ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

244

Upload: -geo

Post on 01-Dec-2015

223 views

Category:

Documents


11 download

DESCRIPTION

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

TRANSCRIPT

Page 1: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ
Page 2: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Περιεχόμενα

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ: Η ΜΗΤΕΡΑ ΧΑΡΙΤΩ 1. Μια δαμασμένη Αμαζόνα 17 2. Ελευθέρα σημαίνει Ελευθερία 32 3. Ο ωραίος Δάμων 42 4. Οι θυγατέρες του Αλόγου 50

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: Ο ΠΟΤΑΜΟΣ ΤΟΥ ΑΔΗ 5. Σιδερένιες φάλαγγες 67 6. Κάθοδος στον Αδη 75 7. Ευρώπη 88

ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ- Η ΑΓΑΠΗ ΤΗΣ ΑΜΑΖΟΝΑΣ 8. Η σύναξη των φυλών 97

ΒΙΒΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΩΝ ΑΜΑΖΟΝΩΝ 9. Ο ασημένιος καρπός 109

10. Η γέννηση της Δημοκρατίας 118 11. Πιο πέρα απ' όσο φτάνει το μάτι του θεού 123 12. Η τρέλα του Έρωτα 134 13. Η πλατεία των Ιππευτριών 141 14. Μονομαχία τιμής 145 15. Αντανακλάσεις στον Καθρέφτη του Θεού 167

ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΜΠΤΟ: ΟΙ ΣΤΕΠΕΣ 16. Η θάλασσά Μας 177 17. Σφαγή στα Ξεροβούνια 188

. 9 .

Page 3: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΤΟ: Η ΑΡΠΑΓΉ ΤΗΣ ΑΝΤΙΟΠΗΣ 18. Η πτώση της Αντιόπης 207 19. Πέρα από τα όρια της αγάπης 221 20. Η πονηριά των Ελλήνων 228 21. Αμαζόνες και σύμμαχοι 232

ΒΙΒΛΙΟ ΕΒΔΟΜΟ: ΑΘΗΝΑ 22. Έκσταση 257 23. Αστερίες και Ιππόκαμποι 270

ΒΙΒΛΙΟ ΟΓΔΟΟ: ΣΥΜΠΟΛΕΜΙΣΤΡΙΕΣ 24. Μια στρατιά από ξυλουργούς 285 25. Η αναφορά του μουσικού 300 26. Νύχτες και ημέρες 310

ΒΙΒΛΙΟ ΕΝΑΤΟ: Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ 27. Το τίμημα της νίκης 325 28. Μια δοκιμασία για το «αήδωρ» 347

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΚΑΤΟ: ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ 29. Ποντίκια 303 30. Στο κατώφλι της νίκης 371 31. Το φρουραρχείο 375

ΒΙΒΛΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ: Η ΜΛΧΗ 32. Η μάχη. πρωί 381 33. Το αρμάτωμα της Αντιόπης 393 34. Ο θάνατος της Αντιόπης 403

ΒΙΒΛΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ 35. Το ορκωμόσιον 425 36. Η συνενοχή των θεών 431 37. Μια νέα τάξη 434 38. Οι άρχοντες των πεδιάδων 439 39. Γέννα του σκότους 445

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

40. Μια Αμαζόνα 455 41. Το Σίδερο και το Φεγγάρι 460

42. Ελευθέρα και Θησέας 43. Επιβάτες 469 44. Μια πολιτική πράξη 475 45. Μια αναμνηστική τελετουργία 481 46. Αμαζόνιον 484 Για την ιστορική αλήθεια σχετικά με τις Αμαζόνες 489

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ 491

. 11 . . 10 .

Page 4: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Για τη Φρυγία μια μέρα κίνησα κι εγώ την αμπελούσα, χρόνια παλιά, και Φρύγες άμετρους, γοργαλογάδες είδα. του Οτρέα τ' ασκέρια και του Μύγδονα του ισόθεου. που στους όχτους πλάι του Σαγγάριου τα λημέρια τους είχαν στημένα τότε· γιατί κι εγώ μαζί τους βρέθηκα, για να τους δώσω χέρι, σύντας πλακώσαν οι αντροδύναμες στη γη τους Αμαζόνες.

ΟΜΗΡΟΣ, Ιλιάδα Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης - Ι.Θ. Κακριδής

Ο Πόλεμος λοιπόν κατά των Αμαζόνων αυτήν την πρόφασιν είχεν. Είναι όμως φανερόν ότι το έργον του αυτό δεν ήτο ανάξιον λόγου ούτε γυναικείον. Διότι δεν θα εστρατοπέδευον εντός της πόλεως ού­τε θα συνήπτον την μάχην σώμα με σώμα γύρω από την Πνύκα και το Μουσείον αν δεν εκυρίευον την χώραν και δεν επλησίαζον εις την πόλιν χωρίς φόβο. Το ότι όμως αυταί εστρατοπέδευσαν σχεδόν μέσα εις την πόλιν, μαρτυρείται και από τας ονομασίας των τοποθεσιών και από τους τάφους των φονευθέντων... Λέγεται προσέτι ότι μερι-καί ετάφησαν εκεί γύρω εις το σήμερον ονομαζόμενον Αμαζόνιον.

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, Βίοι Παράλληλοι - Θησέας Μετάφραση: Αν. Λαζάρου

.13 .

Page 5: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Βιβλίο πρώτο

Η ΜΗΤΕΡΑ ΧΑΡΙΤΩ

Page 6: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Μια δαμασμένη Αμαζόνα

ΟΤΑΝ ΗΜΟΥΝ ΜΙΚΡΗ είχα για τροφό μια δαμασμένη Αμαζόνα. Μια τέτοια έκφραση βέβαια είναι λανθασμένη, αφού μια εκ­πρόσωπος αυτής της φυλής μπορεί να εξημερωθεί όσο ένας αετός ή μια λύκαινα. Τη Σελήνη ωστόσο την είχαν αποσπάσει σε ηλικία εννέα χρόνων από τη σκύλη της -οι λέξεις για «τάγ­μα» και «οικογένεια» είναι κοινές στη γλώσσα των Αμαζό­νων- και την είχαν στείλει να ζήσει σε μια πολιτισμένη κοινω­νία, στη Σινώπη, στη Μαύρη θάλασσα. Έτσι είχε εξοικειωθεί με τη ζωή στην πόλη. Όμως δεν άντεξε για πολύ την κλεισού­ρα, και σε ηλικία δώδεκα χρόνων έκλεψε ένα άλογο και όπλα και πήγε στην πατρίδα της, την Αμαζονία. Μεγάλη πια, η Σε­λήνη πολέμησε στο όρος Θώραξ τους Τρώες και τους Δαρδα-νείς, στη Χαλκηδόνα τους Σκύθες από τα Ριπαία όρη. και στη Χαλύβη τους πενήντα γιους του Αδμήτου. Μιλούσε ελληνικά και έκανε χρέη υπασπιστή και απεσταλμένης συνάμα. Διοι­κούσε επίσης μια ίλη ιπποτοξοτριών, του περίφημου έφιππου σώματος των τοξοτριών. Ήταν αρχηγός πτέρυγας στη Μεγάλη Μάχη των Αθηνών, κατά την οποία ο Θησέας και οι σύμμαχοι των Δώδεκα Πόλεων, ύστερα από μάχες που διήρκεσαν μήνες, νίκησαν τελικά το στρατό των γυναικών.

Η Σελήνη παρέδωσε ασπίδα και ηνίο στο πέρασμα ανάμε­σα στην Πάρνηθα και στον Κιθαιρώνα, όπου μπορεί να δει κανείς ακόμα και σήμερα τους τάφους των Αμαζόνων. Μαζί της παραδόθηκε και η αγαπημένη της Ελευθερά, η οποία έφε-

Page 7: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Σ Τ Ι Β Ε Ν Π Ρ Ε Σ Σ Φ Ι Λ Ν Τ

ρε πολλαπλά τραύματα. Η Σελήνη, για να εξαγοράσει την ελευθερία της Ελευθεράς, θυσίασε τη δική της ελευθερία. Η Αμαζόνα έμεινε στην υπηρεσία του πατέρα μου με μόνο το λόγο της. Έτσι υπηρετούσε τίμια, φροντίζοντας την αδελφή μου Ευρώπη, μέχρι τα δεκατέσσερα, κι εμένα, μέχρι τα έντε­κα χρόνια μου.

Εσύ, πρωτοκόρη, αναλογίσου το λουτρό αίματος που συνέ­βη εκείνο τον καιρό. Κάθε χρόνο διηγούμαι τούτη την ιστορία την παραμονή της γιορτής των Βοηδρομίων, στο γέμισμα της σελήνης, κάτω από το μισοφέγγαρο που λάμπει στον ουρανό και που οι άντρες αποκαλούν φεγγάρι των Αμαζόνων. Ά­ντρας, πατέρας, αδελφός, σύζυγος ή γιος δεν πρέπει να μάθει αυτό το χρονικό τώρα ή ποτέ, ούτε καν ένα μέρος του. Θα ορκιστούμε, λοιπόν, όλες. ακόμα και οι μικρότερες, δίνοντας το αίμα μας στο Τελετουργικό του Σιδήρου του Άρη. Επανα­λάβετε μαζί με μένα τώρα: Όποια πατήσει αυτό τον όρκο θα χαθεί απ' τα ίδια μας τα χέρια. Ας δεσμευτούμε λοιπόν όλες.

Σηκωθείτε τώρα, κόρες μου. Εσύ, η μικρότερη, πιάσε τα χέρια των αδελφών σου και ακολουθήστε εμένα, τη μητέρα Χαριτώ, στην εξωτερική αυλή. Κανείς δε θα μας ενοχλήσει εκεί. Διπλώστε τους μανδύες σας και τοποθετήστε τους κυ­κλικά πάνω στο χώμα. Η νύχτα είναι ζεστή. Καθίστε η μία πλάι στην άλλη, ακουμπήστε τις πλάτες σας στους τοίχους ή στα δέντρα. Ωραία. Ας σχηματίσουμε το Μισοφέγγαρο που ονομάζεται λάβρυς, «διπλός πέλεκυς», ενώ εγώ στην κορφή του θα αφηγούμαι την ιστορία μας. Ακούστε καλά, θυγατέ­ρες. Κάθε στίχο που θα πω φυλάξτε τον καλά στη μνήμη σας. Εσύ, πρωτοκόρη, που ακούς αυτή την αφήγηση κάθε φθινό­πωρο καθώς μεγαλώνεις, ανάλαβε τούτο το καθήκον: αν αλ­λάξω έστω και μια στροφή, διόρθωσέ με, γιατί η μαγεία μας δε χρειάζεται μυθικά στοιχεία, παρά μόνο την αλήθεια. Κι όταν έρθει η στιγμή να μεταφέρετε την ιστορία στις κόρες σας, θυμηθείτε αυτή την εντολή και μεταδώστε αυτά τα θαυ­μαστά πράγματα ακέραια, όπως εγώ σε σας.

Η Σελήνη φοβόταν το γένος των ανδρών. Απέπνεαν μιαν

. 18 .

ΟΙ Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

αυτοπεποίθηση, την οποία αποκαλούσε αναήδωρ*, «χωρίς ανά­σα» ή «χωρίς ψυχή». Αποκαλούσε τους Έλληνες «μπαστου-νάνθρωπους», πίστευε ότι ήταν σκληροί και άκαμπτοι σαν ξύ­λο. Και δε μεμφόταν μόνο τους άντρες, αλλά και τη μητέρα και τις γυναίκες του υποστατικού μας, ολόκληρη την Αττική. Η Σελήνη δεν καταλάβαινε τη συμπεριφορά τους και μπροστά στις καθημερινές τους πράξεις, όπως τις διαπραγματεύσεις με τους πωλητές ή την τιμωρία των υπηρετών, συχνά χαμήλωνε τα μάτια, μια κίνηση που πρόσεξα και σ' άλλες Αμαζόνες. Αυτό φανέρωνε την αμηχανία της για την πράξη που παρακο­λουθούσε και την ευγενή της επιθυμία να μην αναμειχθεί σ' αυτήν ως αυτόπτης μάρτυς.

Η Σελήνη εκείνο που φοβόταν πολύ ήταν η αναλγησία των αντρών. Αυτό που τους έκανε, δηλαδή, να ποδοπατούν ένα σκαθάρι και να μην ακούνε την κραυγή του ή να σκίζουν το περίβλημα της γης μ' ένα άροτρο και να μη νιώθουν την αγω­νία της. Παρ' όλα αυτά, η Σελήνη και η φυλή της, όπως κάθε βάρβαρος λαός, ήταν ικανές να δείχνουν μεγάλη σκληρότητα. Αλίμονο στον άντρα ή στη γυναίκα που έπεφτε στα νύχια τους όταν υπερασπίζονταν την τιμή τους ή έβαφαν τα πρόσω­πά τους για τον πόλεμο.

Οι Αμαζόνες πίστευαν στο μίσος. Το μίσος είναι ιερό για την Άτη. την Εκάτη και τη Χθονία Περσεφόνη, όπως και για τον Άρη. Έλεγαν μάλιστα ότι ο θεός του πολέμου και η νύμφη Αρμονία ήταν πρόγονοί τους. Η Εφεσία Άρτεμις, την οποία λάτρευαν, ήταν η μεγαλύτερη μισάνθρωπος. έλεγαν, και της είχαν δώσει το προσωνύμιο Ανελέητη· ακόμα και η Αρμονία, που το όνομά της σημαίνει συμμετρία στους πολιτισμένους λαούς, στη γλώσσα τους σημαίνει εχθρότητα. Οι Αμαζόνες πί­στευαν ότι οι μητέρες μισούν τις κόρες και οι κόρες τις μητέ­ρες, ότι η θάλασσα μισεί τον ουρανό, η νύχτα τη μέρα. Το μί­σος είναι αυτό που κρατάει τον κόσμο στη θέση του και είναι

* Η λέξη αναήδωρ όπως και η λέξη αήδωρ, που σημαίνει «ψυχική δύνα­μη», είναι επινόηση του συγγραφέα. (Σ.τ.Μ.)

. 19 .

Page 8: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

θεϊκό δώρο. Οι ερωμένες πρέπει να μισούν η μία την άλλη πριν αγαπηθούν, γι' αυτόν το λόγο το τελετουργικό της ένω­σης που εκτελούν οι δόκιμες Αμαζόνες στα οχτώ και στα δώ­δεκα, όταν σχηματίζουν τις τρικόνες, τους περίφημους «τρι­πλούς δεσμούς», είναι ένα είδος πάλης που το λένε ανιτόμι. «όποτε να 'ναι, όπου να 'ναι». Κλοτσιές, δαγκωματιές, μπου­νιές, όλα επιτρέπονται. Οι μεγαλύτερες σχηματίζουν κύκλο γύρω από τα κορίτσια που παλεύουν, μαστιγώνοντας όποια δε μάχεται δυνατά. Όταν τελειώσει η πάλη και ξεχαστεί, πι­στεύουν οι Αμαζόνες, δημιουργείται ένας δεσμός ο οποίος διαρκεί για πάντα. Έτσι. καμιά πολεμίστρια δεν εγκαταλείπει εκείνη με την οποία έχει συνδεθεί.

Η Σελήνη χαστούκιζε τακτικά την Ευρώπη κι εμένα. Δεν ήταν χαϊδευτικά μπατσάκια αλλά δυνατά χτυπήματα, που μας έριχναν κάτω. Αλλο τόσο όμως μας χάιδευε. Πολλές φορές η μητέρα ή ο πατέρας τη μάλωναν επειδή εξέφραζε την αγάπη της σε ακατάλληλες στιγμές, όπως μπροστά σε ιερείς ή μεγα­λύτερους. Κοιμόταν στα κρεβάτια μας ή εμείς στο δικό της, από έξι ετών.

Η ασπίδα και το ηνίο που είχε παραδώσει η Σελήνη ήταν αντικείμενα υπέρτατου θαυμασμού για την αδελφή μου κι εμένα. Ο πατέρας δεν τα επιδείκνυε ως τρόπαια, δεν ήθελε να εξευτελίσει τη Σελήνη. Αντίθετα, επιχείρησε πολλές φορές να της τα επιστρέψει. Εκείνη όμως δεν τα έπαιρνε. Τελικά, τα βάλαμε σ' ένα κιβώτιο, στο υπερώο, πάνω από το δωμάτιο των γονιών μας. Η Ευρώπη κι εγώ μάθαμε γρήγορα ν' ανοί­γουμε την κλειδαριά. Σκαρφαλώναμε στη μικρή αποθήκη και καθόμασταν εκεί όλο το απόγευμα, μεθυσμένες από τη μυρου­διά και την αίσθηση που μας προκαλούσαν αυτά τα τεχνουρ­γήματα, θαυμάζαμε την κατασκευή του ηνίου, που ήταν από δέρμα βοδιού, στολισμένο με ελεφαντόδοντο και κεχριμπάρι· στη δεξιά παραγναθίδα ήταν ζωγραφισμένος ένας γρύπας που αρπάζει ένα αρσενικό ελάφι, ενώ στη δεξιά ένα μισοφέγ­γαρο κι ένας υποχαλινός από καθαρό χρυσάφι. Η ασπίδα της Σελήνης ήταν από αρκουδοτόμαρο, από το πυκνότερο τμήμα

. 20 .

Ο Ι Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

στους ώμους, σε σχήμα μισοφέγγαρου και σε τρεις στρώσεις, ενωμένες με κόλλα από νεύρα ελαφιού, ενώ το μπροστινό μέ­ρος ήταν ντυμένο με δέρμα μαύρης λεοπάρδαλης. Έμοιαζε με τύμπανο, τεντωμένο γύρω από τη στεφάνη, απίστευτα δυνατό για κάτι τόσο ελαφρύ.

Η Σελήνη μύριζε. Η μητέρα δεν την άφηνε να μπει στο σπί­τι, γιατί η μυρωδιά που ανέδινε, έτσι έλεγε η μητέρα. κολλούσε πάνω στα ενδύματα, στα μαλλιά της, ακόμα και στους τοίχους. «Εσάς δε σας μυρίζει, παιδιά; Μα τους θεούς, τι βρόμα!»

Η μητέρα έδιωχνε πολλές φορές την τροφό μας με τη σκούπα, ενώ εμείς παρακολουθούσαμε ξεκαρδισμένες στα γέ­λια. Όσο για τη Σελήνη, αποστρεφόταν το σπίτι κι έμπαινε μόνο όποτε ήταν αναγκασμένη να το κάνει, όπως οι πολιτι­σμένοι άνθρωποι σ' έναν τάφο. Δεν μπορούσε να υπακούσει μέσα στο σπίτι. Θυμάμαι τον πατέρα, όποτε επιχειρούσε να την επαναφέρει στην τάξη ύστερα από κάποιο παράπτωμα. Την καλούσε μπροστά στο μεγάλο τραπέζι της εργασίας του. λέγοντας: «Μα τον Άδη. γιατί δεν ακούς. Σελήνη;» Η σιωπή της τον τρέλαινε. Τελικά κατάλαβε ότι τον άκουγε μόνο όταν της μιλούσε εκτός σπιτιού. Με το μαλακό πετύχαινε περισσό­τερα απ' ό,τι με το άγριο. Ούτε το ξύλο ούτε οι απειλές είχαν αποτέλεσμα, μα ούτε και τα δώρα. όσο πολύτιμα κι αν ήταν, μπορούσαν να κάμψουν τη θέλησή της.

Μόνο μια ματαιοδοξία επέτρεπε στον εαυτό της η Σελήνη: τη φροντίδα των κατάμαυρων μαλλιών της. Ήταν τόσο πλού-σια που έμοιαζαν σχεδόν αφύσικα. Τα μάζευε προς τα πίσω, σαν ουρά αλόγου, έτσι μου φαινόταν εμένα, και μακριά πά­ντα από τ' αντρικά βλέμματα τα έφτιαχνε ως εξής: έπαιρνε μερικά τσουλούφια από την κορυφή και τα πήγαινε από αυτί σε αυτί σταυρωτά πάνω από το μέτωπο. Χώριζε την αλογο­ουρά που έπεφτε προς τα πίσω σε τέσσερα μέρη και τα στε­ρέωνε με τέσσερις ασημένιες πόρπες, μία για κάθε σημείο του ορίζοντα. Κατόπιν τα σήκωνε ψηλά στο σβέρκο και τα τύλιγε σ' έναν οριζόντιο πλατύ κότσο, όπως κάνουν οι αρχόντισσες της Κυρήνης. Έπειτα τον έδενε σφιχτά στο πίσω μέρος της

. 21 .

Page 9: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

κεφαλής μ' ένα λουρί από δέρμα βοδιού, την ξαίλα. «σχοινί για το άπλωμα», το οποίο τύλιγε τέσσερις φορές γύρω από το κεφάλι. Η ξαίλα είναι όπλο, η θηλιά. Τα άκρα της είναι γυ­ρισμένα σαν κέρατα ελαφιού και χαραγμένα με τον πέλεκυ του Άρη. Μόλις το πίσω μέρος ήταν έτοιμο, τραβούσε τα μπροστινά μαλλιά προς τα πίσω. Τα μισά τα στερέωνε στο στεφάνι και μ' αυτά που περίσσευαν έφτιαχνε μια αλογοου­ρά. Τα υπόλοιπα τα έμπλεκε ανάμεσα στα τέσσερα χωρισμέ­να μέρη. Το αποτέλεσμα αυτής της κόμμωσης, είτε ελεύθερη είτε με το μικρό κάλυμμα της κεφαλής από δέρμα ελαφίνας, ήταν εντυπωσιακό και τρομακτικό συνάμα, αφού έδειχνε αυ­τήν που την είχε μισό κεφάλι πιο ψηλή. ενώ ταυτόχρονα έκανε χρέη περικεφαλαίας για να μετριάζει ένα χτύπημα ή μια πτώ­ση. Η Ευρώπη κι εγώ φάγαμε το ξύλο της χρονιάς μας όταν η μητέρα μας τσάκωσε να φτιάχνουμε τα μαλλιά μας μ' αυτό τον τρόπο.

Κάθε φθινόπωρο, όταν πλησίαζε η επέτειος της Μεγάλης Μάχης των Αθηνών, η Σελήνη συνήθιζε να «δανείζεται» ακό­ντια και άλογο τη νύχτα από το στάβλο του πατέρα και να φεύγει στα βουνά για δεκαπέντε μέρες περίπου. Την πρώτη φορά που το έσκασε, ο πατέρας οργάνωσε αποσπάσματα για να την κυνηγήσουν και ανακοίνωσε ότι θα έδινε αμοιβή σε όποιον την έπιανε. Ήταν όμως ολοφάνερο ότι κανένας ιππέας δεν μπορούσε να τη φτάσει ή ν' αντιμετωπίσει την οργή της, αν τα κατάφερνε, και πως ήταν προτιμότερο ν' αφήσει τη Σε­λήνη ν' αποφασίσει μόνη της πότε θα επιστρέψει, χορτάτη πια από τις δοκιμασίες ή τα θαυμαστά πράγματα που είχε ζήσει. Ικανοποιημένη πλέον, θα συνέχιζε να υπηρετεί την ποινή της άλλους δώδεκα μήνες. Παρά τα παρακάλια μας, η τροφός μας δε μας αφηγήθηκε ποτέ τις περιπέτειές της, εκτός από μερικά τραγούδια που οι στίχοι τους μας φαίνονταν δίχως νόημα στην αρχή, αλλά που αργότερα καταλάβαμε την κρυμμένη σοφία τους.

Αυτές οι γύρες, όπως τις αποκαλούσαμε στο αγρόκτημα, μπορεί να μην ήταν απόλυτα αποδεκτές, τις ανεχόμασταν ό-

. 22 .

Ο Ι Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

μως. 0 πατέρας μου μάλιστα, θέλοντας να την πειράξει μερι­κές φορές, ρωτούσε τη Σελήνη πότε σχεδίαζε να πετάξει από το κοτέτσι αυτή τη χρονιά, ώστε να φροντίσει να προσλάβει μιαν αντικαταστάτρια να προσέχει τα παιδιά του. Η Σελήνη, πάλι, δεν μπορούσε να προβλέψει πότε ακριβώς θα το έσκα­γε. Έφευγε όταν ήταν η ώρα να φύγει.

Οι νεαροί του αγροκτήματος αποκαλούσαν τη Σελήνη «Άβυζη» -αυτό νόμιζαν ότι σήμαινε το Α-μαζός (χωρίς μα­στό)- ποτέ όμως μπροστά της. Στην πραγματικότητα το όνο­μα αυτό προέρχεται από τους Κιμμέριους: Οόμα Ζυόνα, που σημαίνει Θυγατέρες του Αλόγου. Υποτίθεται ότι ήταν υποτι­μητικό. Οι Κιμμέριοι (οι οποίοι έμαθαν ιππασία πολύ αργότε­ρα) νόμιζαν ότι έτσι έβριζαν τις αντιπάλους τους στις πεδιά­δες. Οι Αμαζόνες πάλι το αντιμετώπιζαν με περιφρόνηση. Πο­τέ δε χρησιμοποιούσαν τον όρο «Αμαζόνα» για να περιγρά­ψουν τον εαυτό τους. Η Σελήνη το χρησιμοποιούσε μόνο στις συζητήσεις της με τους Έλληνες, κι αυτό με μισή καρδιά, επειδή είχε καθιερωθεί. Έτσι μετέφερε τα ονόματα των Αμα­ζόνων στα ελληνικά, όπως Αλκίππη, «Δυνατή Φοράδα», ή Με-λανίππη. «Μαύρη Φοράδα».

Οι γαμπροί του υποστατικού κυνηγούσαν τη Σελήνη, όπως έκαναν μ' όλες τις ανύπαντρες. Εκείνη βέβαια δεν είχε αντίρ­ρηση να έρθει σ' επαφή με κάποιον που της άρεσε, όμως κα­νείς δεν κατάφερε να τη μαλακώσει ή να της πάρει ένα χαμό­γελο χωρίς τη θέλησή της. Μόνο η μαγεία της μουσικής την έκανε να χαλαρώνει, ο κατάλληλος σκοπός από τον κατάλλη­λο θαυμαστή, αλλά κι αυτό γινόταν με θλίψη ψυχής και με μιαν αποστασιοποίηση που την έκανε ακόμα πιο απόμακρη.

Υπήρχαν κι άλλες ομόφυλες της Σελήνης στην Αττική. Εί­χαν τραυματιστεί στη Μεγάλη Μάχη κι είχαν αναγκαστεί να παραμείνουν στην πόλη. Μερικές έγιναν ερωμένες των αφε­ντικών τους, άλλες υπηρέτριες. Στο τέλος το έσκασαν όλες. Αλυσοδεμένες ή φυλακισμένες, πέθαιναν. Μόνο η Σελήνη, η οποία είχε δώσει το λόγο της και φρόντιζε την αδελφή μου κι εμένα, έμεινε. Απέκτησε φήμη. Οι αστοί ζητούσαν ευκαιρία

. 23 .

Page 10: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Σ Τ Ι Β Ε Ν Π Ρ Ε Σ Σ Φ Ι Λ Ν Τ

να επισκεφτούν το κτήμα για να δουν από κοντά μιαν εκπρό­σωπο αυτής της φυλής που στα σκυθικά λέγεται οιόρπατα, ανδροκτόνος. «Είναι αλήθεια ότι έχει καυτηριάσει το δεξί της στήθος για να ρίχνει καλύτερα με το τόξο;», «Επιτρέπεται να έχει όπλα κοντά της;», «Τι είναι αυτό που την κρατά και δε φεύγει;».

Μια κυρά από το δήμο της Μελίτης, θεία του νεαρού άρχο­ντα Αττικού, με τον οποίο θα αρραβωνιαζόταν η αδελφή μου, επέπληξε τον πατέρα μου επειδή εξέθετε τις κόρες του σε τέ­τοια ανίερη επιρροή. «Τα κορίτσια θα γίνουν άγρια! Ποιος θα τις διδάξει να ξαίνουν και να γνέθουν; Πώς θα μάθουν ότι η σιωπή είναι στολίδι για τη γυναίκα;»

Ο πατέρας μου πίστευε ότι τα κορίτσια έπρεπε να ιππεύ­ουν και να τρέχουν. Δεν ήθελε να γίνουμε μαλθακές, να σιχαι­νόμαστε να πιάσουμε το κυνήγι ή να φοβόμαστε να περπατά­με μόνες μας στο σκοτάδι. Ποια άλλη θα μπορούσε να μας μάθει καλύτερα αυτά τα πράγματα εκτός από μια πολεμί­στρια της Αμαζονίας; 0 πατέρας θαύμαζε τη Σελήνη. Ένιωθε κρυφή περηφάνια όποτε τον συνόδευε. Έκανε σαν κι αυτόν που κρατά το λουρί μιας αρκούδας ή μιας λέαινας. Ένιωθε ότι τον προστάτευε. Ήταν φανερό ότι οι άντρες μισούσαν τη Σε­λήνη, κι οι γυναίκες ακόμα πιο πολύ, αλλά αυτό το φαινόμενο ποτέ δεν προβλημάτισε ούτε επηρέασε την αδελφή μου κι εμένα. Αντίθετα, όποτε γινόμασταν μάρτυρες τέτοιων συμπε­ριφορών οργιζόμασταν αφάνταστα, χωρίς να μπορούμε ωστό­σο να δικαιολογήσουμε την οργή μας.

0 ίδιος ο Θησέας, ο άρχοντας της Αθήνας, θέλησε να γνω­ρίσει τη Σελήνη και ζήτησε να έρθει σ' επαφή μαζί της, στέλ­νοντας μάλιστα δώρα τα οποία εκείνη περιφρόνησε και απέρ­ριψε. Πόσο τρομάξαμε τότε! Ένα ανοιξιάτικο μεσημέρι, στα ενδέκατα γενέθλιά μου, ο βασιλιάς ήρθε μόνο και μόνο για να μιλήσει μαζί της. Αυτό δεν είχε ξαναγίνει! Δε θα ξεχάσω ποτέ εκείνη τη μέρα που ο Θησέας, ο μονάρχης της Αθήνας και της Ελευσίνας, ηγεμόνας της Κρήτης και των νήσων, προχωρούσε στο μονοπάτι μας. Ο άνθρωπος αυτός είχε επιβάλει το νόμο

. 24 .

Ο Ι Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

στην Αττική, ενώνοντας τις διάφορες συνοικίες, και είχε καθα­ρίσει την περιοχή, σύμφωνα με τη φράση της Μύρινας. από τους ληστές της κακοδιοίκησης.

Ο Θησέας ήταν συγγενής του πατέρα μας. Η μητέρα του βασιλιά, η Αίθρα, και η μητέρα του πατέρα μου. η Πολυκά-στη, ήταν εξαδέλφες. Έπειτα, ο πατέρας κι ο αδελφός του, ο Δάμων, είχαν συνοδεύσει το Θησέα στο πρώτο ταξίδι του στη Θάλασσα των Αμαζόνων. Ποτέ όμως δεν είχε πατήσει το πόδι του στο υποστατικό μας. Ήρθε με άμαξα, όχι με άλογο ή με τα πόδια, επειδή είχε χτυπήσει στο μηρό πριν από κάμποσες μέρες και πήγαινε κούτσα κούτσα με τη βοήθεια μιας πατερί­τσας. Ω. όταν ήρθε! Δεν είχαμε ξαναδεί τόσο όμορφο άντρα! Μισό κεφάλι ψηλότερος από τον πατέρα μου που, σημειωτέ­ον, ήταν ο πιο ψηλός άντρας της περιοχής, και σμιλεμένος, θαρρείς, σε ξύλο βαλανιδιάς. Το ηλιοκαμένο δέρμα των χε­ριών του μ' έκανε ν' ανατριχιάσω, ενώ οι μπούκλες που έπε­φταν στους ώμους του είχαν τόση λάμψη που θύμιζαν άγρια ελάφια και κουνάβια. Δε χρειαζόταν μεγάλη φαντασία για να καταλάβει κανείς πώς η Αντιόπη, η βασίλισσα των Αμαζόνων, υπέκυψε στην απαράμιλλη γοητεία του. ώστε να εγκαταλείψει τη φυλή της και μάλιστα να πολεμήσει εναντίον της, στο πλευρό του βασιλιά.

Η αδελφή μου κι εγώ εξετάσαμε προσεκτικά την αμφίεση του μεγάλου Θησέα. Φορούσε έναν απλό λευκό χιτώνα με μια γαλάζια λωρίδα στις άκρες και μανδύα στο χρώμα της σκου­ριάς, στερεωμένο με μια χρυσή πόρπη σε σχήμα σφουγγα­ριού, που είχε μια ξεχωριστή ιστορία:

Κάποτε, στις αρχές της βασιλείας του Θησέα, ένας κοινός θνητός είχε πάει στο παλάτι ζητώντας ακρόαση. Τον πληρο­φόρησαν ότι ο άρχοντάς μας ήταν στο λουτρό. Η είσοδος απαγορευόταν στους πάντες. Ο βασιλιάς όμως άκουσε τον άνθρωπο στην πύλη και διέταξε τους φρουρούς να τον αφή­σουν να περάσει. Δέχτηκε τον άντρα, ενώ ήταν ακόμα στο λουτήρα του, κι έβγαλε εκεί την κρίση του, η οποία έτυχε να είναι ευνοϊκή. Όταν το έμαθαν οι ευπατρίδες έγιναν έξω φρε-

. 25 .

Page 11: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Σ Τ Ι Β Ε Ν Π Ρ Ε Σ Σ Φ Ι Λ Ν Τ

νών από την έλλειψη αξιοπρέπειας που επέδειξε. Όμως η κί­νηση αυτή έκανε το Θησέα πιο αγαπητό στο λ α ό · έτσι ακόμα και σήμερα το να ενεργείς «από λουτήρος» σημαίνει να πα­ρακάμπτεις διαόλους και να κινείσαι άμεσα και με συμπόνια. Ο άντρας, για να δείξει την ευγνωμοσύνη του, δώρισε στο Θη­σέα ένα χρυσό γούρι σε σχήμα σπόγγου, που ο βασιλιάς τίμη­σε δεόντως. Το χρησιμοποιούσε στα ενδύματά του, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα τις βασιλικές πόρπες.

Την ίδια φορούσε κι όταν επισκέφτηκε το σπίτι μας. Χαι­ρέτησε τον πατέρα μου λέγοντας «Ω Ελιεύ, αγαπητέ εξάδελ­φε και φίλε», ενώ το θείο Δάμωνα τον αποκάλεσε «μαύρο πρόβατο και σύντροφό του». Ξεφορτώθηκε κάθε διακριτικό του αξιώματός του, παραδίνοντας τα στην αδελφή μου και στη μητέρα μου, σημάδι σεβασμού στο πρόσωπό τους, κι όταν κά­θισε παράμερα με τη Σελήνη κάτω από τη βαλανιδιά (η οποία έκτοτε ονομάστηκε Βαλανιδιά του Βασιλιά) όλοι στο υποστα­τικό τα έχασαν, ιδίως αυτοί που την καταφρονούσαν, βλέπο­ντας με πόσο σεβασμό μιλούσε ο βασιλιάς στην αιχμάλωτη υπηρέτρια και με πόση προσοχή άκουγε την απάντησή της.

Δεν ξέραμε τότε τι είπε στη Σελήνη. Αργότερα μάθαμε ότι την πληροφόρησε για το σοβαρό τραυματισμό της αγαπημέ­νης της Ελευθεράς, πριν από τρεις μήνες στην πατρίδα της. στη Μαύρη Θάλασσα. Η αναφορά αυτή, τριών μηνών ήδη, είχε φτάσει μόλις χθες στην πόλη με πλοίο, και ο Θησέας, τιμώ­ντας παλιούς όρκους, θεώρησε υποχρέωσή του να τη γνωστο­ποιήσει στη Σελήνη προσωπικά. Οι Αμαζόνες σχηματίζουν ερωτικά τρίγωνα, τον τριπλό δεσμό που αποκαλούν τρικόνα, και προτιμούν να πάνε στον Άδη στη θέση των συντρόφων τους. Οι Αμαζόνες πιστεύουν ότι αυτή είναι η βάση της αν­δρείας στη μάχη, γιατί καθεμιά από τις τρεις γυναίκες είναι πρόθυμη να θυσιάσει τη ζωή της για να σώσει τις άλλες. Η Σελήνη και η Ελευθερά τέτοιες συντρόφισσες ήταν. Κανείς δεν μπόρεσε να καταλάβει, μελετώντας το πρόσωπο της Σε­λήνης, πόσο λυπήθηκε ή ποια απόφαση πήρε, όταν πληροφο­ρήθηκε το γεγονός. Η έκφρασή της δεν άλλαξε σχεδόν καθό-

. 26 .

Ο Ι Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

λου. Μόνο αργότερα, το ίδιο εκείνο βράδυ, η αδελφή μου κι εγώ. που την είχαμε πάρει από πίσω σαν κατάσκοποι, ανακα­λύψαμε το φυλαχτό από πυρίτη και κέρατο που είχε κρεμάσει στο μοναχικό καμφορόδεντρο, στην ανατολική πλαγιά του αγροκτήματος. Αυτό οι Αμαζόνες το ονομάζουν αιστιβάλ. Δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο στην ελληνική γλώσσα. Είναι σαν το εισιτήριο που αφήνει κάποιος για ένα φίλο όταν επιθυμεί να πάνε μαζί σ' ένα χορό ή σε μια χορωδία. Το αιστιβάλ είναι μια έκκληση να δώσει μια Αμαζόνα τη ζωή της στη θέση της αγαπημένης της, κι αν δε γίνει αυτό, ο όρκος ότι θα ενωθεί μαζί της στον Άδη.

Ο Θησέας καταλάβαινε πολύ καλά αυτές τις πρωτόγονες αρχές και θέλησε να προειδοποιήσει τον πατέρα μου, μιλώ­ντας του ιδιαιτέρως μετά τη συζήτηση που είχε με την Αμαζό­να. Του είπε ότι η Σελήνη, ύστερα απ' αυτή την είδηση, η οποία την αποδέσμευε από τον όρκο πίστης που την κρατού­σε δεμένη, ίσως ζητούσε την ελευθερία της ή μπορεί να την έπαιρνε μόνη της. Ο πατέρας το ήξερε αυτό. Και οι δύο άντρες γνώριζαν την επιτακτική ανάγκη όλων των πολεμικών φυλών να τιμούν τα έθιμά τους. Ίσως αυτό έκανε τη Σελήνη να το σκάσει.

Εμείς, τα παιδιά, το μαντεύαμε καλύτερα από τους μεγά­λους, αφού γνωρίζαμε καλά την τροφό μας. Ξέραμε την αγά­πη που συνέδεε το βασιλιά μας με την Αμαζόνα Αντιόπη, η οποία είχε πολεμήσει στο πλευρό του στη Μεγάλη Μάχη. Μπορεί ο βασιλιάς να την αγαπούσε ακόμα, αν και είχε πεθά­νει εδώ και καιρό, ή φοβόταν τη μαγεία της Ελευθεράς που έφερε το πολεμικό όνομα των Σκυθών, Μολπαδία, που σημαί­νει «Τραγούδι Θανάτου». Τα κοριτσίστικα μάτια μας δεν άφηναν στιγμή το μονάρχη, αναζητώντας στο φέρσιμό του κά­ποια θλίψη, που μάλλον διακρίναμε, χωρίς να γνωρίζουμε την πηγή της. Οι νέοι του υποστατικού, συγκρατημένοι από την έλλειψη αυτοπεποίθησης που τους χαρακτηρίζει, δεν τόλμησαν να πλησιάσουν και να μιλήσουν στο βασιλιά ευθέως όπως η τροφός μας. Τους βλέπαμε να σιγοψιθυρίζουν μεταξύ τους

. 27 .

Page 12: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Σ Τ Ι Β Ε Ν Π Ρ Ε Σ Σ Φ Ι Λ Ν Τ

όπως κάνουν συνήθως οι άντρες: «Τι έχει αυτή η βάρβαρη σκύλα που την κάνει ανώτερη από μας;»

Το μίσος τους για τη Σελήνη φούντωσε. Έτσι την ίδια εκεί­νη νύχτα, μετά την αναχώρηση του βασιλιά, οι νεαροί όρμησαν στο σπιτάκι της Σελήνης, που ήταν δίπλα στο δωμάτιο που μοιραζόμουν με την αδελφή μου. και την πήραν μαζί τους στα σκοτεινά. Όταν η Ευρώπη κι εγώ πήγαμε να ουρλιάξουμε, η Σελήνη μάς έριξε μια άγρια ματιά, που σήμαινε να μη βγά­λουμε τσιμουδιά, πράγμα που θα έκανε κι η ίδια, το ξέραμε καλά. Εμείς ωστόσο τρέξαμε στον πατέρα και στη μητέρα, αλλά κανείς από τους δυο δεν κουνήθηκε, παρά τα παρακά­λια μας. Ξέραμε καλά πως κάθε στιγμή θα ήταν μαρτύριο για τη Σελήνη. Ο πατέρας πίστευε πως σ' ένα αγρόκτημα. όπως και σ' ένα πλοίο, τα βοηθητικά χέρια μπορεί να ξεφύγουν από τον έλεγχο κάποια στιγμή και να ξεσπάσουν κάπου την κακία τους. Οι γονείς μας έκριναν ότι ήταν καλύτερα να την πληρώ­σει μια απόκληρος. Εκείνη τη στιγμή μίσησα τον πατέρα μου. Ίσως όμως ν' ανησυχούσε κι αυτός για τη φυγή της Σελήνης και δεν ήξερε πώς να την αποτρέψει, ή πάλι μπορεί να ένιωθε ότι είχε αποτύχει ως αφέντης. Πήγε πάντως να τη σώσει, αλ­λά χωρίς να βιάζεται ιδιαίτερα.

Η μητέρα δεν επέτρεψε στην Ευρώπη κι εμένα να τον ακο­λουθήσουμε και, καθώς μας έσφιγγε πάνω στο στήθος της, εί­πε: «Η Σελήνη δεν είναι σαν εσάς ή σαν εμένα, παιδιά μου. Είναι ένα άγριο πλάσμα που μπορεί ν' αντέξει όσα δε θα μπορούσε άλλος άνθρωπος».

«Εννοείς ότι μπορεί να τη βιάσουν όπως οι αρσενικές πά­πιες επιτίθενται στις θηλυκές;» ρώτησε η αδελφή μου, κι έφα­γε ένα χαστούκι για την αναίδειά της.

Η μητέρα μάς κράτησε αρκετή ώρα μέχρι να τελειώσουν οι άντρες τη βρόμικη δουλειά τους. Όταν γύρισε ο πατέρας μάς έριξε ένα βλέμμα που σήμαινε ότι ήμασταν ελεύθερες. Κατα­λάβαμε ότι μπορούσαμε να φροντίσουμε τώρα τη Σελήνη και τρέξαμε κοντά της.

Οι άνθρωποι είπαν αργότερα για όσα επακολούθησαν ότι

. 28 .

Ο Ι Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

έφταιγε η ταπείνωση που είχε υποστεί ή η οδύνη που είχε νιώ­σει με τα νέα. Δεν ήταν τίποτε από τα δυο. Γιατί μια γυναίκα σαν κι αυτήν, η οποία είχε παραδοθεί κι είχε γίνει υπηρέτρια, δεν ήταν δυνατό να ταπεινωθεί περισσότερο· ούτε το έκανε από θλίψη ή για εκδίκηση, αλλά από αλτάρε, για να ενωθεί με την πεσούσα, όπως λένε οι Αμαζόνες στη γλώσσα τους.

Η Σελήνη δεν το έσκασε εκείνη τη νύχτα. Αντί γι' αυτό. πήρε την Ευρώπη και μένα και πήγαμε στο δασάκι, όπου μας είχε εκπαιδεύσει στη σιωπή, και επί τρεις νύχτες μάς διηγιό­ταν την ιστορία της. Όταν μια Αμαζόνα νιώθει να πλησιάζει η ώρα του θανάτου της -όταν τραυματιστεί ή αρρωστήσει, ή όταν την παραμονή μιας μάχης έχει δει κάποιο όραμα ή ση­μάδι του επικείμενου θανάτου της- ο νόμος της φυλής της την προστάζει να «κάνει τη διαθήκη της». Μαζεύει τις κόρες της και αφηγείται την ιστορία της. Μια τέτοια αφήγηση, όπως αυ­τή που έκανε η Σελήνη σε μας, σπάνια έχει τη μορφή μιας απλής αναφοράς γεγονότων. Μπορεί να περιέχει οράματα και όνειρα, αλλά και συναρπαστικές περιπέτειες.

Η Σελήνη, λοιπόν, μας παρέδωσε αυτά τα χρονικά όπως τα παραδίδω σε σας τούτη τη νυχτιά. Μας μίλησε για τα παιδικά της χρόνια στα στέπες της Ανατολής· για τον ερχομό του Θη­σέα από τη θάλασσα πριν από είκοσι χρόνια· πως ο βασιλιάς κέρδισε την καρδιά της Αντιόπης, της βασίλισσας της Αμαζο-νίας, και την πήρε μαζί του στην πόλη των Αθηνών. Η Σελήνη μάς μίλησε για την οργή των Αμαζόνων και για τη συγκρότηση της στρατιωτικής δύναμης υπό την Ελευθερά, στην οποία συμ­μετείχε όλο το έθνος τους, αλλά και οι αντρικές φυλές των πε­διάδων: Σκύθες και Μαιώτες, Θράκες και Μοσσύνοικοι. Μασ-σαγέτες και Θυσσαγέτες και πενήντα ακόμη φυλές. Μας είπε ακόμη για το τρίμηνο ταξίδι αυτής της στρατιάς προς τη Δύση και την επίθεση κατά της πόλης μας. Τούτα τα θαυμαστά πράγματα αφηγήθηκε η Σελήνη με τόσο ασυνήθιστη βιάση που η αδελφή μου κι εγώ τρομάξαμε (γιατί να κάνει τη διαθήκη της αν δεν ετοιμαζόταν να πεθάνει;). Η γλώσσα μας όμως ήταν δε­μένη γιατί την αγαπούσαμε και νιώθαμε δέος γι' αυτήν.

. 29 .

Page 13: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Σ Τ Ι Β Ε Ν Π Ρ Ε Σ Σ Φ Ι Λ Ν Τ

Την τρίτη νύχτα μάς οδήγησε σε κείνο τον ετοιμόρροπο τοίχο που εμείς τα παιδιά αποκαλούσαμε Φιδοφωλιά, κι εκεί, βάζοντας το χέρι της μέχρι τον ώμο μέσα σε μια ρωγμή, έβγα­λε μια οχιά. Το δηλητήριο αυτού του ερπετού, που ήταν ακό­μα ναρκωμένο από το κρύο. χρησιμοποιούν οι Αμαζόνες για να περιέλθουν σ' αυτή την κατάσταση που αποκαλούν αδρά­νεια. Αρπάζοντας το φίδι από το σβέρκο, η Σελήνη έβαλε τα ρουθούνια του δίπλα στην κνήμη της. Δεν έβγαλε ούτε μια κραυγή ούτε καν κουνήθηκε όταν τα δόντια του ερπετού τρύ­πησαν τη σάρκα της και του έκοψε το κεφάλι με το δρεπάνι της. Μετά έσκισε με τη λεπίδα της τα σαγόνια του φιδιού και έβγαλε τα δόντια, που ήταν μεγάλα όσο η άρθρωση ενός δά­χτυλου. Τραγούδησε:

Κάλλος και οργή Η καρδιά ομιλεί μα δεν ακούει κανείς Εκτός από μας σε τούτο το μονοπάτι.

Κοιτάξτε εδώ, θυγατέρες κι εγγονές μου, στο φως του φεγγα­ριού, τον τοίχο από ξερολιθιά που ενώνει τις στάνες, όπου κουρεύουμε τ' αρνιά, με την πύλη του αγροτικού δρόμου.

Από κει, την άλλη μέρα το μεσημέρι, φάνηκε η Σελήνη κα­βάλα στο άλογο του πατέρα που είχε κλέψει προηγουμένως από το στάβλο. Ανάμεσα στα σαγόνια του κέλητος ήταν ο χρυ­σός υποχαλινός των ηνίων της Σελήνης. Στο χέρι της είχε περα­σμένη την πολεμική ασπίδα από δέρμα αρκούδας και μαύρης λεοπάρδαλης. Μαστίγωσε το ζώο για να τρέξει, ενώ τ' αγόρια και οι άντρες του υποστατικού όρμησαν να τη σταματήσουν.

Εκεί μπροστά στον τοίχο, ο Σκυλλίας ο γιδοβοσκός δέχτη­κε το κοντάρι της Σελήνης στην κοιλιά. Ήταν τόση η δύναμη του χτυπήματος ώστε ο άντρας δεν έχασε καθόλου την ισορ­ροπία του, μόνο καρφώθηκε σαν σανίδα κάτω από το καρφί του μαραγκού πάνω στην ξύλινη πύλη. Ξεψύχησε πριν προλά­βει να βγάλει κιχ ή να σηκώσει το χέρι για να δώσει το σύνθη­μα της επίθεσης.

. 30 .

Ο Ι Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

Με το τόξο η Σελήνη σκότωσε τον Δράκοντα τον πρωτομά­στορα, εκεί, δίπλα στη γούρνα της πηγής, και καλπάζοντας πήδησε τον τοίχο, εκτοξεύοντας μια δεύτερη σαΐτα καθώς έφευγε. Το βέλος βρήκε το νεαρό Μέμνονα στο λαιμό, κόβο­ντας τις φωνητικές του χορδές και σπάζοντας τον αυχένα που κρατάει το κεφάλι, με αποτέλεσμα να πέσει σαν σακί με πέ­τρες, άψυχος πριν καν αγγίξει το κουφάρι του το χώμα.

Πάνω από δέκα άνθρωποι ήταν μάρτυρες αυτού του γεγο­νότος, ανάμεσά τους η μητέρα κι ο πατέρας, όμως κανείς δεν πρόλαβε να φωνάξει, τόσο ξαφνική ήταν η εμφάνιση της Σε­λήνης. Ο Μέντωρ, που είχε βιάσει άγρια τη Σελήνη και της φερόταν με περιφρόνηση περισσή, βλέποντας τη να πηδάει τον τοίχο και να ορμάει καταπάνω του, άρχισε να τρέχει.

Τότε από το λαρύγγι της Αμαζόνας, η οποία είχε υπομείνει τα πάνδεινα αδιαμαρτύρητα, βγήκε μια φοβερή πολεμική κραυγή που ακόμα και τώρα ανατριχιάζω σαν τη θυμάμαι. Αρπάζοντας το πελέκι του ξυλοκόπου που κουβαλούσε αντί για λάβρυ, εκσφενδόνισε το όπλο εναντίον της λείας της που είχε τραπεί σε φυγή. Το πελέκι, σφυρίζοντας, καρφώθηκε α­νάμεσα στις ωμοπλάτες του, βαθιά όσο μια παλάμη, κόβοντας τένοντες και κόκαλα. Η δύναμη του χτυπήματος έκανε τον αγροίκο να πέσει μπρούμυτα στο χώμα, χωρίς ν' ανοίξει διά­πλατα τα χέρια από αγωνία ούτε να τ' απλώσει εμπρός για να μειώσει τη δύναμη της πτώσης. Κατάφερε ωστόσο να γυ­ρίσει στο πλάι και μετά να συρθεί μπρούμυτα για να βουτήξει με το κεφάλι στο βούρκο με τα γουρούνια και να μην ξαναση­κωθεί ποτέ πια.

Το άλογο της Σελήνης πέρασε καλπάζοντας από δίπλα του, σκορπίζοντας άχυρα προς όλες τις μεριές, έπειτα έστριψε στη γωνιά κι άρχισε ν' ανεβαίνει την πλαγιά, ποδοπατώντας τα κλήματα που είχαμε τρυγήσει εκείνο το πρωινό. Εξαφανίστη­κε στον ελαιώνα, αφήνοντας τα χνάρια του ζώου στο χώμα να μαρτυρούν τη φυγή της.

. 31 ·

Page 14: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

2 Ελευθερά σημαίνει Ελευθερία

Δ Υ Ο Ν Υ Χ Τ Ε Σ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ξύπνησα και είδα ότι η αδελφή μου είχε φύγει. Κατάλαβα αμέσως ότι το είχε σκάσει για ν' ακο­λουθήσει τη Σελήνη. Επειδή το δωμάτιο μας δεν είχε παράθυ­ρο ούτε εξωτερική πόρτα, όταν θέλαμε να φύγουμε απαρατή­ρητες περνούσαμε μέσα απ' το φεγγίτη πάνω από το γείσω­μα. Ώσπου ν' ανοιγοκλείσεις τα μάτια, έτρεχα ξυπόλυτη προς το δάσος.

Υπήρχαν καμιά πενηνταριά κρυψώνες που χρησιμοποιού­σαμε με την Ευρώπη, θα μπορούσε λοιπόν να έχει πάει σε κάποια απ' αυτές. Τα πόδια μου όμως με οδήγησαν στο δα­σάκι της κοιλάδας, στην ακαδημία της σιωπής, όπου η Σελήνη θυσίαζε ένα περιστέρι στο φεγγάρι κάθε ηλιοστάσιο. Ένα χει­μώνα που πήγαμε εκεί με το κρύο, η παιδαγωγός μας ανά­γκασε την Ευρώπη κι εμένα (γιατί έπρεπε να υποφέρουμε κι οι δυο) να μείνουμε όλη τη νύχτα μες στην παγωνιά, σε ση­μείο να μη νιώθουμε το σώμα μας από τη μέση και κάτω. Σκαρφάλωσα στην πλαγιά αγκομαχώντας, όταν ξάφνου ένα χτύπημα μ' έκανε να σωριαστώ κάτω. Όταν γύρισα ανάσκελα, ανακάλυψα μια μορφή καθισμένη στο στήθος μου και τη λεπί­δα ενός μαχαιριού στο λαιμό μου.

«Ποιος σε ακολούθησε;» Ήταν η Ευρώπη. Ολόγυμνη. Μέσα στο σκοτάδι, διέκρινα

τα κοψίματα. Ήταν χαραγμένα κλιμακωτά στη σάρκα του στήθους της. Αυτό ήταν το ματρικόν, το τελετουργικό του αυ-

. 32 .

Ο Ι Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

το-ακρωτηριασμού που έκαναν οι Αμαζόνες την παραμονή της μάχης.

«Τι πήγες κι έκανες;» φώναξα. Το άλογο της αδελφής μου, ο Πορφυροκέφαλος, περίμενε,

φορτωμένος με τ' απαραίτητα για το ταξίδι. «Σκοπεύεις ν' ακολουθήσεις τη Σελήνη;» Η Ευρώπη μου έγνεψε να μη φωνάζω. «Γιατί με πήρες

από πίσω, Χαριτώ;» «Πάρε με μαζί σου!» παρακάλεσα. Η Ευρώπη ανέβηκε ψηλά στην πλαγιά και στάθηκε εκεί.

ακίνητη, με το αυτί τεντωμένο. Ικανοποιημένη που δε με είχε ακολουθήσει κανείς, ήρθε πάλι κοντά μου και μ' άρπαξε από τον καρπό. «Εκεί, το νιώθεις;»

Έβαλε το χέρι μου ανάμεσα στα σκέλια της. «Αιμορραγώ, έγινα γυναίκα». Ανατρίχιασα ολόκληρη. Η πρώτη έμμηνος ρύση της αδελ­

φής μου. Ήταν γυναίκα πια. Από το ποδοπατημένο χορτάρι, κατάλαβα ότι χόρευε. Σε κατάσταση έκστασης, άπλωσε τα χέρια στο φεγγάρι, που είχε το ίδιο όνομα με κείνη. Ευρώπη η «Φεγγαροπρόσωπη», όπως της Σελήνης ήταν «Πανσέληνος». Η ανάσα της άχνιζε στον αέρα. Την κοίταζα σαν μαγεμένη. Φαινόταν να εκστασιάζεται με κείνο το ουράνιο σώμα που ράντιζε τα δέντρα με το ασήμι του.

«Πάρε με μαζί σου, αδελφούλα!» «Πρέπει να κρατήσεις το μυστικό. Άκουσες τους άντρες

σήμερα!» Πράγματι, την αυγή εκείνης της μέρας, η Ευρώπη κι εγώ

πήγαμε στην πόλη, στο μέρος όπου γινόταν η συνέλευση, και παρακολουθήσαμε από τον πευκώνα, ψηλά στην Πνύκα (μαζί μ' άλλα παιδιά, δούλους και γυναίκες, στις οποίες απαγορευ­όταν διά νόμου ν' ασχολούνται με τα δημόσια πράγματα) τους άντρες να συζητούν για την τύχη της Σελήνης και τι έπρεπε να κάνουν ώστε να τιμωρηθεί για τα εγκλήματά της και τη φυγή της.

Το μακελειό στην αυλή είχε προκαλέσει μεγάλη οργή. Πριν

. 33 .

Page 15: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

στεγνώσει ακόμα το αίμα των σκοτωμένων, οι αρσενικοί του κτήματος στάλθηκαν στο κατόπι της, ενώ οι γυναίκες μαζεύ­τηκαν γύρω από τους νεκρούς γιους και συζύγους ολοφυρό-μενες. Έφεραν αμέσως άλογα και όπλα. Ετοιμάστηκε ένα απόσπασμα. Ο πατέρας μου τέθηκε επικεφαλής. Η αδελφή μου κι εγώ τον είδαμε να χρονοτριβεί. Ώσπου να συγκεντρω­θούν, να εφοδιαστούν με τ απαραίτητα και να βρουν τα κα­τάλληλα όπλα πέρασε αρκετή ώρα, με αποτέλεσμα ο ζήλος της καταδίωξης να ξεθυμάνει. Κατάλαβαν ότι ήταν εντελώς ανόητο να κυνηγήσουν τη Σελήνη. Ποιος μπορούσε να συλλά­βει την Αμαζόνα που προπορευόταν ήδη κατά πολύ και που όσο περνούσε η ώρα κέρδιζε έδαφος; Η Σελήνη θα κάλπαζε μέχρι να εξαντληθεί το άλογό της, μετά θα έκλεβε άλλο, κι άλλο, ενώ το απόσπασμα θα έπρεπε ν' αλλάξει ή ν' αγοράσει ξεκούραστα ζώα, σε μια περιοχή που θα είχε υποστεί ήδη τις συνέπειες από το πέρασμα της λείας τους. Εξάλλου, μια ένο­πλη ομάδα δεν μπορούσε να περάσει μέσ' από ξένες πόλεις χωρίς την άδεια των αρχόντων τους. Ο Θησέας δεν ήθελε να το κάνει θέμα, όταν οι άνθρωποί του τον πληροφόρησαν γι' αυτό αργά εκείνη τη μέρα. Επικαλέστηκε άλλες υποθέσεις της πολιτείας, πολύ πιο επείγουσες, για την ακρίβεια την τόλ­μη ορισμένων αρχόντων οι οποίοι ήθελαν να ανεξαρτητοποιη­θούν από το θρόνο, για να μην αναφερθώ στους συμμάχους τους στην εκκλησία του δήμου που διαισθάνονταν ίσως μια χαλάρωση στην υποστήριξη του λαού προς το βασιλιά τους και ήθελαν να το εκμεταλλευτούν προς όφελός τους.

Πέρασε μια μέρα, έπειτα άλλη μία. Η οργή για τη Σελήνη ξεθύμανε· την ακολούθησε η θλίψη για τους σκοτωμένους και η δυσοίωνη αίσθηση, που δεν έλειπε ποτέ από τους προληπτι­κούς κατοίκους της υπαίθρου, ότι κάποιος θεός είχε βάλει κι εδώ το χέρι του. Ίσως οι ουράνιοι επιθυμούσαν αυτό το μακε­λειό. Οι νεκροί βέβαια δεν μπορούσαν να ζητήσουν την αθώω-σή της και οι σύντροφοί τους, όσο κι αν φλέγονταν από τη φωτιά της εκδίκησης, ήταν φτωχοί άνθρωποι με ελάχιστους πόρους και ακόμα λιγότερη επιρροή.

. 34 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Έτσι όλοι προσπάθησαν να ξεχάσουν αυτό το ατυχές επει­σόδιο, την άτακτη φυγή μιας παράξενης και σίγουρα μισότρε­λης τροφού. Ένας άνθρωπος όμως, ο Λύκος, γιος του Πανδίο-νος, που ήταν αδελφός του Αιγέα, του πατέρα του Θησέα, και ο οποίος ένιωθε ότι έχασε άδικα το θρόνο των Αθηνών, μισού­σε το βασιλιά και του κρατούσε κακία γι' αυτό και για πολλά άλλα που είχαν συμβεί στο παρελθόν. Η περίπτωση της Σελή­νης, τα εγκλήματα και η φυγή της, ήταν για το Λύκο θαυμά­σια ευκαιρία να εκδικηθεί τον εχθρό του. Έτσι άρχισε να ξε­σηκώνει το λαό, δηλώνοντας στη συνέλευση ότι η ατιμωρησία τέτοιων αδικημάτων θα προκαλούσε χειρότερες εγκληματικές πράξεις - όχι των ακίνδυνων παράνομων αγοριών και αντρών αλλά των γυναικών, οι οποίες είναι πιο ολέθριες και ανόητες. Αυτό βρήκε το στόχο του. Γιατί ποιος σύζυγος ή αφέντης -προσπάθησε να ερεθίσει ο Λύκος τους άρρενες της συνέλευ­σης- μπορεί να κλείσει τα μάτια και να κοιμηθεί ήσυχος όταν δαμασμένες παιδαγωγοί εκτοξεύουν βέλη και φεύγουν ατιμώ­ρητες για ξένα μέρη;

Ο ρήτορας θύμισε στους ακροατές του την εποχή, πριν από μερικές γενιές, όταν οι πατέρες δεν μπορούσαν να πουν με σιγουριά ποιοι ήταν γιοι τους· με τόσο πολλούς πήγαιναν οι γυναίκες. Εδώ στην πόλη των Αθηνών, ο βασιλιάς μας ο Κέ-κροψ, ο οποίος δίδαξε τ' αγαθά του πολιτισμού και της ευνο­μίας, είχε επιβάλει το θεσμό του γάμου, με τον οποίο η φαύλη φύση του θηλυκού είχε χαλιναγωγηθεί τελικά και τα δικαιώ­ματα της κληρονομικής διαδοχής, από πατέρα σε γιο, εγκαθι­δρύθηκαν σύμφωνα με τη θέληση των θεών.

«Τι σκάνδαλο, ω άνδρες Αθηναίοι, αν η πόλη μας, όπου η θεά ένωσε για πρώτη φορά το θηλυκό με το αρσενικό σε ιερό γάμο, αποδειχθεί τόπος διατάραξης της έννομης τάξης! Σε τού­το τον τόπο επίσης, η θεά Δήμητρα δίδαξε πρώτη τον άνθρω­πο να εκμεταλλεύεται τη γενναιοδωρία της γης. Έμαθε στους πατέρες μας την καλλιέργεια του χώματος και το ζευγάρωμα των ζώων. Κι αυτές οι τέχνες, που μοιραστήκαμε απλόχερα με όλους τους ανθρώπους, ανύψωσαν την ανθρώπινη φυλή από

. 35 .

Page 16: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

το τέλμα. Εδώ οι πατέρες μας έστησαν τους δύο στύλους του πολιτισμού, την καλλιέργεια της γης και τη μονογαμία. Επι­τρέπεται, λοιπόν, εμείς τα παιδιά τους να τ' αφήσουμε να χα­θούν; Αν επιτρέψουμε σ' αυτή τη βάρβαρη να φύγει ατιμώρη­τη», συνέχισε ο Λύκος, «θα είναι σαν να πλήττουμε την ίδια την πόλη και να ξαναγυρίζουμε στο βούρκο!»

Η συνέλευση γινόταν τότε όπως και τώρα στο ύπαιθρο, στο λόφο της Πνύκας, με προεδρεύοντα το Θησέα. Ο Λύκος έδειξε τις συνοικίες προς το Νότο, τη Δύση και το Βορρά, θυ­μίζοντας στους συμπατριώτες του την πολιορκία της πόλης, μόλις μια γενιά πριν.

«Τόσο γρήγορα ξεχάσατε, ω άνδρες Αθηναίοι; Επιτρέψτε μου τότε να σας θυμίσω εγώ εκείνη την εποχή που οι ορδές των Αμαζόνων στρατοπέδευαν πάνω σε τούτες τις πέτρες κι έκαιγαν στις μαγειρικές φωτιές τους τα ξύλα των σπιτιών μας, που αυτές κι οι βάρβαροι σύμμαχοι τους είχαν κατα­στρέψει συθέμελα, αναγκάζοντάς μας να τραπούμε έντρομοι σε φυγή. Και μην ξεχνάτε ότι οι γραμμές του εχθρού δεν ήταν καθόλου αδύναμες ή εξασθενημένες, αλλά είχαν βάθος είκοσι ασπίδες, ενισχυμένες με εφεδρικά αντρικά τάγματα, άγριους Σκύθες και Θράκες, Ισσηδόνες και Μελανδίτες και Μοσσύνοι-κους, Μασσαγέτες και Θυσσαγέτες, βαμμένους Τράλλες και άλλες φυλές του Στρυμόνα, τοξότες και σφενδονήτες, αλλά και οπλίτες και ιππικό πάνω από τριάντα χιλιάδες. Ούτε στα υποστατικά μας δεν μπορούσαμε να πάμε, γιατί ο στρατός των Αμαζόνων τα είχε καταλάβει όλα, λεηλατώντας την ύπαι­θρο από την Ελευσίνα μέχρι τις Αχαρνές, ενώ εμείς λιμοκτο­νούσαμε και μοιραζόμαστε το νερό, στριμωγμένοι πάνω στην ακρόπολη, πίσω από ένα φράχτη από ξύλα και πέτρες. Τα ξεχάσατε αυτά, ω άνδρες Αθηναίοι; Μήπως αυτό το μικρό πε­ριστατικό σάς διέφυγε;»

Ο Λύκος κάλεσε το Θησέα να εξαπολύσει ανθρωποκυνηγη­τό για να συλλάβει τη Σελήνη. Πρότεινε να χρησιμοποιήσει το στόλο και το στρατό. Ο λαός επηρεάστηκε πολύ από τα λό­για του, ήταν έτοιμος να επιδοκιμάσει μια κίνηση για την κα-

. 36 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ταδίωξη της φυγάδος μέχρι τη Μαύρη θάλασσα, αν ήταν απα­ραίτητο. Έτσι θα έπαιρναν εκδίκηση, όχι μόνο απ' αυτήν αλλά και από τ' απομεινάρια της φυλής της, εξολοθρεύοντας τη μια για πάντα.

Ο βασιλιάς μας σηκώθηκε όρθιος, παρά το σακατεμένο του πόδι. Ο κήρυκας του έδωσε το σκήπτρο του ομιλητή.

«Ω άνδρες Αθηναίοι», άρχισε ο Θησέας, «μένω άφωνος μπροστά σε τόση επίδειξη πνεύματος. Μόνο η λαχτάρα για το καλό της πόλης θα προκαλούσε τόσο ζήλο παρά τους κινδύ­νους. Ωστόσο, ελπίζω να με συγχωρέσετε αν διακρίνω στο πάθος του ομιλητή μας ένα ευφυέστατο και πανούργο σχέδιο. Γιατί κόπτεσαι τόσο πολύ γι' αυτή την υπόθεση, Λύκε; Τολμώ να πω ότι δεν έχεις καμία σχέση μ' αυτή τη γυναίκα, τη Σελή­νη, ή με τα θύματα της οργής της, που μέχρι χθες δεν ήξερες ούτε τα ονόματά τους». Ο βασιλιάς έδειξε το θρόνο του προ­έδρου. «Σου αρέσει αυτό το κάθισμα, έτσι δεν είναι, Λύκε; Λύκος! Το όνομά σου θυμίζει άγριο θηρίο και σαν άγριο θηρίο μού επιτίθεσαι».

Μουρμουρητά ακούστηκαν κι απ' τις δυο πλευρές. «Τι θα κάνω μ' αυτή τη γυναίκα», ολοκλήρωσε ο Θησέας,

«δεν το γνωρίζω ακόμα. Ξέρω όμως τι δε θα κάνω. Δε θα την κυνηγήσω διασχίζοντας τις θάλασσες. Όχι από φόβο για τους αντιπάλους, όσο ικανοί κι αν είναι στην υποδαύλιση των πα­θών των συμπολιτών μας, αλλά απλώς επειδή δεν αξίζει τον κόπο. Δε θα κάνω ολόκληρο θέμα μια λυπηρή δολοφονική πρά­ξη με τη συμμετοχή μου στην καταδίωξη του οργάνου της».

Ο Θησέας τότε πρότεινε μια εναλλακτική λύση. Αν ο Λ ύ ­κος καιγόταν τόσο πολύ να συλλάβει αυτή την άγρια υπηρέ­τρια, ας έμπαινε επικεφαλής της ομάδας καταδίωξης. Η πόλη θ' αναλάμβανε να πληρώσει το λογαριασμό, δήλωσε ο Θησέ­ας, θα του χάριζε ο ίδιος είκοσι πολεμικά άλογα, εκπαιδευμέ­να στον πόλεμο και βολικά στις θαλάσσιες μεταφορές. «Πες μου πόσα πλοία και πόσους άντρες θέλεις, Λύκε, κι εγώ θα σε χρηματοδοτήσω. Αν επιστρέψεις με το λάφυρό σου, όλη η δό­ξα θα είναι δική σου».

. 37 .

Page 17: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

Προς μεγάλη μας ευχαρίστηση, η Ευρώπη κι εγώ, για να μην πω ολόκληρη η συνέλευση, γίναμε μάρτυρες των δικαιολο­γιών που σκαρφίστηκε ο Λύκος για ν' αποφύγει την αγγα­ρεία. Αποσύρθηκε κάτω από τις κοροϊδίες του κόσμου. Η συ­νέλευση διακόπηκε.

Τώρα τα μεσάνυχτα, στο δασάκι, η αδελφή μου ντύθηκε και φόρεσε τον ιππευτικό της μανδύα. Πήρε τα ηνία του Πορ-φυροκέφαλου κι ετοιμάστηκε να τον καβαλικέψει, «θυμάσαι τη διαθήκη της Σελήνης;» με ρώτησε.

Και βέβαια τη θυμόμουν, θα μπορούσα να την πω απέξω κι ανακατωτά.

«Και την ιστορία του πολεμικού όρκου της Ελευθεράς;» Φυσικά. «Αν η Ελευθερά βρίσκεται κοντά στο θάνατο στη χώρα

των Αμαζόνων», είπε η αδελφή μου, «και η Σελήνη έφυγε για να τη βοηθήσει, τότε πρέπει να πάω κι εγώ. Για να την προ­στατέψω, αν μπορώ! Θα πέθαινα ευχαρίστως πλάι της ή για κείνη».

Μόνο μια μικρή αδελφή ξέρει πόσο μειονεκτεί μπροστά στη μεγαλύτερη. Αυτή η αίσθηση με την Ευρώπη ήταν πολύ πιο έντονη επειδή ήταν καταπληκτική καβαλάρισσα και δρο­μέας, η ταχύτερη της περιοχής, κι από τα αγόρια ακόμα, και διέθετε καρδιά κι εξυπνάδα Αμαζόνας. Τώρα ήταν γυναίκα πια, έτοιμη να σαλπάρει για συναρπαστικές περιπέτειες, ενώ εγώ, η γλυκομίλητη μικρή αδελφή της, έπρεπε όχι μόνο να μεί­νω στο σπίτι, χωρίς αυτήν και τη Σελήνη, αλλά και να κάνω την ανήξερη για όλα όσα θα με προβλημάτιζαν αργότερα. Φο­βόμουν πολύ για την αγαπημένη μου αδελφή. Ήταν κοριτσάκι ακόμα! Την αγαπούσα, τη μισούσα και τη ζήλευα ταυτόχρο­να. Η Ευρώπη το κατάλαβε. Με τράβηξε κοντά της. «Πρέπει να με βοηθήσεις τώρα. Χαριτώ, όπως η Σελήνη βοήθησε την Ελευθερά, θυμάσαι την ιστορία;»

Τη θυμόμουν. Η Σελήνη μάς την είχε πει εκατοντάδες φο­ρές. Την ικετεύαμε γι αυτό και δεν κουραζόμασταν ποτέ από την αφήγησή της.

. 38 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Η μεγαλύτερη σύντροφος της τρικόνας της Σελήνης, του τριπλού δεσμού της, ήταν η Ελευθερά. Για να την προστατέ­ψει, θυσίασε την ελευθερία της μετά τη Μεγάλη Μάχη στην Αθήνα. Την εποχή ωστόσο που συνέβη το περιστατικό εκείνο στο οποίο αναφερόταν τώρα η αδελφή μου, η Ελευθερά ήταν δεκατριών και η Σελήνη έντεκα - περίπου στην ίδια ηλικία που ήμασταν κι εμείς. Η φυλή των Αμαζόνων στην οποία ανήκαν ζούσε στη Λυκαστία, στις άγονες στέπες βόρεια της Μαύρης Θάλασσας. Οι Αμαζόνες παραμένουν παρθένες μέχρι να πάρουν τη ζωή τριών εχθρών στη μάχη. Εκείνη την εποχή η Ελευθερά είχε σκοτώσει ήδη έναν και κουβαλούσε το τρι-χωτό της κεφαλής του επιδεικτικά δεμένο μ' ένα λουρί στη μέση της.

Εκείνη τη νύχτα για την οποία μιλούσε η Σελήνη, η ομάδα της Ελευθεράς και άλλες είχαν επιτεθεί σε Φρύγες ληστές που είχαν εισβάλει στη χώρα τους. Σε μια στιγμή, η Ελευθερά έφυγε από τη μάχη και πήγε καλπάζοντας στην κλεισούρα όπου η Σελήνη κι άλλες δόκιμες, πολύ μικρές για να πολεμή­σουν, περίμεναν κρατώντας τα εφεδρικά άλογα. Είχε διασχί­σει την παγωμένη πεδιάδα σαν αστραπή φωνάζοντας στη νε­αρή σύντροφό της να πηδήσει στο άλογο. Η νίκη ήταν δική τους, δεν υπήρχε φόβος να τις καταδιώξουν. «Ανέβα στο άλο­γο και ακολούθησέ με!» φώναξε.

Η Σελήνη όρμησε ξοπίσω της, αλλά παρά τις προσπάθειες της ίσα που έβλεπε τη μεγαλύτερη κοπέλα μπροστά της. Κι αυτό γιατί το πρώτο άλογο της Ελευθεράς, ένας μεγαλόσωμος ευνουχισμένος κέλητας με μακριά πόδια, την οδηγούσε στη μάχη με ενθουσιασμό. Τελικά, η Ελευθερά έκοψε ταχύτητα επιτρέποντας στη Σελήνη να καλπάσει πλάι της και, σηκώνο­ντας το ακόντιό της, έδειξε τα τριχωτά της κεφαλής δύο α­ντρών που ήταν καρφωμένα στο ξύλο. Το αίμα ήταν ακόμα νωπό και υπήρχαν κομμάτια αχνιστής σάρκας πάνω τους. Η Ελευθερά έβγαλε μια κραυγή χαράς τόσο δυνατή, είπε η Σε­λήνη στην αδελφή μου και σε μένα, που οι τρίχες του χεριού της σηκώθηκαν σαν να ήταν γουρουνότριχες.

. 39 .

Page 18: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

«Τώρα. σύμφωνα με τους νόμους μπορώ να πάρω έναν άντρα ανάμεσα στα σκέλια μου», είχε φωνάξει η Ελευθερά. γελώντας. «Δε θα το κάνω όμως. Ποτέ! θα κάνω τούτα δω παιδιά μου» -σήκωσε τα τριχωτά των κεφαλών- «και μ' αυ­τά, και όλα τα υπόλοιπα, θα προστατέψω την ελευθερία του λαού μου!»

Αυτός ήταν ο πολεμικός όρκος της Ελευθεράς. Η αδελφή μου είχε ακούσει την ιστορία εκατό φορές. Ζητούσε συνέχεια από τη Σελήνη να της την αφηγείται, κι εκείνη δεν αρνιόταν ποτέ. Αλλά κι εγώ δεν πήγαινα πίσω. Άκουγα με μεγάλη προσοχή την κάθε λεπτομέρεια και αναρωτιόμουν πώς τα κα­τάφερνε η τροφός μας και δεν άλλαζε σχεδόν τίποτα από την αφήγησή της· έτσι η Ευρώπη κι εγώ είχαμε μάθει ολόκληρα αποσπάσματα. Η ψυχή της αδελφής μου ρουφούσε τα λόγια της όπως το άλογο πίνει το νερό στη λίμνη ύστερα από τρελό καλπασμό. Η Σελήνη, που το είχε αντιληφθεί και το επικρο­τούσε, έβαζε όλη την καρδιά της για να εξασφαλίσει τη συνε­νοχή μας. Έπαιρνε την Ευρώπη κι εμένα κοντά της, τονίζο­ντας κάθε σημείο της αφήγησης με το άγγιγμά της. Όταν έλε­γε για το άλογο της Ελευθεράς, νιώθαμε τα γόνατά της να πιέζουν τα πλευρά μας· τα δάχτυλά της έπαιζαν πάνω στους ώμους μας σαν ποδοβολητά στη στέπα· μας φιλούσε και πίεζε τα στήθη μας πάνω στο δικό της, ώστε η μυρωδιά των μαλ­λιών της και η ζεστασιά της σάρκας της να δυναμώσουν το μύθο και να γίνουμε ένα μαζί του. Έγινε η Ελευθερά μας, και όπως αυτή, η Σελήνη, είχε παραδοθεί στην αγάπη της πολεμί-στριας παρθένας, έτσι την ερωτευθήκαμε κι εμείς.

Ικέτευσα την αδελφή μου να με πάρει μαζί της. «Αποκλείεται να έρθεις μαζί μου, Χαριτώ. Αλλά μπορείς

να με βοηθήσεις αν θέλεις». «Φυσικά! Μόνο πες μου τι να κάνω». «Προσπάθησε να κερδίσεις χρόνο για μένα. Κρύψε τη φυ­

γή μου. Δείξε τι πολεμίστρια είσαι, όταν θα σε ανακρίνουν: Κάλυψέ με όπως η Σελήνη κάλυπτε την Ελευθερά».

Ήξερα ότι με κορόιδευε. Ήμουν σίγουρη γι' αυτό όταν με

. 40 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

έπιασε από τους ώμους και κάρφωσε το άγριο βλέμμα της στο δικό μου εμπιστευτικά. Μου ανέθετε δουλειά κατασκό­που και το έκανε να φαίνεται σαν πράξη ηρωική. Όμως ήταν η αδελφή μου, το πρότυπό μου, το ιδανικό μου. Τι άλλο μπο­ρούσα να κάνω εκτός από το να υπακούσω και να συμβιβα­στώ με το γεγονός ότι έμεινα πίσω;

. 41 .

Page 19: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

3 Ο ωραίος Δάμων

Η ΦΥΓΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ έφερε την πόλη σε κατάσταση υστε­ρίας. Μέσα σ' ελάχιστο χρόνο βρέθηκαν πλοία κι εξοπλίστη­καν με τ' απαραίτητα, άντρες ναυτολογήθηκαν και διορίστη­καν αξιωματικοί. Άλλο πράγμα να το σκάσει μια τρελή αιχ­μάλωτη παιδαγωγός κι άλλο να χάσει μια αξιοσέβαστη κόρη από καλό σπίτι (η οποία, σαν έφτανε τα δεκαπέντε, θα μνη-στευόταν ένα αρχοντόπουλο, τον Αττικό, γιο του ευπατρίδη Λύκου) τα μυαλά της ώστε να πάρει από πίσω μια βάρβαρη. Αυτό έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει. Τίνος θυγατέρα είχε σει­ρά μετά; Τίνος αδελφή, τίνος σύζυγος;

Όλοι έριξαν το φταίξιμο για τη φυγή της Ευρώπης στον πατέρα μου. Δεν τον κατηγορούσαν απλώς ότι δε φύλαξε κα­λύτερα την υπηρέτριά του (το ήξερε ότι μπορούσε να το σκά­σει) αλλά επειδή είχε βάλει μια βάρβαρη να προσέχει τις θυ­γατέρες του. Όσο για μένα, δέχτηκα την ίδια άγρια επίθεση με τον πατέρα μου, γιατί η προσβολή μας δε θεωρήθηκε υπό­θεση μιας φατρίας ή μιας φυλής, αλλά έγκλημα εναντίον της πολιτείας, που είχε σκοπό να υποκινήσει την εξέγερση των γυ­ναικών. Αξιωματούχοι του Λύκου και άλλοι ήρθαν στο αγρό­κτημα και με ανέκριναν ενόρκως.

Πού είχε πάει η Σελήνη; Δεν ήξερα. Πού νόμιζα ότι είχε πάει; Δεν μπορούσα να μαντέψω. Με συνέλαβαν. Αρματωμένοι άντρες με πήραν με τη βία

. 42 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

από τα μεσοφόρια της μητέρας μου και με πήγαν στην πόλη μ' ένα κάρο. Εκεί με φυλάκισαν στο σπίτι του Πετεώ, ήρωα του πολέμου με τις Αμαζόνες και πατέρα του Μενεσθέως, που μια μέρα θα κυβερνούσε την πόλη. Η απομόνωση αυτή, με πληροφόρησαν, ήταν για δική μου προστασία. Δεν το πίστευα, ώσπου οι πρώτες πέτρες άρχισαν να πέφτουν στα παραθυρό­φυλλα.

Η μητέρα πήρε άδεια να μου φέρει τα ρούχα μου και το υφαντό μου. Όμως κι αυτή ήταν ύποπτη. Πριν πέσει το σκο­τάδι εκείνη τη νύχτα, πλήθος μαζεύτηκε γύρω από το σπίτι, και διαλύθηκε μόνο με την επέμβαση της φρουράς του βασι­λιά, που έσπευσε από το παλάτι. Οι νυχτερινοί επιδρομείς δεν ήταν, όπως θα περίμενε κανείς, αγόρια και άντρες, αλλά γυ­ναίκες, ακόμα και αξιοσέβαστες κυράδες, γνωστές της μητέ­ρας, για να μην αναφερθώ στα κορίτσια της ηλικίας μου. Με­ρικά απ' αυτά ήταν φίλες μου. Πως ούρλιαζαν, αλήθεια, για το αίμα μου!

Είναι γεγονός ότι σε περίπτωση παρανομίας ανακαλύπτεις ότι μπορείς ν' απαλλαγείς όχι με τη βοήθεια του νόμου αλλά ενός παρανόμου. Έτσι λοιπόν, ο αδελφός του πατέρα, ο Δά­μων, έγινε ο ελευθερωτής μας.

Ο Δάμων ήταν ο ωραίος θείος, επτά χρόνια μικρότερος από τον πατέρα, ο οποίος τρελαινόταν για την αδελφή μου κι εμέ­να, όπως συμβαίνει συνήθως με τους ανύπαντρους συγγενείς που δεν έχουν δικούς τους απογόνους. Ο Δάμων δούλευε στο αγρόκτημά μας μαζί με τον πατέρα μέχρι το Μεγάλο Πόλεμο με τις Αμαζόνες, όπου διακρίθηκε από την αρχή για ν' απο­κτήσει μεγάλη φήμη αργότερα. Για ένα διάστημα μάλιστα εί­χε πάει με το μέρος τους. Η Αθήνα τον είχε επικηρύξει εκείνη την εποχή. Εμείς τα παιδιά δεν ξέραμε λεπτομέρειες επειδή, μόλις κάποιος ενήλικος άρχιζε να μιλάει γι' αυτό το θέμα, τους έπιανε όλους ξερόβηχας και η μαρίδα έπαιρνε δρόμο από το δωμάτιο.

Ο Δάμων πάντως αναγκάστηκε να το σκάσει από την τρύ­πα του, όπως λένε οι επιστάτες, και να ζήσει έκτοτε με την

. 43 ·

Page 20: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

πειρατεία και το κυνήγι. Όταν η αδελφή μου κι εγώ ήμασταν πιτσιρίκια ακόμα, αυτός μάς είχε δώσει να καταλάβουμε πό­σο ντρεπόταν η Σελήνη που αιχμαλωτίστηκε.

«Να θυμάστε, κορίτσια, η Σελήνη πιστεύει ακράδαντα ότι διέπραξε τη μεγαλύτερη ιεροσυλία της φυλής της: το να αρνη­θεί, δηλαδή, στην αγαπημένη της Ελευθερά, της οποίας την ψυχή κρατούσε στα χέρια λόγω των σοβαρών τραυμάτων της. το δώρο ενός ένδοξου θανάτου. Κανένας ένορκος δεν καταδί­κασε τη Σελήνη, παρά μόνο η καρδιά που χτυπά στο στήθος της. Αυτή την κατηγορεί και την επικρίνει».

Ο θείος φερόταν πάντα καλά στη Σελήνη. Της έφερνε τυρί και εξωτικά φρούτα από τα ταξίδια του. Δεχόταν απ' αυτόν ό,τι δε θα δεχόταν από κανέναν άλλο. Δεν τους είδα ποτέ να συνομιλούν. Στέκονταν σε απόσταση ο ένας από τον άλλο στην αυλή, όταν ανάμεσά τους περνούσαν διάφοροι έμποροι και εργάτες, ώστε το βλέμμα που αντάλλασσαν να περνάει απαρατήρητο από τους ξένους, γεμάτο σημασία όμως για τους ίδιους.

Υπήρξε ο θείος μου εραστής της Σελήνης; Ήταν τόσο εντυ­πωσιακός κι εκείνη τόσο χαριτωμένη! Οι κοριτσίστικες καρ­διές μας θα το ήθελαν πολύ αυτό. Αλλά παρά την κατασκο­πευτική μας δεινότητα, δεν καταφέραμε να τους τσακώσουμε να κάνουν κάτι άλλο εκτός από το ν' ανταλλάσσουν μερικά λόγια.

«Στις πολεμικές φυλές, η περηφάνια είναι πάνω απ όλα», μας έλεγε ο θείος. Μας μίλησε για τα μαχαίρια από πυρίτη που κουβαλούσαν οι βάρβαρες φυλές και για το τελετουργικό της αυτοκτονίας. «Αυτό ήταν υποχρεωμένη από τον κώδικα της φυλής της η Σελήνη να κάνει όταν τα τραύματα της συ­ντρόφου της Ελευθεράς και τα δικά της έκαναν την αιχμαλω­σία αναπόφευκτη. Ήμουν παρών όταν παραδόθηκε στην κλει­σούρα ανάμεσα στην Πάρνηθα και στον Κιθαιρώνα. Τα άλογα των δύο γυναικών είχαν σκοτωθεί πριν από μέρες. Η Σελήνη, με την ετοιμοθάνατη Ελευθερά στην πλάτη, προσπαθούσε να περάσει στην Οινόη. Οι ληστές όμως της περιοχής, που την

. 44 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

παρακολουθούσαν, της ορμούσαν κάθε φορά, τραυματίζοντας ακόμα πιο πολύ τη Σελήνη, ενώ δυο φορές λίγο έλειψε να τις συλλάβουν. Καμιά δεκαριά απ' αυτά τα καθάρματα την είχαν στριμώξει σε μια καλύβα όταν η περίπολος μας έπεσε τυχαία επάνω τους.

»Νιώσαμε δέος βλέποντας την πολεμίστρια που, παρά τα τραύματά της, ήταν υπόδειγμα περηφάνιας και ομορφιάς, να βαδίζει προς το μέρος μας, κρατώντας την αναίσθητη σύντρο­φο της στα χέρια, άοπλη και έτοιμη να παραδοθεί. Το να πιά­σεις μια Αμαζόνα ζωντανή ήταν αναπάντεχο έπαθλο και σί­γουρα ο αρχηγός μας θα κέρδιζε κάποια διάκριση. Έτσι έδει­ξε επιείκεια και δέχτηκε το αίτημά της: ν' αφήσει ελεύθερη τη μία και να σκλαβώσει την άλλη».

Αυτό είχε γίνει πριν από δεκαεφτά χρόνια, πέντε χρόνια πριν από τη γέννησή μου και τρία πριν απ' της αδελφής μου.

Τώρα, μετά τη φυγή της Ευρώπης, Ο Δάμων είχε επιστρέ­ψει στην Αθήνα και είχε γίνει δεκτός με χαρά. Προθυμοποιή­θηκε να συμμετάσχει στη διωκτική ομάδα και τον έχρισαν υπίλαρχο. Η ίλη του ιππικού θα επιβιβαζόταν στα πλοία την αυγή. Ο πατέρας θα πήγαινε μαζί τους, το ίδιο και ο Δάμων. Πώς ήταν δυνατό όμως να εγκαταλείψουν τη μητέρα κι εμένα; Να μας αφήσουν στο έλεος του όχλου;

Ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Ο θείος, ο πατέρας και η μη­τέρα συζητούσαν στο κρατητήριό μας, ενώ εγώ έκανα την κοιμισμένη πάνω σ' ένα αχυρόστρωμα κοντά στον τοίχο.

«Μόνο μια λύση υπάρχει», είπε ο Δάμων. «Το κορίτσι πρέπει να έρθει μαζί μας».

Εννοούσε εμένα. Έπρεπε να πάω με την ομάδα αναζήτη­σης.

Φαντάζεστε τις διαμαρτυρίες του πατέρα και της μητέρας. Μήπως ο Δάμων είχε τρελαθεί; Να πάρουμε ένα παιδί στη θάλασσα! Και μάλιστα σε μια τόσο επικίνδυνη αποστολή! «Πού θα είναι πιο ασφαλής;» ρώτησε ο θείος. «Έξω από αυ­τή την πόρτα;»

Στην αρχή, ο πατέρας και η μητέρα δεν ήθελαν ν' ακού-

. 45 .

Page 21: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

σουν λέξη. Έφεραν ένα σωρό αντιρρήσεις. Όλες όμως απο­κρούστηκαν με πειθώ.

«Η Χαριτώ πρέπει να φύγει με τα πλοία», είπε τελικά ο Δάμων. «Και μάλιστα με τη θέληση της».

Αν η μητέρα κι εγώ θέλαμε να γυρίσουμε σπίτι τώρα, μας βεβαίωσε, θα μας πετροβολούσαν. Όχι σήμερα, ίσως. Οι φρου­ροί του Θησέα μπορεί ν' απέτρεπαν τους εχθρούς μας. Αλλά ήταν κάτι που θα γινόταν σίγουρα. «Η αναταραχή στην πόλη μπορεί να κοπάσει, αλλά δε θα σβήσει εύκολα. Μόνο αν εναρμονιστούμε μ' αυτό που θέλει ο κόσμος -όλοι μας- μπο­ρεί να ξεφύγουμε απ' αυτόν το βρόχο».

Εγώ τότε σταμάτησα να προσποιούμαι την κοιμισμένη. Έτσι ο θείος συνάντησε το βλέμμα μου και του ήρθε η φαεινή ιδέα.

«Εσύ τι λες, Χαριτώ; Μιλάς τη γλώσσα των Αμαζόνων. Ξέ­ρεις τις συνήθειες της αδελφής σου και της Σελήνης. Σε μια κρίσιμη στιγμή, μπορείς να τους μιλήσεις ή να μεσολαβήσεις γι' αυτές».

Η συμμετοχή μου στη διωκτική ομάδα, επέμενε ο Δάμων, θα είχε μεγάλη αξία σε μια τόσο λεπτή δουλειά. Αλλά το κυ­ριότερο, τόνισε, η πράξη αυτή θ' αποδείκνυε στην πόλη ότι η οικογένειά μας, άντρες και γυναίκες, τάσσονταν με την τάξη και όχι με το χάος.

Τα κατάφερε. Μόλις ξημέρωσε, ο πατέρας, ο θείος κι εγώ πήγαμε στο Φαληρικό όρμο όπου περίμενε ο μικρός στόλος. Αποτελείτο από τέσσερα πλοία - Εύπλοια, Θεανώ, Έρση, Πρω-τογένεια ήταν τα ονόματά τους. Οι ένοπλοι άντρες έφταναν τους ογδόντα, αφού είχε αποφασιστεί ότι η ομάδα έπρεπε να μεταφέρει στην άλλη μεριά της θάλασσας αρκετά ζώα. τουλά­χιστον σαράντα. Γιατί σε μια τόσο μεγάλη και άγονη περιοχή όπου επρόκειτο να περιπλανηθούν οι άντρες, μια ομάδα πε-ζών δε θα μπορούσε να φτάσει στο στόχο της. Χωρίς ιππικό, αν οι άντρες μας νικούσαν, δε θα μπορούσαν να συνεχίσουν την καταδίωξη της εχθράς, κι αν ηττούνταν, σίγουρα θα χάνο­νταν.

. 46 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Να πώς έγινε η αναχώρηση των πλοίων. Ο Θησέας και οι ιερείς θυσίασαν πρώτα σε έναν πρόχειρο βωμό ένα μαύρο κριάρι στην Περσεφόνη κι έναν ταύρο στον Ποσειδώνα. Ειπώ-θηκαν οι προσευχές, ευλογήθηκαν τα πλοία και οι πρώρες στεφανώθηκαν με ιερές μυρτιές και κλάδους ροδιάς. Οι σύζυ­γοι πετούσαν λουλούδινα στεφάνια στην Αφροδίτη της Ναυσι­πλοΐας κι έλεγαν τον ύμνο στις θυγατέρες της Νύχτας. Είχα την εντύπωση πάντα ότι οι στίχοι του αναφέρονταν σε βο­σκούς:

Στο λιβάδι της Νυχτιάς ταξίδεψε ασφαλής κάτω από τούτο το θόλο που είναι υφασμένος όχι απ' άστρα μα από την αγάπη μας.

Τώρα κατάλαβα ότι εννοούσαν τους ναυτικούς που έφευγαν για να οργώσουν τη θάλασσα.

Οι κύλινδροι λιπάνθηκαν και οι σανίδες αντιστήριξης αντη­χούσαν από τα ξύλινα σφυριά των ναυτών. Οι άντρες έσπρω­χναν τα πλοία με τους ώμους για να μην πάρουν επικίνδυνη κλίση. Και ήταν βαριά, πανάθεμά τα! Φορτωμένα με διάφορα εμπορεύσιμα αγαθά, λάδι και κρασί, όπλα και πανοπλίες, τα πάντα εκτός από τ' άλογα, τα οποία ήταν δεμένα σε στύλους πάνω στην αποβάθρα. Τότε οι ναύτες πήραν θέσεις για να ρί­ξουν τα πλοία στη θάλασσα. Στερεώνοντας τις σόλες τους γε­ρά στα βότσαλα και τοποθετώντας την άκρη του δωδεκάπο-δου κουπιού στο κεντρικό δοκάρι του πλοίου, με τη λαβή πε­ρασμένη στο σκαρμό έτσι ώστε η λεπίδα να εκτείνεται πέντε ή έξι χέρια πέρα από την κουπαστή, ακούμπησαν το στήθος πάνω της κι άρχισαν να σπρώχνουν. Τα πλοία έτριξαν παρα­πονιάρικα και γλίστρησαν προς τη θάλασσα με την πλώρη πρώτα. Η τρόπιδα έσκαψε ένα χαντάκι, οι κύλινδροι τσίριξαν. Λεπτές γραμμές καπνού υψώθηκαν, που γρήγορα έγιναν νέ­φη. Όταν οι πλώρες γύρισαν κι έβλεπαν όλες προς τη θάλασ­σα, τα πρώτα οχτώ άλογα φορτώθηκαν σε κάθε καράβι, με

. 47 .

Page 22: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

δεμένα τα μάτια, με τη βοήθεια μιας μεγάλης σανιδόσκαλας. την οποία ανέβασαν στη συνέχεια για να την τοποθετήσουν έτσι ώστε να σχηματίζει την πόρτα των παχνιών στη μέση του πλοίου. Τα τελευταία τέσσερα άλογα, ζεμένα όλα μαζί, μπή­καν ταυτόχρονα με τους άντρες οι οποίοι είχαν βγει έξω για να ρυμουλκήσουν τα πλοία (που είχαν κολλήσει πάλι στην άμ­μο λόγω του βάρους των ζώων). Τελικά, αφού φορτώθηκαν και τα τελευταία τέσσερα άλογα, σήκωσαν τη σανιδόσκαλα κι έφραξαν με αυτήν τα παχνιά τους. Εγώ ήμουν μαζί με τους ιπποκόμους για να καθησυχάζω τα ζώα, που χλιμίντριζαν φο­βισμένα καθώς το πλοίο λικνιζόταν και οι άντρες σκορπίζο­νταν για να πάνε στους πάγκους τους.

Τι γενναία που ήταν εκείνα τα παιδιά! Πώς ρίχτηκαν σε τούτη την περιπέτεια; Δε γνώριζαν ούτε την αδελφή μου, το αντικείμενο της επιχείρησής τους, ούτε και τη Σελήνη, την οποία κυνηγούσαν ύστερα από διαταγή της συνέλευσης και της πόλης. Τη σκεφτόταν άραγε κανείς; Ούτε καν ο πατέρας ή ο Δάμων, τούτη την ώρα. Ποιος ήξερε άλλωστε; Ποιος κα­ταλάβαινε τους θεούς που υπηρετούσε ή τις προσταγές της αγάπης ή της τιμής που τη διέταζαν;

Μόνον εγώ. Καθώς έψαχνα να βρω ένα μέρος στο μπροστινό τμήμα

του πλοίου, μακριά από τους κωπηλάτες, η φωνή της Σελήνης αντήχησε απρόσκλητη στο στήθος μου. Είδα με τα μάτια του νου τη μορφή της, άκουσα πάλι τη διαθήκη της, την οποία εί­χε μοιραστεί πριν από τρεις νύχτες με την αδελφή μου κι εμέ­να, προαισθανόμενη το τέλος της.

Ποιος θα μιλούσε για τη Σελήνη; Μόνον εγώ.

Ένιωσα το τελευταίο σούρσιμο της τρόπιδας πάνω στην άμμο. Ακουσα τα παλαμάρια να πέφτουν στο νερό και μια φωνή: «Τραβήξτε κουπί!». Το πλοίο τραντάχτηκε απότομα, προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στους πάγκους των κωπηλατών, και μετά η πλώρη του στράφηκε προς την ανοι­χτή θάλασσα. Το κούνημα μου έφερε αδιαθεσία, το ίδιο και

. 48 .

OΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

στ άλογα, τα οποία, τρομαγμένα, άρχισαν ν' αδειάζουν τ' άντε­ρά τους και τις φούσκες τους, στέλνοντας αυτό το ζουμί κατά κύματα στις σανίδες κάτω από τα πόδια τους και στους υ-δροσυλλέκτες.

Ας μας προστάτευαν οι θεοί, τα πλοία είχαν αποπλεύσει. Ήμασταν στη θάλασσα.

. 49 .

Page 23: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Οι θυγατέρες του Αλόγου Η ΔΙΑΘΗΚΗ της Σελήνης:

Δε γεννήθηκα στη χώρα των Αμαζόνων αλλά δέκα μέρες βο­ρειότερα, στους Μαύρους Σκύθες. Δεν έχουν σκούρο δέρμα, όπως οι Αιθίοπες, αλλά μαύρη μακριά κόμη. Είναι άγριοι πο­λεμιστές, τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες. Μητέρα μου ήταν η Κύμη, κόρη της Προθόης, η οποία μονομάχησε με τον Ηρακλή και σκοτώθηκε από το χέρι του μπροστά στην πύλη του Τυφώνα στη Θεμίσκυρα, πρωτεύουσα της Αμαζονίας. Η μητέρα μιλούσε πελασγικά και ελληνικά της Αιολίας. Επιθυ­μούσε λοιπόν να τα μάθει και σε μένα για το καλό του ελεύ­θερου λαού, μολονότι για τη φυλή μας ο λόγος, η διαλεκτική (και κατά συνέπεια όσες τον υπηρετούσαν) θεωρούνται εκφυ­λιστικά στάδια, πολύ κατώτερα από τη δράση και το παρά­δειγμα, τα οποία είναι η γλώσσα της Εχάλ, της Φύσης, και του Θεού. Ο λαός μου είναι φειδωλός στα λ ό γ ι α · ακόμα και τα παιδιά ψελλίζουν ελάχιστα. Αντίθετα, τα μαθαίνουν να συ­νεννοούνται μεταξύ τους όπως τ' άλογα ή τα γεράκια, χωρίς ήχο. Η αλλοίωσή μου, το ότι έμαθα γράμματα, δηλαδή, σε μια πολιτισμένη κοινωνία, ήταν για το καλό της φυλής μου. Αυτή η τέχνη με χώριζε από το Θεό και τους ελεύθερους ανθρώ­πους.

Οι άνθρωποι λένε ότι ο θεός έκανε τον ουρανό. Αυτό είναι λάθος. Θεός είναι ο ουρανός, γιατί το δημιούργημα δεν μπο­ρεί να ξεχωρίζει από το Δημιουργό. Από τον ουρανό γεννήθη-

. 50 ·

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

κε πρώτα ο κεραυνός και η θύελλα· για εκατοντάδες χιλιάδες χειμώνες αυτά βασίλευαν μόνο. Έπειτα ήρθαν ο αετός και το γεράκι, κι όλα τα πλάσματα του αγέρα. Έζησαν χίλιους αιώ­νες, χωρίς ν' αγγίξουν ποτέ τη γη γιατί δεν είχε δημιουργηθεί ακόμη. Κατοικούσαν ευτυχισμένα πάνω στον αέρα και μέσα σ' αυτόν. Αυτός τα συντηρούσε, αυτός τους παρείχε τροφή και πνεύμα. Ήταν μέρος του Θεού κι ήταν Θεοί.

Ο ουρανός πόθησε κάποια επαφή κι έφτιαξε τη Γη, τη μη­τέρα μας. Της εξαπέλυσε τους κεραυνούς του και, σχίζοντας την κοιλιά της, εκείνη γέννησε ωκεανούς, βουνά και τη θάλασ­σα της ενδοχώρας. Κι όλα τούτα ήταν σπουδαία και ιερά, ήταν μέρος του Θεού, ήταν Θεός.

Από τον Ουρανό προήλθε το Άλογο. Στην αρχή το άλογο πετούσε πιο γρήγορα κι από τον αετό, και πράγματι ο Θεός το ονόμαζε «αετό της στέπας», όπως αποκαλείται μέχρι σή­μερα από τον ελεύθερο λαό. Το άλογο ήταν αυτό που δημι­ούργησε τις πρώτες κοινωνίες. Πριν τον ερχομό του αλόγου, κάθε πλάσμα κατοικούσε ξεχωριστά και μονάχο κι επικοινω­νούσε μόνο με το Θεό και τη Γη. Το άλογο εφηύρε τη γλώσ­σα. Η γλώσσα του ήταν ιερή, το γλωσσικό ιδίωμα του ίδιου του θεού, ο οποίος μιλάει σιωπηλά, χωρίς ούτε μια ματιά ή ένα κούνημα της χαίτης. Αυτή η γλώσσα διατηρείται ακόμα, αλλά οι άνθρωποι την ακούνε μόνο μέσα στον αχό της μάχης.

Άκουσε, ω Λαέ , τη μελωδία της ιερής γλώσσας του Θεού, που αντηχεί μόνο στο αμόνι του Άρη, σφυρηλατημένη ν' ακούγεται στ' αλώνι της ανδρείας.

Όταν εμφανίστηκε το ανθρώπινο γένος, ήταν αδύναμο και ασήμαντο. Το άλογο ανάθρεψε με γάλα κι αίμα φοράδας τους ανθρώπους και τους ανάστησε σαν να 'ταν δικά του παι­διά. Το άλογο οδηγούσε τις φατρίες στο νερό όταν η δίψα έσκιζε τις πεδιάδες, και σε κοιλάδες με καρπούς και φορβή όταν τους έζωνε η πείνα. Όταν η γρήγορη φωτιά εξαπλωνόταν

. 51 .

4

Page 24: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

στη στέπα, το άλογο πρόσταζε τους ανθρώπους: Πηδήξτε στην πλάτη μου. Και τους οδηγούσε καλπάζοντας σε μέρος ασφαλές. Το άλογο τους δίδαξε να κυνηγούν το ντροπαλό ελάφι και τον άγριο όρυγα, τη βουνίσια αντιλόπη και τη γαζέ-λα. Κι όταν λιμός έπεφτε στη χώρα, το άλογο έλεγε στους αν­θρώπους: Φάτε τη σάρκα μου και ζήστε. Χωρίς αυτά τα δώρα κι άλλα αρίφνητα όπως τα φώτα του ουρανού, η φυλή των θνητών θα είχε χαθεί χιλιάδες φορές. Πάντα το άλογο τους έσωζε. Κι όταν ο ελεύθερος λαός θέλησε να κάνει θυσία στο Θεό για να τον ευχαριστήσει, του πρόσφερε αυτό που σεβό­ταν και τιμούσε πάνω απ' όλα, το σωτήρα και σύμμαχό του. τη Μητέρα Άλογο.

Το άλογο δίδαξε στον ελεύθερο λαό τα ήθη και τα έθιμα του, να ιππεύει και να κάνει επιδρομές. Η Μητέρα Άλογο του έμαθε να τα βγάζει πέρα στους δύσκολους χειμώνες και στις καλοκαιρινές δουλειές. Πρόσφερε τη σάρκα του και κάθε μέ­ρος του σώματός του: από τη θήκη των ζωτικών οργάνων του. με την οποία ο ελεύθερος λαός κουβαλούσε νερό, μέχρι το νεύρο του για χορδές τόξου, τα σπλάχνα του για το ράψιμο τραυμάτων. Από τη χαίτη του ο ελεύθερος λαός ύφαινε σχοινί και χειμωνιάτικους μανδύες. Χρησιμοποιούσε το δέρμα και τις οπλές του, ακόμα και τα δόντια του, τα οποία άλεθε και τα έκανε χρώμα με το οποίο έβαφε τις ζώνες για τους γοφούς των παρθένων του. Ο λαός ήταν ευτυχισμένος. Η ελευθερία βασίλευε στον τόπο του Θεού. Δεν υπήρχε τίποτα που να μην τους το προμήθευε το Άλογο και τα δικά τους χέρια. Θα ζού­σαν έτσι για πάντα, αν οι θεοί, από δική τους ασυμφωνία, δεν είχαν επέμβει.

Γιατί η φυλή των ανθρώπων που δε γνώριζε το άλογο ζού­σε στη φτώχεια και στην εξαθλίωση. Τρέφονταν σαν τους χοί­ρους, με βελανίδια, ρίζες και σκουλήκια του βάλτου. Ο Προ­μηθέας ο Τιτάνας τούς λυπήθηκε. Έκλεψε τη φωτιά από τον ουρανό όταν ο Κεραυνόχαρος Δίας εκτόπισε την προηγούμενη γενιά των αθανάτων.

Ο Προμηθέας έδωσε στον άνθρωπο τη φωτιά.

. 52 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Το Άλογο φοβόταν τη φωτιά. Ο ελεύθερος λαός την απέ­φευγε επίσης. Αλλά οι άνθρωποι που ζούσαν στο βούρκο ανακάλυψαν τις τέχνες με τις οποίες μπορούσαν να γίνουν αφέντες. Έψηναν το κρέας και τους σπόρους. Εξημέρωσαν την άγρια σίκαλη και το κριθάρι και τα έκαναν να φυτρώνουν σύμφωνα με τις επιταγές τους, φυλακισμένα μέσα στα τείχη τους, και με τη φωτιά να γίνονται ψωμί.

Με τη φωτιά ήρθε η περηφάνια, όπως γνώριζε πολύ καλά ο Προμηθέας (προνοητικότητα σημαίνει τ' όνομά του), που ο αντικειμενικός του σκοπός ήταν η συντριβή των θεών. Και ο άνθρωπος μες στην ξιπασιά του έσκισε τη σάρκα της μάνας του, της γης, κομματιάζοντάς τη με το μυτερό αλέτρι, για να σπείρει το σπόρο με τον οποίο θα τροφοδοτούσε την αλαζο­νεία του.

Ο άνθρωπος ήξερε τώρα να μιλάει και συγκεντρώθηκε στις πόλεις, σε βρομόσπιτα που απεχθάνεται ο Θεός, όπου ούτε η Αγία καταιγίδα του δεν μπορεί να τρυπώσει. Τα καστρότειχά τους τον κρατούν απέξω. Ο άνθρωπος ζούσε σε καπνισμένες καλύβες γεμάτες στάχτες. Τα μαλλιά του μύριζαν απαίσια, το ίδιο και τα κουρέλια που φορούσε για να κρύβει τη γύμνια του. Τα χέρια του λερώθηκαν από την κάπνα και το δέρμα του έγινε γκρίζο και γλιστερό. Ο ελεύθερος λαός μυριζόταν αυτά τα πλάσματα κι έφευγε μακριά, όπως τα άλογα.

Η γλώσσα των ανθρώπων διαδέχτηκε τη γλώσσα των που­λιών και των αλόγων, και τη σιωπηλή γλώσσα του ελεύθερου λαού. Η βάση του λόγου του ήταν ο φόβος, φόβος του Θεού και των μυστηρίων του. Ο άνθρωπος δίνοντας ονόματα στα πράγματα θέλησε να τα μετουσιώσει και να τ' αδειάσει από το φόβο που του προκαλούσαν. Τα λόγια του ήταν άγρια και παράφωνα. Απείχαν τόσο πολύ από την αληθινή γλώσσα όσο το σκούξιμο της νυχτερίδας από τη μουσική των άστρων. Ωστόσο, οι αρχηγοί μας αναγνώριζαν ότι αυτοί οι σφετερι­στές, οι φυλές δηλαδή, όπως οι Πελασγοί, οι Δωριείς, οι Αιο­λείς, οι Χεττίτες και άλλες που εποφθαλμιούσαν τη γη μας και τα βοσκοτόπια μας, μιλούσαν με λόγια και τα χρησιμοποιού-

. 53 .

Page 25: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

σαν σαν όπλα. Κάποιοι από τη φυλή μας έπρεπε να μάθουν τη γλώσσα τους για να αντισταθούμε και να τους αντικρού­σουμε. Σε κάθε γενιά επιλέγονταν μερικοί. Εγώ το μισούσα αυτό και το φοβόμουν, γιατί ο θεός με είχε καταραστεί να έχω κλίση σ' αυτή την τέχνη. Έτσι κάθε φορά που το ερευνη­τικό βλέμμα της βασίλισσας διέτρεχε το λαό της, εγώ κρυβό­μουν.

Είχα μια φίλη, την Ελευθερά (αυτό ήταν τ' όνομά της στα ελληνικά) που την αγαπούσα πιο πολύ κι απ' το φεγγάρι και τ' άστρα, από την ίδια την αναπνοή. Στη φυλή μου. όποια δώ­σει δείγματα αρχηγού δεν ανατρέφεται ανάμεσα στους δικούς της μέχρι να γίνει γυναίκα, εκτός κι αν οι συντρόφισσές της, από αγάπη γι' αυτήν και φόβο ότι θα τη δουν να μεγαλώνει μακριά τους, μηχανευτούν διάφορες πονηριές για να κρύψουν τα προσόντα της. Έτσι κι εκείνη στάλθηκε σε συμμαχικές φυ­λές, όπου διδάχτηκε τις τέχνες του πολέμου και της πολιτικής, για να γυρίσει μετά τα έμμηνά της. Όταν ήταν εννέα ετών, κι εγώ εφτά, η Ελευθερά πήρε αυτή την εντολή. Το φως έσβησε από την καρδιά μου εκείνη τη στιγμή, κι έτσι όταν οι υπεύθυ­νες ήρθαν σε μένα να μου ζητήσουν να μάθω τις γλώσσες των ανθρώπων, δεν αντιστάθηκα καθόλου.

Ντυμένη με ελαφίσιο δέρμα, με τα μαλλιά στολισμένα με χάντρες και γυαλισμένα με λίπος, με πήγαν στο μονοπάτι που αρχίζει από την Πύλη των Καταιγίδων και φτάνει μέχρι τη θά­λασσα, κι ακόμα πιο πέρα, απ' όπου περνούν τα καραβάνια των εμπόρων. Μια εκπαιδευμένη φοράδα που κυοφορούσε ένα πουλάρι ήταν η αμοιβή για την εκπαίδευσή μου. Οι έμπο­ροι με πήγαν μέσω θαλάσσης στη Σινώπη και μ' έβαλαν σε ένα καθωσπρέπει σπίτι, όπου έγινα αυτό που αποκαλούν σι-νούζ, ένα είδος συντρόφου για τις θυγατέρες του σπιτιού, μια θέση ανώτερη από της δούλας αλλά κατώτερη από της αδελ­φής. Έμαθα τη γλώσσα των Ελλήνων, τόσο τη δωρική όσο και την αιολική, να τη μιλάω και να τη γράφω.

Η οικογένεια δε μου φερόταν άσχημα. Ο πατέρας δε με έβριζε και με προστάτευε σαν να ήμουν κόρη του. Όμως δε

. 54 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

μ' άφηνε να ιππεύω ούτε να τρέχω, κι όταν μια φορά άπλωσα το χέρι ν' αγγίξω το καμπυλωτό σπαθί που ήταν πάνω από το τζάκι, μου το χτύπησε. «Όχι. παιδί μου, αυτό δεν είναι για σέ­να».

Έμενα στο γυναικωνίτη, όπου μάθαινα νοικοκυριό και μου­σική, να γνέθω και να υφαίνω. Τις μέρες μελετούσα· τις νύ­χτες ξάπλωνα παράμερα κι έκλαιγα. Η καρδιά μου νοσταλ­γούσε την πατρίδα - τον ουρανό, που ήταν θεός, και την άγρια γη, τη μάνα μας. Μου έλειπαν οι γλυκές ουράνιες φω­νές που άκουγα στα κελαηδήματα των πουλιών και το τιτίβι­σμα της νυφίτσας των λειμώνων, τα πνεύματα του κεραυνού, της πλημμυρίδας και της άμπωτης στη θάλασσα των αστε­ριών. Όταν έφταναν στη μύτη μου μυρωδιές του στάβλου, η οσμή του αλόγου, η ψυχή μου υπέφερε αφάνταστα. Νοσταλ­γούσα την Άγρια Γη, παρότι υπέφερα όταν οι κοφτερές πέ­τρες έσκιζαν τις φτέρνες μου ή όταν τα ρουθούνια μου έτσου-ζαν από τον αέρα της παγωμένης στέπας· νοσταλγούσα όμως και τα καλά της, τη θερμή αγκαλιά της Ελευθεράς μου τη νύ-χτα.

Δεν υπάρχει η λέξη «εγώ» στη γλώσσα των Αμαζόνων. Ού­τε ο όρος «αμαζόνα» υπάρχει. Αυτή είναι ξενική επινόηση. Εμείς λέμε «οι θυγατέρες» ή, στη γλώσσα μας, ταλ Κύρτη, οι Ελεύθερες. Ελευθερά, όπως είπα, είναι ελληνική λέξη. Το αληθινό όνομα της φίλης μου είναι Κύρτη.

Στις ταλ Κύρτη, δε λέμε «εγώ», αλλά «αυτή η οποία μι­λά» ή «αυτή η οποία απαντά». Για να εκφραστεί κάποια, λέ­ει στην αρχή: «Αυτό που μου λέει η καρδιά» ή «Αυτή η οποία μιλά υποκινείται α π ό . . . » . Καμιά στη φυλή μας δε θεω­ρεί τον εαυτό της ξεχωριστό άτομο, αφέντρα ενός ιδιωτικού κόσμου, διαφορετικού από τους εσωτερικούς κόσμους των άλ­λων. Όταν κάποια από το λαό μου μιλάει στο συμβούλιο, δεν το κάνει όπως ένας Έλληνας, αποκομμένος από το Θ ε ό · εκεί­νη όσα λέει βγαίνουν μέσα από το είναι της, επιτρέποντάς του να υψωθεί από αυτή τη γη . Δεν έχει όνομα στη γλώσσα μας. αλλά από τους Θράκες ονομάζεται αήδωρ (χάος στα ελληνι-

. 55 .

Page 26: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ Π Ρ Ε Σ Σ Φ Ι Λ Ν Τ

κά) που σημαίνει Ουρανός, που σημαίνει θεός, αυτός που δί­νει ζωή σε όλα τα πράγματα και κατοικεί στους χώρους ανά­μεσα στα πράγματα, που στηρίζει και περιβάλλει τα πάντα.

Πριν μιλήσει κάποια από τον ελεύθερο λαό, παραμένει κα­μιά φορά αρκετή ώρα σιωπηλή. Οι ανυπόμονοι Έλληνες αυτό το θεωρούν βραδύνοια ή κουταμάρα. Δεν είναι τίποτε από τα δύο. Απλώς βλέπουμε τον κόσμο μ' έναν ξεχωριστό και δια­φορετικό τρόπο.

Στη Σινώπη, όταν άκουγα τον κόσμο να χρησιμοποιεί τη λέξη «εγώ», τη θεωρούσα πολύ κακό πράγμα, αναγνωρίζο­ντας αμέσως την αισχρότητά της. Ακόμα κι όταν έμαθα την εφαρμογή της και συνέβη να τη χρησιμοποιώ κι εγώ. τη μι­σούσα και την ένιωθα σαν δηλητήριο που θα με κατέτρωγε. αν συνέχιζα τη χρήση της για πολύ ακόμα.

Το τέλος της μαθητείας μου είχε οριστεί ως εξής: Όταν η φοράδα (που η αξία της ήταν τα δίδακτρά μου, θα έλεγε κα­νείς) γεννούσε, και το πουλάρι της έφτανε σε ηλικία σελώμα-τος, μπορούσα να το εκπαιδεύσω και να γυρίσω στην πατρίδα μ' αυτό. Μου ήταν αδύνατο όμως να περιμένω τόσο πολύ· έτσι έκλεψα ένα άλλο ζώο και όπλα. Πήγα στην πατρίδα, πι­στεύοντας ότι θα άφηνα αυτό το «εγώ» πίσω μου. Αλλά οι κακές του ρίζες είχαν εισχωρήσει βαθιά στην καρδιά μου και με μόλυναν. Ήταν αδύνατο πια να επιστρέψω πραγματικά στις θυγατέρες και να γίνω μαζί τους ένα, όπως ήμουν παλιά.

Όταν κάποια από τις ταλ Κύρτη νοσταλγεί τη στέπα και τον ουρανό, δε λαχταρά μόνο τις ομορφιές τους αλλά και τις δυσκολίες τους. Στον ελεύθερο λαό, η επίγνωση του θανάτου σου και η αδιαφορία του θεού γι' αυτόν είναι η υπέρτατη ευ­χαρίστηση, γιατί καθιστά τα πάντα πολύτιμα. Αυτό είναι το ανώτατο μυστήριο, η ίδια η ζωή, μπροστά στο οποίο οι θνητοί δεν μπορούν παρά να σωπαίνουν.

Οι άνθρωποι της πόλης μισούσαν και φοβούνταν αυτό το μυστήριο. Για να το αντιμετωπίσουν είχαν φτιάξει τα τείχη και τις επάλξεις τους· όχι τόσο για ν' απωθούν εισβολείς με σάρκα και οστά, όσο για να κρατούν σε απόσταση αυτό τον

. 56 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

άγνωστο, για να μη φτάνει ο αχός του στ' αυτιά τους και να μην τον αντικρίζουν τα μάτια τους.

Γι' αυτό μισούν τις ταλ Κύρτη, τις Ελεύθερες. Η ύπαρξή μας τους θυμίζει αυτό που τους κάνει να πιλαλούνε έντρομοι. Αν εμείς μπορούμε να ζούμε με το θάνατο, στην πραγματικό­τητα να ζούμε μέσα σ' αυτόν, τότε εκείνοι πρέπει να είναι κα­τώτεροι μας, αφού έχουν σηκώσει τέτοια οικοδομήματα για να τον κλείσουν έξω. Γι' αυτό μας μισούν και γι' αυτό ήρθαν, πρώτα ο Ηρακλής και μετά ο Θησέας, να μας καταστρέψουν.

Μια φορά στη Σινώπη είδα το μεγάλο Ηρακλή. Ήταν ηλι­κιωμένος τότε, πάνω από σαράντα, με τους περίφημους Άθλους του πίσω πια, αλλά λαμπρούς ακόμα. Ολόκληρη η πό­λη βγήκε για να τον δει.

Οι ραψωδοί υμνούσαν τον Ηρακλή ως το μόνο ήρωα που κατάφερε να πάρει την ζώνη αγνότητας της βασίλισσάς μας, Ιππολύτης. Αυτό είναι ψέμα. Ήρθε στις στέπες με είκοσι δύο πλοία και χίλιους ένοπλους άντρες - όχι σαν χωριάτες, όπως νομίζει ο κόσμος, με πέτρινους χαλούς στα κοντάρια τους που έκοβαν σαν δρεπάνια, αλλά αρματωμένους με σίδερο, με θώ­ρακες από κασσίτερο και ασήμι, ασπίδες χαλκοπρόσωπες και βαριές σαν ρόδες αμαξιού, με περικεφαλαίες από ήλεκτρο και χρυσό.

Ήθελαν να τον δουν να παλεύει οι κάτοικοι της Σινώπης, και είπαν ότι θα έδιναν ως έπαθλο μια χάλκινη χύτρα σ' όποιον αντιστεκόταν μέχρι να μετρήσουν ίσαμε το δέκα, κι ένα αση­μένιο τάλαντο σ' όποιον κατάφερνε να σηκώσει από το έδα­φος το σπουδαίο αυτόν άντρα. Έβλεπες καθαρά ότι ο Ηρα­κλής δεν ενδιαφερόταν πια για τέτοια αθλήματα, τα είχε βα­ρεθεί εδώ και καιρό, ωστόσο πέταξε κάτω με τόση βιαιότητα όσους τόλμησαν να τον πλησιάσουν (γιατί φαίνεται ότι δεν καταλάβαινε άλλο τρόπο) ώστε η ευχάριστη ατμόσφαιρα χά­θηκε στη στιγμή. Οι γυναίκες φοβούνταν για τους άντρες τους, μήπως ο γιος του Δία τους σπάσει τη ραχοκοκαλιά, αφού, ύστερα από τόσα χρόνια, δεν κατάφερνε να ελέγχει ακόμα τη δύναμή του.

. 57 .

Page 27: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ Π Ρ Ε Σ Σ Φ Ι Λ Ν Τ

Τον πήρα στο κατόπι μετά, όταν διέσχιζε τους δρόμους, τριγυρισμένος από τους κόλακες και τα παράσιτα. Η δύναμη του, το έβλεπες, δεν ήταν των ανθρώπων αλλά των θεών. Δεν μπορούσες παρά να πιστέψεις ότι είχε σκοτώσει το λιοντάρι της Νεμέας με τα χέρια του -ακόμα φορούσε τη λεοντή του -τόσο δυνατοί ήταν οι μύες στους ώμους και στους μηρούς τους. Ωστόσο αυτό που μου έκανε εντύπωση, αν και παιδί, δεν ήταν η δύναμη του αλλά η θλίψη του.

Δεν ήταν ελεύθερος ούτε υπήρξε ποτέ, ήταν απλώς ένα σκεύος που είχαν διαμορφώσει (και παραμορφώσει) οι θεοί. Ο Θεός του είχε κληροδοτήσει δόξα αιώνια, μια θέση ανάμεσα στ' αστέρια, και του είχε αναθέσει ν' ανατρέψει την τάξη του κόσμου. Ο Ηρακλής υπάκουσε. Εκτέλεσε τους άθλους του.

Μελέτησα τα μάτια του, ρίχνοντας κλεφτές ματιές ανάμε­σα από τους ανθρώπους που τον έζωναν ασφυκτικά. Μια φο­ρά μάλιστα το βλέμμα του συνάντησε το δικό μου. Κατάλαβε άραγε σε ποια φυλή ανήκα; Νομίζω πως ναι, και μάλιστα αμέσως.

Μας είχε νικήσει, θ' ακολουθούσαν κι άλλοι, προσπαθώ­ντας να συναγωνιστούν τη δόξα του. Τώρα όμως η μορφή του έδειχνε λύπη και μετάνοια. «Έκανα αυτό που μου είπε ο πα­τέρας μου», ήταν σαν να έλεγαν τα μάτια του Ηρακλή στα δι­κά μου, εκλιπαρώντας τη συγνώμη τους. «Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς».

Ο Ηρακλής, όπως όλοι ξέρουν, ήρθε στη θάλασσα των Αμαζόνων πριν από είκοσι χρόνια. Ήταν ο πρώτος από τις νό­τιες φυλές που σήκωσε όπλο εναντίον του ελεύθερου λαού. Ήρθε με τριάντα λόχους πεζικού και πέντε ίλες ιππικού. Στρατοπέδευσαν μπροστά στην Πύλη του Τυφώνα στη θεμί-σκυρα. Αυτό συνέβη με την ανατολή του Αρκτούρου, όταν οι φυλές των θυγατέρων του Αρη μαζεύονται από μέρη μακρινά όπως η Λιβύη. Είπε ότι τον είχε στείλει ο βασιλιάς Ευρυσθέας των Μυκηνών να πάρει τη ζώνη αγνότητας της βασίλισσας Ιππολύτης. Τόλμησε μάλιστα να της ζητήσει να γίνει παλλακί­δα του, και προκάλεσε σε μονομαχία καθεμιά ξεχωριστά, και

. 58 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

όλες μαζί, τις γενναιότερες πολεμίστριες του ελεύθερου λαού. Η Ιππολύτη κατάλαβε αμέσως το κακό που κουβαλούσε

αυτός ο άνθρωπος και τη συμφορά που θα έφερνε στο λαό. Όμως το αίμα των νεαρών γυναικών έβραζε και δεν μπορού­σαν ν' αφήσουν να περάσει έτσι αυτή η προσβολή. Η Ιππολύ­τη πρόσταξε υπομονή. Δε θα έκανε αυτή τη χάρη στον Ηρα­κλή. Θ' αρνιόταν τη μάχη για την οποία είχε έρθει.

Η Ιππολύτη έβγαλε τη ζώνη της και του την έδωσε ειρηνι­κά, ως ένδειξη σεβασμoύ, τιμώντας τον εισβολέα και την κα­ταγωγή του, αφού ήταν γιος του Δία. Ο Ηρακλής τη δέχτηκε με ευγνωμοσύνη και, προς τιμήν του, άδραξε την ευκαιρία, αφού είχε πετύχει το σκοπό του, να φύγει χωρίς αιματοχυσία.

Αλλά η Μελανίππη, η «Μαύρη Φοράδα», που ήταν εκείνη τη χρονιά βασίλισσα του πολέμου, και η Αλκίππη, η «Δυνατή Φοράδα», η αρχηγός του ιππικού, δεν ανέχτηκαν την προσβο­λή. Η περηφάνια μίλησε μέσα στις δυνατές καρδιές τους και τις παρακίνησε να πολεμήσουν. Ποια δύναμη έφερε σύγχυση στα λογικά τους; Ποιος άλλος εκτός από το Δία, το μηχανορ-ράφο, για να χαρίσει δόξα και τιμή στο γιο του, τον Ηρακλή, με την ήττα τους.

Κοντά στη Θεμίσκυρα υπάρχει ένας ξεροπόταμος. Ρέμα τον λένε, όπου στήνουν τους πάγκους τους οι έμποροι το καλο­καίρι. Εκείνη τη μέρα όμως είχε αδειάσει για τους Αγώνες προς τιμήν της Φρυγίας Κυβέλης. Σ' αυτό το πεδίο ήρθε καλ­πάζοντας ο ανθός του ελεύθερου λαού. Προηγουμένως, είχαν στείλει ένα αδάμαστο πουλάρι στο στρατόπεδο των Ελλήνων. Όλοι κατάλαβαν ότι ήταν σημάδι πρόκλησης για τον Ηρακλή.

Εκείνη την ημέρα σκότωσε σε μονομαχία την Αελλώ, που το όνομά της σημαίνει Ανεμοστρόβιλος, τη Φιλίππα, την Προ-θόη, τη μητέρα της μητέρας μου, την Ερυβοία με την κεχρι-μπαρένια περικεφαλαία, την Κελαινώ, την Ευρύβια, που είχε σκοτώσει μια λεοπάρδαλη με τα χέρια της, τη Φοίβη την Ανδροκτόνο, τη Δηιάνειρα, την Αστερία, τη Μάρπησσα, την Τέκμησσα και τέλος την Αλκίππη και τη Μελανίππη, τις πιο αντρειωμένες του ελεύθερου λαού.

. 59 .

Page 28: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

Οι αρπιστές μας λένε τα εξής: ότι η περίφημη λεοντή του Ηρακλή, που είχε ριγμένη στους ώμους, αδιαπέραστη από τα πάντα εκτός από τα ίδια της τα νύχια, τον είχε προστατεύσει από τα βέλη και τους πελέκεις των θυγατέρων του Αρη. Αυτά είναι παραμύθια. Η μητέρα μου ήταν εκεί και τα είδε όλα. Να τι μου είπε: ο Ηρακλής δεν ήρθε στο πεδίο της μάχης φορώ­ντας το δέρμα κάποιου ζώου, αλλά με σιδερένια πανοπλία τό­σο βαριά και τόσο πυκνή που άλλος κανείς δε θα μπορούσε να κουνηθεί και να πολεμήσει με δαύτη. Τα κοντάρια αναπη­δούσαν πάνω στο σιδερόφραχτο κορμί του ακόμα κι αν ρίχνο­νταν από κοντά. Ο Ηρακλής ήταν τόσο δυνατός που, παρότι το χτύπημα σταματούσε προσώρας την προέλασή του, δεν κατάφερνε να τον πετάξει κάτω τελικά. Το σπαθί και το κο­ντάρι ήταν σαν καλάμια εναντίον του και το χοντρό, περίφημο ρόπαλό του, που ένας συνηθισμένος θνητός με δυσκολία θα σήκωνε, τσάκιζε τις χάλκινες ασπίδες και τις περικεφαλαίες μας σαν πανιά από λινάρι.

Σε μια μάχη τιμής, η μονομαχία είναι επιβεβλημένη. Ποιος όμως, αρσενικός ή θηλυκός, θα μπορούσε να σταθεί πρόσωπο με πρόσωπο μ' έναν τόσο δυνατό άντρα; Η μητέρα μου έλεγε ότι είχε ύψος εξίμισι πόδια. Εγώ θα έλεγα ότι είναι πιο ψηλός, αυτή την εντύπωση μου έδωσε τουλάχιστον τότε που τον είδα στη Σινώπη, σαραντάρη πια. Μπορούσε να σκοτώσει βόδι με τη γροθιά του, ορκίζονταν οι άνθρωποι. Κι εγώ τον είδα να νι­κάει στο τρέξιμο τους ταχύτερους νέους και όλους τους άντρες. Μια τόσο μεγάλη σωματική δύναμη δημιουργούσε μια αφοβία που αναδείκνυε ακόμα πιο πολύ τις ικανότητές του. Αλλά δεν ήταν τα μόνα δώρα του Δία προς το γιο του, διέθε­τε επίσης ουράνια όραση και ανακλαστικά. Στη Σινώπη έκανε επίδειξη τούτων των χαρισμάτων. Στάθηκε σ' ένα στενό λιθό­στρωτο δρομάκι, με οδοφράγματα γύρω, ενώ τρεις πολεμι­στές, οι πιο δυνατοί της πόλης, του πετούσαν ακόντια από απόσταση δέκα βημάτων. Κανένα δεν τον χτύπησε. Μπορού­σε να πιάσει ένα βέλος στον αέρα· να το αποφύγει και να το αρπάξει καθώς πετούσε. Τις πέτρες και τις σφαίρες από τις

. 60 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

σφενδόνες που έριχναν τ' αγόρια τις έπιανε στη χούφτα του ή τις απέκρουε με το ρόπαλό του.

Έτσι βρήκαν το θάνατο στη Θεμίσκυρα οι καλύτερες πολε-μίστριες της φυλής μας, η μία μετά την άλλη, όμοια με καβα-λάρισσες που έπεφταν μόνες τους στο γκρεμό. Ο Ηρακλής πήρε το έπαθλό του, τη ζώνη, το αίμα είχε μεγαλώσει τη λάμ­ψη του και σαλπάρισε για την πατρίδα του.

Τόσο μεγάλη συμφορά δεν είχε χτυπήσει ποτέ τις θυγατέ­ρες του Άρη - είχαν χάσει τον ανθό της φυλής τους. Η γενιά της μητέρας μου έφτασε στην ενηλικίωση στη σκιά αυτής της ντροπής, ενώ η δική μου γαλουχήθηκε, σαν από γάλα φορά­δας, τόσο από το τραύμα αυτής της ήττας όσο και από το φό­βο μιας επερχόμενης καταστροφής, που θα προκαλούσε το επόμενο κύμα εισβολέων, διαδόχων του Ηρακλή, που αναπό­φευκτα θ' ακολουθούσαν.

Ηρωίδα της γενιάς μας ήταν η Αντιόπη, εγγονή της Ιππο­λύτης και σύντροφος της Στρατονίκης και της Ελευθεράς. Αυ­τές οι τρεις ήταν οι λαμπρότερες τοξότριες και καβαλάρισσες εκείνης της εποχής. Η Αντιόπη ήταν αυτή, από παιδί ακόμα, που αναγέννησε το λαό μας. Τότε το αρχαίο τελετουργικό της μαστόκαυσης, όπως την αποκαλούν οι Έλληνες, ο καυτηρια-σμός στην παιδική ηλικία του δεξιού μαστού, είχε αρχίσει να εκπίπτει. Η Αντιόπη το αναβίωσε. Στα εφτά διέταξε τον α­κρωτηριασμό της, ώστε όλη η δύναμη, καθώς μεγάλωνε, να πηγαίνει στους μυς του ώμου και της πλάτης της, και καμιά γυναικεία σάρκα να μην εμποδίζει το τέντωμα του τόξου και το πέταγμα του ακοντίου. Όλες της γενιάς μας τη μιμήθηκαν. Όταν σε ηλικία εννέα χρόνων η τρικόνα Αντιόπης, Ελευθεράς και Στρατονίκης κλήθηκε να διδαχτεί τον πόλεμο κοντά στις βόρειες φυλές, πήγαν με την καρδιά να τραγουδά από χαρά. Οι επιδόσεις τους στη χρήση του διπλού πελέκεως ήταν πολύ εντυπωσιακές και δεν είχαν προηγούμενο. Η νέα γενιά έγινε μαστόρισσα στο ακόντιο και στο τόξο των Κιμμερίων. Έμα­θαν και δίδαξαν στη συνέχεια το πέταγμα του δίσκου με τη μεταλλική στεφάνη, που όταν τον εκσφενδόνιζε κανείς αλογά-

. 61 .

Page 29: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

ρης έπαιρνε το κεφάλι, την περικεφαλαία του αντίπαλου, με τη δύναμη της περιστροφής του. Η Αντιόπη γύμναζε το σώμα της ώστε να μην επηρεάζεται από τη ζέστη και το κρύο, την πείνα ή την κούραση, και μάθαινε τα πουλάρια της, οδηγώ-ντας τα ξανά και ξανά στην καταιγίδα κάτω από τους κεραυ­νούς του Δία, να μη φοβούνται ούτε το σάλαγο ούτε την κα­ταστροφή, αλλά ν' αγαπούν τη μάχη και να πίνουν με χαρά απ' το πηγάδι του αγώνα. Μάζεψε γύρω της ένα σώμα γεν­ναίων πολεμιστριών -την Ελευθερά, τη Στρατονίκη, τη Σκυ-λεία, τη νεαρή Αλκίππη, τη Γλαύκη, την Ξάνθη, την Ευίππη, τη Ροδίππη, τη Λευκίππη, την Άντεια, τη Θίσβη, τη Λυσίππη. την Αντάνδρη και την Προθόη- όμοιες και καλύτερες σε σύ­γκριση με τις παλιές, κι αφοσιωμένες, όλες, στον κοινό σκοπό, στην επάνοδο του γοήτρου της φυλής. Ο ζήλος τους δεν έβαλε φωτιά μόνο στην πόλη μας, τη Λυκαστία, αλλά και στη Θεμί-σκυρα, στη Χαδισία, στην Τιτανία, σε φατρίες και φυλές τόσο μακρινές όπως εκείνες στα Σιδηρά Όρη και στη Ζώνη των Κα­ταιγίδων. Οι μεγαλύτερες κοιτούσαν με περηφάνια καθώς η πεδιάδα αντηχούσε από τα άλογα και τις νεαρές γυναίκες που εξασκούνταν στις πολεμικές τέχνες.

Τα χαρίσματα της Αντιόπης δεν ήταν μόνο η ανδρεία, η πολιτική ικανότητα και η στρατηγική. Έπεισε τις μεγαλύτερες να παραιτηθούν από την ατομική μάχη και την αντικατέστησε με το σώμα του ιππικού και τη μαζική επίθεση. Διέταξε την επιστροφή στα παλιά ήθη και έθιμα. Με δική της προτροπή το Σώμα των Ιπποτοξοτριών αναδιοργανώθηκε σε ίλες και πτέ­ρυγες, με διοικητές που έδιναν λόγο στις αμέσως ανώτερές τους. Καθιέρωσε πάλι την έφοδο σε σχήμα μισοφέγγαρου και την επίθεση που λέγεται «στήθος και κέρατα». Η Αντιόπη κατασκεύασε ακόμη ένα είδος ακοντίου άγνωστο μέχρι πρότι­νος, με σίδηρο στον πυρήνα και στην αιχμή του. Ένα τέτοιο όπλο βολής ήταν δύσκολο να το πετάξει κανείς με το χέρι. ακόμη και τρέχοντας, χωρίς βοήθεια. Εκτοξευόταν λοιπόν από μια προέκταση για ν' αυξάνεται η δύναμη του χεριού. Δε ρι­χνόταν από το πλάι, αλλά με το χέρι ψηλά και από το άλογο,

. 62 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ώστε να πλήττει το στόχο με ακόμα μεγαλύτερη δύναμη και να έχει πολύ καταστροφικότερα αποτελέσματα. Η Αντιόπη πρόσθεσε επίσης μια λωρίδα γύρω από την κοιλιά του αλόγου της, μ' ένα σκαλάκι ραμμένο πάνω της, ώστε να μπορεί να βάζει εκεί το πόδι της και να σηκώνεται καλπάζοντας, για να ρίχνει τη βολή της χρησιμοποιώντας τους δυνατούς μυς των ποδιών και της πλάτης της. Στα δεκαεφτά μπορούσε να σπά­ει ένα πεύκο μεγάλο όσο ο μηρός ενός άντρα. Στα είκοσι τέσ­σερα, όταν έφτασε στο αξίωμα της βασίλισσας του πολέμου, είχε περάσει στο λάβαρό της τα τριχωτά της κεφαλής είκοσι εννέα εχθρών που είχε σκοτώσει σε μονομαχία στις στέπες.

Ας έρχονταν, λοιπόν, οι επόμενοι εισβολείς, είτε ήταν γιοι του Ηρακλή είτε οποιοσδήποτε στρατός ηρώων που προσπα­θούσε να τον συναγωνιστεί. Ούτε πανοπλία από αδάμαντα ούτε τα τείχη του ίδιου του Αδη θα τους έσωζαν.

Ο καιρός πέρασε, και πράγματι ήρθαν, με αρχηγό το Θη­σέα, βασιλιά της Αθήνας.

Δεν είχα γεννηθεί την εποχή του Ηρακλή. Αυτή τη φορά. στην επόμενη γενιά, τότε που ήρθε ο Θησέας, ήμουν παρούσα κι ενήλικη. Η Ελευθερά ήταν επίσης εκεί. Εκείνη ήταν είκοσι τριών χρόνων και αρχηγός πτέρυγας, εγώ δεκαεννιά, σύντρο­φος και φίλη της.

. 63 .

Page 30: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Βιβλίο δεύτερο Ο ΠΟΤΑΜΟΣ ΤΟΥ ΑΔΗ

Page 31: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

5 Σιδερένιες φάλαγγες

ΜΗΤΕΡΑ Χαριτώ:

Στο πρυμιό τμήμα ενός καραβιού, εκεί όπου το καμάρι του θαλασσοτόμου ακουμπά στο πάνω μαδέρι του εσωτρόπιου, εί­ναι ένας στενός χώρος όπου βάζουν συνήθως τα πανιά. Λέγε­ται αποθήκη στεφάνων επειδή οι ιερείς, κατά την επιβίβαση, αφήνουν εκεί τα ιερά κλωνάρια της μυρτιάς και της ροδιάς, προσφορά στον Ποσειδώνα και στις θυγατέρες του Πρωτέα.

Αν κινδυνέψετε στο αλμυρό νερό Σ' αυτούς προσευχηθείτε Του γυρισμού το δρόμο για να βρείτε.

Μέσα σ' αυτό το ντουλάπι εγκαταστάθηκα όταν η διωκτική ομάδα άνοιξε πανιά για να κυνηγήσει τη Σελήνη.

Καμία γυναίκα δεν είναι ευπρόσδεκτη σ' ένα πλοίο. Η πα­ρουσία της θεωρείται γρουσούζικη. Παρόλο που ο πατέρας και ο Κίμων έκαναν ό,τι μπορούσαν για να με καθησυχάσουν, και κανείς δε με κατηγόρησε ανοιχτά, δεν ένιωθα άνετα. Κρυ­βόμουν. Η αποθήκη ήταν άνετη· μύριζε όμορφα από τα πλυ­μένα πανικά και τα στέφανα της μυρτιάς. Ζάρωσα ανάμεσα στα ιστία και αναζήτησα παρηγοριά στον ύπνο.

Τα πλοία, όπως είπα. ήταν τέσσερα: Θεανώ. Εύπλοια. Έ ρ -ση και Πρωτογένεια. Ήταν πεντηκόντοροι χωρίς κατάστρωμα.

. 67 .

Page 32: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

μετασκευασμένες για να φιλοξενούν δώδεκα άλογα σε έξι πα-χνιά που είχαν φτιαχτεί στη μέση του πλοίου. Οι κωπηλάτες ήταν τριάντα τέσσερις. Υπήρχε ακόμη ένας λοχαγός του πεζι­κού, δύο ιπποκόμοι κι ένας ίλαρχος, ο κυβερνήτης και ο πηδα­λιούχος του.

Όλοι κάθονταν με τη σειρά στα κουπιά, ακόμα και ο νεα­ρός άρχοντας Αττικός, ο οποίος διοικούσε όλο το στόλο.

Το ταξίδι μέχρι τη χώρα των Αμαζόνων θα διαρκούσε εξή­ντα μέρες. Ο στόλος θα έπλεε σε νερά που κανένας Έλληνας, εκτός από τον Ιάσονα, τον Ηρακλή και τον ίδιο το Θησέα, μια γενιά πριν, δεν είχε διασχίσει ποτέ, τόσο μακριά από τον πο­λιτισμό. Οι άντρες φοβούνταν ότι ακόμα κι ο Δίας ήταν άγνω­στος σε κείνα τα μέρη όπου βασίλευαν βάρβαρες φυλές που δεν ήξεραν από τρόπους ή από νόμους και δεν έτρεφαν κανέ­να σεβασμό προς τους θεούς.

Πράγματι, δε βγήκα καθόλου από την κρυψώνα μου. Οι συνήθειες της θάλασσας είναι άγνωστες σ' ένα παιδί και απο­κρουστικές. Αρρώστησα. Δεν μπορούσα να κρατήσω τίποτα στο στομάχι μου. Ακόμα και τις νύχτες στην παραλία είχα την αίσθηση ότι κουνιόμουν. Κουλουριαζόμουν σε μια προβιά δί­πλα στον πατέρα, δυστυχισμένη σαν χειροπόδαρα δεμένο γουρουνάκι. Πόσο μου έλειπε το σπίτι και η μητέρα! Πόσο νο­σταλγούσα το αναπαυτικό κρεβατάκι μου και τη στέρεη γη κάτω από τα πόδια μου. Την τέταρτη μέρα είδα το παρακά­τω όνειρο:

Ήμουν στο σπίτι, παγιδευμένη για κακή μου τύχη στο ντουλάπι της μητέρας. Ήρθε γρήγορα μόλις άκουσε τις κραυ­γές μου κι άρχισε να χτυπάει την πόρτα για να ελευθερώσει το μάνταλο. Ένιωσα τόση ανακούφιση! Ανοιγόκλεισα τα μά­τια, ξυπνητή πια, έτοιμη να ορμήσω στην αγκαλιά της. Όμως το μάγουλό μου δεν ακουμπούσε στην πόρτα του ντουλαπιού αλλά στις υγρές σανίδες του εσωτρόπιου, και δεν ήταν το χέρι της μητέρας που χτυπούσε αλλά η γροθιά της φουρτουνιασμέ­νης θάλασσας. Το πλοίο κλυδωνιζόταν άγρια. Μου ήρθε πάλι αδιαθεσία, λες κι ένα χέρι μου έσφιγγε το στομάχι. Είχε ξε-

. 68 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

σπάσει καταιγίδα. Έβλεπα το πανί να φουσκώνει. Αναζήτησα παρηγοριά στον ύπνο, αλλά όταν ξύπνησα η τρικυμία είχε θε­ριέψει.

Το πλοίο χοροπηδούσε ολόκληρο τώρα. Ο ουρανός είχε γί­νει μολυβένιος. Ποτάμια νερού μαστίγωναν το καράβι. Το πα­νί μαζεύτηκε κι έμεινε μόνο το ένα τέταρτο, μετά το ένα όγδοο, ώσπου έγινε ένα κουβάρι, όχι μεγαλύτερο από μια πα-τσαβούρα. Παρ' όλα αυτά, έκανε το πλοίο να τρέχει σαν άλο­γο αγώνων. Ο ουρανός έγινε μαύρος. Παγωνιά σηκώθηκε από τα βάθη της θάλασσας. Μα τους θεούς, η καταιγίδα είχε χτυ­πήσει γρήγορα! Πριν από λίγο το πλοίο έτρεχε σε ευθεία γραμμή. Τώρα βυθιζόταν σε τάφρους και χαράδρες. Πελώρια κύματα σηκώνονταν από όλες τις μεριές. Κοίταζα με το στό­μα ανοιχτό τα βουνά του νερού στο χρώμα του σιδήρου.

Έκανα πάλι εμετό. Ακούμπησα τις παλάμες μου στις με­σαίες σανίδες και στηρίχτηκα για να μην πέσω κάτω. Πώς άντεχε αλήθεια τέτοιο σφυροκόπημα αυτή η σακαράκα; Ένας άντρας από το πλήρωμα έπεσε από πάνω μέσα στην αποθή­κη. «Πατέρα Δία» -έβλεπα την ανάσα του να τινάζεται σαν ατμός- «Σώσε με για τη γυναίκα μου και το παιδί μου!»

Ένα τρομερό μοιρολόι έσκισε την κρυψώνα μου. Ήταν οι πρότονοι που τραγουδούσαν στην καταιγίδα. Ξαφνικά έσπα­σαν μ' ένα τράνταγμα που θύμιζε μαστίγιο. Το πανί σκίστηκε και, ύστερα από λίγο, κατάρτι και κεραία εξαφανίστηκαν στο νερό. Στο σπίτι η Σελήνη είχε διδάξει στην αδελφή μου κι εμένα να περιφρονούμε το θάνατο. Φάνταζε ωραία ιδέα στην ξηρά. Τώρα όμως μέσα στο πέλαγος, η σάρκα μου επαναστα­τούσε. Κάθε νεύρο του κορμιού μου ούρλιαζε από το φόβο. Τα μέλη μου είχαν παραλύσει και αισθανόμουν σαν να είχα καταπιεί τη γλώσσα μου. Όσο πιο πολύ προσπαθούσα να φα­νώ γενναία, τόσο πιο πολύ φοβόμουν. Πατέρα! Καιγόμουν από επιθυμία να βγω από την κρυψώνα μου και φωνάζοντας τ' όνομά του να τρέξω στην αγκαλιά του. Τότε τον είδα. όρ­θιο στη μέση, καθώς το πλοίο βουτούσε σ' άλλη μια τάφρο. Είχε αρπάξει έναν άντρα του πληρώματος και τον έσερνε στη

. 69 .

Page 33: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

θέση του. Είδα τον πατέρα να φωνάζει κοντά στο στόμα του άντρα, μια κραυγή τόσο οργισμένη για την οποία δεν τον είχα ικανό. Κάθισε τον άντρα με τη βία και του έχωσε το κουπί στα χέρια. Το καράβι έτρεχε τώρα ολοταχώς όχι μόνο μπρο­στά και πίσω, αλλά πάνω κάτω και στα πλάγια. Δυο άντρες άρπαξαν το πηδάλιο, άχρηστο τώρα με τέτοια θάλασσα. Τα καημένα τα άλογα! Είχαν πέσει κάτω προ πολλού. Γονατι­σμένα ή πεσμένα στο πλάι μούγκριζαν απελπισμένα. Τα ξε-ρατά κάλυπταν την επιφάνεια του κάτω μέρους του καραβιού ίσαμε το γόνυ.

Η καταιγίδα μας είχε φτάσει πια. Το σύμπαν είχε συμπυ-κνωθεί σε ένα σιδηρόχρωμο δίσκο όχι φαρδύτερο από τη βολή ενός τόξου. Είχαμε χάσει κάθε οπτική επαφή με τ' άλλα πλοία. Τα κύματα μια ανέβαιναν και μια αποτραβιούνταν. Κάθε φορά που σηκωνόταν ένα κύμα, η μάζα του έκρυβε τη θέα και τον ήχο των επόμενων. Το πλοίο έπρεπε να μονομαχεί πάντα μ' αυτό, χρησιμοποιώντας όλη του την ικανότητα και το κουράγιο, ενώ ετοιμαζόταν για τ' άλλα που θ' ακολουθούσαν. Το ένα βουνό του νερού διαδεχόταν το άλλο, γεμάτο κακία, αλλά διαφορετικό από το προηγούμενο. Θα μπορούσε να γίνει κανείς ειδήμων στα κύματα. Αυτά που υψώνονται διαδοχικά, σταθερά στο ύψος, είναι τα πιο ανώδυνα. Το πλοίο τραβάει κατευθείαν πάνω τους, ευθυγραμμίζοντας την τρόπιδά του με τον άξονα της προέλασής τους. Αυτά πάλι με τους ώμους μπορεί να γλιστρήσουν στο χαμηλότερο σημείο, αλλά πάντα από πίσω τους σηκώνονται μεγαλύτερα κύματα, πιο άγρια, λοξά, ώστε η κορυφή γίνεται ώμος και ο ώμος κορυφή με τόση ταχύτητα που οι άντρες στα κουπιά πρέπει πολλές φορές να τραβάνε πότε προς τα μπρος και πότε προς τα πίσω. Η δου­λειά των κωπηλατών γίνεται αφάνταστα δύσκολη κάτω από την πίεση της καταιγίδας που στριφογυρνά και στραβώνει τις λεπίδες, προσπαθώντας να τις αρπάξει από τη λαβή τους.

Τα κύματα συνέχισαν να ορμούν το ένα μετά το άλλο. Τε­λικά από πάνω μας ορθώθηκε το Ένα. Το έβλεπα καθώς ερ­χόταν. Ανέβαινε, ανέβαινε κι εκεί που νόμιζες ότι θα σταμα-

. 70 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

τήσει, συνέχιζε να ανεβαίνει. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ένα κύμα θα έφτανε σε τέτοιο ύψος. Δυο φορές το ύψος ενός καταρτιού, αν είχαμε βέβαια ακόμα κατάρτι, και φαρδύ όσο ένα φρούριο. Υψώθηκε απειλητικό σαν θεόρατο βουνό και έπεσε με την ορμή πέτρινου τείχους. Οι πάγκοι κατά μήκος του πλοίου κομματιάστηκαν. Οι άντρες παρασύρθηκαν σαν κούκλες. Θαλασσινό νερό κατέκλυσε το πλοίο, παρασύροντάς το με το βάρος του προς τα κάτω. Οι άντρες φώναζαν, χωρίς ήχο, μέσα στην αντάρα των κεραυνών.

Το καράβι γύρισε κάθετα, τόσο που ένας άντρας θα μπο­ρούσε ν' απλώσει το χέρι του και να χαράξει με το δάχτυλο τ' όνομά του στον υδάτινο τοίχο. Μετά ανασηκώθηκε. Τόνοι νε­ρού κύλησαν από το υποτυπώδες κατάστρωμα. Το πλοίο επανήλθε στην ευθεία, για να πέσει στην άβυσσο από την αντίθετη μεριά. Είδα δύο άλογα να περνούν πάνω από την κουπαστή τόσο εύκολα όσο μια σταγόνα μέλι στα χείλη ενός κυπέλλου με κρασί. Τα ζώα ούτε που τραντάχτηκαν καθόλου, μόνο έπεσαν στο νερό σαν μολύβι. Οι ναυτικοί κοίταζαν με το στόμα ανοιχτό, κάτωχροι σαν φαντάσματα.

