ΣΤΟΥ ΚΕΜΑΛ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

33
'Στου Κεμάλ το σπίτι' του Γιώργου Ιωάννου Ανήκει στη συλλογή : Η μόνη κληρονομιά, 1974 Χαρακτηριστικά της συλλογής: - H αγάπη και η κατανόηση του ανθρώπου, των καημών και των βασάνων του - Ωριμότητα, αφηγηματική απλότητα, συγκίνηση συνάμα με χιούμορ - Σημαντικό χάρισμα: τα πιο ασήμαντα προσωπικά περιστατικά μετουσιώνονται σε τέχνη - Η πόλη -Θεσσαλονίκη- μετατρέπεται σε σκηνικό που πάνω του θα ακουμπήσουν τα γεγονότα και οι καταστάσεις τις οποίες ανακαλεί στη μνήμη του ο αφηγητής (Σαχίνης, 1979) Το θέμα Οι επισκέψεις μιας γυναίκας στο σπίτι του αφηγητή, κοντά στο σπίτι που γεννήθηκε ο Κεμάλ στη Θεσσαλονίκη. Το σπίτι, που τώρα κατοικείται από την προσφυγική οικογένεια του αφηγητή, ανήκε πριν την ανταλλαγή στην οικογένεια της γυναίκας αυτής. Επιμέρους θεματικοί άξονες 1

Upload: teogio5200

Post on 26-Oct-2015

420 views

Category:

Documents


1 download

TRANSCRIPT

Page 1: ΣΤΟΥ ΚΕΜΑΛ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

'Στου Κεμάλ το σπίτι' του Γιώργου Ιωάννου

Ανήκει στη συλλογή : Η μόνη κληρονομιά, 1974

Χαρακτηριστικά της συλλογής:

- H αγάπη και η κατανόηση του ανθρώπου, των καημών και των βασάνων του

- Ωριμότητα, αφηγηματική απλότητα, συγκίνηση συνάμα με χιούμορ

- Σημαντικό χάρισμα: τα πιο ασήμαντα προσωπικά περιστατικά μετουσιώνονται σε

τέχνη

- Η πόλη -Θεσσαλονίκη- μετατρέπεται σε σκηνικό που πάνω του θα ακουμπήσουν τα

γεγονότα και οι καταστάσεις τις οποίες ανακαλεί στη μνήμη του ο αφηγητής

(Σαχίνης, 1979)

Το θέμα

Οι επισκέψεις μιας γυναίκας στο σπίτι του αφηγητή, κοντά στο σπίτι που γεννήθηκε ο

Κεμάλ στη Θεσσαλονίκη. Το σπίτι, που τώρα κατοικείται από την προσφυγική

οικογένεια του αφηγητή, ανήκε πριν την ανταλλαγή στην οικογένεια της γυναίκας

αυτής.

Επιμέρους θεματικοί άξονες

- Η αγάπη και η νοσταλγία της γυναίκας για το σπίτι που γεννήθηκε και μεγάλωσε

- Οι δεσμοί της γυναίκας με τα σύμβολα του σπιτιού

- Τα αισθήματα της οικογένειας απέναντι στη γυναίκα

- Η προσφυγιά και από τις δυο πλευρές και οι ανθρώπινες σχέσεις

- Η πολυκατοικία στη θέση του παλιού αρχοντικού

- Η άποψη του συγγραφέα για την καταστροφή της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής και

τη νέα αρχιτεκτονική αισθητική

1

Page 2: ΣΤΟΥ ΚΕΜΑΛ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

Οι Ενοτητες Του Κειμενου

ΠΡΩΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: «Δεν ξαναφάνηκε….. κι ακόμη πιο πέρα» : Η καλυμμένη με

πέπλο μυστηρίου στάση μιας άγνωστης γυναίκας που επισκεπτόταν το σπίτι του

αφηγητή.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: «Την πρώτη φορά….. να το γκρεμίσει» :Οι διαδοχικές

επισκέψεις της γυναίκας.

ΤΡΙΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: «Δεν την ξανάδαμε…… δεν ματαείδα»: Οι σκέψεις του αφηγητή

για τον σύγχρονο πολιτισμό και η επιβεβαίωση της ταυτότητας της γυναίκας.

Ο τίτλος: Στου Κεμάλ το σπίτι

- Αποτελεί σημείο αναφοράς της αφήγησης

- Προσδιορίζεται ο χώρος της αφήγησης

- Λειτουργεί ως σύμβολο μιας εποχής και συνδέει την αφήγηση με συγκεκριμένα

ιστορικά γεγονότα

Ο τίτλος λειτουργεί, δηλαδή, ως σύμβολο μιας εποχής και συνδέει την αφήγηση με

συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα (επιλέγεται ίσως γι' αυτούς τους λόγους, αφού το

σπίτι της αφήγησης είναι άλλο).

Έμμεση αναφορά στον Τουρκικό πληθυσμό που κατοικούσε πριν την ανταλλαγή

στην Θεσσαλονίκη. Προετοιμάζεται ο αναγνώστης για την εμφάνιση - καταγωγή της

γυναίκας

(Να διευκρινισθεί: Ο τίτλος αναφέρεται στο σπίτι που γεννήθηκε ο Κεμάλ Ατατούρκ,

αλλά το σπίτι που επισκέπτεται η γυναίκα δεν πρόκειται για το σημερινό τουρκικό

προξενείο, αλλά για διπλανό σπίτι)

Α. Οι επισκέψεις της άγνωστης γυναίκας και οι συνήθειές της

Η γυναίκα:

- μαυροφορεμένη, κουρασμένη ψυχικά, ευγενική, οι τρόποι της προδίδουν αρχοντική

καταγωγή

- καθόταν στο κατώφλι, έπινε το νερό από το πηγάδι και έτρωγε τα μούρα που της

προσέφεραν με ιδιαίτερη ευχαρίστηση

- ευχόταν στα τούρκικα

- έριχνε κλεφτές ματιές προς το σπίτι του αφηγητή

- έκλεινε τα μάτια (νοσταλγικά) και ψιθύριζε ονόματα παράξενα

2

Page 3: ΣΤΟΥ ΚΕΜΑΛ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

Η άγνοια για την ταυτότητα της γυναίκας και ο λόγος των επισκέψεων δημιουργούν

ατμόσφαιρα αινιγματική

- έντονο το αίσθημα της φιλοξενίας

Το δέντρο (ντουτιά:συκομουριά) και οι καρποί του - Το νερό από το πηγάδι - Το

κατώφλι της αυλής

α. Μπορούν να χαρακτηριστούν ως στοιχεία πλοκής. Έχουν συναισθηματική αξία για

τη γυναίκα, τη συνδέουν με το παρελθόν της, αλλά ο αφηγητής και οι οικείοι του το

αγνοούν.

β. Συμβολίζουν την οικιστική -αρχιτεκτονική παράδοση, την ανθρώπινη, με τις αυλές

και τα δέντρα.

Β. Αναλυτική αναφορά στις επισκέψεις

Προσδιορίζονται χρονικά: από το 1936 έως λίγο μετά τον πόλεμο

Σε διάστημα οκτώ χρόνων περίπου επισκέφτηκε το σπίτι τέσσερις φορές:

Άνοιξη 1936: την εποχή που γίνονται τα μούρα, ζητώντας με ευγένεια να

της δώσουμε λίγο νερό απ' το πηγάδι της αυλής. […] μας ζήτησε [μούρα]

η ίδια λέγοντας πως ήθελε να φυτέψει το σπόρο τους στον μπαχτσέ της.

Έφαγε μερικά και τα υπόλοιπα τα έβαλε σ' ένα χαρτί και έφυγε

χαρούμενη.

1938 (δύο χρόνια μετά): Κάθισε και τα έφαγε ένα ένα [τα μούρα] στο

κατώφλι

1939 (λίγο πριν τον πόλεμο): της προσφέραμε νερό απ' τη βρύση.

Αρνήθηκε να πιει το νερό […] την είδαμε ταραγμένη […] βούρκωσε

«λίγο μετά τον πόλεμο» (1944;): Μια ιταλιάνικη μπόμπα είχε σαρώσει τη

ντουτιά κι είχε ρημάξει το καλοκαμωμένο ξυλόδετο σπίτι

- Από τη συμπεριφορά της σταδιακά αρχίζει να διαφαίνεται η ταυτότητά της και ο

λόγος των επισκέψεων.

- Άρνηση να πιεί από το νερό της βρύσης -βούρκωμα της γυναίκας. Το πηγάδι ήταν

κομμάτι από τη ζωή της. Συναισθηματική αξία για εκείνη (όπως και η μουριά).

- Αποκάλυψη της εθνικότητας: η αρχική συμπάθεια μετατρέπεται σε ταραχή και

αντιπάθεια λόγω της εθνικότητας (αρνητικές μνήμες του ξεριζωμού). Οι εθνικές

διαφορές επηρεάζουν τις ανθρώπινες σχέσεις.

3

Page 4: ΣΤΟΥ ΚΕΜΑΛ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

- Οι κοινές μνήμες της προσφυγιάς επαναφέρουν τα αρχικά συναισθήματα της

συμπάθειας

- Τα συναισθήματά της από τη θέα του έρημου και ρημαγμένου (εξαιτίας του

πολέμου) σπιτιού -τα θετικά συναισθήματα της οικογένειας του αφηγητή προς τη

γυναίκα

Γ. Η εξαφάνιση της γυναίκας - η καταστροφή του σπιτιού

- Σύνδεση με την αρχή της αφήγησης: η γυναίκα δεν ξαναφάνηκε (επιστροφή στο

παρόν)

- Γκρέμισμα του σπιτιού -χτίσιμο πολυκατοικίας που κι αυτή θα δώσει τη θέση της σε

άλλη

- Σχολιάζεται αρνητικά η σύγχρονη αρχιτεκτονική και η αισθητική των κτηρίων που

χτίζονται.

- Επιθυμία του αφηγητή να αποτρέψει την καινούργια κατασκευαστική προσπάθεια.

- Συνειρμικά επιστρέφει στο παρελθόν: αναφορά στο ψηφιδωτό που υπήρχε στα

θεμέλια της οικοδομής και στον ιδιοκτήτη του σπιτιού πριν την ανταλλαγή των

πληθυσμών.

- Αναφορά στο πλούσιο ιστορικό παρελθόν της πόλης και στην καταστροφή της

πολιτιστικής κληρονομιάς.

Η ταυτότητα της γυναίκας

- Μέσα από τα λόγια της γριάς «Στο σπίτι αυτό . δεν ματαείδα» - λιτότητα και

παραστατικότητα- αποκαλύπτεται έμμεσα η ταυτότητα της παράξενης γυναίκας, ο

σκοπός των επισκέψεών της και η αιτία που δεν ξαναφάνηκε.

- Η εικόνα του αποχωρισμού εκφράζει την ψυχική οδύνη και την εσωτερική τραγωδία

ενός ανθρώπου που αποκόπτεται από τις ρίζες του.

