ΛΕΞΙΚΟ ΛΕΣΒΟΥ Λ -

137
Λ λαγάρα (η) : < αρχ. επίθ. λαγαρός (λεπτός) : δερμάτινο κορδόνι υποδημάτων, κυρίως αρβυλών λαγήν' (το) : <μτγν. λαγήνιον < λαγύνιον, υποκορ. του μτγν. λάγηνος < του αρχ. λάγυνος : πήλινο δοχείο για μεταφορά νερού , σταμνί || μεταλλικό δοχείο χωρητικότητας 6 ¼ οκάδων, μονάδα μέτρησης λαδιού : " έβγαλα ’κατό λαγήνια λάδ' !" λαγήνα (η) : <λατιν. lagena < αρχ. λάγυνος : μεγάλη στάμνα νερού .Την τοποθετούσαν σε ειδική θέση , τον « λαγ’νουστάτ’ ». λαγκόνια ( τα ) : < λαγόνιον < υποκορ. του αρχ. λαγών : τα πλάγια τοιχώματα της κοιλιάς, οι λαγόνες : «τουν χτύπ΄ση μες τα λαγκόνια » λαγούδ' (το) : < πιθ. από το λαγ-ός + υποκορ. κατάλ. – ούδι : μικρό ξύλινο εξάρτημα , με το οποίο χτυπούσαν τη χορδή του δοξαριού για το «στ’βάξιμο» του βαμβακιού λαγούμ’ (το) : <τουρκ. lagım : υπόγεια στοά , φωλιά ή καταφύγιο άγριων ζώων ( αλεπούς , ασβού κ.ά ) λαγουτσ’μάμι ρ. : < λαγό -ς + κοιμάμαι : κοιμάμαι ελαφρά ,όπως ο λαγός. Πιστεύεται ότι ο

Upload: ianoyarios

Post on 02-Jan-2016

161 views

Category:

Documents


1 download

DESCRIPTION

ΛΕΞΙΚΟ ΛΕΣΒΟΥ Λ -

TRANSCRIPT

Λ

λαγάρα (η) : < αρχ. επίθ. λαγαρός (λεπτός): δερμάτινο κορδόνιυποδημάτων, κυρίως αρβυλών

λαγήν' (το) : <μτγν. λαγήνιον < λαγύνιον,υποκορ. του μτγν. λάγηνος <του αρχ. λάγυνος : πήλινο δοχείο για μεταφοράνερού , σταμνί || μεταλλικόδοχείο χωρητικότητας 6 ¼οκάδων, μονάδα μέτρησηςλαδιού : " έβγαλα ’κατόλαγήνια λάδ' !"

λαγήνα (η) : <λατιν. lagena < αρχ. λάγυνος: μεγάλη στάμνα νερού .Τηντοποθετούσαν σε ειδική θέση ,τον « λαγ’νουστάτ’ ».

λαγκόνια ( τα ) : < λαγόνιον < υποκορ. τουαρχ. λαγών: τα πλάγια τοιχώματα τηςκοιλιάς, οι λαγόνες : «τουνχτύπ΄ση μες τα λαγκόνια »

λαγούδ' (το) : < πιθ. από το λαγ-ός +υποκορ. κατάλ. – ούδι: μικρό ξύλινο εξάρτημα , με τοοποίο χτυπούσαν τη χορδή τουδοξαριού για το «στ’βάξιμο»του βαμβακιού

λαγούμ’ (το) : <τουρκ. lagım: υπόγεια στοά , φωλιά ήκαταφύγιο άγριων ζώων ( αλεπούς , ασβού κ.ά )

λαγουτσ’μάμι ρ. : < λαγό -ς + κοιμάμαι: κοιμάμαι ελαφρά ,όπως ολαγός. Πιστεύεται ότι ο

λαγός,επειδή έχει πολλούςεχθρούς, κοιμάται με ανοιχτάτα μάτια, έτοιμος κάθε στιγμήνα τρέξει , για να σωθεί.

λαδακόν’ (η) : < λάδι + αρχ. ακόνη: μαύρη σκληρή πέτρα,τοποθετημένη σε ξύλινοπλαίσιο, πάνω στην οποίαέριχναν λάδι και τρόχιζανκοφτερά αντικείμενα ( μαχαίρια, ψαλίδια )

λαδιά (η) (ουσ.) : < λάδ-ι + - ιά: πλούσια σοδειά λαδιού :« φέτους είχαμη καλή λαδιά » || λεκές από λάδι σε φόρεμα : « έχ’ς να ( πολύ μεγάλη ) μιαλαδιά ’πα στ’ φούστα σ’ »||ύπουλη ενέργεια σε βάροςκάποιου, βρομοδουλειά : «ηΓιάνν’ς τ’ν έκανη τ’ λαδιά»

λαδ’κό (το) : < λάδ -ι + -ικό: σκεύος πήλινο ή μεταλλικόμε ειδικό στόμιο, μέσα στοοποίο έβαζαν λάδι για τοφαγητό ,αλλιώς και « μπρίκι» ||μτφ. : η γυναίκα που « χώνειτη μύτη » της παντού , ηφλύαρη, η κουτσομπόλα

λαδουπουτ’κός (ο) : < λάδι + ποντικός: ποντικός που έχει πέσει μέσασε λάδι , γυαλίζει και είναιβρόμικος || μτφ. : οι γυναίκεςγια λόγους υγιεινής καιαισθητικής άλειφαν τα μαλλιάτους με δαφνόλαδο. Ότανέβαζαν μεγάλη ποσότηταδαφνόλαδου και τα μαλλιά τουςγυάλιζαν υπερβολικά ,τιςειρωνεύονταν με τη φράση«γίν’τση σαν τουνλαδουπουτ’κό»

λαδουτύρ’ (το) : < λάδι +τυρί

: το τυρί, αφού ξεραθεί στοτυροσάνιδο και πλυθεί καλά,τοποθετείται σε (πήλινα) δοχείαμε λάδι. Εκεί παίρνει ξεχωριστήπιπεράτη γεύση και διατηρείταιαρκετούς μήνες. Το τυρί πουπουλιέται σήμερα στακαταστήματα ως λαδοτύρι(Μυτιλήνης) , συντηρημένο μεπαραφίνη, είναι κατ΄ όνομαμόνο λαδοτύρι ,άσχετο με τοπαραδοσιακό.

λαλές (ο) : < τουρκ. lale (τουλίπα): ανεμώνη : « του χουράφ’ είνιγημάτου λαλέδης »

λαλιό (το) : < λαλιώ: γλωσσοφαγιά, καταλαλιά τουκόσμου : φρ. « τουν φάγαν μητου λαλιό τουν »( το λαλιό έχει δύναμηβασκανίας και « τρώει »εκείνον που κακολογείται)

λαλιώ ρ. : < αρχ. λαλώ: αναγκάζω με έντονη φωνή τοζώο να υπακούσει : «λάλ’ση τουγαϊδούρ’ να πάρ’ τα πουδάριατ’ !» | διώχνω, απομακρύνω :« λάλ’ση τα πρόβατα μη μπούνμες του στάρ’ !» || κράζω :«λαλήσαν οι πητ’νοί »

λαμπίκους (ο) (και λαμπίκου ) : < μσν. λαμπίκον: οτιδήποτε μπορεί ναχαρακτηριστεί ως πεντακάθαροκαι διαυγές , που λάμπει :« του λάδ’ ήβγη λαμπίκους», « τα τζάμια γίναν λαμπίκους»

λανάρια (τα) : μσν. λανάρι(ον) < επιθ.λανάριος ( αυτός πουκατεργάζεται το μαλλί: δυο τετράγωνες ξύλινεςβάσεις με μεταλλικές βελόνεςστη μια επιφάνειά τους, όπως οι

συρματόβουρτσες, με τις οποίεςκατεργάζονταν το μαλλί τουπροβάτου και το ετοίμαζαν γιαγνέσιμο

λαναρίζου ρ. : < λανάρ-ι + - ίζω: ξαίνω μαλλί με τα λανάρια

λαπάς (ο) : < τουρκ.lapa: νερόβραστο πολτοποιημένορύζι,φαγητό για αρρώστους :« σήμηρα πουνεί η τσ΄λιάμ’ !θακάνου κουμάτ’ λαπαδέλ’ ναφάγου» || μτφ.: άνθρωποςνωθρός , μαλθακός : « εν είνι’φτός για δ’ λειά ! είνι σκέτουςλαπάς !»

λασπουριά (η) : < λάσπ- η + -ουριά: πολλή λάσπη, μέρος δύσβατοεξαιτίας της πολλής λάσπης :« μπάτ΄κουση η γαϊδάρα μες τ’λασπουριά »

λάτρα (η) : < λατρεύω: η όλη κοπιαστική προσπάθειαγια το συγύρισμα και τηνκαθαριότητα του σπιτιού

λαφαζάν’κα (τα) : < λαφαζάν -ης + -ικα: τα λόγια και τα καμώματα τουλαφαζάνη (βλ.λ.)

λαφαζάν’ς (ο) : < τουρκ. lafazan: φλύαρος, πολυλογάς,κομπαστής, καυχησιάρης ,ψεύτης : « ποιος τουν π’στεύγ’έφτουν τουν λαφαζάν’»

λαφάζου : < αρχ. λαφύσσω (καταπίνωάπληστα, ρουφώ ): λαχανιάζω : «ανέβ’κα μάνι –μάνι τ’ σκάλα τσι λάφαξα»

λαφιάτ’ς (ο) : < πιθ.από το αρχ. λαφ -ύσσω(ρουφώ άπληστα ) + - ιάτης: είδος ανιοβόλου φιδιού , πουτρυπώνει και σε κεραμοσκεπείςστέγες των σπιτιών και κυνηγάποντίκια. Πιστεύεται ότι τουαρέσει το γάλα, που το ρουφάαπό δοχεία που ξεχνούνανοιχτά οι βοσκοί .

λαψάνα (η) : < μτγν. λαψάνη: χόρτο του αγρού με κίτριναάνθη, συγγενές με τη (μαύρη)βρούβα και το σινάπι.Εξαιρετικά νόστιμοι είναι οιβλαστοί της , τα λαψανογούλια

λαψανήθρα (η) : < λαψάν- α (βλ.λ.) + – ήθρα: μικρή λαψάνα : « π’δούν οιπίτης τσι τ’ αρνιά, π’δούν τσιοι λαψανήθρης»: (λέγεταιειρωνικά και υποτιμητικά γιακάποιον που θέλει νασυγκρίνεται με άτομαανώτερου ( πνευματικού,κοινωνικού, οικονομικού κτλ.)επιπέδου

λείπου ρ. : < αρχ. λείπω: 1. απουσιάζω, δεν είμαιπαρών, δεν υπάρχω : « λείπ’ ηγάτα τσι χιρόντιν ( χαίρονται )τα γατιά »: 2. φεύγω , απομακρύνομαι :« λείψη απ’ του τσηφάλ’ υμ !»(φύγε, παράτα με ήσυχο )

λέληκας (ο) : < τουρκ. leylek: το λελέκι, ο πελαργός || μτφ.πολύ ψηλός άνθρωπος ,άνθρωπος με λεπτά ψηλά πόδια

λέσ’ (το) : < τουρκ. les: ψοφίμι, πτώμα ζώου σεαποσύνθεση με έντονηδυσοσμία || γενικά καθετί πουαποπνέει δυσοσμία : « έβγαλη

τ’ς κάλτσης τσι τα πουδάρια τ’ξηβρουμούν λέσ’»

ληγάμηνους (ο) : < μτχ. του λέγω: ο λεγάμενος, αυτός για τονοποίο λέγαμε (και δε θέλουμενα κατονομάσουμε ή που τοόνομά του εννοείται ) || οαγαπητικός, ο εραστής

ληγκέρ’ (το) : < τουρκ. lenger: λεγκέρι : μεταλλικό πιάτο μεσκαλίσματα στο εσωτερικό,πουτο χρησιμοποιούσαν για μικρόδίσκο

λημόντουζου (το) : < τουρκ. limon tuzu (λεμόνισε σκόνη ): κιτρικό οξύ σε κρυσταλλικήμορφή , το ξινό. Διαλυμένο σενερό το έριχναν στα φαγητάγια λεμόνι

ληχούδ΄κου (το) : < υποκορ. από το αρχ. λεχώ(λεχ - ώνα ) + κατάλ.-`ούδικο: ουσιαστ. επίθετο μεπαράλειψη του ουσιαστ. μωρό ,το νεογέννητο : « άσ’ την ναπηράσ’ μπρουστά τσι έχ’ μουρόληχούδ’κου»

λιάδ’ (το) : < λι –ώνω ( μτφ. αμετ. κουράζομαι , εξαντλούμαι ) +υποκ. κατάλ. – άδι: καθετί που είναι λιωμένο ήπου έχει απομείνει από λιώσιμο, λιώμα: μτφ. φοβερά κουρασμένος ,εξαντλημένος :« γύρ’ση απ’ τη δ’ λειά τσιέπηση λιάδ’ απ’ τ’ κούρασ’ »( διαλυμένος, λιώμα από τηνκούραση ) || φρ. : « θα ση κάνουλιάδ’ στου ξύλου» (θα σε δείρωτόσο πολύ, που θα σε κάνωλιώμα, θα σε λιώσω )

λιέμι ρ. : < αρχ. αλάομαι - ώμαι

( παρατ. λιόμταν) : γυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί,περιπλανιέμαι : "πού λιέσι;"(πού γυρνάς ; )«…λιόνταν τσι τα γύρηυγη…»

λι(ου)κούκτσου (το) : < ελιά + κουκούτσι: το κουκούτσι του καρπού τηςελιάς

λιόπρινους (ο) : <ελιά + πρίνος: πρίνος που τα φύλλα τουμοιάζουν της ελιάς

λιόσμους (ο) :<ελιά +ζωμός: τα υγρά απόβλητα από τηνέκθλιψη του ελαιόκαρπου.Παλιότερα συγκεντρώνοντανσε «ταγάρια» (βλ.λ.) και από ταυπολείμματα λαδιού , πουεπέπλεαν στην επιφάνειά ,έφτιαχναν σαπούνι.Τα ταγάριανοικιάζονταν με δημοπρασία.

λιουδάκρυγιου (το) : <ελιά + δάκρυ: δάκρυ (κόμμι ) της ελιάς,αρωματικό. Χρησίμευε γιαλιβάνι.

λιουσώθυρου (το) : < ελιά + σωθύρι (βλ.λ.): περιφραγμένο ελαιόκτημα

λιχνίζου ρ. : < αρχ. λικμίζω < λικμάω: πετώ ψηλά με το λιχνιστήριτα αλωνισμένα στάχυα ,για ναξεχωρίσει με τον αέρα οκαρπός από το άχυρο || μτφ.έχω πολλά χρήματα και τασκορπάω χωρίς να ταλογαριάζω : « αυτός έχ’ πουλλάτσι τα λιχνίζ’»

λιώνου ρ. : < λειώνω: κάνω κάτι λείο: μτφ. κουράζομαι,εξαντλούμαι σωματικά καιψυχικά:«έλιουσα απ’ τη δ’λειά »

λ’μάτσ’ (το) : < μσν. λιμάζω < αρχ. λιμός : λαίμαργος, πεινασμένος,αχόρταγος

: μτφ. : άρπαγας, σφετεριστής,αυτός που θέλει να τα κάνειόλα δικά του

λ’μπίζουμι ρ. :< μσν. λιμβίζομαι: βλέπω κάτι το εξαιρετικό καιτο ζηλεύω, θα ’θελα να τοαποκτήσω : « είδα, κόρ’ υμ,του παλτό τ’ς Ηλέν’ς τσι τουλ’μπίστ΄κα », «τι τουνλ’μπίστ’τση έφτουν τουναξ’πόλ’του τσι τουνπαντρεύτση;»(απαξιωτικά)

λούβα (η) : < αρχ. λώβη: λέπρα || μτφ. καταστροφή

λουβιάζου ρ. : < λούβ -α + - ιάζω: κολλάω λέπρα, έχω λέπρα ||μτφ.: καταστρέφομαι, ρημάζω :« - γοι ηλιές πέσαν ούληςκάτου, θέλιν μάζημα ! - ε πα’ να λουβιάξιν!»

λουβιάρ’ς - σα - κου : < αρχ. λώβ- η (λέπρα) +ιάρης

: λεπρόςλουγάρι (το) : < μσν. λογάριν

: θησαυρός , χρήμα, πλούτος: « βάζανη μώλου του φηφί κιαράδα του λουγάρι…» ( δημοτ.)

λουγιό (το) : < αρχ. λόγιον: είδος, λογή: φράσ.: «’νους λουγιού»(ενός είδους ) , « πουλλώλουγιώ» (πολλών ειδών)

λουγιάζου ρ. : < μσν. λογιάζω: βλέπω, κοιτάζω :: "λόγιαζη τηδ'λεια σ' !" || επιτηρώ, φυλάγω:«λουγιάζου τα πρόβατα», ||προσπαθώ : « λουγιάζου ναμαζέψου τ’ς ηλιές »

λουγιέμι ρ. :< μσν. λογ-ούμαι < αρχ. λόγος: λογαριάζομαι, θεωρούμαι,υπολογίζομαι : «η Γιάνν’ςλουγιέτι θ’κός μας άθρηπους»

λουπάζου ρ. (και λουφάζου) : < μσν. λωφάζω < αρχ. λωφάω

: συμμαζεύομαι και σωπαίνωαπό φόβο, κρύβομαι , δενανασαίνω : « η λαγός άκ’σητ’ς στσυλ’ τσι λούπαξη μεςτου γιατάκ’ υτ»

λουστός (ο) : < αρχ. λοιστός: σιδερένιος μοχλός γιαεξόρυξη και μετακίνηση βάχωνή άνοιγμα οπών

λούτσα ( και λούζα )(η) : < σλαβ. luza: τόπος ( λάκκος ) με στάσιμανερά : « γίν’κα λούτσα απ’ τ’βρουχή!» ( έγινα μούσκεμα,βράχηκα μέχρι το κόκαλο ) ||τοπωνύμιο στην περιοχή τουκάμπου Βασιλικών

λουφές (ο) : < τουρκ. ulufe: μισθός των αρματολών επίΤουρκοκρατίας || μισθός,αμοιβή , φιλοδώρημα : « στουλουφέ έχ’ του νου τ’!»

λόχ’ (η) : < αρχ. λόγχη: η ζωηρή φλόγα πουξεπετιέται από τη φωτιά καιμοιάζει με λόγχη.Λέμε τότεπως η φωτιά ξελοχίζει.

λύθους (ο) : < αρχ. όλυνθος: αγίνωτο σύκο , ορνός: "έφαγαλυθ’ τσι ξηφουστσιάσαν ταχείλια μ’ !"

λυσσιακά (τα) : < πληθ. επιθ. λυσσ-ιακός: οι λυσσαλέες προσπάθεις πουκαταβάλλει κάποιος ,για ναπετύχει τον σκοπό του :« τρώγ’ τα λυσσιακά τ’ να τουνβάλιν ψάλτ’» ( καταβάλλει μανιώδειςπροσπάθειες …)

Μ

μαβής – ιά - ί : < μσν. μαβίς < ιταλ. mavi: που έχει χρώμα βαθυγάλαζο ,μενεξελής : « ζουμπούλι μου,μαβί , μαβί …»

μαγάρα (η) : < μσν.μαγαρίζω < αρχ.μεγαρίζω: βρωμιά, ακαθαρσία, κόπρανα|| μτφ. : αχρείος άνθρωπος ,βρωμιάρης , παλιοχαρακτήρας: « είν’ αυτός μια μαγάρα …»

μαγαρίζου - ουμι ρ. : < μσν.μαγαρίζω < αρχ.μεγαρίζω: μιαίνω , βρωμίζω, λερώνω,μολύνω : « οι καλ’κατζάρ’μαγαρίσαν τ’ αλεύρ’»|| μεσ. μαγαρίζουμι:: λερώνομαι με κόπρανα( χέζομαι ) : «μαγαρίσ’τση τουμουρό ! πάνη άλλαξή του !»

μαγιά (η) : < τουρκ. maya: προζύμι, ζύμη, πυτιά (βλ.λ.)και γενικά ό,τι χρησιμοποιείταιγια ζύμωση || μτφ. το αρχικόκεφάλαιο μιας επιχείρησης, ησερμαγιά : « βάλαμη μαγιά »

μαγιασίλ (το) : < τουρκ. mayasıl (έκζεμα): έκζεμα, πληγές στο δέρμα :«μαγιασίλ' έχιν τα χέρια σ’τσι δε πιάνιν;» || μτφ. φλυαρία,πολυλογία : « μαγιασίλ έχ’ ηγλώσσα σ’ , τσι ε σταματά ;»

μαγκάλ’ (το) : < μαγκάλι < τουρκ.mangal: μεταλλικό σκεύος ,στο οποίοτοποθετούσαν αναμμένακάρβουνα ή πυρήνα (βλ.λ.) για

θέρμανσημάγκανους (ο) : < μεγεθυντ. του μσν.

μαγγάνι(ον): χειροκίνητο ξύλινο εργαλείο,με δυο περιστρεφόμενουςκυλίνδρους, που τοχρησιμοποιούσαν παλιότεραγια το ξεκόκκισμα τουβαμβακιού || περιστρεφόμενοςαπό ζώο μάγκανος σεμαγκανοπήγαδο για άντλησηνερού

μαγκούφ΄κου (το) ως ουσ. : < βακούφικο μεαντικατάσταση του β από μ.: κτήμα που ανήκει σεβακούφι , που είναιαφιερωμένο σε ιερό ίδρυμα,εκκλησία ή μοναστήρι .Επειδή ,όταν πέθαινε κάποιοςπου δεν είχε κληρονόμους ,τακτήματά του περιέρχοντανστην εκκλησία, η φράση«μαγκούφ΄κου ν’απουμείν’ !»λεγόταν ως κατάρα σ’εκείνονπου αποχτούσε την κυριότηταενός κτήματος με άδικα μέσακαι σήμαινε « να πεθάνειςάκληρος και το κτήμα αυτό νατο πάρει η εκκλησία».

μαγκούφ’ς (ο) : < τουρκ. vakif (βακούφ’ )(βλ.λ.) με ανομοίωση: άνθρωπος που ζει μόνος,ακοινώνητος , περίπουμισάνθρωπος :«’φτός είνι ένας μαγκούφ’ς! ενείνι να κάν’ σπίτ’ τσι γουνιά»

μαγλάς (ο) (πληθ. οι μαγλάδης) : < μαγουλάς < μάγουλο: παρωτίτιδα : "του μουρόέβγαλη μαγλάδης!"

μαθέ και μαθές συμπερ. καιβεβαιωτ. μόρ.

: < μσν. μαθές < αρχ. μάθε, προστ. του μαθαίνω: δηλαδή, λοιπόν : « Θέλ΄ς,

μαθέ, να βγει τα’ όνουμα σ’ τσινα μη ση θέλ’ καμιά ;», ||άραγε : « τι έφτιξη, μαθές , τσιχουρίσαν ξαφνικά ;» || βεβαίως,συνεπώς : « η πηθηρά μαθέςχώρ’ση τ’ αντρόγ’νου»

μακρουκατουρώ , ρ. : < μακρο + κατουρώ: (επί ανδρών : η λέξη φαίνεταινα απηχεί έθιμο συναγωνισμού ανδρών για το ποιος θαεκτοξεύσει το κάτουρό του πιομακριά ) : εκτινάσσω τα ούραμου σε μεγάλη απόσταση ||μτφ. : είμαι πιο δυνατός, πιοπλούσιος, (προσφέρω σεπλειοδοσίες περισσότερα):" θατου πάρ’ του χουράφ’ , όποιουςμακρουκατουρήσ '!"

μαλαγάνα (η) : < ίσως ισπαν. malagana: άνθρωπος που ενεργεί μεκολακείες και καλοπιάσματα ,ο γλείφτης

μαλάζου ρ. : < αρχ. μαλάσσω: ζυμώνω κάτι με τα δάχτυλαγια να το μαλακώσω || ωςσύνθετο κουλουμαλάζου :χουφτώνω, τρίβω ( τα στήθη ήτα οπίσθια γυναίκας )

μάλαθρους (ο) : < μσν. μάλαθρον < αρχ.μάραθον: το αρωματικό φυτό μάραθος ( πολλά τοπωνύμια έχουν τοόνομα Μαράθι)

μαλάκα (η) : < μσν. μαλάκα (είδοςμαλακού τυριού): τα αγαθά , που απομυζά καιαπό τα οποία καλοπερνάκάποιος , που ζει παρασιτικά :" τουν έδιουξη η χήρα τσι χάσητ’ μαλάκα"

μαλάκατζης : < μαλάκα + κατάλ. -τζης: αυτός που ζει από τη μαλάκα,

ο κηφήνας, το παράσιτο : « ήβρη του Βρυδίτς΄ ένανμαλάκατζη τσι τ’ τρώ πητσί τσικόκαλου »

μαλάς (ο) : < τουρκ. mala: εργαλείο που χρησιμοποιούνοι χτίστες , το μυστρί

μαλημάτια (τα) : < άγν.ετυμ.: κολακείες, καλοπιάσματα,γαλιφιές : « μη τα μαλημάτιατουν κατάφηρη τσι τ’ν έγραψητου χουράφ’»

μάμαδου (το) : < μαδώ ( επανάληψη του - μαγια επίταση ): μικρό κομματάκι απόμάδισμα, ψίχουλο : « - ω , μα ! ( ω μητέρα ) - μάμαδου να γέν’ς ! » ( ναμαδήσεις , να γίνεις μικράκομμάτια )

μαμλίζου ρ. : < μαμ (νηπιακή λέξη για τοφαγητό : « κάνη μάμ ! » : φάετο φαγητό σου !): έχω στο στόμα μου τοφαγητό και μασώ χωρίς να τοκαταπίνω, τρώγω πολύ αργά,ανόρεχτα

μαμούδ’ (το) : <μσν. μαμούδι: ζωύφιο :« άμα κάναν ούλα τα μαμούδιαμέλ’, θα ’χα τσι γω ένακουτρουπέλ΄» (παροιμ.) ||ειδικότερα τα μαμούδια πουαναπτύσσονται στα κουκκιά ||μτφ. ο πολύ δραστήριος καιενεργητικός άνθρωπος : « είνιτου Γιουργέλ’ ένα μαμούδ …»

μανέλα (η) : < βεν. manoella: μανιβέλα || ξύλινοκοντάρι,που χρησιμοποιούσανστο ζύγισμα με το καντάρι ||φρ. : « μη τ’ μανέλα γυρίζ’ τ ’

αβγό» (ειρων. για κάποιονπου αργεί πολύ να κάνει μιαεύκολη δουλειά )

μάνι - μάνι επίρ. : < ιταλ. mane le mani ( κούνατα χέρια, γρήγoρα ): αμέσως, γρήγορα , στο άψε -σβήσε : « τα μάζηψη μάνι- μάνιτσι πήρη δρόμου »

μανιά (η) : < αρχ. μανία: θυμός, κακία, μνησικακία :« γω, κόρ’ υμ , ε κρατώ μανιά»

μανιαγούδα (η) : < άγν.ετύμ.: πονηρός, δόλιος, κατεργάρης« είνι ’φτός μια μανιαγούδα !τ’ς Παναγιάς του μάτ’ κλέβγ’!»

μανίζου ρ. (μάν’σα,μανισμένος)

< μανίζω < μάνησα αόρ. τουαρχ. μαίνομαι: κακιώνω, θυμώνω ,είμαιμανισμένος , δε μιλιέμαι μεκάποιον : «σαν εμάνισες, πουλίμου, αγγουρίδα έχου πουλλή…» (δημοτ.)

μαννή (η) και μάν’ (το) : < μσν.μάννα < πιθ. αρχ.μάμμη: η γιαγιά, η γριούλα : «είπη ημανή μ’ να μη ζαλίγ’ς τουγ’δί μ’ !»

μανόγαλου (το) : < μάνα (μητέρα )+ γάλα: μαγικό παρασκεύασμα απόγάλα μάνας και κόρης , πουείναι συγχρόνως λεχώνες καιοι δυο και που κάνει όποιοντο πιει να ερωτεύεται τρελά :« μανόγαλου τουν πότ’ση τσιχάση τα μυαλά τ’ ;»

μανός (ο) : < αρχ. μανός: νωθρός, βαρύς, αργοκίνητος :«ήβρις έφτουν τουν μανό ναπάρ’ς στη δ’λειά σ’ ; ’ φτόςίσιαμη να σύρ΄ του ένα,βρουμεί του άλλου !»

μανούρα (η) και μανούρι (το) : < μεγεθ. του μανούρ-ι + -α ( αρχ. μανός τυρός : αραιότυρί ): φρέσκο , νωπό τυρί ,που δενέχει αποξηρανθεί : « ακόματου τυρί ε τρίβγητη, είνιμανούρα»

μαντάλ’(και μάνταλου)(το)

: < αρχ. μάνδαλος: σιδερένιος σύρτης για τομαντάλωμα (ασφάλισμα απόμέσα) της (εξώ)πορτας ή τωνπαραθυριών ( μανταλέλ’ )

μαντάτσ’ (το) : < άγν. ετυμ.: τσιμπούρι : « η στσύλουςγέμ’ση μαντάτσια » || μτφ.: οπολύ ενοχλητικός άνθρωπος ,ο κολλιτσίδας : « κόλ’σηαπάνου μ’ σα του μαντάτσ’»

μαντατσιάζου ρ. : <μαντάτσ’ (βλ.λ.): έχω ή παρουσιάζονται στοσώμα μου μαντάτσια : « ηστσύλους μαντάτσιαση »

μαντιμένι -ους - α -ου : < μαντέμι < τουρκ. maden(χυτοσίδηρος ): φτιαγμένος από μαντέμι

μαντό (το) : < τουρκ. manto: κοντό γυναικείο παλτό

μαξούλ’ (το) : <τουρκ. mahsul ( σοδειά): πολύς καρπός , καλή σοδειάελαιοκάρπου

μαξουλουχρουνιά (η) : μαξούλ’ + χρονιά: χρονιά με πολύ μαξούλι || ηκάθε δεύτερη χρονιά , που ταελαιόδεντρα έχουν πολύ καρπό

μαραίνου ρ. ( σε γ΄προσ. μαραίν’ , παρατατ.μάραινη, αόρ. μάρηνη )

: < αρχ. μαραίνω: (ειρων) αρμόζει, ταιριάζει,πρέπει, αξίζει : «- σ΄κώθ’τσητσι του κ’τσό του Μαρίγ’ ναχουρέψ’ …- μμμ …γη χουρός τ’ μάρηνη »( όπως : όλα τα ’χει ηΜαριορή, μόν΄ο φερετζές τής

λείπει )μαργώνου ρ. : < μσν. μαργώνω < αρχ.

μαργώ: παγώνω , μουδιάζουν ταδάχτυλά μου από το κρύο καιδεν πιάνουν : « πάγου σταχιόνια καίγουμι τσι στη φουτιάμαργώνου, στα κρούσταλλαζησταίνουμη τσι στη βρουχήστηγνώνου» ( δημοτ. )

μαρδώνου ρ. : < άγν. ετυμ. : μπαλώνω, φτιάχνω κάτιεντελώς πρόχειρα, το τελειώνωόπως - όπως : « τα μάρδουσημάνι – μάνι τσι πάγ’τση »

μαρχαμάς (ο) : <τουρκ. mahrama: υφαντή πετσέτα προσώπου μεκρόσια στις άκρες : «κατά τ’μούρ’ τσι η μαρχαμάς»(παροιμ.)

μασιά (η) : < τουρκ. masa (τσιμπίδα ): σιδερένια λαβίδα για τααναμμένα κάρβουνα , αρχ.πυράγρα

μάσιαλα επιφών. : < τουρκ. maşallah: φτου να μη σε βασκάνω !« γοι ηλιές βλουν απ’ τουμαξούλ ! μάσιαλα! »

μασιώ ρ. : < αρχ. μασάομαι: πολτοποιώ την τροφή με ταδόντια μου, μασώ , τρώγω ||μτφ.: « μασιώ τα λόγια μ’ »πέφτω σε αντιφάσεις,ανασκευάζω αυτά που έχω πει,δε μιλώ καθαρά: «μασ’μέναλόγια » || μτφ.: « δε μασάμε !»( δεν τα τρώμε αυτά, δεν ταχάφτουμε, δε μας ξεγελάτε ! )

μασκαραλίκ’ (το) : < τουρκ. maskaralık ( φάρσα,μεταμφίεση ): ενέργειες και συμπεριφοράμασκαρά, γελοιοποίηση,

ρεζίλεμα, εξευτελισμός :« γίναμη τ’ς αληπούςμασκαραλίκια »(ρεζιλευτήκαμε)

μασκαράς (ο) : < βενετ. και τουρκ. maskara: ο μασκαρεμένος, ομεταμφιεσμένος ( βλ. και λ.μ’τσούνα και γιούνια ) || μτφ.ψεύτης, υποκριτής , απατεώνας

μασούρι (το) : < όψ. μσν. μασούριον: κομμάτι από καλάμι μικρήςδιαμέτρου ,στο οποίοτυλίγεται το νήμα (υφάδι) καιτοποθετείται στη σαΐτα τουαργαλειού : «τα μασούρια ναπηρνάς, να μην ατζίγιν ταπληυρά σ’ !» ( λέγεται για πολύλεπτοκαμωμένους )

μασουρίζου ρ. : < μασούρ -ι + κατάλ. – ίζω: χρησιμοποιώντας το ροδάνιξετυλίγω το νήμα από τηνανέμη και το τυλίγω σταμασούρια

μαστραπάς : <μσν. μαστραπάς < τουρκ.maşrapa (κούπα, κύπελο ): γυάλινη ή πορσελάνινη μικρήκανάτα για τοποθέτηση καιμεταφορά υγρών ( κρασί, γάλα):: « βάλη κρασί στου μαστραπά τσιαφράτου παξιμάδι …» ( τραγούδ’τ’ς Παναγιάς )

μ’στάρ’ (το) : <μσν. μαστάριν < υποκορ. τουαρχ. μαστός: μικρός μαστός, βυζί

ματιάζου ρ. : μάτ-ι + κατάλ. – ιάζω: βασκαίνω : «βάλη έναματόχαντρου στου μουρό να μητου ματιάσιν» || μτφ.εντοπίζω μεμια ματιά , ξεχωρίζω κάτιανάμεσα σε πολλά όμοια μεπρόθεση να το αποκτήσω : « μες

σ’ ούλου του κουπάδ’ ματιάση τ’πυρκάτ’ τ’ προυβατίνα »

μάτιασμα (το) : < ματιάζω: το κακό μάτι, η βασκανία

ματίζου ρ. : < αρχ. αμματίζω ( φτιάχνωάμμα = κόμπο , θηλιά ): αυξάνω το μήκος ενόςαντικειμένου ( π.χ. σχοινιού,νήματος ) προσθέτοντας έναάλλο κομμάτι : « μάτ΄ση τ’κλουστή τσι κόπ’τση !

ματόχαντρου (το) :< μάτι + χάντρο: γυάλινη χάντρα θαλασσιά , μεζωγραφιά ματιού επάνω της , πουτην έβαζαν με παραμάνα σταρούχα του μωρού για προφύλαξηαπό το μάτιασμα

ματσόβηργα (η) : < μάτσι (είδος ζύμης ) + βέργα: μικρό ραβδί , με το οποίοάνοιγαν φύλλο ζύμης , πλάστης

μαυραγάν’ς (ο) : < μαύρος + άγανο: ποικιλία σιταριού με μαύρα"άγανα" ( βλ. λ.)

