διαφορετικό τέλος στο παραμύθι

24

Upload: emytse66

Post on 30-Jun-2015

2.214 views

Category:

Documents


2 download

TRANSCRIPT

Page 1: διαφορετικό τέλος στο παραμύθι
Page 2: διαφορετικό τέλος στο παραμύθι

Ο φτωχός τελικά πήρε τα χίλια γρόσια και τα επένδυσε. Μετά από λίγο καιρό, όταν πήγε να ρωτήσει πόσα έγιναν τα χίλια γρόσια, έμαθε ότι είχαν γίνει αρκετά για να αγοράσει όσα μουσικά όργανα ήθελε γι’ αυτόν και την οικογένειά του. Την επόμενη μέρα ο φτωχός αγόρασε στα παιδιά του από ένα μουσικό όργανο κι έτσι δεν άφησαν σε ησυχία ποτέ τον πλούσιο γείτονά τους , όσα λεφτά κι αν τους πρόσφερε. Κοσμάς Βλαχάκης

Ο φτωχός, τελικά, με τα γρόσια αγόρασε μια μεγάλη βίλα και πήγε κι έζησε με την οικογένειά του εκεί. Ο πλούσιος θύμωσε, γιατί ο φτωχός δεν επέστρεψε τα γρόσια. Τελικά, ο πλούσιος για εκδίκηση έβαλε ένα εκρηκτικό μέσα στη βίλα και ποτέ κανείς δεν ξανάκουσε για το φτωχό και την οικογένειά του. Αν επιβίωσε ο φτωχός, μάλλον πήγε κι έζησε σ’ ένα μακρινό χωριό, μακριά από τον πλούσιο! Δανάη Κονκουρή

Ο φτωχός δέχτηκε τα γρόσια απ’ τον πλούσιο με μεγάλη χαρά. Επειδή ήταν καλόκαρδος άνθρωπος, αποφάσισε να μοιράσει τα γρόσια σε φτωχότερους ανθρώπους απ’ αυτόν. Έτσι, στο τέλος, παρέμεινε πάλι φτωχός, αλλά δεν έπαψε να είναι ευχαριστημένος με την οικογένεια και τη ζωή του. Νικόλαος Τσακαλίδης

Κάποια στιγμή ο πλούσιος πήγε στο σπίτι του φτωχού, να δει γιατί έχει τόσο ησυχία. «Τι να τα έκανε τα λεφτά που του έδωσα;», σκεφτότανε στο δρόμο για το σπίτι του γείτονά του. Χτυπά την πόρτα και τι να δει... Του είχε ανοίξει την πόρτα ένα ρομπότ. «Βρε, κοίτα να δεις...», σκέφτηκε ο πλούσιος. «Χρησιμοποίησε τα χρήματα που του έδωσα, για να πάρει ένα ρομπότ. Πολύ έξυπνο, αλλά καθόλου ωφέλιμο». Εκείνη τη στιγμή έγινε ένας σεισμός. Κανείς δεν ξέρει, τελικά, τι απέγιναν ο φτωχός, η οικογένειά του κι ο πλούσιος. Άλλοι λένε πως κλείστηκαν σε ψυχιατρική κλινική από το σοκ. Άλλοι, πάλι, λένε πως έζησαν κάτω από τη γη μαζί με τους δεινόσαυρους. Δεν υπάρχει καμιά συγκεκριμένη άποψη. Θεμελιώτου Αθηνά

Ο φτωχός πήρε τα γρόσια από τον πλούσιο, που έτσι έγινε φτωχός, και τα έκρυψε. Από κει και πέρα είχε ό, τι ήθελε αυτός και η οικογένειά του, γιατί είχε γίνει πλούσιος. Μια μέρα, όμω,ς που έπαιρνε λεφτά από την περιουσία του, διαπίστωσε πως σχεδόν του τέλειωνε κι αν ερχόταν ο πρώην πλούσιος να του ζητήσει πίσω έστω κι ένα μικρό μέρος από τα χίλια γρόσια, δε θα είχε να του δώσει. Γι’ αυτό αποφάσισε να φύγει απ’ τη χώρα. Έτσι μάζεψαν όλα τους τα πράγματα στο ιδιωτικό τους αεροπλάνο. Δεν ήξερε όμως ο πρώην φτωχός σε ποια χώρα να πάει. Σκεφτόταν: «Να πάω στο Ουζομπεκιστάν ή στο Αυγοτηγανιστάν;». Τελικά αποφάσισε να πάει στην Ιλλάμπουε, για να ξεφύγει από τον πρώην πλούσιο.

Έφτασε τελικά εκεί κι όταν αποβιβάστηκε, άκουσε το κινητό του να χτυπά. Το άνοιξε κατευθείαν, χωρίς να δει ποιος είναι, κι άκουσε τον πρώην πλούσιο να του λέει πως όπου κι αν πάει, αυτός την περιουσία του στο τέλος θα την πάρει πίσω. Ο πρώην φτωχός τρόμαξε κι από το φόβο του αποφάσισε να γυρίσει πίσω στην πατρίδα του. Αφού γύρισε, λοιπόν, βρήκε μια δουλειά και μετά από πολλά χρόνια καταπίεσης από τον πρώην πλούσιο, του επέστρεψε την περιουσία του κι έτσι ο πλούσιος έγινε πάλι φτωχός, ενώ ο φτωχός και πάλι πλούσιος κι έζησε ο ένας καλά κι ο άλλος καλύτερα. Κωνσταντίνος Παπαφιλίππου

Page 3: διαφορετικό τέλος στο παραμύθι

Τελικά, έδωσε τα λουστρινένια γοβάκια στην αδερφή του. Έτσι, το τσαγκαρόπουλο αποφάσισε να προσφέρει ένα άλλο «δώρο» στην κόρη του δασκάλου.

