ΚΑΡΛ ΜΑΝΧΑΙΜ- ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ

57
IT, ‘έκδοση, Φθινόπωρο 1997 Τη μετάφραση στα ελληνικά, άπό το γερμανικό πρωτότυπο, έκανε ό Γιώργος Άν8ρουλι8άκης Το εξώφυλλο σχεδίασε ο Μάνος Ταξίδης Την εκδοτική επιμέλεια είχε ό Παναγιώτης Κονδύλης :< ) εκδόσεις «γνώση» για τή ISBN 960-235-610-3 KARL MANNHEIM ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ Μετάφραση ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΝΔ.ΡΟΪΛ1ΛΛΚΙΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ —2» «ΓΝΩΣΗ» ΛΒΙΙΝΛ Ι!·ίΙ7 Στη Julie Mannheim-Lang ΣίίΜΕΙΩΜΑ TOT ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ To προκείμενο βιβλίο τοϋ Karl Mannheim (1893-1947) πρωτοκυκλοφόρη-σε στά γερμανικά τό 1929. Τότε ωστόσο δεν περιελάμβανε δλα τα σημερινά του κεφάλαια, άλλα μόνο το δεύτερο, τρίτο και τέταρτο· τό μεν πρώτο δημοσιεύθηκε τό 1936 στά αγγλικά, προτεταγμένο στην αγγλική έκδοση τοΰ έργου (πρόλ. Louis Wirth, μτφ. Louis Wirth/Edward A. Shils) —ή οποία έμελλε να βρει τον συγγραφέα στο Λονδίνο, όπου είχε καταφύγει μετά την επικράτηση τοϋ ναζισμού στη Γερμανία —. Ινώ τό πέμπτο είδε τό φως της δημοσιότητας τό 1931 ώς λήμμα του γερμανικού κοινωνιολογικού λεξικού JlandwOrterbuch der Soziologie (έπιμ. Alfred Vierkandt). Ή παρούσα ελληνική μετάφραση ακόλουθε? την ζ’ έκδοση τοΰ γερμανικού πρωτοτύπου (Frankfurt a. Μ.: Klostermaim, 1985). Όσον άφορα τό πρώτο κεφάλαιο, λαμβάνει ώς αφετηρία τό προειρημένο αγγλικό κείμενο. συνάμα δμως αποδίδει αξία οΙονει πρωτοτύπου στο γερμανικό μετάφρασμα του. Τούτο έγινε επειδή ό Mannheim διαμόρφωσε τήν προβληματική της κοινωνιολογίας της γνώσης ιστάμενος βιοτικά και πνευματικά στον γερμανόφωνο χώρο- τό αγγλικό κείμενο φέρει πράγματι άπαραγνώριστα ‘ίχνη τής πρωτογενούς γερμανικής ορολογίας και γλώσσας. Τό ορθό και τελεσφόρο τής μεταφραστικής αυτής προσέγγισης τοΰ πρώτου κεφαλαίου τεκμηριώνεται σέ όχι λίγα επιμέρους σημεία, στά όποια ωστόσο δεν χοειάζεται νά ενδιατρίψουμε Ιδώ.

Post on 01-Jan-2016

165 views

Category:

Documents


1 download

DESCRIPTION

Κοινωνιολογία της Γνώσης

TRANSCRIPT

Page 1: ΚΑΡΛ ΜΑΝΧΑΙΜ-  ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ

IT, ‘έκδοση, Φθινόπωρο 1997

Τη μετάφραση στα ελληνικά, άπό το γερμανικό πρωτότυπο, έκανε ό Γιώργος Άν8ρουλι8άκης Το εξώφυλλο σχεδίασε ο Μάνος Ταξίδης Την εκδοτική επιμέλεια είχε ό Παναγιώτης Κονδύλης :< ) εκδόσεις «γνώση» για τή ISBN 960-235-610-3

KARL MANNHEIM

ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ

Μετάφραση ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΝΔ.ΡΟΪΛ1ΛΛΚΙΙΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ —2» «ΓΝΩΣΗ»ΛΒΙΙΝΛ Ι!·ίΙ7

Στη Julie Mannheim-LangΣίίΜΕΙΩΜΑ TOT ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗTo προκείμενο βιβλίο τοϋ Karl Mannheim (1893-1947) πρωτοκυκλοφόρη-σε στά γερμανικά τό 1929. Τότε ωστόσο δεν περιελάμβανε δλα τα σημερινά του κεφάλαια, άλλα μόνο το δεύτερο, τρίτο και τέταρτο· τό μεν πρώτο δη-μοσιεύθηκε τό 1936 στά αγγλικά, προτεταγμένο στην αγγλική έκδοση τοΰ έργου (πρόλ. Louis Wirth, μτφ. Louis Wirth/Edward A. Shils) —ή οποία έμελλε να βρει τον συγγραφέα στο Λονδίνο, όπου είχε καταφύγει μετά την επικράτηση τοϋ ναζισμού στη Γερμανία —. Ινώ τό πέμπτο είδε τό φως της δημοσιότητας τό 1931 ώς λήμμα του γερμανικού κοινωνιολογικού λεξικού JlandwOrterbuch der Soziologie (έπιμ. Alfred Vierkandt).

Ή παρούσα ελληνική μετάφραση ακόλουθε? την ζ’ έκδοση τοΰ γερμανικού πρωτοτύπου (Frankfurt a. Μ.: Klostermaim, 1985). Όσον άφορα τό πρώτο κεφάλαιο, λαμβάνει ώς αφετηρία τό προειρημένο αγγλικό κείμενο. συνάμα δμως αποδίδει αξία οΙονει πρωτοτύπου στο γερμανικό μετάφρασμα του. Τούτο έγινε επειδή ό Mannheim διαμόρφωσε τήν προβληματική της κοινωνιολογίας της γνώσης ιστάμενος βιοτικά και πνευματικά στον γερμα-νόφωνο χώρο- τό αγγλικό κείμενο φέρει πράγματι άπαραγνώριστα ‘ίχνη τής πρωτογενούς γερμανικής ορολογίας και γλώσσας. Τό ορθό και τελεσφόρο τής μεταφραστικής αυτής προσέγγισης τοΰ πρώτου κεφαλαίου τεκμηριώνεται σέ όχι λίγα επιμέρους σημεία, στά όποια ωστόσο δεν χοειάζεται νά εν-διατρίψουμε Ιδώ.Προς βιβλιογραφική ενημέρωση τού αναγνώστη επισημαίνω ότι ενα ολι-γοσέλιδο απόσπασμα τοΰ βιβλίου δημοσιεύθηκε εξελληνισμένο στον επιμε-λημένο άπό τον Fr. Ferrarotti συλλογικό τόμο Οι κλασικοί της Κοινωνιολογίας (εΐσ. Λ.Κ. Παπαχρίστου, μτφ. Κ. Κατηφόρης/Δ. Κουνελάκης/ Γ. ΙΙα-παδάκης/Α. Σακκάς. ‘Αθήνα: ‘Οδυσσέας, 1976). Τό εν λόγω απόσπασμα ελέγχεται ευχερέστατα ώς προϊόν μετάφρασης άπό μετάφραση, με όλα τα σύμφυτα τρωτά κάθε τέτοιου εγχειρήματος.Εκφράζω θερμότατες ευχαριστίες προς τους Π. Κονδύλη και Ν.Μ. Σκουτερόπουλο. οί όποιοι συνέβαλαν ουσιωδώς στην ευόδωση τοΰ μεταφρα-στικού μου εγχειρήματος.

Γ. Α.

‘Αθήνα, Σεπτέμβριος 199Γ>

Page 2: ΚΑΡΛ ΜΑΝΧΑΙΜ-  ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Σημείωση του μεταφραστή ............................................. 7Ι. ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ TOT ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ 131. Ή κοινωνιολογική έννοια τής σκέψης ..................... 132. Ή σύγχρονη έννοια τής κατηγορίας «σκέψη» ......... 183. Ή γένεση των σύγχρονων γνωσιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνιολογικών θεωρήσεων ................... 264. Ό έλεγχος του συλλογικού ασυνειδήτου ως πρόβλημα τής εποχής μας ................................................. 49Π. ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ .......................................... 73Ή εσώτερη συνάφεια τών δύο μελετημάτων .............. 73Ή αναγκαιότητα προκαταρκτικής διασάφησης τών εν-

νοιών ......................................................................... 78‘Ιστορικά τών σημασιολογικών μεταβολών τής έννοιαςτής ιδεολογίας............................................................ 83Ή αμφισβήτηση τής νοολογικής σφαίρας τής συνείδησης από την ολική έννοια τής ιδεολογίας .................... 87Το πρόβλημα τής «ψευδούς συνείδησης» .................... 93‘ 11 γένεση μιας διαλεκτικά νέας κατάστασης με τηνεπέκταση τής έννοιας τής ιδεολογίας ........................... 99ΊΙ αξιολογικά ουδέτερη έννοια τής ιδεολογίας ............ 108‘ 11 τροπ’η τής αξιολογικά ουδέτερης έννοιας τής ΐδεο-λογίας προς τήν αξιολογική ........................................ 112Χαρακτηρισμός δύο τυπικών όντικών αποφάσεων πού μπορεί νά στέκονται πίσω από τήν αξιολογικά ούδέτε-[jit έννοια τής ιδεολογίας ............................................ 114

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

‘ „ έ.ιη)άνκπΐ τοΰ προβλήματος της Ή επανειλημμένη εμφαν.σ/, r........................ ^g«ψεύδους συνείδησης» ........»»»Λ»»τ0[» δια μέσου τωναναζητώντας την π?α^^J^ ............ «2

διανοημάτων της ιδεολογίας και Γης

ΠΙ ΕΙΝΑ, ,ΤΝΛΤΗ Η HOAmKHO, ΕΠΙΣΤΗΜΗ- (ΤΟ ^ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΘΕΩΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΑ,ΗΣ) ................

135 135

■Η Ιδιοτυπία της πολιτικής ϊ^ς ^ ~ ώσης .... 206 ■Η δυνατότητα -αχοίνωσης τη -λιτ^ς Τ ............. ^

Τρεις δρόμοι της κοινωνιολογία, της ,......... 231IV. Η ΟΥΤΟΠΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ............................

Λν θεαελιωδών φαινομένων.κότητας ............Γ’^Γ^’ατάδια της ουτοπικής συ™. ποικίλες μορφεζ και τα στ γ , ‘^ „„-rA τους Νεότερους Λρονο_>, ·νείδησης κατά τους, J συνείδησης: ο ορ

Page 3: ΚΑΡΛ ΜΑΝΧΑΙΜ-  ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ

2 Οι ποικίλες μορφές και ™ σ™ νο6νους ............... 252

Α. Ή πρώτη μορφή ^ άναβ*πτιστών ................. 2ο2

γιαστικος Χ’^!:ω ,^ς -είδησης: ή ,.-Β Ή δεύτερη μορφή ^ ^ι ‘ ........... 261Γ. Ή τρίτη μορφή της ουτοτι m .......................... 2;3

τ-ΓιΡΤ,τική Ίδεα ...............·..... „,«,s-iStoifmc». ή σο-Λ «Η τέταρτη μορφή της -τοπικής συνείδησης |....... ^‘ α,αλιστική-κομμουνιστικη ουτοπία ...........·■···......... ^Ε. Ή παρούσα συγκυρία ....................ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ II

V. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ................................... 311

1. Ουσία και εμβέλεια της κοινωνιολογίας της γνώ-σης....................................................................... 311 α) Όρισμός και διαίρεση της κοινωνιολογίας της γνώσης .................................................................. 311β) Κοινωνιολογία της γνώσης και θεωρία της ιδεο-λογίας ................................................................... 312

2. Τά δύο τμήματα της κοινωνιολογίας της γνώσης ... 314 Α. Ή κοινωνιολογία της γνώσης ως θεωρία για τονσύνδεσμο της γνώσης με το είναι ........................... 314Ή θεωρία για τό εμπράγματο δεδομένο του συνδέσμουμε τό είναι ................................................................. 315Ή δομή της κοινωνιολογίας της γνώσης και ή υφή τώνπορισμάτων της ......................................................... 328Β. Οι γνωσιολογικές συνέπειες της κοινωνιολογίας τηςγνώση ς .................................................................. 335

3. Κατάδειξη της μερικότητας της κυρίαρχης γνωσιο-λογίας ................................................................... 341

4. Ό θετικός ρόλος της κοινωνιολογίας τής γνώσης ... 3435. Τεχνικά προβλήματα εργασίας τής ίστορικο-κοινω-νιολογικής έρευνας στο πεδίο τής κοινωνιολογίας

τής γνώσης ........................................................... 359

6. Σύντομη επισκόπηση τής ιστορίας τής κοινωνιολογίας τής γνώσης.................................................... 363Βιβλιογραφία ............................................................. 367

Page 4: ΚΑΡΛ ΜΑΝΧΑΙΜ-  ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ
Page 5: ΚΑΡΛ ΜΑΝΧΑΙΜ-  ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ

Ι. ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ TOT ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ

1. Ή κοινωνιολογική ‘έννοια της σχέφης

Τό βιβλίο τούτο ασχολείται, με το πρόβλημα του πώς σκέπτονται πραγματικά οί άνθρωποι. Δεν θέλει να εξετάσει πώς εμφανίζεται ή σκέψη στά διδακτικά εγχειρίδια της λογικής. άλλα πώς λειτουργεί πραγματικά στον δημόσιο βίο και στην πολιτική ώς όργανο συλλογικής δράσης.

Οί φιλόσοφοι ασχολήθηκαν υπερβολικά μακρό διάστημα με τή δική τους αποκλειστικά σκέψη. Όποτε έγραψαν γιά τή σκέψη είχαν κυρίως κατά νου τή δική τους ιστορία, τήν ιστορία τής φιλοσοφίας, ή πάντως ορισμένα γνωστικά

Page 6: ΚΑΡΛ ΜΑΝΧΑΙΜ-  ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ

πεδία, δπως τα μαθηματικά ή τή φυσική. Αυτός ωστόσο ό τύπος τής σκέψης μόνο υπό ίδιαίτατες συνθήκες είναι δυνατόν νά εφαρμοσθεί και ο,τι μας διδάσκει ή ανάλυση του δεν μπορεί νά μεταφερθεί άμεσα σε άλλες σφαίρες τής ζωής. Και αν ακόμη ήταν δυνατόν νά εφαρμοσθεί, θά αφορούσε μόνο μίαν ειδική διάσταση τής ύπαρξης, δεν θά επαρκούσε όμως σε ζωντανούς ανθρώπους πού πασχίζουν νά κατανοήσουν και νά διαμορφώσουν τον κόσμο τους.

Καθώς δρουν, οί άνθρωποι έφτασαν στο μεταξύ, καλώς ή κακώς, νά αναπτύξουν ποικίλες μεθόδους γιά νά διεισδύσουν πειραματικά και πνευματικά στον κόσμο όπου ζουν. Οί εν λόγω μέθοδοι ποτέ μέχρι τώρα δεν έχουν αναλυθεί εξίσου επακριβώς όσο ή λεγόμενη θετική γνώση. Όταν όμως ή ανθρώπινη δραστηριότητα δεν υπόκειται επί μακρόν σε διανοητικό :λεγχο και κριτική, τείνει νά ξεφύγει από τά χέρια τών ανθρώπων.

14 ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Ώς ανωμαλία, της εποχής μας θα πρέπει επομένως να θεωρηθεί το δτι ακριβώς οι μέθοδοι σκέψης εκείνες, με τις οποίες καταλήγουμε στις σπουδαιότερες αποφάσεις μας και προσπαθούμε να διαγνώσουμε και να κατευθύνουμε την πολιτική και κοινωνική μας τύχη, παρέμειναν άδιάγνωστες καί, ώς έκ τούτου, απροσπέλαστες σε διανοητικό ‘έλεγχο καί αυτοκριτική. Ή ανωμαλία τούτη φαντάζει ακόμη τρομερότερη, άν αναλογισθούμε δτι σήμερα εξαρτώνται πολύ περισσότερα πράγματα από την ορθή καί πλήρη σύλληψη μιας κατάστασης παρ’ δ,τι σε παλαιότερες κοινωνίες. Ή σημασία της κοινωνικής επιστήμης αυξάνει δσο αυξάνει ή ανάγκη ρυθμιστικών παρεμβάσεων στην κοινωνική διαδικασία. Ό λεγόμενος προεπιστημονικός, μή θετικός τρόπος σκέψης — τον όποιο παραδόξως μεταχειρίζονται εξίσου οί θεωρητικοί τής λογικής καί οι φιλόσοφοι οπότε πρέπει νά λάβουν πρακτικές αποφάσεις — δεν είναι δυνατόν να κατανοηθεί με τη βοήθεια τής λογικής ανάλυσης καί μόνο· αποτελεί πλέγμα δυσαπόσπαστο τόσο από τις ψυχολογικές ρίζες τών συγκινησιακών καί ζωτικών παρορμήσεων, στις όποιες θεμελιώνεται, δσο καί από την κατάσταση, μέσα στην οποία γεννάται καί τήν οποία δοκιμάζει νά λύσει.

Μέλημα του βιβλίου τούτου είναι νά άπεργασθέΐ μιά μέθοδο κατάλληλη για τήν περιγραφή καί ανάλυση αύτοΰ του τύπου σκέψης καί τών μεταβολών του, καί νά διατυπώσει τά συναφή προβλήματα έτσι, ώστε νά μήν αδικήσουμε τον ιδιάζοντα χαρακτήρα του τελευταίου καί νά προλειάνουμε τον δρόμο για τήν κριτική κατανόηση του. Ή μέθοδος πού θα δοκιμάσουμε νά εκθέσουμε είναι εκείνη τής κοινωνιολογίας τής γνώσης.

Κύρια θέση τής κοινωνιολογίας τής γνώσης είναι οτι υπάρχουν τρόποι σκέψης πού δεν κατανοούνται προσφυώς δσο μένει στο σκοτάδι ή κοινωνική προέλευση τους. ‘Αληθεύει βέβαια δτι μόνο το άτομο είναι ικανό γιά σκέψη. Δεν υπάρχει μεταφυσική οντότητα καθώς το πνεύμα τής ομάδας, το όποιο σκέπτεται πάνω καί πέρα άπό τους νόες τών ατόμων, καί τις ‘ιδέες του οποίου αναπαράγει απλώς το άτομο. Σφάλμα θά ήταν, ωστόσο, νά συναγάγουμε απ’ αυτό δτι δλες οί ιδέες καί τά συναισθήματα, δσα κινούν ένα άτομο, έλκουν τήν προέλευση τους αποκλειστικά απ’ αυτό καί δτι μπορούν νά εξηγηθούν προσ-

Page 7: ΚΑΡΛ ΜΑΝΧΑΙΜ-  ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ

ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ 15φυώς μόνο βάσει τής δικής του βιοτικής εμπειρίας.

Όπως θά ήταν σφαλερό νά ανασυγκροτήσουμε μιά γλώσσα μόνο άπό τήν παρατήρηση ενός μεμονωμένου ατόμου, το όποιο δεν μιλά βέβαια μιά δική του γλώσσα παρά εκείνη τών συγκαιρινών καί τών προγόνων του, οί όποιοι τοϋ άνοιξαν τον δρόμο, έτσι θά ήταν ανακριβές καί νά εξηγήσουμε σύνολη μιά προσωπικότητα αποκλειστικά βάσει τής ατομικής της γένεσης. Μόνο σέ πολύ περιορισμένο μέτρο δημιουργεί το άτομο άφ’ εαυτού τον τρόπο ομιλίας καί σκέψης πού του αποδίδουμε. Μιλά τή γλώσσα τής ομάδας του, σκέπτεται κατά τον τρόπο σκέψης τής ομάδας του. «Εχει z^agiyrfi στή διάθεση του ορισμένες λέξεις καί τις σημασίες τους, οί όποιες δχι απλώς καθορίζουν σέ μεγάλον βαθμό τήν προσπέλαση του προς τον περιβάλλοντα κόσμο, αλλά αποκαλύπτουν συνάμα τήν οπτική γωνία καί πρακτική συνάφεια όπου τά αντικείμενα γίνονταν μέχρι τούδε αντιληπτά καί προσιτά στην ομάδα ή στο άτομο.

Ώς πρώτο σημείο θά πρέπει λοιπόν νά τονίσουμε δτι ή κοινωνιολογία τής γνώσης δέν ξεκινά τήν προσέγγιση της αποβλέποντας προς το μεμονωμένο άτομο, γιά νά προχωρήσει έπειτα, καθώς κάνουν οί φιλόσοφοι, στά αφηρημένα υψη μιας «σκέψης καθ’ έαυτήν». ‘Αντίθετα, ή κοινωνιολογία τής γνώσης δοκιμάζει νά κατανοήσει τή σκέψη μέσα στην συγκεκριμένη συνάφεια μιας ίστορικοκοινωνικής κατάστασης, απ’ δπου θά ξεχωρίσει πολύ βαθμιαία μόνο ή ατομικά διαφορισμένη σκέψη. Αέν σκέπτονται λοιπόν οί άνθρωποι ώς τέτοιοι ή ώς μεμονωμένα άτομα, άλλα άνθρωποι μέσα σέ ορισμένες ομάδες, πού έχουν αναπτύξει ένα ύφος σκέψης μέ ειδοποιά γνωρίσματα, έπειτα άπό ατέλειωτη σειρά αντιδράσεων σέ ορισμένες τυπικές, χαρακτηριστικές γιά τήν κοινή τους θέση καταστάσεις. Μέ τήν αυστηρή έννοια, είναι πραγματικά ανακριβές νά πούμε οτι το μεμονωμένο άτομο σκέπτεται· ορθότερο θά ήταν νά σημειώσουμε δτι απλώς συμμετέχει στην περαιτέρω ανέλιξη τής σκέψης, μέ βάση τά δσα σκέφθηκαν άλλοι άνθρωποι πριν απ’ /ύτό. Βρίσκεται μέσα σέ μιά κληρονομημένη κατάσταση μέ υποδείγματα σκέψης πρόσφορα γι’ αυτήν καί προσπαθεί νά πεξεργασθεΐ περαιτέρω τους κληρονομημένους τρόπους αντίδρασης ή νά τους υποκαταστήσει μέ άλλους, γιά νά άντιμετω-

16 ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΚΤΗΣΗ

πίσει τελεσφόρα τίς νέες απαιτήσεις πού προκύπτουν άπό τις τροπές και έξαλλαγές της κατάστασης. Καθώς λοιπόν αναπτύσσεται μέσα στην κοινωνία, το κάθε άτομο προκαθορίζεται διττά: βρίσκει εμπρός του μια έτοιμη κατάσταση και ■ μέσα στην κατάσταση αυτήν βρίσκει προδιαμορφωμένα υποδείγματα σκέψης και συμπεριφοράς.