μαύρη (η) (ουσ .) : < από το επίθ. μαύρος: κωνικό σπυρί με μαύρη πυώδηκορυφή, καλόγερος(δοθιήνας).Θεραπευόταν μεκαταπλάσματα από λιναρόσπορο

μαυρουκαλιάζου : < μαυροκαλ- + ιάζω <μαύρος + κάλοιακας < κόλοιακας< αρχ. κολοιός ( καλιακούδα ,κάργα ): το δέρμα μου μαυρίζει καιξηραίνεται : « μαυρουκάλιασα ναστέκουμι ώρις μες τουν ήλιου »

μάχουμι ρ. : < αρχ. μάχομαι: μισώ , εχθρεύομαι, είμαι σε « α-μάχη» με κάποιον : «τ’ςμαχώντιν , γιατί τ’ς κόψαν τουνηρό τσι εν έχιν να πουτίσιν …»

μαχμουρλής (ο) : < τουρκ. machmurlis: αγουροξυπνημένος, κακόκεφος

μαχμουρλούκ’ (το) : < τουρκ. machmurliki: η κατάσταση του μαχμουρλή(βλ.λ)

μαχμούρ’ς (ο) : < τουρκ. τουρκ. mahmur: αγουροξυπνημένος , αυτός πουχασμουριέται και νυστάζει ακόμα|| βαρύθυμος , νωθρός , οκνός

μ'γιάζουμι ρ. : μύγ-α + - ιάζομαι: για τα ζώα : με τσιμπάει(αλογό) μύγα : « μ’γι’αστ’ τσητου μ’ λάρ’ τσι τουν έρ’ξη κάτου»|| ενοχλούμαι, δυνασχετώ,θίγομαι, όταν θεωρώ ότιυπαινίσσονται κάτι σε βάροςμου , ακόμη και όταν αυτό είναιεντελώς αβάσιμο : "όποιους έχ'μύγα, μ'γιάζητι"

μ’γιουφάς (ο) :< μύγες + έ-φαγ-α: μικρό εντομοφάγο πουλί

μ ’γιόχησμα (το)(πληθ. μ’γιουχέσματα)

: <μυγόχεσμα < μύγα + χέζω: λεκές από περιττώματα μύγας :« γημίσαν οι μύγης τα τζάμιαμ’γιουχέσματα »

μέλαγγας (ο) : < αρχ. επίθ.μελάγγαιος < μέλας(μαύρος) + γη: αργιλώδες , μαύρο σκληρόέδαφος, που δεν ποσφέρεται γιακαλλιέργεια || τοπωνύμιο στηνπεριοχή του χωριού (Βασιλικά)

μέστια (τα) : < άγν. ετυμ.: είδος γυναικείου χειροποίητουπαπουτσιού για χρήση μέσα στοσπίτι.Τα έπλεκαν με μάλλινη ήβαμβακερή κλωστή . Τα γιορτινάήταν τσόχινα ή βελούδινα ,κόκκινα συνήθως, κεντημένα μεπολύχρωμες κλωστές καιπούλιες. Αργότερα τα μέστιαέγιναν βιομηχανικά, δερμάτινα.

μέτρημα (το) : < μετρώ: το χρηματικό ποσό που δινότανως προίκα στον γαμπρό

μ’ζγούδ’ (το , άκλ.) : < μουσγούδ’ < μοσχ-ούδιυποκορ. του αρχ.μόσχος ( νεαρός πολύ τρυφερόςβλαστός, μόσχευμα, πουπαραμένει πολύ χρόνο στο νερόκαι γίνεται…μ’ζγούδ’)(πρβλ.λεξ.Παπάνη): «γίν’κα μ’ζγούδ’» (βράχηκαμέχρι το κόκκαλο, έγιναμούσκεμα από τη βροχή ) (βλ.καιλ. μ’λιούδ’ )

μηγντάν’ (το) : <μεϊντάνι < τουρκ. meydan (ανοιχτή πλατεία, πεδίο): μεϊντάνι , ανοιχτό μέρος ||μτφ.« ήβγη στου μηγντάν’»(φανερώθηκε, ξεσκεπάστηκε )

μηλίχλουρους (ο) : < μελίχλωρος < μέλι + χλωρόν: κιτρινωπός , που έχει το χρώματου μελιού, που δεν έχει ακόμαξεραθεί : "του τυρί είνι ακόμαμηλίχλουρου"

μηνίγγ’ ( και μηλίγγ’) (το) : < μηνίγγι και μελίγγι < μσν.μιλίγγιν < αρχ. η μήνιγξ: ο κρόταφος : « η πέτρα τουνήβρη μες τα μηνίγγια τ’»

μηρεύγου ρ. : < ημερεύω: εξημερώνω || μτφ.: γαληνεύω,ηρεμώ : « κλαίγ’ τσι σκουτώνητιτου μουρό! πάνη μήρηψή του !»

μηρουμήνια (τα) : < αρχ. ημέρα + αρχ. μην(μήνας): οι 12 πρώτες μέρες τουΑυγούστου . Από τις καιρικέςσυνθήκες των ημερών αυτών οιλαϊκοί μετεωρολόγοι προέβλεπαντον καιρό των επόμενων μηνών

μησάλ’ (το) : < μεσν. μεσάλιον < λατιν.mensalium < mensa (τράπεζα ): μεσάλι , πετσέτα φαγητού ||μεγεθ. μησάλα(τραπεζομάντηλο)

μησιά (η) : < μέσ - η + - ια: 1. η ζώνη, με την οποία δένεται

το σαμάρι στη ράχη του ζώου2. κατακόρυφο χοντρό δοκάρι,στήριγμα της στέγης νταμιού ήκαι σπιτιού

μηταδένου : < αρχ. μεταδέω: λύνω ένα ζώο από ένα μέρος ,που το είχα δεμένο και το δένωσε κάποιο άλλο : « πάνη( πήγαινε) να μηταδέγ’ς τ’κατσίκα τσι είνι μες τουν ήλιου»

μηταπιάνου ρ. : < μετά + πιάνω: βοηθώ, « βάζω ένα χεράκι »:« έλα να μηταπιάγ’ς κουμμάτ’ νατηλειώσου του μάζημα »

μητσύγεις και μητσγειές : < με τις υγείες ( και με τιςυγειές ): ευχή ( υγίαινε, να είσαι υγιής )σε κάποιον που φταρνιζόταν ήτέλειωνε αυτό που έπινε. Όταν οπατέρας στο τραπέζι έπιανε τοποτήρι να πιει νερό, τα παιδιάσταύρωναν τα χέρια καιπερίμεναν πότε θα αποθέσει τοποτήρι, για να του φωνάξουν το« μη (με )τ’ς(τις ) ύγειης (υγείες»

μιλέτ (το) : <τουρκ. millet (έθνος,θρησκευτική κοινότητα ): φρ. « μποκ μιλέτ » (σκατοσόι )

μιντέρ’ (το) : τουρκ. minder (μαξιλάρα): αχυρένιο στρώμα τοποθετημένο στο πάτωμα ||χαμηλός καναπές

μιράς ( ο ) : < αντιδ. τουρκ. mera < αρχ.μέρος: βοσκοτόπι || ( Στα Βασιλικά καιτοπωνύμιο ανατολικά από τονΚ’στό)

μιλόχα (η) : < μολόχη < αρχ. μαλάχη: η γνωστή μολόχα .Τα φύλλα τηςδρουν κατά του κνησμού . Ότανσε κάποιο σημείο μάς τσιμπούσετσουκνίδα ,τρίβαμε το σημείο

αυτό με φύλλα μολόχας καιλέγαμε τη γητειά : « έμπαμιλόχα μ’ , έβγα τσουκνίδα μ’ »

μ’λάπ’δου (το) : < μήλο + απίδι: είδος μικρού σφαιρικούαχλαδιού

μ΄λημός (ο) : < ομιλώ : μίλημα , η δυνατότητα ναμιλήσεις σε οργισμένο άτομο :

« τούτους εν έχ’ μ’λημό !»( δεν μπορείς να του μιλήσεις, δεσυζητιέται )

μ’λιάζου , μ’λιάζουμι ρ. : < ιταλ. ammolliare ( μουσκεύω): βρέχω , μουσκεύω : « έβαλααπουβραδίς τ’ς φασούλης ναμ’λιάσιν » || βρέχομαι ,μουσκεύομαι , μτχ.παθ.πρκμ.μ’λιασμένους : « η μ’λιασμένουςτ’ βρουχή ε τ ’ φουβάτι »(παροιμ.)

μ’λιούδ’ (το, άκλ.) : < μσν. * μουλι- άζω + - ούδι: μούσκεμα : « εν είχα παρασόλ’τσι γίν’κα μ΄λιούδ’ μες τ’βρουχή» ( βλ. και μ΄ζγούδ΄)

μ’λουνιάτ’ κα (τα ) : < μυλων-άς +-ιάτικα: η αμοιβή του μυλωνά για τοάλεσμα του καρπού ,συνήθως σεείδος (αλεύρι )

μνημόρ’ (το) : < μσν. μνημούρι < μτγν.μνημόριον: το μνήμα, ο τάφος , η θανάτωση :« του μνημόρ’ σ’ θα σ’ ανοίξου! » ( θα σε θανατώσω )Στο γειτονικό χωριό Λισβόριυπάρχει το τοπωνύμιο Μνημόρια,που σημαίνει μνήματα,νεκροταφείο

μ’νι (το) : < 1.ενετικό mona , που σημαίνειτο ίδιο πράγμα. 2. < μνίον < μουνίον < ευνίον <αρχ."ευνή" (συζυγικό κρεβάτι)3. μνί-ον < υποκορ. από το

ελληνιστικό "μνους"(χνούδι )*μνίον (χνουδάκι!):: το αιδοίο : « έλα, μνί μ’, στουτόπου σ΄, μη ση ξηκουλλήσου »

μνίκακας (ο) : < άγν. ετυμ. η λ. ,θεωρούμενηάσεμνη , πιθ. από το μ(ου)νί: αυτός που το μουνί της γυναίκας(του) τον σέρνει από τη μύτη : «ατουν μνίκακα! τουν έβαλη ηγ’ναίκα τ΄ μες του βρατσί τ’ς!»

μνιμούτσ΄νου (το) : < μουνί + μσν. μούτσουνον (βλ.μ’τσούνα): άτομο ελαττωματικήςσωματικής διάπλασης ,καχεκτικός, κακομοίρης ||υποτιμητική έκφραση ( πρβλ.μνόπανου, μνουπάν’ )

μνουπάν’ (το) : < μουνί + πανί: μουνόπανο, σερβιέτα ||μτφ.: υβριστικός και απαξιωτικόςχαρακτηρισμός ατόμου

μνούχους (ο) : < αρχ. ευνούχος: αρσενικό αρνί, που του έχουναφαιρεθεί οι όρχεις και εκτρέφεταιγια πάχυνση και σφάξιμο , κυρίωςτα Χριστούγεννα || άνδραςανίκανος για συνουσία

μόδ’ (το) : < μτγν. μόδιος < λατιν. modius: στη Λέσβο μονάδα βάρους γιατον ελαιόκαρπο : 1 μόδι = 500οκάδες ( 640 κιλά) : « φέτουςμαζώξαμη 20 μόδια ηλιές»

μόνι ( και μόνου )αντιθ.σύνδ.

: < μόνο < μόνος: παρά , αλλά : « δε φτάν’ πουέκανη τ’ ζημιά, μόνι γυρεύγ’ τσι ταρέστα»

μούδρα .( η , άκλ.) : < άγν. ετυμ.: σαπισμένο από το νερό : «τι τουβάγ’ς έφτου του ξύλου στ’ φουτιά;ε του βλέπ’ς που’νι μούδρα ;» ||μτφ.πολύ κουρασμένος, διαλυμένοςαπό κούραση : « γύρ’σα μούδρα

απ’ τη δ’ λειά )μουλώνου ρ. : < μσν. μόλος

: φτιάχνω μόλο ( στη θάλασσα)||: ρίχνω υλικά ( χώμα , πέτρες ) γιανα γεμίσω ένα λάκκο , μπαζώνω :« όποιους πηθαίν’ , του λάκκου τ’μουλών’ »

μουνάντηρου ( το) : < μονό + έντερο: άτομο καχεκτικό και αδύνατο,εξαιτίας του ότι έχει ένα μονόέντερο και δεν αφομοιώνει καλάτις τροφές , που δε χορταίνει όσο κι αν φάει

μουντέρνου ρ.(μοντάρω) : < μσν. μουντάρω < μοντάρω <ιταλ. montare (ανεβαίνω): ορμώ , χιμώ, ρίχνομαι επάνω : « τουν μουντάρ’ση η στσύλους τσιπήρη δρόμου»

μουρκάτα (τα) : < μουρό < μωρό: μωρουδίσματα, καμώματαμικρού παιδιού || σεληνιασμός :« τουν πιάσαν τα μουρκάτα τ’ »(τον έπιασε κρίση επιληψίας )

μουρνταρεύγου ρ. : < μουρντάρ- ης + - εύω: ( για άντρα) μου αρέσουν οιγυναικοδουλειές : «γέραση τσι πάγ’τσι ακόμα μουρνταρεύγ’»: || μολύνω, λερώνω , βρωμίζω : « ηπαλιουκάτα ήπιη τσι μουρντάρηψητου γάλα» ||σε περίοδο νηστείαςτρώγω ( συνειδητά ή κατά λάθος )κάτι το μη νηστίσιμο: « νήστηυγαούλ’ τ’ Σαρακουστή τσι σήμηραμουρντάρηψα »

μουρντάρ’ς - σα - κου : < τουρκ. murdar( ακάθαρτος): ο γυναικάς, αυτός που τουαρέσουν οι ερωτοδουλειές | |βρομιάρης, ακάθαρτος : «ε τρώγουαπού τα χέρια τ’ς φαγί, γιατί είνιπουλύ μουρντάρ’σα»

μουρουδίζου ρ. : < μωρ - ό + - ουδίζω: συμπεριφέρομαι σαν μωρό ,

κάνω καμώματα μωρού :« κουτσιάμ’ άντρας τσι μουρουδίζ’ακόμα»

μουρουμάννα (η) : < μωρό + μάννα: μητέρα μικρών παιδιών , που ταπαιδιά της είναι ακόμα μωρά :« άση να πηράσ’ μπρουστά τσι(γιατί) είνι μουρουμάνα»

μουρουπάλαβους (ο) : < μωρός + παλαβός : ανόητος, θεότρελος

μουσκάτους (ο) : < μσν. μόσκ-ος +–άτος: μυρωδάτος, ευωδιαστόςΗ λ. κυριολεκτείται σε είδοςλευκών σταφυλιών, τα μουσκάτα

μουσκουκάρφ’ ( το) : < μόσκος + καρφί: μοσκοκάρφι, το αρωματικόγαρίφαλο

μουστηρής (ο) : < τουρκ. musteri : επισκέπτης, πελάτης ( κυρίως σεκακόφημα σπίτια ) || αγοραστής

μούτ' (το) : < τουρκ. umut(ελπίδα ): η ελπίδα: «έκουψη του μουτ’!»(έπαψε να ελπίζει )

μουτάζου ρ. : < μύτ-η + άζω ( λεξ. Παπάνη ): γέρνω μπροστά το κεφάλι μου μετη μύτη, δεν μπορώ να τοκρατήσω όρθιο από τη νύστα :« ούλ’ τ’ νύχτα κούνει του μουρότσι τώρα μουτάζ’ ’πα στ΄ καρέκλα»

μούτσ’νου (το) : < μσν. μούτσουνον: το πρόσωπο || το αντίκρισμα κατάπρόσωπο , η παρρησία :« εν έχ’ μούτσ’να να μη δει»(ντρέπεται να με αντικρύσει )

μπα βεβαιωτ. μόρ. < αρχ. βα με προφορά μπα: ναι , μάλιστα, βέβαια( μόνο στη Λέσβο το μπα έχει αυτήτη σημασία )- Πότ΄σης τα ζα ;- Μπα !

μπαγαπόντ’ς (ο) – σα - κου : < ιταλ. vagabondo: ψεύτης , υποκριτής, κατεργάρης,

απατεώνας : «τουν κατάφηρη έναςμπαγαπόντ’ς τσι τουν δάν’ση τ’κόσμου τ’ς παράδης »

μπαγδαντί (το) : < τουρκ. bağdadi ( της Βαγδάτης): οι μεσότοιχοι (χωρίσματα ) τωνσπιτιών γίνονταν από πήχεις καικαλάμια με επίχρισμα λάσπης απόκοκκινόχωμα ανακατωμένο μεάχυρο

μπαγιλντίζου ρ. : < τουρκ. bayılmak ( λιποθυμώ ): ζεσταίνομαι υπερβολικά ιδρώνω,κοντεύω να λιποθυμίσω: «άν’ξη,μουρή κόρ’ υμ ,του παραθύρ’ τσιμπαγίλντ’σα απ’ τ’ ζέστ !»

μπακίρα (η) : < τουρκ. bakir ( χαλκός )1.χάλκινο δοχείο με χερούλι,χρήσιμο για το άρμεγμα των ζώων|| Η φρ. «έγειρη τ’ μπακίρα μη τουγάλα » λέγεται για την κατσίκα ,που αφού κάθεται ήσυχα να τηναρμέξουν στο τέλος με μιακλωτσιά της αναποδογυρίζει τηνμπακίρα και χύνει όλο το γάλα . Υπονοεί εκείνους , που με μιαάστοχη ενέργειά τουςκαταστρέφουν όλες τιςπροηγούμενες καλές επιδόσειςτους.2. χάλκινο τούρκικο νόμισμαμικρής αξίας

μπακιρ’κά (τα) : < τουρκ. bakir + κατάλ. – ικά: όλα τα χάλκινα σκεύη τηςκουζίνας ( ταψιά , σινιά ,τεντζερέδες κτλ.)

μπακιρτζής (ο) : < τουρκ. bakirci: ο τεχνίτης που κατασκευάζειμπακιρικά . Τη λέξη συναντούμεπολύ συχνά ως επώνυμο

μπαλτίμ’ (το) : < τουρκ. baldir (γάμπα, μηρός): πλατιά δερμάτινη ταινία στουςμηρούς του υποζυγιου, πουσυγκρατεί το σαμάρι

: τα ( μακριά ) πόδια || φρ. :«μάζηψη τα μπαλντίμια σ’ !»

μπαμπάγ’ς και μπαμπάγους(ο) ( και πληθ. ουδ. ταμπαμπάγια )

: < άγν. ετυμ. πιθ. από το τουρκ.baba (πατέρας ) + καταλ. - άγος: φανταστικό πλάσμα , με το οποίοοι μαννάδες φόβιζαν τα άτακταπαιδιά: « ω μαννά μ’ ! να ημπαμπάγους ! τώρα θα φουνάξουτου μπαμπάγου να ση πάρ’ !»

μπαμπακλιά (η) : < άγν. ετυμ.: θάμνος με κολλώδη φύλλα καιροδαλά άνθη

μπαμπακούλα (η) : < μσν.μπαμπάκ -ι + κατάλ. – ούλα: βιομηχανικό (σε διάκριση από τοχειροποίητο) βαμβακερό νήμα γιαύφανση στον αργαλειό

μπάμπαλου (το) : < πιθ. πάμπαλο < από το επίθ.παμπάλ-αιον: κάτι πολύ παλιό ,συνήθωςύφασμα, κουρέλι , σκουπίδι

μπαμπατσιά (η) : < μπαμπάκι: το φυτό που κάνει το μπαμπάκι|| τοπωνύμιο νότια του χωριού(Βασιλικά)

μπαμπόγηρους (ο) : < πιθ. από το μπάμπω + γέρος: μπαμπόγερος, ο πολύ γέρος ,χούφταλο || πονηρός και παράξενοςγέρος (βλ. και μπαμπόγρια )( Σε πολλά μέρη της Ελλάδαςαναβιώνει το αποκριάτικο έθιμοτου Μπαμπόγερου )

μπαμπόγριγια (η) : < μπάμπω < σλαβ. babo , κλητ.του baba( γιαγιά ) + γριά: πολύ και κακιά γριά( Όταν καμιά φορά η γιαγιά δε μαςέκανε τα χατίρια, τη λέγαμεμπαμπόγρια και το βάζαμε σταπόδια, γιατί θα εισπράτταμε απότους γονείς τα επίχειρα τηςασέβειάς μας )

μπαμπούλα (η) : < ηχοπ. λέξη < βόμβος: χρυσόμυγα ( τα παιδιά έδεναν με

λεπτή κλωστή τη χρυσόμυγα καιτην άφηναν να πετά κυκλικά,διασκεδάζοντας από τον βόμβο τωνφτερών της ) ||μτφ. ο επίμονος καιενοχλητικός : " σα τ' μπαμπούλαγυρίγ'ς ένα γύρου μ'!"

μπάμπουρας (ο) : < ηχοποίητη λέξη: κάνθαρος, μεγάλη κόκκινησφήκα: «τσμούρια στα μηριά σ’ τσιμπαμπούρ’ στ’ αφτιά σ’ »(ειρων.έκφραση σε αερολογούντα)

μπαμπουριά (η) : < μπάμπουρ -ας +-ιά: η φωλιά του μπάμπουρα

μπάντα (η) :< μσν. μπάντα: η πλαϊνή πλευρά, το πλάι, η άκρη: «κάνη στ΄ μπάντα » ( πήγαινεστην άκρη , παραμέρισε ) || ημεριά : « έλα απ’ τ΄ν άλλ’ τ’μπάντα» (έλα από την άλλη μεριά)

μπαντιέρα (η) : < ιταλ. bandiera.: σημαία : « σήκουση παντιέρα»(επαναστάτησε, χειραφετήθηκε,δεν υπακούει, κάνει του κεφαλιούτου )

μπαντουνιέρνου ρ. ( και μπαντουνιάρου αόρ. μπαντούνιαρα καιμπαντουνιάρ΄σα )

< μπαντονιάρω <ιταλ. abbandonare

(εγκαταλείπω,αφήνω , αποκάμνω ,παραιτούμαι ): εξαντλούμαι τελείως καιεγκαταλείπω μια προσπάθεια :« πήγη ν’ άνηβεί φουρτουμένουςτ’ν ανηφόρα τσι μπαντουνιάρ΄ση»

μπαραμπαρίζου : < άγν. ετυμ. : συγκρινόμενος , είμαι ισάξιος μεκάποιον άλλον(σε ομορφιά,πλούτο, δύναμη κτλ) : «η Γιάνν’ςτσι η Γιώρ’ς παραμπαρίζιν στουνχουρό »

μπαραντίζου ρ. : < τουρκ. barindirmak (στεγάζω): προφυλάγομαι , βρίσκωκαταφύγιο : « μη πιάση η βρουχήστου δρόμου τσι μπαράντ΄σα κάτου

απού μια τέντα , μέχρι νασταματήσ’»

μπάρι μ’ επίρ. : < μπάρε μου < τουρκ. bari + μου: τουλάχιστο : « σ’ είπη μπάρι μ’’φχαριστώ, που δε τουν πήρηςπαράδης ;»

μπαρντάκ ( το) : < τουρκ. bardak:1. πήλινο δοχείο νερού, στάμνα2. τοπωνύμιο στον κάμπο τωνΒασιλικών (Λέσβου )

μπασιάκ' (το) : τουρκ.basak (στάχυ, σταχυάζω) 1. τα σκόρπια απομεινάρια στοχωράφι μετά τη συλλογή τουκαρπού , π.χ. στάχυα, ελιές κτλ.2.το μάζεμα αυτών που απομείνανε (βλ.και κουκουλόγ’ )Παλιότερα φτωχές οικογένειεςαποζούσαν από το μπασιάκ

μπασιακτσής (ο) : < μπασιάκ (βλ.λ.) : ο φτωχός που " κάνει μπασιάκ’ "( μαζεύει τα απομεινάρια καρπού )

μπασιαρντίζου ρ. < τουρκ. basarmak ( κατορθώνω): τα καταφέρνω, τα φέρνω βόλταμε επιτηδειότητα

μπασιαρντ’σμέν’ (η) : < μτχ. παθ.πρκμ. τουμπασιαρντίζου (βλ.λ.): η επιτήδεια, η καταφερτζού , ηκαπάτσα

μπάστακας (ο) : < πιθ. από συμφυρμό των λέξεωνμπαίνω και στέκω: αυτός που στέκεται στη μέσηόρθιος και ασάλευτος , πουαποτελεί εμπόδιο και γίνεταιενοχλητικός και ανεπιθύμητος :« τι ήρτης τσι στάθ’τσης μπρουστάμ’ ένας μπάστακας ;»

μπασταρδεύγου ρ. : < μπάσταρδ-ος + εύω: νοθεύω , αλλοιώνω , εκτρέπωκάτι από τη φυσική του εξέλιξη : « μπασταρδέψαν οι ντουματιές »,« τώρα τ’ μπαστάρδηψης τ’κουβέντα »

μπατάκ (το) : < τουρκ. batak (βούρκος, τέλμα): άνθρωπος που δεν εκπληρώνειτις οικονομικές του υποχρεώσεις(βλ.και μπατακτσής)

μπατακγαίνου ρ. : < μπατάκ’ + -αίνω: μένω αδέκαρος, χρεοκοπώ : « ηΒριγιός σα μπατακγιάν’ ,τα παλιάτηφτέρια πιάν’ » ( παροιμ.)

μπατακτσής (o) : < τουρκ. batakcsi (φεσατζής): κακοπληρωτής, χρεοκοπημένος

μπατέρνου ρ. (αόρ.μπάταρα) : < ιταλ. battere: γέρνω από τη μια μπάντα καιανατρέπομαι : « πήρη απότουμα τ’στρουφή τσι μπαντάρ’ση»

μπαταριά χρον. επίρ. : < τουρκ. batarya ( ομοβροντία ): μια στιγμή,ελάχιστο χρονικόδιάστημα : « κάτση να λουγιάγ’ςτου μουρό, να πηταχτώ μιαμπαταριά στου φούρνου»

μπατ΄κώνου ρ. : < τουρκ.batak (βούρκος ): βουλιάζω ,χώνομαι στη λάσπη ||μτφ. : αντιμετωπίζω οικονομικέςδυσκολίες, χρεοκοπώ : « πήρη τ’κόσμ’ τα δάνεια, απ’ τ’ς Τράπηζηςτσι μπάτ’κουση »

μπάτσι σύνδ. : < μσν. μπας και: μήπως , μήπως και : «τι ΄νι έφταπου λέγ΄ς ; μπάτσι παλαβώθ’τσης ;»

μπατσιάζου ρ. : μπάτσ-ους (βλ.λ.) + - ιάζω: δίνω μπάτσους, χαστουκίζω

μπάτσους (ο) : < πιθ. ηχοπ. λέξη από το μπατς,που συνοδεύει το χτύπημα : ράπισμα,χαστούκι

μπαχτσιαβάν ’ς (ο) : < τουρκ.bahcıvan:: κηπουρός , περιβολάρης ||πλανόδιος λαχανοπώλης

μπαχτσές (ο) : < τουρκ.bahce: < περιβόλι , λαχανόκηπος

μπ’γάδα (η) : < βενετ. bugada: η μπουγάδα : πολλά ρούχα πουέχουν μαζευτεί για πλύσιμο :« άλλαξη ούλ’ η φαμ’λιά μ’ τσι

βγάλαν μια μπ’γάδα ρούχα » || τοπλύσιμο των ρούχων : « ταχιά θαβάλου μπ΄γάδα » || τα στοιβαγμένασε κοφίνι ρούχα πάνω από ταοποία έχει τοποθετηθεί αλ’σιά(βλ.λ.) και προορίζονται γιαπλύσιμο «έχου έτοιμ’ τ’ μπ’γ΄δατσι θα τ’ πηριχύσου μη καυτό νηρό»|| μτφ.: ό,τι το πολύ βρεγμένο : «εν ηπήρη μαζί τ’ παρασόλ’ τσιγίντση μπ’γάδα απ’ τ’ βρουχή »

μπ’γάδιασμα (το) :< μπουγαδιάζω < μπουγάδα: η διαδικασία με την οποίαετοιμάζεται η μουγάδα( στοίβαγμα ρούχων στο κοφίνι,τοποθέτηση στάχτης, βρέξιμο μεκαυτό νερό )

μπηζηρίζου ρ. : <μπεζερίζω < τουρκ.bezmek(βαριέμαι,μπουχτίζω ): κατορθώνω κάτι ύστερα από μεγάληπροσπάθεια και καθυστέρηση : « μπιζέρσ’ση πια να φανεί » ||κουράζομαι , εξαντλούμαι,εξουθενώνομαι :« μπιζέρ’σα να παγαίνου τσι ναέρχουμι σ’ ηλιές μη τα πουδάρια »

μπηζντηρμές (ο) : < άγν. ετυμ. : είδος τυρόπιτας από φύλλο ζύμηςκαι τυρί,πασπαλισμένης με ζάχαρηκαι κανέλα

μπηκιάρ’ς (ο) , μπηκιάρσα(η)

: <μπεκιάρης < τουρκ.bekar: ανύπαντρος, λεύτερος

μπηκλέτ’ (το) : < τουρκ. bekleme(αναμονή,απαντοχή): ( νυχτερινό ) καρτέρι για θήραμα :« τουν λαγό,τουν σκότουση στουμπηκλέτ’»

μπηρηκέτ’ (το) : < τουρκ. bereket (αφθονία,ευφορία): αγαθό, πλούτος : « η Θηος τούνδώτση ούλα τα μπηρ’κέτια»

μπηρηκητλής - δ’σα - κου :< τουρκ. bereketli (άφθονος,

γόνιμος, ευλογημένος): αυτός που φέρνει μπηρηκέτια, ογούρικος, ο τυχερός

μπηρντάχ’ (το) : < τουρκ. perdah ( γυάλισμα, κόντραξύρισμα): ξυλοδαρμός, άγρια κατσάδα :« θα φάγ’ ένα μπηρντάχ’ , που θα τουθ’μάτι ούλα τ’ τα χρόνια »

μπητούνιους -ια - ου : < τουρκ. επίθ. butun: ακέραιος , άθικτος, ολόκληρος: «θέλ’ του ψουμί μπητούνιου τσι τουστσύλου χουρτάτου» , « εν ηβράσαντα κ’τσιά ! μπητούνια απουμείναν ! »

μπηχτσηδιάτ’κα (τα) : < τουρκ. bekci (φύλακας) + -διάτικα: χρήματα για πληρωμή του μπεχτσή|| το πρόστιμο που επέβαλε ομπεχτσής για ζημιά που έκανεκάποιο ζώο

μπηχτσής : < τουρκ. bekci (φύλακας): αγροφύλακας

μπιγιντιγί ( το) άκλ. : < τουρκ. begenilmek (αρέσω): το διάλεγμα, η δυνατότητα ναεκλέξεις : «Ναι, στου μπιγιντιγί θα σηβάλου… » ( ειρων.: σιγά μη σε βάλωνα διαλέξεις…)

μπιγιντίζου ρ. < τουρκ. begenilmek (αρέσω): εκλέγω, προτιμώ κάτι που μουαρέσει ανάμεσα σε άλλα : « τι τουνμπιγίντ’ση τσι τουν πήρη ;»

μπιμπίτσ’ (το) : < μπιμπίκι < υποκορ. τουμπίμπικας < αρχ. βέμβιξ ( παιδικήσβούρα ή και μεγάλη σφήκα): σπυράκι εφηβείας,ακμή

μπίνια (η) : < πιθ.από το τουρκ. binmek (βόλτα,ιππασία ): καβάλα στην πλάτη :" κουράστ’τση του μουρό τσι τουπήρα μπίνια "

μπιτίζου ρ. : < τουρκ. bit-irmek+ - ίζω: τελειώνω, φέρνω σε πέραςεπιτυχώς : « έστ’λη τ’ μάννα τ’ς να

γυρέψ’ δαν’κά τσι του μπίτ’ση»μπλούτσ ’(το) : < μπουλούκι < τουρκ.boluk

:1.( στον πληθυντ. « μπλούτσια )πέτρες – στόχοι , που στήνοντανόρθιες στο παιχνίδι « κάστρα» .Τα«κάστρα» αυτά προσπαθούσαν ναγκρεμίσουν τα παιδιά ρίχνοντας το« βόλι » ( στρογγυλή πέτρα ) απόορισμένη απόσταση. 2. εμπόδιο που ορθώνεται μπροστά :« ήρτης τσι στάθ΄τσης μπρουστά μ’ένα μπλούτσ΄!».3. ασύντακτο πλήθος κόσμου : « η κόσμους κατέβινη μπλούτσια-μπλούτσια!»

μπλούτσ’κους (ο) : < υποκορ. του «μπλούτσ’» (βλ.λ.): όρθια πέτρα που έστηναν τα παιδιάστο παιχνίδι αμάδες || κάποιος πουστέκεται στη μέση και εμποδίζει τουςάλλους να βλέπουν ή να περνούν :« πήγης τσι στάθ’τσης καταμησί έναςμπλούτσ’κους τσι δε μπουρεί κανείςνα πηράσ’»

μπλώνου ρ.(αόρ.μπούλουξα )

: < πιθ. από το αρχ. εμβάλλω: βάζω μέσα βίαια, χώνω, καρφώνω :«μπούλουξη του μαχαίρ’ μες’ τ’καρδιά τ’ »

μπλώνουμι ρ. : < μπλώνου (μέσο): τρυπώνω μέσα, χώνομαι:« ήβρη τ’πόρτα αν’χτή τσι μπλώχτση μέσα »

μπνέδ’κα (τα) : < μπ’νές: ουσιαστ. επίθετο : λόγια καικαμώματα μπινέ

μπ’νές (ο) : < τουρκ. ibne: ομοφυλόφιλος, πούστης

μπόγους (ο) : < πιθ. από το τουρκ. boya: ρούχα δεμένα μέσα σ’ένα μεγάλοπανί ή σεντόνι,όπως και μποχτσιάς(μποξάς)|| υποκορ. μπογαλάκια || μτφ. κοντόχοντρος άνθρωπος

μπουγάς (ο) : < τουρκ. boga

: ταύρος επιβήτοραςμπουγιατζής : < τουρκ.boyaci

: αυτός που ασχολείται με μπογιές, οβαφέας, ο ελαιοχρωματιστής

μπουγιουρντί (το) : < τουρκ. buyrultu (διάταγμα):(γραπτή ) εντολή τούρκουαξιωματούχου || έγγραφο μεδυσάρεστη είδηση

μπούζ’ (το) (άκλ.) : < τουρκ. buz (πάγος): κάτι το πολύ κρύο , το παγωμένο :« μπουζ’ γίν’τση του φαγί»

μπουζιάζου ρ. : < μπούζ’ + - ιάζω: γίνομαι μπουζ’, παγώνω :« μπούζ’γιασα μες του χιόν’ ν’απαντέχου »

μπούκα (η) : < μσν. μπούκα <βεν. buca: το στόμα, το στόμιο πυροβόλουφρ. : « τουν έχου στ’ μπούκα τ’κανουνιού» (είμαι πολύ οργισμένοςμαζί του )

μπουκώνου ρ. : < μπούκ- α + - ώνω 1.γεμίζω το στόμα με φαγητό :« μη του μπουκών’ς του μουρό τσιτου πνίξ’ς ! άσ’ του να καταπιεί !» 2. εξαγοράζω, δωροδοκώ :«μπούκουσι του Γιάνν’ τσι πήγηψηυτουμάρτυρας»

μπουλαντίζου ρ. : τουρκ. bulandi ( αηδιάζω ): αηδιάζω, αναγουλιάζω, έχω τάσηγια εμετό « μπουλάντ’σα μόλις είδατουν πουτ’τκό»

μπουμπή (η) : < μσν. μπομπή < αρχ. πομπή: αισχρή ,ανήθικη πράξη : « άντη,μουρή ! έχ’ς τσι στόμα να μ’λήξ’ς!πάνη ν’ ακούγ’ς τ’ς μπουμπές σ’ !»|| διαπόμπευση, εξευτελισμός

μπουνίζου ρ. : < αρχ. επονειδίζω: υπενθυμίζω διαρκώς σε κάποιονένα καλό που του έκανα και του το"χτυπώ συνέχεια στα μούτρα του»:«πήγης μη τ’ αυτουκίνητου σ’ τ’μάννα μ’ στου νουσουκουμείου τσι μη

του μπουνίγ΄ς κάθη μέρα »μπουν’το ( και μπόν’σμα )(το)

: < μπουνίζου (βλ.λ.): η υπενθύμιση από κάποιον μιαςευεργεσίας ή διευκόλυνσης που μαςέχει κάνει , με σκοπό να μαςστενοχωρήσει και να μας μειώσει ||η κοινολόγηση της ευεργεσίας αυτήςκαι μάλιστα διογκωμένης :« ούλ’ τ’ μέρα ακούμη τα μπουν’τά τ’,που ήρτη τσι μας σέργιαση στουθέρους»

μπου(ρ)δούκλα (η) : < πέδικλο ( κομμάτι σκοινιού μετο οποίο δένουν τα δυο πόδια τουζώου, για να δυσκολεύεται νααπομακρυνθεί από ορισμένη περιοχή. βλ. και λ. αλ’πούτζα ): τρικλοποδιά : «μ’ έβαλημπουρδούκλα τσι μη έρ΄ξη κάτου »μτφ. : εμπόδιο που ορθώνεταιμπροστά μου : «ήρτης τσι στάθ΄τσηςμπρουστά μ΄μια μπουρδούκλα«»

μπου (ρ)δουκλώνου ρ. : < πεδικλώνω < πέδικλο( βλ.λ.μπουδούκλα ): βάζω τρικλοποδιά σε κάποιον καιτον ρίχνω κάτω : «πήγη να πηράσ’τσι τουν μπουδούκλουσα»||: στέκομαι μπροστά σε κάποιον καιτον εμποδίζω να προχωρήσει :"κάθησι καταμησί τσι μημπουδουκλών'ς ! || μεσ.μπουρδουκλώνουμι : σκοντάφτω καιπέφτω

μπουρντίζου ρ. : < τουρκ. burmak (συστρέφω): στρίβω κάτι εξακολουθητικά μεσκοπό να το αποκόψω : « μπουρντίζου του κλαδί », « μημπούρντ΄ση του χέρ’ υμ’ ! || μτφ.:βάζω προσκόμματα, δυστροπώ, κωλυσιεργώ : « άμα άκ’ση πους θαπληρώσ’ , μπουρντ’ση »

μπουρού (η) : < τουρκ. boru: σειρήνα ελαιοτριβείου ή πλοίου

μπουτσιάκ’ (το) : < τουρκ. bucak (γωνία, κόγχη ): γωνία του σπιτιού || τόποςκαταφυγής για ασφάλεια καιπροστασία :«μόλις άκ’ση τ’ καμπάνα,χώθ’τση μες του μπουτσιάκ’ » || μτφ.ηάκρη, το περιθώριο : « κάτση ( προστ.κάθισε) μες του μπουτσιάκ’ τσι μημ΄λάς»

μπουτσιέρνου ρ. : < άγν. ετυμ.: αδειάζω απότομα μαζεμένο το υγρόπεριεχόμενο δοχείου :«μπουτσιάρ’σης τουλάδ’ τσι χύθ΄τσητου μ’σό όξου απ’ του πιάτου»

μπουφ και μπούφου(ς)επιφών.