Σκέφθηκε να πάει πάνω στο βουνό, για να μαζέψει σαλιγκάρια, ώστε να δώσει αυτά αντί για τα παπούτσια. Όταν πήρε τα σαλιγκάρια, πήγε κατευθείαν στο σπίτι της κόρης του δασκάλου και της τα έδωσε μέσα σ’ ένα μεγάλο καλάθι. Η κοπέλα τον ευχαρίστησε, τον αποχαιρέτησε και χωρίς να δει το περιεχόμενο του καλαθιού πήγε για ύπνο, αφήνοντας το καλάθι ανοιχτό.

Το άλλο πρωί, μια έκπληξη την περίμενε. Μόλις σηκώθηκε, πήγε στο σαλόνι κι έκπληκτη αντίκρισε όλα τα σαλιγκάρια που ήταν μέσα στο καλάθι να βρίσκονται τώρα κολλημένα στους τοίχους. Άρχισε να ουρλιάζει σαν υστερική... Πήγε στο δωμάτιό της κι αντιλήφθηκε πως είχε μετατραπεί σε χώρο έκθεσης έργων αφηρημένης τέχνης, από τις εκκρίσεις των σαλιγκαριών.

Έτσι η κόρη του δασκάλου δεν ήθελε να ξαναδεί ποτέ το τσαγκαρόπουλο.

Ανδρέας Χατζηνάκος

Εκεί που ήταν μεστωμένος και χαρούμενος, του ήρθε μια ιδέα να κάνει κι άλλα τρία ζευγάρια λουστρίνια, αλλά σε άλλο χρώμα, και είπε στο αφεντικό του ότι θα δούλευε περισσότερες ώρες. Αυτός συμφώνησε κι άρχισε να δουλεύει τα γοβάκια. Πέρασαν τρεις εβδομάδες και τα γοβάκια ήταν έτοιμα. Την επόμενη μέρα τα πήρε στο σπίτι κι έδωσε το ένα ζευγάρι στη μητέρα του και τ’ άλλα δύο στην αδελφή του. Αυτή τον ρώτησε γιατί της έκανε κι άλλα δώρα, αφού το ένα έφτανε κι αυτός απάντησε: «Για να σε βλέπω ευτυχισμένη και χαρούμενη, να λάμπει το σπίτι απ’ την ευτυχία σου».

Στο τέλος, έκαναν ένα γλέντι και πέρασαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!

Κωνσταντίνα Βαγγέλη

Την κρίσιμη μέρα τύλιξε τα παπούτσια, τα πήρε σπίτι και τα έκρυψε. Ήθελε πρώτα να μιλήσει στη μάνα του, να τα πούνε οι δυο τους και να τα συμφωνήσουνε. Μετά το γεύμα, το τσαγκαρόπουλο συμφώνησε με τη μάνα του ότι το επόμενο πρωί θα πήγαινε μαζί της στο σπίτι του δασκάλου.

Έτσι κι έγινε. Το επόμενο πρωί τα τσαγκαρόπουλο κι η μάνα του πήγαν στο σπίτι του δασκάλου, αλλά βρήκαν μόνο τη γυναίκα του. Την ρώτησαν πού είναι η κόρη της και μόλις πήραν την πληροφορία που ήθελαν, το τσαγκαρόπουλο έτρεξε να τη βρει. Όταν όμως τη βρήκε, πάγωσε, η καρδιά του είχε σπάσει απ’ το θέαμα που αντίκρισε. Η κόρη του δασκάλου ήταν αγκαλιασμένη μ’ ένα άλλο παλικάρι. Χωρίς ψυχραιμία, τότε έτρεξε, πέταξε τα γοβάκια και πήγε σπίτι του. Όλη μέρα δε μιλούσε σε κανέναν. Την επομένη πήγε στη δουλειά πολύ στενοχωρημένος, αλλά με τον καιρό βρήκε ξανά τη ζωντάνια του. Παναγιώτης Μουστακίδης

Page 4: διαφορετικό τέλος στο παραμύθι

Το νεαρό τσαγκαρόπουλο φεύγοντας από το μαγαζί, πήγε κατευθείαν στο σπίτι του δασκάλου. Χτύπησε την πόρτα κι εμφανίστηκε μπροστά του η ψηλόλιγνη κόρη. Οπλίστηκε με όσο θάρρος είχε κι έδωσε στην κοπέλα το δέμα με τα κόκκινα λουστρίνια. Ένα ξερό ‘ευχαριστώ’ βγήκε απ’ το στόμα της και βιαστικά έκλεισε την πόρτα.

Η στάση της κοπέλας πλήγωσε το νεαρό αγόρι, που περίμενε με λαχτάρα δυο της λόγια. Πήρε το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι. Περπατούσε και σκεφτόταν. Στο μυαλό του στριφογυρνούσε κι η εικόνα της ξυπόλητης αδερφής του. Άρχισε να αισθάνεται ενοχές. Μήπως αν έδινε τα γοβάκια στην αδερφή του, θα ήταν πολύ καλύτερα; Όσο περνούσε η ώρα, σιγουρευόταν πως είχε κάνει γκάφα. Τα παπούτσια θα ήταν τώρα στοιβαγμένα μαζί με τ’ άλλα σε κάποιο ράφι και θα περίμεναν την ώρα που θα τα φορούσε η κόρη. Γιάννης Βιτώρης

Ο νεαρός τσαγκάρης χαρούμενος που έφτιαξε τα κόκκινα λουστρίνια, ανυπομονούσε να τα δώσει στην κόρη του δασκάλου. Χωρίς να ρωτήσει τη μητέρα του, κρύφτηκε στη γωνία του σπιτιού της και περίμενε να βγει η κοπέλα. Μόλις την είδε, έτρεξε κοντά της κι όλο χαρά της πρόσφερε τα λουστρινένια γοβάκια.