Το πλοίο επανήλθε στην ευθεία. Οι άντρες ξαναπήγαν στις θέσεις τους. Οι πάγκοι που είχαν σπάσει ήταν πολλοί, οι μισοί κωπηλάτες έμειναν χωρίς θέση. Και το χειρότερο, η κατα­στροφή τους είχε προκαλέσει ένα ράγισμα στο σκελετό του πλοίου. Ακουσα έναν τρομακτικό ήχο και κατάλαβα ότι είχαν στραβώσει τα μαδέρια. Αν έσκυβες από την κουπαστή, έβλε­πες το πλοίο να λυγίζει σαν κοτσάνι σέλινου. Τα σχοινιά από κάνναβη, τα υποζώματα, που έδεναν το εξωτερικό τμήμα του σκελετού, ήταν αυτά που δεν το άφηναν να διαλυθεί. Ο θόρυ­βος που έκαναν καθώς στράβωναν και γύριζαν με δύναμη ήταν απίστευτος. Κομμάτια από σανίδες άρχισαν να ξεκολ­λούν από το σκελετό. Μαδέρια και διάζυγα παρασύρονταν από την καταιγίδα. Είδα ένα ξύλο να χτυπάει έναν άντρα που προσπαθούσε να στερεώσει κάποιο μαδέρι. Το χτύπημα ήταν τόσο δυνατό που του έκοψε το αυτί και του ξύρισε το μισό κρανίο. Ο άντρας ούτε που το κατάλαβε ώσπου τα αίματα,

. 71 .

Page 34: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

παρασυρμένα από τον άνεμο, ζωγράφισαν μια ζώνη μπροστά στα μάτια του.

Η δεινή του θέση μ' έκανε να βγω από το καταφύγιο μου. Προχώρησα προς το μέρος του, παραπατώντας καθώς τα κύ­ματα έσκαγαν με πάταγο πάνω στο πλοίο. Αλλά η πλώρη πί­σω μου βυθίστηκε από ένα κύμα. Παρασύρθηκα από τον κα­ταρράκτη του νερού, που με κόλλησε πάνω στην αποθήκη των ιστίων, όπου παρέμεινα ακίνητη από το βάρος του νερού. 0 άντρας με είδε. Το θέαμα έκανε τα μάτι του να φωτιστεί, ενώ αντίθετα μεγάλωσε το δικό μου τρόμο. Γιατί έκανε σαν να έβλεπε όχι κάποια που ανήκε σε τούτο τον κόσμο αλλά την πρώτη μορφή που αντίκριζε στην άλλη πλευρά.

Ο θείος εμφανίστηκε πλάι μου. Με τράβηξε κοντά του. φωνάζοντας κάτι που δεν μπόρεσα ν' ακούσω. Ξάφνου, ένα χέρι μ' άρπαξε απ' τον ώμο. Ήταν ο πατέρας. Πριν προλάβω να μιλήσω, έδεσε ένα σχοινί γύρω από τη μέση μου και εν συ­νεχεία στη δική του. Έπειτα φώναξε στο Δάμωνα ότι έπρεπε να γυρίσουν στις θέσεις τους. Ο πατέρας κάθισε -με μένα δε­μένη πάνω του- σε ένα σπασμένο πάγκο, πήρε το κουπί του κι άρχισε να οργώνει το νερό.

Τι εξουθενωτική δουλειά! Η ώρα περνούσε. Οι άντρες ζού­σαν βασανιστικές στιγμές. Η αγωνία των αλόγων δεν περι­γράφεται. Οι τοίχοι των παχνιών τους είχαν κομματιαστεί εδώ και ώρα. Τα ζώα ωστόσο παρέμεναν κολλημένα στη θέση τους. Δεν ήταν δεμένα μόνο μπρος και πίσω, αλλά και στις κάτω σανίδες των παχνιών τους. Έτσι κάθε κύμα που περνού­σε από πάνω τους κάλυπτε τα κεφάλια και τους λαιμούς τους. Το θέαμα είναι φοβερό. Βλέπεις μόνο τα πόδια να κου­νιούνται πάνω απ' το νερό. Έπειτα το πλοίο ισιάζει και τα ζώα, που τα γουρλωμένα από τον τρόμο μάτια τους μιλούν από μόνα τους, ξαναβρίσκονται στον αέρα του Θεού, ενώ από τη χαίτη και τα τσουλούφια τους το νερό τρέχει ποτάμι, έχο­ντας βρει τη σωτηρία, που μπορεί να βαστάξει μόνο μέχρι την επόμενη λυτρωτική ανάσα.

Παρατήρησα τα πρόσωπα των αντρών στα κουπιά. Ποτά-

. 72 .

0Ι ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

μια αλμυρού νερού έτρεχαν από τις γενειάδες τους. Τα μα­κριά μαλλιά τους έπεφταν στο πλάι κι η πάχνη φαινόταν να βγαίνει από μέσα τους. Ξάφνου το πλοίο πέφτει σε μια υδάτι­νη τάφρο. Όσο κρατά ένα καρδιοχτύπι ο κόσμος γίνεται σιω­πηλός. Κατόπιν ακούγεται θόρυβος και το πλοίο, καθώς ανε­βαίνει, βρίσκεται στην καρδιά της θύελλας, που δε συγκρίνε­ται με όλα τα ουρλιαχτά του Άδη. Τα μαλλιά μου, που κυμά­τιζαν σαν μακρόστενη σημαιούλα, τυλίχτηκαν στο κουπί που τραβούσα κι εγώ -οι παλάμες μου είχαν ήδη ξεφλουδίσει- δί­πλα στον πατέρα μου. Πόσο γενναία κωπηλατούσε! Και δεν ήταν ο μόνος. Ολοι οι άντρες στους πάγκους τραβούσαν τα κουπιά με τόσο μεγάλη αποφασιστικότητα όσο μικρή ήταν η ελπίδα. Ένιωσα συμπόνια γι' αυτά τα γενναία, μα άτυχα, πα­λικάρια. Πόσο γενναίοι ήταν! Πόσο θαρραλέοι, αν και πάλευ­αν με το θάνατο!

Το τελευταίο στάδιο του τρόμου, όπως μας είχε διδάξει η Σελήνη την Ευρώπη κι εμένα, είναι η απασχόληση. Αυτό ακο­λούθησε τώρα. Οι άντρες δεν είχαν χρόνο να φοβηθούν. Κάθε στιγμή είχε τόσο πολλές απαιτήσεις που ο φόβος δεν μπορού­σε να τους κυριεύσει πια. Πόσο ασήμαντος νιώθει κανείς σε τέτοιες στιγμές! Κοίταζα τον πατέρα και το θείο, τους στυλο­βάτες του κόσμου μου. Κι όμως ήξερα ότι ήταν δυο εύθραυ­στοι μίσχοι στα χέρια των θεών. Μίλησα στο αυτί του πατέρα, λες και καθόμασταν στο τραπέζι του σπιτιού μας.

«Η Σελήνη δεν πήγε στη χώρα των Αμαζόνων, πατέρα, αλ­λά στον ποταμό του Αδη, στη Μαλία. Η Ευρώπη θα την ακο­λούθησε εκεί, για να την εμποδίσει να κάνει κακό στον εαυτό της».

Πώς το ήξερα αυτό; Ίσως κάποιος θεός να μου το ψιθύρι­σε. Το ήξερα. όμως. Ήμουν τόσο σίγουρη όσο για το ότι θα πέθαινα κάποτε.

Τα μάτια του πατέρα δε στράφηκαν προς το μέρος μου. καρφωμένα καθώς ήταν όπως όλων μας στον Αττικό και στον πηδαλιούχο μας. Με άκουσε όμως και με πίστεψε.

Οι άντρες συνέχισαν να οργώνουν τη θάλασσα.

. 73 .

Page 35: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

Πόσο κράτησε αυτή η δοκιμασία δεν μπορώ να πω. Το μό­νο που ξέρω είναι πως, όταν λιποθύμησα στην αγκαλιά του πατέρα μου, οι άντρες διατηρούσαν ακόμα την αποφασιστικό­τητά τους, μέχρις ότου τα πλοία, αφού καταλάγιασε η μανία της καταιγίδας, αντίκρισαν ένα αραξοβόλι κι όρμησαν στην αγκαλιά του χαρούμενοι για τη σωτηρία τους.

. 74 .

6 Κάθοδος στον Άδη

ΟΙ ΑΝΤΡΕΣ Χ Ω Ρ Ι Σ Τ Η Κ Α Ν σε ομάδες των δέκα και ξεκινήσαμε για τον Ποταμό του Άδη. Εγώ ήμουν δεμένη από τον πατέρα μου με μια τριχιά από ακατέργαστο δέρμα, για να μην το σκάσω στη θέα των φαντασμάτων που ξεπρόβαλλαν από το βάλτο και για να μην πάθω κακό, σε περίπτωση που έπεφτα σε κανένα βούρκο. Έβρεχε. Παγωμένοι καταρράκτες πότιζαν μέχρι το κόκαλο τις ομάδες, μετατρέποντας το μονοπάτι σε τέλμα.

Δεκάξι μέρες είχαν περάσει από τη σωτηρία του στόλου. Τόσος χρόνος χρειάστηκε για να βρεθούν και τα τέσσερα πλοία μαζί, αφού το καθένα είχε προσεγγίσει σε άλλη ακτή. Όλα μαζί πια, τα πληρώματα μπορούσαν να κάνουν τις απα­ραίτητες επισκευές, να φροντίσουν τους τραυματίες, να με­τρήσουν τους νεκρούς και να επιτρέψουν στα άλογα και στους εαυτούς τους ένα διάλειμμα για να συνέλθουν. Το δεύτερο βράδυ κιόλας ο Αττικός και οι αξιωματικοί με ανέ­κριναν.

Τι εξυπνάδα ήταν πάλι αυτή που ξεφούρνισα στον πατέρα μου για τον Ποταμό του Αδη; Η Σελήνη είχε πάει πράγματι εκεί και όχι στη χώρα των Αμαζόνων; Γιατί να το κάνει αυτό; Και πώς το ήξερα εγώ;

Θύμισα στους αξιωματικούς ότι αυτό που έκανε τη Σελήνη να το σκάσει ήταν η πληροφορία που της μετέφερε ο Θησέας το μεσημέρι που επισκέφτηκε το κτήμα μας, ότι κινδύνευε η

. 75 .

Page 36: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

ζωή της αγαπημένης της Ελευθεράς, κάπου στις άγονες στέ­πες πάνω από τη Μαύρη θάλασσα.

«Οι Αμαζόνες συνδέονται ανά τρεις», άκουσα τη φωνή μου να λέει στους πλοιάρχους, «και πιστεύουν ότι ο Αδης θα δε­χτεί οποιαδήποτε από την τρικόνα στη θέση μιας άλλης».

«Τι σημαίνει αυτό, παιδί μου;» με πίεσε ευγενικά ο Αττικός. «Δεν ξέρω με σιγουριά, αλλά η κοινή λογική λέει ότι η Σε­

λήνη θα προσπαθήσει να βρει πρώτη μια είσοδο για τον Κάτω Κόσμο. Εκεί θα προσφέρει θυσία, ίσως και την ίδια της τη ζωή, ικετεύοντας τους θεούς να σώσουν εκείνη της συντρόφου της, της Ελευθεράς».

Το ίδιο βράδυ έγινε και δεύτερο συμβούλιο, κι ένα τρίτο όταν ενώθηκαν τελικά όλα τα πλοία. Αρκετοί ομιλητές, επιβε-βαιώνοντας τα λόγια μου, μίλησαν για την ύπαρξη τέτοιων το­ποθεσιών, εκεί όπου οι παραπόταμοι της Στυγός -Αχέρων, Κωκυτός, Άορνος, Λήθη και Φλεγέθων- ενώνουν τον ρου τους κάτω από τη γη .

Ο πιο κοντινός, στη Μαλία, στις ακτές της Μαγνησίας, ήταν ο «Πύρινος Ποταμός». Αυτός μου ήρθε πρώτος στο νου και σ' αυτόν συνηγορούσε η λογική ως τον πιο πιθανό. Η εί­σοδος του βρίσκεται σε απόσταση δέκα ημερών με το άλογο από την Αθήνα. Μπορούσε να φτάσει κανείς από την ξηρά χωρίς να περάσει καθόλου θάλασσα (αφού οι Αμαζόνες φο­βούνται κι απεχθάνονται το αλμυρό στοιχείο). Και ήταν ο μό­νος που βρισκόταν πάνω στο δρόμο της Σελήνης, πηγαίνοντας προς την πατρίδα της.

Έτσι, τη δωδέκατη αυγή, ο επισκευασμένος στόλος ξαναρί-χτηκε στη θάλασσα, διέσχισε πάλι την απόσταση ως εκεί απ' όπου τον είχε παρασύρει η καταιγίδα, για ν' αράξει τρεις μέ­ρες μετά σε μια παραλία με βότσαλα που ονομάζεται Γούβες, στη Μαλία, στην ηπειρωτική χώρα. Είκοσι άντρες διατάχτη­καν να παραμείνουν για να φυλάνε τα πλοία, ενώ το κυρίως σώμα, πενήντα περίπου ένοπλοι, ξεκίνησαν να βρουν την εί­σοδο του Κάτω Κόσμου.

Η έρευνα ξεκίνησε χωρίς ενθουσιασμό, καθώς αρκετοί από

. 76 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

την ομάδα που γνώριζαν την τοποθεσία είχαν αναφέρει ότι ο «Πύρινος Ποταμός», με την τόσο τρομακτική ονομασία, δεν ήταν τίποτε άλλο από μια υπόγεια σπηλιά με μια παράξενη ύλη που μύριζε θειάφι και πίσσα. Η δυσοσμία ήταν τόσο έντο­νη, είπαν οι άντρες, ώστε ούτε πουλιά ούτε ζώα κατοικούσαν στην περιοχή, παρά μόνο σαύρες, φίδια και γυμνοσάλιαγκες.

Η ζώνη που είχε δέσει ο πατέρας γύρω από τη μέση μου ήταν απ' αυτές που είχε μάθει να φτιάχνει στην Αμαζονία, πριν από είκοσι χρόνια, στο πρώτο ταξίδι με το Θησέα. Οι Αμαζόνες την έλεγαν αστερεία, «ζώνη αστέρι», και οι Έλλη­νες σχοινί για τα άλογα γιατί, όπως όλοι οι καβαλάρηδες ξέ­ρουν, τίποτε δεν είναι πιο αποτελεσματικό όταν έχεις να κά­νεις με δύστροπα ζώα από μια καλή μακριά τριχιά, για να τα οδηγείς, να τα σταματάς, να τα κάνεις να προχωρούν όταν τσινάνε ή για να τα πιάνεις.

Έτσι δεμένη προχωρούσα πίσω απ' τον πατέρα. Μια απαί­σια μυρωδιά σαν από κλούβιο αυγό αναδινόταν απ' το βόρβο-ρο. Oι άντρες έκλεισαν τα ρουθούνια τους με βρύα και τύλι­ξαν με πανιά τα πρόσωπά τους.

Δεν υπήρχαν χωριά, και οι μόνοι αυτόχθονες που συναντή­σαμε, μια μικρόσωμη φυλή, οι οποίοι αυτοαποκαλούνταν Ρά-ριοι -ακόμα κι εγώ τους ξεπερνούσα στο μπόι- μ' ένα λιγδια­σμένο τσουλούφι στην κορυφή της κεφαλής, μιλούσαν μια πε­λασγική διάλεκτο τόσο αρχαία που ούτε οι σύντροφοι μας από τη Βραυρώνα ή το Μαραθώνα δεν μπορούσαν να κατα­λάβουν. Οι θεοί μόνο ξέρουν πώς ζούσαν αυτοί οι άνθρωποι· ίσως μάζευαν σαύρες ή έπνιγαν γάτες για το τομάρι τους. Τα δάχτυλά τους δεν ήταν μεγαλύτερα από τα δάχτυλα των πο­διών μου και τα κολοβά μέλη απ' όπου προεξείχαν αυτά τα εξογκώματα έμοιαζαν μάλλον με πόδια νυκτόβιων τρωκτικών παρά με άκρα με τα οποία είχαν προικίσει οι θεοί το ανθρώ­πινο γένος. Οι μανδύες τους ήταν από δέρμα ποντικού και φι­διού, με την ουρά και τα κεφάλια ακόμα επάνω. Τόσο οι αρ­σενικοί όσο κι οι θηλυκοί ήταν γυμνοί από τη μέση και κάτω. Οι γοφοί τους ήταν αλειμμένοι με λάσπη, για προστασία ίσως

. 77 .

Page 37: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

ή, όπως παρατήρησε ο άρχοντας Αττικός, ήταν απλώς βρομιά. Τα νομίσματα ή το χρυσάφι δεν τους συγκινούσαν καθόλου, αλλά θα χοροπηδούσαν από χαρά αν έβλεπαν να βγαίνει φω­τιά από ένα πήλινο αγγείο. Κοίταζαν με λαχτάρα τα κύπελλα που είχαν δεμένα οι άντρες σε μπόγους και ζώνες, και θα ξερνούσαν ό,τι ήξεραν για ένα απ' αυτά. Ναι, είχαν δει μια Αμαζόνα. Κάντε τα δέκα, εκατό! Ένα νεαρό κορίτσι, πράγμα­τι! Με κόκκινα μαλλιά, αυτή δεν ήταν; Ή μήπως είπατε μαύρα κορακί; Τρεις φορές αυτοί οι άνθρωποι οδήγησαν τις ομάδες μας στις Πύλες της Περσεφόνης, στην εκβολή του Ποταμού του Αδη (έτσι είπαν τουλάχιστον), αλλά κάθε έξοδος αποδεί­χτηκε τέλμα από λιμνάζοντα νερά.

Σε μια στιγμή, ο Δάμων άρχισε τη συζήτηση με τον αρχηγό τους. «Αυτά τα καθάρματα λατρεύουν τη Θεά Γαία», ανέφε­ρε στον Αττικό και τους αξιωματικούς. «Είμαστε ιερόσυλοι. Δεν πρόκειται να μας οδηγήσουν στην είσοδο. Βάζω στοίχημα ότι θα μας επιτεθούν αν πλησιάσουμε πολύ. Και κάτι άλλο. Ό,τι φυτρώνει στους βάλτους είναι δηλητηριώδες. Μπορεί να έχουν βουτήξει μέσα τις αιχμές των βελών τους, να έχουν πε­ράσει με δηλητήριο τ' αγκάθια στους θάμνους ή να έχουν βά­λει μυτερά παλούκια από κει που θα περάσουμε».

Η διωκτική ομάδα βάδιζε όλο το πρωί. Η περιοχή ήταν γε­μάτη βάλτους. Η λάσπη έφτανε μέχρι τους αστραγάλους των αντρών καθώς τους διέσχιζαν. Κανένα ύψωμα δε φαινόταν πουθενά. Καλαμιές φύτρωναν τόπους τόπους, και τα κοτσά-νια τους, πυκνά σαν σαΐτες σε φαρέτρα, δεν παραμέριζαν, μό­νο έπρεπε να τα κόψει κανείς με το πελέκι, ενώ η βλάστηση από πάνω ανάγκαζε ακόμα και τον πιο μικρόσωμο να σκύβει. Κάτω από αυτόν το θόλο οι αυτόχθονες των βάλτων προχω­ρούσαν με άνεση. Μας είχαν πάρει στο κατόπι. Ήταν τόσο κοντά που ακούγαμε τα ακαταλαβίστικα λόγια τους, ενώ η ομάδα μας είχε εκνευριστεί φοβερά. Οι άντρες είχαν κρεμά­σει τα υποδήματά τους στο λαιμό και συνέχιζαν να βαδίζουν, ενώ βδέλλες κολλούσαν στα πόδια και στις μασχάλες τους. Τελικά, οι ομάδες έφτασαν σ' ένα ύψωμα. Συγκεντρώθηκαν

. 78 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

σε μια απάνεμη προεξοχή της πλαγιάς και προσπάθησαν ν' ανάψουν φωτιά με μουσκεμένα βρύα για να ζεσταθούν. Ο πα­τέρας τύλιξε με μια προβιά τους ώμους μου και πήγε να συ-σκεφθεί με τους διοικητές.

Έγειρα πάνω στο βράχο, προφυλαγμένη από τη βροχή. Ο πρωινός αγώνας είχε στερέψει κάθε ελπίδα που έτρεφα ακό­μη γι' αυτό το μέρος. Απ' όλους τους Ποταμούς του Άδη, αν πράγματι σ' ένα τέτοιο μέρος σκόπευε να πάει η Σελήνη, ποιος μας έλεγε ότι είχε επιλέξει αυτόν ή ότι η Ευρώπη είχε κάνει την ίδια σκέψη; Και ποιος μπορούσε να πει με σιγουριά ότι η μία από τις δύο ήταν ακόμα εδώ; Αυτές τις σκέψεις αναμα­σούσα, όταν μια κραυγή ακούστηκε από τους άντρες, στην προεξοχή.

Χοροπηδούσαν κι έσκουζαν δείχνοντας το βράχο από κά­τω. Μια φλόγα φάνηκε να ελίσσεται μέσα απ' τις ρωγμές. Ήταν νάφθα. Αίμα του δράκου την έλεγαν οι άντρες, παρότι κι ένα παιδί ακόμα καταλάβαινε ότι ήταν απλώς κάποιο φυσι­κό εύφλεκτο υγρό από την πίσσα των λιθανθράκων. Οι άντρες φώναξαν τον Αττικό και τους αξιωματικούς. Εγώ πλησίασα κι έστησα αυτί.

Από το χείλος της χαράδρας υπήρχε μια συνεχής ροή από εύφλεκτες σταγόνες προς τα κάτω, που εξαφανίζονταν σ' ένα φυσικό φρέαρ που είχε πέντε πόδια φάρδος και είκοσι βάθος. Στο τοίχωμα του υπήρχαν λαξεμένα σκαλοπάτια. Έμοιαζαν τόσο παλιά όσο ο Κρόνος. Στη βάση διακρίνονταν αρχέγονα σύμβολα. Μια ρωγμή οδηγούσε μέσα στη γη. Ένας άνθρωπος μπορούσε να περάσει αν γύριζε στο πλάι, αλλά τίποτε δε φα­νέρωνε πού οδηγούσε (αν υπήρχε τέρμα, φυσικά).

Ο Αττικός, ο πατέρας και οι πλοίαρχοι προχώρησαν κάτω από την πίεση των αντρών. Ο Λέων, ο πηδαλιούχος, που βοή­θησε στην ανακάλυψη αυτή, χαμογέλασε από τα μισά του πη­γαδιού καθώς κατέβαινε τα σκαλοπάτια. Κρατούσε στο χέρι ένα φυλαχτό από πυρίτη λίθο και κερατίνη, ένα αιστιβάλ, σαν αυτό που είχε κρεμάσει η Σελήνη στο καμφορόδεντρό μας τη νύχτα πριν από τη φυγή της.

. 79 ·

Page 38: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

«Αυτό το σκουπίδι ήταν τυλιγμένο στην άκρη μιας πέτρας. Τι να το κάνω;»

Ο πατέρας εξήγησε τη σημασία του φυλαχτού. Ο Δάμων και τέσσερις άλλοι επιλέχτηκαν με κλήρο (φασόλια μέσα σε μια περικεφαλαία) για να περάσουν από τη ρωγμή. Η είσοδος ήταν τόσο στενή που δε χωρούσαν με τις πανοπλίες. Αναγκά­στηκαν λοιπόν να τις αφήσουν, εκτός από τις ασπίδες που τις πέρασαν στη συνέχεια, κι ακόμη κοντάρια ώστε να τα χρησι­μοποιήσουν για δόρατα αφού τα μακριά αυτά όπλα ήταν άχρηστα σε τόσο στενό χώρο, το ίδιο και το τόξο. Αρχισαν να κατεβαίνουν. Οι υπόλοιποι μαζεύτηκαν πάνω από το στόμιο, ζητώντας κάθε τρεις και λίγο αναφορά. Παρακάλεσα τον πα­τέρα και τον Αττικό να μ' αφήσουν να πάω με την ομάδα. Το μέγεθός μου θα μου επέτρεπε να τρυπώσω εκεί όπου οι άντρες δε θα μπορούσαν, κι ακόμη μιλούσα τη γλώσσα των Αμαζόνων και διάβαζα τα σημάδια τους. Ο πατέρας δεν το συζήτησε καν. «Ο Δάμων θα το κανονίσει αυτό. Βρες μια θέ-ση και μη μιλάς».

Ακολουθεί η αφήγηση του Δάμωνα για την κάθοδό του στον Κάτω Κόσμο, όπως πολλές φορές την άκουσα απ' αυ­τόν, τότε και τις εποχές που ακολούθησαν.

Η ΑΦΗΓΗΣΗ του Δάμωνα: Με διάλεξαν επειδή ήξερα λίγο τη γλώσσα των Αμαζόνων, και πολύ καλά τη Σελήνη, αν πέφταμε πάνω της. Ακόμα, αν η μι­κρή Ευρώπη είχε κατέβει πράγματι σ' αυτό το υπόγειο και μετάνιωνε για την απερισκεψία της, θα ήταν καλύτερα αν μι­λούσε μ' ένα συγγενή της. Φοβόμουν τους κλειστούς χώρους, αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτε. Έπρεπε να κατεβούμε.

Η ομάδα αποτελείτο από πέντε άτομα: δύο αδέλφια, το Σέλ-λη και τον Πατροκλείδη - καταπληκτικοί ιππείς αμφότεροι, αν και δεν ξέρω σε τι θα τους ωφελούσε αυτό μέσα σε κείνη την τρύπα· το Φορμίωνα, που φημιζόταν για τη δύναμή του· και το γιο της εξαδέλφης μου Ιούς, το Μανδροκλή, ένα παλικάρι

. 80 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

με μεγάλο θάρρος, που δεν ήξερε όμως κολύμπι, θα δείτε σε λίγο γιατί το αναφέρω.

Συνεχίσαμε να κατεβαίνουμε. Μέχρι τα πρώτα είκοσι βή­ματα ήταν πολύ στενά αλλά μπορούσες να σταθείς όρθιος. Το φως της ημέρας επίσης έφτανε ακόμα μέχρι εκεί. Ο Φορμίων μπήκε μπροστά και φώναζε ό,τι έβλεπε. Η δίοδος έγινε πιο στενή. Έπρεπε να πηγαίνουμε με το πλάι. και στη συνέχεια με τα τέσσερα, σαν τους μεταλλωρύχους. Στο τέλος σερνόμα­στε σαν τα φίδια. Ξετυλίξαμε ένα σχοινί σημαδεμένο με πό­δια. Στα εκατό, ο Φορμίων φώναξε: «Αυτή η τρύπα δε βγάζει πουθενά». Ήταν τόσο κοντά που μπορούσα ν' αγγίξω τις πα­τούσες του, αλλά ο φόβος τον έκανε να φωνάζει. Τον έσπρω­ξα να προχωρήσει. Το πηγάδι κάπου έπρεπε να οδηγεί, αλ­λιώς δε θα υπήρχαν σκαλοπάτια στην είσοδο. «Αυτό δεν είναι είσοδος, είναι τα Τάρταρα».

Ο Φορμίων συνέχισε να σέρνεται, και η δάδα του κινιόταν μια δεξιά, μια αριστερά, όπως νανουρίζουμε ένα μωρό. «Μια σπηλιά, αδέλφια!» φώναξε ξαφνικά. Κυλήσαμε σαν κοπριές σε μια αμμουδιά. Μπροστά μας απλωνόταν μια λίμνη από πίσσα, σε απόσταση βολής τόξου. Μια στοά τριάντα πόδια περίπου υψωνόταν από πάνω μας. Υπήρχε μια παραλία από κατράμι που χώραγε καμιά εικοσαριά άντρες. Τους πρόσταξα να μείνουν ακίνητοι, να μην προσπαθήσουν να περάσουν. Η λίμνη ήταν από πίσσα, πυκνή σαν κρεατόσουπα. Μικροί κα­ταρράκτες από νάφθα έπεφταν μέσα της. Πρωτόγονα σύμβο­λα ήταν ζωγραφισμένα στους τοίχους, όχι ζώα ή άνθρωποι αλ­λά σπείρες και ρόδακες, μαγικά σημάδια.

«Αυτός είναι ο Κάτω Κόσμος;» «Ναι, κι εγώ είμαι ο Κέρβερος!» Πατήματα από πέδιλα φάνηκαν στο φως της δάδας. Μια

γυναίκα κι ένα κορίτσι. Καταλαβαίνεις αν ένα ίχνος είναι φρέ­σκο από το αν οι άκρες του πέφτουν προς τα μέσα. Αλλά στην πίσσα φαίνονταν λες και ήταν σμιλεμένα στην πέτρα.

«Μπορεί να έγιναν πριν από δέκα μέρες ή πριν από δέκα καρδιοχτύπια».

. 81 .

Page 39: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ Π Ρ Ε Σ Σ Φ Ι Λ Ν Τ

Η Σελήνη και η Ευρώπη ήταν σίγουρα εδώ. Ποιος άλλος θα χωνόταν σε τούτη την τρύπα του Άδη;

«Διέσχισαν τη λίμνη, Δάμωνα;» ρώτησε ο Φορμίων. «Πάντως δεν πέταξαν», απάντησε ο Πατροκλείδης. «Τότε, πρέπει να την περάσουμε κι εμείς;» Τους πρόσταξα να κοιτάξουν τους τοίχους για σημάδια. «Αμαζόνα!» Ο Μανδροκλής είχε φωνάξει, κάνοντας τους πάντες ν' ανα­

πηδήσουν. Έπαιζε με την ηχώ. Οι σύντροφοι του τον καταρά­στηκαν και γέλασαν όπως κάνουν οι άντρες με ανακούφιση μετά το φόβο. Ο μεγαλύτερος ήταν είκοσι δύο χρόνων. Αρχι­σαν να τρομάζουν ο ένας τον άλλο για πλάκα, πλάθοντας με τη φαντασία τους τέρατα στα σπλάχνα της λίμνης.

«Πόσο βαθιά την υπολογίζεις;» «Μπες μέσα να το βρεις». Τότε ακούστηκε ένας θόρυβος. «Τι ήταν αυτό;» Είχε έρθει από την απέναντι όχθη της λίμνης. «Ακούστηκε σαν άλογο». «Σίγουρα ονειρεύεσαι!» «Σαν οπλές στην πέτρα». Αφουγκραστήκαμε με κομμένη την ανάσα. «Αν είναι άλογο», είπε ο Πατροκλείδης. «πρέπει να είναι

σαν σαρδέλα για να περάσει μέσα απ' τη χαραμάδα απ' όπου τρυπώσαμε εμείς!»

Κανείς δεν τόλμησε να πει το προφανές: ότι η σπηλιά μπο­ρεί να είχε κι άλλη είσοδο, από την απέναντι μεριά της λί­μνης.

Φώναξα τ' όνομα της Σελήνης. Καμία απάντηση. Φώναξα πάλι. λέγοντας το όνομα μου. «Σελήνη, η Ευρώπη

είναι μαζί σου;» Τίποτα. Διέταξα τους άντρες να κρατήσουν τις δάδες τους

πάνω από την επιφάνεια και μπήκα μέσα. Με το πρώτο βήμα. η πίσσα μου έφτασε μέχρι το καλάμι, στο επόμενο μέχρι τη

. 82 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

μέση, έπειτα έπεσα στ' άπατα. Ακολούθησε ο Φορμίων, μετά ο Πατροκλείδης. Οι άλλοι ήταν πολύ φοβισμένοι για να μεί­νουν πίσω. Κολυμπήσαμε, με τις ασπίδες μπροστά σαν βαρ­κάκια, τα κοντάρια και τις δάδες ψηλά. Ο Μανδροκλής αρπά­χτηκε απ' το Σέλλη, αγκομαχώντας σαν το σκυλί. Η απόστα­ση πρέπει να ήταν γύρω στα εκατό πόδια. Βγήκαμε βουτηγ­μένοι στην πίσσα μέχρι τα γένια. Ο καπνός από τις δάδες μας μαύρισε την οροφή. Ξάφνου, χιλιάδες φτερωτές άρπυιες άρχι­σαν να φτερουγίζουν γύρω μας. Νυχτερίδες. Οι άντρες έπε­σαν κάτω τρομαγμένοι, καθώς το σμήνος στρίγγλιζε από το θόλο. Χρειάστηκε μια αιωνιότητα, τόσο τουλάχιστον μας φά­νηκε, μέχρι να ξαναβρούμε την ανάσα μας. Οι νυχτερίδες πέ­ταξαν πιο βαθιά στη σπηλιά -ή σε κάποια έξοδο που δεν εί­χαμε ακόμα ανακαλύψει.

«Ρίξε μια ματιά μπροστά. Πατροκλείδη». «Τι, μόνος μου;» «Μια ματιά είπα». «Εσύ είσαι ο αρχηγός. Εσύ να πας». «Πράγματι είμαι, και λέω να πας εσύ». Συνεχίσαμε ανάμεσα από τα παραπετάσματα που σχημά­

τιζαν οι σταλακτίτες. Μια κραυγή. Η δάδα του Πατροκλείδη είχε βάλει φωτιά στη γενειάδα του, που ήταν γεμάτη κατρά­μι. Πέσαμε πάνω του και τη σβήσαμε. Μπροστά μας φάνηκε μια τρύπα.

«Εγώ πάντως δεν κατεβαίνω εκεί κάτω, αρχηγέ». Κατέβηκα σ' ένα πηγάδι απότομο σαν κλιμακοστάσιο, έ­

πειτα προχώρησα στις αμμώδεις όχθες ενός ξεροπόταμου. Πε­ρίμενα κόκαλα και κρύπτες, αλλά δεν υπήρχε τίποτε απ' αυ­τά. Μόνο τοίχοι και στοές, τρομακτικοί ωστόσο από τη συνε­χή ροή αθέατων καταρρακτών.

«Φτάνει μέχρι εδώ, αρχηγέ», είπε ο Φορμίων. Νόμιζε ότι ψάχναμε θέση για στρατόπεδο. Ας λέγαμε

στους συντρόφους μας από πάνω να κατέβουν. «Δεν ήρθαμε εδώ για να κατασκηνώσουμε. Φορμίων». Ο Σέλλης επανέλαβε ότι είχαμε προχωρήσει αρκετά. Χρει-

. 83 .

Page 40: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ Π Ρ Ε Σ Σ Φ Ι Λ Ν Τ

αζόμασταν ενισχύσεις. Ο Πατροκλείδης συμφώνησε μαζί του. Ξαφνικά, ο Πατροκλείδης αναρίγησε και παραπάτησε, λες και τον έσπρωξαν από πίσω. Η λαλιά του κόπηκε. Κοίταξε προς τα κάτω κι έβαλε τα χέρια στο στήθος του.

Από το στέρνο του εξείχε η αιχμή ενός βέλους. «Χτυπήθηκα» είπε απλά. λες και παρατηρούσε τη βόλτα

ενός σύννεφου στον ουρανό. Αίμα πετάχτηκε από τη μύτη και το στόμα του. Άκουσα το Σέλλη να φωνάζει από αγωνία πίσω μου. Απλωσα το χέρι να συγκρατήσω τον Πατροκλείδη (γιατί σίγουρα θ' ακολουθούσαν κι άλλα βέλη) αλλά γλίστρησε απ' τα χέρια μου πριν τον πιάσω. Έπεσε όπως μόνο οι νεκροί πέ­φτουν, σαν άθυρμα.

Ο αδελφός του έβγαλε μια φωνή και βρέθηκε δίπλα του. Ομολογώ ότι εκείνη τη στιγμή τα έχασα. Ο Φορμίων, όμως, που διατηρούσε την ψυχραιμία του, κάλυψε τον τρελό από θλίψη σύντροφό του με την ασπίδα του. Αμέσως ένα δεύτερο βέλος βρόντησε πάνω στο πρόσωπό της που ήταν από βελανι­διά και βοϊδοτόμαρο. Εγώ, που είχα ξαναβρεί τα λογικά μου, προσπάθησα να δω από πού γινόταν η επίθεση. Άρπαξα το Σέλλη από τα μαλλιά, που νοιαζόταν μόνο για τον αδελφό του εκείνη τη στιγμή. Πάσχιζε να τον ζωντανέψει, όπως κάνουν συνήθως οι τρομοκρατημένοι, με τη δύναμη της θλίψης του και μόνο. Ο Φορμίων κι εγώ τον τραβήξαμε πίσω από ένα βράχο. Είχαμε πετάξει τις δάδες μας κάτω. Τώρα μια γαλά­ζια φλόγα έκαιγε στο έδαφος.

«Θεές κι εσείς άρχοντες του Άδη!» ακούστηκε να λέει μια γυναικεία φωνή στα ελληνικά. «Πάρτε αυτό, για αρχή!»

Απ' το λαρύγγι της Σελήνης βγήκε η πολεμική κραυγή των Αμαζόνων που κάνει τις ραχοκοκαλιές των αντρών ν' αναρι­γούν και της οποίας ο αντίλαλος επαναλήφθηκε ξανά και ξα­νά σε όλη τη σπηλιά.

Ρωτάς τι έγινε η ανδρεία μας; Δεν έμεινε ούτε δείγμα. Αρ­χίσαμε να ουρλιάζουμε, κι εγώ δεν πήγαινα πίσω, λες και οι κραυγές μας θα γύριζαν τους συντρόφους μας στο φως της ημέρας. Βοήθεια! Βοήθεια!

. 84 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Η Σελήνη ήταν από πάνω μας, κάπου στο σκοτάδι. Κοτρό-νες έπεφταν από τις στοές. Η οροφή του θόλου φαινόταν να σχίζεται στα δυο.

«Πλησιάστε, δύο!» φώναξε η Σελήνη στα ελληνικά. «Οι άλλοι δύο, φύγετε!»

Εννοούσε ότι χρειαζόταν τρία κεφάλια για να ηρεμήσει τους Αρχοντες του Κάτω Κόσμου. Είχε ήδη ένα, του Πατρο­κλείδη. Όσον αφορά εμάς, κοιτάζαμε ο ένας τον άλλο, έτοιμοι να συμφωνήσουμε αν κρίναμε ότι θα ήμασταν ο ένας από τους δυο που θα έφευγε. Νιώσαμε ντροπή. Δε χρειάστηκε να πούμε τίποτα, ξέραμε όλοι τι έπρεπε να κάνουμε: να σηκω-θούμε και να το βάλουμε στα πόδια.

«Δεν αφήνω τον αδελφό μου», επέμεινε ο Σέλλης. Ο ψίθυρος του αντήχησε σαν κραυγή. «Σήκω και συνάντησε τον!» Ένα τρίτο βέλος καρφώθηκε

στο έδαφος. «Ευρώπη!» φώναξα στο σκοτάδι. «Είσαι εκεί, παιδί μου;» Καμία απάντηση. Αυτό μ' έκανε να βεβαιωθώ ότι την κρα­

τούσε. Η Σελήνη την είχε διατάξει να μη βγάλει τσιμουδιά. Οι θεοί ας έβαζαν το χέρι τους αν μας επιτίθετο και το κορίτσι. Αρπάξαμε τις δάδες. Ο Σέλλης κι εγώ πιάσαμε από τα πόδια το νεκρό σύντροφο μας. Σηκώσαμε τις ασπίδες κι αρχίσαμε να τρέχουμε. Διασχίσαμε τον ξεροπόταμο κι ανεβήκαμε τα απότομα σκαλιά. Ο Φορμίων προπορευόταν. Περάσαμε τη σήραγγα που οδηγούσε στη λίμνη. Ακούγαμε το ποδοκρότη-μα της Σελήνης ξοπίσω μας, καθώς έτρεχε στη στοά όπου εί­χαμε συναντήσει τις νυχτερίδες. Τραβούσαμε το σώμα του Πατροκλείδη σαν σακί με κρεμμύδια, το κεφάλι του βροντο­χτυπούσε πάνω στις πέτρες.

Η λίμνη έλαμπε μαύρη, ακίνητη μπροστά μας. Η Σελήνη μας είχε φτάσει. Από μια προεξοχή επάνω, πετούσε τη μία πέτρα μετά την άλλη. Από κει, μια γυναίκα θα μπορούσε να μας πετροβολά όλη μέρα. Έπρεπε να περάσουμε, κι αν κά­ποιος δεν τα κατάφερνε, ας έμενε καλεσμένος του Άδη.

Μπήκαμε στη λίμνη, με τις ασπίδες ψηλά. Άκουσα το γιο

. 85 .

Page 41: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

της εξαδέλφης μου, το Μανδροκλή, να βγάζει την κραυγή που ακολουθεί ένα χτύπημα. Ο Φορμίων κι εγώ κρατούσαμε ακό­μα το σώμα του Πατροκλείδη. Ο νεαρός Μανδροκλής είχε χτυ­πηθεί στον ώμο από ένα βράχο. Το μισό του πρόσωπο είχε διαλυθεί. Και δεν ήξερε κολύμπι. Τον κατέλαβε τρόμος. Αρχι­σε να προχωρά γρήγορα προς την εσωτερική όχθη, εκεί απ' όπου είχαμε φύγει. Πέτρες θεριές σαν πεπόνια έσκαγαν γύρω μας. Αρπαξα το παιδί και του φώναξα κοντά στο πρόσωπο: Δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω! Θα σε σκοτώσει! Βύθισε τα δό­ντια του στο χέρι μου. Τον άφησα μ' ένα ουρλιαχτό. Προχώ­ρησε βιαστικά προς την εσωτερική όχθη.

Εκείνη τη στιγμή, φάνηκε η Σελήνη. Την είδα να πηδάει από τη στοά, με έναν πέλεκυ στο ένα χέρι και μια δάδα στο άλλο. Την πέταξε στη λίμνη, που πήρε φωτιά.

Η επιφάνεια από νάφθα καιγόταν. Καταδύθηκα. Από το φόβο μου κόπηκε η ανάσα. Με τη βοήθεια της ασπίδας και του κονταριού βγήκα στην επιφάνεια. Το πρώτο που είδα ήταν οι τρίχες του χεριού μου που καίγονταν. Ακουσα μάλλον παρά ένιωσα τη γενειάδα μου να πιάνει φωτιά. Η λίμνη φλε­γόταν. Από ένστικτο άπλωσα το χέρι μου μπροστά. Μόνο μια στιγμή μπορούσε ν' ανασάνει κανείς· μετά η επιφάνεια ξανά­παιρνε φωτιά. Κάτι μου τρύπησε τον ώμο. Ένα βέλος με είχε βρει στην άρθρωση. Δεν ένιωσα πόνο, μόνο ενόχληση. Η Σελή­νη ήταν τώρα στην όχθη.

Έριχνε στα τυφλά. Ένιωσα τη σάρκα του λαιμού μου να σκίζεται καθώς μια σαΐτα χώθηκε κάτω από το αυτί μου. Κο­λυμπούσα με τη δύναμη που δίνει ο τρόμος. Ο Φορμίων με τράβηξε έξω στην «αμμουδιά». Γύρισα και είδα τη Σελήνη απέναντι να τραβάει τον εξαντλημένο Μανδροκλή από τη φω­τιά. Τον άρπαξε από τα μαλλιά και τον χτύπησε στο λαιμό με το πελέκι. Η Αμαζόνα σήκωσε το φλεγόμενο κεφάλι που έ­σταζε αίμα, καρφωμένο στο φονικό της όπλο, κι άφησε ένα ουρλιαχτό άγριας χαράς τέτοιο που μόνο εδώ θα μπορούσε ν' αντηχήσει, στις πύλες του χαμού.

Αρχίσαμε να σερνόμαστε σαν σκουλήκια στη σήραγγα, με

. 86 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

πρώτο το Φορμίωνα, μετά εμένα και τελευταίο το Σέλλη. Φω­νές ακούστηκαν από πάνω. Ήταν οι σύντροφοι μας στο στό­μιο της σπηλιάς. Κάποιος είχε κατέβει κάτω και είχε περάσει ένα σχοινί. Ήταν ο αδελφός μου, ο Ελιεύς. Ο Φορμίων πέρασε το σχοινί σε μένα. Φράκαρε. «Πιάσε το πόδι μου!» πρόσταξε. Υπάκουσα, φωνάζοντας στο Σέλλη να κάνει το ίδιο. Τότε από το λαρύγγι του τελευταίου βγήκε μια κραυγή που δε σβήστη­κε ποτέ από τη μνήμη μου.

«Με άρπαξε!» ούρλιαξε ο Σέλλης. Είχε πιαστεί από τον αστράγαλο μου και τον έσφιγγε σαν αλυσίδα. Τελικά όμως, η Αμαζόνα τον τράβηξε προς τα κάτω. Τα ουρλιαχτά που βγή­καν απ' το λαιμό του μας πάγωσαν το αίμα. Όταν αργότερα, μια ομάδα κατέβηκε να μαζέψει τα πτώματα, βρήκαν το Σέλ­λη ως εξής: η Σελήνη τον είχε πιάσει από τους αστραγάλους στην άκρη της υπόγειας σήραγγας (προφανώς είχε περάσει κολυμπώντας τη φλεγόμενη λίμνη), τους είχε δέσει με την αστερεία της, την επιμεταλλωμένη ταινία από ακατέργαστο δέρμα που φοράνε στ άλογα οι καβαλάρισσες της φυλής της. Είχε στηρίξει τις φτέρνες της σε μια πέτρα κι είχε τραβήξει προς τα κάτω τον Σέλλη, πετσοκόβοντας πρώτα τα γόνατα του, μετά τη μέση του και τέλος το λαιμό του. Το κεφάλι το είχε κρατήσει. Δεν το βρήκαμε ποτέ.

. 87 .

Page 42: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

7 Ευρώπη

Μητερα Χαριτώ:

Αυτά μας διηγήθηκε ο θείος. Δε χρειάζεται μεγάλη φαντασία για να κατανοήσει κανείς τη θέση των συντρόφων που είχαν μείνει επάνω. Μαρτύρησαν πραγματικά, αφού ήταν αναγκα­σμένοι να παρακολουθούν ανίσχυροι τα δρώμενα: πρώτα τις φωνές εκείνων που παγιδεύτηκαν κάτω από τη γη· έπειτα την οσμή και το μαύρο καπνό από το κάψιμο της νάφθας, που ανέβαινε σαν λεπτή γραμμή στην αρχή, για να πυκνώσει μετά, με αποτέλεσμα να βγαίνουν σύννεφα ολόκληρα από την πέ­τ ρ α · κατόπιν τις φοβερές κραυγές της αγωνίας που αντηχού­σαν κοντά στο στόμιο της σπηλιάς, ενώ οι δικοί μας κατέβαι­ναν να βοηθήσουν τους συντρόφους τους, και τέλος η τρομα­κτική εμφάνιση αυτών που επέζησαν, δύο μόνο από τους πέ­ντε, όταν η γη τους ξέρασε στα πόδια μας. Ο θείος μπορούσε να περπατήσει. Τη γλίτωσε με μερικά εγκαύματα κι ένα βέ­λος στον ώμο, ενώ ο Φορμίων, όλως περιέργως, δεν είχε την παραμικρή γρατσουνιά. Oι σοβαρότερες όμως λαβωματιές ήταν μέσα τους. «Είναι αυτός ο τρόμος που σε ζώνει συνή­θως», μας είπε αργότερα ο Δάμων, «όποτε μονομαχείς με τις πολεμίστριες της Αμαζονίας». Γιατί τόση αγριότητα και έλ­λειψη ελέους από μέρους του θηλυκού θεωρείται από τους άντρες αφύσικη και τερατώδης.

Το δεύτερο πρωινό, οι άντρες βρήκαν την αδελφή μου στο

. 88 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

χείλος ενός βράχου, εκατό πόδια πάνω από το στόμιο της σή­ραγγας. Οι καρποί της ήταν δεμένοι με λουριά από ακατέρ­γαστο δέρμα. Ο ένας αστράγαλος ήταν σφηνωμένος σε μια ρωγμή τόσο βαθιά ώστε αναγκάστηκαν να σπάσουν την πέ­τρα για να τον ελευθερώσουν. Φαινόταν εξαντλημένη και δεν μπορούσε να μιλήσει. Το άλογό της, ο Πορφυροκέφαλος, ήταν στο πλευρό της, λυτός. Ήταν φανερό ότι είχε διανύσει όλη αυ­τή την απόσταση από την Αθήνα, πάνω από είκοσι μέρες, τρώγοντας και πίνοντας το ίδιο ισχνά με την κυρά του.

Ο πατέρας ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση. Δεν άντεχε να βλέπει την αγαπημένη πρωτοκόρη του σε τέτοια χάλια. Νόμιζα ότι θα τρελαινόταν. Δεν έφευγε στιγμή από το πλευρό της Ευρώπης. Τίποτε δεν μπορούσε να τον κουνήσει από κει. Από τα εγκαύματα στο σώμα της και την πίσσα στα μαλλιά της ήταν φανερό ότι βρισκόταν με τη Σελήνη στον Κάτω Κό­σμο. Μήπως είχε ρίξει και βέλη εναντίον των αντρών μας; Στα φωτεινά διαλείμματα του νου της, αυτό άφηνε να εννοηθεί. Πράγματι είχε ακολουθήσει τη Σελήνη από την Αττική και την είχε προλάβει σε τούτο το μέρος. Η Σελήνη όμως την έδιωξε, τη διέταξε να γυρίσει σπίτι. Η αδελφή μου δε θα έλεγε τίποτε άλλο ούτε θα δεχόταν τροφή ή να την αγγίξει κανείς εκτός από μένα, κι αυτό μετά από νανουρίσματα και λόγια ευγενι­κά. Όταν κοίταζα τα μάτια της, δεν την αναγνώριζα πια.

Πού ήταν η Σελήνη; Όχι πάντως κάτω από τη γη, είπαν οι αυτόχθονες. Την είχαν δει να εμφανίζεται αλογάρισσα, αμέ­σως μετά τη μάχη, από μια είσοδο της σπηλιάς, άγνωστη σε μας. Κατευθύνθηκε προς το Βορρά, ανέφεραν. Τρία τριχωτά κεφαλής κρέμονταν από τη ζώνη της.

Η διωκτική ομάδα μας, όμως, δε θα συνέχιζε την καταδίωξη αν δεν έθαβε πρώτα τα κόκαλα των συντρόφων της. Μα οι άντρες αρνούνταν να κατέβουν σε κείνο τον τάφο του τρόμου. Τότε ο νεαρός άρχοντας Αττικός μπήκε επικεφαλής μιας ομά­δας από διαλεχτούς άντρες, στη λίμνη με την πίσσα όμως όλοι έχασαν το θάρρος τους, εκτός από τον αρχηγό. Κι όταν έστει­λε επάνω δύο με διαταγές να κατέβουν άλλοι στη θέση τους.

. 89 .

Page 43: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

κανείς δεν υπάκουσε. Ποιος μπορεί ν' αψηφήσει το φόβο του Άδη, όταν ο ίδιος ο Άδης ανοίγει το στόμα του να σε καταπιεί;

Το τρίτο βράδυ, η αδελφή μου άρχισε να παραμιλά. Τρα­νταζόταν ολόκληρη από σπασμούς. Σφάδαζε σαν να κοιλοπο-νούσε και οι άντρες απομακρύνθηκαν έντρομοι. Φοβούνταν μήπως γεννήσει το παιδί του Τάρταρου. Μόνο ο πατέρας, ο Δάμων και ο Αττικός είχαν τα κότσια να μείνουν κοντά της.

Κι άλλες συμφορές χτύπησαν το στρατόπεδο. Βατράχια, χιλιάδες μαύρα βατράχια τρύπωναν παντού. Τα γουρλωτά τους μάτια μας κοιτούσαν από το βούρκο. Έπεφταν μέσα στο φαγητό των αντρών και πετάγονταν μπροστά τους σε κάθε βήμα. Ένας άντρας ξύπνησε και βρήκε το μανδύα του φορτω­μένο με δαύτα, αμέτρητα. Εκατό φορές την ημέρα οι άντρες πετούσαν από πάνω τους τα σιχαμερά αυτά πλάσματα. Στο μεταξύ, η αδελφή μου ούρλιαζε.

Τότε οι αυτόχθονες αποφάσισαν να πάρουν εκδίκηση για το παράπτωμά μας. Πρώτα τους τρόμαζε η αριθμητική μας υπεροχή. Τώρα μυρίστηκαν το φόβο μας και πήραν θάρρος.

Έσκαψαν ένα χαντάκι κατά μήκος του μοναδικού δρόμου που οδηγούσε έξω από το έλος κι έστησαν έναν αμυντικό φρά­χτη. Σε κείνο το οχυρό μαζεύονταν κατά εκατοντάδες κι αμο­λούσαν τις σαΐτες τους στους ανιχνευτές της ομάδας. Ο Αττι­κός διέταξε να συλλάβουν έστω κι έναν, για να του μιλήσει. Αλλά αυτά τα πλάσματα δεν πιάνονταν. Τα ιμάτιά τους από δέρμα ποντικού έμεναν στα χέρια των αντρών. Κι αυτό το ρούχο βρομούσε τόσο πολύ που το πετούσαν με βδελυγμία στη γη, όπου έλιωνε, έτσι φάνταζε τουλάχιστον, μέσα στη λά­σπη, ενώ ο ιδιοκτήτης του ξέφευγε τρέχοντας στην επιφάνεια της με θαυμαστή ευκινησία.

Τα φοβερά ανθρωπάκια συνέχισαν να ρίχνουν τα βλήματά τους. Όπλο τους ήταν το τόξο, μικρό σαν παιδικό, με το οποίο εκτόξευαν σαΐτες λεπτές σαν καλάμια. Ίσα που τα ένιωθε κα­νείς, αλλά οι μύτες τους χώνονταν μέσα στο δέρμα με μεγάλη μαεστρία. Τα τρυπήματα πρήζονταν και πυορροούσαν, προ­καλούσαν πυρετό, ναυτία και σπασμούς.

. 90 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

Ο Αττικός πρόσφερε στους βασανιστές μας ένα πλοίο, άλογα, χρυσό. Ό,τι κι αν ζητούσε ο εχθρός θα του το δίναμε, ως απόδειξη μετάνοιας και προσφοράς στη Θεά Γαία, αρκεί να μας άφηνε ελεύθερους. Όμως αυτά τα δείγματα ανθρώπου είχαν γίνει θρασύτατα. Δε διαπραγματεύονταν τίποτα. Έμπαι­ναν όποτε ήθελαν στο στρατόπεδό μας, έβαζαν δηλητηριασμέ­να παλούκια κάτω από τη λάσπη και τρυπούσαν τους άντρες με φαρμακωμένα βέλη, ενώ κοιμούνταν.

Τότε η αδελφή μου συνήλθε. Δεν έδωσε καμία σημασία στον πατέρα, στο θείο ή σε μένα, μόνο μίλησε απευθείας στο νεαρό άρχοντα Αττικό. Μια ομάδα την ακολούθησε κι εντόπι­σε την κρυφή είσοδο της σπηλιάς. Όταν μπήκαν μέσα, ανακά­λυψαν τ' απομεινάρια των συντρόφων μας. Πόσο οδυνηρή ήταν εκείνη η πυρά όπου πάνω της έγιναν στάχτη τα κόκαλα τους!

Η Ευρώπη εκτίμησε τη δύσκολη θέση της ομάδας κι είπε ότι έπρεπε να το σκάσουμε εκείνη τη νύχτα, αλλιώς θα πεθαί­ναμε. Τόσο μεγάλη ήταν η πεποίθηση της ώστε οι άντρες, επηρεασμένοι επίσης από τα βασανιστήρια που είχαν περάσει στα χέρια της Σελήνης, δεν τόλμησαν να την αμφισβητήσουν. Της έδωσαν λάδι να καθαριστεί και μερικοί, χωρίς να τους διατάξει κανείς, κάθισαν απέξω φρουροί. Όταν δεν κατάφερε να τιθασεύσει τις μπούκλες της, που είχαν μπερδευτεί από τη δοκιμασία, ζήτησε ένα μαχαίρι και τις έκοψε.

Το στρατόπεδο είχε διαλυθεί όταν επέστρεψε. Ό,τι δεν μπορούσαμε να πάρουμε μαζί μας καιγόταν επιτόπου. Η ομά­δα θα πήγαινε στα πλοία. Φοβούνταν μήπως ο εχθρός τα είχε καταλάβει ήδη. Ο θείος θα έστελνε την αδελφή μου κι εμένα στο σπίτι αν και όταν βγαίναμε ζωντανοί από δω.

Η Ευρώπη τον αψήφησε, θα πήγαινε βόρεια μόνη της, δή­λωσε, κι ας πήγαινε στα Τάρταρα όλη η ομάδα.

Ο πατέρας επαναστάτησε. «Είσαι παιδί ακόμα, κι εγώ ο κύρης σου. Μα το Δία. θα κάνεις αυτό που σου λέω!»

Η Ευρώπη έδειξε τον Κάτω Κόσμο. «Έκανα συμφωνία με τη Θεά. Μόνο με τη μεσολάβησή μου θα φύγετε ζωντανοί από δω».

. 91 .

Page 44: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

Έπρεπε να φτιάξουμε φαρδιά και ψηλά υποδήματα, είπε η Ευρώπη στους άντρες, για να διασχίσουμε το έλος και να προφυλάξουμε τα πόδια μας από τα παλούκια. Έπρεπε να φύγουμε δυο δυο, με τις ασπίδες μπροστά και πίσω, με δερ­μάτινους μανδύες που θα κάλυπταν χέρια και πόδια, για τα αγκάθια που ίσως ήταν δηλητηριασμένα. Ακόμη έπρεπε να προχωράμε σιωπηλοί, μην τυχόν ακούσει η θεά, και να μη φωνάζουμε στη μάχη, έστω κι αν ο θάνατος μας έπιανε από το λαιμό.

Ζήτησε δόρυ και ασπίδα και ανέβηκε στο άλογο. Στο φράγμα πολέμησε στην πρώτη γραμμή και χάρη στην επίθεσή της έσπασε ο εχθρός. Όταν η ομάδα έφτασε τελικά στην πα­ραλία έτρεξε να κρυφτεί πίσω από ένα φράχτη που είχαν φτιάξει οι άντρες που φύλαγαν τα πλοία (εκτός από τρεις που το έσκασαν με μια λέμβο). Τα μικρόσωμα ανθρωπάκια υπο­χώρησαν. Η ομάδα μας επιβιβάστηκε αμέσως. Ο πατέρας διέ­ταξε πάλι την Ευρώπη κι εμένα να ετοιμαστούμε για το σπίτι.

Και πάλι η Ευρώπη τον αψήφησε. «Παιδί μου, είσαι μόλις δεκατεσσάρων ετών! Ύστερα από

έξι μήνες θα γίνεις νύφη». «Ποτέ!» Η ομάδα την κοιτούσε με δέος για την τόλμη της, και πε­

ρισσότερο απ' όλους ο νεαρός άρχοντας Αττικός, ο μέλλων γαμπρός, τον οποίο με τόσο θράσος απέρριπτε.

«Φοβάσαι τον τολμηρό μου λόγο, πατέρα, μήπως ακούγο­ντάς τον ο μέλλων σύζυγός μου δε με θέλει πια. Δε σου πέρα­σε όμως απ' το νου να ρωτήσεις αν τον θέλω εγώ! Σου λέω λοιπόν: Όχι. Κανένας άντρας δε θα με διαφεντέψει».

«Σε διαφεντεύω εγώ». Και μ' αυτά τα λόγια, ο πατέρας την πλησίασε με το χέρι

σηκωμένο για να της αστράψει ένα χαστούκι. Ο Αττικός τότε μπήκε στη μέση. Αμέσως η Ευρώπη έκανε

στροφή ν' αντιμετωπίσει τον άρχοντα, με τα πόδια στερεωμέ­να γερά στη γη, έτοιμη να παλέψει με νύχια και με δόντια, αν είχε τέτοια πρόθεση.

. 92 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Ο πατέρας οπισθοχώρησε ξαφνιασμένος. «Μα τους θεούς», δήλωσε, δείχνοντας κι εμένα, «τι λυσσα­

σμένες γάτες είναι αυτές που έσπειρα!» Ο Αττικός τον έκοψε απότομα. Κανείς δε θα γύριζε στην

Αθήνα. Πολύ αίμα είχε χυθεί, πολλοί καλοί άνθρωποι είχαν πεθάνει. Οι τρεις που είχαν λιποτακτήσει θα μετέφεραν στην πατρίδα τα νέα. Θα πληροφορούσαν τους συγγενείς μας για τα γεγονότα, με τη δική τους έστω εκδοχή, κι αυτό ήταν αρ­κετό. «Όσον αφορά εμένα», δήλωσε ο Αττικός, «δε θα επι­στρέψω στους γονείς μου ή σε κείνους που έχασαν τους δι­κούς τους με μια αποτυχία στην πλάτη». Ο άρχοντας γύρισε προς την Ευρώπη. «Ακολούθησες την Αμαζόνα Σελήνη μέχρι εδώ, σωστά;»

«Ναι». «Ήθελες να τη βρεις;» «Ναι». «Και να φύγεις μαζί της στις άγονες στέπες;» «Ναι». «Αλλά η Σελήνη σ' έδιωξε, σωστά; Δε σε πήρε μαζί της. Σε

αποκάλεσε παιδί και σε πρόσταξε να γυρίσεις σπίτι». Η έκφραση της Ευρώπης μαρτυρούσε ότι έλεγε την αλή­

θεια. «Μισείς την Αμαζόνα γι' αυτό. Μισείς τη Σελήνη». Καμία απάντηση. «Ξέρεις πού πήγε. Θα την ακολουθούσες. Θα της αποδεί­

κνυες με τις πράξεις σου ότι δεν είσαι πια παιδί». Ο Αττικός στάθηκε μπροστά στην Ευρώπη. «Έχω μια πρόταση για σένα, κόρη. Δοκίμασε την τύχη σου

με μας. Οδήγησέ μας. Συμβούλεψέ μας». Ο πατέρας διαμαρτυρήθηκε οργισμένος. «Θέλεις να εκμε­

ταλλευτείς ένα κορίτσι, Αττικέ, ένα παιδί...» «Εγώ δε βλέπω κανένα παιδί, αλλά μια γυναίκα. Και δεν

ντρέπομαι να πω δυνατά αυτό που κρυφοκαίει στις καρδιές όλων. Ήρθαμε αντιμέτωποι με την πολεμίστρια Σελήνη, και το γυναικείο πνεύμα που την εμπνέει μας γέμισε τρόμο. Το ίδιο

. 93 .

Page 45: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙBEN ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

αυτό πνεύμα διακρίνουμε και σε τούτη την κόρη, τη θυγατέρα σου Ευρώπη. Εγώ, τουλάχιστον, θέλω αυτό το πνεύμα. Το θέ­λω μαζί μας, στο πλευρό μας. Θα έρθεις, γυναίκα;»

Ο άρχοντας κάλεσε τον οπλουργό του. «Αρμάτωσέ τη», πρόσταξε. «Βρες της ένα χώρο στην πλώ­

ρη μαζί με την ομάδα μας κι ένα παχνί για το άλογό της. Και μην τολμήσει να την προσβάλει κανείς με λόγο ή πράξη. Να της φέρεστε με τον ίδιο σεβασμό που δείχνετε σε μένα».

Ο Αττικός ξεγύμνωσε το κοντό σπαθί του, έβγαλε το θηκά­ρι και τη ζωστήρα, πλησίασε την αδελφή μου και τα έβαλε στα χέρια της.

Οι άντρες ζητωκραύγασαν. Ο πατέρας κοιτούσε κάτωχρος, αλλά ανίκανος να επέμβει. Η Ευρώπη όμως, που δεν είχε πέσει στην παγίδα, κοίταξε

τον Αττικό ψυχρά. «Προσπαθείς, άρχοντά μου, να με χρησιμοποιήσεις για τα

σχέδια σου». «Αυτό είναι αλήθεια». Ο Αττικός δεν έκανε καμία προ­

σπάθεια να κρύψει τις προθέσεις του. «Αλλά μπορείς να χρη­σιμοποιήσεις κι εσύ εμένα για τα δικά σου».

. 94 .

Βιβλίο τρίτο Η ΑΓΑΠΗ ΤΗΣ ΑΜΑΖΟΝΑΣ

Page 46: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

8 Η σύναξη των φυλών

Η ΔΙΑΘΗΚΗ τ η ς Σελήνης:

Ό τ α ν το ά λ ο γ ο έ μ α θ ε σ τ ο υ ς α ν θ ρ ώ π ο υ ς των π ε δ ι ά δ ω ν π ώ ς ν α ζ ο υ ν , δ η μ ι ο ύ ρ γ η σ ε και τις συνήθειες τ ο υ ς . Η μ ι α φυλή δ ι δ ά ­χτηκε να ε ν ε ρ γ ε ί σ α ν ά λ ο γ ο β α ρ β ά τ ο μ ε π ο λ λ ά θ η λ υ κ ά τ ρ ι γ ύ ­ρ ω του, μ ι α ά λ λ η σ α ν ν α ήταν όλοι π ο υ λ ά ρ ι α , ενώ ά λ λ ε ς υ ι ο ­θ ε τ ο ύ σ α ν πότε τ ο ν έ ν α τ ρ ό π ο και π ό τ ε τον ά λ λ ο , α ν ά λ ο γ α μ ε την ε π ο χ ή . Τ ι ς ταλ Κ ύ ρ τ η , τον ε λ ε ύ θ ε ρ ο λ α ό , τις π ρ ό σ τ α ξ ε ν α ζουν χ ω ρ ι σ τ ά α π ό τ ο υ ς ά ν τ ρ ε ς , φ ο ρ ά δ ε ς α δ ι α φ έ ν τ ε υ τ ε ς α π ό ε π ι β ή τ ο ρ ε ς , και ν α ζ ε υ γ α ρ ώ ν ο υ ν μ ό ν ο μ ι α ε π ο χ ή . Τ ο ά λ ο γ ο ε π έ τ ρ ε ψ ε τη σ α ρ κ ι κ ή ένωση α ν ά μ ε σ α σ ε δ υ ο φ ε γ γ ά ρ ι α μ ι α φ ο ρ ά το χ ρ ό ν ο , α λ λ ά π ρ ό σ τ α ξ ε τις θ υ γ α τ έ ρ ε ς τ ο υ ν α κ ρ α τ ο ύ ν τις α π ο σ τ ά σ ε ι ς τους, α φ ο ύ ή τ α ν π α ι δ ι ά τ ο υ ο υ ρ α ν ο ύ και της ε λ ε υ θ ε ρ ί α ς . Δεν ε π έ τ ρ ε ψ ε σ ε κ α ν έ ν α ν α ν τ ί π α λ ο ν α κ υ ρ ι α ρ χ ή ­σει στις κ α ρ δ ι έ ς τ ο υ ς .

Έ τ σ ι , κάθε ά ν ο ι ξ η , ό τ α ν ο ήλιος μ π α ί ν ε ι στον Κ ρ ι ό , μ α ζ ε ύ ο ­νται όλες ο ι φ υ λ έ ς και τ α έθνη, α π ό τ η Θ ε μ ί σ κ υ ρ α και τ η Λ υ -κ α σ τ ί α , τ η Χ α δ ι σ ί α κ α ι την Τ ι τ α ν ί α , α π ό τ ο Σ α μ α ρ ω μ έ ν ο Β ο υ ν ό , την Ύρτη και τ ο ν Ύ σ σ ο · φ υ λ έ ς α π ό τ α β ο υ ν ά νότια τ η ς Θ ά λ α σ σ α ς τ ω ν Α μ α ζ ό ν ω ν και α π ό τις σ τ έ π ε ς του Β ο ρ ρ ά · ό λ α τ α έθνη α π ό τον π ο τ α μ ό Ύπανι μ έ χ ρ ι τον Τ ά ν α ϊ , εκε ίνα π ο υ κ α τ ο ι κ ο ύ ν στην Α ρ μ ε ν ί α και στην Κ α π π α δ ο κ ί α κ ι εκε ίνα π ο υ είναι ε γ κ α τ ε σ τ η μ έ ν α σ τ α Κ ε ρ α ύ ν ι α ό ρ η του Κ α υ κ ά σ ο υ και κ ο ν τ ά σ τ η λίμνη Μ α ι ώ τ ι δ α . Η σ ύ ν α ξ η γίνεται σ τ η ν π ό λ η της

. 97 .

Page 47: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Σ Τ Ι Β Ε Ν Π Ρ Ε Σ Σ Φ Ι Λ Ν Τ

Λυκαστίας, όπου ο ποταμός Βορυσθένης χύνεται στη θάλασ­σα των Αμαζόνων. Είναι εποχή χαράς και διασκέδασης που την περιμένουμε όλες με ανυπομονησία. Όχι μόνο επειδή μας δίνεται η ευκαιρία να γεννήσουμε θυγατέρες για να μεγαλώ­σουμε τη φυλή, αν και αυτό μας δίνει μεγάλη χαρά, αλλά κι επειδή θα συναντήσουμε πάλι αδελφές και μητέρες, συντρό­φους, φίλες και παιδιά. Ακόμα κι εχθρικές φυλές φιλιώνουν. Οι αδελφές χαιρετιούνται. Η Ιτώνη λέει: «Έχω δει τα καμά­ρια σου» (εννοώντας τα άλογα που οδηγεί). Και η Αρχή απα­ντάει: «Είναι τόσα όσα και τ' αστέρια».

Κάθε τέτοια εποχή, η στέπα πλημμυρίζει από κοπάδια, μα­γειρικές φωτιές και από τις πυραμιδοειδείς υρτές (σκηνές) των πεδινών λαών. Οι άντρες έμποροι μπορούν να στήσουν τους καταυλισμούς τους στην Υπερυψωμένη Πόλη. Οι Λύκιοι, οι Φρύγες και οι Έλληνες που έχουν σχέση υποτέλειας με τις Ταλ Κύρτη αναλαμβάνουν να ταΐζουν τ' άλογα. Οι ταΐστρες εκτείνονται σε απόσταση περίπου εκατόν πενήντα πλέθρων* και ξεχειλίζουν από κριθάρι, σίκαλη και δίκοκκο σιτάρι. Το χώμα κάτω είναι σπαρμένο με άχυρα και μυρίζει κοπριά. Πυρκαγιές ξεσπούν όλη την ώρα, αφού το άχυρο ανάβει εύκο­λα από τον ήλιο. Πρέπει να το αφαιρούν με την τσουγκράνα κατά διαστήματα, τρεις φορές την ημέρα συνήθως. Μόλις ακουστεί η κραυγή του συναγερμού, όλοι, από παιδιά μέχρι βασιλιάδες, ορμούν να τη σβήσουν, και γίνεται της κακομοί­ρας. Μόλις η φωτιά σβήσει, όλοι ξεσπούν σε χαρούμενα ξεφω­νητά.

Την εποχή του Σαύρασος, «Της Σύναξης», μαζεύονται επί­σης πολέμαρχοι από γειτονικές φυλές, αλλά δεν επιτρέπεται να φέρουν άρματα, να τρώνε (εκτός από μερικά προκαθορι­σμένα σημεία της κατασκήνωσης) ή να παίρνουν μέρος στους αγώνες. Μπορούν να κάνουν εμπόριο, όμως. Πράγματι, αυτή την εποχή δημιουργούνται περιουσίες σε άλογα, γούνες και

* Μονάδα μήκους, ίση με 100 πόδια ή 29,57 μ., ή επιφανειών (874 τ.μ.). (Σ.τ.Μ)

.98 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

δέρματα, χρυσό, χαλκό και σίδηρο. Ο σαρκικός πόθος επίσης είναι ισχυρή έλξη. Πολλοί έρχονται μόνο γι' αυτό. Τόσο πολύ απορροφώνται από την ερωτική επαφή, ώστε οι έμποροι (για να έχουν οι άνθρωποί τους το νου τους στη δουλειά) στέλνουν εβδομηντάρηδες κι ακόμα πιο γέρους, και για βοηθούς παιδιά κάτω από τα δέκα. Ωστόσο, ακόμα κι αυτοί σύρονται με τη βία από τις γυναίκες στην αποκορύφωση των τελετουργιών κι αναγκάζονται να ζευγαρώσουν. Αυτό το έθιμο προκαλεί μεγά­λη ευθυμία. Οι παρθένες, οι οποίες δεν επιτρέπεται να συμμε­τέχουν, έχουν ένα τραγούδι ( «καπνός» είναι η χυδαία λέξη για το γυναικείο μέλος):

Ο Θεός να με φυλάει, απ' αυτούς τους σερνικούς Με τα στραβά, απαίσια καλαμοπόδαρά τους Κάλλιο να μαδήσω τον καπνό μου με το χτένι παρά να καβαλήσω αυτούς και τ' απαυτά τους

Μια εκπρόσωπος των ταλ Κύρτη δεν επιτρέπεται να ζευγαρώ­σει με άντρα μέχρι να σκοτώσει τρεις εχθρούς στη μάχη ή να δει ένα σπουδαίο όραμα για το λαό της. Μια πολεμίστρια που ανακαλύπτει ότι περιμένει παιδί δεν παίρνει κανένα μέ­τρο προφύλαξης μέχρι να το φέρει στο φως. Είναι ζήτημα πε­ρηφάνιας να μη δείξει αδυναμία όσο κρατήσει αυτή η διαδι­κασία και, μόλις γεννήσει, επιστρέφει αμέσως στις πρακτικές της ελευθερίας, στο κυνήγι και στον πόλεμο. Ο ελεύθερος λα­ός αποκαλεί την περίοδο της εγκυμοσύνης αιδώ. «ντροπή», όπως ονομάζεται η Θυγατέρα της Νύχτας, αδελφή της Εκάτης και της Νέμεσης. Δε σημαίνει στίγμα για την έγκυο αλλά μάλλον απόσυρση. Μια πολεμίστρια που κοντεύει να ελευθε­ρωθεί κόβει τις χαίτες και τις ουρές των αλόγων της και τους βγάζει τα στολίδια της μάχης. Τα ζώα παίρνουν τόσο απαίσια όψη ώστε τ' άλλα άλογα το διαισθάνονται και τ' αποφεύγουν, ακόμα και οι σκύλοι και τα πουλιά. Μια Κύρτη γεννάει μόνη. τη νύχτα, κάτω από τον ουρανό, με τη βοήθεια ενός φυτού που λέγεται αρτεμισία, το φυτό της παρθένου, και τη συνδρο-

. 99 ·

Page 48: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Σ Τ Ι Β Ε Ν Π Ρ Ε Σ Σ Φ Ι Λ Ν Τ

μή της Αρτέμιδος Λεχούς και της Εκάτης Ενοδίας (της προ­στάτιδας των ταξιδιωτών). Το κορδόνι της ζωής η νέα μητέρα το κόβει με τα δυο της χέρια. Αν το παιδί είναι κορίτσι το δέ­νει γύρω από τη μέση του, και το πετάει αν είναι αγόρι. Το νεογέννητο τρέφεται με το γάλα εγκύου φοράδας, που λέγε­ται ινακάνι. Το πουλάρι που θα γεννήσει αυτή η φοράδα θ' ανήκει στην κόρη της σαν μεγαλώσει. Μια πολεμίστρια που πέφτει τυχαία πάνω σε μια σύντροφο της τη στιγμή της γέν­νας απομακρύνεται αθόρυβα, γιατί δε θέλει να την ενοχλήσει με την παρουσία της. Η περηφάνια διατάζει τη νέα μητέρα να δείχνει όσο πιο αδιάφορη γίνεται. Δε χρησιμοποιεί τη λέξη «μωρό » ή «παιδί » αλλά λέει «βρήκα ένα δέμα», το οποίο παραδίδει χωρίς τελετές στη μητέρα της. Μπορεί να μην αγ­γίξει ή να μη μιλήσει στο παιδί μέχρι να περάσει η κόρη της τις δοκιμασίες του αλόγου, στα εφτά της χρόνια.

Μια μητέρα της φυλής μας δε μεγαλώνει η ίδια τις κόρες της (οι γιοι πουλιούνται ή δίνονται σε άλλες φυλές), δεν έχει τίποτα στην κατοχή της, ούτε καν τα άλογα και τα κεφάλια που αιχμαλωτίζει στον πόλεμο. Τα παραδίνει όλα στη φύλαξη της μητέρας της. Η περηφάνια της ηλικιωμένης είναι πολύ με­γάλη, όχι επειδή κατέχει πολλά αλλά επειδή είναι σε θέση να δίνει πολλά στον ελεύθερο λαό. Αποκαλούμε τη γυναίκα που μας γέννησε μάνα, αλλά η σημασία της είναι πιο κοντά στην αδελφή και απέχει πόρρω από τη γιαγιά ή την προγιαγιά. όπως τη λένε. Η έννοια της άμεσης οικογένειας είναι άγνωστη στις ταλ Κύρτη. Η αφοσίωση στη φυλή είναι πάνω απ' όλα. Ένα αυστηρό πρωτόκολλο, που ακολουθείται επιμελώς, καθο­ρίζει τη σχέση μητέρας-κόρης· μια μητέρα εκπαιδεύει κι ευνοεί όλες τις άλλες πριν απ' το αίμα της, ενώ η κόρη υπακούει και ζητά πρώτα την επιδοκιμασία των άλλων και τελευταία αυτήν της μητέρας της. Μ' αυτή την πρακτική, ο ελεύθερος λαός πι­στεύει ότι η φυσική αγάπη της μιας για την άλλη δε διοχετεύ­εται «εντός της σκηνής», αλλά εξωτερικεύεται προς όλη τη φυλή. Κάποτε, για να διασκεδάσω, μέτρησα τα ονόματα που χρησιμοποιούν οι ταλ Κύρτη για τις συγγενείς. Ήταν γύρω

. 100 .

ΟΙ Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

στα διακόσια. Η γλώσσα μας έχει είκοσι ονόματα για την αδελφή, σαράντα για τη θεία και τη θεία της μητέρας, που πολλαπλασιάζονται για τις εξαδέλφες όλων των βαθμίδων, ανιψιές, θυγατέρες των ανιψιών κ.λπ.

Έτσι , το μέλος της φυλής δεν είναι απλώς γνωστό σε όλες αλλά και το ίδιο τις γνωρίζει όλες, αφού το συνδέουν μαζί τους δεσμοί αίματος. Αν ένα μικρό κορίτσι κάνει μια παράβα­ση, όπως να περάσει ανάμεσα από μια μεγαλύτερη και τη φωτιά ή να μιλήσει αδιάφορα για κάποια άρρωστη ή εξασθε­νημένη, θα το πάρει παράμερα μια θεία ή αδελφή ή εξαδέλφη και θα το μαλώσει αυστηρά αλλά με αγάπη· κι όταν μεγαλώ­σει, θα είναι αυτή που θα διδάξει τις θυγατέρες-ανιψιές-εξα-δέλφες, τις οποίες θεωρεί αίμα της και οι οποίες τη θεωρούν δικό τους. Έτσι καμιά Αμαζόνα (για να χρησιμοποιήσω την ελληνική λέξη) δε νιώθει μόνη ή παραμερισμένη. Είναι όλες συγγενείς κι ανήκουν σε μία οικογένεια.

Είναι μια αντανάκλαση της κοινωνίας των αλόγων όπου, παρότι αρίφνητα, όλα γνωρίζονται μεταξύ τους. Περιττεύει να πω ότι κι εμείς γνωρίζουμε όλα τα άλογά μας, κι εκείνα εμάς. Οι ξένοι ξαφνιάζονται βλέποντας ένα εξάχρονο κορίτσι να μπαίνει σε μια μάντρα στο σκοτάδι και χωρίς ούτε έναν ψίθυ­ρο να εντοπίζει το άλογό του ανάμεσα σ' εκατοντάδες άλλα. Δεν πρόκειται για μαγεία. Απλώς το άλογο αναγνωρίζει τα βήματα της μικρής του φίλης και σταματά μπροστά της. Δε θα δείτε ποτέ ένα άλογο στιγματισμένο ή με χαραγμένα τ' αυτιά στην περιοχή του ελεύθερου λαού. Αυτά είναι για μας βαρβαρότητες.

Όταν ήρθε ο Θησέας στην Υπερυψωμένη Πόλη και μίλησε στο συγκεντρωμένο λαό εγκωμιάζοντας την Αθήνα και τον πολιτισμό της, είπε ότι η μεγαλύτερη αρετή της είναι η ευτυ­χία που νιώθει ο άνθρωπος στην ανοιχτή αγορά των ιδεών και των εμπειριών. Ότι, δηλαδή, ο πολίτης μπορεί να είναι ή να γίνει αυτό που επιθυμεί. Η Αντιόπη γέλασε όταν το άκουσε και, αφήνοντας στην άκρη το γεγονός ότι καμιά γυναίκα της Αθήνας, εκτός από τις πόρνες της, δεν είναι ελεύθερη ούτε

. 101 .

Page 49: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Σ Τ Ι Β Ε Ν Π Ρ Ε Σ Σ Φ Ι Λ Ν Τ

καν να βαδίζει στους δρόμους χωρίς την άδεια του αφέντη της, δήλωσε ότι μια τέτοια κατάσταση δεν είναι ευτυχία αλλά τρέλα.

«Ποιος είναι πιο ευτυχισμένος, η καταιγίδα ή ο ωκεανός; Μια τέτοια διάκριση είναι ανόητη, αφού η καταιγίδα είναι ωκεανός και ο ωκεανός καταιγίδα. Περπάτησα στους δρόμους των πόλεων», είπε η Αντιόπη, «και κοιτάζοντας τα μάτια κά­θε ξένης ένιωσα τόση απόγνωση που είναι αδύνατο να την περιγράψω. Κατάλαβα επίσης πως οι κάτοικοι της πόλης δεν ήταν ξένοι μόνο σε μένα (ενώ εγώ ήμουν η επισκέπτρια) αλλά και ο ένας στον άλλο! Γνωρίζονταν μεταξύ τους όσο τους γνώριζα εγώ, η ξένη. Πώς γίνεται να ξέρεις τον εαυτό σου, αν δεν ξέρεις κανέναν; Πώς να είσαι αδελφή, χωρίς αδελφή; Κά­ποτε, που βρισκόμουν μέσα στα τείχη της Ιωνόπολης, έπεσα πάνω σ' ένα νεκρό άντρα στο δρόμο. Οι συνάνθρωποι του περνούσαν πάνω από το πτώμα του χωρίς να διακόπτουν τη συζήτησή τους, συνεχίζοντας τη δουλειά τους. Μας αποκαλείς βάρβαρες, Θησέα. Όμως εμείς δεν έχουμε ξεχάσει τι σημαίνει ευγένεια και αρχοντιά. Είναι η αγάπη που μας ενώνει και δεν κάνει καμία να αισθάνεται ξένη στο όνομα της ευτυχίας».

Στις ταλ Κύρτη, τα κορίτσια δε μεγαλώνουν με πρόγραμμα ή με κάποια μεγαλύτερη γυναίκα, αλλά μόνα τους με την Εχάλ, τη Φύση. Αυτή είναι το βιβλίο μας που τις σελίδες του μελετάμε, όπως τα Ελληνόπουλα με τους παιδαγωγούς τους τα διάφορα κείμενα. Το άλογο με ανάστησε εμένα. Αυτό με δίδαξε τη σιωπή και τη μοναξιά. Από αυτό έμαθα πώς να ξυ­πνώ και πως να κοιμάμαι, πώς να τρέχω και πώς να ξεκουρά­ζομαι, πώς να γεννιέμαι και πώς να πεθαίνω. Το άλογο με δί­δαξε να κυλιέμαι χαρούμενη στην άμμο, ν' αντέχω τη ζέστη, το κρύο και την πείνα. Το άλογο με δίδαξε πώς να ονειρεύο­μαι. Ό,τι ξέρω το έμαθα απ' αυτό και απ' τον ουρανό, από την καταιγίδα και τη στέπα. Τα νήπια της φυλής μας κυκλο­φορούν πάνω στους μηρούς των αδελφών και των εξαδέλφων τους, κι επειδή αυτές είναι πάντα καβάλα στ ' άλογα μπορεί να πει κανείς ότι τα μωρά μας ιππεύουν πριν καν περπατή-

. 102 .

Ο Ι Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

σουν. Δε θυμάμαι ούτε μια στιγμή που να μην ήμουν μέρος ενός αλόγου. Όταν με χώρισαν από αυτό, όπως τότε μικρή στη Σινώπη, ήταν σαν μου στέρησαν τον ήλιο και τον αέρα.

Η γιαγιά έχει τη μεγαλύτερη και πιο ιερή εξουσία απ' όλες τις θυγατέρες του ελεύθερου λαού. Η μητέρα-μητέρα, όπως την αποκαλούμε, είναι υπεύθυνη για το παιδί. Αν το παιδί πε­θάνει ή σκοτωθεί στη μάχη, στη μητέρα-μητέρα παραδίδεται το σώμα του. Πρέπει να την ντύσει και να την πλύνει· να βρει ρούχα και στολίδια, τρόφιμα, άλογα για τη θυσία στην ταφή της και το χάλκινο καθρέφτη με τον οποίο το πνεύμα θ' ανα­γνωρίσει τον εαυτό του στην άλλη ζωή. Η μητέρα-μητέρα φτιάχνει τον τύμβο, αν και στην πράξη αυτό γίνεται με τη συμ­μετοχή όλης της φυλής, στην ιεροτελεστία του εποτάμι (του αποχαιρετισμού). Κατά τη διάρκειά του, οι συντρόφισσες της τρικόνας, ερωμένες και φίλες, προσφέρουν στον Κάτω Κόσμο τα πιο αγαπημένα τους όπλα κι αντικείμενα, τα οποία θα εξυ­πηρετήσουν καλύτερα τη σύντροφο που έφυγε.

Στο μεγάλωμα ενός παιδιού, η μητέρα-μητέρα παρέχει τροφή, ρούχα και στέγη, όπλα, ηνία και ζώο για ιππασία. Σ' αυτή δίνεται το έπαθλο μετά τις δοκιμασίες του αλόγου και όλα τα λάφυρα της μάχης που θα μαζέψει η θυγατέρα της θυ­γατέρας της. Η μητέρα-μητέρα τη μυεί στην Κοινωνία του Πολέμου της φυλής της, που σηματοδοτεί την άνοδο ενός παι­διού στην κατάσταση της γυναίκας και αποτελεί το βαθύτερο δεσμό αίματος του ελεύθερου λαού. Πέρα απ' αυτόν το δεσμό όμως, ο ελεύθερος λαός πιστεύει ότι η φιλία είναι ο ευγενέ­στερος δεσμός απ' όλους.

Κάποτε πέθανα στην αγκαλιά σου. Μυρτώ. Βρες με τώρα, αλλιώς θα περιπλανιέμαι σ' αυτή τη ζωή μόνη, χωρίς εσένα.

Σε ηλικία εφτά ετών, αφού περάσει τις δοκιμασίες του αλό­γου, η μικρή επιλέγει και επιλέγεται από δύο φίλες. Μαζί τους

.103 .

Page 50: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

σχηματίζει την πρώτη της τρικόνα, τον τριπλό δεσμό ζωής και θανάτου. Ακόμη, κάθε κορίτσι συμμετέχει σε άλλες δύο τρικό-νες: στη δεύτερη είναι δόκιμη και μαθητεύει μαζί με μια άλλη κοντά σε κάποια μεγαλύτερη· στην τρίτη, είναι αυτή η μεγα­λύτερη και διδάσκει δύο δόκιμες. Όλες μαζί αποτελούν το πε­ρίφημο «τριπλό τριπλό» της Αμαζονίας.

Έτσι η Ελευθερά, για παράδειγμα, ήταν «καθισμένη» (η ίδια λέξη χρησιμοποιείται στην ιππασία) σε μια τρικόνα μαζί με μένα και τη μικρή Αελλώ, όπου η Ελευθερά ήταν η μεγα­λύτερη κι εμείς οι δόκιμες· σε μια άλλη μαζί με την αδελφή της Σκυλεία, όπου ήταν δόκιμες και η Αλκίππη παιδαγωγός τους· και σε μια τρίτη, μαζί με τις άλλες δύο καλύτερες πολε-μίστριες, τη Στρατονίκη και τη βασίλισσα του πολέμου Αντιό­πη.

Η τελευταία ήταν η πρώτη ή Ανώτερη Τρικόνα. Αυτό ση­μαίνει πως, σύμφωνα με τους νόμους του ελεύθερου λαού, όποια από τις τρεις χαθεί τη στιγμή που κατέχει κάποια ανώ­τερη διοικητική θέση, την αντικαθιστά η αμέσως επόμενη στη σειρά από τις δύο επιζήσασες, και καμία άλλη.

Κανείς, ούτε καν από τις ταλ Κύρτη, αρσενικός ή θηλυκός, δεν μπορεί να μπει ανάμεσα στην τριπλή αυτή σχέση. Πολλοί μονάρχες έρχονται την εποχή της ζέστης, προσπαθώντας να πλανέψουν μια κόρη και να την πάρουν μαζί τους, έπαθλο της ματαιοδοξίας τους. Οι συντρόφισσές της σκοτώνουν εκείνον ή εκείνη. Η καταπάτηση του όρκου σ' αυτό το δεσμό αποτελεί τη μεγαλύτερη ιεροσυλία για τις φυλές του ελεύθερου λαού.

Όταν ο Θησέας αιχμαλώτισε την καρδιά της Αντιόπης, όπως ισχυρίζονται οι ποιητές (ή της πήρε τα λογικά, σύμφωνα με την εκδοχή της Ελευθεράς), έσπασε την κύρια Πρώτη Τρι­κόνα του έθνους. Κι όταν την πήρε μαζί του στην πόλη των Αθηνών, βύθισε το μαχαίρι της προδοσίας στις καρδιές του ελεύθερου λαού.

Υπάρχει μια ιεροτελεστία στις ταλ Κύρτη, που γίνεται τόσο σπάνια ώστε μπορεί να περάσει μια ολόκληρη γενιά χωρίς να γίνει μάρτυρας μιας τέτοιας διαδικασίας. Ονομάζεται Απαλ-

. 104 .

Ο Ι Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

λαγή. Η τελετή διεξάγεται πριν από τη σύγκληση των ταγμά­των ή «οικογενειών» των Ιπποτοξοτριών, όταν οι δεσμοί της τρικόνας έχουν σπάσει από ένα μέλος της.

Οι δύο που έχουν προδοθεί γυμνώνουν τα οιονεί γαλόνια τους, τις ματρικόνες που είναι χαραγμένες στο αριστερό τους στήθος. Η χαρακιά στη σάρκα, που έχουν κάνει οι ίδιες, ανοί­γεται ξανά και βάζουν στην πληγή ένα παρασκεύασμα από αλισίβα και λάδι καμφοράς. Από την ανάμειξη των δύο αυτών υλικών δημιουργείται καπνός. Εκείνη τη στιγμή κάθε απορ-φανισμένη επαναλαμβάνει τρεις φορές ότι διαλύει το δεσμό που την είχε ενώσει με τη σύντροφό της. Το τόξο και το χαλι­νάρι που η ένοχη είχε αφιερώσει στον Ανθρωποκτόνο Άρη και στην Αρτέμιδα, όταν αποφάσισε να συμμετάσχει στην τρικό­να, κομματιάζονται και ρίχνονται σ' ένα χαντάκι έξι πόδια φαρ­δύ κι έξι βαθύ και με μήκος τριακόσια, που έχει ανοιχτεί γι' αυτόν το σκοπό και λέγεται ετέστα, τάφο της φιλίας. Τα τάγ­ματα περνούν μπροστά από την τάφρο, έφιππα. Τρεις επιβή-τορες θυσιάζονται στον Άρη και τα κόκαλά τους θάβονται στην κρύπτη. Κάθε πολεμίστρια πετάει στο χαντάκι όποιο αντικείμενο της είχε δώσει η προδότρια. Δημιουργείται ένα ολόκληρο βουνό. Αυτή η τελετή γίνεται σε μια τοποθεσία της στέπας. Για ένα χρόνο δεν επιτρέπεται να την επισκεφτεί κα­νείς. Όλα τα παιδιά που γεννιούνται εκείνη τη μέρα θανατώ­νονται, τόσο γρουσούζικη θεωρείται. Μόλις τελειώσει η τελε­τή, τα τάγματα, με τις προδομένες επικεφαλής, γυρίζουν τις πλάτες τους και αναχωρούν από τον τύμβο με πένθιμο βημα­τισμό.

Αυτή ακριβώς η τελετή έγινε μετά την αποστασία της Αντιόπης. Διεξήχθη όπως την περιέγραψα, με μια εξαίρεση: άφησαν μια μικρή είσοδο στην κρύπτη, με διαταγή της Ελευ­θεράς, με την ελπίδα ότι η Αντιόπη μπορούσε ν' αναστηθεί και η καρδιά της, που την έκλεψε λαθραία αυτός ο Αθηναίος πειρατής, ο Θησέας, ίσως ξαναγύριζε στον ελεύθερο λαό όπου ανήκε.

Σε όλη μου τη ζωή, μόνο δύο πολεμίστριες των ταλ Κύρτη

. 105 .

Page 51: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

διέπραξαν την ατιμία να βεβηλώσουν τον τριπλό δεσμό. Η Αντιόπη κι εγώ. Η δική μου προδοσία ήταν διπλή: πρώτον, όταν έγινα συνεργός της βασίλισσάς μας στην πιο ολέθρια αποστασία για τον ελεύθερο λαό (τότε πήρε τα όπλα εναντίον του, στο κρισιμότερο σημείο της Μεγάλης Μάχης, στην πόλη των Αθηνών) και, δεύτερον, μετά τη μάχη, όταν δεν κατάφερα να πάρω τη ζωή τόσο τη δική μου όσο και της αγαπημένης μου Ελευθεράς, η οποία ήταν σοβαρά τραυματισμένη και της οποίας είχα την ευθύνη. Ήξερα ότι ήταν καθήκον μου. Είχα τη λεπίδα στο χέρι. Αλλά δεν μπόρεσα να το κάνω. Δεν έδωσα το χτύπημα, όχι επειδή την αγαπούσα (γιατί, τι ωραιότερο από το να φύγω μαζί της για την άλλη ζωή;) αλλά επειδή ήξε­ρα πόσο πολύτιμη ήταν για τον ελεύθερο λαό. Αν χανόταν εκείνη, ποια θα οδηγούσε τις ταλ Κύρτη; Όλες οι άλλες είχαν σκοτωθεί ή αχρηστευτεί. Χωρίς την Ελευθερά, τι θα γινόταν η φυλή μας;

Πίστευα ότι αυτά τα παραπτώματα ήταν πλέον παρελθόν και δε θα επηρέαζαν την κατοπινή μου ζωή, όπως κόβει κα­νείς με το πελέκι ένα στραβό κλωνάρι πεύκου. Έμαθα όμως ότι οι πράξεις μας έχουν επιπτώσεις. Σχηματίζουν ένα πεδίο απ' όπου άλλες επιτακτικές ανάγκες εμφανίζονται. Η μοίρα προκαλεί τη μοίρα, θαρρείς, κι έτσι ούτε της Ελευθεράς ή το δικό μου πεπρωμένο, ούτε της Αντιόπης ή του Θησέα έχουν ολοκληρωθεί ακόμη.

. 106 .

Βιβλίο τέταρτο Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΩΝ ΑΜΑΖΟΝΩΝ

Page 52: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

9 Ο ασημένιος καρπός

Μητερα Χαριτώ:

Η διωκτική ομάδα με αρχηγό τον Αττικό ξεκίνησε από τον Πύ­ρινο Ποταμό για τη Θάλασσα των Αμαζόνων. Όλοι ήταν απο­φασισμένοι, ούτε που σκέφτονταν πια να επιστρέψουν στην Αθήνα, θα ολοκλήρωναν την αποστολή τους ή θα πέθαιναν.

Οι θεοί έστειλαν ευνοϊκό καιρό. Τα καράβια έπλεαν βόρεια με ούριο άνεμο. Στη Φθία ο ήρωας Πηλεύς καλωσόρισε τα πλοία. Τ' άλογα γέμισαν με σπόρους τις κοιλιές τους για πρώτη φορά από την καταιγίδα. Το φρέσκο κρέας έκανε τους άντρες να αναθαρρήσουν αρκετά. Έγιναν οι απαραίτητες επι­σκευές, τα πλοία εξοπλίστηκαν με νέα πανιά και κουπιά. Άντρες με περιπετειώδες πνεύμα ανέλαβαν να συμπληρώσουν τα κενά στα πληρώματα του στόλου. Όσο για μένα, απολάμ­βανα τη συντροφιά της αδελφής μου. Με την Ευρώπη δίπλα μου, ο ήλιος είχε ανατείλει ξανά στον ουρανό. Το αίμα των αντρών καθαρίστηκε μόνο του από τα δηλητήρια. Η θλίψη για το χαμό των σκοτωμένων μαλάκωσε. Φαινόταν ότι η τύχη είχε γυρίσει τελικά με το μέρος μας.

Το πέμπτο πρωινό, τα πληρώματα ξύπνησαν για ν' ανακα­λύψουν ότι η Ευρώπη είχε εξαφανιστεί. Το είχε σκάσει τη νύ­χτα. Είχε πάρει το άλογό της, κι άλλο ένα ακόμη, τρόφιμα και όπλα, παρά τις έφιππες διπλές σκοπιές και τους φρουρούς κάθε σαράντα βήματα. Η καλή διάθεση εξαφανίστηκε. Όχι ότι

. 109 .

Page 53: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Σ Τ Ι Β Ε Ν Π Ρ Ε Σ Σ Φ Ι Λ Ν Τ

η ανεύρεση της αδελφής μου δικαιολογούσε τα βάσανα που είχαν περάσει οι άντρες, αλλά ήταν μια επιτυχία, η μόνη που είχαν, απέναντι σε τόσες χαμένες ζωές και τόσους κινδύνους που πέρασαν. Τώρα έπρεπε να την κυνηγήσουν ξανά, σαν εχθρό ίσως τούτη τη φορά, επειδή σίγουρα θα ειδοποιούσε τη Σελήνη, όταν την έφτανε, ώστε να συγκεντρώσει κι άλλες συμμαχικές δυνάμεις εναντίον εκείνων τους οποίους θα έπρε­πε να πολεμήσουν οι ομάδες μας.

Ο πατέρας ήταν σωστό ράκος. Κατηγορούσε τον εαυτό του γι' αυτή την εξέλιξη. Είχε χάσει την κόρη του όχι μία αλλά δύο φορές. Όσο για μένα, η αποσκίρτηση της Ευρώπης μού ράγισε την καρδιά, όχι επειδή το έσκασε, αλλά επειδή έφυγε χωρίς εμένα. Ούτε που μου πέρασε από το νου να τη μισήσω. Ήταν τέλεια και πάντα θα ήταν. Αντίθετα, τα έβαζα με τον εαυτό μου. Κάτι δεν πήγαινε καλά με μένα, ειδάλλως γιατί να με παρατήσει έτσι η αδελφή μου!

Κάποιος όμως κατάλαβε τη δυστυχία μου. Ήταν ο νεαρός άρχοντας Αττικός, που κανονικά θα έπρεπε ν' ασχολείται με το δικό του πένθος, ως μέλλων αρραβωνιαστικός της Ευρώ­πης. Το ίδιο εκείνο πρωινό είχε μπει επικεφαλής μιας έφιππης ομάδας και είχε στείλει άλλες δύο για να κυνηγήσουν την Ευ­ρώπη. Έψαχνε για κάποιο σημάδι. Όλοι γύρισαν με άδεια χέ­ρια. Φρόντιζα τα άλογα της πρώτης ομάδας όταν με πλησίασε ο άρχοντας. «Δεν πιστεύω να το σκάσεις κι εσύ. Χαριτώ. Δε θα μου άρεσε να σε δω κι εσένα στην αντίπαλη παράταξη».

Ο τόνος του Αττικού ήταν πειραχτικός. Δεν ξέρω τι σήμαι­νε αυτό. Ένιωσα δάκρυα ν' αναβλύζουν από τα μάτια μου και τα σκούπισα για να μην τα δει. Εκείνος έστρεψε το βλέμμα αλλού. Είχε μαζέψει τις μπούκλες στο λαιμό του με μια αση­μένια πόρπη σε σχήμα τζίτζικα. Ήταν το ωραιότερο πράγμα που είχα δει στη ζωή μου.

«Κάνουμε λάθος, Χαριτώ; Που ακολουθούμε τη Σελήνη, εννοώ. Είναι δουλειά του πατέρα μου του Λύκου, ξέρεις, που ταρακούνησε τη φωλιά των σφηκών για να βλάψει το Θησέα. Όταν το σμήνος βγει, δύσκολα το ξαναμαντρώνεις».

. 110 .

Ο Ι Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

Πόσο τον εκτίμησα, αλήθεια, που μου μίλησε έτσι! Θα ήθε­λα ν' ανταπαντήσω κάτι για να ελαφρύνω το βάρος του, αλλά είχα καταπιεί τη γλώσσα μου. Εκείνος φαίνεται ότι το κατά­λαβε. Χαμογέλασε.

«Δώσε μου το λόγο σου ότι δε θα το σκάσεις. Αλλιώς θα βάλω να σε φρουρούν».

Ο άλλος που ενδιαφέρθηκε για μένα ήταν ο Δάμων. Ο θεί­ος μού ανέθεσε τη φροντίδα των αλόγων, με αποκαλούσε « ιπ-ποκόμο» και με διέταζε με τραχιά φωνή. Δε θα μπορέσω να του ξεπληρώσω ποτέ την καλοσύνη του. Με δική του διαταγή, κοιμόμουν κάτω από το αρκουδοτόμαρό του και φύλαγα μαζί του σκοπιά. Άρχισα να καταλαβαίνω τους απότομους τρόπους του. «Σκέψου πώς ιππεύουν οι πολεμίστριες μιας τρικόνας της Αμαζονίας», μου είπε μια μέρα. «Όχι ώμο με ώμο αλλά μακριά η μία από την άλλη, καμιά φορά μάλιστα δε βλέπο­νται καν. Κι όμως, με την παραμικρή κραυγή θα τρέξουν αμέ­σως στο πλευρό της άλλης για να τη βοηθήσουν. Έτσι πρέπει να σκέφτεσαι για σένα και την αδελφή σου. Καταλαβαίνεις;»

Τα πλοία σαλπάρισαν από τη Θεσσαλία την ένατη μέρα. παραπλέοντας τον Άθω, το ιερό βουνό του Δία. το οποίο φά­νηκε για δυο αυγές αριστερά στην πρώρα, πέρασε κάθετα ώσπου χάθηκε από τα μάτια μας πίσω, στην πρύμνη. Τα κα­ράβια έπλεαν τώρα στα παράλια της δυτικής Θράκης προς το Στρυμόνα. Ήταν άγρια χώρα. Πολεμικές ομάδες από άντρες διαφόρων φυλών παρακολουθούσαν την πορεία μας από την ακτή. Όταν βγαίναμε στην ξηρά να φάμε ή να κατασκηνώσου­με, πλησίαζαν, ζητούσαν ποτό και μπιχλιμπίδια κι εξερευνού­σαν γεμάτοι περιέργεια τα πλοία, αγγίζοντας τα απαλά με τα δάχτυλά τους. Δεν άκουγες πια ελληνικά, μόνο βάρβαρες γλώσσες.

Η θάλασσα εδώ μύριζε διαφορετικά απ' αυτήν της πατρί­δας. Το φως ήταν πιο έντονο, οι νύχτες πιο κρύες. Έπρεπε να προσέχω τώρα πώς μιλούσα στους άντρες. Είχαν γίνει ευερέ­θιστοι και δεν είχαν το νου τους πια στην καταδίωξη. Δείλια­ζαν μπροστά στις μάχες. Ήταν φοβισμένοι. Τριγύριζαν τους

. 111 .

Page 54: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Σ Τ Ι Β Ε Ν Π Ρ Ε Σ Σ Φ Ι Λ Ν Τ

μεγαλύτερους - το Δάμωνα, το Φίλιππο, το Φορμίωνα, και τον πατέρα ακόμα, κι ας είχε τα μπουρίνια τ ου - οι οποίοι γνώρι­ζαν αυτές τις περιοχές και μπορούσαν να τους πουν τι είδους δοκιμασίες τούς περίμεναν.

Στην κλειστή παραλία, στα σύνορα της Στρυμονικής Θρά­κης, ο νεαρός άρχοντας Αττικός κάλεσε σε συμβούλιο τις ομά­δες. Ήταν βράδυ, μετά το φαγητό και τον ύμνο. Ένας φρά­χτης είχε στηθεί, τα άλογα ήταν δεμένα, τα όπλα συγκεντρω­μένα, οι σκοπιές στις θέσεις τους.

«Σύντροφοι, τα στοιχεία της φύσης μας ευνόησαν από τότε που φύγαμε από τον Ποταμό του Κάτω Κόσμου, χάρη στους Θεούς. Μια και οι αυτόχθονες φυλές μάς επέτρεψαν μέχρι τώ­ρα τη διέλευση, σκέφτομαι να τραβήξουμε κατευθείαν ανατολι­κά. Πρέπει να κάνουμε ωστόσο μια ανασκόπηση της υπόθεσης που έχουμε αναλάβει. Σε δέκα μέρες θα φτάσουμε στον Ελλή­σποντο, έτσι τουλάχιστον μας είπαν οι Θράκες. Αλλες δέκα μέ­ρες θα μας φέρουν στη Μαύρη θάλασσα -τη Θάλασσα των Αμαζόνων, όπως την αποκαλούν εδώ- από την οποία μόνο ο Ηρακλής, ο Ιάσων και ο δικός μας Θησέας κατάφεραν να γυρί­σουν. Εμείς οι νεότεροι δεν ξέρουμε τίποτα γι' αυτήν τη χώρα. Οι γνώσεις μας για τη φυλή των ηρωικών γυναικών, για να μην αναφερθώ στις άλλες άγριες φυλές, είναι ελάχιστες και προέρ­χονται από μύθους και ιστορίες των πατέρων μας από την επέ­λαση των Αμαζόνων στην Αθήνα. Απόψε λοιπόν, σας κάλεσα όλους εδώ, θέλοντας ν' απευθυνθώ στους παλαίμαχους».

Στράφηκε προς το Φορμίωνα και το Φίλιππο, τον πατέρα και το Δάμωνα και τους άλλους άντρες που είχαν συμμετά­σχει στην πρώτη εκστρατεία.

«Πλησιάστε, φίλοι μου. Ο στόλος μας ακολουθεί την ίδια πορεία με τη δική σας, όπως τότε που ταξιδέψατε με το Θη­σέα, πριν από είκοσι χρόνια. Μιλήστε μας γι' αυτό το ταξίδι. Πότε έγινε ακριβώς; Για ποιο λόγο έγινε; Τι συνέβη όταν φτάσατε στη χώρα των Αμαζόνων; Και πώς μπορούν να επω­φεληθούν οι άντρες που συμμετέχουν σ' αυτό το ταξίδι από την εμπειρία σας ; »

- 112 -

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Πρώτος απάντησε ο Φορμίων, που είχε σώσει τη ζωή του Δάμωνα στον Ποταμό του Άδη. Είπε ιστορίες που σου έκοβαν το αίμα, για την ασπλαχνία και την αγριότητα των γυναικών πολεμιστριών. Μετά μίλησε ο Αριστοκράτης ο ιπποκόμος, ο οποίος είπε τα ίδια περίπου τρομακτικά πράγματα. Το πεί­ραμα του αρχηγού μας θα είχε μάλλον το αντίθετο από το αναμενόμενο αποτέλεσμα.

Ύστερα ήρθε η σειρά του Φιλίππου. Αυτό το παλικάρι, δει­νός καβαλάρης, ήταν αγαπητός φίλος του Δάμωνα και, προ­φανώς, άγριος σαν ζιζάνιο. Συστήθηκε με το προσωνύμιο που του είχαν δώσει στην Αμαζονία, «Δροσερή Αγκάλη», όταν οι βάρβαρες που τον είχαν κρεμάσει, είπε, παίρνοντας όρκο, πα­ρατήρησαν το μέγεθος του γυμνού αντρικού μορίου του.

«Αυ τά που σας λέω δεν είναι παραμύθια, αδέρφια. Γιατί ο "σκύλος" μου κουνιόταν ανάμεσα στα σκέλια μου εκείνες τις μέρες σαν το γλωσσίδι στο κουδούνι ενός διοικητή σκοπιάς. Ήμουν κρεμασμένος σαν γαϊδούρι από την Πριήνη».

Οι άντρες ξέσπασαν σε δυνατές φωνές. Αυτό τους άρεσε πολύ. Ο Φίλιππος ή Δροσερή Αγκάλη είχε δυναμώσει τον εαυ­τό του με μπόλικο Ίσμαρ, το μαύρο θρακικό κρασί και τώρα, που είχε αδειάσει άλλα δύο κύπελλα, βάλθηκε να διώξει τους φόβους των συναδέλφων του. Μπορεί να μην τους περίμενε ο πόλεμος, αλλά ο έρωτας! Οι ομάδες μας μπορεί να έδιναν φι­λιά κι όχι ξύλο! Οι άντρες τσούγκρισαν τα κύπελλά τους για τον επερχόμενο θρίαμβο.

Ο Φίλιππος μίλησε για τις κοινωνίες της στέπας που προ­έρχονται από το άλογο. Οι Αμαζόνες γεννοβολάνε μια εποχή μόνο σαν τις φοράδες, έτσι στην τύχη. Μαζεύονται οι γειτονι­κές φυλές, αυτές οι κυλιόμενες σιδερένιες σφαίρες, αυτή τη φράση χρησιμοποίησε ο Φίλιππος, κι αρχίζει ένα τρικούβερτο γλέντι, που κρατάει ένα μήνα περίπου. Κρατήστε όμως την όρεξή σας, συμβούλεψε τους ακροατές του.

«Γ ιατ ί δεν πρέπει να κάνετε εσείς τα γλυκά μάτια σ' αυτές τις κοπελιές, αλλά αυτές σε σας. Το να ζευγαρώσεις με μια λέαινα θα ήταν πιο εύκολη δουλειά. Αν σου αρέσει κάποια

. 113 .

Page 55: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

περισσότερο από τις άλλες, θα βρεθείς μ' ένα ακόντιο στην καρδιά. Γιατί αποκαλούν τους εαυτούς τους «μελίσσι», και σαν κι αυτό πηγαίνουν από λουλούδι σε λουλούδι. Δεν ξέρουν τι σημαίνει ιδιωτική ζωή. Δυο και τρεις μαζί παίρνουν έναν άντρα ταυτόχρονα, ενώ στο μεταξύ φλυαρούν στη βάρβαρη γλώσσα τους. Κι αν θεωρείτε τον εαυτό σας βαρβάτο και ικα­νό, κάντε μια δοκιμή με τρεις άγριες στρίγγλες που το γλε­ντάνε μαζί σας σε μια γλώσσα που δεν μπορείτε να καταλά­βετε και να μιλήσετε. Και μην ξεχνάτε, φίλοι, αυτές οι ανήθι­κες σκύλες είναι καβαλάρισσες από τα γεννοφάσκια τους. Έχουν ευνουχίσει πολλά βαρβάτα άλογα με τη λεπίδα του μα­χαιριού τους, έτσι δεν το 'χουν σε τίποτα να κάνουν το ίδιο και σε σας. Να το θυμάστε αυτό την ώρα που αρπάζουν τις σφαίρες σας με πάθος. Εγώ πάντως, θα προτιμούσα να ζευ­γάρωνα με μια αγριόγατα».

Οι άντρες ζητωκραύγασαν. Πολλοί φώναξαν ότι θα δοκίμα­ζαν ευχαρίστως την τύχη τους, γιατί πολύ είχε κρατήσει αυτό το ταξίδι της υποχρεωτικής αγαμίας. Ο φίλος τους κούνησε προειδοποιητικά το δάχτυλο.

«Μη βιάζεστε τόσο, παιδιά, γιατί τα πράγματα δεν είναι πάντα έτσι. Όταν ρεμβάζετε πάνω στο καράβι και βλέπετε οράματα αυτών των Παρθένων της Σελήνης, το ένα είναι πιο όμορφο από τ' άλλο. Και τώρα δείτε την πραγματικότητα. Γιατί αυτές οι "θυγατέρες του Αλόγου" είναι όνομα και πρά­μα! Και τι πρόσωπα! Αν συναντήσεις το βλέμμα τους, από περιέργεια και μόνο, νομίζουν ότι τους κάνεις τα γλυκά μά­τια. Τότε, παιδιά, καλύτερα να βάλετε φτερά στα πόδια, για­τί σίγουρα θα σας προλάβουν αφού τρέχουν σαν άλογα.

»Εκείνη την εποχή, μάλιστα, αγάπησα μία», συνέχισε την αφήγηση του ο Φίλιππος. «Με στριμώχνει στον κορμό μιας βελανιδιάς, σηκώνει τις φούστες μου και αρπάζει το κοντάρι και τα μπαλάκια στις δυο της χούφτες. Συμπάθησα αυτή την πόρνη, μα τη λύρα του Ορφέα, και πάνω στο μεθύσι του πόθου προσπάθησα να της πω μερικά ερωτόλογα. Θα την έπαιρνα για γυναίκα μου, τ' ορκίζομαι, και θα την έφερνα στην πατρί-

. 114 .

ΟΙ Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

δα. Παίνευα την ομορφιά της και ζητούσα τον έρωτά της. "Ανόρα! Ανόρα!" φώναξε τότε, με τέτοιο πάθος που ήμουν σίγουρος ότι είχα κατακτήσει την καρδιά της. "Ανόρα! Ανό­ρα ! " φώναξα κι εγώ, κι όταν είχε πάρει πια το σπέρμα μου. όχι μία αλλά δύο φορές (αχ, ήμουν νέος τότε!) κι έφυγε, αφή­νοντάς με στα κρύα του λουτρού, ρώτησα κάποιον περαστικό τι σήμαινε η λέξη "Ανόρα" . "Σημαίνει βούλωσ' το " , αποκρί­θηκε».

Κι άλλες τέτοιες διδακτικές ιστορίες ειπώθηκαν, προς με­γάλη ευχαρίστηση όλων, ανάμεσά τους κι εγώ. Σε μια στιγμή ο Φίλιππος, γυρίζοντας προς το Δάμωνα, είπε ότι από όλους μόνον αυτός θα μπορούσε να μας μάθει για την αγάπη των Αμαζόνων. Μετά τον κάλεσε να έρθει μπροστά. Ο θείος δια­μαρτυρήθηκε, βρήκε δικαιολογία τις πληγές του στον Πύρινο Ποταμό. Όμως ήταν τόση η λαχτάρα των αντρών, που τελικά ο Δάμων υποχώρησε και προχώρησε μπροστά.

«Η ομιλία του φίλου μας, του Φιλίππου, ένα πράγμα απο­δεικνύει: όσο γερνάει κανείς, τόσο πιο βαρβάτος γίνεται». Ο Δάμων υποκλίθηκε θεατρικά στο σύντροφό του. «Όσον αφορά τον έρωτα της Αμαζόνας, ποτέ δεν είδα τέτοιο πράγμα. Ίσως. φίλε μου, η ένδοξη προίκα σου επέτρεψε την είσοδό σου στην πιο καυτή περιοχή του στρατοπέδου».

Οι άντρες ανταποκρίθηκαν με πιο χοντρά πειράγματα για το σύντροφό τους. Δροσερή Αγκάλη.

«Η δική μου εμπειρία λέει εντελώς το αντίθετο» συνέχισε ο θείος, όταν κόπασε η ευθυμία. «Ποτέ δεν είδα μια Αμαζόνα να ζευγαρώνει στο ύπαιθρο και προκαλώ αν κάποιος το έχει κάνει να το πει. Χτίζουν νυφικές κάμαρες, ταπεινές, με κλώ­νους ιτιάς πλεγμένους με μεγάλα κλαδιά λεύκας. Διαλέγουν ένα δασάκι ψηλά σ' ένα λιβάδι ή μια λαγκαδιά σε μια πεδιάδα και φτιάχνουν ένα είδος κρεβατίνας, ψηλής μέχρι τη μέση κι ανοιχτής στο ένα άκρο. Στο πάτωμα στρώνουν δέρματα από ελάφια ή αίγαγρο και κρεμούν στο ανώφλι ένα φυλαχτό που το λένε κυπρίδιον, κόμπο του πάθους της Αφροδίτης.

»Ούτε αυτό το θέμα σηκώνει αστεία ή παραξενιές από μέ-

. 115 .

Page 56: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΓΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

ρους τους. Γι' αυτές τις κόρες η υπόθεση της συνουσίας δεν ήταν ποτέ θέμα σαρκικής απόλαυσης, μα απλώς παραγωγής απογόνων. Ήθελαν θηλυκά παιδιά, όσο πιο ψηλά και δυνατά τόσο το καλύτερο. Ούτε έφτασαν σ' αυτό το προνόμιο χωρίς αντιπαλότητες. Αντίθετα, καθεμιά τους έπρεπε να έχει πλέξει στη χαίτη του αλόγου της τα τριχωτά της κεφαλής τριών εχθρών για να κερδίσει αυτό το δικαίωμα. Για να αποθαρρύ­νει πιότερο τον ξένο εραστή, τον υποχρεώνει ν' αγωνιστεί με γενναίους των γειτονικών φυλών, μαλλιαρούς σαν τον Ήφαι­στο, πολλοί από τους οποίους γνωρίζουν αυτές τις κοπελιές από τα μικράτα τους ή τους έχουν φέρει πουλάρια, οι ίδιοι ή οι πατέρες τους. Δεσμεύονται όπως κι εμείς, προσφέροντας ακριβά δώρα και προίκες, και οι οικογένειες διατηρούν συγ­γενικούς δεσμούς για πολλές γενιές.

»Αλλά επιτρέψτε μου. φίλοι, να προχωρήσω σ' ένα θέμα σχετικό με την παρούσα δύσκολη θέση στην οποία βρισκόμα­στε. Ο αρχηγός μας, ο άρχοντας Αττικός, ζήτησε από μας τους παλαίμαχους να μοιραστούμε τις γνώσεις μας για τη χώ­ρα όπου οδηγείται η εκστρατεία μας. Θέλει να μιλήσουμε για θέματα τα οποία εσείς οι νεότεροι αγνοείτε. Γιατί έγινε η προηγούμενη εκστρατεία; Ποιος ήταν ο σκοπός του βασιλιά Θησέα και πώς μπορεί η παρούσα ομάδα να επωφεληθεί από τις δοκιμασίες των προηγουμένων; Επιτρέψτε μου να καλέσω τον αδελφό μου Ελιέα να έρθει μπροστά, ο οποίος όχι μόνο είχε συμμετάσχει στο ταξίδι αλλά κέρδισε και την αρχηγία με τις πρωτοβουλίες και την ανδρεία του » .

Στράφηκε προς τον πατέρα και τον κάλεσε να μιλήσει. Εκείνος αντιστάθηκε. Η ομάδα ωστόσο, με πρώτο τον άρχο­ντα Αττικό, τον πίεσε πολύ. «Είσαι φίλος και συγγενής του Θησέα κι έχεις την εμπιστοσύνη του, ιδίως σε δύσκολες μέρες σαν κι αυτές. Ποιος άλλος μπορεί να μας φωτίσει καλύτερα από σένα; »

Ο πατέρας σηκώθηκε και προχώρησε μπροστά. Οι ομάδες αποσύρθηκαν στην παραλία ανάμεσα σε δύο καράβια που εί­χαν τραβηχτεί στη στεριά. Φωτιές έκαιγαν στα διαστήματα

. 116 .

OΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ανάμεσα στα δύο μαύρα σκαριά των πρόσφατα πισσωμένων πλοίων. Ο χώρος, παρότι αρκετά μεγάλος ώστε να χωράει κα­μιά εκατοστή άτομα, ήταν προφυλαγμένος κι άνετος.

Ο πατέρας ευχαρίστησε πρώτα τον Αττικό και τον επαίνε­σε που συγκάλεσε αυτή τη σύναξη. «Αττικέ, σε παρακολουθώ από παιδάκι. Από πολύ νωρίς κατάλαβα ότι διέθετες από τη φύση σου αρετές που θα σ' έκαναν κάποτε να αποκτήσεις θέ­ση ξεχωριστή στην πόλη μας. Γι' αυτό δέχτηκα να συμμετά­σχω υπό την αρχηγία σου σ' αυτή την εκστρατεία και να συγ­γενέψω με την οικογένειά σου μέσω του αρραβώνα σου με την κόρη μου Ευρώπη. Τίποτα απ' όσα είδα σ' αυτό το ταξίδι δε μ' έκανε να αλλάξω γνώμη. Συγχώρα με αν η θλίψη μου μ' έκανε ν' απομακρυνθώ από σένα και την ομάδα. Κι εσείς, φί­λοι μου, επιτρέψτε μου να επανορθώσω για την οικειοθελή απομόνωση μου. Θα υπακούσω στον αρχηγό μας και, αν με ακούσετε προσεκτικά, θα σας προσφέρω τις γνώσεις που μό­νο η πείρα μπορεί να διδάξει» .

Του έδωσαν ένα κύπελλο κρασί στα χέρια. Ο πατέρας έβρεξε το λαιμό του κι άρχισε:

. 117 .

Page 57: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

10 Η γέννηση της Δημοκρατίας

Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ του πατέρα:

Το πρώτο ταξίδι στη θάλασσα των Αμαζόνων, η ίδια διαδρο­μή που ακολουθούμε και σήμερα, έγινε πριν από είκοσι χρό­νια. Ο Θησέας ήταν γύρω στα τριάντα, εγώ είκοσι πέντε, ο αδελφός μου Δάμων είκοσι. Εσύ, Φίλιππε, πόσο ήσουν, δεκα­εννιά; Κι άλλοι παλαίμαχοι από τη σημερινή διωκτική ομάδα ήταν σίγουρα λίγο μεγαλύτεροι.

Γιατί ανοίξαμε πανιά γι' αυτή την εκστρατεία; Ποιος ήταν ο σκοπός του Θησέα; Για ν' απαντήσουμε σ' αυτό το ερώτημα πρέπει να πάμε λίγο πιο πίσω και να δούμε πώς είχαν τα πράγματα εκείνη την εποχή στην πόλη των Αθηνών. Και τώρα δώστε προσοχή, φίλοι, κι ακούστε αυτά που θα σας πω:

Εκείνο τον καιρό, για πρώτη φορά, οι κάτοικοι της Αττι­κής, που έως τότε διοικούνταν χωριστά και μερικές φορές μά­λιστα πολεμούσαν μεταξύ τους, ενώθηκαν σ' ένα άστυ. Ο συ­νοικισμός αυτός ήταν επίτευγμα του Θησέα. Τους είχε κάνει όλους πολίτες της ίδιας πόλης. Μερικοί όμως δεν είδαν αυτή τη συγκέντρωση των εξουσιών στην πόλη των Αθηνών, όπως ονομάστηκε, με καλό μάτι. Οι άρχοντες, καθώς λένε, του Μα­ραθώνα και της Αιξωνής, διατήρησαν τη γη τους ζηλότυπα· όταν συγκεντρώθηκαν για το συμβούλιο στο ανάκτορο, ούρ­λιαζαν σαν αγριόγατες. Ήμουν τότε τοξότης στη φρουρά του Θησέα και σας βεβαιώ ότι γίνονταν έκτροπα.

. 118 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Ο Θησέας το ανέτρεψε αυτό με μία μόνο κίνηση: μετέφερε τη συνεδρίαση στο ύπαιθρο, στο λόφο της Πνύκας, όπου ο κό­σμος μπορούσε να παρακολουθεί και ν' ακούει καλύτερα. Α υ ­τό έφερε πραγματική επανάσταση!

Πρώτα, μέσα στους τοίχους του ανακτόρου, οι διάφοροι αρχηγοί μπορούσαν να συμπεριφέρονται όσο άξεστα επιθυ­μούσαν. Τώρα όμως, μπροστά στον κόσμο, έπρεπε να φέρο­νται με ωραίο τρόπο.

Ο Θησέας τοποθέτησε το θρόνο του σ' ένα ύψωμα που δέ­σποζε στην περιοχή και από κει συντόνιζε τη συζήτηση. Ωστό­σο, όταν έπαιρνε ο ίδιος το λόγο για λίγο, κατέβαινε απ' αυτή την προνομιούχο θέση κι έλεγε τη γνώμη του από το έδαφος, όπως κάθε απλός πολίτης, τρόπος του λέγειν.

Και πάλι αυτή η εναλλαγή αποδείχτηκε μαγική. Γιατί, αν και ήταν προφανές ότι κανένας αρχηγίσκος δεν μπορούσε να συγκριθεί με το κύρος του βασιλιά ή με την αρρενωπή του παρουσία, το γεγονός ότι ο ίδιος ο Θησέας συναίνεσε να κατέ­βει στο επίπεδό τους συνεισέφερε πολύ στην αποφόρτιση της ατμόσφαιρας. Πρόσταξε τον κήρυκα να καλεί κάθε αντιπρο­σωπεία, λέγοντας τα εξής: «Ποιος θα έρθει να πει κάποια κα­λή συμβουλή για την πόλη;»

Έτσι γεννήθηκε η τέχνη της ρητορείας. Αλλά ο Θησέας δεν ήθελε απλώς ένα ισχυρό Συμβούλιο Ευπατριδών. Το όραμά του ήταν να κάνει το πολίτευμα της πόλης των Αθηνών ξεχω­ριστό στον κόσμο: ήθελε τη συμμετοχή του ίδιου του λαού.

Ο βασιλιάς μας είχε μαντέψει ότι στην κορύφωση της συζή­τησης καμιά φατρία δε θα περιοριζόταν, όσον αφορούσε την υπεράσπιση της άποψής της, μόνο σε άντρες αριστοκρατικής καταγωγής, μα θα καλούσε όλους όσοι διέθεταν σοφία κι ευ­χέρεια λόγου. Ο Θησέας ενθάρρυνε αυτή την πρακτική. Όταν έβλεπε έναν αγρότη ή κάποιον που φοβόταν να μιλήσει μπρο­στά στους ανωτέρους του, έβαζε μόνος του το σκήπτρο στο χέρι του άντρα και στεκόταν πλάι του ενόσω μιλούσε.

Τι επανάσταση ήταν αυτή, γι' ανθρώπους φτωχούς! Γιατί κανείς δεν μπορεί ν' αρνηθεί τούτο: όταν ένας άντρας, όσο

. 119 .

Page 58: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Σ Τ Ι Β Ε Ν Π Ρ Ε Σ Σ Φ Ι Λ Ν Τ

χαμηλής καταγωγής κι αν είναι, λέει την αλήθεια, τα λόγια του ηχούν σαν το χρυσάφι. Κι όταν η συμβουλή του αποδει­χτεί χρήσιμη για το κοινό συμφέρον, θα 'ταν στ ' αλήθεια ανόη­τος όποιος θα τον περιφρονούσε. Έτσι προέκυψε στην πόλη μας, και μόνο σ' αυτή, να μιλάει κάποιος κι όλοι οι άλλοι να τον ακούνε.

Φίλοι, έχω περπατήσει το Δρόμο του Λιονταριού στις Μυ­κήνες κι έχω διασχίσει το περιστύλιο των επτά πυλών στις Θήβες. Αυτές δεν είναι πόλεις αλλά αυλές. Βασιλικές αυλές. Ούτε οι κάτοικοι τους είναι πολίτες, είναι υπήκοοι. Παραμέ­νουν βουβοί μπροστά στους αφέντες τους. Το μόνο που ξέ­ρουν να λένε είναι «Μάλιστα, άρχοντά μου».

Αυτό συνέβαινε και στην πόλη των Αθηνών, πριν ο βασιλιάς μας αναλάβει τη χειραφέτηση της. Ο Θησέας της έδωσε φωνή κι έτσι την έκανε κόσμημα του κόσμου, προκαλώντας ταυτό­χρονα και το φθόνο του. Στην πόλη των Αθηνών μόνο γεννιό­ταν ένα νέο είδος ανθρώπου, που δεν ήταν ούτε ευπατρίδης ούτε μικροκτηματίας, αλλά άνθρωπος της πόλης. Πολίτης.

Τόσο πολύ λάτρεψαν οι άντρες αυτό τον ελεύθερο διάλογο, ώστε εκατοντάδες, ανάμεσά τους κι ο πατέρας μου, άρχισαν να διανυκτερεύουν στην πόλη για να είναι κοντά στη δράση. Με τόσο κόσμο μαζεμένο, η πόλη απέκτησε μια πολιτική ενέρ­γεια άνευ προηγουμένου. Τις ημέρες που δε γινόταν συνέλευ­ση, ο κόσμος δε γύριζε πίσω στα κτήματα, αλλά συνέχιζε το τραγούδι στην αγορά. Το σώμα δε διέθετε επίσημο έρεισμα· οι αποφάσεις δεν είχαν νομοθετικό βάρος. Ωστόσο, ποιος θα ήταν τόσο αφελής να πάρει θέση στη μεγάλη συνέλευση, αν είχε αποτύχει να πάρει με το μέρος του τη μικρή;

Η αγορά έγινε κάτι σαν προ-συνέλευση. Εκεί, ακόμα και ο σελοποιός ή ο κρεοπώλης μπορούσαν να μιλήσουν. Και πράγ­ματι μιλούσαν! Ομάδες άρχισαν να δημιουργούνται και, διατη­ρώντας μια συνοχή από θέμα σε θέμα, ενώθηκαν σε συνασπι­σμούς με μεγάλη επιρροή. Τώρα, καινούριο κρασί είχε μπει στο παλιό βαρέλι. Ήταν η γνώμη του λαού. Ο Θησέας κατά­λαβε ότι αυτό το παιχνίδι τον ευνοούσε ιδιαίτερα. Γιατί, ποιος

. 120 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

είναι πιο ψηλά για το λαό αν όχι αυτός που τον έχει ελευθε­ρώσει;

Οι αντίπαλοι του Θησέα αντιλήφθηκαν το σκοπό του, να τοποθετήσει δηλαδή το λαό ως αντιστάθμισμα στους ευγενείς. Κάθε υποχώρηση που έκανε, όσον αφορούσε τη μοναρχία, εί­χε διπλά οφέλη γι' αυτόν, πίστευε ο Θησέας, εις βάρος των ευγενών. Πολλοί άρχοντες αντιδρούσαν, όπως και σήμερα. Πράγματι, διαφαινόταν ένας κίνδυνος που ο Θησέας δεν είχε προβλέψει.

Ήταν η δυσαρέσκεια των νεαρών ευπατριδών, των παλικα­ριών της ηλικίας του. Λυτοί οι γόνοι καλών οικογενειών, πα­ρότι δυνατοί, ωραίοι και με περιπετειώδες πνεύμα, αποδεί­χτηκαν εντελώς ανεπαρκείς για μια αξιοπρεπή εμφάνιση στη συνέλευση. Όταν ρητόρευαν, έλεγαν ανοησίες. Τα σφυρίγματα τους ανάγκαζαν να κατέβουν από το βήμα. Αυτό το μισού­σαν. Φοβούνταν την άνοδο του λαού. Κι ήταν τόση η δύναμη αυτής της γενιάς, η οποία θα κληρονομούσε αργά ή γρήγορα τη γη και τους θησαυρούς της Αττικής, ώστε ο Θησέας έπρε­πε να τους αφοπλίσει, διοχετεύοντας αλλού την ενέργειά τους· αλλιώς μπορούσαν ν' αποδειχτούν η ξέρα που πάνω της θα καταποντιζόταν το πλοίο της πόλης.

Γι' αυτό έγινε το ταξίδι στην Αμαζονία.

Έτσι ξεκίνησε η μεγάλη περιπέτεια. Θυμάμαι τότε που μας φώναξε ο πατέρας μας, το Δάμωνα

κι εμένα. Ο Θησέας είχε ζητήσει εθελοντές. Ο ίδιος ο βασιλιάς θα ήταν αρχηγός. Ήθελε τριακόσιους συντρόφους. Η εκστρα­τεία θα διαρκούσε ένα χρόνο. Θα ταξίδευε σε άγνωστες ακτές. Εμένα δε με ενδιέφερε ιδιαίτερα. Ήμουν μόνο είκοσι πέντε χρόνων και μνηστευμένος με τη λατρευτή της καρδιάς μου. Εξάλλου, είκοσι χωράφια είχα να ξεχερσώσω. Ο αδελφός μου πάλι είχε τις δικές του επιδιώξεις κι ένιωθε το ίδιο με μένα.

Ο πατέρας μας κάθισε κάτω. «Παιδιά μου, αν δε σαλπάρε­τε με το Θησέα, πρέπει να ετοιμάσετε και τους τάφους σας. Γιατί όποιος αγνοήσει αυτό το κάλεσμα δε θα μπορέσει ν' ανέβει ούτε σ' ένα σωρό κοπριά».

. 121 .

Page 59: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

Ο πατέρας μας ανέφερε τους γενναίους που είχαν δεχτεί να συμμετάσχουν στην εκστρατεία. Ο ευπατρίδης Λύκος, ο πλουσιότερος και λαμπρότερος νέος των Αθηνών. Ο ήρωας Πετεώς, ο αρματηλάτης Βίας και ο δίδυμος αδελφός του, Τη-ρεύς ο παλαιστής. Ο πατέρας ανέφερε επίσης τον Τήλεφο, άρχοντα του Μαραθώνα· τον Ευγενίδη τον πυγμάχο, γιο του ασύγκριτου Τελαμώνα της Σαλαμίνας. Θα έπαιρναν ακόμα μέρος ο Στιχίος, που ήταν δυνατός σαν βόδι, ηγεμόνας της

Ίτωνος, και ο Φαίαξ της Ελευσίνας. Ο πατέρας συνέχισε να παραθέτει το ένα μετά το άλλο τα ονόματα των αντρειωμέ­νων. Ακόμα και ο Φίλιππος, ο φίλος μας, ήταν στον κατάλογο, ο νεότερος από τέσσερα αδέλφια, γόνους του άρχοντα της Θρίας.

Όσοι νέοι έμεναν πίσω είπε ο πατέρας μας, θα θεωρού­νταν έκτοτε ανάξιοι και τεμπέληδες. Ενώ όσοι ήταν στον κα­τάλογο του Θησέα θα ήταν φίλοι του μονάρχη μας για πάντα, συνδαιτυμόνες του και κύριοι της Αττικής.

Η εκστρατεία, μας έδωσε να καταλάβουμε ο πατέρας, θα έδινε τη δυνατότητα σε κάθε νέο να δείξει την παλικαριά του. και στο Θησέα ν' ανακαλύψει τους καλύτερους και λαμπρότε­ρους του κύκλου του. Αυτή ήταν η πονηριά που σκέφτηκε ο βασιλιάς μας. Ονόμασε τη ναυαρχίδα του Ασημένιο Καρπό προς τιμήν της ελιάς της Αθηνάς και απέπλευσε με το στόλο του την έκτη του Ελαφηβολιώνος*, ένα μήνα πριν από την επέτειο της αναχώρησής του για την Κρήτη, τότε που, εικοσά­χρονο παιδί ακόμα, σκότωσε το Μινώταυρο, κατανίκησε το μεγάλο Μίνωα και δόξασε την Αθήνα.

* Ο ένατος μήνας του αττικού έτους. 15 Μαρτίου - 15 Απριλίου. (Σ.τ.Μ.)

11 Πιο πέρα απ' όσο φτάνει το μάτι του θεού

ΜΗΤΕΡΑ Χαριτώ:

Ο πατέρας σταμάτησε σ' αυτό το σημείο και, γυρίζοντας στο Φίλιππο, στον Αριστοκράτη και στους άλλους που είχαν ταξι­δέψει με το Θησέα, τους ρώτησε αν η αφήγησή του ήταν σω­στή μέχρι εδώ. Ο Φίλιππος επιβεβαίωσε τα λόγια του: πράγ­ματι, αντικειμενικός σκοπός της εκστρατείας δεν ήταν ποτέ η Αμαζονία.

«Ο βασιλιάς μας φλεγόταν από επιθυμία ν' αποδειχτεί ισά­ξιος του Ιάσονα με την Αργώ και του Ηρακλή. Η ματαιοδοξία του τον έκανε να βάλει υψηλότερους στόχους από τους αντι­πάλους του, να φτάσει δηλαδή μέχρι το Φάσι (τον ποταμό της Κολχίδας που πηγάζει από τα Μοσχικά όρη και εκβάλλει στον Εύξεινο Πόντο) ή εκεί που λένε ότι γρύπες φυλάνε το χρυσά­φι του Βορρά».

Ο πατέρας επιδοκίμασε τα λόγια του. «Πράγματι», είπε. «αλλά αυτά τα πράγματα δεν ήταν τίποτα μπροστά σ' αυτό που λαχταρούσε: το σίδηρο. Ο σίδηρος ήταν πιο ακριβός από το χρυσάφι. Ήθελε σίδηρο για λάμες σπαθιών και αιχμές δο­ράτων, για περικεφαλαίες και βέλη, για πανοπλίες και, πάνω από όλα, σίδηρο για το φονικό σπαθί. Είχαμε χαλκό. Ο χαλ­κός δεν ήταν τίποτε, όμως, Στόχος του Θησέα ήταν η χώρα των Χαλύβων, οι οποίοι ήταν σπουδαίοι μεταλλωρύχοι, και η πρωτεύουσά τους, η Αλύβη, εκεί όπου τα πρόσωπα των ασβε-

. 123 .

Page 60: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Σ Τ Ι Β Ε Ν Π Ρ Ε Σ Σ Φ Ι Λ Ν Τ

στολιθικών βράχων υψώνονταν εκατοντάδες πόδια. Οι άντρες έλεγαν ακόμη ότι ήταν γεμάτοι καμίνια και χυτήρια για το λιώσιμο των μετάλλων, ενώ ο καπνός των σιδηρουργείων κρε­μόταν συνέχεια πάνω από την κοιλάδα σαν σάβανο. 0 βασι­λιάς μας είχε φορτώσει στα καράβια χιλιάδες στατήρες* λάδι. με την ελπίδα να το ανταλλάξει με κάποιο άλλο αγαθό, και εκατόν δεκαοχτώ αμφορείς με κρασί από το θριάσιο, γιατί η καλλιέργεια της αμπέλου, έτσι μάθαμε, ήταν άγνωστη σε κεί­νη την περιοχή. Οι άνθρωποι εκεί έτρωγαν ωμό κρέας κι έπι­ναν γάλα από το μαστάρι της φοράδας.

»'Οσο για τη χώρα των Αμαζόνων, σκοπός της εκστρατείας ήταν να την προσπεράσουμε χωρίς να σταματήσουμε καθό­λου· οι κάτοικοι ήταν φιλοπόλεμοι και ο τόπος δε διέθετε τίποτα χρήσιμο για μας. Το ότι προσεγγίσαμε εκεί ήταν καθα­ρή ατυχία - εκτός κι αν ήταν μοιραίο ή όπως λένε οι Αμαζόνες νιτόμι, που σημαίνει "νέο πράγμα" ή "διαβολικό πράγμα" » .

Κοίταζα τον άρχοντα Αττικό ενόσω μιλούσε ο πατέρας. Ή­ταν φανερό ότι χαιρόταν που ο πλοίαρχός του είχε ξαναβρεί τον εαυτό του, και το απολάμβανε. Ο πατέρας, λες και το δι­αισθάνθηκε, σταμάτησε την αφήγησή του. Ζήτησε συγνώμη που διέκοψε «έναν πολύ καλύτερο ομιλητή» -εννοώντας το θείο- τη στιγμή που η ιστορία του έπαιρνε το δρόμο της. Ο πατέρας κατέβηκε κάτω. Καμία παράκληση δε θα τον έπειθε να μείνει.

«Δάμων, φίλε μου» -ο Αττικός στράφηκε στο θείο- «φαί­νεται ότι πρέπει να πάρεις πάλι το λόγο. Οι άντρες σίγουρα ανυπομονούν ν' ακούσουν την ιστορία σου. Πλησίασε λοιπόν και συνέχισε από κει που έμεινες. Να θυμάσαι ότι εμείς οι νε­ότεροι αγωνιούμε για τους κινδύνους που μας περιμένουν. Πες μας, λοιπόν, πώς ένιωθες εσύ όταν διέσχιζες τις ίδιες αυ­τές θάλασσες, τότε που ήσουν παιδαρέλι και άψητος ακόμα. όπως εμείς».

Επιτρέψτε μου να περιγράψω το θείο μου, γιατί εκείνη τη

* Ο στατήρας ήταν μονάδα βάρους (795 γρ.). (Σ.τ.Μ.)

. 124 .

Ο Ι Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

στιγμή παρουσίαζε πολύ περίεργη όψη. Από τη δοκιμασία του στον Κάτω Κόσμο, τα μαλλιά και τα γένια του είχαν καεί κι έτσι αποφάσισε να κόψει ό,τι είχε απομείνει. Το κρανίο του ήταν ξυρισμένο αδέξια. Πίστευε ότι αυτό τον έκανε να φα­ντάζει κάπως γελοίος. Η αλήθεια είναι πως τον έκανε ιδιαίτε­ρα εντυπωσιακό, τονίζοντας το τετράγωνο σαγόνι του και το ευγενικό περίγραμμα του κεφαλιού του. Ήταν σαράντα χρό­νων τότε και γερός σαν αρσενικό ελάφι. Δε θα μπορούσε πα-ρά να νιώθει περήφανος όποιος τον είχε συγγενή. Καθώς τον έβλεπα να προχωράει προς το φως της φωτιάς, σκεφτόμουν πως, σαν ερχόταν η μέρα που θα μου παρουσίαζαν το μέλλο­ντα σύζυγό μου, θα μου άρεσε ένα παλικάρι τόσο εντυπωσια­κό και τόσο αρρενωπό όσο ο θείος μου.

Συνέχισε την αφήγησή του, υπενθυμίζοντας στους ακροα­τές του ότι ο στόλος του Θησέα αποτελούνταν από επτά κα­ράβια. Σάλπαρε για το Βορρά, όπως η δική μας ομάδα, καλή ώρα, παραπλέοντας τις ακτές της Μαγνησίας. « Δ ε θ' αναφερ­θώ ιδιαίτερα στις δυσχέρειες του ταξιδιού, θα πω μόνο ότι αντιμετωπίσαμε δυο χειμωνιάτικες καταιγίδες (αφού τα πλοία για να φτάσουν στη θάλασσα των Αμαζόνων στις αρχές του καλοκαιριού έπρεπε ν' αναχωρήσουν δύο μήνες πριν από την εποχή της ναυσιπλοΐας. Μολονότι δεν ήταν πιο ισχυρές απ' αυτήν που ζήσαμε πρόσφατα, μας δημιούργησαν σοβαρότερες ζημιές. Στο αποκορύφωμα της πρώτης θύελλας, δυο πλοία συγκρούστηκαν, το καράβι του άρχοντα Αλκμάνος, και το Γα­λάτεια, προσφορά της Συμμαχίας των Δώδεκα Πόλεων, που κατέστρεψε το σύστημα πλοήγησης του πρώτου. Ούτε που το ξαναείδαμε. Στην εκβολή του Στρυμόνα, οι ομάδες μας δέχτη­καν επίθεση από άγριους Τράλλες, άντρες και γυναίκες που πλημμύρισαν την ακτή σαν τα μυρμήγκια. Χάσαμε άλλους τριάντα εκεί, και το Πανήγυρις, αδελφό πλοίο του Ασημένιου Καρπού, παρότι σκοτώσαμε τρεις και τέσσερις βάρβαρους κά­θε άντρας.

»Η δεύτερη καταιγίδα που μας έπληξε ήταν τόσο σφοδρή ώστε ξεκόλλησε όσα μαδέρια ήταν ακόμη στη θέση τους μετά

. 125 .

Page 61: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Σ Τ Ι Β Ε Ν Π Ρ Ε Σ Σ Φ Ι Λ Ν Τ

την πρώτη. Οι απώλειες είχαν ξεπεράσει τους εκατό άνδρες κι ακόμη δεν είχαμε φύγει από την Ευρώπη. Δεν μπορούσαμε να γυρίσουμε πίσω. Με τι μούτρα θα παρουσιαζόμασταν; Οι άντρες απελπίστηκαν με την ξιπασιά και την έλλειψη προετοι­μασίας από μέρους μας.

»Οι φυλές της Ανατολής επικοινωνούν σαν τα τζιτζίκια στο λιβάδι. Μόλις μάθει κάτι μία, το μαθαίνουν όλες. Η αναφορά για την εξασθένηση των πληρωμάτων μας προηγήθηκε από μας κατά πολύ. Κάθε κατσικοκλέφτης από την ενδοχώρα κα­τέβηκε για να μας επιτεθεί. Δεν υπάρχει πιο πανούργος μαχη­τής από το βάρβαρο. Κατασκοπεύει το καράβι σου και πη­γαίνει στην πηγή του νερού που έχεις εντοπίσει από το πέλα­γος. Περικυκλώνει κρυφά το μέρος. Δε φαίνεται καθόλου, δεν κουνάει ούτε φύλλο, αλλά διατηρεί την κακοβουλία του. Σ' αφήνει να βγεις στη στεριά, να πάρεις το νερό σου και να στρατοπεδεύσεις, ακόμα και να κάνεις θυσία. Και τότε χτυ­πάει. Από το σκοτάδι, ουρλιάζοντας, βαμμένος μαύρος. Ούτε θα πλησιάσει κοντά να παλέψει σώμα με σώμα, αλλά ελευθε­ρώνει σύννεφα τις σαΐτες από μακριά. Αν αντισταθείς, το βά­ζει στα πόδια. Αλλά απομακρύνεται τόσο όσο να μπορεί να σε βρίζει. Αν υποχωρήσεις, έστω ένα βήμα, ξαναγυρνά.

»Μετά τη στρυμονική Θράκη τα πλοία μπορούσαν να πιά­σουν στεριά μόνο στα γρήγορα και με μεγάλη προσοχή. Μετά τη Χερσόνησο αυτό ήταν εντελώς αδύνατο. Δεν είχαμε νερό. Το ρίξαμε στο κρασί, κι αυτό ανέρωτο, με αποτέλεσμα να μεγα­λώνει η δίψα και η βιαιότητά μας. Όταν υπολογίζαμε την από­σταση που είχαμε διανύσει, επικρατούσε σιωπή, γιατί ξέραμε πως κάθε οργιά* προς τ' ανατολικά ήταν άλλη μια που θα έπρεπε ν' αντιπαλέψουμε κατά την επιστροφή μας στη Δύση.

»Οι άνεμοι είναι αντίθετοι όλο το καλοκαίρι στον Πόντο, οι ανεμοστρόβιλοι κατά μήκος της ακτής φοβεροί. Αν ανοιχτείς, σημαίνει ότι πας καταπάνω στην καταιγίδα, χωρίς να μπορείς

* Οργιά: μέτρο μήκους ίσο με το άνοιγμα των χεριών στα πλάγια. Επί-σης ναυτικό μέτρο μήκους ίσο με 1,83 μ. (Σ.τ.Μ.)

. 126 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

μετά να κάνεις πίσω, ενώ αν πλέεις κοντά στην ακτή, αναζη­τώντας κάποιο απαραίτητο εφόδιο, σημαίνει ότι θα περάσεις κάτω από απόκρημνα βράχια γεμάτα αυτόχθονες, και βέλη με τα οποία μπορεί να σε προϋπαντήσουν. Δυο φορές την ημέρα, μόλις στρίβαμε κάποιο ακρωτήρι, ανακαλύπταμε ένα σωρό πλοιάρια να μας κλείνουν το δρόμο. Κάποια μάλιστα είχαν δίχτυα! Η μόνη λύση ήταν να πηγαίνουμε στη μέση του στε­νού, μακριά από κείνο το σημείο. Κανονικά έπρεπε να πηγαί­νουμε με μεγάλη ταχύτητα αλλά, με πλοία ανίκανα για κάτι τέτοιο, χρειαζόμασταν όλη την ημέρα για να διανύσουμε πε­ντακόσιες οργιές προς τ' ανατολικά. Τελικά μόνο με τα κου­πιά μπορούσαμε να προχωρήσουμε, κι αυτό τη νύχτα, που κό­παζε ο άνεμος.

»Όσο άθλια όμως κι αν ήταν τα πράγματα -συγχωρέστε μου τούτη τη φράση, φίλοι μου- εγώ ζούσα την καλύτερη πε­ρίοδο της ζωής μου. Γιατί για το νέο άνθρωπο κάθε καινούριο πράγμα είναι πηγή ονείρων. Τι πιο συναρπαστικό απ' αυτό το ταξίδι; Έπειτα, κανείς δεν μπορούσε ν' αγνοήσει το λαμπρό πλήρωμα με το οποίο ταξιδεύαμε. Το γεγονός ότι ήμασταν ανάμεσα σε δεινούς πολεμιστές και ήρωες! Θησέας, Λύκος, Πετεώς! Στιχίος, Τήλεφος, Ευγενίδης! Ο πιο ταπεινός ερέτης ήταν γιος ευπατρίδη. Κι όταν αναλογιζόμασταν τους φίλους μας στην πατρίδα, αν και ξέραμε ότι ζούσαν ξέγνοιαστες ώρες, δε θ' αλλάζαμε θέση μαζί τους για όλο το ασήμι των Χαλύβων.

»Ένας νέος απεχθάνεται πιότερο απ' όλα την απραξία. Η εμπειρία είναι ο αντικειμενικός του σκοπός, όσο φοβερή κι αν είναι αυτή, επειδή το παιδαρέλι λαχταρά, πάνω απ' όλα, ν' αποκτήσει το χαραγμένο πρόσωπο και το διαπεραστικό βλέμ­μα του παλαίμαχου. Ακόμα κι όταν τον κυριεύει ο τρόμος, το σκατό που λερώνει τα σκέλια του στη φωτιά της μάχης είναι τρόπαιο γι' αυτόν. Το δείχνει γελώντας στους συντρόφους του κατόπιν, λες και είναι παράσημο ανδρείας -είναι κατά κάποιον τρόπο- γιατί τον κάνει να δείχνει παλιά καραβάνα. Ούτε οι στρατιωτικές απώλειες, οι νεκροί, κι οι πιο αγαπημένοι ακόμα.

. 127 .

Page 62: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Σ Τ Ι Β Ε Ν Π Ρ Ε Σ Σ Φ Ι Λ Ν Τ

τον αναστατώνουν για π ο λ ύ . Τη νύχτα μετράει τις εμπειρίες του, όπως ο φιλάργυρος το κομπόδεμά του, κι απολαμβάνει αυτή τη γνώση που τίποτε, ούτε οι ίδιοι οι θεοί, δεν μπορούν να του την πάρουν πια.

»Η πιο τρομακτική ήττα συνέβη νότια του Βοσπόρου, τη στιγμή που νομίζαμε ότι είχαμε διαφύγει κάθε κίνδυνο. Μια ομάδα τόλμησε να βγει στην ξηρά, μ' ένα πλοίο πρώτα, για να καθαρίσει την περιοχή και να στήσει ένα φράχτη, ενώ τα άλλα έπλεαν σε απόσταση βολής τόξου. Οι βάρβαροι επιτέθη­καν από το πουθενά και συνέλαβαν τρεις δικούς μας στην ακτή. Ο Θησέας διέταξε επίθεση, αλλά, μόλις τα καράβια μπήκαν στον όρμο, εκατοντάδες μικρά πλοιάρια εμφανίστη­καν μέσα από τα δέντρα της παραλίας, εκτοξεύοντας βέλη και φλεγόμενα κοντάρια. Ηταν Σάιοι και Ανδροφάγοι. Η μάχη ξεπέρασε σε φρίκη όλες τις άλλες. Σε κάθε σημείο της κου­παστής γίνονταν συγκρούσεις φοβερές. Χτυπούσαμε στο κε­φάλι τους βαλτόβιους που προσπαθούσαν να σκαρφαλώσουν πάνω, ενώ οι σύντροφοι τους, με πελέκια στα χέρια και ντυ­μένοι με προβιές ζώων, κατέστρεφαν τα κουπιά και τα μαδέ-ρια των σκαριών. Αυτό που συμβαίνει σε μια μάχη με τους άγριους είναι το εξής: δεν επιτίθενται με τάξη και σιωπηλά, αλλά σκούζοντας και ουρλιάζοντας. Είναι στ ' αλήθεια σκατό-φατσες. Έχουν μεγάλη πλάκα! Ο Θησέας πάλευε σαν μανια­σμένο λιοντάρι, το ίδιο και τα παλικάρια του, ο Λύκος. ο Πε-τεώς. ο Φαίαξ. ο Ευγενίδης, ο Στιχίος και ο Τήλεφος. Στην κορύφωση της μάχης, δέσαμε τα πλοία μεταξύ τους και τα υπερασπιζόμασταν σαν οχυρά στη στεριά. Μόνο η ανθεκτικό­τητα της ελληνικής πανοπλίας και το γεγονός ότι τα πληρώ­ματά μας πολεμούσαν ψηλά από τις κουπαστές, καράβια ενα­ντίον σκαμμένων κορμών δέντρων, απέτρεψαν τον εχθρό, που είχε πέσει σαν σμήνος, να μας κάνει κομματάκια. Όταν τελικά το σκοτάδι και οι απώλειες ανάγκασαν τους βάρβαρους να υποχωρήσουν, τα πληρώματα ήταν αποδεκατισμένα, με πολ­λούς τραυματίες, κι εξουθενωμένα. Και τα τέσσερα πλοία, τρυπημένα και σχεδόν χωρίς κουπιά, είχαν κολλήσει διακόσιες

. 128 .

