Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

305
Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι Η άμετρη αγάπη για τον τόπο που γεννήθηκα κι ανδρώθηκα, η επιθυμία να συμβάλω στη γνωριμία της γλώσσας των παππούδων μου και τέλος η μέθη του αγωνιστή στάθηκαν η αιτία της συγγραφής αυτού του βιβλίου. Η προσπάθεια αυτή υπήρξε πολυετής. Γνωρίζω πως δεν υπάρχει πληρότητα. Μα γι' αυτό και δε φιλοδοξώ παρά να χρησιμεύσει σαν ένα βοήθημα στον καλύτερο που θάρθει ξοπίσω μου. Με την πεποίθηση ότι το βιβλίο αυτό θα το δεχτούν με αγάπη και θα με κρίνουν με επιείκεια οι "Δαρνάκηδες" και κυρίως οι συγχωριανοί μου, τους το παραδίνω. - Α - άβαλτους, -τ’, -του = καινούριος, αφόρετος αβαρία = ζημιά αβατσίνιαστους = αυτός που δεν εμβολιάστηκε, ανεμβολίαστος άβαφτους, -τ’, -του = αχρωμάτιστος αβγαλτους, -τ’, -του = απονήρευτος, αθώος αβγατίζου = αυξάνω, πληθαίνω, τελειώνω γρήγορα αβγάτσμα = αύξηση, μεγάλωμα αβγουκόβου = βάζω στη σούπα αβγολέμονο αβδέλλα = δίστομο σκουλήκι για τράβηγμα αίματος αβόθστους, -τ΄, -του = αβοήθητος, απροστάτευτος αβόλιφτους, -τ’, -του = αυτός που δύσκολα βολεύεται αβόσκτους, -τ’, -του = αυτό που δε βόσκησε άβουλους, -λ’, -ου = χωρίς ανέσεις αβούλουτους = ξεσκέπαστος άγανου = το λεπτό άχυρο που οι ακτίνες του μένει μετά το αλώνισμα σιταριού ή κριθαριού αγάνουτους, -τ’, -του = αγάνωτο σκεύος άγαρμπους, -η, -ου = άκομψος, αλλόκοτος αγγαστρώνου = καθιστώ έγκυο (γαστήρ) αγγειό = αγγείο, σκεύος μπρούτζινο ή μεταλλικό αγγελίτσια = αγριολούλουδα κίτρινου χρώματος, χριστολούλουδα άγδαρτους, -τ’, -ου = δε γδάρθηκε μτφ. αγενής

Upload: darmil-daam

Post on 28-Oct-2015

290 views

Category:

Documents


21 download

DESCRIPTION

ΔΔ

TRANSCRIPT

Page 1: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Η άμετρη αγάπη για τον τόπο που γεννήθηκα κι ανδρώθηκα, η επιθυμία να συμβάλω στη γνωριμία της γλώσσας των παππούδων μου και τέλος η μέθη του αγωνιστή στάθηκαν η αιτία της συγγραφής αυτού του βιβλίου. Η προσπάθεια αυτή υπήρξε πολυετής.

Γνωρίζω πως δεν υπάρχει πληρότητα. Μα γι' αυτό και δε φιλοδοξώ παρά να χρησιμεύσει σαν ένα βοήθημα στον καλύτερο που θάρθει ξοπίσω μου. Με την πεποίθηση ότι το βιβλίο αυτό θα το δεχτούν με αγάπη και θα με κρίνουν με επιείκεια οι "Δαρνάκηδες" και κυρίως οι συγχωριανοί μου, τους το παραδίνω.

- Α -

άβαλτους, -τ’, -του = καινούριος, αφόρετοςαβαρία = ζημιάαβατσίνιαστους = αυτός που δεν εμβολιάστηκε, ανεμβολίαστοςάβαφτους, -τ’, -του = αχρωμάτιστοςαβγαλτους, -τ’, -του = απονήρευτος, αθώοςαβγατίζου = αυξάνω, πληθαίνω, τελειώνω γρήγορααβγάτσμα = αύξηση, μεγάλωμααβγουκόβου = βάζω στη σούπα αβγολέμονοαβδέλλα = δίστομο σκουλήκι για τράβηγμα αίματοςαβόθστους, -τ΄, -του = αβοήθητος, απροστάτευτοςαβόλιφτους, -τ’, -του = αυτός που δύσκολα βολεύεταιαβόσκτους, -τ’, -του = αυτό που δε βόσκησεάβουλους, -λ’, -ου = χωρίς ανέσειςαβούλουτους = ξεσκέπαστοςάγανου = το λεπτό άχυρο που οι ακτίνες του μένει μετά το αλώνισμα σιταριού ή κριθαριούαγάνουτους, -τ’, -του = αγάνωτο σκεύοςάγαρμπους, -η, -ου = άκομψος, αλλόκοτοςαγγαστρώνου = καθιστώ έγκυο (γαστήρ)αγγειό = αγγείο, σκεύος μπρούτζινο ή μεταλλικόαγγελίτσια = αγριολούλουδα κίτρινου χρώματος, χριστολούλουδαάγδαρτους, -τ’, -ου = δε γδάρθηκε μτφ. αγενήςαγέλ’ = κοπάδι ζώων, κυρίως λύκων ή αγελάδωναγελάδας - αγελάρς = βουκόλος, βοσκός αγελάδωναγένουτους, -τ’, -του = άγουρος, ανώριμοςαγέρας = αέραςάγιντους, τ’, -του = αγίνωτος, ανώριμοςαγκαθιά = είδος θάμνου περίφραξηςαγκαθουτέλ’ = αγκαθωτό σύρμααγκαθουτός, -τιά, -τό = γεμάτος αγκάθιααγκδούδα = μικρό κομματάκιαγκίδα = μικρό κομματάκι ξύλου ή ίνα κρέατοςαγκίρ = χαλβάς σε κλωστή που προσπαθούσαν να την φάνε τα παιδιά.αγκίτσια = είδος λουλουδιών, τα ία

Page 2: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

αγκλώνουμι = σουβλίζομαι με κάτι αιχμηρόαγλήγουρα = γρήγοραάγλυκους, -΄κ’, -κου = δεν είναι γλυκόςαγλύφου = γλείφωαγνάδια = αντίκρυ, απέναντιαγνιέκιου = θηλυκόάγνουμους, -μ’, -μου = άμυαλος, τρελός, επικίνδυνοςαγούλα = είδος φαγητού, πλιγούριαγραπθιά = αγριαχλαδιάαγράψα = αγριόχορτο που έχει στη ρίζα του μαστίχααγρεύου = αγριεύωαγριά = αγριόχορτο, αγριάδααγρίδα = αγουρίδααγρικώ = καταλαβαίνωάγριμα = αγρίεμααγριουγκιούμια = άσχημες γυναίκεςαγριουμάλλ'ς, -α, -ικου = με ανακατωμένα μαλλιάαγροικώ = καταλαβαίνω, κατανοώ, ξέρωάγρους, -ια, -ου = άγουρος αγρουσ'κιά = άγρια συκιά(αρσενική) αγρουσμπόρσμα = άγριο μίλημααγρουφασλιά = φυτό όμοιο με τη φασουλιά αλλά άκαρποαγυόπιδου = παιδί του δρόμου, αλάνιαγύρστους, -τ’, -ου = αγύριστος, ισχυρογνώμων, ανόργωτοςαγώι = αγώγι, κόμιστροαδάγκατου = δε δαγκώθηκεάδαρτους, τ’, -ου = αυτός που δε δάρθηκεαδγειάζου = ευκαιρώαδερφουπαίδ = ανεψιός-άαδέσπουτους, -τ, -του = χωρίς ιδιοκτήτηαδικεύου = αδικώαδράχτ = ρόκα για γνέσιμο μαλλιούαδρύς, -ιά, -ί = πυκνός, έντονοςαερίσμους, -ιά, -ου = αεράτος, θαρραλέοςαερότναξα = τίναξα στον αέρααζάρουτους, -΄τ’, -του = χωρίς ρυτίδεςαζβισταριά = δεξαμενή που ( φτιάχνουν ), σβήνουν τον ασβέστηαζ'γουτους, -τ’, -του = απλησίαστοςαζήμνιουτους, -τ΄, -του = αβλαβής, χωρίς ζημιάαζ'μουτους, -τ΄, -του = αζύμωτος χωρίς ζυμάρι, αγίνωτος αζμπόρστους = αμίλητος, ακοινώνητος, ακατάδεχτος, απλησίαστοςαζόρστους, -τ΄, η, -του = ανενόχλητος, χωρίς δυσκολίεςαζούλ'χτους, -τ΄, -του = απίεστος, χωρίς ζούληγμαάζουστους, -τ’, -του = χωρίς ζώνηαζώσταρους, -ρ’, -ρου = χωρίς ζώνηαησάμ = σησάμιαθέρστους, -τ’, -του = αθέριστοςαθόλουτους, τ’, -του = καθαρόςαθρουπούδ = ανθρωπάκι, μικροκαμωμένοςάι = ας είναι, καλά

Page 3: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

αϊλιάκ'ς, -α, -κου = άνεργοςαϊριάν' = αποβουτυρωμένο γάλα ή γιαούρτι αραιωμένο με νερόαίρούδας = αεράκιαίστημα = φιλότιμοαίσ'τηση = συναίσθημα, ηθικότητααίτιους, -α, -ου = φταίχτηςακαίργει = περίμενεακαίργια = αργά, αλλά και ολόκληραακαίριους, -ια, -ιου = ολόκληροςακάμουτους, -τ’, -του = χέρσος, ακαλλιέργητος, δεν είναι οργωμένοςακαμπέτ = επί τέλους, πράγματιακανί… = δε φθάνει που…ακαντί = ότι έπρεπε, κατάλληλοακαπίστρουτους, -τ’, -του = χωρίς καπίστριακατάρτστους, -τ’, -του = ακατατόπιστοςακαταχώνιαστους, -τ’, -στου = αυτός που δεν κρύφτηκεακατέβατους, -τ’, -του = αμείωτοςακένουτους, -τ’, -του = ασερβίριστοςακέραστους, -τ΄, -του = αυτός που δεν κεράστηκεακήδιφτους, -τ’, -του = αυτός που δεν κηδεύτηκεακιρίζουμι = αργώ, καθυστερώάκλαφτους, -τ’, -του = αυτός που δεν κλαύτηκεακλουθώ = ακολουθώακνήητους, -τ’, -ιτου = ακυνήγητοςακόν' = τροχός για τρόχισμα μαχαιριών και ψαλιδιώνακόν'μα = ακόνισμαακουλ’τός = κολλητόςακουλνώ = κολλώακουλ'τός, -ιά, -τό = κολλητόςακούμπουτους, τ΄, -του = ξεκούμπωτοςακουνίζου = τροχίζωάκουπους, -π’, -που = άκοπος, δεν είναι κομμένοςακούπριστους, -τ’, -στου = αυτός που δε λιπάνθηκε με κοπριάακούρντστους, -τ΄, -του = ξεκούρντιστοςακουρφουλόιτους, -τ’, -του = αυτός που δεν κόπηκαν οι κορυφές τουάκρια = άκρηακριανός, -ή, -ό = αυτός που βρίσκεται στην άκρηακριόκλαδου = το ακροκλώναρο, το ψηλότερο κλαδίακτηρμάς = μεγάλο βήμααλ’πού = αλεπούαλ’πούμι = λυπάμαιαλ’τσίδα = πανέξυπνος, σαΐνιαλάβουτους, -τ’, του = σώος και αβλαβήςαλαγκ΄-ρκα = αρσενικά άλογα, επιβήτορεςαλάμουτους, -τ’, -του = καθαρόςαλαμπρατσέτα = αγκαζέαλάν' = αλητάκοςαλαντίζου = εξηγώαλάσπουτους, -τ’, του = χωρίς λάσπεςαλατάριμ = άλμη, αρμυρό νερό για το τυρί

Page 4: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

αλατζιάς = βαμβακερό, ποικιλόχρωμο, γερό αραιό ύφασμααλατουκούτ = κουτί για το αλάτι αλέκιαστους, τ’, -του = χωρίς λεκέαλέστα = άνω κάτωαλέτηρ = αλέτριαληθεύκει = βγήκε αληθινό, επαληθεύτηκεάλιαστους, -τ΄, -του = αυτός που δε λιάστηκε, δε στέγνωσε στον ήλιοαλιβιρντίζου = προμηθεύω ή αγοράζω κάτι για κάποιον άλλοαλίγδουτους, τ’, -του = νηστίσιμος, δε λιγδώθηκεαλιτριά = αυλακιά που γίνεται με το αλέτρι αλιτρουπόδ = το μέρος του αλετριού που πατά ο γεωργός και πιέζει το υνί για να μπει βαθιά στο χώμααλιτρόχειρ = η λαβή του αλετριούαλλαξιά = ενδυμασίααλλίσ' βιρίσ' = συναλλαγήαλλιώτκους, -ια, -ου = διαφορετικόςαλλόκουτους, τ’, -του = ασουλούπωτος, ασυνάρτητοςαλλουπαρμένους, -ν’, -νου = αυτός που τα μυαλά του έχουν πάρει αέραάλλουτις = άλλοτεάλ'μα = επάλειψηαλμπάν'ς = πεταλωτήςαλ'μπίζουμι = επιθυμώ κάτι πολύ, το θέλωαλ'μπισιά = μεγάλη επιθυμίααλόγατα = άλογααλόρτα = όρθιααλόρτους, -ια, -ου = όρθιοςαλουγόκαρου = ιππήλατο όχημααλουγόμγα = αλογόμυγααλουγόμλους = μύλος που κινείται με άλογααλ'πανάβουτους, τ’, -του = άνοστοςαλ'πανάλουτους, τ’, -του = άνοστος, σαχλόςαλ'τσιάκ'ς, -κ’σσα = ασταθής, μικροπρεπής, φοβητσιάρηςαλ'χίνεις = λειχήνες, στίγματα στο δέρμααλών' = το μέρος που γινόταν το αλώνισμααλών'σμα = αλώνισμααμ = αμ πως, αλλά, μήπωςαμά = μα, αλλάαμάκα = μικροκλεψιά (τράκα)αμάκατζης = ο τρακαδόροςαμανέτ = ενέχυρο, αμανάτιαμάχ’ = έχθρααμιλήτς, -α, -κου = αμελής, αδιάβαστοςάμιστους, -τ’, -του = δεν ωρίμασε, άγουροςαμνούχ'τους, -του = δεν ευνουχίσθηκεαμουκαϊτιά = αφροντισιά, αμέλειααμούσ΄κιουτους, -τ’, -του = άβρεχτοςαμουσκάλ' = μασχάληαμπάλουτους, -τ’, -του = με σκισμένα ρούχααμπάρ' = αποθήκη σταριούαμπντάλ'ς = αλλόκοτος

Page 5: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

αμπρόμπτα = μπρούμυταανάβραδα = απόγευμα, βραδάκιαναγκάζουμι = πιέζομαιανάγκη = ζόρισμα...για τουαλέτααναγκώνας = αγκώναςαναγούλα = τάση για εμετόανακατουμένους = ανάμικτοςανακούκουρδα / ανικούκουρδα = οκλαδόν με λυγισμένα γόναταανάλλαγους, -γ’, -γου = χωρίς ν'αλλάξει ρούχααναμλού = ονομαστή, ξακουστήαναμμούρα = έξαψηαναντάμ-παπαντάμ = από πάππου προς πάππου γενιά σε γενιάαναξιουσύν' = ανικανότητα, αναξιότηταανάπα = χιονόμπαλααναπαμός = ανάπαυση, ξεκούρασηαναρουτιούμι = αναρωτιέμαιανάφτου = ανάβωαναφυλαξιά = αλλεργίαανάχουμα = σωρός χώματος στις όχθες ποταμού ή καναλιούανέσουμα = συμπλήρωμαανέχεια = φτώχειαανήγαντους = ακαλλώπιστος, ατημέλητοςανηγκάζου = αναγκάζω, παρακινώανήλιαγους = αυτόν που δεν τον χτυπά ήλιοςανηλώ = λιώνωανήμερα = την ίδια μέρα, αυθημερόνανήμπουρους, -ρ’, -ου = άρρωστοςανήξιρους, -ρ΄, -ρου = απληροφόρητοςανθόγαλου = καϊμάκι, αφρός γάλατοςανθουνέρ = απόσταγμα λουλουδιώνανιμουστρόβιλους = ανεμοστρόβιλοςανισαίνου = ανασαίνωανιστρουφός = το όργωμα στις άκρες χωραφιού που είναι κάθετο με το άλλο οργωμένο ανισώνου = ενώνω με κάτι άλλο για να μεγαλώσειάνιφτους, -τ’, -του = άπλυτοςάν'μα = άνοιγμαανοιχτήρ = κλειδί για το άνοιγμα των μπουκαλιών που έχουν φελλόανοιχτουχέρ'ς, -ρσα, -κου = σπάταλος, χουβαρντάςανότστους, -τ΄, -του = άβρεχος, στεγνόςάνουστους-τ'-του = άνοστοςαντάμα = μαζίαντάρα = ομίχλη άντζιακ = τουλάχιστοναντηριούμι = ντρέπομαιάντι = άντε, εμπρός αντιέτ = έθιμοαντίκα = παλιόςαντίκρια = απέναντιαντίς = αντί, αντίθετα

Page 6: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

άντουτους, -τ’, -του = αχτύπητοςαντραδέρφ' = κουνιάδααντράδιρφους = κουνιάδοςαντραλίζουμι = ζαλίζομαιαντρέπουμι = ντρέπομαιαντρί = ξύλο κοντό, σαν πύρρος, που συνδέει το αλέτρι με το ζυγόαντρίζ' = κάνει τον άνδρααντρίκια = αρσενικάαντρίκιους, -ιου = αρσενικόςαντρούκλα = δυνατός και ψηλός άντρας αντρουμοίρ' = το μερίδιο τ ης γυναίκας απ' την π περιουσία του άντρα, όταν χηρέψειαντρουπή = ντροπή άντυτους, -τ’, -του = ο γυμνόςανώι = το πάνω πάτωμαάξα = άκουσααξαπίκαστα = ξαφνικά, απότομααξέβγαλτους, -τ΄, -του = καθυστερημένος, ακοινώνητοςάξεινους, -ν’, -νου = κοροϊδευτική απάντηση στην ερώτηση τι;άξεις = άκουσες;αξένοιαστους, -τ’, -του = δεν τον νοιάζειαξιάκριστους, -τα’, -του = δεν ξεμοναχιάζεταιαξιάνοιχτους, -τ', -του = επιφυλακτικόςαξιφλούδστους, -τ', -του = με τη φλούδα, ακαθάριστοςαξόδιαστους, -τ', -του = ανέξοδοςαξούγκ' = ξύγκι, λίποςάξουδους, -δ’, -δου = ανέξοδος, χωρίς έξοδαάουκνους-η-ου = ακούραστοςαπ’κάτ = από κάτωαπαγάλια = σιγά, αγάλι-αγάλιαπαζάριφτους, -τ', -ου = χωρίς παζάρια, σταθερόςαπαίνιφτους, -τ', -του = ταπεινόςαπαλάμ = παλάμηαπαλείφ' = παραλείπει αλλά και αλείφει απαλάαπάντριφτους, -τ’, -του = άγαμοςαπαπίσ' = από πίσωαπαράλλαχτους, -τ', -ου = ίδιος, δεν αλλάζει καθόλουαπαρατώ = παρατάωάπαρτους, -τ’, -ου = δεν πάρθηκεαπαρχής = απ' την αρχήαπθούδ' = μικρό αχλάδιαπικείθι = από εκείαπκάζου = καταλαβαίνω, αφουγκράζομαιαπλουγιούμι = αποκρίνομαι, απαντώαπλώχουρους, ρ’, ου = ευρύχωροςαπόβγαλα = έβγαλα, αφαίρεσααπόβραδου = αργά το βράδυαπόειδα = αναγκάστηκααποκ’οιμώ = αποκοιμίζωαποκριεύου = νηστεύω από κρέαςαπόμνα = έμεινα πίσω, κουράστηκα

Page 7: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

απόξου = απόξωαπόουχτώχτσα = αποκτώ όχτησααπόπατους = καμπινέςαπόπλυμα = ακάθαρτο νερό βρύσηςαπότστους, -τ', -ου = απότιστοςαπού μιας κι αρχής = από την αρχή, εξ αρχήςαπουβδουμάδα = την ερχόμενη εβδομάδααπουδέρνου = ρίχνω κάτωαπουδιαλέια = άχρηστα, σκάρτα, όσα περίσσεψαν απ' την διαλογή, ρετάλιααπουθυμιά = νοσταλγίααπουκριά = Αποκριάαπουκριεύου = απέχω από το κρέας, νηστεύωαπουκριμνιούμι = κρέμομαι από κάπουαπουλνώ = αφήνω ελεύθεροαπουμεινάδια = απομεινάριααπουμένου = απομένω, υπολείπομαιαπουμνά = απόθεμα, περίσσιααπουμνήσκου = μένω στάσιμος, καθυστερώαπουόλ'κανώ = άαφήηνωσα ελεύθερο, ., απόλυσα, ελευθερώνω, ξαμολάωωσααπουπόθιν = από πούαπουρίχνου = αποβάλλωαπουσπόρ = το τελευταίο παιδί μιας πολύτεκνης οικογένειαςαπουστουμώνου = αποστομώνω κάποιον έβαλα στη θέση του με όσα λέω με επιχειρήματα ή λέγοντας περισσότερα απ’ αυτόν απουταχιά = αύριο το πρωίαπουφάι = αποφάγιάπραγους, -γ', -ου = χωρίς καλούς τρόπους, αγενήςαπράδα = η ζέστη της φωτιάςαπρόκουβους, -β', -ου = αδιάφορος, τεμπέληςαπρώνουμι = πυρώνομαι, απολαμβάνω τη θαλπωρή της φωτιάςαραγός = αυλάκιαράδα = σειράαράδα = σειράαραδίζου = περπατώαραδούδα = γραμμούλα, μικρή σειράαράδσμα = περπάτημααραθυμιά = τιμητική θύμησηαραθυμιάζου = δοκιμάζωαραλίκ' = ξάπλα, ξεκούρασηαραμπάς = βοϊδάμαξααραμπούδ' = καροτσάκι με ρόδες, αυτοκινητάκιαραμπούμπλικα = ρεπούμπλικα, είδος καπέλου, καβουράκιαράπς = Άραβας, μελαψόςαρατίζουμι = εξαφανίζομαι διώχνω βίαια , φεύγω, χάνομαι κάτιάραχνους, -ν’, -ου = μελαχρινόςαργαλειός = μηχανή ύφανσηςαργατίνεις = εργάτριεςαρδήν' = αυλάκι, αράδα, σειράαρδίτσ' = κυπαρίσσιαρή = καλέ

Page 8: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

αρθούνια = ρουθούνιααρίδα = τρυπάνι, μτφ. το πόδιαρκαντάσ' = φίλοςαρκουδίζου = περπατώ με τα τέσσερααρλούμπα = λόγος χωρίς περιεχόμενοαρμάζου = ωριμάζωαρμάνταγιάν' = ανακάτεμα, συρφετόςαρμιά = λάχανο τουρσίαρμόζμους = ζουμί από λάχανο τουρσίαρμούδα = το κατ' εξοχήν φαγητό του χωραφιού που γίνονταν με νερό, ξίδι, σκόρδο και αλάτιαρμουζούμ = το ζουμί του τουρσιούαρναούτς', -α, -κου = Αλβανός, χοντροκέφαλοςαρνίθια = κότεςαρουπάτου = άχαρη γυναίκα, με χοντροκομμένη συμπεριφοράαρπάχνου = αρπάζωαρπαχτήρ = συνηθισμένος ν' αρπάζει, κλέφτηςαρρουσ'κό = φαγητό για άρρωστοαρτίκ’ = τέλος πάντωνάρτυμα = καρύκευμααρτυρίζου = περισσεύωαρτυρμάς = δρασκελιά, βήμααρτώνου = βάζω αυγό στη σούπααρύ = αραιόαρχιδουκρέμασ’ = βουβωνοκήληαρχίτειρα = νωρίτερα, πρωτύτερα, προηγουμένωςαρχουντουγιός = πλουσιόπαιδοασαμάρουτους, -τ', -ου = χωρίς σαμάριασγκινεύου = ξεθαρρεύωασγκίνσ'ς = άνετος, ξεθάρρετος, αλλά και τυχοδιώκτηςασήκια = αστράγαλοι, κότσια ασκάλουτους, -τ’, -ου = άπιαστοςάσκιαχτους, -τ', -ου = άφοβος, ατρόμητοςασ'κουλσούν = μπράβοάσ'κστου = άσχιστοασ'λόιτα = απερίσκεπταασ'λόιτους, -τ' , -ου = ασυλλόγιστος, επιπόλαιοςασ'μάζουχτους, -τ', -ου = αταχτοποίητοςάσουγους = ζωηρός, ανάποδοςάσουτους = ατέλειωτοςασπρόκουλους = πουλί με άσπρα φτεράασπρόσταχου = ποικιλία σιταριού με άσπρο στάχυαστάρ = φόδρααστουχώ = ξεχνώαστραπή = λάμψη, μτφ. για ζωηρό άτομοαστράχουτους, -τ', -ου = μαλακό χώμα που δεν έσφιξε απ'τη βροχή αστριχιά = η άκρη της σκεπής που τρέχει το νερό της βροχήςαστρούδ = αστεράκιαστρουπιλέκ' = κεραυνόςασφούκ'στους, -τ', -ου = ασκούπιστος

Page 9: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

ατάβανου = χωρίς ταβάνιατ'γάνητους, -τ', -ου = ατηγάνητος, ωμόςατλάζ' = μεταξένιο ύφασμαατλιγάδιαστου = το λαναρισμένο μαλλί που πρόκειται να γίνει κλωστή ατόφιους, -α, -ου = ολόκληρος, σώοςατρύητους, -τ', -ου = ατρύγητοςατρύπτους, -τ', -ου = ατρύπητοςατσάκστους, -τ', -ου = άσπαστος, σκληρόςάτσαλους, -λ', -ου = απρόσεχτοςατσάπστους, -τ', -ου = άσκαφτος, ασκάλιστοςάτ'ς-καραμάν' = ο κλέψας του κλέψαντοςατυράν'στους, -τ', -ου = απαίδευτοςαυγατίζου = δουλεύω πολύ γλήγορα, φτουράω, κάνω κάτι ν' αυξάνεταιαυγουκόβου = βάζω αυγό στη σούπααυλακιά = σειρά, αράδα του χωραφιούαυλόθυρα = αυλόπορτα, εξώθυρααυτάδιρφους = αδερφός από την ίδια μάνα και πατέρααυτούρα = φαγούρα, κάψα, έξαψηαφανιάζου = καταστρέφω, εξαλείφωαφανίζου = καταστρέφω, εξαλείφω αφκάν' = εργαλείο για το αλώνισμα των σιτηρώνάφκητουν = ας τονάφκιαχτους, -τ', -ου = απεριποίητος, ατημέλητοςαφκριούμι = κρυφακούω, αφουγκράζομαιαφμένους, = αφημένος, παρατημένοςαφνού = αυτουνούαφουρκάλ’τους = ασκούπιστοςάφταστους, -τ', -ου = ανώτερος, γρήγοροςάφτρα = φιτίλι λυχναριούαφχιόν’ = ναρκωτικό, υπνωτικόαχαΐριφτους = απρόκοποςαχαμνά = άσχημα, αλλά και τα ανδρικά γεννητικά όργανααχαμνός = άσχημος, ασθενικός, ανίσχυρος, καχεκτικόςαχαράμστους, -τ', -ου = αδικοσκορπισμένοςαχιλουνούδια = μικρές χελώνες, αλλά και εξογκώματα στο λαιμόαχμάκ'ς = αφελής αργοκίνητοςάχνα = ανάσα, ατμόςαχνίζου = βγάζω ατμόαχούρ = σταύλοςαχρειόστουμους, -μ’, -ου = ο αθυρόστομος, αυτός που βρίζειαχτ = καημός, πόθος, μίσος, επιθυμία για εκδίκησηαχταρμάς = μεταβίβαση προσώπων ή μεταφόρτωση πραγμάτων από ένα μεταφορικό μέσο σε άλλο, μεγάλη αναστάτωσηαχυρουφάς = μεγάλος αχυρώναςαψάδα = έξαψη, οξύτηταάψιμους = προσανάμματααψύς = οξύθυμος

- Β -

Page 10: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

X

βαβούρα = ο διαρκής θόρυβος, οχλαγωγή, βουητόβαγιά = είδος φυτού, η δάφνηβάγια = κλαδιά δάφνηςβαγιόκλαδου = κλαδί δάφνηςβαγιόν' = μεγάλο ξύλινο βαρέλι, κρασοβάρελοβαγιουνάς-βαϊνάς = βαρελοποιόςβαγιώ = η Κυριακή των Βαΐωνβάζ’ = ακούγεται δυνατός κρότοςβαζ'γκιτώ = παραιτούμαι, βαριέμαιβάζου = τοποθετώ κάτι κάπου αλλά και κάνω θόρυβο, ηχώ, κροτώβακούφκου = αγροτική έκταση ή κτίσμα που ανήκει σε εκκλησία και προέρχεται από δωρεάβαλαβίκα = ξερό αγριόχορτοβαλάν’ = βελανίδι, ο καρπός του πουρναριούβαλτίσιους, -ια, -ιου = από τη βάλταβαμπίρς = αδύνατος, καχεκτικός, άρρωστοςβάνα = πήλινη κανάταβάνου = τοποθετώβαντεύου = κάνω έρωτα[για τα πουλιά]βάξ’ιμου = κρότος, θόρυβος από όπλοβαρβάτους = αμνούχιστος, δυνατός, κοτσανάτος, επιβήτοραςβαριά = σιδερένιο χοντρό σφυρίβάρυνα = κουράστηκα, γέρασαβαρώ = δέρνω, χτυπώβασάν'σμα = στενοχώριαβάσκαμα = μάτιασμαβασταγαριά = διχαλωτό ραβδί που χρησιμοποιείται σα στήριγμα στο φόρτωμα των ζώωνβαστάθκα = κρατήθηκαβάσταμα = αντοχή, κουράγιοβαστχιούμι = κρατιέμαιβάτσινα = βατόμουραβάφτου = βάφωβάφτσμα = βάφτισμαβαψίμ = φιγούρα της τράπουλας(βαλές, ντάμα, ρήγας)βγάλσ'μου = βγάλσιμοβδέλλα = σκουλήκι που ζει στα έλη και θρέφεται με αίμα βζάνου = βυζαίνω, θηλάζωβζαράς, -ού = κοιλαράςβίζιτα = επίσκεψηβίκους = φυτό που μοιάζει με φακή, ζωοτροφήβιλουνούδα = μικρή βελόναβιντούζις = βεντούζεςβίντσ' = γερανός, φορτωτήςβιος = περιουσίαβίρα = εμπρόςβιργούδα = λεπτή βέργαβιργούλα = είδος αλετριού κατάλληλο για αυλάκια

Page 11: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

βιρέδθκουςα = λοξά- ός, πλαγιαστός, πλάγιος στραβάβιριά = χτύπημα με τη βέργα βιριάν'κους, -κ', -κου = αδύνατος, καχεκτικός, άρρωστοςβιρισέ = πίστωσηβιρνικουμένους, -ν', -ου = γυαλιστερόςβίτσα = λεπτή βέργαβλίτου = είδος αγριόχορτου, μτφ. ο ηλίθιος βοθειαρός = αυτός που βοηθούσε κάποιονβόθειου = βοήθημα βόθμα = βοήθειαβότρυδα = σκόρος, σκουλήκι που τρώει τα ρούχαβούβα = σιωπή, βουβαμάραβουβασιά = σιωπή, βουβαμάραβούζα = κοιλιάβουζαράς, -ού, -άδκου = κοιλαράςβουιδίσιους = βοδινόςβουίζ' = κάνει θόρυβο, σφυρίζει το κεφάλι μουβούλα = σφραγίδαβουλεί = ταιριάζει βουλεύουμι = τακτοποιούμαιβουλίζουμι = θέλω, επιθυμώ βουλ'κός = βολικόςβουνιά = κοπριά αγελαδινή ή των αλόγωνβούνκα = κοπριά αγελάδαςβουρβουλάκιασι = βρικολάκιασεβουργά = γρήγοραβουρός = τόπος συγκέντρωσης ζώωνβόχα = μυρωδιά άσχημηβραδιάζουμι = αργοπορώ, με πιάνει το βράδυβρακάς = με φαρδιά παντελόνιαβρακουζώνα = ζώνη της βράκας πλεχτή ή υφασμάτινηβράνα = ξύλινο ή σιδερένιο αντικείμενο για το σπάσιμο των σβόλων χωραφιού, σβάρναβρανούδα = λεπτό, πλεχτό σχοινίβραντανίζ' = σφυρίζει η πέτρα που πετιέται απ' τη σφεντόναβραντάν'σμα = σφύριγμα πέτρα που πετιέται με δύναμηβρουμόγλουσους = αυτός που βρίζειβρουχώνου = τρυπώνω, κρύβομαιβρυκόλακας = αυτός που ξενυχτά και τριγυρνά τις νύχτες, ο ξάγρυπνος

- Γ -

X

γαίμα = αίμαγαϊτάν' = λεπτό κορδόνιγαλάρα = γαλατερή, ζώο που κατεβάζει γάλαγαλατάθκου = γαλακτοπωλείογαλατιές-αλατίλα = μυρωδιά γάλατοςγαλατσίδα = αγριόχορτο που ο χυμός του είναι σαν το γάλα

Page 12: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

γαλέτσια = τσόκαραγαμπριάτκα = τα του γαμπρούγάνα = το συνεχές κλάμαγανάδα = η πράσινη σκουριά, αλλά και το άσπρισμα της γλώσσαςγανιάζου = σκάζω απ' το κακό μου, βράζωγάνουμα = η επίστρωση της επιφάνειας των χάλκινων σκευών με κασσίτερογανουτής = ο γανωματής γάσγα = πρόλοβοςγειασιά = μπράβο, ζήτω, συγχαρητήριαγειτουνιά = επίσκεψηγείτσεις = λέγεται μετά από φτάρνισμα κάποιουγεμενί = πέδιλογενήματα = σιτηρά κυρίως, αλλά και τα κάθε λογής εισοδήματα απ' τα χωράφιαγένουμι = γίνομαιγέρειν' = γέρνειγεύουμι = δοκιμάζωγεύτου = δοκιμάζωγια τιαύτου = γι’ αυτό το λόγογια τους = να τοςγια τούτου = γι’ αυτό γιαζ-κ = κρίμαγιάλα = έλαγιαλαντζής = αυτός που ξεγελά τους άλλους αλλά και το αστέρι της αυγής, ο αυγερινόςγιαλέινους = γυάλινοςγιαλιέλι = τραγούδιγιάλ'ντίζ' = το καλύτερο φύλλο καπνού που μπαίνει στην κορυφή του πασταλιούγιαλούμ = βραχώδες έδαφοςγιάμα = κατάληψη, αυθαίρετη κατάκτηση, αλλά και πέταμα χρημάτων απ' το νονό στην εκκλησίαγιανάφουνου = επανάληψηγιανίσκου = θεραπεύομαιγιαπράκ' = σαρμαδάκιγιαράς = πληγήγιαρμάς = κριθαρίσιο αλεύρι ζωοτροφής, αλλά και ποικιλία ροδάκινουγιαρμίζου = συμμαζεύω, συγυρίζωγιασφέτ = τσιμπούσι, παρέα για φαγητόγιατάκ' = καταφύγιο, φωλιάγιάτις = νάτοι, αλλά και στοίχημα αλλά και νάτοιγιμώζου-γιουμώζου = γεμίζωγινατσής, -ού, -’δκου = αυτός που κρατάει γινάτιγιόμα = μεσημέριγιόντζιας = τριφύλλιγιόσμους = δυόσμοςγιουβάν'ς = δουλευταράςγιουμώζου = γεμίζωγιούργια = εφόρμηση, γιουρούσιγιουργκάν' = πάπλωμα αλλά και σύννεφογιουρλάντα = κεντημένος γύρος φουστανιούγιουρντάν' = περιδέραιο

Page 13: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

γιουρούκ'ς, -σσα, -ικου = απολίτιστοςγιουρούσ' = έφοδοςγιουρτουλόγια = ευχές των γιορτώνγιουφκάς = χυλόπιταγιούφκους, -κου = άχρηστοςγιουφύρ = γεφύριγιούχα = αποδοκιμασία, το κράξιμογιρνώ = επιστρέφωγκαβανούδ' = μικρή γαβάθαγκαβός = τυφλόςγκαβουσόκακου = τυφλοσόκακο, διέξοδογκαβώνου = τυφλώνωγκαγκαβούης = Έλληνας χριστιανός, τουρκόφωνοςγκαγκανούδια = αυλάκια, βαθουλώματαγκαγκάτσια = σπυριά που βγάζουν στα ούλα τους τα γαϊδούρια και τα μουλάριαγκαζέπ = δυνατή βροχή, μπόραγκαζέπς = ζημιάρηςγκαζιρό = δοχείο για το πετρέλαιο της λγκαζουκάντηλου = καντήλι με πετρέλαιογκαϊλ’τζμένους = αυτός που έχει γκαϊλέ, καημόγκαΐλα = η κουρούνα γκαϊλέ = η στενοχώριαγκάϊντα = πνευστό μουσικό όργανο από δέρμα κατσίκαςγκαϊρέτ = κουράγιο, προσπάθειαγκαλ’ντρίμ = καλντερίμιγκαμπέρς, -ου = ψηλός και άχαρος (κυρίως για τις γυναίκες)γκανταΐφ = κανταΐφιγκάραβους = υπόνομος, οχετόςγκάργκα = η κουρούναγκαργκαλίζου = γαργαλάωγκάρτσιους = ο κλαψιάρηςγκασμάς = σκαπάνηγκάστρουμα = εγκυμοσύνηγκάτσιανους = βουκέντραγκέλ'μπιρης = εργαλείο που σέρνει τα κάρβουνα του φούρνου προς τα έξωγκέμια = χαλινάριαγκιέσα = η κατσίκα με το κουδούνι που οδηγεί το κοπάδι γερασμένη κατσίκα, στείρα γκιζιέρ = περιπλάνησηγκιζιρνώ = γυρίζω άσκοπα, περιπλανιέμαιγκιλάκ' = γυάλινος βώλοςγκιμπέρτσει = ξάπλωσεγκινίης, -σσα, -ίικου = αδιάφοροςγκιολ’ = μικρή λίμνη, τέλμαγκιουιλ-κ’ = ακαταστασία, ανακατεμένα πράγματαγκιουλές = μεγάλη πέτραγκιούμ = μεγάλο μεταλικό δοχείο για μεταφορά γάλατος το γάλα ή νερούγκιουρβάν’ = ακαταστασία(πιθανόν από τη λέξη «κερβένι» = εμποροπανήγυρη που γινόταν στις Σέρρες)γκιρέν’ = χωράφι που αποξηραίνεται μετά από βροχή και παρουσιάζει ρωγμές, το χρώμα δε του χώματος είναι συνήθως καφέ

Page 14: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

γκιρέσ' = πάληγκισέμ = το κριάρι με το κουδούνι που οδηγεί το κοπάδιγκίσντρους = πέτρινος κύλινδροςγκιφσέν'κους, -κια, -κου = χαλαρόςγκιφσέντσει = χαλάρωσεγκιφσιντίζου = χαλαρώνωγκ-κ, μ-κ = τσιμουδιά, άχναγκλάβα = κεφάλιγκλαβανή = η πόρτα του φωταγωγού, η καταπακτήγκλέφαρου = μέτωπογκντω = σκουντώ, σπρώχνωγκόγκλιαρους = καθυστερημένος, οπισθοδρομικόςγκόλιαβους, -β’, -ου = ολόγυμνοςγκόλιους, -ου = γυμνός, μικρό πουλάκι, νεοσσόςγκόλτσιου = άγριο απίδιγκόμπους = γουλιάγκόνουμι = μπουκώνομαιγκορτσιά = αγριαπιδιάγκουγκίζου = γογγύζωγκουγκουρέλ’ = πολύ μικρόγκουγκούχκα = δεκαοχτούραγκουζιούδ' = νεοσσόςγκουλγκούτ' = φαγητό με νερό κι αλεύριγκουλιάρ = μικρό παιδίγκουλιαρούδ' = μικρό παιδίγκουμπές = ο θόλος της οροφής απ’ όπου κρεμόταν η λάμπα γκουντλώ = τρεκλίζω, παραπατώγκούντμα = σπρώξιμογκουντουβαρώ = χασομερώγκουργκουλίζ' = γουργουρίζειγκουργκουλουτός = σφαιρικόςγκουρλίδα = τάση προς εμετόγκουρλίτσα = τάση προς εμετόγκούρλουμα = αφοσίωση, τέντωμα ματιώνγκουρλουτός, -ιά, -ό = γουρλωτόςγκουρλώνου = εντείνω την προσοχή μου κάπου τεντώνοντας τα μάτια μου, απορώ για κάτι που ακούω ή βλέπωγκουρντουκλώ = κατρακυλώ, κυλώ στη γηγκουρτσιά = αγριαχλαδιάγκράς = είδος κοντόκανου όπλουγκρέμνους = γκρεμόςγκ-ρμπάς = επώνυμογκρόθους = η γροθιάγκρουγκντώ = σπρώχνωγλάρους = πελαργόςγλαρώνου = νυστάζωγλέπου = βλέπω, κοιτάζω, αντικρίζωγλίνα = χοιρινό λίποςγλίντζα = λίγδα, λίποςγλιντζιάζου = γεμίζω γλίντζα

Page 15: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

γλιτζιάρς, -α, -κου = βρόμικος, αυτός που γυαλίζουν τα ρούχα του απ' τη λέραγλίτσα = η γλίστραγλουσιάζου = γεύομαι, δοκιμάζω κάτι με τη γλώσσαγλυκάδια = τα εντόσθια του ζώου ( συκώτι, πνευμόνια, νεφρά )γνέθου = φτιάχνω το μαλλί νήμα με τη ρόκαγνουμκεύου = λογικεύομαιγνουμκός, -κιά, -κό = λογικόςγνουστεύου = λογικεύομαιγνυκάς = γυναικάςγνώμ' = μυαλόγόβα = παντόφλαγούβα = λακκούβαγουδί = δοχείο που χρησιμεύει για το σπάσιμο διαφόρων σπόρωνγουδουχέρ = ο κόπανος του γουδιού γουνιά = γωνία, μια απ' τις πλαϊνές θέσεις του τζακιούγουνιούμι = βιάζομαιγουρλιά = γουλιάγούρνα = πέτρινη λεκάνη της βρύσηςγουρνάρς = γουρουνάρηςγουρνίσιους = γουρουνίσιοςγουστέρα = σαύραγουστιρίτσα = η μικρή πράσινη σαύρα με στρογγυλό σώμαγόφους = γοφός, πάνω κλείδωση του ποδιούγράδους = μονάδα μέτρησης της πυκνότητας των υγρώνγραμματκός = ο εγγράμματος, ο λογιστής, ο γραμματέας, ο μορφωμένοςγραντζάν'σμα = το άκουσμα των δοντιών από κάτι σκληρό που τρώμεγραπώνου = αρπάζωγρατσανίτσα = ο χόνδροςγρόθους = γροθιάγρόθσμα = το γρονθοκόπημαγυνί = το υνίγυρινέ = τουλάχιστονγυρτός = καμπυλωτόςγυφτόκαρφου = μεγάλο καρφί που χρησιμοποιούνταν στις παλιές πόρτες

- Δ -

X

δάγκουμα = δαγκωματιάδαγκουσιά = δαγκωματιάδαίμουνας = μτφ. δραστήριοςδαμάλ' = θηλυκό μοσχάριδαμάσκου = το πολυτελές ύφασμα με ποικιλόχρωμα αραβουργήματαδάρι = εδώδασύς, -ιά, -ύ = πυκνόςδαυλός = αναμμένο ξύλοδαχλιά = δαχτυλιάδάχλου = δάχτυλοδαχλύδ = δαχτυλίδι

Page 16: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

δέντρινους = δρύινοςδέξιμου = υποδοχήδέξιους, -ια, -ιου = δεξιός αλλά και τέτοιοςδέουντα = χαιρετίσματαδευτερώνου = επαναλαμβάνω για δεύτερη φοράδεύτιρου = για δεύτερη φορά, εκ δευτέρουδιαβάλου = συκοφαντώ, δυσφημώ κάποιονδιαβασιά = σφιγκτήρας που σφίγγει τα χείλη και τα ρουθούνια των ζώωνδιαβάτς = περαστικόςδιαβόητους, -τ', -ου = ξακουστόςδιαβουλ'κός, -ιά, -ό = σατανικόςδιαβουλόσπιρμα = παιδί του διαβόλουδιαλέγου = ξεχωρίζωδιαλιχτός, -ιά, -ό = εκλεκτός, ξεχωριστόςδιάρροια = ευκοίλιαδιδυμάρκα = δίδυμαδιες = δεςδιέτει = δές τεδικανίκ' = ξύλινη βέργαδικαουχτούρα = το πουλί δεκαοχτούραδικάρ = δεκάριδικαριά = δεκαριάδίκιου = η αμοιβή για προσφερθείσα υπηρεσίαδίκλουνου = με δυο κλωνάριαδίκουρκου = με δυο κρόκουςδιματκό = η ζώνη από στάχυα που δένουμε το δεμάτιδιξής, ιά, ί = δεξιόςδιξίμ = βαφτιστικόδιξιόχειρς = δεξιόχειραςδιπλάρκα = διπλά, δυο-δυοδιπλάρκαους, -κ’, -κου = διπλός- ά, δυο-δυοδιπλαρώνου = πλησιάζωδιπλουπόδ = σταυροπόδιδιπλουπουδιάζουμι = κάθομαι σταυροπόδιδιπλουχέρς, -α, -κου = αχόρταγοςδιρμάτ' = τομάρι ζώου, ασκί δερμάτινοδιρματίσιους, -ια, -ιου = δερμάτινοςδιρμόν' = μεγαλότρυπο κόσκινο για το καθάρισμα των σιτηρών απ’ άλλους σπόρους διρμουστήρα = εργαλείο για το βαμβάκιδιρπάν’ = δρεπάνιδισάκ’ = διπλός τορβάς που έμπαινε στο σαμάρι του ζώουδισεύριτους, -τ’, -του = σπάνιοςδισποτκό = δεσποτικός θρόνοςδιφτιρίζου = επαναλαμβάνω κάτι, ξαναλέωδίψιακας = αυτός που διψά πολύδόλιους = ταλαίπωροςδουδουκάρ = τραπεζίτηςδούκας = άρχοντας του χωριούδουκήθκα = μπόρεσα αλλά και φαντάστηκαδουκράν' = δίχαλο, συνήθως ξύλινο εργαλείο

Page 17: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

δουκρανίζου = ρίχνω ψηλά στον αέρα για να ξεχωρίσω το σιτάρι από τ'άχυραδούλ' = μεγάλες κόψεςδουλιφτάρς = εργατικόςδουνάκα = εδώ να, εδώ πέραδουντάγρα = τανάλια εξαγωγής δοντιώνδουράκνου = ροδάκινοδουρμπάνα = καρδάραδουρμπανίζου = χτυπώ το γάλα μέσα στην καρδάρα, για να βγάλω βούτυροδουσιά = δόσηδρασκιλιά = βήμαδρασκιλνώ = δρασκελίζωδρέινους = δρύινοςδύνουμι = δύναμαι, μπορώδυούρ = δυάρι, ο αριθμός δύοδώθι = εδώ

- Ε -

X

έβα... = πω πωέβαζει = τοποθετούσε ή και ακουγότανέβγα = βγεςέισα = έχυσαέκρουγα = χτυπούσαεμ = και (εμ ψεύτ'’ς, εμ κλέφτ'’ς)έμνησκει = έμενεέντουκα = χτύπησαεντσ’ = φάουλ(χέρι) στο ποδόσφαιρο )εξάπαντους = οπωσδήποτεεξόν = εκτόςεπαύριο = επομένηεπείγ΄ = είναι απαραίτητο να γίνειεπιστάτ'ς, -τρια = αυτός που καθαρίζει δημόσιο κτίριο, συνήθως σχολείοέτσ’ κ’ έτσ’ = έτσι κι έτσιεύφλου = το μαλακό ζυμάρι

- Ζ -

X

ζ’γώνου = ζυγώνω, πλησιάζωζ’ματίζου = ζεματίζωζ’μουτήρ = η ζυμώστρα, η σκάφη για το ζύμωμαζ’μώτρα = η σκάφη για το ζύμωμα, σκαφίδιζαβά = ανάποδα, στραβάζαβίζου = κοιτάζω στραβά, αλληθωρίζωζαβλακώνουμι = ζαλίζομαι, αποβλακώνομαιζαβός, -ιά, -ό = λοξός, στριμμένοςζαβουντραλίζουμι = ζαλίζομαι

Page 18: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

ζαγάρ = κυνηγόσκυλοζακάτσ'κα = μπέρδεμαζακιάζου = μπερδεύωζάκιασμα = μπέρδεμα, ανακάτεμαζακόν’ = κακιά συνήθειαζαλίκ’ = φόρτωμα, φορτίοζαμακώνου = ρίχνω κάτω βίαιαζαμάν' = μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλοτινή εποχήζαμανίσιους, -ια, -ιου = αιωνόβιοςζαμπίτς = αστυνομικό όργανοζαμπόινα = σφυρίχτρα από βλαστό πράσινου σιταριούζαμπουνώ = μπήγω, χώνωζανάτ = τέχνη, δευτερεύον επάγγελμαζαναχάτ = επάγγελμαζαπ = νίκη, κουμάντο, δάμασμα, κάνου ζαπ = δαμάζωζαπώνου = κυριεύω, αποκτώ παράνομαζάρα = πτυχή, τσαλάκωμαζαράλ’ = αναπηρία, ελάττωμα στο χαρακτήραζαρκούτ = τούμπαζαχαράτου = ζαχαρωτό, ζαχαρένιοζαχιρές = κολατσιό αλλά και απόθεμαζβανάς = πριονωτός μεγάλος σχετικά κυρτός σουγιάς που χρησιμοποιούνταν για κλαδευτήριζ'γόλαρους = ο ζυγός των βοδιώνζ'γούρ = χρονιάρικο κατσίκιζεμπίλ' = χάρτινο χωνί με χρωματιστή κόλλαζέρβους, -ια, -ου = αριστερόχειραςζευγαρίζου = οργώνωζεύλα = το καμπυλωτό μέρος του ζυγού που μπαίνει στον τράχηλο των ζώωνζεύου = βάζω τα ζώα στο ζυγόζέψιμου = τοποθέτηση των ζώων στο ζυγόζητλαριό = ζητιανιά, επαιτείαζήτλας = ζητιάνος, επαίτηςζιάβατου = απάνεμο μέροςζιάζιακου = ο καταρράχτης των ματιώνζιβζέκ'ς = ελαφρόμυαλος, ανόητοςζιβζικιά = ανοησίαζιγκί = ο αναβολέας για να ανεβεί κάποιος στο σαμάρι του ζώου, η σκάλα του σαμαριούζίγρα = βατομουριάζίγρις = φράχτες με αγκάθιαζιζάνιου = πειραχτήρι, ενοχλητικόςζιμπουγιά = μενεξές, βιολέταζιούλα = παραγινωμένο φρούτοζιρβόχειρους, ζιρβουχέρς = αριστερόχειραςζίφσει = έσβησεζλαπ = μικρόσωμο αγρίμιζλιάρς, -ου, -κου = ζηλιάρηςζλίγου-ζλω = ζουλώ, συμπιέζωζ'μαριά = ζυμάρι, μτφ. αργοκίνητος, βαρύς, τεμπέλης

Page 19: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

ζ'μαρόπτα = ζυμάρι, μτφ. αργοκίνητοςζμι = ζουμίζμπόμπα = η κοπάνα, η εκούσια απουσίαζμπουρίζου = μιλώ, συζητώζμπουρός = συζήτησηζναρ = ζωνάρι, ζώνηζ'νίχ' = αυχένας, σβέρκοςζουδ = μικρό άγριο ζώοζούζουλου = ζουζούνι, ζωύφιο, έντομο μετ. ο ενοχλητικόςζουκούμ = πικροδάφνηζούλια = ζήλιαζουμπάς = σιδερένια σφήνα, σκαρπέλοζουμπούρς = γυναικάς, ερωτύλος, χυδαίοςζουντόβουλου = πειραχτήρι, ενοχλητικόςζούρλα = τρέλαζουρλαίνουμι = τρελαίνομαιζουρλαμάρα = παλαβομάρα, τρέλαζουρλός = τρελόςζουρμπαλίκ’ = με το ζόρι, με το έτσι θέλωζουρνάς = μουσικό όργανοζούρσι = σκάσε, ησύχασε, στάσουζούφιους, -ια, -ου = σάπιος, καχεκτικόςζουχάδια = αιμορροΐδεςζύασμα = ζύγισμαζυμπόι = βιολέτα, μενεξές

- Η -

X

ηλιακό = δωμάτιο με τζαμαρίαηλιουβασίλιμα = δύση.ηλιουήβγασμα = ανατολήηλιουντόσ'μου = ανατολήηλιουπύρουμα = νότος

ήπηρνα = έπαιρναηρμάδ = ρημάδι

- Θ -

X

θάμα = θαύμαθαμάζουμι = απορώ, σκέφτομαι, αναρωτιέμαι, βρίσκομαι σε δίλημμα.θανά = τάχα, μήπωςθαραπαύουμι = ικανοποιούμαι, ευχαριστιέμαιθαρρώ = νομίζωθάφτου = θάβωθέβα = φύγε

Page 20: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

θειάκα = θείαθειόκας = θείοςθέκου = φυτεύωθέρους = θέρος, η εποχή του θερισμού.θέσ'μου = φύτεμα, φυτείαθημουνιά = σωρός από δεμάτιαθιουτκός, -κιά, -κό = θεϊκός, ο προερχόμενος από το θεόθιρμό = το καζάνιθιρστής = ο Ιούλιοςθκα = περιοχή με σπίτια κοινού επωνύμου (Μπακουλάθκα, Στουϊκάθκα κ.λ.π)θκαμ- θκας -θκατ = δικά μου, δικά σου, δικά τουθκομ’, θκοσ’, θκοτ΄, = δικό μου, δικό σου, δικό τουθλυκούδ = μικρή θηλιάθλύκουμα = κούμπωμαθλυκώνου = κουμπώνω και μετ. συλλαμβάνω κάποιονθλυκώνουμι = συμπλέκω τα δάχτυλα των χεριών μουθμητκό = μνήμηθουριά = όψη, χρώμα προσώπου, εξωτερική εμφάνισηθρύμμα = κομματάκιθυμητκό = ικανότητα μνήμηςθυμιάμα = λιβάνιθυμιατήρ = ειδικό εκκλησιαστικό σκεύος, θυμιατήριθύρα = πόρτα

- Ι -

X

ίβα = πω πω!ιγκρέκ' = περίφραγμα από κλαδιά που σχηματίζουν πρόχειρο μαντρίιθίματα = έθιμαικκλισιά = εκκλησίαίλιγα = έλεγαίλιμ = αρκείιννιά = εννιάινταρές = οικονομία, εξοικονόμησης ινχώριους, -α, -ου = ντόπιοςιξάρ = εξάριιξίκ’ολσούν = να μου λείπειιπειδίής = επειδή

ίπηρνα = έπαιρνα ιπί τ' αυτού = επίτηδεςιπρουχτέ = προχθέςιπρουψέ = προψέςίρα ντε ντε = πω πω τι μεγάλοίρα! = πω πω!ίσκιουμα = φάντασμαισκιουμένους = φαντασμένοςισνάφ = τεχνίτης

Page 21: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

ιστιάχ’ = όρεξη, πόθοςιστίφ = μικρό δέμα καπνούιστίφιασμα = το αράδιασμα σε μικρά δέματαιτήρ' = αρωματικό λουλούδι των καπνόφυλλωνιτσ' μίτσ' = ό, τι νάναιιχτές = χτεςιψές = ψες