Το δεύτερο γνώρισμα πού χαρακτηρίζει τη μέθοδο της κοινωνιολογίας της γνώσης είναι δτι δεν αποσπά τους συγκεκριμένα υπάρχοντες τρόπους σκέψης από τή συνάφεια τους με τή συλλογική δράση, ή οποία μόνη μας επιτρέπει να ανακαλύψουμε τον κόσμο ύπό το πρίσμα τοΰ πνεύματος. «Ανθρωποι πού ζουν μέσα σε ομάδες, δεν υπάρχουν απλώς άπό φυσική άποψη ώς μεμονωμένα άτομα. Τά αντικείμενα του κόσμου δεν τα άν-τικρύζουν κατ’ ένατενιστικό και αφηρημένο τρόπο, ούτε δμως αποκλειστικά ώς μεμονωμένα οντά. ‘.Αντίθετα, μέσα σε διαφο-ρότροπα οργανωμένες ομάδες, συμπράττουν και άντιπράττουν καί, καθώς το κάνουν αυτό, συσκέπτονται και άντισκέπτονται. Αυτά τά άτομα, τά συνδεόμενα στους κόλπους των ομάδων,

Page 8: ΚΑΡΛ ΜΑΝΧΑΙΜ-  ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ

ανάλογα με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα καί τή θέση της εκάστοτε ομάδας δπου ανήκουν, επιζητούν εΐτε νά αλλάξουν την περιβάλλουσα φύση καί κοινωνία εΐτε νά τίς διατηρήσουν ώς έχουν. Ή κατεύθυνση αυτής της βούλησης γιά αλλαγή ή διατήρηση, ήτοι της συλλογικής δράσης, διέπει ώς μίτος τή γένεση τών προβλημάτων τους, τών εννοιών τους καί τών μορφών της σκέψης τους. Μέσα στην συγκεκριμένη συνάφεια της συλλογικής δράσης, στην οποία μετέχουν, οί άνθρωποι τείνουν πάντοτε προς διαφορετική θεώρηση τοΰ περιβάλλοντος κόσμου. Ή καθαρά λογική ανάλυση δεν άποσυνέδεσε απλώς τήν ατομική σκέψη άπό τήν κατάσταση τής ομάδας, άλλα καί τή σκέψη άπό τήν πράξη. Τούτο το έκαμε με τή σιωπηρή προϋπόθεση δτι οί (στην πραγματικότητα πάντοτε υφιστάμενες) συνάφειες μεταξύ τής σκέψης αφ’ ενός καί τής ομάδας καί τής πράξης άφ’ ετέρου εΐτε δεν είχαν σημασία γιά το «ορθώς» σκέπτεσθαι εΐτε μπορούσαν νά αποσπασθούν άπό τά θεμέλια αυτά δίχως νά προκύψουν δυσκολίες. Το γεγονός ωστόσο, οτι αγνοείται κάτι. ποσώς δεν το εξαλείφει. Εφόσον δεν εξετάσθηκαν σοβαρά καί επακριβώς οί παντοίες καί πολυποίκιλες μορφές τής πραγματι-

ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

κής σκέψης τών άνθρώπο_>ν, δέν είναι δυνατό νά αποφανθούμε a priori αν είναι δυνατό νά παραβλεφθεί πάντοτε ή κοινωνική κατάσταση καί ή πρακτική συνάφεια. Διόλου δέν μπορούμε αλήθεια νά κρίνουμε εκ τοΰ προχείρου άν είναι επιθυμητή μιά τέτοια διχοτομία χάριν ακριβώς μιας αντικειμενικής εμπράγματης γνώσης.

Σε ορισμένες σφαίρες τής γνώσης ΐσως μόνον ή παρόρμηση προς τήν πράξη καθιστά προσιτά τά αντικείμενα τοΰ κόσμου στο δρών υποκείμενο, ΐσως μόνον ό παράγοντας τοΰτος καθορίζει ποια στοιχεία τής πραγματικότητας αγκαλιάζει ή σκέψη. Καί άν αποκλειόταν ό παράγοντας αυτός (άν καί καθόσον τοΰ-το είναι δυνατόν), δέν είναι απίθανο νά εξαφανιζόταν πλήρως άπό τίς έννοιες το ΐδιο το συγκεκριμένο περιεχόμενο τους καί νά χανόταν ή οργανωτική αρχή πού μόνη αυτή επιτρέπει μιά ελλογη προβληματοθεσία.

Τούτο δμως δέν σημαίνει δτι στους τομείς, δπου ή προσήλωση προς μιά ομάδα καί ό προσανατολισμός προς τήν πράξη φαίνεται νά αποτελούν ουσιώδες στοιχείο τής κατάστασης, είναι μάταια κάθε δυνατότητα διανοητικού, κριτικού αυτοελέγχου. «Αν έρθει στο φώς ή μέχρι τούδε κρυμμένη εξάρτηση τής σκέψης άπό τήν ύπαρξη τής ομάδας καθώς καί το ρίζωμα της στην πράξη, τότε ΐσως καταστεί γιά πρώτη φορά πραγματικά δυνατόν νά ελέγξουμε με νέο τρόπο, συνειδητοποιώντας τους, παράγοντες ανεξέλεγκτους μέχρι τώρα.

Φτάνουμε έτσι στο κεντρικό πρόβλημα τοΰ βιβλίου. Οί παρατηρήσεις μας θέλουν νά φανερώσουν δτι ή εμβάθυνση καί ή λύση τούτων τών προβλημάτων μπορεί νά προσφέρει ένα θεμέ-λιο γιά τίς κοινωνικές επιστήμες καί νά απαντήσει στο έρώτη-μα γύρω άπό τή δυνατότητα μιας πολιτικής επιστήμης. Καί ■ ·. τίς κοινωνικές επιστήμες, το έσχατο κριτήριο τής αλήθειας /ν.!, τοΰ ψεύδους θά πρέπει βέβαια νά άνευρεθεΐ μέ τή διερεύνηση τοΰ αντικειμένου καί ή κοινωνιολογία τής γνώσης δέν άπο-λεΐ υποκατάστατο γι’ αυτό. Ή εξέταση δμως τοΰ άντικειμέ-/ου δέν είναι απομονωμένο ενέργημα, άφοΰ τελείται μέσα σ’ ί’ναν περίγυρο χρωματισμένο άπό άξιες καί συλλογικά άσυνεί-«, : βουλητικές παρορμήσεις. Στις κοινωνικές επιστήμες, το ,.οσανατολιζόμενο μέσα σ’ ένα πλέγμα κοινωνικής δράσης

Page 9: ΚΑΡΛ ΜΑΝΧΑΙΜ-  ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ

18 ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΠδιανοητικό διαφέρον δεν προσφέρει απλώς τα γενικά ερωτήματα, άλλα και τις συγκεκριμένες υποθέσεις έρευνας και τά υποδείγματα σκέψης γιά την ταξινόμηση της εμπειρίας. Μόνο αν κατορθώσουμε νά παρατηρήσουμε συνειδητά και ρητά τις διάφορες αφετηρίες και μεθόδους πού απαντούν τόσο στις επιστημονικές συζητήσεις δσο και σ’ εκείνες του ευρύτερου κοινού, μπορούμε νά ελπίζουμε δτι θά ελέγξουμε με τον καιρό τά ασυνείδητα κίνητρα και τις προϋποθέσεις πού, σε τελική ανάλυση, γέννησαν αυτούς τους τρόπους σκέψης. Στις κοινωνικές επιστήμες, ένας νέος τύπος αντικειμενικότητας δεν επιτυγχάνεται με τον αποκλεισμό της αξιολόγησης παρά με τον κριτικό ιδεα-σμό και έλεγχο.

2. Ή σύγχρονη έννοια της κατηγορίας «σκέφη»

Δεν είναι τυχαίο ότι το πρόβλημα του ριζώματος της σκέψης στον κοινωνικό βίο και στην πράξη γεννήθηκε επί των ήμερων μας. Τυχαίο δεν εΐναι επίσης δτι το ασυνείδητο, πού κινούσε μέχρι τώρα τη σκέψη και την πράξη μας, υψώθηκε βαθμιαία στο επίπεδο της συνείδησης, γινόμενο έτσι έλεγκτό. Τή σημασία του γιά μας σήμερα μπορούμε μολαταύτα νά τή διαγνώσουμε μόνο αν δούμε συνάμα δτι μιά συγκεκριμένη κοινωνική κατάσταση μας αναγκάζει νά στοχαστούμε πάνω στις κοινωνικές ρίζες της γνώσης μας. Μιά από τις θεμελιωδέστε-ρες διακριβώσεις της κοινωνιολογίας της γνώσης εΐναι δτι ή διαδικασία συνειδητοποίησης συλλογικών-άσυνείδητων κινήτρων δεν είναι δυνατόν νά συντελεσθεί σε οποιαδήποτε εποχή παρά μόνο σε μιά πολύ συγκεκριμένη κατάσταση, κοινωνιολογικά προσδιορίσιμη. Με σχετική ακρίβεια εΐναι δυνατό νά επισημανθούν οι παράγοντες πού άφευκτα αναγκάζουν δλο και περισσότερους ανθρώπους νά στοχάζονται όχι απλώς πάνω στα πράγματα του κόσμου, άλλα πάνω στην ΐδια τή σκέψη, και όχι τόσο πάνω στην αλήθεια καθ’ έαυτήν, δσο πάνω στο ανησυχητικό γεγονός δτι ό ΐδιος κόσμος μπορεί νά φανερώνεται κατά διαφορετικό τρόπο σε διαφορετικούς παρατηρητές.

Τά προβλήματα τούτα μπορούν νά γενικευθούν μόνο σε μιαν

ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

εποχή δπου ή ασυμφωνία εΐναι προδηλότερη από τή συμφωνία. ‘Από τήν άμεση θεώρηση τών πραγμάτων στρέφεται κανείς προς τήν παρατήρηση τών τρόπων σκέψης, δταν, ένεκα πολυποίκιλων αποκλινόντων ορισμών, σβήνει ή δυνατότητα της άμεσης και συνεχούς επεξεργασίας εννοιών αναφορικά με πράγματα και καταστάσεις. Με μεγαλύτερη ακρίβεια παρ’ δ,τι μας επιτρέπει μιά γενική και τυπική ανάλυση, είμαστε σήμερα σέ θέση νά καταδείξουμε μέσα σε ποια κοινωνική και πνευματική κατάσταση έπρεπε αναγκαστικά νά μετατοπιστεί ή προσοχή άπό τά πράγματα στις διισταμένες γνώμες και άπ’ αυτές στά ασυνείδητα κίνητρα της σκέψης. Στή συνέχεια θέλουμε νά επισημάνουμε μερικούς άπό τους σπουδαιότερους παράγοντες πού ενεργούν προς τήν κατεύθυνση αυτήν.

Page 10: ΚΑΡΛ ΜΑΝΧΑΙΜ-  ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ

Ή ποικιλία τών τρόπων σκέψης δεν είναι δυνατό νά καταστεί πρόβλημα προ πάντων σέ περιόδους δπου ή εσωτερική ενότητα τοΰ κοσμοειδώλου υποβαστάζεται και κατοχυρώνεται άπό κοινωνική σταθερότητα. «Οσο ένσταλάζεται σέ κάθε μέλος της ομάδας, άπό τήν παιδική του ηλικία, το ΐδιο νόημα τών λέξεων, ό ΐδιος τρόπος της συναγωγής ιδεών, είναι αδύνατο νά υπάρξουν στην κοινωνία αποκλίνουσες διαδικασίες σκέψης. Ακόμη και μιά βαθμιαία τροποποίηση τοΰ τρόπου σκέψης (αν τύχει νά επισυμβεί) δεν θά γίνει αντιληπτή άπό τά μέλη της ομάδας δσο ζουν σέ μιά σταθερή κατάσταση, δσο ό ρυθμός προσαρμογής τής σκέψης σέ νέα προβλήματα είναι τόσο αργός ώστε νά αγκαλιάζει περισσότερες γενιές. Στην περίπτωση αυτήν, ή ΐδια γενιά μόλις και μετά βίας μπορεί νά διαγνώσει κατά τή διάρκεια τής ζωής της δτι συντελείται κάποια αλλαγή.

Στή γενική δυναμική τής ιστορικής διαδικασίας θά πρέπει νά προστεθούν παράγοντες εντελώς άλλου είδους γιά νά προσεχθεί ή ποικιλία τών τρόπων σκέψης και νά αναδυθεί ώς αντικείμενο στοχασμού. Προ πάντων ή επιτάχυνση τής κοινωνικής κινητικότητας διαλύει τήν πρότερη, σέ μιά στατική κοινωνία κυρίαρχη ψευδαίσθηση δτι ναι μεν δλα τά πράγματα μπορούν ι) αλλάξουν, ή σκέψη δμως παραμένει αιωνίως ή ίδια. Έπιιιλέον, οί δύο μορφές τής κοινωνικής κινητικότητας, ή όριζόν-;’. / και ή κάθετη, αποκαλύπτουν τήν ποικιλία τών υφών σκέ-V’,» κατά διαφορετικό τρόπο ή καθεμία. Ή οριζόντια κινητι-

21)

ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

κότητα, δηλ. το πέρασμα από μια θέση σε μια άλλη ή από μια χώρα σε μια άλλη, ενώ παραμένει αμετάβλητη ή βαθμίδα της κοινωνικής ιεραρχίας, μας δείχνει βέβαια δτι διαφορετικοί λαοί σκέπτονται κατά διαφορετικό τρόπο· όσο διατηρούνται ωστόσο αρραγείς οί παραδόσεις μιας εθνικής ή τοπικής ομάδας, μένουν τα μέλη τους τόσο πολύ προσκολλημένα στον οικείο τρόπο σκέψης, ώστε τους παρατηρούμενους σε άλλες ομάδες τρόπους σκέψης τους αισθάνονται ως παράδοξα, πλάνες, αμφισημίες και αιρέσεις. Δεν αμφισβητούν ούτε τις δικές τους παραδόσεις στο πεδίο τής σκέψης, ούτε την ενότητα και ομοιομορφία της

σκέψης εν γένει.

Μόνο όταν ή οριζόντια συνοδεύεται από έντονη κάθετη κινητικότητα, δηλ. άπό γοργά περάσματα από το ένα κοινωνικό στρώμα στο άλλο με την έννοια τής κοινωνικής ανόδου ή καθόδου, κλονίζεται στον καθένα ή πίστη προς το γενικό και αιώνιο κύρος τής δικής του σκέψης. Ή κάθετη κινητικότητα είναι ό αποφασιστικός παράγοντας πού γεννά στους ανθρώπους αβεβαιότητα ώς προς τό παραδεδομένο κοσμοείδωλό τους και τους εμφυσά σκεπτικισμό. ‘Ακόμη και σε στατικές κοινωνίες, οί όποιες δεν γνωρίζουν παρά ελάχιστη κάθετη κινητικότητα, τα διάφορα στρώματα τής ‘ίδιας κοινωνίας βιώνουν ασφαλώς τον κόσμο διαφορετικά. Προσφορά τοΰ Max Weber είναι το δτι έδειξε καθαρά, στην κοινωνιολογία τής θρησκείας πού εκπόνησε,1 πόσο συχνά ή ΐδια θρησκεία βιωνόταν διαφορετικά άπό αγρότες, τεχνίτες, εμπόρους, ευγενείς και διανοουμένους. Σε μιά κοινωνία διαιρεμένη σε κλειστές κάστες ή νομοκατεστημέ-νες τάξεις και, κατά συνέπεια, δίχως

Page 11: ΚΑΡΛ ΜΑΝΧΑΙΜ-  ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ

αξιόλογη κάθετη κινητικότητα, εΐτε θά απουσιάζει Ινα κοσμοείδωλό κοινό γιά δλες τις ομάδες, εΐτε θά γίνεται αντιληπτό κατά διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με τη διαφορετική βιοτική συνάφεια. Άπό κοινωνιολογική άποψη, ή αποφασιστική μεταβολή συντελείται όταν επέρχεται τό στάδιο τής κοινωνικής εξέλιξης εκείνο δπου τα προηγουμένως απομονωμένα κοινωνικά στρώματα αρχίζουν να επικοινωνούν μεταξύ τους και αναφαίνεται μιά κάποια κοινω-

1. Max Weber, Wirtschalt unci Gesellschaft. τ. Α’, κεφ. IV. § 7: «Re ligionssoziologie: Stande, Klassen und Religion», Tubingen 1925, 267-296.

ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

2!

νική κυκλοφορία. Τό αποφασιστικότερο στάδιο τής επικοινωνίας αυτής επέρχεται όταν οί μορφές σκέψης και βιοτικής εμπειρίας, πού αναπτύσσονταν μέχρι τώρα ανεξάρτητα ή μιά άπό τήν άλλη, εισχωρούν στην ΐδια συνείδηση, εξαναγκάζοντας τό πνεύμα νά ανακαλύψει τό ασυμβίβαστο τών διισταμένων κοσμοθεωριών.

Σε μιαν ευσταθή κοινωνία δεν σημαίνει πολλά τό νά διηθούνται απλώς οί μέθοδοι σκέψης τών κατώτερων στρωμάτων στά ανώτερα, καθότι ή κυρίαρχη ομάδα δεν κλονίζεται πνευματικά δταν αντιλαμβάνεται τυχόν διαφορές στή σκέψη. Όσο μιά κοινωνία οφείλει τή σταθερότητα της στην αυθεντία και δσο αποδίδεται κοινωνικό γόητρο μόνο στις πράξεις τοΰ ανώτερου στρώματος, δεν έχει ή τάξη αυτή λόγους νά αμφισβητήσει τήν ΐδια της τήν κοινωνική ύπαρξη και τήν άξια τών πράξεων της. Άν παραβλέψουμε τήν σημαντική κοινωνική άνοδο μεμονωμένων ατόμων, μόνο ό γενικός εκδημοκρατισμός καθιστά δυνατόν, καθώς ανέρχονται τά κατώτερα στρώματα, νά δοθεί δημόσια προσοχή και στή σκέψη τους.2 Μόνον ή διαδικασία εκδημοκρατισμού επιτρέπει στον τρόπο σκέψης τών κατώτερων στρωμάτων, πού προηγούμενα δεν διέθετε κοινωνικό κύρος, νά αποκτήσει κύρος και γόητρο. «Οταν έχει επέλθει τό στάδιο τοΰ εκδημοκρατισμού, τότε οί τεχνικές τοΰ σκέπτεσθαι και οί ιδέες τών κατώτεροι στρωμάτων είναι γιά πρώτη φορά σε θέση νά άντιπαραταχθοΰν με το ΐδιο κύρος προς εκείνες τών κυρίαρχων στρωμάτων. Τώρα επίσης αυτές οί ιδέες και οί τρόποι σκέψης μπορούν γιά πρώτη φορά νά παρωθήσουν τον άνθρωπο πού σκέπτεται μέσα στο πλαίσιο τους νά αμφισβητήσει άρδην τά αντικείμενα τοΰ κόσμου του. Ή σύγκρουση τρόπων σκέψης, καθένας άπό τους οποίους διεκδικεί τό ΐδιο αντιπροσωπευτικό κύρος, επιτρέπει γιά πρώτη φορά νά αναδυθεί στην ιστορία τής σκέψης τό εξίσου μοιραίο δσο και θεμελιώδες έρώ-ι /,μα πώς είναι δυνατό οί ΐδιες διαδικασίες τής ανθρώπινης

‘.’.. ‘Έτσι, ό πραγματισμός λ.χ. αποτελεί άπό κοινωνιολογική άποψη, -..ι..: Οά 8οϋμε παρακάτω, τή νομιμοποίηση μιας τεχνικής τοΰ σκέπτε-ί()/ι. και μιας γνωσιολογίας, οί όποιες εξύψωσαν τά κριτήρια της καθη-ι <ίι\: εμπειρίας στο επίπεδο τής «ακαδημαϊκής» συζήτησης.

22 ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗσκέψης αναφορικά μέ τον ΐδιο κόσμο νά γεννούν διαφορετικές παραστάσεις του κόσμου αύτοϋ. Και από ‘δώ δέν απομένει παρά, ένα μόνο βήμα ως το

Page 12: ΚΑΡΛ ΜΑΝΧΑΙΜ-  ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ

επόμενο ερώτημα, μήπως διόλου δέν είναι δυνατό νά είναι ‘ίδιες οι έν λόγω διαδικασίες της ανθρώπινης σκέψης. «Αν εξετάσουμε δλες τις δυνατότητες τής τελευταίας, δέν θά πρέπει νά συναγάγουμε πώς υπάρχουν πλείστοι δρόμοι πού μπορούμε νά ακολουθήσουμε;

Τούτη ακριβώς ή διαδικασία τής κοινωνικής ανόδου στην αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία δέν προκάλεσε το πρώτο μεγάλο κύμα του σκεπτικισμού στην ιστορία τής δυτικής σκέψης; Δέν εκφράζουν οι σοφιστές τοΰ αρχαίου ελληνικού Διαφωτισμού μιά στάση αμφιβολίας, επειδή, στή σκέψη τους γύρω άπό τά πράγματα, συγκρούονταν δύο τρόποι εξήγησης; Άπό τή μιά υπήρχε ή μυθολογία, ό τρόπος σκέψης των κυρίαρχων ακόμη, αλλά ήδη καταδικασμένων ευγενών, άπό την άλλη το αναλυτικότερο εθος σκέψης τοΰ κατώτερου στρώματος τών τεχνιτών του άστεως, ο’ι όποιοι ανέρχονταν κοινωνικά. Καθόσον ο’ι δύο αυτές μορφές ερμηνείας τού κόσμου διασταυρώθηκαν στή σκέψη τών σοφιστών και γιά κάθε ηθική απόφαση υπήρχαν τουλάχιστον δύο κανονιστικές αρχές, ενώ γιά κάθε κοσμικό και κοι-νωνικό γεγονός τουλάχιστον δύο εξηγήσεις, δέν είναι νά άπορέϊ κανείς γιά τις σκεπτικιστικές αντιλήψεις τους σχετικά μέ τήν αξία τής ανθρώπινης σκέψης. Είναι λοιπόν ανόητο νά επικρίνονται μέ δασκαλίστικο τρόπο, επειδή υπήρξαν σκεπτικιστές στο πεδίο τής γνωσιολογίας. Είχαν απλώς το θάρρος νά εκ-φράσουν ό,τι αισθανόταν κάθε όντως χαρακτηριστικός άνθρωπος τής εποχής εκείνης, το δτι δηλ. είχε κλονισθεί ή προγενέστερη άναμφιλογία τών κανονιστικών άρχων και ερμηνειών τοΰ κόσμου και ότι μιά ‘ικανοποιητική λύση θά μπορούσε νά βρεθεί μόνο μέ τήν εμβριθή βάσανο και τον ενδελεχή στοχασμό πάνω στις αντιφάσεις. Ή γενική αυτή αβεβαιότητα δέν ήταν ποσώς σύμπτωμα ενός κόσμου καταδικασμένου σέ γενικό μαρασμό, παρά μάλλον απαρχή μιας εξυγιαντικής κρίσης.