Ο Ι Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

ογδόντα οργιές από την ξηρά. Αέρας δε φυσούσε και δεν υπήρχε άλλο μέσο να ξεκινήσουν. Και το χειρότερο, οι άγριοι κρατούσαν ακόμα τους άντρες που είχαν συλλάβει. Μου είναι αδύνατο να περιγράψω τα φοβερά και τρομερά πράγματα που τους έκαναν, θα πω μόνο ότι όλη τη νύχτα ήμασταν ανα­γκασμένοι ν' ακούμε τα ουρλιαχτά των συντρόφων μας. Και δεν ήταν μόνο κραυγές πόνου και απελπισίας, φώναζαν επί­σης και τα ονόματά μας, παρακαλώντας να τους χαρίσουμε το θάνατο.

»Ο Θησέας πέρασε ανάμεσα από τους συντετριμμένους κωπηλάτες και τους είπε να γυρίσουν στη δουλειά. Να μαζέ­ψουν όλα τα πελέκια που είχαν απομείνει και να κατεβάσουν τα κατάρτια και τις κεραίες. Να τα μετατρέψουν σε κουπιά. Η σκληρή αυτή εργασία κράτησε απασχολημένους τους ά­ντρες, κι έτσι δεν έχασαν τα λογικά τους. Γύρω στα μεσάνυ­χτα καταφέραμε ν' αποπλεύσουμε· στο τέλος της σκοπιάς τα πλοία είχαν απομακρυνθεί ήδη πολύ από την ακτή. Κανένας άντρας δε μιλούσε ούτε διασταύρωνε το βλέμμα του με του διπλανού του, τόσο μεγάλα ήταν το δέος κι ο τρόμος που τους κατείχε. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, είχαμε χάσει και τη φωτιά μας. Την ιερή φλόγα που είχαμε πάρει από το ναό της Αθηνάς στην Ακρόπολη και την κουβαλούσαμε τόσο δρό­μο. Χωρίς αυτή δεν μπορούσαμε να προσφέρουμε θυσία, ούτε καν ν' ανάψουμε τους πυρσούς μας και τις φωτιές για το μα­γείρεμα. Τι θα κάναμε τώρα;

»Όλη εκείνη την ημέρα και την επομένη, οι άντρες όργω­ναν τη θάλασσα με τα κουπιά. Θα έλεγε κανείς πως, αν μεγά­λωναν πολύ την απόσταση ανάμεσα σ' αυτούς και τον τόπο της επίθεσης που είχαμε υποστεί, θ' απέφευγαν τις συνέπειες. Καταιγίδες με κεραυνούς ξεσπούσαν κάθε τρεις και λίγο. Οι άντρες μοχθούσαν για να τις αντιμετωπίσουν. Φοβούνταν ότι είχαν ταξιδέψει τόσο μακριά που δεν τους έφτανε το μάτι του Θεού. Ο Θησέας προσπάθησε ν' αναπτερώσει το ηθικό τους. Ο Δίας βασιλεύει παντού, τους είπε με έμφαση. "Δε βλέπετε τους κεραυνούς τ ο υ ! " Κανείς δεν άκουγε. Δεν είχαμε πια πε-

. 129 .

Page 63: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Σ Τ Ι Β Ε Ν Π Ρ Ε Σ Σ Φ Ι Λ Ν Τ

ριττώματα για ν' αλείψουμε τους αστραγάλους μας ούτε κά-τουρο για να γεμίσουμε τους υδροσυλλέκτες, από το φόβο.

»Το τρίτο πρωί τα καράβια έφτασαν σε νέα χώρα, γεμάτη χείμαρρους και πυκνά δάση. Οι καταρράκτες φαίνονταν από μακριά. Από πάνω απλωνόταν ένα οροπέδιο, λουσμένο στο χρυσάφι του Ήλιου που είχε ανέβει ήδη αρκετά ψηλά.

«Διακρίναμε καβαλάρηδες. Παρακολουθούσαν το μικρό μας στόλο από το ύψωμα. Ο Θησέας αποφάσισε να βγει στη στεριά, να ζητήσει τον οίκτο οποιασδήποτε φυλής κατοικούσε σε κείνο τον τόπο. Θα μισθώναμε τα σπαθιά μας ή την εργα­σία μας για να ξεπληρώσουμε την καλοσύνη τους. Τα πλοία μπήκαν στο λιμανάκι, αλλά παρέμειναν αρκετά μακριά από την ακτή. Μόνο ο Ασημένιος Καρπός πλησίασε στην ακτή.

»Οι καβαλάρηδες κατέβηκαν αμέσως στην παραλία. Ήταν γυναίκες. «Αυτή είναι η χώρα των Αμαζόνων;» φώναξε ο Θη­σέας. Αλλά εκείνα τα θηλυκά δεν καταλάβαιναν τη γλώσσα μας, και η λέξη Αμαζόνα δε σήμαινε τίποτα γι' αυτές. Η αρ­χηγός ήταν γύρω στα είκοσι πέντε, με μια κοκκινόξανθη πλε­ξούδα κάτω απ' το σκουφάκι της, που ήταν από δέρμα ελα­φιού. Οι συντρόφισσες της ήταν ντυμένες όπως εκείνη, με κα-στόρινες περικνημίδες, με ματωμένες φαρέτρες στα πλευρά των αλόγων τους. Στην πλάτη είχαν ένα τόξο και θήκη για τα κοντάρια τους. Ήταν φανερό πως ήταν άγριες. Ο αγέρωχος τρόπος όμως με τον οποίο κάθονταν στα ζώα τους ήταν τόσο εντυπωσιακός που τις κοιτάζαμε σαν μαγεμένοι. Νιώσαμε το ρίγος του φόβου να διαπερνά τις ραχοκοκαλιές μας, και δέος συνάμα.

»Όσο για τ' άλογά τους! Δεν ήταν τα κοντόχοντρα ζώα που χρησιμοποιούν οι νομαδικές φυλές στις στέπες, αλλά γερά πο­λεμικά άλογα, δεκαπέντε χέρια ψηλά. Όχι μόνο στην Αττική μα ούτε σ' ολόκληρη την Ελλάδα δε θα έβρισκες ευγενέστερα ζώα. Η κοκκινομάλλα σφύριξε. Από μια κρυψώνα πέρα από το λόφο ήρθε καλπάζοντας μια τέταρτη καβαλάρισσα, ένα κο­ρίτσι όχι μεγαλύτερο από δεκαεπτά. Προς μεγάλη μας ανα­κούφιση, αυτή μιλούσε ελληνικά, με έντονη αιολική προφορά.

. 130 .

Ο Ι Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

»Ο Θησέας περιέγραψε την κατάστασή μας. Η κοπέλα άκουγε με σοβαρότητα. Ο βασιλιάς μπορούσε να βγει στη στεριά. Είπε τ' όνομά του, τον τίτλο του και την πόλη του, συστήνοντας μόνο άλλους τρεις - εμένα, τον Ευφορίωνα από την Όα και τον Ετεοκλή από το Μαραθώνα, όλοι πολύ νέοι, για να μην ανησυχήσουμε τις ευεργέτισσές μας ή να δείξουμε ότι είμαστε περισσότεροι. Οι πολεμίστριες μας έδωσαν κυνή­γι, δυο ελάφια που είχαν σκοτώσει και κουβαλούσαν στις σέ­λες τους, αν μπορεί να χρησιμοποιηθεί αυτή η λέξη για τις ενωμένες λωρίδες από δέρμα λύκου όπου κάθονταν. Δεν ήταν «βαθιές» όπως των Ελλήνων, αλλά ψηλές, όπως στους γρήγο­ρους ιππείς. Μπορούσαμε να πάρουμε νερό και τροφή για τα ζώα, δήλωσε η κυνηγός, και να μείνουμε μέχρι να επισκευά­σουμε τα πλοία μας. Αυτή ήταν η χώρα τους, μας βεβαίωσαν χωρίς την έγκρισή τους, κανείς δεν μπορούσε να μας κάνει κακό.

Οι γυναίκες υποσχέθηκαν ότι θα ξανάρθουν την επομένη, με περισσότερο κυνήγι και πηγμένο γάλα φοράδας, το βασικό προϊόν της περιοχής, μάλλον. Δεν πλησίασαν περισσότερο, αλ­λά κράτησαν μια απόσταση μισής βολής τόξου. Ούτε αφίπ-πευσαν. Στο τέλος, άφησαν φωτιά μέσα σ' ένα δοχείο που εί­χαν μαζί τους. Δεν το είχαν ανάψει, μας πληροφόρησαν, από κάποιο ναό, αλλά από τον ίδιο τον κεραυνό του Δία. Αυτό έ­δωσε μεγάλο θάρρος στην ομάδα μας.

»Και οι τέσσερις κόρες, πρέπει να σημειώσω εδώ, είχαν μια ιδιάζουσα μυρωδιά που έφτανε μέχρι τη μύτη μας παρά την απόσταση που μας χώριζε. Η αρχηγός, όπως μάθαμε αρ­γότερα, ήταν η Στρατονίκη, εγγονή της Ιππολύτης, η οποία αργότερα θα κατείχε τη θέση αρχηγού πτέρυγας στην επίθεση κατά των Αθηνών. Τα ονόματα των άλλων δύο τα έχω ξεχά­σει. Τέλος, αυτή που μετέφραζε και μιλούσε ήταν η Σελήνη. Η γυναίκα την οποία καταδιώκουμε τώρα με τα πλοία μας».

Ο θείος σηκώθηκε. Η διωκτική ομάδα παρακολουθούσε με προσοχή.

«Θα κοροϊδεύετε, αδέλφια και φίλοι, ακούγοντας την ιστο-

. 131 .

Page 64: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Σ Τ Ι Β Ε Ν Π Ρ Ε Σ Σ Φ Ι Λ Ν Τ

ρία μου με τις κόρες αυτές». Τότε γύρισε σε μένα. «Κ ι εσύ, Χαριτώ, ανιψιά μου, θα αναρωτήθηκες πολλές φορές, με την αδελφή σου την Ευρώπη, για τις πράξεις μου ανάμεσα σ' αυ­τές τις γυναίκες τόσο όταν ήμουν στην πατρίδα τους όσο κι όταν ο στρατός τους προήλαυνε στην Αττική. Επιτρέψτε μου να σας διηγηθώ πόσο με συγκλόνισε η συνάντηση μ' αυτά τα πλάσματα, εκεί, απ' την αρχή, σε κείνη την ξένη ακτή.

»Όσα ξέραμε για την Αμαζονία προέρχονταν μόνο από φή­μες· έτσι περιμέναμε με ανυπομονησία την πρώτη μας επαφή με τις περίφημες πολεμίστριες. Τίποτα όμως δε μας είχε προ­ετοιμάσει γι' αυτό που θ' αντίκριζαν τα μάτια μας. Πώς να σας δώσω να το καταλάβετε, αδέλφια; Όπως κοιτάζει, συμπε­ριφέρεται και υποτάσσεται ο σκύλος που έχουμε στο σπίτι μ' ένα συγκεκριμένο τρόπο, έτσι μοιάζουν, φέρονται και υποτάσ­σονται οι γυναίκες του σπιτιού.

»Αυτά τα θηλυκά όμως, που θα συναντήσουμε σε λίγο. ήταν σαν λύκαινες εν σχέσει μ' αυτούς τους σκύλους. Ήταν άγριες. Αυτή ήταν η διαφορά. Οι άνθρωποι μπορεί να τις α­ποκαλούν βάρβαρες, και πολλές πρακτικές τους, όπως είδαμε, προκαλούν τρόμο στην ευαισθησία των πολιτισμένων ανθρώ­πων. Το βλέμμα των ματιών τους, ωστόσο, όμοιο με λύκαινας που αντάμωσες στο βουνό, σε διαπερνά ολόκληρο, κάτι που δεν καταφέρνει ποτέ η ματιά μιας σπιτικιάς γυναίκας. Ήταν βλέμμα άρπαγα. Ψυχρό και ανηλεές, χωρίς να το σκιάζει ο φόβος. Είχες την αίσθηση ότι αντίκρυ σου ήταν μια αρκούδα ή μια λέαινα. Εγώ έμεινα άναυδος, ρίγη διαπερνούσαν τη ρα­χοκοκαλιά μου».

Ο Δάμων σώπασε πάλι. «Σας ομολογώ, αδέλφια, και μη με κατηγορήσετε, παρακα­

λώ, αναλογιζόμενοι την αγριότητα που έδειξε σε αγαπημένους φίλους και συγγενείς, ότι μόλις αντίκρισα εκείνο το κορίτσι, τη Σελήνη, την ερωτεύτηκα κεραυνοβόλα. Τι όμορφη που ήταν καθισμένη στο άτι της, με τα μαύρα μαλλιά της να πέ­φτουν σαν καταρράκτης! Τι κορμοστασιά, τι περηφάνια! Τα μάτια μου δεν την άφηναν στιγμή, ενώ προσευχόμουν σ' όλους

. 132 .

Ο Ι Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

τους θεούς που μπορούσα να σκεφτώ: Ας μου ρίξει κι αυτή μια ματιά, ας ανταμώσει το βλέμμα μου το δικό της. Αλλά δε με κοίταξε ούτε μια φορά. Η καρδιά μου ράγισε κι ένιωσα πως το γεγονός και μόνο ότι αντίκρισα ένα τέτοιο πλάσμα, ότι ήξερα πως υπήρχε, άνοιγε έναν ολόκληρο κόσμο μπροστά μου. Ένιωσα σαν τον άνθρωπο που πατάει το πόδι του για πρώτη φορά σε μια νέα ήπειρο. Αυτό ακριβώς έκανε, ωστόσο, η ομάδα μας. Όλα όσα ξέραμε ήταν άχρηστα. Τίποτα δε θα ήταν ίδιο πια» .

. 133 .

Page 65: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

12 Η τρέλα του Έρωτα

Η ΔΙΑΘΗΚΗ της Σελήνης:

Γνωρίζαμε για τον ερχομό του Θησέα ένα μήνα πριν τα πλοία του φτάσουν στο Στρυμονικό κόλπο και δύο πριν μπουν στη Θάλασσα των Αμαζόνων. Σας είπα πώς ο Ηρακλής είχε κατα­στρέψει τη φυλή μας πριν από δυο γενιές, σκοτώνοντας σε μονομαχία καμιά δεκαριά πολεμίστριες, τις καλύτερες της χώ­ρας μου, ανάμεσά τους και τη μητέρα της μητέρας μου. Τώρα αυτοί οι κομψευόμενοι νεαροί, ο Θησέας και οι ακόλουθοι του, τολμούσαν να συναγωνιστούν τα κατορθώματα του ήρωα. Ορκιστήκαμε να τους δώσουμε ένα καλό μάθημα πριν τους ξαποστείλουμε στα Τάρταρα.

Δυο μέρες πριν τους δούμε με σάρκα και οστά, μάθαμε για την άγρια επίθεση που είχαν δεχτεί τα πληρώματα του Θησέα από τις δυτικές φυλές, τους Σάιους και τους Ανδροφάγους. Οι μεγαλύτερες φοβούνταν ότι αυτοί οι αγροίκοι μάς την είχαν φέρει. Προσευχόμασταν να είχαν αφήσει αρκετό κρέας πάνω στους Αθηναίους και για μας. Σκοπιές διέτρεχαν τις απόκρη­μνες ακτές μήπως δουν τους εισβολείς. Σκοπεύαμε να τους πιάσουμε ζωντανούς και να τους υποβάλουμε στην τελετή του σπαθιού, δηλαδή να τους θυσιάσουμε στην Κυβέλη και να φά­με τις καρδιές τους.

Όταν όμως τους ανακαλύψαμε τελικά, τόσο λίγους και τό­σο καταβεβλημένους από τους γείτονές μας, τους οποίους μι-

. 134 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

σούσαμε, τους λυπηθήκαμε ως εχθρούς των εχθρών μας. Κι όταν ο μεγάλος Θησέας πλησίασε άοπλος και ικέτευσε να τους δώσουμε καταφύγιο, το μίσος μας μαλάκωσε, ή τουλάχι­στον της Στρατονίκης, που ήταν η μεγαλύτερη από τις τέσσε­ρις. Διάλεξε να φερθεί στους ξένους με καλοσύνη.

Πόσο ευγνώμονες ήταν. Και πόσο όμορφοι! Με κατά­μαυρες μπούκλες και μέση δαχτυλίδι! Ακόμα κι εγώ, που είχα προετοιμάσει την καρδιά μου ν' απολαύσει τη σφαγή τους, την ένιωσα να χτυπά πιο γοργά στη θέα τους. Έμοια­ζαν με φυλή ευγενών ανθρώπων, ενώ ο μικρός αριθμός τους αλλά και η δύσκολη θέση στην οποία βρίσκονταν τους έκα­νε πιο ελκυστικούς. Ήταν η εποχή της Σύναξης. Με τόσες φυλές που είχαν μαζευτεί, τι κακό μπορούσαν να μας κά­νουν μια χούφτα άνθρωποι; Έτσι τους δώσαμε κρέας και φωτιά.

Σε κείνη την απόκρημνη ακτή, το Λόφο με τις Καρυδιές όπως τον λένε, αντίκρισα για πρώτη φορά το Δάμωνα. Ήταν παιδαρέλι ακόμα, τρία καλοκαίρια πάνω κάτω μεγαλύτερος από μένα, και ομορφότερος απ' όλους. Τουλάχιστον έτσι φά­νταζε στα μάτια μου. Τον ξεχώρισα από την πρώτη στιγμή και είπα στις αδελφές μου: «Αυτός είναι δικός μου».

Οι ταλ Κύρτη λογαριάζουν το χρόνο με τους μήνες, αλλά και με τις ισημερίες. Έτσι λοιπόν την ένατη μέρα της Σελήνης των Ρεόντων Καταρρακτών, ο Θησέας και τα πλοία του μπή­καν στο αγκυροβόλιο της Υπερυψωμένης Πόλης, της Λυκα-στίας, όπου ο ποταμός Βορυσθένης χύνεται στη Θάλασσα των Αμαζόνων.

Οι ραψωδοί δεν παύουν να περιγράφουν αυτήν τη σκηνή: την άφιξη του ορμητικού βασιλιά των Αθηνών και το καλωσό­ρισμά του από την ασύγκριτη Αντιόπη, τη βασίλισσα του πο­λέμου των Αμαζόνων. Αυτό δε συνέβη ποτέ. Η Αντιόπη ήταν στα βουνά για κυνήγι. Η Ελευθερά ήταν μαζί της. Το ξέρω γιατί μ' έστειλαν να τις φέρω πίσω.

Η Αντιόπη δεν υπάκουσε στην επείγουσα κλήση. Ίσως ήθε­λε απ' τη μια να δείξει την περιφρόνησή της στους σφετερι-

. 135 .

Page 66: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Σ Τ Ι Β Ε Ν Π Ρ Ε Σ Σ Φ Ι Λ Ν Τ

στές, απ' την άλλη να προστατέψει την αγάπη της για την Ελευθερά. Δεν μπορώ να το αποδείξω, αλλά πιστεύω ότι η Αντιόπη μάντεψε, πολύ πριν φανεί ο στόλος του Θησέα ή μά­θει για την άφιξή του, ότι αυτά τα πλοία θα της έφερναν δυ­στυχία. Πιστεύω ότι και η Ελευθερά το διαισθάνθηκε. Γι' αυ­τό παρέτειναν το κυνήγι.

Η Αντιόπη, στα είκοσι εφτά της χρόνια, παρέμενε παρθέ­να. Κανένας άντρας δεν την είχε αγγίξει. Σ' αυτό έχουν δίκιο οι ραψωδοί. Αυτό ήταν που ενέπνεε σεβασμό σ' όλους, όπως και η αιώνια αφοσίωση της αγαπημένης της. Γιατί η Ελευθερά (η οποία μαζί με τη Στρατονίκη αποτελούσαν την Πρώτη Τρι-κόνα της Αντιόπης) είχε ορκιστεί από τη στιγμή που έγινε γυ­ναίκα ότι δε θα δινόταν ποτέ σε άντρα. Όσο η Αντιόπη παρέ­μενε παρθένα, η αγάπη του ζευγαριού ήταν τέλεια και απα­ραβίαστη.

Κυνηγούσαν αγριοκάτσικα βαθιά στο δάσος όταν φάνη­καν τα καράβια του Θησέα. Για να πιάσεις τόσο ντροπαλά πλάσματα, πρέπει να ονειρευτείς. Τα κριάρια σού λένε πού μπορείς να τα βρεις και τι προσπάθειες χρειάζονται για να τα πιάσεις. Εκείνη τη νύχτα όλα είχαν ησυχάσει, όταν η Ελευθερά πετάχτηκε πάνω με μια κραυγή. Οι συντρόφισσές της έτρεξαν κοντά της τρομαγμένες γιατί η Ελευθερά ποτέ δε θα ούρλιαζε έτσι ακόμα και στον ύπνο της, αφού η φωνή της θα ταξίδευε στις βουνοκορφές, δίνοντας έτσι τέλος στο κυνήγι.

«Σε σκότωσα, Αντιόπη». Η Ελευθερά άρχισε να λέει τ' όνειρό της. Όσο για μένα.

όταν επαναλαμβάνω τα λόγια της, έστω και μετά τόσο καιρό, μου σηκώνεται η τρίχα.

«Είχαμε κυκλώσει την κορυφή», άρχισε η Ελευθερά, « ε γώ κι οι άλλες που συμμετείχαμε στο κυνήγι, κι είχαμε φτάσει στον τελικό βράχο, έτοιμες να σηκωθούμε και να χτυπήσουμε. Μόνο που δεν είχα τόξο μαζί μου αλλά το σιδεροπύρηνο δό­ρυ. Όταν φώναξα και σηκώθηκα, δε στεκόταν μπροστά μας κάποιο αγριοκάτσικο, αλλά εσύ, Αντιόπη.

. 136 .

ΟΙ Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

»Δεν ήσουν ο εαυτός σου, αλλά ένα άσπρο κριάρι. Σε γνώ-ρισα όμως, όπως κι εσύ εμένα. Δεν όρμησες με τα κέρατα όπως κάνουν συνήθως τα κριάρια, αλλά με το κεφάλι ψηλά και το στήθος προτεταμένο. Δεν είχα ρίξει ακόμα. Θα μπο­ρούσα να κρατηθώ. Κάποιος δαίμονας όμως με παρέσυρε. Σημάδεψα και το δόρυ μου διαπέρασε το κορμί σου. Σωριά­στηκες κάτω και το αίμα σου έβαψε το βράχο».

Η Αντιόπη προσπάθησε να καθησυχάσει την αγαπημένη της. Η Ελευθερά όμως ήταν απαρηγόρητη. «Αυτό που ένιωσα ήταν χαρά», συνέχισε. «Μια ευθυμία πρωτόγνωρη για μένα».

Η ομάδα διέκοψε το κυνήγι και γύρισε πίσω. Οι Αθηναίοι είχαν φτάσει στη Λυκαστία εδώ και δέκα μέ­

ρες. Ο ερχομός τους είχε προκαλέσει αίσθηση. Για το λαό μας, η θάλασσα είναι τρομακτικός Θεός. Πολλές από τις ταλ Κύρτη δεν μπορούσαν να διανοηθούν μια χώρα πέρα από τη Θάλασσα, απ' όπου είχαν έρθει αυτοί οι ξένοι και όπου έπρε­πε να ξαναγυρίσουν. Πίστευαν μάλλον ότι τους είχε ξεβράσει η ίδια η θάλασσα, από το Κενό όπου ο δίσκος του ωκεανού συναντά το θόλο του ουρανού.

Η λέξη για το «νέο πράγμα» στη γλώσσα μας -νιτόμι- εί­ναι ίδια με το «κακό» . Ο τρόπος ζωής του ελεύθερου λαού παραμένει αναλλοίωτος από τότε που δημιουργήθηκε ο κό­σμος. Πιστεύουν πως κάθε νεωτερισμός που έρχεται απέξω είναι οπωσδήποτε κακός κι έχει τη δύναμη ν' ανατρέψει την κοινωνία. Αυτό που οι Έλληνες αποκαλούν νόμο ή έθιμο ο ελεύθερος λαός το λέει ρύτεν άνναι, «ο τρόπος που κάνουμε τα πράγματα» ή «όπως γίνεται πάντα». Καθετί το καινούριο βάζει σε κίνδυνο το ρύτεν άνναι, γιατί απειλεί την ίδια μας την ύπαρξη και όλα όσα ξέρουμε, ποιες είμαστε και πώς επι­θυμούμε να ζήσουμε.

Όταν η Αντιόπη και η κυνηγετική ομάδα γύρισαν, κατέβη­καν στην παραλία όπου τα πλήθη είχαν περικυκλώσει τα προ­σαραγμένα πλοία. Εγώ πήγα στη θέση μου, ως δόκιμη, στο πλευρό της Ελευθεράς. Είδε τα καράβια και είπε μόνο μια λέξη:

. 137 .

Page 67: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Σ Τ Ι Β Ε Ν Π Ρ Ε Σ Σ Φ Ι Λ Ν Τ

«Νιτόμι» . Δαιμονικό πράγμα. Η Ελευθερά θεώρησε τους Έλληνες αμέσως εχθρούς. Όμως

ήταν τόσες οι στερήσεις και τα βάσανα που είχαν περάσει οι ναυτικοί στο ταξίδι τους, χωρίς ωστόσο να παραπονεθούν, που η κατάστασή τους προκαλούσε συμπάθεια μάλλον παρά εχθρότητα. Πολλοί υπέφεραν από τραύματα, άλλους τους κα-τέτρωγε ο πυρετός. Τους μήνες που ακολούθησαν έμαθα το χαρακτήρα του Θησέα· αποκλείεται να εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση των αντρών του για να επωφεληθεί ο ίδιος. Να τι έκανε τότε. Απομόνωσε την ομάδα του. Ήταν η εποχή της Σύ­ναξης, όπως είπα. Η πεδιάδα ήταν γεμάτη καταυλισμούς που ανήκαν σε φυλές των ταλ Κύρτη, σε εμπόρους, ιδιοκτήτες κα­ραβανιών, ζωοτρόφους, μεταλλωρύχους και εραστές. Φαντά­ζεστε τι γινόταν. Ο Θησέας παρήγγειλε στους άντρες του να μείνουν μακριά. Αυτό έπιασε. Η αντίθεση που υπήρχε στη συμπεριφορά των ευγενικών αντρών του και των άξεστων, χο­ντροκομμένων κατοίκων της στέπας αποδείχτηκε ακαταμάχη­τη. Οι παρθένες μας τα έδιναν όλα γι' αυτούς. Μας τραβού­σαν σαν το μέλι.

Κι εγώ ήμουν ερωτοχτυπημένη με τον ωραίο νέο που είχα δει στην παραλία στο Λόφο με τις Καρυδιές. Αρρώστησα από το πάθος μου. Στη Σινώπη, όταν ήμουν μικρή, με ανάγκαζαν να απομνημονεύω ερωτικούς στίχους. Πόσο τους απεχθανό­μουν, αλήθεια! Και τους δημιουργούς τους μαζί. Και τότε, ξαφνικά, κατάλαβα. Κι εγώ ένιωσα τον πόνο του Έρωτα, έγι­να σκλάβα του κι έχασα την αξιοπρέπεια μου.

Δάμων. Δάμων! Όταν έμαθα τ' όνομά του μέθυσα από χαρά. Το έλεγα χί­

λιες φορές την ημέρα, από μέσα μου και δυνατά, θαρρείς και η προφορά του ήταν μαγική λέξη που με την επανάληψή της θα έφερνε τον κάτοχο του κοντά μου.

Σιχάθηκα τον εαυτό μου. Πώς ήταν δυνατό να είμαι τόσο άθλια; Πώς άφησα να με κυριεύσει μια τέτοια τρέλα; Όμως

. 138 .

Ο Ι Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

ήμουν μαγεμένη και δεν υπήρχε γιατρειά. Όταν η Σκυλεία και η Αντιόπη, αρχηγοί του τάγματός μου, με κάλεσαν και με διέ­ταξαν να κάνω τη διερμηνέα στο στρατόπεδο των Ελλήνων, η καρδιά μου κόντεψε να βγει από το στήθος μου, από χαρά και φόβο συνάμα.

Τι κι αν ο Έρως με χώριζε από τις αδελφές μου; Τι κι αν ο Έρως μ' έκανε να καταπατήσω τους όρκους

μου; Πήγα στην Αντιόπη, στη μόνη που θα μπορούσα να εμπι­

στευθώ την τρέλα μου και η οποία θα με άκουγε χωρίς προ­κατάληψη (η Ελευθερά θα με έγδερνε). Η Αντιόπη ήταν οχτώ χρόνια μεγαλύτερή μου και φαινόταν σοφή σαν τη Σφίγγα. Και βέβαια έπρεπε ν' ανταποκριθώ, είπε. Ένα βογκητό ξέφυ­γε απ' το στόμα μου. Τότε την παρακάλεσα το εξής: αν η μα­νία της αγάπης μ' έκανε να καταφερθώ ενάντια στην ευτυχία του λαού μας, έπρεπε να με σκοτώσει με τα ίδια της τα χέ­ρια! Την είδα να σφίγγει το σαγόνι και πίστεψα ότι η δυστυ­χία μου είχε αγγίξει την καρδιά της. Τώρα συνειδητοποιώ ότι προσπαθούσε να διατηρήσει την ψυχραιμία της.

«Ο Έρως είναι θεός, Σελήνη, και κανείς δεν μπορεί να του ξεφύγει. Ακόμα κι οι αθάνατοι, λένε, είναι ανίσχυροι μπροστά στα βέλη του» .

«Όχι, πάντως, εσύ. Ποτέ δε θα υπέκυπτες σε τόσο ταπει­νές συγκινήσεις όπως αυτές που έχουν κυριέψει την καρδιά μου».

Μου έδειξε χαμογελώντας το γρασίδι πλάι της. Κάθισα. Τράβηξε το μαχαίρι της και το δικό μου και τα βύθισε στο χώμα, σταυρωτά.

«Τότε θα κάνουμε έναν όρκο εσύ κι εγώ» , δήλωσε. « Α ν βλάψεις τον ελεύθερο λαό, ορκίζομαι ότι η λάμα μου θα βάλει τέλος στη ζωή σου. Αν όμως τύχει κι είμαι εγώ αυτή που θα τον βλάψει, πρέπει να κάνεις το ίδιο σε μένα».

Η καρδιά μου χοροπήδησε σε τούτα τα λόγια. «Δε θα κά­νεις ποτέ κάτι τέτοιο εσύ».

Εκείνη χαμογέλασε.

. 139 .

Page 68: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

«Ορκίσου τώρα, στην Κυβέλη και στη Χρυσήνιο* Αρτεμι, στους ιερότερους όρκους του λαού μας. Από δω και μπρος εσύ κι εγώ είμαστε δεμένες για πάντα μ' αυτή τη συμφωνία».

Ορκίστηκα κι ένιωσα αμέσως το βάρος της θλίψης να φεύ­γει από την καρδιά μου. Αυτά είναι τα άστατα σχέδια των ουρανίων.

* Προσωνυμία της θεάς Αρτέμιδος που αναπαριστάται κρατώντας από ένα δαυλό σε κάθε χέρι. (Σ.τ.Μ.)

. 140 .

13 Η πλατεία των Ιππευτριών

Η ΔΙΑΘΗΚΗ της Σελήνης συνεχίζεται:

Μεταξύ των συμμαχικών φυλών που συγκεντρώνονται κάθε άνοιξη είναι και οι Σκύθες των Σιδηρών Ορέων, που φημίζο­νται για την ιππευτική τους δεινότητα. Η περιοχή τους αρχίζει ανατολικά του ποταμού Τανάιδος κι έχει έκταση δεκατέσσε­ρις χιλιάδες πεντακόσια στάδια. Είναι τόσο κοντά στη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου ώστε κανείς δεν μπορεί να προχωρή­σει πιο πέρα, έτσι λένε οι άνθρωποι, χωρίς να χάσει το φως του. Είχαν έρθει χίλιοι εκατό περίπου από δαύτους, μ' επικε­φαλής δύο μονάρχες, το Βόργη και τον Αρσάκη, και στρατο­πέδευσαν στο Λιβάδι των Σκυθών (έτσι λέγεται), ύπως έκα­ναν προ αμνημονεύτων ετών. Οι φυλές των Σιδηρών Ορέων αποτελούνται από τρία έθνη, τους Μυργέτες, τους Λαγοδοσί-τες και τους Ύδες. Οι τελευταίοι ήρθαν με χαίτες και ουρές κομμένες επειδή πενθούσαν το μονάρχη τους, Μισηθάντη, ο οποίος σκοτώθηκε σε μια μάχη πριν από μερικές μέρες. Πολ­λές από τις ταλ Κύρτη διατηρούσαν δεσμούς φιλίας με τις φυ­λές των Σιδηρών Ορέων. Οι πολεμίστριες εξέφρασαν τη θλίψη τους και δεν ήταν λίγες αυτές που ζήτησαν να πάνε μαζί τους για να κυνηγήσουν τους λήσταρχους που έκαναν αυτή τη φο­βερή πράξη. Καθώς ο Βόργης και οι υποτελείς του περιέγρα­φαν τους πειρατές, έγινε φανερό ότι δεν ήταν άλλοι από τα πληρώματα του Θησέα, που είχαν αποβιβαστεί στην ξηρά, και

. 141 .

Page 69: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Σ Τ Ι Β Ε Ν Π Ρ Ε Σ Σ Φ Ι Λ Ν Τ

ότι η μάχη στην οποία είχε σκοτωθεί ο ηγεμόνας τους ήταν εκείνη στην οποία είχε αναφερθεί και ο Θησέας και που τον είχε οδηγήσει στη χώρα μας σ' αυτά τα χάλια.

Κανένας οικοδεσπότης δεν πρέπει να πει ψέματα στην ανοι­ξιάτικη ανακωχή. Η Ιππολύτη διέκοψε με σοβαρότητα την ομι­λία του Βόργη. «Οι άντρες που ψάχνετε έχουν στρατοπεδεύσει εδώ και είναι κάτω από την προστασία των ταλ Κύρτη».

Ο Βόργης το θεώρησε προσβολή και είπε ότι αυτό είναι πράξη εχθρική, να δώσουν δηλαδή άσυλο σε ληστές που είχαν δολοφονήσει ένα μονάρχη και σύμμαχο. Απαίτησε να του πα­ραδώσουν αμέσως αυτούς τους αχρείους Έλληνες, για να απο­δοθεί δικαιοσύνη.

Η Ιππολύτη ήταν τότε στα εξήντα ένα. Δέρμα λεοπάρδα­λης κάλυπτε το δεξιό της ώμο και έφερε διπλό πέλεκυ σε μια θήκη στην πλάτη της. Τα μαλλιά της, στο χρώμα του σιδήρου, ήταν πλεγμένα κοτσίδα που έφτανε μέχρι τη μέση της. Το δέρμα της ήταν γεμάτο ουλές από μάχες πενήντα χρόνων. Ίσιωσε το κορμί της πάνω στο άλογο και αρνήθηκε. Ένα με­γάλο πλήθος είχε συγκεντρωθεί γύρω τους, ανάμεσά τους η αφεντιά μου και η Ελευθερά. Είδαμε την ειρηνόφιλη βασίλισ­σά μας Ιππολύτη, που παρά τα εξήντα της χρόνια περνούσε ένα κεφάλι όλες τις πολεμίστριες και συντρόφισσές της, ν' απορρίπτει το αίτημα του Βόργη.

«Μισώ αυτούς τους ξένους πιο πολύ από σένα, φίλε μου. για το κακό που προκάλεσαν στον ελεύθερο λαό οι συμπα-τριώτες τους, ο Ηρακλής και ο Ιάσων. Η τιμή όμως των ταλ Κύρτη απαγορεύει να τους παραδώσουμε σε οποιονδήποτε όσο βρίσκονται κάτω από την προστασία μας. Ασε να τελειώ­σει πρώτα η εποχή της Σύναξης, Βόργη, και μετά παίρνεις την εκδίκησή σου».

Όμως αυτό δεν ικανοποίησε πλήρως το Σκύθη. Ήθελε το κεφάλι του Θησέα εκείνη τη στιγμή.

Τα νέα έφτασαν γρήγορα στο στρατόπεδο. Πριν τελειώσει ακόμα ο μονάρχης το λόγο του. ο Θησέας παρουσιάστηκε μπροστά του, συνοδευόμενος από λίγους εκλεκτούς συντρό-

. 142 .

Ο Ι Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

φους. Η Αντιόπη είχε επιστρέψει στο μεταξύ. Η θέση της ως βασίλισσας του πολέμου είχε το ίδιο κύρος μ' αυτήν της Ιππο­λύτης. Προχώρησε μπροστά και διέταξε το Θησέα να πλησιά­σει.

Επιτρέψτε μου να περιγράψω την τοποθεσία. Τα αμυντικά αναχώματα της Υπερυψωμένης Πόλης είναι στ ' αλήθεια εκ­πληκτικά. Δε φτιάχτηκαν από τις ταλ Κύρτη αλλά από κά­ποια προηγούμενη φυλή που έχει εξαφανιστεί εδώ και χρόνια. Ο κυρίως περίβολος καλύπτει πάνω από ενενήντα πλέθρα και το εσωτερικό πλάτωμα, η Πλατεία των Ιππευτριών, το ένα τρίτο. Μεγάλοι φράχτες ζώνουν την περιοχή μ' ένα πλέγμα από υπερυψωμένα δρομάκια απ' όπου οι πλαγιές, καλυμμέ­νες με γρασίδι, κατηφορίζουν προς την Πλατεία των Ιππευ-τριών. Ακριβώς από κάτω έχουν γίνει ενισχυτικά έργα, αμυ­ντικές τάφροι που τώρα χρησιμοποιούνται σαν μάντρες για τα χιλιάδες προς πώληση άλογα. Πρόκειται για ιδιοφυές σχέδιο. Οι αγοραστές περνούν από πάνω για να δουν το εμπόρευμα. Πρανή ανηφορίζουν από κάθε περίφραξη, έτσι ώστε κάθε ζώο μπορεί ν' αποκοπεί από το κοπάδι και ν' ανέβει επάνω για έλεγχο.

Πάνω από αυτές τις μάντρες, στις τεχνητές χωμάτινες πλα­γιές, στάθηκαν τώρα οι ανταγωνιστές και οι χιλιάδες θεατές τους, σαν σε αμφιθέατρο. Ο Θησέας πήρε το λόγο. «Πρώτ ' απ' όλα, θέλω να διευκρινίσω», δήλωσε, «ότ ι δεν ήμασταν εμείς, οι Αθηναίοι, που προκαλέσαμε ή κάναμε κάτι προσβλητικό. Αντίθετα δεχτήκαμε επίθεση χωρίς κανένα λόγο από ανθρώ­πους οι οποίοι μάς αρνήθηκαν λίγο νερό ή ένα μέρος έστω για να βγούμε στην ξηρά. Ήμασταν περαστικοί από τα στενά τους. δεν είχαμε σκοπό να τους βλάψουμε, παρά μόνο να κάνουμε εμπόριο μαζί τους. Δεύτερο, δεν είχαμε ιδέα ότι πολεμούσαμε συμμάχους των ταλ Κύρτη - πώς θα μπορούσαμε άλλωστε, αφού δεν είχαμε ξανασυναντήσει εσάς, τις ευεργέτισσές μας; Υπερασπιστήκαμε απλώς τη ζωή μας. Πράγματι, μόλις που καταφέραμε να σωθούμε την τελευταία στιγμή».

Ο Βόργης δεν καταδέχτηκε να απαντήσει σ' αυτό. Το μόνο

. 143 .

Page 70: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

που έχει σημασία, είπε, ήταν ότι χύθηκε το αίμα του δικού του ανθρώπου.

Πολύ καλά, λέει τότε ο Θησέας, θα μονομαχήσω με το Βόρ-γη ή με όποιον αντρειωμένο επιλέξει, εδώ και τώρα. Και ας πάει στον Άδη όποιος λαθέψει.

Φαντάζεστε την αναταραχή που προκάλεσε αυτή η δήλω­ση. Ο Βόργης είχε το προσωνύμιο Σιδερένιος Καβαλάρης από το θωρακισμένο άρμα από όπου διηύθυνε τις επιθέσεις των στρατευμάτων του (το οδηγούσε ο αδελφός του Αρσάκης, ένας ατρόμητος τοξότης) απ' το οποίο δεν είχε καταφέρει να τον σηκώσει ποτέ κανείς. Οι πολέμαρχοι των φυλών των Σιδη­ρών Ορέων ήταν πάντα έτοιμοι για πόλεμο. Το μόνο που έλει­πε ήταν το σάλπισμα της επίθεσης για ν' αρχίσει η αιματοχυ­σία. Όσο για τους Αθηναίους, θυμηθείτε, ήταν από αρχοντική γενιά και ήρωες. Ο αρχηγός τους μάλιστα διακήρυττε ότι ήταν απόγονος του Ποσειδώνα και είχε σπουδαίο κίνητρο, εκτός από την προστασία των συντρόφων του, να δείξει την παλικα­ριά του στη φυλή των Αμαζόνων, στις οποίες όφειλε τη ζωή του.

Τότε η Αντιόπη, ενεργώντας ως βασίλισσα του πολέμου, πήρε το λόγο: Οι ταλ Κύρτη, δήλωσε, δεν επιτρέπουν σε κα­μία περίπτωση να χυθεί αίμα ανθρώπων που φιλοξενούν. Ού­τε η προστασία μπορούσε να αρθεί από τη στιγμή που δόθηκε άσυλο.

«Οι νόμοι των ταλ Κύρτη είναι σαφείς», δήλωσε. «Ο ελεύ­θερος λαός θα υπερασπιστεί μέχρι θανάτου όλους όσοι τέθη­καν κάτω από την προστασία του».

Η Αντιόπη κάλεσε το Σκύθη να προχωρήσει. «Αν θέλεις να παλέψεις, Βόργη, πρέπει να παλέψεις μαζί

μου».

.144 .

14 Μονομαχία τιμής

ΜΙΑ ΜΟΝΟΜΑΧΟΣ των ταλ Κύρτη δεν πρέπει ν' αρματωθεί από κάποια συντρόφισσα της τρικόνας της, αλλά από μια άλ­λη, με τη βοήθεια της μητέρας-μητέρας της. Ο κλήρος, έτσι το θέλησε η μοίρα, έλαχε σε μένα, μια και ήμουν σύντροφος της Ελευθεράς, η οποία ήταν ισότιμη με την Αντιόπη. Όχι μόνο έπρεπε να ντύσω τη βασίλισσα του πολέμου με την πανοπλία της, αλλά να επιλέξω και ν' ακονίσω τις μύτες των σαϊτών της, να ξαναβάψω τ' αυλάκια για το αίμα με μαύρο και κίτρι­νο χρώμα, όπως όριζε το τελετουργικό, και να ετοιμάσω τα φτερά. Πήρε μόνο τέσσερα από τα τελευταία, ένα για κάθε σημείο του ορίζοντα, τρία δόρατα σε χάλκινο θηκάρι και μία μόνο λάβρυ. Καμία άλλη δεν πρέπει να παρευρίσκεται, εκτός από την ιέρεια της Εφεσίας Αρτέμιδος που θα έλεγε τα ιερά λόγια. Έπρεπε να πλύνω την Αντιόπη, πέρα στον Οίκο της Ιτιάς, ο οποίος βρισκόταν κοντά στις θερμές πηγές τους έλους του Βορυσθένη, και να δώσω από τα υπάρχοντά μου το χάλ­κινο καθρέφτη, που στην αντανάκλασή του η βασίλισσά μας θ' αναγνώριζε την ψυχή της στην άλλη ζωή. Αν σκοτωνόταν, θα θαβόταν με τον καθρέφτη δεμένο στον αριστερό καρπό της. Στην περίπτωση αυτή, έπρεπε να κουβαλήσω το σώμα της από το πεδίο της μάχης και να το παραδώσω στην Ελευ­θερά και στη Στρατονίκη, τις συντρόφισσες της Πρώτης Τρι­κόνας της. Εκείνες, πάλι, θα πήγαιναν το λείψανό της στην Ιππολύτη, τη μητέρα-μητέρα της, για την ταφή. Αυτή ήταν η

. 145 .

Page 71: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Σ Τ Ι Β Ε Ν Π Ρ Ε Σ Σ Φ Ι Λ Ν Τ

μεγαλύτερη τιμή που μου έτυχε ποτέ στη ζωή. Καλύτερα να έκοβα το λαιμό μου παρά να έκανα έστω κι ένα λάθος στο τελετουργικό.

Περίμενα να βρω τη βασίλισσα σοβαρή κι είχα πάρει το ανάλογο ύφος. Όμως εκείνη ήταν χαρούμενη κι αστειευόταν, όχι από ταραχή αλλά από πραγματική ευθυμία. Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να καθαρίσει γρήγορα: αυτός ο Σκύθης έπρεπε να πεθάνει με το πρώτο χτύπημα και όχι αναίμακτα. Εγώ πάλι δε φοβόμουν τόσο το Βόργη όσο τον αδελφό του. τον Αρσάκη, τον αρματηλάτη του. Είπα στη βασίλισσα να τον προσέχει ιδιαίτερα. Τον είχα δει να σκοπεύει. Η έκπληξή μου ήταν ακόμα πιο μεγάλη όταν με ρώτησε με χαρούμενο ύφος πώς πήγαινε η «υπόθεση» μου με το νεαρό Δάμωνα. «Τον φί­λησες, παιδί μου; Αναστάτωσες τις μπούκλες του;» Όταν κοκ­κίνισα, άρχισε να με πειράζει πιο πολύ.

Όταν όλα ήταν έτοιμα, αρματωμένη πια, μ' έβαλε να την κοιτάξω δυο φορές γύρω γύρω για να ελέγξω όλες τις λεπτο­μέρειες. «Πρέπει να είμαι όμορφη σήμερα», είπε.

Οι ραψωδοί έχουν αναφερθεί στην πονηριά του μονάρχη των Σκυθών των Σιδηρών Ορέων. Ο Βόργης ζήτησε από τον αδελφό του ν' αλλάξουν θέσεις, αφού κανείς δε θα τους κατα­λάβαινε, κρυμμένους κάτω από τις πανοπλίες τους. Έτσι ο Αρσάκης, ο νεότερος και κατά πολύ ανώτερος τοξότης, δε θα έκανε χρέη αρματηλάτη αλλά μονομάχου. Η ικανότητά του στο τόξο θα ήταν μεγάλη απειλή για την Αντιόπη, εκτεθειμένη καθώς θα ήταν πάνω στο άλογό της, ενώ ο Βόργης, προσποι­ούμενος τον αδελφό του, θα οδηγούσε το άρμα. Ο Θησέας ήταν αυτός που μυρίστηκε την πονηριά. Έστειλε έναν κατά­σκοπο να εξαγοράσει έναν πληροφοριοδότη από τη σκυθική φρουρά ή, όπως άκουσα να λένε, το είδε σ' ένα όνειρο. Όπως και να 'χει το πράγμα, παρουσιάστηκε ο ίδιος την αυγή, ζητώ­ντας να δει την Αντιόπη.

Εκείνη ήταν στο ατμόλουτρο, με την Ιππολύτη και την ιέ­ρεια της Αρτέμιδος, ολοκληρώνοντας τον εξαγνισμό της. Δύο ακόλουθοι της βασίλισσας τον σταμάτησαν. Ο Θησέας δεν

. 146 ·

Ο Ι Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

επιτρεπόταν να μπει μέσα αλλά έπρεπε να μιλήσει από το παραπέτασμα που είχε τοποθετηθεί για τέτοιες περιπτώσεις και που το έλεγαν Τοίχο της Ιτιάς. Είχε μάθει αρκετά τη γλώσσα μας για να εκφράσει κάτι, αλλά όχι τόσο καλά για να το εξηγήσει. «Ο Βόργης θα σε πολεμήσει ύπουλα», ήταν το μήνυμα που έφτασε σε μας. Έτσι έπρεπε να πάω να του μιλή­σω απευθείας.

Η μεγάλη έγνοια που φανέρωνε η φωνή του επιβεβαίωσε τους μεγαλύτερους φόβους μου. Το ενδιαφέρον του Θησέα δεν ήταν τόσο για την προδοσία του Σκύθη, αυτή μπορούσε ν' αντιμετωπιστεί, αλλά από αγάπη για τη βασίλισσά μας. Τον συνόδευαν δύο παλικάρια του, ο Λύκος και ο Πετεώς,

Πώς προέκυψε αυτός ο έρωτας, αλήθεια; Ο Θησέας δεν εί­χε μιλήσει ποτέ μόνος με την Αντιόπη. Ούτε μηνύματα είχαν ανταλλάξει, μόνο ματιές. Κι όμως την αγαπούσε, ήταν ολοφά­νερο.

Ήμουν αυστηρή μαζί του και λέγοντάς του ότι το μήνυμά του θα μεταφερόταν με ακρίβεια, τον έδιωξα από την περιο­χή. Πόσο απρόθυμα αποσύρθηκε!

Όταν γύρισα, βρήκα τη βασίλισσά μου να παρακολουθεί το Θησέα ανάμεσα από τα ξύλα της ιτιάς. Είχε διαβάσει το φόβο στο πρόσωπό του και είχε ακούσει το γεμάτο αγωνία τόνο της φωνής του. Δεν έχω ξαναδεί πρόσωπο να φεγγοβολά έτσι από χαρά. Δεν είπε τίποτα ωστόσο, πέρα απ' αυτό: ν' αφήσω το τόξο και τα κοντάρια και να την οπλίσω με τα δόρατα, το δίσκο και το διπλό πέλεκυ.

Ιδού πώς εξελίχθηκε η μάχη. Πάνω από το Μονοπάτι των Πρωταθλητών, στα αναχώματα που είναι αντίκρυ στη θάλασ­σα, στη λεγόμενη Πύλη του Παίονος, κάθισαν οι φυλές με τη σειρά. Ο Βόργης και ο αδελφός του πολεμούσαν από σιδερέ­νιο άρμα, ενώ η Αντιόπη καβάλα στο καστανό γοργοπόδαρο άτι της. Ο Θησέας και οι άντρες του παρακολουθούσαν, όπως και οι φυλές από τα Σιδηρά Όρη, χίλιοι εκατό όλοι κι όλοι. μαζί με τις άλλες φυλές της Ανατολής και τα έθνη των ταλ Κύρτη, εξήντα ή εβδομήντα χιλιάδες συνολικά.

. 147 .

Page 72: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Σ Τ Ι Β Ε Ν Π Ρ Ε Σ Σ Φ Ι Λ Ν Τ

Οι αντίπαλοι όρμησαν ο ένας εναντίον του άλλου στη λεω­φόρο που βρίσκεται μεταξύ των δύο πλευρών των αναχωμά­των. Αυτό στη γλώσσα μας λέγεται άνα κέσα, «πάνω και πί­σ ω » . Η επιδεξιότητα δε μετράει τόσο στο αρχικό πέρασμα, όταν τα όπλα βολής εκτοξεύονται καλπάζοντας, αλλά στην επιστροφή, τότε που οι αντίπαλοι εκθέτουν για μια στιγμή τα τρωτά τους σημεία, δηλαδή πλευρά και φτέρνες. Δύο κυπα­ρίσσια σε απόσταση ενενήντα ποδών το ένα από τ' άλλο κά­νουν χρέη στύλων και οριοθετούν το λεγόμενο Στίβο. Κανείς αντίπαλος δεν επιτρέπεται να χτυπήσει πέρα από τα δύο δέ­ντρα, όπου και οι δύο μπορούν ν' αποσυρθούν και να ετοιμα­στούν για ένα δεύτερο πέρασμα. Όμως ο ατρόμητος πολεμι­στής περιφρονεί αυτό το σίγουρο καταφύγιο και χτυπά πριν φτάσει εκεί.

Τρεις φορές επιτέθηκε η Αντιόπη και κάθε φορά περνούσε το στύλο, προς μεγάλη δυσφορία των οπαδών της. Σε όλες τις επιθέσεις απέκρουσε τα βέλη που έριχνε ο αντίπαλός της πί­σω από το σιδερένιο του τείχος. Η Αντιόπη επέλεξε να πολε­μήσει αλογάρισσα, χωρίς πανοπλία, εκτός από την ασπίδα σε σχήμα μισοφέγγαρου, επειδή ήθελε να κινείται άνετα ανάμε­σα στους στύλους, στην προσπάθειά της να βρεθεί πίσω από το άρμα, το πιο τρωτό σημείο του αντιπάλου της, δηλαδή, και να χτυπήσει από κει. Αλλά ο αρματηλάτης, ο μασκαρεμένος Βόργης, δεν ήταν άπειρος και χρησιμοποιούσε τα πλαϊνά των αναχωμάτων για στίβο. Σύννεφα σκόνης και άμμου σηκώνο­νταν ενόσω η Αντιόπη κάλπαζε στο κατόπι του, χωρίς να είναι όμως ακριβώς από πίσω, καθώς το άρμα έτρεχε με φοβερή επιδεξιότητα: ανέβαινε στα πλαϊνά τοιχώματα και μετά διέ­σχιζε το δρόμο για να πάει στην αντίθετη μεριά. Στο μεταξύ, ο μασκαρεμένος Αρσάκης εξαπέλυε τους κεραυνούς του προς τα πίσω με εκπληκτική ταχύτητα και ακρίβεια, ενώ η Αντιόπη απέκρουε τα βέλη με τη φεγγαροπρόσωπη ασπίδα της.

Έγιναν άλλες τρεις επιθέσεις. Σε κάθε πέρασμα η Αντιόπη έριχνε κι από ένα σιδεροκούκουτσο δόρυ. Σηκωνόταν στο σκα­λί που είχε τοποθετήσει στη λουρίδα που έζωνε την κοιλιά του

.148 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

αλόγου της κι έριχνε καλπάζοντας, ενώ η προέκταση του δό­ρατος αύξανε την ταχύτητα του βλήματός της. Οι κεραυνοί της έπλητταν τη σιδερένια επιφάνεια του άρματος με τόση δύναμη που το πλήθος ξεσπούσε σε κραυγές θαυμασμού. Κά­θε φορά το σίδερο λύγιζε και βαθούλωνε, όμως καμία βολή δεν το διαπέρασε ολόκληρο. Ο κύριος του άρματος συνέχισε να ρίχνει τις φονικές σαΐτες του τόσο από τα πλάγια όσο κι από πίσω, σε πλήρη αρμονία με τον αδελφό του που οδηγού­σε τ' άλογα. Και ήταν τόση η ταχύτητα, που το ένα σιδεροκέ­φαλο ακολουθούσε τ' άλλο, θαρρούσες ότι ήταν τρεις και όχι ένας αυτός που έριχνε. Ήταν τόση η επιδεξιότητα του νεαρού Αρσάκη, ο οποίος είχε πάρει τη θέση του αδελφού του, ώστε οι χιλιάδες που παρακολουθούσαν από τις πλαγιές φώναζαν δυνατά και βογκούσαν κάθε φορά που ένα βέλος ορμούσε συ-ρίζοντας εναντίον της αντιπάλου του. Κάθε φορά όμως η Α­ντιόπη απέκρουε το φονικό βλήμα.

Έξ ι επιθέσεις είχαν γίνει μέχρι τώρα. Η Αντιόπη παρέτεινε επίτηδες τη μονομαχία για ν' αρχίσουν οι θεατές να υποψιά­ζονται, από την επιδεξιότητα του τοξότη, ότι κάτω από την πανοπλία κρυβόταν ο Αρσάκης, και ότι ο αρματηλάτης ήταν ο Βόργης. Στο έβδομο πέρασμα η βασίλισσα άρχισε να καλπά­ζει τόσο γρήγορα πίσω από το άρμα, ώστε για μια στιγμή βρέθηκε να τρέχει παράλληλα μ' αυτό. Η θέση της ήταν ιδιαί­τερα πλεονεκτική σε σχέση μ' εκείνη των αντιπάλων της και από κει εκτόξευσε το σιδερένιο της δίσκο. Το όπλο βολής, που ζύγιζε περίπου εφτάμισι στατήρες και που η καβαλάρισ-σα έριξε μ' όλη της τη δύναμη και ταχύτητα, βρήκε τον τοξό­τη στον κεχριμπαρένιο γρύπα που κοσμούσε το μπροστινό μέρος του κράνους του. Κράνος και κρανίο τσακίστηκαν ταυ­τόχρονα. Το τόξο ξέφυγε από τα χέρια του Αρσάκη κι έπεσε κάτω ενώ ο κάτοχός του δεν άργησε να το ακολουθήσει. Το κράνος αναπήδησε πάνω στο χώμα, διαγράφοντας ένα τόξο για να καταλήξει δίπλα στο πτώμα του. Χωρίς το προσωπείο του πια, αποδείχτηκε ότι δεν ήταν ο Βόργης αλλά ο μικρός του αδελφός, ο Αρσάκης.

. 149 .

Page 73: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Σ Τ Ι Β Ε Ν Π Ρ Ε Σ Σ Φ Ι Λ Ν Τ

Κοίταξα το Θησέα και μετά την Ελευθερά, που είχε διαι­σθανθεί κι αυτή το πάθος του Αθηναίου για τη βασίλισσά μας. Η έκφρασή του άλλαξε μόνο για μια στιγμή. Ταυτόχρονα όμως, καθώς ο αντίπαλος της Αντιόπης κατρακυλούσε νικημέ­νος στο χώμα, είδα στο πρόσωπο της Ελευθεράς απέραντη θλίψη, σαν να μη λυπόταν μόνο για τον εαυτό της αλλά για ολόκληρο το λαό μας. Γιατί η βασίλισσά μας είχε κερδίσει πια την καρδιά του Θησέα και του είχε δώσει τη δική της. Με την πράξη αυτή όμως, διαχώριζε τον εαυτό της από το λαό, του οποίου δεξί χέρι ήταν η Ελευθερά, που σημαίνει ελευθερία.

Στο μεταξύ το άρμα του Βόργη ανέπτυξε ταχύτητα. Η Αντιόπη το έφτασε τόσο γρήγορα που τα πόδια του αλόγου της ανέβηκαν στο πίσω μέρος του. Η βασίλισσα χτυπούσε δυ­νατά με τον πέλεκυ πότε από τη μία πλευρά και πότε από την άλλη. Ο Βόργης. χαλαρώνοντας τα ηνία και σκύβοντας, κατάφερνε ν' αποφεύγει τα χτυπήματα με επιδεξιότητα. Όταν το άλογο της Αντιόπης κατέβασε τα πόδια από την κούρνια του, ο μονάρχης ξαναβρήκε τον έλεγχο των ζώων του και βγή­κε από το στίβο.

Ο μασκαρεμένος Βόργης κατέβηκε το ανάχωμα προς τις μάντρες όπου ήταν κλεισμένα τ' άλογα. Σ' αυτές τις τάφρους οδήγησε την ομάδα του, με την Αντιόπη να καλπάζει ξοπίσω του, αναγκάζοντας τους θεατές να σηκωθούν από τις θέσεις τους και να σκαρφαλώσουν ψηλά στ' αναχώματα για να μη χάσουν το θέαμα. Η Αντιόπη θα μπορούσε να κυνηγήσει το Βόργη στη μάντρα και να τον κομματιάσει. Όμως το γιου­χάισμα με το οποίο υποδέχτηκε ο κόσμος τη δίκαιη τιμωρία του Σκύθη την έκανε να σταματήσει, και το δόρυ της να πε­ράσει ξώφαλτσα από το Βόργη, που βρέθηκε μέσα στη μυ­λόπετρα των ζώων. Ψηλά από τις επάλξεις, οι κοροϊδίες έπεφταν βροχή.

Η Αντιόπη έριξε προς τα πίσω την περικεφαλαία της, απο­καλύπτοντας το κατακόκκινο πρόσωπό της όπου ήταν χαραγ­μένο ένα θριαμβευτικό χαμόγελο. Έδειξε με το πελέκι της το στίβο όπου κειτόταν το πτώμα του Αρσάκη.

. 150 .

Ο Ι Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

«Ο αντίπαλος Βόργης είναι νεκρός. Ο νόμος εφαρμόστηκε. Ας αφήσουμε λοιπόν τον αδελφό του Αρσάκη να ζήσει!»

Έτσι διέφυγε ο Βόργης ο απατεώνας, με τους ανθρώπους του, χωρίς να βγάλει το κράνος του για ν' αποκαλύψει την κατεργαριά του. Η μεγάλη ατιμία του αύξησε ακόμα πιο πο­λύ τη φήμη της Αντιόπης.

Πολλοί ρωτάνε τι αγάπησε σ' αυτήν ο Θησέας. Απαντώ με τούτη την ιστορία:

Υπάρχει ένα δέντρο στη χώρα μου που το λένε Στάχτη του Καιρού, δίπλα στον ποταμό Υβρίστη, τόσο παλιό που φέρει πάνω του τα χτυπήματα των κεραυνών, όχι του Δία αλλά του Κρόνου, του πατέρα του. Υπάρχει ένας μύθος γι' αυτό το δέ­ντρο. Δύο κλώνοι του είναι τόσο κυρτοί που θυμίζουν κέρατα κριαριού. Όποιος κατάφερνε να τεντώσει και να ρίξει μ' αυτό το τόξο, θα κυβερνούσε τα πάντα «κάτω από την Αρκούδα». Ακόμη, θα μπορούσε να ζητήσει όποια νύφη επέλεγε.

Πολλοί ήρθαν. Ο Βελλεροφόντης και ο Ιάσων, ακόμα και ο Ηρακλής, αλλά κανείς δεν κατάφερε να κουνήσει τα κέρατα. Μετά τον αγώνα, λοιπόν, η Αντιόπη πήγε το Θησέα εκεί και τον παρότρυνε να δοκιμάσει. Δυο χιλιάδες άτομα τους ακο­λούθησαν. Ο Θησέας τέντωσε το τόξο αλλά δεν μπόρεσε να ρίξει το βέλος, μολονότι προσευχήθηκε στον Απόλλωνα και στις Μούσες και υποσχέθηκε στον καθένα από ένα ναό, αν του χάριζαν τη νίκη.

Τότε η Αντιόπη πλησίασε και του είπε να τραβήξει τα Κέ­ρατα στο όνομα της αγάπης.

«Δοκίμασε ξανά» . Ο Θησέας φοβόταν μήπως αποτύχει. Τότε εκείνη έβαλε την

παλάμη του πάνω στον κορμό του δέντρου από όπου φύτρω­ναν τα κλαδιά και τον ικέτευσε, αν την αγαπούσε, να ρίξει. Και, ω του θαύματος, χωρίς να καταβάλει ιδιαίτερη προσπά­θεια, όπως το παιδί λυγίζει ένα καλάμι, έτσι τέντωσε τα Κέ­ρατα κι έριξε το βέλος μακριά.

Η Αντιόπη γέλασε. «Τώρα κέρδισες το ταίρι σου». Η ομορφιά του κορμιού και του προσώπου της βασίλισσας

. 151 ·

Page 74: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Σ Τ Ι Β Ε Ν Π Ρ Ε Σ Σ Φ Ι Λ Ν Τ

μας δε συγκρινόταν με καμιάς. Μπορούσε να ιππεύει, να τρέ­χει και δεν την έσκιαζε τίποτα, ούτε ζώο ούτε άνθρωπος, ούτε ο ίδιος ο Θησέας. Οι άλλες γυναίκες ήθελαν τα δώρα του, το σπόρο του, το όνομά του ή ακόμα και τη θέση της βασίλισσας στο πλευρό του. Η Αντιόπη δε θέλησε τίποτα. Μόνο τον άντρα, να καλπάζουν πλάι πλάι, απολαμβάνοντας τη συντρο­φιά ο ένας του άλλου. Στην Αθήνα αργότερα, εκείνος της πρόσφερε κοσμήματα από ελεφαντόδοντο και χ ρ υ σ ό · εκείνη τα περιφρόνησε. Ούτε ξεμυαλίστηκε με τα αραχνοΰφαντα λι­νά, τους πολύτιμους λίθους ή με τ' άλογα, που τα υπεραγα­πούσε. Η καρδιά της ποθούσε μόνον αυτόν. Πώς είναι δυνατό, λοιπόν, ν' αντισταθεί ένας άντρας όταν ξέρει ότι τον αγαπούν μόνο για τις όμορφες μπούκλες του και τον ήχο της φωνής του; Έτσι, ο Θησέας, που είχε γνωρίσει πολλές γυναίκες μέχρι τότε, ερωμένες ή αντιπάλους, έπεσε με τα μούτρα σ' αυτό το άγριο πλάσμα, σαν σε άπατο πηγάδι. Τον συνεπήρε τόσο ο θαυμασμός για την κοινωνία όπου ζούσε ώστε ξέχασε τους στόχους του, τα πλοία, το βασίλειό του, να φάει, ακόμα και να κοιμηθεί.

Αλλά προτρέχω. Ας ξαναγυρίσουμε στη φυγή του Βόργη και στους χίλιους εκατό άντρες του.

Υπάρχει μια ιεροτελεστία κατά τη Σύναξη, μια νύχτα αφιε­ρωμένη στον Άρη που λέγεται Εκατόμβη. Γίνεται μετά τους Αγώνες της Σελήνης και εγκαινιάζει τις τελευταίες εννέα ημέ­ρες της εποχής κατά τη διάρκεια των οποίων οι φυλές ανασυ­γκροτούνται και οι δόκιμες, που έχουν περάσει ήδη τις Δοκι­μασίες του Αλόγου, στρατολογούνται στις φατρίες και στα τάγματα.

Η τελετή αυτή συνέπεσε τέσσερις νύχτες μετά τη μονομα­χία του Βόργη, ενώ το στρατόπεδο αντηχούσε ακόμα από το θρίαμβο της Αντιόπης. Σ' αυτές τις τελετές, κάθε φυλή και κάθε έθνος καλείται να επιλέξει κάποιον ανάμεσά του για να εγκωμιάσει τους προγόνους του συγκεκριμένου λαού. Είναι μέρα χαράς και φιλίας, κάθε φυλή μπορεί ν' αστειευτεί και να κάνει κοροϊδευτικά σχόλια όταν παίρνουν το λόγο οι γείτονές

. 152 .

Ο Ι Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

της, χωρίς να προσβάλλεται κανείς. Αντίθετα, όλοι χαίρονται και διασκεδάζουν αυτό το δούναι και λαβείν.

Αρκετοί μίλησαν εκείνη τη νύχτα, Μαιώτες και Καππαδό-κες, Ταύροι και Μασσαγέτες. Κάποιος κάλεσε τους Αθηναί­ους. Ο Θησέας σηκώθηκε και προχώρησε προς το βήμα.

Τρεις από τις ταλ Κύρτη τον σταμάτησαν. Ήταν η Ελευθε­ρά, η Στρατονίκη και η Σκυλεία. Η Ελευθερά κατηγόρησε το Θησέα ότι έφερε κακοτυχία στον ελεύθερο λαό. Αίμα χύθηκε, είπε. Κάναμε εχθρούς εξαιτίας αυτού του ανθρώπου.

«Γιατί να επιτρέψουμε σ' αυτό τον παράνομο να μιλήσει;» ρώτησε η Ελευθερά απευθυνόμενη στην Ιππολύτη, στην Αντιόπη και στο Συμβούλιο των Πρεσβυτέρων. «Όλα τα έθνη έρχονται στη Σύναξη ύστερα από πρόσκληση των ταλ Κύρτη. Τούτοι οι Έλληνες έπεσαν από τον ουρανό. Είναι πειρατές; Γιατί διέσχισαν τόσες θάλασσες αν όχι για να μας ληστέψουν; Ένας μονάρχης και σύμμαχος σκοτώθηκε εξαιτίας τους. Αυτά τα ξένα ποντίκια κρύφτηκαν κάτω από την ασπίδα μας, η αν­δρεία μας τους προστάτεψε. Να όμως που τώρα βρήκαν τη γλώσσα τους και θέλουν να βγάλουν λόγο για την ανωτερότη­τα των τρόπων τους!»

Επιδοκιμαστικές κραυγές ακούστηκαν σε τούτα τα λόγια. Κοίταξα την Αντιόπη. Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στο Θησέα, ανέκφραστο.

Ο Θησέας παρακάλεσε να του επιτρέψουν ν' απαντήσει, θυμάμαι τα λόγια του γιατί με κάλεσαν να τα μεταφράσω.

Δεν αντέκρουσε την Ελευθερά. Απευθύνθηκε μάλλον στις βασίλισσες και στις ηλικιωμένες. Παραδέχτηκε τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν ο ίδιος και οι σύντροφοι του μέχρι να φτάσουν στη χώρα μας. Χωρίς την καλοσύνη τους, είπε, θα εί­χαν χαθεί όλοι. Ευχαρίστησε τον ελεύθερο λαό που καλωσόρι­σε τους άντρες του και την Αντιόπη που υπερασπίστηκε τόσο γενναία την τιμή τους. Είχε ακουστά για το λαό μας, τίποτα όμως δεν τον είχε προετοιμάσει για τη μεγαλοσύνη και τη με­γαλοψυχία του. Δήλωσε ότι τόσο αυτός όσο και πολλοί από τους άντρες του είχαν γοητευθεί από τις νεαρές γυναίκες μας.

. 153 .

Page 75: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Σ Τ Ι Β Ε Ν Π Ρ Ε Σ Σ Φ Ι Λ Ν Τ

όχι μόνο για την ομορφιά τους αλλά επειδή ήταν υποδείγματα πολεμικής ηθικής και απαράμιλλες πολεμίστριες μιας περήφα­νης και ευγενικής φυλής.

Επευφημίες χαιρέτισαν τα λόγια του. Ο κόσμος άρχισε να συμπαθεί τον ομιλητή. Και η ομορφιά του σίγουρα ήταν προς όφελός του. Εσείς, που γνωρίσατε τον άντρα μεσήλικα, ίσως δεν μπορείτε να φανταστείτε την ομορφιά του νεαρού βασιλιά στα είκοσι εννιά ή στα τριάντα του χρόνια. Καθώς στεκόταν ενώπιον των φυλών των ταλ Κύρτη, ελάχιστες ήταν αυτές που τον έβλεπαν με μισό μάτι. Τόση ήταν η χάρη και η αρρενωπό-τητά του.

Η Ελευθερά τον διέκοψε. «Αδελφές, ιδού ο πλάνος! Μελώ-νει τα λόγια του σαν τον πωλητή γλυκών στην αγορά. Μ' αυ­τό τον τρόπο η νιτόμι, η κακοτυχία, χτυπάει το λαό» .

Κι άλλες επιδοκιμαστικές φωνές ακούστηκαν. Ο Θησέας κατάλαβε τη σοβαρότητα της κατάστασης. Ζήτησε λοιπόν να του μεταφράσω τα λόγια της Ελευθεράς για να ξέρει γιατί τον κατηγορούν.

Οι ταλ Κύρτη, τον πληροφόρησα, έχουν ένα διαβολικό θεό, τον Νιτόσα. που είναι η σμέρνα, ο πειρασμός. Αυτό το πλά­σμα δουλεύει τις νύχτες για ν' ανατρέψει την τάξη του κό-σμου. Οτιδήποτε εμφανιστεί απρόσκλητο δεν μπορεί να το εμπιστευθεί κανείς γιατί είναι ξένο κι έχει κακές προθέσεις.

«Δε θα καθίσω ν' ακούσω αυτό τον άνθρωπο να εγκωμιά­ζει τους προγόνους του» , είπε η Ελευθερά, «και ζητώ από σας, αδελφές, να τον διώξετε από το βήμα».

Κι άλλες φωνές επιδοκιμασίας ακούστηκαν. Ο Θησέας πε­ρίμενε να κοπάσει η οχλοβοή.

«Αν αυτό σε δυσαρεστεί, αρχηγέ», είπε απευθυνόμενος στην Ελευθερά, «δε θα μιλήσω για τους προγόνους μου. Με την άδειά σου, προτείνω μια εναλλακτική λύση. Θα μιλήσω για την πόλη μου. Μου το επιτρέπεις αυτό; Θα μου επιτρέ­ψεις να μιλήσω, όχι για το παρελθόν της Αθήνας αλλά για το μέλλον της; »

Γέλια χαιρέτισαν την πρότασή του. Ο κόσμος επιδοκίμαζε

. 154 .

ΟΙ Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

αυτόν το νεωτερισμό και ανταποκρίθηκε με ενθουσιασμό. Η Ελευθερά δέχτηκε με απροθυμία.

«Η πόλη μου είναι νέα» , άρχισε ο Θησέας. « Σ ε δύναμη και φήμη στέκεται στη σκιά αυλών όπως η Κόρινθος και οι Μυκή­νες, η Ήλις και οι Θήβες, για να μην αναφερθώ στο δικό σας λαό. Απ' όλες αυτές, σας το δηλώνω, είναι η μόνη που οι πο­λιτικές αρετές της θα διευρυνθούν με το πέρασμα των χρό-νων» .

Η Ελευθερά προσπάθησε πάλι να τον διακόψει. Αυτή τη φορά όμως, ο κόσμος είχε γοητευθεί από το θέμα του ομιλη-τή. «Αφησε τον άντρα να μιλήσει!» φώναξαν, και την ανά­γκασαν να υποχωρήσει. Ο Θησέας ευχαρίστησε το ακροατήριό του και συνόψισε:

«Κάποτε, φίλες μου ταλ Κύρτη, όλοι οι άνθρωποι ζούσαν όπως οι λαοί των πεδιάδων σήμερα. Διατηρούσαν κοπάδια με ζώα και ήταν σπουδαίοι πολεμιστές και πειρατές όπως εσείς. Οι φυλές είχαν στην κατοχή τους μόνο όσα μπορούσαν να κουβαλήσουν και ζούσαν με την εξυπνάδα τους και την ικανό­τητα τους στα όπλα. Ο θάνατος τους παραμόνευε στο σκοτά­δι. Τη νύχτα ο άνθρωπος κοιμόταν με το όπλο στο χέρι. Πρό­σεχε ακόμα και στον ύπνο του, φοβόταν μήπως δεχθεί επίθε­ση από ζώα ή ανθρώπους.

»Και τότε δημιουργήθηκε η πόλη. Τα πέτρινα τείχη της κρατούσαν έξω τον εχθρό. Πίσω από τις επάλξεις της, ο άν­θρωπος μπορούσε να ζήσει άφοβα. Έμαθε να καλλιεργεί τη γη. Οι θεοί του δίδαξαν πώς να προσαρμόζει τους διάφορους καρπούς στη γη του και πώς να μετατρέπει το χυμό του στα-φυλιού σε κρασί. Είχε ψωμί τώρα κι ένα θεϊκό ποτό. Οι τέ­χνες του αγγειοπλάστη και του σιδηρουργού τον προμήθευ­σαν με εργαλεία και όπλα. Η τέχνη του ναυτικού του επέτρε­ψε να οργώνει τις θάλασσες. Έμαθε να συναλλάσσεται. Με τον καιρό τα πλούτη του αυξήθηκαν. Δεν του αρκούσε πια απλώς να υπάρχει, ήθελε να ζει. Για πρώτη φορά η ανθρωπό-τητα είχε την ευχέρεια ν' ασχοληθεί με κάτι ευγενέστερο, όπως είναι η μουσική, η ποίηση και οι καλές τέχνες. Η γεωρ-

Page 76: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Σ Τ Ι Β Ε Ν Π Ρ Ε Σ Σ Φ Ι Λ Ν Τ

γία έδιωξε την πείνα γιατί ο αγρότης μπορεί να ζήσει μια ολόκληρη χρονιά με τη σοδειά της προηγούμενης.

»Στην πόλη, ο άνθρωπος απολαμβάνει την προστασία του νόμου. Μπορεί να βαδίζει έξω ξαρμάτωτος. Όταν ζούσε ως νομάδας, τα πάντα ήταν κοινά. Τώρα στην πόλη έχει δικά του πράγματα -γη, σπίτι, εργαλεία- με τη βοήθεια των οποίων μπορεί να βγάλει τα προς το ζην. Δουλεύοντας σκληρά μπορεί να καλυτερέψει τη ζωή του. Πόση ενέργεια και νέες πρακτι­κές δεν ελευθέρωσε αυτό! Η κοινότητα πολλαπλασίασε τις ατομικές δυνατότητες κι ευκαιρίες, γιατί η γνώση του ενός μπαίνει στην υπηρεσία όλων. Κάθε άνθρωπος δε χρειάζεται να γνωρίζει λίγο απ' όλα, αλλά να επικεντρωθεί, αν θέλει, σε μία μόνο τέχνη, όπως χρυσοχόος ή γιατρός, αμπελουργός ή ναυτικός. Ο τραγουδιστής μπορεί να τραγουδά, ο υφαντής να υφαίνει. Η ευημερία του ενός επηρεάζει την ευημερία όλων.

»Ο άνθρωπος δε χρειάζεται να είναι πια πολεμιστής και να σπαταλά κάθε ώρα του στον πόλεμο ή στην προετοιμασία του πολέμου, αλλά έχει την ευχέρεια να σκέφτεται, να μιλάει και να προσεύχεται, να συμμετέχει στις υποθέσεις της πόλης, να ταξιδεύει και να γνωρίζει τα θαύματα άλλων χωρών, να ανε­γείρει ναούς στους θεούς και να δημιουργεί μια πόλη όπου όλα τα πλούτη και η σοφία του κόσμου είναι προσιτά σε όλους για να πλουτίσουν την ψυχή τους. Στην πόλη, ο άνθρω­πος ζει περισσότερα χρόνια χάρη στα φάρμακα της ιατρικής τέχνης. Δεν ξεψυχάει πριν την ώρα του, από τα χτυπήματα των στοιχείων της φύσης ή των άγριων ζώων, αλλά ζει υγιής όσο του μέλλει να ζήσει».

Σ' αυτό το σημείο η Ελευθερά δεν μπόρεσε να κρατηθεί άλλο. « Χ α ! » φώναξε, μπαίνοντας στη μέση, και ζήτησε από τις συγκεντρωμένες φυλές να της επιτρέψουν να σταματήσει αυτά τα ψέματα και τις συκοφαντίες. Το πλήθος έδωσε την έγκρισή του.

Η Ελευθερά ανέβηκε στο βήμα, που ήταν από κυπαρισσό-ξυλο. Εδώ πρέπει να πω ότι συναγωνιζόταν ισότιμα τον αντί­παλό της στη σωματική εμφάνιση, αλλά και ως προσωπικότη-

. 156 .

ΟΙ Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

τα. Ήταν πανέμορφοι και οι δύο, έτσι όπως στέκονταν σε από­σταση ενός δόρατος. Έμοιαζαν σαν δυο σπίθες από την ίδια θράκα, όμοιοι και ισότιμοι σε όλα.

«Ο επισκέπτης μας», άρχισε η Ελευθερά, «λέει ότι η ζωή στην πόλη είναι ανώτερη από τη δική μας στις στέπες επειδή, ισχυρίζεται, κάνει καλύτερη τη διαβίωση. Ακούγοντας τούτα τα λόγια, με δυσκολία κρατήθηκα για να μη βάλω τις φωνές, κάτι που θα έκανα αν ήμουν η βάρβαρη που περιέγραψε πριν από λίγο».

Μετά η Ελευθερά άρχισε να εξυμνεί τη ζωή στις πεδιάδες. Το ανοιχτό πνεύμα, την ισότητα, τη σκληρότητα που οι απαι­τήσεις αυτής της ζωής σταλάζουν στις καρδιές όλων. «Έχω δει ανθρώπους της πόλης με τις κοιλάρες τους και τα καλαμο-ποδαρά τους. Δε θα άντεχαν ούτε μια ώρα κάτω απ' τον ου-ρανό του Θεού. Γεωργία! Καλύτερα να έσκαβα αυλάκια στη σάρκα της μάνας μου, παρά να μπήξω στη γη την απαίσια μύτη του άροτρου. Για ποιο λόγο; Για να βγάλω ένα φαγώσι­μο λαχανικό από το χώμα και να το αποκαλέσω γεύμα; Ο Θε­ός έφτιαξε τον άνθρωπο για να κυνηγάει, σαν το λιοντάρι και τον αετό, όχι να βόσκει σαν τα ζώα. Το κυνήγι χαρίζει δύναμη και σφρίγος. Αφήνει τη Μητέρα Γη όπως την έφτιαξε ο Θεός. χωρίς σχισίματα, αμόλυντη».

Επευφημίες ακούστηκαν. Οι φυλές των ταλ Κύρτη, με την υποστήριξη των αρρένων καλεσμένων τους. Σκυθών, Κιμμε­ρίων και Μελανδιτών, χτυπούσαν τα βέλη τους πάνω στους ομφαλούς των ασπίδων τους, ενώ οι φωνές τους έφταναν ίσα­με τον ουρανό. Κοίταξα την Αντιόπη, που δεν ξεκολλούσε τα μάτια της από το Θησέα. Εκείνος πάλι αντιμετώπιζε με υπο­μονή την μήνιν της Ελευθεράς.

«Ο Αθηναίος καλεσμένος μας», συνέχισε η πολεμίστρια όταν κόπασε η χλαλοή, «ισχυρίζεται ότι η πόλη σου δίνει ελεύθερο χρόνο. Αυτά είναι βλακείες! Ποιος έχει περισσότερο ελεύθερο χρόνο από έναν κυνηγό και πολεμιστή, που η ίδια η δουλειά του είναι άθλημα; Εμείς της στέπας δε γνωρίζουμε τη λέξη δουλειά, επειδή όλα, με όσα καταπιανόμαστε, τα κάνου-

. 157 .

Page 77: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Σ Τ Ι Β Ε Ν Π Ρ Ε Σ Σ Φ Ι Λ Ν Τ

με με χαρά, σεβόμενες την τάξη του Δημιουργού μας. Οι μέ­ρες μας περνούν όπως θέλει ο θεός. Τη νύχτα ξαπλώνουμε κουρασμένες από υγιείς δραστηριότητες που σφυρηλατούν τόσο το σώμα όσο και την ψυχή. Ιδιοκτησία! Τι άλλο προσφέ­ρει εκτός από δυστυχία και αποξένωση από τους ομοίους σου; Στην πόλη. ο δυσαρεστημένος άνθρωπος μοχθεί κάτω απ' το λύχνο, μην τυχόν τον ξεπεράσει ο γείτονας του. Ο σι­δεράς γίνεται σκλάβος του φυσερού του, ο μουσικός της λύ­ρας του. Ο καθένας αντιμετωπίζει τον διπλανό του σαν αντί­παλο κι εχθρό. Ο άνθρωπος της πόλης γυρίζει το βράδυ κατα­πονημένος κι εξασθενημένος, και σηκώνεται την επομένη φο­βούμενος μήπως ξεμείνει από δουλειά. Η Κύρτη στρέφεται προς την Ανατολή με χαρά, χαιρετώντας την αυγή με δέος και προσμονή. Εμείς παραδινόμαστε στην ημέρα όχι όπως ο άν­θρωπος της πόλης, που προσπαθεί να τη φέρει στα μέτρα του. Βλασφημία και αλαζονεία! Κάντε μια βόλτα στους δρό­μους τους, αδελφές και καλεσμένοι. Κοιτάξτε αυτό το τερα­τώδες δημιούργημα. Πόρνες συνωστίζονται στις πύλες της, απατεώνες και παλιάνθρωποι γεμίζουν τις αυλές της, κλε-φτρόνια και πορτοφολάδες τις αγορές της. Και μη μου μιλάς εμένα για νόμο! Τι τον χρειαζόμαστε εμείς; Μόρφωση; Δεν έχουμε ανάγκη από δασκάλους και παιδαγωγούς να διδάξουν στις νέες μας τα ήθη και τα έθιμα μας. Κάθε κόρη τα μαθαί­νει μόνη της μέσω της καρδιάς της, ελεύθερη. Και να θέλαμε, δε θα μπορούσαμε να τις σταματήσουμε! Όσο για τις τέχνες, οι οποίες, όπως ισχυρίζεται ο καλεσμένος μας, αποδεικνύουν την άνοδο του ανθρώπου της πόλης σε ανώτερες πνευματικές σφαίρες, ερωτώ γιατί να έχω μια απομίμηση του αηδονιού όταν μπορώ ν' ακούσω το αληθινό; Γιατί να φτιάξω τεχνητό ουρανό, όταν μπορώ, σηκώνοντας το κεφάλι, να δω τον ίδιο το θεό ; Ο Θησέας εγκωμίασε επίσης τους γιατρούς και την τέχνη τους να κάνουν καλά τους αρρώστους. Χα! Στη στέπα δεν ξέρουμε τι θα πει αρρώστια. Στην πόλη οι μέρες επεκτεί­νονται αφύσικα. Εδώ, όταν έρθει η ώρα να πεθάνεις, πεθαί­νεις!»

. 158 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Ακόμα πιο δυνατές φωνές χαιρέτισαν τούτα τα λόγια. Και η Ελευθερά, γεννημένη στα ψηλά σαν τον αετό, τον κατακε­ραύνωσε θίγοντας ένα ακόμα πιο ουσιώδες θέμα: «Ο καλε­σμένος μας στο λόγο του επαινεί την πόλη για τους ευγενι­κούς της τρόπους και την αυτοσυγκράτησή της. Με λίγα λό­για, μας αποκαλεί βάρβαρες. Είμαστε βάρβαρες, αδελφές; Αναλογιστείτε την κατάστασή μας:

»Είμαστε γυναίκες που δε μας διαφεντεύουν άντρες, πα­ρότι είμαστε ζωσμένες από κείνους που πολύ θα ήθελαν να μας επιβάλουν την άθλια αυτή κατάσταση. Αναρωτιέστε για την αγριότητά μας; Αλλες φυλές αγωνίζονται να διατηρήσουν τη γενέθλια γη τους. Εμείς πρέπει να υπερασπιστούμε μόνο το τομάρι μας και την ψυχή μας, που θα σκλάβωναν οι άντρες αν μπορούσαν, όπως έχουν κάνει παντού. Και οι δικές σας σύζυγοι και μητέρες, Αθηναίοι, έχω ακούσει ότι κάποτε είχαν όλα τα προνόμια. Μπορούσαν να ψηφίζουν και εισακούονταν εξίσου με τους άντρες στα πράγματα της πόλης. Τους τα κλέ­ψατε όμως - ο βασιλιάς σας ο Κέκροπας το έκανε. Τις φυλά­κισε μέσα στο σπίτι για να σας υπηρετούν και τις καταδίκασε στη σιωπή. Οι ταλ Κύρτη δε θα ανέχονταν ποτέ κάτι τέτοιο! Αντιστεκόμαστε σε κείνους που θα έκαναν περιουσία από μας. Εμείς, όσο κανένας άλλος λαός, είμαστε απομονωμένες και απόμακρες. Δεν έχουμε συμμάχους παρά μόνο το πνεύμα μας και την αποφασιστικότητά μας. Υπερασπιζόμαστε τον εαυτό μας σαν θηρία; Το ίδιο θα κάνατε κι εσείς. Δε δείχνου­με ευσπλαχνία; Το ίδιο θα κάνατε κι εσείς! Είμαστε ζωσμένες από εχθρούς, κι όλο έρχονται κι άλλοι, όπως εσείς, από τη θά­λασσα να κλέψουν την ελευθερία μας».

Κοίταξε τότε το Θησέα κατάματα. «Κ ι αν σκεφτείς να μας την κλέψεις, εσύ πειρατή, να θυμάσαι τούτο: σε άλλες κοινω-νίες, το να θέλει να πεθάνει κανείς για το έθνος του είναι μια αρετή που πρέπει να τη διδαχθεί. Όχι όμως στη δική μας. Στον ελεύθερο λαό η παραδοχή του θανάτου δημιουργείται μέσα σου όπως σε μια αγέλη λύκων και είναι αδύνατο να την ξεριζώσεις. θ' αγκάλιαζα το φονιά μου αυτή τη στιγμή, όπως

.159 .

Page 78: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Σ Τ Ι Β Ε Ν Π Ρ Ε Σ Σ Φ Ι Λ Ν Τ

κάθε γυναίκα και κορίτσι ε δώ , γ ια να δ ια τηρήσω την ελευθε­ρία μας. Κι αν ο ελεύθερος λαός έπρεπε να χαθεί, τ ό τ ε δε θα έμενε καμία από μας. γ ια τ ί θα ποτ ί ζαμε τη γη με το αίμα μας και το δικό σας. πριν παραδώσουμε αυτή την ελευθερία που αγαπάμε τ όσο πολύ, ώ σ τ ε ν ' αποκαλούμε τους εαυτούς μας με το όνομά της, ταλ Κύρτη : ο ι Ελεύθερε ς » .

Μεγάλη χλαλοή ξ έσπασε . Χιλιάδες ήταν αυτο ί που επευφη­μούσαν τον ένθερμο λόγο της Ελευθεράς , ε νώ άλλοι φώνα ζαν πως τ όση υπερβολή δεν ήταν ο κατάλληλος τρόπος ν ' απευθύ­νεσαι σ' έναν καλεσμένο. Ακόμα και η Ελευθερά κατάλαβε ότι το είχε παρακάνει , έ τσ ι υποχώρησε και σ ταμάτησε τον τσουχτερό της λόγο .

Η Αντ ιόπη έκανε ένα βήμα μπροστά . Πρότεινε σ τον Αθη ­ναίο να ολοκληρώσει την ομιλία τ ου και να την κλείσει. Η Ελευθερά κατόπιν θα μπορούσε ν απαντήσε ι . Όλοι επιδοκί­μασαν.

«Ε π ι δοκ ι μά ζ ω την ε ξα ίρ ε τη φίλη μ α ς » , άρχισε ο Θησέας με μια υπόκλιση προς την Ελευθερά, « κ α ι τ ον ύμνο που έκα­νε από καρδιάς γ ια τη ζ ω ή σ τ η σ τ έπα . Δεν έχω καμία αντ ίρ ­ρηση γ ια ό σα είπε. Αλλά έκλεισε την ομιλία της με το θέμα του θανάτου . Ας μείνουμε λοιπόν λίγο σ ' αυ τό .

»Ε ί να ι πολλά αυ τά που χωρίζουν ένα λαό από έναν άλλο , μας ενώνε ι όμως όλους η κοινή μας μοίρα: το ότ ι ε ίμαστε θνη­τοί. Ο μύλος τ ου θανάτου ουδενός φε ίδετα ι . Αυ τό πάνω απ ' όλα κάνει τον άνθρωπο να δ ιαφέρε ι από τα ζ ώ α : μόνον εμείς γνωρί ζουμε ότι θα πεθάνουμε.

» Τ ο ανθρώπινο είδος είναι άγρ ιο από τη φύση τ ου . Η επι­τακτική ανάγκη της αρπαγής κατοικεί βαθιά σ τ α κόκαλά μας όπως σ τ ο λύκο και σ τ ο λιοντάρι . Όμως το γ ε γονός ότ ι γ νωρ ί ­ζουμε τ ον αναπόφευκτο χαμό μας, όχι μόνο μας εμποδίζει να προβούμε σε τ έ το ι ες άγρ ιες πράξε ι ς αλλά μας επιβάλλει και μια υποχρέωση. Γιατί πέρα από το νόμο τ ο υ Θεού περί σ φ α ­γής, ανατέλλε ι ένας άλλος, ισχυρότερος.

»Η ανθρωπότη τα έχει εντολή να ξ εφύγε ι από τη βαρβαρό­τη τα . Αυ τή είναι η προσ ταγή του θ ε ού , που αναδύετα ι από

. 160 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

το είναι μας: η επιτακτ ική ανάγκη να υψωθούμε από το χυ­δαίο σ τ ο ευγενές, από τ ο βάρβαρο σ τ ο πολιτ ισμένο, από τ ο κτήνος σ τ ο ν άνθρωπο .

» Τ α π ρ ώ τ α χρόνια ο άνθρωπος δεν ή ξ ερε από νόμους. Σκότωνε ακόμα και τα μέλη της οικογένειάς του , κ ι ό τα ν ε ξ ο ­λόθρευε τους εχθρούς τ ου , η αγρ ιό τη τα της εκδίκησής τ ου επεκτε ινόταν και σ τ ' άγρ ια ζ ώ α . Πόσο απαίσιες και φρικτές ήταν αυτές ο ι ακραίες ενέργειές τ ο υ !

» Α λ λ ά ας μην κάνω κατάχρηση της υπομονής σας , φίλοι και φίλες. Μόνο ακούστε και αναλογ ισ τε ί τ ε . Υπάρχει ένας π α ­γκόσμιος νόμος, μπροσ τά σ τ ο ν οποίο ακόμα και ο ι θεοί υπο ­κλίνονται: ο ισχυρότερος παραγκων ί ζ ε ι τον πιο αδύναμο. Ό π ω ς οι Τ ι τάνες και οι Γ ιοι της Γης ανατράπηκαν από το Δ ία και τους Ολύμπιους, έ τσ ι πρέπε ι η φυλή τ ω ν α ν τρών και τ ω ν γυναικών να συνεχίσει να προοδεύε ι προς την ανθρωπιά και ν ' απομακρύνετα ι από την κτηνωδία, να προχωρά προς τη λογ ι ­κή και ν ' αφήνει π ίσω το πάθος, να επ ι ζητά την αγάπη και να διώχνει μακριά τ ο φ ό β ο » .

Ο Θησέας ολοκλήρωσε επα ινών τας την επιείκεια της Ιππο­λύτης και της Αντ ιόπης, ακόμα και της Ελευθεράς, και ολό ­κληρου τ ου ελεύθερου λαού . Δ ίνοντας σ ' αυτόν και σ τους άν τρες τ ου καταφύγ ιο και προσ τασ ία είχαν ενεργήσει όπως ορίζει ο Δίας που Προστατεύε ι τ ο ν Ξένο - ο Ξένιος Δίας, όπως τον λένε. Είχαν ακολουθήσει δηλαδή τ ις ανώτερες ορμές της ανθρωπιάς και όχι τ ι ς άγριες ενστ ικτώδε ις αντ ιδράσε ις τ ω ν ζ ώ ω ν . Τις ευχαρίστησε και κατέβηκε από το βήμα.

Τ ό τ ε ο λαός κάλεσε την Ελευθερά ν ' απαντήσε ι . Εκείνη όμως είχε προσέ ξ ε ι με πόση προσοχή παρακολουθούσε η Αντ ιόπη το λόγο τ ου Θησέα. Είδε τη συντρόφισσά της να σ υ ­γκινε ί ται από την ευγλωτ τ ία τ ου ξ ένου και να γέρνε ι προς το μέρος του . Γι ' αυτόν το λόγο και γ ι ' άλλους επίσης, αρνήθηκε ν ' απαντήσε ι , δηλώνοντας ότ ι δεν ήταν ρήτορας. Α ν τ ' αυτού , κάλεσε την Αντ ιόπη, ως βασίλισσα τ ο υ πολέμου, ν ' αποκρού ­σει τα επιχειρήματα τ ο υ Θησέα εν ονόματ ι τ ου λαού . Η Ελευ ­θερά ήλπιζε, φέρνον τας την αγαπημένη της αντ ιμέ τωπη με τ ον

. 161 .

Page 79: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Σ Τ Ι Β Ε Ν ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

Αθηναίο, να συντρίψει σ τ η γέννηση της ό π ο ι α έλξη υπήρχε μ ε ­τ α ξ ύ τους . Κι αν η Αντιόπη δε δεχόταν να τον αντικρούσει , θα την ξεμπρόστ ιαζε μ π ρ ο σ τ ά στο λαό . Στεκόμουν στ ' αρι ­στερά της Αντιόπης και ε ίδα το π ρ ό σ ω π ό της όταν την κάλε ­σε η Ελευθερά. Μολονότι αντιλήφθηκε το κίνητρο της φίλης της , οι επευφημίες των φυλών δεν την άφησαν ν' απορρίψε ι αυτό το κάλεσμα. Προχώρησε μ π ρ ο σ τ ά και άρχισε:

«Αδελφές και μητέρες, θυγατέρες , σύμμαχοι και φίλοι, δεν ανέβηκα σε τούτο το βήμα γ ι α ν ' αντ ικρούσω τον πανηγυρ ικό του Αθηναίου καλεσμένου μας . Δέχτηκα μόνο επε ιδή το θελή­σατε εσείς και μιλώ όχι με τη λογική μου , ό π ω ς θα έκανε ο Έ λ λ η ν α ς » - σ ' αυτό το σημείο έδε ιξε με το κεφάλι , χωρίς να τον κοιτάξει όμως , το Θ η σ έ α - «αλλά μέσα α π ό το είναι μ ο υ , π ο υ είναι ο θ ε ό ς , όλα όσα είναι και όλα όσα θα υπάρξε ι . Τ ο ύ τ α λοιπόν με προστάζε ι η καρδ ιά μου να π ω :

»Το ανθρώπινο είδος όχι μόνο δε θα ανέβει κοντά στο θ ε ό με την εξέλιξη, ό π ω ς δ ιατε ίνονται οι καλεσμένοι μας, αλλά θ' απομακρυνθε ί α π ό Αυτόν. Ο καλεσμένος μ α ς κοιτάζει τα π λ ά ­σματα του θ ε ο ύ και τ ' αποκαλε ί π ρ ω τ ό γ ο ν α . Ε γ ώ νομίζω ότι αυτό το όνομα ταιριάζει σε μας . Ας δ ιδαχτούμε λοιπόν α π ' α υ τ ά - α π ό τ η γ η και τ α στοιχεία της φύσης, α π ό τ α τ ε τ ρ ά ­π ο δ α πα ιδ ιά της και τους φτερωτούς αρχηγούς του α γ έ ρ α . Κατάγοντα ι κατευθείαν α π ό το Θεό και μιλούν τη γλώσσα του χωρίς να την έχουν δ ιδαχθε ί . Μόνο εμείς έχουμε εκπέσει , εξαιτ ίας αυτών ακρ ιβώς των τεχνών που ο φίλος μας α π ό τον πόντο θεωρεί ότι συνέβαλαν στην εξέλιξη μας . Αυτός κοιτάζει τον ουρανό και τη σ τ έ π α και βλέπε ι α υ τ ά π ο υ δημιούργησε ο Θεός. Ε γ ώ κοιτάζω και β λ έ π ω τον ίδιο το Θεό. Ας γ ρ α φ τ ο ύ μ ε στην Ακαδημία του, του ανέμου και του ουρανού, της γέννη­σης και του θανάτου, των εποχών π ο υ εναλλάσσονται αενάως . Ιδού ο Δάσκαλός μας . Στο βιβλίο Του υπάρχουν όλα όσα π ρ έ ­πε ι να γνωρίζουμε .

»Η πόλη, δηλώνει ο φίλος μας , είναι δημ ιούργημα του αν ­θρώπου , προϊόν της λογικής του , μέσω της οπο ίας μπορεί να υψωθεί α π ό την κ α τ ά σ τ α σ η της αγρ ιότητας . Τ ο υ α π α ν τ ώ ζη-

. 162 .

Ο Ι Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

τώντας τ ο υ να προσέξε ι τούτο το βράχο . Του ζητώ να κοιτά­ξει τη θάλασσα. Μήπως τα έφτ ιαξε ο ά ν θ ρ ω π ο ς ; Όσο ανατέλ­λει ο ήλιος και π έ φ τ ε ι η βροχή, ο ά ν θ ρ ω π ο ς δεν μπορε ί να κ ά ­νει τ ί ποτε . Ούτε τον ουρανό ούτε τη γ η , ούτε σπόρους , άλογα ή π έ τ ρ α . Ό λ α όσα βλέπε ι ο ά ν θ ρ ω π ο ς και γ ια ό σ α ομιλεί, α κ ό μ α και ο ι σκέψεις π ο υ βλασφημούν τ ' όνομά Τ ο υ , τ ο υ έχουν δοθεί α π ό τον Παντοδύναμο . Ούτε μια ανάσα δεν μ π ο ­ρεί να πάρε ι χωρίς την άδε ιά του . Φτιάχνει φ ε γ γ ά ρ ι α κ ι α σ τ έ ­ρια και μετά τα καταστρέφε ι . Με ένα φύσημά Τ ο υ σβήνει το λύχνο της ζωής μ α ς » .

Κ α θ ώ ς μιλούσε, ο Θησέας την π α ρ α τ η ρ ο ύ σ ε . Και μολονότι το π ρ ό σ ω π ό του έμοιαζε καλυμμένο με προσωπ ίδα , ήταν φ α ­νερό ότι τα λόγια με τα ο π ο ί α η Αντιόπη α π έ κ ρ ο υ ε τα επ ιχε ι ­ρήματά του έβγαιναν με τόση αγνότητα μέσα α π ό την κ α ρ δ ι ά της π ο υ , αν κ ι έ π ε φ τ α ν στη σάρκα του σαν χ τ υ π ή μ α τ α μαστ ι ­γ ίου , εκείνος τα λάβαινε σαν φιλιά. Καταλάβα ινες ότι δεν είχε χτυπηθε ί α π λ ώ ς α π ό τα βέλη του Έ ρ ω τ α . Μάλλον είχε συνα­ντήσει στην αντ ίπαλο του κάτ ι ά γ ν ω σ τ ο στη μέχρι τότε ζωή τ ο υ , κάτι του οπο ίου την ύ π α ρ ξ η αγνοούσε εντελώς - έ ν α πνεύμα κι ένα μυαλό όμοιο ή ανώτερο α π ό το δ ικό τ ο υ - κι ενώπιον του έκλινε το γόνυ, όχι τόσο σ τ η γυναίκα , π ο υ τα προσόντα της τον είχαν θαμπώσει , αλλά σε κείνο το μ ε γ ά λ ο Πνεύμα, εν ονόματι τ ο υ οπο ίου μιλούσε.

Και η Αντιόπη, π ο υ το αντιλήφθηκε, αφέθηκε σε κείνο το ρ ε ύ μ α π ο υ η δύναμή του οδηγούσε και ζωντάνευε το λόγο της . Τα λόγια της χτυπούσαν π ά ν ω τ ο υ σαν κύματα α φ ρ ι σ μ έ ­να στην ακτή κ ι εκείνος τα υπέμενε , στέλνοντάς τα π ί σ ω με τη σ ιωπή και την α π ο δ ο χ ή του, έτσι ώστε κάθε φ ο ρ ά π ο υ αποσύρονταν να παρευρ ίσκετα ι στο σχηματισμό του ε π ό μ ε ­νου κύματος , π ο υ έ σ π α γ ε π ά ν ω τ ο υ και μεγάλωνε τη χ α ρ ά του .

«Ο ξένος μας» , συνέχισε η Αντιόπη, «χρησιμοποίησε επ ί ­σης τ η λέξη " ά γ ο ν ο " γ ι α ν α περ ι γράψε ι α υ τ ό π ο υ αντ ιλαμβά­νεται ως " κ ε ν ό " της σ τ έ π α ς . Πρόσεξε, φίλε μου. Οι καρπο ί και τα χόρτα της μ α ς τρέφουν , ο α έ ρ α ς της αναζωογονε ί το

. 163 .

Page 80: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Σ Τ Ι Β Ε Ν Π Ρ Ε Σ Σ Φ Ι Λ Ν Τ

π ν ε ύ μ α μ α ς , ο μ α ν δ ύ α ς τ η ς μ α ς τυλ ίγε ι α π α λ ά στον ύ π ν ο μ α ς . Ν α την " κ α λ λ ι ε ρ γ ή σ ο υ μ ε " ; Ε γ ώ π ο τ έ δ ε θ α ά φ η ν α τ ο λ α ό μ ο υ ν ' ασχοληθε ί μ ε τ ι ς α γ ρ ο τ ι κ έ ς εργασ ίε ς , γ ιατ ί α υ τ ή π ο υ ε ρ γ ά ζ ε τ α ι σ τ ο χ ω ρ ά φ ι δ ε ν μ π ο ρ ε ί ν α ονε ιρευτε ί κα ι α υ τ ή π ο υ δ ε ν ονε ιρεύετα ι δ εν μ π ο ρ ε ί να ζήσει. Η κ α λ λ ι έ ρ γ ε ι α τ η ς γ η ς δ ε ν εξευγεν ίζε ι τον ά ν θ ρ ω π ο α λ λ ά τον εκφυλίζει , γ ι α τ ί σπέρνε ι σ τ ο στήθος τ ο υ τη β λ α σ φ η μ ί α ότ ι η γη του ανήκει . Τ ί π ο τ α δε μ α ς ανήκει! Ούτε καν ο ε α υ τ ό ς μ α ς και η ζωή μ α ς . Ανήκουν σ τ ο θ ε ό , τ ώ ρ α κα ι π ά ν τ α . Τ ο ν α ισχυρίζεσαι ότι εί­ναι κάτ ι δ ι κ ό σου είναι σ κ έ τ η τ ρ έ λ α . Τ έ τ ο ι ε ς σ κ έ ψ ε ι ς γ εννούν α π λ η σ τ ί α κα ι φ ι λ α ρ γ υ ρ ί α . Χωρίζουν τον α δ ε λ φ ό α π ό τον α δ ε λ φ ό , κάνουν τ ο υ ς α ν θ ρ ώ π ο υ ς ν α μετρούν κα ι ν α υ π ο λ ο γ ί ­ζουν τ α π ά ν τ α . Είναι α υ τ ό " π ρ ό ο δ ο ς " ; Πρόοδος σ ε τ ι ;

» Μ ή π ω ς φ α ν τ ά ζ ε τ α ι ο ξένος μ α ς ότ ι ο ι φ υ λ έ ς τ ω ν τ α λ Κύρτη είναι αν ίκανες να χτίσουν πόλε ις , α π ό έλλειψη ε ξ υ π ν ά ­δ α ς ή τεχν ικής ; Εμε ί ς δε θ έλουμε πόλε ι ς . Ό τ α ν ζεις μ έ σ α σε τ ό σ ο κόσμο , π α ρ α μ ο ρ φ ώ ν ε τ α ι η ψυχή σ ο υ . Δώσε μ α ς σ ι ω π ή κα ι μ ο ν α ξ ι ά , π ο υ εξαγν ί ζουν κα ι σ υ γ κ ε ν τ ρ ώ ν ο υ ν τ ο π ν ε ύ μ α . Να χτ ίσουμε ν α ο ύ ς σ τ ο Θ ε ό ; Ποιος ο λόγος , ό τ α ν ο θόλος του ν α ο ύ Τ ο υ μ α ς π ε ρ ι β ά λ λ ε ι νύχτα κα ι μ έ ρ α ! Μ η μ ιλάς σ ε μ α ς γ ι α σ ε β α σ μ ό , γ ι α τ ί α κ ο λ ο υ θ ο ύ μ ε κ α τ ά β ή μ α τ α χνάρ ια τ ο υ Θεού , κα ι τ ο μ ε γ α λ ύ τ ε ρ ο π α ρ ά π τ ω μ α γ ι α μ α ς ε ίναι ν α ξ ε ­σ τ ρ α τ ί σ ο υ μ ε α π ό τ ο δ ρ ό μ ο Τ ο υ .

» Η ζωή στην π ό λ η έκανε τους α ν θ ρ ώ π ο υ ς κ α τ ώ τ ε ρ ο υ ς α π ' ό,τι ήταν , όχι α ν ώ τ ε ρ ο υ ς . Ό σ ο γ ι α τ ις γ υ ν α ί κ ε ς σ α ς , τ ι ς έ χ ω δει , λ υ π ά μ α ι π ο υ τ ο λ έ ω . Είναι, έ σ τ ω κα ι μ ία , ω ρ α ι ό τ ε ρ ε ς α π ό τ ο ύ τ ε ς ε δ ώ ; Είναι β α μ μ έ ν ε ς σαν πόρνες , ο ι σύζυγο ί σας . π ο υ α ν τ ά λ λ α ξ α ν την ψυχή τ ο υ ς γ ι α ένα α π ά ν ε μ ο λιμάνι , και μ ά λ ι σ τ α φ τ η ν ά . Οι γ υ ν α ί κ ε ς σ α ς είναι ό σ τ ρ α κ α γ ι ' α υ τ ό π ο υ έχει σχεδ ιάσε ι ο Θεός, και το ξ έ ρ ε τ ε κ α λ ά . Ό μ ω ς εσείς δ ι α σ χ ί ­σ α τ ε ω κ ε α ν ο ύ ς γ ι α ν α έρθετε σ ε μας , σεληνιασμένοι σαν τ ρ ά ­γοι !

»Αυτο ί ο ι θεοί σ τ ο υ ς ο π ο ί ο υ ς χτίζετε ν α ο ύ ς , Θησέα, είναι κ α τ ά τ η γ ν ώ μ η μ ο υ α ν τ ί γ ρ α φ α δ ι κ ά σ α ς , και σ υ ν ε π ώ ς γελο ία . Να ο θ ε ό ς , μ π ρ ο σ τ ά σου! Μην ψάχνε ι ς μ α κ ρ ι ά , μείνε α π λ ώ ς

. 164 .

Ο Ι Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

ακίνητος κα ι μην α φ ή ν ε ι ς τ η " λ ο γ ι κ ή " σ ο υ ν α ψάχνε ι . Α π ε ­χ θ ά ν ο μ α ι τ η λογική α ν μ ε α π ο μ α κ ρ ύ ν ε ι α π ό την ψυχή μ ο υ κα ι το Θεό .

» Α λ λ ά η μ ε γ α λ ύ τ ε ρ η α π ό δ ε ι ξ η ότ ι το επ ιχε ίρημά μ ο υ είναι σ ω σ τ ό (κα ι η α ν α ί ρ ε σ η τ ο υ δ ι κ ο ύ σου) ε ίσαι εσύ ο ίδ ιος , Θ η ­σ έ α . Γιατ ί α ν π ί σ τ ε υ ε ς π ρ α γ μ α τ ι κ ά α υ τ ά π ο υ ε ίπες , θ α ήσουν στην π α τ ρ ί δ α σου τ ώ ρ α , να σ π ρ ώ χ ν ε ι ς το αλέτρ ι . Δεν ε ίσαι ό μ ω ς , σ ω σ τ ά ; Ε ίσαι ε δ ώ , μαζ ί μ α ς ! »

Ή τ α ν τ ό σ η η οχλοβοή π ο υ προκλήθηκε α π ό τ ο ύ τ α τ α λόγ ια , π ο υ έκανε τ η γ η ν α τρέμε ι . Ο κ ό σ μ ο ς χ τ υ π ο ύ σ ε τ ο υ ς ο μ φ α ­λούς τ ω ν α σ π ί δ ω ν μ ε τ α βέλη κα ι π ο δ ο κ ρ ο τ ο ύ σ ε . Α κ ό μ α κα ι τ ' ά λ ο γ α π ο δ ο β ο λ ο ύ σ α ν κα ι χλιμίντριζαν, λες κα ι κ α τ α λ ά β α ι ­ναν . Η Αντ ιόπη σ ή κ ω σ ε τα χ έ ρ ι α γ ι α να σ τ α μ α τ ή σ ε ι ο θ ό ρ υ ­βος .

« Κ ι αν με α ν τ ι κ ρ ο ύ σ ε ι ς » , ε ίπε α π ε υ θ υ ν ό μ ε ν η σ τ ο Θησέα, « δ η λ ώ ν ο ν τ α ς ότι ο ι ά ν τ ρ ε ς π ο υ έ φ ε ρ ε ς μαζ ί σ ο υ α π ό την Α θ ή ­ν α ν ο σ τ α λ γ ο ύ ν την π α τ ρ ί δ α ό σ ο κ α ι ρ ό βρ ίσκοντα ι σ ε τ ο ύ τ ε ς τ ις α κ τ έ ς , σ ε π ρ ο κ α λ ώ ν α τους δ ι α τ ά ξ ε ι ς τ ώ ρ α , μ π ρ ο σ τ ά σ ' όλους α υ τ ο ύ ς τ ο υ ς μ ά ρ τ υ ρ ε ς , ν α φ τ ι ά ξ ο υ ν π λ η ρ ώ μ α τ α κα ι ν α ε π ι β ι β α σ τ ο ύ ν σ τ α π λ ο ί α τους . Θ α ε ξ ε γ ε ρ θ ο ύ ν κα ι τ ο ξέρε ι ς ! Ε ίναι ευτυχ ισμένο ι ε δ ώ , ό π ω ς κ ι ε σ ύ » .

Το π λ ή θ ο ς ξ έ σ π α σ ε σε γ έλ ια , ο ι Α μ α ζ ό ν ε ς κα ι ο ι σ ύ μ μ α χ ο ι π ρ ώ τ α , τ ελευτα ίο ι ο ι Αθηναίοι , ό ταν μ ε τ έ φ ρ α σ α τ α λ ό γ ι α τ η ς . Ο Θησέας α π ο κ ρ ί θ η κ ε με το ίδιο ύ φ ο ς σ τ ο υ ς ά ν τ ρ ε ς τ ο υ , ότ ι τουλάχ ιστον σ ε μ ί α α π ό τ ι ς τέχνες τ ο υ πολ ι τ ισμού ε ίχαν ν ικη ­θεί: σ τ η ρητορε ία .

Η Αντ ιόπη έ π ι α σ ε το ν ό η μ α τ ο υ Έ λ λ η ν α πρ ιν μ ε τ α φ ρ α σ τ ε ί , κα ι α ν τ έ δ ρ α σ ε .

« Δ ε σ α ς νίκησε η ρητορε ία , φίλε μ ο υ , α λ λ ά π έ σ α τ ε α π ό το δ ικό σ α ς ό π λ ο , τη λογ ική . Αυτή δεν ε ίναι ο θεός σ α ς , Θ η σ έ α ; Π α ρ α δ έ ξ ο υ λο ιπόν π ω ς μολονότ ι α π α ί δ ε υ τ ε ς και α π ο λ ί τ ι σ τ ε ς , δ ι α θ έ τ ο υ μ ε δ ι ο ρ α τ ι κ ό τ η τ α α π ό την ο π ο ί α ίσως ω φ ε λ η θ ε ί τ ε » .

Ο βασ ιλ ιάς τ ο α ν α γ ν ώ ρ ι σ ε μ ε μ ι α υ π ό κ λ ι σ η . Ε π ε υ φ η μ ί ε ς χα ιρέ τ ισαν την υ π ο χ ώ ρ η σ ή του , α λ λ ά κα ι το θρ ίαμβο τ η ς Α­ν τ ι ό π η ς .

.165 .

Page 81: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Σ Τ Ι Β Ε Ν Π Ρ Ε Σ Σ Φ Ι Λ Ν Τ

Εκείνη τη στιγμή μια καβαλάρισσα πέρασε καλπάζοντας την πύλη ανάμεσα στ ' αναχώματα. Ήταν η σύντροφός μου στην τρικόνα, η Άελλα. «ο Μικρός Ανεμοστρόβιλος», ένα κο­ριτσόπουλο δώδεκα χρόνων, που η θέση της αυτή την εποχή ήταν στη βόρεια στέπα με τα μεγάλα κοπάδια, τα οποία εί­χαν μεταφερθεί σε βοσκοτόπια με περισσότερο χορτάρι. Όρμησε στην πλατεία, με τ' άλογό της κάθιδρο και τη γλώσσα του κρεμασμένη, και σταμάτησε μπροστά στο βήμα. Πριν η κόρη βρει την ανάσα της και μιλήσει, ξέραμε όλες τα άσχημα νέα που έφερνε.

Ο Βόργης και οι Σκύθες του από τα Σιδηρά Όρη, ανέφερε το κορίτσι, είχαν εμφανιστεί απροειδοποίητα, πριν από δύο νύχτες, στο πέραμα του ποταμού Υβρίστη, όπου η ίδια και οι δόκιμες των φυλών του Λευκού Όρους φρόντιζαν ένα κοπάδι ζώα. Ο Βόργης είχε πλησιάσει τον καταυλισμό, προσφέροντας σημάδια φιλίας. Τον καλωσόρισαν. Οι άντρες του είχαν απο­μακρυνθεί αρκετά για να ξεζέψουν τα βόδια από τις άμαξες των γυναικών και μάλιστα ετοίμαζαν τα κρεβάτια τους για το βράδυ. Ξάφνου, μ' ένα σήμα του Βόργη, σηκώθηκαν κι επιτέ­θηκαν. Ήταν πάνω από χίλιοι. Τα κορίτσια λιγότερα από δια­κόσια. Όσες δεν σκότωσε ο Βόργης επιτόπου, οι άντρες του τις κυνήγησαν και τις κατάσφαξαν στην πεδιάδα. Κατόπιν οδήγησε το κοπάδι, τριακόσια θαυμάσια ζώα, ανατολικά προς τη χώρα των Σκυθών.

Δυνατές φωνές αντήχησαν. Ο Θησέας προχώρησε και στά­θηκε μπροστά στην Αντιόπη, στην Ελευθερά και τις άλλες αξιωματικούς. «Δικό μου είναι το λάθος. Επιτρέψτε μου να το διορθώσω. Δε μου λείπουν οι ικανότητες και οι σύντροφοί μου είναι ήρωες και πρωταθλητές. Δώστε μας μόνο έναν οδη­γό και άλογα, θα φύγουμε απόψε κιόλας και θα επιστρέψου­με με το κλεμμένο κοπάδι σας, για να σας το παραδώσουμε άθικτο· ειδάλλως δε θα γυρίσουμε καθόλου».

.166 .

15

Α ν τ α ν α κ λ ά σ ε ι ς σ τ ο ν Κ α θ ρ έ φ τ η τ ο υ Θ ε ο ύ

Η ΟΜΑΔΑ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙ τα αντίποινα απείχε περίπου δέκα στάδια με το άλογο. Φυσικά δεν επετράπη στους Έλλη­νες του Θησέα να πάρουν εκδίκηση για μια προσβολή που έγινε στον ελεύθερο λαό. Τους άφησαν ωστόσο να συμμετά­σχουν ως βοηθητικό σώμα. Οι ταλ Κύρτη τους προμήθευσαν με άλογα. Έδωσα στο Δάμωνα τρία από το κοπάδι μου. Είχα αναλάβει την προστασία του, ύστι αρράν, όπως λέμε στη γλώσσα μου, «να είμαι στο πλευρό του» . Αυτό σήμαινε ότι ήμουν υπεύθυνη τόσο για την ασφάλειά του όσο και για τη συμπεριφορά του. Στη μάχη, θα υπερασπιζόμουν τη ζωή του· στην κοινωνία θα πρόσεχα να συμπεριφέρεται σωστά.

Το πρώτο μου καθήκον ήταν να τον μάθω να ιππεύει. Αυ­τό αποδείχτηκε αρκετά δύσκολη δουλειά. Γιατί αν και δήλωνε ότι στην πατρίδα του είχε πάρει βραβείο στην ιππασία (και παρότι τον έβαλα να ιππεύσει το πιο έξυπνο και πιο υπάκουο άλογό μου, έναν ευνούχο που τον έλεγα «Θηλιά») αποδείχτη­κε ανίκανος όχι μόνο να μάχεται έφιππος, να παραμένει στη γραμμή κατά την επίθεση ή να εκτελεί το μπρος πίσω, μα δεν μπορούσε καν να καλπάσει σε ευθεία γραμμή στο άγονο έδα­φος της πεδιάδας.

Οι δόκιμες τον έλεγαν μοτάνις, «Πετροχέρη», και τον έπαιρναν από πίσω, γελώντας κοροϊδευτικά. Πάντως, για να είμαι δίκαιη, κανείς από τους συμπατριώτες του δεν τα πή­γαινε καλύτερα. Ήταν όλοι για κλάματα. Επέμεναν να διευ-

. 167 .

Page 82: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Σ Τ Ι Β Ε Ν Π Ρ Ε Σ Σ Φ Ι Λ Ν Τ

θύνουν τ ' ά λ ο γ ά τ ο υ ς π ρ ο σ π α θ ώ ν τ α ς ν α τ α χ α λ ι ν α γ ω γ ή σ ο υ ν ό π ω ς έ κ α ν α ν μ ε τ α ελληνικά ζ ώ α . « Τ ο ά λ ο γ ό σου ξέρε ι ν α τρ ιποδ ί ζ ε ι , Δάμων. Δε χ ρ ε ι ά ζ ε τ α ι να τ ο υ το μάθε ι ς ε σ ύ ! »

Η αλήθε ια είναι ότ ι α π ο λ ά μ β α ν α την α π ο γ ο ή τ ε υ σ η τ ο υ α γ α π η μ έ ν ο υ μ ο υ . Κ α τ α λ ά β α ι ν α ότι ήταν ε ρ ω τ ε υ μ έ ν ο ς μαζ ί μ ο υ . Ή θ ε λ ε α π ε λ π ι σ μ έ ν α ν α φ α ν ε ί άξ ιος σ τ α μ ά τ ι α μ ο υ . Δεν μ π ο ρ ο ύ σ α β έ β α ι α ν ' α ν τ α π ο κ ρ ι θ ώ στον έ ρ ω τ ά τ ο υ . Ιδ ίως κ ά ­τ ω α π ό τόσο δ ύ σ κ ο λ ε ς συνθήκες . Αλλά β α θ ι ά στην κ α ρ δ ι ά μ ο υ έν ιωθα τ η γ λ ύ κ α της ερωτ ικής α ν τ α π ό κ ρ ι σ η ς .

Ο σ τ ρ α τ ό ς π ρ ο χ ω ρ ο ύ σ ε . Ο Δάμων ήταν έ ξ υ π ν ο ς , είχε κ α τ α ­φ έ ρ ε ι ν α μ ά θ ε ι κ ά π ω ς τ η γ λ ώ σ σ α μας . Ε γ ώ π ά λ ι έ κ α ν α ε ξ ά ­σκηση σ τ α ελληνικά μ ο υ μαζ ί τ ο υ , ε ξ η γ ώ ν τ α ς τ ο υ π ο ύ ή μ α ­σ τ α ν και τ ι συνέβαινε .

Ο π ο τ α μ ό ς Τάνα ϊ ς κυλά α π ό τ α β ο ρ ε ι ο α ν α τ ο λ ι κ ά π ρ ο ς τ α νοτ ιοδυτ ικά , του ε ί π α , σε α π ό σ τ α σ η είκοσι έξι σ τ α δ ί ω ν , και χύνετα ι σ τ η Μαιώτ ιδα λίμνη. Η χ ώ ρ α των Αμαζόνων κ α τ α λ α μ ­βάνε ι όλη α υ τ ή την έ κ τ α σ η . Α π ό την άλλη μ ε ρ ι ά αρχίζει η π ε ­ριοχή τ ω ν Σκυθών . Ο Β ό ρ γ η ς π ρ έ π ε ι να π ε ρ ά σ ε ι τον Τ ά ν ά ϊ γ ι α να φ τ ά σ ε ι στην π α τ ρ ί δ α τ ο υ . Θα τον π ρ ο λ α β α ί ν α μ ε σ τ ο π έ ρ α μ α κα ι θ α τον π ε τ σ ο κ ό β α μ ε .

Ό μ ω ς ο δ ρ ό μ ο ς ήταν α ρ κ ε τ ά επ ικ ίνδυνος . Για να φ τ ά σ ε ι στον Τ ά ν α ϊ ο Βόργης κα ι ο ι χίλιοι ε κ α τ ό ά ν τ ρ ε ς τ ο υ έ π ρ ε π ε ν α π ε ρ ά σ ο υ ν μ έ σ α α π ό την περ ιοχή της Τ ι ταν ίας , των Α μ α ζ ό ­νων τ η ς Ανατολής . Εκε ί βοσκούσαν τ α π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ α κ ο π ά δ ι α τ ω ν ταλ Κ ύ ρ τ η . Οι Σ κ ύ θ ε ς ίσως επ ιχε ιρούσαν να τ α ρ π ά ξ ο υ ν κ ι α υ τ ά κα ι ν α σκοτώσουν τ α κορίτσια π ο υ τ α π ρ ό σ ε χ α ν , α φ ο ύ ήταν α δ ύ ν α τ ο ν α ε ιδοπο ιηθούν ε γ κ α ί ρ ω ς .

« Π ό σ ε ς μ έ ρ ε ς με το ά λ ο γ ο ; » ρ ώ τ η σ ε ο Δ ά μ ω ν . « Τ έ σ σ ε ρ ι ς μ ε π έ ν τ ε » . « Κ α ι τ ι θα τα κάνει ο Β ό ρ γ η ς τα κλεμμένα ά λ ο γ α ; » « Θ α κ ρ α τ ή σ ε ι μ ε ρ ι κ ά γ ι α τ ο ν ε α υ τ ό τ ο υ , ά λ λ α θ α χαρ ίσε ι

σ τ ο υ ς π ο λ έ μ α ρ χ ο υ ς . Τ α κ α λ ύ τ ε ρ α τρ ιακόσ ια θ α τ α βάλε ι στην ά κ ρ η γ ι α ν α τ α θυσιάσει π ά ν ω α π ό τον τ ύ μ β ο τ ο υ Α ρ σ ά κ η . Α υ τ ά θ ' α π ο τ ε λ έ σ ο υ ν την π ε ρ ι ο υ σ ί α τ ο υ στην άλλη ζ ω ή » .

Ό τ α ν ο Δ ά μ ω ν ί π π ε υ ε μ α κ ρ ι ά α π ό μένα , έ β λ ε π α ότ ι ρ ω -

.168 .

ΟΙ Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

τούσε τ ι ς ά λ λ ε ς . Ή τ α ν π ο λ ύ π ε ρ ί ε ρ γ ο ς . Ο ι τ α λ Κύρτη δ ε μ α ­ντρώνουν τ ' ά λ ο γ ά τ ο υ ς τη νύχτα , α λ λ ά τ ' αφήνουν να β ό ­σκουν . Έ φ ι π π ε ς π ε ρ ί π ο λ ο ι τ α π ρ ο σ έ χ ο υ ν . Π α ρ α τ η ρ ο ύ σ α τ η χ α ρ ά τ ο υ Δ ά μ ω ν α κ α θ ώ ς τρ ιγύρ ιζε α ν ά μ ε σ ά τους . Τ α ζ ώ α α ν τ α π ο κ ρ ί ν ο ν τ α ν όταν τ α πλησίαζε . Είναι ά φ ο β α και π α μ π ό ­νηρα . Τ ο π ι ο τ ο λ μ η ρ ό πλησίασε π ρ ώ τ ο · μύρ ισε τον ά ν τ ρ α π α ­ν τ ο ύ , έ χωσε τ η μ ύ τ η τ ο υ α ν ά μ ε σ α σ τ α σκέλια τ ο υ , κ ά τ ω α π ό τ α χ έ ρ ι α τ ο υ , π ά ν ω σ τ α υ τ ι ά τ ο υ . Μετά πλησ ίασε όλη η π α ­ρ έ α . Τρ ιγύρ ι ζαν τ ο π α λ ι κ ά ρ ι , τ σ ι μ π ο ύ σ α ν τ ο π ο υ γ κ ί τ ο υ ψ ά ­χ ν ο ν τ α ς γ ι α λ ιχουδιές , έ π α ι ρ ν α ν τ α δ ά χ τ υ λ ά τ ο υ κα ι τ α μ α λ ­λ ιά τ ο υ α ν ά μ ε σ α σ τ α χείλη τ ο υ ς . Τον δ ά γ κ ω ν α ν , τον κ ο υ τ ο υ ­λούσαν , τον έ σ π ρ ω χ ν α ν . Π ο ύ κα ι π ο ύ ο Δάμων φ α ι ν ό τ α ν να σ η κ ώ ν ε τ α ι στον α έ ρ α , έτσι ό π ω ς τον έ σ π ρ ω χ ν α ν π ά ν ω σ τ η χ α ρ ά τους . Τον ε ί δ α ν α κλαίε ι . Κ α τ α λ ά β α ι ν α την έ κ σ τ α σ η τ ο υ . Είχε π α ρ α σ υ ρ θ ε ί α π ό τους ά γ ρ ι ο υ ς τ ρ ό π ο υ ς .

« Θ α π ο λ ε μ ή σ ο υ μ ε τ ο υ ς Σκύθες , Σελήνη ;» «Ω, ν α ι ! » « Τ ι θ α γ ί νε ι ;» Τ ο υ ε ξ ή γ η σ α ότι ο εχθρός δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε να μ α ς ξ ε φ ύ γ ε ι ,

γ ιατ ί έσερνε μαζ ί τ ο υ τα κ λ ε μ μ έ ν α κ ο π ά δ ι α . Η βοσκή τ ο υ ς θα τον κ α θ υ σ τ ε ρ ο ύ σ ε , έ π ε ι τ α έ π ρ ε π ε ν α π ε ρ ι μ έ ν ε ι μέχρ ι ν α π ε ­ρ ά σ ο υ ν τ α π ο τ ά μ ι α , γ ι α τ ί τ α δ ι ψ α σ μ έ ν α ζώα δ ε φ ε ύ γ ο υ ν ε ύ ­κολα α π ό ένα καλό ρ υ ά κ ι έτσι και το βρουν . Πιο π έ ρ α , η σ τ έ ­πα απ ' ό π ο υ έ π ρ ε π ε να δ ι α φ ύ γ ε ι ο Β ό ρ γ η ς ήταν γ ε μ ά τ η ρ ε ­μ α τ ι έ ς κ α ι φ α ρ ά γ γ ι α , π ο υ τ α λένε « Ρ ω γ μ έ ς » κα ι π ο υ έχουν β ά θ ο ς εξήντα π ό δ ι α π ε ρ ί π ο υ α π ό την ε π ι φ ά ν ε ι α της π ε δ ι ά ­δ α ς . Για ν α τ α π α ρ α κ ά μ ψ ο υ ν έ π ρ ε π ε ν αναζητήσουν έ ν α π έ ­ρ α σ μ α . Κ ι α υ τ ό μ π ο ρ ε ί ν α ήταν π ο λ ύ μ α κ ρ ι ά .

Ο Δ ά μ ω ν ρ ώ τ η σ ε π ώ ς θα εξελ ισσόταν η μάχη . Π ρ ο σ δ ο κ ο ύ σ α μ ε μ ι α ά γ ρ ι α σ ύ γ κ ρ ο υ σ η κα ι σ τ η συνέχε ια τ η

φ υ γ ή τ ο υ εχθρού . Θα σ κ ο τ ώ ν α μ ε α π ό τ ρ ι ά ν τ α μέχρι ε κ α τ ό . Ο ι υ π ό λ ο ι π ο ι θ α ξ έ φ ε υ γ α ν . Θ α π α ί ρ ν α μ ε π ί σ ω τ α κ ο π ά δ ι α μ α ς κα ι εκδ ίκηση γ ι α τ ις θ υ γ α τ έ ρ ε ς μ α ς . Εξ ίσου σημαντ ικό ήταν ν α π ά ρ ε ι κ ά θ ε π ο λ ε μ ί σ τ ρ ι α κ ε φ ά λ ι α , ζ ώ α α π ό τον εχθρό , ά σ ε τη φ ή μ η , τη δ ό ξ α κα ι τα τ ρ α ύ μ α τ α τ ιμής . Ό τ α ν με ρ ώ τ η σ ε ο

.169 .

Page 83: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Σ Τ Ι Β Ε Ν Π Ρ Ε Σ Σ Φ Ι Λ Ν Τ

Δάμων πόσες θα χάναμε , του α π ά ν τ η σ α καμ ία . Και γ έλασα . «Ρίξε μ ια ματ ιά γ ύ ρ ω σ ο υ » .

Ή τ α ν το τρίτο πρωινό της καταδ ίωξης . Ο στρατός είχε απλωθε ί στη λεκάνη π ο υ στη γλώσσα μας την ονομάζουμε Ταμ ίρ Νατ . Καθρέφτη του Θεού. Η μ έ ρ α ήταν υπέροχη, λες και ο Παντοδύναμος είχε συνωμοτήσει υ π έ ρ μας . Είχε βρέξε ι την α υ γ ή και τα ζώα χοροπηδούσαν και τσινούσαν α π ό χ α ρ ά . Ό π ο υ κι αν γύριζε το μάτ ι χόρταινε χ ρ ώ μ α τ α και αφθονία, όχι μόνο α π ό το φαντασμαγορ ικό θέαμα των ομάδων των πολεμι -στριών, κ α β ά λ α στα ωρα ιότερα πουλάρ ια τους, αλλά α π ό την καβαλαρ ία των εκατοντάδων εφεδρικών αλόγων π ο υ τα οδη­γούσαν δόκιμες , κοριτσόπουλα α π ό δ έ κ α μέχρι δεκατρ ιών ετών. Οι αντ ίπαλοι π ο υ ήθελαν να ταπε ινώσουν τις ταλ Κύρτη είχαν γίνει αιτ ία να φτάσουν σε τόσο μεγάλη ακμή οι μ α χ ή -τριες και να γίνουν τόσο ρωμαλέες . Πράγματι , κανείς δεν ξ ε ­περνά το λαό μας σε σωματική ρώμη, λ ό γ ω της αυστηρής ζ ω ­ής του . Αλλά αυτό π ο υ κάνει τη φυλή μας ακατανίκητη δεν είναι οι μύες μα η καρδ ιά . Παρότι ο στόχος μ α ς , δηλαδή οι χί­λιοι εκατό του Βόργη, υπερτερούσαν τ ο υ στρατού μας τόσο σε αριθμό όσο και σε όπλα , καμιά δε θεωρούσε τον εχθρό ισότιμο αντ ίπαλο στην ανοιχτή στέπα . Τόσο ανώτερο π ί σ τ ε υ ­αν τον εαυτό τους οι έ φ ι π π ε ς πολεμίστριες της Αμαζονίας στο είδος του πολέμου στο οπο ίο διακρίνονταν, τον πόλεμο ε δ ά ­φους , π ο υ ευνοούσε τα ό π λ α και τις τακτ ικές τους, ώστε θ ε ω ­ρούσαν τη νίκη σίγουρη. Ο α έ ρ α ς λ α μ π ο κ ο π ο ύ σ ε α π ό την π ε ­ποίθηση των μαχητριών, ό π ω ς και οι ίδιες ά σ τ ρ α φ τ α ν ολόκλη­ρες με το σίδηρο των όπλων τους , τα χ ρ υ σ ά και τα σκαλίσμα­τα των εξαρτημάτων τους, το ήλεκτρο και το σμάλτο σ τ α ηνία των αλόγων τους. Το μάτ ι του παρατηρητή έ π ε φ τ ε αμέσως στους μανδύες α π ό δ έ ρ μ α λιονταριού και λύκου, στις περ ι ­κνημίδες α π ό δ έ ρ μ α ελαφιού και τράγου και στις περ ικεφα­λαίες α π ό ασήμι. Μερικές ίππευαν ακάλυπτες , με φ τ ε ρ ά α ε ­τού και αλιάετου στα μαλλιά τους, ένα γ ι α κάθε σκοτωμένο εχθρό. Άλλες πάλι φορούσαν σκουφάκι α π ό ελαφίσιο δέρμα , στολισμένο με κέρατα ελαφιού και νύχια α ρ κ ο ύ δ α ς .

. 170 .

ΟΙ Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

Στην π ρ ώ τ η γ ρ α μ μ ή κάλπαζε η Αντιόπη, με το δ έ ρ μ α της μαύρης λεοπάρδαλης ριγμένο στον ώ μ ο και τα δόντ ια του αγριόχοιρου στην περ ικεφαλαία . Η μορφή της ξεχώριζε ανάμε ­σα σ' εκατοντάδες άλλες . Στο πλευρό της ήταν η Ελευθερά και η Στρατονίκη, π ο υ δεν είχαν το ταίρι τους στις στέπες , ενώ επ ι ­κεφαλής κάθε μονάδας ήταν οι ηρωίδες της φυλής: η Αλκίππη, η Σκυλεία (που σημαίνει η Δέσποινα της Οικογένειας), η Γλαυ­κή, η Τέκμησσα π ο υ την αποκαλούν «Γα ϊδουράγκαθο» , η Βρέ-μουσα (που σημαίνει Οργισμένο Θηλυκό), η Ροδ ίππη (που ση­μαίνει Κόκκινη Φοράδα) , η Ξάνθη, η Ά ρ γ η (που σημαίνει Γρή­γορη), η Λευκίππη (Λευκή Φοράδα) , η Αρινδέλα (Φωτισμένη) και η Λύσσα (που σημαίνει Μανία της Μάχης). Η Ιππολύτη δι­οικούσε τη δική της πολεμική ομάδα, τα Μαύρα Φτερά. Είχαν γ ι α έμβλημα ένα γεράκ ι κ ι έβαφαν τα π ρ ό σ ω π α τους μαύρα .

Οι μυθοπλάστες λένε ότι η φυλή τ η ς Αμαζονίας κατοικεί μακρ ιά α π ό τους άντρες , σε μια θηλυκή κοινωνία. Αυτό δεν είναι σωστό. Πολλοί αρσενικοί ζουν α ν ά μ ε σ α μας, ως σύζυγοι σ τ ρ α τ ο π έ δ ο υ και μουλαράδες , σ ιδεράδες και χτίστες, ε ρ γ ά τ ε ς τ ο υ ξύλου, του δ έ ρ μ α τ ο ς και του σιδήρου. Πολλές ο μ ά δ ε ς μ ο ­ναχικών γυναικών ( α π ό άλλες φυλές) , π ο υ η κοινωνία τους ενυπάρχε ι στο μεγάλο μας έθνος, αν και χώρια απ ' α υ τ ό , ασχολούνται με τα πουλιά , συνοδεύουν τους κροκόδε ιλους της Λιβύης και τους ι π π ο π ό τ α μ ο υ ς τ ο υ Νείλου.

Όλοι αυτοί μας ακολουθούσαν τώρα , ένας μεγάλος αρ ιθμός α π ό χαρούμενα ζωγραφισμένα α μ ά ξ ι α π ο υ τ α έσερναν μ ο υ ­λάρια και οι ημιάγριοι όνοι π ο υ οι Λύκιοι αποκαλούν τρ ιφυλ-λ ο φ ά γ ο υ ς . Έ τ σ ι και πάρουν δρόμο , δεν τα πιάνει ούτε το πιο φ τ ε ρ ο π ό δ α ρ ο άλογο . Αυτοί ο ι άνθρωπο ι μιλούν τη δική τους γλώσσα, τη λεγόμενη κ α μ π ά ς («πορνε ίο») , α φ ο ύ ούτε ο ι ταλ Κύρτη δεν μπορούν να την καταλάβουν . Ξέρουν να εξηγούν τα όνειρα και τους οιωνούς και να δ ιαβάζουν τα σημάδ ια των πουλιών και των σπλάχνων.

Ε ν ώ όσο ζουν δεν κοιτάζονται ποτέ στον καθρέφτη , α φ ο ύ π ιστεύουν ότι η εικόνα π ο υ αντανακλά είναι εκείνη τ ο υ π ε θ α ­μένου εαυτού τους, θάβοντα ι ό π ω ς ο ι πολεμίστριες των ταλ

. 171 .

Page 84: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Σ Τ Ι Β Ε Ν Π Ρ Ε Σ Σ Φ Ι Λ Ν Τ

Κύρτη, μ' ένα χάλκινο καθρέφτη δεμένο στο δεξί χέρι. Έτσι , μέσω αυτού, το πνεύμα θα τους συνοδεύσει στον Αλλο Κό­σμο. Οι Καβαρεείς (όπως λέγονται) πιστεύουν ότι η ζωή β ιώ­νεται όχι προς τα μπρος αλλά προς τα π ί σ ω · πω ς ό,τι μαθαί­νουν α π λ ώ ς το θυμούνται, αφού το γνώριζαν α π ό πριν. Πι­στεύουν ότι με το θάνατο (τη γέννηση, σύμφωνα με τα π ι ­στεύω τους) ένας άνθρωπος δεν πρέπε ι να έχει τ ίποτα, ούτε αγαθά ούτε φροντίδες, γ ια να περάσει στα Ευτυχισμένα Νη­σιά. Έτσι η φιλαργυρία είναι άγνωστη σ' αυτούς, το ίδιο και η φιλοδοξία, η φιλοχρηματία και ο φθόνος. Λατρεύουν τον Απόλλωνα Λοξία, το δύλιο θεό. Κλαίνε όταν είναι ευτυχισμέ­νοι, γελούν στη θλίψη, και είναι οι πιο καλοστεκούμενοι κι ανέμελοι α π ' όλους. Φτιάχνουν όπλα αλλά δεν κάνουν ποτέ πόλεμο. Δε μάχονται ούτε γ ια να υπερασπιστούν την εστία και τα παιδ ιά τους, ούτε το βάζουν στα πόδ ια γ ια να σώσουν τη ζωή τους. Αντίθετα, προσφέρουν τη σφαγή τους στον εχθρό με τη θέλησή τους. Συνεπώς, οι ταλ Κύρτη είναι ανα­γκασμένες να τους υπερασπίζονται .

Η μεγαλύτερη ταξιαρχία των ταλ Κύρτη αποτελείτο α π ό εξακόσιες ενήλικες μαχήτριες, με διπλάσιες δόκιμες, δύο γ ια κάθε Αμαζόνα. Οι εκατόν πενήντα Αθηναίοι του Θησέα είχαν συγκροτήσει ένα είδος έφιππης ομάδας πεζών, με εθελοντές Γαργαρείς και Σκύθες των παραλίων. Οι τελευταίοι έφεραν βαρύ οπλισμό, ανεβάζοντας το συνολικό αριθμό των ενόπλων στους εννιακόσιους.

Ο στρατός συνέχισε να βαδίζει, ακολουθώντας τη σκαμμέ­νη γη π ο υ άφηναν πίσω τους οι Σκύθες. Η πεδ ιάδα έβριθε α π ό αλαφροπάτητες αντιλόπες και γαζέλες. Κυνηγετικές ομά­δες έφερναν φρέσκο κρέας, που ψηνόταν πάνω σε τούβλα αποξηραμένης κοπριάς. Αυτή η ύλη δεν καίγεται εύκολα, αλ­λά μόλις αρπάξε ι μοιάζει με το ξυλοκάρβουνο και βαστάει δι­πλάσιο χρόνο. Τα ρυάκια π ο υ κατέβαιναν α π ό τα βουνά ξεδι­ψούσαν τα λαρύγγ ια καλύτερα κι α π ό κρασί. Η ταξιαρχία δε συνάντησε αντίσταση, μέχρι που έφτασε στις φωτιές μαγε ιρέ­ματος του εχθρού. Τα στομάχια των σκοτωμένων ζώων τού

OΙ Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

χρησίμευαν γ ια μαγειρικά σκεύη όπου ψηνόταν η σάρκα τους. ενώ τα κόκαλά τους γ ι α καύσιμη ύλη.

Παρατηρούσα το Δάμωνα όταν δεν ήξερε ότι τον κοιτούσα. Είχε γοητευθεί α π ό τη «σιωπηλή γλώσσα» των ταλ Κύρτη, που μιμείται τη γλώσσα των αλόγων στα σήματα και στις στάσεις, στις εμμονές και στις υποχωρήσεις. «Η επικοινωνία του λαού σου δεν ξεκίνησε α π ό ανθρώπινη γ ια να καταλήξει σε κείνη του αλόγου», είπε με θαυμασμό, «αλλά μιλά και αναπνέει μέσα α π ό τ ' άλογο σε όλη του τη ζωή».

Συμφώνησα μαζί του. Τα άλογα προσφέρουν α γ ά π η δίχως όρους και πρέπε ι να τους την ανταποδίδουμε το ίδιο. Είναι περίεργα, πληροφόρησα το Δάμωνα, και βαριούνται εύκολα. Απολαμβάνουν την περιπέτε ια και την ανθρώπινη συντροφιά, και είναι πανευτυχή όταν μαθαίνουν κάτι νέο.

«Στις ταλ Κύρτη υπάρχει ένα είδος αλόγου π ο υ δε θα το βρεις πουθενά αλλού. Το λέμε καλ εχάλ, "εθελοντής" . Είναι ένα άγριο άλογο που έρχεται μόνο του σε μας. Αυτή εδώ η φίλη» -έδε ιξα τη μαυροκόκκινη φοράδα μου, την Α υ γ ή - «έτσι εμφανίστηκε. Ξεπρόβαλε α π ό τον ήλιο βαδίζοντας κατευθείαν επάνω μου» .

Στη στέπα , το πέρασμα κάθε κοπαδιού ή ο καλπασμός των αλόγων προσελκύει σμήνη α π ό πτηνά, αφού το ποδοβολητό των ζώων σηκώνει σύννεφα α π ό έντομα, με τα οποία τρέφο­νται τα πουλιά. Αυτό προκαλεί μια χαρούμενη αναταραχή στο στράτευμα, γιατί οι δόκιμες τρελαίνονται να τα κυνηγούν. Να πως γίνεται. Καθώς τα κορίτσια, καλπάζοντας πάνω στα άλο­γα τους , αναγκάζουν τα σμήνη να σηκωθούν στον αέρα , κάνα δυο αδυνατούν να πετάξουν είτε επειδή έσπασαν κάποια φτε ­ρούγα είτε α π ό άλλο τραυματισμό. Γίνονται λοιπόν το έπαθλο των κοριτσιών.

Μια δόκιμη της Ελευθεράς, και σύντροφος της δεύτερης τρικόνας μου, η Άελλα, «ο «Μικρός Ανεμοστρόβιλος», εγγονή της θρυλικής Άελλας π ο υ μονομάχησε πρώτη με τον Ηρακλή, ήταν αυτή που μας ειδοποίησε γ ια την επίθεση του Βόργη. Η νεαρή αυτή πολεμίστρια μπήκε αμέσως μπροστά. Η φτερωτή

. 173 . . 172 .

Page 85: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Σ Τ Ι Β Ε Ν ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

λεία έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα, ενώ τα κορίτσια, καμιά ει­κοσαριά στην αρχή, μετά διπλάσια, τα κυνηγούσαν, κρεμασμέ­να στο πλευρό των μικρόσωμων αλόγων τους, προσπαθώντας να τ' αρπάξουν στον αέρα. Με πόση εξυπνάδα άλλαζαν κατεύ­θυνση τα πουλιά! Πάνω στην καταδίωξη, η μία καβαλάρισσα μετά την άλλη κινδύνευαν να πέσουν κάτω, αλλά οι κόρες αυ­τές ήταν τόσο ευκίνητες ώστε βρίσκονταν πάλι καβάλα πριν το πόδι τους αγγίξει το χώμα. Τα κορίτσια κρατούν ένα σχοινί δε­μένο στο λαιμό του αλόγου τους γι' αυτόν το σκοπό, ώστε τη στιγμή που πέφτουν να μπορούν να καβαλικέψουν πάλι. Αυτή η καταδίωξη γινόταν ακόμη πιο απρόβλετη επειδή η πεδιάδα είναι γεμάτη από τις φωλιές του σκίουρου της στέπας. Δεν εί­ναι μόνο ιδιαίτερα επικίνδυνες για τα άλογα, αλλά και δρόμος διαφυγής για τα πουλιά. Προς μια τέτοια τρύπα βούτηξε το γενναίο πουλί. Πολύ αργά όμως! Η Άελλα το άρπαξε την τε­λευταία στιγμή, λίγο πριν τρυπώσει στη οδό της σωτηρίας.

Η ατρόμητη κόρη κάλπαζε στην πεδιάδα κρατώντας θριαμ­βευτικά το έπαθλό της, ενώ η φάλαγγα την επευφημούσε, ακόμα και οι αντίπαλες της. Η Άελλα έβγαλε ένα φτερό για τα μαλλιά της κι άλλο ένα για τη χαίτη του αλόγου της. Έπει­τα, αφιερώνοντας το πτηνό της στη γη, στον ουρανό και στις τέσσερις γωνιές, έκανε την εξής προσευχή: «Ο Θεός σ' έδωσε σε μένα, την πιο ευκίνητη από τα πουλιά. Τώρα σ' επιστρέφω σ' Αυτόν. Ως ανταμοιβή για το δώρο της ζωής σου, παρακαλώ να στείλει την ψυχή ενός ανθρώπου στον Αλλο Κόσμο για να τρέφεσαι» .

Κατόπιν έκοψε το λαρύγγι του θύματος, πίνοντας το αίμα του που κυλούσε πάνω στο στήθος και την κοιλιά της. Η αμοιβή της ήταν το προνόμιο να τοποθετηθεί στην εμπροσθο­φυλακή, με τα μεγαλύτερα κορίτσια, για να βοηθήσουν εκεί­νες που ακολουθούσαν τα ίχνη του εχθρού.

Στράφηκα προς το Δάμωνα καθώς η φάλαγγα συνέχιζε την πορεία της. Δε στεκόταν πια παράμερα, μελετώντας τους τρόπους μας, αλλά είχε παραδοθεί σ' αυτούς σαν μαγεμένος.

. 174 .

Βιβλίο πέμπτο

ΟΙ ΣΤΕΠΕΣ

Page 86: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

16

Η Θάλασσά Μας

Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ του Δάμωνα:

Η τ ρ ί τ η μ έ ρ α τελε ίωσε · η τ έ τ α ρ τ η άρχ ισε . Οι Α μ α ζ ό ν ε ς δεν πήγα ιναν κ α β ά λ α π ι α α λ λ ά π ε ζ ή , γ ι α ν α ξ ε κ ο υ ρ ά ζ ο ν τ α ι τ α ά λ ο γ α , π ο υ τ α ά λ λ α ζ α ν μ ε ά λ λ α ξ ε κ ο ύ ρ α σ τ α π έ ν τ ε φ ο ρ έ ς την η μ έ ρ α . Η ε π ί π ε δ η π ε δ ι ά δ α είχε μ ε τ α τ ρ α π ε ί σε κ α κ ο τ ρ ά χ α λ ο ο ρ ο π έ δ ι ο , μ ε μ ε γ ά λ ε ς ρ ε μ α τ ι έ ς κα ι χ α ρ ά δ ρ ε ς . Έ β λ ε π ε ς σ ε π ο ι α σημε ία α υ τ έ ς ο ι « ρ ω γ μ έ ς » ε ίχαν ε μ π ο δ ί σ ε ι τ η φ υ γ ή τ ο υ εχθρού , α π ό τ ο υ ς δ ρ ό μ ο υ ς π ο υ ε ίχαν σ κ α φ τ ε ί σ τ ο χ ώ μ α κ α ­θώς ο δ η γ ο ύ σ ε τ α κ ο π ά δ ι α του , α ν α ζ η τ ώ ν τ α ς ένα μ ο ν ο π ά τ ι γ ι α να τ ι ς π α ρ α κ ά μ ψ ε ι . Το μ ο ν ο π ά τ ι ε ίχε γίνει κ α κ ο τ ρ ά χ α λ ο . Ο ι Αμαζόνες τύλ ιξαν τ ι ς ο π λ έ ς των α λ ό γ ω ν τ ο υ ς μ ε δ έ ρ μ α β ο δ ι ο ύ και π ή ρ α ν τ ο υ ς σ ά κ ο υ ς τ ο υ ς στην π λ ά τ η .

Έ χ ο ν τ α ς γνωρ ίσε ι τ ι ς γ υ ν α ί κ ε ς τ η ς Αθήνας, ό π ω ς τ η μ η τ έ ρ α μ ο υ κα ι τ ι ς α δ ε λ φ έ ς μ ο υ π ο υ ήταν συνέχε ια κλε ισμένες σ τ ο σπίτ ι , κα ι γ ν ω ρ ί ζ ο ν τ α ς τ ώ ρ α α υ τ έ ς της σ τ έ π α ς , ε ίχα τ η ν ε ν τ ύ ­π ω σ η ότι έ β λ ε π α ε κ π ρ ο σ ώ π ο υ ς δ ι α φ ο ρ ε τ ι κ ο ύ ε ί δους και όχι δ ι α φ ο ρ ε τ ι κ ώ ν πολ ι τ ισμών . Θ α ρ ρ ε ί τ ε ότ ι μ π ο ρ ε ί τ ε ν α τ α ξ ι δ έ ­ψ ε τ ε μ ε τ ο ύ τ ε ς τ ι ς θ υ γ α τ έ ρ ε ς τ ω ν π ε δ ι ά δ ω ν ; Κ α λ ύ τ ε ρ α ν α μην τ ο επ ιχε ιρήσετε , φίλοι μ ο υ . Θ α σ α ς κάνουν ν α π έ σ ε τ ε κ ά ­τ ω . Ό σ ο γ ι α δ ύ ν α μ η , θ ' α ν α φ έ ρ ω έ ν α π ε ρ ι σ τ α τ ι κ ό μ ε την α ρ ­χ η γ ό Αντ ιόπη , τ η « Δ υ ν α τ ή Φ ο ρ ά δ α » , π ο υ κοντά τ η ς μ ε ε ίχαν τ ο π ο θ ε τ ή σ ε ι ως σ ύ ν δ ε σ μ ο ένα μεσημέρ ι . Κ ά τ ω α π ό μ ι α σ υ κ ο -μ ο υ ρ ι ά α ν α κ ά λ υ ψ ε ένα ν ε ο γ ν ό τ ρ υ π ο κ ά ρ υ δ ο υ π ο υ είχε π έ σ ε ι

. 177 .

