των αντιπάλων, όπως αυτοί που είχαμε αντιμετωπίσει εμείς, αλλά δεν ήταν και τόσο απερίσκεπτοι για να συνεχίσουν να προελαύνουν κατά μέτωπο του ορμητικού ιππικού του Κύρου.
Ο βασιλιάς φώναξε ένα παράγγελμα και οι τάξεις των τοξοτών εξαπέλυσαν τα βέλη τους, σχηματίζοντας πυκνό σύννεφο, λες κι ήταν απαίσια πουλιά που σφύριζαν και βούιζαν στον αέρα. Ορισμένα προσγειώθηκαν ανάμεσα στα επικεφαλής άλογα του Κύρου, κάνοντάς τα να τριποδίσουν, πετώντας κάτω τους αναβάτες τους και δημιουργώντας χάος, καθώς αυτοί που έρχονταν από πίσω σκόνταφταν πάνω στα σφαδάζοντα σώματα των πεσμένων. Άλλος καταιγισμός τόξων εξαπολύθηκε και αυτή τη φορά τα περισσότερα βρήκαν το στόχο τους. Ο Κύρος, όμως, εξακολούθησε να τρέχει ολοταχώς με τη μακριά χαίτη των μαλλιών του να κυματίζει πίσω από το άσκεπο κεφάλι του σαν δαυλός σε δυνατό άνεμο.
Με ένα μουγκρητό φρενιασμένων ανθρώπων και αλόγων και μια ηχηρή σύγκρουση μετάλλου πάνω σε μέταλλο, το ιππικό του πρίγκιπα χτύπησε τα θωρακισμένα στρατεύματα του βασιλιά κι η σύγκρουση έμοιαζε με έκρηξη. Τρομερές κραυγές έβγαιναν από άντρες και ζώα, καθώς οι πρώτες σειρές των Περσών ποδοπατούνταν ανελέητα και τα επικεφαλής άλογα του Κύρου έτρεχαν με ακόντια καρφωμένα πάνω τους ή με τα πόδια σακατεμένα από εχθρικά ξίφη, ανατρέποντας τους αναβάτες τους στο χώμα. Τρέχαμε τώρα όσο γρήγορα μας επέτρεπε η κούρασή μας, αποφασισμένοι να υποστηρίξουμε τον πρίγκιπα στην ανέφικτη επίθεσή του εναντίον των υπερβολικά ανώτερων δυνάμεων του βασιλιά, αν και δεν τολμούσαμε σχεδόν να πιστέψουμε αυτό που βλέπαμε, ότι δηλαδή κανένα από τα άλογα του Κύρου δεν οπισθοχωρούσε από τον ανεμοστρόβιλο του σύννεφου της σκόνης και ότι στην πραγματικότητα ένα σταθερό κύμα από διαλυμένους και τρομοκρατημένους στρατιώτες του εχθρού ορμούσαν προς τα μετόπισθεν του βασιλιά, μετατοπίζοντας σταθερά το σύννεφο προς τα πίσω και σκοτεινιάζοντας κι αυτό το λίγο που μπορούσαμε να διακρίνουμε από τη μάχη.
ΚΟΥΝΑΞΑ 237
Στο σημείο αυτό η όρασή μου με πρόδωσε εξαιτίας της σκόνης και των σκιών που άρχιζαν να μεγαλώνουν και θα πρέπει να διηγηθώ αυτά που έμαθα μετά τη μάχη από τους συντρόφους του Κύρου. Ακόμα και με το φως της μέρας είναι αδύνατο να δουν τα πάντα αυτοί που δίνουν τη μάχη κι επιπλέον στη μάχη, όπως ως επί το πλείστον και στη ζωή, κανείς δεν ξέρει πραγματικά περισσότερα απ' όσα συμβαίνουν ακριβώς γύρω του. Όταν τελικά φτάσαμε στο αρχικό σημείο σύγκρουσης του πρίγκιπα με τον εχθρό, δεν υπήρχε πια κανένας ζωντανός. Οι μαχόμενες δυνάμεις είχαν απομακρυνθεί, τρέχοντας σαν κυνηγόσκυλα που πέφτουν φρενιασμένα το ένα πάνω στο άλλο μες στο δρόμο, και η αρχική γραμμή των εξακοσίων ιππέων του Κύρου είχε διασπαστεί και διαλυθεί μέσα στη σύγχυση σε μικρές ομάδες που κυνηγούσαν τους Πέρσες κατά δεκάδες. Ο ίδιος ο πρίγκιπας είχε επιτεθεί στο στρατηγό που διοικούσε τους έξι χιλιάδες Αθανάτους του βασιλιά, λογχίζοντας το άλογο του αξιωματούχου στα καπούλια για να το κάνει να παραπατήσει και να ρίξει κάτω τον αναβάτη του κι ύστερα, χρησιμοποιώντας και πάλι τη λόγχη, την κάρφωσε πέρα για πέρα στο λαιμό του, καθώς κειτόταν αβοήθητος καταγής.
Η θέα του λογχισμένου στρατηγού τους που συσπόταν και σφάδαζε εξαιτίας της σπασμένης αιχμής έσπασε το ηθικό των ελάχιστων εχθρικών δυνάμεων που παρέμεναν ακόμα σε τάξη κι άρχισαν και αυτές να τρέπονται σε φυγή, μεμονωμένα ή σε μικρές ομάδες, διασχίζοντας την ανοιχτή πεδιάδα διασκορπισμένοι για ν' αποφύγουν την καταδίωξη από το ληστρικό ιππικό του Κύρου. Η στρατηγική του απέδιδε, μια και, αφού κατατρόπωσε τις προσωπικές δυνάμεις του βασιλιά, το δεξιό κέρας των Περσών σταμάτησε ν' αναπτύσσει την κυκλωτική του κίνηση, καθώς οι αξιωματικοί προσπαθούσαν να διαβλέψουν την έκβαση της μάχης, προτού εμπλακούν περισσότερο σε μια επίθεση εναντίον των δυνάμεων του Αριαίου και του Μένωνα.
Ύστερα από μια ξέφρενη κούρσα ταχύτητας μερικών εκατοντάδων μέτρων στην πεδιάδα, ο Κύρος τελικά διέκρινε το βασιλιά και τη σωματοφυλακή του που προσπαθούσαν να διατηρήσουν κάποια μορφή τάξης κατά την υποχώρηση. «Να τος!» φώναξε ο
238 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
πρίγκιπας. «Θάνατος σε όποιον χτυπήσει το βασιλιά πριν από μένα!» Καλπάζοντας κατά του Αρταξέρξη τον χτύπησε στο στήθος με τη στομωμένη άκρη του σπασμένου ακοντίου του, ρίχνοντάς τον κάτω από το άλογό του. Μόλις τον χτύπησε, όμως, ένας από τους φρουρούς του βασιλιά, πετώντας το δικό του ακόντιο για ν' αποτρέψει τον αιμοχαρή πρίγκιπα, χτύπησε τον Κύρο στο μάγουλο, κάτω από το μάτι, και τον έριξε αναίσθητο κάτω από το άλογό του. Οι σωματοφύλακες του βασιλιά και οι ευγενείς του Κύρου άρχισαν να χτυπιούνται λυσσασμένα μεταξύ τους για την κατοχή των σεβαστών σωμάτων των αρχηγών τους, χωρίς να ξέρουν ούτε οι μεν ούτε οι δε αν ο βασιλιάς και ο πρίγκιπας ήταν ακόμα ζωντανοί, μια και κείτονταν ακίνητοι σαν πετρωμένοι, αδέρφια που άγγιζαν σχεδόν ο ένας τον άλλο με τα απλωμένα τους χέρια. Ύστερα από λίγα λεπτά, ο βασιλιάς σηκώθηκε αδύναμα κι άρχισε να συμμετέχει πραγματικά και ο ίδιος στη μάχη, που δεν ήταν πια μια υπόθεση αντάξια βασιλιάδων πάνω σε εξαίσια άλογα, αλλά έμοιαζε μάλλον με μάχη μεταξύ κοινών στρατιωτών στο έδαφος, μέσα στα κάτουρα και τη λάσπη, κι ο βασιλιάς μαχόταν πια για την ίδια του τη ζωή.
Οι άντρες του Αρταξέρξη κατάφεραν τελικά να έχουν το πάνω χέρι, σκοτώνοντας οχτώ από τους φρουρούς που υπερασπίζονταν το αναίσθητο σώμα του πρίγκιπα. Ένας από αυτούς, ο Αρτα-πάτης, ένας ρωμαλέος, σημαδεμένος Σκύθης που ήταν μαζί με τον πρίγκιπα από την παιδική του ηλικία και ήταν ο πιο έμπιστος προστάτης του Κύρου, κατέβηκε από το άλογό του και άπλωσε το πελώριο σώμα του πάνω από τον πρίγκιπα καλύπτοντάς τον, με αποτέλεσμα να δεχτεί είκοσι λόγχες στην πλάτη που προορίζονταν για τον Κύρο. Ακόμα και τότε, όμως, ο άντρας εξακολουθούσε να ζει και ν' αναπνέει και, όταν οι εναπομείναντες της φρουράς είχαν εξολοθρευτεί και ο βασιλιάς έτρεξε στο σημείο που κειτόταν ο Κύρος, πικράθηκε όταν βρήκε τον παλιό πολεμιστή να γρυλίζει μέσα από τα σπασμένα δόντια του με άγριο μίσος εναντίον του, σπασμένες αιχμές δοράτων να εξέχουν από την πλάτη του σαν τρίχες αγριόχοιρου και από κάθε πόρο του να χύνεται αίμα. Γονατιστός ο βασιλιάς θερμοπαρακαλούσε τον Αρταπάτη ν' αφή-
ΚΟΥΝΑΞΑ 239
σει το σώμα του πρίγκιπα, μια και ο βασιλιάς θα τον λυπόταν, αφού ο γέρος Σκύθης υπήρξε και δικός του δάσκαλος όπως και του Κύρου, όταν ήταν παιδί. Ο πολεμιστής τον έφτυσε με μανία, υπερβολικά εξαντλημένος και ετοιμοθάνατος για να τον κατα-ραστεί με τα χείλη, αν και τα όλο και πιο γυάλινα μάτια του εξακολούθησαν να αγριοκοιτάζουν το βασιλιά με δηλητηριώδη οργή. Με λύπη ο βασιλιάς τράβηξε από τη ζώνη του Αρταπάτη το καμπυλωτό σπαθί του και μουρμούρισε μια γρήγορη προσευχή. Ύστερα το κατέβασε δυνατά και με ένα γρήγορο χτύπημα απέσπασε το δυνατό, κακοπαθημένο κεφάλι του τρομερού παλαίμαχου που τα μάτια του συνέχισαν να σπιθίζουν άγρια μέσα από τις αόμματες κόγχες τους, μαζί με το μικρό, λείο, σχεδόν παιδικό κεφάλι του Κύρου που κύλησε μερικά μέτρα πιο πέρα ακολουθώντας την ίδια πορεία και καταλήγοντας στο γκριζόμαλλο σαγόνι του Αρταπάτη, λες κι εξακολουθούσε ν' αναζητά το καταφύγιο και την προστασία του παλιού του δάσκαλου στο θάνατο όπως και στη ζωή - σαν δύο γύψινες μάσκες πεταμένες απρόσεκτα σε μια γωνιά μετά το τέλος της παράστασης.
2
ΟΙ ΕΛΠΙΔΕΣ ΤΩΝ ΠΕΡΣΩΝ ξαναζωντάνεψαν στη θέα του ζωντανού ακόμα βασιλιά τους και οι αξιωματικοί άρχισαν να τους ανασυντάσσουν σε σχηματισμό μάχης. Ο βασιλιάς, που είχε συνέλθει τώρα από την πτώση του, οδήγησε προσωπικά ένα μεγάλο τμήμα στρατού μέσα από την πεδιάδα, αναζητώντας το κύριο σώμα των επιτιθεμένων, που ήξερε ότι θα πρέπει να βρισκόταν εκεί κοντά, αλλά που μέσα στο χάος της στιγμής το είχε χάσει από τα μάτια του.
Ο Πρόξενος είχε διατάξει τον Νίκαρχο κι εμένα να καλπάσουμε προς ένα μικρό ύψωμα που απείχε ένα δυο μίλια από τα στρατεύματά μας, για να κατοπτεύσουμε συνολικά τη σκηνή των συγκρούσεων και να προσπαθήσουμε να εξακριβώσουμε πού θα μπορούσαμε να βοηθήσουμε περισσότερο, όταν μέσα από τον κουρνιαχτό είδαμε μερικές εκατοντάδες Πέρσες ιππείς ν' αποσπώνται και ν' αρχίζουν να τρέχουν σαν αστραπή προς την κατεύθυνση του στρατοπέδου μας. Η συνειδητοποίηση του γεγονότος μάς χτύπησε και τους δύο ταυτόχρονα σαν ράπισμα στο πρόσωπο - ο Τισσαφέρνης! Οι Έλληνες είχαν αφήσει αφύλαχτο το στρατόπεδο, μέσα στη βιασύνη της προπαρασκευής για μάχη, θεωρώντας ότι οι εχθρικές δυνάμεις δε θα μπορούσαν ποτέ να περάσουν απαρατήρητες πίσω από τις γραμμές μας και πως αν υποχρεωνόμαστε σε υποχώρηση, θα γυρίζαμε απλώς κατευθείαν στο στρατόπεδο που είχαμε αφήσει πίσω μας, για να προστατέψουμε τις προμήθειές μας και το τσούρμο που μας ακολουθούσε. Κάναμε μεταβολή με τα άλογά μας.
«Τρέξε στο στρατόπεδο!» ούρλιαξε ο Νίκαρχος, καθώς κατηφόρισε ορμητικά με το άλογό του την απότομη πλαγιά. «Συγκέντρωσε το πλήθος πίσω από τις σκευοφόρους! Βάλε τα δυνατά
ΚΟΥΝΑΞΑ 241
σου να κρατήσετε!» Ύστερα όρμησε προς το στράτευμα του Κλέαρχου, ελπίζοντας να τους συναντήσει πριν απομακρυνθούν πολύ από το στρατόπεδο και να πει στον Κλέαρχο να κάνει μεταβολή για να προστατεύσει τα πολύτιμα αποθέματά μας.
Ήταν ένας αγώνας που ήταν γραφτό μου να τον χάσω. Παρόλο που οι Πέρσες κι εγώ τρέχαμε προς το στρατόπεδο από αντίθετες πλευρές, το άγριο έδαφος που συνάντησα εμπόδιζε το άλογό μου κι είχα καταλάβει πια ότι δεν υπήρχε περίπτωση να ειδοποιήσω τους ανθρώπους του στρατοπέδου πριν από τις ορδές που επρόκειτο να τους σαρώσουν. Το άλογό μου κατέβηκε μια ρηχή ρεματιά και ακολούθησε την κοίτη ενός ξεροπόταμου για αρκετές εκατοντάδες μέτρα, ενώ στο διάστημα αυτό έχασα από τα μάτια μου το στρατόπεδο. Όταν ανηφόρισα και πάλι, λίγα λεπτά αργότερα, ήταν ήδη αργά - το σύννεφο της σκόνης είχε φτάσει στην ακολουθία του Κύρου και στις σκευοφόρους και τώρα πλανιόταν εκεί σαν σίφουνας σταματημένος στο σημείο εκείνο όπου μοιραία προκαλεί τη μεγαλύτερη καταστροφή.
Μερικοί από τους ντόπιους στρατιώτες του Αριαίου, τοποθετημένοι κοντά στον Κύρο, είχαν γυρίσει πίσω βιαστικά για να υπερασπιστούν το στρατόπεδο, όταν κατάλαβαν ότι οι Πέρσες το είχαν βάλει στόχο, αλλά δεν ήταν αποφασισμένοι να πολεμήσουν μέχρι θανάτου για τους συμπατριώτες τους κι έτσι αποκρούστηκαν εύκολα, απωθούμενοι από τους πλιατσικολόγους του Τισσαφέρνη, σαν μπάλα που πετάει ένα παιδί σε πέτρινο τοίχο. Τράπηκαν σε φυγή, δώδεκα μίλια πίσω, όσο απείχε το στρατόπεδο της προηγούμενης μέρας, χωρίς να πάρουν τίποτα μαζί τους εκτός από εκείνα που κουβαλούσαν στην πλάτη τους.
Συνέχισα να καλπάζω, ελπίζοντας να βοηθήσω το άτυχο τσούρμο του στρατοπέδου, κι όρμησα στα τυφλά μέσα στον κουρνιαχτό και το χάος, μην ξέροντας καν αν μπήκα στη μάχη με το μέρος των Περσών ή το δικό μας. Όσοι βρίσκονταν στο στρατόπεδο τα κατάφερναν, πραγματικά, πολύ πιο γενναία από τους στρατιώτες του Αριαίου. Είχαν παρατάξει βιαστικά τη φτωχική τους άμυνα σε κύκλο γύρω από τις ελάχιστες προμήθειές τους και χρησιμοποιούσαν όπως μπορούσαν τις βοιωτικές μηχανές, όπως εί-
242 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
χαν δει να κάνουν και οι στρατιώτες. Το ρακένδυτο πλήθος από αρρώστους, πόρνες, μαγείρους και μουλαράδες, περιέργως, α-πέκρουσε το επιτιθέμενο ιππικό του Τισσαφέρνη με τρομερή αποτελεσματικότητα. Φλόγες εκτοξεύονταν προς κάθε κατεύθυνση από τον τρομοκρατημένο όχλο που συνωστιζόταν πίσω από τις μηχανές, ένα σφιχτοδεμένο ολοφυρόμενο πλήθος· ορισμένοι πετούσαν άστοχα πέτρες στους Πέρσες, άλλοι αναζητούσαν απεγνωσμένα καταφύγιο -κάτω από σκηνές, ζώα, ακόμα και κάτω από,πεσμένα κορμιά- από τις ριπές των βελών και των βλημάτων που έπεφταν βροχηδόν πάνω τους από τους ιππείς. Πλήθη Περσών και αφηνιασμένων αλόγων συνωθούνταν σφαδάζοντας μπροστά στις μηχανές, πολλοί καρβουνιασμένοι από τη φωτιά, ορισμένοι ψημένοι ζωντανοί μέσα στις βαριές πανοπλίες τους, καθώς οι παχύρρευστες φλόγες χύνονταν πάνω στους μεταλλικούς θώρακες και τα κράνη τους.
Ξεπέζεψα για να προχωρήσω καλύτερα μέσα στο χάος και τη σφαγή και τότε είδα κάτι που έκανε το αίμα μου να παγώσει. Ο ίδιος ο Τισσαφέρνης βρισκόταν ανάμεσα στους πλιατσικολόγους. Είχε ξεπεζέψει κι αυτός και περπατώντας αγέρωχα ανάμεσα στους αχαλίνωτους στρατιώτες του με τη βαριά πανοπλία του ιππέα είχε αρπάξει από τα μαλλιά την όμορφη ερωμένη του Κύρου, τη Φωκαΐδα, καθώς έβγαινε τρομοκρατημένη από τη φλεγόμενη σκηνή του Κύρου. Ο στρατηγός την παρέδωσε στα χέρια του πολεμικού του ακολούθου για να την πάει πίσω από τις περσικές γραμμές κι ύστερα διέταξε τρεις φρουρούς του να ορμήσουν μέσα στους πηχτούς μαύρους καπνούς, να μπουν στο τμήμα εκείνο της σκηνής του Κύρου που δεν είχε πιάσει ακόμα φωτιά και ν' αρπάξουν ό,τι πολεμικά σχέδια ή άλλα είδη μπορούσαν να βρουν.
Αυτό που βρήκαν ήταν το πιο πολύτιμο και το πιο τρομακτικό - γιατί με το που ξεπρόβαλαν ένα λεπτό αργότερα, οι δύο από αυτούς κρατούσαν στα χέρια τους ρολά περγαμηνών και χάρτες που είχαν αρπάξει στα τυφλά παλεύοντας με τις φλόγες, ενώ ο τρίτος έσερνε την Αστερία από τη λαιμόκοψη του φουστανιού της. Ο Τισσαφέρνης πάγωσε όταν την είδε να παλεύει σαν Ερι-
ΚΟΥΝΑΞΑ 243
νύα, βουλιάζοντας μέσα στη βρομιά με τα γυμνά της πόδια και γρατσουνώντας με τα νύχια της το φρουρό. Τελικά έμπηξε τα δόντια της τόσο βαθιά στον καρπό του, που τον έκανε να ουρλιάξει από πόνο και οργή· αφήνοντας στιγμιαία τη λαιμόκοψη, τη χτύπησε στο μάγουλο με την ανάστροφη του χεριού του, αρκετά δυνατά ώστε να την κάνει να πεταχτεί στον αέρα, προτού προσγειωθεί σβέλτα με τα τέσσερα, σαν γάτα, φτύνοντας αίμα από τα σκισμένα χείλη της και κοιτάζοντάς τον με μάτια γεμάτα μίσος.
Ο Τισσαφέρνης αντέδρασε μανιασμένα. Τράβηξε το στολισμένο με πολύτιμους λίθους γιαταγάνι του κι όρμησε εκεί που η Αστερία είχε κουβαριαστεί γεμάτη τρόμο και οργή. Κοιτάζοντας χαμηλά προς το μέρος της, με το πρόσωπο μαύρο και παραμορφωμένο από οργή, σήκωσε το γυαλιστερό λεπίδι ψηλά πάνω από τον αριστερό του ώμο κι εγώ αισθάνθηκα τον κόσμο να σταματά σιγά σιγά. Όλη η αναταραχή και το χάος γύρω μου έμοιαζε να παγώνει, λες κι ο χρόνος είχε σταματήσει. Τα ουρλιαχτά των πληγωμένων αντρών και των τρομαγμένων αλόγων, που είχαν γίνει πια εκκωφαντικά, τώρα ηχούσαν μέσα σε σιωπή και η δυσω-δία του πνιγηρού μαύρου καπνού και της φλεγόμενης σάρκας είχε χωθεί σαν άοσμος αχνός στο βάθος του μυαλού μου. Τα διαστήματα ανάμεσα στις στιγμές έμοιαζαν να εκτείνονται, να πλα-ταίνουν κι όλες μου οι αισθήσεις εστιάστηκαν, με απόλυτη αυτοσυγκέντρωση, χωρίς καμιά εξαίρεση, στην ονειρικά αργή τροχιά του φονικού εκείνου σπαθιού. Στο αποκορύφωμα της αψιδωτής τροχιάς του δίστασε προς στιγμήν, ταλαντεύτηκε κι εγώ κράτησα την αναπνοή μου, καθώς τα μάτια της Αστερίας, του φρουρού και τα δικά μου σύγκλιναν όλα στην άκρη του, και ο καθένας από εμάς το οδηγούσαμε με όλη τη δύναμη τού είναι μας σε μια κατεύθυνση που τελικά θ' αποφασιζόταν μόνο από τον Τισσαφέρνη και τους ίδιους τους θεούς. Ο κόσμος άρχισε να κινείται αργά, σαν σε έκσταση, καθώς η Αστερία σήκωσε τα λεπτά της χέρια με αγωνία για ν' αποφύγει το χτύπημα, κι εγώ άθελά μου έκανα το ίδιο, αν και απείχα από το σπαθί πολλά μέτρα· μια ολόκληρη ζωή.
244 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
Ανέκτησα τις αισθήσεις μου, ουρλιάζοντας απότομα, η κο-σμοχαλασιά γύρω μου κατέκλυσε εκρηκτικά τη συνείδηση μου κι ο αχός της μάχης μου έκοψε σχεδόν τα πόδια με την ξαφνική του αγριότητα. Δεν άφησα το σπαθί από τα μάτια μου κι ο Τισσαφέρνης, στριφογυρνώντας γρήγορα, σπάθισε απαίσια τον αέρα, σχεδόν γρηγορότερα απ' όσο μπορούσε να δει το μάτι, κόβοντας στα δυο το κεφάλι του φρουρού που είχε χτυπήσει την Αστερία, όπως ο κηπουρός κλαδεύει ένα παράταιρο κλαδί από κάπριο οπωροφόρο δέντρο του. Δύο παχύρρευστα ποτάμια αίματος ξεπήδησαν στριφογυρίζοντας σαν φίδια από τον κομμένο λαιμό, τα οποία διασταυρώνονταν και μπλέκονταν μεταξύ τους καθώς ενώνονταν σε μια ημικυκλική πορεία για να καταλήξουν σταλάζοντας μέσα στη σκόνη μπροστά στα πόδια του Τισσαφέρνη. Ο νεκρός φρουρός στάθηκε όρθιος για μια στιγμή, ανα-βρύζοντας αίμα από το ακέφαλο σώμα του, άκαμπτος και στηριγμένος στη βαριά πανοπλία του ιππέα, προτού λυγίσουν τα γόνατά του και σωριαστεί σιγά σιγά στο χώμα, με το αίμα να πετιέται σαν μέλανας ζωμός από την παλλόμενη ακόμα σάρκα του κομμένου λαιμού του και ν' ανακατεύεται με τις μαύρες λίμνες που σχηματίζονταν κάτω από τα πόδια του και μύριζαν ξινίλα. Ο Τισσαφέρνης έριξε μια άγρια ματιά στο κεφάλι που κειτόταν σαν προεξοχή μερικά μέτρα μακρύτερα, με την περικεφαλαία, στραβοβαλμένη από την πρόσκρουση, ν' αποκαλύπτει τα μάτια του άτυχου φρουρού και το στόμα του που έχασκε ορθάνοιχτο από αιώνια πια κατάπληξη.
Στη συνέχεια ο Τισσαφέρνης κατέβασε το οπλισμένο χέρι του και χωρίς σχεδόν να κοιτάξει τη ζαρωμένη από το φόβο Αστερία φώναξε κάτι σε κάποιον άλλο από τους φρουρούς του που στέκονταν πιο πέρα κι ανέβηκε και πάλι στο άλογο του. Ο νέος φρουρός άρπαξε άγρια το κορίτσι από τη λαιμόκοψη κι άρχισε να το σέρνει και πάλι. Εκείνη τινάχτηκε σπασμωδικά σαν ψάρι που έχει πιαστεί στο αγκίστρι, τραβώντας απελπισμένα το φόρεμα της για ν' ανακουφιστεί από την πίεση στο λαιμό της και ν' αποφύγει το στραγγαλισμό, καθώς τελικά αναγκαζόταν να πάει πίσω από τις περσικές γραμμές.
ΚΟΥΝΑΞΑ 245
Κάτι μέσα μου σκίρτησε, εκείνο το ένστικτο της αυτοσυντήρησης με το οποίο γεννιούνται όλοι οι άνθρωποι και το οποίο σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό εξουσιάζει όλες τις δραστηριότητες μας. Εκείνη τη στιγμή το ένστικτο αυτό πέθανε κι έκανα πράγματα που κανένας λογικός άνθρωπος δε θα έκανε. Ανεβάζοντας την ασπίδα μέχρι το πρόσωπο μου για να προφυλαχτώ από τις ρίψεις των ακοντίων, όρμησα στα τυφλά μέσα στις περσικές γραμμές, πετσοκόβοντας κάθε ζωντανή ύπαρξη που συναντούσα, αποκρούοντας κι αντιδρώντας από απόγνωση, και ξαφνικά ανακάλυψα, έκπληκτος, ότι δεν υπήρχε καμιά αντίσταση, καθώς τα εχθρικά στρατεύματα παραμέριζαν απλώς για να με αφήσουν να περάσω, μια και ένας και μόνος παράφρονας Έλληνας δεν είχε και τόση σημασία για τους Πέρσες που ήταν προσηλωμένοι στο πώς θα ξεφύγουν από τη βοιωτική φωτιά και τα πλήθη του στρατοπέδου που έσκουζαν. Κάθε Πέρσης στρατιώτης θεωρούσε ότι κάποιος άλλος πίσω από αυτόν θα με ξεπάστρευε.
Δεν άφησα από τα μάτια μου την Αστερία και μολονότι από τη στιγμή που την έσυραν έξω από τη σκηνή δεν μπορεί να είχε περάσει περισσότερο από ένα λεπτό, εμένα το όλο διάστημα μου φάνηκε σαν αιωνιότητα, καθώς άνοιγα δρόμο στο κατόπι της. Όταν είχα προχωρήσει αρκετά μέτρα, τα μάτια της καρφώθηκαν πάνω μου και παρόλο που ήταν αδύνατο ν' αναγνώρισε ποιος ήμουν μέσα από την περικεφαλαία και το υπόρρινο, και τα στρώματα φρέσκου και ξεραμένου αίματος που είχαν κολλήσει πάνω στο θώρακα και τα μέλη μου, μια λάμψη αναγνώρισης έμοιαζε ν' αστράφτει στα μάτια της, αναζωογονώντας την παρόλο που μι-σοπνιγόταν. Ξαφνικά, συγκεντρώνοντας κάθε ίχνος δύναμης που της απέμενε, με τα μάτια γουρλωμένα και το πρόσωπο κατακόκκινο σαν να έχει πάθει αποπληξία, έχωσε τα πόδια της για άλλη μια φορά στο έδαφος, άρπαξε το μεταξωτό ύφασμα που είχε σφιχτεί και τυλιχτεί γύρω από το λαιμό της από τη λαβή του φρουρού και το τράβηξε με όλη της τη δύναμη, σκίζοντάς το από το λαιμό ως τη μέση.
Η ξαφνική απαλλαγή από το βάρος της καθώς έπεσε στο έδαφος με τα οπίσθιά της έκανε το φρουρό που πάσχιζε να κρα-
246 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
τήσει την ισορροπία του να τη χάσει κι έπεσε προς τα εμπρός με τα μούτρα. Απείχα ακόμα αρκετά μέτρα κι ακριβώς τότε βρέθηκα αντιμέτωπος με έναν Πέρση καβαλάρη που έδειχνε, για πρώτη φορά, να συνειδητοποιεί ότι ένας οπλισμένος Έλληνας έτρεχε αχαλίνωτος καταμεσής των γραμμών του, λες και δεν είχε πάρει είδηση ότι δεν περιστοιχιζόταν από τη φάλαγγα του. Ο άντρας τράβηξε τα χαλινάρια του αλόγου του ακριβώς μπροστά μου και με ένα διαβολικό γέλιο σήκωσε τον πολεμικό του πέλεκυ, έτοιμος να μου κόψει το κεφάλι σαν πεπόνι. Δεν μπορούσα παρά να τραβήξω τα μάτια μου από την Αστερία που καθόταν με κομμένη την ανάσα στο έδαφος, τραβώντας τις λουρίδες από το μακρύ της φόρεμα που είχαν μπερδευτεί στο λαιμό και στα πόδια της. Ο φρουρός που την έσερνε πάσχιζε να ξανασταθεί στα πόδια του, τον εμπόδιζαν, όμως, η άβολη πανοπλία του ιππέα που φορούσε και τα ορμητικά πλήθη που τον περικύκλωναν και τον έριχναν κάτω.
Έστρεψα την προσοχή μου στο άλογο που στεκόταν μπροστά μου σηκωμένο στα πισινά του πόδια και χαμηλώνοντας το κεφάλι μου όρμησα με όλες μου τις δυνάμεις κατευθείαν πάνω στην κοιλιά του αλόγου, νιώθοντας τη μεταλλική άκρη του λοφίου της περικεφαλαίας μου να μπήγεται βαθιά μέσα στο μαλακό ηλιακό πλέγμα και μάλλον αισθάνθηκα παρά άκουσα το βαρύ αγκομαχητό του, καθώς ο αέρας ξεθύμαινε από το διάφραγμα και τα πνευμόνια του. Πετάχτηκα πίσω μακριά από το άλογο που είχε κλονιστεί από την πρόσκρουση και ο πέλεκυς του καβαλάρη θέρισε τον αέρα, κόβοντας το πορφυρό, από αλογότριχες, λοφίο της περικεφαλαίας μου. Το άλογο παραπάτησε από τον πόνο, διπλώθηκε στα δύο κι έπεσε σφαδάζοντας στο πλάι· βρόμικα σάλια έτρεχαν από το στόμα του, πιτσιλώντας το πρόσωπο και το λαιμό μου, ενώ τα μάτια του είχαν αναποδογυρίσει από τρόμο. Η γλώσσα του αλόγου που αιμορραγούσε, αφού την είχε δαγκώσει μέσα στον αιφνιδιασμό του χτυπήματος, κρεμόταν σακατεμένη από την άκρη του στόματός του.
Ο αναβάτης έπεσε ουρλιάζοντας κάτω από το ζώο, αλλά κι εγώ παραπάτησα κι έπεσα και σπατάλησα πολύτιμα λεπτά πασχίζοντας να σταθώ στα πόδια μου, προσπαθώντας απεγνωσμέ-
ΚΟΥΝΑΞΑ 247
να ν' αποφύγω τις οπλές που τινάζονταν ανεξέλεγκτα. Δε μου είχε απομείνει σχεδόν καθόλου δύναμη στα χέρια και στα πόδια και τρέκλισα σαν ταύρος που τον σφάζουν σε θυσία. Στράφηκα απότομα προς το σημείο που είχα δει για τελευταία φορά την Αστερία. Εκεί στεκόταν ο δεσμοφύλακάς της, έχοντας καταφέρει τελικά να σταθεί στα πόδια του, ο οποίος εξακολουθούσε να σφίγγει ένα μακρύ κομμάτι μεταξωτού υφάσματος στο χέρι σαν σκισμένο λάβαρο, δείχνοντας αποβλακωμένος και ψάχνοντας να βρει το κορίτσι στο σημείο που είχε ξεφύγει από τη λαβή του. Εκεί, όμως, βρίσκονταν μόνο τα απομεινάρια του φορέματός της, το οποίο είχε τελικά ξεμπλέξει από τα χτυπημένα μέλη και το λαιμό της. Και να, δέκα μέτρα μακριά, με την απόσταση να μεγαλώνει από λεπτό σε λεπτό, βρισκόταν η ταχύποδη Αστερία που έτρεχε ολόγυμνη ανάμεσα στους κατάπληκτους στρατιώτες του εχθρού, φορώντας μόνο το ρουμπίνι της εταίρας στον αφαλό της και κρατώντας μια τεράστια ψάθινη ασπίδα που είχε αρπάξει από κάποιο νεκρό Πέρση, για να την προστατεύει από τα ξίφη αλλά και τα έκλυτα βλέμματα.
Πήδησα πάνω από το άλογο που μόλις είχα ρίξει κάτω και βαριανάσαινε, χτυπώντας στο πρόσωπο με τη σόλα των δερμάτινων σανδαλιών μου τον αναβάτη του που εξακολουθούσε να παλεύει, κι όρμησα πίσω της πασχίζοντας ν' ανοίξω δρόμο με το νεκρωμένο ήδη δεξί μου χέρι, ενώ εκείνη ορμούσε έξω από τις περσικές γραμμές και περνούσε σβέλτα, σαν κατατρομαγμένο κουνέλι, μέσα από ένα κενό που άφηναν οι φλόγες των βοιωτικών μηχανών. Εγώ, αντίθετα, δεν ήμουν τόσο γρήγορος και προτίμησα να πάρω τη δοκιμασμένη και σίγουρη στάση, βάζοντας κάτω το κεφάλι και κυλώντας μέσα από τις φλόγες, ελπίζοντας να τα καταφέρω. Ως εκ θαύματος, τα κατάφερα και βγήκα άθικτος από τις φλόγες.
Με τις τελευταίες δυνάμεις που μου είχαν απομείνει, έτρεξα μέσα στο πλήθος που γραπωνόταν πάνω μου λες κι ήμουν ο από μηχανής θεός τους, καθώς έψαχνα απεγνωσμένα να βρω μέσα στο χάος των αμυντικών κατασκευών προς τα πού μπορεί να έτρεξε η Αστερία. Τελικά τη βρήκα, τελείως απροσδόκητα και χω-
248 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
ρίς να νοιάζεται για την καταρρακωμένη της σεμνότητα, να βοηθά μερικές γυναίκες που ενεργοποιούσαν μια από τις μηχανές με τα φυσερά. Ήταν ένα θέαμα που κάτω από άλλες συνθήκες θα μου άρεσε να το απολαύσω με την ησυχία μου. Αλλά τώρα όρμησα, έριξα τον αιματοβαμμένο και φθαρμένο πορφυρό χιτώνα μου πάνω στους ώμους της κι ύστερα πήρα τη θέση μου ανάμεσα στη γραμμή των αμυνομένων.
Ο βαρύς ήχος από τις οπλές του αλόγου του μοναχικού καβαλάρη έκανε τους στρατιώτες του Κλέαρχου να βγουν τρομαγμένοι από το μηχανικό ρυθμό πορείας στον οποίο είχαν πέσει εξαντλημένοι μετά τη μάχη.
Βρίσκονταν μίλια μακριά από το στρατόπεδο, αναζητώντας τη θέση της μάχης του Κύρου και πιστεύοντας ότι είχαν νικήσει σε όλα τα μέτωπα. Οι περισσότεροι εύχονταν ν' αποφύγουν άλλη σύγκρουση εκείνη τη μέρα, αφού η νίκη σε υπερβολικό βαθμό μπορεί να κάνει τα γόνατα ενός άντρα να τρέμουν όσο και η ήττα, και το μόνο που επιθυμούσαν τώρα οι άντρες ήταν να γυρίσουν στο στρατόπεδο, να ξαρματωθούν και να ξεκουραστούν. Κανείς δε γνώριζε τη μοίρα του Κύρου, εκτός από εκείνους που υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες, και οι Έλληνες συμπέραιναν απλώς ότι είχε πετύχει στη γενική επίθεση και τώρα λεηλατούσε και πλιατσικολογούσε στο έπακρο.
Ο καβαλάρης, αιματοβαμμένος και λερωμένος με χώμα και βρομιές, έφτασε τρέχοντας στους άντρες και, από τη βιασύνη του, έπεσε σχεδόν κάτω από το άλογό του, καθώς καλούσε δυνατά τον Πρόξενο. Κατά τύχη, βρέθηκε αμέσως ο ακόλουθος του Πρόξενου και ακόμα κι αυτός χρειάστηκε μερικά λεπτά για ν' αναγνωρίσει, κάτω από τα στρώματα βρομιάς και αίματος, τον Νί-καρχο.
«Οι Πέρσες!» είπε με κομμένη την ανάσα ο Νίκαρχος. «Οι Πέρσες λεηλατούν το στρατόπεδό μας! Τρέξτε και φέρετε τον Πρόξενο!» Ο ακόλουθος εμβρόντητος δεν μπορούσε να πιστέψει στ' αφτιά του - ο βασιλιάς βρισκόταν στο στρατόπεδο μας; Είχαμε
ΚΟΥΝΑΞΑ 249
ηττηθεί τελικά; Και τι απέγινε ο Κύρος; Ο ακόλουθος διέσχισε τρέχοντας τους χιλιάδες πεζούς, φωνάζοντας τους να συνεχίσουν την πορεία, και βρήκε τον Πρόξενο και τον Κλέαρχο να προχωρούν μαζί έφιπποι, συζητώντας ήρεμα αν έπρεπε να καταδιώξουν κι άλλο τους Πέρσες ή να επιστρέψουν στο στρατόπεδο τη νύχτα. Ο Νίκαρχος έφτασε τρέχοντας και είπε τραυλίζοντας τα νέα σχεδόν χωρίς να τους χαιρετήσει. Με τα μάτια διάπλατα από την αμφιβολία, κάλπασαν προς τους στρατιώτες και τους βρήκαν να κατευθύνονται ήδη προς το στρατόπεδο και να επιταχύνουν το βήμα τους σε τροχάδην προτού καν τους δοθεί διαταγή. Ο Κλέαρχος έτρεχε πεζός στη κεφαλή των στρατιωτών του, ενώ σκεφτόταν ανήσυχα τι μπορούσε να σημαίνει κάτι τέτοιο.
Όταν έφτασαν, το στρατόπεδο δεν ήταν παρά καπνισμένα ερείπια. Τα πλήθη που ακολουθούσαν το στρατό τριγυρνούσαν σαν φαντάσματα, προσπαθώντας να διασώσουν ό,τι μπορούσαν από είδη καταφυγίου και τρόφιμα. Τα στρατεύματα του βασιλιά είχαν καταφέρει να κάψουν ή να λεηλατήσουν πάνω από τετρακόσιες άμαξες με εφόδια, μέσα σ' αυτά και το μεγαλύτερο μέρος από το κριθάρι και το κρασί που με τόσο κόπο είχαμε μεταφέρει μέσα από την έρημο. Αντί για ζεστό φαγητό και ύπνο που οι κουρασμένοι στρατιώτες προσδοκούσαν, συμβιβάστηκαν με βρομό-νερα, με ελάχιστα απομεινάρια μπαγιάτικου ψωμιού που είχαν διασωθεί από τη λεηλασία και ανάπαυση χωρίς σκεπάσματα πάνω στο σκληρό χώμα.
Το χειρότερο, όμως, δεν είχε έρθει ακόμα· αφού οι αναφορές του Κλέαρχου επιβεβαίωσαν ότι ο Κύρος -ο πραγματικός λόγος της μακράς πορείας μας και η ελπίδα μας για εφόδια και συνοδούς κατά την επιστροφή μας στην Ελλάδα- είχε σκοτωθεί. Μπορεί οι Έλληνες να μη χάσαμε σχεδόν κανένα άντρα στη μάχη, είχαμε χάσει, όμως, τις πολύτιμες προμήθειές μας αλλά και τον ηγέτη και ευεργέτη μας. Ήταν μια μακριά, παγωμένη νύχτα.
3
ΠΡΩΤΑ ΕΙΔΑ ΤΗΝ ΑΧΝΗ κινούμενη σκιά που έπεφτε πάνω στον τοίχο, πριν ακόμα δω από πού προερχόταν, καθώς ο παρείσακτος γλίστρησε σιωπηλά μέσα στη σκηνή του Πρόξενου και κινήθηκε με προφυλάξεις προς το στρώμα μου.
Επειδή πάρα πολλές σκηνές αξιωματικών είχαν καταστραφεί κατά την επίθεση, ο Πρόξενος είχε καλέσει τον Ξενοφώντα κι εμένα να μετακομίσουμε στο δικό του κατάλυμα, μέχρι να κανονιστούν καλύτερα τα πράγματα. Παρόλο που η σκηνή του ξεχώριζε καθαρά από τα διακριτικά σήματα ότι είναι κατάλυμα αξιωματικού, είχε διασωθεί άγνωστο πώς από τη βιαιοπραγία των Περσών και έτσι ακόμα κι αυτό φάνηκε στους άντρες σαν θετικό σημάδι από τους θεούς, σημάδι έσχατης ελπίδας και θριάμβου. Αφού ο Πρόξενος θα περνούσε τη νύχτα με τους άλλους αξιωματικούς στο αυτοσχέδιο επιτελείο του Κλέαρχου, ξεδιαλύνοντας τα γεγονότα της μέρας και σχεδιάζοντας τη στρατηγική τους για την επομένη, ξάπλωσα μόνος, προσπαθώντας ν' αδειάσω το μυαλό μου από τις μυριάδες σκέψεις και αναμνήσεις που συνέχιζαν να συνωστίζονται εκεί μέσα. Υπέφερα πάντα απ' αυτή την αδυναμία μου. Δεν ξέρω αν το βιώνουν αυτό κι άλλοι, μια κι ανέκαθεν ντρεπόμουν υπερβολικά να ρωτήσω, κι αν συμβαίνει αυτό, δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι και αυτοί δε θα μπορούν να το αναφέρουν από φόβο ότι έχουν τρελαθεί. Βρίσκω ότι ακριβώς αυτές τις στιγμές, όταν ζητώ πάνω από όλα καθαρό κεφάλι -καθώς συνειδητά προσπαθώ να καθαρίσω τους ιστούς από τις αράχνες, όλες εκείνες τις άσχετες και ασύνδετες εφήμερες ιδέες που παρεμβάλλονται συνεχώς διασπώντας την προσοχή μου-, κι είναι ακριβώς σε αυτό το διάστημα που λες και το σύνθημα κάποιου σκανταλιάρη
ΚΟΥΝΑΞΑ 251
θεού μ' εμποδίζει να κάνω οποιαδήποτε λογική πράξη, που κάθε άσχετη σκέψη, κάθε φόβος, κάθε ανάμνηση ασήμαντης παιδικής αισχύνης, κάθε λύπη για παλιές χαμένες αγάπες, κάθε τύψη μεταμέλειας για πεθαμένους πια φίλους, κάθε απόσπασμα τραγουδιού που αντηχεί τρελά, όλα εισβάλλουν πίσω στο κρανίο μου σαν αέρας σε κενό, σπρώχνοντας το ένα το άλλο για να έρθουν στο προσκήνιο των σκέψεών μου, όπου και πάλι παραμερίζονται ή παραγκωνίζονται από κάποια άλλη σκέψη. Αυτό φτάνει για να τρελαθεί κανείς, και μπορεί να διαπιστώσει κάποιος από τις αποκλίσεις και την ταραγμένη μου σύνταξη ότι δεν μπορώ ούτε καν λογικά να εξηγήσω αυτό που βιώνω. Ήμουν ξαπλωμένος εδώ, το μυαλό μου έκαιγε σε σημείο πανικού, όταν είδα μέσα από τις βλεφαρίδες των μισόκλειστων ματιών μου ότι το παραπέτο της σκηνής είχε ανοίξει ελάχιστα και κάποιος είχε μπει κρυφά μέσα.
Στη στιγμή καθάρισε το κεφάλι μου. Όποιος έμπαινε σ' αυτή τη σκηνή δεν μπορούσε παρά να ζητά τον Πρόξενο, μια και στο απαλό τρεμάμενο φως του μικρού λύχνου που ήταν στερεωμένο στο τραπέζι μου είδα ότι δεν ήταν ο Ξενοφώντας, όπως αρχικά σκέφτηκα. Κοιτώντας πιο προσεκτικά, μου κόπηκε η ανάσα, καθώς αναγνώρισα την παρείσακτη να στέκεται αποσβολωμένη, ενώ διαγραφόταν η φιγούρα της σ' ένα μικρό χώρο στο μέσο της σκηνής, με τα μάτια ασυνήθιστα ακόμα στο μισοσκόταδο. Τράβηξα την κουβέρτα μου για ν' ανακαθίσω και η Αστερία, ξαφνιασμένη, στριφογύρισε για να δει από πού ερχόταν ο ήχος. Έδειξε ταραγμένη όταν με αναγνώρισε και στάθηκε ακίνητη για μια στιγμή, κάρφωσε το βλέμμα της πάνω μου, προτού κατευθυνθεί σιωπηλά προς το στρώμα μου. Φορούσε μόνο μια λεπτή πουκαμίσα και μια δερμάτινη ζώνη κι ήταν ξυπόλυτη, τρέμοντας από το κρύο ή απ' όσα τρομερά είχε δει εκείνη τη μέρα ή από φόβο για το τι θα πάθαινε τώρα που ο κύριός της είχε πεθάνει κι αυτή είχε απομείνει μόνη. Διέκρινα τα στεγνά ίχνη από δάκρυα που είχαν σχηματίσει λωρίδες μέσα από το στρώμα της σκόνης που εξακολουθούσε να καλύπτει να μάγουλά της, καθώς χωνόταν στην αγκαλιά μου, πιέζοντας το σώμα της πάνω στο στήθος μου και χώ-
252 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
νοντας το πρόσωπό της στο λαιμό μου, ενώ έβγαζε έναν αναστεναγμό - ένα μακρόσυρτο, τρεμάμενο, βασανιστικό αναστεναγμό που έμοιαζε υπερβολικά βαθύς για το μικροσκοπικό της σώμα, λες και ξεχείλιζε από μέσα της από κάποιο κρυφό μέρος, από κάποια άλλη μακρινή εποχή.
Την κράτησα σφιχτά, τραβώντας την κουβέρτα πάνω από τους δυο μας, κι αισθάνθηκα τα κρύα, τρεμάμενα μέλη της να χαλαρώνουν απαλά και ν' ανταποκρίνονται στη ζεστασιά του κορμιού μου. Ύστερα από κάμποση ώρα οι σπασμοί των λυγμών της σταδιακά καταλάγιασαν κι έμεινε ήσυχα στην αγκαλιά μου, άγρυπνη και βυθισμένη στις σκέψεις της, με τις μακριές βλεφαρίδες να μου αγγίζουν το λαιμό, καθώς ανοιγόκλεινε τα μάτια, με το υγρό, αχνό άρωμα της ανάσας και των μαλλιών της να φτάνει στο πρόσωπό μου μέσα στη σιωπή. Σήκωσε το κεφάλι της. Το πρόσωπό της απείχε μερικά εκατοστά από το δικό μου μες στο μισοσκόταδο και με κοίταξε έντονα στα μάτια, αναζητώντας τις σκέψεις μου, αν και στο αμυδρό φως του λύχνου δεν μπορούσα να δω τίποτα περισσότερο από τη σκούρα σιλουέτα και τα μακριά μαλλιά της που φωτίζονταν από πίσω με ένα αχνό φωτοστέφανο, ενώ η μυρουδιά καμένου ξύλου και λιωμένων λουλουδιών από το δέρμα και τα μαλλιά της ήταν παράξενα ανακουφιστική. Έπιασα με τα χέρια μου το πρόσωπό της, έβαλα τα δάχτυλα μες στα μαλλιά της, όπου ένιωσα το σπασμένο άξονα ενός μικρού φτερού σαν σπασμένη λόγχη που είχε μπλεχτεί μες στις τούφες των μαλλιών, διαλεγμένο με κόπο από τις στάχτες των καμένων υπαρχόντων της σε μια προσπάθεια να διασώσει κάποιο τελευταίο απομεινάρι στολιδιού. Μετατόπισα ελάχιστα το κορμί μου και γύρισα το πρόσωπό της στο αμυδρό φως για να διακρίνω την έκφρασή της. Τότε κοίταξα διαπεραστικά τις κυματιστές σκιές που περνούσαν από μπροστά της αποκαλύπτοντάς την. Παρατηρούσα το σκιόφως που αποτραβιόταν από τα κοιλώματα ανάμεσα στα φρύδια και τα μάγουλα, περιμένοντας να εμφανιστούν τα μάτια της μέσα από το σκοτάδι, σαν εκείνο το μάντη που παρατηρεί γεμάτος φόβο την εμφάνιση της σελήνης μετά την έκλειψη και νιώθοντας τις ίδιες δονήσεις και αβεβαιότητα όπως κι εκείνος κα-
ΚΟΥΝΑΞΑ 253
θώς μαντεύει τις προθέσεις των θεών. Μάτια σαν και τα δικά της δεν έχουν ξαναϋπάρξει, τουλάχιστον όχι στον κόσμο αυτό, και μέσα στο σκοτάδι το χρώμα τους, μπλε, γκρίζο ή πράσινο, ήταν ακαθόριστο. Το πραγματικό χρώμα μπορεί να ήταν κάποιο από όλα ή όλα μαζί, αλλά αυτό εξαρτιόταν από τα χαρακτηριστικά του εξωτερικού φωτισμού ή τις εσώτερες σκέψεις που έκρυβαν. Αργότερα, τις μέρες που επρόκειτο να έρθουν, έμελλε να τα δω να γίνονται τόσο μαύρα και ανεξιχνίαστα, όσο τα βάθη του ωκεανού όταν κάποιος τα κοιτάζει από την κουπαστή του πλοίου, και στον ύπνο της, όταν κάτω από τα μισόκλειστα βλέφαρα οι κόγχες ακτινοβολούσαν ένα λαμπρό, ψυχρό άσπρο, σαν κομμάτι πάγου που αστράφτει ζωογόνα αλλά και θανατηφόρα στον ήλιο.
Φάνηκε ν' αναρωτιέται σιωπηλά, μαντεύοντας το χρησμό, και προφανώς έλαβε θετική απάντηση από τους θεούς, μια και εντελώς αιφνιδιαστικά πίεσε το θερμό, γλυκό της στόμα απεγνωσμένα στο δικό μου, εντονότερα απ' όσο μπορούσα να πιστέψω ότι ήταν δυνατό για κάποια τόσο εύθραυστη φαινομενικά γυναίκα. Και τότε ένιωσα τα υγρά, λουλουδένια χείλη της να γλιστρούν ελαφρά αλλά με αυξανόμενη πίεση στο λαιμό και στο στήθος μου, καθώς της έβγαζα το λεπτό της ρούχο που το συγκρατούσε μια ζώνη με ένα τεράστιο στιλέτο βαλμένο σε θήκη· κι εγώ τύλιξα τα χέρια μου γύρω της και δώσαμε μεγάλη παρηγοριά ο ένας στον άλλο.
Έμεινα άγρυπνος το μεγαλύτερο μέρος εκείνης της νύχτας, παρακολουθώντας το φόβο και την ανησυχία να εγκαταλείπουν λίγο λίγο το γεμάτο ένταση πρόσωπο της και τα χαρακτηριστικά της να χαλαρώνουν σε ένα ευτυχισμένο όνειρο ή μπορεί απλώς στην ανυπαρξία, σε ένα κενό όπου η απουσία πόνου και φόβου, ακόμα και της αγάπης, είναι η μεγαλύτερη ευτυχία. Χανόμουν για λίγα λεπτά κάθε φορά, ξυπνώντας με τον παραμικρό θόρυβο, όπως το διακριτικό βήξιμο ενός σκοπού που βημάτιζε απέξω, κι ύστερα βυθιζόμουν και πάλι σ' ένα ταραγμένο όνειρο. Ήμουν κοιμισμένος ή έτσι νόμιζε εκείνη, όταν σηκώθηκε τελικά μια ώρα πριν το πρώτο ίχνος της αυγής αρχίσει να φωτίζει τον ουρανό στα ανατολικά. Την παρατηρούσα σαν σε όνειρο, αν και δεν
254 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
είχα ανοιχτά τα μάτια, καθώς πέρασε την πουκαμίσα στο λεπτό της σώμα κι έσφιξε τη ζώνη στη μέση της. Μέχρι σήμερα, δεν είμαι σίγουρος αν εξακολούθησα να παρακολουθώ ή είχα ξαναγυρίσει σε κάποιο όνειρο, όταν τράβηξε σιωπηλά το στιλέτο της, το παρατήρησε από κοντά για μια στιγμή στο μισοσκόταδο και ύστερα προσεκτικά κι αθόρυβα, μην τολμώντας να με αγγίξει με το χέρι ή το μανίκι της, μήπως με ξυπνήσει, ακούμπησε τη μύτη της αιχμηρής λεπίδας στην παλλόμενη μπλε φλέβα του λαιμού μου ακριβώς κάτω από το σαγόνι. Είτε ήμουν πραγματικά ξύπνιος είτε απλώς ονειρευόμουν, προσποιήθηκα ότι κοιμόμουν βαθιά, από φόβο ότι η παραμικρή χειρονομία, το παίξιμο του ματιού μου ή το απαλότερο κράτημα της αναπνοής μου θα έκαναν το στιλέτο να βυθιστεί στο λαιμό μου. Εκείνη κράτησε τη μύτη του εκεί για κάμποσα λεπτά απ' ό,τι μου φάνηκε, χωρίς να παίρνει ανάσα, σαν κάποιον που αντίκρισε το γοργόνειο, κοιτώντας επίμονα τα σχεδόν κλειστά μάτια μου, προκαλώντας την παραμικρή αντίδραση. Η ψυχή μου γλίστρησε έξω από το σώμα μου και πλανήθηκε μέσα της, πίσω της, στο ταβάνι της σκηνής, και μπορούσα να τη βλέπω από πάνω, να γέρνει πάνω από το παγωμένο μου σώμα, με τους τένοντες του καρπού της τεντωμένους και παλλόμενους από την έντονη προσπάθεια που κατέβαλε για να κρατήσει το μαχαίρι απόλυτα ακίνητο στο λαιμό μου.
Μια μικρή σταγόνα αίμα εμφανίστηκε πάνω στο δέρμα μου ακριβώς κάτω από τη μύτη του στιλέτου, ατόφια και καθαρή, παρθενική σε σύγκριση με το λερωμένο, πηγμένο αίμα που είχα παρακολουθήσει ν' αναπηδά την προηγούμενη μέρα, και φάνηκε να έχει σκοπό να δημιουργήσει αργά το δικό του ρυάκι κατηφορίζοντας στο πλάι του λαιμού μου, όταν σταμάτησε, λες και μελετούσε αν ήταν αυτός ο καλύτερος τρόπος δράσης, κι άρχισε σιγά σιγά να κολλάει και να πήζει. Μπορούσα να το δω αυτό, μα τους θεούς, ορκίζομαι ότι έβλεπα, λες κι ήμουν ένας τρίτος στο δωμάτιο, παρακολουθώντας ανίσχυρος και άφωνος πίσω από την πλάτη της. Η σταγόνα τρεμούλιασε και στάθηκε μετέωρη, σαν χάντρα σε περιδέραιο, με το αυξανόμενο βάρος στο εσωτερικό της να πιέζει την όλο και πυκνότερη επιφάνεια, ενώ τα μάτια μου α-
ΚΟΥΝΑΞΑ 255
πό ψηλά ήταν ανίκανα να συγκεντρωθούν σε κάτι άλλο εκτός από αυτή τη μικροσκοπική, σκληρή, κοκκινόμαυρη σφαίρα που αντανακλούσε, ανάστροφα, την κυματιστή φλόγα του λύχνου και το παράξενα παραμορφωμένο και μεγεθυσμένο πρόσωπο του κοριτσιού. Από την αντανάκλαση έβλεπα ότι και τα δικά της μάτια ήταν προσηλωμένα στη σταγόνα λες και βρισκόταν σε έκσταση, εξετάζοντας όλες τις επιπτώσεις στη δική της ζωή αλλά και τη δική μου που παρουσιάζονταν μέσα σε αυτή τη σιωπηλά διογκούμενη μικρή μάζα, αυτό το μικροσκοπικό, γόνιμο βολβό που εμφανιζόταν προικισμένος ν' αυξάνει τη ζωή μάλλον, παρά απλώς ν' αντανακλά τη ζωή και το θάνατο.
Σηκώθηκε χωρίς προειδοποίηση, έφερε και πάλι το μαχαίρι μπροστά στα μάτια της κι εξέτασε για μια στιγμή στο απαλό φως του λύχνου την κοκκινισμένη του μύτη, προτού κουνήσει το κεφάλι της, σαν κάποιος που ξυπνάει από βαθύ ύπνο, και το ξαναβάλει γρήγορα στη θήκη της ζώνης της. Έσκυψε και πάλι, έγλειψε σιωπηλά τη μικροσκοπική κόκκινη σταγόνα από το λαιμό μου με την καυτή της γλώσσα και το ίδιο σιωπηλά φίλησε τα στεγνά και τρεμάμενα χείλη μου. Ύστερα γλίστρησε και πάλι έξω στα κρύα κάρβουνα της πυράς του στρατοπέδου, το ίδιο αέρινα όπως είχε μπει, και η ψυχή μου ξαναγύρισε βιαστικά στο κορμί μου, αφήνοντας με ξέπνοο και τρέμοντας από κρύο ιδρώτα να κάθομαι μόνος στο στρώμα μου, λες και ξύπνησα από κάποιο εφιάλτη. Δεν είχαμε πει τίποτα ο ένας στον άλλο όλη τη νύχτα, στην πραγματικότητα δεν είχαμε ανταλλάξει ποτέ καμιά κουβέντα, αλλά ένιωσα ότι η μοίρα μου βρισκόταν ολοκληρωτικά στα χέρια αυτής της γυναίκας όπως και των θεών και συνειδητοποίησα πόσο εξαιρετικό και απαίσιο πράγμα μπορεί να είναι κάτι τέτοιο.
ΜΑΪΚΛ ΚΕΡΤΙΣ ΦΟΡΝΤ
Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
Β' ΤΟΜΟΣ
Μετάφραση από τα αγγλικά ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΠΑ
ΜΙΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΘΗΝΑ 2007
Για τον Αίμονα, που βρέθηκε κάποτε πάνω στους ώμους κάποιου γίγαντα, και για την Ισαβέλα, που της αρέσουν τα φτερά.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Β' ΤΟΜΟΣ
Βιβλίο έκτο: Κλέαρχος 257 Βιβλίο έβδομο: Όνειρα και πέτρες 313 Βιβλίο όγδοο: Βάρβαροι 353 Βιβλίο ένατο: Ο Ρόδιος ανιχνευτής 399 Βιβλίο δέκατο: Χειμώνας 427 Βιβλίο ενδέκατο: Ο τροχός της τύχης 475 Βιβλίο δωδέκατο: Θεός και άνθρωπος 511
Επίλογος 517
ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΤΟ
ΚΛΕΑΡΧΟΣ
Γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερη ντροπή από αυτό, ανάμεσα στους προμάχους να κείτεται νεκρός άντρας παλαιός πιο μπροστά από τους νέους και να έχει κατάλευκο κεφάλι και κατάλευκα γένεια και ν' αφήνει τη γενναία ψυχή του μέσα στη σκόνη, κρατώντας στα χέρια τα ματωμένα απόκρυφά του.
ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ *
* Λυκούργος, Άπαντα, Κατά Λεωκράτους, παράγραφος 107, εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια: Σαράντος Τ. Καργάκος, εκδ. «Κάκτος», Αθήνα, 1992. (Σ.τ.Ε.)
1
Η Τ Α Ν Η ΔΥΣΩΔΙΑ που τελικά μ' έβγαλε από τα ταραγμένα μου όνειρα εκείνο το πρωί - μια καπνιστή, γλυκιά μυρουδιά όχι σαν εκείνη του κρέατος που ψήνεται για θυσία, αλλά μια απροσδιόριστη ταγκίλα, σαν το κάψιμο μολυσμένης σάρκας, κρέατος που του λείπει το λίπος για ν' απορροφήσει τη ζέστη και τη φλόγα και να επιτρέψει στη φωτιά να ψήσει σταδιακά το υλικό, παρά να το καρβουνιάσει γρήγορα. Σηκώθηκα τρεκλίζοντας από το στρώμα μου, έριξα μια χούφτα νερό στο πρόσωπό μου από το κρεμασμένο από ένα καρφί δίπλα στην πόρτα παγούρι και βγήκα έξω.
Ο πρωινός ουρανός, αντίθετα από το συνηθισμένο γαλαζωπό του χρώμα που γεννά και συνοδεύει τη ζέστη της ερήμου, είχε σήμερα ένα απειλητικό, απαίσιο κιτρινιάρικο γκρι. Ο αέρας ήταν μπουκωμένος από έναν απαίσιο, βρομερό καπνό που κρεμόταν χαμηλά πάνω από το έδαφος και παρασυρόταν σαν να είχε ζωή, στριφογυρνώντας αργά σε μικρούς κύκλους, σκορπιζόταν κι έπηζε, σερνόταν σαν φίδι σε μάταια μονοπάτια που άρχιζαν με θάνατο και τελείωναν σε απρόθυμη λήθη. Η ανεμοδούρα έσβηνε τις ζωογόνες ακτίνες του ήλιου, προσδίδοντας τους ένα θαμπό, ψωριάρικο κόκκινο χρώμα, κάνοντας τον ουρανό να μοιάζει απίστευτα εχθρικός, λες κι ο ήλιος σιχαινόταν να κάνει κάποια μεγαλύτερη προσπάθεια για να σηκωθεί πιο ψηλά ή να λάμψει. Χιλιόμετρα ολόκληρα προς όλες τις κατευθύνσεις απλωνόταν η επίπεδη, αχανής, πληκτική έκταση της ερήμου. Εκτεινόταν αδιάσπαστη μέχρι τον ορίζοντα, χωρίς σχεδόν ένα δέντρο ή μια σειρά λόφων για να σπάει η μονοτονία. Δεν είχα παρατηρήσει πρωτύτερα την τρομερή απεραντοσύνη του τοπίου που ήταν εγκατα-
260 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
λειμμένο από τους θεούς και στερημένο από κάθε ενδιαφέρον, παρόλο που το είχα διασχίσει μόλις λίγες μέρες πριν.
Καθώς τα μάτια μου ταξίδεψαν από τον ορίζοντα σε μια πιο κοντινή θέα, είδα πως, αντίθετα με την πρώτη μου εντύπωση, η περιοχή είχε πολλά χαρακτηριστικά που δεν ήταν άμεσα εμφανή, όπως οι πινελιές σε έναν πίνακα ή τα κύματα και τα ρεύματα της θάλασσας όπως τα βλέπει ο ναύτης να στέκονται ανάγλυφα πάνω από την ατέλειωτη, επίπεδη ομαλότητα του νερού. Η γη ήταν σκασμένη και κατακερματισμένη, χωρισμένη σε περίεργα σχήματα που διακλαδίζονταν και σύγκλιναν σαν δερματικό εξάνθημα, στρωμένα με χαντάκια και διαβρώσεις, ξεροπόταμα και χαμηλούς ξεραμένους θάμνους, ένα ελεεινό τοπίο πόνου και διάψευσης· έδαφος που είχε καθυστερήσει τη φρενιασμένη έφιππη επιστροφή μου στο στρατόπεδο την προηγούμενη μέρα. Κάπου στη μέση, ακριβώς πέρα από μια σειρά μικρών λόφων που μετά βίας ξεχώριζαν από το γύρω χώρο, διέκρινα την απέραντη έκταση του περσικού στρατού, εκεί που είχε σταματήσει την υποχώρησή του, μια συμπαγή μάζα σαν αποικία χιλιάδων μυρμηγκιών, που απλωνόταν ως τον ορίζοντα, με τα περσικά πολεμικά λάβαρα να δίνουν χρώμα και λάμψη σε ελάχιστα σημεία στο κατά τ' άλλα γκριζόμαυρο, ομοιόμορφο σύννεφο από άντρες και ζώα. Κούνησα το κεφάλι μου για να συγκεντρώσω τις σκέψεις μου και εστίασα το βλέμμα μου σε συγκεκριμένα μέρη.
Χιλιόμετρα ολόκληρα γύρω μου κείτονταν τα συντρίμμια και η καταστροφή της εκτεταμένης μάχης της προηγούμενης μέρας. Αναποδογυρισμένες άμαξες που μισοκαίγονταν ακόμα στα πλάγια, με το περιεχόμενό τους, σιτάρι και παστά ψάρια, σκορπισμένο και πυρπολημένο, ορισμένες ξερνώντας ακόμα βρομερό, πνιχτό καπνό. Κοντάρια δοράτων και ακόντια βρίσκονταν διεσπαρμένα στη σκληρή γη με παράλογες κλίσεις εκεί που είχαν καρφωθεί, με τις άκρες τους να πάλλονται και να τρεμουλιάζουν ελαφρά, λες και περίεργοι, αόρατοι θεοί της ερήμου μετρούσαν το βάθος και τη στερεότητα των κονταριών. Το βλέμμα μου πλανήθηκε στο ανοιχτό τοπίο, περνώντας φευγαλέα από το κατακερματισμένο ύψωμα στη μαραμένη συστάδα χόρτων, ώσπου α-
ΚΛΕΑΡΧΟΣ 261
πρόθυμα, άθελά μου, του επέτρεψα να σταθεί στους μαυριδερούς όγκους που ήταν σκορπισμένοι στην πεδιάδα, τόσοι πολλοί, που ήταν αδύνατο να καταμετρηθούν: παραμορφωμένα σώματα ανάπηρων ή ποδοπατημένων αλόγων, βόδια και πρόβατα πετσοκομμένα βάναυσα στην κοιλιά ή το λαιμό -για κανένα άλλο λόγο παρά για να στερήσουν τους Έλληνες από την τροφή και την εκ-δούλευσή τους-, και ίσως το πιο αναπάντεχο, αλλά και το πιο φρικιαστικό, άντρες.
Ήταν χιλιάδες άντρες, ή πρώην άντρες, αν και πολλοί δεν ήταν αναγνωρίσιμοι πια. Μία μόλις μέρα είχε περάσει αφότου έπεσαν στη μάχη, αλλά το καμίνι της ζέστης τους είχε ψήσει εκεί που βρίσκονταν μέσα στην καυτή άμμο και πολλοί είχαν διπλασιαστεί σε όγκο, πρησμένοι από τα αέρια της κοιλιάς τους. Οι περισσότεροι κείτονταν νεκρικά ακίνητοι, αδρανείς και σιωπηλοί όπως τα βράχια και οι στραπατσαρισμένες άμαξες που απλώνονταν στην πεδιάδα. Άλλοι, όμως, φύσαγαν και ξερνούσαν μέσα στη ζέστη, κουνώντας και τινάζοντας κατά καιρούς τα μέλη τους, ενώ η ηρεμία τους γινόταν ακόμα πιο δύσκολη από τα βραχνά κρωξίματα των όρνεων που έκαναν κύκλους και συγκεντρώνονταν από πάνω τους στον ουρανό, μαζεύοντας το κουράγιο τους για επιδρομές στη γη, στοχεύοντας ειδικά εκείνους τους νεκρούς που τα σπλάχνα τους ήταν πιο εκτεθειμένα τώρα στα επουράνια. Κατάπια την αναγούλα που μου ερχόταν και πίεσα τον εαυτό μου για να αφομοιώσω τη σκηνή, να πιάσω μόνο τις μεταβαλλόμενες λεπτομέρειες, παρατηρώντας καθώς κοίταζα ότι δεν ήταν όλα τα σώματα σε πρηνή στάση και νεκρά, αλλά υπήρχαν πολλές μαύρες φιγούρες από το μπουλούκι που ακολουθούσε το στρατό ή στρατιώτες που περιδιάβαιναν άσκοπα ή γονάτιζαν ή κοιμούνταν στο ύπαιθρο, δίπλα στα χυμένα σωθικά των πεθαμένων. Ένας εξαντλημένος Έλληνας, από αυτούς που ακολουθούσαν το στράτευμα, σηκώθηκε από τον ύπνο του για να χτυπήσει ένα άπληστο κοράκι που είχε δοκιμάσει να τον ραμφίσει στο μάτι και ένας αιμόφυρτος Σπαρτιάτης, φορώντας ακόμα τη στολή της μάχης, α-νακάθισε βλαστημώντας και κλοτσώντας ένα αδέσποτο χοίρο που είχε αρχίσει να του ανασκαλεύει το αχαμνά. Μια γυναίκα με βρό-
262 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ Μ Υ Ρ Ι Ω Ν
μικα ρούχα ταλαντευόταν μπρος πίσω στο έδαφος, γδέρνοντας με τα χέρια το πρόσωπό της και τραβώντας τα μαλλιά της, καθώς ο-λοφυρόταν και μοιρολογούσε βουβά μια αδιευκρίνιστη απώλεια.
Στα δεξιά μου καμιά εκατοστή στρατιώτες και ακόλουθοι του στρατού είχαν οργανωθεί σε συνεργεία ενταφιασμού και είχαν αρχίσει ν' ανάβουν πυρές και να συλλέγουν πτώματα για ταξινόμηση και κάψιμο. Πέρσες στρατιώτες, πολλοί από τους οποίους ήταν ήδη μισοκαρβουνιασμένοι από τις βοιωτικές μηχανές, είχαν απογυμνωθεί από κάθε χρηστικό αντικείμενο και είχαν μείνει γυμνοί εκεί που έπεσαν, με τη σάρκα τους αιματοβαμμένη ή καμένη, στραγγιγμένη από αίμα, ενώ το δέρμα του προσώπου τους ήταν σαν απαίσια γαλαζωπή μάσκα. Μερικά από τα πτώματα είχαν περισυλλεγεί από το μπουλούκι του στρατού του Κύρου, είχαν αναγνωριστεί στο μέτρο του δυνατού και οδηγούνταν έπειτα από σύντομη τελετή στις πυρές που τριζοβολούσαν, από άντρες ντυμένους από την κορυφή ως τα νύχια και κουκουλωμένους με χοντρές κουβέρτες για να προφυλαχτούν από την έντονη ζέστη και τη δυσωδία. Προς μεγάλη μου ανακούφιση δεν είδα πανοπλία Έλληνα στρατιώτη στις σειρές των νεκρών.
Ξύλα για τις πυρές βρίσκονταν εύκολα από τα χιλιάδες περσικά τόξα και τις βαριές αιγυπτιακές ασπίδες που υπήρχαν σε όλο το γύρω χώρο, εγκαταλειμμένες κατά τη βιαστική αποχώρηση των κατόχων τους. Άθικτες άμαξες και κάρα ήταν επίσης διαθέσιμα και παρά τη σφαγή που επιχείρησαν οι Πέρσες εκατοντάδες βόδια και πρόβατα είχαν επιβιώσει, άγνωστο πώς, της σφαγής των αδερφών τους και το είχαν σκάσει τη νύχτα και τώρα τριγύριζαν κοντά στο στρατόπεδο βελάζοντας για άρμεγμα και περιποίηση. Παρόλο που δεν είχαμε αρκετές προμήθειες που θα κρατούσαν για όλο το ταξίδι της επιστροφής στην πατρίδα, ήμαστε τουλάχιστον επαρκώς εφοδιασμένοι για να περάσουμε αρκετές από τις επόμενες μέρες.
Τριγύριζα στο στρατόπεδο, κάνοντας επισκόπηση της κατάστασης κι αναζητώντας τον Ξενοφώντα και τον Πρόξενο. Ένα σύννεφο σκόνης είχε ξεχωρίσει από το κύριο σώμα του εχθρικού στρατεύματος πέρα μακριά, πολύ μικρό για να σημάνει συνα-
ΚΛΕΑΡΧΟΣ 263
γερμός, αλλά που άξιζε την προσοχή μου, μια κι εμποδίστηκε από τους Σπαρτιάτες ανιχνευτές που ο Κλέαρχος είχε θυμηθεί να τοποθετήσει στις εισόδους του στρατοπέδου. Σύντομα μπόρεσα να διακρίνω έναν ιππέα που έμπαινε από την εξωτερική περιφέρεια του πεδίου της μάχης, άοπλος, κρατώντας μόνο το κηρύκειο. Μια και βρισκόμουν κοντά, τον περίμενα σιωπηλά, καθώς περνούσε προσεκτικά μέσα από τα πρησμένα πτώματα των Περσών ύστερα τον οδήγησα στη σκηνή του Πρόξενου που, λόγω έλλειψης καλύτερου καταλύματος, είχε γίνει ο ανεπίσημος χώρος συγκέντρωσης των αξιωματικών του στρατού.
Ο Κλέαρχος, που μόνο αυτός ανάμεσα στους Έλληνες είχε ανεξήγητα εύθυμη διάθεση, ήρθε να τον συναντήσει κι ανακάλυψε με έκπληξη ότι ήταν ο Φαλίνος, ένας μεγαλύτερος σκυθρωπός Σπαρτιάτης που στα νιάτα του είχε υπηρετήσει υπό τις διαταγές του, αλλά η εμπειρία τού είχε φανεί πολύ κουραστική κι είχε καταφέρει να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία κάπου αλλού. Ο Φαλίνος θεωρούσε ανέκαθεν τον εαυτό του ειδικό στη στρατιωτική στρατηγική μάλλον παρά αληθινό μαχητή και πριν από αρκετά χρόνια είχε πείσει τον Τισσαφέρνη να τον προσλάβει γι' αυτή του την ικανότητα. Έλεγαν ότι ακόμα και ο Αρταξέρξης τον είχε σε μεγάλη υπόληψη για τις γνώσεις του σχετικά με τις σπαρτιατικές στρατιωτικές τακτικές και μεθόδους. Ο Κλέαρχος τον χτύπησε καλοπροαίρετα στον ώμο.
«Παλιόσκυλο! Πώς και δε σου είπε ακόμα ο βασιλιάς να τα μαζεύεις μετά την απαίσια χτεσινή παράσταση! Μάλλον τον κάνεις ό,τι θέλεις με τα παραμύθια σου για τις μεγάλες νίκες σου εναντίον της Αθήνας. Δεν του έχεις πει ακόμα ότι σε είχα για τα θελήματα όταν είμαστε νεαροί ηβώντες* στη Σπάρτη;» κάγχασε ο Κλέαρχος, αλλά ο Φαλίνος παρέμεινε ψυχρός και ανέκφραστος, ενώ τα μάτια του ήταν κατακόκκινα και υδαρή από τον καπνό των ταφικών πυρών, καθώς αρνήθηκε ν' ανταποδώσει στον πρώην συναγωνιστή του το φαιδρό χαιρετισμό.
* Έφηβοι. (Σ.τ.Μ.)
264 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
Ο Φαλίνος περίμενε σιωπηλά να φτάσουν όλοι οι Έλληνες αρχηγοί κι ύστερα ζήτησε παγερά την προσοχή τους.
«Ο βασιλιάς», ανακοίνωσε με επίσημη φωνή, «αφού σκότωσε τον Κύρο και λεηλάτησε το στρατόπεδο των Ελλήνων, πέτυχε μεγάλη νίκη. Σας διατάζει να καταθέσετε τα όπλα σας και να τον ικετεύσετε για τον οίκτο που ίσως ευαρεστηθεί να σας δείξει».
Απόλυτη σιωπή. Οι Έλληνες έμειναν άφωνοι κι εγώ είδα τον Κλέαρχο να φουντώνει αυτοστιγμεί και το σημάδι στο μάγουλό του να ζωντανεύει. Έμεινε αμίλητος για λίγο, μέχρι να καταφέρει να ελέγξει το θυμό του.
«Δεν αρμόζει σε νικητές να καταθέτουν τα όπλα», είπε αργά και ψυχρά, κάνοντας μια πλατιά χειρονομία με το στιβαρό, τριχωτό χέρι του προς το απέραντο πεδίο, το σπαρμένο με κουφάρια Περσών. Ύστερα βγήκε βαριά έξω για να ολοκληρώσει μια θυσία που σκόπευε να εποπτεύσει, αφήνοντας τους άλλους αρχηγούς συγκεντρωμένους γύρω από τον Φαλίνο να μουρμουρίζουν μεταξύ τους.
Ο Πρόξενος τελικά έσπασε την ένταση. «Φαλίνε, κι εσύ ο ίδιος είσαι Έλληνας. Μίλησέ μας ανοιχτά και τίμια. Απευθύνεται ο βασιλιάς σ' εμάς ως κυρίαρχος ή μας ζητά απλώς να καταθέσουμε τά όπλα ως χειρονομία καλής πίστης;» Στο σημείο αυτό, όλοι οι αρχηγοί άρχισαν να μιλούν όλοι μαζί, είτε γιουχάροντας τον Πρόξενο για την ευθύτητα του απέναντι στον Φαλίνο είτε επιχειρώντας να θέσουν τις δικές τους ερωτήσεις. Τελικά, ένας Αθηναίος αρχηγός, ο Θεόπομπος, ένας κομψευόμενος που είχα δει μια δυο φορές με τον Σωκράτη στην αγορά, κατάφερε να κερδίσει την προσοχή των άλλων.
«Φαλίνε», είπε. «Έλα στη θέση μας. Τώρα που έχουμε λεηλατηθεί από το βασιλιά, δεν έχουμε τίποτ' άλλο εκτός από τα όπλα και το θάρρος μας. Όσο έχουμε τα όπλα μας, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και το θάρρος μας. Αν όμως παραδώσουμε τα όπλα μας, χάνουμε και τα δύο. Πώς μπορείς να μας κατηγορήσεις αν απορρίψουμε την απαίτηση του βασιλιά;» Χαμογέλασε αυτάρεσκα με το μεστό του επιχείρημα και περίμενε την αντίδραση του Φαλίνου. Όλοι τον κοιτάξαμε.
ΚΛΕΑΡΧΟΣ 265
Ο Φαλίνος γέλασε σφιγμένα. «Καλά τα είπες, μικρέ Σωκράτη! Η λογική όμως δεν προωθεί την υπόθεσή σας, αν τα γεγονότα είναι εναντίον σας. Είτε έχετε είτε δεν έχετε θάρρος, ο βασιλιάς έχει ακόμα μισό εκατομμύριο άντρες στην πεδιάδα και πολύ περισσότερους στη Βαβυλώνα, λίγες ώρες μακριά από εδώ. Είστε ανόητοι αν νομίζετε ότι μπορείτε να καταφέρετε ν' αναχαιτίσετε τη δύναμή του. Κι εγώ είμαι Έλληνας. Αν πίστευα ότι έχετε έστω και μια πιθανότητα στις χίλιες να υπερισχύσετε του βασιλιά ή έστω να ξεφύγετε και να επιστρέψετε σώοι στην πατρίδα, θα σας έλεγα να το κάνετε. Μα τους θεούς, έχω κερδίσει ένα μικρό κο-μπόδεμα από χρυσό υπηρετώντας τους Πέρσες όλα αυτά τα χρόνια - και θα αποφάσιζα ακόμα και να έρθω μαζί σας. Το ότι δεν το κάνω τα λέει όλα. Ρωτήστε το μεγάλο σας φιλόσοφο τι θα έκανε σε αυτή την περίσταση».
Μέχρι τότε ο Κλέαρχος είχε ολοκληρώσει τη θυσία και ξαναγύρισε με το πρόσωπο μαύρο από τη λύσσα που είχε φουσκώσει μέσα του. «Πήγαινε και πες τούτο εδώ στο βασιλιά», πέταξε. «Αν επιθυμεί φιλία μαζί μας, θα του είμαστε πιο πολύτιμοι με τα όπλα παρά χωρίς αυτά. Αν επιθυμεί να κάνει πόλεμο εναντίον μας, ακόμα καλύτερα για μας να κρατήσουμε τα όπλα μας. Τα όπλα θα τα κρατήσουμε και θα παραμείνουν ακονισμένα. Κι εσύ, Φαλίνε, γελοίε μπάσταρδε, την επόμενη φορά που θα σε δω στο στρατόπεδό μου θα σου κόψω τα αρχίδια και θα τα φάω για πρωινό».
Ο Φαλίνος χαμογέλασε ανόητα. «Εγώ είμαι απλώς εκπρόσωπος του βασιλιά», είπε υποκριτικά. «Δεν μπορώ να σε αποτρέψω από το να διαπράξεις ανοησία, Κλέαρχε. Αλλά έχω ένα ακόμα μήνυμα από το βασιλιά. Παραχωρεί ανακωχή αν μείνετε εδώ που βρίσκεστε, αλλά πόλεμο αν μετακινηθείτε από αυτό το μέρος, είτε προς τα εμπρός είτε προς τα πίσω. Δώσε μου μια απάντηση να τη μεταφέρω στο βασιλιά: Θα υπάρξει ανακωχή ή πόλεμος;»
«Ναι», απάντησε ο Κλέαρχος. Ο Φαλίνος τον κοίταξε μπερδεμένος κι ύστερα του έριξε ένα
άγριο βλέμμα. «Τι υποτίθεται ότι θα πω στο βασιλιά;» ρώτησε εκνευρισμένος.
266 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
«Ότι για μία έστω φορά συμφωνούμε μαζί του. Θα υπάρξει ανακωχή αν μείνουμε και πόλεμος αν μετακινηθούμε».
Αλλά δεν είπε τι εννοούσε.
Το ίδιο απόγευμα ο Κλέαρχος μας διέταξε να διαλύσουμε το στρατόπεδο αμέσως μετά το δείπνο. Όταν ο Ξενοφώντας μου μεταβίβασε την εντολή, δεν μπορούσα να πιστέψω στ' αφτιά μου.
«Καταλαβαίνεις ότι ο Κλέαρχος μόλις υπέγραψε τη θανατική μας καταδίκη;» φώναξα. «Είμαστε μόνο δέκα χιλιάδες - ο βασιλιάς θα ρίξει ολόκληρο το στρατό του εναντίον μας μέχρι το ξημέρωμα!»
Ο Ξενοφώντας δεν υπαναχώρησε. «Μπορεί να συμβεί και αυτό, αλλά ο Κλέαρχος αναγκάστηκε να το κάνει από τους ίδιους τους δικούς μας στρατιώτες. Το ήξερες; Τριακόσιοι Θράκες πεζοί και σαράντα ιππείς λιποτάκτησαν στο βασιλιά το απόγευμα».
«Τριακόσιοι σαράντα; Δεν μπορούσαν να τους συγκρατήσουν οι αξιωματικοί τους μέχρι ν' αποφασίσουμε όλοι μαζί;»
Ο Ξενοφώντας δίστασε και κοίταξε μακριά με μια έκφραση πικρίας. «Οι ίδιοι οι αξιωματικοί τους οδήγησαν. Και μόλις διαδοθεί η είδηση περί λιποταξίας στο στράτευμα, θα υπάρξουν και άλλοι».
Συλλογίστηκα τα λόγια του. Δεν μπορούσε να ξέρει κανείς πόσο ακόμα θα ήταν ικανός να κρατήσει ενωμένο το στρατό ο Κλέαρχος, αφού έλειπε η κοινή ελπίδα λαφυραγώγησης από τον Κύ-ρο. Μία κατά μέτωπο επίθεση εναντίον του Αρταξέρξη, με αριθμητικά πολύ ανώτερο στρατό, ήταν αδιανόητη. Μένοντας εκεί που βρισκόμαστε, χωρίς προμήθειες, ενώ ο βασιλιάς θα μας έφθειρε με καθυστερήσεις, θα σήμαινε παθητική αυτοκτονία. Απλά, δεν μπορούσαμε να κρατήσουμε τη θέση μας.
«Και πού σκοπεύει ο Κλέαρχος να μας οδηγήσει;» ρώτησα. Ο Ξενοφώντας σήκωσε τους ώμους. «Δεν έχει καμιά άλλη ε
πιλογή από το να ενωθούμε με τον Αριαίο και τα ντόπια στρατεύματα και να ελπίζουμε ότι θα μείνουν πιστοί σ' εμάς μάλλον παρά στο βασιλιά».
ΚΛΕΑΡΧΟΣ 267
Δεν ειπώθηκε, αν και υπονοούνταν, ότι η μετακίνηση μας από την παρούσα θέση σήμαινε κήρυξη πολέμου εναντίον όλης της περσικής αυτοκρατορίας, όπως άλλωστε είχαν κηρύξει και οι προπάτορές μας πόλεμο εναντίον των προγόνων του βασιλιά, του Δαρείου και του Ξέρξη.
Ύστερα από μακρά πορεία μέσα στο σκοτάδι, φτάσαμε τα μεσάνυχτα στο στρατόπεδο του Αριαίου. Οι αξιωματικοί μαζεύτηκαν αμέσως γύρω από μια φωτιά για συμβούλιο και όλοι τους, Πέρσες και Έλληνες, ορκίστηκαν να υπερασπιστούν μέχρι θανάτου οι μεν τους δε. Έπειτα από επιμονή του Αριαίου, επι-σφράγησαν τη συμφωνία βουτώντας τα δόρατα τους στο αίμα ενός ταύρου που είχαν θυσιάσει πριν από λίγο, αλείφοντας ο καθένας λίγο το στήθος του διπλανού του με την αιχμή σε ένδειξη αμοιβαίας εμπιστοσύνης.
Ύστερα πήρε το λόγο, ανυπόμονα, ο Κλέαρχος. «Τώρα που ορκιστήκαμε αμοιβαία πίστη με αυτό το σημάδι
από το αίμα του ταύρου και αναγνωρίσαμε ότι βρισκόμαστε κι εμείς κι εσείς στην ίδια δυσάρεστη κατάσταση, τι προτείνεις, Αρι-αίε; Γνωρίζεις καλά τη χώρα αυτή. Να γυρίσουμε λοιπόν από το δρόμο που ήρθαμε;»
Ο Αριαίος στύλωσε τα μάτια στη φωτιά σκυθρωπός για λίγες στιγμές προτού απαντήσει.
«Αν επιστρέψουμε από τον ίδιο δρόμο, είναι σίγουρο ότι θα λιμοκτονήσουμε. Κατά την ανάβαση μας ως εδώ το τοπίο ήταν μια άγονη έρημος. Σε δεκαεφτά σταθμούς ήμαστε υποχρεωμένοι να στηριχτούμε στις προμήθειες που κουβαλούσαμε μαζί μας και τώρα δεν έχουμε τίποτα». Έκανε μια στιγμιαία παύση σκεφτικός. «Η επιστροφή από το βορρά είναι μακρύτερη, αλλά τουλάχιστον θα περάσουμε μέσα από εύφορη γη γεμάτη χωριά, απ' όπου μπορούμε να πάρουμε προμήθειες. Το μυστικό είναι να κινηθούμε γρήγορα, ώστε να μεσολαβήσει ανάμεσα σ' εμάς και τον Αρταξέρξη όσο το δυνατό μεγαλύτερη απόσταση. Δε θα τολμήσει να μας επιτεθεί με μικρή δύναμη, αλλά αν κινηθεί με όλο το στρατό του θα πηγαίνει πολύ αργά για να μας προλάβει. Προτείνω να κινηθούμε γρήγορα, όσο έχουμε τη δυνατότητα».
268 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
Αυτό έκανε τους αξιωματικούς να δυσφορήσουν, μια και φάνηκε σαν δειλία - σαν να κόβαμε απλώς λάσπη. Κανείς άλλος, όμως, δεν είχε καμιά καλύτερη ιδέα κι έτσι αναγκαστικά οι αξιωματικοί την ψήφισαν για σχέδιό τους, έκαναν θυσία στους θεούς και ο καθένας αποχώρησε να κοιμηθεί έστω και λίγες ώρες, μέχρι να ξυπνήσει το εξαντλημένο στράτευμα το άλλο πρωί και να ξεκινήσει την αναγκαστική του πορεία.
Καθυστέρησα κάμποσο στη σκιά δίπλα στη φωτιά, απρόθυμος να επιστρέψω στη σκηνή, με το μυαλό μου να στριφογυρίζει και το σώμα μου τσιτωμένο και ανήσυχο. Παρά τη φρίκη αυτής της μακριάς και πικρής μέρας -το κάψιμο των νεκρών, την αντιμετώπιση του Φαλίνου, την εξαντλητική πορεία μες στο σκοτάδι μέχρι το στρατόπεδο του Αριαίου-, δεν μπορούσα να σκεφτώ τί-ποτ' άλλο εκτός από το συμβάν της προηγούμενης νύχτας. Οι σκέψεις μου συναγωνίζονταν σε ταχύτητα το εναργές όνειρο που είχα ζήσει, την παραλίγο βεβαιότητα ότι επρόκειτο να πεθάνω στα χέρια της Αστερίας, επειδή είχα διαπράξει χωρίς να το ξέρω κάποιο αδίκημα λαγνείας, όπως κάποιο από εκείνα τα αρσενικά έντομα που είχα παρακολουθήσει κάποτε έντρομος, όταν ήμουν παιδί, που κατά τη διάρκεια της ίδιας της ερωτικής πράξης καταβροχθίζεται ήρεμα από το θηλυκό, αρχικά από το κεφάλι και στη συνέχεια μέχρι κάτω το παλλόμενο ακόμα από οργασμό υπογάστριο. Αφού τριγύρισα άσκοπα στο στρατόπεδο κάμποση ώρα, συνειδητοποίησα με έκπληξη ότι τα πόδια μου με είχαν φέρει, σχεδόν ενστικτωδώς, στην περιοχή των ακολούθων του στρατοπέδου.
Ανοίγοντας δρόμο μέσα από τον κυκεώνα των σκευοφόρων και των σκηνών στην περιοχή των γυναικών και νιώθοντας να βαραίνουν πάνω μου θρηνητικά και επιτιμητικά βλέμματα πίσω από κάθε σκιά και καταφύγιο, τριγυρνούσα στα τυφλά και μάταια για μία ώρα, σίγουρος ότι δε θα κατάφερνα να τη βρω - όταν ξαφνικά, σαν από το πουθενά, αισθάνθηκα το απαλό της χέρι να γλιστρά μέσα στο δικό μου και να με τραβάει από απαλά. Με οδήγησε στην άκρη του στρατοπέδου και προσπάθησα να την τραβήξω κοντά μου, αλλά μου αντιστάθηκε ψυχρά κι εξακολούθησε να με οδηγεί μπροστά μες στο σκοτάδι, ώσπου αφήσαμε πίσω
ΚΛΕΑΡΧΟΣ 269
μας το θρήνο του στρατοπέδου και φτάσαμε σ' ένα μικρό βράχο που προεξείχε προφυλαγμένος από ένα μοναχικό θάμνο. Εδώ τελικά σταμάτησε και χωρίς να καθίσει κάτω στράφηκε προς το μέρος μου, με το πρόσωπό της να σκιάζεται από το σκοτάδι και το σώμα της σε υπερένταση.
«Θέο, χτες το βράδυ... χτες το βράδυ φοβόμουν τα πάντα κι αυτό που κάναμε ήταν λάθος. Λυπάμαι».
Έμεινα σιωπηλός, περιμένοντας να συνεχίσει, αφού δεν είχα τίποτα να προσθέσω σε μια δήλωση σαν κι αυτή.
«Με γνωρίζεις, αλλά δεν ξέρεις τίποτα για μένα», είπε. «Είμαι γόνος της περσικής αυλής. Χρωστούσα ευγνωμοσύνη στον πρίγκιπα και πρωτύτερα στην οικογένεια του. Παρ' όλα αυτά εδώ στην έρημο δεν έχω τίποτα. Το μόνο που μπορώ να σου προσφέρω είναι δυστυχία».
«Αστερία, αν εννοείς κάποια προίκα, αυτό δεν είναι κάτι που με απασχολεί. Κι εγώ δεν έχω τίποτα στην κατοχή μου. Κι είναι αδύνατο προς το παρόν να παντρευτούμε κάτω από αυτές τις συνθήκες».
Έκανε μια στιγμιαία παύση, δείχνοντας μπερδεμένη, προτού διακρίνω ένα αχνό, θλιμμένο χαμόγελο να σχηματίζεται φευγαλέα στο πρόσωπό της. «Δεν εννοούσα ακριβώς αυτό. Είναι θέμα οικογενειακής τιμής. Ο πατέρας μου...»
Τη διέκοψα αγριοκοιτάζοντάς την. «Νοιάζεσαι για την τιμή και τον πατέρα σου - γιατί; Επειδή δεν είμαι από ανώτερη κοινωνική τάξη; Είμαι Αθηναίος στρατιώτης, είμαι πολεμιστής. Δεν έχω χρήματα, αλλά έχω δυνατό εξοπλισμό και την τεράστια κληρονομιά της πόλης μου. Ποιος είναι ο πατέρας σου και τι έχει για να περηφανεύεται;»
Αναστέναξε, «Θέο, δεν καταλαβαίνεις. Αν επρόκειτο απλώς για την αποδοκιμασία του, θα μπορούσα να το αντέξω. Είναι κάτι πολύ περισσότερο, κάτι που φοβάμαι ότι δε θα μπορούσα να ξεπεράσω. Πώς μπορώ να προδώσω τον πατέρα μου;»
«Να τον προδώσεις; Πού βρίσκεται τώρα ο πατέρας σου; Τι απειλή θ' αποτελούσα πιθανόν γι' αυτόν ή αυτός για μένα;»
«Δεν είμαι καν σίγουρη κι εγώ η ίδια...»
270 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
«Αστερία - δες την κατάσταση μας, δες τη δική σου κατάσταση. Μια γυναίκα πρέπει να δέχεται την προστασία που της παρουσιάζεται. Εγώ βρίσκομαι εδώ, ενώ αυτός όχι».
Έκανε παύση για αρκετή ώρα μες στο σκοτάδι, κοιτάζοντας εξεταστικά το πρόσωπό μου, δείχνοντας να με βλέπει καθαρά, λες κι υπήρχε φως, σαν να επιχειρούσε και πάλι να μαντέψει την απάντηση των θεών προτού δράσει. Μια στιγμή αργότερα κινήθηκε προς το μέρος μου κι αισθάνθηκα το θερμό, λεπτοκαμωμένο κορμί της πάνω μου. Έσκυψα προς τα κάτω για ν' ανασάνω τη μυρουδιά της, το ίδιο δυνατό άρωμα καμένου ξύλου και λιωμένων λουλουδιών που είχε μείνει για ώρα στα ρουθούνια μου μετά τη χτε-σινοβραδινή της επίσκεψη. Καθώς είχαμε βολευτεί πάνω στο αραιό, σκονισμένο γρασίδι, άρχισα να ψαχουλεύω αδέξια το χιτώνα της, προσπαθώντας να γλιστρήσω το χέρι μου από κάτω.
«Περίμενε», είπε, «δεν έχουμε χρόνο. Ο ήλιος αρχίζει ήδη να ανατέλλει». Και πραγματικά ο ουρανός κατά τη μεριά της ανατολής είχε αρχίσει να φωτίζεται και το στρατόπεδο είχε αρχίσει να ξυπνάει με τους ήχους των πρωινών δραστηριοτήτων, αν και κανείς δεν είχε καταφέρει να κοιμηθεί περισσότερο από λίγες ώρες.
Χαλάρωσα και μια σχεδόν ολοκληρωτική αίσθηση κούρασης και παραίτησης με κατέκλυσε, κάνοντάς με να αισθάνομαι ευγνωμοσύνη που είχα έστω την ευκαιρία να είμαι ακόμα ξαπλωμένος κρατώντας τη στην αγκαλιά μου. Κι εκείνη, όμως, έδειχνε ευχαριστημένη, απέχοντας πολύ από την ένταση και την απόγνωση της προηγούμενης νύχτας. Παρ' όλα αυτά οι τρομερές αμφιβολίες που είχα νωρίτερα εξακολουθούσαν να με απασχολούν.
«Αστερία», άρχισα διστακτικά, «χτες τη νύχτα, την ώρα που έφευγες, νομίζω ότι ονειρεύτηκα - σαν να ήσουν εσύ και με το μαχαίρι σου...» Δεν μπορούσα να βρω τις λέξεις, γιατί πώς να μιλήσεις σε κάποιον για μια τέτοια εμπειρία; Κοίταξα το πρόσωπό της που είχε αρχίσει σιγά σιγά να διακρίνεται καθαρότερα στον γκριζωπό ουρανό, τα διάφανα μάτια της που έλαμπαν στο αιθέριο φως της αυγής, αν και ακόμα άχρωμα σαν τις σκιές. Το πρόσωπό της ήταν ανέκφραστο, σχεδόν ειρωνικό, καθώς μου ανταπέδωσε κι αυτή ήρεμα το βλέμμα.
ΚΛΕΑΡΧΟΣ 271
«Δεν ξέρουμε από πού έρχονται τα όνειρα», είπε, «ή γιατί ξεθωριάζουν. Δεν έχει σημασία. Ονειρεύτηκες θάνατο, αλλά δεν ήταν παρά ένα όνειρο. Οι ζωές μας συνεχίζονται».
Για δεύτερη φορά στη ζωή μου άκουσα δύο λέξεις που με συγκλόνισαν, αφήνοντας μου ένα ανεξίτηλο αποτύπωμα, σαν οικογενειακό σημάδι σε μωρουδίστικο λαιμό. Την κράτησα σφιχτά και κοίταξα την επιστροφή της Ηώς και ύστερα κοιμήθηκα για λίγο, ευτυχώς χωρίς να δω περίεργα όνειρα.
Την επομένη ταξιδέψαμε χωρίς απρόοπτα, μέχρι που φτάσαμε σε μια μικρή συστάδα χωριών χωρίς να δούμε καθόλου εχθρικές δυνάμεις, αν και σε όλο το δρόμο μάς παρακολουθούσαν οι ανιχνευτές του ιππικού του Τισσαφέρνη, ένας ένας ή σε ομάδες από δυο τρεις, μένοντας σταθερά εκτός βολής των τόξων μας. Εκείνη τη νύχτα, την πρώτη έπειτα από μια εβδομάδα που ο στρατός είχε τη δυνατότητα να ξεκουραστεί από το σούρουπο ως την ανατολή του ήλιου, οι άντρες ήταν αλαφιασμένοι. Νιώθοντας την ανησυχία τους, ο Ξενοφώντας μού ζήτησε να κάνω ήσυχα κάποιες βόλτες και να προσπαθήσω να εξακριβώσω τους φόβους τους.