: < άγν.ετυμ. : για δήλωση άσχημης μυρουδιάς,δυσοσμίας : « μπούφους! ποιοςέκλαση πάλι ;»

μπουχτσιαδιάζου ρ. : μπουχτσιά -ς + -διάζου: τυλίγω σε μπουχτσιά (βλ.λ.)

μπουχτσιάς (ο) : < τουρκ. bohca ( μπόγος, δέμα ): τετράγωνο ύφασμα ή μικρόσεντόνι για περιτύλιγμα μωρού ή γιαμεταφορά ρούχων || δέμα, μπόγοςμε ρούχα

μπρόστιασμα (το) : < μπρουστιάζου (βλ.λ.)η επιβεβαίωση ή διάψευση μιαςπληροφορίας, με « κατ’αντιπαράσταση» εξέταση :« ’ μένα δε μ’ αρέσιν ταμπρουστιάσματα»

μπρουστιάζου ρ. : μπρουστ-ά + - ιάζου: εξετάζω πρόσωπο με πρόσωπο,"κατ' αντιπαράσταση": « θα φέρουτ’ν αδηρφή σ’ να σας μπρουστιάσου!να δούμη πότη σ’ είπα’γω κλέφτρα»

μπρουστ’νέλα (η) : < μσν. εμπροστέλα(εμπροσθοφυλακή): αυτή που πάει μπροστά , η αρχηγός|| η προβατίνα που οδηγεί τοκοπάδι : « έβαλα στ΄ μπρουστ΄νέλατσινούργιου κ’δούν’»

μπρουστ’νουπίσ΄να (τα) : < εμπροσθοπίσινα < μπροστινά και

πισινά: 1. π .χ. τα φορέματα πουφορέθηκαν το μπροστινό τους μέροςπίσω και το πίσω μπροστά : «τι ’νιτούτα τα μπρουστ’νουπίσ’να που’βαλης ;»2.λόγια και καμώματαδιφορούμενα, αλλοπρόσαλλα,ασυνάρτητα

μ’στάρια (τα) : < μαστάρι υποκορ. του μαστός: μικροί μαστοί , βυζιά : « η κατσίκακατέβαση μ’στάρια»

μ’τάρια (τα) : < μτγν. μιτάριον <υποκορ. του αρχ.μίτος: δυο εξαρτήματα του αργαλειούφτιαγμένα από μίτο, που ρύθμιζαν τοάνοιγμα του στημονιού για να περνάη σαΐτα με το υφάδι και ναπραγματοποιείται η ύφανση

μ’τζηθρουπτάρια : μυτζήθρα + πιτάρια < υποκ.τηςπίτας: είδος εδέσματος από φύλλο ζύμης,αβγά και μυτζήθρα

μ’τζούρα (η) : < μσν. μουντζούρα: λέρωμα από καπνιά, στάχτη ή άλλησκουρόχρωμα ουσία || μτφ. η κηλίδα, ο στιγματισμός για ηθικάπαραπτώματα : « αυτή τ’ μτζούρα τ’νέχ’ μες του κούτηλου» (είναι ηθικάστιγματισμένη )

μ’τζουρτέλια (τα ) : < μ’τζούρ- α + υποκορ. καταλ.-έλια: είδος αχλαδιών με κοκκινόμαυροφλοιό, με τα οποία φτιάχνουν γλυκότου κουταλιού (αχλαδάκι)

μ’ τζουρώνου : < μσν. μουτζουρώνω < μουτζούρα: μαυρίζω κάτι ( το πρόσωπο, τοκούτελο ) με μουντζούρα || θίγω,στιγματίζω κάποιον . || μτχ. παθ.πρκμ. μ’ζουρουμένους –η - ου :ανήθικος, διαπομπευμένος

μ’τσούνα (η) < μσν.μουτσούνα < βεν. musona: η μάσκα ,το προσωπείο ||

ο μασκαράς , αυτός που έχει ντυθείαποκριάτικα, ο μεταμφιεσμένος ( βλ.και λ. μασκαράς και γιούνια )

μυρμ’δίζου ρ. : < μυρμηκιώ < μυρμήγκι: 1.αισθάνομαι φαγούρα,ανατριχιάζω και αναριγώ σαν ναπερπατούν στο δέρμα μου μυρμήγκια|| στη φρ. « μυρμ’δίζ’ του νηρό »( τονερό αρχίζει να μυρμηκιά ,να κάνειμικρές φυσαλίδες και να ακούεταιχαρακτηριστικός ήχος

μυρμίδ’ σμα (το ) : < μυρμ’δίζου ( βλ.λ.) : η αρχή του βρασμού, όταναρχίσουν να σχηματίζονταιφυσαλίδες

Ννανά ( και νανάκια ) (τα) : < λέξη ηχοποίητη από το να- να

: ο ύπνος του μωρούναναρίζου ρ. ( καινανουρίζω)

: < * νανάρ-ι + -ίζω : νανουρίζω, κοιμίζω το μωρόκουνώντας το και λέγοντάς τουνανουρίσματα

νε - ν ε σύνδ. : < τουρκ. ne-ne: μήτε – μήτε : « νε σκουλειό - νεγράμματα »

νηνί (το) : < μσν. νηνί-ον (κούκλα) <αρχ.νήνις < νεάνις: το μωρό,το νήπιο

νηνίδα (η) : < νην- ί + κατάλ. –ίδα: είδος πιτυρίασης του κεφαλιού τωννηπίων : «απόμ’νη άλουστου τουμουρό τσι έκανη νηνίδα »

νηνιό και νιουνιό (το) : < (πιθ. από το νους ): μυαλό, νους : " εν έχ' νηνιό , ντιπάμυαλους είνι !"

νηρό (το) : < μσν. νερόν < μτγν. νηρόν < αρχ.επιθ. νεαρόν (ύδωρ): το νερό

νηρόβραστους -η -ο : < νηρό + βραστός

: αυτός που έβρασε μόνο με νερό :«κουλουτσύθια νηρόβραστα » || μτφ. :άνοστος, σαχλός : « νηρόβραστακαμώματα »

νηρουλιάζω : < νηρουλ - ός + -ιάζω: χάνω την πηκτικότητά μου,αραιώνω, γίνομαι νερουλός :« έπιασης ( έφαγες ένα μέρος ) τουγιαούρτ’ , τσι νηρούλιαση » || μτφ.:ξεμωραίνομαι, ξεκουτιαίνω : «ε ξέρ’τι λέγ’ , νηρουλιάσαν τα μυαλά τ’»

νηρουμάννα (η) : < νηρό + μάννα: το μέρος από το οποίο αναβλύζει τονερό από τη γη, η μάννα του νερού, ηπηγή

νηρουσταλίδα (η) : <νερό < αρχ. νηρό + σταλ –α +- ίδα: δροσοσταλίδα ,σταγόνα δροσιάς

νηρουσυρμή (η) : νερό< αρχ. νηρό + συρμή < σύρω: κατηφορικό αποξηραμένο αυλάκιπου έχει σχηματιστεί από τα νεράτης βροχής :« εν είδη τόσου τόπου ,πήγη να σπείρ’ μες τ’ νηρουσυρμή !»

νηρουφίδα (η) : < νηρό + φίδα < μεγεθ. του φίδι: είδος φιδιού που ζει σε λίμνες ||μτφ. : αυτός που κολυμπά με μεγάληευκινησία : « παγαίν’ σα νηρουφίδα»

’νί (το) : < υνί < μτγν. υνί-ον < υποκορ. τουαρχ. η ύνις: υνί , το σιδερένιο τριγωνικό μέροςτου αλλετριού , που οργώνει || φρ:« θα χαλάσουμη του’ νι, να τουκάνουμη βηλόν’» (παροιμ.)

νιαγάγ’ς –σα – κου : < νιαγάζ’ ς < νιαγάζης άγν.ετυμ.: γκρινιάρης, διαρκώςπαραπονούμενος (που γίνεταιενοχλητικός με το κλαψούρισμά του): «νιαγάγ’σα κάτα» ( η γάτα πουνιαουρίζει ασταμάτητα )

νιάμα (το) : < μσν.νέαμα < αρχ. ρ. νεάω( οργώνω χέρσο χωράφι ): η πρώτη καλλιέργεια του χωραφιού: « πήγη σήμηρα στου χουράφ’ για

του νιάμα»νιαμκιόρ’ς -’σσα - κου : <τουρκ. nankor

: αχάριστος , αγνώμοναςνιαμκιουρλoύκ’ (το) : τουρκ. nankorluk

: αγνωμοσύνη ,αχαριστία : « τέτοιου νιαμκιουρλούκ’ ε του βάζ’η νους υμ »

νίβγου ρ. ( μεσ. νίβγουμι) : < μσν. νίβω < αρχ. νίπτω: με τις δυο παλάμες μου πλένω τοπρόσωπό μου : «η κάτα νίβγητι! θαβρέξ’ !» (πρόληψη)

νιβίν - νιβίν επίρ. : άγν. ετυμ.: πώς και πώς , με κάθε τρόπο,αμέσως : « ψάχν’ νιβίν- νιβίν ναβρει γαμπρό για τ’ κόρ’ υτ»

νιμλιντίζου ρ. : < τουρκ. nemlenmek: νοτίζω , πιάνω υγρασία :" νιμλέντ’ση η τοίχους απ’ τ’ βρουχή!"

νιμπέτ (το) ( τουρκ.) : < τουρκ. nobet ( η σειρά ): αντικείμενο που αποδεικνύει τησειρά προτεραιότητας, ηπροτεραιότηταΣτις βρύσες του χωριού, όπου οιγυναίκες έπαιρναν νερό με τη σειρά ,έβαζαν για νιμπέτ σταμνιά, κουβάδες ή ντενεκέδες .Πολλές φορές κάποιααπό αυτές άλλαζε τη σειρά και τότεγίνονταν φοβεροί γυναικοκαβγάδες :« Ε μπουρώ, κόρ’ υμ να έρτου, θαχάσου του νιμπέτ υμ !»

νιουνιό (το) : < νιονιό < άγν. ετυμ.: το μυαλό, γνώη, η ικανότητα νασκέπτεσαι λογικά : « ε κατηβάζ’ τουνιουνιό τ’»

νιώνου ρ. ( αόρ. ένιωσα ) : < μσν. γνώθω: νιώθω, αντιλαμβάνομαι,καταλαβαίνω, γνωρίζω, «παίρνωείδηση» :« φόρτωσα ένα γάιδαρο τριφύλλι καιχορτάρι κι ακόμα δεν το ένιωσε ναβγάλει το σαμάρι »

νιώσμα (το) : < νιώνω , αόρ. έ-νιωσ-α + κατάλ. –μα: αίνιγμα : «έλα να πούμη νιώσματα,να νυστάξουμη »

ν’ κουτσυρά (η) : < οίκος + κυρά: ιδιοκτήτρια του σπιτιού,οικοδέσποινα || γυναίκα προκομμένηκαι άξια στις δουλειές του σπιτιού

ν’κουτσύρ’ς : < οίκος + κύρης: ο ιδιοκτήτης του σπιτιού ||συνετόςδιαχειριστής των οικονομικών τηςοικογένειας|| ο «κουβαλητής »

νοιώνου ρ. : < πιθανόν από το αρχ. έννοια( έννοια = συνειδητοποίηση ,εγρήγορση ): (αμετ.) ξυπνώ, αφυπνίζομαι, απότην κατάσταση του ύπνου μεταβαίνωστην κατάσταση της εγρήγορσης καιτης συνειδητοποίησης: «πείναση τουμουρό τσι νοιώση» ||μετβ.: «να μηνοιώγ΄ς νουρίς να πάγου στη δ’λειά»

νουγώ ρ. : < νογώ < αρχ. νοώ: εννοώ, αντιλαμβάνομαι, ξέρω,καταλαβαίνω : «δε νουγά πού πάν’τα τέσσιρα!»

νουμάτ’ (οι) : < μσν. ονομάτοι: (μόνο στον πληθυντικό) :νοματαίοι, άτομα, άντρες : «τρειςνουμάτ’ τουν βαστούσαν τσι εμπουρούσαν να τουν κάνουν ζαπ’»

νουματίζου ρ. : < ονοματίζω < αρχ. όνομα: δίνω όνομαΟι κοπέλες ,όταν φταρνίζονταν ,oνομάτιζαν τα δάχτυλά του ενόςχεριού τους ( έδιναν στο καθένα έναόνομα) για να δουν ποιος τιςθυμήθηκε ή τιςσκέφτηκε. Σάλιωναντα δάχτυλα και τα έσερναν πάνω σταφρύδια τους . Σε όποιο απ’ αυτάκολλούσε μια τρίχα,ήταν το όνομαπου έψαχναν.Το oνομάτισμα γινότανστον Κλήδονα με μικροαντικείμενα ,

το Δωδεκαήμερο με λιόφυλλα στηφωτιά και με άλλους τρόπους.

ν’σάφ’ (το) (άκλ.) : < νισάφι < τουρκ. insaf: έλεος, χάρη, ευσπλαχνία : « ν’σάφ’πλια ! του σκότουσης του μουρό στουξύλου !» (φτάνει πια, αρκετά …)

νταβούλ’ (το) : < τουρκ.davul (τύμπανο): το νταούλι, τούμπανο : « τουνταβούλ’ θα ση παίξιν» ( θακοινολογήσουν τις ανήθικες πράξειςσου και θα σε διαπομπεύσουν . Κατά τη διαπόμπευσηπροπορευόταν άτομο που έπαιζενταβούλι με στόχο το γενικόχλευασμό του διαπομπευόμενου ||μτφ.: φούσκωμα, πρήξιμο : «γίν’κανταβούλ’», « τ’ν έκανα νταβούλ’ »( πρήστηκε η κοιλιά μου από το πολύφαγητό ) || φρ.: « νταβούλ’ να γίνην»( ας χαθούν, ας καταστραφούν )

νταβραντίζου ρ. : < τουρκ. davranmak (ενεργώ,αγοροφέρνω, νεάζω ): είμαι γεμάτος ζωντάνια , έχωέντονη σεξουαλική δραστηριότητα ( νταβράντ’σα, είμαινταβραντ’σμένους ) || κάνω γρήγορα,επιταχύνω τον ρυθμό:" νταβράντ’ζη ! πάρ’ τα χέρια σ’ τσικουντεύγ’ να βραδιάσ’ !"

νταγιάκ (το) : < τουρκ. dayaklik (στήριγμα ): το κάθε λογής στήριγμα (υλικό,ηθικό , οικονομικό ) , αποκούμπι« εν έχ’ ανάγκ’ αυτός ! έχ’ τουνπατέρα τ’ νταγιάκ »

νταγιάντ’σμα (το)(και νταγιαντ΄σμός )

: < νταγιαντίζω < τουρκ.dayatmak(ακουμπώ, στηρίζω ): η προσωρινή απόθεση ( φορτίου),αλλά και το (υπο)στήριγμα : « μη του νταγιάντ’σμα έσπαση του κ’μάρ’ »(με την απόθεση, με το ακούμπισμακάτω,έσπασε το κουμάρι ) || το ναυπομένεις ή να ανέχεσαι, η υπομονή,

η ανοχή :« εν έχ’ νταγιαντ’σμό ! ούλ’τ’ μέρα κάν’ καβγά! »

νταγιαντώ ( καινταγιαντίζου) ρ.

: <τουρκ. dayanmak (αντέχω ): 1.ανέχομαι, υπομένω, αντέχω :" χώρ’ση απ’ τη γ’ναίκα τ’ τσι τώραποιος τουν νταγιαντά "2. ακουμπώ ,στηρίζομαι κάπου γιανα ξεκουραστώ, να πάρω μιανανάσα : « νταγιάντ’ξη ’πα στουντοίχου να ξανησάν΄ς!» (αναπνεύσεις)

νταλάκα (η) : < τουρκ. dalak (σπλήνα): μεγάλη ( πρησμένη ) κοιλιά

νταλακλής (ο) : < νταλάκα (βλ.λ.): αυτός που έχει πρησμένη κοιλιά

νταλντίζου ρ. : <τουρκ. dalmak (βουτώ) : καταδύομαι , βουτώ στα βαθιά ||μτφ.: σαστίζω, τα χάνω, δεν ξέρω τικάνω : « ντάλντ’σα , μουρή κόρ’ υμ ,απ’ τ’ς φουνές τουν»

νταλντίτσ’ (το) : < τουρκ. dalgis: υδρόβιο πτηνό , που βουτά στονερό και ξαναβγαίνει , τοβουτηχτάρι

νταλντ’σμένους (ο) : < μτχ.παθ. πρκμ.νταλντίζου (βλ.λ.): αυτός που τα έχει χαμένα, οπελαγωμένος

νταμ’ (το) : < τουρκ. dam: μικρό οίκημα στους αγρούς μεστέγη σκεπασμένη από χώμα(δώμα).Σ’ αυτό κατέφευγαν οιαγρότες ,όταν έπιανε βροχή. Σ’αυτόάφηναν τη νύχτα τα ζώα τους(βόδια, άλογα), για να ταχρησιμοποιήσουν την επόμενη μέρα .

νταμάρ’(το) : < τουρκ. damar (φλέβα): λατομείο κυρίως για εξόρυξηυλικών οικοδομών || μτφ: πηγήπλουτισμού :«ήβραμη καλό νταμάρ’»

νταμάχ' (το) : <τουρκ. tamah (πλεονεξία,απληστία): 1 .αχορτασιά, πλεονεξία

2.ένταση προσπάθειας , υπέρβασηδυνάμεων :« κάνου κουμμάτ’ νταμάχ’ , νατηλειώσου του χουράφ’ , πρινβασ’λέψ’ γ’ ήλιους »

νταμαχτσιάρ'ς (ο) : < τουρκ. tamahkar (άπληστος): αχόρταγος, πλεονέκτης : « η Γιώρ’ςείνι πουλύ νταμαχτσιάρ’ς ! ούλα μεςτη τσ’λιά τ’ θέλ΄να τα βάλ’ ! »

νταμλάς (ο) : < τουρκ.damla: συγκοπή καρδιάς ,αποπληξία :«νταμλάς τουν δώτση »

νταμπάν’ (το) : < τουρκ. taban (δάπεδο,έδαφος): επίπεδη επιφάνεια εδάφους,πλάτωμα : « άμα πηράσαμη τουνπλάτανου, ήβγαμη στου νταμπάν’ »

νταμπανώνου ρ. : < νταμπάν’ (βλ.λ.): ύστερα από πορεία σε ανηφορικόμέρος, φτάνω σε επίπεδο μέρος(νταμπάν’)

ντάνα (η) : < πιθ. από το ιταλ. tana : στοίβα , στρώση : || μτφ.:κοινωνική τάξη , διαστρωμάτωση : « ’ γώ είμι πάνου ντάνα, συ είσικάτου ντάνα »

ντανάς (ο) : < τουρκ. dana ( μοσχάρι ): (σφαγμένο βόδι ) ταύρος : « μόλιςτ’ άκ΄ση, έπηση κάτου ντανάς»

νταντ’λίζου : < πιθ. ηχοπ. λέξη από τον ήχο πουκάνουν τα υγρά (νταντούλ’σμα ),όταν μεταφέρονται σε μισογεμάταδοχεία: ανακινώ υγρό ( π.χ.λάδι), πουβρίσκεται σε δοχείο

ντάρα (η) : < ιταλ. tara: το απόβαρο ; « πάρη τ’ ντάρα»(έλεγξε πόσο είναι το απόβαρο )

νταρντάγους (ο) : < πιθ. από το ιταλ. tartana ( βαρύ,μεγάλο πλοίο || εύσωμη γυναίκα ): άντρας σωματώδης, πελώριος,θηριώδης : « ποιος να τα βάλ’ μ’έφτουν τουν νταρτάγου ;»

ντάχτιρλι (το) : : < πιθανόν από το νταντά, νταντεύω: χορευτικό επιφώνημα στοταχτάρισμα του βρέφους :«ντάχτιρλι του λέγανη,τσι μι τουπαντρεύγανη,τσι του δίνανη προικιάένα κόσκινου φλουριά !»(ταχτάρισμα)

ντέγκι (το) : < τουρκ. denk (ίσος, ισοδύναμος ): το ένα από τα δυο ισοβαρή μέρηπου φορτώνονται αριστερά και δεξιάστο σαμάρι του ζώου.|| φρ. « θέλ’ να κάν’ ντέγκια» ( θέλει νακάνει συμψηφισμούς , θέλει να βρειόμοιό του )

ντέμπλα (η : < (σε πολλά μέρη και δέμπλα )άγν. ετυμ.: ξύλινο ραβδί μήκους 4-5 μ. ,κυρίως από κλαδί καστανιάς, με τοοποίο οι ραβδιστές ραβδίζουν ταπολύ ψηλά κλαδιά τωνελαιόδεντρων.: || το ράβδισμα με ντέμπλα :« αύριου θα πάγου στ’ ντέμπλα » || η περίοδος που ραβδίζουν μετέμπλα : «αρχινίζ΄ η ντέμπλα » || τοψηλότερο σημείο : « θα σ’ανηβάσου’πα στ’ ντέμπλα» ( θα σε ανεβάσωπολύ ψηλά,έτσι που να σε βλέπουνόλοι και να μην μπορείς να κρύψειςαυτά που έχεις κάνει . Θαφανερώσω όλα σου τα σκάνδαλα ,θα σε ξεσκεπάσω, θα σε διασύρω )

ντηγμιντέ επίρ. : < ντεϊμεντέ < τουρκ. degmede: αμφίβολo , απίθανο , σαν ψέματα :

«έστ’λη του μουρό να τουν φουνάξ’ .ντιγμιντέ να τουν έβρ’.»« παλαμίδα ση μυρίζ’, ντεϊμεντέ ναφας κουλοιό .»

ντηκμές (ο) : < τουρκ. dekme: νεαρή μεταφυτευμένη ελιά :« αύριου θα πουτίζου ντηκμέδης»

ντημπλί (το) : < υποκορ. του ντέμπλα (βλ.λ.): ραβδί μικρότερο σε μήκος απότην ντέμπλα για το ράβδισμα τηςελιάς

ντηριέμι ρ. : < ’ντηρούμαι < εντηρούμαι < μεσ.του μσν. εντηρώ: διστάζω, δειλιάζω ,ντρέπομαι ,δεν έχω το θάρρος να …: « ντηριέμινα τουν γυρέψου πάλι δαν’ κά…»

ντηψίγ’ς - σα – κου : < τουρκ. edepsiz: αδιάντροπος, αισχρός, αχρείος : «ηντιψίζ’σα η κάτα άρπαξη του ψάρ’μες απ’ του πιάτου»

ντηψιζλίκ (το) : < τουρκ.edepsizlik (αισχρότητα,αδιαντροπιά): αδιαντροπιά, μουρντάρεμα

ντιπ επίρ. : < τουρκ.dip: εντελώς, τελείως :«είνι ντιπ χαζός»

ντιρέκ’ (το) : < τουρκ. direk ( κολόνα): ο γιγαντόσωμος , πανύψηλοςάντρας

ντιρλικώνου ρ. : < άγν. ετυμ. : τρώγω υπερβολικά, μέχρισκασμού, περιδρομιάζω

ντουβάρ' (το) : <τουρκ. duvar: ο τοίχος || μτφ.ο ανεπίδεκτοςμάθησης, ο βλάκας

ντουγέν’ (το) : < το δουκάνι < μσν. η δοκάνηαρχ. < τυκάνη . Από εδώ και τοτουρκ. duven . Κατ’ άλλη άποψηαπό το δόγα < ιταλ. doga (σανίδα)Το "ντουγέν’ " κατασκευαζόταναπό ξύλο πεύκου που τοπελεκούσαν σε σανίδες και στησυνέχεια σφήνωναν απάνω τουκοφτερές λεπίδες πυριτόλιθου. Το"ντουγέν’ " ήταν το βασικόεργαλείο για το αλώνισμα τωνσιτηρών .Το έσερναν δυο άλογα ήδυο βόδια που τα κατεύθυνε οαλωνιστής . Τα ντουγένια έπαψαν

να χρησιμοποιούνται από τηδεκαετία του 1970 και τη θέση τουςπήραν οι σύγχρονεςθεριζοαλωνιστικές μηχανές.

ντουγρού επίρ. : < τουρκ. dogru (προς): κατευθείαν μπροστά , ίσια : « πάειντουγρού στην κατηφόρα …»

ντουζντίζου ρ. : < τουρκ. duzmek (αρχίζω, βάζωσε τάξη ): αρχίζω || αρχίζω να μαλώνωκάποιον έντονα , να του τα ψέλνω :« τουν ήβρα τσι τουν ντούστ΄σα σαπ’ τουν άξιζη ! »

ντουλάντα (η) : < πιθ. από το αρχ. δόλιος < δόλος: πανούργος, κατεργάρης, καταφερτζής, απατεώνας : « μη τουνπ’στεύγηση του Γιώρ’ …είνι μηγάλ’ντουλάντα»

ντουλάνταρτζης (ο) : < ντουλάντα (βλ. λ. ) + κατάλ.- ρτζής ( όπως καταφερτζής ): ψεύτης ,αναξιόπιστος, απατεώνας : «θα πας να δώγ’ς του κουπηλούδ’σ’ σ’ έφτουν τουν ντουλάνταρτζη;»

ντουμάν’ (το) : < τουρκ. duman (καπνός) :: πυκνός καπνός

ντουμανιάζου ρ. : <ντουμάν –ι + - ιάζω: γεμίζω καπνό : «αν’ξη τουπαναθύρ’ , τσι ντουμάνιαση τουσπίτ’»

ντουσιμές : <τουρκ. doseme (δάπεδο): δρόμος λιθόστρωτος, καλντερίμι

ντούρους (ο) : < ιταλ. duro: ίσιος, τεντωμένος, σκληρός,αλύγιστος

ντράβαλα ( τα ) : < ιταλ. travaglio ;:μπλεξίματα,τραβήγματα,φασαρίες:«εν ηπλήρουση τσι θα νέχ’ ντράβαλαμη τ’ν Ηφουρία »

νυφ’κάτους (ο) : < νυφικ-ός + άτος: ο σκοπός που παίζει η μουσική,περιμένοντας τη νύφη να βγεί από

το σπίτι της για να πάει στηνεκκλησία, όπου την περιμένει ογαμπρός

νυφουστόλ’ (το) : νύφη + στόλισμα: το στόλισμα του σπιτιού πριν απότο γάμο . Ανύπαντρες κοπέλεςστόλιζαν το σπίτι της νύφης, με ταπροικιά της (κεντητά, κουβέρτες,σεντόνια, κτλ.,πολλά από τα οποίαείχε φτιάξει η ίδια ). Οι καλεσμένοιέριχναν στο νυφικό κρεβάτιλουλούδια, χρήματα κι άλλα δώρα.Για ευτεκνία έβαζαν να καθίσει στοκρεβάτι ένα αγοράκι : « ναι,στουνυφουστόλ’ θα ση βάλου !»( ειρωνικά για κάποιον που νομίζειπως είναι πολύ ωραίος )

νυχτέρ’ (το) : < μτγν. νυκτέριον, ουδ. τουνυκτέριος < αρχ. νύκτερος: κοινωνική εκδήλωση ομαδικήςαλληλοβοήθειας τις νύχτες τουΧειμώνα για το τελειωμα μιαςδουλειάς , που χρειαζόταν πολύχρόνο για να γίνει από ένα άτομο( λανάρισμα , γνέσιμο, ξεκόκκισμαβαμβακιού ή καλαμποκιού κ.ά.). Τανυχτέρια έπαιρναν γιορταστικόχαρακτήρα με τραγούδια,παραμύθια, ανέκδοτα, χορό καιπαιχνίδια (βλ. και λέξεις σύργιασμακαι γηργιώνα)

νυχτουπούλ’ (το) : < νύχτα + πουλί: πουλί της νύχτας ||μτφ. άνθρωποςπου δουλεύει τη νύχτα ή που ξυπνάπολύ νωρίς το πρωί (νύχτα), για ναπάει στη δουλειά

Ξξαγηρίζου ρ. : < ξε (εξ) + αέρ-ας + - ίζω

: ανανεώνω τον αέρα , δροσίζω :«άν΄ξη κουμμάτ΄ του παναθύρ’ ναξαγηρίγ’ς του σπίτ’ !»

ξαγηρ’κό (το) επίθ. : < ξε (εξ) αγερικό < αγέρας: μέρος που το «πιάνει » ο αέρας,που αερίζεται καλά : « εμ τιξαγηρ’κό, που είνι του σπίτ’ σας !»

ξαδειάζου ρ. : < ξε (εξ) + αδειάζω: όντας αποσχολημένος με πολλήδουλειά, βρίσκω κάποιον ελεύθεροχρόνο , ευκαιρώ : « ε ξαδειάζου νακατουρήσου », « άμα ξαδειάγ’ς,πέραση απού του σπίτ’ , που σηθέλου»

ξαίνου ρ. : < αρχ. ξαίνω: αραιώνω τις τρίχες του μαλλιού,το λαναρίζω, το χτενίζωΤο μαλλί των προβάτων , αφούπρώτα το έπλεναν καλά, το έξαιναν με τα λανάρια (βλ.λ.) και αν δενυπήρχαν αυτά με τα δάχτυλα,για νααφαιρέσουν τις όποιες ξένες ύλεςυπήρχαν σ’αυτό και να το κάνουναφράτο και απαλό, κατάλληλο γιαγνέσιμο.|| φρ.: « θα ση ξάνου τρίχα-τρίχα του μαλλί σ’ !» (φοβέρα : θασε ξεμαλλιάσω)

ξάκριγια επίρ. : < ξε ( στερ.) + άκριγια (βλ.λ.): άκρη - άκρη, στο έσχατο άκροξώπετσα, επιφανειακά :«τ’ν έφαγη (τη σφαίρα) ξάκριγια τσιγλίτουση»

ξαμουλέρνου ρ. (καιξαμουλάρου),αόρ.ξαμόλαρα

: < ξε + αμουλέρνου < αμολέρνω <<βεν. molar ή <ιταλ. mollare ήammollare: αφήνω ελεύθερο ,εξαποστέλλω,ξεφορτώνομαι , εξορίζω : « θαπάρου του σ’τσύλου στου β’νό, νατουν ξαμουλάρου»

ξανατσύλ’μα (το) : < ξανακυλ-ώ +-ημα: υποτροπή αρρώστιας|| μτφ. : άνθρωπος φορτικός, πολύενοχλητικός, ανυπόφορος : « αυτόςείνι αρρουστιά τσι ξανατσύλ’μα »

ξανατσ’λώ ρ. : < ξανα + κυλώ: υποτροπιάζει η αρρώστια μου :« πάνου που αν’ξη τα μάτια τ’ ,ξανατσύλ’ση »

ξανοίγου ρ. : < μσν.ξανοίγω < αρχ.εξανοίγω: ξεχερσώνω, μετατρέπω άγονηέκταση σε καλλιεργήσιμη ,βγάζοντας από αυτήν άγριουςθάμνους και βράχια, ξεχερσώνω

ξάν’ μα (το) : < ξάνοιγμα < ξανοίγω: η εργασία του ξεχερσώματος ||η έκταση που έχουμε ξεχερσώσει ||μέρος με ανοιχτό ορίζοντα ,ξέφωτο|| τοπωνύμιο δυτικά του χωριού(Βασιλικά)

ξαπλανταρώνου ρ. : < μσν. ξαπλώνω: ξαπλώνω και πιάνω ολόκληρο τονχώρο με ανοιχτά χέρια και πόδια,ξαπλώνω ανέμελα : « πήγη τσιξηπλαντάρουση τσι ε τουν καίγητικαρφί» || μτχ. παθ. πρκμ.ξηπλανταρουμένους : «τσοίτι(κοίτεται) ξηπλανταρουμένους κάτουαπ’ τη σ΄τσιά (συκιά)» || σωριάζομαιστο έδαφος : « μόλις έφαγη μιαγρουθιά , ξηπλαντάρουση »

ξαρρουστ’κά (τα) : <ξαρρωστ -ώ (βλ.λ.) + -ικά: δώρα που πήγαιναν στονάρρωστο ( γλυκά, παξιμάδια,χυμούς ) για να του ευχηθούν καλή ανάρρωση

ξαρρουστώ ρ. : < ξε + αρρωστώ: αναρρώνω, είμαι σε ανάρρωση

ξαρχαίνου ρ. (αμετ.) : <πιθ.ξε (εξ) + αχνίζω: αποβάλλω αχνούς ( υδρατμούς )και θερμοκρασία , κρυώνω :"άσητου φαγί να ξηρχάν'!" (να φύγουν οιυδρατμοί, να κρυώσει )

’ξάφ’ (το) : < χ(ρυ)σάφι < χρυσάφι: χρυσάφι

ξέκουμμα (το) : < ξεκόβ-ω + κατάλ.- μα

: άτομο που έχει απομακρυνθεί απότην εθνική ή κοινωνική του ομάδακαι έχει προσκοληθεί σε άλλη ||περιφρονητική έκφραση για άτομοαπό ξένο τόπο: " ήρταν ταξηκόμματα τσι γίναν αθρώπ' !"

ξη πρόθ. : < ξε < αρχ. εκ (εξ): πρόθεση που σημαίνει : βγάλσιμοέξω ( ξηδουντιάζου) || ακύρωσηπροηγούμενης ενέργειας ήαποτελέσματος προηγούμενηςενέργειας ( παγώνου - ξηπαγώνου -ξηπάγωμα ) , επίταση (κουφαίνου-ξηκουφαίνου)

ξηβγάζω ρ. : ξε + βγάζω: συνοδεύω κάποιον που φεύγει ωςτην πόρτα, ξεπροβοδίζω ( ξέβγαλ-μα) || στέλνω στον άλλο κόσμο :« τουν ξέβγαλη του Μαρίγ’ τουνΔημητρό » || ξεπλένω :« θα ξηβγάλου τα ρούχα τσι θα τ’απλώσου»

ξηβράκουτ -ους (-η) –ου : < ξεβρακώ - νω + -τος: αυτός που δεν έχει βρακί ναφορέσει, ο πάμφτωχος || ξεβράκωτη (γυναίκα χωρίς προίκα) : «ποιος θατ’ πάρ’ έφτην τ’ ξηβράκουτ’ !»