Page 87: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

α π ό τη φωλ ιά του . Κρατώντας το πουλάκ ι στο δεξ ί της χέρι, π ιάστηκε α π ό ένα κλαδί με το αρ ιστερό και σηκώθηκε π ρ ο ς τα π ά ν ω με το μάτι κ α ρ φ ω μ έ ν ο στη φωλιά . Κι όλα α υ τ ά με οπλισμό έξι στατήρων στην π λ ά τ η και θ ώ ρ α κ α α π ό δ έ ρ μ α και χαλκό. Μια φ ο ρ ά έβαλα στοίχημα και κάλεσα τη Σελήνη να π α ρ α β γ ο ύ μ ε στο ρίξιμο τ ο υ ακοντ ίου . Δεν μ π ό ρ ε σ α να ρίξω ούτε σ τ α τρ ιάντα πόδ ια . Ό σ ο γ ι α το τωρινό ταξίδ ι με τα π ό ­δ ια : π ο τ έ δεν είχα υ π ο φ έ ρ ε ι π ιο π ο λ ύ στη ζωή μου όσο α υ τ έ ς τ ις δ υ ο μέρες . Οι σύντροφοι μου π ο υ ήταν π α ρ ό ν τ ε ς μπορούν να το επ ιβεβαιώσουν: ο ίδιος ο Θησέας μάζεψε όση δύναμη του είχε απομείνε ι γ ια να συνεχίσει.

Το τ έ τ α ρ τ ο μεσημέρι, δ ιακρίναμε τη σκόνη της οπ ισθοφυ­λακής του Βόργη, σε μ ια α π ό σ τ α σ η χιλίων εξακοσίων π ε ρ ί π ο υ σταδίων. Αμέσως εκατό Αμαζόνες ρίχτηκαν στο κατόπ ι τους . Κυνηγούσαν τη λεία τους με τη σειρά, με ξ εκούραστα άλογα π ο υ φρόντιζαν οι δόκιμές τους . Με τον αδελφό μου και μερι ­κούς συντρόφους ακολουθούσαμε α π ό π ίσω . Τελικά, τις φ τ ά ­σαμε το δειλινό, και βρήκαμε την αδελφή της Σελήνης, Χρύσα, και μια ο μ ά δ α έξι κοριτσιών να γδέρνουν τα κεφάλια δύο Σκυθών π ο υ είχαν πέσε ι α π ό τ ' άλογά τους . Για τους λαούς της σ τ έ π α ς τα μαλλιά της κεφαλής είναι ο ι υποδοχε ί ς του θεϊ­κού « α ή δ ω ρ » , της ψυχής. Ό τ α ν παίρνεις ένα κρανίο α π ο ρ ρ ο ­φ ά ς ταυτόχρονα την ουσία του εχθρού - και δεν τον αφήνεις να βρει α ν ά π α υ σ η στην άλλη ζωή. Η Χρύσα έδειξε στην ο μ ά ­δα μ α ς τα απα ίσ ια τ ρ ό π α ι ά τους. Αποτραβηχτήκαμε με φρ ί ­κη. Οι γυνα ίκες μας κοίταξαν σαν να μην π ίστευαν σ τ α μάτ ια τους . Αυτοί ο ι τύποι , θα σκέφτηκαν, είναι π ιο τρελοί α π ' όσο νομίζαμε.

Είχαμε αρχίσει να πα ίρνουμε μια γ ε ύ σ η α π ό τη ζωή τ ω ν Αμαζόνων. Στους αρσενικούς των Καβαρεέων , τ ο υ ς σ ιδεράδες και τους τεχνίτες, παραχωρούντα ι α π ό τις ερωμένες τους όλες ο ι ελευθερίες εκτός α π ό δύο : δεν έχουν λόγο σ τ α συμβούλια και δεν επ ι τρέπετα ι να ιππεύουν . Μπορούν να έχουν μουλά­ρια και γα ϊδάρους γ ι α τα κ ά ρ α τους, αλλά δε μαθαίνουν να χειρίζονται άλογα . Αυτά είναι μόνο γ ι α τις πολεμίστριες .

. 178 .

OΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

Ό π ω ς τα άλογά τους, ο ι Αμαζόνες δεν τρώνε ψωμί . Ούτε κρασί αγγ ίζουν . Η δ ιατροφή τους περ ιλαμβάνε ι κρέας και γ ά ­λα φ ο ρ ά δ α ς όταν είναι πα ιδ ιά , πηγμένο όταν μεγαλώσουν, κ ι ακόμη κατσικίσιο γ ά λ α και τυρί , μέλι, μ ο ύ ρ α και μεδούλι των καλαμιών. Ό τ α ν είναι εξαντλημένες, ανοίγουν μια τ ρ ύ π α στις φλέβες του αλόγου τους και ρουφούν το α ίμα , ράβοντας κατό­πιν την τομή με μεγάλη άνεση, ό π ω ς ο ράφτης μπαλώνε ι ένα ρούχο. Μασάνε πηλό και κιμωλία, και δεν το 'χουν σε τ ίποτε να καταβροχθίσουν μια αντιλόπη ή ένα βουβάλι.

Το στενό δεσμό π ο υ τις ενώνει με τα ά λ ο γ ά τους δεν υ ­πάρχουν λόγια ικανά να τον περ ι γράψουν . Κάθε γυνα ίκα γ ν ω ­ρίζει κάθε ζώο α ν ά μ ε σ α σε χιλιάδες άλλα , και κάθε ζώο ξέρει τη θέση του μέσα στο κοπάδ ι και στην ο μ ά δ α . Τα καλύτερα ά λ ο γ α κυριαρχούν σ τ α κατώτερα , ενώ τα άλογα της νύχτας κάθονται μακρ ιά α π ό τ ' άλλα , υ π ε ρ ο π τ ι κ ά σαν άρχοντες .

Οι Αμαζόνες, ανάλογα με την ηλικία τους, φέροντα ι με δ ια ­φορετ ικό τ ρ ό π ο σ τ α άλογα . Οι μεγαλύτερες με την άνεση της πε ίρας τους , ο ι πολεμίστρ ιες με ανάλογο ενθουσιασμό και ο ρ ­μή, ενώ τα ν εαρά κορίτσια τα ερωτεύοντα ι τρελά. Ούτε όλος ο χρυσός της Βαβυλώνας δε θα έκανε αυτές τις κόρες ν ' α π ο ­χωριστούν τα ζώα τους, κι αυτή η α γ ά π η τους επ ιστρέφετα ι τρεις φορές πιο δ υ ν α τ ή . Στο ταξίδι , τα κορίτσια μοιάζουν π ι ό ­τερο με ά λ ο γ α π α ρ ά με ανθρώπους . Μιλούν με νοήματα και στάσεις . Επικοινωνούν με σ φ υ ρ ί γ μ α τ α και σκουξ ίματα , π ο υ είναι αναγνωρίσ ιμα α π ό τους Έλληνες γ ιατ ί είναι ήχοι π ο υ κ ά ­νουν τα ίδια τα ά λ ο γ α . Η έννοια του να «εξημερώσε ι ς ένα ά λ ο γ ο » είναι ά γ ν ω σ τ η σ ' ένα τέτο ιο περιβάλλον, κ α θ ώ ς τα ά λ ο γ α επιζητούν τη συντροφιά των κοριτσιών α π ό α γ ά π η και μόνο κα ι δεν τα αποχωρίζοντα ι ούτε σε φ ω τ ι ά ούτε σε α ίμα .

Ο στρατός συνέχιζε το δρόμο του . Οι στέπες , ό π ω ς κ α τ α ­λ ά β α μ ε τελικά, δεν ήταν γ ι α τ ις α φ έ ν τ ρ ε ς της Αμαζονίας μ ια αχανής έκταση χωρίς ιδ ιαίτερα χαρακτηριστ ικά , μα τ ό π ο ς γ ε ­μ ά τ ο ς θεούς και φ α ν τ ά σ μ α τ α . Φτάνοντας σ ' ένα ποτάμ ι εντε ­λώς συνηθισμένο γ ια τα πολιτ ισμένα μάτ ια , η ταξ ιαρχ ία άρχι­σε να τ ρ α γ ο υ δ ά έναν ύμνο. Ρώτησα τη Σελήνη. Εκεί, μου ε ίπε

. 179 .

Page 88: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

δείχνοντας μια λακκούβα στο έδαφος, η Μητέρα Άλογο χτύ­πησε τη γη με την οπλή της, κάνοντας ν ' αναβλύσει νερό. Λί­γο π ιο κάτω, ανεβήκαμε σ ' ένα οροπέδιο, σημαδεμένο α π ό μεγάλα κομμάτια μαύρης ελαφρόπετρας. Εδώ οι κεραυνοί του Δία γκρέμισαν τον Κρόνο. Ο στρατός τότε άρχισε να τρα­γουδά την «Πτώση των Τιτάνων»:

Του θανάτου τους ήρθε η ώρα. Νεότεροι αδημονούν τη θέση τους να πάρουν. Ακόμη κι αν αυτοί που τους νίκησαν θρηνούν Τα πρόσωπά τους δεν πρόκειται να ξαναδούν.

Στο δρόμο, οι Έλληνες και οι Αμαζόνες μοιράζονταν το καθή­κον της ανίχνευσης. Τη νύχτα στρατοπέδευαν ξεχωριστά. Αυ­τή την εποχή η ζέστη στη σ τ έ π α είναι αφόρητη, αλλά υποχω­ρεί όταν βραδιάσει. Οι νύχτες είναι παγωμένες . Οι Αμαζόνες κοιμούνταν με τις αδελφές τους , ανά δύο ή τρεις, πάνω στο χώμα κάτω α π ό σκέπαστρα φτιαγμένα με ελαφίσιο δέρμα και ενισχυμένα με δέρματα λύκου και προβιές που έκαναν τριπλή δουλειά, ως σέλες, ρούχα και σκεπάσματα.

Απ όλους τους Έλληνες και τις Αμαζόνες, εκτός α π ό τη Σελήνη κι εμένα, μόνο δύο μπήκαν στον κόπο να μάθουν τη γλώσσα ο ένας του άλλου. Ο Θησέας και η Αντιόπη. Τους έβλεπα να συνομιλούν π ά ν ω α π ό δύο φορές την ημέρα, με μια εγκράτε ια ηθελημένη, αλλά ο καθένας ξεχωριστά αναζη­τούσε αυτούς π ο υ ήξεραν καλά και τις δύο γλώσσες, όπως η Σελήνη. Ο αδελφός μου κι ε γώ ήμασταν παρόντες στο στρα­τόπεδο των Αθηναίων, την τρίτη νύχτα, όταν ο Θησέας κι ο Λύκος άρχισαν να συζητούν αυτό το θέμα.

Η ομάδα είχε καθίσει γύρω από τις φωτιές. Ο Θησέας π α ­ρατήρησε ότι η λέξη για το βελανίδι στη γλώσσα των Αμαζό­νων ήταν «μικρόχερο καρύδι» , επειδή το φύλλο της βελανι­διάς θυμίζει ανοιχτή παλάμη. Ο βασιλιάς μ α ς φαινόταν γοη­τευμένος α π ό την απλότητα αυτή και δε δίστασε να το πε ι καθαρά.

. 180 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

«Ανοησίες!» ε ίπε ο Λύκος. Αποκάλεσε τη γλώσσα των Αμαζόνων γλώσσα βαρβάρων. «Έτσι θα μιλούσαν και τα ζώα. αν μπορούσαν», πρόσθεσε.

«Ακριβώς!» αποκρίθηκε ο Θησέας ζωηρά. «Οι Αμαζόνες φέρονται ανάλαφρα με τη γλώσσα, δεν κλέβουν ένα π ρ ά γ μ α α π ό το πνεύμα του , με τη μαγε ία του να δίνεις ένα όνομα».

Οι άντρες γύρω από τη φωτιά κοιτάχτηκαν. «Πράγματι, η γ υ ­ναίκα είναι πολύ ωραία» , παρατήρησε ο Φίλιππος γελώντας.

«Τη γοητεία αυτές οι σκύλες την έχουν ανάμεσα στα σκέ­λια τους» , δήλωσε ο Λύκος, « ό π ω ς όλες οι γυναίκες , κι εμείς παρασυρόμαστε μόνο γι ' αυτόν το λόγο, σαν όλους τους ά­ντρες».

Ο Θησέας κοίταξε το συμπατριώτη του υπομονετικά. « Ρ ώ ­τησα την κόρη Σελήνη τι εννοεί ο λαός της όταν λέει ότι "ονε ιρεύεται" . Μου έδειξε τη στέπα , την οποία αποκάλεσε άραλ νάτα. «Η θ ά λ α σ σ ά Μας». Κατάλαβα ότι δεν εννοούσε μόνο την π ε δ ι ά δ α και τον ουρανό, αν και αυτά εκφράζει ο όρος αυτός, αλλά μια πεδ ιάδα κι έναν ουρανό εσωτερικά, που γ ια κείνην, έτσι π ιστεύω, εσωτερικό και εξωτερικό ήταν αδιαί­ρετα. "Ό,τι κάνουμε και λέμε προέρχεται α π ' αυτή τη θάλασ­σα. Ακούμε τη φωνή της. Αυτό είναι το όνε ιρο"».

«Αυτά είναι βλακείες!» γρύλισε ο Λύκος. Ο Θησέας: «Έχεις δει πώς στέκονται κάτω από τον ουρανό

αυτές οι γυναίκες, όπως ακριβώς τα άλογα, εντελώς ακίνητες γ ια ώρες ; Δεν είναι εκπληκτικό αυτό ;»

«Είναι κουτές σαν κούτσουρα και στέκονται έτσι», ε ίπε ο Λύκος.

«Στέκονται δύο» , συνέχισε ο Θησέας, «σιωπηλές και ακί­νητες, χωρίς ν' αγγίζει ή να κοιτάζει η μία την άλλη, κι όμως ολοφάνερα δεμένες μεταξύ τους. Τ ώ ρ α μια τρίτη πλησιάζει. Ούτε κι αυτή χαιρετά, απλώς παίρνει τη θέση της δ ίπλα στις αδελφές της, αλλά χωριστά. Οι δύο πρώτες φαίνονται να μην την έχουν πάρει είδηση, κι όμως καλωσορίζουν την τρίτη. Και στέκονται έτσι όλες μαζ ί» .

«Είναι μουρλές!»

. 181 .

Page 89: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ - ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

«Ονειρεύονται». « Κ α ι το σκουμπρί μπορεί να ονειρεύεται, βασιλιά μου». «Να ι , και τα θαλάσσια τέρατα. Κολυμπούν σε τούτη τη

θάλασσα τα γενναία αυτά ψάρια κι επιθυμούν ν' αποκοπούν από αυτήν όσο θέλει ένα κήτος να βγει στην ξηρά».

«Κα ι τι είναι αυτή η θάλασσα, Θησέα, αν όχι η θάλασσα της άγνοιας; Ο ωκεανός της βαρβαρότητας και της αμάθειας; Είναι μια φυλή αγρίων, όσο ωραία κι αν είναι τα μεριά τους. Δεν ταιριάζει στο βασιλιά των Αθηνών, αφέντη μου, να δείχνει τόση συναισθηματικότητα. Η γλώσσα των Ελλήνων είναι η δό­ξα του ανθρώπινου είδους! Μας σήκωσε από τη λάσπη και η αντανάκλασή της, η λογική, μας ανύψωσε από τη χυδαία και κτηνώδη υπόστασή μας. Τι θέλεις να κάνουμε τώρα εμείς, Θη­σέα; Να ξαπλώσουμε σ' αυτή τη θάλασσα του "ονείρου" σαν γουρούνια στο βούρκο; Αν μπορέσεις να καταφέρεις αυτή τη γυναίκα, πάρ' την. Κουβάλησε τη σπίτι για νύφη, αλλά μη μας ζαλίζεις με σαχλαμάρες, σε παρακαλώ!»

Όλ' αυτά σίγουρα έφτασαν στ ' αυτιά της Αντιόπης. Τίποτα δεν της ξέφευγε. Μήπως σ' αυτό οφειλόταν η δυστυχία της; Πλησίασα τη Σελήνη εκείνο το πρωί. καθώς φρόντιζε το άλογό της. Δεν είχα προσέξει την Αντιόπη, που στεκόταν στην άλλη πλευρά. Και από τα χείλη της βασίλισσας άκουσα τούτα τα λόγια: «Είμαστε βάρβαρες, Σελήνη;»

Τότε με πρόσεξε η Αντιόπη. Εγώ κοκκίνισα κι άρχισα να δικαιολογούμαι. Εκείνη ρώτησε πάλι: «Είμαστε βάρβαρες, Έλληνα, όπως ισχυρίζεται ο αφέντης σου; Είναι η Σελήνη βάρ­βαρη; Ή ε γώ ; »

Εκείνο το πρωί άντρες ιππείς ενώθηκαν με τη φάλαγγα από το Βορρά. Καυκάσιοι από τα βουνά που οδηγούσαν στην Πύλη των Καταιγίδων. Ανέφεραν ότι οι άντρες του Βόργη έκλεψαν άλλο ένα κοπάδι κι έσφαξαν τα κορίτσια που το φύ­λαγαν. Οι Σκύθες, ανέφεραν οι νεοφερμένοι, είχαν γδάρει τα κεφάλια αρκετών και είχαν αποκεφαλίσει τις περισσότερες. Θα έφτιαχναν κύπελλα με τα κεφάλια και θα τα κρεμούσαν σαν τρόπαια στα ζωνάρια τους.

. 182 .

ΟΙ Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

Κάθε χαρούμενη διάθεση εξαφανίστηκε από το στράτευ­μα. Η ταχύτητα διπλασιάστηκε. Οι πολεμίστριες άρχισαν να βάφουν τα άλογα και τον εαυτό τους. Τα ονόματα των όπλων και των βοηθητικών αντικειμένων άλλαξαν. Έγιναν πολεμικά ονόματα. Αυτό ήταν καινούριο για μένα. Ο πέλεκυς ονομά­στηκε τώρα αραπάτα, «φονιάς ψυχών»· τα άλογα έγιναν « α ε ­το ί » , «ασπίδες» « τε ίχη» . Κάθε αντικείμενο προσωποποιήθη­κε. Έβλεπες τις Αμαζόνες ν' απευθύνονται στα δόρατα και στα βέλη δυνατά, σαν να διέθεταν λογική και την ικανότητα ν' απαντήσουν. Κάθε σαΐτα έγινε πράγμα ζωντανό. Οι αντρειω­μένες έκαναν συμφωνία μαζί τους, ζητώντας την εύνοιά τους, και θυσίασαν λωρίδες από το δέρμα τους, κομμάτια από την ίδια τους τη σάρκα.

Οι Αμαζόνες τώρα μιλούσαν για τον εαυτό τους στο τρίτο πρόσωπο. Η Σελήνη είχε γίνει Μέλα. «Μαύρη», κι έβαψε το πρόσωπό της, το στήθος και τους ώμους με μια ουσία φτιαγ­μένη από ελαφίσιο λίπος, κιμωλία και ξυλοκάρβουνα. Αν την αποκαλούσες Σελήνη, δεν άκουγε. Ούτε μπορούσες να την πεις «Μαύρη» στο πρώτο πρόσωπο. Έπρεπε να της μιλήσεις στο τρίτο: « θ ' απαντήσει η Μαύρη στην ερώτηση μου;», «Πει­νάει η Μαύρη;». Οι Αμαζόνες, πάντα φειδωλές στα λόγια, τώ ­ρα δεν άνοιγαν καθόλου το στόμα. Οι γυναίκες συνομιλούσαν με νοήματα, κι αυτά σύντομα, όπως συνηθιζόταν στον πόλεμο.

Πολλοί Αθηναίοι άρχιζαν να μιμούνται τις γυναίκες, δένο­ντας τα μαλλιά τους με τον τρόπο των αυτοχθόνων, χαράζο­ντας ακόμα και το δέρμα τους. Ο Θησέας θεώρησε απαραίτη­το ν' απαγορεύσει τέτοιες βαρβαρικές συνήθειες κι όταν τον αψήφησαν μερικοί, τους τιμώρησε παραδειγματικά.

Στο τέλος της τέταρτης μέρας, ο στρατός έφτασε σε φω­τιές όπου είχε μαγειρευτεί αλογίσιο κρέας. 0 εχθρός δεν κυ­νηγούσε πια, παρά σκότωνε τα ζώα που είχε μαζί του. Φοβό­ταν κι είχε ανοίξει το βήμα του. Η εμπροσθοφυλακή των Αμα­ζόνων όρμησε μπροστά, όχι δυο και τρεις όπως μέχρι τώρα, αλλά ομάδες ολόκληρες από ενήλικες πολεμίστριες, όχι δόκι­μες.

. 183 .

Page 90: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Σ Τ Ι Β Ε Ν Π Ρ Ε Σ Σ Φ Ι Λ Ν Τ

Ο Ελιεύς κι εγώ καλπάσαμε μπροστά, με το Φίλιππο και τους άλλους, κάτω από την αρχηγία του Πετεώ. Συνεχίσαμε έτσι μέχρι το βράδυ, άλλοτε αλογάρηδες, άλλοτε με τα πόδια. Είχαμε χάσει προ πολλού κάθε οπτική επαφή με την εμπρο­σθοφυλακή των Αμαζόνων. Τα ζ ώ α μας ήταν εξαντλημένα. Έπρεπε να ξεκουραστούν και να πιουν νερό. Φτάσαμε σ' έναν ξεροπόταμο και σκάψαμε στην άμμο μέχρι να φανεί ο βούρ­κος.

Από τα μετόπισθεν ήρθε μια καβαλάρισσα. Ήταν μια μικρή Αμαζόνα. Σταμάτησε σε αρκετή απόσταση, δεν ήξερε αν ήμα­σταν εχθροί. Κουνήσαμε τα χέρια μας και φωνάξαμε στα ελ­ληνικά. Από το λαρύγγι της βγήκε μια τρομακτική κραυγή. Σήκωσε το δόρυ της κι έδειξε βόρεια, λες και επρόκειτο για ένα θέατρο φρίκης. Έπειτα χάθηκε καλπάζοντας προς τα κει.

Μόλις χάραξε, ξεκινήσαμε. Ακολουθήσαμε τα ίχνη του κο­ριτσιού. Η ομάδα μας ήταν αρκετά μπροστά από το κυρίως σώμα. Βλέπαμε τη σκόνη του, εξακόσια με εφτακόσια στάδια πίσω. Τα ίχνη της κοπέλας οδηγούσαν σ' ένα ύψωμα. Φτάσα­με στην κορφή του. Από κάτω υπήρχε η κοίτη ενός ξεροπότα-μου. Και τότε ξετυλίχτηκε μπρος μας μια σκηνή που σημάδε­ψε για πάντα τη μνήμη μας, και που είναι αδύνατο να περι­γράψει κανείς ή να μιλήσει γι' αυτήν.

Στην αρχή μας φάνηκε ότι η λεκάνη είχε πιάσει φωτιά. Λες και είχε ανάψει κάποιος φωτιές μαγειρέματος σκάβοντας μέ­σα στη γη. Τότε καταλάβαμε ότι κάθε πηγάδι ήταν κι ένας άνθρωπος. Ένα νεαρό κορίτσι.

Κατεβήκαμε από τ' άλογα, όχι μετά από διαταγή κάποιου ανώτερου αλλά υποχρεωμένοι από τη φρίκη. Συνεχίσαμε με τα πόδια. Αποφεύγαμε να κοιτάμε, αλλά η τρομακτική εκείνη σκηνή τραβούσε το βλέμμα μας. Κάτω από τα απότομα βρά­χια, είδαμε άλογα σφαγμένα, ξεκοιλιασμένα και αποκεφαλι­σμένα. Ήταν τοποθετημένα κυκλικά, πενήντα επτά συνολικά, όπως μάθαμε αργότερα. Μπροστά στο καθένα ήταν η καμένη σάρκα και τα κόκαλα ενός κοριτσιού. Όλες ήταν αποκεφαλι­σμένες. Στο κέντρο, σταυρωμένο με το κεφάλι προς τα κάτω.

. 184 .

Ο Ι Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

πάνω σε δύο σανίδες που σχημάτιζαν σταυρό, κρεμόταν το σώμα μιας παιδούλας. Η σάρκα της είχε υποστεί τόση βεβή-λωση που είναι αδύνατο να την περιγράψω. Σίγουρα είχε βα­σανιστεί πριν θυσιάσουν τις άλλες.

Ήταν η Άελλα, ο «Μικρός Ανεμοστρόβιλος», η σύντροφος της Ελευθεράς και της Σελήνης, η αγγελιοφόρος που είχε πιά­σει το πουλί στον αέρα.

Τα κόκαλα των κοριτσιών είχαν ποδοπατηθεί από τ' άλο­γα. Στη συνέχεια τα είχαν μαζέψει και τα είχαν στοιβάξει σε σωρούς, τ' απομεινάρια της μιας ανακατεμένα μ' αυτά μιας άλλης. Ολόκληρη η κοίτη ήταν σκαμμένη από κλοτσιές και γε­μάτη σατανικά σημάδια και σύμβολα.

Ο στρατός της Αμαζονίας δεν άργησε να φανεί. Όπως σε κάθε φάλαγγα, πρώτα φάνηκε η εμπροσθοφυλακή, έπειτα το κυρίως σώμα, η μία μονάδα μετά την άλλη. Κάθε φορά το ίδιο δράμα. Οι πολεμίστριες ξεσπούσαν σε ολολυγμούς. Απέ­ραντη θλίψη τις κυρίευε. Δεν ήξεραν τι να κάνουν. Μερικές πάνω στη δυστυχία τους έκοβαν κομμάτια από τ' αυτιά τους και χάραζαν τα πόδια τους. Αλλες άρπαζαν μυτερές πέτρες και χτυπούσαν το σώμα τους ή έπαιρναν στάχτες και τις έρι­χναν πάνω στα κεφάλια και στους ώμους τους. Αρκετές έτρε­χαν στις ρεματιές ουρλιάζοντας από πόνο και δέος, ενώ οι πε­ρισσότερες κυλιούνταν πάνω στο χώμα ή χτυπούσαν τους αγκώνες και τα γόνατα στ ' απόκρημνα βράχια. Είδα μια Α­μαζόνα να σκαρφαλώνει στο ύψωμα και μετά να πέφτει κά­τω. Βούτηξε από ύψος σαράντα ποδών περίπου. Καθώς έπε­φτε, κομμάτια ολόκληρα ξεκολλούσαν από τη σάρκα της. Επανέλαβε πολλές φορές το ίδιο πράγμα, βγάζοντας τέτοιες κραυγές που σου έκοβαν το αίμα.

Όσο προχωρούσε η μέρα, νέες μονάδες έφταναν κι ανακά­λυπταν τη συμφορά που τις είχε πλήξει. Κι αυτές δεν άντεχαν σε κείνο το φοβερό θέαμα κι ένωναν τους θρήνους τους στο γενικό οδυρμό. Μερικές τρυπούσαν τις παλάμες τους με βέλη. άλλες ξύριζαν το κεφάλι τους με μαχαίρι. Το αίμα της θλίψης λέρωνε τα μαλλιά τους κι έτρεχε στο μέτωπό τους. Έκοβαν

. 185 .

Page 91: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Σ Τ Ι Β Ε Ν Π Ρ Ε Σ Σ Φ Ι Λ Ν Τ

επίσης τη σάρκα των αλόγων τους, τις χαίτες και τις ουρές. Οι οδυρμοί κι οι αλαλαγμοί που υψώνονταν από παντού είναι αδύνατο να περιγραφούν. Έβλεπες εκατοντάδες πολεμίστριες να σφαδάζουν από πόνο, βάφοντας τη σάρκα με το αίμα τους που πάνω του κολλούσε η άσπρη σκόνη του ασβεστόλιθου. Καθώς έπεφτε το σκοτάδι, θαρρούσες ότι ο τόπος είχε γεμίσει τρομακτικά φαντάσματα. Σε μια στιγμή βρέθηκα κοντά στη Σελήνη. Ένα ματωμένο προσωπείο κάλυπτε τα χαρακτηριστι­κά της από τις χαρακιές που είχε κάνει στο κεφάλι της. Τα μάτια της δεν ήταν ανθρώπινα ούτε καν ζώου, αλλά μιας φυ­σικής δύναμης όπου δε χωρούσε καμιά λογική.

Η Ελευθερά φάνηκε μέσα απ' το σκοτάδι. Η Άελλα ήταν μαθητευόμενή της, η μικρότερη της τρίτης τρικόνας της. Τη στιγμή που μπήκε η Ελευθερά, άλλες προσπαθούσαν να κατε­βάσουν το πτώμα. Διαλύθηκαν αμέσως. Η Ελευθερά πλησίασε και σταμάτησε δίπλα στο σταυρωμένο κορίτσι. Έμεινε εκεί όλη τη νύχτα.

Όπως μου εξήγησαν αργότερα, οι Σκύθες δεν είχαν πάρει μόνο τα μαλλιά και τα κεφάλια των κοριτσιών, αλλά τους εί­χαν φερθεί με ιδιαίτερα προσβλητικό τρόπο για να μην πάνε οι ψυχές τους στην άλλη ζωή. Είχαν ανακατέψει τα κόκαλα τους ώστε οι σκιές τους να μην μπορούν ν' ανασυσταθούν στη μετά θάνατο ζωή, αλλά να υπάρχουν, κομματιασμένες, σε κά­ποιον άγνωστο κόσμο απόγνωσης.

Ο θρήνος συνεχίστηκε όλη τη νύχτα. Και οι πιο παράξενες τελετουργίες των Ελλήνων δεν είναι τίποτα μπροστά σ' αυτό. Η υπερβολή του σε τρόμαζε. Δεν μπορούσα να το αντέξω. Βρήκα τον αδελφό μου και το Φίλιππο. Αρχίσαμε να καλπά­ζουμε στην πεδιάδα, ώσπου οι θρήνοι και οι οιμωγές τους έφταναν στ' αυτιά μας αμυδρά πια.

Κι άλλος ένας καβαλάρης τριγυρνούσε μόνος κάτω απ' το φεγγάρι.

Ήταν ο Θησέας. Μας αναγνώρισε και μας έκανε νόημα να πάμε κοντά του.

Σταματήσαμε πλάι του. «Επικαλούνται το Μίσος» , είπε.

. 186 .

ΟΙ Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

Στην αρχή δεν κατάλαβα. Κατόπιν διέκρινα μια αλλαγή στον τόνο της φωνής τους. Οι Αμαζόνες φώναζαν τώρα την Εκάτη, τη Νέμεσι και την Αιδώ, τις Θυγατέρες της Νύχτας, και την Άρτεμι Ανηλεή. Ακούγαμε τις φωνές τους που τις κα­λούσαν. Οι προσευχές τους υψώνονταν προς άγνωστους θεούς και θεές, προς τη Φρυγία Κυβέλη, τη Μεγάλη Μητέρα, τη Μή­τρα της Δημιουργίας, προς τη Δήμητρα και προς τη Χθονία Περσεφόνη, την Αρχόντισσα του Κάτω Κόσμου. Καθώς τα ουρλιαχτά συνέχιζαν ν' ανεβαίνουν στον ουρανό, ένα αντίστοι­χο τραγούδι ακούστηκε πέρα στην άγρια στέπα: αγέλες λύ­κων που σου πάγωναν το αίμα με τις αρχέγονες κραυγές τους.

«Ποια είναι η γνώμη σας γι ' αυτό, αδέλφια;» ρώτησε ο βα­σιλιάς των Αθηνών με φωνή ξερή σαν τον ασβεστόλιθο της πε­διάδας. Γυρίσαμε προς το μέρος του. Το πρόσωπο του Θησέα ήταν γκρίζο κάτω απ' το φως του φεγγαριού, με μια έκφραση δέους που δεν είχα ξαναδεί ούτε ξανάδα ποτέ στη ζωή μου. Σήκωσε το χέρι του κι έδειξε πίσω το θέατρο του αίματος.

« Ν α πώς ζούσαμε πριν από χιλιάδες χρόνια», μουρμούρισε ο Θησέας.

. 187 .

Page 92: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

17

Σφαγή στα Ξεροβούνια

Ο ΔΑΜΩΝ συνεχίζει:

Ο Τ ά ν α ϊ ς είναι μεγάλος π ο τ α μ ό ς , φυσικό σύνορο μ ε τ α ξ ύ Ε υ ­ρώπης και Α σ ί α ς . Το πλάτος του στο κοντινότερο πέρασμα, αυτό π ο υ ο Βόργης και οι Σκύθες έπρεπε να διαβούν, έχει πλάτος εξακόσιες οργιές . Ε κ ε ί θα ρίχνονταν οι Αμαζόνες στον εχθρό τους. Ε κ ε ί θα έπαιρναν την εκδίκησή τους. Τα γ ε γ ο ν ό ­τα εξελίχθηκαν ως εξής:

Α ρ κ ε τ ή ώρα προτού ξημερώσει , οι Α μ α ζ ό ν ε ς κατέβασαν το σώμα της μικρής Άελλας απ' το σταυρό του μαρτυρίου της και το έ κ α ψ α ν . Τα οστά βάφτηκαν με ώχ ρα και τυλίχτηκαν στο λυκοτόμαρο με το οποίο έδενε η Ελευθερά τον πολεμικό της σάκο, το γυλιό με τα διακριτικά και τα φυλαχτά (που α π ο ­τελούν το ιερότερο π ρ ά γ μ α που έχει στην κατοχή της μια π ο ­λεμίστρια) και τοποθετήθηκαν πάνω σε μια στήλη α π ό α σ β ε ­στόλιθο, ψηλή ίσαμε την κνήμη, στην π ε δ ι ά δ α . Πενήντα εφτά τέτοια φέρετρα στήθηκαν, ένα για τις στάχτες κάθε κόρης, όσο καλύτερα γινόταν. Α π ό πάνω έβαλαν ένα διπλό πέλεκυ. Τα άλογα και οι καβαλάρισσες σχημάτισαν κύκλο ολόγυρά τους, β α μ μ έ ν ε ς με πένθιμα χρώματα. Μια Α μ α ζ ό ν α στάθηκε μπροστά σε κάθε πυρά, εκτελώντας χρέη ιέρειας. Τα κορμιά τους είχαν στραγγίσει α π ό κάθε συναίσθημα θλίψης μετά τον ολονύχτιο οδυρμό, και τη θέση της είχε πάρει η αποφασιστικό­τητα, π ο υ νικούσε την πείνα και την εξάντληση. Α υ τ ό το φ ο -

. 188 .

Ο Ι Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

βερό συναίσθημα π ο υ κινητοποιεί το θηλυκό σε κάθε γυναι­κεία ο μ ά δ α (που λέγεται ούτερη στη γλώσσα των Αμαζόνων και γυναικεία μανία στα ελληνικά) μ π ο ρ ο ύ σ ε ς να το νιώσεις τώρα, ήταν αισθητό σαν την πρωινή ψύχρα. Μ π ρ ο σ τ ά σε κάθε τύμβο στάθηκε μια ο μ ά δ α πολεμιστριών, η μία πίσω α π ό την ά λ λ η . Κ α θ ώ ς πλησίαζε κάθε αντρειωμένη, η ιέρεια σήκωνε τον πέλεκυ, π ο υ έκοβε σαν ξυράφι, κι έκοβε την άκρη της γλώσ­σας της συντρόφου τ η ς . Α υ τ ό ήταν η Επίκληση στον Α ρ η , η «τελετουργία του σ ι δ ή ρ ο υ » π ο υ ελάχιστες γυναίκες είχαν βιώ­σει. Μ' αυτήν, κάθε πολεμίστρια γεύεται την α λ μ ύ ρ α του δι­κού της θανάτου, ώστε κανείς εχθρός να μην μπορεί να κ α υ ­χηθεί ότι της πήρε πρώτος το α ί μ α .

Αίμα στο σίδερο. Σίδερο στο αίμα.

Κατόπιν της έκανε ά λ λ ε ς δ υ ο χαρακιές σε κάθε μ ά γ ο υ λ ο , ενώ το εκστρατευτικό σ ώ μ α τραγουδούσε έναν ύμνο τόσο παλιό π ο υ η Σελήνη αργότερα με βεβαίωσε ότι δεν καταλάβαινε ό λ α τα λόγια. Οι μπόγοι με τα καμένα οστά τυλίχτηκαν στα λ υ κ ο -τ ό μ α ρ α και τοποθετήθηκαν στ' α μ ά ξ ι α των βοηθητικών. Οι ι έ ­ρειες ανέβηκαν κι αυτές . Η ταξιαρχία άφησε τη ρεματιά και παρατάχθηκε περιμένοντας τον ήλιο.

Τ ό τ ε επέστρεψε η π ρ ώ τ η ανιχνευτική ο μ ά δ α . Ανέφερε ότι σε α π ό σ τ α σ η χιλίων διακοσίων σταδίων περίπου υπήρχε μια π α ρ α τ η μ έ ν η ά μ α ξ α των Σκυθών μ ε σ π α σ μ έ ν ο ά ξ ο ν α . Α υ τ ό σήμαινε ότι ο εχθρός προχωρούσε βιαστικά. Κι άλλοι ανιχνευ­τές φάνηκαν. Είχαν δει σκόνη χίλια στάδια π έ ρ α α π ό τη σ π α ­σ μ έ ν η ά μ α ξ α . Η α π ό σ τ α σ η μέχρι τον Τ ά ν α ϊ ήταν άλλη τ ό σ η . Έ γ ι ν ε πολεμικό συμβούλιο, α π ό το οποίο αποκλείστηκαν όλοι οι Αθηναίοι εκτός α π ό το Θησέα και το Λ ύ κ ο . Αν δόθηκαν διαταγές , ποτέ δεν τις άκουσα. Κόλλησα δίπλα στη Σελήνη, κι αφού δε μ' έδιωξε κανείς , έμεινα .

Ο Ή λ ι ο ς είναι γ ια τις Α μ α ζ ό ν ε ς ό,τι οι Μούσες για τους Έ λ λ η ν ε ς , αυτός π ο υ τα βλέπει και τα θυμάται ό λ α . Κ ά θ ε γ ε ν -

. 189 .

Page 93: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤ ΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

ναία Αμαζόνα προσευχήθηκε σιωπηλά σ' Αυτόν, να είναι μάρ­τυρας της ανδρείας της και να τη θυμάται για τον ελεύθερο λαό, για πάντα. Τη στιγμή που η πρώτη αχτίδα έσκιζε τον ου­ρανό, το στράτευμα ξέσπασε σε τέτοιους αλαλαγμούς που έκαναν την τρίχα του ανθρώπου να σηκώνεται όρθια. Η Σελή­νη όρμησε μπροστά. Χίλιες οργιές πιο πέρα, η φάλαγγα άρχι­σε να καλπάζει. Σπιρούνισα το άλογό μου και γαντζώθηκα πάνω του.

Όταν οι Αμαζόνες προελαύνουν, προσμένοντας τη μάχη, χρησιμοποιούν τις τρικόνες με τον ακόλουθο τρόπο: Οι μονά­δες της προφυλακής αποτελούνται από τις μεγαλύτερες των τριπλών δεσμών. Η πολεμίστρια ιππεύει το βοηθητικό της άλογο, σέρνοντας ταυτόχρονα το πρώτο, και καλπάζει με μια ταχύτητα που να μην κουράζει τα ζώα. Ακολουθούν οι μεγα­λύτερες σε ηλικία δόκιμες, η κάθε μία καβάλα στο άλογό της. οδηγώντας το κυρίως ζώο της πολεμίστριας με ταχύτητα που ποικίλλει. Τελευταίες έρχονται οι μικρότερες, σέρνοντας τα υπόλοιπα ζώα ακόμα πιο χαλαρά.

Ο Τάνάϊς απείχε μια μέρα με το άλογο, μέσα απ' αυτή την άγονη χώρα. Οι Αμαζόνες σκόπευαν να τη διασχίσουν το πρωί. Το εκστρατευτικό σώμα ανέπτυξε ταχύτητα καθώς ανέ­βαινε ο ήλιος. Κάλπαζαν τόσο γρήγορα που η μύξα έτρεχε από τη μύτη μου σαν νερό. Στη στέπα δεν ουρείς ποτέ, κάθε σταγόνα που πίνεις βγαίνει με τον ιδρώτα και το σάλιο.

Στα μέσα του πρωινού, η στρατιά είχε περάσει το εγκατα­λειμμένο αμάξι και είχε καλύψει μια απόσταση πεντακοσίων σταδίων περίπου. Εκεί βρισκόταν ένα δροσερό ποταμάκι. Δό­θηκε διαταγή να σταματήσουμε, αφού και τα καλύτερα πολε­μικά άλογα, που δεν κουβαλούσαν τίποτα, είχαν κουραστεί. Ήταν αδύνατο να φτάσουμε το Βόργη το μεσημέρι. Όταν ήρθε η δεύτερη ομάδα με τ' άλογα, οι Αμαζόνες της προφυλακής καβαλίκεψαν τα πιο ξεκούραστα. Η φάλαγγα ξεκίνησε πάλι.

Έφτασε μεσημέρι. Ο ποταμός απείχε τώρα γύρω στα οχτα­κόσια σαράντα στάδια. Βλέπαμε καθαρά πια τη σκόνη του Βόργη. Η φάλαγγα χωρίστηκε σε ομάδες, καθώς κάθε πολεμί-

. 190 .

ΟΙ Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

στρια προσπαθούσε ν' αποφύγει υψώματα και χαράδρες, ανα­ζητώντας το καλύτερο μονοπάτι. Οι αρχηγοί των Αμαζόνων προσπαθούσαν να συγκρατήσουν τ' ανυπόμονα ζώα ώστε να μην καλπάζουν. Εγώ πήγα με τη Σελήνη και μια ομάδα τριά­ντα πολεμιστριών. Η στέπα ήταν καλυμμένη με ξερό χορτάρι που έφτανε μέχρι το στήθος των αλόγων. Ξαφνικά μια Αμα­ζόνα ήρθε καλπάζοντας και είπε κάτι που δεν κατάλαβα. Έδειξε με το δόρυ της τα σύννεφα της σκόνης που σήκωναν πίσω τους ο Βόργης και τα κοπάδια, πεντακόσια ή εξακόσια στάδια μπροστά.

Προειδοποιητικές κραυγές ακούστηκαν τότε από την εμπρο­σθοφυλακή. Οι Αμαζόνες, όρθιες στη ράχη των αλόγων τους, όρμησαν μπροστά. Αυτό που είχαν δει οι συντρόφισσές της το είχε δει και η Σελήνη. Σφύριξε προς τα πίσω για να ειδοποιή­σει τις δόκιμες. « Τ ι έγινε;» ρώτησα.

«Ακολούθησέ με ! » φώναξε η Σελήνη και μαστίγωσε την Αυγή με δύναμη. Πρώτη φορά την έβλεπα να κάνει κάτι τέ ­τοιο. Γύρισα πάλι προς τα μπρος.

Φλόγες. Ο Βόργης είχε βάλει φωτιά στο χορτάρι. Οι Αμαζόνες τράβηξαν βόρεια, κάθετα από τη φάλαγγα

καταδίωξης. Φώναξα στη Σελήνη ότι θεωρούσα την αναστά­τωση του στρατού τους υπερβολική. Συνέχαιρα τον εαυτό μου για την ψυχραιμία μου. Μετά κοίταξα πίσω.

Το μέτωπο της φωτιάς, λίγος καπνός πριν από δέκα καρ­διοχτύπια, είχε διπλασιαστεί τώρα και είχε πλησιάσει αρκετά. Στράφηκα στη Σελήνη. Είχε φύγει αρκετά μπροστά. Όταν ξα­νακοίταξα την πυρκαγιά είχε διπλασιαστεί.

Γύρω στα τετρακόσια στάδια προς το Βορρά, υπήρχε ένας παραπόταμος του Τανάιδος. Εκεί προσπαθούσαν να φτάσουν η Σελήνη και οι συντρόφισσές της. Ξεκούραστα άλογα θα το κατάφερναν. Καθώς έβγαινα από έναν ξεροπόταμο, η Θηλιά, το άλογό μου, λύγισε προσπαθώντας να σκαρφαλώσει στην αργιλώδη απότομη όχθη. Σκαμπανέβαζε τόσο αργά που μπο­ρούσα να ξεκαβαλικέψω, όπως μια λέμβος στην αποβάθρα. Η

. 191 .

Page 94: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

φ ω τ ι ά βρυχ ιόταν α π ό π ί σ ω . Μ π ο ρ ο ύ σ ε ς ν α τ η μυρίσε ις τ ώ ρ α και να την ακούσε ι ς .

Κ ι ά λ λ α ά λ ο γ α β γ ή κ α ν α π ' τ ο πα ιχν ίδ ι κ ά τ ω α π ό τ ο β ά ρ ο ς των α ν α β α τ ρ ι ώ ν τους . Ο ι συντρόφ ισσες τ ο υ ς γ ύ ρ ι σ α ν π ί σ ω να τ ις βοηθήσουν . Ε ί δ α την Ι π π ο λ ύ τ η , π ο υ ή τ α ν π ά ν ω α π ό ε ξ ή ­ν τ α χρόνων , να δείχνει τ ό σ η ζωντάν ια όση κα ι τ ' ά λ ο γ ά της . Προς μ ε γ ά λ η μ ο υ έκπληξη , η Σελήνη γύρ ισε γ ι α μένα .

Γ ύ ρ ω σ τ α ο γ δ ό ν τ α σ τ ά δ ι α α ν α τ ο λ ι κ ά η φ ω τ ι ά ήταν μ π ρ ο ­σ τ ά μ α ς . Ε ί χ α μ ε α π ο κ ο π ε ί . Με π έ ν τ ε ή έξι ά λλε ς , η Σελήνη κι ε γ ώ κ α τ ε β ή κ α μ ε σε έναν ξ ε ρ ο π ό τ α μ ο . Μισό π ό δ ι ν ε ρ ό υ π ή ρ χ ε σε έ ν α β ο ύ ρ κ ο . Η βασ ίλ ισσα Α λ κ ί π π η μας δ ι έ τ α ξ ε να σ κ ά ­ψουμε , κάτ ι π ο υ κ ά ν α μ ε μ ε τ α χέρ ια , μ ε τ α γ ό ν α τ α , α κ ό μ α και μ ε τ α δ ά χ τ υ λ α των π ο δ ι ώ ν , γ ι α ν α τ ρ υ π ώ σ ο υ μ ε στην όχθη και να π ε ρ ά σ ε ι α π ό π ά ν ω μ α ς η φ ω τ ι ά . Ο ι Αμαζόνες ε ίχαν βάλε ι τ α ζ ώ α τ ο υ ς μ π ρ ο ύ μ υ τ α κ ι ε ίχαν ξ α π λ ώ σ ε ι δ ί π λ α σ τ ο λα ιμό τ ο υ ς γ ι α ν α μ η σ η κ ω θ ο ύ ν . Και μ ε τ α δ ύ ο χέρ ια , ο ι γ υ ­να ίκες π α σ ά λ ε ι ψ α ν μ ε λ ά σ π η τ ο σ ώ μ α τ ο υ ς κα ι τ α ζ ώ α τ ο υ ς . Βούτηξαν σ τ η λ ά σ π η τ ο υ ς μ α ν δ ύ ε ς και τ α γ ι δ ο τ ό μ α ρ ά τους γ ι α ν α κ α λ ύ ψ ο υ ν τ α κ ε φ ά λ ι α τόσο τ α δ ι κ ά τ ο υ ς όσο κα ι των α λ ό γ ω ν τους .

Η πύρ ινη κ α τ α ι γ ί δ α π έ ρ α σ ε ω ς εξής α π ό π ά ν ω μ α ς : π ρ ώ τ α ήρθε έ ν α ς άνεμος , όχι α π ό τ η ν κ α τ ε ύ θ υ ν σ η τ η ς π υ ρ κ α γ ι ά ς αλ ­λά α π ό την αντ ίθε τη . Δεν ή τ α ν ζεστός α λ λ ά κ ρ ύ ο ς . Ή τ α ν ο α έ ρ α ς κ ο ν τ ά σ τ ο έ δ α φ ο ς , π ο υ πήγα ινε π ρ ο ς τ η φ ω τ ι ά λ α χ τ α ­ρ ώ ν τ α ς να καε ί . Μέσα σε μερ ικές στ ιγμές , μ ε τ α τ ρ ά π η κ ε σε α ν ε μ ο θ ύ ε λ λ α . Η Σελήνη κι ε γ ώ ή μ α σ τ α ν ο ένας π ά ν ω στον άλλο , μ ε β ρ ε γ μ έ ν α γ ι δ ο τ ό μ α ρ α σ τ α κ ε φ ά λ ι α μ α ς κα ι ένα θ ύ ­λ α κ α λ α σ π ω μ έ ν ο υ α έ ρ α α ν ά μ ε σ ά μ α ς . « Κ ά ν ε ό,τι κ ά ν ω ! » φ ώ ν α ξ ε . Εννοούσε ν ' α ν α π ν έ ω μ έ σ α α π ' τ ο γ ι δ ο τ ό μ α ρ ο γ ι α ν α μην ε π η ρ ε ά ζ ε τ α ι η α ν α π ν ο ή μ ο υ α π ό τη φ ω τ ά . Ο άνεμος σ ά ­ρωσε τ η ν π ε δ ι ά δ α και τον ξ ε ρ ο π ό τ α μ ο . Μετά έ π ε σ ε α π ό τ ο ­μ α . Η γαλήνη κ ρ ά τ η σ ε μ ε ρ ι κ έ ς σ τ ι γ μ έ ς μόνο . Μετά η θύελλα ξανάρχ ισε , μ ο υ γ κ ρ ί ζ ο ν τ α ς α π ό π ά ν ω μ α ς . Η α ν ά σ α π ο υ έ π α ι ρ ν ε ς θ α ρ ρ ε ί ς κ ι έβγα ινε α π ό το φ υ σ ε ρ ό τ ο υ σ ιδερά . Ο ι κ α λ ύ π τ ρ ε ς μ α ς σ τ έ γ ν ω σ α ν σ τ η στ ιγμή , μ ε τ ά κ ά η κ α ν σαν π ε ρ -

192 .

Ο Ι Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

γ α μ η ν έ ς . Α π ό την τ ρ ύ π α μ α ς κ ο ί τ α ξ α τ ο β ά λ τ ο τ ο υ ξ ε ρ ο π ό -τ α μ ο υ . Μέσα σ ' ελάχ ιστο χ ρ ό ν ο ο ά ρ γ ι λ ο ς είχε ψηθεί .

Η φ ω τ ι ά χ τ ύ π η σ ε . Κ ά θ ε ήχος ε ξ α φ α ν ί σ τ η κ ε . Μ π ή κ α μ ε σε μ ια δ ίνη. Ή τ α ν α δ ύ ν α τ ο ν α κ ρ α τ ή σ ε ι ς την α ν α π ν ο ή σ ο υ . Τ ί π ο ­τ α δ ε ν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α κρατηθε ί . Έ ν ι ω θ ε ς τ α έ ν τ ε ρ ά σ ο υ ν α φ τ ά ν ο υ ν στον π ά τ ο σ ο υ , κ ι ό τ α ν αγων ι ζόσουν γ ι α λ ίγο α έ ρ α , φ ω τ ι ά πλημμύρ ιζε τα μ έ σ α σ ο υ . Η Σελήνη κόλλησε π ά ν ω μ ο υ . Η λ α ί λ α π α τ η ς φ ω τ ι ά ς μας σήκωσε όρθ ιους με τ ' ά λ ο γ α α π ό κ ά τ ω μ α ς κα ι μ ε τ ά μ α ς π έ τ α ξ ε σ τ η γ η σαν α θ ύ ρ μ α τ α . Συνήλ­θα μ έ σ α σ ' έναν α ν ε μ ο σ τ ρ ό β ι λ ο κ α π ν ο ύ . Κάτ ι με τ ρ α β ο ύ σ ε α π ό τ ο μ α . Ή τ α ν η Σελήνη, π ο υ έσκιζε τ ο μ α ν δ ύ α μ ο υ . Ε ίχε α ρ ­π ά ξ ε ι φ ω τ ι ά . Τον π έ τ α ξ ε σ τ η γη , π ο υ κάθε σ π ι θ α μ ή της κα ι ­γ ό τ α ν και κάπν ι ζε . Ά κ ο υ σ α τ η φ ω ν ή τ η ς Α λ κ ί π π η ς ν α φ ω ν ά ­ζει: « Σ η κ ω θ ε ί τ ε ! » Τ α κ α τ α φ έ ρ α μ ε κ α τ ά κ ά π ο ι ο ν τ ρ ό π ο .

Η λ α ί λ α π α της φ ω τ ι ά ς είχε π ε ρ ά σ ε ι . Μισανο ίξαμε τα μ ά τ ι α και ε ί δ α μ ε ότι το π ύ ρ ι ν ο τ ε ί χος κ α τ ε υ θ υ ν ό τ α ν βόρε ια . Α ν ε μ ο ­στρόβιλο ι κ α π ν ο ύ τ ο σ υ ν ό δ ε υ α ν . Μ π ρ ο σ τ ά μ α ς α π λ ω ν ό τ α ν ένας ε ρ η μ ό τ ο π ο ς α π ό σ τ ά χ τ η και κ α π ν ό . Πιάναμε ο έ ν α ς τον ά λ λ ο γ ι α ν α β ε β α ι ω θ ο ύ μ ε ότι ή μ α σ τ α ν α κ ό μ α ζωντανο ί και α λ λ ά ζ α μ ε θέσεις γ ι α ν α μην π α ρ α σ υ ρ θ ο ύ μ ε α π ό τ ις τ ε λ ε υ τ α ί ­ε ς α ν ά σ ε ς τ η ς φ ω τ ι ά ς . Σ η κ ώ σ α μ ε τ ' ά λ ο γ α και τ α ο δ η γ ή σ α μ ε α π ό τ α χαλ ινάρ ια σ τ ο π λ ά τ ω μ α α π ό ό π ο υ είχε ξεκινήσει η π υ ρ κ α γ ι ά . Η γη τσιτσίρ ιζε . Βαδ ί ζαμε , θαρρε ί ς , π ά ν ω σε σ χ ά ­ρ α . Τ α υ π ο δ ή μ α τ ά μ ο υ ήταν α π ό βοϊ ιδοτόμαρο, χ ο ν τ ρ ό όσο τ ο μ ε γ ά λ ο δ ά χ τ υ λ ο . Η ζέστη ό μ ω ς το δ ι α π ε ρ ν ο ύ σ ε σαν να ή τ α ν π α ν ί . Ο ι Αμαζόνες έ κ ο ψ α ν τ α δ ε ρ μ ά τ ι ν α λουρ ιά α π ό τ ις π ε ρ ι ­κνημίδες τ ο υ ς γ ι α ν α κ α λ ύ ψ ο υ ν μ ' α υ τ ά τ α π ό δ ι α των α λ ό γ ω ν . Μέχρι εκεί π ο υ έ φ τ α ν ε το μ ά τ ι , η π ε δ ι ά δ α κάπν ιζε σαν κ α μ ί ­νι. Έ π ρ ε π ε να συνεχ ίσουμε . Μας α ν ά γ κ α ζ ε η ζ έστη .

Η βασίλ ισσα Α λ κ ί π π η έ δ ω σ ε δ ι α τ α γ έ ς . Έ π ρ ε π ε να μ ά θ ο υ ­μ ε την τύχη τ ο υ κυρ ίου σ ώ μ α τ ο ς , δήλωσε , α υ τ ώ ν π ο υ ε ίχαν κ α τ ε υ θ υ ν θ ε ί π ρ ο ς τον π α ρ α π ό τ α μ ο τ ο υ Τ α ν ά ι δ ο ς . Δυο κ ο π έ ­λες έ φ υ γ α ν γ ι α ν ' α ν α φ έ ρ ο υ ν την κ α τ ά σ τ α σ η μ α ς κα ι ν α φ έ ­ρ ο υ ν οδηγ ί ε ς . Σ τ ο μ ε τ α ξ ύ , η ο μ ά δ α μ α ς θα κ α τ ε υ θ υ ν ό τ α ν όσο π ι ο γ ρ ή γ ο ρ α μ π ο ρ ο ύ σ ε π ρ ο ς τον Τάνα ϊ και τον εχθρό .

. 193 .

Page 95: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

Ξάφνου ακούστηκαν φωνές. Η μονάδα της Ιππολύτης εμ­φανίστηκε μπροστά μας, καψαλισμένη φυσικά, αλλά ανυπο­μονώντας για δράση. Ενωθήκαμε μαζί τους. Η στρατιωτική αυτή ομάδα άρχισε να βαδίζει στην καμένη γη, σαράντα άτο­μα περίπου, άντρες, κορίτσια και μεγαλύτερες πολεμίστριες. Ο ήλιος δε φαινόταν, τόσο πυκνός ήταν ο καπνός και η στά­χτη. Ούτε που βλέπαμε πού πηγαίναμε. Τα άλογα όμως ήξε­ραν. Ήξεραν πού ήταν το νερό. Κοίταξα τη Σελήνη και τις συ­ντρόφισσές της. Χωρίς μια λέξη, όρμησαν όλες να εξερευνή­σουν το παραπέτασμα του καπνού, ώστε να πλησιάσουν τον εχθρό από κει που δε θα το περίμενε. Προχωρούσα, το ένα βήμα μετά το άλλο, σχεδόν τυφλός και υποφέροντας αφάντα­στα. Διανύσαμε γύρω στα εκατόν πενήντα στάδια. Ξάφνου μέσ' από τον καπνό φάνηκε ένα αμάξι των Σκυθών. Μάλλον ένα μέτωπο της φωτιάς είχε περάσει κι από κει. Το αμάξι και τα ζώα είχαν γίνει κάρβουνο, και μαζί τους οι γυναίκες και τα παιδιά που κουβαλούσαν. Τίποτα δεν είχε απομείνει από τα βόδια, εκτός απ ' τα πλευρά και τα κρανία με τα μεγάλα κέ­ρατα χωμένα στη γη.

Ακούσαμε ένα σφύριγμα. Από τα δυτικά κι άλλες καβαλά-ρισσες φάνηκαν μέσ' από τον καπνό. Αμαζόνες έρχονταν από πίσω μας. Μέσα σ' ελάχιστο χρόνο έκαναν την εμφάνισή τους τρεις μονάδες, ενισχύσεις που είχαν φύγει από την Υπερυψω­μένη Πόλη μια μέρα μετά το κυρίως σώμα. Είχαν δει τον κα­πνό και ήρθαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, μαστιγώνοντας ανελέητα τ' άλογά τους. Ήταν φυλές των Λευκών Ορέων, με αρχηγούς την Αδράστεια (που το όνομά της σημαίνει Αυτή από την οποία δεν μπορείς να ξεφύγεις), την Ενυώ (που ση­μαίνει Πολεμοχαρής) και τη Δεινώ (που σημαίνει Φοβερή). Εί­χαν φτάσει με καθυστέρηση στη Σύναξη εξαιτίας ενός οιωνού. Μαζί τους ήταν και οι δόκιμες της στρατιάς μας. Ξεκούραστα άλογα. Μέσα σε λίγη ώρα είχαμε γίνει δυο χιλιάδες, καβάλα σε υπέροχα άτια και τέλεια αρματωμένοι. Οι ενισχύσεις είχαν ανακαλύψει τη σκηνή της σφαγής στη ρεματιά. Το αίμα των γυναικών έβραζε. Είχαν βαφτεί και διψούσαν για εκδίκηση.

. 194 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑ ΙΕΣ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

Στο μεταξύ, το κυρίως σώμα των Αμαζόνων, οι πρώτες εφτακόσιες πολεμίστριες που είχαν πάει βόρεια για να γλιτώ­σουν από τη φωτιά, είχαν καταφέρει να ξεφύγουν μέσω ενός παραπόταμου. Τον πέρασαν, κατευθύνθηκαν ανατολικά και πέρασαν κολυμπώντας τον Τάναϊ από ένα σημείο αρκετά βα­θύ, βόρεια εκείνου που θα διέσχιζε ο Βόργης. Κοντολογίς, εί­χαν βγει μπροστά του, λίγο βορειότερα όμως. Αυτή τη στιγμή προχωρούσαν νότια, από την άλλη όχθη του Τανάιδος. Σκό­πευαν να χτυπήσουν το Βόργη στο πέραμα, μολονότι Αμαζό­νες και ζώα ήταν όλοι εξουθενωμένοι. Μαζί με τις δόκιμες ήταν οχτακόσιες ψυχές, κι όλες ιπποτοξότριες.

Αυτό ο Βόργης δεν το ήξερε. Ούτε η ταξιαρχία με την οποία προχωρούσα. Οι αρχηγοί μας νόμιζαν ότι μόνο εμείς εί­χαμε απομείνει ζωντανοί. Φτάσαμε σε απόσταση ογδόντα πε­ρίπου σταδίων δυτικά του ποταμού. Μπροστά μας ο Βόργης και οι Σκύθες του προσπαθούσαν να περάσουν τα κοπάδια από το ποτάμι. Πρέπει να ήταν γύρω στις τέσσερις χιλιάδες κεφάλια και είχε περάσει ήδη το ένα τέταρτο. Βλέπαμε τα μαστίγια των Σκυθών να γυαλίζουν στον ήλιο.

Οι Αμαζόνες, με αρχηγούς την Ιππολύτη, την Αλκίππη, την Αδράστεια, την Ενυώ και τη Δεινώ, αναπτύχθηκαν σ' ένα μέ­τωπο που έφτανε τις χίλιες οργιές. Η μεγαλύτερη απ ' όλες πήγε στην πρώτη γραμμή καβάλα στη μεγάλη γκρίζα φοράδα της, με την ασπίδα από δέρμα λεοπάρδαλης άθικτη σαν από θαύμα από τη φωτιά, και την πλεξίδα στο χρώμα του σιδήρου να πέφτει μέχρι τη μέση της. Έβγαλε από τη θήκη τη λάβρυ της, το διπλό πέλεκυ, αφιερωμένο στον Κεραυνόχαρο Δία. Η Ιππολύτη σήκωσε το όπλο ψηλά, με τη λεπίδα προς τους Σκύ­θες του Βόργη, τον ποταμό και τ' άλογα.

«Αδελφές! Πάρτε πίσω αυτό που είναι δικό σας!» Δεν είχε τύχει ποτέ να παρακολουθήσω μια μαζική επίθεση

του ιππικού, πόσο μάλλον ν' αποτελείται από τόσο επιδέξιες Αμαζόνες καβάλα σε τόσο υπέροχα ζώα.

Ο Σκύθες πάλι ήταν θαυμαστό είδος ανθρώπου, πολεμι­στές με αδιαφιλονίκητα δικαιώματα σ' ένα πολύ μεγάλο μέ-

. 195 .

Page 96: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Σ Τ Ι Β Ε Ν Π Ρ Ε Σ Σ Φ Ι Λ Ν Τ

ρος της στέπας. Κι όμως, το είχαν βάλει στα πόδια πριν ακό­μα πλησιάσουν οι Αμαζόνες σε απόσταση σαράντα σταδίων. Η θέση μου ήταν κοντά στην πρώτη γραμμή, πίσω από την αρχηγό Αλκίππη, η οποία κάλπαζε σαν αστραπή, όπως κι όλο το σώμα. Οι Αμαζόνες, οι οποίες δεν υπάκουαν σε διαταγές απ ' όσο μπορούσα να διακρίνω, σχημάτισαν καθώς έτρεχαν ένα μέτωπο για να κάνουν την περίφημη «έφοδο του μισο­φέγγαρου». Ένιωθε κανείς την αγριάδα του θηλυκού σ' όλες τις γυναικείες ομάδες ν' αστράφτει σαν την αστραπή. Σ' αυτό το στάδιο έλεγχαν ακόμα τ' άλογά τους, καθώς ετοιμάζονταν για την τελική έφοδο.

Η Σελήνη ήρθε δίπλα μου. «Μακριά από τον εχθρό!» πρό­σταξε, δείχνοντας τους Σκύθες που είχαν ορμήσει μαζικά στο ποτάμι. «Δεν είναι για σένα». Είδα το μαχαίρι με το οποίο έγδερνε τα κεφάλια των εχθρών δεμένο στο μηρό της. Το άλογό της απομακρύνθηκε. Ύστερα από λίγο είχε χαθεί από τα μάτια μου. Μια θάλασσα από οπλές αλόγων ακολούθησε τα ίχνη της. Προσπάθησα να δω τους Σκύθες. Ήταν αδύνατο από τα σύννεφα της σκόνης που είχαν σηκωθεί με το πέρα­σμα των Αμαζόνων. Ασε τους σβόλους από χώμα που εκτο­ξεύονταν με δύναμη από τις οπλές των αλόγων... Αναγκάστη­κα να κρύψω το πρόσωπό μου στη χαίτη του ζώου μου, αλλά ακόμα και τότε το ποδοβολητό παρ ' ολίγο να μ' έριχνε από τη θέση μου. Ο στρατός της Αμαζονίας προχωρούσε καλπάζο­ντας. Δεν είχα ξανακούσει στη ζωή μου τόσο δυνατό θόρυβο ούτε είχα ξανανιώσει τη γη να τρέμει κάτω απ' τα πόδια μου τόσο βίαια. Και πάνω α π ' όλα, εκείνη η πολεμική κραυγή, τέ­τοια που παγώνει το αίμα σου.

Τώρα μπορούσες να δεις τον ποταμό, το πέραμα, που δε φαινόταν από την πεδιάδα, κρυμμένο καθώς ήταν πίσω από κλήθρες και συκομουριές. Φάνταζε πολύ μεγάλο. Στη μέση ακριβώς υπήρχε ένα νησάκι. Στ' αβαθή του συνωστίζονταν ε­κατοντάδες άλογα, παρατημένα από τους οδηγούς τους. Οι Σκύθες είχαν περάσει πρώτα τις άμαξες τους για να προφυ­λάξουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Έβλεπες τις πρώτες

196 .

Ο Ι Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

ν' ανεβαίνουν με δυσκολία την απέναντι όχθη. Το κυρίως σώ­μα των ιππέων, πάνω α π ό εφτακόσιοι, φάνηκε μέσα στο πλή­θος στη μέση του ποταμού. Προσπαθούσαν να ξεχωρίσουν τ' άλογα με τα μαστίγια και τα ραβδιά τους, αλλά και με το πλατύ μέρος των μεγάλων σιδερένιων σπαθιών τους. Στην κο­ντινή όχθη, ομάδες του εχθρού π ο υ είχαν περάσει ήδη προ­σπαθούσαν να ανασυνταχθούν και να φτιάξουν ένα αμυντικό μέτωπο. Αναποδογύριζαν τ' αμάξια τους για να φτιάξουν ένα προστατευτικό τείχος. Έσφαζαν τα βόδια γ ια να προσθέσουν τον όγκο των ζώων στο οχυρό.

Τότε οι Αμαζόνες άρχισαν να καλπάζουν δυνατά. Έβλεπες τη μία καβαλάρισσα μετά την άλλη να χαλαρώνει τα ηνία της, κρατώντας τις άκρες με τα δόντια της, ενώ έπαιρνε στο αρι­στερό χέρι το μεγάλο τόξο που περιείχε ακόμη τρία βοηθητι­κά βέλη, με τις φτερωτές άκρες προς τα πάνω, και από τη σαϊτοθήκη που είχε περασμένη στη ζώνη του αλόγου της ν' αρπάζει το πρώτο εκείνο βέλος, με την ακονισμένη αιχμή, του οποίου τη φονική βολή είχε αφιερώσει στον Άρη, στην Εκάτη και στην Άρτεμι Ανηλεή. Πολύ μπροστά, στην πρώτη γραμμή, είδα τη Σελήνη και την Αλκίππη. Έχοντας στη μέση την Ιππο­λύτη, όρμησαν στον εχθρό. Όταν έφτασα σε κείνο το μέρος, το μόνο που είχε απομείνει ήταν σωροί από σάρκες και όπλα, κι από πάνω Αμαζόνες να κόβουν κεφάλια. Ο ποταμός άφριζε από το στρατό του Βόργη που προσπαθούσε να ξεφύγει.

Οι ιστορίες που κυκλοφόρησαν γι' αυτή τη μάχη και τα τραγούδια με τα οποία έγινε γνωστή λένε ότι οι Σκύθες π ιά­στηκαν και σφαγιάστηκαν στη μέση του ποταμού. Δεν έγιναν όμως έτσι τα πράγματα. Η σφαγή έγινε στις απέναντι απότο­μες όχθες, όπου ο εχθρός, κατά εκατοντάδες, προσπαθούσε να σκαρφαλώσει, για να πέσει στα δόντια της δύναμης των Αμαζόνων που τους έκλεινε το δρόμο. Οι γυναίκες είχαν βγει μπροστά τους. Οι μονάδες που διοικούσαν η Αντιόπη, η Ελευ­θερά, η Σκυλεία και η Στρατονίκη, αυτές που είχαν περάσει κολυμπώντας τον Τάναϊ από ένα πέρασμα πιο ψηλά, έκαναν τώρα την εμφάνισή τους πάνω από τις απόκρημνες όχθες.

. 197

Page 97: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

Εγώ βρισκόμουν στη μέση του ποταμού. Η φτωχή μου Θηλιά είχε βγει εντελώς άχρηστη, κι έτσι αποτραβήχτηκα στ' αβαθή του μικρού νησιού. Να τι είδα, λοιπόν:

Σε απόσταση τριών σταδίων περίπου, οι πολεμίστριες της Αμαζονίας είχαν κλείσει το δρόμο διαφυγής του Βόργη. Αλλες ήταν έφιππες κι άλλες πεζές. Οι Σκύθες προσπαθούσαν να σκαρφαλώσουν στην όχθη. Από πάνω οι Αμαζόνες έριχναν βροχή τ' ακόντια και τα βέλη, από πολύ κοντά. Ο εχθρός ανταπέδιδε τα χτυπήματα με τόξα και κοντάρια, ρόπαλα και δόρατα, κι εκτοξεύοντας πελέκια. Πολεμούσε με τα μαστίγια και τα γυμνά του χέρια. Σε μερικά σημεία, οι απότομες όχθες κρατούσαν τον εχθρό δέκα και δεκαπέντε πόδια κάτω απ ' τις Αμαζόνες. Εκεί σφαγιάζονταν σαν τα ψάρια. Αλλού πάλι, ό­που η ανηφοριά ήταν πιο ομαλή, οι Σκύθες προσπαθούσαν να βγουν έξω και να πολεμήσουν σώμα με σώμα. Οι γυναίκες που ήταν μπροστά τούς πέταγαν πάλι πίσω. Ο ένας κέλητας μετά τον άλλο έπεφτε στο νερό και καταποντιζόταν ή γύριζε προς τα πίσω κι εμπόδιζε τα άλλα ζώα.

Τότε οι δυο χιλιάδες της Ιππολύτης κύκλωσαν τον εχθρό από πίσω. Χωμένες μέχρι το στήθος στο νερό. οι Αμαζόνες αυτές έριχναν το σίδερο σαν το χαλάζι στους χίλιους εκατό του Βόργη που είχαν παγιδευτεί στις όχθες, ενώ από πάνω οι μονάδες της Αντιόπης εκτόξευαν κοντάρια και βέλη χωρίς ανάπαυλα. Τα όπλα βολής αποδεκάτιζαν τους Σκύθες. Πάνω από τις κραυγές των αντρών και των αλόγων, μπορούσε ν' ακούσει κανείς το θόρυβο που έκανε ένα δόρυ καθώς τρυπού­σε με δύναμη τη σάρκα, και το μεταλλικό ήχο των σιδεροκέ­φαλων καθώς διαπερνούσαν πανοπλία και ασπίδα. Μερικοί άντρες δέχονταν πέντε, δέκα, δεκαπέντε χτυπήματα. Τα στή­θη, τα πόδια και τα χέρια τους ήταν γεμάτα σαίτες και κοντά­ρια, κι όμως αντιστέκονταν ακόμα.

Σε τούτες τις μυλόπετρες του θανάτου όρμησαν οι θυγατέ­ρες των ταλ Κύρτη, οδηγημένες από ούτερη και λύσσα. Δεν τους άρεσε να σκοτώνουν από μακριά, έτσι ξεπέζεψαν κι άρ­χισαν να παλεύουν σώμα με σώμα με τον εχθρό, με πελέκι και

198

ΟΙ Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

σπαθί, δόρυ και μαχαίρι, δημιουργώντας ένα μέτωπο που ε­κτεινόταν, περικεφαλαία με περικεφαλαία, ασπίδα με ασπίδα, γύρω στις τετρακόσιες πενήντα οργιές. Η όλη σκηνή έμοιαζε με μαρμάρινη ζ ω φ ό ρ ο · οι ανάκατες μορφές των αλόγων, των γυναικών και των αντρών, πίεζαν από τόσο κοντά η μια την άλλη ώστε ο παρατηρητής δεν μπορούσε να ξεχωρίσει πού τελείωνε το μέλος του ενός πολεμιστή και πού άρχιζε του άλ­λου. Έβλεπε μόνο ανθρώπους ενωμένους σαν μια αδιαχώριστη μάζα, ν' απεικονίζουν με τις στάσεις τους κάθε όψη μιας μυθι­κής μάχης. Πουθενά σε όλο το πεδίο δεν έβλεπες ίχνος δει­λίας. Και οι δύο πλευρές, είτε πέθαιναν είτε χάριζαν το θάνα­το, συμπεριφέρονταν με άφθαστη ανδρεία. Είδα το Θησέα βουτηγμένο στο αίμα, και την Αντιόπη, την Ελευθερά να μη χορταίνουν το υγρό της ζωής. όπως λέει κι ο ποιητής. Κι οι δυο γυναίκες σάρωναν το πεδίο της μάχης για να βρουν το Βόργη, αναζητώντας το τρόπαιο του κεφαλιού του. Ο εχθρός ήταν αδύνατο π ια να ξεφύγει απ ' το μαντρί όπου είχε οδηγη­θεί. Αλλά ο ποταμός, όπως αποδείχτηκε, είχε πλημμυρίσει πριν από μερικές μέρες. Έ ν α καινούριο αυλάκι είχε σκαφτεί από τα νερά παρακάτω, όπου οι όχθες δεν ήταν τόσο απότο­μες και στην αρχική σύγκρουση ένας αριθμός αντρών του εχθρού είχε καταφέρει να περάσει το ποτάμι. Διακρίνονταν ήδη, με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, στην κακοτράχαλη περιοχή, στην απέναντι όχθη, που είναι γνωστή ως Ξεροβού-νια. Προφανώς ο Βόργης ήταν ανάμεσά τους.

Πέρασα το ποτάμι. Ο Θησέας φώναζε να σταματήσουν. Κοίταξα τις πολεμίστριες της Αμαζονίας. Πρώτη φορά έβλεπα ανθρώπινα πλάσματα σε τέτοια κατάσταση. Με επικεφαλής την Αντιόπη και την Ελευθερά, όρμησαν να προλάβουν τις άμαξες του Βόργη. Ο Αμαζόνες ζητούσαν πίσω τα κεφάλια των θυγατέρων τους, που οι Σκύθες είχαν πάρει για τρόπαια, με σκοπό να τα στήσουν γύρω από τον τύμβο που θα ανέγει­ραν πάνω από το λείψανο του πρίγκιπα Αρσάκη.

Υπάρχει ένα μονοπάτι ανάμεσα στα βράχια, εκεί στα Ξε-ροβούνια, α π ' όπου περνούν τα κοπάδια τους αυτοί που ε-

. 199 .

Page 98: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤIΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

μπορεύονται πρόβατα και γίδια. Σ' αυτό το μονοπάτι οι Αμα­ζόνες πρόφτασαν τη λεία τους. Οι γυναίκες ήταν περίπου τρεις χιλιάδες· οι επιζήσαντες Σκύθες το ένα δέκατο απ αυ­τές. Οι πολεμίστριες έπεσαν πάνω τους καθώς η φάλαγγα έμπαινε σε μια στενωπό. Κατέσφαξαν την οπισθοφυλακή των αρσενικών υπερασπιστών, ο οποίοι έδειξαν αξιοθαύμαστη γενναιότητα, και μετά όρμησαν στη φάλαγγα, που είχε μαζευ­τεί γεμάτη τρόμο στη μέση του στενού.

Ο Βόργης το είχε σκάσει, εγκαταλείποντας τους δικούς του. Οι Αμαζόνες τούς εξολόθρευσαν όλους καβάλα στ άλο­γα, άντρες, γυναίκες, παιδιά, χωρίς καμιά διάκριση, παίρνο­ντας τα τριχωτά της κεφαλής των θυμάτων τους ή απλώς αποκεφαλίζοντας όσους έπεφταν στα χέρια τους. Ο Θησέας και οι Αθηναίοι κάλπαζαν μέσα σε κείνο το σφαγείο, χωρίς να χρειάζονται διαταγή για να συγκρατήσουν την οργή τους, τό­ση ήταν η φρίκη τους απ' το μακελειό, ενώ οι Αμαζόνες, στην αρχή διψώντας για αίμα, έπειτα ψυχρά, έριχναν κάτω κάθε ζωντανό. Έσφαξαν όλα τα ζώα του εχθρού, ακόμα και τα μουλάρια και τα υποζύγια. Τους έκοβαν το λαιμό με τον πέ -λεκυ και το αίμα τους σχημάτιζε λίμνες στη γη, που ρουφού­σε αχόρταγα το διψασμένο χώμα.

Είδα Αμαζόνες βουτηγμένες στο αίμα και τόσο εξουθενω­μένες που δεν μπορούσαν να ιππεύσουν πια ή να σηκώσουν το φονικό τους όπλο, κι όμως να παραπατούν ανάμεσα στο πλήθος, βουτώντας παιδιά και νήπια ακόμα, τα οποία έσφα­ζαν σαν τα γουρούνια. Ξεκοίλιαζαν και κορίτσια ακόμα, κάνο­ντας λουτρό με το αίμα τους. Αλλ' αυτό που σε τρόμαζε πιο πολύ ήταν το ύφος αυτών των γυναικών καθώς έσφαζαν τα θύματά τους. Ήταν χαρούμενο. Δεν υπάρχει άλλος όρος για να το αποδώσει κανείς. Έμενες άφωνος από την ικανότητά τους να προκαλούν τόση φρίκη.

Εκεί που ενώνονταν οι δυο ρεματιές υπήρχε ένα βαθούλω­μα. Από πάνω του πέντε ή έξι Αμαζόνες της Αντιόπης είχαν τεντώσει το δερμάτινο κάλυμμα μιας σκυθικής άμαξας, στις τέσσερις γωνιές, με τρόπο ώστε το κέντρο του να σχηματίζει

200

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

από το ίδιο του το βάρος κάτι σαν αυλάκι ή κάδο. Από πάνω του έσερναν γυναίκες και παιδιά του εχθρού για να τα ξεκοι­λιάσουν. Το αίμα τους έτρεχε ποτάμι, όπως όταν σφάζουν γουρούνια σ' ένα αγρόκτημα, ενώ τα ζωντανά ακόμα θύματά τους επικαλούνταν τους θεούς τους και ζητούσαν έλεος. Όταν έφτασα εκεί. η λίμνη ήταν γεμάτη αίμα που έφτανε μέχρι το γόνατο.

Οι Αμαζόνες είχαν βρει τα κεφάλια των παιδιών τους μέσα σε μία από τις άμαξες . Σε κείνο το αιμάτινο λουτρό ξέπλεναν τώρα τα κόκαλα των θυγατέρων τους. Γι ' αυτό ακριβώς είχαν έρθει. Καθώς κοιτούσα καβάλα στ άλογό μου, ένα κορίτσι έτρεξε προς το μέρος μου ζητώντας έλεος. Πριν προλάβω να σκύψω, μια σιωπηλή μαυρομάλλα Αμαζόνα την άρπαξε και της έκοψε το κεφάλι. Μετά την πέταξε στο λουτρό του αίμα­τος να στραγγίσει από τους χυμούς της.

Όλα ήταν κόκκινα. Ούτε μια πέτρα της ρεματιάς δεν είχε γλιτώσει από το χρώμα της σφαγής. Κι οι απότομες πλαγιές ακόμα είχαν βαφτεί με τα αποτυπώματα των χεριών και των ποδιών εκείνων που είχαν σκοτωθεί στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν. Στο κέντρο εκείνου του θεάτρου στεκόταν η Αντιό­πη. Στο ένα χέρι κρατούσε τον πέλεκυ και στο άλλο το κεφά­λι ενός Σκύθη. Τα πόδια της ήταν βουτηγμένα στο αίμα μέχρι τους μηρούς. Από το φονικό της όπλο έσταζε το υγρό της ζω­ής. Τα μαλλιά της. ακόμα και τα δόντια της, ήταν μαύρα από πηγμένο αίμα.

Ο Αθηναίος Λύκος βάδισε καταπάνω της. Σίγουρα χρεια­ζόταν αρκετό θάρρος από μέρους του, τόσο πολύ γυάλιζαν τα μάτια της Αμαζόνας από το φως της σφαγής.

«Πώς το αποκαλείς εσύ αυτό, βάρβαρη;» Ο Λύκος έδειξε το χυμό που πότιζε τα τοιχώματα και το δάπεδο του φαραγ­γιού. «Είναι αυτά "ίχνη Θεού" ; Είναι αυτό "το μονοπάτι της ιεροσύνης" που πάνω του βαδίζει η φυλή σου;»

Ο Θησέας έτρεξε αμέσως στο πλευρό του συμπατριώτη του. «Αυτό δεν είναι πόλεμος», φώναξε ο Λύκος στην Αντιόπη.

«Αυτό είναι μακελειό!»

. 201 .

Page 99: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

Ο Θησέας πήγε να μιλήσει, λες και ήθελε να δικαιολογήσει τις πράξεις των Αμαζόνων, Ο Λύκος τον έκοψε με μια κατά­ρα. «Δεν μπορείς να δικαιολογήσεις αυτό που είναι αδύνατο να δικαιολογηθεί!»

Ο Αθηναίος σπιρούνισε το άλογό του κι εξαφανίστηκε, αφήνοντας μόνους την Αντιόπη και το Θησέα στη μέση του σφαγείου. Η Αμαζόνα συνάντησε το βλέμμα του Θησέα. Ήταν τόση η φρίκη που διάβασε στο πρόσωπό του μπροστά στο θέ­αμα της απίστευτης αυτής βαρβαρότητας που συνήλθε, λες κι είχε βγει από εκείνη την πρωτόγονη κατάσταση στην οποία την είχε κατεβάσει η καρδιά της πολεμίστριας. Στην όψη του Θησέα διάβασε αυτή την κατηγορία: «Βάρβαρες!»

Πίσω από την Αντιόπη, ο στρατός της Αμαζονίας άρχισε έναν ύμνο.

Όλα τέλειωσαν τώρα, όλα τέλειωσαν Κοιτάξτε καλά όλες και συγκρατήστε το Όλα τέλειωσαν τώρα.

Τότε οι Αμαζόνες έβγαλαν μια κραυγή που δεν έμοιαζε αν­θρώπινη, αλλά με ουρλιαχτό θηρίου. Η Αντιόπη κοίταξε τις αδελφές της κι αντίκρισε τον εαυτό της στην αντανάκλασή τους. Το έκπληκτο βλέμμα της γύρισε στο Θησέα. Η Αμαζόνα λαχταρούσε, ήταν φανερό, να πει ότι βρίσκονταν σε άμυνα, ότι ήταν λόγοι επιβίωσης του λαού τ η ς · να του δώσει να κα­ταλάβει με κάποιο νόημα ή ιδιωματισμό ότι η ετυμηγορία του ήταν υπερβολική. Δεν είπε τίποτα. Από πίσω της μόνο κι ολό­γυρά της, εκείνο το φοβερό ουρλιαχτό.

Η Νύχτα είχε κατέβει, και μαζί της οι κόρες της, η Εκάτη, η Νέμεσις και η Αιδώς. Σ' αυτές οι Αμαζόνες στρίγκλιζαν σαν λύκαινες. Ο Θησέας διάβασε στο πρόσωπο της Αντιόπης τη θλίψη. Καταλάβαινες ότι πρόθεσή του δεν ήταν να την κρίνει, αλλά να δικαιολογήσει την καρδιά της, να τη συγχωρέσει κα­τά κάποιον τρόπο μέσω της αγάπης του, όχι τόσο ως γυναίκα αλλά ως βασίλισσα, αρχηγό ενός λαού. Ήταν φανερό ότι η

. 202 .

0Ι Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

Αντιόπη θα ήθελε πολύ να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά τα γε ­γονότα, όμως γνώριζε καλά ότι ως αρχηγός έφερε αποκλειστι­κά την ευθύνη.

Και τότε, καθώς η Αμαζόνα και ο Αθηναίος στέκονταν ο ένας αντίκρυ στον άλλο, μια κραυγή ακούστηκε από μια άμα­ξα. Από κάτω βρισκόταν ένα κοριτσάκι του εχθρού που δεν το είχαν ανακαλύψει μέχρι τότε. Η μικρή άρχισε να τρέχει σαν λαγός προσπαθώντας ν' ανέβει μιαν απότομη πλαγιά όπου δε θα μπορούσε να σκαρφαλώσει ένα ζώο με τον αναβάτη του. Δεν ήξερε όμως τα άλογα των Αμαζόνων. Τρεις καβαλάρισσες έτρεξαν ξοπίσω της. Την έφτασαν μέσα σ' ελάχιστο χρόνο. Η πρώτη άρπαξε το παιδί και, σηκώνοντας το ψηλά με μια χα­ρούμενη κραυγή που αντήχησε σ' όλο το φαράγγι , έκοψε το κεφάλι του με το πελέκι της.

. 203 .

Page 100: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Βιβλίο έ κ τ ο

Η ΑΡΠΑΓΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΟΠΗΣ

Page 101: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

18

Η πτώση της Αντιόπης

Η ΔΙΑΘΗΚΗ της Σελήνης:

Όλοι πιστεύουν ότι ο λόγος που η Ελευθερά ονομάστηκε Μολ-παδία, «Τραγούδι Θανάτου», ήταν επακόλουθο της πολιορ­κίας των Αθηνών. Αυτό δεν είναι αλήθεια. Οι Σκύθες της έδω­σαν τούτο το όνομα μετά το μακελειό στα Ξεροβούνια. Να πώς έγινε: αμέσως μετά τη μάχη οι νικήτριες ξαναγύρισαν στον Τάναϊ. όπου τα κουφάρια της κύριας δύναμης του εχθρού ε-πέπλεαν κατά εκατοντάδες στα ρηχά.

Θέλαμε τα κεφάλια τους. Θέλω κι εγώ να βεβαιώσω ότι περιμέναμε τούτη την ώρα

με μεγάλη χαρά. Εκεί μας περίμεναν τα έπαθλα που είχαμε κερδίσει με τη γενναιότητα των όπλων μας και που λαχταρού­σαμε για τη δόξα μας, ατομική και συνολική, ώστε καμία να μη θεωρηθεί κατώτερη απ όσο άξιζε. Όσο για μένα, ήθελα να κάνω επίδειξη στο Δάμωνα και να τον ζητήσω για ερωμένο μου. Μόνο η περίεργη εξέλιξη της μάχης, το γεγονός, δηλαδή, ότι τρέξαμε να προλάβουμε εκείνους που έφευγαν με τα οστά των παιδιών μας, μας είχε αποτρέψει από να πάρουμε αμέ­σως τα έπαθλά μας. Είχε έρθει η ώρα να το διορθώσουμε αυ ­τό. Σαν ένας άνθρωπος, ο στρατός έτρεξε στο ποτάμι.

Ο φόβος του νερού για τις φυλές της πεδιάδας είναι μεγα­λύτερος από κάθε άλλο τρόμο, και σ' αυτή την απέχθεια κανέ­να έθνος δεν ξεπερνά τους Σκύθες: απεχθάνονται τις λίμνες

. 207 .

Page 102: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

και τη θάλασσα, ούτε που πλένονται καθόλου, γιατί φοβού­νται ότι το υγρό τούς χωρίζει από το αήδωρ, την ψυχή τους. Το να πεθάνουν σε έναν ποταμό, όπως τώρα ο εχθρός, και με­τά να χάσουν τα κεφάλια τους, όπως σκοπεύαμε, ήταν διπλή βεβήλωση. Οι ταλ Κύρτη αδημονούσαν να το κάνουν.

Αλλά όταν φτάσαμε στις απόκρημνες όχθες, η Αντιόπη διέ­ταξε το στρατό να σταματήσει. Καβάλα στ' άλογό της, προ­χώρησε κατά μήκος της πρώτης γραμμής, προτρέποντας τις αδελφές της να διαλυθούν και ν ' αφήσουν τα πτώματα αβεβή-λωτα. «Αρκετά!» φώναξε. «Η εκδίκηση που πήραμε αρκεί!»

Οργισμένες φωνές υποδέχτηκαν τα λόγια της. Γιατί να μην απαιτήσουμε αυτά τα τρόπαια, τα οποία μας χάρισε ο Αν-θρωποκτόνος Αρης; Τούτη η νίκη ήταν δώρο του θεού! θα ή­ταν ιεροσυλία να μην το δεχτούμε! Η αλήθεια είναι πως η πρό­θεσή μας να κόψουμε τα μαλλιά αυτών των παλιανθρώπων δείχνει υπερβολική καλοσύνη, γιατί αν είχαν νικήσει οι Σκύθες εκείνη τη μέρα, θα είχαν προβεί σε φοβερές πράξεις βεβήλω­σης πάνω στη σάρκα μας, όπως είχαν κάνει με τις κόρες μας.

Εγώ ήμουν στ' αριστερά της παράταξης. Δεν άκουγα πια την Αντιόπη, που είχε προχωρήσει τώρα στο κέντρο. Η πρόθε­σή της όμως ήταν ολοφάνερη, καθώς κάλπαζε σε όλο το μήκος της γραμμής με το πελέκι της σηκωμένο οριζοντίως πάνω από το κεφάλι της. «Κρατηθείτε! Μην μπείτε στο ποτάμι!»

Και τότε η Ελευθερά προχώρησε μπροστά. Ήμουν πολύ μακριά γ ια ν' ακούσω τα λόγια που απηύθυνε, πρώτα στην Αντιόπη και μετά σ' ολόκληρο το σώμα των πολεμιστριών. Την είδα να πλησιάζει με το άλογό της την Αντιόπη, μετά να κάνει στροφή και με μια κραυγή να κατεβαίνει την όχθη και να μπαίνει στο ποτάμι.

Το σώμα ακολούθησε σαν ένας άνθρωπος. Κατέβηκα κι εγώ. Οι οπλές του αλόγου μου όργωναν την όχθη που είχε ήδη μετατραπεί σε βούρκο από τον εχθρό. Πέσαμε πάνω στα έπαθλά μας αδιακρίτως -γ ιατί πώς μπορούσε να ισχυριστεί καμιά ότι αυτό ή το άλλο ήταν δικό της; - αρπάζοντας τόσα όσα ξέραμε ότι είχαμε κερδίσει.

. 208 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑ ΙΕΣ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

Οι ταλ Κύρτη έχουν μια λέξη, άνοξι. που αντίστοιχή της δεν υπάρχει στα ελληνικά. Δείχνει την ανατροπή που συμβαί­νει σε μια αγέλη λύκων όταν ο αρχηγός δεν καταφέρνει να σκοτώσει το θύμα του ή σ' ένα κοπάδι λιονταριών όταν μια λέαινα διστάζει στο κυνήγι. Η πτώση του αρχηγού είναι άμε­ση και τελεσίδικη.

Αυτή η μοίρα περίμενε τώρα την Αντιόπη. Είχε προσβάλει το Θεό. Στον εχθρό δεν πρέπει να δείχνουμε ποτέ οίκτο. Αν το κάνεις αυτό, βιάζεις την εχάλ, την ιερή Φύση, στης οποίας το λεξιλόγιο δεν υπάρχει η λέξη ευσπλαχνία. Διπλά επονείδι-στη, μια τέτοια πράξη ήταν νιτόμι, καινούριο πράγμα, πράγ ­μα σατανικό, γιατί προφανώς δικός της καρπός ήταν η δια­φθορά της βασίλισσάς μας από τους Έλληνες και το συνταί-ριασμά της με το Θησέα. Μέσα σε μια στιγμή είχε τελειώσει, κι αυτό το ήξερε όλο το έθνος.

Εκείνη τη νύχτα, όταν στήθηκε το στρατόπεδο και το στράτευμα συγκεντρώθηκε χορτάτο πια από δόξα. στην Ελευ­θερά απονεμήθηκε το βραβείο της ανδρείας. Όχι μόνο για τα κατορθώματά της στη μάχη αλλά και επειδή ανέτρεψε τις πα ­ράλογες προτροπές της Αντιόπης να δείξουμε επιείκεια στον εχθρό. Ύστερα από δυο μέρες, όταν οι συγγενείς των Σκυθών ήρθαν να ζητήσουν τα πτώματα των πεσόντων τους και είδαν το θέαμα που είχε ετοιμάσει η Ελευθερά γι' αυτούς, ήταν τό­σο μεγάλο το πένθος τους ώστε έδωσαν αυτό τον τίτλο στην Ελευθερά, με τον οποίο έγινε αργότερα γνωστή: Μολπαδία. Ύμνος της Σφαγής.

Στα πολεμικά έθνη, οι ανώτατες τιμές δε δίνονται ποτέ από τον ίδιο το λαό αλλά από τον εχθρό. Το γεγονός ότι πήρε ένα τέτοιο όνομα, και μάλιστα α π ό μια πολεμοχαρή φυλή, ανέβασε την Ελευθερά στα ουράνια. Ακόμη, το ότι παρέμενε σταθερά μακριά από τους άντρες ενίσχυε την εικόνα της άτε­γκτης προς τους εχθρούς του λαού. Ήξερα πως η εξύψωση της φίλης μου θα είχε εντυπωσιακό αντίκτυπο και στο δικό μου γόητρο. Είχα μεθύσει από τη δόξα του θριάμβου μας. Με τη δύναμη των όπλων μας είχαμε εκδικηθεί το ανοσιούργημα

. 209 .

Page 103: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

του εχθρού μας και, πλένοντας τα οστά των παιδιών μας με το αίμα εκείνων που τα είχαν βεβηλώσει, είχαμε αποκαταστή­σει τα πρόσωπά τους για την άλλη ζωή.

Αυτή η σφαγή θα κρατούσε μακριά από το λαό μας τους εχθρούς που θα ήθελαν να πάρουν εκδίκηση -όπως είπε η Ελευθερά, απευθυνόμενη στο εκστρατευτικό σώμα εκείνη τη νύχτα- και θα έκοβε κάθε επιθυμία των αντιπάλων μας να μας επιτεθούν. Μ' ένα χτύπημα, οι ταλ Κύρτη είχαν ξαναζω­ντανέψει τη χαμένη τους φήμη. Η νέα γενιά δε θα ήταν κατώ­τερη από τις φοβερές πολεμίστριες που είχαν πετύχει αυτό το κατόρθωμα, αλλά πιο ισχυρή και πιο φοβερή ακόμα. Αυτή η νίκη, δήλωσε η Ελευθερά, θα κόψει την όρεξη όσων θέλουν να μας δοκιμάσουν. Και δε θα έχει καμία άσχημη επίπτωση σε μας, ακόμα και μεταξύ των σκυθικών φυλών των Σιδηρών Ορέων που καταστρέψαμε. Ο φόβος τους, που μεγάλωσε μ' αυτή τη νίκη, θα τους κάνει πιο βολικούς και πιο εξυπηρετι­κούς. Τούτη η ειρήνη είναι η μόνη που διαρκεί, δήλωσε η Ελευθερά. Γιατί βασίζεται στο φόβο.

Εγώ δεν μπορούσα να συγκρατήσω τη χαρά μου. Είχα την αίσθηση πως ό,τι ήλπιζα και ονειρευόμουν είχε πραγματοποιη­θεί ξαφνικά. Λαχταρούσα να τρέξω στο στρατόπεδο των Αθη­ναίων να δείξω τα έπαθλά μου στο Δάμωνα και να ζητήσω την αγάπη του.

Αλλά καθώς αποσυρόμουν ακολουθώντας τον Ύμνο στις Πεσούσες, ένα κορίτσι με σταμάτησε. Ήταν η Πυργομάχη, εξαδέλφη της Αντιόπης και δόκιμη της τρίτης τρικόνας της. Συντετριμμένη, η κοπέλα μού έδωσε το εξής μήνυμα: έπρεπε να πάω να συναντήσω την Αντιόπη, μακριά στη στέπα, χωρίς να το πω σε κανέναν. Έπρεπε ακόμη να πάω μερικά από τα άλογά μου, τα οποία η Αντιόπη κατονόμασε ένα προς ένα. Εγώ βαρυγκώμησα όταν το άκουσα αυτό. Πόσο άκαρδα είναι τα νιάτα, αλήθεια! Γιατί ήξερα πολύ καλά ότι το άστρο της Αντιόπης είχε σβήσει. Φοβόμουν ότι η σχέση μου μαζί της μπορεί να έβλαπτε τις φιλοδοξίες μου.

Με βαριά καρδιά πήγα στον τόπο της συνάντησης. Η Α-

. 210 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ντιόπη περίμενε μόνη κάτω απ' το φεγγάρι, μακριά από τ' άλογό της, το Λιχούδη. Δεν την είχα ξαναδεί τόσο αδύναμη. Αυτό το άλογο, όταν ήταν ακόμα πουλάρι, το έλεγαν Βροντή και είχε ανακηρυχθεί το καλύτερο της βόρειας στέπας. Έλα όμως που ήταν αδιόρθωτος κλέφτης και σκανταλιάρης. Έτσι οι πρεσβύτερες κάλεσαν την Αντιόπη να το συμμορφώσει. Εκείνη, θέλοντας να το υπερασπιστεί, το παρομοίασε με μια κατσίκα του στρατοπέδου που της αρέσει να πηγαίνει κοντά στις φωτιές μαγειρέματος, λόγω της κακιάς συνήθειας να κλέ­βει κουλουράκια.

Το συμβούλιο γέλασε κι έβγαλε την απόφαση ότι το άλογο μπορούσε να παραμείνει. Μόνο που δε θα διατηρούσε το πε­ρήφανο όνομά του. Του έδωσαν το ανόητο όνομα Λιχούδης! Ανόητο ή όχι, το άλογο της Αντιόπης είχε αποδείξει την αξία του σε αμέτρητα πεδία μάχης.

Τώρα στεκόταν μακριά απ' την κυρά του και δεν ανταπο­κρινόταν στο κάλεσμά της. Η Αντιόπη μού έγνεψε να πλησιά­σω. Έσερνα πίσω μου τα τέσσερα άλογα που είχε ζητήσει. Το άλογό της, είπε, θα έφευγε αν πήγαινε κοντά του. Με παρα­κάλεσε να δοκιμάσει τη φοράδα μου, την Αυγή, που ήταν φί­λη της, και τ' άλλα που είχα φέρει και που γνώριζε. Κανένα δε θα την άφηνε να το καβαλήσει χωρίς να χρησιμοποιήσει βία ούτε θα υπάκουε στις προσταγές της χωρίς να το μαστιγώσει.

Η Αντιόπη είχε χάσει την ιππεία της. την ικανότητά της με τ' άλογα.

Το χάσιμο της ιππείας ήταν πολύ κακός οιωνός. Σημαίνει ότι ο Θεός έχει αποσύρει την εύνοιά του επειδή διέπραξες κά­ποιο έγκλημα κατά του λαού.

Η Αντιόπη κλονίστηκε. Μου είπε να γυρίσω στο στρατόπε­δο και ν' αναφέρω στο σώμα την τιμωρία που της είχε επιβά­λει η Μητέρα Αλογο. Είθε η Ελευθερά, η μεγαλύτερη της πρώτης τρικόνας της, να πετύχαινε ως βασίλισσα του πολέ­μου.

Η Αντιόπη θα αυτοεξοριζόταν εκείνη τη νύχτα, δήλωσε, θ' αποσυρόταν στα βουνά να νηστέψει και να προσευχηθεί.

. 211 .

Page 104: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

«Θα ξαναγυρίσεις»; ρώτησα. Δε μου απάντησε. Την είδα ν' απομακρύνεται καβάλα στο Λιχούδη, κραδαί­

νοντας το μαστίγιο για να την υπακούει. Η θέα αλόγου και καβαλάρισσας, που από τότε που τους θυμόμουν ήταν πάντα σαν ένα πλάσμα και που τώρα προχωρούσαν σαν ξένοι, έκανε την καρδιά μου να σφιχτεί από το φόβο ότι κάτι κακό θα συ­νέβαινε.

Στο στρατόπεδο, η Ελευθερά επισημοποίησε την άνοδό της στη θέση της βασίλισσας δένοντας γύρω της τη ζώνη του πο­λέμου που μου είχε δώσει η Αντιόπη. Το σώμα είπε το τρα­γούδι του Κάτω Κόσμου για την Αντιόπη. Μ' αυτό το τελε­τουργικό ο στρατός έβγαζε κάθε ευθύνη από πάνω του, εφό­σον η καθαιρεμένη βασίλισσα διάλεξε ν' ακολουθήσει τη δική της ζωή.

Προς μεγάλο μου όνειδος, δεν είπα τίποτα. Δεν έβγαλα μι­λιά για να υπερασπιστώ την Αντιόπη, αλλά χαιρέτισα μαζί μ' όλες την καθαίρεση και τον αφορισμό της. Ήμουν πολύ χα­ρούμενη ακόμα που ήμουν η ευνοούμενη της Ελευθεράς και από την προσμονή μου να πάρω το Δάμωνα για εραστή. Τον αναζήτησα εκείνη τη νύχτα στο στρατόπεδο των Ελλήνων και του έδειξα τα τέσσερα τρόπαια που κρέμονταν από την πολε­μική μου ζώνη, περιμένοντας ν' ανταποκριθεί με χαρά και πε­ρηφάνια. Αντ' αυτού, αποτραβήχτηκε με βδελυγμία. Τα έχα­σα κι έγινα έξαλλη από θυμό. Τον έβρισα άγρια κι έφυγα καλπάζοντας σαν τρελή, ενώ καυτά δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά μου.

Προς μεγάλη έκπληξη δική μου, και πολλών άλλων, η αντί­δραση του Δάμωνα, ή κάποια παρεμφερής, επαναλήφθηκε σε όλο το αθηναϊκό στρατόπεδο. Είχαν γίνει ψυχροί κι απόμακροι και κοίταζαν με αποστροφή αυτές που λάτρευαν ως πριν από λίγες μέρες. Έγινα μάρτυρας συγκρούσεων μεταξύ εραστών. Η Γλαύκη πέταξε ένα φυλαχτό από ελεφαντόδοντο στα μούτρα του καλού της. «Πρώτα ήσουν νταβραντισμένος, τώρα μου μα­ράθηκες. Είσαι σαν κοτσάνι λυγισμένο. Τι έπαθες, μου λες;»

. 212 .

ΟΙ Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

Δεν είχα υπολογίσει ποτέ πόσες από τον ελεύθερο λαό εί­χαν Έλληνες εραστές. Τώρα αυτές οι σχέσεις ήρθαν στο φως, έστω και μέσω της διάλυσής τους. Ο Αθηναίοι είχαν χτυπηθεί από τη γνωστή αρρώστια των ναυτικών: ήταν πολύ καιρό μα­κριά από την πατρίδα τους. Ένιωθαν τύψεις για τις καταχρή­σεις τους και νοσταλγούσαν γνωστούς ουρανούς. Ο Θησέας έπρεπε να τους πάρει γρήγορα από κει, αλλιώς θα επαναστα­τούσαν.

Όσο για την Αντιόπη, θαρρείς και δεν υπήρξε ποτέ. Καμιά δε ρωτούσε γι' αυτήν. Καμιά δεν έλεγε ιστορίες που να τη θυμί­ζουν. Στο δρόμο της επιστροφής, τη θέση της στην πρώτη γραμ­μή της φάλαγγας την είχε πάρει η Ελευθερά. Στο στρατόπεδο η νέα αρχηγός μας κατέλαβε το ύψωμα που πάντα φυλασσόταν για την προκάτοχό της. Η επανάσταση είχε γίνει χωρίς ανατα­ραχές. Έτσι τουλάχιστον έδειχναν τα πράγματα επιφανειακά. Όμως ο λαός ήταν ανήσυχος. Η τάξη είχε διαταραχτεί. Η μέρα θαρρείς και είχε χάσει κάποιο από τα χρώματά της.

Η Ελευθερά ως βασίλισσα του πολέμου διέθετε όλες τις απαραίτητες στρατιωτικές αρετές, ενώ η Ιππολύτη, ως υπεύ­θυνη για την ειρήνη, ήταν κάτι παραπάνω από σοφή. Εξάλ­λου, και οι δύο διέθεταν πολιτική πονηριά, ιδίως η Ελευθερά, η οποία είχε στείλει ήδη αγγελιοφόρους στους Μασσαγέτες. στους Θυσσαγέτες, στους Χάλυβες και στους Σκύθες του Χάλ­κινου Ποταμού, για να τους καλέσει σε συμβούλιο στην Υπε­ρυψωμένη Πόλη. Η Ελευθερά σχεδίαζε να συνάψει νέες συμ­μαχίες και ένα νέο πόλεμο για να εκμεταλλευτεί τη νίκη επί του Βόργη και των φυλών των Σιδηρών Ορέων. Ωστόσο, παρά την ανδρεία της Ελευθεράς και τη σοφία της Ιππολύτης, κάτι έλειπε από το ζευγάρι. Αυτό το κάτι που μόνο η Αντιόπη είχε φέρει, και που χωρίς αυτό οι ταλ Κύρτη ως λαός ήταν παρα-μορφωμένος και μισός.

Ίσως ήμουν η μόνη που το παρατήρησε. Όλη τη μέρα, κα­θώς τριγυρνούσα τη χώρα, το βλέμμα μου σάρωνε τα βουνά, αναζητώντας τη σκόνη κάποιας μοναχικής καβαλάρισσας, ση­μάδι της επιστροφής της Αντιόπης. Οι μέρες περνούσαν.

. 213 .

Page 105: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Σ Τ Ι Β Ε Ν ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

Η ζωή συνεχιζόταν, τα κοπάδια βοσκούσαν και αναλάμβα-ναν δυνάμεις.

Κάποιος όμως με συνόδευε στη σκοπιά μου. Ήταν ο Θησέ­ας. Παρότι δε με πλησίαζε, τον έβλεπα κάθε μέρα να εξερευ­νά τις βόρειες πλαγιές. Αυτό γινόταν την αυγή και το δείλι, τις ώρες που υπάρχει καλύτερη ορατότητα στη στέπα. Κάλ­παζε μακριά από τους άλλους, ανέβαινε στο μεγαλύτερο ύψωμα κι έμενε εκεί μέχρι να πέσει το σκοτάδι ή και το πρωί ακόμα, ενώ η φάλαγγα συνέχιζε να κινείται. Ήξερα ότι ο ερ­χομός του είχε φέρει δυστυχία στον ελεύθερο λαό, όπως είχε πει επανειλημμένως η Ελευθερά, κι όμως τον λυπόμουν. Αγα­πούσε την Αντιόπη. Αυτό ήταν σίγουρο.

Τη δέκατη μέρα άφησε το άλογό του να βαδίσει προς το μέρος μου. Είχε μάθει τα έθιμά μας πια. Στάθηκε αρκετά μα­κριά, στο πλάι, κι έκανε νόημα ότι ήθελε να πλησιάσει. Με νόημα κι εγώ του έδειξα ότι δέχομαι. Ο Θησέας ήξερε να κά­νει υπομονή, αντίθετα από τους άλλους Έλληνες, και μιλούσε πρώτα για κάποιο άλλο θέμα. Αρκετές φορές ήταν έτοιμος να ξεστομίσει την ερώτηση που του έκαιγε τα χείλη, αλλά προς τιμήν του κράτησε την ανυπομονησία του.

«Θα σε πάω κοντά της», προσφέρθηκα. Εκείνο το βράδυ, όταν ταχτοποιήθηκε το κοπάδι, πήρα το

σάκο μου και καβαλίκεψα το άλογό μου. Δεν είχα ειδοποιήσει το Θησέα, δεν είχα ρίξει ούτε μια ματιά στο στρατόπεδο των Ελλήνων. Κι όμως, καθώς προχωρούσα με αργό τριποδισμό, άκουγα το άλογό του. Αναγνώρισα το βηματισμό του καθώς προχωρούσε παράλληλα με μένα και από αρκετή απόσταση.

Προχωρούσαμε στα ριζά των βουνών επί δύο μέρες. Ήταν φανερό ότι καιγόταν να με ρωτήσει. Κρατούσε ωστόσο τη γλώσσα του. «Ψάχνουμε για ένα διάσελο», του είπα το επό­μενο μεσημέρι, εννοώντας ένα φυσικό στενό πέρασμα ανάμε­σα στα βουνά, όπου θα μπορούσε να συγκεντρωθεί κανείς για να προσευχηθεί λόγω της διαμόρφωσης των βράχων. «Εκεί πρέπει να είναι».

Κάνει κρύο τη νύχτα στα βουνά. Τον έβλεπα που υπέφε-

. 214 .

Ο Ι Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

ρε. «Πρέπει να κοιμηθείς κάτω από το σκέπασμά μου», του είπα. Η αμηχανία του ήταν στ αλήθεια αστεία. «Δεν κοιμήθη­κες ποτέ δίπλα σε γυναίκα;»

Ο ύπνος του ήταν ταραγμένος. Δυο φορές είπε τ' όνομα της Αντιόπης και μια φορά μ' έσφιξε τόσο πολύ που αναγκά­στηκα να τον τραντάξω δυνατά για να ξυπνήσει.

«Η Αντιόπη πιστεύει ότι διέπραξε κάποιο κρίμα εναντίον του ελεύθερου λαού, έτσι δεν είναι. Σελήνη;» Και μετά: «Θα σκοτωθεί;»

Ο Θησέας σηκώθηκε πριν ακόμα χαράξει. Φοβόταν για κεί­νη και αγωνιούσε να την προλάβει. «Αν πρόσφερα τη ζωή μου, οι θεοί σας θα δέχονταν να την ανταλλάξουν με τη δική της;»

Βρήκαμε την Αντιόπη το πέμπτο πρωινό, καθώς ξεμύτιζε η μέρα. Κατηφόριζε από ένα λειμώνα με λεύκες, χίλια πόδια πάνω από μας. «Την είδες;» Όταν γύρισα να δω αν είχε ακούσει, τα μάτια του έμοιαζαν σαν να έτσουζαν από τον αέ­ρα αν και δε φυσούσε καθόλου: ένα φτερό θα έπεφτε στη γη σαν να ήταν από μολύβι.

Τον άφησα εκεί, χωρίς να χαιρετήσω την Αντιόπη. Κανονι­κά θα έπρεπε να κατέβω την πλαγιά και να τους αφήσω μό­νους. Αντί γι' αυτό, ανέβηκα ακόμα πιο ψηλά. Παρακάμπτο­ντας μια βουνοκορφή, μπορούσα να τους βλέπω, μια γυναίκα κι έναν άντρα, να πλησιάζουν ο ένας τον άλλο στο διάσελο του λειμώνα.

Ο άντρας σταμάτησε και κατέβηκε από το άλογό του. Η γυναίκα τον πλησίασε αλογάρισσα. Ο άντρας στάθηκε από κάτω της, την αγκάλιασε από τη μέση και έκρυψε το πρόσω-πό του στις δερμάτινες περικνημίδες των μηρών της. Πέρασε αρκετή ώρα μέχρι ο άντρας να επιτρέψει στη γυναίκα να αφιππεύσει . Μετά άρχισαν να προχωρούν μαζί.

Αυτό το σημάδι μού προκάλεσε δέος και τρόμο, γιατί είδα και διαπίστωσα γ ια πρώτη φορά ότι η Αντιόπη, ο προμαχώ­νας του λαού, είχε χάσει τον εαυτό της. Ήταν σαν το ουδέτε­ρο έδαφος σ' ένα πεδίο μάχης, όπου δε λαμβάνουν χώρα ση-

. 215 .

Page 106: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

μαντικά πολεμικά γεγονότα. Στην ίδια κατάσταση ήμουν κι εγώ. Γιατί παρότι γνώριζα το καθήκον μου, να τρέξω, δηλαδή, στη στιγμή να πληροφορήσω τις αδελφές μου γι' αυτό που εί­χα δει, δεν μπόρεσα να ξεπεράσω το πάθος που μ' έδενε με το ίδιο εκείνο μυστήριο που είχε μαγέψει τη βασίλισσα μας: έναν άντρα, στον οποίο η καρδιά μου είχε παραδοθεί.

Πόσο βασανίστηκα γι' αυτό! Σιχάθηκα τον εαυτό μου για την αδυναμία μου και σκέφτηκα πολλές φορές να κόψω το νήμα της ζωής μου. Τι είχε γίνει η πολεμική μου υπόσταση; Μήπως οι θεοί μου είχαν αφαιρέσει την ιππεία. φανερώνοντας έτσι την προδοσία της καρδιάς μου, όπως είχαν κάνει με τη βασίλισσά μας;

Η εναλλακτική λύση ωστόσο -να μην ξαναμιλήσω ή να μην ξαναδώ το νέο που αγαπούσα- ήταν αβάσταχτη για μένα.

Τελικά στην Υπερυψωμένη Πόλη, τη νύχτα, πήγα να βρω το Δάμωνα. Του ζήτησα να μιλήσουμε ιδιαιτέρως και πήγαμε δί­πλα στα πλοία, όπου βρισκόταν το στρατόπεδο των Ελλήνων. Εκεί του άνοιξα την καρδιά μου, κλαίγοντας για την ανεπάρ­κειά μου και τρέμοντας μήπως αποκρούσει την αγάπη μου. Είχαμε σταθεί ανάμεσα σε δύο υπό κατασκευή σκελετούς πλοίων. Τα πλοία στέκονταν τρόπιδα με τρόπιδα, με μια πρό­χειρη παράγκα ανάμεσά τους για να προστατεύει τα εργαλεία από τα στοιχεία της φύσης. Μέσα σ' αυτή την κρυψώνα, ο αγαπημένος μου με τράβηξε και μόλις βρεθήκαμε μέσα έσπα­σε όπως κι εγώ, κι άρχισε να μου λέει για την αγωνία που έζησε στα Ξεροβούνια. Ναι, είχε τρομάξει, είπε, με τη λύσσα μου, με την ούτερι των συμπατριωτισσών μου. Δεν είχε πρόθε­ση όμως να με πληγώσει με την άρνησή του. Μου ορκίστηκε ότι μ' αγαπούσε, και μάλιστα από την πρώτη στιγμή που με είδε. Στο άκουσμα αυτών των λέξεων, η καρδιά μου έλιωσε όπως ο πάγος στο ποτάμι στο ζεστό χάδι του ανοιξιάτικου ήλιου. Η μυρωδιά του κορμιού του, το τρυφερό του άγγιγμα... θέλησε να πάρει την παρθενιά μου εκεί, μέσα σε κείνη την αποθήκη, αλλά δε θα το άντεχα. Τον ανάγκασα να με ακο­λουθήσει στη στέπα κι εκεί χορτάσαμε το πάθος μας, με μόνο

. 216 .

OΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

μάρτυρα τον ουρανό που τον είχε φτιάξει ο Θεός, που ήταν ο ίδιος ο Θεός.

Ποτέ δεν ξανάνιωσα τόση απόγνωση όσο μετά από κείνο το σμίξιμο. Γιατί ενώ ένα μέρος του εαυτού μου είχε εξιδανι­κεύσει το νέο σαν να ήταν ένας νεαρός θεός, και κρατούσα σαν κόσμημα μέσα στην παλάμη μου όλα όσα θα γινόταν αυ­τός αργότερα, ταυτόχρονα ένα άλλο κομμάτι του εαυτού μου είδε αυτό που ήταν πραγματικά: ένα αγόρι γεμάτο νεανικό σφρίγος και πόθο για μένα, ίσως, όπως κάθε άλλος που θα έπεφτε στην παγίδα του έρωτα. Και ήξερα, ακούγοντας την καρδιά μου όταν με κρατούσε στην αγκαλιά του, ότι θα εγκα­τέλειπα τους ελεύθερους ανθρώπους γι' αυτόν, ναι, θα τους πρόδιδα κιόλας, αν μου το ζητούσε.

Καβάλησα το άλογό μου κι έφυγα καλπάζοντας σαν τρελή, ώσπου οι αφροί από το στόμα του έφτασαν στους μηρούς μου. Σε κάθε βήμα, έτρεμα από το φόβο μήπως ξεφύγει από τον έλεγχό μου.

Οι μέρες κυλούσαν. Η Αντιόπη κι ο Θησέας δεν έλεγαν να γυρίσουν. Ορκίστηκα να μην ξαναμιλήσω στο Δάμωνα ούτε καν να εμφανιστώ μπροστά του. Κάθε βράδυ όμως τα βήμα­τά μου με οδηγούσαν στο καταφύγιό μας στη στέπα. Θα άντεχα τούτη την έλλειψη αυτοκυριαρχίας, είπα στον εαυτό μου, εφόσον δεν κόστιζε τίποτα στον ελεύθερο λαό. Τι θα έκανα όμως όταν ο πλοίαρχος του αγαπημένου μου τον κα­λούσε στο καράβι να πάρει τη θέση του στον πάγκο; Πώς θα ζούσα χωρίς ν' ακούσω ποτέ πια τη φωνή του ή να νιώσω το άγγιγμα του; Οι χαρές που αρκούσαν για να πλημμυρίσει ευ­τυχία η καρδιά μου πριν έρθει, η ιππασία και το κυνήγι, τώρα είχαν χάσει τη γεύση τους. Το αντίο του αγαπημένου μου θα έκλεβε το φεγγάρι από τη νύχτα μου. Καλύτερα ν' αποχωρι­ζόμουν τη γη και τον ουρανό παρά αυτόν: ναι, και τον ήλιο και τ' άστρα. Του το δήλωσα, κι εκείνος το ίδιο. Θα έφευγα μαζί του! Όχι, θα έμενε αυτός και θα ζούσε εδώ, μαζί μου!

Μια αυγή, ο Θησέας κατέβηκε στα πλοία. Η Αντιόπη δεν ήταν μαζί του. Τράβηξα αμέσως για την Υπερυψωμένη Πόλη.

. 217 .

Page 107: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

Ήταν εκεί, στο Στίβο, και γυμναζόταν μόνη. Αργότερα πλύθη-κε και πήρε μέρος στο συμβούλιο. Το στρατόπεδο είχε μετα­τραπεί σ' ένα απέραντο μελίσσι που βούιζε εξαιτίας της πα­ρουσίας της.

Ο λαός είχε γυρίσει την πλάτη στην Αντιόπη μ' έναν τρόπο που δεν είχα ξαναδεί. Αν είχε κυριευτεί από απλό πάθος, πι­στεύω ότι οι ταλ Κύρτη θα τη δικαιολογούσαν. Το να πάρει έναν άντρα κάτω από τον ουρανό ήταν κάτι που μπορούσαν να το ανεχτούν. Και το πάθος της να την είχε τυφλώσει, μ' αποτέλεσμα να μην ξέρει τι κάνει, κι αυτό επίσης θα μπορού­σαν να της το συγχωρήσουν. Αλλά αυτό που είχε παραδωσει η Αντιόπη στο Θησέα ήταν διαφορετικό. Είχε παραχωρήσει αυτό που ανήκε στον ελεύθερο λαό. Οι ταλ Κύρτη δεν ήταν δυνατό ν' ανεχτούν κάτι τέτοιο και τη μισούσαν γι' αυτό.

Στα κοπάδια στη στέπα, οι φοράδες σχηματίζουν φάλαγγα για να διώξουν κάποια «χτυπημένη από το πελέκι του Θεού», μια σακάτισσα ή νόθα. Έτσι και οι ταλ Κύρτη εξόρισαν αυτή που υπήρξε βασίλισσα και ηρωίδα τους.

Καμία δεν αντιμετώπιζε καταπρόσωπο την Αντιόπη. Ούτε ακούστηκαν σκληρά λόγια. Απλώς κάθε ζευγάρι ή τρικόνα απομακρυνόταν μόλις εκείνη πλησίαζε. Καμία δεν της έδινε φωτιά. Όταν γονάτισε να πάρει νερό από το ποτάμι, όσες ήταν εκεί έφυγαν. Ακόμα και τα άλογα και οι κατσίκες την απέφευγαν. Κι εγώ επίσης κρατήθηκα μακριά της, ντρέπομαι που το λέω.

Η Αντιόπη υπέμενε τον εξοστρακισμό της από το λαό σιω­πηλά. Δεν πλησίασε το Θησέα ούτε άλλαξε διαγωγή, Κάθε πρωί γυμναζόταν στη στέπα, μόνη με το Λιχούδη και τα υπό­λοιπα άλογά της, και το βράδυ κατασκήνωνε παράμερα και μόνη.

Ένα βράδυ, στην Εξάγωνη Αυλή, η Αντιόπη και η Ελευθε­ρά διαπληκτίστηκαν. Ήταν η πρώτη ανοιχτή σύγκρουση μετα­ξύ τους. Ο λαός παρακολουθούσε με αγωνία.

Οι Αθηναίοι, είπε η Ελευθερά, ετοίμαζαν τα πλοία τους για να φύγουν, θα πας κι εσύ μαζί τους; ρώτησε την Αντιόπη.

. 218 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Αντιόπη: Αν φύγω, καμιά, ούτε κι εσύ ακόμα, δε θα με σταματήσει.

Ελευθερά: Τα σκέλια σου είναι αυτά που μιλάνε, βρόμα. Νιώθω την μπόχα της φοράδας πάνω σου και μου 'ρχεται να ξεράσω.

Αντιόπη: Γιατί είσαι τόσο οργισμένη μαζί μου, αδελφή; Η αγάπη μου για σένα ίσως ποτέ να μη σβήσει ούτε κινδυνεύει από αυτό που νιώθω γι' αυτό τον άντρα. Τον μισείς επειδή τον ζηλεύεις.

Ελευθερά: Ξέρω πολύ καλά ποιο είναι το αντικείμενο της αγάπης σου, αδελφή. Κρέμεται ανάμεσα στα πόδια αυτού του πειρατή. Τι είναι η αγάπη εκτός από τρέλα; Και ποιος ο σκο­πός της εκτός απ' το να χάσει κανείς τα λογικά του; Εσύ κι εγώ έχουμε ορκιστεί ως πολεμίστριες να παραμείνουμε ελεύ­θερες, να μην ενδώσουμε ποτέ στο φόβο ή στο θυμό, που εί­ναι ένα είδος κατοχής και δεν ταιριάζει σε μια γενναία καρ­διά. Η αγάπη είναι η υπέρτατη μορφή κατοχής. Βλέπω τη φο­βερή επίδραση της πάνω σου, Αντιόπη, και τη σιχαίνομαι.

Αντιόπη: Ποια είναι αυτή η ελευθερία που τόσο τιμάς. Ελευθερά; Πόσο ελεύθερες είμαστε, εσύ κι εγώ κι όλες οι ταλ Κύρτη; Μήπως επειδή έχουμε χάσει την ανθρωπιά μας κι έχουμε γίνει φρικιά της φύσης παραμορφωμένα σαν τους σά­τυρους και τους κενταύρους; Ο θεός έπλασε τον άντρα και τη γυναίκα σαν δυο μισά ενός συνόλου...

Ελευθερά: Ναι, μισά. Εσύ το είπες. Αντιόπη: Θα με κάνεις εχθρό σου; Ελευθερά: Θα με προδώσεις στο όνομα της αγάπης; Ο λαός έβαλε τις φωνές σ' αυτά τα λόγια. Καμιά δεν ήταν

με το μέρος της Αντιόπης, όλες φώναζαν υπέρ της Ελευθεράς. Ελευθερά: Αυτό το πλατυκέφαλο καρφί σ' έχει μαγέψει,

αδελφή. Ξύπνα! Μήπως θαρρείς πως κίνητρό του είναι η αγά­πη; Αυτό που θέλει από σένα κυλάει ανάμεσα στα πόδια σου. Αυτό μυρίζει σαν βαρβάτο άλογο και σε θεωρεί άλλη μια φο­ράδα στο κοπάδι του, όπως η Αριάδνη κι ένα σωρό άλλες πιο πριν. Είσαι η φοραδίτσα αυτής της εποχής, Αντιόπη. Δεν αγα-

. 219 .

Page 108: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

πά εσένα, αλλά το να σε κατέχει. Πόσο μισώ την περηφάνια του! Όταν τον βλέπω να βαδίζει αγέρωχα...

Αντιόπη: Θα με πολεμήσεις, Ελευθερά... Ελευθερά: Θα πας μ' αυτό τον ξένο, ενάντια στο λαό σου; Αντιόπη: . . . γιατί θεωρώ τον εαυτό μου ισάξιό σου. Ελευθερά: Απάντησε! Για να μάθει ο λαός την κατάντια

σου! Η σιωπή της Αντιόπης ήταν εύγλωττη. Ελευθερά: Πήγαινε κοντά του, τότε! Ένα να ξέρεις μόνο,

πόρνη: από τη στιγμή που θα πατήσεις το πόδι σου στις σανί­δες του καραβιού του, θα είσαι εχθρός μου.

Η Ελευθερά έκανε στροφή κι απομακρύνθηκε χωρίς να ρί­ξει ούτε μια ματιά πίσω της.

. 220 .

1 9

Π έ ρ α α π ό τ α ό ρ ι α τ η ς α γ ά π η ς

Η ΣΕΛΗΝΗ συνεχίζει:

Ήταν η Αντιόπη έγκυος τότε; Δεν ξέρω. Η ίδια το γνώριζε άραγε; Ούτε αυτό το ξέρω. Γεγονός εί­

ναι ότι γέννησε στην Αθήνα εκείνον το χρόνο ένα αγοράκι που ονόμασε Ιππόλυτο. Όποιος ξέρει να υπολογίσει τους μήνες μπορεί να το βρει.

Όσο για μένα. θυμάμαι τις μέρες που ακολούθησαν τη σύ­γκρουση μεταξύ της Αντιόπης και της Ελευθεράς σαν μια τα­ραγμένη περίοδο που όμοια της δεν είχαν ξαναζήσει οι ταλ Κύρτη. Το αίμα των φυλών έβραζε. Μετά τη νίκη στον Τάναϊ διοργανώθηκαν Αγώνες κι έγιναν θυσίες. Τα τρόπαια που εί­χαμε πάρει ήταν πολλά και πυροδοτούσαν τον ενθουσιασμό του λαού. Αυτές που είχαν γευθεί τη δόξα ήθελαν κι άλλη, ενώ εκείνες που την είχαν χάσει αδημονούσαν να «βάψουν τις λάμες τους» για ν' ανταγωνιστούν τις συντρόφισσές τους σε κεφάλια.

Ο Θησέας και οι άντρες του τα μάζευαν για την πατρίδα, ή τουλάχιστον για ν' απομακρυνθούν από την Αμαζονία πριν βάλει ο λαός στο νου του να τους μετατρέψει κι αυτούς σε έπαθλα. Ομάδες πολεμιστριών διέτρεχαν ήδη την παραλία όπου ήταν τραβηγμένα τα πλοία των Ελλήνων. Οι θερμόαιμες αυτές άναβαν φωτιές και, στη μέση της νύχτας, τραγουδού­σαν κι έκαναν φασαρία, δημιουργώντας καυτή ατμόσφαιρα.

. 221 .

Page 109: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

Οι Έλληνες ήταν αναγκασμένοι να δουλεύουν με το όπλο στο χέρι. Έφτιαξαν μάλιστα φράχτη και διπλασίασαν τις προσπά­θειες ώστε να είναι έτοιμοι να σαλπάρουν.

Στη δική μου καρδιά κυριαρχούσε ο φόβος για το Δάμωνα μου. Πότε θα έφευγε άραγε ο στόλος; Ο Θησέας μπορούσε να σαλπάρει ανά πάσα στιγμή, αν δεχόταν επίθεση από τις πολε-μίστριες που τον πολιορκούσαν. Δεν μπορούσα να ζήσω χωρίς την αγάπη μου. Θα φύγω μαζί σου, του έγνεψα από μακριά. Απάντησε ότι θα έμενε εκείνος μαζί μου, ότι θα πηδούσε από το καράβι για να ζήσει με τον ελεύθερο λαό. Στη χειρότερη περίπτωση θα πηγαίναμε να εγκατασταθούμε σ' άλλη χώρα.

Εκείνη την εποχή, μόλις τα κοπάδια πήραν πάλι τα πάνω τους, οι πολεμίστριες που είχαν πολλά έπαθλα χάρισαν άλο­γα. Αυτό το τελετουργικό λέγεται ταλ Νίντα, Αποπληρωμή. Γίνεται ως εξής: η μητέρα-μητέρα μιας πολεμίστριας εκτελεί χρέη κήρυκα στο στρατόπεδο και φωνάζει τα ονόματα εκεί­νων στις οποίες θα χαρίσει άλογα και όπλα. Πρόκειται για γυναίκες τριάντα και σαράντα χρόνων που οι θυγατέρες τους είναι μικρές ακόμα, τιμημένες αγωνίστριες που έχουν περιοριστεί στο ρόλο της μητέρας -ενός ζώου ή ενός παιδιού-και δεν έχουν τη δυνατότητα ν' αποκτήσουν πλούτη. Οι γυ­ναίκες αυτές, ακούγοντας τα ονόματα τους, πηγαίνουν συ­νοδευόμενες από τα κορίτσια που ανατρέφουν στο Νησάκι και στη Βελόνα, στο σημείο όπου αρχίζουν τα μαντριά, στην είσοδο της Υπερυψωμένης Πόλης. Εκεί γίνεται η προσφορά των αλόγων. Τα ζώα αυτά θα τα χρησιμοποιήσουν για τις δουλειές τους, για την εκπαίδευση των κοριτσιών, γι' ανταλ­λαγή ή για πώληση. Ακολουθεί το Τραγούδι του Ουρανού και ο Ύμνος στη Μητέρα Αλογο, και στη συνέχεια τα πολε­μικά τραγούδια των γυναικών. Καθεμία από τις παλαίμαχες έχει το δικό της τραγούδι, που μιλά για τα κατορθώματα της στη μάχη, ενώ τα κορίτσια της τη συνοδεύουν για να την τιμήσουν, όπως και η πολεμίστρια που χαρίζει τ' άλογα της. Η ταλ Νίντα είναι μέρα χαράς. Οι γενιές δένονται με­ταξύ τους, αφού οι μεγαλύτερες τιμώνται, οι μέσης ηλικίας

. 222 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

τιμούν και οι νεότερες παραδειγματίζονται από αυτή την ανταλλαγή.

Αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Φήμες κυ­κλοφορούσαν στις μάντρες των αλόγων. Οι Έλληνες, έλεγαν, σχεδίαζαν να δολοφονήσουν την Ελευθερά και να επαναφέ­ρουν την Αντιόπη. Ο Θησέας θα προσπαθούσε να επεκτείνει τη δύναμη των Ελλήνων μέσω της μαγεμένης πρώην βασίλισ­σας μας, για να μας ληστέψει, σαν πειρατής που ήταν, και να στρέψει τους εχθρούς εναντίον μας. Τόσο λεπτομερής ήταν αυτή η αναφορά ώστε περιελάμβανε τη σκοπιά κατά τη διάρ­κεια της οποίας θα γινόταν η επίθεση και τα ονόματα των συ­νωμοτών.

Φαντάζεστε την οργή που προκάλεσαν αυτές οι διαδόσεις. Και τότε εμφανίστηκε η Ελευθερά. Απαγόρευσε να διαδίδο­νται τέτοιες φήμες, δεν είπε όμως αν είχαν κάποια βάση. Μό­λις με είδε, με φώναξε κοντά της και μου ζήτησε να μεταφέ-ρω ένα μήνυμα στην Αντιόπη.

«Η φίλη μας κινδυνεύει. Σελήνη. Ακουσες το λαό, βλέπεις σε τι κατάσταση είναι. Φέρε μου την Αντιόπη. Θα την προ­στατεύσω».

Ρώτησα την Ελευθερά γιατί δεν πήγαινε η ίδια. Η σύντροφος μου με κοίταξε περίεργα. «Καλύτερα να μη

με δουν να την πλησιάζω. Αυτό θα δημοσιοποιούσε πιο πολύ τη ρήξη μας. Αν ο λαός μάς ξαναδεί μαζί θα έχει την εντύπω­ση ότι τα ξαναφτιάξαμε, ότι δεν έχουμε αποξενωθεί».

Βρήκα την Αντιόπη να γυμνάζεται μόνη, μακριά από μερι­κές άλλες που ασκούνταν σε κείνο το μέρος. Έκανε το εξής: κάλπαζε με μεγάλη ταχύτητα προς έναν πάσσαλο ή στύλο, ώστε το άλογο της να μην τρομάζει μπροστά σε τίποτα. Αυτό είναι πολύ σημαντικό για μια πολεμίστρια. Τα κορίτσια εκ­παιδεύουν τα άλογα τους από τα έξι για ν' αποκτήσουν αυτή την ικανότητα. Βλέποντας την Αντιόπη να κάνει αυτή την άσκηση με το Λιχούδη κατάλαβα ότι δεν είχε ανακτήσει την ιππεία της. Αλλά αυτό που με ξάφνιασε πιο πολύ ήταν ότι εί­χε διαλέξει τον πιο απομακρυσμένο δρόμο της Πόλης. Μπρο-

. 223 .

Page 110: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

στά του απλωνόταν μόνο η στέπα. Ήταν ένα μέρος όπου μια πολεμίστρια δε θα αιφνιδιαζόταν ποτέ κι απ' όπου θα μπο­ρούσε να ξεφύγει ανεμπόδιστα.

Δεν πήγα κατευθείαν στην Αντιόπη, γιατί δεν ήταν σωστό. Σταμάτησα σε κάποια απόσταση, στάθηκα εκεί για λίγο και μετά έστριψα σ' ένα ύψωμα. Η Αντιόπη δεν άργησε να φανεί.

Ήρθε καβάλα στο Λιχούδη, σέρνοντας άλλα δύο άλογα από το κοπάδι της, το ένα φορτωμένο με πράγματα και το άλλο με πολεμική αρματωσιά. Κοίταξε γύρω της μήπως επρόκειτο για προδοσία και μου είπε με νοήματα: «Η Ελευθερά σ' έστειλε».

Το παραδέχτηκα. «Για να με βεβαιώσεις ότι θα είμαι ασφαλής κοντά της». Και πάλι συγκατένευσα. Η Αντιόπη χαμογέλασε με λύπη. «Πρέπει να περάσουμε τα όρια τώρα. Σελήνη». Δεν τόλμησα να τη ρωτήσω ποια όρια εννοούσε, αν και η

καρδιά μου το ήξερε: αυτά τα σύνορα που χωρίζουν την αθω-ότητα από την ανάγκη, απ' την άλλη μεριά των οποίων ο πο­λυαγαπημένος σου μπορεί να σε προδώσει ή να σε χρησιμο­ποιήσει για πονηρούς σκοπούς.

«Πες μου, φίλη μου», είπε η πρώην βασίλισσά μας, «όλος ο λαός έχει στραφεί εναντίον μου;».

«Όχι όλοι, αλλά...» Χαμογέλασε ξανά. «Α , Σελήνη. Είσαι ανίκανη για προδοσία. Πρόσεξε μη σου

βγει σε κακό». Φαινόταν κουρασμένη. Στο πρόσωπό της διάβασα πόσο

νοιαζόταν για μένα. «Μη σου φαίνεται παράξενο, παιδί μου», συνέχισε η Α­

ντιόπη, «που σου μιλώ σαν να είμαστε στενές φίλες. Η μοίρα μάς έφερε τόσο κοντά. Φοβάσαι μήπως ότι η σχέση σου με κάποια που έχει πέσει τόσο χαμηλά θα σταθεί εμπόδιο στις φιλοδοξίες σου;»

Το βλέμμα μου πρέπει να της απάντησε. Η Αντιόπη το κα­τάλαβε με θλίψη.

. 224 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

«Είμαι είκοσι εφτά χρόνων», είπε. «Αυτό σημαίνει ότι εί­μαι γριά για το λαό μας, όταν πολλές από τα είκοσι ακόμα παραχωρούν τη θέση τους και στα τριάντα έχουν βάλει στην άκρη το πολεμικό χαλινάρι τους. Μέχρι τώρα είχα κρατηθεί μακριά από τους άντρες, δε με είχε κανείς. Ξέρεις γιατί;»

Δεν ήξερα. «Επειδή δεν είχα βρει κάποιον αντάξιο μου». Γέλασε. « Σ ' αυτό με ξεπέρασες. Σελήνη. Δε χρειάστηκε να περιμέ­

νεις τόσο πολύ». Κατάλαβα. Επειδή με είχε καλέσει κι εμένα η αγάπη,

όπως κι εκείνη, έπρεπε να καταλάβω αυτό που αδυνατούσαν οι άλλες: την πάλη που γινόταν στην καρδιά της.

«Θυμάσαι που διασταυρώσαμε τα μαχαίρια μας στη γ η , Σελήνη; Τότε που κάναμε όρκο βαρύ να πάρουμε η μία τη ζωή της άλλης, αν κάποια από μας δεν κατάφερνε, πάνω στην τρέλα του έρωτά της για έναν άντρα, να βάλει υπεράνω όλων το καλό του λαού;»

Η Αντιόπη με κοίταξε σοβαρά. «Ο Θησέας είναι σπουδαίος άνθρωπος, Σελήνη. Όχι μόνο για τους ηρωικούς του άθλους που τον τοποθετούν στη δεύτερη θέση μεταξύ των θνητών με­τά τον Ηρακλή, αλλά για τη φλόγα του και για το πεπρωμένο που κλήθηκε να φέρει εις πέρας. Καταλαβαίνεις, φίλη μου; Ο Θησέας πήρε ένα ολόκληρο έθνος πάνω του και κουβαλάει μέ­σα του τα ιδανικά του και τις προσδοκίες του -όχι κάποιο βάρβαρο έθνος όπως αυτά που μας περιβάλλουν στις στέπες, αλλά ένα σύγχρονο και ευγενές, πρωτόγνωρο πραγματικά, αυτό που αποκαλείται Αθήνα και δημοκρατία, κυβέρνηση του λαού, την οποία εφηύρε ο Θησέας μόνος του και την κρατάει όπως ο κήρυκας τη δάδα στον άνεμο. Οι θεοί είναι μαζί του σ' αυτή την προσπάθεια, Σελήνη. Ίσως αληθεύει ότι είναι γιος του Ποσειδώνα, μεγάλες δυνάμεις τού συμπαραστέκονται. Ό­μως πρέπει να κουβαλήσει αυτό το φορτίο χωρίς ούτε ένα σύμ­μαχο στο πλευρό του, κάποιον που να καταλαβαίνει την απο­στολή του και τη μοναξιά του. Αντίθετα, εχθροί τον ζώνουν

. 225 .

Page 111: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

από παντού, άνθρωποι δίχως όραμα, που θα έσβηναν τη φλό­γα κι αυτόν μαζί της, όχι για κάποιο συγκεκριμένο λόγο αλλά από φόβο για το γενναίο αυτό άντρα και το καινούριο. Ίσως ο θεός να με έφτιαξε γι' αυτόν, γιατί κι εγώ ξέρω τι σημαίνει να έχεις την ευθύνη ενός λαού, να απαρνιέσαι την προσωπική σου ζωή και να ζεις μόνο για το μεγαλείο του συνόλου. Όπως και να 'χει, με συμπαρασύρει αυτό το πεπρωμένο. Σε τρομά­ζω, Σελήνη; Είχες αναλάβει να φέρεις ένα μήνυμα. Θέλεις να φύγεις;»

Τι μπορούσα να πω; Εκείνη τη μέρα κατάλαβα ότι αυτή η ψυχή, που η μοίρα είχε φέρει στο δρόμο μου, ήταν η ευγενέ­στερη που είχε βγάλει ποτέ το έθνος μας. Ήξερα ότι έφερε αντάξια τ' όνομά της, που σημαίνει «Προμαχώνας του Λαού».

Κάρφωσε τα μάτια της στα δικά μου. «Η πολεμίστρια που φεύγει για τη μάχη διασχίζει ένα σύνορο, Σελήνη, αυτό που οι ταλ Κύρτη αποκαλούν αχόρα πάτα, "κατάργηση του συνηθισμέ­νου". Τιμούμε αυτό το πέρασμα τόσο πολύ που έχουμε φτιάξει δική του γλώσσα, σωστά; Στην άλλη άκρη του φωνάζουμε τ' άλογά μας με διαφορετικά ονόματα, αλλά και τα όπλα μας, κι εμάς τις ίδιες. Αποκαλούμε τα πράγματα με νέες ονομασίες, επειδή όλα γίνονται καινούρια καθώς πλησιάζει ο θάνατος.

»Το ίδιο συμβαίνει και με την αληθινή αγάπη. Στον έρωτα διασχίζουμε ένα σύνορο, απ' την άλλη πλευρά του οποίου όλα είναι εντελώς διαφορετικά. Αλλά κι εμείς έχουμε αλλάξει. Κάτω απ' το άγγιγμα του έρωτα δεν είμαι πια η Αντιόπη αλ­λά ένα πλάσμα χωρίς παρελθόν, νεογέννητο, όπως ακριβώς έχει μεταμορφωθεί κι ο αγαπημένος μου από την αγάπη μου και τη δική του. Το καταλαβαίνεις αυτό, Σελήνη. Κι εσύ με­ταμορφώθηκες από την αγάπη. Ωστόσο, σε ικετεύω, αποκα­τάστησέ με στον ελεύθερο λαό: γίνε η μάρτυράς μου. Μη με απαρνηθείς επειδή βρέθηκα σε μια θέση στην οποία δε φα­νταζόσουν ότι θα βρισκόμουν ποτέ».

Η φωνή της ράγισε. Ακουσα ποδοβολητά αλόγου να πλη­σιάζουν. Ήταν ο Δάμων κι ερχόταν από την πόλη. Αν είχε φύ­γει από τα πλοία σήμαινε ότι κάτι κακό συνέβαινε.

. 226 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

«Διακόσιες πολεμίστριες έρχονται για σένα!» φώναξε ο Δάμων στην Αντιόπη στα ελληνικά. Το ήξερε. Έβλεπες ότι δε φοβόταν. Ευχαρίστησε το Δάμωνα και τον πρόσταξε να φύγει αμέσως για να μην πάθει κανένα κακό. Τα μάτια του με κοί-ταξαν με αγωνία. Άκουσα την Αντιόπη πίσω μου: «Πήγαινε μαζί του, κόρη!»

Έπρεπε να το ξέρω ότι θα 'ρχόταν κάποτε αυτή η στιγμή. Έπρεπε να φύγω με τον αγαπημένο μου, τώρα ή ποτέ. Αλλά να εγκαταλείψω την Αντιόπη όπως είχα κάνει ήδη μια φορά.

έστω κι αν με πρόσταζε τώρα... δεν το μπορούσα. Έβλεπα τη σκόνη των διακοσίων να πλησιάζει. Αν έβλεπαν ότι ένας Έλ­ληνας είχε ειδοποιήσει τη βασίλισσά τους θα τον έκαναν κομ­μάτια. «Φύγε! Φύγε!» άκουσα τη φωνή μου να λέει σ' αυτόν που αγαπούσα και ένιωσα τις φτέρνες μου να οδηγούν το άλογό μου προς το δικό του για να τον κάνω να φύγει.

Η βασίλισσά μας κρατούσε στη σιδερένια αρπάγη της το άλογό της. Γύρισα προς το μέρος της. Το πρόσωπό της ήταν γαλήνιο, όμοια με κάποιας που τυραννισμένη από την αγωνία για το χειρότερο το ακούει να την καλεί και νιώθει την ανάσα του να πλησιάζει, έτσι δε φοβόταν πια, ήξερε ότι δε χρειάζε­ται να φαντάζεται πλέον αλλά να υπομένει.

«Η μοίρα σε θέλησε στο πλευρό μου, Σελήνη», είπε, ενώ τα μάτια της όπως και τα δικά μου ακολουθούσαν τον αγαπη­μένο μου που απομακρυνόταν με βαριά καρδιά. «Είθε ο Θεός να μας προστατέψει και τις δυο».

. 227 .

Page 112: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

2 0

Η π ο ν η ρ ι ά των Ε λ λ ή ν ω ν

Η ΣΕΛΗΝΗ συνεχίζει: Οι διακόσιες φάνηκαν και σταμάτησαν απέναντι στην Αντιό­πη. Ήταν νέες πολεμίστριες, στην ηλικία μου, οι ίδιες που ενο­χλούσαν το στρατόπεδο των Ελλήνων. Αναγνώρισα τη Γλαυ­κή, την Αναξώ, την Ξάνθη και την αδελφή μου Χρύσα. Ήταν όλες αρματωμένες και βαμμένες. Ποιος ήταν ο σκοπός τους; Ίσως ήλπιζαν να πετύχουν τη βασίλισσά τους την ώρα που το έσκαγε. Στην περίπτωση αυτή θα μπορούσαν να τη διώξουν από τη χώρα ή να της επιτεθούν και να τη σκοτώσουν. Αντί γι' αυτό, τη βρήκαν έτοιμη να τις αντιμετωπίσει, μία ενάντια σε διακόσιες. Η Αντιόπη κάλεσε μια πολεμίστρια να έρθει μπροστά και να δηλώσει το λόγο της εφόδου. Καμία δεν κου­νήθηκε. Το δέος που ένιωθαν μπροστά της τις έκανε να πα­ραλύσουν. «Ακολούθησέ με όταν σου πω», με πρόσταξε η Αντιόπη.

Προχώρησε κατευθείαν στα δόντια του όχλου. Καμιά δεν την εμπόδισε. Το μέτωπο άνοιξε, αφήνοντάς τη να περάσει. Κατόπιν έκαναν στροφή και την πήραν στο κατόπι, εμποδίζο­ντας τη φυγή της προς τη στέπα. Πάντως δεν έκαναν καμία κίνηση να της επιτεθούν ή να τη συλλάβουν. Εγώ βρέθηκα στα μετόπισθεν του σχηματισμού. Η Αντιόπη κατευθυνόταν προς την πόλη καλπάζοντας ελαφρά. Τι σκόπευε να κάνει; Να προκαλέσει την Ελευθερά και να την αντιπαλέψει; Να βάλει

. 228 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

σε δοκιμασία το λαό ζητώντας του να διαλέξει; Μήπως αναζη­τούσε έναν αντάξιο θάνατο, ξέροντας ότι ήταν καταδικασμέ­νη; Και οι διώκτριές της; Ποιος ήταν ο σκοπός τους, τώρα που η λεία τους έδειξε ότι ήταν έτοιμη να τις αντιμετωπίσει; Αυτό δε θα το μάθουμε ποτέ. Γιατί στα μισά του δρόμου προς την Υπερυψωμένη Πόλη φάνηκε ο Θησέας με καμιά σα­ρανταριά δικούς του και αρκετούς μισθοφόρους που έτυχε να βρίσκονται στην πόλη γι' άλλη δουλειά. Ακολούθησε συμπλο­κή. Ο Θησέας μόλις κατάφερε να πάρει την Αντιόπη, το έσκα­σε για τα πλοία. Αρκετές πολεμίστριες είχαν τραυματιστεί. Είχε χυθεί αίμα.

Ο ήλιος που βουτούσε στη θάλασσα φώτιζε την παράλογη σκηνή. Εγώ βρέθηκα να καλπάζω μαζί με τη Γλαύκη και την αδελφή μου, καταδιώκοντας την ομάδα του Θησέα και την Αντιόπη. Ήμουν ανάμεσα στις διακόσιες. Χάος βασίλευε πα­ντού. Είχες την αίσθηση ότι κανείς δεν μπορούσε να ελέγξει πια τα γεγονότα. Τι ήλπιζα αλήθεια; Να μείνω με την Αντιόπη και να πεθάνω; Να προλάβω το Δάμωνα και να φύγουμε με το Θησέα; Κοίταξα τη Χρύσα και τη Γλαύκη. Δεν ήξεραν τί­ποτα για τη θύελλα που μαινόταν στην καρδιά μου, μόνο ότι παρέδωσα ένα μήνυμα της Ελευθεράς, όπως με είχε διατάξει. Γι' αυτές ήμουν δική τους. Αν όμως προσπαθούσα να τρέξω στο Δάμωνα ή στην Αντιόπη θα με σκότωναν σαν προδότρια, ως όφειλαν να κάνουν. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Μου ήταν αδύνατο να σκεφτώ λογικά.

Εκεί που τα βόρεια αναχώματα εκτείνονται προς την πε­διάδα, οι Έλληνες έστριψαν και χάθηκαν από τα μάτια μας. Είχε αρχίσει να νυχτώνει. Ξάφνου από τα δυτικά φάνηκαν κα-βαλάρισσες των ταλ Κύρτη. Εκατοντάδες. Επικεφαλής ήταν η Ελευθερά. Η Αντιόπη και οι Έλληνες κατευθύνονταν προς την παραλία. Ο στρατός μας τους καταδίωκε. Στην Πύλη του Λέ­οντος, η Ελευθερά διέταξε τις διακόσιες να πάνε προς τα δυ­τικά για να κόψουν το δρόμο του Θησέα προς τη θάλασσα. Συνέχισα να καλπάζω μ' αυτό το σώμα. Δεν ήξερα αν ο στρα­τός μας καταδίωκε την Αντιόπη για να τη σκοτώσει ή για να

. 229 .

Page 113: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

εμποδίσει την απαγωγή της. Ένα ξέρω μόνο: ποτέ δεν ξανά­δα ιππικό να καλπάζει τόσο γρήγορα. Οι Έλληνες είχαν να διανύσουν γύρω στα είκοσι εφτά στάδια ακόμα. Ήταν αδύνα­το να τα καταφέρουν.

Οι διακόσιες διέσχισαν σε δύο σειρές το βαλτότοπο, ανά­μεσα στην οδό του Άρη και τους Τύμβους των Μονομάχων. Τα άλογα έκαναν τους γερανούς και τους χαραδριούς να πε­τάξουν τρομαγμένοι στο λυκόφως, καθώς κάλπαζαν προς το ακρωτήριο του Κυνοκέφαλου, όπου είχαν τραβηγμένα τα πλοία τους οι Αθηναίοι. Φτάνοντας στην κορφή της υπερυψω­μένης οδού, η φάλαγγα μπορούσε δει την παραλία.

Τα πλοία είχαν φύγει. Οι διακόσιες τα έχασαν. Είδαμε την ομάδα της Ελευθεράς,

που είχε πάρει τον παραλιακό δρόμο για να παγιδέψει τους Έλληνες σε περίπτωση που ήθελαν να φτάσουν στο Κυνοκέ-φαλο από εκείνον το δρόμο, να σταματάει το ίδιο ξαφνιασμέ­νη.

Ο Θησέας, αυτό το φίδι, είχε μετακινήσει τα πλοία του νω­ρίτερα χωρίς να τον πάρει κανείς μυρουδιά. Οι ιππείς του, που προστάτευαν την Αντιόπη, δεν είχαν πάει προς το Κυνο-κέφαλο, όπου ήταν μέχρι το μεσημέρι τα καράβια, αλλά σε μια άλλη περιοχή, στο Πλατύ Σίδερο, δεκαέξι στάδια προς τ ανατολικά, που αμφότερες οι καταδιωκτικές μονάδες είχαν προσπεράσει πάνω στη βιασύνη τους. Ο στρατός της Αμαζο­νίας τώρα διέσχισε το βάλτο με κατεύθυνση τη δεύτερη αυτή παραλία. Είχε νυχτώσει πια για τα καλά. Βλέπαμε τους λύ­χνους των πλοίων να σηκώνονται και να πέφτουν . . . μια κίνη­ση που γίνεται μόνο όταν τα καράβια είναι ήδη στη θάλασσα.