- Κ -

X

κ΄-ρκ- = γκριΚαβάκ’ = λεύκακαβαλίκα = η καβάλα στο ζώοκαβάλου = το κάτω μέρος της ραφής που ενώνει τα δυο σκέλη του παντελονιούκαγγέλ’ = σχέδιο πάνω σε κέντημακαγγιλουτός, -ή, -ό = δαντελωτός, με σχέδιοκαγιάς = βράχοςκάδα = πατητήρι, ληνόςκαδί = μικρό βαρέλι σε σχήμα κόλουρου κώνου που χρησιμοποιείται στη μεταφορά νερούκαζαναριό = ο χώρος όπου υπήρχε το καζάνικαζαντίζου = πλουτίζωκαζίκ' = παλούκι, συμφορά, κακοτυχίακαζίκ' = παλούκι, συμφοράκαθάρσιου = ρετσινόλαδοκαθάρσιου = ρετσινόλαδοκαθαυτού = κυριολεκτικά, γνήσιακαθαυτού = κυριολεκτικά, γνήσιακαθόσου = απ’ ότικαθόσου = απ’ότικάθουμι = κάθομαι, διαμένωκαϊμακλίδκους, -κ’, -κου = παχύρρευστοςκαΐντσιους = γυναικάδερφος, κουνιάδοςκαΐσ’ = ποικιλία βερίκοκουκαΐτια = τα πηχάκια που χωρίζουν το παράθυρο σε τετράγωνα η ορθογώνια τμήματα (όπου υπάρχουν τα αντίστοιχα τζάμια )κακαβάν’ς = βλάκας, ανόητοςκακάπλυτους, -τ', -ου = βρομιάρης, ακάθαρτοςκακάρσμα = το κακάρισμα, η φωνή της κόταςκακαρώνου = σβήνω, αργοπεθαίνωκακόστουμους = ο υβριστήςκακουρίζ’κους, -ια, -ου = άτακτος, ζωηρόςκακουτρέχου = κατατρέχωκαλάι = ο κασσίτεροςκαλαμπαλίκ’ = μεγάλη συγκέντρωση αντικειμένωνκαλαμπουκόξυλου = ο κορμός του καλαμποκιούκαλαφατίζου = βουλώνω με στουπί το βαρέλικαλημιρνώ = καλημερίζω

Page 22: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

καλίντσα = η κρασοκανάτακαλνώ = καλώκαλούδια = τα καλά, τα αγαθάκαλούπ' = η μήτρα, η φόρμα που μέσα στοιβάζουν τα καπνά, κομμάτι σαπουνιούκαλπαζάν’ς = επιτήδειος, δόλιοςκαλτάκα = γυναίκα του δρόμουκαλ'τάτας = ο νουνόςκαλ'τσιάς = πεταλάκι στη σόλα των παπουτσιώνκαλτσουδέτα = ελαστική ταινία με την οποία συγκρατείται η κάλτσακάλφας = μαθητευόμενος τεχνίτηςκαμάρα = βαθούλωμα τοίχου που δηλώνει μεσοτοιχίακαμάρα = μεγάλο δωμάτιοκάμαρα = μεγάλο δωμάτιοκαμαρώνου = κάνω υπόκλιση, παρακαλώ, μτφ. νυστάζωκάμου = κάνω, αλλά και οργώνωκάμουμα = κατόρθωμακαμουματού = αυτή που κάνει νάζιακαμπάδ’κους, -κ’, -ου = καμπίσιος, μτφ. επιβλητικόςκαμπάνταης = περήφανος, παλικαράς, νταήςκαμπαρντίζου = περηφανεύομαι, φουσκώνω, κάνω τον δυνατόκαμπουρτός = λυγισμένος, καμπούρηςκαμτσίκ' = μαστίγιοκαμτσικιά = μαστίγωμακαμώνιτει = γίνεται, οργώνεταικαν = απόλυτη άρνηση, καθόλου, τίποτε, αλλά και τουλάχιστονκαν = καθόλου, τίποτε, αλλά και τουλάχιστονκαναβόδιντρου = καναβουριάκανάκ’ = χάδικανακάρς = χαϊδεμένοςκάναν κιρό = εκείνα τα χρόνιακανάπ = σπάγκοςκανάτ = παραθυρόφυλλο ή φύλλο της πόρταςκανέλλα = μικρό ξύλινο βαρέλικανέστρα = πανέρικανίςσ’ = δώροκάνου ζαπ' = δαμάζω, επιβάλλομαικάνου ζευγάρ' = οργώνωκαντάρ = ζυγαριάκανταρτζής = ζυγιστήςκάντειν = κάθονταικαντήλιασει = μαράζωσε, νύσταξε, χαμήλωσεκαντίζου = συμφωνώ αλλά και πείθω κάποιονκαντιφές = βελούδο μετ. απαλό στην αφήκαούν’ = μεγάλο πεπόνικαπακώνου = σκεπάζω, βάζω το καπάκικαπιτζίκ' = παραπόρτι, μικρή κρυφή πορτούλακάπνα = ο ιστός της αράχνηςκαπνιά = ο ιστός της αράχνηςκαπριτσιώνουμι = θυμώνω, πεισμώνωκαραγάτσ’ = το μαυροδέντρι

Page 23: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

καρακλιάνους = λάρυγγαςκαρακόλ’ = αστυνομική περίπολοςκαράμπουγια = μαύρη μπογιάκαραούλ’ = περίπολος, σκοπόςκαρά-πουτάνα = πόρνη, μεγάλη σε αναίδεια και ασέλγειακαράρ = απόφαση, διάρκεια, κατάστασηκάργα = πλήρης, στο φουλκαργαρισμένος = πλήρης, γεμάτος, φουλαρισμένοςκαργιόλα = γυναίκα ελευθερίων ηθώνκαργιουφύλλ’ = γαρίφαλοκαρδάκα = μεγάλο κουδούνι που κρέμεται στο λαιμό μεγάλων ζώων, αγελάδων ή προβάτωνκαρδάρα = ξύλινος κάδος αρμέγματοςκαρδούδα = μικρή καρυδιάκαρίκ' = διχτυωτή μάσκα για το στόμα του ζώου που δεν το αφήνει να φάει αλλά και αράδα, αυλακιά καρίκουμα = μαντάρισμακαρικώνου = μαντάρω, επιδιορθώνω παλιά ρούχακάρκαδου = ξερή μύξακαρλίγκα = όχι ίσιο, στραβό, καμπυλωτόκαρντακούδα = μικρό κουδούνι που κρέμεται απ' το λαιμό μικρού ζώουκαρντάσ’, -ίνα = αδερφόςκαρντίζουμι = ξεκαρδίζομαικαρντίζουμι = ξεκαρδίζομαικαρούλ’ = κουβαρίστρακαρουφίλ = τραύμα από χτύπημα στο κεφάλικαρουφλίδα = τρύπα μεγάλη στο γείσωμα της σκεπήςκαρσί = απέναντικαρτάλ' = γύπαςκαρταλάς = γύπας καρτιρώ = περιμένω, παραμονεύωκασαμπάς = η πόληκασατούρα = χασαπομάχαιροκασέλα = σκαλιστό σεντούκικασιδιάρς = αυτός που έχει ψώρα στο κεφάλι, ο κασίδηςκασκαρίκα = πλάκα, νίλα, καψόνι, αθώα φάρσακασκέτου = χαμηλό και εφαρμοστό καπέλο με γείσοκασνάκ' = τσιγκελάκι αλλά και ξύλινο τελάροκάστρου = η πόλη, οι Σέρρεςκατ = φύλλο, στρώμα, πτυχή, δίπλωμακάτα = η γάτακαταής = κατάχαμακατακάθ = το σώσμα, το υπόλειμμα του υγρού στο δοχείοκατακάθουμι = οριστικοποιούμαι κάπουκατακάτσ'μου = ανεργία, αναδουλειάκατακέφαλα = με το κεφάλι προς τα κάτωκαταλάβνισ’κα = καταλάβαινακαταντιά = τα απαραίτητα σύνεργα για το χωράφικαταπόδ = κατόπιν, από πίσωκαταπουδιάζου = ακολουθώ κατά πόδας, κυνηγώ

Page 24: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

καταπουδιανά = τα τελευταίακαταπουδιαστά = ο ένας πίσω από τον άλλοκαταριούμι = καταριέμαικαταρντίζου = κατατοπίζω, επεξηγώκατάρραχα = από πάνω προς τα κάτωκατασάρκ’ = φανέλακατασέρνου = κατηγορώ κάποιον, διασύρω, δυσφημώκαταχουνιάζου = κρύβω σε βαθύ μέροςκαταώρας = για την ώρα, προς το παρόνκατηγόρια = κατηγορίακατιβασιά = κατέβασμα νερού μετά από βροχή, πλημμύρακατίκ' = στραγγιστό γιαούρτικατ-καλά = ευτυχώς(λέγεται όμως ειρωνικά)κατ'νότ = η υγρασία στο χώμακατούνα = πρόχειρη σκηνή στο χωράφικατουπνός = επόμενοςκατράν' = πίσσακατρουλιό = τα ούρακατσ’καβάλ’ = κασέρικατσάγνου = πιγούνικατσιάκ’ς = λαθρέμπορος, φυγάςκατσιαμάκ' = είδος σούπας από καλαμποκίσιο αλεύρικατσιαρντίζου = χάνω τα μυαλά μουκάτσιασει = μαράζωσεκατσιασμένους = μαραμένοςκατσιό = καθισιόκατσιρμάς = λαθρεμπόριοκατσιρντίζου = χάνω τα μυαλά μου, φεύγω, ξεφεύγωκάτσ'μου = καθισιόκατώι = υπόγειοκαυκαλιά = μπάτσος, δυνατό χαστούκικαύκαλου = καβούκι χελώνας, νύχικαφαλής = βραδύνουςκαφάσ’ = τελάροκαφασιά = παράθυρο με σχέδιο καφέδκους = καφετής-ένιοςκαψίδια = τα άχρηστα φύλλα του καπνού που πετιούνται μετά το παστάλιασμακάψου = τάχα αλλά και επίτηδεςκδικιούμι = εκδικούμαικέμκους = συμπαθητικός, καλός άνθρωποςκηδεύου = αποθηκεύω, κρύβω κάτι, περιποιούμαικι απέκιμ = και όμωςκι απίσ' = πίσωκιαρατάς = βρισιά για κάποιον που μας είναι αντιπαθής απατημένος σύζυγος αλλά και ζαβολιάρηςκιαρατόπ’θου = άταχτο παιδίκιβούρ = φέρετροκιζάπ = το νιτρικό οξύκικιρίκι = ακαθάριστο φιστίκικιλίμ = τάπητας με μορφή υφάσματος

Page 25: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

κιλιούμ = μυτερός κασμάςκιλιπούρ = το αποκτηθέν σε τιμή ευκαιρίαςκιλίφ = μαξιλαροθήκη ή και παπλωματοθήκηκιμέρ = πέτρινο γεφύρι, καμάρα, αψίδα, θόλοςκίν’σα = κίνησα, ξεκίνησακινώνου = σερβίρωκιόλαν = κιόλαςκιόρς = τυφλόςκιούγκ' = πήλινος σωλήναςκιούπ' = πιθάρικιουπέγκ' = παντζούρικιουτεύου = δειλιάζω, απελπίζομαικιουτής = δειλόςκιραμαριά = κεραμιδαριάκιρδέσωου = κερδίσωκιρδίζου = κερδίζωκιρπίτσ’ = λασπότουβλο, άψητο πλιθί από χώμακίρτσιους = γκριζωπό μουλάρικιρχανατζής = διευθυντής πορνοστασίουκισμέτ = η τύχη, το πεπρωμένοκισπέτ = στενό δερμάτινο παντελόνι των παλαιστώνκιφαλαριά = το μέρος του χαλιναριού που προσαρμόζεται στο μέτωπο του ζώουκιφαλουδέτ = μαύρη σάρπα για το κεφάλι των γριώνκιφαλούκα = καπίστρικλαδιά = πουρνάριακλάπα = ξύλο που ενώνει δυο σανίδεςκλειδουμάχιρου = μαχαίρι που κλειδώνει, σουγιάςκλείδουσ' = η κλείδωση των οστώνκλειδουστόμιασα = έχω κλείσει το στόμα μουκλέφδις = κλέφτεςκλίκ' = αυγοειδής κουλούρα που πηγαίνουν στη νουνά αλλά και εργαλείο που μπαίνει στο στήθος του ζώου για το όργωμακλίκα = συνωμοτική ομάδα ανθρώπωνκλιόγκους = μεγαλόσωμος, αφελής άνδραςκλουθουγυρίζου = τριγυρίζω, γυρίζω κάπου επίμονακλουθουγύρσμα = το επίμονο τριγύρισμακλουναρούδα = κουδουνίστρακλουσμένους = τυλιγμένοςκλουσσαριά = η κλώσα που κλωσά τα αυγάκλώσμα = στροφήκλώτσους = κλοτσιάκνώδουλου = τιποτένιος, χαμένος άνθρωποςκόκθα = ξύλινη βέργα, σφαιρική στη μια της άκρη που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς κόλια = τα πλαϊνά ξύλα του κάρου που προσαρμόζονται στο σώμα του ζώου για να το τραβάκόματους = η ωραία γυναίκακοντσίνα = παιχνίδι της τράπουλαςκόπανους = ξύλο με το οποίο κτυπούσαν τα χοντρά ρούχα κατά την πλύσηκόπιτσα = θηλύκωμα, μικρή πόρπη

Page 26: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

κόρδουμα = τέντωμακόρμακους, κουρμακίνα = μόνος, ολομόναχοςκόρφους = στήθοςκόσ’ = το τρέξιμο, η ταχύτητακότσ' = αστράγαλος, αλλά και το κριάρι κότσαλου = φρύγανο, σκουπίδικουβέτ = δύναμη, κουράγιοκουγιουμτζής = χρυσοχόοςκουζάς = το κλειστό βαμβάκικουζούμ = μάτια μου (επιφώνημα)κουθών’ = κουτός, άμυαλοςκουκότα = γυναίκα του πεζοδρομίου, πόρνηκουκούδ = πέτσα σπυριούκουκουλοδέτ = μικρή μαύρη εσάρπακουκουνάρ = καρπός του πεύκου ή και το στέλεχος του καλαμποκιούκουκουρίκους = πετεινόςκουκώνα = αρχόντισσα, περιποιημένη γυναίκακουλάι = ευκολίακουλαντρίζου = πείθωκουλαριά = μπάλωμα στο πίσω μέρος του παντελονιούκουλί = γοφόςκουλιά = τα πισινάκουλικούδια = κουλουράκιακουλ'μπόσμους = ζουμί από τα κόλλυβακουλνώ = κολλώκουλόκθα = μεγάλο κολοκύθι, κολοκύθακουλόμπαρους = γυμνόςκουλόπανου = υφασμάτινη πάνακουλουκθάς = κολοκυθάςκουλουκούρ = το παχύ έντεροκουλουμπαράς = παιδεραστήςκουλουρόπτα = πίτα στρόγγυλη που πιάνει όλο το ταψίκουλούφ = κελύφι, μαξιλαροθήκηκουλτούκ' = μπράτσο, αλλά και ο κακός άνθρωποςκουλτσίδα = αγριόχορτο που κολλά στα ρούχακουμάρου = χαρτοπαιξία με χρήματακουμαρτζής = χαρτοπαίχτηςκουμαρτζιλούκ’ = χαρτοπαιξίακουμάσ’ = χοιροστάσιοκουμιτάτου = βουλγαρική στρατιωτική οργάνωσηκουμούλα = αυτό που προεξέχει απ'τα χείλη του δοχείου, παραγεμάτοκουμπάκ’ = η κουκουνάρα του καλαμποκιούκουμπουβέλουνου = καρφίτσακουμπουλίτς = σουγιάς με μονή λάμα και ξύλινη λαβήκουμπούρα = πιστόλικουμσάλ' = αμμουδερό έδαφοςκουνεύου = διανυκτερεύωκουνίδια = γονίδια, αυγά ψείρας κυρίωςκουντόγνουμους = κοντόμυαλοςκουντόσ’ = είδος γιλέκου

Page 27: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

κουντότα = συνδρομητής, μέλος σε κάποιο σύλλογοκουντουγούν’ = κοντή γούνακουντούρια = κοντά γυναικεία παπούτσια, γιορτινάκουντούρκους = με κομμένη ουράκουντουρντίζου = ερεθίζομαι, λυσσώ απ’ το κακό μουκουντούρς = ζώο με κομμένη ουράκουντούρτσει = φύγε, εξαφανίσουκουντουστούπς = κοντόςκουντουχούλιαρου = κουτάλακούντρους, -ηρ’, -ου = κοντόςκουπάνα = ξύλινη σκάφηκουπανώ = χτυπώ, δέρνωκουπέλ’ = εξώγαμοκουπιλάρ = παλιόπαιδοκουπούκ’ς = άξεστος, αγράμματος, πάμπτωχοςκούπους = σωρόςκουπρίτς = τεμπέληςκουπρόσκλου = αδέσποτο σκυλίκουράδα = ξερός σωρός ανθρώπινης κοπριάςκουράδας = χοντρός και δυσκίνητος άνθρωποςκουραζάν = λάσπη για χτίσιμοκουράσ' = κορίτσικουραστάρ = είδος πριονιούκουρβούλ' = κλήμα, κορμός αμπελιούκουρδούκλημα = κατρακύλακουρδουκλήστρα = το μέρος στο οποίο έχει κυλιστεί κάποιο ζώοκουρδουκλώ = κατρακυλώκουρδουκύλα = κατρακύλακουρδουμένους = τεντωμένος, περήφανοςκουρδώνουμι = τεντώνομαι, καμαρώνω, περηφανεύομαικουρί = δάσοςκουριμάδα = δυστυχισμένη, άτυχηκουρκέλ' = κρίκος, λαβήκουρκουλούκ΄ = σκιάχτροκούρκους = αρσενική γαλοπούλακουρκούτ' = είδος φαγητού από αλεύρικουρκουτιάζου = αποβλακώνομαικούρμπα = απάνεμο μέροςκουρμπανάς = κομπόδεμα, πορτοφόλικουρμπάτσ' = μαστίγιοκουρμπέτ = η ξενιτιά, η πιάτσακουρνάηζς ή κουνάζους = πανούργος, πονηρός, έξυπνοςκουρνιαχτίζουμι = σκονίζομαι και μετ. εξαφανίζομαι, αποχωρώ ξαφνικά κουρνιαχτός = σκόνηκουρντίζου = παρακινώκουρντίζουμι = βολεύομαι κάπου άνετα, στρογγυλοκάθομαικούρτζμα = παρακίνησηκουρφιάτς = το ψηλότερο μέρος της σκεπήςκουρφουλόγ'μα = κόψιμο κορυφής των βλαστών του αμπελιούκουσάς = μεγάλο δρεπάνι για το κόψιμο του τριφυλλιού

Page 28: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

κουσεύου = τρέχω γρήγορακουσί = τρέξιμοκουσιές = πλεξούδεςκουσκούζ' = ζυμαρικό, είδος τραχανάκουσκουτζάς = εύσωμος, μεγαλόσωμοςκουσούρ = ελάττωμα, αλλά και υπόλοιποκούτιου = σκυλίκούτιου-κούτιου = κάλεσμα για το σκυλί να παίξουμε ή να το χαϊδέψουμεκούτκας = σβέρκοςκουτκούδια = σβέρκοςκούτλους = μεγάλο πέτρινο γουδίκουτουρού = κατ’αποκοπήν, περίπουκουτούφ = κακός μαθητήςκούτρα = μικρός λόφος, αλλά και το κεφάλικουτρώ = τρακάρω, τυχαίνω, κουτουλώκουτσάκ' = ξύλινα εξαρτήματα του σαμαριού στα οποία έδεναν το φορτίο λαβή του σαμαριούκουτσακούδια = μικρά δυσανάγνωστα γράμματακουτσουκέρατους, -η, -ου = το ζώο που έχει σπασμένο το ένα ή και τα δυο του κέρατακουτσουλιά = περιττώματα πουλιούκουτσουλίτς = κορυδαλόςκουτσουπίνου = πίνω λίγο λίγοκουτσούρα ή κούτσουρου = ξερό χοντρό ξύλο για το τζάκι, μτφ. Τεμπέληςκόχ' = γωνία δωματίουκόψια = άγκιστρο που πιάνει το (κουμπώνει) στο θηλύκικόψιμο = ευκοίλιακράζου = φωνάζω δυνατάκρανίτκους, τ’κ’, -ου = χοντροκομμένος (κατά την κρανιά)κράσ' = ιδιοσυγκρασίακρατνάδις = ποικιλία επιταπέζιων σταφυλιώνκρατνάς = είδος κολοκυθιού, μτφ. κεφάλαςκρατούνα = νεροκολοκύθα, μτφ. Κεφάλαςκριακόρια = κατσάβραχακριάκουρους ή κριακουριά = μεγάλος βράχος με τραχιά επιφάνειακριας = κρέαςκριάτναρους = μεγάλο κεφάλικριθαρίτσ’ = κριθαράκι, σπυρί που βγαίνει στο μάτικριμασταριά = σταφύλι μαζί με το κλαδί τουκριμνώ = κρεμάωκριτσ'μάς = τέλος εποχιακής δουλειάςκ-ρμπάτσ’ = μαστίγιοκρουμδουκέφαλου = μεγάλο ξερό κρεμμύδι κρεμασμένοκρούου = χτυπώκρουστάλια = κρύσταλα παγωμένου χιονιούκρυψάνα = κρυψώναςκύπηρ = αγριόχορτοκωθών' = τιποτένιος, ακατατόπιστος

- Λ -

Page 29: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

X

λ’μπα = αρχίδιαλαβάνα = γυάλινη κανάταλαγγόν' = το μέρος του σώματος κάτω και αριστερά από τα πλευράλαγήνα = στάμναλαγιαρνί = το μαύρο αρνίλαγουνίκα = θηλυκό κυνηγετικό σκυλίλαδώνουμι = λεκιάζομαι αλλά και καταλύω σε περίοδο νηστείαςλαιμαργιά = πέτσινο κολάρο λουρί περασμένο στο λαιμό του ζώουλαϊντός = μεγαλόσωμος αφελής άντραςλακέρδα = η παστή παλαμίδαλάκκους = ρέμαλακκούσα = το νερό που κατεβάζει ένα ρέμα μετά από δυνατή βροχήλακριντί = κουτσομπολιόλαλαγκίδα = λουκουμάςλάλης = ο θείοςλαλώ = οδηγώ ή παροτρύνω τα ζώα να προχωρούν πιο γρήγοραλάμια = μυθικό τέραςλαμνίζου = μουντζουρώνωλαμνούρα = η μουντζούρα αλλά και η ζέστη που παρατηρείται το καλοκαίρι πάνω από το έδαφος, η κάψαλαμώνου = λερώνωλανάρα = εργαλεία που καθαρίζουν τα μαλλιά κυρίως των γιδοπροβάτωνλαναρίζου = ξαίνω το μαλλί στη λανάραλάου-λάου = σιγά-σιγά με προφύλαξηλαπάς = πολυβρασμένο ρύζιλάπατου = αγριόχορτο που μπαίνει στην πίταλαρδί = χοιρινό λίποςλασπούρα = πολύ λάσπηλαφιάτς = πρασινοκίτρινο φίδι μήκους 1, 5 μ. που σφυρίζει όταν αισθανθεί κίνδυνολαφρουκάνταρου = χαζούτσικοςλαφρουμπάμπαλου = πολύ ελαφρύλαχαίνου = αποκτώ κάτι τυχαίαλείξα = λιχουδιάλέισιμου = (δεν είναι για λέισιμου δηλ. για να το πείς)λειχούδ' = βρέφος, μωρόλειχούσα = λεχώναλείψανου = η σωρός του νεκρούλιάγκαβους, -β’, -ου-λίγκαβους-λίγκαρς = μικροκαμωμένος και βρομιάρηςλιάλ'βα = βλακείαλιάλ'βαλης = βλάκας, αφελήςλιάμοιρους = κακόμοιρος, καχεκτικόςλιανός = αδύνατοςλιανουκαταπίνου = ξεροκαταπίνωλιανουπιρπατώ = πατώ στα νύχιαλιανούρια = ψιλάλιανουχάφτου = τσιμπολογώ, τρώω ελαφράλιβέντριους, -ια, -ιου = χωρίς σακάκιλιγούρα = εξάντληση από πείνα

Page 30: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

λιγώνουμι = εξαντλούμαιλιέσ' = πτώμα ζώουλιέτσ'ιους = ασουλούπωτοςλίμα = μεγάλη πείνα, λαιμαργία, αλλά και εργαλείο για ακόνισμα μαχαιριών κ.λ.πλιμάζου = πεινάω πολύλιμάρισμα = ακόνισμαλιμάρου = ακονίζωλιμόντουζου = κιτρικό οξύλιμόρια = νεκροταφείολιμουδέτς = γραβάταλιμουπνίγου = πιάνω από το λαιμό και πνίγωλιμπούδα = σοκολατιέραλιο τρανός = ο πιο μεγάλος λιο τρανός = ο πιο μεγάλοςλιό = πιολιόκια = αρχίδιαλιόπρου = μέρος που το βλέπει ο ήλιος, απάνεμολιουγκούρς = μεγαλόσωμος αφελής άντραςλιουπρίζουμι = ζεσταίνομαι στον ήλιολιούτας = αλλόκοτος, ασουλούπωτοςλισγάρ = είδος φτυαριού, πατόφτυαρολιφτουκαριά = φουντουκιάλιχνητήρ = εργαλείο για το λίχνισμα, ξύλινο δικράνιλιχνίζου = χωρίζω με τίναγμα το σιτάρι από το άχυρολίχνισμα = το τίναγμα του όσπριου για να καθαρίσει από τα άχυρα λιχούδ = νεογέννητολιχρήτς = αλήτης, βρομιάρηςλ'μπα = όρχειςλογόμδα = αλογόμυγαλόστους = λοστός, σιδερένια βέργαλότους = λαχείολουγιάζου = σκέφτομαι, λογαριάζωλουγόρια = φλυαρία, πολυλογίαλουγουδιάρια = φλυαρία, πολυλογίαλουγυρίζου = περιφέρομαι, γυρίζω άσκοπαλουγυρνώ = περιφέρομαι, γυρίζω άσκοπαλουλακίσιους, -ια, -ιου = γαλανόςλουλάς = βρύση με τρεχούμενο νερόλουμπουντιά = είδος αγριόχορτουλουξ = δυνατή λάμπα που καίει βενζίνηλουπουδίτς = λωποδύτης, τυχοδιώκτηςλόυρα = γύρω-γύρωλούτσα = μούσκεμαλυκάντσου = γλυκάνισοςλυκούκτσους = γλυκάνισοςλύκους = αγριόχορτο που πνίγει τα φυτάλυσσιάρκους = λυσσασμένος

- Μ -

Page 31: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

X

μάξους ή μαξούς= επίτηδεςμαγαζάς = μεγάλο δωμάτιο που χρησίμευε για αποθήκη μαγάρα = ακαθαρσία γενικώςμαγάρσμα = λέρωμαμαγειρίτσα = είδος σούπας με ψιλοκομμένα εντόσθιαμαγέρσα = μαγείρισσαμαγιαλαντίζου = βάζω τη μαγιάμαγκ΄-ρ = τούρκικο νόμισμαμαγλαράς = αυτός που έχει φουσκωτά μάγουλαμαζώνουμι = μαζεύομαιμαθέ = βέβαια, πράγματιμάιντε = εμπρός, άιντε, που ν'τοΜαΐσιος = Μαγιάτικοςμαϊχόζ'κους, -κ’, -κου = υπόξινος, ξινόγλυκοςμακάμ = ιδιαίτερος μουσικός σκοπόςμακαράς = η τροχαλία, το βαρούλκο του πηγαδιούμακιδουνίης = μαϊντανόςμάκους = υπνωτικό (όπιο) που έδιναν στα μωρά για να είναι ήσυχαμακρουδρουμώ = κατά μήκοςμαλαγάνα = κόλακαςμαλάς = το μυστρίμαλιουβράσ' = ανακατωσούραμαλιουκάτ = κακός άνθρωποςμαλίτκους, -τ’κ’, -τκου = μάλλινοςμάλτα = μπλου-τζηνμαμαλίγκα = είδος φαγητού, πηχτός χηλός από καλαμποκίσιο αλεύρι και λίποςμάμου = η γιαγιάμαμούν' = η μαϊμούμάμους = ο γυναικολόγος, ο μαιευτήραςμανάκα = η γιαγιάμανακούδα = γιαγιάμανάλ’ = μανουάλιμανάρ = πρόβατο που έτρεφαν στα σπίτια για να το σφάξουν σε εξαιρετικές περιπτώσεις μανιά = γιαγιάμανίζου = θυμώνωμάνι-μάνι = γρήγοραμανιτόμπα = ποικιλία σιταριούμανούρα = φασαρίαμαν'σμένους = θυμωμένοςμάνταλους = σύρτηςμανταλώνου = κλείνω, ασφαλίζω την πόρταμαντζιαλούκ’ = τέχνασμα, κόλπομαντζιαφλάρ = εργαλείο, όργανο, εξάρτημαμαντραβίκα = κρεατοελιά στο δέρμαμαξούλ' = καπνός πρώτης ποιότηταςμαράζ’ = ο σωματικός μαρασμός, η στενοχώριαμαραφέτ = μέθοδος, εργαλείο αλλά και τρόπος, πονηριά, μυστικό αλλά και εργαλείο

Page 32: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

μαργουμένους, -ν', -ου = μουδιασμένοςμαργώνου = παγώνω, μουδιάζωμαρί = καλέμάρκους = όνομα μουλαριούμαρκούτσ' = λαστιχένιος σωλήναςμαρμάγκα = φαρμακερό φίδιμαρό = το ψωμίμαρούδα = πασχαλίτσα, μτφ. αργοκίνητοςμαρτιούμι = μηρυκάζω, ξαναμασώμαρτυριά = μαρτυρία, προδοσίαμαρτυριάρ'ς = προδότηςμαρτυρώ = καταθέτω μάρτυρας, προδίδωμάσα = φαγητό αλλά και ο σουφράςμασάλ' = ψεύτικη αλλά πιθανή ιστορία παραμύθι, αστείομασάτ = μεταλλικό ακονιστήρι που χρησιμοποιούσαν οι χασάπηδες ακονόπετραμασιαλά = μπράβο, ωραία, ό, τι επιθυμεί ο θεόςμασκαρ΄λίκ’ = ρεζιλίκι μασκαράς = πρόστυχοςμασλάτ = ανέκδοτο, αστείομασλατεύου = μιλώ, λέγοντας πολλά λόγιαμασούρ = περιτύλιγμα κλωστήςμαστάρ = μαστός, στήθος ζώου αλλά και πηγήμαστραπάς = κοντό τραπέζι, σοφράς αλλά και χάλκινο κύπελλοματάν' = γιαούρτι με πολύ νερό, αριάνιματιάζου = σημαδεύω, βασκάνωμάτιασμα = σημάδεμα, βάσκαμαματουγυάλια = γυαλιάματουτσίνουρα = βλεφαρίδεςματούφς = ο βλάκαςματσαλώ = μασώ, τσαλακώνωματσαράγκα = κόλπο, τέχνασμα, πονηριάματσαρόκους = γάτοςματσούκ’-ματσούκ'α = ραβδί, βέργαμαυρόι = μαυριδερό έδαφοςμαχαλάς = γειτονιά, συνοικίαμαχαλιώτς, -ιώτσα = γείτονας, απ’ την ίδια συνοικίαμαχιά = μακρύ ξύλομαχμούρ’ς = αυτός που μόλις ξύπνησεμαχμουρλής, -ού, -ίδκου = αγουροξυπνημένος και άκεφοςμαχμουρλίδκους, -κ’, -ου = αυτός που μόλις ξύπνησεμαχμουρλίκ' = κατάσταση αυτού που μόλις ξύπνησεμάχνα = ικμάδα δύναμης, αλλά και γαστρικός πόνοςμαχούδα = λεπτή σανίδαμέγγινης = η μόρσα, σφιγκτήραςμέλαγκας = χωράφι με καφέ χώμα (πηλόχωμα)μέρους = αποχωρητήριομέρτζιους = μεγαλόσωμος, αφελής άντραςμέσουν όρους = μέσος όροςμηλαδέρφ-μηλαδιρφός = ετεροθαλής αδερφόςμηλιαδέρφ = ο ετεροθαλής αδερφός από άλλους γονείς, αλλά έχουν μεγαλώσει μαζί

Page 33: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

γιατί τον πήρανε ψυχοπαίδιμηλιάρ = ειδικό δέντρο, σκληρό, κατάλληλο για στειλιάριαμηναίου = μηνιάτικο, μισθόςμηναίου = το μηνιάτικο, ο μηνιαίος μισθόςμηργιάτκου = μεροκάματομηχανούδα = ξυριστική μηχανήμιγντάν' = πλατεία, έκταση μιζαβίρς = ο συκοφάντηςμιζέδια = μεζέδεςμιζιλίκ’ = μεζέςμιλιένιους, -ένια, -ένιου = γλυκός στους τρόπους, πρόσχαρος, συμπαθήςμιλιέτ = ράτσα, φυλή, έθνοςμιλίησ' = ο λερωμένος στο πρόσωπομιλιούρ = πρόβατο που γεννά για πρώτη φοράμιλίσ' = όνομα βοδιούμιντέρ = καναπέςμιντές = πεζούλι, καναπέςμιντιρούδ = πεζουλάκιμιράδ = μερίδιομιράκ’ = ζωηρός πόθος, ανησυχία, ιδιοτροπία, διέγερσης του συναισθηματικούμιρακλαντίζου = καταλαμβάνομαι από όρεξη για κάτιμιριμέτ = επιδιόρθωση, επισκευήμιριμιτώ = επισκευάζωμισάδ = μισό, μισό στρέμμαμισαδειάζου = φτάνω στη μέσημισάλ' = πανί που σκεπάζουν το ζυμάρι της πινακωτής, τραπεζομάντιλομισάντρα = εντοιχισμένη ντουλάπα μίσηρκους, μισήρκα = αρσενική, θηλυκή γαλοπούλαμισιακός = από μισός, συνεταιρικόςμισιές = βελανιδιάμισιριά = καλαμποκιάμισόσκιλα = ανάμεσα στα πόδιαμισουβέζ’κα = μοίρασμα μισό μισόμισούδ = μισή δραχμήμιστηρής = αγοραστήςμισχιό = μεσαίομιτζίτ = παλιό τούρκικο νόμισμαμιτζμένους, -΄, ν’, -νου = μεθυσμένοςμιτιμένα = με μένα, μαζί μουμιτιρίζ’ = πολεμίστραμιτός = εμετόςμνημόρια = τα μνήματα, το νεκροταφείομνήσκου = μένωμνουχίζου = ευνουχίζω, στειρώνωμνούχισμα = ευνουχισμόςμοίρα = κομμάτι κρέαςμοιράδ' = κομμάτι από μοίρασμαμόκο = ησυχίαμόλιαβους = ήσυχος, αυτός που δεν μιλάειμόλτσα = ο σκόρος που τρώει τα μάλλινα ρούχα

Page 34: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

μόνιασμα = συμφιλίωσημονόπατα = μονόπλευραμουγκριάδις = εξογκώματα που εμφανίζονται στη ράχη αδύνατων αγελάδων και έχουν μέσα σκουλήκιαμουδάτους, -τ’, -ου = με σχέδιαμουζαβέζ’κους, -κ’, -κου = περίπλοκος, ασαφής, μπερδεμένοςμουζαβιρίζου = διαβάλλω αλλά και εκνευρίζωμουζαβίρς, -σα ή -ρου, -κου = αυτός που διαβάλλει κάποιονμουκαέτς, -έτσα, -τκου = μερακλής, με όρεξη για δουλειάμουκαϊτιά = κέφι, μεράκι, όρεξη για δουλειάμούλα = το θηλυκό μουλάριμουλαήμς = ο αργός, ο βαρύςμουλουγώ = μαρτυρώ, ομολογώμουλουθρός = ο μεγαλύτερος γυάλινος βώλοςμουλώνου = ησυχάζω, σωπάζω, σταματώ, λουφάζω μούμια = ο αμίλητος, ο βουβόςμουμούτσ’ = φάντασμα αλλά και σκιάχτρομουνιάζου = συμφιλιώνομαι με κάποιονμουνίκακας = αφηρημένοςμουνόψειρα = ψωροπερήφανοςμουντός, -ιά, -ό = ο σκούροςμουργαρώ = καθυστερώ, χρονοτριβώμούργους = τσοπανόσκυλομουριάβα = τεμπέλης, τεμπελιάμούρκα = όνομα θηλυκού μουλαριούμουρκέφαλους, -λ', -ου = ο ασκεπής, αυτός που δε φορά καπέλομουρνταριά = η ακαθαρσία, η λέρα, η βρομιάμουρντάρς, -ρου, -ρκου = ο ακάθαρτοςμουρσιά = ματωμέναμουρσιώνουμι = ματώνωμούρτζιους = ον. σκυλιού (ο λερωμένος στο πρόσωπο)μουσαφιριό = φιλοξενίαμουσαφίρς = φιλοξενούμενοςμουσκαρούδ = το μοσχαράκιμούσμουλας = ατημέλητοςμουστακλής = μουστακαλήςμουστόπτα = μουσταλευριάμουταίνουμι = μουγγαίνομαι μουταφτσής = αυτός που φτιάχνει τσιούλια ή τορβάδεςμουτεύω και μουτεύουμι = ησυχάζω, βουβαίνομαι, χάνω τη μιλιά μουμούτζα = μούντζωμα, φάσκελομούτιψει = ατόνησε, έχασε το ηθικό τουμούτλα = τα κενά ανάμεσα στα ξύλα της στέγηςμούτλακ΄ = ίσωςμούτους = μουγγόςμούτρου = πρόσωπο και μετ. αυστηρός, κακός άνθρωποςμουτρουμένους, -ν', -ου = θυμωμένοςμουτρώνου = θυμώνω, κατσουφιάζωμούτσκα = η μούρη, το πρόσωπο, η όψημουτσκουμένους, -ν', -ου = θυμωμένος

Page 35: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

μουτσκώνου = θυμώνω, κατσουφιάζωμουτσουνιάζου = θυμώνωμουχαμλής = κιρκινέζιμουχαμπιτλής και μουχαμπιτσής = ο πολυλογάς, αυτός που του αρέσει η συζήτησημουχάν' = φυσερό, καπνοδόχοςμουχάν’ = φουγάρο, καπνοδόχοςμούχλας-μουχλιάρς = αργοκίνητος, βραδύςμπαϊά = αρκετά, κάμποσομπάια-μπάια = σιγά σιγάμπαϊλντίζου και μπαϊλντώ = κουράζομαι, χάνω τις αισθήσεις μουμπαϊλντισμένους, -ν', -ου = κουρασμένος πολύμπαΐρ = λόφος, βουνόμπαϊράκ' = σημαίαμπάκακας = μεγάλος βάτραχος του νερούμπακαλούμ = για να δούμεμπακιρένιους, -νια, -νιου = χάλκινος μπρούτζινοςμπακ-ρ = ο χαλκός, ο μπρούντζοςμπακράτσ' = μικρό χάλκινο δοχείο, κατάλληλο για τη μεταφορά φαγητού ή γάλατοςμπακράτσας = αυτός που δυσκολεύεται να κινηθείμπάλα με αλεύρι = σακί με αλεύριμπαλαμούτ = τέχνασμα, κόλπομπαλαμπάν’ς = εύσωμος και καλοφτιαγμένοςμπαλντίρια = οι καμπύλες της γυναίκαςμπαλταντί = τοίχος από καλάμια με ξύλα και λάσπημπάλτζα = η κουνιάδαμπαμπαζιάν’ς = μεγαλόσωμος, λεβέντηςμπαμπάκας = ο μπαμπάς (χαϊδευτικά)μπαμπάκης = μεγάλος παππούςμπαμπακώνου = γεμίζω με βαμβάκι, γενικά παραγεμίζωμπαμπαλίζου = κάνω τον υποβολέαμπάμπαλου = σκουπιδάκι και μετ. το πολύ ελαφρύμπαμπατζιάν’ς = παλικαράς, αυτός που έχει μεγάλο ανάστημαμπαμπίτκα = γεροντίστικαμπαμπλάτ΄σκα = μαύρη, μεγάλη κατσαρίδαμπάμπου = γριά γιαγιάμπαμπουγέριασει = γέρασε πολύ έγινε γέροςμπάμπρας = το σκαθάρι.μπάνια = τα ιαματικά λουτρά αλλά και τα θαλασσινάμπαντακουτός, -ιά, -ό = βαθουλωτόςμπαντιαβά = άδικα, τσάμπα απρογραμμάτιστα, στα τυφλάμπαντίκια = ποικιλία άσπρων σταφυλιώνμπαντίνα = μεγάλο σε έκταση αγροτεμάχιομπαξίσ' = δώρο, φιλοδώρημαμπάρα = λακκούβα με βρόχινο νερόμπαράζ' = μάλωμα, κατσάδαμπαριάζ’ = γεμίζει με νερό το χωράφι μετά από βροχήμπαρίζου = ψάχνω με τα χέρια να βρω κάτι στο σκοτάδιμπάριμ = τουλάχιστον, επιτέλουςμπαρλίβου = μεγάλη νύσταμπαρντάκ' = μικρό δοχείο με νερό, στάμνα

Page 36: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

μπαρντάκια = ποικιλία δαμάσκηνωνμπαρντακουβούλουμα = κάτι που είναι μικρό σε όγκο, μικροκαμωμένομπαρντακούδ' = μικρό δοχείο για νερόμπάσ’ = πρώτοςμπασκί = φυτευτήρι, εργαλείο με το οποίο ανοίγουν τρύπα για το φύτεμα του καπνού κυρίως αλλά και άλλου φυτούμπασμάς = ποικιλία καλλιεργούμενου καπνούμπάσ'-παρμάκ' = ο αντίχειραςμπατάκ' = βούρκος και μετ. ο απατεώναςμπατακτσής, -ού = κακοπληρωτήςμπατακώνουμι = βυθίζομαι στη λάσπημπατάλ΄κους, -λου, -ικου = χοντροκομμένος, άχαροςμπατάλ’ς, -λου, -ικου = άκομψος, αλλόκοτος, άχαροςμπαταλαρία = σαράβαλο, παλιατζούραμπάταλους, -λ’, -ου = άχρηστοςμπατγιαβά = άδικα, τα τζάμπαμπατζιάκ’ = μπούτι, μηρόςμπατζιανάκ’ς = σύγαμπροςμπατιρίζου = χρεοκοπώμπατίρς = χρεοκοπημένοςμπάτσα = χαστούκιμπατσαριά = δυνατό χαστούκιμπαφιάζου = κουράζομαιμπάφκα = ψέμαμπαχτσιάς = λαχανόκηποςμπαχτσιβάν’ς – μπαχτσιβάνους = κηπουρός μανάβηςμπαχτσίσ’ = δώρο, φιλοδώρημαμπέγκα = λεκέςμπέγκους = λόφοςμπέλκιμ = ίσωςμπερντάκ' = στρώμα, πατωσιάμπέτσιους = όνομα βοδιούμπέχατζης = αυτός που ψάχνει για τζάμπαμπέχου = τζάμπαμπιζ = είδος γνωστού παιχνιδιούμπιζαχτάς = ο πάγκος του μικροπωλητήμπιζιβέγκ’ς = παλιάνθρωπος, μαστροπόςμπιζιρνώ = βαριέμαιμπιιλί = φανερό, γνωστόμπίιλι = αλήθειαμπίκας = ταύροςμπικιάρς, -ρσσα = γεροντοπαλίκαρο - γεροντοκόρημπιλέμ = φανερό, αληθινόμπιλιάς = μπελάςμπιλιούρ = κρύσταλλομπιλτζίκ’ = βραχιόλιμπιμπίκια = τα πρώτα γένια, ο ίουλοςμπιμπίλα = το στρίφωμα του παντελονιού, το ρεβέρμπιμπλιά = τα στραγάλιαμπινάς = η εσωτερική οροφή μεγάλου του σπιτιού

Page 37: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

μπιρικέτ = αφθονίαμπιρικιτλίδκους, -κ’, -κου = εύφοροςμπιρμπαντεύου = επιδίδομαι σε διασκεδάσειςμπιρμπάτς, -τσα, -τκου = ακάθαρτος, ο ρέπων προς την θωπείαν, ο εφαψίαςμπιρντάχ’ = ξυλοδαρμόςμπιρντές = η κουρτίναμπιρσίμ = γερή κλωστήμπιρ-ταμάμ = ακριβώς όσο χρειάζεταιμπίσ’κους = μεγάλο γουρούνι και μετ. μεγαλόσωμος και δυσκίνητοςμπισ’λιμές = μικρό σταβλισμένο ζώομπισίκ’ = σανιδένια κούνια μωρού, το λίκνονμπιτζίμ = σχήμα, είδοςμπιτιβίδκους, -ια, -κου = ολόιδιοςμπιτίζου = τελειώνω, αποπερατώνωμπιτσιάκ' = ο σουγιάςμπιτσιακούδ = ο μικρός σουγιάςμπίτσ'κα = κατακέφαλα, μεγάλη κατηφόραμπλιάκακας = ο βάτραχοςμπλιακακόσκατα = η κοπριά του βατράχουμπλουντίνου = πλουτίζω, πληθαίνωμπλουντιρός, -ιά, -ό = μπόλικοςμπλόχνου = βάζω μέσα, φυτεύω με βίαιο τρόπομπόδουκλους = εμπόδιομπόι = ανάστημα αλλά και φούσταμπόλ’κους, -κ’, -κου = άφθονοςμπόλ' = εμβόλιομπόλιασμα = εμβολιασμόςμπόμπα = χωμάτινος βώλοςμπόπκους = κοντόςμπόσ’κους = χαλαρόςμπουγάζ' = κρύο ρεύμα αέραμπουγάς = ο ταύροςμπουγιουρντί = βεζύρικη διαταγήμπούζ' = παγωμένο, κρύομπουζάς = ο πωλητής δροσιστικού ποτούμπουζιάζου = κρυώνω πολύ, ξεπαγιάζωμπουζιέρα = το ψυγείομπούζντρα = το παχύ κρέας, το λίποςμπούκλις = κατσαρά μαλλιάμπουκλιτσούδα = μικρό δοχείο νερούμπουκλούκ’ = ακαταστασία, ακαθαρσίαμπούκουβου = χοντροκομμένο πιπέρι από κόκκινη πιπεριάμπούκουμα-μπουκουσιά = μπουκιάμπουκώνουμι = γεμίζω με μεγάλη μπουκιά το στόμα μουμπουλάκιμ = στο καλό σου, μακάρι τουλάχιστονμπουλαντίζω = αναγουλιάζωμπουλιάζου = εμβολιάζωμπουλίτσα = το ράφιμπουμπές = είδος καπέλου, ρεπούμπλικα, καβουράκιμπουμπόλια = τα κόλλυβα

Page 38: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

μπουμπότα = το καλαμποκίσιο ψωμίμπουμπούτα = φωτιάμπουμπουτίζου = αναζωπυρώνω τη φωτιάμπουμπουτούρας = πολυλογάςμπουμπουτώ = ανάβω πολύ τη φωτιάμπουμπρέκ’ = τα νεφράμπουνέλου = το πηρούνιμπούντα = υγρασίαμπουντρούμ = βαθύ, σκοτεινό και υγρό υπόγειομπουρανί = σπανακόρυζομπουρλιά = φύλλα καπνού περασμένα σε κλωστή ή τα ξεραμένα σύκα περασμένα σε κλωστήμπούρλιαβους, -β’, -βου = αφηρημένος, απρόσεκτοςμπουρλιόκ’ = ανακάτεμαμπουρμάς = η κάνουλαμπουρντίζου = ευνουχίζω, αφαιρώ τους όρχεις των ζώωνμπούρντσμα = ευνουχισμόςμπουρός = μικρό κινητό ντουλάπιμπουτέλα = μεγάλη πιατέλαμπούχαβους, -β', -ου = αφράτος, πλαδαρόςμπουχνιά = σπρώξιμο, σκούντημαμπουχνώ-μπουχνίζου = σπρώχνω, σκουντώμπουχτίζου = βαριέμαι, αηδιάζω, πλήττωμπουχτσιάς = δέμα τυλιγμένο με σεντόνι ή κιλίμιμπόχα = βρώμα, αποπνικτική ζέστα, κύμα ζέσταςμπρε = βρεμπριόλ’ = κολόνιαμπρουγκώ = διώχνω με φωνέςμπρουμπτίζου = σκοντάφτω, πέφτω με τα μούτραμπρούμτα = μπρούμυταμπρούσ’κος, -ια, -ου = στυφός, με τσουχτερή γεύσημπρουσνέλα ή μπρουστέλα = αυτός που οδηγεί μια ομάδα ή για τα ζώα ο αρχηγός του κοπαδιούμπρουστουμούν’ = ποδιάμυγιάγγιχτους = αυτός που θίγεται εύκολαμυγούδ' = μικρή μύγαμυγουχάφτς = αυτός που καταπίνει μύγες μτφ. ο ευκολόπιστος μυλαύλακου = το αυλάκι που φέρνει το νερό στο μύλομυξουμάντηλου = μαντίλι

- Ν -

X

ναβάλ'ς, -ου, -κου = ο χαζόςνάκους = χαζόςναλετιά = το πείσμα, η ιδιοτροπίαναλέτς = ο ιδιότροπος, ο πεισματάρηςνε έτσ’νε αλλιώς = ούτε έτσι ούτε αλλιώςνε = ούτε

Page 39: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

νεμ = αμ πώςνήγαντους, -ντ’, -ντου = περιποιημένος, καλλωπισμένοςνηλαμπή = αναλαμπή, φωτεινή δέσμη ακτίνων μέσα στα σύννεφανηπαμένους = ξεκουρασμένος, αναπαυμένοςνησ’κουσύν’ = πείνανησ'κάδα = πείνανιάμηρα = τα εννιάμερανιάνια = η μεγάλη γιαγιάνίβουμι = πλένομαινίγαντους = περιποιημένος, προκομμένοςνιγέτ = πείσμα, επιμονή αλλά και πρόθεση, σκοπόςνιγητλής = αυτός που επιμένει σε κάτινίγκλα = το λουρί του σαμαριού που περνά κάτω από την κοιλιά του ζώουνιγλιάζου = αναγουλιάζωνιγλιάρς = αυτός που αναγουλιάζεινιζιούτσ'κα = δερμάτινο κορδόνινιζλάς = οδοντικό απόστημανικατώνουμι = ανακατεύομαινικουλιάζου = γυρνώ τις πλάτες μου σε κάποιοννιμίγουμει = αναμειγνύομαι, ανακατεύομαι, κουνιέμαινινέ = γιαγιάνινί = το μωρό στη βρεφική γλώσσανινιό = μυαλόνιόγαμπρα = νεόνυμφοινιρόμπλιακας = αυτός που πίνει πολύ νερόνιρουκάηκα = νεροδίψασανιρουλός = ζουμερόςνιρουμπλιόκ’ = νερουλό, σουπωτόνιρουφιούμι = κλαίω με αναφιλητάνισαντίρ = το αμμωνιακό άλαςνισιστές = αλευρώδης ζάχαρηνισκουμπώνουμι = ανασκουμπώνομαι, ανεβάζω τα μανίκιανίσμπα = υπόγειο που κρεμούσαν τα σαντάλια για να μαλακώσουννιτριχιάζουμει = ανατριχιάζωνιχιός = μεγάλο ταψίνίψιμου = το πλύσιμο χεριών και προσώπουνμτραμιτζάνα = νταμιτζάνανόημα = νεύμα, γνέψιμονότ = υγρασίανότιους –ια, -ιου = βρεγμένοςνούλα = η ψιλή μηχανή του κουρέματοςνουμάς = η μεγαλύτερη από τις μπίλιεςνουμάτ-νουματαίοι = άτομανουμπέτ = ολιγόλεπτη ξεκούραση αλλά και δόση, σειράνουνουτζιά = παπαρούνανουντάς = η κάμαρα, το δωμάτιονουρά = ουράνουτίζου = βρέχω, μουσκεύωνταβανούης ή ντάβανους = μεγάλη αλογόμυγα που τσιμπάει τα ζώα και τα κάνει να τρέχουν σαν τρελά, οίστρος

Page 40: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

νταβαντούρ = η φασαρίανταβάς = ρηχή κατσαρόλανταβούδ = μικρή ρηχή κατσαρόλανταβραντίζου = ζωηρεύω, αναρρώνωνταγιαντίζου-νταγιαντώ = αναθαρρεύω, ανθίσταμαι, στηρίζω, στυλώνωνταγκλάς = στριφογύρισμα, στόλισμανταγλαράς = πανύψηλος, σωματώδηςνταγρές = τύμπανονταηλίκ’ = παλικαριάνταής = παλικαράςντάιμα = πάνταντάλ' = κλαδίντάλα = ακριβώςνταλάκ’ = ασθένεια της χολής αλλά μετ. το πολύ φαγητόνταλάκα = φουσκωμένη κοιλιά νταλακιάζου-νταλακώνου = τρώω πολύ, καταβροχθίζωνταλγκάς = εσωτερικός πόνος, καημόςνταλντίζου = τολμώνταμάρ = λατομείο αλλά και αρρώστια του καπνούνταμιτζάνα = μεγάλο γυάλινο δοχείο με φαρδιά κοιλιά συνήθως ντυμένο με καλαθόπλεγμανταμκός = ενωμένος, συνεταιρικόςνταμπανά-κουβέτ = μεγάλη απόφασηνταμπέλα = ταμπέλα, πινακίδανταμπλάς = αποπληξίανταμώνου = ενώνωντανάκ’ = αρσενικό μοσχάριντανγκάς = λεκέςνταντάνα = κρυάδα, ρίγος ντανταντίζου = συνηθίζωντάντσις-κουνίτσις = κούνια-μπέλαντάρα = το απόβαρονταραμή = κατσάδα, μάλωμανταρίζω = δωρίζωντάρλα = θολάνταρλιάζου = θολώνωνταρμαντάρ’ = άνω κάτωνταρ-μαντάρ = άνω κάτωνταρό = κρυολόγημαντάτσ' = γειά σου, ψιτ!ντάχτιρντι-ντάχτιρντι = λέω αυτές τις λέξεις κουνώντας το παιδί και για να το αποκοιμίσω ντέβιρ = άνω κάτωντέγκ' = το μισό ζύγι, το ένα απ’ τα δύο σακιάντέν’κιασμα = ζύγισμα, ισορροπία, αλλά και τακτοποίηση σε μεγάλο δέμα των φύλλων του καπνούντέρτ = καημός, μεράκιντιάντιους = αναπληρωματικός, παρακατιανός, εφεδρικόςντιβανέλ΄ς, -λου, -κου = βλάκας, ηλίθιοςντιβανές, = βλάκας, ηλίθιος

Page 41: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

ντιβιρλίγκα = τούμπαντίικα = απότομα ψηλά ή χαμηλά, κατακόρυφαντικινά = πεισματικάντίκφας = ότι νάναιντιλιμπάης = τρελόςντίλμι = τάχαντίλους = κάνουλα βαρελιούντιμέκ = δηλαδή, τάχαντιμπέκ’ = πέτρινο γουδίντινκτσής = αυτός που φτιάχνει τα δέματα καπνούντιντέικους = μεγαλόσωμος αφελής άντραςντιντιά = καβάλα στο ζώο(παιδική λέξη)ντιντιέ = το ζώο(παιδική λέξη)ντιπ = καθόλουντιργιούμι = διστάζω, δειλιάζωντιρέκ' = κολόνα, στύλοςντιρίζ' = φρεάτιο υπονόμου με πλάκεςντιριούμι = διστάζωντιρλίκ' = μεγάλο φαγοπότιντιρλικώνου = τρώω πολύ, παραχορταίνω, γεμίζω το στομάχιντος = χτύπα , βάραντόσ'μου = χτύπημαντουβάρ = τοίχοςντουγάν’ = απρόσεχτος, αφηρημένοςντουγκουρτζιούμ = μικρή Θυμωνιά με 14-17 δεμάτια σιταριούντουζένια = κέφιαντούζ'κα = ίσια κατευθείανντούζ'κους = ευθύς, σταράτοςντουλαμάς = γιλέκοντουλάπ = ερμάριοντουλμάς = γλυκόντουμάν' = πυκνός καπνόςντουμανιάζου = γεμίζω με καπνό ή με σκόνηντούμπλα = χρυσό νόμισμα αξίας δύο ή και δυόμισι λιρώνντούνα = μεγάλο κυδώνιντουνιάς = κόσμοςντουντού = προσφώνηση μοναχοθυγατέραςντουντούλα = βλαστός αρσενικού κρεμμυδιούντούρμα = τάχαντουρντουβάκ'ς = Έλληνας, όμηρος στη Βουλγαρία, υποχρεωμένος σε καταναγκαστικά έργαντουρντουμάνα = αντρογυναίκαντουρός = ίχνος πατημασιάςντουρούδ = κοκαλάκι αρνιού ή κατσικιού (κλείδωση) που χρησίμευε για παιχνίδι(κότσια) ντουσ’μάν΄ς = εχθρός, αντίπαλος, πολέμιοςντουσέκ’ = στρώμα για ύπνοντούτκας = σβέρκοςντραγασιά = πρόχειρη καλύβα δραγάτηντραγάτς = αγροφύλακας