Μήπως μεγάλη αρετή τοΰ Σωκράτη δέν ήταν ότι τόλμησε νά κατέβει στην άβυσσο τοΰ σκεπτικισμού τούτου; Δέν ήταν και αυτός στην αρχή επίσης σοφιστής, πού έμαθε και οικειώθηκε τήν τεχνική τών επάλληλων ερωτημάτων; Και δέν ξεπέ-

ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ 23

ρασε τήν κρίση, θέτοντας ερωτήματα ακόμη ριζικότερα άπό τών σοφιστών και φτάνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο σέ μιά κατάσταση ευσταθούς πνευματικής ισορροπίας, ή όποια, τουλάχιστον γιά τον τρόπο σκέψης τής εποχής του, αποδείχθηκε εδραίο θεμέλιο; Ενδιαφέρον είναι νά παρατηρήσουμε ότι στό επίκεντρο τών ερωτημάτων του βρέθηκε έτσι ό κόσμος τών κανονιστικών αρχών και τού είναι. Εξίσου έντονα όσο και τά ΐδια τά γεγονότα τον απασχολούσε το ερώτημα πώς γίνεται νά σκέπτονται και νά κρίνουν οι άνθρωποι τά ΐδια γεγονότα κατά διαφορετικό τρόπο. ‘Ακόμη και σέ τούτο το στάδιο τής ιστορίας τής σκέψης καταφαίνεται ότι τά προβλήματα τής σκέψης στις διάφορες περιόδους δέν λύνονται αν εγκύψουμε απλώς στο αντικείμενο, αλλά μάλλον μόνο αν ανακαλύψουμε γιατί διαφέρουν πραγματικά οι γνώμες αναφορικά μέ τά προβλήματα αυτά.

Έκτος άπό τους κοινωνικούς αυτούς παράγοντες, πού εξηγούν τήν αρχική ενότητα και τή μεταγενέστερη ποικιλία τών κυρίαρχων μορφών σκέψης, θά πρέπει νά μνημονεύσουμε και έναν άλλο σπουδαίο παράγοντα. Σέ κάθε κοινωνία υπάρχουν κοινωνικές ομάδες, το ειδικό έργο τών όποιων είναι νά προσφέρουν στην κοινωνία μιαν ερμηνεία τοΰ κόσμου. Συλλήβδην τις

Page 13: ΚΑΡΛ ΜΑΝΧΑΙΜ-  ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ

ονομάζουμε αυτές «διανόηση». Όσο στατικότερη είναι μιά κοινωνία, τόσο πιθανότερο είναι νά καταλάβει το στρώμα αυτό ορισμένη βαθμίδα τής κοινωνικής ιεραρχίας, νά γίνει κάστα. Έτσι, οι μάγοι, οι βραχμάνοι, ό μεσαιωνικός κλήρος μποροΰν νά θεωρηθούν ώς στρώματα διανοουμένων πού απολαύουν ενός κοινωνικού μονοπωλίου, μέ τή βοήθεια τοΰ οποίου ελέγχουν όσο τή διαμόρφωση τοΰ κοσμοειδώλου τής κοινωνίας, όσο και /,ν υπέρβαση ή εξομάλυνση τών διαφορών στις αφελώς σχη-‘ /τισμένες παραστάσεις άλλων στρωμάτων γιά τον κόσμο. Τό κ/,ρυγμα, ή ομολογία πίστεως, ή διδαχή άποτελοΰν έτσι τά μέ-‘>/ γιά νά εναρμονισθούν μεταξύ τους οι διάφορες κοσμοθεω-/; : στά λιγότερο εκλεπτυσμένα και στοχαστικά στάδια τής οινωνικής εξέλιξης. Γοϋτο τό στρώμα διανοουμένων, τό όποιο είναι οργανωμένο ι., κάστα και μονοπωλεί τό δικαίωμα τοΰ κηρύγματος, τής δι-■<’/’,’ και τής ερμηνείας τοΰ κόσμου, καθορίζεται δυνάμει δύο

2-‘Ί

ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

παραγόντων. «Οσο περισσότερο γίνεται εκφραστής ενός πλήρους οργανωμένου συλλογικού σώματος, λ.χ. της Εκκλησίας, τόσο περισσότερο ρέπει ή σκέψη του προς τον «σχολαστικισμό». Θα πρέπει να συγκροτήσει μια δογματικά δεσμευτική δύναμη για να καθιερώσει τους τρόπους σκέψης πού μέχρι τούδε ίσχυαν μόνο για μια μερίδα, συνάμα όμως και τή σύμφυτη στον καθένα τους γνωσιολογία και οντολογία. Ή μετάβαση τούτη επιβάλλεται άπό τήν ανάγκη νά προβληθεί ένα κοινό μέτωπο απέναντι σε όσους βρίσκονται απέξω. Το ΐδιο αποτέλεσμα μπορεί ακόμη νά προκύψει αν ή συγκέντρωση ισχύος στην κοινωνική δομή γίνει τόσο έντονη, ώστε ή ομοιομορφία σκέψης και βιώματος νά μπορεί νά επιβληθεί, τουλάχιστον στά μέλη της ΐδιας κάστας, με μεγαλύτερη επιτυχία παρ’ 6,τι προηγουμένως.

Το δεύτερο γνώρισμα του μονοπωλιακού τύπου σκέψης είναι ότι κρατείται σχετικά μακριά άπό τις ανοικτές συγκρούσεις του καθημερινού βίου· και άπό τήν άποψη αυτήν είναι λοιπόν σχολαστικός, δηλ. ακαδημαϊκός και διόλου ζωντανός. Δεν απορρέει κυρίως άπό τον αγώνα γιά συγκεκριμένα βιοτικά προβλήματα, ούτε πάλι άπό τις ποικίλες εμπειρίες ώς προς τον έξουσιασμό της φύσης και της κοινωνίας, παρά μάλλον άπό τή δική του ανάγκη γιά συστηματοποίηση, ή οποία ανάγει τά δεδομένα τά προερχόμενα άπό άλλες σφαίρες της ζωής σε πάγιες παραδοσιακές και διανοητικά ανεξέλεγκτες προϋποθέσεις. Οι αντιθέσεις, πού αναφύονται μέσα σε τούτες τις ζυμώσεις, δεν αντανακλούν τόσο τή σύγκρουση διαφόρων τρόπων βίωσης των πραγμάτων όσο διάφορες θέσεις ισχύος στην ΐδια κοινωνική δομή, ταυτισμένες εκάστοτε με τις διάφορες δυνατότητες ερμηνείας της εξυψωμένης σε δόγμα παραδοσιακής «αλήθειας». Το δογματικό περιεχόμενο των προκειμένων, στις όποιες στηρίζονται οι διισταμένες ομάδες και τις όποιες δοκιμάζει έπειτα νά δικαιολογήσει ποικιλότροπα τούτος ό τρόπος σκέψης, αν το κρίνουμε βάσει των κριτηρίων τής πραγματικής ενάργειας, αποδεικνύεται ώς επί το πλείστον κάτι το τυχαίο. ‘Εντελώς αυθαίρετο είναι καθόσον εξαρτάται άπό τό ποια μερίδα επιτυγχάνει κάθε φορά Ίστορικοπολιτικά νά κάμει τις δικές της πνευματικές και βιωματικές παραδόσεις παράδοση σύνολης τή; κληρικής κάστας τής Εκκλησίας.

Page 14: ΚΑΡΛ ΜΑΝΧΑΙΜ-  ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ

ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ 2Γ>

Άπό κοινωνιολογική άποψη, τό αποφασιστικό προκειμένου γιά τους Νεότερους Χρόνους, σε αντίθεση προς τον Μεσαίωνα, είναι ότι καταλύθηκε τό κατεχόμενο άπό τον κλήρο μονοπώλιο τής εκκλησιαστικής ερμηνείας του κόσμου και ότι στή θέση ενός κλειστού και πλήρως οργανωμένου στρώματος διανοουμένων γεννήθηκε μιά ελεύθερη διανόηση. Τό κύριο γνώρισμα τής τελευταίας εΐναι ότι στρατολογείται όλο και περισσότερο άπό διαρκώς μεταβαλλόμενα κοινωνικά στρώματα και βιοτικές καταστάσεις και ότι ό τρόπος σκέψης της δέν ρυθμίζεται πιά άπό καμμιά οργάνωση με μορφή κάστας. Επειδή δέν εΐχαν δική τους κοινωνική οργάνωση, οι διανοούμενοι μπορούσαν ανέκαθεν νά στρέφουν τό βλέμμα τους προς όλους εκείνους τους τρόπους σκέψης και βιωματικής εμπειρίας πού ανταγωνίζονταν μεταξύ τους ανοικτά μέσα στην ευρύτερη περιοχή των άλλων κοινωνικών στρωμάτων. Άν λάβουμε ακόμη υπ’ Οψη μας ότι, μόλις καταργήθηκαν τά μονοπωλιακά προνόμια τά χαρακτηριστικά τής κάστας, άρχισε νά διέπει τους τρόπους πνευματικής παραγωγής ό ελεύθερος ανταγωνισμός, τότε κατανοούμε γιατί οι ανταγωνιζόμενοι αλλήλους διανοούμενοι υιοθέτησαν, σέ ολοένα μεγαλύτερο βαθμό, τους άπαντώμενους μέσα στην κοινωνία παντοίους τρόπους σκέψης και βιωματικής εμπειρίας και άντέταξαν τον έναν στον άλλον. Και τό έπραξαν κατά μείζονα λόγο επειδή ανταγωνίζονταν γιά τήν εύνοια ενός κοινού τό όποιο, αντίθετα προς εκείνο τοΰ κλήρου, δέν ήταν πιά προσιτό δίχως τήν άπό μέρους των προσπάθεια. Ό ανταγωνισμός γιά τήν εύνοια διαφόρων ομάδων του κοινού έγινε σημαντικός παράγοντας επειδή οί διάφοροι τρόποι σκέψης και βιωματικής εμπειρίας τοΰ καθενός όλο και περισσότερο αξιώνονταν νά εκ-φραστούν δημόσια και νά αποκτήσουν δημόσιο κύρος.

Κατά τή διαδικασία αυτή εκλείπει ή ψευδαίσθηση τοΰ διανοούμενου ότι υπάρχει ένας και μόνος τρόπος σκέψης. Ό διανοούμενος δέν είναι τώρα πιά, καθώς παλαιότερα, μέλος μιας τάξης, νομοκατεστημένης ή μή, ό σχολαστικός τρόπος σκέψης της όποιας αντιπροσωπεύει γι’ αυτόν τή σκέψη ώς τέτοια. Ή σχετικά απλή τούτη διαδικασία εξηγεί γιατί ή ιδιάζουσα στους Νεότερους Χρόνους θεμελιακή βάσανος τής σκέψης δέν άρχισε rtpiv άπό τήν κατάρρευση τοΰ πνευματικού μονοπωλίου πού

2li ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

διέθετε ό κλήρος. Το σχεδόν ομόθυμα παραδεδεγμένο και τεχνητά διατηρημένο κοσμοείδωλο κονιορτοποιήθηκε τή στιγμή πού καταλύθηκε το κοινωνικό μονοπώλιο των παραγωγών του. Με τήν απελευθέρωση των διανοουμένων άπο τήν αυστηρή οργάνωση τής Εκκλησίας, αναγνωρίσθηκαν όλο και περισσότερο και άλλες δυνατότητες ερμηνείας τοϋ κόσμου.

Μόλις έπαψε το πνευματικό μονοπώλιο τής Εκκλησίας, ακολούθησε ευθύς μια εκπληκτική άνθηση τοϋ πνεύματος. Ή αποσύνθεση τής οργάνωσης τής ενιαίας Εκκλησίας είχε δμως συνάμα ώς συνέπεια το νά κλονισθεί ή από τήν κλασική αρχαιότητα κρατούσα πίστη προς τήν ενότητα και τήν αιώνια φύση τής σκέψης. Τα αίτια τής βαθειάς ανησυχίας των ήμερων μας ανάγονται σε τούτη τήν περίοδο, αν και πρόσφατα εμφανίσθηκαν πρόσθετα αΐτια εντελώς άλλου είδους. Άπο το πρώτο τοΰτο άνάβλυσμα τής ανησυχίας τών

Page 15: ΚΑΡΛ ΜΑΝΧΑΙΜ-  ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ

Νεοτέρων Χρόνων προέβαλαν οι άρδην νέοι γνωσιολογικοί, ψυχολογικοί και κοινωνιολογικοί τρόποι σκέψης και έρευνας, χωρίς τους οποίους δεν θά μπορούσαμε σήμερα ούτε καν νά διατυπώσουμε το πρόβλημα μας. Γι’ αυτόν τον λόγο θά δοκιμάσουμε νά δείξουμε, τουλάχιστον ακροθιγώς, στο επόμενο τμήμα του κεφαλαίου πώς άνα-φάνηκαν άπο τή μοναδική τούτη κοινωνική κατάσταση οι πολλοί τρόποι του έρωτάν και έρευνάν πού γνωρίζουμε.’*

3. Ή γένεση τών σύγχρονων γνωσιολογικών, φυχολο-γικών και κοινωνιολογικών θεωρήσεων

Ή γνωσιολογία ήταν το πρώτο σπουδαίο προϊόν τής κατάρρευσης τού ενιαίου κοσμοειδώλου, με τήν οποία άνέτειλαν οί Νεότεροι Χρόνοι. «Οπως και στην αρχαιότητα, αποτελούσε τον πρώτο στοχασμό πάνω στην ανησυχία τήν οφειλόμενη στο γεγονός ότι όσοι στοχαστές διείσδυσαν ώς τά πραγματικά θεμέ-

3. Σ’/ετικά με τή φύση τής μονοπωλιακής σκέψης πρβλ. Κ. Mannheim, «Die Bcdeutung der Konkurrenz im Gebiete des Geistigen». στον τόμο: Verhandlungen des Sechsten Deutschen Soziologentages. Tubingen 1929 (Schriften der Deutschen Gesellschaft fur Soziologie. τ. 6).

ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ 27λια τής σκέψης δεν ανακάλυπταν απλώς πλείστα κοσμοείδωλα, παρά και αναρίθμητες οντολογικές τάξεις. Ή γνωσιολογία ζήτησε νά εξαλείψει τήν αβεβαιότητα αυτήν ξεκινώντας όχι από μια δογματικά διδασκόμενη θεωρία περί τοΰ είναι, ούτε πάλι άπο μιά κοσμική τάξη κυρωμένη δυνάμει ενός ανώτερου τύπου γνώσης, αλλά από τήν ανάλυση του σκεπτόμενου υποκειμένου. Κάθε γνωσιολογικός στοχασμός προσανατολίζεται προς το δίπολο αντικειμένου και υποκειμένου.»1 Εΐτε ξεκινά από τον αντικειμενικό κόσμο, τον όποιο, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, προϋποθέτει δογματικά ώς γνώριμο σε όλους μας και εξηγεί έπειτα τή θέση του υποκειμένου μέσα στην κοσμική τάξη ανάβοντας σ’ αυτήν τις γνωστικές του δυνάμεις, εΐτε πάλι ξεκινά )-<) το υποκείμενο ώς το άμεσα και αναμφίβολα δεδομένο και δοκιμάζει μετά νά συναγάγει απ’ αυτό τή δυνατότητα έγκυρης γνώσης. Σε περιόδους όπου παραμένει λίγο-πολύ αδιασάλευτο ι ‘ι αντικειμενικό κοσμοείδωλο και σε εποχές όπου έπιτυγχάνε-ι χι νά παρασταθεί μιά άναμφίδηλα αντιληπτή κοσμική τάξη, υπάρχει ή τάση νά θεμελιώνεται ή ύπαρξη τοΰ ανθρώπινου . νωστικοΰ υποκειμένου και οί πνευματικές του δυνάμεις σέ άν-ιικειμενικούς παράγοντες. Κατά τον Μεσαίωνα, όπου όχι μόνο «. ;ευαν σέ μιαν άναμφίδηλη κοσμική τάξη, άλλα νόμιζαν πώς , νώριζαν και τήν «οντολογική αξία» κάθε αντικειμένου μέσα ■ /,ν ιεραρχία τών πραγμάτων, πρυτάνευε ώς εκ τούτου μιά /,γηση τής αξίας τών ανθρώπινων ικανοτήτων και τής σκέ-[ <, ρειδόμενη σ’ έναν αντικειμενικό κόσμο. Έπειτα όμως από <,’ .’ντάρρευση πού περιγράψαμε παραπάνω, ή εγγυημένη από -,’ /υριαρχία τής Εκκλησίας έννοια τής τάξης στον άντικει-ι ίΐκο κόσμο έγινε προβληματική· εναλλακτική λύση άλλη δέν <· νε παρά νά αντιστραφεί ή όλη διαδικασία και νά προσδιο-ΐιιΟ ι. ή φύση και αξία του ανθρώπινου γνωστικού ενεργήματος Ύ τηρία το υποκείμενο, γιά νά θεμελιωθεί έτσι ή άντικει-1 « ■ ι, ύπαρξη στο σκεπτόμενο υποκείμενο.II : /ση αυτή είχε ήδη τους προδρόμους της ανάμεσα στους ιΐ /ιωνικούς στοχαστές, πλήρως ωστόσο άναφάνηκε πρώτηι II ,[’■/ Κ. Mannheim, Die Strukturanalysc der Erkenntnistheorie. 1 iliu \’<’.’.’.’. (Krganzungsband der Kant-Studien, άρ. 57).

Page 16: ΚΑΡΛ ΜΑΝΧΑΙΜ-  ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ

irtΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗφορά στα ορθολογιστικά ρεύματα, της γαλλικής και γερμανικής φιλοσοφίας άπό τον Descartes ως τόν Leibniz και τον Kant, αφ’ ενός, και στην περισσότερο ψυχολογικά προσανατολισμένη γνωσιολογία των Hobbes, Locke, Berkeley και Hume αφ’ έτερου. Τούτο το νόημα εΐχε κυρίως και το νοερό πείραμα του Descartes, ό υποδειγματικός αγώνας με τόν όποιο δοκίμασε νά αμφισβητήσει όλες τις παραδοσιακές θεωρίες, γιά νά καταλήξει τελικά στο μη περαιτέρω αμφισβητήσιμο cogito ergo sum. Τούτο ήταν το μόνο σημείο απ’ όπου θά μπορούσε νά επιχειρήσει εκ νέου νά θέσει τά θεμέλια ενός κοσμοειδώλου.«Ολες αυτές οι προσπάθειες προϋποθέτουν, ρητά ή μή, Οτι τό υποκείμενο μας είναι αμεσότερα προσιτό άπό το αντικείμενο, τό όποιο έγινε εξαιρετικά άμφίλογο ένεκα των πολλών διισταμένων ερμηνειών του. ‘Οποτεδήποτε είναι εφικτό, πρέπει λοιπόν νά ανασυγκροτούμε τη γένεση της σκέψης εντός του υποκειμένου, καθότι αυτό υπόκειται περισσότερο στον έλεγχο μας. Καθώς προκρίνονταν μονόπλευρα και επιβάλλονταν βαθμιαία οι εμπειρικές παρατηρήσεις και τά γενετικά κριτήρια, φανερώθηκε ή βούληση νά καταλυθεί ή αρχή της αυθεντίας. Άντιφερόμενη προς τήν ‘Εκκλησία, τόν επίσημο διερμηνευτή του σύμπαντος, ή βούληση τούτη αποδείχθηκε φυγόκεντρη: έγκυρο είναι μόνο 6,τι εϊτε μπορώ νά ελέγξω μέ τή δική μου αντίληψη, εΐτε επιβεβαιώνεται άπό τό πείραμα μου, εΐτε μπορώ ό ΐδιος νά κατασκευάσω ή τουλάχιστον νά συλλάβω λογικάώς κατασκευαστό.

Κατά συνέπεια, στή θέση της παραδοσιακής, τής εγγυημένης από τήν ‘Εκκλησία ιστορία τής δημιουργίας, εμφανίσθηκε ένα υπόδειγμα εννοιών περί σχηματισμού τοϋ κόσμου, τά διάφορα τμήματα τοϋ οποίου επιδέχονται διανοητικό έλεγχο. Τό υπόδειγμα αυτό, που επιτρέπει τήν παραγωγή τοΰ κοσμοειδώλου άπό γνωστικό ενέργημα, οδήγησε στή λύση τοϋ γνωσιολο-γικού προβλήματος. Διαγνώθοντας τήν προέλευση τής γνωστικής παράστασης, οι στοχαστές ήλπιζαν ότι θά μπορέσουν νά αντιληφθούν τόν ρόλο και τή σημασία τοΰ υποκειμένου γιά τό γνωστικό ενέργημα καθώς και τό αληθές ή μή τής ανθρώπινης

γνώσης.«Ηξεραν ωστόσο πώς ή πλάγια αυτή προσέγγιση δια μέσουΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ 29

τοΰ υποκειμένου δέν ήταν παρά ημίμετρο και λύση ανάγκης και πώς ή λύση τοΰ προβλήματος θά ήταν εφικτή μόνο αν μπορούσε νά αποφανθεί γιά τήν αξία τής γνώσης μας ένα έξωανθρώπινο και άσφαλτο πνεΰμα. Τούτη όμως ακριβώς ή μέθοδος είχε αποτύχει στο παρελθόν, άφοΰ, όσο μακρύτερα προχωρούσαν στην κριτική προγενέστερων θεωριών, τόσο καθαρότερα φαινόταν ότι εκείνες ακριβώς οί φιλοσοφίες, πού διατύπωναν τις πιο απόλυτες αξιώσεις, μπορούσαν νά υποπέσουν σε πρόδηλες αυταπάτες. Γι’ αυτό προτιμούσαν λοιπόν τή μέθοδο πού είχε αποδειχθεί ή καταλληλότερη προκειμένου γιά τόν καθημερινό προσανατολισμό στον κόσμο και γιά τις φυσικές επιστήμες, τόν εμπειρισμό.

Page 17: ΚΑΡΛ ΜΑΝΧΑΙΜ-  ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ

Όταν, στην κατοπινή πορεία τής εξέλιξης, διαμορφώθηκαν οί φιλολογικές και ιστορικές επιστήμες, έγινε δυνατό, κατά τήν ανάλυση τής σκέψης, νά μελετηθοΰν οί ιστορικά έκπτυσσόμε-νες κοσμοαντιλήψεις και νά κατανοηθεί επίσης όλος ό πλοΰτος των φιλοσοφικών και θρησκευτικών κοσμοειδώλων σέ συνάρτηση μέ τή διαδικασία τής γένεσης τους. «Ετσι κατορθώθηκε νά εξετασθεί ή σκέψη στις διάφορες βαθμίδες τής εξέλιξης της καθώς και σέ εντελώς διαφορετικές ιστορικές καταστάσεις. «Εγινε τότε φανερό ότι, σχετικά μέ τόν τρόπο κατά τόν όποιο επιδρά ή δομή τοΰ υποκειμένου στο κοσμοείδωλό του, μποροΰ-με νά ποΰμε πολύ περισσότερα μέ τή βοήθεια τής ψυχολογίας τών ζώων, τών παιδιών, τής γλώσσας και τών πρωτόγονων λαών ή μέ τή βοήθεια τής ιστορίας τοΰ πνεύματος παρ’ ό,τι μέ μιά καθαρά θεωρητική ανάλυση τών ενεργημάτων ενός ύπερ-βατολογικοΰ υποκειμένου.