Καμιά εικοσαριά καβαλάρισσες ανέβηκαν από την παραλία και όρμησαν για το Πλατύ Σίδερο. Μπροστά κάλπαζε η Ελευ­θερά. Τα άλογα σταμάτησαν, σχηματίζοντας ένα μέτωπο τεσ­σάρων σταδίων περίπου, αφρίζοντας και καταϊδρωμένα. Από εκεί που βρισκόμουν, ακριβώς στο κέντρο, διέκρινα τέσσερα πλοία στο στενό, εκτός βολής ήδη, αρκετά κοντά ωστόσο για ν' ακούω το ρυθμό των πηδαλιούχων, ακόμα και το σφυροκό-

. 230 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

πημα της καρδιάς κάθε άντρα, αλλά και το πέρα δώθε των αλόγων καθώς τα πλοία έπλεαν με τινάγματα και τα πληρώ­ματα στερέωναν τα πανιά ή έφτιαχναν τις κεραίες. Πίσω μου οι τελευταίες καβαλάρισσες αναδύθηκαν από τη λιμνοθάλασ-σα. Το τρίχωμα των αλόγων τους άχνιζε από την τρεχάλα και οι αφροί από το στόμα τους λέρωναν τις μουσούδες και τους σάκους που κρέμονταν στο στήθος τους. Το μέτωπο σχημάτι­ζε μια ίσια γραμμή. Στο λυκόφως βλέπαμε τους άντρες του Θησέα να κρεμάνε τα πανιά, να τραβούν τους στίγκους και τις σκότες, κι εκείνα να φουσκώνουν στην ανάσα του αγέρα.

Η Ελπίδα είναι ξεροκέφαλη θεά. Μήπως η βασίλισσά μας ήταν ακόμα μαζί μας; Μήπως ο Δάμων είχε πηδήξει απ' το καράβι για να μείνει μαζί μου; Ήξερα το πλοίο και τον πάγκο του πολύ καλά. Έψαξα στη θάλασσα κι είδα το έμβλημά του. Αλίμονο, δεν υπήρχε κανένα κενό στους πάγκους με τους κω­πηλάτες. Όλα τα κουπιά όργωναν με μανία το νερό.

Ξάφνου ένιωσα την καρδιά μου να σβήνει. Η κούραση με πλάκωσε σαν πέτρινος τοίχος. Μήπως είχε έρθει το τέλος του κόσμου; Μήπως ήμουν στα Τάρταρα; Τα κόκαλά μου λες και είχαν διαλυθεί, τα δόντια μου χτυπούσαν, τα μέλη μου έτρε­μαν σαν παραλυμένα. Ήμουν μούσκεμα, κρύωνα και πεινού­σα. Το άλογό μου ήταν βρεγμένο. Πρέπει να το βουρτσίσω και να του δώσω κάτι να φάει, άκουσα τη φωνή μου να λέει. Πρέπει να φροντίσω τα πόδια του.

Μια αναταραχή προκλήθηκε στο στράτευμα. Κάτι είχαν δει να έρχεται από την παραλία. Κοίταξα κι εγώ. Δυο άλογα, το δεύτερο χωρίς αναβάτη, πέρασαν μπροστά από την πρώτη γραμμή καλπάζοντας. Έρχονταν από κει απ' όπου είχαν απο­πλεύσει οι Έλληνες και τραβούσαν βιαστικά προς το ύψωμα όπου ήταν συγκεντρωμένες οι αρχηγοί. Η καβαλάρισσα ήταν μια κόρη, η Μέλουσα, η αγαπημένη αγγελιοφόρος της Ελευθε­ράς. Πέρασε από μπροστά μου, καβάλα στο άλογό της, οδη­γώντας το Λιχούδη της Αντιόπης. Η σέλα της βασίλισσάς μας ήταν άδεια. Η θήκη του γορύτου της έλειπε.

. 231 .

Page 114: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

21 Α μ α ζ ό ν ε ς και σ ύ μ μ α χ ο ι .

Η ΣΕΛΗΝΗ συνεχίζει:

Εκεί όπου οι πρόποδες του Καυκάσου της Ταυρικής καταλή­γουν στη Θάλασσα των Αμαζόνων βρίσκεται ένα στενό που λέγεται Κιμμέριος Βόσπορος*. Στην ασιατική αυτή ακτή, ύστε­ρα από δύο χρόνια και τρεις μήνες, συγκεντρώθηκαν οι εκα­τόν είκοσι εννέα φυλές των ταλ Κύρτη για την προέλαση στην Αθήνα. Ήταν η μεγαλύτερη συγκέντρωση έφιππων πολεμι-στριών στην ιστορία και η μόνη περίπτωση όπου και τα τέσ­σερα έθνη των ταλ Κύρτη από τη Θεμίσκυρα, τη Λυκαστία, τη Χαδισία και την Τιτανία είχαν ενωθεί κάτω από κοινούς αρχη­γούς.

Ο στρατός της Αμαζονίας είχε ενισχυθεί με άντρες συμμά­χους από τα Ριπαία Όρη, Χάλυβες, Ισσηδόνες, Κίκονες. Αρί-ους, Αορσούς (τους λεγόμενους «Λευκούς» ή «Δυτικούς»), Σίν-δες και Αλανούς Σκύθες καθώς και με τους αρσενικούς βοη­θητικούς μας, τους Καβαρεείς. Συμμετείχαν επίσης θράκες από την περιοχή του Στρυμόνα, ανάμεσά τους άγριοι Σάιοι, Τράλλες και Ανδροφάγοι, οι οποίοι είχαν επιτεθεί στα πλοία

* Κιμμέριος Βόσπορος, αρχαία ονομασία του σημερινού πορθμού του Κερτς, ο οποίος ενώνει τον Εύξεινο Πόντο με τη Μαιώτιδα λίμνη, δηλαδή την Αζοφική θάλασσα. Έχει μήκος περίπου 50 χιλιόμετρα και σε ορισμένα ση­μεία βάθος 4 με 5 μέτρα. Γι' αυτό παγώνει επί δυο μήνες το χρόνο. (Σ.τ .Μ.)

. 232 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

του Θησέα. Στο στρατό αυτό προστέθηκαν και αποσπάσματα του ιππικού των Λυκίων, των Φρυγών, των Μυσίων, των Κ α π -παδοκών και των Δαρδανέων, έφιππο πεζικό των Μαριανδυ-νών και της Υπερπλακίου Θήβας, συν άλλες δύο φυλές Μοσσυ-νοίκων, που κατοικούν σε ξύλινες κωνικές οικίες, έφιπποι πο­λεμιστές Μασσαγέτες και Θυσσαγέτες· από τους δικούς τους έλειπαν μόνο οι Πτεριγόνες, οι Εύκαιροι και οι Τέτες (λόγω διαμάχης μεταξύ των φυλών). Ήρθαν ακόμη ακάλεστα τάγμα­τα Μαιωτών, Γαργάρων, Ταύρων, Σκυθών του Βασιλικού και Χάλκινου Ποταμού και αρμενικές φυλές από τον Καύκασο, γνωστοί ως Μελανόσυροι. Οι τελευταίοι μιλούσαν μια γλώσσα εντελώς ακατανόητη, που μόνο οι πιο κοντινοί τους γείτονες, οι Αλανοί, μπορούσαν κατανοήσουν (όλοι οι άλλοι συνεννοού­νταν με νοήματα). Δεν ίππευαν άλογα αλλά άγριους όνους που έτρεχαν τόσο γρήγορα ώστε, όταν ξέκοβαν από το κοπά­δι, τίποτα και κανείς δεν μπορούσε να τους σταματήσει. Οι ιππείς τούς άφηναν στην πεδιάδα μέχρι να ξαναγυρίσουν μό­νοι τους, κάτι που γινόταν συνήθως όταν χόρταιναν πια καλ­πασμό.

Όλη η στρατιωτική δύναμη των ταλ Κύρτη αποτελείτο από ιπποτοξότριες. Από τους συμμάχους, τα έθνη της στέπας και της Τρωάδος ήταν βαριά οπλισμένοι ιππείς, οι ορεσίβιες φυ­λές ήταν τοξότες και ελαφρύ πεζικό, σφενδονήτες και ακοντι­στές. Οι Σκύθες του Βασιλικού και Χάλκινου Ποταμού, ιππείς και πεζοί τ ο ξ ό τ ε ς · οι τελευταίοι χρησιμοποιούν ένα τόξο που στερεώνεται στο πέλμα του ποδιού και μπορεί να εκτοξεύσει ένα βέλος σε απόσταση δεκαπέντε πλέθρων. Ο έφιππος στρα­τός των ταλ Κύρτη είχε συνολικά 13.000 πρώτα άλογα και τριπλάσιο αριθμό σε εφεδρικά, που φρόντιζαν οι δόκιμες και οι μεγαλύτερες. Αρχηγοί ήταν η Ιππολύτη και η Ελευθερά, που μοιράζονταν εξίσου την εξουσία, η πρώτη στα εξήντα έξι τώρα και η δεύτερη στα είκοσι εφτά. Η θέση της βασίλισσας της ειρήνης είχε καταργηθεί. Και οι δύο υπηρετούσαν ως βα­σίλισσες του πολέμου. Όπως είχε προβλέψει η Ελευθερά, οι Σκύθες των Σιδηρών Ορέων, μολονότι κατασφάξαμε τις γυναί-

. 233 .

Page 115: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

κες και τα παιδιά τους στα Ξεροβούνια, αποδείχτηκαν όχι μό­νο οι πιο ένθερμοι σύμμαχοι των ταλ Κύρτη αλλά και οι πιο γενναιόδωροι σε άντρες και άλογα, στέλνοντας τέσσερις χιλιά­δες από τους πρώτους και δυόμισι χιλιάδες από τα τελευταία. Διοικητής τους ήταν ο ίδιος ο Βόργης μαζί με το γιο του. Μαύη, που στα δεκαεφτά του είχε πάρει ήδη τρία αριστεία ανδρείας, και τον ανιψιό του Πανασαγόρα, γιο του Σάγυλλου, μονάρχη όλων των Θρακών, που μπορεί να μην ήρθε ο ίδιος, έστειλε όμως τρεις άμαξες γεμάτες χρυσό, τον προσωπικό του μάντη και γιατρό και μια πανοπλία για τον πολεμιστή που θα έβαζε το λάβαρό του στην ακρόπολη των Αθηνών. Ο Βόργης δέχτηκε να μας βοηθήσει στην υπόθεσή μας αφότου του έστει­λε η Ιππολύτη πρεσβεία (χαρίζοντάς του ταυτόχρονα χίλια άλογα για τον τύμβο του Αρσάκη) αλλά και από μίσος, που ένιωθε γι' αυτήν που τον είχε ντροπιάσει, την Αντιόπη, και λα­χτάρα να την εκδικηθεί. Το σύνολο των δυνάμεων, χωρίς να λογαριάσει κανείς τους βοηθητικούς, τις πόρνες, τους δουλε­μπόρους, συζύγους και παιδιά, ήταν μεταξύ ενενήντα πέντε και εκατόν πέντε χιλιάδες. Ο πληθυσμός των Αθηνών, σύμφω­να με αναφορές, δεν ξεπερνούσε τις σαράντα χιλιάδες. Και σύμφωνα με εκτιμήσεις μας, σε περίπτωση που οι Αθηναίοι ζη­τούσαν τη βοήθεια των Δώδεκα Πόλεων και άλλων συμμάχων από τη Βόρεια Ελλάδα, την Κρήτη και την Πελοπόννησο, οι δυνάμεις τους δε θα ξεπερνούσαν τις εκατό χιλιάδες.

Θα ήταν ο μεγαλύτερος πόλεμος στην ιστορία. Η ημερομηνία αναχώρησης του στρατού ορίστηκε για το

Φεγγάρι του Σιδερένιου Πάγου, μέσα στο καταχείμωνο, επει­δή θα μπορούσαμε να περάσουμε τα στενά περπατώντας πά­νω στον πάγο. Το κυρίως σώμα των ταλ Κύρτη είχε ξεκαλο-καιριάσει στη θεμίσκυρα, στις νότιες ακτές της Θάλασσας των Αμαζόνων, στρατολογώντας συμμάχους από τα έθνη της Ανατολής και της Τρωάδος, από την Αρμενία, την Παφλαγο­νία, τη Βιθυνία και τη Φρυγία. Ο στρατός θα περνούσε στην Ευρώπη από τα στενά, διασχίζοντας τις στέπες προς την Υπερυ-ψωμένη Πόλη, όπου θα ενωνόταν με τους συμμάχους Μαιώτες

. 234 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

και τους Σκύθες των πεδιάδων. Ο στρατός θα εφοδιαζόταν στην Ευρωπαϊκή Χερσόνησο, στον Ελλήσποντο, μετά θα διέ­σχιζε μέσω παραλιακών οδών και της ενδοχώρας τη Θράκη και τη Μακεδονία, θα έστριβε νότια και θα έμπαινε στη Θεσ­σαλία την εποχή που θα πρασίνιζε η γη, την άνοιξη. Η Θεσσα­λία ήταν η χώρα των αλόγων, διέθετε πλούσια βοσκοτόπια. Το στράτευμα θα παρέμενε εκεί ένα μήνα, ίσως και περισσό­τερο, για να παχύνουν λίγο τα ζώα και να συνέλθουν από την πορεία. Στο μεταξύ θα μαζεύαμε κι άλλους συμμάχους. Από κει θα κατευθυνόταν στην Αθήνα.

Οι ταλ Κύρτη πίστευαν ότι η νίκη ήταν δεδομένη. Οι πολε-μίστριες δε φοβούνταν μήπως αντισταθεί ο εχθρός, αλλά μή­πως το βάλει στα πόδια σαν λαγός πριν ακόμα ο στρατός μας φτάσει στα σύνορά του, εγκαταλείποντας ολόκληρη τη χώρα για να πάει ν' αποικήσει ένα μέρος πέρα από τη θάλασσα. Οτι οι Αθηναίοι θα μας πολεμούσαν δε μας περνούσε καν από το μυαλό. Η διπλωματία της Ελευθεράς ένα σκοπό είχε μόνο: ν' αποξενώσει τους Αθηναίους από τους συμμάχους τους, πα­ροτρύνοντας τους τελευταίους να ενωθούν μαζί μας. Δεν έστειλε κατασκόπους με μηνύματα ή προσφορές φιλίας. Ήθε­λε μάχη. Για τον ελεύθερο λαό όλοι οι Έλληνες ήταν ίδιοι, κά­τοικοι πόλεων, πειρατές της θάλασσας που έφερναν τη νιτόμι. την κακοτυχία. Καιρός ήταν να τους ξεκοιλιάσουμε όλους και να τελειώνουμε με δαύτους μια και καλή.

Όσο για τους μονάρχες από τις χώρες των οποίων περνού­σαν οι ταλ Κύρτη και οι σύμμαχοι τους, προσεγγίζονταν με τον εξής τρόπο: Πρώτα στέλναμε πρεσβείες από έξι περίπου άτομα, κάτω από την προστασία της βακτηρίας του κήρυκα. Σ' αυτές τις αποστολές συμμετείχαν ευγενείς και διακεκριμέ­νες πολεμίστριες, αν ήταν δυνατόν θυγατέρες και αδελφές των αρχηγών του στρατού. Η Κίλλα, η μητέρα της Αντιόπης, ανέ­λαβε ορισμένες από αυτές τις αντιπροσωπείες, όπως και οι αδελφές της Ελευθεράς, Κλονίη και Παράλεια. Η Στρατονίκη επίσης, η Σκυλεία, η Αλκίππη. η Γλαύκη, η Αναξώ, η Άργη, η Ροδίππη, η Αδράστεια, η Ενυώ. η Δεινώ και η Πανταρίστη

. 235 .

Page 116: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

οδήγησαν άλλες. Κι εγώ υπηρέτησα. Σ' αυτές τις πρεσβείες συμπεριλαμβάνονταν και άνδρες σύμμαχοι, επίτηδες, για να εξισορροπούν τη δυσάρεστη εντύπωση που προκαλούσε η πα­ρουσία μας στους άγριους φύλαρχους, για τους οποίους όλα τα θηλυκά ήταν κινητή περιουσία. Φέρναμε δώρα, υπέροχα πολεμικά άλογα και σιδερένια όπλα, χαλινάρια και χρυσές πε­ρικεφαλαίες, φυλαχτά και γούρια από ασήμι και ήλεκτρο, χάλκινα τρίποδα, ήλεκτρο, κοβάλτιο και χαλκό.

Μετά τις πρεσβείες ερχόταν το ελαφρύ ιππικό. Ήταν επι­λεγμένες ομάδες από τις πιο ψηλές και πιο όμορφες πολεμί-στριες, καβάλα στα πιο εκπληκτικά ζώα. Ήταν μοναδικές για­τί συμπεριλάμβαναν και μεγαλύτερες σε ηλικία καβαλάρισσες, οι οποίες είχαν υπηρετήσει ως ιπποκόμοι και μητέρες και ήθε­λαν τώρα να γυρίσουν στην ενεργό δράση, καθώς και παρθέ­νες δέκα και έντεκα χρόνων, οι λαμπρότερες και πιο αρχοντο-γεννημένες, ώστε να εξοικειωθούν από τα μικράτα τους με τα μεγάλα γεγονότα και να πυροδοτήσουμε στις καρδιές τους προσδοκίες για διάκριση.

Τελευταίο ερχόταν το σώμα των ενόπλων δυνάμεων, το βα­ρύ πεζικό, άντρες για να σημαδέψουν με πασσάλους βοσκοτό­πια, αν υπήρχαν, ή αν έβρισκαν έστω φορβή και νερό. Αυτοί έστηναν τα στρατόπεδα για το κυρίως σώμα, έκοβαν ξύλα ή τα εξασφάλιζαν, είτε με το καλό είτε με τη βία. Πολλές φορές η Ελευθερά και η Ιππολύτη συνόδευαν αυτές τις ομάδες, γιατί η παρουσία τους ήταν τιμή για τους μονάρχες στους οποίους απευθύνονταν.

Δεν είναι εύκολο να συνδιαλέγεσαι με τόσο άγριους πολέ­μαρχους όπως αυτοί που συναντήσαμε στις επαρχίες από όπου θα περνούσε ο στρατός μας. Έπρεπε να τιμάμε τους θε­ούς τους και να γνωρίζουμε τα έθιμά τους για να μην τους προσβάλουμε άθελά μας. Περνούσαν πολλές μέρες μέχρι να προετοιμάσουμε αυτές τις αποστολές. Αλλά αυτό για το οποίο δεν είχαμε ετοιμαστεί ήταν η αίσθηση που προκαλούσε στις γυναίκες των διαφόρων φυλών η παρουσία μας στο στράτευμα.

. 236 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Η σκηνή ήταν πάντα ίδια. Οι κυράδες στα χωριά, συγκε­ντρωμένες στις άκρες των δρόμων, έμεναν πρώτα με το στό­μα ανοιχτό, συνοφρυωμένες και σιωπηλές. Αυτή την κατάστα­ση τη διαδεχόταν η δυσπιστία, λες και δεν πίστευαν ότι έβλε­παν μπροστά τους ελεύθερες γυναίκες, αρματωμένες και α υ ­τόνομες. Ακολουθούσε κάτι σαν θ υ μ ό ς · για την ελευθερία που απολαμβάναμε ή για τη σκλαβιά τους, ποιος ξέρει; Μετά έβα­ζαν τα κλάματα. Στο τέλος ξεσπούσαν σε επευφημίες, παρα­τούσαν τις θέσεις τους και ορμούσαν στη φάλαγγα. Έπιαναν τα πόδια μας, τα χέρια μας, έχωναν τα πρόσωπά τους στα πλευρά των αλόγων μας, λες και ήθελαν να βεβαιωθούν ότι ήμασταν αληθινές, ενώ δάκρυα κυλούσαν στα κόκκινα από την παγωνιά μάγουλά τους. Τα παιδιά και οι νεαροί πολεμι­στές μάς ακολουθούσαν με δέος. Από κάθε φυλή εκατοντάδες από δαύτους στρατολογούνταν στην υπόθεσή μας, προσφέρο­ντας ό,τι είχαν, φορβή και ασήμι, όπλα, άλογα και βόδια. Από ένα θρακικό έθνος, τους Δίους, ένα κορίτσι ξεχώρισε. Ήταν η Δωτία, που το στράτευμα την ονόμασε στο τέλος «Πράγμα». Τρεις φορές στείλαμε στο σπίτι της αυτή τη μικρή που τρύ­πωνε στις άμαξες. Την τελευταία φορά όμως έτρεξε στη Σκυ-λεία, αρχηγό της φάλαγγας, μ' ένα μαχαίρι στο λαιμό της. Απείλησε ότι θα σκοτωνόταν εκεί στη μέση του δρόμου αν δεν την παίρναμε μαζί μας. «Τι θα πει ο πατέρας σου;» ρώ­τησε η Σκυλεία το κορίτσι, μέσω μιας διερμηνέως.

« Α ς αποχαιρετήσει τούτο δω!» φώναξε το παιδί, σηκώνο­ντας τα ρούχα του. Το στράτευμα ούρλιαξε από ενθουσια­σμό.

Η Σκυλεία έδειξε τις άμαξες με τις προμήθειες. «Τακτο-ποιήσου ανάμεσα στα πράγματα!» Το κορίτσι δεν περίμενε τη μετάφραση. «Πράγμα!» φώναξε. Από τότε της έμεινε αυ­τό το όνομα.

Ο στρατός έφτασε στο Στρυμόνα με κρύο τόσο τσουχτερό που οι λεπίδες των μαχαιριών έφυγαν από τις λαβές τους. Αγγιζες το σίδερο και κομμάτια ολόκληρα έφευγαν από τη σάρκα σου. Ένα μεσημέρι που μαινόταν η θύελλα, το άλογό

. 237 .

Page 117: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

μου βρέθηκε δίπλα στην Ελευθερά. «Γιατί», φώναξα μέσα στο χιονοστρόβιλο, «οι φύλαρχοι μας αφήνουν να περάσου­με;». Δεν είχαμε ζητήσει τη συμμαχία τους. Οι θησαυροί που τους προσφέραμε ήταν ψίχουλα γι' αυτούς τους μονάρχες που κατείχαν απέραντες εκτάσεις και χιλιάδες άλογα. Δεν είχαν υποφέρει στα χέρια των Αθηναίων. Οι περισσότεροι δεν είχαν επισκεφτεί ποτέ την πόλη των Αθηνών, που απείχε δυο μήνες με το άλογο, κι ούτε θα πήγαιναν ποτέ. Κανονικά θα έπρεπε να κλείσουν τα περάσματα και να μας σταματήσουν με τη βία στις πεδιάδες. Δεν το έκαναν όμως. Αντίθετα, άνοιξαν τις δη­μοσιές τους και τις αποθήκες τους. Μας έδωσαν τρόφιμα και νερό και επέτρεψαν στους ευγενέστερους από τους νέους τους να έρθουν μαζί μας.

«Επειδή φοβούνται το Θησέα πιότερο από μας», απάντησε η Ελευθερά.

Αμέσως κατάλαβα ότι είχε δίκιο. Αυτοί οι άξεστοι μονάρ­χες ήξεραν κατά βάθος ότι το αύριο δεν ήταν μαζί τους και με την ελεύθερη ζωή στις πεδιάδες, αλλά με την πόλη, με τα τεί­χη και τα καράβια της και, κυρίως, με την κινητήριο δύναμή της, τις μάζες του λαού της.

«Ο στρατός της Αμαζονίας περνάει από τη γη τους και συ­νεχίζει το δρόμο του. Ο στρατός του Θησέα, ο στρατός της πόλης, έρχεται και μένει, θα εξαφανίσει τους φύλαρχους και τον τρόπο ζωής τους, όπως θα γίνει και με μας». Η φίλη μου που το όνομά της σημαίνει Ελευθερία γύρισε προς το μέρος μου. Η ανάσα της άχνιζε στον παγωμένο αέρα. «Και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να το σταματήσουμε».

Αλλά η ιστορία μας προχώρησε αρκετά. Ας γυρίσουμε δυο χρόνια πίσω κι ας δούμε πώς γεννήθηκε η ιδέα να εκστρατεύ-σουμε στην Αθήνα και πως τέθηκε σ' εφαρμογή:

Τη νύχτα που το έσκασε η Αντιόπη με το στόλο του Θη­σέα, ο στρατός της Αμαζονίας παρακολούθησε με ανίσχυρη λύσσα τα πλοία να ξεγλιστρούν από την αρπάγη του. Γύρισε στην Υπερυψωμένη Πόλη σε κατάσταση απόγνωσης και απο­διοργάνωσης. Όλες καταλαβαίναμε ότι είχαμε υποστεί μια με-

. 238 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

γάλη ήττα, όμως δεν ξέραμε τι να σκεφτούμε πάνω σ' αυτό. Τα είχαμε χαμένα. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε.

Διάφορες φήμες κυκλοφορούσαν στη συνέλευση. Η μία έλεγε ότι η Αντιόπη είχε παλέψει στο πλευρό του Θησέα δί­πλα στα πλοία, ότι είχε πολεμήσει εναντίον του λαού μας και είχε φύγει με τη θέλησή της. Μια άλλη φήμη την ήθελε νεκρή, σφαγμένη από το Θησέα, που μετέφερε το πτώμα της στην Αθήνα ως λάφυρο πολέμου. Μια τρίτη επανέφερε τη συκοφα­ντία ότι ο Θησέας και η Αντιόπη είχαν συνωμοτήσει να δολο­φονήσουν την Ελευθερά αλλά, επειδή η προδοσία τους είχε αποκαλυφθεί, αναγκάστηκαν να το σκάσουν για να γλιτώσουν τη ζωή τους. Όλες αυτές οι αντιφατικές φήμες έφεραν μεγάλη σύγχυση στο συμβούλιο, θυμάμαι τις δικές μου δόκιμες, την Κλεοπτολέμη και την Αρσινόη, πόσο είχαν επηρεαστεί. Ανα­γκάστηκα να χρησιμοποιήσω το μαστίγιο για να τις συνεφέ­ρω.

Η Υπερυψωμένη Πόλη έχει μόνο μια πλατεία αρκετά μεγά­λη για να χωράει όλο το έθνος, τη Μεγάλη Λεωφόρο κάτω από τα Εξωτερικά Αναχώματα, το μέρος όπου η Αντιόπη μο­νομάχησε με το Βόργη και τον Αρσάκη πριν από δύο μήνες. Εκεί συγκεντρώθηκε τώρα ο στρατός. Ήταν περασμένα μεσά­νυχτα. Οι φήμες και οι διαδόσεις συνέχισαν να προκαλούν σύγχυση στο πλήθος. Από το ίδιο βήμα απ' όπου ο Θησέας και η Αντιόπη είχαν κονταροχτυπηθεί με τόσο λαμπρό τρόπο κατά τη διάρκεια της Σύναξης, κατώτερες ομιλήτριες τώρα επαναλάμβαναν αυτά που είχαν ακούσει και διάφορες άλλες ανοησίες. Τελικά, η Ελευθερά και οι Συντρόφισσές της, ανά­μεσα στις οποίες είχα την τιμή να συγκαταλέγομαι κι εγώ, κατάφεραν να καθαρίσουν το βήμα και ν' αποκαταστήσουν την τάξη. Ο στρατός χαιρέτισε την καινούρια αρχηγό του, φω­νάζοντάς της να πάρει τα ηνία του λαού, να του πει την αλή­θεια. Η Ελευθερά μίλησε στο σώμα από το πέτρινο βήμα.

Τη βασίλισσά μας την Αντιόπη την είχαν βιάσει, δήλωσε. Με την απειλή του σπαθιού και χρησιμοποιώντας μια δύ­

ναμη από ένοπλους άντρες, ο πειρατής Θησέας διακόρευσε

. 239 .

Page 118: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤIBEN ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

την Αντιόπη στα βουνά (ορκίστηκε η Ελευθερά) όπου είχε πάει μόνη να ζητήσει τη συμβουλή του Θεού μετά τη νίκη στα Ξεροβούνια.

Ο Θησέας είχε πιάσει την Αντιόπη, ισχυρίστηκε η νέα αρ­χηγός μας, άοπλη, ενώ προσευχόταν. Όμως η σατανική επιρ­ροή αυτού του παλιανθρώπου ήταν τόσο μεγάλη που δεν έκλεψε μόνο την παρθενιά της βασίλισσάς μας αλλά και το νου της. Ανάμεσα στους συντρόφους του υπήρχαν μάγοι και μάντεις που πότισαν με διάφορα φίλτρα τη βασίλισσά μας και την έκαναν να στραφεί ενάντια στο λαό της. Η Αντιόπη πάλε­ψε μ' όλη της τη δύναμη, είπε η Ελευθερά, αλλά οι μάγοι του Θησέα, σε συνεργασία με τον Αδη και τους θεούς που μισούν τον ελεύθερο λαό, κατάφεραν να τη νικήσουν. Περίλυπη και εξουθενωμένη από το βιασμό της, η βασίλισσά μας θέλησε να γυρίσει σε μας, στο λαό της, αλλά εμείς είχαμε τυφλωθεί -εδώ η Ελευθερά συμπεριέλαβε και τον εαυτό της στην κατη­γορία- την περιφρονήσαμε. Τελικά, αβοήθητη στα σατανικά σχέδια του ξένου, η Αντιόπη έπεσε.

Τη βίασε, την έκλεψε Για σκλάβα του την πήρε μέσα από τη θάλασσα, σε άλλη γη.

Εγώ φυσικά ήξερα ότι όλα αυτά ήταν ανοησίες. Όμως ο λαός τα κατάπιε σαν να ήταν αλήθεια. Ο στρατός φώναζε εκφράζο­ντας την επιδοκιμασία του. Μέσα σε λίγη ώρα, ο φόβος και η ντροπή χάθηκαν από το στράτευμα για ν' αντικατασταθούν από το μίσος και τη λύσσα, τη μανία του πολέμου. Το έθνος ζητούσε εκδίκηση, φωνάζοντας το όνομα της Αντιόπης εν είδει πολεμικής κραυγής και κάλεσε την Ελευθερά να το οδηγήσει ώστε να ξεπλύνει την προσβολή που του έγινε.

Τις μέρες που ακολούθησαν, αναφορές επιβεβαίωσαν την ιστορία της Ελευθεράς. Διάφοροι εργάτες που είχαν υπηρετή­σει στο στρατόπεδο των Ελλήνων συνελήφθησαν και βασανί-

. 240 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

στηκαν. Επανέλαβαν την ιστορία της λέξη προς λέξη. Αυτό­πτες μάρτυρες από τις γυναίκες του ίδιου του λαού έκαναν όρκους βαρείς ότι ήταν παρούσες στην παραλία όπου είχαν τραβηχτεί τα πλοία. Είχαν δει μια ομάδα αντρών να κατεβά­ζει με τη βία την Αντιόπη από το άλογό της. Όμως ποτισμένη καθώς ήταν από τα ναρκωτικά που της είχε δώσει ο βιαστής της, δεν μπόρεσε ν' αντισταθεί.

Αυτό που προβλημάτισε πιότερο το λαό ήταν τούτη η ανα­φορά από την Ανατολή: τα καράβια του πειρατή Θησέα αντί να κατευθυνθούν δυτικά προς την πατρίδα του, είχαν θεαθεί στις ακτές τις Κολχίδας και στον ποταμό Φάσιν. Εκεί, έλεγαν οι αναφορές, οι Έλληνες εμπορεύτηκαν σίδηρο με τους Χάλυ­βες, σιτηρά με τους Βασιλικούς Σκύθες και χρυσό μ' εκείνους από τα Ριπαία όρη. Σ' όλες αυτές τις χώρες η απαγωγή της βασίλισσας μας είχε αυξήσει θεαματικά το κύρος του Θησέα, ενώ εμάς μας παρουσίαζε ως αδύναμες και τρωτές.

Βόρεια της Υπερυψωμένης Πόλης υπάρχει ένα ύψωμα, ο Λόφος του Αρη. Εκεί συνέρχεται το συμβούλιο, σε μια σκηνή που στήνεται για τέτοιες περιπτώσεις, για να συζητήσει και να κηρύξει τον πόλεμο. Εκεί πήγαν η Ελευθερά και οι Συ­ντρόφισσες της, ανάμεσά τους κι εγώ, δέκα μέρες μετά τη φυγή της Αντιόπης. Καθαρίσαμε το έδαφος και στήσαμε τη σκηνή του συμβουλίου. Την παραμονή, ενώ είχε πέσει ήδη το σκοτάδι, έτυχε να βρεθώ δίπλα στην Ελευθερά μέσα στη σκη­νή. Η καρδιά μου ήταν θλιμμένη και το κατάλαβε.

«Πες το, λοιπόν», πρόσταξε η φίλη μου. Υπάκουσα. «Δεν είπες την αλήθεια στο λαό». Μέσα απ' το

στήθος μου βγήκε η παρακάτω κατηγορία: «Η Αντιόπη δε βιάστηκε και το ξέρεις αυτό. Έφυγε με τη θέλησή της. Εσύ την ανάγκασες με τις διακόσιες σου. Ήθελες να τη δολοφονή­σεις! »

Οι Συντρόφισσες τραβήχτηκαν ξαφνιασμένες μπροστά στο ξέσπασμά μου. Η Ελευθερά απάντησε δυνατά για ν' ακού­σουν όλες.

«Μη με αντιμετωπίζεις, Σελήνη, με την ανόητη αγανάκτηση

. 241 .

Page 119: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

ενός παιδιού. Είμαστε γυναίκες τώρα. Η Αντιόπη έπρεπε να πεθάνει. Προσπάθησα να το κάνω πράξη. Μόνο που δε λογά­ριασα καλά έναν παράγοντα - τη δύναμη της παρουσίας της. Διακόσιες έστειλα και καμιά δεν τόλμησε να την πειράξει!»

Η φίλη μου με κοίταξε όπως δε με είχε κοιτάξει ποτέ. «Πρέπει να καταλάβεις ένα πράγμα, Σελήνη. Από τη στιγμή που η βασίλισσά μας ζήτησε έλεος για τον εχθρό, είχε σφραγί­σει την καταδίκη της. Το ήξερε αυτό. Το μόνο που έμενε να μάθει ήταν ο τόπος και ο χρόνος. Αν σκοτωνόταν από τις αδελφές της, το έθνος μπορεί να τη λυπόταν και να την τι­μούσε, θα γινόταν μια συνηθισμένη διαδοχή στην εξουσία. Και το κυριότερο, οι εχθροί μας δε θα καταλάβαιναν την κρί­ση που είχαμε περάσει. Ένα μόνο δεν έπρεπε να επιτρέψου­με, αυτό ακριβώς που συνέβη.

»Όμως το χειρότερο απ' όλα, φίλη μου, είναι ότι η Αντιόπη δε μας εγκατέλειψε για την αγάπη ενός άντρα (κάτι που θα θαύμαζα τελικά, καθώς βασίζεται στο πάθος και στην έκστα­ση) αλλά επειδή η καρδιά της απέρριψε τον τρόπο που ζούμε κι αυτό που είμαστε. Μας αποκάλεσε "βάρβαρες". Νιώθει απέχθεια για την κοινωνία μας, τη θεωρεί αφύσικη και κατα­δικασμένη».

Δυο νεαρές ακόλουθες έτυχε να μπουν εκείνη τη στιγμή. Η Ελευθερά τις έδιωξε με ένα άγριο βλέμμα. Ξαναγύρισε όχι μόνο σε μένα, αλλά και στις άλλες του κύκλου της - τη Στρα-τονίκη και τη Σκυλεία, την Αλκίππη και τη Γλαύκη, την Ανα-ξώ, την Ξάνθη και την αδελφή μου Χρύσα, την Ηλέκτρα, την Αδράστεια και την Πανταρίστη.

«Η Αντιόπη πιστεύει ότι ο Θησέας είναι ανώτερος από μας, θεωρεί ότι ο τρόπος ζωής του αξίζει περισσότερο από το δικό μας. Κι εδώ υπάρχει άλλη μια αλήθεια. Σελήνη, αφού θέ­λεις να μιλήσουμε με κάθε ειλικρίνεια: αν το μάθει αυτό ο λα­ός, θα τον συντρίψει. Αμφιβάλλεις γι' αυτό; Αν ναι, τότε πες του τη δική σου ιστορία. Πες στο λαό ότι δεν υπήρξε βιασμός. Πες του ότι η βασίλισσά μας έφυγε χωρίς να την αναγκάσει κανείς και ότι δεν την απήγαγαν. Πες του ακόμα ότι περιμέ-

. 242 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

νει παιδί. Το παιδί του Θησέα. Πες του πως γνωρίζοντας ότι είναι έγκυος, έφυγε για να γεννήσει το μωρό στην Αθήνα. Πες τα όλα. Ξέρεις τι θα γίνει τότε; Δε θα σε πιστέψει κανείς, θα σε σκοτώσουν επιτόπου επειδή τόλμησες να προφέρεις μια τέτοια συκοφαντία, που βαθιά στην καρδιά τους ξέρουν ότι είναι αλήθεια αλλά δεν αντέχουν να την ακούσουν».

Η Ελευθερά στράφηκε προς τις Συντρόφισσες. «Πρέπει να καταλάβετε, φίλες μου. Οι τρόποι των ταλ Κύρτη είναι αγνοί αλλά και τρωτοί συνάμα. Η αμόλυντη καρδιά διαφθείρεται ευκολότερα. Αυτό που έπαθε η Αντιόπη μπορεί να συμβεί και σ' άλλες, και μάλιστα από την ίδια μολυσματική νόσο. Έτσι προτίμησα ν' απλοποιήσω τα πράγματα για το λαό. Του είπα ότι ο εχθρός βίασε τη σάρκα της Αντιόπης. Αυτό αρκεί. Αυτό το καταλαβαίνει».

Προσπάθησα να διαμαρτυρηθώ, αλλά η Ελευθερά μ' έκοψε. «Έχεις επηρεαστεί πολύ από τον πολιτισμό. Σελήνη. Η δια­

μονή σου στους καταστηματάρχες της Σινώπης σε αποξένωσε απ' τους απλούς τρόπους ζωής των ταλ Κύρτη. Γι' αυτό παίρ­νεις το μέρος της Αντιόπης. Γι' αυτό βρήκες εραστή ανάμεσα στους άντρες, όπως εκείνη, και παραδόθηκες σ' αυτόν, όπως εκείνη στο Θησέα. Η λατρεία σου γι' αυτόν το νεαρό σε απο­μάκρυνε από μένα, Σελήνη, αν και κάποτε μ' αγαπούσες πά­νω απ όλες».

Η Ελευθερά μού γύρισε την πλάτη. Κατάλαβα ότι της είχε στοιχίσει πολύ που έχασε την αγάπη της Αντιόπης - ίσως και τη δική μου. Θα μπορούσα να νιώσω οίκτο γι' αυτή, αν δεν ήταν τόσο πέραν του ανθρώπινου. Μπορεί να λυπηθεί κανείς και μια λέαινα ακόμα.

Φωνές ακούστηκαν έξω από τη σκηνή. Οι ηλικιωμένες μπή­καν μέσα για το συμβούλιο. Βλέποντας όμως την Ελευθερά και τις Συντρόφισσες της να λογομαχούν, στάθηκαν στην είσο­δο για να προστατέψουν την αξιοπρέπεια μας. Μέσα σε ελά­χιστο χρόνο όλα ήταν όπως έπρεπε να είναι. Το συμβούλιο ξαναμπήκε και πήρε τις θέσεις του, εβδομήντα άτομα συνολι­κά, συμπεριλαμβανομένων των Μαιωτών και των Γαργάρων

. 243 .

Page 120: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙBEN ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

πολέμαρχων. Πρόεδρος του συμβουλίου ήταν η Ιππολύτη ως βασίλισσα της ειρήνης και μεγαλύτερη σε ηλικία.

Μια ακόλουθος περιποιόταν κάθε μέλος του συμβουλίου. Τοποθέτησαν μπροστά στις αφέντρες τους τους χαμηλούς βω­μούς με τα τέσσερα πόδια, τους λεγόμενους «Καπνιστές», στοίβαξαν αρωματικά φυτά πάνω στον καθένα, τα άναψαν και αποσύρθηκαν. Οι μεγαλύτερες, καθισμένες οκλαδόν, έφερ­ναν με τα χέρια και με τα κορακίσια και αετίσια φτερά τους τους καπνούς προς το μέρος τους κι έπαιρναν βαθιές ανάσες. Καμιά δε μιλούσε, φαίνονταν κλεισμένες στον εαυτό τους. ενώ η ιέρεια έψελνε την επίκληση και καλούσε σε συμβούλιο. Η αίθουσα γέμισε γαλάζιους καπνούς. Τελικά, μ' ένα βλέμμα, η Ιππολύτη έδειξε στην Ελευθερά ότι μπορούσε ν' αρχίσει.

Η Ελευθερά μίλησε από τη θέση της, έτσι όπως καθόταν οκλαδόν, στον κύκλο. Δεν μπήκε κατευθείαν στο θέμα όπως θα έκανε ένας Έλληνας. Προσευχήθηκε πρώτα για την ευημε­ρία του ελεύθερου λαού. Αποδέχτηκε τον πρόσφατο διορισμό της στην αρχηγία, ευχαρίστησε τις πρεσβύτερες για την καλο­σύνη τους και ζήτησε τη βοήθεια και καθοδήγηση του θεού για τις μέρες που έρχονταν. Το συμβούλιο κοίταζε προς όλες τις μεριές εκτός από τη δική της, λες και δεν την πρόσεχε κα­μιά. Κι όμως δεν έχαναν λέξη. Το μόνο που έβλεπε ένας πα­ρατηρητής ήταν οι χαριτωμένες κινήσεις των χεριών και των κορακίσιων φτερών και τον καπνό που περνούσε πάνω από κάθε ακροάτρια με σκοπό τον εξαγνισμό της. Η Ελευθερά μί­λησε για την Αντιόπη και πόσο υπέφερε το έθνος που την έχασε. Τόνισε τη δύσκολη θέση στην οποία είχε περιέλθει ο λαός κι επιτέθηκε σε όσους προσπαθούσαν να διαστρεβλώ­σουν τα γεγονότα. Κατόπιν, μιλώντας απλά αλλά με έμφαση, έφτασε στο επίμαχο σημείο:

«Στη φυγή της Αντιόπης διακρίνω μια προσωρινή ήττα, η οποία απειλεί την ίδια την επιβίωση του έθνους. Η καρδιά μου μου λέει ότι πρόκειται για τη μεγαλύτερη καταστροφή από τότε που οι πιο αντρειωμένες πολεμίστριες νικήθηκαν από τον Ηρακλή. Γιατί το χτύπημα δεν έχει μόνο στόχο την

. 244 .

Ο Ι Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

αυτοπεποίθηση του λαού, αλλά εμπνέει σατανικά σχέδια στους εχθρούς του, κι αυτό είναι πιο σοβαρό. Οι λαοί της στέπας εί­ναι προληπτικοί. Στη φυγή της Αντιόπης θα διακρίνουν τη δυ­σμένεια του ουρανού, θα πιστέψουν ότι μαζί της χάθηκε η ψυχή και η δύναμη μας. Οι άρχοντες των πεδιάδων θα θελή­σουν να μας δοκιμάσουν, ίσως όχι άμεσα, ίσως όχι δυναμικά, αλλά σταδιακά θ' αυξήσουν τις επιθέσεις τους κατά μήκος των συνόρων μας, κλέβοντας τα κοπάδια μας. Χωρίς ν' απο­κλείσουμε τους εχθρούς μας πέρα από τη θάλασσα, Χεττίτες και Αρμένιους. Μήδους και Καππαδόκες, για να μην αναφερ­θώ στους Πελασγούς και στους Έλληνες, που θα έρθουν σαν τους λύκους που μυρίζονται αίμα.

»Οι εχθροί μάς θεωρούν ευάλωτες, θα μας δοκιμάσουν. Αν αργήσουμε ν' απαντήσουμε, θα χτυπήσουν με μεγαλύτερο θράσος. Να θυμάστε ότι μας μισούν περισσότερο από κάθε άλλο έθνος, γιατί είμαστε αυτό που φοβούνται πιότερο απ' όλα: γυναίκες αδάμαστες από άντρες. Δεν είναι ανάγκη να επιτεθούμε για να προκαλέσουμε την εχθρότητά τους. Η ύ­παρξή μας και μόνο τους κάνει να μας απεχθάνονται, γιατί μπορεί να ωθήσει τις γυναίκες τους ν' απαιτήσουν την ελευθε­ρία τους.

»Θα μας ρουφούσαν το αίμα, αν μπορούσαν. Ένα μόνο τούς εμποδίζει: η δύναμη μας στα όπλα.

»Καθώς οι μέρες περνούν και η απώλεια της Αντιόπης γί­νεται όλο και πιο έντονη στις φυλές των ταλ Κύρτη, οι αρετές της θα μας λείπουν όλο και πιο πολύ. Ξέρω τις δυνατότητές μου. Δεν είμαι Αντιόπη. Είμαι μαχήτρια, όχι βασίλισσα - και χρειαζόμαστε μια βασίλισσα. Δεν έχουμε καμία ισάξια της Αντιόπης, εκτός από σένα, Ιππολύτη. Όμως, και συγχώρα με για τα σκληρά μου λόγια, τα χρόνια σου δε σου επιτρέπουν να φερθείς όπως οφείλει μια βασίλισσα του πολέμου. Ακού­στε, αδελφές και πρεσβύτερες, τι μου λέει η καρδιά μου:

»Το έθνος των ταλ Κύρτη έχει πολλά προτερήματα αλλά και αδυναμίες. Το πιο ολέθριο είναι τούτο: δεν ενεργούμε, αλλά αντιδρούμε. Έχουμε μάθει να χρονοτριβούμε, περιμένο-

. 245 .

Page 121: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

ντας τα σημάδια του ουρανού και των προγόνων. Οι εχθροί μας όμως ενεργούν!

»Ο Θησέας ενεργεί. »Αυτός πιότερο απ' όλους τους εχθρούς μας μηχανορραφεί

και κάνει σχέδια. Χτυπά με δύναμη και τόλμη. Οι ταλ Κύρτη πρέπει να μάθουν να πολεμούν όπως οι εχθροί τους, πίσω από μια αρχηγό που δε θα φοβηθεί να χρησιμοποιήσει πα­νουργία και τέχνη και που με τη σιδερένια της θέληση θα οδη­γήσει το λαό στη νίκη. Μικρές, όταν παίζαμε πόλεμο, τις ελα­φίνες δεν παριστάναμε; Όχι τις λέαινες! θα προτιμούσα λοι­πόν να έχω ένα στρατό από ελαφίνες που θα τον διοικούσε μια λέαινα, παρά ένα στρατό από λέαινες με αρχηγό μια ελα­φίνα! »

Εδώ η Ελευθερά σταμάτησε, διαπιστώνοντας ότι ο φλογε­ρός της λόγος είχε φέρει σε αμηχανία τις πρεσβύτερες, που τον θεώρησαν εκβιασμό για περισσότερη εξουσία, απόλυτη εξουσία, για την ίδια. Χαλιναγωγώντας το ζήλο της, η Ελευθε­ρά συνέχισε ως εξής:

«Ακούστε, αδελφές, τι προτείνει η καρδιά μου. Ας μην εί­μαι μόνο εγώ βασίλισσα του πολέμου, αλλά και η Ιππολύτη, θα διοικούμε μαζί, καταργώντας το λειτούργημα της βασίλισ­σας της ειρήνης, όμοια και ισότιμα. Έτσι, βασίλισσά μου», η Ελευθερά απευθύνθηκε στην πρεσβύτερη άμεσα, «το όραμά σου θα συνδυαστεί με το πάθος μου, ώστε να υπηρετήσουμε καλύτερα τον ελεύθερο λαό. Ίσως μαζί, εσύ κι εγώ, κάνουμε μια Αντιόπη, μέχρι τη μέρα που θα την πάρουμε πίσω με τα όπλα μας και θα τη φέρουμε στην πατρίδα».

Αυτή η κίνηση έγινε δεκτή. Η Ελευθερά συνέχισε προτείνο­ντας να πολεμήσουν τους Σκύθες των Σιδηρών Ορέων και τους συμμάχους τους, όχι μόνες, αλλά μαζί με άλλα έθνη που μισούσαν το Βόργη κι επιθυμούσαν την πτώση του. «Αυτό έπρεπε να έχει γίνει την εποχή του Ηρακλή. Ας το αποφασί­σουμε τώρα, όσο είμαστε ακόμα δυνατές κι αιματοβαμμένες, γιατί μόνο έτσι καταλαβαίνουν οι εχθροί μας».

Μίλησαν κι άλλες από το συμβούλιο. Μερικές συμφώνησαν

. 246 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

με τα πολεμικά σχέδια της Ελευθεράς, ενώ άλλες συμβούλε­ψαν αυτοσυγκράτηση. Τελικά ήρθε η σειρά της Ιππολύτης. Η βασίλισσα της ειρήνης ήταν εξήντα τεσσάρων ετών τότε. Τα μαλλιά της, στο χρώμα του σιδήρου, ήταν πλεγμένα κοτσίδα που έφτανε ίσαμε τη μέση της. Το πρόσωπό της παρέμενε απαθές. Σε μια συζήτηση, σπάνια γνώριζε την ήττα.

Η Ιππολύτη επέλεξε να μιλήσει με νοήματα. Έδειξε την Ελευθερά.

«Παρακολουθώ την αδελφή μας, που το όνομά της σημαί­νει Ελευθερία, από τότε που ήταν τόση δα και χωρούσε στη λεκάνη αυτού εδώ του Καπνιστή. Η καρδιά μου πάντα μου έδειχνε ότι απ' όλες της γενιάς της είναι η μόνη που βάζει την τιμή πάνω από την αγάπη, την ευτυχία, την ίδια τη ζωή. Οι πολεμικές αρετές της είναι μοναδικές. Δεν υπέκυψε μπροστά σε άντρα και βάζει πάντα πάνω απ' όλα την ευτυχία του ελεύθερου λαού».

Καθώς τα χέρια της Ιππολύτης μιλούσαν, οι πρεσβύτερες συμφωνούσαν μαζί της. Η Ελευθερά στεκόταν ακίνητη σαν πέτρα.

«Ωστόσο», συνέχισε η Ιππολύτη με νοήματα, «ανακάλυψα μερικά ελαττώματα στο χαρακτήρα της αδελφής μας. Της λεί­πει η αυτοκυριαρχία και θυμώνει εύκολα. Είναι ακόμη ξερο­κέφαλη, επίμονη και βίαιη. Σαν αγωνιστικό πουλάρι καλπάζει και δαγκώνει το χαλινάρι σε κάθε δρασκελιά. Σε ειρηνικές εποχές, κάποια σαν κι αυτή χρειάζεται φρόνιμα χέρια να τη συγκρατούν, διαφορετικά η αγάπη της για αγώνα μπορεί να οδηγήσει το λαό σε επικίνδυνες περιπέτειες».

Η Ιππολύτη τώρα μίλησε με λόγια. «Τούτες, όμως, δεν είναι ειρηνικές εποχές». Η Ιππολύτη σηκώθηκε. Έλυσε από το λαιμό της το φτερό

του κόρακα που φορούσε ως πρωθιέρεια του Αρη και πηγαί­νοντας μπροστά στην ομόφυλή της, το πέρασε στο λαιμό της Ελευθεράς. Δάκρυα ανάβλυσαν από τα μάτια της νεαρής γυ­ναίκας. Γονάτισε αμέσως μπροστά στην πρεσβυτέρα.

«Υποστηρίζω τον προβιβασμό σου, παιδί μου», είπε η Ιπ-

. 247 .

Page 122: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

πολύτη, «κι αποδέχομαι την πρόταση σου για συμβασιλεία. Πάρε αυτό το Μαύρο Φτερό που σφράγισε την εποχή της ει­ρήνης». Έβαλε το ένα χέρι στο κεφάλι της Ελευθεράς και σή­κωσε το άλλο με την παλάμη γυρισμένη προς τον ουρανό. «Ευχαριστώ τον Άρη, το θεό του πολέμου και γεννήτορα της φυλής μας, τη Μεγάλη Μητέρα, την Εκάτη, και τη Χθόνια Περσεφόνη, κι όλους τους προγόνους που φύλαξαν και προ­στάτεψαν τον ελεύθερο λαό και του έστειλαν τούτη την ώρα κάποια σαν κι εσένα».

Το Συμβούλιο επικύρωσε με χτυπήματα και μουρμουρητά. Οι δύο αρχηγοί κάθισαν στις θέσεις τους. Όμως η Ιππολύτη δεν είχε τελειώσει ακόμα. Πέρασε λίγη ώρα. Οι σύμβουλοι ανάσαναν καπνό και παρέμειναν σιωπηλές. Τελικά η Ιππολύ­τη τέντωσε το κορμί και ολοκλήρωσε.

«Διοικητές της νέας γενιάς», είπε στην Ελευθερά και στις Συντρόφισσες, «τιμώ το πρόγραμμά σας αλλά έχω μία επιφύ­λαξη: είναι κοντόφθαλμο. Γιατί να περιορίσουμε τις ταλ Κύρ­τη σε αψιμαχίες με τους πολέμαρχους των συνόρων μας και να μην πάμε να τιμωρήσουμε το έθνος και το μονάρχη του. που έθεσαν σε κίνδυνο την επιβίωσή μας;

»Εννοώ το Θησέα. »Εννοώ την πόλη των Αθηνών», Το Συμβούλιο επιδοκίμασε την πρότασή της. «Ήταν ανοησία εκ μέρους μου που προκάλεσα εκείνη τη

δυστυχία». Η Ιππολύτη εννοούσε την παράδοση της ζώνης αγνότητας στον Ηρακλή. Η πράξη της αυτή πριν από μερικές δεκαετίες έγινε αιτία να σκοτωθούν οι καλύτερες πολεμί-στριες της γενιάς της. «Με τη διαλλακτικότητά μου προς τους Έλληνες, δυο γενιές πριν, η επιθετικότητά τους μεγάλωσε και φούντωσε. Εγώ ευθύνομαι γι' αυτή την προσβολή. Σας ζητώ να μου επιτρέψετε να επανορθώσω.

»Ας οπλιστούμε με μίσος τώρα, όπως έπρεπε να είχαμε κάνει τότε.

»Ας επικαλεστούμε τον Αρη τώρα, όπως έπρεπε να είχαμε κάνει τότε.

. 248 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

»Ας κάνουμε πόλεμο τώρα, όπως έπρεπε να είχαμε κάνει τότε!

»Εμπρός για την πόλη των Αθηνών! »Ας επιτεθούμε εκεί, στην κοιλιά του θηρίου, και ας το

εξοντώσουμε!» Το Συμβούλιο ξέσπασε σε κραυγές. Άιι-εε! Αιι-εε! Ακόμα

και οι πιο σοβαρές ξεφώνιζαν. Έξω από την αίθουσα είχαν μαζευτεί όλες οι φυλές. Η Ιππολύτη άκουγε τις ακόλουθες και τους κήρυκες να επαναλαμβάνουν τα λόγια της, προκαλώντας φωνές επιδοκιμασίας. Η βασίλισσα σηκώθηκε, συμπαρασύρο­ντας όλο το συμβούλιο, και παρουσιάστηκε κάτω από το μαύ-ρο φεγγάρι, που το πρόσωπό του είναι η Ενοδία Εκάτη, η κυ­ρά του δρόμου για τον Αδη. Ανέβηκε σε μια εξέδρα και μίλη­σε στο λαό. Ανέφερε όλα όσα είχαν συζητηθεί στο συμβούλιο και τις προτάσεις που είχαν γίνει. Ολες τα έθνη ξέσπασαν σε κραυγές επιδοκιμασίας. Η Ελευθερά έβλεπε με χαρά τη σπί­θα που είχε ανάψει να μετατρέπεται σε πυρκαγιά.

«Όσο για τα αντρικά έθνη της στέπας», είπε η Ιππολύτη απευθυνόμενη στις θυγατέρες των ταλ Κύρτη, «ας μην τους κηρύξουμε πόλεμο, αλλά ας τους στρατολογήσουμε στην υπό­θεσή μας. Θα αναλάβω προσωπικά τους Μασσαγέτες και τους Θυσσαγέτες, τους Ταύρους, τους Μαιώτες και τους Γάργα­ρους, τους Μύσιους, τους Κάρες και τους Καππαδόκες. Θα πλησιάσω τους Χάλυβες και τους Ισσηδόνες, τους Φρύγες και τους Λύκιους, τους Τρώες και τους Δαρδανείς, τους Σάιους και τους Ανδροφάγους, τους Μελανόσυρους, τις θρακικές φυ­λές του Στρυμόνα και τους Σκύθες του Βασιλικού και Χάλκι­νου Ποταμού. Θα έρθουν για τα λάφυρα και τη δόξα. Ακόμα κι αυτοί από τα Σιδηρά Όρη θα πολεμήσουν στο πλευρό μας. Θα παρασυρθούν σαν τη φωτιά στη στέπα!»

Επευφημίες χαιρέτισαν τα λόγια της. Η κραυγή «Αντιόπη! Αντιόπη!» αντηχούσε κάτω από το λύχνο της Εκάτης, του Σκοτεινού Φεγγαριού.

Δυο χρόνια χρειάστηκαν για να σχηματιστεί η συμμαχία. Αλλά τελικά, είχε φτάσει η στιγμή της αναχώρησης. Ήμασταν

. 249 .

Page 123: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

έτοιμοι να διαβούμε τα παγωμένα στενά του Κιμμέριου Βο­σπόρου. Διακόσιες χιλιάδες άνθρωποι είχαν παραταχθεί στην ακτή. Η διάβαση θα γινόταν με χιονοθύελλα που ερχόταν από τη Σκυθία. Η διαταγή ήταν να περάσει όλο το στράτευμα με­τά τις βραδινές θυσίες στην Κυβέλη και στην Ασία, αλλά πολ­λές ενθουσιώδεις δόκιμες, και ιδίως οι έφιππες ομάδες των φυλών της Αλωπεκίας, δεν μπορούσαν να κρατηθούν. Όρμη­σαν στα παγωμένα νερά των στενών. Για να παρασύρουν τα άλογά τους, επιδόθηκαν σ' ένα άθλημα που το λένε μακρό-νησσα. Παίζεται μ' ένα παραγεμισμένο κρανίο, τυλιγμένο σε βοϊδοτόμαρο. Έτσι λοιπόν συναγωνίζονταν σε όλο το δρόμο.

Το κυρίως σώμα του στρατού προχωρούσε πάνω στον πά­γο. Εγώ ίππευα την Αυγή, σέρνοντας ακόμη τη Θηλιά και την Τσίχλα. Το πρώτο ήταν φορτωμένο με σκεπάσματα, πανοπλία και εφεδρικά όπλα κάτω από ένα αρκουδοτόμαρο τυλιγμένο στο στήθος του για να το προφυλάσσει από τον αέρα. Η Κλεο-πτολέμη και η Αρσινόη, οι δόκιμές μου, οδηγούσαν ένα κοπά­δι έντεκα αλόγων. Η Τσίχλα είχε ένα προστατευτικό κάλυμμα σαν της Θηλιάς, αλλά από δέρμα ελαφιού και σαμουριού. Πά­νω του υπήρχε ένα πλαίσιο που ισορροπούσε, με σακιά αλε­σμένης βρόμης και σίκαλης, κι ακόμη σκεπάσματα από αλογό-τριχες, πάσσαλους και σχοινιά, τομάρια από βόδια και αγριο­κάτσικα, που θ' απλώναμε κάθε βράδυ για να προστατεύεται το κοπάδι από τον άνεμο. Και τα δύο ζώα φορούσαν καλύ­πτρες στα μάτια, όπως και η Αυγή, για να προστατεύονται από το χιόνι. Το παστωμένο και το φρέσκο κρέας ήταν σφρα­γισμένα σε σάκους από έντερα κουναβιού και τοποθετημένα κάτω από το κάλυμμα των ζώων.

Όσο για την πολεμική μου εξάρτυση, ίππευα πάνω σε σέλα από λυκοτόμαρο, με την ασπίδα μου σε σχήμα μισοφέγγαρου κρεμασμένη από τη σέλα πίσω από τον αριστερό μηρό μου. Μπροστά υπήρχε το φυλαχτό μου, η Σελήνη, σε σμάλτο και χρυσό, πλαισιωμένο με τα χρονικά μου, πέτρες και γούρια σε ανάμνηση κάθε επιδρομής και μάχης, που ήταν η ιστορία μου από τότε που ήμουν κοριτσάκι. Με προστάτευαν από τον κίν-

250

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

δυνο και ταυτόχρονα μου έδιναν δύναμη για περαιτέρω δόξα. Εγώ δεν είχα φτιάξει κανένα, όπως όριζε ο νόμος των ταλ Κύρτη, αλλά καθένα απ' αυτά είτε το είχα κερδίσει ως τρό­παιο είτε το είχαν φτιάξει για μένα (όπως έκανα κι εγω) αγα­πημένες και φίλες. Η φαρέτρα και το τόξο κρέμονταν στο δε­ξί πλευρό της Αυγής, και τα δύο από δέρμα ελαφιού, με κα­πάκια από γούνα αλεπούς, στολισμένα με φτερά και ταινίες από ερμίνα και μινκ. Είχα είκοσι εφτά κύρια βέλη, ίσια και αξιόπιστα, που έκανα δυο χρόνια να τα φτιάξω, ενώ στον εφεδρικό σάκο της θηλιάς υπήρχαν καμιά σαρανταριά ακόμη. Το τόξο μου ήταν από ξύλο μελίας και κέρατο, με λαβή από δέρμα αγριογούρουνου, στολισμένη με ήλεκρο και αχάτη. Στο δεξί μου χέρι κρατούσα τη λόγχη του «ραβδιού» μου. Στην άκρη του κρέμονταν έξι φτερά γερακιού και αλιάετου, για τις συντρόφισσες που είχαν πάει στην άλλη ζωή. Ένα σακούλι από δέρμα ελαφίσιο για τα τρόπαια κρεμόταν στην πλάτη μου με διάφορες ανάγλυφες παραστάσεις κι άλλα αναμνηστι­κά, ενώ εφτά τριχωτά κεφαλής πλεγμένα σε φούντες κυμάτι­ζαν και χτυπούσαν στον αέρα. Τα υποδήματά μου από βοϊδο­τόμαρο ήταν ανθεκτικά στη φωτιά, πλαισιωμένα με σαμούρι και αλεπού. Φορούσα αναξυρίδα από λυκοτόμαρο με τη γού­να από μέσα και, πάνω απ' αυτήν, περικνημίδες από ελαφίσιο δέρμα. Είκοσι χαϊμαλιά από ήλεκτρο και ασήμι ήταν πλεγμέ­να σε μια λωρίδα χαμηλά σε κάθε πόδι, φυλαχτά των θεών και ηρωίδων που στη φροντίδα τους είχα παραδώσει την ψυχή μου στις Συνάξεις της νεότητας μου. Στη μέση μου φορούσα μια αστερεία με εφτά κρεμαστάρια, δώρο της Ελευθεράς. Ο κορμός μου ήταν καλυμμένος μ' ένα ιμάτιο από γούνα αλε­πούς και προβιά, χοντρό όσο ένα χέρι. Το πανωφόρι μου ήταν από δέρμα αρκούδας, που άντεχε στην υγρασία, με κουκούλα πλαισιωμένη με άσπρη γούνα νυφίτσας. Στον αριστερό μου ώμο είχα ριγμένο ένα δέρμα μαύρου πάνθηρα με το κεφάλι ακόμα επάνω. Ήταν έτσι διπλωμένο ώστε να σχηματίζει στην πλάτη μου ένα σάκο, όπου είχα τοποθετήσει τα πανιά της πε­ριόδου μου. Στο κεφάλι μου φορούσα ένα σκούφο από ελαφί-

. 251 .

Page 124: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

σιο δέρμα που είχε γύρω γούνα. Οι φούντες του προστάτευαν τα αυτιά μου, ενώ από το μπροστινό προστατευτικό του κά­λυμμα, που ήταν φτιαγμένο από αλογότριχες, μπορούσα να δω μέσα από το πιο έντονο φως. Τη θήκη με τη λάβρυ που χρησιμοποιούσα στη μάχη δεν την είχα κρεμασμένη όπως οι άλλες στην ωμοπλάτη μου, αλλά χαλαρή πάνω στους μηρούς μου. Το πανωφόρι της Αυγής ήταν από τραχύ μαλλί, τόσο πυ­κνό ώστε η μπουνιά χωνόταν μέσα μέχρι τον καρπό. Μπορού­σες να κρεμαστείς πάνω του όταν κάλπαζες. Από κάθε μεριά, πολεμίστριες προχωρούσαν, με τόση περηφάνια και λαμπρό­τητα που πρώτη φορά αντίκριζε ο ουρανός.

Η Ιππολύτη και η Ελευθερά ήθελαν ν' αφήσουν το ένα τρί­το του έθνους πίσω, για να φυλάει τη γη και τα κοπάδια μας. Αλλά όταν ήρθε η στιγμή της αναχώρησης, οι μισές απ' αυτές δεν κρατιούνταν με τίποτα: χιλιάδες παλαίμαχες και δόκιμες έτρεξαν στη φάλαγγα, ανακατεύτηκαν με τα τάγματά της και δεν έφευγαν με καμία δύναμη. Ήμουν παρούσα όταν φυλές της Τιτάνιας παρατάχτηκαν μπροστά στο στενό. Χωρίς να τις διατάξει κανείς, έβαλαν φωτιά στις σκηνές και στις άμαξες. Ό,τι δεν μπορούσαν να πάρουν μαζί τους στη μάχη, το πυρ­πόλησαν και το ξεφορτώθηκαν μια και καλή. Ακολούθησε η Λυκαστία και οι άλλες φυλές των ταλ Κύρτη. Ακόμα και οι Σκύθες και οι Ταύροι, οι Μασσαγέτες και οι φυλές του Καυ­κάσου παρασύρθηκαν. Καθώς ο καπνός ανέβαινε στον ουρα­νό, ο στρατός σαν ένας άνθρωπος άρχισε να τραγουδά τον Ύμνο στον Ανθρωποκτόνο Αρη.

Νίκη ή θάνατος Νίκη ή Θάνατος Κανένα άλλο αποτέλεσμα Νίκη ή θάνατος

Πόσοι θησαυροί αλήθεια δεν έγιναν καπνός! Οι έμποροι που ακολουθούσαν το στρατό δεν μπορούσαν να το αντέξουν. Έ­τρεχαν στις σκηνές προσπαθώντας να πάρουν αντικείμενα

. 252 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

αξίας. Οι μεταπράτες μπαινόβγαιναν στις φλόγες, με καπνι­σμένους χιτώνες και καψαλισμένες γενειάδες, για να βουτή­ξουν μια χάλκινη χύτρα ή να εμφανιστούν μ' ένα χαλί από τη Μυσία.

Το κέρας ήχησε. Η φάλαγγα άρχισε να βαδίζει πάνω στον πάγο. Στην κεφαλή προχωρούσε μια επίλεκτη ομάδα που είχε σχηματιστεί με διαταγή της Ιππολύτης: Η ομάδα της Αντιό­πης, με πρώτο το Λιχούδη, χωρίς αναβάτη. Μπροστά στα τεί­χη της Αθήνας, θα καλούσαμε τη βασίλισσά μας να έρθει να τον ιππεύσει.

Εγώ βρέθηκα να βαδίζω ανάμεσα στη Στρατονίκη και την αδελφή μου τη Χρύσα στις μονάδες του έθνους μας, της Λ υ -καστίας. Η καρδιά μου φούσκωνε από περηφάνια. Έπρεπε να χώσω και τις δυο μου γροθιές στη γούνα του αλόγου μου για να μην πέσω κάτω. Το βλέμμα μου έπεσε στην Ελευθερά, στην πρώτη γραμμή της φάλαγγας. Είχε δίκιο: οι ταλ Κύρτη είχαν να πολεμήσουν πολύ καιρό. Είχαμε γεννηθεί για τον πό­λεμο, ήμασταν θυγατέρες του Αρη. Είχαμε χάσει τον εαυτό μας όλο αυτό το διάστημα. Ας ξαναγυρίσουμε λοιπόν στον πόλεμο, εκεί όπου μεγαλουργούμε!

Αι-εε! Άι-εεε! Η φάλαγγα προχωρούσε στον πάγο. Μπρο­στά στα μάτια μου φτερούγισε η εικόνα του Δάμωνα. Την έδιωξα με μίσος. Τι ήταν αυτός για μένα αν όχι ένας δαίμο­νας, όπως ήταν και τ όνομά του, που είχε μαγέψει την καρ­διά μου και με είχε αποξενώσει από τον εαυτό μου και το λαό μου; Να έπεφτε μόνο στο δρόμο του πελεκιού μου και θα έβλεπε τι θα πάθαινε!

Τα στρατεύματα προχωρούσαν σε σειρές στο παγωμένο στενό. Ήταν αδύνατο να μην κοιτάς δεξιά κι αριστερά. Όλοι το κάναμε και όταν είδαμε τι εκπληκτικός στρατός ήμασταν ένα συναίσθημα δέους και ταπεινοφροσύνης μάς συνεπήρε. Έριξα μια ματιά στη Στρατονίκη και την είδα να κλαίει. Δεν είπα τίποτα τότε· όχι πριν φτάσουμε στην απέναντι ακτή, κά­τι που μας πήρε όλο το πρωινό, αφού οι στρατιωτικές δυνά­μεις δεν είχαν τελειωμό, καθώς ενώνονταν με τις φυλές των

. 253 .

Page 125: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

Ταύρων της βόρειας στέπας και τις μονάδες από τα Ριπαία και τα Σιδηρά Όρη.

Διπλάρωσα τη Στρατονίκη. «Γιατί έκλαιγες, αδελφή, όταν ο στρατός άρχισε να προχωρά πάνω στον πάγο;»

Η Χρύσα βρισκόταν από την άλλη πλευρά της φίλης μας. Άκουσε την ερώτησή μου και πλησίασε να δει τι θ' απαντού­σε. Η Στρατονίκη έδειξε με μια κίνηση του χεριού την πεδιά­δα του πάγου και το υπέροχο θέαμα των στρατευμάτων της Ανατολής.

«Βλέποντας αυτόν το στρατό», είπε, «και ξέροντας πόσο μεγάλο είναι το τόλμημά του, λύγισα στη σκέψη ότι καμιά από τις ταλ Κύρτη δε θα γυρίσει πίσω όπως έφυγε. Ακόμη κι αν ο Θεός μάς χαρίσει τη νίκη, η ζωή που ξέραμε πάει, τέλειω­σε» .

Τα λόγια της Στρατονίκης με πάγωσαν, το ίδιο και την αδελφή μου. Καλπάσαμε για λίγο σιωπηλές. Μετά η Χρύσα σπιρούνισε το άλογό της και όρθωσε το κορμί, κόντρα στη χιονοθύελλα.

«Τότε καλύτερα να σκοτωθώ στη μάχη μπροστά στα τείχη του εχθρού, γιατί δε θέλω να ζήσω σε τούτη τη γη μια ζωή εκτός απ' αυτήν που αγαπώ».

. 254 .

Βιβλίο έβδομο

ΑΘΗΝΑ

Page 126: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

22 Έκσταση

Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ του Δάμωνα: Οι πρώτες αντρικές φυλές που μπήκαν στην Αττική ήταν Θρά­κες από τον Ποταμό της Αλωπεκής. Ήταν περίπου 300. Πυρ­πόλησαν αγροκτήματα στις Αφίδνες και στην Εκάλη και, πα­ρακάμπτοντας την πλαγιά της Πάρνηθας, μπήκαν στην Παια­νία και στις γύρω συνοικίες. Ταυτόχρονα, σκυθικά στρατεύ­ματα Σινδών και Αλανών χτύπησαν νότια, έξω από τις Θήβες, διάβηκαν τον Κιθαιρώνα από τις Ελευθερές (στα μεθόρια της Αττικής και της Βοιωτίας) και την Οινόη και εισέβαλαν στις Αχαρνές μέσω της ρεματιάς που υπάρχει μεταξύ της Πάρνη­θας και του όρους Αιγάλεω. Ήταν η δέκατη τρίτη ημέρα του Μουνιχιώνος*, δύο χρόνια και εφτά μήνες μετά την εσπευσμέ­νη αναχώρηση των πλοίων του Θησέα από τη Λυκαστία, που έφεραν την Αντιόπη στην πατρίδα ως σύζυγο του βασιλιά μας. Εκτιμώντας το μέγεθος του στρατού που είχε συγκροτη­θεί για να πάρει εκδίκηση και τις εκατοντάδες αναφορές για την προέλασή του, που έφταναν στην Αθήνα τα δύο επόμενα χρόνια, θα πίστευε κανείς ότι έγινε κάθε προσπάθεια για να προετοιμάσουμε τους πολίτες και να ενισχύσουμε την πόλη. Αντί γι' αυτό, θεωρήσαμε τις αναφορές περί κινητοποίησης των εθνών των πεδιάδων μυθεύματα. Απίθανες ιστορίες έφτα-

* Ο δέκατος αττικός μήνας (15 Απριλίου-15 Μαΐου). (Σ.τ.Μ.)

. 257 .

Page 127: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

ναν με κάθε πλοίο, έτσι τουλάχιστον πίστευαν οι Αθηναίοι, και οι ποιητές έστελναν τα παιδιά για ύπνο φοβισμένα απ' τα παραμύθια που τους έλεγαν για φοβερούς κενταύρους και Αμαζόνες. Πράγματι, το μέγεθος της επιχείρησης που εί­χε αναλάβει η εχθρά γεννούσε τη δυσπιστία. Ποιος μπορού­σε να πιστέψει το απίστευτο; Οτι ένας ανομοιογενής συνα­σπισμός βαρβάρων, που πολεμούσαν συνέχεια ο ένας τον άλλο, μπόρεσαν να ενωθούν και ν' αδειάσουν τις πατρίδες τους, για να διασχίσουν επί τρεις μήνες μια εχθρική περιοχή, μέσα στο καταχείμωνο μάλιστα, για να επιτεθούν σε μια πό­λη που γι' αυτούς ήταν η άκρη της γης, με σκοπό να πάρουν πίσω στην πατρίδα ένα θηλυκό που το είχε σκάσει από κει.. . Αυτό δεν είχε προηγούμενο. Δεν ήταν δυνατό να συνέβαινε κάτι τέτοιο.

Ξέρω, φίλοι μου, την επόμενη ερώτηση σας. Τις αναφορές από τόσο μακριά, όπως από τη Θράκη, για παράδειγμα, θα μπορούσε να τις αμφισβητήσει κανείς, λόγω της μακρινής απόστασης και των υπερβολών των διάφορων μυθοπλόκων που φτάνουν από ξένες χώρες. Όμως οι Αμαζόνες βρίσκονταν σε απόσταση οχτακοσίων σταδίων για μέρες! Ούτε και τότε έφτασε σήμα κινδύνου στην Αθήνα; Δεν ήρθε καμία ειδοποίη­ση από τους συμμάχους μας στη Θεσσαλία και στις Θήβες;

Θ' απαντήσω σ' αυτό. Ένας Έλληνας διοικητής θα συγκρα­τούσε την εμπροσθοφυλακή του μέχρι να φτάσει το κυρίως σώμα του στρατού και μετά θα έκανε την επίθεση. Όμως οι Αμαζόνες και οι Σκύθες δε σκέφτονταν έτσι. Από τη στιγμή που οι πρώτες μονάδες τους πέρασαν τα σύνορα, τίποτα δεν μπορούσε να τους κρατήσει. Αρχισαν να λεηλατούν οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια τους.

Και από τις Θήβες; Γιατί δεν ήρθε καμία ειδοποίηση από κει; Είναι απλό: το κυρίως σώμα του στρατού δεν πλησίασε στην πόλη! Η προφυλακή την είχε προσπεράσει. Γιατί να επι­τεθούν σε οχυρωμένες πόλεις; Θα τις απόκοβαν για να πεινά­σουν! Θα τις λεηλατούσαν κατά την επιστροφή στην πατρίδα!

Τη δεύτερη μέρα το αθηναϊκό ιππικό βγήκε στην ύπαιθρο

. 258 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

χώρα, αν μπορείς βέβαια ν' αποκαλέσεις έτσι μια ομάδα ανεκπαίδευτων ιππέων. Μαζί με το Φίλιππο, αποφασίσαμε να συνεχίσουμε μόνοι μας. Εντοπίσαμε τους Σκύθες από τα Ρι-παία και τα Κεραύνια όρη λίγο αργότερα εκείνη την ημέρα και, προς το δείλι, τις πρώτες φυλές από τη Μεγάλη Σκυθία. Ήταν όλοι άντρες, σε μικρές, ληστρικές ομάδες. Ο σύντροφος μου κι εγώ απομακρυνθήκαμε αμέσως, αλλά αυτοί δεν ενδια­φέρθηκαν για μας. Κυνηγούσαν πιο παχιά θηράματα - ζώα και κτήματα και υποστατικά. Κάθε συμμορία παράβγαινε με τα φιλαράκια της. Το έβλεπες αυτό. Η μια παρέα, για παρά­δειγμα, έβαζε φωτιά σε μια αγροικία· η άλλη περνούσε καλ­πάζοντας κι εκτοξεύοντας κοροϊδίες. Η πρώτη, νομίζοντας ότι οι σύντροφοι τους είχαν βρει καλύτερη λεία, παρατούσε τη δι­κή της κι έτρεχε να φτάσει τους αντιπάλους της.

Αυτό δεν ήταν αστείο. Γιατί οι πολυάριθμοι άντρες της εχθράς με την εκπληκτική ταχύτητα της επίθεσής τους έφτα­σαν να ελέγχουν όλη την ύπαιθρο πριν ειδοποιηθεί ο πληθυ­σμός της πόλης, πόσο μάλλον να φύγει. Οι συμπολίτες μας έπρεπε να καταφύγουν στην πόλη, τώρα, όχι από δρόμους ασφαλείς που ήταν στα χέρια των Αθηναίων αλλά μέσα από την ύπαιθρο, η οποία είχε πέσει ήδη στα χέρια της εχθράς.

Τότε προέκυψε ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα. Ήταν οι ίδιοι οι αγρότες: δεν ήθελαν ν' αφήσουν τη γη τους. Ξέρετε τη βό­ρεια Αττική, φίλοι μου. Οι μικροκτηματίες ζουν με πράσα και κυνηγώντας λαθραία λαγούς. Είναι τόσο φτωχοί όσο και βρό­μικοι. Δε θα έπαιρναν εύκολα πόδι. Όλη μέρα, ο Φίλιππος κι εγώ πηγαίναμε από κτήμα σε κτήμα, να τους ειδοποιήσουμε για τον κίνδυνο. Όμως κανείς δε μας πίστεψε, μα κι αν μας πίστευαν, μας έλεγαν να πάμε στον Τάρταρο. Αυτοί θα έμε­ναν, ν' αντισταθούν ή να πεθάνουν.

Ήταν αγύριστα κεφάλια. Ο Φίλιππος κι εγώ τους φοβερί­ζαμε και τους παρακαλούσαμε, επικαλούμασταν το όνομα του Θησέα αλλά και όποιον τοπικό θεό και ήρωα μπορούσαμε να σκεφτούμε. Κανένα αποτέλεσμα. Αυτοί οι σκορδοφάγοι δεν το κουνούσαν με τίποτα, θα υπερασπίζονταν τα άθλια παρ-

. 259 .

Page 128: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

τσάδια της γης τους, αυτοί κι οι γιοι τους, με πέτρες, με γά­ντζους και με γυμνά χέρια.

Φτάσαμε στο αγρόκτημα του αδελφού μου με το ηλιοβασί­λεμα. Το μέρος είχε ισοπεδωθεί. Οι Σκύθες επιδρομείς είχαν αποκεφαλίσει δύο εργάτες και είχαν κυνηγήσει τη σύζυγο του Ελιέως, η οποία είχε καταφύγει σ' ένα ξεροπήγαδο. Οι βάρ­βαροι της πετούσαν πέτρες και μπάζα μέχρι που κουράστη­καν μ' αυτό το άθλημα. Ήταν καλά, αλλά άσχημα χτυπημένη.

Τη δεύτερη αυγή είδαμε Αμαζόνες. Όχι φυλές από τη Λυ-καστία και τη Θεμίσκυρα που ξέραμε, αλλά από τη Χαδισία και την Τιτανία. Κατευθύνονταν νότια, ψάχνοντας τι άραγε; Την πόλη; Τα νότια περάσματα; Στις Αχαρνές όπου μέναμε, ο Φίλιππος κι εγώ, προσπαθώντας να ενώσουμε τους μικροκαλ-λιεργητές, δε συναντήσαμε Αμαζόνες αλλά Σκύθες. Τότε άρ­χισαν να μας πιστεύουν οι αυτόχθονες. Αλλά τώρα τους είχε κολλήσει η ιδέα ότι αποκλειόταν να επιτεθούν στην ίδια την πόλη (δύσκολη λεία για τα δόντια τους). Θα εισέβαλαν στην ενδοχώρα για να βρουν τρόφιμα και διάφορα άλλα είδη απα­ραίτητα για τη διαβίωση τους, στα οχυρά των τοπικών αρχό­ντων. Οι κάτοικοι της υπαίθρου που κατευθύνονταν στην πό­λη πλήρωναν τώρα ακριβά την αργοπορία τους. Στο δρόμο οι Σκύθες έπεφταν πάνω τους και τους σκότωναν μαζικά. Στην εξοχή, τους σκότωναν έναν έναν. Στο Σκύθη αρέσει πολύ το παλούκωμα. Καρφώνει κεφάλια σε πασσάλους και κρεμάει τομάρια στα δέντρα. Πολλοί δικοί μας προσπαθούσαν να κρυφτούν σε σιταποθήκες ή σε πατάρια κάτω από τη στέγη. Αυτό για το Σκύθη είναι ωμό κρέας. Όταν εντοπίζει κάποιον κρυμμένο, τον αναγκάζει να βγει με τη φωτιά. Βουτάει τον πρώτο ροδοψημένο μασκαρά και έπονται τα υπόλοιπα. Είδα­με άντρες με κομμένα κεφάλια, ακόμα ζωντανούς, ξεκοιλια­σμένους να παραπατούν κρατώντας τα σπλάχνα στα δυο τους χέρια. Το να βγάλει απλώς ένα δαχτυλίδι δεν είναι κάτι που συνηθίζει ο Σκύθης. Προτιμά να κόψει ολόκληρο το χέρι και να το τραβήξει με τα δόντια του. Θα κόψει ένα κεφάλι για να πάρει το σκουλαρίκι και θα πετάξει το κρέας στα σκυλιά του

. 260 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ή στο στρατό των κοπρόσκυλων που στρατολογούνται μόνα τους και ζουν από τα αποφάγια των συμποσίων του όπου κι αν πάει. Ούτε θα ξεγελάσεις το Σκύθη κρύβοντας κάποια αγαθά στον πάτο σου. Θα σου τον κομματιάσει όπως μια κυ­ρά τη χήνα της, και θα χώσει το χέρι του μέσα σου ίσαμε τον αγκώνα. Οι θεοί να φυλάνε τις δέσποινες που θα θελήσουν να κρύψουν το θησαυρό τους οπουδήποτε αλλού εκτός από το πουγκί τους.

Όσο για μένα, είχα τα δικά μου προβλήματα, δηλαδή να πείσω τον πατέρα μου και το σόι του να του δίνουν. Αυτά τα γερόντια είχαν μουλαρώσει και δεν έλεγαν να το κουνήσουν με τίποτα. Αναγκάστηκα να δέσω χειροπόδαρα το γέρο μου. ενώ με περιέλουζε με «ευχές», και να τον βάλω σ' ένα δίτρο­χο αμάξι. Μετά ήταν η σειρά των θείων μου και των ανθρώ­πων τους, οι οποίοι λογικεύτηκαν τελικά, όταν πήρε το μάτι τους μια ομάδα Σάιων από τη Θράκη να βάζουν φωτιά στους αχυρώνες του γείτονά τους. Έπειτα το κτηματάκι μου. Το μό­νο που άξιζε εκεί ήταν ένα πουλάρι, ο Επίδεσμος, με τον οποίο ήλπιζα να τρέξω στους ιππικούς αγώνες. Δυο αδελφές από ένα αγρόκτημα στην κορυφή του λόφου, η Γαία και η Μαία, ήταν οι αναβάτες μου. Ήταν δώδεκα χρόνων, εκπληκτι­κές καβαλάρισσες. Κάθισα τη Γαία στο πουλάρι και τη Μαία σ' ένα άλλο και τους είπα να πάνε γραμμή στην πόλη. Αλλά στον Πρινόλοφο, όπως έμαθα αργότερα, μια μονάδα Αμαζό­νων βρέθηκε στο δρόμο των κοριτσιών. Με μια ματιά που έρι­ξαν από μακριά στις φοβερές πολεμίστριες, οι δίδυμες γοη­τεύτηκαν. Ορκίστηκαν πίστη κι αφοσίωση στο έθνος και στους θεούς του, και προσχώρησαν στην εχθρά, όπως είχαν κάνει ήδη εκατοντάδες άλλες. Καμία από αυτές τις παρθένες δε γύ­ρισε πίσω.

Στις συνηθισμένες φρικαλεότητες του πολέμου προστέθη­καν και κάτι τέτοιες περίεργες ανατροπές. Ο λαός έπαθε υστερία. Οι αμυνόμενοι έβλεπαν τις Αμαζόνες να ενεργούν με λύσσα και ούτερι. Αυτή η έκσταση προκαλούσε ακόμα μεγα­λύτερο τρόμο, γιατί καλούσε τις συζύγους και τις θυγατέρες

. 261 .

Page 129: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

μας όπως τα κέρατα του φεγγαριού. Οι άντρες έχασαν τον ύπνο τους. Τα παιδιά διαισθάνθηκαν αυτή την ανατροπή της τάξης. Έσκουζαν όλη νύχτα και κανένα γιατρικό δεν μπορού­σε να τα ηρεμήσει.

Κανείς δεν κοιμήθηκε τις τρεις επόμενες μέρες. Έβλεπες έναν άνθρωπο να καλπάζει μέχρις εξαντλήσεως, να καταρρέει επιτόπου και να συνεχίζει πάλι. Τις ομάδες που υπερασπίζο­νταν την πόλη δεν μπορούσες να τις πεις στρατό. Ήταν πολι-τοφυλακή. Κτηματίες και καταστηματάρχες, γεωργοί και α­μπελουργοί, πολλοί οπλισμένοι μόνο με τσουγκράνες και αξί-νες. Μόνο τους ιππότες των αρχόντων μπορούσε ν' αποκαλέ­σει κανείς πολεμιστές. Αυτοί τουλάχιστον μπορούσαν να ιπ­πεύσουν και να πολεμήσουν. Αλλά καθώς μεγάλωνε ο κίνδυ­νος, οι τοπικοί άρχοντες ένιωθαν όλο και πιο πολύ την ανάγκη να υπερασπιστούν τα οχυρά τους - ανάθεμα την πόλη. Έτσι πολλοί ευπατρίδες, ακόμα κι αυτοί που θεωρούνταν σύντρο­φοι του Θησέα, υπαναχώρησαν μπροστά στα γεγονότα και δε θέλησαν να εγκαταλείψουν πρεσβύτερους, υπηρέτες και την πατρική τους γη. Τελικά μόνο χίλιοι πεντακόσιοι ιππότες βρέ­θηκαν πίσω από τα τείχη της πόλης.

Ο Φίλιππος κι εγώ ενωθήκαμε μαζί τους την τρίτη μέρα. Ο Θησέας μάς οδήγησε έξω από την πόλη. Οι ιππείς ήταν όλοι καλοί άντρες, βαριά αρματωμένοι και οργανωμένοι σε ίλες. Οι Αμαζόνες έπαιζαν μαζί μας. Εγώ ήμουν σε μια ίλη αποτελού­μενη από εξήντα ιππείς στην πεδιάδα κοντά στη Θρία όταν δύο πτέρυγες από τριάντα Αμαζόνες όρμησαν πάνω μας. Πα­ραταχθήκαμε όπως όπως, οπλισμένοι με σπαθί και κοντάρι. Αντίπαλοί μας ήταν Αμαζόνες από την Τιτανία. Ήταν τόση η περιφρόνηση τους για το σώμα μας που δεν έστειλαν ούτε τις δοκιμές τους. Επιτέθηκαν με το τόξο και το διπλό πελέκι. Δεν μπορούσαμε να τις αγγίξουμε. Τρία βέλη εκτόξευε κάθε εχθρά, το πρώτο από μακριά ενώ πλησίαζε, το δεύτερο καθώς ορμούσε και το τρίτο από πολύ κοντά, τη στιγμή που περνού­σε από δίπλα μας. Όταν κάποιο έβρισκε το στόχο του, η Αμα­ζόνα έτρεχε κοντά στη λεία της, ρίχνοντας απανωτές βολές, κι

. 262 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

όταν έπεφτε κάτω, ορμούσε πάνω της με το πελέκι και το μα­χαίρι.

Στην πόλη, οι άνθρωποι δούλευαν χωρίς ανάπαυλα, σήκω­ναν τείχη και προμαχώνες, μάζευαν τρόφιμα και διάφορα άλ­λα είδη. Οι παραλιακοί δρόμοι έβριθαν απ' αυτούς που εγκα­τέλειπαν την πόλη με κατεύθυνση κάθε όρμο και παραλία από το Φάληρο μέχρι το Μαραθώνα, όπου οι σύζυγοι φόρτω­ναν γυναίκες, παιδιά και ζώα σε κάθε λογής πλεούμενο που μπορούσε να επιπλεύσει για να τους μεταφέρει στην Εύβοια, Νύχτα και μέρα ο στόλος αυτός έκανε την ίδια διαδρομή, Στην ακτή, τα παλικάρια του Θησέα εμπόδιζαν τη φυγή όσων ήταν ικανοί να πολεμήσουν κι έκαναν κατάσχεση της περιου-σίας όσων έφευγαν. Και το παραμικρό μπιχλιμπίδι έπρεπε να τεθεί στη διάθεση της πολιτείας. Μ' αυτά θα δωροδοκούσαμε την εχθρά, θα ενισχύαμε το σύμμαχο, θα πληρώναμε για να ξεφύγουμε, αν αυτό ήταν δυνατό.

Την έκτη βραδιά, οι πολίτες, ή όσοι είχαν απομείνει τέλος πάντων, μαζεύτηκαν μπροστά στο Ναό του Ηφαίστου. Μια νεροποντή είχε μετατρέψει την πλατεία σε βούρκο. Έφτασα στο τέλος της εναρκτήριας πρότασης. Δεν είχα ξαναβρεθεί σε τόσο θορυβώδη συγκέντρωση.

Το πλήθος ζήτησε πρώτα την παράδοση της Αντιόπης. Δώ­στε πίσω τη βρομιάρα στην εχθρά! Αυτή είναι η αιτία τούτης της συμφοράς! Παραδώστε τη να πάει στα κομμάτια!

Ο Θησέας αντιμετώπισε το πλήθος. Η Αντιόπη ήταν γυναί­κα του, η μητέρα του γιου του. Αν έφευγε εκείνη, θα έφευγε κι αυτός.

Πανικός κυρίευσε τη σύναξη. Ο λαός δεν μπορούσε ν' αντι­κρούσει την επίδειξη υπεροχής του βασιλιά του. Χωρίς αυτόν ήταν χαμένοι και το ήξεραν. Η στάση τους άλλαξε. Ξέχασαν την Αντιόπη. Αντί γι' αυτό, πρότειναν τον τερματισμό της δη­μοκρατικής συνέλευσης και την άνοδο του Θησέα στο ανώτα­το αξίωμα. Με μια φωνή, ο όχλος ζήτησε από το βασιλιά να γίνει αυτοκράτωρ, ανέκκλητος κυβερνήτης.

Ο Θησέας αρνήθηκε.

. 263 .

Page 130: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

Η πλατεία έβραζε σαν καζάνι. Το πλήθος, πάνω από έξι χι­λιάδες άνθρωποι ο ένας πάνω στον άλλο, δε γνωστοποιούσε τα πιστεύω του με το λόγο, αλλά πήγαινε πότε από τη μια πλευρά και πότε από την άλλη. Οι άντρες δεν ψήφιζαν σηκώ­νοντας τα χέρια, αλλά άλλαζαν θέσεις μέσα στην πλατεία, φωνάζοντας τη θέση τους. Ο Θησέας έκανε την εξής ερώτηση στο λαό: να φύγουμε ή να μείνουμε: Η οχλοβοή διπλασιάστη­κε. Οι άντρες αρπάζονταν μεταξύ τους, ο ένας πολίτης προ­σπαθούσε ν' αλλάξει τη γνώμη του άλλου πολίτη με βίαιο τρόπο. Είδα τον εξάδελφό μου Ξενοκλή να έχει αρπάξει με τη χερούκλα του από το λαιμό ένα δυστυχή, που πάλευε ωστόσο με τον ίδιο ζήλο, ενώ δυο άλλοι προσπαθούσαν να τους μετα­φέρουν στην άλλη άκρη της πλατείας, όπου βρίσκονταν οι οπαδοί της ίδιας τάσης.

Τρεις φορές ο Θησέας έθεσε αυτή την πρόταση στην κρίση του λαού. Τρεις φορές το πλήθος αρνήθηκε ν' απαντήσει. Α­ντίθετα, του φώναζαν ν' αναλάβει τη διοίκηση της πόλης: Ανάλαβε εσύ! Πες μας τι να κάνουμε!

Δε θα το έκανε. Θ' ανάγκαζε το λαό να κυβερνήσει τον εαυτό του. Μην ξεχνάτε ότι εκείνη την ώρα η πόλη δεν είχε τα μέσα

να αμυνθεί. Οι μισοί πολίτες, ακόμα κι αυτοί που ήταν μέσα στα τείχη, τα μάζευαν για να φύγουν. Η εχθρά δεν είχε απο­κλείσει όλη την Αττική. Μπορούσες να περάσεις. Μπορούσες ακόμα να ξεφύγεις.

Ο Θησέας επανέλαβε την πρόταση: Να μείνουμε ή να φύ­γουμε;

Η καταρρακτώδης βροχή συνέχισε να πέφτει στην πλατεία. Οι άντρες ήταν εξουθενωμένοι. Μερικοί, που είχαν χάσει υπο­στατικά και οικογένειες, δεν ήθελαν πια τη ζωή τ ο υ ς · άλλοι πάλι, κάτω από τις ίδιες συνθήκες, αδημονούσαν να πολεμή­σουν, πιστεύοντας ότι δεν είχαν τίποτα να χάσουν. Μερικοί που είχαν ακόμα τους δικούς τους και τις ιδιοκτησίες τους δεν ήθελαν να τα διακινδυνεύσουν αντιστεκόμενοι, ενώ άλλοι που ήταν στην ίδια θέση φώναζαν πως αν έφευγαν θα παρέδιδαν

. 264 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΛΖΟΝΕΣ

τόσο τη ζωή όσο και τις περιουσίες τους! Στο μεταξύ πολλοί ήταν εκείνοι, τα δύο πέμπτα ίσως της πόλης, που είχαν γυρί­σει στις συνοικίες τους, στα σπίτια τους στην ύπαιθρο. Δυο χι­λιάδες είχαν καταφύγει στο όρος Υμηττός· περισσότεροι ακό­μα στον Αρδηττό και στο Λυκαβηττό και σε οχυρά στην Πάρ­νηθα. Αλλοι πάλι σκόπευαν να περάσουν στη Σαλαμίνα και στην Τροιζήνα, ή να κατευθυνθούν μέσω του Ισθμού στην Πε­λοπόννησο. Δεν ήταν λίγοι κι αυτοί που ήλπιζαν να πάνε στη Σικελία ή στην Ιταλία, ακόμα και στη Λιβύη, στη Βόρειο Α­φρική.

Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, ήρθαν αγγελιοφόροι. Η εχθρά εί­χε κλείσει τα τελευταία περάσματα στον Παρνασσό και στον Κιθαιρώνα. Η Ελευσίνα είχε κυριευτεί· ο αντίπαλος κρατούσε τη δημοσιά του Θριάσιου πεδίου. Ο φόβος διπλασιάστηκε όταν έφτασε ένας δρομέας από τον Ισθμό. Είχε πέσει κι αυ­τός, αποκλείοντας έτσι κάθε διαφυγή από την ξηρά.

Οι εισβολείς είχαν αποκλείσει την Αττική. Η Αθήνα είχε περικυκλωθεί κι αποκοπεί. Μήπως ήταν κάτι που το περίμενε ο Θησέας; Μήπως είχε μαντρώσει τη συνέλευση μέχρι να κά­νουν οι αντίπαλοι του τη δουλειά γι' αυτόν: Πολλοί τον ρώτη­σαν αργότερα. Το μόνο που είπε ήταν ότι «ο λαός ψήφισε σωστά».

Πράγματι το έκανε, δεν είχε άλλη επιλογή. Θα έμεναν και θα πολεμούσαν! Θα υπερασπίζονταν την πόλη! Αλλά ο Θησέας δεν επαναπαύτηκε σ' αυτό. Επέμεινε η

ψηφοφορία να μη γίνει με ανάταση των χεριών ή διά βοής, αλ­λά το εκλογικό σώμα να πάρει θέση στη μία ή στην άλλη πλευρά μιας γραμμής που χάραξε με την άκρη του σκήπτρου του στη λάσπη της πλατείας. Έτσι, όλοι θα έβλεπαν ποιος στεκόταν πού και, το σπουδαιότερο, κανείς δε θα αναιρούσε, αλλιώς θα ντροπιαζόταν.

Ο Θησέας ξύπνησε τους ιππότες πριν από την αυγή. Ο στρατός συγκεντρώθηκε στην πλατεία Ιπποδάμειας στο λόφο του Μουσείου. Σύμμαχοι είχαν φτάσει εκεί κατά τη διάρκεια

. 265 .

Page 131: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

της νύχτας: Ο Πειρίθους και ο Πηλεύς από τη Θεσσαλία μ' ε­κατό ιππείς και τετρακόσιους ακοντιστές· από την Κρήτη, το βασιλόπουλο Τριπτόλεμος με τριακόσιους φημισμένους τοξό­τες· από τη Σπάρτη, ο Αμομφάρετος. αρχηγός του Πιτανάτου λόχου* με ογδόντα οπλίτες. Η εμφάνισή τους έδωσε θάρρος στους αμυνόμενους. Ο Θησέας πήρε το λόγο:

«Ιππότες και Σύντροφοι, είστε oι εκλεκτότεροι άντρες τού-της της πόλης, γόνοι των πιο ευγενικών οίκων της. Από σας εξαρτάται αν θα τα καταφέρει ή αν θα πεθάνει. Ωστόσο, αν δεν κάνω λάθος, ένα ερώτημα ταράζει τις καρδιές σας.

»"Και οι σύντροφοι μ α ς ; " αναρωτιέστε: "Οι αγρότες και οι τεχνίτες που αποτελούν το στρατό μ α ς ; " Αυτοί δεν είναι πολεμιστές. Μερικοί μάλιστα δεν έχουν ούτε πανοπλία ούτε όπλα. Το μόνο που ξέρουν σε μια μάχη είναι να το βάζουν στα πόδια. Κοιτάξτε τα μάτια τους. Είναι κατατρομαγμένοι απ' αυτό τον εχθρό που δεν έχει προηγούμενο σε αριθμό και βαρβαρότητα. Είναι δυνατό ν' αντέξει ένα τέτοιο στράτευμα; Πώς θα το διοικήσουμε: Θα σας πω εγώ, αδέλφια.

»Οι φοβισμένοι άντρες ψοφάνε για διαταγές. Να τους τις δώσετε. Πείτε τους πού να κοιμηθούν και πού να χέσουν. Μην τους φάτε τ' αυτιά για μεγάλα ιδανικά, πατριωτισμό ή αυτο­θυσία. Είναι πολύ φοβισμένοι για ν' ακούσουν. Πείτε τους απλώς τι να κάνουν. Με απλά λόγια: "Στάσου εκεί. Κράτησε τούτο. Κάνε αυτό".

»Δουλειά σας είναι τώρα να δαμάσετε το φόβο των αντρών σας. Βάλτε καλή τροφή στην κοιλιά τους και τα κατάλληλα όπλα στα χέρια τους. Κάντε τους να χύσουν ιδρώτα, γιατί όποιος οικοδομεί ένα τείχος οικοδομεί τη γενναιότητα, και όποιος ακονίζει το χαλκοκέφαλό του ακονίζει το θάρρος του. Αφήστε τους άντρες σας να γκρινιάζουν. Αυτό τους κάνει να αισθάνονται σαν στρατιώτες. Αφήστε τους ν' αστειεύονται.

* Λόχος που διακρινόταν για την ανδρεία του. Αριθμούσε τετρακόσιους άντρες. Είχε πάρει το όνομά του από την Πιτανάτιδα Άρτεμιν, της οποίας ο ναός βρισκόταν στην κώμη Πιτάνη, κοντά στη Σπάρτη. (Σ.τ.Μ.)

. 266 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

γιατί κανείς δεν μπορεί να γελάει και να φοβάται ταυτύχρο-να. Να θυμάστε πως η έγνοια κάθε άντρα είναι μόνο η οικο­γένειά του. Είναι φυσικό. Μην προσπαθήσετε να το αλλάξετε αυτό. Έτσι θα επέλθει η ενότητα. Η εχθρά θα μας αναγκάσει να ενωθούμε.

»Μια λέξη για την αλαζονεία και την ανυπομονησία. Μερι­κοί από σας θεωρείτε τους εαυτούς σας ευνοημένους. Κάνετε εξυπνακίστικες παρατηρήσεις για τους χωρικούς που απαρτί­

ζουν το στρατό μας, αποκαλώντας τους αγροίκους και άξε­στους. Κάνετε λάθος, αδέλφια. Γιατί αυτοί γνωρίζουν κάτι που εσείς αγνοείτε. Ξέρουν να υπομένουν. Αγροίκους, σκλη-ρόπετσους, κυνικούς... Τέτοιους χρειάζεται η πόλη των Αθη­νών αυτή την ώρα, όχι ήρωες και λαμπρούς πολεμιστές. Έτσι να διοικείτε, με ταπεινοφροσύνη. Μην είστε συγκαταβατικοί, όμως, να τους φέρεστε ως αρχηγοί. Να θυμάστε ότι αυτά τα γεγονότα είναι πολύ σημαντικά και οι άντρες θα σταθούν στο ύψος τους. Να φέρεστε σε κάθε άντρα σαν σε στρατιώτη. Μπορεί να σας ξαφνιάσει και να γίνει».

Έδειξε τον Πηλέα και τον Πειρίθου, τον Τριπτύλεμο και τον Αμομφάρετο. «Αν ξεμείνετε από έμπνευση, αδέλφια, κοι­τάξτε μόνο αυτούς τους ευγενείς που διέσχισαν θάλασσες και βουνά για να σταθούν στο πλευρό μας. Αν αυτοί ήρθαν να χύ­σουν το αίμα τους για την Αθήνα, πώς είναι δυνατό εμείς, τα παιδιά της, να φανούμε κατώτεροι;

»Τέλος, φίλοι μου, να θυμάστε πως αν συμβεί το χειρότερο -ο θάνατος και η εξόντωση- θα γίνει με τιμή και με δόξα, αν το θελήσουμε. Ούτε οι θεοί δεν μπορούν να μας το στερήσουν αυτό: να πέσουμε γενναία, αν έτσι πρέπει».

Δεν πρόλαβε να τελειώσει το λόγο του ο Θησέας και μια κραυγή αντήχησε από τα δυτικά της παράταξης. Άντρες έτρεχαν χειρονομώντας. Μαζί με τον αδελφό μου σκαρφαλώ­σαμε στην απότομη πλαγιά -έκανε ψύχρα ακόμα γιατί ήταν στη σκιά- προς το χείμαρρο του ανατέλλοντος ηλίου. Ξέρετε την κορυφή του λόφου του Μουσείου· η Ακρόπολη καβαλικεύει την άκρη του, ενώ απέναντι, στη Συνοικία των Υφαντουργών,

. 267 .

Page 132: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

με τις μπουγάδες απλωμένες στις στέγες των σπιτιών, κομμέ­νος από την οδό Κεραμεικού, υψώνεται ο λόφος του Αρείου Πάγου, ο σύντροφος της Ακρόπολης με τις απόκρημνες πλα­γιές του.

Σ' αυτή την κορφή τώρα ανέβαιναν καβαλάρισσες των Αμαζόνων. Καμιά εκατοστή στην αρχή, με περικεφαλαίες και πανοπλία, και μετά άλλες εκατό, κι άλλες τόσες. Και τότε, μ' έναν ήχο που άνθρωπος κανείς δεν είχε ξανακούσει στη ζωή του, φάνηκαν τάγματα τόσο πολλά που εξαφάνισαν τις κορυ­φογραμμές από τον Κεραμεικό μέχρι τις Ιτώνιες Πύλες. Ήταν χιλιάδες, τρεις, πέντε, εφτά, δέκα. Δεν έδειχναν να βιάζονται, περπατούσαν, το ένα γοργοπόδαρο μετά το άλλο. Ήταν μυ­ριάδες κι έκαναν τη γη να σείεται κάτω απ' το βήμα τους κι εμάς, που παρακολουθούσαμε από απόσταση, να παραλύσου­με ολόκληροι.

Στην πρώτη γραμμή προχωρούσαν οι αρχηγοί. Είδαμε ιπ­πείς των Σκυθών και των Ισσηδόνων· ιππικές ομάδες από Μασσαγέτες και Θυσσαγέτες· ήταν ιππότες από τα Κεραύνια, Κίκονες και Αορσοί · Μοσσύνοικοι και Μελανόσυροι· Μάκρω-νες και Κόλχοι· Μαιώτες και ιππείς από την Ταυρίδα και τα Ριπαία Όρη· ίλαρχοι των Φρυγών, των Λυκίων και των Δαρδα-νέων· Χάλυβες ταξίαρχοι, Μύσιοι και Καππαδόκες· Γάργαροι και Θράκες από το Στρυμόνα και τη Χερσόνησο· Σάιοι και Τράλλες και Ανδρόφαγοι· μαύροι Σινδοί και ξανθοί Αλανοί· το ένα έθνος μετά το άλλο, και στην κορφή του Λόφου του Αρη, οι Αμαζόνες της Θεμίσκυρας και της Λυκαστίας, της Χ α -δισίας και της Τιτανίας.

Η Ελευθερά και η Ιππολύτη προχωρούσαν μπροστά από το στράτευμα. Μπορούσες να δεις την περικεφαλαία με τα τρία λοφία της πρώτης και την ηλικιωμένη ακάλυπτη, με τη λάβρυ και τη μακριά πλεξούδα στο χρώμα του σιδήρου. Πίσω τους ανέβαινε ο ένας στοίχος μετά τον άλλο. Ο ανατέλλων Ήλιος έκανε τα χάλκινα τους ν' αστραφτοκοπούν, λες και είχαν πά­ρει φωτιά. Έτσι το μέτωπο που παρουσίαζαν δεν αποτελείτο από ανθρώπινες μορφές στις οποίες θα μπορούσε να απευ-

. 268 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

θυνθεί κανείς, αλλά ένα φριχτό τείχος από εκτυφλωτικές λάμ­ψεις, ανέκφραστο, απρόσωπο και αδυσώπητο. Η φάλαγγα των εχθρών εκτεινόταν βόρεια κατά μήκος της αγοράς και του νεκροταφείου, που τώρα είχαν μετατραπεί σε στρατιωτικό πεδίο και που οι άντρες μας το είχαν ονομάσει ήδη Αμαζόνιο, μέχρι πίσω από την Ακρόπολη, και άλλο τόσο νότια, ώσπου οι αμυνόμενοι δεν έβλεπαν πια γραμμές ή στοίχους αλλά μια συμπαγή θάλασσα.

Ανάμεσα της, οι λιγοστοί φτωχοί μας λόφοι εξείχαν σαν νη­σάκια που περίμεναν το τεράστιο παλιρροϊκό κύμα. Ήταν μια αλλόκοτη στιγμή. Από τη μια, αντίκριζες με τρόμο αυτή την κολοσσιαία επίδειξη δύναμης. Ποιος μπορούσε ν' αντισταθεί σε έναν τέτοιο στρατό; Την ίδια στιγμή, το θέαμα ήταν τόσο εντυπωσιακό και τόσο άψογο σε οργάνωση που ένιωθες δέος και θαυμασμό, και το εκτιμούσες, πέρα από την κακόβουλη πρόθεσή του, μόνο για το θέαμα που παρουσίαζε. Καμιά σάλ­πιγγα δεν ήχησε. Καμία αρχηγός των Αμαζόνων δε σήμαινε επίθεση. Ο εχθρός δεν έκανε ούτε μία κίνηση, μόνο στάθηκε απέναντι στους πολιορκημένους, μια πλημμυρίδα από χαλκό και σίδηρο που μπροστά της κανένα οχυρό, πόσο μάλλον ο Βράχος της Αθηνάς, δε θα μπορούσε ν' αντισταθεί.

. 269 .

Page 133: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

23 Αστερίες και Ιππόκαμποι

Ο ΔΑΜΩΝ συνεχίζει: Επίθεση δεν έγινε εναντίον της πόλης. Οι εισβολείς αρκούνταν προς το παρόν να καταστρέφουν την ύπαιθρο. Η Αττική είναι μεγάλη. Ακόμα και οι ορδές των Αμαζόνων και των Σκυθών χρειάζονταν χρόνο για να τη λεηλατήσουν υλόκληρη. Από την κορυφή του βράχου, συμμετείχαμε στο γλέντι. Γιατί τις πρώ­τες μέρες μπορούσες να διακρίνεις κάθε αγρόκτημα ξεχωρι­στά καθώς οι εισβολείς το κατέστρεφαν συθέμελα ή, αργότε­ρα, βλέποντας τον καπνό ν' ανεβαίνει πέρα από τους λόφους, να υπολογίσεις ποιο υποστατικό ή αμπελώνας είχε παραδοθεί στη φωτιά. Γρήγορα όμως αυτό το άθλημα τελείωσε. Όλα εί­χαν γίνει στάχτη. Ήταν καλοκαίρι και δε φυσούσε αέρας. Ένα σάβανο καπνού κρεμόταν πάνω από την Ελευσίνα και μέχρι τη Δεκέλεια.

Μετά τον περίφημο «συνοικισμό του Θησέα», η Ακρόπολη λεγόταν, όπως και τώρα. Πόλη. Ο πληθυσμός της ήταν δέκα χιλιάδες περίπου, συγκεντρωμένος γύρω από τον Ιερό Βράχο. Άστυ ή Κάτω Πόλη λεγόταν η αγορά και η υπόλοιπη κατοικη­μένη περιοχή.

Το Άστυ τότε ήταν πιο πυκνοκατοικημένο και πιο ανοιχτό­καρδο. Τα πλουσιόσπιτα δέσποζαν στους λόφους της Πνύκας, των Νυμφών και των Μουσών οι μεγάλες πλατείες του Μου­σείου, το Παλλάδιον και τα ηρώα των γιων του Πανδίονος

. 270 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

(του Αιγέα, του Πάλλαντος, του Νίσου και του Λύκου, οι οποίοι κατάφεραν να εκδιώξουν τους Μητιονίδες, σφετεριστές του θρόνου του πατέρα τους, που είχε καταφύγει στα Μέγα­ρα) είχαν γίνει τόποι συγκέντρωσης των πολιτών και των στρατευμάτων. Οι τρεις μεγάλοι οδοί, η Ιερά, του Κεραμεικού και των Παναθηναίων, διευκόλυναν τη μετακίνηση από συνοι­κία σε συνοικία. Περίπου πενήντα χιλιάδες κατοικούσαν το Άστυ εκείνη την εποχή. Πιο πέρα εκτείνονταν τα προάστια και στη συνέχεια η ύπαιθρος χώρα, με τα αγροκτήματα και τα υποστατικά της.

Η Πόλη είχε τείχη τότε. Το Αστυ όχι. Ένας παμπάλαιος περίβολος, από τους Πελασγούς ακόμα, έζωνε την περιοχή όπου είναι τώρα οι συνοικίες της Μελίτης και της Ιτώνης. Είχε καταρρεύσει σε τόσο πολλά σημεία όλους αυτούς τους αιώνες και είχε επισκευαστεί τόσο πρόχειρα ώστε το ένα τρίτο ήταν άχρηστο στην ουσία. Κατά μήκος των υπόλοιπων δύο τρίτων είχαν χτιστεί σπίτια και παράγκες, έτσι ώστε οι οικίες ήταν ενσωματωμένες στο οχυρό αυτό. Οι κάτοικοι είχαν ανοίξει πύλες και διόδους, ακόμα και καρόδρομους. Ο Θησέας είχε σκεφτεί να ξαναχτίσει το αρχαίο αυτό τείχος, χρηματοδοτώ­ντας το μάλιστα απ' το πουγκί του. Κανείς δεν πίστευε όμως ότι ίσως να το χρειαζόμασταν μια μέρα. Το σχέδιο ναυάγησε γιατί θεωρήθηκε άσκοπο.

Η εμφάνιση των Αμαζόνων και των Σκυθών άλλαξε τα πά­ντα μέσα σε μια νύχτα. Κάτω από το μαστίγιο του τρόμου, οι άντρες έχτισαν τις διόδους, έκλεισαν τα δρομάκια, σήκωσαν προμαχώνες κι επάλξεις. Καβγάδες ξέσπασαν για το πού έπρεπε να χτιστεί το νέο τείχος, κάθε συνοικία ήθελε να προ­στατέψει τα δικά της σπίτια, αδιαφορώντας για του γείτονα της. Οι άνθρωποι του Θησέα, ανάμεσα τους κι εγώ, αναλάβα­με να χαράξουμε τη γραμμή: αυτό το σπίτι έπρεπε να χτιστεί, εκείνο να γκρεμιστεί. Έπρεπε να καθαρίσουμε τις αλάνες που θ' άρπαζαν εύκολα φωτιά, να δημιουργήσουμε άλλες έξω από τον περίβολο, διαφορετικά η εχθρά δεν είχε παρά να ανέβει από τις γειτονικές στέγες και να μας αιφνιδιάσει. Με τις πέ-

. 271 .

Page 134: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

τρες και τα ξύλα των κατεδαφισμένων σπιτιών ενισχύθηκαν τα αδύνατα σημεία του παλιού τείχους. Τώρα, με το μυστρί του χτίστη και το πλεχτό κοφίνι του εργάτη μεταμορφωνόταν σ' ένα οχυρό από τούβλα, χαλίκι και ξύλα, λυγαριά, πέτρες και δέρματα. Πάνω στις στέγες τοποθετήσαμε κοφίνια με άμ­μο, στρατολογώντας κάθε γεροδεμένο παλικάρι, παιδί, κυρά και απόμαχο της ζωής που μπορούσε να σκαρφαλώσει σε μια σκάλα και ν' ανεβάσει το φορτίο. Τα προάστια αφέθηκαν στο έλεος της έχθρας. Όμως την Πόλη και το Άστυ θα τα υπερα­σπιζόμασταν μέχρι θανάτου.

Τα μόνιμα τείχη της Αθήνας ήταν δύο: το Λυκομήδειο ή Εξωτερικό Τείχος, που αγκάλιαζε όλη την Πόλη (αλλά όχι το Άστυ), και το πανάρχαιο Μυκηναϊκό* οχυρό που προστάτευε την ίδια την Ακρόπολη. Και τα δύο ήταν διπλά τείχη με πύλες εξόδου κατά διαστήματα. Στη δυτική βάση του Βράχου υπήρ­χε ένα αμυντικό σύστημα, το Εννεάπυλον. Ήταν προμαχώνες εν είδει περιβόλων, ο ένας πίσω από τον άλλο. Οχύρωναν την Ακρόπολη στην πιο αδύναμη και τρωτή πλευρά της, ακριβώς κάτω από τα Τριακόσια Σκαλοπάτια. Το εσωτερικό τείχος λε­γόταν Μισοτείχι*, επειδή περιέβαλλε μόνο τη δυτική και πλέον τρωτή μεριά του Βράχου. Κανένα οχύρωμα δεν προστάτευε την ανατολική και τη βόρεια πλαγιά. Αυτές ήταν απόρθητες.

Ο Βράχος στην κορυφή ήταν περιτειχισμένος με τεράστιους ογκόλιθους, θεμελιωμένους πάνω στην πέτρα, με μικρότερους λίθους ανάμεσά τους για να δίνουν συνοχή στην κατασκευή. Έντεκα πύργοι ήταν ενσωματωμένοι στο Μισοτείχι για να κα­λύπτουν με τις βολές τους τους πλαϊνούς προμαχώνες. Σ' όλη την περιφέρεια υπήρχαν ανοίγματα για τους τοξότες και σα­ράντα εφτά επιπλέον θυρίδες, οι λεγόμενες «ζώνες επίθεσης», καλύπτοντας έτσι κάθε τεταρτοκύκλιο απ' όπου θα μπορούσε να δεχτεί επίθεση η ακρόπολη. Μέσα στο Βράχο η κεντρική

* Είναι το πολυύμνητο Κυκλώπειο Τείχος. Η ασφάλεια που προσέφερε και η επιβλητικότητά του έκαναν τους Αθηναίους της κλασικής περιόδου να το θεωρούν έργο των Κυκλώπων. (Σ.τ.Μ.)

. 272 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

δεξαμενή, η Υπόγεια Κρήνη, τροφοδοτούσε με νερό τους κα-τοίκους εδώ και πολλά χρόνια. Ήταν αρκετά φαρδιά ώστε δύο νεροκουβαλητές μπορούσαν ν' ανεβοκατεβαίνουν ταυτό­χρονα. Τα σιτηρά αρκούσαν για τριάντα έξι μήνες. Ούτε από πέτρες υπήρχε έλλειψη για να ρίχνονται στον εχθρό, κι αν λεί-παν, οι αμυνόμενοι θα έβγαζαν από τον ίδιο το Βράχο. Επικε­φαλής των όπλων βολής του Θησέα ήταν ένας Θράκας, ο Όλο-ρος, ο οποίος εκτιμούσε ότι από τις σαράντα εφτά θυρίδες της ακρόπολης θα μπορούσαν να εκτοξευτούν ταυτόχρονα πέτρες βάρους εξακοσίων περίπου στατήρων, από ύψος ενε­νήντα μέχρι εκατόν σαράντα ποδών. Αυτό ήταν αμφισβητήσι­μο προς το παρόν, αφού η Πόλη και οι κατοικίες της ήταν ακριβώς από κάτω.

Είχα βρει τη Σελήνη σε μια μονάδα (ή «ραβδί» όπως την αποκαλούν οι Αμαζόνες) στα περίχωρα νότια της Κοίλης και τη φώναξα. Χάρηκα αφάνταστα που την ξανάδα, παρά τα κακόβουλα σχέδια του λαού της εναντίον μας και το δικό της φανερό ενθουσιασμό. Κατάλαβα ότι είχε πνίξει κάθε τρυφερό συναίσθημα που έτρεφε για μένα, ωστόσο, αν θέλετε το πι­στεύετε, ήμουν σίγουρος ότι θα μπορούσα να το ανατρέψω αυτό αν μου δινόταν η ευκαιρία. Όσο για τα δικά μου αισθή­ματα, την αγαπούσα μ' όλη μου την καρδιά, περισσότερο από τότε που ήμουν στην Αμαζονία. Ήταν παράλογο αυτό; Το μό­νο που ήξερα ήταν ότι η θλίψη που ένιωθα, αυτά τα δύο χρό­νια μετά την επιστροφή μας από τη θάλασσα των Αμαζόνων, είχε διαλυθεί ως διά μαγείας στη θέα όχι μόνο της αγαπημέ­νης μου αλλά και ολόκληρου του γυναικείου στρατού. Παρότι κινδύνευα να χαθώ υπερασπιζόμενος την πόλη μου -το είχα σίγουρο άλλωστε- δεν αισθανόμουν απογοήτευση αλλά εν­θουσιασμό.

Αλλά και η Σελήνη ήταν όλο κέφι και ζωντάνια, όπως όλες οι Αμαζόνες. Είχαν καταλάβει τα περίχωρα, το ένα μετά το άλλο, και τα ισοπέδωναν. Κορόιδευαν τις στενόχωρες αγροι­κίες μας και τα κοτέτσια. «Πώς μπορείτε και ζείτε σ' αυτές τις βρομότρυπες;» Οι πολεμίστριες έδεναν μια ομάδα αλόγων

. 273 .

Page 135: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

σε ένα υπέρθυρο και τραβώντας κατέβαζαν όλη την πρόσοψη. «Τώρα μπορείτε ν' ανασάνετε!»

Οι Αμαζόνες μισούσαν κάθε σκυλόσπιτο της μητρόπολης. Ενώ οι Σκύθες λεηλατούσαν για τρόπαια και λάφυρα, οι θυγατέρες του Αρη είχαν βαλθεί να ξεθεμελιώσουν όλη την πόλη. Ξήλωναν τα λιθόστρωτα και δεν άφηναν ούτε κομματάκι από τα αετώμα-τα. Οι επιθέσεις δεν περιορίζονταν μόνο στην Αττική. Η Σελήνη είχε φύγει για δέκα μέρες να πολεμήσει στη Θήβα, όπου έγινε μεγάλη μάχη, όπως μάθαμε αργότερα, στη Χαιρώνεια, στον πο­ταμό Λίμωνα. Ένα στράτευμα από την Τιτανία έχασε εκατοντά­δες στη Θεσσαλία, ανάμεσα στη Σκοτούσσα και στις Κυνός Κε­φαλές, πριν αποχωρήσει με τα μισά άλογα της περιοχής. Μια ταξιαρχία υπό την Ιππολύτη και τη Σκυλεία έσπερνε την κατα­στροφή στην Πελοπόννησο, από τον Ισθμό μέχρι την Πάτρα. Κυρίευσαν το επίνειο της Μεγαρίδος, τη Νίσαια, τις Κεγχρεές κι ακόμη την Τροιζήνα, τη Σικυώνα και τον Ορχομενό. Κατέλαβαν ακόμη όλη την Κόρινθο εκτός από την ακρόπολή της, τον Ακρο­κόρινθο. Οι Αμαζόνες δεν ενδιαφέρονταν για λάφυρα, χρυσό, σκλάβους ή ιδιοκτησίες. Το μόνο αγαθό που επέτρεπαν στον εαυτό τους να πάρει ήταν τα άλογα. Ήταν τόσο πολλά που κα­νένα μέρος στην Ελλάδα δε θα μπορούσε να τα θρέψει. Και σί­γουρα όχι η Αττική. Η Σελήνη γύρισε από τη Θήβα με έξι νέα ζώα. Το κοπάδι της είχε τώρα εβδομήντα κεφάλια. Άλλες Αμα­ζόνες είχαν περισσότερα. Τα πήγαιναν σε βοσκότοπους στο Μα­ραθώνα και στη Θρία, κοπάδια από χιλιάδες ζώα, ή βόρεια στις πεδιάδες της Βοιωτίας. Η σκόνη σηκωνόταν σαν σίφουνας κα­θώς κάλπαζαν. Οι Αμαζόνες έφραξαν τον Ιλισσό και τον Κηφισό και μετέτρεψαν τον Ηριδανό, που δεν είχε πολύ νερό, σε ποτι­στικό αυλάκι για τα ζώα. Τις αγορές του σανού τις έκαναν ιπ­πόδρομο. Είχαν καταλάβει όλα τα προάστια τώρα. Τη νύχτα οι φωτιές τους κάλυπταν όλους τους λόφους, της Αγοράς, του Αρείου Πάγου, των Νυμφών και της Πνύκας. Εμείς είχαμε στρατοπεδεύσει απέναντι τους στο Μουσείο και στον Αρδηττό. Κρατούσαμε ακόμα τον Κεραμεικό, την ανατολική Μελίτη και όλη τη συνοικία της Ιτώνης.

. 274 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Στο πρώιμο αυτό στάδιο της πολιορκίας, οι ένοπλες δυνά­μεις των Αθηναίων (όχι βέβαια αυτοί που είχαν αναλάβει να χτίσουν τα τείχη και να οχυρώσουν την Πόλη) έμεναν ακόμα στο Άστυ. Πολλά άλογα του ιππικού ήταν δεμένα στην πλα­γιά νότια του Μουσείου, άλλα μπροστά στο Παλλάδιο και στο Ιώνιο. Πράγμα παράξενο, το ηθικό των αντρών μας παρέμενε υψηλό. Τώρα που οι γυναίκες και τα παιδιά ήταν ασφαλή στην Εύβοια, οι αρσενικοί έκαναν το καθήκον τους. Ένας άνε­μος ισότητας φυσούσε στην περιοχή, καθώς κάθε ευγενής και κάθε χωρικός έκαναν τις ίδιες αγγαρείες: έφτιαχναν οχυρωμα­τικά έργα, καθάριζαν τους αγρούς κι ανέβαιναν τα τριακόσια σκαλοπάτια της Ακρόπολης, φορτωμένοι με κοφίνια γεμάτα πέτρες, για να ξαναφορτωθούν με ισοβαρή δοκάρια αυτή τη φορά, με τα οποία ο μηχανικός θα έφτιαχνε βαρούλκα και γε­ρανούς. Μ' αυτά θα μεταφέρονταν οι πέτρες που θα χρησιμο-ποιούσαμε εναντίον του εχθρού. Όλοι ανεξαιρέτως έκαναν αυ­τή την αγγαρεία δυο φορές την ημέρα, ακόμα κι ο βασιλιάς.

Ένα τέτοιο μεσημέρι, είκοσι μέρες περίπου από την εισβο­λή, η αρχόντισσα Αντιόπη ζήτησε να με δει. Ένας ακόλουθος έφερε την πρόσκληση, καθώς ανέβαζα αγκομαχώντας το φορ­τίο στην κορφή. «Την επόμενη φορά να με φωνάξεις όταν θα είμαι ακόμα κάτω!»

Το παιδί με οδήγησε στο ανάκτορο του βασιλιά που το λέ­με Στραβό Σπίτι, για την κλίση που έχουν τα θεμέλια του, στο βόρειο αέτωμα του Βράχου. Δεν μπορούσα να πλυθώ. Δεν πε­ρίσσευε νερό γι' αυτό. Στη θύρα της κυράς περίμενε ένας δεύτερος ακόλουθος με μια βούρτσα. Τίναξε τη σκόνη από την πλάτη μου και άλειψε τη χαίτη μου με λάδι.

Η Αντιόπη με δέχτηκε στο παιδικό δωμάτιο που ήταν στο ύπαιθρο, ψηλά, μια στοά ανοιχτή και από τις δυο πλευρές, που προφυλασσόταν από τον ήλιο μ' ένα είδος θόλου σαν κι αυτόν που βάζουν στα έξαλα του πλοίου. Ήμασταν στα μέσα του καλοκαιριού, όμως εκεί από κάτω ήταν δροσερά. Η μια μεριά έβλεπε στον Αρδηττό και η άλλη στο Εννεάπυλον. Δελ­φίνια κρυφόπαιζαν ζωγραφισμένα κατά μήκος των δύο τοί-

. 275 .

Page 136: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

χων. Τα πλακάκια στο πάτωμα έδιναν την αίσθηση της άμμου και ήταν διακοσμημένα με κρόκους και αστερίες. Το ιδιοφυές πραγματικά σχέδιο σού έδινε την εντύπωση ότι περπατούσες στο βυθό του ωκεανού, ασφαλής κάτω από τα κύματα. Ήταν ένα παιδικό δωμάτιο και πολύ ωραίο, μάλιστα.

Τη στιγμή που έμπαινα, η Αντιόπη μόλις είχε τελειώσει μια συνάντηση με δύο ιππείς. Τους αναγνώρισα. Ήταν αγγελιοφό­ροι, που χρησιμοποιούσε τόσο το Συμβούλιο των Αρχόντων όσο και ο βασιλιάς. «Καλώς όρισες, φίλε μου από τις πεδιά­δες! Πέρασε μέσα, Δάμων. Συγχώρα με που δε σε κάλεσα νω­ρίτερα να τα πούμε».

Η δέσποινα μου έδειξε έναν παιδικό πάγκο. Δεν υπήρχε άλλο μέρος να κουρνιάσεις, εκτός από ένα πέτρινο αλογάκι κι ένα τύμπανο μ' ένα χαμογελαστό ήλιο επάνω. «Μην ντρέπε­σαι», με πείραξε η Αντιόπη. «Πολλοί αξιωματούχοι έχουν κά­τσει σ' αυτό το αλογάκι. Εξάλλου, δε θα χάσουμε την αξιο­πρέπειά μας αν παίξουμε με το τύμπανο ενός παιδιού».

Όπως πάντα εντυπωσιάστηκα από την ομορφιά της βασί­λισσας αλλά κι επειδή διέκρινα στην όψη της θλίψη, κάτι που δεν είχα ξαναδεί. Ήταν μια γυναίκα γεμάτη δύναμη, που μι­λούσε ελληνικά, ενώ η μητρότητα είχε αλλάξει το σώμα της. Κατάλαβε ότι την παρατηρούσα. Ρώτησε αν θυμόμουν το έθι­μο των δύο γάτων, από τη χώρα της.

«Την εποχή της Σύναξης, δύο αιλουροειδή, ένα μαύρο κι ένα άσπρο, κυβερνούν εναλλάξ. Την ημέρα της Ούλλα, μια γυναίκα έχει διαφορετικό πρόσωπο από τη μέρα της Ναρούλ-λα». Χαμογέλασε. «Στη χώρα σας έγινα διαφορετική γάτα».

Τη ρώτησα τι σόι γάτα ήταν, θέλοντας ν' αστειευτώ. Προς μεγάλη μου έκπληξη, η κυρά με αντιμετώπισε με σοβαρότη-τα. «Δεν είμαι πια αυτή που ήμουν, αλλά ούτε αυτή που πρέ­πει να γίνω».

Σηκώθηκε από τον πάγκο της και απομάκρυνε απαλά το μωρό από το στήθος της. Ήταν ένα γερό παιδάκι. Ήθελα να τον κρατήσω; Εξέφρασα τους ενδοιασμούς μου. Ήμουν αμά-θητος από παιδιά, ανύπαντρος γαρ...

. 276 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

«Με μισείς. Δάμων;» ρώτησε ξάφνου η κυρά. «Είναι πολ­λοί αυτοί που με μισούν από το λαό σου και το δικό μου. Κα­λύτερα να πέθαινα, για τη συμφορά που έφερα στις χώρες μας».

Η Αντιόπη έβαλε το μωρό στην αγκαλιά μου. Από κάτω ακούσαμε τα άλογα των αγγελιοφόρων να φεύγουν. Η Αντιό­πη διέσχισε το γεμάτο παιχνίδια χαλί και βγήκε από τη στοά. Την ακολούθησα.

«Θεωρείς τον εαυτό σου φίλο των Αθηνών. Δάμων;» Εννοούσε του Θησέα. «Φυσικά», της απάντησα με έμφαση. «Σάλπαρες μαζί του για τη θάλασσα των Αμαζόνων κι

έπαιρνες πάντα το μέρος του όλες αυτές τις εποχές. Τον αγα­πάς;»

Κάτι ψέλλισα μέσα απ' τα δόντια μου. «Εγώ τον αγαπώ», δήλωσε. «Περισσότερο απ' όσο μπο­

ρούσα να φανταστώ. Τον αγαπώ πιο πολύ κι απ' το λαό μου. πιο πολύ κι απ' αυτό το μωρό, τη σάρκα από τη σάρκα μου».

Έριξε μια λοξή ματιά στο Μισοτείχι. στις επάλξεις του οποίου, κάπου, παιδευόταν μέχρι τώρα ο Θησέας.

«Όταν έφυγα από τη χώρα μου μαζί του, τον θεωρούσα σπουδαίο άντρα. Τώρα που τον γνωρίζω όμως όπως μόνο μια σύζυγος και φίλη μπορεί, καταλαβαίνω ότι η εκτίμησή μου απείχε πολύ από την πραγματικότητα. Οι βασιλείς πριν απ' αυτόν κυβερνούσαν με τη δύναμη· αυτός κυβερνά με την κα­λοσύνη. Ποιος άλλος έχει φανεί τόσο μεγαλόκαρδος; Ο Θησέ­ας τολμά αυτό που δεν έκανε κανείς, ούτε και οι θεοί ακόμα. ν' ανυψώσει τη φυλή των ανθρώπων. Να κάνει τον καθένα να νιώθει ξεχωριστός, ώστε ο λαός να κυβερνιέται μόνος του. Όλοι είναι εναντίον του σ' αυτό, ακόμα και η ίδια του η φύση, που αγαπά τους βάρβαρους τρόπους, όπως ξέρεις. Δεν εκτι­μάτε αυτό που έχετε εδώ στην Αθήνα. Δάμων. Κάτι τέτοιο δεν είχε υπάρξει ως τώρα και, αν εξαφανιστεί, δε θα υπάρξει ποτέ πια.

»Νέο είναι επίσης αυτό που γεννήθηκε ανάμεσα σ' αυτό τον άντρα και σε τούτη τη γυναίκα, ανάμεσα στο σύζυγό μου

. 277 .

Page 137: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

κι εμένα, δηλαδή. Ξέρω ότι είναι σωστό επειδή πολλοί το μι­σούν. Είναι η ελπίδα του κόσμου. Όμως πρέπει να πεθάνει. Εγώ πρέπει να το σκοτώσω. Καταλαβαίνεις, φίλε μου;»

Δεν καταλάβαινα. «Ο λαός μου ήρθε εδώ για μένα. Πρέπει να πάω μαζί

τους. Νεκρή ή ζωντανή, πρέπει να με πάρουν». Είχε μπει πάλι μέσα. Πλησίασε μια κασέλα που το περί­

γραμμά της αχνοφαινόταν στο μισοσκόταδο που είχε πέσει ξαφνικά και, με το κλειδί που κρεμόταν στο λαιμό της, την άνοιξε. Έβγαλε από μέσα τη λάβρυ με την οποία είχε σκοτώ-σει τον Αρσάκη στη μονομαχία στην Υπερυψωμένη Πόλη.

«Μόνο ένα κατόρθωμα μπορεί να σταματήσει αυτό τον πόλεμο: ο θάνατος της Ελευθεράς. Αυτή είναι η καρδιά του στρατού εισβολής. Σκοτώστε την και ο στρατός θα τα μαζέ­ψει αμέσως και θα φύγει».

Με κοίταξε. «Ποιος είναι άξιος όμως ν' αντιμετωπίσει αυ­τή τη λεοντόκαρδη πολεμίστρια; Ούτε ο Θησέας, παρά τη δύ­ναμη και την ανδρεία του. Η Ελευθερά είναι πολύ γρήγορη γι' αυτόν. Δε θα τον αφήσει να την πλησιάσει ούτε είναι ισάξιός της, παρά την ανδρεία και την ικανότητά του στα όπλα. Σε μια μονομαχία θα τον νικήσει. Και η περηφάνια του θα τον κάνει να δεχτεί μια πάλη σώμα με σώμα».

Η Αντιόπη δεν κοιτούσε προς το μέρος μου όλη αυτή την ώρα. Ούτε τώρα το έκανε. Φαινόταν μάλλον ν' απευθύνεται στον εαυτό της ή σε κάποιον αόρατο συνομιλητή, ενώ εγώ ήμουν απλώς αυτόπτης μάρτυρας.

«Μόνο ένας μπορεί να νικήσει την Ελευθερά». Εννοούσε τον εαυτό της. «Όμως ο άντρας μου το απαγορεύει. Με κατάφερε να του

ορκιστώ ότι δε θα κάνω ποτέ κάτι τέτοιο, έστω κι αν πέσει η πόλη ή αυτός κάτω απ' το διπλό πέλεκυ των συμπατριωτισ­σών μου».

Η Αμαζόνα στράφηκε τελικά προς το μέρος μου. «Ξέρεις γιατί σε φώναξα, Δάμων;» Δεν ήξερα.

. 278 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

«Για να σε σκοτώσω». Σήκωσε τη λάβρυ έτσι όπως ήταν μέσα στη θήκη της.

«Έχουμε το ίδιο ύψος. Ο χιτώνας σου θα μου κάνει, θα δέσω τα μαλλιά μου σαν κι εσένα και θα κρύψω το πρόσωπό μου στη σκιά της περικεφαλαίας σου. Θα βγω από την πύλη και θα πάρω τη θέση μου ανάμεσα στο λαό μου. Είναι το μόνο που θα τις κάνει ν' αποσυρθούν».

Το βλέμμα της συνάντησε το δικό μου. «Όμως δεν μπορώ να το κάνω. Βλέπεις πόσο αδύναμη έγι­

να;» Κοίταξε τη θήκη με τη λάβρυ. Δεν ήταν ευκαταφρόνητο

εργαλείο, αλλά ένα δίκοπο και γερό πελέκι, όπως αυτό που χρησιμοποιεί ο ξυλοκόπος για τις βαλανιδιές. Είχα δει πολλές να χειρίζονται αυτό το όπλο. Καμιά δεν το κρατούσε όμως όπως η Αμαζόνα που στεκόταν μπροστά μου. Γύρισε προς το μέρος μου.

«Υπάρχει κι άλλος τρόπος να σταματήσει αυτός ο πόλε­μος».

Περίμενα. «Αν πεθάνω εγώ». Την παρακάλεσα να μη μιλάει έτσι. «Αν πεθάνω, ο σκοπός της εισβολής θα εκλείψει. Όμως δεν

πρέπει να χαθώ από τ' δικό μου χέρι, γιατί δε θα το πιστέψει κανείς, αλλά ούτε δολοφονημένη, γιατί αυτό θα εξοργίσει πιό­τερο το λαό μου. Ένας τρόπος μόνο υπάρχει ώστε με το θά­νατό μου να μπει ένα τέλος σ' αυτή τη σύγκρουση: να πέσω στη μάχη. Στη μάχη εναντίον των δικών μου».

Μ' ένα τράβηγμα ελευθέρωσε το λουρί που έδενε τη θήκη της λάβρυος.

«Ο άντρας μου μάντεψε τις σκέψεις μου. Γι' αυτό πρόστα­ξε να μη με αρματώσει κανείς αλλά ούτε να με βάλει σε κίν­δυνο, με οποιονδήποτε τρόπο. Ξέρεις γιατί το έκανε αυτό;»

Δεν ήξερα. «Για να σώσει την ψυχή μου, που θα χαθεί, έτσι πιστεύει,

αν σηκώσω αυτό το όπλο εναντίον εκείνων που με αγαπούν».

. 279 .

Page 138: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

Η κυρά με ανάγκασε να την κοιτάξω. «Θα έρθει η ώρα, Δάμων, που θα πρέπει να πατήσω τον

όρκο που έδωσα στον αγαπημένο μου και ν' αρματωθώ για να πολεμήσω εναντίον των δικών μου. Τότε θα σε φωνάξω, θα έρθεις;»

Η κυρά πρέπει να διάβασε την ερώτηση που άστραψε σαν φλόγα στα μάτια μου. Γιατί εμένα; Γιατί όχι κάποιον ακόλου­θο ή βοηθό;

Απαλά όπως τραβάει μια μάνα την κουκούλα από τις μπούκλες του μωρού της, όμοια και η Αμαζόνα τράβηξε τη θήκη από το διπλό πελέκι. «Μια πολεμίστρια των ταλ Κύρτη πρέπει ν' αρματωθεί από κάποιον που την αγαπά. Γι' αυτό κάλεσα τη Σελήνη πριν από τη μονομαχία στην Υπερυψωμένη Πόλη. Και γι' αυτό κάλεσα τώρα εσένα».

Σ' αυτά τα λόγια κοκκίνισα. «Αγαπάς τους άγριους τρόπους, Δάμων, όπως αγαπάς τη

Σελήνη. Αυτή η αγάπη σε ένωσε μαζί της· κι εμένα με το βα­σιλιά μας. Και μ' αυτό το παιδί».

Ήρθε και στάθηκε μπρος μου. Έκπληκτος, συνειδητοποίησα ότι κρατούσα ακόμα το μωρό. Η κυρά έβαλε μπροστά στο πρόσωπό του τη λάμα, που άστραψε σαν καθρέφτης. Το μω­ρό γουργούρισε από χαρά κι άπλωσε το παχουλό του χεράκι. Η Αντιόπη απομάκρυνε το όπλο αμέσως.

«Εν ονόματι αυτής της αγάπης, αλλά και των δυο λαών μας, σε ικετεύω, Δάμων. Έλα όταν σε καλέσω. Τύλιξε με, σε παρακαλώ, με την αρματωσιά του θανάτου μου».

Πέτρινα σκαλιά οδηγούσαν από το ανάκτορο στην πλατεία του Ερεχθείου στην κορφή, που τώρα ήταν γεμάτη από σκη­νές και εξωτερικά μαγειρεία, απέναντι από τον περίβολο της Πολιάδος Αθηνάς, προστάτιδος της Πόλης. Ένας ακόλουθος με περίμενε μόλις βγήκα. Κατεβήκαμε τα τριακόσια σκαλοπάτια, περάσαμε την Πάνδημο Αφροδίτη και την Πειθώ. Με τη βοή­θεια αυτών των δυο, ο βασιλιάς μας ένωσε τις διάφορες συ­νοικίες της Αττικής που πολεμούσαν μεταξύ τους. Τελικά φτάσαμε στο Εννεάπυλον, όπου γίνονταν οχυρωματικά έργα

. 280 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

και όπου δούλευε τώρα ο Θησέας, ενισχύοντας τους προμα­χώνες της Έβδομης Πύλης. Εκατοντάδες άντρες έχυναν ποτά­μι τον ιδρώτα κάτω απ' τον ήλιο. Ο βασιλιάς δεν πήγαινε πί­σω. Να πως έπαιρνες ακρόαση από το μονάρχη των Αθηνών: Σήκωνες μια πέτρα και μοχθούσες πλάι του.

Ο Θησέας έριξε μόνο μια ματιά προς το μέρος μου, αλλά κατάλαβα αμέσως ότι ήξερε: Οι αγγελιοφόροι τον είχαν πλη­ροφορήσει για την πρόσκληση της Αντιόπης. «Τι χρησιμοποίη­σε, φίλε μου, για να σε πείσει; Την αγάπη σου για την πόλη ή για τη Σελήνη;»

«Και τα δύο, άρχοντά μου». Πριν προλάβω να πω οτιδήποτε, ο βασιλιάς με απάλλαξε

απ' αυτό το βάρος. «Δεν μπορώ ν' αφήσω την Αντιόπη να οπλιστεί για μάχη,

Δάμων. Δεν το κάνω μόνο για την τιμή της, για ν' αποτρέψω μια πράξη που θα ήταν προδοσία στα μάτια του λαού της, τα δικά της αλλά και του κόσμου ολάκερου. Ούτε το κάνω για το δικό μου συμφέρον, επειδή δε θα άντεχα να χάσω την αγά­πη της. Το κάνω για να προστατέψω την πόλη. Κι ακόμη, για το ιδανικό της αυτοδιοίκησης που έχει αποκτήσει η Αθήνα και αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση».

Με κοίταξε, πένθιμα, σαν φάντασμα. «Δεν έπρεπε να πάρω την Αντιόπη από το λαό της. Κά­

ποιος θεός θόλωσε το νου μου. Αφού την πήρα όμως, πρέπει να την υπερασπιστούμε μέχρι το τέλος. Έτσι κρίνεται ένας βασιλιάς και μια ανώτερη πόλη».

Το βλέμμα του με ρωτούσε αν καταλάβαινα. «Αν ο βασιλιάς δεν μπορεί να υπερασπιστεί το σπίτι του»,

είπε, «δεν μπορεί να υπερασπιστεί ούτε το βασίλειο του. Πέ­φτει - και μαζί του πέφτει η πόλη των Αθηνών. Κι αν νικήσει ακόμα, το ιδανικό της πόλης πεθαίνει. Αυτό δεν μπορώ να το επιτρέψω! Ας πεθάνω υπερασπιζόμενος την αγαπημένη μου, ας πέσει η ίδια η πόλη... το ιδανικό των Αθηνών όμως θα συ­νεχίσει να ζει. Αλλά κι εγώ να επιζήσω, η πόλη θ' αντέξει το χαμό της Αντιόπης; Είναι το μόνο που δεν πρέπει να γίνει.

. 281 .

Page 139: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

Καταλαβαίνεις, Δάμων; θα μου ορκιστείς, λοιπόν, ότι δε θα την αρματώσεις;»

Ορκίστηκα. Ο βασιλιάς έβαλε το χέρι του στον ώμο μου. «Θαρρείς ότι μπήκαμε σε άγνωστες χώρες, φίλε μου, όταν

διασχίσαμε τις θάλασσες για να πάμε στην Αμαζονία. Αυτό δεν είναι τίποτα μπροστά στα σύνορα που διαβαίνω κάθε βράδυ μ' αυτή την ισάξια με μένα γυναίκα. Κάθε αυγή και­νούριες ηπείρους αντικρίζω. Κάθε νύχτα αποβιβάζομαι σε πα­ραλίες όπου δεν έχει πατήσει πόδι ανθρώπου».

Γέλασε και κοίταξε προς τον Άρειο Πάγο. Σε απόσταση βολής τόξου απλωνόταν το κεντρικό στρατόπεδο των Αμαζό­νων. «Βρήκες τη Σελήνη;»

Αρκετές φορές, απάντησα, στην Κοίλη και νότια, πέρα από το Ναό της Έρσης και της Πανδρόσου.

«Η κυρά μου σε κάλεσε σήμερα», συνέχισε ο βασιλιάς μας, «λόγω της αγάπης που νιώθεις για τη Σελήνη. Σε σας τους δυο βλέπει τον εαυτό της κι εμένα, σαν τα διακοσμητικά στη­ρίγματα σε μια εστία, που πάνε κατά ζεύγη». Με χτύπησε στην πλάτη γελώντας. «Να ευχαριστείς που πρέπει μόνο να πολεμήσεις τη Σελήνη. Οι θεοί να σε βοηθήσουν αν πρέπει να την αγαπήσεις».

Είναι φοβερό αλήθεια να είσαι βασιλιάς, ιδίως μεγάλος βα­σιλιάς, γιατί είσαι αναγκασμένος να υπηρετήσεις πνευματικά ιδανικά με τίμημα ερωμένες με σάρκα και οστά. Ποιος επω­φελείται από την αφοσίωση ενός μονάρχη, εκτός από τις μελ­λοντικές γενιές, αυτές που θα γεννηθούν χίλια χρόνια μετά, και τι απ' όλα όσα έκανε και φρόντισε θα θυμούνται ύστερα από τόσο καιρό;

Βιβλίο όγδοο ΣΥΜΠΟΛΕΜΙΣΤΡΙΕΣ

. 282 .

Page 140: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

24 Μ ι α σ τ ρ α τ ι ά α π ό ξ υ λ ο υ ρ γ ο ύ ς

Η ΔΙΑΘΗΚΗ της Σελήνης:

Αλλον ένα μήνα μάς πολεμούσαν οι Αθηναίοι - αν μπορεί ν' αποκαλέσει κανείς πόλεμο τον τρόπο με τον οποίο μάχονταν.

H Σκυλεία δεν έκρυψε την οργή της στο νυχτερινό συμβού­λιο. «Ανάθεμά τους για Έλληνες! Δεν έχουν τσίπα επάνω τους; Ξέμεινα πια από βρισιές, προσπαθώντας να βγάλω από την τρύπα τους αυτά τα τρωκτικά. Πού ακούστηκε τέτοιο πράγμα; Κι ένας αρουραίος ακόμα θα πολεμούσε με μεγαλύ­τερη γενναιότητα!»

Αγριες φωνές υποδέχτηκαν τούτα τα λόγια. Τότε πήρε το λόγο η Στρατονίκη: «Πού είναι η τιμή όταν πολεμάς ανθρώ­πους που κρύβονται πίσω από τείχη και σε λαγούμια κάτω από τη γ η : Ξετρυπώνουν με το φως της μέρας σαν τα σκαθά­ρια, τσουλώντας τις ασπίδες τους μπροστά τους σαν βώλους κοπριάς!» Εκείνη την ημέρα, την ένατη κατά σειρά, οι μονά­δες μας είχαν καταδιώξει τον εχθρό στ' ανοιχτά. Όμως αυτός είχε βάλει την ουρά στα σκέλια και είχε καταφύγει πίσω από τις επάλξεις, απ' όπου εκτόξευε πέτρες από πρανή και μηχα­νήματα. Η Στρατονίκη ούρλιαζε μπροστά σε τόση έλλειψη τι­μής. «Δε θα πέσω λιωμένη σαν έντομο! Είναι τιμητικός θάνα­τος αυτός;»

Οι Σκύθες και οι Μασσαγέτες πρόσθεσαν τις οργισμένες φωνές τους στο χορό, αλλά για εντελώς διαφορετικό λόγο.

. 285 .

Page 141: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

«Δεν υπάρχει χρυσός σε τούτη τη χώρα!» Αυτός που πα­ραπονιόταν ήταν ο Βόργης, τύφλα στο μεθύσι, πολύ πριν φτά­σουν τα μεσάνυχτα. Δήλωσε ότι οι άντρες του δεν μπορούσαν να βρουν ούτε άλογα ούτε κοπάδια σ' αυτό τον ξεχασμένο από το Θεό ξερόβραχο, μόνο πράσα και γίδια.

Ο Σάδοκος, μονάρχης της Θράκης, σηκώθηκε κι έθεσε θέμα πολιορκίας. Ο στρατός μας έπρεπε να χτίσει ένα περιτείχι-σμα, να κατασκευάσει σήραγγες, πολιορκητικούς πύργους και κριούς. Οι ιππότες απ' όλα τα έθνη αποδοκίμασαν την πρότα­ση του. Αυτοί δεν ήταν για τέτοιες βαριές δουλειές.

Η Γλαύκη έδειξε την ίδια περιφρόνηση με την αδελφή της Στρατονίκη για τον εχθρό. «Ποια θα επιδείκνυε ένα κεφάλι που θ' ανήκε σε άντρα των Αθηνών; Κοιτάξτε τις κοιλάρες και τα καλαμοπόδαρά τους. Δεν πολεμούμε μαχητές, αλλά ξυ­λουργούς! »

Ο Μάκαλας, μονάρχης των Χαλύβων, συμφώνησε με το Σά-δοκο, επισημαίνοντας πόσο δύσκολο ήταν να κυριευτεί η το­ποθεσία του εχθρού και ότι εμείς, οι σύμμαχοι, έπρεπε να σχεδιάσουμε την πολιορκία.

Η Αλκίππη έδωσε την απάντηση για το στρατό. «Ξέρω όλα όσα χρειάζονται για μια πολιορκία. Αλλά είναι ένας πό­λεμος αναξιοπρεπής».

Τα λόγια της έγιναν δεκτά μ' ενθουσιασμό. «Στην πατρίδα», φώναξε η Αλκίππη. «αν κάποιος με διέ­

ταζε να κατέβω από το άλογό μου, να πατήσω στη λάσπη σαν γουρούνι, θα τον έγδερνα στη στιγμή. Τώρα δεν κάνω τίποτ' άλλο ολημερίς! Τι θα γίνει αν η πολιορκία παραταθεί; Θα κα­ταντήσουμε αγρότες ή κάτι χειρότερο!»

«Αυτό είναι αλήθεια», πήρε πάλι το λόγο η Σκυλεία. η ο­ποία είχε αρχίσει τη συζήτηση, «ήρθαμε να πολεμήσουμε εντε­λώς απροετοίμαστες. Φανταζόμασταν ότι θα ντροπιάζαμε τους Αθηναίους, όπως κάθε πολεμικό λαό: είτε θα τους ανα­γκάζαμε να μας αντιμετωπίσουν και να νικηθούν είτε θα τους κλείναμε πίσω από τα τείχη τους και θα τους εξευτελίζαμε τόσο ώστε να μην μπορέσουν ποτέ να σηκώσουν κεφάλι.

. 286 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

«Κάναμε λάθος. Οι Αθηναίοι δεν έχουν τσίπα. Τους σιχαί­νομαι! Η γη τους είναι πολύ φτωχή, δεν έχουν ελάφια ή λιο­ντάρια, μόνο λαγούς, κι αυτοί πετσί και κόκαλο. Τι είδους άν­θρωποι κατοικούν μια τέτοια χώρα; Ποιος τρώει άγουρα μού­ρα και ξερές φλούδες; Μισώ αυτό τον τόπο!»

Όταν ξεθύμανε η οργή του στρατού, σηκώθηκε η Ελευθε­ρά.