«Δεν είναι ανάγκη, Ξενοφώντα», είπα, «ξέρω ακριβώς τι αισθάνονται. Οι άντρες έχουν δει τόσα. Είναι τρομοκρατημένοι επειδή έχασαν τον πρίγκιπα και βρίσκονται μίλια μακριά από τη θάλασσα και την πατρίδα. Φοβούνται ότι οι παλιοί τους Έλληνες θεοί τους έχουν εγκαταλείψει κι αυτό τους σκοτίζει το μυαλό».
Ο Ξενοφώντας συλλογίστηκε τα λόγια μου, αλλά κατάλαβα από την έκφρασή του ότι παρέμενε προβληματισμένος.
«Αυτά είναι γενικοί προβληματισμοί», αντέτεινε, «αλλά οι άντρες αυτοί είναι ψημένοι πολεμιστές, βετεράνοι - έχουν δοκιμάσει ήττες αλλά και ισάριθμες νίκες. Δεν μπορεί ολόκληρο το στρατόπεδο να βρίσκεται στα πρόθυρα πανικού, εξαιτίας κάποιου ακαθόριστου αισθήματος εγκατάλειψης από τους θεούς!»
«Είναι και κάτι ακόμα», παραδέχτηκα καθώς με κοίταξε με αδημονία. «Οι Έλληνες στρατιώτες, αντίθετα από τους αξιωματι-
272 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
κούς, δεν έδωσαν όρκο υπακοής στους άντρες του Αριαίου. Δεν τους εμπιστεύονται, ειδικά μετά την εγκατάλειψη του τσούρμου του στρατοπέδου στα Κούναξα. Το στρατόπεδο των ντόπιων στρατευμάτων απέχει μόνο ένα μίλι από εδώ και υπερέχουν αριθμητικά σε αναλογία ένας προς δέκα. Οι άντρες μας δεν μπορούν ν' απαλλαγούν από το συναίσθημα ότι μια μαύρη σκιά έχει πέσει κατευθείαν πάνω τους».
Ο Ξενοφώντας κοίταξε με κατανόηση το στρατόπεδο κι άρχισε να βαδίζει αργά προς τα καταλύματα του Κλέαρχου. Ο ουρανός ήταν σκοτεινός και σύννεφα που προμηνούσαν θύελλα έκρυβαν το φεγγάρι και τα άστρα και οι στρατιώτες στριμώχνονταν κοντά στις φωτιές και μεταξύ τους για παρηγοριά. Κάθε δυνατός ήχος από κάποια γειτονική παρέα, κάθε βλαστήμια από κάποιο στρατιώτη που χτυπούσε το δάχτυλο του καθώς έσπαγε ένα ξύλο, κάθε μακρινό χλιμίντρισμα αλόγου έκανε τους άντρες ν' αναπηδούν και να κοιτάζουν φοβισμένα μες στο σκοτάδι. Όλοι ήξεραν ή φαντάζονταν ότι ήμαστε περικυκλωμένοι από κρυμμένους Πέρσες, δολοφόνους του Τισσαφέρνη ή προδότες του Αριαίου που καιροφυλακτούσαν αθέατοι μες στο σκοτάδι, έτοιμοι να χτυπήσουν όσους έμεναν πίσω, κόβοντας τους στα γρήγορα το λαιμό ή ξεκάνοντας ολόκληρες παρέες με έναν καταιγισμό από βέλη, έτσι καθώς διαγράφονταν οι σιλουέτες μας την ώρα που περνούσαμε μπροστά από τις πυρές.
Ακόμα και κατά τη δεύτερη περίπολο, κανένας από τους Έλληνες δεν είχε πάει για ύπνο. Άρχισαν να μαζεύονται σε μεγαλύτερες ομάδες, καθώς οι άντρες αναζητούσαν όσους ήταν από το ίδιο μέρος και μιλούσαν την ίδια διάλεκτο, για παρηγοριά. Δύο φορές ξέσπασαν τρομακτικές ταραχές, καθώς κάποιος φώναξε ότι δέχονταν επίθεση και όλοι βιάστηκαν να πάρουν τα όπλα τους. Ο στρατός δε θα έβγαζε καλά τη νύχτα - βρισκόταν στα πρόθυρα ταραχών και οι άντρες ήταν έτοιμοι είτε να σκοτώσουν τους αρχηγούς τους από οργή επειδή ναυάγησαν τα όνειρα τους για πλουτισμό είτε να το σκάσουν άγρια μέσα στη νύχτα, προσπαθώντας να σώσει ο καθένας το τομάρι του, εγκαταλείποντας ό,τι πίστευε πως ήταν βέβαιος θάνατος για τους άλλους.
ΚΛΕΑΡΧΟΣ 273
Καθώς προχωρούσε η νύχτα και τρίτο κύμα πανικού κατέλαβε τους Έλληνες κι ύστερα όλο το στρατόπεδο κι επακολούθησε οχλοβοή, όπως θα περίμενε κανείς έπειτα από αιφνίδια εχθρική επιδρομή. Ο Κλέαρχος βρέθηκε σε απόγνωση μπροστά στο φόβο των στρατιωτών. Έβαλε τις σάλπιγγες να ηχήσουν και έστειλε το βετεράνο αγγελιοφόρο του, τον Τολμίδη τον Ηλείο, να γυρίσει το στρατόπεδο, αυτόν που είχε μια σκληρή, ενοχλητική φωνή, η οποία μπορούσε ν' ακουστεί σαν σπασμένη καμπάνα πάνω από το σαματά. Με εντολή του Κλέαρχου ο Τολμίδης ούρλιαξε να σωπάσουν κι ανακοίνωσε μια προκήρυξη του αρχηγείου:
«Ας μάθουν όλοι το εξής! Ο αρχηγός σας ο Κλέαρχος σας διατάσσει να επιστρέψετε στις ομάδες σας και να παραμείνετε ήρεμοι, διαφορετικά θα τιμωρηθείτε με θάνατο αν εγκαταλείψετε τη γραμμή και την παράταξή σας. Επιπλέον, προσφέρει αμοιβή ενός ταλάντου, ή δεκαπέντε χρόνων μισθούς, για πληροφορίες που θα οδηγήσουν στην εξακρίβωση της ταυτότητας του άντρα ο οποίος άφησε ελεύθερο μέσα στο στρατόπεδο το άγριο γαϊδούρι και δημιούργησε αυτή την παράλογη αναστάτωση που διαταράσσει τον ύπνο του αρχηγού».
Σε αυτούς που ήταν σίγουροι ότι επρόκειτο για εχθρική επίθεση, η είδηση ότι η φασαρία είχε προκληθεί απλώς από ένα αδέσποτο γαϊδούρι προκάλεσε μια ευπρόσδεκτη διασκεδαστική ανακούφιση και τους καθησύχασε ότι μπορούσαν να ξεκουραστούν την υπόλοιπη νύχτα. Οι πιο έξυπνοι, που γνώριζαν ότι δεν είχε παρουσιαστεί εχθρός, αλλά φοβούνταν ακόμα περισσότερο την πιθανότητα αυτοκαταστροφής του στρατού, ηρέμησαν με την προνοητικότητα του Κλέαρχου να δηλώσει ότι αυτός, τουλάχιστον, κοιμόταν βαθιά. Ελάχιστοι τολμηροί μόνο πέρασαν τη νύχτα κοιτάζοντας μέσα σε κάθε σκηνή και αναζητώντας το κατερ-γάρικο γαϊδούρι.
Όσο για μένα, πέρασα την υπόλοιπη βραδιά αναλογιζόμενος τι να σκέφτονταν οι θεοί κι είχαν βγάλει τόσο εκτός πορείας τους άτυχους Έλληνές τους.
274 Η ΚΑΘΟΔΟΣ TΩN ΜΥΡΙΩΝ
Ο Πρόξενος ξύπνησε νωρίς την άλλη μέρα το πρωί, με εύθυμη διάθεση.
«Φτάνουν οι πρέσβεις του Τισσαφέρνη! Ο Κλέαρχος μόλις πήρε μήνυμα από την προφυλακή μας ότι ζήτησαν να μπουν στο στρατόπεδο αγγελιοφόροι των Περσών!» Φόρεσα έναν καθαρό χιτώνα κι άρχισα να γυαλίζω με άμμο την πανοπλία του Ξενοφώντα και τη δική μου. Ο Κύρος ήταν νεκρός, αλλά ο βασιλιάς και ο Τισσαφέρνης έδειχναν ν' ανησυχούν για τους Έλληνες όσο κι εμείς γι' αυτούς, αλλιώς δε θα έστελναν πρεσβεία με σημαία ανακωχής για να διαπραγματευτούν μαζί μας.
Στο μεταξύ, ο Κλέαρχος δεν έχασε την ευκαιρία να κάνει τους πρέσβεις του Τισσαφέρνη να αισθανθούν κάπως άβολα. Έστειλε μήνυμα στην προφυλακή να καθυστερήσουν την παρουσίαση τους μέχρι να ετοιμαστεί ο ίδιος. Ύστερα κάλεσε τους αρχηγούς του για να τους δώσει οδηγίες.
«Παρατάξτε το στράτευμα σε θέση μάχης μέχρι την κορυφή», είπε. «Τοποθετήστε τους βαριά οπλισμένους στο κέντρο μαζί με τους ιπποτοξότες από τη μια μεριά και το ιππικό από την άλλη. Βεβαιωθείτε ότι η παράταξη έχει βάθος τρεις τουλάχιστον σειρές και κρατήστε τις σκευοφόρους και το μπουλούκι που ακολουθεί το στρατό στην πεδιάδα. Δε χρειάζεται να υπενθυμίσουμε στο βασιλιά ότι μας ξεπερνάει αριθμητικά σε αναλογία έναν προς εκατό».
Όταν οι απεσταλμένοι έφτασαν λίγο αργότερα, έδωσε διαταγή ν' αφοπλιστούν και ν' αφιππεύσουν και να αποσυρθεί ακόμα και η εθιμοτυπική λόγχη που έφερε το λάβαρο του Τισσαφέρνη με το χρυσό φτερωτό άλογο. Τους συνόδευσαν μάλιστα οι πιο σωματώδεις και βαριά οπλισμένοι Σπαρτιάτες και τους πέρασαν μέσα από μια περιοχή όπου έξι βοιωτικές μηχανές του Πρόξενου βρίσκονταν σκόπιμα σε λειτουργία, ασκώντας το τρομακτικό έργο τους, μέχρι το αρχηγείο του Κλέαρχου. Αυτό το είχε διαμορφώσει κάπως σαν αίθουσα θρόνου φυλάρχου -ακολουθώντας την εμπειρία του από τα χρόνια που είχε περάσει στο Βυζάντιο- μέσα σε μια τεράστια σκηνή που είχε φτιάξει βιαστικά, ενώνοντας μερικές άλλες. Το εσωτερικό ήταν μεγαλοπρεπές - πάνοπλοι ακόλουθοι, πεπλοφόρες κοπέλες του χαρεμιού ξαπλωμένες πάνω
ΚΛΕΑΡΧΟΣ 275
σε μαξιλάρες, ανεκτίμητα χαλιά στο δάπεδο και στους τοίχους και πιστές σκλάβες που περίμεναν την οποιαδήποτε εντολή. Το όλο σκηνικό ήταν τόσο ξένο σε όλους εμάς που, αντίθετα από τον Κλέαρχο, δεν είχαμε καμιά εμπειρία των περσικών συνηθειών, ώστε δεν μπορούσαμε να αποφύγουμε να βάλουμε τα γέλια, ειδικά όταν είδαμε το λιτοδίαιτο Σπαρτιάτη αρχηγό μας εν μέσω τέτοιας πολυτέλειας. Μας έριξε όμως ένα τόσο άγριο βλέμμα με το τρομερό, σημαδεμένο του πρόσωπο και το μοναδικό, φουντωτό του φρύδι που κάλυπτε όλο το μήκος του μετώπου του χωρίς διακοπή, ώστε μας έκανε να σωπάσουμε ακαριαία στις γραμμές μας. Ύστερα άλλαξε την έκφραση του, παίρνοντας ένα υπεροπτικό, βλοσυρό ύφος για να υποδεχτεί τους καλεσμένους του.
Οι Πέρσες εντυπωσιάστηκαν από το σκηνικό, αφού αρχικά, έξω από τη σκηνή, πέρασαν τον Πρόξενο για αρχηγό λόγω της δεσποτικής του εμφάνισης και στη συνέχεια, αφού δέχτηκαν τη δέουσα επίπληξη από κάποιο φρουρό για έλλειψη σεβασμού, οδηγήθηκαν μέσα στη θολή, καπνισμένη παγερότητα «της αίθουσας του θρόνου». Ήταν τρεις - στρατηγοί όπως φάνηκε από την υπεροπτική στρατιωτική συμπεριφορά τους, τα θαυμάσια μεταξωτά ζωνάρια και τα ρούχα τους και τις προσεκτικά μυρωμένες και κατσαρωμένες γενειάδες τους. Καθώς μπήκαν στη σκηνή πατώντας περήφανα πάνω στα χαλιά, ο Κλέαρχος ανασηκώθηκε, αργοπίνοντας μια κούπα κρασί, παίρνοντας πόζα υπέρτατης αδιαφορίας, ενώ οι απεσταλμένοι άρχιζαν την προσεκτικά προετοιμασμένη εισαγωγή και τις διατυπώσεις που προηγούνταν όλων των περσικών αυλικών διαπραγματεύσεων, απαγγέλλοντας όλο το κατεβατό των τιμητικών τίτλων που κοσμούσαν το όνομα του Μεγάλου Βασιλιά σαν πετράδια σε στέμμα:
«Στρατηγέ Κλέαρχε: εκ μέρους του αφέντη Τισσαφέρνη, αρχηγού του ιππικού του βασιλιά, ο οποίος εκπροσωπεί το μεγάλο βασιλιά Αρταξέρξη, βασιλιά των βασιλέων και δικαστή των ανθρώπων, κυβερνήτη πλήθους χωρών και λαών, κατακτητή φυλών που κατοικούν σε όλα τα πέρατα της γης, αδερφό του Ήλιου, παντοδύναμο ανάμεσα στους θνητούς, αήττητο και ανώτατο, Πέρση και τέκνο Περσών...» Ο απεσταλμένος βιάστηκε να συνεχίσει.
276 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
Ο Κλέαρχος έσκυψε μπροστά και διέκοψε το χειμαρρώδη λόγο, κουνώντας το χέρι του βαριεστημένα και απορριπτικά.
«Δεν έχω χρόνο για τις γλοιώδεις εισαγωγές σας», σάρκασε με την ενοχλητική φωνή του. «Σκορπίζετε άσκοπες φιλοφρονήσεις σαν κουτσουλιές καμιάς γαμημένης κατσίκας». Παρακαλούσα να είναι έξυπνος ο αντιπρόσωπος ή τουλάχιστον να μην καταλάβαινε καλά τα ελληνικά. «Διέλυσα τα σαθρά σας στρατεύματα στο πεδίο της μάχης στα Κούναξα σαν να ήταν καμιά παρέα αυλητρί-δων από τη Χίο. Το πλήθος που ακολουθεί το στρατό μου λιανίζει τα κόκαλα τους και αδημονεί για ακόμα περισσότερα. Αν ο σχι-στοπόδης βασιλιάς σας επιθυμεί ανακωχή για να προχωρήσουν τα πράγματα, καλά θα έκανε να μη στείλει κοπροφάγους σφουγ-γοκωλάριους σαν κι εσάς. Να πείτε στον Αρταξέρξη ότι ο στρατός μου δεν έχει προγευματίσει ακόμα και ότι εμείς δεν κάνουμε τις δουλειές μας με άδειο στομάχι. Οι Έλληνες δεν τρώνε σκυ-λοκούραδα και αγκάθια, όπως έχω μάθει ότι συμβαίνει με τους Πέρσες, γι' αυτό αν ο βασιλιάς είναι ανίκανος να μας προμηθεύσει με τη θέλησή του κάποιες σωστές προμήθειες, ως ένδειξη καλής θέλησης, θ' αναγκαστούμε να αποκτήσουμε εφόδια με τους δικούς μας όρους». Στο σημείο αυτό ο Κλέαρχος, ο ασκητικός Σπαρτιάτης, έγειρε πίσω στο σκοτάδι με ένα διαβολικό χαμόγελο, γνέφοντας σε κάποια από τις κοπέλες που έτρεμαν να του ξαναγεμίσει το ποτήρι.
Οι Πέρσες στρατηγοί έμειναν αποσβολωμένοι από τρόμο, συγκρατώντας μετά βίας την οργή τους που αναψοκοκκίνιζε τα μάγουλά τους. Αναγκάστηκα να τσιμπήσω το χέρι μου μέχρι να το μελανιάσω για να αποφύγω να καγχάσω επιτόπου και διέκρινα τους μυς στο σαγόνι του Πρόξενου να τεντώνονται, καθώς πάσχιζε να πνίξει το γέλιο του. Οι πρέσβεις βγήκαν σιωπηλοί ο ένας πίσω από τον άλλο και τότε είδαν ότι οι άντρες μας είχαν παραταχτεί σε δυο μακριές σειρές έξω από την είσοδο της σκηνής, ανάμεσα από τις οποίες ήταν αναγκασμένοι να περάσουν για ένα διάστημα που τους φάνηκε αιώνας, ώσπου τελικά να φτάσουν στα άλογά τους και να ξαναπάρουν τα όπλα τους. Την ώρα που ίππευαν, οι στρατιώτες έπειτα από σύνθημα του Πρόξενου έβγαλαν μια
ΚΛΕΑΡΧΟΣ 277
εκκωφαντική κραυγή κι άρχισαν να χτυπούν δυνατά τα δόρατα τους πάνω στα μεταλλικά στεφάνια των ασπίδων τους. Αυτός ο αιφνίδιος θόρυβος τρόμαξε τόσο τα ήδη νευρικά άλογα των Περσών, που σηκώθηκαν στα πισινά τους πόδια και το μόνο που μπορούσαν να κάνουν οι οργισμένοι στρατηγοί ήταν να πιαστούν και με τα δυο τους χέρια από τη χαίτη των αλόγων τους για ν' αποφύγουν το πέσιμο, καθώς απομακρύνονταν ορμητικά προς την κορυφογραμμή για να επιστρέψουν στο περσικό στρατόπεδο.
Το τέχνασμα του Κλέαρχου πέτυχε, μια και οι πρέσβεις επέστρεψαν το ίδιο απόγευμα με περισσότερη ταπεινοφροσύνη και λιγότερο τυπική συμπεριφορά. Αυτή τη φορά τους έκανε να περιμένουν σχεδόν δύο ώρες, προτού τους καλέσει να εμφανιστούν ενώπιον της μεγαλειότητάς του. Χωρίς πρόσθετες εισαγωγές τον πληροφόρησαν ότι ο Τισσαφέρνης θεωρούσε κάτι παραπάνω από λογικό το αίτημά του και ότι, ως ένδειξη καλής πίστης, θα τους οδηγούσε σε ένα χωριό αρκετά μεγάλο, όπου θα μπορούσαν να στρατοπεδεύσουν άνετα όσο καιρό ήθελαν, θα είχαν πρόσβαση σε αγορά για τρόφιμα και για να κάνουν με την άνεση τους προετοιμασίες, ώστε να ολοκληρωθούν οι συμφωνίες μεταξύ του βασιλιά και της ελληνικής ηγεσίας.
Ο Κλέαρχος ξαπόστειλε τους απεσταλμένους, παραθέτοντας τους ένα φτωχικό δείπνο που είχε ετοιμάσει ειδικά γι' αυτούς (τοποθετώντας αβρά στο πιάτο του καθενός από ένα μάτσο αγκάθια για να τους κάνει, όπως είπε, να νιώσουν σαν στο σπίτι τους), και συσκέφθηκε με τους συμβούλους του. Φάνηκε προτιμότερο να μην ενεργήσει παρακινδυνευμένα, αφού αργά ή γρήγορα ο Τισσαφέρνης θ' ανακάλυπτε την πραγματική δύναμη του ελληνικού στρατού, και δε χρειαζόταν να τον προσβάλει περισσότερο μέχρι να συμφωνηθεί κάποια κανονική ανακωχή. Ο Κλέαρχος περίμενε να περάσει αρκετή ώρα, κάνοντας τους πρέσβεις να φοβηθούν σε τέτοιο σημείο για την έκβαση, ώστε μόλις που άγγιξαν το φαγητό τους. Και όταν ακόμα και οι Έλληνες αξιωματικοί άρχισαν να αναρωτιούνται μήπως είχε αλλάξει γνώμη, ξανακάλεσε τελικά τους πρέσβεις και τους έδωσε εντολή να επιστρέψουν στο βασιλιά και να κανονίσουν για οδηγούς με το πρώτο φως της μέρας.
2
M E ΤΗΝ ΥΠΟΨΊΑ ενδεχόμενης προδοσίας εκ μέρους του βασιλιά, ο Κλέαρχος έδωσε εντολή στο στράτευμα να βαδίζει παραταγμένο για μάχη. Τα φυσικά εμπόδια που συναντούσαμε, περιέργως αρκετά, δεν ήταν εκ θεών, βουνά ή ποτάμια ή ακόμα και έρημοι, αλλά μάλλον ανθρώπινα κατασκευάσματα. Η γη ήταν κατακερματισμένη από δεκάδες, ίσως και εκατοντάδες αυλάκια και αρδευτικά κανάλια που δεν μπορούσαμε να διασχίσουμε αν δεν κατασκευάζαμε πρώτα γέφυρες, τις οποίες φτιάχναμε κόβοντας χουρμαδιές και δένοντάς τες σφιχτά. Ο ίδιος ο Κλέαρχος έδωσε το παράδειγμα στην προσπάθεια αυτή, τσαλαβουτώντας μέσα στη λάσπη μαζί με τους νεότερους και κουβαλώντας κορμούς στους ώμους του. Σε κάποιο σημείο, βλέποντας κάποιον φυγόπονο να ξεκουράζεται μες στα καλάμια, μασουλώντας ένα κομμάτι ψωμί που είχε φυλάξει από το πρωί, τον έσυρε από τα μαλλιά, τον πέταξε μες στη λάσπη στην κοίτη του καναλιού και τον έδειρε κτηνωδώς με ένα βαρύ ξύλινο λοστάρι που κουβαλούσε για να χωρίζει τους σφηνωμένους κορμούς. Ο άντρας αιμορραγούσε και είχε χάσει τις αισθήσεις του προτού τελικά ο Κλέαρχος δώσει τέλος στην τιμωρία του. Οι στρατιώτες είχαν συγκεντρωθεί τριγύρω σιωπηλοί και τώρα στέκονταν με τα μάτια στυλωμένα, ορισμένοι επιτιμητικά, άλλοι με φόβο και κατάπληξη από τη σκληρή αντιμετώπιση.
Ο Κλέαρχος σκαρφάλωσε πάνω στο στήριγμα της γέφυρας και κοίταξε έντονα τους άντρες. «Τι στην ευχή χαζεύετε όλοι σας εδώ πέρα;» φώναξε άγρια. «Ο Κύρος είναι νεκρός κι εσείς βαδίζετε μόνοι σας μέσα σε εχθρικό έδαφος! Χάρη στο έλεος των θεών, έχετε την τύχη, παλιομουλάρια, να έχετε για στρατηγό έναν
ΚΛΕΑΡΧΟΣ 279
Σπαρτιάτη. Όταν οδηγώ άντρες, δεν περιμένω τίποτα περισσότερο από τον εαυτό μου παρά να κάνουν αυτό που τους διατάσσω. Και δεν περιμένω τίποτα λιγότερο από τους άντρες μου παρά τυφλή υπακοή! Όταν Σπαρτιάτης ηγείται ενός στρατεύματος, το στράτευμα αυτό είναι σπαρτιατικό! Κι εσείς λοιπόν θα δουλεύετε σαν Σπαρτιάτες και θα συμπεριφέρεστε σαν Σπαρτιάτες ή, μα τους θεούς, θα πεθάνετε σαν Σπαρτιάτες».
Οι άντρες διαλύθηκαν σκυθρωποί, αποφεύγοντας το σκληρό βλέμμα του Κλέαρχου, αλλά δεν υπήρξε κανένα επιπλέον κρούσμα φυγοπονίας, μια και όλοι διπλασίασαν τις προσπάθειες τους για τη μεταφορά του στρατού και των σκευοφόρων πάνω στους κακοτράχαλους δρόμους. Ο Ξενοφώντας λοξοδρόμησε για να με πλησιάσει καβάλα πάνω στο άλογό του, λίγα λεπτά μετά το επεισόδιο, με το πρόσωπο κόκκινο από οργή.
«Τον άκουσες, Θέο; Ο άνθρωπος είναι σκέτος τύραννος! "Θα δουλέψετε σαν Σπαρτιάτες ή θα πεθάνετε σαν Σπαρτιάτες". Αυτός ο σκυλιασμένος κόπανος θα κάνει τους άντρες να λιποτακτήσουν σαν τους Θράκες, αν δεν τους προσφέρει κάποιο καλύτερο λόγο για να τον ακολουθήσουν εκτός από την απειλή του ξυλοδαρμού με ένα στυλιάρι μέσα στη λάσπη».
«Όπως ότι θα λιμοκτονήσουν μέσα στην έρημο, ίσως!» πρότεινα ήρεμα. «Ή ότι θα τους πετσοκόψουν ύπουλα έφιπποι Πέρσες; Αυτοί θα μπορούσαν να είναι καλοί λόγοι».
Με αγριοκοίταξε, αλλά εγώ αντιστάθηκα στο βλέμμα του κι έτσι έκανε μεταβολή και απομακρύνθηκε καλπάζοντας με το άλογο του.
Όταν φτάσαμε στο χωριό, τρεις μέρες αργότερα, ανακουφιστήκαμε όταν είδαμε ότι οι συνθήκες ήταν όπως ακριβώς είχαν υποσχεθεί οι πρέσβεις του βασιλιά. Ήταν γεμάτο σιτάρι, φοίνικες και χουρμαδιές και οι ντόπιοι είχαν γεμίσει δεξαμενές με ένα είδος χουρμαδόκρασου, από το οποίο δοκίμασαν αμέσως οι στρατιώτες, προς μεγάλη λύπη των αξιωματικών. Γιατί οι άντρες δεν είχαν χάσει μόνο την ικανότητά τους να αντέχουν το ποτό, στη διάρκεια της πορείας τους από τις Σάρδεις, αλλά αυτό ειδικά το ποτό είχε την τάση να τους ακινητοποιεί με έναν εξοντωτικό πο-
280 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
νοκέφαλο αφού το είχαν πιει. Ο Κλέαρχος απαγόρευσε αμέσως την κατανάλωσή του, αφού όμως το μισό στράτευμα είχε πέσει ξερό για μια μέρα, ενώ στο διάστημα αυτό ο Ξενοφώντας κι εγώ ευχόμαστε να είναι αξιόπιστη η υπόσχεση του βασιλιά για ασφαλείς συνθήκες.
Τελικά έφτασε κι ο Τισσαφέρνης με τη συνοδεία του, η οποία περιλάμβανε τον αδερφό της βασίλισσας, τους τρεις πρέσβεις που τους είχαμε ήδη γνωρίσει και μια μακριά πομπή από σκλάβους που κουβαλούσαν δώρα και προμήθειες. Εκεί βρισκόταν κι ένας άντρας πιο γερασμένος απ' όσο τον θυμόμουν, όταν τον είδα μέσα στο χάος της μάχης, έξω από τη σκηνή του Κύρου, πολύ περισσότερο απ' όσο θα περίμενε κανείς για ένα διοικητή ιππικού. Ήταν ψηλός, πάντως, με μακριά και αεικίνητα μέλη, με δέρμα πετσιασμένο και θυσανωτό γένι και κουνιόταν συνέχεια με μια νευρική ενεργητικότητα αταίριαστη για την ηλικία του και με μια δεσποτική συμπεριφορά που δήλωνε ότι δε θ' ανεχόταν καμιά διαφωνία. Τα μάτια του ήταν διαπεραστικά και ξεθωριασμένα, αχνογάλαζα ή γκρίζα, κι αφού μπήκε στη σκηνή με το γρήγορο, αποφασιστικό βήμα του νικητή, σταμάτησε ξαφνικά και κοίταξε ερευνητικά το χώρο, σαν να γύρευε κάποιον συγκεκριμένα. Είδα την Αστερία, που στεκόταν πίσω από τον Κλέαρχο, στην ακολουθία του, να ζαρώνει πίσω από τη διπλανή της σκλάβα, προσπαθώντας ν' αποφύγει το ερευνητικό του βλέμμα.
Ο Τισσαφέρνης δε φάνηκε να τρομοκρατείται τόσο εύκολα όσο οι προηγούμενοι εκπρόσωποι του βασιλιά, έχοντας δε προειδοποιηθεί για τη σκληρή αντιμετώπιση τους, θεώρησε πρωταρχικό θέμα να καρφώσει με το αετίσιο βλέμμα του τον Κλέαρχο, εξασφαλίζοντας έτσι ότι θα γίνει δεκτός ως ίσος ή ανώτερος, ώσπου ο Σπαρτιάτης χαμήλωσε το δικό του. Αφού κανόνισε αυτό το θέμα ιεραρχίας, χωρίς ν' αρθρώσει καν μια λέξη, διασφάλισε ακόμα περισσότερο τη θέση του ανάμεσα στους Έλληνες αξιωματικούς με μια επιτηδευμένη διανομή δώρων από χρυσούς κάλυκες και άλλα πολυτελή είδη. Στον Ξενοφώντα δόθηκε ένας όμορφα διακοσμημένος περσικός χαλινός, φτιαγμένος από ασήμι και ορείχαλκο, εξοργιστικά πολυτελής για έναν αξιωματικό της
ΚΛΕΑΡΧΟΣ 281
σειράς του ή για οποιονδήποτε αξιωματικό υπηρετούσε υπό σπαρτιατική διοίκηση. Παίρνοντας το δώρο έγνεψε βλοσυρά τις ευχαριστίες του στον επόπτη του Τισσαφέρνη κι ύστερα μου το έδωσε, θέλοντας να το ξεφορτωθεί, προτού επιστρέψει στη θέση του μαζί με τους άλλους Έλληνες αξιωματικούς που στέκονταν στο βάθος της σκηνής.
Ύστερα από τις καθιερωμένες αρχικές δηλώσεις, στη διάρκεια των οποίων ο Κλέαρχος χασμουριόταν επιδεικτικά, κάτι που άφησε φανερά ασυγκίνητο τον Τισσαφέρνη, ο Πέρσης στράφηκε και απευθύνθηκε όχι μόνο σ' αυτόν αλλά σε όλους τους αξιωματικούς. Χρησιμοποίησε μεταφραστή, αν και μιλούσε τέλεια τα ελληνικά.
«Κύριοι», είπε με παράδοξα τσιριχτή και γλυκερή φωνή. «Όπως ίσως γνωρίζετε, η πατρίδα μου γειτονεύει με τη δική σας· έλαβα λοιπόν το θάρρος να προτείνω στο βασιλιά να σας συνοδεύσω εγώ ο ίδιος στην πατρίδα σας, με την ευκαιρία ενός ταξιδιού που είχα ήδη προγραμματίσει για να επισκεφθώ τα κτήματά μου. Έχω την ελπίδα ότι αυτό θα μου αποφέρει την ευγνωμοσύνη τη δική σας και της πατρίδας σας κι επιπλέον θ' αποτελέσει πλεονέκτημα για το βασιλιά, αφού θ' απαλλαγεί έτσι από ξένο στρατό που καταλαμβάνει το έδαφος του.
»Ο βασιλιάς υποσχέθηκε ότι θα μελετήσει το σχέδιο αυτό. Πρώτα, όμως, μου ζήτησε να σας ρωτήσω γιατί ξεκινήσατε πόλεμο κατά της χώρας του. Ο στρατός σας είναι πολύ μικρός και οι προμήθειες σας δεν είναι αρκετές για να εγκατασταθείτε μόνιμα εδώ. Παρ' όλα αυτά είστε αρκετά δυνατοί για να προκαλέσετε σημαντική καταστροφή προτού εξολοθρευτείτε ολοκληρωτικά. Σας προτρέπω ν' αφήσετε κατά μέρος τη σκληρή αντιμετώπιση που δείξατε στους Πέρσες πρέσβεις και ν' απαντήσετε στην ερώτησή μου με όλη την πρέπουσα περίσκεψη, ώστε να δώσω ικανοποιητική απάντηση στο βασιλιά κι ως εκ τούτου να σας βοηθήσει να βγείτε από τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεστε».
Το πρόσωπο του Κλέαρχου μαλάκωσε ελάχιστα, λες και ικανοποιήθηκε αρκετά από τη λογική κρίση του στρατηγού. Αν και ο Τισσαφέρνης δεν ήταν τόσο ταπεινόφρονας όσο ήλπιζε, του-
282 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
λάχιστον, δεν είχε τάση για άσκοπο κομπασμό με τον οποίο οι προηγούμενοι πρέσβεις είχαν προσβάλει τους Έλληνες. Αφού συ-σκέφθηκε για λίγο με τον Πρόξενο, ο Κλέαρχος απάντησε κάνοντας προσπάθεια να φανεί ευγενικός:
«Άρχοντα Τισσαφέρνη, δεν είχαμε αρχικά την πρόθεση να ξεκινήσουμε πόλεμο κατά του βασιλιά, αλλά κατά των Πισιδών. Ο Κύρος, όμως, μας έπεισε, υποσχόμενος δόξα και πλούτη, να τον βοηθήσουμε στον πραγματικό του σκοπό κι εμείς δεχτήκαμε λόγω πίστης και φιλίας στο πρόσωπο του. Δεν έχουμε καμιά πρόθεση να εγκατασταθούμε στη χώρα σας, ούτε έχουμε κακή πρόθεση εναντίον σας. Ο Κύρος είναι νεκρός κι εμείς δεν έχουμε καμιά δουλειά πια εδώ πέρα. Δεν επιθυμούμε τίποτα περισσότερο από το να επιστρέψουμε ειρηνικά στην πατρίδα μας, με τον όρο ότι δε θα παρενοχληθούμε στη διάρκεια της πορείας μας. Θα αντικρούσουμε οποιαδήποτε επίθεση αμείλικτα».
Έπειτα από ολιγόλεπτη εθιμοτυπική κουβέντα, ο Τισσαφέρνης και η ακολουθία του υποκλίθηκαν βαθιά κι αποσύρθηκαν στις άμαξες τους, αυτή τη φορά περιτριγυρισμένοι από σιωπηλούς Έλληνες. Μετέφερε το μήνυμα στο βασιλιά και επέστρεψε λίγες μέρες αργότερα με μια πιο ολιγομελή, λιγότερο εθιμοτυπική συνοδεία, και το σημαντικότερο απ' όλα μια θετική απάντηση. Ο Τισσαφέρνης υποσχέθηκε να μας συνοδεύσει με το στρατό του στο ταξίδι της επιστροφής, παρέχοντας μας αγορές σε όλη τη διαδρομή, αν οι Έλληνες συμφωνούσαν να συμπεριφέρονται σαν να βρίσκονταν σε φιλικό έδαφος. Δε θα επικρατούσε κανενός είδους βία από καμιά μεριά. Ο Τισσαφέρνης και ο Κλέαρχος σφράγισαν τη συμφωνία με όρκο και χειραψία και οι αρχηγοί και αξιωματικοί και από τις δυο πλευρές ήπιαν οι μεν στην υγειά των δε. Στη συνέχεια, ο Τισσαφέρνης επέστρεψε στο στράτευμά του για να κανονίσει τα του ταξιδιού και ο Πρόξενος, ο Ξενοφώντας κι εγώ επιστρέψαμε στους Βοιωτούς μας για ν' ανακοινώσουμε το σχέδιο και να περάσουμε όσο διάστημα έμενε μέχρι την αναχώρησή μας.
ΚΛΕΑΡΧΟΣ 283
Περιμέναμε εκεί, έξω από το χωριό, δίπλα από τα στρατεύματα του Αριαίου, τρεις εβδομάδες και οι άντρες άρχισαν, ταυτόχρονα, να χάνουν τη συνοχή τους όλο και περισσότερο λόγω της αναγκαστικής απραξίας και να γίνονται νευρικοί λόγω της στασιμότητας. Η τοποθεσία ελάχιστα πρόσφερε από άποψη ψυχαγωγίας ή άνεσης. Τα στρατεύματα είχαν στρατοπεδεύσει κοντά σε μια σειρά από απέραντα χωράφια που τώρα ήταν ξερά και χέρσα, άκαμπτα μέσα στην επίπεδη, καφετιά μονοτονία τους. Νερό αντλούσαμε από ένα φαρδύ λασπερό αρδευτικό κανάλι που ο Τισσαφέρνης είχε διατάξει τους χωρικούς ν' ανοίξουν για δική μας χρήση. Τα μεταλλικά άλατα που περιείχε το νερό λέκιαζαν τα πάντα, από τα κύπελλα μέχρι τα ρούχα μας - ένα είδος θολής κιτρινίλας που λειτουργούσε σαν καταθλιπτική αντίστιξη στην αδιάλειπτη λάμψη του ήλιου, η οποία δε διακοπτόταν από τη σκιά κανενός δέντρου ή από κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του τοπίου. Οι δερμάτινες και λινατσένιες σκηνές μας ελάχιστη ανακούφιση πρόσφεραν στην ασφυκτική και αποπνικτική ζέστη και για να είμαστε πιο ακριβείς ήταν αφόρητα κλειστές και αποπνικτικές για να κοιμηθεί κανείς μέσα εκεί τη νύχτα. Οι περισσότεροι έκοβαν απλώς τα σκέπαστρά τους κατά μήκος των ραφών και τις μετέτρεπαν σε τέντες στηριγμένες σε κοντάρια δοράτων, παρά την αβάσταχτη αποδοκιμασία του Κλέαρχου που το θεωρούσε ως ένα επιπλέον εμπόδιο για την πολεμική ετοιμότητα. Παρ' όλα αυτά, τελικά υποτάχτηκε στη λογική και συμμορφώθηκε με την άποψη του Πρόξενου ότι έπρεπε να επιτραπεί στους άντρες αυτή η μικρή παραχώρηση για περισσότερη άνεση.
Τρόφιμα και προμήθειες αποκτούσαμε καταβάλλοντος από κοινού τις οικονομίες μας που έφθιναν συνεχώς και στέλνοντας διάφορες ομάδες με υποζύγια στο άθλιο, βρομερό χωριό τις μέρες που είχε παζάρι για να τριγυρίσουν ανάμεσα στις πλινθόκτιστες καλύβες με τις αχυρένιες σκεπές και να προσπαθήσουν να πετύχουν καλύτερες τιμές, αγοράζοντας μεγάλες ποσότητες από τους πονηρούς χωριάτες. Η επιτυχία μας στην προσπάθεια αυτή δεν ήταν πάντα επιτυχημένη και τα σκουληκιασμένα, μαραμένα λαχανικά και το ταγκό αλογίσιο κρέας που μας έφερναν οι επι-
284 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
αιτιατικές ομάδες μάς έκαναν να λαχταράμε τα πλούσια, συχνά γεύματα που είχαμε απολαύσει στη διάρκεια των πρώτων μηνών της πορείας μας από τις Σάρδεις.
Στο διάστημα εκείνων των ζεστών, αποπνικτικών ημερών της αναγκαστικής χωριάτικης ζωής μας, οι Έλληνες και οι ντόπιοι στρατιώτες άρχισαν να γίνονται όλο και μαλθακότεροι, χάνοντας κάθε αντίληψη για την πραγματική τους κατάσταση. Οι άντρες του Αριαίου λιποτακτούσαν στον εχθρό ομαδικά κι εμείς φοβόμαστε ακόμα και για τον ίδιο τον Αριαίο, μια και δεχόταν κάθε μέρα επισκέπτες από Πέρσες συγγενείς, φίλους, ακόμα και πρώην συμπολεμιστές από τις δυνάμεις του βασιλιά. Ορκιζόταν βέβαια ότι όλα αυτά αποτελούσαν απλώς καθησυχαστικά μηνύματα εκ μέρους του βασιλιά, που είχε εγγυηθεί ότι δεν κρατούσε καμιά κακία στον Αριαίο για την εκστρατεία του με τον Κύρο και υποσχόταν ότι θα τηρήσει την ανακωχή, αλλά οι υποψίες του Πρόξενου αυξάνονταν καθημερινά.
«Γιατί χρονοτριβούμε;» ξέσπασε τελικά μια μέρα ο Πρόξενος σε μένα, την ώρα που κάναμε για χιλιοστή φορά απογραφή στα αποθέματα μας. «Τι περιμένουμε; Να συγκεντρώσει τα στρατεύματα του ο βασιλιάς ή να ενισχύσει τις θέσεις του; Βρισκόμαστε σε εχθρικό έδαφος, χωρίς καθόλου εφόδια, εκτός από αυτά που μας έχει δώσει ο φιλάνθρωπος Τισσαφέρνης, η δύναμη του οποίου αυξάνεται καθημερινά. Ποιος στρατός έχει καιρό για χάσιμο; Ο δικός τους ή ο δικός μας; Είναι πραγματικά διατεθειμένος ο βασιλιάς να μας αφήσει να επιστρέψουμε ανεμπόδιστα στην Ελλάδα για να κοκορευόμαστε ότι κατατροπώσαμε τις καλύτερες από τις συμπαγείς δυνάμεις της Περσίας με δέκα χιλιάδες μόνο άντρες μας και ότι παραχορτάσαμε από χουρμαδόκρασο;» Έσβησε αηδιασμένος τους υπολογισμούς που έκανε πάνω στο τραπέζι και βγήκε βαριά έξω από τη σκηνή για να συγκεντρώσει τους άντρες για μία ακόμα επιθεώρηση των όπλων.
Συλλογίστηκα τη θέση μας. Μήπως ο Πρόξενος συνηγορούσε να υποχωρήσουμε χωρίς την έγκριση του βασιλιά; Κάτι τέτοιο θα ήταν σκέτη αυτοκτονία, γιατί, αν χάναμε την προστασία του Τισσαφέρνη, δε θα είχαμε άλλες προμήθειες εκτός από εκείνες που
ΚΛΕΑΡΧΟΣ 285
θ' αρπάζαμε από τις γύρω περιοχές - μια πολύ λιγότερο σίγουρη μέθοδος από το παζάρι που μας παρείχε το χωριό, χωρίς να υπολογίζουμε και τα χρηματικά μας αποθέματα που λιγόστευαν συνεχώς. Η διαρπαγή συνεπαγόταν παράβαση του επίσημου όρκου προς τον Τισσαφέρνη για τήρηση της ανακωχής. Επιπλέον, δε θα είχαμε οδηγούς για να μας φέρουν πίσω, αν κι ο Πρόξενος είχε εκφράσει σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με την αξιοπιστία των οδηγών του βασιλιά έτσι κι αλλιώς. Η αναχώρηση μας θα μείωνε επίσης αισθητά τις δυνάμεις μας, μια και ήταν σίγουρο ότι ο Αριαίος δε θα ερχόταν μαζί μας. Η κατάσταση μας ήταν ζοφερή, αν και κάποιος τυχαίος παρατηρητής δε θα κατέληγε ποτέ στο συμπέρασμα αυτό, εξαιτίας των γέλιων και των παιχνιδιών των αντρών που περνούσαν έτσι τον καιρό τους στο στρατόπεδο.
Αν ο Κλέαρχος σκεφτόταν το ίδιο πράγμα, δεν εκδήλωσε καμιά τέτοια ένδειξη, όταν τελικά ο Πρόξενος αποφάσισε να τον προσεγγίσει και να του εκφράσει τις ανησυχίες του. Χωρίς σχεδόν να σηκώσει τα μάτια του από μια αναφορά με προμήθειες που ξανακοίταζε εκνευρισμένος μαζί με έναν επισιτιστή που έτρεμε και τραύλιζε, απέρριψε με απόλυτο τρόπο τις ανησυχίες του Πρόξενου.
«Αν ο Αρταξέρξης ήθελε να μας επιτεθεί, δε θα είχε καμιά ανάγκη τους όρκους και τις εγγυήσεις που δώσαμε», είπε. «Ο βασιλιάς και ο Τισσαφέρνης δεν έχουν σκατά στο κεφάλι τους. Ας τους αφήσουμε να πατήσουν το λόγο τους μπροστά σ' όλο τον κόσμο. Μπορεί να πεθάνουμε όλοι, αλλά για καθέναν από μας θα σκοτώσουμε πέντε δικούς τους, και δε θα κάνω την ατίμωση μας μεγαλύτερη αθετώντας το λόγο μας στη συμφωνία».
Ο Πρόξενος επέστρεψε στη σκηνή οργισμένος από την άρνηση του Κλέαρχου ν' αναλάβει δράση, αν και ο Ξενοφώντας τού θύμισε ότι δε θα μπορούσε να περιμένει τίποτα διαφορετικό. Δεν προφτάσαμε να υποφέρουμε περισσότερο, πάντως, γιατί την επομένη έφτασε ο Τισσαφέρνης με τις δυνάμεις του, οι οποίες παρά τους χειρότερους φόβους μας δεν ήταν σε σχηματισμό μάχης, κι αμέσως έκανε τον Κλέαρχο και τον Πρόξενο να ησυχάσουν με την πρόσχαρη συμπεριφορά του. Αυτή τη φορά τον συνόδευε η
286 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
γυναίκα του, η κόρη του βασιλιά, με ολόκληρη την ακολουθία της και ο Ξενοφώντας κι εγώ παρακολουθούσαμε κατάπληκτοι και με εύθυμη διάθεση τον Κλέαρχο που βγήκε έξω από το στρατόπεδο για να τους χαιρετήσει.
«Είδες τις αποσκευές του Τισσαφέρνη;» ρώτησα δείχνοντας στον Ξενοφώντα την ακολουθία των υπηρετών, τις άμαξες φορτωμένες με δώρα και τις μεταξοστολισμένες σκλάβες που η γυναίκα του στρατηγού είχε στην ακολουθία της. Η πομπή ανταγωνιζόταν σε χλιδή αυτή του Κύρου όταν έφευγε από τις Σάρδεις. Ο Ξενοφώντας άφησε να του ξεφύγει ένα σιγανό σφύριγμα.
«Φαίνεται σαν να σχεδιάζει ο Τισσαφέρνης να επιστρέψει στη χώρα του με πολύ στιλ», είπε.
Κοίταξα προσεκτικά τις άμαξες. «Πιστεύεις ότι μπορεί κάποια από αυτές να περιέχει όπλα; Μπορεί να σχεδιάζει κάποια προδοσία;»
Ο Ξενοφώντας χαμογέλασε. «Πιστεύω ακριβώς το αντίθετο», απάντησε. «Δε νομίζω ότι ο φίλος μας ο Τισσαφέρνης έχει καμιά πρόθεση να στραπατσάρει τα ρούχα του, μπλέκοντας σε τσακωμό με λίγους ιδιότροπους Έλληνες που τον συνοδεύουν στο ταξίδι του».
Οι δύο στρατοί ξεκίνησαν την επομένη. Ο Τισσαφέρνης πήγαινε πρώτος κατά μήκος του Ευφράτη, συγκεντρώνοντας προμήθειες και υπηρέτες, καθώς προχωρούσε, και συνεχίζοντας να μας προμηθεύει εφόδια μέσω αγορών τρις την εβδομάδα, ενώ ο Αριαίος τον συνόδευε οδηγώντας τα δικά του στρατεύματα. Οι Έλληνες ακολουθούσαν από πίσω, εξακολουθώντας να βρίσκονται σε πλήρη παράταξη μάχης, συνεχίζοντας να είναι καχύποπτοι για τις προθέσεις των Περσών και διατηρώντας μεγάλη απόσταση ανάμεσα σ' εμάς και στις δυνάμεις του Τισσαφέρνη. Κάθε νύχτα στρατοπεδεύαμε αρκετά μίλια πίσω από την ομάδα του Τισσαφέρνη, κάτι που έκανε τους άντρες να γκρινιάζουν, εξαιτίας του μπελά που τους προκαλούσε στο να έχουν πρόσβαση στην αγορά και στις σκλάβες, αλλά μια σφοδρή αγόρευση του Κλέαρχου περί διατήρησης της στρατιωτικής πειθαρχίας καταλάγιασε για κάποιο διάστημα τα παράπονα τους. Αρκετές μέρες έπειτα από αυτή τη ρύθ-
ΚΛΕΑΡΧΟΣ 287
μίση, όμως, η παράνοια του φάνηκε ότι είχε βλαβερά αποτελέσματα, καθώς αδικαιολόγητες υποψίες αύξησαν σταδιακά το επίπεδο έντασης ανάμεσα στους δύο στρατούς και ξέσπασαν ακόμα και εχθροπραξίες μια δυο φορές ανάμεσα σε ομάδες Ελλήνων και Περσών που συναντιούνταν τυχαία στο ύπαιθρο σε ανιχνευτικές περιπολίες ρουτίνας ή μάζευαν προσανάμματα για τη φωτιά.
Τότε περίπου ήταν που οι δύο στρατοί πέρασαν ένα τεράστιο αρδευτικό κανάλι, τόσο πλατύ και ορμητικό σαν ποτάμι, που άφησε κατάπληκτους τους άντρες με το πλάτος και το βάθος του, και την επομένη φτάσαμε στον Τίγρη, κοντά στην πόλη Σιττάκη, δυόμισι χιλιόμετρα απόσταση στην απέναντι πλευρά του ποταμού. Στρατοπεδεύσαμε σε μια ειδυλλιακή τοποθεσία που δέσποζε στην περιοχή του ποταμού, καλυμμένη με απαλό χορτάρι και σκιασμένη από μεγάλα, ψηλά δέντρα. Οι δυνάμεις του Τισσαφέρνη πέρασαν πρώτες το ποτάμι και στρατοπέδευσαν στην απέναντι όχθη μαζί με τους άντρες του Αριαίου, έξω από το οπτικό μας πεδίο, σύμφωνα με τη συνήθεια που είχε αναπτυχθεί τις λίγες τελευταίες μέρες. Εκείνο το βράδυ, καθώς τριγυρνούσα στο στρατόπεδο μαζί με τον Πρόξενο και τον Ξενοφώντα, επιθεωρώντας τις προετοιμασίες, μας πλησίασε ένας Πέρσης δρομέας, με κομμένη την ανάσα και κατακόκκινο πρόσωπο, κουβαλώντας ένα μικρό σημαιάκι που αποδείκνυε ότι ήταν μέλος της προσωπικής συνοδείας του Τισσαφέρνη.
«Οι θεοί μαζί σας», είπε ασθμαίνοντας. «Γυρεύω ή τον Πρόξενο ή τον Κλέαρχο. Φέρνω μήνυμα από τον Αριαίο».
«Εγώ είμαι αυτός που ζητάς», απάντησε ο Πρόξενος. «Μίλα χωρίς περιστροφές». Σκέφτηκα ότι ήταν παράξενο που ο Αριαίος έστελνε μήνυμα στον Πρόξενο κι όχι στον προσωπικό του φίλο τον Μένωνα, ο οποίος ήταν Έλληνας αξιωματικός του ίδιου βαθμού με τον Πρόξενο, αλλά παρέμεινα σιωπηλός και απλώς έσκυψα πιο κοντά για ν' ακούω. Ο δρομέας με κοίταξε αβέβαια και ύστερα συνέχισε.
«Ο Αριαίος μού ζήτησε να προλογίσω το μήνυμα μου με την υπενθύμιση ότι, παρόλο που ταξιδεύει με την ακολουθία του Τισσαφέρνη, ήταν πιστός στον Κύρο και παραμένει πιστός και στους
288 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
Έλληνες φίλους του. Ο Αριαίος με διέταξε να σας προειδοποιήσω να βρίσκεστε σε επιφυλακή απόψε για ν' αντικρούσετε κάποια επίθεση. Ο Τισσαφέρνης έχει αναπτύξει μεγάλη δύναμη στην απέναντι ακριβώς πλευρά της γέφυρας και είναι αποφασισμένος να την καταστρέψει για να σας εμποδίσει να περάσετε κι έτσι να σας παγιδέψει ανάμεσα στον ποταμό και το κανάλι».
Στύλωσα πάνω του τα μάτια με κατάπληξη. Ο Πρόξενος έδρασε αστραπιαία. Γραπώνοντας τον άντρα από το σβέρκο, τον οδήγησε σπρώχνοντας τον μισοπνιγμένο στο αρχηγείο του Κλέαρχου που βρισκόταν λίγες εκατοντάδες μέτρα πιο πέρα, για να επαναλάβει την ιστορία του. Στη διαδρομή ως εκεί πήρε το μάτι μου την Αστερία καθώς ερχόταν τρεκλίζοντας από το ποτάμι προς την περιοχή που στρατοπέδευε το μπουλούκι των άτακτων, κουβαλώντας δυο κουβάδες νερό με ένα ζυγό περασμένο στους λεπτούς ώμους της, όντας τελείως ασυνήθιστη για τέτοια δουλειά. Η Αστερία δε με είδε αρχικά, γιατί είχε καρφωμένα τα μάτια της στον αγγελιοφόρο και δεν πρόσεχε τίποτ' άλλο. Κοίταξα φευγαλέα το πρόσωπο του αγγελιοφόρου τη στιγμή ακριβώς που της ανταπέδιδε κι εκείνος το βλέμμα, ενώ σε ένδειξη αναγνώρισης το στόμα του σφί-χτηκε ελαφρά σε ένα βλοσυρό χαμόγελο και κούνησε σχεδόν ανεπαίσθητα το κεφάλι. Η Αστερία έγινε κάτασπρη σαν πανί, όχι ροδοκόκκινη όπως θα γινόταν μια γυναίκα που θα συναντούσε ξαφνικά μια κρυφή ή περασμένη της αγάπη, αλλά μάλλον πά-νιασε από φόβο και γρήγορα απέστρεψε το βλέμμα της. Το όλο επεισόδιο δεν κράτησε περισσότερο από λίγα δευτερόλεπτα, αλλά ήταν κάτι που κουβαλούσα μέσα μου αρκετές εβδομάδες μετά, αν και αναρωτιόμουν μήπως το είχα απλώς φανταστεί.
Η αντίδραση του Κλέαρχου μόλις έλαβε τις ειδήσεις του αγγελιοφόρου ήταν να ξεστομίσει μια σειρά από βρισιές που έκανε κάθε άντρα που βρισκόταν εκεί κοντά να τρέχει να κρυφτεί, ελπίζοντας ότι η οργή του δεν απευθυνόταν κατά κάποιο τρόπο εναντίον του. Ο αγγελιοφόρος έτρεμε, γιατί, αν μη τι άλλο, ο Κλέαρχος είχε αποκτήσει μια ακόμα πιο τρομακτική φήμη μεταξύ των Περσών παρά μεταξύ μας, αποτέλεσμα της απαίσιας αντιμετώπισης εκ μέρους του των πρέσβεων του βασιλιά. «Αφήστε τον να ζήσει», είπε
ΚΛΕΑΡΧΟΣ 289
απρόθυμα, γιατί από το φόβο του νεαρού φαινόταν ότι δεν ήταν κανένας αργόσχολος φαρσέρ που αποφάσισε να βασανίσει τους Έλληνες, αλλά μάλλον αυθεντικός αγγελιοφόρος του Αριαίου, που έλεγε την αλήθεια. Ύστερα ο Κλέαρχος έστειλε τον Τολμίδη να συγκαλέσει τους στρατηγούς σε συμβούλιο. Ο ήλιος είχε ήδη κατέβει χαμηλά στη δύση κι έτσι το ζήτημα έπρεπε να τελειώνει.
Παρακολούθησα το συμβούλιο μαζί με τον Ξενοφώντα και διέκρινα την ανησυχία χαραγμένη στο πρόσωπο του καθενός. Έπειτα από πορεία αρκετών ημερών οι άντρες ήταν κουρασμένοι, αλλά και η θέση μας ήταν δύσκολη, περικυκλωμένοι καθώς ήμαστε από τεράστιες ποσότητες νερού διαβατές μόνο με πλωτές γέφυρες. Θα ήταν δύσκολο να υπερασπιστούμε το «νησί»μας - το έδαφος ήταν σχεδόν απόλυτα επίπεδο, χωρίς φυσικά υψώματα ή προεξοχές πάνω στις οποίες θα μπορούσαμε να υψώσουμε οχυρώματα και ήταν ιδανικό για εφόδους του ιππικού που θα έστελνε κατά ομάδες ο βασιλιάς, ενώ εμείς θα περιοριζόμαστε στα σαράντα περίπου υπάρχοντα άλογα μας. Ο Κλέαρχος έβριζε και ξανάβριζε καθώς μελετούσε δυνατά την κατάσταση.
Το γεγονός πάντως ότι ο Αριαίος είχε στείλει το μήνυμά του όχι σε κάποιο φίλο που γνώριζε καλά αλλά στον Πρόξενο είχε προκαλέσει αμφιβολίες στο μυαλό του Ξενοφώντα και για πρώτη φορά πήρε το λόγο παρουσία ανώτερων αξιωματικών χωρίς να συζητήσει πρώτα το ζήτημα με τον Πρόξενο.
«Στρατηγοί, με την άδεια σας, ο ισχυρισμός του Αριαίου δεν είναι λογικός. Γιατί οι Πέρσες να επιτεθούν σ' εμάς και να καταστρέψουν ταυτόχρονα τη γέφυρα; Αν επιτεθούν, ή θα νικήσουν ή θα νικηθούν. Αν νικήσουν, γιατί να καταστρέψουν ένα τέτοιο απόκτημα; Θα το χρειάζονται κι αργότερα για να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, ενώ εμείς θα είμαστε καταδικασμένοι με γέφυρα ή χωρίς γέφυρα. Αν χάσουν, θα χρειάζονται τη γέφυρα ακόμα περισσότερο, για ν' αποφύγουν το θάνατο από τα δικά μας χέρια, παρά να παγιδευτούν στη νησίδα».
Ο Κλέαρχος τον άκουγε προσεκτικά, με ένα κάπως έκπληκτο ύφος στο πρόσωπό του, που δεν ήξερα αν οφειλόταν στο ότι είχε προσέξει τον Ξενοφώντα για πρώτη φορά στο στρατόπεδο του ή
290 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
στα αληθινά του λόγια. Το σκέφτηκε για μια στιγμή κι ύστερα ρώτησε τον αγγελιοφόρο πόση γη παρεμβαλλόταν ανάμεσα στον Τίγρη και στο κανάλι που είχαμε περάσει το προηγούμενο πρωί.
«Πάρα πολλή, άρχοντα μου, όπως και πολλά χωριά, ορισμένες πόλεις και εκτεταμένη εύφορη γη, όπως αυτή πάνω στην οποία έχετε στρατοπεδεύσει».
Οι άλλοι αξιωματικοί είδαν τότε τι εννοούσε ο Ξενοφώντας, κάτι που ο Κλέαρχος είχε καταλάβει αμέσως. Οι Πέρσες είχαν στείλει τον αγγελιοφόρο να μας προειδοποιήσει για επίθεση, ακριβώς για να μας αποτρέψουν να κόψουμε εμείς οι ίδιοι τη γέφυρα πάνω από τον Τίγρη κι έτσι να μείνουμε επ' αόριστο σε μια απόρθητη θέση, προστατευμένη από τη μια μεριά από τον ποταμό και από την άλλη από το κανάλι, με πολλά εφόδια από τα ενδιάμεσα χωριά και τη γύρω περιοχή και ικανοί έτσι να αποσπάσουμε επιπλέον παραχωρήσεις από τον Τισσαφέρνη. Από τη δική μας σκοπιά ήταν για γέλια, μια κι αφότου πέθανε ο Κύρος δεν υπήρχε ούτε ένας από τους δέκα χιλιάδες που να μη λαχταρούσε να επιστρέψει στην πατρίδα όσο το δυνατό γρηγορότερα και να φύγει από αυτή την ξένη χώρα με τα παράξενα έθιμα και το κρασί που σκότιζε το νου. Ήταν αδιανόητο να επιχειρήσουμε ν' αντισταθούμε στις δυνάμεις του βασιλιά και σε αυτές τις δυσκολίες. Οι Πέρσες όμως εξακολουθούσαν να μας φοβούνται όσο τους φοβόμαστε κι εμείς και οι υποψίες για προδοσία ήταν κοινές και από τις δύο πλευρές. Γι' αυτό και ο Τισσαφέρνης έπαιζε μαζί μας αυτό το περίπλοκο παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι, για να προστατεύσει την οπισθοφυλακή του.
Ο Κλέαρχος δεν το διακινδύνευσε, πάντως, και τοποθέτησε εκείνη τη νύχτα ισχυρή φρουρά και στις δύο άκρες της γέφυρας, μαζί με εφεδρικούς έφιππους δρομείς για να τον πληροφορήσουν μέσα σε λίγα λεπτά αν είχε ξεκινήσει κάποια επίθεση. Έδωσε πάντως εντολή στους αρχηγούς να μην πουν λέξη για την υπόθεση στους άντρες τους, παρά να τους αφήσουν να κοιμηθούν ήσυχοι όλη τη νύχτα. Οποιαδήποτε αναταραχή σαν εκείνη που είχε προκύψει μετά τη μάχη, την οποία είχε κατασιγάσει με την ιστορία του άγριου γαϊδουριού, θα είχε πολύ πιο σοβαρές επι-
ΚΛΕΑΡΧΟΣ 291
πτώσεις αυτή τη φορά, με τους Πέρσες να βρίσκονται πραγματικά σε απόσταση βολής στην απέναντι πλευρά του ποταμού.
Το άλλο πρωί ο στρατός ξύπνησε πριν από το ξημέρωμα, για να περάσει τα τριάντα εφτά πλοιάρια που σχημάτιζαν την πλωτή γέφυρα, προτού καν οι Πέρσες τελειώσουν το πρόγευμα τους. Και πάλι ο Κλέαρχος πήρε κάθε προφύλαξη, μετακινώντας πρώτους όλους τους βαριά οπλισμένους για να εγκαταστήσει προγεφύρωμα και φρουρά ενάντια σε περσική επίθεση, την ώρα που θα ήμαστε ευάλωτοι πάνω στη στενή γέφυρα. Οι αποσκευές και οι πολίτες που ακολουθούσαν το στρατό έρχονταν τελευταίοι κι όχι προστατευμένοι στη μέση, όπως συμβαίνει συνήθως, αφού τα μετόπισθεν μας ήταν εξασφαλισμένα, προστατευμένα από τη θέση μας πάνω στη νησίδα. Παρακολουθούσα τη διάβαση του ποταμού μαζί με τον Ξενοφώντα από την κορυφή ενός κοντινού υψώματος, καθώς ο ήλιος που ανέτελλε αντανακλούσε πορτοκαλο-ρόδινος πάνω στο αστραφτερό ποτάμι, σχηματίζοντας αργόσυρτους μαιάνδρους προς τον ορίζοντα του νότου που διακόπτονταν μόνο από τη λεπτή γραμμή της γέφυρας, σαν μια κλωστή που έσφιγγε έναν κοιμισμένο Τιτάνα πάνω στη γη. Η γέφυρα λόξευε προς τα έξω, καθώς το ρεύμα του ποταμού πίεζε τα μεσαία πλοία κατά τη φορά του νερού, και ζοριζόταν μάταια, κατά τα φαινόμενα, από τους δεσμούς που την κρατούσαν σταθερή στις όχθες και από τα δύο άκρα.
Παρά τη νωθρή ηρεμία του νερού, είναι δύσκολη υπόθεση να καταφέρεις να περάσεις πάνω από μια στενή πλωτή γέφυρα σκευ-οφόρους και υποζύγια. Κάθε σύνθετο σύστημα, όπως είναι ο στρατός ή ο άνθρωπος, που φαίνεται σταθερό και συμπαγές από μακριά, στην πραγματικότητα, αν το δεις από πιο κοντά, είναι ένα σύνολο αποτελούμενο από πολλά ασύνδετα μεταξύ τους συστατικά που το καθένα προκαλεί μυριάδες μικρές εξεγέρσεις κατά του άλλου, συνεχείς διεκδικήσεις ανεξαρτησίας. Και μια σπονδυλωτή γέφυρα σαν κι αυτή δεν αποτελεί εξαίρεση. Τα πλοιάρια από τα οποία ήταν κατασκευασμένη κουνιόνταν κι ανασηκώνονταν
292 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
και τα σκοινιά με τα οποία τα είχαν δέσει έτριζαν και τεντώνονταν, και με κάθε ομάδα οπλιτών, με κάθε κοπάδι τρομαγμένους χοίρους που σκλήριζαν, με κάθε βαρυφορτωμένο από σκεύη κουζίνας και βαρύ εξοπλισμό κάρο που ταλαντευόμενο διέσχιζε ως εκ θαύματος το στενό αυτό σημείο, ο Ξενοφώντας άφηνε να του ξεφύγει ένας αχνός αναστεναγμός ανακούφισης και κουνούσε ελάχιστα το κεφάλι σε ένδειξη ευχαριστίας προς τους θεούς, προτού εστιάσει και πάλι έντονα το βλέμμα του στην επόμενη ομάδα που ετοιμαζόταν να περάσει.
Ενώ παρακολουθούσα τους πολίτες που ακολουθούσαν το στρατό, κατάφερα να διακρίνω την Αστερία να περνά παλικαρίσια μαζί με πολλές άλλες γυναίκες, κουβαλώντας έναν μπόγο στους ώμους της που έδειχνε πολύ πιο βαρύς απ' όσο θα μπορούσε να μεταφέρει. Επειδή ήμουν ανίκανος να κάνω κάτι περισσότερο για να τη βοηθήσω, αίσθημα ντροπής με βασάνιζε πολύ στη διάρκεια αυτής της μακριάς φάσης της πορείας· μετριάστηκε μόνο από τις χαμογελαστές της διαβεβαιώσεις ότι δε με κατηγορούσε όταν τη ρώτησα γι' αυτό τη νύχτα.
«Οι γυναίκες είναι καλύτερες πεζοπόροι από τους άντρες», δήλωσε μισοπειρακτικά. «Παρατήρησε τους στρατιώτες σας όταν φτιάχνουμε το στρατόπεδο. Οι άντρες ιδρώνουν και σωριάζονται στο έδαφος σαν τα γουρούνια, φωνάζοντας τους συνοδούς να τους βοηθήσουν να βγάλουν την πανοπλία τους. Εμείς οι γυναίκες δεν κάνουμε καν παύση - αρχίζουμε αμέσως να μαζεύουμε προσα-νάμματα και να μαγειρεύουμε. Ακόμα κι εγώ που δεν είχα μαζέψει ποτέ στη ζωή μου ούτε ένα κομμάτι ξύλο!»
Παραδέχτηκα την άποψή της, αν κι εξακολουθούσα να θέλω να τη βοηθήσω με κάθε τρόπο που δε θα αποδιοργάνωνε, όμως, τα καθήκοντά μου προς τον Πρόξενο. Η μόνη της απαίτηση ήταν ιατρικά εφόδια και σ' αυτό ήμουν σε θέση να τη βοηθήσω, μια και είχα άμεση πρόσβαση στα ατομικά είδη των αξιωματικών, και της έδωσα βότανα και αλοιφές και νήματα ραφής τραύματος όποτε μπορούσα, με τα οποία διατήρησε τη δύναμη και την υγεία της ομάδας των γυναικών που συνόδευε.
Οι στρατοί συνέχισαν την πορεία τους κατά μήκος του Τίγρη
ΚΛΕΑΡΧΟΣ 293
για αρκετές ακόμα εβδομάδες, κάτω από τις ίδιες συνθήκες καχυποψίας, και η συνεχής ένταση απαιτούσε βαρύ φόρο από τους άντρες. Η πορεία μέσα από ξένο έδαφος με εχθρικούς ντόπιους πληθυσμούς απ' όλες τις πλευρές προκαλεί αρκετή ένταση. Το να εξαρτάσαι από τη φιλευσπλαχνία ενός ξένου στρατού δέκα φορές μεγαλύτερου, τον οποίο είχες πολεμήσει και ταπεινώσει μερικές εβδομάδες πριν, ήταν αρκετό να κάνει ακόμα και ένα Σπαρτιάτη να λυγίσει. Όταν φτάσαμε στον ποταμό Ζαπάτα -πλάτους τεσσάρων περίπου πλέθρων και αρκετά δυσκολοδιάβατο ώστε ν' αναγκαστούν οι στρατοί να στρατοπεδεύσουν για αρκετές μέρες-, ο Κλέαρχος αποφάσισε τελικά να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Δεν ήταν καθόλου διπλωμάτης, αλλά η ασταμάτητη ένταση του ταξιδιού και η καχυποψία ανάμεσα στους δύο στρατούς ωθούσε τους άντρες του σε μια έκρηξη και σκεφτόταν ότι τα μεμονωμένα περιστατικά των περιπόλων που πιάνονταν στα χέρια μπορούσαν ν' ανάψουν μια κανονική πυρκαγιά ανάμεσα στις δύο πλευρές· έτσι οι Έλληνες θα συντρίβονταν. Έστειλε μήνυμα στον Τισσαφέρνη ότι επιθυμούσε μια ιδιωτική συνάντηση μαζί του, την πρώτη μετά την αρχική ανακωχή που είχε συμφωνηθεί μεταξύ τους αρκετές εβδομάδες πριν, και ο Τισσαφέρνης συμφώνησε πρόθυμα. Ο Κλέαρχος περιέργως κάλεσε τον Ξενοφώντα να συνοδεύσει τον ίδιο και τους σωματοφυλακές του ως επίσημος γραμματέας. Ο Πρόξενος είχε μείνει έκπληκτος.
«Φαίνεται ότι το άστρο σου ανεβαίνει στα μάτια του Κλέαρχου», είπε. «Μήπως είναι αυτό το περσικό άρωμα που άρχισες να βάζεις τελευταία ή του έριξες κανένα φίλτρο στο κρασί του; Θα πρέπει ν' αρχίσω να ψάχνω για καινούριο βοηθό». Αλλά τα μάτια του γελούσαν. Ο Πρόξενος ευχόταν πάντα το καλύτερο για τον ξάδερφό του κι είχα την ελπίδα ότι αυτό το καινούριο καθήκον ταίριαζε στα σχέδιά του. Όσο για τον Ξενοφώντα, αν και το να συνοδεύει το στρατηγό σε επίσημη αποστολή αποτελούσε τιμή από κάθε άποψη, δεν ήμουν σίγουρος αν χαιρόταν ή φοβόταν για τη ζωή του - είτε λόγω Περσών είτε λόγω Κλέαρχου.
Ο Ξενοφώντας δέχτηκε τις ειρωνείες του Πρόξενου καλοδιά-
294 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
θετά και προσφέρθηκε να του αφήσει το άρωμα του όσο θα έλειπε. «Αν και δείχνεις να τα πηγαίνεις καλά και χωρίς αυτό, ξάδερφε... Δεν παρατήρησα καμιά έλλειψη από προβατίνες γύρω από τη σκηνή σου».
Ο Πρόξενος κάγχασε. «Θα κρατήσω και μια για σένα!» Κι ύστερα πιο σοβαρά: «Να προσέχεις, Ξενοφώντα. Ο Κλέαρχος ξέρει τι του γίνεται και δεν έχει κανένα φόβο να μπει στο στρατόπεδο των Περσών. Πιστεύω ότι ο Τισσαφέρνης και ο Αριαίος θα του παρέχουν αρκετή προστασία, όπως κάναμε κι εμείς όταν ήρθε ο Τισσαφέρνης στο στρατόπεδο μας. Αλλά κάποιοι μεμονωμένοι Πέρσες στρατιώτες μπορεί να κρατούν κακία και ο Τισσαφέρνης δε θα μπορέσει να κάνει τίποτα αν κάποιος παλιάν-θρωπος πεζικάριος είναι αποφασισμένος να εκδικηθεί το θάνατο κάποιου φίλου του, διασπώντας τις γραμμές και διαπερνώντας σε με κάποιο δόρυ. Ο Τισσαφέρνης θα μπορούσε ακόμα και να "διευκολύνει" ένα τέτοιο περιστατικό εκ των προτέρων και να κρατήσει τα χέρια και την υπόληψη του καθαρά. Εσύ κι ο Θέο μπορεί να γίνετε στόχοι εκεί πέρα. Να προσέχετε».
Την επομένη, καθώς η μικρή ομάδα μας προχωρούσε έφιππη προς το περσικό στρατόπεδο, η προειδοποίηση του Πρόξενου παρέμενε ζωηρή μες στο μυαλό μου.
Ο Τισσαφέρνης μάς δέχτηκε σαν πρίγκιπες του βασιλείου. Η υποδοχή ήταν μεγαλοπρεπής: σπάνια κρασιά και πουλιά από κυνήγι, χρυσά λαγήνια και φανάρια και ένα πλήθος από σκλάβους και σκλάβες, αρκετούς για κάθε καλεσμένο, τόσους ώστε και μια γουλιά κρασί να έπινες, μια μπουκιά φαγητό να έτρωγες, σου το αντικαθιστούσε αμέσως κάποιος υπηρέτης που στεκόταν κοντά σου, έτοιμος να εκπληρώσει κάθε σου επιθυμία. Προτού συναντήσω τον Κύρο, δεν είχα καν φανταστεί ότι μπορούσε να ταξιδεύει κανείς μ' αυτό τον τρόπο και πολύ λιγότερο ένας στρατηγός σε εκστρατεία, αλλά ο Τισσαφέρνης ξεπερνούσε σε αυτό ακόμα και τον Κύρο που ήταν πρίγκιπας.
Ο Κλέαρχος δεν άργησε καθόλου ν' αναφέρει την αιτία της ε-
ΚΛΕΑΡΧΟΣ 295
πίσκεψής μας. «Άρχοντα Τισσαφέρνη», είπε απότομα, αφού καθάρισε το λαιμό του και ρεύτηκε ευγενικά αλλά δυνατά. «Σου είμαι ευγνώμων για τη φιλοξενία σου. Για μένα αυτό ξεκαθαρίζει πολλά από τα ερωτήματα που είχα όταν ήρθα εδώ. Δεν αμφισβήτησα ποτέ το λόγο ή την πρόθεση σου να μας οδηγήσεις σώους στην πατρίδα μας. Μας έδωσες τους πιο αξιόπιστους αξιωματικούς και οδηγούς σου και ξέρω ότι κανένας Έλληνας δε θα σκεφτόταν να κάνει κακό ακόμα και στον ταπεινότερο αχθοφόρο του στρατού σου».
Στα λόγια αυτά ο Τισσαφέρνης ανταποκρίθηκε με ένα αργό νεύμα ευχαρίστησης κι ο Κλέαρχος ήπιε μια ακόμα γουλιά κρασί από το κύπελλο του προτού συνεχίσει.
«Μολονότι εσύ κι εγώ είμαστε σίγουροι για την αμοιβαία εμπιστοσύνη μας, τα στρατεύματα μας αντιμετωπίζουν το ένα το άλλο με καχυποψία και φόβο, λες κι είμαστε ακόμα εχθροί. Ξέρω ότι οι άντρες μισούνται συχνά αναίτια, εξαιτίας συκοφαντιών. Γι' αυτό ακριβώς θέλησα να σε συναντήσω αυτοπροσώπως, για να διαλύσουμε αυτές τις εντάσεις προτού ξεσπάσουν σε βίαια επεισόδια».
Γέλασε με ένα απαίσιο χαμόγελο, αν κι από το στόμα του κυλούσαν σαν μέλι ευγενικά λόγια.
«Εσύ προσωπικά δεν έχεις κανένα λόγο να μη μας εμπιστεύεσαι, κυρίως εξαιτίας του όρκου που δώσαμε και ο οποίος είναι ιερός για τους Έλληνες. Αν παρέβαινα τον όρκο μου, πού θα μπορούσα να φύγω και να κρυφτώ; Όχι από τους θεούς, που βλέπουν και γνωρίζουν τα πάντα, και ακόμα λιγότερο από σένα, αφού είμαστε εξαρτημένοι ο ένας απ' τον άλλο. Αν είχαμε σκοπό να σας προσβάλουμε, θα έπρεπε να δώσουμε λόγο γι' αυτό στο βασιλιά σας μέσα στη δική του επικράτεια ή να κάνουμε το ταξίδι της επιστροφής διασχίζοντας χιλιάδες χιλιόμετρα μέσα στην έρημο χωρίς οδηγό».
Ο Κλέαρχος έσκυψε τότε προς τον Τισσαφέρνη και η φωνή του χαμήλωσε αποκτώντας συνωμοτικό τόνο. Ο Τισσαφέρνης, πάντως, δεν έκανε καμιά προσπάθεια ν' ανταποκριθεί, αλλά έμεινε στυλωμένος στο κάθισμα του, ψυχρός, χαμογελώντας αχνά, με τα δάχτυλα τεντωμένα.
296 Η ΚΑΘΟΔΟΣ TON ΜΥΡΙΩΝ
«Κι εσύ, με τη σειρά σου, θα πρέπει να έχεις καταλάβει ότι έχεις συμφέρον να μας διατηρήσεις σώους», είπε ήσυχα ο Κλέαρχος. «Γνωρίζω ότι αντιμετωπίζεις εχθροπραξίες στα ίδια τα εδάφη σου: οι Μυσοί κατέκαψαν μερικά από τα κτήματα σου και οι Πισίδες και οι Αιγύπτιοι σου κάνουν τη ζωή δύσκολη. Δεν υπάρχει έθνος στον κόσμο που να μπορεί ν' αντισταθεί στους παλαίμαχους πολεμιστές μου και θα χαιρόμουν να θέσω στη διάθεση σου τις δυνάμεις μου, αν αυτό μπορούσε να σου προσφέρει κάποια βοήθεια».
Στο σημείο αυτό, έγειρε και πάλι στη θέση του και πρότεινε το ποτήρι του για να του το ξαναγεμίσουν με μια άνετη κίνηση οικειότητας, ταυτόχρονα έκλεισε τα μάτια του με τέτοιο τρόπο που έμοιαζε σχεδόν σαν να μισοκοιμόταν. Δεν κοιτούσε ούτε τον Τισσαφέρνη ούτε τον Ξενοφώντα, αλλά έμοιαζε ικανοποιημένος από τη δήλωση του, χωρίς να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για οποιαδήποτε αντίδραση μπορούσε να έχει ο Τισσαφέρνης.
Ο Τισσαφέρνης τον παρατήρησε στοχαστικά για λίγα δευτερόλεπτα, με μια σχεδόν διασκεδαστική έκφραση, στρίβοντας απαλά την άκρη της γενειάδας του και χαμογελώντας καλοπροαίρετα. Η προσφορά του Κλέαρχου να τον βοηθήσουν οι δυνάμεις μας στις προσωπικές του στρατιωτικές εκστρατείες ήταν εξαιρετική χειρονομία. Όχι μόνο εγγυόταν έτσι την ασφαλή επιστροφή μας στην πατρίδα εκ μέρους του Τισσαφέρνη, αλλά εξασφάλιζε στους στρατιώτες μια επιπρόσθετη εργασία για το εγγύς μέλλον. Ένας άνθρωπος σαν τον Κλέαρχο δεν μπορούσε να θέλει τίποτα περισσότερο και στην καλύτερη περίπτωση θα έδινε την ευκαιρία στους άντρες του να γεμίσουν τα άδεια πουγκιά τους με μερικά πλούσια αιγυπτιακά λάφυρα προτού επιστρέψουν στα σπίτια τους.
Ο Τισσαφέρνης τελικά απάντησε, αν κι αυτή τη φορά έδιωξε το διερμηνέα. Μίλησε με ευχέρεια την ιωνική διάλεκτο, σε γλώσσα επίσημη και προσεγμένη.
«Αγαπητέ Κλέαρχε», είπε παίρνοντας έναν ευγενικό και σχεδόν προστατευτικό τόνο. «Χαίρομαι πραγματικά που ακούω να μας καθησυχάζουν τα λόγια σου για τις καλές σας προθέσεις, αν
ΚΛΕΑΡΧΟΣ 297
κι εγώ προσωπικά δε θα απαιτούσα ποτέ τέτοια εγγύηση εκ μέρους σου. Σίγουρα θα αποβαίνατε ο χειρότερος εχθρός εσάς των ίδιων αν επιχειρούσατε να μας βλάψετε στη διάρκεια του ταξιδιού μας. Από τη μεριά μου τώρα, αν είχαμε αισθανθεί ποτέ την ανάγκη να αθετήσουμε τον όρκο μας και να καταστρέψουμε το στρατό σας, δε θα μας έλειπαν οι ευκαιρίες να το κάνουμε. Κι όμως, δε σας έχουμε δείξει ποτέ καμιά εχθρότητα.
«Μολονότι έχουμε πολλούς τρόπους για να -να τολμήσω να το πω;- τέλος πάντων, να σας καταστρέψουμε, χωρίς να βλάψουμε καθόλου εμάς τους ίδιους, δε θα επιλέγαμε ποτέ να προσβάλουμε θεούς κι ανθρώπους αθετώντας τον ιερό μας όρκο να σας προστατέψουμε και να σας συνοδεύσουμε σώους και ασφαλείς πίσω στην πατρίδα σας. Δεν είμαστε μοχθηροί, Κλέαρχε, ούτε και ανόητοι. Ο Κύρος σάς εμπιστευόταν, θαύμαζε τις ικανότητες σας και επιζητούσε να τις εκμεταλλευτεί όσο καλύτερα μπορούσε, θέτοντας σας επικεφαλής του κατακτητικού στρατού του. Δε βλέπω για ποιο λόγο να μην κάνω κι εγώ το ίδιο. Δεν έχει καμιά σημασία ποιον Πέρση υπηρετείτε, εφόσον σας φέρονται δίκαια και λαβαίνετε το μερτικό της ανταμοιβής σας. Ένας σοφός έλεγε κάποτε πως μόνο ο βασιλιάς μπορεί να φορά κορόνα στο κεφάλι του, αλλά ένας τίμιος μπορεί να φοράει κορόνα στην καρδιά του, κι εγώ έχω την πρόθεση να το κάνω».
Στο σημείο αυτό ο Κλέαρχος φταρνίστηκε, αλλά ύστερα χαμογέλασε μοχθηρά. «Επομένως, Τισσαφέρνη, συμφωνούμε απόλυτα. Χαίρομαι που ακούω να επιβεβαιώνεις τις ειρηνικές σου προθέσεις, αν και ποτέ δεν αμφέβαλα προσωπικά γι' αυτές. Για να αποτρέψουμε, όμως, στο μέλλον να προκληθούν αμφιβολίες μεταξύ των αντρών, δε βλέπω καλύτερο τρόπο από το να τιμωρήσουμε όποιον πιάσουμε να διασπείρει ψεύδη για εμάς ή να υποδαυλίζει τους στρατιώτες και από τις δύο πλευρές. Δε συμφωνείς;»
«Πράγματι», είπε ο πονηρός γέρος Πέρσης, κρατώντας την αναπνοή του σε μια στιγμή δισταγμού. Έμεινε σιωπηλός για ένα λεπτό, σαν να τον είχαν απορροφήσει οι σκέψεις του. «Αν συμφωνούμε σε αυτή τη λύση, Κλέαρχε, τότε ας την επιδιώξουμε δραστήρια και ολόκαρδα, ξεριζώνοντας αυτές τις εστίες έντασης και
298 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
ας τις καταστρέψουμε. Έλα αύριο με τους αρχηγούς και τους αξιωματικούς σου. Θα κάνω το ίδιο κι εγώ, και θα δείξουμε ο ένας στον άλλο αυτούς που ψιθυρίζουν συκοφαντίες στα αφτιά των αντρών μας για να υποκινήσουν την αντίθετη πλευρά σε άσκοπη επίθεση».
Ήταν φυσικά αυτό ακριβώς που είχε επιδιώξει ο Κλέαρχος με την πρόταση του για τιμωρία των συκοφαντών, μια κι ήταν απόλυτα σίγουρος για την υπευθυνότητα των Ελλήνων αξιωματικών του, αλλά είχε αρχίσει να υποπτεύεται τα κίνητρα του Αριαίου και των αντρών του, ειδικά μετά το επεισόδιο στη γέφυρα του Τίγρη, μερικές εβδομάδες πρωτύτερα.
Καθώς βγαίναμε έφιπποι από το περσικό στρατόπεδο εκείνη τη νύχτα, ο Κλέαρχος ήταν σιωπηλός αλλά ευχαριστημένος. Είχε διευθετήσει το ζήτημα της καχυποψίας του Τισσαφέρνη κι επιπλέον είχε εξασφαλίσει τη θέση του στρατού του σε μελλοντικές εκστρατείες με τους Πέρσες. Επιπλέον, προσδοκούσε να εξακριβώσει ανάμεσα στους Πέρσες τους προδότες που είχαν προκαλέσει τόσο μεγάλο πρόβλημα στους Έλληνες κατά τη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων της πορείας, γεμίζοντας τα μυαλά τους με απειλητικές ιδέες και σπαταλώντας την επινοητικότητα τους. Ο Ξενοφώντας δεν είχε πει κουβέντα όλο το βράδυ, αλλά το έκανε τώρα, επιφυλακτικά, διστάζοντας να διακόψει τον Κλέαρχο από τις σκέψεις του.
«Με όλο τον απαιτούμενο σεβασμό, στρατηγέ, δεν ανησυχείτε πως η απόπειρα σας να επισύρετε κατηγορίες μπορεί να ενοχοποιήσει και κάποιους αθώους Έλληνες αξιωματικούς; Θα στοιχημάτιζα ότι όλοι οι συνωμότες σε αυτή τη φάρσα βρίσκονται στην περσική πλευρά, αλλά ο Τισσαφέρνης δε θα ικανοποιηθεί εύκολα αν επισημάνουμε μόνο τους δικούς του για να θανατωθούν και δεν του δοθεί η ίδια ευκαιρία να δει ένα δυο Έλληνες να πεθαίνουν».
Ο Κλέαρχος το σκέφτηκε σιωπηλά για μια στιγμή μισοχαμο-γελώντας.
«Κανένας Έλληνας δε θα πεθάνει γι' αυτό», είπε τελικά, «και θα έμενα κατάπληκτος αν δε συνέβαινε το ίδιο και για οποιον-
ΚΛΕΑΡΧΟΣ 299
δήποτε από τους γαμημένους του Τισσαφέρνη. Δε συμφέρει κανένα στρατό να χάσει αξιωματικούς στη μέση μιας εκστρατείας. Αλλά πρόσεξε: θα κάνουμε τον Αριαίο να κατουρηθεί πάνω του και μετά θα εξακολουθήσουμε να τον χρησιμοποιούμε στο μέλλον όπως ακριβώς μας ήταν χρήσιμος και στο παρελθόν». Γέλασε με ένα κοφτό, στεγνό γέλιο κι ύστερα κοίταξε πιο προσεκτικά τον Ξενοφώντα.
«Φαίνεσαι γνωστός», είπε. «Σκεφτόμουν σίγουρα ότι σε ήξερα προτού ακόμα αρχίσει όλο αυτό το γαμημένο σχέδιο, αλλά δεν είναι δυνατό. Εσύ μόλις που βγήκες από το αβγό σου. Δεν ήσουν βέβαια στη Θράκη, έτσι δεν είναι;»
«Όχι, στρατηγέ. Δεν είχα βγει σχεδόν καθόλου έξω από την Αθήνα από τότε που έγινα έφηβος».
Ο Κλέαρχος σήκωσε τους ώμους κι ύστερα έριξε μια ματιά στο ξίφος του Ξενοφώντα. «Μοιάζει με όπλο Σπαρτιάτη. Έχεις καλύτερο γούστο στα όπλα από το μέσο όρο των Αθηναίων», γρύλισε και τεντώθηκε πάνω από το κενό που υπήρχε ανάμεσα στα άλογα τους για να το βγάλει από το θηκάρι που κρεμόταν στο γοφό του Ξενοφώντα. Επιθεώρησε τη λάμα και το έπιασε σιωπηλά για μια στιγμή ώσπου το βλέμμα του έπεσε στο βαθύ, χοντροκομμένα χαραγμένο ελληνικό γράμμα Κ, το πρώτο γράμμα του ονόματος του, και τα μάτια του γούρλωσαν.
«Πού στην ευχή το βρήκες αυτό!» ξέσπασε κουνώντας τη λάμα επικίνδυνα κάτω από τη μύτη του Ξενοφώντα και ξαφνιάζοντας τα άλογα. «Αυτό ήταν δικό μου! Το αντάλλαξα μ' εκείνο τον γουρουνοκέφαλο Γρύλλο, πριν από είκοσι χρόνια!» Και ξαφνικά μια έκφραση αναγνώρισης άστραψε στο πρόσωπο του και γέλασε διαβολικά.
«Είσαι γιος του Γρύλλου του Αθηναίου;» τον ρώτησε βραχνά σκύβοντας τόσο κοντά, που η σάπια αναπνοή του έκανε τον Ξενοφώντα να νιώσει ναυτία. Ο Κλέαρχος σούφρωσε περιφρονητι-κά τα χείλη όπως είχε κάνει ο Γρύλλος τη μέρα που παρακολουθούσε την προπόνηση στο παγκράτιο. Ο Ξενοφώντας στύλωσε το βλέμμα κατευθείαν μπροστά, φροντίζοντας να συμβαδίζει το βήμα του αλόγου του με αυτό του ζώου του στρατηγού.
300 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
«Μάλιστα κύριε, αυτός είμαι», είπε ήρεμα. «Ο πατέρας μου είναι σπουδαίος άνθρωπος ή τουλάχιστον ήταν, μια και δεν ξέρω αν εξακολουθεί ακόμα να ζει. Αλλά συνέβαλε πολύ στο μεγαλείο της Αθήνας. Είμαι περήφανος που είμαι γιος του Γρύλλου».
«Περήφανος», γέλασε αυτάρεσκα ο Κλέαρχος. «Περήφανος! Και πόσο περήφανη μπορεί να είναι τώρα η Αθήνα, πόσο περήφανος μπορεί να είναι ο πατέρας σου, όταν βλέπει το βλαστάρι του να εκστρατεύει με Σπαρτιάτη διοικητή, αφού πολέμησε για μια περσική οικογενειακή βεντέτα; Δεν ήταν αρκετά διεγερτική για σένα η άθλια, γαϊδουρινή πόλη σας που βρισκόταν υπό σπαρτιατική διοίκηση, ώστε αναγκάστηκες να κάνεις όλο αυτό το ταξίδι για να γίνεις αυθεντικός Σπαρτιάτης;»
«Δεν το ενέκρινε καθόλου. Είμαι σίγουρος ότι αυτό τον πέθανε όταν ανακάλυψε τι έκανα».
«Και ο κόσμος θα πρέπει να ησύχασε χωρίς αυτόν», είπε μέσα από τα δόντια του ο Κλέαρχος. «Αυτός ο άνθρωπος, ο πατέρας σου, μ' εμπόδιζε κάθε φορά που είχα εντολή να διαπραγματευτώ μαζί του, ματαίωνε κάθε συνθήκη που μου ανέθεταν να κλείσω μαζί του. Θα τον είχα γονατίσει κάτω αν μου το επέτρεπαν, και το γνώριζε αυτό. Καθυστέρησε δέκα χρόνια την καριέρα μου».
«Δεν μπορώ να μεμφθώ ή να επαινέσω τη συμπεριφορά του πατέρα μου. Υπηρέτησε την Αθήνα κι αν οι πράξεις του απέβησαν εις βάρος σου, ήταν για το καλό της Αθήνας. Εγώ είμαι άλλος άνθρωπος και παίρνω τις δικές μου αποφάσεις».
«Και αυτή, μικρέ μου Ξενοφώντα, γιε του Γρύλλου, είναι εις βάρος σου. Καταράστηκα πολλές φορές τον πατέρα σου να πάει στον Άδη, γιατί ήταν εχθρός μου. Αλλά τουλάχιστον αυτός ήξερε τι ήταν. Χειρότερο κι απ' το να είσαι Αθηναίος είναι να είσαι προδότης και ένας Αθηναίος προδότης δεν είναι φίλος μου. Χάσου από τα μάτια μου. Θα ξεράσω και μόνο με τη σκέψη ότι θα πολεμάς δίπλα μου».
Ο Ξενοφώντας σπιρούνισε το άλογό του κι έφυγε μπροστά με το πρόσωπο ήρεμο αλλά με τα μάτια του να καίνε από οργή και την ψυχή του να κατακλύζεται από χείμαρρο συναισθημάτων. Εί-
ΚΛΕΑΡΧΟΣ 301
χε τον Γρύλλο που τον τυραννούσε όταν ήταν αγόρι και τον Κλέαρχο που έκανε το ίδιο τώρα που ήταν άντρας· και οι δυο για τον ίδιο λόγο: επειδή ήταν γιος του Γρύλλου.
«Στάσου, Αθηναίε!» φώναξε ο Κλέαρχος, καθώς ο Ξενοφώντας είχε αρχίσει ν' απομακρύνεται. Σπιρούνισε το άλογό του και πλεύρισε τον Ξενοφώντα. «Παρ' το αυτό», είπε και ξανάβαλε το ξίφος στο θηκάρι του. «Για να σου θυμίζει τους καλύτερους σου».
3
ΟΡΓΉ - αυτό ψάλλουν οι Μούσες, αφού από την εποχή του Αχιλλέα δεν είχε νιώσει άλλος άνθρωπος τέτοια οργή σαν αυτή που τυραννούσε τον Ξενοφώντα. Αφού γύρισε έξαλλος από την έξοδο του με τον Κλέαρχο, αρνήθηκε να μιλήσει ακόμα και στον Πρόξενο για ό,τι συνέβη, αλλά προτίμησε να πηγαινοέρχεται οργισμένος μέσα στη σκηνή των αξιωματικών, σηκώνοντας σκόνη κι ανεμίζοντας στο πέρασμα του τους χάρτες και τους πάπυρους του Πρόξενου, ώσπου τελικά ο Πρόξενος τον πέταξε έξω με εντολή να μην ξαναγυρίσει μέχρι να ηρεμήσει. Ο Ξενοφώντας μαινόταν απέξω κι ο θυμός του έμοιαζε με μεγάλο φουσκωμένο σπυρί που αρνιόταν να σπάσει και να καταλαγιάσει, ενώ εγώ είχα κολλήσει πάνω του σαν βδέλλα, που του την έχει βάλει ο γιατρός προσπαθώντας να τον ηρεμήσει.
Τη μισή νύχτα την πέρασε βαδίζοντας στις απόμερες γωνιές του στρατοπέδου, στενοχωρημένος από τις προσβολές που είχε δεχτεί αλλά και τη δική του σιωπή μπροστά στους αισχρούς χαρακτηρισμούς που ξεστόμισε ο Κλέαρχος για τον πατέρα του.
«Τον ίδιο τον πατέρα μου, Θέο! Κι εγώ δεν έκανα τίποτα για να τον υπερασπιστώ, τίποτα για να προκαλέσω τον Κλέαρχο!»
«Θα ήσουν ανόητος, αν επιχειρούσες κάτι», αντέδρασα εγώ. «Ξέρεις το χαρακτήρα του - περίμενε πώς και πώς να χάσεις την ψυχραιμία σου. Θα σε μαχαίρωνε με το ίδιο σου το ξίφος, με την παραμικρή πρόφαση, και θα χαμογελούσε την ώρα που θα το έκανε».
«Παρ' όλα αυτά δεν μπορώ ν' αγνοήσω τα λόγια του. Αν διακυβευόταν μόνο η δική μου τιμή, θα κατάπινα την περηφάνια μου, αλλά πρόκειται για την τιμή του πατέρα μου!»
«Δεν είναι ώρα για προσωπικούς καβγάδες», τον συμβούλευ-
ΚΛΕΑΡΧΟΣ 303
σα. «Κανόνισε τους τσακωμούς σου αργότερα. Ο Κλέαρχος σου ρίχνει το δόλωμα και θα του δώσεις μεγάλη ικανοποίηση αν ενδώσεις. Ο στρατός βρίσκεται σε κίνδυνο και σ' αυτό πρέπει να εστιάσεις την ενεργητικότητα σου. Άφησέ τον να κάνει ανοησίες. Ζήτησε από τους θεούς να σε φωτίσουν να κάνεις το σωστό».
Αυτό φάνηκε να τον ηρεμεί κάπως και κατάφερε να επιστρέψει στη σκηνή του Πρόξενου και να φάει με το ζόρι λίγο κρύο πρόγευμα. Δεν αναφέρθηκε ξανά στο περιστατικό εκείνη τη μέρα, παρά μόνο πληροφόρησε τον Πρόξενο, μάλλον απρόσωπα, ότι δε θα τον συνόδευε το βράδυ στην ειρηνική διάσκεψη στο στρατόπεδο του Τισσαφέρνη. Ο Πρόξενος ανασήκωσε έκπληκτος τα φρύδια του, αλλά δεν είπε τίποτα.
Το ίδιο εκείνο βράδυ, ακριβώς την ώρα που το φως της μέρας έσβηνε, γλίστρησε μες στη σκηνή η Αστερία, ενώ φρόντιζα τα προσωπικά είδη του Ξενοφώντα. Απόρησα που την είδα να στέκεται στην πόρτα, μια και στο παρελθόν καταστρώναμε πάντα προσεκτικά σχέδια για να συναντηθούμε αφού έπεφτε το σκοτάδι, αλλά δεν είχαμε κανονίσει τίποτα εδώ και κάμποσες μέρες. Στην πραγματικότητα η παράλειψή της να με αναζητήσει πρωτύτερα κι ο αναπάντεχος ερχομός της τώρα με το φως της μέρας με εκνεύρισαν. Βγήκα έξω από τη σκηνή και αρπάχτηκα μαζί της για κάποια ασήμαντη παρατήρηση. Έμεινε σιωπηλή για μια στιγμή κι ύστερα στράφηκε να φύγει θλιμμένη. Άπλωσα να πιάσω το χέρι της κι άρχισα να δικαιολογούμαι.
«Θέο», είπε. «Δεν έχει σημασία. Ήρθα μόνο για λίγο. Δεν μπορώ να μείνω, οι φίλες μου με περιμένουν να γυρίσω γρήγορα. Σε παρακαλώ, μην πας απόψε στον Τισσαφέρνη. Ούτε και τον κύ-ριό σου ν' αφήσεις να πάει».
Έριξα μια ματιά μες στη σκηνή, στον Ξενοφώντα που κοίταζε αφηρημένα τον τοίχο. «Δε μου φαίνεται ότι υπάρχει καμιά πιθανότητα να πάει», είπα σαρκαστικά. «Το κτήνος είναι έξω φρενών, προσπαθώντας ν' αποφασίσει αν θα δολοφονήσει στα γρήγορα τον Κλέαρχο ή θα επινοήσει έναν πιο οδυνηρό τρόπο. Δεν υπάρχει θέμα εξάλλου, μια κι απόψε θα γίνει μία ακόμα ειρηνική διάσκεψη σαν όλες τις άλλες που έχουν γίνει».
304 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
Η Αστερία με κοίταξε με τα μάτια ορθάνοιχτα, δείχνοντας να βλέπει βαθιά μες στο μυαλό μου, προτού σηκώσει τους ώμους και μουρμουρίσει ότι θα δανείσει στον Ξενοφώντα έναν από τους πάπυρους της που είχε καταφέρει να διασώσει, για να του φτιάξει το κέφι. Πάντως λίγο πριν κάνει να φύγει για δεύτερη φορά, με ξανακοίταξε, με μάτια που μισόκαιγαν μες στο μεστό σκοτάδι. «Ο Κλέαρχος είναι ένας αφελής τρελός, Θέο», ψιθύρισε βιαστικά. «Δεν αξίζει να στενοχωριέται γι' αυτόν ο Ξενοφώντας. Μόνο ένας ανόητος σαν τον Κλέαρχο θα έπαιρνε τοις μετρητοίς τα λόγια του Τισσαφέρνη».
«Τι εννοείς;» τη ρώτησα προβληματισμένος. «Τα κατάφερε με τον Τισσαφέρνη, όποτε συναντήθηκαν. Τι έχει να φοβηθεί τώρα;»
Κοιτάζοντας γύρω της προσεκτικά, χαμήλωσε τη φωνή της μέχρι που μόλις ακουγόταν. «Θυμήσου ποιοι είστε εσείς και ποιος είναι ο Τισσαφέρνης. Είναι γεμάτος μίσος· δόλιος ακόμα και για τους Πέρσες. Τον ξέρω, Θέο, τον ξέρω όπως τον... όπως τον πατέρα μου. Μην περάσεις τον κλάδο ελιάς που προτείνει για ειρηνική χειρονομία. Το ίδιο ξύλο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να ανάψεις μια νεκρική πυρά. Σε παρακαλώ... πες το στον Ξενοφώντα».