Ή γνωσιολογική αναδρομή στο υποκείμενο κατέστησε λοιπόν δυνατή μιά ψυχολογία πού περιέκλειε μιά ψυχολογία τής σκέψης, κι αυτή μέ τή σειρά της, καθώς επισημάναμε παραπά-νω, διαιρέθηκε σέ πάμπολλα ειδικά πεδία. Όσο ακριβέστερη όμως γινόταν ή εμπειρική τούτη ψυχολογία, όσο περισσότερο αναγνωριζόταν ή εμβέλεια τής εμπειρικής παρατήρησης, τόσο Λιγότερο μπορούσαν νά παραβλέψουν ότι τό υποκείμενο ποσώς Λεν αποτελούσε μιά ασφαλή αφετηρία, καθώς είχαν υποθέσει χρχικά, προκειμένου νά επιτευχθεί μιά νέα αντίληψη τοΰ κό-σμου. Ύπό μιαν ορισμένη έννοια, ή εσωτερική εμπειρία είναι

30 ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

βέβαια αμεσότερα δεδομένη άπό τήν εξωτερική και ό εσωτερικός ειρμός μεταξύ τών βιωμάτων συλλαμβάνεται ασφαλέστερα αν είμαστε ικανοί, μεταξύ άλλων, νά κατανοούμε μέσω τοϋ μηχανισμού της συμπαθείας τα κίνητρα πού γεννούν ορισμένες πράξεις. Φανερό ήταν μολαταύτα δτι δεν μπορούσε να αποφευχθούν εντελώς οι κίνδυνοι μ,ιάς οντολογίας. ‘Ακόμη και ή ψυχή, μαζί μέ τήν ολότητα των άμεσα αντιληπτών στο εσωτερικό της «βιωμάτων», δεν αποτελεί παρά Ινα πολλοστημόριο της πραγματικότητας. Και ή γνώση γύρω άπό τα βιώματα αυτά προϋποθέτει μια θεωρία της πραγματικότητας, δηλ. μιά οντολογία. Όσο αμφίβολη δμως έχει γίνει μιά τέτοια οντολογία αναφορικά μέ τον εξωτερικό κόσμο, τόσο έχει γίνει καί προκειμένου γιά την ψυχική πραγματικότητα.

Βέβαια, ό τύπος εκείνος της ψυχολογίας πού συνδέει τον Μεσαίωνα μέ τους Νεότερους Χρόνους καί αντλεί τό περιεχόμενο του άπό τήν αύτοπαρατήρηση τοΰ θρησκευόμενου άνθρωπου, επιβιώνει σε ορισμένες πλούσιες σε περιεχόμενο έννοιες, οί όποιες πιστοποιούν τή διηνεκή επίδραση μιας θρησκευτικής οντολογίας πάνω στην ψυχή. Κατά νοϋ έχουμε εδώ τήν ψυχο-λογία πού γεννήθηκε άπό τήν εσωτερική διαπάλη μεταξύ καλού καί κακού, τήν οποία φαντάζονταν τώρα ώς έκτυλισσόμενη εντός τοΰ υποκειμένου. Ή ψυχολογία αυτή αναπτύχθηκε μέ τίς συνειδησιακές συγκρούσεις καί τόν σκεπτικισμό ανθρώπων δπως ό Pascal, ό Montaigne καί ό Kierkegaard. Μεστές σημασίας απαντούν εδώ ορισμένες οντολογικής υφής έννοιες προσα-νατολισμού, δπως ή απόγνωση, ή αμαρτία, ή σωτηρία καί ή μοναξιά, οί όποιες εμπλουτίζονται άπό τά βιώματα, αφού κάθε βίωμα στρεφόμενο ευθύς εξ αρχής προς κάποιον θρησκευτικό στόχο έχει τό συγκεκριμένο περιεχόμενο του. Μολοντούτο γίνονταν μέ τόν καιρό καί αυτά τά βιώματα ολοένα κενότερα

Page 18: ΚΑΡΛ ΜΑΝΧΑΙΜ-  ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ

περιεχομένου, ισχνότερα καί τυπικότερα, καθώς ατονούσε στον εξωτερικό κόσμο τό αρχικό σύστημα αναφοράς τους, ή θρησκευτική τους οντολογία. Μιά κοινωνία, οί ποικίλες ομάδες της οποίας δεν μπορούν πλέον νά συμφωνήσουν πάνω στο νόημα τού Θεού, τοΰ βίου καί τοΰ άνθρωπου, δεν θά μπορεί επίσης νά κρίνει ομόφωνα τι νοείται ώς απόγνωση, αμαρτία, σωτηρία καί μοναξιά. Ή θρησκευτική αναδρομή στο υποκείμενο δεν

ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΙΙΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

βοηθά πραγματικά. Μόνο ό ικανός νά βυθίζεται στον εαυτό του κατά τρόπο ώστε νά μην καταστρέφει δλα τά στοιχεία του προσωπικού νοήματος καί των άξιων, είναι ακόμη σε θέση νά βρει απαντήσεις σε ερωτήματα σχετικά μέ τό νόημα. Ωστόσο ένεκα της ριζικής τυπίκευσης [formalization, Formalisierung], ή επιστημονική ενδοσκοπική παρατήρηση της ψυχής προσέλαβε στο μεταξύ νέες μορφές. Ή ψυχική τούτη ενδοσκόπηση περιέ-κλειε βασικά απαράλλακτη τή διαδικασία τή χαρακτηριστική τού πειράματος καί τοΰ ενδελεχούς στοχασμού πάνω στά αντικείμενα τοΰ έξωτερικοΰ κόσμου. Οί νοηματοδοτικές ερμηνείες μέ ποιοτικά πλούσιες έννοιες (όπως λ.χ. ή απόγνωση, ή αμαρτία, ή μοναξιά, ή χριστιανική αγάπη) αντικαταστάθηκαν άπό τυπικευμένες οντότητες καθώς τό αίσθημα άγχους, ή αίσθηση εσωτερικών συγκρούσεων, ή βίωση της απομόνωσης και η λίμπιντο. Οί τελευταίες αυτές δοκίμαζαν νά εφαρμόσουν στην εσωτερική εμπειρία τοΰ άνθρωπου ερμηνευτικά σχήματα εί-λημμένα άπό τή μηχανική. Δεν επιδιωκόταν τόσο νά κατανοηθεί δσο τό δυνατόν έπακριβέστερα ό πλούτος τοΰ εσωτερικού περιεχομένου τών βιωμάτων, έτσι δπως συνυπάρχουν καί διαπλέκονται εντός τοΰ άτομου γιά νά επιτευχθεί ένας στόχος μέ νόημα, παρά μάλλον νά αποκλεισθούν δλα τά συγκεκριμένα στοιχεία τοϋ βιώματος, ώστε νά προσομοιωθεί κατά τό δυνατόν ή αντίληψη τοΰ ψυχικού γίγνεσθαι μέ το άπλο σχήμα της μηχανικής (θέση, κίνηση, αίτιο, αποτέλεσμα). Πρόβλημα δεν έγινε το πώς βλέπει ένα πρόσωπο τόν εαυτό του βάσει τών δικών του ιδεωδών καί κανονιστικών άρχων καί τό πώς δίνει στις πράξεις καί στις άπαρνήσεις του ένα νόημα βάσει τών κα-νονιστικών αυτών αργών, παρά μάλλον τό πώς μπορεί μιά εξωτερική κατάσταση νά προκαλέσει μιαν εσωτερική αντίδραση μ’ Ινα έξακριβώσιμο βαθμό πιθανότητας. Όλο καί πιο εύ-χρηστη γινόταν ή κατηγορία της εξωτερικής αιτιότητας σε συνδυασμό μέ τήν ιδέα μιας κανονικής ακολουθίας δύο τυπικά απλουστευμένων συμβάντων. Στο σχήμα: «Φόβος γεννάται οπότε συμβαίνει κάτι ασυνήθιστο» παραβλέπεται επίτηδες άφ’ ενός δτι τό κάθε είδος φόβου διαφορίζεται πλήρως ανάλογα μέ τό περιεχόμενο του (λ.χ. φόβος εμπρός σ’ ένα ζώο καί φόβος εμπρός στην αβεβαιότητα) καί άφ’ ετέρου δτι ακόμη καί το

:Ώ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗασυνήθιστο ποικίλλει απείρως ανάλογα με τήν συνάφεια, μέσα στην οποία είναι τα πράγματα συνηθισμένα. Στην προκειμένη δμως περίπτωση επιζητήθηκε ακριβώς ή τυπική αφαίρεση τών κοινών γνωρισμάτων τούτων τών ποιοτικά διαφορισμένων φαινομένων.

«Αλλοτε πάλι χρησιμοποιήθηκε ή κατηγορία της λειτουργίας. Επιμέρους φαινόμενα ερμηνεύονταν ΰπό την έποψη τοϋ ρόλου πού παίζουν στην τυπική λειτουργία του συνόλου ψυχικού μηχανισμού· οι πνευματικές συγκρούσεις λ.χ. ερμηνεύονταν σαν να ήταν κατά βάθος έπιγεννήματα δύο άσυμφιλίωτων

Page 19: ΚΑΡΛ ΜΑΝΧΑΙΜ-  ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ

αντίθετων τάσεων στην ψυχική σφαίρα, σάν νά φανέρωναν λοιπόν τή δυσπροσαρμοστία του υποκειμένου. Ως λειτουργία τους λογιζόταν έπειτα το νά αναγκάσουν το υποκείμενο νά έπανορ-γανώσει τή διαδικασία της προσαρμογής του και νά φτάσει σε

μιά νέα ισορροπία.

‘Οπισθοδρόμηση θά ήταν, ύπό το πρίσμα της γόνιμης εξέλιξης της επιστήμης, το νά αρνηθούμε τή γνωστική αξία τών απλών τούτων διαδικασιών. Ελέγχονται εύκολα και εφαρμόζονται με υψηλό βαθμό πιθανότητας σε μεγάλο πλήθος φαινομένων. Ή γονιμότητα τών οικείων τυπικευτικών επιστημών, πού μεταχειρίζονται τις έννοιες της αιτιότητας και της λειτουργίας, δεν έχει ποσώς εξαντληθεί ακόμη καί θά ήταν επιβλαβές νά ανακόψουμε τήν εξέλιξη τους. «Αλλο εΐναι το νά βασανίζουμε έναν γόνιμο τρόπο έρευνας και άλλο νά τον άντικρύ-ζουμε ως τον μόνο δρόμο προς τήν επιστημονική θεώρηση ενός αντικειμένου. Σήμερα πάντως είναι ήδη φανερό πώς ή τυπική προσέγγιση καί μόνο δεν εΐναι σε θέση νά εξαντλήσει δλα, δσα μπορούν νά γνωσθοΰν σχετικά με τον κόσμο και ιδιαίτερα σχετικά με τον ψυχικό βίο τών ανθρώπων,

Ή συνάφεια νοήματος πού αποκλείστηκε εΰρετικά (χάριν της επιστημονικής απλούστευσης) από τις εν λόγω διαδικασίες, έτσι ώστε νά επιτευχθούν τυπικές και εύόριστες οντότητες, δεν είναι δυνατόν νά ανακτηθεί με τήν περαιτέρω τελειοποίηση της τυπίκευσης, δηλ. μ.έ την αποκάλυψη συσχετίσεων καί λειτουργιών. Γιά νά μπορούν νά παρατηρούνται επακριβώς οί τυπικές ακολουθίες τών βιωμάτων, ΐσως είναι δντως απαραίτητο νά παραλειφθεί το εκάστοτε συγκεκριμένο περιεχόμενο

ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΠΣΙΙ

;ϊϊ

τών βιωμάτων και τών αξιών. Ή πίστη δμως οτι ό μεθοδικός αυτός καθαρμός μπορεί νά αντικαταστήσει τον πλούτο της πρ<οτογενοΰς εμπειρίας, θά ισοδυναμούσε με επιστημονικό φετιχισμό. ‘Ακόμη πλανερότερο θά ήταν νά σκεφθούμε δτι ή οποιαδήποτε επιστημονική προεκβολή καί ό αφηρημένος τονισμός μιας άποψης ενός φαινομένου, μόνο και μόνο επειδή τούτο εχίΐ αποτελέσει αντικείμενο ενδελεχούς στοχασμού ύπό τή μορφή αυτήν, επαρκούν ήδη γιά νά εμπλουτίσουν τήν πρωτογενή βιοτική εμπειρία.

Μολονότι μπορεί ήδη νά γνωρίζουμε πολλά γιά τους δρους, ύπό τους οποίους ανακύπτουν συγκρούσεις, δέν είμαστε ακόμη σέ θέση νά γνωρίζουμε οτιδήποτε γιά τήν εσωτερική κατάσταση όσων τις βιώνουν καθώς επίσης καί γιά το πώς οί τελευταίοι, αν κλονισθούν οί αξίες τους, χάνουν τον προσανατολισμό τους και πασχίζουν έπειτα νά ξαναβρούν τον εαυτό τους. «Οπως ακόμη και ή θετικότερη θεωρία περί αιτίων καί λειτουργιών ποσώς δεν άπαντα στο ερώτημα ποιος καί τι είμαι πραγματικά ή τι σημαίνει το νά είναι κανείς άνθρωπος, έτσι δέν —αρεχει ούτε και τήν ερμηνεία εκείνη τοΰ εαυτού και τοΰ κόσμου, πού ‘ναι αναγκαία ακόμη καί γιά τήν απλούστερη ττράξη εφόσον αυτή εδράζεται σέ μιά οποιαδήποτε αξιολογική άττόφαση.

‘Ως κατεύθυνση της έρευνας εντός τοΰ πεδίου της ψυχολογίας, οι μηχανιστικές καί λειτουργικές θεωρίες είναι δίχως άλλο πολύτιμες. «Ατοπες εϊναι ωστόσο δταν πρόκειται γιά τη συνολική συνάφεια της βιοτικής εμπειρίας, καθότι δέν λέγουν τί-7t’-τε γιά τον νοηματικό στόχο της συμπεριφοράς καί, ως

Page 20: ΚΑΡΛ ΜΑΝΧΑΙΜ-  ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ

εκ τούτου, αδυνατούν νά ερμηνεύσουν τά αναφερόμενα σ’ αυτόν στοιχεία της συμπεριφοράς. Ό μηχανιστικός τρόπος σκέψης βοήθα μόνο δσο ό στόχος καί ή αξία απορρέουν άπό μιαν άλλη πηγή καί εξετάζονται απλώς τά μέσα. Ό σπουδαιότερος δμως ρόλος της σκέψης μέσα στη ζωή εΐναι το οτι καθοδηγεί τή Ί’.;ι-εριφορά μας δποτε πρέπει νά ληφθούν αποφάσεις. Μέσα Ί: κάθε πραγματική απόφαση (λ.χ. της αξιολόγησης άλλων Π;^<σώπων ή τού πώς θά έπρεπε νά εΐναι οργανωμένη ή κοινών/ /1 λανθάνει μιά κρίση αναφορικά με το καλό καί το κακό, ></»!-‘<ρικά με τό νόημα της ζωής καί τοΰ πνεύματος.

ου). «> — >τους, *™\°*Ζ° Ζβ Nietzsche: «a-εχαο* £J£* δπη-

τας αλες τΙς «Ρ**** π Ρ ,&νάμεσ« «w »*£ yal έ(1Λ6ΐρβγνώμων, ·*ιν* «»· ‘ >£δώ *Ρ<>0«|ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

σου με αίφνης έναν ψυχαναλυτή ποιος είναι ό σκοπός του όταν θεραπεύει τους ασθενείς του. Τις περισσότερες φορές δεν έχει απάντηση άλλη παρά την έννοια μιας άριστης προσαρμογής. Το τι είναι ωστόσο τοΰτο το άριστο, δεν μπορεί να το πει βάσει της επιστήμης του και μόνο, άφοϋ αύτη εξάλειψε ευθύς έξ αρχής κάθε έσχατο νοηματικό στόχο.

«Ετσι φανερώνεται δμως μια άλλη δψη τοΰ προβλήματος. Δίχως αξιολογικές έννοιες, δίχως κάποιον ελάχιστο νοηματικό στόχο, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε ούτε στην κοινωνική, οϋτε στην ψυχική σφαίρα. ‘Ακόμη καί αν υιοθετήσουμε μια καθαρά αιτιώδη και λειτουργική οπτική γωνία, θά ανακαλύ-ψουμε απλώς εκ των ύστερων ποιο νόημα έκρυβε από τήν αρχή ή οντολογία στην οποία βασισθήκαμε. Μας προφύλαξε άπό τον κατακερματισμό της βιωματικής εμπειρίας σε μεμονωμένες παρατηρήσεις, δηλ. άπό τον κατακερματισμό της πράξης. «Αν θέλαμε να μιλήσουμε τη γλώσσα της σύγχρονης ψυχολογίας τών όλοπαγών μορφών [Gestalt theory, Geslaltpsychologie], θά λέγαμε δτι τά νοήματα πού μας δίνει ή οντολογία χρησιμεύουν στο νά συσσωματώνουν τΙς ενότητες της πράξης και μας καθι-στούν ικανούς νά βλέπουμε μέσα στη συνάφεια μιας όλοπαγοΰς μορφής τα επιμέρους στοιχεία τής παρατήρησης, τά οποία θά (Ετειναν αλλιώς νά λανθάνουν.

Ακόμη και αν το νόημα τοΰ μαγικοθρησκευτικοΰ κοσμοει-Λώλου έχει γίνει πιά «ψευδές», μολοντούτο χρησιμεύει ακόμη είδωμένο άπό καθαρά λειτουργική άποψη— στο νά συνέχει • / Πλάσματα τής ένδοψυχικής πραγματικότητας καθώς καί ι <, αντικειμενικής εξωτερικής εμπειρίας και νά τά διατάσσει ηύμφωνα με ορισμένο πλέγμα πρακτικής συμπεριφοράς. ‘< Άοένα πιο φανερό γίνεται δτι απ’ οπουδήποτε και αν προέρ-/■•νται τά νοήματα, είτε εΐναι αληθή είτε ψευδή, επιτελούν όρι-ίψένη κοινωνιολογική καί ψυχολογική λειτουργία: προσήλωναν τήν προσοχή δσων, βάσει κάποιου «όρισμοΰ τής κατάστα-IWJ;», θέλουν νά επιχειρήσουν κάτι άπό κοινού. Μια κατάσταση

... Ι, όττοΐος εσκεμμένα εξουδετερώθηκε όσον άφορα τά ζητήματα πο-1’,. ΙΙρβλ. το τμήμα για τήν κοινωνιολογία τής γραφειοκρατικής ■■ !!·ί»(ζ. σσ. 144 κ.έξ.

Page 21: ΚΑΡΛ ΜΑΝΧΑΙΜ-  ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ

ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

γίνεται κατάσταση δταν ορίζεται κατά τον ‘ίδιο τρόπο γιάτά μέλη μιας ομάδας. Μπορεί να εΐναι αληθές ή ψευδές το δτι μια ομάδα αποκαλεί μ.ιάν άλλη «αιρετικούς» και ώς τέτοια αγωνίζεται εναντίον της, μόνο δμως χάρις στον ορισμό αυτόν γίνεται ό αγώνας κοινωνική κατάσταση. Μπορεί να είναι αληθές ή ψευδές το δτι μια ομάδα αγωνίζεται νά πραγματώσει ένα φασιστικό ή κομμουνιστικό κοινωνικό καθεστώς, μονό όμως διαμέσου αύτοΰ τοΰ νοηματοδοτικοΰ, αξιολογικού ορισμού γεννούν τά συμβαίνοντα μιά κατάσταση δπου διαστέλλονται πράξη και αντίπραξη και συναρθρώνονται δλα τά συμβαίνοντα σε διαδικασία. Ή ex post facto παράθεση στοιχείων κενωμένων άπό το νοηματικό τους περιεχόμενο δέν αποδίδει πιά την ενότητα της δράσης. Άφοϋ απέκλεισε ή θεωρητική ψυχολογία άπό το πεδίο της τά νοηματικά στοιχεία σέ τόσον μεγάλο βαθμό, καταφαίνεται τώρα ολο και περισσότερο δτι οι ψυχικές καταστάσεις καθώς καί, κατά μείζονα μάλιστα λόγο, ή ιστορία της εσωτερικής ζωής δέν εΐναι δυνατόν νά κατανοηθούν καί στο πεδίο τής ψυχολογίας δίχως κάποια συνάφεια νοήματος.

Άπό καθαρά λειτουργιστ’.κη σκοπιά, ή συναγωγή των νοημάτων μας, αληθών ή ψευδών, παίζει εξάλλου ζωτικότατο ρόλο, άφοϋ κοινωνικεύει τά συμβαίνοντα γιά μιαν ομάδα. Σέ μιαν ομάδα ανήκουμε δχι απλώς έπειοή γεννιόμαστε μέσα στους κόλπους της, ούτε επειδή ισχυριζόμαστε πώς ανήκουμε σ’ αυτήν, οΰτε τέλος επειδή της είμαστε πιστοί και αφοσιωμένοι, άλλα κυρίως επειδή βλέπουμε τον κόσμο και ορισμένα πράγματα μέσα σ’ αυτόν καθώς τά βλέπει κι εκείνη, δηλ. ύπό τό πρίσμα των νοημάτων της. Σέ κάθε έννοια, σέ κάθε συγκεκριμένη νοηματοδοσία έχουν αποκρυσταλλωθεί οι εμπειρίες μιας ορισμένης ομάδας. Όταν λέει κάποιος «βασίλειο», μπορεί νά χρησιμοποιεί τη λέξη με τήν έννοια εκείνη πού έχει σημασία γιά μιαν ορισμένη ομάδα. Αντίθετα, αν κάποιος άλλος θεωρεί τό βασίλειο απλώς ώς οργανισμό, λ.χ. διοικητικό οργανισμό καθώς τά ταχυδρομεία, δέν μετέχει σ’ εκείνες τις συλλογικές πράξεις τής ομάδας στις όποιες προβάλλει ή προηγούμενη ση-μασία τής λέξης. Ή κάθε έννοια δμως δχι απλώς μας προσηλώνει ώς άτομα σέ μιά ορισμένου ε’ίδους ομάδα καί στή δράση της, άλλα, επιπλέον, κάθε πηγή απ’ δπου αντλούμε νόημα καί

Ι

Ι

ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

37

ερμηνεία, επιδρά ώς σταθεροποιητικός παράγοντας στις δυνατότητες να βιώνουμε καί νά γνωρίζουμε τα αντικείμενα αποβλέποντας προς τον κατευθυντήριο κεντρικό στόχο της πράξης.

Ό κόσμος των εξωτερικών αντικειμένων καί των ψυχικών βιωμάτων μοιάζει νά ρέει αδιάκοπα. Ώς σύμβολα γιά τήν κατάσταση τούτη, τά ρήματα ενδείκνυνται περισσότερο παρ’ δ,τι τά ουσιαστικά. Τό γεγονός, δτι ονοματίζουμε πράγματα ρευστά, συνεπάγεται αναπόφευκτα μιά κάποια παγίωση σύμφωνη προς τό σχήμα της συλλογικής δράσης. Ή συναγωγή τών νοημάτων μας εξαίρει και παγιώνει τήν σημαντική γιά τή δράση έποψη τών πραγμάτων καί συνάμα συγκαλύπτει, προς 8φε-λος της συλλογικής δράσης, τήν υποκείμενη δλων

Page 22: ΚΑΡΛ ΜΑΝΧΑΙΜ-  ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ

τών πραγμάτων διαδικασία της αιώνιας ροής· αποκλείει άλλες κατατάξεις τών δεδομένων πού θά έτειναν προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Κάθε έννοια αποτελεί ένα είδος ταμπού εναντίον άλλων πιθανών πηγών νοήματος, απλουστεύοντας καί ενοποιώντας τήν ποικιλομορφία τής ζωής χάριν τής δράσης.