ξηγανιάζου ρ. αμετ. : < ξε + γάν-α (βλ.λ.)+ -ιάζω : μου φεύγει η γάνα που είχα :« ήπια κουμμάτ’ νηρο τσι ξηγάνιασα» || μτφ. ικανοποιούμαι μερικώς γιακάτι που επιθυμούσα πολύ : « ταείπα τσι ξηγάνιασα » , « χόρηψηκουμμάτ’ τσι ξηγάνιαση »

ξηγουνιαδιάζου ρ. : < ξε (εξ) – γωνιάδ- ι + - ιάζω: αφαιρώ από το καρβέλι γύρω –γύρω το ξεροψημένο μέρος (τιςγωνίες ) : « η Γιώρ’ς ξηγουνιαδιάσηούλου του ψουμί τσι αφήτση μόνου’ςψίχης»

ξηδιαλέγου ρ. : < ξε + διαλέγω: κάνω διαλογή, ξεχωρίζω από τα

πολλά : «έχου να ξηδιαλέξου τα ψτάλια απ’τα σύκα »|| καταλαβαίνω,αντιλαμβάνομαι : « τι ξηδιάληξηςαπ’ αυτά π’ άκ’σης ;»||ευχαριστιέμαι, ικανοποιούμαι : «τιξηδιάληξης που πήγης τσι τουπρόκανης ;»

ξηδιαντρέπουμι ρ. : < ξε +δια + ντρέπομαι: παύω να ντρέπομαι κάποιον,ξεπληρώνοντας κάποια υποχρέωσηπου του είχα : « πήγα τσι τουνμάζηψα πέντη μέρης ηλιές τσι τουνξηδιαντράπ’κα ,που πήγη τ’ μάνναμ’ στου νουσουκουμείου»

ξηδιάντρουπους (ο) : < ξε + αδιάντροποςαυτός που έχει αποβάλει τοαίσθημα της ντροπής, αδιάντροπος,ξετσίπωτος

ξηκατνιάζουμι ρ. –αόρ.ξηκατνιάστ’κα

: < ξε + κατίνα ( ράχη ): « μου βγαίνει » η κατίνα από τημεγάλη προσπάθεια ή από τοσήκωμα μεγάλου φορτίου ,κουράζομαι υπερβολικά :«ξηκατνιάστ’κα σήμηρα να σ’κώνουούλ’ τ’ μέρα δίχτυα απ’ τ’ς ηλιές »

ξηκατουρμένους (ο) :<ξε + κατουριέμι < αρχ. κατουρώ: μτφ.ο πολύ βιαστικός : «ήρτη σατουν ξηκατουρμένου!», « σαξηκατουρμένους κάν’ !»

ξηκουλιάζουμι ρ. : < ξε + κώλ-ος + - ιάζομαι: « μου βγαίνει » ο κώλος από τημεγάλη προσπάθεια, τη μεγάληκούραση : « ξηκουλιάστ’κα ίσιαμινα καθαρίσου του σπίτ’ »

ξηλ’μανίζου ρ. : < ξε +λιμάν -ι + - ίζω: βγαίνω έξω από το λιμάνι || βγαίνωέξω από το σπίτι να πάρω τον αέραμου, να ξεσκάσω ( ύστερα απόμεγάλο διάστημα που έμενακλεισμένος ) : « μη κάθησι μέσα τσισκας ! έβγα όξου να ξηλ’μανίγ’ς

κουμμάτ’ !»ξηλουγιάζου - ουμι ρ. : <ξε + λόγ –ος + ιάζω

1.τρομάζω, πανικοβάλλω ( -ομαι) ,τρέπω σε φυγή : « έβγα τσιξηλόγιαση τ’ς όρθης » , « ξηλουγιαστήκαν τα πρόβατα απ’ τ’τφητσιά (ντουφεκιά) »2.ξεγελώ,εξαπατώ ,αποπλανώ : «μη του ’πε ,’πε,’πε τ’ξηλόγιαση τ’κουπηλούδα ».

ξηλουρίζου ρ. : < ξε + λωρ-ίδα + - ίζω: αποσπώ βίαια κομμάτια, ξεσχίζω :«άρπαξη του ψουμί τσι τουξηλουρίζ’»

ξηλουχίζου ( και ξηλουχώ)ρ. αμετ.

: < ξε (εκ)-λοχ-ίζω < λόχη (φλόγα ): βγάζω, πετώ φλόγες : « μη ρίχν’ςάλλα ξύλα ! ξυλόχ’ση η φουτιά !

ξηματίζου ( και ξηματώ ) ρ. : < μσν. εξομματίζω < αρχ.εξομματώ: κόβω, βγάζω το μάτι : « ξηματίζουκ’τσιά» (αφαιρώ από τα κουκιά τοεπάνω μαύρο μέρος του φλοιού(μάτι), για να βράσουν ευκολότερακαι καλύτερα )

ξημαυλίζου ρ. : < ξε ( εκ) + μαυλίζω: εκμαυλίζω, παρασύρω σε κακέςσυνήθειες , ξελογιάζω : « ήτανάμαθου του κουπηλούδ’ τσι τουξημαύλ’ση »

ξημηρδίζου ρ. : ξε + μερίδ -α + - ίζω: αποσπώ βίαια κομμάτια ,ξεκολλώμέρη, ξεσκίζω, κομματιάζω :«θα νέρτου τσι θα ση ξημηρδίσου !»

ξημουραίνου - ουμι ρ. : < μσν. εκμωραίνω: κάνω κάποιον να συμπεριφέρεταισαν μωρός : «η Θιος τουνξημώρανη !», «ξημουράθ’τσηγέρους άθρηπους τσι θέλ’ παντριγιά!»

ξημπρουστιάζου ρ. : < ξε + μπροστ -ά + - ιάζω: ξεσκεπάζω , με κατ’αντιπαράσταση εξέταση μπροστάσε τρίτους, τα σφάλματα ή τουςψευδείς ισχυρισμούς κάποιου

ξημπρόστιασμα (το) : < ξημπρουστιάζου (βλ.λ.):το ξεσκέπασμα μπροστά σε τρίτουςτου σφάλματος ή του ψέματοςκάποιου :«’μένα ταξημπρουστιάσματα ε μ’ αρέσιν»

ξην’σκουμένους (ο) : <ξε + νηστικ- ός + - ωμένος: πολύ πεινασμένος , θεονήστικος ||μτφ.: πλεονέχτης ,αχόρταγος

ξηνουγηννώ : ξένος + γεννώ: ( για όρνιθες ) γεννώ σε ξένηφωλιά και όχι στη δική μου : «τ’μαύρ’ τ’ν όρθα θα τ’ σφάξου, γιατίούλου ξηνουγηννά»||( για άνδρες ) :έχω εξωσυζυγικές σχέσεις : « ηΓιώρ’ς, δυο χρόνια παντρημένους , τσι ξηνουγηννά »

ξηπαραδιάζου - ουμι ρ. : < ξε + παράδ-ες + - ιάζω: αφαιρώ από κάποιον όλα ταχρήματά του ( τους παράδες του )||χάνω όλα μου τα χρήματα :« πάντρηψη τ ΄ κόρ’ υτ τσιξηπαραδιάστ’ τση »

ξηπαραλιώ ρ. (μετ.) : <ξε + παρά + λύω: ξεφτίζω πλεκτό,ξηλώνω τις ραφέςρούχου || μτφ.( αμετ. ) : η υγείαμου είναι σε κακά χάλια, κοντεύωνα πεθάνω : « έτοιμους είνι ηΓιώρ’ς να ξηπαραλήσ’ !»

ξηπαρμένους (ο) : < μετοχή παθ. πρκμ. του ρ. (εκ =ξε ) επαίρομαι ( ξεπαρμένος ): υπερόπτης, αλαζόνας,καυχησιάρης :« κάτι (κάθεται)έναςξηπαρμένους τσι καυτσιέτι πουςμαζεύγ’ πηνήντα μόδια ηλιές» ||ξεμυαλισμένος : «ξηπαρμέν’γ’ναίκα» (γυναίκα , που έχουν

πάρει τα μυαλά της αέρα, ηελαφρών ηθών ): «αφήτση μιαξηπαρμέν’ τουν άντρα τσι ταμουρέλια τ’ς τσι ακλούθ’ση έναναξ’πόλ’του»

ξηπαστρεύγου ρ. :< ξε + παστρεύω: σκοτώνω, αφανίζω: « τ’ςπαραφ’λάξαν τσι τ’ς ξηπαστρέψανέναν – έναν» || εκχερσώνω, απόχέρσα γη ξεριζώνω τους άγριουςθάμνους και την κάνωκαλλιεργήσιμη : «ξηπάστρηψαούλου του χουράφ’»

ξηπητσουριάζου ρ. : < ξε + πητσούρ’ (βλ.λ.) + -ιάζω: βγάζω από το ψωμί το "πετσούρι"( την κόρα)

ξηπηταρούδ’ (το) : < ξεπετ - ώ + - αρούδι: πουλάκι που αρχίζει να πετά και ν’απομακρύνεται από τη φωλιά ||παιδάκι που μεγάλωσε πια αρκετά,προέφηβος

ξηπητώ ρ. : < ξε +πετώ: πεταρίζω, φτερουγίζω || πρόληψη :όταν ξεπετά το μάτι σου, είναιοιωνός ότι θα δεις , ύστερα απόκαιρό , κάποιο γνωστό σουπρόσωπο : « του μάτ’ υμ ξηπητά!άθρηπου θα δω !»

ξηπουρτίζου ρ. : < ξε + πόρτ - α + - ίζω: φεύγω κρυφά από το σπίτι γιαερωτικές σχέσεις, εγκαταλείπω τοσπίτι || μτφ.: παίρνω τον κακόδρόμο : « απού μ’κρή αρχίν’ση ναξηπουρτίζ’»

ξηράδ' (το) : < ξερ-ός + -άδι: οι ελιές που ξηραίνονται καιπέφτουν από το δέντρο προτούωριμάσουν : " αξ’στιάτ΄κου ξηράδ’» (αυγουστιάτικο ξεράδι ) ||κομμάτι ξερό ψωμί, ξεροκόμματο:« ρίξη στου στσύλου ένα ξηράδ’ »: μτφ.: χέρι ή πόδι : « κάτου τα

ξηράδια σ’!»ξηρουβήχου ρ. : < ξηρά + βήχω

: προσποιούμαι πως βήχω , για ν’αποφύγω απάντηση : « τουνρώτ’σα γιατί τουν έδιουξη απ’ τηδ’λειά τσι τσείνους ξηρόβ’ξη»||προσποιούμαι πως βήχω απόαμηχανία : « απορία ψάλτου βηξ» ||βήχω για να κάνω φανερή τηνπαρουσία μου : « τουν είδα πουέκληβγη τα λουλούδια τσι ξηρόβ’ξα»

ξηρουλιθιά (η) : < ξηρός + λίθος:τρόπος χτισίματος πέτρας χωρίςσυνδετικό υλικό ( λάσπη, ασβέστη,τσιμέντο), αλλιώς ξηνουτρόχαλο .Με ξηρουλιθιά χτίζονται « σέτια »και ντουβάρια για περίφραξηχωραφιών

ξησάζου ρ. : ξε + αρχ. ισάζω: ετοιμάζω, τακτοποιώ :«απαντέχου μ΄σαφιριά τσι ξησάζουτου σπίτ΄»

ξησκαντάλα (η) : ξε + μτγν. σκάνδαλον( ξύλινο εξάρτημα παγίδας ): παγίδα για πιάσιμο πουλιώνΛειτουργούσε κι έπιανε με θηλιά τοπουλί από το πόδι, όταν αυτόπατούσε σε μικρό ξυλάκι τηςξεσκαντάλας (στο «σκάνδαλον» ),το οποίο έπεφτε με το παραμικρόάγγισμα ή βάρος.|| μτφ. ό, τι είναιέτοιμο να καταρεύσει , τοετοιμόρροπο : «ξησκαντάλα είνι ητοίχους ! έτοιμους είνι ν’ αλέσ’ !»

ξησκουλίζου ρ. : < ξε – σκολ -ειό +- ίζω: τελειώνω το σχολειό || έχωαποκτήσει πείρα σε κάτι και δενμπορεί να με ξεγελάσει κανένας: « έχου ξησκουλήσ’ , είμιξησκουλ’σμένους»

ξητσίπουτους (ο) : < ξετσίπωτος < ξετσιπώνομαι: αυτός που δεν έχει «τσίπα », που

έχει αποβάλει το αίσθημα τηςντροπής, ο αδιάντροπος : « έφαγη τ΄τσίπα τ’ !»|| ξητσίπουτ’ γ’ναίκα :γυναίκα ελευθερίων ηθών, πόρνη

ξητσιώνουμι ρ. : < εξαιτιώνομαι < από το αρχ. εξ +αιτιώμαι ( δικαιολογούμαι) ||: επιχαίρω για το κακό που βρήκεκάποιον :« η Γιώρ’ς ξητσιώνητιπου ψόφ’ση του βόδ’ τ’ Δημητρού »

ξηυτιλίζου : < μτγν. εξευτελίζω < εκ + ευτελής: μειώνω ηθικά ,θίγω, προσβάλλω,ταπεινώνω , ρεζιλεύω

ξηφαν’κός – τση – κο ( επίρ. ξηφαν’κά )

: < ξε + φαν- (έ- φαν- ον ,αορ. β τουαρχ. φαίν-ω =φανερώνω ) + κατάλ.– ικός: αυτός που φαίνεται, που μπορείςνα τον δεις ανεμπόδιστα, πουφωτίζεται :" του σπίτ’ μας είνιπουλύ ξηφαν’ κό "

ξηφτέρ' (το) : < μσν. ξεφτέριν < λατιν. accipiter: γεράκι || μτφ: πανέξυπνοςάνθρωπος, αυτός που τα έχει μάθειόλα : " γίν’τση ξηφτέρ’ στου χουρό»

ξηφτ’λίζου ρ. : < (ξε +φιτίλι ):1.τραβώ ( μεγαλώνω ) το φιτίλι τουκαντηλιού : « ξηφτίλ’ση του καντήλ’! (τράβα, μάκρυνε , το φιτίλι τουκαντηλιού )2.καθαρίζω, ξεβουλώνω ,χρησιμοποιώντας φιτίλι :« ξηφτίλ’ση τ’ αφτιά σ’, ν’ ακούς !»

ξηφτούρα (η) : < έξω + φτερό: κυριολ. : η όρνιθα που « κάνει έξωφτερό » (πετά πάνω από τονφράχτη) και το σκάει από τοκοτέτσι || μτφ. : η γυναίκα πουξεπορτίζει , που γυρίζει τις νύχτες

ξηχρουνίζου ρ. : < ξε + χρόν-ος + - ίζω: αργώ,καθυστερώ, κάνω ένανολόκληρο χρόνο : « πήγη να πάρ’ψουμί απ’ τουν φούρνου τσιξηχρόν’ση »

ξιέμι - ξιω ρ. : < αρχ. ξέω ( για ξύλο, πέτρα,μάρμαρο κτλ.) και ξύω - ξύομαι( για σάρκα ) : ξύνομαι : « άμα δεν έχ’ς νύχια ναξιστείς,απάντηχη να ση ξίσιν » ||«θ’ αφήσουμη τη δ’λειά μας, ναξιούμη τα μηριά μας», «ξιέτι στ’τσιουμπάν’ τ’ γκατζουρίδα»

ξιτσ’ (το) : < τουρκ. eksik (έλλειψη): ελλιπές , λειψό βάρος

ξίτσ'κους (ο) : < τουρκ. eksik (λειψός, ελλιπής): ξίκικος , αυτός που του λείπειβάρος: «ξίτσ’κα δράμια » ||αυτόςπου δείχνει βάρος μεγαλύτερο απότο πραγματικό : « ξιτσ’κιαζ’γαριά»

ξ'λουγαϊδάρα (η) : < ξύλο + γαϊδάρα: ξύλινο φορείο , υποβασταζόμενοαπό δύο, για μεταφορά βαριώναντικειμένων (π.χ. βράχων ) : « ’παστ’ ξ’λουγαϊδάρα να ση φέριν»( κατάρα : να σε φέρουν νεκρόπάνω στη …)

ξ'λουμένους (ο) : < μτχ.παθ.πρκμ. του ρ. ξηλώνω <ξε (στερ.) + αρχ. ήλος ( καρφί) +-ώνω: αυτός που του έχουν φύγει οι ήλοι(τα καρφιά ) ο ξεκάρφωτος || μτφ. οασύνδετος, ο ασυνάρτητοςαφηρημένος, ο απρόσεχτος, οχαζός: «ξ’λουμένα λόγια»

ξ'λώνου, ξ'λώνουμι ρ. : <μσν.ξηλώνω < μτγν.εξηλώ < εξ <+ ήλος1 . αφαιρώ μέρη από ένα σύνολο :« ξ’λώνου τα μανίκια απ’ τουπαλτό»2.αποσπώ την προσοχή , απασχολώ:"ξ'λώνου του μουρό ", "ξ'λώθ'καμη τ’ τηληόρασ’ ":3. μένω κατάπληκτος ,αποσβολώνομαι : « ξ’λώθ’κα μη ταλόγια τ’»

ξ’νήθρα (η) : < ξιν-ός + - ήθρα: άγριο λάχανο με ξινό χυμό,πουφυτρώνει σε σχισμές βράχων και σεθάμνους

ξόμπλ’ (το) : < μσν.ε-ξόμπλι-ον : στολίδι, κέντημα ||μτφ.: ψεγάδι,μειονέκτημα, κατηγόριο« άμα θελ΄ς ν’ακούγ’ς τα ξόμπλια σ΄,πέ του !»

’ξός , ’ξή ,’ξό : < χ(ρυ)σός < αρχ. χρυσός: χρυσός : « τα χειρέλια τ’ είνι’ξα», «’ξο μουρό»

ξουδιάζου : < μσν. ξοδιάζω: ξοδεύω : « ξουδιάση (ξόδεψε) ταμαλλιά τ’ τσηφαλιού τ’ »

ξουμπλιάζου ρ. : < ξόμπλ-ι + -ιάζω: στολίζω, διακοσμώ με κεντήματαή άλλα στολίδια (ξόμπλια ) || μτφ.:βρίσκω ψεγάδια, κακολογώ,κουτσομπολεύω : "ήρτη στου σπίτ'υμ για να ξουμπλιάσ' !"

ξούρ’ (το) : < κουσούρι < τουρκ. kusur: ελάττωμα, αδυναμία, ψεγάδι : « ηΓιώρ’ς έχ’ ένα ξουρέλ’! τουν αρέσ΄του ρακέλ’!»

ξουριάζου ρ. : < ξούρ-ι + - ιάζω: βρίσκω ξούρια σε κάποιον, τονκακολογώ : « κάτι τσι ξουριάζ΄ τ’νύφ’ υτ’ς!» ( κάθεται καικοινολογεί τα ξούρια της νύφηςτης)

ξουρίζου ρ. : < ξε + ορίζω < αρχ. εξ + ορίζω: βγάζω κάποιον έξω από τα όριατου τόπου του , σε απομακρυσμένοκαι ακατοίκητο μέρος : « πάρ’ τουντου στσύλου τσι ξούρ΄ση τουν»

ξουχάρ’ς -(ισ)σα - κου : < εξοχ- + -άρης < εξοχή : άνθρωπος που εργάζεται ήδιαμένει στην εξοχή, αγρότης

ξ'πάζου ρ. ( και ξ’πώ ) ( αόρ. ξίσπασα – μτχ. παθ.πρκμ.ξ΄πασμένους )

: < μσν. ξυπάζω < αρχ. εκσυσπάζω:1.ξιπάζω , αλαζονεύομαι,υπερηφανεύομαι, το παίρνω στημύτη μου : « είδη πέντη παράδης στ’τσέπ’ υτ τσι ξίσπαση !» ||ξ’πασμένους ( ο φαντασμένος , «που νομίζει πως είναι αυτός καιόχι άλλος» ||: 2. τρομάζω, ξαφνιάζομαι : « μαξ’πάσαν τα μ΄λάρια , πητάξαν απ’τ’ς κατίνης τα σαμάρια».

Ο

όξουνους (ο) : < όξου ( έξω) + νους: ο προσποιούμενος τον ανήξερο:« κάν’ τουν όξουνου » ( κάνει τονανήξερο, κάνει πως δενκαταλαβαίνει)

όπιτη επίρ. : < αρχ. οπότε: όποτε, όταν : « έρχητι όπιτη τουνκαπνίσ’ » || οσάκις , κάθε φοράπου : « όπιτη τουν φουνάξ’ς, είναιαλέστα»

όρθα (η) : < αρχ. όρνις (αιτ. όρνιθα ): όρνιθα : «’μας , ε μας κουλλάκαμιά όρθα, μόνου πητ’νοί μαςκουλλούν » ( εμάς δεν μας έρχεταιτίποτα ευνοϊκό, όλα ανάποδα μαςέρχονται) (παροιμ.)

όρση επιφωνημ. εκφρ. : < όρισε , προστ. του ορίζω μεσυγκοπή του -ι-: ορίστε, να, πάρε ( με σκωπτική ήυβριστική διάθεση , συνοδευόμενοαπό μούντζα) : «όρση, γαμπρέ μ’, συ τσι του μ’λάρ’ π’ αγόρασης !»

ότληγια επίρ. : < ό,τι + λογής ( μτγν. λογή : είδος): όπως, με τον τρόπο που :

«ότληγια τουν δεις τουν καθρέφτ’ ,θα ση δει», (παροιμ.) , «κάν’ τουότληγια μπουρείς !»

ούγια (η) : < μσν. ούια < αρχ.ώα: η άκρη του υφάσματος, από τηνοποία φαίνεται και η ποιότητά του :"δες ούγια τσι πάρ’ πανί,δε γουνιότσι πάρ’ πιδί " (παροιμ.)

ουγραντίζου ρ. ενεργ.αμετ.

: < τουρκ. ugradim, αόρ. τουugramak (πετάγομαι ξαφνικά).: τρελαίνομαι από φόβο , έρωτα ,χαρά , περηφάνια ,ενθουσιασμόκ.ά. : « μόλις είδα του φίδ’ ,ουγράντ’σα απ’ του φόβου μ’ !»,«ήβγη (βγήκε ) πρόηδρους τσιουγράντ’ση απ’ τ’ χαρά τ’» , « είδηπέντη παράδης στ’ μύτ’ υτ τσιουγράντ’ση »

ουγραντ’σμένους (ο) : < μτχ. παθ. πρκ. του ρ.ουγραντίζου(βλ.λ.): ξετρελαμένος : « η γέρους είνιουγραντ’σμένους μη τ’ ιμ΄κρή »

ουγρός (ο) : < αρχ. υγρός: ο ογρός ,ο βρεγμένος :"κούνει τουν τουν Κουμνηνό μες του πάπλουμα τ'ουγρό! " ( άσ’ τον να βαυκαλίζεται,να αυταπατάται ) (παροιμ.)

ουκνόστσ’λους : < οκνός + σκύλος: τεμπελόσκυλο : λέγεταιαπαξιωτικά και υβριστικά γιαάνθρωπο πολύ τεμπέλη

ουλιά (η) : < αρχ. ιλύς -ύος ( λάσπη,κατακάθι ): το κατακάθι κρασιού σε βαρέλι,ή άλλο δοχείο , μτγν.τρυγία

ουλούτσ’ (το) : < τουρκ. oluk: λούκι, αυλάκι, υδρορροή

ουργιά (η) : αρχ. οργυιά: αυθαίρετη μονάδα μήκους (όσοτο άνοιγμα των χεριών) :« κάτσ’ση (κάκιωσε, μάνισε ) ηκατσίκα απού τουν πρίνου , τσι

πάητση ( έφυγε, απομακρύνθηκε ) ηπρίνους ουργιές τσι πήχεις »( παροιμ.)

ουρθουφλιά (η) : <πιθ. συμφυρμός των λέξεων όρθα( < αρχ. όρνιθα ) + *τυφλιά (τύφλ-α) με αποκοπή του - τυ – καιέκταση του –ο- σε -ου( ορθο <τυ>φλιά, ουρθουφλιά): η περιορισμένη όραση που έχουνοι όρνιθες τη νύχταΑσθένεια των ματιών, που εμπόδιζε να βλέπεις καθαρά,όταν βασίλευε οήλιος. Σ’ εκείνον που σκόνταφτε ήέκανε κάποια αδικαιολόγητηαβλεψία τού έλεγαν επιτιμητικά :«ουρθουφλιά έχ’ς ; »Σύμφωνα με αφηγήσεις γερόντωνκατοίκων του χωριού,για ναθεραπεύσουν κάποιον που έπασχεαπό ουρθουφλιά τον έβαζαν πάνωσε μια ξ’λουγαϊδάρα (βλ.λ.) και τονγύριζαν μέσα στο χωριό. Εκείνοςήταν υποχρεωμένος να φωνάζει « ουρθουφλιά έχου ! » και οι άλλοι του απαντούσαν « καλά βλέπ’ς !»

ουριάζου ρ. : < αρχ. ορ-ός (βλ.λ.ούριους) + - ιάζω: (για τα αβγά ) : κλουβιάζω

ούριους – α –ου : < πιθ. από το αρχ. ορός, το υγρόπου απομένει μετά την πήξη τουγάλακτος: (για τα αβγά) μπαγιάτικος,αλλοιωμένος , κλούβιος || ούριουτσιφάλ’(άνθρωπος με χαλασμένομυαλό , που δε σκέφτεται σωστά , ανόητος )

ουρνιάζου ρ. : <ουρν -ός (βλ.λ.) + -ιάζω: ρίχνω αρσενικά άνθη συκιάς(ορνούς) σε συκιά για επικονίασητων θηλυκών , κάνω όρνιασμα

ουρνός (ο) : < αρχ. ερινεός: άγρια συκιά , συκιά με αρσενικά

άνθη (ορνούς) , μέσα από τα οποία βγαίνουν μικρά έντομα , πουμεταφέρουν τη γύρη στα θηλυκάάνθη και γίνεται η επικονίαση

όχινα ( και όχιντρα) (η) : < μεσν. έχεντρα < αρχ. έχιδνα.( μετροπή του αρχικού έ σε ό καιαποκοπή του δ): η οχιά : « όχινα τσι ασκόντριχα ναγέν’ς!» (λέγεται σε κάποιον πουαρνείται κάτι επίμονα καιπεισματικά , λέγοντας συνεχώς« όχι !» )

Π

’πα επίρ. τοπ. και χρον. : < επά < επάνω < επί + άνω: επάνω : «πήγα ’ πα στου φούρνουμας …» «’ πα σ’ έφτα τα χέρια, να τσι γηγαμπρός …» ( εκείνη ακριβώς τηστιγμή …)

παγ’βάν’ (το) : < άγν. ετυμ. ( πιθ. η λέξη ναετυμολογείται από τις λέξεις πλάγ’+ βάνι (πλάγια + βαίνω )- όπως στηλέξη παγιαύλι : πλαγίαυλος - αφούτο παγ’βάνι ανάγκαζε το ζώο ναβαίνει πλάγια , να διποδίζει ): κομμάτι σκοινιού με το οποίοδένουν τα δυο πόδια του ζώου ,για να μην απομακρύνεται .Παλιότερα τοποθετούσαν στα πόδιατων νεαρών αλόγων ειδικάκλώστινα παγβάνια για νασυνηθίζουν σε ορισμένο τρόποβαδίσματος , « να μάθινπουρπατ’ξιά » ( να διποδίζουν )

παγ’βανώνου ρ. : < παγ’βάν-ι + -ώνω: τοποθετώ στα πόδια του ζώουπαγ’βάνι (βλ.λ) : « πάνη ναπαγβανώγ’ς τ’ς κατσίκης , μη πάν’

τσι κάνην καμιά ζημιά !»παγιαύλ' (το) : < πλαγιαύλι < πλαγίαυλος

: αυλός, φλογέρα , ο αρχαίοςπλαγίαυλος :« θα ση παίξινντούντουρλου(νταούλι ) τσι τουπαγιαύλ’ » (θα κοινολογήσουν τακαμώματά σου , θα σεδιαπομπεύσουν . Η φράσηυποκρύπτει τη συνήθεια νασυνοδεύουν τη διαπομπευόμενημοιχαλίδα με τυμπανοκρουσίες καισφυρίγματα

παζβάντ’ς (ο) : < τουρκ. pazvant: νυχτοφύλακας του χωριού στιςτουρκοκρατούμενες περιοχές,πληρωνόμενος από την Κοινότητα ,φύλακας, φρουρός : «τι ήρτης τσιστέτσηση απού πάνου μ’ σα τουνπαζβάντ’ ;»

πάνα (η) : < μεγεθυντ. του πανί < πανί-ον: βρεγμένο κομμάτι χοντρό πανί , δεμένο στην άκρη μακριού ξύλου ,για το σκούπισμα (πάνισμα ) τουδαπέδου του φούρνου από στάχτεςκαι κάρβουνα , πριν βάλουν γιαψήσιμο τα ψωμιά

πανίζου ρ < πάν -α + - ίζω: καθαρίζω με την πάνα το δάπεδοτου φούρνου από τα κάρβουνα καιτη στάχτη

πανουπρούτσ’ (το) : < επάνω + προύκι < προύκα< προίκα: επανωπροίκι : μερικές φορές ογαμπρός ζητούσε από τον μέλλονταπεθερό του προίκα πέρα από τησυμφωνημένη.Το μέρος αυτό τηςπροίκας ήταν του πανουπρούτσ’ :« τσι του δώσαν πανουπρούτσ’ έναντζητζηρέ ψιρούκ’» (απόταχτάρισμα)

πανταχούσα (καιαπανταχούσα ) (η)

: < αρχ. επίρ. απανταχ- ού + -ούσα: έγγραφο κρατικής ή άλλης αρχής

που εντέλλεται δυσάρεστα για τονπαραλήπτη : « ήρτη μια πανταχούσανα πληρώσου τριγιών χρουνώνσπασμένα »

πάξα (η) : < πιθ. μεγεθυντ. τουμσν.παξαμάδιον (παξιμάδι): μεγάλο κομμάτι από σχισμένοξύλο || μεγάλο παξιμάδι ||: μτφ. : το θηλυκό παιδί ,η κόρη :« έκανη τ’ πάξα» (η γυναίκα τουγέννησε κορίτσι )

παπλαρίζου ρ. : < άγν. ετυμ. πιθ. ηχοποίητη λέξηαπό το παπ, παπ, ήχο που συνοδεύειτα χτυπήματα στην πλάτη : χτυπώ χαϊδευτικά στην πλάτη :«παπλάρ’ξη του του μουρό να μηκλαίγ’ !»

παπλάρ’σμα (το) : < παπλαρίζου (βλ.λ.): το θωπευτικό χτύπημα στην πλάτη

παπούδα (η) : < αρχ. πάππ -ος ( σπόρος ) +-ούδα: το κάθε κομμάτι από ένα σκόρδο,η μια σκελίδα || ο καθένας από τουςσπόρους των ψυχανθών ||μουλιασμένο και φουσκωμένοκουκί

παπουδιάζου ρ. : < παπούδ- α + -ιάζω: γίνομαι σαν παπούδα || φρ. « παπουδιάσαν τα χέρια μ’να πλένου ώρης μες τα νηρά»

πάπ’ς (ο) : < πάπης < αρχ. πάππος: ο παππούς, ο γέροντας :« έλα, πάπ’ υμ , να μη δείξ’ς ταγουνικά μ’ » (παροιμ.)

παραβαρώ ρ. : < παρά + βάρος: γίνομαι βάρος , φόρτωμα σεκάποιον , τον επιβαρύνω : « έχου τ’συνταξούλα μ’ τσι δε παραβαρώκανέναν »

παραγιός (ο) : < παρά + γιος: υπηρέτηςΜέχρι και τα μισά του 20ου αιώνα

οι μεγαλοκτηματίες και οιμεγαλοκτηνοτρόφοι του χωριούέπαιρναν στη δούλεψή τουςεργάτες,που τους παρείχανστέγη,τροφή,ένδυση και υπόδηση.Ο παραγιός δούλευε χρόνια καιχρόνια στο ίδιο αφεντικό χωρίςκαμιά άλλη ή με μηδαμινή αμοιβή.Ήταν κάτι ανάλογο με τουςδούλους της αρχαιότητας.Τοαφεντικό είχε εμπιστοσύνη στονπαραγιό του όπως σε συγγενή του .

παρακαλητός -ή -ό < παρακαλώ: αυτός που πρέπει (ή που θέλει)να τον παρακαλέσουν ,για νακάνει κάτι : « παρακαλητόςγαμπρός, ξ’νό γαμήσ’ »( παροιμ.)

παράκαρδα τροπ. επίρ. : < παρά + καρδιά: χωρίς όρεξη , με μισή καρδιά :

« πήγη στου παναγύρ’παράκαρδα»

παρακηντές (ο) :<τουρκ. parakente(λιανοπωλητής ): ακτήμονας, παραγιός, εργάτηςσε κτήματα άλλων|| άνθρωπος τιποτένιος,ασήμαντος, κοινωνικάκατώτερος : «μένα η κόρ’ υμ ενείνι για έφτουν τουν παρακηντέ»

παρακόρ’ (η) : παρά + κόρη: υπηρέτριαΟι εύπορες οικογένειες έπαιρνανστο σπίτι τους παρακόρες. Ηθέση της παρακόρης ήτανανάλογη με τη θέση τουπαραγιού (βλ.λ.)

παραματίζου ρ. : < παρά + ματ-ίζω < μτγν.αμματίζω ( δένω, συνδέω ): φτιάχνω κόμβο, βρόχο, θηλειά||συμπληρώνω, προσθέτω ,ενώνω δυο κλωστές ή σχοινιά με

κόμπο || αυξάνω το μήκος ενόςσχοινιού δένοντας σ’ αυτό έναάλλο || ειδικά για την ύφανση :περνώ τα νήματα του στημονιούμέσα από τα μιτάρια και τοξυλόχτενο του αργαλειού

παραμάτ’σμα (το) : < παραματίζου (βλ.λ.): η ενέργεια και το αποτέλεσματου ρήματος παραματίζου

παραμάτσ’ (η) : < παραμάτιση < παραματίζω: είδος ύφανσης με σχέδια στουφαντό

παράναγκα (τα) : < παρά + ανάγκη: λόγια και καμώματα , που είναιπέρα από τα αναγκαία ,παράξενα, ασυνήθιστα ,υπερβολικά , παράλογα : «θασ’κουθώ να παγαίνου ! ε μπουρώ να βλέπου έφτα ταπαράναγκα !»|| επίρ. : περισσότερο απ` τοαναγκαίο, υπερβολικά : « τρώγ’τσι πίν’ παράναγκα»

παράνουμα (το) : < παρά + όνομα: παρανόμι , παρατσούκλι

παρανουμιάζου ρ. : < παράνουμ-α + -ιάζω: ονομάζω κάποιον με τοπαράνουμά του

παραν’χίδα (η) : < μτγν. παρωνυχίς –ίδος: παρωνυχίδα , μικρή , επώδυνησχισμή του δέρματος στη βάσητου νυχιού

παρασταλιάζου ρ. : < παρά + σταλιάζω <σταλίζω(βλ.λ.): μένω ακίνητος σ'έναν τόπο γιαπολλή ώρα.|| στέκομαι άσκοπασε μια θέση , χωρίς με τηνπαρουσία μου να κάνω ή ναπροσφέρω κάτι

παραστανιό (το) : < παρά (επίταση) + στανιό(βλ.λ.): με το ζόρι, παρά τη θέληση,

αναγκαστικά : «πήγη στη δ’λειάμη του παραστανιό»

παραστόλ' (το) : <παραστόλι < πιθ. από τοαρχ.παραστάς (κολόνα): κάποιος που στέκεται καιπαρακολουθεί, χωρίς καμιάσυμμετοχή στα δρώμενα : « τιθέλ’ς να έρτ’ς ; παραστόλ’ θα σηβάλου;»

παρατζ’λιά (η) : < παραγγελιά < παραγγέλλω: μήνυμα στους νεκρούςΥπάρχει το έθιμο τη νύχτα πριναπό την ταφή «να ξενυχτούν »τον νεκρό ,αναφέρονταςγεγονότα από τη ζωή του καιεκθειάζοντας προτερήματάτου.Συγγενείς και φίλοι, πουέχασαν πρόσφατα αγαπημένατους πρόσωπα, αναθέτουν στοννεκρό να μεταφέρει μηνύματάτους: « να πεις στ’ μαννούλα μ’…», « να πεις στ’ αδηρφέλ’ υμ…»

παρτσάβλα (η) : < μεγεθυντ. του παρτσαβλ- ός(βλ.λ.): η μεγάλη χωλότητα, αλλά καιτο χωλό πόδι : «σιέρν’ τ’νπαρτσάβλα τ’ » ( κουτσαίνειπολύ, σέρνει το χωλό πόδι )

παρτσαβλός -ή - ό ( καιπαρζαβλός )

: άγν. ετυμ.: ο κουτσός, αυτός που σέρνειτο ένα του πόδι

παρτσιάδ’ (το) : < λατιν. pars – partis (μέρος) ,τουρκ.parca (τεμάχιο, κομμάτι): μικρό μέρος ενός όλου,τμήμα, κομμάτι :«δ’λεύγ’ ούλ’τ’ μέρα για ένα παρτσιάδ’ψουμί»

παρτσιαλαντίζου ρ. : < τουρκ. parca (κομμάτι ) + -λαντίζω: κομματιάζω , ξεσχίζω: «έβαλη τσινούργιου π’κάμ’σου

τσι του παρτσιαλάντ΄ση μες στ’ςπρίν’», «θα ση πιάσου τσι θα σηπαρτσιαλαντίσου !»