Διέγραψα ανυπόμονα τα λόγια της σαν συναισθηματικές ανοησίες μιας υπερβολικά αναστατωμένης γυναίκας κι εκείνη χάθηκε μες στο σκοτάδι. Έτσι κι αλλιώς εγώ θα περνούσα ένα ήσυχο βράδυ με τον Ξενοφώντα εδώ στη σκηνή μας και ήμουν ανακουφισμένος που δε θα ξαναπήγαινα στο περσικό στρατόπεδο.
Ο Κλέαρχος πήρε τον Πρόξενο και τέσσερις ακόμα στρατηγούς μαζί του στο στρατόπεδο του Τισσαφέρνη, καθώς και είκοσι ακόμα αξιωματικούς και καμιά διακοσαριά άντρες για να προμηθευτούν εφόδια από την αγορά που θα είχε στηθεί στο στρατόπεδο εκείνο το βράδυ. Ο Χειρίσοφος ήταν ο μόνος ανώτερος αξιωματικός που έμεινε πίσω, επειδή είχε καθυστερήσει να επιστρέψει από μια περιοδεία σε κάποια απομακρυσμένα χωριά σε αναζήτηση φτηνότερων προμηθειών. Ορισμένοι από τους στρατιώτες διαμαρτυρήθηκαν ότι κανείς από τους αξιωματικούς, συμπεριλαμβανομένου και του Κλέαρχου, δεν μπορούσε να είναι
ΚΛΕΑΡΧΟΣ 305
ασφαλής στο στρατόπεδο του Τισσαφέρνη, αλλά εκείνος το γύρισε στο αστείο, λέγοντας ότι τέτοιοι φόβοι ήταν απλώς ένα δείγμα του πόσο καλά είχαν κάνει τη δουλειά τους οι συνωμότες μέσα στο στράτευμα. Ο Πρόξενος άφησε απρόθυμα τον Ξενοφώντα και του είπε ότι θα συζητούσε μαζί του όταν θα επέστρεφε το βράδυ. Ο Ξενοφώντας ήταν τόσο βαθιά απορροφημένος στον εαυτό του, ώστε δεν πήρε σχεδόν είδηση τον αποχαιρετισμό του ξαδέρφου του.
Αποσύρθηκε νωρίς τη νύχτα και, εξαντλημένος από την ακατάσχετη φλυαρία του της προηγουμένης νύχτας, έπεσε γρήγορα σε βαθύ ύπνο. Όπως μου εξιστορούσε αργότερα, η πρώτη του ανάμνηση από εκείνο το βράδυ ήταν η φωνή μου που τον καλούσε σαν να ερχόταν από πολύ μακριά - μια αχνή φωνή που τον αναζητούσε, πιέζοντας τον να εγκαταλείψει το βολικό καταφύγιο των ονείρων. Τον είδα που έκανε συνειδητή προσπάθεια ν' αποδιώξει τα λόγια μου, αλλά μίλησα δυνατότερα, πιο επίμονα, λες και ήμουν κυνηγός που είχα πλησιάσει πολύ κοντά κάποιο ελάφι στο δάσος, στριμώχνοντας το υπομονετικά εκεί από όπου δεν μπορούσε να ξεφύγει. Τον σκούντησα απαλά να ξυπνήσει, φωνάζοντας τον με ολοένα μεγαλύτερη επιμονή.
«Ξενοφώντα... Κάτι τρομερό συνέβη. Πρέπει να ξυπνήσεις! Ξενοφώντα!»
Ανακάθισε, έτοιμος να καταρρεύσει, πασχίζοντας να εστιάσει στο πρόσωπό μου για να πιάσει το νόημα όσων του έλεγα σε σύγχυση.
«Έλα γρήγορα! Ο Νίκαρχος γύρισε από το περσικό στρατόπεδο μόνος. Ο Πρόξενος και οι άλλοι αξιωματικοί βρίσκονται ακόμα εκεί. Κάτι δεν πάει καλά».
Βγήκε παραπατώντας έξω καθώς του έδειχνα το μέρος που ο Νίκαρχος ο αβγοπαραγωγός, ένας από τους κατώτερους αξιωματικούς που είχαν συνοδεύσει τον Κλέαρχο στο στρατόπεδο του Τισσαφέρνη, βρισκόταν καθισμένος στο έδαφος με πρόσωπο τεφρό, περιτριγυρισμένος από ένα όλο και μεγαλύτερο σώμα αντρών που φώναζαν και ένα αφρισμένο και μουσκεμένο στο αίμα άλογο που έξυνε με την οπλή του το χώμα εκεί κοντά, αφύλακτο.
306 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
Όταν πλησιάσαμε τον Νίκαρχο, είδα ότι ένας λεκές από σκού-ρο αίμα απλωνόταν μαυριδερός στην άμμο από κάτω του. Κοίταξε τον Ξενοφώντα με ένα κράμα τρόμου και ανείπωτης θλίψης και όταν άπλωσε τα χέρια του απομακρύνοντας τα από τα πλευρά του με μια χειρονομία εγκαρτέρησης και ματαιοπονίας, ο Ξενοφώντας φαρμακώθηκε σχεδόν και η θολούρα του μυαλού του εξαφανίστηκε αυτοστιγμεί. Η κοιλιά του άντρα ήταν ανοιγμένη από τον αφαλό μέχρι του βουβώνες και αυτό που κρατούσε ήρεμα στα χέρια του ήταν ένα γυαλιστερό, κιτρινοκόκκινο κουβάρι από τα ίδια του τα έντερα που είχαν χυθεί έξω από την κοιλιά του. Ο Νίκαρχος προσπαθούσε απεγνωσμένα να τα συγκρατήσει, αλλά γυαλιστερές, λεπτές κουλούρες εξακολουθούσαν να ξεφεύγουν μέσα από τα δάχτυλα του και να γλιστρούν μες στη βρομιά.
Ο Ξενοφώντας φώναζε έξαλλος να πάει κάποιος να φέρει το χειρουργό του στρατοπέδου, αλλά με την αιμορραγία και τη φθορά των χυμένων σπλάχνων του ήταν ξεκάθαρο ότι δεν απέμεναν παρά λίγα λεπτά ζωής στον πιστό Νίκαρχο. Άπλωσα βιαστικά ένα μανδύα στο έδαφος από κάτω του και τον βοήθησα να καθίσει σε μια πιο αναπαυτική, σχεδόν εμβρυακή στάση, που δε θα τον ζόριζε τόσο πολύ στο σημείο που πρέπει να είχε ένα εξαιρετικά οδυνηρό τραύμα. Δε χωρούσε στο μυαλό μου πώς μπόρεσε ν' αντέξει τόσο πολύ.
«Νίκαρχε, μα τους ουράνιους θεούς, μίλα! Τι συνέβη; Πού είναι ο Κλέαρχος και οι άλλοι αξιωματικοί;»
Μέχρι τότε η είδηση για την άφιξη του Νίκαρχου είχε διαδοθεί στις γειτονικές σκηνές και ένα όλο και αυξανόμενο πλήθος άρχισε να μας πιέζει, φωνάζοντας και χειρονομώντας.
«Ξενοφώντα... πάνε, χάθηκαν! Μα τους θεούς, χάθηκαν, όλοι τους!» Ο Νίκαρχος πάσχιζε να μείνει συγκεντρωμένος, να κρατήσει το βλέμμα του και τις αισθήσεις του. «Εμείς... Όταν φτάσαμε στο στρατόπεδο του Τισσαφέρνη, ο Κλέαρχος και οι αρχηγοί πήγαν στην κεντρική σκηνή, ενώ εμείς οι υπόλοιποι μείναμε απέξω, μιλώντας με κάποιους Πέρσες αξιωματικούς που μας όρισαν για συνοδούς».
ΚΛΕΑΡΧΟΣ 307
Τον έπνιξε το αίμα που ανέβαινε στο λαρύγγι του, ξεχειλίζοντας μαυριδερό από τις άκρες του στόματος του, και κοντανάσανε.
«Δόθηκε σήμα από μέσα και τότε όλοι οι Πέρσες έβγαλαν ξίφη και μας κατέκοψαν. Εγώ... εγώ κατάφερα να σωριαστώ πάνω σ' ένα άλογο και να γυρίσω εδώ, αλλά οι άλλοι...» Ο δύστυχος Νίκαρχος μέχρι τότε έκλαιγε βουβά κι η φωνή του γινόταν όλο και αχνότερη. «Έπρεπε να έχω μείνει μαζί τους! Ίσως να μπορούσα να τους βοηθήσω...»
Έσφιξα το χέρι του ετοιμοθάνατου άντρα και τον διαβεβαίωσα ότι, χωρίς τη γενναία επιστροφή του, το στρατόπεδο μας δε θα είχε καταφέρει να τεθεί σε επιφυλακή και πιθανόν να είχε πια-. στεί στον ύπνο. Όσο οδυνηρή κι αν ήταν η κατάσταση του Νίκαρχου, δεν είχαμε καθόλου διαθέσιμο χρόνο. Ο Ξενοφώντας παραπατούσε συγκλονισμένος απ' όσα είδε και άκουσε. Φώναξε αμέσως στους συγκεντρωμένους άντρες.
«Μαχητικές βάσεις! Όλοι να ενταχθείτε σε μαχητικές βάσεις! Σχηματίστε ένα τετράγωνο γύρω από τις σκευοφόρους και τις άμαξες, οι βαριά οπλισμένοι μπροστά και στη μέση οι πολίτες που ακολουθούν το στρατό. Οι χειριστές των μηχανών! Ανάψτε δαυλούς και βάλτε τις βοιωτικές μηχανές μπροστά!» Τοποθέτησε όσους τοξότες και ιπποτοξότες ήταν διαθέσιμοι στην είσοδο του στρατοπέδου, ως αρχική προειδοποίηση, κι ύστερα τον βοήθησα να δέσει το θώρακα και το κράνος του, προτού σκαρφαλώσει στο πρόχειρο παρατηρητήριο του στρατοπέδου για να δει τι συνέβαινε στο περσικό στρατόπεδο. Δεν του είχε καν περάσει από το μυαλό ότι δεν είχε το βαθμό για να διατάξει ένα στρατό δέκα χιλιάδων αντρών να πάρει θέση μάχης, αλλά δεν είδε κανένα άλλο ανώτερο αξιωματικό να είναι διαθέσιμος, και οι άντρες, μέσα στη σύγχυση τους λόγω των γεγονότων, αναζητούσαν απεγνωσμένα κάποιον ν' αναλάβει την ευθύνη και να τους αναθέσει τα καθήκοντα που θα τους κρατούσαν απασχολημένους.
Μακριά προς τη μεριά του περσικού στρατοπέδου είχαν ανάψει εκατοντάδες πυρσοί και φωτιές. Απ' όσο μπορούσα να δω, καμιά εχθρική δύναμη δεν προέλαυνε, αλλά μεγάλος αριθμός ιππέων κάλπαζε τριγύρω σε τυχαίους σχηματισμούς και κατά πε-
308 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
ριόδους ο αέρας μετέφερε αχνά φωνές, πανηγυρικές κραυγές και ουρλιαχτά αγωνίας. Είδα ότι το μεγαλύτερο μέρος της δράσης φαινόταν να επικεντρώνεται κοντά στον ποταμό, εκεί που θα στηνόταν η νυχτερινή αγορά, και φοβήθηκα τα χειρότερα για τους διακόσιους στρατιώτες που είχαν πάει στο περσικό στρατόπεδο για να προμηθευτούν εφόδια για το στρατό.
Οι Έλληνες παρέμειναν στα πόστα τους, φοβούμενοι επικείμενη επίθεση η οποία, στην πραγματικότητα, δεν υλοποιήθηκε. Αυτό που έφτασε ήταν ένα σώμα τριακοσίων ιππέων που ξεπήδησαν από το χάος και τη φωτιά του περσικού στρατοπέδου και κάλπασαν προς το μέρος μας, οπλισμένοι βαριά και σε θέση μάχης. Ο Ξενοφώντας πλησίασε με αγέρωχο βήμα στο πόστο των φρουρών, στην μπροστινή είσοδο του στρατοπέδου, και σήκωσε σημαία ανακωχής για να τους σταματήσει και ν' ανακαλύψει τις προθέσεις τους.
Καθώς πλησίασε η ίλη του ιππικού, είδα ότι επικεφαλής ήταν ο Αριαίος, ο Αρτάοζος και ο Μιθριδάτης, οι στενότεροι φίλοι του Κύρου ανάμεσα στα συμμαχικά στρατεύματα. Ο διερμηνέας του Ξενοφώντα, που είχε καταφθάσει ξέπνοος πίσω από μένα, διέκρινε επίσης και τον αδερφό του Τισσαφέρνη, που κρατούσε κρυμμένο το πρόσωπο του κάτω από το γείσο του κράνους του, πίσω από τον Αριαίο, αλλά που έδειχνε να έχει επικοινωνία και με αυτόν αλλά και με τους δυο άλλους αξιωματικούς. Το απόσπασμα σταμάτησε τα άλογα του μπροστά στον Ξενοφώντα, κοίταξαν προς τα κάτω περιφρονητικά κι ύστερα ζήτησαν έναν αρχηγό στον οποίο θα παρέδιδαν το μήνυμα του βασιλιά.
Ο Ξενοφώντας ατένισε με περιφρόνηση τον Αριαίο που είχε προφανώς τόσο άπιστα προδώσει τους Έλληνες συντρόφους του κι ύστερα έστειλε το διερμηνέα στο στρατόπεδο να βρει κάποιους αρχηγούς που θα είχαν ξεμείνει πίσω μετά την αναχώρηση του Κλέαρχου. Επέστρεφε λίγα λεπτά αργότερα τρέχοντας μαζί με τον Κλεάνορα και τον Σοφαίνετο που ήταν απασχολημένοι με την παράταξη των μηχανών και των στρατιωτών και δεν είχαν δει τον ερχομό των ιππέων. Ήταν οι μόνοι εναπομείναντες αρχηγοί στο στρατόπεδο.
ΚΛΕΑΡΧΟΣ 309
«Έλληνες, σκυλιά εσείς!» φώναξε ο Αριαίος. Ανατρίχιασα. «Ο Κλέαρχος αθέτησε τον όρκο και την ανακωχή και γι' αυτό έχει δίκαια τιμωρηθεί τώρα με θάνατο! Αλλά ο Πρόξενος και ο Μένω-νας ανέφεραν υπάκουα την παρασπονδία και τη συνωμοσία του και ακόμα και τώρα τους αποδίδονται τιμές από το βασιλιά! Ο βασιλιάς απαιτεί, και οι Πρόξενος και ο Μένωνας υποστηρίζουν το αίτημα του, ν' αφήσετε αμέσως τα όπλα σας και να παραδώσετε το στρατόπεδο. Όλα όσα έχετε είναι δικά του, ισχυρίζεται ο βασιλιάς, γιατί ανήκαν στον Κύρο που ήταν αδερφός του βασιλιά και δούλος».
Ακούγοντας αυτά οι Έλληνες ούρλιαξαν έξαλλοι από οργή, οι φρουροί χτυπούσαν τις ασπίδες με τα δόρατα τους κι έλουζαν με βρισιές τους βαριά οπλισμένους Πέρσες. Η κατάσταση μπορούσε να εκτραπεί περισσότερο. Τελικά ο Κλεάνορας σήκωσε την ασπίδα του και ούρλιαξε να σωπάσουν, μια και ήταν ο μόνος παρών ανώτερος αξιωματικός:
«Εσύ είσαι, Αριαίε, άθλιο σπέρμα Πέρση δούλου! Πώς τολμάς κι έρχεσαι εδώ με τους σκατάδες κωλογλείφτες σου, στους Έλληνες που έσωσαν το τομάρι σου στα Κούναξα, και ζητάς να υποκύψουμε στη δολιότητά σου; Δεν ντρέπεσαι καθόλου να εμφανίζεσαι μπροστά σε πραγματικούς άντρες; Δε φοβάσαι τους θεούς, αφού αθέτησες μια επίσημη υπόσχεση κι αφού μας πρόδωσες στον πιθηκομούρη Τισσαφέρνη και τον αδερφό του τον ευνούχο; Δολοφόνησες τον άντρα εκείνο με τον οποίο είχες ορκιστεί συμμαχία και πήγες με το μέρος των εχθρών μας! Είθε να βρεις οικτρό και καταραμένο θάνατο από τα χέρια αυτών που πρόδωσες!»
Ο Αριαίος χαμογέλασε ισχνά στις απειλές του Κλεάνορα και είδα τον αδερφό του Τισσαφέρνη να του ψιθυρίζει κάτι από πίσω, με τα μάτια φλογισμένα από λύσσα που έκοβε σαν ξυράφι. Ο Ξενοφώντας σήκωσε τα χέρια για να ησυχάσουν και πήρε το λόγο σε μια προσπάθεια να αποτρέψει το επικείμενο ξέσπασμα. «Ο Κλέαρχος, λοιπόν, τιμωρήθηκε. Αν αθέτησε το λόγο του, τότε του άξιζε η τιμωρία. Αλλά τι συμβαίνει με τον Πρόξενο και τον Μένωνα, Αριαίε; Είναι στρατηγοί μας. Αν είναι στ' αλήθεια σώοι
310 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
και ασφαλείς, στείλ' τους εδώ. Είναι φίλοι και με τις δυο πλευρές· αυτοί είναι που θα διαπραγματευτούν την παράδοση των Ελλήνων στις δυνάμεις σας».
Οι Πέρσες το συζήτησαν μεταξύ τους στη βαρβαρική τους διάλεκτο, τόσο χαμηλόφωνα, που ο διερμηνέας μας δεν μπόρεσε να καταλάβει τι εννοούσαν. Ύστερα έφυγαν χωρίς να πουν κουβέντα.
Ο Ξενοφώντας κοίταζε με μάτια θολά το δέμα που πέταξε στη σκηνή μας το επόμενο απόγευμα ένας μοναχικός Πέρσης ιππέας, ο οποίος έκανε στα γρήγορα μεταβολή και γύρισε καλπάζοντας στο στρατόπεδο του. Πληροφοριοδότες των Ελλήνων από το περσικό στρατόπεδο μας είχαν αναφέρει το πρωί ότι, αντί να τιμηθούν από το βασιλιά ο Πρόξενος και ο Μένωνας, στην πραγματικότητα τους έδεσαν χειροπόδαρα, τους έσυραν από τα πόδια πίσω από άλογα μέχρι τη σκηνή του βασιλιά και τους έγδαραν ζωντανούς, μιλάμε βέβαια για όσο δέρμα είχε απομείνει ακόμα πάνω στα κορμιά τους, κι ύστερα τους αποκεφάλισαν. Οι διακόσιοι στρατιώτες που προμηθεύονταν εφόδια στην αγορά είχαν έναν κάπως πιο γρήγορο θάνατο, αφού κατασφάχτηκαν σχεδόν αμέσως, έπειτα από ένα σινιάλο, από οπλισμένους Πέρσες στρατιώτες που είχαν καταλάβει τους πάγκους της αγοράς.
Μισότρελος από θλίψη, τριγυρισμένος από μπερδεμένους και τρομοκρατημένους άντρες, κι ενώ αναρωτιόταν τι άλλο θα μας έβρισκε στη συνέχεια, ο Ξενοφώντας μού ζήτησε ν' ανοίξω το δέμα. Με τρόμο ανακαλύψαμε ότι περιείχε το κεφάλι του Κλέαρχου, με τις μακριές πλεξίδες να το πλαισιώνουν και εμφανή τα σημάδια άγριου ξυλοδαρμού πριν από το θάνατο του. Αφού έμεινε μια μέρα μέσα στη ζέστη και την υγρασία, καλυμμένο μόνο με ένα λεπτό περιτύλιγμα από πάπυρο, το κεφάλι είχε ήδη παραμορφωθεί άσχημα. Οι κόρες του ματιού είχαν ζαρώσει, τα χείλη είχαν μπλαβίσει και το δέρμα είχε φουσκώσει. Το μόνιμα ερεθισμένο σημάδι στον κρόταφο του, που τόσο είχε τρομοκρατήσει τους άντρες του, ήταν τώρα κάτασπρο πάνω στο στεγνό από αί-
ΚΛΕΑΡΧΟΣ 311
μα δέρμα. Μύγες το τριγύριζαν νωθρά, περιμένοντας να τις αφήσω να κάνουν τη δουλειά τους. Ένιωσα ανείπωτη μοναξιά και θλίψη. Οι συρακούσιοι ύμνοι των παιδικών μου χρόνων, που δε με είχαν βασανίσει εδώ και κάμποσο καιρό, ανάβλυζαν τώρα από μέσα μου. Με απειλούσαν και με πίεζαν και μόνο ύστερα από μεγάλη προσπάθεια κατάφερα να τους παραμερίσω, να τους παραχώσω σε μια γωνιά του μυαλού μου και να συγκεντρωθώ στο τρομερό έργο που με περίμενε.
Αφού διασφαλίσαμε το στρατόπεδο το προηγούμενο βράδυ, η πρώτη μας δουλειά ήταν ν' αφήσουμε ν' αναπαυτούν οι ψυχές των δολοφονημένων - πράγμα δύσκολο, μια και δεν είχαμε καν τη δυνατότητα να τοποθετήσουμε στο στόμα τους το συνηθισμένο οβολό για να πληρώσουν το βαρκάρη Χάροντα ή να αλείψουμε με λάδι τα σώματά τους για την ταφή. Οι Πέρσες κρατούσαν τα πτώματά τους και αναμφίβολα διέπρατταν ωμότητες πάνω τους, όπως είχαν κάνει και στο πτώμα του Κλέαρχου. Κάναμε μια βιαστική τελετή, αυτοσχεδιάζοντας εγκώμια και θυσιάζοντας προς τιμήν τους έναν πολύτιμο ταύρο, κι ύστερα θάψαμε ένα και μοναδικό ομοίωμα μέσα σε έναν τάφο, που αντιπροσώπευε όλους τους άντρες που είχαν πεθάνει εκείνο το βράδυ.
Ήταν πολύ περίεργο, αλ\ά, παρά τη θλίψη μου για το θάνατο του Πρόξενου, ένιωσα τις σκέψεις μου να γυρίζουν ξανά και ξανά στον Κλέαρχο και στην τρομερή απώλεια που είχαμε βιώσει λόγω της δόλιας δολοφονίας του. Δεν τον είχα αγαπήσει. Ήταν ανίκανος να δώσει αγάπη και θα την αντιμετώπιζε σαν τη χειρότερη αδυναμία αν τη δεχόταν -στην πραγματικότητα τον μισούσα για την υπεροψία, την οξυθυμία, την πλήρη ανικανότητα του να συμβιβαστεί και να δεχτεί οποιαδήποτε άλλη φιλοσοφία εκτός από το «δίκαιο του ισχυρότερου»-, αλλά τον είχα λατρέψει κατά κάποιο τρόπο, όπως κάποιος λατρεύει ένα σκληρό θεό, όπως ένα μικρό παιδί κάνει με έναν υπερβολικά αυστηρό πατέρα. Είχα πιστέψει ότι ήταν πραγματικά αθάνατος και άφθαρτος κι ήμουν ανίκανος να αποδεχτώ την εικόνα του Κλέαρχου με το μπλαβι-σμένο, αποσυντεθειμένο κεφάλι του να είναι πεσμένο σαν κομμένο λάχανο μέσα σε ένα σακούλι, στα χώματα.
312 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
Σε οποιαδήποτε άλλη χώρα εκτός από τη Σπάρτη θα είχε στεφθεί βασιλιάς και θα είχε μείνει στην ιστορία ως ένας από τους σπουδαιότερους και πιο σκληρούς. Αλλά ήταν από τη Σπάρτη, τη μόνη χώρα στον κόσμο όπου υπάρχουν πάρα πολλοί τέτοιοι άντρες, και ήταν ο Κλέαρχος, ο μόνος άντρας στον κόσμο πιο Σπαρτιάτης κι απ' τους Σπαρτιάτες, κι επομένως ήταν γραφτό του, ίσως, να έχει έναν τραγικότερο θάνατο από αυτόν της Σπάρτης. Αντί για εγκώμιο ενός τέτοιου άντρα, τον Κλέαρχο, περισσότερο ίσως από οποιαδήποτε προσωπικότητα που εμφανίζεται σε αυτή τη διστακτική καταγραφή, αξίζει να τον θυμόμαστε για τις ικανότητες του και να τον συγχωρήσουμε για τα ελαττώματα του, ακόμα και με καθυστέρηση πενήντα χρόνων. Το σώμα του πέθανε, αλλά προσευχόμουν, για χάρη της δικής μας επιβίωσης, να παραμείνει για λίγο ακόμα μαζί μας το πνεύμα του και να εγκατασταθεί σ' έναν άντρα άξιο να το φέρει.
ΒΙΒΛΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΠΕΤΡΕΣ
...που μέσα σε υπόγεια σκοτεινά ψιθύριζαν την ώρα του ύπνου στους θνητούς τα κοντινά κι απόμακρα μελλούμενα.
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ*
* Ευριπίδης, Ιφιγένεια η εν Ταύροις, στίχ. 1262-1264, μετάφραση: Τάσος Ρούσσος εκδ. «Κάκτος», Αθήνα, 1992. (Σ.τ.Ε.)
1
Ο ΥΠΝΟΣ ΜΑΣ ΗΤΑΝ ΑΝΗΣΥΧΟΣ. Ο καθένας με τα δικά του όνειρα, γιατί τα όνειρα, σαν τις Μούσες ή τους ανθρώπους, έχουν μια υπερφυσική ομοιότητα μεταξύ τους, αλλά ποτέ δεν είναι πραγματικά όμοια. Το να πεις «ονειρεύτηκα έναν άνθρωπο» είναι εξίσου ασαφές με το να πεις «ένιωσα τον ήλιο». Η πρώτη δήλωση δε λέει τίποτα χρήσιμο για τον άνθρωπο, ούτε κι η δεύτερη λέει, αν ο ήλιος ήταν ο ζωοποιός πλανήτης που συντηρεί την ύπαρξη μας ή η άγρια, δολοφονική φωτιά που τσουρουφλίζει το λαρύγγι μας και υπονομεύει τη δύναμη μας αν επιχειρήσουμε να την αψηφήσουμε. Το όνειρο ανήκει μόνο σ' αυτόν που το βλέπει και κανείς άλλος δεν μπορεί να ξέρει το νόημα του αν δε γνωρίζει τους φόβους και τις βλέψεις αυτού που το ονειρεύεται. Περνάμε από τον ονειροπόλο στο όνειρο, από τον άνθρωπο στις Μούσες, ζητώντας να εναρμονίσουμε τα δύο μισά και να τα κάνουμε ένα, αν και τα όνειρα, από την ίδια τους τη φύση, σπάνια είναι σταθερά· ούτε βέβαια είναι και οι άνθρωποι.
Ορισμένοι αποκαλούν τα όνειρα στοχασμούς και υπολογισμούς του ασυνείδητου, καθώς η ψυχή αποκτά έλεγχο πάνω στη διάνοια, απαλλαγμένη από τον πόνο και τις ηδονιστικές επάρσεις του θνητού σώματος. Άλλοι ισχυρίζονται ότι τα όνειρα είναι άμεσα μηνύματα από τους θεούς που μπορούν να γίνουν αποδεκτά μόνο όταν σώμα και νους βρίσκονται σε ύπνωση και είναι ευάλωτα. Ο άνθρωπος παίρνει τη ζωή του στα χέρια του κάθε νύχτα ενώ κοιμάται, την ώρα που βυθίζεται άοπλος και γυμνός μέσα σε ένα ποτάμι-χείμαρρο που αλλάζει την προοπτική αντίληψη, όπου ακόμα και ο χτύπος της καρδιάς ή ο ρυθμός της αναπνοής του δε θ' αρκούσαν για να τον στηρίξουν αν ήταν σε κατά-
316 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
σταση αφύπνισης και όπου ορισμένες φορές οι νεκροί τολμούν, διακυνδινεύοντας την ύπαρξη του, να τον παρασύρουν να ξεπεράσει τα όρια του ή τον πιέζουν να επιστρέψει στη βασανιστική και εγκόσμια κατάσταση του. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ύπνος, ο ευ-λογημένος αυτός θεός, είναι δίδυμος εκ γενετής με τον Άδη, το φτερωτό θεό του Θανάτου, με τον οποίο συνεργάζεται στενά.
Είναι παράξενο το ότι δίνουμε τόσο λίγη σημασία στον ύπνο, φτάνουμε ακόμα και να τον καταριόμαστε, επειδή μειώνει το χρήσιμο διαθέσιμο χρόνο μας. Ίσως ν' απαιτείται ορισμένη ταπεινοφροσύνη για να εκτιμήσουμε ένα τέτοιο δώρο, μια ταπείνωση που δεν είναι έμφυτη στη διάθεση των περισσότερων ανθρώπων. Στον ύπνο, ελάχιστα διαφέρουν μεταξύ τους ο φιλόσοφος από τον προδότη, ένας βασιλιάς μετά δυσκολίας διακρίνεται από το ζητιάνο έξω από την πόρτα του. Μόνο οι θεοί, που βλέπουν από τι είναι καμωμένα τα όνειρα, μπορούν να διακρίνουν τη διαφορά, αν βέβαια ενδιαφέρονται.
Και ποιος ξέρει; Στο βαθμό που οι θεότητες είναι τόσο απασχολημένες με τους ασήμαντους καβγάδες τους για τις καθημερινές ζωές των θνητών, στο βαθμό που ο άνθρωπος πραγματικά ελέγχει το πεπρωμένο του, το πνεύμα του ανθρώπου, ειδικά το πνεύμα κατά τη διάρκεια του ύπνου, ελευθερωμένο από σωματικές αδυναμίες, είναι ο θεός του και το όνειρο είναι η πράξη και το επακόλουθο συλλογισμού ανεμπόδιστου από υλικές έγνοιες. Είτε είναι σταλμένο από τους θεούς, απέξω, είτε έχει δημιουργηθεί εσωτερικά από το ίδιο το θεϊκό πνεύμα του ανθρώπου, το όνειρο είναι τρομακτικό όταν το δέχεσαι και τις εντολές του δεν πρέπει να τις παίρνεις επιπόλαια.
Πιο τρομακτικό, ίσως, είναι να σου σταλεί ένα όνειρο που όμοιό του δεν είχες δει για χρόνια - από την παιδική σου ηλικία, ίσως, τότε που τα όρια ανάμεσα στον υλικό και τον πνευματικό κόσμο είναι λιγότερο συμπαγή και τα όνειρα και η ανάμνηση τους πιο εύκολη-, να σου σταλεί ένα τέτοιο όνειρο και να μην ξέρεις ποια είναι η εντολή του. Γιατί ένα τέτοιο όνειρο δέχτηκε ο Ξενοφώντας μέσα στον ανήσυχο ύπνο του τη νύχτα μετά το θάνατο του Κλέαρχου, καθώς σωριάστηκε στο πλάι μου μπροστά στη φωτιά.
ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΠΕΤΡΕΣ 317
Θα πίστευε κανείς πως ένα τόσο θαυμαστό και εναργές όνειρο θα ήταν εξίσου ξεκάθαρο και στο νόημα του, αλλά μέχρι σήμερα δεν μπορώ να καταλήξω αν ήταν ένας κακός οιωνός ή ένα σημάδι ελπίδας ότι οι θεοί παρακολουθούσαν και θα μας οδηγούσαν.
«Είδα ότι στεκόμουν έξω από το πατρικό μου σπίτι», μου είπε, «το οποίο δε βρισκόταν στην Ερχιά ή την Αθήνα, αλλά σ' ένα απέραντο τοπίο χωρίς ίχνος δέντρου, μοναχικό, ένα τοπίο καλυμμένο από ασφόδελους.
»Ένας τεράστιος σχηματισμός από άσπρα στρογγυλά σύννεφα είχε συγκεντρωθεί», συνέχισε, «που εκ πρώτης όψεως φαινόταν ότι θα μπορούσαν να φέρουν καταιγίδα, αλλά δεν είχαν την απειλητική βαριά γκριζάδα της βροχής και της θύελλας. Τα σύννεφα είχαν το πιο λαμπρό και αστραφτερό λευκό και ο ζεστός ήλιος έπεφτε λαμπερός πάνω μου, ζεσταίνοντας το κρανίο, τους πονεμένους ώμους και την πλάτη μου με τα καταπραϋντικά του δάχτυλα, και ένιωσα παντού γύρω ειρήνη και ηρεμία. Κοιτάζοντας προς τα πάνω είδα το γαλήνιο πρόσωπο του Δία στην κορυφή της δέσμης των κεραυνών. Μια τεράστια, μεγαλοπρεπής παρουσία, που δέσποζε σε όλο τον υπερουράνιο θόλο κι έριχνε το βλέμμα του πάνω μου χαμογελώντας καλοσυνάτα· αισθάνθηκα να κατακλύζομαι από την αγάπη και την αποδοχή του και από ατελείωτη γαλήνη.
»Ενώ όμως στεκόμουν ακίνητος στην πεδιάδα, παρατηρώντας με δέος το θεό, είδα το τεράστιο πρόσωπο του να ραγίζει ξαφνικά κάνοντας κάτι σαν μορφασμό, ένα αδιαμόρφωτο γέλιο, από ένα στόμα γεμάτο χαλασμένα δόντια κι ένα ερεθισμένο σημάδι στον κρόταφο. Μαύρες σπαρτιάτικες πλεξίδες ξεφύτρωναν από το πίσω μέρος του κεφαλιού του λες και φυσούσε δυνατός άνεμος και καθώς παρατηρούσα ένα αστροπελέκι εκτοξεύτηκε από τα θεϊκά μάτια, πέφτοντας στη γη με ουρλιαχτό και σφύριγμα σαν αυτό που κάνουν εκατό φονικές βολίδες όταν ρίχνονται από εχθρικούς εκτο-ξευτήρες και σε μια εκτυφλωτική έκρηξη χτύπησαν το πατρικό μου και το ισοπέδωσαν μεμιάς, κατακαίγονιας τα πάντα γύρω μου».
Αρκετή ώρα μετά τα μάτια του εξακολουθούσαν να είναι διάπλατα ανοιχτά κι αφού κατέβασε μια μεγάλη γουλιά από το φλασκί με το κρασί του για να ηρεμήσει το νεύρα του, συνδαύλισε τη
318 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
φωτιά και τυλίχτηκε σε ένα μανδύα για ν' αντιμετωπίσει την υγρασία της προχωρημένης νύχτας. Επανέλαβα το όνειρο του σιωπηλά από μέσα μου, ψάχνοντας να βρω απάντηση στο τι θα μπορούσε να σημαίνει. Από τη μια έμοιαζε με καλό σημάδι, ότι, παρ' όλους τους κινδύνους που είχαμε περάσει, εξακολουθούσαμε να περιβαλλόμαστε από το φως και την καλοσύνη των θεών και ο Δίας μάς παρακολουθούσε από ψηλά. Αλλά το όνειρο ενέπνεε και φόβο, επειδή ο Ξενοφώντας ήταν σίγουρος ότι είχε σταλεί από τον ίδιο τον Δία και προμηνούσε την καταστροφή και την ερήμωση που θα προέκυπτε από οποιαδήποτε προσπάθεια κάναμε να εγκαταλείψουμε αυτό το μέρος.
Μια ώρα έσπαζα το κεφάλι μου μαζί του μ' αυτό το γρίφο, αλλά δεν είμαι μάντης για να ξεδιαλύνω τη σημασία των ονείρων και διαθέτω ελάχιστη φαντασία ή επιδεξιότητα κι ακόμα λιγότερη υπομονή. Η σκέψη, πάντως, που ερχόταν συνέχεια στο μυαλό μου, όλο και πιο πιεστικά, ελάχιστη σχέση είχε με το μαγεμένο, αναίσθητο νου του Ξενοφώντα εκείνη τη νύχτα, ενώ συνδεόταν άμεσα με την απτή, χειροπιαστή πραγματικότητα της κατάστασης που αντιμετωπίζαμε. Κατάλαβα ότι είχα αρχίσει να αηδιάζω με την έλλειψη πειθαρχίας τόσο τη δική μου όσο και των άλλων Ελλήνων, καθώς η νύχτα προχωρούσε και δεν κάναμε τίποτα για να προφυλαχτούμε από μια εχθρική επίθεση που ήταν σίγουρο ότι θα εξαπολυόταν με το πρώτο φως της μέρας. Οι στρατιώτες ήταν διασκορπισμένοι όπου τύχει σε όλο το στρατόπεδο και τα γειτονικά χωράφια, εκεί που έτυχε να σωριαστούν από την κούραση και την απόγνωση, πολλοί περιμένοντας απλά να πεθάνουν στον ύπνο τους κάτω από τις κοφτερές οπλές των έφιππων Περσών που θα ορμούσαν καλπάζοντας μέσα στο στρατόπεδο μας για ν' αποτελειώσουν την καταστροφή που είχαν αρχίσει. Αν πέφταμε στα χέρια του βασιλιά, ήταν σίγουρο ότι θα πεθαίναμε, αφού θα είχαμε υποστεί τρομερά βασανιστήρια και αγριότητες. Δεν είχε τάχα κόψει ο βασιλιάς το κεφάλι του ίδιου του αδερφού του και το είχε καρφώσει σε ένα παλούκι που το είχε τοποθετήσει μπροστά από τη σκηνή του; Και ο Τισσαφέρνης δεν είχε γδάρει ζωντανούς αυτούς τους Έλληνες με τους οποίους είχε προσποιηθεί φιλία λίγα
ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΠΕΤΡΕΣ 319
λεπτά πριν; Κανείς δεν ήταν προετοιμασμένος γι' αυτό το ενδεχόμενο. Και στην πραγματικότητα ελάχιστοι αξιωματικοί είχαν απομείνει στο στρατόπεδο για να δώσουν εντολές στους άντρες, και αυτοί που είχαν επιζήσει ήταν το ίδιο ακινητοποιημένοι από το φόβο και τη θλίψη όσο και ο κατώτερος υπασπιστής. Εξέφρασα τις σκέψεις μου για όλα αυτά στον Ξενοφώντα.
Ανήμπορος να ξανακοιμηθεί σηκώθηκε κι άρχισε να τριγυρίζει κάτω από το φεγγαρόφωτο, στο τεράστιο, χαοτικό στρατόπεδο, περπατώντας αθόρυβα και καλώντας τους ομαδάρχες του Πρόξενου να συγκεντρωθούν, πολλοί από τους οποίους αναπαύονταν μόνο για μικρά χρονικά διαστήματα. Ξεπρόβαλλαν βρόμικοι και καταλασπωμένοι από τους σποραδικούς θάμνους και τα χαντάκια, όπου τους έβρισκε συνοδευόμενους μερικές φορές από πολίτες με νυσταγμένα μάτια, αν και οι περισσότεροι ήταν μόνοι τους, έχοντας χάσει ή εγκαταλείψει την επαφή τους με τους στρατιώτες για τους οποίους ήταν υπεύθυνοι. Έδειχναν ευγνώμονες επειδή είχαν κάποιο λόγο για να σηκωθούν και ν' αρχίσουν να δραστηριοποιούνται, ακόμα και κατ' εντολή κάποιου που δεν είχε καμιά εξουσία πάνω τους. Όταν τελικά κατάφερε να συγκεντρώσει και να συμμαζέψει καμιά εικοσαριά αναμαλλιασμένους άντρες που βρίσκονταν σε διάφορα στάδια θλίψης και διάλυσης, τους μίλησε ήσυχα πάνω από τη ζωηρή φωτιά που είχα ανάψει.
«Μου είναι αδύνατο να κοιμηθώ απόψε και είμαι σίγουρος ότι το ίδιο συμβαίνει και μ' εσάς, μια και σκέφτομαι τις δυνάμεις του βασιλιά. Από τότε που τους νικήσαμε στα Κούναξα, καθυστερούν να μας επιτεθούν, εκτός κι αν διακρίνουν κάποιο σημάδι αδυναμίας. Τους αφήσαμε να μας απομακρύνουν από το μαλακό τους υπογάστριο, τη Βαβυλώνα -στα Κούναξα απείχαμε μόλις ογδόντα χιλιόμετρα- και τώρα βρισκόμαστε στη μέση της ερήμου, στη χώρα των Μήδων, και μας έχουν σκοτώσει τους αρχηγούς μας. Αυτό είναι το αδύναμο σημείο που περιμένουν. Θα μας παρακολουθούν από μακριά όταν ξημερώσει με κατάσκοπους και ανιχνευτές, για να δουν αν ο φόνος των αρχηγών μας επέφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα και αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή για να μας καταστρέψουν μια για πάντα.
320 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
»Ο Τισσαφέρνης παραβίασε έναν επίσημο όρκο που μας έ-δωσε ενώπιον των θεών. Κι όμως, γύρω μας υπάρχει μια αχανής χώρα, με ανεξάντλητους πόρους, με κοπάδια προβάτων και βοοειδών και αμύθητες ποσότητες λαφύρων. Αυτά αξίζει να τα κερδίσει όποια παράταξη έχει τους καλυτέρους άντρες και όποια υποστηρίζουν οι θεοί. Σωματικά είμαστε καλύτερα εκπαιδευμένοι από εκείνους για να αντέχουμε τις κακουχίες και ψυχικά είμαστε πιο ανθεκτικοί. Το πιο σημαντικό: εμείς είμαστε ελεύθεροι, ενώ οι Πέρσες στρατιώτες είναι δούλοι. Αυτό τον αγώνα θα τον κρίνουν οι θεοί- ποιον πιστεύετε ότι θα ευνοήσουν, τους ψεύτες Πέρσες ή εμάς;
«Προτείνω να μην περιμένουμε άλλο. Ο εχθρός θα έρθει με την αυγή. Αν ηγηθείτε εσείς, να υπολογίζετε ότι θα σας ακολουθήσω χωρίς αντιρρήσεις, αλλιώς, αν μου δώσετε εντολή να ηγηθώ εγώ, θα το κάνω με σοβαρότητα και δε θα υπάρχει κανένα ελαφρυντικό εξαιτίας της νεότητας ή της απειρίας μου».
Όση ώρα τον άκουγαν οι αξιωματικοί παρέμεναν σιωπηλοί, κοιτάζοντας με ανέκφραστα μάτια τη φωτιά που τριζοβολούσε. Όταν, όμως, ο Ξενοφώντας τελείωσε το σύντομο λόγο του, αλλη-λοκοιτάχτηκαν για αρκετό διάστημα, πιο ζωηροί τώρα. Τα λόγια του είχαν διώξει από πάνω τους κάθε ίχνος υπνηλίας ή θλίψης. Τελικά, ο Ιερώνυμος ο Ηλείος, ο αρχαιότερος ομαδάρχης του Πρόξενου, ένας γκριζομάλλης και ρωμαλέος βετεράνος με τριάντα χρόνια εμπειρίας στις εκστρατείες, που τον εκτιμούσαν απεριόριστα και οι άντρες αλλά και οι στρατηγοί, σηκώθηκε αργά και προχώρησε προς τη φωτιά.
«Ωραία μίλησες, νεαρέ Ξενοφώντα», είπε κοιτάζοντας τον εξεταστικά στα μάτια. «Το πρόσωπο σου μοιάζει παιδικό, αλλά απόψε είπες λόγια που κανείς άλλος δεν είχε το θάρρος να ξεστομίσει. Εγώ πρώτος θα σταθώ πίσω σου αν ηγηθείς εσύ».
Κι ορισμένοι άλλοι σηκώθηκαν επίσης και στάθηκαν δίπλα στον Ιερώνυμο και τότε ένας ένας, άλλοι με αδημονία, άλλοι μάλλον πιο απρόθυμα, συμφώνησαν τελικά όλοι με αυτή την πρόταση, εκλέγοντας εν λευκώ τον Ξενοφώντα ως εκπρόσωπο των στρατιωτών του Πρόξενου.
ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΠΕΤΡΕΣ 321
Ο Ξενοφώντας, ανέκφραστος, ευχαρίστησε τους άντρες για την εμπιστοσύνη που του έδειξαν κι ύστερα ξαναγύρισε και πάλι στο προκείμενο θέμα.
«Δεν έχουμε πολύ χρόνο για να ετοιμαστούμε. Διασκορπιστείτε και τρέξτε σε όλο το στρατόπεδο για να βρείτε όλους τους επιζήσαντες αξιωματικούς και ιλάρχους. Συνάντηση εδώ σε μία ώρα και με τη βοήθεια των θεών θ' αποφασίσουμε για την τύχη μας».
Αυτό και κάναμε, ενώ ο Ξενοφώντας αποσύρθηκε μόνος στη σκοτεινιά της σκηνής του. Καθώς τριγύριζα στο στρατόπεδο, το άκουγα ν' αφυπνίζεται παρά την προχωρημένη ώρα. Άντρες έβγαιναν άτακτα, αναμαλλιασμένοι και αγουροξυπνημένοι, από τα χωράφια και τους τομείς των πολιτών που ακολουθούσαν το στρατό, όπου είχαν καταλύσει μέσα στην απελπισία τους και την έλλειψη πειθαρχίας. Ψιθυριστές συσκέψεις γίνονταν γύρω μου και άκουσα να προφέρουν στα σκοτεινά το όνομα του Ξενοφώντα, καθώς οι άντρες έδειχναν ο ένας στον άλλο το μέρος που έκαιγε η φωτιά και που έμελλε να συναντηθούμε έπειτα από λίγο.
Επιστρέφοντας στον Ξενοφώντα μία ώρα αργότερα, έσκυψα για να περάσω μέσα από το φύλλο της χαμηλής εισόδου της σκηνής. Τον βρήκα να κάθεται σταυροπόδι, ακουμπώντας στην τεντωμένη λινάτσα που χρησίμευε για τοίχος, με τα μάτια κλειστά, μουρμουρίζοντας απαλά μέσα από τα δόντια του σαν γυμνός Ινδιάνος μάντης σε έκσταση. Η τρεμάμενη φλόγα της μικρής λάμπας λαδιού που ήταν ακουμπισμένη κατάχαμα μπροστά του έριχνε ένα μικρό φωτεινό κύκλο γύρω από το σώμα του, αντιφεγγίζοντας την απαστράπτουσα γυαλάδα από τους κόμπους του ιδρώτα στο λαιμό και το πρόσωπο του. Καμιά κίνηση του σώματος του δεν έδειξε έστω και ελάχιστα ότι με είχε ακούσει να μπαίνω.
«Ξενοφώντα...» είπα με κάποια επιφύλαξη, από φόβο ότι ξαφνικά είχε ανεβάσει πυρετό. «Ξενοφώντα! Οι άντρες έχουν συγκεντρωθεί και σε περιμένουν. Ξέρεις τι θα τους πεις;»
Έμεινε σιωπηλός και αργά, με έναν αναστεναγμό που έμοιαζε να πηγάζει βαθιά μέσα από το στέρνο του, άνοιξε τα μάτια και με κοίταξε χωρίς να τ' ανοιγοκλείσει μέσα στο αμυδρό φως.
«Όχι. Τώρα προσεύχομαι».
322 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
Έκανα μια παύση έκπληκτος και στύλωσα τα μάτια μου στα δικά του για αρκετή ώρα.
«Μόνος; Χωρίς θυσία ή σπονδή;» Όιαν προσεύχεται κανείς για κάτι τόσο πολύτιμο όσο η επιβίωση, θα έπρεπε τουλάχιστον να μπει στον κόπο να προμηθευτεί ένα κατσικάκι, να ζητήσει τη συνδρομή κάποιου ιερέα κι ύστερα να εκτελέσει μια καθωσπρέπει θυσία μπροστά στους άντρες.
Ο Ξενοφώντας κούνησε το κεφάλι του. «Δεν υπάρχει χρόνος για τέτοια. Οι θεοί είδαν μέσα στην ψυχή μου στους Δελφούς και βλέπουν μέσα της και τώρα. Ξέρουν καλά ότι η θυσία που κάνω ξεπερνάει κάποιο κατσίκι πάνω σ' ένα βωμό. Και δεν προσεύχομαι βέβαια για την επιβίωση».
«Τότε σίγουρα θα προσεύχεσαι να κρατηθεί μακριά μας το χέρι του εχθρού...»
«Ούτε αυτό. Όλοι μας θα πεθάνουμε, σε πέντε ώρες ή σε πενήντα χρόνια, και, μα την αλήθεια, δεν το θεωρώ πρέπον να ικετεύω τους θεούς να παρατείνουν τον καθορισμένο μου χρόνο. Η ψυχή μου είναι βαρυφορτωμένη, Θέο. Αισθάνομαι ότι ανέλαβα ένα καθήκον πολύ βαρύ. Απλά προσεύχομαι να μου δώσουν τη δύναμη οι θεοί να ζήσω το διάστημα που μου απομένει όσο πιο έντιμα μπορώ». Με κοίταξε κι άνοιξε τα χείλη του λες κι ήθελε να πει περισσότερα, αλλά μετά σώπασε. Του έδειξα με το κεφάλι ότι οι άντρες τον περίμεναν απέξω. Μου έγνεψε κι αυτός με το κεφάλι και σηκώθηκε κι ύστερα βγήκαμε και οι δύο απ' τη σκηνή και προχωρήσαμε προς το φως.
Όταν φτάσαμε στο σημείο της συνάντησης, είδα μια τεράστια δυνατή φωτιά να καίει, με πελώρια φλόγα που σκόρπιζε φως στα είκοσι μέτρα προς όλες τις κατευθύνσεις, φωτίζοντας τα αδημο-νούντα και σε εγρήγορση πρόσωπα εκατό αντρών, τους περισσότερους από τους οποίους είχα δει ή είχα συναλλαγές μαζί τους στη διάρκεια της πορείας μας εδώ και καιρό, αλλά δεν ήξερα τα ονόματα τους. Είχε διαδοθεί η φήμη σε όλο το στρατόπεδο ότι θα γινόταν μια συνάντηση για ν' αποφασιστεί η τύχη του στρατού και ορισμένοι από άλλες ομάδες, από περιέργεια και φόβο, είχαν συγκεντρωθεί πίσω από τον κύκλο των νεότερων αξιωματικών,
ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΠΕΤΡΕΣ 323
γύρω από την πυρά του στρατοπέδου, περιμένοντας ν' ακούσουν τι θα συνέβαινε και να τα μεταδώσουν στους συντρόφους τους. Η φωτιά τριζοβολούσε και σπίθιζε και όταν ολόκληροι οι κορμοί που είχαν στοιβαχτεί στην κορυφή πήραν σιγά σιγά να καίγονται, η φλόγα άρχισε να μουγκρίζει, σαν ποτάμι ή σαν τη θάλασσα που βροντάει με πάταγο, στέλνοντας γλώσσες φωτιάς και σπίθες να γλείφουν τα ουράνια και να ενώνονται με τα αστέρια - ένας τεράστιος φωτεινός φάρος φεγγοβόλησε περιφρονητικά προς τους εχθρούς, αποκαλύπτοντας τη θέση μας και προκαλώντας τους ξεκάθαρα να επιτεθούν, γνέφοντας με τη ζεστασιά της, αλλά ταυτόχρονα αποτρέποντας και απειλώντας με το άγριο, επίμονο μουγκρητό της. Οι άντρες κοίταζαν σαν υπνωτισμένοι στο κατάφω-το κέντρο της και τα πρόσωπα τους, όπως και του Ξενοφώντα, γυάλιζαν από τον ιδρώτα, ορισμένοι από αυτούς μάλιστα μουρμούριζαν. Αναρωτήθηκα αν οι άντρες, χάνοντας την ελπίδα τους, είχαν χάσει μαζί και τα λογικά τους και αν ο Ξενοφώντας, φέρνοντας τους εδώ, τους οδηγούσε στην τρέλα.
Ο Ιερώνυμος πλησίασε τη φωτιά, με τις τρεμουλιαστές σκιές να υπερτονίζουν τις ήδη βαθιές χαρακιές στο δέρμα του ανεμο-δαρμένου, ζαρωμένου του προσώπου, και μίλησε λακωνικά με την τραχιά φωνή του:
«Αξιωματικοί του ελληνικού στρατού, συγκεντρωθήκαμε απόψε εδώ για να βρούμε μια κοινή στρατηγική. Ένας ανάμεσα μας, ο Ξενοφώντας, πήρε την πρωτοβουλία και τον καλώ να μιλήσει όπως έκανε και στους αξιωματικούς του Πρόξενου πρωτύτερα απόψε».
Ο Ξενοφώντας σηκώθηκε και κάλυψε τα ίδια θέματα όπως και προηγουμένως, αν και πιο αργά και πιο εκτεταμένα. Προτού όμως κλείσει το λόγο του, κοίταξα πέρα από το κοντινό φως της φωτιάς και κατάπληκτος αντίκρισα όχι μόνο τους εκατό αξιωματικούς και τις σκόρπιες συντροφιές των αντρών που είχαν την περιέργεια να δουν τι συζήτηση γινόταν γύρω από τη μεγάλη φωτιά, αλλά μάλλον, από ό,τι φαινόταν, όλο το στρατόπεδο, δέκα χιλιάδες πεντακόσιους άντρες, καθώς υπήρχαν και πολλοί από το μπουλούκι που ακολουθούσε το στρατό και είχαν συγκεντρωθεί
324 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
εκατοντάδες μέτρα γύρω από τον τόπο της συγκέντρωσης, πολύ πιο πέρα από εκεί που έφτανε το φως της φωτιάς. Στρατιώτες που στέκονταν παραταγμένοι δίπλα σε στρατιώτες, πλύστρες που ανέβαιναν με τη σειρά η μία στους ώμους της άλλης για να δουν πάνω από τα κεφάλια των μπροστινών, έμποροι που είχαν απλωθεί άτακτα σ' όλη την περιοχή και δεν μπορούσαν ακόμα ν' αποφασίσουν αν θα ταύτιζαν την τύχη τους με αυτή των συντρόφων, τους Ελλήνων ή θα επαφίονταν στο έλεος των Περσών - το τεράστιο πλήθος παρ' όλα αυτά ήταν σιωπηλό. Όλα τα μάτια ήταν καρφωμένα πάνω στον Ξενοφώντα, περιμένοντας τα λόγια που θα έκριναν αν επρόκειτο να παραδοθούν στον εχθρό για σκλαβιά και θάνατο ή αν είχαν λόγο να ελπίζουν ότι θα μπορούσαν να επιστρέψουν στην πατρίδα. Κι ο Ξενοφώντας είπε κλείνοντας την επίκληση του προς τους αξιωματικούς:
«Έχουμε μια ευκαιρία μπροστά μας. Δέκα χιλιάδες στρατιώτες έχουν στραμμένα τα μάτια τους πάνω σας. Δυο μέρες τώρα είναι αποθαρρυμένοι, χωρίς καν την επιθυμία να ζήσουν. Κι όμως, να που τώρα βρίσκονται εδώ, συγκεντρώνοντας τη λίγη ελπίδα που τους έχει ακόμα απομείνει. Αν δουν ότι εσείς είστε αποθαρρυμένοι και φοβισμένοι, θα δειλιάσουν. Αν τους αφήσετε ν' αναρωτιούνται για το τι θα τους συμβεί και πιστέψουν ότι είναι αβοήθητοι, θα μείνουν αδρανείς. Αν όμως σας δουν να εξουσιάζετε την τύχη σας, έτοιμοι ν' αντιμετωπίσετε τον εχθρό, και τους ζητήσετε να σας βοηθήσουν στο έργο αυτό, να είστε σίγουροι ότι θα σας ακολουθήσουν και θα σας μιμηθούν και θα το κάνουν ευχαρίστως. Στο στρατό εσείς είστε οι προνομιούχοι. Δε μεταφέρετε αποσκευές, παίρνετε υψηλότερο μισθό, διευθύνετε τις μάχες πίσω από τις γραμμές του μετώπου. Δίκαιο, λοιπόν, είναι να επωμιστείτε ένα επιπλέον καθήκον τώρα.
«Γνωρίζουμε ότι ο Τισσαφέρνης μάς άρπαξε ό,τι μπορούσε μέχρι τώρα. Πιστεύει ότι είμαστε τσακισμένοι και σχεδιάζει να μας καταστρέψει και ν' απαλλάξει οριστικά τη χώρα από εμάς. Δεν είναι, όμως, παρά ένας βάρβαρος! Πρέπει ν' αντιστρέψουμε την κατάσταση και να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να του αντισταθούμε. Έχουμε το ισχυρότερο όπλο - δέκα χιλιάδες δυνατούς
ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΠΕΤΡΕΣ 325
άντρες, εκπαιδευμένους να μάχονται με συνοχή. Και ξέρετε καλά πως τη νίκη στον πόλεμο δεν τη φέρνει η αριθμητική δύναμη, αλλά μάλλον το ψυχικό σθένος και η θέληση. Όποιος στρατός είναι πιο αποφασισμένος, αυτός είναι που θα υπερισχύσει. Μάθετε το καλά αυτό κι εφαρμόστε το. Φανείτε άντρες! Και να είστε βέβαιοι ότι οι άλλοι θα σας ακολουθήσουν».
Ο αναστεναγμός ανακούφισης και επιδοκιμασίας από τους εκατό άντρες γύρω από τη φωτιά ήταν έκδηλος. Ο ενθουσιασμός απλώθηκε προς τα πίσω, πέρα από το φως της πυράς, κατά κύματα, με επιταχυνόμενη ορμή καθώς παρασυρόταν, και γύριζε πίσω με αυξημένη δύναμη, σαν κύματα ωκεανού που αποτραβιούνται από την ακτή και προστίθενται στην τρομερή δύναμη των νέων κυμάτων. Οι άντρες άρχισαν να μιλούν μεταξύ τους, πρώτα σιγανά και μετά με αυξανόμενη ένταση, ώσπου μια φωνή ξεκομμένη άρχισε να λέει ρυθμικά «Ξε-νο-φώ-ντας! Ξε-νο-φώ-ντας!», για να ενωθούν αυτόματα μαζί της καμιά δεκαριά άλλες, ύστερα εκατό, ώσπου όλος ο στρατός όρθιος, και ακτινοβολώντας από την εκτυφλωτική φωτιά, φώναζε ουρλιάζοντας το όνομα του. Στεκόμουν καθηλωμένος και θορυβημένος από την παρόρμηση που είχε δημιουργηθεί λίγες μόλις ώρες πριν ως αποτέλεσμα ενός ανησυχητικού ονείρου, βλέποντας για δεύτερη φορά εκείνη τη νύχτα την καθαρτική και ταυτόχρονα καταστροφική δύναμη της φωτιάς πάνω στις τύχες των αντρών, ακολούθησα, όμως, τη συμβουλή του Ξενοφώντα κι έκανα το πρόσωπο μου ν' αναδεικνύει μια έκφραση σιγουριάς, πιάνοντας την κουβέντα χαμογελαστά με ορισμένους από τους άντρες του Πρόξενου, ενώ οι ζητωκραυγές κυριολεκτικά μας έλουζαν.
«Πιστεύεις, αλήθεια, ότι μπορούμε να το πετύχουμε αυτό;» Η Αστερία σήκωσε τα μάτια της και με κοίταξε συλλογισμένη, ενώ καθόμαστε σε μια μεγάλη πέτρα, παρακολουθώντας τη μεγάλη φωτιά να σβήνει ως τα κάρβουνα και τους τελευταίους στρατιώτες και πολίτες που ακολουθούσαν το στράτευμα να τυλίγονται στις κουβέρτες τους, κουβεντιάζοντας για τις βραδινές εξελίξεις.
326 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
Σήκωσα τους ώμους. «Τι σε κάνει να μην το πιστεύεις; Είδε έ-να όνειρο, ένα έντονο όνειρο, και πιστεύει ότι είναι εντεταλμένος από τους θεούς».
«Εντεταλμένος από τους θεούς; Θέο, οι άνθρωποι αυτοί είναι όχλος! Για το μπουλούκι, τουλάχιστον, που ακολουθεί το στρατό, ο Κλέαρχος ήταν απλώς ένα όνομα - δε γνώριζαν τίποτα για το ιστορικό του, τις ικανότητες, τα προσόντα του. Τον ακολουθούσαν απλώς επειδή αυτοαποκαλούνταν αρχηγός του στρατού. Δεν πρέπει να θεωρείς δεδομένο ότι θα δείξουν μεγαλύτερη υπακοή στο πρόσωπο του Ξενοφώντα απ' όση έδειχναν σ' αυτόν. Αν ο γελωτοποιός του Κύρου σηκωνόταν πάνω και αυτοαναγορευοταν στρατηγός, θα τον επευφημούσαν κι αυτόν το ίδιο δυνατά».
Η αναφορά στο όνομα του Κύρου μ' έκανε να μορφάσω. «Αστερία, τον Ξενοφώντα δεν τον επευφήμησε μόνο το μπο-
λούκι που ακολουθεί το στρατό -τα ίδια τα ελληνικά στρατεύματα ήταν αυτά που τον υποστήριξαν απόψε».
Με κοίταξε αποθαρρυμένη. «Αν αυτό σε παρηγορεί, τότε είσαι κι εσύ όσο κι εκείνοι μέρος αυτού του όχλου».
Τα λόγια της μ' εκνεύρισαν το κατάλαβε όμως κι ακούμπησε ελαφρά το χέρι της στο μπράτσο μου.
«Θέο, είσαι απελεύθερος, όχι σκλάβος, κι ακόμα κι αν ήσουν δεμένος μαζί του, αυτές είναι περίεργες συνθήκες, όπου οι διακρίσεις μεταξύ δούλου και κυρίου δεν ισχύουν πάντα. Δεν έχεις καμιά ανάγκη να συνταυτίζεσαι με την οχλοκρατία. Είσαι μορφωμένος, δυνατός, ικανός να σκέφτεσαι - γιατί να υφίστασαι τα περιστασιακά καπρίτσια των τυραννίσκων Σπαρτιατών του Κλέαρχου;»
Της έριξα ένα περιφρονητικό βλέμμα. «Απορρίπτω την άποψή σου. Είναι ανώφελο ακόμα και να κάνεις τέτοιες σκέψεις. Τι πρέπει να κάνω - να σηκωθώ πάνω και να διαχωρίσω τη θέση μου και να διακηρύξω δημόσια ότι τα διαπιστευτήρια του Ξενοφώντα για το αξίωμα του στρατηγού δεν είναι τόσο εντυπωσιακά όσο περίμενα, απειλώντας ν' αποσύρω την υποστήριξη μου; Ευχαριστώ, αλλά θα το διακινδυνεύσω μαζί με τον όχλο».
Η Αστερία σούφρωσε τα χείλη της σφιχτά και κοίταξε το έδαφος σιωπηλή, τρίβοντας ασυναίσθητα τα δάχτυλα των χεριών
ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΠΕΤΡΕΣ 327
της που είχαν σκληρύνει από την πολύωρη μεταφορά νερού με νε-ροκολοκύθες και κουβάδες κρεμασμένους από λεπτά δερμάτινα λουριά.
«Δεν εννοούσα αυτό και το ξέρεις», μουρμούρισε απαλά. «Μερικές φορές νομίζω ότι σκόπιμα ενεργείς απερίσκεπτα».
«Με κολακεύεις», της απάντησα ξερά, «αφού θεωρείς ότι πρόκειται μόνο για ενέργεια».
«Θέο, δε χρειάζεται να γίνει έτσι. Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να ζούμε μες στη βρομιά, να φοβόμαστε καθημερινά για τη ζωή μας και ν' αναρωτιόμαστε πού θα βρούμε το επόμενο γεύμα μας».
«Τι θέλεις να πεις;» «Έχω... δικούς μου εδώ γύρω. Θα μας καλοδεχτούν, για όλη
μας τη ζωή. Δε θα οφείλεις τίποτα σε κανέναν, θα σε τιμήσουν δεόντως κι εγώ θα μπορούσα...»
Οι λέξεις άρχισαν να μπερδεύονται η μία με την άλλη από τη συγκίνηση της, τα χέρια της να κουνιούνται ακατάπαυστα στην προσπάθεια της να συγκροτήσει το χειμαρρώδη λόγο της. Την έπιασα από τους ώμους δυνατά και τη γύρισα ακριβώς κατάφατσά μου, αναγκάζοντας τη να με κοιτάξει στα μάτια.
«Εννοείς να λιποτακτήσουμε; Ο θάνατος τόσων Ελλήνων, ο θάνατος του Κύρου δεν έχουν λοιπόν καμιά σημασία για σένα, αφού φτάνεις να λες κάτι τέτοιο; Ν' αυτομολήσουμε στον εχθρό;»
Έγλειψε τα χείλη της και μέτρησε προσεκτικά τα λόγια της προτού απαντήσει.
«θέο, βλέπεις τα πάντα είτε μαύρα είτε άσπρα. Δεν είναι όλοι οι Πέρσες εχθροί σου, ούτε όλοι οι Έλληνες φίλοι σου. Ακόμα κι ο ίδιος άνθρωπος μπορεί να είναι ταυτόχρονα και τα δύο, να μην έχει αμιγές πνεύμα και πρόθεση, μπορεί μερικές φορές να ενεργεί σαν να είναι δύο διαφορετικά άτομα. Ο Κύρος ήταν Πέρσης, παρ' όλα αυτά πολέμησες γι' αυτόν. Κι ο πατέρας μου είναι Πέρσης, παρ' όλα αυτά... εγώ βρίσκομαι εδώ. Ανατράφηκα ανάμεσα σε Πέρσες. Ο Αρταξέρξης μου φερόταν πάντα με καλοσύνη, σαν αγαπημένη του ανιψιά, και θα σε δεχόταν κι εσένα σαν... σαν ανιψιό του».
«Κι ο πατέρας σου, Αστερία; Φοβόσουν ότι θα με αντιμετώπιζε σαν προδότη της τιμής του».
328 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
«Το έχω σκεφτεί κι αυτό. Θα μπορούσαμε να πάρουμε κάποια μέτρα προτού φύγουμε που θα του μαλάκωναν την καρδιά... αν ήθελες...»
Κοίταξα έντονα τα ικετευτικά της μάτια και χάθηκα μέσα τους για μια στιγμή, καθώς συλλογιζόμουν ακαθόριστα την παράξενη πρόταση της. Όταν όμως ξαναβρήκα τον εαυτό μου, κούνησα το κεφάλι μου, αμφιβάλλοντας αν θα μπορούσα ποτέ να δεχτώ μια τέτοια ιδέα.
«Δε χωρά καμία συζήτηση. Ξέρω ότι έχεις καλές προθέσεις, αλλά δε θα μπορούσα ποτέ να εγκαταλείψω τους Έλληνες, ούτε να προδώσω ποτέ τον Ξενοφώντα».
Δάγκωσε τα χείλη της και στύλωσε τα μάτια στο έδαφος με σιωπηλή απογοήτευση.
«Δε θα σου το αναφέρω ξανά, Θέο». Της έγνεψα σιωπηλά, ενώ ένα κύμα ευγνωμοσύνης και ανα
κούφισης με πλημμύρισε. Μια ανησυχητική ιδέα όμως πέρασε ξαφνικά από το μυαλό μου.
«Αστερία... στα Κούναξα, όταν σ έσυραν έξω από τη σκηνή του Κύρου, γιατί ο Τισσαφέρνης σκότωσε αντί για σένα τον ίδιο το σωματοφύλακά του;»
Με κοίταξε ήρεμα και κατέβασε απαλά από τους ώμους της τα βαριά μου χέρια.
«Είναι αυτό που σου έλεγα προηγουμένως: δεν είναι όλοι οι Πέρσες εχθροί σου, Θέο...»
Εξακολούθησα να την κοιτάζω σιωπηλός, περιμένοντας ν' αποτελειώσει τη φράση της.
«Ούτε όλοι οι Έλληνες είναι φίλοι σου».
2
ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΠΡΩΙ ξημέρωσε ψυχρό και κρύο, με ένα δυνατό ψι-λόβροχο που διέψευδε ότι βρισκόμαστε σε μια απέραντη, έρημη πεδιάδα. Τα σύννεφα κρέμονταν χαμηλά πάνω από τα κεφάλια μας και η κατάξερη γη είχε προ πολλού απορροφήσει όποια ελάχιστη υγρασία μπορούσε να συγκρατήσει και τώρα αρνιόταν να δεχτεί άλλη. Το νερό απλώς κυλούσε στην επιφάνεια, σαν σε ρηχή, λασπωμένη λίμνη, αντανακλώντας τη δυστυχία μας και απορρίπτοντας κάθε θλιβερή μας απόπειρα να βρούμε ένα στεγνό μέρος για να καθίσουμε, να σταθούμε ή ν' ανάψουμε φωτιά.
Οι άντρες ήταν κουρασμένοι και ανήσυχοι και δεν υπήρχε τίποτα να φάμε για πρωινό. Οι στρατιώτες στριφογύριζαν άσκοπα, εκτελώντας τα καθήκοντα τους έτσι, χωρίς ειρμό, νιώθοντας πάλι εκείνη την απόγνωση που τους βάραινε μετά τη σφαγή του Κλέαρχου και των άλλων αξιωματικών. Ψηλά στην κορυφογραμμή βρισκόταν παραταγμένο ακριβώς απέναντι μας ένα σώμα εχθρικού ιππικού που όλο και μεγάλωνε, με τις λόγχες ζυγιασμένες και τα λάβαρα ν' ανεμίζουν, έτοιμο από ό,τι φαινόταν για έφοδο, κατατρομάζοντας το δικό μας στράτευμα, του οποίου ολόκληρη η δύναμη σε άλογα δεν αριθμούσε πάνω από σαράντα.
Ο Ξενοφώντας πλησίασε τον Χειρίσοφο, τον ανώτερο σε βαθμό Σπαρτιάτη που είχε απομείνει στο στρατό και καλό, παλιό στρατιώτη, τον οποίο εκτιμούσαν πολύ οι άντρες. Μια πρώτη ματιά στο ανεμοδαρμένο δέρμα του βετεράνου και τα κυματιστά μολυβένια μαλλιά και γένια θα έκανε κάποιον ν' αναρωτηθεί πώς ένας άνθρωπος τόσων χρόνων μπόρεσε να επιζήσει της δύσκολης πορείας του μέχρι εδώ. Και πραγματικά, καθόταν συχνά σιωπηλός και ξεκομμένος από τους στρατιώτες, δείχνοντας να λαγο-
330 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
κοιμάται, σαν κανένας ηλικιωμένος υπηρέτης που οδεύει ήσυχα προς αποχώρηση. Η εμφάνιση του, όμως, ήταν απατηλή, μια και ο Χειρίσοφος ήξερε απλά να χειρίζεται τις δυνάμεις του. Όταν τον καλούσαν να δράσει, ήταν ακμαίος σαν εικοσάχρονος έφηβος, κι όταν θύμωνε, ξεσπούσε σε εκκωφαντικές βλαστήμιες που θα κα-τσάρωναν το γένι και του πιο βλάσφημου Σπαρτιάτη στα πέριξ. Ο Χειρίσοφος είχε πολεμήσει στο πλευρό του Κλέαρχου είκοσι χρόνια και ήταν ο μόνος άντρας που μπορούσε ν' αντέξει τις απειλές και τη μανία του βίαιου στρατηγού χωρίς το φόβο τιμωρίας, πιθανόν ο μόνος στρατιώτης που ο Κλέαρχος είχε πραγματικά σε εκτίμηση. Αυτό τον άντρα πλησίασε ο Ξενοφώντας.
«Χειρίσοφε, χρειάζομαι την καθοδήγηση σου. Οι Σπαρτιάτες σου ξεστήνουν το στρατόπεδο και διατηρούν την τάξη σαν στρατιώτες σε πεδίο ασκήσεων, αλλά οι υπόλοιποι στρατιώτες μοιάζουν με γριές γυναίκες».
«Κι εγώ το παρατήρησα», είπε ξερά ο Χειρίσοφος, μασώντας ένα φυλλαράκι χόρτου και παρακολουθώντας τις τσαπατσούλικες προετοιμασίες των άλλων στρατιωτών και το σχεδόν απολύτως ανοργάνωτο χάος του μπουλουκιού που συνόδευε το στρατό. Οι βαθιές ρυτίδες στις άκρες των ματιών του δεν ήταν αποτέλεσμα εκφράσεων χαράς, όπως συμβαίνει σε ορισμένους ηλικιωμένους, αλλά μάλλον δήλωναν πολύωρη ενατένιση κάτω από έντονο ήλιο και τελικά κάτι σαν κούραση και πλήξη για τον κόσμο. «Και πιστεύω ότι θα έπρεπε ν' απαλλαγούμε από ορισμένους πολίτες που ακολουθούν το στρατό, με τη δυστυχία που μας δέρνει».
Ο Ξενοφώντας αγνόησε το σκληρό σχόλιο. «Κοίτα, χτες τη νύχτα με ψήφισες για να σας οδηγήσω βόρεια - σε είδα. Αποτελώ, όμως, ένα μεγάλο ερωτηματικό. Οι άντρες σ' εσένα στρέφονται. Πάρε μερικούς από τους συναδέλφους σου και σκορπιστείτε ανάμεσα στους στρατιώτες. Μίλησε τους και αναπτέρωσε το ηθικό τους αν μπορείς. Μίλα τους σαν φίλος. Δεν έχω απώτερα κίνητρα με το να θέλω να ηγηθώ, αλλά μπορεί και να μην το πιστεύουν. Πείσε τους ότι είναι ανάγκη να μετακινηθούμε».
Ο Χειρίσοφος τον κοίταξε αρκετή ώρα, σαν ν' αξιολογούσε τη σκέψη του. Αναρωτήθηκα μήπως ο Χειρίσοφος επέλεγε απλά να
ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΠΕΤΡΕΣ 331
επιστρέψει μόνος στην πατρίδα, συνοδευόμενος μόνο από τους Σπαρτιάτες του, παρά να φορτωθεί ένα πλήθος από κατώτερους στρατιώτες άλλων ελληνικών πόλεων και έναν πραγματικά δεύτερο στρατό από ετερόκλητους παρίες που ακολουθούσαν το στρατό. Από ό,τι φάνηκε, αποφάσισε υπέρ του Ξενοφώντα, αφού, μετακινώντας επιφυλακτικά το χόρτο που μασούλιζε στην άλλη άκρη του στόματος του, κοίταξε προς τους στρατιώτες του και κάλεσε τρεις τέσσερις από τους ιλάρχους του.
Όσο ο Χειρίσοφος έκανε βόλτες και μιλούσε ήσυχα με τους άντρες κατά μικρές ομάδες, ο Ξενοφώντας κανόνισε να παρευρίσκεται στις συζητήσεις τους τάχα από σύμπτωση και ρωτούσε τους άντρες να του πουν τις ανησυχίες τους.
«Το ιππικό!» φώναξε ένας. «Πώς περιμένεις από μας να ξαναγυρίσουμε στον Τίγρη, πολεμώντας ενάντια σε ιππικό δέκα χιλιάδων αντρών, όταν εμείς δεν έχουμε καθόλου;»
Ο Ξενοφώντας κοίταξε σκεφτικός κατά την κορυφογραμμή, όπου η ίλη του βασιλικού ιππικού εξακολουθούσε ν' αυξάνει σε δύναμη και τώρα ζυγιαζόταν από πάνω μας σαν μαύρος μοχθηρός κεραυνός έτοιμος να εκραγεί. Πίεσε τον εαυτό του να ξαναχα-μηλώσει το βλέμμα του στους στρατιώτες που είχαν καρφώσει τα μάτια τους πάνω του αδημονώντας σιωπηλά. Διέκρινα τις ουλές τους, τους ροζιασμένους μυώδεις ώμους τους, τις μακριές σπαρτιάτικες πλεξίδες που προκαλούσαν πάντα φόβο στους εχθρούς, τις συμπαγείς, βαριές δρύινες και ορειχάλκινες ασπίδες που τις κουνούσαν λες και ήταν φτιαγμένες από πάπυρο, τα κοντά αλλά θανατερά ξίφη τους που το καθένα τους είχε σκοτώσει καμιά δεκαριά ή και παραπάνω άντρες στη μάχη. Και ήξερα πέρα από κάθε αμφιβολία ότι οι Πέρσες ιππείς, παρόλο που ήταν οι καλύτεροι ιππείς στον κόσμο και καβαλίκευαν τα καλύτερα άτια, ήταν άντρες όπως κι εμείς, αλλά όχι σαν εμάς. Γιατί αυτοί ήταν Πέρσες κι εμείς Έλληνες.
«Είστε αποθαρρυμένοι επειδή ο εχθρός έχει ιππικό κι εμείς δεν έχουμε;» ρώτησε ο Ξενοφώντας με έκφραση δυσπιστίας. «Το ιππικό όμως δεν είναι παρά άντρες καβάλα σε άλογα! Θα έβαζα οποιαδήποτε μέρα να αναμετρηθούν οι δέκα χιλιάδες έφιπποι ά-
332 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
ντρες τους ενάντια στους δέκα χιλιάδες δικούς μας που πατούν σε ασφαλές και σταθερό έδαφος. Κανείς δεν έχει πεθάνει ποτέ στη μάχη από κλοτσιά αλόγου, μόνο από ξίφος ή ακόντιο, και τα δικά σας σπαθιά έχουν περάσει πολύ περισσότερο χρόνο μέσα σε περσικές κοιλιές απ' όσο υπολογίστηκε ποτέ για όπλο. Οι Πέρσες βρίσκονται πάνω στην κορυφογραμμή προσπαθώντας να συγκεντρώσουν το θάρρος τους για να μας επιτεθούν και φοβούνται μήπως πέσουν από το άλογο τους όσο φοβούνται και το σιδερένιο μαχαίρι των Ελλήνων στα σπλάχνα τους. Είμαι ένας καλά εκπαιδευμένος ιππέας και, πιστέψτε με, τα άλογα είναι τρομακτικά λόγω μεγέθους και ταχύτητας, αλλά δεν πλεονεκτούν απέναντι σε μια φάλαγγα Ελλήνων οπλιτών - με εξαίρεση ότι ένας δειλός μπορεί να τραπεί σε φυγή γρηγορότερα πάνω σε ένα άλογο!»
Με αυτό το τελευταίο οι άντρες γέλασαν και ξαναζωντάνεψαν φανερά και η απόδειξη ήταν ορισμένα σκόρπια χτυπήματα ξιφών πάνω στις ασπίδες. Είδα τους ιππείς του Τισσαφέρνη να στέκονται σαν αποσβολωμένες φιγούρες πάνω στην κορυφογραμμή, παρακολουθώντας με ενδιαφέρον την υπόθεση, παρόλο που δεν μπορούσαν ν' ακούσουν τα λόγια.
«Θα είμαι σύντομος. Οι εχθροί πίστεψαν ότι αν σκοτώσουν τους αρχηγούς μας θα καταρρεύσουμε και θα εξαφανιστούμε. Έκαναν όμως λάθος. Τα περσικά στρατεύματα αποτελούνται από ξένους που εξαναγκάζονται να πολεμούν υπό την απειλή του μαστιγίου και της εκτέλεσης. Νομίζουν ότι, επειδή ο δικός τους στρατός θα διαλυόταν χωρίς τα μαστίγια των αξιωματικών τους, όλοι οι στρατοί είναι το ίδιο. Εμείς, όμως, είμαστε 'Ελληνες! Σκοτώνοντας τον Κλέαρχο θα δουν να ξεπετάγονται και να παίρνουν τη θέση του δέκα χιλιάδες νέοι Κλέαρχοι. Είστε όλοι Κλέαρχοι τώρα!»
Οι άντρες ξέσπασαν σε δυνατές επευφημίες και καθώς ο δυνατός άνεμος παρέσυρε τον ήχο πέρα από την άδεια πεδιάδα, είδα σποραδικά μερικά περσικά άλογα να σηκώνονται στα πισινά τους πόδια τρομαγμένα.
«Αν επιθυμείτε να ξαναδείτε τους αγαπημένους σας, να 'χετε στραμμένα τα μάτια σας στο δρόμο βόρεια, προς τη Μαύρη θάλασσα. Αυτός είναι ο μόνος δρόμος που μπορούμε να πάρουμε.
ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΠΕΤΡΕΣ 333
Κάψτε τις επιπλέον σκευοφόρους και έτσι δε θα ταξιδεύουμε υπόδουλοι των αποσκευών μας. Κάψτε επίσης και τις σκηνές, να κοιμάστε σαν Σπαρτιάτες. Τα υπάρχοντα είναι βάρος και δε συνεισφέρουν στις μάχες μας. Όσο περισσότεροι άντρες οπλισμένοι και όσο λιγότεροι σπρώχνουν σκευοφόρους, τόσο το καλύτερο για μας. Αν ηττηθούμε, όλα όσα μεταφέρουμε θ' ανήκουν στον εχθρό σε κάθε περίπτωση. Αν πάλι νικήσουμε, θα πάρουμε λάφυρα και θα χρησιμοποιήσουμε τους εχθρούς για βαστάζους».
Χτυπώντας τα όπλα τους, οι άντρες ξέσπασαν σε ζητωκραυγές κι έτρεξαν να μαζέψουν τις σκηνές και τα πλεονάζοντα εφόδια για να τα ρίξουν στη μεγάλη φωτιά. Όσοι ανήκαν στο άτακτο πλήθος έκλαιγαν και έσφιγγαν τα χέρια τους, αλλά οι στρατιώτες τους αγνοούσαν ή τους αποσπούσαν με βία τα πράγματα που κρατούσαν σφιχτά, ξέροντας ότι κάθε άχρηστο εφόδιο που έβγαζαν από τη μέση τώρα θα τους επέτρεπε να κουβαλήσουν ένα επιπλέον ζευγάρι τόξα και πιθανόν να σώσουν τη ζωή του άθλιου εκείνου που τα πράγματα του επρόκειτο να ριχτούν άσπλαχνα στη φωτιά. Ένα μεγάλο σύννεφο πηχτού μαύρου καπνού σηκώθηκε στον αέρα, αλλά δεν ανέβηκε πάνω από λίγα μέτρα, γιατί το ψιλόβροχο είχε γίνει πια κανονική νεροποντή που έμοιαζε να πιέζει και ν' αναγκάζει τον καπνό να κατακάθεται, καθώς απλωνόταν πάνω από την πεδιάδα, εμποδίζοντας τη θέα στους Πέρσες ιππείς που μας παρακολουθούσαν. Ο Ξενοφώντας έστειλε ιππείς με όσα άλογα είχαν απομείνει να παρακολουθούν το στρατό του Τισσαφέρνη όσο διάστημα διαλύαμε το στρατόπεδο. Με τα λίγα πράγματα που είχαμε αφήσει, το έργο αυτό δεν πήρε πολλή ώρα.
Τον στρίμωξα σε ένα σύντομο διάστημα ηρεμίας. «Η Μαύρη Θάλασσα, Ξενοφώντα, απέχει χιλιάδες χιλιόμετρα από εδώ. Είναι πέρα από τη Μηδία και τη χώρα των Καρδούχων και πέρα από τα βουνά της Αρμενίας. Ο χειμώνας πλησιάζει. Έχεις συνειδητοποιήσει τι ζητάς;»
Απέφυγε το βλέμμα μου καθώς έδενε τα σανδάλια του. «Είναι ο μόνος δρόμος που μας μένει», μουρμούρισε, επιτρέποντας για πρώτη φορά να σκοτεινιάσει το πρόσωπο του από μια έκφραση
334 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
αποθάρρυνσης. «Το ξέρεις ότι δεν μπορούμε να επιστρέψουμε από το δρόμο που ήρθαμε, μέσα από την έρημο, και οι δρόμοι προς τα δυτικά, διά μέσου της Μικράς Ασίας, είναι αδιάβατοι. Η μόνη μας ελπίδα είναι να τραβήξουμε βόρεια, μέσα από τις οροσειρές που καταλήγουν στη Μαύρη Θάλασσα. Εκεί υπάρχουν μικρές ελληνικές εμπορικές πόλεις κολλημένες στη νότια ακτή σαν σειρά από μαργαριτάρια - η Σινώπη, τα Κοτύωρα, η Τραπεζούντα. Μπορούμε να συγκεντρώσουμε στόλο σε μία από αυτές και να επιστρέψουμε μέσα από τον Ελλήσποντο στην Ιωνία και από εκεί στην κυρίως Ελλάδα».
Ξεφύσηξα αγριεμένος. «Και πώς σκέφτεσαι ν' αγοράσεις στόλο; Περιμένεις ν' αποσπάσεις χρυσό και λάφυρα από τις ορεσίβιες φυλές που θα κατακτήσουμε καθ' οδόν; Από ό,τι θυμάμαι από τον Ηρόδοτο, είναι ελάχιστα καλύτεροι από άγριοι».
Σταμάτησε να ασχολείται με ασήμαντα πράγματα και τελικά με κοίταξε καταπρόσωπο, σχεδόν θυμωμένα. «Ποιος μίλησε για αγορά στόλου; Μη με υποτιμάς, Θέο. Δεν ήταν μια αυθόρμητη απόφαση αυτή που πήρα. Φυσικά και δε θ' αγοράσουμε στόλο. Θα τον πάρουμε εκβιαστικά».
Το κοίταξα σαστισμένος. «Έλληνες κατοικούν σε όλη αυτή τη σειρά των εμπορικών
σταθμών, Θέο», συνέχισε, «αλλά αυτό σημαίνει ότι είναι αδέρφια μας; Δύσκολο το βλέπω. Θ' ανησυχήσουν όσο κι ο Αρταξέρξης όταν θα μας δουν να φτάνουμε και θ' ανακουφιστούν το ίδιο όταν φύγουμε. Θα βιαστούν να μας δώσουν πλοία. Αν εσύ ήσουν κάτοικος της μικρής πλινθόκτιστης Τραπεζούντας, θα σου άρεσε να δεις δέκα χιλιάδες άγριους, πεινασμένους μισθοφόρους να κατασκηνώνουν έξω από τα τείχη της πόλης σου;»
Παραδέχτηκα το επιχείρημα του, αλλά ήταν ακόμα αμφίβολο αν αυτό αποτελούσε επαρκή βάση για να σύρεις δέκα χιλιάδες άντρες μέσα από τις οροσειρές το καταχείμωνο.
Ο Ξενοφώντας συσκέφθηκε και πάλι με τον Χειρίσοφο όσο εμείς συντασσόμαστε σε θέση μάχης και αποφάσισαν να παρατάξουν ένα ρηχό τετράγωνο, τοποθετώντας μαζί με τις αποσκευές που απέμεναν και τους ατάκτους στο κέντρο, για προστασία. Ο
ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΠΕΤΡΕΣ 335
Χειρίσοφος και οι Σπαρτιάτες του θα πήγαιναν μπροστά και θα διασπούσαν τυχόν επιθέσεις περσικών στρατευμάτων που θα γίνονταν από μπροστά, ενώ ο Ξενοφώντας θα διοικούσε την οπισθοφυλακή, αποκρούοντας τυχόν παρεισφρήσεις από το ιππικό του Τισσαφέρνη κατά τις απόπειρες τους να διασπάσουν τις γραμμές μας και να φτάσουν τις σκευοφόρους.
Λίγο πριν αναχωρήσουμε, πληροφορηθήκαμε από τους ανιχνευτές μας ότι πλησίαζε μια περσική αποστολή και ο Ξενοφώντας κι εγώ πήγαμε απρόθυμα να τη συναντήσουμε, αμφιβάλλοντας αν μπορούσαν να μας φέρνουν κάποια καλή είδηση και αν μπορούσαμε να τους εμπιστευτούμε, ό,τι κι αν έλεγαν. Με έκπληξη είδα τον Μιθριδάτη, έναν Έλληνα που είχε υπηρετήσει υπό τις διαταγές του Αριαίου και είχε πρόσφατα αποσκιρτήσει στον Τισσαφέρνη, να φτάνει καλπάζοντας με τριάντα ιππείς. Απηύθυνε θερμό χαιρετισμό στους φίλους του Έλληνες, αλλά ο Ξενοφώντας παρέμεινε ψυχρός.
«Τελείωνε γρήγορα την αποστολή σου, Μιθριδάτη, διαφορετικά η ελεύθερη άδεια κυκλοφορίας που έχεις θα σου είναι τόσο άχρηστη, όσο και αυτή που επιφύλαξαν στον Κλέαρχο οι γελοίοι Πέρσες αφέντες σου. Θα γυρίσεις στην παράταξη σου κλα-ψουρίζοντας σαν σκυλάκι με την ουρά στα σκέλια».
Ο Μιθριδάτης έσφιξε τα χείλη του και κατέβηκε από το άλογο του. Με ένα νεύμα του Ξενοφώντα, μια ομάδα από γεροδεμένους οπλίτες άρπαξαν το άλογο του και το απομάκρυναν. Ανάγκασαν και τους άλλους Πέρσες που τον συνόδευαν να ξεκαβα-λικέψουν και πήραν και τα δικά τους άλογα στο καραβάνι με τις αποσκευές. Ο Μιθριδάτης διαμαρτυρήθηκε για τη συμπεριφορά αυτή, αλλά ο Ξενοφώντας του εξήγησε: «Οι θεοί μάς απαγορεύουν να καταπατήσουμε τον ιερό όρκο και να ασκήσουμε βία σε αγγελιοφόρους και πρέσβεις που έχουν άδεια να κυκλοφορούν ελεύθερα». Και πρόσθεσε με ένα πικρό γέλιο: «Αλλά απ' όσο ξέρω δεν αναφέρουν τίποτα για τη συμπεριφορά μας προς τα ζωντανά».
Πλήθος άρχισε να συγκεντρώνεται για ν' ακούσει τη διαπραγμάτευση και είδα την Αστερία να στέκεται μαζί με μια ο-
336 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
μάδα άτακτων, τεντώνοντας το λαιμό της πάνω από τους άντρες που στέκονταν μπροστά της. Έπιασα τη ματιά της και μου έγνεψε ότι με αναγνώρισε με σφιγμένα χείλη, κάτι που έγινε ελάχιστα αντιληπτό, αλλά και με σκληρή έκφραση στα μάτια.
Ο Μιθριδάτης ανέκτησε την ψυχραιμία του: «Γνωρίζετε ότι ήμουν πιστός στον Κύρο όσο ήταν ζωντανός και ότι παραμένω Έλληνας», είπε έπειτα από μια παύση, παρατηρώντας με παράπονο να βγάζουν τα πλούσια στολίδια από το άλογο του. «Πείτε μου τι προτείνετε κι αν πιστέψω ότι έχετε κάποια πιθανότητα επιτυχίας, ευχαρίστως θα σας ακολουθήσω, μαζί με όλους τους άντρες που διαθέτω. Να με θεωρείτε φίλο και συμβουλάτορά σας».
Ο Χειρίσοφος, που είχε στο μεταξύ έρθει κοντά μου, μίλησε περιφρονητικά. «Επιστρέφουμε στην πατρίδα και να πεις στον κύριό σου ότι θα διασχίσουμε γρήγορα τη χώρα, παίρνοντας μόνο τα αναγκαία και προκαλώντας όσο το δυνατό λιγότερη καταστροφή, αν μας αφήσετε ήσυχους. Αν επιχειρήσει, όμως, κανείς να μας παρεμποδίσει, θα τον στείλουμε πίσω σκληρίζοντας σαν γουρούνι, είτε είναι Πέρσης είτε οποιοσδήποτε άλλος», είπε και αγριοκοίταξε τον Μιθριδάτη.
Ο Μιθριδάτης διατήρησε σταθερό το βλέμμα του κι ύστερα το απέστρεψε απορριπτικά και απευθύνθηκε και πάλι στον Ξενοφώντα. «Είναι αδύνατο να διασχίσετε τη χώρα χωρίς τη συγκατάθεση του βασιλιά. Δεν έχετε προμήθειες και από ό,τι βλέπω τώρα κάψατε και τα εφόδια σας. Μήπως ο βασιλιάς θα πρέπει να σας προμηθεύσει και σκηνές τώρα, όπως και άδεια ελεύθερης διέλευσης; Μήπως αρχίσετε να παραπονιέστε και για την ποιότητα του κρασιού που σας στέλνει για να σβήσετε τη δίψα σας;»
Ο Χειρίσοφος μούγκρισε λυσσασμένος και ρίχτηκε στον Μιθριδάτη, σημαδεύοντας με το ξίφος το λαιμό του. Εγώ και μερικοί άλλοι τον συγκρατήσαμε, αλλά ο Μιθριδάτης ελάχιστα οπισθοχώρησε.
«Μιθριδάτη, έχεις το προνόμιο να κυκλοφορείς ελεύθερα και θα σε συμβούλευα να φύγεις τώρα, όσο ακόμα μπορείς», είπε ήσυχα ο Ξενοφώντας. «Οι στρατιώτες βρίσκονται υπό έλεγχο και έχουμε νέα ηγεσία. Θύμισε στον Τισσαφέρνη τη δειλία που έδει-
ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΠΕΤΡΕΣ 337
ξαν στα Κούναξα. Θα βαδίσουμε μέσα από τη χώρα του βασιλιά, με ή χωρίς τη συγκατάθεση του».
Ο Μιθριδάτης τον αγριοκοίταξε για μια στιγμή με ψυχρή οργή και ύστερα ανέκτησε την αυτοκυριαρχία του. Παίρνοντας βαθιά ανάσα για να συγκεντρωθεί, αγνόησε και πάλι απροκάλυπτα τον Χειρίσοφο και απευθύνθηκε κατευθείαν στον Ξενοφώντα.
«Ο Τισσαφέρνης έχει μία ακόμα απαίτηση», είπε. «Να απελευθερώσετε όλους τους Πέρσες που κρατάτε ομήρους και τότε θα εξετάσει το ζήτημα να σας επιτρέψει να φύγετε ασφαλείς από τα εδάφη του βασιλιά».
Στο σημείο αυτό οι Έλληνες αξιωματικοί έμειναν σιωπηλοί, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο αμήχανα. Μου ξανάρθε στο μυαλό η συζήτηση που είχα με την Αστερία την προηγούμενη νύχτα κι όταν την κοίταξα απέφυγε το βλέμμα μου, καρφώνοντας τα μάτια της μόνο στον Μιθριδάτη. Ο Ξενοφώντας έκανε ένα βήμα μπροστά προς το μέτωπο των Ελλήνων και στράφηκε για να μας αντικρίσει.
«Σύντροφοι Έλληνες!» φώναξε με καθαρή, επιτακτική φωνή και όλοι σώπασαν. «Αν κάποιοι αισθάνονται ότι ταξιδεύουν υπό πίεση ή πιστεύουν ότι θα είναι προς όφελος τους να πάνε με τους Πέρσες, μπορούν να το κάνουν τώρα, ανεμπόδιστα. Στέκομαι εδώ έτοιμος, αυτή ακριβώς τη στιγμή, να χορηγήσω ασφαλή μετάβαση στις περσικές γραμμές σε όλους όσοι το επιθυμούν».Ύστε-ρα στάθηκε ακίνητος και σιωπηλός, ψάχνοντας μέσα στο πλήθος των στρατιωτών που μουρμούριζαν, υπομένοντας για αρκετή ώρα τα άγρια βλέμματα τους. Τα μάτια μου καρφώθηκαν στης Αστερίας και τα δικά της ορθάνοιχτα και ακίνητα είχαν εστιάσει ακριβώς πάνω στον Ξενοφώντα. Είχε χλομιάσει τελείως και τα χείλη της έτρεμαν μισάνοιχτα. Μου είχε κοπεί η ανάσα καθώς περίμενα την αντίδραση της. Ήταν γεμάτη αλλοφροσύνη και ένταση, σαν να ετοιμαζόταν να πεταχτεί μπροστά ανά πάσα στιγμή, αλλά παρ' όλα αυτά παρέμεινε ακίνητη.
Ο Ξενοφώντας τελικά κατέβασε το βλέμμα του και στράφηκε στον Μιθριδάτη. «Δεν έχουμε Πέρσες ομήρους», είπε ήρεμα, «και ο Τισσαφέρνης το ξέρει. Όλοι όσοι ταξιδεύουν μαζί μας έρχονται
338 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
οικειοθελώς. Αν ο Τισσαφέρνης προσπαθεί να βρει κάποια πρόφαση για να κινηθεί εναντίον μας, δε χρειάζεται να δημιουργήσει θέμα. Πες του απλώς να μας επιτεθεί, ανοιχτά κι όπως ταιριάζει σε έναν άντρα, και τότε θα δει τι σημαίνει να δοκιμάζει ελληνικό σίδερο, κι όχι να μένει πίσω από δειλία όπως έκανε στα
Κούναξα». Ο Μιθριδάτης κοίταξε οργισμένα τον Ξενοφώντα, ύστερα έ-
κανε μεταβολή και βγήκε με βαριά καρδιά από το στρατόπεδο, τραβώντας για εκεί από όπου είχε έρθει, με τους Πέρσες ακολούθους από πίσω του, προσπαθώντας να περιμαζέψουν όση από την αξιοπρέπεια τους μπορούσαν, βαδίζοντας μέσα στις λάσπες και τις καβαλίνες με τα λεπτά, μυτερά πασούμια τους, αφού τους είχαν απαλλάξει από τα καθαρόαιμα άλογα τους. Ο Χειρίσοφος βαριανάσαινε ακόμα, αλλά είχε ηρεμήσει αρκετά για να ξαναγυρίσει στους στρατιώτες του, που τους είχε παρατάξει ανά τρεις σε σχηματισμό πορείας. Στους άτακτους και την οπισθοφυλακή πήρε περισσότερο χρόνο να συνταχθούν, αλλά στα μισά του πρωινού ο στρατός ήταν έτοιμος κι έτσι διασχίσαμε αργά την πεδιάδα, αφήνοντας πίσω μας μόνο μια στήλη μισοκαμένα απομεινάρια, που έβγαζαν έναν βρομερό μαύρο καπνό, και τα τελευταία όνειρα μας για μια θριαμβευτική επιστροφή στην Ελλάδα από την κεντρική πύλη.
3
Ο ΜΙΘΡΙΔΑΤΗΣ πήρε την εκδίκηση του για την προσβολή που δέχτηκε από τον Ξενοφώντα. Δεν είχαμε καλά καλά ξεκινήσει εκείνη τη μέρα όταν εμφανίστηκε πάλι πίσω μας, αυτή τη φορά συνοδευόμενος από διακόσιους ιππείς και τετρακόσιους ελαφρά οπλισμένους πεζούς σφενδονήτες. Ο κήρυκας του κρατούσε μια σημαία ανακωχής και παρόλο που δε σταματήσαμε την πορεία μας για να τον υποδεχτούμε, ο Ξενοφώντας και ορισμένοι νεότεροι αξιωματικοί έμειναν πιο πίσω και τον περίμεναν να πλησιάσει, παραλείποντας να καλέσουν κάποιο βοηθητικό σώμα πεζικού για προστασία.
Ήταν λάθος, γιατί μόλις δημιουργήθηκε αρκετά μεγάλο κενό ανάμεσα στην ομάδα του Ξενοφώντα και το στρατό, οι ιππείς του Μιθριδάτη μαστίγωσαν τα άλογα τους και όρμησαν στα πλάγια, θέλοντας να μπουν σφήνα ανάμεσα σ εμάς και το κύριο σώμα του στρατού μας και να μας πετσοκόψουν. Καλπάσαμε ξέφρενα προς τα πίσω στην ασφάλεια του στρατεύματος μας, αποφεύγοντας μόλις και μετά βίας να κυκλωθούμε, αλλά παρ' όλα αυτά η εγγύτατη προσέγγιση του Μιθριδάτη βρήκε απροετοίμαστο το στρατό κι έτσι τα τόξα του περσικού ιππικού αλλά και τα βλήματα των καλοεκπαιδευμένων σφενδονητών του Μιθριδάτη είχαν ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό πολλών αντρών της οπισθοφυλακής μας, προτού καταφέρουμε τελικά να τους απομακρύνουμε λόγω καθαρά αριθμητικής υπεροχής. Ήμαστε συνηθισμένοι στα δυνατά, μακριά όσο ένα μπόι, τόξα των Περσών που χρησιμοποιούσαν στις μάχες, τα οποία μολονότι δύσχρηστα είχαν μεγαλύτερη απόσταση βολής απ' τα τόξα των δικών μας Κρητών. Δεν είχαμε όμως υπολογίσει την επικίνδυνη δύναμη των σφενδονητών Περσών, οι μεγάλες πέτρες των οποίων, αν και δε
340 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
σκότωσαν ουσιαστικά κανέναν από τους άντρες μας, τους κρατούσαν ζαρωμένους πίσω από τις ασπίδες τους και εκτεθειμένους στις επιθέσεις του περσικού ιππικού.