- Ο ψυχικός πόνος και η οδύνη που προκαλεί ο ξεριζωμός από τις πατρικές εστίες:

Στοιχείο βιωματικό, αφού και ο συγγραφέας κατάγεται από οικογένεια προσφύγων.

- Το σπίτι ήταν ο συνδετικός κρίκος με το παρελθόν της. Η καταστροφή του απέκοψε

τη γυναίκα από τις ρίζες της.

Η στάση του αφηγητή και της οικογένειάς του απέναντί της…

4

Page 5: ΣΤΟΥ ΚΕΜΑΛ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

Στην αρχή, ευγενική… Προσπαθούν με διάφορες εικασίες να ερμηνεύσουν

την παράξενη συμπεριφορά της, αλλά και τις σποραδικές εμφανίσεις της.

Θεωρούν ότι είναι …

«… καμιά τουρκομερίτισσα δικιά μας, απ' τις πάμπολλες εκείνες, που δεν

ήξεραν λέξη ελληνικά, μια και η ανταλλαγή των πληθυσμών είχε γίνει με

βάση τη θρησκεία και όχι τη γλώσσα».

Έπειτα, όταν αρνείται να πιει νερό από τη βρύση, την περιβάλλουν με

καχυποψία και αγανάκτηση:

«Η αποκάλυψη αυτή στη αρχή μάς τάραξε. Δε μας έφτανε που είχαμε δίπλα

μας του Κεμάλ το σπίτι, σα μια διαρκή υπενθύμιση της καταστροφής, θα

είχαμε τώρα και τους τούρκους να μπερδουκλώνονται πάλι στα πόδια μας;

Και τι ακριβώς ήθελε από μας αυτή η γυναίκα; Πάνω σ' αυτό δεν απαντήσαμε,

κοιταχτήκαμε όμως βαθιά υποψιασμένοι.»

Τα πρόσωπα - ο βιωματικός χαρακτήρας του κειμένου

- Η γυναίκα

- Ο αφηγητής

- Η οικογένεια του αφηγητή

- Σπιτονοικοκύρης -εργολάβοι

- Η γριά

Στοιχεία βιωματικότητας: η Θεσσαλονίκη, η συγκεκριμένη γειτονιά, η προσφυγιά, η

καταστροφή της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής.

Ο Χώρος

- η Θεσσαλονίκη - γενέθλια γη

- η γειτονιά γύρω από το σπίτι που γεννήθηκε ο Κεμάλ

- ο χώρος στον οποίο ο συγγραφέας έζησε για πολλά χρόνια

Ο χρόνος

Ο χρόνος προσδιορίζεται με σαφήνεια ή συνάγεται από τις αναφορές σε ιστορικά

γεγονότα. Αβίαστη σύνθεση παρόντος -παρελθόντος: ξεκινάει από το παρόν (δεν

ξαναφάνηκε..), περνάει στο παρελθόν (οι αναφορές στις επισκέψεις της γυναίκας -

από το 1936 έως λίγο μετά τον πόλεμο), ξανά στο παρόν (..θα παραφυλάγω.και ίσως

5

Page 6: ΣΤΟΥ ΚΕΜΑΛ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

εμποδίσω..) και τέλος πάλι στο παρελθόν- αναδρομική αφήγηση (στο σπίτι καθόταν

ένας μπέης..).

- Οι επισκέψεις της Τουρκάλας μας μεταφέρουν στο παρελθόν, καθώς ανακαλούν

στη μνήμη του αφηγητή την προσφυγιά του 1922 («Δεν μας έφτανε που είχαμε δίπλα

μας του Κεμάλ το σπίτι σαν μια διαρκή υπενθύμιση της καταστροφής, θα είχαμε

τώρα και τους Τούρκους να μπερδουκλώνονται πάλι στα πόδια μας;»).

Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στα χρόνια της αντιπαροχής και της οικιστικής

μεταμόρφωσης της Ελλάδας, γύρω στη δεκαετία του 60 και '70 («το σπίτι είχε

παραδοθεί.... Φρικαλέες») και στην ανέγερση των σύγχρονων πολυκατοικιών («Τώρα

ετοιμάζονται να τη γκρεμίσουν οι γελοίοι»).

Ιστορικό πλαίσιο

Το ιστορικό πλαίσιο που διαγράφεται πίσω από τα περιστατικά:

- ανταλλαγή πληθυσμών

- προσφυγιά

- β΄ παγκόσμιος πόλεμος

- μεταπολεμικός κόσμος

Αφηγηματικές τεχνικές

- η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη (εγώ, εμείς)

- τύπος αφηγητή: ομοδιηγητικός, με εσωτερική οπτική γωνία

/εσωτερική εστίαση

- αφήγηση με βάση το χρόνο

- επιβράδυνση

- προοικονομία

- επιτάχυνση

- αναδρομική αφήγηση

- σχόλια

- παρεκβάσεις

- αντιθέσεις

Όπως στα περισσότερα πεζογραφήματα του Ιωάννου, η αφήγηση είναι κατά κύριο

λόγο εσωτερική (μονοεστιακή/μονομερής), βιωματική, πρωτοπρόσωπη (εγώ, εμείς)

από ομοδιηγητικό αφηγητή, που συμμετέχει στα δρώμενα ως παρατηρητής. Παρόλο

που ο αφηγητής παραχωρεί το λόγο και σε άλλα πρόσωπα του κειμένου, με

6

Page 7: ΣΤΟΥ ΚΕΜΑΛ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

παρεμβολή ευθέος λόγου (η ευχαρίστηση της Τουρκάλας, τα λόγια της γιαγιάς, του

σπιτονοικοκύρη, της γριάς γειτόνισσας και εκείνου που αναφωνεί “η τουρκάλα”),

πρόκειται μόνο για περιστασιακές αναφορές που επιδιώκουν τη ζωντάνια και την

παραστατικότητα

Αφηγηματικοί τρόποι

- Μίμηση

- Περιγραφή

- Σχόλια

Να επισημανθεί ότι τα κείμενα του Γ. Ιωάννου δεν ακολουθούν πάντα τους κανόνες

ενός κλασικού διηγήματος. Στην τεχνική του διασπασμένου θέματος, τα γεγονότα

είναι ψηφίδες που συνθέτουν το αφήγημα, ενώ ταυτόχρονα παρεμβάλλονται σκέψεις

και συναισθήματα του συγγραφέα. Δεν υπάρχει δηλαδή η κλασική μορφή διηγήματος

με αρχή, μέση, τέλος. Κατά συνέπεια υπάρχουν ιδιαιτερότητες ως προς τους

εκφραστικούς τρόπους.

Εκφραστικά μέσα

εικόνες, σχήματα λόγου, η χρήση ρημάτων -επιθέτων:

Αποδίδεται:

- η συναισθηματική φόρτιση των προσώπων (γυναίκας -αφηγητή) / ο πόνος από τον

ξεριζωμό, η νοσταλγία,

- η οργή και ο θυμός του για την καταστροφή του σπιτιού και του ψηφιδωτού, η

απέχθειά του για τους υπεύθυνους αυτής της καταστροφής

Γλώσσα - ύφος

- απουσία μελοδραματισμού

- μικροπερίοδος λόγος

- ποιητική ελλειπτικότητα

- τα συναισθήματα των προσώπων ( γυναίκας - αφηγητή και των οικείων του)/ο

πόνος από τον ξεριζωμό, ο σπαραγμός,η νοσταλγία, η συγκίνηση, η συμπάθεια, κλπ

αποδίδονται συγκρατημένα.

- ειρωνική χρήση της γλώσσας

- ρεαλισμός στο τέλος, όταν εκφράζει την άποψή του για τους εργολάβους

7

Page 8: ΣΤΟΥ ΚΕΜΑΛ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

Η γλώσσα του πεζογραφήματος είναι καθημερινή, λιτή, με πεζολογικά στοιχεία. Η

συναισθηματική φόρτιση των προσώπων ( γυναίκας -αφηγητή)/ο πόνος από τον

ξεριζωμό, η νοσταλγία κλπ αποδίδεται συγκρατημένα: απουσία μελοδραματισμού,

ποιητική ελλειπτικότητα / ο ευθύς λόγος σε κάποια σημεία προσδίδει ζωντάνια,

παραστατικότητα και αμεσότητα, ενώ οι ρητορικές ερωτήσεις («δεν μας έφτανε που

είχαμε δίπλα μας του Κεμάλ το σπίτι....» , «ποιος ξέρει τι μεγαλεπίβολο σχέδιο...»)

και τα επίθετα (κουρασμένη, κατατσακισμένη, αρχοντική ομορφιά, επίμονη

νοσταλγία, σιχαμένος σπιτινοικοκύρης, φρικαλέες πολυκατοικίες κ.λ.π.) αποδίδουν

με ευστοχία τα συναισθήματα του αφηγητή/ρεαλισμός και ειρωνεία σε κάποια σημεία

«ποιος ξέρει τι μεγαλεπίβολο σχέδιο...»)

ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ ΑΣ ΣΤΑΘΟΥΜΕ ΣΤΑ ΕΞΗΣ ΣΗΜΕΙΑ:

1. Κεντρικό σημείο του κειμένου αποτελούν οι τέσσερις επισκέψεις της Τουρκάλας:

Κατά την πρώτη της επίσκεψη, το 1936 περίπου, η Τουρκάλα ζητά να της δώσουν

μούρα για να μπορέσει να φυτέψει στον κήπο της. Με τον τρόπο αυτό θα κατορθώσει

να μεταφέρει στη νέα της πατρίδα κάτι από την γενέτειρά της και αυτό την χαροποιεί

ιδιαίτερα.

2. Ο Ιωάννου γεννήθηκε το 1927 οπότε όταν η Τουρκάλα τους επισκέφτηκε για

πρώτη φορά ήταν εννιά χρονών.

3. Στη δεύτερη επίσκεψή της η Τουρκάλα αρκείται απλώς στο να φάει μερικά μούρα

και να περάσει λίγη ώρα στο κατώφλι του σπιτιού, γεγονός που σημαίνει ότι ο

σπόρος από τα μούρα που είχε πάρει την πρώτη φορά είχε πιάσει. Στο τέλος της

δεύτερης επίσκεψης η οικογένεια του Ιωάννου αντιλαμβάνεται την ταυτότητα της

Τουρκάλας, αλλά αυτό ο αφηγητής θα μας το δώσει λίγο αργότερα με μια αναδρομή.

4. Η τρίτη επίσκεψη σημαδεύεται από μια δυσάρεστη έκπληξη για την Τουρκάλα,

καθώς το πηγάδι από το οποίο είχε μάθει να πίνει νερό από μικρή, είχε πλέον

καταστραφεί από τον σπιτονοικοκύρη. Η είδηση ότι το πηγάδι δεν υπήρχε πια

προκαλεί έντονο πόνο στη γυναίκα η οποία βιώνει την καταστροφή του πηγαδιού ως

πολύ προσωπική απώλεια. Το πηγάδι αυτό, μαζί με τη μουριά, αποτελούσαν

σημαντικούς δεσμούς με τα παιδικά της χρόνια και με τον αγαπημένο αυτό χώρο

όπου είχε γεννηθεί και μεγαλώσει.