πασαλείβγου ρ. (παθ.αόρ.πασαλείφτ’κα)

: < πασαλείβω <πισσαλείφω <μτγν. πισσαλοιφώ: σκεπάζω πρόχειρα ή άτεχναμια επιφάνεια με λεπτό στρώμαεπιχρίσματος , ίσα – ίσα για νααποκρύψω υπάρχουσεςατέλειες : «ήρτη η μπουγιατζής,πασάλ’ ψη κουμμάτ’ τ’ς τοίχ’τσι πάητση» || λερώνω : «έπιαση να γράψ’ τσι πασάλ’ψη ταχέρια τ ’ μη τα μηλάνια »

πασάλ’μα (το) : < πασαλείβγου (βλ.λ.): πρόχειρο και επιφανειακόεπίχρισμα|| η απόκτησηεπιφανειακών γνώσεων

πασκάλια (τα) : < πληθ. του μσν. πασχάλιον: ό,τι έχει σχέση με το Πάσχα ,πασχαλινό:φρ. « α φας μια , α χάγ’ς ταπασκάλια σ’ », «έχαση τ’ αβγάμη τα πασκάλια» ( έχασε ταπάντα)

πασπαλάς (ο) : < πασπάλι (λεπτή σκόνη ): είδος σπιτικού χαλβά απόαλεύρι και σιρόπι ή πετιμέζι ||μτφ. : τιμωρία, ξυλοδαρμός :« θα ση κάνου τουν πασπαλάσ’» ( θα σε θα σε δείρω, θα σετιμωρήσω )

πασπαλίζου ρ. : < πασπάλ- ι + -ίζω: ρίχνω με τα δάχτυλα σκόνη(αλεύρι , ζάχαρη, αλάτι κτλ.)

πασπατεύγου ρ. : < μσν.πασπατεύω: ψαχουλεύω , ψηλαφώ ,χαϊδεύω (γυναίκα σε απόκρυφάτης μέρη) || αργώ, χρονοτριβώ,καθυστερώ να τελειώσω μιαδουλειά : « μια ώραπασπατεύγ’ς να ράψ’ς ένα

κ’μπί»παστρεύγου ρ. : < μσν. παστρεύω <

σπαστρεύω < σπαρτεύω(σκουπίζω με σκούπαφτιαγμένη από σπάρτα ): καθαρίζω : « παστρεύγου τ’αλών’» (σκουπίζω, κάνωκαθαρό το αλώνι ): || βγάζω άγριους θάμνουςαπό το χωράφι και το κάνωκαλλιεργήσιμο : « παστρεύγουτου χουράφ’ απ’ τ’ς πρίν’»: ||αφαιρώ από τα δέντρα ταξερά κλαδιά, κλαδεύω :«παστρεύγου τ’ς ηλιές απ’ τ’ςγαμιάδης »: || αφαιρώ από το σιτάρι ταξένα σώματα : « παστρεύγουστάρ’ για του άλησμα »

πατερμά (τα) : < συμφυρ. πάτερ + ημώ ν: τα πάτερ ημών , οι προσευχές

πατήτηριης (οι)( η πατήτηρια)

: < πατώ: δυο ξύλινα πέλματα,εξαρτήματα του αργαλειού , μετο διαδοχικό πάτημα τωνοποίων ανοιγόκλεινε τοστημόνι ,για να περνά η σαΐταμε το υφάδι

πατιρντί (το) : < τουρκ. patirti (φασαρία,σαματάς ): μεγάλη φασαρία, αναστάτωση:« πιαστήκαν στα χέρια, γίντσημηγάλου πατιρντί»

πατλαντίζου ρ. : < τουρκ. patlamak (σκάω ,εκρήγνυμαι ): «έμαθη πους αρβουνιάστ΄τσητου Μυρσινιώ τσι πατλάντ’σηαπ΄του κακό τ’ς »

πατλάτσ’ (το) : < πατλάκι , ηχοπ.λέξη από το« πατ»: ό,τι σκάει και προξενεί μικρόκρότο : μια φουσκωμένη

χαρτοσακούλα , ένα μπαλόνι,μια τρακατρούκα …

πάτσι (και μπάτσι)ερωτηματικό μόριο

: < μπάκι < μσν. μπας και: μήπως , μήπως και …: "πάτσι νομ’σης πους έχου τ’ νανάγκ’ σ’ ;"

πατσιαβούρα (η) : < βεν. spazzaura: κουρελιασμένη βρώμικηπετσέτα || βρωμοθήλυκο ,παλιογυναίκα || χυδαίο έντυπο,λαχανοφυλλάδα

πατούνα (η) : < πατώ: η πατούσα, η φτέρνα :«χώθτση έν’ αγκάθ’ μες τ’πατούνα μ’ »

π’δέξ -ιους - ια - ιου : < μσν. πιδέξιος < αρχ.επιδέξιος < επί + δεξιός: άξιος, ικανός : « τα μηταξουτάβρατσιά , θέλιν πιδέξια σκέλια» ( παροιμ. )

πέτακας (ο) : < πετώ: αυτός που πετάει || οτζίτζικας: « πέτακας ελάλησε,μαύρη ρώγα γυάλισε»

πέτ’κας (ο) :< πέτικας < πετώ : φλοιός του πεύκου,χρήσιμοςστη βαφή ρούχων, διχτυών καιδερμάτων .Στη φωτιά σκάει ( πετάει), όπως οι κρύσταλλοιτου αλατιού

πέταυρου (το) : <αρχ.πέτευρον(λεπτή σανίδα): μτφ. : γυναίκα πολύ αδύνατη :«απ’ τ’ νηστεία γίν’τση έναπέταυρου»

πηζηβέγκ’ς (ο) : < πεζεβέγκης <τουρκpezevenk (μαστροπός,νταβατζής): μαστροπός, ρουφιάνος ||φρ. : «πρώτα με κάνει κερατά κιύστερα πεζεβέγκη » (από το«τραγούδι της Σούσας» )|| άνθρωπος πονηρός και

αχρείος· παλιάνθρωπος,μασκαράς.

πηζούλα (η) : < υποκορ. του αρχ. πέζα (πόδι,το κατώτατο άκρο , ποδιά ): τοίχος (ξηρολιθιά) γιασυγκράτηση του χώματος σεκατωφερή εδάφη|| Σε κτήματαμε κατωφερικά εδάφη έχτιζαν σεόλο το μήκος του κτήματος καισε απόσταση τη μια από τηνάλλη πεζούλες, δημιουργώνταςεπίπεδα μέρη για καλλιέργεια||μικρός λιθόκτιστος καναπέςκυρίως δίπλα στην πόρτααγροτικών σπιτιών καιεξωκλησιών

πηληκούδα (η) : < πελεκούδα < πελεκ- ώ +υποκ. κατάλ. – ούδα: φλούδα από το πελέκημα τουπεύκου , με υπολείμματαρητίνης , κατάλληλη γιαπροσάναμμα όπως το δαδί

πηριδρουμιάζου ρ. : περίδρομ- ος + - ιάζω: τρώγω μέχρι σκασμού : "έφαγητουν πηρίδρουμου τ' ! "

πηριχώ ( και πηριχύνω) ρ. μετ. : < περιχώ < αρχ. περιχέω: καταβρέχω, διαποτίζω, ρίχνωεπάνω σε κάτι άφθονο νερό : «θα πηριχήσου τ’ μπ’γάδα», «θαπηριχήσου τ’ πλατζιέντα μη τουσιρόπ’»

πηριχιέμι ρ. : περιχιέμαι <αρχ. περιχέομαι: ρίχνω επάνω μου υγρό,καταβρέχομαι: « πήγη να βάλ’λάδ’ στου φαγί τσι πηριχύθ’τση»||φρ. : «ούλα τα πηριχύθ’κα »(όλα τα δυσάρεστα πέσανεπάνω μου, με βρήκαν όλα ταδεινά )

πηρκάτους -η - ου : < περκάτος < πέρκα < πέρδικα: που έχει κόκκινες βούλες ,όπως η πέρδικα : «πηρκάτου

πρόβατου», «πηρκάτ’προυβατίνα»

πησκίρ’ (το) : < τουρκ. peskir ( πετσέτα ): < υφαντή πετσέτα προσώπου :« βάλε πησκίρια μαύρα…» (απότο «τραγούδι της Παναγιάς »)

πητριγιά (η) : < πετριά < πέτρα: πετροβολιά : « τουν αρχίν’σηστ’ς πητριγιές τσι δεν ήξηρη πούνα κόψ’» (πού να τρέξει νασωθεί )

πητσούρ’ (το) : < πετσούρι < μσν. πέτσ-α +κατάλ.-ούρι: η ψημένη σκληρή επιφάνειατου ψωμιού, η κόρα

πηυτσίτ’ς (ο) : < πευκίτης < πεύκ –ο + κατάλ.– ίτης: είδος μανιταριού, που φυτρώνειτο φθινόπωρο κάτω από ταπεύκα ||: μτφ.: άνθρωπος μεμεγάλα αυτιά, για τον οποίοπιστεύεται ότι θα ζήσει πολλάχρόνια

π΄θαμή (η) < αρχ. σπιθαμή: αυθαίρετη μονάδα μέτρησηςμήκους.Το μήκος μιας παλάμηςμε ανοιχτά και τεντωμένα ταδάχτυλα από το άκρο τουαντίχειρα ως το άκρο του μικρού δάχτυλου.: « έφτου του χουράφ’ αξίζ’ π’θαμή τσι λίρα »|| πληθ. οι π’θαμές : παιδικόπαιχνίδι με υπερπήδηση ύψουςποδιών και σπιθαμών.||υποτιμητική έκφραση για πολύκοντό άτομο

π’θεύγου . ρ μετ. ( αόρ.πήθηψα )

: < πιθ. παθ – εύω < πάθος : προκαλώ σε κάποιον έντονηψυχική κατάσταση, τονεκνευρίζω με λόγια καιενέργειες :" το ’κανα για να τουνπ’θέψου !» || μεσ. π’θεύγουμι ,

αόρ. π’θεύκα : « π’θεύκα μη ταλόγια τ’ τσι τουν έδιουξα»

π’θεύτ’ς (ο) : < π’θεύτης < π’θεύγου (βλ.λ.): εκείνος που π’θεύγει : « ηΓιώρ’ς είνι μηγάλους π’θεύτ’ς»

π’θέψ’μου (το) < π’θεύγου (βλ. λ. ): η πρόκληση εκνευρισμού

πιασμός (ο) : < πιάνω : θέρμες, πυρεττός από ελονοσία: "πιασμός να ση πιάσ ’ !»(κατάρα)

πιδεύγου-ουμι ρ. : < αρχ. παιδεύω1.επιβάλλω παιδεία - δέχομαιπαιδεία, είμαι παιδεμένος : «’ γωτ' γλώσσα μ' τ'ν έχου πιδημέν' !»2.υποβάλλω σε δοκιμασία,τιμωρώ : « μη του πιδεύγ'ς τουμουρό !»

πίζερβα (τα) (ουσιαστ.επίθ. πίζηρβους – η – ου , κατάπαράληψη του ουσ. μέρη )

: < απόζερβα < από + ζερβά: απόμερα , δύσβατα , απάτητα : «και μια λαφίνα ταπεινή δενπάει μαζί με τ' άλλα | μόνο στ'απόσκια περπατεί, τ' απόζερβααγναντεύει…» (δημοτ. η λαφίνα )

πιλατεύγου ρ. : < πιλατεύω < Πιλάτος ( που οιστρατιώτες του βασάνισαν τονΧριστό): υποβάλλω σε ψυχικό (καισωματικό) μαρτύριο ,βασανίζω, τυραννώ :« χρόνια τ’ν έχ’ τσι τ’ πιλατεύγ’πους θα τ’ν πάρ’ τσι σκουπό ε το’χ’»

πισμανεύγου ρ. : < τουρκ. pisman ( μετανιωμένος ) + -εύω: μετανιώνω, αλλάζω απόφαση« έληγα να πάγου στ’ Χώρα, μαείδα τουν τσιρό τσι πισμάνηψα»

πιτσ’λιάρ’ς ,-α- κου : < πιτσιλιάρης < πιτσούλα(βλ.λ.): <αυτός που το πρόσωπο τουείναι γεμάτο φακίδες

πιτσ'λ-ός , -ή –ό : < πιτσιλός < πιτσιλώ : ο γεμάτος πιτσούλες (βλ.λ.),που το πρόσωπο ( ή και τοσώμα ) του είναι γεμάτοπιτσούλες

πιτσούλα (η) : < πιτσίλα < πιτσιλώ: πιτσιλάδα, φακίδα, πανάδατου δέρματος

π’καρής (ο) : < τουρκ. baca (καπνοδόχος): καπνοδόχος , καμινάδα ,φουγάρο τζακιού :« κατάπιαση η π’καρής» (πήρεφωτιά ο π’καρής )

π’καρουπάν’ (το) < π’καρής (βλ.λ.) + πανί: ύφασμα με κεντήματα πουκρεμούσαν μπροστά στη γωνιά(τζάκι) ,για να μη φαίνονται οιμουτζούρες από τον π’καρή

π’κρουθάσιου (το) : < πικρό + θάσιο (βλ.λ.): θάσιο από πικραμύγδαλα. Ηφράση « ήπιη τουπ’κρουθάσιου » λεγότανειρωνικά για εκείνον- εκείνη,που τον /την εγκατέλειπε οερωτικός του /της σύντροφος

πλακάκια (τα) : < υποκορ. του πλάκα: μτφ.συγκάλυψη,κουκούλωμα : "τα κάνανπλακάκια" ( τα συγκάλυψαν,τα κουκούλωσαν)

π’λαλιά (η)( και πλάλ’μα και πλαλ’τό )

: < πηλαλιά < π’λαλιώ (βλ.λ.): το γρήγορο και ορμητικότρέξιμο, η τρεχάλα : «δώτσημια πλαλιά τσι γίν΄τση καπνός»||μτφ. πλαλήματα και πλαλ’τά« αρχινίσαν’ τα πλαλ’τά»( άρχισαν τα τρεξίματα , ταπήγαινε – έλα , γιαδιεκπεραίωση κρίσιμωνυποθέσεων ) « αρχινίσαν’ ταπλαλ’τά»

π’λαλιώ ρ. : < μσν. πηλαλώ: τρέχω γρήγορα , ορμητικά,καλπάζω : «τώρα π’λαλιεί τσιδε φτάν’» (τρέχει και δενπρολαβαίνει)

π’λάρ’ (το) : < πουλάρι < μσν. πουλάρι(ν) < πωλάρι(ν) < αρχ. πωλάριονυποκορ. του πώλος: το μικρό γαϊδουράκι, που δεντου έχουν ακόμη βάλει σαμάρι: «πήγη τσι κουρεύτση τσιγίντση ένα κουρημένου πλάρ’ »

πλασταριά (η) : < πλάθω , αόρ. έ-πλασ-α: χαμηλό στρογγυλό τραπέζι,αλλιώς και σοφράς. Χρησίμευεως τραπέζι φαγητού, αλλά καιγια το πλάσιμο του ψωμιού καιτο άνοιγμα φύλλων ζύμης

πλάτ’ (η) : < αρχ.πλάτη ( πλατύ μέρος): ωμοπλάτη, ράχη : « σήκουσηένα τσ’βάλ’ ηλιές ’πα στ’ πλάτ’υτ »|| επίπεδο μέρος στηνκορυφή βουνού : « αφήτσημουναχά τα πρόβατα’πα στ’πλάτ’ »

πλατσιέντα (η) : < λατ. placenta < αρχ.πλακοῦς (αιτ. πλακόεντα): γλύκισμα από διπλωμέναφύλλα ζύμης , τα οποίαψήνονται με λάδι στο φούρνοσε μεγάλα ανοιχτα ταψιά(σ΄νιά) και στη συνέχειαπεριχύνονται με μέλι καιπασπαλίζονται με τριμμένακαρύδια και μυρωδικά,παρόμοιο με τις «δίπλες »

π’λέλ' (το) : < πουλέλι < υποκορ. του < μσν. πουλλίν (πουλ- έλ’): το πουλάκι : «του έξυπνουτου πλέλ’ πιάνιτι απ’ τουπουδαρέλ’» ( παροιμ.) || μτφ.:η ευκαιρία :« πέταξη του

πλέλ’!» ( χάθηκε , πέρασεανεκμετάλλευτη η ευκαιρία )

πληχτσιό (το) : < αρχ. πλήξις: πλήξη, ανία, αδιαφορία,μαρασμός

πληχτσιάζου ρ. : < αρχ.πλήσσω: νιώθω πλήξη και ανία,βαριεστιμάρα : «πληχτσιάσαέδιου μέσα !» ( έπληξα,μαράζωσα , εδώ μέσα !)

πλια επίρ. : < πλεά < πλέα πληθ. τουπλέον: πλέον, πια : « τώρα πλια πουξύπνησης, είν’ αργά»

πλουμί (το) : < μσν. πλουμίον: το (φυσικό ) στολίδι, η χάρη ,η ομορφιά : « γέραση, τσι ταπλουμιά τ’ τα’χ’ ακόμα»

πλουμίζου ρ. : < μσν. πλουμίζω : κοσμώ , στολίζω με πλουμιά :"πέρδικά μου πλουμισμένη "

πλύμα (το) : < αρχ. πλύμα < πλύνω: το νερό από το ξέπλυμα τηςσκάφης μετά το ζύμωμα : « γιατου γρούν’ είνι του πλύμα !»( ειρων.: αυτό δεν είναι για ταμούτρα σου, δεν είσαι άξιος γι’αυτό)

πλυσιά (η) ( και ως ουδέτερο τοπλυσιό )

: < μτγν. απλυσιά ( το να είναικανείς βρόμικος, βρομιά).πιθ.χωρίς προτακτικό -α- : « τ’μυτ’ σ’ να πιάγ’ς απού τουπλυσιό» (τη μύτη σου νακλείσεις από τη βρομιά ) ||: η ποσότητα των βρόμικωνρούχων που έχουνσυγκεντρωθεί για πλύσιμο :«εν έπλυνα τ’ πηρσμέν’ τ’βδουμάδα τσι έχου τώρα δυοπλυσιές ρούχα»

πλυσιάρ’ς , πλυσιάρ’σαπλυσιάρ’κου

: < πλυσιά (βλ.λ.) : άπλυτος, ακάθαρτος

βρόμικος : « απού τότη πουτουν βαφτίσαν έχ’ να πλυθεί ηπλυσιάρ’ς », « η πλυσιάρ’σαέχ’ τα μουρά τ’ς τσι γυρίζινάπλυτα τσι βρουμιάρ’κα» || μηκαθαρό, με ξένες προσμίξεις : « τέτοιου πλέσκου στάρ’ εξανά’δα ! μόνου χώμα τσι ήραείνι»

π’νατσίδα (η) : < πινακίδα < αρχ πινακίς: το κόκαλο της ωμοπλάτης : «έπηση απ’ τ’ν ηλιά τσι έσπασητ’ π’νατσίδα τ’ »

’πόνει ρ. ( του ’πόνει ) : < του ’πόνει < πονώ < πόνοςμόνο στη φράση « η γριγιά τουπόνει τ’ς λάλει τσι του πόνει τ΄ςέληγη » : η γριά έλεγε και ξανάλεγετον πόνο της, αυτό που τηνπονούσε , που την έκαιγε( παροιμ.)

πόρτα (η) : < μσν. πόρτα < λατιν. porta : είσοδος σε κλειστό χώρο, ηθύρα1. φρ. : «όχ(ι)’ , πόρτα θα ση

πιάσου ! » (ειρων. : σιγάμην κρατήσω ανοιχτή τηνπόρτα και σου κάνωυποκλιση να περάσεις! δεθα σου χαριστώ ! )

2. φρ.: «σαν τουν παλαβό μητ’ πόρτα » ( ενεργείς όπωςο παλαβός, που του είπαννα κλείσει την πόρτα καιαυτός την έβγαλε , τηνπήρε στον ώμο του κιέφυγε )

πόσ’ ( το) : < πόσι άγν. ετυμ. (η λέξη απαντάται σεπροικοσύμφωνα και ωςβορειοηπειρωτική και ωςβλάχικη )

: μεταξωτό μαντίλιΠόσια έδιναν ως δώρο στουςτεχνίτες στα γλιτώματα (βλ.λ.)της οικοδομής.|| Μέσα σεπόσια έστελναν οι κοπέλεςκόκκινα αβγά στουςγιαβουκλούδες τους

πούβητα επίρ.τοπ. : < μσν.πούπετα (ανομοίωσητου π): πουθενά : « πούβητα ε θαπας!»

πουλλουλουγήτ’κους -κια -κου : < πολλών + λογιών: ο αποτελούμενος από πολλώνλογιών (ειδών) μέρη :«πουλλουλουγήτ’κα πλουμιά »

πουμπή (η) : < αρχ . πομπή < πέμπω: κατηγόρια , ντροπή ,αίσχος ,μοιχεία : « ε βλέπ' τ'ς πουμπέςυτ’ς , μον’ θέλ' να πει για τ'νάλλ' !» || διαπόμπευση,πόμπεμα( Η διαπόμπευση - μοιχαλίδωνγυναικών κυρίως - γινόταν μεκούρεμα, μουντζούρωμα τουπροσώπου, και γύρισμα τηςδιαπομπευόμενης μέσα στοχωριό πάνω σε γάιδαρο μεφτυσίματα, γιουχαΐσματα ,βρισιές και ρίψη αντικειμένων(κλούβια αβγά, ντομάτες). Ηπομπή από την Αρχαιότηταπέρασε στο Βυζάντιο καιδιατηρήθηκε μέχρι τα χρόνιατης Τουρκοκρατίας. Στουςμικροκλέφτες κρεμούσαν τακλεμμένα στο λαιμό τους καιτους γύριζαν μέσα στο χωριό.Απόηχο της διαπόμπευσηςαποτελούν οι εκφράσεις :« μ’τζουρουμέν, κουρημέν’,γηβγηντ’σμέν’ , θα ση γυρίσιν’πα σ’ κούντουρ’ σ’ γαϊδάρ’ ,

θα στα κρημάσιν στου λιμό σ’ ,θα ση παίξιν ντούντουρλου τσιτου παγιαύλ’ κ.ά. »

πουν’κός -τσιά - κό : < πονικός < πονώ: πονετικός, σπλαχνικός, πουνοιώθει συμπόνια για τουςάλλους : «πουν’κός αδηρφός,πουν’τσιά μάννα»

πουρδουπλάδα (η) : < πορδή + πουλάδα: πλάσμα φανταστικό καιανύπαρκτο που φανερώνειανεκπλήρωτη υπόσχεση , υπόσχεση χωρίς αντίκρισμα :« -Ω μα, τι θα μη φέρ’ς απ’ τουπαναγύρ’ ;- μια πουρδουπλάδα μη τακότσ’να (κόκκινα) τα πουδάρια!» (τίποτα )

πουρνό (το) : < μεσν. πουρνόν < πωρνόν< πρωνόν <πρωινόν, ουδ. τουμτγν. πρωινός: πρωί : « πάητση (έφυγε)πουρνό - πουρνό στη δ’λειά τσιε τουν είδα καθιόλ’»

πουρπατ’ξιά (η) : < περπατησιά < περπατώ: το ( σωστό ) περπάτημα« γέρους γάιδαρους,πουρπατ’ξιά ε μαθαίν’ » (παροιμ.)

πουρτόγαλου (και προυτόγαλου) (το)

: < μσν. πρωτόγαλα: το πρώτο γάλα τωνθηλαστικών μετά τη γέννα ,που όταν το βράζεις πήζει καιγίνεται σαν μυτζήθρα. Το είχανγια εκλεκτό γλύκισμα- φαγητό.

πουρτσιέλα (η) : άγν. ετύμ.: κολοτούμπα : "έκανηπουρτσiέλης απ' τ’ χαρά τ’ !"

πουτ’κουνύφ' (η) : < ποντικός + νύφη: νυφίτσα, σκίουρος || μτφ.:μικροκαμωμένη πονηρήγυναίκα

πρασήγκουρας (ο) : < αρχ. πρασοκουρίς < πράσον+ αρχ. κουρίς (μηχανή για την«κουρά» των μαλλιών ) : γρυλλοτάλπη ή πρασοκουρίς ,κοινώς πρασάγγουρας,κολοκυθοκόφτης ,έντομο που ζει κάτω από τοέδαφος. Ανοίγει μικρές στοές ,κόβει τις ρίζες νεαρών φυτών,που έτσι καταστρέφονται

πρινάρ’ (το) : < μσν. πρινάριον, υποκορ. τουαρχ. πρίνος: πουρνάρι : « ούλ’ τ’ μέραέκουβγα πρινάρια»

προυσφουλώ ρ. : < προς + φώλι: βάζω το μικρό δάχτυλο στονπισινό της κότας, για να δω ανέχει έτοιμο αβγό γεννήσει

προυταλάτ’ς (ο) : < πρωτολάτης < πρωτο +ελαύνω ( βατεύω): νεαρό κριάρι ή τραγί , που «ελαύνει » (πηδά) για πρώτηφορά , αναλαμβάνονταςκυρίαρχο ρόλο στο κοπάδι

προυτσιέρνου ρ. ( αόρ.πρόκανα)

: < αρχ. προκάμνω: προλαβαίνω , προφταίνω :«ε προυτσιέρνου να μαζώξουτ’ς ηλιές» || σπεύδω ναφανερώσω κάποιο μυστικό πουμου εμπιστεύτηκαν : «σ’ είπαπους του Μαρίγ’ θα χουρήσ’, τσι πήγης τσι του πρόκανης στ’μάννα σ’»

πρυόβουλους (ο) : < πυρόβολος: μεταλλικός χαλκάς , που με« τσιάκτισμα» στην«τσιακμακόπετρα» (βλ.λ.)παρήγαγε σπίθα , με την οποίαάναβε η ίσκα

πρώμα επίρ. : < αρχ. πρώιμος < πρωί: νωρίς : « πρώμα – πρώμαφέτους γίναν τα σταφύλια »

π’σσ’νουβρασμένους – η - ου : πίσσα + βρασμένος (μτχ.παθ. πρκμ.του ρ, βράζω): ο αμαρτωλός που , κατά τηλαϊκή αντίληψη . θα βράζει γιατιμωρία του στον Άλλο Κόσμομέσα σε καζάνιαπυρακτωμένης πίσσας ( πρβλ.την κατάρα : «πίσσα τσι σκατάνα βράγ’ς»)

π’σσόσκατους - η – ου : < πίσσα + σκατά: ο αμαρτωλός, ο κολασμένος,που , κατά τη λαϊκή αντίληψη ,στον Άλλο Κόσμο η ψυχή τουθα βράζει για τιμωρία του μέσασε πίσσα και σκατά. ( πρβλ. τηνκατάρα « πίσσα τσι σκατά ναβράγ’ς » ) || μτφ. ο σατανάς

π’σσούδ’ (το) : < υποκορ. του πίσσα: μαύρο σαν πίσσα || φρ: «όξου είνι π’σσούδ’» (έξω είναιπολύ σκοτεινά, η νύχτα είναιμαύρη σαν πίσσα )

π'στιά (η) : < αρχ. οπισθία:δερμάτινη ζώνη στα οπίσθιατου ζώου, που συγκρατεί τοσαμάρι στη θέση του ||λογοπαίγνιο :« άμα δε του πιστεύγ’ς, βάλημια π’στιά »

π’τάρ' (το) - ( πληθ. π’τάρια) : < πιτάρι < πιτάριο < υποκορ. του πίτα : μικρή πίτα : « π’τάρια χαλβά,κουλουτσ'θόπ’ταρα,αχλιουπ’τάρ’»

π'τσί (το) : < πουγκί < μσν. πουγγί-ον <υποκ. του πούγγα: μικρό σακουλάκι για φύλαξηχρημάτων , που το κρεμούσανστο λαιμό με κορδόνι ,τοπουγκί : «γω του π΄τσί μ’ τόχουμες τουν κόρφου μ’»

πυρήνα (η) : < μσν. πυρήνη

: τα υπολείμματα από τοάλεσμα του ελαιόκαρπου,καύσιμη ύλη στα μαγκάλια

πυρκάτ-ους - η - ου (ο) : < πυρ + καταλ. - κάτος: κοκκινωπός, αυτός που έχειτο χρώμα της φωτιάς,κοκκινομάλλης : « πυρκάτ’προυβατίνα» ( βλ. και λ .πηρκάτους )

πυρουκουτσνίζου ρ. αμετ. : πυροκοκκινίζω < πυρ +κοκκινίζω: γίνομαι κατακόκκινος σαν τηφωτιά και καίνε τα μάγουλάμου ( από θυμό, ντροπή κτλ.)

πυρουλαντίζου ρ. : < πυρ + πιθ. αρχ. ελαύνω ): γίνομαι κατακόκκινος απόενοχή, ντροπή, θυμό κτλ. : «είχη χησμέν’ τ’φουλιά τ’ τσιπυρουλάντ’ση μόλις τουνκαταλάβαν »

πυρουλάντ΄σμα (το) : <πυρουλαντίζου: έντονο κοκκίνισμα τουπροσώπου από ντροπή ,οργή,χαρά κτλ.

πυρουμάχ' (το) : < πυρ + μάχομαι: πρόχειρη κατασκευή στούπαιθρο για άναμμα φωτιάς καιψήσιμο φαγητού

πυρουστιά (η) : < πυρός + εστία: μεταλλικός τρίποδας πάνωαπό τη φωτιά , στον οποίοτοποθετούσαν το σκεύος γιατο βράσιμο του φαγητού

πυρώνου -ουμι : ρ. : < μσν.πυρώνω < αρχ. πυρώ <πυρ: ζεσταίνω , ζεσταίνομαι : « έλακουντά στ΄φουτιά να πυρουθείς»

πυτιά (η) : < αρχ.πυτία: μαγιά για πήξιμο γάλακτοςΌταν έσφαζαν αρνάκι γάλακτος, κρατούσαν το στομάχι του με

το περιεχόμενό του ,τοαποξέραιναν και τοχρησιμοποιούσαν στην πήξητου γάλακτος και τηνπαρασκευή τυριού

Ρραβδίζου ρ. : < αρχ. ραβδίζω

: χτυπώ με μακρύ ραβδί(ντιμπλί ή ντέμπλα , βλ.λ.) τακλαδιά της ελιάς για να πέσει οκαρπός

ραβδιστής (ο) : <μτγν.ραβδιστής: ο εργάτης που ραβδίζει τιςελιές

ράβδους (του) : < ράβδος ( όπως το θέρος): το ράβδισμα , η εργασία τουραβδίσματος : « του Γληγόρ’ ετουν φτάν’ κανείς στουράβδους» || η εποχή πουραβδίζουν τις ελιές : «αρχίν’ση του ράβδους τσι δεβρίσ΄τσ’ς έναν ραβδιστή»

ραίνου ρ. ( αόρ. έ-ραν-α) : <αρχ. ραίνω: ραντίζω (με ανθόνερο , ρύζι,ροδοπέταλα κτλ. ) :« ράναντουν ’Πιτάφιου», « ράναν τουγαμπρό»

ραχταρέλια (τα) : <υποκορ. του ράχτα (βλ.λ.): μικρά ράχτα || γειτονιά τουχωριού (Βασιλικά ) κοντάστην « Απάνου Αγουρά »,όπουυπήρχαν δυο μεγάλοι ριζιμιοίβράχοι

ράχτο (το) : < αρχ. ράκτος (κρημνώδης ,απότομος ): ριζιμιά μεγάλα βράχια

ρέχα (η) : < αρχ. ρέγχω (φυσώ,ροχαλίζω ): ροχάλα , φλέμα

ρημπεύγουμι ρ. : < άγν. ετυμ.: υπερηφανεύομαι , καυχιέμαι,καμαρώνω :" η ξ’πασμέν’ ,ρημπεύγητι σα να ’νι αυτή τσιόχ’ άλλ’ "

ρητσέλ’ (το) : τουρκ. recel ( γλυκό): κομμάτια κολοκύθας ήκυδωνιού βρασμένα μέσα σεπετιμέζι

ρόβους (ο) : < αρχ. όροβος: είδος ψυχανθούς για τροφήτων ζώων

ρόγκους (ο) : < άγν. ετυμ.: είδος φαγητού από αλεύρι ,λάδι και κρεμμύδια

ρουγίδ’ (το) : ρωγίδι < υποκ. ρώγ-α + -ίδι ( μικρή ρώγα σταφυλιού ): η αράχνη , που ο κορμός τηςμοιάζει με μικρή ρώγασταφιλιού

ρουδάν’ (το) : < αρχ. η ροδάνη: το εργαλείο με το οποίοτύλιγαν την κλωστή από τηνανέμη στα μασούρια || επειδήκατά το τύλιγμα της κλωστήςτο ροδάνι έβγαζε ασταμάτηταήχο , η φράση « πάει η γλώσσατ’ ρουδάν’» σημαίνει πωςκάποιος μιλάει ασταμάτητα,είναι πολύ φλύαρος

ρουδανίζου ρ. : < ροδάν -ι + -ίζω: τυλίγω με το ροδάνι τηνκλωστή στα μασούρια

ρουμάν' (το) : < τουρκ. orman (= δάσος):1. μέρος με πυκνή θαμνώδηβλάστηση , λόγκος 2.ονομασία παλιού εθίμου τουχωριού ( Βασιλικά Λέσβου ) ,αντίστοιχο της αρχαίαςειρεσιώνης. Τη Μ.Πέμπτη ταπαιδιά περιέφεραν ένα κλαδίδάφνης στολισμένο με

χρωματιστά βαλάδια καιτραγουδώντας έναχελιδόνισμα, ονομαζόμενο καιαυτό ρουμάνι, ζητούσαν απότη νοικοκυρά να τα δώσεικόκκινα αβγά και άλλαφιλέματα

ρουμπί (το) : < ρουμπίνι < γαλλ. rubin: ρουμπινί, που έχει το χρώματου ρουμπινιού

ρουπάδα (η) : < δρουππ –άδα < δρύπ-πα<δρύπεπη (δρυπεπής ελαία :ελιά που ωρίμασε πάνω στοδέντρο ): ελιά, που ωριμάζει πάνω στοδέντρο και μαζεύεται ότανπέφτει χάμω (χαμάδα) ,αλλιώς και θρούμπα , επειδήαρωματίζεται με το φυτόθρούμπος ( ή θρούμπι ) ( βλ.λ.)