Ο Ξενοφώντας διέταξε καταδίωξη, αλλά χωρίς αρκετούς ιππείς δεν μπορούσαμε να πιάσουμε κανέναν από το περσικό ιππικό, ενώ ακόμα και οι ταχύτεροι πεζικάριοι δεν μπόρεσαν να κερδίσουν έδαφος απέναντι στους σφενδονήτες και τους τοξότες, ,αφού είχαν τόσο μεγάλο προβάδισμα. Με το τέλος της μέρας ο στρατός δεν είχε καλύψει πάνω από τρία μίλια και οι στρατιώτες της οπισθοφυλακής είχαν σκορπιστεί προς όλες τις κατευθύνσεις για διάστημα δύο ωρών ή και περισσότερο, σε πλήρη αταξία. Η πρώτη μέρα της πορείας χωρίς ανώτερους αξιωματικούς υπήρξε σκέτη αποτυχία και ο Χειρίσοφος και οι αρχαιότεροι αρχηγοί δήλωσαν καθαρά ότι δεν έφταιγε κανένας άλλος για τη διάλυση του στρατού παρά ο Ξενοφώντας, που είχε αφεθεί να τον παρασύρουν οι Πέρσες και να βρεθεί εκτεθειμένος, αλλά και επειδή είχε διακινδυνεύσει το ίδιο το κεφάλι του για να καταδιώξει τα στρατεύματα που είχαν τραπεί σε φυγή.
Ο Ξενοφώντας άκουσε τις επικρίσεις τους σιωπηλά, με ανέκφραστο πρόσωπο, και αναγνώρισε το σφάλμα του, μιλώντας μόνο για να ευχαριστήσει ταπεινά τους θεούς που η πρώτη του δοκιμασία, διά πυρός και σιδήρου, είχε να κάνει μόνο με μια μικρή δύναμη Περσών ακροβολιστών και όχι με ολόκληρη τη στρατιά του Τισσαφέρνη. Καθώς επιστρέφαμε στη σκηνή μας, είδα ότι δεν έδειχνε τόσο αποθαρρυμένος, όσο ότι κάτι απασχολούσε επίμονα το μυαλό του.
«Οι Σπαρτιάτες περιφρονούν τους σφενδονήτες», είπε. «Αποκαλούν τα όπλα τους παιδικά παιχνιδάκια που δεν ταιριάζει να τα χρησιμοποιούν αληθινοί άντρες με ξίφη και ακόντια. Παρατήρησες, όμως, πόσο καταπτόησαν οι σφενδονήτες του εχθρού τα στρατεύματα μας, ακόμα και τους Σπαρτιάτες; Οι Πέρσες μπορούσαν να παραμένουν μακριά από την εμβέλεια μας και όμως μας κρατούσαν μαζεμένους κάτω από τις ασπίδες μας σαν χελώνες. Εμείς έχουμε σφενδονήτες στο στρατό μας για να τους χρησιμοποιήσουμε κατά τον ίδιο τρόπο;»
ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΠΕΤΡΕΣ 341
Σκέφτηκα μια στιγμή. «Οι Ρόδιοι είναι οι πιο φημισμένοι μεταξύ των Ελλήνων για την επιδεξιότητά τους στο χειρισμό της σφεντόνας», απάντησα. «Αλλά δεν έχουμε ομάδα σφενδονητών. Οι Ροδίτες μας βρίσκονται διάσπαρτοι μέσα στις άλλες ομάδες ανάλογα με τις διάφορες ικανότητες τους - λίγοι είναι οπλίτες και οι περισσότεροι πελταστές* και τοξότες. Ξέρω κάποιον - θα τον ρωτήσω αν υπάρχουν σφενδονήτες εδώ μεταξύ των συμπατριωτών του».
Έψαξα και βρήκα κάποιον που είχα γνωρίσει κατά τη διάρκεια της πορείας μας μέσα από την έρημο, ένα νεαρό ανιχνευτή, τον Νικόλαο τον Ρόδιο, και τον ρώτησα αν κάποιοι από τους συμπατριώτες του ήξεραν να χειρίζονται σφεντόνα. Ο Νικόλαος ήταν μελαχρινός, μικροκαμωμένος, στην πραγματικότητα ελάχιστα ψηλότερος από παιδί, με λεπτά, σχεδόν γυναικεία χαρακτηριστικά και κοντοκομμένα μαλλιά, όπως συνήθιζαν στο νησί του. Έμοιαζε να έχει δύναμη μόλις για να τραβήξει τη χορδή του τόξου. Πολιτικά γεγονότα στο νησί είχαν συντελέσει ώστε να οδηγηθεί, όπως και πολλοί άλλοι σαν αυτόν, στην εξορία σε πολύ νεαρή ηλικία, αλλά η φήμη των Ροδίων ως αποτελεσματικών ανιχνευτών των βουνών και δεινών σκοπευτών τους είχε διευκολύνει να βρουν δουλειά σε μισθοφορικούς στρατούς γύρω από τη Μεσόγειο. Οι Ρόδιοι ήταν γνωστοί για την καλή τους διάθεση και την άκαμπτη αντοχή τους στις κακουχίες. Ο Νικόλαος χάρηκε που είχα μπει στον κόπο να τον αναζητήσω και χαμογέλασε ειρωνικά στην ερώτησή μου.
«Πήγαινε με στον Ξενοφώντα», είπε ψαρεύοντας μια μακριά, μπερδεμένη σφεντόνα βαθιά μέσα από το σάκο του και αρπάζοντας ένα μπαστούνι, «και μάζεψε κάμποσα πρόβατα που πρόκειται να σφαγούν απόψε για τους στρατιώτες». Καθώς γυρίζαμε πίσω, σφύριξε σε μερικούς από τους φίλους του που είχαν καταλύσει σε μονάδες από τις οποίες περνούσαμε και όλοι τους έμοιαζαν με μικρά αγόρια όπως κι αυτός και τους φώναξε στη λα-
* Πελταστής: στρατιώτης ελαφρά οπλισμένος με πέλτη και ακόντιο. Η πέλτη ήταν ελαφριά, μικρών διαστάσεων ασπίδα, σχήματος μισοφέγγαρου, συνήθως πλεχτή από κλωνάρια ιτιάς, η οποία είχε κάλυψη από δέρμα γίδας. (Σ.τ.Ε.)
342 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
ρυγγική ροδιακή του διάλεκτο να τον ακολουθήσουν και να φέ-ρουν τις σφεντόνες και τα μπαστούνια τους.
Φτάνοντας στη σκηνή του Ξενοφώντα, μάντρωσα τα πρόβατα στο γειτονικό χωράφι, ενώ ο Ξενοφώντας κι εγώ παρακολουθούσαμε τους Ροδίτες να μετράνε μια απόσταση εκατό βημάτων από τα πρόβατα και να στέκονται περιμένοντάς μας. Κοιτάξαμε συλλογισμένοι την απόσταση.
«Πιστεύετε ότι μπορείτε να χτυπήσετε ένα πρόβατο από αυτή την απόσταση;» τους ρώτησε αμφιβάλλοντας ο Ξενοφώντας.
Ο Νικόλαος χαμογέλασε. «Εκατό βήματα», είπε, «είναι η απόσταση από την οποία οι Πέρσες σφενδονήτες του Τισσαφέρνη μπορούν να χτυπήσουν ένα πρόβατο με αυτές τις πέτρες σε μέγεθος γροθιάς που χρησιμοποιούν».
Είχα εκπλαγεί. Πέτρες αυτού του μεγέθους ήταν αρκετά μεγάλες για να πετάξουν την ασπίδα από το χέρι ενός οπλίτη, ενώ μπορούσαν εύκολα να βουλιάξουν το ορειχάλκινο κράνος κάποιου μες στο κρανίο του. Δεν ήταν λοιπόν να απορεί κανείς που οι άντρες μας σφυροκοπούνταν από τους ελαφρά οπλισμένους Πέρσες πεζούς. Οι Ροδίτες προχώρησαν άλλα εκατό βήματα προς τα πίσω, ενώ εμείς τους ακολουθούσαμε με ακόμα μεγαλύτερη αμφιβολία.
«Διακόσια βήματα», είπε ο Νικόλαος, «είναι η απόσταση από την οποία ένας Ρόδιος σφενδονήτης μπορεί να χτυπήσει ένα πρόβατο, χρησιμοποιώντας ένα μικρό ποταμίσιο βότσαλο που βρήκε στο χώμα».
Κοίταξα τον Ξενοφώντα που είχε αρχίσει να σκέφτεται ότι αυτή η κραυγαλέα επίδειξη ήταν χάσιμο χρόνου. Ο Νικόλαος οπισθοχώρησε εκατό επιπλέον βήματα, συνολικά τριακόσια περίπου μέτρα. Τώρα τα πρόβατα βρίσκονταν σε μια παράλογα μεγάλη απόσταση, πέρα από το βεληνεκές ακόμα και των δικών μας τοξοτών, και οι Ροδίτες γελούσαν και σκούνταγαν ο ένας τον άλλο λες και επρόκειτο για κανένα αστείο.
«Αυτή λοιπόν είναι η απόσταση από την οποία μπορώ να χτυπήσω ένα πρόβατο, χρησιμοποιώντας μια μολυβένια σφαίρα και το μπαστούνι μου».
ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΠΕΤΡΕΣ 343
Ο Νικόλαος έβγαλε από ένα μικρό σακούλι κρεμασμένο στη μέση του μια συλλογή από αυτά που αποκαλούσε μολυβένιες σφαίρες, η καθεμιά από τις οποίες είχε περίπου το μήκος ανθρώπινου αντίχειρα, ήταν διπλάσια σε πάχος κι είχε σχήμα βα-λανιδιού, σχηματίζοντας μύτη στο ένα άκρο και βαθούλωμα στο άλλο. Εξήγησε ότι τις αποκαλούσαν βαλάνους στη διάλεκτό του και τις είχε για το κυνήγι, μια τεχνική στην οποία είχε εντρυφήσει από την παιδική του ηλικία, αλλά του είχαν απομείνει πολύ λίγοι τέτοιοι βόλοι. Τότε άρχισα να καταλαβαίνω γιατί οι Σπαρτιάτες περιφρονούσαν ένα τέτοιο όπλο όσο αυτούς τους ασήμαντους μεταλλικούς βόλους. Ταυτόχρονα, θυμήθηκα ότι ο Νικόλαος ήταν αυτός που είχε χτυπήσει τη μοναδική στρουθοκάμηλο του στρατού, στη διάρκεια της πορείας μας μέσα από τη συριακή έρημο μερικούς μήνες πριν. Τότε δεν είχα καν αναρωτηθεί πώς, αλλά τώρα είχα αρχίσει να ενδιαφέρομαι.
Ο Ξενοφώντας σήκωσε τους ώμους με εγκαρτέρηση. «Καλά, λοιπόν», είπε, «μας φέρατε μέχρι εδώ. Δείξτε μας τώρα την εξάσκηση σκοποβολής». Ο Νικόλαος πέρασε επιδέξια τη δεμένη σε κόμπο άκρη του λουριού της σφεντόνας σε μια εγκοπή του μπα-στουνιού του που το έλεγε «αορτήρα», διάλεξε ένα σφαιρίδιο, το τοποθέτησε στη δερμάτινη θήκη της σφεντόνας, τύλιξε την άλλη άκρη του λουριού της σφεντόνας, που ήταν αρκετά μακρύτερο, γύρω από ένα μικρό εξόγκωμα στην άκρη του ραβδιού και σε όλο το στέλεχος ως το χέρι του. Περιστρέφοντας το όλο κατασκεύασμα πάνω από το κεφάλι του δυο τρεις φορές, εκσφενδόνισε το σφαιρίδιο.
Κανείς από μας δεν μπορούσε να το δει αφότου έφυγε από το όπλο του, αλλά το ακούγαμε να βουίζει δαιμονισμένα καθώς διέσχιζε αστραπιαία τον αέρα σαν μανιασμένη μέλισσα. Τα πρόβατα δεν είχαν καν το χρόνο να κοιτάξουν από πού ερχόταν αυτός ο παράξενος θόρυβος και είδαμε το μάτι ενός από αυτά να διαλύεται μέσα σε πλημμύρα από αίμα και μυαλά και το ζώο να σωριάζεται επιτόπου, χωρίς να συσπαστεί καν. Τα άλλα πρόβατα κοίταζαν άλαλα το σύντροφό τους, αλλά δεν είχαν και πολύ χρόνο ν' αναρωτηθούν για την τύχη του, μια και οι άλλοι Ρόδιοι εί-
344 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΊΏΝ ΜΥΡΙΩΝ
χαν απελευθερώσει τις σφεντόνες και τα ραβδιά τους και έστελ-ναν σφυρίζοντας τα σφαιρίδια τους κατευθείαν και αλάθητα πάνω στα κεφάλια τους. Όλα τα πρόβατα έπεσαν λες και τα χτύπησε κεραυνός, σαν μικρές φούσκες από αίμα και προβιά, εκτός από ένα που είχε χτυπηθεί ψηλά στο λαιμό κι όχι στο κεφάλι. Πάλευε παλικαρίσια να ξανασταθεί στα πόδια του κι άρχισε ν' αναπηδά και να χτυπιέται από τον πόνο σαν ατίθασο άλογο, καθώς το αίμα ανάβλυζε από τη βαθιά τρύπα πάνω στη λερή άσπρη προβιά του. Ο Ροδίτης που είχε ρίξει εκείνο το σφαιρίδιο ζήτησε συγνώμη για την αδεξιότητα του, έβαλε ήρεμα μια άλλη σφαίρα και την άφησε να κατευθυνθεί προς το ζώο που σφάδαζε μανιασμένα, χτυπώντας το αυτή τη φορά κατευθείαν στο πρόσωπο, παρά τις ξέφρενες κινήσεις του, και ρίχνοντας το κάτω νεκρό όπως και τα άλλα.
Ο Ξενοφώντας έμεινε με ανοιχτό το στόμα. «Μα τον Δία!» είπε στο τέλος. «Πόσοι Ροδίτες βρίσκεστε στο στρατό;»
«Όχι περισσότεροι από διακόσιοι, κύριε, αλλά όλοι μας μπορούμε να χειριστούμε σφεντόνα».
«Συγκέντρωσε τους εδώ σ' ένα τέταρτο. Έχω να τους κάνω μια πρόταση».
Ο Νικόλαος με κοίταξε με μάτια που άστραφταν από ευγνωμοσύνη. «Σου είμαι υπόχρεος», είπε.
«Ανοησίες. Είναι η πρέπουσα αναγνώριση για το μόνο άντρα στο στρατό που κατάφερε να σκοτώσει μια στρουθοκάμηλο».
Γέλασε ευχαριστημένος κι έφυγε τρέχοντας να βρει τους συμπατριώτες του.
Το ίδιο βράδυ ο Ξενοφώντας οργάνωσε την ομάδα σφενδονη-τών του στρατού, προάγοντας τον Νικόλαο σε αρχηγό τους και υποσχόμενος να τους πληρώσει διπλούς μισθούς για τις υπηρεσίες τους μετά την ασφαλή επιστροφή μας στην πατρίδα. Σε ανταπόδοση γι' αυτό, αλλά και για την εξαιρετική αναγνώριση που παρείχε στους Ροδίτες, δημιουργώντας για χάρη τους δική τους τοπική μονάδα, με ιδιαίτερη σημαία και χωριστούς αξιωματικούς, πέτυχε τη διαρκή ευγνωμοσύνη και την αδιαμφισβήτητη υπακοή τους. Εκείνη τη νύχτα κατασχέθηκε επίσης από το στρατόπεδο των
ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΠΕΤΡΕΣ 345
ατάκτων ένα φορτίο τσεκούρια και εργαλεία για να λιώσουν τους μολυβένους πυρήνες τους και να φτιάξουν ομοιόμορφα σφαιρίδια για τους σφενδονήτες. Οι σιδηρουργοί του στρατοπέδου διατάχτηκαν να δουλέψουν όλη νύχτα αν χρειαζόταν, για να φτιάξουν εξήντα βαλάνους για κάθε άντρα. Ο ίδιος ο Νικόλαος έδειξε στους σιδηρουργούς πώς να τους καλουπώσουν και πρόσθεσε μια επιπλέον καινοτομία: να χαράξουν μια ρηχή ελικοειδή εγκοπή γύρω από κάθε σφαιρίδιο, που το περιέτρεχε πέντε έξι φορές από την άκρη μέχρι πίσω. Αυτή η εγκοπή είχε σμιλευτεί πάνω στο μαλακό μέταλλο αφού είχαν κρυώσει τα καλουπωμένα σφαιρίδια και άφηνε να προεξέχουν οδοντωτά τελειώματα που μπορούσαν να σου κόψουν το χέρι, αν δεν τα έπιανες προσεκτικά. Όταν παραπονέθηκα στον Νικόλαο για τη σημαντικά μεγάλη πρόσθετη προσπάθεια που χρειαζόταν για να εκτελεστεί αυτή η εγκοπή, γέλασε και πρόσθεσε μυστηριωδώς: «Τα κάνει να σφυρίζουν». Οι ίδιοι οι Ροδίτες, όταν πήρε ο καθένας το μερίδιο του από τα σφαιρίδια, έβγαλαν χαρούμενοι τα μαχαίρια τους και άρχισαν να δίνουν προσωπικό χαρακτήρα στα βλήματα με μικρά σημάδια ή χαράγματα, που όπως έλεγαν ήταν η καλύτερη διαφήμιση γι' αυτούς μετά την εκτέλεση του στόχου. Ορισμένοι από αυτούς που ήξεραν να γράφουν σκάλιζαν ακόμα και σαρκαστικές αφιερώσεις -Πέθανε, σκυλί ή Άρπα τη-, αλλά η επίδρασή τους σίγουρα θα χανόταν για το στρατιώτη στο λαιμό του οποίου θα φυτευόταν ίσως ένα τέτοιο σφαιρίδιο.
Στο μεταξύ, ξεχωρίσαμε από τα υποζύγια είκοσι άλογα και καταστρέψαμε κι άλλες αποσκευές για να καλύψουμε τη διαφορά από την απώλεια της ικανότητας τους για μεταφορά. Ιππικά εξαρτήματα φτιάχτηκαν πρόχειρα από διάφορα δερμάτινα υπολείμματα και κουβέρτες. Όταν συνυπολογίστηκαν και τα τριάντα άλογα που είχαν κατασχεθεί από τον Μιθριδάτη και τους άντρες του την προηγούμενη μέρα, καθώς και λίγα σκόρπια που είχαν απομείνει από την προσωπική φρουρά του Κύρου, ο Ξενοφώντας ανακάλυψε ότι είχε τώρα στη διάθεσή του μια ίλη ιππικού από εκατό σχεδόν άλογα, αρχηγό της οποίας διόρισε το νεαρό του φίλο Λύκιο τον Αθηναίο. Ιππικό από εκατό άλογα, τα μι-
346 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
σά σχεδόν από τα οποία ήταν πρώην υποζύγια... Ακουγόταν γελοίο σε σύγκριση με τις δέκα χιλιάδες του Τισσαφέρνη, αλλά δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά.
Δε χρειάστηκε να περιμένουμε πολύ για να διαπιστώσουμε το σθένος των νεοαποκτηθέντων μας σφενδονητών και του ιππικού. Το άλλο πρωί ο στρατός αναχώρησε με το χάραμα, πριν από το πρόγευμα. Έπρεπε να περάσουμε μέσα από μια στενή λαγκαδιά με το φως της μέρας και ελπίζαμε ότι θα φτάναμε πριν από τους Πέρσες. Στο μεταξύ ο Μιθριδάτης, παίρνοντας θάρρος από την επιτυχία του εναντίον των στρατευμάτων μας την προηγουμένη με τόσο μικρό αριθμό στρατιωτών, είχε πείσει τον Τισσαφέρνη να του δώσει χίλιους ιππείς και τέσσερις χιλιάδες ελαφρά οπλισμένους πεζούς, υποσχόμενος την παράδοση ολόκληρου του ελληνικού στρατού και την κεφαλή του Ξενοφώντος επί πίνακι με τον ερχομό της νύχτας. Αυτό τουλάχιστον είπε ο κήρυκας του Μιθριδάτη αργότερα, το ίδιο εκείνο απόγευμα, όταν ζήτησε αναιδέστατα την παράδοση μας.
Αυτή τη φορά ο Ξενοφώντας είχε αφιερώσει πάρα πολύ χρόνο συζητώντας με τον Χειρίσοφο και τους άλλους παλιότερους αξιωματικούς σχετικά με το ποια ακριβώς στρατεύματα θα μπορούσε ν' αναπτύξει, ποια θα απαιτούνταν να μείνουν με την οπισθοφυλακή και ποιος ακριβώς θα ήταν ο ρόλος των σφενδονητών μας. Οι Σπαρτιάτες οπλίτες πληροφορήθηκαν τις πειραματικές τακτικές μας ακριβώς πριν από την προσέγγιση του Μιθριδάτη. Όταν είδαν τους νεαρούς, λεπτεπίλεπτους Ροδίτες με την παιδιάστικη διάπλαση και τα «παιδικά» τους όπλα να παίρνουν θέση, οι σημαδεμένοι, μυώδεις Σπαρτιάτες άρχισαν τα γιουχαίσματα, ορισμένοι μάλιστα απέστρεψαν το βλέμμα αηδιασμένοι, επειδή ο Ξενοφώντας θα διακινδύνευε την ασφάλεια του στρατού τοποθετώντας στην πρώτη γραμμή αυτούς τους άτριχους Γανυμήδηδες που στριφογύριζαν κάτι υπερμεγέθη κορδόνια παπουτσιών.
Ο Μιθριδάτης δε σκοτίστηκε να κάνει ένα πολύπλοκο σχέδιο δράσης, αφού ήταν τόσο πετυχημένη η μέθοδος της προηγούμενης μέρας. Όταν τα στρατεύματά του πρόφτασαν την οπισθοφυ-
ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΠΕΤΡΕΣ 347
λακή μας, αφήσαμε το ιππικό και τους σφενδονήτες του να πλησιάσουν μαζικά μέσα στα όρια της λαγκαδιάς, ώσπου τα βλήματα τους άρχισαν να μας προκαλούν ζημιά. Όταν έδωσε το σύνθημα ο Ξενοφώντας, οι βαριά οπλισμένοι στρατιώτες μας παραμέρισαν και οι διακόσιοι Ροδίτες προχώρησαν στις πρώτες σειρές φορώντας ελαφρές πανοπλίες και κράνη, αλλά χωρίς ασπίδες, και αγνοώντας τα περσικά βέλη που εξακοντίζονταν γύρω τους. Από τόσο κοντινή απόσταση οι Πέρσες αποτελούσαν ουσιαστικά στόχους εξ επαφής για τους επιδέξιους Ροδίτες και, όπως το είχαν σχεδιάσει, οι Ροδίτες δεν επιχείρησαν καν να σημαδέψουν τους βαριούς ορειχάλκινους θώρακες και τα κράνη των εχθρών. Αντίθετα, έστειλαν τις θανατερές μολυβένιες τους «μέλισσες» κατευθείαν στους ακάλυπτους λαιμούς και τα καπούλια των αλόγων, ενώ εμείς παρακολουθούσαμε με θαυμασμό ανάμεικτο με τρόμο τα αγκιλωτά σφαιρίδια ν' ανοίγουν βαθιές τρύπες στους μυώδεις λαιμούς και τα λαρύγγια των αλόγων. Οι ελικοειδείς εγκοπές πάνω στις βαλάνους είχαν το ηχητικό αποτέλεσμα που είχε σχεδιάσει ο Νικόλαος - ένα τρομακτικό, υφίφωνο ουρλιαχτό, καθώς ο αέρας στριφογύριζε αστραπιαία στα αυλάκια πάνω στα βλήματα. Η συνδυασμένη ενέργεια εκατό τέτοιων αλλόκοτων ηχηρών σφαιρών κάθε φορά και οι ζουμεροί, δυνατοί ήχοι που έκαναν καθώς έπεφταν με πάταγο πάνω στους σάρκινους στόχους τους έκαναν τα εχθρικά άλογα ν' αφηνιάσουν. Μέσα σε δευτερόλεπτα οι περσικές γραμμές είχαν περιέλθει, από το σίγουρο βάδισμα του ιππικού και την αποφασιστικότητα του πεζικού να καταστρέψει τον εχθρό και να γυρίσει στη βάση του στην ώρα του για το δείπνο, στο απόλυτο χάος και στην καταστροφή. Άλογα οπισθοχωρούσαν κι έπεφταν ανατρέποντας και ποδοπατώντας τους αναβάτες τους και οι Πέρσες τοξότες και σφενδονήτες ήταν ανίκανοι να τα καταφέρουν με τα μεγάλα και άγαρμπα όπλα τους σε τόσο περιορισμένο χώρο και με τόσο συνωστισμό.
Οι Σπαρτιάτες οπλίτες κουνούσαν με απορία τα κεφάλια τους και καθώς ο εχθρός τελικά κατάφερε ν' αλλάξει πορεία και να οπισθοχωρήσει στη λαγκαδιά, το νεοαποκτημένο ιππικό μας όρμησε καλπάζοντας σε καταδίωξή τους, ακολουθούμενο από τους
348 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
Σπαρτιάτες που ποδοπατούσαν κι άλλο και πετσόκοβαν τους τρομοκρατημένους Πέρσες στρατιώτες που συναντούσαν στο δρόμο τους. Ο Ξενοφώντας κι εγώ παρακολουθούσαμε την πανωλεθρία με θαυμασμό και ικανοποίηση.
«Μα τους θεούς!» είπε με κατάπληξη. «Μακάρι να είχα έναν ολόκληρο στρατό από αυτούς τους νεαρούς. Αξίζουν όσο πέντε Σπαρτιάτες και πάω στοίχημα ότι τρώνε λιγότερο!»
Γέλασα, αλλά αμέσως σοβάρεψα. «Σου είναι ευγνώμονες, Ξενοφώντα, επειδή τους ένωσες και αναγνώρισες τις ικανότητες τους. Είναι οι πιο πιστοί στρατιώτες που έχεις στο στρατό».
Ο Ξενοφώντας χάζευε σκεφτικός το ελληνικό ιππικό που καταδίωκε και το οποίο ξεμάκραινε πολύ λόγω της καταδίωξης. «Αυτή η πίστη δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη», είπε, «μπορεί να έρθει καιρός που θα τη χρειαστούμε. Πρέπει να φροντίζουμε πολύ τους Ροδίτες μας - ειδικά τον Νικόλαο», και κάλπασε πίσω στις γραμμές για να συσκεφθεί με τους αξιωματικούς.
Δεκαοχτώ θαυμάσια περσικά άλογα πιάστηκαν αλώβητα στη διάρκεια της καταδίωξης και αποτέλεσαν χρήσιμο συμπλήρωμα του ιππικού μας και θαυμάσια γεύματα τους μήνες που θ' ακολουθούσαν. Όσο για τους νεκρούς Πέρσες, ύστερα από πολλή συζήτηση με τον Χειρίσοφο, ο Ξενοφώντας διέταξε απρόθυμα να τους ακρωτηριάσουν και να τους ατιμάσουν κατά τον περσικό τρόπο, για να ενσπείρει τρόμο στον εχθρό. Οι Σπαρτιάτες τίμησαν αυτούς που αποκαλούσαν «μελισσοφόρους» του Ξενοφώντα, έτσι όπως μόνο οι Σπαρτιάτες μπορούσαν, ψάλλοντας επίσημα τον νικητήριο ύμνο στον Άρη, το θεό του πολέμου και στεφανώνοντας με απλά στεφάνια μυρτιάς, την ύψιστη στρατιωτική τιμή για τους Σπαρτιάτες, τους νεαρούς Ροδίτες που ακτινοβολούσαν.
Ο Τισσαφέρνης συνέχισε να μας ακολουθεί κατά πόδας, αλλά τώρα κρατούσε κάποια λογική απόσταση. Κατ' αυτό τον τρόπο πορευτήκαμε τετρακόσια ενενήντα χιλιόμετρα με κατεύθυνση προς βορρά, κατά μήκος της αριστερής όχθης του Τίγρη, προς τις αρχαίες πόλεις Νιμρούντ και Νινευί, που κάποτε τις κατοι-
ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΠΕΤΡΕΣ 349
κούσαν οι τρομεροί Μήδοι, αλλά είχαν κυριευτεί από το Μεγάλο Βασιλιά πριν από εκατόν πενήντα χρόνια. Η σκέψη ότι κάποιος περσικός στρατός, όπως αυτός εδώ που μας έκανε να υποφέρουμε τώρα, είχε καταφέρει κάποτε να υπερνικήσει τέτοια τρομερά οχυρά σαν αυτά με άφηνε κατάπληκτο, γιατί τα τείχη αυτών των πόλεων είχαν πάχος σχεδόν ένα μέτρο και ύψος τριάντα μέτρα και οι θέσεις τους έμοιαζαν απόρθητες. Ο Μεγάλος Βασιλιάς, όμως, ήταν πολύ πιο σπουδαίος άντρας από τον άτυχο απόγονό του Αρταξέρξη - τον λέω άτυχο επειδή η κατωτερότητα του βασιλιά Αρταξέρξη ήταν γνωστή όχι μόνο στους πολίτες και τους στρατιώτες και των δύο πλευρών, αλλά ακόμα και στον ίδιο. Είναι θλιβερό να είναι υποχρεωμένος κάποιος να παραδεχτεί ταπεινά τη φανερή ανωτερότητα κάποιου προγόνου του. Είναι σαν ν' αποτελεί όνειδος στη διαδοχή των γενεών. Ένας γόνος στέρφος σαν μουλάρι, όχι από την άποψη της γονιμότητας αλλά της δύναμης και της τιμής. Είναι τρομερό να ξαναφέρνεις στο νου τη δοξασμένη ιστορία μιας οικογένειας και να βλέπεις να συγκλίνουν τα πολλά και φημισμένα παρακλάδια της σε ένα ασήμαντο σημείο, σαν τις άτονες και μαραμένες κορυφές ενός θεόρατου δέντρου, και να συνειδητοποιείς ότι αυτή η γελοία και αταίριαστη κορύφωση των γενεών, σαν σκιά ενός σπουδαίου ονόματος, είσαι εσύ ο ίδιος.
Χαζεύαμε κατάπληκτοι τα χαλάσματα αυτών των ισχυρών πόλεων, τα μισογεμισμένα από άμμο και χώμα, με τα από ψημένο άργιλο τείχη τους να καταρρέουν σε σωρούς ερειπίων. Οι μόνοι κάτοικοι ήταν ύαινες που μπαινόβγαιναν απαρατήρητες στα δρομάκια, ουρλιάζοντας στους ίσκιους τους, και όρνια κουρνιασμένα σε αρχαίες επάλξεις, με τα ροζ κεφάλια τους σκληρά και αγριεμένα και ριζωμένες στα μυαλά τους αρχέγονες μνήμες από σαπισμένα κουφάρια στοιβαγμένα στα τείχη της πόλης, που δεν είχαν γι' αυτά καμιά θρεπτική αξία εδώ και πέντε ή και περισσότερες γενεές. Μόνο τα σποραδικά εμπορικά καραβάνια ή κάποια ομάδα Βεδουίνων περνούσε από εκεί, σπανίως μένοντας περισσότερο από μια νύχτα.
Στρατοπεδεύσαμε για τρεις μέρες μέσα στα τείχη' οι περισ-
350 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
σότεροι στρατιώτες επειδή φοβούνταν τα φαντάσματα συντάχτηκαν κατά ομάδες σε ανοιχτούς χώρους. Μόνο λίγοι τόλμησαν να τριγυρίσουν στις αυλές και στα γκρεμισμένα παλάτια ή να μπουν σε εγκαταλειμμένα σπίτια ή σε συγκροτήματα κατοικιών και να περιδιαβούν τα σιωπηλά, έρημα δωμάτια. Τι είδους άνθρωποι είχαν κατοικήσει αυτούς τους χώρους, αναρωτιόμουν. Πώς γινόταν ανθρώπινες ζωές εκατό χρόνων ή και πεντακοσίων χρόνων μέσα σε αυτά τα δωμάτια -αιώνες γέλιου, συνωμοσιών, ερώτων, φαγητού και κατρουλιού- να έχουν σβηστεί τόσο ολοκληρωτικά από τη γη και τη μνήμη, ώστε να μην απομένουν ούτε φαντάσματα για να μας τους θυμίζουν, έχοντας εξαφανιστεί απογοητευμένα από την έλλειψη ζωντανών επισκεπτών που θα τους βασάνιζαν μέσα στα λημέρια τους; Μάταια χτένιζα τα αρχαία δωμάτια και τις εστίες αναζητώντας -δεν είμαι σίγουρος τι-κάποιο στοιχείο που θα έκανε αισθητή την ανθρώπινη παρουσία, κάποιο μικρό κατάλοιπο ή σημάδι, κάποιο τεκμήριο, ένα παιχνίδι ή ένα εργαλείο, ότι εδώ έζησε ένα άτομο, ένας άνθρωπος σαν κι εμένα, ότι παρά τον τρόμο της κατεστραμμένης του πόλης εξακολουθεί να υπάρχει κάποια μικρή απόδειξη της αλλοτινής του παρουσίας. Το μόνο που βρήκα όμως, μέχρι την τελευταία νύχτα, ήταν στάχτες.
Εκείνη τη νύχτα, στην ένωση δύο γερών, κάθετων τοίχων, ένα έρημο μέρος όπου συναντηθήκαμε με την Αστερία σε μία από τις άσκοπες νυχτερινές μας περιπλανήσεις, κλότσησα στην άκρη κάποια χαλάσματα για να καθαρίσω το μέρος να καθίσουμε και με τρόμο ανακάλυψα ένα άψογα διατηρημένο ανθρώπινο χέρι να ξεπροβάλλει από τη γη. Το λείο, υπερφυσικό μέλος έλαμπε με μια απαίσια γκριζάδα, ένα από τα μαρμάρινα δάχτυλά του έλειπε και η άγρια πέτρα μέσα από το σπάσιμο λαμποκοπούσε, αντανακλώντας τον ουρανό από πάνω μας που ήταν γεμάτος αστέρια αλλά χωρίς φεγγάρι. Το μέλος φάντασμα έμοιαζε σχεδόν να τρέμει κάτω από το τρεμουλιαστό φως του μικρού λύχνου μου και για μια στιγμή νόμισα ότι το είδα να κινείται, επιπλήττοντάς μας που διαταράξαμε την ηρεμία του κατόχου του, ή ότι μας έγνεφε με τα δάχτυλα που του απέμεναν να πλησιάσουμε πιο κο-
ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΠΕΤΡΕΣ 351
ντά. Αποχωρήσαμε από εκείνο το μέρος γεμάτοι τρόμο και δέος και επιστρέψαμε στο στρατόπεδο, κοιτάζοντας πάνω από τους ώμους μας ανήσυχα, από φόβο μήπως οι ίσκιοι των αρχαίων βασιλιάδων μάς ακολουθούσαν αθέατοι μέσα στις γκρεμισμένες αυλές και στους δρόμους της πόλης. Έμεινα ξάγρυπνος πολλές ώρες εκείνη τη νύχτα, κοιτάζοντας την οροφή κι ακούγοντας το απαλό θρόισμα και το τυχαίο γρύλισμα των άγριων σκυλιών που παραμόνευαν έξω από τη σκηνή, ρουθουνίζοντας για μπαγιάτικες κόρες ψωμιού ή εγκαταλειμμένη σάρκα.
Το άλλο απόγευμα, καθώς κατασκηνώναμε σε απόσταση μιας μέρας πορεία από τα τείχη της εγκαταλειμμένης πόλης, κάτω από ανεμοδαρμένα και παγερά ουράνια, με μαύρα αστροπελέκια ν' αγριοκοιτάζουν απειλητικά το συγκεντρωμένο στρατό από κάτω, έκανε την εμφάνιση του ο ίδιος ο Τισσαφέρνης στην πεδιάδα, ολοκάθαρα επικεφαλής του στρατού του, με τα μαύρα λάβαρα του με το χρυσό φτερωτό άλογο να κυματίζουν στον αέρα. Στο διάστημα των εβδομάδων που είχε περάσει καταδιώκοντας μας μέχρι εδώ είχε ενώσει τις δυνάμεις του με αυτές του Ορόντα, ενός ακόμα γαμπρού του βασιλιά, και τις εκατό χιλιάδες των ντόπιων δυνάμεων του Αριαίου που είχαν διασχίσει τη χώρα ως φίλοι μας και που τώρα παρατάσσονταν απέναντι μας ως εχθροί. Οι ενωμένες δυνάμεις ήταν τεράστιες και έμοιαζαν να καλύπτουν όλη την πεδιάδα. Όταν ανέβηκα πολύ προσεκτικά στην κορυφή μιας γκρεμισμένης έπαλξης και επισκόπησα ολόκληρη την περσική παράταξη, σε σύγκριση με την ασήμαντη ομάδα των δικών μας καταρρακωμένων Ελλήνων, εκατοντάδες από τους οποίους ήταν πληγωμένοι και πολλοί άλλοι ακόμα απασχολημένοι σέρνοντας τις σκευοφόρους, οι πόροι μας έμοιαζαν τρομακτικά λίγοι και αναρωτιόμουν με φόβο τι άλλο ακόμα μας επιφύλασσαν οι θεοί.
ΒΙΒΛΙΟ ΟΓΔΟΟ
ΒΑΡΒΑΡΟΙ
Και πίσω τους οι βαθυγάλαζες Κήρες, τρίζοντας τ' άσπρα τους δόντια αγριομάτες και βλοσυρές και ματωμένες κι αζύγωτες πάλευαν γι αυτούς που έπεφταν κι όλες ορμούσαν το μαύρο αίμα να πιουν κι όποιον πρωτάρπαζαν πεσμένο ή να πέφτει φρεσκοπληγωμένος, γύρω του μια τού 'μπηγε τα μεγάλα νύχια κι η ψυχή του στον Άδη κατέβαινε στον παγερό Τάρταρο- κι όταν χόρταινε η ψυχή τους αντρικό αίμα, αυτόν τον πετούσαν πίσω, και πάλι στην αντάρα και στον αγώνα λυσσώντας ορμούσαν.
ΗΣΙΟΔΟΣ*
* Ησίοδος, Άπαντα, Ασπίς Ηρακλέους, στίχ. 248-257, μετάφραση: Σωκράτης Σκαρ-τσής, εκδ. «Κάκτος», Αθήνα, 1992. (Σ.τ.Ε.)
1
ΕΙΧΑΜΕ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ ΑΠΟ ΝΩΡΙΣ ότι ήταν αδύνατο να προσπαθούμε να βαδίσουμε και ταυτόχρονα ν' αποκρούουμε τις δυνάμεις του Τισσαφέρνη που μας παρενοχλούσαν έτσι σε κάθε χωριό από το οποίο περνούσαμε μέναμε πολύ, φροντίζοντας τους πληγωμένους μας, θάβοντας τους νεκρούς μας και γυρνώντας σε όλη την περιοχή για προμήθειες. Όταν ο εχθρός έδειχνε να έχει χαλαρώσει, συνήθως τη νύχτα, διαλύαμε στα κλεφτά το στρατόπεδο και διασχίζαμε γρήγορα την περιοχή, καλυπτόμενοι από το σκοτάδι, μέχρι το επόμενο χωριό, όπου έπρεπε να περιμένουμε κάποια άλλη ευκαιρία για να κάνουμε ένα διάλειμμα. Πεταγόμαστε έτσι από κρυψώνα σε κρυψώνα, λες και παίζαμε κάποιο παιδικό παιχνίδι, όπου όμως ο χαμένος έπρεπε να υποστεί την έσχατη και αναπόφευκτη τιμωρία. Οι περσικές δυνάμεις ήταν άχρηστες τη νύχτα - είχαν δεμένα τα άλογα τους, ξεσαμάρωτα και ξεχαλίνωτα και σε περίπτωση νυχτερινής επίθεσης ήταν ανίκανοι να ετοιμάσουν στα γρήγορα ζώα, θωράκιση και οπλισμό. Για να φυλαχτούν από τυχόν αιφνιδιασμό των οπλιτών μας μες στο σκοτάδι, στρατοπέδευαν συνήθως δώδεκα με δεκατρία χιλιόμετρα μακριά από τις θέσεις μας. Το βράδυ, μόλις βλέπαμε να ηχούν οι σάλπιγγες τους για νυχτερινό σιωπητήριο, εμείς ετοιμάζαμε τις αποσκευές μας και όταν οι Πέρσες είχαν εξαφανιστεί από τα μάτια μας, κάναμε αναγκαστική πορεία, δημιουργώντας μεγάλη απόσταση ανάμεσα στους δυο στρατούς και αναγκάζοντας τους Πέρσες να διανύουν διπλή απόσταση την επομένη.
Μια νύχτα, όμως, οι Πέρσες άλλαξαν τη συνήθεια τους. Προσποιήθηκαν αποχώρηση το βράδυ, αλλά έστειλαν ένα μεγάλο απόσπασμα μπροστά από εμάς, πίσω από μια σειρά λόφων, κατά-
356 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
λαμβάνοντας ένα ύψωμα πάνω στο δρόμο απ' όπου έπρεπε να περάσουμε.
Κατά την πορεία της επόμενης μέρας, όταν ο Χειρίσοφος, που βρισκόταν στην πρώτη γραμμή, παρατήρησε ότι ο λόφος μπροστά μας είχε ήδη καταληφθεί, έστειλε ιππείς στον Ξενοφώντα στα μετόπισθεν και του ζήτησε να προωθηθεί με τους σφενδονήτες. Εμείς όμως ήμαστε καθηλωμένοι, επειδή ο υπόλοιπος στρατός του Τισσαφέρνη μάς ακολουθούσε από κοντά, απασχολώντας τους σφενδονήτες και τους τοξότες μας με κάθε ευκαιρία. Εκνευρισμένος με τις όλο και πιο πιεστικές εκκλήσεις του Χειρίσοφου και τις αδιάκοπες παρενοχλήσεις του Τισσαφέρνη, ο Ξενοφώντας τελικά άφησε τον Λύκιο προσωρινά υπεύθυνο της οπισθοφυλακής και έτρεξε αυτοπροσώπως μπροστά, συνοδευόμενος από τον Νικόλαο κι εμένα, για να ξεκαθαρίσει τι ακριβώς ζητούσε ο Σπαρτιάτης.
«Που στο καλό ήσουν;» πέταξε έξαλλος, επειδή αργήσαμε να φτάσουμε. «Πού είναι η υπόλοιπη ακολουθία σου; Ζαρωμένοι πίσω από τις σκευοφόρους;»
Ο Νικόλαος μπλάβισε και τον αγριοκοίταξε, αλλά ο Ξενοφώντας αγνόησε την αγένεια του Σπαρτιάτη και τον κοίταξε ψυχρά. «Αν είχα φέρει τους σφενδονήτες μου, ο Τισσαφέρνης θα ύψωνε τις σημαίες μπροστά σας πριν πέσει ο ήλιος. Οι σφενδονήτες θα μείνουν στα μετόπισθεν, όσο θα βρίσκεται ακόμα εκεί ο περσικός στρατός».
Ο Χειρίσοφος βλαστήμησε μέσα από τα δόντια του. «Έχουν καταλάβει το λόφο μπροστά μας κι εμείς θα κολλήσουμε εδώ σαν σκατά μέσα σε κουβά, μέχρι να ξεφορτωθούμε αυτούς τους γαμημένους Πέρσες που θα φάνε ζωντανούς τους άντρες μου έτσι καλά που στοχεύουν».
Ο Ξενοφώντας κοίταξε προς τα πάνω σκεφτικός. Όταν διεξάγεται μάχη σε ένα πεδίο με απότομη κλίση, οι αμυνόμενες δυνάμεις στην κορυφή έχουν τη δυνατότητα να στρέφουν τα όπλα τους πάνω σε ολόκληρο το σώμα του στρατού των επιτιθεμένων από κάτω, από την πρώτη γραμμή ως το τέλος της παράταξης. Οι ασπίδες είναι άχρηστες στους επιτιθεμένους, εκτός και τις κρα-
ΒΑΡΒΑΡΟΙ 357
τούν σηκωμένες οριζόντια, σαν καβούκια χελώνας, άβολη θέση για μάχη και αναρρίχηση. Ακόμα χειρότερα, αν οι επιτιθέμενοι από κάτω έχουν έστω τη δυνατότητα να ρίξουν ή να χτυπήσουν, μπορούν να στοχεύσουν μόνο τις μπροστινές σειρές των στρατιωτών στην κορυφή, αλλά αν οι αμυνόμενοι είναι καλά οχυρωμένοι, ακόμα και αυτό είναι αδύνατο.
Καλπάζοντας αρκετές εκατοντάδες μέτρα μακριά για να εποπτεύσει καλύτερα το χώρο, ο Ξενοφώντας παρατήρησε έναν άλλο απότομο λόφο πίσω από αυτόν που κατείχε ο εχθρός, ο οποίος δεν είχε καταληφθεί ακόμα από τους Πέρσες και ήταν ουσιαστικά ψηλότερος, με μια στενή, βραχώδη πρόσβαση να τους χωρίζει. Επέστρεψε στον Χειρίσοφο σχεδόν ξέπνοος.
«Πρέπει να καταλάβουμε εκείνο το ύψωμα τώρα», είπε, «προτού αντιληφθούν οι Πέρσες τι τρέχει. Οι στρατιώτες μου είναι καθηλωμένοι περίπου πέντε χιλιόμετρα πίσω από τον Τισσαφέρνη. Ή στέλνεις τους Σπαρτιάτες σου να κυριεύσουν το λόφο ή μένεις εδώ κι αναλαμβάνεις το στράτευμα, όσο εγώ θα πάω μ' ένα απόσπασμα από τους άντρες σου. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, κοίτα να φανείς χρήσιμος».
Ο Χειρίσοφος τον αγριοκοίταξε. «Δική σου η επιλογή, στρατηγέ», είπε σαρκαστικά, τονίζοντας με έμφαση την τελευταία λέξη για να κάνει εντύπωση. «Εγώ θ' ακολουθήσω τις διαταγές σου».
Πήρα βαθιά ανάσα καθώς είδα τον Ξενοφώντα να σταματά για μια στιγμή, αναμετρώντας επίτηδες τον Σπαρτιάτη προτού τελικά αποφασίσει, για μια ακόμα φορά, ν' αγνοήσει τον προσβλητικό τόνο στη φωνή του. Μπορούσα ν' αποδώσω την αυτοσυγκράτηση του Ξενοφώντα στην επιθυμία του να διατηρήσει πάση θυσία την ενότητα του στρατεύματος, που υπερίσχυε ακόμα και μιας προσωπικής προσβολής. Ο Γρύλλος προ πολλού είχε προειδοποιήσει ότι δεν έπρεπε να εμπιστεύεσαι τους Σπαρτιάτες. Ευτυχώς, σκέφτηκα, που οι Ροδίτες επιδείκνυαν αδιαμφισβήτητη υπακοή, γιατί αποτελούσαν μεγάλη πηγή ανακούφισης, καθώς και ένα υπολογίσιμο αμυντικό πλεονέκτημα.
Ο Ξενοφώντας σκίασε τα μάτια του για ν' αποφύγει τον ήλιο και ξανακοίταξε ψηλά το λόφο. «Χρειάζομαι τριακόσιους άντρες»,
358 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
είπε. «Σε μία ώρα θα ξέρεις αν πετύχαμε ή όχι». Ο Χειρίσοφος κούνησε το κεφάλι κι άρχισε να επιλέγει άντρες· είμαι σίγουρος ότι διάλεξε τριακόσιους από τους πιο σωματώδεις, τους πιο ανάξιους και ασχημότερους γιους του Όρκου που είχε και τους παραχώρησε στον Ξενοφώντα για ν' ανέβουν εσπευσμένα το λόφο. Ξεκινήσαμε αμέσως, αλλά ο Ξενοφώντας σταμάτησε τον Νικόλαο και τον έβαλε στην άκρη. «Εσύ περίμενε εδώ».
Ο Ροδίτης τον κοίταξε σαστισμένα και μετά τα μάτια του στένεψαν από κακία. Όπως όλοι οι συμπατριώτες του, είχε μεγάλη ευαισθησία σχετικά με το νεαρό της ηλικίας του και το κοντό παράστημα του και αντιδρούσε σε κάθε απόπειρα να του αναθέτουν ελαφρύτερα καθήκοντα.
«Γιατί, Ξενοφώντα; Εγώ, με τη σφεντόνα μου, θα ρίξω κάτω τρεις Πέρσες για καθέναν που ποδοπατούν οι Σπαρτιάτες».
Ο Ξενοφώντας γέλασε με το πνεύμα του αγοριού. «Δεν είναι αυτό. Θέλω κάποιον έμπιστο να περιμένει εδώ τον Λύκιο και να του εξηγήσει την κατάσταση. Δε θέλω να μάθει τα νέα από τον Χειρίσοφο».
Ο Νικόλαος συγκατένευσε επιφυλακτικά και ο Ξενοφώντας έστριψε το άλογο του για να φύγει, καλπάζοντας πίσω από τους στρατιώτες του που είχαν ήδη αρχίσει την αναρρίχηση τους.
Μόλις οι Πέρσες από το χαμηλότερο λόφο αντιλήφθηκαν το απόσπασμα να κάνει κύκλο πίσω τους και να έχει βάλει στόχο τα ελεύθερα υψώματα, έφτιαξαν κι εκείνοι ένα απόσπασμα από μερικές εκατοντάδες άντρες που άρχισαν να κάνουν αγώνα δρόμου προς το ίδιο μέρος. Σιωπή επικράτησε και στις δύο πλευρές. Αν και κανένα από τα επιτιθέμενα αποσπάσματα δεν έβλεπε το άλλο που σκαρφάλωνε από την άλλη πλευρά του λόφου, οι δύο στρατοί κάτω στην πεδιάδα έβλεπαν όλη την εξέλιξη. Μια ζητωκραυγή ξέφυγε ξαφνικά από τους Έλληνες, κάτω, κι ένα λεπτό αργότερα αντήχησε μία από το περσικό στρατόπεδο, καθώς οι Έλληνες ξα-ναβυθίστηκαν στη σιωπή τους. Όπως συμβαίνει σε αγώνα δρόμου στους Ολυμπιακούς Αγώνες που ο κάθε θεατής στο στάδιο προτρέπει τους συμπατριώτες του, οι στρατιώτες ούρλιαζαν για να δώσουν κουράγιο στους συντρόφους τους που ανέβαιναν στο λόφο.
ΒΑΡΒΑΡΟΙ 359
Ο Ξενοφώντας πηγαινοερχόταν πάνω στο άλογο του ανάμεσα στους ασθμαίνοντες Έλληνες του αποσπάσματος που έκανε αναρρίχηση, κουνώντας το ξίφος του και φωνάζοντας ώσπου βρά-χνιασε η φωνή του. «Κουνηθείτε, μπάσταρδοι, κουνηθείτε! Οι Πέρσες επιτίθενται από την άλλη πλευρά! Αγωνιστείτε για την Ελλάδα!»
Οι άντρες ιδρωμένοι και λαχανιασμένοι, πιέζοντας μέχρι εξαντλήσεως τους εαυτούς τους, είχαν καρφωμένα τα μάτια μόνο στην κορυφή. Ένας γεροδεμένος τύπος, με στήθος χοντρό σαν βαρέλι και με μπούτια δυνατά σαν πέτρινες κολόνες, άρχισε να διαμαρτύρεται με φωνή που ακουγόταν ακόμα και πάνω από τα μουγκρητά και τις βλαστήμιες των συντρόφων του. Κοίταξα πιο προσεκτικά το στρατιώτη - σίγουρα ήταν αθλητής ή τουλάχιστον πρώην, κάποιος που θα έπρεπε να ηγείται των άλλων παρά να μένει πίσω και να βαρυγκομάει. Ήμουν σίγουρος ότι τον είχα ξαναδεί, αλλά δεν μπορούσα να τον αναγνωρίσω με το πρόσωπο κρυμμένο πίσω από την καλύπτρα της μύτης και των παριών της πολεμικής του περικεφαλαίας. Τον έδειξα στον Ξενοφώντα και καθώς τον κοιτάζαμε σταμάτησε και ίσιωσε την πλάτη του, λαχανιασμένος, ψηλαφώντας με το χέρι του πίσω σε μια έξαλλη προσπάθεια να ξύσει τον ώμο του εκεί που τα λουριά της επένδυσης του θώρακα και της πλάτης πρέπει να του είχαν κάνει σημάδι.
«Γαμημένοι αξιωματικοί!» ξέσπασε με οργή στους γύρω του. «Έρχονται καβάλα στα βρομιάρικα άλογα τους, ενώ εμείς ανεβαίνουμε με κόπο τούτο εδώ το βουνό μέσα στη βρόμα, με όλη μας την ταχύτητα, σαν γαμημένοι δούλοι σε αλατωρυχεία!»
Ο άντρας συνέχισε τα μεγάλα του λόγια, αλλά ήταν αυτή η προσβολή που χτύπησε τον Ξενοφώντα σαν χαστούκι στο μάγουλο κι έγινε κατακόκκινος από οργή - ήταν μια έκφραση που είχα δει πολλές φορές στο παρελθόν, αλλά κοσμούσε κυρίως τα πρόσωπα των Σπαρτιατών εκπαιδευτών και είχα καταφέρει συνήθως να την αποφύγω με τον τρόπο μου. Κατέβηκε χωρίς να πει κουβέντα από το άλογο του, δίνοντας μου τα χαλινάρια, όρμησε προς εκείνο τον αργοκίνητο και πλησίασε το πρόσωπο του σε απόσταση αναπνοής από τον τεράστιο, κτηνώδη τύπο που παραληρούσε.
360 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
«Πάρε δρόμο από εδώ και γύρνα στο στρατόπεδο να βοηθάς τις πλύστρες!» του φώναξε. Ύστερα άρπαξε την ασπίδα του εμβρόντητου άντρα κι άρχισε ν' ανεβαίνει τρέχοντας το λόφο κουβαλώντας την -όχι και μικρό κατόρθωμα, αφού φορούσε την άβολη πανοπλία του ιππέα- και συνέχιζε να ουρλιάζει στους στρατιώτες για να τους πιέσει να προχωρήσουν. Οι άλλοι άντρες χτυπούσαν το στρατιώτη στο κεφάλι και στην πλάτη με το πίσω μέρος των σπαθιών τους καθώς περνούσαν, περιγελώντας και βρίζοντας τον, έτσι όπως στεκόταν ακίνητος και άλαλος, ώσπου τελικά, βυθισμένος στην απόλυτη ντροπή, έβαλε το κεφάλι κάτω κι άρχισε και πάλι ν' ανεβαίνει το λόφο, ουρλιάζοντας τον παιάνα προς τον ισχυρό Απόλλωνα, τον οποίο σύντομα έπιασαν και οι υπόλοιποι από τους αναρριχώμενους καθώς και ο στρατός κάτω στην πεδιάδα. Προφταίνοντας τον Ξενοφώντα, βούτηξε την ασπίδα του πάλι πίσω αγριοκοιτάζοντάς τον κι εκείνος, εξαντλημένος, έπιασε τα γκέμια του αλόγου του που του πέταξα και πάσχιζε να ξαναϊππεύσει με την πανοπλία του.
Η οχλοβοή και από τους δυο στρατούς από κάτω έδειχνε ότι επρόκειτο για ισόπαλη κούρσα. Ο Ξενοφώντας αναγκάστηκε να ξεπεζέψει λόγω της απότομης κλίσης του εδάφους κι αγωνιζόταν να βγάλει την άβολη πανοπλία του για να συνεχίσει πεζός την ανάβαση. Οι άντρες σκαρφάλωναν τώρα χέρι με χέρι, ενώ βράχια και χαλίκια ξέφευγαν, κατρακυλώντας πάνω σ' αυτούς που βρίσκονταν πιο κάτω, καθώς γραπώνονταν βίαια προς τα πάνω, ιδρωμένοι, βρίζοντας και παλεύοντας να κρατήσουν τις ασπίδες και τα ξίφη τους. Οι πρώτοι απείχαν μόνο εφτά μέτρα από την κορυφή, ύστερα τρία, όταν με φρίκη είδα το λοφίο ενός ορειχάλκινου περσικού κράνους να εμφανίζεται στην κορυφή από την άλλη πλευρά κι ύστερα ακόμα ένα. Οι προπορευόμενοι Έλληνες, απορροφημένοι από την προσπάθεια της αναρρίχησης δεν το κατάλαβαν, ώσπου οι πρώτοι έξι από αυτούς σωριάστηκαν εξουθενωμένοι στα βράχια του ψηλότερου σημείου - κι επακολούθησε μια στιγμιαία παύση όταν οι εξαντλημένοι άντρες και των δύο πλευρών άνοιξαν τα μάτια τους και είδαν τους θανάσιμους εχθρούς τους να τους αντικρίζουν από ενάμισι μέτρο απόσταση.
ΒΑΡΒΑΡΟΙ 361
Έλληνες και Πέρσες πάλευαν να σταθούν στα πόδια τους, αβέβαιοι αν έπρεπε να συμπλακούν μεταξύ τους ή να κοιτάξουν κάτω και από τις δύο πλευρές του υψώματος για να δουν πόσοι ακόμα από τους εχθρούς βρίσκονταν εκεί κοντά. Οι δύο Πέρσες που αναρριχήθηκαν πρώτοι είχαν αφήσει πολύ πίσω τους συντρόφους τους στον αγώνα δρόμου προς την κορυφή, ενώ σχεδόν όλο το σώμα των Ελλήνων, με την απεγνωσμένη πίεση του Ξενοφώντα, είχε μείνει ενωμένο κατά την αναρρίχηση και τώρα ετοιμαζόταν να φτάσει εν σώματι στην κορυφή. Το αποτέλεσμα ήταν να μη συμπλακούν καθόλου οι πρώτοι Έλληνες και Πέρσες, μια και μόλις οι Πέρσες κοίταξαν κατά κάτω και από τις δύο πλευρές και σύγκριναν τις αντίστοιχες αποστάσεις των δύο επιτιθέμενων ομάδων αποφάσισαν ότι η καλύτερη περίπτωση για την ασφάλεια τους ήταν να παραχωρήσουν την κορυφή στους Έλληνες. Με μια φωνή πήδησαν προς την πλευρά τους, πάνω στα κεφάλια των συντρόφων τους που βρίσκονταν από κάτω και οι οποίοι έκαναν μεταβολή και μισοτρέχοντας, μισογλιστρώντας άρχισαν να κατεβαίνουν την απόκρημνη πλαγιά. Οι ζητωκραυγές της περσικής πλευράς στην πεδιάδα σταμάτησαν, ενώ εκείνες της ελληνικής πλευράς έγιναν ένας εκκωφαντικός κεραυνός. Πήραμε την κορυφή χωρίς καμιά απώλεια και καθώς ο Ξενοφώντας και οι υπόλοιποι οπλίτες πάσχιζαν να φτάσουν ασθμαίνοντας πάνω, κοιτάζαμε κάτω τους Πέρσες στρατιώτες που κρατούσαν το γειτονικό ύψωμα, το οποίο επόπτευε το δρόμο προς το βορρά. Και αυτοί με τη σειρά τους είχαν σταματήσει να γιουχάρουν και να στοχεύουν τις δυνάμεις του Χειρίσοφου κάτω από αυτούς και τώρα έστεκαν αποσβολωμένοι, κοιτάζοντας μας κατατρομαγμένοι.
«Κοιτάξτε το αυτό», είπε ο Ξενοφώντας στους άντρες με ένα άγριο χαμόγελο. «Θέο, κάνε σινιάλο στον Χειρίσοφο να επιτεθεί».
Έβγαλα το κράνος μου και το κρέμασα στην άκρη ενός δόρατος δυόμισι περίπου μέτρων που άρπαξα από ένα διπλανό μου οπλίτη και σηκώνοντας το ψηλά το κούνησα πάνω κάτω τρεις φορές, όπως ήταν το προκαθορισμένο σινιάλο. Μια στιγμή αργότερα, μια τρομερή κραυγή σηκώθηκε από τους στρατιώτες του Χει-
362 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
ρίσοφου κάτω χαμηλά, καθώς ορμούσαν στους πρόποδες του λόφου κι άρχισαν να ανεβαίνουν χέρι με χέρι προς την κορυφή του κοντινού υψώματος. Οι Πέρσες αντιμετωπίζοντας σφοδρή επίθεση ανάμεσα στα δυο στρατιωτικά μας σώματα οπισθοχώρησαν τρομαγμένοι.
Ο Ξενοφώντας κραύγασε τότε: «Επίθεση!» και οι οπλίτες μας, με τα μάτια να λαμπυρίζουν άγρια μέσα από τις χαραμάδες του κράνους τους και με τα δόντια ν' αστραποβολούν σαν του λύκου πίσω από τα γείσα τους, πάνω στη βιασύνη τους να κατέβουν, στην κυριολεξία πήδησαν πάνω στο αναρίθμητο πλήθος των περσικών δυνάμεων από κάτω.
Οι Πέρσες δεν περίμεναν να δουν να εκπληρώνεται μια προδικασμένη έκβαση. Πετώντας τα όπλα τους και χτυπώντας με τρόμο τα χέρια τους, κατρακύλησαν ουσιαστικά από τη μεριά του ευάλωτου δικού τους τώρα πια προμαχώνα, μέσα στον πανικό τους να ξεφύγουν από τους οπλίτες που ορμούσαν από πάνω κι από κάτω ουρλιάζοντας απειλητικά.
«Αφήστε τους να φύγουν», φώναξε γελώντας, καθώς οι τρομοκρατημένοι Πέρσες μέσα στη βιασύνη τους να ξεφύγουν κατρακυλούσαν κι έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλο στα χαλίκια της βουνοπλαγιάς. «Ακόμα και ένας σπασμένος καρπός για εμάς δεν αξίζει τα πενιχρά λάφυρα που θα αρπάζαμε από αυτούς». Οι άντρες συγκατατέθηκαν απρόθυμα και επέστρεψαν στους στρατιώτες του Χειρίσοφου με πανηγυρική διάθεση.
Ύστερα από εκείνη τη φορά δεν είχαμε καμιά επιπλέον συμπλοκή με την κύρια δύναμη του Τισσαφέρνη, αν και μικρές περσικές ομάδες καταδρομών κατέκοπταν περιστασιακά Έλληνες που είχαν τυχόν ξεμείνει πολύ μακριά από το στρατό όταν έκαναν λεηλασίες. Οι βάρβαροι έστελναν έφιππους προπομπούς να καίνε τα πλούσια χωριά του Τίγρη και τις καλλιέργειες πάνω στον προσχεδιασμένο δρόμο μας, γεγονός που εκλαμβάναμε ως μια τελευταία ένδειξη απόγνωσης εκ μέρους τους, και παρόλο που δημιουργούσαν σημαντικά προβλήματα στα στρατεύματα μας όταν αυτά προσπαθούσαν να βρουν αρκετές προμήθειες, ξέραμε ότι αυτό θα ήταν παροδικό - ένας ντόπιος στρατός δεν μπορεί να
ΒΑΡΒΑΡΟΙ 363
κατακαίει συνέχεια την ίδια του τη χώρα, χωρίς ν' αντιμετωπίσει σύντομα αντίσταση από το λαό.
Και είχαμε δίκιο, φυσικά, μια και λίγες μέρες αργότερα ο Τισσαφέρνης παράτησε εντελώς τις επιθέσεις, περιορίζοντας την παρουσία του απλώς σε λίγους ξεκομμένους ανιχνευτές που συνέχισαν να μας ακολουθούν από απόσταση για λίγες ακόμα εβδομάδες, καθώς φύγαμε από τη σφαίρα επιβολής του βασιλιά. Μιλώντας με την Αστερία εκείνη τη νύχτα, ενώ τη βοηθούσα να βγάλει νερό από ένα κοντινό ρέμα για τους άτακτους, από την έκφραση του προσώπου της φάνηκε να σοκάρεται, όταν ανέφερα ότι ήταν απίθανο να ξαναδούμε τον Τισσαφέρνη. Με κοίταξε ερωτηματικά για μια στιγμή, ζητώντας μου σιωπηλά για μια ακόμα φορά να της πω αν δεχόμουν την πρόταση που μου είχε κάνει παλιότερα, κι εγώ αργά αλλά με έμφαση ένευσα όχι με το κεφάλι. Αναστέναξε, ανέβασε τους βαριούς κουβάδες μέχρι τους ώμους της με το ζυγό και τράβηξε σιωπηλά προς το στρατόπεδο, όπου και την άφησα για να ξαναγυρίσω στα καθήκοντα μου μαζί με τον Ξενοφώντα.
2
ΜΕΡΙΚΈΣ ΜΈΡΕΣ ΑΡΓΌΤΕΡΑ, ακριβώς με το ηλιοβασίλεμα, την ώρα που γύριζαν στο στρατόπεδο για το βράδυ οι ανιχνευτές, είδα κατάπληκτος να ξεπροβάλλει μέσα από τα δέντρα κουτσαίνοντας οδυνηρά ο Νικόλαος, με έκφραση μορφασμού στο πρόσωπό του. Το μπράτσο του ήταν περασμένο γύρω από τους ώμους ενός άλλου Ροδίτη, που τον βοηθούσε να βγει προσεκτικά από το δάσος, και το δεξί του πόδι ήταν σφιχτά φασκιωμένο με ένα βρόμικο κουρέλι, ένα κομμάτι σκισμένο από τον κουρελιασμένο του χιτώνα. Παρά το φάσκιωμα, άφηνε πίσω του, σε κάθε του κίνηση, ίχνη αίματος πάνω στο χώμα.
«Νικόλαε, τι συνέβη;» φώναξα με έκπληξη, τρέχοντας ν' απαλλάξω τον εξαντλημένο σύντροφο του από το βάρος. Η απώλεια οποιουδήποτε από τους Ροδίους, από θάνατο ή τραυματισμό, θα αποτελούσε σημαντικό χτύπημα για το στρατό, αλλά ειδικά ο Νικόλαος, που εξελισσόταν σε ειδήμονα στρατηγικής και εξαιρετικά επιδέξιο και αξιόλογο σύμβουλο για τον Ξενοφώντα, έπρεπε να προστατευτεί πάση θυσία. «Έγινε επίθεση;»
Ο Νικόλαος μόρφασε και πάλι και τα μάτια του γύρισαν. «Μόνο σ' εμένα, εξαιτίας της βλακείας μου. Βάδιζα πολύ κοντά στη φωλιά ενός ασβού και ο διαολεμένος πρέπει να μου την είχε στημένη. Μου έκοψε το πόδι λες κι ήταν κανένα κομμάτι ωμό κρέας και σφήνωσε τα σαγόνια του πάνω μου. Αναγκάστηκα να τον χτυπήσω μέχρι θανάτου με ένα στυλιάρι κι έπειτα να χρησιμοποιήσω άλλο για ν' ανοίξω τα σαγόνια του. Μου έκοψε ολόκληρο κομμάτι από το πόδι». Ο σύντροφος του Νικόλαου με περηφάνια τράβηξε το νεκρό ζώο από έναν πάνινο σάκο που κρεμόταν από τον ώμο του. Το κεφάλι του ήταν πολτοποιημένο. Ήταν ο μεγα-
ΒΑΡΒΑΡΟΙ 365
λύτερος ασβός που είχα δει και είχε το βάρος ενός μικρού κατσικιού, με μια σειρά τρομερά, κοφτερά δόντια στην κάτω σιαγόνα που προεξείχαν γύρω από το λιπόσαρκο χείλος, σχηματίζοντας ένα φρικιαστικό χαμόγελο, βαμμένο ακόμα από το αίμα του Νικόλαου.
Δεν μπορούσα ακόμα να ξέρω πόσο σοβαρό ήταν το τραύμα, το δάγκωμα, όμως, οποιουδήποτε ζώου ήταν γνωστό ότι μπορούσε να προκαλέσει επικίνδυνο πυρετό- αν λοιπόν ο ασβός ήταν λυσσασμένος, καλύτερα να μη σκεφτόταν κανείς προς το παρόν τις συνέπειες.
Αφού φόρτωσα προσεκτικά το λεπτό του σώμα στις πλάτες μου και τον μετέφερα στο ροδίτικο τομέα του στρατοπέδου, έτρεξα να φέρω την Αστερία, που είχε συλλέξει ένα σωρό ιατρικά εφόδια. Τη βρήκα έξω από τη σκηνή της, πεσμένη στα τέσσερα, με το πρόσωπο ακουμπισμένο σχεδόν στο έδαφος, καθώς πάλευε, ασυνήθιστη γι' αυτή τη δουλειά, να φυσήξει πυρακτωμένα κάρβουνα για ν' ανάψει έναν αδέξια στοιβαγμένο σωρό από χλωρά κλαδιά που είχε μαζέψει. Στάθηκα πίσω της χαμογελώντας και τη φώναξα με το όνομα της, εκείνη όμως τρόμαξε. Αναπήδησε και σήκωσε τα μάτια και ύστερα με μια σαστισμένη έκφραση ανασηκώθηκε παίρνοντας μια πιο καθωσπρέπει γονατιστή στάση, τραβώντας μερικές σκόρπιες τούφες μαλλιά από το ιδρωμένο της πρόσωπο. Καθώς φτιαχνόταν, όμως, άφησε μια μακριά μουντζούρα από τα γεμάτα καπνιά δάχτυλα της στο ένα της μάγουλο.
«Αστερία, χρειάζομαι τη βοήθεια σου για κάποιον πληγωμένο», είπα. «Φέρε τα γιατρικά σου».
Επιστρέφοντας μαζί της στον τομέα των Ροδίων λίγα λεπτά αργότερα, της έδειξα το τραυματισμένο αγόρι, ενώ οι σύντροφοι του Νικόλαου στέκονταν αμήχανοι και σιωπηλοί από σεβασμό, καθώς δεν είχαν συνηθίσει την παρουσία μιας γυναίκας ανάμεσα τους.
Η Αστερία δε δείλιασε από το αιματοβαμμένο κάλυμμα, αλλά γρήγορα και επιδέξια αποκάλυψε το πόδι, ζητώντας ταυτόχρονα περισσότερο φως. Καθώς κάποιος έστρεψε το φως ενός
366 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
δαυλού ακριβώς εκεί πάνω, μουρμούρισε απαλά μέσα από τα δόντια της.
«Αυτό, λοιπόν, δεν το έχω ξαναδεί», είπε τελικά. «Τα έχω καταφέρει με απλές πληγές από βέλη, σπασμένα οστά, μολύνσεις, αλλά αυτό...» και κοίταξε σχεδόν θλιμμένα το πόδι του Νικόλαου.
Έσκυψα κι εγώ για να δω από πιο κοντά κι έμεινα άναυδος από κατάπληξη.
Το άκρο του είχε ήδη πρηστεί και είχε γίνει διπλάσιο από το κανονικό του μέγεθος, «καταπίνοντας» κυριολεκτικά τα δάχτυλα που ξεπρόβαλλαν από το φουσκωμένο πόδι σαν μικροσκοπικά νιόβγαλτα μπουμπούκια από βολβό. Το μεγαλύτερο μέρος της επιδερμίδας είχε σκιστεί ή κρεμόταν σε λουρίδες, λες και το είχες κόψει με στομωμένο μαχαίρι, κι ένα μεγάλο κομμάτι του εσωτερικού μέρους της φτέρνας έλειπε, ακριβώς κάτω από τον αστράγαλο, εκεί που, όπως υπέθεσα, το μανιασμένο ζώο είχε γραπωθεί στα τελευταία του. Το πόδι ήταν διάτρητο από βαθιά τρυπήματα, εκεί που το είχε μασήσει και ροκανίσει το άγριο ζώο ζητώντας μέρος να πιαστεί. Ορισμένα είχαν φτάσει ως το κόκαλο.
Η Αστερία ψηλάφισε απαλά το πάνω μέρος του ποδιού, τον αστράγαλο και τα δάχτυλα, ενώ ο Νικόλαος σφάδαζε και ούρλιαζε από τον πόνο, παρόλο που δυο σύντροφοι του τον κρατούσαν καθηλωμένο στο έδαφος και προσπαθούσαν να τον καθησυχάσουν.
«Δε νομίζω ότι έχει σπάσει κάτι», είπε τελικά. «Αυτό είναι ευτύχημα. Το πόδι είναι πολύπλοκο μέλος και σπάνια γιατρεύεται σωστά, όταν μπει στη θέση του. Ανησυχώ, όμως, γι' αυτό το δά-γκωμα και τα τρυπήματα. Αυτό το είδος τραύματος είναι επιρρεπές σε γάγγραινα. Έτσι και κάνει αρχή, ολόκληρο το πόδι είναι χαμένο - ίσως και περισσότερο».
Κι εγώ γι' αυτό ανησυχούσα, επειδή η αρρωστημένα γλυκερή μυρουδιά της σαπισμένης σάρκας, που αποτελεί σύμπτωμα αυτής της αρρώστιας, ήταν γνωστή στο ελληνικό στρατόπεδο.
Η Αστερία δίστασε, παρατηρώντας το πόδι, προτού σηκωθεί και προχωρήσει ήρεμα στην κοντινότερη φωτιά, βυθισμένη σε σκέψεις. Γονάτισε δίπλα της, ανασκαλεύοντας ελαφρά τη χόβο-
ΒΑΡΒΑΡΟΙ 367
λη, συλλογιζόμενη τι θα έκανε στη συνέχεια. Ύστερα από μια στιγμή ξανασηκώθηκε, έχοντας προφανώς πάρει μια απόφαση, και επέστρεψε, αποφεύγοντας να κοιτάξει το ιδρωμένο και γεμάτο περιέργεια πρόσωπο του Νικόλαου.
«Κάθισε πάνω στο γόνατο του, Θέο», διέταξε με χαμηλή φωνή, «και κράτα σφιχτά το καλάμι του. Μην αφήσεις να κουνήσει το πόδι του». Έσπευσα, αδημονώντας να κάνω κάτι χρήσιμο, και δεν είχα προλάβει να πιάσω το κοκαλιάρικο καλάμι και την κνήμη του, όταν εμφάνισε πίσω από την πλάτη της το μαχαίρι που κρατούσε, το οποίο είχε πυρακτώσει μέσα στα κάρβουνα και είχε αποκτήσει ένα έντονο, ζεστό κόκκινο χρώμα. Γονάτισε γρήγορα και πίεσε δυνατά την επιφάνεια της πυρακτωμένης λεπίδας πάνω στο τεράστιο δάγκωμα στη σάρκα του ποδιού, προκαλώντας ένα δυνατό τσιτσίρισμα από την αχνιστή πληγή, όπως κάνει το λίπος που στάζει από ένα ψητό μπούτι μες στη φωτιά. Η έντονη, διαπεραστική δυσωδία της καμένης σάρκας χτύπησε τα ρουθούνια μου τόσο έντονα, όσο και τότε που το φλεγόμενο θειάφι είχε κάψει τους επιτιθέμενους Πέρσες στα Κούναξα.
Για μια στιγμή ο Νικόλαος έμεινε σιωπηλός, ίσως από το σοκ ή επειδή μεσολάβησε εκείνη η σύντομη, σπλαχνική καθυστέρηση ανάμεσα στο άγγιγμα του καυτού μετάλλου πάνω στο δέρμα και στην εκτυφλωτικά λευκή έκρηξη πόνου που σκάει στον εγκέφαλο. Ύστερα ξέσπασε σε ένα απεγνωσμένο και αμείωτο ουρλιαχτό, μια κραυγή οργής και πόνου που συγκλόνισε τους πάντες στο στρατόπεδο και τους έκανε να σωπάσουν, αφού άντρες σε απόσταση εκατοντάδων μέτρων τριγύρω σταμάτησαν αυτό που έκαναν για ν' ακούσουν. Το ουρλιαχτό του έσβησε σε ένα λαχανιασμένο πνίξιμο, καθώς τα πνευμόνια του είχαν εξαντληθεί, αλλά ξανάρχισε, καθώς η Αστερία έστρεψε τη λάμα από την άλλη, την ακόμα κατακόκκινη πλευρά και ξαναπίεσε την επιφάνεια που τσιτσίριζε στην καψαλισμένη τώρα πληγή. Η αιμορραγία σταμάτησε σχεδόν αμέσως και τώρα μειώθηκε σε μια ήσυχη, ασήμαντη ροή. Κοίταξε το έργο της με ικανοποίηση. «Σχεδόν τελειώσαμε, τώρα», ψιθύρισε στον Νικόλαο απαλά, αν και όποια ανακούφιση μπορεί να άντλησε από αυτά τα λόγια έσβησε, όταν την
368 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
είδε να ξαναγυρίζει στη φωτιά για να χώσει και πάλι τη λεπίδα της στα κάρβουνα.
Επιστρέφοντας ένα λεπτό αργότερα, έβαλε αυτή τη φορά την καυτή κόκκινη μύτη μέσα σε κάθε τρύπημα, στριφογυρίζοντας αργά την καυτή λεπίδα για να καυτηριάσει από όλες τις πλευρές τις τρύπες. Ο Νικόλαος έχανε και έβρισκε τις αισθήσεις του, λόγω του αβάσταχτου πόνου, κι όταν είχε διαύγεια περιοριζόταν σ' έναν απελπισμένο, ξέπνοο λυγμό.
Η αποτρόπαια θεραπεία τελείωσε όσο γρήγορα είχε αρχίσει, αν και όχι τόσο σύντομα για όσους από εμάς παρακολουθούσαμε σαγηνευμένοι αλλά και φρικαρισμένοι. Βγάζοντας από το κουτί της μια μακριά βελόνα και ένα κομμάτι νεύρου, έραψε γρήγορα και επιδέξια τα φύλλα του δέρματος που βρήκε να κρέμονται ελεύθερα γύρω από τον αστράγαλο και το επάνω μέρος του ποδιού. Ύστερα, ψαχουλεύοντας και πάλι στο σάκο της, βρήκε ένα μικρό πήλινο βάζο σφραγισμένο με ένα κομμάτι ύφασμα, σφιχτά δεμένο γύρω από το στόμιο. Το άνοιξε, βούτηξε τα δάχτυλα της μέσα και πασάλειψε όλο το πόδι του Νικόλαου, μέσα κι έξω από τις πληγές, με ένα λιπαρό, δύσοσμο βάλσαμο, το οποίο φάνηκε να δίνει κάποια ανακούφιση στο αγόρι που είχε χλομιάσει. Ύστερα τύλιξε όλο το πόδι μέχρι το γόνατο με καθαρή γάζα, το έδεσε σφιχτά και σηκώθηκε, σκουπίζοντας τα χέρια στους γοφούς της.
«Θέο», είπε με χαμηλή, επιτακτική φωνή, «βρες του λίγο ανέρωτο κρασί για να τον βοηθήσει να κοιμηθεί. Θα τον εξετάσω και πάλι το πρωί και θα του κάνω αλλαγή. Αν μπορέσουμε ν' αποφύγουμε για τρεις μέρες τον πυρετό, θ' αναρρώσει χωρίς απώλειες».
Βιάστηκα να φέρω λίγο κρασί από την ιδιωτική παρακαταθήκη του Ξενοφώντα, που χρησιμοποιούσε για σπονδές κατά τις θυσίες, και όταν επέστρεψα βρήκα την Αστερία να κουβεντιάζει ήρεμα με μερικούς νεαρούς Ροδίτες, ο καθένας από τους οποίους τη ρωτούσε για τις δικές του πληγές και αρρώστιες. Η Αστερία απαντούσε υπομονετικά στις ερωτήσεις τους, όσο καλύτερα μπορούσε, αλλά είδα από το πρόσωπο της ότι ήταν αποδυναμωμένη και εξαντλημένη και την απομάκρυνα ευγενικά από τους ευγνώμονες σφενδονήτες και τον κοιμισμένο Νικόλαο.
ΒΑΡΒΑΡΟΙ 369
Επιστρέφοντας ήσυχα στην περιοχή των ατάκτων, σταματήσαμε κοντά σε έναν ψηλό φράχτη για να ξεκουραστούμε. Είχα εντυπωσιαστεί ιδιαίτερα με τη δουλειά που έκανε στον Νικόλαο και της το είπα, αλλά μου ένευσε βαριεστημένα για τις φιλοφρονήσεις μου.
«Έμαθα να θεραπεύω τραύματα ποδιών από κάποιες σημειώσεις που άφησε στο παλάτι πριν από χρόνια ο Δημοκήδης ο Κρο-τωνιάτης»,* είπε, «αλλά ήταν ο συμπατριώτης σου ο Ιπποκράτης που τελειοποίησε την τεχνική της καυτηρίασης. Δεν είχα ποτέ το κουράγιο να την επιχειρήσω, μέχρι σήμερα. Ο πόνος είναι τρομερός αλλά σύντομος. Ευτυχώς, ήταν μόνο το πόδι του. Θα μπορούσε να είναι πολύ χειρότερα».
«Χειρότερα; Το πόδι του έγινε κομμάτια». «Σωστά, αλλά ο Ιπποκράτης συνιστά την τεχνική για τη θε
ραπεία των αιμορροΐδων». Αναπήδησα από αηδία και στριφογύρισε τα μάτια της από τη
σεμνοτυφία μου. «Θέο, σε παρακαλώ, ας μιλήσουμε για κάτι άλλο. Κάτι που να μου πάρει το μυαλό από αυτό».
Δεν ήμουν σίγουρος για το τι ήθελε να συζητήσει, αλλά το μυαλό μου διακινδύνευσε αμέσως μια ερώτηση που με βασάνιζε για εβδομάδες και φοβόμουν να ακούσω την απάντηση της, μήπως και την έκανε ν' αναθεωρήσει τα κίνητρα της.
«Αστερία, δε μου είχες καν μιλήσει πιο πριν. Τι σ' έπιασε να μπεις κλεφτά στη σκηνή μου στα Κούναξα;»
Με κοίταξε έκπληκτη. «Επειδή είμαι Λυδή, φυσικά», είπε. Η απάντηση αυτή δεν ήταν διαφωτιστική και το κατάλαβε α
πό τη σιωπή μου. «Γεννήθηκα, βέβαια, στη Μίλητο», μου εξήγησε μπερδεύοντας
με ακόμα περισσότερο. «Η Μίλητος ήταν για αιώνες υπό την εξουσία των Λυδών, αλλά η μητέρα μου έλκει την καταγωγή της α-
* Δημοκήδης: γιατρός από τον Κρότωνα της Κάτω Ιταλίας. Βρέθηκε αιχμάλωτος στην αυλή του Δαρείου όπου και πρόσφερε τις υπηρεσίες του ως γιατρός. Το όνομα του συνδέεται με την αρχή των μηδικών πολέμων, αφού κατά τον Ηρόδοτο έπεισε τον Δαρείο να εκοτρατεύσει κατά της Ελλάδας. (Σ.τ.Μ.)
370 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
πευθείας από το βασιλιά Κροίσο κι έτσι θεωρώ ότι είμαι Λυδή, παρόλο που οι Πέρσες επέμεναν να με αποκαλούν η "Μιλήσια"».
Είχα βρεθεί σε πλήρη αμηχανία, κάτι που φάνηκε να τη σαστίζει.
«Με εκπλήσσεις», είπε με απόγνωση. «Τότε είμαστε πάτσι», απάντησα. «Ήξερα Λυδούς σε όλη μου
τη ζωή -η Αθήνα είναι γεμάτη-, αλλά ποτέ δε γνώρισα κάποια που να μου κάνει τις χάρες που μου έκανες εσύ, απλά και μόνο επειδή γεννήθηκες Λυδή!» Της έκλεισα το μάτι, αλλά το αγνόησε ή δεν κατάφερε να καταλάβει τον αστείο τόνο της φωνής μου.
«Διάβασες ποτέ σου Αρχίλοχο τον Πάριο;» ρώτησε ανασηκώνοντας τα φρύδια.
Φυσικά και είχα διαβάσει το γερο-Παριανό, όταν ο Ξενοφώντας κι εγώ ήμαστε σχολιαρόπαιδα, αλλά είχα συγκρατήσει πολύ λίγα κι έπρεπε πράγματι να ομολογήσω ότι είχα καταλάβει ακόμα λιγότερα τότε που τον είχα διαβάσει. Η λυρική του ποίηση ήταν για μένα από τις πιο δυσνόητες.
«Κι έπειτα μας αποκαλείτε βαρβάρους», είπε περιφρονητικά. «Οι Αθηναίοι φαίνεται να πιστεύουν ότι αξίζει τον κόπο να ακούσουν την ιστορία τους μόνο όταν δίνεται εύληπτη σε απλό πεζό λόγο, κατευθείαν από την πένα του Ηρόδοτου».
Η συζήτηση είχε περάσει τώρα σε ένα θέμα που μου ήταν γνωστό. «Ο Ηρόδοτος ήταν σπουδαίος άντρας», υποστήριξα ισιώνοντας την πλάτη μου και ανασηκώνοντας το πιγούνι μου, αφού μου δινόταν η σπάνια ευκαιρία να επιδείξω την ανώτερη γνώση μου. «Τον γνώρισα μάλιστα κάποτε προσωπικά, όταν ήμουν νεαρός κι αυτός ήταν γέρος - αν και δεν μπορείς να φανταστείς πόσο στριμμένος γέρος ήταν και πόσο λίγο τον τραβούσαν οι χάρες ενός ομορ-φοκόριτσου από τη Λυδία», είπα και την τσίμπησα παιχνιδιάρικα στους γλουτούς, αλλά απομάκρυνε με ένα χτύπημα το χέρι μου.
«Λοιπόν, μια και είσαι τόσο καλλιεργημένος Αθηναίος», έκανε σαρκαστικά, «σίγουρα θα ξέρεις το χρονικό του Ηρόδοτου για το βασιλιά Κανδαύλη της Λυδίας».
«Φυσικά, αλλά εξακολουθώ ν' αμφισβητώ το χαρακτηρισμό σου για τον Ηρόδοτο...»
ΒΑΡΒΑΡΟΙ 371
«Θα ήθελες να σου απαγγείλω την έμμετρη εκδοχή του μύθου από τον Αρχίλοχο; Τότε ίσως να μπορούσες να κρίνεις καλύτερα τον πεζό λόγο του ήρωά σου με την τόσο ανιαρή γλώσσα».
Παραβλέποντας την παιχνιδιάρικη απόρριψη της εκπαίδευσης και της καλλιέργειας που είχα πασχίσει τόσο σκληρά ν' αποκτήσω κοντά στον Ξενοφώντα, το κατάπια και συμφώνησα πρόθυμα για την απαγγελία. Καταπιάστηκε αβίαστα με το καλοφτιαγμένο ιαμβικό τρίμετρο που ο Αρχίλοχος χρησιμοποίησε στους πιο αισχρούς του στίχους, αν και από τα χείλη της ακούγονταν αγνοί όσο μια προσευχή προς τον Απόλλωνα. Θα ήμουν εντελώς ανίκανος να μεταφέρω εδώ τον τέλειο χρωματισμό της λεπτής, κρυστάλλινης εκφοράς του λόγου της - μια μέση διάνοια είναι αδύνατο ν' αποδώσει με ακρίβεια το λόγο κάποιας ανώτερης, ειδικά πενήντα χρόνια μετά, όταν έχει ξεμωραθεί. θα περιοριστώ όμως να ξαναθυμηθώ, όσο καλύτερα μπορώ, και να τον αποδώσω στον πυκνό αττικό πεζό λόγο που τόσο περιφρονούσε η Αστερία, με τον οποίο όμως με καταράστηκαν οι πεζές μου Μούσες.
«Ξέρεις, φυσικά, ότι ο Κανδαύλης ήταν τρελά, παθιασμένα ερωτευμένος με τη γυναίκα του», άρχισε η Αστερία. «Ήταν πολύ τυχερός, γιατί, αν οι θεοί ορίσουν να ερωτευτεί κάποιος, κάτι που συμβαίνει συχνά, αλλά και να ερωτευτεί ακριβώς το πρόσωπο με το οποίο ορίζουν ότι θα περάσει όλη την υπόλοιπη ζωή του, κάτι που μόνο σπάνια συμβαίνει, τότε ο άνθρωπος αυτός είναι πραγματικά ευλογημένος. Και ο Κανδαύλης ήταν τρισευλογημένος, αφού πίστευε επίσης ότι η γυναίκα του ήταν η ομορφότερη στον κόσμο. Αυτή ακριβώς η υπέρ το δέον τύχη είναι που κάνει τους θεούς να επισημαίνουν και να χτυπούν ακαριαία εκείνον που ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους».
Έκανε μια παύση και με κοίταξε, για να βεβαιωθεί ότι την ακούω πολύ προσεκτικά, κι ύστερα συνέχισε.
«Ο Κανδαύλης είχε ένα σωματοφύλακα, τον Γύγη, που αγαπούσε περισσότερο από όλους τους άλλους και στον οποίο εκμυστηρευόταν όλες τις υποθέσεις του, ακόμα και τις πιο μύχιες σκέψεις του. Κι ο Γύγης, όμως, δεν πρόδωσε ποτέ την εμπιστοσύνη του κυρίου του. Ήταν πιστός μέχρι υπερβολής. Ο Κανδαύλης τού
372 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
περιέγραφε συχνά, εκστασιασμένος, την ομορφιά και τον αισθησιασμό της γυναίκας του». Και ξεφεύγοντας από το χαρακτήρα και το ρυθμό της απαγγελίας της η Αστερία πρόσθεσε: «Τις πιο πολλές φορές με εντελώς άπρεπες περιγραφές για τις προστυχιές του πάνω στο κορμί της, αν κι εσύ ξέρεις καλύτερα από μένα τι συζητάνε οι άντρες μεταξύ τους όταν είναι μόνοι».
Ένιωσα το πρόσωπο μου να καίει κατακόκκινο κι άρχισα να αρνούμαι οργισμένα ότι οι άντρες συζητούν τέτοια πράγματα μεταξύ τους, εκείνη όμως ανοιγόκλεισε τα μάτια της απορριπτικά και συνέχισε.
«Μια μέρα, την ώρα που συζητούσαν το αγαπημένο θέμα του Κανδαύλη, παρατήρησε ότι ο Γύγης δεν έδειχνε να πιστεύει τους ισχυρισμούς του για τη σωματική τελειότητα της γυναίκας του. "Μια και η αλήθεια γίνεται πιο πειστική με τα μάτια παρά με τα αφτιά", είπε, "θα βρω τρόπο να τη δεις γυμνή και τότε θα πειστείς για όσα λέω, όχι μόνο σχετικά με την ομορφιά της αλλά και για τα άλλα της προσόντα".
»Ο Γύγης, όπως ήταν φυσικό, έφριξε με αυτή την πρόταση, όπως θα συνέβαινε με κάθε τίμιο άντρα. "Τι είναι αυτά που λες, κύριε μου", του είπε. "Θέλεις να δω γυμνή τη σύζυγο σου; Πίστεψε με, ξέρω ότι λες αλήθεια όταν υποστηρίζεις ότι δεν υπάρχει γυναίκα στον κόσμο με το δικό της σώμα. Διδάχτηκα από τον πατέρα μου να ξεχωρίζω το σωστό από το λάθος. Μη μου ζητάς, λοιπόν, να κάνω ανήθικα πράγματα, για να επιβεβαιώσω απλώς αυτό που ήδη ξέρω ότι είναι αλήθεια. Καλύτερα να με τύφλωνες".
»Αλλά ο βασιλιάς δεν είχε καθόλου τέτοια πρόθεση. "Κουράγιο, Γύγη", τον μάλωσε. "Μην το παίρνεις στραβά. Θέλω μόνο να διαλύσω τις αμφιβολίες που μπορεί να έχεις στο μυαλό σου. Πίστεψε με, τέλεια λευκά οπίσθια σαν τα δικά της δεν τα βλέπει κανείς κάθε μέρα, τουλάχιστον όχι οι θνητοί. Θα το κανονίσω έτσι ώστε να μπορέσεις να επιθεωρήσεις την ομορφιά της με την άνεση σου, ενώ εκείνη θα αγνοεί πλήρως ότι την παρακολουθείς. Αμαρτία που περνάει απαρατήρητη από το θύμα δεν είναι καθόλου αμαρτία, αλλά απλώς όφελος για το δράστη και κανείς δε θα πάθει κακό από αυτό.
»Απόψε θα σταθείς πίσω από την ανοιχτή πόρτα της κρεβατο-
ΒΑΡΒΑΡΟΙ 373
κάμαρας μας. Όταν πάω για ύπνο, εκείνη θα με ακολουθήσει. Κοντά στην είσοδο βρίσκεται μια καρέκλα, πάνω στην οποία θα διπλώσει τα ρούχα της ένα ένα καθώς θα τα βγάζει. Κοιμάται γυμνή, κι εσύ, καθώς θα στέκεσαι στη σκιά πίσω από την πόρτα, θα μπορείς να τη δεις, φωτισμένη από το φως της λάμπας, λες κι ετοιμαζόταν να πέσει στο δικό σου κρεβάτι. Αφού θα έχει βγάλει όλα της τα ρούχα και θα σου έχει στρέψει την πλάτη για να πάει στο κρεβάτι, μπορείς να μείνεις και να παρακολουθήσεις κι άλλο ή να γλιστρήσεις αθόρυβα έξω από την πόρτα χωρίς να σε δει".
»Ο Γύγης προσπάθησε επανειλημμένα ν' αποφύγει την απαίτηση του κυρίου του, αλλά χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Εκείνη τη νύχτα, ο Κανδαύλης οδήγησε τον Γύγη στην κρυψώνα και ένα λεπτό αργότερα ακολούθησε και η βασίλισσα, αφήνοντας προσεκτικά πάνω στην καρέκλα κάθε ρούχο που έβγαζε, όπως ακριβώς το είχε προβλέψει ο βασιλιάς. Ο Γύγης παρατηρούσε με δέος, με την καρδιά του να έχει παραλύσει από την ομορφιά της βασίλισσας, που ήταν πολύ πιο εξαίσια απ' όσο μπορούσε ποτέ να φανταστεί ή απ' όσο την είχε περιγράψει ο βασιλιάς. Ανέπνεε με δυσκολία από το πάθος και το φόβο και τα γόνατα του ήταν τόσο αδύναμα από το τρέμουλο, που φοβόταν ότι θα λύγιζαν και θα τον έριχναν αγκομαχώντας στο πάτωμα στα πόδια της έκπληκτης βασίλισσας.
»Λίγο μετά κατευθύνθηκε προς το κρεβάτι κι όταν είδε τα λεία, λευκά της οπίσθια ν' απομακρύνονται από κοντά του, γλίστρησε προσεκτικά έξω από το δωμάτιο, με απόλυτη μυστικότητα και σιωπή. Την ώρα ακριβώς που εξαφανιζόταν από την πόρτα, η έξυπνη βασίλισσα έτυχε να στρέψει το βλέμμα της προς τα πίσω και να δει τη σκιά του και παρόλο που αμέσως υπέθεσε τι είχε συμβεί, ούτε ούρλιαξε ούτε έδειξε ότι ήταν ενήμερη για την τρομερή προσβολή του άντρα της και του Γύγη».
Κάνοντας και πάλι παρέκβαση, η Αστερία μού εξήγησε αργά και προσεκτικά, λες και μιλούσε σε αργόστροφο παιδί ότι: «Μεταξύ των Λυδών, ακόμα και των αντρών, θεωρείται μεγάλη προσβολή να θεαθεί κάποιος χωρίς ρούχα».
Αισθάνθηκα το πρόσωπο μου ξαναμμένο, καθώς έκανε παύση και με κοίταξε απροκάλυπτα. Όλο αυτό το διάστημα δεν είχα πο-
374 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
τέ σιγουρευτεί αν με είχε ή όχι αναγνωρίσει στα Κούναξα, όταν την παρακολουθούσα ν' αγωνίζεται να ελευθερωθεί από το φόρεμα της και να ξεφεύγει γυμνή πίσω από τις ελληνικές γραμμές.
«Η βασίλισσα δεν ανέφερε τίποτα στον άντρα της», συνέχισε η Αστερία, «αλλά όταν ξημέρωσε κάλεσε τον Γύγη. Στο παρελθόν είχε συζητήσει συχνά μόνη μαζί του για υπηρεσιακά θέματα κι έτσι ήταν συνηθισμένος ν' ανταποκρίνεται στο κάλεσμα της χωρίς να το σκέφτεται. Το ίδιο συνέβη κι αυτή τη φορά. Υπάκουσε στην πρό-σκλησή της, χωρίς να υποψιάζεται ότι εκείνη γνώριζε την αδιακρι-σία του της προηγουμένης νύχτας. Όταν έφτασε μπροστά της, γονάτισε με σκυμμένο το κεφάλι, όπως ήταν το έθιμο στη λυδική αυλή.
»"Έχεις διαπράξει αισχρή πράξη, Γύγη", είπε αυστηρά, ρίχνοντας ένα κακό βλέμμα στον τρομοκρατημένο στρατιώτη και κρατώντας την αιχμή ενός μεγάλου σπαθιού πάνω από το σβέρκο του, "επειδή με είδες γυμνή, παραβαίνοντας έτσι το ιερό μυστήριο που ενώνει έναν άντρα με τη σύζυγό του. Μια επιλογή έχεις τώρα. Να σκοτώσεις το βασιλιά και ύστερα να πάρεις το θρόνο της Λυδίας και να γίνεις κύριος μου ή να πεθάνεις τώρα από το χέρι μου. Και στις δυο περιπτώσεις δε θα υπακούσεις ποτέ πια τις παράνομες διαταγές του άντρα μου".
»Ο καημένος ο Γύγης παρέμεινε ακίνητος, έχοντας πάθει σοκ. Συνήλθε, όμως, γρήγορα και ικέτευσε τη βασίλισσα να μην τον αναγκάσει να κάνει μια τέτοια επιλογή. Η βασίλισσα, όμως, είχε πάρει την απόφαση της κι όσο περισσότερο την ικέτευε να μη σκοτώσει ούτε να σκοτωθεί, τόσο βαθύτερα έχωνε το μαχαίρι στο λαιμό του. Τελικά, μη βλέποντας καμιά εναλλακτική λύση, ενέδωσε. "Αν πρέπει να εξαναγκαστώ να διαπράξω έγκλημα για δεύτερη φορά μέσα σε δύο μέρες, τότε θα διαλέξω να σώσω τη ζωή μου. παρά του αφέντη μου. Πες μου πώς επιθυμείς να τον σκοτώσω".
«"Πρέπει να του επιτεθείς", απάντησε "στο ίδιο ακριβώς μέρος που με παρουσίασε γυμνή μπροστά στα αδιάκριτα μάτια σου και πρέπει να περιμένεις ώσπου να κοιμηθεί, για να σιγουρευτείς για την επιτυχία σου".