Τότε εκείνη πάτησε κάτι γέλια που ακούστηκαν σ’ όλη τη γειτονιά, λέγοντάς του συγχρόνως ότι είναι πολύ ανόητος, γιατί τέτοια παπούτσια έχει πολλά κι ότι ειδικά το κόκκινο χρώμα δεν της αρέσει καθόλου. Ο νεαρός τσαγκάρης ντράπηκε τόσο πολύ, όταν είδε να τα πετάει στα σκουπίδια!

Ο κόπος του πήγε χαμένος και υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι ποτέ στη ζωή του δε θα ξαναφτιάξει κόκκινα λουστρίνια. Τριανταφυλλιά Χριστοδουλίδου

Το τσαγκαρόπουλο βρισκόταν σε δίλημμα. Σκεφτόταν σε ποια από τις δύο θα δώσει τα κόκκινα λουστρίνια. Έτσι, πήρε την απόφαση να τα δώσει στην αγαπημένη του, την κόρη του δασκάλου.

Περίμενε με ανυπομονησία τη στιγμή που θα της τα δώσει. Ένα πρωί, λοιπόν, βρήκε την ευκαιρία να την επισκεφθεί στο σπίτι της. Στο δρόμο σκεφτόταν τη χαρά που θα νιώσει αυτή αλλά κι αυτός. Έφτασε στο σπίτι. Ήρθε η ώρα. Της τα έδωσε με μεγάλη χαρά και περίμενε την αντίδρασή της. Αυτή, όμως, αδιαφόρησε, τα πήρε κι είπε μόνο ένα ξερό ‘ευχαριστώ’.

Έτσι το τσαγκαρόπουλο έφυγε απογοητευμένο από το σπίτι της. Την επόμενη μέρα αποφάσισε να ξαναφτιάξει λουστρίνια, αυτή τη φορά πράσινα, γιατί ήταν το αγαπημένο χρώμα της αδερφής του. Τα έφτιαξε και μια μέρα της έκανε αυτό το δώρο. Η αδερφή ικανοποιήθηκε πάρα πολύ κι άφησε χαρούμενο το τσαγκαρόπουλο. Είχε πια ξεχάσει την κόρη του δασκάλου και το μυαλό του ήταν μόνο στην οικογένειά του. Νίκος Τσακαλίδης

Μόλις έδωσε τα κόκκινα λουστρίνια στην αδερφή του, ένιωσε ευχαρίστηση, υπερηφάνεια και η αδερφή του χάρηκε πολύ.

Όταν την άλλη μέρα στη δουλειά του πήγε να πάρει το γλυκύ βραστό καφέ, σκέφτηκε το ενδεχόμενο να πάρει τα λουστρίνια από την αδερφή του και να τα δώσει στην κοπέλα που του αρέσει. Τελικά το αποφάσισε κι έτσι, όταν το βράδυ κοιμήθηκε η αδερφή του, της έκλεψε τα λουστρίνια.

Page 5: διαφορετικό τέλος στο παραμύθι

Το άλλο πρωί η αδερφή του έκλαιγε πολύ, επειδή έχασε τα πανέμορφα λουστρίνια της, αλλά το τσαγκαρόπουλο είχε ήδη φύγει από το φτωχό του σπίτι. Πήγε πρωί πρωί κι έδωσε τα γοβάκια στην αγαπημένη του που χάρηκε πολύ.

Μόλις το τσαγκαρόπουλο γύρισε σπίτι του, είδε την αδερφή του με τα σκισμένα πέδιλα που φορούσε να κλαίει. Αυτός, βέβαια, δεν μπορούσε να κάνει κάτι, γιατί είχε ήδη χαρίσει τα γοβάκια. Στενοχωρήθηκε φυσικά πολύ και το μόνο που θα τον ευχαριστούσε ήταν να δει την κόρη του δασκάλου να φορά τα λουστρίνια. Κάθε μέρα, λοιπόν, στηνότανε έξω από το πλούσιο, πανέμορφο σπίτι της κοπέλας αλλά ούτε μια φορά δεν την είδε να τα φορά.

Αυτό εκνεύρισε το τσαγκαρόπουλο, γι’ αυτό κι έφτιαξε καινούρια λουστρινένια γοβάκια που τα χάρισε στην αδερφή του κι από τότε δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ ξανά για την κόρη του δασκάλου.

Σάββας Χατζόπουλος

Page 6: διαφορετικό τέλος στο παραμύθι

Απάντηση στα ερωτήματά μου αυτά δεν πήρα σύντομα. Από εκείνο το περιστατικό πέρασαν 18 χρόνια και κάποια μέρα, έτσι ξαφνικά, η παρέα μας αποφάσισε να κάνει το γύρο της Πελοποννήσου. Τότε αποφασίσαμε να επισκεφθούμε για ακόμη μια φορά το νεκροταφείο δίπλα στο Άργος. Ήταν η πρώτη φορά που συζητήσαμε για τον ήχο που είχαμε ακούσει. Μόλις φτάσαμε, πήγαμε με πολλή περιέργεια να ρωτήσουμε τους κατοίκους αν υπήρχε κάποια ιστορία ή κάποιο μυστήριο σχετικά με το νεκροταφείο. Με μεγάλη μας έκπληξη ακούσαμε ότι υπήρχε ένας θρύλος που έλεγε ότι κάθε χρόνο στις 18 Αυγούστου εμφανίζεται τα μεσάνυχτα μια όμορφη μαυροφορεμένη γυναίκα, η οποία θρηνεί για κάποιον. Όλοι κοιταχτήκαμε σαστισμένοι, η λαλιά μας είχε χαθεί. Εκείνο το βράδυ που φτάσαμε στο Άργος ο μήνας είχε 18 και ήταν Αύγουστος. Κοσμάς Βλαχάκης

Page 7: διαφορετικό τέλος στο παραμύθι

Μόλις ήρθε το φορτηγό να πάρει τα γράμματα, ο Βάνκας χάρηκε που το είδε. Ήθελε γρήγορα να μεταφερθεί το γράμμα, για να γυρίσει γρήγορα κι αυτός στον παππού του.