Page 42: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

ντρουβάνα = κωνοειδές βαρέλι που μέσα του το γάλα γινόταν βούτυροντρουβανίζου = χτυπώ το γάλα για να γίνει βούτυροντρουπί = λίμαντύμπανους = ένα μεγάλο έντομονυφουστόλ' = σεντόνι στηριγμένο στον τοίχο με δυο καρφιά και στολισμένο με κισσόνυχταλεύου = ψάχνω, ψαχουλεύωνώμους = ο ώμος

- Ξ -

X

ξανάστρουφα = ανάποδαξαναστρουφιά = η ανάποδη όψη του υφάσματοςξαπλαρώνουμι = ξαπλώνω ξένοιαστα, κυλιέμαιξέπλυμα = το τελείωμα του πλυσίματος, αλλά και το άνοστο φαγητόξέρα = ανομβρίαξέρασμα = εμετόςξηρουσταλιάζου = στέκομαι κάπου άσκοπα, χαζεύωξηρουχάνου = χασμουριέμαιξιαδειάζου = ξεφορτώνω αλλά και ευκαιρώξιακρίζου = ξεψαχνίζω κόβω κάτι στην άκρη, παίρνω κάποιον παράμεραξιαλλάζου = ξεντύνομαιξιαλμυρίζου = βάζω σε νερό για να διώξω την αλμύραξιανουσταίν’ = γίνεται άνοστο, χάνει τη νοστιμιά τουξιανουχτίζου = ατονώ, παρακμάζω, ξεφτίζωξιαπουλιούμι = αφήνομαι ελεύθεροςξιαπουλ'νώ = αφήνω κάτι ελεύθερο, ελευθερώνωξιαραδγιάζου = παίρνω τη σειρά από κάποιονξιαρμυρίζου = βγάζω το αλάτι(απ’ τον παστό μπακαλιάρο) ξιάσ’πρισμα = ξεθώριασμαξιασπρούλιαβους, -β, -ου = ξεθωριασμένοςξιβασκαίνου = ξεματιάζωξιγκουρλώνου = χαζεύωξιζαλίζουμι = μπερδεύομαιξιζνιχιάζουμι = πιάνεται ο σβέρκος μου, με πονάειξιθαρρεύου = ξενοιάζωξιθάρριτους = ξένοιαστοςξιθέκου = τελειώνω τη φυτείαξιθλυκώνου = ξεκουμπώνωξιθυμαίνου = ηρεμώ, χάνω τη δύναμή μου, εξατμίζομαιξίικους, -ικσα, -ικου = ελαφρόμυαλος, ανόητος, λιποβαρήςξικάνμου = εκποιώ, αποτελειώνω κάτι που έχω αρχίσει, ξεπουλώξικαστρίζου = κόβω τα κλαδιά ενός δένδρουξικλουναρίζου = κλαδεύωξικόβου = απομακρύνομαι από κάπουξικόβουμι = κουράζομαι πολύξικουρβουλώνουμι = μετακινούμαι, αλλάζω θέση μετά από πολύωρη παραμονή στην ίδια θέση

Page 43: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

ξικουρνιαχτίζου = ξεσκονίζωξιλακίζου = τρομάζω τις κότες κυρίως αλλά και σκάβω λάκκο γύρω-γύρω από το κλήμαξιλακ'σμένους = τρομαγμένοςξιλέου = αναιρώ αυτό που είπα, ανακαλώξιλιγαριάνου = κάνω κάποιον να λιμπιστείξιλιγώνουμι = εξαντλούμαι, πεινάω πολύξιλουγιάζου = παρασύρωξιλόφκιαρου = λιχνιστήριξινάαχώουμα τα = ανακομιδή, εκταφή πεθαμένου μετά από 3 ή 5 χρόνιαξιναχώνου = εκταφιάζω, ξεθάβωξινίζουμι = μου φαίνεται ξινόξιπάζου = τρομάζωξιπανιλώ = λιώνωξιπαραλιούμι = ξηλώνομαιξιπαρταλιάζου = κουρελιάζω, κάνω κουρέλιξιπαστρεύου = καθαρίζω, αποτελειώνωξιπάτουμα = καταστροφή αλλά και εξάντλησηξιπατουμούρας = ζωηρόςξιπατώνου = καταστρέφω, ξεριζώνω τα αγριόχορτα, ξεβοτανίζω μετ. καταστρέφωξιπιστρίζου = καθαρίζω τις τρίχες των ζώων με ειδικό χτένι απ' τις ακαθαρσίεςξιπιτρίζου = καθαρίζω το χωράφι απ' τις πέτρεςξιπουβγάζου = αποχαιρετώ, ξεπροβοδώξιπουζαλίζουμι = συνέρχομαι από λιποθυμίαξιπουζεύου = λύνω από το ζυγόξιπουζώσταρους, -ρ', -ου = με λυμένα τα παντελόνιαξιπουτλίγου = ξετυλίγωξιπρουβουδώ = κατευοδώνω, ξεπροβοδίζω μετ. ξεφορτώνομαιξιρνώ = κάνω εμετόξιρόλακας = ξερό ρέμα, λάκοςξιρουσούλνιαρου = βρύση που στέρεψεξιρουσταλιάζου = περιμένω κάποιον ακίνητος για πολλή ώραξισαλώνου = παίρνω θάρρος, αναθαρρεύω και κάνω ανεπίτρεπτα πράγματαξισέρνουμι = ξεγλιστρώξισκαλίζου = ανακατεύω, ξαναθυμάμαιξισκαλώνου = ξεμπλέκω, αποδεσμεύω κάτι που σκάλωσε κάπουξισκ'κούρ = ρίγοςξισκουρνίζου = τρομάζω κυρίως τις κότεςξισντιριάζου = λύνω το καπίστρι του ζώου που είναι δεμένο ( σντιριασμένο )ξισπυρίζου = βγάζω τα σπυριάξισταγγούρς = ατημέλητοςξιστάζου = στραγγίζω, μτφ. λιώνω απ’ την πολλή δουλειάξισταλιάζου = στέκομαι απαθήςξισταυρώνου = ξεθάβω μετά 3 ή 5 χρόνιαξιστιφάνουτ’ = αστεφάνωτηξιστουπώνου = ξεβουλώνωξιστουχώ = ξεχνώξιστρατίζου = ξεφεύγω απ’ το δρόμοξίστρους = σπάτουλα, ξύστρα της σκάφης για να καθαρίζει το ζυμάρι απ' τα τοιχώματα

Page 44: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

ξιτάζου = ανακρίνωξιτνάζου = τινάζω κάτι μετ. εξαντλώ κάποιον οικονομικάξιφλικώνου = ξεκουμπώνωξιφυτρώνου = βλασταίνω μετ. εμφανίζομαι ξαφνικάξιχ’μάζου = ξεχειμωνιάζωξιχαρβαλώνου = ξεχειλώνω, φαρδαίνω κάτιξιχώνου = ξεθάβωξόδιου = έξοδοξόμπλια = σχέδια υφαντώνξουμίζου = μαντάρω τρύπα πλεχτούξουμπλιάζου = βγάζω σχέδια για τον αργαλειόξουρίζου = ξυρίζωξτόδουλους = Χριστόδουλοςξτόφουρους = Χριστόφοροςξυλάγγρου = ο καρπός της ξυλαγγουριάςξυλάκ’σμα = το τρόμαγμα των πουλιών με τις φωνέςξυλιάζου = δέρνω κάποιον με ξύλο μετ. ξεπαγιάζωξυλουγαδάρα = ξύλινο φορείο που χρησιμεύει στη μεταφορά πετρών στην άκρη του χωραφιούξυλουφάς = η πλάνη του ξυλουργούξυλόφκιαρου = το λιχνιστήρι που χρησιμοποιούσαν για το αλώνισμαξυπουλ’ταρία = ξυπόλυτοςξυστήνου = αυγοκόβωξυστρί = μεταλλική χτένα των ζώωνξυστρίζου = καθαρίζω με το ξυστρί τα ζώα

- Ο -

X

όδι = όπωςόκνα = η πέτρα που κλείνει την τρύπα του φούρνου πάνω απ’ την πόρταόλ’νοι = όλοιόπουτις = όποτεόρκους = πύονότι φτάσ' = ότι να'ναιότνους = όποιουουβριός = εβραίος ουγιούν’ = παιχνίδιουκάρκους = αυτός που ζυγίζει μια οκάουκνεύου = τεμπελιάζωουκνιάρς και ουκνός = τεμπέληςουλάκ’ = μικρό κατσίκι, ερίφιοουλούκ’ = λούκι, υδρορροήουμόνια = ομόνοιαουμούρια = ιδιοτροπίες, παραξενιέςουμουρτζής = ιδιότροποςουμούτ = ελπίδα, λαχτάρα, πόθοςουμούτια = καμώματα, τεχνάσματαουμώνου = ορκίζομαι

Page 45: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

ουντάς = κάμαραούντελας = ξάπλαουρ = τύχηούρα = ζήτωουρανούδια = ψηλά στον ουρανόουργιά = μονάδα μέτρησης μήκους ίσαμε το άνοιγμα των χεριώνούργιου = κλούβιοούρδα = μυζήθραουρίζου = διατάζω, είμαι επί κεφαλήςουρμάν' = δπυκνό δάσοςουρουλόι = ρολόιουρουμίδα = το στενό χώρισμα μεταξύ δυο σπιτιώνουρσούηζς, -α, -ικου = άταχτος, ανάποδοςουρτακιά = συνεταιρικάουρτιά = όψη του υφάσματοςουρτούξ = τσούγκρισμα κεφαλιώνουσ’τ = παραίνεση για περπάτημα του γαϊδάρου ή για περιφρόνηση προς άνθρωπο ή για διώξιμο σκύλουουστριά = το δένδρο γαύροςουσ'τρίτς = φίδι με στίγματα στη ράχηουτζιάκ' = το τζάκι, καπνοδόχοςούτι = ούτεουχτρός = εχθρόςουχτώ = οκτώόχιντρα = οχιάόχτους = χωμάτινος τοίχος

- Π -

X

πααίνου = πηγαίνωπαγάλια = σιγά-σιγάπαζβάν’ς = νυχτοφύλακαςπαθιάζου = έχω υπερβολικό ζήλο για κάτιπάθνησκα = πάθαιναπάθους = βάσανο, μαρτύριο, αρρώστιαπαίδημα = ταλαιπωρίαπάινα = πήγαιναπάισ’μου = πηγαιμόςπάισα = πήγαπαλάβρα = καυχησιολογία μετ. παλαβομάρα, τρέλαπαλάβρατζης = παλαβός, τρελόςπαλαβώνουμι = τρελαίνομαιπαλάγκα = μεγάλο αγροτεμάχιοπαλάγκας = μεγαλόσωμος, άχαρος, άκομψοςπαλαμαριά = γεωργικό εργαλείο του θερισμού που κάλυπτε την παλάμη ώστε να μην πληγώνονται τα χέρια των θεριστάδων και να συλλαμβάνουν μεγαλύτερες ποσότητες στάχυα.παλάντζα = ζυγαριά

Page 46: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

παλιγκιρίσιους, -ια, -ιου = ο του παλιού καιρούπαλιόρνιθα = παλιόκοτα παλουκώνου = δένω κάποιον σε παλούκιπαμπόρ = χαρταετόςπαναΰρ’ = πανηγύριπανίτκους, -κ’, -κου = πάνινοςπανουγόμ = χοντρό παλτό αλλά και πρόσθετο φορτίοπανουκαπλιά = το λουρί που είναι πάνω απ' τα καπούλια του ζώου πάν'πανουτί = πολύ πυκνάπαντζιάκα = χοντρή μάλλινη κάπα του βοσκούπάουτζήδις = τα μέλη της Πανελλήνιας Αντικομμουνιστικής Οργάνωσηςπαπάλ’ = ο βάλανος του πέουςπαπαλιάγκας = αυτός που τα λεγόμενά του δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη, αυτός που τα μεγαλοποιεί παπαλιάγκεις = ταιριάσματα, ψέματαπαπαλιούφκα = άγονο χωράφιπαπαλίτσ’ = ο βάλανος του πέουςπαπαλούσ' = βρέξιμο απλό του κεφαλιούπαπάρα = σούπα με σκέτο αλεύριπαπαρδέλας = ο πολυλογάςπαπαρδέλια = πολλά λόγια αστείαπαπάρια = ανδρικά γεννητικά όργαναπάπδεις = οι παππούδεςπαπίτκους, -κ’, -ου = γεροντικόςπαπκάτ = από κάτωπαπλιάκ'ς = παππούςπαπόσ'κα = η τούφα του καπνόσπορουπαπούδα = φαγητό που γίνεται με αρνίσια εντόσθια και ρύζιπάπουρας, παπούρα = πάπιος, πάπιαπάππους = παππούςπαπτσούδ' = παπουτσάκι παραβλιάρ’ς, -ου, -κου = τεμπέλης, αυτός που βαριέται να κάνει κάτιπαραβλώ = τεμπελιάζωπαραβούλια = τεμπελιάπαράδις = λεφτά, χρήματαπαραδώθι = πιο προς τα εδώ, πιο κοντάπαραθύρ = παράθυροπαραθυρόπλου = μικρό παράθυρο, πορτάκι, που επέτρεπε τα σπίτια να επικοινωνούν μεταξύ τους παρακατιανός = κατώτεροςπαρακείθι = πιο προς τα εκεί, πιο πέραπαραλαλώ = παραμιλώπαραλής, -ου, -ίδκου = ο λεφτάςπαραμάζουμα = μάλωμαπαραμαζώνου = μαλώνω, συμπαρασύρω κάποιον αλλά και κατσαδιάζωπαραμάσκαλα = κάτω απ' τη μασχάληπαραμιρνώ = παραμερίζω, αλλάζω θέση, μετακινούμαιπαρανουνός, -ά = συγγενικό ή φιλικό προς το νονό πρόσωπο που κρατάει την κανάτα με το κρασί που πίνουν στο μυστήριο του γάμου ο γαμπρός και η νύφηπαραξηλώνου = ξηλώνω υπερβολικά, αλλά και ξεφεύγω από τα όρια

Page 47: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

παραπλαϊτά = τραχανάςπαραπλαϊτό = φόραπαραπόρτ = κρυφή πόρταπαράς = το χρήμαπαρασκύφτου = σκύβω και βλέπωπαρασόλ' = ομπρέλαπαρασπόρ = εφεδρικό, παραπανίσιο, συμπληρωματικόπαρασταλιάζου = στέκομαι δίπλα σε κάποιον, παραστέκομαιπαραστατό = κατώφλιπαραστέκου = στέκομαι δίπλα σε κάποιονπαράστρατα = στην άκρη του το δρόμουπαραταίρια = ανόμοια πράγματα που δεν αποτελούν ζευγάρι ή δεν ταιριάζουνπαρατσακίζου = τσουγκρίζωπαραυλακίζου = καλλιεργώ λίγο και απ’ το γειτονικό χωράφι, επικαρπούμαι κάποιο μέρος του γειτονικού χωραφιού παραυτίδα = ο κρόταφοςπαραφέρνου = παρομοιάζωπαραχώνου = σκεπάζω με χώμαπαρδαλίζου = αρχίζω να παίρνω χρώμα (για φρούτα) μετ. μπερδεύω τα λόγια μουπαρδαλός, -ιά, -ό = πολύχρωμοςπαρέκ’ = πιο πέραπαρλαντίζουμι = καταλαβαίνω, παίρνω είδησηπαρμάκι = ξύλινο κάγκελο ή και δάχτυλοπαρμάρα = μαστίτιδα, αρρώστια των αιγοπροβάτων που στερεύει το γάλαπαρναβέλου = απεριποίητη, ατημέλητηπαρόνουμα = παρατσούκλιπαρούλα = χειραψίαπαρουμοιάζου = φωνάζω κάποιον με το παρόνομά τουπαρουνόμ = παρατσούκλι, παρόνομαπαρτάλ' = κουρέλι, ράκος, ρετάλιπαρταλάς, -παρτάλου = κουρελής, ρακένδυτος, ακατάστατος, μπερδεμένοςπασ’τρικά = καθαράπασαλείφου = βάζω αλοιφή, κάνω επάλειψηπασκαλιά = το Πάσχαπασκάλου = όνομα αγελάδαςπασουμάκ’ = γυναικείο πέδιλοπασπάλ' = χώμα αφράτο σαν το αλεύριπασπαλώνου = σκεπάζω με χώμα ή αλεύριπασπατεύου = ψάχνω με την αφήπαστάλ' = ματσάκι από φύλλα καπνούπασταλιάζου = επεξεργάζομαι τον καπνόπαστουρμάς = κρέας πασαλειμμένο με αρωματικά και αποξηραμένο στον ήλιο ή καπνιστό παστράδα = καθαριότητα παστρεύου = καθαρίζωπαστρικός, -ιά, -ό = καθαρόςπασχαλιά = Πάσχαπασχίζου = προσπαθώπατ’σιά = περπατησιάπάταρους = γυναίκα με ωραίες καμπύλες

Page 48: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

πατέλ’ς, -ου, -ικου = αυτός που περπατάει με ανοιχτά τα πόδιαπάτιους = αλλιώτικοςπατιρντί = θόρυβος, αναστάτωσηπατλαγκίτσ' = βαρελότοπατλάκ' = καλαμπόκι που σκάζει, βαρελότοπατλαντίζου = εκπλήττομαι, σκάζω, τρώω καθ’ υπερβολήνπάτμα = πάτημαπατματιά = πατημασιάπατόζα = αλωνιστική μηχανήπατούνα = η πατούσαπάτους = κώλοςπατόφκιαρου = είδος φτυαριού, αλλιώς λισγάριπατρόγκις = πολλά και μεγάλα ψέματαπατσάδ = αγκάθιπατσαδώνουμι = τραυματίζομαι ελαφριά από αγκάθιπατσιαβούρα = κουρέλιπατσιάβρα = κουρέλι, πανί για σφουγγάρισμαπατσιαλ΄κια = κορδόνια με τα οποία έδεναν τα παντελόνια στις γάμπεςπατσιάς = το κεφάλιπάτσ'καρους = το αγύριστο κεφάλιπάτσ'κους = κεφάλαςπατώ = κάνω διάρρηξηπατώνου = βρίσκομαι στον πάτο και μετ. βρίσκομαι στην τελευταία θέσηπαφίλα = ασθένεια κατά την οποία βγάζει ο ασθενής φουσκάλες και σπυριά στο στόμα και το πρόσωποπαφλιάρς = αυτός που πάσχει από παφίλαπάφτου = παύω, σταματώπαχάντιρου = το παχύ έντεροπαχνίζου = ρίχνω τροφή στο παχνίπάψεις = διακοπέςπγαδ = το πηγάδιπε = πες, μίλαπέθνησκα = πέθαιναπειραχτήρ = ο ενοχλητικόςπειτνάρ = πετειναράκι, κοκοράκιπειτναρίτσ' = λάρυγγαςπελτές = συνήθως πολτός από ντομάτα ή γλυκό από κυδώνια, πολτόςπεργυρουμένους, -ν’, -ου = ο περιφραγμένοςπέργυρους = η περίφραξηπεργυρώνω = περιφράσσωπες = παραδώσουπέτκους και πέτνους = πετεινόςπέτσα = φλούδα, το πάνω μέρος του επουλωμένου τραύματος αλλά και η κρούστα του γιαουρτιούπέφτ = η μέρα Πέμπτηπέφτου = πέφτωπήζου = γίνομαι πυκνός π.χ. έπηξε το γάλα ή η σούπαπηλικότσ' = ο αστράγαλοςπήλινους = ο καμωμένος από πηλό αλλά και αγριόχορτο που χρησιμοποιείται για αφέψημα

Page 49: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

πηρέτς = ο σερβιτόρος σε γάμοπηρουχτσής = ο αρχισερβιτόρος του γάμουπήχτουμα = η πήξηπηχτώνου = γίνομαι πυκνός, πήζωπθάρ' = πιθάριπιδαρέλ' = το μικρό παιδίπιδέξιους, -ια, -ιου = ικανόςπιδεύου = κουράζω, ταλαιπωρώπιδημός = κούραση, ταλαιπωρίαπιδιακίσιους = αγορίστικοςπιδούδ = αγόριπιδουλόι = πολλά παιδιάπικμέζ' = χυμός σταφυλιών εξατμισθείς δια βρασμού και πυκνωθείς, πετιμέζιπιλέκα = κομμάτι τυριού ή πελεκίδι ξύλουπιλικούδια = μικρά κομματάκια από πελέκημα ξύλουπιλτές = οποιοδήποτε φαγώσιμο σε παχύρευστη μορφήπινιβρέκ’ = μακρύ, βαμβακερό σώβρακοπινιές = παινέματαπινιούμι = παινεύομαιπινιούμι = παινεύομαιπινισιές = παινέματαπινώ = παινεύωπιρβάζ’ = το πεζούλι, το περβάζι παραθύρουπιργιόν’ = πριόνιπιρδέκα = η πέρδικαπιρδικλουσιά = τρικλοποδιάπιριλαβαίνου = αναλαμβάνωπιριμαζώνου = περιμαζεύωπιριστιριά = σπηλιά με αγριοπερίστεραπιριχύνου = χύνω ολόγυρα, περιλούζωπισ’μάν΄ς = μεταμελημένοςπισ’μανεύου = μετανιώνω, αλλάζω γνώμηπισ’μανλίκ’ = μετάνοια πισκέσ' = δώροπισκίζου = αγκομαχώ, προσπαθώ εναγωνίως να πετύχω κάτιπισκιλουτά = κάθομαι με ανοιχτά τα πόδιαπισταίνουμι = κουράζομαιπισταμός = κούρασηπιστιά = το λουρί που περνά πάνω απ' τα καπούλια του ζώου για να σταθεροποιείται καλύτερα το σαμάρι τουπιστρίζου = καθαρίζω τις ακαθαρσίες από το σώμα του ζώουπίστρισμα = καθαριότητα ζώουπιστρουφίκια = το πρώτο επίσημο τραπέζι των νεόνυμφων και των συγγενών του γαμπρού που γίνεται οχτώ μέρες μετά το γάμο στο σπίτι των γονιών της νύφης πιστρόφια = το πρώτο επίσημο τραπέζι των νεόνυμφων και των συγγενών του γαμπρού που γίνεται οχτώ μέρες μετά το γάμο στο σπίτι των γονιών της νύφηςπίτ’σκου = νόθο αλλά και το μικρό παιδίπιταύρα = σανίδαπιτάχνου = πετώ ξύλοπιτνάρ = πετειναράκι

Page 50: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

πιτραβίζουμι = τεντώνομαι, συνήθως μετά τον ύπνοπιτριά = πέτρα ή το πέταγμά της πιτρίκια = νιφάδες χιονιούπιτρούδ = πετραδάκιπιτρούδα = πετρίτσαπίτρουπους = επίτροποςπιτρουσάν'δα = σανίδια που φορτώνονται στο σαμάρι του ζώου για τη μεταφορά πετρώνπιτρουτός, -ιά, -ό = αυτός που έχει βούλεςπιτσ'κάρσει = ξέφυγε κάτι απ' το καλούπι τουπίτυρα = πίτουραπιχαλιάνου = ξεκουράζομαι, ρεμβάζωπλαγιάζου = ξαπλώνωπλάδα = η κότα που δε γέννησε ακόμηπλαδούδα = μικροκαμωμένη πουλάδαπλαϊτό = το τρέξιμοπλακούδα = μικρή πλάκα πέτρας ή μαρμάρουπλαλώ = τρέχωπλανιά = τεμπέλα, αργοκίνητηπλανίζω = λειαίνω το ξύλοπλανίτσα = αγριοφράουλαπλαρ = το γαϊδουράκιπλαρίνα = μικρή γαϊδούρα αλλά και κοροϊδευτικά καλοθρεμμένη κοπέλαπλάρτσιους = μεγαλόσωμος, καλοθρεμμένος αλλά και τεμπέληςπλασταριά = το επίπεδο στρογγυλό ξύλο που πάνω του πλάθουν το ψωμίπλαστήρ = το ίσιο κυλινδρικό ραβδί που χρησιμοποιείται στο άνοιγμα του φύλλου για πίτα, ο πλάστηςπλαστό = καρβέλι, το μεγάλο χωριάτικο ψωμίπλαταγκούτσια = ξαφνικά, απότομαπλατάρια = τα φτερά των πουλερικώνπλατέα = η πλατείαπλατσαρίζου = τσαλαβουτώ στα νεράπλατύ = το πέλμαπλατύκα = είδος ψαριού, η πλατάνα, αλλά και χοντρός, σκισμένος κορμός δένδρουπλατύσκαλου = πλατύ σκαλοπάτιπλέκου = πλέκω αλλά και επιπλέω, κολυμπώπλι = πουλίπλιάτσ'κου = η λεηλασία, το λάφυροπλιγούρ = φαγητό που γίνεται από χοντροαλεσμένο σιτάριπλιθάρ = το ωμό τούβλο με το οποίο έχτιζαν παλιότερα αποθήκες και σπίτιαπλιθί = το μικρό άψητο τούβλοπλιο = πιοπλιότιερους, -ρ, -ρου = περισσότεροςπλισσές = κανονική και πυκνή πτύχωση υφάσματοςπλουδ = το πουλάκιπλουταίνου = πλουτίζωπλούτια = πλούτηπλόχειρου = παλάμηπλύσ’μου = μπουγάδαπλώχουρους, -ρ', -ου = ευρύχωρος, άνετος

Page 51: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

πνακουτή = η πινακωτή, ξύλινη καλουπιέρα μέσα στην οποία βάζουν το ζυμάρι και παίρνει τη φόρμα του το ψωμίπνω = πεινώπόστα = τα μέσαπόστου = αξίωμαπουγάλια = σιγά-σιγάπουδουνάρ = περισκελίδαπουιάτα = αποθήκη κτισμένη σε διαφορετικό οικόπεδοπουκλιά = ξάπλαπουκρέμουμι = καθυστερώ, αργοπορώπουλ’ιμώ = προσπαθώ, επιχειρώπουλιάνα = το χέρσο χωράφιπουλίτσα = ράφιπουλούκ' = σιδερένιο αλέτρι για βαθύ όργωμαπουμπεύου = αποδοκιμάζωπούντα = κρύωμαπουντικουκούραδα = περιττώματα ποντικιώνπουργιλώ = περιγελώ, κοροϊδεύωπουρδαλάς = κλανιάρηςπουρδή = κλάσιμοπουρδουκλιά = τρικλοποδιάπουρδουκλώνουμι = σκοντάφτω, μπερδεύω τα πόδια μουπουρκούκια = τα πράγματαπούρτσιους = αρσενικό κατσίκιπούσ΄τηςτης = κίναιδοςπουσνάρα = υποζωνάριο, η τσέπηπούσουλας = σημείωμα, απόδειξηπουτούρ = είδος στενού παντελονιού με πτυχέςπουτσαρχής = από την αρχή, ξανά, πάλι ξανάπουτσναρούδ' = ο στενός λαιμός από τενεκέ που βοηθά στη φυτεία του καπνούπουφλιάζου = γίνομαι μαλθακόςπούφλιους = μαλθακόςπούφνα = τεμπέλης, δυσκίνητοςπουφουρκιάζου = παίρνω βράσηπόφκα = το ψέμαπόφκις = μεγάλα ψέματαπράματα = πράγματα αλλά και τα ζώαπράπαρτα = οι φτέρεςπρέπ’ = αρμόζει, ταιριάζει, ομορφαίνειπρέπους = ομορφιάπρηζμένους, -ν’, -νου = φουσκωμένοςπρήσμα = πρήξιμοπρίσκας = φουσκωτός, θυμωμένοςπρισκώνου = πρήζομαι, φουσκώνω, θυμώνωπρόνουμι = πυρώνομαι, ζεσταίνομαιπρόσκιρους = πρόχειρος, προσωρινόςπρόσουψ’ = η πρόσοψηπρουβιά = δέρμα ζώουπρουβουδώ = στέλνω κάποιον κάπουπρουγουνός = παιδί από προηγούμενο γάμο

Page 52: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

προυμηθεύου = προμηθεύω αλλά μετ. συμβουλεύωπρουνόφλου = φύλλο πουρναριούπρουσ’κέφαλου = μαξιλάριπρουσανάμματα = μικρά ξερά φύλλα για το άναμμα της φωτιάςπρουσάφτου = βάζω κάπου φωτιάπρουσαψίδια = προσανάμματαπρουσ'κώνουμι = παρακαλώ, προσκυνώπρουσόψ’ = πετσέτα προσώπουπρουστόπτα = η λαγάναπρουσφόλ' = το αυγό που μένει πάντοτε στη φωλιάπσκέφκαλου = μαξιλάριπυξάρι = πυξίδαπυρουλατίζου = αναβοκοκκινίζω, ζεσταίνομαι πολύπυρουλατσμένους, -ν’, -ου = κοκκινισμένος απ' τον ήλιοπυρουστιά = κυκλικός τρίποδας που βάζουν διάφορα μαγειρικά σκεύη για να μαγειρέψουν

- Ρ -

X

ραγάνα = γκρίνια, μουρμούραραγανίζου = γκρινιάζω, μουρμουρίζωρακόσταμνα = γυάλινο μπουκάλι για το ρακί, χωρητικότητας 40-50 οκάδωνράμμα = κλωστή των μαστόρων για το χτίσιμοραμπούσ' = γ ράμμα, σημάδιράχ' = η πλάτηραχάτ = ανάπαυση, ξεκούρασηραχατλίκ’ = ανάπαυλα, ξεκούρασηρέκους = το ρόπαλορέχα = το φλέμαρίγα = γραμμή διακριτικού χρώματος σε ύφασμαριζιές = μεντεσέςριζίλ' = ρεζίλι, ντροπήριμάζου = καταστρέφω εντελώςριμπέτς, -ριμπιτλού ή-έτσα = ρεμπέτης, γλεντζέςριντές = τρίφτηςριτσιέλια = γλυκό από κολοκύθια και μούστοριτσίνα = είδος καλοκαιρινού υφάσματος για παντελόνια, τζινριφινές = ίση συμμετοχή στα έξοδαρίχνου = ρίχνω αλλά και αδειάζω και μετ. πίνω και τρώω πολύρίχνουμι = αρχίζω ( φαγητό, τραγούδι, δουλειά, χορό κ.λ.π. )ρουβθίσιους = καφές από ρεβίθιρουβόλ' = πιστόλι, περίστροφορουδάν’ = ρόδα αργαλειού με χερούλιρουπ = το ένα όγδοο του πήχυρουσφέτ = εύνοια, σπουδαία εξυπηρέτησηρουφούζ' = δεύτερης ποιότητας καπνόςρούχου = μάλλινη, χοντρή βελέντζαρώγα = πιπίλα

Page 53: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

- Σ -

X

ρσιρμπέτ = κάτι που είναι πολύ γλυκό, ζαχαρώδεςσ’κλήκ’ = σκουλήκισ’κλιάραπας = έντονα μελαψός, Άραβαςσ’κλίδα = κομματάκι, σκελίδασ’κλιόγρηα = βρισιά για κάποια γριάσ’κλόδουντου = κυνόδονταςσ’κλόσκατα = τα περιττώματα του σκύλουσ’κλόψουμου = το ειδικό ψωμί για τα σκυλιά ( φτιαγμένο από κριθαρίσιο αλεύρισ’λ’ουγιούμι = συλλογίζομαι, σκέφτομαισ’λότα = το λιώσιμο του χιονιούσ’μαζώνου = σημαδεύωσ’μαζώχτρα = αρπάχτρα, αυτός που αρπάζει, κλέβεισ’νάζου = κουνώσ’ναύλακα = στο σύνορο δύο χωραφιώνσ’νέριου = κόντρασ’νουρίζουμι = συνερίζομαι αλλά και αμιλλώμαι με κάποιονσ’τένουμα = στένεμασ’φύρκα = η φλογέρασ’χουρνώ = συγχωρώσάβανου = νεκροσέντονο (σάβανο)σαβούρα = τα άχρηστα πράγματασαβουρντίζου = εκσφενδονίζω, σκορπίζωσαβουρντώ = σπρώχνω, ρίχνω, πετώ μετ. καταβροχθίζωσαγιάκ’ = είδος χοντρού υφάσματοςσαζάν’ = είδος ψαριού, κυπρίνοςσαΐρ = σεργιάνι, χάζι, περίγελοςσακκιάζου = βάζω σε σακιά ( το σιτάρι )σακουλέβα = σακί, τσουβάλισακουράφα = πολύ χοντρή βελόνα για το ράψιμο σαμαριών ή χοντρών σάκωνσαλαμούρα = το αρμυρό νερό που βάζουν στο τυρί, η άρμησαλ'βάρα = φαρδιά βράκα που φορούσαν οι παππούδεςσάλιαγκας-σαλιάγκ’ = σαλίγκαροςσαλιακούδ' = μικρό σαλιγκάρισαλιάρα = ποδιά για τα σάλια του μικρού παιδιούσαλιάρς = αυτούς που του τρέχουν τα σάλιασαλίστρα = ποδιά για τα σάλια του μικρού παιδιούσαλντίζου – σαλντώ = ορμώ, κάνω άλμασαλουνίκ’ = η Θεσσαλονίκησαλτανάτ = κόλπο, τέχνασμα, κολακείασαμαμίδ' = μικρή σαύρα που ζει σε σκοτεινά μέρησάματι = μήπως, τάχασαμόλαδου = σουσαμέλαιοσαμότσακνα = ο ξερός βλαστός του σησαμιού που μένει μετά το τίναγμα σάμπους = μήπως, σαν νασάνκις = μήπωςσαντάλ' = συσκευασία από 6 ξερές βέργες καπνού

Page 54: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

σαντέδθκους = σκέτος, γνήσιος, αγνός, ανόθευτος σαντράτς = μεγάλη χοντρή λίμα για το λιμάρισμα των νυχιών των ζώων μετά το πετάλωμασαούλ' = το νήμα της στάθμηςσαουχτίζου και σαουχτώ = τελειώνω γρήγορα μια δουλειάσαπάδκους, -κ’, -κου = απόκεντρος, παράμεροςσαπάς = μπόσικος, μαλακόςσάρα = το πρώτο γάλα μετά τη γέννασαραδώνου = αποτελειώνω κάτι γρήγορασαράπα = η δεύτερης ποιότητας καπνόςσαρά-παστάλ' = είδος πασταλιάσματος του καπνούσαρατσής = ο τεχνίτης που κατασκευάζει τα δερμάτινα εξαρτήματα για το ζέψιμο του αλόγου στο κάρο ή στο όργωμασαραφλατίζου = εκσφενδονίζω, σκορπίζωσαραφλούκ’ = χούι, κακή συνήθειασαρής = όνομα βοδιούσαρίκ' = μεγάλη βέργα μήκους 2, 5μ.από την οποία κρέμονται τα καπνά για στέγνωμασαρικτσής, -ού = αυτός που μπουρλιάζει καπνό και πληρώνεται ανάλογα με τα σαρίκια που μπουρλιάζεισαρ'κιά = κτύπημα με το σαρίκι, τη μεγάλη βέργασαρκώνου = δυναμώνω, τρώω κρέας αλλά και επουλώνω το τραύμασάσμα = χοντροκομμένο άχυροσάτσ’ = λεπτό καπάκι ταψιού για το ψήσιμο της πίταςσαχάν' = μεγάλη μπρούτζινη πιατέλα με καπάκισαχτάνα = το ελαφρό τροχάδην των αλόγωνσβάραχνα = τα βράγχιασβάρνα = είδος γεωργικού εργαλείου, ο βωλοκόπος μετ. με τη σειρά, χωρίς καμιά εξαίρεση ή παράλειψησβαρνάου-σβαρνίζου = σπάζω τους βώλους με ειδικό εργαλείο, τη σβάρνασβέντσιους = όνομα γαϊδάρουσβόλους = σφαιρική μάζα χώματοςσγαρλίδια = μπούκλες από σγουρά μαλλιάσγιάν’ = σπατάλη, ασωτίασέιι = είδος, πράγμα, υπάρχονσέμκα = βολικάσέμκους, -κ’, -ου = βολικόςσέν'κους, -κ’, -ου = σβέλτος, προκομμένοςσερβιέτα = μάλλινη χρωματιστή μαντίλασερεμέτης, -τσα, -τκου = σοβαρός, λογικός, μετρημένοςσερμπέζ'ς = ζωηρός, μπεσαλήςσερσέμς = αλήτης, ζωηρός, αλάνηςσερσερής = αλήτης, ζωηρός, άστεγοςσιαής = το όρνιοσιάικα = το καρφίσιακά = αστείασιακάς = αστείοςσιαματατζής = ταραχοποιόςσιαμί = μαύρη μαντίλα που φορούν οι γριέςσιαμούδ = μικρή μαύρη μαντίλα

Page 55: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

σιάπκα = ο σκούφοςσιάργκαβους = γκρίζοςσιάρκους = ο ασπρόμαυρος, ο παρδαλόςσιαρτ = πάθημα, καψόνισιάσ’μαν = ποπό, αμάν πιασιασίκ' = ο αλλήθωροςσιασιρμάς = αναταραχή, σύγχυση, μπέρδεμασιασιρντίζου = μπερδεύομαι τα χάνωσιατραβάν’ = σιντριβάνισιαχτίζου = απορώσιαψάλ’ς = ο ελαφρόμυαλοςσίβους = σταχτής, γκρίζοςσιετ = τεχνητό φράγμα χειμάρρουσικλέτ = δυσφορία, στενοχώρια, έξαψησικλιντίζουμι = καταστενοχωρούμαι, δέχομαι πίεση, καταπιέζομαισιλιάχ' = γιλέκο με φυσιγγιοθήκεςσιμίτ = λευκό κουλούρισιμιτζής = ο κουλουρτζήςσιμσιλέ = όλα τα ανακατεμένα πράγματα κάποιουσιμσιλές = το σόισινί = χάλκινος κυκλικός δίσκος με κοντό περιθώριο κατάλληλος για πίτεςσιντιφένιους, -ια, -ιου = μαργαριταρένιοςσιντούκ' = μεγάλο ξύλινο σεντούκισιόλ' = φλιτζάνισιούρντας = κουφόςσιούτους, -α, -ου = ζώο χωρίς κέρατασιργιάν’ = θέαμα, χάζισιρίτ = κορδέλα, κορδόνισισ'κούδ = το χωνάκι που μπαίνει στο λαιμό του τενεκέ για να ποτίζουν τα φυτά μόλις τα φυτέψουνσίτα = ψιλό κόσκινοσιτζίμ = το λεπτό αλλά και γερό σκοινί με το οποίο δένουν τα δέματα του καπνούσιφουνιέρα = έπιπλο με συρτάρια για ρούχασιφτές = τα χρήματα της πρώτης πώλησης της ημέραςσιχτίρ = στο διάβολοσιώπ' = η βέργα, το ξύλοσκαλήνα = χοιρομέρισκαλ'στήρ = η τσάπασκαλώνου = πιάνω, συλλαμβάνωσκάμματα = οι σαπουνάδεςσκαμματίδια = σαπουνάδεςσκαμματίζου = γεμίζω σαπουνάδες, σαπουνίζομαισκάμνα = τα μούρασκαμνιά = μουριάσκαμνίτσ'κα = το παιχνίδι σκαμνάκιασκανιάζου = στενοχωριέμαι αλλά και σκάζω κάποιονσκανταλίδα = σπίθασκαρπίν' = είδος παπουτσιού για κουστούμισκατόχλιαρα = αυτή που ανακατεύεται παντού, η κουτσομπόλασκαφίδ = η ξύλινη σκάφη για ζύμωμα

Page 56: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

σκάφτου = σκάβωσκελίδα = το κομμάτισκέπ = ο υπεζωκός, το λευκό φύλλο λίπους που σκεπάζει τα εντόσθια σκιάζου = τρομάζω, λαχταρώ σκιάζουμι = διστάζω, ντρέπομαισκιβρώνου = ζαρώνωσκίζα = σφήνα που χτυπούσαν με το τσεκούρι σε χοντρό κορμό ξύλου για να τον χωρίσουν στα δύο αλλά και κομμάτι σκισμένου ξύλουσκιμπές = εντόσθια ζώου, το στομάχισκιπάρ = σκεπάρισκιπαρνιά = σκαπτικό εργαλείο ( λίγο μυτερό )σκιπαστή = σκεπήσκίσ’ μου = ράγισμασκλ’ουκατρίτσια = τα μανιτάριασκληκουφάγουμα = η κίτρινη σκόνη που μένει από το φάγωμα του ξύλου από το σαράκισκληρίζου = τσιρίζωσκλήρσμα = δυνατή τσιρίδασκόλ' = γιορτήσκουλνώ = σχολάωσκουντουρλίκα = μικρή σαύρασκουντουρλίκα = μικρή σαύρασκουρδούλα = το ζωηρό παιδί, ο ζημιάρηςσκουρδουσκουτών' = το γουδοχέρισκουρπίδ = ο μικρός σκορπιόςσκουρπώ = σκορπίζωσκουτίδα = σκοτάδισκουτνιάζ’ = σκοτεινιάζεισκράπας = ο αδύνατος μαθητήςσκρο = σφιχτό (για ζυμάρι)σκρόπιους = σκόρπιοςσκύβαλου = αποκοσκινίδι από σιτάρι ή κριθάρισκύφτου = σκύβωσλιάφκας = ηλίθιος, χαζόςσ'μάδια = σημάδια, αλλά και οι βέρες ή τα δαχτυλίδιασμαρό = τα δίδυμασνιργίτς = ενοχλητικό έντομο μεγαλύτερο απ' τη μύγα που κάνει δυνατό βόμβοσ'νουρίζουμι = συναγωνίζομαι, αμιλλώμαι, ενοχλώ, παρακινώσ'νουρσιά = συναγωνισμός, άμιλλα, εναντίωσησ'νουρσιάρς, -ρα, -ρκου = αυτόςπ ου εναντιώνεται με κάποιον, αυτός που ενοχλεί κάποιονσντιριάζου = δένω τα ζώα το ένα κατόπιν του άλλουσορολόπ = αστεία ή ηλίθια συμπεριφοράσουβαρμάς = ακόνισμα, τρόχισμασουγιάς = μικρό γυριστό μαχαιράκι που κλείνεισούγλα = σούβλασουγλιά = σουβλιάσουγλίζου = σουβλίζω, κεντώσουγλιρός = σουβλερόςσουγλούδ = κεντρί, το σουβλί με το οποίο σουβλίζουν το ζώο για να περπατήσει

Page 57: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

γρήγορα και κρέμεται στο σαμάρι του σουκακίτκου = κουτσομπολιό που κυκλοφορεί από σοκάκι σε σοκάκισουκακού = αυτή που γυρίζει στα σοκάκια για να μαθαίνει νέασουλ’νιάρ = βρύση που τρέχει συνέχειασουλ’νιάρα = βρύση που τρέχει πολύ νερόσουλούχ' = αναπνοή, ανάσασουλτάν μιριμέτ = βασιλική περιποίηση μετ. ένα χέρι ξύλοκσουλφάτου = το κινίνοσούντσει = αγανάχτησε, έσκασε απ' το κακό τουσουπιέρα = μεγάλη βαθιά πιατέλασουράτ = φυσιογνωμία, σχήμα, μούτροσούρβα = τα κάλαντα που ψάλλονται ανήμερα της Πρωτοχρονιάςσουρβίζου = λέω τα κάλαντα αλλά και δέρνωσουργκούν’ = εξορίασουργούτ'ς = ο λαιμός του τενεκέ σουρντίζου = τελειώνω κάτι γρήγορασουρουπιάζ’ = σουρουπώνεισουρούπουμα = σούρουποσουρτούκ’ς, -σα, -ικου = αυτός που γυρίζει άσκοπα ο αλήτηςσουρτουκεύου = γυρίζω εδώ κι εκεί άσκοπασουρτουκλεμές = αυτός που γυρίζει άσκοπασούρτσι = φύγεσουρφρίζου = τελειώνω κάτι γρήγορασουσμός = τελείωμα, τελειωμόςσουφίζουμι = ανακαλύπτω κάτισουφράς = χαμηλό, στρογγυλό τραπέζισουφτίζου = τελειώνω κάτι γρήγορα, φτουρώσουχτίζου = τελειώνω κάτι γρήγορα, φτουρώσπαθόλαδου = λάδι ανακατωμένο με ξεραμένο σπαθόχορτο, κατάλληλο για πληγές γριολούλουδο που βάζουν σε πληγές, αφού ξεραθεί σπαθόχουρτου = αγριολούλουδο που βάζουν σε πληγές, αφού ξεραθείσπαλέτου = λουλουδάτη μαντίλασπαράζου = αλλάζω θέση, ταρακουνώσπάραχνα = τα βράγχια των ψαριώνσπαργουμέν' = γεμάτη γάλασπαργώνου = είμαι γεμάτος από υγράσπαρματσέτου = το κερί από λίποςσπαρμός = η σποράσπαρνιούμι = μετατοπίζομαι, μετακινούμαι, αλλάζω θέσησπίρτου = οινόπνευμασπουριά = έκταση ενός στρέμματοςσ'προύδ = σπυράκιστάβα = στοίβα, η φωτιά που ανάβουν την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς καίγοντας τον καρνάβαλοσταζμίτκου = εφτάζυμο ψωμίστάλα = σταγόνασταλαχίζουμι = επιθυμώ πολύ κάτισταλιά = στάλα, σταγόνασταλιβριά = μουσταλευριά, το γλυκό που γίνεται με αλεύρι και μούστοσταλίζου = αφήνω τα πρόβατα να αναπαυτούν σε σκιά το μεσημέρι

Page 58: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

στάλισμα = η ξεκούραση των ζώων το μεσημέριστάλους = ο τόπος της μεσημεριανής ξεκούρασης των ζώωνστάμα = το 1/4 του στρέμματοςστάμπα = αποτύπωμα, ίχνοςστανιό = βία, ζόρι, εξαναγκασμόςσταξιά = στάλα, σταγόνασταραξάτου = αγριόχορτο που χρησιμοποιείται για αφέψημαστασίδ' = κάθισμα της εκκλησίαςστασμίτκου = σύμμικτο ψωμί από σιτάρι και καλαμπόκισταυρί = η μέση της σπονδυλικής στήληςσταυρώνου = συναντώ, ανταμώνωσταφυλίτσ' = η σταφυλή του στόματοςστέψεις = το μυστήριο του γάμουστια = η φωτιά, το τζάκιστιμάρου = λογαριάζω, υπολογίζωστιριώνου = εγκαθίσταμαι κάπου μόνιμα μετά από περιπλάνησηστιφάν' = στεφάνιστιχούλ' = πολύ πικρόστίψ' = καυστική σόδαστούκ’ = ανόητος, λιγόμυαλοςστουλίδ' = στόλισμα αλλά και χόρτο που κολλά στα ρούχαστουματού = πολυλογούστουμπέτσς = ανθρακικός μόλυβδος, άσπρη βαφή παπουτσιώνστουμπίζου = χτυπώ στο γουδίστούμπους = το γουδοχέρι πρώτη ύλη για την παρασκευή λευκών χρωμάτωνστούπουμα = βούλωμαστουπώνου = βουλώνωστουρνάρ = ο αμόρφωτος, ανεπίδεκτος μαθήσεωςστουχάζουμι = αναπολώ, ξεχνιέμαι, είμαι αφηρημένοςστόφα = είδος μεταξωτού υφάσματοςστραβουζνιχιάζου = γέρνω το λαιμόστραβουμουτσουνιάζου = θυμώνω, παρεξηγούμαιστραπόκαμα = καταστροφή από αστραπήστραπουκάφτ = αστράφτει, πέφτει κεραυνόςστράτα = δρόμοςστράφλου = μικρό σταφύλιστραχουμένους, -ν’, -ου = όταν το χώμα είναι σφιχτόστραχώθ'κει = έσφιξε το χώμαστρέχου = συμφωνώ, δέχομαι, συγκατανεύωστρηνιάζου = πεισμώνωστρίζου = παροτρύνω, παρακινώστριφτό = χειροποίητο τσιγάροστρίφτου = στρίβωστριχιά = η άκρη της στέγηςστρούκλους = η μύγα που ενοχλεί τα βοοειδή κατά το Μάιο μήναστρουφή = στροφή αλλά και μπουρίνιστυλιάρ' = η χειρολαβή εργαλείων γεωργικών, συνήθως από ξύλοστυλιαρώνου = δέρνω με την ξύλινη λαβή ενός εργαλείου στύλους = ξύλινη κολόναστυλώνου = αντιστέκομαι

Page 59: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

συμμουρία = παράνομη ομάδασυμπράκαλα = τα απαραίτητα είδη κάθε τεχνίτησυνάμα = συγχρόνως, μαζίσυνλάτσει = συνήλθε, πήρε επάνω τουσύντας = ότανσυρμός = μόδα αλλά και κολλητική αρρώστιασφάλακας = ο τυφλοπόντικαςσφαλλλώ –σφαλνώ = κλείνωσφιγγώνου = τσιμπώσφιντόνα = πανάρχαιο φονικό όπλο που πετά μικρές πέτρεςσφιτζίν΄ς = γρήγοροςσφούγγια = κουρελόπανο για σφουγγάρισμασφουγγίζου = σφουγγαρίζω, σκουπίζω καλάσφουκστήρ = πετσέτασφουντήλ’ = βούλωμα βαρελιού αλλά και μέρος του αδραχτιούσχουλνώ = σχολάωσώζου = σώζωσώνου = τελειώνωφορεματάκι

- Τ-

X

τ’ν άλλ' = μεθαύριοτάβλα = η πετσέταταβλούδα = η πετσετούλαταγκ-ρς = άπορος, πάμπτωχοςταζέδκους = φρέσκοςταΐ = φαγητό για τα ζώατάϊη = το μικρό του αλόγουταϊφάς = η οικογένειατακ΄-μ = είδος, κατηγορίατάκους = μικρό και συμπαγές κομμάτι ξύλου που χρησίμευε για στήριγματαμάμ = ακριβώς, εντάξειταμάχ' = η πλεονεξία, η απληστίαταμαχιά = η πλεονεξία, η απληστίαταμαχιάρς, -άρα, -ρκου = ο άπληστος, ο πλεονέκτηςταμπά = (είδος χρώματος) ανοιχτό καφέταμπλάς = δίσκοςτανίζου = τεντώνωταντάνα = το πολύ κρύο αεράκιταξαράτ = αναπάντεχο κακότάπα = βούλωμα, καπάκιταπί = δεν έχω τίποτα, τα έχασα όλαταπουτουρνό = το προηγούμενοταπουτώρα = προηγουμένωςταράζου = ταρακουνώ και ενοχλώ, πειράζω, προξενώ ζημιάταρασεύου = ψάχνω κρυφάταρασεύου = ψάχνω κρυφά

Page 60: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

τάρταρου = πολύ ξερόταταρτζέδ'κα = φασόλια βραστά ξερά χωρίς ζουμίτάτας = πατέραςτατσίνα = θείαταύλα = η πετσέταταχιά = αύριο το πρωίταχίν' = πολτός από αλεσμένο σιτάριταχινίσιους = φτιαγμένος από ταχίνιταχμινά = άδικαταχταρίζου = νανουρίζωτείχια = τοίχοιτεκ = μονός αριθμόςτέκα = στάσουτέλ' = το σύρματέτα = θείατζαγκράνα = γεωργικό εργαλείο με σιδερένια δόντια για την απομάκρυνση λιθαριών από το χωράφιτζάνιμ = ψυχή μουτζάτζα = ακαταστασίατζατζαλάς = κουρελήςτζατζαλιάρς = ασουλούπωτος, κακοντυμένοςτζάτζαλου = άχρηστο, χωρίς αξία αντικείμενο, κουρέλιτζγέρ = έντεροτζιαμάλας = βαθύς και απότομος γκρεμόςτζιαμλίκ’ = τζαμαρίατζιαμόθυρου = το τζάμι της πόρταςτζιάμπα = άδικα, δωρεάντζιαμπάης = ζωέμποροςτζιαμπαλαντίζου = ζωηρεύω, αναθαρρεύω, αναρρωνύωτζιαμτζής = τζαμάςτζιαναμπέτς = κακότροπος, μοχθηρόςτζιάνουμ = ψυχή μουτζιαντιρμάς = χωροφύλακαςτζιάχτ' = κουράγιο, δύναμη, προσπάθειατζίγγους = λαμαρίνατζιέρ = έντεροτζιζ = το παιχνίδι μπιζτζιλιάτς = δήμιοςτζιμπές = μακρύ μαύρο πανωφόριτζιμπούσ’ = συμπόσιο, διασκέδασητζίντζιφα = καρποί ενός δέντρου, το αρχαίο ζίζυφοντζιντζιφιά = το δέντρο ζίζυφοςτζιόμ = άφαντοςτζιουτζιούκλα = μεγάλη φλόγατζιουτζιουκλάρ = το μικρό παιδί τζιουτζιουκούδια = σουτζουκάκιατζιριμές = ζημιά, έξοδοτζιρουμαχιούμι = αγκομαχώ, κουράζομαι, προσπαθώτζίφους = τίποτα, μηδέν, αποτυχίατιαφ = θειάφι

Page 61: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

τιαφίζου = θειαφίζωτιβικέλ’ς = αλλόκοτος, ψηλός και άχαροςτιζάρου = τεντώνωτιμινάς = υπόκλισητιμισιάρικου = συνεταιρικότινικούδ = τενεκεδάκιτιντώνου = τεντώνωτιουτιούν’ = ο καπνός(το φυτό)τιρλίκ' = κοντή μάλλινη πλεχτή παντόφλατιρμπές = αυστηρή πειθαρχεία, τάξη τιρτίπ = τέχνασματιστές = πάκος με σπίρτα κυρίωςτιστίρ = ξύλο, δάρσιμοτιτινόξυλου = η ξεραμένη ρίζα και ο βλαστόςτιτράδ = Τετάρτη τιφαρίκ’ = κόσμημα, αριστούργηματιφτέρ = σημειωματάριοτλιγάδ = ξύλο διχαλωτό στο ένα του άκρο και με κάθετο μικρό πάσσαλο στο άλλο, που τυλίγουν το νήματλιγαδιάζου = τυλίγω το νήμα στη ρόκατμαρ = περιποίηση, χτένισμα ζώου κυρίως του αλόγουτμαρεύου = καθαρίζω, συγυρίζω το σπίτιτνάζου = τινάζωτόι = το ζώο αλλά και ο γύπαςτόκας = πρήξιμο - εξόγκωμα του σώματος μετά από κτύπηματόξ' = ο απρόσεκτος, ο απαθήςτοπ = τόπι, μπάλατουκάς = μεταλλική πόρπη, αγκράφατουκμάκ΄ = ο κόπανος, το ρόπτρον, το γουδοχέριτουλούμ = δερμάτινο ασκίτουλούμπα = αντλία αλλά και είδος γλυκίσματος καθώς και είδος αντρικού παπουτσιούτουλουπάν’ = κεφαλομάντηλο που χρησίμευε και ως φιλτράρισμα υγρών κυρίως του γάλατοςτούμπα = σωρόςτουμπερλέκ' = ταμπούρλοτούντσ’ = χαλκός μετ. πολύ σκληρότουξ = χτύπημα στο κεφάλιτουξουπίς = πάλι πίσω, επιστροφήτούπα = το είπατουπάλ’ς = κουτσόςτουπάν’ = κεφαλόδεσμοςτουπάτσ' = χοντρός σβόλοςτούπκα = κατακόμβητουπούζ’ = μεταλλική σφαίρατουρλόικους, -ικσα, -ικου = απρόσεχτοςτούρλος = το ίδιοτουρλού = είδος φαγητού με διάφορα είδη λαχανικώντουρλούκ' = μικρός πύργος με πέτρες ή με σβόλουςτουρλουκούδ' = μικρός πύργος με πέτρες