5. Παράλληλα στην τρίτη αυτή επίσκεψη γίνεται και η αποκάλυψη ότι η οικογένεια

του Ιωάννου έχει ήδη από την προηγούμενη επίσκεψή της καταλάβει ότι η γυναίκα

αυτή είναι Τουρκάλα. Η αρχική τους αντίδραση όταν την είχαν δει να ακολουθεί την

8

Page 9: ΣΤΟΥ ΚΕΜΑΛ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

ομάδα των Τούρκων προσκυνητών ήταν αρνητική, καθώς θεωρούσαν ενοχλητική την

παρουσία των Τούρκων στη ζωή τους. Είχαν ήδη το σπίτι του Κεμάλ να τους θυμίζει

την καταστροφή, την προσφυγιά και τα βάσανα που είχαν περάσει, και θεωρούσαν

ότι η συναναστροφή με μια Τουρκάλα ερχόταν απλώς ως μια επιπλέον επίπονη

υπενθύμιση.

6. Στη συνέχεια όμως συνειδητοποίησαν ότι ο λόγος των επισκέψεων αυτής της

γυναίκας ήταν η αγάπη για την πατρίδα της, για τη γενέτειρά της, κι αυτό τους έκανε

να την συμπαθήσουν και να σεβαστούν τον καημό της, καθώς και οι ίδιοι γνώριζαν τι

σημαίνει προσφυγιά και πόσο πόνο κρύβει η νοσταλγία του κάθε ανθρώπου για την

πατρίδα του. Η Τουρκάλα προφανώς είχε γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη και είχε

αναγκαστεί να φύγει λόγω της ανταλλαγής πληθυσμών που είχε επιβληθεί στους δύο

λαούς, αλλά δεν είχε πάψει ποτέ να νοσταλγεί την πόλη στην οποία μεγάλωσε.

7. Η τέταρτη επίσκεψη της Τουρκάλας έγινε λίγο μετά το τέλος του πολέμου

(Οκτώβριος 1944). Μια βόμβα των Ιταλών είχε ρίξει τη μουριά και είχε προκαλέσει

μεγάλες ζημιές στο σπίτι. Η εικόνα αυτή προκάλεσε κατάπληξη στην Τουρκάλα, η

οποία είχε μείνει ακίνητη να κοιτάζει ό,τι είχε απομείνει από τα ευτυχισμένα χρόνια

της παιδικής της ηλικίας. Η απώλεια για την Τουρκάλα είναι φυσικά πολύ μεγάλη,

αλλά ο αφηγητής μας την κοιτάζει από απόσταση πλέον καθώς δεν κατοικεί πια σ’

αυτό το σπίτι.

8. Ο αφηγητής δεν γνωρίζει αν η Τουρκάλα ήρθε ξανά να δει το σπίτι όπου είχε

μεγαλώσει. Έχει σημασία ότι η αφήγηση του κειμένου είναι μονοεστιακή και ότι ο

αφηγητής δεν είναι παντογνώστης, γεγονός που σημαίνει ότι μας αναφέρει μόνο όσα

ο ίδιος έζησε ή είδε.

9. Μια πιθανή επιστροφή της Τουρκάλας θα της αποκάλυπτε την πλήρη καταστροφή

του σπιτιού της και την αντικατάστασή του από μια «φρικαλέα» πολυκατοικία.

10.Στο σημείο αυτό ο Ιωάννου εισάγει μια νέα θεματική στο κείμενό του. Ενώ μέχρι

τώρα μας μιλούσε για τον κοινό πόνο της προσφυγιάς που ενώνει τους Έλληνες και

τους Τούρκους, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις πατρίδες του μετά τον

πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τώρα περνά στην αλλαγή που επέρχεται στην αγαπημένη

του πόλη, τη Θεσσαλονίκη.

11.Ο Ιωάννου στα πεζογραφήματά του έχει την τάση να εισάγει νέες θεματικές

οδηγημένος από τους συνειρμούς της σκέψης του. Εδώ, η αναφορά στην

πολυκατοικία που έχτισαν στη θέση του παλιού σπιτιού, ανακινεί στον Ιωάννου την

αγανάκτηση που αισθάνεται κάθε φορά που βλέπει να χτίζονται νέα μεγάλα και

9

Page 10: ΣΤΟΥ ΚΕΜΑΛ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

ακαλαίσθητα οικοδομήματα που αλλοιώνουν την εικόνα της αγαπημένης του πόλης.

Χαρακτηρίζει την πολυκατοικία φρικαλέα και αγανακτεί ακόμη περισσότερο στη

σκέψη ότι οι εργολάβοι θέλουν τώρα να γκρεμίσουν την πολυκατοικία και να χτίσουν

ένα κτίριο ίσως πιο μεγάλο αλλά σίγουρα ακόμη πιο άσχημο ή όπως το αποκαλεί ο

συγγραφέας, εξάμβλωμα.

12.Η αναφορά στα σχέδια του γκρεμίσματος της πολυκατοικίας, θυμίζει στον

Ιωάννου την αποκάλυψη του ψηφιδωτού όταν είχε γκρεμιστεί το σπίτι που ζούσε με

την οικογένειά του αλλά και τα σχόλια των γειτόνων.

13.Ένα από αυτά τα σχόλια μας επαναφέρει στην ηρωίδα του διηγήματος και μας

αποκαλύπτει ότι ήταν η κόρη ενός Τούρκου μπέη που έμενε εκεί. Ο πόνος της

Τουρκάλας όταν επρόκειτο να εγκαταλείψει η οικογένειά της την πόλη, έρχεται και

ωτίζει τα συναισθήματα της ηρωίδας, που με επιμονή συνέχισε για χρόνια να

επανέρχεται στο πατρικό της σπίτι.

Ο τίτλος του κειμένου μας παραπέμπει στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, όπου

βρίσκεται ακόμη και σήμερα το σπίτι που γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Κεμάλ

Ατατούρκ. Η αναφορά στο σπίτι του Κεμάλ μας περνά έμμεσα το μήνυμα της

τουρκικής παρουσίας στο κείμενο αυτό.

Το πεζογράφημα ξεκινά: «Δεν ξαναφάνηκε η μαυροφορεμένη εκείνη

γυναίκα...», ορίζοντας ως χρονικό σημείο εκκίνησης την εποχή μετά το

δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και συνεχίζει με μια διακριτική αναδρομή στο

παρελθόν για να μας παρουσιάσει τα στοιχεία που συνιστούν την ιδιαίτερη

ύπαρξη του κεντρικού προσώπου του κειμένου, της Τουρκάλας

Η ηρωίδα είναι μαυροφορεμένη, γεγονός που υποδηλώνει το πένθος της, αλλά

παραμένει όμορφη και αρχοντική. Οι τρόποι της δείχνουν ότι έχει καλή

ανατροφή κι αυτή η πληροφορία θα λάβει το πλήρες νόημά της όταν στο

κλείσιμο του διηγήματος μια γριά γειτόνισσα θα μιλήσει για την κόρη ενός

Τούρκου μπέη.

Η Τουρκάλα ευχαριστεί την οικογένεια του Ιωάννου για το καλό που της

κάνουν, προσφέροντάς της νερό, κι αυτό τους προβληματίζει, καθώς ακόμη

δεν γνωρίζουν ότι η γυναίκα αυτή είχε μεγαλώσει στο σπίτι που τώρα

κατοικούν εκείνοι.

Η άγνοια που δηλώνει ο Ιωάννου για το καλό που υπονοεί η Τουρκάλα,

καθώς για την εκεί παρουσία της, ενισχύει έντεχνα το ενδιαφέρον του

10

Page 11: ΣΤΟΥ ΚΕΜΑΛ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

αναγνώστη για την ταυτότητα της άγνωστης γυναίκας που ανά διαστήματα

επισκέπτεται το πατρικό σπίτι του συγγραφέα.

Η επίσκεψη της μαυροφορεμένης γυναίκας στο σπίτι του Ιωάννου

περιλαμβάνει στοιχεία μιας ιεροτελεστίας με σταθερές κάθε φορά πράξεις. Η

Τουρκάλα πίνει νερό, τρώει μούρα και περνά αρκετή ώρα κοιτάζοντας το

σπίτι, ανακαλώντας τα ονόματα της οικογένειάς της και θυμούμενη όσα έζησε

στο παρελθόν στο σπίτι της.

Η αναφορά στη μουριά λειτουργεί ως συνεκτικός δεσμός ανάμεσα στην εποχή

που η Τουρκάλα ζούσε σ’ εκείνο το σπίτι και στα χρόνια που ακολούθησαν.

Παρά τις σημαντικές αλλαγές που σημάδεψαν τις ζωές των ανθρώπων της

περιοχής η μουριά παρέμεινε αναλλοίωτη, προσφέροντας διαχρονικά τους

γευστικούς καρπούς της.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΕΕ ΚΑΙ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ

Προσδιορίστε το είδος της αφήγησης στο πεζογράφημα. Πώς ερμηνεύετε αυτή την

επιλογή του συγγραφέα;

Όπως συμβαίνει πάντα στα πεζογραφήματα του Ιωάννου, η αφήγηση είναι κατά κύριο λόγο πρωτοπρόσωπη (εγώ, εμείς) αυτοδιηγητική, μονομερής και μονοεστιακή (η εξιστόρηση γίνεται από την πλευρά του αφηγητή, ο οποίος βρίσκεται στην ιστορία και αποτελεί πρόσωπο του έργου). Παρόλο που ο αφηγητής δίνει το λόγο σε άλλα πρόσωπα πέντε φορές μέσα στο κείμενο με παρεμβολή ευθέος λόγου (η ευχαρίστηση της Τουρκάλας, τα λόγια της γιαγιάς, του σπιτονοικοκύρη, της γριας γειτόνισσας και εκείνου που αναφωνεί “η τουρκάλα”), δεν πρόκειται παρά για περιστασιακές αναφορές που δε διεκδικούν το ρόλο του αφηγητή, αλλά επιδιώκουν καθαρά αισθητικό αποτέλεσμα : ενάργεια, ζωντάνια, παραστατικότητα.Η συγκεκριμένη επιλογή υπαγορεύεται από το βιωματικό χαρακτήρα του πεζογραφήματος, που εκθέτει εμπειρίες, μνήμες, σκέψεις, συναισθήματα και πράξεις του αφηγητή. Η επανειλημμένη εμφάνιση ενός προσώπου (της Τουρκάλας), του οποίου όμως ο χαρακτήρας δεν παρουσιάζεται ολοκληρωμένος, δεν είναι παρά η αφορμή για την εξιστόρηση του παρελθόντος και το σχολιασμό του παρόντος από τον αφηγητή, και δε μετατοπίζει το κέντρο βάρους της αφήγησης από τον (ομοδιηγητικό) αφηγητή σε κάποιο άλλο πρόσωπο. Λειτουργεί δηλαδή ως σημείο αναφοράς για τα χρονολογικά άλματα (πίσω – μπρος) του συγγραφέα από τη μικρασιατική καταστροφή μέχρι τις μέρες μας.