»Όταν έπεσε η νύχτα, ο Γύγης, βλέποντας ότι δεν είχε εναλλακτική λύση παρά έπρεπε να σκοτώσει τον κύριο του, κρύφτη-
ΒΑΡΒΑΡΟΙ 375
κε πίσω από την ίδια πόρτα όπως είχε κάνει και το προηγούμενο βράδυ, αλλά αυτή τη φορά είχε στο χέρι του το μαχαίρι της βασίλισσας. Ο βασιλιάς μπήκε πρώτος, όπως συνήθιζε, κι ύστερα η βασίλισσα, η οποία άρχισε και πάλι να βγάζει, αργά και σκόπιμα, ένα ένα τα ρούχα της κάτω από το δυνατό φως της λάμπας και να τα ακουμπάει πάνω στην καρέκλα, ενώ ο Γύγης παρακολουθούσε. Αφού ξεντύθηκε εντελώς, σταμάτησε για αρκετά μεγάλο διάστημα, ακίνητη, με ορατό ολόκληρο το σώμα της από το στρατιώτη που την κοιτούσε. Εκείνος και πάλι δεν μπορούσε ν' αντέξει το τρέμουλο του, από φόβο σε συνδυασμό με πόθο - οι δύο πιο βίαιες ορμές που χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο, και ξεκινούν και οι δυο από τα λαγόνια και ανεβαίνουν μέσα από την κοιλιά και τρέφονται και συγκεντρώνουν δύναμη η μία από την άλλη, πιέζοντας το στήθος, σταματώντας την αναπνοή, κλείνοντας το λαιμό, στεγνώνοντας τα χείλη και κάνοντας το κεφάλι να λιποθυμά. Η βασίλισσα έστεκε εκεί κάτω από το φως, λες και του έδινε την ευκαιρία να τη χαζέψει και να δυναμώσει την καρδιά του για το έργο του, καθώς μελετούσε το βραβείο που θα γινόταν δικό του μετά την επιτυχημένη ολοκλήρωση της αποστολής του».
Και πάλι η Αστερία έκανε μια παύση, κοιτάζοντας με άγρια με συναισθήματα πόθου και μομφής. Άπλωσα το χέρι στο πρόσωπο της, αλλά κούνησε ενοχλημένη το κεφάλι της, λες και διακόπτονταν τα μάγια, και με ένα σήκωμα των ώμων προέβη στην τελική της δήλωση.
«Αντιλαμβάνεσαι, φυσικά, τη συνέχεια», συμπέρανε με βεβιασμένο χαμόγελο. «Ο Γύγης χτύπησε και σκότωσε το βασιλιά ενώ κοιμόταν. Η ωχρή, παχουλή σύζυγος του Κανδαύλη πέρασε στα ευτυχισμένα χέρια του Γύγη, όπως και το βασίλειο, που αναγνωρίστηκε αργότερα από την Πυθία στους Δελφούς. Γενιές αργότερα, ο διάδοχος του Γύγη, ο βασιλιάς Κροίσος, προκάλεσε πόλεμο των Λυ-δών με τους Πέρσες, επιτυγχάνοντας τελικά και τη δική του πτώση».
Αυτό το τελευταίο γεγονός, φυσικά, ήταν ακριβώς η ιστορία που είχε διηγηθεί ο Ξενοφώντας στην Αγλαία στο δρόμο για τους Δελφούς πριν από πολύ καιρό. Το σχήμα χιαστί συνεπειών και γενών με διασκέδαζε, αλλά ύστερα από μια στιγμή κάποια άλλη
376 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
σκέψη μου πέρασε από το μυαλό, σκοτίζοντας τη διάθεση μου, και της την ανέφερα αλλά μισοαστεία.
«Θέλεις δηλαδή να πεις ότι από τη στιγμή που σε είδα γυμνή θα έπρεπε ή να σκοτώσω τον Κύρο και να σε κάνω γυναίκα μου ή θα με σκότωνες εσύ;»
Χαμογέλασε γαλήνια. «Αγνοούσες τον Αρχίλοχο. Μήπως τυχαίνει να ξέρεις τον Όμηρό σας;
»"Α, τετραπέρατο κορμί, που κόβει ο νους σου πάντα. Τι λόγια που σοφίστηκες να βγάλεις απ' το στόμα! Ναι, μάρτυράς μου ας είναι η γη και τα ψηλά τα ουράνια, (...) πως άλλο δε σου μελετώ πάθος κακό να πάθεις. (...) Γιατί είναι η γνώμη μου καλή και νιώθω μες στα στήθια να 'χω ψυχόπονη καρδιά, δεν έχω σιδερένια"».*
«Ξέρεις πάρα πολλά», ψέλλισα. «Και είσαι εσύ η πολυμήχανη. Αρνούμαι να παίζω μονομαχία αποσπασμάτων με μια γυναίκα».
«Αυτή ήταν η Καλυψώ που παρηγορεί τον Οδυσσέα, σε περίπτωση που δεν ήσουν σίγουρος», μουρμούρισε γλυκά, χτυπώντας μου απαλά το χέρι, «και θα τολμούσα να πω ότι δεν είμαι εγώ που ξέρω πάρα πολλά, αλλά εσύ που ξέρεις πολύ λίγα».
«Η Καλυψώ ήταν μια νεράιδα που παραλίγο να τρελάνει τον Οδυσσέα», είπα εκνευρισμένα, «και τον συμμερίζομαι πολύ. Έκανα μια απλή ερώτηση. Είναι δείγμα εξυπνάδας, για να μην πω καλής ανατροφής, να μη λες περισσότερα απ' όσα χρειάζονται, αλλά να λες τουλάχιστον αυτό που σου ζητούν. Εσύ αποφεύγεις το θέμα. Θα έπρεπε να σκοτώσω τον Κύρο, για να σε εμποδίσω να με σκοτώσεις εσύ, καλή μου βασίλισσα;»
«Ίσως να είναι τυχερό, καλέ μου Γύγη», είπε, «που ο Κύρος πέθανε κατ' αυτό τον τρόπο, βγάζοντας σε από τον κόπο. Στο κάτω κάτω, είμαι Λυδή».
Στο σημείο αυτό σφράγισε τα χείλη μου με τα δικά της, σημάδι ότι η λεκτική μας μονομαχία είχε φτάσει ξεκάθαρα στο τέ-
* Ομήρου, Οδύσσεια, ραψωδία ε, στίχ. 189-198, μετάφραση: Ζήσιμος Σίδερης, ΟΕΔΒ, Αθήνα. (Σ.τ.Ε.)
ΒΑΡΒΑΡΟΙ 377
λος της, για το οποίο της χρωστούσα ευγνωμοσύνη. Καθώς τα χέρια μου ταξίδευαν στα πλευρά και τη μέση της, πάντως, σταμάτησα όταν αισθάνθηκα και πάλι το μεγάλο στιλέτο μες στο θηκάρι του στη ζώνη της, το οποίο δεν αποχωριζόταν ποτέ από εκείνη την πρώτη νύχτα μαζί μου στα Κούναξα.
Το άλλο πρωί νιώσαμε την πρώτη παγωνιά του χειμώνα που πλησίαζε και καθώς ο ωχρός ήλιος ανέτειλε, ξεχωρίσαμε μια πλατιά ανοιχτή πεδιάδα μπροστά μας, μέσα από τις βορινές οροσειρές μέχρι τη χώρα των Καρδούχων, και πέρα από αυτή την Αρμενία, μια εκτεταμένη και πλούσια περιοχή που συνορεύει με τη Μαύρη Θάλασσα, όπου τα εφόδια θα ήταν άφθονα. Οι Καρδούχοι πάντως ήταν μια δύναμη που τρόμαζε τους στρατιώτες. Είχε διαδοθεί η φήμη ανάμεσα στους άντρες ότι μερικά χρόνια πρωτύτερα ένα εκστρατευτικό περσικό σώμα εκατόν είκοσι χιλιάδων αντρών είχε εισχωρήσει στα βουνά για να τους καθυποτάξει και δε γύρισε κανένας τους ζωντανός. Η μόνη ένδειξη για την τύχη τους ήταν ένα γαϊδούρι που το είχαν αφήσει να τριγυρίζει ελεύθερο από τα σύνορα των Καρδούχων πίσω στην περσική επικράτεια, κουβαλώντας έναν τεράστιο σάκο στην πλάτη του. Όταν το ζώο βρέθηκε από Πέρσες ανιχνευτές και ανοίχτηκε ο σάκος, ανακάλυψαν τρομοκρατημένοι εκατόν είκοσι χιλιάδες ανδρικές πόσθες αποξηραμένες και περασμένες σε μια μακριά σιδερένια αλυσίδα σαν αυτές που φορούν οι δούλοι Καρδούχοι. Ελπίζαμε ότι η ιστορία ήταν υπερβολή, αλλά κανείς δεν μπορούσε να ξέρει.
Ο Ξενοφώντας πρόσφερε θυσία στους θεούς, μια και φοβόμαστε ότι τα ορεινά περάσματα πέρα από την πεδιάδα μπορεί να είχαν ήδη καταληφθεί από δυνάμεις των Καρδούχων που θα περίμεναν την άφιξη μας. Οι θεοί μάς έστειλαν έναν αετό που έκανε έναν κύκλο πάνω από το στρατόπεδο και απομακρύνθηκε αργά πάνω από τις βορινές κορυφές.
Ο στρατός αναχώρησε τα μεσάνυχτα.
3
ΒΑΔΙΖΑΜΕ ΣΙΩΠΗΛΟΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΚΡΥΑ, ξάστερη νύχτα, καθένας απορροφημένος στις σκέψεις του, καθένας κλεισμένος στους δικούς του φόβους. Τρομοκρατημένοι ότι ανά πάσα στιγμή θ' ακούγαμε το βροντερό ποδοβολητό των μανιασμένων βαρβάρων που θα έπεφταν πάνω μας μες στο σκοτάδι, ντυμένοι με αρκουδοτόμα-ρα και κρατώντας δαυλούς κι αιχμηρές λόγχες, διατρέξαμε την ακάλυπτη πεδιάδα όσο γρήγορα μας επέτρεπαν να ταξιδεύουμε οι σκευοφόροι και το μπουλούκι που ακολουθούσε κούτσα κούτσα· με την ανατολή του ήλιου είχαμε φτάσει στο καταφύγιο των βουνών. Ακόμα και αυτό όμως ήταν απατηλό, όπως αποδείχτηκε τις μέρες που θα ακολουθούσαν. Ενώ διασχίζαμε τα φαράγγια και τα απόκρημνα ορεινά περάσματα, ο στρατός υποχρεώθηκε να προχωρεί σε μια ανοιχτή γραμμή πολλών χιλιομέτρων που μας άφηνε εκτεθειμένους σε αστραπιαίες επιθέσεις από μικρές ομάδες Καρδούχων, οι οποίοι εξαφανίζονταν μετά τις δολοφονικές τους επιδρομές μες στα βράχια, εξοργίζοντας τους απογοητευμένους οπλίτες μας.
Σε μια προσπάθεια να μας καταστήσει λιγότερο ευάλωτους, ο Χειρίσοφος έστειλε σκόπιμα μπροστά αποσπάσματα Σπαρτιατών καταδρομέων και ελαφρά οπλισμένων πελταστών, για να προσδιορίσουν τη θέση τυχόν βαρβαρικών καταδρομικών ομάδων και να καθαρίσουν το δρόμο ώστε να διευκολύνουν το πέρασμα. Περισσότερες από μία φορές, κάποιος άτυχος ιχνηλάτης θα επέστρεφε στο στρατόπεδο με μια μέρα καθυστέρηση και μισότρελος, κρατώντας τη γλώσσα του ή κάποιο άλλο μέρος του σώματος του στα χέρια, σαν προειδοποίηση από κάποια εχθρική συμμορία Καρδούχων πάνω στην οποία είχε πέσει. Ο υπόλοιπος
ΒΑΡΒΑΡΟΙ 379
στρατός ακολουθούσε φοβισμένα πίσω από αυτή την εμπροσθοφυλακή, επιλέγοντας την πορεία του μέσα από σειρές λόφων, σταματώντας για να εξετάσει το τοπίο για πιθανούς θύλακες κινδύνου και να επιτρέψει στις πιο αργές μονάδες που ακολουθούσαν να τους προφτάσουν. Ύστερα ολόκληρη η δύναμη θα ανέπτυσσε ταχύτητα και θα κατέβαινε γρήγορα από την άλλη πλευρά. Ο Ξενοφώντας, όπως συνήθιζε, ερχόταν τελευταίος, διοικώντας τους οπλίτες και προστατεύοντας τις αποσκευές, το μπουλούκι που ακολουθούσε το στρατό αλλά και τον αυξανόμενο αριθμό αρρώστων και πληγωμένων, που είχαν πέσει θύματα στις κακουχίες του ταξιδιού, τις επιδημίες και τις επιδρομές των Καρδούχων σε όσους ξέμεναν πίσω.
Όταν είχαμε την εύνοια των θεών, οι ιχνηλάτες μας κατάφερναν να εξολοθρεύσουν τους έφιππους Καρδούχους, προτού προλάβουν να ειδοποιήσουν τα χωριά για τον ερχομό μας και κηρύξουν γενική επιφυλακή. Στις περιπτώσεις αυτές, οι ντόπιοι, αφού πιάνονταν εξ απροόπτου από την ξαφνική παρουσία ενός ξένου στρατού ανάμεσα τους, το έσκαγαν από τα χωριά τους για τους λόφους μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, αφήνοντας τη σούπα να βράζει στη φωτιά και κατσίκες να περιφέρονται στους βρόμικους δρόμους, γυρεύοντας να τις αρμέξει κάποιος, ενώ οι τριχιές τους έσερναν πίσω τους θάμνους και πέτρες. Προμήθειες υπήρχαν διαθέσιμες σε μεγάλη ποσότητα - στέρνες με κρασί, τεράστια μαντεμένια καζάνια σε κάθε σπιτικό, ζωντανά που ξεπερνούσαν κατά πολύ τα διαθέσιμα αποθέματα μας. Ο Ξενοφώντας όμως έδωσε αυστηρές εντολές κατά της αρπαγής, του φόνου ή της αιχμαλωσίας, με εξαίρεση την αυτοάμυνα. Ήμαστε συγκρατημένοι με τη χώρα με τη μάταιη ελπίδα ότι οι Καρδού-χοι θα μας άφηναν να περάσουμε ασφαλείς, αν όχι ως σύμμαχοι, τουλάχιστον ως εχθροί του εχθρού τους, του βασιλιά. Παίρναμε τόσες μόνο προμήθειες όσες μπορούσαμε να φάμε σε μία μέρα, για να μη λιμοκτονήσουμε. Στείλαμε αγγελιοφόρους πάνω στους λόφους που ανακοίνωσαν σε οχτώ διαλέκτους ότι δεν ήμαστε εισβολείς και δεν είχαμε πρόθεση να τους βλάψουμε, αλλά είτε από έλλειψη ευχέρειας στην τοπική βαρβαρική διάλεκτο είτε λό-
380 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΠΝ
γω καθαρής στενοκεφαλιάς και καχυποψίας εκ μέρους τους, δεν καταφέραμε να πάρουμε καμιά απάντηση από τους Καρδούχους ούτε να πετύχουμε κάποια βοήθεια από αυτούς.
Τη νύχτα, όποτε ήταν δυνατό, στρατοπεδεύαμε μέσα στα όρια των εγκαταλειμμένων χωριών, για να επωφεληθούμε από τις οχυρώσεις τους, και διατηρούσαμε ισχυρή φρουρά. Οι εκτοπισμένοι Καρδούχοι και οι σύμμαχοι και συγγενείς τους από μίλια μακριά, που ήταν φανερό ότι συγκεντρώνονταν σε μια μεγαλύτερη, πιο συνεκτική δύναμη, άναβαν εκατοντάδες μεγάλες πυρές στους λόφους από πάνω μας. Έμοιαζαν με μικροσκοπικές αιχμές φωτός που κάλυπταν τις βουνοπλαγιές και ξεμάκραιναν πέρα μακριά, ώσπου μπερδεύονταν αδιάσπαστα, κυρίως λόγω της κίτρινης απόχρωσης τους, με τους ξάστερους, ολόφωτους ουρανούς γύρω μας, ουρανούς που ήταν οι ίδιοι με αυτούς που είχα θαυμάσει και λατρέψει τις μέρες της αθωότητας μου στην Αθήνα. Δεν ξέρω αν οι Καρδούχοι προσπαθούσαν να μας τρομοκρατήσουν, μεγιστοποιώντας την παρουσία τους με τις τόσες φωτιές ή είχαν στ' αλήθεια τόσες χιλιάδες άντρες που μας παρακολουθούσαν πάνω από τα βουνά, γιατί, μόλις έβγαινε ο ήλιος είχαν εξαφανιστεί όλοι, σαν σκιές που ξαναγύριζαν στον κάτω κόσμο με το χάραμα, χωρίς ν' αφήνουν τίποτα πίσω τους εκτός από αχνές τολύπες καπνού.
Αφού περάσαμε μία από τις πολλές νύχτες σαν κι αυτή, στη διάρκεια της οποίας ούτε ένας άντρας δεν έκλεισε μάτι, εκτός πιθανότατα από τους πιο σκληροτράχηλους ή τους βλαμμένους Σπαρτιάτες, ο Ξενοφώντας συγκάλεσε όλους τους αξιωματικούς στο κατάλυμα του. Η έκφραση του προσώπου του δήλωνε ότι δεν του ήταν εύκολο να ανακοινώσει τα νέα που επρόκειτο να μας πει.
«Άντρες», είπε βλοσυρά ξύνοντας το ψειριασμένο γένι που πρόσφατα είχε αποκτήσει για ν' αποφεύγει την περιττή δυσκολία του καθημερινού ξυρίσματος, «οι Καρδούχοι συγκροτούν τις δυνάμεις τους κι ετοιμάζονται για επίθεση. Οι ανιχνευτές αναφέρουν σημάδια από μεγάλα σώματα που τώρα κινούνται σαν ενιαία ομάδα. Είμαστε δέκα χιλιάδες, αλλά ήδη το ένα τρίτο των στρατιωτών μας είναι άρρωστοι ή πληγωμένοι, ενώ άλλο ένα τρίτο εί-
ΒΑΡΒΑΡΟΙ 381
ναι απασχολημένο με την οδήγηση των ζώων και το σπρώξιμο των εφοδίων. Απομένει έτσι μόνο ένα τρίτο αξιόμαχων αγωνιστών. Τα ζώα, οι αποσκευές και το μπουλούκι που ακολουθεί το στρατό μάς καθυστερούν, απασχολώντας άντρες που θα μπορούσαν να προστατεύσουν την πορεία μας. Για όνομα των θεών, το μπουλούκι των άτακτων αριθμεί πάνω από πέντε χιλιάδες ψυχές, πολλές από αυτές γυναίκες. Μας σέρνουν στο θάνατο».
Σταμάτησε για να μας αφήσει να το χωνέψουμε και να βγάλουμε τα συμπεράσματα μας. Αυτό κάναμε, με βαριά καρδιά, αφού και χωρίς να μας το πει ρητά είχε γίνει ξεκάθαρο σε όλους μας από τότε που πρωτομπήκαμε στα βουνά ότι κάθε επιπλέον ουγκιά, κάθε κατσαρολικό, καθετί απειροελάχιστο, κάθε άτομο που δεν μπορούσε να βοηθήσει κάπως την προέλαση μας, θα έπρεπε τελικά να εξαλειφθεί. Ακόμα και οι βοιωτικές μηχανές του Πρόξενου, τις οποίες ο Ξενοφώντας είχε σύρει υπάκουα όλο αυτό το διάστημα παρά τις οξύτατες διαμαρτυρίες του Χειρίσοφου, δόθηκε διαταγή να εγκαταλειφθούν, μια και αποδείχτηκαν ακατάλληλες για την άμυνα του στρατού απέναντι στο είδος του πολέμου που αντιμετωπίζαμε. Η μόνη εξαίρεση για άχρηστα φορτία έγινε για τους πληγωμένους και άρρωστους στρατιώτες, τους οποίους θα προτιμούσαμε μάλλον να πεθάνουμε παρά να εγκαταλείψουμε. Πολλοί από τους άντρες είχαν μαζέψει μεγάλες ποσότητες λαφύρων από τις πόλεις που είχαμε περάσει μέχρι την Κιλικία και, αφού δεν είχαν βρει την ευκαιρία να τα μετατρέψουν σε χρήμα, βρίσκονταν στην αρχική τους μορφή: κύπελλα και πιάτα, διακοσμημένες πανοπλίες, δούλοι, τόπια από μεταξωτά και άλλα πολύτιμα υφάσματα. Όλα αυτά έπρεπε να ξεσκαρταριστούν. Πολλοί επίσης είχαν αναπτύξει στενές φιλικές σχέσεις με μερικούς από το μπουλούκι που ακολουθούσε, αγόρια, γυναίκες και άντρες. Αυτοί δόθηκε διαταγή να μείνουν πίσω.
Αγγελιοφόροι στάλθηκαν σε όλο το στρατόπεδο να διαλαλήσουν τις διαταγές και οι στρατιώτες αλλά και το μπουλούκι που ακολουθούσε άκουγαν κατάπληκτοι, χωρίς να βγάζουν λέξη. Ένας από τους αξιωματικούς ανέφερε στον Ξενοφώντα πως φοβόταν ότι τα μέτρα μπορούσαν να οδηγήσουν σε στάση ή λιποταξίες, αλ-
382 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
λά ο Χειρίσοφος, που έτυχε να ακούει, σάρκασε: «Και τι επιλογή θα έχουν;» ξέσπασε οργισμένα. «Αν αυτοί οι κουφιοκέφαλοι προτιμούν να μείνουν με τις πόρνες και τα αγοράκια τους, θα δουν πόσο μακριά θα φτάσουν περνώντας μόνοι αυτά τα βουνά. Αφήστε τους. Αν τους αρέσει τόσο το γαμήσι, σίγουρα θα τους γαμήσουν οι Καρδούχοι όταν τους αφήσουμε μόνους τους».
Δόθηκε εντολή να ξεκινήσουμε την πορεία μετά το πρόγευμα και το στρατόπεδο είχε ήδη διαλυθεί εν μέσω θρήνων και διαμαρτυριών αυτών που αναγκαστικά θα έμεναν πίσω - ανάμεσα τους και Πέρσες που είχαμε αιχμαλωτίσει από τον Τισσαφέρνη εβδομάδες πριν και οι οποίοι θα προτιμούσαν ν' ακολουθήσουν το στρατό μαζί με τις κατσίκες παρά να εγκαταλειφθούν στα βασανιστήρια των Καρδούχων. Γυναίκες αρπάζονταν απεγνωσμένα από στρατιώτες, άντρες τους ή και εντελώς αγνώστους, προσφέροντας όλα τους τα υπάρχοντα, ακόμα και το ίδιο τους το σώμα, για να έχουν την τύχη να συνεχίσουν ν' ακολουθούν το στρατό. Έμποροι και σιδηρουργοί ικέτευαν αλλόφρονες τον Ξενοφώντα και τους παγερούς Σπαρτιάτες, προβάλλοντας τις ανάγκες του στρατού σχετικά με τις ειδικότητες τους, την προθυμία τους να πιάσουν όπλα ή ν' αναλάβουν την ταφή των νεκρών, αν τους άφηναν να συνοδεύσουν το στράτευμα. Τα ζωντανά, νιώθοντας τον πανικό και το χάος που απέπνεαν οι κύριοι τους, έτρεχαν λυτά και ατάιστα μέσα στα μιλιούνια του πλήθους και χώνονταν μέσα στις εγκαταλειμμένες στοίβες από προσωπικά αντικείμενα που είχαν συγκεντρωθεί για να καούν. Όρμησα στην περιοχή που βρισκόταν το μπουλούκι των άτακτων, κοιτάζοντας μέσα σε άμαξες, πίσω από στοίβες όπλων και εφοδίων, ψάχνοντας να βρω την Αστερία. Ήμουν σίγουρος ότι έπρεπε ήδη να κρυβόταν, μεταμφιεσμένη σε άρρωστο ή πληγωμένο στρατιώτη, τυλιγμένη με κουβέρτα, σε κάποια από τις νοσοκομειακές άμαξες. Έμπαινα μέσα στα κάρα που κουβαλούσαν τραυματίες, εξετάζοντας κάθε ύποπτο όγκο κάτω από τα σκεπάσματα, αλλά δε βρήκα ούτε ίχνος της. Δεν ήξερα τι θα έκανα αν την έβρισκα -και η κατάσταση έγινε ακόμα πιο κρίσιμη, όταν μία ακόμα ομάδα από αγγελιοφόρους διέτρεχε ήδη το στρατόπεδο, ανακοινώνο-
ΒΑΡΒΑΡΟΙ 383
ντας ότι θα γινόταν έλεγχος καθώς θα περνούσε ο στρατός από ένα στενό σημείο του δρόμου, δύο χιλιόμετρα πιο κάτω, για να είναι σίγουρο ότι δε θα περνούσε λαθραία καμιά ανεπιθύμητη αποσκευή.
Η Αστερία δε βρέθηκε πουθενά, ούτε ανάμεσα στις φίλες της ούτε σε καμιά κρυψώνα από αυτές που μπορούσα να σκεφτώ, και τα καθήκοντα μου δε μου επέτρεπαν να συνεχίσω περισσότερο το ψάξιμο. Επιστρέφοντας μέσα από το στρατόπεδο των Ροδίων εντόπισα τον Νικόλαο, που το πόδι του είχε ξεκάθαρα αρχίσει να γιατρεύεται, και αφού τον πήρα γρήγορα παράμερα, του ψιθύρισα μέσα από τα δόντια μου:
«Νικόλαε, άκουσες τις διαταγές του Ξενοφώντα. Όλα τα λάφυρα και όσοι ακολουθούν το στρατό πρόκειται να μείνουν πίσω».
Σήκωσε τους ώμους και με κοίταξε σαστισμένος. Σκέφτηκα ότι οι νεαροί Ρόδιοι ήταν ίσως οι μόνοι στρατιώτες σ' ολόκληρο το στράτευμα που έμεναν εντελώς ανεπηρέαστοι από τα μέτρα του Ξενοφώντα, μια και ήταν πολύ νέοι για να έχουν γυναίκες ανάμεσα στο μπουλούκι και είχαν πάρει πρόσφατα στρατιωτικά πόστα ώστε να έχουν κερδίσει λάφυρα. Τον άρπαξα από το μπράτσο για να τον εμποδίσω να φύγει.
«Μήπως είδες την Αστερία;» ρώτησα. Μια σκιά ανησυχίας πέρασε φευγαλέα από το πρόσωπο του,
καθώς κουνούσε αρνητικά το κεφάλι του. Ο φόβος που είχα νιώσει όταν η Αστερία μού είχε πρωτοπρο-
τείνει ν' αυτομολήσουμε στους Πέρσες πριν από μερικές εβδομάδες ανέβηκε και πάλι στο λαιμό μου.
«Μήπως είδες τίποτα ανιχνευτές του Τισσαφέρνη να μας ακολουθούν ακόμα;» τον πίεσα.
Προβληματισμένος τώρα ο Νικόλαος σκέφτηκε πιο προσεκτικά την ερώτηση. «Περιστασιακά, ναι, αλλά από πολύ μεγάλη απόσταση. Είναι λίγοι σε αριθμό και προτιμούν να μένουν αθέατοι, επειδή φοβούνται τις σφεντόνες μας».
«Νικόλαε, στο όνομα όλων όσων έχει κάνει για σένα ο Ξενοφώντας, στο όνομα όλων όσων πιστεύεις... αν δεις την Αστερία, θα με ειδοποιήσεις;»
384 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
Ο Νικόλαος έμεινε καρφωμένος επιτόπου, παραξενεμένος από την επιμονή μου. Κατάλαβα ότι η λαβή μου στο λιγνό του μπράτσο θα πρέπει να τον πονούσε τρομερά, αλλά δεν είπε τίποτα καθώς με κοίταζε.
Εγώ επέμεινα. «Το ορκίζεσαι;» «Ναι». «Σε ό,τι έχεις ιερό;» Ο Νικόλαος δίστασε και τότε κατάλαβα τι είχα ζητήσει από
αυτό το ορφανό αγόρι, το εξορισμένο από την πατρίδα του, το σακατεμένο από ένα αγρίμι, χωρίς έναν οβολό στην κατοχή του. Χαμογέλασε πικρά.
«Θέο, γύρισε στα καθήκοντα σου. Θα σε ειδοποιήσω αν τη δω». Έτρεξα πίσω στο στρατόπεδο του Ξενοφώντα και τον βρήκα
να σαμαρώνει μόνος το άλογό του, όλος εκνευρισμό. Μου έριξε ένα βλοσυρό βλέμμα και κατάλαβα από την έκφρασή του ότι είχε αντιληφθεί την απουσία μου - αλλά εξακολούθησε μεθοδικά να κάνει τις μικροδουλειές και τις προετοιμασίες του κι όταν τελείωσε, καβάλησε το άλογό του κι απομακρύνθηκε βιαστικά χωρίς να πει λέξη για να συσκεφθεί και πάλι με τον Χειρίσοφο. Η σιωπή του μαρτυρούσε πολλά. Ήξερα ότι δεν είχε διοριστεί, αλλά είχε ανακηρυχθεί στρατηγός διά βοής, ότι οι άντρες τον εμπιστεύονταν απόλυτα, ότι μπορούσε να τους μιλήσει και να έχει ξίφος όπως και αυτοί. Ήξερα επίσης ότι κουβαλούσε την ευθύνη του καθήκοντος που είχε απέναντι τους σαν ένα μόνιμο βάρος, σαν ένα σημάδι από μάχη, ή μια ασπίδα θριάμβου που αντιπροσώπευε γι' αυτόν μια αίσθηση τιμής πολυτιμότερη κι από τη ζωή ή τον έρωτα ή τη δική του ευτυχία. Μια απαραβίαστη εμπιστοσύνη θα καταστρεφόταν αν πρόδιδε ποτέ τους άντρες, παραβαίνοντας έναν από τους κανόνες που ο ίδιος είχε επιβάλει ή αν επέτρεπε με τη θέλησή του σε κάποιον άλλο να τους παραβεί. Ήμουν φίλος του, ο διά βίου υπηρέτης του, ο αδερφός του. Σε όλη μου τη ζωή είχα εγκαταλείψει τις προσωπικές μου επιθυμίες για να τον υπηρετώ και να τον ακολουθώ, κι εκείνος το ήξερε και πιστεύω ότι το αναγνώριζε αυτό - αλλά δεν μπορούσε, δεν ήθελε να κάνει κάποια εξαίρεση για μένα. Το καθήκον του ήταν σαφές και θα ή-
ΒΑΡΒΑΡΟΙ 385
ταν προτιμότερο να καρφώσω το ξίφος στην κοιλιά μου, παρά να του ζητήσω να το παραβεί. Όμως, ακόμα κι αυτό θα ήταν προτιμότερο από τη σιωπή του.
Ο στρατός πέρασε από τον έλεγχο που ο Χειρίσοφος και ο Ξενοφώντας είχαν στήσει σε κάποια στενωπό του δρόμου και βρέθηκαν εκατοντάδες λίτρα επιπλέον εφοδίων, κουτσά ζώα, αχρείαστοι σκευοφόροι και βαριές αποσκευές, όπως και δεκάδες ακόμα από το μπουλούκι που ακολουθούσε, σκλάβοι και αιχμάλωτοι που προσπαθούσαν να περάσουν λαθραία και εξαναγκάστηκαν να μείνουν πίσω, στους οποίους απαγορεύτηκε επί ποινή θανάτου ν' ακολουθήσουν το στρατό. Στρατιώτες ανακατεμένοι στη λαθραία αυτή διακίνηση μαστιγώθηκαν και τα στρατεύματα τους προσπερνούσαν, αποστρέφοντας τα μάτια από τη σκηνή, είτε από ντροπή για την ανυπακοή των συμπολεμιστών τους είτε για να μην προκαλέσουν την προσοχή στις δικές τους παραβάσεις, μικρές ή μεγάλες, καθώς μπορεί να έκρυβαν οτιδήποτε στα σακούλια που κρέμονταν από τη ζώνη τους ή στους μπόγους τους. Κάποιο όμορφο αγόρι ή γυναίκα μπορούσαν να περάσουν περιστασιακά, ήμουνα βέβαιος, σε αντάλλαγμα κάποιας χάρης, και το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να παρακαλώ ότι η Αστερία, με την εξυπνάδα που διέθετε, θα έβρισκε τρόπο να περάσει σώα και να μείνει με το στρατό, αλλά δεν είχα καμιά τέτοια ελπίδα.
Όλη τη μέρα και τη μισή νύχτα βαδίσαμε τριάντα οχτώ χιλιόμετρα, καθώς ο εχθρός συνέχιζε να επιβραδύνει την προέλαση μας, αψιμαχώντας μαζί μας, κατρακυλώντας κορμούς και αγκωνάρια στο δρόμο μας για να εμποδίσει το πέρασμα των σκευ-οφόρων, πετώντας βράχους από τους απότομους γκρεμούς πάνω από τα κεφάλια μας, εκτοξεύοντας πέτρες και βέλη πίσω από δέντρα. Οι άντρες σωριάστηκαν εξαντλημένοι, όταν τελικά ο Ξενοφώντας έδωσε εντολή να σταματήσουμε, οι περισσότεροι χωρίς να νοιαστούν ν' ανάψουν φωτιές ή να μαγειρέψουν για βραδινό. Ο συναισθηματικός πόνος το πρωί και η σωματική εξάντληση από τα γεγονότα της μέρας τους είχαν αποκάμει. Δε μου είχε απευθύνει ακόμα καμιά κουβέντα, αλλά με παρατηρούσε προσεκτικά κάτω απ' τα φρύδια του. Κι εμένα πάλι δε μου ερχόταν να του πω
386 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
κάτι, μέσα στην ασταμάτητη κίνηση και δράση και τις μπερδεψοδουλειές του. Δεν υπήρχε ούτε ο χρόνος ούτε η ευκαιρία για κάποια λόγια που θα ξαλάφρωναν το βάρος που πίεζε την ψυχή μου.
Η επόμενη μέρα ξημέρωσε θυελλώδης, με δυνατούς ανέμους και χιονόνερο. Οι άντρες ήταν εξαντλημένοι, αλλά δεν μπορούσαμε να μείνουμε εκεί που βρισκόμαστε, χωρίς το καταφύγιο κάποιου χωριού και χωρίς επιτόπου προμήθειες· έτσι οι αξιωματικοί πήραν την απόφαση να προχωρήσουμε ελπίζοντας ότι θα βρίσκαμε ευκαιρία για ανάπαυση έπειτα από μιας μέρας πορεία. Ο Χειρίσοφος ως συνήθως οδηγούσε την προφυλακή, με τον Ξενοφώντα να φυλάει την ουρά, και οι αντάρτες εχθροί μάς επετίθε-ντο με ορμή και από κοντινή απόσταση, όχι μόνο με τις συνηθισμένες τους σφεντόνες, πέτρες και αγκωνάρια που κυλούσαν, αλλά και με τόξα που όμοια τους δεν είχαμε ξαναδεί και τα οποία σκόρπιζαν το φόβο ακόμα και στους πάνοπλους Σπαρτιάτες. Ήταν σύνθετα τόξα, με τον κεντρικό άξονα καμωμένο από σκληρό ξύλο φλαμουριάς, ενώ στην «κοιλιά» του τόξου, και εννοώ την εσωτερική επιφάνεια που βλέπει απέναντι του ο τοξότης όταν ρίχνει, είχαν κολλήσει ένα λεπτό οστέινο φύλλο για επιπλέον ακαμψία και αντίσταση. Περισσότερο ενδιαφέρον πάντως ήταν το παχύ στρώμα νεύρων από τους τένοντες του λαιμού ταύρου ή ελαφιού, το οποίο είχαν κολλήσει στο εξωτερικό του τόξου και το οποίο, όταν τεντωνόταν, καθώς το τόξο τραβιόταν, έδινε πολύ μεγαλύτερη ώθηση και πολύ πιο ισχυρή εκτίναξη -καθώς τα νεύρα επέστρεφαν στο αρχικό τους σχήμα- από αυτή που είχε ένα τόξο καμωμένο αποκλειστικά από ξύλο.
Τα τόξα δεν ήταν μόνο ισχυρά αλλά και τεράστια: ψηλά όσο ένας άντρας και όταν οπλίζονταν απαιτούσαν από τον τοξότη να στερεώνει το πόδι του στο κάτω άκρο, ενώ ολόκληρο το χέρι του, σε όλο του το μάκρος, τεντωνόταν πίσω του, καθώς τραβούσε τη χορδή του τόξου. Τα βέλη ήταν μακριά όσο και τα ακόντια των πελταστών και στην πραγματικότητα οι Κρήτες, που ήταν οι καλύτεροι ακοντιστές του ελληνικού στρατού, το έβαλαν στόχο να κρατούν κάθε τέτοιο βέλος που έβρισκαν και να το χρησιμοποιούν για αυτό ακριβώς το σκοπό, αφού πρόσθεταν μια μικρή θηλιά στο κα-
ΒΑΡΒΑΡΟΙ 387
θένα για καλύτερη ρίψη. Χάσαμε δύο πολύ καλούς άντρες προτού καν καταλάβουμε τη δύναμη αυτών των τρομερών όπλων: τον Λεώνυμο, έναν Σπαρτιάτη που χτυπήθηκε από ένα τέτοιο βέλος, το οποίο πέρασε μέσα από τη συμπαγή δρύινη και ορειχάλκινη ασπίδα, το θώρακα και τα πλευρά του, και τον Αρκάδα Βασία, που προς μεγάλη έκπληξη και απογοήτευση όλων μας χτυπήθηκε κατευθείαν στο κρανίο και το μισό βέλος βγήκε από την άλλη πλευρά του κεφαλιού του, παρόλο που φορούσε βαριά ορειχάλκινη πολεμική περικεφαλαία.
Σε ένα σημείο, όταν η οπισθοφυλακή πιεζόταν ιδιαίτερα σκληρά, ο Ξενοφώντας έστειλε μήνυμα στον Χειρίσοφο μπροστά να δώσει εντολή να σταματήσουν και να στείλει πίσω ενισχύσεις. Η εμπροσθοφυλακή του στρατού προπορευόταν αρκετά χιλιόμετρα μακριά και πήρε αρκετή ώρα να μεταφερθούν τα μηνύματα προς τα πίσω και προς τα μπρος. Παρ' όλα αυτά, όταν ο δρομέας επέστρεψε, ανέφερε ότι ο Χειρίσοφος όχι μόνο είχε αρνηθεί να στείλει ενισχύσεις, αλλά είχε επιταχύνει το βήμα του, παρακινώντας σε τροχάδην τους πελταστές και τους Σπαρτιάτες έφιππους καταδρομείς.
Ο Ξενοφώντας ήταν έξω φρενών, αν και προσπάθησα να του τονίσω ότι ο Χειρίσοφος ήταν έμπειρος αξιωματικός και το πιθανότερο ήταν ότι θα είχε σοβαρό λόγο για να προελαύνει τόσο γρήγορα. Το ίδιο απόγευμα, αφού τελικά προφτάσαμε την εμπροσθοφυλακή κάτω από μια κορυφή όπου είχε σταματήσει, ο Ξενοφώντας κατευθύνθηκε καλπάζοντας κατευθείαν προς τον Χειρίσοφο, με το πρόσωπο μαύρο από οργή.
«Γιατί, που να πάρει ο διάολος, δε σταμάτησες;» πέταξε ο Ξενοφώντας. Σπάνια τον άκουγα να μιλάει χυδαία, αν και ήταν ένας τρόπος τον οποίο χρησιμοποιούσε όλο και πιο επιδέξια με τον καιρό, μια κι ο Χειρίσοφος έδειχνε να μην καταλαβαίνει καμιά άλλη γλώσσα. «Οι άντρες μου έγιναν κομμάτια εκεί πίσω από τα μακριά τόξα των Καρδούχων και δεν είχαμε κανένα μέρος να κρυφτούμε - έπρεπε να βαδίζουμε και να πολεμάμε ταυτόχρονα! Μα τους δώδεκα θεούς, Χειρίσοφε, είμαστε δύο χωριστοί στρατοί ή ένας; Έχασα δυο καλούς άντρες, ένας από αυτούς Σπαρ-
Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
τιάτης, και δεν μπορούσαμε να κρατήσουμε σε απόσταση τους γα-μημένους Καρδούχους για να συλλέξουμε τα κορμιά τους, που τα χρησιμοποιούσαν σαν στόχους για εξάσκηση κοροϊδεύοντας μας από μακριά!»
Η εγκατάλειψη του σώματος ενός συμπολεμιστή που έπεσε στο πεδίο της μάχης είναι βαρύτατο αμάρτημα και συμβαίνει μόνο σε δυσκολότατες περιπτώσεις. Ο Χειρίσοφος, που είχε την ίδια άσχημη διάθεση με τον Ξενοφώντα κι ήταν έτοιμος ν' απαντήσει κατά τον ίδιο τρόπο, έγινε ξαφνικά πολύ σοβαρός. «Κοίτα εκεί πάνω στα βουνά, στρατηγέ!» είπε στον Ξενοφώντα απλώνοντας το χέρι, ενώ ελαφρύ ίχνος σαρκασμού χρωμάτιζε τη φωνή του. «Είναι αδιάβατα. Οι Καρδούχοι έχουν κλείσει τους δρόμους πιο σφιχτά κι από σκυθική κωλοτρυπίδα. Μόνο ένα πέρασμα υπάρχει: το απόκρημνο μονοπάτι που βλέπεις μπροστά σου κι εγώ επιχείρησα να καταλάβω το πέρασμα προτού αυτό το πλήθος εκεί πάνω το πιάσει. Οι οδηγοί που κρατώ αιχμαλώτους λένε ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος για να περάσουμε».
Ο Ξενοφώντας κοίταξε σκεφτικός προς το βουνό όπου αρκετές εκατοντάδες Καρδούχοι ήταν ορατοί, ενώ κυλούσαν κορμούς και αγκωνάρια μέχρι την άκρη του μονοπατιού, έτοιμοι να υπερασπιστούν το δρόμο. Ήταν απείθαρχοι, χωρίς τάξη και συντονισμό, ενώ ακόμα και αυτά τα βιαστικά οργανωμένα αμυντικά έργα με τα αγκωνάρια ήταν σκόρπια και πρόχειρα. Ήταν, όμως, πάρα πολλοί και η θέση τους ισχυρότατη. Δεν υπήρχε αμφιβολία, ότι μπορούσαμε να τους νικήσουμε και να περάσουμε με τη βία από το πέρασμα, αλλά με τι απώλειες και με ποια κατάληξη; Πόσα ακόμα τέτοια πανομοιότυπα περάσματα με πανομοιότυπες οχυρώσεις θα έπρεπε να διασπάσουμε στην πορεία; Η απώλεια κάθε άντρα εδώ θα δυσκόλευε ακόμα περισσότερο τη διάσπαση του επόμενου οδοφράγματος και του αμέσως επόμενου, ώσπου τελικά οι Καρδούχοι θα μας εξαντλούσαν εντελώς ή θα μας έκαναν να λιμοκτονήσουμε με την απόλυτα μουλαρίσια επιμονή τους.
Οι στρατιώτες είχαν αρχίσει ν' ανυπομονούν αν θα σταματούσαμε για εκείνη τη μέρα ή θα συνεχίζαμε την πορεία για μια ασφαλέστερη θέση. Μια μαυρίλα, σαν να νύχτωνε σχεδόν, είχε κα-
ΒΑΡΒΑΡΟΙ 389
τακάτσει, αν κι ήταν μόνο απόγευμα και η παγωμένη βροχή είχε αρχίσει να πέφτει καταρρακτωδώς, μετατρέποντας το δρόμο σε ποτάμι λάσπης και μουσκεύοντας μας ως το κόκαλο. Ο Ξενοφώντας στράφηκε σε μένα.
«Θέο, φέρε τους δύο αιχμαλώτους που πιάσαμε σήμερα και δέσε τους σε πασσάλους για ανάκριση».
Δε μου άρεσε η έκφραση των ματιών του ούτε ο τόνος της φωνής του και δείλιασα να εκπληρώσω την εντολή του.
«Ξενοφώντα, δεν είναι απαραίτητο. Οι οδηγοί του Χειρίσο-φου μας έχουν ήδη δώσει την πληροφορία που χρειάζεσαι...»
Μ' έκοψε απότομα. «Νομίζω ότι σου έδωσα μια εντολή», είπε με χαμηλή, οργισμένη φωνή, ενώ τα μάτια του με αγριοκοίταζαν κατακόκκινα από την έλλειψη ύπνου.
Τον κοίταξα κατάπληκτος κι ύστερα βιάστηκα να συμμορφωθώ και να δέσω τους κρατουμένους σφιχτά σε δύο διπλανούς πασσάλους. Ο πρώτος από τους δύο άντρες, ένας μικρόσωμος, νευρώδης, ζαρωμένος τύπος, με σκληρό βλέμμα στα μάτια, επιβεβαίωσε την προηγούμενη αναφορά κι ορκιζόταν ότι δεν υπήρχε άλλος δρόμος εκτός από αυτόν μπροστά μας. Το μισό χαμόγελο του έδειχνε ότι θα του καλοάρεσε να δει το στρατό μας να επιχειρεί να καταλάβει αιφνιδιαστικά το πέρασμα και αυτό μάνιασε τον Ξενοφώντα.
Μάνιασε... ίσως να μην είναι η πιο κατάλληλη λέξη. Το αποτέλεσμα που είχε πάνω του ήταν κάτι περισσότερο από μεταμόρφωση, ακόμα και γέρασμα, καθώς ένα σκληρό βλέμμα απλώθηκε στα μάτια του, κάτι που δεν το είχα ξαναδεί, ένα βλέμμα που ανταποκρινόταν στον πατέρα του, ίσως, ή σε κάποιον από τους πεζούς Σπαρτιάτες που τον περιστοίχιζαν, αλλά όχι στον Ξενοφώντα. Στον Ξενοφώντα που είχε διδαχτεί από τον Σωκράτη να σέβεται την ιερότητα της ανθρώπινης ζωής και ο οποίος, σε αντίθεση με τους Σπαρτιάτες, αγαπούσε τον πόλεμο για την πνευματική του πρόκληση, για την αντιπαράθεση αντίθετων διανοιών, για την ανάπτυξη στρατηγικής. Στον Ξενοφώντα που δε σκέφτηκε ποτέ ν' αποφύγει το καθήκον του, αν και δεν ήταν τέλειος στο χειρισμό του ακοντίου και της ασπίδας, που ποτέ δε θα
390 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
επιζητούσε με τη θέληση του την αιματοχυσία για ευχαρίστηση - αυτός ο Ξενοφώντας άλλαζε μπροστά στα μάτια μου και γινόταν κάποιος που δε γνώριζα πριν κι όμως ανέκαθεν ήξερα. Φυσικά και άλλαζε - η μεταμόρφωση είχε συμβεί πολύ πιο πριν, τη νύχτα του ονείρου του, τη νύχτα που ανακηρύχτηκε στρατηγός. Ικανότητες που βρίσκονταν κοιμισμένες μέσα του, κληροδοτημένες αρχηγικές και εξουσιαστικές ικανότητες, που κυλούσαν ήσυχα μες στο αίμα του, είχαν έρθει στην επιφάνεια εκείνη τη νύχτα, αρχηγικές ικανότητες των οποίων είχα δει βέβαια αναλαμπές, μικροσκοπικά, κρυμμένα ψήγματα δαιμονίου που λαμπύριζαν σαν φύλλα χρυσού σε μια λεκάνη ανάμεσα σε λάσπη και χαλίκια, αν και αμφέβαλλα ότι θα ήταν ποτέ αρκετά ικανά να φτάσουν στην επιφάνεια. Παρακολουθούσα με θαυμασμό καθώς πρόβαλλαν κι αναπτύσσονταν, δημιουργώντας ένα θεληματικό άντρα, κάποιον που ήταν σκληρός αλλά παρ' όλα αυτά θεϊκός, από έναν άγουρο άντρα που μέχρι τώρα περιδιάβαινε άσκοπα τη
ζωή. Αυτά τα χαρακτηριστικά όμως είχαν μια πιο σκοτεινή, πιο α
παίσια πλευρά, για την οποία δεν ήμουν ενήμερος, μια άσπλαχνη πλευρά, μια ακραία απόγνωση, που με βρήκε απροετοίμαστο. Την είχα δει ν' ανεβαίνει προοδευτικά - στην αντίδρασή του στο ερωτηματικό μου βλέμμα μετά την απώλεια της Αστερίας την προηγούμενη μέρα, στην οργή του προσώπου του όταν συγκρούστηκε με τον Χειρίσοφο επειδή δε σταμάτησε να υποστηρίξει την οπι-σθοφυλακή. Και τώρα είδα τη λύσσα του να ξεσπάει με μια βίαιη φυσικότητα που με σάστισε και μ' έκανε να αμφιβάλλω περισσότερο από ποτέ άλλοτε για τη νοητική του υγεία αλλά και την τύχη του στρατού.
Ξαναρώτησε τον κρατούμενο αν υπήρχαν άλλοι δρόμοι που θα μπορούσαν να μας οδηγήσουν γύρω ή πίσω από το πέρασμα και αυτή τη φορά ο κρατούμενος απλώς τον κορόιδεψε, ξεφουρνίζο-ντας απανωτές λέξεις στη βαρβαρική του διάλεκτο και σε σπασμένα περσικά, λέξεις που ο διερμηνέας αρνήθηκε να τις μεταφέρει καν στα ελληνικά από φόβο ότι θα προσβληθεί ακόμα περισσότερο ο Ξενοφώντας.
ΒΑΡΒΑΡΟΙ 391
Τρέμοντας από οργή, ο Ξενοφώντας έβαλε το πρόσωπό του ακριβώς απέναντι από αυτό του κρατουμένου, ουρλιάζοντάς του κα-τάφατσα να μας μαρτυρήσει το μονοπάτι, χάνοντας το συναισθηματικό και σωματικό του έλεγχο. Οι στρατιώτες γύρω σώπασαν, αμήχανοι από την απώλεια της φρόνησης του διοικητή τους, κι έκαναν ότι κοίταζαν αλλού. Ο κρατούμενος χαμογέλασε ψυχρά και πέταξε ένα καλαμπούρι στο συμπατριώτη του που ήταν δεμένος στο διπλανό πάσσαλο. Ο Ξενοφώντας λύσσαξε. Απλώνοντας το χέρι άρπαξε μια ασπίδα από τον πλησιέστερο στρατιώτη και κατέβασε βίαια τη σιδερένια άκρη του δίσκου στο πρόσωπο του άντρα από το πλάι, κάνοντας το κεφάλι του να χτυπήσει πίσω πάνω στον πάσσαλο. Το αυτάρεσκο γέλιο του άντρα αντικαταστάθηκε αυτοστιγμεί από μια ματωμένη μάζα. Η μύτη του ισοπεδώθηκε πάνω στο μάγουλό του και ούρλιαζε από οργή και πόνο, φτύνοντας κομμάτια κομμένης γλώσσας και σπασμένα δόντια από το στόμα του, ώσπου δεν μπορούσε πια να αναπνεύσει, ενώ ο Ξενοφώντας οπισθοχώρησε ένα βήμα και παρακολουθούσε ψυχρά το πηχτό αίμα που κάλυπτε το πρόσωπο του άντρα κι έσταζε σε μια λιμνούλα μαύρης λάσπης στο έδαφος. Ο Χειρίσοφος στεκόταν εκεί κοντά, παρακολουθώντας ανέκφραστος και με απάθεια την εκτόνωση της οργής του πάνω στον κρατούμενο.
Ύστερα από ένα λεπτό ο Ξενοφώντας έσπρωξε πέρα το διερμηνέα κι έβαλε το πρόσωπο του ξανά κοντά σε αυτό του κρατουμένου, χωρίς να πει κουβέντα, απλώς κοιτάζοντας τον. Τότε συνειδητοποίησα ότι ο άντρας ήταν αμίλητος σαν πέτρα κοιτάζοντας κατάματα τον Ξενοφώντα, αλλά αυτή τη φορά κάθε ίχνος περιφρόνησης είχε χαθεί από την έκφραση του. Η ματιά του ήταν γεμάτη μόνο από μοχθηρία και φόβο. Η βροχή μάς έλουζε όλους, και αυτούς που ήταν ματωμένοι και αυτούς που ήταν γεροί, χωρίς να κάνει καμιά εξαίρεση για το ποιον έπρεπε να καθαρίσει και ποιον να πιτσιλίσει με βρομιά, κι όταν κοίταξα προς τα κάτω το μανδύα του Ξενοφώντα, είδα ότι είχε τραβήξει το κοντό του ξίφος και ότι η μύτη του ακουμπούσε ελαφρά πάνω στην κοιλιά του άντρα ακριβώς κάτω από τον αφαλό. Επιχείρησα να φωνάξω, αλλά είχα παγώσει, ανίκανος να κινηθώ, και οι λέξεις κολ-
392 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
λούσαν σταθερά στη γλώσσα μου σαν στουπί από βαμβάκι σε ρετσίνι. Ένιωσα κάτι σαν κεραυνό στα αφτιά μου, τον εκκωφαντικό χορό του συρακούσιου ύμνου που τόσο συχνά με τρόμαζε, να πνίγει ακόμα και το μουγκρητό της καταρρακτώδους βροχής, και ο εξωτερικός κόσμος έμοιαζε να γίνεται σιωπηλός και να κινείται ανείπωτα αργά.
Ξενοφώντα, υπέβαλες για μια ακόμα φορά την ερώτηση σου στον κρατούμενο, αργά και σκόπιμα, τόσο σιγά που μόνο εκείνος μπορούσε ν' ακούσει τα λόγια σου, παρόλο που η γλώσσα σου του ήταν άγνωστη. Για μένα όλα ήταν σιωπή, εξουδετερωμένα από το διαβολεμένο μουγκρητό στα αφτιά μου. Είδα τον άντρα να σε κοιτάζει με απόλυτη κατανόηση, παρά την απουσία του διερμηνέα, γιατί αυτή η πάλη θελήσεων δεν ήταν πια εξαρτημένη από τη χρήση του καθαρού λόγου, ως μέσου, αλλά είχε επανέλθει σε κάτι πολύ πιο πρωτόγονο, σε μια πιο ερπετοειδή φύση, σε κάτι πιο χυδαίο και αρχέγονο από αυτό για το οποίο θα μπορούσα ποτέ να σκεφτώ ότι ήσουν ικανός. Το μέσο επικοινωνίας ανάμεσα σε σένα και τον άντρα ήταν φόβος και πόνος και μίσος, και σε αυτή τη γλώσσα καταλαβαίνατε περίφημα ο ένας τον άλλο. Γιατί, αφού μελέτησε καλά τις επιλογές και την τύχη που τον περίμενε, ο άντρας σού έστειλε ακόμα ένα βεβιασμένο χαμόγελο, όσο καλύτερο γινόταν μέσα από τα σκισμένα και ματωμένα χείλη του, και ύστερα κλείνοντας τα μάτια κούνησε αργά, σχεδόν ανεπαίσθητα, το κεφάλι του αρνητικά και τότε το σατανικό σου μαχαίρι εκτέλεσε τη δουλειά για την οποία είχε δημιουργηθεί, για την οποία είχε κατασκευαστεί πριν από χρόνια από τα μαλλιαρά, σημαδεμένα από τα καψίματα χέρια ενός είλωτα σιδερά μέσα σε ένα σπαρτιάτικο χυτήριο, σωστό καμίνι. Το πρόσωπο του άντρα σπάραξε από πόνο και σπαρτάρισε σαν ζωντανό ψάρι στη σούβλα και έτσι όπως παρακολουθούσα, τα μάτια του σκοτείνιασαν και σωριάστηκε πάνω στα σκοινιά, ενώ οι άδειες κόρες των ματιών του εξακολουθούσαν να είναι στυλωμένες στα πόδια σου.
Σκεφτόσουν καθόλου την Αθήνα, όταν δολοφονούσες έναν ανυπεράσπιστο δεμένο άντρα, Ξενοφώντα; Έλαβες καθόλου υπόψη σου όλα αυτά που είχες διδαχτεί, τις ιδέες που είχες μάθει κα-
ΒΑΡΒΑΡΟΙ 393
θισμένος στα γόνατα του Σωκράτη, τη φιλανθρωπία των θεών στην πίστη των οποίων στηριζόμενος θυσιάζεις καθημερινά; Ίσως όχι, και εκ των υστέρων αυτό ήταν το καλύτερο, μια και οι πράξεις σου, και τότε και τις μέρες που θα ακολουθούσαν, οδήγησαν το στρατό με επιτυχία πιο κοντά στον τελικό του προορισμό. Στον κόσμο αυτό χρειάζονται άντρες ικανοί ν' αποκλείσουν το φόβο και τις συνέπειες των άμεσων πράξεων τους, να βλέπουν πέρα από τη χυδαιότητα του καθημερινού μόχθου, τις εχθροπραξίες και την αθλιότητα και να εκτελούν ταπεινές πράξεις για το ευρύτερο καλό. Χρειάζονται άντρες σαν τον Γρύλλο και τον Κλέαρχο, γιατί με τέτοιους άντρες προάγεται ο πολιτισμός, και οι κατώτεροι είτε εξαλείφονται είτε υποτάσσονται στον ανώτερο. Τέτοιοι κτηνώδεις, ανεγκέφαλοι άντρες χρειάζονται. Οι πιο θαυμαστοί θεσμοί μας δε θα είχαν δημιουργηθεί ποτέ χωρίς αυτούς, στα βάθη της ιστορίας τουλάχιστον, που ίσως είναι προτιμότερο να ξεχαστεί. Αυτό είναι ένα από τα πιο σκοτεινά και ανείπωτα μυστικά, μια και τέτοια είναι η ασχήμια -τέτοια και η ομορφιά- του πολέμου. Οι Σπαρτιάτες εκπαιδεύονται όλη τους τη ζωή να κλείνουν τα μάτια και το νου τους μπροστά στο σωματικό φόβο και τα βάσανα και να επιζητούν τη νίκη με κάθε θυσία για το κοινό καλό. Είναι όμως Σπαρτιάτες κι εσύ είσαι Αθηναίος ή τουλάχιστον υπήρξες μέχρι τώρα. Και ξαφνικά θυμήθηκα την ευχή που έκανα με θέρμη προς τους θεούς τη νύχτα εκείνη, αφού μας είχαν πετάξει μες στο στρατόπεδο το κεφάλι του Κλέαρχου, και συνειδητοποίησα ότι είχε πραγματοποιηθεί μέσα από σένα.
4
Ο ΞΕΝΟΦΩΝΤΑΣ ΠΗΡΕ ΒΑΘΙΑ ΑΝΑΠΝΟΗ, κρατώντας τον αέρα για μια στιγμή μέσα στο στήθος του, με τα μάτια μισόκλειστα, και μάζεψε όλα τα αποθέματα αυτοελέγχου για ν' ανακτήσει την αυστηρότητα του ως Αθηναίος αριστοκράτης και αξιωματούχος. Ύστερα έστρεψε την προσοχή του αργά και σκόπιμα στο δεύτερο κρατούμενο, που είχε παρακολουθήσει ολόκληρη τη διαδικασία με μάτια διάπλατα από τρόμο. Έτρεμε από τη βία, τα δόντια κροτάλιζαν και τα γόνατα του με δυσκολία τον κρατούσαν, σαφώς επειδή στεκόταν ώρες ολόκληρες κάτω από την παγωμένη βροχή χωρίς μανδύα αλλά και από το φόβο του. Έτσι λοιπόν, πριν προλάβει καλά καλά να τον πλησιάσει ο Ξενοφώντας, άρχισε να κελαηδάει σαν πουλάκι. Είπε ότι θα οδηγούσε το στρατό από κάποιο άλλο δρόμο, από όπου μπορούσαν να περάσουν ακόμα και τα ζώα, και ο οποίος θα μας έβγαζε πίσω από το ισχυρά φρουρούμενο πέρασμα, αλλά ότι θα έπρεπε να προηγηθεί της κύριας δύναμης κάποιο χωριστό απόσπασμα, επειδή ο νέος δρόμος περνούσε επίσης κάτω από ένα ύψωμα, το οποίο θα έπρεπε να καταλάβουμε πρώτο, αλλιώς δε θα μπορούσε να γίνει τίποτα. Ομολόγησε επίσης ότι ο πρώτος κρατούμενος είχε αρνηθεί ότι ήξερε γι' αυτή την άλλη διαδρομή, επειδή ζούσε σ' εκείνα τα μέρη η κόρη του με τον άντρα της και την οικογένεια της.
Ο Ξενοφώντας απομακρύνθηκε εξαντλημένος και έγνεψε στον Χειρίσοφο, που κάλεσε τους ανώτερους αρχηγούς από το βαρύ και ελαφρύ πεζικό, για να υπολογίσει αν κάποιοι από αυτούς θα πρόσφεραν εθελοντικά τις μονάδες τους για ν' ακολουθήσουν τον οδηγό και να καταλάβουν τα υψώματα. Δύο Αρκάδες αξιωματικοί έκαναν ένα βήμα μπροστά για να διαθέσουν εθελοντικά τους δύο
ΒΑΡΒΑΡΟΙ 395
χιλιάδες ελαφρά και βαριά οπλισμένους στρατιώτες τους και, αφού ήταν ήδη περασμένο απομεσήμερο, καταβρόχθισαν νωρίς βραδινό και έφυγαν κάτω από ένα προπέτασμα καταρρακτώδους βροχής, προτού το σκοτάδι τους σκεπάσει ολοκληρωτικά. Τον επιζήσαντα κρατούμενο τον έδεσαν, τον φίμωσαν και τον έστειλαν μαζί τους, ενώ ο Ξενοφώντας και ο Χειρίσοφος οδηγούσαν το βαρύ ιππικό της οπισθοφυλακής προς το φρουρούμενο πέρασμα που είχαμε απέναντι μας, για να τραβήξουμε την προσοχή του εχθρού μακριά από τους Αρκάδες που ξεγλιστρούσαν από πίσω και από πάνω τους.
Οι Καρδούχοι είχαν τοποθετήσει τεράστιους ογκόλιθους στο μονοπάτι μας και όποτε μια ομάδα από τους άντρες μας συγκεντρωνόταν για να επιχειρήσει ν' ανασηκώσει τους βράχους από το δρόμο γινόταν στόχος για βλήματα και περισσότερους ογκόλιθους -μερικοί μεγάλοι σαν άμαξες- που εκσφενδόνιζαν εναντίον τους από επάνω. Ο Ξενοφώντας διέταξε τελικά να στήσουμε στρατόπεδο όταν σκοτείνιασε πάρα πολύ και δεν μπορούσαμε να ρίχνουμε τα βέλη μας και απαγόρευσε γενικά τις φωτιές για να μη γίνουμε εύκολος στόχος στα βλήματα του εχθρού. Περάσαμε μια άθλια νύχτα, κουβαριασμένοι κάτω από την κρύα καταρρακτώδη βροχή, ενώ οι ζεστές φωτιές του εχθρού διακρίνονταν καθαρά στα υψώματα από πάνω μας. Όλη τη νύχτα οι Καρδούχοι έριχναν τα διαβολικά τους βράχια, που κατρακυλούσαν ανάμεσα μας κάνοντας ακόμα πιο κολασμένη την ατμόσφαιρα.
Στο μεταξύ, το απόσπασμα με τον κρατούμενο βάδιζε μες στη βροχή και στο σκοτάδι και κατέλαβε απροειδοποίητα τις προφυλακές του εχθρού, καταστρέφοντας τες ολοκληρωτικά και καταλαμβάνοντας το στρατόπεδο τους. Το πρωί, οι Αρκάδες σάλπισαν, σημάδι ότι είχαν καταλάβει το λόφο, και τότε ο Χειρίσοφος έκανε έφοδο με τον κύριο όγκο του στρατού από τον κεντρικό δρόμο, ενώ οι ανιχνευτές του σκαρφάλωναν από τους γκρεμούς για να επιτεθούν στους εχθρούς υπερασπιστές από πάνω, τραβώντας ο ένας τον άλλο από τα ακόντια τους για ν' ανεβούν από το πλάι των βράχων και να ενωθούν με τους Αρκάδες πάνω στα υψώματα.
396 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
Ο Ξενοφώντας και η οπισθοφυλακή ακολουθούσαν από πίσω για να συναντήσουν τη σκευοφόρο που αγωνιζόταν ν' ανέβει το μονοπάτι το οποίο υποτίθεται ότι είχαν διασφαλίσει την προηγούμενη νύχτα οι Αρκάδες. Κάθε λόφος όμως που ανεβαίναμε ήταν κατειλημμένος εκ νέου από εξοργισμένους Καρδούχους, δεν προλαβαίναμε να τους διώξουμε από τον έναν κι εμφανίζονταν ακόμα περισσότεροι στον δεύτερο ή σε αυτόν από τον οποίο είχαμε μόλις φύγει, ξεπηδούσαν σαν νερό μέσα και γύρω από ογκόλιθους και βράχια, χωρίς να μας επιτρέπουν καμιά ανάπαυλα. Θα μπορούσαμε να έχουμε σκαρφαλώσει εύκολα έξω από το μονοπάτι και να διώξουμε τους Καρδούχους από την κορυφογραμμή, αλλά το μονοπάτι ήταν ο μόνος δρόμος από τον οποίο μπορούσαν να περάσουν τα τρομαγμένα υποζύγια και οι αποσκευές, κι έτσι δώσαμε μεγάλη και δύσκολη μάχη εκείνη τη μέρα μέχρις ότου τα τρία διασπασμένα τμήματα του ελληνικού στρατού καταφέρουν τελικά να ενωθούν.
Μολονότι αυτή η μάχη ήταν όπως πολλές άλλες που δώσαμε στη διάρκεια της πορείας, καταχρώμαι την υπομονή του αναγνώστη και τη διηγούμαι, εξαιτίας ενός ξεχωριστού γεγονότος που μου συνέβη. Ο Ξενοφώντας ήταν επικεφαλής μιας επίθεσης σε μια βραχώδη πλαγιά, ενώ εγώ κουβαλούσα την ασπίδα του. Παραπάτησα σε μια ρίζα, όμως, και κατρακύλησα σε μια απότομη ρεματιά, στραμπουλώντας τον αστράγαλο μου και χτυπώντας το κεφάλι μου τόσο δυνατά πάνω σε ένα βράχο, που έσπασε το κράνος μου και προς στιγμήν έμεινα αναίσθητος. Ο Ξενοφώντας κοιτούσε από την άλλη πλευρά και δεν κατάλαβε ότι έπεσα, έτσι όταν γύρισε κι είδε ότι δεν ήμουν εκεί εξαγριώθηκε, νομίζοντας ότι τον είχα εγκαταλείψει επειδή φοβόμουν τα βράχια που κατρακυλούσαν πάνω μας από ψηλά οι βάρβαροι. Εν μέρει είχε δίκιο, γιατί ήμουν πραγματικά τρομοκρατημένος, όπως και ο καθένας από εμάς εκείνη τη μέρα, αφού είχαμε να παλέψουμε με βράχια κι όχι πολεμιστές με σάρκα και αίμα, τους οποίους μπορούσαμε να νικήσουμε. Όσο για το ότι τον εγκατέλειψα, εξοργίστηκα με αυτή την κατηγορία, επειδή σε όλες τις μάχες που είχαμε πολεμήσει μαζί ούτε μία φορά δεν έφυγα από το
ΒΑΡΒΑΡΟΙ 397
πλάι του, ποτέ δε σταμάτησα να του παρέχω καταφύγιο πίσω από τη σκιά της ασπίδας μου, ακόμα και με κίνδυνο να μείνω εγώ ο ίδιος εκτεθειμένος στον εχθρό. Κάποιος άλλος οπλίτης τον είδε να στέκεται μόνος μέσα στο πεδίο κι έτρεξε με θάρρος να τον καλύψει με τη δική του ασπίδα.
Όταν αργότερα ο Ξενοφώντας είδε τον πρησμένο μου αστράγαλο και το ματωμένο μου κεφάλι, καθώς μπήκα κουτσαίνοντας στο στρατόπεδο, κατάλαβε και ζήτησε αμέσως συγνώμη. Δεν είμαι όμως σίγουρος ότι εγώ συγχώρεσα ποτέ την αβάσιμη καχυποψία του, που έμπηξε ένα ακόμα αγκάθι στην καρδιά μου, συμβάλλοντας έτσι στη διεύρυνση του χάσματος που είχε δημιουργηθεί ανάμεσά μας.
ΒΙΒΛΙΟ ΕΝΑΤΟ
Ο ΡΟΔΙΟΣ ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ
Γι' αυτό ένα λόγο θα σου πω και πρόσεξε ν' ακούσεις. Δεν τρέφει η γη απ' τον άνθρωπο αδυνατότερο άλλο, απ' όσα απάνω περπατούν στην πλάση κι ανασαίνουν. Θαρρώ πως στη ζωή κακό ποτέ δε θα του λάχει, όσο που να 'χει ανάκαρα και του βαστούν τα πόδια. Μα σαν του δώσουν οι θεοί κακά στερνά και μαύρα, άθελα τα βαστά κι αυτά μ' υπομονή η καρδιά του.
ΟΜΗΡΟΣ*
* Ομήρου, Οδύσσεια, ραψωδία σ, στίχ. 131-136, μετάφραση: Ζήσιμος Σίδερης ΟΕΔΒ, Αθήνα. (Σ.τ.Ε.)
1
ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΞΑΠΛΩΣΑ μόνος πάνω σ' ένα χοντροφτιαγμέ-νο, γεμισμένο με βρύα στρώμα στο πέτρινο κτίσμα που είχα επιτάξει για τον Ξενοφώντα κι εμένα, χωρίς να μπορώ να κοιμηθώ και με το μυαλό σκοτισμένο. Εξακολουθούσαν να με προβληματίζουν οι αλλαγές που είχα παρακολουθήσει να του συμβαίνουν τις τελευταίες εβδομάδες. Αναρωτιόμουν αν αντιπροσώπευαν κάποια μόνιμη μεταβολή του χαρακτήρα του προς ένα νέο, πιο σπαρτιάτικο πρότυπο σκληρότητας κι επιβολής ή αν, στην πραγματικότητα, η συμπεριφορά του ήταν απλώς μια παροδική αντίδραση στην πίεση της πορείας, μια τεχνική επιβίωσης που είχε πρόσκαιρα παραγκωνίσει τα προηγούμενα ένστικτα του και η οποία θα εγκαταλειπόταν στα ακρότατα μύχια της ψυχής του όταν θα τελείωνε η δοκιμασία μας. Γύρω στα μεσάνυχτα μπήκε αθόρυβα στο δωμάτιο, σταματώντας για να επιτρέψει στα μάτια του να προσαρμοστούν στο χαμηλό φως της λάμπας και να μου ρίξει μια ματιά για να δει αν ήμουν ξύπνιος. Λόγω του ότι η ώρα ήταν περασμένη και από τις φωνές των στρατιωτών που μεθοκοπούσαν στο χωριό, περίμενα όχι θα μύριζε κρασί και θα είχε εύθυμη διάθεση. Ήταν, όμως, απόλυτα θλιμμένος και τον παρατηρούσα βλοσυρά καθώς στάθηκε ακίνητος, κοιτάζοντας έξω από το μικρό σοβατισμένο παράθυρο που ήταν ανοιγμένο μέσα στο χοντρό πέτρινο τοίχο, ενώ το ψιλόβροχο έπεφτε απαλά απέξω.
Η υγρασία έμοιαζε να κρέμεται στην ατμόσφαιρα. Στάλες μαζεύονταν και έπεφταν νωθρά από κάθε επιφάνεια, λες και μετρούσαν το αργό πέρασμα του χρόνου. Σκεφτόμουν τη βροχή να πέφτει πάνω στα λευκά, αόμματα μάτια των νεκρών στρατιωτών που είχαμε αναγκαστεί ν' αφήσουμε πίσω μας, να ξεπλένει το αί-
402 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
μα και τη λέρα από τα πρόσωπα και τα χέρια τους, σαν τη κλαίουσα Νιόβη που θρηνούσε πάνω από τα πετρωμένα, νεκρά σώματα των παιδιών της. Φανταζόμουν τα δάκρυα της να χαϊδεύουν απαλά τα άψυχα πρόσωπα τους, άσπρα και κρύα σαν τα μάρμαρα του Παρθενώνα, με αποτυπωμένο πάνω τους το τελευταίο ψυ-χορράγημα, σαν γύψινες μάσκες κρεμασμένες στο θέατρο. Μολονότι τα σώματα είχαν εγκαταλειφθεί από τους ζωντανούς, ανίκανα να προετοιμαστούν για το πέρασμα του ποταμού από τον Χάροντα, κανένας ιερέας του στρατού, καμιά γριά μαυροφορεμένη κουβαλώντας μύρο και λιβάνι, κανένας ειδικός νεκροθάφτης δε θα μπορούσε να πλύνει, να φροντίσει και να ευλογήσει τα κουφάρια των νεκρών Ελλήνων πιο προσεκτικά από την ίδια τη φύση. Ακόμα κι αν επιστρέψει στο σπίτι του κάποιος στρατιώτης, το πιο πιθανό μέρος ανάπαυσης είναι απλώς ένα ξεχασμένο κοιμητήρι, όπου έπειτα από λίγα χρόνια κείτεται άψαλτος και ατίμητος από αυτούς που έχουν ξεχάσει να περιποιούνται τον πεθαμένο τους. Ίσως, αφού απουσιάζουν τα δάκρυα της μάνας και η αγκαλιά της συζύγου, το πιο ταιριαστό μνήμα γι' αυτόν που έπεσε στη μάχη να είναι ένα μουσκεμένο χωράφι σε κάποια εχθρική χώρα, μια και η βροχή μεταδίδει την ίδια ιερή παρηγοριά στο μέτωπο του πεθαμένου γιου. Κι ακόμα περισσότερο, αφού το χάδι της βροχής, με τις ιδιότητες του, καταστροφικές και ζωοποιές μαζί, έρχεται κατευθείαν από τους θεούς, γεγονός που παρηγορεί, αλλά και τρομάζει τους ανθρώπους από καταβολής χρόνου.
Ο Ξενοφώντας κοίταζε από το παράθυρο για πολλή ώρα, ξέροντας ότι ήμουν ξύπνιος και τον παρακολουθούσα, αλλά δεν έλεγε τίποτα. Ούτε κι εγώ έσπασα τη σιωπή, μια και δεν είχα διάθεση ούτε επιθυμία να μιλήσω. Τελικά στράφηκε κατά το μέρος μου και με κοίταξε επίμονα, αν και δεν μπορούσε να διακρίνει το πρόσωπο μου που κρυβόταν στις σκιές του απέναντι τοίχου. Ύστερα από ένα λεπτό, αφού παραιτήθηκε από την προσπάθεια του να διαβάσει τα μάτια μου, ακούμπησε βαριά πάνω στον τοίχο κι άρχισε να μιλάει, να μονολογεί στην πραγματικότητα, με φωνή που μόλις ακουγόταν.
Ο ΡΟΔΙΟΣ ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ 403
«Μερικές φορές, αυτό που επιθυμείς περισσότερο στον κόσμο βρίσκεται μες στο χέρι σου, έτοιμο να το πάρεις, σαν ώριμο ροδάκινο που κρέμεται από το κλαδί του, έτοιμο να πέσει», είπε. «Σταματάς μια στιγμή για ν' απολαύσεις όχι τη γεύση του, αλλά μάλλον την ενδεχόμενη γεύση του, την προσδοκία της κατοχής και της απόκτησης του, της ιδιοποίησης του, επειδή η προσδοκία μιας απόλαυσης είναι το καλύτερο κομμάτι της ίδιας της απόλαυσης. Αλλά τότε κάποιο αναπάντεχο γεγονός -ένας δυνατός άνεμος, ένας έξυπνος κλέφτης, ένα καταστροφικό σκουλήκι, ένας πιο αξιόλογος φίλος- γλιστράει μπροστά στα μάτια σου και κλέβει το αντικείμενο του πόθου σου, προτού καν καταφέρεις να συνειδητοποιήσεις την προσδοκία. Κι έπειτα βρίσκεσαι σε χειρότερη κατάσταση από πριν, αφού ξέρεις τι ακριβώς θ' απολάμβανες».
Με κοίταξε επίμονα, αλλά έμεινα σιωπηλός. Ύστερα από όσα είχα αντιμετωπίσει σήμερα, τα λόγια, ειδικά τα λόγια του Ξενοφώντα, ελάχιστη σημασία είχαν. Τα συναισθήματα του ήταν ρηχά. Αν προσπαθούσε να με παρηγορήσει με φτηνή φιλοσοφία, δεν ήμουν διατεθειμένος να εξαγοραστώ τόσο εύκολα.
Αναστέναξε και βημάτισε αρκετές φορές μέσα στο μικρό δωμάτιο, προτού τελικά βολευτεί στο στρώμα του και ετοιμαστεί για ύπνο. Το πρόσωπο του είχε ξανασκληρύνει.
«Ξέχασα να σου πω. Ο Νικόλαος ο Ρόδιος ζήτησε να σε δει», είπε και με κοίταξε με μια παράξενη έκφραση.
Παρ' όλη την κούραση μου, ανακουφίστηκα που μου δινόταν η ευκαιρία ν' απασχολήσω και πάλι το πνεύμα μου με άλλες σκέψεις και να ξεφύγω από την παρουσία του. Έδεσα τα σανδάλια μου κι έριξα ένα μανδύα στους ώμους μου, όσο εκείνος μου εξηγούσε στα γρήγορα την τοποθεσία του συγκροτήματος των κτιρίων όπου είχαν καταλύσει οι Ρόδιοι σφενδονήτες. Αρπάζοντας τη μοναδική λάμπα λαδιού, βγήκα βαριά, χωρίς κουβέντα, από την πόρτα, αφήνοντας τον αγενέστατα μες στο σκοτάδι. Δεν είπε λέξη.
Ο λασπωμένος δρόμος της μικρής πόλης ήταν έρημος και τα γέλια και τα ξεφαντώματα των στρατιωτών είχαν κοπάσει τώρα κι επικρατούσε σιωπή· μόνο κάποιο μεμονωμένο χάχανο έβγαινε από κάποιο παραθυράκι εδώ κι εκεί. Η βροχή που έπεφτε στα-
404 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
θερά και η βουλιαγμένη, λασπωμένη βλάστηση έδιναν μια όψη ζοφερή και πένθιμη στο χωριό και στην ίδια τη φύση. Κατέβηκα κουτσαίνοντας το δρομάκι, με τον αστράγαλο μου να μ' ενοχλεί αισθητά έπειτα από τόσες ώρες αδράνειας, και βγήκα έξω από τον κύριο όγκο των κτιρίων, σε κάποιο άλλο σύμπλεγμα από χαμηλές αγροτικές κατοικίες κοντά στο ποτάμι, διακόσια μέτρα μακριά. Αυτό το υποδεέστερο χωριουδάκι το αποτελούσαν μερικές μικρές καλύβες για τους αγρότες ή τους γεωργούς, έξι μικρά κυψελωτά πέτρινα παραπήγματα για πουλερικά και άλλα ζώα, τα περισσότερα από τα οποία είχαν ήδη σφαγεί και φαγωθεί από τους πεινασμένους νεαρούς Ροδίτες, και μια μεγάλη σιταποθήκη που είχε καταλάβει ο κύριος όγκος των σφενδονητών. Χτύπησα την πόρτα της καλύβας που ο Ξενοφώντας μου είχε πει ότι έμενε ο Νικόλαος και μπήκα.
Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό και γεμάτο καπνούς, με μια μικρή φωτιά από τύρφη να καίει στη γωνία, γεμίζοντας το χώρο με πνιγηρό καπνό σε κάθε ριπή ανέμου που έμπαινε απέξω. Τα μάτια μου δε χρειάστηκαν να προσαρμοστούν, μια και είχα ήδη περπατήσει με το αμυδρό φως της μικροσκοπικής λάμπας λαδιού να με οδηγεί, κι αμέσως διέκρινα τον Νικόλαο μαζί με έξι νεαρούς λοχαγούς που ήταν μισοξαπλωμένοι στο πάτωμα μπροστά στη φωτιά και κουβέντιαζαν ήσυχα, εξετάζοντας ένα μικρό κομμάτι χάρτη. Ο Νικόλαος σηκώθηκε επίσημα, προσέχοντας ελαφρά το τραυματισμένο του πόδι, ενώ το τρεμουλιαστό φως της φωτιάς έπεφτε πάνω στο λείο, σταρένιο δέρμα του, κάνοντας τον να μοιάζει ακόμα περισσότερο με τον έφηβο που στην πραγματικότητα ήταν. Ήθελα απλά ν' αφήσει την παρέα του για λίγο και μ' ένα εκνευρισμένο γρύλισμα του είπα ότι με είχε στείλει ο Ξενοφώντας.
Ο Νικόλαος με κοίταξε ανήσυχα στα μάτια, λες και προσπαθούσε να μαντέψει τη διάθεση μου πριν μου μιλήσει. Του ανταπέδωσα το βλέμμα χωρίς ν' ανοιγοκλείσω τα μάτια μου, χωρίς να του δώσω τούτη την ικανοποίηση στο σημείο αυτό, κι εκείνος ξανακάθισε σταυροπόδι κοντά στη φωτιά, λοξοκοιτώντας μέσα από το φως τους συντρόφους του, καθώς αποτελείωνε βιαστικά την κουβέντα που είχε μαζί τους. Οι λέξεις του έσβησαν και έχωσε το κομμάτι του
Ο ΡΟΔΙΟΣ ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ 405
πάπυρου μέσα στα κάρβουνα, όπου οι άκρες του έπιασαν φωτιά, μαύρισαν και ζάρωσαν, δημιουργώντας μια μικρή γαλαζωπή γλώσσα που υψώθηκε μερικά εκατοστά, επιτείνοντας τις τρεμάμενες σκιές στο δωμάτιο και τονίζοντας τη βαθιά σιγή που τύλιξε τους νεαρούς, καθώς ο Νικόλαος με κοίταξε και πάλι σκεφτικός.
«Έλα», είπε γνέφοντας κατά τη μεριά μου και γλίστρησε έξω από τη χαμηλή πόρτα, σκύβοντας αναγκαστικά ακόμα κι αυτός για να την περάσει και να βγει στην παγωμένη βροχή. Έβραζα από θυμό με αυτή την απροσδόκητη καθυστέρηση, μια και δεν είχα προβλέψει ότι το μήνυμα του Νικόλαου θ' απαιτούσε να τον περιμένω ή να εκτελέσω κάποιο καθήκον προτού αποχωρήσω. Ο Νικόλαος με οδήγησε γύρω από τη μεγάλη σιταποθήκη, από την οποία μπορούσα ν' ακούσω πνιχτά ροχαλητά και χαμηλές φωνές, στο μικρό συγκρότημα από κοτέτσια και βοηθητικά κτίσματα. Οδηγώντας με στο μικρότερο και πιο απομακρυσμένο από αυτά, προφανώς κάποιο κοτέτσι, μια και η μικροσκοπική του είσοδος δεν ήταν ψηλότερη από το μέσο του μηρού μου, έδειξε την πόρτα και είπε απλά: «Εδώ μέσα».
Τον κοίταξα χωρίς να καταλαβαίνω, καθώς το βλέμμα του πηγαινοερχόταν φευγαλέα ανάμεσα στην είσοδο και το πρόσωπο μου. Ύστερα μου 'σκασε ένα ειρωνικό χαμόγελο, έκανε μεταβολή και, πλατσουρίζοντας μέσα στη λάσπη, πήρε το δρόμο για την καλύβα του.
Δεν είχα ιδέα τι υποτίθεται ότι επρόκειτο να κάνω. Με έστελνε να πάω να φέρω κανένα αβγό τόσο προχωρημένη ώρα; Ήταν κάποιου είδους φάρσα; Οργίστηκα με την όλο και μεγαλύτερη αναίδεια και έλλειψη σεβασμού του Νικόλαου αλλά και με τη δική μου ανόητη απερισκεψία που του εμπιστεύτηκα τους φόβους μου τις προάλλες. Είχα γίνει χωρίς αμφιβολία ο στόχος των αστείων σε όλο το στρατόπεδο των Ροδίων. Τελικά, όμως, η περιέργεια μου υπερίσχυσε και πέφτοντας στα τέσσερα μέσα στη λάσπη και σπρώχνοντας τη λάμπα στο έδαφος μπροστά μου μπου-σούλησα προσεκτικά και πέρασα μέσα από το άνοιγμα στο μικρό πέτρινο οίκημα. Οι Μοίρες, μέσα στον υπερβάλλοντα ζήλο τους να με οδηγήσουν στο σημείο αυτό, με προσπέρασαν βίαια, σαν
406 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
συνασπισμένοι αγγελιοφόροι, αφήνοντας με απροετοίμαστο γι' αυτό που έμελλε ν' ανακαλύψω εκεί μέσα.
Λόγω του θολωτού του σχήματος, υπήρχε χώρος να σταθείς μέσα στο μικροσκοπικό οίκημα, ενώ ο οριζόντιος χώρος για να ξα-πλώσεις μόλις που έφτανε. Το δωμάτιο ήταν εντελώς άδειο εκτός από ένα στενό πέτρινο πεζούλι χτισμένο στον απέναντι τοίχο, εξήντα περίπου εκατοστά από το χωμάτινο δάπεδο. Ήταν στεγνά εκεί μέσα, μολονότι ιστοί αράχνης που άγγιζαν το δέρμα μου από όλες τις μεριές μου έδωσαν αρχικά την αίσθηση υγρασίας ή μικρών υδάτινων ρυακιών που κυλούσαν πάνω μου από τους πωρόλιθους από πάνω. Στάθηκα όρθιος προτού καν βρω χρόνο να κοιτάξω τριγύρω μου κι αφού καθάρισα προσεκτικά τις αράχνες από το ταβάνι στο μέσο του δωματίου, το μόνο αρκετά ψηλό σημείο για να σταθώ όρθιος, άπλωσα το χέρι που κρατούσε το αμυδρό φως για να φωτίσω τις σκιές που έκρυβαν το χαμηλό πέτρινο πεζούλι.
Ξαφνικά συνειδητοποίησα για ποιο λόγο με είχε φέρει εδώ ο Νικόλαος, γιατί ήταν λες και οι ίδιοι οι θεοί είχαν κατέβει με όλη την ακτινοβολία και το μεγαλείο τους και είχαν καταλάβει αυτή τη στραπατσαρισμένη, ελεεινή καλύβα. Τα γόνατα μου λύγισαν κι έπεσα πάνω τους. Η λάμπα ξέφυγε από το χέρι μου κι έπεσε στη λάσπη, σβήνοντας και αφήνοντας το μικρό, στενό δωμάτιο στο σκοτάδι. Άπλωσα τα χέρια μπροστά μου, μην τολμώντας σχεδόν να πιστέψω τις ίδιες τις αισθήσεις μου, κι έσφιξα το μαλακό σώμα της Αστερίας στο στήθος μου.
«Πώς...;» αναφώνησα προσπαθώντας να μιλήσω, αλλά εκείνη έπνιξε τα λόγια μου, πιέζοντας σφιχτά το πρόσωπο μου πάνω στα ζεστά στήθη της, τα κρυμμένα κάτω από το τραχύ ρούχο που φορούσε. Ο λιγδιασμένος ροδίτικος χιτώνας της αύξανε την απόλαυση της προσμονής, σαν το ροδάκινο του Ξενοφώντα, και μόνο έπειτα από αρκετά λεπτά κατάφερα τελικά να χαλαρώσω το σφίξιμο μου. Τρίφτηκα πάνω στον απαλό λαιμό της καθώς τύλιξε τα χέρια της στο λαιμό μου μουρμουρίζοντας βουβά. Και η βροχή απέξω εξακολουθούσε να πέφτει ήσυχα πάνω στις άγριες πέτρες, ενώ οι πουπουλένιοι ιστοί από τις αράχνες άγγιζαν νωθρά το δέρμα μας.
2
ΥΣΤΕΡΑ, ΑΦΟΥ ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ ΧΩΡΟΣ να ξαπλώσουμε πάνω στο πέτρινο πεζούλι, εγώ έμεινα έτσι όπως ήμουν, γέρνοντας πάνω στον άγριο τοίχο, ενώ εκείνη κάθισε στα πόδια μου, τυλίγοντας μας και τους δύο με το μανδύα μου για να προφυλαχτούμε από το αγιάζι της νύχτας. Η Αφροδίτη και ο Ήφαιστος. Ο Ήφαιστος και η Αφροδίτη. Δεν υπάρχει πιο καταδικασμένο και αταίριαστο ζευγάρι ερωτευμένων στην ιστορία. Η εκπληκτικής καλλονής θεά και ο οξύθυμος θεός της φωτιάς. Καλέ μου αναγνώστη, πρέπει να συγχωρήσεις την αδέξια αναφορά σε παλιούς μύθους. Ο υπαινιγμός, όμως, είναι δικαιολογημένος, γιατί ποιος θα μπορούσε να παραβλέψει το αληθινά θεϊκό σώμα της Αστερίας κάτω από τον τραχύ χιτώνα; Ή το γεγονός ότι εγώ ο ίδιος ήμουν τόσο βρόμικος και μουντζουρωμένος όσο και ο σιδηρουργός, για να μην αναφέρω ότι κούτσαινα όπως αυτός μετά το πρόσφατο πέσιμο μου; Κάθε χορός στην Αθήνα θα έψαλλε ύμνο στην Αφροδίτη, παρόλο που η θεά είχε τη μισή ομορφιά της Αστερίας, κι έτσι έπρεπε να γίνει, μια και η ζηλόφθονη θεά δοκιμάζει ανυπόμονα τις αντίζηλες της. Ακόμα και οι απλοί θνητοί, όμως, πρέπει περιστασιακά να κοιτάζουν φευγαλέα μέσα από την ουράνια πύλη, και σε αυτή την πέτρινη καλύβα τα κατάφερα κι εγώ να πλησιάσω, αφού, μολονότι ο άτυχος Ήφαιστος έχασε από τον Άρη την αγαπημένη του, εγώ δε θα έχανα τη δική μου Αστερία.
Απόλυτο σκοτάδι μάς τύλιξε, σαν πέπλο. Ο μόνος ήχος ήταν το απαλό στάξιμο του νερού από ένα μικρό αυλάκι που ξεπηδούσε από τη βάση του απέναντι τοίχου και αργοκυλούσε έξω από τη χαμηλή πόρτα. Ένιωθα την ανάσα της Αστερίας αργή και ήρεμη πάνω στο λαιμό μου. Τελικά μίλησε.
408 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
«Με έσωσε επειδή του το είπες εσύ. Ήξερε ότι αυτή ήταν η επιθυμία σου».
Για μια στιγμή δε μίλησα, αφομοιώνοντας τα λόγια της. Καθόταν ακίνητη πάνω στα πόδια μου, ακόμα και τα δάχτυλα της είχαν σταματήσει τώρα τα χάδια τους, καθώς περίμενε την αντίδραση μου, προτού συνεχίσει. Έμεινα παγωμένος, συγκεντρώνοντας τις σκέψεις μου που έτρεχαν δαιμονισμένα.
«Του το είπα εγώ;» ρώτησα επιφυλακτικά, διατηρώντας ήρεμη τη φωνή μου. «Ποιος ήταν αυτός που σ' έσωσε;» Ευχαρίστησα τους θεούς για το απόλυτο σκοτάδι που έκρυβε το πρόσωπο μου από τα μάτια της.
Η Αστερία μαζεύτηκε για μια στιγμή κι ύστερα ίσιωσε αργά την πλάτη της· παρά το σκοτάδι, αισθανόμουν ότι με κοίταζε εξεταστικά, προσπαθώντας να ξεκαθαρίσει στο μυαλό της την έκφραση μου, το συλλογισμό που έκανα, ώστε να διατυπώσει την ερώτηση που τώρα καταλάβαινα ότι την άφησε έκπληκτη.
«Δεν ξέρεις;» αναφώνησε. «Μα τους θεούς, δε σου το είπε; Πού νόμιζες ότι ήμουν όλες αυτές τις μέρες;» Ξέσπασε σε κλάματα, αρπάζοντας με σφιχτά, καθώς τα δάχτυλα μου έμεναν άκαμπτα πάνω στην πλάτη της. Εξακολουθούσα να είμαι παγωμένος, με τις σκέψεις μου να στριφογυρίζουν στο μυαλό μου, καθώς πάσχιζα να φανταστώ ποιος ήταν αυτός που την κρατούσε τρεις μέρες, βάσει δικών μου υποτιθέμενων εντολών. Ζορίστηκα να παραμείνω ακίνητος, να μη σηκωθώ και τη ρίξω στο πάτωμα, παλεύοντας ανάμεσα στο να την παρηγορήσω και στο να ξεσπάσω με άθικτη την αξιοπρέπεια μου. Ντρέπομαι τώρα, αληθινά ντρέπομαι να ομολογήσω ότι το μόνο πράγμα που μ' εμπόδισε να φύγω για πάντα -και αυτό το θυμάμαι τόσο καθαρά λες και συνέβη μόλις χτες- ήταν η θύμηση ότι η πόρτα του κοτετσιού ήταν ελάχιστα ψηλότερη από τα γόνατα μου και ότι το πέρασμα μου από κει μέσα στο μαύρο σκοτάδι και τη λασπουριά, διατηρώντας ταυτόχρονα κάποιο επίπεδο ευπρέπειας, δε θα ήταν και πολύ εύκολο.
Περίμενα πολύ λιγότερα λεπτά απ' όσα μου φάνηκαν στην πραγματικότητα, ώσπου να επανέλθει η αναπνοή της και να συ-
Ο ΡΟΔΙΟΙ ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ 409
νεχίσει να μιλάει. Δεν έβγαλα τσιμουδιά. Το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν ότι τις προηγούμενες μέρες περίμενα ακατάπαυστα από τους άλλους να πουν τις σωστές κουβέντες, αλλά ποτέ δεν τις είπαν. Τελικά εκείνη μίλησε.
«Ο Νικόλαος ήρθε και με βρήκε πριν από τρεις μέρες», είπε στα ελληνικά με την απαλή προφορά της, «τη μέρα που ο Ξενοφώντας έδωσε εντολή να πετάξουν τις επιπλέον αποσκευές και ν' αφήσουν πίσω το μπουλούκι που ακολουθούσε. Ένας από τους ανιχνευτές του με είχε δει να σκαρφαλώνω πανικόβλητη μέσα από τους θάμνους στους λόφους, αναζητώντας κάποια σπηλιά ή κρυψώνα, όπου θα μπορούσα να προφυλαχτώ από τους Καρ-δούχους, μέχρι να σκαρώσω ένα σχέδιο για να σωθώ χωρίς τη βοήθεια του στρατού. Δεν είχα ξαναμιλήσει ποτέ στη ζωή μου στον Νικόλαο, το ορκίζομαι, παρά μόνο όταν του έκανα αλλαγή στο πόδι. Ήρθε τρέχοντας από πίσω μου πάνω στους λόφους -δεν είχα απομακρυνθεί και πολύ- και με κατέβασε κάτω, ενώ εγώ προσποιήθηκα ότι αισθανόμουν άνετα όταν μπήκαμε στο στρατόπεδο και προχωρήσαμε προς τη σκηνή του. Ήμουν τρομοκρατημένη. Δεν είχα ιδέα τι θα μου έκανε αυτός ο νεαρός».
Έμεινα ακίνητος. Ο Νικόλαος. Το μυαλό μου ετοιμαζόταν ήδη για εκδίκηση.
«Μου είπε ότι δεν μπορούσες να υποφέρεις τη σκέψη ότι θα έπεφτα στα χέρια των βαρβάρων και έτσι τον διέταξες να με περάσει λαθραία μαζί με το στρατό. Μου είπε ότι ήταν δική μου επιλογή αν θα περνούσα λαθραία ή θα διακινδύνευα την τύχη μου με τους Καρδούχους, αλλά πως αν αποφάσιζα να πάω μαζί του, θα έπρεπε να τηρήσω άκρα μυστικότητα. Είπε ότι χρωστούσε τα πάντα σ' εσένα και τον Ξενοφώντα και πως αν κάποιος με ανακάλυπτε, αυτό θα σήμαινε το θάνατο και των δυο μας και τρομερή ατίμωση για σένα..
»Ο Νικόλαος δε με άφησε καν να το πω στις φίλες μου, ούτε να επιστρέψω στο στρατόπεδο μου και να μαζέψω τα πράγματα μου. Είπε ότι ήταν πολύ επικίνδυνο, ότι θα έπρεπε να φανεί σαν να είχα απλώς εξαφανιστεί, όπως τόσοι και τόσοι από το μπουλούκι. Μου βρήκε για να φορέσω ένα χιτώνα και μια κάπα Ρόδιου
410 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
σφενδονήτη. Στην αρχή ήμουν διστακτική, αλλά κοίταξα και είδα πως όλοι στην παρέα του ήταν λεπτά αγόρια, ελάχιστα μεγαλύτερα από μένα, και ότι μπορούσα εύκολα να περάσω σαν ένα από αυτά, αν είχα τη σωστή κίνηση και συμπεριφερόμουν όπως έπρεπε. Γέλασα όταν είδα το είδωλο μου στην ασπίδα που κράτησαν μπροστά μου, αλλά σταμάτησα όταν είδα τι γινόταν πίσω μου - ο Νικόλαος στεκόταν εκεί με το σπαθί του κι ετοιμαζόταν να μου κόψει τα μαλλιά! Ήξερα φυσικά ότι τα μαλλιά μου έπρεπε να κοπούν για να πιάσει το κόλπο, μια και όλοι οι Ροδίτες έχουν κοντοκουρεμένα μαλλιά, αλλά εξακολούθησα να κλαίω - τα μαλλιά μου δεν τα είχα κόψει ποτέ στη ζωή μου».
Έμεινα κατάπληκτος στο σημείο αυτό, μια και στο σκοτάδι δεν είχα καν προσέξει ότι αυτό που με είχε πιο πολύ τραβήξει πάνω της αρχικά, τα όμορφα μαλλιά της που έπεφταν στο σβέρκο της και τα οποία βούρτσιζε και χτένιζε τόσο ωραία, είχαν κοπεί τόσο κοντά, σαν κωπηλάτη σε γαλέρα. Πέρασα ελαφρά το χέρι μου πάνω από το κοντοκουρεμένο κεφάλι της κι αισθάνθηκα το ακούσιο ρίγος της.
«Από τότε ταξιδεύω με τους Ροδίτες, σε ανιχνευτικές ομάδες κατά μήκος των πλευρικών τμημάτων του στρατού, κι έτσι κανείς δε με βλέπει από κοντά. Τα πόδια και οι γάμπες μου είναι σε οικτρή κατάσταση, Θέο, και τα σανδάλια που μου έδωσαν δε μου κάνουν. Έχω διαρκώς μουντζουρωμένο το πρόσωπο μου, αυτό δεν είναι δύσκολο, και δε μου επιτρέπεται να μιλάω. Μια φορά ο Νικόλαος μ' έπιασε να μουρμουρίζω και με χτύπησε δυνατά στο πρόσωπο. Είναι τρομοκρατημένος τόσο για τον ίδιο όσο και για μένα, αν με πιάσουν. Το μάτι μου είναι ακόμα μαυρισμένο -είναι το βάψιμο που ταιριάζει απόλυτα με τα ρούχα μου, δεν είναι έτσι;» είπε και γέλασε με ένα κοφτό, πικρό γέλιο.
Είπαμε πολλά εκείνη τη νύχτα, ακόμα πιο πολλά. Η Αστερία είπε ότι οι νεαροί Ροδίτες τής φέρονταν σαν όμοια τους, αν και κατέβαλλαν ιδιαίτερες προσπάθειες για τις προσωπικές της ανάγκες και την απομόνωση της. Τους εμπιστευόταν ανεπιφύλακτα, όπως αδερφή τους αδερφούς της, άλλωστε τι άλλη επιλογή είχε; Ή είχα, πάνω στο θέμα αυτό, μια και τώρα δεν μπορούσα
Ο ΡΟΔΙΟΣ ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ 411
να της προσφέρω τη βοήθεια και την προστασία μου και βρισκόταν στο έλεος αυτών των άξεστων χωριατόπαιδων το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν όσες επιπλέον προσευχές μπορούσα για την επίλυση των προβλημάτων τους.