Page 62: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

τούρνα = είδος ψαριού, αλλά και κουτός άνθρωποςτουρφάν’ = ανεμοθύελλατουτουντζής = καπνοπαραγωγός ή και καπνέμποροςτραγασιά = η καλύβα του αμπελοφύλακα, το κιόσκιτραγδώ = τραγουδώτρακάζ’ = μικρός σύρτηςτράμπα = ανταλλαγήτρανεύου = μεγαλώνωτράφους = η ακαλλιέργητη άκρη του χωραφιού που είναι συνήθως υπερυψωμένητραχείλας = αυτός που έχει μεγάλα χείλητράχουμα = γαμήλιο δώρο σε μετρητά ή κοσμήματα ή ακίνητατριανταφλιά = τριανταφυλλιάτριβόλ' = αγκαθωτό αγριόχορτοτρίβου = τρίβω, κάνω εντριβή, μαλάσσωτριδόνα = σκουλήκι μεγάλοτριούρ = το ψηφίο τρίατριταύταλους, -λ', -ου = ελαφρόμυαλοςτριτώνου = κάνω κάτι για τρίτη φοράτρίφτου = τρίβωτριχάχαλου = μεγάλη τρίαινα για το μάγεμα του τριφυλλιού ή και το πέταμα της αχώνευτης κοπριάςτριψίμ = θρεψίνητρουβαδιάζου = βάζω φαγητό στον τουρβάτρουβάς = τουρβάςτρουχαλιά = σωρός από πέτρεςτρυφαντός = τρυφερόςτσ’κάλ’ = τσουκάλι, πήλινο αγγείοτσ’καλάς = αγγειοπλάστηςτσαγκαρλάκα = κουδουνίστρατσαγκαρώνου = σκαρφαλώνω, αρπάζω, πιάνωτσακίζου = σπάζωτσακίρ’ς = ο γαλανομάτηςτσακμακίζου = σπινθηρίζωτσάκνου = ξερό κομμάτι ξύλου προσανάμματοςτσακώνου = συλλαμβάνω, πιάνω σε παγίδατσακώνουμι = μαλώνω με κάποιοντσαμπρούδ' = μικρό σταφύλι που μένει μετά τον τρύγο, σκελετός σταφυλιού χωρίς ρόγεςτσαντήλα = άσπρη υφασμάτινη πετσέτα για στράγγισμα προϊόντων του γάλατοςτσαπουρνιά = είδος βάτουτσέτα = παλιοπαρέατσιάζου = λαχταρώ, επιθυμώ πολύτσιαΐρ = ακαλλιέργητο χωράφι που χρησιμοποιείται για βοσκοτόπι λιβάδι, πλαγιά γυμνή από δένδρατσιακμάκ’ = αναπτήραςτσιακπίν’ς = άτακτος, αλήτηςτσιαλακατίζου = αναταράσσω, πλένω κάποιο δοχείο με ανατάραξη του νερού που είναι μέσα τσιαλίούμ = τέχνασμα, τρόπος, μέθοδος, άσκησης, συμπεριφοράτσιάμ = είδος πεύκου

Page 63: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

τσιαμαρντόνα = γυναίκα ελαφρών ηθών τσιαμίζ'κου = ατίθασο, ζωηρότσιάν' = κουδούνι που κρέμεται απ' το λαιμό ζώωντσιανάκ’ = πιάτο, δοχείο φαγητού μετ. κακός άνθρωποςτσιανάκα = μεγάλο βαθύ πιάτοτσιαντόγρια = παλιόγριατσιαούσ'ς = ο θρασύςτσιαπάν = πάνωτσιαπτσιάκ'ς = ο φλύαρος

τσιάρκ' = τροχός, τόρνος, τύχη, φορά των πραγμάτων κυρίως όμως εργαλείο για αφαίμαξη όταν κάποιος ήταν κρυωμένοςτσιαρντάκ' = ανοιχτό σαλόνι, καλύβα πλεχτή με κλαδιάτσιαρούτ = το κτύπημα της μπίλιαςτσιαρσί = το κέντρο του χωριού ή της πόληςτσιαρτσιάφ = παπλωματοθήκητσιαρτσιαφώνου = βάζω το πάπλωμα στην παπλωματοθήκητσιασίτ = είδος, σόι, φυλήτσιατ πατ = σπάνια, αραιά, μερικές φορές, εδώ κι εκεί τσιατάλα, -τσιατάλ' = διχαλωτό κλαδί τσιατμάς = λεπτός τοίχος από ξυλοδοκούς που τα ενδιάμεσα κενά του συμπληρώνονται από πλιθιά ή ξύλινες πήχες που σοβαντίζονταντσιατούδια = μικρά κομματάκια υφάσματος που χρησιμεύουν για τα ρούχα της κούκλας τσιάτρα-πάτρα = μέτρια τσιαφλιάκ’ = η ερωτική πράξη, η συνουσίατσιαφλιάκουμα = η ερωτική πράξη, η συνουσίατσιαφλιακώνου = κάνω έρωτατσιβδίζου = τραυλίζωτσιβδός, -ιά, -ό = ο τραυλός, αυτός που ψευδίζειτσιβί = σφήνα, καρφίτσιβίκ' = το τσιμπούριτσιβικώνου = εξαπατώτσιβούδ = η μικρή σφήνατσιβρές = μεγάλη άσπρη μαντίλα για τον ήλιοτσιγαρίδις = τηγανισμένο, χοιρινό λίποςτσιγκινές = φιλάργυρος, άπληστοςτσιγνές = η κάτω σιαγόνα αλλά και η πολυλογίατσιέρκ’ = στεφάνη βαρελιούτσιέφλιου = τσόφλιτσικνώνου = καίω το φαγητό κάτι που μυρίζει τσίκνα και μυρίζειτσικουλάτου = σοκολατάκιτσικρίκ' = το ροδάνι, εργαλείο με το οποίο περιτυλίγουν το νήμα σε μασούριατσιλβόλ = τεχνητή υφαντική ύλη από κυτταρίνητσιλές = μασουράκι για κέντημα, δέμα κλωστής τσιλιακούρ - τσιλιαριά = ευκοίλιατσιλίκ'-τσιουμάκ = παιδικό παιχνίδι με ξύλατσίλις = ώριμα φρούτατσιλίτσ’ = ευκοίλιατσιμούρ = παρασιτικό ζωύφιο που ζει με το αίμα των θηλαστικών

Page 64: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

τσιμπέρ = γυναικεία μαντίλα για το κεφάλι από λεπτό ύφασματσιμπές = , μακρύ αμάνικο μαύρο πανωφόριτσιμπίδα = μασιάτσιμπούσ’ = συμπόσιο, διασκέδαση, ψυχαγωγίατσινάρ = πλατάνιτσινίζου = κλοτσώ, ερεθίζομαι, εξοργίζομαιτσίν'σμα = το κλότσημα του ζώουτσιόγκις = τώρα, αμέσως τσιόζια = τα εντόσθιατσιορ-τσιοπ = μονά-ζυγά, κορώνα-γράμματατσιούκα = αντρικό γεννητικό όργανο, πέοςτσιούλ' = πλεχτό ύφασμα σαν το σακί με το οποίο περιτυλίγουν τα δέματα του καπνούτσιουμάκ', -τσιουμάκα = βέργα, ρόπαλοτσιούμι-τεκ = μονά ζυγάτσιουμπαλάκ’ = η τούμπατσιουμπλέκ' = πήλινο βαθύ δοχείοτσιουράκ’ = τσιράκι, μαθητευόμενος τεχνίτηςτσιουρμπάς = σούπα αραιήτσιουρμπατζής = πλούσιος, προύχονταςτσιούφτ = ζυγός αριθμός τσιπλάκ’ς = γυμνός μετ. δυστυχισμένος, ταλαίπωροςτσιράκ΄ = μαθητευόμενος τεχνίτηςτσιράπ = μάλλινη, χοντρή, χειροποίητη κάλτσατσίρλα = ευκοίλιατσιρλίζου = αφοδεύω με ευκοίλιατσιρόν’ = είδος μικρού ψαριού, σαρδέλα των λιμνώντσιρουλίτς = ο κορυδαλλόςτσιρουπούλ’ = το μικρό πουλίτσιρτσιβές = κούφωμα πόρτας ή παράθυρου τσιρ-τσιρ = στάλα-στάλατσιτάκ’ = ύφασματσιτίν’κους, -ίν’σσα, -κου = δύστροποςτσιτίν'ς = δύστροποςτσιτουμένους, -έν’, -ου = τεντωμένος, κορδωμένοςτσιτσί = κρέαςτσίτσιδους, -δ, -ου = ολόγυμνοςτσιτσινιάζου = κοκκινίζω πολύτσιτσινούδα = η νυφίτσατσίτσ'κους = φυτό που κολλάειτσιτώνουμι = τεντώνομαι, κορδώνομαιτσιτώνουμι = τεντώνομαι, περηφανεύομαιτσιφνιάζου = στεγνώνει η γλώσσα μουτσιφούτς = σκληρός, φιλάργυροςτσιφτσής = ζευγάςτσόλ' = χοντρός μουσαμάς για τη προφύλαξη απ' τη βροχήτσουγκράνα = γεωργικό εργαλείο με δόντια που χρησιμοποιείται για το καθάρισμα του εδάφους από τις πέτρες και τους σβόλουςτσουγκρανίζουμι = γρατσουνιέμαιτσούρλους = απόστημα του σώματος, σπυρί με πύον

Page 65: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

τσούτσα = η πιπίλαττ’άη = του Αγίουτυράν’σμα = ο παιδεμός, το μαρτύριοτυράννια = κόπος, βάσανο, καταπίεση, μεγάλος παιδεμόςτυραννιούμι = κοπιάζω, παιδεύομαιτυφλίτ'ς = χοντρό φίδι προς το μαύρο και καφέτυχώντας = τυχαίος, ασήμαντοςτφέκ’ = τουφέκι

- Υ-

X

υπουφέρνου = υποφέρωυπουχόντριους = ο αρρωστιάρης, ο φιλάσθενοςυστιρότιρα = αργότεραύψουμα = το κομμάτι που αφαιρείται απ' τον άρτο της πρόθεσης και δίνεται ως αντίδωρο

- Φ -

X

φαγουσπόρσει = φαγώθηκε ο βλαστημένος σπόρος στο χωράφιφαλτσουκουμμένους, -ν’, -νου = λοξοκομμένοςφανέλου = φανελάκι, φανέλαφαντάζου = είμαι ωραίος, είμαι αρεστός, ελκυστικόςφάρα = φυλή, γενιά, σόιφαρδόστρατα = φαρδύς δρόμοςφαρμάκα = σαύραφαρμακώνου = δηλητηριάζωφαρσί = πλήρως, εντελώς, τελείωςφαρφαράς = πολυλογάς, φλύαρος, καυχησιάρηςφασκιώνου = τυλίγω το βρέφοςφαφλατάς = πολυλογάς, φλύαρος, καυχησιάρηςφεσ’ = κόκκινο κάλυμμα κεφαλής χωρίς γείσοφεύγα = φύγεφευγιό = η γρήγορη φευγάλαφθουνιάρς.-ρου, -κου = φθονερή-όςφιβγατίζου = φυγαδεύωφιγγούδα = μικρό καλοκαιρινό τζάκι στην άκρη της αποθήκης για μαγείρεμα το καλοκαίριφίι = ήμερο χόρτο που σπέρνεται και χρησιμεύει για ζωοτροφήφιλί = φίλημα αλλά και φέτα ψωμιού ή κομμάτι φρούτου σε σχήμα μισοφέγγαρουφιλιναδιό = συγκέντρωση φιλενάδωνφιλούδ –φιλούδα = μικρή φέτα ψωμιού ή φρούτουφιντές = φιδέςφιρί φιρί = σώνει και καλά, πάει γυρεύονταςφιρμάν’ = σουλτανική διαταγήφίσκα = πλήρες, εντελώς γεμάτο

Page 66: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

φισκές = ειδικά φτιαγμένο στραγγιστήρι που μπαίνει στο στόμιο τενεκέ για τεχνητή βροχήφισκούδ = μικρός φισκέςφκέλ' = η δικέλα, αξίνα με δύο μύτεςφκιάνου = κάνω, κατασκευάζωφκιάρ = το φτυάριφκιάρα = το φαράσιφκιαρούδ = μικρό φτυάριφλάου = φυλάγωφλεύου = φιλεύω, προσφέρω φαγητό σε κάποιονφλια = γεύμα φιλικό, τραπέζωμαφλικ = θηλιάφλικούδ = μικρή θηλιάφλίκουσ' = η κλείδωση των οστώνφλικώνου = κουμπώνωφλιόγγους = φιόγκοςφλιούμι = φιλιέμαι, ανταλλάσσω φιλιά με κάποιονφλουρούδ = το μικρό φλουρίφλούτσ' = ξερή φλούδαφλω = φιλώφνίκ' = ο λοβός του αρακά ή της φασολιάςφόβιους = φοβητσιάρηςφόλα = δηλητηριασμένο κομμάτι κρέατος για θανάτωμα των σκύλωνφουντάν’ = σοκολατάκιφουρκάλ’ = η σκούπαφουρκαλώ = σκουπίζωφούρλα = γύραφουρλαντίζου = ρίχνω κάποιον κάτω βιαίωςφουρλάντσμα = το ρίξιμο κάτω απότομαφουρνιάζου-φουρνίζου = βάζω το ψωμί στο φούρνοφουρτιό = το φορτίο του ζώουφουρτσάτους, -τ’, -ου = ο βιαστικόςφούσκα = η φουσκάλα ή το μπαλόνιφουσκώνου = καμαρώνω, περηφανεύομαι φουτσιτζής = βαρελοποιόςφραγγόφκιαρου = το ορθογώνιο σανίδι που βάζουν οι κτίστες λίγο σοβά για να σοβατίσουνφραγκεύου = γίνομαι μοντέρνος, ευρωπαίοςφράγκικους, -κ’, -κου = ευρωπαϊκόςφριξ-φρίξιμου = τρομάρα, φόβος, ψυχική οδύνηφστάν’ = κεντημένος ποδόγυροςφταριά = το 1/4 περίπου του στρέμματοςφτήνα = πήλινο δοχείο για τη μεταφορά φαγητούφτι = το αυτίφτιρούκλα = μεγάλο φτερόφτουρώ = τελειώνω γρήγορα αποδίδω έργο σε λίγο χρόνο, τελειώνω γρήγοραφτουχεύου = πτωχαίνωφτύλ' = το φιτίλιφτύσ’μου = το φτύσιμοφτω = φτύνω

Page 67: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

φυβγιό = φευγάλαφυντάν’ = το φυτό που μόλις φύτρωσεφύτμα = φτύσιμο

- Χ -

X

χαβάν' = όλμος, εργαλείο με πλατύ μαχαίρι που χρησιμοποιείται για το κόψιμο ξμεταλλικόύλινο γουδί του καπνούχαβάς = ο ρυθμός, η μουσικός σκοπός αλλά και το κλίμα, ο καιρόςχαβιάρ = η γάμπαχαγιάτα = σκεπαστός εξώστης στην είσοδο του σπιτιούχάζ’ = κοίταγμα, ευδαιμονία, ηδονήχαζίρκους, -κ’, -κου = ο έτοιμος, ο χωρίς κόπο αποκτώμενοςχάζ'κους, -κ', -κου = ίδιος ακριβώς, ολόιδιος, καθαρός, γνήσιος, αγνόςχαϊάτα = στεγασμένος διάδρομοςχαϊβάν' = ζώο, κτήνοςχαϊνταμάκ'ς = μάγκας

χαΐρ = προκοπή, αγαθοσύνη, ωφέλειαχαϊρλής, -ού, ίδ’κου = γουρλής χαλάλ' = συγχώρηση καταπάτησης πράγματός μουχαλαλίζου = αποποιούμαι καταπατηθέν πράγμα μου και συγχωρώ τον καταχραστήχαλάτ = εργαλείοχαλεύου = γυρεύω, ζητώ, επιθυμώ, θέλωχαλίκα = μικρή κοφτερή πέτρα, αλλά και πανέξυπνος άνθρωποςχαλκάς = κρίκοςχάλκουμα = οποιοδήποτε χάλκινο αγγείοχαλνιέμι = αδιαθετώ, χαλώ τις καλές σχέσεις με κάποιονχαμάλ’ς = αχθοφόροςχαμαλίκ’ = η εργασία του αχθοφόρουχαμάμ = τουρκικό λουτρό, μπάνιο με πολύ ζεστό νερό και υδρατμούςχαμένους = χαζός, ηλίθιοςχάμκους, -κ’, -ου = απροπόνητος, άπειροςχαμλούδ = κουρελάκιχάμουτζης = παλαιοελλαδίτηςχαμουτζίδκου = το μαγαζί με εξαρτήματα για ζώαχαμούτια = τα διάφορα ημικυκλικά, δερμάτινα λουριά που χρειάζονται για να μπει το ζώο στο ζυγό για όργωμα ή για το κάροχαμπαρίζου = παίρνω είδηση, καταλαβαίνωχαμπέρ = η είδηση, το μαντάτο, το νέοχαμπίπς = ελαφρύςχάν’ = πανδοχείοχάνου = χάνω αλλά και ανοίγω το στόμα μου, χαζεύωχαντακώνουμι = χάνομαι, καταστρέφομαι, παθαίνω μεγάλη ζημιάχαντούμς = ευνούχος, ο ανίκανος προς συνουσίαχαρά = ο γάμοςχαραή = χαράματαχαράμ = άσκοπη δαπάνη

Page 68: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

χαραμίζου = ξοδεύω άδικαχαραμουτρώου = τρώω άδικα χωρίς να δουλεύωχαραμουφάης = αυτός που τρώει άδικα, χωρίς να δουλεύειχαραμπάτς = άνθρωπος κατεστραμμένος, ακατάστατοςχαράρ = φαρδύ σακί χωρητικότητας 150-200 οκάδων που χρησίμευε για αποθήκευση σιτηρώνχαρασματάδα = χαραγματιά, χαραμάδαχαρέλ’ = ότι και το χαράρχαρλίζ' = υπάρχει χαραμάδαχαρλίζου = ροχαλίζωχαρμάν' = το μείγμαχαρσ’λίκ’ = το χαρτζιλίκι, το φιλοδώρημαχαρτουσιά = παρτίδα στα χαρτιά (τραπουλόχαρτα )χαρχάλ’εμα = δαντελωτό τελείωμα φορέματος, κρόσιχαρχάλου = άσχημηχασ’λαμάς = τα νεαρά φυτά του καπνού που είναι στο καπνοσπορείοχασαπιό = κρεοπωλείο χασές = βαμβακερό λινό ύφασμαχασίλ' = χορτοβοσκή, σιτάρι ή κριθάρι χλωροπράσινο που θα χρησιμεύσει για τροφή των ζώωνχασκουγιλώ = γελώ χαιρέκακαχασουμέριου = χασομέρημα, χάσιμο χρόνουχασουμέρς = αυτός που σε χασομεράειχατάς = μεγάλη ζημιά, ατύχημα ή δυστύχημα, κάποιο κακό που γίνεταιχατζηλ΄κ’ = προσκύνημα στους Αγίους τόπους χατζής = ο προσκυνητής των Αγίων τόπωνχατήλ' = τα ξύλα που έμπαιναν στους τοίχους σα ζωνάρι για το καλό στερέωμά τουχατήρ = χάρη, ευαρέσκεια, εξυπηρέτησηχατηρικά = για χάρη κάποιου, μεροληπτικάχάφτου = αρπάζω κάτι απ' το στόμα του άλλου και το καταπίνω, μτφ. πιστεύω εύκολαχάχανα = ζωηρά γέλιαχαχανούτας = αυτός που γελάει δυνατάχάχας = αυτός που γελά με το παραμικρόχαχούτς = αγροίκοςχαψιά = μπουκιάχέζουμι = ενεργούμαι, αφοδεύωχειριά = όσο χωρά η χούφταχειρουδύναμους, -μ', -ου = ο δυνατός στα χέριαχερ - χερ = βιαστικά, στα γρήγοραχιανέτς, -τσα, -τκου = κακότροπος, ο ζηλιάρηςχιανιτιά = ζήλιαχιλιάζου = φτάνω στα χίλιαχιλιντζές = ο μη έντιμος στις συναλλαγές, η νοθείαχιντέκ΄ = χαντάκι, βαθύ αυλάκιχκια = κουκιάχλαπανίζου-χλαπατίζου = τρώω λαίμαργαχλαπατάρς = ο υπηρέτης στο γάμο αλλά και αυτός που τρώει γρήγοραχλάπα-χλούπα = αυτός που κατεβάζει γρήγορα, λαίμαργα το φαγητό τουχλιάρ = το κουτάλι

Page 69: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

χλιάρα = η κουτάλα, αλλά και αυτή που λέει πολλάχλιαριά = κουταλιάχλιαρίζου = τρώω γρήγορα με το κουτάλιχλιαρουθήκ' = ξύλινη θήκη για τα κουταλοπίρουνα κουταλοθήκηχλιαρουκούτ = ξύλινη θήκη για τα κουταλοπίρουναχλιος = χλιαρόςχ'μάζ' = χιονίζειχ'μώ = ορμώ, επιτίθεμαιχνάρια = ίχνη αλλά και οι χήνεςχνερ = πάθημαχοιρουμέρ' = χοιρινό μπούτι αλατισμένο ή καπνιστόχόντρους = το πάχοςχουβαρνταλίκ' = η γενναιοδωρίαχουβαρντάς, -ού, -δκου = ανοιχτοχέρης αυτός που ξοδεύει απλόχερα, ο γενναιόδωροςχουγιάζου = φωνάζωχούγιασμα = φώναγμαχουζμέτ = δουλειά του σπιτιούχουζούρ = ανάπαυση, ξεκούρασηχούι = η συνήθειαχουιλής = ιδιότροπος, αυτός που έχει πολλές συνήθειεςχουλιάζου = θυμώνω, σκάζω, στενοχωρώ κάποιον, τον αγανακτώ πολύχουλιώ = πικραίνομαι, θυμώνωχουματένιους, -ια, -ιου = πήλινοςχουματιές- χουματίλα = μυρωδιά χώματος μετά από καλοκαιρινή βροχήχουματόπιτρα = πωρόλιθοςχουντρουμπαλάς, -λου, -λάδκου = ο χοντρούληςχουρατεύου = αστειεύομαιχουριάτς = χωρικόςχουρμουβόλιασει = ψήθηκε πολύ καλά χουρντουρούλ’ = μεγάλη φασαρίαχουσμέτ = υπηρεσία, αποστολή, μικροδουλειά του σπιτιούχούφτα = φούχταχούφταλου = ο πολύ γερασμένος, ο μικροκαμωμένοςχουχλακίζου = βράζωχούχλιους = βλάκαςχουχλουτήρ = είδος μπατονέτας που το χρησιμοποιούσαν, αλειμμένο με ζεστό λάδι, για ανακούφιση από τον πόνο του αυτιού χουχούλα = κουκούλαχουχτίζου = προσπαθώ να ζεσταθώ με την αναπνοήχούχτσμα = το ζέσταμα με την αναπνοήχραμ = ύφασμα για περιτύλιγμα ή σπέπασμα των αλόγων ή των καναπέδων, ύφασμα μάλλινο κροσσωτό σεντόνιχραπάτ = το κεφάλιχραπατίζου = κάνω θόρυβο και ακούγεται χραπ...χρατσανίτσα = ο χόνδρος από το κόκαλο του κρέατοςχρεία = η ανάγκη, αλλά και το αποχωρητήριοχριμιτίζου = χλιμιντρίζωχρουνιάρκ’ = γιορτινή μέραχτάζου = βλέπω

Page 70: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

χτηματάρ'ς = κτηματίαςχτικιάζου = παθαίνω φυματίωση, αδυνατίζω πολύχτικιάρς, -ρα, -ρκου = ο φυματικόςχτικιό = η φυματίωσηχτσαίνου = κουτσαίνωχυλώνου = πηχτώνω, μεταβάλλω κάτι σε χυλόχύνου = ρίχνω κάποιο υγρό, εκσπερματίζω

- Ψ-

X

ψ’χουπαίδ = θετό παιδίψάθα = στρωσίδι φτιαγμένο από χόρτοψαθάκ’ = είδος ψάθινου καπέλουψαλίδα = έντομο με δαγκάνεςψαρής = γκρίζο άλογοψαρί = γκρίζοψείρας = σχολαστικόςψειρού = αυτή που έχει ψείρεςψήλουμα = ύψωμαψηλουμύτς = εγωιστής, περήφανοςψήλους = ύψοςψηλουσ'κώνου = κολακεύωψηρούκ' = φαγητό από κόκκινο πιπέρι και αλεύριψιακή = δηλητήριοψιακώνου = δηλητηριάζωψισ’νός = χτεσινοβραδινόςψιχούδα = ψίχα ψωμιούψιχούδις = τα ψίχουλα, τα αποφάγιαψουμουζώ = ζω φτωχικάψουμουσάν’δου = πινακωτήψουράλουγου = αδύνατο και κοκαλιάρικοψουφίμ = πτώμα ζώου, αλλά και ο εξαντλημένοςψόφους = πολύ κρύο, παγωνιάψυουχάρτ = ψυχοχάρτι, χαρτί στο οποίο είναι γραμμένα τα ονόματα των πεθαμένων μελών μιας οικογένειας τα οποία μνημονεύει ο παπάς

- Ω -

ώλελε = ωχ! αχ!κλάμαωλελέκα = η κραυγή που βγαίνει όταν κλαίει κάποιος

Καταγραφή - προσαρμογή εργασίας στο διαδίκτυο

Αθανασιάδης Αθανάσιος

ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΣΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΔΑΡΝΑΚΟΧΩΡΙΩΝ

Page 71: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Οι Νεοσουλιώτες στο καθημερινό τους λεξιλόγιο χρησιμοποιούν λέξεις της

αρχαίας ελληνικής γλώσσας, ατόφιες ή ελαφρά παραφθαρμένες. Πρέπει να

τονίσουμε ότι δέχτηκαν και τουρκικές και σλαβικές επιδράσεις. Η γλώσσα του

χωριού επηρεάσθηκε από δουλεία πέντε αιώνων και από δυο βουλγαρικές

κατοχές (1917-18 και 1941-44).

Η κοινωνία του Νέου Σουλίου ως τη δεκαετία του ’50 παρέμεινε κλειστή

αγροτική. Μικρό είναι το ποσοστό των νέων οι οποίοι άφηναν το χωριό για

σπουδές ή για άλλους λόγους. Και γι’ αυτό το λεξιλόγιο του χωριού κατά ένα

μεγάλο ποσοστό παρέμεινε βαρύ, δωρικό. Εξαιτίας των μετακινήσεων των νέων

από το χωριό προς την πόλη και της ανάμειξης των Μ.Μ.Ε., κυρίως της

τηλεόρασης, σιγά – σιγά η παλαιά λεκτική διάλεκτος τείνει να εξαφανιστεί.

Ένα ασυνήθιστο γλωσσικό φαινόμενο στο Νέο Σούλι είναι ότι δεν τηρείται ο

νόμος της τρισυλλαβίας στον τονισμό. Δηλαδή γίνεται τονισμός πέραν της

προπαραλήγουσας αλλά μόνο στα ρήματα π.χ. ίφιραμι (= φέραμε), ίξιραμι (=

ξέραμε), πήγιναμι (=πηγαίναμε), ήθιλαμι (=θέλαμε), κ.λ.π.

Επίσης παρατηρείται ένας άλλος γλωσσικός ιδιωματισμός, η κατάληξη –τσι στο

β΄ ενικό πρόσωπο της προστακτικής. Έτσι συχνά ακούγονται οι λέξεις: πλύτσι

(=πλύσου), κοιμήτσι (κοιμήσου), πιρπάτσι (=περπάτησε), νίφτσι (=να νιφτείς, να

πλυθείς) κ.λ.π.

Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να σημειώσουμε την κατάληξη –ουδ’ στα υποκοριστικά.

Στο Νέο Σούλι σπάνια θα ακούσουμε: κοριτσάκι, παιδάκι, σπιτάκι, δρομάκι,

νεράκι, ψωμάκι, κατηφοράκι. Αντί αυτών ακούμε: κουρτσούδ’, πιδούδ’, σπιτούδ’,

δρουμούδ’, νιρούδ’, ψωμούδ’, κατφουρούδ’.

Συνηθισμένο φαινόμενο είναι η μετάθεση συμφώνων: άσπηρ, μαύηρ, αντί άσπρη,

μαύρη, γιομ’ αντί γιος μου κ.λ.π.

Συνήθης είναι η χρήση του «γιατί» και του «αφού» στο τέλος της πρότασης π.χ.

«έλα να σι πω δε βαστώ γιατί» (γιατί δεν αντέχω).

Εντύπωση μας προκαλεί και η κατάληξη –σκα, -σκι στους ιστορικούς χρόνους των

ρημάτων π.χ. καταλάβνισκα, πήγνισκι (=καταλάβαινα, πήγαινε).

Παράξενος είναι και ο σχηματισμός της προστακτικής στην περιοχή των Σερρών.

Στο Νέο Σούλι όπως πρωτύτερα αναφέραμε κυριαρχεί η κατάληξη –τσι (πλίτσι),

(=νίφτσι), ενώ αλλού ακούγεται η κατάληξη –θους (πλυθούς) ή –θκι (πλύθκι =

πλύσου, κοιμήθκι = κοιμήθηκε) π.χ. «παντρευτούς και γκαστρωθούς να δω τη

λιβιντιά σ’» (που είναι μια παροιμία όπου αποδεικνύεται η αξιοσύνη της γυναίκας

μέσα από τους δυο σταθμούς της ζωής της).

Η λέξη «χρεία» έμεινε αδιάβλητη ως και στις μέρες μας. Στην αρχαία ελληνική

Page 72: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

γλώσσα σήμαινε ανάγκη και στο χωριό σήμαινε αποχωρητήριο. Και στις μέρες

μας η ερμηνεία της λέξεως «χρεία» αντικαταστάθηκε από τη γαλλική λέξη

τουαλέτα. Με αυτόν τον τρόπο η ελληνικότατη λέξη «χρεία» αποσύρθηκε από τη

σημερινή μας ομιλία για τους εξής δυο λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι ότι

θεωρήθηκε χωριάτικη και ο δεύτερος λόγος ότι δεν ακουγόταν τόσο «όμορφα».

Υπάρχουν και άλλες ελληνικότατες λέξεις που όπως είναι φυσικό μιλιούνται από

τους γεροντότερους, αλλά όχι από τους νεότερους γιατί δεν τις θεώρησαν και

τόσο εύηχες.

Άλλη μια λέξη η οποία είναι χαρακτηριστική είναι ο «αγός». Χρησιμοποιείται

ειδικά για ο αυλάκι που υπήρχε στην άκρη του δρόμου στα παλιά χρόνια και από

κει κυλούσε το νερό που προερχόταν από τις κοινοτικές βρύσες (σουλνάρια). Ανά

διαστήματα, ως και την δεκαετία του ’50, βρισκόταν και ένα σουλνάρ 50-100

μέτρα. Η λέξη σουλνάρ προέρχεται (από τη λέξη σωλήν > σωλήνα > σωληνάριο).

Τα νερά που κυλούσαν στο αυλάκι ήταν ο λεγόμενος «αγός» και προέρχεται από

την ελληνικότατη λέξη «αγωγός». Και όλα αυτά τα νερά ακολουθώντας τον

«αγό» κάθε δρόμου ενώνονταν με άλλους μεγαλύτερους που διέσχιζαν το χωριό

και χύνονταν στο χείμαρρο για να ποτίσουν τα χωράφια (Παλιοπκάδα,

Πλατανούδ’).

Άλλη μια λέξη που καταλαβαίνουμε ότι και αυτή είναι αρχαία ελληνική είναι το

ρήμα «απείκασα» = κατάλαβα και χρησιμοποιείται στον αόριστο. Με την

παρακάτω πρόταση θα δούμε πως η λέξη αυτή είναι ελληνικότατη: «Γύρσις

άκιρα, δεν σ’ απείκασα καθόλου». Κι από εδώ καταλαβαίνουμε ότι η λέξη άκιρα

είναι αρχαία και η ερμηνεία της προτάσεως είναι: ότι γύρισες αργά και δεν σε

αντιλήφθηκα.

Από το «αράς – άδος» (απ’ όπου η αράδα) έγινε το ρήμα αραδίζω = περπατώ.

Αξιοσημείωτο είναι και το ρήμα «θέκω» - έθηκα. Αυτό το ρήμα το χρησιμοποιούν

οι γεωργοί στη φυτεία του καπνού το Μάιο.

Αξιοσημείωτη είναι η λέξη αγγειά. Ακόμη και σήμερα οι γέροντες χρησιμοποιούν

αυτήν την λέξη, όπως π.χ. στη φράση: «Έλα να πλύνς τ’ αγγειά» που σημασία της

λέξεως είναι τα πιάτα.

Μια όχι και τόσο εύηχη λέξη είναι «αρή» που σήμερα αντικαθίσταται απ’ τη λέξη

«καλέ». Η λέξη «αρή» προέρχεται από το μωρή (μωρός = ανόητος). Δυο

εύχρηστες προτάσεις με το αρή που τις χρησιμοποιούσαν και τις χρησιμοποιούν

στο καθημερινό τους λεξιλόγιο είναι οι εξής: «Τι κάνς, αρή;» και «Για πού το

’βαλες αρή;».

Θα συνεχίσουμε με λέξεις που χρησιμοποιούνται στο χωριό και που έχουν τις

ρίζες τους στην αρχαία ελληνική γλώσσα:

Αγωνιούμι = σπεύδω, βιάζομαι, από τα αγωνιώ – ώμαι.

Αθκάνη = δουκάνη. Η λέξη βγαίνει από την αρχαία λέξη τυκάνη. Η αθκάνη ήταν

μια επιμήκης πλατιά σανίδα και στην κάτω επιφάνεια υπήρχαν μπηγμένα χαλίκια,

στουρναρόπετρες. Τη σανίδα αυτή την έσερναν βόδια ή άλογα στο αλώνισμα.

Αμπλώχνω = βάζω μέσα, φυτεύω. Η ετυμολογία της μας οδηγεί στο εμπολιάζω –

εμβολιάζω (έμβολο).

Ανήγατος = αφόρετος, από το νέος + γείνω.

Αστριχιά = η προεξέχουσα στέγη από κεραμίδια. Η ετυμολογία είναι

αληθοφανής αν υποθέσουμε ότι όστρακα ή οστρακοειδούς σχήματος κεραμίδια

χρησιμοποιούσαν παλιά στη στέγη των σπιτιών. Υπάρχει και μια άλλη εκδοχή (με

επιφύλαξη το σημειώνουμε) η λέξη αστριχιά να σχετίζεται με το τρέχω, γιατί

εμπόδιζε να τρέχουν τα νερά της βροχής ή από το στέγω – στεγάζω.

Αφκριούμι = αφουγκράζομαι.

Page 73: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Γκλέφαρους = μέτωπο. Πρόκειται για τη λέξη βλέφαρο.

Γκουντουζί = κοντοζύγι

Δοντάγρα = οι γέροντες του Ν. Σουλίου θα θυμούνται το εργαλείο με το οποίο

έβγαζαν τα χαλασμένα δόντια. Είναι σύνθετη λέξη από το οδούς – οδόντος +

ρήμα αγρεύω = κυνηγώ, συλλαμβάνω.

Ζούδια = υποκοριστικό του ζώα, αλλά τη λέξη ως συνήθως τη χρησιμοποιούν

μεταφορικά π.χ. δουλεύουν σα ζούδια – κρυφά

Θάμπουσι = νύχτωσε. Από το θάμπος – θαμβώνω – θαμπώνω.

Κηδεύω = φυλάγω

Κλίκ’ = η λέξη αρχαία ελληνική. Είναι το κυκλίσκιον των αρχαίων = μικρή πίτα

που προέρχεται από τη λέξη κύκλος + υποκοριστική κατάληξη -ίσκιον. Το κλικ’

είναι το σημερινό τσουρέκι. Το τσουρέκι είναι ξένη λέξη.

Κουνίδια = γονίδια, αβγά από ψείρες.

Κράκωρα = βράχια. Πιθανότατα προέρχεται από την αρχαία λέξη «ακρώρεια» =

κορυφή, ράχη του βουνού. Στο Νέο Σούλι υπάρχει και ο Κριάκωρ’ Μαχαλάς

δηλαδή είναι η γειτονιά στην οποία υπάρχουν πολλά βράχια.

Λάμωσα = λάσπωσα (τα παπούτσια). Η λέξη πιθανότατα από την «ιλύν» των

αρχαίων που σήμαινε λάσπη. Από την ίδια ρίζα προέρχονται και τα «Λαμώματα»

που είναι τοποθεσία στα νότια του χωριού και ονομάστηκε έτσι από τις φερτές

ύλες και τη λάσπη που κατεβάζει ο χείμαρρος.

Λείξα = λιχουδιά. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα λείχω – γλείφω εξ’ ου και ο

λείξουρος, δηλαδή αυτός που του αρέσουν τα γλυκά.

Λιχνητήρι = γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για το λίχνισμα, δηλαδή το

χωρισμό του σταριού από το άχυρο. Είναι το αρχαίο «λικμητήριον».

Μάνισε = θύμωσε. Το ρήμα μας οδηγεί στη μήνιν = οργή των αρχαίων.

Μάχνα = φόρα. Από το λατινικό magna = μεγάλη, δυνατή σφοδρή.

Μουλώνω = σωπαίνω. Η λέξη παράγεται από το ομηρικό μύω = κλείνω τα χείλη.

Μια φράση που χρησιμοποιείται και σήμερα είναι «εσύ μούλουνι» δηλαδή εσύ να

μη μιλάς.

Μπρουμάχους = πυρίμαχος ή πυρομάχος. Η λέξη διασώθηκε σχεδόν ατόφια από

την αρχαιότητα.

Νιάμα = αυτή η λέξη ακούγεται και σήμερα. Η λέξη αυτή είναι αρχαία ελληνική

και βγαίνει από το ρήμα νεάω = οργώνω χέρσα γη, ανανεώνω το χωράφι που

άφησα για λίγο χρόνο αργό, για να το καλλιεργήσω ξανά.

Νιμίζω = ανακατεύω, κινώ. Μια χαρακτηριστική φράση που ακούγεται στο χωριό

«δεν ψόφισι, νιμίζιτι ακόμα». Πιθανότητα είναι το ρήμα αναμειγνύω, μείγνυμι,

μίσγω – αναμειγνύω, άρα κινώ, ανακινώ.

Νιτριχιάζουμι = είναι το ρήμα ανατριχιάζω.

Ξιστοχώ = αστοχώ, ξεχνώ.

Όρκος = πύο. Προέρχεται από τη λέξη έλκος = πληγή. Το λ έγινε ρ κατ’

αναλογία όπως το αδελφός έγινε αδερφός.

Ούρια (αβγά) = κλούβια (αυγά). Η λέξη ούρια προέρχεται από το ορρός – το

υδατώδες μέρος του γάλακτος εξ’ ου και ο ορρός.

Προμηθεύω = παραινώ, συμβουλεύω.

Προσαψίδια = από το προσάπτω και είναι ξερά χόρτα για προσάναμμα.

Πυρουστιά = εργαλείο που χρησιμεύει ως υποστήριγμα πάνω στη φωτιά για να

βράσουμε κάτι. Είναι δηλαδή «πυρός + εστία». Υπήρχε και ομαδικό παιχνίδι με το

ίδιο όνομα.

Ραγάνα = ο συχνά ενοχλητικός. Παράγεται από το ρήγω (ρήγνυμι, ρηγνύω) και

είναι δωρικός τύπος αντί του ρηγάνη. Από τη ραγάνα προήλθε και το ρήμα

Page 74: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

ραγανίζω.

Σκάρα = είναι η γνωστή ηλιάστρα των καπνών που χρησιμοποιείται το καλοκαίρι

σ’ όλα τα Δαρνακοχώρια. Σκάρα ονομάστηκε από το σχήμα της, είναι η αρχαία

λέξη εσχάρα.

Σνιουρίζουμι = συναγωνίζομαι, αμιλλώμαι. Από το συνερίζω = συνερίζομαι.

Τσιρβούλ’(ια) = παπούτσια. Τα τσιρβούλια ήταν λαφριά υποδήματα φτιαγμένα

από δέρμα ζώου ιδίως χοίρου. Στο χωριό τα φορούσαν ως τη δεκαετία του ’40

και πιο πολύ στην Βουλγαρική κατοχή, γιατί εκείνη την εποχή τα παπούτσια ήταν

είδος πολυτελείας.

Φτίνα = βυτίνα, πήλινο αγγείο όπου έβαζαν λάδι ή ελιές – είναι η αρχαία λέξη

πυτίνη και έχει υποκοριστικό το βυτίον.

Υπάρχουν και αρκετές λέξεις αντιδάνεια, δηλαδή λέξεις ελληνικής προελεύσεως

που πέρασαν από λεξιλόγιο άλλων λαών και επανήλθαν αλλοιωμένες, φαινομενικά

τουρκικές αλλά με ελληνικότατη ρίζα.

Κιλίφι = περικάλυμμα προσκέφαλου, που δεν είναι άλλη από την λέξη κέλυφος.

Κλουτ’ς = Ελληνική είναι η ρίζα της θεωρούμενης αυτής σλαβικής λέξης που

χρησιμοποιείται στο Νέο Σούλι και πιο πολύ στο παιχνίδι κορόνα – γράμματα, κι

όταν το νόμισμα σταθεί όρθιο. Πρόκειται για την αρχαία λέξη κλοιός.

Ναφιλέ = άδικα, άσκοπα. Προέρχεται από την ελληνική λέξη ανώφελο –

ανωφελώς. Κι αυτή είναι τούρκικο αντιδάνειο.

Σουλνάρ = βρύση. Το ίδιο συνέβη και με αυτή τη λέξη.

Λεξιλόγιο

-A-

Αβαρία = ζημιά

Άβγαλτους = απονήρευτος

Αβγατίζου = αυξάνω, πληθαίνω, τελειώνω γρήγορα

Αβδέλλα = Δίστομο σκουλήκι για τράβηγμα αίματος

Αβόθστους = αβοήθητος

Άβουλους = χωρίς ανέσεις

Άγαρμπους = άκομψος, αλλόκοτος

Αγγείο = σκεύος μπρούτζινο ή μεταλλικό

Αγέρας = αέρας

Αγίντους = αγίνωτος, άγουρος

Αγκίδα = ακίδα, κομματάκι ξύλου

Άγνουμους = τρελός, άμυαλος

Αγός = αυλάκι

Αγούλα = είδος φαγητού με αλεύρι, πλιγούρι

Αγραπδιά = αγριαχλαδιά

Αγρίδα = αγουρίδα

Αγρικώ = καταλαβαίνω

Αγρουσμπόρισμα = άγριο μίλημα

Αγύρστους = ισχυρογνώμων

Αγωνιούμι = βιάζομαι

Αδερφουπαίδ’ = ανεψιός, -ια

Page 75: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Αδρύς = πυκνός

Αερίσμους = αεράτος, θαρραλέος

Αζύγουτους = απλησίαστος

Αθρουπούδ = ανθρωπάκι, μικροκαμωμένος

Αϊλιάκ’ς = άνεργος

Αίστηση = συναίσθημα, ηθική

Αίτιους = φταίχτης

Ακάματους = χέρσος, μη καλά οργωμένος

Ακαντί = ότι έπρεπε, κατάλληλο

Ακατάρστους = ακατατόπιστος

Ακένουτους = ασερβίριστος

Ακιρίζουμι = αργώ, καθυστερώ

Ακόνμα = ακόνισμα

Αλτσιάκ’ς= φοβιτσιάρης

Αλέτηρ = αλέτρι

Αλίγδουτους = νηστίσιμος, αυτός που δεν λιγδώθηκε

Αλιτρόχειρ = λαβή του αλετριού

Αλμπίζουμι = λιμπίζομαι, επιθυμώ πολύ

Αλόρτα = όρθια

Αλπανάβατους = άνοστος

Αμάκα = δωρεά

Αμιλήτς = αμελής

Ανάβραδα = βραδάκι

Ανήγατους = αφόρητος, κουραστικός

Ανηλώ = λιώνω

Ανιστρουφός = το όργωμα στις άκρες του χωραφιού που είναι κάθετο με το

υπόλοιπο οργωμένο

Αντάρα = ομίχλη

Άντουτους = αχτύπητος

Αντρίζ = παριστάνει τον άντρα

Άξεις = άκουσες;

Αξιάκριστους = δεν ξεμοναχιάζεται

Άουκνους = ακούραστος

Απαίνιφτους = ταπεινός

Απαλείφ = αλείφει απαλά

Απαπίς = από πίσω

Απκάζου = καταλαβαίνω, αφουγκράζομαι

Απόειδα = αναγκάστηκα

Αποκριεύου = νηστεύω από κρέας

Απόμνα = έμεινα πίσω, κουράστηκα

Απουδιαλεια = άχρηστα, αδιάλεχτα

Απόχτσα = απόχτησα

Αράδα = σειρά

Αρμούδα = φαγητό πρόχειρο για το χωράφι με νερό, ξύδι, αλάτι και σκόρδο

Αρτυμάς = βήμα

Ασλόιτα = απερίσκεπτα

Αυλιάκ’ς = άνεργος

Αυτνοί = αυτοί

Αφκριούμι = αφουγκράζομαι

Page 76: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

-B-

Βαγιουνάς = βαρελοποιός

Βακούφκου = έκταση ή κτίσμα που ανήκει σε εκκλησία και προέρχεται από

δωρεά

Βάνα = πήλινη κανάτα

Βαρβάτους = δυνατός

Βασταγαριά = διχαλωτό ραβδί που χρησιμοποιείται στο φόρτωμα των ζώων

Βζαράς = κοιλαράς

Βιρέδκα = στραβά

Βιρνικουμένους = γυαλιστερός

Βίτσα = λεπτή βέργα

Βόθμα = βοήθεια

Βότρυδα = σκόρος, σκουλήκι που τρώει τα ρούχα

Βουλεύη = ταιριάζει

Βουλίζουμι = επιθυμώ

Βουνιά = κοπριά αγελάδας

Βρανούδα = λεπτό σκοινί

Βρουχώνου = κρύβομαι, τρυπώνω

-Γ-

Γαίμα = αίμα

Γαλατσίδα = αγριόχορτο που ο χυμός του είναι σαν το γάλο

Γανιάζου = σκάβω απ’ το κακό μου

Γέρειν’ = γέρνει

Για ’λα ’δω = έλα εδώ

Γιάλα = έλα

Γιαλαντζής = αυτός που ξεγελά τους άλλους

Γιάμα = κατάληψη, πέταγμα κερμάτων απ’ το νονό στα παιδιά στην αυλή της

εκκλησίας κατά τη βάπτιση

Γιανίσκου = υγιαίνω, θεραπεύομαι

Γιαπράκ = σαρμαδάκι

Γιόντζιας ή γιοντζές = το τριφύλλι

Γιουρντάν’ = κολιέ, περιδέραιο

Γιουφκάς = χυλοπίτα

Γιούχα = το κράξιμο, αποδοκιμασία

Γκάζ = πετρέλαιο

Γκιζιρώ = γυρίζω άσκοπα, περιπλανιέμαι

Γκινίκης = αδιάφορος

Γκιουλές = μεγάλη πέτρα

Γκλαβανή = καταπακτή

Γκουγκίζου = γογγύζω

Γκουντουζί = κοντοζύγι

Γκουρλώνου = ανοίγω διάπλατα μάτια, αφοσιώνομαι

Γκουσκόδοντο = φρονιμίτης (δόντι)

Γνουστεύου = λογικεύομαι

Γνυκάς = γυναικάς

Γουνιούμι = βιάζομαι

Page 77: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Γουστέρα ή κουσκουντόρκα = σαύρα

Γράδους = μονάδα μέτρησης πυκνότητας υγρών

Γρατσανίτσα = ο χόνδρος

-Δ-

Δαίμονας = δραστήριος

Δαμάλ = θηλυκό μοσχάρι

Δάρι = εδώ

Δαχλιά = δαχτυλιά

Διαβασιά = σφιχτήρας που σφίγγει τα χείλη των ζώων ή τα ρουθούνια

Διες = δες

Διξίμ = βαφτιστικό

Διρμόν = κόσκινο με μεγάλες τρύπες

Δόλιους = κακόμοιρος, ταλαίπωρος

Δουκήθκα = μπόρεσα, φαντάστηκα

Δουκράν = διχαλωτό ξύλινο εργαλείο

Δουράκνου = ροδάκινο

-Ε-

Έβα! = πω πω!

Έντουκα = χτύπησα

Επαύριο = επομένη

Εύφλου = μαλακό ζυμάρι

-Ζ-

Ζνίχ = σβέρκος

Ζαβά = στραβά, ανάποδα

Ζακιάζου = μπερδεύω

Ζαμακώνου = δέρνω, ρίχνω κάτω βίαια

Ζαμάν = μεγάλο χρονικό διάστημα, άλλη εποχή

Ζαμπόνα = σφυρίχτρα από πράσινο βλαστό σιταριού

Ζαπ = νίκη, κουμάντο

Ζαπώνου = κυριεύω, κλέβω

Ζαρκούτ = τούμπα

Ζευγαρίζου = οργώνω

Ζιβζέκς = ανόητος

Ζίφσει = έσβησε

Ζμαρόπτα = ζυμάρι, μεταφορικά αργοκίνητος

Ζμπουρίζου = συζητώ

Ζογάρ’ = κυνηγετικό σκυλί

Ζούζουλου = πειραχτήρι

Ζουμπάς = σιδερένια σφήνα

Ζουρλός = τρελός

Ζούρσι = σκάσε, στάσου

Page 78: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

-Η-

Ήλιου ήβγασμα = ανατολή

-Θ-

Θαμάζουμι = σκέφτομαι, βρίσκομαι σε δίλημμα

Θανά = μήπως, τάχα

Θειάκα = θεία

Θειόκας = θείος

Θέκου = φυτεύω

Θλύκ’ = η θηλιά

Θομπά = βραδάκι

Θύρα = πόρτα

-Ι-

Ίβα: = πω, πω!

Ιπί τ’ αυτού = επίτηδες

Ίρα = πω πω!

Ίσα = αμέσως

Ιτήρ’ = αρωματικό λουλούδι

Ίτς μίτς = ό,τι να ’ναι

-Κ-

Καάκ’ = στραγγιστό γιαούρτι

Κάδα = πατητήρι, ληνός

Καθαυτού = γνήσια

Κακαρώνου = πεθαίνω

Καλτάτας = ο νουνός

Καλιμάνα = νονά

Καλίτσα = κρασοκανάτα

Καλούπ’ = η φόρμα που στοιβάζουν τα καπνά, η μήτρα

Καμαρώνου = παρακαλώ, μεταφορικά: νυστάζω

Καμώνιτει = γίνεται, οργώνεται

Κανάπ’ = σπάγκος

Κάνου ζαπ = επιβάλλομαι, δαμάζω

Καρακλιάνους = πλιγούρι

Καρντακούδα = μικρό κουδούνι που κρέμεται απ’ το λαιμό μικρού ζώου

Κάτα = γάτα

Κάτσιανος = βέργα για τα ζώα

Κάτσιασει = μαράθηκε, μαράζωσε

Καύκαλου = καβούκι, το εξόγκωμα της πληγής όταν ξεραίνεται

Καφελούκι = μπρίκι

Καψίδια = τα άχρηστα φύλλα του καπνού που πετιούνται μετά το παστάλιασμα

Κηδεύου = κρύβω κάτι

Κικιρίκια = φιστίκια

Κινώνου = σερβίρω

Page 79: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Κιούπ’ = πιθάρι

Κλίκ = κουλούρα που πηγαίνουν στη νουνά

Κνώδαλου = τιποτένιος

Κόρμακους = μόνος

Κότσ’ = αστράγαλος, αρσενικό πρόβατο

Κότσαλου = σκουπίδι

Κουί = υπόγειο για αποθήκευση σανταλιών, νίσμπα

Κουκώνα = αρχοντογυναίκα

Κουλιά = τα πισινά

Κουλνώ = κολλώ

Κουνίδια = αυγά ψείρας

Κούπους = σωρός

Κουπρίτς = τεμπέλης

Κουράσ’ = κορίτσι

Κουρβούλ’ = κλήμα, κορμός αμπέλου

Κουρδουκλώ – κατρακυλώ

Κουρκουτιάζω = αποβλακώνομαι

Κουσάς = μεγάλο δρεπάνι για κόψιμο τριφυλλιού

Κουσκουντόρκα = σαύρα

Κουτρώ = κουτουλώ

Κοχ’ = γωνία

Κρασ’ = ιδιοσυγκρασία

Κρατούνα = νεκροκολοκύθα, μεταφορικά κεφάλας

Κριας = κρέας

Κρούου = χτυπώ

Κωθών’ = τιποτένιος, άσχετος

-Λ-

Λαγήνα = στάμνα

Λαγουνίκα = θηλυκό κυνηγετικό σκυλί

Λαλώ = οδηγώ τα ζώα

Λαμώνου =λερώνω

Λάου λάου = σιγά - σιγά

Λαφιάτς = φίδι μήκους 1,5 μ. χωρίς δηλητήριο

Λείξα = λιχουδιά

Λειχούσα = λεχώνα

Ληνός = πατητήρι που πατάνε τα σταφύλια

Λιάγκουβους = μικροκαμωμένος

Λιάλ’βα = βλακεία

Λιάσκει = λιάστηκε

Λιέτσιους = απεριποίητος, ασουλούπωτος

Λίμα = μεγάλη πείνα, εργαλείο

Λιμόρια = νεκροταφείο

Λιμπούδα ή λίμπα = σοκολατιέρα

Λιουγκούρς = μεγαλόσωμος άντρας και αφελής

Λιούτας = αλλόκοτος

Λουξ = δυνατή λάμπα που ανάβει με βενζίνη

Λόυρα = γύρω – γύρω

Λούσκι = έκανε μπάνιο, λούστηκε

Page 80: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Λούτσα = μουσκίδι, μούσκεμα

Λυκάνσου = γλυκάνισο

-Μ-

Μαγλαράς = μαγουλάς

Μαγουρίζω = λερώνω

Μαθέ = βέβαια

Μάιντε = άιντε, πούντο

Μακιδουνίσ’ = μαϊντανός

Μαλαγάνα = καταφερτζής, κόλακας

Μαλάς = μυστρί

Μαλιουκάτ’ = κακός άνθρωπος

Μαμαλίγκα = πηχτός χυλός (αλεύρι και λίπος)

Μανάκα = η γιαγιά

Μάνι – μάνι = γρήγορα

Μανιά = γιαγιά

Μανίζου = θυμώνω

Μάνταλους = σύρτης

Μαξούς = επίτηδες

Μαργώνου = μουδιάζω

Μαρί! = καλέ!