«Αδελφές, τίποτε δε θα μου έδινε μεγαλύτερη ευχαρίστηση από το να γυρίσω την πλάτη σ' αυτήν τη σκατότρυπα. Την έχω χεσμένη! Την έχω κατουρημένη!»

Επευφημίες χαιρέτισαν τα λόγια της. «Θα τα μάζευα στη στιγμή και θ' άφηνα αυτούς τους κί-

ναιδους να βράζουν στο ζουμί τους. Ακούστε με όμως. αδελ­φές και σύμμαχοι. Αν φύγουμε τώρα, με την αδιαντροπιά που τους χαρακτηρίζει -και που μας έχει αφήσει όλους άφωνους θα πουν ότι νίκησαν αυτοί».

Οργισμένες φωνές ακούστηκαν από παντού. Η Ελευθερά τούς έκανε νόημα να σωπάσουν.

«Ναι, θα πουν σίγουρα ότι αυτοί είναι οι νικητές. Γιατί τι άλλο είναι η νίκη, εκτός από την αποχώρηση του αντίμαχου από το πεδίο της μάχης; Για ένα παραδέχομαι το Θησέα: εί­ναι πολύ έξυπνος. Και η ανακάλυψη του είναι η έκπτωση αυ­τής καθεαυτήν της αρετής: το να νικήσει εις βάρος της τιμής. Αυτή είναι η εφεύρεση των Αθηναίων, με την οποία θ' ανα­τρέψουν ό,τι είναι ελεύθερο και ευγενές σε τούτο τον κόσμο».

Το πλήθος ούρλιαζε αγανακτισμένο. «Προτείνω, λοιπόν, να μη φύγουμε. Δεν πρέπει να επιτρέ­

ψουμε σ' αυτά τα σκουλήκια να πουν ότι νίκησαν επειδή μας έκαναν να βαρεθούμε μέχρι θανάτου ή επειδή μας αποβλάκω­σαν λόγω έλλειψης δράσης!»

Μεγάλη χλαλοή ακολούθησε τα λόγια της. «Ακόμη, δεν πρέπει ν' αρκεστούμε σε μια νίκη, όπως θα

κάναμε με τους ιππομάχους στη στέπα, να τους θεωρήσουμε ηττημένους, δηλαδή, να τους αφήσουμε να ζήσουν. Πρέπει να τους εξοντώσουμε, όπως κάθε σιχαμερό πλάσμα πάνω στη γη

. 287 .

Page 142: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

που είναι προσβολή για το Θεό! Να μην αφήσουμε ούτε έναν άντρα ζωντανό! Να πουλήσουμε για σκλάβους όλα τα γυναι­κόπαιδα! Να κάψουμε τα πάντα. Γιατί το αμάρτημα που έκαναν αυτά τα φίδια είναι το πλέον αποτρόπαιο στα μάτια του Θεού: δεν εξευτέλισαν μόνο τον εαυτό τους, αλλά και ό­λους όσοι εμμένουν στην τιμή και στο στρατιωτικό κώδικα».

Για δέκα μέρες οι επιθέσεις διπλασιάστηκαν. Τα στρατεύ­ματά μας κατέλαβαν και τα τελευταία προάστια. Ο εχθρός κλείστηκε στο Άστυ. Το τείχος που το έζωνε ήταν ημιτελές. Δεν ήταν τίποτ' άλλο εκτός από προσόψεις σπιτιών (τόσο χα­μηλές που μπορούσες να πηδήσεις από τη σέλα του αλόγου σου). Οι δίοδοι και οι πάροδοι ανάμεσά τους είχαν χτιστεί με τούβλα. Σε ορισμένα σημεία δεν υπήρχαν οχυρώσεις αλλά φράχτες από δέρματα και λυγαριά. Έπρεπε να τους επιτεθού­με και να βγάλουμε αυτά τα γουρούνια από τα χοιροστάσιά τους.

Η Ελευθερά επιτέθηκε την τριακοστή δεύτερη αυγή. Πριν ο βράχος φωτιστεί ολόκληρος, ο Θησέας και οι δικοί του είχαν υποχωρήσει άτακτα. Μονάδες των ταλ Κύρτη παραβίασαν τα τείχη σε εκατοντάδες σημεία. Το πεζικό των Ταύρων και των Λυκίων κατέλαβε την Ανατολική Μελίτη. Οι φυλές με επικε­φαλής το Βόργη απέκοψαν δυο χιλιάδες του εχθρού στο Μου­σείο. Οι Σκύθες εισέβαλαν στην Ιτώνη. Ο εχθρός υποχωρούσε σε όλα τα μέτωπα. Όπως έδειχναν τα πράγματα, η επίθεση θα τον στρίμωχνε στο Βράχο. Υπήρχαν ωστόσο μερικοί θύλα­κες αντίστασης. Μέσα στο Άστυ δεν ήταν δυνατό ν' αναπτυ­χθούν στρατηγικές του ιππικού. Πώς είναι δυνατό να πολεμή­σεις μέσα σε έναν τέτοιο λαβύρινθο; Μετά το μεσημέρι, οι Αθηναίοι, οι οποίοι αντιστέκονταν με απίστευτο πείσμα, ανα-κατέλαβαν δύο θέσεις κλειδιά -το Ναό της Έρσης και της Πανδρόσου και την πλατεία της Επιστροφής- απ' όπου οι μο­νάδες τους, που είχαν ενωθεί με τα αποκομμένα στρατεύματα του Μουσείου, κατάφεραν ν' αντεπιτεθούν στις τρωτές πτέρυ­γες της προφυλακής των συμμάχων μας. Αυτό θέλει ο εχθρός. Άντε μετά να τα παρατήσει. Είχε νυχτώσει πια όταν καταφέ-

. 288 .

Ο Ι ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ραμε να τους διώξουμε από το Μουσείο και τους αναγκάσαμε να μπουν στην Πόλη. Η Ελευθερά διέταξε να καταστραφεί συθέμελα το Άστυ. Όμως άλλο να το λες κι άλλο να το κά­νεις, αφού οι ταλ Κύρτη δύσκολα θα δέχονταν να αναλάβουν μια τόσο ταπεινωτική δουλειά, το ίδιο και οι Σκύθες του Βόρ­γη ή οποιαδήποτε φυλή της στέπας. Έπρεπε να γίνει ωστόσο, γιατί αν δεν ισοπεδωνόταν το Άστυ, τα στρατόπεδα του στρατού μας, που έσφιγγαν την Πόλη σαν βρόχος, ήταν ευά­λωτα σε αντεπίθεση. Αν ο Θησέας αποφάσιζε να σπάσει τον κλοιό (και ήταν αρκετά πανούργος για να καταλάβει ότι αυτό έπρεπε να κάνει), θα πολεμούσαμε τον άτακτο στρατό του μέσα στα στενορύμια, όπου δεν μπορούσες ν' αμυνθείς καβά­λα στο άλογο. Θα βρισκόμασταν σε μια πρωτόγνωρη κατά­σταση: να πολεμάμε μέσα σε παρόδους και δρομάκια, όπου οι έφιππες δυνάμεις μας στην καλύτερη περίπτωση θα εξου­δετερώνονταν. Έπρεπε να επιτεθούμε. Έπρεπε να γίνει επίθε­ση, και μάλιστα άμεσα, εναντίον των τειχών της Πύλης, όπου είχε αποσυρθεί προς το παρόν ο εχθρός - στο Εξωτερικό τεί­χος, δηλαδή, στο Εννεάπυλον και στους προμαχώνες του Μυ­κηναϊκού τείχους. Όλα έπρεπε να πέσουν. Έπρεπε να υδηγή-σουμε τον εχθρό στην κορφή της Ακρόπολης.

Στις ταλ Κύρτη, η μονάδα του ιππικού λέγεται «ραβδί». Αποτελείται συνήθως από έντεκα καβαλάρισσες (αν και στις επιδρομές είναι μόνο τέσσερις, ενώ στις επιχειρήσεις φτάνουν τις τριάντα). Το κοπάδι ενός ραβδιού αποτελείται από σαρά­ντα τέσσερα άλογα, τέσσερα για κάθε γυναίκα. Η τρικόνα του είναι είκοσι δύο κόρες και δόκιμες, η καθεμιά με το άλογό της συν εκείνα του κοπαδιού, και όσα επιπλέον μπορεί να μετα­φέρει, δηλαδή όσα μπορεί να ταΐσει και να φροντίσει.

Οι πολεμίστριες του ραβδιού μου την ημέρα που οι δυνά­μεις μας, με αρχηγό την Ελευθερά, επιτέθηκαν στο Λυκομή-δειο τείχος ήταν οι εξής: η Άνθεια που τη λέγαμε Δάδα, η Άργη, η αδελφή μου Χρύσα, η Ησιόνη που πολέμησε με τη μάκερα, το δεκάποδο κοντάρι, η Καλλίστη, η Ευίππη, η οποία είχε πάρει εφτά κεφάλια στον Τάναϊ, η Θεοδώρα, γύρω στα

. 289 .

Page 143: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

σαράντα και δυνατότερη απ' όλες, η Δεινυμάχη, η Ροδίππη, κι ακόμη οι μικρές που στρατολογήσαμε στη Θράκη, Αυγή και «Πράγμα».

Τ' άλογά μου ήταν η Αυγή, η Θηλιά, η Τσίχλα και η Φιδο-πνίχτρα, που την είχα ονομάσει έτσι επειδή ήταν πολύ δυνα­τή. Αυτή χρησιμοποίησα εκείνη τη νύχτα γιατί περπατούσε με μεγάλη σιγουριά στο σκοτάδι, όπως και η θηλιά άλλωστε.

Αυτό ήταν ένα ραβδί. Το στρατό αποτελούσαν πάνω από χίλια τέτοια, συν άλλα εφτακόσια των αντρών συμμάχων μας.

Η επίθεση έγινε την τεσσαρακοστή πρώτη μέρα. Έτσι λοι­πόν εξελίχτηκαν τα γεγονότα: τα κτίρια της Κάτω Πόλης (του Άστεως) είχαν γκρεμιστεί, όσο μπορούσε να καταστρέψει κα­νείς μια κυψέλη φτιαγμένη από πέτρες, απομονώνοντας την Ανω Πόλη πίσω από το τείχος της. Η οχύρωση αυτή δεν ήταν απόρθητη, αλλά ο εχθρός είχε χτίσει πυργίσκους και προεξο­χές που σχημάτιζαν γωνία, μπροστά, σε τρωτά σημεία. Τά­φροι με παλούκια εμπόδιζαν την προσπέλαση. Τα εξωτερικά στρατόπεδα των αμυνομένων δυτικά ήταν τρία, στις κορφές των κλιτύων που έβλεπαν στις πύλες της Ιεράς Οδού και της οδού των Παναθηναίων και στους προμαχώνες που προστά­τευαν τις Εννέα Πύλες. Φιλοξενούσαν διακόσιους άντρες και προστατεύονταν με τάφρους γεμάτες παλούκια και φράχτες. Οι πλαγιές βόρεια και ανατολικά της Ακρόπολης δεν παρου­σίαζαν κανένα ενδιαφέρον για τις ταλ Κύρτη αφού ήταν πολύ απότομες για να επιτεθούν από κει. Η επίθεση θα επικεντρω­νόταν νότια και δυτικά, κάτω από τον Άρειο Πάγο. Το βορινό οχυρό μπροστά στο Εννεάπυλον λεγόταν Προμαχώνας. Εκεί θα χτυπούσε το ραβδί μου.

Η θεμίσκυρα, η φυλή της Ιππολύτης, είχε την τιμή να οδη­γήσει το πρώτο κύμα, μαζί με τους Τράλλες του Σάδοκου, όλοι ιπποτοξότες, ενισχυμένοι με Σάιους, οπλισμένους σαν αστακούς, με Μασσαγέτες και Θυσσαγέτες ιππότες που πολε­μούσαν πεζή. Η μονάδα μου ήταν κοντά στο τρίτο κύμα, μαζί με άλλες έξι της Λυκαστίας και οχτώ της Τιτάνιας. Το σχέδιο ήταν να επιτεθεί πρώτα το αντρικό πεζικό. Οι έφιππες μονά-

. 290 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

δες θ' ακολουθούσαν όταν οι άντρες θα βρίσκονταν πια μέσα. Φαινόταν καλό, σχεδιασμένο επί χώματος. Βαφτήκαμε και κάναμε την προσευχή μας. Η δική μου ήταν η εξής: αν βρι­σκόμουν απέναντι στο Δάμωνα, να είχα το κουράγιο να τον σκοτώσω. Στην περιοχή μεταξύ Πνύκας και Μουσείου, η Ελευθερά μπήκε επικεφαλής τεσσάρων χιλιάδων ιππέων, ένα μεικτό σώμα από Λύκους, Δαρδανείς και Αμαζόνες, θα καθά­ριζαν το πεδίο μόλις η επίθεση μας έτρεπε τον εχθρό σε φυγή.

Λίγο πριν από τη μάχη, η Ελευθερά, έχοντας μαζί της την ομάδα της Αντιόπης με το Λιχούδη στην πρώτη γραμμή χωρίς αναβάτη, φώναξε προς το στρατόπεδο του εχθρού να μας δώ-σουν πίσω τη βασίλισσά μας. Η απάντηση ήταν αισχρές βρι-σιές. Έπειτα, η ιέρεια θυσίασε ένα μαύρο κριάρι στην Εκάτη. Ο ύμνος στον Ανθρωποκτόνο Αρη αντήχησε στην περιοχή. Η

επίθεση άρχισε. Πρώτη φορά διοικούσα ραβδί και ήμουν υπεύθυνη γι' άλ­

λες ζωές εκτός από τη δική μου. Η εμπειρία ήταν τρομακτική. Εδώ δεν είσαι σίγουρη για τη δική σου ζωή, πόσο μάλλον γι' αυτή των άλλων. Πήγαινα πάνω κάτω στη γραμμή καθώς ο στρατός παρατασσόταν και τις εξόρκιζα να προσέχουν. «Μην κάνεις έτσι», φώναξε η αδελφή μου. «Δεν πρόκειται να πά­θουμε τίποτα!»

Με μια κραυγή, το αντρικό πεζικό όρμησε μπροστά. Δεν έχω ξαναδεί άντρες τόσο μεθυσμένους. Σ' όλο το μήκος της φάλαγγας υπήρχαν άδεια πεταμένα ασκιά. Κι όμως φάνταζαν υπέροχοι, οι Γέτες με τα γούνινα μυτερά καπέλα και τα μα-κρόισκιωτα κοντάρια τους, οι Σάιοι που έσπρωχναν άμαξες με εύφλεκτα υλικά, με προσάναμμα στο μπροστινό μέρος. Υποτίθεται ότι το ιππικό μας θα περίμενε μέχρι ν' αρχίσει η μάχη με τον εχθρό. Όμως καβαλάρισσες και φοράδες ήταν τό­σο ξεσηκωμένες που ήταν αδύνατο να κρατηθούν. Ραβδιά από την Τιτανία, οι δύο πρώτες σειρές, όρμησαν στο πεδίο της μάχης, προλαβαίνοντας τους πεζούς πριν ακόμα φτάσουν στα τείχη. Μέσα σε δέκα καρδιοχτύπια, η επιχείρηση μετα­τράπηκε σε φοβερό πάθημα.

. 291 .

Page 144: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

Ο δρόμος ήταν ανηφορικός, το πέτρωμα ασβεστώδες και γεμάτο ρωγμές. Ό,τι χειρότερο για ένα φορτωμένο άλογο. Οι οπλές των ζώων γλιστρούσαν πάνω στην πέτρα. Τ' άλογα έπεφταν, παρασύροντας κι εκείνα που αγωνίζονταν να σκαρ­φαλώσουν στις πλαγιές ξοπίσω τους. Κατά την επίθεση, τα στήθη των αλόγων ήταν εύκολος στόχος για τα βλήματα του εχθρού, που έπεφταν από ψηλά. Έτσι τα στρατεύματά μας μπήκαν στο πεδίο βολής τους εκατό πόδια πριν μπορέσουμε να χρησιμοποιήσουμε τα όπλα μας. Εκατό πόδια είναι μια αι­ωνιότητα όταν δέχεσαι τα βλήματα βροχή. Οι Αθηναίοι ούρ­λιαζαν από ψηλά και εκτόξευαν πέτρες, κοντάρια ή βέλη. Ού­τε οι Σκύθες ούτε οι θράκες κατάφεραν να σκαρφαλώσουν στο τείχος, δεν προσπάθησαν καν. Χτυπούσαν στα τυφλά. Εκτόξευαν τις βολές τους και ξαναγύριζαν πίσω, μέσα σε άγρια μα χωρίς αποτέλεσμα ουρλιαχτά. Ούτε μια σαΐτα στις εκατό δε βρήκε το στόχο της. Το μόνο που μας έσωσε από την πανωλεθρία ήταν ο τρόμος των Αθηναίων. Είτε ήταν ο όχλος της πόλης είτε οι καλύτεροι τους που ενεργούσαν σαν όχλος, οι περισσότεροι ήταν τόσο ξεκουτιασμένοι απ' το ποτό που μετά βίας στέκονταν στα πόδια τους. Είδα τον έναν άντρα μετά τον άλλο να προσπαθούν να πετάξουν μια πέτρα και να τη ρίχνουν κυριολεκτικά στα δάχτυλα των ποδιών τους. τόσο κατουρημένοι ήταν από το φόβο τους.

Τρεις φορές οι επικεφαλής μονάδες των Αμαζόνων και των Σκυθών επιτέθηκαν, και τις τρεις φορές αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Το ραβδί μου δεν είχε σαλέψει ακόμα. Για την ακρίβεια, είχαμε αφιππεύσει και δέναμε δέρματα στις οπλές των αλόγων μας για να πατάνε με ασφάλεια, όταν μια κραυ­γή ακούστηκε από την πλαγιά αριστερά μας. Οι σειρές άρχι­σαν να κινούνται. Δεν έβλεπα τίποτα. «Φτάνει το δέσιμο!» φώναξα, περισσότερο για να δείξω ότι κάτι έκανα παρά επει­δή γνώριζα τι συνέβαινε. Ορμήσαμε πάνω στο βράχο.

Η πρόσοψή του είχε φυσικά σκαλοπάτια, με ψηλά εμπόδια, έτσι η αναβάτις έπρεπε να πηγαίνει μπρος πίσω τα πόδια σαν ψαλίδι μ' όλη της τη δύναμη ενώ, σε κάθε πήδημα, το κάθισμά

. 292 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

της ήταν έτοιμο να γλιστρήσει από τα καπούλια του ζώου της. Ένιωθα τα βέλη μου να συνθλίβονται στη φαρέτρα τους σαν κόκαλα. Έπρεπε να κρατήσω το τόξο μου στα δόντια. Η λάβρυς χτυπούσε με τόση δύναμη στην ωμοπλάτη μου που

ένιωθα την ακονισμένη της άκρη να σκίζει το θηκάρι και να τρυπάει τη σάρκα μου.

Ο προμαχώνας όπου επιτέθηκε το ραβδί μου ήταν χωρι­σμένος σε τρεις τομείς, που ενώνονταν μεταξύ τους. Ο πρώ­τος ήταν ένας φράχτης από βαλανιδιά και δέρμα, σ' ένα ύψω­μα, με τάφρους γεμάτες πασσάλους μπροστά. Από πάνω, προς τα αριστερά, βρισκόταν η προεξοχή ενός βράχου. Ρώγα την έλεγαν οι Αθηναίοι. Ήταν μια προέκταση της πλαγιάς κά τω από τη βόρεια πτέρυγα του Εννεάπυλου. Ένας καταιγι­σμός από πέτρες κάλυπτε το πλευρό του προμαχώνα. Μια τρίτη θέση, μπροστά, ενίσχυε την προηγούμενη.

Πεζά στρατεύματα των Σάιων είχαν περάσει την τάφρο μπροστά από τη Ρώγα. Είχαν σύρει μια άμαξα γεμάτη εύφλε­κτα υλικά μέχρι το χείλος, πραγματικό κατόρθωμα όταν βρέ­χει πέτρα και χαλκό. Μόλις έφτασαν όμως εκεί, όπως μάθαμε αργότερα, δεν μπόρεσαν να την πυροδοτήσουν. Το δοχείο με τη φωτιά τούς είχε πέσει στο δρόμο. Τα στρατεύματα, απο­γοητευμένα, πέταξαν την άμαξα μέσα στο χαντάκι, όπου ανα-ποδογύρισε ανάμεσα στους πασσάλους. Και, ω του θαύματος, ένα πέρασμα!

Το πεζικό όρμησε προς τα κει. Πολλά ραβδιά, μαζί και το δικό μου, έτρεξαν ξοπίσω τους. Στη στέπα πολεμάς με ταχύ­τητα, ρίχνοντας τα όπλα σου καλυμμένη από τον όγκο του ζώου σου, προσπαθώντας να κινείσαι γρήγορα και να είσαι όσο πιο μικρός στόχος γίνεται. Όχι όμως εδώ. Οι Σάιοι επιτέ-θηκαν στη Ρώγα. Ο φράχτης από ξύλο βαλανιδιάς προστά­τευε αυτή τη θέση. Οι σύμμαχοι μας δέχονταν ακατάπαυστα τις πέτρες του εχθρού. Ήταν δική μας δουλειά να την πάρου­με κι αυτό θα γινόταν μόνο, το καταλάβαμε τότε, αν κάναμε την επίθεση πεζή.

Ο πύργος είχε δύο ορόφους, εξάγωνους, με καταφύγια στις

. 293 .

Page 145: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

τρεις γωνίες. Τα δοκάρια ήταν προς τα πάνω. Τα κενά σχη­μάτιζαν πολεμίστρες. Από κει εκτόξευε ο εχθρός τα χαλκοκέ-φαλα και χτυπούσε με τα μακριά κοντάρια του και τα ναυτι­κά δόρατα. Η βαλανιδιά δεν καίγεται κι είναι πολύ σκληρή για να τη σπάσεις με το πελέκι. Ο μόνος τρόπος ήταν να σκαρφαλώσεις επάνω.

Η πιο ευκίνητη του ραβδιού μας ήταν το «Πράγμα». Μας έμαθε ένα νέο κόλπο. Οδήγησε το ζώο της δίπλα στο φράχτη και πηδώντας από τη βάση του λαιμού του -που είναι το υψηλότερο σημείο στη ράχη ενός αλόγου- μ' ένα πελέκι σε κάθε χέρι, άρχιοε να σκαρφαλώνει σιγά σιγά καρφώνοντας τις λεπίδες τη μία μετά την άλλη στο ξύλο, με μια ταχύτητα που δε θα την πίστευα αν δεν την έβλεπα με τα μάτια μου. Στο χείλος εξαφανίστηκε. Την επόμενη στιγμή, ένας άντρας του εχθρού φάνηκε κρατωντας τα σπλάχνα του κι έπεσε με τα μούτρα προς τα κάτω από ψηλά.

Το Πράγμα ήταν μέσα! Τράβηξε πάνω την Άνθεια και την αδελφή μου μαζί με τα όπλα τους. Εγώ και τέσσερις άλλες επιτεθήκαμε πεζή.

Στο νότιο τμήμα του φράχτη, ένα ραβδί από τη Θεμίσκυρα είχε ρίξει κάτω μια σειρά από παλούκια. Έμπαιναν τώρα μέ­σα από κείνη τη μεριά. Το οχυρό δεν είχε πύλη. Οι αμυνόμε­νοι έμπαιναν κι έβγαιναν με σκάλες. Φώναξα στο Πράγμα να βρει μία και να μας τη δώσει. Δε μ' άκουσαν. Ήμασταν στη βορινή πλευρά του ξύλινου τείχους. Η Ροδίππη έσπασε μια σανίδα με το πελέκι της. Αρπαξα μια άλλη με τα δυο μου χέ­ρια και τράβηξα μ' όλη μου τη δύναμη. Ο ακοντιστής από μέ­σα προσπαθούσε να την κρατήσει. Ήμουν πιο δυνατή. Κατά­φερα να τη βγάλω. Η Αυγή και η Ησιόνη είχαν ξεκαβαλικέψει κι αυτές. Αποκρούαμε τα κοντάρια του εχθρού με τα πελέκια μας και μετά, κολλημένες πάνω στον ξύλινο φράχτη, ξερνού­σαμε σιδεροκέφαλα μέσα απ' τα κενά. Η χαρά μας δε λέγε­ται. Κόψαμε τις συνδέσεις των ξύλων και ρίξαμε το τείχος κάτω με τ' άλογά μας. Από πάνω μας, οι Σάιοι ξεφώνιζαν πάνω στη Ρώγα.

. 294 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Ήμασταν μέσα στην Πόλη. Οι προμαχώνες του Λυκομήδει-ου τείχους είχαν πέσει και ήταν πίσω μας πια. Από πάνω μας υψώνονταν τώρα οι πύργοι του Μυκηναϊκού. Το μέρος εκείνο ήταν μια γειτονιά, μια συνοικία της πόλης. Ο εχθρός ήταν έξυ-πνος. Είχε χτίσει παρόδους και διόδους στην τύχη, ώστε οι

επιτιθέμενοι να μην ξέρουν αν ένας δρόμος οδηγούσε προς τα μπρος ή σε αδιέξοδο. Τα έφιππα στρατεύματά μας έπεσαν πολλές φορές στην παγίδα, κυνηγώντας αντίπαλες ομάδες μέ-σα στα στενορύμια. Ξάφνου βρισκόμασταν μαντρωμένες από τις τρεις πλευρές, ενώ οι εχθροί το έσκαγαν από το εσωτερικό ενός σπιτιού και μετά μέσω ενός άλλου, που ένα μέρος των

τοίχων του είχε μετατραπεί σε μυστική είσοδο του τείχους, με σκοπό να ρίχνουν βέλη και κοντάρια από στενά ξώστεγα που

έβλεπαν σ' ένα δρόμο ή μια βροχή πέτρες από τις στέγες. Ορμήσαμε στον περιφερειακό. Οι αμυνόμενοι τον είχαν

υπονομεύσει με φρέατα και τάφρους γεμάτες πασσάλους. Οι σκηνές και οι παράγκες των στρατοπέδων τους έφραζαν το δρόμο μπροστά. Είδα το άλογο της Ησιόνης να πέφτει σ' ένα χαντάκι και να σπάει τα μπροστινά του πόδια, ρίχνοντας κά-τω την καβαλάρισσα σαν κούκλα.

Σ' όλο το μήκος του εξωτερικού τείχους υπήρχαν τώρα ρωγμές απ' όπου περνούσαν Σάιοι, Τράλλες και Αμαζόνες. Αλλά οι αμυνόμενοι, εκτός από τ' άλλα πονηρά σχέδιά τους. είχαν χτίσει προτειχίσματα σε ορθή γωνία με την οχύρωση, ενώ βοηθητικά τείχη έκοβαν τον περιφερειακό. Εκεί είχαν α­ποσυρθεί τώρα, εκτοξεύοντας πέτρες και όπλα βολής, κι έτσι τα στρατεύματά μας έπρεπε να πολεμούν από τον ένα θύλα­κα στον άλλο. Αλλά ο χώρος ήταν πολύ περιορισμένος για τακτικές του ιππικού, που ήταν επίσης εκτεθειμένο στις βολές του εχθρού από το Μισοτείχι. Η περιοχή έμοιαζε με πραγμα­τικό λαβύρινθο. Αυτό που μας έσωσε ήταν η ταραχή του εχθρού. Οι Έλληνες ήταν τρομοκρατημένοι. Το προτείχισμα στο οποίο ορμήσαμε ήταν από λυγαριά γεμισμένη με πέτρες. Άλογα και γυναίκες στριμωχτήκαμε, στόχος ό,τι πρέπει για ξεπάστρεμα, αλλά όταν άρχισε να βρέχει κοτρόνες, κοντάρια

. 2.95 .

Page 146: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

και βέλη, ο εχθρός πανικοβλήθηκε κι όχι εμείς. Το ένα ραβδί μετά το άλλο, περάσαμε από το άνοιγμα. Μπροστά μας ο εχθρός έτρεχε για το επόμενο οχυρό. «Όχι τρόπαια!» φώνα­ξα. «Απλώς σκοτώστε τους!»

Σε κάθε ρωγμή, ο εχθρός το έβαζε στα πόδια για να σωθεί. Το τόξο ήταν άχρηστο. Σε τέτοιο έδαφος κανένας δεν μπορεί να ιππεύει χωρίς να κρατιέται. Η λάβρυς! Πολεμούσαμε με το διπλό πελέκι και τις οπλές των αλόγων μας, ποδοπατώντας όποιον άντρα έπεφτε μπροστά μας. Οι Έλληνες πολεμούσαν από χαντάκια και τρύπες, γονατιστοί, τρυπώντας με τα κο­ντάρια και τα δόρατα τους τις κοιλιές των αλόγων μας, και με τα κουτσουρεμένα σπαθιά τους. Από το Μισοτείχι, οι πέτρες έπεφταν βροχή. Μεγάλα κομμάτια βράχου από ασβεστόλιθο έσκαγαν στα πόδια μας. Καθώς αναπηδούσαν, έκαναν μεγά­λες ζημιές στα ζώα όταν τα χτυπούσαν, ενώ στην αντίθετη περίπτωση έσπερναν τον πανικό. Τα άλογα, βλέπετε, τρομά­ζουν στη θέα ενός αντικειμένου που πέφτει απότομα και με ταχύτητα.

Ούτε ξέρω σε πόσα τέτοια οχυρά επιτεθήκαμε. Η κυψέλη δεν είχε τελειωμό. Σε μια στιγμή φτάσαμε στην κορφή μιας κατηφοριάς. Η ομάδα με την οποία πολεμούσε το ραβδί μας αποτελούνταν από καμιά δεκαριά. Οχυρό τους ήταν ένα λου­τρό που βρισκόταν στη στροφή ενός δρόμου, γκρεμισμένο και πυρπολημένο. Τρεις είχαν ανέβει στη στέγη· οι υπόλοιποι πο­λεμούσαν πίσω από τον τοίχο της αυλής. Μια ωραία ελιά φύ-τρωνε στο κέντρο. Η Χρύσα, η Άνθεια, το Πράγμα κι εγώ πη­δήσαμε με τ' άλογά μας πάνω από τον τοίχο. Μέσα στη στοά, η μάχη έφτασε στο αποκορύφωμά της.

Οι τρεις που ήταν πάνω στη στέγη πετούσαν τούβλα και κεραμίδια. Οι άλλοι στην αυλή πολεμούσαν με τις αιχμές σπασμένων κονταριών και δοράτων. Ένας με μεγάλη γενειάδα πέταξε ένα ρόπαλο στην Αυγή. Τον έριξα από το γείσο και του έφαγα το μισό ώμο με το πελέκι. Ένας κοντοστούπης από τη στέγη πήγε να μου ανταποδώσει. Το πόδι του γλίστρησε, και τσούλησε στα κεραμίδια σαν παιδί στον πάγο για να προ-

. 296 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

σγειωθεί τελικά στα καπούλια της Αυγής και να σκάσει με τον πισινό στο πέτρινο δάπεδο της αυλής. Το Πράγμα όρμησε πάνω του με μια κραυγή. Την είδα να του δίνει μια κλοτσιά στο κεφάλι και μετά να τον χτυπάει με τη δρεπανοειδή λεπί­δα που οι Θράκες αποκαλούν «καρυδοκόφτη». Από το τείχος κι άλλες δικές μας, με Σκύθες και Λύκους συμμάχους, έριχναν

σύννεφα από βέλη στους παγιδευμένους Αθηναίους. Ο εχθρός είχε ξοδέψει όλα τα όπλα βολής. Είδα κάποιον, τον αρχηγό τους προφανώς, ν' αρπάζει ένα κεφάλι τυρί και να το πετάει στην Ησιόνη, που έτρεχε καταπάνω του πεζή. Κι άλλος Αθη­ναίος προσπάθησε να της κόψει τη φόρα μ' ένα δρύινο τραπέ­ζι που κρατούσε στα χέρια. Ήταν άτυχοι. Το ραβδί μας τσα­κώθηκε με τους Σκύθες για τα κεφάλια τους.

Ύστερα από λίγο η μάχη της ημέρας τελείωσε. Οι πέτρες και τα κοντάρια που έπεφταν από τους πύργους του τείχους της ακρόπολης προστάτευαν τους άντρες του εχθρού, που έ­τρεχαν σαν τα ποντίκια να τρυπώσουν στην ασφάλεια των εσωτερικών πυλών.

Μάζεψα το ραβδί μου. Ο φόβος μου μήπως έλειπε μία ή περισσότερες δεν περιγράφεται. Ήρθαν η αδελφή μου με την Αντιόπεια και την Ευίππη. Το Πράγμα, είπε, κυνηγούσε με τα πόδια τον εχθρό. Ορκίστηκα πως θα την έγδερνα ζωντανή. Οταν γύρισε, όμως, το γεγονός είχε ξεχαστεί και την αγκάλια­σα με δάκρυα. Μάζεψα και τις υπόλοιπες που, ευτυχώς, έφε­ραν μόνο επιπόλαια τραύματα, και τις έστειλα για σκούπι­σμα, δηλαδή να καθαρίσουν το πεδίο της μάχης από κοντάρια και βέλη που θα μπορούσαν να ξαναχρησιμοποιηθούν. Το ζυ­γισμένο δόρυ και το βέλος που δεν έχει στραβώσει ήταν πο­λυτιμότερα κι από χρυσό. Όσο για μένα, τα νεύρα μου είχαν γίνει κουρέλια, από φόβο γι' αυτές που είχα κάτω από τις διαταγές μου. Και τ' άλογό μου ακόμα ήταν πιο κουρασμένο από τ' άλλα.

Είχαμε πιάσει πολλούς αιχμαλώτους. Το ραβδί μου τους αναζήτησε ανάμεσα στις φυλές των Σιδηρών Ορέων. Οι Σκύ-θες οδηγούσαν τους τραυματίες του εχθρού όπως οι τσοπάνη-

. 297 .

Page 147: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

δες το κοπάδι. Μυρίζονταν από μακριά τους άχρηστους και τους έβγαζαν από την ομάδα των σκλάβων. Μ' αυτή την τα­κτική παραβίαζαν τις διαταγές της Ελευθεράς και της Ιππο­λύτης, οι οποίες είχαν προστάξει ν' ανακριθούν όλοι οι αιχμά­λωτοι. Αλλά από πότε ένας Σκύθης υπολόγιζε τις διαταγές μιας Αμαζόνας;

Οι σύμμαχοί μας μαζεύτηκαν μπροστά στις σειρές των αιχ­μαλώτων και καβγάδιζαν για τα έπαθλά τους λες και ήταν βό­δια. Καταφέραμε να πάρουμε μερικούς με το ζόρι. Κάποιοι τόλμησαν να το βάλουν στα πόδια. Οι Σκύθες τούς έπιασαν και τους έκοψαν τα χέρια. «Τώρα, μπορείτε να τους πάρετε!» Οι ακρωτηριασμένοι Αθηναίοι ούρλιαζαν από τρόμο, οι σύ­ντροφοι τους ζητούσαν έλεος. Είχαν χρυσάφι, ορκίζονταν, στην ακρόπολη, κι ανέφεραν μυθικά ποσά, που οι φίλοι τους θα έδιναν αν οι δεσμώτες τούς χάριζαν τη ζωή. Ο χρυσός είναι ζήτημα τιμής για το Σκύθη. Ήρθαν λοιπόν να ζητήσουν πίσω τους αιχμαλώτους που είχαν βρει καταφύγιο στις σειρές μας. Η εμπροσθοφυλακή δεν τους άφησε. Σίγουρα θα χυνόταν αί­μα, σύμμαχος εναντίον συμμάχου.

Εκείνη τη στιγμή φάνηκε η Ελευθερά. Κατάλαβε αμέσως τι γινόταν και, κατεβαίνοντας από το άλογό της, προχώρησε προς τους Σκύθες, κραδαίνοντας το μαστίγιό της. Πολλές από μας την ακολούθησαν, με το μαστίγιο επίσης στα χέρια. Οι Σκύθες οπισθοχώρησαν ξαφνιασμένοι. Είχε φοβερό ένστικτο η Ελευθερά. Ήξερε ότι οι σύμμαχοί μας, οι οποίοι ήταν συνηθι­σμένοι να τους φέρονται ως υποτελείς, θα υποχωρούσαν μπροστά στην απειλή του μαστιγίου, αν και θα μπορούσαν ν' αποκρούσουν μια ένοπλη επίθεση.

Το ραβδί μου απομάκρυνε τα ζώα μας. Στη στέπα, σε μια επιδρομή μ' εκατό άλογα μπορεί να χανόταν ένα. Εδώ, σε τούτο τον πόλεμο, το τίμημα ήταν τέσσερα στα έντεκα, υπέ­ροχα ζώα όλα τους, κι ένα πέμπτο, η Ζωηρή της Ησιόνης. Είχε σπάσει τα πόδια της και υπέφερε πολύ. Η Ησιόνη έδωσε τέ­λος στην αγωνία της στραγγαλίζοντας την με το ιππευτικό σχοινί, με τα μάτια καρφωμένα στα δικά της καθώς πέθαινε.

. 298 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Μεταφέραμε τα νεκρά ζώα κατά ομάδες από το πεδίο της μάχης, όχι σέρνοντας τα πάνω στην πέτρα, γιατί θα ήταν ιε­ροσυλία, αλλά δεμένα σε φορεία από δέρμα και λυγαριά. Με ραγισμένη καρδιά, το ραβδί μας αποσύρθηκε στο φράχτη κά­τω από τη Ρώγα. Είχε ξεσπάσει μπόρα. Ποτάμια κατέβαιναν από την πλαγιά. Κάτω από το σάβανο της νεροποντής, ο εχθρός έπαψε τελικά να ρίχνει τα βλήματά του. Καταφύγαμε παραπατώντας στ' απομεινάρια του πρώτου στρατοπέδου, εκείνου με το φράχτη από βαλανιδιά.

Πτώματα και μισοπεθαμένα άλογα γέμιζαν τον τόπο. Οι καβαλάρισσές τους τα έψαχναν για να δώσουν τέλος στο μαρ­τύριό τους. Πολλά είχαν σπάσει πόδια και ράχες. Δεν υπάρχει πιο λυπητερό θέαμα από ένα τσακισμένο ζώο που πασχίζει να σταθεί στα τρία ή στα δύο πόδια. «Δεν το αντέχω αυτό!» φώ­ναξε η Ροδίππη. Δεν μπορούσε να περιμένει την καβαλάρισσα κάθε ζώου να βρει το δικό της, αφού γινόταν να βάλει εκείνη τέλος στην αγωνία του. Απάλλαξα το ραβδί μου απ' αυτή τη δουλειά. Επωφελήθηκαν χωρίς δεύτερη κουβέντα. Η βροχή συνέχισε να πέφτει. Ο βράχος όπου είχε καταλύσει ο εχθρός ήταν γεμάτος δοχεία για κρασί και σάκους με σπόρους παπα­ρούνας, φακές και μπιζέλια. Διάφορα αποφάγια ήταν πεταμέ­να κάτω, καρβέλια ψωμί, πλεξάνες σκόρδου, σάκοι με κρεμ­μύδια, ραδίκια και πράσα. Είδαμε ασπίδες πεταμένες κάτω. ακόμα και σωρούς με όπλα, τα οποία είχαν εγκαταλείψει οι αμυνόμενοι πάνω στη φυγή τους. Τα περιττώματα σχημάτι­ζαν βουνό κάτω από τ' άχυρα στα χαντάκια. Αχνιζαν απ' τη βροχή. Πάνω στην πλαγιά ακούγαμε τους Σκύθες που τσακώ­νονταν ακόμα για τους αιχμαλώτους.

«Θα συνεχιστεί για πολύ αυτό;» Η Χρύσα εξέφρασε με λόγια την απέχθεια που νιώθαμε όλες.

Τις πρόσταξα να το βουλώσουν και να φροντίσουν τα όπλα και τ' άλογα.

. 299 .

Page 148: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

25 Η αναφορά του μουσικού

Η ΣΕΛΗΝΗ συνεχίζει:

Εκείνη τη νύχτα με κάλεσαν να παραβρεθώ στην ανάκριση των αιχμαλώτων. Αυτό έγινε στο κυρίως στρατόπεδο, στον Άρειο Πάγο. Δε χρειάζονταν μαρτύρια οι αιχμάλωτοι για να μιλήσουν. Μια ματιά στους Σκύθες απέξω ήταν αρκετή.

Η Ελευθερά δεν ήταν παρούσα στις ανακρίσεις. Είχε πιο επείγουσες δουλειές να κάνει. Μας είπαν ότι τρία πράγματα ήθελε να μάθει για τον εχθρό: τι αποθέματα νερού, τροφίμων και ηθικού διέθετε ακόμα.

Ο τέταρτος αιχμάλωτος που ανέκρινα ήταν μουσικός. Ήταν φανερό ότι ο άντρας είχε τρομοκρατηθεί περισσότερο απ' όλους με το κόψιμο των χεριών. Αρχισε λοιπόν να μιλά με τό­ση αληθοφάνεια που έστειλα να φωνάξουν τις αρχηγούς. Πρώτες έφτασαν η Γλαύκη και η Σκυλεία, μετά η Αλπίππη και η Ιππολύτη με την Ελευθερά.

Ο μουσικός τώρα είχε ξαναβρεί το θάρρος του. Έβλεπες ότι προετοιμαζόταν για βασανιστήρια και θάνατο. Δήλωσε ότι δε θα έδινε καμιά πληροφορία που θα έβλαπτε τους συμπα­τριώτες του.

Η Ελευθερά, προς τιμήν της, δε θέλησε να τον τρομοκρα­τήσει. Ο μουσικός δε γνώριζε ποια ήταν κι αυτή του συστήθη­κε ως διοικητής του ιππικού και φίλη των Αθηνών. Θαύμαζε την παλικαριά του αιχμαλώτου, τον βεβαίωσε, και θα τιμούσε τα όρια που έθετε στην ανάκριση.

. 300 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

«Ένα μόνο πες μου, φίλε μου. Τι λέει ο Θησέας στο λαό; Θαυμάζω το βασιλιά σας κι επιθυμώ να διδαχθώ απ' αυτόν. Απάντησε, παρακαλώ, και δε θα ρωτήσω τίποτε άλλο: με ποια επιχειρήματα κρατάει τόσο υψηλό το ηθικό των υπερα­σπιστών;»

Ο μουσικός μίλησε. Όχι με φόβο αλλά με γλυκύτητα, με καλοσύνη θα έλεγε κανείς. Μια πιστή μεταφορά των λόγων του βασιλιά θα προσέβαλε την εχθρά, είπε, εννοώντας εμάς. Ας τον σκοτώναμε τώρα να ξεμπερδεύει μια και καλή.

Η Ελευθερά διέταξε να φέρουν κρασί στον άντρα και κάθι­σε δίπλα του στον πάγκο. Ορκίστηκε στην Εκάτη και στη Με­γάλη Μητέρα ότι δε θα τον τιμωρούσε. Ο μουσικός δε θα πά­θαινε κανένα κακό αν έλεγε την αλήθεια. Ούτε θα έβλαπτε τη χώρα του, έστω κι αν επαναλάμβανε τις εκτιμήσεις του βασι­λιά του για την εχθρά.

Χρειάστηκαν αρκετές μαλαγανιές και μπόλικο κρασί από την αποθήκη, μέχρι να πειστεί ο άντρας.

«Ο Θησέας λέει στο λαό ότι πρέπει να εμπιστευόμαστε τα οχυρά μας. Η Ακρόπολη είναι απόρθητη, δηλώνει. Λέει ότι έχει ταξιδέψει σ' όλη την Ελλάδα και στις θάλασσες της Ανα­τολής και ισχυρίζεται ότι η ακρόπολή μας είναι το ισχυρότερο φυσικό οχυρό πάνω στη γη. Κανείς δεν μπορεί να σκαρφαλώ­σει πάνω του».

Κανένα πελέκι δεν απείλησε το λαιμό του άντρα. Ούτε χώ­σαμε σχίζες κάτω από τα νύχια του. Κάθισε αναπαυτικά, αφού μας εμπιστευόταν πια, και συνέχισε:

«Με την Υπόγεια Κρήνη, λέει ο Θησέας στο λαό, οι πολιορ­κημένοι έχουν στη διάθεσή τους μια ανεξάντλητη πηγή νερού. Έχουν άφθονα σιτηρά και έρχονται συνεχώς άλλα κάθε βράδυ από την Εύβοια μέσω των αδύναμων σημείων της αντιπάλου. Οι Αμαζόνες και οι σύμμαχοί τους δεν μπορούν να εισβάλουν στο νησί όπου έχουν μεταφερθεί τα γυναικόπαιδα. Η εχθρά δεν έχει πλοία και φοβάται τη θάλασσα. Η απόσταση μπορεί να είναι μικρή, παραδέχεται ο Θησέας, αλλά τα πολεμικά μας καράβια, τα πορθμεία και οι φορτηγίδες μας ακόμα, μπορούν

. 301 .

Page 149: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

ν' αντιμετωπίσουν κάθε στόλο που μπορεί να φτιάξει η εχθρά».

Η Ελευθερά το κατάπιε αυτό με σοβαρότητα. «Τι άλλο λέ­ει ο Θησέας;»

Ο μουσικός δίστασε, φοβούμενος, δήλωσε, μήπως μας προ­σβάλει.

«Μίλα! Θέλουμε την αλήθεια, όχι κολακείες!» «Ο Θησέας λέει ότι αυτοί που μας πολιορκούν, εκτός από

τους Λύκιους, τους Φρύγες και τους Δαρδανείς, είναι βαρβα­ρικές φυλές. Δεν έχουν ούτε πειθαρχία ούτε υπομονή. Δεν μπορούν να παρατείνουν πολύ μια πολιορκία. Ακόμη, ο Θησέ­ας λέει στο λαό ότι οι στρατιώτες των Σκυθών και των Θρα­κών, οι Μασσαγέτες και οι Θυσσαγέτες δεν είναι ολόκληρα έθνη κάτω από την αρχηγία του βασιλιά τους, αλλά νέοι που στρατολογήθηκαν για τα λάφυρα και την περιπέτεια. Παίρ­νουν διαταγές μόνο από τον εαυτό τους. Μολονότι γεννημένοι μαχητές, είναι αλαζόνες, δύστροποι και απείθαρχοι. Όλα μπο­ρούν να τα ανεχθούν εκτός από την πλήξη. Μπορεί να κάνουν οποιαδήποτε θυσία εκτός απ' το να συνεργαστούν μ' ένα σύμ­μαχο. Διαθέτουν μεγάλα αποθέματα γενναιότητας κι αν τα έχουν τσούξει λιγάκι (κάτι που κάνουν πάντα πριν από τη μάχη) πεθαίνουν τρεις φορές πριν πέσουν. Είναι σπουδαίοι πολεμιστές, μας λέει ο Θησέας, αλλά κακοί στρατιώτες. Εμείς οι Αθηναίοι πάλι, μπορεί να μην είμαστε μεγάλοι πολεμιστές, είμαστε όμως καλοί στρατιώτες».

Ο λαιμός του μουσικού στέγνωσε. Η Ελευθερά του 'δωσε κάτι να τον βρέξει.

«Ακόμη, μας βεβαιώνει ο βασιλιάς μας, οι βαρβαρικές φυ­λές που μας πολιορκούν απεχθάνονται η μία την άλλη. Η με­γαλύτερη χαρά τους είναι να κλέβουν ο ένας τ' άλογα του άλ­λου και να παίρνουν τις γυναίκες τους. Γι' αυτούς η επίθεση εναντίον της πόλης μας είναι διασκέδαση στην οποία παρα­σύρθηκαν για τα σκύλα, και κάτι πρωτόγνωρο μέχρι να ξανα­γυρίσουν στις συνηθισμένες συγκρούσεις μεταξύ τους. Εξάλ­λου, τις Αμαζόνες, αν και επικεφαλής της συμμαχίας, οι άλλες

. 302 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

φυλές τις μισούν. Ζηλεύουν την ανεξαρτησία τους και επιβου­λεύονται τη γη και τα κοπάδια τους. Οι Σκύθες και οι Θράκες θα έπεφταν πάνω τους μέσα σε ένα καρδιοχτύπι αν υπήρχε πιθανότητα να νικήσουν.

»Ο Θησέας προσθέτει ότι η αρχηγός τους, η Ελευθερά, εί­ναι η μόνη που μπορεί να ελέγξει τέτοια χοντροκέφαλα στρα­τεύματα, επειδή τους μοιάζει. Είναι επιθετική, ασυγκράτητη, παρορμητική, ανίκανη να τηρήσει τους όρους μιας συμμαχίας. Είναι το είδος της αρχηγού, βεβαιώνει ο Θησέας το λαό, που με την επιμονή και την αλαζονεία της θα κάνει τους συμμά­χους να αποσυρθούν από την υπόθεση των Αμαζόνων. Εμείς δε χρειάζεται να κάνουμε τίποτα για να διαιρέσουμε το στρα­τό που συνασπίστηκε εναντίον μας. Θα το κάνει η Ελευθερά για μας. Οι Αμαζόνες, ισχυρίζεται ο Θησέας, έχουν μόνο δύο αρχηγούς που είναι ικανές να διατηρήσουν τη συνοχή και την υπακοή της συμμαχίας: την Ιππολύτη, η οποία στα εξήντα της δε διαθέτει το πολεμικό κύρος της Ελευθεράς, και την Αντιόπη

η οποία είναι μαζί μας». Αυτή η μαρτυρία έγινε δεκτή με σοβαρότητα, τόσο αληθινή

ήταν. «Οι δυνάμεις που σας πολιορκούν αριθμητικά υπερέ­χουν από τις δικές σας», συνέχισε τις ερωτήσεις η Ελευθερά. «Είναι πέντε προς έναν. Τι λέει ο Θησέας γι' αυτό;»

«Μας βεβαιώνει ότι η αριθμητική υπεροχή της αντιπάλου δουλεύει εναντίον της. Δεν πρέπει να τη φοβόμαστε. Η αν­δρεία των Αμαζόνων βασίζεται στις ιππευτικές τους ικανότη­τες. Δηλώνει πως δεν έχει δει ακόμα το άλογο που μπορεί να σκαρφαλώσει σ' έναν τοίχο ή να πηδήσει ένα οχυρό είκοσι πο­δών. Η εχθρά έχει τριάντα πέντε χιλιάδες ζώα. Πώς μπορεί να τα ταϊσει; Οχι πάντως στην Αττική, αυτό είναι σίγουρο. Πρέ­πει να βρει βοσκοτόπια, ακόμα και πέρα απ' τον Ισθμό, ενώ με κάθε επιδρομή εξοργίζει όλο και περισσότερα έθνη και μας εξασφαλίζει συμμάχους. Οι Αμαζόνες πρέπει να βρουν βοσκο­τόπια για τα κοπάδια τους. Όμως δεν μπορούν να διασχίσουν ολόκληρες εκτάσεις γι' αυτό. Είναι αναγκασμένες να παραμέ­νουν κολλημένες εδώ στα πέτρινα λιβάδια.

. 303 .

Page 150: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

»Αλλά η εχθρά, δηλώνει ο Θησέας, δεν μπορεί να μείνει άλλον ένα χρόνο στην Αττική. Οι φοράδες της στην πατρίδα θα γεννήσουν την άνοιξη. Ακόμα και τούτη τη στιγμή, εχθροί εκμεταλλεύονται τη γη τους. Οι Αμαζόνες πρέπει να έχουν κερδίσει τον πόλεμο μέχρι το τέλος του καλοκαιριού. Να θυ­μάστε επίσης, μας λέει ο Θησέας, ότι η πόλη μας για τους πο­λιορκητές είναι η άκρη της γης. Δεν τη θέλουν. Σε τι θα τους χρησίμευε άλλωστε; Τη μισούν, θέλουν μόνο να μας κατα­στρέψουν και να γυρίσουν στις πατρίδες τους.

«Κοντολογίς, δηλώνει ο Θησέας, το μόνο που χρειάζεται εί­ναι να κάνουμε υπομονή για να νικήσουμε. Η Αθήνα δεν έχει ανάγκη να νικήσει τον εχθρό στη μάχη. Δε χρειάζεται να κα­τεβούμε από το Βράχο. Η αντίπαλος θα εξασθενήσει μ' αυτό το είδος του πολέμου στον οποίο δεν είναι συνηθισμένη. Έπει­τα οι δυνάμεις της, όσο εξαιρετικές κι αν είναι, θα εξουδετε­ρωθούν. Τελικά θα τα παρατήσει και θα πάει στην πατρίδα της».

Ο μουσικός τελείωσε. Τα γόνατά του, ακόμα και οι αστρά­γαλοί του έτρεμαν. Ήταν σίγουρος ότι η αναφορά του θα προ­καλούσε την μήνιν των Αμαζόνων. Άδικα όμως. Αντίθετα, η οξυδέρκεια του Θησέα, ο οποίος είχε καταλάβει τις αδυναμίες τόσο τις δικές μας όσο και των συμμάχων μας, είχε αφήσει άφωνη την ομήγυρη.

«Ο βασιλιάς σου έχει πανούργο μυαλό, φίλε μου. Κι έκα­νες πολύ καλά που δεν προσπάθησες να μας κοροϊδέψεις».

Η Ελευθερά πρόσταξε να ταΐσουμε το μουσικό και να τον βάλουμε μαζί με τους άλλους κρατούμενους, αλλά να μη δεί­ξουμε ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί θα μπορούσε να τραβήξει την προσοχή πάνω του και να τον βάλουμε σε κίνδυνο. Αν οι συμπολίτες του μυρίζονταν ότι είχε μιλήσει θα τον σκότωναν. Μπορεί να γύριζε μαζί με τους άλλους στις αθηναϊκές γραμ­μές, αν πλήρωναν οι δικοί του τα λύτρα.

Ο αιχμάλωτος έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Η Ελευθερά σηκώθηκε και γύρισε να φύγει.

«Και κάτι ακόμη...»

OΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Η αρχηγός μας γύρισε αμέσως μόλις άκουσε αυτά τα λό­για.

«Φοβούνται», συμπλήρωσε ο άντρας. Ποιο πράγμα; «Εσάς. Τις γυναίκες. Τις γυναίκες σαν και του λόγου

σας». «Οι συμπολίτες μου τρέμουν», εξήγησε ο μουσικός, «τους

Σκύθες και τους Θράκες, τους οποίους θεωρούν θηρία με αν­θρώπινη μορφή. Αλλά ο φόβος τους για σας είναι πολύ μεγα-λύτερος. Οι άντρες φοβούνται να πεθάνουν από το χέρι σας. λες και θα τους καταβροχθίσουν λύκαινες. Σας βλέπουν σαν τέρατα. Δεν μπορεί να είστε άνθρωποι, πιστεύουν, γιατί πώς είναι δυνατό ευγενικές μητέρες, όπως οφείλουν να είναι οι

μάνες σ' όλες τις χώρες, να γεννάνε θυγατέρες όμοιες με γορ­γόνες και ύδρες. Ο Θησέας, όταν θέλει να κατευνάσει το φόβο του λαού, κάνει μόνο αυτή την παρατήρηση: ότι αναπνέετε αέρα κι αιμορραγείτε σαν κι εμάς. Ελάχιστοι τον πιστεύουν. Νομίζουν ότι πέσατε απ' το φεγγάρι, το οποίο λατρεύετε».

Η Ελευθερά ρώτησε πώς αντιμετωπίζουν οι Αθηναίοι την Αντιόπη.

«Την πλησιάζουν με δέος, όσοι τολμούν, φυσικά», απάντη­σε ο μουσικός. «Μελετούν κάθε της κίνηση όταν εμφανίζεται δημόσια, πράγμα σπάνιο βέβαια. Είναι στ' αλήθεια πολύ δυ­στυχισμένη για τη συμφορά που έφερε τόσο στους Αθηναίους όσο και στις Αμαζόνες. Οι άνθρωποι πάντως τη θαυμάζουν. Μιμούνται το βάδισμά της και τον τρόπο που μιλάει. Πολλοί θα ήθελαν ν' αρματωθεί και να πολεμήσει στο πλευρό μας. Πιστεύουν ότι είναι ισάξια του Θησέα κι αξίζει ολόκληρα τάγ­ματα από μόνη της».

Στο τέλος η Ελευθερά ρώτησε ποια ήταν η συμμετοχή της Αντιόπης στις αποφάσεις του Θησέα. Ο μουσικός απάντησε πως δεν ήξερε τι έλεγε το ζευγάρι στο κρεβάτι, αλλά στην Πόλη ήταν γνωστό ότι η Αντιόπη δεν είχε εμφανιστεί ποτέ στις επάλξεις, αλλά παρέμενε στην πιο απομονωμένη στοά της ακρόπολης, λες και δεν μπορούσε να υποφέρει τον αχό

. 305 . . 304 ·

Page 151: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

της μάχης ή τις αναφορές για τις πλήμμες και τις ρηχίες της. Οι Σκύθες και οι Μασσαγέτες γύρισαν περασμένα μεσάνυ­

χτα. Για ώρες η Ελευθερά καβγάδιζε μαζί τους και με τους άλλους συμμάχους. Είχαμε πετύχει μια μεγάλη νίκη σήμερα. Οι συμπολεμιστές μας ήταν οργισμένοι επειδή δεν έβρισκαν λάφυρα. Εγώ κι οι άλλες έπρεπε να πιάσουμε αιχμαλώτους, να φέρουμε μάρτυρες για το χρυσάφι που φύλαγε ο Θησέας στο Βράχο. Αλλά ούτε ο Βόργης και οι δικοί του ήταν ικανο­ποιημένοι, αφού αρκετοί κρατούμενοι είχαν ξεψυχήσει από τα μαρτύρια που είχαν περάσει.

Από τους Σκύθες και τους Θράκες είχαν αναδειχθεί τρεις διοικητές: ο Σάδοκος, αρχηγός των Τραλλών, ο Έρμων, μονάρ­χης των φυλών ανατολικά του Στρυμόνα, και ο Βόργης των Σκυθών από τα Σιδηρά Όρη. Όλοι ήθελαν χρυσάφι.

«Λεηλατήσατε όλη την Αττική», αποκρίθηκε η Ελευθερά αγανακτισμένη. «Τι λέτε γι' αυτό;»

«Αυτό πάει, τέλειωσε», δήλωσε ο Βόργης. Η Ελευθερά είχε υποσχεθεί ήδη το μισό θησαυρό της

Ακρόπολης. Τι άλλο ήθελε ο Βόργης; «Τους άντρες, να τους σκοτώσουμε. Και τα γυναικόπαιδα

για σκλάβους». Είναι δικοί σας, υποσχέθηκε η Ελευθερά. «Αλλά θ' ακο­

λουθήσετε τις διαταγές μου και θα πολεμήσετε όπως θα σας πω εγώ».

Ο Βόργης ήθελε τους αιχμαλώτους που του πήρε εκείνη τη μέρα. Έτσι ήταν αυτός, όλο ζητούσε, και τίποτε άλλο εκτός απ' το αίμα δε θα του έκοβε τη φόρα.

«Οι αιχμάλωτοι θα γυρίσουν πάλι στο Βράχο», τον έκοψε η Ελευθερά. «Πιάσε κι άλλους κι εγώ θα τους ξαναστείλω πί­σω. Γιατί κάθε άντρας είναι μια κοιλιά που πρέπει να ταΐσου­με και μια ψυχή της οποίας πρέπει να κατευνάσουμε το φό­βο. Μη χάνεις τον ύπνο σου. Βύργη. Θα τους έχεις όλους στο τέλος».

Όταν το συμβούλιο τελείωσε, κοντά στα ξημερώματα, πλη­σίασα την Ελευθερά.

. 306 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

«Ποιο είναι το παράπονό σου;» με ρώτησε. Πληγώθηκα από τον τρόπο που μου μίλησε. Η φίλη μου το

κατάλαβε. «Συγχώρα με, Σελήνη. Να πως με κατάντησε αυτή η σκλη­

ρή πολιτική». Κάναμε μια βόλτα μαζί. Ήθελε να μάθει για το ηθικό του

στρατού. Της μίλησα για τις έντεκα δικές μου. Αυτό που τις είχε

εκνευρίσει πιο πολύ σήμερα δεν ήταν ο παράδοξος τρόπος της μάχης ούτε οι απώλειες των συντροφισσών μας, αλλά το φοβερό τίμημά της, που αφορούσε κυρίως τα άλογα. Η θυσία των ευγενικών αυτών ζώων ράγισε τις καρδιές μας, ιδίως με­τά τη σφαγή, όταν έπρεπε να σκοτώσουμε όσα είχαν πληγω­θεί ή είχαν σπάσει τα πόδια τους. Όταν θάβαμε τ' αγαπημένα μας άτια εκείνο το βράδυ, πληροφόρησα την Ελευθερά, πολ­λές αδελφές είχαν νιώσει αφάνταστη θλίψη, πιο μεγάλη απ' όση για τις συμπολεμίστριές τους.

Κατάλαβα ότι η Ελευθερά ένιωθε την ίδια λύπη. «Μια πολεμίστρια, όσο άσχημη κι αν είναι νεκρή, μπορού­

με να την ομορφύνουμε», παρατήρησε. «Ένα νεκρό άλογο, όμως, απλώς δείχνει νεκρό. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη οδύνη από το να υψώνεις τύμβους πάνω από αθώους νεκρούς. Κα­μιά αγάπη δεν μπορεί να φτάσει τη δική μας γι' αυτά τα πλά­σματα. Κι όμως η αγάπη μας δεν είναι τίποτα μπροστά στη δική τους. Ανταποδίδουν στο δεκαπλάσιο την αφοσίωσή μας. Δίνουν, όλο δίνουν, ώσπου οι καρδιές τους ραγίζουν από κάτω μας. Ακόμα κι όταν πεθαίνουν, προσπαθούν να δώσουν ακό­μα πιο πολλά».

Η φωνή της αρχηγού μας έσπασε. Ένιωσα το χέρι της ν' αρπάζει το δικό μου. Σταθήκαμε ακίνητες. Είχε ξαναγίνει η φίλη των παιδικών μου χρόνων. Η καρδιά μου πλημμύρισε από αγάπη.

«Θα μείνεις μαζί μου, Σελήνη;» Ήθελε να με αποσπάσει από τη μονάδα μου και να υπηρε­

τήσω μαζί της στη διοίκηση.

. 307 .

Page 152: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

«Χρειάζομαι κάποια στο πλευρό μου που να με αγαπάει. Δεν μπορώ ν' αντέξω αυτό το βάρος μόνη μου».

Και βέβαια ήθελα. Περπατήσαμε μέχρι το Λόφο της Πνύκας απέναντι από τις

αθηναϊκές γραμμές. Της είπα για μια σύγκρουση που είχα στο στρατόπεδο σήμερα με την αδελφή μου. Το περιστατικό συνέβη μετά την Τελετή της Καύσης των αλόγων, όταν ήμα­σταν όλες ράκος από τον πόνο.

«Είχα δώσει στη Χρύσα μια διαταγή», ανέφερα. «Την αρ­νήθηκε. Αμφισβήτησε τη λογική των διαταγών. "Δεν είναι ρύ-τεν άνναι. Δε συμφωνεί με τους τρόπους που έχουμε συνηθί­σει".

»"Πρέπει να υπάρχει πειθαρχία", επέμεινα. »"Κανείς δε μου έχει πει ποτέ τι να κάνω. Και σίγουρα όχι

η μικρότερη αδελφή μου! Το να ασκεί εξουσία κάποια πάνω στις άλλες είναι νιτόμι, καινούριο και σατανικό! Η Ελευθερά φταίει γι' αυτό. Μισεί τους Έλληνες τόσο πολύ ώστε έχει γίνει σαν κι αυτούς!"

»Όρμησα εναντίον της αδελφής μου. Οι άλλες έτρεξαν να μας χωρίσουν. Μετά παραδέχτηκα ότι είχε δίκιο. Το να δίνεις διαταγές δεν είναι ρύτεν άνναι. Δε "συμφωνεί με τους τρό­πους που έχουμε συνηθίσει"».

Η Ελευθερά ξέσπασε μόλις άκουσε αυτά τα λόγια. «'Ωστε οι πολεμίστριές μας δε θέλουν να παίρνουν διαταγές. Θα τις κάνω εγώ να τις καταπιούν!»

Μ' άρπαξε απ' το χέρι κι ανεβήκαμε στην κορφή. «Κοίτα εκεί, Σελήνη, το στρατόπεδο των Θρακών από το

Στρυμόνα. Έχει πέντε χιλιάδες ένοπλους άντρες. Των Τραλ-λών, εφτάμισι χιλιάδες. Πιο κάτω είναι οι Λύκιοι, οι Φρύγες, οι Δαρδανείς, οι Καππαδόκες. Νότια, οι Μασσαγέτες και οι Θυσσαγέτες, οι Σκύθες και οι Ισσηδόνες, οι Χάλυβες, οι Γάρ­γαροι, ιππείς από τα Ριπαία κι ένα σωρό άλλοι, ο Βόργης κι οι φυλές των Σιδηρών Ορέων. Πόσοι είναι; Σαράντα χιλιάδες; Εξήντα; Ήσουν στη σκηνή σήμερα. 0 Βόργης πολύ θα ήθελε να μας φάει ζωντανές. Μια στιγμή αδυναμίας και θα το κάνει».

. 308 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Η Ελευθερά έδειξε το Βράχο, θα μπορούσε να τον κομμα­τιάσει με τα δόντια της. Τόσο πολύ τον μισούσε.

«Ένα πρέπει να καταλάβεις. Σελήνη: πρέπει να φύγουμε από τούτο το μέρος νικήτριες. Αν αποτύχουμε κι επιχειρήσου­με μετά να γυρίσουμε στην πατρίδα, οι ίδιες αυτές φυλές που αποκαλούμε συμμάχους θα κλείσουν με τους άντρες τους κά­θε διάβαση και θα φράξουν κάθε πέρασμα. Ίσως δεν έπρεπε να κάνουμε αυτό τον πόλεμο. Μπορεί να ήταν σκέτη τρέλα. Όμως έχουμε πηδήσει ήδη από το χείλος του γκρεμού και δεν πρόκειται να σταματήσουμε αν δεν πιάσουμε πάτο».

Η Ελευθερά, το ήξερα, είχε να κοιμηθεί δυο βράδια. Κι όμως ενώ ξεπρόβαλλε η αυγή, η φίλη μου φλεγόταν ολόκληρη. Σίγουρα θ' άντεχε κι αυτή τη μέρα, ίσως και την επόμενη.

«Πες τούτο στην αδελφή σου», μου παράγγειλε η Ελευθε­ρά, «και σε όσες είναι τόσο χοντροκέφαλες ώστε δε θέλουν να πολεμήσουν σ' αυτό τον πόλεμο με το σωστό τρόπο. Θα τους σπάσω το κεφάλι! Όποια αντισταθεί θα πεθάνει είτε από το χέρι του εχθρού είτε από το δικό μου, μα την Άρτεμη και τον Ανθρωποκτόνο Άρη, τ' ορκίζομαι. Η επιβίωση του λαού είναι πάνω απ' όλα. Νίκη ή θάνατος!»

. 309 .

Page 153: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

26 Νύχτες και ημέρες

ΣΕΛΗΝΗ:

Άφησα το ραβδί μου στα χέρια της Χρύσας και της Ευίππης και, μαζί με τις δοκιμές μου, πήρα θέση ανάμεσα στις Συ­ντρόφισσες της Ελευθεράς. Η πολιορκία κρατούσε πια πάνω από πενήντα μέρες.

Ο Βόργης, πάνω στην απληστία του να αιχμαλωτίσει τα γυναικόπαιδα και να τα πουλήσει για σκλάβους, περιφρόνησε τις διαταγές της αρχηγού μας και προσπάθησε να επιτεθεί στην Εύβοια. Να πώς εξελίχθηκε η θλιβερή αυτή επιχείρηση: ο όχλος των συμμαχικών φυλών προσπάθησε να περάσει το στενό με μακριές λέμβους και φορτηγίδες. Οι Αθηναίοι τούς αποδεκάτισαν. Τριακόσιοι πνίγηκαν, ο πιο φοβερός θάνατος για ένα Σκύθη. Ο στρατός ξαναγύρισε στην πόλη γεμάτος ορ­γή και θλίψη. Γκρέμισαν το Λυκομήδειο τείχος, που είχαμε κυριεύσει με τόσο φοβερό κόστος. Όμως ήταν κάτι που έπρε­πε να γίνει για να μη φτάνουν εφόδια στον εχθρό και, το κυ­ριότερο, να μη βγαίνουν οι εκκλήσεις του για βοήθεια προς τα έξω. Οι Σκύθες το ισοπέδωσαν αμέσως, ενώ εμείς διαμαρτυ­ρόμασταν επειδή μας απέκλεισαν από τη διασκέδαση.

Η πολιορκία άρχισε τώρα στα σοβαρά. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος να κυριεύσουμε τείχη τριάντα πόδια ψηλά. Ακόμα και η Ελευθερά το κατάλαβε. Οι Χάλυβες, σπουδαίοι σιδηρουρ­γοί, και οι Μοσσύνοικοι ανέλαβαν αυτή τη δουλειά. Οι τελευ­ταίοι κατοικούν στα Κεραύνια Όρη, στα ριζά, που είναι γεμά-

. 310 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

τα δάση. Σ' έναν τόπο που είναι αδύνατο να τον υπερασπι­στείς με συμβατικά μέσα, αφού οι εχθροί μπορούν να πλησιά­σουν χωρίς να τους πάρει είδηση κανείς, κρυμμένοι ανάμεσα στα δέντρα. Γι' αυτό χτίζουν μεγάλους πύργους. Δεν τους έχω δει ποτέ, αλλά λένε ότι είναι ολόκληρες πόλεις, σκαλισμένες σε άφλεκτο σκληρό ξύλο, σε ύψος εκατό ποδών από την επι­φάνεια του εδάφους. Οι Μοσσύνοικοι καθαρίζουν ακόμη ένα μεγάλο μέρος της περιοχής γύρω από τους πύργους τους. Κυ­νηγούν και ψαρεύουν, και είναι, έτσι λένε τουλάχιστον, οι ευ-τυχέστεροι των ανθρώπων, άτρωτοι μέσα στα οχυρά του δά­σους.

Αυτοί οι άνθρωποι έγιναν τώρα οι μηχανικοί της πολιορ­κίας. Παρόμοια ήταν η τεχνική που χρησιμοποίησαν: τοποθέ­τησαν ψηλά δοκάρια, μ' εξοπλισμένα καταφύγια στην κορυφή, που ξεπερνούσαν σε ύψος το Μισοτείχι. Σ' αυτές τις θέσεις ανέβηκαν Σκύθες τοξότες, ειδικοί στα μακριά τόξα. Το βαλλι­στικό αυτό όπλο μπορεί να ρίξει τη σαΐτα του σε απόσταση δεκατεσσάρων περίπου πλέθρων. Οι σαΐτες των συμμάχων μας όμως ήταν τόσο μακριές και χοντρές που οι Αθηναίοι τις χρησιμοποιούσαν αντί για κοντάρια όποτε τις έπιαναν. Περ­νούσαν πάνω απ' τα τείχη κι έσπερναν τον πανικό στα δρο­μάκια, καθώς καμία περιοχή δεν ήταν τόσο απομακρυσμένη όσο για να γλιτώσει από τη φονική επίθεσή τους. Πολλά σπί­τια του εχθρού είχαν αχυροσκεπές. Τις χάλασαν επίτηδες. Σε κάθε γωνιά του δρόμου, όπως μάθαμε, ξεφύτρωσαν βουναλά-κια από άμμο κι ελαφρόπετρα, εφοδιασμένα με φτυάρια και δοχεία με ξίδι και κόλλα, ώστε αυτοί που είχαν αναλάβει την πυρόσβεση να σβήνουν αμέσως τις πυρκαγιές που άναβαν τα φλεγόμενα βέλη των τοξοτών μας.

Πλάι στα δοκάρια αυτά, οι πολεμιστές μας έφτιαξαν πύρ­γους καλυμμένους με δέρματα και πίλημα για να εξουδετε­ρώνουν τα «τηγανητά αυγά» (δοχεία φλεγόμενης πίσσας και θειαφιού που έσπαζαν με την πρόσκρουση) και τους «σκορ­πιούς» (δαυλούς φλεγόμενου λίπους και νάφθας με σιδερένιες πρόκες, ώστε να γαντζώνονται σε μια επιφάνεια) που εκτό-

. 311 .

Page 154: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

ξευε ο εχθρός, εκατό τη φορά. Απαντούσαμε με στουπιά και κόλλα από λιβάνι. Έξι, οχτώ, ακόμα και δέκα μπορούσαν να πετάξουν οι Σκύθες μας από τους πύργους. Με δώδεκα τέ­τοιες πύρινες επιθέσεις στη σειρά, καθαρίσαμε τα τείχη του εχθρού μια και καλή και, κρίνοντας από τις κραυγές που ακούγονταν από μέσα, τρομοκρατήσαμε τους πολιορκημένους μέχρι το πρόσωπο του Βράχου.

Ο εχθρός ανταπάντησε στα πυρά μας κρεμώντας ιστία, δέρματα, χαλιά, ακόμα και ψάθινα παραπέτα κατά μήκος της ανωδομής. Τα κρεμούσαν σε σχοινιά και τα τέντωναν με βα­ρούλκα. Το μέρος έμοιαζε με δρόμο του λιμανιού τη μέρα της μπουγάδας. Το κόλπο τους όμως έπιασε. Επιπλέον ύψωσαν ακόμα πιο πολύ τις επάλξεις με πύργους από καλάθια γεμά­τα άμμο και τούβλα. Δε θα σταματούσαν φυσικά τα στρατεύ­ματα σε περίπτωση επίθεσης αλλά έκαναν τη δουλειά τους: εξουδετέρωναν τα βλήματα.

Οι μηχανικοί μας έφτιαξαν κατόπιν κριούς για να επιτε­θούμε στις πύλες. Ο εχθρός απέκρουσε την έφοδο κατεβάζο­ντας μεγάλους σάκους με σκύβαλα και φουσκωμένα ασκιά για να εξουδετερώνουν τα χτυπήματα. Έπιανε με σχοινιά τους κριούς ή έριχνε αναμμένη πίσσα και θειάφι πάνω τους. Ομάδες του εχθρού επίσης μετέφεραν ένα μεγάλο βράχο πά­νω στο υπέρθυρο της πολιορκημένης πύλης, κατόπιν ένα αγό­ρι σκαρφάλωνε σ' ένα δοκάρι μ' ένα βαρίδι από μολύβι (το παιδί προστατευόταν από έναν κυλιόμενο θώρακα που χειρί­ζονταν άντρες του εχθρού από το τείχος, ενώ τα βέλη, οι πέ­τρες και οι σφαίρες από τις σφενδόνες έπεφταν βροχή) για να βάλει τον κριό στο οπτικό πεδίο των σκοπευτών. Μετά έρι­χναν το βράχο. Είτε χτυπούσε είτε αστοχούσε, οι ζητωκραυ­γές και τα μουγκρητά του πόνου δεν περιγράφονται.

Ο εχθρός θωρακίστηκε κι αυτός με κριούς και ψεύτικες οχυρώσεις. Σήκωσε τείχη πίσω από τα τείχη και πύλες πίσω από τις πύλες. Όταν οι σκαπανείς μας σκέφτηκαν ν' ανοίξουν σήραγγες, ο εχθρός αμύνθηκε ελευθερώνοντας μέλισσες και σφήκες. Άφησε μάλιστα και μια αρκούδα να κόβει βόλτες.

. 312 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ένας θεός ξέρει πού τη βρήκε. Την εξηκοστή πρώτη μέρα, οι Χάλυβες και οι Μοσσύνοικοι είχαν έτοιμη μια τεράστια πολιορ­κητική μηχανή, ογδόντα πόδια ψηλή, με ρόδες όσο το ύψος ενός ανθρώπου και σκέπαστρο από βαλανιδιά, δύο πόδια πα­χιά. Η μηχανή είχε καταφύγια επάνω για εξήντα τοξότες. Τα βλήματά τους θα καθάριζαν τον εχθρό από τα στηθαία, ενώ ένας χαλκυπρόσωπος κριός, μήκους εκατό ποδών, αναπαυό­ταν λίγο πιο κάτω από το σκέπαστρο. Τη στιγμή της επίθεσης θα τον χειρίζονταν δύο ομάδες σαράντα αντρών. Η μηχανή ήταν καλυμμένη με σίδερο και μεταφέρθηκε στην πλαγιά από τετρακόσια άλογα. Μαζεύτηκε όλος ο στρατός που, με φωνές και ξεφωνητά, τους έδινε θάρρος, ενώ όλοι οι πολιορκημένοι, μηδενός εξαιρουμένου, θαρρείς κι επέστρεφαν τον αχό ψηλά από τα τείχη.

Η κολοσσιαία μηχανή ανέβαινε την πλαγιά. Ο εχθρός έρι­χνε χαλάζι τα πύρινα δοχεία, τους σκορπιούς και τα «τηγανη­τά αυγά» πάνω της. Όμως τα πύρινα βλήματα αναπηδούσαν πάνω στο σίδερο χωρίς να κάνουν καμία ζημιά. Τι καταπλη­κτική μηχανή! Ακόμα και οι γενναίες των ταλ Κύρτη την είχαν ερωτευτεί. Ξεφωνίζαμε σαν τρελές καθώς σκαρφάλωνε σαν κινούμενη πόλη στην ανηφοριά. Έβλεπα τον τεράστιο κριό κάτω από το κάλυμμά του. Όλα τα τάγματα του στρατού μας ήταν έτοιμα, περιμένοντας την υποχώρηση της πόλης. Αλλά ο Θησέας, αυτό το φίδι, μας ξεπέρασε πάλι σε πονηριά. Είχε στείλει τους σκαπανείς του κάτω από τα τείχη τη νύχτα, να σκάψουν το μέρος απ' όπου αναγκαστικά θα πλησίαζε η μη­χανή μας. Οι Χάλυβες ήξεραν ωστόσο αυτό το κόλπο κι έστει­λαν έναν τολμηρό άντρα μπροστά από τη μηχανή. Το θαρρα­λέο παλικάρι, που προστατευόταν από το σκέπαστρό της, έβαζε μια ασπίδα, με τον αφαλό προς τα κάτω, πάνω στο έδαφος και μετά τη σήκωνε πάνω, ψάχνοντας για αόρατα κε­νά. Δυστυχώς (και ευτυχώς για τον εχθρό), ένα βέλος τον βρή­κε στο πόδι. Όταν τον απομάκρυναν οι συνάδελφοί του, η μη­χανή απείχε σαράντα πόδια από το τείχος. Δεν υπήρχε κανείς να φωνάξει «σταθείτε» τώρα. Εγώ ήμουν πίσω κι αριστερά.

. 313 .

Page 155: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

όταν οι μπροστινές ρόδες έπεσαν στη σκαμμένη γη. Τα τριά­ντα σχοινιά που έσερναν τη μηχανή έτριξαν σαν να ήταν ένα. Τα άλογα στη βάση της πλαγιάς υψώθηκαν σαν αδράχτια. Οι ρόδες του πύργου χώθηκαν στα κενά. Οι άντρες από ψηλά πετάχτηκαν σαν σφήκες απ' τη φωλιά τους. Μερικοί κατέβαι­ναν από τα μπροστινά ξύλα, άλλοι σκαρφάλωναν στην κορφή του, ενώ οι περισσότεροι ζητούσαν βοήθεια από τους θεούς τους καθώς έκαναν βουτιά από ψηλά. Οι Αθηναίοι, από τα τείχη, έβγαλαν μια κραυγή. Η μηχανή χώθηκε στην τρύπα. Ο θόρυβος από τα ξύλα που έσπαζαν αντήχησε σαν κεραυνός. Όταν αναποδογύρισε τελικά κι έγινε συντρίμμια, ακόμα και οι δικές μας δεν μπόρεσαν να μην κραυγάσουν. Ήταν η πιο πα­ταγώδης αποτυχία που είχαμε δει ποτέ.

Αυτά γίνονταν τη μέρα. Τη νύχτα ο στρατός είχε βρει άλλο τρόπο να διασκεδάζει: εκφόβιζε εκείνους που βρίσκονταν μέ­σα στα καταφύγια και στα οχυρά έξω από το τείχος, που εί­χαν ξεμείνει όταν αναγκάσαμε τον εχθρό να κλειστεί στο κα­βούκι του. Αρκετά απ' αυτά τα μικρά οχυρά απείχαν διακό­σια πόδια από το τείχος.

Ήταν ένα βραδινό άθλημα: Οι πολιορκημένοι έτρεχαν να πάνε τρόφιμα και νερό στους συμπολίτες τους, οι πολιορκητές προσπαθούσαν να τους εμποδίσουν. Αποκαλούσαμε τους δρο­μείς τους «λαγούς». Σύννεφα από βλήματα έπεφταν στους τολμηρούς νέους, ενώ οι σύντροφοι τους στα μεμονωμένα οχυρά έριχναν βροχή τις σαΐτες από τις επάλξεις τους. Οι δρομείς πηδούσαν μέσα κι οι άλλοι τούς τραβούσαν επάνω σι­γά σιγά. Ο εχθρός, ψηλά από την ακρόπολη, επευφημούσε τους πρωταθλητές του, ενώ οι δικές μας κοπελιές, με την πα­ρότρυνση των Αμαζόνων και των Σκυθών, προσπαθούσαν να σκοτώσουν αυτούς τους μασκαράδες πριν φτάσουν στο στόχο τους. Οι πιο τολμηροί ήταν δυο νεαροί που τους είχαμε ονο­μάσει «Αράχνη» και «Λαγό». Είχαμε επικηρύξει το τομάρι τους. Όλες είχαν προσπαθήσει να τους πιάσουν. Πιο τολμηρή αποδείχτηκε το Πράγμα, η δόκιμή μου. Ένα βράδυ που κυνη­γούσε αυτόν που ονόμαζε Αράχνη απέτυχε να τον χτυπήσει

. 314 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

από κοντά. Ο στρατός γέλασε κοροϊδευτικά. Το Πράγμα έγινε έξω φρενών. Πήδησε από το άλογό της, πρόλαβε το νέο και πήδησε στην πλάτη του τη στιγμή που πηδούσε στη σαγή. Το ζευγάρι σηκώθηκε στον αέρα. Οι δυο νέοι τινάζονταν σαν χέ­λια στα δίχτυα. Η μικρή προσπάθησε να ξεκολλήσει τον αντί­παλό της από τη σέλα, το αγόρι έριχνε κλοτσιές για ν' απαλ­λαγεί από την εχθρά του. Το Πράγμα έφτασε μέχρι επάνω στις επάλξεις του μικρού οχυρού. Να φανταστείτε ότι ο εχθρός μπορούσε να τρυπάει τα χέρια της με τα κοντάρια και να ρίχνει πέτρες στην περικεφαλαία της. Τελικά άφησε τη λα­βή της. Έπεσε από τριάντα πόδια και κατρακύλησε άλλα εκα­τό στην πλαγιά. Ζητωκραυγές ακούστηκαν και από τις δύο πλευρές όταν σηκώθηκε πάνω αλώβητη.

Η πολιορκία δεν έβγαζε πουθενά. Είχα μετακομίσει στο κεντρικό στρατόπεδο, στον Άρειο

Πάγο. Η Ελευθερά δε με είχε καλέσει στο κρεβάτι της. Το Πράγμα είχε αυτή την τιμή. Ήμουν ευχαριστημένη μ' αυτή την εξέλιξη, παρότι με ξάφνιαζε η επιμονή της φίλης μου να μη με θέλει κοντά της. Περνούσαν μέρες χωρίς να μου πει μια λέξη, αν έκανα όμως να το σκάσω με αιφνιδίαζε. Μια φορά που ήμουν μόνη μαζί της, τη ρώτησα γιατί με ήθελε τόσο κοντά της, αφού ούτε ερωμένη της ήμουν ούτε σύμβουλός της. «Εί­σαι από τις καλύτερες πολεμίστριες» δήλωσε, λες κι αυτό τα εξηγούσε όλα.

Ένα βράδυ πάλι που περπατούσαμε ανάμεσα στις σειρές, μου είπε:

«Βλέπεις αυτό το τείχος, Σελήνη; Καμία πολιορκητική μη­χανή δε θα το καταλάβει. Πρέπει να το κάνουμε εμείς, με κα­τά μέτωπο επίθεση». Το Μισοτείχι, που θαρρείς και το είχαν χτίσει χέρια Κυκλώπων, διακρινόταν θαμπά απέναντί μας. Ήμασταν τόσο κοντά που έπρεπε να προσέχουμε τους Κρήτες τοξότες του Θησέα, οι οποίοι είχαν καρφώσει αρκετές από μας. «Πώς να πάρω όμως την πρωτοβουλία;»

Εννοούσε τις απώλειες. «Έλεγα βλακείες τις προάλλες, όταν μίλησα για σπασμένα

. 315 .

Page 156: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

κεφάλια». Γέλασε. «Δεν μπορείς να επιβάλεις πειθαρχία σε πολεμίστριες σαν τις δικές μας. Πρέπει να τις οδηγείς σαν τα παιδιά ή σαν τα άλογα. Τα λόγια είναι άχρηστα. Σημάδια και δράση καταλαβαίνουν μόνο. Πρέπει να τους ετοιμάσω ένα θέ­αμα».

Επί δέκα μέρες η Ελευθερά έφερνε τις πολεμίστριες της Αντιόπης μπροστά στα τείχη. Ήταν ένα επίλεκτο τάγμα, όπου η θέση της αρχηγού παρέμενε κενή - περίμενε την επιστροφή της Αντιόπης στο λαό της. Μπροστά από το τάγμα, η Ελευθε­ρά έβαλε το Λιχούδη, το άλογο της βασίλισσας μας, χωρίς αναβάτη, αρματωμένο. Καμία διακήρυξη δεν έγινε ούτε κήρυ­κας στάλθηκε. Χίλιες μόνο πήραν θέση, σιωπηλά, κάτω από τα τείχη.

Οι Αθηναίοι δεν αντέδρασαν. Επάνδρωσαν τις επάλξεις, σε ορισμένα σημεία ο ένας πλάι στον άλλο. αλλά δεν πετούσαν πέτρες ούτε έβριζαν, πράγμα παράξενο στ' αλήθεια.

Η Αντιόπη δεν εμφανίστηκε την πρώτη μέρα, ούτε τη δεύ­τερη ή την τρίτη ή την τέταρτη. Ο στρατός μας στεκόταν εκεί από κάτω μέχρι το δείλι. Εκτός από το κάτουρο και τα κό­πρανα των αλόγων, τίποτα δε γινόταν, τίποτα δεν ακουγόταν. Οι παράξενες καβαλάρισσες λιποθυμούσαν από τον ήλιο, ξά­πλωναν στην πέτρα όπου είχαν σταθεί, μέχρι να συνέλθουν ή μέχρι να πέσει το σκοτάδι και ν' αποχωρήσει ο στρατός.

Οι υπόλοιπες των ταλ Κύρτη ήταν ελεύθερες ν' ασχοληθούν με τις δουλειές τους. Καμιά δεν το έκανε. Όλες βρίσκονταν σε φοβερή υπερένταση. Κοιμούνταν, ξυπνούσαν και ξανακοιμού-νταν.

Οι σύμμαχοι το μισούσαν αυτό. Δεν καταλάβαιναν. Βαριού-νταν. Συνέχισαν τις επιδρομές τους στον Ισθμό και βόρεια, στη Βοιωτία και τη Φωκίδα. Η λαιμαργία τους είχε αφανίσει κάθε αγρό και κήπο σε απόσταση τετρακοσίων τριάντα στα­δίων. Τα άλογά τους και τα δικά μας δεν είχαν αφήσει ούτε ένα πράσινο φύλλο στη χώρα.

Ακούγαμε τους Αθηναίους που δούλευαν πίσω από τα τεί­χη. Από το λόφο, τους βλέπαμε κιόλας. Χαλούσαν τα καταλύ-

. 316 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ματα που βρίσκονταν μέσα στο Μισοτείχι και με τις πέτρες ενίσχυαν το τείχος κι άλλες οχυρές θέσεις.

Ο Θησέας τούς κρατούσε συνέχεια απασχολημένους. Όσο για μας, αναθεματίζαμε τον Ιλισσό, τον Κηφισό και

τον Ηριδανό. Το νερό τους διοχετευόταν σε στέρνες. Πάνω στον ενθουσιασμό, όταν εισβάλαμε στην Αττική, οι μονάδες μας είχαν καταστρέψει αυτές τις αποθήκες νερού και τα πη­γάδια. Τώρα έπρεπε να τα φτιάξουμε από την αρχή, πέτρα την πέτρα, καθώς η δίψα είχε αρχίσει να βασανίζει τους πο­λιορκητές.

Πέρασε η έκτη μέρα, και η έβδομη. Η Αντιόπη ακόμα να εμφανιστεί.

Οι Σκύθες και οι σύμμαχοι που είχαν αναλάβει τη φύλαξη της περιοχής δεν πρόσεχαν ιδιαίτερα. Με το εξωτερικό τείχος γκρεμισμένο, οι αγγελιοφόροι του Θησέα πηγαινοέρχονταν όλη τη νύχτα, μεταφέροντας επιστολές στους τοπικούς άρχο­ντες της υπαίθρου, στα στρατόπεδα του Αρδηττού, του Υμητ-τού, του Λυκαβηττού και σ' όλη την Αττική. Λάβαιναν προμή­θειες από την Εύβοια και, το χειρότερο, αλληλογραφία. Οι

επιστολές διατηρούσαν υψηλό το ηθικό των πολιορκημένων. ενώ κανένα μέτρο εκφοβισμού ή κολακείας δεν μπορούσε να κλείσει τις τρύπες των γραμμών μας, που είχαν γίνει κόσκινο.

Και τότε ένα βράδυ εμφανίστηκε η Αντιόπη. Υπάρχουν δύο κεντρικές πύλες στο Εννεάπυλον - η Ιερή

και των Αιγειδών. Από την τελευταία βγήκε η βασίλισσά μας. Ήταν ντυμένη μισή Αμαζόνα και μισή Ελληνίδα. Φορούσε λευ­κό χιτώνα και γκριζοκόκκινο μανδύα με μια πόρπη που θύμιζε νύχια αρκούδας, έμβλημα της Αρτέμιδος Λεχούς. Στο δεξιό της ώμο είχε βάλει ένα χάλκινο επώμιο που όλες αναγνώρι­σαν: ήταν δώρο της μητέρας της, Κίλλας, η οποία το είχε από τη μητέρα-μητέρα Ιππολύτη.

Μόλις έκανε την εμφάνισή της, μαζεύτηκε όλος ο στρατός. Σκύθες και σύμμαχοι. Ψηλά στο τείχος δεν υπήρχε ούτε ένα κενό.

Η Ελευθερά και η Ιππολύτη πήγαν στην πρώτη γραμμή της

. 317 .

Page 157: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

παράταξής μας. Οι αρχηγοί των συμμάχων, Βόργης, Σάδοκος και Έρμων, με τη Σκυλεία και τη Στρατονίκη, πήραν τις θέσεις τους στις πτέρυγες.

Ο Θησέας δεν εμφανίστηκε. Το τάγμα της Αντιόπης τη χαιρέτησε με το πολεμικό της

τραγούδι. Εκείνη ανταπέδωσε σηκώνοντας το χέρι. Και τότε τη σιωπή ράγισε το κλάμα ενός παιδιού.

Η βασίλισσά μας είχε στην αγκαλιά της το μωρό της. Και με τα δυο χέρια σήκωσε το παιδί ψηλά. Ένα μουρμου­

ρητό ανέβηκε από τα στρατεύματα, που δυνάμωνε σιγά σιγά για να μετατραπεί σε ύμνο. Η Αντιόπη απευθύνθηκε στην Ιππολύτη, η οποία ήταν ακριβώς από κάτω, αλογάρισσα, με το δέρμα της λεοπάρδαλης ριγμένο στον ώμο και την πλεξίδα στο χρώμα του σιδήρου να πέφτει μέχρι την πλάτη της.

«Ιππολύτη, πρώτη του λαού μας, σου παρουσιάζω το δι­σέγγονό σου, τον οποίο ονόμασα προς τιμήν σου Ιππόλυτο».

Από το στρατό υψώθηκε ένα μουγκρητό, άναρθρο ακόμα, αλλά γεμάτο οργή και αγανάκτηση.

«Θα δεχτείς αυτό το αθώο πλάσμα, μητέρα-μητέρα, ως αί­μα από το αίμα σου;»

Από κει που στεκόμουν έβλεπα το πρόσωπο της Ελευθε­ράς. Το βλέμμα που έριξε στη μεγαλύτερη γυναίκα έλεγε κα­θαρά: Πρόσεξε τι θα πεις, αδελφή, γιατί αυτή τη στιγμή κρί­νεται η τύχη του λαού.

Πρώτη ωστόσο μίλησε η Ελευθερά στην Αντιόπη: «Μην ανακατεύεις άλλο αυτό το παιδί, βασίλισσά μου. Αφη­

σε το στον πατέρα του, εκεί όπου ανήκει. Και τώρα σε καλώ να κατέβεις και να διοικήσεις το τάγμα σου. Ορκίζομαι στο θεό και σε τούτον το στρατό πως, αν το κάνεις, σου παραχωρώ το αξίωμά μου, θα υπακούσω, ό,τι κι αν διατάξεις. Μόνο γύρι­σε στο λαό σου, αδελφή και φίλη. Οδήγησέ μας πάλι».

Και τότε έκανε την εμφάνιση του ο Θησέας. Όχι στο πλευρό της γυναίκας του, μια θέση που θα σήμαινε ότι ήταν ο αφέντης της, αλλά αρκετά βήματα πίσω. Η Αντιόπη δε γύρισε προς το μέρος του ούτε έδειξε ότι κατάλαβε την παρουσία του.

. 318 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

«Αν κατέβω αυτά τα σκαλοπάτια και αναλάβω την αρχη­γία του ελεύθερου λαού, η πρώτη μου διαταγή θα είναι ν' αποσυρθούμε», απάντησε η Αντιόπη, «Θα με υπακούσετε;»

«Αυτό τον πόλεμο τον κάναμε για σένα, βασίλισσά μου». απάντησε η Ελευθερά. «Αν γυρίσεις, επιστρέφουμε στην πα-τρίδα».

Οργισμένες φωνές ακούστηκαν από τους Σκύθες και τους συμμάχους. Από τις πλαγιές του λόφου, οι πολεμιστές άρχι­σαν να χτυπούν τα σπαθιά στις ασπίδες. Ακόμα και ο στρα-τός των ταλ Κύρτη τούς μιμήθηκε.

«Αν έρθω, θα φέρω κι αυτό το παιδί, θα τον δεχτείτε;» Η αγανάκτηση έφτασε στο απροχώρητο. Από παντού ακού-

γονταν φωνές. «Ποτέ!» και «Να πάει στον Τάρταρο!» Η Α-ντιόπη σήκωσε πάλι το μωρό, απευθυνόμενη στην Ιππολύτη.

«Κοίτα αυτό το μωρό, μητέρα-μητέρα. Το αίμα που κυλάει στις φλέβες του είναι δικό σου, γόνος και των δύο εθνών. Πώς

είναι δυνατό να τον μισώ; Δεν μπορώ να τον κόψω στη μέση. να δώσω την καρδιά μου στο ένα μισό και να πολεμήσω το άλλο. Πρέπει να τον αγαπάω ολόκληρο».

Η οργή του στρατού ξεχείλισε. Η απάντηση της Αντιόπης αντιλάλησε από τις επάλξεις.

«Απεχθάνομαι τους αρχηγούς που με χρησιμοποίησαν ως πρόσχημα για να κάνουν αυτό τον πόλεμο. Δε θέλω να συμ­μετάσχω σ' αυτόν, θ' αντισταθώ σε κάθε πράξη που προωθεί τη διαμάχη μεταξύ μας και θ' αγκαλιάσω κάθε κίνηση που θα φέρει την ειρήνη στα δυο μας έθνη».

H Αντιόπη τελείωσε. Η Ιππολύτη κέντησε το άλογό της και ήρθε μπροστά. Μίλησε με φωνή δυνατή, για να την ακούνε όλοι.

«Τολμάς να μας δείχνεις ένα αγόρι, Αντιόπη! Τότε άκουσε τι μου λέει η καρδιά μου. Τα αγόρια γίνονται άντρες όταν με­γαλώσουν!» Έδειξε με το διπλό πελέκι της το Θησέα. «Μπο­ρεί ο βλαστός να διαφέρει από τον κορμό; Μπορεί ο απόγο-νος να πολεμήσει μαζί με γυναίκες εναντίον αυτών που θα ήθελαν να τις αλυσοδέσουν;»

. 319 .

Page 158: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

«Αδελφές», φώναξε η Αντιόπη. «Ιδού η ευκαιρία σας για ειρήνη».

«Εγώ σου δίνω ειρήνη!» Η Ελευθερά όρμησε μπροστά, άρ­παξε το χαλινάρι του αλόγου της Αντιόπης και το έφερε κάτω από τ' οχυρό. «Πολέμησε μαζί μου! Τακτοποίησε την υπόθεση εδώ και τώρα!»

Η Αντιόπη έσφιξε το παιδί στην αγκαλιά της. «Δε θέλεις ειρήνη, αδελφή. Ήρθες από μίσος. Αυτό είναι η επωδός σου, αλλά και των ταλ Κύρτη. Σε φοβάμαι και λυπάμαι για σένα».

«Κράτα τη λύπη σου. Αντιμετώπισέ με!» «Όχι!» «Πολέμησε με τώρα!» «Ποτέ!» Το βλέμμα της Αντιόπης στράφηκε στο Θησέα. «Αυτός είναι ο αφέντης σου;» βρυχήθηκε η Ελευθερά. Ο

στρατός διαδήλωσε την έγκρισή του. Μπροστά σ' όλο το στράτευμα, η Ελευθερά πλησίασε το άλογο της Αντιόπης, το Λιχούδη. Μια ιπποκόμος τον κρατούσε μπροστά από το τάγ­μα. Χωρίς να αφιππεύσει, γύμνωσε το ζώο από την αρματω­σιά του. Πέταξε μακριά το πολεμικό του χαλινάρι, το κάλυμ­μα της κεφαλής και τα στολισμένα χάμουρά του τα έριξε στο χώμα. Μ' ένα χτύπημα του μαστιγίου της οδήγησε το ζώο προς την πύλη. Από τις επάλξεις. Αθηναίοι και Κρήτες τοξό­τες έσκυψαν και τη σημάδεψαν. Όμως ήταν τόσο επιβλητική στο θυμό της, που κανένας δεν τόλμησε να ρίξει. Η Ελευθερά χτύπησε τη χάλκινη επιφάνεια της πόλης με το πελέκι της. Όταν ύστερα από μερικά χτυπήματα σχηματίστηκε ένα αρκε­τά μεγάλο άνοιγμα, έβαλε μέσα το Λιχούδη.

Ξαναγύρισε στη θέση της, φωνάζοντας προς τους πύργους. Δεν μπορούσες ν' ακούσεις τι έλεγε μέσα στην οχλοβοή. Αλλά δε χρειαζόταν. Ο στρατός είδε την Ελευθερά να στρέφει τη λάβρυ της προς το Θησέα. Έμεινε αρκετή ώρα σ' αυτή τη στάση, μετά έδειξε με τη λεπίδα της ένα ίσωμα μπροστά σε ό,τι είχε απομείνει από την αγορά των Αθηναίων, μια έκταση ικανή να φιλοξενήσει μια μονομαχία.

Όλα τα μάτια καρφώθηκαν πάνω στο μονάρχη της Αθήνας.

. 320 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Ο Θησέας δεν απάντησε. Η Ελευθερά επανέλαβε την πρόκλη­ση τ η ς · δεν έγινε δεκτή ούτε τούτη τη φορά· τότε στράφηκε στα στρατεύματα των πολιορκητών, σηκώνοντας τα χέρια ψη­λά σαν να έλεγε: Προσπάθησα αλλά με απέκρουσε.

Και τότε ένα φοβερό βουητό ακούστηκε. Γιουχαίσματα και βρισιές εκτοξεύονταν προς τα τείχη από χιλιάδες λαρύγγια. Μπροστά σ' αυτή τη θύελλα αποδοκιμασιών, ο Θησέας απο­σύρθηκε. Η Αντιόπη τον ακολούθησε.

Είδα την Ελευθερά να παίρνει πάλι τη θέση της μπροστά στo στρατό. Το πρόσωπό της ήταν εντελώς ανέκφραστο. Παρ' όλα αυτά, απ' τον τρόπο που κρατούσε στητό το κεφάλι, κα­ταλάβαινες ότι είχε προσφέρει το θέαμα που ήθελε. Ενεργώ­ντας συμβολικά είχε αναζωπυρώσει τη φωτιά που θα οδηγού-

σε το στρατό να καταλάβει τα τείχη και είχε κάνει το έθνος και τους συμμάχους, ακόμα κι εκείνους που τη φοβούνταν και τη μισούσαν, να υποκλιθούν στη θέλησή της.

. 321 .

Page 159: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Βιβλίο ένατο

Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ

Page 160: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

27 Το τίμημα της νίκης

ΔΑΜΩΝ:

Η Ελευθερά επιτέθηκε στα τείχη ως εξής: Βρήκε τα αδύνατα σημεία τους, εκεί όπου το πάχος της πέτρας ήταν μικρότερο από δέκα πόδια και η πλαγιά λιγότερο απότομη. Εκεί έστειλε τους Χάλυβες και τους Μοσσύνοικους. Οι εχθροί προχωρούν πίσω από κινητούς φράχτες, σανίδες καλυμμένες με σίδερο. Τα βλήματα και οι πέτρες δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα σε τόσο χοντρές επιφάνειες. Οι σκαπανείς τους συνεχίζουν ανελ­λιπώς τη δουλειά τους προς τα τείχη. Έχουν αρχίσει ήδη να τα τρυπάνε.

Οι πολιορκητές που σκάβουν τις σήραγγες είναι από το Χάλκινο Ποταμό και λιθοξόοι από τα Ριπαία Όρη. Οι χτίστες των πολιορκημένων, από τον Κεραμεικό και λατόμοι από το Πεντελικό. Και η μάχη αρχίζει: η αντίπαλος βγάζει τις πέτρες προς τη μεριά της, εμείς στοιβάζουμε ακόμα πιο πολλές. Αδειάζει τη φωλιά της, εμείς τη γεμίζουμε πάλι. Η εχθρά σκάβει υπονόμους· εμείς υπονομεύουμε τους υπονόμους της. Σκάβει προς άλλη κατεύθυνση· το ίδιο κάνουμε κι εμείς. Αφή­νει σφήκες στα λαγούμια μας· ελευθερώνουμε ποντίκια και φίδια στα δικά της. Νύχτα και μέρα οι άντρες μας γκρεμίζουν καταστήματα και σπίτια μέσα στην πόλη και με τα υλικά χτί­ζουμε βοηθητικά τείχη για την περίπτωση που πέσει το πρώ­το. Ανάμεσα τους σηκώνουμε μεσότοιχους, χωρίζουμε το μέ-

. 325 .

Page 161: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

ρος σε αμυντικά τμήματα. Στήνουμε διάφορες παγίδες. Η εχθρά όμως προχωρεί. Και μολονότι οι πολεμίστριές της δε θα καταδέχονταν ποτέ να σκάψουν σήραγγες ή να χτίσουν τείχη, διαθέτει άφθονο εργατικό δυναμικό από τους Καβαρε-είς και τους βοηθητικούς, εκτός από τους λογής λογής ληστές που έχουν συρρεύσει απ' όλη την Ελλάδα. Υποχωρούμε εμείς από τον ένα δρόμο στον άλλο, η εχθρά προχωρεί από το ένα στενό στο άλλο. Λιγότερα από ενενήντα πλέθρα υπολείπονται ακόμα. Η λαβίδα γύρω από την Ακρόπολη σφίγγει προκαλώ­ντας μας απελπισία.

Οι αναφορές λένε ότι οι εχθροί έχουν αρχίσει να φτιάχνουν δρόμο πάνω από τη θάλασσα προς την Εύβοια. Αν αληθεύει αυτό. τα γυναικόπαιδα κινδυνεύουν. Οι σύμμαχοι της εχθράς. ισχυρίζονται οι ανιχνευτές, χρησιμοποιούν έλκηθρα και βόδια για να κουβαλήσουν μεγάλες πέτρες στην παραλία. Κατόπιν τις μεταφέρουν με σχεδίες και τις ρίχνουν στο νερό για να θε­μελιώσουν το δρόμο. Μετά κλείνουν τα κενά με χαλίκια και από πάνω στρώνουν το δρόμο. Οι σιδεράδες της, οι Χάλυβες, είναι καταπληκτικοί στο να συναρμολογούν τα διάφορα υλι­κά. Έχουν καλύψει μέχρι τώρα εκατό από τα πεντακόσια πό­δια της απόστασης. Είναι δυνατό να φέρει σε πέρας η εχθρά ένα τόσο δύσκολο έργο; Αν τα καταφέρει, είμαστε αναγκα­σμένοι να εγκαταλείψουμε την Ακρόπολη και να πολεμήσουμε στ' ανοιχτά.

Πίσω από τα τείχη, ο ρυθμός της ζωής είχε αλλάξει. Πολε­μούσαμε τη νύχτα και κοιμόμαστε την ημέρα. Οι ιππείς έ­παιρναν έναν ύπνο δίπλα στ' άλογά τους, ο πεζοί αγκαλιά με τα όπλα τους. Ήμασταν στο μήνα του Μεταγειτνιώνος*, στην καρδιά ενός καυτού, αποπνικτικού καλοκαιριού. Οι άντρες δεν μπορούσαν ν' ανασάνουν κάτω από τις σκηνές και πάσχιζαν να βρουν λίγη δροσιά στα στόμια των σηράγγων. Το δικό μου μέρος ήταν προνομιούχο. Ένας πάγκος κάτω από μια προεξο-

* Ο δεύτερος μήνας του αττικού έτους (15 Αυγούστου - 15 Σεπτεμβρίου). (Σ.τ.Μ.)

. 326 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

χή στη δυτική πλαγιά. Μετά το μεσημέρι φυσούσε αεράκι. Το μοιραζόμουν με τον αδελφό μου και τον εξάδελφό μου, τον

Ξενοκλή. Ήταν πυγμάχος, σκληρός σαν κέρατο και πανέξυ­πνος άνθρωπος. Γι' αυτό τον ήθελε ο αδελφός μου, τα προτε­ρήματά του ήταν πολυτιμότερα κι από το ελεφαντόδοντο σε καιρό πολέμου.

Με ξύπνησαν απότομα την εβδομηκοστή πρώτη μέρα. Οι Αμαζόνες είχαν δημιουργήσει ρωγμή στο τείχος στην οδό Καλ-λιρρόης*. Είχαν περάσει άλογα μέσα, φώναζαν οι σκοποί μας. κι απειλούσαν όλη τη νότια πλαγιά. Οι άντρες από την Ακρό­πολη δεν μπορούσαν να ρίξουν πέτρες ή βλήματα γιατί υπήρχε φόβος να χτυπήσουν τους δικούς μας. Ο αδελφός μου πήγε με το πεζικό, ο Ξενοκλής κι εγώ με τους ιππείς. Πριν απ' αυτή την εμπειρία είχα την εντύπωση πως οι πολιορκημένοι πολεμούν

μόνο πίσω ή πάνω από τα τείχη. Όμως στην πράξη τα πράγμα-τα εξελίσσονται αλλιώς. Αν ο εχθρός καταφέρει να περάσει μέ-

σα, όλα ανατρέπονται. Είσαι υποχρεωμένος να βγεις έξω και να τον αντιμετωπίσεις. Πεζικό και ιππικό όρμησαν από τις θύ-ρες εξόδου και χτύπησαν την εχθρά από τα πλάγια και πίσω. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, η αντίμαχος μας είχε παρα­σύρει σε καταστροφικές ενέδρες. Το αίμα που είχε χυθεί μας είχε κάνει πιο συνετούς. Είχαμε μάθει ότι δεν πρέπει να επιτί-θεσαι με μεμονωμένες κι ανοργάνωτες ομάδες, αλλά πρέπει να περιμένεις να συγκροτηθεί μια σταθερή μονάδα που να υπα­κούει στις διαταγές αξιωματικών. Τότε μπορείς να προχωρή­σεις - και να τσακώσεις όποιο τσακάλι μπορείς. Αυτά τα περι­στατικά δεν προκαλούν μόνο αναταραχή (αν και δεν υπάρχει μεγαλύτερος φόβος από ένα ραγισμένο τείχος) μα απαιτούν τακτική, γιατί ο εχθρός ποτέ δεν είναι τόσο τρωτός όσο τη στιγμή που οι δυνάμεις του συνωστίζονται για να περάσουν από ένα στενό άνοιγμα, εκθέτοντας έτσι τις απροστάτευτες πλάτες τους και τις δεξιές πλευρές τους στους αμυνόμενους.

* Η Καλλιρρόη ήταν περίφημη πηγή στην Αθήνα, στην κοίτη του Ιλισσού, η Εννεάκρουνος, όπως την ονόμαζαν την εποχή του Πεισίστρατου. (Σ.τ.Μ.)

. 327 .

Page 162: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

Εκείνη η μέρα δεν ήταν διαφορετική. Καθώς οι αντίπαλοι -Σκύθες, Ταύροι και Αμαζόνες- όρμησαν μέσα από το τείχος, βόρεια της Καλλιρρόης, το ιππικό και το πεζικό των Αθηναίων βγήκε έξω για να γίνει η μάχη σε ανοιχτό πεδίο. Στη συγκε­κριμένη περίπτωση ήταν η συνοικία της Ιτώνης, μια υπέροχη γειτονιά με καταστήματα και οικίες. Τώρα ήταν όλα ερείπια. Το ιππικό μας, που κάλπαζε προς το πεδίο της μάχης, αριθ­μούσε τετρακόσιους έμπειρους ιππείς που πολεμούσαν απελ­πισμένα για τη ζωή τους. Οι Αμαζόνες μάς έκοψαν το δρόμο. Οι αρχηγοί τους δεν έδιναν διαταγές με φωνές, άχρηστες σε κείνο τον πάταγο, αλλά με σφυρίγματα που παρήγαγαν όχι με αυλό ή κόκαλο, αλλά περνώντας απότομα αέρα πάνω από τη γλώσσα και τα δόντια. Αυτός ο ήχος και μόνο ήταν ικανός να σε κατατρομάξει, γιατί σήμαινε κάποια νέα, ψευδή ή αληθινή, επίθεση, την οποία δε θα μπορούσε ν' αποκρούσει το πεζικό μας ή το ιππικό μας.

Πιο φοβερές ήταν οι αντρειωμένες τους. Δεν είχαμε να προτάξουμε κανέναν στην Ελευθερά ή στη Σκυλεία. Τα ζώα της εχθράς ήταν δυνατότερα, ταχύτερα και καλύτερα γυμνα­σμένα. Τα σιδερένια όπλα τους έκαναν κομμάτια τα χάλκινα μας. Αλλο πράγμα να έχεις απέναντι σου έναν εχθρό που μά­χεται απλώς φορτισμένος κι άλλο ν' αντιμετωπίζεις μια λυσ­σασμένη επίθεση. Γιατί οι Αμαζόνες δεν ήταν τρελές αλλά ικανότατες επαγγελματίες καβαλάρισσες, οι οποίες ήξεραν πώς να υποθάλπουν αυτή τη μανία του πολέμου όταν τη χρει­άζονταν και να τη σβήνουν όταν το απαιτούσε η ανάπαυλα. Ακόμη, ήταν τόση η ομοψυχία τους ώστε καμιά δεν ορμούσε ανεξέλεγκτα, αλλά η μία ομάδα μετά την άλλη, όπως ακριβώς τα χτυπήματα της σφύρας σπρώχνουν τη σφήνα του ξυλοκό-που. Μπροστά στην περίφημη «επίθεση του μισοφέγγαρου», πολλοί δικοί μας κατέβηκαν από τ' άλογα και το έβαλαν στα πόδια. Αλλοι χτυπήθηκαν κι έπεσαν κάτω, ξεκαβαλίκεψαν ή κατέρρευσαν απλώς από εξάντληση, τρόμο ή επειδή δεν ήξε­ραν να ιππεύουν καλά. Μέσα σε λίγη ώρα, οι τετρακόσιοι μας έμειναν λιγότεροι από τους μισούς. Όσο για μένα, είχα την

. 328 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

παλικαριά να πολεμήσω πεζός, κολλημένος στα ηνία του αλό­γου μου, το ομολογώ, εν μέρει από ντροπή, για να μη γυρίσω πίσω χωρίς άλογο, αλλά και για να έχω ένα μέσο να το σκά­σω όταν οι δυνάμεις μου θα με εγκατέλειπαν.

Η μονάδα μας είχε καταλάβει ένα χοιροστάσιο στην πλα­γιά κάτω από το Παλλάδιον και είχαμε σχηματίσει ένα μέτω-πο που θεωρούσαμε ισχυρό, σε σχήμα Λάμδα, από πεζούς και απλούς ιππείς, διακόσιους άντρες συνολικά. Έβλεπε δυτικά προς το βωμό της Έρσης ή ό,τι είχε μείνει απ' αυτόν μετά την

επίθεση που δέχτηκε από τους άντρες μας προκειμένου να εξοπλιστούν με πέτρες. Ο εχθρός είχε αποτελειώσει τη δου-

λειά για πλάκα. Ξάφνου, στο δρόμο φάνηκε η Ελευθερά. Κα-μιά εικοσαριά Αμαζόνες κάλπαζαν σε κάθε πλευρό της. Όλες

έφεραν ασπίδες σε σχήμα μισοφέγγαρου περασμένες στο αρι-στερό τους χέρι. Κρατούσαν τόξα, με το βέλος στην εγκοπή, κι άλλα δύο στο πλάι, με τις φτερωτές άκρες προς τα πάνω, έτοιμες να φορτώσουν και να ρίξουν.

Σχημάτισαν γραμμή. Τις έβλεπες να βάζουν τα χαλινάρια στα δόντια τους, ελευθερώνοντας έτσι τα χέρια τους για δρά­ση. Η Ελευθερά σφύριξε. Μέσα σ' ελάχιστο χρόνο, άλλες δυο ομάδες ξεπρόβαλαν, η μία από τη μεριά της γέφυρας και η άλλη από το μονοπάτι που οδηγεί στον Ιλισσό. Στο οχυρό μας, κάθε τοξότης τέντωσε τη χορδή και σηκώθηκε. Το πεδίο της μάχης ήταν πνιγμένο από τη σκόνη που σήκωναν οι οπλές των αλόγων των Αμαζόνων που ανυπομονούσαν για δράση και των δικών μας που υποχωρούσαν από φόβο. Μέσα από τον κουρνιαχτό κατάφερα να ξεχωρίσω το λοφίο της Γλαύκης και την ασπίδα της Τέκμησσας, ή «Αγκάθι» όπως την αποκα­λούσαν. Η καθεμιά διοικούσε περίπου σαράντα γυναίκες. Κι άλλες υλακές και κροταλίσματα της γλώσσας από την Ελευ-θερά. Αμέσως, μια δόκιμη της Γλαύκης αποσπάστηκε από την ομάδα και πέρασε σαν αστραπή μπροστά από τις γραμμές μας, κρεμασμένη από τη δεξιά πλευρά του αλόγου της. Μόνο η αριστερή της φτέρνα φαινόταν, καθώς έριχνε τα βέλη της κάτω απ' το λαιμό του ζώου. Οι τοξότες μας τρόμαξαν. Η

. 329 .

Page 163: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

πειθαρχία χάθηκε, με αποτέλεσμα πάνω από τους μισούς να ρίξουν τα βέλη τους. Αμέσως, η ομάδα της Γλαύκης όρμησε από τ' αριστερά. Της Τέκμησσας έκανε κατά μέτωπο επίθε­ση. Οι πρώτες βολές τούς χτύπησαν ενώ οι τοξότες μας ξανα­φόρτωναν. Οι άντρες έπεφταν σαν τα στάχυα. Κοίταξα κι εί­δα την Ελευθερά να διασπά τις γραμμές μας από αριστερά. Πώς κατάλαβε τους αρχηγούς μας; Κι όμως κανείς δε φορού­σε διακριτικά. Το τόξο της ωστόσο χτύπησε τον Τηλεκλή, δι­οικητή εκατό αντρών, έπειτα το Μέμνονα και τον Αλφειό, τους υπαρχηγούς του. Το βάλαμε στα πόδια, σκορπιστήκαμε προς όλες τις κατευθύνσεις. Δεν είδα το πελέκι της να πέφτει πάνω στο Δημάρατο το χαλκουργό και στον Ευκλή το φαλα­κρό, στον Ανδρότιμο που σήκωνε ένα μοσχάρι με τα δυο του χέρια και τον Αρίστωνα τον παιδαγωγό. Όταν τα μαζέψαμε, τα πτώματά τους ήταν ακέφαλα. Οι δύο πρώτοι είχαν χτυπη­θεί από μπροστά, οι άλλοι καθώς έτρεχαν να σωθούν.

Η ακέφαλη μονάδα μας, ή αυτό το κομμάτι όπου είχαμε προσκολληθεί ο Ξενοκλής κι εγώ, έτρεχε να σωθεί. Τώρα ήμα­σταν ανάμεσα στα στρατόπεδα της αντιπάλου. Δεχόμασταν πυρά από μάγειρους και αχθοφόρους. Δυο φορές πήρε το μά­τι μου τη Σελήνη. Εκείνη δε με είδε. Απείχαμε πολύ από το Βράχο και το τείχος του. Στο πεδίο της μάχης επικρατούσε χάος. Βλέπαμε άντρες να κρύβονται όπως κι εμείς. Να βγά­ζουν, δηλαδή, τους πασσάλους από μια τάφρο και να τρυπώ-νουν μέσα, ανασαίνοντας μονάχα κι ελπίζοντας να μην τους δει κανείς. Αυτό που μας τρόμαζε πιότερο κι από την υπερο­χή του εχθρού ήταν μήπως μείνουμε έξω από τα τείχη. Τόσο ρευστό ήταν το πεδίο της μάχης, με τις Αμαζόνες και τους Σκύθες να πηγαίνουν όπου ήθελαν, ώστε η πιθανότητα να χα­ρίσεις το κεφάλι σου σ' ένα βάρβαρο για να πίνει το ποτό του ήταν κάτι παραπάνω από απτή. Οι άντρες έριχναν συνεχώς ματιές γεμάτες αγωνία προς τις νότιες πύλες, της Καλλιρρόης και της Μελίτης, κι ακόμη στις μικρότερες εξόδους κινδύνου, απ' όπου θα μπορούσε να περάσει κανείς. Όμως κάθε επι­στροφή ήταν αδύνατη πια, και το ξέραμε. Διασχίζαμε το πε-

. 330 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

δίο σαν πρόβατα στην καταιγίδα. Πέφτοντας σε μια εχθρική ομάδα μικρότερη σε αριθμό από τη δική μας, προσπαθήσαμε ν' αντιδράσουμε· μα τη στιγμή που ετοιμάζονταν για επίθεση, εμείς το βάλαμε στα πόδια. Η μάχη φαινόταν να έχει επεκτα-θεί σε όλη την περιοχή. Δε γινόταν μία μόνο κύρια σύγκρου­ση, αλλά πολλές μικρότερες συμπλοκές, η μία κοντά στην άλ­λη. Σε κάποια στιγμή, η μονάδα μας, που αποτελείτο από σα­ράντα άτομα, έφτασε στο λόφο του Μουσείου. Από την Πνύ­κα μέχρι το σημείο όπου ήμασταν εμείς διεξάγονταν καμιά δεκαριά μάχες. Εκατοντάδες άντρες πολεμούσαν σε καθεμιά.

ενώ ενδιάμεσα γίνονταν πολλές αψιμαχίες. Οι τελευταίοι της μονάδας μας έφτασαν στην οδό Κρανών.

Ήταν ένας μικρός δρόμος όπου τα θεμέλια των σπιτιών ήταν σμιλεμένα μέσα στο βράχο, όπως όλα σε τούτη τη συνοικία. Όλες οι ιδιοκτησίες είχαν γκρεμιστεί. Μόνο τα υπόγεια είχαν μείνει, με μισογκρεμισμένους τοίχους ανάμεσά τους. Δύο εχθρικές ομάδες μάς μάντρωσαν σ' αυτόν το δρόμο. Αμαζόνες της θεμίσκυρας από μπροστά. Σκύθες του Χάλκινου Ποταμού από πίσω.

Οι Αμαζόνες είναι πολύ πειθαρχημένες στη δράση. Το πε­ριστατικό που σας περιγράφω το αποδεικνύει: Δεν όρμησαν εναντίον μας μαζικά στο στενό δρομάκι, μα ήρθαν μόνο δύο. καλπάζοντας, στριφογυρίζοντας πάνω από τα κεφάλια τους το δίκοπο πελέκι για να σκορπίσουν τον τρόμο με το θέαμα και τον ήχο, ενώ άφηναν εκείνη την πολεμική κραυγή που με­τατρέπει το αίμα των ανθρώπων σε νερό. Σε μια επίθεση, ένα ελάχιστα εκπαιδευμένο άλογο, όταν νιώσει εγκλωβισμένο, θα κάνει στροφή και θα προσπαθήσει να το σκάσει, στρέφοντας έτσι τα τρωτά πλευρά του στον επερχόμενο εχθρό. Αυτό έκα­ναν τώρα και οι δύο αρχηγοί μας. Μπορούσες ν' ακούσεις τους πελέκεις των Αμαζόνων που έσπερναν το θάνατο. Τα δύο άλογα των Αθηναίων λύγισαν σαν πιάτα στην κατηφοριά. Αλλες δύο πολεμίστριες επιτέθηκαν άλλα δύο από τα άλογά μας έπεσαν. Από πίσω, τα βέλη των Σκυθών ούρλιαζαν σαν σμήνη μελισσών. Μας οδήγησαν στα σημεία όπου ο λόφος εί-

. 331 .

Page 164: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣTIBEN ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

χε ανασκαφεί, ενώ το πεζικό τους, Δάρδανοι και Λύκιοι, μας επιτέθηκε ψηλά από τις πλαγιές. Καμιά εκατοστή δικοί μας σκοτώθηκαν μέσα σε φοβερά ουρλιαχτά. Όρμησα μαζί με τον Ξενοκλή και δύο άλλους σε μια ανηφοριά τόσο απότομη ώστε ένας πεζός έπρεπε να σκαρφαλώσει σιγά σιγά. Τόσος όμως ήταν ο τρόμος μας, αλλά και των αλόγων, που πετάξαμε λες και είχαμε φτερά. Ο σύντροφός μου μόλις έφτανε στην κορφή όταν ένα ακόντιο τον χτύπησε κάτω από την αριστερή ρώγα. Η λέξη «χτύπησε» δεν μπορεί να περιγράψει τη σκηνή, γιατί το βλήμα, γεμάτο σίδερο και μακρύ όσο ένας άντρας, τον έπληξε με τόση δύναμη που τον διαπέρασε ολόκληρο. Έπεσε προς τα πίσω: το σιδεροκούκουτσο είχε διαπεράσει το στήθος του κι εξείχε μια πήχη από την πλάτη του. Γούρλωσα τα μά­τια από τον τρόμο. Με κυρίευσε η ντροπή που νιώθουν όλοι οι στρατιώτες σε τέτοιες περιπτώσεις: έπρεπε να βοηθήσω, έπρεπε... αλλά ποιο το όφελος;

«Μην τους αφήσεις!» φώναξε ο Ξενοκλής καθώς ξεψυχού­σε. Να μην τους αφήσω τι; Ακουσα ποδοβολητά αλόγων πίσω μου. Δυο Αμαζόνες ανέβαιναν καλπάζοντας, χωρίς περικεφα­λαίες, βαμμένες, η μία με άσπρο και μαύρο διαγώνια στο πρόσωπο και στο στήθος, η άλλη με κόκκινο από τα ρουθού­νια και κάτω, και άσπρο γύψο γύρω από τα μάτια. Αυτή με τις ρίγες μού επιτέθηκε με τη λάβρυ. Σκέφτηκα: θα πεθάνω από τα χέρια βαμμένων αγρίων. Ήταν αριστερόχειρας κι έριξε με την παλάμη προς τα πάνω σε απόλυτη αρμονία με το ατσαλόνυχό της, που ήταν εκπαιδευμένο σ' αυτή την τέχνη, έτσι ώστε το χτύπημα να με βρει στο κατωκοίλι. Ταυτόχρονα, η γυψωμένη κράδαινε ένα αθηναϊκό σπαθί του ιππικού· ήταν δεξιόχειρας, έτσι και τα δύο χτυπήματα ήρθαν ανάμεσα στα ζώα. Τρύπωσα σαν ποντίκι κάτω από το άλογο της ζερβοχέ-ρας. Είχα επίγνωση της δειλίας μου και δε μου καιγόταν καρ­φί. Έβλεπα τις φτέρνες της αριστερόχειρα από πάνω μου. Αρπαξα τη μία με τα δυο μου χέρια και προσπάθησα να κό­ψω τον τένοντα με τα δόντια μου. Το ζώο της έκανε ένα βήμα στο πλάι, αφήνοντας με πάλι εκτεθειμένο. Με χτύπησε τόσο

. 332 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

δυνατά με την επίπεδη επιφάνεια του πελεκιού της που λίγο έλειψε να μου σπάσει τη ραχοκοκαλιά. Έπεσα μπρούμυτα στο βράχο. Ακουσα τα ποδοβολητά των αλόγων που έρχονταν κα­ταπάνω μου. Και τότε είδα κάτι αδύνατο να το συλλάβει ο νους του ανθρώπου, παρεκτός πάνω στην τρέλα της μάχης: ο εξάδελφος μου, ο Ξενοκλής, που είχε χτυπηθεί με το δόρυ, εί­χε καταφέρει να σταθεί στα πόδια του. Όρμησε στη ζερβοχέ-ρα με το κοντάρι που τον είχε τρυπήσει πέρα ώς πέρα. Εκεί­νη έσπασε το δόρυ μ' ένα χτύπημα του πελεκιού της και το επόμενο χτύπημα βρήκε τον ήρωα στο λαιμό. Το κεφάλι έσκασε πάνω στην πέτρα σαν πεπόνι και κύλησε προς τα πί­σω σαν σφαίρα σε γήπεδο, με μάτια ορθάνοιχτα και το με­δούλι να τρέχει από τη βάση του λαιμού. Οπισθοχώρησα έντρομος και χώθηκα κάτω από ένα σωρό ξύλα και διάφορα οικοδομικά υλικά από τα γκρεμισμένα σπίτια. Οι δύο Αμαζό­νες με πήραν στο κατόπι. Από πάνω μου υπήρχαν δυο ή τρεις χοντρές σανίδες. Ένιωθα τα χαλίκια να συντρίβονται καθώς τα άλογα σηκώνονταν όρθια και ξανάπεφταν με δύναμη πάνω στο σωρό. Μια ρωγμή δυο δάχτυλα φαρδιά έχασκε στο κατα­φύγιό μου, αφήνοντας ακάλυπτα το πρόσωπο και το στήθος μου. Έβαλα μια σανίδα στο άνοιγμα τη στιγμή που η πρώτη σαϊτα χτυπούσε, τραυματίζοντας το μεσαίο μου δάχτυλο. Η δεύτερη διαπέρασε τη σάρκα μου κάτω από το χέρι. Οι δυο πολεμίστριες ετοιμάστηκαν να ξαναρίξουν. Επωφελήθηκα από το μικρό αυτό διάλειμμα για να σταθώ στα πόδια μου και να επιτεθώ μ' ένα μεγάλο ξύλο στις δυο γυναίκες και στ' άλογά τους. Το γελοίο θέαμα που παρουσίαζα μου έσωσε τη ζωή. Είδα τις Αμαζόνες να μορφάζουν κάτω από το βάψιμο τους. Σίγουρα με πέρασαν για παπί που δεν άξιζε τον κόπο να το πνίξουν. Υποχώρησαν. Εγώ το έβαλα στα πόδια.

Διέσχισα τρέχοντας δρόμους γεμάτους ερείπια. Παντού έβλεπες άλογα χωρίς αναβάτες. Δυο φορές προσπάθησα να πιάσω ένα, αλλά παρά λίγο να χάσω το χέρι μου όταν μου έδωσε μια δαγκωνιά. Τελικά καβάλησα ένα σκυθικό μικρόσω­μο ζωντανό που έσερνε ένα σχοινί. Το έπιασα και μπόρεσα

. 333 .

Page 165: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

ν' ανέβω επάνω του. Από κάτω, εκεί όπου τα σπίτια είχαν γκρεμιστεί συθέμελα, οι τελευταίοι της μονάδας μας σφάζο­νταν σαν τις χήνες.

Ήμουν στην αρχή ενός δρόμου. Παρότι η εχθρά είχε κόψει όλα τα δέντρα της συνοικίας για καύσιμη ύλη και ξυλεία, μια μοναχική ελιά είχε καταφέρει να γλιτώσει από το μένος της. Δεν είχα αντικρίσει ωραιότερο θέαμα στη ζωή μου. Την κοίτα­ζα έκθαμβος. Τότε πίσω από τον ασημένιο κορμό της ξεπρό­βαλε η Σελήνη.

Την είδα, σαν σε όνειρο, να προχωράει καβάλα στην Αυγή. Έβλεπα τον προστατευτικό θώρακα του ζώου από βοϊδοτόμα-ρο, με επικάλυψη χαλκού. Η Σελήνη δε φορούσε περικεφα­λαία. Φτερά αετού και αλιάετου στόλιζαν τα μαλλιά της. Το πρόσωπό της ήταν βαμμένο κόκκινο και μαύρο. Άρχισε να τρέχει. Η γυναίκα μου, σκέφτηκα. Πόσο λαχταρούσα να πετά-ξω στην αγκαλιά της! Την είδα να σηκώνει το πελέκι της και άκουσα την πολεμική κραυγή της. Το αίμα μου πάγωσε.

Άρχισα να τρέχω κι εγώ, χτυπώντας άγρια το άλογό μου με το χέρι, αφού δεν είχα ούτε μαστίγιο ούτε ραβδί, λες και ήθελα να κάνω το αίμα του -όπως και το δικό μου- να κυλή­σει. Ήξερα τη συνοικία. Σκέφτηκα τότε ότι θα μπορούσα να ξεγελάσω τη Σελήνη ακολουθώντας δρομάκια άγνωστα σ' αυ­τήν. Αλλά πάνω στην ταραχή μου είχα ξεχάσει τα φράγματα που είχαμε υψώσει. Καθώς κάλπαζα στην οδό των Υφαντουρ­γών, έριξα μια ματιά πίσω μου. Η Σελήνη είχε κόψει από τη γωνία, κλείνοντάς μου το δρόμο. Παρά λίγο να βγάλω το σα­γόνι του αλόγου έτσι όπως το έστριψα απότομα για τον απέ­ναντι δρόμο. Στη γωνία παραπάτησε, Γλιστρήσαμε και πέσα­με πάνω στον τοίχο. Ένιωσα να φεύγω από το ζώο και να προσγειώνομαι με το κεφάλι και τον ώμο με τόση δύναμη που η περικεφαλαία μου, αν και ενισχυμένη με δέρμα βοδιού δυο δάχτυλα παχύ, έσπασε και κύλησε μακριά.

Η Σελήνη με ακολούθησε. Άρχισα να καλπάζω προς την πλατεία της Επιστροφής. Ο ναός του Ηφαίστου δέσποζε σε κείνο το ύψωμα, αλλά τώρα μόνο τα σκαλιά του είχαν απο-

. 334 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

μείνει, που οδηγούσαν σε ένα λαβύρινθο από τάφρους όπου φυλασσόταν ο θησαυρός. Η Σελήνη με κυνηγούσε πάνω κάτω. Στο πάνω μέρος ήταν το πλατύσκαλο, διπλό σε ύψος, εκεί όπου ήταν το κούφωμα της πόρτας. Το άλογό μου χτύπησε τα γόνατά του πάνω του. Ζώο και αναβάτης πέσαμε κάτω. Η Σελήνη στάθηκε από πάνω μου. Ήμουν σφηνωμένος ανάμεσα στο αέτωμα και στο άλογό μου, που έβγαζε αφρούς και κλο­τσούσε, πασχίζοντας απελπισμένα να σηκωθεί.

Σε μια στιγμή μού έδωσε μια κλοτσιά και βρέθηκα πάνω στον τοίχο. Τελικά το ζώο στάθηκε στα πόδια του. Κρεμά­στηκα από τη χαίτη του σαν τον ορειβάτη από το βράχο. Εί­δα τη Σελήνη να οδηγεί με το γόνατο την Αυγή στην κατάλλη­λη θέση για να με σκοτώσει. Το όπλο της δεν ήταν αυτό με τις δύο όψεις, που είχε λεπίδα από τη μια και δόρυ από την άλλη, αλλά ο διπλός πέλεκυς. Ένα λοφίο από φτερά κόρακα κρεμόταν από την κορυφή του. Τα είδα να κουνιούνται στο φως του ήλιου καθώς σήκωνε το όπλο για να με σκίσει από πάνω ίσαμε κάτω. Μια σκέψη έκανα μόνο: χτύπα με από μπροστά. Σας φαίνεται παράξενο, αδέλφια; Εκείνη τη στιγμή, καθώς περίμενα το χτύπημα της αγαπημένης μου που θα με έστελνε στον Άδη, το μόνο που μ' ένοιαζε ήταν ν' αποδειχτώ άξιος στα μάτια της.

Τα κορακίσια φτερά σταμάτησαν να κουνιούνται. Το πελέ­κι δεν έπεσε. «Θεέ, βόηθα με!» άκουσα τη Σελήνη να φωνά­ζει. «Βόηθα με να χτυπήσω!»

Κάποια δύναμη τη σταμάτησε. Δε στάθηκα να την ανακα­λύψω. Μ' ένα πήδημα βρέθηκα στη ράχη του αλόγου μου. Το χτύπησα τόσο άγρια με τις φτέρνες μου που ένιωσα τα παϊδια του να λυγίζουν.

Πόσο μπορεί να κρατήσει μια μάχη; Ποιος μπορεί να το πει μέσα σε κείνο τον ορυμαγδό; Ύστερα από λίγο βρέθηκα σε μια μονάδα πεζικού. Εκατοντάδες καβαλάρισσες της εχθράς μάς είχαν τρέψει σε φυγή. Υποχωρήσαμε στην περιοχή της Αντιοχίδας φυλής, ακριβώς κάτω από την Ακρόπολη. Εδώ υπήρχαν τα πλουσιόσπιτα των μεγάλων οικογενειών, οι κατοι-

. 335 .

Page 166: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

κίες των αυλικών του Κέκροπος, του Αιγέα και του Ερεχθέως, κι ακόμη οι αρχαίες επάλξεις του Εριχθόνιου, του Κραναού και του Ακταίου. Ήταν φτιαγμένα από τόσο μεγάλους ογκόλι­θους που ήταν αδύνατο να τοποθετήθηκαν από ανθρώπους, παρά μόνο από γίγαντες. Ο εχθρός δεν είχε καταφέρει να γκρεμίσει αυτές τις επάλξεις όταν ισοπέδωσε τη γύρω περιο­χή. Καθώς οι μονάδες μας έτρεχαν προς αυτά τα οχυρά, μια θαυμαστή ανατροπή έλαβε χώρα.

Η πέτρινη κατασκευή των επαύλεων σταμάτησε την κατα­δίωξη των αντιπάλων. Οι σωροί των ερειπίων μάς πρόσφεραν πολεμοφόδια. Ένα μισοτελειωμένο τείχος χώριζε στη μέση την πλατεία των Οπλιτών. Οι χτίστες μας το είχαν σηκώσει πριν να καταλάβουν τη συνοικία οι Σκύθες του Βόργη. Εκεί έτρε­ξαν τώρα τα στρατεύματά μας. Δεν ξέρω αν τους φώτισαν οι θεοί ή έφταιξαν οι ευτυχείς συγκυρίες, πάντως οι άντρες μας άρπαξαν πέτρες κι άρχισαν να τις εκσφενδονίζουν στις καβα­λάρισσες. Το κόλπο πέτυχε! Μπορεί στην αρχή να μην επηρέ­ασε τις Αμαζόνες, οι οποίες είχαν μυριστεί νίκη κι ήθελαν να μας πιουν το αίμα, είχε όμως επίπτωση στ' άλογα τους. Οι κοτρόνες που έτρωγαν στο κεφάλι, στο στήθος και στα πόδια, αλλά ιδίως εκείνες που έπεφταν χαμηλά, κατατρόμαξαν τα ζώα, που σκορπίστηκαν μπροστά στην πέτρινη καταιγίδα.

Η πλατεία ήταν γεμάτη χαντάκια που είχαν σκάψει οι άντρες μας πριν από την πολιορκία κι αυτό αποδείχτηκε ολέ­θριο για την εχθρά μας. Γιατί όταν οι ενισχύσεις έφτασαν στην περιοχή, η οπισθοφυλακή, τυφλωμένη από τη σκόνη και τον καπνό, πίεσε χωρίς να το θέλει τις πρώτες σειρές, με απο­τέλεσμα να πέσουν στις τάφρους. Ο πάτος τους ήταν γεμάτος μπάζα, ξύλα και παλούκια. Εκεί μέσα λοιπόν έπεσαν, πάνω στην ορμή τους, άλογα και αναβάτες. Ήταν τυχαίο ή κάποιος θεός είχε βάλει το χεράκι του; Ποιος νοιαζόταν; Για πρώτη φορά οι άντρες μας άκουσαν την αντίπαλο να ουρλιάζει από πόνο και αγωνία και την είδα να χύνει κόκκινο αίμα.

Η συνοικία αποδείχτηκε θαυμάσιο οχυρό, γιατί αυτά τα παλιά σπίτια ήταν φρούρια στις μέρες τους. Οι τοίχοι που

. 336 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

έζωναν τις αυλές τους λειτουργούσαν σαν μια σειρά από οχυ­ρά. Συχνά δύο ή τρία έλεγχαν μια πλατεία, κι έτσι το ένα σπί-τι προστάτευε το άλλο από τα πεδία της μάχης που δημιουρ­γούνταν κοντά τους. Οι άντρες μας σκαρφάλωναν στους τοίχους των αυλών σαν να ήταν επάλξεις κι από κει έριχναν πέτρες και τούβλα. Κι εδώ επίσης, η γενναιότητα των Κρητών τοξοτών μας αποδείχτηκε θαυματουργή, γιατί το γεγονός ότι ήταν ψηλά και δεν κινούνταν τους έκανε να σκοπεύουν σαν θεοί.

Η μάχη, που είχε αρχίσει σαν αψιμαχία, εξελίχτηκε σε ολοήμερο πόλεμο. Οι άντρες μας άρχισαν ν' ανακαλύπτουν το θάρρος τους. Τραγουδώντας τον ύμνο της Προμάχου Αθηνάς, οι μαχητές μας, στην αρχή δέκα ή δώδεκα μαζί, ολόκληρες μονάδες αργότερα των σαράντα, τολμούσαν να κάνουν επιθέ­σεις στην εχθρά. Το κόλπο ήταν να καλυφτείς πίσω από ένα γερό τοίχο με ασπίδες και να προτάσσεις από κει τα κοντάρια και τα μακριά αιχμηρά δόρατα. Και πάλι ήταν τα άλογα αυ­τά που έδειχναν εκνευρισμό, όχι οι Αμαζόνες. Τα ζωντανά, βλέποντας τη φάλαγγα, την περνούσαν για χάλκινο θηρίο. Τρόμαζαν και λοξοδρομούσαν, και από τη στιγμή που δέχο­νταν ένα πλήγμα από τα όπλα μας, χρειάζονταν μαστίγιο για να ριχτούν ξανά στη μάχη.

Οι αμυνόμενοι είχαν μάθει να μετατρέπουν μια σειρά από οικίες σε τείχος. Είχαμε γίνει ξεφτέρια πια στο να σηκώνουμε οδοφράγματα ανάμεσα στα κτίρια ή και ανάμεσα σε σωρούς ερειπίων, ενώνοντας ένα συγκρότημα ή μια πλατεία με την αμυντική περιβολή. Είχαμε μάθει επίσης ν' ανοίγουμε τρύπες στους γειτονικούς τοίχους ανάμεσα στα σπίτια, πολεμώντας και υποχωρώντας από το ένα στο άλλο. Καθώς η εχθρά προ­χωρούσε, τα παλικάρια μας περνούσαν από τη μία ποντικό-τρυπα στην άλλη, φράζοντάς τη μετά με χώματα και σανίδες καθώς υποχωρούσαν. Είχαμε μάθει πως δε χρειάζονταν τοίχοι χτισμένοι με μαστοριά για ν' αποκρούσεις το ιππικό, αλλά ένας σωρός από πέτρες αρκετά ψηλός ώστε να μην μπορεί να πηδήσει το άλογο, και με πολλά κενά, για να μην μπορεί να περάσει από πάνω του. Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από

. 337 .

Page 167: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

τους τοίχους για πολεμοφόδια. Έσπασες το κοντάρι σου; Άρ­παξε μια κοτρόνα και πέταξε την. Μια πέτρα που ζυγίζει ένα στατήρα μπορεί να σπάσει το σαγόνι μαζί με τα δόντια. Μια δυομισάρα θα τσακίσει ένα κεφάλι.

Επειδή όλοι οι δρόμοι που οδηγούσαν στην Ακρόπολη ήταν ανηφορικοί, ανακαλύψαμε ότι μπορούσαμε να υποχωρούμε προς το λόφο από τη μία θέση στην άλλη. Γιατί η εχθρά, όταν έπαιρνε το ένα οχυρό, το σκεφτόταν να πάρει και το επόμενο γιατί το τίμημα σε πολεμίστριες και άλογα δεν ήταν μικρό. Οι Αμαζόνες δεν είχαν μάθει να πολεμούν μ' αυτό τον τρόπο. Τον μισούσαν. Εξουδετέρωνε τις ιππευτικές τους ικανότητες. Και το χειρότερο γι' αυτές, σε τούτα τα στενορύμια κάτω απ' την Ακρόπολη, οι άντρες από πάνω μπορούσαν να καλύψουν με μια βροχή από πέτρες μια πολιορκημένη θέση. Μια πτέρυ­γα του πεζικού των Ταύρων είχε στριμώξει μια δική μας μο­νάδα πάνω στο Βράχο. Ενας καταιγισμός από πέτρες έπεσε πάνω στον εχθρό, στέλνοντας τους μισούς στον Τάρταρο. Η επίθεσή τους διακόπηκε και οι αντίπαλοι δεν τόλμησαν να επιτεθούν ξανά.

Ξανάρθαν όμως. Κατά το βραδάκι, είδα την Ιππολύτη να ξεπροβάλλει καλπάζοντας στην πλατεία των Καλαθοκομι-στών. Ήταν επικεφαλής εκατό πολεμιστριών. Εμείς ήμασταν μόνο σαράντα. Κουρνιάσαμε, με τις ασπίδες ολόγυρά μας και τα κοντάρια προτεταμένα, καθώς έριχναν το ένα βέλος μετά το άλλο. Όμως το τείχος των ασπίδων δεν έσπασε και, όταν η επίθεση σταμάτησε, βρήκαμε το θάρρος να τις κυνηγήσουμε, κραυγάζοντας μάλιστα δυνατά. Είχαμε μάθει ακόμη να κά­νουμε τρύπες στις γραμμές μας, ώστε η δεύτερη σειρά των ακοντιστών να μπορεί να χτυπήσει μέσα απ' τα κενά που άφηνε η πρώτη, διπλασιάζοντας έτσι το μέτωπο των αιχμών μας, και να διατηρούμε αυτή τη συνοχή τόσο στην υποχώρηση όσο και στην επίθεση. Το κόλπο πέτυχε. Όταν ήμασταν ενω­μένοι, πετύχαινε.

Ένας στρατός από ανόμοιους συμμάχους, όπως ήταν οι πο­λιορκητές μας, έχει άλλο ένα μειονέκτημα. Ο καθένας κρατά

. 338 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

με ζήλο τα εδάφη του. Προστατεύει τη γη του σαν μαντρό­σκυλο. Οι ομάδες των μαχητών μας ανακάλυψαν ρωγμές ανά-μεσα στα στρατόπεδα των αντιπάλων. Εκεί μπορούσαμε να πολεμήσουμε. Οι Σκύθες δε θα διακινδύνευαν το τομάρι τους για να υπερασπιστούν τις σκηνές των Φρυγών ούτε οι Κίκονες θα έβαζαν σε κίνδυνο τη γενειάδα τους για να προστατέψουν τα στρατόπεδα των Θρακών. Οι Αθηναίοι, λοιπόν, μπορούσαν να καταλάβουν τα εδάφη ανάμεσα σ' αυτούς τους θύλακες, ακόμα και να τα οχυρώσουν.

Ο Θησέας πολεμούσε με υπεράνθρωπη ανδρεία, πηγαίνο­ντας από τάγμα σε τάγμα, σε όλο το πεδίο της μάχης. Θαρ­ρείς και ήξερε το όνομα κάθε συμπολίτη, της γυναίκας του και των παιδιών του ακόμα. Στεκόταν στο πλευρό κάθε άντρα για να του εμφυσήσει τιμή και αποφασιστικότητα. Ποιος ξέρει; Μπορεί να ήταν κάποιος θεός με τη μορφή του βασιλιά μας!

Ο Λύκος επίσης έδειξε απαράμιλλο θάρρος, όπως άρμοζε στη γενιά του. Είχε κατέβει από το φρούριο του Λυκαβηττού, με δυο ομάδες που διοικούσαν οι ήρωες Πετεώς, που τον έλε-γαν «Πύργο», και Στιχίος, που είχε το προσωνύμιο «Βόδι» για τη φοβερή ορμή με την οποία πάλευε, γεγονός που είχε ακό­μα πιο τρομακτικά αποτελέσματα στη μάχη σώμα με σώμα. Ολοι αυτοί ενώθηκαν με το Θησέα, τον Πειρίθου και τον ήρωα Πηλέα, και με την υποστήριξη του Μενεσθέως, γιου του Πε-τεώ, του Πυλάδη του πυγμάχου και του Τήλεφου, των πρωτα­θλητών της πόλης, επιτέθηκαν πεζή στην εχθρά που προήλαυ-νε. Από το λόφο μπορούσες να δεις τους αμυντικούς θύλακες που είχε σχηματίσει ο καθένας τους. Εκεί όπου η κοίτη του ποταμού χωρίζεται, υπάρχει μια γέφυρα που τη λένε Ζώνη, επειδή τα χρόνια τα παλιά περνούσαν από κει τους κατάδι­κους που πήγαιναν για εκτέλεση, δεμένους με τις ζώνες τους. Εκεί, λοιπόν, ο Λύκος, που πολεμούσε μόνο με τον Πετεώ και τους δικούς του, ανάγκασαν σε υποχώρηση καμιά πενηνταριά άλογα, υπομένοντας εκατοντάδες βλήματα, για να ορμήσουν στη συνέχεια στην εμπροσθοφυλακή των Αμαζόνων. Ο Θησέας

. 339 .

Page 168: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

και ο Περίθους μάχονταν με την ίδια ανδρεία, κρατώντας πρώτα το σταυροδρόμι μπροστά στο κουρείο του Τίμαιου και μετά την είσοδο της οδού των Σελοποιών. Αλλά πόσο μπο­ρούσαν να κρατήσουν οι γενναίοι μας; Κάθε θύλακας τραβού­σε όλο και περισσότερες πολεμίστριες της εχθράς, που φλέγο­νταν από επιθυμία να σκοτώσουν κάποιο σπουδαίο άντρα. Οι ήρωες υποχώρησαν, δημιουργώντας ένα τείχος με τις ασπίδες τους. Τα εχθρικά βέλη που καρφώθηκαν πάνω τους ήταν τόσα ώστε κάθε ασπίδα έμοιαζε με ράχη σκαντζόχοιρου.

Στο τέλος, οι εχθροί ήταν τόσο πολλοί που ο ένας θύλακας αντίστασης μετά τον άλλο έσπασαν. Οι εξουθενωμένοι μαχη­τές υποχώρησαν προς το Βράχο. Το Εννεάπυλον ακόμα κρα­τούσε. Εκατοντάδες μαχητές πέρασαν στην ασφάλεια της Ιε­ράς Πύλης και εκείνης των Λιγειδών. Αυτές ήταν δυτικά. Εγώ ήμουν νότια, με τους άντρες του Θησέα. Ο μόνος δρόμος για να περάσουμε ήταν μέσω των πυλών της Καλλιρρόης και της Μελίτης. Μας χώριζαν μόνο εξίμισι πλέθρα απ' αυτές. Βλέπα­με τις επάλξεις και τους συμπολίτες μας να ρίχνουν σκοινιά και σκάλες, φωνάζοντας: «Γρήγορα, αδέλφια! Υποχωρήστε!»

Οι μαχητές έξω από τα τείχη ήταν λιγότεροι από χίλιοι. Οι μισοί απ' αυτούς ήταν τόσο σοβαρά τραυματισμένοι ώστε ή­ταν αδύνατο να πολεμήσουν, ενώ καμιά διακοσαριά αδυνα­τούσαν να εγκαταλείψουν το πεδίο της μάχης χωρίς βοήθεια. Από πάνω τους τριγύριζαν έφιππες ομάδες της Αμαζονίας και της Σκυθίας, κι ακόμη πεζοί δέκα φορές περισσότεροι από αυτούς. 0 ήρωας Πειρίθους είχε τραυματιστεί βαριά από το χέρι του Βόργη και είχε μεταφερθεί στην κορφή. Ο ιππότης Πηλεύς είχε δεχτεί τη λυσσασμένη επίθεση της Ελευθεράς. 0 Θησέας και όσοι από τους διοικητές είχαν επιβιώσει μάζεψαν τους άντρες και σχημάτισαν έναν κύκλο με τις ασπίδες τους. Διακόσια πόδια μας χώριζαν από το τείχος και τη σωτηρία.

Δεν μπορούσαμε να τα διασχίσουμε. Η Ελευθερά, ο Βόρ­γης και οι δικοί τους μας είχαν κλείσει το δρόμο, θα μπορού­σαν να μας επιτεθούν γιατί ήταν πολύ περισσότεροι από μας. όμως ο πετροπόλεμος που συνεχιζόταν ακατάπαυστα από την

. 340 .

Ol ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

κορφή -μερικές πέτρες μάλιστα ζύγιζαν κοντά τριάντα στατή-ρες- διατηρούσαν ένα δρόμο ανοιχτό ανάμεσα σε μας και τη σωτηρία.

Η εχθρά γρήγορα κατάφερε να ξεφύγει από αυτή τη βροχή των βράχων. Υπολόγιζε πόσο μακριά μπορούσε να προχωρή­σει και πόσο χρόνο έκανε κάθε ομάδα να ξαναφορτώσει. Κά­θε φορά που προσπαθούσαμε να περάσουμε το ουδέτερο έδαφος για να φτάσουμε στα τείχη, οι μονάδες του εχθρού μάς ρίχνονταν. Οι συμπατριώτες μας ήταν αναγκασμένοι να διακόπτουν τις βολές για να μη μας χτυπήσουν. Στο μεταξύ, η εχθρά μάς εμπόδιζε να προχωρήσουμε.

Βράδιασε. Τέσσερις φορές προσπαθήσαμε να περάσουμε· τέσσερις φορές γυρίσαμε πίσω. Και κάθε φορά οι τραυματίες πλήθαιναν. Το χειρότερο ήταν πως όταν εγκαταλείπαμε την ασφάλεια μιας θέσης, οι Σκύθες και το ιππικό των Αμαζόνων την καταλάμβαναν κι εκτόξευαν από κει τα θανατερά τους βέλη.

Η Ελευθερά πήγε μπροστά στην Πύλη της Καλλιρρόης, εμποδίζοντας την είσοδό μας. «Δειλέ με καρδιά ελαφιού!» φώ­ναξε στο Θησέα. «Έπρεπε να είχες μονομαχήσει μαζί μου όταν σου έδωσα την ευκαιρία! Το κουφάρι σου τώρα θα τάιζε κορά­κια και σκυλιά, αλλά τουλάχιστον θα είχες πέσει με τιμή!»