Η ροδοδάκτυλη αυγή μπορεί να φώτισε τα πάντα πολύ νωρίς εκείνο το πρωί, μια και οι θεοί δε σκέφτηκαν, μέσα στην καλοσύνη τους, να επιβραδύνουν την περασμένη νύχτα, αφήνοντας τη να καθυστερήσει πολύ στη δυτική άκρη της γης και να χαλιναγωγήσει την έλευση της μέρας. Τελικά, η πόρτα άρχισε να γίνεται ορατή, καθώς το σκοτάδι έδινε τη θέση του σε ένα γκρίζο πούσι. Μικροσκοπικές χαραμάδες στη λιθοδομή από πάνω μας άφηναν να περνούν λεπτές δέσμες φωτός που διαπερνούσαν και φώτιζαν τους λεπτούς ιστούς της αράχνης που εξακολουθούσαν να κυματίζουν νωθρά στα αόρατα ρεύματα που προκαλούσαν τα θροίσματα μας ή οι ανάσες μας ή ίσως ακόμα μικρότερες κινήσεις μας, το ανοιγοκλείσιμο των βλεφάρων, το άνοιγμα των χειλιών. Σηκώθηκα για να φύγω, απρόθυμος και ταυτόχρονα ανυπόμονος ν' αποχωρήσω, προτού προβάλουν ο Νικόλαος και οι σύντροφοι του από τις καλύβες τους και μου ρίξουν τις πονηρές, διερευνητικές ματιές τους, καθώς θα έβγαινα μπουσουλώντας αδέξια από το κοτέτσι. Είχαμε πολλές δουλειές και ο Ξενοφώντας θα με περίμενε.
3
ΠΟΤΑΜΙΑ. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα δει τόσα πολλά ποτάμια. Η Ελλάδα είναι μια ξερή και ορεινή χώρα, με αρκετό νερό, στα
σίγουρα, για να ποτιστούν τα σπαρτά και ν' αναπτυχθούν τα κοπάδια των ζώων που χρειαζόμαστε, αλλά το ζωτικό αυτό νερό κυλάει συνήθως με τη μορφή εποχικών ρυακιών, μικρών ρεμάτων ή πηγαδιών. Μεγάλα, φαρδιά, πλωτά ποτάμια είναι σπάνια.
Όταν διασχίζαμε τη συριακή έρημο, κάτι που έμοιαζε να έγινε πριν από μια ολόκληρη ζωή, ακόμα κι εμείς οι στερημένοι από ποτάμια Έλληνες μείναμε κατάπληκτοι από την παντελή έλλειψη νερού, από το γεγονός ότι μπορούσε να ταξιδεύει κάποιος μέρες ολόκληρες, ακόμα και εβδομάδες, χωρίς να δει έστω και μια λάμψη δροσιάς κάτω από τον ήλιο, και το μόνο νερό που υπήρχε ήταν αυτό που κουβαλούσαμε χλιαρό και μπαγιάτικο μέσα στα φλασκιά από γιδοτόμαρο, κάτω από τον καυτό ήλιο, στα καπούλια των μουλαριών μας, νερό που σ' έκανε ν' αστειεύεσαι χοντρά με τη γλοιώδη υφή του και να λαχταράς τα δροσερά, καθαρά, βουνόθρεφτα ποτάμια της πατρίδας μας.
Οι θεοί, όμως, σε αντίθεση με τον Σωκράτη, δε γνωρίζουν τίποτα από μέτρο ούτε το επιζητούν στο καθετί. Στην πραγματικότητα, το απορρίπτουν ως ανάξιο τους κι αναζητούν πάντα το υπερβολικό, μια και είναι ουσιαστικά πιο θεϊκό και δοξαστικό γι' αυτούς, ανεξάρτητα από τα θετικά ή αρνητικά χαρακτηριστικά του. Διασχίζοντας τη χώρα των Καρδούχων μετρούσαμε τις μέρες από τον αριθμό των ποταμών που συναντούσαμε - όχι τα ήσυχα και αναζωογονητικά μικρά ποτάμια της Ελλάδας, εκεί όπου έλεγαν ότι έπαιζαν νύμφες και ναϊάδες, αλλά μεγάλα μάλλον, φονικά, με
Ο ΡΟΔΙΟΣ ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ 413
ορμητικά νερά, χωρίς φυτά στις γεμάτες βράχια και χαλίκια όχθες τους, που ορμούσαν με πάταγο μέσα από απόκρημνα φαράγγια, εμποδίζοντας τους θνητούς να κοιτάξουν σε βάθος περισσότερο από λίγα εκατοστά μέσα στα καφετιά, αυλακωμένα νερά τους που πηγάζουν από τις μακρινές οροσειρές και τα βαρβαρικά λημέρια, προκαλώντας μας σε κάθε βήμα της πορείας μας να βρούμε ένα δρόμο για να υπερπηδήσουμε όσο καλύτερα μπορούσαμε την ορμητική, θανατηφόρα ροή τους. Περάσματα που ορισμένες φορές βρίσκαμε, αφού εξερευνούσαμε χιλιόμετρα ολόκληρα προς κάθε κατεύθυνση. Άλλες φορές έπρεπε να περιοριστούμε φτιάχνοντας πρόχειρες σχεδίες και ακόμα και πλωτήρες από φουσκωμένα γιδοτόμαρα. Σπάνια -πολύ σπάνια όμως- μπορεί να ήμαστε αρκετά τυχεροί και να βρίσκαμε έναν άθικτο κορμό ή μια πέτρινη γέφυρα που οι εχθρικοί κάτοικοι δεν είχαν καταστρέψει προπορευόμενοι ώστε να εμποδίσουν τη διάβαση μας.
Πάντα βρίσκαμε έναν τρόπο, πάντα περνούσαμε στην απέναντι μεριά, όχι όμως χωρίς ταλαιπωρία. Σε κάθε περίπτωση κάποια σκευοφόρος θα χανόταν ή ένα δυο από τα πολύτιμα άλογα μας θα παραπατούσε και θα κουτσαινόταν ή ακόμα χειρότερα. Ή κάποιος άντρας θα έχανε το βήμα του στη γλιστερή όχθη του ποταμού και θα βυθιζόταν κάτω από το χείμαρρο, παρασυρμένος από την πανοπλία του ή πληγωμένος, και δε θα ξανάβγαινε ποτέ στην επιφάνεια. Αν αυτό συνέβαινε μια ή δυο φορές, το κακό θα ήταν θλιβερό, αν και όχι σοβαρό, και ο στρατός θα σήκωνε από κοινού τους ώμους και θα προχωρούσε όπως είχε εκπαιδευτεί να κάνει. Αλλά τα ποτάμια ήταν πολλά, αμέτρητα, και ο συνολικός αντίκτυπος όλων αυτών των μικρών απωλειών θα αποτελούσε ένα δυσβάστακτο φόρο για τις προμήθειες μας, το δυναμικό μας και το ηθικό μας. Ακόμα περισσότερο, καθώς χειμώνιαζε και καθώς πορευόμαστε ψηλότερα στα βουνά, το νερό γινόταν όλο και πιο κρύο, μερικές φορές ανάμεικτο με πάγο ή χιόνι, και είχε αρχίσει να γίνεται εξαιρετικά δύσκολο το πέρασμα μέσα από παγωμένα ορμητικά ρεύματα για δεύτερη ή όγδοη φορά μέσα σε μία και μόνη μέρα, ενώ ήταν ακόμα πιο δύσκολο να στεγνώσουμε τα κουρελιασμένα ρούχα και τις προβιές μας τη νύχτα προτού επι-
414 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
χειρήσουμε την κοπιαστική πορεία της επόμενης μέρας. Και τι είχαμε να προσδοκούμε, αφού ολοκληρώναμε με επιτυχία τη διάβαση του τελευταίου ποταμού της μέρας, όταν εξετάζαμε τους πρόχειρα σχεδιασμένους χάρτες, που είχαν φτιαχτεί χρησιμοποιώντας αναξιόπιστες πληροφορίες από ντόπιους αιχμαλώτους πιασμένους κατά την πορεία; Τι είχαμε να περιμένουμε, όταν προσπαθούσαμε να διαπιστώσουμε από υπολογισμούς ή υποθέσεις πόσο μακριά είχαμε φτάσει, τι απόσταση είχαμε ακόμα μπροστά μας, μολονότι το μεγαλύτερο μέρος του τεντωμένου και σαπισμένου δέρματος πάνω στον οποίο είχε σχεδιαστεί ο χάρτης ήταν κενό; Τι μας περίμενε την επόμενη μέρα;
Ένας ακόμα αναθεματισμένος ποταμός.
Το ίδιο συνέβη κι εκείνη τη μέρα, εφτά μέρες μετά την επανεύ-ρεση της Αστερίας, εκατόν εξήντα ένα χιλιόμετρα πορείας μέσα στην κόλαση, πολεμώντας με τους Καρδούχους σε κάθε βήμα και βλέποντας να προκαλούν μεγαλύτερη ζημιά στις δυνάμεις μας σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, με τις καθημερινές, φονικές επιδρομές και ενέδρες τους, από όση είχαν προκαλέσει τα στρατεύματα του Τισσαφέρνη στη μάχη στα Κούναξα και τη μετέπειτα καταδίωξη τους.
Καθώς ξημέρωσε η Ηώ, κρύα και γκρίζα εκείνο το πρωί, ευχαριστηθήκαμε όλοι από μια θέα που είχαμε να δούμε εδώ και εβδομάδες - μια πεδιάδα ή μάλλον μια πλατιά κοιλάδα που υποσχόταν περπάτημα σε ίσιωμα και ανεμπόδιστη ορατότητα όσο μακριά μπορούσαμε να δούμε. Το μόνο χαρακτηριστικό που μας χάλαγε το τοπίο ήταν ένα πλατύ ποτάμι που κυλούσε σαν φίδι στη μέση και το οποίο όπως μάθαμε αργότερα ήταν το ανατολικό παρακλάδι του Τίγρη, ενώ στο σημείο αυτό είχε εξήντα μέτρα πλάτος. Οι αιχμάλωτοι μάς είχαν πει ότι αυτό το ποτάμι οριοθετούσε το σύνορο ανάμεσα στη χώρα των Καρδούχων και την Αρμενία και αυτός ήταν ένας επιπλέον λόγος για να χαρούμε, επειδή θα αφήναμε επιτέλους πίσω μας τους φονικούς Καρδούχους. Ήταν σαν θάνατος για μας, θάνατος από χιλιάδες μικρές μύγες.
Ο ΡΟΔΙΟΣ ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ 415
Καθώς η πρωινή πάχνη αποσυρόταν, όμως, και μπορούσαμε να δούμε καλύτερα την πορεία εκείνης της μέρας, οι ιχνηλάτες του Ξενοφώντα ανέφεραν προς μεγάλη μας απογοήτευση ότι μεγάλος όγκος ιππέων συγκεντρωνόταν στην απέναντι όχθη, έτοιμοι να παρεμποδίσουν τη διέλευση μας στην Αρμενία με τόξα και σφεντόνες, ενώ αρκετοί πεζοί παρατάσσονταν στα κοντινά υψώματα, για να προσφέρουν επιπλέον στήριξη στην αποτροπή της απόβασής μας. Ήταν μισθοφόροι όπως εμείς, Αρμένιοι και Μάρδοι και Χαλδαίοι στην υπηρεσία του Ορόντα - το μακρύ χέρι του Τισσαφέρνη εκτεινόταν και μας χτυπούσε τους ώμους ακόμα και σε τόσο μακρινές χώρες όπως αυτή. Οι Χαλδαίοι είχαν απαίσια φήμη και ήταν τόσο φοβεροί όσο και οι Σκύθες - γιατί όπως και οι Έλληνες ήταν άντρες ελεύθεροι και πολεμοχαρείς. Έφεραν ολόσωμες πλεχτές ασπίδες που αχρήστευαν τα δόρατα και τα ξίφη μας, αφού μπερδεύονταν ανεπανόρθωτα μέσα στην πλεκτή ύφανσή τους. Και οι στρατιώτες τους ήταν μεγαλόσωμοι, μυώδεις και καλά εκπαιδευμένοι, έτοιμοι να προβάλουν θαρραλέα αντίσταση στη φάλαγγά μας, τη μόνη τεχνική που ξέραμε ότι ήταν αποτελεσματική απέναντι στις ελαφρές τους ασπίδες - να ορμήσουμε καταπάνω τους, σαν αφηνιασμένο άλογο παγιδευμένο μέσα σε κοτέτσι.
Ο στρατός βάδισε γρήγορα προς το ποτάμι, ελπίζοντας να το διαβεί χωρίς καθυστέρηση, αν ήταν ρηχό, και να επιτεθεί στα εχθρικά στρατεύματα στην άλλη μεριά. Ανακαλύψαμε με απογοήτευση, όμως, μόλις αρχίσαμε να το περνάμε, ότι το παγωμένο νερό έφτασε στο λαιμό μας πριν καλά καλά πλησιάσουμε στη μέση και το ρεύμα ήταν ορμητικό. Δεν μπορούσαμε να το διαβούμε φορώντας τις πανοπλίες μας, γιατί η ροή του θα μας πα-ρέσερνε και θα μας βούλιαζε, ούτε μπορούσαμε να το περάσουμε κρατώντας τον οπλισμό μας πάνω από τα κεφάλια μας, γιατί τότε θα ήμαστε ανυπεράσπιστοι, όταν θα σκαρφαλώναμε με δυσκολία στην απέναντι μεριά, στα βλήματα και τα βέλη που θα έπεφταν βροχηδόν πάνω μας από τους υπερασπιστές. Οι στρατιώτες συγκεντρώθηκαν στην κοντινή όχθη, τριγυρίζοντας άσκοπα, όσο οι αρχηγοί συζητούσαν για την κατάσταση. Οι προοπτι-
416 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
κές μας χειροτέρεψαν όταν είδαμε με απογοήτευση ότι οι Καρ-δούχοι κατέλαβαν τα υψώματα που βρίσκονταν πίσω μας, από τη δική μας πλευρά του ποταμού, αποκλείοντας οποιαδήποτε πιθανότητα οπισθοχώρησης και περιχαρακώνοντας μας ανάμεσα σε δυο εχθρικούς στρατούς.
Καθίσαμε εκεί στην πλατιά, παγωμένη και στρωμένη με χαλίκια όχθη μια ολόκληρη μέρα και μια νύχτα χωρίς τροφή ούτε καν φωτιά, μια και τα λιγοστά ξεβρασμένα ξύλα που καταφέραμε να μαζέψουμε από την όχθη του ποταμού ήταν απελπιστικά μουσκεμένα. Ο στρατός ήταν αποθαρρυμένος, αν και ο Ξενοφώντας, φορώντας ένα προσωπείο θάρρους, περνούσε αδιάκοπα από μονάδα σε μονάδα, μοιράζοντας εύθυμες συμβουλές και πονηρά αστεία για να διατηρήσει ανεβασμένο το φρόνημα των αντρών, παρά τη σωματική και συναισθηματική του εξάντληση. Δεν ήξερα για πόσο ακόμα θα άντεχε να συνεχίσει να πιέζει τον εαυτό του με αυτό το ρυθμό και ανακουφίστηκα όταν αποφάσισε να πάει για ύπνο αμέσως μετά το ηλιοβασίλεμα.
Οι άνθρωποι είναι καμωμένοι από κόκαλα και όνειρα, λένε οι παλιοί, και ο Ξενοφώντας περισσότερο από αυτά τα τελευταία παρά από τα πρώτα, μια και τον τελευταίο καιρό έβλεπε όνειρα με αυξανόμενη συχνότητα. Οι περισσότεροι από τους μάντεις του στρατού είχαν σκοτωθεί ή είχαν μείνει πίσω κι έτσι δε ζητούσε τη συμβουλή ενός ή δύο που είχαν απομείνει παρά μόνο σε επείγουσα περίπτωση. Έλεγε ότι ήταν ήδη αρκετά απασχολημένοι με τις ετοιμασίες και την εκτέλεση των θυσιών του στρατού τρεις φορές τη μέρα - καθήκον που ο στρατός μας, ευάλωτος καθώς ήταν, δεν άντεχε να παραβλέψει. Και η σημερινή βραδιά ήταν ίδια με τις προηγούμενες και το όνειρο του ήταν τόσο ζωντανό κι επίμονο, ώστε ξύπνησε με ένα τίναγμα, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, και άρχισε να μου το διηγείται προτού καλά καλά συνέλθει. Μουδιασμένος από τον κρύο και νοτισμένο μανδύα που είχα τυλίξει γύρω μου αντί για κουβέρτα, καλοδέχτηκα την ευκαιρία να κατεβάσω τις λάμες και τις ακονόπετρες με τις οποίες δούλευα και άρχισα να ζωντανεύω τα πονεμένα μου μέλη, καθώς άκουγα με αφοσίωση τον οιωνό του Ξενοφώντα.
Ο ΡΟΔΙΟΣ ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ 417
«Θέο, ονειρεύτηκα ότι ήμουν σιδηροδέσμιος, δεμένος με χοντρούς σιδερένιους χαλκάδες και καθηλωμένος στο έδαφος, εκτεθειμένος στα στοιχεία της φύσης, ενώ οι θεοί από πάνω γελούσαν με τα τεχνάσματα τους και αγνοούσαν τις εκκλήσεις μου. Ήλπιζα ότι θα πεθάνω, ήμουν σε τόσο άθλια κατάσταση από τα όρνια που τσιμπούσαν το πρόσωπό μου και τον παγωμένο αέρα που πλήγωνε το δέρμα μου. Ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση, οι αλυσίδες λύθηκαν μόνες τους και ήμουν ελεύθερος, μπορούσα να περπατήσω, να ξαναενώσω τα χέρια μου! Πετάχτηκα πάνω κι άρχισα να τρέχω, και τότε ξύπνησα».
Έσφιξα ακόμα περισσότερο το μανδύα πάνω στους ώμους μου και τον κοίταξα συλλογισμένα μέσα στην αμυδρή αστροφεγγιά. Τα μαλλιά του μπερδεμένα και λιγδιασμένα, τα μάτια του άγρια, το πρόσωπο του σκληρό και αποστεωμένο. Ένας άντρας ονειρεύεται την ελευθερία και ένα θαύμα, αλλά αγρυπνάει για ένα ξεροκόμματο. Κι όμως, κάτω από τέτοιες συνθήκες ακόμα και μια κόρα ψωμιού μπορεί να είναι πανδαισία, και αυτός ήταν τόσο εμψυχωμένος από αυτό το όραμα, ώστε αποφάσισε να το πει στον Χειρίσοφο, πιστεύοντας ότι ίσως ήταν κάποιος οιωνός που θα τον παρηγορούσε εξίσου κι αυτόν. Τον συνόδευσα καθώς διέσχιζε καλπάζοντας το στρατόπεδο.
Όλοι οι άντρες γύρω μας κοιμούνταν ακατάστατα στο ύπαιθρο, μόνοι ή ανά δύο, κουλουριασμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο, όχι έτσι όπως μπορεί να περιέγραφαν κοροϊδευτικά οι Πέρσες ότι συνήθιζαν να κάνουν στη διάρκεια της πορείας οι Έλληνες στρατιώτες που είχαν αποχωριστεί για πολύ καιρό τις γυναίκες τους, αλλά μάλλον σε μια απελπισμένη προσπάθεια να κρατηθούν ζεστοί από την πολύτιμη ανταλλαγή θερμοκρασίας των σωμάτων. Οι στρατιώτες ήταν σιωπηλοί κι αξιοθρήνητοι, προσπαθώντας απλώς να επιβιώσουν μία ακόμα νύχτα. Είχαν περάσει εβδομάδες από τότε που είχα μείνει ξάγρυπνος από τα τραχιά γέλια και τα πειράγματα, χαρακτηριστικά ενός σώματος από στρατιώτες γεμάτους αυτοπεποίθηση για την πορεία, και μόλις τώρα συνειδητοποιούσα πόσο μου έλειπε το παρηγορητικό βουητό ενός άυπνου στρατεύματος.
418 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
Περάσαμε αρκετές εκατοντάδες μέτρα μέσα από χαλίκια για να φτάσουμε στην άλλη άκρη του στρατοπέδου, όπου είχε στήσει το αρχηγείο του ο Χειρίσοφος και οι δικοί του, και δεν εκπλαγή-καμε καθόλου που τους βρήκαμε όλους ξύπνιους, ν' ανακρίνουν αιχμαλώτους, να εμπλουτίζουν χάρτες, να επιχειρούν να καταστρώσουν κάποιο σχέδιο επίθεσης για την επομένη, που θα μας επέτρεπε να περάσουμε τον ποταμό με όσο το δυνατό μεγαλύτερη ασφάλεια, είτε καθαρίζοντας και γυαλίζοντας όπλα - μα δεν κοιμούνταν ποτέ οι Σπαρτιάτες;
Η αφήγηση του ονείρου του Ξενοφώντα προκάλεσε συγκρατημένη αισιοδοξία και οι δυο στρατηγοί μαζί με μια ομάδα συγκεντρωμένων ομαδαρχών πέρασαν ώρες μέσα στο σκοτάδι συζητώντας τα επόμενα βήματα τους. Με το φως της αυγής και παρόντες όλους τους αξιωματικούς του στρατού, προσφέρθηκε ειδική θυσία, η μεγαλύτερη που είχαμε αποτολμήσει να κάνουμε εδώ και εβδομάδες, λόγω της ταχύτατης μείωσης των αποθεμάτων του στρατού σε ζωντανά. Οι οιωνοί ήταν ευνοϊκοί από το πρώτο κιόλας θύμα. Αφήνοντας τη θυσία με καλή διάθεση, οι αξιωματικοί έστειλαν μήνυμα στους στρατιώτες να πάρουν πρόγευμα και να μαζέψουν τα πράγματα τους.
Ο Ξενοφώντας κατέβασε με το ζόρι το λιτό πρωινό του από πηγμένο κατσικίσιο γάλα και κάθισε κοντά στη φωτιά, κοιτάζοντας κακόκεφος τα κάρβουνα, όταν δύο Ρόδιοι σφενδονήτες από το τάγμα του Νικόλαου εμφανίστηκαν βιαστικά πάνω στα άλογα τους μέσα από την παγερή πάχνη, γυμνοί και ξέπνοοι, λες κι είχαν μόλις τελειώσει τη γυμναστική τους. Όλο το στράτευμα ήξερε ότι ο Ξενοφώντας επέτρεπε, στην πραγματικότητα ενθάρρυνε τους πάντες να τον πλησιάσουν οποιαδήποτε στιγμή χωρίς να χρειάζεται ραντεβού ή ενδιάμεσος, χωρίς πρωτόκολλο, είτε στη διάρκεια του προγεύματος είτε του δείπνου ή ακόμα κι όταν κοιμόταν, και να του πουν ό,τι πρότειναν που θα μπορούσε να ενδιαφέρει το στρατό. Παρ' όλα αυτά ήταν ασυνήθιστο για τους ντροπαλούς Ροδίτες να είναι τόσο θαρραλέοι για να τον πλησιάσουν απευθείας. Προτιμούσαν συνήθως τη μεσολάβηση του Νικόλαου ή τη δική μου.
Ο ΡΟΔΙΟΣ ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ 419
«Τα σέβη μας, στρατηγέ μου», είπε ο πρώτος σκύβοντας το κεφάλι με σεβασμό.
Ο Ξενοφώντας έψαχνε αφηρημένα κάτω από το μπράτσο του για ζωύφια και τώρα κρατούσε το θήραμά του για μια σύντομη επιθεώρηση προτού το συνθλίψει ανάμεσα στα σπασμένα, βρόμικα νύχια του δείκτη και του αντίχειρά του και το πετάξει στη φωτιά. Έριξε μια ματιά σαστισμένος στον καταλερωμένο και ξεφτισμένο χιτώνα του κι ύστερα κοίταξε τους νεαρούς με καρτερικό χαμόγελο.
«Με την άνεσή σας», είπε. «Μα τους θεούς, είμαι ελάχιστα μεγαλύτερός σας και δυο φορές ασχημότερος. Δε χρειάζεται ν' ακολουθείτε τους τύπους. Και φορέστε κάτι επάνω σας - με κάνετε να κρυώνω και που σας βλέπω. Έχετε μπλαβίσει και τα πουλιά σας έχουν γίνει μικρότερα κι από αυτά των Ροδίων. Ω, συγνώμη, βλέπω ότι είστε Ρόδιοι...»
Οι νεαροί γέλασαν πλατιά και συνεσταλμένα κι ύστερα έριξαν στους ώμους τους δυο κουρελιασμένες κουβέρτες που τους έδωσα. Τα δόντια τους χτυπούσαν από το κρύο και τη συγκίνηση της πρόσφατης περιπέτειας τους και αφηγούνταν μία ο ένας, μία ο άλλος τι είχε συμβεί, μπερδεύοντας τα λόγια τους μέσα στην ανυπομονησία τους να τα συνδέσουν με αυτό που είχαν ανακαλύψει.
«Μαζεύαμε ξύλα στην κοίτη του ποταμού για το πρόγευμα, όταν είδαμε στην απέναντι ακτή ένα γέρο, μια γυναίκα και δύο κορίτσια ν' αφήνουν μερικά σακιά, σαν μπόγους με άπλυτα, μέσα σε μια μικρή σπηλιά στο βράχο. Νομίσαμε ότι ήταν τίποτα πράγματα αξίας που τα έκρυβαν για ν' αποφύγουν το πλιάτσικο κι έτσι μείναμε κρυμμένοι πίσω από τους θάμνους ώσπου έφυγαν κι ύστερα γδυθήκαμε και πηδήσαμε στο νερό μόνο με τα μαχαίρια μας, για να κολυμπήσουμε ως εκεί και να τα κλέψουμε. Παραλίγο να σπάσουμε τους λαιμούς μας όταν πηδήσαμε μες στο νερό, μια και ήταν βαθύ ως τα γόνατα μας στο σημείο εκείνο, κι έτσι αρχίσαμε να περπατάμε. Διαβήκαμε όλη την απόσταση μέχρι την άλλη μεριά χωρίς να βρέξουμε καν το στήθος μας! Οι σάκοι δεν είχαν τίποτα σπουδαίο -κάτι παλιά ρούχα μόνο-, αλλά το πέρασμα είναι καλό και με τις απότομες όχθες και την άμμο που υ-
420 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
πάρχει κι από τις δυο πλευρές οι ιππείς του εχθρού δε θα μπορέσουν να πλησιάσουν. Έτσι ήρθαμε κατευθείαν σε σένα, ξεχνώντας τα ρούχα μας...»
Ο Ξενοφώντας έκανε αμέσως σπονδή από το πολύτιμο απόθεμα κρασιού που φύλαγε μαζί με τον Χειρίσοφο για τις θυσίες και είπε και στους νεαρούς να πιουν, επειδή αποτελούσαν τη θεϊκή εκπλήρωση του ονείρου του. Πήγαμε τα παλικάρια στον Χειρίσοφο, στον οποίο διηγήθηκαν την ίδια ιστορία, κι έπειτα από πολλούς πανηγυρισμούς και επιπλέον σπονδές πάρθηκε στα γρήγορα η απόφαση να οδηγήσουν οι Ροδίτες το στρατό σ' εκείνο το πέρασμα, ενάμισι χιλιόμετρο αντίθετα στο ρεύμα.
Οι άντρες κράτησαν εκπληκτική τάξη, διατηρώντας μια μοναδική συμπαγή ενότητα, με τις σκευοφόρους στο μέσο της ρηχής παράταξης. Οι πανοπλίες και τα όπλα των αντρών γυάλιζαν κάτω από τον ασθενικό ήλιο που μόλις είχε αρχίσει να διαλύει την πάχνη, μέσα από την οποία πρόβαλαν, στοιχισμένοι, μπροστά στους Αρμενίους που μας κοιτούσαν παραταγμένοι με εχθρικές διαθέσεις στην άλλη όχθη του ποταμού. Ο Χειρίσοφος πήρε θέση πάνω σε ένα λοφίσκο αντίκρυ από τα εχθρικά στρατεύματα στην αντίπερα όχθη. Πετώντας τον πορφυρό μανδύα του με μια πλατιά, θεατρική, όλο φιγούρα κίνηση που δεν μπορούσαν παρά να προσέξουν, φόρεσε περιφρονητικά στο κεφάλι του ένα στεφάνι, λες κι αυτοστεφανωνόταν εκ των προτέρων για τη μεγάλη νίκη. Οι Σπαρτιάτες που τον περιέβαλλαν ούρλιαξαν για την κοροϊδευτική χειρονομία του Χειρίσοφου, αλλά όταν κοίταξα απέναντι τους Αρμενίους δεν είδα καμιά αντίδραση από τα στρατεύματα τους. Οι μπροστινές σειρές με τους τοξότες και τους οπλισμένους στρατιώτες έμεναν ακίνητοι, σε κατάσταση σύγχυσης μάλλον, σκέφτηκα, παρά περιφρόνησης, ενώ η τεράστια ομάδα των απείθαρχων, ζωηρών ορεσίβιων αλόγων του ιππικού τους χτυπούσαν ανυπόμονα τα πόδια τους, βγάζοντας από τα ρουθούνια τους αχνούς μέσα στον κρουσταλλιασμένο αέρα, καθώς οι αναβάτες τους πάσχιζαν να τα κρατήσουν σε μια υποτυπώδη παράταξη.
Ο ΡΟΔΙΟΣ ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ 421
Ο μάντης του Ξενοφώντα προχώρησε στην άκρη του νερού και οι στρατιώτες και από τις δυο πλευρές σώπασαν, περιμένοντας το αποτέλεσμα της θυσίας. Κάτω από δεκάδες χιλιάδες άπληστα βλέμματα, άρπαξε το φρεσκοπλυμένο κατσίκι που βέλαζε από τα χέρια του μικρού βοσκού που περίμενε παραδίπλα και καβαλώντας το από πίσω σταμάτησε σκόπιμα, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί ότι όλα τα μάτια ήταν στραμμένα καταπώς έπρεπε πάνω στο θύμα. Ήχος δεν ακουγόταν εκτός από τη νωθρή ροή του ποταμού πίσω του, όταν τράβηξε προς τα πίσω το φαρδύ μανίκι του οπλισμένου χεριού του και κράτησε το τελετουργικό όργανο ψηλά στον αέρα, αφήνοντας τις ακτίνες του ήλιου ν' αγγίξουν και να ευλογήσουν την απαστράπτουσα λάμα, κι ύστερα το κατέβασε αργά στον τρεμουλιαστό λαιμό του ζώου.
Βυθίζοντας το μαχαίρι γρήγορα στο λαιμό του ζώου, ο μάντης άρπαξε με το ελεύθερο χέρι του πιο σφιχτά τα κέρατα του ζώου, καθώς εκείνο τίναξε μια φορά το κεφάλι του από έκπληξη και πόνο και ύστερα το άφησε να σωριαστεί άτονα, ενώ τιναζόταν το αίμα και ράντιζε το νερό, πιτσιλώντας το στρίφωμα του λευκού ενδύματος του ιερέα και δίνοντάς του ένα έντονο κρεμεζί χρώμα. Τεντώσαμε τους λαιμούς μας, κοιτώντας με ένταση τη σκηνή, καθώς ο ιερέας ορθωνόταν αργά από το αιματηρό έργο του και με μια θριαμβική κραυγή που μεταφέρθηκε καμπανιστή πάνω από το βουητό του νερού ανακοίνωσε: «Δίας σωτήρας, κύριος και προστάτης: Νίκη!» Σηκώσαμε ψηλά τα όπλα και τις ασπίδες μας και βγάλαμε μεγάλη κραυγή που αντιλάλησε μέσα από τις απόκρημνες όχθες του ποταμού. Ο συμπαγής όγκος των εχθρικών στρατευμάτων στην άλλη πλευρά, ιππείς και πεζοί μαζί, έμειναν να παρακολουθούν σιωπηλοί, ακίνητοι και ανέκφραστοι, με τα όπλα και τις πανοπλίες τους να λάμπουν απειλητικά κάτω από τον ήλιο.
Ο Χειρίσοφος έβγαλε κραυγή και ύστερα όρμησε μες στο νερό με το τμήμα του, το μισό στρατό, και άρχισε να προχωρεί με τέλειο σχηματισμό στο ποτάμι που όλο και βάθαινε. Επικεφαλής ήταν ο Λύκιος και η αλητοσυμμορία του από ιππείς, και καθώς οι άντρες προχωρούσαν στην όλο και βαθύτερη ροή, πίστευαν χωρίς καμιά αμφισβήτηση την αφήγηση των Ροδίων ότι το νερό
422 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
δε θ' ανέβαινε πάνω από το στήθος τους. Στην πραγματικότητα όμως το πέρασμα ήταν ακόμα ευκολότερο από όσο περίμεναν, μια και οι νεαροί Ροδίτες είναι κοντοί και το νερό μετά βίας έφτανε μέχρι τη μέση των μηρών ενός κανονικού άντρα. Οι Αρμένιοι στρατιώτες από την απέναντι πλευρά άρχισαν έναν καταιγισμό με τόξα και σφεντόνες, αλλά, μια και δεν τολμούσαν να πλησιάσουν πιο κοντά στους Έλληνες, τα περισσότερα από τα βλήματα τους αστοχούσαν προς μεγάλη απογοήτευση των αξιωματικών τους που τους βλέπαμε να παροτρύνουν, ακόμα και να χτυπούν τους τοξευτές τους για να προχωρήσουν ώστε να βρίσκονται μέσα σε ακτίνα βολής.
Ο Ξενοφώντας στο μεταξύ είχε χωρίσει και πάλι το μισό στρατό που είχε υπό τις διαταγές του σε δύο μέρη. Οι οπλίτες του παρέμειναν στην όχθη του ποταμού για να φυλάνε τις προμήθειες και να καλύπτουν τη διάβαση των αντρών του Χειρίσοφου, ενώ οι Ροδίτες σφενδονήτες κι οι υπόλοιποι ελαφρά οπλισμένοι έκαναν μεταβολή αντίθετα στο ρεύμα, προς το μέρος που είχαμε στρατοπεδεύσει την προηγούμενη νύχτα. Καθώς προχωρούσαν με γρήγορο βηματισμό, έκαναν να ηχήσουν δυνατά τα κέρατα και οι αυλοί, στρέφοντας όλη την προσοχή των εχθρών πάνω στην πορεία τους και κάνοντας τους Αρμενίους να πιστέψουν ότι ο Ξενοφώντας ήθελε να διασχίσει το ποτάμι σε κάποιο άλλο σημείο πιο κάτω κι έτσι να εγκλωβίσει τους εχθρούς με κυκλωτική κίνηση ανάμεσα στα δικά του στρατεύματα και αυτά του Χειρίσοφου. Αφού έχαψε το δόλωμα, το ασυγκράτητο ιππικό των Αρμενίων ανέλαβε ορμητικά δράση, διαλύοντας τον ισχνό σχηματισμό του, και κάλπασε μανιασμένα αντίθετα στο ρεύμα σαν ανοργάνωτο μπουλούκι για ν' αποκρούσει την παράτολμη επίθεση του Ξενοφώντα από τα πλάγια.
Βλέποντας αυτή την κίνηση ο Λύκιος, μαστίγωσε το άλογο του στη μέση της διάβασης και με μια εμπνευσμένη επίδειξη καθαρής τόλμης όρμησε με την ομάδα του ιππικού του κατευθείαν απέναντι, προς τη μεγάλη αλλά ανοργάνωτη μάζα των ιππέων του εχθρού, μαζί με το πεζικό του Χειρίσοφου που προέλαυνε αλαλάζοντας. Για μια στιγμή οι Αρμένιοι έμειναν άλαλοι, με τ' άλο-
Ο ΡΟΔΙΟΣ ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ 423
γά τους να στριφογυρίζουν και ν' ανασηκώνονται στα πισινά τους πόδια, όλο και πιο ανήσυχα από την ταχύτατη προσέγγιση του Λύ-κιου και των ιππέων που ούρλιαζαν μανιασμένα. Ξαφνικά το ιππικό των Αρμενίων έκανε μεταβολή όλο μαζί, σαν σμήνος από ψαρόνια που πετάγονται ξαφνιασμένα από δυνατό θόρυβο προερχόμενο από κάτω, και σκορπίστηκε πανικόβλητο στους λόφους, κάτω από τις εκκωφαντικές φωνές των ελαφρά οπλισμένων του Ξενοφώντα οι οποίοι είχαν παρακολουθήσει τη σκηνή να εκτυλίσσεται από την κοντινή πλευρά του ποταμού.
Στο μεταξύ, ο Χειρίσοφος, ο οποίος ολοκλήρωνε σταθερά τη διάβαση του, κράτησε τους άντρες του παραταγμένους και όρμησε κατευθείαν πάνω στους εμβρόντητους Αρμένιους πεζούς. Οι Αρμένιοι, βλέποντας τους άντρες του ιππικού τους να το σκάνε σαν λαγοί και τους παράξενα εξοπλισμένους Έλληνες πολεμιστές, που έψαλλαν υπνωτισμένοι, να προελαύνουν αμείλικτα εναντίον τους, βγαίνοντας μέσα από τα θαμπά βάθη του ποταμού, πανικοβλήθηκαν κι αυτοί και υποχώρησαν γρήγορα από τις ψηλές όχθες.
Ο Χειρίσοφος κατέλαβε τα υψώματα χωρίς μάχη και ύψωσε τη γροθιά του θριαμβευτικά, ενώ ο Ξενοφώντας, βλέποντας ότι όλα είχαν πάει καλά με την αρχική διάβαση, έκανε μεταβολή και κατευθύνθηκε τώρα προς τα υποζύγια και τους οπλίτες. Μέχρι να επιστρέψει με τους λαχανιασμένους στρατιώτες του, η τελευταία σκευοφόρος των Ελλήνων είχε περάσει απέναντι και τώρα βρισκόταν ασφαλής υπό την προστασία του Χειρίσοφου. Τότε ο Ξενοφώντας παρέταξε τους οπλίτες του με τα νώτα προς το ποτάμι, απέναντι από τις συγκεντρωμένες δυνάμεις των Καρδούχων, και παρακαλούσε να βρει δύναμη και χρόνο για να καλύψει τη διάβαση των Ροδίων, προτού επιτεθούν οι Καρδούχοι και υπερισχύσουν στα κατά πολύ ελαττωμένα αριθμητικά στρατεύματα μας. Καθώς οι άντρες έστεκαν με νευρικότητα στη σειρά, αντιμέτωποι με το στρατό των Καρδούχων που πλησίαζε, έκανε ένα βήμα μπροστά, ενώ το μυαλό του πάσχιζε να βρει γρήγορα κάποιο σχέδιο τακτικής.
«Κρατήστε τα όπλα σας», φώναξε τελικά, «μέχρι να χτυπήσει πάνω σε μια ασπίδα η πρώτη πέτρα των Καρδούχων. Όταν α-
424 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
κούσετε τον κρότο της πέτρας, ψάλτε τον πολεμικό παιάνα, σαλ-πίστε κι ορμίστε πάνω στον εχθρό με όλη σας τη δύναμη. Μία και μόνο δυνατότητα έχουμε - να τους τρομοκρατήσουμε!»
Με την πρώτη βολή από τους επιτιθέμενους τώρα Καρδού-χους, οι άντρες έβγαλαν μια δυνατή κραυγή που την επανέλαβαν οι Ρόδιοι, καθώς περνούσαν πολύ προσεκτικά μέσα από τα νερά, αλλά και τα ελληνικά στρατεύματα που παρακολουθούσαν με αδημονία τη δράση από τα υψώματα πάνω από την αντικρινή όχθη: Το εκκωφαντικό ουρλιαχτό χτύπησε τους ξαφνιασμένους Καρδούχους σαν καυτή ριπή από ανοιχτό καμίνι και σταμάτησαν διστακτικά για να παρατηρήσουν. Όταν ακούστηκε η ελληνική σάλπιγγα, οι οπλίτες έτρεξαν ολοταχώς μέσα από τα χαλίκια καταπάνω στις εχθρικές γραμμές με μια μαζική επίθεση ισάξια με αυτή στις Πλαταιές. Οι ελαφρά οπλισμένοι Καρδούχοι δεν περίμεναν μέχρι να δοκιμάσουν τι σήμαινε μάχη σώμα με σώμα μαζί μας. Στριφογυρνούσαν τρομαγμένοι και πετούσαν τα όπλα τους επιτόπου· άρχισαν να σκαρφαλώνουν χέρι με χέρι ξανά πίσω στις απόκρημνες όχθες, από τις οποίες είχαν μόλις πριν από λίγα λεπτά κατέβει για να μας επιτεθούν. Με το που είδε ο Ξενοφώντας ότι οι Καρδούχοι είχαν πισωγυρίσει, έδωσε εντολή να ηχήσει η σάλπιγγα γενική υποχώρηση και οι Έλληνες, χωρίς να χρειάζονται επιπλέον ώθηση, σταμάτησαν αμέσως και ξανάρχισαν να τρέχουν ξέφρενα, προς την αντίθετη κατεύθυνση, πίσω ξανά προς το ποτάμι, και αφού πήδησαν στο νερό προχωρούσαν μανιωδώς προς την άλλη πλευρά.
Προς στιγμήν οι στρατιώτες του Χειρίσοφου από τα απέναντι υψώματα είχαν μια άνευ προηγουμένου θέα των δύο στρατών, χιλιάδες άντρες, με τις πρώτες γραμμές τους ν' απέχουν λίγα μόλις μέτρα μεταξύ τους, που τρέπονταν ταυτόχρονα σε φυγή τρομοκρατημένοι, και άρχισαν να γελούν δυνατά και να ενθαρρύνουν τους οπλίτες που τσαλαβουτούσαν μες στο ποτάμι. Οι Καρδούχοι κατάλαβαν τελικά ότι τους ξεγέλασαν κι έπειτα από μεγάλη προσπάθεια κατάφεραν οι αξιωματικοί τους ν' αντιστρέψουν την πορεία των αντρών τους και να καταδιώξουν τους Έλληνες που υποχωρούσαν.
Ο ΡΟΔΙΟΣ ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ 425
Στο σημείο αυτό, όμως, οι πελταστές του Χειρίσοφου που περίμεναν στην απέναντι όχθη, ακριβώς για μια τέτοια επείγουσα ανάγκη, ανέλαβαν να επιτεθούν οι ίδιοι μέσα από το νερό, έτοιμοι για μάχη, έχοντας τα δάχτυλα στις θηλιές των ακοντίων και τα βέλη στις χορδές των τόξων, βρίσκοντας τα στρατεύματα του Ξενοφώντα καταμεσής στο ρεύμα και καλύπτοντας την υποχώρηση τους με κεραυνοβόλα πυρά κατά μέτωπο των αμήχανων Καρδούχων, που ήταν και πάλι αναγκασμένοι να σταματήσουν την επίθεση τους και να υποχωρήσουν μέσα σε ένα χάος. Κάτω από τις ιαχές των θεατών από πάνω, ολόκληρος ο στρατός κατάφερε να ολοκληρώσει την τρομερή διάβαση με μία και μόνη σχεδόν απώλεια, εκτός από ελάχιστους υπερενθουσιώδεις πελταστές που καταδίωξαν τους Καρδούχους πέρα από το μέσο του ποταμού και χτυπήθηκαν μόλις έφτασαν στην άλλη πλευρά.
Για μία ακόμα φορά οι θεοί ήταν μαζί μας.
ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΚΑΤΟ
ΧΕΙΜΩΝΑΣ
Όμως τίποτα δεν αξίζουν τούτα, μόνο της γλώσσας καυχησιές είναι και κούφιες φροντίδες του μυαλού. Να λογαριάζεις ευτυχισμένο εκείνον που περνάει με δίχως συμφορές την κάθε μέρα.
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ*
* Ευριπίδης, Εκάβη, στίχ. 623-625, μετάφραση: Τάσος Ρούσσος, εκδ. «Κάκτος» Αθήνα, 1992. (Σ.τ.Ε.)
To ΒΑΣΑΝΟ TOY ΜΙΣΟΥΣ, η έκσταση της αγάπης. Κοινότοπες ιδέες, που διακρίνονται εύκολα στα ξεχωριστά, σχεδόν αντίθετα συστατικά τους μέρη, και τις έχουν τραγουδήσει οι ποιητές κι έχουν κλάψει γι' αυτές οι ερωτευμένοι προ αμνημονεύτων χρόνων και αναμφίβολα θα κλάψουν εκατοντάδες ακόμα γενιές που θα 'ρθουν. Η έκσταση του μίσους, το βάσανο της αγάπης. Μια όχι λιγότερο κοινή κατάσταση των πραγμάτων, αν και κατανοητή από ελάχιστους, ίσως μόνο από τους υπάρχοντες ανάμεσα μας Κλέ-αρχους: η ώθηση πίσω από τους υποκινητές του κόσμου, τους δημιουργούς και φονιάδες και εισηγητές της ανθρωπότητας, και πάλι συναισθήματα που εύκολα χωρίζονται στα αναγνωρίσιμα και εξαιρετικά αντιτιθέμενα στοιχεία τους, σαν χρυσάφι που πέρασε δια πυρός μέχρι να πήξει σε ατόφιους, γυαλιστερούς κόκκους που ξεχωρίζουν από τη γύρω τους σκουριά.
Πόνος, άρνηση, θρίαμβος, δάκρυα, πάθος, εκδίκηση, προδοσία, έκσταση. Σε ποια συνθήκη αποδίδουμε αυτά τα συναισθήματα και κίνητρα, στο μίσος ή στην αγάπη; Η μείξη γίνεται πιο πυκνή, πιο δυσδιάκριτη και μοιάζουν να μπερδεύονται αδιάσπαστα το ένα με το άλλο, με τέτοιο τρόπο ώστε, μολονότι τα δυο απόλυτα, αμιγώς ακραία μπορούν εύκολα να διακριθούν, και αδόκιμοι ποιητές και ασήμαντοι φιλόσοφοι θα καταβάλουν πολλή από την εύκολη ικανότητα τους για να το κάνουν, ο θαμπός χώρος ανάμεσα τους, εκείνη η σκοτεινή περιοχή που ενσωματώνει απεριόριστα στοιχεία και από τα δύο ή, ίσως, κι από ένα τρίτο συστατικό δημιουργημένο πρόσφατα από την ανάμειξη των άλλων, είναι πολύ πιο δύσκολο να περιγραφεί. Ο πόλεμος και το μίσος είναι κακά, η αγάπη υπέροχη. Κι όμως, υπάρχουν καλοί που θα μπορούσαν, αν ήθελαν, να ζουν ειρηνικά, αλλά οι οποίοι αντί γι' αυτό επιλέγουν να πολεμούν που θα μπορούσαν να ζουν μια εύ-
430 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
κολη ζωή, αλλά αντίθετα χαίρονται με τις δυσκολίες· που θα μπορούσαν να αντλούν χαρά από αμύθητα πλούτη μαζί με τους αγαπημένους τους, αλλά αυτοί αντίθετα σπαταλούν τα πλούτη τους στον πόλεμο, ως εκ τούτου καταλήγουν με ακόμα λιγότερα απ' όσα θα μπορούσαν να έχουν σε άλλη περίπτωση· που προτιμούν να μοχθούν κάτω από τις διαταγές του Άρη παρά της Αφροδίτης και οι οποίοι φτάνουν στο σημείο να θέτουν τον πρώτο στην υπηρεσία της δεύτερης.
Τέτοια είναι η πολυπλοκότητα της ανθρωπότητας, η οποία κατά καιρούς μπερδεύει ακόμα και τους θεούς και σε τελευταία ανάλυση τους εμποδίζει να είναι απλοί ουράνιοι καραγκιοζοπαίχτες, να παρουσιάζουν τη γη σαν ένα εύπλαστο σκηνικό. Ο κόσμος στον οποίο ζουν και δρουν οι άνθρωποι, αν και δεν είναι ολοκληρωτικά ανεξήγητος, δεν είναι και απόλυτα λογικός. Λογική και παραλογισμός, το προβλεπόμενο και το αναπάντεχο, τρέλα και ηρεμία συνυπάρχουν πλάι πλάι, όχι μόνο μεταξύ δύο ατόμων, αλλά και μέσα στο ίδιο άτομο, σε διαφορετικό βαθμό πάντα. Οι αντιφάσεις της ζωής, η ταυτόχρονη λύπη και ανακούφιση κατά το χωρισμό, η καταστροφή που ενυπάρχει στην ίδια τη δημιουργία, όλα αυτά σκοτίζουν το νου, όσο και τον διαφωτίζουν. Στα μέχρι εδώ απομνημονεύματα μου έχω αναφερθεί στον πόλεμο και την αγάπη σαν να είναι δύο ξεχωριστές οντότητες, ασύνδετες η μία με την άλλη, ίσως ακόμα και σε άμεση πρόκληση η μία από την άλλη, αυτή η αρρώστια κι εκείνη η ίαση, η καθεμιά πιέζοντας κι αντιπαλεύοντας την άλλη, σαν παλαιστές οι οποίοι θεωρούν ότι η σκονισμένη παλαίστρα έχει χώρο μόνο για έναν πρωταθλητή. Είναι καιρός να ξεφύγω από μια τέτοια ρηχή ποίηση, γιατί δεν είναι έτσι η ζωή ούτε είναι έτσι η ιστορία μου.
1
Ο ΧΕΙΜΩΝΑΣ, που για πολύ καιρό απειλούσε με τον ερχομό του το στρατό, με τον γκρίζο ουρανό και τις παγερές θερμοκρασίες, εκδηλώθηκε τελικά με όλη τη μανία του. Και όπως ακριβώς γίνεται με μια προ πολλού αναμενόμενη μάχη, που όταν τελικά συμβαίνει αποτελεί συχνά πηγή μάλλον ανακούφισης για τα κουρασμένα από την υπερένταση στρατεύματα παρά αιτία φόβου, έτσι ακριβώς συνέβη, τουλάχιστον στην αρχή, με το απαίσιο κρύο του χειμώνα που φοβόμαστε εδώ και καιρό. Όταν έφτασε, ο στρατός στην πραγματικότητα είχε καταλύσει και ήταν καλά προφυλαγμένος σε άνετους στρατώνες και κτίσματα που περιέβαλλαν το παλάτι του Τιρίβαζου, σατράπη του βασιλιά Αρταξέρξη και κυβερνήτη της δυτικής Αρμενίας, ο οποίος είχε συμφωνήσει με το ζόρι να κάνει ανακωχή με τους Έλληνες, με τον όρο ότι δε θα καίγαμε τα χωριά του και ότι θα παίρναμε μόνο τις αναγκαίες προμήθειες. Είχαμε εξασφαλισμένη τροφή και είχαμε βολευτεί για λίγες μέρες κάτω από στέγη για να φροντίσουμε τους αρρώστους και τους πληγωμένους -κάτι που λίγο πολύ μας αφορούσε όλους- και να αναδιοργανώσουμε τα εφόδια μας. Την πρώτη νύχτα που βρισκόμαστε εκεί ο Δίας έριξε εξήντα πόντους χιόνι πάνω στις στέγες μας και τις αμέσως επόμενες αρκετούς ακόμα πόντους, υψώνοντας το επίπεδο του σωριασμένου χιονιού μέχρι τα γείσα των χαμηλών χαμόσπιτών μας και ακινητοποιώντας στην ουσία ανθρώπους και ζώα μέσα στο συγκρότημα των χωριών όπου είχαμε καταλύσει. Κανένα παράπονο δεν ακούστηκε, όμως. Για την ακρίβεια, το σιωπηλό χιόνι έπνιξε εντελώς όλα τα λόγια και καθώς με δυσκολία γύριζα όλη μέρα, μεταφέροντας μηνύματα ανάμεσα στον Ξενοφώντα και στους αρχηγούς, κι έκανα περιπο-
432 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
λία στη μικρή αποθήκη που είχε πιάσει η Αστερία, οι μόνοι άνθρωποι που είδα ήταν οι αγγελιοφόροι του Χειρίσοφου και των άλλων αρχηγών, κουκουλωμένοι όπως κι εγώ μέσα σε προβιές από την κορυφή ως τα νύχια σε μια μάταιη προσπάθεια να αντιμετωπίσουμε το τσουχτερό κρύο. Φήμες κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους άντρες ότι ο στρατός θα παρέμενε εδώ μέχρι να περάσει ο χειμώνας κι ότι πορεία μέσα στο χιόνι πέρα από αυτό το σημείο θα ήταν καθαρή αυτοκτονία. Ο Ξενοφώντας και ο Χειρίσο-φος, παρά την απροθυμία τους να καθυστερήσουν την παραμονή τους ανάμεσα σε εχθρούς περισσότερο από ό,τι ήταν απαραίτητο, συζητούσαν σοβαρά αυτή την προοπτική.
Καθώς προχωρούσα με δυσκολία μες στο χιόνι προς το κατάλυμα της Αστερίας, για να συζητήσω μαζί της τα νέα, κι αναρωτιόμουν γιατί δε με αναζητούσε τόσο συχνά τώρα τελευταία όπως πρώτα, έμεινα κατάπληκτος από τον αριθμό των πατημασιών που είδα πάνω στο χιόνι και οι οποίες οδηγούσαν στην είσοδό της. Κανονικά η Αστερία διάλεγε το πιο απομονωμένο καταφύγιο για να φτιάξει το κρεβάτι της, κάποιο ξεκομμένο χοιροστάσιο ή κο-τέτσι που το ήξερα μόνο εγώ και ελάχιστοι από τους Ροδίτες. Αυτή τη φορά, όμως, το μονοπάτι που οδηγούσε στο κοτέτσι της ήταν χιλιοπατημένο, όπως ο δρόμος για τους Δελφούς. Στρίβοντας στη γωνία έπειτα από μια προεξοχή βράχου, πίσω από την οποία ήταν κρυμμένη η πέτρινη καλύβα της, ξαφνιάστηκα όταν είδα τριάντα τουλάχιστον Ροδίτες να τριγυρνούν έξω από το καταφύγιο της κουτσαίνοντας, ενώ προσπαθούσαν να κρατηθούν ζεστοί γύρω από μερικές φωτιές που είχαν ανάψει. Άλλα αγόρια έμπαιναν και έβγαιναν στην καλύβα, ανασηκώνοντας την κοκαλωμένη, βαριά προβιά που χρησίμευε για πόρτα και η οποία είχε παγώσει τώρα αποκτώντας το πάχος και την υπόσταση σανίδας.
Στάθηκα για λίγο μες στο χιόνι, κατάπληκτος από το θέαμα, με την οργή να αναβλύζει από μέσα μου, καθώς οι νεαροί Ροδίτες με κοίταξαν στιγμιαία και ύστερα ξαναγύρισαν στην κουβέντα τους. Προσπέρασα σκουντώντας απότομα αυτούς που στέκονταν πιο κοντά στην είσοδο, έπεσα στα τέσσερα για να μπω μέσα και χτύπησα οδυνηρά το κεφάλι μου πάνω στο αγόρι που
ΧΕΙΜΩΝΑΣ 433
επιχειρούσε να βγει εκείνη τη στιγμή, με αποτέλεσμα και οι δυο μας να πέσουμε φαρδιά πλατιά προς τα πίσω. Ψαχουλευτά, σηκώθηκα και προχωρώντας και πάλι σαν την πάπια μπήκα στην καλύβα, αυτή τη φορά με τεντωμένα τα χέρια μπροστά για ν' αρπάξω τον βλάκα που είχε πέσει πάνω μου. Προτού όμως το καταφέρω, μου ξέφυγε μες στο σκοτάδι και σπρώχνοντας βγήκε από τη χαμηλή πόρτα. Τον ξέχασα σχεδόν αμέσως, καθώς συγκεντρώθηκα για να καταφέρω να βρω τον προσανατολισμό μου μέσα στο πέτρινο οικοδόμημα. Έχοντας επηρεαστεί από την εκτυφλωτική λάμψη του χιονιού απέξω, τα μάτια μου έκαναν αρκετά λεπτά να συνηθίσουν το σκοτάδι και όταν τα κατάφεραν ανακάλυψα την Αστερία να κάθεται σταυροπόδι σε μια γωνιά κι έναν Ροδίτη να σπαρταρά μπρούμυτα μπροστά της με το πόδι του στην ποδιά της. Με κοίταξαν και οι δύο κατάπληκτοι.
«Για όνομα των δώδεκα θεών, Αστερία», σφύριξα μέσα από τα δόντια μου, μη θέλοντας να υψώσω υπερβολικά τη φωνή μου. «Τι κάνεις εκεί πέρα; Ξέρεις πόσοι Ροδίτες είναι αραδιασμένοι έξω από την πόρτα σου;»
Η Αστερία και το αγόρι εξακολούθησαν να με κοιτάνε κατάπληκτοι κι ύστερα η Αστερία, με σφιγμένα τα χείλη σε μια σκληρή γραμμή και τα μάτια στενεμένα από οργή, έσκυψε το κεφάλι πάνω από το πόδι του αγοριού σιωπηλά και άρχισε να αλείβει με ένα βάλσαμο τις βαθιές, ανοιχτές χαρακιές, εκεί που είχε μπει το ακατέργαστο δέρμα από τα λουριά των σανδαλιών του και του είχε ανοίξει την επιδερμίδα. Έκανε γρήγορες κινήσεις και κάπως απότομες, φοβάμαι, επειδή την είχα ταράξει και το αγόρι μόρ-φασε και μούγκρισε αρκετές φορές από τον πόνο, καθώς εκείνη έβαζε το λιπαρό δάχτυλο της βαθιά μέσα στα ματωμένα σημάδια. Τελικά, τεντώθηκε προς τα πίσω κι έπιασε ένα κουρελιασμένο κομμάτι ύφασμα που είδα με κάποια έκπληξη ότι ήταν ένα απομεινάρι από κάποιο φουστάνι που είχε φορέσει κάποτε σε καλύτερες εποχές και είχε καταφέρει με κάποιο τρόπο να το κρατήσει λαθραία μέχρι τώρα. Έκοψε προσεκτικά μια λουρίδα από το στρίφωμα και το τύλιξε φειδωλά γύρω από το γιατρεμένο πόδι του αγοριού σύμφωνα με το σχέδιο των δερμάτινων λουρίδων των
434 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
σανδαλιών του, χωρίς να πάει χαμένος ούτε πόντος από το πολύτιμο ύφασμα. «Να προσέχεις ώστε ν' ακουμπούν οι λουρίδες των σανδαλιών σου πάνω στο ύφασμα κι όχι κατευθείαν πάνω στο δέρμα», τον συμβούλεψε, «κι αν το ύφασμα ξεγλιστρήσει ή φθαρεί, έλα να σου δώσω κι άλλο ή χρησιμοποίησε χόρτα ή φύλλα για παραγέμισμα. Ό,τι κι αν κάνεις, μη βάλεις πάντως, ακατέργαστη προβιά πάνω στο δέρμα σου».
Το αγόρι κούνησε το κεφάλι και σηκώθηκε να φύγει, αλλά καθώς έσκυψε για να περάσει μέσα από το παραπέτασμα, η Αστέρια το φώναξε πίσω. «Πηλέα, πες στον επόμενο να περιμένει ένα λεπτό πριν έρθει μέσα». Το αγόρι ξανακούνησε το κεφάλι του σιωπηλά και γλίστρησε έξω από την πόρτα.
Όταν το παραπέτασμα κάλυψε και πάλι την είσοδο και η καλύβα ξαναβυθίστηκε στο μισοσκόταδο, η Αστερία στράφηκε σε μένα οργισμένη.
«Με ποιο δικαίωμα με ταπεινώνεις, διακόπτοντας με κατ' αυτό τον τρόπο για να με ρωτήσεις τι κάνω;»
«Έχεις παράπονα από μένα;» είπα κατάπληκτος, χωρίς να νοιάζομαι πια να διατηρήσω χαμηλή τη φωνή μου. «Εγώ... εμείς, που διακινδυνεύσαμε τόσο για να σε καλύψουμε. Καταλαβαίνεις τι τραβάω για να το σκάω τις νύχτες και να έρχομαι να σε δω; Κι όταν φτάνω εδώ, βρίσκω ολόκληρο χωριό να έχει κατασκηνώσει γύρω από την καλύβα σου, σαν τους εκατόν τριάντα έξι μνηστήρες της Πηνελόπης. Ειλικρινά, είσαι το πιο κακοκρυμμένο μυστικό του στρατού».
Η Αστερία με κοίταξε επίμονα, με μάτια διάπλατα από έκπληξη, ενώ ανοιγόκλεινε το στόμα της χωρίς να βγάζει ήχο, καθώς πάσχιζε να βρει τις λέξεις. Τελικά, ξαναβρήκε τη φωνή της.
«Μήπως είσαι κανένας πρίγκιπας;» πέταξε και τα λόγια της μ' έτσουξαν. «Μήπως με κληρονόμησες από την περσική βασιλική οικογένεια; Με ποιο δικαίωμα, με τίνος εντολή με έχεις στην κατοχή σου;» Μόλις που έλεγχε τον τόνο της φωνής της κι ήταν τόσο εξοργισμένη, που ένιωθα λες και βρισκόμουν παγιδευμένος μέσα στο μικρό αυτό χώρο με ένα φίδι κουλουριασμένο γύρω μου.
ΧΕΙΜΩΝΑΣ 435
«Αυτά τα αγόρια με έσωσαν και εξακολούθησαν να με προστατεύουν...» συνέχισε τρέμοντας από οργή. «Και ποιο το όφελος; Τι έχεις κάνει γι' αυτά; Τι πολύτιμο έχεις να τους δώσεις για τη χάρη που μου έκαναν; Μήπως έπρεπε να τους πληρώσω με αυτό το νόμισμα;» και άνοιξε το μπροστινό μέρος του χιτώνα της αποκαλύπτοντας τα απαλά της στήθη, το λεπτό της στέρνο που παλλόταν από την προσπάθεια να συγκρατήσει την οργή της, τα εύθραυστα πλευρά της που προεξείχαν έντονα από κάτω και τόνιζαν το επίπεδο βαθούλωμα του στομαχιού της. Στύλωσα πάνω της τα μάτια με τρόμο.
«Αστερία», είπα ήρεμα, απλώνοντας το χέρι για να την αγγίξω, καθώς πάσχιζα να ξαναβρώ την ψυχραιμία μου, «για όνομα των θεών! Εγώ ήμουν αυτός που τους ζήτησα να σε προσέχουν. Γνωρίζεις τη θέση μου... Δεν μπορώ να σε φροντίζω κάθε λεπτό της μέρας όσο βρισκόμαστε σε πορεία...»
Απομάκρυνε απότομα το χέρι μου από τον ώμο της, αγριο-κοιτάζοντάς με σαν Ερινύα.
«Σου ζήτησα ποτέ να το κάνεις; Σου έχω ποτέ ζητήσει το παραμικρό, εκτός από αλοιφές και ιατρικό υλικό; Μήπως νόμιζες ότι τα ζητούσα όλα αυτά για μένα;»
«Αστερία, σε παρακαλώ», είπα κατευναστικά, «το χιτώνα σου. Ξέρεις καλά τι εννοώ...»
«Ξέρω ακριβώς τι εννοείς και το απορρίπτω απόλυτα. Αρνούμαι να είμαι ανακούφιση για σένα τις νύχτες και βάρος γι' αυτά τα αγόρια τη μέρα. Το μόνο πράγμα που μπορώ να τους προσφέρω σε αντάλλαγμα για την προστασία τους είναι ο εαυτός μου κι εγώ θα κρίνω με ποιο τρόπο θα το κάνω. Επέλεξα να γίνω θε-ραπεύτριά τους. Αλλά αν είχα αποφασίσει κάτι άλλο, εσύ δε θα είχες κανένα δικαίωμα να παραπονιέσαι».
Την κοίταξα βλοσυρά, καθώς αργά και σκόπιμα έσφιγγε τις θηλιές στην τραχηλιά του χιτώνα της κι έριχνε πάνω στους ώμους της μια φθαρμένη κουβέρτα για να ζεσταθεί, αντιμετωπίζοντας το βλέμμα μου με την αποφασιστική ματιά της. Τελικά, κοίταξε κάτω και αναστέναξε δυνατά εκνευρισμένη.
«Τσως να έπρεπε να σου το είχα πει νωρίτερα ότι γιάτρευα τις
436 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
αρρώστιες τους. Φοβόμουν όμως την αντίδραση σου και τώρα βλέπω ότι είχα δίκιο. Όταν διαδόθηκε η φήμη ότι είχα βοηθήσει τον Νικόλαο, δεκάδες από τους Ροδίτες ήρθαν γυρεύοντας κι αυτοί γιατρειά. Πώς να τους διώξω, αφού εξαρτιέμαι από αυτούς; Δεν είναι παρά μικρά παιδιά που ο Ξενοφώντας τα έκανε φονιάδες και τώρα πεθαίνουν σαν να είναι άντρες... κι όμως είναι παιδιά ακόμα!»
«Κάνουν το καθήκον τους», είπα ψυχρά, «όπως τους έμαθε ο Ξενοφώντας να το κάνουν, δεν κάνουν τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από εμάς τους υπόλοιπους. Η μόνη παραβίαση αυτής της συμφωνίας που μας κρατάει όλους δέσμιους είσαι εσύ. Αυτό είναι το μόνο επικίνδυνο που έχουμε κάνει: Σε περάσαμε λαθραία. Κι αν μαθευτεί αυτή η παράβαση στο στράτευμα και ξετυλιχτεί όλο το νήμα και...»
Με διέκοψε απορριπτικά, τινάζοντας οργισμένα το κουρεμένο της κεφάλι, καθώς σωριάστηκε πίσω στη γωνιά της ανάμεσα στις προμήθειες της.
«Ώστε τώρα η ύπαρξη μου κατέληξε να είναι μια παράβαση καθήκοντος; Έχω τη δική μου προδοσία που μου βαραίνει την ψυχή».
«Αναφέρεσαι και πάλι στον πατέρα σου, τον αόρατο πατέρα σου; Δε βλέπω καμιά προδοσία... δεν είναι εδώ για να σε βοηθήσει, ούτε για να υποστεί κάποια προδοσία. Η προδοσία ενός φαντάσματος είναι φανταστική προδοσία. Εγώ αναφέρομαι σε κάτι πραγματικό, για το καθήκον και την τιμή μου απέναντι στο στρατό...»
«Η αντρική τιμή, η πολύτιμη τιμή σον είναι το τελευταίο που με απασχολεί. Πιο πολύ με ενδιαφέρουν τα πληγωμένα δάχτυλα των Ροδίων. Εμπιστεύομαι τη ζωή μου σ' αυτά τα αγόρια. Δεν υπάρχει καμιά σχέση ανάμεσα σ' αυτά και στους υπόλοιπους μα-χαιροβγάλτες σας. Είχατε κάνει τους Ροδίους να αισθάνονται παρείσακτοι, κατώτεροι, για τόσο διάστημα, ώστε μείνατε ήσυχοι ότι δε θα έκαναν καμιά χάρη σε κανέναν πέρα από τη δική τους μικρή ομάδα - με μόνη εξαίρεση τον Ξενοφώντα που τους ένωσε. Πιστεύω ότι θα πέθαιναν για χάρη του - ή τουλάχιστον θα περνούσαν κάτι λαθραία».
ΧΕΙΜΩΝΑΣ 437
Αυτό μ' έκανε να εξοργιστώ βουβά, να χάσω τα λόγια μου, ενώ εκείνη συγύριζε σιωπηλά τα βάμματα και τις αλοιφές της, λες και είχε ξεχάσει ότι βρισκόμουν ακόμα εκεί. Τελικά, σήκωσε το βλέμμα της και με κοίταξε, με μια παγωμένη και γεμάτη ανυπομονησία έκφραση.
«Στέλνεις μέσα σε παρακαλώ το επόμενο αγόρι, καθώς θα φεύγεις;»
Την τέταρτη νύχτα που περνούσαμε στα καταλύματα, τρεις Έλληνες ιχνηλάτες που είχαν ξεκοπεί από το κύριο σώμα του στρατού, μετά το πέρασμα του τελευταίου ποταμού, έφτασαν τελικά καθυστερημένα στο στρατόπεδο, λιμασμένοι και σχεδόν μισοπαγωμένοι, μια και δεν ήταν κατάλληλα ντυμένοι, με τους κοντούς χιτώνες και τα δερμάτινα σανδάλια τους, για τις αντίξοες συνθήκες που αντιμετώπισαν. Οι χειρουργοί του στρατού αναγκάστηκαν να κόψουν τα πόδια, τα αφτιά και τα δάχτυλα τους που είχαν παγώσει από αυτό που οι ντόπιοι αποκαλούσαν «κρυοπάγημα». Εμφάνιζαν ενδείξεις γάγγραινας, μιας αρρώστιας κατά την οποία σαπίζει η σάρκα κι αν δεν αφαιρεθεί αμέσως από το σώμα, είναι βέβαιο ότι θα διοχετεύσει το θανατηφόρο δηλητήριο της σε όλο τον οργανισμό. Προτού πεθάνουν από αφόρητους πόνους την επομένη, οι άτυχοι στρατιώτες ζήτησαν να δουν τον Ξενοφώντα, ο οποίος έφτασε αμέσως στα κρεβάτια τους, κατακλύζοντας τους με επαίνους για την αξία τους και υποσχόμενος πλουσιοπάροχη ανταμοιβή μετά την ανάρρωση και την επιστροφή τους στην Ελλάδα. Οι άντρες τα αψήφησαν αυτά εξαθλιωμένοι καθώς ήταν, γνωρίζοντας ίσως ότι ήταν απλώς κούφια λόγια παρηγοριάς. Ο μεγαλύτερος, όμως, από αυτούς, ένας παλαίμαχος Κρητικός που τον έλεγαν Συφίωνα, έγνεψε στον Ξενοφώντα να σκύψει πιο κοντά για ν' ακούσει τα τελευταία λόγια του.
«Οι φωτιές, στρατηγέ», έσκουξε. Ο Ξενοφώντας τον κοίταξε σαστισμένος. «Μιας μέρας δρόμος από εδώ, όχι παραπάνω, για κάποιον με γερά πόδια - χιλιάδες φωτιές πάνω στους λόφους. Οι Αρμένιοι... συγκεντρώνονται».
438 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
Οι άλλοι δυο άντρες έγνεψαν κι αυτοί σιωπηλά κι εγώ ανατρίχιασα. Οι δυστυχές αυτές υπάρξεις, τρέκλιζαν μες στο χιόνι κουτσοί και παγωμένοι τόσες μέρες, ενώ έβλεπαν γύρω τους χιλιάδες παρηγορητικές φωτιές που είχαν ανάψει για να ζεσταθούν τα αναθεματισμένα εχθρικά στρατεύματα, τα οποία συγκροτούνταν πάνω στους λόφους, πιθανότατα με υποκίνηση του πονηρού Τιρίβαζου, ενώ οι τρεις μισοπεθαμένοι Έλληνες δεν μπορούσαν ν' ανάψουν μια δική τους μικρή φωτιά για να μην προδώσουν τη θέση τους, θέτοντας σε κίνδυνο ακόμα και τη ζωή τους. Ο Ξενοφώντας έδωσε στους άντρες να πιουν από μια κούπα κρασί, για να ζεσταθούν τα σωθικά τους και να νεκρωθεί ο πόνος και ο φόβος του θανάτου, κι ύστερα απομακρύνθηκε σκεφτικός.
«Δεν μπορούμε να μείνουμε άλλο εδώ, Θέο», είπε τελικά απογοητευμένος. «Ο Τιρίβαζος πήρε μαθήματα από τον Τισσαφέρνη - έσπασε τη συμφωνία και τώρα ελπίζει να μας βρει στον ύπνο και να μας σκοτώσει. Ο στρατός δεν είναι ασφαλής όσο είναι διασπασμένος σε διάφορα χωριά, ενώ ο εχθρός συγκεντρώνεται μαζικά στα υψώματα».
Κοίταξα τους χιονοσκέπαστους λόφους, με την τροφή για τα ζώα σκεπασμένη κάτω από εξήντα πόντους άσπρο στρώμα και τους στρατιώτες απροετοίμαστους να ταξιδέψουν μέσα στο τσουχτερό κρύο. «Πώς μπόρεσες καν να σκεφτείς να βάλεις τους άντρες να βαδίσουν κάτω από αυτές τις συνθήκες;» ρώτησα. «Δε μας βλέπεις, εδώ και μέρες; Ένας στρατός δέκαχιλιάδων αντρών που θα σέρνεται μες στο χιόνι σαν τον δύστυχο Συφίωνα, χωρίς κάποιο ζεστό χωριό μπροστά μας στο οποίο θα ελπίζαμε ότι θα βρούμε καταφύγιο».
Αρνήθηκε να συναντήσει το βλέμμα μου. «Είμαστε χωρισμένοι σε πέντε χωριά, χιλιόμετρα μακριά το ένα από το άλλο. Δε θα μπορέσουμε ποτέ να αμυνθούμε κάτω από τέτοιες συνθήκες. Καλύτερα να διακινδυνεύσουμε να διαφύγουμε στα βουνά, παρά να περιμένουμε το σίγουρο θάνατο που μας παραμονεύει εδώ στα κρεβάτια μας».
Έδωσε διαταγή στους άντρες να ετοιμαστούν την ίδια εκείνη μέρα και ο στρατός έφυγε την επομένη το πρωί, δυο ώρες πριν να
ΧΕΙΜΩΝΑΣ 439
φέξει, προτού οι Αρμένιοι, που τώρα ακόμα και οι ντόπιοι ιχνηλάτες μας μπορούσαν να διακρίνουν τις φωτιές τους πάνω στους λόφους κατά τις νυχτερινές τους περιπολίες, καταλάβουν ότι φεύγαμε. Ορισμένοι από τους άντρες, από καθαρή κακία και απείθεια προς τις διαταγές, έκαψαν τις καλύβες που άφηναν πίσω τους και ο Ξενοφώντας έδωσε εντολή να τοποθετηθούν οι αχρείοι εκείνοι για ένα μήνα ως τιμωρία στο τμήμα με τις αποσκευές. Ο ουρανός καθάρισε στη διάρκεια της μέρας και οι άντρες άρχισαν να ελπίζουν ότι το χειμωνιάτικο κρύο θα υποχωρούσε για κάποιο διάστημα και θα έκανε καλό καιρό για το ταξίδι μας. Μάταια, όμως, μια και ολόκληρη μέρα μετά βίας καταφέραμε να διανύσουμε τρεκλίζοντας εννιά χιλιόμετρα μέσα από βαθιές χιονοστιβάδες. Τη νύχτα εκείνη, καθώς κουλουριαστήκαμε κάτω από τα σκεπάσματα μας και τα πρόχειρα καταφύγια από κλαδιά και σκευοφόρους, μια χιονοθύελλα έπεσε πάνω μας και το χιόνι έφτασε μέχρι την κορυφή των τροχών των κάρων, μουσκεύοντας τις φωτιές μας, ρίχνοντας κάτω τις σκηνές και καλύπτοντας τα εφόδια και τους άντρες που ήταν ξαπλωμένοι δίπλα τους.
Μέσα στην παγωμένη καταιγίδα που τύφλωνε τους πάντες, άνοιξα προσεκτικά δρόμο μέσα από τους σωρούς του χιονιού προς το στρατόπεδο των Ροδίων ή ό,τι μπορούσα να βρω από αυτό. Μετά από μια σειρά ερωτήσεων και απαντήσεων που έγιναν με μουγκρητά, κατάφερα να βρω το κατάλυμα της Αστερίας - ένα ρηχό βαθούλωμα πάνω σε ένα μεγάλο, σάπιο κούτσουρο, όχι χωριστό από τους άλλους στρατιώτες αυτή τη φορά, αλλά μάλλον κοινό με τρία ή τέσσερα εξαντλημένα αγόρια που τουρτούριζαν. Χωρίς μιλιά στριμώχτηκα δίπλα της, έκπληκτος που δεν άκουσα κανένα παράπονο για το άτσαλο σπρώξιμο μου από το Ροδίτη δίπλα της, ώσπου από μια ξαφνική παρόρμηση άγγιξα το πρόσωπο του και ανακάλυψα ότι ήταν πεθαμένος. Τρομοκρατημένος έσυρα το κοκαλωμένο του κορμί λίγα μέτρα πιο πέρα και το άφησα σε έναν ψηλό σωρό από χιόνι. Ύστερα ξαναγύρισα και ύψωσα ένα χαμηλό περιτείχισμα από χιόνι γύρω από όλους μας, σαν καταφύγιο απελπισίας από τον άνεμο που λυσσομανούσε, έλεγξα τα πρόσωπα των άλλων Ροδίων για να σιγουρευτώ ότι απλώς
440 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
κοιμούνταν και δεν είχαν ξεψυχήσει επίσης, και έβαλα το τρεμάμενο σώμα της Αστερίας να κουρνιάσει δίπλα στο δικό μου κάτω από τη λεπτή κουβέρτα. Παρόλο που δεν έκανε καμιά προσπάθεια να με βοηθήσει, θυμωμένη ακόμα προφανώς από τα σκληρά μου λόγια πριν από αρκετές μέρες, δεν αντιστάθηκε κιόλας. Τράβηξα πιο σφιχτά την κουβέρτα, ενώ κοίταζα το χιόνι που έπεφτε γύρω μας, και αποφάσισα να βγω ζωντανός από αυτή την ατέλειωτη νύχτα.
Ακόμα και με το αμυδρό φως του πρωινού οι στρατιώτες ήταν πολύ μουδιασμένοι για να σηκωθούν και να απομακρύνουν το βάρος του χιονιού, έχοντας αρκετή ενεργητικότητα μόνο για ν' ανοίξουν ένα κενό μπροστά στα πρόσωπα τους ίσα για να μη σκάσουν. Τους είχε πιάσει υπνηλία μέσα στα κρύα κουκούλια τους. Στις στιγμές αφύπνισης τους, με τα τσιμπλιασμένα μάτια τους, δεν είχαν ιδέα πόσος χρόνος είχε περάσει από τότε που ήταν ξύπνιοι για τελευταία φορά - αν ήταν μια ώρα, μια νύχτα ή ολόκληρη η προηγούμενη μέρα. Το νερό στα δερμάτινα παγούρια τους είχε παγώσει, μια συμπαγής μάζα σαν τα μυαλά τους, και η σιωπή, από μέσα κι απέξω, ήταν ταυτόχρονα ανακουφιστική και νεκρική. Αρχίσαμε να πιστεύουμε ότι ήταν ανέκαθεν βαρυχειμωνιά και ότι δεν μπορούσαμε να αισθανθούμε τίποτ' άλλο, εκτός απ' αυτή την ασαφή αντίληψη της παρόδου του χρόνου, σαν κάποια χαμένη παιδική φράση που βγαίνει στην επιφάνεια κατά τύχη στο λόγο κάποιου ή το ακαθόριστο μυρμήγκιασμα κάποιου μέλους που έμεινε ακίνητο για πολύ. Ολόκληρο το σύμπαν είχε σωριαστεί μέσα και πάνω σ' αυτό το μικροσκοπικό, λευκό, τρομακτικό μέρος, που ήταν πεθαμένο και απίστευτα παγωμένο και ανείπωτα μακριά από την πατρίδα.
Πολλά από τα υποζύγια, εξασθενημένα ήδη από την έλλειψη τροφής και νερού, ξάπλωναν απλώς κάτω και πέθαιναν, εκεί που τα βρίσκαμε αργότερα παγωμένα και βαριά σαν πέτρες, με τα μάτια ανοιχτά και αόμματα, με τις προβιές τους πολύ σκληρές για να τα γδάρουμε για το δέρμα τους. Οι άντρες ανακάλυψαν ότι ό-
ΧΕΙΜΩΝΑΣ 441
σο έμεναν ακίνητοι κάτω από το βάρος του χιονιού και δεν επιχειρούσαν να το τινάξουν από πάνω τους μπορούσαν να διατηρήσουν αρκετή ζέστη στο κορμί τους για να επιβιώσουν για κάποιο διάστημα, και ολόκληρη τη νύχτα αν ήταν ανάγκη. Ο Ξενοφώντας όμως δεν ενέδωσε στην πολυτέλεια αυτή και τελικά, αμέσως μετά το μουντό ξημέρωμα της επόμενης μέρας, σηκώθηκε και τίναξε από πάνω του το χιόνι. Εγώ είχα ήδη συρθεί έξω από το λαγούμι μου και τον περίμενα, τουρτουρίζοντας στο υποτυπώδες καταφύγιο από τα κλαδιά ενός μεγάλου έλατου που κρέμονταν από πάνω μου. Καθώς προχώρησα προς τα εμπρός, με χαιρέτησε με ένα βλοσυρό, βουβό νεύμα κι ύστερα έκανε βόλτα σε όλο το στρατόπεδο για να δει τ' απομεινάρια του στρατού μας.
Το θέαμα ήταν απόκοσμο και τρομακτικό. «Δε μοιάζει να είναι το ίδιο τοπίο που αντικρίσαμε χτες βράδυ, Ξενοφώντα», ψιθύρισα με δέος. «Μήπως μας μετέφεραν οι θεοί κάπου αλλού;»
Αλλά κι εκείνος κοίταζε γύρω του με μάτια διάπλατα από έκπληξη, ύστερα ξεροκατάπιε και σάλιωσε τα ξεραμένα του χείλη. «Μη σκέφτεσαι τέτοια πράγματα, Θέο» είπε. «Ή, ακόμα κι αν τα σκέφτεσαι, μην τα λες δυνατά».
Ολόκληρο το τοπίο είχε αλλάξει, καθώς είχε σκεπαστεί από το χιόνι που εξακολουθούσε να πέφτει δυνατά, θολώνοντας τα πάντα πέρα από τα περίπου εκατό μέτρα που μπορούσαμε να δούμε γύρω μας. Ίχνος ζωής δεν υπήρχε. Ούτε το παραμικρό δαχτυλίδι καπνού από κάποια αφύλαχτη φωτιά ούτε ένα ρουθούνι-σμα αλόγου ούτε ένας ψίθυρος από τα συνηθισμένα αισχρά αστεία και τραγούδια των στρατιωτών. Μόνο η απαλή, επίπεδη επιφάνεια της παγωμένης κοίτης του ποταμού πάνω στην οποία είχαμε στρατοπεδεύσει, με μαλακά υψώματα από ογκόλιθους κάτω από το χιόνι, διάσπαρτους στη γεμάτη χαλίκια πεδιάδα. Τα πάντα ήταν απόλυτα σιωπηλά και ακίνητα, εκτός από τον απαλό γδούπο που έκανε τυχαία κάποια χούφτα χιονιού, καθώς έπεφτε από τα κλαδιά. Μου πέρασε η ιδέα ότι ο στρατός είχε φύγει τη νύχτα ξεχνώντας να μας ξυπνήσει ή ότι ο εχθρός είχε επιτεθεί τελικά, σκοτώνοντας τους πάντες εκτός από εμάς τους λίγους τυχερούς ή ταλαίπωρους που δεν είχαμε πάρει είδηση κάτω από το
442 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
σιωπηλό κάλυμμα του χιονιού. Το πνεύμα μου έλεγε ότι δεν μπορούσε να είναι πιθανό κάτι τέτοιο, αλλά καμιά άλλη εξήγηση δε δικαιολογούσε τη νεκρική σιωπή και ακινησία.
Ο Ξενοφώντας πάντως, τουρτουρίζοντας από το κρύο, χρησιμοποίησε τα χέρια του για να παραμερίσει αρκετό χιόνι από τη βάση ενός κάρου, σχεδόν αόρατου κάτω από το παχύ στρώμα. Ύστερα ανέβηκε επάνω, πήρε βαθιά ανάσα και προς μεγάλη μου έκπληξη άρχισε να ουρλιάζει μες στον παγωμένο αέρα, αναγκάζοντας ένα κοπάδι κοράκια που μας παρατηρούσαν σιωπηλά από τα δέντρα να πετάξουν μανιασμένα, κρώζοντας ψηλά στον ουρανό. Εξαπέλυε ουρλιάζοντας κατάρες μες στην ησυχία, πρόσταζε το δάσος να ξυπνήσει, έδινε εντολές στις νύμφες και τις ναϊάδες να ντυθούν και να του φέρουν κάποια προσανάμματα, φώναζε, λες κι είχε χάσει τα λογικά του, καλούσε, κι εγώ δεν ξέρω ποιον, τον Πάνα και τους σάτυρους και τους άλλους θεούς του δάσους ίσως, να σηκωθούν και να δοξολογήσουν το δημιουργό τους για τη συνεχιζόμενη ύπαρξη τους, προσφέροντας ένα κατσίκι για πρωινό σε αυτόν που θα έβρισκε έναν έστω ζωντανό κάτω από το χιόνι. Τον παρακολουθούσα με έκπληξη να αγορεύει μες στην ηρεμία, προτρέποντας τα βράχια και τους λόφους να σηκωθούν, κι ύστερα είδα, με ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη, τα βράχια και τους λόφους ν' ανταποκρίνονται στο κάλεσμα του.
Τα υψώματα και οι ογκόλιθοι γύρω από την κοίτη του ποταμού τρεμούλιασαν και σείστηκαν, ρωγμές φάνηκαν στο στρώμα του χιονιού που τους σκέπαζε κι ύστερα σηκώθηκαν αργά, λες και τους ξέρασε η γη από τα βάθη της κόλασης, προβάλλοντας αβέβαια σαν τεράστια μανιτάρια, ενώ το χιόνι έπεφτε από πάνω τους και σωριαζόταν στο πλάι. Σκληρά, ερευνητικά μάτια φάνηκαν από κάτω, αγριάνθρωποι με φουντωτές, αχτένιστες γενειάδες ξεπετάχτηκαν ολόρθοι κάτω από το χιόνι, σκεπάζοντας κεφάλια και ώμους με τους μανδύες τους και τινάζοντας τη χιονόσκονη από πάνω τους. Χτύπησαν βαριά τα πόδια τους για να ζωντανέψουν τα παγωμένα μέλη τους, χουχούλιασαν τα χέρια τους και έτριψαν τις ξυλιασμένες, κοκαλωμένες παλάμες τους. Ο Ξενοφώντας επιτάχυνε το ρυθμό της δημηγορίας του, ζητώντας από τους άντρες
ΧΕΙΜΩΝΑΣ 443
ν' αναζητήσουν τα αδέρφια τους που μπορεί να ήταν πολύ αδύναμα ή παραλυμένα από το κρύο για να βγουν μέσα από το χιόνι, ικετεύοντας τους ν' ανάψουν μεγάλες φωτιές για να ζεσταθούν. Αψήφησε το τσουχτερό κρύο και πέταξε το μανδύα του, μένοντας ολόγυμνος μέσα στο δριμύ αγιάζι, λες κι ετοιμαζόταν για την πρωινή γυμναστική του, επιμένοντας ότι δεν ένιωθε καθόλου άσχημα. Άρπαξε ένα τσεκούρι που βρισκόταν καρφωμένο σε ένα δέντρο για να το βρουν εύκολα και άρχισε να πελεκάει με θόρυβο ένα σάπιο κούτσουρο, ώσπου, μπροστά στα μάτια μου, εκατοντάδες, χιλιάδες άντρες και διασωθέντα ζωντανά βγήκαν από την παγωμένη κόλαση τους κι άρχισαν να επιστρέφουν στη χώρα των ζωντανών. Κάποιος πήρε το τσεκούρι από τα χέρια του Ξενοφώντα κι άρχισε να κομματιάζει το κούτσουρο, κάποιος άλλος άναψε φωτιά και σύντομα ο αέρας γέμισε και πάλι από τη μυρουδιά κάπνας και λαδιού και ψητού μουλαριού και από ήχους αντρών που αναστέναζαν και παραπονιούνταν, ρεύονταν και γκρίνιαζαν και πόρδιζαν και σκάλιζαν με τα νύχια τους· τους ήχους από δέκα χιλιάδες άντρες, πεινασμένους, παγωμένους και διψασμένους για γυναίκες, τους ήχους ενός στρατού που είχε επιζήσει από τη δυσκολότερη ως τα τώρα μάχη του, τους γλυκύτερους ήχους πάνω στη γη.
Κάνοντας καταμέτρηση, ανακαλύψαμε ότι εκείνη τη νύχτα είχαμε χάσει δεκάδες άντρες από θάνατο και κρυοπαγήματα, καθώς και αμέτρητα κεφάλια από υποζύγια και άλλα ζωντανά. Το σύντομο ταξίδι στα βουνά είχε αποβεί ολέθριο. Ο Ξενοφώντας και ο Χειρίσοφος αφού συσκέφθηκαν μεταξύ τους αποφάσισαν ότι, παρά την προσέγγιση των ορδών του Τιρίβαζου στα μετόπισθεν, θα ήταν απερισκεψία να συνεχίσουμε την πορεία μας στα βουνά κάτω από αυτές τις συνθήκες. Αποφασίστηκε, λοιπόν, να ξαναβρούμε και πάλι καταφύγιο στα ίδια χωριά που μόλις πριν από λίγο είχαμε εγκαταλείψει, αν ο εχθρός δεν είχε ήδη καταλάβει τους θαμνότοπους που είχαμε μόλις εκκενώσει. Οι άντρες ζητωκραύγασαν όταν ανακοινώθηκε ότι θα ξαναγυρίζαμε πίσω - και μέσα στον ενθουσιασμό τους που θα βρίσκονταν και πάλι κάτω από μια ζεστή στέγη έκαναν το ταξίδι της επιστροφής στο
444 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
μισό χρόνο από αυτόν της εξόδου μας, κατρακυλώντας από τους λόφους πάνω σε παγωμένες προβιές ή με τις πλάτες τους, ξεφωνίζοντας σαν μικρά παιδιά και αγνοώντας τα άκρα τους που πάγωναν καθώς ήταν εκτεθειμένα στο κρύο, κάτι που αργότερα θα το πλήρωναν ακριβά. Φτάσαμε στα χωριά προτού τα καταλάβουν οι εχθροί, αν και η εμπροσθοφυλακή μας βρήκε αρκετή δυσκολία μέχρι να διώξει τους ιχνηλάτες του εχθρού που είχαν φτάσει λίγες ώρες πριν κι είχαν αρχίσει να εγκαθίστανται. Όσοι από τους Έλληνες είχαν κάψει τα καταλύματα τους κατά την αναχώρηση μας τώρα είχαν την τιμωρία που τους άξιζε κι ήταν αναγκασμένοι να παρακαλούν ή να δωροδοκούν τους συντρόφους τους για μια θέση ύπνου ή να κοιμούνται μέσα σε κοτετσια και στάβλους. Αυτή, φυσικά, ήταν και η μοίρα της Αστερίας, έτσι κι
αλλιώς. Τη νύχτα εκείνη ο Ξενοφώντας έστειλε μια ομάδα ιχνηλατών
να κάνει αναγνώριση των εχθρικών θέσεων. Έπειτα από ολονύκτια αναζήτηση των πυρών που είχαμε διακρίνει νωρίτερα, επέστρεψαν εξαντλημένοι και χωρίς κανένα αποτέλεσμα, με μόνη εξαίρεση ένα μικρό λάφυρο που είχαν πιάσει: έναν ελαφρά οπλισμένο κανονικό Πέρση στρατιώτη, που ομοίους του είχαμε να δούμε εδώ και εβδομάδες, από τότε που αφήσαμε πίσω μας τον Τισσαφέρνη. Αυτό προκάλεσε στους αρχηγούς αρχικά μεγάλη κατάπληξη κι αναρωτιόμαστε μήπως ο πονηρός σατράπης μάς την είχε φέρει με κάποιο τρόπο και ακολουθούσε όλο αυτό το διάστημα παράλληλη με τη δική μας πορεία, σε μια προσπάθεια να μας παγιδέψει στην ερημιά.
Κάναμε αρκετές ώρες μέχρι να καταφέρουμε να βρούμε κάποιο διερμηνέα, μια και οι λίγοι εκείνοι που μιλούσαν περσικά και πορεύονταν προηγουμένως μαζί με τους Έλληνες είχαν σκοτωθεί ή χαθεί σε προγενέστερες συμπλοκές. Τελικά, πετύχαμε κάποιο γέρο από το χωριό, κάποιον που είχε υπηρετήσει στον περσικό στρατό πριν από δεκαετίες στην Ιωνία και μιλούσε σπαστά και «σκουριασμένα» και τις δύο γλώσσες, χώρια άλλες έξι. Ο γερο-χω-ριάτης σηκώθηκε από το κρεβάτι μισομεθυσμένος ή παλαβωμένος και εξαπολύοντας ένα σωρό βρισιές σε όσες γλώσσες ήξερε,
ΧΕΙΜΩΝΑΣ 445
και μερικές ακόμα που, το πιο πιθανό, εφηύρε εκείνη τη στιγμή, ώσπου έκανε τους Σπαρτιάτες μας να κοκκινίσουν σαν παρθένες. Όταν τον είδε ο Χειρίσοφος, εκνευρίστηκε πολύ με τις μεγαλοστομίες του γέρου και αρνήθηκε κάθε ανάμειξη μαζί του, κατηγορώντας τον για τρελό. Ο Ξενοφώντας, όμως, τον έπεισε να χρησιμοποιήσει το γέρο, επισημαίνοντας ότι μπορεί να του είχε απομείνει κάποια λογική μέσα στην τρέλα του και υποστηρίζοντας ότι όλοι είμαστε, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, τρελοί. Ο Χειρίσοφος τον κοίταξε αρκετή ώρα κι ύστερα απομακρύνθηκε αηδιασμένος.
Δεν ήταν δύσκολο να ανακρίνουμε τον κρατούμενο. Του είπαμε απλώς ότι αν δε συνεργαζόταν θα τον γδύναμε και θα τον αφήναμε να πεθάνει στον κοντινότερο σωρό χιονιού, και αυτό στάθηκε αρκετό για να κάνει τον αθυρόστομο Πέρση να κελαηδήσει σαν αηδόνι. Όπως αποδείχτηκε, δεν ευσταθούσαν οι φόβοι μας για τον Τισσαφέρνη. Ο κρατούμενος ήταν μισθοφόρος που υπηρετούσε τον Τιρίβαζο και έψαχνε για προμήθειες όταν τον αιφνιδίασαν οι ιχνηλάτες μας. Προφανώς, ο Τιρίβαζος είχε μεγάλη δύναμη από μισθοφόρους, Χάλυβες και Ταόχους, στην πραγματικότητα τόσο μεγάλη, που μπορούσε να εμποδίσει τη διέλευσή μας χωρίς να σπάσει τυπικά την ανακωχή - κάτι που σήμαινε ότι ο στρατός των Αρμενίων δε θα μας παρεμπόδιζε. Οι μισθοφόροι, είπε ο κρατούμενος, είχαν βρει τη θέση μας ακολουθώντας τα ίχνη μας μέσα από τα βουνά, συγκεντρώνοντας και ντόπιους ατάκτους καθ' οδόν, και σχεδίαζαν να μας στήσουν ενέδρα στις στενωπούς και τα φαράγγια που θα συναντούσαμε στην πορεία, εμποδίζοντας την υποχώρησή μας και εξοντώνοντάς μας μέσα στο χιόνι.
Με το που τα άκουσαν αυτά οι αξιωματικοί έγιναν έξαλλοι. «Μήπως χρειαζόμαστε και κανένα αναθεματισμένο νομικό για να κλείσουμε μια απλή συνθήκη με αυτούς τους βαρβάρους;» ρώτησε αηδιασμένος ο Χειρίσοφος. «Μήπως χρειαζόμαστε ξεχωριστούς όρους που να καλύπτουν τον κύριο στρατό, τους Χαλδαίους μισθοφόρους, τους αγρότες με τα δικράνια και τις νοικοκυρές που μας πετάνε βρομόνερα;»
446 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
Εξαγριωμένος ο Ξενοφώντας έδωσε εντολή στο στρατό να συνταχθεί σε σχηματισμό μάχης, εντολή που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις· το μέτρο εντούτοις αποδείχτηκε αναγκαίο. Αν καθόμαστε εκεί ακινητοποιημένοι, θα εξαντλούσαμε σύντομα τις προμήθειες μας και θα δίναμε χρόνο στον Τιρίβαζο και στους μισθοφόρους του να συγκεντρώσουν επιπλέον δυνάμεις και να ισχυροποιήσουν τις θέσεις τους. Το κύριο σώμα του στρατού, που γκρίνιαζε, βάδισε αμέσως με οδηγό τον κρατούμενο, αφήνοντας φρουρές στα χωριά κάτω από τις διαταγές του Σοφαίνετου του Στυμφάλιου.
Οι άντρες ήταν σε πολύ κακή διάθεση, έτοιμοι για φόνο, όχι τόσο των εχθρών αλλά του Ξενοφώντα και του Χειρίσοφου, σύντομα όμως βρήκαν ικανοποίηση. Οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες, συμπεριλαμβανομένων και των Ροδίων του Νικόλαου που προχωρούσαν με δυσκολία μες στο χιόνι, οδηγώντας τους άλλους, αιφνιδίασαν ένα μεγάλο σώμα εχθρικού στρατού μέσα στο ίδιο του το στρατόπεδο, με τις ασπίδες κατεβασμένες. Οι Έλληνες χτύπησαν τους μισθοφόρους με καταιγιστικά πυρά από βέλη και πέτρες από σφεντόνες, χωρίς καν να μπουν στον κόπο να περιμένουν τον ερχομό των βαριά οπλισμένων, σκοτώνοντας δεκάδες με την πρώτη κιόλας βολή. Και ύστερα όρμησαν καταπάνω τους με κραυγές και περισσότερες βολές. Η Αστερία, που έκανε το παν για να φανεί χρήσιμη, μοιράζοντας βλήματα και προσφέροντας νερό, μου είπε ότι η όλη συμπλοκή έμοιαζε με όνειρο: οι επιτιθέμενοι έτρεχαν και παράδερναν μέσα στις βαθιές χιονοστιβάδες, λες και πάλευαν μέσα σε σύννεφα, ενώ οι τρομοκρατημένοι εχθροί επιχειρούσαν να υποχωρήσουν εξίσου αργά, βουλιάζοντας μες στο αφράτο χιόνι, και ξανασηκώνονταν αργά, προσπαθώντας να τρέξουν μέσα στο απαλό σαν πούδρα χιόνι που τους έφτανε ως τη μέση. Η σκηνή ήταν εξωπραγματική και εφιαλτική, αφού ακόμα και οι φωνές των πολεμιστών πνίγονταν μες στη σιωπή του χιονισμένου δάσους. Η ζωή ξανάγινε και πάλι συγκεκριμένη, υλική πραγματικότητα, όταν οι Έλληνες στρατιώτες έπιασαν όσους από τους μισθοφόρους τόλμησαν να σταθούν για να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους, και αυτή η επαφή των απόκοσμων
ΧΕΙΜΩΝΑΣ 447
μορφών κατέληξε σε ουρλιαχτά αγωνίας και σε κηλίδες από αίμα και σε διάσπαρτα μέλη πάνω στην αφράτη, παρθενική α-σπράδα του χιονιού.
Ο εχθρός τράπηκε σε φυγή με πολλούς σκοτωμένους, αφού οι Ροδίτες κατέλαβαν ακόμα και τη σκηνή του Τιρίβαζου, γεμάτη σκλάβους και χρυσά και αργυρά σκεύη που αποδείκνυαν ότι ο πονηρός σατράπης είχε άμεση ανάμειξη στην ενέργεια αυτή. Ο χρυσός, πάντως, εμάς μας ήταν άχρηστος. Πιο χρήσιμα ήταν τα είκοσι καθαρόαιμα που άφησε πίσω του το ιππικό, αν και δεν επαρκούσαν για ν' αναπληρώσουν εκείνα που χάσαμε στην προηγούμενη επιδρομή μας πάνω στα βουνά, αλλά παρ' όλα αυτά ήταν καλοδεχούμενα, μια και οι στρατιώτες πεινούσαν.