Μασάλ’ = παραμύθι, αστείο

Μασιά = πιάστρα που μαζεύουν, πιάνουν τα κάρβουνα

Μαστραπάς = σοφράς (χαμηλό τραπέζι)

Ματσαλώ = μασώ

Μάχνα = κουράγιο

Μαχούδα = λεπτή σανίδα

Μηλιαδέρφ’ = αδερφός μετά από υιοθεσία

Μιντέρ’ = καναπές

Μισάντρα = χωνευτή ντουλάπα

Μισιριά = καλαμποκιά

Μισμπόζ’ = υπόγειο

Μόκο = ησυχία

Μουκαϊτιά = όρεξη για δουλειά

Μουλώνω = σταματώ να μιλώ

Μουρντάρς = ακάθαρτος

Μούτιψει = έχασε το ηθικό του

Μούτσκα = μούρη, μύτη

Μπαΐρ’ = βουνό

Μπακράτσ’ = μικρό χάλκινο δοχείο

Μπάμπου = γιαγιά

Μπανίσκι = έκανε μπάνιο

Μπασκί = φυτευτήρι

Μπέγκους = λόφος

Μπιμπλιά = στραγάλια

Μπισίκ’ = κούνια παιδική

Μπιτσιακούδ’ = μικρός σουγιάς

Μπλιάκακας ή μπάκακας = ο βάτραχος

Μπλουνσκώνω = κολακεύω

Page 81: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Μπόμπα = χωμάτινος βωμός

Μπόσκους = χαλαρός

Μπουζνάρα = τσέπη (παντελονιού ή πουκάμισου)

Μπούκλος = παγούρι ξύλινο

Μπουλαντίζου = αναγουλιάζω

Μπουμπουτίζου = ανανεώνω τη φωτιά

Μπουνέλου = πιρούνι

Μπουρλιάζω = περνώ φύλλα καπνού σε κλωστή

Μπουρμάς = κάνουλα

Μπρούμτσι = έπεσε, γονάτισε

Μπρουσνέλα = το ζώο που οδηγεί το κοπάδι

Μυστήρας ή μουστερής = υποψήφιος

-Ν-

Ναβάλ’ς = χαζός

Νάκους = χαζός

Νενέ = η μεγάλη γιαγιά

Νεροστρόφος = μπουρίνι

Νηπαμένους = ξεκούραστος, αναπαυμένος

Νησκάδα = πείνα

Νίβουμι = πλένομαι

Νιγλιάζου = αναγουλιάζω

Νινιό = μυαλό

Νιρουκάηκα = δίψασα πολύ

Νιρουφιούμι = κλαίω ηχηρά, με αναφιλητά

Νίσμπα = υπόγειο (κρεμούσαν τα σανδάλια να μαλακώσουν)

Νιτριχιάζουμι = ανατριχιάζω

Νίφτσι = πλύσου

Νιχιός = μεγάλο ταψί

Νότ’ = υγρασία

Νουμάς = ο μεγαλύτερος από τους βώλους (παιχνίδι)

Νταβάς = ρηχή κατσαρόλα

Νταβραντίζου = ζωηρεύω, δυναμώνω

Νταγιαντίζου = παίρνω θάρρος

Ντάλ’ =κλαδί

Ντάλα = ακριβώς

Νταμώνου = ενώνω

Νταρλιάζω = θολώνω

Νταρντανιάσκα = κουνήθηκα

Ντέγκ’ = ζύγι

Ντιβανές = βλάκας

Ντίλους = κάνουλα βαρελιού

Ντος = χτύπα

Ντουλαμάς = γιλέκο

Ντουρντουβάκ’ = εργάτης για καταναγκαστικά έργα επί βουλγαρικής κατοχής

Ντρουβάνα = βαρέλι σε σχήμα κώνου όπου το γάλα γίνεται βούτυρο

Νυφουστόλ’ = σεντόνι στον τοίχο στολισμένο με κισσό (όσα πάρ’ η νύφ’ στο

Page 82: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

νυφουστόλ’)

-Ξ-

Ξανάστρουφα = ανάποδα

Ξηρουσούλνιαρου = βρύση που στέρεψε

Ξιαλλάζου = ξεντύνομαι

Ξιαπουλνώ = αφήνω κάτι ελεύθερο

Ξιγκουρλώνω = χαζεύω, παρατηρώ

Ξιθέκου = τελειώνω τη φυτεία

Ξικαστρίζου = κόβω τα κλαδιά δέντρου

Ξικόβουμι = κουράζομαι πολύ

Ξιναχώνου = ξεθάβω

Ξιπανιλώ = λιώνω

Ξιπαραλιούμι = ξηλώνομαι

Ξιπατώνου = ξεριζώνω, καταστρέφω

Ξιπουβγάζου = αποχαιρετώ, ξεπροβοδώ

Ξιπουτλίγου = ξετυλίγω

Ξισκουρνίζου = τρομάζω (τις κότες)

Ξιστουχώ = ξεχνώ

Ξυλουγαδάρα = ξύλινη κατασκευή που χρησιμεύει για το καθάρισμα του

χωραφιού από τις πέτρες

Ξυστρί = μεταλλική χτένα για ζώα

-Ο-

Όκνα = η πέτρα που κλείνει την πόρτα του φούρνου

Όρκους = πύον

Ό,τι φτάσ’ = ό,τι να ’ναι

Ουμώνου = ορκίζομαι

Ουντάς = κάμαρα

Ούρα = ζήτω

Ούργιου (αυγό) = κλούβιο (αυγό)

Ούρδα = μυζήθρα

Ουρουμίδα = το στενό χώρισμα μεταξύ δυο σπιτιών

Όχιντρα = οχιά

Όχτας = χωμάτινος τοίχος

-Π-

Παίδημα = ταλαιπωρία

Παμπόρ = χαρταετός

Παντζιάκα = η χοντρή μάλλινη κάπα του βοσκού

Πάπδεις = οι παππούδες

Παπλιάκ’ς = ο παππούς

Παπούδα = φαγητό από αρνίσια εντόσθια και ρύζι

Παραβλώ = τεμπελιάζω

Παραμαζώνου = παρασύρω μαζί μου ή κατσαδιάζω

Παράνουμα = παρατσούκλι, παρανόμι

Page 83: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Παραντίδα = ο κρόταφος

Παραξηλώνου = ξηλώνω πολύ αλλά και το παρακάνω

Παραπόρτ’ = κρυφή πόρτα

Παρασκύφτου = σκύβω και βλέπω

Παρασόλ’ = ομπρέλα

Παραστατό = κατώφλι

Παραχώνου = θάβω

Παρμάκια = ξύλινα κάγκελα

Παρούλα = χειραψία

Παστάλ’ = ματσάκι από φύλλα καπνού

Πασταλιάζου = στάδιο της επεξεργασίας του καπνού

Πατλάκ’ = βαρελότο

Πατόγκεις = πολλά ψέματα

Πατούνα = η πατούσα

Πατσάς = το κεφάλι

Πάψεις = διακοπές

Πες = παραδίνομαι

Πηλικότσ’ = ο αστράγαλος

Πηρέτς = σερβιτόρος σε γάμο

Πιδημός = κούραση

Πιλέκα = κομμάτι τυριού ή ξύλου

Πινακωτή = ξύλινη κατασκευή που έβαζαν τη ζύμη για το ψωμί για να ψηθεί

Πινιούμι = παινεύομαι

Πισκέφαλου = μαξιλάρι

Πισταίνουμι = κουράζομαι

Πιστρίζου = καθαρίζω το σώμα του ζώου

Πιστρουφίκια = δώρα που δίνει η νύφη στους συγγενείς της μάνας της

Πιτνός = κόκορας

Πιτσκάρσει =ξέφυγε κάτι απ’ το καλούπι του

Πιχαλιάνου = ξεκουράζομαι

Πλαϊτό = το τρέξιμο

Πλάλι = τρέχα

Πλαλώ = τρέχω

Πλάρ = μικρό άλογο

Πλασταριά = στρογγυλό ξύλο που πλάθουν ψωμί

Πλαστήρ’ = κυλινδρικό ξύλο για άνοιγμα φύλλου

Πλατέα = πλατεία

Πληβρίτουσι = κρύωσε

Πλιγούρ’ = φαγητό από χοντρό αλεσμένο σιτάρι

Πλιθί = μικρό άψητο τούβλο

Πλώχουρους = ευρύχωρος

Πνακουτή = φόρμα του ψωμιού

Πουιάτα = αποθήκη

Πουρδουκλώνουμι = σκοντάφτω

Πουτσναρούδ’ = στενό χωνί από τενεκέ για το φύτεμα του καπνού

Πούφλιους = μαλθακός

Πόφκα = ψέμα

Προσαψίδια = προσανάμματα

Προσόψι = πετσέτα προσώπου

Page 84: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Πσκέφαλου = μαξιλάρι

-Ρ-

Ρέχα = φλέμα

Ριτζιέλια = γλυκό από κολοκύθι και μούστο

Ριφινές = ίση συμμετοχή στα έξοδα

Ρουφούζ’ = δεύτερης ποιότητας καπνός

-Σ-

Σαβουρντώ = πετώ

Σάλιακας = σαλιγκάρι

Σαλίστρα = ελαφρύ φόρεμα

Σαλτίζου = κάνω άλμα, πηδώ

Σάμπους = μήπως, σαν

Σαντάλ’ = συσκευασία από έξι ξερές βέργες καπνού σε σπάγκο, που πιάνονται σε

ένα τσιγκέλι

Σαντέδκους = ο γνήσιος καθαρός καπνός

Σαουχτίζω ή σουχτίζω = τελειώνω γρήγορα μια δουλειά

Σάρα = το πρώτο γάλα μετά τη γέννα

Σαράπα = κατώτερης ποιότητας καπνός

Σαρίκ’ = μεγάλη βέργα (2,5μ.) απ’ όπου κρέμονται φύλλα καπνού σε σπάγκο για

στέγνωμα

Σασίρτσα = σάστισα

Σβάρνα = γεωργικό εργαλείο που διαλύει τους βωμούς χώματος

Σιαμί = μαύρη μαντίλα

Σιασιρμάς = αναστάτωση, χαμός

Σιασιρντίζου = τα χάνω

Σινί = μεγάλο ταψί ειδικό για ψήσιμο πίτας

Σιόλ = φλιτζάνι

Σιτζίμ = λεπτό, γερό σκοινί που δένουν τα δέματα του καπνού

Σκαλήνα = χοιρομέρι

Σκαμνούδ = σκαμνάκι

Σκανιάζου = στενοχωριέμαι

Σκαρίδ’ = ξύλινη λεκάνη για ζύμωμα

Σκλίδα = κομματάκι

Σκύβαλου = ότι μένει μετά από κοσκίνισμα σιταριού

Σμάδια = σημάδια ή βέρες

Σνι = ταψί

Σνιουρίζουμι = συνερίζομαι, συναγωνίζομαι

Σνουρίζουμι = συναγωνίζομαι

Σουλνάρ’ = βρύση με τρεχούμενο νερό

Σούντσει = έσκασε, αγανάκτησε

Σουπιέρα = βαθιά πιατέλα

Σούρβα = κάλαντα ανήμερα της Πρωτοχρονιάς, το ποδαρικό

Σουφράς = κοντό στρογγυλό τραπέζι

Σπαθόλαδου = ξερό αγριολούλουδο για πληγές

Σπαργουμέν’ = γεμάτο (στήθος) με γάλα

Page 85: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Σπίρτου = οινόπνευμα

Στάβα = η φωτιά που ανάβουν σε κάθε γειτονιά του χωριού την τελευταία

Κυριακή της Αποκριάς

Σταλαχίζουμι = θέλω κάτι πολύ

Σταλιβριά = μουσταλευριά

Στάμα = το 1/4 του στρέμματος

Σταυρώνου = συναντώ

Στέκα = σταμάτα

Στιμάρου = υπολογίζω

Στραπουκάφτ’ = αστράφτει

Στραχώθκει = έσφιξε το χώμα

Στρέχου = συμφωνώ

Στρίζου = παροτρύνω

Στριχιά = η άκρη της στέγης

Στυλιάρ’ = χειρολαβή ξύλινη γεωργικών εργαλείων

Στυλώνω = αντιστέκομαι

Σύρε = πήγαινε

Σφάλακας = τυφλοπόντικας

Σφουκστήρ’= πετσέτα

Σφούνι = κάλτσα

Τάβλα = πετσέτα

-Τ-

Ταΐ = φαγητό

Ταϊφάς = οικογένεια

Ταμάχ’ = η πλεονεξία

Τανίζου = τεντώνω

Ταπέδιρα = τα έριξα

Ταπουτώρα = προηγουμένως

Τάτας = πατέρας

Τατσίνα = θεία

Ταχιά = αύριο το πρωί

Τέκα ή στέκα = στάσου

Τέλ’ = το σύρμα

Τζάτζα = ακαταστασία

Τζιαμάλας = βαθύς γκρεμός

Τζιάχτ’ = κουράγιο

Τζιμπές = μακρύ μαύρο πανωφόρι

Τιζάρου = τεντώνω και μεταφορικά πεθαίνω

Τιρδίκ’ = κοντή πλεχτή κάλτσα ως το αστράγαλο

Τλιγαδιάζου = τυλίγω το νήμα στη ρόκα

Τμαρεύου = συγυρίζω το σπίτι

Τν’ άλλ’ = μεθαύριο

Τόι = το ζώο

Τουξουπίσ’ = από πίσω

Τούπκα = κατακόμβη

Τούρνα = είδος ψαριού και ο κουτός άνθρωπος

Τράφους = ακαλλιέργητη άκρη του χωραφιού

Τραχλιά = το κούμπωμα ενός ρούχου πίσω

Page 86: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Τριβόλ’ = αγκάθι

Τριχάχαλου = εργαλείο με τρία «δόντια για το πέταγμα της κοπριάς

Τρουβάς = σάκος

Τρουχαλιά = σωρός από πέτρες

Τσαγκαρώνου = σκαρφαλώνω

Τσακίρσ’ = γαλανομάτης

Τσακίτσι, χαντακώτσι = φύγε, χάσου

Τσακμακίζου = σπινθιρίζω

Τσάκνου = κομμάτι ξύλου για προσάναμμα

Τσαντήλα = άσπρο ύφασμα για το στράγγισμα του γάλακτος

Τσιανάκα = μεγάλο βαθύ πιάτο

Τσιαπάν = επάνω

Τσιαρντάκ = ανοιχτό σαλόνι

Τσιατάλ’ = διχάλα

Τσιατμάς = λεπτός τοίχος από ξύλινα δοκάρια

Τσιβδός = αυτός που ψευδίζει

Τσιβρές = μεγάλη άσπρη μαντήλα για τον ήλιο

Τσιμπέρ’ = μαντήλα

Τσιούλ’ = σακί που τυλίγουν τα δέματα του καπνού

Τσιπούδα = πίτα

Τσιρβούλια = τσαρούχια

Τσιτίν’ς = γρήγορος

Τσκίθι = πέρα

Τσόλ’ = χοντρός μουσαμάς για τη βροχή

Τσουράπια = κάλτσες

Τσούρλους = απόστημα του σώματος, σπυρί με πύο

Τυράνσμα = μαρτύριο

Τυχώντας = τυχαίος

-Υ-

Ύψουμα = αντίδωρο

-Φ-

Φαράσ’ = φτυαράκι

Φεύγα = φύγε

Φιγγούδα = μικρό τζάκι για μαγείρεμα το καλοκαίρι (στην αποθήκη)

Φιλί = φέτα ψωμιού και φιλί

Φκέλ’ = η δικέλλα

Φκιά = κουκιά

Φκυάρα = φτυάρι

Φλικ = η θηλιά

Φλικώνου = κουμπώνω

Φνίκ = ο λοβός του αρακά ή της φασολιάς

Φουρκάλ’ = η σκούπα

Φουρλαντίζω = ρίχνω κάποιον κάτω

Φριξ’ = φόβος, τρομάρα

Φτουρώ = τελειώνω γρήγορα

Page 87: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Φτω = φτύνω

-Χ-

Χαβάν’ = γουδί

Χαϊάτα = διάδρομος κλειστός

Χαϊνταμάκ’ς = μάγκας

Χαλάλ’ = ευχαρίστως

Χαλεύου = θέλω

Χαλνιέμι = αδιαθετώ, ψυχραίνομαι με κάποιον

Χαμουτζίδκου = μαγαζί για εξαρτήματα ζώων

Χάνω = χασμουριέμαι

Χαρά = ο γάμος

Χαρέλ’ = μεγάλο σακί για σιτάρι

Χαρχάλεμα = σιγανός θόρυβος

Χασές = βαμβακερό ύφασμα

Χασίλ’ = το πράσινο βλαστάρι του σιταριού ή κριθαριού

Χασουμέρσα = καθυστέρησα

Χερ-χερ = βιαστικά

Χιλιντζές = η νοθεία, ψευτιά

Χλιάρ = κουτάλι

Χλιάρα = κουτάλα, ή πολυλογού

Χλιαρουθήκ’ = κουταλοθήκη

Χμαζ’ = χιονίζει

Χουγιάζου = φωνάζω

Χούι = συνήθεια

Χουλιώ = πικραίνομαι

Χουνί = μπουρί (σωλήνας σόμπας)

Χουντζιάκ’ = καπνοδόχος

Χουχτίζου = ζεσταίνω τα χέρια με την αναπνοή

Χράμ = μάλλινο σεντόνι

Χρεία = ανάγκη αλλά και αποχωρητήριο

Χτάζου = βλέπω

Χτηματάρ’ = κτηματίας

Χτικιάζου = αδυνατίζω, παθαίνω φυματίωση

-Ψ-

Ψαρής = γκρίζο άλογο

Ψάρι = γκρίζο χρώμα

Ψιακί = δηλητήριο

Ψιακώνου = δηλητηριάζω

Ψυχουχάρτ’ = ψυχοχάρτι

-Ω-

Ω λε λε = ωχ! Αχ! κλάμα

Παροιμίες

Page 88: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

- Άλλα λέει παπάς, άλλα ακούν τ’ αυτιά σ’.

- Άλλνοι σκάβουν κι κλαδεύουν κι άλλνοι πίνουν του κρασί.

- Ανάφιρεις του σκύλου, πάρει κι του ξύλου.

- Γλυκός ύπνους του προυί, παλιά ρούχα τ’ Λαμπρή (Δούλευε για να έχεις).

- Η πρώτ’ νύφ’ δούλα, η δεύτερη κυρά, η τρίτ’ αφέντρα.

- Η όρνιθα σκαλίζουντας ήβγαλει του μάτι τ’ς.

- Καλύτερα να συ ζλεύουν παρά να σ’αλπούντει (λυπούνται).

- Κάτα, όταν δε φτάν’ τα ψάρια, τα φτα. (Όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει

κρεμαστάρια).

- Λάτριβει σκύλου να συ γαβγίζ’. (Κάνεις καλό και βρίσκεις κακό).

- Μην αλπάσει άνθρωπου που τραβίζ’ απ’ του κεφάλι τ’. (Ο ξεροκέφαλος).

- Μι μια τσκουριά δεν κόβιτει του δέντρου. (Χρειάζεται πολλή προσπάθεια).

- Όλνοι τρων μι του δισπότ’. (Όλοι κατορθώνουν κάτι όταν έχουν τα μέσα).

- Όλνοι γιλούσαν μι μένα, κόβουμαν κι γω στα γέλια.

- Τ’ απίδ’ κατ’ απ’ τ’ν απιδιά θα πέσ’. (Κληρονομικότητα).

- Νταντάντσει γρια στα σύκα (Συνήθισε στην παρανομία).

- Του βόδ’ τ’ν κουπριά τ’ , σ’ ράχη τ’ τ’ν ρίχν’.

- Του γαδούρ’ φταίει του σαμάρ’ κρουν.

- Χορτάτους του νησκό δεν τουν αλπάτει. (Περί αναισθησίας).

- Τ’ Αη-Κούκ’. (Του αγίου κούκου, δηλαδή ποτέ).

- Το’χει κούτρα τ’ να κατιβάζ ψείρεις (Έτσι είναι φτιαγμένος).

- Πάρει νύφ’ απού σειρά κι σκύλα απού κουπάδ’.

- Στήλουσει σα χιανέτκου βόδ’.

- Στραβός γάδαρος μι του φιγγάρ’ βόσκ’.

Διάφορες εκφράσεις

- Έ βα !!! Σιάχτσια α!!

- Έ βα !! φριξ’ πήρα!!

- Που λαμώθκεις πάλι βρε παλιόπιδου;

- Μαρή τι καλό κουρτσούδ’, τόβαλαν κι φλιόγκου!

- Ντάρλιασαν τα μάτια μ’.

- Αρνούτκου κιφάλ’ (ισχυρογνώμονας).

- Κούπους είνει ψ’χή μ’. (Φοβάμαι πολύ).

- Τσιάμ-τσιάμ-τσιρντάκ (Ό,τι νάναι).

Κατάρες

- Κακό ψόφου νάχ’ς.

- Να κατσ’ μίγα στ’ άντιρους. (Με αποτέλεσμα να πεθάνεις).

- Να πιθάνς Μάη μήνα κι νάνει κι Τρίτ’. (Τρίτη που είναι παζάρι με αποτέλεσμα να

μην έχει καθόλου κόσμο στην κηδεία του).

- Του χαμπέρ’ να σε φέρουν. (Να φέρουν την είδηση ότι πέθανες).

- Να πέισ’ κι να μη σκουθείς.

- Στου σπίτσ’ να μην πιθάνσ’.

Page 89: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Όρκοι

- Σ’ ουρκίζουμι στα παιδιά μ’.

Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να σημειώσουμε την κατάληξη –ουδ’ στα υποκοριστικά. Στο Νέο

Σούλι σπάνια θα ακούσουμε: κοριτσάκι, παιδάκι, σπιτάκι, δρομάκι, νεράκι, ψωμάκι,

κατηφοράκι. Αντί αυτών ακούμε: κουρτσούδ’, πιδούδ’, σπιτούδ’, δρουμούδ’, νιρούδ’,

ψωμούδ’, κατφουρούδ’.

Συνηθισμένο φαινόμενο είναι η μετάθεση συμφώνων: άσπηρ, μαύηρ, αντί άσπρη, μαύρη,

γιομ’ αντί γιος μου κ.λ.π.

Συνήθης είναι η χρήση του «γιατί» και του «αφού» στο τέλος της πρότασης π.χ. «έλα να σι

πω δε βαστώ γιατί» (γιατί δεν αντέχω).

Εντύπωση μας προκαλεί και η κατάληξη –σκα, -σκι στους ιστορικούς χρόνους των

ρημάτων π.χ. καταλάβνισκα, πήγνισκι (=καταλάβαινα, πήγαινε).

Παράξενος είναι και ο σχηματισμός της προστακτικής στην περιοχή των Σερρών. Στο Νέο

Σούλι όπως πρωτύτερα αναφέραμε κυριαρχεί η κατάληξη –τσι (πλίτσι), (=νίφτσι), ενώ

αλλού ακούγεται η κατάληξη –θους (πλυθούς) ή –θκι (πλύθκι = πλύσου, κοιμήθκι =

κοιμήθηκε) π.χ. «παντρευτούς και γκαστρωθούς να δω τη λιβιντιά σ’» (που είναι μια

παροιμία όπου αποδεικνύεται η αξιοσύνη της γυναίκας μέσα από τους δυο σταθμούς της

ζωής της).

Η λέξη «χρεία» έμεινε αδιάβλητη ως και στις μέρες μας. Στην αρχαία ελληνική γλώσσα

σήμαινε ανάγκη και στο χωριό σήμαινε αποχωρητήριο. Και στις μέρες μας η ερμηνεία της

λέξεως «χρεία» αντικαταστάθηκε από τη γαλλική λέξη τουαλέτα. Με αυτόν τον τρόπο η

ελληνικότατη λέξη «χρεία» αποσύρθηκε από τη σημερινή μας ομιλία για τους εξής δυο

λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι ότι θεωρήθηκε χωριάτικη και ο δεύτερος λόγος ότι δεν

ακουγόταν τόσο «όμορφα». Υπάρχουν και άλλες ελληνικότατες λέξεις που όπως είναι

φυσικό μιλιούνται από τους γεροντότερους, αλλά όχι από τους νεότερους γιατί δεν τις

θεώρησαν και τόσο εύηχες.

Άλλη μια λέξη η οποία είναι χαρακτηριστική είναι ο «αγός». Χρησιμοποιείται ειδικά για ο

αυλάκι που υπήρχε στην άκρη του δρόμου στα παλιά χρόνια και από κει κυλούσε το νερό

που προερχόταν από τις κοινοτικές βρύσες (σουλνάρια). Ανά διαστήματα, ως και την

δεκαετία του ’50, βρισκόταν και ένα σουλνάρ 50-100 μέτρα. Η λέξη σουλνάρ προέρχεται

(από τη λέξη σωλήν > σωλήνα > σωληνάριο). Τα νερά που κυλούσαν στο αυλάκι ήταν ο

λεγόμενος «αγός» και προέρχεται από την ελληνικότατη λέξη «αγωγός». Και όλα αυτά τα

νερά ακολουθώντας τον «αγό» κάθε δρόμου ενώνονταν με άλλους μεγαλύτερους που

διέσχιζαν το χωριό και χύνονταν στο χείμαρρο για να ποτίσουν τα χωράφια (Παλιοπκάδα,

Πλατανούδ’).

Άλλη μια λέξη που καταλαβαίνουμε ότι και αυτή είναι αρχαία ελληνική είναι το ρήμα

«απείκασα» = κατάλαβα και χρησιμοποιείται στον αόριστο. Με την παρακάτω πρόταση θα

δούμε πως η λέξη αυτή είναι ελληνικότατη: «Γύρσις άκιρα, δεν σ’ απείκασα καθόλου». Κι

από εδώ καταλαβαίνουμε ότι η λέξη άκιρα είναι αρχαία και η ερμηνεία της προτάσεως

είναι: ότι γύρισες αργά και δεν σε αντιλήφθηκα.

Από το «αράς – άδος» (απ’ όπου η αράδα) έγινε το ρήμα αραδίζω = περπατώ.

Αξιοσημείωτο είναι και το ρήμα «θέκω» - έθηκα. Αυτό το ρήμα το χρησιμοποιούν οι

γεωργοί στη φυτεία του καπνού το Μάιο.

Αξιοσημείωτη είναι η λέξη αγγειά. Ακόμη και σήμερα οι γέροντες χρησιμοποιούν αυτήν

την λέξη, όπως π.χ. στη φράση: «Έλα να πλύνς τ’ αγγειά» που σημασία της λέξεως είναι

τα πιάτα.

Μια όχι και τόσο εύηχη λέξη είναι «αρή» που σήμερα αντικαθίσταται απ’ τη λέξη «καλέ».

Η λέξη «αρή» προέρχεται από το μωρή (μωρός = ανόητος). Δυο εύχρηστες προτάσεις με

Page 90: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

το αρή που τις χρησιμοποιούσαν και τις χρησιμοποιούν στο καθημερινό τους λεξιλόγιο

είναι οι εξής: «Τι κάνς, αρή;» και «Για πού το ’βαλες αρή;».

Θα συνεχίσουμε με λέξεις που χρησιμοποιούνται στο χωριό και που έχουν τις ρίζες τους

στην αρχαία ελληνική γλώσσα:

Αγωνιούμι = σπεύδω, βιάζομαι, από τα αγωνιώ – ώμαι.

Αθκάνη = δουκάνη. Η λέξη βγαίνει από την αρχαία λέξη τυκάνη. Η αθκάνη ήταν μια

επιμήκης πλατιά σανίδα και στην κάτω επιφάνεια υπήρχαν μπηγμένα χαλίκια,

στουρναρόπετρες. Τη σανίδα αυτή την έσερναν βόδια ή άλογα στο αλώνισμα.

Αμπλώχνω = βάζω μέσα, φυτεύω. Η ετυμολογία της μας οδηγεί στο εμπολιάζω –

εμβολιάζω (έμβολο).

Ανήγατος = αφόρετος, από το νέος + γείνω.

Αστριχιά = η προεξέχουσα στέγη από κεραμίδια. Η ετυμολογία είναι αληθοφανής αν

υποθέσουμε ότι όστρακα ή οστρακοειδούς σχήματος κεραμίδια χρησιμοποιούσαν παλιά

στη στέγη των σπιτιών. Υπάρχει και μια άλλη εκδοχή (με επιφύλαξη το σημειώνουμε) η

λέξη αστριχιά να σχετίζεται με το τρέχω, γιατί εμπόδιζε να τρέχουν τα νερά της βροχής ή

από το στέγω – στεγάζω.

Αφκριούμι = αφουγκράζομαι.

Γκλέφαρους = μέτωπο. Πρόκειται για τη λέξη βλέφαρο.

Γκουντουζί = κοντοζύγι

Δοντάγρα = οι γέροντες του Ν. Σουλίου θα θυμούνται το εργαλείο με το οποίο έβγαζαν

τα χαλασμένα δόντια. Είναι σύνθετη λέξη από το οδούς – οδόντος + ρήμα αγρεύω =

κυνηγώ, συλλαμβάνω.

Ζούδια = υποκοριστικό του ζώα, αλλά τη λέξη ως συνήθως τη χρησιμοποιούν μεταφορικά

π.χ. δουλεύουν σα ζούδια – κρυφά

Θάμπουσι = νύχτωσε. Από το θάμπος – θαμβώνω – θαμπώνω.

Κηδεύω = φυλάγω

Κλίκ’ = η λέξη αρχαία ελληνική. Είναι το κυκλίσκιον των αρχαίων = μικρή πίτα που

προέρχεται από τη λέξη κύκλος + υποκοριστική κατάληξη -ίσκιον. Το κλικ’ είναι το

σημερινό τσουρέκι. Το τσουρέκι είναι ξένη λέξη.

Κουνίδια = γονίδια, αβγά από ψείρες.

Κράκωρα = βράχια. Πιθανότατα προέρχεται από την αρχαία λέξη «ακρώρεια» = κορυφή,

ράχη του βουνού. Στο Νέο Σούλι υπάρχει και ο Κριάκωρ’ Μαχαλάς δηλαδή είναι η γειτονιά

στην οποία υπάρχουν πολλά βράχια.

Λάμωσα = λάσπωσα (τα παπούτσια). Η λέξη πιθανότατα από την «ιλύν» των αρχαίων που

σήμαινε λάσπη. Από την ίδια ρίζα προέρχονται και τα «Λαμώματα» που είναι τοποθεσία

στα νότια του χωριού και ονομάστηκε έτσι από τις φερτές ύλες και τη λάσπη που

κατεβάζει ο χείμαρρος.

Λείξα = λιχουδιά. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα λείχω – γλείφω εξ’ ου και ο λείξουρος,

δηλαδή αυτός που του αρέσουν τα γλυκά.

Λιχνητήρι = γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για το λίχνισμα, δηλαδή το χωρισμό

του σταριού από το άχυρο. Είναι το αρχαίο «λικμητήριον».

Μάνισε = θύμωσε. Το ρήμα μας οδηγεί στη μήνιν = οργή των αρχαίων.

Μάχνα = φόρα. Από το λατινικό magna = μεγάλη, δυνατή σφοδρή.

Μουλώνω = σωπαίνω. Η λέξη παράγεται από το ομηρικό μύω = κλείνω τα χείλη. Μια

φράση που χρησιμοποιείται και σήμερα είναι «εσύ μούλουνι» δηλαδή εσύ να μη μιλάς.

Μπρουμάχους = πυρίμαχος ή πυρομάχος. Η λέξη διασώθηκε σχεδόν ατόφια από την

αρχαιότητα.

Νιάμα = αυτή η λέξη ακούγεται και σήμερα. Η λέξη αυτή είναι αρχαία ελληνική και

βγαίνει από το ρήμα νεάω = οργώνω χέρσα γη, ανανεώνω το χωράφι που άφησα για λίγο

χρόνο αργό, για να το καλλιεργήσω ξανά.

Νιμίζω = ανακατεύω, κινώ. Μια χαρακτηριστική φράση που ακούγεται στο χωριό «δεν

Page 91: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

ψόφισι, νιμίζιτι ακόμα». Πιθανότητα είναι το ρήμα αναμειγνύω, μείγνυμι, μίσγω –

αναμειγνύω, άρα κινώ, ανακινώ.

Νιτριχιάζουμι = είναι το ρήμα ανατριχιάζω.

Ξιστοχώ = αστοχώ, ξεχνώ.

Όρκος = πύο. Προέρχεται από τη λέξη έλκος = πληγή. Το λ έγινε ρ κατ’ αναλογία όπως το

αδελφός έγινε αδερφός.

Ούρια (αβγά) = κλούβια (αυγά). Η λέξη ούρια προέρχεται από το ορρός – το υδατώδες

μέρος του γάλακτος εξ’ ου και ο ορρός.

Προμηθεύω = παραινώ, συμβουλεύω.

Προσαψίδια = από το προσάπτω και είναι ξερά χόρτα για προσάναμμα.

Πυρουστιά = εργαλείο που χρησιμεύει ως υποστήριγμα πάνω στη φωτιά για να βράσουμε

κάτι. Είναι δηλαδή «πυρός + εστία». Υπήρχε και ομαδικό παιχνίδι με το ίδιο όνομα.

Ραγάνα = ο συχνά ενοχλητικός. Παράγεται από το ρήγω (ρήγνυμι, ρηγνύω) και είναι

δωρικός τύπος αντί του ρηγάνη. Από τη ραγάνα προήλθε και το ρήμα ραγανίζω.

Σκάρα = είναι η γνωστή ηλιάστρα των καπνών που χρησιμοποιείται το καλοκαίρι σ’ όλα

τα Δαρνακοχώρια. Σκάρα ονομάστηκε από το σχήμα της, είναι η αρχαία λέξη εσχάρα.

Σνιουρίζουμι = συναγωνίζομαι, αμιλλώμαι. Από το συνερίζω = συνερίζομαι.

Τσιρβούλ’(ια) = παπούτσια. Τα τσιρβούλια ήταν λαφριά υποδήματα φτιαγμένα από δέρμα

ζώου ιδίως χοίρου. Στο χωριό τα φορούσαν ως τη δεκαετία του ’40 και πιο πολύ στην

Βουλγαρική κατοχή, γιατί εκείνη την εποχή τα παπούτσια ήταν είδος πολυτελείας.

Φτίνα = βυτίνα, πήλινο αγγείο όπου έβαζαν λάδι ή ελιές – είναι η αρχαία λέξη πυτίνη και

έχει υποκοριστικό το βυτίον.

Υπάρχουν και αρκετές λέξεις αντιδάνεια, δηλαδή λέξεις ελληνικής προελεύσεως που

πέρασαν από λεξιλόγιο άλλων λαών και επανήλθαν αλλοιωμένες, φαινομενικά τουρκικές

αλλά με ελληνικότατη ρίζα.

Κιλίφι = περικάλυμμα προσκέφαλου, που δεν είναι άλλη από την λέξη κέλυφος.

Κλουτ’ς = Ελληνική είναι η ρίζα της θεωρούμενης αυτής σλαβικής λέξης που

χρησιμοποιείται στο Νέο Σούλι και πιο πολύ στο παιχνίδι κορόνα – γράμματα, κι όταν το

νόμισμα σταθεί όρθιο. Πρόκειται για την αρχαία λέξη κλοιός.

Ναφιλέ = άδικα, άσκοπα. Προέρχεται από την ελληνική λέξη ανώφελο – ανωφελώς. Κι

αυτή είναι τούρκικο αντιδάνειο.

Σουλνάρ = βρύση. Το ίδιο συνέβη και με αυτή τη λέξη.

Λεξιλόγιο

-A-

Αβαρία = ζημιά

Άβγαλτους = απονήρευτος

Αβγατίζου = αυξάνω, πληθαίνω, τελειώνω γρήγορα

Αβδέλλα = Δίστομο σκουλήκι για τράβηγμα αίματος

Αβόθστους = αβοήθητος

Άβουλους = χωρίς ανέσεις

Άγαρμπους = άκομψος, αλλόκοτος

Αγγείο = σκεύος μπρούτζινο ή μεταλλικό

Αγέρας = αέρας

Αγίντους = αγίνωτος, άγουρος

Αγκίδα = ακίδα, κομματάκι ξύλου

Page 92: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Άγνουμους = τρελός, άμυαλος

Αγός = αυλάκι

Αγούλα = είδος φαγητού με αλεύρι, πλιγούρι

Αγραπδιά = αγριαχλαδιά

Αγρίδα = αγουρίδα

Αγρικώ = καταλαβαίνω

Αγρουσμπόρισμα = άγριο μίλημα

Αγύρστους = ισχυρογνώμων

Αγωνιούμι = βιάζομαι

Αδερφουπαίδ’ = ανεψιός, -ια

Αδρύς = πυκνός

Αερίσμους = αεράτος, θαρραλέος

Αζύγουτους = απλησίαστος

Αθρουπούδ = ανθρωπάκι, μικροκαμωμένος

Αϊλιάκ’ς = άνεργος

Αίστηση = συναίσθημα, ηθική

Αίτιους = φταίχτης

Ακάματους = χέρσος, μη καλά οργωμένος

Ακαντί = ότι έπρεπε, κατάλληλο

Ακατάρστους = ακατατόπιστος

Ακένουτους = ασερβίριστος

Ακιρίζουμι = αργώ, καθυστερώ

Ακόνμα = ακόνισμα

Αλτσιάκ’ς= φοβιτσιάρης

Αλέτηρ = αλέτρι

Αλίγδουτους = νηστίσιμος, αυτός που δεν λιγδώθηκε

Αλιτρόχειρ = λαβή του αλετριού

Αλμπίζουμι = λιμπίζομαι, επιθυμώ πολύ

Αλόρτα = όρθια

Αλπανάβατους = άνοστος

Αμάκα = δωρεά

Αμιλήτς = αμελής

Ανάβραδα = βραδάκι

Ανήγατους = αφόρητος, κουραστικός

Ανηλώ = λιώνω

Ανιστρουφός = το όργωμα στις άκρες του χωραφιού που είναι κάθετο με το υπόλοιπο

οργωμένο

Αντάρα = ομίχλη

Άντουτους = αχτύπητος

Αντρίζ = παριστάνει τον άντρα

Άξεις = άκουσες;

Αξιάκριστους = δεν ξεμοναχιάζεται

Άουκνους = ακούραστος

Απαίνιφτους = ταπεινός

Απαλείφ = αλείφει απαλά

Απαπίς = από πίσω

Απκάζου = καταλαβαίνω, αφουγκράζομαι

Απόειδα = αναγκάστηκα

Αποκριεύου = νηστεύω από κρέας

Απόμνα = έμεινα πίσω, κουράστηκα

Απουδιαλεια = άχρηστα, αδιάλεχτα

Page 93: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Απόχτσα = απόχτησα

Αράδα = σειρά

Αρμούδα = φαγητό πρόχειρο για το χωράφι με νερό, ξύδι, αλάτι και σκόρδο

Αρτυμάς = βήμα

Ασλόιτα = απερίσκεπτα

Αυλιάκ’ς = άνεργος

Αυτνοί = αυτοί

Αφκριούμι = αφουγκράζομαι

-B-

Βαγιουνάς = βαρελοποιός

Βακούφκου = έκταση ή κτίσμα που ανήκει σε εκκλησία και προέρχεται από δωρεά

Βάνα = πήλινη κανάτα

Βαρβάτους = δυνατός

Βασταγαριά = διχαλωτό ραβδί που χρησιμοποιείται στο φόρτωμα των ζώων

Βζαράς = κοιλαράς

Βιρέδκα = στραβά

Βιρνικουμένους = γυαλιστερός

Βίτσα = λεπτή βέργα

Βόθμα = βοήθεια

Βότρυδα = σκόρος, σκουλήκι που τρώει τα ρούχα

Βουλεύη = ταιριάζει

Βουλίζουμι = επιθυμώ

Βουνιά = κοπριά αγελάδας

Βρανούδα = λεπτό σκοινί

Βρουχώνου = κρύβομαι, τρυπώνω

-Γ-

Γαίμα = αίμα

Γαλατσίδα = αγριόχορτο που ο χυμός του είναι σαν το γάλο

Γανιάζου = σκάβω απ’ το κακό μου

Γέρειν’ = γέρνει

Για ’λα ’δω = έλα εδώ

Γιάλα = έλα

Γιαλαντζής = αυτός που ξεγελά τους άλλους

Γιάμα = κατάληψη, πέταγμα κερμάτων απ’ το νονό στα παιδιά στην αυλή της εκκλησίας

κατά τη βάπτιση

Γιανίσκου = υγιαίνω, θεραπεύομαι

Γιαπράκ = σαρμαδάκι

Γιόντζιας ή γιοντζές = το τριφύλλι

Γιουρντάν’ = κολιέ, περιδέραιο

Γιουφκάς = χυλοπίτα

Γιούχα = το κράξιμο, αποδοκιμασία

Γκάζ = πετρέλαιο

Γκιζιρώ = γυρίζω άσκοπα, περιπλανιέμαι

Γκινίκης = αδιάφορος

Γκιουλές = μεγάλη πέτρα

Γκλαβανή = καταπακτή

Page 94: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Γκουγκίζου = γογγύζω

Γκουντουζί = κοντοζύγι

Γκουρλώνου = ανοίγω διάπλατα μάτια, αφοσιώνομαι

Γκουσκόδοντο = φρονιμίτης (δόντι)

Γνουστεύου = λογικεύομαι

Γνυκάς = γυναικάς

Γουνιούμι = βιάζομαι

Γουστέρα ή κουσκουντόρκα = σαύρα

Γράδους = μονάδα μέτρησης πυκνότητας υγρών

Γρατσανίτσα = ο χόνδρος

-Δ-

Δαίμονας = δραστήριος

Δαμάλ = θηλυκό μοσχάρι

Δάρι = εδώ

Δαχλιά = δαχτυλιά

Διαβασιά = σφιχτήρας που σφίγγει τα χείλη των ζώων ή τα ρουθούνια

Διες = δες

Διξίμ = βαφτιστικό

Διρμόν = κόσκινο με μεγάλες τρύπες

Δόλιους = κακόμοιρος, ταλαίπωρος

Δουκήθκα = μπόρεσα, φαντάστηκα

Δουκράν = διχαλωτό ξύλινο εργαλείο

Δουράκνου = ροδάκινο

-Ε-

Έβα! = πω πω!

Έντουκα = χτύπησα

Επαύριο = επομένη

Εύφλου = μαλακό ζυμάρι

-Ζ-

Ζνίχ = σβέρκος

Ζαβά = στραβά, ανάποδα

Ζακιάζου = μπερδεύω

Ζαμακώνου = δέρνω, ρίχνω κάτω βίαια

Ζαμάν = μεγάλο χρονικό διάστημα, άλλη εποχή

Ζαμπόνα = σφυρίχτρα από πράσινο βλαστό σιταριού

Ζαπ = νίκη, κουμάντο

Ζαπώνου = κυριεύω, κλέβω

Ζαρκούτ = τούμπα

Ζευγαρίζου = οργώνω

Ζιβζέκς = ανόητος

Ζίφσει = έσβησε

Ζμαρόπτα = ζυμάρι, μεταφορικά αργοκίνητος

Ζμπουρίζου = συζητώ

Ζογάρ’ = κυνηγετικό σκυλί

Page 95: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Ζούζουλου = πειραχτήρι

Ζουμπάς = σιδερένια σφήνα

Ζουρλός = τρελός

Ζούρσι = σκάσε, στάσου

-Η-

Ήλιου ήβγασμα = ανατολή

-Θ-

Θαμάζουμι = σκέφτομαι, βρίσκομαι σε δίλημμα

Θανά = μήπως, τάχα

Θειάκα = θεία

Θειόκας = θείος

Θέκου = φυτεύω

Θλύκ’ = η θηλιά

Θομπά = βραδάκι

Θύρα = πόρτα

-Ι-

Ίβα: = πω, πω!

Ιπί τ’ αυτού = επίτηδες

Ίρα = πω πω!

Ίσα = αμέσως

Ιτήρ’ = αρωματικό λουλούδι

Ίτς μίτς = ό,τι να ’ναι

-Κ-

Καάκ’ = στραγγιστό γιαούρτι

Κάδα = πατητήρι, ληνός

Καθαυτού = γνήσια

Κακαρώνου = πεθαίνω

Καλτάτας = ο νουνός

Καλιμάνα = νονά

Καλίτσα = κρασοκανάτα

Καλούπ’ = η φόρμα που στοιβάζουν τα καπνά, η μήτρα

Καμαρώνου = παρακαλώ, μεταφορικά: νυστάζω

Καμώνιτει = γίνεται, οργώνεται

Κανάπ’ = σπάγκος

Κάνου ζαπ = επιβάλλομαι, δαμάζω

Καρακλιάνους = πλιγούρι

Καρντακούδα = μικρό κουδούνι που κρέμεται απ’ το λαιμό μικρού ζώου

Κάτα = γάτα

Κάτσιανος = βέργα για τα ζώα

Κάτσιασει = μαράθηκε, μαράζωσε

Καύκαλου = καβούκι, το εξόγκωμα της πληγής όταν ξεραίνεται

Καφελούκι = μπρίκι

Page 96: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Καψίδια = τα άχρηστα φύλλα του καπνού που πετιούνται μετά το παστάλιασμα

Κηδεύου = κρύβω κάτι

Κικιρίκια = φιστίκια

Κινώνου = σερβίρω

Κιούπ’ = πιθάρι

Κλίκ = κουλούρα που πηγαίνουν στη νουνά

Κνώδαλου = τιποτένιος

Κόρμακους = μόνος

Κότσ’ = αστράγαλος, αρσενικό πρόβατο

Κότσαλου = σκουπίδι

Κουί = υπόγειο για αποθήκευση σανταλιών, νίσμπα

Κουκώνα = αρχοντογυναίκα

Κουλιά = τα πισινά

Κουλνώ = κολλώ

Κουνίδια = αυγά ψείρας

Κούπους = σωρός

Κουπρίτς = τεμπέλης

Κουράσ’ = κορίτσι

Κουρβούλ’ = κλήμα, κορμός αμπέλου

Κουρδουκλώ – κατρακυλώ

Κουρκουτιάζω = αποβλακώνομαι

Κουσάς = μεγάλο δρεπάνι για κόψιμο τριφυλλιού

Κουσκουντόρκα = σαύρα

Κουτρώ = κουτουλώ

Κοχ’ = γωνία

Κρασ’ = ιδιοσυγκρασία

Κρατούνα = νεκροκολοκύθα, μεταφορικά κεφάλας

Κριας = κρέας

Κρούου = χτυπώ

Κωθών’ = τιποτένιος, άσχετος

-Λ-

Λαγήνα = στάμνα

Λαγουνίκα = θηλυκό κυνηγετικό σκυλί

Λαλώ = οδηγώ τα ζώα

Λαμώνου =λερώνω

Λάου λάου = σιγά - σιγά

Λαφιάτς = φίδι μήκους 1,5 μ. χωρίς δηλητήριο

Λείξα = λιχουδιά

Λειχούσα = λεχώνα

Ληνός = πατητήρι που πατάνε τα σταφύλια

Λιάγκουβους = μικροκαμωμένος

Λιάλ’βα = βλακεία

Λιάσκει = λιάστηκε

Λιέτσιους = απεριποίητος, ασουλούπωτος

Λίμα = μεγάλη πείνα, εργαλείο

Λιμόρια = νεκροταφείο

Λιμπούδα ή λίμπα = σοκολατιέρα

Λιουγκούρς = μεγαλόσωμος άντρας και αφελής

Λιούτας = αλλόκοτος

Page 97: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Λουξ = δυνατή λάμπα που ανάβει με βενζίνη

Λόυρα = γύρω – γύρω

Λούσκι = έκανε μπάνιο, λούστηκε

Λούτσα = μουσκίδι, μούσκεμα

Λυκάνσου = γλυκάνισο

-Μ-

Μαγλαράς = μαγουλάς

Μαγουρίζω = λερώνω

Μαθέ = βέβαια

Μάιντε = άιντε, πούντο

Μακιδουνίσ’ = μαϊντανός

Μαλαγάνα = καταφερτζής, κόλακας

Μαλάς = μυστρί

Μαλιουκάτ’ = κακός άνθρωπος

Μαμαλίγκα = πηχτός χυλός (αλεύρι και λίπος)

Μανάκα = η γιαγιά

Μάνι – μάνι = γρήγορα

Μανιά = γιαγιά

Μανίζου = θυμώνω

Μάνταλους = σύρτης

Μαξούς = επίτηδες

Μαργώνου = μουδιάζω

Μαρί! = καλέ!

Μασάλ’ = παραμύθι, αστείο

Μασιά = πιάστρα που μαζεύουν, πιάνουν τα κάρβουνα

Μαστραπάς = σοφράς (χαμηλό τραπέζι)

Ματσαλώ = μασώ

Μάχνα = κουράγιο

Μαχούδα = λεπτή σανίδα

Μηλιαδέρφ’ = αδερφός μετά από υιοθεσία

Μιντέρ’ = καναπές

Μισάντρα = χωνευτή ντουλάπα

Μισιριά = καλαμποκιά

Μισμπόζ’ = υπόγειο

Μόκο = ησυχία

Μουκαϊτιά = όρεξη για δουλειά

Μουλώνω = σταματώ να μιλώ

Μουρντάρς = ακάθαρτος

Μούτιψει = έχασε το ηθικό του

Μούτσκα = μούρη, μύτη

Μπαΐρ’ = βουνό

Μπακράτσ’ = μικρό χάλκινο δοχείο

Μπάμπου = γιαγιά

Μπανίσκι = έκανε μπάνιο

Μπασκί = φυτευτήρι

Μπέγκους = λόφος

Μπιμπλιά = στραγάλια

Μπισίκ’ = κούνια παιδική

Μπιτσιακούδ’ = μικρός σουγιάς

Page 98: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Μπλιάκακας ή μπάκακας = ο βάτραχος

Μπλουνσκώνω = κολακεύω

Μπόμπα = χωμάτινος βωμός

Μπόσκους = χαλαρός

Μπουζνάρα = τσέπη (παντελονιού ή πουκάμισου)

Μπούκλος = παγούρι ξύλινο

Μπουλαντίζου = αναγουλιάζω

Μπουμπουτίζου = ανανεώνω τη φωτιά

Μπουνέλου = πιρούνι

Μπουρλιάζω = περνώ φύλλα καπνού σε κλωστή

Μπουρμάς = κάνουλα

Μπρούμτσι = έπεσε, γονάτισε

Μπρουσνέλα = το ζώο που οδηγεί το κοπάδι

Μυστήρας ή μουστερής = υποψήφιος

-Ν-

Ναβάλ’ς = χαζός

Νάκους = χαζός

Νενέ = η μεγάλη γιαγιά

Νεροστρόφος = μπουρίνι

Νηπαμένους = ξεκούραστος, αναπαυμένος

Νησκάδα = πείνα

Νίβουμι = πλένομαι

Νιγλιάζου = αναγουλιάζω

Νινιό = μυαλό

Νιρουκάηκα = δίψασα πολύ

Νιρουφιούμι = κλαίω ηχηρά, με αναφιλητά

Νίσμπα = υπόγειο (κρεμούσαν τα σανδάλια να μαλακώσουν)

Νιτριχιάζουμι = ανατριχιάζω

Νίφτσι = πλύσου

Νιχιός = μεγάλο ταψί

Νότ’ = υγρασία

Νουμάς = ο μεγαλύτερος από τους βώλους (παιχνίδι)

Νταβάς = ρηχή κατσαρόλα

Νταβραντίζου = ζωηρεύω, δυναμώνω

Νταγιαντίζου = παίρνω θάρρος

Ντάλ’ =κλαδί

Ντάλα = ακριβώς

Νταμώνου = ενώνω

Νταρλιάζω = θολώνω

Νταρντανιάσκα = κουνήθηκα

Ντέγκ’ = ζύγι

Ντιβανές = βλάκας

Ντίλους = κάνουλα βαρελιού

Ντος = χτύπα

Ντουλαμάς = γιλέκο

Ντουρντουβάκ’ = εργάτης για καταναγκαστικά έργα επί βουλγαρικής κατοχής

Ντρουβάνα = βαρέλι σε σχήμα κώνου όπου το γάλα γίνεται βούτυρο

Νυφουστόλ’ = σεντόνι στον τοίχο στολισμένο με κισσό (όσα πάρ’ η νύφ’ στο νυφουστόλ’)

Page 99: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

-Ξ-

Ξανάστρουφα = ανάποδα

Ξηρουσούλνιαρου = βρύση που στέρεψε

Ξιαλλάζου = ξεντύνομαι

Ξιαπουλνώ = αφήνω κάτι ελεύθερο

Ξιγκουρλώνω = χαζεύω, παρατηρώ

Ξιθέκου = τελειώνω τη φυτεία

Ξικαστρίζου = κόβω τα κλαδιά δέντρου

Ξικόβουμι = κουράζομαι πολύ

Ξιναχώνου = ξεθάβω

Ξιπανιλώ = λιώνω

Ξιπαραλιούμι = ξηλώνομαι

Ξιπατώνου = ξεριζώνω, καταστρέφω

Ξιπουβγάζου = αποχαιρετώ, ξεπροβοδώ

Ξιπουτλίγου = ξετυλίγω

Ξισκουρνίζου = τρομάζω (τις κότες)

Ξιστουχώ = ξεχνώ

Ξυλουγαδάρα = ξύλινη κατασκευή που χρησιμεύει για το καθάρισμα του χωραφιού από

τις πέτρες

Ξυστρί = μεταλλική χτένα για ζώα

-Ο-

Όκνα = η πέτρα που κλείνει την πόρτα του φούρνου

Όρκους = πύον

Ό,τι φτάσ’ = ό,τι να ’ναι

Ουμώνου = ορκίζομαι

Ουντάς = κάμαρα

Ούρα = ζήτω

Ούργιου (αυγό) = κλούβιο (αυγό)

Ούρδα = μυζήθρα

Ουρουμίδα = το στενό χώρισμα μεταξύ δυο σπιτιών

Όχιντρα = οχιά

Όχτας = χωμάτινος τοίχος

-Π-

Παίδημα = ταλαιπωρία

Παμπόρ = χαρταετός

Παντζιάκα = η χοντρή μάλλινη κάπα του βοσκού

Πάπδεις = οι παππούδες

Παπλιάκ’ς = ο παππούς

Παπούδα = φαγητό από αρνίσια εντόσθια και ρύζι

Παραβλώ = τεμπελιάζω

Παραμαζώνου = παρασύρω μαζί μου ή κατσαδιάζω

Παράνουμα = παρατσούκλι, παρανόμι

Παραντίδα = ο κρόταφος

Παραξηλώνου = ξηλώνω πολύ αλλά και το παρακάνω

Παραπόρτ’ = κρυφή πόρτα

Page 100: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Παρασκύφτου = σκύβω και βλέπω

Παρασόλ’ = ομπρέλα

Παραστατό = κατώφλι

Παραχώνου = θάβω

Παρμάκια = ξύλινα κάγκελα

Παρούλα = χειραψία

Παστάλ’ = ματσάκι από φύλλα καπνού

Πασταλιάζου = στάδιο της επεξεργασίας του καπνού

Πατλάκ’ = βαρελότο

Πατόγκεις = πολλά ψέματα

Πατούνα = η πατούσα

Πατσάς = το κεφάλι

Πάψεις = διακοπές

Πες = παραδίνομαι

Πηλικότσ’ = ο αστράγαλος

Πηρέτς = σερβιτόρος σε γάμο

Πιδημός = κούραση

Πιλέκα = κομμάτι τυριού ή ξύλου

Πινακωτή = ξύλινη κατασκευή που έβαζαν τη ζύμη για το ψωμί για να ψηθεί

Πινιούμι = παινεύομαι

Πισκέφαλου = μαξιλάρι

Πισταίνουμι = κουράζομαι

Πιστρίζου = καθαρίζω το σώμα του ζώου

Πιστρουφίκια = δώρα που δίνει η νύφη στους συγγενείς της μάνας της

Πιτνός = κόκορας

Πιτσκάρσει =ξέφυγε κάτι απ’ το καλούπι του

Πιχαλιάνου = ξεκουράζομαι

Πλαϊτό = το τρέξιμο

Πλάλι = τρέχα

Πλαλώ = τρέχω

Πλάρ = μικρό άλογο

Πλασταριά = στρογγυλό ξύλο που πλάθουν ψωμί

Πλαστήρ’ = κυλινδρικό ξύλο για άνοιγμα φύλλου

Πλατέα = πλατεία

Πληβρίτουσι = κρύωσε

Πλιγούρ’ = φαγητό από χοντρό αλεσμένο σιτάρι

Πλιθί = μικρό άψητο τούβλο

Πλώχουρους = ευρύχωρος

Πνακουτή = φόρμα του ψωμιού

Πουιάτα = αποθήκη

Πουρδουκλώνουμι = σκοντάφτω

Πουτσναρούδ’ = στενό χωνί από τενεκέ για το φύτεμα του καπνού

Πούφλιους = μαλθακός

Πόφκα = ψέμα

Προσαψίδια = προσανάμματα

Προσόψι = πετσέτα προσώπου

Πσκέφαλου = μαξιλάρι

-Ρ-

Page 101: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Ρέχα = φλέμα

Ριτζιέλια = γλυκό από κολοκύθι και μούστο

Ριφινές = ίση συμμετοχή στα έξοδα

Ρουφούζ’ = δεύτερης ποιότητας καπνός

-Σ-

Σαβουρντώ = πετώ

Σάλιακας = σαλιγκάρι

Σαλίστρα = ελαφρύ φόρεμα

Σαλτίζου = κάνω άλμα, πηδώ

Σάμπους = μήπως, σαν

Σαντάλ’ = συσκευασία από έξι ξερές βέργες καπνού σε σπάγκο, που πιάνονται σε ένα

τσιγκέλι

Σαντέδκους = ο γνήσιος καθαρός καπνός

Σαουχτίζω ή σουχτίζω = τελειώνω γρήγορα μια δουλειά

Σάρα = το πρώτο γάλα μετά τη γέννα

Σαράπα = κατώτερης ποιότητας καπνός

Σαρίκ’ = μεγάλη βέργα (2,5μ.) απ’ όπου κρέμονται φύλλα καπνού σε σπάγκο για στέγνωμα

Σασίρτσα = σάστισα

Σβάρνα = γεωργικό εργαλείο που διαλύει τους βωμούς χώματος

Σιαμί = μαύρη μαντίλα

Σιασιρμάς = αναστάτωση, χαμός

Σιασιρντίζου = τα χάνω

Σινί = μεγάλο ταψί ειδικό για ψήσιμο πίτας

Σιόλ = φλιτζάνι

Σιτζίμ = λεπτό, γερό σκοινί που δένουν τα δέματα του καπνού

Σκαλήνα = χοιρομέρι

Σκαμνούδ = σκαμνάκι

Σκανιάζου = στενοχωριέμαι

Σκαρίδ’ = ξύλινη λεκάνη για ζύμωμα

Σκλίδα = κομματάκι

Σκύβαλου = ότι μένει μετά από κοσκίνισμα σιταριού

Σμάδια = σημάδια ή βέρες

Σνι = ταψί

Σνιουρίζουμι = συνερίζομαι, συναγωνίζομαι

Σνουρίζουμι = συναγωνίζομαι

Σουλνάρ’ = βρύση με τρεχούμενο νερό

Σούντσει = έσκασε, αγανάκτησε

Σουπιέρα = βαθιά πιατέλα

Σούρβα = κάλαντα ανήμερα της Πρωτοχρονιάς, το ποδαρικό

Σουφράς = κοντό στρογγυλό τραπέζι

Σπαθόλαδου = ξερό αγριολούλουδο για πληγές

Σπαργουμέν’ = γεμάτο (στήθος) με γάλα

Σπίρτου = οινόπνευμα

Στάβα = η φωτιά που ανάβουν σε κάθε γειτονιά του χωριού την τελευταία Κυριακή της

Αποκριάς

Σταλαχίζουμι = θέλω κάτι πολύ

Σταλιβριά = μουσταλευριά

Στάμα = το 1/4 του στρέμματος

Σταυρώνου = συναντώ

Page 102: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Στέκα = σταμάτα

Στιμάρου = υπολογίζω

Στραπουκάφτ’ = αστράφτει

Στραχώθκει = έσφιξε το χώμα

Στρέχου = συμφωνώ

Στρίζου = παροτρύνω

Στριχιά = η άκρη της στέγης

Στυλιάρ’ = χειρολαβή ξύλινη γεωργικών εργαλείων

Στυλώνω = αντιστέκομαι

Σύρε = πήγαινε

Σφάλακας = τυφλοπόντικας

Σφουκστήρ’= πετσέτα

Σφούνι = κάλτσα

Τάβλα = πετσέτα

-Τ-

Ταΐ = φαγητό

Ταϊφάς = οικογένεια

Ταμάχ’ = η πλεονεξία

Τανίζου = τεντώνω

Ταπέδιρα = τα έριξα

Ταπουτώρα = προηγουμένως

Τάτας = πατέρας

Τατσίνα = θεία

Ταχιά = αύριο το πρωί

Τέκα ή στέκα = στάσου

Τέλ’ = το σύρμα

Τζάτζα = ακαταστασία

Τζιαμάλας = βαθύς γκρεμός

Τζιάχτ’ = κουράγιο

Τζιμπές = μακρύ μαύρο πανωφόρι

Τιζάρου = τεντώνω και μεταφορικά πεθαίνω

Τιρδίκ’ = κοντή πλεχτή κάλτσα ως το αστράγαλο

Τλιγαδιάζου = τυλίγω το νήμα στη ρόκα

Τμαρεύου = συγυρίζω το σπίτι

Τν’ άλλ’ = μεθαύριο

Τόι = το ζώο

Τουξουπίσ’ = από πίσω

Τούπκα = κατακόμβη

Τούρνα = είδος ψαριού και ο κουτός άνθρωπος

Τράφους = ακαλλιέργητη άκρη του χωραφιού

Τραχλιά = το κούμπωμα ενός ρούχου πίσω

Τριβόλ’ = αγκάθι

Τριχάχαλου = εργαλείο με τρία «δόντια για το πέταγμα της κοπριάς

Τρουβάς = σάκος

Τρουχαλιά = σωρός από πέτρες

Τσαγκαρώνου = σκαρφαλώνω

Τσακίρσ’ = γαλανομάτης

Τσακίτσι, χαντακώτσι = φύγε, χάσου

Τσακμακίζου = σπινθιρίζω

Page 103: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Τσάκνου = κομμάτι ξύλου για προσάναμμα

Τσαντήλα = άσπρο ύφασμα για το στράγγισμα του γάλακτος

Τσιανάκα = μεγάλο βαθύ πιάτο

Τσιαπάν = επάνω

Τσιαρντάκ = ανοιχτό σαλόνι

Τσιατάλ’ = διχάλα

Τσιατμάς = λεπτός τοίχος από ξύλινα δοκάρια

Τσιβδός = αυτός που ψευδίζει

Τσιβρές = μεγάλη άσπρη μαντήλα για τον ήλιο

Τσιμπέρ’ = μαντήλα

Τσιούλ’ = σακί που τυλίγουν τα δέματα του καπνού

Τσιπούδα = πίτα

Τσιρβούλια = τσαρούχια

Τσιτίν’ς = γρήγορος

Τσκίθι = πέρα

Τσόλ’ = χοντρός μουσαμάς για τη βροχή

Τσουράπια = κάλτσες

Τσούρλους = απόστημα του σώματος, σπυρί με πύο

Τυράνσμα = μαρτύριο

Τυχώντας = τυχαίος

-Υ-

Ύψουμα = αντίδωρο

-Φ-

Φαράσ’ = φτυαράκι

Φεύγα = φύγε

Φιγγούδα = μικρό τζάκι για μαγείρεμα το καλοκαίρι (στην αποθήκη)

Φιλί = φέτα ψωμιού και φιλί

Φκέλ’ = η δικέλλα

Φκιά = κουκιά

Φκυάρα = φτυάρι

Φλικ = η θηλιά

Φλικώνου = κουμπώνω

Φνίκ = ο λοβός του αρακά ή της φασολιάς

Φουρκάλ’ = η σκούπα

Φουρλαντίζω = ρίχνω κάποιον κάτω

Φριξ’ = φόβος, τρομάρα

Φτουρώ = τελειώνω γρήγορα

Φτω = φτύνω

-Χ-

Χαβάν’ = γουδί

Χαϊάτα = διάδρομος κλειστός

Χαϊνταμάκ’ς = μάγκας

Χαλάλ’ = ευχαρίστως

Χαλεύου = θέλω

Page 104: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Χαλνιέμι = αδιαθετώ, ψυχραίνομαι με κάποιον

Χαμουτζίδκου = μαγαζί για εξαρτήματα ζώων

Χάνω = χασμουριέμαι

Χαρά = ο γάμος

Χαρέλ’ = μεγάλο σακί για σιτάρι

Χαρχάλεμα = σιγανός θόρυβος

Χασές = βαμβακερό ύφασμα

Χασίλ’ = το πράσινο βλαστάρι του σιταριού ή κριθαριού

Χασουμέρσα = καθυστέρησα

Χερ-χερ = βιαστικά

Χιλιντζές = η νοθεία, ψευτιά

Χλιάρ = κουτάλι

Χλιάρα = κουτάλα, ή πολυλογού

Χλιαρουθήκ’ = κουταλοθήκη

Χμαζ’ = χιονίζει

Χουγιάζου = φωνάζω

Χούι = συνήθεια

Χουλιώ = πικραίνομαι

Χουνί = μπουρί (σωλήνας σόμπας)

Χουντζιάκ’ = καπνοδόχος

Χουχτίζου = ζεσταίνω τα χέρια με την αναπνοή

Χράμ = μάλλινο σεντόνι

Χρεία = ανάγκη αλλά και αποχωρητήριο

Χτάζου = βλέπω

Χτηματάρ’ = κτηματίας

Χτικιάζου = αδυνατίζω, παθαίνω φυματίωση

-Ψ-

Ψαρής = γκρίζο άλογο

Ψάρι = γκρίζο χρώμα

Ψιακί = δηλητήριο

Ψιακώνου = δηλητηριάζω

Ψυχουχάρτ’ = ψυχοχάρτι

-Ω-

Ω λε λε = ωχ! Αχ! κλάμα

Παροιμίες

- Άλλα λέει παπάς, άλλα ακούν τ’ αυτιά σ’.