Ή τυπικευτική καί λειτουργικευτική θεώρηση τών πραγμάτων ΐσως κατέστη δυνατή στην εποχή μας μόνο καί μόνο επειδή τά προγενέστερα κυρίαρχα ταμπού, πού απαγόρευαν νοήματα προερχόμενα άπό άλλες πηγές, άρχισαν ήδη νά εξασθενούν μετά την κατάρρευση τοΰ πνευματικού μονοπωλίου της Εκκλησίας. Έτσι δόθηκε ή ευκαιρία σέ κάθε αντιπολιτευόμενη ομάδα νά εκφράσει ανοιχτά τά αντίθετα της νοήματα, τά ανταποκρινόμενα στην ιδιάζουσα κοσμοαντίληψη της. Ό βασιλιάς γιά τον έναν ήταν τύραννος γιά τον άλλον. «Ηδη ωστόσο επισημάναμε δτι ή περίσσεια αντίμαχων πηγών νοή-ματος στην ϊδια κοινωνία διαλύει στο τέλος κάθε σύστημα νοήματος. Σέ μιά τέτοια κοινωνία, κατακερματισμένη ώς προς οποιοδήποτε συγκεκριμένο σύστημα νοήματος, ή συναίνεση επιτυγχάνεται πιά μόνο διά μέσου τών τυπικευμένων στοιχείων τών αντικειμένων (λ.χ. διά μέσου τοΰ έξης όρισμοΰ τοΰ μονάρχη: μονάρχης είναι εκείνος 6 οποίος, κατά τήν αντίληψη της πλειοψηφίας σέ μιά χώρα, κατέχει το έννομο δικαίωμα νά /σκεΐ απόλυτη εξουσία). Στους ορισμούς αύτοΰ τοΰ είδους, καθετί ουσιώδες, κάθε αξιολόγηση, γιά τήν οποία ελλείπει πλέον ί, συναίνεση, έπανερμηνεύεται λειτουργιστικά.

38ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

«Ας επανέλθουμε τώρα στη συζήτηση μας γύρω από τΙς απαρχές της σύγχρονης ψυχολογίας. ‘Αφετηρία μας υπήρξε τό υποκείμενο. ‘Ωστόσο, είναι πιά ολοφάνερο πώς ή αρχική δυσκολία, πού θα έπρεπε να έχει λυθεί με τήν αναδρομή και την επικέντρωση στο υποκείμενο, δεν έξαλείφθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο. Με τις νέες εμπειρικές μεθόδους ανακαλύψαμε βέβαια πολλά κοινά πράγματα. Μας βοήθησαν να διεισδύσουμε στην ψυχική γένεση πολλών πολιτισμικών φαινομένων, τά πορίσματα τους όμως άπέστρεψαν τήν προσοχή μας άπό τό θεμελιώδες έρώτημ,α γύρω άπό τήν ύπαρξη τοϋ -πνεύματος μέσα στή σφαίρα της πραγματικότητας. Με τήν λειτουργίκευση και τήν μη-χανίκευση τών ψυχικών φαινομένων, χάθηκε ιδίως ή ενότητα τοϋ πνεύματος καθώς και τοϋ προσώπου. Μιά ψυχολογία δίχως ψυχή δεν μπορεί ωστόσο να πάρει τή θέση μιας οντολογίας· αυτή ή ΐδια είναι μάλλον έπιγέννημα τοϋ γεγονότος ότι οί άνθρωποι δοκίμασαν νά σκεφτούν με κατηγορίες πού πάσχιζαν νά αρνηθούν κάθε αξιολόγηση, κάθε κοινή συνάφεια νοήματος ή όλοπαγοΰς μορφής. «Ο,τι είναι ενδεχομένως πολύτιμο για μιά είδική επιστήμη ώς υπόθεση έρευνας, μπορεί ωστόσο νά αποβεί μοιραίο γιά τή συμπεριφορά τών ανθρώπων. Συχνά-πυ-κνά καταφαίνεται ή αβεβαιότητα πού γεννάται αν βασισθεί κά-νεις στην ψυχολογία προκειμένου γιά τον πρακτικό του βίο, δταν αΐφνης ζητά τή συμβουλή της ένας παιδαγωγός ή ένας πολιτικός. Τοΰ δημιουργείται τότε ή εντύπωση δτι ή ψυχολογία ανήκει σ’ έναν άλλο κόσμο και Οτι καταγράφει τις παρατηρήσεις της γιά πολίτες πού ζουν σε μιά κοινωνία άλλη άπό τή δική μας. Ένεκα τοΰ ύπερδιαφορισμένου καταμερισμού εργασίας, τό είδος τοΰτο της εμπειρίας τοϋ σύγχρονου άνθρωπου τείνει προς τήν αμηχανία περί τοϋ πρακτέου καί αποτελεί τό αντίστοιχο μιας ψυχολογίας δίχως καμμία ρίζα, με τις κατηγορίες της όποιας δεν μπορούμε νά στοχασθοΰμε ένδελεχώς ούτε καν τήν απλούστερη διαδικασία της ζωής.

Page 23: ΚΑΡΛ ΜΑΝΧΑΙΜ-  ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ

Ή ψυχολογία αυτή αληθινά ασκείται ώς ανικανότητα ενασχόλησης με τά προβλήματα του πνεύματος και τοΰτο εξηγεί γιατί δεν προσφέρει στους ανθρώπους στήριγμα στην καθημερινή τους ζωή.

Δύο θεμελιακά διαφορετικές τάσεις χαρακτηρίζουν λοιπόν τη σύγχρονη ψυχολογία. ‘Αμφότερες κατέστησαν δυνατές έπει-

ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΙΙ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ 39δή διαλύθηκε ό μεσαιωνικός κόσμος, ο όποΤος είχε δώσει στον άνθρωπο της Δύσης ένα ενιαίο σύνολο νοημάτων. Ή πρώτη απ’ αυτές είναι ή τάση νά διαπιστωθεί τι βρίσκεται πίσω απο κάθε νόημα καί νά κατανοηθεί αυτό κατά τή γένεση του εντός τοϋ υποκειμένου (ή γενετική σκοπιά), ή δεύτερη συνίσταται στην προσπάθεια νά συγκροτηθεί ένα είδος μηχανικής άπό τυ-πικευμένα καί κενωμένα νοήματος στοιχεία ψυχικών βιωμάτων (ψυχική μηχανική). Έδώ φανερώνεται ότι τό μηχανιστικό υπόδειγμα σκέψης δεν περιορίζεται, καθώς υπέθεσαν αρχικά, στον κόσμο τών μηχανικών αντικειμένων. Το υπόδειγμα τοΰτο αντιπροσωπεύει πρωτίστως κάποιο πρώτο πλησίασμα προς τά αντικείμενα έν γένει. Στόχος του δεν είναι τόσο νά συλλάβει επακριβώς τις ποιοτικές ιδιαιτερότητες καί τήν εκάστοτε μοναδική διάταξη στοιχείων, άλλα νά προσδιορίσει τίς προδηλό-τερες κανονικότητες καί τίς ταξινομικές αρχές πού άπαντοΰν μεταξύ τυπικευμένων, απλουστευμένων στοιχείων. Τη μέθοδο αυτήν τήν περιγράψαμε ήδη καταλεπτώς καί ε’ίδαμε πώς, παρ’ όλα τά πορίσματα πού της οφείλουμε, έχει συντελέσει πάρα πολύ στη γενική αβεβαιότητα τοϋ σύγχρονου άνθρωπου όσον άφορα τον βιοτικό προσανατολισμό καί τον τρόπο συμπεριφοράς. Ό δρών άνθρωπος πρέπει νά γνωρίζει ποιος είναι και ή οντολογία τοΰ ψυχικού βίου εκπληρώνει ορισμένη λειτουργία στο πεδίο της δράσης. Καθόσον άπέστερξαν τίς οντολογικές αυτές αξίες, τόσο ή μηχανιστική ψυχολογία όσο καί τό αντίστοιχο της στη σφαίρα της πραγματικότητας, δηλ. η κοινωνική ροπή προς την όλοτελή εκμηχάνιση, κατέστρεψαν συνάμα ένα στοιχείο σημαντικότατο γιά τον αύτοπροσανατολισμο τών ανθρώπων στον καθημερινό τους βίο.

Στρεφόμενοι τώρα προς τή γενετική μέθοδο, θα πρέπει πρώτα-πρώτα νά τονίσουμε Οτι αυτή συνέβαλε μέ πολλούς τρόπους σέ μιά βαθύτερη κατανόηση της ζωής. Οί δογματικοί εκπρόσωποι της κλασικής φιλοσοφίας καί της λογικής έχουν συνηθίσει νά ισχυρίζονται πώς ή γένεση μιας ιδέας δεν έχει νά πει τίποτε γιά τό κύρος καί τό νόημα της. Πάντοτε επικαλούνται το τετριμμένο παράδειγμα ότι γιά νά καταλάβουμε το πυθαγόρειο θεώρημα, ελάχιστη μόνο αξία έχουν όσα γνωρίζουμε γιά τον βίο τοΰ Πυθαγόρα, τίς εσωτερικές του συγκρούσεις

40ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

κ.λπ. Δεν πιστεύω ωστόσο πώς τοϋτο ισχύει για δλα τά πνευματικά επιτεύγματα. Πιστεύω πώς. από τή σκοπιά ακριβώς μιας αυστηρής ερμηνείας, εμπλουτιζόμαστε απείρως άν δοκιμάσουμε νά εννοήσουμε τή βιβλική ρήση: «έσονται οί έσχατοι πρώτοι» ώς ψυχική έκφανση της εξέγερσης καταπιεσμένων στρωμάτων. Πιστεύω πώς θα τήν καταλάβουμε καλύτερα άν προσέξουμε τή σημασία της ζηλόφθονης εμπάθειας στον σχηματισμό των ηθικών κρίσεων, καθώς έχουν επισημάνει ποικιλότροπα ό Nietzsche και άλλοι. Στην περίπτωση του χριστιανισμού λ.χ., μπορούμε νά πούμε δτι

Page 24: ΚΑΡΛ ΜΑΝΧΑΙΜ-  ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ

ακριβώς ή πικρία έδωσε στά κατώτερα στρώματα το θάρρος νά χειραφετηθούν, ψυχικά τουλάχιστον, από τήν κυριαρχία ενός άδικου συστήματος άξιων και νά ορθώσουν ενάντια σ’ αυτό ένα δικό τους. ‘Εδώ δεν θίγουμε διόλου το ερώτημα κατά πόσο μπορούμε, αναλύοντας ψυχολογικά και γενετικά τον ρόλο της ζηλόφθονης εμπάθειας ώς γενεσιουργού άξιων, νά αποφανθούμε άν είχαν δίκιο οί χριστιανοί ή οι κυρίαρχες τάξεις της Ρώμης. Με τήν ανάλυση αυτήν πάντως οδηγούμαστε βαθύτερα στην κατανόηση της παραπάνω ρήσης. Δεν είναι διόλου συναφές προς τήν κατανόηση αυτή το νά γνωρίζουμε πώς τή ρήση δεν τήν εξέφερε ένας οποιοσδήποτε γενικά, ούτε πάλι απευθυνόταν προς τους ανθρώπους εν γένει, παρά άγγιξε πραγματικά μόνο εκείνους πού, καθώς οί χριστιανοί, καταπιέζονταν κατά κάποιον τρόπο καί, έλαυνόμενοι άπό τήν παρόρμηση προς εξέγερση, ποθούσαν συνάμα νά απελευθερωθούν οί ϊδιοι άπό τις κρατούσες αδικίες. Στην προκειμένη περίπτωση, ή σχέση μεταξύ της ψυχικής γένεσης, του κινήτρου ή τών κινήτρων προς κάποιο νόημα, άφ’ ενός, καί του ϊδιου τοϋ νοήματος, αφ’ έτερου, διαφέρει εντελώς άπό τήν ιδιάζουσα στο πυθαγόρειο θεώρημα. Τά παραδείγματα τών θεωρητικών της λογικής, χαλκευμένα ειδικά για τήν περίσταση, μπορεί ενίοτε νά αμβλύνουν τήν αντίληψη μας απέναντι στις βαθειές διαφορές μεταξύ τοϋ ενός νοήματος καί του άλλου καί νά μας παρασύρουν σε ΰπεργενικεύσεις πού συσκοτίζουν σημαντικές σχέσεις.

Ή Ί’υχογενετική μέθοδος μπορεί λοιπόν νά συντελέσει σε βαθύτερη κατανόηση τοϋ νοήματος σε πολλές περιπτώσεις δπου δέν έχουμε νά κάνουμε με τις ~ιό αφηρημένες καί τυπικές

ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ 1ΙΡΟΣΕΓΓΙΣΗ 41

σχέσεις, άλλα είτε με νοήματα, το κίνητρο ή τά κίνητρα τών οποίων είναι δυνατόν νά βιωθούν μέσω τής συμπάθειας, είτε με μιά συμπεριφορά έννοηματωμένη καί κατανοητή ώς προς τή δομή τών κινήτρων καί τή βιωματική της συνάφεια. «Αν ξέρω λ.χ. πώς ήταν κάποιος ώς παιδί, ποιες δεινές συγκρούσεις δοκίμασε, μέσα σε ποιες καταστάσεις διαδραματίσθηκαν αυτές καί πώς τις έλυσε, θά ξέρω μάλλον περισσότερα γι’ αυτόν παρά άν είχα απλώς μερικά στοιχεία για τήν εξωτερική ιστορία της ζωής του: θά γνωρίζω τή συνάφεια6 μέσα στην οποία δημιουργείται εντός του το καινό και ύπό τό φώς τής οποίας θά —ρέπει νά ερμηνευθούν δλα τά καθέκαστα τών βιωμάτων του. Τό μεγάλο επίτευγμα τής φυχογενετικής μεθόδου είναι δτι κατέλυσε την παλαιότερη αντίληψη πού έβλεπε τις κανονιστικές αρχές καί τις πολιτισμικές αςιες σαν υλικά πράγματα.’ Άντι-κρύζοντας αίφνης ένα ιερό κείμενο, ή ψυχογενετική μέθοδος βάζει στή θέση τής εξωτερικής υπακοής προς κάποια κανονιστική αρχή τή ζωντανή αποτίμηση τής διαδικασίας κατά τήν οποία πρωτοδημιουργοΰνται οι κανονιστικές αρχές καί οί αξίες καί με τήν οποία θά πρέπει νά παραμείνουν σε διαρκή επαφή γιά νά ερμηνεύονται καί νά κατακτώνται ολοένα εκ νέου. Έδώ φανερώνεται πώς ή ζωή ενός ψυχικού φαινομένου είναι τό φαινόμενο τό ίδιο. Το νόημα της ιστορίας καί τής ζωής εμπερικλείεται στο γίγνεσθαι, στή ροή τους. Τή διαπίστωση τούτη τήν έκαμαν πρώτοι οί ρομαντικοί καί ό Hegel, άπό τότε δμως χρειάστηκε κάθε τόσο νά ανακαλύπτεται έκ νέου.

Ευθύς εξ αρχής ωστόσο, καθώς αναπτυσσόταν βαθμιαία καί εισχωρούσε στις πολιτισμικές επιστήμες (αίφνης στην ιστορία τής θρησκείας, τής λογοτεχνίας, τής τέχνης κ.λπ.), ή έννοια τής ψυχικής γένεσης γνώρισε ένα διττό όριο, ένεκα

Page 25: ΚΑΡΛ ΜΑΝΧΑΙΜ-  ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ

του οποίου τελικά κινδύνευσε νά περιορισθεί οριστικά ή αξία τής σχετικής μεθόδου.

Ό ουσιωδέστερος περιορισμός της έγκειται στή σπουδαία παρατήρηση δτι κάθε νόημα θά πρέπει νά κατανοείται ύπό τό

6. ‘Αξιοπρόσεκτο είναι δτι ή γενετική θεώρηση τονίζει τήν αλληλεξάρτηση, σε αντίθεση προς τή μηχανιστική προσέγγιση πού ασχολείται με την κατάτμηση τών βιωματικών στοιχείων σε άτομα.

42ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

φως της γένεσης του και μέσα στην πρωτογενή συνάφεια της υποκείμενης βιοτικής εμπειρίας. Τοΰτο δμως συνεπάγεται τό δυσάρεστο κώλυμα δτι ή μέθοδος μπορεί νά εφαρμόζεται μόνο σέ άτομα. Ώς έπί το πλείστον, κατά συνέπεια, ή γένεση του νοήματος αναζητήθηκε περισσότερο στα ατομικά βιώματα παρά στη συλλογική τους συνάφεια. «Αν λ.χ. είχαμε μπροστά μας μια ιδέα —ας θεωρήσουμε την προ μνημονευμένη περίπτωση του μετασχηματισμού μιας ιεραρχίας ηθικών αξιών, καθώς εκφράζεται στη ρήση: «έσονται οί έσχατοι πρώτοι» — και θέλαμε νά την εξηγήσουμε γενετικά, Οά έπρεπε νά παραμείνουμε στην ατομική βιογραφία του συγγραφέα και νά προσπαθήσουμε νά εξηγήσουμε την ιδέα αποκλειστικά βάσει των ιδιαίτερων συμβάντων και κινήτρων στην προσωπική του ιστορία. Φανερό είναι τώρα πώς με τη μέθοδο αύτη μπορούν νά επιτευχθούν πάρα πολλά, άφοϋ, όπως ακριβώς τα βιώματα που με κινούν πραγματικά έχουν την αρχέγονη πηγή και τον αρχέγονο τόπο τους στην ιστορία της δικής μου ζωής, έτσι και ή ιστορία της ζωής του συγγραφέα είναι ο τόπος των δικών του βιωμάτων. Εξίσου φανερό ωστόσο είναι πώς ή αναδρομή στην πρώτη περίοδο της ιστορίας ενός ατόμου μπορεί μεν νά επαρκεί γιά τη γενετική εξήγηση ενός όλως ιδιαίτερου ατομικού τρόπου συμπεριφοράς (δπως λ.χ. κάνει ή ψυχανάλυση γιά νά εξηγήσει τά συμπτώματα της ύστερης εξέλιξης του χαρακτήρα με βάση τά βιώματα της πρώτης παιδικής ηλικίας), ή ενασχόληση όμως με την ιστορία της καθαρά ατομικής ζωής και με τήν ανάλυση της δεν επαρκεί γιά νά εξηγήσει σημαντικούς από κοινωνική άποψη τρόπους συμπεριφοράς, καθώς αίφνης τή μεταξίωση άξιων πού μετασχηματίζει τό όλο βιοτικό σύστημα μιας κοινωνίας με Ολες του τις διακλαδώσεις. Μια τέτοια μεταξίωση ριζώνει πρωταρχικά σέ μιαν ομαδική κατάσταση όπου εκατοντάδες και χιλιάδες άνθρωποι συμμετέχουν, ό καθένας με τον τρόπο του, στην ανατροπή της υφιστάμενης κοινωνίας. Καθένας προετοιμάζει τή μεταξίωση αυτή καθόσον δρα με τον τρόπο του μέσα σ’ ένα ολόκληρο πλέγμα βιοτικών καταστάσεων πού τον επηρεάζουν. «Αν θέλει λοιπόν ή γενετική μέθοδος νά εμβαθύνει επαρκώς, δεν μπορεί νά περιορισθεί στην Ιστορία της ατομικής ζωής, άλλα θά πρέπει νά συνδυάσει τόσα στοι-

ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

43

χεΐα, ώστε τελικά νά θίξει τήν αλληλεξάρτηση μεταξύ της ιστορίας της ατομικής ζωής και της ευρύτερης ομαδικής κατάστασης. Γιατί ή ιστορία της ατομικής ζωής δεν είναι παρά Ινας κρίκος σέ μιαν αλυσίδα αλληλένδετων ιστοριών ατομικών ζωών πού ώς κοινό τους θέμα έχουν γνώρισμα τήν εν λόγω με-

Page 26: ΚΑΡΛ ΜΑΝΧΑΙΜ-  ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ

ταξίωση· τά ιδιαίτερα νέα κίνητρα ενός μεμονωμένου ατόμου αποτελούν τμήμα ενός πλέγματος κινήτρων οπού μετέχουν πολλά άτομα κατά διάφορους τρόπους. Επίτευγμα τής κοινωνιολογίας εΐναι τό ότι, δίπλα στή γένεση τοϋ νοήματος έντος τοΰ άτομου, επισήμανε και εκείνη μέσα στή συνάφεια του ομαδικού βίου.

Οί δύο παραπάνω μέθοδοι γιά τή μελέτη των πολιτισμικών φαινομένων, ή γνωσιολογική και ή ψυχολογική, μοιάζουν κατά τό ότι δοκίμασαν νά εξηγήσουν τό νόημα από τή γένεση του εντός του υποκειμένου. Στην προκειμένη περίπτωση δεν βαρύνει τόσο τό αν απέβλεπαν προς τό εκάστοτε συγκεκριμένο άτομο ή προς ένα γενικό πνεύμα ώς τέτοιο, αλλά τό ότι αμφότερες αντιλαμβάνονταν τό ατομικό πνεύμα ώς ξέχωρο άπό τήν ομάδα. Έτσι, όμως, στά θεμελιώδη προβλήματα τής γνωσιολογίας και της ψυχολογίας έμπασαν αθέλητα ψευδείς υποθέσεις, τις όποιες κλήθηκε νά διορθώσει ή κοινωνιολογία. Τό σπουδαιότερο όσον άφορα τήν τελευταία είναι ότι εξάλειψε τήν πλασματική ιδέα πού ήθελε τό άτομο αποσπασμένο άπό τήν ομάδα, στο πλαίσιο τής οποίας σκέπτεται καί βιώνει.

Στην πλασματική ιδέα τοϋ απομονωμένου καί αυτάρκους ατόμου εδράζονται κατά διαφορετικό τρόπο τόσο ή ατομιστική γνωσιολογία όσο καί ή γενετική ψυχολογία. Ή γνωσιολογία αναφερόταν στο απομονωμένο καί αύτάρκες άτομο σάν νά ενείχε αυτό έκ τών προτέρων στην ουσία του Ολες τις χαρακτηρι-. στικές τοϋ ανθρώπου ικανότητες, συμπεριλαμβανομένης τής καθαρής σκέψης, καί σάν νά γεννούσε τή γνώση αποκλειστικά εντός του, παρατιθέμενο απλώς προς τον εξωτερικό κόσμο. Στην ατομικιστική εξελικτική ψυχολογία, τό άτομο διέρχεται αναγκαστικά ορισμένα στάδια ανάπτυξης, κατά τά όποια τό εξωτερικό, φυσικό καί κοινωνικό περιβάλλον δεν Ιχει νά επιτελέσει λειτουργία άλλη παρά νά ενεργοποιεί τις προδιαμορφω-μένες ικανότητες τοϋ άτομου. Καί οί δύο θεωρίες βλάστησαν

‘,Ί ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

στο έδαφος ενός υπέρμετρου θεωρητικού ατομικισμού (καθώς κατά την περίοδο της ‘Αναγέννησης και τοΰ ατομικιστικού φιλελευθερισμού), ό οποίος μπορούσε να λάβει υπόσταση μόνο μέσα σε μια κοινωνική κατάσταση οπού είχε λησμονηθεί ό αρχέγονος δεσμός άτομου και ομάδας. Μέσα σε τέτοιες καταστάσεις, ό παρατηρητής τόσο πολύ λησμονεί τον ρόλο της κοινωνίας στη διάπλαση τοΰ άτομου, ώστε τά περισσότερα γνωρίσματα, πού καταφανώς απορρέουν μόνο από τον κοινό βίο καί τίς σχέσεις μεταξύ των ατόμων, τά ανάγει στην αρχέγονη φύση τοΰ άτομου ή στά γονίδια. (Τήν πλασματική τούτη ιδέα δεν τή χτυπούμε άπό κάποια μεταφυσική σκοπιά, άλλα επειδή πα-ρεισάγει απλώς ανακριβή στοιχεία στην εικόνα της γένεσης της σκέψης και της βιωματικής εμπειρίας.)