2
Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ του κακού στον αέρα έμοιαζε με δυσωδία ή νέφος, καθώς γλιστρούσα προς την καλύβα της Αστερίας το επόμενο βράδυ, σε μια προσπάθεια να διαλύσω τη δηλητηριασμένη ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα μας. Δεν έμοιαζε με τη συνεχή ένταση ενός στρατού σε υποχώρηση, ενός στρατού πολιορκημένου, που είναι κάτι διαφορετικό, ένας υπόκωφος εκνευρισμός σαν το μακρινό μουγκρητό ποταμού ή την ξεθυμασμένη μυρουδιά ψοφιμιού που δεν κατάφερε κάποιος να βρει και να θάψει, αλλά που τελικά τη συνηθίζει. Το συναίσθημα εκείνης της βραδιάς ήταν σαφές, ένα έντονο τράβηγμα στα σωθικά, μια ανατριχίλα στο σβέρκο, η αίσθηση ότι κάτι τρομακτικά άσχημο ή επικίνδυνο υπήρχε στον κόσμο, το αίσθημα ότι σε παρακολουθεί κάποια διαβολική θεότητα ή, ακόμα χειρότερα, ότι ο ίδιος ο διάβολος μπήκε μέσα σου.
Πλησίασα τη χαμηλή είσοδο της πέτρινης κυψελοειδούς κατασκευής, σφύριξα ως συνήθως για να ειδοποιήσω την Αστερία ότι βρισκόμουν εκεί κι ένιωσα κάποια μικρή έκπληξη όταν δε μου απάντησε. Εντούτοις αυτό δε σήμαινε τίποτα - μπορεί να κοιμόταν ή να έλειπε, κι έτσι έσκυψα μέχρι τη μέση και μπήκα.
Οι φωσφορίζοντες λευκοί σωροί του χιονιού αντανακλώντας μέσα από την πόρτα φώτιζαν ένα θέαμα για το οποίο δεν ήμουν προετοιμασμένος: την εκπλήρωση του κακού οιωνού που είχα προαισθανθεί. Προτού καν καταγράψουν τα μάτια μου το θέαμα, τα αφτιά μου κατακλύστηκαν από τις πνιχτές, βαριές ανάσες και τα σχεδόν υπόκωφα μουγκρητά. Η Αστερία βρισκόταν ξαπλωμένη με την κοιλιά στο έδαφος, με τα πόδια της ανοιχτά ευθεία πίσω, ενώ μια μεγαλόσωμη αντρική φιγούρα ήταν γονατι-
ΧΕΙΜΩΝΑΣ 449
σμένη πάνω από τα οπίσθια της, με τα γόνατα μπηγμένα οδυνηρά στο πίσω μέρος των μηρών της. Το αριστερό χέρι του άντρα απλωνόταν προς το λαιμό της και στο αχνό φως μπόρεσα να δω τη διαβολική λάμψη μετάλλου, του ξίφους της Αστερίας, ενώ με το δεξί χέρι του ψαχούλευε άτσαλα τα αχαμνά του, καθώς πολεμούσε να λύσει και να χαλαρώσει τους ιμάντες των λαγόνων του κάτω από το χιτώνα του. Δεν κοιτούσε κατά το μέρος μου και δε με είχε καν ακούσει να μπαίνω μέσα στα καπονίσια γρυλίσματά του και το μόνο που μπορούσα να δω ήταν η καμπυλωμένη ράχη και τα πόδια του, η δελφινένια άκρη της σπονδυλικής του στήλης που εξείχε κάτω από το δέρμα της πλάτης του. Αυτό που με καθήλωσε, όμως, αφήνοντας με μαρμαρωμένο προς στιγμήν από έκπληξη, ήταν η θέα της τεράστιας ροζ, σουφρωμένης ουλής στο δεξί ώμο του κτήνους, το ίδιο ζαρωμένη και άσχημη όσο και την τελευταία φορά που την είχα δει πριν από δώδεκα χρόνια. Η Αστερία είχε τεντώσει το λαιμό της προς τα πίσω, πάνω από τον ώμο της και με περιεργαζόταν, ενώ τα μάτια της ικέτευαν με βουβή απόγνωση τα δικά μου.
Πενήντα χρόνια αργότερα μπορώ ακόμα να ξαναθυμηθώ τον τρόπο που ξέσπασα, το συναίσθημα ότι, ανεξάρτητα αν ήταν άνθρωπος ή θεός, του απέμεναν ελάχιστα λεπτά ζωής. Παρά τις ικανότητες του στη μάχη σώμα με σώμα, ο Αντίνοος δεν είχε καμιά ελπίδα. Έχοντας εισβάλει στην καλύβα πάνω στην πιο αισχρή στιγμή του, αντέδρασα ακαριαία σχεδόν, αρπάζοντας τον από τα μαλλιά με ένα βρυχηθμό, σηκώνοντας τον σαν σακί στον αέρα και πετώντας τον πάνω στον τοίχο με όλη μου τη δύναμη, με μία μόνο κίνηση. Διαπίστωσα, πάνω από όλα, ότι ήταν πιο μεγαλόσωμος απ' όσο θυμόμουν, αλλά κι εγώ είχα μεγαλώσει και δεν μπορούσε να μου παραβγεί με τον όγκο του. Το πρόσωπό του άλλαξε χίλιες εκφράσεις, πρώτα σοκ και έκπληξη και ακολούθως πόνο όταν εκτοξεύτηκε τόσο βίαια στον τοίχο, ύστερα μια λάμψη αναγνώρισης και ένα σφιχτό, κακό χαμόγελο, καθώς διέκρινε το πρόσωπό μου στο σκοτάδι. Τα ξεσφιγμένα ρούχα του είχαν πέσει από πάνω του, αποκαλύπτοντας την αισχρή και πρησμένη γύμνια του, και πάνω στη λύσσα μου πίεσα το γόνατό μου ανάμεσα
450 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
στα σκέλια του και το έχωσα τρεις φορές μες στα αχαμνά του, με όλη μου τη δύναμη, τσακίζοντας τα ζουμερά του αρχίδια πάνω στο ηβικό οστό, λιώνοντας τα σαν σάπια σταφύλια σε έναν αιμάτινο πολτό. Ούρλιαξε και τα μάτια του γύρισαν από τον πόνο. Όταν άφησα τα μαλλιά του, σωριάστηκε σπαράζοντας γονατιστός κι ύστερα έπεσε στο πλάι, παλεύοντας να πάρει ανάσα, όπου και τον άφησα να αναγουλιάζει και να με αγριοκοιτάζει με τα νερουλια-σμένα, γεμάτα μίσος μάτια του, καθώς θρηνούσε για τα δέκα δευτερόλεπτα της οργής μου που του είχαν στοιχίσει τη μόνιμη απώλεια του ανδρισμού του.
Στράφηκα και πάλι στην Αστερία, χωρίς να ρίξω δεύτερη ματιά στον Αντίνοο. Είχε ανασηκωθεί με κόπο στα γόνατα της και μπουσουλώντας έφτασε στον απέναντι τοίχο, όπου τώρα είχε κουβαριαστεί, με τα χέρια τυλιγμένα γύρω από το κορμί της, κοιτάζοντας με με μάτια εξίσου τρομαγμένα με αυτά του πλάσματος που σφάδαζε στο δάπεδο. Καθώς έσκυψα και άπλωσα το χέρι μου για να την αγγίξω, οπισθοχώρησε ασυναίσθητα, λες και με φοβόταν κι εμένα τον ίδιο, κι ύστερα συνήλθε αμέσως και άρχισε να κλαίει με μανία, σκεπάζοντας το πρόσωπο με τα χέρια της.
«Με... με περίμενε την ώρα που μπήκα μέσα στην καλύβα... και με αιφνιδίασε. Κι είπε ότι θα με σκότωνε αν δεν το έκανα...»
Άφησα τους θρήνους της ν' ακολουθήσουν ανεμπόδιστα την πορεία τους για μια στιγμή, ενώ ο αιμόφυρτος Αντίνοος στριφογύριζε και μόρφαζε, κοιτάζοντας μας ταυτόχρονα με το πρόσωπο παραμορφωμένο από λύσσα.
Ξαφνικά οι φρικιαστικοί σπασμοί της Αστερίας σταμάτησαν και έμεινε βουβή για μια στιγμή, προτού στρέψει αργά το πρόσωπο της για να κοιτάξει αδίστακτα τον άντρα που λίγα λεπτά πριν κρατούσε τη ζωή της στα χέρια του. Τον παρατήρησε σιωπηλά, σαν να αναμετρούσε τη μοίρα του, προτού μου ψιθυρίσει, με χαμηλή, σφιγμένη φωνή: «Θα επιζήσει».
Θα πρέπει να της είπα κάποια παρηγορητική κοινοτυπία, ότι δηλαδή πήρε ένα σκληρό μάθημα, αλλά εκείνη με σταμάτησε βάζοντας το δάχτυλο της στα χείλη μου. «Θέο, δεν κατάλαβες... θα επιζήσει. Δεν μπορούμε να έχουμε έναν τέτοιον εχθρό μέσα στο
ΧΕΙΜΩΝΑΣ 451
ίδιο το στρατόπεδο μας, κάποιον που εσύ κατέστρεψες σωματικά». Τότε κατάλαβα τι εννοούσε και το αίμα μου πάγωσε. Η Αστερία συνέχισε να με κοιτάζει έντονα και κατάλαβα από τη βουβαμάρα ότι και ο Αντίνοος είχε μείνει ακίνητος, τρέμοντας σαν λαγός που μόλις είχε πιαστεί και παρακολουθώντας με έντονα μες στο μισοσκόταδο.
Η καρδιά μου βούλιαξε όταν συνειδητοποίησα τι έπρεπε να γίνει και η Αστερία σηκώθηκε αργά, με τα μάτια καρφωμένα συνεχώς πάνω μου, λες κι ήθελε να μεταβιβάσει τη δύναμη της στη ραχοκοκαλιά μου. Ο Αντίνοος άρχισε να μουρμουρίζει καθώς τον πλησίαζα.
«Σκότωσες τον αδερφό μου», γρύλισε, «και τώρα κατέστρεψες και τους μελλοντικούς απογόνους μου. Δε σου φτάνουν όσα μου πήρες μέχρι τώρα;»
Σταμάτησα για μια στιγμή και τον κοίταξα, ερευνώντας το πρόσωπο του, αλλά το βλέμμα του έπεσε πάνω μου με μίσος, χωρίς κάποια ένδειξη μετάνοιας, κι έτσι χωρίς κανέναν επιπλέον δισταγμό έχωσα το βρόμικο ζωνάρι του στο στόμα του και τον σήκωσα βίαια από τα μαλλιά. Σπρώχνοντας το βαρύ κι ασήκωτο σώμα του μέσα από το χαμηλό πορτάκι έξω στο χιόνι, βγήκα αμέσως από πίσω του και, άλλοτε σέρνοντας τον, άλλοτε κουβαλώντας τον, τον μετέφερα στο σκοτεινό δασάκι μερικές εκατοντάδες μέτρα πίσω από το χαμηλό κτίσμα κι εκεί τον πέταξα πάνω στην παγωμένη κρούστα του χιονιού. Ο Αντίνοος έμεινε εκεί με την κοιλιά στο έδαφος, ακίνητος και ξέπνοος, με μια σκούρα κηλίδα να απλώνεται κάτω από τη λεκάνη του, καθώς σταμάτησα στιγμιαία για να σκεφτώ αν αυτό αποτελούσε πραγματικά μέρος κάποιου θεϊκού σχεδίου, μολονότι θα παραξενευόμουν αν έπαιρνα κάποια απάντηση. Έβαλα το ένα μου πόδι πάνω στην πλάτη του και κάθισα καβαλικευτά από πίσω του, με το μυαλό μου να κατακλύζεται από αναμνήσεις, και απορούσα που αυτό το άβουλο πλάσμα ήταν το ίδιο με εκείνο που είχε φέρει σε παρόμοια κατάσταση το Αηδόνι χρόνια πριν, με το σαδιστικό του πρόγραμμα προπόνησης. «Θα ζήσεις», του είχε πει τότε - αν και τώρα δεν είχα σκοπό να του δώσω την παραμικρή διαβεβαίωση γι' αυτό. Καθώς τον άρ-
452 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
παξα από τα μαλλιά για να γείρω προς τα πίσω το κεφάλι του και ν' αποκαλύψω τον παλ\όμενο λαιμό του, ένα βαθύ, σπαρακτικό ρίγος τον διαπέρασε. Είδα να καθρεφτίζεται στα μάτια του το κεφάλι και οι ώμοι ενός παράξενου ανθρώπου ή θεού που δεν αναγνώριζα και, αφού μουρμούρισα μια σύντομη προσευχή, βύθισα στα γρήγορα το μαχαίρι στο λαιμό του.
Το βάσανο του μίσους, το βάσανο της αγάπης. Αυτή τη φορά δεν υπήρχε κανένας διαχωρισμός ανάμεσα στα δύο στοιχεία.
3
ΤΟ ΗΘΙΚΟ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ήταν πεσμένο, βαρύ σαν πέτρα. Είχαμε περάσει πάνω από μια εβδομάδα μέχρι τώρα στα χωριά αυτά, χωρίς να καταφέρουμε τίποτα περισσότερο από την απώλεια τεράστιου αριθμού αντρών και ζώων λόγω της βαρυχειμωνιάς, ενώ οι αξιόμαχοι στρατιώτες μας είχαν εξαντληθεί από τις συνεχείς επιδρομές που κάναμε στα βουνά για να επιτεθούμε στους ντόπιους μαχητές που έμοιαζαν να γίνονται ένα με τα δάση. Ο Ξενοφώντας έκανε ατέλειωτες βόλτες στα καταλύματα, τη νύχτα, με όση ευθυμία μπορούσε να συγκεντρώσει ο ίδιος, επαινώντας εκείνους που αναλάμβαναν οι ίδιοι την ευθύνη για τη συνέχιση της πορείας και δίνοντας απτό παράδειγμα με το να δουλεύει σκληρότερα και από τον κατώτερο υπασπιστή. Είχε εξαντληθεί και ανησυχούσα μόνιμα για την υγεία του, εκείνος, όμως, συνέχιζε δραστήρια.
Ο στρατός προχώρησε τελικά, μια βεβιασμένη προσπάθεια που άρχισε πριν χαράξει, μες στο σκοτάδι, σε έναν τελικό αγώνα δρόμου ώστε να μην προλάβει ο εχθρός να συγκεντρωθεί και καταλάβει τα στενά βόρεια από εμάς. Αυτή τη φορά, την ώρα της αναχώρησης ο Ξενοφώντας με κοίταξε με πιο σίγουρη ή ίσως με πιο καρτερική έκφραση.
«Είσαι πιο ήσυχος με την απόφαση σου για πορεία αυτή τη φορά», παρατήρησα.
Με κοίταξε παραξενεμένος. «Πάντα είμαι ήσυχος με τις εντολές που δίνω. Δεν ξέρω, ό
μως, πάντα τα αποτελέσματα και αυτό είναι που με ανησυχεί». «Την τελευταία φορά αναγκαστήκαμε να υποχωρήσουμε πί
σω εξαιτίας του χιονιού», είπα. «Τι σε κάνει, αυτή τη φορά, τόσο σίγουρο για το αποτέλεσμα;»
454 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
Δε χρειαζόταν όμως να κάνω την ερώτηση, μια και η διαπεραστική μυρουδιά του μαύρου καπνού και οι έκπληκτες φωνές των αντρών έξω από την καλύβα μου έδωσαν όλες τις απαντήσεις που ζητούσα.
«Έδωσα εντολή να πυρποληθούν τα χωριά», είπε, «και ως ανταπόδοση στην πανουργία του Τιρίβαζου, αλλά και για να εκλείψει κάθε πειρασμός που μπορεί να νιώθαμε για να επιστρέψουμε και πάλι».
Εκείνη τη νύχτα φτάσαμε στα υψώματα από τα οποία οι βάρβαροι είχαν πρόθεση να μας επιτεθούν και καταφέραμε να τα περάσουμε χωρίς καν μάχη. Μέσα στην άγνοια τους, τα στρατεύματα του Τιρίβαζου δεν ατιλήφθηκαν πως, αν είχαν καταλάβει την απόρθητη εκείνη θέση αντί για εμάς, θα είχαν πετύχει την καταστροφή ολόκληρου του ελληνικού στρατού μέσα στα παγερά χιόνια.
Συνεχίσαμε για έξι άθλιες μέρες προς τον άνω Ευφράτη, τόσο διαφορετικό από το ζεστό, ατάραχο παραπόταμο του, κι ύστερα άλλες έξι ακόμα σε μια απαίσια, ανεμοδαρμένη πεδιάδα, την οποία σάρωναν αλύπητα βοριάδες που φυσούσαν κατευθείαν στα μάτια μας και μας έκαιγαν λες και ήταν ακτίνες του ήλιου, κάνοντας το ακάλυπτο δέρμα μας να ξεραίνεται, να τσουρουφλίζεται και να σκάει. Το πρόσωπο του Ξενοφώντα, όπως και αυτό του Χειρίσοφου αλλά και των άλλων δε μου ήταν πια αναγνωρίσιμα· όλα τους είχαν γίνει ένα και το αυτό, με μάτια σκληρά και ερευνητικά, ρουφηγμένα μάγουλα και ακανόνιστα, άκοπα γένια που έσβηναν όλα τα ίχνη των προσωπικών χαρακτηριστικών, τα οποία άλλοτε αποτελούσαν σημεία της ανθρώπινης φύσης τους, μουντζουρώνοντας την ατομική τους ταυτότητα και περιορίζοντας τους σε απλά είδη, όπως και τα άλλα αξιολύπητα πλάσματα που βλέπαμε να προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα σε αυτά τα παγωμένα λημέρια. Ξεχάσαμε τα πάντα εκτός από την ανάγκη να βρισκόμαστε διαρκώς σε κίνηση, να κάνουμε άλλο ένα βήμα προς τα εμπρός, και επειδή κάθε μέρα ήταν τόσο ίδια με την προηγούμενη, κάθε γκρίζα νύχτα τόσο όμοια με την κάθε γκριζόμαυρη μέρα, δεν είχε καμιά σημασία πια ο χρόνος. Επικοινωνούσαμε με
ΧΕΙΜΩΝΑΣ 455
γρυλίσματα. Ο γνήσιος λόγος προϋπέθετε πολύ μεγάλη προσπάθεια.
Το χιόνι δεν είχε καμιά διάρθρωση, καθόλου πάτο. Οι άντρες βούλιαζαν μέχρι τη μέση ή το στήθος κι αυτό μας έκανε να χάσουμε αμέτρητα ζώα και προμήθειες αλλά και δεκάδες στρατιώτες, πολλοί από τους οποίους απλώς χάνονταν από τα μάτια μας για πάντα, καθώς έπεφταν με τα μούτρα κι εξαφανίζονταν εξαντλημένοι, ανίκανοι να ξανασηκωθούν. Ακόμα κι οι πιο δυνατοί είχαν καταβληθεί από την πείνα και το κρύο και όταν ο Ξενοφώντας κατάλαβε ότι το πρόβλημα εν μέρει οφειλόταν όχι στα παγωμένα πόδια αλλά στο άδειο στομάχι, έκανε βόλτες ο ίδιος στο στράτευμα σαρώνοντας αποθέματα και προμήθειες και έστελνε τους πιο δυνατούς δρομείς πίσω, κατά μήκος του μονοπατιού αλλά και στις άκρες του, για να βρουν όσους είχαν πέσει κι ήταν ετοιμοθάνατοι και να τους αναγκάσουν να φάνε λιγάκι, έστω και λίγο μπαγιάτικο ψωμί ή ωμό αλογίσιο κρέας, σκουληκιασμένο, επομένως ακατάλληλο, και να τους πιέσουν, ακόμα και με χαστούκια στο πρόσωπο, για να σηκωθούν και να συνεχίσουν τρεκλίζοντας. Είδα τον Ξενοφώντα να τραβάει ένα ρακένδυτο νεαρό Ροδίτη μέσα από το χιόνι, να τον μπατσίζει και να τον ταρακουνάει σαν πάνινη κούκλα, ώσπου τελικά ο νεαρός έβαλε τις φωνές διαμαρτυρόμενος και κατέβασε κάμποσο κρύο πλιγούρι μουλιασμένο στο γάλα, που σε καλύτερες εποχές θα το χρησιμοποιούσαμε σαν τροφή για τα γαϊδούρια. Ο Ξενοφώντας τον παρακολούθησε προσεκτικά, ώσπου τον είδε ότι άρχισε να περπατάει τρεκλίζοντας για να βρει τους υπόλοιπους εξαϋλωμένους στρατιώτες, κι ύστερα προχώρησε στην επόμενη σκούρα κηλίδα που είδε να κείτεται εγκαταλειμμένη πάνω στο χιόνι κάτω από κάποιο λεπτό μανδύα, για να ξαναρχίσει την ίδια διαδικασία. Δεν είχα το κουράγιο να του πω ότι μόλις τον έχασε από τα μάτια του ο νεαρός Ροδίτης ξανάπεσε στο χιόνι, ενώ οι στρατιώτες τον προσπερνούσαν σιωπηλά. Αν κάποιος επρόκειτο έτσι κι αλλιώς να πεθάνει, αυτός ήταν ο ευκολότερος και πιο ανώδυνος τρόπος. Ξάπλωνε απλώς κάτω και περίμενε, χωρίς να κάνει τίποτα, υπομονετικός όπως οι Μοίρες, ώσπου ο γλυκός θάνατος έφτανε με τη
456 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
μορφή ενός απαλού, παγωμένου ύπνου και η καρδιά του χτυπούσε απλώς πιο αργά και τελικά σταματούσε. Για τους άντρες που υπέφεραν από φρικτούς πόνους, πείνα και εξάντληση, η ιδέα μιας τέτοιας ανακούφισης από τα βάσανα, μιας τόσο εύκολης υποδοχής στις αγκάλες των θεών, έμοιαζε με σαγηνευτικό τραγούδι Σειρήνων στο οποίο ήταν αδύνατο ν' αντισταθούν.
Αυτοί που είχαν την επιθυμία να ζήσουν, αλλά απλώς δεν είχαν τη δύναμη να συνεχίσουν, υπέφεραν περισσότερο. Ανίκανοι να φτάσουν στο μέρος που βρισκόταν συγκεντρωμένο για τη νύχτα το κύριο σώμα του στρατού, περνούσαν όλο το βράδυ άσιτοι και χωρίς φωτιά, ώσπου τελικά τους τύλιγε το σκοτάδι. Σπάνια κάποιοι από αυτούς επιζούσαν ως το πρωί. Μικρές ομάδες του εχθρού μάς ακολουθούσαν συνεχώς σαν όρνια, χτυπώντας όσους έμεναν πίσω και παίρνοντας τα πενιχρά τους υπάρχοντα, αρπάζοντας τα ανίκανα ζώα τα οποία εμείς δεν είχαμε την απαιτούμενη ταχύτητα να σφάξουμε για τροφή, παρενοχλώντας μας ανά πάσα στιγμή.
Άντρες που είχαν το κουράγιο να βαδίζουν χιλιόμετρα ολόκληρα, ακόμα και αφού είχαν χάσει τα δάχτυλα των ποδιών τους από κρυοπαγήματα, μπορούσαν να καταβληθούν από μια αναπάντεχη συμφορά: την τύφλωση από το χιόνι, που τους καθιστούσε ανήμπορους, ακόμα και όταν τους οδηγούσε κάποιος ευγενικός σύντροφος δεμένους από κάποιο λουρί ή ζώνη, επειδή το βάθος του χιονιού και οι ανωμαλίες του εδάφους έκαναν αδύνατο το βάδισμα χωρίς όραση. Όσοι ήταν αρκετά ξύπνιοι και συνειδητοποιούσαν πιο πριν το πρόβλημα έφτιαχναν παρωπίδες ή απλώς βάδιζαν κρατώντας ένα μαύρο αντικείμενο μπροστά στα μάτια τους, αλλά για μερικούς ήταν ήδη πολύ αργά. Εκείνοι που βλέπαμε να σέρνονται γονατιστοί οικτρά μες στο χιόνι, καθώς τους προσπερνούσαμε, με σφαλισμένα τα μάτια από το πρήξιμο και υγρά να τρέχουν ασταμάτητα από τις κόγχες τους, εκλιπαρούσαν τους συντρόφους τους, που μετά βίας κι αυτοί στέκονταν στα πόδια τους, να τους οδηγήσουν ή να τους μεταφέρουν με ασφάλεια.
Το μεγαλύτερο, πάντως, πρόβλημα ήταν τα πόδια μας. Τα καλά δερμάτινα σανδάλια με τις βαριές πέτσινες σόλες είναι πολύ
ΧΕΙΜΩΝΑΣ 457
εξυπηρετικά σε μια μάχη, ακόμα και για να περάσεις μέσα από φωτιά, αλλά αντέχουν μόνο ένα δυο μήνες σε συνθήκες συνεχούς πορείας, ακόμα και με επιδιορθώσεις στη διάρκεια της νύχτας, και τα υποδήματα των στρατιωτών είχαν εξαντλήσει προ πολλού τη χρησιμότητα τους. Η απουσία βοδιών και ανθρώπων από το μπουλούκι που θα επεξεργάζονταν το δέρμα και θα κατασκεύαζαν υποδήματα σήμαινε ότι οι στρατιώτες έπρεπε να τα φτιάχνουν όπως όπως μόνοι τους, πιο συχνά από φρεσκογδαρμένα δέρματα μουλαριών που είχαν πέσει στην άκρη του δρόμου και τα οποία οι στρατιώτες έγδερναν χωρίς να περιμένουν καν να πεθάνει εντελώς το άμοιρο ζώο, σε μια προσπάθεια να καταβροχθίσουν το κρέας και το αίμα όσο ήταν ακόμα ζεστά και να καταφέρουν να εφοδιαστούν με αρκετό δέρμα προτού φτάσουν οι εχθροί ή άλλοι σύντροφοι τους. Αν δεν είχε κοκαλώσει από το κρύο, αφαιρούσαν τα πάντα από ένα πεθαμένο μουλάρι, αφήνοντας στα κοράκια μόνο ματωμένα κόκαλα, ενώ στην επόμενη κατασκήνωση έβλεπες τους άντρες ν' ανταλλάσσουν επιμελώς μεταξύ τους λουρίδες από δέρμα, να φτιάχνουν αυτοσχέδιες βελόνες από κόκαλο και νήμα από νεύρα και να κατασκευάζουν σανδάλια από ανεπεξέργαστες προβιές, οι οποίες λίγες ώρες πριν κάλυπταν ζωντανή σάρκα. Ήταν δύσκολο να καταλάβεις, κοιτάζοντας τα πόδια των στρατιωτών, αν το αίμα που τα έβαφε κατακόκκινα ήταν από τις δικές τους φουοκάλες και τα χαμένα δάχτυλα ή από τις φρεσκογδαρμένες προβιές. Όποιος όμως δεν προνοούσε να κάνει πιο χαλαρά τα λουριά σύντομα θα έπαιρνε ένα οδυνηρό μάθημα, καθώς τα ακατέργαστα δέρματα ζάρωναν από την υγρασία του λιωμένου χιονιού και του αίματος και χώνονταν βαθιά μέσα στη μουδιασμένη σάρκα κι ύστερα πάγωναν, αν αυτός που τα φορούσε έμενε ακίνητος για περισσότερο από ένα ή δύο λεπτά. Αρκετοί αρτιμελείς άντρες έχασαν τη ζωή τους όταν τα σανδάλια τους από μουλαρίσιο δέρμα τους κούτσαναν και τους υποχρέωσαν να μείνουν πίσω, κλαίγοντας μέσα στο χιόνι.
Εξαιτίας των σκληρών συνθηκών του ταξιδιού, ο στρατός είχε απλωθεί σε απόσταση πολλών χιλιομέτρων, κάνοντας δύσκολη την επικοινωνία μεταξύ εμπροσθοφυλακής και οπισθοφυλα-
458 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
κής. Μια νύχτα, αφού παλεύαμε ολόκληρη μέρα με το βοριά, το στράτευμα του Ξενοφώντα έφτασε στο στρατόπεδο αφού είχε σκοτεινιάσει πριν από πολλές ώρες, για ν' ανακαλύψει ότι αυτοί που είχαν φτάσει νωρίτερα είχαν μαζέψει κάθε διαθέσιμο κλαράκι για προσάναμμα και αρνούνταν να αφήσουν τους ξυλιασμένους στρατιώτες μας να πλησιάσουν στις φωτιές τους εκτός κι αν τους δωροδοκούσαν με σιτάρι ή ό,τι άλλο φαγώσιμο είχαν. Όταν το ανέφερα στον Ξενοφώντα, το κουρασμένο του πρόσωπο σκοτείνιασε από οργή και προχώρησε μανιασμένα προς τη φωτιά του Χειρίσοφου για ν' αναμετρηθεί μαζί του.
«Χειρίσοφε!» του πέταξε. «Οι άντρες μου έφτασαν ύστερα από τους δικούς σου, επειδή ήταν τοποθετημένοι στην οπισθοφυλακή, για να φυλάνε τα νώτα σας! Κι όμως, όταν ήρθαν δε βρήκαν ούτε τροφή ούτε καταφύγιο, ενώ οι δικοί σου είναι ήδη βολεμένοι. Ένας στρατός είμαστε ή δύο;»
Ο Χειρίσοφος σήκωσε ήρεμα τα μάτια από το κομμάτι το παστό κρέας που ροκάνιζε, με ολοφάνερο τον εκνευρισμό του επειδή τον διέκοψε. Άφησε σκόπιμα να σβηστεί αργά το χαμόγελο από το πρόσωπό του και αντιμετώπισε ψυχρά το οργισμένο βλέμμα του Ξενοφώντα.
«Οι άντρες μου έφτασαν και σάρωσαν τον τόπο για προσα-νάμματα», είπε μετρημένα. «Έφτιαξαν καταφύγια και έτσι κατάφεραν να βολευτούν. Και οι δικοί σου μπορούν να κάνουν το ίδιο. Οι άντρες μου θα σηκωθούν και θ' αρχίσουν να βαδίζουν προτού φέξει, μια και είναι η εμπροσθοφυλακή. Γιατί δεν αφήνεις τα καημένα, κατακουρασμένα αγόρια σου να κοιμηθούν λίγο παραπάνω το πρωί, στρατηγέ;»
Ο Ξενοφώντας τον κοίταξε κατάπληκτος. «Δεν έχουμε εμπροσθοφυλακή και οπισθοφυλακή», είπε έπειτα από μια παύση. «Έχουμε δύο ξεχωριστούς στρατούς. Και μια κι έχουν έτσι τα πράγματα, θα ακολουθήσω τη συμβουλή σου. Θα πω στους στρατιώτες μου να κοιμηθούν παραπάνω κι ύστερα να ενταχθούν με όποιο στρατό θέλουν, κι αν όλοι επιθυμούν να ενταχθούν στο δικό σου, εγώ θα πορευτώ μόνος μου». Ο Χειρίσοφος σταμάτησε το μάσημα και κοίταξε τον Ξενοφώντα με πραγματικό ενδιαφέρον.
ΧΕΙΜΩΝΑΣ 459
«Θα σου αφήσουμε το προβάδισμα το πρωί για να μη σου είμαστε εμπόδιο», συνέχισε. «Φυσικά οι Ρόδιοι σφενδονήτες θα μείνουν μαζί μου, όπως και το ιππικό. Όλο το παλιό στράτευμα του Πρόξενου θα μείνει επίσης μαζί μου, φαντάζομαι, και οι Θηβαίοι και οι Σπαρτιάτες. Αυτοί ανέρχονται σε χίλιους πεντακόσιους οπλίτες και πεντακόσιους ελαφρά οπλισμένους. Αφού ανέλαβα τη διοίκηση της στρατιάς του Πρόξενου, θα κρατήσω επίσης και όσες από τις προμήθειες της απέμειναν. Περιμένω φυσικά από εσένα να φανείς δίκαιος και ν' αφήσεις όσους Αθηναίους και άλλους από την Αττική βρίσκονται στο τάγμα σου να μεταφερθούν στο δικό μου στρατό - δε θα ανεχόμουν να βλέπω συμπατριώτες μου να πορεύονται αναγκαστικά μαζί με Σπαρτιάτες».
Το πρόσωπο του Χειρίσοφου αναψοκοκκίνισε και τα μάτια του πετάχτηκαν έξω από οργή. Σηκώθηκε επάνω και στάθηκε απέναντι από τον Ξενοφώντα, με τα στήθη τους σχεδόν να εφάπτονται, αν και ο σκληρόπετσος παλιός στρατιώτης ήταν μισό κεφάλι πιο κοντός από το νεότερο συνάδελφο του. Ο Ξενοφώντας δεν οπισθοχώρησε, αλλά συνέχισε να του αραδιάζει διάφορα θέματα σαν να ήταν λίστα με ψώνια.
«Το ευκολότερο θα ήταν ίσως να συγκαλέσεις μια συνέλευση των ενωμένων δυνάμεων και να επιτρέψεις στον καθένα να πάει με όποια πλευρά θέλει. Θα ήμουν πάντως πολύ ικανοποιημένος αν έμενες με τα έλκηθρα και τις σκευοφόρους, Χειρίσοφε, καθώς και με τυχόν εναπομείναντες από το μπουλούκι που έχουν τρυπώσει μέσα στο στράτευμα, για να εξασφαλίσουν την καλοπέραση σου...»
Ο Χειρίσοφος ρουθούνισε αηδιασμένος και κοίταξε αλλού. «Μα τον Δία, στρατηγέ», είπε καρτερικά, «δε σηκώνεις ούτε ένα αστείο; Ιδέα δεν είχα ότι είσαι τόσο ευαίσθητος με το αργοπορημένο ξύπνημα των αντρών σου». Ξανακάθισε δίπλα στη φωτιά κι άρχισε να τη συνδαυλίζει σκυθρωπά. «Μπορεί οι άντρες μου να φάνηκαν λίγο περισσότερο ανυπόμονοι στο να βρουν κατάλυμα για τη νύχτα μετά την άφιξη τους. Θα κάνω μια κουβέντα μαζί τους και θα τους δώσω εντολή ν' αδειάσουν ένα μέρος για τους
460 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
καθυστερημένους σου από εδώ και στο εξής. Προσπάθησε όμως να μη μένεις τόσο πίσω, σύμφωνοι;»
Ο Ξενοφώντας συγκατένευσε σιωπηλά με μια κίνηση του κεφαλιού κι έκανε μεταβολή για να επιστρέψει στα στρατεύματα του. «Θα πρέπει να τον κανονίσω αργά ή γρήγορα αυτό τον πα-λιο-μπάσταρδο», μουρμούρισε, χωρίς ν' απευθύνεται σε κάποιον συγκεκριμένα.
Η επόμενη μέρα, φαντάστηκε ο Ξενοφώντας, θα αποτελούσε κριτήριο για τη συμφωνία του με τον Χειρίσοφο, μια και ο καιρός και οι συνθήκες για την πορεία ήταν ακόμα χειρότερες, απίστευτο κι όμως αληθινό. Προχωρούσαμε σε μια μακριά, ακανόνιστη γραμμή, κάθε άντρας και ζώο τα έβγαζε πέρα μόνος του. Καθώς οι προμήθειες εξαντλούνταν, εγκαταλείπαμε κάθε άμαξα που άδειαζε, για να διατηρούμε τις δυνάμεις μας. Κάμποσοι στρατιώτες που είχαν ξεστρατίσει από το μονοπάτι έπεσαν πάνω σε ένα σκούρο λεκέ πάνω στο χιόνι που έδειχνε να έχει ξεπαγώσει σ' εκείνο το σημείο, και έτσι συνέβαινε πραγματικά, εξαιτίας μίας μικρής θερμής πηγής που ανάβλυζε κάτω από το έδαφος. Είκοσι μισοπεθαμένοι στρατιώτες σύρθηκαν και στριμώχτηκαν γύρω της, μουσκεύοντας τα πόδια και τις γάμπες τους μέσα στον αχνιστό πολτό, αλλά παραμέλησαν ν' ανοίξουν μια μικρή πλαϊνή τρύπα δίπλα από την κύρια πηγή όπου θα μπορούσαν να αναμείξουν το σχεδόν βραστό θειούχο νερό με χιόνι για να το φέρουν στην κανονική θερμοκρασία. Όλοι αυτοί, με τα πόδια ήδη μουδιασμένα από τις παγωμένες θερμοκρασίες και τα κρυοπαγήματα και το δέρμα τους χαλαρωμένο ήδη από τη γάγγραινα, τρομοκρατήθηκαν όταν είδαν τις σάρκες τους να ξεκολλάνε από μόνες τους μετά το βάφτισμα των ποδιών τους μέσα στο καυτό νερό, παρά τις έξαλλες προσπάθειες τους να σώσουν τα πόδια τους δένοντας σφιχτά το χαλαρό κρέας πάνω στα κόκαλα με κουρέλια.
Όταν είπα στον Ξενοφώντα τι είχε συμβεί, προχώρησε με κόπο μες στο χιόνι μέχρι την πηγή και τους διέταξε, κι ύστερα τους παρακάλεσε, να σηκωθούν και να συνεχίσουν να βαδίζουν, εκλι-
ΧΕΙΜΩΝΑΣ 461
παρώντας τους στο όνομα των μητέρων και των συζύγων τους να κάνουν μια προσπάθεια και να συνεχίσουν, απειλώντας τους ότι θα τους εγκαταλείψει στα χέρια του εχθρού. Κατέφυγε ακόμα και στη βία, αναγκάζοντας τους με χτυπήματα, αλλά οι άντρες έγιναν απλώς πιο άτονοι. «Κόψε μου το λαρύγγι αν θέλεις», είπε ένας, «αλλά δε θα περπατήσω». Όταν άρχισε να πέφτει το σκοτάδι, ήρθε σε απόγνωση και κατέληξε ότι ίσως η καλύτερη στρατηγική θα ήταν απλώς να κάνει μια ύστατη προσπάθεια να τρομάξει κι έτσι να διώξει μακριά τους πλιατσικολόγους τοξότες του εχθρού που χτυπούσαν όσους δικούς μας έμεναν πίσω και μάζευαν τα εναπομείναντα εφόδια. Συγκεντρώνοντας όσους αρτιμελείς μπόρεσε να βρει από την οπισθοφυλακή, αποδύθηκε σε μια θορυβώδη και συντριπτική καταδίωξη μες στο δάσος, ποδοπατώντας και κομματιάζοντας το χιόνι, ενώ οι ανάπηροι στρατιώτες που πέθαιναν μέσα στη θερμή πηγή έκαναν ό,τι μπορούσαν για να συνεισφέρουν στη χλαπαταγή, φωνάζοντας και χτυπώντας τα δόρατα πάνω στις ασπίδες τους καθώς κείτονταν μπρούμυτα μέσα στο νερό. Οι έκπληκτοι εχθροί, που στο μεγαλύτερο μέρος τους ήταν θερμοκέφαλοι ντόπιοι έφηβοι και αγρότες άμαθοι από πόλεμο, φοβήθηκαν ότι μπορούσε να ξεσπάσει κάποια κανονική μάχη, με παράταξη, κι έσπευσαν να καλυφθούν ή έτρεχαν για να σωθούν.
Ο Ξενοφώντας πέρασε όλη τη νύχτα βηματίζοντας πάνω κάτω στη γραμμή, κι εγώ τον συνόδευα, βοηθώντας τους βραδυπορούντες να περάσουν μέσα από τις βαθιές χιονοστιβάδες, τοποθετώντας φρουρούς όπου μπορούσε, παρακαλώντας τους δυνατότερους από τους ελαφρά οπλισμένους στρατιώτες να ψάχνουν μαζί μας, τραβώντας έξω από το χιόνι όσους ήταν πολύ αδύναμοι για να βαδίσουν, εξαναγκάζοντας εκείνους που είχαν ακόμα δύναμη να συνεχίσουν για να μην πεθάνουν από το κρύο, μοιράζοντας πενιχρές μερίδες συσσιτίου που υπήρχαν ακόμα διαθέσιμες. Στο μεταξύ ο Χειρίσοφος, που βρισκόταν τρία τέσσερα χιλιόμετρα μακρύτερα, είχε συναντήσει ένα χωριό, ένα συγκρότημα από πενήντα παλιές σκόρπιες κατοικίες που σχημάτιζαν έναν ασύμμετρο κύκλο με άλλα γειτονικά χωριά που φαίνονταν, και
462 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
μόλις διασφάλισε την περιοχή, έστειλε τους οπλίτες του, καθώς και άντρες από τα ίδια τα χωριά να μας βοηθήσουν να μεταφέρουμε την οπισθοφυλακή και να διαβεβαιώσουν τον Ξενοφώντα ότι είχε μείνει χώρος στα χωριά, επιλεγμένος με κλήρο, για όλους εκείνους που μπορούσαν ν' αντέξουν τα υπόλοιπα μίλια της πορείας. Χαρήκαμε κι εμείς που τους είδαμε, μια και μέχρι τότε ένα μεγάλο μέρος της οπισθοφυλακής είχε χάσει κάθε ελπίδα και οι άντρες είχαν ξαπλώσει κάτω απλά για να πεθάνουν, ενώ οι σκληραγωγημένοι Σπαρτιάτες του Χειρίσοφου ξόδεψαν σχεδόν όλη την επόμενη μέρα για να τους σύρουν, ζωντανούς ή πεθαμένους, άλλους περπατώντας, άλλους υποβαστάζοντας τους, και να τους φέρουν στο άθλιο συγκρότημα των μικρών πέτρινων κτισμάτων που, όμως, εμάς μας φάνηκε σαν τον ίδιο τον παράδεισο.
Εκτός από τις τολύπες του καπνού που έβγαιναν νωθρά μέσα από τις καμινάδες, τα κτίσματα ήταν σχεδόν αόρατα εκτός και κάποιος βρισκόταν ακριβώς στην κορυφή τους. Με σκοπό να διατηρούν τη ζέστη, οι κατοικίες ήταν σκαμμένες κάτω από τη γη, με μια χαμηλή, στρογγυλή στέγη που έβγαινε ελάχιστα πάνω από την επιφάνεια, και έπρεπε να κατέβεις από μια ξύλινη φορητή σκάλα χωμένη μέσα στην ίδια την καμινάδα, κλείνοντας τα μάτια σου από τον καπνό, και να πηδήξεις επιδέξια πάνω από τη μικρή φωτιά από τύρφη για να καταφέρεις να μπεις - μια και δεν υπήρχαν καθόλου εξώπορτες. Εσωτερικά, ευτυχώς, τα κτίσματα ήταν ζεστά και βολικά, με πάγκους κατά μήκος των τοίχων και χαλάκια στο πάτωμα μπροστά από το τζάκι, και σε κάθε δωμάτιο υπήρχε η δυνατότητα να κοιμηθούν δώδεκα ή στην ανάγκη δεκαπέντε στρατιώτες. Στοές και συνεχόμενα δωμάτια είχαν χτιστεί για τα ζωντανά των κατοίκων, τα οποία είχαν πρόσβαση στα κτίσματα μέσα από χωριστές εισόδους σκαμμένες μες στο χιόνι και τρέφονταν όλο το χειμώνα με σανό αποθηκευμένο από τον καιρό της συγκομιδής. Λούκια σκαμμένα με κλίση στο χωματένιο δάπεδο επέτρεπαν στα κατρουλιά των ζώων να μεταφέρονται έξω από τους άμεσα ζωτικούς χώρους σ' ένα κακοφτιαγμένο αυλάκι στην άκρη του σπιτιού, αλλά ελάχιστα μπορούσαν να γίνουν για τις κουτσουλιές τους, εκτός από το να τις μαζεύουν καθημε-
ΧΕΙΜΩΝΑΣ 463
ρινά με το φτυάρι μέσα σε έναν κουβά και να σκαρφαλώνουν τη σκάλα για να τις πετάξουν έξω από το άνοιγμα της στέγης. Τις μέρες του χιονιά, τις άφηναν μέσα μαζεμένες σε μια απόμερη γωνιά και συνεισέφεραν με τη μυρουδιά τους στην ήδη άσχημη ατμόσφαιρα.
Η δυσωδία από την κάπνα, τους άπλυτους ανθρώπους και τα ζώα που ανακατεύονταν ελεύθερα μες στους κατοικημένους χώρους με τους ανθρώπους ήταν σχεδόν ανυπόφορη. Την πρώτη φορά που μπήκα σε ένα από αυτά τα αχνιστά, ζέχνοντα καταφύγια, νόμισα ότι θα λιποθυμήσω, αλλά η ζέστα και η άνεση, τόσο από τα μικρά τζάκια όσο και από τους εκπληκτικά καλοκάγαθους Αρμενίους που έμεναν εκεί, σύντομα με συνέφεραν. Στην πραγματικότητα άρχισα να μη βλέπω την ώρα να κατέβω μέσα στο σκοτεινό σαν μήτρα λάκκο, τον οποίο μας είχαν ορίσει για κατάλυμα, για να ξεκουραστώ και ν' ανακτήσω τις δυνάμεις μου για τη δοκιμασία που μας περίμενε, αλλά και για να μελετήσω το χαρακτήρα των ανθρώπων και ειδικά το καταφύγιο και την τροφή που πρόσφεραν, τα οποία μας είχαν σώσει τη ζωή.
Και πραγματικά μελέτησα πιο συχνά την τροφή, μέσα σε εκείνες τις μακριές, γεμάτες κάπνα ώρες της ανάρρωσης και της ίασης. Μόνο οι θεοί ξέρουν πως στο θέμα της διατροφής τα ταξίδια μού είχαν προσφέρει ευκαιρίες να δοκιμάσω τη θεία ευχαρίστηση περίπλοκα παρασκευασμένων λιχουδιών, αλλά και να υποστώ το χειρότερο στρατιωτικό φαγητό κάτω από σκληρές συνθήκες επιβίωσης. Ανακάλυψα, λοιπόν, ότι, σε συνάρτηση με τις συνθήκες, και τα δύο μπορούν να σου προσφέρουν ίσου σχεδόν μεγέθους έκσταση, μια και δεν υπάρχει καμιά τροφή τόσο ταγκή, καμιά γαλέτα στρατιώτη τόσο σκουληκιασμένη που να μη με κάνει ν' απορήσω πώς αφού τη βάλω μέσα μου μεταμορφώνεται ως διά μαγείας σε αίμα και μύες, φιλοδοξία και θάρρος. Εδώ, όμως, στο παράξενο αυτό βαρβαρικό χωριό από χώμα και πέτρα, μας πρόσφεραν μέρη από σφαχτά που στην προηγούμενη ζωή μου, ακόμα και στο χειρότερο λιμό της Αθήνας, δε θα είχα καταδεχτεί να τα δώσω να τα φάνε τα σκυλιά, μαγειρεμένα με λάδια άγνωστης προέλευσης ή σερβιρισμένα ασυζητητί ωμά - και
464 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
που όλα τα καταβροχθίσαμε με τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση. Ο κολλώδης σφιγκτήρας του προβάτου, βρασμένος επί ώρες μέχρι να γίνει σαν λάστιχο και στη συνέχεια μαριναρισμένος σε λάδι για να τον μασούν οι κυνηγοί και να καταπραύνουν την πείνα τους, υπήρξε πηγή μεγάλης θυμηδΐας για τους στρατιώτες. Το σπέσιαλ λουκάνικο της φυλής από μυαλό, οι ψητές ρίζες και οι βολβοί, αποθηκευμένα όλα σε τεράστια κοινοβιακά κελάρια, αλλά και οι άφθονες ποσότητες από πρόβιο και κατσικίσιο αφρόγαλα ήταν πολύ παρηγορητικά.
Οχτώ μέρες μείναμε σ' εκείνα τα χωριά, οχτώ μέρες τις οποίες ευγνωμονώ περισσότερο από οποιεσδήποτε άλλες της ζωής μου. Τη μέρα της αναχώρησης μας οι χωρικοί μάς έδειξαν πώς να πακετάρουμε τις προμήθειες μας και να ετοιμάζουμε τα ζώα μας κατά τον αρμενικό τρόπο, με σακούλια τυλιγμένα γύρω από τα πόδια των αλόγων για να τα εμποδίζουν να βουλιάζουν μες στο χιόνι. Έφτιαξαν πρόχειρα παγοπέδιλα και φορεία για όσους από τους άντρες μας ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση, κόβοντας κομμάτια από πλεχτά πανέρια από λυγαριά, και μας έδειξαν πώς να προφυλαγόμαστε από την τύφλωση του χιονιού, βλέποντας μέσα από επίπεδες ξύλινες γρίλιες δεμένες χαλαρά και προσαρμοσμένες στα πρόσωπά μας, με στενά ανοίγματα που επέτρεπαν στα μάτια μας να βλέπουν. Αν είχα ποτέ τη δυνατότητα, θα επέστρεφα ευχαρίστως σ' εκείνο το χωριό και θα φιλούσα τα πόδια των εγγονών εκείνων των ανθρώπων που τόσο ευγενικά μας βοήθησαν και μας έθρεψαν, ενώ βρισκόμαστε μισοπεθαμένοι μες στα χιόνια εκείνο το χειμώνα.
4
«ΟΙ ΓΑΜΗΜΕΝΟΙ ποτέ δε μαθαίνουν, έτσι;» μουρμούρισε ο Χει-ρίσοφος με αηδία, μασουλώντας ένα κομμάτι σφιγκτήρα και στυλώνοντας τα μάτια στα γύρω υψώματα. «Το στράτευμα πεινάει κι όμως πρέπει να καταλάβουμε αυτή τη γαμημένη τρύπα, δε μου αρέσει όμως η ιδέα να χτυπήσω γυναικόπαιδα».
Τις δύο προηγούμενες εβδομάδες που το κρύο ήταν τσουχτερό είχαμε καλύψει μετά βίας εκατόν σαράντα χιλιόμετρα, παρε-νοχλούμενοι όλο το διάστημα από φυλές κλεφτών, ώσπου, αφού περάσαμε ένα μικρό ποτάμι, μπήκαμε στην άγονη γη των Ταόχων, μιας πολεμικής φυλής εξίσου εχθρικής με όσες είχαμε συναντήσει μέχρι εδώ. Οι προμήθειες μας έλειπαν, μια και οι ντόπιοι είχαν αποσύρει ή καταστρέψει ό,τι άξιο λόγου υπήρχε στα χωριά τους, και φοβόμαστε ότι θα λιμοκτονήσουμε αν δε βρίσκαμε σύντομα τα κατάλληλα εφόδια. Έπειτα από σκληρή ανάκριση κρατουμένων που είχαμε συλλάβει στο δρόμο μας, ο Ξενοφώντας είχε προσδιορίσει την τοποθεσία του φρουρίου των Ταόχων, στο οποίο είχε καταφύγει όλος ο πληθυσμός της χώρας, κουβαλώντας μαζί τους τις προμήθειες και τα ζωντανά τους.
Ο τόπος ήταν ένα ορεινό κάστρο, μη κατοικήσιμο, παρά μόνο σε περιόδους μεγάλης ανάγκης όπως αυτή εδώ, και δύσκολα μπορούσε να φανταστεί κανείς ότι είχαν στριμωχτεί γυναικόπαιδα πάνω σ' αυτό τον ξερό βράχο. Γιατί ένας βράχος ήταν. Ένα επίπεδο και παγωμένο πλάτωμα, τριγυρισμένο από τις τρεις πλευρές από έναν απότομο γκρεμό εκατοντάδων μέτρων. Η επιφάνεια ήταν γυμνή από χιόνι, αποτέλεσμα του ανέμου που σφύριζε και βίτσιζε μόνιμα, και ήταν προσεγγίσιμη μόνο από μια μακριά, κεκλιμένη πρόσβαση που την αποτελούσε ένα μεγάλο χωράφι α-
466 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
κάλυπτο, με εξαίρεση μερικές παλιές βαλανιδιές, πάνω από το οποίο δέσποζε μια κορυφογραμμή επίπεδη, όπου οι υπερασπιστές είχαν τοποθετήσει ένα τεράστιο οπλοστάσιο από ογκόλιθους, κορμούς δέντρων και βράχους και ήταν έτοιμοι να τα ρίξουν πάνω σε όποιον επιχειρούσε να περάσει το χωράφι για ν' ανέβει. Οι οχυρώσεις του κάστρου δεν ήταν τίποτα σπουδαίο, ούτε και υπήρχε λόγος να είναι, λόγω της φυσικής υπεροχής της τοποθεσίας. Η πρόσβαση προστατευόταν απλώς από ένα χαμηλό πέτρινο τείχος καί μέσα στον περίβολο -τμήματα του οποίου μπορέσαμε να διακρίνουμε από κάποια απόσταση όταν σταθήκαμε σ' ένα γειτονικό ύψωμα- είδαμε μερικές χιλιάδες κόσμου, πρόσφυγες από τα εγκαταλειμμένα χωριά της περιοχής που τριγύριζαν πάνω στο γυμνό βράχο άτακτα, βρίσκοντας καταφύγιο από τον άνεμο και το δριμύ ψύχος σε κάτι προχειρότατα κτίσματα από πασσάλους και προβιές.
Όταν φτάσαμε με την οπισθοφυλακή, ο Χειρίσοφος περίμενε ήδη, με κάποια αμηχανία, και ο Ξενοφώντας κοίταξε σκεφτικός τους γύρω λόφους.
«Έπρεπε να είχαμε ξεμπερδέψει μέχρι τώρα μ' αυτή τη δουλειά ρουτίνας», είπε. «Περίμενε μέχρι να νυχτώσει κι ύστερα κάνε μια επίθεση αντιπερισπασμού από εδώ εναντίον του κάστρου με τον κύριο όγκο του στρατού. Στείλε μερικούς ανιχνευτές από τους πεζούς και τους ελαφρά οπλισμένους πίσω στο δρόμο από εκεί που ήρθαμε και μετά πέρασε τους κρυφά πάνω στο βουνό στα νώτα του εχθρού και... πάρ' τους από πίσω - την αγαπημένη στάση των Σπαρτιατών σου, Χειρίσοφε. Δεν υπάρχει τίποτα απλούστερο. Το μόνο πράγμα που με προβληματίζει είναι πότε θα πάρω το πρόγευμα μου».
Ο Χειρίσοφος τον επαίνεσε σαρκαστικά. «Θαυμάσια τακτική, στρατηγέ... Δεν μπορούσα να περιμένω καλύτερη από κάποιο μορφωμένο Αθηναίο. Α, μια και μιλάμε για Αθηναίους, τι θα έλεγες για λίγο σφιγκτήρα;»
Διαπιστώνοντας ότι ο Ξενοφώντας ετοιμαζόταν να του απαντήσει με την ανάλογη χειρονομία, τους διέκοψα στα γρήγορα. «Επομένως, το ερώτημα είναι ποιος θα έχει την τιμή ν' ανέβει
ΧΕΙΜΩΝΑΣ 467
κρυφά στα βουνά από πίσω τους. Γιατί θα κατέληγε σε αιματοχυσία, αν οι βάρβαροι είχαν μάθει τελικά το μάθημα τους και είχαν τοποθετήσει φρουρές στους πίσω δρόμους».
Ο Ξενοφώντας ξανακοίταξε τους βαρβάρους και κατέληξε σε διαφορετικό τρόπο προσέγγισης. «Γιατί δε στέλνουμε ένα διερμηνέα και να προσπαθήσουμε να διαπραγματευτούμε; Να τους πείσουμε ότι δεν είμαστε στρατός κατακτητών και δεν έχουμε πρόθεση να εγκατασταθούμε».
Ο Χειρίσοφος μούγκρισε μέσα από το σκληρό του γένι. «Επιχείρησα ήδη να τους μιλήσω. Υπάρχει μια μόνη είσοδος. Φωνάξαμε ότι δεν είχαμε πρόθεση να τους βλάψουμε, ότι μόνο εφόδια χρειαζόμαστε και ότι δε θα σκοτώσουμε κανέναν. Όποτε όμως επιχειρήσαμε να τους πλησιάσουμε, μας πέταξαν πέτρες. Και να το αποτέλεσμα», κι έδειξε έξι φορεία που μετέφεραν στραπατσαρισμένους και ματωμένους άντρες, έναν με θρυμματισμένα και τα δύο πόδια, κάποιον άλλο με τη μισή του λεκάνη σπασμένη. «Δε μας άφησαν καν να περισυλλέξουμε τους τραυματίες, παρά εξακολούθησαν να μας πετάνε τα μπάζα τους πάνω μας».
Πάνω από τη βουνοπλαγιά, οι Τάοχοι μας κοίταζαν με άγριες διαθέσεις, με τους μοχλούς και τα κάρα τους γεμάτα βράχους, έτοιμοι για την επόμενη απόπειρα των Ελλήνων να διασχίσουν το χωράφι. «Αφήστε με να δοκιμάσω κάτι», είπε ο Ξενοφώντας. «Θέο, θυμάσαι εκείνο το αγόρι από την Πισιδία, εκείνο που νομίσαμε ότι ήταν ηλίθιο; Αν ήξερε πόσα με δίδαξε!»
Αφού κάλεσε τον Καλλίμαχο, τον αρχηγό που είχε το πρόσταγμα των αξιωματικοί της οπισθοφυλακής εκείνη τη μέρα, όπως και τον Αγασία και τον Αριστώνυμο και μερικούς ακόμα αξιωματικούς που ήξερε ότι όλοι τους ήταν πολύ ανταγωνιστικοί και πάλευαν συνεχώς να ξεπεράσουν ο ένας τον άλλο, βάδισε στη συστάδα των δέντρων στην άκρη του χωραφιού, έξω ακριβώς από την ακτίνα βολής των εχθρικών λίθων. Περίμενε εκεί, απόλυτα ορατός από τους Ταόχους υπερασπιστές, και τους φώναξε, για να είναι σίγουρος ότι τον είχαν δει καλά και ήταν έτοιμοι. Ύστερα, παίρνοντας βαθιά ανάσα, πετάχτηκε από το καταφύγιο των δέντρων και όρμησε στο χωράφι, κάνοντας ελιγμούς σαν λαγός
468 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
για να εμποδίσει τους σφενδονήτες και τους ακοντιστές από πάνω να πετύχουν το στόχο τους, και βούτηξε στο έδαφος κάτω από την πρώτη από τις γερές βαλανιδιές, ενώ οχτώ με δέκα φορτώματα από βαριές πέτρες και ογκόλιθους έπεσαν με πάταγο πάνω στο δέντρο και σκόρπισαν κι από τις δυο μεριές του σαν χιονοστιβάδα, ελάχιστα εκατοστά από το κεφάλι του. Κοίταξε φευγαλέα πάνω από τον ώμο του, όλους εμάς τους υπόλοιπους που στεκόμαστε ασφαλείς στην άκρη του χωραφιού, κι εγώ διέκρινα ακόμα κι από αυτή την απόσταση ότι το πρόσωπο του ήταν άσπρο σαν χιτώνας ιέρειας. Χωρίς να δώσει χρόνο στους εχθρούς να συγκροτηθούν, πάντως, πετάχτηκε κι όρμησε στο επόμενο δέντρο, βουτώντας από κάτω του, ξεφεύγοντας ελάχιστα και πάλι από ένα φονικό καταρράκτη από πέτρες. Στη συνέχεια, πηδώντας για άλλη μια φορά, γύρισε πίσω σ' εμάς κάτω από καταιγισμό βελών και βλημάτων, φτάνοντας στη συστάδα των δέντρων ξέπνοος και τρέμοντας. Ο Χειρίσοφος ήταν έξαλλος.
«Τι στην ευχή σ' έπιασε να κάνεις αυτό το γελοίο κατόρθωμα;» μούγκρισε. «Είσαι τελικά στρατηγός, αλλά δεν έχεις περισσότερο μυαλό από ένα γιδοβοσκό, αφού ριψοκινδυνεύεις έτσι το αξίωμα σου. Ανόητε μπάσταρδε, θα έπρεπε να σε δέσω και...» Η φωνή του χαμήλωσε από αηδία όταν είδε ότι ο Ξενοφώντας απλά του γέλασε. Οι άλλοι αξιωματικοί τον κοίταζαν με μάτια ορθάνοιχτα.
«Μέσα σε τρία λεπτά τρεξίματος, αυτοί οι ανόητοι πάνω από τη βουνοκορφή χάλασαν είκοσι φορτώματα ογκόλιθων και καμιά εκατοστή βέλη εναντίον μου», ανταπάντησε ο Ξενοφώντας. «Νομίζεις ότι η παρακαταθήκη των πυρομαχικών τους είναι ανεξάντλητη; Με δυο τρεις θερμοκέφαλους που θα προσελκύσουν τα πυρά τους, μπορούμε να εξαντλήσουμε όλα τα εφόδια τους μέσα στο απόγευμα. Θα έπρεπε πιθανόν να ζητήσω εθελοντές...»
Τα λόγια του διακόπηκαν από την πτώση ενός ακόμα τεράστιου φορτώματος από πέτρες που είχαν μόλις κατρακυλήσει από το λόφο και έσκασαν με πάταγο πάνω στο δέντρο. Κοιτάξαμε καλά και είδαμε ότι ο Καλλίμαχος βρισκόταν ήδη κουλουρια-σμένος στο πρώτο σημείο που είχε ορμήσει ο Ξενοφώντας κι ε-
ΧΕΙΜΩΝΑΣ 469
τοιμαζόταν να τρέξει στο επόμενο δέντρο. Όταν ο Αγασίας τον είδε να κινείται προς το κάστρο, ενώ τον κοιτούσε όλος ο στρατός, δεν μπορούσε να αντέξει στην ιδέα ότι ο ανταγωνιστής του θα έπαιρνε τη δόξα μπαίνοντας πρώτος μέσα κι έτσι όρμησε κι αυτός προς το δέντρο, αποφεύγοντας σβέλτα τον κατακλυσμό από λίθους και ακολουθώντας κατά πόδας τον Καλλίμαχο που με τη σειρά του όρμησε στον επόμενο σταθμό της πορείας του. Ο Αριστώνυμος περιφρονητικά όρμησε στο χωράφι και τους προσπέρασε και τους δύο τρέχοντας, ακολουθούμενος από άλλο αξιωματικό, τον Αινεία, και προκαλώντας μια εκκωφαντική βροντή από πέτρες ψηλά από την κορυφογραμμή.
Περιέργως, κανείς από τους άντρες δε χτυπήθηκε στο ελάχιστο και μέσα σε δέκα λεπτά από τότε που άρχισε η κούρσα του αρχηγού από δέντρο σε δέντρο αντιμετώπισαν όχι την πτώση ογκόλιθων από επάνω, αλλά φωνές και κραυγές ταραχής από τους εχθρούς, όταν αντιλήφθηκαν ότι είχαν πετάξει πάνω από εκατό φορτώματα λίθων πάνω στους Έλληνες χωρίς να πετύχουν ούτε ένα στόχο κι ότι τώρα δεν τους είχαν απομείνει πια βαριά πυρομαχικά.
Ο Χειρίσοφος δεν έχασε χρόνο. Φωνάζοντας στους οπλίτες του να προελάσουν, ξεκίνησε αμέσως μια ζωηρή επίθεση με σχηματισμό, προχωρώντας μέσα από το χωράφι που ήταν γεμάτο μπάζα, ενώ ο Καλλίμαχος, ο Αγασίας, ο Αριστώνυμος και ο Αινείας επιτάχυναν την κούρσα τους προς την αφύλακτη είσοδο του κάστρου, κάτω από τις κραυγές τρόμου των γυναικόπαιδων από μέσα, που ήταν σίγουρα ότι επρόκειτο να τα δολοφονήσουν εν ψυχρώ οι πενήντα μακρυμάλληδες εισβολείς.
Δεκαετίες ολόκληρες προσπάθησα να ξεχάσω αυτό που παρακολούθησα στη συνέχεια. Οι γυναίκες και οι γέροι μέσα στον περίβολο, εκατοντάδες από αυτούς, μέσα στην απόγνωση και το φόβο τους, όρμησαν στην άκρη του γκρεμού και πήδησαν έτσι απλά κάτω. Χωρίς μια στιγμή δισταγμού. Ήταν σαν να είχαν ασκηθεί γι' αυτή την πράξη μια ολόκληρη ζωή. Όσες γυναίκες είχαν παιδιά ή μωρά έτρεχαν στην άκρη, σταματούσαν σε απόσταση αναπνοής κι ύστερα πετούσαν στον γκρεμό πρώτα τα μωρά τους
470 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
κι ακολουθούσαν κι αυτές από πίσω. Όλος ο στρατός έβλεπε τη σκηνή από το παρατηρητήριο μας και ξεφωνίσαμε από τρόμο, ουρλιάζοντας στις γυναίκες να σταματήσουν. Οι δυστυχές μητέρες, όμως, είχαν τρελαθεί από το φόβο ότι θα ατιμάζονταν μπροστά στους άντρες τους που παρακολουθούσαν από τον γκρεμό και ότι τα παιδιά τους θα σουβλίζονταν ή θα σκλαβώνονταν, μια κι αυτό είναι το έθιμο των τοπικών φυλών στον πόλεμο. Θεώρησαν τις παράξενες κραυγές μας σαν ουρλιαχτά για αίμα και διπλασίασαν τις προσπάθειες τους για μαζική αυτοκτονία, μερικές μάλιστα από αυτές έκοβαν τα λαρύγγια των τρομοκρατημένων παιδιών τους που ούρλιαζαν, για να τα γλιτώσουν από την αγωνία της μεγάλης πτώσης, άλλες πηδούσαν στην άβυσσο σφίγγοντας στα στήθη τους τα βλαστάρια ή τους ηλικιωμένους γονείς τους σε ένα τελευταίο αγκάλιασμα θανάτου.
Οι τέσσερις τρεχάτοι αρχηγοί, που ο θρίαμβος τους ότι μπήκαν πρώτοι στο κάστρο μετατράπηκε σε σοκ από το θέαμα που αντίκρισαν μόλις έφτασαν, όρμησαν στην άκρη του γκρεμού οι ίδιοι, φωνάζοντας στις γυναίκες και στους ηλικιωμένους να γυρίσουν πίσω και ότι δεν είχαν πρόθεση να τους κάνουν κακό. Τράβηξαν τα ξίφη τους και χτυπούσαν τους τρομοκρατημένους Ταό-χους με την ανάποδη των σπαθιών τους, αναγκάζοντας τους να απομακρυνθούν από τον γκρεμό, αλλά αυτό τους δημιούργησε μεγαλύτερο ακόμα πανικό κι άρχισαν να επιτίθενται στους αξιωματικούς. Ο Αινείας εντόπισε έναν ηλικιωμένο, ο οποίος έδειχνε από τα ρούχα του ότι ήταν κάποιος αρχηγός, να τρέχει μανιασμένα στην άκρη για να πέσει κάτω και ο Έλληνας αρχηγός τινάχτηκε για να τον πιάσει από πίσω. Την τελευταία στιγμή, όμως, ο έξαλλος γερο-φουκαράς περδουκλώθηκε μες στα ρούχα του, κάνοντας τον Αινεία να χάσει την ισορροπία του και με τα γερά του μπράτσα σφιγμένα γύρω από τη μέση του Έλληνα κατρακύλησαν κι οι δυο μαζί από τον γκρεμό για να πέσουν στους μακρινούς βράχους που έχασκαν από κάτω.
Τελικά έφτασαν οι Σπαρτιάτες του Χειρίσοφου και κατάφεραν, με δυσκολία, να θέσουν τέρμα στο μακελειό, αλλά αφού είχε γίνει πρώτα τρομερή καταστροφή. Από τις αρκετές χιλιάδες
ΧΕΙΜΩΝΑΣ 471
ανθρώπων που στριμώχνονταν τρομοκρατημένοι πάνω στο βράχο λίγα λεπτά πριν, απέμεναν μόλις καμιά εκατοστή. Τα στρατεύματα μας τριγύρισαν τη λεία παγωμένη επιφάνεια της βουνοκορφής με σπαραγμό μεταμέλειας, επειδή είχαν προκαλέσει αυτή την τραγωδία. Οι μόνοι ήχοι ήταν τα κλαψουρίσματα των παιδιών που είχαν διαφύγει το θάνατο, μια και τα χέρια των μητέρων τους ήταν απλώς γεμάτα από τα άλλα τους μωρά για να πετάξουν κι αυτά στον γκρεμό, και τα βελάσματα και τα μουγκανίσματα από τα εκατοντάδες γαϊδούρια και πρόβατα που είχαν μείνει ζωντανά για μία ακόμα μέρα, εφοδιάζοντας ερήμην τους το στράτευμα με πολύ περισσότερες προμήθειες απ' όσες σκόπευε ποτέ να πάρει διά της βίας από τους κατοίκους. Το σαλεμένο μου μυαλό δεν μπορούσε καν να κατανοήσει τα αισθήματα των Ταόχων υπερασπιστών που παρακολουθούσαν από την κορυφή του βουνού, των σιωπηλών εκείνων αντρών που οι οικογένειες τους είχαν ξεκληριστεί από μια άσκοπη αυτοκτονία. Δεν είχαμε τρόπο να επικοινωνήσουμε μαζί τους. Ο Ξενοφώντας διέταξε να ελευθερώσουν όλους τους ντόπιους κρατουμένους, ελπίζοντας ότι θα πήγαιναν να βρουν τους υπερασπιστές στους λόφους και να τους πουν ότι τα λίγα παιδιά που έμειναν ζωντανά θα τα πήγαιναν στα κοντινότερα χωριά και θα τα έδιναν για φύλαξη στους κατοίκους εκεί μαζί με πλήρη αποθέματα από προμήθειες.
Εκείνη τη νύχτα όλος ο στρατός κατασκήνωσε σιωπηλά από θλίψη για συζύγους και παιδιά που δεν ήταν δικά του στη μικρή κλεισούρα της επίπεδης κορυφής του βουνού. Όταν ξέφυγα κλεφτά από τα καθήκοντα μου για ν' αναζητήσω την Αστερία, δυσκολεύτηκα να τη βρω. Αφού την αναζήτησα για κάμποσο διάστημα στο στρατόπεδο των Ροδίων, τελικά ρώτησα διακριτικά τον Νικόλαο αν είχε ιδέα για το πού μπορούσε να μένει κι εκείνος μου έδειξε προς τη μεριά του γκρεμού πίσω από το στρατόπεδο. Τη βρήκα σύντομα, σφηνωμένη μέσα σε ένα σκοτεινό διάκενο ανάμεσα σε δυο μεγάλους βράχους που δέσποζε στο μέρος όπου οι γυναίκες των Ταόχων είχαν τσακιστεί μαζί με τα παιδιά τους πά-
472 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
νω στα βράχια. Οι πλαγιές και ο πυθμένας του γκρεμού γέμιζαν τώρα από τις τρεμουλιαστές σκιές των τεράστιων νεκρικών πυρών που είχαν ανάψει εκεί κάτω οι Κρητικοί ορειβάτες, στους οποίους ο Ξενοφώντας είχε αναθέσει να περισυλλέξουν και να κάψουν τα σώματα και να τα φροντίσουν για τη δέουσα καταγραφή. Η Αστερία έμοιαζε απόμακρη και συμπεριφερόταν νευρικά και ακατανόητα.
«Σου έφερα κάτι», είπα προσπαθώντας να δώσω μια νότα παρηγοριάς στη φωνή μου. Σταμάτησα περιμένοντας κάποια αντίδραση που δεν ήρθε και, ανίκανος να σκεφτώ τι άλλο να πω, ξεδίπλωσα από ένα λαδωμένο κουρέλι ένα κομμάτι μπαγιάτικο ψωμί βουτηγμένο στο μέλι, που είχε γίνει μια από τις αγαπημένες της λιχουδιές στην πορεία. Τι απλά πράγματα την ικανοποιούσαν τώρα, μετά την πλούσια ζωή που είχε ζήσει κάποτε!
Η Αστερία ταράχτηκε όταν είδε το φαγητό και γυρνώντας ξαφνικά την άκουσα ν' αναγουλιάζει σε μια μικρή κοιλότητα στο βράχο πίσω της, ν' αγωνίζεται να πάρει ανάσα όσο έκανε εμετό και ύστερα να στρέφεται και πάλι αργά για να με αντικρίσει. Από την πνιγηρή μυρουδιά που ένιωσα όταν κάθισα δίπλα της, συνειδητοποίησα ότι βρισκόταν εδώ για κάμποσο διάστημα.
Με κοίταξε με έναν τρόπο που μαρτυρούσε αν όχι καθαρή απέχθεια, κάτι ελάχιστα περισσότερο από αδιαφορία και πολύ λιγότερο από αυτό που περίμενα. Γρήγορα η μορφή έγινε ανέκφραστη, αλλά το κενό βλέμμα που μόλις είχα δει μου είχε πει τα πάντα. Κάθισα βουβός, κοιτάζοντας μες στο σκοτάδι.
«Δεν είμαι καλά, Θέο», μουρμούρισε τελικά. «Η κοιλιά μου ανακατεύεται. Γυναικεία προβλήματα». Μαζεύτηκε άθελα της όταν ο ώμος μου ακούμπησε στο δικό της, λες και το δέρμα της είχε γίνει υπερευαίσθητο, σαν να είχε κάποιο σοβαρό κάψιμο από τον ήλιο.
Δίπλωσα το ψωμί και προσφέρθηκα να της φέρω κάτι πιο ανακουφιστικό. «Σούπα; Οι Ροδίτες μόλις έσφαξαν μια κατσίκα και τη βράζουν τώρα...»
Η Αστερία πάνιασε και γύρισε αλλού το κεφάλι της. Έμεινα και πάλι σιωπηλός, ενώ αναρωτιόμουν τι λέξεις θα έπρεπε να χρησιμοποιήσω. Ύστερα αποφάσισα τελικά να της ανοίξω την
ΧΕΙΜΩΝΑΣ 473
καρδιά μου, μια και μαζί της είχα πει τα πάντα, και δεν είχε μείνει τίποτα να κρύψω.
«Αστερία, έχω αποδεχτεί τις υπηρεσίες σου προς τους Ροδίτες. Παραδέχομαι τις ικανότητες σου. Παρέβηκα τα στρατιωτικά μου καθήκοντα για χάρη σου, σκότωσα έναν Έλληνα σύντροφο για σένα. Κι όμως, εσύ με αποφεύγεις... Σε βαραίνει πραγματικά τόσο πολύ η προδοσία απέναντι στον πατέρα σου; Πρέπει να καταλάβω».
Δίστασε για μεγάλο διάστημα και πάλευα να δω τα μάτια και το πρόσωπο της μέσα στις όλο και μεγαλύτερες σκιές που έπεφταν στα βράχια όπου καθόταν. Η φωνή της έφτασε στα αφτιά μου μακρινή και τόσο χαμηλή, που έπρεπε να σκύψω μπροστά για να την ακούσω, καθώς μιλούσε χωρίς σχεδόν να κουνάει τα στεγνά, σκασμένα χείλη της.
«Δε μ' απασχολεί πια ο πατέρας μου. Τον πρόδωσα θανάσιμα και δε θα μπορούσα να ξαναγυρίσω κοντά του. Ξέρει τι έχω κάνει, με καταράστηκε και με τιμωρεί μέσω άλλων, μέσα από τους θανάτους των πολύ κοντινών μου».
«Ποιων; Πώς το ξέρεις αφού δεν είναι εδώ; Πώς μπορεί καν να ξέρει για την προδοσία που λες εσύ ή για την τιμωρία που σου επιβάλλει;»
«Δεν μπορείς να δεις το σκοπευτή μες στο σκοτάδι, όμως αισθάνεσαι τη βουβή του πρόθεση, όταν το βέλος καρφώνεται στο λαιμό σου. Δεν μπορείς να δεις την πανούκλα, όμως είσαι μάρτυρας των ανθρώπων που τουμπανιάζουν και μπλαβίζουν. Το ίδιο συμβαίνει και με τον πατέρα μου».
Την κοίταξα και πάλι σαστισμένος. Ανίκανος να διακρίνω την έκφραση της, άπλωσα το χέρι για ν' αγγίξω το πρόσωπο της, πιστεύοντας ότι ίσως υπέφερε από πυρετό, ενώ απορούσα με τις αλλαγές που είχα διακρίνει πάνω της τελευταία. Έδιωξε το χέρι μου εκνευρισμένη, μορφάζοντας στιγμιαία σαν να είχε κάποιο βαθύ πόνο.
«Θέο, δεν περιμένω να με καταλάβεις... αλλά πρέπει να μείνω μόνη τώρα αμέσως, χωρίς αντρική συντροφιά, θα είμαι καλά αύριο για την πορεία».
474 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
Κούνησα το κεφάλι. Που να ξέρει κανείς τι συμβαίνει στις γυναικείες καρδιές; Είναι πιο άστατες ακόμα κι από τους θεούς. Παρόλο που ο Δίας διαφεντεύει στον Όλυμπο, ποιος κανονίζει τις πράξεις του αν όχι η Ήρα και οι αντίζηλες της; Καθώς άρχισα να κατηφορίζω το μονοπάτι για τον καταυλισμό, στράφηκα για μία ακόμα φορά να τη δω. Είχε βυθιστεί στους συλλογισμούς της και με είχε αποδιώξει από το νου της, λες κι η διστακτική απόπειρα μου για συμφιλίωση δεν είχε συμβεί ποτέ. Μου έκαναν εντύπωση τα λεπτά, τόσο εύθραυστα γυμνά της πόδια που είχε απλωμένα μπροστά της, χωρίς καν μια κουβέρτα για να τα ζεστάνει, η τόσο τρωτή αμυντική της στάση, που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τα κοντοκουρεμένα μαλλιά και τον τραχύ χιτώνα των Ρόδιων σφενδονητών.
Στο φως της πυράς είδα μια ανείπωτη θλίψη στο πρόσωπο της, ακόμα και λαχτάρα, καθώς κοιτούσε την ομάδα ενταφιασμού να φροντίζει τις νεκρές μητέρες και τα παιδιά τους κάτω από τον γκρεμό, και την παρακολούθησα καθώς έσφιγγε με τεντωμένα και βασανισμένα δάχτυλα τη φλεγόμενη κοιλιά της.
ΒΙΒΛΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ
Ο ΤΡΟΧΟΣ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ
Ότι απ' όσα δίδει ο Ζευς πιθάρια δυο σιμά του έχει, το ένα των κακών, των αγαθών το άλλο. Και σ' όποιον δώσει ανάμεικτα ο βροντητής Κρονίδης, εκείνος πότ' έχει κακές, πότε αγαθές ημέρες, και σ' όποιον μόνον τα πικρά, τον κάμνει μαύρον κι έρμον, και στ' άγιο πρόσωπο της γης φρικτή τον σέρνει ανάγκη και ατίμητος από θεούς και ανθρώπους παραδέρνει.
ΟΜΗΡΟΣ*
* Ομήρου, Ιλιάς, ραψωδία Ω, στίχ. 527-533, μετάφραση: Ιάκ. Πολυλάς, εκδ. Ι. Γ. Βασιλείου, Αθήνα, 1963. (Σ.τ.Ε.)
1
ΣΚΕΤΗ ΣΥΝΗΘΕΙΑ ήταν ο μόνος λόγος που μας έκανε να εξακολουθούμε να κινούμαστε μέρα με τη μέρα, η μόνη εξήγηση για το πώς καταφέρναμε ν' αντέχουμε, ακόμα και ν' αγνοούμε τα τρομερά που, σε παλιότερες εποχές, θα μας είχαν οδηγήσει σε απόγνωση. Να αγνοούμε, ναι... αλλά όχι να λησμονούμε. Δε λησμονήσαμε τίποτα. Όσο συνεχίζαμε να βαδίζουμε, ενδίδοντας στη συνήθεια, απωθούσαμε την αθλιότητα μας και τη συνεχή παρουσία του θανάτου και της αρρώστιας σιο πίσω μέρος του μυαλού μας. Ο φόβος αντέχεται αν μετριαστεί και χτυπηθεί, ώσπου ν' αποκτήσει τη συγκεχυμένη μορφή συνήθειας. Αν όμως τον αφήσουμε να ξεπροβάλει, ν' αποκτήσει την αιχμηρή κόψη της αληθινής μορφής του, θα μας σκοτώσει στα σίγουρα σαν σκυθικό λεπίδι.
Ο στρατός είχε προχωρήσει μαχόμενος, βήμα βήμα, μέσα από εχθρικές περιοχές επί πέντε σχεδόν μήνες έπειτα από το θάνατο του Κύρου στα Κούναξα και είχαμε πια κατασταλάξει σε μια ρουτίνα, από εγκαρτέρηση μάλλον παρά από επιΑογή. Το ηθικό είχε σταθεροποιηθεί σε ένα σκυθρωπό, χολωμένο αλλά υπάκουο επίπεδο και οι άντρες σέρνονταν απλώς βουβά κάθε μέρα, απωθώντας όλες τις άλλες σκέψεις από το μυαλό τους, εκτός από το να επιβιώσουν μέχρι να περάσει η μέρα, ανοίγοντας το βήμα τους και υψώνοντας το βλέμμα τους μόνο όταν ήταν αναγκαίο να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους από επίθεση, ένα καθημερινό σχεδόν συμβάν. Τελικά, πάντως, ο καιρός άρχισε να ξανοίγει, ολόκληρες ώρες στην αρχή κι ύστερα, προς το τέλος, ολόκληρες μέρες, όταν ο ασθενικός ήλιος δυνάμωσε αρκετά για να αρχίσει να λιώνει τα χιόνια, και οι σταλακτίτες που γυάλιζαν πάνω στα καχεκτικά δέντρα έσταζαν νωθρά, σχεδόν απρόθυμα, δημιουργώντας λασπερές λακ-
478 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
κούβες από κάτω. Ο άνεμος, αν και ήταν ακόμα τσουχτερός, καθώς κατέβαινε δυνατά μέσα από τα στενά και τα ορεινά περάσματα, κουβαλούσε τώρα μια αδιόρατη μυρουδιά καινούριας βλάστησης και φρέσκιας υγρασίας μάλλον, παρά στείρου και παγωμένου θανάτου. Απ' όταν κατεβήκαμε απ' τα βουνά, διανύαμε διακόσια τριάντα χιλιόμετρα την εβδομάδα, παλεύοντας σε κάθε βήμα της πορείας μας με τους Χάλυβες, μια μοχθηρή φυλή, την πρώτη που συναντήσαμε να φοράει ολόκληρες πανοπλίες, γερές και άρτιες σαν αυτές των οπλιτών μας, και οι οποίοι ήταν προετοιμασμένοι, ακόμα και διψασμένοι, για μάχη εκ του συστάδην με τις εξασθενημένες δυνάμεις μας. Οι άντρες της φυλής φορούσαν λινούς θώρακες που έφταναν μέχρι τα αχαμνά τους, καθώς και περικνημίδες και ανθεκτικά κράνη, αντίθετα απ' όλες τις άλλες φυλές που είχαμε συναντήσει. Έφεραν τεράστια ακόντια και στη ζώνη τους μακριά ξίφη σαν τους Σπαρτιάτες. Χάσαμε δεκάδες άντρες από τις αστραπιαίες επιδρομές και επιθέσεις τους προτού τελικά καταφέρουμε να τους αποκρούσουμε σε μία από τις πολλές μάχες, την οποία μου είναι πολύ κουραστικό να διηγηθώ τώρα.
Οι οδηγοί μάς είπαν ότι η θάλασσα, και η ασφάλεια μας, απείχε όχι περισσότερο από τριακόσια δέκα χιλιόμετρα, μισό μήνα πορεία, αν και ο Ξενοφώντας φάνηκε απρόθυμος να δώσει πίστη στην πληροφορία αυτή και στην άσκοπη αναπτέρωση της ελπίδας των εξαντλημένων στρατιωτών. Παρ' όλα αυτά απλώθηκε ταχύτατα η φήμη ότι πλησιάζαμε στον τελικό μας σταθμό και το βήμα των αντρών επιταχύνθηκε αισθητά, η κουτσαμάρα τους φάνηκε να επανορθώνεται κάπως και τώρα πια κουβαλούσαν τις ασπίδες τους με περισσότερη αυτοπεποίθηση.
Και τότε φτάσαμε στο ποτάμι. Το πρόσφατο λιώσιμο του χιονιού είχε ανεβάσει τα παγωμέ
να νερά του Άρπασου* σε υπερβολικά ψηλό επίπεδο για μια ασφαλή διάβαση. Από όλα τα ποτάμια που είχαμε διασχίσει με επιτυχία τον προηγούμενο μισό χρόνο, αυτός ο χείμαρρος, που
* Άρπασος: παραπόταμος του Καρικού Μαιάνδρου που πηγάζει από τον Ταύρο, ο σημερινός Ακτσάι (Λευκός Ποταμός). (Σ.τ.Μ.)
Ο ΤΡΟΧΟΣ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ 479
δεν ήταν καν σημειωμένος στους πρόχειρους χάρτες που έφτιαχναν οι μάντεις μας, μας καθήλωσε επιτόπου. Τα λασπωμένα νερά ήταν τόσο αδιαφανή, ώστε ήταν αδύνατο να καταλάβουμε ακόμα το βάθος του ποταμού. Ο Ξενοφώντας έστειλε έφιππους ανιχνευτές και προς τις δυο μεριές για να προσπαθήσουν να βρουν ένα υποφερτό πέρασμα και με τη δύση του ήλιου οι δύο ομάδες είχαν επιστρέψει. Το απόσπασμα που είχε ανιχνεύσει προς το νότο δεν είχε καταφέρει να βρει πέρασμα και ανέφερε στην πραγματικότητα ότι ο ποταμός ενωνόταν με άλλο παραπόταμο αρκετά μίλια πιο κάτω, πλαταίνοντάς τον ακόμα περισσότερο και κάνοντας τον πολύ πιο επικίνδυνο. Οι ανιχνευτές που είχαν πάει βόρεια υπήρξαν κάπως πιο τυχεροί, αφού είχαν συναντήσει μια κυνηγετική ομάδα ντόπιων Χαλύβων, τους οποίους είχαν πιάσει και είχαν αναγκάσει να τους ακολουθήσουν.
Ο αρχηγός τους ήταν ένα δύστροπο και στριμμένο άτομο, ένας κυνηγός με το απαίσιο όνομα Χάρωνας, που ήταν εξοικειωμένος με το ποτάμι και συμφώνησε κάτω από πίεση να μας οδηγήσει σε ένα σημείο που ισχυρίστηκε ότι ήταν διαβατό, αν και ως ένα βαθμό δύσκολο. Με τον Χάρωνα να οδηγεί το κύριο μέρος, οι βαριά οπλισμένοι προχώρησαν αντίθετα στο ρεύμα δύο μέρες πάνω σε βραχώδες έδαφος και μέσα από δασωμένες λαγκαδιές, ενώ ο Ξενοφώντας τους ακολουθούσε με ένα μικρότερο τμήμα ελαφρά οπλισμένων για να προστατεύει τα νώτα μας και τις λίγες προμήθειες που είχαν απομείνει στις ξεχαρβαλωμένες σκευοφό-ρους και τα έλκηθρα. Φτάνοντας τελικά στο συγκεκριμένο σημείο που είχε υποδείξει ο Χάρωνας, είδαμε ότι το ποτάμι εξακολουθούσε να φαίνεται το ίδιο γρήγορο και βαθύ όπως και πριν, μολονότι ο Χάρωνας ορκιζόταν ότι στο σημείο αυτό μπορούσε να το διαβεί ο στρατός, με τις δέουσες προφυλάξεις. Βλέποντας κατευθείαν δυτικά προς τα εκεί που βρισκόταν το πέρασμα, ο ήλιος, βασιλεύοντας, είχε βάψει κατακόκκινο σαν αίμα τον ουρανό, αντανακλώντας το διαβολικό του χρώμα μες στα σκοτεινά νερά και στους κιτρινωπούς αφρούς των ορμητικών ρευμάτων, και το στομάχι μου σφίχτηκε. Αισθάνθηκα και πάλι τον ακατανόητο ψαλμό και σκοτεινές, ελάσσονες συγχορδίες του συρακούσιου χο-
480 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
ρου ν' αναβλύζουν από τα σπλάχνα μου, σαν μάγμα που βουίζει ανταριασμένο υπόγεια, απειλώντας να τιναχτεί μέσα από την ψυχή μου.
Οι λόφοι σ' εκείνη την πλευρά του ποταμού ήταν κατάφυτοι και ενώ οι μισοί από τους στρατιώτες έστηναν στρατόπεδο, μάζευαν ξύλα για τη φωτιά και σήκωναν αμυντικά περιτειχίσματα και χαρακώματα, ο Ξενοφώντας διέταξε τους υπόλοιπους να μπουν στο δάσος, να κόψουν μικρά δέντρα και να τα δέσουν σφιχτά για να φτιάξουν σχεδίες. Δεν είχε ψευδαισθήσεις, βέβαια, ότι μπορούσαμε να κατασκευάσουμε αρκετά μεγάλο αριθμό πλεούμενων για όλους τους άντρες και τα ζώα -οι περισσότεροι από τους οποίους θα έπρεπε να αναπτύξουν γρήγορα τις ικανότητες τους στο κολύμπι και την πλοήγηση-, εντούτοις, ήλπιζε ότι έστω και με λίγες σχεδίες θα καταφέρναμε να περάσουμε απέναντι μερικούς τραυματισμένους και τα περισσότερα από τα εφόδια μας, χωρίς να βάλουμε σε μεγαλύτερο κίνδυνο τις ζωές μας.
Τρεις μέρες ήμαστε απασχολημένοι με αυτή τη δουλειά, κάτω από ραγδαία και παγωμένη βροχή που έπεφτε κατά περιόδους και έκανε το ποτάμι να φουσκώσει ακόμα περισσότερο. Όσοι από τους στρατιώτες δεν μπορούσαν να κολυμπήσουν, δηλαδή οι περισσότεροι, συνέχιζαν τη δουλειά τους με σκληρή αποφασιστικότητα, αν και, ακόμα και οι σκληροί Σπαρτιάτες, που δε θα δίσταζαν να ορμήσουν σε μια εκ παρατάξεως μάχη εναντίον επιτιθέμενων Σκυθών ιππέων, ήταν ταραγμένοι σαν παιδιά στη σκέψη ότι θα περνούσαν το μανιασμένο ορμητικό ποτάμι που αντίκριζαν τώρα. Οι Σπαρτιάτες είναι στεριανοί και μισούν τα υδάτινα περάσματα, μολονότι θα πίστευε κανείς ότι, φτάνοντας ως εδώ, θα έπρεπε να τα είχαν συνηθίσει πια. Αυτό το βρυχώμε-νο, φονικό ρεύμα, όμως, κουβαλούσε μες στην ιλύ του το φόβο και την παράφορα άγνωστων χωρών εκατοντάδες μίλια αντίθετα στο ρεύμα, το χιόνι και το μυστήριο ακατοίκητων περιοχών, ίσως ακόμα και τρομερών πλασμάτων και παράξενων θεών που ελλοχεύουν κάτω από την επιφάνεια του. Κάποιος στην ηλικία που είχα τότε, γεμάτος ζωή, είναι φυσικό να μην προβλέπει ή να μη μελετά τόσο το θάνατο του, όσο τις ζωές των απογόνων του χίλια ή
Ο ΤΡΟΧΟΣ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ 481
δυο χιλιάδες χρόνια στο μέλλον. Αν ήταν να τον βρει ο θάνατος, αυτό θα αποτελούσε μεγάλη, απροσδόκητη έκπληξη, χωρίς σχεδόν να τον οδηγήσει να συλλογιστεί τη σημασία ή τον αντίκτυπο του. Εκείνες τις τρεις μέρες, όμως, που είχαμε καρφωμένα τα μάτια στο ποτάμι, μεγάλωσα κατά πενήντα χρόνια κι αφιέρωσα τόσες σκέψεις στο θάνατο μου, όσες και τώρα στα γεράματα μου, που με περιτριγυρίζει και δεν μπορώ ν' αποφύγω να τον σκέφτομαι.
Την καθορισμένη μέρα ο καιρός είχε καθαρίσει κάπως, αλλά οι ουρανοί εξακολουθούσαν να είναι αγριεμένοι. Οι μάντεις θυσίασαν τα δύο μικρότερα πρόβατα που μας απέμεναν, αντί για τα αρνιά που θα ευχαριστούσαν περισσότερο τους θεούς του ποταμού, κόβοντας τα λαρύγγια τους έτσι ώστε να τιναχτεί το αίμα μέσα στο νερό. Χωρίς να περιμένουμε καν τους ιερείς να μαντέψουν την απάντηση των θεών, ή ίσως σκόπιμα αγνοώντας την από φόβο, ο Ξενοφώντας διέταξε τον Χάρωνα να οδηγήσει τον πρώτο στολίσκο από μικρά πλεούμενα για να περάσει απέναντι, φορτωμένο τον καθένα μέχρι πάνω με το πολύτιμο σιτάρι μας, ενώ απέμειναν σ' εμάς τα όπλα και οι πανοπλίες, λίγα πρόβατα που βέλαζαν και οι τρομαγμένοι τραυματίες. Οι στρατιώτες κρατούσαν γερά τις σχεδίες από τα πλάγια, αυτοί που μπορούσαν να κολυμπήσουν είχαν γραπωθεί από την πλευρά ενάντια στο ρεύμα, φωνάζοντας ενθαρρυντικά σε όσους δεν ήξεραν να κολυμπούν, ενώ πιέζονταν από τα ορμητικά νερά, πανικόβλητοι, πάνω στις αντίθετες από το ρεύμα πλευρές της σχεδίας, παρακαλώντας τους θεούς να τους δώσουν δύναμη να κρατηθούν μέσα στο παγωμένο νερό. Είχα ακούσει όταν ήμουν μικρός ότι το άλειμμα του κορμιού με λάδι βοηθούσε τους κολυμβητές να διατηρήσουν το σώμα τους ζεστό κι έτσι, αφού το θύμισα στον Ξενοφώντα, έδωσε εντολή ν' ανοιχτούν τα πολύτιμα βαρέλια με το λάδι, που τα κουβαλούσαμε για να αλείφουμε τους νεκρούς, και να δοθεί σε κάθε άντρα από μια κούπα για να αλείψει το σώμα του. Κάθε κολυμβητής είχε προσαρμοσμένα στο στήθος και στην πλάτη του μικρά κομμάτια από κομμένους κορμούς που θα του επέτρεπαν να επιπλεύσει, αν ξέφευγε από τη σχεδία, όσο τουλάχιστον χρειαζόταν για να βγει στην ξηρά ακολουθώντας το ρεύμα, προτού πεθάνει από το κρύο ή πνιγεί.
482 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
Οι στρατιώτες μπήκαν στο νερό γυμνοί, όπως συνήθιζαν, φορώντας μόνο τα σανδάλια τους, και ο καθένας κουβαλούσε κάνα δυο ασημένια νομίσματα, από τα ελάχιστα που τους είχαν απομείνει από τον τελευταίο τους μισθό, χωμένα στα μάγουλά τους για ασφάλεια. Ο Χειρίσοφος αστειευόμενος μακάβρια είπε πως το μέτρο αυτό θα γλίτωνε τους επιζώντες από το έξοδο του οβολού που θα έπρεπε να βάλουν στο στόμα των πεθαμένων για να πληρώσουν τα τελευταία του διόδια, αν το πέρασμα δεν ήταν πετυχημένο. Καθώς οι πρώτες σχεδίες με τους στρατιώτες μπήκαν στο νερό, αυτοί που ήταν στην ακτή παρακολουθούσαν την πορεία των συντρόφων τους με ελπίδα κι ύστερα άρχισαν να ασχολούνται με τις δικές τους ετοιμασίες.
Το ένα τρίτο του στρατού είχε μπει στο ποτάμι, με την εμπροσθοφυλακή να έχει διανύσει τα τρία τέταρτα της απόστασης, όταν μανιασμένες κραυγές υψώθηκαν από τη σχεδία που βρισκόταν ακριβώς πίσω από αυτή του Χάρωνα και όταν κοιτάξαμε είδαμε το πλεούμενο να έχει μπατάρει σχεδόν κάθετα από τη μια μεριά και το ορμητικό νερό να το χτυπάει στην πλευρά που ήταν αντίθετα στο ρεύμα και να σχηματίζει ένα φράγμα από αφρούς, ενώ τα πόδια και τα χέρια ενός αναποδογυρισμένου στρατιώτη πε-τάριζαν εδώ κι εκεί καθώς πάλευε να κρατηθεί. Η άλλη πλευρά της σχεδίας είχε κολλήσει γερά πάνω σε έναν τεράστιο ογκόλιθο, αόρατο πριν μέσα στα ορμητικά νερά, αλλά ολοφάνερο τώρα πίσω από έξι άντρες που βρίσκονταν μέχρι τους γοφούς μέσα στο παγωμένο νερό, καθώς τραβολογούσαν αδέξια μπρος πίσω τη σχεδία, με τους δεμένους κορμούς να τους εμποδίζουν σε κάθε τους βήμα, προσπαθώντας μανιασμένα να την ξεκολλήσουν. Μια ακόμα σχεδία κατευθυνόταν γρήγορα καταπάνω τους, με το πλήρωμά της να ανεβοκατεβάζει τα κεφάλια γύρω από τις τρεις πλευρές φωνάζοντας από πανικό και προσπαθώντας χωρίς επιτυχία ν' αποφύγει τον ογκόλιθο. Η δεύτερη σχεδία, μπλεγμένη στο ίδιο απαίσιο ρεύμα, συντρίφτηκε πάνω στην πρώτη, σπάζοντας κι οι δυο σαν παιδικά παιχνίδια, ανατρέποντας τις προβλέψεις και στέλνοντας τριάντα άντρες να επιπλέουν ουρλιάζοντας μέσα στο καταψυγμένο νερό, γραπωμένοι πάνω σε βράχους, σε κομμάτια
Ο ΤΡΟΧΟΣ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ 483
από σχεδίες και ο ένας από τον άλλο, καθώς παρασύρονταν από το ρεύμα και χάνονταν από τα μάτια μας.
Ακόμα κι από αυτή την απόσταση μπορούσα να δω το τρομαγμένο ύφος στο πρόσωπο του Χάρωνα, καθώς έβλεπε μέρος του στρατού που ισχυρίστηκε ότι μπορούσε να οδηγήσει με ασφάλεια στην απέναντι όχθη του ποταμού να εξαφανίζεται παρασυρμένο από το ρεύμα χωρίς κανένα ίχνος. Έκανε απεγνωσμένα νοήματα σε αυτούς που βρίσκονταν μέσα στο νερό να σταματήσουν την προσπάθεια να περάσουν τον ποταμό και να κινηθούν κατευθείαν καμιά εκατοστή μέτρα αντίθετα στο ρεύμα, για ν' αποφύγουν τον ύπουλο βράχο που είχε ήδη καταστρέψει δύο σχεδίες. Καταλαβαίναμε όλοι τη λογική αυτής της λύσης, αν και αυτοί που βρίσκονταν ήδη αρκετή ώρα στο νερό είχαν μουδιάσει από το στήθος και κάτω και ορισμένοι είχαν σπασμούς. Η σκέψη ότι θα παρέμεναν στο νερό για τον επιπλέον χρόνο που θα χρειαζόταν για την αλλαγή πορείας ήταν σχεδόν παραπάνω από δυσβάσταχτη. Όσοι βρίσκονταν ακόμα στη στεριά έτρεξαν γρήγορα αντίθετα στο ρεύμα προς το καινούριο σημείο περάσματος, σέρνοντας μαζί τους τις σκευοφόρους και τις προμήθειες, και ύστερα οι στρατιώτες έστρωσαν πλάκες για να μπουν μες στο νερό και να φτάσουν αυτούς που προηγούνταν, πετώντας τους κοντά σκοινιά, κουβέρτες, κλαδιά, οτιδήποτε μπορούσαν να βρουν για να βοηθήσουν τους ξυλιασμένους τους συντρόφους να καλύψουν την τελευταία απόσταση.
Όταν ολόκληρος ο στρατός είχε στραφεί προς τα πάνω, στο νέο σημείο διάβασης, παρατηρήσαμε ότι ο Χάρωνας είχε ξεφορτώσει το πλεούμενο του στην απέναντι ακτή και μαζί με μερικούς από τους δυνατότερους κολυμβητές του στρατεύματος είχε ξαναμπεί στον ποταμό κι επέστρεφε προς τον όγκο του στρατού, βρίζοντας στην ακατάληπτη βαρβαρική του διάλεκτο και τραβώντας μέσα στο σκάφος όποιους στρατιώτες συναντούσε καταμεσής του ρεύματος που βρίσκονταν στα πρόθυρα να καταποντιστούν.