ρουπαδιά ( η) : ρουπάδ- α + -ιά: το ελαιόδεντρο που κάνει τιςρουπάδες (βλ.λ.) , η λαδολιά

Σ

σαβούλ’ (το) : < πιθ.βενέτ. sagola (μικρόσχοινί): (ζύγ’ , βαρίδ’ ) το νήμα τηςστάθμης, με το οποίο οι χτίστεςέλεγχαν το κατακόρυφο τωντοίχων, που έχτιζαν

σαβουλιάζου ρ. : < σαβούλ’ (βλ.λ.) + - ιάζω: ελέγχω με το σαβούλ’ τοκατακόρυφο των τοίχων

σαβουρντώ : <τουρκ. savurdum, αόρ. τουsavurmak (ρίχνω, πετώεκσφενδονίζω)

: πετώ με δύναμη και θυμό:"σαβούρντ’ξη του πιάτουκάτου τσι το’ κανηχίλιακουμμάτια "

σάζου ρ. : <μσν. σιάζω < αρχ. ισάζω: ισιάζω , φτιάχνω,επισκευάζω, διορθώνω,τακτοποιώ || μτφ.:συμφιλιώνομαι , επανασυνδέω σχέσεις που είχαν διακοπεί :«μια τα χαλούν , μια τα σάζιν»|| τμωρώ : « θα ση σιάξ’ ηπατέρας σ’ , άμα νέρτ’» (θα σετιμωρήσει ο πατέρας σου ,όταν έρθει )

σακάτ’ς -σα -κου < τουρκ. sakat ( ανάπηρος ): ανάπηρος (κουτσός, κουλός ):« τράκαρη τσι απόμ’νη σακάτ’ς»

σακιντίζου ρ. : τουρκ. caydırmak(παραμερίζω) : παραμερίζω , κάνω στην άκρη:"σακίντ'ση να πηράσου!"

σακμπής (ο) : <τουρκ. ev sahipi : ο νοικοκύρης , ο ιδιοκτήτης :« αγαπά η Θιος τουν κλέφτ’αγαπά τσι τουν σακμπή»(παροιμ.)

σακουράφ(α) (η) < σάκος + ράβω , μεγεθ. τουμσν. σακκοράφ-ιον: μεγάλη βελόνα για το ράψιμοτσουβαλιών

σαλαγώ ρ. : < μσν. σαλαγάω -ώ: μετακινώ , σκαλίζω ,ανακατώνω : « η φουτιάκουντεύγ’ να σβήσ’ ! σαλάγ’ξηκουμμάτ’ τα ξύλα » , "τσηραμίδιαπου δε στάζιν, μην τα σαλαγάς!"||: ενοχλώ , παρακινώ : «είμιψόφιους στ’ κούρασ’ ! μη μησαλαγάς ! »

σαλαμέτ’ (το) (άκλ.) : < άγν. ετυμ., πιθ. λ. τουρκ. : γερό, άθικτο , ανέπαφο :« δώτσης στου μουρό του κ’μάρ’

! θα του φέρ’ σαλαμέτ’ ;»σαλβάρ’ (το) (παχύ σ) : < τουρκ. salvar (βράκα )

: η ανδρική βράκα, τσόχινη μεβαθύ μπλε ή μαύρο χρώμα , μεσούρα στη μέση και κάτω από τογόνατο . Η μακριά «σέλα» της,που ακουμπούσε στο χώμα ,ήταν γνώρισμα της νησιώτικηςλεβεντιάς.

σάλια – μπάλια : < σάλια υποκορ. του αρχ.σίαλος ( μπάλια άγν. ετυμ.): ασήμαντα , ελάχιστα ,τιποτένιαπράγματα : «πηρνούμι μη τασάλια – μπάλια »

σαλιαρίζου ρ. : < σαλιάρ- ης + - ίζω: φέρομαι σαχλά, ανοηταίνω,ερωτοτροπώ όπως έναςσαλιάρης : « κάτι (κάθεται ) ένας σαλιάρ’ςτσι σαλιαρίζ’ μη τ’ς ημκρές »

σαλιάρ'ς (ο) : <σάλ - ιο + - ιάρης: αυτός που τρέχουν τα σάλια τουγια κάτι, που δεν μπορεί νασυγκρατήσει την επιθυμία του γι’αυτό || μτφ.: ανόητος, γελοίος

σαλντίζου ρ.(και σαλτέρνoυ)(αόρ. σάλτ’ξα )

: < ιταλ. saltare: παίρνω φόρα και πηδώ,σαλτάρω

: μτφ. ορμώ, ρίχνομαι :"σάλτ'ξηαπάνου μ’ σα του θηριό "

σάπ’κας (ο) : < σαπί-ζω + κατάλ. – κας: σάπιο ξύλο

σαπλίκ (το) : τουρκ. sapli ( χερούλι): χειρολαβή εργαλείων , στειλιάρι(τσεκουριού,τσάπας, φτυαριού ) ||μτφ.: ξυλοδαρμός , ξυλοφόρτωμα: « θέλ’ς ένα σαπλίκ’ …» (ξύλοπου σου χρειάζεται…)

σαπουντζής (και σαπ’νάς)(ο) : < σαπούν -ι + - τζής: αυτός που παρασκευάζει ή (και)εμπορεύεται σαπούνια,σαπωνοποιός, σαπωνοπώλης

σάρα (η) < σαρ- ώνω: σκουπίδι , απόρριμμαφρ. : « μαζεύτ’τση η σάρα τσι ημάρα τσι του μπουγιατζή ηκόπανους » (όχλος, άτομακατώτατης κοινωνικήςυποστάθμης )

σαραλίκ (το ) : <τουρκ. sarilik (ίκτερος): η πάθηση ίκτερος ή χρυσή μεχαρακτηριστικό το έντονοκιτρίνισμα του δέρματος. Γιακαποιον που ήταν πολύ κίτρινοςρωτούσαν : «σαραλίκ τουνκόψαν;»: Για τη θεραπεία τηςπάθησης χάραζαν μικρή εγκοπήκάτω από τη γλώσσα , « έκοβανσαραλίκ »

σαράφ’ς (ο) < τουρκ. sarraf ( αργυραμοιβός,χρυσοχόος): αυτός που εξαργυρώνει ξένανομίσματα || εξαιρετικάτσιγκούνης , «σπάγκος»

σαχάν’ (το) : < τουρκ. sachani: μεταλλικό ρηχό πιάτο, μικρήςαξίας || μεγεθ. η σαχάνα καιυποκ. (το ) σαχανέλ’

σαχανουγλείφτ’ς (ο)σαχανουγλείφτηργια (η)

: < σαχάν’ (βλ.λ.) + γλείφτης|γλείφτρα: ο πολύ πεινασμένος, αυτός πουαπό την πείνα του γλείφει τααπομεινάρια του φαγητού στοσαχάνι , o λιμασμένος ||απαξιωτικός χαρακτηρισμός :κόλακας, δουλοπρεπής

σ'βάζου ρ. : < μσν. συβάζω < αρχ. συμβάλλω: βάζω κοντά, πλησιάζω το ένακοντά στο άλλο : "σ'βάζου ταξύλα, να μη σβήσ' η φουτιά "

σβάραχνα ( και σπάραχνα )(τα)

: <μσν.σπάραγχνα <αρχ. βάραγχος

: σπάραχνα, βράγχια ψαριούσβάρνα (η) : < μσν. σβάρνα

: γεωργικό εργαλείο που σέρνουνυποζύγια και χρησιμεύει για τοσπάσιμο των σβόλων και τηνισοπέδωση του οργωμένουεδάφους : «τα πήρη ούλα σβάρνα»( παρέσυρε και γκρέμισε, ισοπέδωσε ό, τι βρισκότανμπροστά του )

σβιρνιά (η ) : < αβρωνιά και αβρουνιά < αρχ.βρυωνία: η γνωστή και ως «οβριά » ,βλαστάρι που μοιάζει με τασπαράγγια και τρώγεται βραστό

σβιρντίλ’ (το) : < άγν. ετυμ. : μικρή ντομάτα με σφαιρικόσχήμα

σβ’νιά (η) : < προτακ. σ + βουνιά: σβουνιά : αποξηραμένα κόπραναβοδιών (χρησίμευαν για άναμμαφωτιάς στο ύπαιθρο)

σ’γανός –ή – ό επίθ. (προφ. ζγανός)

: < μσν. σιγανός: ήρεμος , ήσυχος , || φαινομενικάταπεινός, χαμηλών τόνων ,ύπουλος : « απού σ’γανόπουταμό, αψ’λά τα ρούχα σ’ ! »(παροιμ.)( όταν περνάς σιγανό ποτάμι, νασηκώνεις τα ρούχα σου ψηλά ,γιατί μπορεί να φουσκώσειξαφνικά και να βραχείς . Ν α μην εμπιστεύεσαι φαινομενικάήσυχους ( ύπουλους ) ανθρώπους

σγανουμιά (η) : < σγανή + ανεμιά < σιγανόςάνεμος: ήπιος καιρός, καλοκαιρία :«απόψη είνι σγανουμιά»

σ’γκόλ’μα (το) : σ’γκουλλιέμι (βλ.λ.): ανεπιθύμητο άτομο ,πουπροσπαθεί να προσκολληθεί σεάτομο ή συντροφιά

σ’γκουλλιέμι ρ. : < συγκολλιέμαι < αρχ.συγκολλώμαι

: μτφ. : προσκολλιέμαιαπρόσκλητα και φορτικά σεκάποιον, είμαι ανεπιθύμητος, γίνομαι φόρτωμα, ενοχλητικός :« μη σ’γκουλήθ’τση έγιουτου τουστσ’λάρ’ τσι ε λέγ’ να παγαίν’ »

σέτια (τα) : < άγν. ετυμ.: μεγάλες πεζούλες από ξηρολιθιάσε κατωφερή εδάφη για τησυγκράτηση του χώματος κυρίωςσε κτήματα με ελαιόδεντρα.

σηβνταλής (ο) : < τουρκ. sevdalı (καψούρης): ο τρελά ερωτευμένος

σηβνταλαντίζου ρ. : < τουρκ. sevdalanmak(ερωτεύομαι): είμαι ερωτευμένος με κάτι, δενέχω νου για τίποτε άλλο :«σηβνταλάντ’ση μη τη δ’ λειά τ΄τσι εν έχ’ του νου τ΄ γιατίπουτ’άλλου »

σηβντάς (ο) : < τουρκ. sevda: αγάπη, έρωτας , ερωτικόςκαημός :"γέρ'κους σηβντάς "

σηκλιντίζω ρ. : < τουρκ. sikiltim αόρ. τουsikilmak ( βαριέμαι, βαρυγκομώ ): εκνευρίζω,στενοχωρώ || μεσ. : εκνευρίζομαι, στενοχωρούμαι,σεκλεντίζομαι : «σηκλιντίστ’τσηπου δε χόρηψη στου παναγύρ’ τσιέκανη καβγά»

σηρμαγιά (η) : < τουρκ. sermaye (κεφάλαιο): το αρχικό χρηματικό κεφάλαιομιας επιχείρησης : « βάλαμησηρμαγιά» , όπως «βάλαμη φώλ’»(βλ.λ.)

σηρσέμ’ς - σα -κου : < σερσέμης < τουρκ. sersem(βλάκας,ξεκούτης ): αυτός που τα έχει χαμένα,πουδεν ξέρει τι του γίνεται :« σιρσέμ’κα λόγια » (λόγιασερσέμη, ασυναρτησίες )

σιαματεύγου ρ. : <τουρκ. samata ( φασαρία ,θόρυβος ) + - εύω: συνομιλώ , συζητώ, συνδιαλέγομαι, διαπραγματεύομαι, εξηγώ , μεταπείθω , μιλώ έντονα,καυγαδίζω : « έβρη τουν ,κόρ’ υμ,τσι σιαμέτηψή τουν» ( βρες τον,κόρη μου, και μίλησέ του,εξήγησέ του ,προσπάθησε να τονμεταπείσης )

σιαματημός (ο) : < σιαματεύγου (βλ.λ.): κουβέντα, έντονη συζήτηση,καβγάς : «ε μ’λιέτι! σιαματημόεν έχ’ !» (δε μπορείς να τουμιλήσεις, δε δέχεται κουβέντα )

σιάματι(ς) επίρ. : < ς + άματι <ως +άματι <ως άμα+ότι (αμέσως όταν ): μήπως , σάμπως :« σιάματις έχου’γω στουν κόσμου άλλουν άθρηπου ηξόν απού σένα;»

σιαμιαμίδ' (το) : < μσν.σαμαμίθιον: η γνωστή μικρή σαύρα , πουπολλές φορές βλέπουμε σετοίχους των σπιτιών || μτφ.μικροκαμωμένο και ευκίνητοάτομο: « βρε του σιαμιαμίδ !τήλιγια τρύπουση μέσα !»

σιασιρντίζου ρ. : <τουρκ. şaşırmak, (σαστίζω): σαστίζω, μπερδεύομαι,τα χάνω,βρίσκομαι σε αμηχανία : « μόλιςβρέθ’τση μες τουν κόσμου,σιασίρντ’ση τσι δεν έβγαλη μ’λιά»

σιασίτ'κα (τα) επίθ. : < σιασίτ’ς (βλ.λ.) + -ικα: λόγια του σιασίτ', σαστισμένα, μπερδεμένα, ανόητα : « ’γω, κόρ’υμ , παγαίνου ! ε μπουρών’ακούγου σιασίτ’κα λόγια »

σιασίτ'ς (ο) – σα – κου : <σασίτης < τουρκ.sasi: αυτός που σαστίζει, που τα χάνει

σιαχίν' (το) :< τουρκ. sahin (γεράκι ): είδος γερακιού, αλλιώς σαΐνι καιξεφτέρι

σιάψαλου (το) : < τουρκ.sapsal ( λέτσος ): μειωτικός χαρακτηρισμός γιακάτι το πολύ μικρό , τιποτένιο :« κάτση κάτου, ρε σιάψαλου !», « ψάρηυγη μια ώρα τσι έπιαση ένασιάψαλου »

σιγλιστίζου ρ. : < άγν.ετυμ. : προσέχω τα λεγόμενα κάποιου,δείχνω ενδιαφέρον ,του δίνωσημασία : «τουν μίλ’ξα τσι δε μησιγλέστ’ση»( του μίλησα και δεμου έδωσε σημασία)

σιέρνου ρ. < : μσν.σέρνω από το έσυρα ,αόρ. του σύρνω: σέρνω ( κάποιον ) βίαια στοχώμα παρά τη θέλησή του και τηνπροσπάθειά του ν’ αντισταθεί :«σιέρνη μη τσι ας κλαίγου, χτύπαμη τσι που καμιά!» (παροιμ.)

σικτίρ ( και σιχτίρ) επιφ. : < τουρκ. siktir (χυδαία βρισιά ): στα τσακίδια, στο διάολο

σικτιρντίζου ρ. : < σιχτιρ - ίζω < τουρκ. siktir(βλ.λ.) + - ίζω: αποπαίρνω, βρίζω χυδαία ,διαολοστέλνω κάποιον :« πήγα να τουν μ’λήξου τσι μησικτίρντ’ση»

σιρέτ’ς (θηλ. σιρέτ’σα) : < σερέτης < τουρκ. sirret: σερέτης, ιδιότροπος ,κακότροπος ,στρυφνός βίαιος ,ζόρικος : « πού θα πας να τα βάλ’ςμ’ έφτουν τουν σιρέτ’ ; »

σιρμπέτ' (του) : < σερμπέτι < τουρκ. serbet: σερμπέτι, σιρόπι, ό,τι το πολύγλυκό : "σιρμπέτ' τουν έκανης τουνκαφέ "

σιτζίμ ’ (το) : < σιτζίμι < βλαχ. sidzime: λεπτό και πολύ γερό σκοινί :«βρέχ’ μη του σιτζίμ !»(βρέχει καταρρακτωδώς )

σκαλαμαθρεύγου ρ. : < με α΄συνθ. ρ. σκαλ-εύω <αρχ.σκάλ-λω (σκαλίζω ) + άγν. ετυμ.

β΄συνθ.: ανακατώνω , σκαλίζω , ψάχνω :«τι σκαλαμαθρεύγ’ς τόσην ώρα μεςτου συρτάρ’ ;»

σκάληθρους (ο) : < αρχ. σκάλεθρον (το) <αρχ.σκάλλω (ανακινώ, ανακατώνω ,σκαλίζω ) : ξύλο για το ανακάτεμα καισκάλισμα των αναμμένωνκλαδιών στον φούρνο

σκαμπάζου ρ. : < μσν. σκαμβάζω: αντιλαμβάνομαι, κατανοώ,νιώθω: « ε σκαμπάζ' πού πάν' τατέσσηρα !»

σκαπουλέρνου ρ. : < ιταλ. scapolare: σκαπουλάρω , ξεφεύγω απόανεπιθύμητη κατάσταση ήκίνδυνο, γλιτώνω : « τ’σκαπούλαρη μ’ ένα μ’κρόπρόστιμου που τουν βάλαν !»

σκατουμπάμπουρας (ο) : < σκατό + μπάμπουρας: είδος μαύρου σκαθαριού,πουκυλά με τα πίσω πόδια τουκόπρανα , που τα έχει κάνειμικρές μπάλες

σκατουπαραδιά (η) : < σκατό + παράδ(-ες ) + - ιά: πλήρης έλλειψη χρημάτων ,αδεκαρία

σκατουψ'χίτ'ς (ο) : σκατο + ψυχ (-ή ) +- ίτης: ο αμαρτωλός , αυτός που η ψυχήτου πήγε στην κόλαση, ο ανήθικοςκαι κολασμένος : « πίσσα τσισκατά να βράσ’» ( κατάρα)

σκέλια (τα) : < πληθ. του αρχ. σκέλος: τα σκέλη, τα κάτω άκρα τουανθρώπου : «τα μηταξουτάβρατσιά, θέλιν ’πιδέξια σκέλια»

σκ’λί (το) : < μσν. σκουλλίν: σκουλί, τούφα μαλλιών ,τσουλούφι : « θα ση πιάσου, ναβγάλου του σκ’λί σ’ !» || συνεκδ.τα μαλλιά του κεφαλιού

σκουλιανά (τα) : < σχολή ( αργία ): 1. τα γιορτινά ρούχα, πουφορούσαν μόνο για να πάνε στηνεκκλησία ή σε σημαντικέςκοινωνικές εκδηλώσεις: 2. μτφ. : μαλώματα, επιπλήξεις,ύβρεις : « τουν ήβρα τσι τουνέψαλα ( ή άκ΄ση ) τα σκουλιανά τ’»

σκουλόγ'μα(το) : < σ’κουλουγώ ( βλ.λ.): το μάζεμα των σύκων || ηπερίοδος συγκομιδής των σύκων

σ'κουλουγώ ρ. : σύκα + - λέγω (συλλέγω): μαζεύω ( ώριμα) σύκα από τησυκιά

σκουλ’τσιάρ’ς – α – κου : < σκουλήκ-ι + κατάλ. –ιάρης(όπως ψειριάρης, βρομιάρης κτλ.): αυτός που είναι γεμάτοςσκουλήκια, ο σκουληκιασμένος :«σκουλ’τσιάρ’κου μήλου»

σ'κουματιά (η) : < σηκωματιά <σηκώνω: η ποσότητα που μπορώ νασηκώσω στους ώμους μου:" έφηρα απ’ του χουράφ’ μιασκουματιά ξύλα "

σκουντρουλώ ρ. : < πιθ.σκουντρώ < ιταλ.scontrare: τσουγγρίζω : « έλα νασκουντρουλήσουμη !» (νατσουγκρίσουμε τ’ αβγά ) ,« παίζαν μπάλα τσισκουντρουλήσαν τα τσηφάλιατουν» ||:μτφ. : σκοντάφτω,βρίσκομαι πρόσωπο με πρόσωπομε κάποιον : "σκουντρουλήσανστου δρόμου τσι δε μλιχτήκαν "

σκουρδούλα (η) : < μσν. σκορδούλα < αρχ.σκορδύλη : η πανούκλα || μεγάληκαταστροφή

σκουρδουλιάζου ρ. : <σκουρδούλ-α + -ιάζω: τρώγω του σκασμού,περιδρομιάζω

σκουρπαληυρού (η) : σκορπώ + αλεύρι: η σπάταλη γυναίκα, που σκορπάόσα φέρνει ο άντρας της

σκουτουκόβγου’ ρ. (μεσ.σκουτουκόβγουμι )

: < συκώτι + κόβω: υποβάλλω κάποιον σε ψυχικάβάσανιστήρια, του προξενώλύπη,του πρήζω το συκώτι:« δώστου , μουρή κόρ’ υμ , τουπιχνίδ’ στου μουρό ! μη τουσκουτουκόβγ’ς !»

σκουτουτρώγω ρ. : < συκώτι + τρώγω: τρώγω τα συκώτια κάποιου ||: μτφ.: ζητώ βασανιστικά κάτιαπό κάποιον : « μέρης μησκουτουτρώ η κόρ’ υμ να τ’ κάνουμ’τσούνα »

σκουτουφάς (ο) : συκώτι + τρώγω (αόρ. έ-φαγ-α ): αυτός που τρώει τα συκώτιαάλλου :«σκάση πλια , σκουτουφά !τα σκώτια μ’ έφαγης ! »(η μάνναστον γιο της που επίμονα ζητάεικάτι )

σ’κουφάς (ο) : < συκοφάγος < σύκο + έ-φαγ-α: συκοφάγος, κιτρινοπούλι:αποδημητικό πουλί ,περνά από τηχώρα μας το καλοκαίρι και έχειιδιαίτερη προτίμηση στα σύκα.

σ’κόχλουρους (ο) : < συκόχλωρος < σύκο + χλωρός: < ο σ’κουφάς ( βλ. λ.), που τοφτέρωμά του έχει το χρώμα τουχλωρού σύκου

σκρόφα (η) : < λατ. scrofa: η γουρούνα || μτφ.:βρωμοθήλυκο, παλιογυναίκα

σ’μάζουμα (το) : < σ’μαζεύγου < συμμαζεύω: ο φερμένος από ξένο μέρος,αρχ.ο έπηλυς : «ήρταν τα σ’μαζώματατσι σκώσαν τσηφάλ’»(υποτιμητικά για ξένους, πουφέρονται υπεροπτικά )

σ'μουγηλώ ρ. : < μισο (αντιμετάθεση του σ ) +γελώ

: μόλις που γελώ , μειδιώ : «γελώκάτω από τα μουστάκια μου»

σ’μουπιάνου ρ. : μισο ( αντιμ. του σ.)+ πιάνω: πιάνω ( παίρνω ) κάτι το πολύλίγο : «να σ’μουπιάσου , μουρήκόρ’ υμ. κόλ’ση η ψ’χή μ’ απ’ τ’πείνα !» (να φάω λίγο…)

σ’μουχνουτώ ρ.αμετ. : σιμά + χνοτώ: φέρνω τα χνότα μου κοντά σταχνότα κάποιου άλλου, ταιριάζουντα χνότα μου με τα χνότα άλλου ||μετ.: ταιριάζουνοι προτιμήσεις , οιαντιλήψεις , ο χαρακτήρας μουγενικά , με τα αντίστοιχα κάποιουάλλου :« σμουχνουτήσαν τα μουράτσι παίζιν ούλ’ τ’ μέρα μαζί»

σ’μουχραίν’ ρ.(γ΄προσ.) ( αόρ.σμούχρουση )

: < μισό + μουχρώνει < αρχ.επίθ. μορυχός (αμυδρός): σουρουπώνει, σκοτεινιάζει ,« ότ’ που θουλώνιν τα νηρά»

σ’μούχρουμα (το) : μισο (αντιμετ. του σ ) +μούχρωμα (θάμπωμα, λυκόφωςσκοτείνιασμα ,σούρουπο ): σούρουπο, δειλινό : « ήρτη μεςτου σ’μούχρουμα τσι δε τουν πήραχαμπάρ’ »

σ’νάζου ρ. : < μσν.συνάζω < αρχ. συνάγω: μαζεύω και τακτοποιώ ,συγκεντρώνω σκόρπιααντικείμενα : «πάγου να σ’νάξουτου σπίτ’ τσι απαντέχουμ’σαφίρ’δης» || καλώ σε σύναξη , πραγματοποιώ σύναξη :« σύναξη ούλου του σόγ’ υτ τσιήρταν για καβγά » || μεσ.σ’νάζουμι : ετοιμάζομαι για κάτι :« η Γιώρς σ’νάζητι για ταξίδ’»

σ’νάλ’μμα (το) < συνάλειμμα < συν + αλείφω: βαμβάκι βουτηγμένο στο λάδικανδήλας αγίου , θεωρούμενοθαυματουργό για την ίασηασθενών

σ’νάμηνους (ο) : σεινάμενος < σειέμαι : στη φρ. « σ’νάμηνους τσικνιάμηνους » πρβλ. « κουνιστόςκαι λυγιστός » : « τουνπηριμέναμη μη τ’ ψ’χή στουστόμα τσι’φτός ήρτη σ’νάμηνουςτσι κνιάμηνους»( αμέριμνος, σαν να μην τρέχειτίποτα )

σ’νεικάζου ρ. : <συν + αρχ. ρ. εικάζω1. πληρούμαι, χορταίνω , χωράω:«σ’νείκασης πλια;» ( χόρτασεςπια;)2. αντιλαμβάνομαι,συνειδητοποιώ , κατανοώ «ε τουσ’νεικάζ’ η νους υμ !» (δεν τοχωράει ο νους μου ! δεν μπορώ νατο χωνέψω !)

σ’νείκασμα (το) καισ’νεικασμός (ο)

< σ’νεικάζου (βλ.λ.): ο κορεσμός , το χόρτασμα μέχρισκασμού : « έφαγη τουνπηρίδρουμου τσι σ’νεικασμό ενέχ’»

σ’νέρχουμι ρ. : < αρχ. συνέρχομαι: ξαναβρίκω τις αισθήσεις μου,που από κάποια αιτία ( π.χ.λιποθυμία) είχα χάσει :« μόλιςτουν ρίξαν κουμμάτ’ νηρό,σ’νήρτη»

σ'νί (το) : < τουρκ. sini: μεγάλο χάλκινο , αβαθές ταψί

σ'νιτσ’(το) : < άγν.ετυμ.: σινίκι κυλινδρικό δοχείο για τημέτρηση του όγκου των σιτηρών. Αντί δηλαδή να ζυγίζουν ταπροϊόντα τους, μετρούσαν τονόγκο τους με το σινίκι. Ένα σινίκισιτηρών ισοδυναμούσε συνήθωςμε 5-6 οκάδες δηλ. με 6,50 - 7,50κιλά περίπου

σ'νουρίζουμι ( καισ΄νουριέμι) ρ.

: < αρχ. συν + ερίζω:(συνερίζομαι και ξεσυνερίζομαι ):

πειράζομαι, ενοχλούμαι ,θυμώνωμε τη συμπεριφορά ή τα λόγιακάποιου, που τα θεωρώπροσβλητικά : « μη σ'νουρίζησι ταλόγια τ'! μουρό είνι, ε ξέρ’ τι λέγ’!»

σ'νουρσιό (το) : < συν + ερισ-α + κατάλ. - ιο: το να συνερίζεσαι κάποιον ,τομάλωμα , έριδα , ανταγωνισμός, :"πιάσαν του σ'νουρ'σιό ποιος θαπάρ’ του χουράφ’ !"

σ’νώρ’σ’ (η) : < συν + ερίζω: συνερισιά , παρεξήγηση , θυμός: « εν έχιν’ σ’νώρ’σ’ τα λόγια τ’»(μην παίρνεις στα σοβαρά καιμην εξοργίζεσαι με τα λόγια του)

σουβηλίκ’ (το) : <πιθ.από το αρχ. οβελ-ός + κατ.–ίκι και προθεματικό σ-: πέτρινη πελεκητή τετράεδρηκολονίτσα στις πόρτες και σταπαράθυρα των σπιτιών

σουγιάς (ο) :< τουρκ. caki: μικρό μαχαίρι με πτυσσόμενηλεπίδα και ξύλινη ή κοκάλινηλαβή : « κολοκοτρωναίικοςσουγιάς » || υποκορ. : σουγιαδέλ’

σουθύρ’ (το) : < πιθ. από το έσω + θύρα ( τομέρος που βρίσκεται μέσα από τηθύρα ) 1.περιφραγμένο αγρόκτημα ,κυρίως για βόσκηση ζώων 2.περιφραγμένο κτήμα ενδεικτικόπλούτου : « εν έχου γω τ΄ςακκλησιάς τα σουθύρια».

σουθυριάζου ρ. : < σουθύρ’ + κατάλ. – ιάζω: περιφράζω αγροτική έκταση, γιανα την κάνω σουθύρ’ (βλ.λ.)

σουϊλής (ο) : < τουρκ. soylu: αυτός που είναι από σόι, απότζάκι, από ευγενή καταγωγή || γιαζώα (σοϊλίδικα ) : ζώα ράτσας

σουλτάν μηρημέτ’ : < τουρκ.sultan + meremet(σουλτάνος + μερεμέτι )

: μεταφορική σημασία : ποινή πουεπιβάλλεται από τον ίδιο τονσουλτάνο και άρα πολύ αυστηρή :άγριο ξυλοκόπημα, ξυλοδαρμός :«έφαγη ένα σουλτάν μηρημέτ’ , πουθα του θ’μάτι σ’ ούλ’ υτ τ’ ζουή »

σουμάδα (η) : < πιθ. από το ινδικό σόμ-α(είδος ποτού ) + -άδα: είδος ποτού από κοπανισμένακαι αποφλοιωμένα αμύγδαλα

σουπαντήρα (η) : < άγν. ετυμ.: μακρύ ξύλο για ποικίλες χρήσεις( π.χ. ζύγισμα με το καντάρι ,βασταγαριά κ.ά . ) :« θα πάρου μια σουπαντήρα να σηκάνου μαύρα τα πληυρά σ’ ! »

σουπάς (ο) : < τουρκ. sipa (πουλάρι): το νεαρό μουλάρι, που ακόμαδεν του έχουν φορέσει σαμάρι

σουρουντί (το) : < τουρκ.surunti: αδύνατη, κακοντυμένη καιβρώμικη γυναίκα : « τι τουκ΄βάν΄σης έδγιου πέρα έφτου τουσουρουντί ;»

σουρουμαλλιάζου ρ. : < σύρω + μαλλί: σέρνω κάποιον από τα μαλλιά.τραβώ βίαια τα μαλλιά καποιου :«θα ση πιάσου,μουρή, να σησουρουμαλλιάσου »

σουρουσούγ’λα επίρ. : < τουρκ. sürü + usul + ile: όπως ήταν , όλο το σόι , χωρίς ναλείπει κανένας : « κ’βαν’θήκανέδιου πέρα σουρουσούγ’λα ,να φαντσι να πιουν »

σουρτουκλημές (ο) : τουρκ. sürüklemek (σέρνω,τραβολογώ ): ( κυρίως για γυναίκες ) ,που δεσυμμαζεύεται, που γυρίζει στουςδρόμους

σουρτούκ'ς - σα -κου : <τουρκ. surtuk ( τσούλα, σκύλα ): αυτός που γυρίζει στουςδρόμους, ο αλήτης || σουρτούκ’σα

: η χωριογύρα , που δεσυμμαζεύεται στο σπίτι , αλλάγυρίζει αλητεύοντας εδώ κι εκεί

σουσούμ’ (το) : <μεσν. σουσούμι < σουσούμιον< συσσήμιον, υποκορ. του μτγν.σύσσημον (αναγνωριστικόσημείο): η όψη, η έκφραση , η όληεμφάνιση του προσώπου : « ε τουήξηρα πους είνι γιος υτ. Απ’ τουσουσούμ’ υτ τουν κατάλαβα» || τοκαθένα από τα χαρακτηστικάσημεία του προσώπου : « ε τουνάφ΄ση σουσούμ’ του πατέρα τ’» ( πήρε όλα τα χαρακτηριστικάτου, είναι ολόιδιος )

σουσουμιάζου ρ. : < σουσούμ-ι + -ιάζω: αναγνωρίζω από το σουσούμι , αναγνωρίζω το σουσούμι ενόςστο σουσούμι κάποιου άλλου :« είδα έφτου του παλ’κάρ’ τσι τουσουσούμιασα μη του γιο μ’»

σουφάς (ο) : τουρκ. sofa: μικρή ξύλινη εξέδρα στο βάθοςτου σπιτιού, όπου κοιμόταν ηοικογένεια

σουφράς (ο) : < τουρκ. sofra: μικρό ,ξύλινο,πολύ χαμηλό ,στρογγυλό τραπέζι, γύρω από τοοποίο στρωνόταν σταυροπόδι γιαφαγητό η οικογένεια

σουφρώνω ρ. : < σούφρ-α + κατάλ. – ώνω: μαζεύω, ζαρώνω,στραβώνω : « μόλις τ’ άκ’ση , σούφρουση τ’αχείλια τ’ || μτφ.: κλέβω χωρίς ναμε πάρουν είδηση, τσεπώνω :«σούφρουση ό,τ’ είχη τσι δεν είχημέσα του παγκάρ’»

σπαργώνου ρ.(μτχ. παθητ. πρκμ.σπαργουμένους - η - ου)

: <αρχ. σπαργώ (είμαι γεμάτος,σφριγώ, φουσκώνω ): είμαι γεμάτος υγρά ||: οι μαστοίείναι γεμάτοι γάλα , έτοιμοι για

άρμεγμα : « σπάργουση η κατσίκα! θέλ’ άρμηγμα ! », «η προυβατίναείνι σπαργουμέν’ ! όπ’ να ’νι , θαγηννήσ’!»

σπετσαρία (η) : < ιταλ. spezieria: το φαρμακείο

σπετσιέρης (ο) : < ιταλ. spezieri: ο φαρμακοποιός :« …το γιατρό και το σπετσέρη με τα φάρμακα στο χέρι …»(δημοτ.)

σπουρδούλ' (το) : < α- σφουδ- ούλι (ασφοδέλι,ασφοδίλι ) < υποκ. του αρχ.ασφόδελος : αυτοφυές φυτό των αγρών , οασφόδελος . Οι ψυχές πρινφτάσουν στον Άδη περνούσαναπό λιβάδια γεμάτα ασφοδίλια

σταλίζου ( και σταλιάζου) ρ.( αμετ.)

: < σταλίζω < μτγν. σταλίζομαι <σταλός (μαντρί ): ξεκουράζομαι το μεσημέρι σεσκιά:"τα πρόβατα σταλιάζουνκάτου απ' του πεύκου "

στάλ’σμα (το) : <σταλίζω (βλ.λ.): η παραμονή των προβάτων τομεσημέρι σε σκιερό μέρος

στανιό (το) : < μσν.στανιό : σε εκφράσεις : με το στανιό :με το ζόρι , χωρίς τη θέληση,βίαια : « τουν κουρέψαν μη τουστανιό», «μη του στανιό γαμπρός εγίνησι »

σταρ’κό (το) : < στάρ-ι + ικό: κόσκινο για το κοσκίνισμα τουσιταριού

στ'βάζου ρ. : <μτγν. στοιβάζω < στοιβή1. τοποθετώ σε σειρές (στοίβες )πράγματα το ένα πάνω στο άλλο :«στβάζου μπάλης άχυρου »2.χτυπώ με τη χορδή του δοξαριού το βαμβάκι ,δημιουργώντας παχύστρώμα ξασμένου βαμβακιού

3. μτφ. σε γ΄προσωπο : "στ'βάζ' τ'αφτί μ’" ( πονάει, σουβλίζει τοαφτί μου )

στειλιάρ’ (το) : < μσν. στειλειάριον υποκορ. τουμτγν. στειλειός) (αρχ. στελεός)–άριον: ξύλινη λαβή μεταλλικώνεργαλείων (τσεκουριού, τσάπαςκτλ.) αλλιώς σαπλίκ (βλ.λ.) ||ξυλοφόρτωμα, δάρσιμο : « θέλ’ςένα στειλιάρ’ να του θ’μάσι σ’ ούλ’τ’ ζουή σ’»

στειλιαρώνου : : <στειλιάρ-ι (βλ.λ.) + - ώνω: μτφ. : δέρνω, ξυλοκοπώ :« κάτση καλά ! θα σηστειλιαρώσου !»