Η μονάδα μας ήταν πάλι έτοιμη γι' άλλη μια έφοδο. Το ξέ­ραμε, το ίδιο και η εχθρά. Τα μεγάλα λόγια έπαψαν. Έβλεπα την Ελευθερά να πηγαίνει πέρα δώθε, καβάλα στη μακροκά-να φοράδα της, την Κοκαλιάρα. Οι γενναιότερες πολεμίστριες της Αμαζονίας βρέθηκαν αμέσως στο πλευρό της. Η Ιππολύτη και η Σκυλεία, η Αλκίππη και η Στρατονίκη, η Γλαύκη, η Ενυώ (που είχε το όνομα της θεάς του πολέμου), η Δεινώ η Φοβερή, η Αδράστεια η Αναπόφευκτη. Κι ακόμη η Τέκμησσα, που την αποκαλούσαν Αγκάθι, η Βρέμουσα που τη φώναζαν Κηλίδα, η Άργη, η Ξάνθη, η Ευάνδρη, η Αντιβρότη, η Πανταρίστη, η Λύσσα, η Ηλέκτρα και η Σελήνη. Και από τους συμμάχους, ο Βόργης, ο Σάδοκος και ο Έρμων. Τους δινόταν η μεγάλη ευ­καιρία να ξεριζώσουν την καρδιά του στρατού μας, και μάλι-

. 341 .

Page 169: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

στα μπροστά στα μάτια των τελευταίων υπερασπιστών. Στο πεδίο της μάχης, το πεζικό κι εκατοντάδες βοηθητικοί της εχθράς έβγαζαν οτιδήποτε μπορούσε να εμποδίσει το ιππικό. Καθάριζαν το πεδίο για τη σφαγή μας.

Το στράτευμά μας σχημάτισε ένα τρύπιο τετράγωνο. Αυτό σήμαινε ότι όσοι ήταν δεξιά έπρεπε να περπατάνε προς τα πίσω, για να προστατεύουν με τις ασπίδες τους εκείνο το πλευρό. Ο Θησέας διέτρεξε το σώμα. Δεν ήταν ώρα για λό­γους. «Αθηνά Προστάτιδα!» φώναξε δυνατά. «Αθήναι και Νί­κη!»

Με μια κραυγή, ορμήσαμε μπροστά. Το πεζικό των Σκυ-θών έτρεξε να καταλάβει τις θέσεις μας. Η εχθρά άρχισε να εκτοξεύει τις σαΐτες της. Το ιππικό των Αμαζόνων επιτέθηκε και στις δύο πτέρυγες. Εμείς προχωρούσαμε όπως όπως με την κινητή μας τετράγωνη φάλαγγα. Αντρες έπεφταν και πα­ραπατούσαν, ιδίως στη δεξιά πτέρυγα όπου ήμουν κι εγώ, η οποία έπρεπε να βαδίζει ανάποδα. Τα βέλη των Αμαζόνων ούρλιαζαν σύρριζα από τις ασπίδες μας. Ένας χτυπημένος δεν έπρεπε να πέσει αλλά να συνεχίσει όπως μπορούσε, γιατί αν έπεφτε θα επιβάρυνε τους συμπολεμιστές του, οι οποίοι κου­βαλούσαν ήδη τους τραυματίες. Οι Σκύθες μάς χτυπούσαν από πίσω κατά κύματα. Δε μας πολεμούσαν μόνο με δόρατα και πελέκια, αλλά και με μεγάλες πέτρες. Οι βάρβαροι τις σήκωναν ψηλά με τα δυο χέρια και τις πετούσαν με φοβερή ορμή πάνω στις ασπίδες των τελευταίων σειρών μας. Όταν ξέ-μεναν, ορμούσαν οι ίδιοι στην επιφάνειά τους, αρπάζονταν από τη στεφάνη και την τραβούσαν προς τα κάτω με όλη τη δύναμη του σώματος τους. 0 εχθρός επιτίθετο φορώντας μαν­δύες από αρκουδοτόμαρο και βοϊδοτόμαρο με το κεφάλι και τα κέρατα ακόμα επάνω, κάνοντας ακόμα πιο τρομακτική τη ζωώδη εμφάνισή του. Εναντίον τους τα σπαθιά μας ήταν άχρηστα σαν ραβδιά. Οι αγροίκοι ορμούσαν σαν χείμαρρος ανάμεσά μας. Οι Αμαζόνες έριχναν αδιακρίτως στη μάζα. Έβλεπες τον εαυτό σου να χρησιμοποιεί για κάλυψη το στέρ­νο του βάρβαρου κάτω από τη σφοδρή επίθεση του οποίου

. 342 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

παρέπαιες. Τόσο πολλά βέλη ξεφύτρωναν, κι απ' τους εχθρούς κι απ' τους φίλους, που οι άντρες άρχισαν να σκοντάφτουν και να πέφτουν πάνω στα ξύλα που προεξείχαν, αμέτρητα σαν καρφίτσες ράπτριας, σε ασπίδες, θώρακες και ζωντανή σάρκα. Από την Ακρόπολη οι πέτρες συνέχιζαν να πέφτουν βροχή, διατηρώντας καθαρά τα τελευταία πενήντα πόδια που μας χώριζαν από τα τείχη. Ο ήχος που έκαναν αυτοί οι ογκό­λιθοι καθώς συντρίβονταν στην πέτρα ήταν τρομακτικός, για να μην αναφερθώ στα θραύσματα, που θέριζαν τους άντρες σαν βλήματα από σφενδόνες, και στ' αποπνικτικά σύννεφα της σκόνης που έκαναν ακόμα πιο μακάβριο το θέατρο του τρόμου.

Και τότε άρχισε η τελική έφοδος προς τη σωτηρία. Οι πέ­τρες απ' την Ακρόπολη σταμάτησαν να πέφτουν. Ορμήσαμε στο ουδέτερο έδαφος. Στόχος μας ήταν να φτάσουμε σ' ένα σημείο στο τείχος ανάμεσα σε δυο πυργίσκους, σε απόσταση εκατό βημάτων περίπου, από όπου οι συμπατριώτες μας κα­τέβαζαν σχοινιά και σκάλες. Όταν οι πρώτοι στοίχοι έφτασαν στο τείχος κι άρχισαν να σκαρφαλώνουν, οι πίσω σειρές, από το φόβο του εχθρού κι αναθεματίζοντας τους συμπολεμιστές τους που σκαρφάλωναν τόσο αργά. πίεζαν το κέντρο, που με τη σειρά του πίεζε τους μπροστινούς. Ο όχλος συνωστιζόταν σαν τις μέλισσες. Στη μέση, μια ομάδα Σκυθών μάς κυνηγού­σε με κοντά σπαθιά και γυμνά χέρια. Το ιππικό των Αμαζό­νων πίεζε απ' όλες τις μεριές. Καθώς τα παλικάρια μας σκαρ­φάλωναν όπως όπως, η αντίπαλος έριχνε στις ακάλυπτες πλά­τες τους ή στα χέρια και στα πόδια εκείνων που είχαν βάλει την ασπίδα στη ράχη σαν χελώνες. Πτώματα έπεφταν από το πρόσωπο του τείχους. Αίμα και ούρα κυλούσαν πάνω στην πέτρα. Σε μια στιγμή βρέθηκα στο κάτω μέρος μιας σκάλας και ομολογώ ότι συνέχισα να στέλνω άλλους μπροστά από μένα. Αν μπορούσα να τρυπώσω μέσα στο τείχος, θα το έκα­να και θ' άλλαζα ευχαρίστως θέση μ' ένα σκουλήκι. Το έδα­φος κάτω απ' τα πόδια μας ήταν σπαρμένο με θραύσματα από τις σπασμένες πέτρες. Όταν έχανες το βήμα σου, κάτι

. 343 .

Page 170: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

που γινόταν όλη την ώρα μέσα στον όχλο, τα γόνατα σου και οι παλάμες σου γίνονταν κομμάτια. Οι μηροί και τα χέρια γέ­μιζαν αίμα, που πάνω του κολλούσε η σκόνη της πέτρας, όπως και στα μαλλιά και στα πρόσωπά μας, προσδίνοντας τους ένα απόκοσμο ωχρό χρώμα. Το θέαμα ήταν τρομακτικό, αδύνατο να περιγραφεί. Θαρρούσες πως δεν ήταν άνθρωποι αυτοί που πολεμούσαν μα σκιές, κι όχι πάνω στη γη αλλά σε κάποιο ανήλιαγο μέρος ενός χαμένου κόσμου.

Η Ελευθερά οδηγούσε την επίθεση εναντίον μας. Πλάι της ήταν η Στρατονίκη και η Σκυλεία, η Αλκίππη και η Γλαύκη, η Άργη και η Βρέμουσα, η Ενυώ, η Δεινώ και η Αδράστεια. Ο Θησέας μάζεψε τους πιο ρωμαλέους άντρες μας, αλλά το ιπ­πικό των Αμαζόνων κατάφερε να εισχωρήσει ανάμεσά τους. Το όπλο τους από κοντά δεν είναι το τόξο αλλά ο διπλός πέ-λεκυς, τον οποίο κρατούσαν ψηλά, τσακίζοντας ασπίδες και περικεφαλαίες, αποκεφαλίζοντας άντρες και κόβοντας χέρια απ' τον ώμο. Έριχναν τις σκάλες μας με γάντζους κι έχωναν τις λεπίδες τους στις πλάτες των αντρών που προσπαθούσαν να σκαρφαλώσουν στα τείχη. Είχα κολλήσει πάνω στην πέ­τρα, όταν η εχθρά μ' ένα σφηνοειδή ελιγμό μάς οδήγησε πάλι στ' ανοιχτά. Είχαμε αποκοπεί. Τα εχθρικά βέλη σάρωναν τις επάλξεις από πάνω. Αυτό ήταν το τέλος. Σε λίγο όλα θα εί­χαν χαθεί. Και τότε, μέσα στον ορυμαγδό της μάχης, υψώθηκε μια κραυγή που σίγουρα κανείς, παρεκτός από στόμα θεών και Τιτάνων, δεν είχε ακούσει μέχρι τότε.

Ήταν ο Θησέας που φώναζε στους άντρες από πάνω. Δεν ήταν λόγια αυτά που βγήκαν απ' το στόμα του, μα κάποιος πρωτόγονος ιδιωματισμός. «Πάνω μας!» διέταξε το ουρλιαχτό του. Εννοούσε να ρίξουν πέτρες αδιακρίτως, επάνω τόσο σε μας όσο και στην εχθρά.

Ένας συγγενής του πατέρα μου, ο Τάλως, ήταν ανάμεσα σ' αυτούς που έριχναν τις πέτρες εκείνη την ημέρα. Μας μίλησε αργότερα για την απελπισία που επικρατούσε πάνω στην Ακρόπολη, καθώς οι άντρες ελευθέρωναν τα βλήματά τους στις ανακατεμένες μάζες Αθηναίων, Αμαζόνων και Σκυθών.

. 344 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Με προσευχές στους θεούς, οι υπεύθυνοι σήκωναν τα βαρούλ­κα για να πετάξουν το φονικό φορτίο τους, ενώ σε όλο το μή­κος του χείλους του Βράχου σύζυγοι και σύντροφοι κοιτούσαν κάτω με τρόμο τους συμπολίτες τους να χάνονται μαζί με τους αντιπάλους. Εκεί που ήμουν κουρνιασμένος, κολλημένος στο πρόσωπο του τείχους, ήταν ένας θύλακας ασφαλείας. Όμως οι ήχοι και οι εικόνες ήταν αποτρόπαια, αδύνατο λοιπόν να μην επηρεαστείς. Ογκόλιθοι που ζύγιζαν τριάντα και σαρά­ντα στατήρες εκτοξεύονταν κάθε φορά από διακόσια πόδια ύψος. Όπου έπεφταν, τρανταζόταν το σύμπαν. Κομμάτια με­γάλα όσο το κεφάλι ενός ανθρώπου εκτοξεύονταν προς όλες τις μεριές. Είδα το στήθος του Διόγνητου του υφαντουργού να σκίζεται πέρα ως πέρα. Τη μια στιγμή ήταν άνθρωπος, την άλλη ένα σακί με βγαλμένα σπλάχνα. Οι πέτρες που έπεφταν, αρίφνητες, θα μπορούσαν να εξαφανίσουν μια πλατεία δέκα επί δέκα. Κι όμως υπήρχαν ακόμα ζευγάρια που μάχονταν. Κανείς δεν έλεγε να σταματήσει, τόσο άπελπις είχε γίνει η μάχη. Κάθε μαχητής, σίγουρος για το τέλος του, πάλευε να πάρει και τον εχθρό μαζί του στον Αδη.

Πάνω στο Βράχο, το δέος των αντρών που έριχναν τις πέ­τρες μεγάλωνε ακόμα πιο πολύ, επειδή είχαν επίγνωση ότι αυτό που έκαναν στους συμπολίτες τους, τερατώδες και ασυγχώρητο συνάμα, θα τους μόλυνε για πάντα. Καταλάβαι­ναν, είπε ο Τάλως, ότι αυτό το ανοσιούργημα θα στοίχειωνε τις μέρες τους από δω και μπρος. Πολλοί αγνόησαν τη διατα­γή, θεωρώντας ότι τίποτε δεν άξιζε μια τόσο φοβερή πράξη, ενώ οι άλλοι τους αποκαλούσαν προδότες. Έπρεπε να γίνει κάθε θυσία, όσο φοβερή κι αν ήταν. Ο βασιλιάς σου σε προ­στάζει, διακινδυνεύοντας την ίδια του τη ζωή! Οι άντρες οδύ-ρονταν για την κακοτυχία τους, έλεγαν ότι το έκαναν παρά τη θέλησή τους και επικαλούνταν τη μαρτυρία των θεών. Κανείς δεν είχε το θάρρος να κοιτάξει κάτω, είπε ο συγγενής του πα­τέρα μου, αλλά με δάκρυα στα μάτια φόρτωναν το ένα φορ­τίο μετά το άλλο και το άδειαζαν στα πρανή και πάνω από τα τείχη. Ο Τάλως πάντως κοίταζε από το χείλος του Βράχου,

. 345 .

Page 171: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

και θα αισθάνεται τύψεις γι' αυτό το κακούργημα σε όλη τη ζωή του. Βλέπεις τη βροχή από τις πέτρες σου να πέφτει, δή­λωσε, ενώ υπολογίζεις με το μάτι, όμοια με κάποιον που είναι υποχρεωμένος να το κάνει, σε ποιο σημείο πρέπει ν' αδειά­σεις. Μετά ακολουθεί η σύγκρουση, τα ουρλιαχτά αυτών που κομματιάζονται και η σκόνη...

Οι άντρες έριχναν τον ένα ογκόλιθο μετά τον άλλον. Τι μπορούσαν να κάνουν άλλωστε; Ο βασιλιάς τούς είχε διατάξει κι επέμενε ακόμη. Οι φτωχοί συμπολίτες μας διπλασίασαν τις βολές, θαρρείς και μ' αυτό τον τρόπο θα έδιναν πιο γρήγορα τέλος στη σφαγή. Βοηθητικοί που δεν ήταν αναγκασμένοι, και γυναίκες ακόμα, άρπαζαν πέτρες και τις πετούσαν, μέσα σε φοβερές κατάρες, πάνω σε εχθρούς και δικούς.

Η εχθρά υποχώρησε. Οι άντρες μας ανέβηκαν στα τείχη. Οι σύντροφοί τους κατέβασαν σχοινιά και σκάλες, ακόμα και λουριά. Είδα το Θησέα κάτω απ' τον ανατολικό πύργο, να υπερασπίζεται ένα κομμάτι γης για να μπορέσουν οι άλλοι να ανέβουν, πριν δεθεί μ' ένα σχοινί και τον τραβήξουν επάνω. Όσο για μένα, σκαρφάλωσα με τα χέρια μου. Κρατιόμουν από ρωγμές που ούτε μια σαύρα δε θα χρησιμοποιούσε για ν' ανέ­βει, τόσο μεγάλος ήταν ο φόβος και τόσο επιτακτική η ανάγκη της αυτοσυντήρησης που με ωθούσε.

. 346 .

28 Μια δοκιμασία για το «αήδωρ»

Ο ΔΑΜΩΝ συνεχίζει:

Εκεί όπου κάποτε ήταν η αγορά, στο πλάτωμα κάτω από το Λόφο των Νυμφών, ήταν το μόνο μέρος που δεν είχε φιλοξε­νήσει κάποιο στρατόπεδο (οι Αμαζόνες και οι Σκύθες του Χάλκινου Ποταμού το είχαν μετατρέψει σε ιππόδρομο). Εκεί. τη δεύτερη αυγή μετά τη μάχη, ο Θησέας αντιμετώπισε την Ελευθερά σε μια μονομαχία τιμής.

Δεν τέθηκε θέμα στοιχήματος, δηλαδή δεν είχε γίνει καμιά επίσημη συμφωνία ότι, αν κέρδιζε ο Θησέας, οι Αμαζόνες θα τα μάζευαν και θα έφευγαν για την πατρίδα τους, ούτε πως, αν νικούσε η Ελευθερά, η πόλη θα έβαζε την ουρά στα σκέλια και θα παραδινόταν. Όπως και να 'χε το πράγμα, η έκβαση της μονομαχίας θα επηρέαζε πολύ τις εξελίξεις. 0 αγώνας θεω-ρούνταν και από τις δύο πλευρές δοκιμασία, όχι μόνο των γενναίων μονομάχων τους αλλά και των θεών τους. Ποιος κα­τείχε τη μαγεία; Ποιος είχε τη δύναμη; Πράγματι, οι φυλές της Ανατολής πιστεύουν ότι κανένα γεγονός, ούτε η κλίση του κάτουρου στον αέρα, δεν είναι άμοιρο κάποιας υπερφυσικής δύναμης. Γι' αυτό τους αρέσει να στοιχηματίζουν. Για το βάρ­βαρο ένα τέτοιο άθλημα δεν είναι κακό (η ιδέα θα του φαινό­ταν παράλογη). Είναι απλώς ένας τρόπος ν' ανακαλύψεις την ψυχική δύναμη ενός ανθρώπου, το «αήδωρ» του όπως το λέ­νε. Ένας άνθρωπος αυτής της φυλής θα στοιχημάτιζε στα πά-

. 347 .

Page 172: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

ντα, από τον τρόπο που σκαρφαλώνει ένα φυτό έξω από μια είσοδο μέχρι την αγωνία ενός αιχμαλώτου που βασανίζεται. Αν κερδίσει το στοίχημα, φουσκώνει από αυτοπεποίθηση. Στην αντίθετη περίπτωση, πέφτει σε μαύρη απελπισία.

Ο βάρβαρος δε βλέπει τον κόσμο όπως ένας λογικός άν­θρωπος, δηλαδή σαν μια οντότητα ξέχωρη από το Θεό, η οποία κυβερνιέται από τους νόμους αιτίου και αιτιατού. Δεν μπορεί να συλλάβει μια τέτοια έννοια. Κατά τη δική του αντί­ληψη, αυτή η γη είναι απλώς μια σκιαγράφηση του Άλλου Κ ό ­σμου, που στην επιφάνεια της αντανακλάται η οπτασία του Παντοδύναμου. Η ζωή είναι ένα επιτραπέζιο παιχνίδι γι' αυ­τόν ρίχνει τα κότσια και περιμένει τις αποκαλύψεις τους. Ο βάρβαρος γνωρίζει τη θλίψη. Στη γλώσσα του τα πουλιά δεν κελαηδούν αλλά «κλαίνε», τα μωρά δε σκούζουν αλλά «θρη­νούν». Ο βάρβαρος είναι δούλος των δεισιδαιμονιών του. Παρά την παλικαριά του, θα δειλιάσει αν δει μπροστά του λαγό και διακόπτει σπουδαίες εκστρατείες αν το πέταγμα των σπουργιτιών δείχνει κακοτυχία. Οι Αμαζόνες πάντως είναι λίγο καλύτερες και, για να πούμε του στραβού το δίκιο, οι συμπολίτες μας ελάχιστα διαφέρουν απ' αυτές. Πολύ λίγοι από τους άντρες του Θησέα, και σίγουρα κανείς απ' όσους ήταν κάτω από την αρχηγία της Ελευθεράς, θ' αμφισβητούσαν ότι το αποτέλεσμα της μονομαχίας θα εκλαμβανόταν και από τις δύο πλευρές ως απόφαση των Θεών. Όποιου ο πολεμιστής θριάμβευε θα θεωρούνταν ακατανίκητος· όποιου έπεφτε, κα­ταραμένος. Έτσι, σε κάθε στρατόπεδο δεν παρέλειψαν κανένα μέτρο, όσο παράλογο ή βάρβαρο κι αν φαινόταν, προκειμένου να εξασφαλίσουν την εύνοια των θεών για την επερχόμενη συ­μπλοκή.

Ο αδελφός μου κι εγώ έτυχε να είμαστε μεταξύ αυτών που υποδείχτηκαν να παραλάβουν τους νεκρούς της προηγούμενης μάχης. Οι Αμαζόνες και οι Σκύθες είχαν ζητήσει ήδη τους δι­κούς τους. Όταν βγήκαμε από το Εννεάπυλον εκείνο το δειλι­νό, τους βλέπαμε, στα στρατόπεδα τους πάνω στους λόφους, απέναντι από το Βράχο, να ετοιμάζουν τις τάφρους με τα

. 348 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

κάρβουνα όπου θα σούβλιζαν τους αιχμάλωτους συμπολίτες μας, και να στήνουν τις κρεμάλες όπου θα έγδερναν τους δυ-στυχείς. Να πώς ζητούν την εύνοια των θεών τους οι άγριοι.

Ο βάρβαρος στοιχηματίζει πόσο θ' αντέξει το θύμα του. Όποιος δεν έχει παρακολουθήσει ένα τέτοιο αιματηρό όργιο δεν μπορεί να καταλάβει την έκσταση που νιώθει ο αγριάν-θρωπος όταν χρησιμοποιεί το σίδηρο και τη φωτιά στη σάρκα του εχθρού του. Εξάλλου, αυτές οι πράξεις δε θεωρούνται κακές για το βάρβαρο, όπως θα γινόταν με τους ανθρώπους ενός πολιτισμένου έθνους. Τις θεωρεί μάλλον δοκιμασία για την ψυχική δύναμη του αιχμαλώτου, για τη μαγεία του. Ο αιχ­

μάλωτος συμμετέχει κι αυτός. Με μια λογική ακατανόητη για την ευαισθησία του χειραφετημένου, ο βάρβαρος επευφημεί

το θύμα του ακόμα κι όταν το παλουκώνει ή το πετσοκόβει. Γιατί ο αντικειμενικός σκοπός του πρώτου είναι ν' αποκτήσει το «αήδωρ» του αιχμαλώτου του, ενώ του τελευταίου ν' απο-δείξει τη μαγική υπεροχή του έναντι του βασανιστή του. Όσο πιo γενναία υπομένει, τόσο μεγαλύτερη είναι η δύναμή του. Ο αιχμάλωτος δεν υποφέρει για τον εαυτό του (γιατί ο βάρβα-ρος δεν μπορεί να εννοήσει τον εαυτό του ξέχωρα από τους θεούς του και τη φυλή), αλλά για τους δωρητές του «αήδωρ» του, τους φύλακες του Άλλου Κόσμου, οι οποίοι τον έχουν προικίσει με τη μαγεία της ψυχής του. Προσπαθεί ν' αποδεί­ξει ότι η δύναμή του είναι μεγαλύτερη από του εχθρού του και, ξεψυχώντας, να στραγγίσει και την τελευταία σταγόνα της δόξας. Έχω δει θύματα να φτύνουν την τελευταία τους ανάσα στα μούτρα των βασανιστών τους και να πηγαίνουν στον Άδη γελώντας.

Οι Σκύθες είχαν βασανίσει αρκετούς Αθηναίους στα πρώτα στάδια της πολιορκίας αλλά, επειδή δεν το βρήκαν καθόλου ικανοποιητικό, σταμάτησαν αυτή την πρακτική. Για το βάρβα­ρο, η αξιοθρήνητη συμπεριφορά μας αποδείκνυε ότι ο Αθηναί­ος δεν είχε κότσια. Η περιφρόνησή τους για μας διπλασιάστη­κε. Έφτασαν μάλιστα στο σημείο να θεωρούν το ευτυχέστερο αποτέλεσμα του πολέμου, τη νίκη και τα λάφυρα, κατώτερα

. 349 .

Page 173: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ Π Ρ Ε Σ Σ Φ Ι Λ Ν Τ

της αξίας τους. Δεν καταδέχονταν ούτε το δέρμα της κεφαλής μας να πάρουν. Τα μαλλιά μας δεν είχαν «αήδωρ». Κανένας αξιοσέβαστος πολεμιστής δε θα τα κρεμούσε στη ζώνη του.

Τούτη τη νύχτα, ωστόσο, ο αδελφός μου κι εγώ είδαμε την τέχνη του βασανισμού ν' αναβιώνει. Πάνω στο λόφο του Αρεί­ου Πάγου και στην Πνύκα, οι πρώτοι άτυχοι είχαν μεταφερθεί στον τόπο του μαρτυρίου τους. Πολύ γρήγορα οι φοβερές κραυγές τους, που σου έκοβαν το αίμα, ανακατεύτηκαν με τις τυμπανοκρουσίες και τα ουρλιαχτά των αντιπάλων.

Ακούγαμε τους Σκύθες και τις Αμαζόνες να χαράζουν το δέρμα τους. Έκαναν αυτή την τελετουργία ανά ζεύγη καθώς χόρευαν. Ένα εργαλείο σαν τη σμίλη του ξυλουργού κόβει λω­ρίδες σάρκας από τα πόδια, την πλάτη και την κοιλιά. Μ' αυ­τή την τελετή οι βάρβαροι δημιουργούν «αήδωρ» για την προσεχή μονομαχία. Ο Ελιεύς κι εγώ βλέπαμε τους υπηρέτες κάτω από το λόφο της Αγοράς να ετοιμάζουν το στίβο όπου θ' αγωνίζονταν οι δύο αντίπαλοι. Στο λόφο του Αρείου Πά­γου, οι Αμαζόνες θυσίαζαν άλογα στη νυχτερινή τελετουργία, τη Νυκτέρια όπως την έλεγαν. Φωτιές έλαμπαν κατά μήκος της κορφής. Κάτω, στο πεδίο της σφαγής, χρησιμοποιήσαμε λύχνους για να δουλέψουμε.

Ο βάρβαρος κόβει κάθε κουρέλι απ' τον ηττημένο εχθρό του. Παίρνει τ' αυτιά και τη μύτη και τα περνάει σε λεπτό σχοινί που δένει γύρω από το διάφραγμά του. Οι αντίπαλοι δεν έπαιρναν πια το τριχωτό της κεφαλής, όπως είπα, ή κεφά­λια. Αντί γι' αυτό έκοβαν τα μέλη ή έσκιζαν το κρανίο στα δυο για να κλέψουν απ' την ψυχή τη μαγεία της. Υπάρχει πιο οδυνηρό καθήκον από αυτό; Να μαζεύεις τα πτώματα των συ­ντρόφων σου, κομμένα στα δυο, γυμνά και ακρωτηριασμένα, εντελώς παραμορφωμένα; Στοιβάξαμε τους νεκρούς πάνω σε σκεπάσματα, δύο και τρεις μαζί, και τους σύραμε μέχρι τη βάση των Τριακοσίων Σκαλοπατιών. Δεν υπήρχαν μουλάρια για να τους ανεβάσουμε στην κορφή· τα είχαμε σφάξει για το κρέας τους. Από δω λοιπόν, κάθε πτώμα, άθικτο ή μη, έπρεπε να κουβαληθεί στον ώμο μέχρι το Βράχο.

. 350 .

Ο Ι Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

Εκείνη τη νύχτα ο Θησέας δεν έβγαλε λόγο. «Αν σκοτωθώ, να δώσετε τη βασίλισσα Αντιόπη στο λαό της». Αυτό είπε μό­νο.

Η Αντιόπη ήταν παρούσα εκείνη τη νύχτα, όταν τελειώσα­με το οδυνηρό μας καθήκον. Είχε βγει τελικά από το ησυχα­στήριό της. Πέρασα από δίπλα της, καθώς στεκόταν στις επάλξεις, αλλά δε με είδε. Ούτε κι εγώ όμως προσπάθησα να τραβήξω την προσοχή της. Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στο θέαμα του τρόμου που παιζόταν στους αντικρινούς λό­φους.

Τα καθήκοντά μου δε μου επέτρεψαν να παρακολουθήσω όσα διαδραματίζονταν. Όταν επέστρεψα, η Αντιόπη δεν το εί­χε κουνήσει από τη θέση της.

Η αρχόντισσα στεκόταν μονάχη στο πλαίσιο της πρώτης πύλης που έβλεπε στο Νότο, περικυκλωμένη από τους ακο­λούθους και τους φρουρούς που είχε διορίσει ο Θησέας για να τη φυλάνε. Είχα ξεχάσει τι είδους άνθρωπος ήταν. Φορούσε φρυγικά υποδήματα και φαρδιές περισκελίδες, ενώ στη μέση της είχε δέσει ένα μαστίγιο των Αμαζόνων. Ένα φοδραρισμένο ιμάτιο τύλιγε το πανωκόρμι της. Στον αριστερό της ώμο είχε ρίξει το δέρμα του πάνθηρα που είχε βάλει όταν νίκησε το Βόργη στην Υπερυψωμένη Πόλη. Το δεξί της στήθος ήταν γυ­μνό, αποκαλύπτοντας την ουλή του αστερία, τον τεσιξτό, που είχε γίνει μετά την αφαίρεση του μαστού της στην παιδική ηλικία, κι ακόμη τα «διακριτικά» της, δηλαδή τις χαρακιές του ματρικόν, τον τελετουργικό αυτο-ακρωτηριασμό που έκα­ναν οι Αμαζόνες την παραμονή της μάχης.

Το αιματοβαμμένο όργιο των εχθρών συνεχίστηκε όλη τη νύχτα. Η Αντιόπη δεν το κούνησε από τη θέση της. Θα έπαιρ­νε μέρος στη μάχη; Με το μέρος τίνος; Ο Θησέας τής είχε απαγορεύσει ν' αρματωθεί, όπως σας είπα, και είχε επιβάλει ποινή θανάτου για όποιον τη βοηθούσε. Θα ανακαλούσε την απόφασή του; Μήπως πίστευε ότι ο θάνατός του θα την ακύ­ρωνε;

Δύο ώρες πριν από την αυγή, ο βασιλιάς αποσύρθηκε στην

. 351 .

Page 174: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

ακρόπολη. Η Αντιόπη είχε προηγηθεί. Τον έπλυνε, τον αρμά­τωσε, έτσι ακούσαμε (γιατί είχε απαγορεύσει την είσοδο σε όλους, εκτός από τους Συντρόφους του βασιλιά) και του έφτιαξε τα μαλλιά. Στο θηκάρι του πέρασε το δικό της δόρυ.

Η μάχη έγινε εκεί όπου ήταν η Αγορά, κάτω από τις τελευ­ταίες απόρθητες θύρες της Ιερής Πύλης του Εννεάπυλου. Την υπερασπίζονταν οι Σύντροφοι του βασιλιά. Πίσω, στα τριακό­σια σκαλοπάτια, είχαμε τοποθετήσει πασσάλους κι είχαμε χτί­σει μεσότοιχους, σε περίπτωση που η εχθρά φερόταν με δο-λιότητα. Τα τελευταία σπίτια και τα θησαυροφυλάκια είχαν οχυρωθεί. Πάνω και μπροστά τους είχαν μαζευτεί όσοι ήταν σε θέση να πολεμήσουν, γύρω στους τέσσερις χιλιάδες άντρες. Είχε ξημερώσει ήδη. Οι τραυματίες είχαν παραταχθεί στο πά-νω μέρος του οχυρού.

Οι βοηθοί της Ελευθεράς -η Στρατονίκη, η Σκυλεία και η Γλαύκη- έκαναν την εμφάνιση τους από το Βορρά, αλλά άβα­φες. Δε φορούσαν περικεφαλαίες. Είχαν χτενίσει εντυπωσιακά τα μαλλιά τους. Τρεις στύλοι είχαν τοποθετηθεί στο κάτω μέ­ρος του κεκλιμένου επιπέδου απ' όπου οι Αθηναίοι έριχναν τους μεγάλους βράχους. Κάθε αντρειωμένη στάθηκε δίπλα σ' έναν πάσσαλο. Η Στρατονίκη προχώρησε μόνη. Στο Νότο πε­ρίμεναν οι βοηθοί του Θησέα - ο Λύκος, ο Πετεώς και ο Αμομφάρετος, ο αρχηγός των δορυφόρων Σπαρτιατών. Φο­ρούσαν κι αυτοί πανοπλίες. Τα παραγγέλματα του αγώνα θα δίνονταν από το Σάδοκο, ηγεμόνα των Τραλλών από τη Θρά­κη, ο οποίος μιλούσε καλά την αττική διάλεκτο. Το φονικό θα γινόταν μόνο μέσα στον κύκλο, αν και αυτή η παραίνεση ήταν αμφισβητήσιμη, αφού κανείς από τους δύο αντιπάλους δε θα έχανε την τιμή του για να προστατέψει τη ζωή του ή τη ζωή της.

Ο Θησέας εμφανίστηκε πάνω σε άρμα, τη βασιλική άμαξα του πατέρα του Αιγέα. Το οδηγούσε ο εξάδελφός του Ιοφών. Φορούσε μαύρη πανοπλία, θώρακα με το κεφάλι ενός ταύρου επάνω και ταιριαστή ασπίδα, δώδεκα στατήρες περίπου, κα­λυμμένη με φύλλα χαλκού πάνω σε πλαίσιο από βαλανιδιά,

. 352 .

Ο Ι Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

ίσαμε τρία δάχτυλα χοντρή. Η περικεφαλαία του ήταν μαύρη, με λοφίο από λευκά φτερά γερακιού. Είχε ξυρίσει τη γενειά­δα του και είχε κόψει το τσουλούφι του για να μην έχει από πουθενά να πιαστεί η αντίπαλός του. Τα όπλα του ήταν τρία ακόντια μέσα σε θήκη από βοϊδοτόμαρο πάνω στο άρμα του, δύο μακριά δόρατα με σιδερένιους χαλούς και το σπαθί του περασμένο σ' ένα ζωστήρα στο μηρό του. Το άρμα προχώρη-σε προς τους νότιους πασσάλους. Ο Θησέας δεν κατέβηκε κά-τω. Οι βοηθοί του τον πλησίασαν και συνομίλησαν για λίγο μαζί του.

Η Ελευθερά έκανε την είσοδό της από το βορρά, καβάλα στην Κοκαλιάρα. Δεν έκανε καμία επίδειξη. Ούτε άρμα ούτε συμβούλιο με τις αδελφές της. Κρατούσε μια μικρή χάλκινη ασπίδα κι ένα ακόντιο. Μία λάβρυς πήγαινε πέρα δώθε ανά­μεσα στις ωμοπλάτες της. Σε μια θήκη πίσω, κοντά στη μέση της, φώλιαζε ένας σιδερένιος δίσκος. Δεν είχε τόξο ούτε σπα-θί.

«Είμαι ο Θησέας, ο γιος του Αιγέα. . .» «Αρκετά! Ξέρω ποιος είσαι!» Τ' άλογα και από τις δύο πλευρές χτυπούσαν ανυπόμονα

τα πόδια και χλιμίντριζαν. Έβλεπες τις ρόδες του άρματος να κουνιούνται και να αφήνουν τα ίχνη τους πάνω στο χώμα, ενώ ο αρματηλάτης προσπαθούσε να συγκρατήσει την ομάδα.

Η Ελευθερά δεν επιτέθηκε αμέσως με τη γοργοπόδαρη φο­ράδα της. Την άφησε να προχωρήσει λίγο και σταμάτησε ύστερα από δέκα βήματα. Εκατό τη χώριζαν ακόμα από τον αντίπαλό της. Το δεξί της χέρι σηκώθηκε μέχρι την παραγνα-θίδα της περικεφαλαίας της. «Σκότωσε με αν μπορείς!» φώ-ναξε. Με μια απότομη κίνηση του λαιμού κατέβασε το σιδε­ρένιο προφυλακτήρα μπροστά στα μάτια της.

Ζητωκραυγές ακούστηκαν από εκατοντάδες χιλιάδες λα­ρύγγια, καθώς άρμα και άλογο έφυγαν από τα σημεία εκκίνη­σης και όρμησαν το ένα εναντίον του άλλου. Ο Θησέας σήκω­σε την ασπίδα του, ακούμπησε τον κυρτό αφαλό της στο μπροστινό μέρος του άρματος του κι έβαλε τον ώμο του στο

. 353 .

Page 175: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

βαθούλωμα της στεφάνης της. Με το δεξί του χέρι άρπαξε το πρώτο κοντάρι, ίσαμε πέντε πόδια μακρύ. Έφερε το αριστερό του πόδι μπροστά, ενώ το δεξί ήταν καλά στερεωμένο στο πί­σω μέρος του άρματος, κι ετοιμάστηκε να ρίξει. Η Ελευθερά κρατούσε κι αυτή κοντάρι. Μέσα σε ελάχιστα καρδιοχτύπια, οι αντίπαλοι πλησίασαν επικίνδυνα. Ο Θησέας άφησε ελεύθε­ρο το δικό του. Η Ελευθερά κρατήθηκε. Το ακόντιο του βασι­λιά θα την είχε βρει κατάστηθα αν δεν είχε βουτήξει στο πλευρό του αλόγου της, κρεμασμένη μόνο από τη φτέρνα της και από μια θηλιά στη χαίτη. Μέσα σ' ένα καρδιοχτύπι βρέθη­κε πάλι καβάλα στο άλογο. Ο Θησέας είχε πετάξει με τόσο μεγάλη δύναμη το ακόντιό του ώστε διέσχισε το στίβο κι έπε­σε ανάμεσα στους Θυσσαγέτες θεατές. Καρφώθηκε στο πόδι ενός άτυχου άντρα που ούρλιαξε από τον πόνο. Δυνατές επευφημίες έσκισαν τον αέρα. Άρμα και άλογο έκαναν μετα­βολή στο τέλος του στίβου και πήραν φόρα για την επόμενη επίθεση.

Στο δεύτερο πέρασμα, η Ελευθερά επιτέθηκε από τ' αρι­στερά του άρματος, περνώντας την τελευταία στιγμή μπρο­στά από τα άλογα. Και πάλι δεν έριξε. Και πάλι το ακόντιο του Θησέα εκσφενδονίστηκε μακριά, καθώς η αντίπαλός του κέντησε απρόσμενα το γοργοπόδαρό της. Το δεύτερο βλήμα βρήκε πάνω στην ασπίδα της και πήγε να καρφωθεί σ' έναν πάσσαλο στην άλλη άκρη. Καθώς το άρμα γύριζε για τον τρί­το γύρο, είδαμε το βασιλιά να βγάζει περικεφαλαία και ασπί­δα, για να μην εμποδίζουν τη βολή του, και να τα στερεώνει στις θέσεις τους μέσα στο άρμα. Ήξερε ότι είχε αποτύχει δυο φορές. Αυτή τη φορά έπρεπε να βρει το στόχο του, αλλιώς θα πολεμούσε πεζός μια έφιππη αντίπαλο.

Και πάλι οι δύο αντίμαχοι όρμησαν ο ένας εναντίον του άλλου. Και πάλι η Ελευθερά δεν έριξε. Και πάλι το κοντάρι του Θησέα δε βρήκε το στόχο του. Καθώς το άρμα του ετοι­μαζόταν να στρίψει, ο βασιλιάς πήδησε στην άμμο. Ο αρματη-λάτης και τα άλογα αποσύρθηκαν. Ο Θησέας προχώρησε με τα πόδια, κρατώντας ασπίδα και σπαθί. Η Ελευθερά κάλπασε

. 354 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

μέχρι την άκρη του στίβου και τράβηξε τα χαλινάρια της φο-ράδας για να σταματήσει. Το άλογο έβγαζε κιόλας αφρούς κάτω από την πανοπλία του, εκτοξεύοντας σάλια από το χα-λινό του. Το σαγόνι του ήταν έτοιμο να δαγκώσει. Η Ελευθε­ρά έφτυσε μέσα από τον προφυλακτήρα, βάφοντας ροζ ένα φτερό με το αίμα της γλώσσας της, που την είχε δαγκώσει πάνω στην αγωνία της. Η Αμαζόνα πήρε τα ηνία ανάμεσα στα δόντια της. Από μια θήκη πίσω χαμηλά έβγαλε το μικρό σιδερένιο δίσκο, που ζύγιζε πέντε στατήρες περίπου. Τον

έβαλε στην αριστερή της χούφτα, για να ισορροπήσει το βά-ρος του κονταριού δεξιά, που είχε τοποθετήσει ήδη στην προ-

έκτασή του. Φωνές διψασμένες για αίμα υψώθηκαν απ' όλες τις μεριές.

Έβλεπες τους βαρβάρους, που παρακολουθούσαν από ένα ύψωμα, να χτυπούν δυνατά τους ώμους και τις πλάτες ο ένας του άλλου. Με πρόσωπα κατακόκκινα, ούρλιαζαν στη βάρβα-ρη γλώσσα τους, με τις φλέβες του λαιμού πεταγμένες έξω. ενώ χτυπούσαν τα δόρατά τους πάνω στους αφαλούς των ασπίδων τους κάνοντας δαιμονισμένο θόρυβο. Οι Αμαζόνες άφησαν τη γνωστή θριαμβευτική κραυγή τους, κάνοντας το στάδιο να σειστεί σαν πεύκο στην καταιγίδα.

Ο Θησέας, πεζός, όρμησε προς το κέντρο του στίβου, θέλο­ντας να μειώσει την απόσταση και συνεπώς τη φόρα της αντι­πάλου του. Προχωρούσε με γοργά, συρτά βήματα, σκυμμένος ελαφρά, με την ασπίδα μπροστά σχηματίζοντας γωνία με το σώμα του, ενώ τα κρόσσια από βοϊδοτόμαρο σέρνονταν στο χώμα. Έβαλε την ασπίδα στο πλάι, για ν' αποκρούσει το χτύ­πημα της Ελευθεράς όταν ήρθε, σηκώνοντάς την μέχρι τη μύ-τη της περικεφαλαίας του. Ο ιδρώτας που έτρεχε ποτάμι λέ-ρωσε το δέρμα στο πάνω μέρος της στεφάνης. Έτσι η εχθρά το μόνο που έβλεπε ήταν οι σχισμές των ματιών και το λοφίο με τα λευκά κορακίσια φτερά. Σε μια στιγμή, τα μάτια μου ανακάλυψαν τη Σελήνη ανάμεσα στις πολεμίστριες. Έτρεμε σύγκορμη, θαρρείς, όμοια με χορδή τόξου τη στιγμή που τη λευτερώνεις.

. 355 .

Page 176: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤIΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

Αναζήτησα στις επάλξεις την Αντιόπη, αλλά δεν μπόρεσα να τη βρω.

Και τότε η Ελευθερά έκανε την επίθεση για την οποία προετοιμαζόταν τόση ώρα. Με το δεξί πόδι στη θηλιά του ζω-ναριού που έφερε το ζώο γύρω από την κοιλιά του, οδήγησε τη γενναία φοράδα στην επίθεση. Το άλογο άρχισε να καλπά­ζει όλο και πιο γρήγορα, όπως μόνο τα περήφανα ζώα της στέπας μπορούν. Το δόρυ φάνταζε μακρύ σαν πάσσαλος σκη­νής, ένα σιδεροκούκουτσο κοντάρι του οποίου η αιχμή, τοπο­θετημένο καθώς ήταν στην προέκτασή του, έφτανε μέχρι τ' αυτιά του ζώου. Στο αριστερό χέρι. η Ελευθερά κρατούσε το δίσκο για ισορροπία.

Ο Θησέας ζάρωσε τη στιγμή που άλογο και καβαλάρισσα ορμούσαν εναντίον του. Καλύφτηκε ίσαμε πάνω με το χαλκο-σκούταρό του. Ήταν η βασιλική ασπίδα του πατέρα του Αι­γέα, από βαλανιδιά τόσο γερή που και άμαξα να περνούσε από πάνω της δε θα πάθαινε τίποτα. Ο βασιλιάς ακούμπησε το κάτω μέρος στο χώμα και έστρεψε το χάλκινο πρόσωπό της προς τον ουρανό. Τα μάτια του παρακολουθούσαν τις κι­νήσεις της αντιπάλου του πάνω από τη στεφάνη. Με το δεξί του χέρι κρατούσε τα δυο μακροΐσκιωτα κοντάρια του πάνω στο χώμα, για να μη σπάσουν από κάποιο χτύπημα της λά-βρυος ή του δίσκου, και προς τα πίσω κάτω από τη σκιά της ασπίδας, για να μην τσακιστούν από το ποδοβολητό του αλό­γου. Η εικόνα που παρουσίαζε στην αντίπαλό του ήταν αυτό που οι άντρες του πεζικού αποκαλούν «επισκίαση», ότι δηλα­δή ο εχθρός βλέπει μόνο τον ομφαλό της ασπίδας, με κάθε τρωτό σημείο του σώματος κρυμμένο πίσω της. Ο βασιλιάς πήγαινε πότε δεξιά πότε ζερβά, σαν κινούμενος στόχος. Με το χέρι στο χώμα ένιωσε από το ποδοβολητό του αλόγου την αντίμαχο να πλησιάζει. Και τότε είτε θα καλυπτόταν και θα υπέμενε το χτύπημα είτε, στερεωμένος καλά στο δεξί του π ό ­δι, θα σήκωνε το δόρυ του για να πλήξει την εχθρά στο κεφάλι.

Η Ελευθερά όμως δεν του έδωσε την ευκαιρία. Έριξε από μακριά. Η βολή ήταν βίαιη και δυνατή. Το κοντάρι χτύπησε

. 356 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

στο πάνω μέρος της περικεφαλαίας του Θησέα καθώς η Α μ α -ζόνα περνούσε σαν αστραπή από δίπλα του. Αιχμή και δόρυ διαπέρασαν την ασπίδα, τόσο κοντά στο μοιραίο σημείο ώστε μια σχίζα μελίας έσκισε το δερμάτινο λουρί που έδενε το θώ-ρακα κάτω από τα πλευρά του βασιλιά. Η Ελευθερά έκανε στροφή για νέα επίθεση. Είχε ρίξει το μοναδικό της δόρυ. Τώρα έπρεπε να κατέβει από το άλογο και να παλέψει σώμα με σώμα.

Η Αμαζόνα πήδησε από τη φοράδα ενώ κάλπαζε. Πάτησε το έδαφος τρέχοντας. Το άλογο, εκπαιδευμένο για κάτι τέ-τοιο, απομακρύνθηκε αμέσως. Η Ελευθερά ρίχτηκε στο Θησέα από πίσω. Η ασπίδα του παρέμενε καρφωμένη στο έδαφος από το μακρύ της δόρυ. Ο βασιλιάς είχε μόνο δύο επιλογές: να ξοδέψει πολύτιμες στιγμές για να ελευθερώσει το σκουτά­ρι του ή να το παρατήσει και ν' αντιμετωπίσει την Ελευθερά ακάλυπτος.

Η Αμαζόνα είχε το δίσκο στο χέρι. Είδαμε την Ελευθερά να πηγαινοφέρνει το βαρύ λιθάρι με το σιδερένιο πλαίσιο. Η αντίπαλος τώρα απείχε είκοσι βήματα από το Θησέα. Περπα-τούσε σκυφτή και αργά. Ο βασιλιάς κατάφερε τελικά να ελευ­θερώσει την ασπίδα του κι έτρεξε να την αντιμετωπίσει. Η Ελευθερά, όρθια τώρα, έκανε ένα, δύο, τρεις γύρους, όπως οι δισκοβόλοι. Το χέρι της τεντώθηκε, ενώ ο κορμός της έκανε μια φοβερή στροφή· το δεξί της πόδι πάτησε γερά τη στιγμή που ολοκλήρωνε την περιστροφή της και πετούσε το δίσκο από κοντά. Δεν έχω ξανακούσει ήχο σαν κι αυτόν του σιδήρου πάνω στο χαλκό.

Το πρόσωπο της ασπίδας σκίστηκε. Το πλαίσιο της άνοιξε σαν καρύδι. Το χέρι του Θησέα έπεσε άψυχο. Η Ελευθερά τον είχε χτυπήσει καθώς περνούσε από δίπλα του. Έκανε στροφή και προσπάθησε να βρει τον έλεγχό της. Αν δεν έχετε ξαναδεί Αμαζόνα να τραβάει το διπλό πελέκι από το θηκάρι που κρέ­μεται ανάμεσα στους ώμους της, η διαδικασία είναι η εξής: Καθώς το δεξί χέρι σηκώνεται και πηγαίνει πίσω από τον ώμο για να πιάσει το ακονισμένο σίδερο, λυμένο ήδη μέσα στη θή-

. 357 .

Page 177: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

κη του, το αριστερό χέρι απλώνεται στο κάτω μέρος της πλά­της, πιάνει την άκρη της λαβής και σπρώχνει προς τα πάνω. Μέσα σ' ελάχιστο χρόνο, το όπλο έχει πετάξει από τη φωλιά του και βρίσκεται στα έμπειρα χέρια της κυράς του. Η Ελευ­θερά επιτέθηκε. Ο Θησέας την αντιμετώπισε με υψωμένη την ασπίδα, προσπαθώντας να την πλήξει με το μακρύ κοντάρι του. Στα μισά του δρόμου, η κεφαλή του πελεκιού της έσπα­σε τη φονική αιχμή, απομακρύνοντας το θάνατο που κουβα­λούσε τη στιγμή που τρύπωνε στη λινή επιφάνεια του θώρακά της, ανοίγοντας μια τρύπα στα πλευρά της.

Αρκετοί βάρβαροι τότε φώναξαν: «Έσπασε το χέρι του!» Η Ελευθερά το είδε. Συγκεντρώθηκε. Μ' όλη της τη δύναμη κατάφερε στη σπασμένη ασπίδα του αντιπάλου της ένα φοβε­ρό χτύπημα που αντήχησε σ' όλο το πεδίο. Το χέρι του Θησέα ήταν φυλακισμένο στη θήκη από χαλκό και δέρμα που συ­γκρατούσε όλο το βάρος της ασπίδας. Ούρλιαξε από πόνο καθώς έπεφτε κάτω. Η Ελευθερά ξέχασε το πελέκι προς στιγ­μήν. Αντί γι' αυτό άρπαξε την ασπίδα του Θησέα από τη στε­φάνη κι άρχισε να την τραβάει με δύναμη, λες κι ήθελε να σπάσει το κόκαλο του αντιπάλου της ή να το βγάλει από την άρθρωση του. Ο βασιλιάς γονάτισε στο ένα πόδι και, στηριγ­μένος στον αγκώνα του, χτύπησε στο πλάι με το δόρυ του. Αυτή τη φορά την τραυμάτισε στο μηρό. Αν ένα σπίτι είχε πάρει φωτιά από πάνω της δε θα την επηρέαζε τόσο. Οι πο­λιορκημένοι ζητωκραύγαζαν από τις επάλξεις, ζητώντας από τον ήρωά τους να σηκωθεί επάνω.

Τότε στα χέρια της Ελευθεράς ξαναφάνηκε η λάβρυς. Ο Θησέας προσπάθησε να τη χτυπήσει με το κοντάρι του. Εκεί­νη παραμέρισε και έκοψε στη μέση το ξύλο της μελίας. Προ­σπάθησε να την αρπάξει και να τη νικήσει με μόνη τη δύναμη του. Εκείνη του ξέφυγε μ' ευκολία. Άλλα δυο χτυπήματα και η ασπίδα του Θησέα άνοιξε στη μέση. Ένα τρίτο, και με τα δύο χέρια, θέρισε το πάνω μέρος της περικεφαλαίας του. Το δέρμα της κεφαλής του κουνιόταν σαν καπάκι. Το κεφάλι και τα μακριά, δεμένα προς τα πίσω, μαλλιά του γέμισαν αίμα.

. 358 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Τότε από το λαρύγγι της Αμαζόνας βγήκε η πολεμική κραυ­γή που κάνει τα γόνατα των αντρών να λυγίζουν. Ήταν έτοιμη να χαρίσει το θάνατο. Ο βασιλιάς οπισθοχώρησε παραπατώ­ντας, πασχίζοντας να προστατέψει τα ζωτικά του σημεία.

Ξάφνου, από το νότιο άκρο του στίβου μπήκαν σφήνα οι Σύντροφοι του βασιλιά. Με μια κραυγή όρμησαν πάνω στην Ελευθερά. Με τα δόρατα και τα σπαθιά τους προσπάθησαν να την απομακρύνουν από το Θησέα. Οι Σύντροφοι κάλυψαν το βασιλιά τους με το τείχος των ασπίδων τους και θέλησαν να τον πάνε σε μέρος ασφαλές. Η Ελευθερά ούρλιαξε από λύσσα και χτυπούσε μανιασμένα το πελέκι της πάνω στο τεί­χος των χαλκοπρόσωπων ασπίδων.

Οι συντρόφισσές της έτρεξαν να τη βοηθήσουν. Έφιππες Αμαζόνες ακολούθησαν, κι έπειτα Σκύθες και Γέτες, κι όλη η πλημμυρίδα του εχθρού.

. 359 .

Page 178: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Βιβλίο δέκατο ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ

Page 179: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

29 Ποντίκια

Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ:

Από την πρώτη στιγμή που το Άλογο ανέβασε στη ράχη του τον ελεύθερο λαό, θέσπισε κανόνες τιμής σύμφωνα με τους οποίους έπρεπε να διεξάγονται οι συγκρούσεις μεταξύ των φυλών και των μεμονωμένων ατόμων. Η πιο σπουδαία απ' όλες ήταν η μονομαχία, που θεωρείται ιερή. Όποιος κέρδιζε, κέρδιζε μόνος. Όποιος έχανε, έχανε μόνος.

Ο Θησέας είχε χάσει. Κι όμως ήταν ζωντανός. Σώθηκε με τη βοήθεια άλλων. Τι σόι πόλεμος ήταν αυτός; Κατακτούσες, αλλά δε νικούσες, έπαιρνες τρόπαια και ντρεπόσουν μετά που τα είχες στην κατοχή σου. Εκείνη τη μέρα ήμουν ανάμεσα σε κείνες που έκαναν έφοδο στο Εννεάπυλον, που γκρέμισαν την Ιερή Πύλη και οδήγησαν τους τελευταίους του εχθρού στην κορφή της ακρόπολής του. Είχα τρία κεφάλια, όπλα και πα­νοπλίες περισσότερα από όσα μπορούσαν να κουβαλήσουν τα άλογά μου. Τα πέταξα κατάχαμα γεμάτη περιφρόνηση.

Αξιζαν αυτά τα βραβεία το αίμα που είχε χυθεί; Η τελευ­ταία μάχη είχε κοστίσει εκατοντάδες άλογα και γυναίκες, ανάμεσά τους και δύο από τις δόκιμές μου, την Κλεοπτολέμη και την Αρσινόη. Δεν ήταν τόσο ο αριθμός των σκοτωμένων που μας εξόργιζε, όσο η έλλειψη τιμής με την οποία μαχόταν ο εχθρός. Θυμάμαι σαν να 'ταν τώρα τη στιγμή της καταισχύ­νης, όταν οι Σύντροφοι του Θησέα τον κάλυψαν με τις ασπί-

. 363 .

Page 180: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

δες τους για να τον απομακρύνουν από το πεδίο, και τ' άντε­ρα μου γυρίζουν.

Αθηναίοι προδότες είχαν αρχίσει ήδη να γλιστρούν στις γραμμές μας, προτείνοντας να προδώσουν την πόλη με αντάλ­λαγμα κάποιο αξίωμα στο στρατό μας. Ο Βόργης τούς πα­λούκωνε με αηδία, όχι πάντως πριν τους αποσπάσει πληροφο­ρίες για την ποσότητα του χρυσού που είχε ο Θησέας στο Βράχο και για κείνη που είχε μεταφέρει στην Εύβοια μαζί με τα γυναικόπαιδα.

Για μια φορά ο μονάρχης των Σκυθών δεν ήταν μεθυσμένος, ή τουλάχιστον όχι τόσο όσο να μην μπορεί να δει πέρα από τη μύτη του, ως συνήθως. «Δεν είναι τιμή να νικάς έναν τέτοιο λαό», δήλωσε στο συμβούλιο μετά τη μονομαχία. «Πέφτουν μα δεν υποτάσσονται. Πεθαίνουν μα δεν παραδίνονται». Όταν η Ελευθερά έδειξε την Ακρόπολη και είπε: «Εκεί πάνω υπάρχει χρυσάφι, πάρ' το», ο ηγεμόνας των φυλών των Σιδηρών Ορέων την κοίταξε στα μάτια και της είπε: «Δεν είναι αρκετό».

Ενόσω μιλούσε, στο μπροστινό μέρος του Βράχου στήνο­νταν καταφύγια. Οι Χάλυβες και οι Μοσσύνοικοι έσκαβαν, με σκοπό να βρουν την Υπόγεια Κρήνη. Κατασκεύασαν σκέπα­στρα απρόσβλητα από τις πέτρες που έπεφταν συνέχεια από πάνω. Από τη στιγμή που θα ήταν μέσα στο Βράχο, τίποτα δε θα μπορούσε να τους σταματήσει.

Οι καβαλάρηδες των πεδιάδων όμως το μισούσαν αυτό. «Αφήστε τους να ξεροψήνονται!» είπε ο Βόργης για τους υπερασπιστές της ακρόπολης. «Ολοκληρώστε το δρόμο. Πάρ­τε το νησί. Πουλήστε τις γυναίκες και τα παιδιά για χρυσάφι. Μόνο έτσι μπορεί να δικαιολογηθεί η απέραντη θλίψη αυτού του πολέμου!»

Τα στρατόπεδα των συμμάχων έζωναν τώρα όλη την Α­κρόπολη. Παντού κείτονταν τραυματίες και νεκροί δικοί μας. Αυτό ήταν το πιο οδυνηρό. Στις επιδρομές στη στέπα σπάνια έχανες μια σύντροφο. Ποτέ περισσότερες από δύο ή τρεις, εκτός αν γινόταν μεγάλη μάχη. Τώρα, εκατό, διακόσιες καίγο­νταν στην πυρά κάθε βράδυ. Μέσα σε ενενήντα μέρες το ένα

364

Ol ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

τρίτο του έθνους είχε χαθεί, ενώ άλλο ένα τρίτο έφερε αγιά-τρευτα τραύματα. Έπειτα ήταν τα άλογα, που υπέφεραν πο­λύ. Πόσα είχαμε χάσει; Πέντε χιλιάδες στη μάχη, τρεις φορές περισσότερα από πεσίματα και ατυχήματα. Ακόμα και τα ζώα των αρχηγών μας, που τρέφονταν καλύτερα από τ' άλλα, δεν άντεχαν πάνω από δέκα λεπτά στο καμίνι του αίματος. Μια καβαλάρισσα χρησιμοποιούσε τέσσερα και πέντε σε μια μάχη. Όλα έπρεπε να ξεκουραστούν για μέρες κατόπιν, αλλά και τότε ακόμα ήταν αδύναμα, πτώματα πραγματικά.

Ο Βόργης είχε δίκιο. Έπρεπε να καταλάβουμε το νησί. Μό­νο αυτό θα έκανε τους Αθηναίους να κατέβουν και να πολε­μήσουν. Εξάλλου, έπρεπε να βρούμε στάρι. Τα άλογά μας εί­χαν γίνει πετσί και κόκαλο. Η Αττική είχε ξεραθεί, δεν υπήρχε ούτε ένα χλωρό κλαδί πια.

Έπαψα ν' ασχολούμαι με κατώτερα καθήκοντα, για να εί­μαι χρήσιμη ανά πάσα στιγμή στην Ελευθερά. Δε ζήτησα από καμία την άδεια, το αποφάσισα μόνη μου. Δεν εγκαταστάθη­κα δίπλα της, γιατί έτσι θα μπορούσα να γίνω φορτική, αλλά αρκετά μακριά, κάπου που να μπορεί ωστόσο να με βλέπει και να αισθάνεται τη φιλική παρουσία μου. Αν με χρειαζόταν, αρκούσε ένα νεύμα για να τρέξω κοντά της. Έμαθα να μπαίνω στη μέση όταν την ενοχλούσαν διάφοροι με τα αιτήματα τους και να τη γλιτώνω από την πίεσή τους. Έφραξα με πασσάλους το μέρος όπου κοιμόταν και άπλωνα το μανδύα μου για να έχει σκιά όταν έπαιρνε έναν ύπνο το μεσημεράκι. Ξάπλωνα μπροστά στο κατώφλι της, όχι για να κοιμηθώ αλλά για ν' αποτρέψω την πρόσβαση σε κείνους που θα 'κλεβαν τον ύπνο της ή θα την αποσπούσαν για προσωπικά τους συμφέροντα από την υπόθεση από την οποία κρέμονταν τα πάντα.

Κάθε βράδυ, η Ελευθερά έκανε το γύρο των στρατοπέδων. Σταματούσε στις φωτιές για να πει δυο λόγια, να κάνει μια παρατήρηση ή απλώς να ενθαρρύνει με την εμφάνισή της τις δόκιμες και τις αγωνίστριες. Είχε νικήσει το μεγάλο Θησέα σε μονομαχία, κι αυτό δεν ήταν μικρό πράγμα. Εκατό φορές προσπάθησα να την αποτρέψω απ' αυτές τις περιοδείες: Ξ ε -

. 365 .

Page 181: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤIΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

κουράσου! Η σάρκα έχει κάποια όρια! Όμως εκείνη απέκρουε όλες τις εκκλήσεις μου. «Όχι! Οι αδελφές μας μοχθούν πολύ πιο σκληρά, γιατί το φορτίο που κουβαλώ εγώ έχει γίνει ελα­φρύτερο λόγω του αξιώματός μου και των τιμών που απολαμ­βάνω».

Οι απώλειες είχαν επηρεάσει πολύ την αποφασιστικότητα του στρατού. Οι πολεμίστριες, εξουθενωμένες μετά τη μάχη, δυσκολεύονταν να θάψουν ακόμα και τα άλογά τους. Όχι σ' αυτή την κακοτράχαλη γ η , που για να τη σκάψεις έπρεπε να χρησιμοποιήσεις τσαπί και αξίνα, και πάλι να βγάζεις τη μία πέτρα μετά την άλλη. Και σ' αυτή τη δύσκολη δουλειά, η Ελευθερά ντρόπιασε τις ομόφυλες της. Στεκόταν πλάι στο σκοτωμένο άλογο κι άρχιζε να σκάβει με τα χέρια της το λάκ­κο, αναγκάζοντας έτσι και τις άλλες να τη μιμηθούν. Ο στρα­τός νοσταλγούσε τη στέπα. Η Ελευθερά το ήξερε. Φοβό-μασταν για τα παιδιά μας, για τις φοράδες και τα πουλάρια μας. Κινδύνευαν από εχθρούς οι οποίοι, ενθαρρυμένοι από την απουσία μας, ίσως δοκίμαζαν να επωφεληθούν. Η Ελευθε­ρά δεν προσπάθησε να πνίξει τούτο το φόβο αλλά να τον μοι­ραστεί μαζί τους. Παρακολουθούσα τις μικρές, αλλά και τις πολεμίστριες. πώς έκαναν όταν διέσχιζε το στρατόπεδό τους. Τα μάτια τους άστραφταν, χαίρονταν αφάνταστα με την πα­ρουσία της. Αργότερα θα διηγούνταν με περηφάνια στις θυ­γατέρες τους ότι η μεγάλη Ελευθερά τους μίλησε, τους έπιασε το χέρι ή τους χαμογέλασε για κάποια παρατήρηση που είχαν κάνει. Διάβαζες στα μάτια τους την αποφασιστικότητα να πε­θάνουν για το έθνος. Τότε ένιωθες ντροπή και ταπείνωση.

Είχα διαισθανθεί από μικρό παιδί τις φιλοδοξίες της φίλης μου. Ύστερα από τόσο κανάκεμα, φοβόμουν μήπως πάρουν τα μυαλά της αέρα. Είχα άδικο όμως. Το κλίμα που επικρα­τούσε την έκανε άλλο άνθρωπο. Εκατό φορές τη νύχτα, έβλε­πες το παρακάτω θέαμα: την αρχηγό μας γονατισμένη στο πλευρό μιας σακάτισσας δόκιμης ή να κρατάει το χέρι μιας ακρωτηριασμένης παλαίμαχης. Τα πρόσωπά τους φωτίζονταν στο άγγιγμά της. Τα μάτια τους βούρκωναν από αγάπη. Και

. 366 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

διάβαζαν τούτο στα δικά της: ότι θα έκανε τα πάντα για να προφυλάξει το έθνος.

Άρχισαν να την αποκαλούν Παρθένο. Αυτό σήμαινε ότι ζούσε μόνο για το λαό.

Απ ολόκληρη τη φυλή μας, νομίζω πως η Αντιόπη ήταν η ευγενέστερη. Αλλά η Ελευθερά ήταν η σπουδαιότερη. Η αγά­πη της για τις ταλ Κύρτη ξεπερνούσε κάθε πάθος γυναίκας για άντρα ή γυναίκας για γυναίκα. Δεν ήταν σαρκική αγάπη αλλά πνευματική, που δεν εκφραζόταν με την αυτοεπιβεβαίω-ση, αλλά με την αυταπάρνηση. Η Ελευθερά, από τις πιο πε­ρήφανες πολεμίστριες, είχε γίνει η πιο ταπεινή απ' όλες. Δε χόρταινα να την κοιτάζω. Η καρδιά μου ακόμα ποθούσε το Δάμωνα. Ένιωθα ντροπή για τα αισθήματά μου. Στο κάτω κά­τω, τι είναι ο έρωτας εκτός από ματαιοδοξία κι επιθυμία να υποκύψεις και να παραδοθείς; Και το να κάνεις παιδί ακόμα, χλεύαζα τον εαυτό μου κρυφά, ήταν προσωπική ικανοποίηση και ξιπασιά μπροστά στην αγάπη που κουβαλούσε σαν φλόγα η Ελευθερά για το λαό μας.

Τότε άρχισαν να καταφτάνουν απεσταλμένοι των Αθηναί­ων. Σαν ποντίκια που εγκαταλείπουν το πλοίο που βουλιάζει, παρέδιδαν τα μηνύματά τους και μετά το έσκαγαν μέσα απ' τις διάτρητες γραμμές μας εξαιτίας του μεθυσιού των συμμά­χων μας ή της μετακόμισης των στρατευμάτων τους για να ολοκληρώσουν το δρόμο προς την Εύβοια. Ένα μήνυμα έφτα­σε στην Ελευθερά από τον Αθηναίο στρατηγό Λ ύ κ ο · θα παρέ­διδε το κεφάλι του Θησέα, αν τον άφηναν να ζήσει και τον έκαναν αντιβασιλιά. Κι άλλοι παρακαλούσαν για τις οικογέ­νειές τους, τάζοντας λύτρα από υπερπόντια υποστατικά. Οι περισσότεροι όμως το έσκαγαν. Κατέβαιναν με σχοινιά κι εξαφανίζονταν στο σκοτάδι.

Την έβδομη νύχτα εμφανίστηκε ο Δάμων, επικεφαλής μιας πρεσβείας εκ μέρους του Θησέα. Ο βασιλιάς ήταν ακόμα στο θρόνο, βεβαίωσε η αντιπροσωπεία. Η πρόταση που είχαν ήταν μόνο για τ' αυτιά των ταλ Κύρτη.

Παρατηρούσα το Δάμωνα καθώς απευθυνόταν στο συμ-

. 367 .

Page 182: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

βούλιο. Είχε αδυνατίσει πολύ. Τα μάγουλά του είχαν μπει μέ­σα, τα κόκαλα εξείχαν κάτω από τη γενειάδα του. Ο θαυμα­σμός μου ποτέ δεν ήταν μεγαλύτερος. Είχε εκείνο το βλέμμα που δηλώνει: Δε σας φοβάμαι, είμαι έτοιμος να πεθάνω. Η καρδιά μου πλημμύρισε από αγάπη.

Το ένιωθες ότι μας αγαπούσε. Ήταν ένας από μας. Καθώς μετέφερε την πρόταση του βασιλιά του, διάβαζες ανάμεσα στις γραμμές της ότι και ο Θησέας έτρεφε τα ίδια αισθήματα για μας. Κι αυτός μας αγαπούσε.

Ο βασιλιάς, πληροφόρησε ο Δάμων το συμβούλιο, προσφέ­ρει πεντακόσια χρυσά τάλαντα, ένα πολύ μεγάλο ποσό, ό,τι διέθετε η πόλη, αν οι ταλ Κύρτη σταματούσαν τις εχθροπρα­ξίες και συμμαχούσαν με τους Αθηναίους. Μαζί, πρότεινε ο Θησέας, θα στρεφόμασταν εναντίον των Σκυθών, των Θρακών και των Γετών.

«Οι ταλ Κύρτη γνωρίζουν καλά ότι εχθρός δεν είναι η πόλη των Αθηνών», συνέχισε ο Δάμων, «όσο μεγάλη κι αν είναι η αδικία και το παράπονο που έχουν. Πώς είναι δυνατό η μα­κρινή μας πόλη να βλάψει τον ελεύθερο λαό; Μόνο αυτοί, τους οποίους αποκαλείτε τώρα συμμάχους, μπορούν. Ο Βόρ­γης και ο Σάδοκος συνωμοτούν για να βλάψουν τη χώρα σας. Οι απώλειες που θα έχετε μέχρι να μας βγάλετε από το Βρά­χο θα δυσκολέψουν μόνο την επιστροφή σας στην πατρίδα, η οποία θα σημαδευτεί από μάχες εναντίον αυτών που σας μι­σούν γι' αυτό που είστε, και οι οποίοι εποφθαλμιούν τη γη και τα κοπάδια σας.

«Ας πούμε ότι μας απεχθάνεστε. Ας πούμε ότι μισείτε τον τρόπο που ζούμε. Παραδεχτείτε όμως ότι είναι φρόνιμο να ξεμπερδέψετε με τους αληθινούς εχθρούς σας εδώ και τώρα, όσο έχετε ακόμα τη δύναμη και μπορείτε να μας χρησιμοποι­ήσετε ως συμμάχους, που θα πολεμούν από τα τείχη της ακρόπολής μας. Θα πολεμήσουμε σκληρά γιατί οι εχθροί σας είναι και δικοί μας, και θέλουμε να τους διώξουμε όσο επιθυ­μείτε κι εσείς να εξουδετερώσετε την ικανότητά τους να σας βλάψουν στο μέλλον.

. 368 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

»Αναλογιστείτε αυτή τη συμμαχία που ο Θησέας, ο βασι­λιάς των Αθηνών, σας προτείνει. Με τα μεγάλα κατορθώματα τους, οι ταλ Κύρτη απέδειξαν την ανωτερότητά τους και κέρ­δισαν αθάνατη δόξα. Τώρα ο Θησέας σάς παροτρύνει να εξα­σφαλίσετε την επιβίωσή σας. Σκεφτείτε με σύνεση και κάντε μας συμμάχους εναντίον εκείνων που επιθυμούν την εξόντωσή σας.».

Ο Δάμων τελείωσε. Η αντιπροσωπεία ήταν ελεύθερη ν' αποχωρήσει. Όλοι έφυγαν εκτός από αυτόν. Αρνήθηκε να το κουνήσει, μόνο κάθισε, σαν τον κούκο, στην είσοδο της σκηνής.

Έβλεπες τους άλλους απεσταλμένους να τον κοιτάζουν ξαφνιασμένοι και να προσπαθούν να τον πάρουν μαζί τους. Δε θα έφευγε. Το συμβούλιο τα είχε χάσει.

Ο Δάμων τότε τους μίλησε. «Τα λόγια που είπα είναι του βασιλιά και του λαού μου. Αυτά που θα πω τώρα βγαίνουν από τη δική μου καρδιά».

Ίσιωσε το κορμί. «Δε θα γυρίσω με τους συντρόφους μου στην πόλη. Θέλω

να μείνω μαζί σας». Η Σκυλεία τον κοίταξε με περιφρόνηση. «Σαν τι;» Ο Δάμων δίστασε, θαρρείς και δεν έλεγχε τη γλώσσα του

πια. Η Ελευθερά προχώρησε και στάθηκε μπροστά του. «Ήσουν εραστής της Σελήνης;» «Ναι», απάντησε ο Δάμων. «Τι είναι αυτό που κάνεις τώρα; Ιπποτική χειρονομία;» Κι άλλες κοροϊδίες ακούστηκαν από τις αδελφές μου. Ο

Δάμων διατήρησε την αποφασιστικότητά του. «Λοιπόν;» ρώ­τησε η Ελευθερά.

«Δεν έχω τίποτ' άλλο να πω». Μπήκα στη μέση. «Η καρδιά του αγαπάει τους άγριους

τρόπους». Χλευασμοί υποδέχτηκαν τα λόγια μου. Κατηγόρησαν το

Δάμωνα ότι ήταν κατάσκοπος του εχθρού ή δολοφόνος, ένας δειλός που προσπαθούσε να σώσει το τομάρι του.

Ο αγαπημένος μου δέχτηκε αυτή την προσβολή χωρίς ν'

. 369 .

Page 183: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

αντιδράσει. Η Ελευθερά τον παρατηρούσε προσεκτικά. Έριξε μια ματιά σε μένα, που παρέμενα σοβαρή, μετά σήκωσε το χέρι για να βάλει τέλος στις κοροϊδίες που συνεχίζονταν από τις αδελφές μας στα όπλα.

«Μείνε απόψε», τον πρόσταξε. «Η απόφαση αύριο». Και μετά στράφηκε σε μένα και μου έκανε νόημα: Πήγαινέ

τον στο δρόμο.

. 370 .

30 Στο κατώφλι της νίκης

Ο ΠΟΡΘΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΟΥ χωρίζει την ηπειρωτική χώρα από το νησί της Εύβοιας. Τα στενά έχουν μήκος διακόσιες πενή­ντα οργιές. Εκεί πήγα με το Δάμωνα το βράδυ.

Λαχταρούσα καιρό αυτή την ώρα. Ή ξ ε ρ α πώς να τον αγγί­ξω, πώς να τον ξαναπάρω για εραστή μου. Ήξερα τι έπρεπε να του πω και πώς να του το πω.

Όταν έφτασε όμως η στιγμή, τίποτε δεν έγινε έτσι. Είχε νυχτώσει όταν φτάσαμε στο στενό. Φανάρια έλαμπαν

στο σκοτάδι. Η περιοχή βρισκόταν σε κατασκευαστικό ανα­βρασμό. Η πρόοδος ήταν εντυπωσιακή. Ο πορθμός φάνταζε τώρα σαν ξηρά. Α π ό τις διακόσιες πενήντα οργιές είχαν καλυ­φθεί ήδη οι διακόσιες. Ελάχιστη απόσταση έμενε ακόμη. Οι Μοσσύνοικοι είχαν αναλάβει το έργο. Δεν είχαν βρει μόνο τον κεντρικό άξονα της πέτρας, αρκετά φαρδύ για ένα ζευγάρι βόδια, αλλά είχαν φτιάξει και τρίποδα σε κάθε ακτή, όπου μπορούσαν να προχωρούν παράλληλα τρεις ιππείς. Παραπε­τάσματα στο πλάι προστάτευαν από τις εναλλαγές της ροής του νερού. Ο δρόμος ορθωνόταν σαν φρούριο. Οι παχυλές αμοιβές έκαναν πολλούς να διασχίζουν κολυμπώντας το στενό τη νύχτα για να τρυπούν ή να πυρπολούν τ' αθηναϊκά πλεού­μενα. Στην ακτή μας, οι Μοσσύνοικοι και οι Χάλυβες κόντευαν να τελειώσουν μια μεγάλη κινητή γέφυρα, Θα μεταφερόταν απέναντι για να τους βοηθήσει να καταστρέψουν ένα φράχτη με πασσάλους που είχαν φτιάξει οι Αθηναίοι. Ποιο το όφελος

. 371 .

Page 184: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

όμως, αφού τον υπερασπίζονταν γέροντες και παιδιά; Ο Δά­μων κι εγώ διασχίσαμε το πλήθος. Εδώ υπήρχαν περισσότερα στρατεύματα και μεγαλύτερη ζωηράδα απ' ό.τι στην πολιορ­κημένη πόλη. Καμία αρχηγός της Αμαζονίας δε συμμετείχε στο έργο. Ήταν μόνο Σκύθες, Θράκες και Γέτες.

Ο αγαπημένος μου κι εγώ σταθήκαμε παράμερα και κοιτά­ζαμε τον πορθμό.

«Η μητέρα και οι δύο αδελφές μου είναι στο νησί», είπε ο Δάμων. «Έχουν και τα παιδιά μαζί τους. Η γυναίκα του αδελ­φού μου, επίσης. Έχω εκεί θείες και ξαδέλφια, γιαγιά και παππού».

Αμέσως κατάλαβα ότι δεν υπήρχε ελπίδα για μας. «Ο Θησέας πρέπει να κατέβει κάτω τώρα», δήλωσε ο Δά-

μων. «Η Ελευθερά θα 'χει τη μάχη για την οποία ήρθε». Εννοούσε ότι οι Αθηναίοι θα εγκατέλειπαν το οχυρό τους

στην Ακρόπολη. Δεν είχαν άλλη επιλογή. Έ π ρ ε π ε να σπάσουν τις γραμμές μας ή να πεθάνουν. Έπρεπε να καταστρέψουν πάση θυσία το δρόμο.

Γυρίσαμε στην πόλη κοντά στο μεσημέρι. Στο στρατόπεδο, στο λόφο του Αρείου Πάγου, επικρατούσε μεγάλη αναταρα­χή. Το συμβούλιο συνεδρίαζε. Οι πλαγιές ήταν γεμάτες πολε-μίστριες φανερά ταραγμένες. Φώναξα τη Γλαύκη. «Τι έγινε;»

«Ακολούθησέ μ ε » , πρόσταξε. Μας αποκάλυψε τα τεκταινόμενα καθώς καλπάζαμε προς

το διοικητήριο της Ελευθεράς. Η Αντιόπη, είπε η Γλαύκη, είχε κατέβει από την Ακρόπολη. Η βασίλισσά μας εμφανίστηκε στο πάνω μέρος των Τριακοσίων Σκαλοπατιών, καβάλα στο Λιχούδη, και της επιτράπηκε να έρθει στο στρατόπεδό μας, συνοδευόμενη από τους Συντρόφους του βασιλιά.

«Η Αντιόπη παρουσιάστηκε στην Ελευθερά», αφηγήθηκε η Γλαύκη, «κρατώντας την πολεμική της ασπίδα. Γονάτισε κι άφησε την ασπίδα της στα πόδια της Ελευθεράς. Να τι είπε:

»"Τόσο εσείς όσο κι εμείς βρισκόμαστε σε αδιέξοδο από το οποίο κανείς δε θα βγει νικητής. Το μόνο που μένει είναι το λουτρό αίματος, που θα καταστρέψει και τους δύο λαούς -

. 372 .

Ο Ι Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

τους Αθηναίους τώρα, τις ταλ Κύρτη αργότερα. Δεν ξέρω άλ­λο τρόπο, μόνο να πάρω όρκο μεγάλο και ιερό, αδελφή, ότι θα κάνω τα πάντα για να γίνει ειρήνη. Πες μου ποια θυσία θέλεις από μένα και θα την κάνω, και τη ζωή μου ακόμα κι εκείνη του παιδιού μου, αν έτσι διατάξεις. Νίκησες. Πες το τί­μημα που χρειάζεσαι για να ικανοποιήσεις την τιμή σου και θα το πληρώσω».

Στις ταλ Κύρτη. η ασπίδα αντιπροσωπεύει την τιμή μιας πολεμίστριας· οι νίκες και τα τραύματά της είναι καταγραμ­μένα πάνω της. Είναι συνώνυμη με την ψυχή της. Δεν πρέπει να την εγκαταλείψει ποτέ. Ακόμα και στο θάνατο, η ασπίδα της πολεμίστριας κείται στο πλευρό της, έμβλημα της ακεραι­ότητάς της, σε τούτη και στην άλλη ζωή.

Η οργή της Ελευθεράς διαλύθηκε μπροστά στη χειρονομία υποταγής της Αντιόπης. Ποια είχε δείξει ποτέ τόση μεγαλο­ψυχία; Η αγάπη της για την Αντιόπη αναζωπυρώθηκε.

Η Ελευθερά μίλησε στο Συμβούλιο. Ας αποσυρθούμε, πρό­τεινε. Η βασίλισσά μας συνθηκολόγησε. Νικήσαμε το βασιλιά της Αθήνας. Αυτό είναι νίκη. Ας γυρίσουμε στην πατρίδα!

Απ' όλο το λαό, μόνο η Ιππολύτη απέκρουσε την πρότασή της. Έδιωξε την Αντιόπη από το στρατόπεδο και αποδοκίμα­σε το λαό, λέγοντας πως αν επέστρεφαν στην πατρίδα κουβα­λώντας μια μισή ή συμβιβαστική νίκη, οι αντίπαλοί τους των πεδιάδων θα τις έτρωγαν ζωντανές.

«Όταν ξεκινήσατε γι' αυτό τον πόλεμο, αδελφές, ξέρατε ότι τα παίζατε όλα για όλα. Δεν μπορείτε να κάνετε τώρα πί­σω. Μόλις ετοιμαστεί ο δρόμος, τίποτε δε θα μπορεί να συ­γκρατήσει τον κατακλυσμό. Πρέπει να κάνουμε λουτρό αίμα­τος. Ετοιμαστείτε! Δε θα σας αφήσω να ενεργήσετε διαφορε­τικά!»

Πόσο διαφορετικές είναι οι αποφάσεις της μοίρας από τις προσδοκίες μας! Τούτη την κρίσιμη ώρα που η Ελευθερά μι­λούσε για ειρήνη, η Ιππολύτη ζητούσε πόλεμο.

Ο Δάμων ανυπομονούσε να γυρίσει στο λαό του για να πει αυτά που είδε στο στενό. Η Ελευθερά δεν τον άφηνε να φύ-

. 373 .

Page 185: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

γει. Περασμένα μεσάνυχτα μίλησε στο Συμβούλιο. Απέκρουσε την ερμηνεία των γεγονότων που έδωσε η Ιππολύτη. «Η νίκη είναι νίκη! Την έχουμε. Όσο για τους συμμάχους που μπορεί να διαμαρτυρηθούν, ας πάνε στον Τάρταρο!»

Ακολούθησαν οι όροι, τους οποίους, αν το Συμβούλιο συμφω­νούσε, θα μετέφερε ο Δάμων στο Θησέα και στους Αθηναίους.

«Να εγκαταλείψετε την πόλη σας απόψε. Θα περάσετε ασφαλείς μέσα απ' τις γραμμές μας. Οι σύμμαχοί μας δε θα το γνωρίζουν αυτό. Κάθε Αθηναίος μπορεί να πάρει μαζί του τα όπλα του και μια φορεσιά. Μπορεί να φύγει επίσης και η Αντιόπη. Δε θα την εμποδίσουμε. Μπείτε στα πλοία με τις γυναίκες σας και τα παιδιά σας. Εγκατασταθείτε αλλού, στην Ιταλία ή στην Ιβηρία, όπου σας αρέσει. Δώστε μας την πόλη, όλο το χρυσάφι, τους θησαυρούς της, και τη φήμη ότι σας διώξαμε. Αυτό είναι αρκετό για την τιμή μας. Μετά θ' απο­συρθούμε. Αργότερα μπορείτε να επιστρέψετε και ν' ανακτή­σετε την πόλη σας. Δε μας νοιάζει τι θα κάνετε από τη στιγμή που θα έχουμε φύγει.

»Ο χρόνος για ν' απαντήσετε είναι τόσος όσος χρειάζεται να γίνει στάχτη ένας δαυλός. Γιατί τα αυτιά των συμμάχων μας είναι μακριά και δε θα επέτρεπαν ποτέ κάτι τέτοιο, αν το μάθαιναν».

Το Συμβούλιο επιδοκίμασε, η Ιππολύτη διαφώνησε. Ο Δά­μων αποστήθισε τις προτάσεις. Εμένα μ' έστειλαν μαζί του για να μεταφράζω και να βεβαιωθώ ότι δε θα υπάρξει καμιά παρεξήγηση. Πήγα αρματωμένη, καβάλα στην Αυγή. Με συ­νόδευε η δόκιμή μου, το Πράγμα.

374

31 Το φρουραρχείο

Ο ΘΗΣΕΑΣ ΔΕΧΤΗΚΕ. Οι Αθηναίοι τα μάζεψαν στα σκοτεινά. Η κινητοποίηση έγινε

με απίστευτη ταχύτητα, αν λάβει κανείς υπόψη του τα παλού­κια των τάφρων και τον κίνδυνο μήπως τους πάρουν μυρουδιά οι βάρβαροι. Το Πράγμα κι εγώ μεταφερθήκαμε στο φρουραρ­χείο. Για πρώτη φορά βλέπαμε τον εχθρό από τόσο κοντά. Επικρατούσε χάος. Όλοι οι άντρες σχεδόν ήταν λαβωμένοι. Οι ακρωτηριασμένοι και οι τυφλοί αποτελούσαν το ένα τρίτο του στρατού. Τα τρόφιμα είχαν σωθεί. Ο εχθρός δεν είχε ούτε κρα­σί ούτε ψωμί αλλά ούτε ξύλα για να το ψήσει. Έτρωγε ωμό στάρι και το δέρμα των υποδημάτων του. Ένιωσα μεγάλη απέ­χθεια μπροστά σ' αυτό το θέαμα, αλλά και κάποια συμπόνια γι' αυτούς τους πολιορκημένους παλιανθρώπους - ο Θεός ξέρει μόνο πόσο το άξιζαν! Όμως λυπόμουν και για την κατάντια των δύο λαών εξαιτίας αυτού του αναξιοπρεπούς πολέμου.

Το μέρος όπου μας κρατούσαν ήταν ο ανατολικός προμα­χώνας του «Φρουρίου», του μεγάλου αμυντικού τείχους που περιέβαλλε την κορφή του Βράχου. Ακριβώς από κάτω, η κε­ντρική πλατεία ήταν γεμάτη κόσμο, άντρες και γυναίκες (τις οποίες είχαν κρατήσει για να μαγειρεύουν και να καθαρίζουν) που συνωστίζονταν μπροστά στις θύρες απ' όπου θα έφευγε το πλήθος.

Ξάφνου ακούστηκε ένα μουρμουρητό. Σαν να σήμανε συ­ναγερμός. Οι Αθηναίοι έδειχναν ταραγμένοι τα στρατόπεδα

. 375 ·

Page 186: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

των πολιορκητών. Το Πράγμα κι εγώ κοιτάξαμε στις γραμμές των ταλ Κύρτη. Είδαμε ένα μεγάλο αριθμό στρατευμάτων να σπεύδουν πίσω από τις γραμμές μας και στους γύρω λόφους. Άναψαν μεγάλες φωτιές. Ένας δεύτερος κύκλος πολιορκητών πήρε θέση πίσω από την οπισθοφυλακή μας.

Ένας Αθηναίος υπαξιωματικός πέρασε. «Προδοσία», είπε. Μας βούτηξαν αμέσως και μας έδεσαν. Γονατίσαμε κάτω

από την απειλή του ακοντίου. Ένας φρουρός έμεινε εκεί να μας φυλάει.

Τα στρατεύματα που είχαν πλημμυρίσει την περιοχή, όπως μας έδωσαν να καταλάβουμε, ήταν του Βόργη και του Σάδο-κου. Δεν είχαν μυριστεί μόνο τη συμφωνία που είχαν κάνει η Ελευθερά και ο Θησέας πίσω από την πλάτη τους, είχαν κου­βαλήσει επίσης δέκα χιλιάδες άντρες από το δρόμο που έφτια­χναν, μέσα στο σκοτάδι, και είχαν καταλάβει όλη την περιοχή, αποκλείοντας έτσι κάθε οδό διαφυγής για τους Αθηναίους.

Οι Σκύθες άρχισαν να βάζουν φωτιά στα παλούκια, προ­σφέροντας ένα τρομακτικό θέαμα, ενώ με όσα ελληνικά είχαν μάθει φώναζαν στους πολιορκημένους με σαρκασμό ότι όλα είχαν τελειώσει πια γι' αυτούς.

«Κάντε τη διαθήκη σας, άντρες των Αθηνών!» «Να τ' αφήσετε όλα σε μας!» Ο δρόμος θα ολοκληρωνόταν την επομένη, φώναξαν οι Σκύ­

θες. «Οι γυναίκες σας θα είναι η περιουσία μας». Ανέφεραν με

λεπτομέρειες τα μαρτύρια πάνω στο σταυρό που περίμεναν τους γέρους και τ' αγόρια στο νησί, κι ακόμη την τύχη που επιφύλασσαν στις μητέρες και στις κόρες, όταν οι αρπαγές τους θα είχαν χορτάσει πια.

Το Πράγμα κι εγώ δεν επιτρεπόταν να μιλάμε ή να βγούμε από το σκυλόσπιτό μας, ούτε για κάποια φυσική ανάγκη μας. Οι Αθηναίοι είχαν πάρει τα όπλα μας. Προφανώς θα μας έκο­βαν τα λαρύγγια μόλις άρχιζε η πρωινή μάχη.

Ρώτησα αν μπορούσα να στείλω μήνυμα στο Δάμωνα. Ο φρουρός μού γέλασε κατάμουτρα.

Ο Ι Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

Λίγο πριν από το ξημέρωμα, ο Δάμων ήρθε από μόνος του. Μας έφερε νερό κι ένα κομμάτι ψωμί. Έπεισε τους δεσμοφύ­λακες μας ότι δεν ήμασταν κατάσκοποι αλλά μάλλον θύματα του πραξικοπήματος του Βόργη, όπως και οι Αθηναίοι. Μας ελευθέρωσαν τελικά και μας έδωσαν τα όπλα μας. Ο Δάμων φορούσε πανοπλία. Σε λίγο. μας πληροφόρησε, οι πολιορκη­μένοι θα επιχειρούσαν την έξοδο από το Βράχο.

Αρχηγός θα ήταν ο Θησέας. Ο Δάμων τον είχε δει. Το αρι­στερό του χέρι είχε μπει σε νάρθηκα και είδε δεθεί στο στή­θος του με δερμάτινα λουριά. Μισή ασπίδα, χαλκός πάνω σε βαλανιδιά, είχε καρφωθεί στο θώρακά του. Το τριχωτό της κεφαλής του, που είχε κοπεί από τη λάβρυ της Ελευθεράς, εί­χε ραφτεί. Είχε πολλές λαβωματιές, ανέφερε ο Δάμων, όπως ένα σπασμένο πόδι (δεμένο σ' ένα κομμάτι ξύλο), ρήξεις στους δύο βουβώνες και το μισό σαγόνι κομμένο. Όταν φύγα­με εκείνη τη νύχτα για να μιλήσουμε στις αρχηγούς μας, είδα­με όλους τους άντρες όρθιους πάνω στο Βράχο, ανάμεσά τους και τους τραυματίες. Όλοι κρατούσαν όπλα - γεροί, τυφλοί, ακόμα κι αυτοί που είχαν χτυπηθεί στο κεφάλι. Όσοι δεν μπο-ρούσαν να περπατήσουν πήγαιναν κουτσαίνοντας ή με τα τέσ­σερα. Αγόρια και γυναίκες φορούσαν τις πανοπλίες των νε­κρών κι αφού τις συγκρατούσαν με λουριά ξεκινούσαν. Ήταν να τους θαυμάζει κανείς: έδειχναν ένα είδος ευγένειας αυτοί οι ξυλουργοί και οι μηχανικοί, που ήταν εντελώς άψητοι στον πόλεμο.

Αγγελιοφόροι, μας είπε ο Δάμων, είχαν φύγει από την Ακρόπολη μεταφέροντας εκκλήσεις για βοήθεια. Έξι είχαν σταλεί στο στρατόπεδο του Αρδηττού και πέντε στης Πάρνη­θας, με την ελπίδα ότι κάποιος θα κατάφερνε να περάσει. Ακόμη, είχαν στείλει δρομείς στις Θήβες και στον Ισθμό, στο Μαραθώνα και στο Φάληρο, όπου ήταν τα ψαράδικα και οι μαούνες (αρκετά μακριά από την ξηρά) με τα οποία είχαν απομακρυνθεί οι πολίτες, θα μετέφεραν εκκλήσεις για βοή­θεια στην Αίγινα και στη Σαλαμίνα, στα νησιά όπου δεν είχαν βάλει ακόμα χέρι οι εισβολείς.

. 377 .

Page 187: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

Καθώς μας έλεγε αυτά ο Δάμων, φάνηκε ο διοικητής του φρουρίου. Ήταν ο Φίλιππος. «Η Δροσερή Αγκάλη», ο ξένοια­στος νεαρός που ήταν μαζί μας στην Αμαζονία. Είχε τα κέφια του γιατί έφερνε καλά νέα. Οι σιδηρουργοί της ακρόπολης, ανέφερε, οι οποίοι δούλευαν μέχρι τώρα το χαλκό και το σίδηρο, απόψε είχαν αναλάβει μια πιο ευγενική εργασία.

«Χρυσάφι!» Ο Θησέας έλιωνε κάθε βραχιόλι και σκουλαρίκι που υπήρχε

πάνω στο Βράχο, μας είπε ο Φίλιππος, και τα μετέτρεπε σε ράβδους χρυσού σε μέγεθος που να μπορεί να μεταφέρει ένας άντρας. «Ο βασιλιάς θα δώσει, από μία ράβδο σε κάθε απε­σταλμένο, με την υπόσχεση πως όποιος σύμμαχος έρθει να μας βοηθήσει θα πάρει και το υπόλοιπο».

Αυτός κι ο Δάμων κοιτάχτηκαν με σημασία. Προφανώς δεν τους άρεσε που όλα αυτά τ' άκουσαν αντίπαλα ώτα. Ο αγα­πημένος μου στράφηκε στο Πράγμα. Θα μπορούσε να βγάλει τη μικρή έξω από την πόλη, πρότεινε, ακόμη κι αν εμένα με κρατούσαν αιχμάλωτη. «Μιλάει ελληνικά;»

Η δόκιμή μου δε θέλησε να μ' αφήσει. «Κι άλλη ηρωίδα», μούγκρισε ο Δάμων. Ο Φίλιππος μας επέτρεψε να σηκωθούμε και να ρίξουμε

μια ματιά. Είχε πέσει ομίχλη. Ήταν πολύ σκοτεινά για να δια­κρίνουμε οτιδήποτε. Ακούγαμε τους πολιορκημένους ν' αρμα­τώνονται για την τελική μάχη. Ρώτησα τον αγαπημένο μου ποια ήταν η γνώμη του.

«Σταμάτησα να σκέφτομαι πια». Το Πράγμα τον παρατηρούσε με ατσάλινο βλέμμα. «Ελπίζω να πεθάνεις», είπε. Ο Δάμων γύρισε προς το μέρος της και χάιδεψε τις μπού­

κλες της. «Φοβάμαι πως σύντομα θα ικανοποιηθεί η επιθυμία σου, αγαπητή μου».

. 378 .

Βιβλίο ενδέκατο

Η ΜΑΧΗ

Page 188: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

32 Η μ ά χ η , πρωί

Δ Α Μ Ω Ν :

Οι μονάδες των Αθηνών συγκεντρώθηκαν στην κορυφή πολύ πριν χαράξει η αυγή. Το σχέδιο ήταν να επιτεθούμε με ό,τι διαθέταμε. Δε θα προσπαθούσαμε ν' ανακαταλάβουμε κάποια θέση, μόνο ν' ανοίξουμε ένα πέρασμα μέσα από τις εχθρικές δυνάμεις, όσο πιο γρήγορα γινόταν και με όσο περισσότερους άντρες μπορούσαμε. Κατόπιν θα τραβούσαμε για την Εύβοια. Και μετά.. . τι; Και να φτάναμε στο δρόμο, θα μπορούσαμε να τον καταστρέψουμε; Μήπως οι ορδές του εχθρού απλώς κα­τάπιναν το στρατό μας; Ήταν ερωτήματα που κανείς δεν είχε τα κότσια να θέσει. Κάθε άντρας χωμένος στο χάλκινο καβού­κι του, μες στην παγωνιά λίγο πριν από το ξημέρωμα, προ­σπαθούσε να δώσει θάρρος στον εαυτό του γι' αυτή τη δοκι­μασία που η έκβασή της θα ήταν νίκη ή θάνατος, όχι μόνο για τον ίδιο, για τη γυναίκα και τα παιδιά του, αλλά για την πόλη του επίσης, και τους θεούς του.

Ο Θησέας κυκλοφορούσε ανάμεσα στα στρατεύματα, σε μια προσπάθεια να ενθαρρύνει τους άντρες. Είχα βρει ένα μέ­ρος δίπλα στον Ελιέα, κοντά στην πύλη του φρουρίου. Παρα­τηρούσα τα πρόσωπα των συμπολιτών μας. Είχαν γίνει πραγ­ματικοί στρατιώτες όλοι αυτοί οι άσχετοι με τον πόλεμο, ξ υ ­λουργοί, χτίστες, αμπελουργοί, καταστηματάρχες και υφα­ντουργοί. Έβριζαν, έφτυναν κι έσφιγγαν τα λουριά ο ένας του

. 381 .

Page 189: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

άλλου στους ώμους. Οι άντρες έδεναν τις περικνημίδες τους, περνούσαν το ακόνι σ' όλη τη γραμμή, έσφιγγαν τους θώρα­κες, έκλαναν, κατουρούσαν και φυσούσαν τη μύξα στην πέ­τρα. Όσον αφορά τις απώλειες, αυτό που θα πω αρκεί: οι νε­κροί ήταν τόσο πολλοί, που υπήρχαν πανοπλίες για όλους. Ακόμη, λόγω των πολλών τραυματιών, ο όχλος έμοιαζε με στρατό παλαιμάχων. Ο Θησέας τριγύριζε ανάμεσα στους στρατιώτες. Τους έλεγε ότι οι αγγελιοφόροι είχαν φτάσει στα στρατόπεδα των συμπατριωτών μας στον Υμηττό και στο Λυ­καβηττό. Οι μονάδες τους θα έφταναν μόλις τους δίναμε σή­μα. Επίσης, τ' αδέλφια μας στον Αρδηττό αρματώνονταν τώ­ρα για να πολεμήσουν στο πλευρό μας. Οι άρχοντες της υπαί­θρου θα έρχονταν πάραυτα. Οι σύμμαχοι των Δώδεκα Πόλεων είχαν υποσχεθεί αυτή τη φορά ότι θα τιμούσαν τους όρκους τους. Δεν υπήρχε πλέον εμπιστοσύνη μεταξύ των Αμαζόνων και των Σκυθών, διαβεβαίωνε ο Θησέας. Αυτός ο ίδιος είχε συνωμοτήσει με σπουδαίες αρχηγούς. Οι διχασμένοι εχθροί μας μπορεί να ετοιμάζονταν για την καταστροφή τους. Το σκοτάδι ήταν ο σύμμαχός μας. Οι οιωνοί υπόσχονταν δόξα. Εμπιστευτείτε τους θεούς και χτυπήστε δυνατά!

Τελικά ποτέ δεν κατεβήκαμε τα Τριακόσια Σκαλοπάτια. Αμέτρητοι πολεμιστές των Τραλλών και των Θρακών του Στρυμόνα έζωσαν το Βράχο απ' όλες τις μεριές· ούτε ένας καλοθρεμμένος λαγός δεν μπορούσε να περάσει ανάμεσά τους. Το σκοτάδι δεν εμπόδισε το ιππικό των Αμαζόνων. Οδη­γούσαν τ' άλογά τους με σίγουρο βήμα, τούτες οι πολεμί-στριες που είχαν μεγαλώσει με γάλα φοράδας και αστρικό φως. Άρχισαν να μας πετούν αναμμένα δαυλιά. Εγώ ήμουν στην τρίτη σειρά στα δεξιά, με τον αδελφό μου και δυο θεί­ους στη μεραρχία που διοικούσε ο Μενεσθεύς. Το σώμα απο­τελείτο από χίλιους άντρες όταν παρατάχτηκε. Λιγότεροι από διακόσιοι περάσαμε πάλι τη θύρα, πριν κλείσει με δύναμη κά­τω από μια καταιγίδα σιδήρου και φωτιάς. Οι Αμαζόνες επι­τέθηκαν στο απροστάτευτο δεξί μας. Πίσω μας φλεγόμενες σαΐτες μετέτρεψαν την πύλη σε πυρωμένο καμίνι.

. 382 .

OΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Δεν είχαμε άλλη επιλογή εκτός από το να σηκώσουμε τις ασπίδες, να τις ενώσουμε και να υπομείνουμε. Καλύφτηκα μέχρι την περικεφαλαία με την ασπίδα μου κι έχωσα και τα δέκα δάχτυλα των ποδιών μου μέσα στο χώμα. Οι πέτρες και οι σφαίρες από τις σφενδόνες έπεφταν βροχή πάνω στο χαλ­κό. Ένιωθες την πρόσκρουση των σιδεροκέφαλων κι άκουγες συντρόφους να πέφτουν μπροστά και πίσω. Το αριστερό χέρι δεν μπορεί ν' αντέξει μόνο του το βάρος της ασπίδας κάτω από τέτοια σφοδρή επίθεση. Το δεξί όμως θα βαστάξει, αν βάλεις το κοντάρι όρθιο σαν πάσσαλο σκηνής πίσω από τη στεφάνη της ασπίδας προς τα δεξιά, ενώνοντας μελία και χαλκό μέσα στη χειρολαβή, πιέζοντας προς τα μπρος σαν σε καταιγίδα. Γονατίζεις στο ένα πόδι. χρησιμοποιείς το άλλο ως έρεισμα για το μπροστινό μέρος, στηρίζεις καλά κεφάλι, λαι­μό, πλάτη και ώμους, και προσεύχεσαι. Ακουγα τον Ελιέα πλάι μου να φωνάζει τα ονόματα των θεών. Μια παράλογη σκέψη πέρασε τότε από το νου μου: «Όσο φωνάζει, θα ζω».

Και τότε επιτέθηκαν οι Αμαζόνες. «Μείνετε κάτω!» άκου­σα κάποιον να φωνάζει και μετά η εχθρά χίμηξε πάνω μας. Όμως και τα ζώα τρομάζουν και σαν τους ανθρώπους αδειά­ζουν τ' άντερό τους μπροστά στον κίνδυνο. Αυτό έγινε τώρα. Γλιστρούσα πάνω σε κοπριές αλόγων. Αισθάνθηκα μια οπλή να με χτυπάει στο χαλκό που κάλυπτε τον κρόταφό μου και να με πετάει με τα μούτρα πάνω στην πέτρα. Το ζώο, ή κά­ποιο άλλο, πέρασε πάνω από την ασπίδα μου, που έγινε πί­τα. Έτσι όπως ήταν γυρισμένη ανάποδα, το σώμα μου σχημά­τιζε γωνία και το αριστερό μου χέρι ήταν σφηνωμένο στη λα­βή, μισοβγαλμένο από τη θέση του. Ένιωσα το δόρυ μου να κομματιάζεται καθώς μια άλλη οπλή πέρασε από δίπλα μου. Κάτουρο αλόγου μ' έκανε μούσκεμα λες και χυνόταν από σουπιέρα. Κύλησα αριστερά, για να μη σπάσει το χέρι μου. ενώ ταυτόχρονα χτυπούσα με τη σπασμένη αιχμή του δόρα­τός μου. Κάτι χτύπησα, αλλά δεν μπορούσα να δω. Η περικε­φαλαία μου είχε τσαλακωθεί πάνω στα μάτια μου. Καμιά ελ­πίδα δεν είναι γελοία όταν βρίσκεσαι σε τόσο οδυνηρή θέση.

. 383 .

Page 190: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

Θυμάμαι ότι επαναλάμβανα στον εαυτό μου: Κρατήσου, θ' αλλάξουν τα πράγματα. Βέβαια, τίποτε δεν άλλαξε. Για ποιο λόγο άλλωστε;

Αργότερα μάθαμε ότι οι σύντροφοί μας, οι τελευταίες τρεις χιλιάδες, που είχαν γυρίσει πίσω και μας είχαν αφήσει στην τύχη μας, δεν αντιμετώπισαν για την απίστευτη αυτή ενέρ­γεια τους αξιωματικούς τους, που τα είχαν χάσει επίσης από το φόβο, αλλά έναν υποδηματοποιό που τον έλεγαν Σπίνο, τό­σο ασήμαντο ανθρωπάκι τον θεωρούσαν. Την ύστατη όμως στιγμή, ο μπαλωματής οδήγησε τους συμπολίτες μας στη μά­χη αλλά και στη δόξα.

«Γιατί ζαρώσατε πίσω από τις δρύινες πύλες, ω άνδρες Αθηναίοι; Μήπως φαντάζεστε ότι θα σας χαριστεί ο εχθρός; Τα αδέλφια μας πεθαίνουν εκεί έξω ενώ εμείς δειλιάζουμε σαν σκυλιά!»

Ο υποδηματοποιός σήκωσε το δόρυ του και προχώρησε προς την πύλη. Απίστευτο, μα οι άντρες τον ακολούθησαν. Οι θύρες άνοιξαν διάπλατα. Με μια κραυγή, τα παλικάρια μας όρμησαν μπροστά, καλύπτοντας το κενό πίσω μας. Η ανακού­φιση μας ήταν απέραντη. Καταφέραμε να σταθούμε στα πό­δια μας.

Όταν μάχεσαι αρκετή ώρα ανάμεσα στο πλήθος, όσα δια­δραματίζονται γύρω σου τα νιώθεις όπως ο ναυτικός στη θά­λασσα. Έχουν πολλά κοινά τούτοι οι ωκεανοί του αλατιού και των αντρών. Και οι δυο έχουν κύματα και παλίρροιες, και οι δυο μπορεί ν' αλλάξουν. Αν καταφέρεις να κάνεις τους πρώ­τους στοίχους του αντιπάλου να οπισθοχωρήσουν, ένα ή δύο βήματα έστω, το βάρος τους θα πιέσει τις ασπίδες εκείνων που είναι από πίσω. Αυτοί που είναι στη δεύτερη σειρά δεν μπορούν πια να προβάλουν τα δόρατά τους πάνω από τους ώμους των αντρών της πρώτης. Πρέπει να τα τοποθετήσουν κάθετα, να τα στερεώσουν στις στεφάνες των ασπίδων τους και να σπρώξουν τις πλάτες των μαχητών της πρώτης γραμ­μής που οπισθοχωρούν. Το νιώθεις αυτό όταν συμβαίνει, και η χαρά σου δεν περιγράφεται. Τώρα η τρίτη σειρά του εχθρού

384

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

αρχίζει να λυγίζει. Η ενότητα σπάει. Ο σχηματισμός γίνεται μια μάζα και μετά όχλος. Ακούς τις κατάρες του εχθρού και νιώθεις τα γόνατά του να υποχωρούν μπροστά σου. Το αίμα σου βράζει. Πρώτα νιώθεις ανακούφιση από το φόβο που σε ταλάνιζε, έπειτα οργή κι ενθουσιασμό συνάμα. «Υποχωρούν, άντρες! Σπρώξτε αδέλφια! Σπρώξτε!»

Ο Θησέας τότε ήρθε μπροστά. Ο κύριος όγκος των μονά­δων μας έσπρωχνε την εχθρά προς τα ριζά του λόφου. Δεν μπορούσες να δεις τίποτα, μόνο άκουγες τις κραυγές των συ­ντρόφων σου μέσα στον ορυμαγδό της μάχης. Μπροστά βρι­σκόταν το Εννεάπυλον, στους πρόποδες του βράχου. «Σπρώξτε, παιδιά! Ανοίξτε δρόμο!»

Οι αρχηγοί των εχθρών κάπου δεν τα είχαν υπολογίσει σω­στά. Αν είχαν αφήσει τις Πύλες και τα τείχη άθικτα, θα μπο­ρούσαν να μας πολεμήσουν από τις επάλξεις. περικυκλώνο-ντάς μας όπως τους αποκρούαμε μέχρι τώρα εμείς. Αλλά από μίσος για την πόλη μας και τη λύσσα που είχαν να μας εξα­φανίσουν από προσώπου γης, οι εχθροί είχαν γκρεμίσει τα τείχη, ισοπεδώνοντας το μέρος για το ιππικό. Ο κύριος όγκος των μαχητών μας συνέχισε ν' απωθεί τα στρατεύματά τους προς την αγορά.

Εδώ η τύχη ήταν πάλι με το μέρος μας. Έξω από το Εννε­άπυλον υπάρχουν αρκετά φρέατα. Πριν από την πολιορκία, τροφοδοτούσαν τις κρήνες στις αυλές των οικιών. Οι Αμαζό­νες κατέστρεψαν στην αρχή και τα σπίτια και τα πηγάδια. Κατόπιν αποκατέστησαν τα τελευταία, όταν τ' άλογά τους άρχισαν να ψοφάνε από τη δίψα. Τα φρέατα ήταν σχεδόν κά-τω από τους πύργους μας, έτσι οι εχθροί που ήθελαν νερό έπρεπε να υποστούν το πετροβόλημα των Αθηναίων. Τότε οι Μοσσύνοικοι, για να τους προφυλάξουν, λάξεψαν υδραγωγούς στην πέτρα κι έφτιαξαν προστεγάσματα για να προστατέ­ψουν τα διψασμένα τους κοπάδια από τα βλήματά μας.

Σ' αυτά τα εμπόδια στρίμωξε ο Θησέας τον εχθρό. Όπως το πεζικό μας πίεζε προς τα μπρος, βοηθούμενο από την κλί-ση του εδάφους, οι Θράκες, οι Σκύθες και οι Γέτες, οπισθοχω-

. 385 .

Page 191: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

ρώντας μπροστά στην ορμή μας. έχασαν ξάφνου την ισορρο­πία τους καθώς έπεφταν μέσα στ' αυλάκια και στους υδρα­γωγούς. Οι σχηματισμοί τους διαλύθηκαν από το δάσος των ξύλων και των πρόστεγων. Ακολούθησε σφαγή. Για πρώτη φορά, η παλίρροια ήταν προς όφελος των Αθηνών.

Ακόμα και μέσα στο χαμό της μάχης, ο στρατιώτης διαι­σθάνεται ποιες μονάδες του εχθρού είναι ασθενέστερες. Τις αποκαλεί τρωγάλια*. Ποιος πολεμά πιο σκληρά στο πεδίο της μάχης; Μα αυτός που προσπαθεί να φτάσει στο επιδόρπιο. Οι Θράκες και οι Γέτες ήταν υπέροχοι ιππείς αλλά δεν άξιζαν τί­ποτα χωρίς τ' άλογά τους. Πολλοί είχαν γίνει πεζικάριοι λόγω υποσιτισμού των ζώων τους. Ντρέπονταν που πολεμούσαν μ' αυτό τον τρόπο κι έτσι ήταν τρωγάλια για μας.

Ο Θησέας τούς μυρίστηκε κι όρμησε εναντίον τους. Οι αντίπαλοι υποχώρησαν. Οι μονάδες μας άνοιγαν δρόμο. Όσο χρόνο παίρνει να μετρήσεις μέχρι το πεντακόσια, νόμιζα ότι θα μπορούσαμε ακόμα και να νικήσουμε. Γιατί η ισχυρογνω-μοσύνη του Αθηναίου γεωργού-στρατιώτη, η πεισματάρικη άρνηση του να προσφέρει αυτό που του ζητούσαν οι ανώτεροι του και κορόιδευε στην αρχή... έλαμψε τώρα στην πρώτη γραμμή. Μα τους θεούς, είχαν μάθει να πολεμούν αυτοί οι βο-λοκόποι! Οι εναλλαγές του τρόμου και της χαράς, που τους έκαναν να τα χάνουν στα πρώιμα στάδια της πολιορκίας, εί­χαν γίνει τώρα οικείες όπως τα μικρά χωραφάκια τους με τα σκόρδα και τα πράσα. Είχαν μάθει να μην παρασύρονται από τους άλλους. Δεν τα έχαναν πια από τη δειλία των συντρόφων τους ή τη δική τους, αλλά καταλάβαιναν ότι ο ίδιος άντρας μπορούσε να το παίζει δειλός το πρωί και ήρωας το απόγευ­μα. Πρέπει να το παραδεχτούμε: ήταν σκληροί. Πιο σκληροί από τους Σκύθες και τους Γέτες, παρά την άγρια ανδρεία τους, πιο σκληροί κι από τις Αμαζόνες ακόμα, παρά την ορμή και τη λάμψη τους.

* Καρποί που τρώγονταν στο τέλος του δείπνου, και ως επιδόρπια, π.χ. σύκα, καρύδια, αμύγδαλα. (Σ.τ.Μ.)

. 386 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Η μονάδα στην οποία ανήκα, υπό το Μενεσθέα, είχε δια­σχίσει όλη την απόσταση από το Εννεάπυλον. Τώρα βρισκό­μασταν στο πλάτωμα κάτω από τον Άρειο Πάγο και κατευθυ­νόμασταν βόρεια προς το νεκροταφείο και την αγορά, όπου πουλιόταν η φορβή για τα ζώα. Τάγματα με αρχηγό το Θησέα μάχονταν στα δεξιά μας, εκεί όπου ήταν τα πηγάδια, ενώ άλ­λες διμοιρίες, ουλαμοί και διάφοροι άλλοι σχηματισμοί με επι­κεφαλής το Λύκο, τον Πετεώ και το Σπαρτιάτη Αμομφάρετο σχημάτιζαν τη δεξιά πτέρυγα, που εκτεινόταν μέχρι το Βρά­χο. Ολόκληρο το στράτευμα αριθμούσε περίπου τέσσερις χι­λιάδες άντρες. Απέναντι τους ήταν οι τριάντα χιλιάδες του εχθρού. Σκύθες, Θράκες, Ταύροι, Καυκάσιοι, Μαιώτες, Αρμέ-νιοι, Καππαδόκες, Ισσηδόνες, φυλές από τα Ριπαία, την Κολ­χίδα και τα Κεραύνια, ιππείς που πολεμούσαν πλέον πεζοί, μονάδες από τη Λυκία, τη Μυσία, τη Φρυγία και τη Δαρδανία

-αληθινοί οπλίτες αυτοί. Είχαν αποκλείσει το βορινό περιφε­ρειακό δρόμο του Βράχου, μέσω του οποίου, όπως μάθαμε αργότερα, τρεις χιλιάδες άντρες από το φρούριο του Αρδητ-τού είχαν επιχειρήσει να μας ενισχύσουν. Το οχυρό των Αμα­ζόνων στον Άρειο Πάγο ήταν ακριβώς από πάνω μας, στ' αρι­στερά. Από κει ψηλά κατέβαινε μια βροχή από σίδερο. Άντρες και των δύο πτερύγων θερίζονταν σαν το κριθάρι κάτω απ' το δρεπάνι. Κοίταξα προς τα πάνω. Οι Αμαζόνες ήταν τόσο κο­ντά που έβλεπα τις ίριδες μέσα απ' τις κόγχες των βαμμένων ματιών τους. Έριχναν ασταμάτητα. Το μόνο που μπορούσε να κάνει κανείς ήταν να καλύψει το κρανίο με την ασπίδα του και να υπόσχεται στους θεούς οποιαδήποτε ανταπόδοση αρ­κεί να τον γλίτωναν. Ο αχός της μάχης μάς ξεκούφαινε. Οι πολεμικές ιαχές των Αμαζόνων ανακατεύονταν με τα ουρλια­χτά των ετοιμοθάνατων. Είχες την αίσθηση ότι βρισκόσουν στον Τάρταρο. Ωστόσο, μέσα σε κείνο το πανδαιμόνιο, κάποιος θεός πήρε το μέρος των Αθηναίων. Γιατί καθώς η κλαγγή του σίδερου που εξαπέλυαν οι Αμαζόνες πετσόκοβε τους άντρες μας στην πρώτη γραμμή της μάχης, το ίδιο θέριζε τους Θρά­κες και τους Σκύθες που πολεμούσαν εναντίον μας. Ποια με-

. 387 .

Page 192: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

ριά ήθελε πιο πολύ τη νίκη; Καθώς οι πρώτες σειρές έπεφταν, ο Θησέας και ο Μενεσθεύς άρπαξαν τη μεγάλη ευκαιρία.

Έκαναν έφοδο. Τα τάγματά μας κατάφεραν να διασπάσουν τις εχθρικές γραμμές.

Είχαμε φτάσει στην αγορά τώρα, εκεί όπου είχαν μονομα­χήσει ο Θησέας και η Ελευθερά, πριν από έξι μέρες. Η πίεση των σωμάτων δεν περιγράφεται. Από το Λόφο των Νυμφών μέχρι το Ελευσίνιο κάθε σπιθαμή γης ήταν γεμάτη άντρες που μάχονταν. Οι πολεμιστές και των δυο πλευρών ήταν τόσο εξουθενωμένοι που δεν μπορούσαν πλέον να δώσουν ή ν' αποκρούσουν χτυπήματα από ψηλά. Έπεφτες απλώς πάνω στον εχθρό και κολλούσες πάνω του. Το δόρυ ήταν άχρηστο μέσα σε τόσο συνωστισμό. Το κοντό σπαθί... Αυτό ήταν το ει­σιτήριο. Δεν ήταν ανάγκη να το μπήξεις μέχρι τη λαβή. Α­πλώς να χτυπήσεις τον άνθρωπο. Να τον κάνεις να ματώσει. Άσε τα δόρατα και τα μακριά σπαθιά για τους ήρωες. Πιάσε το μαχαίρι για τα γουρούνια!

Οι πατέρες μας μας είχαν διδάξει ότι η ασπίδα είναι αμυ­ντικό όπλο. Εμείς μάθαμε κάτι καλύτερο. Όταν τα μέλη σου γίνονται μολύβι, η ασπίδα πολεμάει θαυμάσια. Κόλλησε τον άνθρωπό σου κάπου και ζούληξέ τον με το χαλκό σου. Κλό­τσα τον. Σύντριψε τα κόκαλα των ποδιών του. Αν κλονιστεί, βάλε την ασπίδα σου στο πρόσωπό του. Χρησιμοποίησε τη στεφάνη. Χτύπησέ τον στα μούτρα. Κάν' τον με τα κρεμμυ-δάκια. Σπάσε το χέρι που κρατά το δόρυ. Αν δεν μπορείς να κουνηθείς, πέσε πάνω του. Χρησιμοποίησε τις φτέρνες σου. Βρες τον κρόταφό του. Χτύπησε τα καλάμια και τα γόνατά του. Σπάσε τη μύτη του. Βάλε τα νύχια σου στα μάτια του. Πρόσεχε τα δόντια του, θα σε δαγκώσει. Δάγκωσέ τον εσύ πρώτος. Αν σου κάνει κάποια λαβή, κόψε ένα κομμάτι από το χέρι του. Φτύσε το αίμα στα μούτρα του. Χτύπα με το γόνα­το σου εκεί που κρέμεται το φρούτο του. Όταν πέσει, κάρφω­σε τον. Μια φορά αρκεί. Και τώρα φύγε. Βρες τους συντρό­φους σου και συνταχθείτε. Αν βρεθείς μόνος απέναντι στον εχθρό, μην το παίξεις ήρωας. Φώναξε βοήθεια κι επιτεθείτε

. 388 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

του δυο μαζί. Αν το βάλει στα πόδια, άφησέ τον. Αυτό λέγε­ται νίκη. Μετά ευχαρίστησε τους θεούς που γλίτωσες απ' τον Άδη.

Με την ανατολή του Ήλιου είχαμε ηττηθεί. Ο εχθρός υπερ­τερούσε κατά πολύ αριθμητικά. Έγιναν τέσσερις έφοδοι από το Θησέα και το Λύκο. Πεντακόσιοι περίπου άντρες κατάφε­ραν να διασπάσουν τις γραμμές του εχθρού. Συντάχθηκαν κι ετοιμάστηκαν να ξεκινήσουν για το δρόμο που φτιαχνόταν πάνω στη θάλασσα. Όμως κάθε φορά το ιππικό των Αμαζό­νων, τούς έκοβε το δρόμο. Αλλά και η εχθρά είχε φτάσει στα όριά της. Τώρα κάθε καβαλάρισσα χρησιμοποιούσε δέκα ζώα. τόσο αδύναμα είχαν γίνει τα κοπάδια τους και τόσο γρήγορα εξαντλούνταν στη μάχη. Από την αγορά έβλεπα τα εφεδρικά τους, ψηλά, στο λόφο του Αρείου Πάγου, και τις δόκιμες που τα κατέβαζαν για να τ' αλλάξουν με τα κουρασμένα. Παρόλο που η εχθρά βρισκόταν σε δύσκολη θέση, είχε ακόμα αρκετά.

Υποχωρήσαμε προς το Εννεάπυλον. Οι καλύτερες πολεμί-στριες των ταλ Κύρτη όρμησαν τώρα εναντίον μας. Είδα την Ελευθερά επικεφαλής μιας ομάδας. Η Σκυλεία, η Στρατονίκη και η Γλαύκη οδήγησαν άλλες τόσες στη μάχη. Κάθε σπιθαμή γης που είχαμε καταλάβει την παραδώσαμε. Γυρίσαμε πάλι εκεί απ' όπου είχαμε ξεκινήσει. Εκατοντάδες συνωστίζονταν μπροστά στην Πρώτη Πύλη. Δεν μπορούσες να περάσεις. Οι φρουροί μας δεν άνοιγαν. Έπρεπε να σκαρφαλώσεις στα ξύλα ή να σε τραβήξουν οι σύντροφοί σου από βαθμίδες ή πασσά­λους. Μπροστά στη μανταλωμένη πύλη είχαν μαζευτεί τόσο πολλές πολεμίστριες, που πατούσαν πάνω στα πτώματα των δικών τους νεκρών. Σκύθες, Ταύροι και Ριπαίοι χύθηκαν κα-ταπάνω μας. Υποχωρήσαμε μέσα από τις δαιδαλώδεις οχυρώ­σεις προς τη δεύτερη πύλη, την τρίτη πύλη, την τέταρτη, την πέμπτη και την έκτη. Κρήτες και Αθηναίοι τοξότες σαγιτοβο-λούσαν από πάνω τους εχθρούς. Μετά αποσύρθηκαν πιο ψη­λά, με σκοπό ν' ανασυνταχθούν και να ρίξουν πάλι. Μπροστά στην έβδομη πύλη είναι ένας χώρος αφιερωμένος στην Αφρο­δίτη Πάνδημο και στην Πειθώ, όπου συγκεντρώνονταν οι χο-

389

Page 193: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

ρωδίες την παραμονή των Ανθεστηρίων. Μια ομάδα από έφιππες Αμαζόνες είχε μπει μέσα σ' αυτόν το χώρο. Όρμησαν στις πύλες, πετώντας γάντζους. Οι τοξότες μας δεν μπορού­σαν να στερεώσουν τα πόδια τους για να ρίξουν, αφού ήταν αμέτρητοι οι άντρες που σκαρφάλωναν στα οχυρά -κι η αφε­ντιά μου ανάμεσα τους- με αποτέλεσμα να τους βγάζουμε από τη θέση τους. Οι Αμαζόνες έχωσαν τους γάντζους στα ξύλα κι άρχισαν να τα τραβούν. Σαράντα καβαλάρισσες ήταν τώρα στον περίβολο. Θα έλεγε κανείς πως καθεμιά απ' αυτές είχε χώσει κι από έναν στις σανίδες της πύλης. Τα άλογά τους άρχισαν να τραβούν. Οι θύρες λύγισαν κι άρχισαν να βγαίνουν από τους στροφείς τους. Είχα καταφέρει να σκαρφαλώσω. Κοίταξα κάτω. Παντού έβλεπα αλογίσια σάρκα. Οι σιδερένιες αρπάγες ηχούσαν σαν κουδουνάκια πάνω στην πέτρα. Το τεί­χος ήταν μόνο δεκαπέντε πόδια σ' αυτό το σημείο. Με τρία τραβήγματα, οι Αμαζόνες και οι Σκύθες θα το έριχναν κάτω.

Βρήκα τον Ελιέα μαζί με καμιά δεκαριά άλλους να υπερα­σπίζονται ένα κομμάτι του τείχους που είχε δεχτεί επίθεση από βάρβαρους του Χάλκινου Ποταμού. Να τι συμβαίνει με το Σκύθη: είναι αιωνίως μεθυσμένος, όταν πηγαίνει όχι μόνο στη μάχη αλλά και στα συμβούλια, όπου δεν εμπιστεύεται καμία απόφαση εκτός κι αν δεν ξέρει τι του γίνεται απ' το μεθύσι. Ακόμη, η συνήθεια αυτού του βάρβαρου να πίνει ανέ­ρωτο το ποτό του τον κάνει αναίσθητο όχι μόνο στο φόβο αλ­λά και στον πόνο. Ο αδελφός μου κι εγώ βρεθήκαμε μπροστά σε έναν τέτοιο τύπο, που σκαρφάλωνε στο τείχος. Φορούσε στο κεφάλι κάτι σαν κράνος με κέρατα ταύρου, ενώ η βρόμι­κη γενειάδα του προεξείχε κάτω απ' τη σιδερόπλεκτη προσω­πίδα του. Παρά τις πέτρες που του πετούσαμε ο Ελιεύς κι εγώ, κατάφερε να σκαρφαλώσει επάνω σαν κατσίκι. Έβαλε το ένα του πόδι με την αρβύλα από αρκουδοτόμαρο στην πολε­μίστρα κάτω απ' τα πόδια μας και, στηριγμένος στα δυο του χέρια (κρατούσε ένα πελέκι στο ένα), ανασήκωσε τον τερά­στιο όγκο του για να ανέβει στις επάλξεις. Του κάρφωσα ένα μακρύ δόρυ τόσο βαθιά στα λαγόνια που ένιωσα την αιχμή να

. 390 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

περνάει στο πίσω μέρος της λεκάνης του. Πίεσα με τα δυο μου χέρια για να βγει από την άλλη μεριά, ενώ ο αδελφός μου έκοβε το δεξί χέρι του βάρβαρου μαζί με το πελέκι που κρα­τούσε. Το τέρας συνέχισε να σκαρφαλώνει. Έπεσε με απί­στευτη δύναμη στον πάσσαλό μας, στέλνοντας πρώτα εμένα να κυλιστώ στο στενό πέρασμα και μετά τον αδελφό μου, που έσπευσε να με βοηθήσει. Βρεθήκαμε και οι δυο σφηνωμένοι στο πίσω μέρος μιας μικρής στοάς. Τότε ο αδελφός μου, γο­νατιστός, εκσφενδόνισε το πελέκι του στο βάρβαρο, που του 'κοψε το γόνατο, όπως ρίχνει κανείς μια βαλανιδιά. Ο Σκύθης όρμησε στη στοά κι άρπαξε τον Ελιέα από το λαιμό με γυμνό χέρι. Το δόρυ μου ήταν ακόμα χωμένο στα σπλάχνα του. Το τράβηξα, βγάζοντας μαζί ένα κομμάτι απ' την πανοπλία του, μια δερμάτινη ζώνη και τ' άντερα του τύπου, που ξετυλίχτη­καν μέσα απ' την κοιλιά του σαν αρμαθιά από λουκάνικα. Ο βάρβαρος δεν έλεγε να ψοφήσει. Κατάφερε να με χτυπήσει στ' αχαμνά, πριν ο Ελιεύς καταφέρει τελικά να του κόψει το λαιμό.

Καμιά εικοσαριά ανέβαιναν πίσω από το γίγαντα. Υποχω­ρήσαμε μπροστά τους. Οι πέτρες έπεφταν βροχή από πάνω.

Πριν από την όγδοη πύλη, ο Θησέας και καμιά πενηνταριά ακόμη σταμάτησαν για ν' αντισταθούν. Όμως τα μέλη του βα­σιλιά μας είχαν βαρύνει πολύ. Το σπασμένο χέρι του ήταν δε­μένο στα πλευρά του, με τη μισή ασπίδα κολλημένη επάνω του. Το αποτέλεσμα ήταν να μην μπορεί να χτυπήσει δυνατά. Είδα την Ελευθερά και τη Στρατονίκη να του επιτίθενται ταυ­τόχρονα. Υποχώρησε πάλι. Στην πύλη, οι άντρες μας τον τρά­βηξαν μέσα, κάτω από μια βροχή βλημάτων.

Ο αδελφός μου κι εγώ διανύσαμε τα τελευταία εκατό βή­ματα προς την κορυφή. Κάθε άντρας φαινόταν να κουβαλάει από έναν τραυματισμένο σύντροφο. Το αίμα έκανε το λιθό­στρωτο να γλιστράει. Η τελευταία πύλη, στην κορφή του οχυ-ρού, άνοιξε και μας κατάπιε. Έκλεισε με δύναμη πίσω μας. Στον περίβολο επικρατούσε αταξία. Ξάφνου, προς μεγάλη μας έκπληξη, από την εσωτερική αυλή εμφανίστηκαν η Σελήνη

. 391 .

Page 194: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤIΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

κι εκείνο το κορίτσι, το Πράγμα! Φορούσαν και οι δύο πανο­πλίες. Τ' άλογά τους ήταν εκεί. Ένας διοικητής της φρουράς διέταξε να ανοίξει η πύλη. Η Σελήνη και η κόρη ήταν ελεύθε­ρες να φύγουν!

Τι είχε συμβεί άραγε; Προσπάθησα ν' ανοίξω δρόμο, αλλά δεν τα κατάφερα. Η

Σελήνη δε με είχε δει. Δεν μπορούσε να ακούσει τις φωνές μου μέσα στη φασαρία. Προχώρησα προς το μέρος τ η ς · φαι­νόταν πολύ στενοχωρημένη, λες και είχε διαπράξει κάποιο έγκλημα ή προδοσία. Ένας ιπποκόμος έφερε την Αυγή. Το άλογο οπισθοχώρησε και τσίνισε. Στην αρχή σκέφτηκα ότι έφταιγε η αδεξιότητα του νέου. Έπειτα είδα τη Σελήνη να παίρνει τα ηνία. Το άλογό της την εμπόδισε και προσπάθησε να τη δαγκώσει, κάτι που κανένα ζώο δε θα έκανε σε μια Αμαζόνα, εκτός κι αν η πολεμίστρια είχε χάσει την ιππεία της - την ικανότητά της να χειραγωγεί τ' άλογα.

Είδα τη Σελήνη να χτυπάει την Αυγή στη μύτη με την πα­λάμη της, ένα ακραίο μέτρο που μόνο από απελπισία θα εφάρμοζε. Πήδησε στη σέλα της, κρατώντας γερά το χαλινάρι. Το άλογο πονούσε και το ήξερε. Όμοια κι ένας πλοίαρχος χρησιμοποιεί το μαστίγιο σ' ένα πλήρωμα που έχει στασιάσει. Έπειτα κέντησε δυνατά το άλογο και το οδήγησε προς την πύλη, με το Πράγμα πίσω της.

Οι πύλες έκλεισαν με δύναμη. Το μεγάλο δοκάρι μπήκε στη θέση του. Το ίδιο και τα μάνταλα. Οι σκόρπιες μονάδες των Αθηνών ανασυντάχτηκαν. Και τότε, στον περίβολο έκανε την εμφάνισή του ο Λιχούδης. Στη ράχη του καθόταν η Αντιό­πη. Αρματωμένη!

. 392 .

33 Το αρμάτωμα της Αντιόπης

Δ Α Μ Ω Ν :

Το λόγο αυτής της εξέλιξης δεν μπορούσα να τον ξέρω τότε, ούτε η Σελήνη μίλησε τις εποχές που ακολούθησαν, μολονότι έπαιξε σημαντικό ρόλο σ' αυτή. Η αλήθεια είναι ότι επηρέασε τη μοίρα και των δύο εθνών. Αυτά που θα σας αφηγηθώ είναι από δεύτερο χέρι, από μάρτυρες που καθένας τους ήταν πα­ρών σ' ένα μέρος των γεγονότων αλλά κανείς από την αρχή μέχρι το τέλος.

Όπως έχω πει, η αρχόντισσα Αντιόπη, όταν έκανε την κα­θημερινή της βόλτα, δεν κοίταζε τη μάχη ποτέ. Ούτε το μικρό Ιππόλυτο άφηνε να δει. Ήταν απομονωμένη στον εσωτερικό περίβολο της ακρόπολης. Ήταν η μόνη που το έκανε. Κάθε άλλη ζωντανή ψυχή τριγύριζε στις επάλξεις, περιμένοντας με Λαχτάρα μια πληροφορία, καλή ή κακή, για τη μάχη που γινό-ταν κάτω, αφού δεν άντεχε την αγωνία της άγνοιας. Πολλοί μάλιστα είχαν εγκατασταθεί σ' αυτές τις θέσεις όπου είχαν αυτοδιοριστεί. Ούτε για φαγητό δεν πήγαιναν, πόσο μάλλον για ύπνο. Ποτέ δεν είδαμε την Αντιόπη να βγαίνει από το απομονωτήριό της, εκτός από κείνη τη φορά που παρουσιά-στηκε στα τείχη για να μιλήσει στις ομόφυλές της κι αργότε­ρα, όταν επισκέφτηκε το στρατόπεδο των Αμαζόνων ένα βρά-δυ. Μόνον όταν έπεφτε το σκοτάδι κι έπαυαν οι συγκρούσεις ή λίγο πριν ξημερώσει, τότε που επικρατούσε απόλυτη ησυ-

. 393 .

Page 195: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

χία, πήγαινε στις επάλξεις να πάρει λίγο αέρα, αλλά και πάλι χωρίς να κοιτάζει κάτω. Φυσικά άκουγε τα πάντα. Ήταν αδύ­νατο να το αποφύγει. Με κάθε κραυγή φόβου ή χαράς, όπως μάθαμε αργότερα, η Αμαζόνα στενοχωριόταν όλο και πιο πο­λύ αφού δεν ήξερε αν σήμαινε το τέλος εκείνου που αγαπού­σε ή, το ίδιο φοβερό για κείνην, το χαμό κάποιας από τη φυλή της. Έτυχε να βρεθώ στην ακρόπολη όταν δεχόταν επίθεση και μπορώ να σας βεβαιώσω ότι ο βράχος αντηχεί από τη μιαν άκρη ως την άλλη από τους ήχους που φτάνουν μέχρι εκεί. Ακόμα χειρότερα, η πέτρα παίζει παιχνίδια, μεγαλοποι-ώντας μερικούς θορύβους και μειώνοντας άλλους. Ορκίζεσαι ότι η Πύλη του Οχυρού έχει υποχωρήσει. Αρματώνεσαι και βγαίνεις γρήγορα έξω, για να σ' επαναφέρουν στην τάξη τα γέλια των συντρόφων σου, αφού διαπιστώνεις κι εσύ ότι η μά­χη γίνεται πολύ μακριά.

Προφανώς ο αχός της μάχης εκείνο το πρωινό ήταν πολύ δυνατός, έτσι η Αντιόπη δεν άντεξε άλλο την ουδετερότητα της. Βγήκε έξω. Ανέβηκε στον πύργο. Το ξέρω γιατί την εί­δαν αρκετοί άντρες και τη χαιρέτησαν. Άλλοι πάλι ήταν μέσα και το επιβεβαίωσαν μετά. Είπαν ότι το πρόσωπό της, κοιτώ­ντας τη σφαγή, παρέμεινε εντελώς ανέκφραστο. Δεν χρονοτρί­βησε παρατηρώντας το πεδίο της μάχης όπου άντρες και γυ­ναίκες αλληλοσφάζονταν κατά εκατοντάδες, μόνο έφυγε αμέ­σως.

Σ' αυτό το διάστημα, η Σελήνη παρέμενε κρατούμενη στο φρουραρχείο μαζί με τη δόκιμή της, το Πράγμα. Ο σύντροφός μου Φίλιππος, «η Δροσερή Αγκάλη», έτυχε τότε να κρατάει το καμπανάκι. Ήταν διοικητής του φρουρίου. Αυτός είχε ανα­λάβει να προσέχει τη Σελήνη.

Ξαφνικά, ένας αγγελιοφόρος παρουσιάστηκε, σταλμένος από την κυρά μας, την Αντιόπη. Έπρεπε να ετοιμάσουν και να φέρουν αμέσως το άλογο της Σελήνης, παρήγγειλε ο απε­σταλμένος. Η δε κόρη έπρεπε να οδηγηθεί στην Αντιόπη πά­ραυτα, από τον ίδιο το φρούραρχο.

Ο Φίλιππος, όπως είπε αργότερα, υπάκουσε αμέσως. Ο δε-

. 394 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

κανέας του κι αυτός άρπαξαν το θώρακα της Σελήνης και το λάβαρο του κήρυκα, ενώ η ίδια ζωνόταν το σπαθί της ενόσω διέσχιζαν την αυλή μπροστά στο ναό της Νίκης, όπου υπήρχαν τα εξωτερικά μαγειρεία και χώροι για τους τραυματίες. Μόλις μπήκαν στο ανάκτορο, στο κατώφλι των διαμερισμάτων της Αντιόπης τους περίμενε ένας ακόλουθος. Ο νεαρός τούς οδή­γησε στο χώρο όπου φυλάσσονταν οι πανοπλίες και τα όπλα του βασιλιά.

«Το ξέρεις αυτό το δωμάτιο, Δάμων». μου είπε αργότερα ο Φίλιππος, καθώς μου διηγιόταν την ιστορία. «Είναι τόσο ασφυκτικά γεμάτο που ούτε να στρίψεις δεν μπορείς, αφού στεγάζει τα όπλα του βασιλιά και των Συντρόφων». Ο οπλο­ποιός του Θησέα ήταν εκεί κι είχε ανοίξει αυτή την τρύπα. Σκοτεινή σαν κρύπτη, μ' ένα λύχνο να φωτίζει το χώρο, που βρομοκοπούσε χαλκό, λάδι και ιδρώτα.

«Όταν μπήκαμε, η αρχόντισσα Αντιόπη περίμενε στο πίσω μέρος, δίπλα στα δόρατα. Είχε χτενίσει και δέσει τα μαλλιά της όπως κάνουν οι Αμαζόνες πριν από τη μάχη. Η περικεφα­λαία της ήταν πάνω στο πλαϊνό ράφι. Τα πόδια και οι ώμοι της ήταν γυμνά. Ομολογώ ότι τα έχασα. Ούτε ο Θησέας δεν έχει τόσα σημάδια από μάχες. Μόλις μπήκαμε, η κυρά μάς κοίταξε όπως κάθε διοικητής: με ύφος ανικανοποίητο και γε­μάτο ανυπομονησία για την αργοπορία μας. Στα πόδια της φορούσε χάλκινες περικνημίδες. Οι σόλες των υποδημάτων της ήταν απ' αυτές που η φυλή της αποκαλεί "άκαυστες". Τα υπόλοιπα κομμάτια της πανοπλίας περίμεναν το χέρι που θα της τα φορούσε.

«Είχαμε την κόρη Σελήνη ανάμεσά μας ο δεκανέας μου κι εγώ. Δεν ξέραμε όμως αν η αρχόντισσα την ήθελε κοντά της ή όχι. Ένιωσα τη Σελήνη ν' αναπηδά στη θέα της βασίλισσάς της με πανοπλία. Η Αντιόπη σκόπευε να πολεμήσει. Με ποια πλευρά, όμως;

«"Φύγετε όλοι", πρόσταξε, "εκτός από τη Σελήνη". »Αυτό ήταν αδύνατο. »"Δεν μπορώ να το επιτρέψω αυτό, αρχόντισσά μ ο υ " δή-

. 395 .

Page 196: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

λωσα με όλο το θάρρος που κατάφερα να μαζέψω. "Είναι διαταγή του αφέντη σου, του βασιλιά μας" .

»Η Αμαζόνα ούτε που με κοίταξε. Ήταν φανερό ότι είχε καλέσει την κόρη για να την αρματώσει. Υπάρχει μια δεισιδαι­μονία, ένας κανόνας στη φυλή τους, ότι αυτό δεν πρέπει να γίνει από κάποιον αδαή. Μάζεψα όλο το θάρρος μου. " Κ α τ ό ­πιν διαταγής του βασιλιά μας Θησέα, κυρά, δεν πρέπει να διακινδυνεύσεις".

»Συνάντησε το βλέμμα μου για πρώτη φορά. " Α ν αγαπάς την πόλη σου, λοχαγέ, μάζεψε τους άντρες σου και μην τους αφήσεις να μ' εμποδίσουν όταν βγω στον περίβολο της Πύλης του Οχυρού".

»Θα με πιστέψεις, Δάμων, αν σου πω ότι αναγκάστηκα να υπακούσω; Η θέλησή της ήταν τόσο δυνατή.. . Είδα τον εαυτό μου να υποκλίνεται και ν' αποσύρεται.

»"Έλα, Σελήνη", άκουσα την κυρά να λέει στη βάρβαρη γλώσσα τους. "Μόνο κάποια που μ' αγαπά πρέπει να με ντύ­σει με την πανοπλία του θανάτου μου" .

»Υπάρχει μια κόγχη στο οπλοστάσιο, εκεί όπου τα σκαλο­πάτια στρίβουν για ν' ανέβεις. Εκεί αποσυρθήκαμε ο δεκανέ­ας μου κι εγώ. Κάτι πάνω από τις δυνάμεις μας δε μας άφη­σε να φύγουμε. Σταθήκαμε λοιπόν σε κείνο το σημείο. Η λι-θοδομή μεταφέρει τους ήχους στην κόγχη, έτσι τα λόγια των δύο Αμαζόνων έφταναν στ' αυτιά μας πεντακάθαρα, λες και ήμασταν δίπλα τους.

»Η Αντιόπη πρόσταξε την κόρη να την αρματώσει. »Η Σελήνη αρνήθηκε. »Τότε ήταν, Δάμων, που αναθεμάτισα την ανεπάρκειά μου

στη γλώσσα των Αμαζόνων. Έπειτα οι γυναίκες άρχισαν να μιλούν γρήγορα σ' ένα είδος κώδικα, όπως μόνο οι πολύ στε­νές φίλες μπορούν. Κατάφερα να ξεχωρίσω τούτη τη δήλωση της αρχόντισσας: "Δε θα καθίσω να γίνω μάρτυρας κι άλλης σφαγής αθώων". Συμπεράναμε ότι εννοούσε τη σφαγή των γυναικόπαιδων των Αθηναίων από τους Σκύθες και τους Θρά­κες μόλις ολοκληρωνόταν ο δρόμος προς το νησί.

396

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

»Η Σελήνη απέρριψε την πρόταση της, με ποια λόγια δε θυμάμαι καλά, αλλά η βασίλισσά της τη διέκοψε και της είπε με έμφαση: "Τις ταλ Κύρτη πρέπει να τις θυμούνται ως λαό πολεμιστριών και όχι σφαγέων!" Ακολούθησε ένας παθιασμέ­νος διάλογος, τόσο ταχύς που ελάχιστα μπορούσα να καταλά­βω. Η ουσία είναι πως η Αντιόπη ήταν πεπεισμένη ότι το έθνος τους ήταν καταδικασμένο, και πως το μόνο που τους έμενε ήταν η υστεροφημία τους.

»Η κόρη Σελήνη δεν το παραδέχτηκε. "Ακουσε πέρα από τα τείχη. Η νίκη είναι δική μας!" Μια παροιμία ξέφυγε από την κυρά μας, την Αντιόπη. " Τ ο ίδιο είπε και το πεύκο στο πελέκι".

»Σε μια στιγμή άκουσα καθαρά την Αντιόπη να λέει: " Μ ό ­νο μια πράξη μπορεί να κάνει τις ταλ Κύρτη να 'ρθουν στα συγκαλά τους: να δουν εμένα, αρματωμένη, να πολεμώ ενα­ντίον τους. Αυτό θα ραγίσει τις καρδιές τους, όπως ράγισε και η δική σου, Σελήνη, το καταλαβαίνω από το ύφος σου" .

»Η κυρά τότε τράβηξε την κόρη κοντά της. Μιλούσαν ψι­θυριστά. Έκλαιγαν κι οι δυο. "Συγχώρα με, αδελφή!" Αυτό που έπρεπε να κάνει η κόρη ήταν φρικτό, οι δύο γυναίκες φαίνονταν να τα έχουν χαμένα. Καταλάβαινες ότι η Σελήνη διαισθανόταν, όπως κι εγώ, ότι αυτή η πράξη θ' άλλαζε τη μοίρα και των δυο λαών μας, όπως και τη δική της. Θα είχε άραγε το σθένος, που δεν είχα εγώ, ν' αψηφήσει τη βασίλισσα τ η ς ;

»Η Αντιόπη έδειξε το θώρακα που ήταν πάνω στον πάγκο. "Και τώρα βοήθησε με, φίλη μου, όπως έκανες ήδη μια φο­ρά" . Η κυρά ίσιωσε το κορμί για να μπορέσει η συντρόφισσά της να της βάλει το χαλκό. "Πρέπει να είμαι όμορφη σήμε­ρα" , είπε».

Αυτά μου διηγήθηκε ο Φίλιππος. Σίγουρα η Αντιόπη θα έδωσε οδηγίες στη Σελήνη ν' αρματώσει και το άλογό της και να το φέρει στον περίβολο της Πύλης του Οχυρού. Αυτή η το­ποθεσία είναι ξεχωριστή. Είναι μια διπλή πύλη με μια μεγάλη «αυλή» στη μέση. Στα πλάγια υπάρχουν στοές, από την επί-

. 397 .

Page 197: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

πεδη στέγη των οποίων οι τοξότες και οι ακοντιστές μπορούν να ρίχνουν τα βλήματά τους στους εισβολείς που έχουν κατα­φέρει να περάσουν.

Σ' αυτό τον περίβολο λοιπόν, στην πιο κρίσιμη καμπή της πολιορκίας, βρίσκονταν ο Θησέας και οι Σύντροφοι, κι εγώ ανάμεσά τους, στα όρια της κατάρρευσης. Οι άντρες οπισθο­χώρησαν έκπληκτοι βλέποντας την Αντιόπη με πανοπλία κα­βάλα στον πολεμικό της κέλητα. Ένας ιπποκόμος κρατούσε τα χαλινάρια του Λιχούδη. Αυτή η πράξη, που αψηφούσε τις διαταγές του μονάρχη μας, θα τιμωρούνταν με θάνατο. Ο νε­αρός έγινε άσπρος σαν το πανί μόλις είδε το βασιλιά να πλη­σιάζει. Ο τρόμος του παιδιού μεγάλωσε ακόμα πιο πολύ από την όψη που παρουσίαζε ο μονάρχης μας εκείνη τη στιγμή. Από τη δοκιμασία της μάχης, το πάνω μέρος της περικεφα­λαίας του είχε κοπεί· εκεί όπου ήταν το λοφίο του τώρα κρέ­μονταν λωρίδες μαλλιών και σάρκας. Η μεταλλική πλάκα ανάμεσα στα μάτια του άστραφτε, κατακόκκινη από το αίμα. Η ασπίδα του, δεμένη στο σπασμένο πλευρό του με λωρίδες από χαλκό, ήταν μαύρη απ' αυτό το μείγμα πηγμένου αίματος και σκόνης που τόσο καλά γνωρίζουν όλοι οι πολεμιστές όταν η μάχη γίνεται σώμα με σώμα. Ο βασιλιάς δεν κρατούσε ούτε δόρυ ούτε ακόντιο, αφού είχαν γίνει θρύψαλα. Το μεγάλο σπαθί του ήταν κομμένο στη λαβή. Το κρατούσε από τη λεπί­δα. Κι απ' αυτό έσταζαν υγρά. Με το δεξί χέρι, που τα δά­χτυλά του δε φαίνονταν πια, δεμένα καθώς ήταν με κουρέλια και δέρματα για να καλύψουν τις πληγές τους, σήκωσε το χαλκό της περικεφαλαίας που κάλυπτε το πρόσωπό του. Τα χείλη και το σαγόνι του ήταν γεμάτα αφρούς και σάλια. Σκούπισε το πρόσωπό του αλλά και τα δόντια του, που ήταν επίσης γεμάτα αίμα και βρομιά. Στα μάτια του καθρεφτιζό­ταν η κούρασή του.

Κοίταξε τη γυναίκα του καβάλα στο αρματωμένο πανώριο άτι της. Προφανώς αναγνώριζε πόσο σημαντική ήταν αυτή η παρουσία και πόσο σπουδαίος ο λόγος που την είχε προκαλέ­σει. Ένα φοβερό μουγκρητό ξέφυγε από το στήθος του, όμοια

. 398 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

με κάποιον που νιώθει ότι έχει μπει σε λειτουργία η μηχανή της Μοίρας κι αναγνωρίζει το σημάδι του χεριού του στο μο­χλό, θυμάμαι την ανακούφιση που ζωγραφίστηκε στο πρόσω­πο του νεαρού ιπποκόμου, του αθέλητου πράκτορα αυτής της συμφοράς, όταν είδε ότι ο μονάρχης του δεν του έδωσε σημα­σία. Το βλέμμα του αφέντη μας στράφηκε μάλλον στον ουρα­νό, σ' Αυτόν που είχε προστάξει τούτη την ανατροπή.

Το πάνω μέρος των στοών ήταν γεμάτο τοξότες και ακο­ντιστές, που είχαν μείνει άφωνοι σαν μαγεμένοι από το δράμα που παιζόταν στην «αυλή». Έξω από την πύλη, οι συγκε­ντρωμένοι εχθροί χαλούσαν τον κόσμο, ζητώντας την κατα­στροφή των Αθηνών.

Η Αντιόπη κρατούσε γερά τα χαλινάρια του Λιχούδη. Δεν το παρατήρησα τότε, τόσο χαμένα τα είχα, αυτό που όλα τα μάτια μπορούσαν να διαβάσουν στο φέρσιμο του ζώου της, που μυριζόταν τη μάχη και ανυπομονούσε να ριχτεί σ' αυτήν, ότι οι θεοί είχαν ξαναδώσει στην Αμαζόνα την ικανότητα να ελέγχει το άλογό της, την ιππεία της, που είχε στερηθεί εδώ και πολύ καιρό. Το βλέμμα μου ήταν καρφωμένο πάνω της. όπως και όλων όσοι ήταν συγκεντρωμένοι στην κορυφή εκείνη την κρίσιμη ώρα.

Η κυρά φορούσε περικνημίδες του ιππικού των Αμαζόνων, αυτές που καλύπτουν μόνο το μπροστινό μέρος του ποδιού κι αφήνουν ακάλυπτη τη σάρκα που πιέζει το άλογο. Το πάνω μέρος των ποδιών της προστατευόταν από φολιδωτά περιμή-ρια. Στη μέση φορούσε τη ζώνη με τις εφτά χαρακιές που τη λένε αστερεία. Ένας χάλκινος θώρακας προστάτευε το στήθος της κι από πάνω φορούσε ένα αμάνικο ιμάτιο. Ένα δέρμα από μαύρο πάνθηρα, το ίδιο που είχε φέρει από την Αμαζο-νία, τύλιγε την αριστερή πλευρά της, από το λαιμό μέχρι το μηρό. Από τη ζώνη της κρεμόταν μια σαϊτοθήκη γεμάτη βέλη, ενώ ένα τόξο από κέρατο κι ελεφαντόδοντο αναπαυόταν στη θήκη του. Στην πλάτη της βρισκόταν η θήκη με τη λάβρυ. Στα χέρια κρατούσε τρία ιππευτικά κοντάρια. Ο Λιχούδης φορού­σε καλύπτρα από σίδερο πάνω από στρώσεις λινού, και πανο-

. 399 .

Page 198: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

μοιότυπη πανοπλία που προστάτευε το λαιμό, το στήθος και τα πλευρά του. Κάθε σπιθαμή μετάλλου σε άλογο και καβα-λάρισσα άστραφταν σαν καθρέφτης. Η περικεφαλαία, τρα­βηγμένη αυτή τη στιγμή προς τα πίσω, με δυο σχισμές στα μάτια, ήταν από χαλκό χαραγμένο με κοβάλτιο και αντιμόνιο. Δεν είχε λοφίο, μόνο μια λωρίδα με δόντια αγριογούρουνου, που περιέβαλλε τις σχισμές των ματιών σαν πλαίσιο. Τριάντα χρόνια πολέμου σε ξηρά και θάλασσα, δεν έχω ξαναδεί πιο υπέροχη πολεμίστρια.

Εκείνη τη στιγμή, δύο αθηναϊκές μονάδες του πεζικού, αν μπορεί να ονομάσει κανείς έτσι εκείνο το συνονθύλευμα των αντρών, βγήκαν στον περίβολο από το εσωτερικό του ανακτό­ρου, αρματωμένοι κι έτοιμοι να ακολουθήσουν την Αντιόπη στη μάχη. Βλέποντας το βασιλιά τους με την αιματοβαμμένη πανοπλία, σταμάτησαν με τρόμο.