Εντελώς σφαλερό εΐναι στην πραγματικότητα το να φαντασθούμε πώς Ινα άτομο με λίγο-πολύ παγιωμένες απόλυτες ικανότητες άντικρύζει τον κόσμο καί, καθώς θηρεύει την αλήθεια, συγκροτεί ένα κοσμοείδωλο άπό τά δεδομένα της βιωματικής εμπειρίας του. Δεν μπορούμε επίσης νά πιστέψουμε πως συγκρίνει έπειτα το κοσμοείδωλο του μ’ εκείνο άλλων ατόμων, τά όποια πορίσθηκαν το δικό τους εξίσου ανεξάρτητα, και πως δια μέσου ενός είδους συζήτησης έρχεται έπειτα στο φώς και γίνεται αποδεκτό τό αληθές κοσμοείδωλο. ‘Αντίθετα, πολύ σωστότερο είναι νά πούμε δτι ή γνώση είναι

Page 27: ΚΑΡΛ ΜΑΝΧΑΙΜ-  ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ

ευθύς έξ αρχής συνεργατική ομαδική διαδικασία, κατά τήν οποία ό καθένας έκ-πτύσσει τή γνώση του μέσα στο πλαίσιο μιας κοινής μοίρας, μιας κοινής δράσης καί θέλοντας νά ξεπεράσει κοινές δυσκολίες (στή διαδικασία αυτήν ωστόσο ό καθένας συμμετέχει κατά διαφορετικό τρόπο). Ώς εκ τούτου, τά προϊόντα της γνωστικής διαδικασίας είναι, έν μέρει τουλάχιστον, ήδη διαφορισμένα, καθότι στον ορίζοντα τών μελών μιας ομάδας δεν εμπίπτουν δλες οί δυνατές επόψεις τοϋ κόσμου, παρά μόνο δσες δημιουργούν στην ομάδα προβλήματα καί δυσκολίες. Καί αυτός ακόμη ό κοινός κόσμος, τον όποιο δεν συμμερίζονται οί ξένες ομάδες κατά τον ΐδιο τρόπο, φανερώνεται διαφορετικά στις επιμέρους ομάδες της ευρύτερης ομάδας καί τούτο επειδή οί επιμέρους ομάδες καί τά στρώματα μιας λειτουργικά διαφορισμένης κοινωνίας βιώνουν κατά διαφορετικό τρόπο τά κοινά περιεχόμενα

ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

■Ίο

τοϋ κόσμου τους. Κατά τον πνευματικό έξουσιασμο τών προβλημάτων τού βίου, κατανέμονται στον καθέναν διαφορετικά τμήματα, τά οποία αντιμετωπίζει εντελώς διαφορετικά, ανάλογα με τά διαφορετικά βιοτικά του διαφέροντα. Ή ατομικιστική αντίληψη του προβλήματος της γνώσης δίνει λοιπόν μιά τόσο εσφαλμένη εικόνα τοΰ συλλογικού εϊδέναι οσο καί αν θεω-ρήσουμε τήν τεχνική, τον τρόπο εργασίας καί τήν παραγωγικότητα μιας ύπερεξειδικευμένης επιχείρησης 2.000 εργατών σάν νά εργαζόταν ό καθένας άπό τους 2.000 αυτούς εργάτες σ’ έναν χωριστό θαλαμίσκο, νά εκτελούσε για λογαριασμό του τους ίδιους χειρισμούς κατά τον ίδιο χρόνο καί νά κατασκεύαζε άφ’ εαυτού το κάθε μεμονωμένο προϊόν άπό τήν αρχή ώς τό τέλος. Στην πραγματικότητα δεν δουλεύουν βέβαια οί εργάτες κατ’ αυτόν τον τρόπο, άλλα παράγουν τό προϊόν συλλογικά.

«Ας αναρωτηθούμε μιά στιγμή ποιες είναι οί ελλείψεις της παλαιάς θεωρίας π.χ. στην περίπτωση της παραπάνω ατομικιστικής ερμηνείας μιας διαδικασίας συλλογικής εργασίας καί δράσης. Πρώτα-πρώτα, απλώς παραβλέπεται τό πλαίσιο πού στον πραγματικό καταμερισμό της εργασίας καθορίζει τον χαρακτήρα της εργασίας κάθε άτομου, άπό τον γενικό διευθυντή ώς τον τελευταίο μαθητευόμενο, καί ενοποιεί τήν υφή κάθε επιμέρους προϊόντος, δπως τό κατασκευάζουν οί μεμονωμένοι εργάτες. Ό κοινωνικός χαρακτήρας της σκέψης καί της εμπειρίας έλαθε οχι επειδή, καθώς πιστεύουν μερικοί, πέρασε απαρατήρητος ό ρόλος τών «μαζών» καί υπερτιμήθηκε εκείνος τού μεγάλου άνδρα, παρά μάλλον επειδή δεν αναλύθηκε καί δεν αποτιμήθηκε ποτέ ή αρχέγονη κοινωνική συνάφεια δπου τρέφεται καί αναπτύσσεται μέσα στους κόλπους μιας ομάδας κάθε ατομικό βίωμα, κάθε αισθητήρια αντίληψη.7 Ή αρχέγονη αλληλεξάρτηση τών στοιχείου της βιοτικής διαδικασίας, ή οποία

/. Τίποτε δεν είναι πιο εσφαλμένο άπό τό νά νομίζουμε δτι ή αντίθεση μεταξύ ατομικιστικής και κοινωνιολογικής θεώρησης συμπίπτει μ’ εκείνη μεταξύ της «μεγάλης προσωπικότητας» και της «μάζας». Τίποτε δεν εμποδίζει την κοινωνιολογία νά περιγράψει τον ρόλο της μεγάλης προσωπικότητας στην κοινωνική διαδικασία. Ή πραγματική διαφορά έγκειται στο δτι ή ατομικιστική θεώρηση αδυνατεί ώς έπί τό πλείστον νά διακρίνει τή σημασία διαφόρων μορφών τοΰ κοινωνικού βίου για τήν άνά-

Page 28: ΚΑΡΛ ΜΑΝΧΑΙΜ-  ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ

W ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

προσομοιάζει, δεν ταυτίζεται όμως με τον καταμερισμό της εργασίας, διαφέρει σε μιαν αγροτική κοινωνία άπό εκείνη στον κόσμο της πόλης. Επιπλέον, στη δεύτερη περίπτωση, οί διάφορες ομάδες πού συμμετέχουν στή ζωή της πόλης έχουν κατά τον ίδιο χρόνο διαφορετικά γνωστικά προβλήματα και φτάνουν στά βιώματα τους, ακόμη καί αναφορικά με το ϊδιο αντικείμενο, ακολουθώντας διαφορετικούς δρόμους. Μόνο αν ή γενετική θεώρηση προσέξει έξ αρχής δτι μιά ομάδα 2.000 ατόμων δεν αντιλαμβάνεται το ϊδιο πράγμα 2.000 φορές, άλλα δτι, ένεκα της εσωτερικής άρθρωσης του ομαδικού βίου καθώς καί ποικίλων λειτουργιών καί διαφερόντων, αναφαίνονται υποομάδες πού συμπράττουν καί άντιπράττουν συλλογικά, συσκέπτονται καί άντισκέπτονται συλλογικά — μόνο αν άντικρύσουμε τα πράγματα άπό τούτη τήν οπτική γωνία, θά κατανοήσουμε πώς είναι δυνατόν νά γεννηθούν στην ΐδια κοινωνία διάφορα νοήματα, οφειλόμενα στην ασύμπτωτη κοινωνική προέλευση τών διαφόρων μελών της κοινωνίας αυτής.

Ή κλασική γνωσιολογία διαπράττει μιαν ακόμη ασυνείδητη διαστρέβλωση καθόσον περιγράφει τή γένεση της γνωστικής διαδικασίας σάν νά εκπορευόταν ή γνώση άπό Ινα ενέργημα καθαρά θεωρητικής ενατένισης. Φαίνεται πώς έδώ εξυψώνει μιά οριακή περίπτωση σε κεντρική αρχή. Ή ανθρώπινη σκέψη δεν έχει κατά κανόνα ώς κίνητρο της τήν παρόρμηση προς ενατένιση, άφοΰ απαιτεί ένα βουλητικό καί συγκινησιακό υπόγειο ρεΰμα για νά διασφαλίσει τον διαρκή προσανατολισμό της γνώσης στον ομαδικό βίο. ‘Ακριβώς επειδή ή γνώση είναι θεμελιακά συλλογική (ή ιδέα τοϋ μονήρους ατόμου δεν είναι παρά ειδική περίπτωση καί πρόσφατη εξέλιξη), προϋποθέτει μιά κοινότητα γνώσης, ή οποία προκύπτει κυρίως άπό μιά προπα-ρασκευασμένη στο ασυνείδητο κοινότητα βιωματικής εμπειρίας. ‘Αφότου ωστόσο αντιληφθούμε δτι ή σκέψη εδράζεται ώς επί το πλείστον στή συλλογική δράση, είμαστε υποχρεωμένοι νά αναγνωρίσουμε καί τή δύναμη του συλλογικού ασυνείδητου.

πτύξη ατομικών ικανοτήτων, ενώ ή κοινωνιολογία ευθύς έξ αρχής προσπαθεί νά ερμηνεύσει τήν ατομική δράση σ’ όλα τα πεδία σε συνάφεια μέ τήν ομαδική ζωή.

ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

47

Μέ τήν πλήρη ανάπτυξη της κοινωνιολογικής θεώρησης της γνώσης, είναι αναπόφευκτο νά αποκαλυφθούν βαθμηδόν τα ανορθολογικά θεμέλια της ορθολογικής γνώσης.

Γο δτι ή γνωσιολογική καί ψυχολογική ανάλυση της γένεσης τών ιδεών άργησε τόσο πολύ νά επισημάνει τον κοινωνικό παράγοντα στή· γνώση εξηγείται άπό το γεγονός δτι καί οί δύο κλάδοι άναφάνηκαν κατά το στάδιο της ατομικιστικής μορφής τής κοινωνίας μας. Τά προβλήματα τους τά διατύπωσαν σε καιρούς ριζοσπαστικότατου ατομικισμού καί υποκειμενισμού: κατά τήν περίοδο δπου έφθινε το μεσαιωνικό κοινωνικό καθεστώς καί κατά τις φιλελεύθερες απαρχές της άστικοκαπιταλι-στικής εποχής. Οί διανοούμενοι καί οί εύποροι μορφωμένοι της αστικής κοινωνίας, πού καταπιάνονταν τότε μέ τά προβλήματα αυτά, βρέθηκαν σε μιά κατάσταση οπού αναγκαστικά τους διέ-φευγε σε μεγάλον βαθμό ή αρχέγονη αλληλουχία τής κοινωνικής τάξης

Page 29: ΚΑΡΛ ΜΑΝΧΑΙΜ-  ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ

πραγμάτων. Καλόπιστα μπορούσαν λοιπόν νά παρουσιάζουν τή γνώση καί τήν εμπειρία ώς τυπικά ατομικιστικά φαινόμενα. Άφοΰ μάλιστα είχαν κατά νοΰ μόνο έκεΐνο το τμήμα της πραγματικότητας πού συγκέντρωνε το ενδιαφέρον τών κυρίαρχων μειονοτήτων καί χαρακτηριζόταν άπό τον ανταγωνισμό τών ατόμων, τό κοινωνικό γίγνεσθαι μπορούσε νά τους δίνει τήν εντύπωση δτι άτομα αυτόνομα γεννούσαν άπό μόνα τους τήν πρωτοβουλία για δράση καί γνώση. Ιδωμένη άπό τή σκοπιά τοϋ τμήματος εκείνου, ή κοινωνία έδειχνε σάν αστάθμητα πολυποίκιλος κυκεώνας αυθόρμητων ατομικών ενεργημάτων, πρακτικών καί γνωστικών. Τό άκρως ατομικιστικό τούτο στοιχείο δεν άπαντα ωστόσο καν στή λεγόμενη φιλελεύθερη κοινωνική δομή ώς δλον, καθόσον ακόμη καί ή σ/ε-τικά ελεύθερη πρωτοβουλία τών εξεχόντων ατόμων, τόσο στή δράση δσο καί στή γνώση, κατευθύνεται καί διέπεται άπό τις κοινωνικές καταστάσεις καί τις απαιτήσεις πού εγείρουν αυτές. (‘Ακόμη κι έδώ βρίσκουμε λοιπόν πώς στή βάση τής ατομικής πρωτοβουλίας βρίσκεται αιά κρυφή κοινωνική αλληλουχία). Άπό τήν άλλη, υπάρχουν βέβαια κοινωνικές δομές, δπου ορισμένα στρώματα —ένεκα τοΰ ευρύτερου πεδίου πού αφήνεται στον ελεύθερο ανταγωνισμό — έχουν τή δυνατότητα μεγαλύτερης εξατομίκευσης στή σκέψη καί στή δράση τους. Σφαλερό

Ί8 ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

ωστόσο είναι νά ορίζεται ή φύση της σκέψης έν γένει βάσει αυτής της ιδιαίτερης ιστορικής κατάστασης, ή οποία κατ’ εξαίρεση επέτρεψε νά αναπτυχθεί μια σχετικά εξατομικευμένη σκέψη. Θά σήμαινε βιασμό ιστορικών γεγονότων αν θεωρούσαμε την εξαιρετική τούτη συνθήκη ώς αξιωματικό γνώρισμα της ψυχολογίας τής σκέψης και της γνωσιολογίας. Όσο ή γνωσιο-λογία μας δεν αναγνωρίζει εξ αρχής τον κοινωνικό χαρακτήρα τής σκέψης και δεν άντικρύζει την εξατομικευμένη σκέψη ώς εξαίρεση, δεν Οά κατορθώσουμε νά φτάσουμε σέ μιά προσφυή ψυχολογία τής σκέψης και θεωρία τής γνώσης.

Προφανώς δεν είναι ούτε έδώ σύμπτωση το δτι ή κοινωνιολογική σκοπιά προστέθηκε στις υπόλοιπες μεθόδους σχετικά όψιμα. Ούτε είναι επίσης τυχαίο το δτι ή κοινωνία και ή γνώση συνάπτονται σέ μιαν εποχή δπου ή ανθρωπότητα πασχίζει και πάλι στο έπακρο νά αντιμετωπίσει την τάση μιας ατομικιστικής, άδιεύθυντης κοινωνίας, ή οποία θίγει τά όρια τής αναρχίας, μ’ έναν όργανικότερο τύπο κοινωνικού καθεστώτος. Σέ μιά τέτοια κατάσταση δεν μπορεί παρά νά γίνει γενικά αισθητή ή αλληλουχία πού συνέχει το μεμονωμένο βίωμα με το ρεύμα βιωμάτων μεμονωμένων ατόμων και αυτά πάλι με τον ίστο τής ευρύτερης κοινότητας τής βιωματικής εμπειρίας και τής δράσης. ‘Ακόμη και ή αναφαινόμενη τώρα θεωρία τής γνώσης προσπαθεί νά λάβει ύπ’ δψη της το ρίζωμα τής γνώσης στην κοινωνική υφή. Με αυτήν εκδηλώνεται ένα νέο είδος βιοτικού προσανατολισμού, ό όποιος δοκιμάζει νά ανακόψει τήν αλλοτρίωση και τη διάλυση πού προήλθαν από τήν υπερβάλλουσα ατομικιστική και μηχανιστική νοοτροπία. Ό γνωσιολογικός, ό ψυχολογικός και ό κοινωνιολογικός τρόπος τής προβληματοθε-σίας αποτελούν τις τρεις σπουδαιότερες μορφές αναζήτησης και έρευνας γύρω άπό τη φύση τής γνωστικής διαδικασίας. Έδώ ζητήσαμε νά τις εκθέσουμε έτσι ώστε νά εμφανίζονται ώς μέρη μιας ενιαίας κατάστασης, τά όποια αναφαίνονται κατ’ αναγκαία ακολουθία και αμοιβαία διείσδυση. ‘Ιδωμένα κατ’ αυτόν τον τρόπο, αποτελούν τή βάση τών στοχασμών πού καταγράφονται στο βιβλίο τοϋτο.

Page 30: ΚΑΡΛ ΜΑΝΧΑΙΜ-  ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ

ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΙΙ 1ΙΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Ίί>

4. Ό έλεγχος τοΰ συλλογικού ασυνείδητου ώς πρόβλημα της έττοχης μαςΉ ανάδυση τοΰ προβλήματος τής ποικιλίας τών τρόπων σκέψης, δπως αυτοί παρουσιάσθηκαν κατά τήν εξελικτική πορεία τής επιστήμης, και ή διαπίστωση κρυμμένων μέχρι τώρα συλλογικά ασυνείδητων κινήτρων δεν αποτελούν παρά μία μόνον δψη τής χαρακτηριστικής γιά τήν εποχή μας πνευματικής ανησυχίας. Παρ’ δλη τή δημοκρατική διάδοση τής γνώσης, τά φιλοσοφικά, ψυχολογικά και κοινωνιολογικά προβλήματα, όπως τά σκιαγραφήσαμε παραπάνω, περιορίσθηκαν μόνο σέ μιά μικρή πνευματική μειονότητα, πού θεώρησε σιγά-σιγά τήν πνευματική αυτή ανησυχία ώς δικό της επαγγελματικό προνόμιο· και θά μπορούσε πραγματικά νά λογιστεί ώς δική της ιδιωτική απασχόληση αν ό προϊών εκδημοκρατισμός δεν είχε εμπλέξει δλα τά στρώματα στην πολιτική και φιλοσοφική συζήτηση.

Ή παρουσίαση μας ωστόσο έδειξε ήδη δτι ή συζήτηση στους κύκλους τών διανοουμένων ριζώνει βαθύτερα στην κατάσταση σύνολης τής κοινωνίας. Άπό μιαν άποψη, τά προβλήματα τους ήσαν απλώς ή μεταρσιωμένη επίταση, ή ορθολογική εκλέπτυνση μιας κρίσης πού έπληττε ολόκληρη τήν κοινωνία. Ή κατάρρευση τοϋ αντικειμενικού κοσμοειδώλου, του εγγυημένου από τήν ‘Εκκλησία κατά τόν Μεσαίωνα, αντικατοπτριζόταν ακόμη και στις απλούστερες ψυχές. Αυτό γιά το όποιο έριζαν μεταξύ τους οί φιλόσοφοι με τή βοήθεια μιας ορθολογικής ορολογίας, το βίωναν οί μάζες με τή μορφή τών θρησκευτικών συγκρούσεων.

Όταν πολλές Εκκλησίες πήραν τή θέση του εγγυημένου άπό τήν ‘Αποκάλυψη δογματικού συστήματος, το όποιο μπορούσε πρωτύτερα νά εξηγήσει καθετί ουσιώδες μέσα σ’ έναν αγροτικό, στατικό κόσμο, δταν άναφάνηκαν πολλές μικρές αιρέσεις εκεί δπου υπήρχε άλλοτε μιά οικουμενική θρησκεία, ή ψυχή τών απλών ανθρώπων δοκίμασε εντάσεις δμοιες μ’ εκείνες πού βίωναν οί διανοούμενοι στο φιλοσοφικό πεδίο ένεκα τής συνύπαρξης πλείστων θεωριών γιά τήν πραγματικότητα και τή γνώση.

Κατά τήν ανατολή τών Νεοτέρων Χρόνων, ό προτεσταντι-

1IP0KATAPKTIKH ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

σμός αντικατέστησε την εξ άποκαλύψεως σωτηρία, την εγγυημένη άπό τόν αντικειμενικό Θεσμό της Εκκλησίας, μέ την έννοια της υποκειμενικής βεβαιότητας για τη σωτηρία. Τπό το φως αυτής της διδασκαλίας πίστευαν τότε πώς κάθε πρόσωπο μπορούσε να κρίνει κατά τη δική του υποκειμενική συνείδηση αν ή συμπεριφορά του ήταν θεάρεστη και όδηγεΐ στή σωτηρία. Ό προτεσταντισμός ύποκειμενίκευσε λοιπόν ένα μέχρι τότε αντικειμενικό κριτήριο, αντιστοιχώντας έτσι στή νεότερη γνωσιολογία, ή οποία αποσύρθηκε άπό μιαν αντικειμενικά εγγυημένη τάξη του είναι στο ατομικό υποκείμενο. Δεν ήταν μεγάλο το βήμα άπό τή διδασκαλία περί υποκειμενικής βεβαιότητας γιά τή σωτηρία ‘ίσαμε μιαν ψυχολογία δπου ή παρατήρηση των ψυχικών διαδικασιών, ή οποία εξελισσόταν σε γνήσια περιέργεια, σιγά-σιγά απέκτησε μεγαλύτερη σημασία άπό τήν άφουγκραστή αναζήτηση των κριτηρίων της σωτηρίας, τά όποια δοκίμαζαν παλαιότερα νά ανακαλύψουν οί άνθρωποι μέ-σα στην ‘ίδια τους τήν ψυχή.

Page 31: ΚΑΡΛ ΜΑΝΧΑΙΜ-  ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ

Τή δημόσια όμολογούμενη πίστη προς μιαν αντικειμενική κοσμική τάξη τήν υπέσκαπτε ακόμη ή προσπάθεια των περισσοτέρων κρατών, κατά τήν περίοδο της πεφωτισμένης δεσπο-τείας, νά καταβάλλουν τήν ‘Εκκλησία μέ μέσα πού είχαν υιοθετήσει άπ’ αυτήν τήν ΐδια, επιδιώκοντας δηλ. νά αντικατα-στήσουν τήν αντικειμενική ερμηνεία του κόσμου τήν εγγυημένη άπό τήν Εκκλησία μέ μιαν ερμηνεία εγγυημένη άπό το κράτος. Τοϋτο προήγαγε τον Διαφωτισμό, πού ήταν συνάμα Ινα άπό τά δπλα της ανερχόμενης αστικής τάξης. Το σύγχρονο κράτος και ή αστική τάξη εΐχαν επιτυχία στον βαθμό δπου το ορθολογιστικό, φυσιοκρατικό κοσμοείδωλο εκτόπιζε ολοένα και περισσότερο το θρησκευτικό, μολονότι βέβαια δεν ήταν δυνατόν νά διεισδύσει σε ευρύτερα στρώματα ό πλούτος γνώσεων ό αναγκαίος γιά τήν ορθολογική σκέψη. Το ορθολογικό κοσμοείδωλο επικράτησε έξαλλου χωρίς νά αποκτήσουν τά σχετιζόμενα μ’ αυτό στρώματα κοινωνική θέση τέτοια πού θά επέτρεπε τήν εξατομίκευση των μορφών της ζωής και της σκέψης.