- Άλλνοι σκάβουν κι κλαδεύουν κι άλλνοι πίνουν του κρασί.

- Ανάφιρεις του σκύλου, πάρει κι του ξύλου.

- Γλυκός ύπνους του προυί, παλιά ρούχα τ’ Λαμπρή (Δούλευε για να έχεις).

- Η πρώτ’ νύφ’ δούλα, η δεύτερη κυρά, η τρίτ’ αφέντρα.

- Η όρνιθα σκαλίζουντας ήβγαλει του μάτι τ’ς.

- Καλύτερα να συ ζλεύουν παρά να σ’αλπούντει (λυπούνται).

- Κάτα, όταν δε φτάν’ τα ψάρια, τα φτα. (Όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια).

- Λάτριβει σκύλου να συ γαβγίζ’. (Κάνεις καλό και βρίσκεις κακό).

Page 105: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

- Μην αλπάσει άνθρωπου που τραβίζ’ απ’ του κεφάλι τ’. (Ο ξεροκέφαλος).

- Μι μια τσκουριά δεν κόβιτει του δέντρου. (Χρειάζεται πολλή προσπάθεια).

- Όλνοι τρων μι του δισπότ’. (Όλοι κατορθώνουν κάτι όταν έχουν τα μέσα).

- Όλνοι γιλούσαν μι μένα, κόβουμαν κι γω στα γέλια.

- Τ’ απίδ’ κατ’ απ’ τ’ν απιδιά θα πέσ’. (Κληρονομικότητα).

- Νταντάντσει γρια στα σύκα (Συνήθισε στην παρανομία).

- Του βόδ’ τ’ν κουπριά τ’ , σ’ ράχη τ’ τ’ν ρίχν’.

- Του γαδούρ’ φταίει του σαμάρ’ κρουν.

- Χορτάτους του νησκό δεν τουν αλπάτει. (Περί αναισθησίας).

- Τ’ Αη-Κούκ’. (Του αγίου κούκου, δηλαδή ποτέ).

- Το’χει κούτρα τ’ να κατιβάζ ψείρεις (Έτσι είναι φτιαγμένος).

- Πάρει νύφ’ απού σειρά κι σκύλα απού κουπάδ’.

- Στήλουσει σα χιανέτκου βόδ’.

- Στραβός γάδαρος μι του φιγγάρ’ βόσκ’.

Διάφορες εκφράσεις

- Έ βα !!! Σιάχτσια α!!

- Έ βα !! φριξ’ πήρα!!

- Που λαμώθκεις πάλι βρε παλιόπιδου;

- Μαρή τι καλό κουρτσούδ’, τόβαλαν κι φλιόγκου!

- Ντάρλιασαν τα μάτια μ’.

- Αρνούτκου κιφάλ’ (ισχυρογνώμονας).

- Κούπους είνει ψ’χή μ’. (Φοβάμαι πολύ).

- Τσιάμ-τσιάμ-τσιρντάκ (Ό,τι νάναι).

Κατάρες

- Κακό ψόφου νάχ’ς.

- Να κατσ’ μίγα στ’ άντιρους. (Με αποτέλεσμα να πεθάνεις).

- Να πιθάνς Μάη μήνα κι νάνει κι Τρίτ’. (Τρίτη που είναι παζάρι με αποτέλεσμα να μην έχει

καθόλου κόσμο στην κηδεία του).

- Του χαμπέρ’ να σε φέρουν. (Να φέρουν την είδηση ότι πέθανες).

- Να πέισ’ κι να μη σκουθείς.

- Στου σπίτσ’ να μην πιθάνσ’.

Όρκοι

- Σ’ ουρκίζουμι στα παιδιά μ’.

Page 106: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Το γλωσσικό ιδίωμα των Νταρνακοχωριτών

Για το γλωσσικό ιδίωμα της γύρω περιοχής του χωρίου μας (Εμμ. Παπάς) έχουν δημοσιευθεί αρκετά σε προηγούμενα τεύχη του παρόντος περιοδικού και όπως έχουμε γράψει το ιδίωμα αναφέρεται στη μεγάλη ομάδα των βορείων ελληνικών ιδιωμάτων που έχουν κοινά γνωρίσματα. Στη σημερινή εργασία θα αναφερθούμε σε διάφορα γραμματολογικά φαινόμενα με παραδείγματα για να γίνουν περισσότερο κατανοητά και με σχετικό κείμενο για να φανεί καλύτερα σε συνεχή λόγο ο χωριάτικος ιδιωματισμός.

ΑΡΘΡΑ

Κατά την κλίση τον ονομάτων και επιθέτων χρησιμοποιούμε ως γνωστό τα άρθρα. Το αρσενικό άρθρο ο, συνήθως μετατρέπεται σε ου, όπως: ου αγγουνός. ου κουμπάρους, ου ζ'μπέθιρους.

Στην αιτιατική το άρθρο τον μετατρέπεται σε τουν, όπως: τουν αγγουνό, τουν κουμπάρου, τουν ζ'μπέθιρου. Στην αιτιατική του πληθυντικού το άρθρο τους γίνεται τ'ς και η κατάληξη του ουσιαστικού αντί σε ους γίνεται οι, π.χ.: τ'ς αγγουνοί αντί τους εγγουνούς, τ'ς κουμπαραίοι, τ'ς ζ'μπιθέρ'. Άλλα ονόματα: τ'ς καφιτζήδις, τ'ς μπακάλι'δις, τ'ς νοικοκυρές, τ'ς πατάτις κ.λπ.

Και τα επίθετα ακολουθούν τους ίδιους κανόνες: Ου παλαβός, ου καμένους, τ'ς παλαβοί, τ'ς σχαμιρές, τα χαντακουμένα κ.λπ.

Όσο για τα παραθετικά των επιθέτων σχηματίζονται περιφραστικά με το πιο = πχιο - και το ντιπ.: Δεν υπάρχει πχιο χαζός απ' αυτόν. Ντιπ Ζουρλός είνι, Ντιπ χαϊβάν'

ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΑ

Και στα αριθμητικά έχουμε διαφορετικά ακούσματα κατά την προφορά. Έτσι στα απόλυτα έχουμε, ένας, μνιά, μνιανής (γυναίκας) τέσσιρις, πέντι, ουχτώ, ιννιά, ιξήντα, ιβδουμήντα. ινινήντα, ικατό, ιξακόσια, δγιο χιλιάδες κ.λπ.

Στα τακτικά δεν έχουμε πολλές διαφορές: Πρώτους, δεύτερους, πιντηκουστός και μισοπιντηκουστή κ.λπ. Στα ουσιαστικά αριθμητικά έχουμε: Πιντάρα, δικάρα, εικουσάρα, εικουσάρκου, πενηντάρα πενηντάρκου, κατουστάρκου, τριαντάρ'ς, σαραντάρ'ς κ.λπ.

Στα αφηρημένα ουσιαστικά έχουμε: Δεκαργιά, κουσαργιά, τριανταργιά. δγιακουσαργιά. Στην κατάληξη παρεμβάλλουμε το γράμμα γ, για να πλησιάσουμε περισσότερο στο άκουσμα της λέξεως. Πολλές φορές με τα ουσιαστικά αυτά πηγαίνει και το

Page 107: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

καμιά, όπως καμιά δεκαργιά παιδιά, καμιά εικουσαργιά στρατιώτες κ.λ.π

ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ

Για να διαβάσουμε τις αντωνυμίες χρειάζεται λίγη υπομονή. Οι προσωπικές αντωνυμίες δεν παρουσιάζουν δυσκολίες: Γω, μου, μ' και ιμένα, ισύ, συ. σ' ισείς, σας.

Οι κτητικές αντωνυμίες έχουν την μετατροπή του δ σε θ εκτός βέβαια από την παράλειψη αρκετών φωνηέντων:

Θ'κόζ ουμ - δικός μου - θ'κος σ', θ'κος τ' (δικός του)

θ'κή μ' (δική μου) - θ'κη σ', θ'κή τ'.

θ'κό μ', θ'κος σ', θ'κοτ' (δικό του)

θ'κοι μας, θ'κες σας θ'κα μας (δικά μας)

- Αυτό του πιγνίδ είνι θ'κομ δεν είναι θ'κος.

Και στις δεικτικές αντωνυμίες ε'χουμε αρκετές παραξενιές. Φτος, φτη, φτο, που θα πει αυτός, αυτή, αυτό.

Αυτού νου και αυτνού και αφνού, αφνής, αφνού, αφνοί, αφνούς κ.λπ.

- Αφνού τ' αυτουκίνητου είνι καλό. Αφνής τα μαλιά είναι κατσαρά.

Η αντωνυμία τέτοιος προφέρεται τέτχιος, τέτχια, τέτχιο και στον πληθυντικό τέτοιος γίνεται τέτνοι:

- Τέτνοι που είστι καλά να πάθη.

Κείνους, κειν', ικείν, κείνου.

Στη γενική το κείνους γίνεται αντί εκείνου, κ'νου, κ'νης, κ'νου.

Κ'νοι, κείνις, κείνα και κ'νους δηλ. εκείνους:

- Κ'νοι αν είχαν μυαλό δεν θα φεύγαν.

- Τουνς είναι αυτό του πιδουδ' Ι μαρή; (Τίνος είναι το παιδάκι;).

- Κ'νου τ' Γιώργη.. (Εκείνου του Γιώργου).

Στην ερωτηματική αντωνυμία ποιος, πιο πολύ ακούγεται κάποιο χ όπως: Πχιος, πχια, πχιο, πχιανού, πχιανής, πχιανού, πχιανοί, πχιες. πχια.

Page 108: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Από τις αόριστες αντωνυμίες έχουμε διαφορετικά ακούσματα στο τίνος που προφέρεται τουνς, όλος και όλους, ολ, όλου, όλοι και όλνοι, όλις κ.λπ.

Και στην αναφορική αντωνυμία όσος, η, ο, παρεμβάλλεται κάποιον και γίνεται στον πληθυντικό: όσνοι όσις, όσα.

ΡΗΜΑΤΑ

Στις καταλήξεις των ρημάτων αλλά και στο κυρίως θέμα έχουμε αρκετές αλλαγές. Δεν μπορούμε βέβαια να αναφέρουμε τις αλλαγές σε όλα τα ρήματα αλλά ενδεικτικά θα αναφερθούμε σε δύο τρία ρήματα. Στο ρήμα πηγαίνω που το λέμε πααίνω, έχουμε τους εξής τύπους:

Ενεστώτας: Πααίνω, πααίνς, πααίν, πααίνουμι, πααίντι, πααίνουν.

Παρατατικός: Πάινα, πάινις, πάινι. παΐναμι, παΐνατι, πάιναν.

Προστακτική: Πάινι, ας πάει παέντι, ας παν.

Μετοχή: Πααίνοντας

Στη μέση φωνή το ρήμα κουράζουμι έχει ως εξής:

Ενεστώτας: Κουράζουμι, κουράζισι, κουράζιτι, κουραζόμαστι, κουράζιοτι, κουράζουντι.

Παρατατικός: Κουράζουμαν, κουράζουσαν, κουράζουνταν κ.λπ.

Αόριστος: Κουράσκα, κουράσκις, κουράσκι, κουράσκαμι κ.λπ.

Προστακτική: Κουραστούς ας κουραστεί, κουραστείτι ας κουραστούν.

Εκείνο που θα πρέπει να προσέξουμε στον τονισμό στα πολυσύλλαβα ρήματα είναι ότι κατά την ομιλία μας, τονίζονται στην αντιπροπαραλήγουσα, δηλαδή στην τέταρτη συλλαβή από το τέλος, όπως χαίρουμιστι αντί χαιρόμαστε, κάθουμασταν, αντί καθόμασταν, έπλυναμι, αντί επλύναμε, διάθαζαμι αντί διαβάζαμε, παράδειγμα:

-Κάθ' μέρα χαίρουμασταν που πήγαιναμι για μπάνιου. Του μισημέρ' έπλυναμι τα χέρια, τρώγαμι, διάβαζαμι κανένα βιβλίου κι ύστιρα κουκλώνουμασταν μι κανένα σιντόν' για ύπνο.

ΠΑΡΑΓΩΓΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ ΠΟΥ ΣΗΜΑΙΝΟΥΝ ΚΑΤΑΓΩΓΗ

Page 109: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Σε -ιτης, -ιτς, -ώτ'ς, -σνος, -νος. Τιπουλιανίτς (από την Τοπολιάνη), Βισνικιώτς, Κατνουσκνός (Από την Κάτω Νούσκα), Τουμπνός (από την Τούμπα), Δουβισνός (από τη Δοβίστα), Σιρριώτ'ς, Σαλουνκιώτ'ς, Νιγριτ'νός, Ηπειρώτ'ς κ.λ.π.

ΥΠΟΚΟΡΙΣΤΙΚΑ

Τα περισσότερα των υποκοριστικών έχουν την χαρακτηριστική κατάληξη -ουδ, -ούδα, όπως: Πιδί - πιδούδ, αγγουνός - αγγουνούδ, αβγό - αβγούδ', σύκου - σκούδ', Μαριγώ - Μαριγούδα, κορυφή - κορφούδα, φωτιά - φωτιούδα, κόρα ψωμιού - κουρούδα, λαμπούδα, καφελίκ - καφιλκούδ', βζι - βζουδ', φούρνους - φουρνούδ', δάχλου - δαχλούδ', οντάς - ουντούδ', κουδούν' = γκδουν γκδουνούδ, ξύλου - ξλούδ κ.λπ.

ΜΕΓΕΝΘΥΤΙΚΑ

Οι καταλήξεις των μεγενθυτικών είναι σε -α, -αρα, -αρους, -ας -ούκλα, όπως: Καφελίκ - καφελίκα - καφελκάρα, τσανάκι - τσανακάρα - τσανάκα, πελέκι - πιλέκα - πιλεκάρα (πιλέκα ονομάζουμε μια φλούδα από ξύλο, εκδορά δέρματος ή φέτα), σκύλους - σκύλαρους, γάτος - γάταρους, κιφάλας, γκρεμανταλάς, μυταράς, χέρι - χερούκλα, πανώλη - πανούκλα.

ΠΑΡΑΓΩΓΑ ΕΠΙΘΕΤΑ

Σε -ιαρς, -αρκου

Σάλιου - σαλιάρ'ς, μεθύσι - μιθουκλιάρ'ς, μαράζι - μαραζιάρ'ς, τσ'λιάρς που θα πει φουβιτσιάρ'ς, μουχλιάρ'ς, σκατιάρ'ς (μι συμπάθιου), αρουστιάρς κ.λπ.

ΠΑΡΑΓΩΓΑ ΡΗΜΑΤΑ

Θα αναφερθούμε μόνο σε μερικά παράγωγα ρήματα από ουσιαστικά, δεδομένου ότι ανέρχονται σε χιλιάδες: Αράδα - αραδίζου, μπαμπάκι - μπαμπακιάζου, κόμπους - κουμπιάζου, άμμους - αμμώνω, λαμμώνω - λαμμώματα, πέρας - πιρατώνου, κέρας - κιρατώνου, μπασκί (που θα πει φυτευτήρας) - μπασκιώνου, μουρντάρς μουρνταρεύου, κοντάρ - κουνταρεύου, (που θα πει χτυπώ με το κοντάρι ή τρώγω πολύ, φαγητό ή ξύλο με το κοντάρι), χλαπ - χλαπανίζου, γουρ - γουργουρίζου, πρατς - πρατσαλίζου κ..λπ.

ΣΥΝΘΕΤΑ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΤΙΚΑ

Από το άχυρο και το δρόμος βγαίνει αχυρόδρομος, κλαδί - κοπή - κλαδοκόπος, άνεμος - ζάλη - ανεμοζάλη, μάτι - φύλλο - ματόφυλλο, αλώνι - πέτρα - αλωνόπετρα, κολοκύθι - πίτα - κολοκυθόπιτα, με

Page 110: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

συμπάθεια κώλος - άντερο - κωλάντερο, αγρουχτάζου, παλιάμπελα, στραβόξ'λου.

ΣΥΝΘΕΤΑ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΑ

Όπως τα λέμε στο χωριό μας: Εκεί επάνω - ετσεί πάνω - τσιαπάν, εκεί κάτω - ετσεί κάτω τσ' κατ', εκείθε - τσ' κείθι. Σε άλλα γειτονικά χωριά μας συνηθίζουν να λένε σιαπάν, σιακάτ, σιαπέρα, σιαδώθι..

ΑΛΛΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Τα ρήματα, που στην νεοελληνική συντάσσονται με γενική προσωπικής αντωνυμίας, στα χωριάτικα μας συντάσσονται με αιτιατική, όπως: Σι λέου αντί σου λέω, σι δίνου αντί σου δίνω, σι κάνου αντί σου κάνω, σ' είπα αντί σου είπα, σι ουμιλώ αντί σου μιλώ.

Για το έμμεσο αντικείμενο χρησιμοποιούμε αιτιατική αντί γενική, όπως: Τουν ψιμάτσα, του είπα ψέματα. Τουν είπα αντί του είπα. Μι διν'ς, αντί μου δίνεις.

Στη γενική του αρσενικού της προσωπικής αντωνυμίας έχουμε γενική θηλυκού: Τουν είδα κι τ'ς του πα - Τον είδα και της το είπα, αντί του το είπα. Τουν βρήκα κι τ'ς το 'δουσα. Αντί τον βρήκα και του το έδωσα, το λέμε τον βρήκα και της το έδωσα.

Η αιτιατική πληθυντικού χρησιμοποιείται και για τον ενικό: Τ'ς το' πα - αντί του τό 'πα, τ'ς τόδωκα αντί του τό 'δωκα, τ'ς τό 'καμα, αντί του το έκαμα.

Ύστερα από τόση γραμματική και συντακτικό ας πάμε σε ένα χωριάτικο κείμενο για να κάνουμε εφαρμογή κατά το δυνατόν των όσων ελέχθησαν.

ΧΩΡΙΑΤΙΚΑ ΜΑΣΑΛΙΑ

'Όταν κάθεσαι στο καφενείο, ακούς πολλά παράξενα, σοβαρά και αστεία. Για όσα θα γραφούν, μην ψάχνετε να βρείτε ποιος τα είπε και για ποιον. Μπορεί μερικά περιστατικά να τα παραφέρνετε με γνωστές ιστορίες και περιστατικά του χωριού μας. Δεν έχουν όμως άμεση σχέση με πρόσωπα και πράγματα αποκλειστικά του χωριού μας.

Κάθεται ο Νίκος φαρδιά πλατιά στο καφενείο, ανάβει το τσιγάρο του και με ύφος βαρύ και σοβαρό δίνει τη διαταγή.

- Δημητράκ', ένα σκέτο καφέ. Δγιέ μα, του καφιλίκ' να του καθαρίεις καλά να μην έχ' ζάχαρ!

Page 111: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Όταν καθόταν ο Νίκος στο καφενείο σιγά σιγά μαζευόταν και άλλοι θαμώνες τριγύρω του γιατί ο Νίκος ήταν "μουχαμπετσής κι καλαμπουρτζής" και καθόταν να ακούσουν καμιά καινούργια ψεύτικη ή αληθινή ιστορία. Ήταν πράγματι κοσμογυρισμένος ο Νίκος και έκανε καμιά δεκαριά χρόνια στο εξωτερικό αδιάφορο βέβαια αν πολλές φορές κατά τη διήγηση του χωρίς να το καταλαβαίνει τα χρόνια της ξενιτιάς τα έβγαζε τριάντα και σαράντα.

- Να σι κιράσου κανένα κουνιάκ Νίκου, είπε ένας θαμώνας του καφενείου.

- Α, τώρα που είπις κουνιάκ σκέφ'κα μια ιστουρία παλιά. Ήμαν σ' Καβάλα στου λιμάνι σ' ένα κουτούκ' κι όπους έπνα του καφέ έρχιτι ένας ναυτικός του λιμενικού κι λέει τουν κάπηλα, ένα γέροντα αρκετών χρόνων:

- Έχετε κονιάκ;

- Α, όχι πιδί μ.

Ο ναυτικός περιεργαζόταν τα ράφια του καταστήματος και έπεσε το μάτι του σε τρία κατασκονισμένα μπουκάλια που έγραφαν "ΜΕΤΑΞΑ".

- Και αυτά εδώ τι είναι παππού;

- Είνι κουνιάκ, μα δεν είνι για σας. Είνι πουλύ παλιά. Τάχου καμιά εικοσαριά χρόνια.

- Φέρτα και τα τρία παππού, θα στα πληρώσω και με το παραπάνω.

- Δεν ήξιρι ου καημένους ότι του παλιότιρου ήταν κι καλύτερου.

Ένα παρόμοιο περιστατικό μας διηγήθηκε πάλι ο Νίκος αυτή τη φορά από της Κοζάνης τα μέρη. Είπαμε ότι ήταν κοσμογυρισμένος. Δούλευα ικεί κανένα χρόνο κι κάποτι ήρθι στο καφενείο ένας Ιταλός που ιργάζονταν σ' Πτουλιμαΐδα, ζήτησι από τουν καταστηματάρχη ένα πουλύ νέου πιδί, να του δώσι τυρί ροκφόρ. Του πιδί δεν ήξιρι τι είνι του ρουκφόρ, και είπι στουν Ιταλό ότι αύριο θα φέρει φρέσκο. Να μη τα πολυλουγούμι τ'ν άλλη μέρα έφερι του ρουκφόρ κι όταν ήρθι ο Ιταλός το παρουσίασι μαζί μι κάποιου πουτό.

- Ωραία είπι ου Ιταλός. Κάθι μέρα που θάρχουμε θα μι διν'ς 'που λίγου. Πέρασαν κάμπουσις μέρις κι του πιδί είπι στον Ιταλό ότι για σήμιρα δεν έχου ρουκφόρ γιατί χάλασι κι μούχλιασι.

- Φερτού δω βρε τώρα ουρίμασι. Κι άρχισι να τρώει μουχλιασμένο ροκφόρ κι του πιδί μόνον που τουν έβλιπι τούρχονταν να κάν' εμιτό

Page 112: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

κι να βγάλ' τα μελαγχόνια τ' όπους λέμι τ' άντιρα τ'. Πού να ξέρ' του πιδί ότι του ροκφόρ πρέπ' να βγάλ' σκλήκια για να γίν' καλό.

Ο Νίκος όταν άρχιζε τις ιστορίες δεν τελείωνε εύκολα.

- Σ'ν Αθήνα έκανα 6 χρόνια, σ' Γαλλία έκανα 4 χρόνια, σ'ν Αμερική 3 χρόνια, στα καράβια 8... κι θα συνέχιζε ακόμα αν κάποιος από τους παρακαθήμενους δεν του σταματούσε για να του πει ότι:

- Νίκου. Συ μιλάς αλλά μεις δω έγραφαμι τα μέρη που πήγις κι πόσα χρόνια έκανες στου καθένα. Αν ξεκίνσες στα 20 χρόνια, ξέρς πόσου χρουνό είσι τώρα; 92...

- Μα ιγώ είμι 60 ρε.

- Α ιμείς τόσου τα βγάλαμι.

- Βρε τ'ς κιρατάδις. Δγιες τι κάνουν. Μιτρούν τα χρόνια που δούλιβα.

- Αντε ρε κάτσ τι δω να σας πω τώρα μια αληθινή ιστουρία. Κότσι κι συ δάσκαλι για να δγεις τι έκανε ένας συνάδιλφους. Άσι αφνούς δω. Ιδέα τ'ς είνι να μι σκαρώσουν καμιά κασκαρίκα.

- Ήταν που λες, ένας δάσκαλους, νέους σ'ν υπηρισία, κι έπριπι να καν' μια ουμιλία σ' γουνείς, θρησκευτικού πιριιχουμένου. μπρουστά μάλιστα κι στουν ιπιθιουρητή. Είχι όμους τρακ. Πάει στουν ιπιθιουρητή κι του λέει δεν μπουρεί να κάν'τν ουμιλία.

- Άκουσε παιδί μου, του λέει ο επιθεωρητής. Λίγου προτού αρχίσει η ομιλία να πιεις κανένα ποτηράκι κονιάκ και όλα θα πάνε καλά. Θα λυθεί η γλώσσα σου.

Ο νεαρός δάσκαλος πήγε στο διπλανό μαγαζί, αγόρασε ένα μπουκαλάκι κονιάκ και ασφαλώς θα ήπιε αρκετό αν δούμε το αποτέλεσμα. Στο τέλος της ομιλίας πλησίασε τον επιθεωρητή και του είπε:

- Τα πήγα καλά κύριε επιθεωρητά;

- Όλα καλά εκτός από τέσσερα σφάλματα.

- Ποια κύριε; Κατά πρώτον ο Πιλάτος είπε "Νίπτω τας χείρας μου" και όχι "Κα'μτι ό,τι σας κατιβάσ' πατσιά σας, κουτουρνίΒια" κι ούτι έκανε τη χειρονομία που έκανες εσύ με το χέρι σου προς τα κάτω.

- Δεύτερον που προσπαθούσε να εκδιώξει ο Ιησούς τους εμπόρους από τον ναό δεν πήρε καμιά μαγκούρα, ούτε είπε "άει στο διάβολο, κιρατάδις ξικουμπιστείτι απού δω, να μη σας ξαναδώ στα μάτια

Page 113: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

μ',", αλλά ως γνωστόν η περικοπή του Ευαγγελίου λέει: "Και ποιήσας φραγγέλιον εκ σχοινιών εξέβαλεν εκ του Ναού πάντα λέγων: Άρατε ταύτα εντεύθεν. Μη ποιείτε τον οίκον του πατρός μου, οίκον εμπορίου".

- Τρίτον, όταν τελειώνει η ομιλία δεν λεν "άντε γεια σας κι δρόμου να πάρτι τ'ν αραιά σας", δηλαδή να φύγετε να αραιώσετε.

- Κι τέταρτον όταν κατέβηκες από το βήμα έπρεπε να κατεβείς από τις σκάλες και όχι να κάνεις τσουλήθρα από τα κάγκελα. Είπαμε να πιεις ένα ποτηράκι κονιάκ και όχι ένα μπουκαλάκι.

Κι ενώ μιλούσε ο Νίκος σηκώθηκε πήρε ένα μπουκάλι μπύρα από το ψυγείο και φώναξε:

- Δημητράκ' τ'ν πήρα τ'ν μπύρα (δηλαδή... την πήρα την μπύρα). Και ήπιε ένα ποτήρι.

Κότσι δάσκαλι να σι πω ακόμα ένα μασάλ' κι ύστιρα μηχανή για του σπίτ'.

Σι κείνα τα χουριά που υπηρτούσις στου Παγγαίου, ένας παπάς είχι ένα πιδούδ' ζουηρούτσ'κου που έκαμι όλου ζαβουλιές. Του νήστιθι η παπαδιά για να κοινουνήσ', ικείνου όμους τα κατάφιρνε στα κλέφτ'κα να λαδών' τ' άντιρου τ'.

Μια Κυριακή σκώθ'κι του πιδούδ' να πάει σ'ν ικκλησιά να βουηθήσ' τουν παπά. Προτού ξικινήσ' άν'ξι του ψυγείου κι χλαπάν'σι ότι βρήκι. Λίγου Βραδινό κρέας, λίγου γιαούρτ' κι μια σουκουλάτα.

Όταν έφτασι ου παπάς στου "Μετά φόβου" κι είδι ου μικρός ότι πουλύς κόσμους πήγινι να κοινουνήσ', χώθκι κι αυτό μες στουν κόσμου άνοιξ'του στόμα τ' μια πιθαμή και κοινών'σι κανονικά. Την ώρα όμως που έφευγι, ο παπάς που δεν ε'βλιπι κι καλά αναρουτήθκι. "Μωρέ σαν να ήταν θ'κός ουμ αυτό του πιδούδ'".

Του μισημέρ' ρουτά τ'ν παπαδιά.

- Δε μι λες, του πιδί του νήστιψις για να κοινουνήσ';

- Οχ, αυτό έφαγι του σκασμό τ' χαραγιά τ'κα.

- Μα ιγώ του κοινών'σα.

Ζάλ' τ'ν ήρθι τ'ν παπαδιά. Δεν του χτύπσι όμους για να μη βγάλ' τ'ν κοινουνιά απ' του ξύλου κι παρ' κι αμαρτία. Αυτά που άκουσες δάσκαλι τώρα που καθόμασταν να γράψ' μιρικά στου πιριουδικό, είπε ο Νίκος. Του χιμώνα όταν διάβαζαμι τέτοια χουριάτ'κα χαίρουμασταν πουλύ. Μας αρέζουν τα χουριάτικα.

Page 114: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Γεωργίου Βοζιάνη

Διδασκάλου

Καταγραφή - προσαρμογή εργασίας στο διαδίκτυο

Αθανασιάδης Αθανάσιος

Xαρχή

Δαρνακοχώρια - Ιδιωματικό λεξιλόγιο

ΟΙ ΠΑΛΑΙΟΙ Σερραίοι, ιδιαίτερα οι άνθρωποι της Αγοράς, ξέρουν ποια είναι τα Δαρνακοχώρια και ποιοι οι κάτοικοι τους, οι Δαρνακοχωρίτες ή όπως τους έλεγαν αυτοί. Νταρνάκηδες.Οι νέοι. όμως, ίσως και το νοούν, όπως είναι πολύ φυσικά αγνοούν οι ξένοι (οι νέοι κάτοικοι της πόλης, που έχουν έλθει από διαφορά μέρη της χώρας), καθώς επίσης και οι κάτοικοι του υπόλοιπου νομού.Για τους αναγνώστες αυτών των ομάδων, οφείλω μια γεωγραφική και ονοματολογική ενημέρωση.Ανατολικά, λοιπόν, της πύλης των Σερρών σε απόσταση από 4 έως 15 χιλιομέτρων, δεξιά και αριστερά του οδικού άξονα Σερρών - Δράμα - Καβάλα - Θράκη - Κωνσταντινούπολη (και τώρα μισώ της Εγνατίας οδού) βρίσκονται. 5 χωριά: Αριστερά του δρόμου τα 3 ορεινά και ημιορεινά, κατά σειρά απόστασης. Ν. Σούλι (τουρκική ονομασία Σουμπάσκιοϊ). Άγιο Πνεύμα (Βισνίκιοϊ). Εμμανουήλ Παππάς (Ντουβίστα) και δεξιά τον δρόμου τα υπόλοιπα 2 χωρία, ημιορεινά και πεδινά: Χρυσό (Τιπόλιαν) και Πεντάπολη (Σαρμουσακλή και πολύ παλαιότερα Πέντε Πηγάδια).

ΣΤΑ 5 XΩΡΙΑ, που ήταν άριστα οργανωμένα σε κοινότητες από τα παλιά χρόνια της τουρκοκρατίας και είχαν αναπτύξει άριστη τοπική οργάνωση και καλλιέργησαν με φανατισμό και πάθος την ελληνική γλώσσα και την πίστη στη θρησκεία και δεν έχουν περιπτώσεις ατομικού ή ομαδικού "μηδισμού" με την ευρύτερη έννοια της λέξης στην πολυτάραχη διαχρονική πορεία τους, ανάμεσα από ποικιλόμορφες ξενικές επιδράσεις δέσποζε σαν πρωτεύουσα. η Πεντάπολη μεγαλύτερη σε έκταση και πληθυσμό, όπως ομολογούν Οι παλαιότεροι.ΕΘΝΟΛΟΓΙΚΑ, οι, κάτοικοι της περιοχής αυτής. πιστεύουν και rival και ιστορικά αποδεδειγμένο, ότι είναι, απόγονοι αρχαιότατης ελληνικής φυλής, που κατοίκησε τον τόπο αυτό πριν από αιώνες, με αδρά χαρακτηριστικά στο πρόσωπο, υψηλοί και σφριγηλοί, με ψυχικό σθένος και ανθεκτικό σώμα στην τραχύτητα των κλιματολογικών συνθηκών.Πρέπει να γίνει ιδιαίτερη επισήμανση για την γλωσσική τους αυτοτέλεια.

ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ τους ιδίωμα αποτελείται από ελληνικότατες λέξεις με ρίζες στην αρχαία αττική διαλεκτό (π.χ. το ρήμα βαδίζω είναι αραδίζω από το αρχαίο αραρίσκω) και με ελάχιστη επίδραση τουρκικών λέξεων στο λεξιλόγιο, από την μακρόχρονη, 470 χρόνων τουρκική κατοχή, κοινής άλλωστε χρήσης σε όλη τη χώρα (παζαρτζής, καφετζής. μουχαμπετσής, κ.λ.π.).

Page 115: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Ακόμα πρέπει να σημειωθεί ότι κάνουν κατάχρηση στα γλωσσικά φαινόμενα της κράσης, αφαίρεσης, συναίρεσης και της έκθλιψης, ενώ συγκόπτουν σχεδόν τις καταλήξεις ενικού και πληθυντικού, με ιδιαίτερη προτίμηση στα υποκοριστικά σε -ούδι και -ούδα, (της μάνας, τσ' μάνας, κορίτσι (κοριτσάκι) κουρτσούδ, καρέκλα, καρεκλούδα, καντήλα, καντλούδα).Ίσως εδώ να οφείλεται το δυσνόητο της συνομιλίας Δαρνακοχωριτών από τους μη μυημένους στη γλωσσική ιδιωματική αυτή πραγματικότητα, που προκάλεσε στο παρελθόν σκωπτικές κρίσεις.Σε μερικές λέξεις που αρχίζουν από δ προσθέτουν και ένα ν και τρέπουν το δ σε τ. Έτσι, ο δραγάτης γίνεται ντραγάτης, ο δαρνακοχωρίτης, νταρνακοχωρίτης κ.λ.π.ΤΕΛΟΣ, οι Νταρνάκηδες - Δαρνάκηδες. Δαρνακοχωρίτες, είχαν τα παρατσούκλια τους και αυτά χρησιμοποιούσαν στις μεταξύ τους συζητήσεις. Έτσι οι Σαρμουσακλιουτάδις (προτίμηση στην χρήση ι στον πληθυντικό), δηλαδή οι Πενταπολιώτες. έλεγαν τους Τιπολιαντάδις τους κατοίκους δηλαδή του Χρυσού, "αχυράδις". Και τους έλεγαν αχυράδις. γιατί οι Χρυσαίοι με τα γαιδουράκια τους που τα φόρτωναν τα τρανά δίκτυα και τα αλογόκαρά τους με πελώριους όγκους, που τους σχημάτιζαν με δίκτυα πάλι ή μουσαμάδες μετέφεραν προνοητικά μεγάλες ποσότητας άχυρου "στις αχυρώνες" τους που ήταν έξω από το χωριό για τον χειμώνα για ζωοτροφή, που ήταν τότε πάντα μακρύς.Οι Χρυσαίοι πάλι έλεγαν τους Πενταπολιώτες "τσιτάνδις'', παρατσούκλι που τους το κόλλησαν μάλλον οι, Ντουβισνοί, γιατί έκαναν κάπως τον αριστοκράτη, τον υπερήφανο και τον τεντωμένο (τσίτα).Οι Σουμπασκιοιλήδις, δηλαδή οι κάτοικοι του Ν. Σουλίου ήταν γνωστοί με το παρατσούκλι "σαλιακούδια", γιατί μάλλον, όπως μου λέγουν παλιοί Δαρνακοχωρίτες φορούσαν μια δερμάτινη ζώνη στη μέση και εκεί φύλαγαν ένα μαχαιράκι για να αμυνθούν σε περίπτωση κινδύνου.Οι Βεσνικιοτάδις, οι κάτοικοι του Αγίου Πνεύματος (Βεσνίκιοϊ) πήραν το παρατσούκλι "καμσάδις", επειδή φορούσαν υφαντά μακρομάνικα και στα μεγέθη του σημερινού γυναικείου μίντι υποκάμισα, πάνω από την "σαλβάρα" (τούρκικο σαλβάρι) και έδιναν έτσι μια γραφική εικόνα, οργώνοντας τα χωράφια ή κάνοντας άλλες γεωργικές δουλειές.Τέλος, οι κάτοικοι του Εμμ. Παπά, οι "Ντουβισνοί" είχαν σαν παρατσούκλι το όνομα "χνάρια", που θα πρέπει να έχει τη ρίζα του στη λέξη χήνα και θα πρέπει να συνδέεται με κάποια πρακτική σημασία.Ύστερα από την παραπάνω εισαγωγή, θεωρώ πως θα μπορέσει, κάπως, να διευκολυνθεί ο αναγνώστης των κειμένων που ακολουθούν, στα σημεία εκείνα που γίνεται χρήση των ιδιωματικών λέξεων.Δημήτριος Αλ. Αραμπατζής

Σημείωση 1: Η λέξη "νταρνάκας", δεν έχει ετυμολογηθεί ακόμη, αν και έγινε λόγος και σε βαλκανικό γλωσσολογικό συνέδριο στην Θεσσαλονίκη, όπως μας είχε πει πριν 25 περίπου χρόνια ο αείμνηστος τώρα καθηγητής Ανδριώτης του Αριστοτελείου". Υπήρχαν πολλές ετυμολογικές εκδοχές και εννοιολογικές ερμηνείες -εξηγήσεις. Η επικρατέστερη είναι να επικράτησε από την συχνή χρήση της λέξης δάρι-δω-να, εδώ κοντά, όπως το πελοποννησιακό "χάμω" - χαμουτζής.Σημείωση 2: Σε επιστολή μου, που έστειλα μαζί με τον 1ο τόμο, σε

Page 116: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

καθηγητές Πανεπιστημίου Αθηνών και Θεσσαλονίκης των Φιλοσοφικών Σχολών και άλλους ειδικούς επιστήμονες και γλωσσολόγους, με περιεχόμενο την παράκληση μου να αιτιολογήσουν τη λέξη "δαρνάκας", δεν πήρα απάντηση, αν και πέρασε από τότε, ένας εύλογος χρόνος.Πήρα, όμως, απάντηση από το γνωστό συγγραφέα κ. Σαράντο Καργάκο την οποία και παραθέτω εδώ:"Ευχαριστώ για τον "Χθεσινό Κόσμο" και την τιμητική επιστολή σας. Έχετε κάνει θαυμάσια εργασία. Έχετε δώσει τα παιδικά σας χρονιά με παιδικό τρόπο. Με την αφέλεια τον παιδιού. Έτσι, η συγκίνηση είναι πιο άμεση. Δεν έχω να κάνω αρνητικές παρατηρήσεις, για πράγματα που δεν ξέρω. Αυτά που γράφετε είναι ωραία. Όχι εξωραϊσμένα. Αν θέλετε μια γνώμη για το "Νταρνακοχώρια", ευχαρίστως. Απορώ με τον Ανδριώτη. Ο όρος πρέπει να προέρχεται από την τουρκική Dar, που σημαίνει στενός. Πραγματικά, τα Νταρνακοχώρια βρίσκονται σε στενή διάβαση. Πρέπει στο παρελθόν να ήταν Ντερβέν.

ΣΑΡΑΝΤΟΣ Ι. ΚΑΡΓΑΚΟΣ Φιλόλογος - Συγγραφέας

Δημήτριος Α. Αραμπατζής

Απόσπασμα από το βιβλίο "ο χθεσινός κόσμος"

Σέρρες 1994

Xαρχή

ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ

o Αλιμπισιά εχ αμά o Αμ πως κι δεν = ναι τι λες; o Άξινους κι απούξινους, άξει κι ξηρός κι απού ξαναρχής σούξινους o Απού μουναχό μ’ o Αρατστούς απού δω = φύγε, εξαφανίσου o Αρή κουρτσούδια ιλάτι να παίξουμι τσιατούδια o Αρμένικη βίζιτα = επίσκεψη που κρατά πολύ o Αρναούτκου κιφάλι = ισχυρογνώμονας. o Αφανιάσ’κει να κλαίει = κλαίει δυνατά για πολύ ώρα o Άφσει του ντίλου ανοιχτό κι χύθκει όλου του κρασί. o Βλάχ’κες κουρκουβέτεις = λόγια του αέρα o Γκαβό τυχηρό=για κάποιον που ευνοείται από ορισμένες καταστάσεις o Γκαϊλέ για τα γκαϊλια = στενοχώρια για τις κάργες o Δε γίνητει ζαπ. o Δω πατεί, κει βρίσκιτει = είναι πολύ ευκίνητος o Έβα!! Σιάχτσα α!! o Έβα!! Φριξ’ πήρα!! o Είχει δλ’εια κιαπέκιμ κάνταν ξιθάρρητ o Έκατσει εν αγκάθ στουν καρακλιάνου τ’ o Εμ πως κι δεν o Έπισει Σα πλασταριά o Έφαγε έναν νταραμό = έφαγε μάλωμα o Έχει καλή νοτ του χουράφ για θέσιμου o Ζούρσει κάτσεικάτσε = επί τέλους κάθισε o Ίϊβα σέι = πο!πο! πράμα!!

Page 117: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

o Ίρα ντεντέ = πο!πο!! o Ινχώρια ρούχα = ντόπια αντερί, πινιβρέκ΄ o Κατάπνει βατράχια = σιωπούσε υποχρεωτικά o Κατέβα να φάμι = για ψηλό άτομο. o Κουντούρκ’ βδουμάδα = όχι ολόκληρη o Κούπους είνει ψ’χή μ’ = φοβάμαι πολύ o Κ-ρντίσκει να γιλά = ξεκαρδίστηκε στα γέλια o Λυγίζ κείνους πάτσ’καρους. o Μαρή τί καλό κουρτσούδ, το βαλαν κι φλιόγκου o Μαζώθκει κούπους κουβάρ = μαζεύτηκε πολύ, ζάρωσε o Μαζώθκει ψ’χή μ’ κούπους = σφίχτηκε η καρδιά μου o Μ’έντουκει ήλιους = με χτύπησε ο ήλιος o Μι κουρντίσ’κει κει μπρουστά σα κανένας τρανός =κάθισε μπροστά σαν κάθισε

μπροστά σαν κάποιος σπουδαίος o Μπαιά σκλια ψιάκουσαν χτες o Νόμου τρόπου έκαμει = μεταχειρίστηκε όλα τα μέσα o Ντάλα μισημέρ. o Ντάρλιασαν τα μάτια μ’. o Ντόθκει-ντόθκει τίπτα δεν έκαμει = προσπάθησε πολύ αλλά δεν τα κατάφερε o Ντότει τουν = χτυπάτε τον. o Ξούμσα τα τσιράπια τ’. o Όλη τ’ μέρα χείμαζει = όλη την ημέρα χιόνιζε o Ότι φτάσει = ότι νά ναι-απερίσκεπτα o Ούργιου ήταν τ’ αυγό .= κλούβιο ήταν το αυγό o Ουρσούζικου πιδί βρε. = ανάποδο ( ζαβολιάρικο ) παιδί o Πααίνου να μαζώξου τα πράματα. = πάω να μαζέψω τα ζώα o Παέν’ς που παέν’ς = μια και πας o Πά παέν’ς; = πού θα πας; o Πάρει κι του δικανίκι, για να λαλείς του γάδαρου = πάρε και τη βέργα για να

παρακινείς το γάιδαρο o Πουδάρια σα τλιγάδια=πόδια λεπτά και στραβά o Πουδάρια σα τσάκνα=πόδια λεπτά σαν ξυλάκια o Πού λαμώθκεις πάλι βρε παλιόπιδου;. = πού λερώθηκες πάλι βρε παλιόπαιδο; o Πουλέμσει-πουλέμσει, δε μπόρισει να κάμ τίπτα = προσπάθησε πολύ o αλλά δεν τα κατάφερε. o Πουλύ πιστάθκα σήμιρα = πολύ κουράστηκα σήμερα o Ριζίλ μας έκαμι του παλιόπιδου. o Σαλά κι παρμένα = σαχλαμάρες o Σάματι ήθηλα να τουν ντόσου;. = μήπως ήθελα να τον χτυπήσω; o Σα παπλιάκ’ς τρως = σαν παππούς τρως. o Σα πλασταριά έπισι. o Σκλύτ’κου χιόν’ = το πρώτο χιόνι. o Σλιαμ σλιουμ κουκώνα Μαριγώ = ασυναρτησίες o Στέκα = στάσου o Στόμα σα χρεία = βρωμόστομος o Στραμπούλ’ξει τουν καρακλιάνου τ’ = στραμπούληξε το λαιμό του o Στραμπούλ’ξει του ξηρό τ’ = στραμπούληξε κάποιο άκρο ( χέρι ή πόδι ) o Τ’ Άη-Κουκ = του Αγίου Κούκου, ποτέ, καμιά φορά o Τα δισει μι σαράντα κάτια. o Τα μάτια μ’ τρέχουν σα στριχιά. o Ταχιά τ’ν άλλ’ = αύριο μεθαύριο o Τέντουσι τ’ν αρίδα τ’ = ξάπλωσε άνετα, αλλά και πέθανε o Τι βάζ’; = τι ακούγεται; o Τι μιζαβίρς είνει μα!! o Τ’ν Κυριακή θθάα ’ ‘χουμι χαρά. = την Κυριακή θα έχουμε γάμο o Τουν γκούτσει απ’απάν κατά τασ’ κατ = τον έσπρωξε από πάνω προς τα κάτω o Τουν έκαμι δυο παρά δυο = τον έκαμε σκουπίδι o Τουν έστειλι για πράσινου χαβιάρ = τον ξεγέλασε o Τουν ζαμάκουσει καταής =τον έριξε κάτω o Του νιρό αφού καμ φούσκεις θα βρεξ’ πουλύ o Τούρνα μπαϊρίσια = ο εκτός τόπου και χρόνου

Page 118: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

o Τσάκσει τα κόκκαλα τ. o Τσάκσι του λιμό σ’ κι έλα o Τσάκσι του λιμό σ’ κι φύγι = φύγε, εξαφανίσου. o Τσιάμ-τσιάούμ-τσιαρντάκ = ότι νάναι, ασυναρτησίες o Τσίμσει το σπρι = απέκτησε ανδρισμό o Χάνει καλό μ’ = άνοιξε το στόμα σου καλό μου o Φράγκικα ρούχα = ευρωπαϊκά (παντελόνι, σακάκι, μπλούζα, φούστα, φόρεμα) o Φύτστα = φτύστα o Ψόφσει μπέτσιους = τελειώσει μια δουλειά που είχε αρχίσει

Σπίντιος Ζαχαρίας - δάσκαλος

Καταγραφή - προσαρμογή εργασίας στο διαδίκτυο

Αθανασιάδης Αθανάσιος

Προσφωνήσεις - Φιλοφρονήσεις

Είναι αλήθεια ότι οι άνθρωποι προ του 1960 σπάνια ξενιτευόταν και γενικώς μετακινούνταν από τον τόπο τους και η λέξη "Τουρισμός" έγινε γνωστή τις τελευταίες δεκαετίες. Μετακινήσεις είχαμε συνήθως στα γειτονικά χωριά ή στα πλησιέστερα μεγάλα αστικά κέντρα. Βέβαια ένα μέρος των ανθρώπων έκαναν και μεγαλύτερα ταξίδια, αυτό όμως ήταν εξαίρεση. Λίγο μπροστά από το 1960 έπρεπε τα αγόρια να στρατευθούν για να γνωρίσουν για πρώτη φορά άλλα μέρη. Αποτέλεσμα της μόνιμης κατοικίας των ανθρώπων ήταν να μην επηρεάζεται εύκολα το γλωσσικό ιδίωμα των χωρικών από εξωτερικές επεμβάσεις σε ό,τι αφορά τα διάφορα ακούσματα κι έτσι μιλούσαν τα χωριάτικα τους, γνήσια νταρνάκικα. Η αστυφιλία, η μεγάλη αύξηση των μέσων συγκοινωνίας που εκμηδένισαν τις αποστάσεις, η υποχρεωτική παιδεία στα σχολεία και τα παντρολογήματα και συμπεθεριάσματα των νέων από το βορρά στο νότο και από τη δύση στην ανατολή, έφεραν αναστάτωση στα χωριάτικα ιδιώματα, τα οποία σιγά σιγά χάνουν το χρώμα τους και την ιδιομορφία τους και ασφαλώς για τους σημερινούς νέους, έφηβους και λίγο μεγαλύτερους, θα χρειαζόταν κάποιος να κάνει χρέη διερμηνέα για να εξηγεί χωριάτικες κουβέντες. Επειδή όμως και τα χωριάτικα είναι ελληνικά και πολλές φορές αρχαία ελληνικά, με την ιδιομορφία τους να τρων πολλά φωνήεντα και οι πολυσύλλαβες λέξεις να γίνονται πολλές φορές μονοσύλλαβες, με λίγη καλή προσπάθεια είναι εύκολο να κατανοήσει κανείς σε μεγάλο ποσοστό χωριάτικα κείμενα. Αυτά σαν πρόλογος.