Ο ταχυδρόμος χώρισε τα γράμματα για κάθε τόπο και ξεκίνησε με το φορτηγό του. Έφτασε στο χωριό που έμενε ο παππούς κι άφησε τα γράμματα που προορίζονταν για τους χωριανούς, εκτός από του Βάνκα, που έμεινε με τ’ άλλα γράμματα. Καθώς όμως ξεκινούσε το φορτηγό, κάποια γράμματα έπεσαν. Ένα απ’ αυτά ήταν και του Βάνκα.

Την άλλη μέρα, ένας χωριανός βρήκε τα γράμματα και τα μετέφερε εκεί που προορίζονταν. Το γράμμα του Βάνκα έφτασε με καθυστέρηση στα χέρια του παππού.

Ο παππούς το άνοιξε και το διάβασε με προσοχή. Μόλις τέλειωσε το διάβασμα, πήρε ένα άλογο και ξεκίνησε για την πόλη. Έφτασε αργά το βράδυ στη Μόσχα. Όλοι κοιμόντουσαν, εκτός από το Βάνκα που δούλευε. Ο παππούς είδε φως στο τσαγκαράδικο και κατέβηκε να ρωτήσει αν γνώριζαν κάτι για το Βάνκα. Μόλις μπήκε μέσα, είδε τον εγγονό του, τον αγκάλιασε σφιχτά και τον πήρε στο χωριό, χωρίς να καταλάβει κανείς τίποτε. Έτσι ο παππούς με το Βάνκα έζησαν για πάντα μαζί στο χωριό καλά κι εμείς καλύτερα. Κωνσταντίνος Παπαφιλίππου

Μόλις ο μικρός Βάνκας τελείωσε το γράμμα του, το ξαναδιάβασε μια φορά φωναχτά και ξεφύσησε ανακουφισμένος. Δυστυχώς, όταν γύρισε, αντίκρισε το αφεντικό του να τον κοιτά συνοφρυωμένος. Σωστά, είχε ακούσει τα πάντα και τώρα σκόπευε να δώσει ένα μάθημα στο μικρό χασομέρη...

Μετά τον άγριο ξυλοδαρμό του, το παιδί έπεσε καταγής από τον πόνο. Αυστηρά του μίλησε το αφεντικό και τον πρόσταξε να σηκωθεί. Καμία όμως ανταπόκριση. Ξαναδοκιμάζει μια, δυο, τρεις ... τίποτα!

Την άλλη μέρα πέταξαν το πτώμα του έξω απ’ την πόλη με το γράμμα στην τσέπη του ρούχου του. Το γράμμα αυτό δεν κατόρθωσε να φτάσει στον προορισμό του κι ο παππούς δεν επρόκειτο να πληροφορηθεί για το χαμό του εγγονού του...

Ιωάννης Βιτώρης

Την ώρα που ο μικρός Βάνκας πήγαινε να παραδώσει το γράμμα στο ταχυδρομικό κουτί, είδε μπροστά του το δάσκαλο της γειτονιάς. Αυτός τον αναγνώρισε αμέσως, γιατί είχε αγοράσει πρόσφατα ένα ζευγάρι παπούτσια από το τσαγκαράδικο. Έτσι ο δάσκαλος βρήκε την ευκαιρία να ρωτήσει το μικρό αν ξέρει να διαβάζει και να γράφει. Τότε, ο μικρός Βάνκας του έδειξε διστακτικά το γράμμα που κρατούσε και του ζήτησε ευγενικά να δει αν είχε γράψει σωστά τη διεύθυνση του χωριού και το όνομα του παππού του. Ο δάσκαλος έμεινε έκπληκτος, όταν κατάλαβε ότι το παιδί δεν ήξερε ότι πρέπει να γράψει το όνομα του χωριού για να σταλεί το γράμμα. Αμέσως ο δάσκαλος τον ρώτησε σε ποιο χωριό ήθελε να

Page 8: διαφορετικό τέλος στο παραμύθι

στείλει το γράμμα του. Στην αρχή το παιδί απόρησε, αλλά μετά συνειδητοποίησε το λάθος του.

Αν δεν ήταν ο δάσκαλος, δε θα μπορούσε το γράμμα ποτέ να φτάσει στον προορισμό του, σκέφτηκε. Γρήγορα γρήγορα ο Βάνκας συμπλήρωσε το όνομα του χωριού με τη βοήθεια του δασκάλου κι έπειτα έριξε το γράμμα στο κουτί του ταχυδρομείου. Στο τέλος, ο Βάνκας ευχαρίστησε το δάσκαλο κι έφυγε ανακουφισμένος για το τσαγκαράδικο.

Κοσμάς Βλαχάκης

Μόλις έγραψε το γράμμα, έγραψε από κάτω: «Στον Κωνσταντή Μακάριτς, στο χωριό». Όταν πήγε το γράμμα στο χωριό, ο παππούς το διάβασε και σοκαρίστηκε. Έτσι αποφάσισε να πάει να τον βρει. Δεν είχε όμως κάποιο μεταφορικό μέσο, γι’ αυτό ξεκίνησε με τα πόδια.