Δίχως δμως μιά κοινωνική βιοτική κατάσταση πού κατατείνει προς τήν εξατομίκευση και τήν επιβάλλει, μόλις και με-

ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ Ι1Ρ01ΕΓΓΙΣΗ 51

τά βίας ύποφέρεται ένας τρόπος ζωής κενός άπό συλλογικούς μύθους. Ό έμπορος, ό επιχειρηματίας, ό διανοούμενος, ό καθένας κατέχει κατά τόν τρόπο του μιά κοινωνική θέση πού άπαι-τεΤ ορθολογικές αποφάσεις γιά τήν αντιμετώπιση της καθημερινότητας. Το άτομο πού θέλει νά λάβει τέτοιες αποφάσεις πρέπει ωστόσο νά άνεξαρτητοποιήσει τήν κρίση του άπό εκείνη τών άλλων και νά στοχασθεΐ καταλεπτώς ορισμένα ζητήματα κατ’ ορθολογικό τρόπο και ύπό το πρίσμα τών δικών του διαφερόντων. Τοϋτο βέβαια δεν ισχύει ούτε προκειμένου γιά τους αγρότες παλαιού τύπου, ούτε προκειμένου γιά τή νεοφανή μάζα τών κατωτέρων υπαλλήλων ή κοινωνική θέση αυτών απαιτεί ελάχιστη πρωτοβουλία και ουδεμία προορατικότητα πέρα άπό το στενά πρακτικό πεδίο. Σ’ έναν ορισμένο βαθμό, ή συμπεριφορά τους ρυθμίζεται άπό μύθους, παραδόσεις καθώς και τήν πίστη προς έναν ηγέτη. Όσοι άνθρωποι στην καθημερινή τους ζωή δεν παρωθούνται άπό το επάγγελμα τους προς κάποια εξατομίκευση, ή οποία τους επιτρέπει νά λαμβάνουν τις δικές τους αποφάσεις και νά κρίνουν το σωστό και το λάθος άπό δική τους προσωπική σκοπιά, δσοι άνθρωποι δέν έχουν ποτέ τήν ευκαιρία νά αναλύουν καταστάσεις στά συστατικά τους στοιχεία και δέν κατορθώνουν νά αναπτύξουν εντός τους μιαν αυτοσυνειδησία ανθεκτική ακόμη και δταν αποκοπεί τό άτομο άπό τόν ιδιάζοντα στην ομάδα του τρόπο του κρίνειν και πρέπει νά σκεφθεί γιά λογαριασμό του — τέτοιοι άνθρωποι ούτε και στή θρησκευτική σφαίρα είναι ικανοί νά μείνουν σταθεροί σε τόσο δεινές εσωτερικές κρίσεις καθώς ό σκεπτικισμός. Ή ζωή ώς εσωτερική ισορροπία, ή οποία πρέπει αδιάκοπα νά κερδίζεται εξαρχής, είναι τό ουσιωδώς νέο στοιχείο, κι αυτό θά πρέπει νά άπεργασθεΐ ό σύγχρονος άνθρωπος πάνω στή βαθμίδα της εξατομίκευσης, άν επιθυμεί νά ζήσει βάσει τής ορθολογικότητας του Διαφωτισμού. Μιά κοινωνία πού κατά τόν καταμερισμό τής εργασίας και τόν λειτουργικό της δια-φορισμό δέν εΐναι σε θέση νά προσφέρει στο κάθε άτομο προβλήματα και πεδία δράσης, δπου θά δύναται νά αναπτύσσει πλήρως τήν πρωτοβουλία του και νά εκφράζει τήν

Page 32: ΚΑΡΛ ΜΑΝΧΑΙΜ-  ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ

προσωπική του κρίση, δέν είναι και σε θέση νά πραγματώσει μιαν όλομερή ατομικιστική και ορθολογιστική κοσμοθεωρία ικανή νά ελπίζει

ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

οτι θά γίνει ενεργή κοινωνική πραγματικότητα.

Μολονότι Οά ήταν σφάλμα νά πιστέψουμε —καθώς τείνουν εύκολα να κάμουν οί διανοούμενοι — πώς οι αιώνες του Διαφωτισμού όντως άλλαξαν θεμελιακά τον λαό, άφοΰ ή θρησκεία, αν και εξασθενημένη, επιβίωνε ώς τελετουργικό, λατρεία και θεοσέβεια καθώς και ώς εκστατικό βίωμα σέ διάφορες μορφές, πάντως ό αντίκτυπος του Διαφωτισμού ήταν αρκετά ισχυρός ώστε νά κλονίσει σέ μεγάλον βαθμό το θρησκευτικό κοσμοεί-δωλο. Οί χαρακτηριστικές της βιομηχανικής κοινωνίας μορφές σκέψης εισχώρησαν βαθμιαία στά πεδία, τά όποια καθ’ οιονδήποτε τρόπο σχετίζονταν προς τή βιομηχανία, και υπέσκαψαν με τον καιρό το ένα στοιχείο της θρησκευτικής ερμηνείας τοΰ κόσμου μετά τό άλλο.

‘Αξιώνοντας ώς μία άπό τις προνομίες του τό νά καθορίζει τή δική του ερμηνεία τοΰ κόσμου, τό απολυταρχικό κράτος έκαμε ένα βήμα πού κατόπιν, καθώς προχωρούσε ό εκδημοκρατισμός τής κοινωνίας, έτεινε ολοένα και περισσότερο νά δημιουργήσει προηγούμενο. ‘Έδειξε δτι ή πολιτική ήταν ικανή νά μεταχειρισθεί τό κοσμοείδωλό της ώς όπλο και οτι ή πολιτική δεν ήταν απλώς πάλη γιά τήν εξουσία, άλλα αποκτούσε θεμελιακή σημασία μόνο όταν διαπότιζε τους στόχους της μ’ ένα εϊ^οζ πολιτικής φιλοσοφίας, μέ μιά πολιτική κοσμοθεωρία. Δεν χρειάζεται νά εκθέσουμε λεπτομερώς πώς, μέ τον προϊόντα εκδημοκρατισμό, οχι μόνο τό κράτος, άλλα και τά πολιτικά κόμματα πάσχιζαν νά θεμελιώσουν και νά συστηματοποιήσουν φιλοσοφικά τους αγώνες τους. Πρώτος ό φιλελευθερισμός κι επειτα, ακολουθώντας διστακτικά τό παράδειγμα του, ό συντηρητισμός και τέλος ό σοσιαλισμός έκαμαν τους πολιτικούς των στόχους φιλοσοφικό πιστεύω, κοσμοείδωλό μέ στερρά θε-μελιωμένες μεθόδους σκέψης και προδιαγεγραμμένα συμπεράσματα. Στη διάλυση τοΰ θρησκευτικοΰ κοσμοειδώλου προστέθηκε λοιπόν ό κατακερματισμός των πολιτικών θεωρήσεων. Ένώ δμως οί ‘Εκκλησίες και οί αιρέσεις διεξήγαγαν τους αγώνες τους μέ διάφορα ανορθολογικά άρθρα πίστεως καί, σέ τελική ανάλυση, ανέπτυσσαν τό ορθολογικό στοιχείο μόνο γιά τά μέλη τοϋ κλήρου καί τό ολιγάριθμο στρώμα των μορφωμένων λαϊκών, τά ανερχόμενα πολιτικά κόμματα ενσωμάτωσαν

ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Μ

σέ πολύ μεγαλύτερη έκταση ορθολογικά και κατά τό δυνατόν επιστημονικά επιχειρήματα στά δικά τους συστήματα σκέψης και τους απέδωσαν πολύ μεγαλύτερη σημασία. Τοΰτο οφείλεται έν μέρει στο δτι άφ’ ενός άργησαν νά αναφανούν και αφ’ έτερου άναφάνηκαν σέ μιά περίοδο δπου ή επιστήμη ώς τέτοια άπέλαυε μεγαλύτερου κοινωνικού γοήτρου, έν μέρει πάλι στον τρόπο στρατολογίας των στελεχών τους, τά όποια, στην αρχή τουλάχιστον, προέρχονταν άπό τις τάξεις των χειραφετημένων διανοουμένων. Καί στις ανάγκες τής βιομηχανικής κοινωνίας και σ’ εκείνες των διανοουμένων αυτών ανταποκρινόταν-το ότι στήριζαν τις συλλογικές τους πράξεις οχι τόσο στην

Page 33: ΚΑΡΛ ΜΑΝΧΑΙΜ-  ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ

ειλικρινή δηλοποίηση τών πεποιθήσεων τους δσο σ’ ένα ορθολογικά απο-δεικτό καί δικαιολογήσιμο σύστημα ιδεών.

Γοΰτος ό συγκερασμός επιστημονικής σκέψης καί πολιτικής είχε ώς αποτέλεσμα οτι κάθε πολιτική, τουλάχιστον στις μορφές μέ τις όποιες επιζητούσε νά γίνει αποδεκτή, πήρε σιγά-σι-γά επιστημονικό επίχρισμα, ένώ οί επιστημονικές αντιλήψεις προσέλαβαν πολιτική χροιά.

‘() έν λόγω συγκερασμός επέδρασε τόσο αρνητικά δσο καί θετικά. Διευκόλυνε τή διάδοση τών επιστημονικών ιδεών, έτσι ώστε ολοένα ευρύτερα στρώματα σ’ ολόκληρο τό εύρος τής πολιτικής τους ύπαρξης έπρεπε νά δικαιολογούν θεωρητικά την κοινωνική τους θέση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, έμαθαν — αν καί συχνά πολύ προπαγανδιστικά — νά σκέπτονται πάνω στην κοινωνία καί στην πολιτική μέ επιστημονικές κατηγορίες. Ή επιστήμη τής πολιτικής καί τής κοινωνίας βοηθήθηκε λοιπόν γιατί άδραξε συγκεκριμένα τήν πραγματικότητα καί πορίσθηκε έτσι ένα θέμα γιά τή διατύπωση τών προβλημάτων της, θέμα το όποιο τήν κρατούσε σέ συνεχή επαφή μέ τό οικείο της πεδίο δραστηριότητας, δηλ. τήν κοινωνία. Οί κρίσεις καί οί απαιτήσεις τοϋ κοινωνικού βίου προσέφεραν τό εμπειρικό υλικό, τις πολιτικές καί κοινωνικές ερμηνείες καί υποθέσεις μέ τή βοήθεια τών όποιων καθίστατο δυνατόν νά αναλυθούν τά συμβάντα. Οί θεωρίες τοΰ Adam Smith καί τοΰ Marx, γιά νά μην μνημονεύσουμε άλλες, άρτιώθηκαν καί επεκτάθηκαν καθώς προσπαθούσαν οί δημιουργοί τους νά ερμηνεύσουν καί νά αναλύσουν συλλογικά βιωμένα συμβάντα.

54 ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Τό κύριο ωστόσο μειονέκτημα τούτης της σύνδεσης θεωρίας και πολιτικής έγκειται στο δτι, ένώ ή γνώση, αν θέλει να ανταποκρίνεται σε νέα γεγονότα, πρέπει πάντοτε να διατηρήσει τόν πειραματικό της χαρακτήρα, ή σκέψη ή κυριαρχούμενη από μια πολιτική στάση δεν μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό της να προσαρμόζεται συνεχώς σε νέα βιώματα. Για τόν απλό λόγο δτι είναι οργανωμένα, τα πολιτικά κόμματα δεν μπορούν ούτε να κρατούν ελαστικές τις μεθόδους της σκέψης τους, οΰτε να είναι έτοιμα να αποδεχθούν οποιοδήποτε πόρισμα ενδέχεται να προκύψει άπό τις έρευνες τους. «Εχουν τή δομή τών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και τών μαχητικών οργανώσεων. Αυτό καθ’ εαυτό ήδη τα αναγκάζει να στραφούν προς μια δογματική κατεύθυνση. Όσο γίνονταν οι διανοούμενοι κομματικά στελέχη, τόσο έχαναν τή δεκτικότητα και τήν ελαστικότητα πού είχαν κομίσει άπό τήν πρότερη ασταθή τους κατάσταση.

Ενας επιπλέον κίνδυνος πού γεννάται άπό τήν σύνδεση επιστήμης και πολιτικής είναι τό δτι οί κρίσεις πού προσβάλλουν τήν πολιτική γίνονται και κρίσεις της επιστημονικής σκέψης. Άπό τό προκείμενο εδώ πλέγμα προβλημάτων θά επισημάνουμε Ινα μόνο πράγμα, σημαντικό ωστόσο γιά τήν τωρινή κατάσταση. Ή πολιτική είναι σύγκρουση καί τείνει ολοένα και πε-ρισσότερο να γίνει αγώνας ζωής και θανάτου. Όσο οξύτερος γινόταν αυτός ό αγώνας, τόσο περισσότερο άγγιζε και τά συγκινησιακά υπόγεια ρεύματα, τά όποια ενεργούσαν προηγουμένως ασυνείδητα καί γι’ αυτό εντονότερα, ενώ τώρα εξαναγκάζονταν νά γίνουν συνειδητά.

Page 34: ΚΑΡΛ ΜΑΝΧΑΙΜ-  ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ

Ή πολιτική συζήτηση διαφέρει κατά τόν χαρακτήρα της θεμελιακά άπό τήν ακαδημαϊκή ύπαρξη τών αντιπάλων της. Ώς εκ τούτου, διεισδύει βαθύτερα στό οντολογικό θεμέλιο της σκέψης παρ’ δ,τι τό είδος εκείνο συζήτησης πού σκέπτεται μόνο και μόνο επιλέγοντας ορισμένες «οπτικές γωνίες» καί λαμ-βάνει ύπ’ δψη της μόνο τή «θεωρητική σημασία» ενός επιχειρήματος. Δεδομένου δτι ή πολιτική σύγκρουση είναι ευθύς έξ αρχής εκλογικευμένη μορφή τοϋ αγώνα γιά κοινωνική πρωτοκαθεδρία, χτυπά τήν κοινωνική θέση τοΰ αντιπάλου, τό δημόσιο γόητρο καί τήν αυτοπεποίθηση του. Στην προκειμένη περίπτωση είναι δύσκολο νά αποφανθούμε αν ή μεταρσίωση, ή

11ΡΟΚΛΤΑΡΚΤ1ΚΗ 1ΙΡΟΣΕΓΓ1ΣΙΙ 5Γ>

υποκατάσταση τοϋ παλαιότερου δπλου της άμεσης βίας καί καταπίεσης άπό τή συζήτηση συνιστά πραγματικά θεμελιακή βελτίωση τοΰ ανθρώπινου βίου. Δυσκολότερα, είναι αλήθεια, ύποφέρεται εξωτερικά ή φυσική καταπίεση, ή βούληση δμως γιά πνευματική εξόντωση, ή όποια πήρε συχνά τή θέση της, είναι ‘ίσως ακόμη πιο αβάστακτη. Δεν είναι λοιπόν νά απορεί κανείς γιατί, ακριβώς στή σφαίρα τούτη, ή θεωρητική ανασκευή μετασχηματίσθηκε σιγά-σιγά σε πολύ θεμελιακότερη καταφορά εναντίον ολόκληρης της βιοτικής κατάστασης τοΰ αντιπάλου καί γιατί, με τήν αναίρεση τών θεωριών του, ήλπι-ζαν νά υπονομεύσουν καί τήν κοινωνική του θέση. ‘Έκπληξη δεν προκαλεί επίσης τό δτι στή σύγκρουση αυτήν, δπου άπό τήν πρώτη στιγμή δεν πρόσεχαν μόνο τά δσα έλεγε ό καθένας, αλλά καί ποια ομάδα εξέφραζε καί ποια δράση είχε κατά νοϋ δταν ανέπτυσσε τά επιχειρήματα του, ή σκέψη βλεπόταν σέ συνάρτηση με τόν τρόπο κοινωνικής ύπαρξης, με τόν οποίο συνδεόταν. Ή σκέψη βέβαια πάντοτε εξέφραζε τή ζωή καί τή δράση της ομάδας (έκτος άπό τήν πολύ ακαδημαϊκή σκέψη πού έπί άρκετόν καιρό μπορούσε νά αποκόπτεται άπό τόν ενεργό βίο), ή διαφορά δμως ήταν δτι στις θρησκευτικές συγκρούσεις λ.χ. δεν προείχαν τά θεωρητικά ζητήματα καί ή ανάλυση τών εκάστοτε αντιπάλων δεν κατέληγε σέ ανάλυση τών ομάδων δπου άνηκαν αυτοί, επειδή, καθώς είδαμε, τά κοινωνικά στοιχεία τών πνευματικών φαινομένων δέν είχαν ακόμη καταστεί ορατά στους στοχαστές μιας ατομικιστικής εποχής.

Δεδομένου δτι στις σύγχρονες δημοκρατίες οί Ιδέες αντιπροσωπεύουν σαφέστερα ορισμένες ομάδες, ό κοινωνικός καί υπαρξιακός καθορισμός της σκέψης έγινε ευκολότερα ορατός κατά τήν πολιτική συζήτηση. Ή πολιτική ήταν εκείνη πού ανακάλυψε κατ’ αρχήν τήν κοινωνιολογική μέθοδο στή διερεύνηση τών πνευματικών φαινομένων. Στους πολιτικούς αγώνες πρωταντιλήφθηκαν βασικά οί άνθρωποι τά ασυνείδητα συλλογικά κίνητρα πού ανέκαθεν καθόριζαν τήν κατεύθυνση της σκέψης. Ή πολιτική συζήτηση είναι ευθύς έξ αρχής κάτι παραπάνω άπό θεωρητική επιχειρηματολογία· αφαιρεί προσωπεία, απογυμνώνει τά ασυνείδητα κίνητρα πού συνδέουν τήν ύπαρξη της ομάδας μέ τους πολιτισμικούς στόχους καί τά θεωρητικά

56ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗτης επιχειρήματα. Στον βαθμό όμως οπού ή σύγχρονη πολιτική διεξήγαγε τις μάχες της με τα δπλα της θεωρίας, ή διαδικασία της απογύμνωσης διεισέδυσε στις κοινωνικές ρίζες της θεωρίας.

Page 35: ΚΑΡΛ ΜΑΝΧΑΙΜ-  ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ

Ή ανακάλυψη τών ριζών της σκέψης μέσα στό είναι προσέλαβε λοιπόν αρχικά τη μορφή της απογύμνωσης. Έκτος άπό τή βαθμιαία διάλυση του ενιαίου αντικειμενικού κοσμοειδώλου, ή οποία στον μεν απλό άνθρωπο τοϋ δρόμου φανερώθηκε ώς πολλότητα αντιφατικών κοσμοθεωριών, στους δέ διανοουμένους ώς πολλότητα ασυμβίβαστων τρόπων σκέψης, προστέθηκε στην κοινή συνείδηση ή τάση νά απογυμνώνονται τα ασυνείδητα και συνδεδεμένα με τήν εκάστοτε κατάσταση κίνητρα μέσα στή σκέψη της ομάδας. Ή παρεπόμενη τελική δξυνση της πνευματικής κρίσης μπορεί νά χαρακτηριστεί με τις οιονεί συνθηματικές έννοιες: «ιδεολογία και ουτοπία», οί όποιες, ένεκα της συμβολικής τους σημασίας, προκρίθηκαν και ώς τίτλος του βιβλίου τούτου.

Ή έννοια της ιδεολογίας αντικατοπτρίζει τήν οφειλόμενη στην πολιτική σύγκρουση ανακάλυψη οτι, καθόσον άφορα τή σκέψη τους, οί κυρίαρχες ομάδες μπορούν νά είναι ώς εκ τών συμφερόντων τους τόσο στενά συνδεδεμένες με μιά κατάσταση, ώστε τελικά χάνουν τήν ικανότητα νά βλέπουν ορισμένα δεδομένα πού θά υπονόμευαν τή δική τους συνείδηση κυριαρχίας. Ή λέξη «ιδεολογία» εγκρύπτει τή διαπίστωση οτι σε ορισμένες καταστάσεις το συλλογικό ασυνείδητο ορισμένων ομάδων συσκοτίζει, τόσο γι’ αυτές τίς ΐδιες δσο και γιά άλλες, τήν πραγματική κατάσταση της κοινωνίας, λειτουργώντας έτσι σταθεροποιητικά.

Στην έννοια της ουτοπικής σκέψης αντικατοπτρίζεται ή οφειλομένη επίσης στην πολιτική σύγκρουση αντίθετη ανακάλυψη, δτι δηλ. ορισμένες καταπιεσμένες ομάδες ενδιαφέρονται πνευματικά τόσο έντονα γιά τήν καταστροφή και αναμόρφωση μιας δεδομένης κοινωνίας, ώστε αθέλητα βλέπουν μόνο δσα στοιχεΐα της κατάστασης τείνουν νά τήν καταλύσουν. Ή σκευή τους δεν είναι ικανή νά διαγνώσει ορθά μιαν υφιστάμενη κατάσταση της κοινωνίας· δεν ασχολούνται ποσώς με δ,τι υπάρχει πραγματικά, παρά επιζητούν μέ τή σκέψη τους νά άλ-

ΠΡΟΚΑΤΛΡΚΤΙΚΙΙ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ Γ>7

λάξουν ήδη τήν υφιστάμενη κατάσταση. Ή σκέψη τους δεν αποσκοπεί ποτέ σέ διάγνωση της κατάστασης· μπορεί νά χρησιμοποιηθεί μόνο ώς οδηγός γιά δράση. Στην ουτοπική συνείδηση, το συλλογικό ασυνείδητο, διαπνεόμενο άπό ευσεβείς πόθους και βούληση γιά δράση, συγκαλύπτει ορισμένες πτυχές της πραγματικότητας. Στρέφει τά νώτα σέ δ,τι Οά κλόνιζε τήν πίστη του ή θά παρέλυε τον πόθο του νά αλλάξει τά πράγματα. Το συλλογικό ασυνείδητο και ή παρωθούμενη άπ’ αυτό δράση χρησιμεύουν λοιπόν στην ύπόκρυψη ορισμένων πτυχών της κοινωνικής πραγματικότητας άπό δύο κατευθύνσεις. Επιπλέον, είναι δυνατόν, καθώς είδαμε παραπάνω, νά προσδιορίσουμε επακριβώς τήν πηγή και τήν κατεύθυνση της διαστρέβλωσες. Μέλημα του παρόντος βιβλίου είναι, προκειμένου γιά αμφότερες τις παραπάνω κατευθύνσεις, νά περιγράψει τις σημαντικότερες φάσεις στην ανακάλυψη του ρόλου τοϋ ασυνείδητου στην ιστορία της ιδεολογίας καί της ουτοπίας. Στό σημείο τοϋτο θέλουμε απλώς νά ύποτυπώσουμε τήν πνευματική κατάσταση έπειτα άπό τις διαπιστώσεις αυτές, καθότι είναι χαρακτηριστική καί γιά τήν κατάσταση μέσα στην οποία γεννήθηκε το παρόν βιβλίο.