Χωριάτικοι Διάλογοι

- Κείνα τα χρόνια τα παλιά, οχ' πουλύ μακριά, κατά τ' κατουχή 1940, τα πιδούδια κείνης τσ'ιποχής όπους κι όλους ου κόσμους κακοπιρνούσι. Νησκάδα, φτώχια και φόβους απ'

Page 119: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

τσ' Βουργάρ' που σκότουναν κι κουπανούσαν τουν κόσμου "ντβάισι πετ" μι του παραμικρό.

- Δεν κατάλαβα όμως καλά αυτή την τελευταία φράση, την ξενόγλωσση.

- Ε, κι συ, ίσι κι δάσκαλους! Και οι δυο λέξεις είνι' ελληνικές. Τις πήραν οι Βούλγαροι κι τις έκαναν δικές τους. Το ντβάισι είναι το είκοσι και το πετ που είναι πέντε. Για άκουσι να δούμι θα καταλάβ'ς τι θα συ πω; Εντνό, ντβε, τρι, τσετ, πετ, σες... σαν να λέμε, ένα δύο τρία κ.λπ. Ε, λοιπόν οι Βούλγαροι για όσους παρανομούσαν τιμωρούνταν με είκοσι πέντε ραβδισμούς. Και τι ραβδισμοί. Όπου αρπάξ'. Τι τους ενδιέφιρι αυτούς. Ένας Έλληνας λιγότιρου δε χάλασι κόσμους.

- Μη σου φανεί παράξενο φίλε μου. Όλα τα κράτη της Ευρώπης και οι λαοί άλλων Ηπείρων που μιλούν ευρωπαϊκά ιδιώματα, έχουν μέσα στο λεξιλόγιο τους χιλιάδες ελληνικές λέξεις "εξευρωπαϊσμένες".

- Αυτό του τιλευταίου δεν του κατάλαβα.

- Σαν απλό παράδειγμα αναφέρω τη λέξη "μπλόκο". Στο πρώτο άκουσμα φαίνεται ιταλική λέξη. Μήπως σου θυμίζει τίποτα αυτή η λέξη από το στρατό που υπηρέτησες;

- Κι βέβια μι θυμίζ'. Στου στρατό ου λουχίας μας μάθινι ότι στο όπλου ή στου πουλυβόλου "η εμπλοκή είναι μία, αλλά τα αίτια αυτής πολλά". Λες ρε η εμπλουκή να είνι του ίδιου μι του μπλόκου!

- Και βέβαια το ίδιο είναι. Λέξη ελληνική την πήραν οι Ιταλοί και μας τη γύρισαν σαν μπλόκο και την ακούμε τη λέξη κάθε μέρα από τις τηλεοράσεις μπλόκο και μπλόκα στους δρόμους. Και όπως ανέφερα παραπάνω χιλιάδες ελληνικές λέξεις πήγαν στο εξωτερικό και μας γύρισαν εξευρωπαϊσμένες με άλλη προφορά. Παράδειγμα, όταν έχουμε πολλά επεισόδια ενός έργου που παίζονται στη συνέχεια, εμείς το λέμε σειρά και οι Άγγλοι σίριαλ, που βγαίνει από τη λέξη σειρά. Και θα αναφερθώ σε λίγες λέξεις ακόμα έτσι στην τύχη, όπως: νταϊνάμικ, οτομάτικ, κράισις, ένεργκι, που δεν πρέπει να είσαι Εγγλέζος για να καταλάβεις ότι σημαίνουν: δύναμη, αυτόματο, κρίσις, ενέργεια κ.λπ.

- Για να του λες ισί έτσ' θα είνι. Σταματήσαμι όμως σ' κατουχή, που όλα τα πιδούδια, δηλαδή τ' αγόρια που λέμι σήμιρα, έβουσκαν αρνούδια, από ένα ή δυο του καθένα. Μιρικά είχαν κι καμιά αγιλάδα που τ' βαστούσαν απ' του

Page 120: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

καπίστρι για να μην τ' πιάσ' στρούκλους ή μύγα ή οίστρος που του λεν οι καθαρευουσιάν κι που άμα έφευγι, τρέχα γύρευι, τ'ν αγιλάδα. Τ' αρνούδια τ' αγουράζαμι του Πάσχα κι τα σφάζαμι τα Χριστούγεννα. Τα λέγαμε μανάρια και μπεσλεμέδες. Τα βόσκαμι καλά κι γινόταν παχιά γύρου στις 15 μι 18 ουκάδις, δηλαδή γύρω στα 20 σημερινά κιλά. Τότι του παχύ δεν μας πείραζι τουν ουργανισμό και δεν είχαμι ανάγκη από χουλιστιρίν κι πίεσ'.

- Καλά μας λες για βοσκή διαφόρων ζώων σε εποχές του χρόνου που έπρεπε κανονικά να πηγαίνετε σχολείο. Τα γράμματα τα φορτώσατε στον κόκορα;

- Τέσσιρα χρόνια, του σχουλίου για μας ήταν ου κάμπους, τα χουράφια και οι κουρφούδις γύρω απ' του χουριό. Τι πιτρουπόλιμους, τι πιγνίδια, τι παραμύθια κι ιστουρίις όλου για νησκώματα και βρυκουλάκ'. Λίγου να βράδιαζι κι τύχινι να είμαστι στα "δρουμούδια", νομίζαμι πως θα μας καβαλικέψ το φάντασμα Φράγκος. Αν πιρνούσαμι δε από κανένα λακκούδ' νομίζαμι ότι ακούγαμι καλότ'κις να χορεύουν. Ήταν δε οι καλότ'κις οι λιγόμινις "Νεράιδες". Κάποιος μας είχε πει ότι βγαιν' απ' την λεξ' "καλότυχες". Γι' αυτό δάσκαλε μ' ικείνις οι ηλικίις μιγάλουσαν χουρίς καταπίισι στα πιδιά, που τώρα ικτός από τα μαθήματα στου σχουλείου πρέπ' να μάθουν κι μια ξεν' γλώσσα, χουρό, κουλύμπι, μουσική, καράτε και βάλε. Του μόνου ενδιαφέρουν για μας ήταν του φαί, του ψουμί. Γι' αυτό σήμιρα ιμίς παππούδις τώρα είμαστι απλουχέρηδες στα ιγγόνια κι στα ανίψια κι τα λέμι "φάτι ισίς, γιατί ιμίς πουλ-λά τραβήξαμε". ΒέΒια τρώγοντας δικός μας άνθρωπος είνι σαν να τρώμι εμείς, που δω που τα λέμι δεν πρε'π' να τρώμι κι πουλύ. Όσο για του σχουλείου, πότι πήγαμι κι πως του βγάλαμι αυτό είν' άλλ' ιστουρία. Θα τα πούμι άλλ' φουρά.

- Δηλαδή εσείς, εδώ που τα λέμε ζούσατε ελεύθεροι στον κάμπο και στα βουνά, μακριά από τα βλέμματα του εχθρού.

- Α, μη του λες αυτό. Ιδώ είνι του κακό. Τότι του χουριό είχι Βουλγάρους αγροφύλακις. Θ'μούμι τουν πιριβόητου Μπούραλη, κάποιο Θανάσ' και κάποιο Άγγελο. Όπους ακούς, είναι χριστιανικά ονόματα, αλλά όλου φαρμάκ'. Προυσπαθούσαν να βρουν την παραμικρή αφουρμή για να μας γράψουν τάχα για αγρουτικές ζημίις. Του πρόστιμου ήταν 50 λέβα για κάθι κεφάλ' για τ' αρνούδια. Ποσό αρκετά μεγάλο για την ιπουχή κειν'. Πουλλές φουρές του βάζαμι στα πόδια κι τρέχαμι, αλλά όπου κι να πηγαίναμι του βραδ' μόλις γυρίζαμε στα σπίτια οι πατιράδις είχαν πληρώσ' κιόλας του πρόστιμου. Μας είχαν μαθ' οι παλιουβουλγαράκ' κι φαίνιτι

Page 121: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

πως έπιρναν πουσουστά οπού του γράψ' μου.

'Οταν γυρίζαμι στου σπίτ' ακούγαμι ένα σουρό ιπίθιτα απ' τ' πατιράδις μας.

- Βρε κουπιλιάρια, βρε στραβάδια, βρε κιόρκα. Δεν είδατε τον αγροφύλακα! Ουλόκληρους μαντράχαλους ήταν ο γκρεμανταλάς. Να τρέχατι.

Ιμείς μι σκυμμένα τα κιφάλια, σαν καμπαχατλήδις που ίμασταν, μ'λώναμι για να μη φάμι κι καμιά καρπαζιά κι περιμέναμι να τιλειώσ' ο εξάψαλμος.

- Προυσπαθούσαμι να τρέξουμι, αλλά τα καημένα τ' αρνούδια σιασίρτσαν απ' τς φουνές, σκόρπσαν κι μας πρόλαβι ο Μπούραλης.

- Ου να χαθεί ο καρπουζάν'ς, κουπρουβούργαρς. Τσεγκενέδις. Γιουφτιά. Ψόφ'σαν για παράδις.

Τότε ένα άλλο πιδάκ απ' τα παθόντα κι αυτό είπι:

- Θείου πού να στου πούμι κι τ' άλλου. Εμ μας έπιασι για να πληρώσουμι, εμ μας έντουκι μι ένα σκνι που είχι στα χέρια τ' να ιδώ στα μπουμπρέκια, στα νεφρά.

- Βρε δω είνι όλου μιλανάδις κι γέμισι η πλάτη τ' όλου μικρά σπρούδια σα ψουρουφίτ'ς. Ου να χαθεί ου γάδαρους ου ξισαμάρουτους, ου σκερβελές, ου κάρταλους. Ιδώ έβγαλι του γινάτι τ'. Ε, ότι να κάνουν οι ξ'νίτσις κουντά είνι ου ψόφου τς.

Τους Βουλγάρους τους λέγαμι κι ξνίτσις, γιατί ο ιδρώτας τους είχι μια βαριά μυρουδιά. Οι γιαγιάδις μας, μας έλιγαν ότι όταν τσ βάφτιζαν δεν έριχναν άλας στου νιρό. Μάλλουν απ' τν απλυσιά βρουμούσαν. Τώρα θμήθκα κι κάτι που λέγαμι για τ' μυρουδιά τους:

"Βούλγαρε ανάλατε

πό 'φαγες πουλύ τυρί

κι βρουμάς σαν το σκυλί".

Τ' ν άλλ' μέρα ρουτούσαμι του φίλου μας που έφαγι το πιο πουλύ ξύλου, πώς τα πέρασι στου σπίτ' του βραδ'.

- Α, κι του ξύλου κακό, αλλά από φαγητό καλουπέρασα.

Page 122: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Όπους ήμαν ξαπλουμένους ακούου τ' μάνα μ' να κρούει του σατίρ παν' στου ξύλου. Σίγουρα σκέφκα θα καν' κιφτέδις. Του σατίρ, έτσι λέγαμε ένα μικρό τσκουρούδ' που χτυπούσι του κρέας πάνω στο ξύλου του λιάνιζι κι το κάμε κιμά. Τότι δεν υπήρχαν μηχανές του κιμά. Τιλικά η μάνα μ' έκανε ένα καλό φαγητό κι χόρτασα να τρώου κιφτέδις μι ζ'μούδ'. Κεφτέδες με ζωμό αν δεν καταλάβατε. Τέτοια πιριποήσι πρωτ' φουρά τν είδα. Κι όπους έτρουγα σκιπτόμουν: Αν είνι' έτσι, καλά θα είναι να τρώου ξύλου τακτικά για να καλουπιρνώ στου φαΐ.

Απ' του θέμα μας όμως να μη βγούμι. Ένα προυϊνό Βρέθ'καμι στα σύνορα του χουριού μας μι τα Πινταπουλίτκα, τα Τσιουτάν'κα που λέμι, κουντά σ' Καλίντσα. Μακριά είχε κατ' Τσίουτάν'δις που έβουσκαν κι αυτοί τα ζώα. Τώρα γιατί τους λέγαμι Τσιουτάνδις μόνο' συ μπουρεί να ξέρ'ς δάσκαλι.

- Ναι. Ίσως να υπάρχουν κι άλλες εκδοχές, αλλά νομίζω όμως ότι η επικρατέστερη είναι η εξής: Οι Πενταπολίτες ήσαν άνθρωποι του χορού και του τραγουδιού. Οι γυναίκες που χόρευαν και τραγουδούσαν λεγόταν τσιαντόζες. Η λέξη τσιαντόζα βγαίνει από το λατινικό ρήμα Canto, που σημαίνει τραγουδώ εξ ου και καντάδα. Κατά παράφραση από καντόζες, τσαντόζες βγήκε το τσιουτάνηδες.

- Έτσ' θα είνι. Τώρα θμήθκα κι ένα Πινταπουλίτκου τραγούδ' δημουτικό, που λέει:

"Σήμιρα τα κουριτσούδια στέκνει σαν τα κυπαρσούδια ντος δάριμ μα τ' Παναγιά.

Σήμιρα τα παλικάρια στέκνει σαν τα λιουντάρια

Δυο ντουμάτις κατουστάρκις κάνουν μια ουκά

μά τν Παναγιά".

Βέβια του τιλευταίου είναι λίγου ακαταλαβίστκου. Πώς μπουρεί δυο ντουμάτις κατουστάρκις, δηλαδή από ικατό δράμια να κάνουν μια ουκά που έχ' τετρακόσια δράμια, αυτό μάλλουν είναι υπιρβουλή.

Πάντους του τραγούδ' είνι καλό, ου εθνικός ύμνους τς Πινταπόλεους, να πούμι. Κειν' ντ με'ρα λοιπόν μας ήρθι να κάνουμι εθνική αντίστασ'. Σας του είπα νουμίζου κι σι άλλου πιριουδικό, άλλα τέτοια ηρουικά κατουρθώματα πρέπει να ιπαναλαμβάνουντι.

Ένα Βουλγαρόπιδο ήταν λίγου μακριά από μας μόνο του κι

Page 123: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

έβουσκι μια αγιλάδα. Ήταν πιο μιγάλου από μας, αλλά κι μεις όμως ήμασταν καμιά δεκαριά. Τι μας ήρθι, να πάμι σιγά - σιγά να του πούμι κάτι, να μας πει κάτι να του βρίσουμι, να μας βρίσ' κι να δημιουργ'σουμε ένα τεχνητό ιπεισόδιο, σαν κι αυτά που μας σκαρώνουν ταχτικά τώρα τελευταίοι οι Τούρκ'!

Πλησιάσαμι κοντά κι βάλαμι στο μάτι μας μάλιστα και ποιες πέτρες θα παίρναμε για τον λιθοβολισμό που θα γινόταν. Ευτυχώς για μας, για τους γονείς μας και για το Βουλγαρόπαιδο τα σχέδια τα χάλασι ένας Βούλγαρος καβαλάρ'ς που ήταν ο πρόιδρους του χουριού μας κι θα πιρνούσε από κουντά μας. Αργότιρα όταν μιγαλώσαμι λίγο, καταλάβαμι ότι αν εφαρμόζαμι του σχεδίου θα μας έτρουγι μαύρου φιδ'.

Θέλαμι όμως να βγάλουμι του άχτι μας στους Βουλγάρους. Τελικά τ' πληρούσε ου γιος του Μπούραλη, του αγροφύλακα ντε, Θόδουρους, σ' στέρνα του Καστανά. Ήμασταν πάλι αρκετά παιδιά, κι ου Θόδουρος νόμιζι ότι μπουρούσι να μας καν τουν καμπόσου. Μας έβριζι, μας χτυπούσι και μας κουρόιδευι. Τότε δυο τρεις απ' τ' παρέα μας τουν έπιασαν τουν έδουσαν ένα γιρό ξύλου, έχουσαν κι του κιφάλι τ' μέσα σ' γούρνα. Κι τουν φουβερίξαμι μάλιστα πως αν τόλεγι στου μπαμπάτ θα τουν σκουτώναμι.

Από τότι ου Θόδουρος έγινι αρνάκ' κι έζησε αυτός καλά κι μεις... χειρότιρα, ως που τσάκσαν τα παλιουπόδαρατς κι πήραν τ'ν αριά τ'ς κι έφυγαν απ' την Ελλάδα, οι παλιουβουργάρ'.

Στου σημείου αυτό θα πρέπ' να αναφέρου κι μιρικά ονόματα που κάναμι ουρισμένα απ' αυτά τα κατουρθώματα. Νίκους τ' Δραι - Δράγιος -, που δω που τα λέμι ήταν λίγου ζουηρός κι αναγκαστικά τουν διχτήκαμι σαν αρχηγό κι προυστάτη. Πρώτους στουν πιτρουπόλιμου, πρώτους σφιντικόνα. πρώτους στου σ'μάδ' μι τς πέτρις, πρώτους σι όλα. Άμα θελ'ς μι τουν παραδέχισι για αρχηγό. Γι' αυτόν είπα λίγα παραπάν. Άλλα ονόματα ήταν ου Γιώργους Βοζιάν, Κώστας Τ' Ραβάν, Πάγκους Τσιατσιάμ', Γιάγκους Κούτλης, Μανώλ'ς Γκαρίπ'ς, Νίκους Π'καμισά, Σουκράτης Σίσκους, μιρικές φουρές Νίκους Κιοσσέ, Τάκης Τσιατσιάμ, Μίμης του Ραβάν κ.ά. Όλα είμασταν πιδιά τς πλατείας. Άλλοι μαχαλάδις είχαν άλλις ουμάδις σαν τους τσιαπάδις μι αρχηγό στα τραγούδια τουν Τάκη Νικόλτσιου.

Το γλωσσικό ιδίωμα στα Νταρνακοχώρια.

Page 124: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Γραμματολογικά φαινόμενα. Για το γλωσσικό ιδίωμα του χωριού μας έχουν γραφεί αρκετά τουλάχιστον παρά του υποφαινομένου στα 62 τεύχη του περιοδικού μας που έχουν εκδοθεί την τελευταία εικοσαετία της κυκλοφορίας του περιοδικού "Εμμ. Παπάς" και ίσως γραφούν και άλλα, που θα αποτελέσουν ασφαλώς την κυριότερη πηγή για κάποιο ιστοριογράφο - γλωσσολόγο, που θα θελήσει να ασχοληθεί με θέματα γλωσσολογίας της περιοχής του χωριού μας. Βασικά το ιδίωμα του χωριού μας ανήκει στη μεγάλη ομάδα των βόρειων ελληνικών ιδιωμάτων που έχουν κοινά γνωρίσματα την λεγόμενη κώφωση των φθόγγων ε,ο, την αποβολή των άτονων ι και ου, ηχητικές μεταβολές φωνηέντων, συμφώνων κ.λπ.

Περισσότερες γλωσσολογικές ομοιότητες έχουν από τα Νταρνακοχώρια ο Εμμ. Παπάς με το Άγιο Πνεύμα και το Νέο Σούλι. Η Πεντάπολη συμφωνεί πολύ με το Χρυσό. Όλα μαζί όμως τα χωριά έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά στην ομιλία.

ΦΩΝΗΤΙΚΗ - ΦΩΝΗΕΝΤΑ

1. Πρόσθεση φωνηέντων. Σε μερικές λέξεις προσθέτουμε στην αρχή της λέξης ένα α (όχι το στερητικό) χωρίς να αλλάσσει η σημασία της λέξεως, όπως στις λέξεις: χέλι - αχέλ, χελώνα - αχιλώνα, βασκαίνω - αβασκαίνω, όπως στη φράση: φτου να μην αβασκαθεί.

2. Μεταβολή αρχικών φωνηέντων α και ου, όπως σας λέξεις: ορνιθώνας - αρνιθώνας και αρνίθια, οι κότες. Ελαφρύς - αλαφρύς, εξάδελφος - αξάδελφος, εντρέπομαι - αντρέπομαι, υψηλός - αψηλός, έξω - όξου κ.λπ.

3. Αφαίρεση αρχικών φωνηέντων και γενικώς φωνηέντων: Στο ιδίωμα του χωριού μας αλλά και γενικώς στο βορειοελλαδίτικο, η αφαίρεση φωνηέντων έχει το ρεκόρ, αφού τρισύλλαβες λέξεις γίνονται μονοσύλλαβες με τη μεθοδο της αφαίρεσης φωνηέντων. Χαρακτηριστικό βέβαια είναι το παράδειγμα του δασκάλου που όταν ερώτησε να του πουν μια μονοσύλλαβη λέξη, σήκωσαν το χέρι τους και με αυτοπεποίθηση είπαν τη λέξη "γρουν" και που, ως γνωστό, προήλθε από τη λέξη γου-ρού-νι. Μερικά παραδείγματα που αποβάλλεται το αρχικό φωνήεν: ανακατώνω - νικατώνω, ονειρεύουμαι - νειρεύομαι, οπισθία-πισπά (ιμάντας, εξάρτημα του σαμαριού), υποκάμισο - πκάμισο, επιδέξιος - πιδέξιους κ.λπ. Παραδείγματα με ενδιάμεσα φωνήεντα θα μπορούσαμε να παραθέσουμε πολλά, όπως: απόμεινε - απόμνει - πόμνει. Νταρνάκηδες - Νταρνάκδις, παραθυράκι - παραθρούδ',

Page 125: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

σερριώτικος - σερριώτ'κους κ.λπ.

4. Αποβολή του άτονου ι και ου: Ο κανόνας αυτός ισχύει και στο ιδίωμα του χωριού μας, μόνο που το τελικό ι δεν αποβάλλεται εντελώς, αλλά ακούγεται μέρος αυτού. Είναι βέβαια δύσκολο να αποδοθεί φραστικά, αλλά μόνο ακουστικά, π.χ: Φουρκάλι - φουρκάλ'. Στο σημείο αυτό κάποιος από την Πεντάπολη θα το έλεγε φουρκάλ, όπως το διαβάζουμε, ενώ ένας από τον Εμμ. Παπά πλάι στο λ ακούγεται λίγο και ι πολύ υγρό, φουρκάλ(ι). Ασφαλώς για τους μη γνωρίζοντες φουρκάλι λέμε τη σκούπα. Καθ' όμοιο τρόπο έχουμε: θέλεις - θέλ'ς, Μιχάλης - Μιχάλ'ς κ.λπ., η κατάληξη -λις σχεδόν ακούγεται.

5. Το ημίφωνο ι: Το ι σε λέξεις που τελειώνουν σε -ια συγχωνεύεται με το α σε άκουσμα που πλησιάζει με α και λιγότερο ι. Και δω βέβαια δεν μπορούμε να το αποδώσουμε με γράμματα. Χρειάζεται μαγνητόφωνο. Η λέξη λαδιά μοιάζει στην προφορά λίγο και λαδγιά, ποδιά - ποδγιά. δέκα - δεκαργιά - δεκαριά. Στην καθουμιλουμένη ακούγεται λίγο το ι σαν γ. Στο χωριό μας, Εμμ. Παπάς, στα παραπάνω παραδείγματα δεν ακούγεται καθόλου το γ και το ια προφέρεται κάπως συρτό, παράδειγμα: Μέρος - μεριά, μπάτσος - μπατσαριά, πλάστης - πλασταριά, χαψιά, πετριά, χειριά, κουναριά. Για του λόγου το αληθές να αναγκάσετε κάποιον Δοβιστιανό να σας προφέρει τις παραπάνω λέξεις.

6. Μετάθεση του ου στην αντωνυμία μου: Πατέρας μου - πατέραζ ουμ, αδελφός μου - αδελφόζ ουμ, θείος μου - θείοζ ουμ κ.λπ.

7. Συμφωνα: Το συριστικό σ, καθώς και τα διπλά ζ, ξ, ψ, μπροστά από ε και ι προφέρονται πολύ παχιά, πράγμα που προδίδει την καταγωγή των Σερραίων. Η προφορά θυμίζει λίγο πολλές αγγλικές λέξεις, να και μερικά παραδείγματα με πολύ παχύ το σ: σιμίτ, ξικς, ξίκικος λειψός, ζ'μαρ, ψιάρια, όπως τα λεν στην Πεντάπολη, ψιακί ψιακώνω, ζέστα που ακούγεται σαν ζιέστα, σιουρμπέτ, τζιαμπαλάντσι δηλαδή συνήλθε, ζωήρεψε κ.λπ.

8. Αλλοίωση ή μετάθεση συμφώνων: Το παραπάνω φαινόμενο παρατηρείται σε πολλές λέξεις στην καθουμιλουμένη. Ήρθαν - ήρταν, ήσαν - ήταν, ανέβηκα - ανέφκα και ανεβκα, κατέβηκα - κατέφκα, κοιτάζω - χτάζω, εφημερίδα - φημερίδα και θημιρίδα. Κίτρινος - κίτιρνους, σκόρπισε - σκρόψι, ροδάκινο - δοράκνου, στέργω - στρέγου, που σημαίνει δέχομαι: "στέργε μεν τα παρόντα, ζητεί δε τα

Page 126: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

βελτίω".

Γεωργίου Βοζιάνη

Διδασκάλου

Καταγραφή - προσαρμογή εργασίας στο διαδίκτυο

Αθανασιάδης Αθανάσιος

Παροιμίες

1. Αγάλια - αγάλια γίνητει η αγουρίδα μέλι. (Η καλή δουλειά αργεί.)

2. Αγαπά ο Θιός τουν κλέφτ, αγαπά κι του νοικοκύρ.

Page 127: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

3. Αγαπούσει η Μάρου του χουρό, ηύρει κι άντρα ζουρνατζή. (Βρήκε το ταίρι του.)

4. Αγγούρια ξυνά απ’ του μπακάλ’. (Όταν κανείς δε συμφωνεί με τα λεγόμενα.)

5. Άδεια σακουλέβα δε στέκιτει όρθια.

6. Άθραπου

Page 128: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

απού σόι κι σκύλου απού μαντρί

7. Άθραπους χουρίς δλεια παρηγουρια τ’ς χώρας. (Για αργόσχολο ασχολούμενο με τις υποθέσεις των άλλων)

8. Ακόμα δε τουν είδαμι Γιάνν' τουν είπαμι.

9. Άλλα βούβαλου

Page 129: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

ς, άλλα βουβαλάρς. (Άλλαι αι βουλαί των ανθρώπων,άλλα Θεός κελεύει.)

10.Άλλα

λέει παπάς,άλλα ακούν τ'αυτιά σ‘.

11.Άλλαξει

πάπια, έβαλει τα σάπια. Άλλαξει η χήνα,έβαλει 'που κείνα.

12.Αλεπού

όταν γειράσ'

Page 130: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

καλουγηρεύ'.

13.Αλλοί

μην το χ’ η κούτρα τ’ να κατιβάζ’ ψείρεις. (Όταν δεν μπορεί να ξεχάσει την κακή συνήθεια.)

14.Αλλοί

στουν Αλή πο ‘χασει του γάδαρου τ’ κι πλαλεί. (Αλλοίμονο σ’ αυτόν που έπεσε

Page 131: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

θύμα ατυχήματος.)

15.Αλλού

αστράφτ, αλλού βρουντά.

16.Αλλού

παπάς αλλού τα ράσα τ'.

17.Άλλους

έχανει, άλλους έχαψει. (Αλλος περίμενε,άλλος πρόλαβε.)

18.Άλλους

νήστηυει,άλλους μιτάλαβει.

19.Άλλους

τουν παπά

Page 132: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

κι άλλους τ’ν παπαδιά. (Διαφέρουν οι προτιμήσεις καθενός.)

20.Άλλ'νοι

σκάβουν κι κλαδεύουν κι άλλ'νοι πίνουν του κρασί.

21.Άλλ’νοι

σκάβουν κι κλαδεύουν κι άλλ’νοι πίνουν κι χουρεύουν

22.Άμα δεν

έχ'ς νύχια να

Page 133: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

ξυστείς μη πιριμέν'ς να συ ξύσουν άλλ'.

23.Άμα

κνηγάς πολλούς λαγούς, δε πιάν'ς κανέναν.

24.Ανάπου

δους χρόνους δικατρείς μήνις.

25.Ανάφιρε

ις του σκύλου,πάρει κι του ξύλου.

26.Ανιμουμ

αζώματα,διαβ

Page 134: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

ουλουσκουρπίσματα.

27.Απάν'σ’

ν αγούλα αγκάθ (Συμφορά επί συμφοράς.)

28.Απάν

στου γιαρά κουκούδ.

29.Άπιαστ

α πιρδίκια πέντι δέκα στουν παρά (Για μη πραγματοποιήσιμες υποσχέσεις.)

30.Απ’

όξου

Page 135: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

κούκλα απού μέσα πανούκλα.

31.Απ

τ'ζημιά κέρδους δεν έχ'.

32.Απ’ τ’

αυγό κι κουκουρίκου. (Για πρόωρη εξέλιξη.)

33.Απ’ τα

κόλια αμπόλια ξάδιρφους.(Για ασυναρτησία.)

34.Απ' τα

χκια ως τα κιράσια.(Για μικρ

Page 136: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

ό χρονικό διάστημα)

35.Απού

πέρα αμπέλια κι απού δώθει χουράφια.

36.Απού

πίτα που δεν τρως μη συ νοιάζ' κι αν καεί.

37.Απού

σ’μαδημένου άθραπου να φουβάσει. (Προκατάληψη για τις διαθέσεις των

Page 137: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

αναπήρων σωματικά.)

38.Απ’του

γάμου έρχουμι μα τ’ν’πείνα που κρατώ (Σε περίπτωση φτωχού γεύματος)

39.Απ’τουν

τύμπανου κουρνιαχτός δε βγαίν'. (Ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος.)

40.Απ’του

σιγα

Page 138: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

νό πουτάμ' να φουβάσει. ( Ο ύπουλος.)

41.Απ’του

φαϊ που δεν τρως μη ρίχνεις άλας.

42.Αρρώστ

σει ψουμάς βάλτουν να κοιμθεί. (Για κάθε περίπτωση υπάρχει και μέτρο)

43.Ας είνει

μέρα Σάββατου κι ας είνει χίλις ώρις

Page 139: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

.44.Αφκριο

ύν, χτάζει, μούλουνι Άκου, βλέπε, μη μιλάς

45.Άφσει

του γάμου κι πάει για πουρνάρια.

46.Βάζ’

λύκους παστουρμά; (Τα ξοδεύει κανείς όλα;)

47.Βγες

στ’ γειτουνιά μπουμπέψου κι πήγινει

Page 140: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

στου σπίτ’ πουρέψου

48.Βήχας

κι παράς δεν κρύβντει.

49.Βρήκει

κτσος κατήφουρου. (Δόθηκε η αφορμή.)

50.Bρήκει

μπόλ’κου λάδ θέλ’ ν’ αλείψ’ κι τουν κώλου τ’

51.Βρήκει

Φίλιππους του Ναθαναήλ.

52.Βριμμέν

ους τ'

Page 141: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

βρουχή δε τ' φουβάτει.

53.Βρώμ’κ

α ψάρια καλά παζάρια. (Το φθηνό βγαίνει ακριβό.)

54.Βουνό

μι βουνό δεν ανταμών'.΄Αθραπους μι άθραπου ανταμών'.

55.Γάδαρο

υς πάντα γάδαρους κι ας του φουρούν κι σέλα

Page 142: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

.56.Γαμπρό

ς γιός δε γίνητει κι η νύφ θυγατέρα.

57.Γέλια

ασταμάτ'τα μυαλά κουρκουτιασμένα.

58.Γέρους

κι αν στουλίζιτει, στ’ ανηφόρα γνουρίζιτει

59.Γιός

του πουλυφάει όσου βρει θα φάει. (Γιά αυτόν

Page 143: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

που τρώει απ’ όλα.)

60.Γι αυτό

έχ' χουντρό του σβέρκου τ' λύκους,γιατί κάν' τη δλεια τ’ μουναχός.

61.Γκαβές

κούρκις τ’ νύχτα βόσκουν. (Εκτός χρόνου.)

62.Γλυκός

ύπνους του προυί,παλιά ρούχα τ’ Λαμπρή.

Page 144: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

63.Γνώμ

τουν πρέπ τουν άθραπου. (Η λογική είναι στολίδι.)

64.Δαν'κό

κι αγύρστου.

65.Δε

κατιβάζ' λάκους κούτσουρα κάθι μέρα.

66.Δε λείπ'

Μάρτς απ’ τ’ Σαρακουστή.

67.Δε

μπουρώ θα πει δε θέλου.

Page 145: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

68.Δεν

είνει ζ'λιάρς είνει παραπουνιάρ'ς.

69.Δεν

είνει απ’ του δώσει,είνει απ’ του πάρει.

70.Δεν

έχ'ς κότσια.

71.Δεν έχ'

νύχια να ξυστεί. (Δεν έχει τα μέσα να κινηθεί.)

72.Δεν έχ'

φτουχός,έχ' Θιός.

73.Δεν

Page 146: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

ιδρών' του φτί τ'. (Δεν νοιάζεται για τίποτε.) Δε σ’έβαλα κιχαγιά. (Δε θα σου δώσω λογαριασμό.)

74.Δέσει

του σκύλου για ν' αγριέψ'.

75.Δε

φέρειν’ στρουφές.

76.Δίνει μι

τα χέρια κι παίρνει μι τα πουδ

Page 147: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

άρια.

77.Δλειά

δεν είχαμει κι δλειά βρήκαμει.(Για ανώφελη απασχόληση.)

78.Δυο

καρπούζια σι μια μασκάλ' δε χωρούν.

79.Δυο

αδέρφια μάλουναν,δυο ξέν’ θαμαίνουνταν. (Οι διαφωνίες μεταξύ αδερφών δεν

Page 148: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

διαρκούν πολύ)

80.Είδει

αλιπού τουν κώλου τ’ς κι θάρσει πως είνει γιαράς. (Για εκείνον που φοβάται για την υγεία του με το παραμικρό.)

81.Είδει

χιλώνα τουν αητό κι τουν κουρόιδιψει.

82.Είπει

γάδα

Page 149: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

ρους τουν πειτνό κιφάλα.

83.Έκαμει

μια τρύπα στου νιρό.

84.Έμαθει

γυμνός τουν κακουφαίνιτει ντυμένους.

85.Ένα

πιδί ιτς’ πιδί.

86.Έρξει

τ’σαϊτα κρέμασει του δουξάρ. (Όταν αδιαφορεί κανείς και δεν φροντίζει

Page 150: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

)87.Έχου

ράμματα για τ’ γούνα σ. (Σου επιφυλάσσω δυσάρεστη έκπληξη.)

88.Έχ'ς

γρόσσια, έχ'ς γλώσσα.

89.Έχ'ς

φλουριά, έχ'ς θουριά.

90.Έχ’κι

Γιάνν’ς τφέκ’

91.Ζει

μουναχός σαν τουν κούκου.

92.Ζήσ'ς,

χρου

Page 151: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

νίσ'ς, να του θμάσει. (Μην το ξεχνάς ποτέ.)

93.Ζηστό

κουλά του σίδηρου.

94.Ζουρλό

ς κουδούνια δεν έχ’ απ’ τα καμώματα τ’φαίνιτει. (Αναγνώριση του τρελού.)

95.Ζουρνά

δις απού μακριά βαρούν καλά

Page 152: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

, απού κουντά κρούν στ’αυτιά

96.Η δίψα

πουτάμια χτάζ’.

97.Η καλή

γνώμ κι η αθρουπιά αυτά στιριώνουν στου ντουνιά

98.Η καλή

μέρα απ’του προυί φαίνιτει.

99.Ήμαν

νιός κι γέρασα. (Όταν αργεί να γίνει αυτό

Page 153: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

που ζητάμε.)

100.Ή

μικρός μικρός παντρέψου ή μικρός καλουγηρέψου.

101.Η

όρνιθα όταν πιν’ νιρό,χτάζ’ κι τουν ουρανό.

102.Η

όρνιθα σκαλίζουντας ήβγαλει του μάτι τ’ς.

103.Η πρώτ’

αδιρφή παντρεύ’ κι

Page 154: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

τ’ς άλλις.

104.Η πρώτ’

νύφ’ δούλα,η δεύτηρη κυρά,η τρίτ’ αφέντρα.

105.Ήρταν

τ’άγρια να διώξουν τα ήμηρα.

106.Ήρτει η

Τετραδίτσα πάει η βδουμαδίτσα. (Όταν έρθει η Τετάρτη περνάει σχεδόν η βδομάδα.)

107.

Page 155: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Η τιμή, τιμή δεν έχ’ κι χαρά στουν που την έχ’. (Η υπόληψη είναι μεγάλο αγαθό.)

108.Θα

βάλου τ’ σκούπα να κλαίει. (Δε μας συγκινεί κάτι.)

109.Θα

γιλάσ’ κι του παρδαλό κατσίκ’.(Γεγονός γελοίο.)

110.Θα

Page 156: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

γίνουμει απού κατό χουριά.

111.Θα

γυρίσ’ τρουχός,θα χουρτάσ’ κι φτουχός.

112.Θέλ’

μυξιάρς να γιλάσ’ του σαλιάρ.

113.Θελ’σει

Ιβραίους να καβαλικέψ’ κι έτυχει Σαββάτου. (Ατυχία σε παρουσιαζόμενη ευκα

Page 157: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

ιρία.)

114.Θιός

αργεί μα δε λησμονεί.

115.Θιός να

συ φυλάξ’ απού παλιό ζήτλα κι κινούργιο τσιουρμπατζή.

116.Θ’κό τ’

ψουμί τρώει, ξένουν γκαϊλέ τραβά. (Όταν ενδιαφέρεται κανείς περισσότερο για

Page 158: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

ξένες υποθέσεις.)

117.Θκόζου

μ γιαράς θκοτ ταξαράτ.

118.Θυγατέ

ρα μ’ μάλαμα νύφη μ’ ξένου μπάλουμα

119.Θύμουσ

ει αγάς κι έκουψει τ’ τσιούκα τ’.

120.Ίδια τα

μάτια του λαγού κι ίδια κι τ’ς κουκουφιάβας.

Page 159: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

121.Ιμείς

μαζί δεν κάνουμι κι χώρια δεν μπουρούμι.

122.Κάηκει

στου γάλα φσα κι στου γιαούρτ.

123.Καθαρό

ς ουρανός αστραπές δε φουβάτι.

124.Κάθι

πειτνός σ’ κουπριάτ’ λαλεί.

125.Κάθι

ιμπόδιου για καλό.

126.

Page 160: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Κάθι πράγμα στουν κιρό τ’ κι τουν Αύγουστου κουλιός.

127.Κάθιτει

κάθιτει αυγά γιννά.(Για αργόσχολο που δημιουργεί νέες ενοχλήσεις.)

128.Κάθι

τόπους κι ζακόν’ κάθι μαχαλάς κι τάξ’.(Οι συνήθειες ενός τόπο

Page 161: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

υ.)129.Κακιουμ

ένους ζήτλας εύκιρου σακί. (Όταν κανείς αρνείται τα προσφερόμενα.)

130.Κακοί

γουνείς καλά πιδιά.

131.Κακό

χουριό τα λίγα σπίτια.

132.Καλή

μέρα απ’ του προυί φαίνιτει.

133.Καλημέ

ρα Γιάνν’ –

Page 162: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Κουκιά σπέρνου.

134.Καλή

νοικουκυρά απ’ του κατώφλ’ φαίνιτει.

135.Κάλλιου

ύπνου παρά δείπνου. (Για κουρασμένο που προτιμά τον ύπνο από το φαγητό.)

136.Καλός

μύλους απ’ όλα αλέθ.

137.Καλό

τυρί συ σκλύτ’κο

Page 163: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

υ διρμάτ. (Πολλά χαρίσματα σε άτομο κακού χαρακτήρα.)

138.Καλουκι

ρνό σκατό χ’μουνιάτκους μιζές.

139.Κάλπικο

υς παράς δε χάνιτει.

140.Καλύτιρ

α ιλεύτιρου πουλί παρά λιουντάρ μές στου κλουβί.

141.

Page 164: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Καλύτιρα κακό χρόνου παρά κακό γείτουνα. (Ο κακός χρόνος περνά ενώ ο κακός γείτονας μένει ).

142.Καλύτιρ

α να συ βγει του ματ παρά τ’ όνουμα.

143.Καλύτιρ

α να συ ζλεύουν παρά να σ’ αλ’πούντειν.

144.Καλύτιρ

α

Page 165: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

πρώτους στου χουριό παρά δεύτιρους στ’ν πόλ’.

145.Κάμει

του καλό κι ρίξτου στου γιαλό.

146.Καμήλα

κέρατα γύριβει τ’ν έκουψαν κι τ’ αυτιά τ’ς.

147.Κατά

μάνα κατά τάτα κατά γιο κι θυγατέρα.

148.Κάτα

όταν δε

Page 166: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

φτάν’ τα ψάρια, τα φτα.

149.Κατά

του γαμπρό κι τα μαντίλια. (Ανάλογα με την περίπτωση.)

150.Κατά

του πάπλουμα ν’ απλών’ς κι τα πουδάρια.

151.Κατήφο

υρους θα φερ κι ανήφουρου.

152.Κάτει

μουναχός σα παλιός χήρο

Page 167: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

υς.153.Κατό

ξυλές στουν ξένου κώλου δεν πουνούν, μια στου θκος πουνεί

154.Κατσίκ

α κατσ’κούδ θα καμ.

155.Κει που

δε συ σπέρνουν μη φυτρών’ς.

156.Κει που

μας χρουστούσαν μας πήραν κι του βοδ.

157.Κι

Page 168: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

γαλάτου κι μαλλάτου κι τ’ αρνί μας θηλυκό. (Σε περίπτωση πολλαπλής επιτυχίας.)

158.Κι η

μύτη τ’ς να πέσ’ δε θα σκύψ’ να τ’ν πάρ’. (Για περήφανη γυναίκα.)

159.Κινούργ

ιου κόσκινου κι που να συ κριμάσου. (Το

Page 169: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

καινούργιο το προσέχουμε.)

160.Κι

στουν τραχανά σταυρό

161.Κι του

νιρό που πίν’ πουργιλά.(Για εκείνον που κοροϊδεύει τα πάντα.)

162.Κι του

πουλύ του μάλαμα βαρύ είνει

163.Κι’ς

πουρδούς άντρας μι τ’ς πραματιφτάδε

Page 170: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

ις. (Όταν προσπαθεί ο άσημος να επιδειχθεί.)

164.Κοιλιά

παραθύρια δεν έχ’.

165.Κόρακα

ς κοράκου μάτ’ δε βγάζ’.

166.Κόρη

παντριμέν’ γειτόν’σσα ουνουμαζουμέν’

167.Κουκιά

έφαγεις κουκιά θα μαρτυρήε

Page 171: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

ις.168.Κουκού

τσ’ μυαλό δεν έχ’.

169.Κουντά

στου ξηρό καίγιτει κι του χλουρό.

170.Κουντό

ς ψαλμός αλληλούια.

171.Κούριψε

ι τ’ αβγό κι πούλ’σει του μαλλί τ’.

172.Κουτσα

ίν’ καμήλα απ’ του φτι.

173.Κουτσοί

στραβοί στου

Page 172: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

ν Αη-Παντηλέημουνα.

174.Κουφός

δεν ακούει ξέρ’ κι τα τιριάζ’.

175.Κουφόν

καμπάνα κι αν κτυπάς, τυφλόν κι αν θυμιατίζεις κι μιθυσμένου κι αν κιρνάς όλα χαμένα τα ‘χεις. (Η προσπάθεια δεν πρόκειται να πετύχει.)

Page 173: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

176.Κριμάσ

τει τουν άντρα μ’, αντραλίζουμει. (Όταν δεν ενδιαφέρεται για το σύζυγό της)

177.Κρύωσι

Γιάνν’ς του θιριστή. (Για αυτόν που κρυολογεί καλοκαίρι.)

178.Κύλ’σει

ντέντζιρς κι βρήκει του καπάκ’.

179.

Page 174: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Λάδ βρέχ’ κάστανα χιουνίζ’. (Σε μεγάλη αδιαφορία.)

180.Λάτριβ

ει σκύλου να συ γαβγίζ’. (Κάνεις καλό και βρίσκεις κακό.)

181.Λίγου

είδα πουλύ κατάλαβα.

182.Μάθει

τέχην’ για να ζήεις κι όταν συ χρει

Page 175: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

αστεί να πιαστείς.

183.Μαθμέν

α τα βουνά απ’ τα χιόνια.

184.Μαρή

ψηλή, μαρή λιγνή, μαρή μαργαριτάρ απού τη γη δε φαίνισει, γυρεύσ’ κι παληκάρ.

185.Μας

στου χουριό δε μας θέλουν κι μεις ρουτούμι πού είνει τ’ παπά

Page 176: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

του σπίτ.(Για ανεπιθύμητο που επιμένει.)

186.Μεις

παλιοί χάλασαμει κι ένα πκάμσου παραπάν. (Έχουμε πείρα.)

187.Μ’ ένα

πειτνό δε ξημιρών’.

188.Μη

βλέπς τ’ στραβή μ’ τ’ν αρίδα μ’διές τ’ν ίσια μ’ τ’ μοίρα.

Page 177: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

(Είμαι αδικημένος απ’ τη φύση αλλά με ευνοεί η τύχη.)

189.Μην

αλ’πάσει άθραπου που τραβήζ’ απ’ του κιφάλι τ’. (Ο ξεροκέφαλος.)

190.Μια

δικάρα η καμήλα,πού είνι η δικάρα; Χίλια γρόσια η καμήλα, φέρτ

Page 178: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

ην μέσα. (Χαρακτηριστικό της αγοραστικής δυνατότητας του ατόμου κατά καιρούς)

191.Μι

κουβαλ’το νιρό νιρόμυλους δε γίνητει. (Με ημίμετρα δεν τελειώνουν οι υποθέσεις.)

192.Μικροί

δλεύουν τρανοί πνου

Page 179: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

ν.193.Μικρόν

κώλου δεν έδειρεις τρανόν μη φουβιρίζ’ς. (Οι ποινές επιβάλλονται σε μικρή ηλικία.)

194.Μι μια

πέτρα ντουβάρ δε γίνητει. (Με ημίμετρα δεν τελειώνουν οι υποθέσεις.)

195.Μι μια

τσ’κουριά δε

Page 180: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

κόβιει του δέντρου. (Χρειάζεται συνεχής προσπάθεια.)

196.Μι

στραβό αν κοιμηθείς του προυί θ’αλοιθουρίεις.

197.Μι του

νου τ’ μπαϊράμ κάν’. (Είναι ονειροπόλος.)

198.Μοιρασ

μένα κουμάτια νηπαμένα δόντια.

Page 181: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

199.Μουναχ

ός ούτι στουν παράδεισο δεν είνει καλά.

200.Μουναχ

ός χόριυει κιο όσου θέλ’ς πήδα

201.Μπήκαν

ψύλ’ στ’ αυτιά τ’.(Υποφέρει από υποψίες.)

202.Μπίτσα

ν νύφη μ’ οι μπογιές να κι φούρνος.

203.Μπρος

γκρημνός κι

Page 182: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

πίσου ρέμα.

204.Μύγα

δε δέχιτει στου σπαθί τ’.(Για περήφανο ή για φιλόνικο άτομο.)

205.Να του

διω κι να μη του πιστέψου.

206.Να ‘χα

γνώμ όσου μπόι.

207.Νησ’κιά

αρκούδα δε χουρεύ.

208.Νησ’κό

ς κουμάτια ουνειρεύ

Page 183: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

ητει.209.Νηστεύ

δούλους του Θιού,γιατί δεν έχ’ να φάει.

210.Νοικουκ

ύρς είσει ότι θέλ’ς κάν’ς.

211.Νταντά

ντσει γριά στα σύκα. (Συνήθισε στην παρανομία.)

212.Νύφη

μας καμαρουτή του Σαβάτου του βραδύ. (Ότα

Page 184: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

ν γίνονται οι φροντίδες την τελευταία ώρα)

213.Ξένους

πόνους μικρός πόνους.

214.Ξέρ

γάδαρους να φάει μακιδουνίσ’;

215.Ξιτρυφέ

ριαναν τα λάχανα κι γίν’καν μαρούλια.

216.Ξύλου

τρώου, χαράτσ’ πληρώνου,κα

Page 185: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

νένα δε φουβούμει.

217.Ξύν’

κοιλιές κι κάν’ φανάρια. (Δεν ασχολείται με τίποτα)

218.Οι

πουλλοί τουν ένα τουν κάμουν.

219.Όλ’

αντάμα κι κασιδιάρ’ς χώρια. (Για εκείνον που μένει μόνος και αποχωρίζεται τους άλλο

Page 186: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

υς.)220.Όλα τα

δάχλα δεν είνει ίσα.

221.Όλα τα

γρούνια μια μυτ έχουν.

222.Όλα τα

στραβά ψουμιά τρανή νύφ τα φκιάν’.

223.Όλα

τάχ’ η Ζαφειρίτσα φιριτζές τ’ν έλ’πει.

224.Όλ’νοι

μι τη δλεια τ’ς κι μυλουνάς στ’

Page 187: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

αυλάκ’.

225.Όλ’νοι

τρών μι του δισπότ. (Όλοι κατορθώνουν κάτι όταν έχουν τα μέσα.)

226.Όλ’νοι

γιλούσαν μι μένα,κόβουμαν κι γω στα γέλια.

227.Όλου

τουν πόνου τ’ς στ’ς μυλουνούς τ’ αυλάκ’. (Για τον αφοσιωμένο

Page 188: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

στη δουλειά του.)

228.Όμοιου

ς τουν όμοιου κι η κουπριά στα λάχανα. (Για την προτίμηση συναναστροφής.)

229.Όξου

απ’ του χουρό πουλλά τραγούδια λεν.

230.Όποια

πέτρα κι να σ’κώεις απού κάτου θα τουν βρει

Page 189: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

ς. (Αυτός που μπερδεύεται σ’όλες τις υποθέσεις.)

231.Όποια

φουράδα πιαστεί ‘κειν’ θ’ αλουνίσ’. (Όποιος πιάνεται για μια παράβαση εκείνος τιμωρείται.)

232.Όποιου

ς ανακατώνιτι μι τα πίτυρα τουν τρων οι κότε

Page 190: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

ις. 233.Όποιου

ς δε μιλά τουν παραχώνουν. (Για όποιον δεν προβάλλει αντίσταση.)

234.Όποιου

ς δεν έχ’ μυαλό έχ’ πουδάρια.

235.Όποιου

ς έχ’ γρόσια έχ’ γλώσσα κι όποιους έχ’ φλουριά έχ’ θουριά. (Ο μέτριος

Page 191: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

πλούτος δίνει ευφράδεια κι ο πολύς δίνει εμφάνιση.)

236.Όποιου

ς έχ’ τα γένια έχ’ κι τα κτένια.

237.Όποιου

ς θέλ’ τα πουλλά χάν’ κι τα λίγα.

238.Όποιου

ς λέει τ’ν αλήθεια έχ’ του Θιό βουήθεια.

239.Όποιου

ς πθα πουλ

Page 192: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

λά παλούκια κάποιου θα τουν κάτσ’.

240.Όποιου

ς τ’ν έχ’ δε τ’ν χάν’ κι όποιους δε τ’ν έχ’ δε τ’ βρίσκ’. (Ευγένεια.)

241.Όπου

ακούς πουλλά κιράσια κράτα κι μικρό καλάθ.

242.Όπου

γάμους κι χαρά τρέχα

Page 193: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Γιάννη μ’ φουκαρά.

243.Όπου

δεν μπαίν’ ήλιους μπαίν’ γιατρούς.

244.Όπου

κόσμους κι Κουσμάς. (Σε αναγκαστική προσαρμογή.)

245.Όπους

κουπεί τσ’κουριά. (Ο χαρακτήρας δεν αλλάζει.)

246.Όπους

κρούει ντύμπανο

Page 194: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

υς έτσ’ να χουρεύς.

247.Όπου

φτώχεια κι γκρίνια.

248.Όσα

ξέρ’ ου νοικουκύρς δεν τα ξερ ου μουσαφίρς.

249.Όσα

τραβά του κουρμί τα φταίει του κιφάλ’.

250.Όσα

φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει χρόνους.

Page 195: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

251.Όσου

αριώνουν τα σκόρδα τόσου χουντραίνουν τα κιφάλια. (Όταν είναι δύσκολο ν’ αποφευχθεί η ένωση ζευγαριών.)

252.Όταν

θέλ’ νύφ κι γαμπρός τύφλα να χ’ πιθιρός.

253.Ότι

έβρεξει κατέβασει. (Από

Page 196: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

φαση να αντιμετωπισθεί κάθε αποτέλεσμα.)

254.Ότι

κάμς θα του βρεις.

255.Ότι πάρ

νύφ στου νυφουστόλ’. (Προσαρμογή στην νέα κατάσταση.)

256.Παλιά

δ’λειά μας κόσκινου. (Επανέρχεται στην παλιά του απασχόληση.)

Page 197: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

257.Παλιά

μπαλών’ς τα ράμματα χαλνάς. (Το παλιό μένει πάντα παλιό.)

258.Παλιός

γάδαρους κινούρια πατσιά δεν κάν’.

259.Παπάς

πρώτα τα γένια τ’ ηυλουγεί.

260.Παπούτ

σ’ απού τουν τόπου σ’ κι ας είνει μπαλουμένου.

Page 198: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

(Εντοπιότητα.)

261.Παπούτ

σ’ παλιουπάπτσου απ’ τουν τόπου μας. (Εντοπιότητα.)

262.Πάρει

νυφ απού σειρά κι σκύλα απού κουπάδ. (Άνθρωπος καλής γενιάς.)

263.Παρηγο

υριά στουν άρρουστου ώσπου να βγει

Page 199: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

ψυχή τ’.

264.Παρ’

τ’ν σκούφια μ’ για μπαξίσ’. (Γι’ αυτόν που φέρνει άχρηστη είδηση.)

265.Παρ’

τουν στου γάμου σ’ να συ πει κι του χρόν.

266.Πέθανι

να σ’αγαπώ κι ζήσι να συ μένουμι. (Μονάχα όταν πεθά

Page 200: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

νει κάποιος τον κλαίμε, ενώ όσο ζει τον βασανίζουμε.)

267.Πέρασε

ι κι δεν ακούμπσει. (Αυτός που δεν μπορεί να συγκριθεί με κάποιον που είναι ανώτερός του.)

268.Πέτρα

που κουρδουκλά μαλλί δε πιάν’. (Πολ

Page 201: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

υτεχνίτης κι ερημοσπίτης.)

269.Πήρει

τυφλός κατήφουρου. (Κατήφορος προς την καταστροφή)

270.Πιάσ’

τουν τυφλό κι βγάλ’ τα μάτια τ’. (Όταν δε βρίσκεται ο υπεύθυνος της ζημιάς.)

271.Πιτά

γάδαρους; - Πιτά. (Για

Page 202: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

όποιον δεν έχει αντίρρηση.)

272.Πότι

μήλα πότι φύλλα.

273.Που

ήσαν καν πουθενά, τι έκανις καν τίπουτα. (Όταν κανείς γυρίζει άπρακτος απ’ την αποστολή του)

274.Πουλλέ

ς μαμές στραβά του βγάζουν του

Page 203: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

πιδί.275.Πού

τρέχ’ λίγδα; -Στου παστό. (Ο πλούσιος γίνεται πλουσιότερος.)

276.Προυσκ

ύνα του διάβουλου,ώσπου να πιράσου του γιουφύρ.

277.Ράψει

σακούλα βάλει στάχτ’.

278.Ρίχνει

άδεια να πιάσ’ γιμάτα.

279.Ρίξει

Page 204: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Σταύρι κουλουκύθια. (Λέγε με τη σειρά απίθανα)

280.Ρόδα

είνει κι γυρίζ’.

281.Σα

βρίσσκ’ καλόγηρους μπόλ’κου λάδ’ αλείφ’ κι τουν κώλου ’τ.

282.Σα

γαμπρός φουσκών’. (Είναι περήφανος.)

283.Σάλιψει

του

Page 205: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

χουριάτ’ να ζητήσ’ κι κριββάτ’. (Αν διαφθείρεις τον χωριάτη με περιποιήσεις θα αυξηθούν οι απαιτήσεις του.)

284.Σα τ’

γάτα μι του σκύλου φαγών’τει. (Γι’ αυτούς που διαφωνούν συνέχεια.)