στηλ'τά (τα) : < μσν. στέλνω < αρχ. στέλλω( στάλ-μένος, σταλ-τός ): δώρα που στέλνονται κυρίως στααρραβωνιάσματα

στραβουλουγιάζου ρ. : :< στραβά ( λοξά ) + λουγιάζου(βλέπω , κοιτάζω ): αγριοκοιτάζω, στραβοκοιτάζω, κοιτάζω κάποιον με καχυποψία ,εχθρότητα , απειλητικά : « μηστραβουλόγιαξη , λέγ’ς τσισκότουσα του βόδ’ υτ»

στρέγου ρ. : < αρχ. στέργω: συγκατατίθεμαι, επιτρέπω :« ε του στρέγ’ η πατέρας σ’ να παςστ’ θάλασσα μουναχός »

στσ’λάρ’ (το) : < σκύλ- ος + υποκορ. κατάλ . - άρι(ο): νεογέννητο σκυλάκι, κουτάβι

στσ΄λαρέλ’ : σκυλάρ-ιο + υποκορ. κατάλ. –έλ(ι): αγαπημένο σκυλάκι : « άμαγηννήσ’ η στσύλα σ’, α μη δώγ’ςτσι μένα ένα στσ’λαρέλ’ ;»

στσ’λουγαβγίζου ρ. : < σκύλ- ος + γαβγίζω: γαβγίζω πένθιμα, λυπητερά,προμηνύοντας θανατικό ή άλλη

συμφορά : « θα στσλουγαβγίξ’νάβγ΄ η ψ΄χή τ’» ( λέγεται γιατους κακούς και αμαρτωλούς )

στσ’λουγάβγισμα (το) : < σκύλος + γάβγισμα:το κλάψιμο του σκύλου ,για τοοποίο πιστεύεται ότι προμηνύεικάποια συμφορά

στσ’λουκατουρίτ'ς(ο) : < σκύλος + κατουρίτης < μσν.κάτουρον + - ίτης: φουσκάλα που νομίζεται ότιβγάζεις στο πέλμα των ποδιών ,όταν περπατάς ξυπόλυτος καιπατήσεις κόπρανα σκύλου || είδοςμανιταριού,που δεν τρώγεται

στσύβαλου (το) : <μτγν. σκύβαλον: ό,τι απομένει από το κοσκίνισματου σιταριού ,σκουπίδι || μτφ.άτομο χωρίς υπόληψη και αξία

στηρνός - ή – ό :< μσν. υστερνός < υστερινός: ο έσχατος, ο τελευταίος : « αυτόςείνι στηρνός λουγαριασμός», « στηρνή κουβέντα», «έφαγη τουστηρνό τ’» ||τα στηρνά ( ωςουσιαστ.): τα τελευταία χρόνιατης ζωής, τα γηρατειά : «καλάστηρνά !»

συδαυλίζου ρ. : < συν + δαυλ-ός + -ίζω: φέρνω τους δαυλούς τον ένανκοντά στον άλλο, για ν’ ανάψειπερισσότερο η φωτιά || μτφ.:αναμοχλεύω και συντηρώ ταπάθη

σύθημα (το) : < μτγν. σύνθεμα < συν +θέτω(θέτω , τοποθετώ, κάτι κοντά σεάλλο): ό,τι προήλθε από συσσώρευσηπολλών (ανόμοιων ) πραγμάτων :« μαζευτ’τση ούλου του σύθημα»(μαζεύτηκε κάθε καρυδιάςκαρύδι)

συνατοί ( μας , σας , τουν)(οι)

: < συν + ατοί ( πληθ. του ατόςβλ.λ.)

: οι ίδιοι , μόνοι , μεταξύ ( μας,σας , τους) :« συνατοί τουν βγάλαντα μάτια τουν»

συράνα (η) : < σύρω: μεταλλικό φαράσι ,με το οποίοαπομάκρυναν (έσερναν ) στάχτημε αναμμένα κάρβουνα από τηγωνιά (τζάκι)

συργιάζου ρ. : συν + έργ - ο + - ιάζω: βοηθώ (συγγενή,φίλο,γείτονα )να τελειώσει μια δουλειά :( θέρισμα, τρύγο , λιομάζωμακτλ.) : « αύριγιου θα πάγου νασυργιάσου τ’ν αδηρφή μ’ στουθέρους»

σύργιασμα (το) : < συργιάζου (βλ.λ.): η βοήθεια για το τέλειωμα μιαςδουλειάς

σφαλιώ ρ. : < αρχ. σφαλίζω: κυριολεκτείται στη φράση -κατάρα « να τα σφαλίξ’ς τσι να μητ’ ανοίξ’ς» (να κλείσεις τα μάτιασου και να μην τα ξανανοίξεις,δηλ. να πεθάνεις )

σφηντιγόνα (η) : < αρχ. σφενδόνη: σφεντόνα : «πήρη τ’ σφηντιγόνατσι πάγ’τση να τσ’νηγά π’λιά »

σφητζιά (η) : < σφήκ- α + -ια ( με τσιτακισμό): σφηκοφωλιά ||μτφ.: άντροκακοποιών

σφλούγκους (ο) : < άγν. ετυμ.: το άσπρο συκώτι || ομικροκαμωμένος και ασθενικόςάνθρωπος : || φρ.περιφρονητικά :" άντη , ρε σφλούγκη !"

σφουγγάτου (το) : <μσν. σφουγγάτον < σφόγγος: φαγητό με βάση χτυπημένααβγά, ομελέτα || μτφ.: « σπας αβγόγια χύνησι για σφουγκάτουγίνησι;» (τώρα τι του λες, τώρα τιτον κάνεις ; )

σχαντάδα (η) : < σχαντ -ός (βλ.λ.) + - άδα

: το γνώρισμα του σχαντού,ασχήμια, δυσμορφία

σχαντός -ή -ό : < σ(ι)χαντός < σιχα-(σιχαίνομαι) -ντος: άσχημος , που προκαλείαποστροφή , αηδιαστικός ,αποκρουστικός : « μόνου που τουνβλέπου έφτουν τουν σχιαντό,γυρίζιν τα σκώτια μ’ άνου κάτου»

σχουρώ ρ. < αρχ. συγχωρέω –ώ: συγχωρώ: «Θιος σχουρέσ’ ταπηθαμένα σας !» || « δε μησχουράς ; » ( δε με παρατάς ; άσεμε ήσυχο !) ||παθ. αόρ.σχουρέθ’τση(πέθανε ), μτχ.παθ.πρκμ. ησχουρημένους ( ο συγχωρεμένος,ο μακαρίτης)

Τταγάρ’ (τo) : < μσν.ταγάριον (τορβάς)

: μτφ.: φρεάτιο, στο οποίοσυγκενρώνονταν τα απόβλητα απότην έκθλιψη του ελαιόκαρπου , ολιόσμος (βλ.λ.) .Από ταεπιπλέοντα υπολείμματα λαδιού(ταγαρόλαδα) έφτιαχναν σαπούνι.Τα ταγάρια τα νοίκιαζαν οιενδιαφερόμενοι έπειτα απόδημοπρασία || φρεάτιο κοντά σεπηγή νερού

ταϊφάς (ο) : < τουρκ. tayfa (τσούρμο): ομάδα ανδρών ή γυναικών στηδούλεψη ενός αφεντικού γιαθέρισμα, λιομάζωμα κτλ.

τακίμ’ (το) : < τουρκ. takım (ομάδα): ομάδα εργατών ή τεχνιτών,συνεργείο

ταμάχ’ (το) : < τουρκ.tamah (απληστία): 1. ένταση προσπάθειας,κουράγιο :«κάνου ταμάχ’,νατηλειώσου του χουράφ’ , πριν

βασλέψ’ γ’ ήλιους»2.απληστία, πλεονεξία : «απ’ τουταμάχ’ υτ θέλ’ ούλα να τα βάλ’ μεςτη τσλοια΄ τ’ »( να τα πάρει όλα )

ταμαχτσιάρ’ς - σα - κου : < τουρκ.tamahkar: αυτός που ξεπερνά τις δυνάμειςτου,για να πετύχει τον σκοπό του: πλεονέκτης, άπληστος,αχόρταγος

ταρλακός –τσιά - κό : < άγν. ετυμ.: ο ζαλισμένος, αυτός που τα έχειχαμένα : " κάν’ σα τ’ ταρλατσιάτ’ν όρθα "

ταρλακώνουμι ρ. : < ταρλακός (βλ.λ.): ζαλίζομαι , πονοκεφαλιάζωεξαιτίας μεγάλου θορύβου : «μηταρλακώσαν τα μουρά μη τ’ςφουνές τουν» || μτφ.:πελαγοδρομώ , σαστίζω, τα χάνω ,δεν ξέρω τι να κάνω :«ταρλακώθ΄τση, μουρ’ κόρ’ υμ` ,απ΄ τ’ φαμ’λιά »

τασόπ’κα (η) : < συμφυρμός τάσι + βίκα <τασόβκα < τασόπκα: πήλινο ή μεταλλικό δοχείοκυρίως για πήξιμο γιαουρτιού,κεσεδάκι

τατσίζου ρ. ( αόρ. τάτσ'σα ) : < ηχοπ.λέξ. από το τσακ- τσακ: σπάζω, τσακίζω , κοπανίζω :" τατσίζου αμύγδαλα να κάνουμπακλαβού "

ταχιά επίρ. χρον. : < ταχέα : πληθ. ουδ. του επιθ.ταχύς: αύριο , ξημερώματα, πρωί-πρωί : «ταχιά ,Γιάννη μ’ , σηκλαίγου» ( ειρων.για κάποιον πουκαθυστερεί ή αναβάλλει μιαδουλειά )

ταχράς (ο) : αγν. ετυμ. : σιδερένιο εργαλείο, στο οποίομπορεί να τοποθετηθεί καιστειλιάρι, για κόψιμο κλαδιών και

θάμνων|| μτφ. : κακός μαθητήςταχτέρ επίρ.χρον. : < ( πιθ. παραφθορά του

ταχύτερον ): πρωί – πρωί , ξημερώματα : « Θασ’κουθώ ταχτέρ να πάγου στουκυνήγ’»

τέστου (το) : < άγν. ετυμ. , πιθ. απόαρχ.εστ-ία(τζάκι, γωνιά): πήλινο σκεύος για βράσιμοφαγητού, τσουκάλι

τηζ’γιαχ’ ( το) : < τουρκ. tezgah (πάγκος): τεζιάκι, πάγκος καφενείου ,όπου τα παλικάρια πίνανε όρθιαρακί

τημ’σιάρ’κου (τημσιακό )(το)

: < μισιακό <μισός: τημσιακό < το ημισιακό ( μεσυνεκφορά του άρθρ. με τοεπίθετο ): μισό μισό , μισιακό : κτήμα πουδίνεται από τον ιδιοκτήτη σεκαλλιεργητή με τη συμφωνία ναμοιραστούν το προϊόν που θαπαραχθεί μισό μισό

τζηρημές (ο) : τουρκ. cereme (πρόστιμο ): αδικαιολόγητη ζημιά ,πρόστιμο: "σκότουνη παλαβοί,πλήρουνη τζηρημέδης !" || μτφ. :άχρηστος άνθρωπος , χωρίς αξία

τζησβές (ο) : < τουρκ. cezve: μπρίκι για ψήσιμο καφέ στηχόβολη

τζητζηρές (ο) : τέντζερης < τουρκ. tencere: κατσαρόλα , χύτρα : « τσύλ’ση ητζητζηρές τσι ήβρη του καπάτσ’»( παροιμ.: όμοιος τον όμοιο …)

τζιαναμπέτ’ς - σα – κου : τουρκ. cenabet (ακάθαρτος,βρώμικος): ανάποδος, στριμμένος,δύστροπος, γρουσούζης , κακός :« τζιαναμπέτ’σα γ’ναίκα »«τζιαναμπέτ’κου μουρό »

τζιγέρ’ (το) : τουρκ. ciger

το συκώτι : " μ ’ έφαγης τατζiγέρια μ’!"

τίληγια ( και τίλουγια) επίρ. : < τι λογής ; < λογή πληθ.λογιών): πώς, με ποιο τρόπο : " τίληγιαέπησης ; " (πώς έπεσες ; ), « τίληγια να στου πω να τουκαταλάβ’ς ;» ||: τι λογής ,τι είδους: «τίληγια καμώματα είνι ’φτά »

τιμάρ’ (το) : <τουρκ. : timar: η περιποίηση , το ξύστρισμαυποζυγίου || μτφ. : τιμωρία,ξυλοδαρμός : « θα ση κάνου τουτιμάρ’ σ ’! » ( φοβέρα : θα σετιμωρήσω )

τιμαρεύγου ρ. (αόρ.τιμάρηψα)

: < τιμαρεύω < τιμάρ’ (βλ.λ.) + -εύω: 1. τακτοποιώ, βάζω στη θέσητου, αποθηκεύω2.περιποιούμαι,καθαρίζωυποζύγιο με το « κασιάν΄»,κασιανίζω (βλ.λ.)3. : μτφ. τιμωρώ , κακοποιώ «θαση τιμαρέψου » ( θα σε τιμωρήσωθα σε κανονίσω,θα σεπεριποιηθώ) πρβλ. και λ. θημηρεύγου

τ’λιγάδ’ (το) : < τυλιγάδι < μσν. τυλιγάδιον: εργαλείο για το τύλιγμα νήματοςσε θηλειές

τ’λιγαδάς (ο) : < τυλιγάδι: μτφ.: άνδρας με πόδια μακριάσαν τυλιγάδια

τ’λιγαδίζου ρ . : < τυλιγάδ –ι + - ίζω: τυλίγω νήμα με το τυλιγάδι

τ’λίγου ρ. : < μσν. τυλίγω: στη φρ. «τουν τύλ’ξη » ( τονκατάφερε να την παντρευτεί )

τλιπουδίζου ρ. ( τλιπόδ'σμα )(το)

: < συνεκφορά τυλίγω + πόδια: κάθομαι στο δάπεδο σταυροπόδι: "τλιπόδ΄ση στου σουφρά ! "

τ’λούπα (η) : < αρχ. τολύπη: τούφα από μαλλί ή βαμβάκι ,σκαμάγκι (βλ.λ.) : « θα ση βγάλου

τλούπα – τλούπα του μαλλί σ’»,«τλούπης – τλούπης πέφτ’ τουχιόν’»

τόσιν-ους – ια – ου δεικτ.αντων.

< επιτατικό του τόσος -η –ο: τόσο μεγάλος : « έπιαση μιατόσινια ψαρούκλα»

τουλούμ’ (το) : <τουρκ. tulum (ασκός,τουλούμι ): δερμάτινος ασκός για μεταφοράκυρίως λαδιού : « βρέχ’ μη τουτουλούμ’ » (βρέχεικαταρρακτωδώς ) || « θα ση κάνουτουλούμ’ στου ξύλου» (θα σεδείρω τόσο, που θα φουσκώσειςόπως το τουλούμι )

τούντζ (το) (άκλ.) : < άγν. ετυμ.: ανεπίδεκτος μαθήσεως,στουρνάρι ,τούβλο

τουρκόσπουρους (ο) : < τούρκος + σπόρος (σπέρμα): αυτός που η μάννα του τον έκανεμε Τούρκο || απαξιωτικόςχαρακτηρισμός για τουςπρόσφυγες της Μ.Ασίας

τουρλώνου ρ. : < μσν. τρουλλώ:στήνω , προβάλλω, τεντώνω(επιδεικτικά) : «ήρτη μπρουστά μ’ τσι τούρλουση τουν κώλου τ ’»

τράμπα (η) : < τουρκ.trampa ( ανταλλαγή ) : η ανταλλαγή πραγμάτων καιειδικότερα εμπορευμάτων.

τραχανός (ο) : 1.<μτγν. τραγανός με επίδρασητου τραχύς: 2. < τουρκ.tarhana (με μετάθεσητου r ): τραχανάς : « πέντη χάχληςτραχανό, ένα χάχλουμα νηρό »( ειρων. για σούπα πολύ πηχτή ;)

τραχαν’στήρ’ (το) : < τραχανιστήρι < τραχανίζω( φτιάχνω τραχανό): είδος μεγάλης ξύλινηςσπάτουλας , με την οποίαανακατεύεται το βρασμένο γάλακαι η κουρκούτη (βλ.λ.) κατά το

φτιάξιμο του τραχανούτρέμου ρ. : < αρχ. τρέμω

: μτφ.: λυπάμαι να δώσω κάτι,τσιγκουνεύομαι : «τρέμ’ του χέρ’υτ’ς», «τρημάμηνου χέρ’ »

τριξαλούδα (η) : < μσν. τριζόνι < τρίζω ( αόρ. έ-τριξ-α ) τριξαλ- + ούδα ( όπωςπέταλ-ούδα). Η λέξη απαντάταιαλλού και ως τροξαλίδα .: ηχοποίητη λέξη : το τριζόνι , ογρύλος . Το αρσενικό τρίβει ταφτερά του τη νύχτα και παράγειτον γνωστό ήχο - ερωτικόκάλεσμα : τρι – τρι – τρι …

τριχιά (η) : < μσν. τριχέα < αρχ. θριξ (τρίχα): κόσκινο με πολύ λεπτό πλέγμα(σαν από τρίχες ) , με το οποίοψιλοκοσκινίζεται το αλεύρι||σκοινί από τρίχες κατσίκας

τρουβάς (ο) : < τροβάς <μσν. τορβάς ( τουρκ.torba : σακί,σακούλα): αγροτικό σακίδιο που κρεμιέταιστον ώμο ,ταγάρι: « ξέρ’ η Γιάνν’ςτι έχ’ μες τουν τρουβά τ’ »(παροιμ.)

τρυφηρίτσια (τα) : τρυφερίκια < τρυφερ-ός + - ίκια : στη φρ. : " ήβγη στατρυφηρίτσια» ( μπήκε στηνεφηβική ηλικία , άρχισε τιςερωτοδουλειές )

τσαλίμ’ (το) : < τσαλίμι < τουρκ. calim(ασκέρτσο,νάζι): συνηθέστερα στον πληθ. τατσαλίμια και υποκορ. τατσαλιμάκια : τα κόλπα,τασκέρτσα, τα καμώματα , τα νάζια ,που αναφέρονται κυρίως σεγυναικεία συμπεριφορά ||μτφ. στοποδόσφαιρο : οι ντρίμπλες

τσάμ’ (το) : < τουρκ. cam: το πεύκο|| Τσαμάκια , ητραγουδισμένη τοποθεσία κάτω

από το Κάστρο της Μυτιλήνης :«άλλουτη στα Τσαμάκια παγαίναμησιργιάν …»

τσαμλίκ’ (το) : < τσαμλίκι < τουρκ. camlik: πευκόδασος

τσαμπάγ’ς (ο) :< τσαμπάζης < τουρκ. cambaz: ο ζωέμπορορος, αυτός πουαγοράζει ζώα με σκοπό να ταμεταπουλήσει για σφαγή ( οζωέμπορος και χασάπης )

τσηντρίδ’ (το) : < κεντρίδι < υποκορ. του αρχ.κέντρ-ον ( κεντρί ): το κεντρί ( κυρίως των εντόμων)|| μτφ. άνθρωπος κακός,πικρόγλωσσος

τσηντρώνου ρ. : < μσν. κεντρώνω < αρχ . κεντρώ< κέντρον: χτυπώ με το κεντρί :

« τουν τσέντρουσι σκουρπιός »τσηραυλός – ή – ό : < μσν. κέρατον

: ζώο που έχει κέρατα || μτφ. οαπατημένος σύζυγος

τσηρβούλ’ (το) : < μσν. τσερβούλιν: είδος ευτελούς τσαρουχιού απόδέρμα χοίρου,που δενόταν σταπόδια με λαγάρες (βλ.λ.) ,έσχατοόριο φτώχιας αυτού που τοφορούσε : « εν έχ’ ένα ζηυγάρ’τσηρβούλια να βάλ’ στα πουδάριατ’ »

τσηρβούλα (η) : < μεγεθυντ. του τσηρβούλ’(βλ.λ.): μεγάλο παλιό τσηρβούλι,ενδεικτικό μεγάλης φτώχιας καικακοπέρασης αυτού που τοφορούσε :« πέθανη γη άντρας τ’ς τσι σιέρν’τ’ τσηρβούλα τ’ς να θρέψ’ ταουρφανά »

τσηρτσηβές (ο) : < τουρκ. cerceve: ξύλινο πλαίσιο τζαμιών

τσησμές (ο) : < τουρκ. cesme (κρήνη)

: πηγή, βρύση: Kατουρλού τσησμές , Μπιτσησμές : τοπωνύμια του χωριού( Βασιλικά)

τσησμηδέλ’(το) : < υποκορ. του τσεσμές: μικρή πηγή ||φρ. μτφ.:« στηρέψαν τα τσησμηδέλια »(εξαντλήθηκαν οι χρηματικοίπόροι , οι πηγές εσόδων )

τσηφάλ' (το) : < μσν. κεφάλι-ν: κεφάλι : η ύπαρξη, η ζωή , ηυπόσταση : «παγαίν’ φιρί φιρί ναφα του τσιφάλ’ υτ » | |μτφ.: οεπικεφαλής, αυτός πουαποφασίζει, το κουμάντο, ηεξουσία : « ’γω τι να ’πώ; άλλουςείνι του τσιφάλ’!»

τσιαγίλ’ (το) : τουρκ. cakil: χαλίκι (κυρίως για ανάμιξη μετσιμέντο )

τσιακ επίρ. : < τουρκ. cak: έως ότου , μέχρι που, μέχρι να…: «θα τουν τσ’νηγώ, τσιακ ναβγει η ψ’χή μ’» , « πήγη μη ταπουδάρια τσιακ στ’ν Αχλαδηρή»

τσιακί (το) : < τουρκ. caki: σουγιάς, πτυσσόμενο μαχαίρι : « άμα πας στ’ν Αγιάσου, α μηπάρ’ς ένα τσιακέλ’ ; »

τσιακίρ΄ς (ο) : <τουρκ. cakir: γαλανομάτης :«τσακίρ’κα μάτια»(γαλανά μάτια)

τσιακμάκ’ (το) : < τουρκ. cakmak (στουρνάρι): είδος αναπτήρα με πρυόβολο(βλ.λ.) και ίσκα

τσιακτίζου ρ. : < πιθ. από το τουρκ. cakmak: χτυπώ τον πυρόλιθο με τονπρυόβολο (βλ.λ.),για να παραχθείσπίθα

τσιάκτ’σμα (το) : < τσιακτίζου (βλ.λ.): η ενέργεια και το αποτέλεσματου τσιακτίζω

τσιαλιστέματα (τα) : < τσιαλιστεύγου (βλ.λ.): τα πηγαινέλα, οι πονηριές, τακαμώματα , τα σούρτα – φούρτα :« κρίμα στα τσιαλιστέματα, κρίμαστα πάνη τσι έλα » ( χαμένοςκόπος, προσπάθεια χωρίς τοαναμενόμενο αποτέλεσμα )

τσιαλιστεύγου ρ. : < πιθ. από τη λ. τσαλίμι( τουρκ.çalim ): προσπαθώ να πετύχω κάτι μετσαλίμια (σκέρτσα, νάζια,πονηριές και καμώματα ) , χωρίςαποτέλεσμα

τσιαντίζου ρ. : < τσαντίζω < τουρκ. catismak: πειράζω, εκνευρίζω , κάνωκάποιον να θυμώσει : «μη μητσιαντίγ’ς! ( μη με εκνευρίζεις ) ||πειράζω (φλερτάρω) κοπέλα μεερωτόλογα : « ζαχαροπλάστ’ είχηςμπαμπά τσι σ’ έκανη κουφέτου; »

τσιάντ’σμα (το) : < τσάντισμα < τσιαντίζω (βλ.λ.): ερωτικό πείραγμα, φλερτάρισμα,«καμάκι » :

τσιαρπτίζου ρ. : < άγν.ετυμ., πιθ. από τοκαπίστρ-ι + ίζω: ρυθμίζω τον καλπασμό τουαλόγου τραβώντας ανάλογα ταχαλινάρια ,χαλιναγωγώ

τσιαρσί (το) : < τουρκ. carsi: η αγορά, η πλατεία με τακαφενεία : « πάνη στου τσιαρσί ναφουνάξ’ς του πατέρα σ’ »

τσιαρσιλής (ο) : τουρκ. carsili (έμπορος): άνθρωπος της αγοράς || μτφ. οκαφενόβιος

τσιαρντάκα (η) : < μεγεθυντ. του τουρκ. cardak(τσαρδάκι): είδος μεγάλης καλύβας στιςκαθ’σιές (βλ.λ.) κατασκευασμένηαπό ξύλα και κλαδιά , στην οποία διέμενε η οικογένεια τουςθερινούς μήνες

τσιατάλ’ (το) : < τουρκ catal (διχάλα): διχαλωτό ξύλο από κλαδίαγριελιάς κυρίως,πουχρησιμοποιούσαν τα παιδιά για ναφτιάξουν σφηντηγόνης ( βλ. λ.) ||σκαπτικό εργαλείο με δυο μεγάλαμεταλλικά δόντια και μακρύστειλιάρι, με το οποίο τσιατάλιζαν (έσκαβαν ) αμπέλια καιπεριβόλια, η αρχ. δικέλλα

τσίγκλα (η) : < τσύγκλα, άλλος τ. της λ.ξύγκλα «όργανο τού αργαλειού»(νόθο σύνθ.) < όξύς + μεσν.ούγκλα ( λ.Μπαμπινιώτη ): σιδερένιος πήχης στον αργαλειό ,με δόντια σαν του πριονιού σταδυο του άκρα , που κρατάτεντωμένο το πανί στο μπροστινόαντί

τσιγκλίζου ρ.( τσιγκλώ καιτσιγκλώνου)

: < τσίγκλ-α ( βλ.λ.): κεντρίζω με αιχμηρό ξύλο τουποζύγιο, για να το αναγκάσω νατρέξει || μτφ. για άνθρωπο :ερεθίζω, εξοργίζω με τα λόγιαμου : «μη μη (με) τσιγκλών΄ςάλλου, γιατί θα τ’ς φας»

τσιέντρα (η) : < μεγεθ. του κεντρ- ί + - α καιτσιτακισμό: η βουκέντρα , μακρύ ραβδί μεαιχμηρή άκρη,συνήθως μικρόκαρφί, με την οποία «τσιέντριζαν»τα βόδια κατά το αλώνισμα και τοόργωμα

τσιλίκ (το) (τουρκ.) : < τουρκ. celik (ατσάλι,ατσαλένιος): ατσάλι : λεπτή βέργα σε ομώνυμοπαιχνίδι παιδιών || μτφ.: υγιήςάνθρωπος, σιδερένιος : «’φτός είνιτσιλίκ! εν έχ’ ψόφου !»

τσίμα – τσίμα επίρ. : < ιταλ. cima: άκρη – άκρη || μτφ. ίσα-ίσα,

μόλις και μετά βίας : « μη τ’ςπαράδης που μη δίνιν τσίμα –τσίματα βγάζου πέρα »

τσιοπ' (το) : <τουρκ. sopa ( ρόπαλο,στειλιάρι): ραβδί, μαγκούρα :" δε τουτσιοπ'!" (απειλή : θα τις φας )

τσιουμπαν’λίκ’ (το) : < τσομπάν -ης + -λίκι: η απασχόληση με τη βόσκησηαιγοπροβάτων, η ιδιότητα τουτσομπάνη : « αφήτση τα χουράφιατ’ τσι λουγιάζ’ του τσιουμπαν΄λίκ’»

τσιουπιλίκ (το) < τουρκ. : cop ( σκουπίδι): σκουπίδι , αποδιαλόγι ,αποκοσκινίδι, πράγμα για πέταμα: « γημάτου τσιουπιλίκια είνι τουστάρ’ »|| : μτφ.: ανυπόληπτοάτομο, κατώτερης κοινωνικήςυποστάθμης : ε δίνου’γω τ’ κόρ’υμ σ’ έφτου του τσιουπιλίκ !»

τσιουπλάκ'ς (ο) <τσιπλάκης < τουρκ. ciplak( γυμνός): γυμνός , ξεβράκωτος,ανεπρόκοπος : « παντρεύτση έναντσιουπλάκ τσι ψουφά στ’ πείνα»

τσιουρβάς (ο) : < τουρκ. corba (σούπα): πηχτή σούπα συνήθως από ζωμό

κρέατος, ρύζι και αυγολέμνο :« όσου βλέπου τουν τσιουρβά,τόσου σιέρνουμι κουντά», «θέλ’ς, άρρουστη, τσιουρβά;» ( παροιμ.

τσίπα(η) : < μσν. τσίπα ( πέπλος,τσεμπέρι ): λεπτή μεμβράνη ( π.χ. η τσίπατου αβγού) ||: μτφ. : αιδώς, ηντροπή, η σεμνότητα : " έφαγη τ’τσίπα τ’ς " (είναι ξετσίπωτη,ξεδιάντροπη )

τσιρουλίτ’ς (ο) : < πιθ. από το κελάδημα τίρι –λίρι: το γνωστό πουλί κορυδαλλός

τσιρόν ’ (το ) : < μτγν. δίκρανον

: δικράνι : μακρύ διχαλωτο ξύλο,με το οποίο ανακάτευαν ταστάχυα κατά το αλώνισμα

τσιρουπούλ’ (το) : < τσίρος + πουλί: μικρό πουλί , αδύνατο σαν τοαποξηραμένο ψάρι τσίρο|| μτφ.πολύ λιπόσαρκος άνθρωπος

τσιώνουμι ρ. : < αιτιάζομαι < αρχ. αιτιώμαι: κατηγορώ κάποιον ως αιτίαενός κακού που με βρήκε και γι’αυτό τον εχθρεύομαι, « τον έχωβάλει στο μάτι », εύχομαι το κακό του :«τσιώθ’τση τουν καθηγητή,γιατί ε τουν πέραση»

τσιώσ’μου (το) : < αιτίαση < αιτιάζομαι: αιτίαση, κατηγορία || το να θέλειςτο κακό κάποιου , έχθρα, μίσος :« μηγάλου τσιώσμου μ’ έχ’ς ,μουρή κόρ’ υμ ! του βόδ’ σαςσκότουσα ; »

τσ’λίχτηρια (η) : <αρχ. κυλίστρα < κυλίω: τα γαϊδούρια ,που έβοσκανελεύθερα στους αγρούς , είχαν τησυνήθεια να πηγαίνουν και νακυλιούνται πάντα στο ίδιο μέρος,που έπαιρνε έτσι έναχαρακτηριστικό κυκλικό σχήμα,με το έδαφος απογυμνωμένο απόχόρτα

τσ'λώ ρ.(αμετ.) : < κυλώ < αρχ. κυλίω: μετακινούμαι σε κατηφορικόμέρος, κατρακυλώ : « πέτρα πουτσ΄λά, ε μαλλιάζ’» (παροιμ.)

τσ'μούρ'(το) : <μσν.τσιμούριν: τσιμπούρι :"τσ'μούρια στα μηριάσ' τσι μπαμπούρ’ στ’ αφτιά σ’ !"

τσμουχλίζου ρ. : πιθ. συμφυρμ. των λέξεων μισο(με αντιμετάθεση των σ,μ) +οχλ-ώ ( + ίζω ): κλαψουρίζω, ψευτοκλαίωασταμάτητα και ενοχλητικά

τσμούχλισμα (το) : < τσμουχλίζου (βλ.λ.)

: κλαψούρισμα, υποκριτικό καιενοχλητικό κλάψιμο

τσ’νί (το) : < τσουνί < τσυνί-ον <αρχ.*κυνί-ον (σκυλάκι) <υποκορ. του (ο) κύων (σκύλος) : μίσχος , κοτσάνι || στο επάνωμέρος του ξύλινου αδραχτιούσκάλιζαν ένα αυλακάκι σανάγκιστρο για να συγκρατεί τηνκλωστή .Ήταν το τσ’νι.|| άκρηαιχμηρού αντικειμένου, ακίδα|| απαντάται η φρ. «κάτι(κάθεται)’πα στου τσ'νί »( είναιπολύ ευέξαπτος, είναι έτοιμος γιακαβγά )

τσ’νώνου ρ. : < κενώνω : αδειάζω : « τσ’νώση του φαγί, ναφάμη » ( άδειασε από το τσουκάλιτο φαγητό στα πιάτα,να φάμε )

τσώκους (ο) : < άγν. ετυμ. : βαρύ σφυρί των πελεκάνων μεαιχμηρό το ένα του άκρο

τυραννίδα (η) : < αρχ. τυραννίς: βάσανο, ταλαιπωρία , δυστυχία :«τη θ’τσή μ’ τ’ τυραννίδα κανείςνα μη τ΄ν απουτάξ’ » ( τα δικά μουβάσανα κανείς να μην τααποκτήσει (περάσει)

τύφλα (η) : < τυφλ-ός: τύφλωση, στραβομάρα: «σα θέλ’η νύφη τσι η γαμπρός, τύφλης να΄χιν πηθηρά τσι πιθηρός » ||: ημούντζα : « τύφλης να’χ’ς τσιμούτζης να’χ’ς»

τυφλιά (η) : < * τυφλία < τυφλ-ός: η ανοιχτή παλάμη και τοτύφλιασμα

τυφλιάζου ρ. : < τύφλ- α +- ιάζω: μουντζώνω, φασκελώνω : « ωμα! η Γιώρ’ς μη τύφλιαση μη ταδυο τ’ τα χέρια !» (μητέρα, οΓιώργος με μούντζωσε… )

τύφλιασμα (το) : < τυφλιάζου: η ενέργεια του τυφλιάζω , τομούντζωμα

τυφλίτ'ς (ο) : < τυφλίτης < τυφλ – ός + καταλ.-ίτης: είδος φιδιού, για το οποίοπιστεύεται ότι είναι τυφλό καιβλέπει μόνο το Σάββατο, οπότεκαι πετά πέτρες στους ανθρώπους

τ’φλουμύγια (η) : τυφλόμυγα < τυφλός + μύγα: τυφλόμυγα , το γνωστό παιδικόπαιχνίδι

Υύγεια (η) (πληθ. ύγει΄ς ) < υγεία < αρχ. υγίεια

: υγεία, γεια , η καλή κατάστασητου οργανισμού : « μη τ’ςύγει’ς», « μη τ’ς γειές» ( με τιςυγείες σου , ευχή σε κάποιον πουπίνει )

υμ : κτητ. αντων. : μου : «η πατέρας υμ » « η θ’κόςυμ η πατέρας» ( ο πατέρας μου )

υτ : κτητ.αντων. : του : « η πατέρας υτ » , « η θ’κόςυτ η πατέρας» (ο πατέρας του)

Φφαγιάντσα (η) : < γαλ. faiense

: πιατέλα με διακόσμησηφαντασμένους (ο) : < μτχ. πρκμ. του αρχ.

φαντάζομαι ( υπερηφανεύομαι,επιδεικνύομαι ): υπερόπτης, αυτός που βλέπειτους άλλους «αφ’ υψηλού »,φαντασμένος, ξιπασμένος

φαρδουμάν’κα (τα) : < φαρδομάνικα < φαρδιά +μανίκια: φορέματα με φαρδιά μανίκια||τα ράσα των κληρικών|| μτφ.πολυτελείς ενδυμασίες :

« τα φαρδουμάν’κα φουρούσιν ταοι δησπουτάδης» (παροιμ.)