Στην αρχή, οί παρατάξεις πού κατείχαν τά νέα «πνευματικά δπλα».τήν απογύμνωση τοΰ ασυνειδήτου, πλεονεκτούσαν εξαιρετικά απέναντι στους αντιπάλους των, οι οποίοι σάστιζαν δταν τους έδειχναν δτι οί ιδέες τους

Page 36: ΚΑΡΛ ΜΑΝΧΑΙΜ-  ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ

απλώς αντανακλούσαν διαστρεβλωμένη τή βιοτική τους κατάσταση, δτι απλώς προκατα-λάμβαναν τά ασυνείδητα συμφέροντα τους. Ή δυνατότητα και μόνο νά δειχθεί πειστικά στον αντίπαλο δτι τον κινούσαν κίνητρα άποκρυπτόμενα άπ’ αυτόν μέχρι τότε, θά πρέπει να τον γέμιζε μέ τρόμο, ενώ σ’ εκείνον πού μεταχειριζόταν το νεο δπλο θά πρέπει νά δημιουργούσε ένα αίσθημα θαυμάσιας υπεροχής. Συνάμα ήρθε στην επιφάνεια ένα στρώμα της συνείδησης πού μέχρι τότε ή ανθρωπότητα τό είχε κρύψει άπό τον εαυτό της μέ τη μεγαλύτερη επιμονή. Δεν ήταν ακόμη τυχαίο οτι τήν εισβολή στό ασυνείδητο τήν αποτολμούσε μόνο ό επιτιθέμενος, ενώ ό δεχόμενος τήν επίθεση συντριβόταν διπλά —αφ ενός άπό τήν ϊδια τήν αποκάλυψη τοϋ ασυνειδήτου καί άο ετέρου άπό τό δτι ή αποκάλυψη καί προβολή του γίνονταν με

58ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗπρόθεση επιθετική. Γιατί είναι βέβαια σαφές δτι άλλο είναι να ασχολείται κανείς μέ το υποσυνείδητο με σκοπό να βοηθήσει και να θεραπεύσει και άλλο μέ σκοπό να απογυμνώσει.

Σήμερα ωστόσο έχουμε φτάσει πια σ’ Ινα στάδιο δπου το δπλο τοϋτο της αμοιβαίας απογύμνωσης και έκθεσης τών ασυνείδητων πηγών της πνευματικής ύπαρξης έχει γίνει κτήμα οχι μόνο μιας ομάδας μεταξύ πολλών, παρά όλων ανεξαιρέτως. Καθώς δμως οι διάφορες ομάδες επιζητούσαν, μέ τή βοήθεια αυτού τοΰ άκρως σύγχρονου δπλου της ολοκληρωτικής απογύ-μνωσης, νά καταλύσουν τήν εμπιστοσύνη τών αντιπάλων τους στην ΐδια τους τή σκέψη, κατέλυσαν συνάμα, καθώς αναλύθηκαν βαθμηδόν δλες οί θέσεις, τήν εμπιστοσύνη τοΰ άνθρωπου στην ανθρώπινη σκέψη εν γένει. Ή διαδικασία της έκθεσης τών προβληματικών στοιχείων της σκέψης, ή οποία χρονολογείται δυνάμει άπό τήν κατάρρευση τοΰ Μεσαίωνα, κορυφώθηκε τελικά μέ το νά καταρρεύσει ή εμπιστοσύνη στή σκέψη εν γένει. Το γεγονός οτι ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι κατέφευγαν στον σκεπτικισμό καί στον ανορθολογισμό δεν είναι τυχαίο, άλλα μάλλον αναπόφευκτο.

Δύο ισχυρά ρεύματα συρρέουν έδώ καί όγκώνουν το ένα το άλλο μέ τεράστια δύναμη: άφ’ ενός χάθηκε Ινας ενιαίος πνευματικός κόσμος μέ πάγιες αξίες καί κανονιστικές αρχές καί άφ’ ετέρου βγήκε έξαφνα το μέχρι τοΰδε κρυμμένο ασυνείδητο στο λαμπρό ήλιόφως της συνείδησης. Άπό αμνημονεύτων χρό-νων, ή σκέψη φάνταζε στον άνθρωπο ώς μέρος τοΰ πνευματικού του είναι καί δχι απλώς ώς ξέχωρο άπ’ αυτόν αντικειμενικό γεγονός. ‘Αποπροσανατολισμός σήμαινε στο παρελθόν συχνά τήν αλλαγή τοΰ ΐδιου τοΰ άνθρωπου. Κατά τους προγενέστερους αυτούς χρόνους συναντούμε ώς επί το πλείστον αργές τροπές τών άξιων καί τών κανονιστικών άρχων, βαθμιαίο μετασχηματισμό τοΰ συστήματος αναφοράς άπ’ δπου οί πράξεις τών ανθρώπων πορίζονταν τον έσχατο προσανατολισμό τους. Κατά τους Νεότερους Χρόνους, ωστόσο, ή διάλυση προχωρεί πολύ βαθύτερα. Ή καταφυγή στο ασυνείδητο έτεινε συνάμα νά φέρει πάνω-κάτω το έδαφος άπ’ δπου βλάσταιναν οί ποικίλες επόψεις. ‘Αποκαλύφθηκαν οί ρίζες πού είχαν θρέψει τήν ανθρώπινη σκέψη μέχρι τότε. Σιγά-σιγά γίνεται φανερό σε όλους

Page 37: ΚΑΡΛ ΜΑΝΧΑΙΜ-  ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ

ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

μας δτι, άπό τή στιγμή πού συνειδητοποιούμε τα ασυνείδητα κίνητρα μας, δεν μπορούμε νά εξακολουθήσουμε νά ζοϋμε καθώς ΐσαμε τότε. Σήμερα έχουμε μπροστά μας κάτι παραπάνω άπό μιά νέα ιδέα καί τά ερωτήματα πού θέτουμε δεν συνιστούν απλώς ένα νέο πρόβλημα. Έδώ μας απασχολεί ή θεμελιακή «βιοτική αμηχανία» της εποχής μας, ή οποία συνοψίζεται στο έξης μοναδικό ερώτημα: σε μιαν εποχή δπου το πρόβλημα της ιδεολογίας καί της ουτοπίας έχει τεθεί ριζικά καί έχει αποτελέσει αντικείμενο ενδελεχούς στοχασμού ώς τήν τελευταία του συνέπεια, πώς είναι δυνατόν νά σκέπτεται καί νά ζει ακόμη 6 άνθρωπος:

Μπορούμε βέβαια νά ξεφύγουμε άπ’ αυτήν τήν κατάσταση, δπου έγινε αντιληπτή ή πολλότητα τών τρόπων σκέψης καί διαγνώσθηκε ή ύπαρξη συλλογικά ασυνείδητων κινήτρων, άν ‘ κρύψουμε ολα τοϋτα άπό τόν εαυτό μας. Μποροΰμε νά προστρέξουμε σέ μιαν ύπερχρονική λογική καί νά ισχυρισθούμε πώς ή αλήθεια ώς τέτοια είναι άκηλίδωτη καί πώς δεν γνωρίζει ούτε πολλότητα μορφών, ούτε οποιαδήποτε σύνδεση μέ ασυνείδητα κίνητρα. Σ’ έναν κόσμο όμως δπου το πρόβλημα μας δεν είναι τόσο Ινα ενδιαφέρον θέμα γιά συζήτηση, δσο μιά υπαρξιακή αμηχανία, σύντομα θά εμφανισθεί κάποιος πού θά αντιτείνει στις απόψεις αυτές δτι «το πρόβλημα μας δέν είναι ή αλήθεια ώς τέτοια, άλλα ή σκέψη μας, τήν οποία βλέπουμε νά δρα μέσα στην κοινωνική κατάσταση καί νά ριζώνει σέ ασυνείδητα κίνητρα. Δείξε μας πώς θά φτάσουμε άπό τις συγκεκριμένες μας αντιλήψεις στους δικούς σου απόλυτους ορισμούς. Μή μας μιλάς γιά τήν αλήθεια ώς τέτοια, παρά δείξε μας πώς θά μεταφέρουμε τις ρήσεις μας, τις έκπορευόμενες άπό το κοινωνικό μας είναι, σέ μιά σφαίρα δπου θά ύπερβαθοΰν ή μερο-ληπτικότητα καί ή αποσπασματικότητα τοΰ ανθρώπινου νου, οπού η κοινωνική προέλευση και ή κυριαρχία τοΰ ασυνείδητου στή σκέψη θά οδηγήσουν σέ ελεγχόμενες παρατηρήσεις καί οχι στο χάος». Τήν άπολυτότητα της σκέψης δέν τήν επιτυγχάνουμε δταν, επικαλούμενοι κάποια γενική αρχή, βεβαιώνουμε πώς τήν κατέχουμε, ούτε πάλι δταν χρίουμε ώς αμερόληπτη καί αυθεντική μιά μερική, περιορισμένη οπτική γωνία (συνήθως τή δική του ό καθένας).

ι.Λ’ι

ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Επίσης δεν μας βοηθεΐ νά καταλήξουμε σέ λιγοστές προτάσεις, το περιεχόμενο των οποίων είναι τόσο τυπικό καί αφηρημένο (λ.χ. στο πεδίο τών μαθηματικών, της γεωμετρίας και της καθαρής οίκονομολογίας), ώστε μοιάζουν πραγματικά εντελώς αποκομμένες άπό το σκεπτόμενο κοινωνικό άτομο. Ή διαμάχη δεν άφορα τις προτάσεις αυτές, άλλα τον μεγαλύτερο πλοΰτο τών εμπράγματων προσδιορισμών με τη βοήθεια τών όποίο^ν ό άνθρωπος διαγιγνώσκει συγκεκριμένα την ατομική και κοινωνική του κατάσταση, αντιλαμβάνεται συγκεκριμένες αλληλουχίες στή ζωή και συλλαμβάνει σωστά συμβαίνοντα εξωτερικά ώς προς αυτόν. Ή διαμάχη άφορα τις προτάσεις εκείνες όπου κάθε έννοια προσανατολίζεται ευθύς έξ αρχής προς κάποιο νόημα και Οπου μεταχειριζόμαστε λέξεις όπως: σύγκρουση, κατάρρευση, αλλοτρίωση, εξέγερση, ζηλόφθονη εμπάθεια — λέξεις πού δεν απλοποιούν μιά περίπλοκη κατάσταση χάριν μιας καθαρά

Page 38: ΚΑΡΛ ΜΑΝΧΑΙΜ-  ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ

εξωτερικής, τυπικής περιγραφής και πού θά έχαναν το περιεχόμενο τους αν τους αφαιρούσαμε τόν προσανατολισμό τους, το αξιολογικό τους στοιχείο.

Άλλου δείξαμ,ε ήδη Οτι ή εξέλιξη τής νεότερης επιστήμης γέννησε μιά τεχνική τού σκέπτεσθαι 8ιά μέσου τής οποίας έξα-λείφθηκε κάθε κατανόηση νοήματος. Τήν τάση αυτή τής αποκλειστικής προσήλωσης σέ εξωτερικά αντιληπτές αντιδράσεις τήν προήγαγε ιδιαίτερα ή θεωρία τής συμπεριφοράς [Behaviourism, Behaviorism us], ή όποια δοκίμασε νά κατασκευάσει νοερά έναν κόσμο όπου θά υπάρχουν μόνο μετρήσιμα δεδομένα, μόνο συσχετισμοί ανάμεσα σέ σειρές παραγόντων, ώς προς τις όποιες Οά είναι δυνατόν -νά προβλεφθεί ό βαθμός πιθανότητας τών διαφόρων τρόπων συμπεριφοράς σέ ορισμένες καταστάσεις. Δέν είναι αδύνατο, ούτε μάλιστα απίθανο, νά πρέπει νά περάσει ή κοινωνιολογία τούτο το στάδιο, κατά τό όποιο τά περιεχόμενα της θά άπανθρωπισθοΰν μηχανιστικά και Οά τυπι-κευθουν, όπως έγινε και στην περίπτωση τής ψυχολογίας, έτσι ώστε άπό τήν άφοσίο>ση στο Ιδεώδες τής στοχαστικής ακρίβειας δεν Οά απομείνουν παρά στατιστικά στοιχεία, τεστ και ερωτηματολόγια και θά αποκλείεται στο τέλος κάθε σημαντική διατύπωση ενός προβλήματος. Τό μόνο πού μπορούμε νά πούμε έδώ είναι ότι αυτή ή αναγωγή τών πάντων σέ μιά περιγρα-

ΠΡΟΚΑΤΑΡΚ’ΠΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ «Ι

φή εν ειδει μέτρησης ή απογραφής αποτελεί μιά σοβαρή προσπάθεια νά προσδιορίσουμε καθετί άναμφίλογα έξακριβώσιμο καί επιπλέον νά στοχασθουμε ένδελεχώς τι απογίνεται ό πνευματικός και κοινωνικός μας κόσμος αν αναχθεί σέ αποκλειστικά εξωτερικά μετρήσιμες σχέσεις. Δέν υπάρχει πιά αμφιβολία ότι αέ την προσέγγιση τούτη δέν μπορούμε νά διεισδύσουμε πραγματικά στην κοινωνική πραγματικότητα. «Ας πάρουμε λ.χ. τό απλό φαινόμενο πού δηλώνει ή λέξη «κατάσταση». Τι άποαένει άπ1 αυτό καί εΐναι καθόλου κατανοητό, αν αναχθεί σέ εξωτερική διάταξη διαφόρων αλληλένδετων, μόνον Ομως έςω-τερικά ορατών σχημάτων συμπεριφοράς; Άπό τήν άλλη, είναι οανερό ότι μιά ανθρώπινη κατάσταση μπορούμε να την περιγράψουμε μόνο αν λάβουμε ύπ’ Οψη μας και πώς τήν αντιλαμβάνονται οι συμμέτοχοι, πώς βιώνουν τις εντάσεις τους μέσα σ! αυτήν καί πώς αντιδρούν στις έτσι βιωμένες εντάσεις. «Η πάλι, άς πάρουμε Ινα οποιοδήποτε περιβάλλον, λ.χ. εκείνο μέσα στο όποιο ζει μιά ορισμένη οικογένεια. Οι κρατούσες στους κόλπους τής οικογένειας αυτής κανονιστικές αρχές, οι όποιες γίνονται κατανοητές μόνο διά μέσου νοηματικής ερμηνείας, δέν αποτελούν κι αυτές μέρος τοΰ περιβάλλοντος, τουλάχιστον εξίσου όσο καί τά έπιπλα ή ή τοποθεσία; Καί ακόμη, αν διατηρηθούν αναλλοίωτα Ολα τά άλλα καί αλλάξουν μόνο οί κανονιστικές της άρνές, δέν θά πρέπει ή ίδια οικογένεια νά θεωρηθεί ώς ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον (λ.χ. Οσον άφορα τήν αγωγή τών παιδιών): «Αν θέλουμ.ε λοιπόν νά κατανοήσουμε ένα συγκεκριμένο φαινόμενο, όπως μιά κατάσταση ή τό κανονιστικό περιεχόμενο ενός περιβάλλοντος, δέν επαρκεί ή καθαρά μηχανιστική προσέγγιση, άλλα θά πρέπει νά έπεισαχθοΰν έννοιες πού θά μας επιτρέπουν νά κατανοούμε προσφυώς τά νοηματικά, μη μετρήσιμα στοιχεία.

Σφάλμα θά ήταν όμως νά υποθέσουμε ότι οι σχέσεις μεταξύ τών στοιχείων τούτων είναι λιγότερο σαφείς καί λιγότερο επακριβώς αντιληπτές άπό εκείνες μεταξύ καθαρά μετρήσιμων φαινομένων. Απεναντίας, ή αλληλουχία τών στοιχείων μιας ροής πράξεων επιδέχεται πολύ πιο βαθειά καί ενδόμυχη κατα-

Page 39: ΚΑΡΛ ΜΑΝΧΑΙΜ-  ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ

νόηση παρ’ δ,τι τά αυστηρά τυπικευμένα εξωτερικά στοιχεία. Ή προσέγγιση εκείνη τήν όποια, ακολουθώντας τόν Dilthey,

<>2ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗθά ήθελα να ονομάσω κατανοητική σύλληψη της αρχέγονης βιοτικής συνάφειας,8 αποκτά εδώ συνείδηση του έαυτοϋ της. Μέ τη βοήθεια της κατανοητικής μεθόδου κατανοείται άμεσα ή αμοιβαία λειτουργική διείσδυση ψυχικών βιωμάτων και κοινωνικών καταστάσεων. Έδώ συναντούμε ένα πεδίο του είναι δπου ή εμφάνιση ψυχικών αντιδράσεων έκ τών έσω γίνεται κατ’ ανάγκη εναργής και δεν κατανοείται απλώς σαν εξωτερική αιτιότητα μέ βάση τον βαθμό πιθανότητας της συχνότητας της. Σταχυολογώντας μερικές παρατηρήσεις, τις όποιες ή κοινωνιολογία τις οφείλει στην κατανοητική μέθοδο, ας εξετάσουμε τώρα τήν υφή της επιστημονικής της ενάργειας. ‘Αναφορικά μέ τήν ηθική τών πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων είπαν δτι θά πρέπει νά κατανοηθεί πρωτογενώς ως έκφανση της ζηλό-φθονης εμπάθειας καταπιεσμένων στρωμάτων άλλοι προσέθεσαν δτι ή ηθική αυτή ήταν εντελώς άπολιτική, καθότι ανταποκρινόταν στή νοοτροπία ενός στρώματος πού πραγματικά δέν είχε επιδιώξει τήν εξουσία μέχρι τότε («άπόδοτε τά του Καί-σαρος τω Καίσαρι»)· είπαν ακόμη δτι δέν πρόκειται για ήθικη μιας μεμονωμένης φυλής, παρά για παγκόσμια ηθική, άφοΰ βλάστησε στο έδαφος μιας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας δπου ήδη διαλυόταν ή δομή τών φυλών. Φανερό είναι πώς αυτές οι σχέσεις μεταξύ κοινωνικών καταστάσεων και ήθικοψυχικών τροπών συμπεριφοράς δέν επιδέχονται βέβαια μέτρηση, ωστόσο τίς συλλαμβάνουμε πολύ εντονότερα ως προς τον ουσιαστικό τους χαρακτήρα παρ’ δ,τι αν υπολογίζαμε συντελεστές συσχετισμού μεταξύ διαφόρων παραγόντων. Και εναργείς είναι οι σχέσεις αυτές επειδή, μέ την κατανοητική μέθοδο, προσπελάσαμε τις αρχέγονες αλληλουχίες τών βιωμάτων απ’ δπου έκ-πήγασαν οί οικείες κανονιστικές αρχές.

Έγινε φανερό πια δτι οί κεφαλαιώδεις προτάσεις της κοινωνιολογίας ούτε είναι μηχανιστικά εξωτερικές ή τυπικές, ούτε αναπαριστούν καθαρά ποσοτικές συσχετίσεις, παρά αποτελούν διαγνώσεις καταστάσεων στις όποιες χρησιμοποιούνται συγκεκριμένες έννοιες και υποδείγματα σκέψης σέ γενικές γραμμές

8. Έδώ χρησιμοποιώ τήν έκφραση τοϋ Dilthey δίχως νά εξετάζω κατά πόσο διαφέρει ή δική του χρήση τοϋ δρου άπό τή δική μου.

ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

63

ίδια μ’ εκείνα πού πλάσθηκαν στην πραγματική ζωή για πρακτικούς σκοπούς. Φανερό είναι ακόμη πώς κάθε κοινωνιολογική διάγνωση· σχετίζεται στενά μέ τίς αξιολογήσεις και τους ασυνείδητους προσανατολισμούς τοϋ παρατηρητή και πώς ή κριτική αύτοσαφήνηση τής κοινωνιολογίας είναι αδιάρρηκτα συνυφασμένη μέ την κριτική διασάφηση τοΰ προσανατολισμού μας στον καθημερινό κόσμο. «Αν Ινας παρατηρητής ενδιαφέρεται θεμελιακά γιά τίς κοινωνικές ρίζες τής μεταβαλλόμενης επί τών ήμερων του ηθικής, αν δέν συλλαμβάνει κατά βάθος τά κοινωνικά προβλήματα ώς εντάσεις μεταξύ κοινωνικών στρωμάτων, και άν δέν έχει επίσης ανακαλύψει πόσο γόνιμη

Page 40: ΚΑΡΛ ΜΑΝΧΑΙΜ-  ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ

μπορεί νά αποβεί ή ζηλόφθονη εμπάθεια ακόμη και γιά τή δική του εμπειρία, δέν θά καταφέρει ποτέ νά δει τή φάση τής χριστιανικής ηθικής πού σκιαγραφήσαμε παραπάνω, πόσο μάλλον νά την κατανοήσει. ‘Ακριβώς στον βαθμό δπου συμμετέχει αξιολογικά (ώς πολέμιος ή ώς σύμμαχος) στον αγώνα τών κατωτέρων στρωμάτων γιά άνοδο, ακριβώς στον βαθμό δπου αξιολογεί τήν ζηλόφθονη εμπάθεια θετικά ή αρνητικά, θά αντιληφθεί και τή δυναμική σημασία τών κοινωνικών εντάσεων ή τής ζη-λόφθονης εμπάθειας. «Κατώτερο στρώμα», «κοινωνική άνοδος», «εμπάθεια» —τούτες δέν είναι έννοιες τυπικές, άλλα προσανατολισμένες προς κάποιο νόημα. Άν θέλαμε νά τίς τυ-πικεύσουμε και αφαιρούσαμε τίς εντός τους περιεχόμενες αξιολογήσεις, θά γινόταν εντελώς ακατανόητο τό χαρακτηριστικό γιά τήν κατάσταση υπόδειγμα σκέψης, άφοΰ ακριβώς ή ζηλόφθονη εμπάθεια δημιούργησε τήν καλή, νέα και γόνιμη κανονιστική αρχή. Όσο προσεκτικότερα αναλύουμε τή λέξη «εμπάθεια», τόσο καθαρότερα φαίνεται δτι ό κατ’ επίφαση αξιολογικά ουδέτερος τούτος δρος, ενώ πάει νά περιγράψει μιά στάση, βρίθει άπό αξιολογήσεις. «Αν παραμερισθούν οί αξιολογήσεις αυτές, χάνει ή έννοια τή συγκεκριμένη ύφή της. ‘Επιπλέον, άν ο ερευνητής δέν ενδιαφέρεται νά ανασυγκροτήσει τό συναίσθημα τής ζηλόφθονης εμπάθειας, τότε ή ένταση πού διαπερνά τήν κατάσταση τοΰ πρώιμου χριστιανισμού, δπως τήν περιγράψαμε παραπάνω, θά τοΰ είναι εντελώς απρόσιτη. Ώστε ή βούληση ή προσανατολισμένη προς κάποιο νόημα είναι κι έδώ ή πη-Ύή τήζ κατανόησης τής κατάστασης.