Κάθε μέρα προχωρούσε όσο βαστούσαν τα πόδια του. Κοιμόταν όπου έβρισκε και ζητιάνευε, για να μπορέσει να εξασφαλίσει το φαγητό του.

Ώσπου μια μέρα ο παππούς έφτασε στη Μόσχα, αλλά δεν ήξερε πού να πάει και χάθηκε, αφού η Μόσχα είναι πολύ μεγάλη πόλη. Καθώς προχωρούσε προς την αγορά, είδε ένα μικρό, λεπτοκαμωμένο παιδί κι ένιωσε μέσα του ένα σκίρτημα. Ρώτησε λοιπόν το παιδί πώς το λένε κι εκείνο δεν απάντησε αλλά έπεσε κατευθείαν στην αγκαλιά του φωνάζοντας: «Ο Βάνκας είμαι, παππού, ο εγγονός σου. Πάρε με μαζί σου στο χωριό».

Τελικά, ο Βάνκας μαζί με τον αγαπημένο του παππού γύρισαν στο χωριό.

Σάββας Χατζόπουλος

Ο Βάνκας αποκαμωμένος, εξαντλημένος και απογοητευμένος αποκοιμήθηκε. Είδε ένα όνειρο που πρωταγωνιστούσε αυτός κι ο παππούς του. Θυμήθηκε τις παλιές στιγμές που περνούσαν μαζί. Όταν μετά από δύο ώρες ξύπνησε, δεν πίστευε στα μάτια του. Είδε μπροστά του τον παππού του. Αυτός του είπε με γλυκιά φωνή και μεγάλη αποφασιστικότητα: «Βάνκα, ετοιμάσου, φεύγουμε για το χωριό. Σ’ επιθυμήσαμε όλοι και ήρθα να σε πάρω να μείνεις για πάντα κοντά μας». Νικόλαος Τσακαλίδης

Καθώς έγραφε το γράμμα ο Βάνκας, σκέφθηκε να πάει μόνος στον παππού του. Το επόμενο πρωί έβαλε τις μπότες, το παντελονάκι και το σακάκι του κι έφυγε για το χωριό. Όπως πήγαινε, συνάντησε τα τρία γουρουνάκια κι αυτά τον κάλεσαν στο σπίτι τους. Όταν έφυγε από κει, συνάντησε την Κοκκινοσκουφίτσα και τον κακό το Λύκο να κάνουν πικ νικ και κάθισε κι αυτός μαζί τους. Αφού τέλειωσε, συνάντησε τη Χιονάτη που έπαιζε κρυφτό με τους εφτά νάνους κι έπαιξε κι αυτός μαζί τους. Όταν το παιχνίδι τέλειωσε, είχε βραδιάσει πια κι ο Βάνκας γύρισε στη Μόσχα και τελικά ούτε το γράμμα έφτασε στον παππού ούτε ο Βάνκας πήγε στον παππού του στο χωριό. Μιχάλης Θεοδωρίδης

Page 9: διαφορετικό τέλος στο παραμύθι

Αφού έβαλε το γράμμα στο κουτί, γύρισε στο τσαγκαράδικο. Αργότερα πήγε ο ταχυδρόμος και πήρε το γράμμα από το κουτί. Αναγνώρισε το όνομα του παππού, του Κωνσταντή Μακάριτς, γιατί ήταν φίλος του από το χωριό. Του πήγε λοιπόν το γράμμα κι ο παππούς το άνοιξε και το διάβασε. Έκλαψε πολύ και πήρε τις αποφάσεις του. Έβαλε λοιπόν το σακάκι του και ξεκίνησε να πάει στον εγγονό του για να τον πάρει πάλι κοντά του.

Όταν έφτασε στο τσαγκαράδικο, χτύπησε την πόρτα και του άνοιξε ο Βάνκας, που μόλις είδε τον παππού του, αμέσως του χαμογέλασε και τον αγκάλιασε σφιχτά. Αφού ετοιμάστηκε κι ενημέρωσαν και το αφεντικό, έφυγαν για το χωριό.

Μόλις έφτασαν στο σπίτι, ο Χέλης έτρεξε στο Βάνκα γεμάτος χαρά, κουνώντας σαν τρελός την ουρά του. Και οι δυο μαζί αργότερα ξάπλωσαν και κοιμήθηκαν αποκαμωμένοι μπροστά στο τζάκι, όπως έκαναν και κάθε μέρα από τότε και μετά κι έτσι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Κωνσταντίνα Βαγγέλη

Page 10: διαφορετικό τέλος στο παραμύθι

Αγαπητή Ά..

Γεια σου! Τι κάνεις; Έχω πολύ καιρό να σ’ ακούσω, μου ’λειψες! Θα ήθελα να σου μιλήσω για τα προβλήματά μου που με βασανίζουν μήνες τώρα.

Όπως ξέρεις, εδώ και πολύ καιρό μένω στην Ελλάδα. Σ’ αυτήν τη χώρα υπάρχουν πολλοί ρατσιστές και μ’ ενοχλούν συχνά. Επίσης, ο μπαμπάς μου πέθανε από ασιτία κι η μαμά μου είναι βαριά άρρωστη με σωληνάκια. Έχω μείνει με την αδελφή μου και πουλάμε σπίρτα και χαρτομάντιλα στο δρόμο. Στενοχωριέμαι και κλαίω όλη τη νύχτα ξαπλωμένη σ’ ένα παγκάκι, μέσα στην παγωνιά. Σχολείο δεν πάω, επειδή δουλεύω σαν υπηρέτρια 17 ώρες το εικοσιτετράωρο και μου δίνουν λίγο ξερό ψωμί, που το μοιράζομαι με την αδελφή μου.