φαρμάτσ’ (το) : < φαρμάκι < μσν. φαρμάκιν <αρχ. φαρμάκιον < υποκορ. τουφάρμακον:το δηλητήριο ,το φαρμάκι|| καθετί το πολύ πικρό : « ήπια τ’ςπ’κρής ηλιάς του φαρμάτσ’ » ||μτφ. μεγάλη στενοχώρια, πίκρα :«φαρμάτσ’ στάζιν τα χείλια τ’ » ( είναι πολύ πικραμένος )

φαστσιά (η) : < φασκιά < μτγν. φασκία < ιταλ.fascia: τεμάχιο λευκού υφάσματος(σπάργανο), με το οποίοφάσκιωναν (σπαργάνωναν) ταβρέφη

φέξ’ (η) : < φέξη < από το θέμα φεξ- τουρ. φέγγω: η φέξη , το «γέμισμα » τουφεγγαριού || φρ. « στ’ χάσ’ τσι στ’φέξ ’» , «στ’ χάσ’ τσι στ’φούσκουσ’» (σε αραιά χρονικάδιαστήματα , κάπου – κάπου ) :« η ταχυδρόμους πηρνά απ’ τουχουριό στ΄χάσ’ τσι στ’ φέξ’»

φ’κάρ’ (το) : < μσν. φηκάριν < θηκάρ -ιον,υποκορ. του αρχ. θήκ-η: θήκη μαχαιριού

φνίκα (η) : άγν. ετυμ.: κάλυμμα της κεφαλής τωνγυναικών, μαντίλα

φ’νίτσια (τα) : < αρχ. φοινίκια: τα μελομακάρονα, αλλιώς και"κουρμάδια "

φόρτουμα (το) : < μσν. φόρτωμα < φορτώνω: μακρύ σχοινί στο σαμάρι γιαδέσιμο του φορτίου || η φόρτωση

φουκάς (ο) : < φωκάς , άγν. ετυμ.. : γυάλινο βάζο για τοποθέτησηγλυκού. Κερνούσαν τον επισκέπτη τοποθετώντας στον δίσκοφωκάδες με διάφορα γλυκά ,γιανα διαλέξει και να πάρει εκείνοπου προτιμούσε

φούρλα (η) : < ιταλ.frullo: κυκλική στροφή , στρίψιμο ,στροφή γύρω – γύρω ||στοπαιχνίδι της «μακριάς γαϊδούρας »τα παιδιά πρέπει να έχουν«φούρλα του τσιφάλ’»(στραμμένο κάτω το κεφάλι ) ||μτφ. επιπόλαιο άτομο

φουρλαντίζου ρ. : <φούρλα + κατάλ. – ντίζω1. κάνω φούρλες (συστροφές) ,δυναμώνω : « φουρλάντ’ση ηφουτιά» 2. θυμώνω, γίνομαι έξαλλος :« φουρλάντ’ση μόλις τ’ άκ’ση !»

φουρτουτήρα (η) : < φορτώνω < αρχ. φόρτος: διχαλωτό ξύλο που υποβάσταζετο φορτίο από τη μια πλευρά τουσαμαριού ώσπου να να γίνειφόρτωση και από την άλληπλευρά , « να μη γύρ’ τουσαμάρ’»

φρασιά (η) : < ευ-φραίν-ομαι , αόρ.ευ-φραν-θηκα: ευχαρίστηση , ικανοποίηση : «εν έχιν φρασιά τα λόγια τ’ "

φρηνιάζου ρ.( αμετ.) : < φρένες < αρχ. φρην -φρενός(νους ): γίνομαι έξω φρενών , έξαλλος :"φρένιαση μόλις του άκ'ση!"

φρουκάλ’ (το) : < φροκάλι < φλοκάλι < μσν.φιλοκάλιον (σκούπα): < σκούπα από χόρτο

φρουκαλιά (η) : < φροκάλι (βλ.λ.): σκούπα φτιαγμένη απόκλαδάκια ορισμένου θάμνου και

συνεκδ. ο συγκεκριμένος θάμνοςφρουκαλιώ : < μσν. φροκαλώ

: σκουπίζω με φρουκαλιάφρόκαλου (το) : < μσν. ρ. φροκαλ -ώ

: σκουπίδι || υποτιμητικά : άτομοχωρίς αξία , σκουπίδι : « άντη , ρεφρόκαλου !»

φρουμάζου ρ. : < αρχ. φριμάσσομαι: ξεφυσώ αέρα με τα ρουθούνια(κυρ. για άλογα, μουλάρια,γαϊδούρια) από θυμό ή οργασμό :« του άλουγου φρούμαξη τ’ναφουράδα »

φρούμασμα (το) : < φρουμάζω: φρίμασμα, το ερωτικόρουθούνισμα του αλόγου

φ’τίλ’ (το) : < μσν.: φιτίλιν : νήμα για άναμμα του καντηλιούκ.ά.|| μτφ.: "βάζου φ’τίλια " ( μελόγια , υπονοούμενα ,ενέργειεςκτλ. προκαλώ καβγάδες καιμαλώματα ανάμεσα σε τρίτους)

φτιξιάρ’ς -σα -κου : < φταίω , αόρ. ε- φταιξ-α +-ιάρης:ο φταίχτης : « εμ φτιξιάρ’ς, εμαπανουγώτηρους !» (παροιμ.)( δε φτάνει που είναι φταίχτης ,θέλει να βγει κι από πάνω )

φ’τσιέντρα ( η) : < βουκέντρα < μσν. βούκεντρον< βους + κέντρον ( κεντρί ): λεπτό μακρύ ραβδί με μικρόκαρφί στερεωμένο στο ένα άκροτου, με το οποίο κεντούσαν ταβόδια κατά το όργωμα και τοαλώνισμα , για να τα αναγκάζουννα προχωρούν γρηγορότερα

φτσιραίνου ρ. : < πιθ. επί + ραίνω: αδειάζω απότομα, ρίχνωαπρόσεχτα και αδέξια τοπεριεχόμενο ενός δοχείου πάνωσε κάποιον : « πήγη να βάλ’ φαγίτσι φτσέρανη ούλ’ τ’ κατσαρόλα»

(άδειασε όλο το περιεχόμενο τηςκατσαρόλας )

φύρα (η) : < αρχ. φυρώ: το βάρος ή ο όγκος που χάνειένα σώμα( στους μύλους ζύγιζαν το σιτάριπριν και μετά την άλεση ,για ναβρουν πόση ήταν η φύρα , τοβάρος που έχασε κατά το άλεσμα.Το νωπό τυρί, όταν ξεραθεί έχειφύρα κτλ. )

φυραίνου ρ.( αόρ. φύρανα ) : < αρχ. φυρώ: χάνω από το βάρος ή τον όγκομου || μτφ.: μειώνεται ηπνευματική μου ικανότητα : : « φυράναν τα μυαλά μ’»

φώλ’ (το) : < φωλιά: αβγό που τοποθετούμε στηφωλιά της κότας, για ναξεγελαστεί και να γεννήσει κοντάσ' αυτό και άλλα αβγά || μτφ. ηαρχή, το ξεκίνημα μιαςπροσπάθειας : βάλαμη φώλ’ " (κάναμε αρχή , βάλαμε σηρμαγιά(βλ.λ.)

Χ

χαβάς (ο) : < τουρκ. hava : ο σκοπός του τραγουδιού , ημελωδία || μτφ. συμπεριφορά , πουδεν αλλάζει : « η κόσμους χαλά τσι αυτός του χαβά τ’»

χαβούζα (η) :< τουρκ. havuz (πισίνα): δεξαμενή νερού σε περιβόλι ||δεξαμενή σε θερμοπηγές γιαομαδικό λουτρό

χαγιάτ’ (το) : < τουρκ. hayat: εσωτερικός διάδρομος τουσπιτιού

χαγίρ’ (το) : < τουρκ. hayir: προκοπή : « να μη δεις χαγίρ’ τσιπρουκουπή» ( κατάρα)

χαγιρλής –δ’σσα –κου : < τουρκ. hayirli ( καλός , τηςπροκοπής): «εν είμι γω πιοχαγιρλής απού σένα να σ’κώσουτου τσ’βάλ’»

χαγιρσίγ’ς - σα -κου : < χαγιρσίζης < τουρκ. hayirsiz: απρόκοπος , αχαΐρευτος

χαζίρ (το) άκλ. : < τουρκ. hazir (έτοιμος ): ό,τι το έτοιμο : « ήβρη του σπίτ’χαζίρ τσι ήμπη μέσα»

χαζίρ’-κους -σα -κου : <χαζίρ- ι + κατάλ. - ικος: ετοιμασμένο, κάτι που το έχειετοιμάσει άλλος για σένα :« χαζίρ’κα τα θέλ’ τα ψουμιά »(τα θέλει όλα έτοιμα, χωρίς νακοπιάσει )

χαζιρεύγου ρ. : < χαζίρ -ι + κατάλ. -εύω: ετοιμάζω : «χαζίρηψα του σπίτ’ ,να έρτην τα μουρά » (ετοίμασα τοσπίτι να έρθουν τα παιδιά , να τοβρουν έτοιμο)

χαϊβάν’ (το) : < χαϊβάνι < τουρκ. hayvan ( ζώο): ζώο ,τετράποδο || μτφ. : άνθρωπος χαζός, βλάκας

χαλατσιά (η) : < χαλώ , αόρ. χάλασα: γκρεμισμένος τοίχος, σωρόςπέτρες από γκρεμισμένο κτίσμα ||ερειπωμένο κτίσμα

χαλατσίδια (τα) < υποκορ. της χαλατσιάς: υπολείμματα , μικρά τεμάχιαλίθων που μαρτυρούν την ύπαρξηαρχαίου κτίσματος || τοπωνύμιοστην περιοχή των Βασιλικών

χαλέπ’ς -σα - κου : < από το Χαλέπι της Συρίας: γύφτος , τσιγγάνος: μτφ.: ο μαυριδερός , βρώμικος :« χαλέπ’κου σόι»( γύφτικη γενιά)

χάλη - βράση (το) άκλ. : < πιθ. από το βάλε βράσε: αντί μάλε-βράσε : μεγάληφασαρία, ανακατωσούρα : «μόλις

είδαν του γαμπρό,γίντση του χάληβράση»

χαλ'νάρ' (το) : < χαλινάρι < χαλινός <χαλινάρι -ον: το μεταλλικό εξάρτημα πουμπαίνει στο στόμα του αλόγουκαι το λουρί που το συγκρατεί||μτφ.: η πολυλογού, η γλωσσού ,η κουτσομπόλα , που δεν έχεισταματημό η γλώσσα της : « ναμην ανοίξου του χαλ’νάρ’ υμ …»

χάμα- λείμμα επιρ.έκφρ. :< αρχ. επίρ. χαμαί (χάμω,καταγής)+ λείμμα < λείπομαι ( υπόλοιπο, αυτό που πλεονάζεικαι απομένει): σε μεγάλη αφθονία , πάραπολλά , γεμάτος ο κόσμος απόαυτά : « φέτους τα σύκα είνι χάμα-λείμμα »

χαμαλί (το) : < χαμαϊλί < τουρκ. hamail: φυλακτό || στολίδι αλόγων

χαμπάρ’ και χαμπέρ’(το) : < χαμπάρι < τουρκ.haber: μαντάτο , νέο, είδηση : « τιχαμπάρια;» , «του χαμπάρ’ σ’ ναφέριν» (την είδηση του θανάτουσου να φέρουν ) || « χαμπάρ’ ενηπήρη»(δεν αντιλήφθηκε τίποτε ,δεν πήρε είδηση )

χαμπαρίζου ρ. : < χαμπάρ-ι + - ίζω: αντιλαμβάνομαι , παίρνω είδηση,καταλαβαίνω || μτφ. χαρίζομαι :" άσ’ τα μαλημάτια ! γω εχαμπαρίζου" ( δεν καταλαβαίνωαπό τέτοια, δε χαρίζομαι )

χαμπαρουλόγους (ο) :< χαμπάρι + λόγος < λέγω: έντομο,για το οποίο πιστεύεταιότι, όταν μπαίνει στο σπίτι , φέρνει κάποια είδηση

χαράμ’ επίρ. : < χαράμι <τουρκ. charami: άδικα ,άσκοπα, μάταια, σταχαμένα : « οι κόπ’ υμ πήγανχαράμ’»

χαραμίζου ρ. : χαράμ-ι + κατάλ. – ίζω: ξοδεύω ,σπαταλώ άδικα,ανώφελα, χωρίς ανταπόδοση :« χαράμ’σα τα νιάτα μ’ για ένανουκνό »

χαραμουφάγ’ς (ο) : < χαράμι + τρώγω (αόρ. έ-φαγ-α): αυτός που τρέφεται χωρίς νακοπιάζει και γενικά δεν αξίζειαυτό που κάνουμε γι’ αυτόν

χαράρ’ (το) : <χαράρι < τουρκ. harar: μεγάλο τρίχινο τσουβάλι για τοκουβάλημα του άχυρου

χαρσλίκ (το) : < χαρτζιλίκι < τουρκ. harçlık: μικρό χρηματικό ποσό πουδίνεται ( ή κερδίζεται ) γιαμικροέξοδα :« ήβρη μια δ’λειούδα τσι βγάζ’ τουχαρσλίκ’ υτ »

χάρτζ’ (το) : < τουρκ. harc: λάσπη από άμμο και ασβέστη ήτσιμέντο , κονίαμα

χαρχαλεύγου ρ. : < πιθ. ηχοποίητη λέξη από τονήχο χαρ…χαρ + καταλ. – λεύω: ψαχουλεύω, ψάχνω στα τυφλάπροσπαθώντας να βρω κάτι ||κινούμαι πολύ αθόρυβα, μόλιςπου ακούομαι : « κάτ’ ακούγου !κανές πουντ΄κός θα χαρχαλεύγ’»

χαρχατζιέλης (οι) : < πιθανόν ηχοποίητη λέξη απότο χαρ – χαρ που έκανε η πέννασε βιαστικό γράψιμο: άσχημα, δυσανάγνωσταγράμματα ή υπογραφές

χάσ’ (η) : < χάση < μσν. χάσις: η χρονική περίοδος πουελαττώνεται το φωτιζόμενο μέροςτης επιφάνειας του φεγγαριού :«τ’αφηντικό μάς πληρών’ στ’ χάσ’τσι στ’ φούσκουσ’»

χάσ’κους - ια - ου : < τουρκ. has (αγνός,πραγματικός) + -ικος: λευκός : « χάσ’κου ψουμί»Το «αγοραστό », χάσικο , ψωμίήταν είδος πολυτελείας , μόνογια τους πλούσιους. Η κάθεοικογένεια έψηνε το ψωμί στοφούρνο του σπιτιού της.

χάχλα (η) : < πιθ.από το αρχ. χαλή (χηλή )μεεπανάληψη του αρχικού χ ,ανέβασμα του τόνου και τροπήτου η σε α : χάχλα < χάχλη<χαχλή < χαλή: ξηραίνουν τον τραχανό δίνοντάςτου σχήμα χάχλας, όμοιο με τηχηλή. : « πέντη χάχλης τραχανό,ένα χάχλουμα νερό » (παροιμ.)

χαψί (το) : < πιθ. από το έ-χαψ-α του χάφτω: είδος μικρού ψαριού που μοιάζειμε γαύρο

χειριά (η) : < μσν. χερέα: η ποσότητα που μπορεί ναχωρέσει στο χέρι,σε μια χούφτα :" έφαγα μια χειριά στραγάλια "

χειρ’κό (το) : < μσν. χερικόν < χέρι: " καλό χειρ’κό " , όπως " καλόπουδαρ’κό " ( που φέρνει γούρι,τυχερό ) : « φύτηψα βασιλ’κό τσιπιάσ’ ! έχου καλό χειρ’κό»

χειρόβουλου (το) : < μσν. χειρόβολον: ποσότητα από στάχυα ,τα στάχυαπου μπορεί να κρατήσει οθεριστής στο αριστερό του χέρι :« τσι συ κακό χειρόβουλου τσι γωκακό δημάτι» (παροιμ.)

χιγμπές (ο) : < τουρκ. heybe: αγροτικός σάκος , υφασμένοςαπό τρίχες κατσίκας,το δισάκι

χιζμέτ’ ( και χουζμέτ’) : < τουρκ. hizmet(υπηρεσία):θέλημα, μικροεξυπηρέτηση : «αμη κάν’ς , μουρό μ’, ένα χιζμέτ;»

χλημπόνα (η) : <άγν. ετυμ.

: αγγούρι ή πεπόνι κίτρινο ||:μτφ.: κιτρινιάρα γυναίκα

χλημπουνιάρ’ς -σα -κου : < χλημπόν -α + - ιάρης: κιτρινιάρης, αρρωστιάρης

χλιαρ' (το) : < μτγν. χου (χ)λιάρι <κοχλιάριον < αρχ. κοχλίας: κουτάλι || μτφ. : η γυναίκα που"χώνει τη μύτη της» παντού , πουδιασπείρει φήμες , η κουτσομπόλα

χλιαριά (η) : < χλιάρ’ (βλ.λ.): η κουταλιά , η ελαχίστηποσότητα φαγητού που χωράειστο κουτάλι : « μια χλιαριά φαγί »

χλιαρίζου ρ. : χλιάρ’ (βλ.λ.) + -ίζω: τρώγω βιαστικά και με βουλιμίαμε το χ’λιαρ’ (κουτάλι) : « χλιάρ’ση του φαγί ίσιαμη ναπαίξ΄του μάτ΄ σ’»

χλιμίτσα (η) : < άγν. ετυμ.: γλιστρίδα , αντράκλα , ηαρχ.ανδράχνη : αυτοφυές φυτό σε ποτιστικά μέρη, τρώγεται ωςσαλατικό :"γλιστρίδα έφαγης;"(λέγεται σε όσους μιλούνακατάσχετα )

χλουρασιά (η) : < χλωρ-ός + κατάλ. –ασιά: μέρος με απείραχτο χλωρόχορτάρι : «ήβρα μια χλουρασιά τσιέδησα τ’ κατσίκα να βουστσήσ’» ||αγαθά που έλαχαν σε κάποιοντυχερό : « πέθανη η γριγιά χουρίςκληρουνόμ’ τσι ήβρη η Γιώρ’ςκαλή χλουρασιά»

χ’ μέρ’ (το) : < χιμάρι < χιμάρι-ον < αρχ.χίμαρος (τράγος ): χρονιάρικο θηλυκό κατσίκι, πουδεν έχει ακόμα «αλλαχτεί».Πιθανόν είναι της ίδιας ρίζας μετο μυθολογικό τέρας Χίμαιρα.

χ’μίζου ( και χ’μώ) ρ. : < χιμίζω < μσν. χουμώ: ορμώ , ρίχνομαι ορμητικά επάνω…ή μέσα…: «χ’μίξαν απάνου τ’ οι

στσύλ’ τσι τουν ξηστσίσαν »χ’μουν΄κό (το) : <μσν. χειμωνικόν < χειμών-ας +

- ικον: φρούτο του καλοκαιριού( συνήθως καρπούζι ή πεπόνι )που κρεμιέται σε δίχτυ,διατηρείται και φυλάγεται για νακαταναλωθεί τον χειμώνα

χ’νέρ' (το) : <τουρκ. huner ( ικανότητα,δεξιότητα) : πάθημα, ξεγέλασμα, κάζο : " ετου πηρίμηνη τέτοιου χ’ νέρ’ !"

χνουτίζου ρ. : < χνότ-ο + - ίζω: τα χνότα μου ( μτφ. οχαρακτήρας μου) ταιριάζουν μετα χνότα (τον χαρακτήρα)κάποιου άλλου :« χνουτίσαν τα μουρά τσι ούλ΄ τ’μέρα παίζιν μαζί »

χούγ’ (το) : < τουρκ. huy: χούι , ιδιοτροπία , συνήθεια :« η ψ’χή βγαίν’ του χούγ’ εβγαίν’!» (παροιμ.)

χουλή (η) : < αρχ. χολή: η χολή : «κόπ’τση η χουλή μ’»:(φοβήθηκα πολύ ): « έσπασ’ η χουλή μ’» : (έχωσυνηθίσει σε τέτοιες δύσκολεςκαταστάσεις και δε φοβάμαι πια)

χουλιουσκώ ρ. : < χολοσκάω < χολή + σκάω: στενοχωριέμαι ,ανησυχώ ,φοβάμαι για επικείμενο κακό :« εν ηγύρ’ση ακόμα του μουρό απ’του σκουλειό τσι χουλιουσκώ πάτσιέπαθη τίπουτα», « μη χουλιουσκάς,τσι ούλα θα σιάξιν»

χουργιουγύρα (η) : χωριό + γύρα < γυρίζω: η γυναίκα που γυρίζει όλο το χωριό, η σουρτούκ'σα (βλ.λ.)

χουρ’κός -τσή - κό : < χορικός < αρχ. χορός (;): νεαρός , νεαρή , έφηβος :"νυφούλα μου χουρτσή, χουρτσή,

να φάν' τα μάτια σ' οι πουτ'τσοί"(ειρων.)

χουρτάρια (τα) : < μσν. χορτάρι: τα χόρτα του αγρού ,άγριολάχανα( ραδίκια, ζωχοί , κοτσ΄νάδες, καυκαλήθρες κ.ά.) :« πήγα στα χουρτάρια τσι μάζημαδυο καλάθια»

χουστό (το) : < χώνω , χώνουμι ( κρύβομαι ): το παιχνίδι κρυφτό :« α παίξουμι χουστό ;»

χουτζιρές (ο) : < άγν. ετύμ., πιθ. τουρκ.: συρτάρι σε πάγκο ή τραπέζικαφενείου για τη φύλαξηχρημάτων, το ταμείο : «άδειαση ηχουτζηρές» ( δεν υπάρχει φράγκο)

χουχλατσίζου καιχουχλιατσιώ ρ. αμετ.

: < μσν. χοχλάζω < μτγν.κοχλάζω< αρχ. καχλάζω: είμαι σε κατάσταση βρασμού ,βγάζω φυσαλίδες : « χουχλατσίζ΄του νηρό ! έλα να ρίξ’ς ταχουρτάρια !»

χουχλάτσ'σμα (το) : < χουχλατσίζου (βλ.λ.): το κόχλασμα ,ο βρασμός

χουχουλιάζου ρ. : < ηχοποίητη λέξη : από το χου ,χου : κάνω με την αναπνοή χου -χου , για να ζεστάνω κάτι ||(χουχούλιασμα : το ζέσταμα τωνχεριών με το χου , χου )

χράμ’ (το) : < χράμι < τουρκ. chrami: μάλινο υφαντό στρωσίδι καικλινοσκέπασμα

χρείγια (η) : < αρχ. χρεία (η ανάγκη ): η ανάγκη που έχουμε απόκάποιον, που θέλουμε ή όχι μάςείναι απαραίτητος : « ανάθημα ,που τουν έχου χρείγια ! ούτη ταμούτρα τ΄ ε θέλου να’δω ! » || : το« αναγκαίο » , ο απόπατος (τουπαίθριο αποχωρητήριο )

χρίζου ρ. ( μεσ. χρίζουμι) : < αρχ. χρίω (αλείφω): ασπρίζω με ασβέστη,

ασβεστώνω : «έχρισα ούλ’ τ’ναυλή, θα χρίσου τσι του δρόμου »|| πασαλείφομαι από αδεξιότητα :« γη ανάξιους έφαγ’ έν’ αβγό τσιχρίσ’τση »(παροιμ.)

χρουνίζου ρ. : < χρόν-ος + -ίζω: γίνομαι ενός έτους : « χρόν’σητου μουρό» || αργώ, καθυστερώ ,κάνω πολύ χρόνο : "πήγης νακάν'ς μια δ'λειά τσι χρόν'σης !"

χτηνιά (η) : < κτένα < αρχ. κτείς – κτενός: εργαλείο των πελεκάνων μεπυκνή σειρά δοντιών και από ταδυο πλατιά του άκρα

χ’τσιάζου ρ. : < χτικ-ιό + κατ. - ιάζω: χτικιάζω , προσβάλλομαι απόχτικιό || μτφ. : ταλαιπωρώ ,κουράζω κάποιον ψυχικά :«μηχτίτσιασης μη τα καμώματα σ’ »

χ’τσιάρ’ς –’σα - κου : < χτικιάρης < χ’τσιό (χτικιό ) +κατάλ. –ιάρης) : φυματικός,κιτρινιάρης, άρρωστος

χ’τσιό (το) : < χτικιό < χ’τσιάζου ( χτικιάζω ): φυματίωση ,φθίση ||ταλαιπωρία,κούραση : « να μη λείπ’ τέτοιαδ’λειά! είνι σκέτου χ’τσιό !»

χώνου ρ. μετ. : < μσν. χώνω < αρχ. χωννύω: κρύβω, σκεπάζω, βυθίζωφρ. : « μες τ’ βουδιού του κέρατουπήγη τσι του έχουση …» , « χών’τ’ μύτ’ υτ παντού»

χώνουμι ρ. αμετ. : < χώνω: κρύβομαι, βυθίζομαι μέσα,πασαλείβομαι , λερώνομαι :« χώθ’τση του μουρό μες τουσκατό !»

Ψ

ψάζου – ψάζουμι (ρ.) : < μσν. ψάχνω < αρχ. ψαύω: προσπαθώ να βρω κάτι : «έψαξαούλου του σπίτ’ τσι δεν ήβρα τακλειδιά» || ερευνώ : « ψάξανούλου του β’νό τσι δεν τουν ήβραντουν τσιουμπάν’»

ψάθα (η) : < μεγεθ. του ψαθί < αρχ. ψίαθος: πλέγμα (στρώμα)από βούρλαπου χρησίμευε ως κάλυμμαδαπέδου: « γοι ηλιές τστώντινψάθα !» (έχουν σκεπάσει τοέδαφος όπως η ψάθα, έχουν πέσειπάρα πολλές)

ψηρούκ' (το) : άγν.ετυμ.: είδος φαγητού από αλεύρι καιγάλα: « τσι του δίνανπανουπρούτσ’ ένα τζητζηρέψηρούτσ’» ( από ταχτάρισμα )

ψηφί (το) : < ψηφί-ον < αρχ. ψήφος : πετραδάκι, χαλίκι ,πουχρησιμεύει στην κατασκευήψηφιδωτού :« βάζανη μώλου τουψηφί κι αράδα του λουγάρι…»(δημοτ.)

ψηυτίζου ρ. : < ψεύτ -ης + -ίζω: 1. για λεχθέντα : υποβαθμίζωτην αξιοπιστία τους , διαψεύδω,αμφισβητώ την αλήθεια τους :« μητάνοιωση γι’ αυτά που είπη τσιτώρα τα ψηυτίζ’ »: 2.για προϊόντα, εργασία κτλ. :υποβαθμίζω την ποιότητά τους, τασκαρτεύω : «εν είνι πλια τίπουταν’ αγουράγ’ς ! τα ψηυτίσαν ούλα! »

ψιακουμένους (ο) : < ψιακώνου (βλ.λ.): μετοχή παθ.πρκμ. του ρ. ψιακώνου :αυτός που τον πότισαν ψιακή (βλ.λ.)|| μτφ. ο πολύ πικραμένος, που δενανοίγει το στόμα του από τη μεγάληθλίψη : «’χάση του πιδί τ’ τσι είνιψιακουμένους »

ψιακώνου – ουμι ρ. : < ψιακή + - ώνω: φαρμακώνω ,δηλητηριάζω,θανατώνω με ψιακή : " ρίξαν στουν στσύλου φόλα τσι τουνψιακώσαν.»|| μτφ.στενοχωρούμαιυπερβολικά, πικραίνομαι : « έμαθαπους πέθανη η Βασίλ’ς τσιψιακώθ’κα »

ψιατσή (η) ( ψ παχύ) : < ψιατσί (βλ. λέξη): το φυτό παιωνία , κοιν. πηγουνιά ,που από την ομηρική εποχή ήτανγνωστό για τις φαρμακευτικέςιδιότητές του. Το όνομά της πήρε απότον θεό Παίωνα, θεραπευτή τωνασθενειών και κυρίως των πληγών.συνεκδ. : φαρμάκι, δηλητήριο« πού ’νι ψιατσή να ψιακουθώ …»(απ’ τ’ς Παναγιάς του τραγούδ’)

ψιατσί (το) : < ψιάκι-ον < υποκ. του αρχ.ψίαξ (σταγόνα): το φαρμάκι , το δηλητήριο

ψουλαρμηνίζου ρ. : < ψωλή + αρμενίζω: σκέφτομαι και ενεργώ με γνώμονατις σεξουαλικές παρορμήσεις μου,αγνοώντας άλλα πολύ σοβαράπροβλήματα: «ηδώ καράβιαχάνουνται τσι συ ψουλαρμηνίζεις …»(παροιμ.)

ψουλόμαντρα (η) : ψωλή + μάντρα: μάντρα, της οποίας η περίφραξηείναι καμωμένη με ψωλές : « Δέκαμουνιά μου δώσανη να πάου να ταβουστσίσου, να κάνου μιαψουλόμαντρα να ταψουλουμαντρίσου…) ( «Αδιάντροπα»της Καθαρής Δευτέρας )

ψουλουτατσίτσου ρ. : < ψωλή + τατσίζω ( κοπανώ ): κοπανώ την ψωλή μου, αυνανίζομαι

ψουμίζου ρ. : < αρχ. ψωμίζω < ψωμός (κομμάτιψωμιού, μπουκιά ): εφοδιάζω με ψωμί ( φαγητό) αυτόνπου θα πάει στη δουλειά ή που

πρόκειται να ταξιδέψει :« ΄Εχου να ψουμίσου τουν άντρα μ’για τη δ’λειά τ’.»

ψουφώ ρ. : <αρχ. ψοφώ: ( για ζώα ) πεθαίνω : «ψόφ’ση τουβόδ’ μας, πάει η σ’ντρουφιά μας »||μτφ. : επιθυμώ πολύ ,τρελαίνομαι γιακάτι : « ψουφά για κουβέντα » || φρ. « ψόφ’σα απ΄ τ΄ πείνα»

ψουχλίζου ρ. ( με το ψπαχύ)

: ψούχλου (βλ.λ.)+ - ίζω: μαδάω το ψωμί, κάνω ψίχουλα« άμα ψουχλίγ’ς του ψουμί, κάν’ςπουλλά μουρά »

ψούχλου (το) : < μτγν. ψιχίον <υποκορ. του αρχ. ηψίξ - ψιχός: ψίχουλο, ελάχιστο κομμάτι απόμαδημένη ψίχα ψωμιού

ψόφους (ο) : < μσν. ψόφος < αρχ. ψόφος(θόρυβος, κρότος): θάνατος ζώου : « κακός στσύλουςψόφου εν έχ’ » || : απαξιωτικά γιαάνθρωπο : « κακό φόφου να’ χ’»(κατάρα) || φοβερό κρύο « σήμερα είνιψόφους »

ψ’τάλ’ (το)

: < αρχ. το όψον ( προσφάγι, κάτιπου τρώγεται με το ψωμί )< ( ή σύκο που ωριμάζει αρχ. οψέ= αργά ) : σύκο που ωρίμασε πάνω στη συκιά ,αποξηραμένο σύκο

ψ’ταλιάζου ρ : ψ’ταλ-ι (βλ.λ.) + - ιάζω: γίνομαι ψ’τάλι, σαν αποξηραμένοσύκο, γερνώ : «ψ’τάλιαση πλια τσικανένας ε τ’ν γυρεύγ’»

ψόσκατους : < ψυχή + σκατά: ο κολασμένος , που η ψυχή τουστον Άλλο Κόσμο θα βράσει μέσα σε σκατά

ψ’χουρντίζου ρ. : < ψίχ(ουλο) + ραντίζω(συμφυρμός): ραντίζω με σταγονίδια (όπως ότανφταρνίζομαι, όταν καταβρέχω ρούχογια σιδέρωμα ,όπως όταν φρουμάζειτο άλογο κτλ.)

ψώμ΄σμα (το) : < αρχ.ψωμίζω (βλ.λ.): η ετοιμασία του (πρόχειρου )φαγητού, αυτού που θα πάρει μαζίτου εκείνος που θα πάει στη δουλειά||το ίδιο το πρόχειρο φαγητό :« μη ξηχάγ’ς να πάρ’ς μαζί σ’ τουψώμ΄σμα σ’»

Ω ώμαννα μ’ επιφ.έκπληξης και θαυμασμού

: " ω μάννα μ' ! πότη μαζέψατη τόσηςηλιές ! να μη σας ματιάσουμη !"

ώχου μ’τσι ώχουμ ! επίρ. : ώχου + μου : « στα όπα όπα , μη βρέξει και μηστάξει »:« τ’ν είχη ώχουμ τσι ώχουμτσι ’φτή τουν αφήτση »

ώχου επιφ. ( και ωχού ) : < από τον ήχο του αναστεναγμού: εκφράζει έντονα συναισθήματα ,όπως στοργή , χαρά , πόνο, λύπη,αδιαφορία , δυσαρέσκεια κ.ά.:«ώχου του να του χαρώ, παντρημένουνα του δω …» (αγάπη, στοργή ) ||«ώχου, αδηρφέλ’ υμ ,αδικουχαμένου…» (πόνο, λύπη ) ||«ωχού , καημένη τσι συ μη ταχουράφια σ’ ! ε πάν’ να χαθούν !»(αδιαφορία ) κ.ά.

ώχρα (η) : < αρχ. ώχρα < ωχρός: ονομασία χρώματος ,αλλά καιορυκτού, σε τόνους του κίτρινου, τουκαφέ και του κόκκινου : «πιάση τσ’έβαψη τ’ς τοίχ’ ώχρα»

ΒιβλιογραφίαΑΛΒΑΝΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ : Το χωριό μου Βασιλικά Λέσβου ,έκδοση συλλόγουΒασιλικών Λέσβου « ο Άγιος Ραφαήλ», Αθήνα 2008 ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ Σ. Λεσβιακά, ήτοι συλλογή λαογραφικών περί Λέσβουπραγματειών, εν Αθήναις 1903, φωτοτυπημένη επανέκδοση, Αθήνα 1972.ΑΝΔΡΙΩΤΗΣ Ν.Π., Ετυμολογικό Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Θεσσαλονίκη1990.ΓΙΑΝΝΟΥΛΕΛΛΗΣ Γ.Ν. , Νεοελληνικές ιδιωματικές λέξεις δάνειες από ξένες.γλώσσες, Αθήνα 1982.«Γλωσσάριον Λέσβιον», Νεοελληνικά Ανάλεκτα Παρνασσού τόμ. Α', 1872, φυλλάδ.Ζ', σσ. 385-429. [Φωτομηχανική ανατύπωση, Καραβίας, Αθήνα 1973.]ΔΕΜΙΡΗΣ Χ. ΚΛ, Λεξικό γλωσσικού ιδιώματος Ερεσού Λέσβου, έκδοση συλλόγουΕρεσίων, Αθήνα 2003 .ΑΠ. ΚΕΡΚΙΝΕΟΓΛΟΥ : Το γλωσσικο ιδιωμα της Τενεδου, απόσπασμα από τοβιβλίο του : Η Τένεδος χωρίς Τενέδιους, έκδ. Συλλόγου Τενεδίων "ο Τέννης" Αθήνα2009. .

ΜΑΚΡΗΣ ΤΑΣΟΣ ., Τα παραμύθια των λέξεων ,έκδοση Συλλόγου ΠολιχνιατώνΑθήνας , Αθήνα 2007 ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ Γ. , Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β΄εκδ. 2005ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ Γ., Ετυμολογικό λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας ,έκδ.Κέντρο Λεξικολογίας , Αθήνα 2009ΠΑΠΑΝΗΣ Δ. - Ι. Δ. ΠΑΠΑΝΗΣ, Λεξικό της Αγιασώτικης διαλέκτου (ερμηνευτικό- ετυμολογικό), έκδοση Δήμου Αγιάσου, Μυτιλήνη 2000.ΤΑΣΤΑΝΗ Ν.Χ., Λεσβιακή λαογραφία, Λεξικό γλωσσικού ιδιώματος Παρακοίλων,έκδοση Δήμου Καλλονής, Αθήνα 1998.ΦΛΩΡΟΣ Α ., Νεοελληνικό Ετυμολογικό και Ερμηνευτικό Λεξικό, Αθήνα 1980ΗΟΦΜΑΝ Ξ.Β., Ετυμολογικόν λεξικόν της αρχαίας ελληνικής (εξελληνισθέν υπόΑντωνίου Δ.Παπανικολάου ) εν Αθήναις 1974

Ηλεκτρονικά Λεξικά

http://www.komvos.edu.gr/dictionaries/dictonline/DictOnLineTri.htmΛεξικό της κοινής νεοελληνικής Τριανταφυλλίδης On-LineΕπίτομο λεξικό της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας Κριαράς On-LineΠαράλληλη αναζήτηση ... Τριανταφυλλίδης , Κριαράς ,ΓεωργακάςOn-Line ...

http://www.fytraki.gr/book.asp?cid=2268 Τεγόπουλος - Φυτράκης : Μείζον ελληνικόλεξικό http://www.gr2tr.com/ Τουρκικό – Ελληνικό Online Λεξικό http://www.xanthi.ilsp.gr/dictionaries/turkish -new.asp (Ελληνο-τουρκικό Λεξικόonline).