Ποιος είναι ο τόπος των γεγονότων του αφηγήματος;

Πρόκειται και πάλι για τη Θεσσαλονίκη - που παίζει πρωταρχικό ρόλο στην πεζογραφία του Ιωάννου ως την πόλη που δέχτηκε μεγάλο κύμα προσφύγων - και συγκεκριμένα για τη γειτονιά γύρω από το σπίτι του Κεμάλ. Το όνομα της πόλης δεν αναφέρεται ρητά, το υποψιαζόμαστε όμως από την αναφορά στο σπίτι του Κεμάλ (4

11

Page 12: ΣΤΟΥ ΚΕΜΑΛ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

φορές - κειμενικό στοιχείο) που ως γνωστό, γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη (εξωκειμενικό στοιχείο). Η ιστορία εκτυλίσσεται στο σπίτι του αφηγητή, μια μονοκατοικία με κήπο και μια φημισμένη μουριά, η οποία γκρεμίστηκε και έγινε μια άσχημη πολυκατοικία, που και αυτή με τη σειρά της κατεδαφίστηκε. Η αφήγηση τελειώνει πριν ολοκληρωθούν οι εργασίες και δε μαθαίνουμε τι χτίστηκε στη θέση της. Ο αφηγητής όμως φοβάται και είναι προετοιμασμένος για το χειρότερο.

Προσδιορίζεται με σαφήνεια ο χρόνος των γεγονότων στο διήγημα;

Μπορείτε να εντοπίσετε ιστορικά στοιχεία σε αυτό;

Οι χρονικοί προσδιορισμοί στο πεζογράφημα είναι σαφείς, παρά την προσφιλή τακτική του συγγραφέα για τη διαπλοκή παρελθόντος – παρόντος (ακόμη και του μέλλοντος: “θα παραφυλάγω...ίσως μπορέσω να εμποδίσω...εξαμβλώματος”).Το περιστατικό γύρω από το οποίο στήνεται το διήγημα, η εμφάνιση δηλαδή της Τουρκάλας, συμβαίνει την εποχή που γίνονται τα μούρα (άνοιξη) και για πρώτη φορά το 1936. Η δεύτερη φορά είναι το 1938 (“δύο χρόνια μετά την πρώτη”) και η τρίτη λίγο πριν τον πόλεμο (1939-1940). Για τελευταία φορά η γυναίκα εμφανίζεται λίγο μετά τον πόλεμο (1944).Οι επισκέψεις της Τουρκάλας μας μεταφέρουν σε έναν προγενέστερο χρόνο (ανάληψη, flashback), καθώς ανακαλούν στη μνήμη του αφηγητή την προσφυγιά του 1922 (“Δεν μας έφτανε που είχαμε δίπλα μας του Κεμάλ το σπίτι σαν μια διαρκή υπενθύμιση της καταστροφής, θα είχαμε τώρα και τους Τούρκους να μπερδουκλώνονται πάλι στα πόδια μας;”).Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στα χρόνια της αντιπαροχής και της μετά μανίας ανοικοδόμησης στην Ελλάδα, γύρω στη δεκαετία του '70 ('το σπίτι είχε παραδοθεί.... φρικαλέες'). Τέλος, το αφηγηματικό παρόν μας φέρνει στις δεκαετίες του '80 και '90, όταν στο πλαίσιο του εξωραισμού των πόλεων, αρχίζουν να γκρεμίζονται οι άσχημες πολυκατοικίες και να ανεγείρονται νέα μοντέρνα κτίρια (“Τώρα ετοιμάζονται να τη γκρεμίσουν οι γελοίοι”).Τα ιστορικά στοιχεία του διηγήματος είναι ευδιάκριτα. Πρώτα πρώτα έχουμε τη μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή πληθυσμών. Αναφέρεται, ακόμη, ο τρόπος με τον οποίο έγινε η ανταλλαγή - με κριτήριο τη θρησκεία και όχι τη γλώσσα-, κι ο πόνος που προκάλεσε σε όλους τους ξεριζωμένους κι από τις δυο πλευρές. Οι ιταλικοί βομβαρδισμοί παραπέμπουν στον πόλεμο του '40 , ενώ την ίδια δεκαετία έχουμε τη σύνδεση των περισσότερων νοικοκυριών με το σύστημα ύδρευσης των πόλεων και την εγκατάλειψη των αρτεσιανών πηγαδιών (“Τώρα που σας έφερα το νερό στις κουζίνες σας, δε σας χρειάζεται το πηγάδι”). Οι “συμμορίες εργολάβων” μας μεταφέρουν στην περίοδο της αντιπαροχής τη δεκαετία του '70 που μεταμόρφωνε αισθητικά την Ελλάδα καταπατώντας ακόμη και αρχαιολογικά ευρήματα. Υπαινιγμός γίνεται, όπως είπαμε, και στη σύγχρονη τάση καλλωπισμού των πόλεων που ο αφηγητής αντιμετωπίζει με πολύ σκεπτικισμό και απαισιοδοξία (“να καθυστερήσω το χτίσιμο του νέου εξαμβλώματος”).

Ποια είναι η γλώσσα του διηγήματος;

Η γλώσσα του πεζογραφήματος είναι καθημερινή, λιτή, φυσική, εκφραστική και ανεπιτήδευτη με πεζολογικά στοιχεία. Η παρεμβολή ευθέος λόγου σε κάποια σημεία προσδίδει ζωντάνια, ακρίβεια, ενάργεια και αμεσότητα, ενώ οι ρητορικές ερωτήσεις

12

Page 13: ΣΤΟΥ ΚΕΜΑΛ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

(“δεν μας έφτανε που είχαμε δίπλα μας του Κεμάλ το σπίτι....” , “ποιος ξέρει τι μεγαλεπίβολο σχέδιο...”) και τα επίθετα (κουρασμένη, κατατσακισμένη, αρχοντική ομορφιά, επίμονη νοσταλγία, σιχαμένος σπιτινοικοκύρης, φρικαλέες πολυκατοικίες κ.λ.π.) αποδίδουν με ευστοχία τη συγκινησιακή ατμόσφαιρα του κειμένου και τα συναισθήματα του αφηγητή.

Πώς παρουσιάζεται η Τουρκάλα στο κείμενο και πώς την αντιμετωπίζει η οικογένεια

του συγγραφέα ;

Γενικά, η εικόνα της Τουρκάλας είναι θολή με μια αχλύ μυστηρίου που διατηρείται μέχρι το τέλος (“Δεν την ξανάδαμε από τότε. Ήρθε – δεν ήρθε, άγνωστο”). Η οικογένεια του αφηγητή της φέρεται με ευγένεια και κάνει υποθέσεις για να ερμηνεύσει τη συμπεριφορά της, τις αραιές αλλά περιοδικές εμφανίσεις της, την καταγωγή και προέλευσή της, τους σκοπούς και τα συναισθήματά της, δεν έχει όμως βέβαιες απαντήσεις. Η γυναίκα μοιάζει κουρασμένη και αποπνέει μια αρχοντιά. Στέκεται ώρες θλιμμένη και βουβή μπροστά στο σπίτι του αφηγητή, λοξοκοιτώντας το σπίτι του Κεμάλ ή μισοκλείνοντας τα μάτια χαμένη στις σκέψεις της. Τα μούρα φαίνεται να έχουν ιδιαίτερη σημασία γι' αυτή. Από τη συνέχεια του διηγήματος καταλαβαίνουμε πως της θυμίζουν κάτι, όπως άλλωστε και το σπίτι του Κεμάλ και το νερό από το πηγάδι. Γι' αυτό και αρνείται το νερό της βρύσης και βουρκώνει όταν μαθαίνει ότι το πηγάδι μαγαρίστηκε. Η καχυποψία, η ψυχρότητα και η αγανάκτηση που ένιωσε η οικογένεια κάποια στιγμή, όταν την πήρε για τουρκομερίτισσα, διασκεδάζονται σιγά σιγά για να δώσουν τη θέση τους σε συναισθήματα συμπάθειας, συμπόνοιας και κατανόησης, που γεννιούνται από τα κοινά βιώματα του εκπατρισμού και της προσφυγιάς. Στη συνέχεια από τη συντροφιά της με άλλους Τούρκους δίπλα, στο σπίτι του Κεμάλ η οικογένεια συμπεραίνει ότι έρχεται να κάνει προσκύνημα στο σπίτι του τούρκου πολιτικού άντρα. Μόνο στο τέλος, από τα λόγια μιας γριας την ώρα που κοιτάζει τα θεμέλια του κατεδαφισμένου σπιτιού καταλαβαίνουμε τι ήταν εκείνο που έκανε την Τουρκάλα να έρχεται στο κατώφλι του αφηγητή και να κάθεται με νοσταλγικό και πικραμένο ύφος: το σπίτι ήταν κάποτε της αρχοντικής οικογένειάς της και η ίδια ήταν προφανώς η κόρη του μπέη που σπάραζε όταν έφευγε. Οι πληγές απο το βίαιο ξεριζωμό φαίνεται να μην επουλώθηκαν ποτέ.

Σε ποια σημεία ο ποιητής είναι κριτικός και στιγματίζει τη σύγχρονή του εποχή;

Σε όλο το πεζογράφημα ο αφηγητής “βουτά” στη μνήμη του και ανασύρει εικόνες και σκηνές από το παρελθόν. Δε χάνει όμως το παρόν από μπροστά του. Συγκρίνει τους συγχρόνους του με τις προηγούμενες γενιές και τους βρίσκει ηθικά κατώτερους. Η κοινωνία και οι άνθρωποι άλλαξαν, δεν ενδιαφέρονται για το συνάνθρωπο. Ήδη οι άνθρωποι της Θεσσαλονίκης του '40 είναι πιο σκληροί κι αδιάφοροι από τους Έλληνες στα χρόνια της προσφυγιάς (“Ο σιχαμένος σπιτοκοικοκύρης μας είχε διοχετεύσει το βόθρο του σπιτιού στο βαθύ πηγάδι”). Προχωρώντας στο χρόνο, το κέρδος και τα χρήματα ανάγονται σε αξίες, το προσωπικό συμφέρον κυριαρχεί, “συμμορίες πονηρών εργολάβων” γκρεμίζουν σπίτια που είναι φορτωμένα με μνήμες και ιστορία, για να σηκώσουν πανάσχημες, φτηνές πολυκατοικίες. Ο ατομικισμός και ο ηθικός εκφυλισμός οδηγεί μέχρι τη βεβήλωση αρχαιολογικών μνημείων: “Δασκαλεμένοι εργάτες” μπαζώνουν τα ψηφιδωτά ή άλλα ευρήματα στα θεμέλια των σπιτιών, για να μην εμποδιστεί ή καθυστερήσει η ανέγερση της πολυκατοικίας και ζημιώσουν οικονομικά οι εμπλεκόμενοι της αντιπαροχής.