285.Σιμίτ κι

ριπά

Page 206: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

ν’ κι πιτσέτα μπρουστά

286.Σκότου

νει παλαβούς κι πλήρουνει τζιριμέδεις.

287.Σκύλου

ς γαυγίζ’ κώλους τουν πουνεί. (Δε φέρνουν αποτέλεσμα οι άδικες διαμαρτυρίες.)

288.Σκύλου

ς κούντρους δεν είν’ όξου. (Ο

Page 207: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

δρόμος είναι έρημος.)

289.Σκύλου

ς που γαβγίζ’ μη τουν φουβάσει.

290.Στ’ν

Βρουντού βρουντά. (Δεν δίνουν προσοχή στα λεγόμενά μας.)

291.Στήλου

σει σα χιανέτκου βοδ.

292.Στ’

ξέρα καλό είνει κι του χαλάζ’.

293.

Page 208: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Στου βουνού τρώει λύκους του βοδ,μα στου σπίτ γίνητι ζημιά.

294.Στου

κουφού τ’ν πόρτα όσου θέλεις βρόντα.

295.Στου

μακρινό του δρόμου κι τ’ άχυρου βαρύ είνι.

296.Στουν

Άγιο θυμιάμα δε δίν’.

297.Στουν

Page 209: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

ουρανό συ γύρηυα στη γη συ βρήκα.

298.Στου

τέλους ξουρίζουν του γαμπρό.

299.Στραβό

ς γάδαρους μι του φιγγάρ βόσκ’.

300.Συ

βγήκει κούκους αηδόν’. (Για κάτι που τελικά αποδεικνύεται πολύ

Page 210: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

ακριβό.)

301.Συ

ξένου γάδαρου καβαλ’κεύς σ’ μέσ’ του δρόμου θα συ κατιβάσουν.

302.Συ ξεν’

ράχ’ χίλια δικανίκια. (Όταν προτείνουμε κάτι σε βάρος τρίτου.)

303.Συ

παντρεύου γιόκα μ’ κι κρίμα στα

Page 211: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

φασούλια. (Όταν δεν αξίζει ο γιος)

304.Σύρτα

φέρτα στ’ν Νιγρίτα για ένα φιλί πίτα. (Όταν κοπιάζει κανείς για μικρή ωφέλεια.)

305.Συ σένα

του λέω πιθιρά για να τ’ ακούσ’ η νυφ. (Όταν θίγουμε πλαγίως μερικά

Page 212: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

ζητήματα.)

306.Τάζ’

λαγούς μι πιτραχείλια.

307.Τα ίδια

Παντιλάκη μου τα ίδια Παντιλή μου.

308.Ταίριασ

αν κι σ’μπιθέριασαν.

309.Τα

κάλια τουν πρέπουν τουν άθραπου.

310.Τα

κάστανα θέλουν κρασί κι τα καρύδια

Page 213: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

μέλ’.311.Τα

μάτια τ’ ατζιαμή χτάζουν τ’ν’ ικκλησιά τζιαμί

312.Τα

νιάτα δεν κρύβουντειν.

313.Τ’ απίδ

κατ’ απ’ τ’ν απθιά θα πέσ’.(Για κληρονομικότητα)

314.Τα

πιδιά τουν πρέπουν τουν πατέρα.

315.Τα

πουλλά τα

Page 214: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

λόγια είνει φτώχεια.

316.Τα

ράσα δεν κάνουν τον παπά.

317.Τα

χέρια ντρουπιάζουν του πρόσουπου. (θρασεία χειρονομία)

318.Τα

χρήματα σταύρουσαν του Χριστό.

319.Τ’ αψύ

του ξύδ τ’ αγγειό τ’ χαλν

Page 215: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

ά. (Για αυτόν που ζημιώνεται από υπερβάλλοντα ζήλο.)

320.Τέτοιου

κιφάλ’ τέτοιου ξουράφ. (Ανάλογα με τις πράξεις και η αμοιβή.)

321.Τέχην’

θελ’ του ριπάν’.(Το μυστικό της επιτυχίας.)

322.Τζιάμπα

ξυδ γλυκό σα

Page 216: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

μέλ’.323.Τι

έβριξει ουρανός κι δε του κατάπιει γη. (Όταν κανείς υποχωρεί υποχρεωτικά.)

324.Τι θα

κάνουν στουν άρρουστου ιννιά πλαστά ψουμί. (Για την μεγάλη όρεξη του ασθενούς που αναρρώνει.)

Page 217: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

325.Τιμπέλ’

ς κάθι μέρα γιουρτή εχ’.

326.Τοίχου

που τουν μιριμιτάς μη τουν φουβάσει να μη πέσ’.

327.Τ’ν

αλιπού ουρίζουν, αλιπού τν ουρά τ’ς στριζ’.

328.Του

αίμα νιρό δε γίνιτει κι αν γίνιτει δεν πίνιτει.

329.

Page 218: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Του βιο παντρεύ του στχειό (Το χρήμα παντρεύει και τον ή την άσχημη)

330.Του βοδ

τ’ν κουπριά τ’ σ’ ράχη τ’ τ’ν ρίχειν’.

331.Του

γαδούρι φταίει του σαμάρ κρουν.

332.Του

γινάτ βγαζ’ ματ.

333.Του

γιού

Page 219: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

φτου ήθηλαν να κάμουν βασιλιά κι κείνος γύρηυει «μ α ρ ό». (Για κάποιον που δεν μπορεί να κόψει τις κακές συνήθειες.)

334.Του

γκαβό του πλι θιός του φκιάν’ τ’ φουλιά τ’. (Για όλους φροντίζει ο θεός)

Page 220: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

335.Του

γουδί του γουδουχέρ κι τουν κόπανου στου χερ. (Για ισχυρογνώμονες.)

336.Του

γρουν’ κι τ’ μούτσκα τ’ να τ’ου κοψς πάλι θα σκαβ.

337.Του

καλό τ’ αρνί απού δυο προυβατίνεις τρώει.

338.Του

καλό του παλικάρ

Page 221: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

ξέρει κι άλλου μουνουπάτ.

339.Του

μήλου κατ’ απού τ’ν’ μηλιά θα πεσ’.

340.Του

μιγάλου του ψαρ τρώει του μικρό.

341.Του

μισιακό του γαδούρ του τρώει λύκους.

342.Του

μλάρ άμα κάθιτει ψουφά. (Για

Page 222: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

κάποιον που είναι μαθημένος να δουλεύει.)

343.Τουν

αράπ κι αν τουν πλέν’ς του σαπούνι σ’ χαλνάς. (Για αδιόρθωτους.)

344.Τουν

είπαν να κλάσ’ κι κείνους χέσ’κει. (Για υπερβάλλοντα ζήλο.)

345.Τουν

ξένου μεσ’

Page 223: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

απ’ του χουρό τουν παίρνουν. (Χαρακτηρισμός του ξένου.)

346.Τουν

πουτκό δε τουν χουρούσει τρύπα τ’, έσυρνι κι κουλουκύθα.

347.Του

πάθημα γίνιτι μάθημα.

348.Του

παπί κι του χηνάρ του διαβόλου

Page 224: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

του ζιουβγάρ

349.Tου

πουλύ του Κύριη ηλέησουν κι παπάς του βαριέτι. (Για μονότονα ζητήματα.)

350.Του

σκύλου στράτεις τουν γυρνούν. (γηράζουν)

351.Του

στιάρ απ’ τουν μύλου θα πιράσ’.

352.Του

τσιγγούν

Page 225: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

’ του τίπτα σι χαροκόπου χέρια. (Όταν του φιλάργυρου η περιουσία πέσει στα χέρια σπάταλου κληρονόμου.)

353.Του φιδ

όσου είνει μικρό τσαλαπάτστου γιατί άμα τρανέψ’θα συ δαγκάσ’.

354.Του

φτ’νό του κρέας κι

Page 226: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

σκύλους δε του τρώει

355.Το χ’

κούτρα τ’ να κατιβάζ’ ψείρεις. (Έτσι είναι φτιαγμένος.)

356.Τρανεύ

ουν τ’ άλουγα, κουντραίνουν ουρές.

357.Τράνιψε

ι κουλουκύθα, τράνιψει η ουρά. (Για αυτούς που χειροτερ

Page 227: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

εύουν όταν γερνούν.)

358.Τρώιντ

ειν σα προυγόνια.

359.Τρως

καλ’τάτα να ζ’μώσουμι.

360.Τσακών

τειν τ’άλουγα ψουφούν τα γαδούρια. (Όταν φταίνε οι μεγάλοι και την πληρώνουν οι μικροί.)

361.Τ’ς

γειτόν’σσας τ’

Page 228: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

αυγό είνει πιο τρανό.

362.Τ’ς

κάπας του μανίκ’. (Ασυναρτησία.)

363.Τ’ς

νύχτας τα καμώματα τα βλέπ’ η μέρα κι γιλά.

364.Τώρα

που βρήκαμι παπά,ας θάψουμι καμμιά δικαριά.

365.Τώρα

στα γηράματα μάθι

Page 229: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

γέρου γράμματα.

366.Φάει

νυφ ζ’μι,καλές είνει κι μοιρούδεις.

367.Φάει

νύφ’ ιλιές; καλό είνει κι του χαβιάρ. (Όταν εν γνώσει του επιμένει σε ακριβότερα.)

368.Φίλους

του φίλου έκραζι κι νοικουκύρς έσκα

Page 230: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

ζι.369.Φουβάτ

ι τουν ίσκιου τ’.

370.Φύλαει

τα ρούχα σ’, για να χ’ς τα μισά.

371.Χαδιμέν

ους παπάς σν’ ικκλησιά κλάν’. (Μέχρι που μπορούν να φτάσουν τα χάδια.)

372.Χάθκει

πόλ’ για βιλόν’.

373.Χαμηλο

υμένου κιφά

Page 231: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

λ’ σπαθί δε του πιάν’. (Εκδήλωση ραγιαδισμού.)

374.Χαρ’σμ

ένου γάδαρου στα δόντια τουν κοίταζαν.

375.Χέσκει

φουράδα μέσ’ τ’ αλών’.

376.Χόρτασ

ει ψείρα κι ανέβκει στου γιακά. (Γι αυτούς που γίνονται απότ

Page 232: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

ομα μεγάλοι.)

377.Χορτάτ

ους του νησ’κό δεν τουν λουγαριάζ’. (Περί αναισθησίας.)

378.Ψιλοκό

ψι, διπλουφάει. (Για τη σημασία του λεπτού σερβιρίσματος)

379.Ψούν’σε

ι από σβέρκου.

380.Ψούν’σε

ι γρουν στου σακί.

381.

Page 233: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Ψόφιους γάδαρους του λύκου δεν του φουβάτι.

382.Ψόφ’σι

τ’ άλουγου θα βασανίζουμιστει για του σαμάρ.;

383.Ψόφ’σι

του βοδ χάλασι του ζιουβγάρ.

384.Ψύλου

στ’ άχυρα γυρεύς.

385.Ψυχή τ’

βγάιν’, παράς δε βγαί

Page 234: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

ν’. (Φιλάργυρος.)

386.Ώσπου

να φερ μπάμπου του πηρούν’, πάππους γίν’κει σα του γρουν’.

Σπίντιος Ζαχαρίας - δάσκαλος

Καταγραφή - προσαρμογή εργασίας στο διαδίκτυο

Αθανασιάδης Αθανάσιος

Xαρχή

ΔΑΡΝΑΚΙΚΑ ΠΑΡΑΤΣΟΥΚΛΙΑ

Page 235: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Οι κάτοικοι των Δαρνακοχωρίων, με κίνητρο περισσότερο από μια καλοκάγαθη διάθεση για «πείραγμα» και λιγότερο από «ζήλια» ή «κακία», έβγαλαν μεταξύ τους χαρακτηριστικά «παρατσούκλια ή παρωνύμια»1 οι των γειτονικών χωριών για τους άλλους, που διασώθηκαν μέχρι τις μέρες μας και μάλιστα έχοντας χαριτολογικό και καθόλου υβριστικό περιεχόμενο.

Σ α λ ι α χ ο ύ δ ι α ή Σ α λ ι α κ ο ύ δ ι α

Οι κάτοικοι του Ν. Σουλίου ονομάστηκαν «Σαλιαχούδια» ή «Σαλιακούδια». Για το παρατσούκλι τους αυτό υπάρχουν δύο εκδοχές:

α) Η μία εκδοχή λέει ότι, επειδή στα παλιό, χρόνια στο ζωνάρι (σαλιάχ στην τουρκική), που φορούσαν στη μέση τους, είχαν οπωσδήποτε κι ένα φονικό όπλο, μαχαίρι ή πιστόλι, για ώρα ανάγκης, ονομάστηκαν από το «σαλιάχ» «Σαλιαχούδια».

β) Η δεύτερη λέει ότι είχαν τη συνήθεια μετά από κάθε βροχή ή κάθε συνταρακτικό γεγονός, που άκουγαν, έβγαιναν όλοι από τα σπίτια τους και μαγεύονταν στην πλατεία του χωριού, από διάθεση να μάθουν περισσότερα ή να σχολιάσουν (κουτσομπολέψουν). Το γεγονός αυτό θύμιζε τη συνήθεια που έχουν τα σαλιγκάρια, να βγαίνουν μετά τη βροχή κι έτσι από τα σαλιγκάρια, σαλιάγκια, σαλιάχια προέκυψε το «Σαλιαχούδια»2.

Π ο υ κ α μ ι σ ά δ ε ς ή Π κ α μ σ ά δ ι ς

Οι κάτοικοι του Αγίου Πνεύματος «βαφτίστηκαν» «Πουκαμισάδες ή πκαμσάδις», γιατί είχαν τη συνήθεια να φορούν τα πουκάμισα (άσπρα, μακρυμάνικα υφαντά και μακριά μέχρι το γόνατο και μια ζώνη στη μέση) τους έξω από το παντελόνι (σαλβάρα) σχεδόν σ'όλες τις γεωργικές ασχολίες, με αποτέλεσμα να παρουσιάζουν μια ιδιότυπη «γραφική εικόνα» γεωργού.

Α χ υ ρ ά δ ε ς ή Α χ υ ρ ά δ ι ς

Οι κάτοικοι πάλι του Χρυσού ονομάστηκαν «αχυράδες ή αχυράδις» από το γεγονός ότι όλους σχεδόν τους καλοκαιρινούς μήνες, επειδή ασχολούνταν με τ’ αλωνίσματα τον σιτηρών, οπού είναι γνωστό ότι έβγαινε το άχυρο, που το μάζευαν στη συνέχεια και το αποθήκευαν για τροφή των ζώων τους χειμερινούς μήνες, ήταν πολύ φυσικό να γεμίζουν τα ρούχα, τους με άχυρα. Φαίνεται όμως ότι κυκλοφορούσαν όλη τη μέρα με τα αχυρωμένα ρούχα, γι’ αυτό τους «κόλλησαν» το παρατσούκλι «Αχυράδες» ή στα δαρνάκικα «αχυράδις». Μπορεί ακόμα να χαρακτηρίστηκαν έτσι από το γεγονός, ότι μάζευαν «στις αχυρώνες»

Page 236: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

τους κάθε χρόνο περισσότερο άχυρο απ’ όσο χρειαζόταν, με αποτέλεσμα να έχουν περισσεύματα και να τα πουλούν ύστερα σε κτηνοτρόφους των γειτονικών χωριών, όταν συνέβαινε ο χειμώνας να είναι μακρύς.

Χ η ν ά ρ ι α ή Χ ν ά ρ ι α 3

Οι κάτοικοι του Εμμανουήλ Παπά χαρακτηρίστηκαν με το παρατσούκλι «Χηνάρια» ή στο δαρνάκικο γλωσσικό ιδίωμα «Χνάρια4», που θυμίζει τα γνωστά αποδημητικά πουλιά, τις αγριόχηνες. Οι αγριόχηνες όταν πετούν, κατεβαίνοντας κατά τους βαρείς χειμώνες από τα βόρεια στον κάμπο των Σερρών, για να βρουν τροφή, πετούν συνήθως σε σχηματισμό μιας σειράς, η μία πίσω από την άλλη με τον αρχηγό (το αρσενικό) μπροστά ή δύο σειρές σχηματίζοντας το γράμμα V.

Επειδή (οι Δοβισνοί) στο «σπασμό» του καπνού ξεκινούσαν απ’ το χωριό, που είναι υψομετρικά ψηλότερα απ’ τα χωράφια τους, χαράματα ή πολλές φορές, αν ήταν σκοτάδι, κρατούσαν φανάρια, για να βλέπουν, σχηματίζοντας σειρές (καβάλα στα γαϊδουράκια ή «γαδούρια» στο γλωσσικό τους ιδίωμα) στο δρόμο, πράγμα που θύμιζε τις χήνες, (έτσι όπως φαίνονταν από τα χαμηλότερα μέρη π.χ. της Πεντάπολης), για το λόγο αυτό τους «κόλλησαν» το παρατσούκλι «Χηνάρια ή χνάρια».

«-Άϊντε! Οι Δοβιστνοί ξικίνσαν πάλ’ για τη δλειά τς σαν τα χναρούδια».

Κατ’ άλλη εκδοχή η περιέργεια έκανε τους Δοβιστνούς να συγκεντρώνονται πολλοί μαζί (σαν χήνες), να ρωτούν, για να μάθουν ή να εκφέρουν γνώμη για όλα τα θέματα (παντογνώστες), παριστάνοντας έτσι τον «πολύξερο», τον «έξυπνο». Οι κάτοικοι των γειτονικών χωριών θέλοντας να τους «μειώσουν» γι’ αυτή τους τη συνήθεια και να τους θεωρήσουν «όχι έξυπνους» αλλά «κουτούς» σαν «τις χήνες» τους βάφτισαν «Χνάρια».

Τ σ ι ο υ τ ά κ η δ ε ς ή Τ σ ι τ ά κ δ ι ς

Οι Πενταπολιώτες, τέλος, χαρακτηρίστηκαν με το παρατσούκλι «Τσιουτάκηδες» ή στα Δαρνάκικα «Τσιτάκδις».

Η Πεντάπολη στα παλιά τα χρόνια ήταν το μεγαλύτερο κεφαλοχώρι και το πλουσιότερο. Οι κάτοικοι του πρώτοι άρχισαν να φοράνε «ευρωπαϊκά» ρούχα, γι’ αυτό κι έκαναν την «αριστοκράτη», τον «υπερήφανο», τον «Ξιπασμένο», τον «τεντωμένο» (τσίτα) και έτσι τους κόλλησαν το παρατσούκλι «Τσιτάκδις».

Μια άλλη εκδοχή θέλει τους Πενταπολιώτες «Τσουτάκηδες», γιατί τους θεωρούσαν «μουρντάρηδες», «γυναικάδες», «ζαμπαράδες» (γυναικοθήρες), καθότι ήταν «ζωηροί» και γλεντζέδες (Αθ. Ξακουστός).

1. Βλ. Δημ. Αραμπατζή «Ο χθεσινός κόσμος» Σέρρες 1994 σελ. 9-10.2. Λιγότερο γνωστό ήταν επίσης και το παρατσούκλι για τους

Νεοσουλιώτες «Μπιτσιακούδια» που προήλθε από τη συνήθεια τους κουβαλούν όλοι ένα ειδικό μαχαίρι (σουγιάς), «τοξοειδές» και πριονωτό που δίπλωνε μέσα σε ξύλινο χερούλι, ονομαζόμενο «μπιτσιάκι» και το κουβαλούσαν ακόμα και οι γυναίκες στη «μπροστνάρα» (ποδιά) τους (Την πληροφορία μας έδωσε η κ. Χρυσούλα ετών 72 μητέρα του Σάκη Χρ. Ουστριά).

3. Βλ. Περιοδικό «ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ» Θεσ/νίκη 1988 τ. 41 σελ. 11 (Γ. Βοζιάνη «Έξυπνοι ή χνάρια»)

4. Βλ. Στ. Κοταμανίδη «ΠΑΝΣΕΡΡΑΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ» τ.16ος 1990 σελ. 82-83 (Αθάν. Ξακουστού«Παρωνύμια Δαρνακοχωριτών»).

Κόκκινος Γεώργιος

Page 237: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Καταγραφή - προσαρμογή εργασίας στο διαδίκτυο

Αθανασιάδης Αθανάσιος

Ο Ν Ο Μ Α Τ Α

ΑγγελικήΑγγέλου, Αγγιλικούδα, Αγγιλικούλα, Αγγιλούσ’, Κική, ΚούλαΑικατερίνη Κατίνα, Κατινούδα, Κατινούλα, Κατιρίν', Κατιρινούδα, Νούδα, Νούλα

ΑθανάσιοςΘανασάκους, ΘανασΘανασάκ’ς, Θανασάρας, ΘΘανάσκας, Θανασός, Νάσιους, Σάκης, Σακούδ, δ, Σάκους, Σούλης

ΑθανασίαΘανασιά, Θανάσου, Θανασούδα, Θανασούλα, Νάσου, Σούδα, Σούλα, Σούλη

ΑικατερίνηΚατίγγου, Κατίνα, Κατιρίν’, Κατιρινούδα

ΑλέξανδροςΑλέκους, Αλέξ’ς, Αλικούδ, Λέκους

ΆνναΑννιώ, Αννούδα, Αννούλα, Νούλα

ΑναστάσιοςΝαστάης, Τασάκους, Τάσιους, Τάσ’κους, Τασούλης

ΑναστασίαΤασίτσα, Τασιώ, Τασούδα

ΑντώνιοςΑντουνάκ’ς, Ντότσιους, Ντώνας

ΑντωνίαΑντώνου, Ντώνα, Ντώνου

ΑπόστολοςΛάκης, Πουστόλ’ς, Τόλας, Τόλιους

ΑποστολίαΛίνα, Λίνου, Πουστουλιά, Πουστουλίνα, Πουστουλίνου, Πουστουλιώ

ΒασίλειοςΒασιλάκους, Βασιλάκ'ς, Βασιλάρας, Βασιλ’κιές, Βάσκους, Βάσους, Λάκης

ΒασιλικήΒασιλ'κούδα, Βασίλου, Βάσου, Βασούδα, Βασούλα, Κούλα, Μπατσιούδα, Μπατσιώ

ΓεωργίαΓιουργία, Γίτσα

ΓεώργιοςΓάκης, Γιουργάκ'ς, Γιουργούδ, Γιουργούη'ς, Γιώργους, Γκόγκας, Γκόγκους, Γώγους, Τζιός, Τζιότζιους

ΔημήτριοςΔημητράκ'ς, Δημητρός, Μήτας, Μητρούδ, Μητρούη'ς, Μήτρους, Μητσάρας, Μήτσιας, Μητσιάκ', Μητσιάκους, Μήτσιους, Τάκης

ΔήμητραΔημητρού, Δημητρούλα, Τούλα

Page 238: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

ΕλένηΙλιέν', Λένκα, Λένκου, Λέντσιου, Λιγκούδ', Λιγκούδα, Λιγκούσ', Λινούδα

ΕλισάβετΒέτα, Βέτου, Αλ'σάφ, Αλ'σαφούδα, Αλ'σάφου, Λισάφ

ΕυαγγελίαΒαγγιλιώ, Βαγγιλή, Βαγγιλούδα, Βάγγιου

ΗλίαςΛιάκους

ΘεόδωροςΘόδουρους, Θουδουράκ’ς, Ντόντους

ΘωμάςΘουμούδ, Θουμούδας, Θουμούη'ς, Μάκης, Ματσιόρας, Μάτσιους

ΙωάννηςΓιαννακός, Γιαννάκ'ς, Γιαννάρας, Γιάνναρους, Γιαννούδας, Γιάνν'ς, Γιουβανούη'ς, Γιουβάν'ς, Νάκης

ΙωάνναΓιάννα, Γιάννου, Γιαννούλα, Νούλα

ΚωνσταντίνοςΚουντίκας, Κουσαντί'νς, Κουστάκ’ς, Κουστάρας, Κουστούδ, Κουστούδας, Κουτσαρής, Κουτσιά'κ, Κουτσιούδ, Κουτσιούι, Κουτσιούλας, Κώτσιους, Ντίνας, Ντίνους, Ντίν'ς

Κων/νιάΚανιά, Κουσταντίνα, Κουστάντζου, Ντινιά, Ντινούδα

ΛαμπρινήΛαμπριά, Λαμπρούδα, Μπούλα, Μπουλιώ

ΜαγδαληνήΛίτσα, Μαλίνου, Μαλούσ`, Μηγδαλ’νή, Μυγδάλου, Μυγδαλούδα, Μυγδαλούσ`.

ΜάλαμαΜαλαματή, Μαλαματένια, Μαλάμου, Ματούλα

ΜαρίαΜαίρη, Μαρίκα, Μαρικάκ’, Μαριγούδα, Μαρικούδα, Μαρικούδ, Μαρικούλα, Μαριγώ, Μάρου.

ΜπουζήΖίτσα, Μπόζια, Μπουζίτσα, Μπουζιούδα.

ΝικόλαοςΚόλιας, Κουλιούδ, Κουλούσιας, Νικόλας, Νικουλούδ, Νικολάκ’ς, Νικουλής, Νίκους.

ΠαναγιώταΓιώτα, Γούσ’, Γούσα, Παναγή, Πανάγου, Παναγούδα, Παναγούσ’.

ΠαρασκευήΒούλα, Παρασκιβή, Παρασκιβούλα

ΠασχαλίαΛίτσα, Πασκαλίτσα, Πασκαλιώ, Πασκάλου, Πασκαλούδα.

ΠερσεφώνηΠυρζιά, Φώνη.

Σοφία,Σουφιά, Σουφιούδα, Σουφούλα

Page 239: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

ΣτέφανοςΣτιφανάκ’ς, Στέφους

ΣτυλιανόςΣτέργιους, Στιργιούδ, Τέγας, Τέους, Τιγούδ.

ΣτυλιανήΝούλα, Στέλλα, Στιλάκ’, Στιλούδα, Στυργιανή, Στυργιάνου, Στιργιανούδα

ΦανήΦανούδα, Φανιώ

ΦώτιοςΦουτάκ'ς, Φουτούης, Φώτς

ΦωτεινήΤούλα, Φουτεινούδα, Φουτίκα, Φουτούλα, Φουτούσ’, Φώτου

ΧρήστοςΤάκης, Τακούδ, Τακούδας, Τάκους, Χρηστάκ'ς, Χρηστάκους

ΧρυσάνθηΧρύσα, Χρυσανθή, Χρυσανθούδα, Χρυσανθώ, Χρυσάνου.

Σπίντιος Ζαχαρίας - δάσκαλος

Καταγραφή - προσαρμογή εργασίας στο διαδίκτυο

Αθανασιάδης Αθανάσιος

Xαρχή

Έθιμα του Γάμου

Page 240: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Ο Γάμος, ένα από τα επτά μυστήρια της Εκκλησίας μας, ως τελετή διατηρείται, αιώνες τώρα, ίδιος και απαράλλαχτος. Από τα έθιμα όμως γύρω απ' αυτόν, λίγα μόνο διατηρούνται, μερικά κοινά σ' ολόκληρη την Ελλάδα. Είναι όμως σχεδόν πανομοιότυπα σ' όλα τα λεγόμενα Δαρνακοχώρια. Ο Γάμος, από τα πανάρχαια ακόμη χρόνια, ήταν και είναι σταθμός στην ιστορία του ανθρώπου. Δύο άνθρωποι, με τις ευχές των γονιών τους και τις ευλογίες της Εκκλησίας, καλούνται «εις γάμου κοινωνία», «εις σάρκα μίαν», να μοιραστούν τις χαρές και τις λύπες της ζωής - αυτό συμβολίζει και το κρασί που πίνουν από το ίδιο ποτήρι κατά τη διάρκεια του Μυστηρίου - να κάνουν παιδιά, να δουν «τέκνα τέκνων»1. Παράλληλα, ήταν και μία δoκιμασία για όλους, με ταλαιπωρίες και έξοδα. «Αν δεν παντρέψεις κι αν δεν χτίσεις, δεν ξέρεις τι θα πει ταλαιπωρία», λέγεται χαρακτηριστικά μέχρι σήμερα. Οι δυσκολίες μεγάλωναν, αν ανάμεσα στα άλλα, έμενε η νύφη έγκυος, κατά το «όλα του γάμου δύσκολα κι ή νύφη γκαστρωμένη»! Τόσο κατά την αρχαιότητα όσο και κατά τα νεότερα χριστιανικά χρόνια, μέχρι τα μέσα του αιώνα μας, τον πρώτο λόγο για το γάμο τον είχαν συνήθως οι γονείς. Στις παλιότερες μάλιστα, καθαρά ανδροκρατούμενες, κοινωνίες το λόγο είχε ο πατέρας. Τα παιδιά, εξάλλου, δεν είχαν και πολλές ευκαιρίες να γνωριστούν, όπως συμβαίνει σήμερα. Ο νέος γνώριζε τη μέλλουσα σύζυγο του είτε στην εκκλησία είτε σε κανένα πανηγύρι, ή στα νεότερα χρόνια, μετά τον πόλεμο, στο «νυφοπάζαρο», στη βόλτα του χωριού! Ο γάμος, κατά κανόνα, γινόταν σε μικρή ηλικία, 16-17 ετών. Πριν από το γάμο γινόταν ο ανεπίσημος αρραβώνας. Όταν «ταίριαζαν» τα παιδιά και συμφωνούσαν για να παντρευτούν και ανακοίνωναν τα σχέδια τους στους γονείς, άρχιζαν οι συζητήσεις για την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των δύο οικογενειών, την τυχόν συγγένεια, που μπορούσε να ματαιώσει το γάμο και στη συνέχεια πήγαινε ο προξενητής από το σπίτι του γαμπρού για να συζητήσει με τον πατέρα της νύφης τις λεπτομέρειες.

Δεν ήταν όμως σπάνιο και το «κλέψιμο της νύφης», όταν οι

Page 241: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

δύο νέοι συναντούσαν ανυπέρβλητα εμπόδια. Σχετική είναι ή παροιμία «αν θέλει ή νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα να 'χει ο πεθερός»! Αν το κορίτσι κι οι γονείς του δέχονταν την πρόταση, ο προξενητής την άλλη μέρα έπαιρνε δώρο από το «παλικάρι» (έτσι έλεγαν τον νέο στα Δαρνακοχώρια) και το πήγαινε στο κορίτσι, και δώρο από το κορίτσι πού το πήγαινε στο παλικάρι.

Τα δώρα αυτά τα ονόμαζαν «σ'μάδια», δηλ. σημάδια, και ήταν η συμφωνία για τον αρραβώνα. Συνήθως, ήταν ένα μαντίλι κεντημένο ή κάλτσες, τα γνωστά ως «τσουράπια». Όταν κάποιος από τους δυο ήθελε να διαλύσει τον αρραβώνα, επέστρεφε τα «σ'μάδ'», τα δώρο. Στους αρραβώνες - στην «αρραβώνα», όπως έλεγαν χαρακτηριστικά είχαν σημασία οι φάσεις της σελήνης, το φεγγάρι έπρεπε να είναι στη γέμιση. Στους επίσημους αρραβώνες το σόϊ του γαμπρού πήγαινε τα «ο νια», ένα έθιμο πού συνηθίζεται και σήμερα. Τα σ'νιά2 είναι πανέρια γεμάτα δώρα για τη νύφη. Τα δώρα συνοδεύονταν απαραιτήτως και από ένα ψάρι γεμιστό στο φούρνο - κατά κανόνα γριβάδι. Μέσα στα σ'νιά, ανάμεσα στα άλλα δώρα, ήταν και το δαχτυλίδι της νύφης. Η πρόσκληση των συγγενών στο γάμο γινόταν την Παρασκευή από τη νύφη και το Σάββατο από το γαμπρό. Οι προσκλήσεις δεν ήταν γραπτές, όπως είναι σήμερα. Δυο-τρία παιδιά γύριζαν το βράδυ, χτυπούσαν τις πόρτες των συγγενών και έδιναν ένα μήλο, λέγοντας χαρακτηριστικά την έκφραση-πρόσκληση: «Νά’στι (να είστε) καλεσμέν'στου τάδε το γάμο».

Παλιότερα, στις αρχές του αιώνα μας, αντί για μήλο, έδιναν 3 γαρίφαλα, μπαχαρικά. Ο γάμος γινόταν πάντα Κυριακή -εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις- και τον έλεγαν Χαρά, γιατί όλο το χωριό, κατά κάποιο τρόπο, χαιρόταν. Χαιρόταν ο νέος και η νέα πού επρόκειτο να παντρευτούν. Χαίρονταν οι γονείς τους, οι συγγενείς τους και όλοι οι κάτοικοι του χωριού. Όλοι χαίρονταν, διότι θα φορούσαν τα καλά τους, θα έτρωγαν εκλεκτά φαγητά -πού τα στερούνταν τις άλλες μέρες- θα έπιναν ρακί, θα τραγουδούσαν και προπαντός, θα χόρευαν με νταούλια και ζουρνάδες ή με ακορντεόν.

Τα προικιά απλώνονταν στο σπίτι της νύφης από την Παρασκευή. Η νύφη έβγαζε την προίκα από τα σεντούκια, τα κιλίμια, τα σεντόνια, τα μαντίλια, τα τραπεζομάντιλα, τα πλεκτά, τα τσουράπια, τα κεντήματα και άλλα είδη του εμπορίου και τα άπλωνε στα δωμάτια και στο «τσιαρντάκι». Την Κυριακή, μετά την εκκλησία, όλο το χωριό περνούσε για να θαυμάσει τα εκθέματα. Νέα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, -οι υπηρέτες- μ' ένα μαντίλι στο βραχίονα, κερνούσαν τον

Page 242: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

κόσμο λουκούμι ή ρακί. Ο επικεφαλής όλης αυτής της διαδικασίας του γάμου ονομαζόταν «πυρουχτσής».Εν τω μεταξύ, στα υπόστεγα της αυλής, στο φούρνο, ετοιμάζονταν τα φαγητά σε καζάνια, πάνω σε φωτιά πού άναβαν με καυσόξυλα για το φαγοπότι, πού συνήθως κρατούσε ως τις βράδυνες ώρες της Κυριακής. Κατά το μεσημέρι, αντιπροσωπεία του γαμπρού, με επικεφαλής τον κουμπάρο, ερχόταν για να παραλάβει την προίκα. Για να παραδοθεί όμως ή προίκα, έπρεπε πρώτα ο κουμπάρος να τάξει ένα δώρο πού κάποτε ήταν ένας πετεινός κι' αργότερα εξελίχθηκε σε ένα σεβαστό χρηματικό ποσό. Η μεταφορά της προίκας γινόταν με άλογα, αργότερα με κάρα πού έσερναν περήφανα άλογα, κατάλληλα στολισμένα με άσπρα μαντίλια στα αυτιά. Το απόγευμα γινόταν το ντύσιμο της νύφης, πού ήταν πραγματική ιεροτελεστία. Το έργο το αναλάμβαναν με ιδιαίτερη επιμέλεια και φροντίδα φίλες της νύφης πού ζούσαν και οι δύο τους γονείς. Τελευταία της φορούσαν τα «τέλια». Τα «τέλια» ήταν ένα είδος πέπλου πού ήταν καμωμένο με πολύ λεπτές χρυσές συρμάτινες κλωστές, πού κάλυπταν το πρόσωπο της νύφης, χωρίς όμως να την εμποδίζουν να βλέπει. Έτοιμη τώρα, στολισμένη, όρθια μπροστά σ' ένα μάλλινο σεντόνι πού σκεπάζει τον τοίχο, -το λεγόμενο νυφοστόλι- δέχεται τις ευχές και τα δώρα των συγγενών της, συνήθως χαρτονομίσματα -παλιότερα και λίρες ή ντούμπλες- πού τα καρφιτσώνουν μπροστά στο στήθος της, αφού ή νύφη κάνει τις απαραίτητες «μετάνοιες».

Η ώρα περνά. Πλησιάζει ή στιγμή να ξεκινήσουν για την εκκλησία. Σε λίγο φτάνει στο σπίτι της νύφης ο γαμπρός με τον κουμπάρο και οι συγγενείς του γαμπρού. Προηγούνται τα όργανα, νταούλια και ζουρνάδες. Και ενώ οι συγγενείς παραμένουν κάτω στην αυλή, ο γαμπρός με τον κουμπάρο ανεβαίνουν για να πάρουν τη νύφη. Βρίσκουν όμως κλειστή την πόρτα, ή οποία ανοίγει μόνο όταν ακουστεί το «τάξιμο» του κουμπάρου. Ο γαμπρός μπαίνει μέσα στο δωμάτιο της νύφης με το δεξί και σπάει με το πόδι του ένα φλιτζάνι - δείγμα αξιοσόνης3. Στη συνέχεια ή νύφη κάνει τρεις «μετάνοιες» στο γαμπρό, στον κουμπάρο, στους γονείς και συγγενείς του γαμπρού, δέχεται και από αυτούς τα σχετικά δώρα κι έτσι τελειώνει η προγαμήλια τελετή. Η νύφη ό,τι ήταν να πάρει, το πήρε. Είναι χαρακτηριστική η παροιμία: «Ότι παρ η νύφ' στο νυφοστόλ'». Τώρα όλα είναι έτοιμα για την εκκλησία. Η νύφη, πριν αφήσει το σπίτι της, έκανε τρεις «μετάνοιες», έκανε το σταυρό της και κατέβαινε τα σκαλιά.

Στην εξώπορτα γύριζε κατά την ανατολή, έκανε πάλι τα σταυρό της και ή γαμήλια πομπή ξεκινούσε για την εκκλησία.

Page 243: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Μπροστά πήγαιναν οι οργανοπαίκτες, ακολουθούσε ο γαμπρός και ο κουμπάρος και σε μικρή απόσταση, σεμνή και χαμηλοβλεπούσα, ή νύφη. Πίσω ακολουθούσε όλο σχεδόν το χωριό. Η πομπή κατέληγε στην κεντρική εκκλησία του χωριού. Εκεί γινόταν το στεφάνωμα - το μυστήριο του Γάμου, κατά το γνωστό αναλλοίωτο τυπικό του Ορθόδοξου ελληνικού γάμου. Το ρύζι (για να ριζώσουν) και τα κουφέτα έπεφταν βροχή κατά το «Ησαΐα χόρευε» και, βέβαια, δεν ξεχνούσαν και το ποδοπάτημα την ώρα πού ο ψάλτης διάβαζε στον «Απόστολο» τη φράση «ή δε γυνή να φοβήται τόν άνδρα»...

Πρέπει να σημειωθεί ότι παλιότερα το στεφάνωμα δε γινόταν με αγορασμένα στέφανα, όπως σήμερα. Υπήρχαν ειδικά μεταλλικά ή ασημένια στέφανα της εκκλησίας - βαριά, πού έμοιαζαν με αυτοκρατορικά διαδήματα4.

Ύστερα από την τέλεση του Μυστηρίου, ή γαμήλια πομπή κατευθύνεται στο σπίτι του γαμπρού - πάντα από δεξιό δρόμο. Στην είσοδο του νέου σπιτιού περιμένει ή μητέρα του γαμπρού. Η νύφη της κάνει τρεις «μετάνοιες» και παίρνει από τα χέρια της τρία μήλα. Το ένα το ρίχνει προς το εσωτερικό του σπιτιού, το άλλο αριστερά και το τρίτο δεξιά, σχηματίζοντας σταυρό. Ομηρικές μάχες δίνονταν ποίος θα έπιανε το μήλο-γούρι. θα το έβαζαν το βράδυ κάτω από το προσκέφαλό τους για να ονειρευτούν τον αγαπημένο τους. Ύστερα το ζευγάρι δρασκελνούσε το κατώφλι και το υνί που έβαζαν εκεί συμβολικά, για να είναι γεροί και δυνατοί σαν το σίδηρο, ενώ ή πεθερά κερνούσε στο ζευγάρι γλυκό του κουταλιού. Καμιά φορά η πεθερά έδινε στη νύφη ένα κουβάρι κλωστές για να τις ξεπλέξει, για να διαπιστωθεί αν ή νύφη διέθετε υπομονή! Έπρεπε -ιδιαίτερα η νύφη- να προσαρμοσθεί στο νέο σπιτικό. «Νύφη μ', όχι όπως ήξιρις, αλλά όπως βρήκες», λέει μια σχετική παροιμία. Ακολουθούσε ολονύκτιο γλέντι, με χορούς και τραγούδια ως τις πρωινές ώρες. Το πιο συνηθισμένο τραγούδι ήταν το:

Χαρά στα μάτια τον γαμπρού

πού διάλεξαν τη νύφη,

το πιο καλό κορίτσι·

Να ζήσει ή νύφη κι ο γαμπρός,

να ζήσουν, να γεράσουν και να ασπρομαλλιάσουν...

Μια βδομάδα μετά το Γάμο ακολουθούσαν τα

Page 244: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

«απογυρίσματα». Το Σάββατο αποβραδίς, η μάνα του γαμπρού έκανε φαγητό και γλυκό πού το πήγαιναν οι νιόπαντροι στο σπίτι της νύφης, ενώ την άλλη μέρα, Κυριακή, μετά την εκκλησία το ζευγάρι επισκεπτόταν τα πιο συγγενικά σπίτια, του η κουμπάρου, των θείων, δίνοντας σχετικά δώρα.

Εδώ τυπικά οι γιορτές έπαιρναν τέλος. Τώρα άρχιζαν οι δουλειές και οι ευθύνες, ιδιαίτερα για τη νύφη, πού έπρεπε να προσαρμοσθεί στην καινούργια πραγματικότητα. Μια παροιμία, πού διατηρείται ακόμη στο Νέο Σούλι, προσγείωνε τη νύφη στη δύσκολη ζωή πού την περίμενε: «Μπίτσαν (τελείωσαν) νύφη μ’ οι γιορτές. Να το πλαστήρ' (o πλάστης), να κι ο κόπανους»! Τώρα όλο το χωριό και ιδιαίτερα οι νιόπαντροι περίμεναν την άφιξη του πρώτου παιδιού. Μέχρι τη δεκαετία του '60 τα νιόπαντρα ζευγάρια έμεναν κατά κανόνα μαζί με τους γονείς του γαμπροί, σύμφωνα με τις αρχές της πατριαρχικής οικογένειας. Σιγά-σιγά όμως και εξαιτίας των τριβών, πού ήταν φυσικό και, αναμενόμενο να αναφύονται σε τέτοιες περιπτώσεις, και στα Δαρνακοχώρια άρχισε να επικρατεί ή πυρηνική οικογένεια και, κατά συνέπεια, ή δημιουργία νέου σπιτικού. Παλαιότερα, στην κλειστή κοινωνία, οι γάμοι ήταν συνήθως καθαρή υπόθεση μεταξύ των νέων του χωριού. Σπάνια γινόταν «εξαγωγή» η «εισαγωγή» γαμπρού ή νύφης. Σήμερα, με την εκμηδένιση των αποστάσεων, τα Δαρνακοχώρια τείνουν να γίνουν ένα μεγάλο χωριό. Το σχέδιο «Καποδίστριας», με την υποχρεωτική ένταξη και ενοποίηση ομόρων χωριών σε Δήμους, κινείται και προς αυτήν την κατεύθυνση.

Έθιμα της Γέννησης

Η γέννηση πολλών παιδιών - «όσα ήθελε ο θεός» - ήταν στα Δαρνακοχώρια ο κανόνας. Σπάνια μια οικογένεια έκανε κάτω από τέσσερα παιδιά, και το σημερινό οξύ δημογραφικό πρόβλημα της χώρας μας ήταν ανύπαρκτο. Το αγόρι, βέβαια, ήταν ο κρυφός καημός του πατέρα. Ευχή όλων ήταν: « Κί μ ένα πιδούδ'» (=παιδί=άγόρι), κατάλοιπο της παλιάς ανδροκρατούμενης κοινωνίας. Οι έγκυες γυναίκες δούλευαν ως την τελευταία στιγμή στο χωράφι, στα καπνά, στο «τσάκισμα», στο θέρισμα, στο αλώνισμα. Εκεί συχνά τις έβρισκαν οι πόνοι του τοκετό. Οι ιατρικές φροντίδες ήταν σχεδόν ανύπαρκτες από τις πρακτικές μαμές του χωριού5, γι' αυτό κι η βρεφική θνησιμότητα ήταν πολύ υψηλή. Δεν υπήρχε οικογένεια πού να μην είχε χάσει 1-2 παιδιά.

Η λεχώνα έμενε σε ξεχωριστό δωμάτιο με το μωρό της, ενώ έξω από την πόρτα του δωματίου της ήταν απλωμένο ένα

Page 245: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

μεγάλο προσόψι με μια καδένα πού προειδοποιούσε όλους ότι υπάρχει λεχώνα στα σπίτι, για τη σχετική ησυχία. Ήταν άγραφος νόμος να μην ενοχλεί κανείς. Συνήθως, ένας νεαρός αναλάμβανε τη «φρούρηση» του δωματίου και δεν επέτρεπε την είσοδο κανενός, ιδιαίτερα μετά τη δόση του ήλιου. Η απομόνωση αυτή κρατούσε 40 μέρες. Κι αυτός ακόμη ο σύζυγος δεν πλησίαζε την γυναίκα του όλο αυτό το διάστημα. Ή περίεργη αυτή «καραντίνα» είχε την εξήγηση της. Ήταν στοιχειώδη μέτρα υγιεινής για την προστασία της λεχώνας από μολύνσεις, σε μια εποχή πού τα μαιευτήρια ήταν ακόμη άγνωστα. Βέβαια, οι προλήψεις και οι δεισιδαιμονίες «θωράκιζαν» την λεχώνα και το μωρό με ένα σωρό αλεξιτήρια της βασκανίας για να τους προφυλάξουν από το κακό μάτι. Έτσι, ένας κόκκινος φιόγκος στη ρόμπα της λεχώνας με μια σκελίδα σκόρδου, καθώς και στη σκούφια του μωρού, ένα φλουρί, ένα «μάτι», ήταν συνήθη παρελκόμενα ως το σαράντισμα.

Έξαλλου, ήταν χαρακτηριστικό ότι τα ρούχα του μωρού και της λεχώνας δεν έπρεπε να τα βρει η νύχτα· τα μάζευαν πριν από το ηλιοβασίλεμα. Τα δώρα από τους συγγενείς έφταναν λίγες μέρες μετά από τη γέννηση. Ήταν γλυκά, συνήθως «λαλαγκίτες», και είχαν το χαρακτηριστικό όνομα «εξελτικό», δηλαδή εξαιρετικό (δώρο). Σαράντα μέρες από τη γέννηση του παιδιού, η μητέρα πήγαινε στην εκκλησία πριν από τον εσπερινό, για να σαραντίσει, κάτι που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Μετά την ανάγνωση των δύο σχετικών ευχών, μια για τη μητέρα και μια για το παιδί, ο Ιερέας αφήνει το παιδί μπροστά στην Ωραία Πόλη. Η μητέρα κάνει τρεις «μετάνοιες», το παίρνει στην αγκαλιά της και επιστρέφει στο σπίτι. Ο θηλασμός του παιδιού από τη μητέρα ήταν παλαιότερα ο κανόνας. Γι' αυτό και τα παιδιά τότε ήταν γερά, παρά τα ανύπαρκτα μέσα παιδικής υγιεινής διατροφής. Γιατί το μητρικό γάλα είναι αναντικατάστατο. Κάποια στιγμή, όμως, έπρεπε να γίνει και ο απογαλακτισμός του παιδιού, να τ' «αποκόψει», όπως έλεγαν, από το θήλασμα. Εκεί ή ευρηματικότητα έφτανε σε σημείο να επιστρατεύεται ακόμη κι' ένα κομμάτι από δέρμα ... σκαντζόχοιρου, που έβαζε η μητέρα πάνω στο στήθος της. Τα αποτελέσματα, απ ότι θυμάμαι, ήταν θεαματικά!

Έθιμα της Βάπτισης

Page 246: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Η βάφτιση, τα «βαφτίσια», όπως τα έλεγαν, γίνονταν γρήγορα, συνήθως μέσα στον πρώτο χρόνο από τη γέννηση του παιδιού. Την ευθύνη της βάφτισης κι όλων των σχετικών αναλάμβανε η νουνά ή ο νουνός - η κα-λ 'μάνα ή ο καλτάτας, όπως τους έλεγαν. Η βάφτιση γινόταν πάντα Κυριακή, μετά την απόλυση της θ. Λειτουργίας στην κεντρική εκκλησία του χωριού ή σπανιότερα σε Μοναστήρι, όπως σήμερα στη Βυζαντινή Μονή του Τιμίου Προδρόμου. Ο νουνός ή η νουνά με τη μαμή πήγαιναν το παιδί στην εκκλησία. Εκεί ο παπάς τελούσε, κατά το γνωστό ορθόδοξο τελετουργικό, το Μυστήριο του Βαπτίσματος. Οι γονείς του παιδιού παρέμεναν στο σπίτι. Η νουνά έδινε στο παιδί όποιο όνομα ήθελε, χωρίς να ρωτά τους γονείς. Συνήθως, όμως, έδινε το όνομα του παππού ή της γιαγιάς (των γονιών του πατέρα) στο πρώτο παιδί, ενώ στο δεύτερο παιδί έδινε όνομα από τους γονείς της μάνας6.

Γενικά, επειδή τα παιδιά ήταν πολλά, δεν υπήρχε πρόβλημα στην επιλογή του ονόματος. Όσο ο ιερέας διάβαζε στο Νάρθηκα το Α' μέρος της ακολουθίας, τα «κατηχούμενα», μικρά παιδιά, ηλικίας 8-12 χρόνων, περίμεναν με αγωνία να ακούσουν το όνομα του παιδιού. Δεν προλάβαινε ν' αποτελειώσει το όνομα η νουνά και οι νεαροί έφευγαν σαν αστραπή από την εκκλησία για να πάνε στο σπίτι, να πουν τα «συγχαρίκια» στους γονείς. Εκεί ο πατέρας έδινε χρήματα στα παιδιά - το μεγαλύτερο, βέβαια, ποσό το έπαιρνε ο πρώτος - και η μητέρα κερνούσε γλυκά. Κάθε φάση της ζωής του μικρού παιδιού γιορταζόταν δεόντως. Τον 5ο-6ο μήνα που άρχιζε να μπουσουλάει, να «αρκουδίζει», Όπως έλεγαν χαρακτηριστικά, έκαναν την αρκουδόπιτα, ενώ, όταν το παιδί έκανε τα πρώτα βήματα, συνήθως με την συμπλήρωση έτους, όλοι στο σπίτι απολάμβαναν την... περπατόπιτα. Η

Page 247: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

«πιρπατόπ'τα» ήταν συνήθως χαλβάς από σιμιγδάλι, πού τα δύσκολα εκείνα χρόνια της ανέχειας μας φαινόταν διπλά νόστιμος. Γιατί τον παλιό εκείνο καλό καιρό ήταν - ή φαίνονταν ότι ήταν - όλα νόστιμα και ωραία.

1. Ο γάμος και η απόκτηση παιδιών καταξίωνε τη γυναίκα και έτσι έδειχνε την αξία της. «Παντρευτοΰς και γκαστρωθοϋς, να δω τη λεβεντιάς'», λέει μια παροιμία στο Νέο Σούλι...

2. Το σ'νί είναι ή αρχαιοελληνική λέξη σινίον = δίσκος, κόσκινο. Η γλώσσα των Δαρνακοχωρίων είναι πλούσια σε λέξεις της αρχαίας. Παράβαλε σχετικά Αν. Μπέγκου, Το γλωσσικό ιδίωμα του Ν. Σουλίου Σερρών, ό.π., σελ, 71-79.

3. Ο γαμπρός επί μία εβδομάδα δεν έπρεπε να δει τη νύφη. Αν τολμούσε να παραβεί αυτόν τον άγραφο νόμο, τον μουτζούρωναν με φούμο από το φούρνο ή τον αλεύρωναν.

4. Βλ. σχετικά: Ευρυδίκη Αντζουλάτου-Ρετσίλα, Τα στέφανα του γάμου στη Νεότερη "Ελλάδα. Αθήνα 1980 (διδακτορική διατριβή).

5. Κάθε χωριό είχε 1-2 πρακτικές μαμές πού διεκπεραίωναν με αρκετή επιτυχία, για την εποχή τους, το δύσκολο, αλλά και σωτήριο στην κυριολεξία έργο τους. Στα Δαρνακοχώρια, μέχρι τα μισά του αιώνα μας, ονομαστές μαμές ήταν η Τσιμούρινα, η Πολυξιά, ή Κανάκω (στο Νέο Σούλι), ή Κουκούγινα (στο Άγιο Πνεύμα), η Νανάτσινα και η Κοκίρινα (στο Χρυσό) η μπάμπω η Φώτου-Λιθαρή (στην Πεντάπολη) κ.ά. Εντυπωσιακές, καμιά φορά, ήταν και οι προβλέψεις τους. Εκπληκτική, πράγματι, ή πρόβλεψη πρακτικής μαμής στο Νέο Σούλι, γύρω στο 1950. « Πολλά λαγούδια βλέπω 'δώ, μαρή!». Σε λίγους μήνες η γυναίκα γέννησε τρίδυμα, σπάνιο φαινόμενο για την εποχή. Οι πρώτες διπλωματούχες μαίες διορίστηκαν ατή δεκαετία του 1960-70.

6. Στα Δαρνακοχώρια συχνή είναι ή χρήση αρχαίων Ελληνικών ονομάτων. Το γεγονός έχει την εξήγηση του. Οι Έλληνες στα δύσκολα χρόνια της μακραίωνης τουρκοκρατίας ήταν φυσικό να θέλουν να συνδεθούν ψυχικά με την αρχαιότητα, δίνοντας αρχαία ελληνικά ονόματα στα παιδιά τους. Η τάση αυτή, γενικότερα, εκφράζεται μέσα από τα κείμενα του Νεοελληνικοί Διαφωτισμού. Το Έθνος που μόλις αφυπνίζεται, είναι φυσικό και αναμενόμενο να θέλει να στηριχθεί στην κλασική του κληρονομιά. Σωκράτης, Σοφοκλής, Αριστοτέλης, Θεμιστοκλής, Τιμολέων είναι

Page 248: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

ονόματα που συναντιόνται στα Δαρνακοχώρια.

Αναστάσιος Μπέγκος

ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΔΑΡΝΑΚΑΣ

Προέλευση της ονομασίας Δαρνάκας - Π. Γουδεντζίκης

Ετυμολογία της λέξης Νταρνάκας - Σ. Βασδέκης

Η ονομασία Δαρνάκας - Α. Γκισδαβίτης

Οι Νταρνάκες και τα Νταρνακοχώρια - Α. Μελισσάς

Το παρωνύμιο Νταρνάκας - Κ. Παπακυριάκου

Οι Δαρνάκες των Σερρών- Β. Κάρτσιος

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ

Τα Δημοτικά τραγούδια των Νταρνακοχωρίων - Ε. Χατζηδημητρίου

Το Ελληνικό Δημοτικά τραγούδι στα Δαρνακοχώρια - Α. Ψαθάς

Δαρνάκικα Τραγούδια - Γ. Αγγειοπλάστης

Δαρνάκικο Γλωσσάρι - Ζ. Σπίντιος

Το γλωσσικό ιδίωμα - Α. Μπέγκος

Το γλωσσικό ιδίωμα των Νταρνακοχωρητών - Γ. Βοζιάνης

Ιδιωματικό λεξιλόγιο - Δ. Αραμπατζής

Εκφράσεις - Ζ. Σπίντιος

Προσφωνήσεις - Φιλοφρονήσεις - Γ. Βοζιάνης

Παροιμίες - Ζ. Σπίντιος

Δαρνάκικα Παρατσούκλια - Γ. Κόκκινος

Ονόματα - Ζ. Σπίντιος

Έθιμα γέννησης, βάπτισης και γάμου - Α. Μπέγκος

ΔΙΑΦΟΡΑ

Βιβλία για τα Δαρνακοχώρια - Α. Αθανασιάδης

Οι νέες τεχνολογίες και οι η νεολαία των Δαρνακοχωρίων - Α. Αθανασιάδης

Η Εκπαίδευση στο Δήμο Εμμανουήλ Παπά από το 1800 μέχρι σήμερα

Πληθυσμιακή κατάσταση Δαρνακοχωρίων - Α. Αθανασιάδης

Ο προσκοπισμός στα Δαρνακοχώρια - Ν. Χριστίδης

Μενοίκιο όρος - Α. Καλαθά & Χ. Αβραμίδου

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

Page 249: Δ Α Ρ Ν Α Κ Ι Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

Αεροφωτογραφίες Μενοίκιου - Γ. Μαδεμλής