Παρά τις προσπάθειες του, χάθηκαν περίπου δώδεκα άντρες ακόμα, μια και υπήρχαν δύο σχεδίες επίσης με το πολύτιμο φορτίο τους από προμήθειες, ενώ διέσχιζαν το ποτάμι.
484 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
Οι άντρες απομακρύνθηκαν στρατοπεδεύοντας στην άλλη όχθη για τις επόμενες δυο μέρες, γυμνοί και μπλάβοι από το κρύο, με τα πόδια να αιμορραγούν από το παγωμένο και γεμάτο αγκάθια έδαφος πάνω στο οποίο είχαν βαδίσει ολόκληρα χιλιόμετρα από το σημείο που είχαν βγει στη στεριά, κάποιοι σέρνοντας τα σπασμένα μέλη τους στραπατσαρισμένα από τα χτυπήματα που είχαν δεχτεί πάνω στα βράχια του ποταμού η από τις ίδιες τις σχεδίες. Δεν υπήρχε κανένας που να μην έχει σοβαρούς μώλωπες, ακόμα κι εγώ ο ίδιος, και μείναμε στρατοπεδευμένοι επί τρεις μέρες γιατρεύοντας τις πληγές μας και προσπαθώντας να ζεστάνουμε τα ξυλιασμένα μας κορμιά, ενώ στο μεταξύ είχαν αποσταλεί ερευνητικές ομάδες αντίθετα στο ρεύμα και προς τις δύο πλευρές, σε μια προσπάθεια να βρεθούν τυχόν επιπλέον επιζώντες που μπορεί να είχαν χάσει το δρόμο τους. Μία από τις ερευνητικές ομάδες δεν ξαναγύρισε ποτέ και μαντέψαμε την τύχη τους από τους περιχαρείς χλευασμούς των γουνοντυμένων μελών της φυλής που μας κουνούσαν κοροϊδευτικά τα ακόντια τους από την άλλη πλευρά του ποταμού τη δεύτερη νύχτα της παραμονής μας. Σε ανταπόδοση για τις αμφίβολες υπηρεσίες και την άτοπη καθοδήγηση του Χάρωνα, ο Χειρίσοφος διέταξε να του κόψουν το κεφάλι και να το στείλουν με έναν καταπέλτη, που έφτιαξαν πρόχειρα από ένα ευλύγιστο νεαρό δεντράκι, στους φλύαρους συμπατριώτες του στην αντικρινή όχθη του ποταμού. Αφού έλαβαν το προσεκτικά διπλωμένο δέμα από το μέρος που προσγειώθηκε στην όχθη του ποταμού και το εξέτασαν, ξεκίνησαν ένα εξαγριωμένο χορωδιακό θρηνολόγημα συνοδευόμενο από κατάρες, αλλά στο τέλος δε μας ξαναενόχλησαν πια.
Εκείνη τη νύχτα βγήκα κλεφτά μόνος κάτω από ένα φεγγάρι τόσο ωχρό και παγωμένο όσο και το μάτι ενός τυφλού, τυλιγμένος σε μια δανεική λυκοπροβιά, αποθώντας ή και στερούμενος τη συντροφιά της Αστερίας, όπως συνέβαινε εδώ και εβδομάδες. Περπάτησα ώσπου έφτασα σε μια αχανή, γυμνή πεδιάδα σκεπασμένη από χαμηλή βλάστηση. Δε φοβόμουν το σκοτάδι, τον αντα-
Ο ΤΡΟΧΟΣ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ 485
ριασμένο ουρανό των ομηρικών επών, αφού δεν υπήρχε μεγαλύτερη νύχτα από τη σκοτεινιά που αισθανόμουν μέσα μου. Καθώς περπατούσα, το στήθος μου σφίχτηκε από έναν προϋπάρχοντα τρόμο και πήρα βαθιά ανάσα εισπνέοντας το μυρωδάτο νυχτερινό αέρα. Από όλα τα αρώματα που μπορούν να εκμαιεύσουν συναίσθημα και αναμνήσεις -του καπνού μιας φωτιάς από ξύλα, του ζεστού από τον ύπνο σώματος μιας γυναίκας κάτω από τα σκεπάσματα, της κιμωλίας πάνω σε μια παιδική πλάκα- δεν υπάρχει ίσως κανένα άρωμα τόσο παρηγορητικό και απειλητικό ταυτόχρονα όσο το άρωμα του φεγγαριού. Το άρωμα του φεγγαριού. Ζητώ από τον αναγνώστη να συλλογιστεί, να στραφεί μέσα του και προσεκτικά, αργά, να εισπνεύσει το γαλήνιο αέρα της νύχτας· δε θα αποφύγει να διαπιστώσει ότι το άρωμα της νύχτας είναι διαφορετικό στο φεγγαρόφωτο. Το φεγγάρι παρηγορεί με το φως που σκορπίζει πάνω στο σκοτάδι, αλλά και φοβίζει τονίζοντας υπερβολικά το ίδιο το σκοτάδι και το μυστήριο που εξακολουθεί να παραμένει στις σκιές, εκεί που δε φτάνει το φεγγάρι. Ακόμα κι ένας τυφλός, ανίκανος να διακρίνει το φως, γνωρίζει με σιγουριά ότι λάμπει το φεγγάρι και θα νιώσει ταυτόχρονα και μια εσωτερική παρηγοριά και κάποιο άσχημο προαίσθημα από αυτή τη γνώση. Είναι απλώς θέμα αναπνοής.
Βάδιζα μέσα στην ψυχρή νύχτα για πολλές ώρες, βυθισμένος στις σκέψεις μου, στο θυμό μου για τις άσκοπες απώλειες της διάβασης του ποταμού και για τη δική μου απώλεια της Αστερίας, αφού είχε μείνει τόσο ψυχρή και απόμακρη απέναντί μου όσο κι ένα άστρο που τρεμοπαίζει, έπειτα από τη συνάντηση μας στους γκρεμούς πριν από εβδομάδες. Τελικά, σε μια κατάσταση σωματικής και ψυχικής εξάντλησης, έπεσα μπρούμυτα πάνω στα ευω-διαστά φύλλα, τους ασφόδελους στο όνειρο του Ξενοφώντα. Ξαπλωμένος σαν νεκρός, άφησα το πνεύμα μου να πλανηθεί στην προηγούμενη ζωή μου, στις ώρες που πέρασα στην αγκαλιά της μάνας μου, στο αιθέριο τραγούδι του Αηδονιού, στην περηφάνια που είδα να αστράφτει στο πρόσωπο του πατέρα του όταν άκουγε επαίνους για τον Ξενοφώντα από τους άλλους ευγενείς της πόλης, στην οργή του όταν πληροφορήθηκε την αναχώρηση του γιου του.
486 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
Το μεγαλείο, η θέρμη και το κέφι, η πληθωρικότητα του παρελθόντος μου, η ευθυμία της ζωής στην Αθήνα, η απονήρευτη χαρά της νιότης συντρίβονταν στην αντιπαράθεση τους με την παρούσα μου κατάσταση και μόνο ύστερα από μεγάλη προσπάθεια ανάγκασα το νου μου να στραφεί κάπου αλλού. Είναι αδυναμία του ανθρώπου να αφήνει τις σκέψεις του να τον ρίχνουν έτσι σε άσκοπη μελαγχολία, παρ' όλα αυτά δεν είχα τη δύναμη να κουνηθώ από τη θέση μου, ούτε καν ν' ανοίξω τα μάτια μου. Το κορμί μου ήταν εξουθενωμένο, είναι η αλήθεια, αλλά ακόμα και κάτω από τις σκληρότερες συνθήκες, σε διαστήματα που είχα βρεθεί κοντά στο θάνατο, κατάφερνα πάντα να μετακινήσω το σώμα μου. Αυτό, όμως, ήταν διαφορετικό, κάτι που δεν είχα ξανανιώσει - μια πλήρης συναισθηματική εξουθένωση, μια αποστράγγιση ακόμα και της ίδιας της επιθυμίας μου για ζωή, μια συντριβή του πνεύματος τόσο απόλυτη, ώστε το σώμα μου, σκληραγωγημένο και ισχνό καθώς ήταν από την πολύμηνη εκστρατεία, είχε ακινητοποιηθεί πλήρως.
Ύστερα από αρκετή ώρα βρήκα τη δύναμη να γυρίσω ανάσκελα και ν' ανοίξω τα μάτια μου και χάζευα με θαυμασμό τον ξάστερο και παγωμένο νυχτερινό ουρανό. Στην αχανή πεδιάδα πάνω στην οποία ήμουν ξαπλωμένος και η οποία δεν είχε ούτε ένα δέντρο, με το θόλο τ' ουρανού να απλώνεται από ορίζοντα σε ορίζοντα, το φως από τα εκατομμύρια των άστρων ήταν εξουθενωτικό. Όταν γύρισα το κεφάλι μου στο πλάι, είδα το φως των αστεριών ν' αντανακλάται σε δισεκατομμύρια εκτυφλωτικές σταγόνες παγωμένης δροσιάς που είχαν σχηματιστεί πάνω στο χορτάρι και στα φύλλα των λουλουδιών, σβήνοντας τη γραμμή του ορίζοντα που δίνει στους ανθρώπους τον προσανατολισμό και την ισορροπία τους, την αίσθηση συμμετρίας και την πραγματική τους θέση πάνω στη γη, αφήνοντας με να ταξιδεύω στον αιθέρα. Ένιωσα σαν να ήμουν τριγυρισμένος από όλες τις μεριές από ατέλειωτα στίγματα φωτός, που με βαστούσαν από κάτω και μ' έπνιγαν από πάνω, τρεμοπαίζοντας και λαμπυρίζοντας, και τελικά πάλλονταν με ένα ρυθμό που έμοιαζε όλο και περισσότερο με το χτύπο της καρδιάς μου, ενώ το αρχαίο συρακούσιο μέλος από τα
Ο ΤΡΟΧΟΣ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ 487
παιδικά μου χρόνια ξεχείλισε από τα βάθη των σπλάχνων μου, ακατάσχετα, απειλώντας να εκραγεί ανά πάσα στιγμή και να πνίξει ολοκληρωτικά τις σκέψεις και την ύπαρξη μου. Ένιωσα σαν να είχα πνιγεί ή τρελαθεί, μια και τα φώτα γύρω, πάνω και κάτω από μένα πλέκονταν και με ωθούσαν προς τα κάτω, λες και με παράσερναν στη δίνη της Χάρυβδης, ενώ το ακατανόητο χορικό μέσα μου ξεσπούσε σε ένα εκκωφαντικό μουγκρητό. Θα τρελαινόμουν αν δεν έβαζα ένα τέλος σε όλο αυτό· συγκεντρώνοντας όση δύναμη μου είχε απομείνει ή μου δόθηκε μες στην απόγνωση μου από κάποιο περαστικό θεό που με λυπήθηκε, ανακάθισα και ούρλιαξα με όλη μου την ψυχή, βγάζοντας μια μανιασμένη, βρα-χνιασμένη, στεντόρεια κραυγή που έπειτα από δευτερόλεπτα με άφησε ξέπνοο και βραχνιασμένο.
Καθώς έσβηνε η κραυγή μου, ο εξοργιστικός τρόμος της εσωτερικής μουσικής σταμάτησε αμέσως και ο μυρωμένος αέρας της νύχτας ξαναγύρισε ορμητικά στα πνευμόνια μου. Τα άστρα επέστρεψαν στις κανονικές τους θέσεις και οι σπίθες της πάχνης ξαναμπήκαν σε τάξη, απλωμένες κατά μήκος του ορίζοντα, χωρίς ν' απειλούν πια να ξαναφύγουν από τη σειρά τους. Κάθισα σαν παράλυτος, χαζεύοντας την πεδιάδα γύρω μου, λες και βρισκόμουν στη Χώρα των Ονείρων, όπου κατοικούν τα σβησμένα φαντάσματα των θνητών, ακούγοντας με θαυμασμό τη σιωπή, με την ίδια προσήλωση που είχα ακούσει την επικείμενη εισβολή της τρέλας, προκαλώντας τη να επιστρέψει, αναγκάζοντας τη θέλησή μου να την αντιμετωπίσει και να την αψηφήσει, ακόμα και επιχειρώντας ανεπιτυχώς να επαναφέρω στη μνήμη τις διαβολικές αρμονίες που είχαν κατακλύσει ολοκληρωτικά το είναι μου μια στιγμή πρωτύτερα. Η ψυχή μου είχε επιστρέψει και πάλι σε μένα και είχε προσκολληθεί γερά στις σκοτεινές κοιλότητες του ανθρώπινου σώματος στις οποίες ελλοχεύει σαν νυχτερίδα στο σκοτάδι, με μάτια σπινθηροβόλα από την επαγρύπνηση.
Ενώ καθόμουν μέσα στην απέραντη σιωπή, κατά περίεργο τρόπο ακούστηκε ένας απαλός ήχος, τόσο απαλός, που νόμισα ότι δεν τον άκουσα κι όμως, παρ' όλα αυτά, τόσο κοντινός, που σηκώθηκαν οι τρίχες στο σβέρκο μου. Πάγωσα κι άκουσα με ακό-
488 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
μα μεγαλύτερη προσοχή· έφτασε και πάλι στ' αφτιά μου ο ίδιος, σχεδόν αδιόρατος ήχος τριβής, ένα ελάχιστο γδάρσιμο, μερικά εκατοστά από εκεί που καθόμουν. Έγειρα σιωπηλά στο πλάι και ακούμπησα το πρόσωπό μου κοντά στο έδαφος, στο σημείο από όπου νόμισα ότι ερχόταν ο θόρυβος. Σταμάτησε για ένα διάστημα που μου φάνηκε ολόκληρη ζωή, λες και ο δημιουργός του συλλογιζόταν τι έννοια να δώσει σ' αυτό το πλάσμα με το μεγάλο κεφάλι που είχε ακουμπήσει το μαλλιαρό και ιδρωμένο σώμα τόσο κοντά του. Διέκρινα να ξεπροβάλλει αργά κάτω από τα μάτια μου και ν' αντιφεγγίζει απαλά μέσα στη γυαλιστερή μαυρίλα η ημι-διαφανής λάμψη ενός σκουληκιού που έβγαινε προσεκτικά στα τυφλά από τη μικροσκοπική του τρύπα, την οποία είχε σκάψει αναλώνοντας ολόκληρη τη ζωή του. Τα μικροσκοπικά μόρια χώματος που παραμέριζε καθώς προχωρούσε αργά προκάλεσαν το απαλότερο γρατσούνισμα στα υπερευαισθητοποιημένα αφτιά μου και, καθώς ένα ακόμα σκουλήκι ξεπρόβαλε από τη δική του τρύπα λίγα εκατοστά παραπέρα, άκουσα κι άλλο απαλό γρατσούνισμα που προκλήθηκε από το ελάχιστο χώμα το οποίο παραμερίστηκε από την κορυφή της τρύπας του.
Μέχρι σήμερα, δεν είμαι σίγουρος για το αποτέλεσμα που προκάλεσε στο πνεύμα μου αυτή η φευγαλέα επισκόπηση ενός μικρόκοσμου· γιατί μετά την περιπλάνηση της ψυχής μου στο παρελθόν της και τη σχεδόν μοιραία συντριβή του είναι μου από την περιστροφή ουρανού και γης, αυτή η μικρή δόση της πιο απτής πραγματικότητας -ένα παλλόμενο, λαμπερό σκουλήκι που έσφυζε από ζωή, σπρώχνοντας έναν κόκκο χώμα από την τρύπα του κάτω από το φως των αστεριών- έμοιαζε να είναι το αντίδοτο για την αβέβαια ισορροπημένη αίσθηση αρμονίας μου. Παρακολουθούσα το σκουλήκι χωρίς να σαλεύω σχεδόν όλη την υπόλοιπη νύχτα, ανακτώντας αργά τη δύναμη μου, καθώς το πνεύμα μου ξεκουραζόταν και το μυαλό μου άδειαζε από όλους του τους φόβους για το χτες και τις ανησυχίες για το αύριο. Παρατηρούσα το σκουλήκι και δε σκεφτόμουν παρά μόνο ότι ήταν πολύ απασχολημένο να σπρώχνει ασήμαντες ποσότητες χώματος μέσα και έξω από την τρύπα του, αναζητώντας κάτι πεθαμένο για να
Ο ΤΡΟΧΟΣ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ 489
τραφεί, και ευχαριστήθηκα μ' αυτό, λες και ήταν κάποιο μυστικό που δεν το ήξερε κανείς άλλος στον κόσμο παρά μόνο εγώ και το σκουλήκι.
Καθώς το παρακολουθούσα, έμεινα εκστατικός από το γεγονός ότι ακόμα κι ένα τόσο ασήμαντο πλάσμα, μοχθώντας ανώνυμα μέσα στα σκοτεινά του λαγούμια, σαν Σίσυφος, μπορούσε κατά κάποιο τρόπο να προκαλέσει κάποια μικρή διαφοροποίηση στον κόσμο. Και μου πέρασε από το μυαλό ότι αυτό το μικρό σκουληκάκι, αντί ν αποτελεί επιβεβαίωση του θανάτου, της φθοράς και της ματαιότητας, αποτελούσε στην πραγματικότητα κατάφαση της επιμονής και του πείσματος της ζωής.
Παρόλο που η μυστηριώδης μουσική επέστρεφε συχνά στο μυαλό μου για σύντομα διαστήματα, σαν το αργό σήκωμα των μανικιών κάποιας αρχαίας θεότητας που φοβόταν να ξεχαστεί, δε με τυράννησε ποτέ ξανά τόσο ώστε να κοντεύω να τρελαθώ.
2
Α Φ Ο Υ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΘΗΚΑΜΕ για μία ακόμα φορά, ύστερα από την καταστροφική διάβαση του ποταμού, ξεκινήσαμε διασχίζοντας την πεδιάδα, κατευθυνόμενοι αδιάκοπα, αδιάλειπτα, προς βορρά. Είχαμε απομακρυνθεί μια μέρα από τον ποταμό, όταν συναντήσαμε μια μικρή ομάδα ιππέων με επίσημα ρούχα, ανάμεσα τους και το διοικητή της χώρας που διασχίζαμε, ο οποίος μας ι-κέτευσε να μην καταστρέψουμε τα χωριά του και τα κοπάδια του. Ο Ξενοφώντας και ο Χειρίσοφος, έχοντας αντιμετωπίσει πολλές φορές πριν αυτή τη ρουτίνα, μόλις που σήκωσαν τα μάτια από το κοπιαστικό τους βάδισμα για να χαιρετήσουν τους ευγενείς, διαβεβαιώνοντας απλώς μουρμουριστά τους βαρβάρους ότι η μόνη μας πρόθεση ήταν να φτάσουμε στις ελληνικές αποικίες κατά μήκος της Μαύρης Θάλασσας όσο το δυνατό συντομότερα και ότι. διασχίζοντας τη χώρα τους θα παίρναμε μόνο τις προμήθειες που μας ήταν αναγκαίες για να επιβιώσουμε.
Ο διοικητής και οι ακόλουθοι του μας κοίταξαν κατάπληκτοι, μολονότι είναι δύσκολο να πω αν αυτό οφειλόταν στη βαριεστημένη, αγενή υποδοχή του Ξενοφώντα ή στη γενική εικόνα ολοκληρωτικής εξάντλησης του στρατού. Ίσως ένιωσε οίκτο για εμάς ή αμφέβαλε για την ικανότητα μας να εμποδίσουμε τους άντρες μας από τη διαρπαγή ή πιθανόν πίστεψε ότι από άγνοια και κούραση μπορεί να ξεστρατίζαμε από το δρόμο μας και να καθυστερούσαμε περισσότερο απ' όσο ήταν απόλυτα αναγκαίο στη χώρα του. Ό,τι κι αν συνέβαινε, αφού παρακολούθησε για μία ώρα το στρατό μας που περνούσε αργά και κουτσαίνοντας μπροστά από τα άλογα του, αντάλλαξε στα γρήγορα κάποιες λέξεις με τους συμβούλους του κι ύστερα ξαναγύρισε καλπάζοντας στην ε-
Ο ΤΡΟΧΟΣ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ 491
μπροσθοφυλακή, όπου ο Ξενοφώντας βάδιζε εκείνη τη μέρα μαζί με τον Χειρίσοφο, και μας πρότεινε να χρησιμοποιήσουμε τον αρχισύμβουλό του για οδηγό. Μας εξήγησε ότι, παρόλο που δεν απείχαμε και πολύ από τον προορισμό μας, όχι πάνω από εκατόν πενήντα χιλιόμετρα, ο δρόμος περνούσε μέσα από χώρες εχθρικές προς τη φυλή του και γι' αυτό θα έπρεπε εμείς οι Έλληνες να έχουμε κάποιο αξιόπιστο οδηγό και διερμηνέα για την ασφάλεια μας.
«Δεν είχαμε και πολλή τύχη με τους εθελοντές οδηγούς στο παρελθόν», υπέδειξα στον Ξενοφώντα, χωρίς να νοιαστώ να χαμηλώσω τη φωνή μου από ευγένεια. «Τι εγγυήσεις έχουμε ότι ο άντρας αυτός θα μας οδηγήσει στη σωτηρία μας και όχι στο χαμό;»
Ο Ξενοφώντας τεντώθηκε και κοίταξε καχύποπτα το διοικητή. Ο βάρβαρος ξεφύσηξε περιφρονητικά, έχοντας ακούσει άθε
λα του τα παράπονα μου. «Δε βλέπω να κουβαλάτε τίποτα που να αξίζει να σας το πάρουν», είπε παρατηρητικά.
«Ούτε και οι άλλες φυλές στο εσωτερικό είδαν κάτι τέτοιο», είπε άγρια ο Ξενοφώντας, «αλλά αυτό δε φάνηκε να τις μεταπείθει».
Η έκφραση του διοικητή μαλάκωσε. «Δεν έχουμε κακές προθέσεις εναντίον σας. Στην πραγματικότητα, είχαμε συχνά πάρε δώσε με τους Έλληνες που ζουν στα παράλια. Αν, όμως, επιμένετε να διασφαλιστείτε, πάρτε ως όμηρο το σύμβουλο μου. Αν δε διακρίνετε τη θάλασσα μέσα σε πέντε μέρες, σας δίνω το δικαίωμα να τον σκοτώσετε».
Το παγωμένο χαμόγελο στο πρόσωπο του συμβούλου τρε-μούλιασε στιγμιαία στο σημείο αυτό. Σηκώνοντας τους ώμους, ο Ξενοφώντας μούγκρισε απλώς για να δείξει ότι συγκατατίθεται και είπε στο σύμβουλο να μπει επικεφαλής. Πρώτα, όμως, μου έκανε νόημα να πάρω το άλογο του. Προχώρησα ήρεμα και το άρπαξα από τα γκέμια.
«Στο στρατό δεν πηγαίνουμε καβάλα σε άλογα, όταν βρισκόμαστε σε πορεία», του είπα αυστηρά. «Έχουμε πολλούς αρρώστους και τραυματίες που τα χρειάζονται. Είσαι αρτιμελής, επομένως μπορείς να βαδίσεις όπως και οι στρατηγοί».
492 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
Ο οδηγός κοίταξε καταπτοημένος το διοικητή, ο οποίος του έγνεψε απλώς, καθώς ο άντρας κατέβηκε απρόθυμα από το άλογο και στάθηκε με τα λεπτά πασούμια του μες στη λάσπη. Ο Ξενοφώντας λοξοδρόμησε προς στο μέρος που στεκόμουν, έτοιμος να οδηγήσω το άλογο στο χώρο των αποσκευών, και είπε απαλά με τα μάτια καρφωμένα στο βλέμμα μου:
«Αντί να το φορτώσεις με αποσκευές, καλύτερα να ελέγξεις αν το χρειάζονται οι Ρόδιοι σφενδονήτες. Ξέρω ότι έχουν κάποιον άρρωστο ανάμεσα τους που θα τον ωφελούσε πιθανόν περισσότερο από το να ταξιδεύει πάνω σε φορείο».
Έγνεψα ναι, γεμάτος ευγνωμοσύνη, κι έφυγα τρέχοντας για να βρω την Αστερία.
Ο οδηγός αποδείχτηκε αξιόπιστος, οδηγώντας μας όχι μόνο στο σωστό δρόμο, αλλά δείχνοντας μας και συντομότερα και ευκολότερα μονοπάτια που ποτέ δε θα τα είχαμε βρει χρησιμοποιώντας απλά τους προχειροφτιαγμένους μας χάρτες. Την τρίτη μέρα, όμως, μόλις περάσαμε τα σύνορα της χώρας του, ο άντρας ανέφερε ότι είχαμε μπει στην περιοχή των παραδοσιακών εχθρών της φυλής του κι άρχισε να μας πιέζει να κάψουμε κάθε συστάδα δέντρων και χωράφι στο πέρασμα μας. Αυτό, λοιπόν, ήταν το πραγματικό κίνητρο της ευγενικής προσφοράς του διοικητή να μας παραχωρήσει το σύμβουλο του για οδηγό. Ο Ξενοφώντας αρνήθηκε να τσιμπήσει το δόλωμα. Όχι μόνο δεν ήθελε να προκαλέσει κάποια επιπλέον εχθρότητα στους ντόπιους -ένας πεινασμένος στρατός δέκα χιλιάδων αντρών που βαδίζει μέσα από μια χώρα είναι αρκετό κακό-, αλλά δεν ήθελε να καθυστερήσει ακόμα περισσότερο την πορεία του στρατού και να καταπιαστεί με σκέτη λεηλασία ή να μας ξεστρατίσει από το μοναδικό και υπερισχύοντα στόχο μας - να φτάσουμε στη θάλασσα.
Την πέμπτη μέρα φτάσαμε στους πρόποδες του βουνού που είναι γνωστό στους ντόπιους ως Θήχης. Ήταν περιτριγυρισμένο από άλλες τρομερές κορυφές, αλλά αυτή εδώ ξεχώριζε τόσο για το συνολικό της ύψος, καθώς υψωνόταν πάνω από τις άλλες κο-
Ο ΤΡΟΧΟΣ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ 493
ρυφές, όσο και για την όψη της: μια ομαλή, κωνοειδής πλαγιά που κατέληγε σε μια επίπεδη κορυφή, με πλευρές γεμάτες χαλίκια και θεόρατα βράχια, πολύ δασωμένη στις παρυφές αλλά με όλο και λιγότερα δέντρα κοντά στην κορυφή. Ο δρόμος ελισσόταν μπρος πίσω στη βουνοπλαγιά και μέσα από τα δέντρα και σπάνια μας επέτρεπε να ρίξουμε μια ματιά ή να δούμε από το πλάι το δρόμο προσέγγισης μας, καθώς ο στρατός ήταν αναγκασμένος να σκαρφαλώνει εφ' ενός ζυγού ή το πολύ ανά δύο, εξαιτίας της τραχύτητας του εδάφους. Ο δρόμος προχωρούσε κατευθείαν στην κορυφή του βουνού και κατηφόριζε από την άλλη μεριά.
Η πρόσβαση αυτή έκανε νευρικούς τους αξιωματικούς. Οι στρατιώτες έπρεπε να απλωθούν χιλιόμετρα ολόκληρα, ανίκανοι να υπερασπιστούν κανονικά τους εαυτούς τους σε περίπτωση επίθεσης. Αυτό μεγάλωνε την πιθανότητα να χάσουμε κάποιους καθυστερημένους και τους αρρώστους και τους τραυματίες και θα ήταν πραγματικά απίθανο να σπρώχνουμε και να τραβάμε τον όγκο των προμηθειών και των εφοδίων μας στο απότομο, κακο-τράχαλο μονοπάτι.
«Δεν έχουμε άλλη επιλογή», είπε καρτερικά στους αρχηγούς του ο Ξενοφώντας. «Εγκαταλείψτε όσες σκευοφόρους και εφόδια μας απομένουν. Θα οδηγήσουμε τα κοπάδια και τα υποζύγια ανάμεσα στους λόχους, με τους αρρώστους και τους τραυματίες ν' ακολουθούν. Επειδή θα είμαστε ευάλωτοι σε επίθεση, κάθε στρατιώτης θα βαδίζει εξοπλισμένος και με όλη την αρματωσιά του».
Το άλλο πρωί μπήκαν ως συνήθως επικεφαλής οι στρατιώτες του Χειρίσοφου. Ο στρατός προχωρούσε αργά, βαδίζοντας εφ' ενός ζυγού ή σε δυάδες κι έπειτα από σχεδόν τρεις ώρες η εμπροσθοφυλακή κατάφερε τελικά να μπει σε τάξη για να βαδίσει συντεταγμένη. Λίγο μετά αφότου οι τελευταίοι ανιχνευτές σήκωσαν τα δόρατα τους και άρχισαν να ανηφορίζουν, ακούσαμε αχνές κραυγές από μίλια μακριά, που αντηχούσαν μέσα από τα στενά περάσματα των βουνών. Τα μάτια του Ξενοφώντα στένεψαν.
«Τι φωνάζουν; Μήπως πρόκειται για επίθεση;» Δεν μπορούσα να διακρίνω τα λόγια, ούτε καν τον τόνο των φω
νών, αλλά είκοσι λεπτά αργότερα τα ξεφωνητά έγιναν πιο ξεκά-
494 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
θαρα και πιο δυνατά. Τώρα μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε την κλαγγή των όπλων πάνω στις ασπίδες.
«Επίθεση είναι», φώναξε ο Ξενοφώντας. «Επιταχύνετε το βήμα!» Ύστερα είπε μουρμουριστά, περισσότερο στον εαυτό του παρά σε κάποιον εκεί κοντά: «Το ήξερα ότι αυτοί οι μπάσταρδοι παρακολουθούσαν το σχηματισμό μας».
Οι άντρες άρχισαν να τρέχουν, γκρινιάζοντας καθώς ζορίζονταν στην απότομη ανηφόρα φορτωμένοι με όλη την εξάρτυσή τους, τρέμοντας στην ιδέα μιας ακόμα μάχης και φοβούμενοι για την ασφάλειά τους, έτσι που είχε απλωθεί και αραιώσει η παράταξή τους. Το ταχύ βήμα των στρατιωτών δημιουργούσε χλαπα-ταγή από μόνο του και καθώς οι αρχηγοί ούρλιαζαν προστάγματα και οι πανοπλίες και ο οπλισμός κροτούσαν, αυτό μας εμπόδιζε για περισσότερο από μία ώρα να καταλάβουμε την αιτία και το είδος του ήχου που ακούγαμε. Οι άντρες κοίταζαν την κορυφή νευρικά, η οποία όμως δεν έδινε και πολλές ενδείξεις για το τι θα αντιμετωπίζαμε, μια και κάθε προπορευόμενος λόχος που ξεπερνούσε το χείλος και έμπαινε στο επίπεδο πλάτωμα εξαφανιζόταν απλώς από τα μάτια μας. Ο Χειρίσοφος δεν είχε στείλει κανένα μήνυμα σ' εμάς πίσω για την κατάσταση του στρατού ή την ανάγκη του για ενισχύσεις κι έτσι περιμέναμε τα χειρότερα.
Ο Ξενοφώντας δεν μπόρεσε τελικά ν' αντέξει περισσότερο αυτή την αβεβαιότητα. Τρέχοντας προς τα πίσω στο αυτοσχέδιο ιππικό μας -του οποίου εξακολουθούσε να είναι επικεφαλής ο Λύ-κιος, αλλά τώρα χρησίμευε περισσότερο ως νοσοκομειακή και μεταφορική μονάδα παρά ως μάχιμη ίλη-, άρπαξε ένα άλογο και είπε στον Λύκιο να ελευθερώσει τα άλογα από τις προμήθειες και τα φορεία. Το πρόσωπο του Λυκιου έλαμψε στη σκέψη ότι τελικά θ' αναλάμβανε και πάλι κανονική δράση το ιππικό.
Ο Ξενοφώντας και είκοσι ιππείς ανέβηκαν καλπάζοντας το ύψωμα, σπρώχνοντας στην άκρη τις προπορευόμενες σειρές για να περάσουν, καθώς οι φωνές και οι κλαγγές των όπλων μπροστά μας δυνάμωναν περισσότερο. Ξαφνικά, φτάνοντας στο χείλος και σκαρφαλώνοντας στο πλάτωμα της κορυφής του βουνού, κατακλυστήκαμε από ένα θέαμα που έκανε την καρδιά μας να σπάσει.
Ο ΤΡΟΧΟΣ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ 495
Όλος ο στρατός που είχε φτάσει μέχρι εδώ, τα δύο τρίτα περίπου του συνόλου, βρισκόταν σε απόλυτη και πλήρη αταξία. Ορισμένοι από τους στρατιώτες είχαν κάνει κύκλους και ήταν γονατιστοί πάνω στο χώμα, πιασμένοι μεταξύ τους από τους ώμους, και προσεύχονταν στους θεούς. Άλλοι χτυπούσαν μανιασμένα τις ασπίδες τους πάνω σ' αυτές των συναγωνιστών τους, σαν παιδιά που έπαιζαν πόλεμο, ή χτυπούσαν με τις γροθιές τους τις πλάτες ο ένας του άλλου ή ακόμα έτρεχαν σε κύκλους χωρίς συγκεκριμένο σκοπό. Άλλοι στέκονταν απλώς σαστισμένοι, κοιτάζοντας τον ορίζοντα κατά το νότο. Πάνω από όλα όμως ήταν ο θόρυβος - ένα εκκωφαντικό, σταθερό, αδιάκοπο ξεφωνητό, ένα κράμα από ψαλμούς μαζί με θρήνους και γοερές κραυγές και όλο αυτό το κράμα μεταμορφωνόταν σ' έναν άναρχο, αδιευκρίνιστο, απερίγραπτο συμπαγή ήχο. Οι λέξεις ήταν ακατανόητες, μέχρι να κοιτάξεις τα πρόσωπα των στρατιωτών και να δεις δάκρυα όχι απόγνωσης και φόβου αλλά αγαλλίασης, μέχρι να καταλάβεις από τις χειρονομίες τους ότι αυτοί που προσεύχονταν δεν εκλιπαρούσαν τους θεούς για τη σωτηρία τους, αλλά τους απέδιδαν ευχαριστίες, μέχρι να διαβάσεις τα χείλη εκείνων των ήσυχων που απλώς στέκονταν ακίνητοι κι έκλαιγαν, ενώ στα χείλη τους σχηματίζονταν οι λέξεις εκείνες που τις είχαμε απαρνηθεί τόσο καιρό, στην τρομερή πορεία μας μέσα από έρημους και πάνω από βουνά: «Θάλαττα, θά-λαττα!»
Οι άντρες άρπαξαν τον Ξενοφώντα και τον σήκωσαν ψηλά πάνω στους ώμους τους, γελώντας και ουρλιάζοντας το όνομα του, όπως το είχαν φωνάξει ρυθμικά και τότε που τον είχαν πρωτοε-κλέξει στρατηγό πριν από πολύ καιρό. Τον γρονθοχτυπούσαν στην πλάτη, καθώς ατένιζε με περηφάνια τους πολεμιστές του, ενώ ένα πλατύ χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο του, αστράφτοντας μέσα από την πυκνή γενειάδα του. Στάθηκα μόνος, παρατηρώντας σαστισμένος, με ένα κράμα έκστασης και πόνου, καθώς οι άντρες που βάδιζαν πίσω από μένα και συνέχιζαν να ξεχύνονται πάνω από την κορυφή του βουνού πρωταντίκριζαν τη μαγευτική θέα της θάλασσας. Μια στιγμή αργότερα, όμως, αισθάνθηκα την παρουσία κάποιας που είχα προ πολλού χάσει κάθε ελ-
496 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
πίδα ότι θα ξανασυναντούσα και γυρνώντας διαπίστωσα ότι δεν ήμουν μόνος, αφού η Αστερία στεκόταν σιωπηλή απέναντι μου, με τα μάτια βαθουλωμένα και γεμάτα δάκρυα, τα μάγουλα να προεξέχουν στο αποστεωμένο της πρόσωπο, αλλά με μια γλυκύτητα στην έκφραση της που έκανε την καρδιά μου να σταματήσει λες κι είχε εμφανιστεί μπροστά μου κάποια θεά. Άνοιξα την αγκαλιά μου κι εκείνη τρύπωσε μέσα, λες κι ανήκε πάντα εκεί και δεν την είχε ποτέ εγκαταλείψει.
Σήκωσα τα μάτια κι εκεί, μόλις ορατή μέσα από τη θολή, μακρινή αχλύ, αστράφτοντας σαν λεπίδα ξίφους που αντανακλά το φως του ήλιου, βρισκόταν η στενή γαλάζια γραμμή της θάλασσας. Τόσο αληθινή, που τα δάκρυα είναι από χαρά και λύπη μαζί.
3
Α Υ Τ Η ΦΥΣΙΚΑ είναι η δραματική κορύφωση της ιστορίας μου, το σημείο εκείνο στο οποίο, αν ήταν τραγωδία που παιζόταν επί σκηνής, το ακροατήριο θα βολευόταν στα καθίσματα του, βραχνια-σμένο από τις επευφημίες, σκουπίζοντας τα δάκρυα από τα μάτια του, ενώ το έργο θα ολοκληρωνόταν με κάποιο λιτό επίλογο που θα απήγγελλε ο αφηγητής της ιστορίας ή με έναν εξόδιο ύμνο που θα έψαλλε ο χορός. Αν οι θεοί είχαν κάποια αίσθηση συμμετρίας ή ισορροπίας ή ακόμα και καλλιτεχνικές ανησυχίες, θα είχαν επιτρέψει να συμβεί αυτό και πράγματι δε θα αργούσε να ακολουθήσει ο λιτός επίλογος για εκείνους από τους αναγνώστες που θα θεωρούσαν μη ολοκληρωμένη την εξιστόρηση μου των περασμένων χωρίς αυτόν. Όμως οι θεοί είχαν εξυφάνει στο νου τους μια επιπλέον συνωμοσία.
Υπάρχει μια επινόηση που χρησιμοποιήσαμε συχνά εμείς οι Έλληνες στην τραγωδία και την οποία θεωρώ ένδειξη πνευματικής νωθρότητας ή ίσως υπέρμετρης ευσέβειας, από πλευράς δραματουργού, αν και αυτά τα δύο βέβαια μπορεί να είναι ένα και το αυτό. Όταν ακριβώς οι καταστάσεις για τον πρωταγωνιστή μοιάζουν να είναι πέρα από κάθε φαντασία αδήριτες, χωρίς καμιά πιθανότητα να ξεφύγει τον επικείμενο θάνατο του, κατεβάζουν έναν ηθοποιό που παριστάνει κάποια καλοσυνάτη και πανίσχυρη θεότητα, δεμένο με σκοινιά και τροχαλίες, από την οροφή της σκηνής, ο οποίος στη συνέχεια εκτοξεύει αστροπελέκια για να καταστρέψει τον εχθρό ή πετάει ένα ξόρκι για να συμφιλιώσει τους νεαρούς ερωτευμένους ή εκτελεί όποια άλλα μάγια μπορεί ν' απαιτούνται για να επέλθει ικανοποιητική λύση του δράματος και να συνδέσει ό,τι δεν έχει συνοχή στα εναπομείναντα λε-
498 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
πτά. Αυτό αναφέρεται ως «από μηχανής θεός», ένα μέσο για ν' αποκατασταθεί ό,τι είναι άλυτο με τρόπο ανθρωπίνως αδύνατο.
Απ' όσο γνωρίζω, κανένας δραματουργός δεν έχει ακόμα σκεφτεί το αντίθετο φαινόμενο, που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «από μηχανής Νέμεσις», αν και η γλώσσα και η ελληνική δραματική παράδοση εδώ μ' εγκαταλείπουν. Η εικόνα που θέλω να μεταδώσω είναι ενός βρομιάρη μικρού σάτυρου με αυτάρεσκο γελάκι που σκαρφαλώνει απροειδοποίητα από εκεί που παραμόνευε, κάτω από τα σανίδια της σκηνής, κι αρχίζει αμέσως να χαλάει την όλως ικανοποιητική έκβαση που είχε επιτευχθεί και στα τελευταία λεπτά του έργου οδηγεί σε ολοκληρωτικό χάος όλα τα περιστατικά νίκης, συμφιλίωσης και κάθε ευτυχισμένο τέλος που είχε γραφτεί με υπέρμετρη επιμέλεια. Στο δράμα, όμως, της ανθρώπινης ζωής δεν είναι πιο συνηθισμένο αυτό το φαινόμενο απ' όσο το πρώτο; Δεν αποτελεί στ' αλήθεια πιο ρεαλιστικό παράδειγμα για την αληθινή συμπεριφορά και παρουσία των θεών, είτε μέσα από αδέξιες γκάφες είτε με ηθελημένες κακίες; Δεν είναι να απορεί κανείς, επομένως, που έχω χάσει την πίστη μου στην καλοσύνη των θεών που μας φυλάνε.
Ο τροχός της τύχης γύρισε. Όπως η γάτα βασανίζει και παίζει με το ποντίκι προτού το αποτελειώσει, έτσι και οι θεοί μάς έχουν για παιχνίδια τους. Το θείο συχνά ευχαριστιέται να κάνει το μικρό μεγάλο και το μεγάλο μικρό.
Μήνες ολόκληρους θυσιάζαμε στους θεούς καθημερινά, για ικεσία, για ν' αποδώσουμε ευχαριστίες, για καθοδήγηση. Μέχρι το τελευταίο μας πεινασμένο κατσίκι είχαμε θυσιάσει στους θεούς. Σπονδές με νερό είχαν χυθεί ελλείψει κρασιού, ξερό ψωμί τριμμένο ελλείψει ζώων. Ο Ξενοφώντας δεν είχε αμελήσει ποτέ τα καθήκοντα του απέναντι στον Δία και τον Απόλλωνα, στην πραγματικότητα είχε επιμείνει στην ευσεβή εκτέλεση τους, αντιμετωπίζοντας ακόμα και την καθαρή απόγνωση του Χειρίσοφου. Δεν υπήρξε ποτέ κανείς πιο πιστός ή τυπικός συνεργός ιερέα απέναντι στους θεούς, μέχρι τη μέρα της άφιξης μας στην κορυφή του βουνού. Αλλά εκεί, μέσα στη χαρά μας που τελικά είχαμε δει τη θάλασσα, μέσα στον όλο έκσταση προβιβασμό του Ξενοφώντα
Ο ΤΡΟΧΟΣ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ 499
από απλό στρατηγό σε ήρωα, εμείς οι αφελείς, αν και προφανώς μη συγχωρητέοι, λησμονήσαμε να θυσιάσουμε στους θεούς για να τους ευχαριστήσουμε.
Σε αντάλλαγμα εκείνοι μας έστειλαν μέλι. Πολύ μέλι, εκατοντάδες κυψέλες γεμάτες μέλι, σωρούς από
τους γλυκύτερους, τους πιο κολλώδεις, πιο θρεπτικούς και νόστιμους κόμπους από χρυσή δροσιά που είχαμε ποτέ δοκιμάσει, που αρπάξαμε από ένα τεράστιο μελισσοκομείο στα βουνά, αφού είχαμε κατατροπώσει εύκολα την τελευταία φυλή που παρεμβαλλόταν ανάμεσα σ' εμάς και τη θάλασσα, τους Κόλχους. Το ότι ήταν κλεμμένο το έκανε ακόμα γλυκύτερο και οι λιμασμένοι άντρες έσκουζαν και χόρευαν σαν παιδιά, καθώς ορμούσαν μέσα στις επιδέξια κατασκευασμένες κυψέλες, ξηλώνοντας τες με τις ασπίδες τους, διώχνοντας τις μέλισσες με πισσωμένα δαδιά που έβγαζαν μαύρο καπνό, αγνοώντας τα ασθενικά τσιμπήματα των λίγων γενναίων μικρών εντόμων που έμειναν να προστατέψουν το βίος τους. Οι άντρες, έχοντας φτάσει σχεδόν σε ντελίριο με την αίσθηση της κοντινής θάλασσας, παράφαγαν μέλι και τους είδα να τριγυρίζουν ανάμεσα στις κυψέλες μακάρια χαρούμενοι, με τα πρόσωπα και τα χέρια πασαλειμμένα μέλι και τα μαλλιά τους κοκαλωμένα από το μέλι, να ρίχνουν με τις χούφτες όγκους μελιού και κερήθρες που κολλούσαν ο ένας στον άλλο από καθαρή σκανταλιά, αφού είχαν μπουχτίσει. Η ευχαρίστηση τους ήταν τόσο άδολη, η απόλαυσή τους μετά τα τόσα βάσανα που είχαν υποφέρει όλο το χειμώνα τόσο αγνή, ώστε κανείς από τους αξιωματικούς δεν είχε κουράγιο να επιχειρήσει καν να διατηρήσει την πειθαρχία και στην πραγματικότητα πιέζονταν πολύ και οι ίδιοι για να μην τρίψουν αστειευόμενοι ένα κομμάτι από το δώρο που είχαν πάρει στα μούτρα των συναδέλφων τους από καθαρή ευχαρίστηση.
Υπάρχει μια παλιά ιστορία για το Θεσσαλό βασιλιά Κνώπο που τον συμβούλεψε η ιέρειά του Ενοδία να πιάσει το μεγαλύτερο και καλύτερο ταύρο κι ύστερα να τον ποτίσει με το μεθυστικό της φίλτρο. Ο τρελαμένος ταύρος δραπέτευσε και πιάστηκε από τους εχθρούς που τον πήραν για καλό οιωνό, τον θυσίασαν και τον έφαγαν σε ένα συμπόσιο. Αφού καταβρόχθισαν τα ναρκωτικά, τρελά-
500 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
θηκαν και σφάχτηκαν από τους στρατιώτες του Κνώπου που τους επιτέθηκαν βάναυσα. Είτε οι Κόλχοι είχαν δηλητηριάσει το μέλι μας κατά την υποχώρηση τους με τον τρόπο του αρχαίου βασιλιά είτε, και το πιθανότερο, οι λιμασμένες κοιλιές των στρατιωτών μας ήταν απλώς ασυνήθιστες στο τόσο βαρύ αυτό γλυκό, πάντως έπειτα από λίγες ώρες όλοι αυτοί που έφαγαν μέλι αρρώστησαν απότομα, χάνοντας τις αισθήσεις τους, ξερνώντας και αναγουλιάζοντας, ενώ μια πρασινωπή διάρροια έτρεχε ανεξέλεγκτα μέχρι κάτω στα πόδια τους. Όσοι δοκίμασαν απλώς το μέλι έμοιαζαν μεθυσμένοι. Όσοι είχαν φάει μεγάλη ποσότητα φαφλάτιζαν σαν τρελοί, μέσα σε παραλήρημα και πυρετό, σωριάζονταν κάτω και μερικοί πέθαιναν, θυμίζοντας τις μέρες του λοιμού στην Αθήνα. Άντρες κουλουριάζο-νταν στο έδαφος από τους πόνους, με τις κοιλιές φουσκωμένες, τα πρόσωπα παραμορφωμένα και τις πρησμένες γλώσσες τους μπλάβες, αφού μέσα στην αγωνία τους τις δάγκωναν. Στα χέρια και τα πρόσωπα τους που κολλούσαν από το μέλι και δεν είχαν βρει καν χρόνο να τα πλύνουν, προτού χτυπηθούν από την αρρώστια, συγκεντρώνονταν χώματα και φύλλα από το έδαφος αλλά και οι ακαθαρσίες που έβγαιναν από τα σώματα τους και κείτονταν εκεί γεμάτοι αγωνία, με τα μάτια τρομαγμένα, αρνούμενοι να πιστέψουν ότι έπειτα από τόσους μήνες γενναιότητας και κακουχιών οι φαινομενικά ανίκητοι Έλληνες πολεμιστές μπορούσαν να ηττηθούν και να καταρρεύσουν από μια τόσο αθώα, γλυκιά απόλαυση.
Ούτε ένας άντρας, ακόμα και ο Ξενοφώντας και οι άλλοι αξιωματικοί, δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του και είναι θαύμα που δεν ξαναγύρισαν οι Κόλχοι να μας πετσοκόψουν όλους μέσα στην άθλια κατάσταση μας. Πολλοί από τους στρατιώτες θα τους ευχαριστούσαν πραγματικά αν τους απάλλασσαν από τη μιζέρια τους. Το γεγονός ότι οι Κόλχοι δεν ξαναγύρισαν αποτελεί ίσως την καλύτερη απόδειξη ότι, πραγματικά, δεν είχαν δηλητηριάσει εν γνώσει τους το μέλι, και θα έπρεπε πιθανόν να χρωστώ ευγνωμοσύνη στους θεούς γι' αυτό, αν και δεν μπορώ ν' αποφύγω να σκεφτώ ότι αν χρειαζόταν να δοξολογώ τους θεούς για ένα τόσο κενό δώρο, το μόνο που θα κατάφερνα θα ήταν να ενθαρρύνω τα παιδαριώδη τους παιχνίδια. Αν είχα δει μια τέτοια σκη-
Ο ΤΡΟΧΟΣ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ 501
νή σε κάποιο δράμα στην Αθήνα, θα χλεύαζα την αδέξια και άτσαλη χρήση της ειρωνείας από το δραματουργό, που έβαλε τους γενναιότερους και πιο πολυβασανισμένους μαχητές της γης να γονατίσουν από μια απόλαυση τόσο αθώα όσο μια χούφτα μέλι. Αναμφίβολα και οι θεατές θα είχαν θιχτεί από την προφανή ύβρη του συγγραφέα εναντίον των θεών. Το γεγονός ότι αυτό δεν ήταν απλώς ένα επί σκηνής δράμα έκανε την προδοσία των θεών ακόμα πιο καταδικαστέα.
Οι περισσότεροι από εμάς συνήλθαμε μέσα σε μια δυο μέρες κι αφού σταθήκαμε τρεκλίζοντας στα πόδια μας, σαν παραζαλισμένοι ή μεθυσμένοι, μπήκαμε και πάλι, έστω και παραπατώντας, σε μια τάξη, θάβοντας τους νεκρούς κι επιχειρώντας ν' ανακτήσουμε την καταρρακωμένη μας αξιοπρέπεια. Η Αστερία, όμως, λάτρης του μελιού παιδιόθεν, είχε πρηστεί από την ουσία εκείνη και όταν κατάφερα τελικά να την εντοπίσω ανάμεσα στις ομάδες των Ροδίων που ξερνούσαν σε άθλια κατάσταση, τη βρήκα αναίσθητη, να αναπνέει με δυσκολία, με τα σκασμένα από τη χολή χείλη της μπλαβι-σμένα από το κρύο και τα γυμνά της πόδια κάτω από τον κοντό χιτώνα γεμάτα από τις ακαθαρσίες μέσα στις οποίες κειτόταν αφρό-ντιστη τις τελευταίες δύο μέρες. Το πιο απειλητικό όμως ήταν το αίμα που είχε λιμνάσει από κάτω της και συνέχιζε να στάζει σταθερά ανάμεσα από τους μηρούς της. Αδύναμος και ασταθής καθώς ήμουν, πάσχισα να τη σηκώσω, αλλά έμεινα κατάπληκτος διαπιστώνοντας ότι το σώμα της ήταν ελαφρύ και εύθραυστο σαν ένα δεμάτι ξερά κλαδάκια, στερημένο από μυς ή λίπος ύστερα από τη μακριά πορεία και το ακούσιο καθαρτικό των δύο τελευταίων ημερών. Όση απαλότητα της απέμενε είχε εξαφανιστεί από τα μέλη και το μπούστο της, ενώ το ξαναμμένο από τον πυρετό πρόσωπο της ήταν σκαμμένο με τεράστια μαυροστεφανιασμένα, θολά μάτια που είχαν αναποδογυρίσει, αφήνοντας να φανεί μόνο το ασπράδι κάτω από τα μπλάβα βλέφαρα της. Καθώς κουβαλούσα στα χέρια μου το σώμα της Αστερίας, κατηφορίζοντας το μονοπάτι της τελευταίας σειράς παράκτιων λόφων, με το αίμα να σταλάζει σταθερά αφήνοντας πίσω μου μια γραμμή πάνω στο ανασκαμμένο από τους πεζοπόρους στρατιώτες χώμα, ήμουν σίγουρος ότι η ζωή μου είχε τελειώσει.
4
ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΜΕΡΑ, ένα χρόνο μετά τη μεγαλειώδη αναχώρηση μας από τις Σάρδεις, κάτι λιγότερο από δέκα χιλιάδες πεινασμένοι, μι-σόγυμνοι, γενειοφόροι Έλληνες στρατιώτες, φέροντας πλήρη αλλά στραπατσαρισμένο οπλισμό και έχοντας θριαμβική έκφραση, εμφανίστηκαν κουτσαίνοντας αλλά σε τέλειο σχηματισμό από τα υψώματα μπροστά στους δύσπιστους κατοίκους της Τραπεζούντας. Κάθε πόρος και πτυχή του δέρματος τους ήταν γεμάτα λί-γδα, ενώ ίχνη από ξεραμένο εμετό, από την πιο πρόσφατη ατυχία τους, διακρίνονταν ακόμα στις άκρες των χειλιών τους και κάτω από τα σαγόνια τους. Τα δόντια τους ήταν σαπισμένα ή έλειπαν και έσπερναν μεγάλες ροχάλες πάνω στο χώμα που πο-δοπατιούνταν από τα παραροζιασμένα γυμνά πόδια των αντρών που βάδιζαν απρόσεκτα από πίσω τους. Τα βουλιαγμένα κράνη τους κρέμονταν στους ώμους τους από τις καλύπτρες της μύτης ή απλά ήταν βαλμένα απρόσεκτα στην κορυφή του κεφαλιού τους, με τις άδειες θήκες των ματιών να κοιτάζουν κατάμαυρες τον ουρανό, σαν μάσκες κρεμασμένες σε ένα καρφί. Οι άντρες έλεγαν απίστευτες ιστορίες για χίλια εξακόσια χιλιόμετρα πορεία από τη Βαβυλώνα και είχαν μόνο τα μισά από τα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών που έπρεπε να έχει ένας στρατός τόσο μεγάλος. Την ώρα που μετέφερα την Αστερία μες στην πόλη, ενώ οι στρατιώτες γύρω μου ούρλιαζαν τον παιάνα στον Απόλλωνα με βαριεστημένη ευγνωμοσύνη που είχαν φτάσει τελικά ανάμεσα σε φίλους και συμμάχους και οι κάτοικοι της πόλης κοιτούσαν με θαυμασμό και δέος τα μπερδεμένα μαλλιά και τους φθαρμένους κόκκινους μανδύες τους, δεν έβλεπα και δεν άκουγα όσα συνέβαιναν γύρω μου. Στην πραγματικότητα ήμουν σε ελάχιστα χειρότερη
Ο ΤΡΟΧΟΣ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ 503
κατάσταση από τότε που είχα ξεκινήσει, με εξαίρεση το σωματικό κόστος που είχα πληρώσει και το οποίο θα αναπληρωνόταν με τον καιρό. Όμως, είχα δοκιμάσει μια γεύση δόξας και πληρότητας, είχα ποθήσει τα αγαθά του Ξενοφώντα, κι έχοντας γνωρίσει κάποτε ένα ίχνος από τέτοιο πλούτο, έστω και στιγμιαία, η απουσία του με έκανε να αισθάνομαι απείρως φτωχότερος.
Βγήκα από τη γραμμή χωρίς να ειδοποιήσω ψυχή και μπήκα στο πρώτο άθλιο πανδοχείο που βρήκα μπροστά μου, κλοτσώντας πόρτες με τα πόδια μου, ώσπου βρήκα ένα δωμάτιο με ένα άδειο κρεβάτι, όπου απίθωσα το σώμα της Αστερίας, κι ύστερα επέστρεψα για να τα κανονίσω με τον κατάπληκτο πανδοχέα. Δεν είχα λεφτά, ούτε έναν οβολό στο όνομα μου, κι έτσι άφησα τη στραπατσαρισμένη κι ακόμα αιματοβαμμένη ασπίδα και το κράνος μου για ενέχυρο, έδωσα οδηγίες να μη με ενοχλήσουν παρά μόνο για να φέρουν ένα απλό πιάτο φαΐ μια φορά τη μέρα και μπήκα στο δωμάτιο που ήταν η Αστερία, κλείνοντας πίσω μου την πόρτα στον πανδοχέα και το στρατό, στον Ξενοφώντα και τον άντρα που ήμουν μέχρι εκείνη τη μέρα.
Δεν είμαι γιατρός, σίγουρα όχι ο Ιπποκράτης, και αμφιβάλλω αν αυτή η άθλια πόλη διέθετε τίποτ' άλλο εκτός από μαμές και μάγισσες, έτσι κι αλλιώς. Για να μιλήσω ειλικρινά, μ' ενδιέφερε περισσότερο να βρω νεκροθάφτη παρά γιατρό, αν και συχνά σε τέτοια μέρη το ίδιο σεπτό πρόσωπο θα έπαιζε τον έναν και τον αυτό ρόλο, παρά την αντιπαράθεση συμφερόντων. Οι στρατιωτικοί χειρουργοί που είχα δει στο στρατό μας αλλά ακόμα και στην Αθήνα δεν είχαν παρά μία και απαράλλακτη θεραπεία για την αιμορραγία από αποβολή: επιπλέον αιμορραγία. Αν η γυναίκα επιζούσε από αυτή, θα επιζούσε και από την αρρώστια της. Αν όχι, τότε έτσι ήταν γραφτό από τους θεούς. Οι ιπποκρατικοί θα παρουσίαζαν ένα εντυπωσιακό θέαμα, σίγουρα, συλλέγοντας δείγματα από εμετό, αίμα, δάκρυα, μύξα, κολπικό υγρό, ιδρώτα, ούρα, πύον από κακοφορμισμένες πληγές της ασθενούς, κυψελίδα από το αφτί και όποια άλλη σωματική έκκριση μπορούσαν να πάρουν, ύστερα θα τις ανέλυαν δοκιμάζοντάς τες ή, αν η ασθενής ήταν πειθήνια, θα την έβαζαν να τις δοκιμάσει η ίδια. Εγώ,
504 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
όμως, δεν ήθελα να υποστεί η Αστερία τέτοιες απρέπειες. Θα τη φρόντιζα με το δικό μου τρόπο.
Κάποιο από τα μακρόσυρτα εκείνα απογεύματα, καθώς καθόμουν σιωπηλός στην άκρη του κρεβατιού της παρακολουθώντας τον ακατάστατο από τον πυρετό ύπνο της, πήρα ένα κύπελλο με δροσερό νερό κι άρχισα να σφουγγίζω τον ιδρώτα από το κορμί της, προσπαθώντας, παρά τη βρομιά που μας περιέβαλλε, να την κρατήσω σε μια υποτυπώδη καθαριότητα. Ασυναίσθητα μουρμούρισα το όνομά της, «Αστερία», περισσότερο για μένα τον ίδιο παρά ελπίζοντας ότι θα μου απαντούσε. Η λέξη πέρασε μέσα από τη μακριά, απέραντη ερημιά της συνείδησής της, την κλεισμένη στο σκοτάδι και κατοικημένη από σκιές, ελισσόμενη μέσα από τους μοναχικούς παράδρομους του μυαλού της και καθυστερώντας αιώνες ολόκληρους, προφανώς, προτού τελικά φτάσει στον προορισμό της. Και τότε εκμαίευσε αργά μια απάντηση, η οποία διέσχισε και πάλι το κοπιαστικό μονοπάτι μέσα από τις σκιές μέχρι να βγει έξω, καθώς διαλυόταν αργά η θολούρα και η γλώσσα της κινούνταν με κόπο, ενώ τα μάτια της εξακολουθούσαν να είναι κλειστά: «Θέο». Η λέξη ειπώθηκε τόσο απαλά, που με ξάφνιασε και δεν ήμουν καν σίγουρος ότι την είχα ακούσει, μια και η έκφρασή της δεν είχε αλλάξει, ούτε καν είχαν πεταρίσει τα βλέφαρά της. Είχα σχεδόν θεωρήσει τον ψίθυρο δημιούργημα της φαντασίας μου, ίσως έναν ειλικρινέστερο προσδιορισμό της ύπαρξής μου από όσο είχα ποτέ συνειδητοποιήσει, όταν ξαναμίλησε, με άπειρη προσπάθεια, λέγοντας: «Συγχώρεσέ με».
Σήκωσα τα μάτια και την είδα που πάσχιζε να μιλήσει, αγκομαχώντας σιωπηλά, με τα χείλη και τη γλώσσα να κινούνται βαριά. Κάποια εσωτερική πηγή ενέργειας είχε ξεχειλίσει από μέσα της και δεν μπορούσε να σταματήσει. Τα βλέφαρά της μισοση-κώθηκαν και με κοίταξε περίεργα, ενώ ψηνόταν από τον πυρετό, με μάτια γυάλινα, που άλλαζαν διαδοχικά χρώμα από ατσάλινο γκρίζο σε ανοιχτό μπλε, καθώς το τρεμουλιαστό φως αντανακλούσε πάνω τους, μόνο και μόνο για να γίνουν ξαφνικά πολύ σκούρα, σαν το χρώμα στα βάθη του ωκεανού ή ενός τάφου, μόλις τα προσέγγιζε έστω και ίχνος σκιάς.
Ο ΤΡΟΧΟΣ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ 505
«Θέο», κόμπιασε. «Αγαπούσες τον Πρόξενο σαν αδερφό, όπως αγαπάς τον Ξενοφώντα». Έγνεψα σιωπηλά, ενώ η κατάπληξη μου, ακούγοντας τη να μιλάει, εντεινόταν από το φόβο ότι μια τρομακτική αποκάλυψη ήταν αυτό που την παρακινούσε να μιλήσει. Την παρακάλεσα να σωπάσει, να ξεκουραστεί.
«Λυπάμαι, θέο», είπε και πάλι με κομμένη την ανάσα κι ύστερα έγειρε ασθμαίνοντας με κλειστά τα μάτια, πασχίζοντας να ξαναβρεί την αναπνοή και την ηρεμία της. Δε διέκοψα την προσπάθεια της, παρά μόνο έσφιξα περισσότερο τη λαβή μου πάνω στον ταχύτατο σφυγμό της και σφούγγισα τις σταγόνες του ιδρώτα που είχαν ξεφυτρώσει στο μέτωπο της μέσα στην πυρετώδη πάλη της.
«Αστερία», είπα τελικά, «δε χρειάζεται να λυπάσαι για τίποτα. Ο Πρόξενος ήταν στρατιώτης, πέθανε ως στρατιώτης και τώρα βρίσκεται μαζί με τους θεούς».
Στο σημείο αυτό τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και η έκφραση της απορροφήθηκε από κάποια απερίγραπτη θλίψη και μαρτύριο. «Εγώ... εγώ τον σκότωσα», είπε κοιτάζοντας με κατευθείαν στα μάτια και ύστερα το επανέλαβε ξανά και ξανά, με φωνή αποστραγγισμένη από δύναμη και συναίσθημα, που ξεμά-κραινε σιγά σιγά από μένα. «Τον σκότωσα».
Περιέργως, αισθάνθηκα κάποια ανακούφιση ακούγοντας το, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι αυτή δεν είχε καμιά σχέση με το γεγονός και ότι απλώς την είχε κοροϊδέψει κάποιο αλλόκοτο όνειρο, κάποια σκληρότητα εκ μέρους των θεών που δεν ήταν ευχαριστημένοι βασανίζοντας το σώμα της, αλλά ζητούσαν να βασανίσουν εξίσου και το πνεύμα της.
«Αστερία, κοιμήσου. Δε σκότωσες κανέναν, είναι μόνο ένα όνειρο». Εξακολούθησε να είναι ταραγμένη και να τρέμει, εξακολούθησε να λέει κάτι που ήξερα ότι θα ήταν μόνο μια επιπλέον παραίσθηση. Έτσι επιδίωξα ν' αποτρέψω αυτή την άχρηστη ανάλωση της εξαντλημένης της δύναμης, επαναλαμβάνοντας τις κατευναστικές λέξεις. «Δε σκότωσες τον Πρόξενο. Ο Τισσαφέρνης το έκανε. Εσύ είσαι αθώα».
Ακούγοντας το αυτό κοντανάσανε και σχεδόν ανακάθισε από την αποτυχία της να με κάνει να καταλάβω και από την απελπι-
506 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
σία της να μιλήσει. «Ανόητε!» πέταξε με φωνή στριγκή και ψιθυριστή και το πρόσωπο κομμένο από τον πόνο. «Εγώ είμαι ο Τισσαφέρνης!» Κι αφού το ξεστόμισε σωριάστηκε και πάλι πάνω στο επίπεδο, μουσκεμένο μαξιλάρι της, ασθμαίνουσα και εξαθλιωμένη. Κάθισα με ορθάνοιχτα τα μάτια, κατάπληκτος από τη δύναμη του ξεσπάσματός της, αλλά στη συνέχεια εξακολούθησα το κατευναστικό κατεβατό με κοινοτοπίες και τελικά ανταμείφθηκα, βλέποντας το κοντανάσασμά της να ξαναγίνεται φυσιολογικό και τά τεντωμένα μέλη της ν' αρχίζουν να ηρεμούν.
Με κοίταξε για μία ακόμα φορά. Το πρόσωπό της είχε μια έκφραση ολοφάνερης θλίψης. Τα χείλη της κινούνταν σιωπηλά και νόμισα ότι θα προσπαθούσε και πάλι να δώσει φωνή σε λέξεις που καλύτερα να έμεναν άφατες και αμελέτητες, αλλά τότε, κλείνοντας αργά τα βλέφαρα της, ξαναγύρισε στη χώρα των σκιών και των ονείρων στην οποία είχε μείνει για τόσες μέρες. Όνειρα, αυτά τα μαρτύρια, οι επιθυμίες, οι ψεύτικοι και αληθινοί οιωνοί- αυτός ο λανθάνων, φασματικός κόσμος, ο κατοικημένος από μια ακόμα μεγαλύτερη αφθονία χλευαστικών, άλογων όντων από αυτή που ίσως να βρίσκεται στην εν εγρηγόρσει ύπαρξή μας. Διαλύθηκε λες και κατέβαινε σε ένα ακόμα πιο σκοτεινό πηγάδι, με το κάθε επίπεδο πιο συμπιεσμένο από το προηγούμενο. Βρισκόμουν μακριά της τώρα κι έδινε μόνη τη μάχη της, εντελώς μόνη με τη μικρή ζωή και τις αναμνήσεις από τα ασήμαντα παραπτώματά της, και ακόμα και κοιμισμένη έχυνε περιστασιακά καυτά δάκρυα γιατί και τα χρόνια και οι αναμνήσεις της έφευγαν γρήγορα.
Αργότερα εκείνη τη νύχτα, αφού τη γύρισα προσεκτικά στο πλάι, όπου κουλουριάστηκε αμέσως σαν έμβρυο, σε μια προσπάθεια ν' ανακουφιστεί από το αδιάκοπο κάψιμο στην κοιλιά της, χάιδεψα απαλά το λαιμό και τα μαλλιά πίσω στο σβέρκο, εκείνο το απαλό, μαγικό μέρος του σώματος μιας γυναίκας όπου η λεία καμπύλη του σβέρκου γίνεται χνουδωτή σαν μωρού και ύστερα μεταμορφώνεται σε μια σειρά από απαλές, πουπουλένιες τούφες κάτω από τις στρογγυλεμένες άκρες των βοστρύχων της, εκείνες τις μικροσκοπικές φύτρες που αρνούνται κάθε προσπάθεια τιθάσευσης, ακόμα και όταν τα υπόλοιπα γυναικεία μαλλιά έχουν υποστεί
Ο ΤΡΟΧΟΣ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ 507
το πιο περίτεχνο δέσιμο. Θαυμάσιες σαν μικρές βλεφαρίδες, που, άμα φωτιστούν από πίσω με μια λάμπα, αστράφτουν και λάμπουν σαν αυγή, αθάνατα υπολείμματα από την παιδική ηλικία της γυναίκας, το ίδιο ορατές και όμορφες αλλά και το ίδιο ατίθασες από την πλουσιότερη Περσίδα βασίλισσα μέχρι τη φτωχότερη χωριατοπούλα, τα πρώτα μαλλιά που βγαίνουν όταν είναι παιδί, φύλακες του γλυκού, γυναικείου αρώματος όλης της ζωής της, οι τελευταίες τούφες που μένουν στο κεφάλι της στα ξεμωράματά της, αψηφώντας χρόνο και τόπο. Καθυστέρησα λιγάκι εκεί με το δροσερό σφουγγάρι, έχοντας το μυαλό άδειο, χωρίς να σκέφτομαι τίποτα, καθώς αναστέναζε και μουρμούριζε στον ύπνο της.
Είχα μόλις σκύψει κάτω ν' ανασηκώσω τη ράχη της προς το κέντρο του κρεβατιού, όταν παρατήρησα ένα μικρό σημάδι ή κηλίδα ακριβώς στις ρίζες των μαλλιών της στο σβέρκο. Δεν το είχα ξαναπαρατηρήσει, μια και πριν από την αρρώστια της δεν είχα ξαναδεί το σώμα της Αστερίας στο φως της μέρας και πριν από αυτό, όταν ζούσε ακόμα ο Κύρος, ο λαιμός της δεν ήταν ποτέ εκτεθειμένος λόγω των μακριών μαλλιών της. Φέρνοντας τη λάμπα του λαδιού πιο κοντά και σκύβοντας αργά προς τα κάτω, μπόρεσα να διακρίνω το θαμπό περίγραμμα του πατροπαράδοτου μωρουδίστικου τατουάζ που της είχαν κάνει μετά τη γέννηση της στις Σάρδεις, για να διακρίνεται ο πατέρας και η οικογενειακή καταγωγή της σε περίπτωση καταστροφής. Το εξέτασα προσεκτικά, προσπαθώντας να δω τις αχνές γραμμές και να διακρίνω τις σκιές από το μελάνι, όταν ξαφνικά μου κόπηκε η ανάσα και ανακάθισα λες και με είχε τσιμπήσει σκορπιός, σπρώχνοντας την απότομα και κάνοντας τη να βογκήξει μες στον ύπνο της.
Το σύμβολο στο σβέρκο της ήταν εκείνο που είχα δει και με είχε κάνει να τρέμω αρκετές φορές, εκείνο που με κατέτρυχε στα όνειρα μου νύχτες ολόκληρες στο τέλος, εκείνο που νόμιζα ότι είχα αφήσει πίσω μου για πάντα μήνες πριν - το φτερωτό άλογο του Τισσαφέρνη.
Είχα τρομοκρατηθεί και τρέμοντας στάθηκα όρθιος και οπισθοχώρησα από το κρεβάτι της στον απέναντι τοίχο, όπου στάθηκα ακίνητος, με τα μάτια καρφωμένα στο άθλιο εκείνο πλάσμα
508 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
που κειτόταν αναίσθητο απέναντι μου. Όταν συνήλθα, άρχισα να βηματίζω στο δωμάτιο για ώρες, χτυπώντας τη γροθιά μου στον πέτρινο τοίχο ώσπου οι κλειδώσεις μου μάτωσαν, ουρλιάζοντας τη λύσσα και την περιφρόνηση μου προς τους θεούς, θέλοντας, πέρα από κάθε επιφύλαξη, να αγνοήσω αυτό που είχα δει, να μείνω πιστός στην Αστερία, σαν να μην είχε μολυνθεί τόσο βάναυσα από το μικροσκοπικό σημάδι, περισσότερο απ' όσο μπορούσε να μολυνθεί από το βρομερό Αντίνοο στην καλύβα. Η προσπάθεια που έκανα ήταν ύψιστη, ίσως πιο εξουθενωτική από οποιαδήποτε άλλη είχα κάνει σε όλη την πορεία, μια και αυτή ήταν μια μάχη με τον εαυτό μου, ενάντια στους ίδιους τους θεούς, μια μάχη που έδινα σκληρά μες στο μυαλό και την ψυχή μου, ώσπου τελικά, τελείως εξαντλημένος, κατάρρευσα στο πάτωμα και κοιμήθηκα έναν ύπνο θανάτου, αλλά τον ύπνο του νικητή.
Ώρες αργότερα ξύπνησα και αφουγκράστηκα την αναπνοή της Αστερίας και ήταν ήρεμη. Η παγίδα των θεών δε με είχε νικήσει, επειδή αντίθετα με αυτή που χτυπά την υγεία ή απειλεί την ασφάλεια κάποιου, αυτή ήταν ένα χτύπημα στο μυαλό, και μόνο στο δικό μου μυαλό, μια παγίδα που έπρεπε ή να την αποδεχτώ ή να τη νικήσω μόνος μου. Οι θεοί αναγκάζουν τους ανθρώπους να αγαπήσουν αυτούς που δε θα έπρεπε και να αποδιώχνουν αυτούς που θα έπρεπε να αγαπούν. Υπόλογοι μόνο στα τεχνάσματα τους, που είναι άγνωστα στους θνητούς, αφήνουν να πεθαίνουν αυτοί που έπρεπε να ζουν και διατηρούν στη ζωή αυτούς που έπρεπε να πεθάνουν. Αλλά αυτή τη φορά ο κωμικός συγχρονισμός των θεών δε λειτούργησε. Ο ενοχλητικός σάτυρος που ακολουθούσε κατά πόδας τα ίχνη μου εβδομάδες ολόκληρες είχε κάνει αυτή την επιπλέον φτηνή προσπάθεια να παίξει το γελωτοποιό, αλλά είχε μπερδέψει την ατάκα του, καθυστερώντας μοιραία την είσοδο του πολύ πιο αργά από το σημείο που θα μπορούσε να πετύχει τη μεγαλύτερη επίδραση του, κι έτσι, αντί να τον επευφημούν όρθιοι οι άλλοι θεοί για τις έξυπνες επί σκηνής φάρσες του, δεν κατάφερε να προκαλέσει παρά ένα βαριεστημένο χασμουρητό. Το μυαλό μου βρισκόταν τώρα σε τέτοια κατάσταση, που δεν μπορούσα να σκεφτώ καλύτερη εκδίκηση για τον Τισ-
Ο ΤΡΟΧΟΣ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ 509
σαφέρνη από αυτή εδώ την κλασική σκηνή της απαγωγής, την αναμέτρηση ανάμεσα στον οργισμένο πατέρα και το γελαστό και θριαμβευτή γαμπρό του. Ο απαίσιος, μικρός δαίμονας με τα τριχωτά αφτιά που με ακολουθούσε έκανε μια βιαστική έξοδο από τη σκηνή ντροπιασμένος και δεν ξαναγύρισε.
Την έθαψα στους λόφους, έξω από την πόλη, σε μια τρύπα που έσκαψα με το ξίφος και τα χέρια στο χώμα. Κανένα σήμα ή μνημείο δεν έβαλα, μια και η παρουσία της Αστερίας στην πόλη αυτή ήταν άγνωστη σε όλους εκτός από μένα και τους Ροδίτες και δεν είχα ανάγκη από ένα τέτοιο τεκμήριο. Το μόνο δικό της που κράτησα ήταν ένα μικρό, στραπατσαρισμένο φτερό που τράβηξα μέσα από τα μπερδεμένα μαλλιά της πριν ακριβώς τυλίξω το κορμί της με το σάβανο.
Ξάπλωσα στο χώμα δίπλα στον τάφο και κοιμήθηκα, ένα βαθύ, εξουθενωτικό, δίχως όνειρα ύπνο, στερημένο από οράματα ή σημασίες. Ξυπνώντας στη μέση της νύχτας, με τη γλώσσα στεγνή και το κεφάλι μου έτοιμο να σπάσει, σηκώθηκα και περπάτησα μουδιασμένος μέχρι το ελληνικό στρατόπεδο, περνώντας χωρίς έλεγχο από τους φρουρούς και φτάνοντας στην καλύβα όπου ήξερα ότι είχε καταλύσει ο Ξενοφώντας από τη σημαιούλα που ανέμιζε από πάνω. Μπαίνοντας με κόπο μέσα τον βρήκα απασχολημένο, να γράφει πάνω σε ένα προχειροφτιαγμένο τραπέζι με το φως της λάμπας. Με κοίταξε δίχως έκπληξη ή μομφή. Τα μάτια του είχαν μαύρους κύκλους και τα μάγουλα του εξακολουθούσαν να είναι ισχνά από το σκληρό ταξίδι και τα ακόμα σκληρότερα βάσανα που είχε περάσει μετά την άφιξη του. Μου έγνεψε σιωπηλά για να με χαιρετήσει και να με καλωσορίσει, έριξε μια ματιά στο κρεβάτι που είχε μείνει άδειο πολύ καιρό, περιμένοντας την επιστροφή μου, και ξαναγύρισε ήρεμα στη δουλειά του. Πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να μιλήσουμε για την Αστερία ή τα γεγονότα εκείνων των εβδομάδων, τότε που δεν ήμουν ο εαυτός μου.
Όσο κρατούσε η εσωτερική εξορία μου, δε μου είχε περάσει . ποτέ από το μυαλό ότι μπορεί να υπέφερε κι αυτός, μια και η α-
510 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
πώλεια γι' αυτόν ήταν διπλή, και δεν μπορώ να το θυμηθώ, ακόμα και σήμερα, χωρίς ρίγος μεταμέλειας. Απορροφημένος καθώς ήμουν με τα δικά μου εκείνη την εποχή, δεν κατάλαβα παρά πολύ αργότερα ότι αυτή ήταν η πρώτη φορά από τη γέννηση του Ξενοφώντα που αυτός κι εγώ είχαμε χωρίσει.
ΒΙΒΛΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ
ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Αυτογενής, αδίδακτος, αμήτωρ, ακλόνητος, ανώνυμος, πολυώνυμος, ενδημώντας στη φωτιά... ο παντεπόπτης αιθέρας...
ΕΠΙΓΡΑΦΗ ΑΠΟ ΤΟΙΧΟ ΝΑΟΥ ΣΤΗ ΛΥΚΙΑ
1
ΤΑ ΜΑΤΙΑ TOY ήταν αυτά που πρωτοπαρατήρησα: αόμματες, υδάτινες σφαίρες βουρκωμένες, με ένα θαμπό γαλατένιο χρώμα από τους χοντρούς καταρράκτες που τις κάλυπταν. Ήταν τυφλός σαν σκουλήκι, ωστόσο το αόμματο βλέμμα του διαπέρασε τους περαστικούς του πολυσύχναστου δρόμου και κοίταξε κατευθείαν το πρόσωπο μου.
Στήνοντας αφτί, μπορούσα ν' ακούσω το παράξενο τραγούδι του ν' ανεβαίνει πάνω από το βουητό του δρόμου. Οι στίχοι ίσα που ακούγονταν, κάτι λίγο περισσότερο από μουρμούρισμα, μια επαναλαμβανόμενη μουρμουριστή ψαλμωδία, αλλά το αποτέλε-σμά τους ήταν άμεσο και τρομερό. Τρέμοντας διέσχισα το σκονισμένο δρόμο, σπρώχνοντας, και άρπαξα άγρια από το χέρι τον τρεμουλιάρη γέρο.
«Που το έμαθες αυτό; Ποιος είσαι;» Ο άντρας με κοίταξε έντονα, καθώς του σφύριζα μέσα από τα δόντια μου, και η απλανής έκφραση του έδωσε τη θέση της αργά σε ένα σαρκαστικό χαμόγελο και άρχισε να γελάει περισσότερο σαν παράφρονας ή απελπισμένος. Σκέφτηκα ότι ίσως να μη με άκουσε ή να μην κατάλαβε κι έτσι πλησίασα ακόμα πιο κοντά το πρόσωπο μου. «Ποιος είσαι;» τον ρώτησα και πάλι, αργά αλλά σταθερά, ενώ τα δάχτυλα μου έσφιγγαν το απρόσμενα σφιχτοδεμένο ποντίκι του με κάποια απόγνωση. Παρά την πίεση που ασκούσα στο χέρι του, το πρόσωπό του δε συσπάστηκε καθόλου· μόνο ένα ακαθόριστο βλέμμα, διασκεδαστικό ίσως, ακόμα και θριαμβικό, αν και η δύναμη όποιου συναισθήματος μπορούσε να νιώθει δεν ήταν ικανή να σταματήσει τον τρελό καγχασμό του. Δεν έλπιζα ότι θα μου απαντήσει και στεκόμουν εκεί τρέμοντας από απόγνωση, ένας γέ-
514 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
ρος που βασάνιζε έναν άλλο γέρο στη γωνιά κάποιου πολυσύχναστου δρόμου της Σπάρτης.
Ξανάρχισε το ρυθμικό, πένθιμο ύμνο του, λικνιζόμενος ελαφρά κατά διαστήματα προς τη νοερή χορωδία του, με το πρόσωπο στραμμένο με αδημονία σε μένα.
Τα λόγια του τραγουδιού του, που είχαν παραμείνει κρυμμένα για δεκαετίες στη μνήμη μου, σε μια θαμπή γωνιά του βασιλείου της Μνημοσύνης, όπου σπανίως ταξίδευα, τώρα ηχούσαν και στριφογύριζαν και πάλι στο μυαλό μου, αποκτώντας προθέσεις και σχήματα και μια δική τους ζωή. Μια μαυρομαλλούσα νεαρή γυναίκα, χωρίς πρόσωπο, έσκυβε από πάνω μου καθώς κούρνιαζα στην αγκαλιά της και τραγουδούσε ένα τραγούδι -ένα νανούρισμα;- με χαμηλή, μελωδική φωνή, μια εξωτική, αρχέγονη μελωδία που ήταν περισσότερο ύμνος παρά τραγούδι και με τα χρόνια είχε καταλήξει να έχει αναρίθμητες παραλλαγές μέσα στους ενδόμυχους στοχασμούς μου. Οι ίδιες οι λέξεις μόύ ήταν ακατανόητες, σε μια γλώσσα που δεν είχα μιλήσει ποτέ και δεν καταλάβαινα. Δεν είναι η γνωστή δωρική διάλεκτος των Συρακουσών, ούτε η δυσνόητη των Ελύμων ή των Σικανών, μια και έχω μιλήσει με πολλούς Σικελούς εμπόρους και στρατιώτες στη ζωή μου και κανείς, στη διάρκεια των διακριτικών αποριών μου, δεν αναγνώρισε καμιά από τις λέξεις που επιχείρησα να παπαγαλίσω από τις αναμνήσεις της νιότης μου. Ένας χαρτογράφος από τη Φοινίκη, όταν τον ρώτησα κάποτε, μου είπε ότι οι ήχοι έμοιαζαν με αυτούς της δικής του γλώσσας, αν και δεν αναγνώριζε καμία από τις λέξεις. Τόσο εφήμερο πράγμα είναι τελικά η μνήμη, ώστε ακόμα και η πρώτη και πιο ιερή εντύπωση μου, αυτή της ίδιας μου της μάνας, να έχει φθαρεί ανεπανόρθωτα;
Χαλάρωσα το σφίξιμο στο μπράτσο του γέρου και πέταξα μια χούφτα οβολούς στο μικρό πήλινο τάσι που κουβαλούσε. Ήταν ίσως περισσότερα λεφτά απ' όσα είχε πάρει μαζεμένα στη ζωή του. Το τρελό γέλιο κόπηκε διαμιάς και τράβηξε απότομα το χέρι του, ελευθερώνοντας το από τη λαβή μου με μια δύναμη εκπληκτική για κάποιον που έδειχνε τόσο εύθραυστος. Μόνο έπειτα από μεγάλη προσπάθεια και πολλά καλοπιασματα κατάφερα
ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ 515
να τον βγάλω από το ανόητο παραλήρημα του και να του αποσπάσω κάτι που να έχει κάποια σαφήνεια.
«Το τραγουδάκι μου;» ρώτησε και, καθώς τίναξε το κεφάλι του και ξανάρχισε το κακαριστό γέλιο του, φοβήθηκα ότι τον είχα χάσει ολοκληρωτικά. Ξαναβρήκε όμως την αυτοσυγκέντρωση του, όσο γρήγορα την είχε χάσει λίγες στιγμές πρωτύτερα, και η καρδιά μου άρχισε πότε να σταματά και πότε να πάλλεται δυνατά, καθώς η προσοχή του υποχωρούσε και επανερχόταν. «Εκείνες οι λέξεις...» τσίριξε, «εκείνες οι λέξεις δε σημαίνουν τίποτα! Χα! Χα! Ένα ανόητο παιδικό τραγουδάκι που έμαθα από τον παππού μου στις Συρακούσες πριν από έναν αιώνα, που το έμαθε κι εκείνος από τον παππού του...» Άρχισε και πάλι να τα χάνει, καθώς αυτή η απαρίθμηση των γενεών κατέληξε σε ένα ακόμα πιο βραχνό γέλιο. Πέρασαν φευγαλέα από το νου μου οι αχνοί ίσκιοι των ξεχασμένων του προγόνων αλλά και των δικών μου, αρχαίοι Σικελοί πολεμιστές που είχαν ζήσει όταν οι θεοί περπατούσαν ακόμα πάνω στη γη και τους είδα να αποτραβιούνται και πάλι αργά πίσω στην καταχνιά, από την οποία μόλις πριν από λίγο είχαν αναπάντεχα κληθεί. Είχαν πεθάνει όπως και εκείνες οι αληθινές θεότητες, που άλλοτε μπορούσαν να περάσουν χωρίς προσπάθεια το όριο της θνητότητας, παίρνοντας ανθρώπινη μορφή ή θεϊκή υπόσταση κατά βούληση.
Άδειασα το πουγκί μου στο πήλινο τάσι του και ξανάπαψε το τρελαμένο κακάρισμα του, όταν ένιωσε το αναπάντεχα αυξημένο βάρος στο χέρι του. Κοιτώντας με εξεταστικά με τα τσιμπλιασμέ-να μάτια του, με ευλόγησε κουνώντας βαριά το κεφάλι και καθώς έσφιξε το βραχίονα μου παρατήρησα με τρόμο ότι τα ροζιασμένα, στρεβλωμένα δάχτυλα του έκρυβαν ένα δυνατό και σκληρό σφίξιμο, όμοιο με αυτό ενός πολεμιστή που του έμενε ακόμα δύναμη για μελλοντικές μάχες. Το βλέμμα του καρφώθηκε στο δικό μου και α-πήγγειλε και πάλι, με χαμηλή, σπασμένη φωνή, τα πολύτιμα λόγια που θυμόμουν ότι μου τραγουδούσε η μητέρα μου πριν από πάρα πολλά χρόνια. Οι τρίχες στο σβέρκο μου ανασηκώθηκαν και τα γόνατα μου λύγισαν και έκλαιγα φανερά μες στη μέση του δρόμου, με τους περαστικούς ν' αποστρέφουν τα μάτια τους από αμηχανία.
516 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
Ύστερα από ένα λεπτό στάθηκα όρθιος τρεκλίζοντας και απομακρύνθηκα σιωπηλός, έχοντας πειστεί ότι είχα αποσπάσει από το γέρο ό,τι ήταν ικανός να δώσει. Είχα επιστρέψει στον κατάμεστο δρόμο με την όραση θολή ακόμα από τα δάκρυα, όταν μου πέρασε από το μυαλό ότι ήταν πολύ παράξενο να έχω δει κάποιο ζητιάνο στο σημείο αυτό. Η σκληρή διοίκηση αυτής της πόλης τιμωρούσε την επαιτεία... με τι; - Με θάνατο; Φυλάκιση; Κανένας λογικός άνθρωπος δε θα το επιχειρούσε καν. Πανικόβλητος από τον κίνδυνο που θα αντιμετώπιζε ο γερο-τρελός αν τον έπιαναν, έκανα στροφή και διέσχισα ξανά τρέχοντας το δρόμο, αποφεύγοντας τα κάρα και τα μουλάρια που περνούσαν από μπροστά μου, για να φτάσω στη γωνία όπου στεκόμουν πριν από ένα λεπτό.
Ήταν άδεια. Η οικογένειά μου: δυο στιχάκια ενός αρχαίου και ξεχασμέ
νου τραγουδιού ειπωμένα από έναν αλήτη. Αργότερα τα έμαθα στους γιους του Ξενοφώντα, σε μια μάταιη προσπάθεια να τα διατηρήσω στη μνήμη των ζωντανών.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ήθος άνθρώπωι δαίμων. (Το ήθος στον άνθρωπο δαίμων.)
ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ Ο ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ
Αφού πέρασε ένα μήνα συγκεντρώνοντας προμήθειες και λεηλατώντας τη γύρω περιοχή της Κολχίδας από τα αποθέματά της, ο στρατός και ο Ξενοφώντας έκαναν διακανονισμούς για να συνεχίσουν το ταξίδι της επιστροφής προς την Ιωνία, με πλοία αλλά και πεζοί, προς μεγάλη ανακούφιση του καταβεβλημένου πληθυσμού της πόλης. Έτσι οι στρατιώτες αναχώρησαν πολύ νωρίς ένα ηλιόλουστο ανοιξιάτικο πρωινό. Αρκετούς μήνες αργότερα και με αρκετές απώλειες, φτάσαμε στο Βυζάντιο στερημένοι από κάθε λάφυρο, ακόμα και από τα υπάρχοντά μας με τα οποία είχαμε ξεκινήσει το μακρύ μας ταξίδι. Αν και δεν είχε χρήματα ο Ξενοφώντας, ήταν πλούσιος σε φήμη και πανουργία και αφού έλαβε μέρος σε εκστρατείες με διακρίσεις για δέκα ακόμα χρόνια μαζί με το βασιλιά της Σπάρτης Αγησίλαο, αποσύρθηκε εύπορος πια σε ένα μεγάλο κτήμα στο Σκιλλούντα, κοντά στην ίδια τη Σπάρτη, για να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του κυνηγώντας και γράφοντας και παρατηρώντας από μακριά τις υποθέσεις της Αθήνας που τον είχε εξορίσει διά βίου.
Συνοδεύοντάς τον, όπως πάντα, έζησα κι εγώ στο Σκιλλούντα. Η Φιλησία, η απλή και υπομονετική Σπαρτιάτισσα γυναίκα του, τον φρόντιζε καθημερινά αξιοθαύμαστα. Ο Ξενοφώντας συνέχισε να προσφέρει καθημερινά θυσίες στους θεούς και όσο γερ-
518 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
νούσε τόσο περισσότερο προσέγγιζε τον κόσμο τους, αφού κατά καιρούς κουβέντιαζε με τον έναν ή τον άλλο θεό, όταν πίστευε ότι ήταν μόνος. Εγώ από την άλλη συμμετείχα στις θυσίες όχι για να ζητήσω οιωνούς ή να ικετεύσω την εύνοια των θεών, αλλά απλά για να τους κατευνάσω με σκοπό να πάψουν να έχουν στραμμένη την προσοχή τους πάνω μου με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Ο πόνος, είπε ο συμπατριώτης μου, ο Επίχαρμος, είναι το τίμημα που απαιτούν οι θεοί να πληρώσουμε για όλα μας τα ευεργετήματα. Αν τα πράγματα είχαν έτσι, μάλλον προτίμησα την αδιαφορία τους.
Η ήττα της Σπάρτης από τους Θηβαίους στα Λεύκτρα άλλαξε τη ζωή μας, αφού μετακομίσαμε από τον αγαπημένο μας Σκιλ-λούντα αναγκαστικά στην Κόρινθο, μια πόλη χωρίς την ομορφιά και το μεγαλείο της Αθήνας ούτε την απλότητα και την ευγένεια της Σπάρτης. Αυτή η μετακίνηση, είμαι βέβαιος, στέρησε δέκα χρόνια από τη ζωή του Ξενοφώντα. Είχε μεγαλώσει, έτσι καθώς τον παρατηρούσα, κι είχε γίνει γέρος πια, ακόμα και για τα δικά μου μάτια. Ακόμα πιο ενοχλητικό ήταν το ότι μου είπε πως είχα πάθει το ίδιο κι εγώ. Καθώς γράφω, σαλπίσματα και ήχοι τυμπάνων ακούγονται από μακριά, καθώς οι νέοι της Κορίνθου εκπαιδεύονται για τις ατέρμονες στρατιωτικές τους εκστρατείες. Το άκουσμα τέτοιων ήχων ξυπνά προ πολλού κοιμισμένα συναισθήματα σε έναν παλαίμαχο στρατιώτη, όπως όταν κοιτάζει μια όμορφη γυναίκα που περνά, όταν δεν του έχει μείνει τίποτ' άλλο από την ανάμνηση του πόθου. Η κίνηση των χειλιών της, το τρεμούλιασμα του στήθους της κάνουν το στομάχι του άντρα να δένεται κόμπο. Κι όμως, παρόλο που η γυναίκα τού κάνει νόημα με τα μάτια της γεμάτα πόθο, παρόλο που οι σάλπιγγες καλούν ευθαρσώς σε πόλεμο, ο γέρος μένει ριζωμένος στην καρέκλα του, ανίκανος να σηκωθεί.
Οι δυο γιοι του Ξενοφώντα, που ανέλαβαν δράση σε τέτοια καλέσματα, πέθαναν στις μάχες που μαίνονταν στην Αττική και στην Πελοπόννησο κι αυτό ήταν το τελειωτικό χτύπημα γι' αυτόν. Δύσκολα αντέχει κανείς την απουσία ενός γιου που θα τον διαδεχτεί, μάρτυρας η στέρφα ζωή μου, αν κι αυτό ελάχιστη παρηγοριά τού
ΕΠΙΛΟΓΟΣ 519
πρόσφερε. Μάταια προσπάθησα να μετριάσω τη δική του αλλά και τη δική μου λύπη γι' αυτό. «Αυτοί που τους αγαπούν οι θεοί πεθαίνουν νέοι», του είπα. Αλλά, την ίδια στιγμή που βγήκαν από το στόμα μου οι λέξεις αυτές, το μετάνιωσα, γιατί, όπως τα περισσότερα λιτά, μεστά αποφθέγματα, ήταν και αυτό δίσημο και ελάχιστη παρηγοριά πρόσφερε σε όσους, όπως εμείς, πεθαίνουν γέροι.
Γίνομαι παραπονιάρης και συναισθηματικός και καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια για να κρατήσω την πένα μου στο ευθύ και στενό μονοπάτι της ιστορίας που διηγούμαι. Μια Γαλάτισσα μάγισσα με το όνομα Γιουρσενάρ είπε κάποτε πως κανείς δεν είναι βασιλιάς μπροστά στο γιατρό του. Κι εγώ θα συμπλήρωνα: ούτε στρατηγός μπροστά στον ακόλουθο του στη μάχη. Και ο γιατρός και ο συνοδός, για να φροντίσουν αποτελεσματικά τους προστατευομένους τους, πρέπει να είναι ως ένα βαθμό ειδικευμένοι στις επαγγελματικές υπεκφυγές, για να παραλείπουν τα άσχημα νέα, ενώ ταυτόχρονα να μην αφήνουν τον αποδέκτη τους να χάσει την απόλυτη αυτοπεποίθησή του. Στο τέλος, πάντως, η αλήθεια πρέπει να λεχθεί γυμνή και, παρόλο που καμιά μεριά δεν το επιθυμεί, πρέπει να παραμερίζονται τελικά οι κοινωνικές ευγένειες και οι συμβιβασμοί για χάρη της ακρίβειας.
Έτσι, λοιπόν, εβδομήντα πέντε χρόνια μετά τη γέννησή του, ξαναβρίσκω τον εαυτό μου να φροντίζω τον προστατευόμενό μου που πάσχει άλλοτε από ακράτεια και άλλοτε από δυσουρία, να του σκουπίζω τη μύτη και να του καθαρίζω τα πισινά όπως έκανα όταν ήταν παιδί. Είναι ένας σιωπηλός ρόλος, και όχι και τόσο άχαρος, χωρίς αμφιβολία ο τελευταίος που θα παίξω. Σφάλλω όμως - γιατί καταγράφοντας βιαστικά αυτές τις σελίδες, συλλογι-ζόμενος το δίδυμο εαυτό μου, το μαθητή μου, τον ευεργέτη μου, τον ίδιο τον εαυτό μου, ο τελευταίος μου ρόλος δε θα είναι αυτός του νοσοκόμου ή του νεκροθάφτη, αλλά μάλλον της μαμής ή ακόμα και ενός θεού, καθώς πασχίζω μέσα από αυτά τα γραπτά να φέρω στο φως την αληθινή ζωή του.
Μέσα από αυτή τη φτωχή θρηνωδία ελπίζω και πιστεύω ότι θα επιτευχθεί ο σκοπός μου και ότι θα ρίξω ένα ελάχιστο φως σε έναν έστω αναγνώστη, σε εκατό ή και περισσότερες γενιές από τώ-
520 Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
ρα. Ο πατέρας της ιστορίας έγραψε το έργο του με σκοπό «να μη σβηστούν από το Χρόνο όσα έγιναν από τους ανθρώπους». Αν και δεν τρέφω καμία φιλοδοξία να ξεπεράσω τη λογοτεχνική δόξα του Ηρόδοτου, σημειώνω παρ' όλα αυτά ότι κι ένα απλό παιδί που κάθεται στους ώμους ενός γίγαντα μπορεί να δει μακρύτερα από τον ίδιο το γίγαντα. Απλά και μόνο χάρη στις διαφορετικές μου προσδοκίες, μπορεί να καταφέρω να δω μακρύτερα από τους πολύ πιο αξιόλογους προκατόχους μου.
Ας κλείσω λοιπόν εδώ την αφήγηση μου. Υπογράφω αυτό το έγγραφο με ό,τι έχει απομείνει από το φτερό ενός ωδικού πτηνού που φύλαγα προσεκτικά εδώ και πενήντα χρόνια σε ένα μικρό υφασμάτινο λαδωμένο σακουλάκι. Και χρησιμοποιώ το πλήρες μου όνομα, το οποίο δικαιούμαι να φέρω ως άνθρωπος τελικά ελεύθερος και ησυχασμένος. Κάποιος άλλος, ίσως, θα συμπληρώσει όσα δεν μπόρεσα να ολοκληρώσω.
Θεμιστογένης ο Συρακούσιος Πρώτο έτος της 105ης Ολυμπιάδας, επ' άρχοντος Καλλιδεμίδη Κόρινθος
Ο Μάικλ Κέρτις Φορντ είναι κάτοχος Β.Α. στη Λατινογενή Γλωσσολογία από το Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον και Μ.Α. στα Οικονομικά από το Πρίνστον. Μιλάει ισπανικά, γαλλικά, πορτογαλικά και λατινικά και είναι μανιώδης αναγνώστης των κλασικών. Ζει στο Σάλεμ του Όρε-γκον.
Η ΕΠΙΚΗ ΔΙΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ ΤΟΥ ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ
ΑΠΟ ΤΗ ΒΑΒΥΛΩΝΑ ΩΣ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Η διήγηση ξεκινά με τις διαμάχες για τη διαδοχή στο θρόνο της Περσίας. Όταν ο Δαρείος ο Β' πεθαίνει, στο θρόνο τον διαδέχεται ο γιος του ο Αρταξέρ-ξης. Όμως ο αδερφός του Αρταξέρξη, ο Κύρος ο Νεό-τερος, εποφθαλμιώντας την εξουσία, συγκεντρώνει στρατιωτική δύναμη από εκατό χιλιάδες Πέρσες και δεκατρείς χιλιάδες Έλληνες, κυρίως Σπαρτιάτες, και κατευθύνεται εναντίον του.
Το 401 π.Χ. οι δυο στρατοί συγκρούονται στα Κούναξα κοντά στον ποταμό Ευφράτη. Ο Κύρος σκοτώνεται στη μάχη και ο στρατός του κατατροπώνεται. Οι Έλληνες του Ξενοφώντα απομένουν μόνοι σε μια αφιλόξενη και εχθρική γη, χωρίς τρόφιμα, με κατεστραμμένο οπλισμό, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την πατρίδα...
Μέσα από αμέτρητους κινδύνους και ταλαιπωρίες, με μόνο εφόδιο το ανεξάντλητο ψυχικό του σθένος, ο Ξενοφώντας κατορθώνει να φέρει τους ά-ντρες του από τη Βαβυλώνα στη θάλασσα, που θα τους οδηγήσει τελικά στην πατρίδα.
Μετάφραση από τα αγγλικά ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΠΑ
ISBN 960-14-0535-6