13

Page 14: ΣΤΟΥ ΚΕΜΑΛ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

Η αποδοκιμασία και η οργή του αφηγητή δηλώνοναι ρητά και αποτυπώνονται φραστικά με τα κατάλληλα επίθετα ή άλλες λέξεις με αρνητική σημασία: σιχαμένος σπιτονοικοκύρης, πονηρό μυαλό, συμμορίες εργολάβων, γελοίοι, δασκαλεμένοι εργάτες, νέο εξάμβλωμα.Η αγανάκτηση του αφηγητή δηλώνεται και με την απόφασή του να περάσει στην πράξη την επόμενη φορά : “Αν γίνει αυτό, θα παραφυλάγω νύχτα μέρα...”.

Στο πεζογράφημα αυτό ο πόνος του ξεριζωμού και η νοσταλγία για τις χαμένες

πατρίδες παρουσιάζονται ως βιώματα και από τις δύο πλευρές, Τούρκους και

Έλληνες. Τι χαρακτήρα δίνει στο κείμενο αυτή η προσέγγιση και ποιο είναι το

μήνυμα που μεταδίδει το διήγημα;

Τα βάσανα της προσφυγιάς, το δράμα του βίαιου ξεριζωμού και της ανταλλαγής πληθυσμών δεν τα έζησαν μόνο οι Έλληνες. Με ανάλογο τρόπο, Τούρκοι της Θράκης μεταφέρθηκαν στην Τουρκία, αλλά και κάποιοι τούρκοι χριστιανοί εκδιώχτηκαν από την πατρίδα τους, αφού η ανταλλαγή έγινε με κριτήριο τη θρησκεία (και όχι τη γλώσσα, όπως αναφέρεται και στο διιήγημα). Ο καημός για τη χαμένη γη, η νοσταλγία και η λαχτάρα για ό,τι θυμίζει την πατρίδα, τους ομόφυλους και τη ράτσα του καθενός είναι συναισθήματα κοινά, πανανθρώπινα, ανεξάρτητα από εθνικότητα, και σεβαστά από όλους. Ο αφηγητής και η οικογένειά του συμπάσχουν με την Τουρκάλα και τη συμπονούν, όταν υποψιάζονται πως και η ίδια είναι θύμα ξεριζωμού και θρηνεί όσα έχασε. Η κοινή μοίρα συναδελφώνει τους παθόντες. Το μήνυμα που μεταφέρει το διήγημα είναι η ανάγκη της συντροφικότητας και της ανθρωπιάς, της γλύκας και της αλληλοστήριξης μπροστά στον ανθρώπινο πόνο. Ο κοσμοπολιτισμός επεκτείνεται στον κόσμο των συναισθημάτων. Το κείμενο δείχνει την ανάγκη για υπέρβαση εθνικιστικών προσεγγίσεων, όταν αναφερόμαστε στα πάθη των λαών και προτείνει τη μεγαθυμία και τη σύνεση ως στάση ζωής.

Πώς ερμηνεύετε τη στάση της γυναίκας στο αφήγημα; Με ποιο τρόπο επηρέασαν οι

ιστορικές συνθήκες την εξέλιξη της προσωπικής ζωής της γυναίκας;

Η ηρωίδα του διηγήματος είναι κυριευμένη από συναισθήματα νοσταλγίας και πόνου για τη ζωή που έχασε, όταν η οικογένειά της αναγκάστηκε, στα πλαίσια της ανταλλαγής πληθυσμών, να εγκαταλείψει τη Θεσσαλονίκη. Εγκλωβισμένη από την εθνική της ταυτότητα αναγκάζεται να εγκαταλείψει την πόλη που αναγνωρίζει ως πατρίδα της για να πάει σε μια πατρίδα που μοιάζει με ξενιτιά ή εξορία και δεν κατορθώνει ποτέ να ξεχάσει όλες τις ευτυχισμένες στιγμές που έζησε στη Θεσσαλονίκη στα παιδικά της χρόνια, γι’ αυτό και επιστρέφει ξανά και ξανά στην πόλη που γεννήθηκε και στο σπίτι που μεγάλωσε.Η νοσταλγία που αισθάνεται η γυναίκα αυτή ίσως επιτάθηκε από τις απώλειες αγαπημένων της προσώπων κι αυτό την έκανε να θέλει ακόμη περισσότερο να έρθει σε επαφή με το παρελθόν της, με το πατρικό της σπίτι και όλες εκείνες τις αναμνήσεις των χρόνων που η ζωή της ήταν πραγματικά ευτυχισμένη. Είναι, άλλωστε, λογικό για κάθε άνθρωπο να θέλει να διατηρεί μια συνεχή επαφή με τον τόπο που γεννήθηκε, με τα μέρη στα οποία μεγάλωσε και έζησε πολλές και σημαντικές εμπειρίες για τη διαμόρφωσή του.Η Τουρκάλα ζει πλέον στα πλαίσια του τουρκικού κράτους, αλλά η ίδια αισθάνεται πως είναι στην πραγματικότητα εξορισμένη από την πατρίδα της, από την πόλη της κι

14

Page 15: ΣΤΟΥ ΚΕΜΑΛ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

αυτό την ωθεί σε μια συνεχή διάθεση επιστροφής στα μέρη που η ίδια αντιλαμβάνεται ως πατρογονικά. Παρά τη συμφωνία μεταξύ των δύο κρατών για την ανταλλαγή των πληθυσμών και το μοίρασμα των εδαφών, οι άνθρωποι που αναγκάστηκαν να εκπατριστούν δεν μπορούσαν έτσι απλά με μία συμφωνία να ξεχάσουν το παρελθόν τους, να ξεχάσουν τον τόπο που γεννήθηκαν και να ξεκινήσουν από την αρχή σ’ ένα καινούριο τόπο, χωρίς να αισθάνονται πόνο για την πατρίδα που μόλις εγκατέλειψαν.Η γυναίκα αυτή αποτελεί ένα από τα εκατομμύρια πρόσωπα που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα πατρογονικά τους εδάφη, και το γεγονός ότι δεν είναι μια Ελληνίδα, αλλά μια Τουρκάλα, έρχεται απλώς να επισημάνει το αυτονόητο. Ο πόνος της προσφυγιάς είναι ίδιος για όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους. Μπορεί σε ιστορικό επίπεδο η ανταλλαγή των πληθυσμών να έφερε μια ισορροπία στην εθνολογική σύσταση των περιοχών που επιδικάστηκαν σε κάθε κράτος, αλλά σε προσωπικό επίπεδο αποτέλεσε μια τραυματική εμπειρία για όλους αυτούς τους ανθρώπους, οι οποίοι μέχρι το τέλος της ζωής τους δεν έπαψαν να θυμούνται με πόνο την πατρίδα που άφησαν πίσω.Στο διήγημα «Η μόνη κληρονομιά», μάλιστα, ο Ιωάννου μας περιγράφει πως η γιαγιά του, που είχε έρθει ως πρόσφυγας στη Θεσσαλονίκη από την Ανατολική Θράκη, ξεκίνησε κάποια στιγμή με τα πόδια και γύρισε στο σπίτι της στη Θράκη, γιατί δεν μπορούσε να ζήσει μακριά από την πατρίδα της. Το ίδιο ισχυρό αίσθημα νοσταλγίας που ώθησε τη γιαγιά του συγγραφέα να περπατήσει ως την Ανατολική Θράκη, είναι που ωθούσε και την Τουρκάλα να έρχεται ανά διαστήματα στη Θεσσαλονίκη για να περάσει λίγες στιγμές στο κατώφλι του παλιού της σπιτιού, να πιει νερό από το πηγάδι και να γευτεί μούρα από το δέντρο του σπιτιού.

Τι έκανε την τουρκάλα να καταρρεύσει όταν επισκέφθηκε το σπίτι λίγο μετά τον πόλεμο;Κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου του πολέμου οι Ιταλοί είχαν βομβαρδίσει τη Θεσσαλονίκη και μια βόμβα είχε πέσει στο σπίτι της οικογένειας του αφηγητή. Όταν η Τουρκάλα ήρθε ξανά στην πόλη λίγο μετά το τέλος του πολέμου και αντίκρισε το κατεστραμμένο σπίτι, είχε μείνει ακίνητη να κοιτάζει τα ερείπια. Η καταστροφή του πατρικού της σπιτιού ήταν για τη γυναίκα αυτή ένα μεγάλο χτύπημα, καθώς το σπίτι αυτό αποτελούσε ένα σταθερό σημείο επαφής με το παρελθόν και της προσέφερε δύναμη και χαρά να το επισκέπτεται και να αναβιώνει τις ευτυχισμένες στιγμές των παιδικών της χρόνων.Για την Τουρκάλα που είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει την πόλη όπου μεγάλωσε, το παλιό της σπίτι ήταν κάτι πολύ σημαντικότερο από μια απλή πηγή αναμνήσεων, ήταν το μοναδικό σταθερό σημείο του παρελθόντος της που είχε μείνει ανέπαφο και διατηρούσε ακόμη την εικόνα που είχε τα χρόνια που εκείνη ζούσε εκεί. Ενώ, οι δικοί της άνθρωποι έφευγαν σταδιακά από τη ζωή -η γυναίκα ήταν μαυροφορεμένη- το σπίτι έμενε σταθερά εκεί, ως ένδειξη πως σ’ αυτή τη ζωή όπου όλα αλλάζουν είτε το θέλουμε είτε όχι, υπάρχουν ακόμη στοιχεία που παραμένουν αναλλοίωτα. Η γυναίκα αντλούσε δύναμη από το σπίτι αυτό, καθώς της προσέφερε μια διαβεβαίωση πως δεν έχουν διαλυθεί όλα όσα αποτελούσαν κάποτε τη ζωή της. Η καταστροφή, επομένως, του σπιτιού ήταν παράλληλα η καταστροφή και του τελευταίου στοιχείου της παλιάς της ζωής που παρέμενε ακόμη ανάλλαχτο. Ο βομβαρδισμός του σπιτιού σήμαινε το τέλος και του ύστατου συνεκτικού δεσμού με όσα η γυναίκα αυτή γνώριζε και αγαπούσε. Όπως γράφει και ο Ιωάννου στο διήγημα «Η αποζημίωση» μιλώντας για τα συναισθήματά της δικής του οικογένειας όταν έμαθαν για το βομβαρδισμό του σπιτιού: «Ένας γείτονας μας πληροφορούσε πως είχε πέσει μπόμπα στο σπίτι...