Θα ήθελα πολύ να έρθω να ζήσω στην πατρική μου γη, την Αλβανία, αλλά η μαμά μου δεν μπορεί να φύγει από το νοσοκομείο, γιατί θα πεθάνει, αλλά κι όταν βγει, δεν έχουμε ούτε τα μέσα ούτε τα χρήματα να πάμε στην Αλβανία. Πιστεύω πως θα σου ξαναστείλω ένα γράμμα τον άλλο μήνα, αν δεν έχω πεθάνει από ασιτία.

Με αγάπη, Δανάη

Δανάη Κονκουρή

Αγαπημένη μου φίλη Αναστασία,

Συγγνώμη που καθυστέρησα να σου γράψω, αλλά τον τελευταίο μήνα υπήρχαν κάποια προβλήματα στην πολυκατοικία μας και ήταν αδύνατο να συγκεντρωθώ.

Πριν δέκα μέρες νοικιάστηκε το διπλανό διαμέρισμα. Το νοίκιασε μια κοπέλα που είναι καθηγήτρια μουσικής και συγκεκριμένα παίζει πιάνο. Στην αρχή δε με πείραξε καθόλου. Το πρόβλημα άρχισε, όταν σε ακατάλληλες ώρες έπαιζε δυνατά και συγχρόνως τραγουδούσε, με αποτέλεσμα να κάνει πολλή φασαρία και να μην μπορώ να συγκεντρωθώ στα μαθήματά μου και κυρίως να μην μπορώ να κοιμηθώ. Η μητέρα μου προσπάθησε να της μιλήσει ευγενικά και να την παρακαλέσει να μην κάνει τόση φασαρία. Η απάντησή της ήταν ότι δε γίνεται τίποτα, γιατί αυτή είναι η δουλειά της και πρέπει να εξασκείται πάνω σ’ αυτήν. Έχω μάθει όλα τα τραγούδια απέξω και φοβάμαι ότι είναι πιθανό να με σηκώσει κάποιος καθηγητής στο μάθημα κι εγώ αντί να πω το μάθημα, ν’ αρχίσω να τραγουδώ!

Η ώρα είναι 14.30 το μεσημέρι κι ακόμα δε σταμάτησε. Καταλαβαίνεις τι περνώ!

Σ’ αφήνω τώρα, γιατί πρέπει να διαβάσω κι αύριο γράφω διαγώνισμα. Ελπίζω να τα καταφέρω. Περιμένω νέα σου... Με αγάπη, Φιλιώ

Τριανταφυλλιά Χριστοδουλίδου

Page 11: διαφορετικό τέλος στο παραμύθι

Αγαπητέ μου φίλε, Πέτρο. Τι κάνεις;

Σου γράφω, για να σου πω κάποια προβλήματα που έχω. Πρώτα απ’ όλα, οι γονείς μου χώρισαν και μένω μια εβδομάδα με τη μαμά μου και μια βδομάδα με τον πατέρα μου. Δεύτερον, πέθανε ο αδερφός μου (μα δε λυπάμαι) και ο παππούς μου, τρίτον, κάηκε το σπίτι μας, τέταρτον, πνίγηκε ο σκύλος μου και πέμπτον, χάθηκαν τα λεφτά που είχαμε στην τράπεζα.

Γράψε μου σύντομα κι ελπίζω να συναντηθούμε από κοντά.

Ο φίλος σου, Μιχάλης

Μιχάλης Θεοδωρίδης

Αγαπημένε μου ξάδερφε,

Ξέρω ότι είμαι αδικαιολόγητος, καθώς αμέλησα να επικοινωνήσω μαζί σου τόσο καιρό, αλλά βλέπεις οι υποχρεώσεις μου έχουν πληθύνει. Μεγαλύτερη τάξη, περισσότερο διάβασμα, ένα σωρό οι απαιτήσεις και ο ελεύθερος χρόνος σου ροκανίζεται.

Αυτό το διάστημα βρίσκομαι σ’ ένα δίλημμα και λύση δεν μπορώ να βρω. Πρέπει ν’ αποφασίσω ποια από τις δύο δραστηριότητες που έχω θ’ ακολουθήσω. Η έλλειψη επαρκούς ελεύθερου χρόνου μ’ έχει βάλει σε μπελάδες. Αγαπώ εξίσου το μπάσκετ και την κιθάρα και δεν ξέρω ποιο από τα δύο να επιλέξω. Ούτε λόγος φυσικά να συνεχίσω με τους ίδιους ρυθμούς, καθώς δεν μπορώ να είμαι συνεπής κυρίως στις σχολικές μου υποχρεώσεις.

Επειδή δεν μπορώ να πάρω εύκολα μόνος μου αυτήν την απόφαση, ζητώ να σκεφτείς το δίλημμά μου και το Σαββατοκύριακο, που θα έχουμε περισσότερο χρόνο στη διάθεσή μας, θα μιλήσουμε μέσω skype και θα πάρουμε μαζί την τελική απόφαση.

Φιλικά, Γιάννης

Γιάννης Βιττώρης

Αγαπημένε μου φίλε, Σάββα,

Ήθελα να σου γράψω εδώ και πολύ καιρό για ένα ζήτημα που με απασχολεί. Όπως ξέρεις, πηγαίνω εδώ και πολλά χρόνια στην κολύμβηση. Κάποια παιδιά με αποκαλούν κοντό κι αυτό με ενοχλεί.

Αυτό άρχισε μία μέρα, ενώ έκανα μπάνιο στις ντουζιέρες του κολυμβητηρίου. Δύο παιδιά ήρθαν και άρχισαν να με προσβάλλουν, χωρίς να καταλάβω το γιατί. Στη συνέχεια,

Page 12: διαφορετικό τέλος στο παραμύθι

όμως, γινόταν όλο και πιο συχνή αυτή η ενόχληση, με αποτέλεσμα ν’ αναγκαστώ να το αναφέρω στη μαμά μου. Αυτή με συμβούλευσε να τους αγνοήσω, αλλά ήταν αρκετά δύσκολο, γιατί με πείραζε πάρα πολύ.