15

Page 16: ΣΤΟΥ ΚΕΜΑΛ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

Νιώσαμε εντελώς ξεριζωμένοι». Παρόμοια θα ήταν και τα συναισθήματα της Τουρκάλας, η οποία θα ένιωσε πια τελείως ξεριζωμένη από τη Θεσσαλονίκη, αφού το τελευταίο κομμάτι της ζωής της στην πόλη αυτή είχε πια καταστραφεί.

Πώς αποκαλύφθηκε η τουρκική καταγωγή της γυναίκας; Επέδρασε αυτή η

αποκάλυψη στα συναισθήματα που έτρεφαν γι αυτήν ο αφηγητής και οι δικοί του;

Πώς δικαιολογούνται;

Η Τουρκάλα μόλις ολοκλήρωνε την «τελετουργική» επίσκεψη στο σπίτι που κάποτε ήταν το πατρικό της και τώρα διέμενε σε αυτό η οικογένεια του Ιωάννου, πήγαινε δίπλα στο σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ κι έβρισκε μια ομάδα Τούρκων προσκυνητών, με τους οποίους ερχόταν η γυναίκα αυτή στην Ελλάδα. Η Τουρκάλα, επομένως, ερχόταν μαζί με όσους ήθελαν να επισκεφτούν το σπίτι του Κεμάλ για να αποδώσουν τιμές στο δημιουργό του τουρκικού κράτους κι έβρισκε την ευκαιρία να επισκεφτεί το παλιό της σπίτι. Οι εκδρομές αυτές που διοργανώνονταν ως προσκυνήματα για το σπίτι του Κεμάλ αποτελούσαν ιδανική ευκαιρία για την Τουρκάλα να πραγματοποιήσει το δικό της ιδιαίτερο προσκύνημα.Η ταυτότητα της Τουρκάλας αποκαλύφθηκε ήδη μόλις ολοκληρώθηκε η δεύτερη επίσκεψή της στο σπίτι της οικογένειας του αφηγητή, το 1938.[Συνολικά ο αφηγητής μας μιλά για τέσσερις επισκέψεις της γυναίκας: Η πρώτη έγινε το 1936, η δεύτερη το 1938, η τρίτη το 1939 λίγο προτού ξεσπάσει ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και η τέταρτη και τελευταία έγινε λίγο μετά το τέλος του πολέμου, οπότε κάποια στιγμή στις αρχές του 1945. Ο αφηγητής στα πλαίσια της τρίτης επίσκεψης της Τουρκάλας, το 1939, μας εξηγεί πως κατάλαβαν για την καταγωγή της γυναίκας όταν είχε έρθει τον προηγούμενο χρόνο, το 1938: «Για να την παρηγορήσουμε της δώσαμε περισσότερα μούρα κι η γιαγιά μου της είπε κάτι που την έκανε να τιναχτεί: “Θα σου τα έβαζα σ’ ένα κουτί, αλλά δε βαστάνε για μακριά”. Και πράγματι είχαμε αρχίσει κάτι να υποπτευόμαστε. Την άλλη φορά, είδαμε πως μόλις έφυγε από μας, πήγε δίπλα στου Κεμάλ το σπίτι, όπου την περίμενε μια ομάδα από Τούρκους προσκυνητές, που κοντοστέκονταν στο πεζοδρόμιο». Είναι προφανές, επομένως, πως όταν η γιαγιά του αφηγητή κατά την τρίτη επίσκεψη της γυναίκας, της λέει πως θα σου έβαζα του μούρα σ’ ένα κουτί, αλλά δε βαστάνε για μακριά, γνωρίζει ήδη πως η ξένη γυναίκα είναι Τουρκάλα.]Η αρχική αντίδραση της οικογένειας του αφηγητή, μόλις αντιλήφθηκαν την τουρκική καταγωγή της γυναίκας, ήταν αρνητική, καθώς θεώρησαν πως το γεγονός ότι το σπίτι του Κεμάλ ήταν δίπλα τους αποτελούσε ήδη μια αρκετά ενοχλητική καθημερινή υπενθύμιση της καταστροφής που είχαν επιφέρει οι Τούρκοι στη ζωή τους, οπότε το να έχουν και μια Τουρκάλα να τους επισκέπτεται ήταν πια υπερβολικό. Τους αρκούσε το σπίτι του Κεμάλ για να θυμούνται τους Τούρκους και τα καταστροφικά τους έργα, δε χρειάζονταν και την Τουρκάλα στη ζωή τους. Οι γονείς του Ιωάννου ήταν πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη και είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν την περιουσία τους και τον τόπο όπου γεννήθηκαν και μεγάλωσαν εξαιτίας των Τούρκων, γι’ αυτό και δεν ήθελαν να έχουν επαφές μαζί τους. Βέβαια, ακριβώς το γεγονός ότι ήταν πρόσφυγες αποτέλεσε τελικά και την αιτία που κατάφεραν πολύ γρήγορα να καταλάβουν το λόγο που τους επισκεπτόταν η Τουρκάλα και να κατανοήσουν τα συναισθήματα νοσταλγίας που έφερναν τη γυναίκα αυτή ως τη Θεσσαλονίκη. Όπως οι γονείς του Ιωάννου είχαν εγκαταλείψει τα πατρικά τους σπίτια στην Ανατολική Θράκη και είχαν πάντοτε στο νου τους τον πόνο που τους είχε προκαλέσει η ξαφνική φυγή από τα πατρογονικά τους εδάφη, έτσι και η γυναίκα αυτή είχε προφανώς εκδιωχθεί από τη Θεσσαλονίκη και ήθελε να δει ξανά το σπίτι που

16

Page 17: ΣΤΟΥ ΚΕΜΑΛ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

είχε γεννηθεί και μεγαλώσει. Με τη σκέψη αυτή η οικογένεια του Ιωάννου κατόρθωσε να κατανοήσει τον πόνο και τη νοσταλγία της Τουρκάλας, καθώς πέρα από τις διαφορές που χώριζαν τις δύο χώρες, ο πόνος της προσφυγιάς είναι κοινός και το ίδιο δυσβάστακτος και για τους δύο λαούς. Είναι, βέβαιο, πως και οι ίδιοι αν μπορούσαν να επιστρέψουν στην Ανατολική Θράκη για να δουν ξανά τα μέρη όπου μεγάλωσαν και είχαν τόσες αναμνήσεις, θα το έκαναν, οπότε μπορούσαν να νιώσουν τα δυνατά συναισθήματα που παρακινούσαν την Τουρκάλα να φτάνει ως το κατώφλι του σπιτιού τους.

Πού αποδίδει αρχικά ο αφηγητής το γεγονός ότι η ξένη έμοιαζε να απολαμβάνει τα

μούρα; Γιατί επεκτείνεται, κατά την άποψή σας, στην αναλυτική περιγραφή του

δέντρου τους και του καρπού του;

Ο αφηγητής μη γνωρίζοντας τη σχέση που είχε η ξένη γυναίκα με το σπίτι της οικογένειάς του αποδίδει την ευχαρίστηση που της προσέφεραν τα μούρα, από το δέντρο που υπήρχε στην αυλή του σπιτιού, στο γεγονός ότι δεν ήταν από τα συνηθισμένα άγευστα μούρα, καθώς επρόκειτο για μεγάλα, κόκκινα μούρα, ξινά σα βύσσινα. Η ιδιαίτερη γεύση επομένως που είχαν τα μούρα αυτά καθιστούσε απόλυτα λογικό το γεγονός ότι η ξένη γυναίκα τα απολάμβανε με μεγάλη ευχαρίστηση.Η εκτεταμένη περιγραφή της μουριάς λειτουργεί αφενός ως στοιχείο επιβράδυνσης στα πλαίσια της αφήγησης, καθώς ο χρόνος της αφήγησης επεκτείνεται και ξεπερνά το χρόνο της ιστορίας και αφετέρου λειτουργεί ως έμμεσος προϊδεασμός για τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην Τουρκάλα και το σπίτι του αφηγητή. Το γεγονός ότι το δέντρο αυτό ήταν παλιό και τεράστιο, όπως μας λέει ο αφηγητής, σημαίνει ότι βρίσκεται εκεί πάρα πολλά χρόνια και άρα βρισκόταν εκεί πολύ προτού πάρει το σπίτι η προσφυγική οικογένεια του συγγραφέα. Είναι λογικό επομένως ότι το δέντρο κατά την πολύχρονη ύπαρξή του έχει προσφέρει τους καρπούς του σε πολλούς ανθρώπους. Εφόσον η πρώτη επίσκεψη της Τουρκάλας έγινε το 1936 και με δεδομένο ότι η Θεσσαλονίκη απελευθερώθηκε από τους Έλληνες το 1912, είναι λογικό ένα τόσο μεγάλο και παλιό δέντρο να βρίσκεται εκεί πολύ περισσότερο καιρό από τα μόλις 24 χρόνια που είχαν μεσολαβήσει από την απελευθέρωση της πόλης.Η μουριά επομένως λειτουργεί ως συνεκτικός δεσμός ανάμεσα στην παρούσα κατάσταση της πόλης και την περίοδο που η πόλη ήταν τουρκοκρατούμενη. Παρά την πληθυσμιακή αλλαγή της πόλης, η μουριά αποτελεί συνεκτικό δεσμό που διατρέχει την ιστορία της περιοχής και ενώνει τους Τούρκους κατοίκους με τους Έλληνες.

Η κεντρική μορφή του πεζογραφήματος, η γυναίκα, κυριαρχείται από έντονη νοσταλγία. Ποια σημεία στη στάση της φανερώνουν αυτή τη νοσταλγική της διάθεση;Η επιθυμία της Τουρκάλας να βρεθεί ξανά στο χώρο που μεγάλωσε, η νοσταλγία της δηλαδή, γίνεται κατ’ αρχάς εμφανής από το γεγονός ότι ανά διαστήματα ταξιδεύει ως τη Θεσσαλονίκη για να μπορέσει να περάσει λίγη ώρα στο κατώφλι του πατρικού της σπιτιού. Έπειτα ο τρόπος με τον οποίο αξιοποιεί τις πολύτιμες στιγμές που περνά κοντά στο παλιό της σπίτι δείχνει ότι έχει δημιουργήσει μια μορφή ιεροτελεστίας κατά την οποία ανακαλεί στη σκέψη της τα πρόσωπα που κυριαρχούσαν στα χρόνια της παιδικής της ηλικίας, πρόσωπα που ίσως να μην υπάρχουν πια, καθώς τα μαύρα ρούχα που φορά αποτελούν ένδειξη πένθους. «Πότε πότε έκλεινε τα μάτια και το

17

Page 18: ΣΤΟΥ ΚΕΜΑΛ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

πρόσωπό της γινόταν μακρινό, καθώς συλλάβιζε ονόματα παράξενα.» Η Τουρκάλα αποτίνει φόρο τιμής στα μέλη της οικογένειάς της, μιας και η παρουσία της στο κατώφλι του σπιτιού δεν αρκεί να αναβιώσει τις περασμένες μέρες της ευτυχίας της, χρειάζεται να έχει κοντά της και τα πρόσωπα που πλούτισαν με τη ζεστασιά και την αγάπη τους τη ζωή της κι αυτό δεν μπορεί παρά να γίνει νοητά με την αναφορά των ονομάτων τους.Η Τουρκάλα, παράλληλα, επιχειρεί να επαναφέρει τις μνήμες του παρελθόντος γευόμενη τα μούρα από το δέντρο του σπιτιού, που με τη γεύση τους την γυρίζουν χρόνια πίσω και της προσφέρουν μια πιο απτή υπενθύμιση των χρόνων της ευτυχίας. «Η ξένη τα έτρωγε σιγανά, αλλά με ζωηρή ευχαρίστηση»: η Τουρκάλα απολαμβάνει τα φρούτα που έτρωγε όταν ήταν μικρή κι αφήνεται σ’ ένα ταξίδι νόστου στα περασμένα. Τα μούρα, όπως και το νερό από το πηγάδι του σπιτιού, αποτελούν τα πια απτά μέσα για να μπορέσει η γυναίκα αυτή να έρθει σ’ επαφή με τα παιδικά της χρόνια, γι’ αυτό και εκτιμά πάρα πολύ το γεγονός ότι η οικογένεια των Ελλήνων που μένουν τώρα στο σπίτι που εκείνη μεγάλωσε, της τα προσφέρουν με προθυμία. «Δίνοντάς μας πίσω το ποτήρι, ποτέ δεν παρέλειπε να μας πει στα τούρκικα την καθιερωμένη ευχή, που μπορεί να μην καταλαβαίναμε ακριβώς τα λόγια της, πιάναμε όμως καλά το νόημά της: “Ο Θεός να σας ανταποδώσει το μεγάλο καλό”.

Σε ποιο σημείο του αφηγήματος χρησιμοποιεί ο συγγραφέας την τεχνική της

προοικονομίας και τι πετυχαίνει μ’ αυτήν; Πώς συνδέονται οι τελευταίες φράσεις:

«Στο σπίτι αυτό καθόταν ένας μπέης … Κυλιόταν κάτω, όταν φεύγανε, φιλούσε το

κατώφλι. Τέτοιο σπαραγμό δεν ματαείδα» με το υπόλοιπο πεζογράφημα;

Προοικονομία στο πεζογράφημα «Στου Κεμάλ το Σπίτι» έχουμε ήδη από την αρχική περιγραφή της Τουρκάλας, η οποία παρουσιάζεται να έχει αρχοντική ομορφιά και τόσο ευγενικούς τρόπους που δεν μπορούσε παρά να είναι αρχόντισσα. Ο συγγραφέας δεν μας αποκαλύπτει αμέσως την ταυτότητα της άγνωστης γυναίκας, αλλά μας δίνει κάποιες ενδείξεις για την αρχοντική της καταγωγή, έτσι ώστε όταν φτάνουμε στη διήγηση της γριάς γυναίκας που κλείνει το διήγημα και γίνεται λόγος για την κόρη του Τούρκου μπέη να μπορέσουμε ευκολότερα να ταυτίσουμε την άγνωστη μαυροφορεμένη Τουρκάλα με την κόρη του μπέη που σπάραζε όταν αναγκάστηκε η οικογένειά της να εγκαταλείψει τη Θεσσαλονίκη και το σπίτι τους. Η τελευταία αυτή διήγηση δημιουργεί το σχήμα κύκλου που κλείνει το πεζογράφημα επαναφέροντας την αφήγηση στην Τουρκάλα, η οποία αποτελεί άλλωστε και το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας.Πέρα, πάντως, από την αρχική αυτή προοικονομία μπορούμε να εντοπίσουμε δύο ακόμη, καθώς αφενός η καταστροφή του πηγαδιού μας προετοιμάζει για τη γενικότερη καταστροφή του σπιτιού που θα ακολουθήσει, κι αφετέρου η έντονη θλίψη της Τουρκάλας όταν έρχεται αντιμέτωπη με την καταστροφή του σπιτιού αποτελεί σαφή ένδειξη πως η γυναίκα αυτή δεν έχει πια λόγους να επιστρέψει ξανά στη Θεσσαλονίκη.

Ο αφηγητής φαίνεται να μην εκτιμά καθόλου ούτε τον τρόπο με τον οποίο

εκσυγχρονίζεται η πόλη ούτε τους φορείς που έχουν αναλάβει τον εκσυγχρονισμό

της. Σε ποια σημεία του κειμένου και με ποια εκφραστικά μέσα / τρόπους

προβάλλεται αυτή η θέση του;

18

Page 19: ΣΤΟΥ ΚΕΜΑΛ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

Ο Ιωάννου αγαπά ιδιαίτερα τη Θεσσαλονίκη και θεωρεί πολύ άσχημο τον τρόπο με τον οποίο οι διάφοροι εργολάβοι προκειμένου να κερδίσουν χρήματα χτίζουν ολοένα και μεγαλύτερα κτίρια, τα οποία αλλοιώνουν την αισθητική της πόλης. Εκεί που κάποτε βρίσκονταν παραδοσιακά και καλαίσθητα σπίτια, χτίζουν πλέον πολυκατοικίες, χωρίς καμία μέριμνα για την εικόνα της πόλης. Ο Ιωάννου αγανακτεί με την τσιμεντοποίηση της Θεσσαλονίκης και τη βίαιη απομάκρυνση κάθε στοιχείου γραφικότητας, από την κάποτε υπέροχη πόλη του. Για το συγγραφέα που έχει μεγαλώσει στη Θεσσαλονίκη κι είχε την ευκαιρία να γνωρίσει την πόλη αυτή με την παραδοσιακή της αρχιτεκτονική και την γοητεία που απέπνεαν τα παλιά αρχοντικά, είναι σημαντικό πλήγμα να τη βλέπει ξαφνικά να μετατρέπεται σε μια απρόσωπη μεγαλούπολη με γκρίζες πολυκατοικίες και καμία ομορφιά.Στο πεζογράφημα «Στου Κεμάλ το Σπίτι» η αγανάκτηση του συγγραφέα είναι εμφανής, καθώς δε διστάζει να χρησιμοποιήσει έντονα αρνητικούς χαρακτηρισμούς για τα πρόσωπα που δε σέβονται τα παραδοσιακά στοιχεία της πόλης και επιμένουν στον άναρχο εκσυγχρονισμό της. Για παράδειγμα, όταν η Τουρκάλα αρνείται να πιει νερό από τη βρύση, ο συγγραφέας μας εξηγεί: «Ο σιχαμένος σπιτονοικοκύρης μας είχε διοχετεύσει το βόθρο του σπιτιού στο βαθύ πηγάδι». Ο Ιωάννου με τη χρήση του επιθέτου «σιχαμένος» εκφράζει με τον πλέον σαφή τρόπο την αγανάκτηση που του προκαλεί η πρωτοβουλία του ιδιοκτήτη του σπιτιού να καταστρέψει το πηγάδι, από το οποίο η οικογένεια προμηθευόταν νερό. Παρά την ευκολία που επιφέρει η ύπαρξη των εσωτερικών σωλήνων και της βρύσης, ο συγγραφέας μοιάζει να προτιμά την κούραση του πηγαδιού, αλλά και το σαφώς πιο αγνό νερό που αντλούσαν από αυτό. Η καταστροφή του πηγαδιού, πάντως, μας προετοιμάζει για τη γενικότερη καταστροφή του σπιτιού, ενώ παράλληλα σηματοδοτεί την έλευση του εκσυγχρονισμού που είχε ξεκινήσει στη χώρα λίγο προτού ξεκινήσει ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος.Η αρνητική στάση του Ιωάννου απέναντι στον εκσυγχρονισμό της πόλης γίνεται πιο έκδηλη όταν ο συγγραφέας αναφέρεται στην πολυκατοικία που χτίστηκε στη θέση του παλιού τους σπιτιού, το οποίο καταστράφηκε κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών της Θεσσαλονίκης από τους Ιταλούς τον πρώτο χρόνο του πολέμου. «Το σπίτι είχε από καιρό παραδοθεί σε μια συμμορία εργολάβων και στη θέση του υψώθηκε μια πολυκατοικία από τις πιο φρικαλέες. Τώρα ετοιμάζονται να την γκρεμίσουν οι γελοίοι. Ποιος ξέρει τι μεγαλεπήβολο σχέδιο συνέλαβε πάλι το πονηρό μυαλό τους. Αν γίνει αυτό, θα παραφυλάγω νύχτα μέρα, ιδίως όταν το σκάψιμο θα έχει φτάσει στα θεμέλια, κι ίσως μπορέσω να εμποδίσω ή τουλάχιστο να καθυστερήσω το χτίσιμο του νέου εξαμβλώματος». Παρατηρούμε πως ο Ιωάννου αντιμετωπίζει με καθαρά υποτιμητικό τρόπο τους εργολάβους, οι οποίοι κατά την άποψή του αποτελούν σημαντικούς φορείς του εκσυγχρονισμού της πόλης, υπό την έννοια πως αυτοί αναλαμβάνουν το χτίσιμο των πολυκατοικιών που τόσο επιβαρύνουν την εικόνα της πόλης. Ο συγγραφέας αποκαλεί τους εργολάβους συμμορία, θέλοντας να τονίσει πως η βασική τους επιδίωξη είναι το κέρδος και χαρακτηρίζει τα έργα τους, τις πολυκατοικίες δηλαδή, φρικαλέες και εξαμβλώματα. Με τα επίθετα αυτά ο συγγραφέας επιχειρεί να εκφράσει με έμφαση την πλήρη απαξίωση που έχει για τα δημιουργήματα των εργολάβων. Επιπλέον, ο συγγραφέας αποκαλεί τους εργολάβους γελοίους και τους ειρωνεύεται όταν αναφέρεται στο πονηρό μυαλό τους, αλλά και στο μεγαλεπήβολο σχέδιό τους, μιας και το μόνο που απασχολεί τους εργολάβους είναι πως θα χτίσουν ακόμη μεγαλύτερα κτίρια, για να διασφαλίσουν έτσι περισσότερο κέρδος.Ο Ιωάννου, επομένως, στα πλαίσια ενός εσωτερικού μονολόγου καταθέτει τις σκέψεις του για την επιζήμια δράση των εργολάβων και φροντίζει με μια σειρά

19

Page 20: ΣΤΟΥ ΚΕΜΑΛ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

επιθέτων να εκφράσει την απαρέσκειά του για τα έργα τους. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί επομένως τη λεκτική ειρωνεία για να αποτυπώσει εναργέστερα την αντίθεσή του στον εκσυγχρονισμό της πόλης.