Μετά από κάποιο σημείο, νευρίασα τόσο πολύ που δεν άντεξα και τους πρόσβαλα κι εγώ. Προσπάθησα να συζητήσω μαζί τους, αλλά έκανα μια τρύπα στο νερό. Κατέληξα να τους βλέπω και στον ύπνο μου, ώσπου πήγα και παραπονέθηκα στον προπονητή. Την άλλη μέρα, μετά από τα παράπονά μου, καθίσαμε και συζητήσαμε για όλ’ αυτά τα γεγονότα. Τελικά, τα παιδιά το έκαναν αυτό, απλά για να γίνουμε φίλοι.

Τώρα είμαι κολλητός μαζί τους και βγαίνουμε συνέχεια μαζί. Θα ήθελα όμως να γνωρίσω κι εσένα από κοντά κι όχι μόνο δι’ αλληλογραφίας.

Περιμένω σύντομα απάντησή σου, Πάνος

Παναγιώτης Μουστακίδης

Page 13: διαφορετικό τέλος στο παραμύθι

Η ΜΙΚΡΗ ΑΝΝΑ

Μια φορά έμενε στο Πανόραμα η Άννα μαζί με τις φίλες της, την Τόνια, τη Σοφία, την Πωλίνα και την Κλειώ. Και οι πέντε τους ήταν μεγάλα ζωντόβολα! Πάντα έβρισκαν αφορμή να ξεσηκώσουν όλη την περιοχή. Μια φορά, λοιπόν, συναντήθηκαν όλες μαζί στο σπίτι της Κλειώς και προσπαθούσαν να βρουν κάτι να παίξουνε.

-Βρήκα τι να παίξουμε! είπε η Πωλίνα.

-Ωχ!

-Τι ωχ, βρε κορίτσια; Μήπως να μην το πω;

-Άντε πες το, αλλά άμα είναι χαζομάρα θα σ’ αρπάξω απ’ τα μαλλιά, της είπε η Τόνια.

-Έλεγα μήπως να παρακολουθούσαμε εκείνο τον παράξενο κύριο που μένει προς τα βόρεια. Πώς τον λέγανε να δεις…

-Χρήστο!

-Ναι, αυτόν!

-Είσαι με τα καλά σου;

-Αν μας πάρει χαμπάρι…

-Θα μας σφάξει!

-Χαλαρώστε λίγο, βρε κορίτσια, είπε η Άννα.

-Ξέρεις τι δουλειά έκανε όταν ήταν νέος;

-Όχι!

-Αξιωματικός ήτανε.

-Κι επειδή; Εγώ θέλω και θα πάω μαζί με την Πωλίνα!

-Μπράβο, βρε Άννα. Για μια και τελευταία φορά σε παραδέχομαι. Έρχομαι κι εγώ, είπε η Σοφία.

-Άντε. Τρεις στους πέντε έρχονται. Σε καλό δρόμο είμαστε, είπε η Πωλίνα.

-Να την αρπάξω τώρα ή μετά απ’ τα μαλλιά; είπε η Τόνια.

-Καλά, άμα είναι έτσι, έρχομαι κι εγώ, είπε η Κλειώ.

-Ε, δεν μπορώ να μείνω μόνη μου. Θα ’ρθω κι εγώ, είπε η Τόνια.

Page 14: διαφορετικό τέλος στο παραμύθι

Κι έτσι κι έγινε. Επειδή η Πωλίνα ήξερε το δρόμο, έβαλαν αυτή να οδηγεί. Αλλά η Πωλίνα δε θυμότανε πολύ καλά το δρόμο, κι έτσι κόντευε να περάσει μια ώρα και δεν είχαν φτάσει ακόμη.

-Ε, δεν πας καλά κορίτσι μου, είπε η Σοφία.

-Και γιατί παρακαλώ; της είπε η Πωλίνα.

-Γιατί έχει περάσει μια ώρα και δεν έχουμε φτάσει. ΑΚΟΜΑ! Κάνουμε κύκλους, κοπέλα μου, δεν το βλέπεις;

-Περίμενε λίγο. Σχεδόν έχουμε φτάσει!

-Ναι, αυτό το σχεδόν είναι σε κανένα αιώνα, ψιθύρισε η Άννα στο αυτί της Κλειώς.

-Σε άκουσα! είπε η Πωλίνα.

-Δεν άκουσες τίποτα απολύτως!

-Μπα! Πες μας και κουφές.

-ΚΟΥΦΕΣ!

-Άννα, έχεις ξεπεράσει κάθε ώριο.

-Μπα, πώς κι έτσι;

Ε, όπως καταλαβαίνετε η Πωλίνα δεν άντεξε άλλο. Όρμησε στην Άννα και άρχισε να της τραβάει τα μαλλιά. Και οι άλλες οι κοπέλες, καθώς προσπαθούσαν να τις χωρίσουν, δεν κατάλαβαν πως βρέθηκαν στο δρόμο, κι έτσι συγκρούστηκαν με ένα αμάξι. Τώρα είναι όλες τους στο νοσοκομείο, στο ίδιο δωμάτιο και με την Άννα και την Πωλίνα με σπασμένα πόδια, την Κλειώ και τη Σοφία με σπασμένα χέρια και με την Τόνια να έχει πάθει αμνησία!

THE END

Ηθικό δίδαγμα:

Ποτέ μην εμπιστεύεσαι κάποιον που δεν ξέρει το δρόμο να πάει κάπου. Δεν ξέρεις τι μπορεί να γίνει!!!