Να χαρακτηρίσετε την ξένη από την περιγραφή της μορφής και της συμπεριφοράς της.Η άγνωστη γυναίκα που έρχεται ανά διαστήματα στο σπίτι του συγγραφέα είναι μαυροφορεμένη, γεγονός που σημαίνει πως έχει κάποιο πένθος στην οικογένειά της και φαίνεται πολύ κουρασμένη, αποτέλεσμα είτε κάποιου μακρινού ταξιδιού είτε εν γένει δυσκολιών στη ζωή της που την έχουν καταβάλει. Ο συγγραφέας μας επισημαίνει ότι η γυναίκα αυτή διατηρούσε ακόμη στοιχεία μιας αρχοντικής ομορφιάς, κάτι που μας υποδεικνύει πως δεν βρίσκεται πια στα χρόνια της νεότητάς της. Η αρχοντική ομορφιά της, πάντως, σε συνδυασμό με την ευγένεια στη συμπεριφορά και τους τρόπους της, υποδηλώνουν πως η γυναίκα αυτή ανήκε σε κάποια καλή οικογένεια και πως είχε μεγαλώσει σε κάποιο αρχοντικό σπίτι. Επρόκειτο, επομένως για μια γυναίκα που έχει ανατραφεί με καλούς τρόπους από κάποια πλούσια οικογένεια και έχει διατηρήσει την ευγενική της συμπεριφορά. Το γεγονός, επίσης, ότι μιλάει τούρκικα σημαίνει πως είτε ήταν Τουρκάλα είτε ήταν μια από τις Ελληνίδες που είχαν μεγαλώσει στην Ανατολική Θράκη και είχε φύγει από τα μέρη εκείνα λόγω της ανταλλαγής των πληθυσμών.Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι κάθεται πάντοτε στο κατώφλι της αυλής και κοιτάζει το σπίτι του συγγραφέα με εμφανή συναισθηματική ένταση, παραμιλώντας σιγανά και επαναλαμβάνοντας διάφορα ονόματα. Η συγκεκριμένη αυτή διαδικασία που επαναλαμβάνονταν κάθε φορά που η άγνωστη γυναίκα ερχόταν στο σπίτι του Ιωάννου δείχνει πως η γυναίκα βρισκόταν εκεί για κάποιον ιδιαίτερο λόγο, σαν να έχει κάποιο ψυχικό δεσμό με το σπίτι αυτό και βρίσκεται εκεί για να αποδώσει φόρο τιμής σε ανθρώπους και γεγονότα του παρελθόντος. Άλλωστε, τόσο η εμφανής ευχαρίστηση που έχει κάθε φορά που τρώει μούρα από το δέντρο που υπήρχε στο σπίτι, όσο και η ευχή που έδινε στην οικογένεια του Ιωάννου όταν της προσέφεραν νερό από το πηγάδι του σπιτιού, καθιστά εμφανές το γεγονός πως η γυναίκα αυτή εκτιμούσε σε μεγάλο βαθμό τις στιγμές που βρισκόταν στο χώρο εκείνο.

Η αφήγηση οργανώνεται με βάση το χρόνο. Μπορείτε να εντοπίσετε τα διαφορετικά

επίπεδά του; Σε ποια σημεία της αφήγησης χρησιμοποιείται η τεχνική της

επιβράδυνσης και σε ποια η τεχνική της επιτάχυνσης;

Η αφήγηση έχει οργανωθεί σε τρία βασικά επίπεδα χρόνου: παρόν, παρελθόν και μέλλον. Το παρόν της αφήγησης δίνεται φευγαλέα όταν έχουν πια δοθεί τα βασικά σημεία της ιστορίας και ο αφηγητής μας έχει ήδη παρουσιάσει τις επισκέψεις της Τουρκάλας. «Το σπίτι είχε από καιρό παραδοθεί σε μια συμμορία εργολάβων και στη θέση του υψώθηκε μια πολυκατοικία απ’ τις πιο φρικαλέες. Τώρα ετοιμάζονται να την γκρεμίσουν οι γελοίοι. Ποιος ξέρει τί μεγαλεπήβολο σχέδιο συνέλαβε πάλι το πονηρό μυαλό τους». Το παρόν της αφήγησης τοποθετείται αρκετό καιρό μετά το τέλος του πολέμου, όταν πια η πόλη βρίσκεται σε μια περίοδο εκσυγχρονισμού που δημιουργεί μεγάλη ενόχληση στο συγγραφέα. Μάλιστα, μπορούμε να εντοπίσουμε το παρόν της αφήγησης, χωρίς και πάλι να προσδιορίζεται χρονικά, στην αρχή της διήγησης «Δεν ξαναφάνηκε η μαυροφορεμένη εκείνη γυναίκα...». Όταν ο Ιωάννου

20

Page 21: ΣΤΟΥ ΚΕΜΑΛ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

ξεκινά την αφήγηση της ιστορίας κάθε τι που σχετίζεται με τις επισκέψεις της Τουρκάλας αποτελεί παρελθόν.Επομένως, παρελθόν της αφήγησης αποτελούν τα γεγονότα που αφορούν τις επισκέψεις της Τουρκάλας, οι οποίες ξεκινούν το 1936 και ολοκληρώνονται λίγο μετά το τέλος του πολέμου, οπότε η Τουρκάλα έρχεται στη Θεσσαλονίκη -απ’ όσο γνωρίζει ο αφηγητής- για τελευταία φορά. Στο παρελθόν επίσης τοποθετείται και η αναφορά με την οποία κλείνει το διήγημα, όπου μια ηλικιωμένη γυναίκα θυμάται τον έντονο πόνο που βίωσε η κόρη του μπέη, που έμενε στο παλιό σπίτι του συγγραφέα, όταν η οικογένειά της είχε αναγκαστεί να φύγει από κει. Η αναφορά της γριάς γυναίκας μας γυρίζει πίσω στα γεγονότα που συνέβησαν όταν προφανώς με την ανταλλαγή πληθυσμών το 1923 η οικογένεια της Τουρκάλας αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Θεσσαλονίκη.Ενώ, η αφήγηση επεκτείνεται στο μέλλον με την αναφορά του Ιωάννου ότι σκοπεύει να παραφυλάει νύχτα μέρα για να εμποδίσει τους εργολάβους να χτίσουν ένα νέο εξάμβλωμα εκεί που κάποτε βρισκόταν το σπίτι της οικογένειάς του.Η τεχνική της επιβράδυνσης χρησιμοποιείται από τον Ιωάννου όταν αναφέρεται στις επισκέψεις της Τουρκάλας, μιας και αυτές αποτελούν το σημαντικότερο μέρος της αφήγησής του και ο συγγραφέας επιθυμεί να μας μεταφέρει με αρκετές λεπτομέρειες τη συμπεριφορά και τα συναισθήματα της γυναίκας αυτής. Επιβράδυνση, επομένως, έχουμε όταν ο συγγραφέας παρουσιάζει αναλυτικά τη συμπεριφορά της γυναίκας, όταν μας δίνει στοιχεία για την εμφάνισή της αλλά και για την αρχοντιά που χαρακτήριζε τις κινήσεις της και φυσικά επιβράδυνση έχουμε όταν ο Ιωάννου στρέφει την προσοχή του στη μουριά που είχαν στο σπίτι τους και μας μιλά τόσο για το δέντρο όσο και για τον καρπό του. Τα στοιχεία, δηλαδή, που θεωρούνται σημαντικά από το συγγραφέα για την κατανόηση της ψυχολογικής κατάστασης της ηρωίδας, δίνονται αναλυτικά κι αυτό επιβραδύνει αναγκαστικά το ρυθμό της αφήγησης. Από την άλλη, όταν έχουν ολοκληρωθεί οι επισκέψεις της Τουρκάλας, ο Ιωάννου προσπερνά με δυο φράσεις αρκετά χρόνια και φτάνει στο παρόν της αφήγησης. «Δεν την ξανάδαμε από τότε. Ήρθε – δεν ήρθε, άγνωστο.» Στο σημείο αυτό, επομένως, ο αφηγητής χρησιμοποιεί την τεχνική της επιτάχυνσης καθώς θεωρεί ότι τα χρόνια που μεσολάβησαν από το 1945, χρονιά της τελευταίας επίσκεψης της Τουρκάλας, μέχρι το παρόν της αφήγησης, ίσως και δύο δεκαετίες μετά, δεν έχουν ουσιαστικό ενδιαφέρον για την ιστορία που μας αφηγείται γι’ αυτό και τα προσπερνά.

Ποιος είναι ο χώρος (στενότερος – ευρύτερος) στον οποίο εξελίσσεται η δράση; Ποια

είναι οπτική γωνία της αφήγησης;

Ο ευρύτερος χώρος στον οποίο εξελίσσεται η δράση του διηγήματος είναι η Θεσσαλονίκη, η πόλη όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο συγγραφέας. Αν θέλουμε όμως να περιορίσουμε σε στενότερα και πιο συγκεκριμένα όρια το χώρο της δράσης τότε μπορούμε να δούμε ότι το μεγαλύτερο μέρος των γεγονότων διαδραματίζεται στο κατώφλι της αυλής του σπιτιού όπου διέμενε η οικογένεια του συγγραφέα προτού ξεσπάσει ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και ο χώρος σταδιακά διευρύνεται για να συμπεριλάβει και το πλαϊνό σπίτι, το σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ, ενώ κατά την τελευταία επίσκεψη της Τουρκάλας έχουμε μια ακόμη διεύρυνση του χώρου ώστε να συμπεριληφθεί και το νέο σπίτι διαμονής της οικογένειας του συγγραφέα, το οποίο βρισκόταν στον ίδιο δρόμο με το παλιό, αλλά λίγο παραπάνω.Η οπτική γωνία της αφήγησης είναι αυτή του αφηγητή – συγγραφέα, ο οποίος μας μεταφέρει τις μνήμες του από τις επισκέψεις της μυστηριώδους Τουρκάλας. Μνήμες που ξεκινούν από το 1936 όταν η Τουρκάλα ήρθε για πρώτη φορά στο σπίτι τους και

21

Page 22: ΣΤΟΥ ΚΕΜΑΛ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

ο συγγραφέας ήταν τότε μόλις εννέα ετών και συνεχίζουν μέχρι μετά το τέλος του πολέμου, όπου ο αφηγητής με αφορμή την καταστροφή του παλιού τους σπιτιού συνεχίζει την αφήγηση μέχρι το παρόν του και την προεκτείνει στο μέλλον αναφέροντας πως είναι αποφασισμένος να εμποδίσει τα σχέδια των εργολάβων.Ο Ιωάννου μας δίνει τις περισσότερες διηγήσεις του με εσωτερική εστίαση, παρουσιάζοντας τα γεγονότα όπως τα βίωσε και τα θυμάται ο ίδιος, μέσα από πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις που δίνουν την αίσθηση της προσωπικής εξομολόγησης και ενισχύουν την οικειότητα που αποπνέουν τα πεζογραφήματά του.

22