Αθηνά Θεμελιώτου

Page 15: διαφορετικό τέλος στο παραμύθι

Κάποτε ήταν ένας καλόκαρδος και ευγενικός βασιλιάς, ο οποίος αγαπούσε πάρα πολύ τον λαό του, αλλά δεν είχε κανένα παιδί και ζούσε μόνος μαζί με τη γυναίκα του. Ο ενάρετος βασιλιάς πάντα προστάτευε και φρόντιζε το λαό του και δεν σκεφτόταν ποτέ πρώτα τον εαυτό του. Γι’ αυτό το λόγο, όλοι τον σέβονταν και τον υπάκουαν. Υπήρχε, όμως, ένας φτωχός, ανυπάκουος και ζηλιάρης πολίτης που τον μισούσε θανάσιμα και ήθελε το κακό του. Ο φτωχός αγρότης κάθε μέρα μιλούσε με πολύ άσχημα λόγια σε όλους για το βασιλιά και προσπαθούσε συνεχώς να σκαρφιστεί τρόπους, για να χάσει το θρόνο του, αλλά και την εκτίμηση των υπηκόων του.

Μία μέρα, λοιπόν, ο κακότροπος άντρας αποφάσισε να κάνει κάτι δραστικό, ώστε να ρίξει το βασιλιά από το θρόνο του. Ξημέρωνε η μέρα της γιορτής του βασιλιά και όλο το βασίλειο προετοιμαζόταν για το μεγάλο πανηγύρι που θα στηνόταν στο παλάτι. Τότε ήταν που ήρθε στον διαβολικό άντρα η σκέψη να δηλητηριάσει το βασιλιά στο μεγάλο γλέντι βάζοντας δηλητήριο στο κρασί του.

Η ώρα της γιορτής είχε φτάσει. Πλούσιοι ευγενείς, όμορφες αρχοντοπούλες, βασιλιάδες, βασίλισσες, πρίγκιπες και πριγκίπισσες από τα διπλανά βασίλεια, καθώς και όλοι οι υπήκοοι του βασιλιά ήταν εκεί. Καθένας από αυτούς πρόσφερε με εκτίμηση στο βασιλιά το δώρο του. Κάποια στιγμή ήρθε η ώρα του ζηλιάρη αγρότη να χαρίσει στο βασιλιά το δώρο του. Τότε εκείνος αποκρίθηκε:

-Βασιλιά μου, αυτό είναι το πιο γλυκό κρασί του κόσμου! Το έχω φτιάξει εγώ με τα ίδια μου τα χέρια από τα αμπέλια μου, ειδικά για χάρη σου!

Ο βασιλιάς φανερά συγκινημένος από τα λόγια του αγρότη αμέσως του ζήτησε με χαρά να δοκιμάζει το κρασί του. Λίγο πριν δοκιμάσει το κρασί, ο γιος του φτωχού αγρότη φώναξε με φανερά φοβισμένη φωνή:

Page 16: διαφορετικό τέλος στο παραμύθι

-Σταμάτα βασιλιά μου! Ο πατέρας μου θαμπώθηκε από τα πλούτη σου και θέλει να σε σκοτώσει με αυτό το κρασί..

Ο βασιλιάς στην αρχή δεν κατάλαβε τι εννοούσε το παλικάρι και σταμάτησε τη μουσική, για να σκεφτεί τα λόγια του. Τότε πήρε μία περίεργη απόφαση και είπε στο νεαρό αγόρι:

-Αν είναι έτσι όπως τα λες, τότε ο πατέρας σου πρέπει να πληρώσει για την πράξη του αυτή. Θα πιει όλο το ποτήρι με το κρασί εκείνος, για να δει όλο το βασίλειό μου τι θα πάθει!

Το νεαρό αγόρι χλόμιασε, δεν το βαστούσαν πια τα πόδια του. Δεν άντεχε να δει τον πατέρα του να πεθαίνει μπροστά στα ίδια του τα μάτια.. Τότε απάντησε στο βασιλιά:

-Άρχοντά μου, σε παρακαλώ, άσε με να πιω εγώ αυτό το πικρό ποτήρι αντί για τον πατέρα μου.. Επέτρεψε το μου αυτό σε ένδειξη ευγνωμοσύνης που σου είπα όλη την αλήθεια και σε έσωσα.

Ο βασιλιάς απόρησε στην αρχή με τα λόγια του νεαρού. Έπειτα από λίγα λεπτά, ανακοίνωσε σε όλους ότι αυτός ο νεαρός θα ήταν ο διάδοχος του θρόνου, γιατί πρώτη φορά αντίκριζε έναν άνθρωπο με τόσο θάρρος και τόλμη που θα θυσίαζε και τη ζωή του για το λάθος του πατέρα του. Ο φτωχός αγρότης σώθηκε χάρη στην ειλικρίνεια και την αφοσίωση του γιου του, αλλά και την καλή καρδιά του βασιλιά. Από τότε ο αγρότης δεν ξαναμίλησε άσχημα για κανένα άνθρωπο και πάντα ήταν καλοπροαίρετος και ευγενικός. Όσο για το νεαρό μετά από λίγα χρόνια διαδέχτηκε το βασιλιά στο θρόνο και έγινε ο καλύτερος άρχοντας όλης της περιοχής.

Κοσμάς Βλαχάκης

Page 17: διαφορετικό τέλος στο παραμύθι

• Κωνσταντίνος Παπαφιλίππου, Παναγιώτης Μουστάκης

Page 18: διαφορετικό τέλος στο παραμύθι
Page 19: διαφορετικό τέλος στο παραμύθι

Τσακαλίδης Νικόλας