Ο Θησέας πλησίασε την Αμαζόνα κι άρπαξε τα χαλινάρια της λες και ήθελε να την κρατήσει στην «αυλή». Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν. Από κει που στεκόμουν έβλεπα μόνο τον αυχένα κάτω από την περικεφαλαία της. Όμως, από την απόγνωση που διάβαζε κανείς στο πρόσωπο του βασιλιά, κα­θώς κοίταζε το πρόσωπό της, καταλάβαινε αμέσως το μήνυμα που του έστελνε. Η καρδιά μου σφίχτηκε από οδύνη. Ταυτό­χρονα ένα ρίγος διαπέρασε όλους τους άντρες στη θέα της πανώριας πολεμίστριας, τελευταίας ελπίδας της πόλης μας. Ούτε θα μπορούσε να φανταστεί κανείς μια τόσο χτυπητή αντίθεση ανάμεσα στο γεμάτο αίματα μονάρχη και στην άψο­γη εμφάνιση της συζύγου του. Απέξω, ο αχός της εχθράς με­γάλωνε, θα εμπόδιζε άραγε ο βασιλιάς μας τη βασίλισσά του να πολεμήσει;

Ξάφνου, από την άκρη του περιβόλου ακούστηκε το κλάμα ενός μωρού. Ήταν ο μικρός Ιππόλυτος. Τον είχε φέρει η τρο­φός του. Η Αντιόπη τής έκανε νόημα να πλησιάσει. Στη θέα του γιου του ο Θησέας ξαναβρήκε τη δύναμη ν' αντισταθεί στην απόφαση της γυναίκας του. Κι άλλες κραυγές από την εχθρά. Μίλησε η κυρά; Απάντησε ο βασιλιάς; Και να είπαν

. 400 .

Ο Ι ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

κάτι, εγώ δεν μπόρεσα ν' ακούσω τίποτα, τόσο εκκωφαντικοί ήταν οι αλαλαγμοί.

Η Αντιόπη έκανε νόημα να της δώσουν το μωρό. Ο Θησέας το πήρε από την τροφό και η Αντιόπη από τα χέρια του άντρα της. Κάθισε τον Ιππόλυτο μπροστά της, με την πλάτη του στη χαίτη του αλόγου, ενώ τα ποδαράκια του κρέμονταν στο πλάι. Η Αμαζόνα άγγιξε κοιλιά, καρδιά και μέτωπο, χαι­ρετώντας τον Άρη. Με το δεξί της χέρι έβγαλε το διπλό πέλε­κυ από τη θήκη του. Σήκωσε μπροστά της τις λεπίδες που εί­χαν σχήμα μισοφέγγαρου. Είδα τα χείλη της να προφέρουν τον ύμνο στον Ανθρωποκτόνο Άρη:

Αίμα στο σίδερο Σίδερο στο αίμα

που σημαίνει την παραίτηση της αντρειωμένης από κάθε ελπί­δα, την εθελούσια φυγή της από τη ζωή και την παράδοσή της στην αγκαλιά του θανάτου.

Με την άκρη της λάβρυος έκοψε τη γλώσσα της. Το παιδί κοιτούσε γοητευμένο. Τα χειλάκια του άνοιξαν σ' ένα αυθόρ­μητο χαμόγελο. Πάνω στη γλώσσα του παιδιού, η μητέρα του έκανε μια πανομοιότυπη χαρακιά.

Εγώ κι οι άλλοι Σύντροφοι πήραμε θέση δίπλα στο βασι­λιά. Στεκόμουν αρκετά κοντά στην Αμαζόνα για να βλέπω τις λωρίδες από ακατέργαστο δέρμα των υποδημάτων της και το λουρί με το οποίο η φοδραρισμένη πανοπλία του Λιχούδη ήταν στερεωμένη πάνω στο σγουρό τρίχωμά του. Η Αντιόπη σήκωσε το γιο της ψηλά. «Τώρα φίλησε αυτό το πρόσωπο, αγάπη μου, που δε θα ξαναδείς ποτέ».

Το παιδί υπάκουσε. Στράφηκα προς το Θησέα. Από τα μάτια του λες κι είχε σβήσει κάθε σπίθα ζωής. Η Αντιόπη έδωσε το παιδί στην τροφό του. Εκείνη τη στιγμή μια κραυγή δυνατότερη από τις άλλες υψώθηκε πίσω από την πύλη. Η Αντιόπη έβαλε τη λάβρυ στο θηκάρι της και με το δεξί της χέ­ρι κατέβασε την περικεφαλαία της.

. 401 .

Page 199: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

Ο Θησέας θα μπορούσε να τη σταματήσει. Ήταν ο βασι­λιάς. Ο φρουρός στην πύλη δε θα άνοιγε χωρίς την άδειά του. Ο μονάρχης μας κοίταξε τη χάλκινη προσωπίδα που έκρυψε για πάντα το πρόσωπο της αγαπημένης του.

Έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω. Η πύλη άνοιξε μ' ένα απαίσιο τρίξιμο.

. 402 .

34 Ο θάνατος της Αντιόπης

ΔΑΜΩΝ:

Αδέλφια, δε θα σας κουράσω με λεπτομέρειες. Έχετε ακούσει τις ιστορίες. Οι ήρωες κείνης της μέρας ήταν οι πατέρες κι οι παππούδες σας. Γνωρίζετε τις τοποθεσίες. Έχετε δει τους τά­φους και τα μνημεία. Κάποιοι από σας πολεμήσατε στις γραμμές, ενώ άλλοι, παιδαρέλια τότε, ήσασταν σε θέση να καταλάβετε το μεγαλείο των γεγονότων. Κι εσείς, οι μικρότε­ροι, που δεν είχατε γεννηθεί ακόμη, έχετε ακούσει τα τραγού­δια των αρπιστών κι έχετε παρακολουθήσει τις τελετουργίες στο Ορκωμόσιον, στον τόπο των όρκων, και στο Αμαζόνιο. Σί­γουρα πιστεύετε ότι γνωρίζετε τις φάσεις της μάχης και πόσο πολύ την επηρέασε αυτή η Αμαζόνα. Πιστέψτε με, αδέλφια, δεν ξέρετε. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει, αν δεν ήταν εκεί να το δει με τα μάτια του.

Η Αντιόπη κατέβηκε όλα τα Σκαλοπάτια. Η αρχή του δρό­μου είχε καθαριστεί από το συνεχές πετροβόλημα. Οι άντρες μας εξαπέλυαν τα τελευταία αποθέματα που υπήρχαν στην κορυφή της δυτικής πλαγιάς. Έπεφταν με εκκωφαντικό θόρυ­βο στις δαιδαλώδεις οχυρώσεις του Εννεάπυλου, σηκώνοντας σύννεφα σκόνης καθώς συντρίβονταν, σπέρνοντας το θάνατο και τον πανικό στους Σκύθες και στους Γέτες, στους Θράκες και στους Καυκάσιους που ήταν μαζεμένοι κάτω από την πύ-λη. Πίσω από το παραπέτασμα της σκόνης, μονάδες του αθη-

. 403 .

Page 200: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

ναϊκού πεζικού απομάκρυναν τους τελευταίους της εχθράς από τα σημεία όπου είχαν κολλήσει στο Εννεάπυλον. Το πε­δίο ήταν ελεύθερο. Ο εχθρός ανασυντάχτηκε και συγκεντρώ­θηκε έξω από το τείχος (ή ό,τι είχε απομείνει από αυτό) του Εννεάπυλου, στη βάση του Βράχου. Η Αντιόπη άρχισε να κα­τεβαίνει τα Τριακόσια Σκαλοπάτια.

Δεν εμφανίστηκε πρώτη από την πύλη. Προπορεύονταν δύο αθηναϊκές μονάδες, υπό το Μενεσθέα και το Στιχίο. Εγώ βρισκόμουν στην πρώτη. Ο εχθρός μάς υποδέχτηκε με κραυ­γές κι αλαλαγμούς, αλλά δεν έκανε καμία κίνηση για να επι­τεθεί. Τότε η Αντιόπη προχώρησε μπροστά. Δεν κάλπαζε, όπως έχω δει στ' ανάγλυφα και στις ζωγραφιές των κρατήρων ή στους τύμβους των ηρώων. Προχωρούσε σαν να πήγαινε πε­ρίπατο. Ούτε φανέρωσε την ταυτότητά της, αναφέροντας κα­ταγωγή και γενιά, όπως είχε το δικαίωμα να κάνει κάποια στη θέση της. Αντίθετα, παρέμεινε σιωπηλή. Δε σήκωσε το χέρι για να δώσει το σήμα της επίθεσης ούτε ανέβασε την προσωπίδα με τα δόντια του αγριόχοιρου, που έκρυβε τα μά­τια της, για να επιβεβαιώσει ποια ήταν.

Πίσω της οι στοίχοι των Αθηναίων ξεχύνονταν από την πύ­λη σαν το μέλι το χειμώνα από ένα αγγείο, νωθρά και αργά. Ήταν τρομοκρατημένοι. Η πρώτη γραμμή ακούμπησε την πλάτη της στ' απομεινάρια του τείχους, αναγκάζοντας αυτές που ακολουθούσαν να τοποθετηθούν μπροστά της - έκαναν ακριβώς το αντίθετο απ' αυτό που τους είχαν διατάξει οι α­ξιωματικοί τους. Ωστόσο, ενόσω πλήθαιναν οι γραμμές, η εμπροσθοφυλακή προχώρησε. Η Αντιόπη μπήκε μπροστά. Σί­γουρα πολλοί από τους εχθρούς θα την πήραν για θεά, έτσι όπως άστραφτε η πανοπλία της, ενώ η λαμπερή θωριά της ξε­περνούσε τα ανθρώπινα όρια. Η αυγή είχε ήδη προβάλει, αλ­λά η δυτική πλαγιά ήταν ακόμα βυθισμένη στη σκιά. Έτσι η Αμαζόνα, από τη μεριά που στέκονταν οι πολιορκητές, φάνη­κε σαν ν' αναδύθηκε από το σκοτάδι στο εκτυφλωτικό φως.

Μπροστά πήγαιναν οι αντρειωμένοι των Αθηναίων, Λύκος και Πετεώς, Βίας και Τήλεφος, Τηρεύς και Ευγενίδης, Φαίαξ,

. 404 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Πυλάδης και Δημοφάων, οι ήρωες Πειρίθους (με σιδερένιο νάρθηκα) μαζί με τον Πηλέα από τη Θεσσαλία, τον Τριπτόλε-μο από την Κρήτη και το Σπαρτιάτη Αμομφάρετο. Και τέλος, ο Θησέας.

Ολοι παραχώρησαν τη θέση τους στην Αντιόπη. Εκείνη τους αγνόησε εντελώς και, όπως το διαμάντι στο στέμμα, σκόρπιζε τη λάμψη της παντού. Σήκωσε την προσωπίδα της κι αποκά­λυψε το πρόσωπό της. Φωνές αντήχησαν σ' όλο το πεδίο.

Υπάρχει ένα φαινόμενο που συμβαίνει καμιά φορά σε συ-γκεντρωμένους στρατούς, ακόμα και σε κοπάδια ή πουλιά. Μια κίνηση στο ένα άκρο μεταδίδεται πάραυτα στο άλλο. Την υποκινεί ο φόβος. Κάτω από την επήρεια του τρόμου, ένας άντρας προσπαθεί ν' αποτραβηχτεί από την πρώτη γραμμή, να προσθέσει ένα βήμα ανάμεσα σ' αυτόν και σε κείνους που θέλουν το χαμό του. Κάνει μισό βήμα προς το πλήθος, προς το σύντροφό του που βρίσκεται πίσω του. Αυτός πάλι, παρα­συρμένος απ' το δικό του φόβο, υποχωρεί και πιέζει με τη σει­ρά του τον άντρα πίσω του.

Ο φόβος είναι κολλητικός. Η κίνηση πολλαπλασιάζεται. Ένας μόνο άντρας μπορεί να διαλύσει ένα στράτευμα κι ένα βήμα να μετατραπεί σε άτακτη φυγή.

Αυτό συνέβη τώρα στον εχθρό. Καθώς οι σειρές στο πάνω μέρος της πλαγιάς οπισθοχωρούσαν μπροστά στην εμφάνιση της Αντιόπης, οι μάζες του πίεζαν εκείνες που ήταν κάτω από την κλιτύ. Κι αυτό από φόβο. Να θυμάστε, ο βάρβαρος μπο­ρεί να νιώθει δέος για τους θεούς του, αλλά φοβάται πιο πολύ τους θεούς των εχθρών του.

Αντικρίζοντας την ασύγκριτη Αντιόπη, θαρρούσε ότι έβλε­πε μιαν αθάνατη. Τι άλλο θα μπορούσε να είναι αν όχι μια θεά ή κάποια αντρειωμένη μ' έναν αόρατο θεό στο πλευρό της;

Η μάζα άρχισε να υποχωρεί, όπως η παλίρροια κατά τη ρη-χία. Έτσι, μολονότι οι άντρες στα μετόπισθεν διατηρούσαν το θάρρος τους, ήταν ανίσχυροι ν' αντισταθούν στην πίεση των μπροστινών κι αναγκάζονταν να οπισθοχωρούν κι αυτοί.

. 405 .

Page 201: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

Η Αντιόπη προχωρούσε. Ο όχλος υποχωρούσε μπροστά της. Αλλο ένα βήμα. Κι άλλο. Τότε η Αντιόπη σήκωσε το δεξί

της χέρι και με μια απότομη κίνηση κατέβασε τον προφυλα­κτήρα του προσώπου της. Εν συνεχεία έβγαλε τη λάβρυ από τη θήκη της. Μια κραυγή ακούστηκε από τα στρατεύματα των Αθηνών. Οι στοίχοι τους όρμησαν μπροστά. Ο εχθρός υποχώρησε...

Ποιος γενναίος έπεσε πρώτος κατά τη σφοδρή επίθεση της Αντιόπης; Πολλοί λένε ότι ήταν ο Άρπαλος, ο μονάρχης από τα Ριπαία Όρη, τον οποίο οι άντρες αποκαλούσαν Αρκούδα, από το τρίχωμα στο στήθος του. Ο πατέρας του μάλιστα, ο Τυφωεύς, ισχυριζόταν ότι καταγόταν από το Βόρειο Άνεμο. Ο Άρπαλος βγήκε καλπάζοντας από τον εχθρικό στρατό, αναζη­τώντας τη δόξα ότι ήταν ο πρώτος που επιτέθηκε στην ασύ­γκριτη Αμαζόνα. Ο μονάρχης βούτηξε από τη ράχη του αλό­γου του, τρυπημένος από το κοντάρι της Αντιόπης. Δεν κατα­δέχτηκε καν να το πετάξει, αλλά χρησιμοποιώντας το σαν δό­ρυ, βρήκε τον Άρπαλο κάτω από τη δεξιά θηλή. Μ' ένα δυνα­τό σπρώξιμο, το κοντάρι τον διαπέρασε ολόκληρο. Σωριάστη­κε στο χώμα, ξερνώντας το ηρωικό του αίμα.

Ο επόμενος που θέλησε να σταματήσει την έφοδο της Αντιόπης ήταν ο Αμοργός, μονάρχης όλης της Καρίας, νότια του Μαιάνδρου. Αυτός την αντιμετώπισε πεζός, τόσο ξιπα­σμένος ήταν. Είχε μαζί του τον εξάδελφο του Αριμάπασο, ηγεμόνα των Μαριανδυνών, ένα έθνος της Βιθυνίας που κατοι­κούσε στα παράλια της θάλασσας των Αμαζόνων. Όπλα τους ήταν το μαστίγιο και ο βρόχος, με τα οποία συνήθιζαν να πιά­νουν τους άγριους ταύρους της χώρας τους. Μ' αυτά λοιπόν θέλησαν να ρίξουν απ' το άλογο την Αμαζόνα και μετά να τη σκοτώσουν. Το κοντάρι βρήκε τον Αμοργό στη σχισμή του μα­τιού της περικεφαλαίας του. Τον διαπέρασε με τόση δύναμη (έτσι ανέφεραν αργότερα οι ακόλουθοι του, όταν πήγαν να ντύσουν το νεκρό) που τρύπησε το κρανίο, πέρα για πέρα. και βγήκε δυο πιθαμές από το πίσω μέρος της περικεφαλαίας.

. 406 .

OΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Ο Αμοργός έπεσε όπως γκρεμίζεται ένας τοίχος κι η πανοπλία του έγινε κομμάτια. Ο εξάδελφος του Αριμάπασος είχε περά­σει το βρόχο στο λαιμό του Λιχούδη και πάσχιζε να τον ρίξει κάτω. Η Αντιόπη στριφογύρισε με μεγάλη ταχύτητα, με απο­τέλεσμα ο μονάρχης να μπλεχτεί στην ίδια του τη θηλιά. Τον σήκωσε ψηλά και τον έσυρε πάνω στην πέτρα ώσπου πέθανε.

Οι ποιητές λένε ότι μετά η Αντιόπη σκότωσε τους δίδυμους Αγήνωρα και Γηρυόνη, μονάρχες της Λυκίας, οι οποίοι βο­σκούσαν τα κοπάδια τους από τον Σιμόεντα μέχρι το Σκά­μανδρο. Στάθηκαν κι οι δυο στα έξι πόδια και πολέμησαν με το ακόντιο που χρησιμοποιούσαν στο κυνήγι του αγριόχοιρου. Το χειρίζονταν με μεγάλη επιδεξιότητα, έτσι είπαν οι άντρες, όπως ο κυνηγός πουλιών το μαχαίρι του. Την αντιμετώπισαν στη γέφυρα όπου βρίσκεται το ηρώο του Πανδίονος. Τον πρώτο, τον Αγήνωρα, τον σκότωσε εκσφενδονίζοντας το διπλό πελέκι της. Το σιδερένιο κεφάλι τον βρήκε στην κοιλιά, στον αφαλό, σκίζοντας το θώρακα και την πολεμική του ζώνη και αδειάζοντας το σακούλι με τα σπλάχνα του. Έπεσε προς τα πίσω, ακόμα ζωντανός και ουρλιάζοντας από λύσσα όταν η Αντιόπη πήδησε από το άλογό της και, τραβώντας από την κοιλιά του τη λάβρυ, του πήρε το κεφάλι. Μέσα σ' ελάχιστα καρδιοχτύπια ήταν πάλι καβάλα και κάλπαζε. Ο δεύτερος αδελφός, ο Γηρυόνης, επιτέθηκε με το κοντάρι του καθώς η Αντιόπη έστριβε για να τον πλευρίσει. Η αιχμή βρήκε το Λι­χούδη στα καπούλια και του έκοψε ένα μικρό κομμάτι κρέας. Το άλογο γύρισε μανιασμένο (έτσι ήταν εκπαιδευμένο) και τσαλαπάτησε το κεφάλι του εχθρού του.

Ο επόμενος που σκότωσε η Αντιόπη ήταν ο Μαίμων, γιος του Σάδοκου, του μονάρχη των Τραλλών της Θράκης, αμού­στακο παιδί ακόμη. Τα παρακάλια του είχαν μαλακώσει την καρδιά του πατέρα του και τον είχε πάρει μαζί του στην εκ­στρατεία. Όμως, του βγήκε σε κακό. Το παιδί του σκοτώθηκε από τη λάβρυ της Αμαζόνας. Έστειλε στον κόσμο των νεκρών τον Ελπήνορα και το Γίγωνα, ηγεμόνες της Κολχίδας, κι έπει­τα δέχτηκε την επίθεση του Ιξίονος, του μονάρχη των Μακρό-

. 407 .

Page 202: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

νων, και του Ότυος, που ήταν αρχηγός πολέμου των Σκυθών του Χάλκινου Ποταμού. Τέσσερις αθηναϊκές μονάδες είχαν έρθει τώρα για να την ενισχύσουν, πεντακόσιοι άντρες, με αρ­χηγούς το Στιχίο και τον ήρωα Πειρίθου, που πολεμούσε με σπασμένο πόδι, τον Τήλεφο από το Μαραθώνα και το Φαίακα από την Ελευσίνα.

Παρακολούθησα μόνο την αρχή αυτών των μονομαχιών, γιατί μόλις ο πρώτος γενναίος του εχθρού, ο Άρπαλος, έπεσε τρυπημένος από το ακόντιο της Αντιόπης, το πεδίο της μάχης μετατράπηκε σε άδυτο του Άδη. Ο θάνατος του Άρπαλου σή­μανε την έναρξη της μάχης. Με μια κραυγή, οι φάλαγγες όρ­μησαν η μία πάνω στην άλλη. Η μονάδα μου παρασύρθηκε προς τα νότια, στο λόφο του Μουσείου. Την Αντιόπη η μοίρα της την έσπρωξε βόρεια, κάτω από το λόφο του Αρείου Πά­γου, στο πλάτωμα της αγοράς. Εκεί υπήρχαν Σκύθες, Θράκες και Καυκάσιοι. Καμία Αμαζόνα. Μήπως το έκανε επίτηδες η Αντιόπη; Ίσως ήλπιζε ότι θα έκαμπτε τη θέληση του λαού της χωρίς ν' αναγκαστεί να πολεμήσει με τις αντρειωμένες του.

Εκεί που βρισκόμουν εγώ, στις μονάδες υπό το Μενεσθέα και τον Πετεώ, οι γραμμές μας πολεμούσαν με Αμαζόνες από τη Θεμίσκυρα, τη Λυκαστία και την Τιτανία. Η εχθρά ήταν αλογάρισσα. Εμείς πεζοί. Έβλεπα την Ελευθερά στην αριστε­ρή πτέρυγα να μάχεται με άντρες του Λύκου, αλλά και τις άλλες σπουδαίες πολεμίστριες, την Ιππολύτη και τη Σκυλεία, τη Στρατονίκη, την Αλκίππη και τη Γλαύκη. Μήπως κι αυτές προσπαθούσαν ν' αποφύγουν την Αντιόπη; Ίσως ήλπιζαν, όπως κι εκείνη, ότι κάποια λύση θα βρισκόταν ώστε να μη βρεθούν αντιμέτωπες με τη βασίλισσά τους. Ποιος μπορούσε όμως να κρυφτεί από κείνη; Ήταν τόσο δυνατές οι ενθουσιώ­δεις φωνές ύστερα από κάθε χτύπημα της Αντιόπης, όπως και κάθε φορά που νικούσε ένα γενναίο των εχθρών, που αντη­χούσαν πέρα ως πέρα στον περιορισμένο χώρο του πεδίου (το μήκος του ήταν γύρω στα πέντε στάδια). Ήταν αδύνατο λοι­πόν να μη μαντεύουν οι ομόφυλές της τους θριάμβους της.

Η Αντιόπη νικούσε. Κατά μήκος των δύο λόφων ακούγαμε

. 408 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

τις έξαλλες φωνές των Αθηναίων που έσπρωχναν προς τα μπρος και τα μοιρολόγια των Σκυθών και των Καυκάσιων που υποχωρούσαν.

Όποιος έχει πολεμήσει έτσι ξέρει πόσο γρήγορα μεταδίδε­ται ο ήχος στο πεδίο της μάχης. Τα βογκητά της συντριβής και τις ζητωκραυγές ο πεζός τις ερμηνεύει όπως θέλει και υπακούει όπως η αγέλη των λύκων στα ουρλιαχτά του αρχη­γού της. Η μεγάλη παλίρροια που παρασύρει τα τάγματα δεν οφείλεται στις διαταγές των αρχηγών τους (γιατί ούτε τ' όνο­μά του δεν μπορεί ν' ακούσει κανείς μέσα στον ορυμαγδό της μάχης) αλλά μόνο σ' αυτό. Οι μονάδες μας παρέδωσαν το λό­φο του Μουσείου στην Ελευθερά. Άλλωστε, δεν υπήρχε τίποτα εκεί. Κινήσαμε όλοι για τον Άρειο Πάγο και την αγορά. Για την Αντιόπη! Για τη νίκη! Τη μυριζόμασταν σαν λύκοι και κραυγάζαμε καθώς τρέχαμε.

Μια λεωφόρος φαινόταν ν' ανοίγεται μπροστά μας. Πολε­μούσαμε κάτω απ' το λόφο της Αγοράς τώρα. Ο εχθρός ήταν βαρβαρικές φυλές. Είχαμε την αίσθηση ότι μαχόμασταν όλη μέρα, μα ήταν ακόμα νωρίς το πρωί. Σε καιρό ειρήνης, οι πω­λητές θα έστηναν τους πάγκους τους αυτή την ώρα. Στη νότια είσοδο της αγοράς υπάρχει ένα μέρος όπου φυλάσσονται ιερά αντικείμενα και είναι γεμάτη κρύπτες. Εδώ η μονάδα μου, του Μενεσθέως, μαζί με δύο του Πετεώ, συγκρούστηκε με μια άμορφη μάζα Ταύρων και βαρβάρων από τα Ριπαία. Ο εχθρός είχε μάθει αρκετά πώς πολεμούσε μια φάλαγγα και ήξερε ότι έπρεπε να καταλάβει και να κρατήσει ένα κομμάτι γης. Αυτό έκανε τώρα με μεγάλο πείσμα. Το οχυρό του ήταν μια σειρά από τύμβους. Οι έφοδοί μας δεν κατάφερναν να τους βγάλουν από κει. Η τοποθεσία ήταν από μόνη της τρομακτική, καθώς οι αντίπαλοι αναποδογύριζαν τις ταφόπλακες και τις χρησιμο­ποιούσαν σαν ασπίδες για να ρίχνουν αλλά και για να προ­στατεύονται από τις μεταξύ μας βολές. Καθώς η μάχη δυνά­μωνε, οι Αθηναίοι και οι βάρβαροι μπήκαν μέσα στους τάφους για να καλυφτούν, αναποδογυρίζοντας με τα πόδια τους τις οστεοθήκες καθώς μάχονταν και χάνονταν κι αυτοί. Η μάχη

. 409 .

Page 203: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

δε γινόταν από σπίτι σε σπίτι αλλά από κρύπτη σε κρύπτη. Στα μισά της τραυματίστηκα. Μια πέτρα απ' το υπέρθυρο

έπεσε πάνω μου σμπαραλιάζοντας την πατούσα του δεξιού μου ποδιού. Σωριάστηκα κάτω ουρλιάζοντας από τον πόνο. Ένας σύντροφος, που δεν έμαθα ποτέ τ' όνομά του, με τράβη­ξε πίσω από έναν τάφο κι έδεσε το πέλμα μου μ' ένα κομμάτι ύφασμα από το χιτώνα του. Ήταν κι αυτός χτυπημένος, στην κνήμη, από ένα σκυθικό σιδεροκέφαλο. «Ακούς, αδελφέ;» φώναξε, θέλοντας να τραβήξει την προσοχή μου στις κραυγές που επευφημούσαν άλλη μια νίκη της Αντιόπης. Ο σωτήρας μου τότε είπε μια παροιμία: «Πάσα πλημμυρίς περιτρέπε-ται». Κάθε πλήμμη εναλλάσσεται. Με στήριξε σ' ένα βουνα-λάκι από χώμα, όπου ήταν θαμμένα οστά, και ξαναγύρισε στη μάχη.

Πόση ώρα έμεινα σ' αυτή τη θέση δεν το ξέρω. Είδα τη Σελήνη να περνά χωρίς το άλογό της, πολεμώντας πεζή. Έχα­σα τις αισθήσεις μου. Νομίζω πως εκείνη τη στιγμή φάνηκαν δυο στρατιώτες. Φαίνεται ότι με μετέφεραν ψηλά στο λόφο. Κάποιος μου έδωσε λίγο κρασί. Η διαύγειά μου επανήλθε.

Και τότε είδα πρώτη φορά την Αντιόπη. Είχε σταματήσει σε μια χαλικόστρωτη περιοχή βόρεια του Νεκροταφείου, στην πλαγιά όπου σε καιρό ειρήνης μαζεύονται οι εργάτες που ζητούν δουλειά. Ο Σάδοκος τη γύρευε μανιωδώς σ' όλο το πε­δίο. Ήθελε να εκδικηθεί το θάνατο του γιου του. Τώρα την εί­χε βρει. Είδα πάλι τη Σελήνη με τη δόκιμή της, το Πράγμα. Ανακατεύτηκαν με τους άντρες του Σάδοκου, που κάλυπταν το μονάρχη τους δεξιά κι αριστερά. Ακριβώς απέναντι παρα-τάχτηκαν τα στρατεύματα των Αθηναίων, απ' όπου ξεπρόβα­λε τώρα η Αντιόπη καβάλα στο άτι της, ανταποκρινόμενη στην πρόκληση του ηγεμόνα της Θράκης.

Ο μονάρχης επιτέθηκε στην Αντιόπη κραδαίνοντας το ρό­παλο με τις δύο λαβές από την Εδονία. Ήθελε να της πάρει το κεφάλι καθώς περνούσαν τ' άλογα, αλλά την τελευταία στιγμή είτε έχασε την ψυχραιμία του είτε σκέφτηκε καλύτερο τρόπο να χτυπήσει. Αντί να την πλήξει με το ρόπαλό του, το

. 410 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

πέταξε από το πλάι, κι έτσι το όπλο του, που πρέπει να ζύγι­ζε περίπου έντεκα στατήρες, εκτοξεύτηκε οριζόντια εναντίον της Αντιόπης. Το φοβερό αυτό ύπλο θα την είχε κόψει στα δυο ή θα είχε πάρει το κεφάλι του αλόγου της, αν η φονική του άκρη έβρισκε το στόχο της. Αλλά η Αντιόπη υπολόγισε την περιστροφή του ροπάλου και πρόφτασε ν' απομακρυνθεί αρκετά ώστε το κεφάλι του να περάσει ξυστά από δίπλα της και η λαβή να τη χτυπήσει μόνο στο μηρό. Αλλά ακόμα κι έτσι, ήταν τόση η δύναμη του χτυπήματος που την έριξε από το άλογο. Έπεσε με μόνα όπλα της πια το διπλό πέλεκυ που κρεμόταν στην πλάτη της και το κοντό σπαθί που είχε στη μέση. Γύρω της μαζεύτηκαν πενήντα άντρες του αθηναϊκού πεζικού, οι ομάδες που πολεμούσαν από πίσω της. Όλοι αυτοί τώρα σκορπίστηκαν σαν τα ορτύκια καθώς ο Σάδοκος κάλπα­ζε με τον κέλητά του, καστανό σαν στρατιωτικό άλογο, και, παίρνοντας το ρόπαλό του καθώς έτρεχε, όρμησε εναντίον της Αντιόπης. Εκείνη τον αντιμετώπισε πεζή, ξεγλιστρώντας από το χτύπημά του την τελευταία στιγμή, για να χώσει τη λεπίδα της με το αριστερό χέρι στο στήθος του αλόγου του καθώς περνούσε. Το μαχαίρι χώθηκε τόσο βαθιά, ανέφεραν οι ομά­δες ταφής αργότερα, όταν καθάριζαν το πεδίο της μάχης, που λεπίδα και λαβή εξαφανίστηκαν μέσα στη σάρκα του ζώου κι έπρεπε να βάλουν μέσα το χέρι για να το βρουν, πόσο μάλλον να το τραβήξουν. Ο κέλητας έπεσε κάτω παρασύροντας και το Σάδοκο. Η Αντιόπη τού έκοψε το κεφάλι με το πελέκι της.

Την είδα ν' ανεβαίνει πάλι στο άλογό της. Το είχαν πιάσει μερικοί Αθηναίοι πεζοί και το είχαν φέρει πίσω. Η περικεφα­λαία της είχε καταστραφεί, τα πλούσια μαλλιά της, γεμάτα αίματα και σκόνη, ήταν μπερδεμένα κι έμοιαζαν με της Μέ­δουσας. Τα χέρια της μέχρι τους ώμους ήταν βουτηγμένα στο αίμα. Κι απ' τα χείλη της ακόμα έτρεχε το κόκκινο υγρό της ζωής. Τα δόντια της επίσης ήταν μαύρα απ' αυτό.

Ο στρατός των Θρακών διαλύθηκε στη θέα της. Το αθηναϊ­κό πεζικό όρμησε πάνω τους. Μια φοβερή κραυγή υψώθηκε από το πεδίο της μάχης. Η ηχώ του αντήχησε ανάμεσα στο

. 411 .

Page 204: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

Βράχο και στο λόφο του Αρείου Πάγου. Δε χωρούσε καμιά αμφιβολία. Ήταν η κραυγή των αντρών που βρίσκονται κοντά στη νίκη.

Τώρα όλα παίζονταν πια. Τώρα οι αντρειωμένες της Αμαζονίας έπρεπε ν' απαντή­

σουν. Πρώτη εμφανίστηκε η Γλαύκη. μέσα απ' τον καπνό πίσω

από τον οικίσκο της κρήνης κοντά στο Ελευσίνιο. Ήταν ακρι­βώς από κάτω μου. Την είδα να τοποθετεί και να στερεώνει το ιππευτικό ακόντιο στην προέκτασή του και να καλεί τους θεούς να γίνουν μάρτυρες της δόξας της. Από εκεί που βγήκε, βρέθηκε πίσω από την Αντιόπη, η οποία, παρασυρμένη από τη δίνη του πεζικού, δεν πήρε είδηση την παρουσία της αντι­πάλου της. Η Γλαύκη θα μπορούσε να πλησιάσει την Αντιόπη και να τη σκοτώσει με χίλιους τρόπους. Αλλά σταμάτησε το άλογό της, γιατί έτσι πρόσταζε η τιμή της, και φώναξε πάλι, ώσπου είδε την ομόφυλή της να σταματά και να έρχεται προς το μέρος της.

Και οι δύο Αμαζόνες επιτέθηκαν καλπάζοντας, αλλά η Αντιόπη είχε το πλεονέκτημα ότι κατέβαινε από το λόφο. Τα κοντάρια που εκτοξεύτηκαν, μισά σε μέγεθος από ένα κανονι­κό ακόντιο, έμοιαζαν με στύλους μπουγάδας, καθώς διασταυ­ρώθηκαν στα μισά της τροχιάς τους, ενώ η κάθε αντίπαλος, που είχε συγκεντρώσει την προσοχή της στο βλήμα που ερχό­ταν σφυρίζοντας κατά πάνω της, κέντησε με μανία το άλογό της για να το αποφύγει. Ένα κοντάρι που εκτοξεύεται ψηλά από το λόφο «αρμενίζει» καμιά φορά, κουβαλώντας πολύ αέ­ρα μαζί του. Πόσο μάλλον όταν φυσάει κιόλας, όπως συνήθιζε αυτή την ώρα. Έτσι ο συνδυασμός αυτών των δύο έκανε το ακόντιο της Γλαύκης να ξεστρατίσει. Η Αντιόπη χαμήλωσε και πίεσε το στήθος πάνω στη ράχη του αλόγου της καθώς η φονική αιχμή και το ξύλο περνούσαν πάνω από τον ώμο της. Το όπλο καρφώθηκε στον κορμό μιας συκιάς, που σχίστηκε καθώς η καρδιά από σίδερο καρφώθηκε πάνω της.

Το κοντάρι της Αντιόπης, που το είχε ρίξει κατεβαίνοντας

. 412 .

Ο Ι ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

την πλαγιά, προστατευμένο από το λόφο ώστε να μην απο­κλίνει, ακολούθησε την προβλεπόμενη από την Αμαζόνα πο­ρεία, αιχμή και ξύλο σε απόλυτη, θαρρείς, ισορροπία. Βρήκε το άλογο της Γλαύκης στο ψαχνό του λαιμού, το διαπέρασε και τρύπησε την πολεμίστρια ανάμεσα στον αφαλό και στο εφηβαίο. Το σιδεροκούκουτσο τρύπησε τη Γλαύκη με τόση δύναμη που η αιχμή του βγήκε από την άλλη μεριά και χώθη­κε για δεύτερη φορά στο ζώο της. Τα χέρια της καβαλάρισ-σας χαλάρωσαν, τα ηνία έπεσαν. Το κεφάλι και ο λαιμός κρέ­μασαν προς τα πίσω από το βάρος της περικεφαλαίας της. όπως στους πεθαμένους. Η αντρειωμένη και το άλογό της σω-ριάστηκαν κάτω. Από την πτώση έσπασε το κοντάρι που τους ένωνε. Αίμα ξεπήδησε από την περικεφαλαία της Γλαύκης, όταν το κεφάλι της χτύπησε με δύναμη πάνω στην πέτρα.

Κατόπιν την προκάλεσε η Αλκίππη, η Δυνατή Φοράδα. Η Αντιόπη την έριξε από το άλογο μ' ένα χτύπημα της ασπίδας της και τη σκότωσε μ' ένα κοντάρι που άρπαξε από τα ίδια της τα χέρια και το βύθισε δυο παλάμες μέσα στο στήθος της. Η επόμενη που έπεσε ήταν η Βριμούσα· τη σκότωσε τη στιγ­μή της επίθεσης. Η Κλονίη και η Λυσίππη ήταν αυτές που δέ­χτηκαν στη συνέχεια τη φονική οργή του πελεκιού της. Η πε­ρίπτωση απαιτούσε να συσταθεί μια ομάδα γενναίων Αμαζό­νων και να επιτεθούν στην Αντιόπη ταυτόχρονα. Όμως οι νό­μοι της πεδιάδας κάτι τέτοιο το απαγόρευαν. Κάθε πολεμί­στρια έπρεπε να προχωρήσει μόνη, στηριγμένη στη γενναία της καρδιά, και να μονομαχήσει με την αδελφή της, ως γυναί­κα προς γυναίκα.

Η Στρατονίκη κατάφερε να τραυματίσει την Αντιόπη μ' ένα βέλος τη στιγμή που η αντίπαλος περνούσε. Η σαΐτα δια­πέρασε ασπίδα, θώρακα και ιμάτιο, και θα έβρισκε κάποιο ζωτικό όργανο αν η αιχμή του ακολουθούσε οριζόντια πορεία, αφού οι Αμαζόνες σκοπεύουν πάντα από κοντά. Το βέλος όμως χτύπησε κάθετα και καρφώθηκε μεταξύ δεύτερου και τρίτου πλευρού. Το χτύπημα παρά λίγο να ρίξει την Αντιόπη από το άλογό της. Γλίστρησε από τα καπούλια κι έπεσε από

. 413 .

Page 205: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

τη δεξιά πλευρά -το πόδι της ακούμπησε σχεδόν στο χώμα με μεγάλη ταχύτητα- ενώ κρατιόταν από τη χαίτη με το ένα χέρι και με το άλλο έσφιγγε τόξο και βέλη. Ποιος άντρας, ακόμα κι ο Ηρακλής, θα δεχόταν ένα τέτοιο χτύπημα και θα παρέμενε ακόμη στη ράχη του αλόγου του; Κι όμως η Αντιό­πη τα κατάφερε, με το ένα χέρι, λες και δεν ήταν τίποτα. Επειδή δεν μπόρεσε να βγάλει το βέλος από το πλευρό της, τόσο βαθιά είχε εισχωρήσει, το έσπασε και συνέχισε να καλ­πάζει. Μια κραυγή ξέφυγε από τη Στρατονίκη βλέποντας το διπλό θαύμα και καταλαβαίνοντας τη δεινή της θέση.

Οι αντίπαλες πήραν φόρα και όρμησαν ξανά. Η μονομαχία γινόταν στο πλάτωμα, στον αυχένα μεταξύ των λόφων των Νυμφών και του Αρείου Πάγου, όπου όλα τα σπίτια είχαν ισο­πεδωθεί, εκτός από το ερειπωμένο σελοποιείο του Ευφορίωνος. που μερικοί τοίχοι του, ψηλοί ίσαμε τη μέση, στέκονταν ακόμα ορθοί. Οι δύο Αμαζόνες κάλπασαν προς το εμπόδιο αυτό από αντίθετες κατευθύνσεις, θέλοντας να το χρησιμοποιήσουν για να στριμώξουν η μία την άλλη. Εδώ η Στρατονίκη φάνηκε να ξεπερνά την αντίπαλό της, μειώνοντας αρκετά την ταχύτητά της ώστε η Αντιόπη να πηδήσει πρώτη τον τοίχο ενώ εκείνη, η Στρατονίκη, κάλπαζε ακόμα στο ίσιωμα. Τα βέλη τους δια­σταυρώθηκαν στον αέρα, της Αντιόπης πέρασε από πάνω, ενώ της Στρατονίκης βρήκε το στόχο του. Η σαΐτα τρύπησε την ασπίδα για δεύτερη φορά αλλά δε βρήκε ψαχνό. Τότε η Στρα­τονίκη θέλησε να πηδήσει τον τοίχο. Δεν ήταν ψηλός και το άλογο φαινόταν ξεκούραστο. Εκατοντάδες φορές, ζώο και κα-βαλάρισσα θα τον είχαν περάσει άνετα. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο όμως, οι δύο μπροστινές οπλές χτύπησαν πάνω στο πέτρι­νο εμπόδιο. Ο κέλητας κατάφερε πάντως να προσγειωθεί και, αν το έδαφος ήταν καθαρό, θα ξανάβρισκε το βηματισμό του και θ' ανέπτυσσε ταχύτητα. Η τύχη όμως ή η μοίρα θέλησε να βρει πάνω στον επόμενο μισογκρεμισμένο τοίχο, που χώριζε το σελοποιείο από τα διαμερίσματα της οικογένειας. Το ζώο έπε­σε παρασύροντας και τη Στρατονίκη, που χτύπησε στο κεφάλι. Ο σβέρκος της έσπασε κι έμεινε εκεί ακίνητη.

. 414 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Πόσες και ποιες σκότωσε η Αντιόπη μετά; Το Αγκάθι και η Ξάνθη ήταν σίγουρα ανάμεσά τους, ακόμη η Λύσσα και η Διω-ξίππη, η Παράλεια και η Αντιβρότη. Καθώς η αντρειωμένη συ­νέχιζε να σκοτώνει τη μία μετά την άλλη, φαινόταν να επιδιώ­κει το θάνατό της, κάνοντας υπερβολές. Οι τακτικές που χρησι­μοποιούσε ήταν πολύ ριψοκίνδυνες, ενώ οι βολές και τα χτυπή­ματά της πολύ φιλόδοξα, για να μην πω για τις λαβωματιές που της άφηνε κάθε σύγκρουση και για την εξάντληση από το καβαλίκεμα του αλόγου. Και ο μεγαλύτερος ήρωας ακόμα θα είχε υποκύψει. Ήταν φανερό πως η Αντιόπη επιθυμούσε να πε­θάνει με θεαματικό τρόπο, ώστε να ραγίσει τις καρδιές των ταλ Κύρτη και να κάνει το χαμό της αβάσταχτο. Όμως οι ριψοκίν­δυνες τακτικές δούλευαν υπέρ της. Την προστάτευαν. Οι άλλες Αμαζόνες ανοίγονταν πολύ, εκτιμώντας ότι μόνο κάποιο συγκε­κριμένο χτύπημα θα είχε αποτέλεσμα. Οι βολές τους όμως δεν είχαν αποτέλεσμα, ενώ της Αντιόπης έβρισκαν πάντα το στόχο τους. Όλα έδειχναν ότι θα έτρεπε το στρατό σε φυγή μόνη της.

Πού ήταν η Ελευθερά; Ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά. Ήμασταν στη μέση του πρωινού. Το κυρίως σώμα των Αμαζόνων μαχό­ταν αρκετά μακριά, νότια και ανατολικά του Βράχου, ενάντια στα στρατεύματα του Αρδηττού και στις αθηναϊκές ομάδες που είχαν ανακαταλάβει το λόφο του Μουσείου. Οι πεζοί του Θησέα προσπαθούσαν να μαντρώσουν τις Αμαζόνες εκεί, για να μην τρέξουν σε βοήθεια των Σκυθών και των Θρακών που πετσόκοβε η Αντιόπη κάτω από το λόφο του Αρείου Πάγου. Αξιωματικοί του βασιλιά ήταν οι πρωταθλητές Βίας και Δημο-φάων, μαζί με τον ήρωα Πηλέα από τη Θεσσαλία, τον Τριπτό-λεμο από την Κρήτη και τον Σπαρτιάτη Αμομφάρετο. Παρά την αντρειοσύνη των Αθηναίων, τα ραβδιά της Ελευθεράς θα μπορούσαν να περάσουν ανάμεσά τους ή απλώς να κάνουν το γύρο πίσω από το λόφο της Αγοράς και να βρεθούν μπροστά στην Αντιόπη απ' αυτόν το δρόμο. Δεν το έκαναν όμως.

Τι ήταν αυτό που εμπόδιζε την Ελευθερά; Ο ηρωισμός των αμυνομένων; Ή μήπως η Ελευθερά και η Ιππολύτη ήλπιζαν ότι κάποια άλλη γενναία των ταλ Κύρτη θα νικούσε τη βασίλισσά

. 415 .

Page 206: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

τους; Μπορεί να τις κρατούσε και ο φόβος. Όμως κάτι μου λέει ότι δεν ήταν αυτό. Νομίζω πως δεν μπορούσαν, ή δεν ήθελαν, να πιστέψουν την επανάσταση της Αντιόπης. Παρά τα όσα είχαν γίνει, οι αρχηγοί της Αμαζονίας δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι η αδελφή τους θα πολεμούσε εναντίον τους. Πόσες φορές εκείνο το πρωινό οι αγγελιοφόροι ανέφεραν τις επιτυχίες της Αντιόπης; Σίγουρα η Ελευθερά και η Ιππολύτη είχαν πληροφορηθεί την καταστροφή που έσπερνε η ομόφυλή τους. Όμως, όπως όλες οι αναφορές επιμένουν, έδιωχναν τους αγγελιοφόρους έξαλλες από θυμό.

Τελικά, οι φωνές από το πεδίο της μάχης τις ανάγκασαν να παραδεχτούν την αλήθεια. Όλοι έχετε ακουστά τον περίφημο διάλογο. Λένε ότι ο τελευταίος αγγελιοφόρος πήγε καλπάζο­ντας στην Ελευθερά και της ανέφερε τα ηρωικά κατορθώματα της Αντιόπης. «Οι θεοί πολεμούν στο πλευρό της!» φώναξε ο άντρας.

«Τότε θα τη στείλω στον Άδη», αποκρίθηκε η Ελευθερά. Ζήτησε να της φέρουν την Κοκαλιάρα, που οι δόκιμές της

είχαν απομακρύνει από τη μάχη για ν' ανασάνει λίγο και, οπλισμένη με τρία ιππευτικά ακόντια, επικαλέστηκε τον Άρη, την Εκάτη και τη Μεγάλη Μητέρα να γίνουν μάρτυρες της δί­καιης υπόθεσης της. «Θεοί, αν είστε δίκαιοι, οδηγήστε το κο­ντάρι μου!»

Κι έκανε το γύρο του λόφου της Αγοράς, αναζητώντας την Αντιόπη.

Που ήταν ο Θησέας εκείνη τη στιγμή; Είκοσι μάρτυρες λένε είκοσι διαφορετικές ιστορίες. Η λογική και τα γεγονότα στη συνέχεια τον τοποθετούν ανάμεσα στους άντρες του πεζικού, οι οποίοι υπερασπίζονταν τον αυχένα ανάμεσα στο λόφο του Αρείου Πάγου και την Ακρόπολη. Είδε άραγε την Ελευθερά, τριγυρισμένη από τις Συντρόφους της, να καλπάζει βόρεια για να συναντήσει την Αντιόπη; Και να μην την είδε, κάποιος θα του το ανέφερε. Τότε βγήκε μπροστά και καβάλησε ένα ψω-ράλογο που το έλεγαν η Μύτη του Ράφτη και, όπως λένε οι άντρες, έκανε νόημα στο Σκύθη Βόργη.

. 416 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Ήταν μια δολοπλοκία που είχε στήσει ο Θησέας αρκετές μέρες πριν. Ήθελε να εξαγοράσει τους βάρβαρους με χρυσά­φι. Ο Θησέας θα έδινε το θησαυρό της Ακρόπολης στο Βόργη και στους ιππότες των Σιδηρών Ορέων, αν ο μονάρχης έπαιρ­νε τα λάφυρά του κι έφευγε. Ο Βόργης είχε δεχτεί. Είχε έρθει λοιπόν η ώρα. Ο Θησέας έκανε το σήμα.

Αλλά στον πόλεμο τίποτα δεν είναι σίγουρο. Επικρατούν ο καιροσκοπισμός και ο τυχοδιωκτισμός. Γιατί να κάνει πίσω και να δεχτεί ένα μέρος μόνο των λαφύρων, σκέφτηκε ο Σκύ-θης (γιατί σίγουρα ο Θησέας θα είχε κρατήσει το καλύτερο μοιράδι), αφού αν έκανε υπομονή θα τα έπαιρνε όλα;

Ένα σαγιτοβόλι υποδέχτηκε το σήμα του Θησέα. Οι βάρβα­ροι επιτέθηκαν στα νώτα των Αθηναίων.

Και τότε, στην πεδιάδα, κάτω από το λόφο της Αγοράς, εκεί όπου βρίσκεται σήμερα ο ναός των Αμαζόνων, φάνηκε η Ελευθερά φωνάζοντας το όνομα της Αντιόπης. Ούτε εκείνη ούτε καμιά από τη φυλή της γνώριζαν το παραμικρό για τη συνωμοσία του Θησέα. Μπροστά στην έφοδο της Ελευθεράς (γιατί την ακολουθούσαν στρατεύματα της εχθράς) ο στρατός μας υποχώρησε άτακτα, παραδίδοντας την αγορά και το νε­κροταφείο, που είχαμε καταλάβει με φοβερό κόστος.

Η κατάσταση του πεδίου της μάχης είχε ως εξής: νότια και ανατολικά του Βράχου, Αμαζόνες και Σκύθες θριάμβευαν. Ανάμεσα στο λόφο του Αρείου Πάγου και στην Ακρόπολη, οι Αθηναίοι υπό το Θησέα υποχωρούσαν, κάτω από την πίεση των Αμαζόνων της Λυκαστίας και των Σκυθών από τα Σιδηρά Όρη με αρχηγό το Βόργη. Βόρεια, εκεί όπου εκτείνονταν το Νεκροταφείο και η αγορά, κάτω από τους λόφους της Αγοράς και των Νυμφών, οι Αμαζόνες, οι θράκες και οι Καυκάσιοι μάχονταν με τους Αθηναίους υπό το Λύκο και το Μενεσθέα. τον Πειρίθου και το Στιχίο.

Εκεί ήταν η Αντιόπη. Όπου πήγε και η Ελευθερά. Οι δύο αντρειωμένες θα μονομαχούσαν στην πλαγιά του

λόφου της Αγοράς. Καθεμιά προσπάθησε να είναι πιο ψηλά

. 417 .

Page 207: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

από την αντίπαλο της. Η Αντιόπη είχε αρκετές λαβωματιές, η πιο σοβαρή το σιδεροκέφαλο που ήταν χωμένο στα πλευρά της. Προσπάθησε να κρύψει τις αδυναμίες της, αλλά η πλαγιά την πρόδωσε, γιατί αναγκάστηκε να δείξει ότι προτιμούσε τη δεξιά μεριά. Η Ελευθερά, που το κατάλαβε, κατέλαβε την αριστερή του πεδίου, ώστε η Αντιόπη, αν έριχνε, να το έκανε πάνω από το σώμα της. Η Αντιόπη τότε έβαλε στη θήκη το δόρυ της και πήρε το τόξο. Γύρω τους, σε όλα τα σημεία, η μάχη είχε σταμα­τήσει. Λες και το πρόσταξε ο ίδιος ο θεός. Γιατί οι άνθρωποι που πολεμούσαν ήταν ευσεβείς κι όλοι πίστευαν πως όποια από τις δύο αντρειωμένες νικούσε θα σφράγιζε ολόκληρη τη μάχη.

Η Ελευθερά άρχισε αμέσως να καλπάζει στην πλαγιά. Είχε παραχωρήσει το πάνω μέρος του λόφου στην αντίπαλό της, η οποία τώρα κατέβαινε με μεγάλη ταχύτητα. Καθώς περνού­σαν η μία δίπλα από την άλλη, η Ελευθερά ανασηκώθηκε στη ράχη της Κοκαλιάρας για να ρίξει το ιππευτικό κοντάρι της. Η Αντιόπη τέντωσε το τόξο. Το βέλος της διασταυρώθηκε με το βλήμα της Ελευθεράς και χτύπησε την ασπίδα από αρκου-δοτόμαρο, η οποία είχε τρία στρώματα δέρμα και ήταν ενω­μένη με τένοντες. Η σαΐτα της Αντιόπης κατάφερε να διαπε­ράσει την ασπίδα, παρόλο που ήταν σκληρή σαν καβούκι χε­λώνας, και στη συνέχεια το χέρι της Ελευθεράς, για να κατα­λήξει στο σιδερένιο θώρακα ακριβώς κάτω από την καρδιά. Τότε το βέλος έσπασε και η αιχμή προσέκρουσε πάνω στο σί­δερο, χωρίς να δώσει το μοιραίο πλήγμα. Το ακόντιο της αρ­χηγού των Αμαζόνων, αν και εκτοξεύτηκε με δύναμη, άλλαξε πορεία από μια ριπή του ανέμου.

Οι καβαλάρισσες έκαναν στροφή κι επιτέθηκαν ξανά. Η Ελευθερά πέταξε την ασπίδα της στο χώμα. Προφανώς είχε αποφασίσει να τα παίξει όλα για όλα. Βρισκόταν ψηλά στο λόφο. Όρμησε καλπάζοντας, ανασηκωμένη στη ράχη του αλό­γου της, για να πραγματοποιήσει τη δεύτερη βολή, αδιαφορώ­ντας για την ασφάλειά της. Πάλι το βέλος της Αντιόπης βρήκε πάνω στο σιδερένιο θώρακα. Πάλι το κοντάρι της Ελευθεράς άλλαξε κατεύθυνση.

. 418 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Με κάθε χαμένο χτύπημα, δυνατά βογκητά ξέφευγαν από τα λαρύγγια των Αμαζόνων και των συμμάχων τους, λες και είχαν χτυπηθεί οι ίδιοι, ενώ από τις αθηναϊκές γραμμές αντη­χούσαν φωνές χαράς, για ν' ακολουθήσουν οι δικοί τους θρή­νοι βλέποντας την Ελευθερά να μην πέφτει. Η ίδια η Αμαζόνα τότε ύψωσε τη φωνή στον Παντοδύναμο και είπε:

«Γιε του Κρόνου, βλέπω ότι αποφάσισες να χαρίσεις τη νί­κη στους Αθηναίους και ότι δεν υπολογίζεις καθόλου την αν­δρεία του έθνους μας. Καλύτερα λοιπόν να πάω στον Άδη, γιατί ποτέ δε θα παραδοθώ σ' αυτούς ή σε σένα!»

Η Ελευθερά επιτέθηκε για τρίτη φορά και η Αντιόπη απά­ντησε ξανά. Πολλοί άντρες ήταν πιο κοντά στο πεδίο της μά­χης από μένα, ανάμεσά τους και ο αδελφός μου, ο οποίος πο­λεμούσε ακόμη με τις ομάδες του Μενεσθέως, που είχε τρέψει σε φυγή τους Θράκες. Ορκίζεται λοιπόν, όπως πολλοί άλλοι αξιόπιστοι αυτόπτες μάρτυρες, ότι στο αποκορύφωμα της τε­λικής εφόδου, η Αντιόπη άλλαξε κατεύθυνση επίτηδες, γυρνώ­ντας το λαιμό του Λιχούδη κι εκθέτοντας έτσι τον εαυτό της. Αυτή η εκδοχή επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι δεν κρατούσε όπλο. Κάλπαζε με άδεια χέρια προς την Ελευθερά.

Αυτό ήταν το τέλος της αρχόντισσάς μας. Η Ελευθερά έρι­ξε από πολύ κοντά. Η φονική αιχμή του ακοντίου χώθηκε στο στήθος της Αντιόπης πριν η άλλη άκρη φύγει καν από την προέκταση. Η Αντιόπη έπεσε από τα καπούλια του Λιχούδη όπως κατεβάζει από το ράφι το οργισμένο χέρι ενός παιδιού μια κούκλα. Μπορούσες ν' ακούσεις το κοντάρι να σπάει τη στιγμή που το τρυπημένο κορμί της κυράς μας έπεφτε πάνω στην πέτρα, όχι ανάσκελα αλλά μπρούμυτα, καθώς το πανω-κόρμι της μέσα στην πανοπλία έκανε μια στροφή στον αέρα. Πρώτα χτύπησε η ασπίδα της και μετά τα πόδια της. Οι λωρί­δες του θώρακά της έσπασαν. Οι περικνημίδες έφυγαν από τα πόδια της. Η Ελευθερά πήδησε από το άλογο. Για μια στιγμή στάθηκε πάνω από το ακίνητο σώμα της Αντιόπης. Όλοι στην πεδιάδα είχαν παγώσει. Δεν ακούστηκε κανένας ήχος. Ούτε μια κραυγή. Κανείς δεν πίστευε ότι η ακατανίκητη μέχρι τώ-

Page 208: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

ρα Αντιόπη είχε ηττηθεί. Αλλά αυτή που φαινόταν να τα έχει χαμένα πιο πολύ απ' όλους ήταν η Ελευθερά. Από κει που στεκόμουν, έβλεπα το πρόσωπό της καθαρά. Θα με πιστέψε­τε, αδέλφια, αν σας πω ότι τα μάτια της ικέτευαν την αρχό­ντισσα: Σήκω πάνω!

«Αι-ιιι!» ούρλιαξε η Ελευθερά, μια κραυγή όχι θριάμβου αλλά δέους. Το ίδιο μοιρολόι αντήχησε από τις σειρές των Αθηναίων, αντρειώθηκε από κείνες της εχθράς, ώσπου και οι δυο στρατοί, οι Αθηναίοι επειδή έχασαν την ηρωίδα τους, οι Αμαζόνες για τη διαστροφή της μοίρας, ολοφύρονταν από απελπισία.

Ένα ραβδί, με αρχηγούς τη Λεύκα και την Ξανθίππη, προ­χώρησε για να διεκδικήσει το σώμα της βασίλισσας τους. Δυο πολεμίστριες έπιασαν το λάφυρό τους από τους αστραγάλους κι ετοιμάστηκαν να το σύρουν στις γραμμές των Αμαζόνων.

Εκείνη τη στιγμή μέσα από τις σειρές φάνηκε ο Θησέας. Όταν είδε να σέρνουν το άψυχο κορμί της αγαπημένης του στο χώμα, μια φοβερή κραυγή βγήκε απ' το λαρύγγι του. Δεν έμοιαζε με ανθρώπινη, θύμιζε πιότερο ταύρο. Έμοιαζε μάλι­στα με ταύρο, με τη μεγάλη κερασφόρο περικεφαλαία του, με τον ομφαλό της ασπίδας του πάνω στο σπασμένο του χέρι. ενώ τα υγρά από τα ρουθούνια του έβγαιναν καυτά σαν ατμός στον αέρα. Όσοι τον είδαν από κοντά δήλωσαν ότι το ασπράδι των ματιών του είχε γίνει κατακόκκινο σαν αίμα και διάβαζε κανείς μέσα τους μια θλίψη αρχέγονη.

Μ' ένα ουρλιαχτό, ο Θησέας επιτέθηκε στις Αμαζόνες, που σκορπίστηκαν μπροστά του. Ο βασιλιάς δεν πήρε το σώμα ο ίδιος, το άφησε στους Συντρόφους του που έτρεξαν ξοπίσω του, απομακρύνοντας μόνο τους περίεργους. Έπειτα, μ' ένα βρυχηθμό, προχώρησε μπροστά και κάλεσε την Ελευθερά να βγει έξω.

Πριν προλάβει η αρχηγός των Αμαζόνων να παρουσιαστεί, οι σειρές του στρατού της παραμέρισαν αποκαλύπτοντάς την. Ο Θησέας όρμησε στη ρωγμή. Δεν αποκάλεσε την Ελευθερά με τ' όνομά της που σημαίνει ελευθερία, αλλά Μολπαδία,

. 420 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

«Τραγούδι Θανάτου», όπως την είχαν ονομάσει οι Σκύθες των Σιδηρών Ορέων, ενώ καλούσε τους θεούς να θυμηθούν τη σφαγή στον Τάναϊ και στα Ξεροβούνια.

Ο μονόχειρας βασιλιάς επιτέθηκε στην Αμαζόνα. Το πρώτο χτύπημα βρήκε το γεροδεμένο ζώο της στην καρδιά, καθώς η Ελευθερά ετοιμαζόταν για τη σύγκρουση. Κανείς θνητός δε θα μπορούσε αβοήθητος να ορμήσει όπως τότε ο Θησέας. Η Ελευθερά αντιλήφθηκε την παρέμβαση του θεού. Έκανε στροφή και το έβαλε στα πόδια.

Ο βασιλιάς την κυνήγησε στην πλαγιά του Αρείου Πάγου, ανάμεσα στις σειρές της εχθράς, που παραμέριζαν μπροστά του. Έπειτα προς τα κάτω, εκεί όπου κάποτε βρισκόταν η Πύλη των Αιγειδών, ερείπια τώρα. Δύο φορές η Ελευθερά σταμάτησε κι έριξε, αλλά η μάνητα με την οποία την κυνη­γούσε ο Θησέας είχε κλέψει το πολεμικό της πνεύμα. Οι βο­λές της καρφώθηκαν στο χώμα.

Τελικά, μπροστά στα χαλάσματα του Ναού του Φόβου, εμ­φανίστηκε η αδελφή της Ελευθεράς, η Σκυλεία. «Για πού το 'βαλες, αδελφή;» Και μ' αυτά τα λόγια, η Σκυλεία σταμάτησε τη φυγή της Αμαζόνας και την έκανε να ξαναβρεί την ανδρεία της. «Μήπως ψάχνεις για τη μήτρα της μάνας μας, να ξανα­μπείς μέσα;»

Οι δύο αδελφές ετοιμάστηκαν ν' αντιμετωπίσουν μαζί το βασιλιά των Αθηνών.

Ο Θησέας σκότωσε τη Σκυλεία μ' ένα χτύπημα, παίρνοντας περικεφαλαία και κεφάλι με το ρόπαλό του. Την Ελευθερά τη χτύπησε στα γόνατα, ενώ κλονιζόταν ολόκληρος από τη φοβε­ρή αντεπίθεσή της. Πρώτα της έσπασε αριστερό μηρό και πό­δι, μετά τον ώμο. Εκείνη σωριάστηκε αναίσθητη, ενώ η ασπί­δα της πολτοποιήθηκε. Ο Θησέας σήκωσε το ρόπαλο για να την αποτελειώσει, και θα το είχε κάνει αν δε δεχόταν δυο βέ­λη, ένα στο βραχίονα κι ένα στην κοιλιά. Ένα ραβδί Αμαζόνων όρμησε εναντίον του, καβάλα στ' άλογα και πεζή. Οι Σύντρο­φοι του βασιλιά μπήκαν στη μέση κι έσωσαν τον ήρωά τους.

Αγρια συμπλοκή ξέσπασε πάνω από το σώμα της Ελευθε-

. 421 .

Page 209: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

ράς. Την ίδια στιγμή, μια κραυγή που δεν είχε ακουστεί μέχρι τώρα, ανέβηκε νότια του πεδίου. Δεν ήταν πολεμική φωνή άλ­λα κάτι άλλο, που δεν είχε επαναληφθεί κατά τη διάρκεια της πολιορκίας. Δεν το ξέραμε τότε, όσοι από μας ήμασταν στη δυτική περιοχή, αλλά στο Νότο το μέτωπο των εχθρών είχε σπάσει. Οι Σκύθες είχαν αποσκιρτήσει. Είχαν αφήσει τις Αμα­ζόνες στην τύχη τους.

Η μάχη πάνω από το σώμα της Ελευθεράς συνεχιζόταν, θαρρείς και όλο το δυτικό πεδίο είχε μαζευτεί εκεί. Είχα ση-κωθεί, κουτσαίνοντας στο ένα πόδι, χρησιμοποιώντας το δόρυ μου για ραβδί. «Εμπρός, παιδιά! Διεκδικήστε το σώμα!» φώ­ναζα σε κείνους που με προσπερνούσαν.

Σωριάστηκα εξουθενωμένος σε μια πέτρα. Το σώμα της Ελευθεράς άλλαξε χέρια τέσσερις φορές, είπαν αργότερα οι άντρες. Στην τελευταία σύγκρουση, τα παλικάρια μας κατά­φεραν να δέσουν μια αλυσίδα στα πόδια της Αμαζόνας κι άρ­χισαν να την τραβάνε.

Από κει που ήμουν, η σκόνη και ο καπνός δε μου επέτρε­παν να βλέπω καθαρά τη συμπλοκή. Αυτόπτες μάρτυρες ανέ­φεραν αργότερα ότι μια ομάδα από περίπου είκοσι Αμαζόνες σχημάτισαν μέτωπο μπροστά στο σώμα της αρχηγού τους και, με την κάλυψη των συντρόφων τους που είχαν συγκε­ντρωθεί αριστερά, δεξιά και πίσω, κατάφεραν τελικά ν' απω­θήσουν τους Αθηναίους και να πάρουν το σώμα της Ελευθε­ράς. Γενναιότερη απ' όλες τις πολεμίστριες υπήρξε μία η οποία, κρίνοντας από το αίμα και τη σκόνη που την κάλυπταν απ' την κορφή ίσαμε τα νύχια, ήταν φανερό ότι είχε χάσει την ιππεία της, την ικανότητά της να επιβάλλεται στα άλογα, και πολεμούσε όλη μέρα πεζή.

Ήταν η Σελήνη.

. 422 .

Βιβλίο δωδέκατο ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Page 210: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

35 Το ορκωμόσιον

Μ Η Τ Ε Ρ Α Χ Α Ρ Ι Τ Ω :

Σ' αυτό το σημείο ο θείος έσπασε, τον έπνιξε η συγκίνηση. Ώρα πολλή δεν μπορούσε να συνεχίσει. Οι άντρες της διωκτι­κής ομάδας απέστρεψαν το βλέμμα, γιατί δεν ήθελαν να με­γαλώσουν τη σύγχυση του συντρόφου τους, επικεντρώνοντας την προσοχή τους πάνω του.

Είχαν περάσει είκοσι δύο μέρες από τότε που ο Δάμων και οι άλλοι παλαίμαχοι της πρώτης εκστρατείας στην Αμαζονία, ανάμεσά τους κι ο πατέρας, ανταποκρινόμενοι στην έκκληση του νεαρού άρχοντα Αττικού, είχαν αρχίσει να διηγούνται την ιστορία της πόλης μας με τις αντιάνειρες (ίσες με τους άντρες) γυναίκες. Στο μεταξύ, τα πλοία μας συνέχισαν να πλέουν προς την Ανατολή. Τη δέκατη έκτη μέρα διάβηκαν τον Ελλήσποντο και την εικοστή πρώτη μπήκαν στη Θάλασσα των Αμαζόνων. Αυτή τη νύχτα, την εικοστή δεύτερη, είχαμε αρά­ξει κάτω από ένα ακρωτήρι που το λένε (έτσι μας είπαν οι ψαράδες) Ομφαλό του Ελέους. Σ' αυτή την περιοχή είχε πα­ρασυρθεί μια ομάδα Αμαζόνων κατά το ταξίδι της επιστροφής από την πόλη των Αθηνών. Είχαν απομακρυνθεί από την κυ­ρίως φάλαγγα από ένα είδος χιονοστρόβιλου, «ριπαίους» τους αποκαλούν σ' αυτά τα μέρη, που χτυπούν απροειδοποίητα κάθε τέτοια εποχή. Οι Αμαζόνες είχαν καταφύγει στο ίδιο απάνεμο μέρος όπου είχε κατασκηνώσει τώρα και η δική μας

. 425 .

Page 211: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

ομάδα, όταν δέχτηκαν αιφνιδιαστική επίθεση από Τάφιους πειρατές, οι οποίοι προφανώς κατείχαν το μέρος, και νικήθη­καν. Τις έδεσαν σε πασσάλους που έμπηξαν στη γη και τους έβαψαν το λαιμό για να τους πάρουν το κεφάλι. Όμως ξάφ­νου ο τόπος σείστηκε από τις βροντές. Οι κεραυνοί του Δία έσκισαν τη σπηλιά. Οι πειρατές πίστεψαν ότι τους τιμωρούσε ο Κεραυνόχαρος θεός που προστατεύει τους ταξιδιώτες. Έντρομοι, ελευθέρωσαν τις γυναίκες και τις άφησαν να φύ­γουν χωρίς να τις πειράξουν.

«Θα συνέλθω λοιπόν κι εγώ», παρατήρησε ο Δάμων λίγο μετά. Ήπιε κρασί και, σαν συνήλθε πάλι, συνέχισε την ιστορία από κει που την είχε αφήσει - στην πτώση της Ελευθεράς, στην κορύφωση της μάχης των Αθηνών.

Με το σκοτάδι η μάχη σταμάτησε, είπε ο θείος. Οι συ­γκρούσεις είχαν βαστάξει όλη μέρα, πριν από τη μάχη πάνω από το σώμα της Ελευθεράς, χωρίς κάποια από τις δύο πλευ­ρές να κυριαρχήσει στο πεδίο. Η πολιορκία πάντως είχε σπά­σει. Οι συμπατριώτες μας από τα ορεινά οχυρά, με τις ενισχύ­σεις των τοπικών αρχόντων και των συμμάχων από τις Δώδε­κα Πόλεις, είχαν εισβάλει από τα νότια και τ' ανατολικά, απωθώντας τις Αμαζόνες από τον Άρειο Πάγο και καταστρέ­φοντας το στρατόπεδό τους. Αυτό δεν ήταν ιδιαίτερα σημα­ντικό, διευκρίνισε ο θείος, αφού η εχθρά είχε απλώς υποχωρή­σει δυτικά, στην επόμενη κορυφογραμμή, όπου έστησε και­νούριους καταυλισμούς, διαθέτοντας ακόμη την αριθμητική υπεροχή, δύο προς ένα, παρά την αποσκίρτηση των συμμάχων της.

Πράγματι, συνέχισε ο Δάμων, οι Σκύθες του Βόργη είχαν φύγει τη χειρότερη για τις Αμαζόνες στιγμή. Τα πράγματα έγιναν ως εξής:

Όπως θα θυμάστε, ο Θησέας είχε συνωμοτήσει με το Βόρ­γη να του παραδώσει το χρυσάφι της Ακρόπολης, με τη συμ-φωνία ν' αποσύρει τους άντρες του από την υπόθεση των Αμαζόνων. Όμως ο ηγεμόνας των Σκυθών τον είχε προδώσει. Μια και το μεσημέρι είχε βρει τα στρατεύματά του νικητές, ο

. 426 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Βόργης επιτέθηκε στο Βράχο. Η αντίσταση των Αθηναίων κα­τέρρευσε. Οι βάρβαροι άρχισαν να σκαρφαλώνουν την πλα­γιά. Στην κορυφή τα έλκηθρα και τα καρότσια με το χρυσάφι ήταν έτοιμα για την παραλαβή. Τα υπερασπίζονταν καμιά πε­ντακοσαριά γυναίκες, που είχε κρατήσει ο Θησέας για να μα­γειρεύουν και να φροντίζουν τους τραυματίες.

Τότε κάποια Δώρα, χήρα του λοχαγού Θόαντος, ο οποίος είχε σκοτωθεί στο λόφο της Αγοράς εκείνο το πρωί, συνένωσε τις αδελφές της τη δύσκολη εκείνη ώρα. Οι γυναίκες λοιπόν ζεύτηκαν τα έλκηθρα στους ώμους (αφού δεν είχε απομείνει κανένα μουλάρι) και τα έσυραν μέχρι το χείλος του Βράχου. Εκεί, με δυνατές φωνές, για να τραβήξουν την προσοχή των Σκυθών, πέταξαν το χρυσάφι κάτω.

Όλοι ξέρουν το πανδαιμόνιο που ακολούθησε. Ωστόσο δεν πρέπει ν' αποδώσουμε φόρο τιμής μόνο στην ηρωίδα Δώρα για την εξυπνάδα της, αλλά και στο χαλκουργό Τιμόθεο από την Όα, γιατί δική του ιδέα ήταν να πετάξουν το χρυσάφι όχι σε ράβδους, που θα μπορούσαν εύκολα οι μονάρχες να τις ιδιοποιηθούν χωρίς να διαταραχθεί η τάξη των στρατευμάτων τους, αλλά να τις κόψουν σε πολύ μικρά κομμάτια και να τ' ανακατέψουν με μπόλικο μολύβι βαμμένο με χρυσή μπογιά. Αυτά λοιπόν σκορπίστηκαν σ' όλο το σκυθικό μέτωπο σαν κουφέτα σε γάμο.

Ακολούθησε αναταραχή και τσακωμός μεγάλος, όπου κα­νένας εχθρός δεν μπορούσε να πάρει απλώς ένα κομμάτι και να κάνει την τύχη του, αλλά έπρεπε να σκαλίζει το χώμα ψα­ρεύοντας χούφτες από τους απατηλούς βόλους. Κι αντί να τσακώνεται με μας, τους εχθρούς του, τα έβαζε με τους συ­ντρόφους του. Πολέμαρχοι έχωναν τους χρυσούς βόλους σε ασκιά και φαρέτρες, στα υποδήματα, και στο στόμα τους ακόμα, μέσα σ' ένα πανδαιμόνιο που έγινε αντιληπτό αμέσως από τ' αδέλφια τους σε όλο το πεδίο. Χάλασαν τότε κι αυτοί τις γραμμές τους για να ορμήσουν στη λεία.

Στο μεταξύ, πάνω στο Βράχο, οι γυναίκες των Αθηνών εί­χαν αρχίσει να κάνουν σήματα, που οι αξιωματικοί από κάτω

. 427 .

Page 212: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

δεν μπορούσαν. Με τον ολάστραφτο χαλκό των ασπίδων έστειλαν τούτο το μήνυμα στους συμπολίτες μας στα φρούρια του Υμηττού και του Λυκαβηττού, στους άρχοντες της υπαί­θρου και στους συμμάχους των Δώδεκα Πόλεων: «Βοηδρομή-σατε! Σπεύσατε σε βοήθεια αμέσως!» Στη μνήμη αυτής της μέρας, τότε που ο Θησέας νίκησε τις Αμαζόνες, γίνεται η γιορτή που ονομάστηκε Βοηδρόμια* και ο αντίστοιχος μήνας καλείται Βοηδρομιών.

Η φρενίτιδα που έπιασε τους πολέμαρχους άφησε ακάλυ­πτη τη νότια πλευρά του πεδίου κι έτσι οι σύμμαχοι μας μπή­καν ανενόχλητοι. Οι αξιωματικοί τους αποφάσισαν σοφά να κατεβάσουν πρώτα τις γυναίκες από την κορυφή. Ο Θησέας είχε γυρίσει τώρα από τη μάχη δυτικά του Βράχου. Οι πολλές λαβωματιές δεν του επέτρεπαν να πολεμήσει, αλλά ήταν σε θέση να διοικεί. Άφησε τους Σκύθες να λεηλατήσουν την Πό­λη. Μέχρι να πέσει η νύχτα, είπε ο Δάμων, ο εχθρός δεν είχε αφήσει τίποτε πάνω στην Ακρόπολη. Οι άντρες ανέφεραν ότι ο Βόργης είχε κατουρήσει θριαμβευτικά από την κορφή του Βράχου. Δεν πειράζει, ήταν η απάντηση του Θησέα. Με τη σκύλευση της Ακρόπολης, ο μονάρχης των Σκυθών είχε απο­καταστήσει το κύρος του μεταξύ των ομοφύλων του, και με την αποσκίρτησή του από την υπόθεση των Αμαζόνων είχε εκδικηθεί το θάνατο του αδελφού του Αρσάκη και τη δική του ταπείνωση.

Μέσα σε δύο μέρες οι Σκύθες τα μάζεψαν κι έφυγαν. Οι υπόλοιποι δεν άργησαν να τους ακολουθήσουν. Φύλαρχοι απ' όλα τα έθνη το έβαλαν στα πόδια επίσης, επειδή φοβήθηκαν για τη γη και τα κοπάδια τους. Δεν είχαν καμία εμπιστοσύνη στους πρώην συμμάχους τους. Μέσα σε λίγες μέρες, η πολιορ­κία ήταν πλέον υπόθεση των Αμαζόνων.

Το μεγαλύτερο τμήμα της Αττικής ήταν ακόμα στα χέρια τους. Όμως δεν είχαν πια τον έλεγχο. Είχαν χάσει τις περισ-

* Τα Βοηδρόμια τελούνταν στην Αθήνα την έβδομη ημέρα του Βοηδρο-μιώνος, δηλαδή στις 22 Σεπτεμβρίου. (Σ.τ.Μ.)

. 428 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

σότερες αντρειωμένες τους. Ο ανθός δύο γενεών είχε αποδε­κατιστεί. Μολονότι οι Αμαζόνες υπερτερούσαν στο πεδίο, χω­ρίς τους Σκύθες και τους Θράκες ο στρατός τους δεν μπορού­σε να εκμεταλλευτεί αυτή την υπεροχή και να νικήσει. Κάθε μέρα, οι άντρες μας επισκεύαζαν ένα τμήμα του τείχους και των οχυρωμάτων. Κάθε αυγή καινούριοι σύμμαχοι ενίσχυαν τα οχυρά μας κάτω από το Βράχο.

Η εχθρά βρισκόταν σε αδιέξοδο. Δεν είχε τη δύναμη ν' απωθήσει τους πολιορκημένους από τις νέες θέσεις τους, αλλά ούτε οι γενναίοι των Αθηνών μπορούσαν να διώξουν την αντί­μαχο από τις δικές της. Και οι δύο πλευρές είχαν σακατευτεί από τις απώλειες, δεν είχαν την καρδιά και το σθένος να συ­νεχίσουν τις επιθέσεις.

Η ίδια η γη είχε ερημωθεί. Δεν είχε μείνει ούτε ένα δέντρο, έτσι φαινόταν, ούτε ένα σπίτι ή πύλη, ούτε καν ένα κομμάτι τοίχου για να στερεώσεις μια σκηνή. Δεν είχαν γλιτώσει ούτε τα ιερά των θεών. Όλα όσα ήταν στην οδό του Ναού του Ελέ­ους είχαν καταστραφεί και οι πέτρες είχαν χρησιμοποιηθεί για πολεμοφόδια. Αλλά το χειρότερο απ' όλα ήταν η δυσοσμία. Μέρες ολόκληρες τα κουφάρια παρέμεναν κάτω από βουνά ερειπίων. Οι διασώστες δούλευαν σ' ένα τοπίο ερήμωσης και θανάτου.

Τίποτα δεν είχε μείνει όρθιο, ανέφερε ο Δάμων, λες και κά­ποια κατάρα είχε πέσει στην περιοχή, ούτε ένα αντικείμενο ή σκεύος, όσο ταπεινά κι αν ήταν. Δεν έβρισκες πάγκο να καθί­σεις ή τοίχο να στηριχτείς, μήτε μια παιδική κούκλα. Οτιδήπο­τε υπήρχε κάτω από τα κεραμίδια ενός σπιτιού, κάθε πράγμα φτιαγμένο από ανθρώπου χέρι, είχε σπάσει ή είχε σκιστεί. Αν κατά τύχη ένα αντικείμενο ήταν άθικτο, κάποιος πήγαινε και το έκανε κομμάτια. Ό,τι είχαν αφήσει οι Αμαζόνες το κατέ­στρεφαν οι δικοί μας, με μόνο σκοπό να ευθυγραμμιστούν με την κακία των θεών και τη σκληρότητα του πολέμου. Στο τέ­λος, είπε ο Δάμων, μπορούσες να διασχίσεις την πόλη απ' άκρη σ' άκρη και να μη βρεις ούτε ένα χρήσιμο αντικείμενο, εκτός από όπλα και γυλιούς. Το τοπίο ήταν μια γη ερημωμέ-

. 429 .

Page 213: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

νη. Όταν επέστρεψαν τα πρώτα γυναικόπαιδα από την Εύ­βοια, η απελπισία τους αντικρίζοντας την ερειπωμένη πόλη ήταν τόσο μεγάλη, που ο Θησέας διέταξε να σταματήσει ο επαναπατρισμός όσο κι αν λαχταρούσαν οι άντρες τις γυναί­κες και τα παιδιά τους.

Αρχισε η ταφή. Μέρες ολόκληρες έκαιγαν οι πυρές στα στρατόπεδα και των δύο στρατών, θαρρείς και η θλίψη, είπε ο Δάμων, ήταν το μόνο που διέθεταν εν αφθονία και οι δύο πλευ­ρές. Το μέγεθος της συμφοράς, τώρα που οι απώλειες μπορού­σαν να καταμετρηθούν, ξεπερνούσε την ικανότητα και των δύο αντιπάλων να την ξεπεράσουν. Ακόμη, οι γραμμές των αντιμά­χων ήταν τόσο κοντά που μπορούσες άνετα να παρακολουθή­σεις τις τελετουργίες και τα μοιρολόγια τους. Από το λόφο του Μουσείου, χιλιάδες Αθηναίοι κοίταζαν τις Αμαζόνες να θάβουν την Ελευθερά. Όταν ήρθε η στιγμή να στήσουν τον τύμβο της Αντιόπης, ο Θησέας έστειλε ένα δρομέα στην Ιππολύτη (η οποία διοικούσε τώρα μόνη το στρατό εισβολής) να της πει ότι όποια επιθυμούσε να παρευρεθεί ήταν καλοδεχούμενη.

Όλος ο στρατός της Αμαζονίας έδωσε το παρών. Ύστερα από αυτό, η εχθρότητα μεταξύ των αντιπάλων

μειώθηκε. Οι Αθηναίοι άφηναν τις Αμαζόνες να παίρνουν νερό από τις πηγές και τα φρέατα, ιδίως από την Κλεψύδρα και την Υπόγεια Κρήνη πάνω στο Βράχο.

Οι συμπολίτες μας επέτρεψαν στην εχθρά να ποτίζει τ' άλογά της και της παραχώρησαν μια αγορά για στάρι και τρόφιμα. Οι εισβολείς πάλι άφησαν τους αγρότες να γυρίσουν στα υποστατικά τους. Πολλές τραυματισμένες Αμαζόνες με­ταφέρθηκαν σε διάφορες περιοχές της Εύβοιας για να αναρ­ρώσουν, ενώ άλλες είδαν τους πρώην εχθρούς τους να τις πε­ριποιούνται στο ίδιο οχυρό που είχαν αγωνιστεί με τόσο πά­θος να καταλάβουν, στην κορυφή της Ακρόπολης.

Είκοσι εννέα μέρες μετά την τελική μάχη, επικυρώθηκαν οι όροι της ανακωχής στην τοποθεσία που σήμερα λέγεται Ορκωμόσιον.

Εκείνη τη νύχτα οι Αμαζόνες άρχισαν ν' αποσύρονται.

. 430 .

36 Η συνενοχή των θεών

Η ΜΗΤΕΡΑ ΧΑΡΙΤΩ συνεχίζει: Ο θείος εδώ ολοκλήρωσε την αφήγηση της μάχης. Η ώρα ήταν περασμένη. Ήμασταν μαζεμένοι δίπλα στα προσαραγμένα πλοία στην παραλία του Ομφαλού του Ελέους. Ο Δάμων κοί­ταξε τον πατέρα, σαν να ζητούσε την άδειά του να συμπλη­ρώσει την ιστορία του. Οι άντρες αντιλήφθηκαν την περίεργη αυτή ανταλλαγή βλεμμάτων. Ο πατέρας κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Ο Δάμων ρούφηξε λίγο κρασί και συνέχισε:

«Και τώρα, αδέλφια», είπε στους άντρες της διωκτικής ομάδας, «θα σας πω κάτι που δε γνωρίζετε. Ή μάλλον θα σας επιβεβαιώσω κάτι που υποψιάζεστε από καιρό».

Ο Δάμων είπε για μια περίπολο που στάλθηκε στην ορεινή χώρα νότια της Οινόης, τέσσερις ή πέντε μέρες μετά την ανα­χώρηση των Αμαζόνων. Επικεφαλής ήταν ο Ξενοφάνης, αδελ­φός του στρατηγού Λύκου. Ο Δάμων ήταν λοχίας του πρώτου αποσπάσματος, ο πατέρας υπολοχαγός. Στη διπλή κορυφή του Κιθαιρώνα, που τη λένε Κέρατα, ακριβώς κάτω από το πέρασμα, η περίπολος έπεσε πάνω σε μια ομάδα λαθροκυνη­γών. Οι κλέφτες είχαν στριμώξει αρκετές τραυματισμένες Αμαζόνες στην καλύβα ενός βοσκού κι ετοιμάζονταν να τους βάλουν φωτιά ώστε ν' αναγκαστούν να βγουν έξω.

«Οι αχρείοι το έβαλαν στα πόδια μόλις μας είδαν», συνέχι­σε ο Δάμων. «Εμείς σταθήκαμε αρκετά μακριά, από φόβο για

. 431 .

Page 214: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

τα τόξα των Αμαζόνων, σ' ένα ύψωμα που δέσποζε της αγροι­κίας. Ξάφνου φάνηκε μια γυναίκα, πεζή, κουβαλώντας στα χέρια το σώμα μιας άλλης. Ο Ελιεύς κι εγώ πεταχτήκαμε πά­νω από την έκπληξη.

»Η κόρη αυτή ήταν η Σελήνη. «Πλησίασε σε απόσταση εκατό ποδών από το μέρος όπου

ήμασταν. Φαινόταν αφυδατωμένη και εξαντλημένη. Και να ανα­γνώρισε τον Ελιέα κι εμένα, δεν το έδειξε. Είπε ποια ήταν στο λοχαγό μας και φώναξε στα ελληνικά ότι η πολεμίστρια που κρατούσε στα χέρια ήταν η αδελφή της Χρύσα, σοβαρά τραυματισμένη αλλά ζωντανή. Αν ο διοικητής μας εγγυούνταν την ασφαλή έξοδο από την Αττική της ανήμπορης γυναίκας, αν της επέτρεπαν, δηλαδή, να μεταφερθεί με φορείο για να συναντήσει τη φάλαγγα των Αμαζόνων που είχε αποσυρθεί βόρεια, τότε εκείνη, η Σελήνη, θα παραδινόταν και θα υπηρε­τούσε όπου ήθελαν. Ένα τέτοιο έπαθλο, μια Αμαζόνα ζωντα­νή, ήταν πρωτάκουστο κι ενθουσίασε το λοχαγό Ξενοφάνη. Διέταξε τον αδελφό μου κι εμένα να πάμε να εξετάσουμε την τραυματισμένη πολεμίστρια.

«Υπακούσαμε. Από μακριά ακόμα, είδαμε ότι ο μανδύας της γυναίκας ήταν πράγματι αυτός που φορούσε συνήθως η Χρύσα. Αναγνωρίσαμε και οι δύο το ιμάτιό της με το σήμα της χελώνας πάνω του και το σκούφο της, στολισμένο με λευ­κή γούνα κουναβιού. Αλλά όταν πλησιάσαμε κι άλλο ανακα­λύψαμε ότι εκείνη η γυναίκα δεν ήταν η Χρύσα.

»Ηταν η Ελευθερά. »Κι ήταν ζωντανή. »Ο Ελιεύς κι εγώ σταθήκαμε μπροστά στη Σελήνη. Η κο­

πέλα έκανε ότι δε μας ήξερε. Ήταν φανερό, ωστόσο, ότι μια λέξη μας θα σήμαινε το τέλος το δικό της και της Ελευθεράς. Δε θα ξεχάσω ποτέ την έκφραση στο πρόσωπο του αδελφού μου. Αναμφισβήτητα, η σύλληψη της αρχηγού των Αμαζόνων, την οποία οι Αθηναίοι θεωρούσαν νεκρή και θαμμένη, θα έδι­νε μεγάλη φήμη όχι μόνο σε μας αλλά και στους απογόνους μας. Για αιώνες ολόκληρους, η οικογένειά μας θα έδρεπε τους

. 432 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

καρπούς αυτού του κατορθώματος. Ανταλλάξαμε μόνο μια ματιά. Μετά ο αδελφός μου γύρισε προς το λοχαγό μας.

»"Είναι η αδελφή της γυναίκας, που τη λένε Χρύσα", φώ­ναξε. "Την ξέρω από την πατρίδα των Αμαζόνων".

»Εγώ το επιβεβαίωσα πάραυτα. »Η Σελήνη παρέμεινε ανέκφραστη. Σφύριξε δυνατά προς

τα δέντρα. Δυο δόκιμες έκαναν αμέσως την εμφάνισή τους (το Πράγμα και μια άλλη που δεν αναγνώρισα) κουβαλώντας ένα φορείο από καλάμια. Ο Ελιεύς κι εγώ προσφερθήκαμε να συνοδέψουμε τις Αμαζόνες βόρεια. Ο Ξενοφάνης δέχτηκε, και διέταξε οχτώ άντρες ακόμα να έρθουν μαζί μας, για να μας προστατεύουν από τις συμμορίες που λυμαίνονταν την περιο­χή εκείνο τον καιρό.

»Η Σελήνη έβγαλε τ' άρματά της και παραδόθηκε. Ο λοχα­γός μας την οδήγησε πίσω στην πόλη με πομπή».

Ο Δάμων σταμάτησε και κοίταξε πάλι τον πατέρα, που κα­θόταν αριστερά του, δίπλα στα προσαραγμένα πλοία. Τα βλέμματα των δύο αδελφών συναντήθηκαν, όπως τότε.

«Γιατί το κάναμε αυτό, σύντροφοι;» ρώτησε ο Δάμων τη διωκτική ομάδα. «Ίσως κάποιος θεός μάς πρόσταξε, εξανα­γκάζοντας τη συνενοχή μας. Ίσως αναγνωρίσαμε το μεγαλείο του έθνους των Αμαζόνων και υπολογίσαμε τις δοκιμασίες που περίμεναν ακόμα το στρατό τους μέχρι να γυρίσουν στην πατρίδα τους ή πόσο ανάγκη είχαν την Ελευθερά, την τελευ­ταία μεγάλη ελπίδα της φυλής τους. Ίσως πάλι ν' άγγιξε την καρδιά μας η ανιδιοτελής χειρονομία της Σελήνης.

»Όπως και να 'χει το πράγμα, σφραγίσαμε τη συμφωνία. Είπαμε το ψέμα μας και το κάναμε πιστευτό.

»Ετσι λοιπόν, η Ελευθερά κατάφερε να γυρίσει στην πα­τρίδα της. Ύστερα από κάποιες διαπραγματεύσεις και με χρήματα που δώσαμε, η Σελήνη πήγε να υπηρετήσει στο σπίτι του αδελφού μου κι έγινε τροφός της μικρής μας Χαριτώς, από δω, και της αδελφής της, Ευρώπης. Και τώρα, μετά τόσα χρόνια, η Σελήνη έφτασε στο σημείο να σπάσει τη συμφωνία κι εμείς να την καταδιώκουμε».

. 433 .

Page 215: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

37 Μια νέα τάξη

Μ Η Τ Ε Ρ Α Χ Α Ρ Ι Τ Ω :

Η αφήγηση του Δάμωνα μάς είχε φέρει τώρα στο παρόν. Τα πλοία συνέχισαν προς τ' ανατολικά. Βρισκόμασταν πια

για τα καλά μέσα στη Θάλασσα των Αμαζόνων και σε λίγες μέρες, όπως υπολόγιζε ο νεαρός άρχοντας Αττικός, θα φτάνα­με στην Υπερυψωμένη Πόλη. Τίποτα όμως στην ακτή δε θύμι­ζε τη χώρα που είχε περιγράψει ο Δάμων στην αφήγησή του. Είχαν περάσει είκοσι χρόνια από τότε.

Το οροπέδιο κάτω από τ' οποίο είχαμε αράξει, και για το οποίο ο θείος είχε πει ότι έβριθε από άλογα και κυνήγι, ήταν τώρα γεμάτο αυλακιές από άμαξες και προχειροφτιαγμένες σιταποθήκες. Όπου υπήρχε ποταμάκι που κυλούσε προς τη θάλασσα είχαν χτιστεί βρόμικοι οικισμοί. Όπως μάθαμε αρ­γότερα, ήταν ιδιοκτησία του Βόργη. Χωριά υποτελών. Καλ­λιεργούσαν κριθάρι και δίκοκκο σιτάρι. Αυτή ήταν η νέα επιχείρηση των Σκυθών. Δεν καλλιεργούσαν τη γη μόνοι τους, κάτι τέτοιες δουλειές δεν ταίριαζαν στην ιπποσύνη τους. Έρχονταν μόνο δυο φορές το χρόνο με σκοπό να ει­σπράξουν το φόρο υποτέλειας. Οι χωρικοί μάς είπαν ότι ο Βόργης δεν πληρωνόταν σε προϊόντα, αλλά με δυνατή μαύρη μπίρα, την οποία οι κάτοικοι αποθήκευαν σε τεράστια πήλι­να δοχεία με τους σπόρους του κριθαριού να επιπλέουν ακό­μα. Οι Σκύθες έτρεχαν γύρω γύρω απ' αυτά τα βαρέλια.

. 434 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

όπως τα γουρούνια σε νερόλακκο, ρουφώντας την μπίρα με καλάμια.

Και οι Αμαζόνες; Δεν είχαμε δει ούτε μία. Μόνο τους τά­φους τους.

Η καταδιωκτική ομάδα είχε επισημάνει πολλούς τις τελευ­ταίες είκοσι μέρες. Βρίσκονταν σε υψώματα, ορατά από τη θά­λασσα, μεγάλοι τύμβοι σε σχήμα μισοφέγγαρου, όπως οι ασπί­δες τους. Όποτε η ομάδα μας έβγαινε στην ξηρά για νερό και για να ξεμουδιάσουν λίγο τ' άλογα, βρίσκαμε κι άλλους τά­φους. Στους ποταμούς Νέστο και Έβρο, οι ομάδες μας προχώ­ρησαν στην ενδοχώρα με τη βοήθεια οδηγών. Μας έδειξαν πε­ράματα και περάσματα, τοποθεσίες μαχών. Ακόμα πιο πολλοί τάφοι υπήρχαν στο Δούναβη και στον Τύρα. Ήταν φανερό ότι η προφητεία της Ιππολύτης είχε επαληθευτεί. Οι ίδιοι φύλαρχοι οι οποίοι φέρονταν δουλικά στις Αμαζόνες την εποχή κατά την οποία βρίσκονταν στην απόγειο της δύναμή τους είχαν μετα­τραπεί σε άρπαγες μόλις αντιλήφθηκαν ότι ήταν πλέον τρωτές.

Η διωκτική ομάδα συνέχισε προς τ' ανατολικά. Κάθε φορά που πιάναμε στεριά, ο Αττικός ρωτούσε τους αυτόχθονες. Μήπως είχαν δει μια μοναχική Αμαζόνα: Μήπως την είδαν να ταξιδεύει μ' ένα κορίτσι;

Οι χωρικοί κουνούσαν αρνητικά το κεφάλι τους. Όχι, δεν είχαν δει καμιά Αμαζόνα. Όχι πια. Ένα πρωί οι ανιχνευτές μας εντόπισαν αγριοκάτσικα σ' ένα

ακρωτήρι. Ο Αττικός έστειλε μια κυνηγετική ομάδα να σκο­τώσει μερικά για να φάμε. Δίπλα σ' ένα ποταμάκι αντάμωσαν μερικές γυναίκες που έπλεναν ρούχα. Προς μεγάλη έκπληξη των αντρών μας, οι κυράδες αυτές τούς είπαν για τα «άλλα καράβια μας».

Τρία πλοία είχαν αγκυροβολήσει στην περιοχή πριν από δύο μέρες, ανέφεραν οι γυναίκες. Ο αρχηγός αυτού του στό­λου είχε ρωτήσει για μας, περιγράφοντας τα πλεούμενά μας. Ο Αττικός αναζήτησε τον αρχηγό του χωριού. Επέστρεψε μ' ένα γράμμα που απευθυνόταν σε μας.

. 435 .

Page 216: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

«Είναι, από το Θησέα», είπε ο νεαρός άρχοντας στην ομά­δα μας, το ίδιο έκπληκτος με όλους. Ξεδίπλωσε το ρολό. «Ο βασιλιάς έφυγε από την Αθήνα. Μας προσπέρασε και θα μας περιμένει ανατολικά, στην Υπερυψωμένη Πόλη».

Ξαναμπήκαμε στα πλοία. Ύστερα από ώρες φάνηκαν δυο πανιά, αθηναϊκά, να κατευθύνονται προς το μέρος μας. Οι άντρες μας άρχισαν να κωπηλατούν, ζητωκραυγάζοντας. Αλλά όταν τα πλοία μάς πλεύρισαν, οι συμπολίτες μας απλώς χειρίζονταν τα κουπιά. Σκύθες τούς απειλούσαν με τη μύτη του σπαθιού τους.

«Ο βασιλιάς σας είναι στα χέρια μας», φώναξε ο αρχηγός τους, «και προστάζει να μας ακολουθήσετε».

Οι Σκύθες δεν ανέβηκαν στα καράβια μας, έστειλαν μόνο πλοηγούς να μας οδηγήσουν. Ο νεαρός γόης που ήρθε στο πλοίο του Αττικού δεν ήταν ναυτικός, αλλά ένας άρχοντας των πεδιάδων, ωραίος και γυμνός από τη μέση και πάνω. Φο­ρούσε περισκελίδες από δέρμα ελαφιού και κουβαλούσε πάνω του τόσο χρυσάφι που θα μπορούσε να επηρεάσει την ισορρο­πία του καραβιού. Είχε τα κέφια του και χτυπούσε στην πλά­τη τα παλικάρια μας, λες κι ήταν παλιόφιλοι. Μιλούσε πελα­σγικά, ή κάποια εκδοχή τους. Τον είχαν καλέσει να κάνει το διερμηνέα.

«Κυνηγάτε την Αμαζόνα», μάντεψε. «Πόσα; Πόσα;» Εννο­ούσε πόσα δίναμε για το κεφάλι της.

Ο Αττικός τού είπε ότι δε θέλαμε το κεφάλι της. Ο νεαρός ξεκαρδίστηκε στα γέλια. Όλοι οι Έλληνες ήταν τρελοί.

Χρειάστηκε αρκετή ώρα μέχρι να καταλάβουμε ότι εννοού­σε την Ελευθερά και όχι τη Σελήνη.

Ποια ήταν η Σελήνη; Δεν είχε ακούσει ποτέ για τη Σελήνη! Δεν τον ένοιαζε καθόλου για τη Σελήνη!

«Λευτερά, Λευτερά», επαναλάμβανε ο νεαρός, φωναχτά, λες και δεν είχε ξανασυναντήσει τόσο κουτούς ανθρώπους.

Ο νεαρός μάς ενημέρωσε: Η φυλή των Αμαζόνων, που στην ακμή της αριθμούσε πάνω από εκατόν πενήντα χιλιάδες, είχε φτάσει τώρα στα όριά της, κάτω από δύο ή τρεις χιλιάδες. Οι

. 436 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

περισσότερες απ' αυτές, μεγάλες γυναίκες και κορίτσια, είχαν πάει από καιρό βόρεια, περνώντας την Πύλη των Καταιγίδων, στη Χώρα του Αιώνιου Χιονιού, στα Ριπαία όρη. Αρκετές πο­λεμικές ομάδες ωστόσο τριγύριζαν ακόμα νότια. Μία μάλιστα, περίπου διακόσιες γυναίκες, είχε επιτεθεί στα κοπάδια που ανήκαν στ' αρχοντόπουλα Μαύη και Πανασαγόρα -γιο και ανιψιό του Βόργη- πριν από τρεις μήνες. Είχαν καταφέρει να πάρουν δυο χιλιάδες από τα καλύτερα άλογα. Οι Σκύθες τις καταδίωξαν κι έγινε μάχη, βόρεια της Μαιώτιδος λίμνης, όπου σκοτώθηκαν οι μισές Αμαζόνες και η Ελευθερά τραυματίστη­κε βαριά.

Προφανώς αυτό το γεγονός είχε αναφέρει ο Θησέας στη Σελήνη, εκείνο το μεσημέρι στο αγρόκτημά μας. Γι' αυτό η Σελήνη το είχε σκάσει, για να προσφέρει στον Κάτω Κόσμο τη ζωή της στη θέση της Ελευθεράς. Γι' αυτό την κυνηγούσε τώρα και η ομάδα μας.

Η Ελευθερά ήταν σαράντα ενός χρόνων, είπε ο Σκύθης μας, αλλά παρέμενε πάντα πρώτη, η τελευταία της φυλής της που οι πολέμαρχοι φοβούνταν ακόμα. Ο Μαύης και ο Πανα-σαγόρας σάρωναν τις στέπες για να την ανακαλύψουν. Αν την έβρισκαν και τη σκότωναν, οι τελευταίες ελεύθερες Αμαζόνες θα εξαφανίζονταν, κι αυτοί, τα αρχοντόπουλα δηλαδή, θ' απο­κτούσαν αιώνια φήμη, που θα επισκίαζε και αυτήν του Βόργη ακόμα. Έτσι θα κυριαρχούσαν στη στέπα.

Ο νεαρός υπέθεσε ότι κι εμείς, η διωκτική ομάδα, κυνηγού­σαμε την Ελευθερά. Δεν πίστευε το παραμύθι μας για τη Σε­λήνη. Δεν είχε ξανακούσει πιο γελοία ιστορία.

Η ακτή όπου είχαμε αράξει ήταν βοσκοτόπι που κατέβαινε από ένα ψηλό οροπέδιο. Το βράδυ, η έκταση πλημμύρισε από τις ορδές των Σκυθών. Οι ανιχνευτές μας ανέφεραν φώτα λι­μανιού. Έβλεπε κανείς αγκυροβολημένα καράβια πολεμικά κι εμπορικά, λέμβους. Ο Αττικός αποφάσισε να μείνουμε εκεί όπου ήμασταν, αρκετά μακριά από την Υπερυψωμένη Πόλη. Πίστευε ότι ήταν πολύ επικίνδυνο να προχωρήσουμε στο εσω­τερικό μέσα στο σκοτάδι.

. 437 .

Page 217: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

«Όχι σταματάει! Όχι σταματάει!» διέταξε ο άρχοντας. Κά­τι φώναξε στους συντρόφους του στ' άλλα πλοία, κι αυτοί αμέσως γυρνούσαν τα σπαθιά πάνω από το λαιμό των συμπο-λιτών μας. «Φωτιές μπροστά! Φώτα! Συνεχίστε!»

Ο Αττικός υποχώρησε. Τα πλοία κίνησαν για τον πορθμό. Έτσι λοιπόν, την ενενηκοστή ένατη μέρα από τη στιγμή της αναχώρησής μας από την πόλη των Αθηνών, τα πλοία της διωκτικής ομάδας έριξαν άγκυρα σε κείνη την ακτή που το οχυρό της, η Υπερυψωμένη Πόλη, υπήρξε κάποτε η έδρα των βορείων Αμαζόνων ή της Λυκαστίας, της φυλής στην οποία ανήκαν η Αντιόπη, η Ελευθερά και η Σελήνη.

. 438 .

38 Οι άρχοντες των πεδιάδων

Μ Η Τ Ε Ρ Α Χ Α Ρ Ι Τ Ω :

Το πρώτο πράγμα που άρπαξαν οι Σκύθες ήταν τ' άλογά μας. Τα είχαν κατάσχει προσωρινά, διαβεβαίωσε τον Αττικό και τους αξιωματικούς μας ο υπασπιστής του Μαύη, αν και ήταν ολοφάνερο -από τη χαρά των συμπατριωτών του μόλις τα έβαλαν στο χέρι- ότι δε θα ξανάβλεπαν ποτέ τους αθηναϊ­κούς στάβλους. Τα πληρώματά μας δεν έφεραν καμία αντί­σταση, μόνο κοίταζαν με φρίκη τους βάρβαρους, που η κατερ­γαριά τους δεν είχε όρια και δε λογάριαζαν ούτε την ανθρώ-πινη ζωή προκειμένου ν' αποκτήσουν κάτι, οι οποίοι χοροπη­δούσαν στη θέα των αλόγων.

Η διωκτική μας ομάδα ενώθηκε με το Θησέα και τους άντρες του. Οι Σκύθες μάς συγκέντρωσαν όλους μαζί, αξιω­ματικούς και πληρώματα, και μας οδήγησαν σε μια περιφραγ­μένη τοποθεσία της παραλίας, για να μη μας φάνε οι λύκοι. Από πάνω είχαν απλώσει ρολά με τα φοβερά αυτά αγκάθια που οι Αμαζόνες ονομάζουν άγρι άρρα, «τιμωρός». Απ' αυτά τα σκυλόσπιτα οι αιχμάλωτοι παρακολουθούσαμε τους οικο­δεσπότες μας να ξεγυμνώνουν τα πλοία από κάθε πολύτιμο αντικείμενο. Οι φρουροί είχαν κάνει ήδη το ίδιο σε μας. Τις δύο αυτές νύχτες, κατά τις οποίες ελάχιστα κοιμηθήκαμε, ο πατέρας και ο Δάμων μ' έβαλαν ανάμεσά τους, ενώ τα πλη­ρώματα έριχναν συνέχεια άγριες ματιές στους δεσμοφύλακές

. 439 .

Page 218: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

μας για να με προφυλάξουν από τους κακούς σκοπούς τους, αφού για τους αγριάνθρωπους αυτούς ήμουν κελεπούρι, ό,τι έπρεπε για βιασμό.

Το τρίτο βράδυ, οι ομάδες μεταφέρθηκαν με την απειλή των κονταριών σε μια αποβάθρα όπου περίμεναν όλη τη νύ­χτα. Την αυγή, εμφανίστηκαν ο Μαύης και ο Πανασαγόρας. συνοδευόμενοι από την προσωπική φρουρά τους, τους Εκατό Ιππότες. Έσυραν το Θησέα μπροστά. Είναι στη φύση του βάρβαρου να μην απευθύνεται σε κάποιον αλλά να φέρεται με σκληρότητα. Ο βασιλιάς μας έπρεπε να υπομείνει ένα χεί­μαρρο από προσβολές, τόσο σωματικές όσο και λεκτικές. Η οργή τους, για να μην πω το μεθύσι τους, ήταν πολύ μεγάλη, λες και ήθελαν να πείσουν όλους όσοι ήταν παρόντες ότι η κα­τάληξη αυτής της ιστορίας θα ήταν μόνο ένας αιματηρός φό­νος. Όμως οι άγριοι έπαιζαν θέατρο. Προσποιούνταν ότι πή­γαιναν να βάλουν φωτιά στα πλοία που μισούσαν, επειδή πί­στευαν ότι ήταν φορείς κάθε κακού, και σίγουρα θα το είχαν κάνει αν δεν υπήρχε η πολύ πιο ελκυστική προοπτική να που­λήσουν καράβια και πληρώματα μαζί. Στο τέλος φυλάκισαν το Θησέα, τον Αττικό και τους πλοιάρχους. Τα πληρώματα αφέθηκαν ελεύθερα, ή για την ακρίβεια τα έδιωξαν με κλο­τσιές, με τη διαταγή να παρουσιαστούν με τη δύση του Ηλίου. «Οι βάρβαροι πιστεύουν ότι δεν μπορούμε να πάμε μακριά», παρατήρησε ο πατέρας.

Οι αξιωματικοί έδωσαν οδηγίες στους άντρες να παραμεί­νουν όλοι μαζί για τη δική τους προστασία. Ήταν ευνόητο βέ­βαια ότι θα προσπαθούσαμε να ξαναπάρουμε τα πλοία. Στο μεταξύ, ήμασταν ελεύθεροι να επισκεφτούμε την πόλη. Ο πα­τέρας, ο Δάμων, ο Φίλιππος και δύο άλλοι -το «Δοκάρι» και ο «Σπόρος», οι οποίοι είχαν έρθει με το Θησέα- σχημάτισαν μια ομάδα.

Ο Σπόρος ανέλαβε την προστασία μου. Ήμασταν όλοι βρό­μικοι σαν το θάνατο. Δεν είχαμε ούτε υποδήματα. Αυτό μας έβαζε στην ίδια μοίρα με τους κατοίκους. Δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου τόσο βρόμικους ανθρώπους μαζεμένους σ' ένα

. 440 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

μέρος. Την εποχή των Αμαζόνων, με πληροφόρησε ο Σπόρος, καμία μόνιμη κατοικία δεν επιτρεπόταν στην Υπερυψωμένη Πόλη. Μόνο χορτάρι και αναχώματα υπήρχαν σε κείνο τον τό­πο, που χρησιμοποιούνταν μόνο την εποχή της Σύναξης, ενώ τους υπόλοιπους δέκα μήνες ήταν στο έλεος του θεού και των στοιχείων της φύσης.

Τώρα σε κείνον το χώρο είχε χτιστεί μια ολόκληρη πόλη. Μια πόλη που αναπτυσσόταν με μεγάλη ταχύτητα. Οι κάτοι­κοι της ήταν μεταλλωρύχοι και έμποροι που πουλούσαν ζώα. δημητριακά, γούνες και χρυσό. Καμία εθνότητα δεν κυριαρ­χούσε. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από Φοίνικες και Τάφιους. Φρύγες, Λύκιους, Κάρες, Αρμένιους. Η παραλία ήταν γεμάτη πορνεία που στεγάζονταν σε σκηνές. Στις μάντρες όπου έβα­ζαν τα άλογα οι Αμαζόνες, τώρα συνωστίζονταν άνθρωποι. Ηταν το σκλαβοπάζαρο. «Πρόσεξε ακόμα και την ανάσα σου, καημένη μου, αλλιώς θα καταλήξουμε κι εμείς εκεί μέσα», με προειδοποίησε ο Σπόρος.

Ο πατέρας ρώτησε τους νέους συντρόφους μας για το Θη­σέα. Πότε αποφάσισε ο βασιλιάς μας να φύγει από την πόλη των Αθηνών και γιατί; Αφού είχε ορκιστεί ότι δε θα συμμετεί­χε ποτέ ξανά σε τέτοια περιπέτεια.

Ο Σπόρος τότε αφηγήθηκε τα γεγονότα που συνέβησαν με­τά την αναχώρησή μας.

Δυο μέρες μετά τον απόπλου του στόλου, ο Θησέας πρό­σφερε θυσία στον τάφο της Αντιόπης, ζητώντας την εύνοια της και την προστασία της για τους άντρες που συμμετείχαν στην επικίνδυνη αποστολή. Ο βασιλιάς το είχε κάνει θέαμα, είπε ο Σπόρος. Είχε προσφέρει έναν ταύρο και πενήντα πρό­βατα, θ' ακολουθούσε μεγάλη δημόσια γιορτή. Η πλατεία ήταν γεμάτη κόσμο - δωρεάν φαΐ, βλέπεις! Αλλά τη στιγμή που ο ιερέας έπαιρνε τον ταύρο για τη θυσία, σείστηκε η γη. Τόσο δυνατή ήταν η δόνηση που το υπέρθυρο του τύμβου

έσπασε. Στην πόλη, πολλά κτίσματα έπεσαν. Εκατοντάδες σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν. Το γεγονός ότι αυτή η συμ­φορά είχε συμβεί μπροστά στον τάφο της αγαπημένης του

. 441 .

Page 219: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

βασιλιά μας, και μάλιστα τη στιγμή που ετοιμαζόταν να θυ­σιάσει το ιερό ζώο του πατέρα του, του Κοσμοσείστη Ποσει­δώνα, ήταν ένας οιωνός που δε χρειαζόταν να είσαι μάγος ή μάντης για να τον εξηγήσεις.

«Η κακοτυχία κυνηγούσε πλέον το βασιλιά», συνέχισε ο Σπόρος, «όλοι το ήξεραν πια. Υπηρετούσα ως γελαδάρης στα κτήματά του στη Φυλή. Κατάλαβα ότι αυτό που ράγισε την καρδιά του δεν ήταν η εχθρότητα των αθανάτων -αυτή την εί­χε υπομείνει σ' όλη τη ζωή του- αλλά η προδοσία και η αχα­ριστία των συμπολιτών του. Η εκμετάλλευση της θλίψης του από τους πολιτικούς του αντιπάλους ήταν η σταγόνα που ξε­χείλισε το ποτήρι. Ο Θησέας φοβόταν πολύ για τη δημοκρα­τία, στην οποία είχε αφιερώσει τα πάντα. Ο λαός τον μισούσε και ζητούσε το αίμα του. Δεν του απέμενε τίποτα πια στην πόλη των Αθηνών.

»Έτσι λοιπόν, η προοπτική ενός θαλάσσιου ταξιδιού και η ευ­καιρία να βρεθεί πάλι στις στέπες της Ανατολής δεν του φαινό­ταν αγγαρεία. Μέσα σ' ελάχιστο χρόνο ετοίμασε το γυλιό του».

Ο πατέρας έκανε κι άλλες ερωτήσεις στο Σπόρο. Είχαμε ακούσει ότι ο Θησέας, στο δρόμο για τη θάλασσα των Αμαζό­νων, είχε προσφέρει αρκετές φορές θυσία, θέλοντας να εξευ­μενίσει το φάντασμα της Αντιόπης.

Ο Σπόρος το επιβεβαίωσε. Είχε λάβει κι αυτός μέρος δυο φορές, στην Τορώνη της Χαλκιδικής και αργότερα στις Εννέα Οδούς. «Αλλά δε φανερώθηκε ποτέ. Τίποτα. Ούτε ένας ψίθυ­ρος».

Ο Δάμων ρώτησε το Σπόρο τι συμπέρασμα έβγαζε από αυ­τό. Γιατί καλούσε ο Θησέας τη σκιά της Αμαζόνας συζύγου του; Μήπως ζητούσε συγχώρεση επειδή την άφησε να πολεμή­σει εκείνη την αυγή; Μήπως λαχταρούσε να τη συναντήσει κάτω από τη γ η ; Μήπως πήγαινε πάλι στις στέπες για να επι­κοινωνήσει μαζί της;

«Δεν υπάρχει αμφιβολία. Αυτός έχει παλαβώσει, αν θέλετε τη γνώμη μου».

Εκείνη τη νύχτα οι φρουροί μάζεψαν και τις δύο ομάδες,

. 442 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

του Θησέα και του Αττικού, και μας οδήγησαν στ' αναχώματα ανατολικά της πόλης. Χιλιάδες βάρβαροι ήταν γύρω από ένα λάκκο όπου υπήρχαν άντρες δεμένοι σε ικριώματα με τα χέ­ρια και τα πόδια ανοιχτά. Ήταν δικοί μας. Μια ομάδα είχε επιχειρήσει να κλέψει μια λέμβο.

Οι άντρες είχαν γδαρθεί και ακρωτηριαστεί ζωντανοί ακό­μη. Οι φρουροί έσπρωξαν το Θησέα, τον Αττικό και τους πλοιάρχους μπροστά για να βλέπουν. Τότε οι βάρβαροι έβα­λαν φωτιά. Κατόπιν έδεσαν το βασιλιά και τους αξιωματικούς σε στύλους όπου γίνονταν οι εκτελέσεις και τους χτυπούσαν με γροθιές κι ένα είδος ραβδιού που οι Σκύθες αποκαλούν οι-ρατέρα, ανθρωποσπάστη. Αυτό συνεχίστηκε όλη τη νύχτα. Καμία χθόνια ή ουράνια δύναμη δε θα με κάνει ν' αφηγηθώ τα μαρτύρια που πέρασαν αυτές οι δυστυχισμένες ψυχές, θα τονίσω μόνο ότι το θέαμα συνεχίστηκε όλο το βράδυ, με την προσωπική συμμετοχή του Μαύη και του Πανασαγόρα, οι οποίοι φάνηκαν να το απολαμβάνουν. Ακόμη, όλη η ομάδα ανεξαιρέτως υποχρεώθηκε να κοιτάζει. Ολοι περίμεναν με τρόμο να έρθει η σειρά τους.

Αυτά είναι τα έθιμα των βαρβάρων, όπως έχω πει, να βα­σανίζουν αυτούς που θέλουν να τρομοκρατήσουν, να τους βρί­ζουν και να τους προσβάλλουν, ενώ ταυτόχρονα τους κλο­τσούν και τους δίνουν μπουνιές με απίστευτη βιαιότητα.

Οι άρχοντες μισούσαν πολύ όλους τους Έλληνες, αλλά κυ­ρίως όσους ταξίδευαν με πλοία, φέρνοντας το κακό εκεί όπου δεν είχαν καμιά δουλειά. Είχαν μάθει για τις προσπάθειες του Θησέα να καλέσει το φάντασμα της Αντιόπης και οι κοροϊδίες έπεφταν σύννεφο.

«Εδώ εμείς κάνουμε κουμάντο τώρα!» «Καμιά Αμαζόνα δεν επιτρέπεται να πατήσει το πόδι της

στη γη μας, νεκρή ή ζωντανή!» Με απίστευτη ικανοποίηση, οι άρχοντες αφηγήθηκαν το

μακελειό των Αμαζόνων πριν από δυο φεγγάρια. «Η στέπα είναι δική μας! Θα την καθαρίσουμε απ' αυτές τις άγριες σκύ­λες μια για πάντα!»

. 443 .

Page 220: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

Την αυγή φάνηκε ένας αγγελιοφόρος του Αστυάγη, του μονάρχη του Χάλκινου Ποταμού. Είπε ότι ερχόταν από το Βορρά, τρεις μέρες με το άλογο. Είχαν ανακαλύψει ένα στρά­τευμα από εξακόσιες Αμαζόνες με αρχηγό τη μεγάλη Ελευθε­ρά και είχαν επιτεθεί. Η εξόντωση τους δε θ' αργούσε.

Οι βάρβαροι ξέσπασαν σε αλαλαγμούς από έκσταση και χαρά. Οι πολέμαρχοι ζητούσαν τ' άλογά τους· ιπποκόμοι και βοηθητικοί έτρεξαν να φέρουν πανοπλίες και εξαρτύσεις. Α­μέσως ο Θησέας προθυμοποιήθηκε να συμμετάσχει και η ομά­δα μας. Είχαμε διασχίσει τόσες θάλασσες με μοναδικό σκοπό να εκδικηθούμε τις Αμαζόνες. Ας μας άφηναν, λοιπόν, οι Σκύ­θες αδελφοί μας να τελειώσουμε τη δουλειά!

Οι ορδές χαιρέτισαν την πρόταση του με ειρωνεία. Όμως η διαστροφή του βάρβαρου είναι μεγάλη. Οι άρχοντες όχι μόνο αγκάλιασαν το σχέδιο του Θησέα, αφού σίγουρα σκόπευαν να πετσοκόψουν την ομάδα μας στο τέλος του συμποσίου, αλλά και διέταξαν να δοθούν αμέσως στους άντρες μας άλογα και όπλα.

Ο Θησέας ζήτησε άλλη μια χάρη από τους δεσμώτες μας, να βάλουν τέλος στην αγωνία των συντρόφων μας ή να μας αφήσουν να το κάνουμε εμείς.

Ο Μαύης αρνήθηκε. «Τα σκυλιά και τα κοράκια θα τους αποτελειώσουν».

Ο όχλος, πάνω από δέκα χιλιάδες, ανέβηκε στ' άλογα και ξεκίνησε.

. 444 .

39 Γέννα του σκότους

Σ Τ Η Μ Ο Ν Α Δ Α συμμετείχε ο πατέρας, ο Δάμων, ο Φίλιππος και οι νέοι σύντροφοι μας, ο Τέρπιος ή Δοκάρι, από το φάρδος των ώμων του, και ο Ευκτήμων ή Σπόρος. Ο τελευταίος με περνούσε ελάχιστα στο ύψος, αλλά μπορούσε να σηκώσει δυο φορές το βάρος του κι ήταν σπουδαίος ιππέας. Να φαντα­στείτε ότι ξεχώριζε στην πεδιάδα ανάμεσα στους γενναίους Σκύθες. Αν μη τι άλλο, οι βάρβαροι ξέρουν να ιππεύουν, και τα άλογά τους, κοντά και άσχημα μπροστά στους κέλητες των Αμαζόνων, αντέχουν στην ταλαιπωρία. Τρεις μέρες και δυο νύχτες κάλπαζε το πλήθος των βαρβάρων προς το Βορρά. Το αθηναϊκό στράτευμα θα μπορούσε να το σκάσει οποιαδήποτε στιγμή, αλλά ποιο το όφελος; Δε θα προλαβαίναμε να πάμε μακριά, οι άγριοι θα μας πρόφταιναν και θα μας έκαναν κομ­μάτια. Ο Δάμων μού έδωσε να καταλάβω γιατί ο Θησέας ζή­τησε να πάμε μαζί μ' αυτούς τους φονιάδες.

Κάπου μπροστά ήταν η Ευρώπη. Κάπου μπροστά ήταν η αδελφή μου. Εφόσον ζούσε, τουλάχιστον έτσι πίστευαν ο πατέρας και ο

Δάμων, έπρεπε να κάνουμε τα πάντα για να τη σώσουμε. Το τρίτο βράδυ, η ορδή έφτασε στο πεδίο της μάχης. Το

μάντευες από μακριά, απ' τα κοράκια και τα γεράκια κι απ' τα σημάδια που είχαν αφήσει οι ρόδες των αμαξών σε όλη την πεδιάδα. Αυτά τα αμάξια τα έσερναν οι γυναίκες και τα παι­διά των Σκυθών. Παρακάμψαμε μια κορφή και τους είδαμε να

. 445 .

Page 221: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

«θερίζουν» το πεδίο της μάχης. Πρέπει να ήταν τρεις χιλιάδες περίπου και δούλευαν σαν τα μυρμήγκια. Οι Σκύθες γδέρνουν το κεφάλι κι ακρωτηριάζουν τα πτώματα των θυμάτων τους. Μια στρατιωτική ομάδα μόνη ή σε εχθρική περιοχή θα έπαιρ­νε τα κεφάλια, που τα χρησιμοποιούν για να πίνουν το ποτό τους. Όταν όμως βρίσκονται σε πάτρια εδάφη ή ξέρουν ότι οι γυναίκες είναι κοντά, αφήνουν τα κουφάρια άθικτα για να τα αναλάβουν αυτές.

Αναγνώριζες τα άλογα των Αμαζόνων ακόμα και νεκρά, από το μέγεθός τους και το μάκρος των οστών τους. Γύρω στα πεντακόσια ήταν σπαρμένα στη πεδιάδα. Οι γυναίκες των Σκυθών τα τεμάχιζαν για το κρέας τους, διώχνοντας τα σκυλιά, εξημερωμένα ή άγρια, με τα ίδια ραβδιά που χτυπού­σαν το κρέας για να ξεραθεί. Το αλάτισμα στη συνέχεια απαιτούσε μεγάλη υπομονή.

Όσο για μένα, παρότι περιγράφω αυτή τη σκηνή εντελώς ψυχρά, εκείνη τη στιγμή η ψυχή μου ήταν γεμάτη θλίψη και απελπισία. Μήπως κάποιο από τα πτώματα ήταν της αδελφής μου; Ή της Σελήνης; Ο Μαύης και ο Πανασαγόρας χτένιζαν την πεδιάδα αναζητώντας το πτώμα της Ελευθεράς. Ήξεραν τα άλογά της, την περικεφαλαία και την πανοπλία της. Όλοι έψαχναν. Οι πανηγυρισμοί σταμάτησαν μόλις κατάλαβαν ότι η Αμαζόνα ήταν ακόμα ζωντανή. Ξοπίσω της, λοιπόν! Τ' αρχο­ντόπουλα μπορούσαν ακόμα να κερδίσουν τη φήμη ότι την ξε­κοίλιασαν.

Χτένισα όλο το πεδίο της μάχης μαζί με τον πατέρα και το Δάμωνα. Οι γυναίκες των Σκυθών δε μας έδιναν καμιά σημα­σία, απορροφημένες καθώς ήταν στην επιχείρησή τους. Ούτε εμείς όμως ή ο στρατός ανακατεύτηκε στη δουλειά τους. Ο πατέρας κοιτούσε προσεκτικά τ' απομεινάρια των κοριτσιών. Ήταν συντετριμμένος. Τα πόδια και τα χέρια του έτρεμαν. Φοβήθηκα ότι αυτές οι δοκιμασίες ήταν πέρα από τις δυνά­μεις του.

Εξέτασα την καρδιά μου. Παρά το δέος και τη συντριβή μου, ήμουν ψύχραιμη. Θαρρείς και οι θεοί είχαν βάλει αυτή

. 446 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

την πρόκληση μπροστά μου, κι εγώ, προς μεγάλη μου ανα­κούφιση, ανακάλυπτα ότι ήμουν ικανή να την αντιμετωπίσω.

Στράφηκα στο Δάμωνα. Κατάλαβα ότι αισθανόταν όπως κι εγώ. Ήξερε τι σημαίνει μίσος και πώς να το χρησιμοποιεί. Πρόσεξα ότι με παρατηρούσε για να δει αν θα σπάσω και, ικανοποιημένος, μου έριξε μια ματιά τόσο φευγαλέα που ακό­μα κι ένας προσεκτικός παρατηρητής δε θα την πρόσεχε κα­θόλου. Κι όμως αυτό το βλέμμα, ήμουν σίγουρη γι' αυτό, έλε­γε: Δεν είσαι πια παιδί. Τώρα σε λέω γυναίκα.

Όμως έλεγε και κάτι άλλο. Με προειδοποιούσε ότι ο πατέ­ρας είχε σπάσει. Δεν αντέχει, έλεγε η ματιά τού Δάμωνα. Εσύ κι εγώ λοιπόν, που έχουμε δύναμη, πρέπει να τον στηρίξουμε.

Όλα αυτά τα συνειδητοποίησα μέσα σε μια στιγμή και απάντησα στο θείο με μια ματιά.

Κοίταξε γύρω σου, πρόσταζε το πρόσωπό του. Υπάκουσα. Βλέποντας το πεδίο της σφαγής, ένιωσα να με πνίγει μια συ­γκίνηση που σηκωνόταν, θαρρείς, απ' τη γη και μ' έκανε να τιναχτώ από τη θέση μου. Το αίμα αυτών των γυναικών μού φώναζε. Μπορούσα να το ακούσω, όχι όμως με τ' αυτιά μου, αντηχούσε μέσα μου σαν να ερχόταν από μακρινές απέραντες εκτάσεις. Το κάλεσμα μιλούσε για μίσος. Το αναγνώρισα και το αγκάλιασα με κάθε ίνα του κορμιού μου.

Η θάλασσα των Καλαμών βρισκόταν βόρεια. Εκεί είχαν καταφύγει τ' απομεινάρια των Αμαζόνων της Ελευθεράς. Χι­λιάδες Σκύθες τις κυνηγούσαν ήδη. Αυτή η λίμνη, που οι Σκύ­θες τη λένε Αρσένη, και Σεμέλη οι θράκες, είναι μεγάλη αλλά νερό έχει μόνο την άνοιξη όταν λιώνουν τα χιόνια. Η Ελευθε­ρά μπορούσε να πάει εκεί μόνο από τ' ανατολικά. Μαιώτες και Σκύθες του Χάλκινου Ποταμού έρχονταν από τα δυτικά. Είχαν πλευρίσει τις Αμαζόνες και τις οδηγούσαν προς την Πύ­λη των Καταιγίδων. Η ορδή υπό το Μαύη και τον Πανασαγό-ρα εγκατέλειψε τη σκύλευση των νεκρών και κατευθύνθηκε προς τα κει.

Η ομάδα μας ακολούθησε τους Σκύθες, με την ελπίδα να βρούμε την Ευρώπη και τη Σελήνη, αλλά και από φόβο μήπως

. 447 .

Page 222: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

μας σκοτώσουν αν μέναμε. Τα κοντόσωμα άλογα που μας εί­χαν δώσει οι δεσμώτες μας ήταν από τα πιο χοντρά και λιγό­τερο ανθεκτικά. Είχαμε μείνει πολύ πίσω, πεζοπορούσαμε μάλλον παρά καλπάζαμε. Έτσι ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν φτάσαμε επιτέλους στο στρατόπεδο των βαρβάρων.

Η περιοχή είχε μεγάλη έκταση, άμαξες και καλύβες από πηλό απλώνονταν κατά μήκος του Γαλακτερού Ποταμού. Είχε πάρει τ' όνομά του από το χρώμα των νερών του, που τροφο­δοτούνταν από τους πάγους. Μαιώτες και Σκύθες συνέχισαν να συρρέουν εκεί όλη τη νύχτα. Από τα κοπάδια των πολέ­μαρχων ήρθαν ξεκούραστα άλογα. Πολλά δε δέθηκαν καν, αλ­λά αρματώθηκαν αμέσως κι ετοιμάστηκαν για δράση. Δημι­ουργήθηκαν ομάδες που έφυγαν μες στη νύχτα αναζητώντας την τελευταία ομάδα της Ελευθεράς. Το αποτέλεσμα ήταν να επικρατεί μεγάλη αναταραχή στο στρατόπεδο, καθώς άντρες και κοπάδια πηγαινοέρχονταν.

Και τότε χτύπησαν οι Αμαζόνες. Η πρώτη επίθεση έγινε εννιά στάδια περίπου νότια του

αποσπάσματός μας. Ακούσαμε φασαρία και φωνές, αλλά, με τόσα κοπάδια που μπαινόβγαιναν, κανείς δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Και τότε άρχισε να βρέχει φωτιά. Πολλές άμαξες έγιναν παρανάλωμα του πυρός. Σκύθες ιππείς πέρασαν καλ­πάζοντας, σημαίνοντας συναγερμό. Τότε μια δεύτερη επίθεση έγινε από τα δυτικά και μια τρίτη αμέσως μετά βόρεια.

«Η Ελευθερά», είπε ο Δάμων. Ο πατέρας με πήρε στα χέρια. Οι Σκύθες σχημάτιζαν κύ­

κλους με τις άμαξες στο σκοτάδι για να προστατέψουν τα βό­δια και τα κοπάδια. Ο πατέρας με οδήγησε σ' έναν τέτοιο κύ­κλο. Άντρες και άλογα έτρεχαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Οι κυράδες στις άμαξες δε μας ήθελαν κοντά τους. Μία μάλι­στα χτύπησε τον πατέρα μ' ένα καλάμι ψαρέματος. Δυο άντρες πλησίασαν με πελέκια. Υποχωρήσαμε στο ξέφωτο.

Παρά τις ιστορίες που είχαμε ακούσει όλα αυτά τα χρόνια από τη Σελήνη, για να μην αναφερθώ στις διηγήσεις του Δά­μωνα και τις δοκιμασίες του ταξιδιού, μέχρι εκείνη τη στιγμή

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

δεν είχα δει ποτέ μου αληθινή ένοπλη σύγκρουση. Όπως η λάμψη του Ήλιου εξαφανίζει το φως του λύχνου, έτσι η πραγ­ματικότητα ήταν πέρα από κάθε περιγραφή.

Στο μονοπάτι έκαναν την εμφάνισή τους καμιά πενηνταριά άλογα των Αμαζόνων. Έτρεχαν τόσο γρήγορα και με τόση δύ­ναμη που ένιωθες την ανάσα τους. Ο θόρυβος ήταν εκκωφα­ντικός. Το χάος απερίγραπτο. Οι επιτιθέμενες ποδοπατούσαν όποιον άντρα έπεφτε κάτω και ορμούσαν σε κείνους που ήταν στις άμαξες. Καθώς οι Σκύθες έτρεχαν για τ' άλογά τους, τα πελέκια των Αμαζόνων έσκιζαν τα κρανία τους, έκοβαν τους λαιμούς τους και ακρωτηρίαζαν τα μέλη τους. Καμιά ιστορία μέχρι τώρα δε θα μπορούσε να με προετοιμάσει για τόση αγριότητα. Αυτό που τις υποκινούσε ήταν το μίσος κι έκαναν θαύματα. Θεοί, πώς έριχναν! Το ένα σιδεροκέφαλο μετά το άλλο, με τόση ταχύτητα ώστε ένας Σκύθης βρισκόταν μ' ένα κοντάρι στην κοιλιά πριν ο σύντροφος του, που είχε ήδη πλη­γεί στο στήθος, καταλάβει ότι χτυπήθηκε. Οι Αμαζόνες έκοβαν τους άξονες των αμαξιών, πετσοκόβοντας βόδια, σπέρνοντας τον πανικό παντού. Το φοβερό θέαμα με συγκλόνισε. Ένιωσα τη λογική μου να θρυμματίζεται, σαν ένα κομμάτι πάγου πάνω σε έναν τοίχο, ώστε αν όλα αυτά ξανάρχονταν στη μνήμη μου να ήταν κομματιαστά. Είδα ένα Σκύθη να στριφογυρίζει μία σάγαρι και να κόβει τα γόνατα ενός αλόγου. Καθώς το ακονι­σμένο σίδερο διαπέρασε το χόνδρο και το κόκαλο, αίμα και ιστοί άρχισαν να ξεχύνονται από μέσα, και το ζώο, μην ξέρο­ντας τι το είχε χτυπήσει, έπεσε απότομα προς τα μπρος. Η πολεμίστρια στη ράχη του πέταξε με δύναμη το κοντάρι της. Πώς ούρλιαξε αλήθεια! Η αιχμή του τρύπησε το στήθος του άντρα, διαπέρασε πνευμόνια και ραχοκοκαλιά και βγήκε δυο πιθαμές από την πλάτη του. Έπεσε προς τα πίσω, πάνω σε μια άμαξα. Καθώς προσπαθούσε ψηλαφιστά να πιαστεί, η Αμαζόνα πήδησε κάτω, του πήρε το κεφάλι και τον ξεκοίλιασε από πάνω μέχρι κάτω. Ο άντρας σωριάστηκε στα πόδια μου ζωντανός ακόμα και με το στόμα ανοιχτό από τρόμο.

Είχα καταφέρει να ξεφύγω από τον πατέρα για κάποιο λό-

. 449 . . 448 .

Page 223: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

γο που δεν ήξερα. Βρισκόμουν στο ξέφωτο. Ένα άλογο με πέ­ταξε κάτω. Ένιωσα τις οπλές του να περνούν ακριβώς δίπλα απ' το κεφάλι μου. Μεγάλα κομμάτια τύρφης πετούσαν ολό­γυρα σαν χαλάζι. Μια γυναίκα ετοιμάστηκε να μου ρίξει. Εί­δα τον πατέρα να της ορμάει. Έβαλε το κεφάλι της κάτω από τη στεφάνη μιας ρόδας και της το έσπασε με ένα χτύπημα του ποδιού του.

Έτρεξα προς τη στέπα, σε μια μάντρα με σκυθικά άλογα. Δυο κορίτσια στην ηλικία μου έκοβαν τα λουριά των ζώων για να τα ελευθερώσουν. Ήταν δόκιμες Αμαζόνες. Η μία μου φώ­ναξε: «Αανίκατ εχούρ», δηλαδή «Βγάλε τα άλογα έξω!»

Με πήραν για δικιά τους. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα να μεταμορφώνομαι. Μέχρι τώρα

δεν ήμουν ιδιαίτερα τρομοκρατημένη αλλά μάλλον συντετριμ­μένη. Όλα όσα πετροβολούσαν τις αισθήσεις μου μ' έκαναν παθητική. Μέσα σε μια στιγμή, αυτή η κατάσταση διαλύθηκε. Εφόριτ Σελήνη; ρώτησα. «Πού είναι η Σελήνη;» Και τα δύο κορίτσια έδειξαν νότια, εκεί όπου είχε γίνει η επίθεση.

Άρχισα να τρέχω προς τα κει, φωνάζοντας τα ονόματα της Σελήνης και της Ευρώπης. Ο πατέρας με είδε και με πήρε από πίσω. Το μακελειό συνεχιζόταν. Πυρκαγιές ξέσπασαν άντρες και γυναίκες μάχονταν και χάνονταν. Δυο φορές μ' έπιασε ο πατέρας και δυο φορές γλίστρησα μέσα απ' τα χέ­ρια του. Πόσο θα βασανίστηκε εκείνη την ώρα! Δε μ' ένοιαζε όμως.

Σε μια στιγμή βρέθηκα ανάμεσα σε δυο άμαξες, αναποδο­γυρισμένες, που είχαν πιάσει φωτιά. Μπροστά μου συνωστι­ζόταν ένα κοπάδι διστακτικά μουλάρια. Τα είχαν ελευθερώσει Αμαζόνες και τα οδηγούσαν μέσα στη νύχτα. Καμιά εικοσα­ριά πολέμαρχοι όρμησαν στο πεδίο της μάχης, οπλισμένοι με κοντάρια και ρόπαλα. Οι γυναίκες έκαναν στροφή να τους απωθήσουν. Ξάφνου ένας Σκύθης μ' έπιασε από πίσω και με σήκωσε ψηλά απ' τα μαλλιά. Δεν μπορούσα να δω το πρόσω­πό του, μόνο μύριζα την ανάσα του κι άκουσα το θόρυβο που έκανε το μαχαίρι του καθώς έσχιζε τον αέρα για να μου κόψει

. 450 .

Οι Τελευταιες Αμαζονες

το λαιμό. Εκείνη τη στιγμή, η λάβρυς μιας Αμαζόνας πέρασε ξυστά πάνω απ' τον ώμο μου, από μπροστά, και χτύπησε το Σκύθη εκεί που ενώνονται τα δόντια και το σαγόνι. Το σίδερο τον διαπέρασε και καρφώθηκε στο κόκαλο του σβέρκου. Έ­σκασα κάτω σαν καρπούζι, αλλά, ο βάρβαρος, που ήταν ακό­μα ζωντανός, μ' άρπαξε απ' το λαιμό. Τα δάχτυλά του έμοια­ζαν με τσιγκέλια.

Η σωτήρας μου σταμάτησε από πάνω μου. Τα μαλλιά της ήταν μαύρα σαν τον αχάτη, γυαλιστερά, αλειμμένα με λίπος για να στέκονται. Στο κεφάλι φορούσε ένα σκούφο από δέρ­μα αλεπούς. Το πρόσωπό της ήταν βαμμένο γκρι και άσπρο, το σύμβολο του φεγγαριού, με κύκλους γύρω από τα μάτια, τη μύτη και το στόμα. Το άλογό της ήταν μαυροκόκκινο, δε­καπέντε παλάμες, και καβαλίκευε σαν θεά.

Ήταν η Σελήνη. Μου έγνεψε Πάρε τη λάβρυ. Η καρδιά μου φούσκωσε λες κι ήταν έτοιμη να σπάσει. Ση­

κώθηκα κι έκανα να τρέξω στην αγκαλιά της. «Τη λάβρυ!» φώναξε άγρια η παιδαγωγός μου. Πλησίασα

το Σκύθη στο χώμα. Σφάδαζε ακόμη, με το πελέκι στο πρό­σωπό του που έχασκε ανοιχτό, ενώ τα χέρια του χτυπιούνταν ανεξέλεγκτα. Άρπαξα τη λαβή και τράβηξα. Η λάβρυς βγήκε μαζί με κομμάτια από το κρανίο του ζωντανού ακόμα ανθρώ­που.

«Βάλε το πόδι σου στο πρόσωπό του», πρόσταξε η Σελήνη. Υπάκουσα. Το πελέκι έδωσε τέλος στην αγωνία του. Η Σε­

λήνη μού έδωσε το χέρι της για να ανέβω στο άλογο πίσω της.

Εκείνη τη στιγμή, ο πατέρας φάνηκε απ' το σκοτάδι. Αι­σθάνθηκα να μ' αρπάζει από τη μέση. Ο Δάμων ήρθε καλπά­ζοντας. Δεν μπορούσα να τους δω, ήταν πίσω μου, βλέπετε. Είδα μόνο τα μάτια της Σελήνης μέσα απ' την μπογιά, όταν συνάντησαν τα δικά τους.

«Δώσε μου το κορίτσι!» πρόσταξε ο πατέρας. Την είδα να βάζει ένα βέλος και να ετοιμάζεται να ρίξει.

. 451 .

Page 224: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

«Σελήνη!» ούρλιαξε ο Δάμων. Κοίταξα κι είδα το σιδεροκέφαλο της παιδαγωγού μου.

Μια στιγμή ακόμα κι η σαΐτα της θα έβρισκε τον πατέρα ανά­μεσα στα μάτια.

«Σελήνη, τρελάθηκες;» Ο Δάμων όρμησε να τη σταματήσει. Είδα το τόξο της να

σηκώνεται. Δε θα έριχνε. Φωνές ακούστηκαν από τα νότια. Εκατοντάδες Σκύθες όρ­

μησαν πάνω στις Αμαζόνες, οι οποίες έκαναν στροφή κι έφυ­γαν. Η Σελήνη τις ακολούθησε. Ο Δάμων σπιρούνισε το ζώο του κι εξαφανίστηκε.

Ούτε ξέρω πώς ξέφυγα από τον πατέρα ή από ποιο κοπά­δι πήρα ένα άλογο. Πάντως, ύστερα από λίγο κάλπαζα στη στέπα. Κάτω από το φως του φεγγαριού ακολουθούσα τα χνάρια της Σελήνης και του Δάμωνα. Χτύπησα το κοντόσωμο άλογό μου με τις φτέρνες και την παλάμη μου. Η στέπα είναι γεμάτη ρωγμές και χαράδρες σ' αυτή την περιοχή. Τελικά πρόφτασα το ζευγάρι. Τους ακολούθησα από απόσταση, αλλά μπορούσα να τους βλέπω και να τους ακούω. Επιτέλους τα ποδοβολητά των αλόγων τους έκοψαν. Έκανα το γύρο ενός υψώματος και τους είδα ακριβώς από κάτω, σε απόσταση μι­σής βολής τόξου.

Η Σελήνη κι ο Δάμων καβγάδιζαν στη λεκάνη ενός ξεροπό-ταμου. Εκείνος την είχε ρίξει από το άλογο και είχε πέσει από πάνω της για να την κρατήσει ακίνητη. Του ξέφυγε. Την τσάκωσε πάλι. Δε με είχαν ακούσει, τόσο απορροφημένοι ήταν από τον καβγά τους, παρόλο που το ζώο μου κάλπαζε μέχρι να ανέβει πάνω στο ύψωμα και τώρα ξεφύσαγε σαν φυσερό. Έπρεπε να κατέβω κάτω; Κάτι με συγκράτησε. Η Σελήνη κα­τάφερε να ξεφύγει από το Δάμωνα. Εκείνος έπεσε βογκώντας στα τέσσερα. Η Σελήνη στάθηκε από πάνω του, το ίδιο εξου­θενωμένη. Προσπάθησα να τους ξεχωρίσω στο φως των αστε­ριών. Είδα το Δάμωνα να σηκώνεται, λαχανιασμένος. Η Σελή­νη στάθηκε αντίκρυ του. Δεν του μίλησε με λόγια αλλά με νοήματα.

. 452 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Ήθελε να τον διώξει. Εκείνος δεν έφευγε. Άπλωσε το χέρι να την πιάσει. Εκείνη ξέφυγε από τη λαβή του.

Η Σελήνη του έγνεψε ότι ο καιρός της είχε περάσει, το κουβάρι των ημερών της είχε φτάσει στο τέλος του.

«Νίκησες». Είδα τα χέρια της να μιλούν, αλλά η κίνηση για το «εσύ» πήγαινε πολύ πιο πέρα από το Δάμωνα ως άτομο, ήταν σαν να έλεγε «εσείς οι Αθηναίοι», «εσείς οι άντρες», «εσείς του αρσενικού φύλου».

Ο Δάμων αντέδρασε σαν να τον είχε χαστουκίσει. «Πώς γί­νεται να κέρδισα, αν είναι να σε χάσω;» φώναξε.

Με μια δρασκελιά βρέθηκε κοντά της. Γονάτισε, την αγκά­λιασε από τα πόδια και έχωσε το πρόσωπο του στην κοιλιά της. Εκείνη έσκυψε από πάνω του. Τα μακριά μαλλιά της σκέπασαν την πλάτη του. Παρακολουθούσα σαν μαρμαρωμέ-νη. Δεν έλεγχα καν τη φωνή μου για να φωνάξω ούτε τα πό­δια μου για να κινηθώ. Δεν έκανα τίποτα, ακόμα κι όταν άκουσα ποδοβολητά αλόγου να πλησιάζουν. Ο πατέρας μ' άρ­παξε από πίσω. Κάτω στον ξεροπόταμο είδα τη Σελήνη και το Δάμωνα να καβαλικεύουν τα ζώα τους. Όταν βρήκα την ανάσα μου για να φωνάξω, οι εραστές απομακρύνονταν μαζί καλπάζοντας. Ο πατέρας με άρπαξε από τα πόδια με την απελπισία ανθρώπου που έχει χάσει τα πάντα και δεν αντέχει άλλη απώλεια. Και πάλι του ξέφυγα. Άρχισα να τρέχω πίσω από τη Σελήνη με τα πόδια.

Ο πατέρας δεν προσπάθησε να με σταματήσει. Ανέβηκε στο άλογο και με ακολούθησε, μέχρι να εξουθενωθώ. Όταν δεν άντεχα άλλο πια κι έπεσα, με πήρε στα χέρια και μ' έφε­ρε πίσω.

Όταν γυρίσαμε, το σκυθικό στρατόπεδο είχε συνέλθει από την επιδρομή. Οι Σκύθες προσπαθούσαν να βοηθήσουν τους τραυματίες και να μαζέψουν τα κοπάδια. Ο πατέρας μ' άφη­σε δίπλα στο Φίλιππο. Του είπε να μου δέσει τα χέρια και να με προσέχει ο ίδιος. Έφτυσα όταν προσπάθησε να μ' αγγίξει. Εκείνη τη στιγμή έτυχε να περνούν δύο από την ομάδα μας. Βλέποντας τον πατέρα, απευθύνθηκαν σ' αυτόν σαν να ήταν

. 453 .

Page 225: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

αρχηγός και ζήτησαν διαταγές. Να βοηθήσουμε τους τραυμα­τίες, ρώτησαν, εννοώντας τους Μαιώτες και τους Σκύθες.

Ο πατέρας δίστασε. Έτρεμε ακόμα από την εξάντληση και την ταλαιπωρία που είχε τραβήξει.

«Άσ' τους να ψοφήσουν», απάντησα στη θέση του. «Μα­κάρι οι ψυχές τους να περιπλανούνται ανάμεσα στον επάνω και τον κάτω κόσμο για πάντα».

. 454 .

40 Μια Αμαζόνα

ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΑΥΓΗ οι Σκύθες μάς εγκατέλειψαν. Μας πήραν τα άλογα και τα όπλα, όχι όμως τη ζωή. Δε σήμαινε και πολ­λά πράγματα, αφού οι άντρες, πολλοί χωρίς γυλιό και υποδή­ματα ακόμα, δεν είχαν τα μέσα να υπερασπιστούν τη ζωή τους ή να βρουν τροφή. Το ταξίδι μέχρι την ακτή ήταν πάρα πολύ μακρύ.

Ο Αττικός κάλεσε τους άντρες σε συμβούλιο για ν' αποφα­σίσουν τι θα κάνουν. Ο πατέρας δε μίλησε. Και ο Θησέας επί­σης κράτησε τη γλώσσα του. Από την Υπερυψωμένη Πόλη και μετά, ο βασιλιάς ήταν κάτω από τις διαταγές του Αττικού. Μόνος του το θέλησε να υπηρετήσει ως απλός στρατιώτης. Σε κάθε κρίση ωστόσο, οι άντρες, όπως ήταν φυσικό, στρέφονταν πρώτα σ' αυτόν. Κάθε φορά όμως εκείνος τους παρέπεμπε στον Αττικό. Έτσι η ομάδα, με λιγότερη απροθυμία απ' όσο θα περίμενε κανείς, έφτασε ν' αποδεχτεί το βασιλιά ως σύ­ντροφο και όχι ως μονάρχη. Οι άντρες ήταν συγκλονισμένοι από τα φοβερά γεγονότα των τελευταίων ημερών, αλλά και από τη λιποταξία του Δάμωνα. Εκτός από τον πατέρα, ήταν πολλοί αυτοί που δεν μπορούσαν να εκφράσουν γνώμη. Οι περισσότεροι πάντως ψήφισαν να κατευθυνθούμε προς τη θά­λασσα. Όταν τελείωσε η καταμέτρηση των ψήφων, ο Αττικός πήρε το λόγο:

«Αδέλφια, ο αντικειμενικός σκοπός της εκστρατείας μας, να συλλάβουμε, δηλαδή, και να οδηγήσουμε την Αμαζόνα Σε-

. 455 .

Page 226: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

λήνη στην πατρίδα για να δικαστεί, χρειάζεται συζήτηση. Τολμώ να πω ότι είναι σαν να προσπαθούμε να πιάσουμε ένα γρύπα. Αυτά όσον αφορά τη δουλειά μου ως διοικητή. Αν θέ­λετε όμως να σας μιλήσω σαν απλός άνθρωπος, πιστεύω ότι η θυγατέρα του Ελιέως και μνηστή μου, η κόρη Ευρώπη, είναι ακόμα ζωντανή και κινδυνεύει κάπου στο Βορρά ανάμεσα στα στρατεύματα της εχθράς».

Ο Αττικός είπε ακόμη ότι δεν ήθελε να βάλει τη ζωή των αντρών σε κίνδυνο με μια νέα περιπέτεια. Ήταν ελεύθεροι να πάνε στα πλοία και στην πατρίδα. Αυτός όμως θα παρέμενε, θ' ακολουθούσε τους Σκύθες μαζί με τον πατέρα και όσους επιθυμούσαν να τον συντροφέψουν, έστω και μόνος, αν ήταν απαραίτητο.

Φαντάζεστε την αναταραχή που ακολούθησε. Οι άντρες στη στέπα φτιάχνουν καθίσματα γύρω από τη φωτιά (αφού δεν υπάρχουν ξύλα κι οι πέτρες είναι ελάχιστες) κόβοντας κομμά­τια τύρφης και τοποθετώντας το ένα πάνω στο άλλο: ένα κά­θισμα από γρασίδι. Κι ο Θησέας λοιπόν σε μια τέτοια κούρνια καθόταν, στ' αριστερά του Αττικού, μαζί μ' άλλους εφτά ή οχτώ. Σηκώθηκε λοιπόν τότε μαζί με το ψηλό σκαμνί τ ο υ · χω­ρίς μια λέξη, ο βασιλιάς πήγε από τα δεξιά του Αττικού, όπου έστησε το σκαμνί του και κάθισε πάνω. Οι άντρες έβαλαν τα γέλια. Ακολούθησαν ο πατέρας και ο Φίλιππος, μετά το Δοκά­ρι και ο Σπόρος. Τελικά, δεκαεπτά άτομα αποφάσισαν να μεί­νουν, ενώ εξήντα περίπου θα πήγαιναν νότια. Η διάθεση την ώρα του χωρισμού ήταν πολύ άσχημη. Όλοι τα είχαν χαμένα. Ογδόντα άντρες χωρίς άλογα, χωρίς τρόφιμα και χωρίς όπλα χωρίζονταν για να προχωρήσουν από το πουθενά στο πουθενά.

Θα αναρωτιέται κανείς πώς φαινόταν σ' ένα δωδεκάχρονο κορίτσι, όπως εγώ, που βρέθηκε επιτέλους στις στέπες, για τις οποίες άκουγε και τις οποίες φανταζόταν από τότε που είδε το φως. Όλες οι δοκιμασίες και οι περιπέτειες που είχα βυζά­ξει, τρόπος του λέγειν, από το στήθος της τροφού μου είχαν γίνει τώρα πραγματικότητα. Μήπως ήμουν τρομαγμένη; Μή-πως νοσταλγούσα το σπίτι και τη μητρική αγκαλιά;

. 456 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Ούτε για μια στιγμή. Ήμουν στο σπίτι μου. Αυτή ήταν η χώρα μου κι εκείνες, η

φυλή των ελεύθερων γυναικών, ο λαός μου. Δεν ήταν μια κουτή ιδέα, όπως θα πίστευε κανείς, μια και είχα μεγαλώσει με τις αναμνήσεις της Σελήνης από νήπιο· το ένιωθα πραγματικά μέσα στην καρδιά μου και στα σπλάχνα μου. Ποια κόρη θα ήθελε πιότερο από μένα αυτό που απλωνόταν μπρος μου; Για κοίτα αριστερά: κοπάδια από αλαφροπάτητες γαζέλες μέχρι το βάθος του ορίζοντα. Για κοίτα δεξιά: μια πεδιάδα από αρίφνητες αντι­λόπες με γυριστά κέρατα. Το γεγονός ότι το έθνος των ελεύθε­ρων γυναικών είχε φτάσει στην παρακμή του απλώς φούντωνε το ζήλο μου. Αυτά είναι εποχικά φαινόμενα, θα πήγαινα μαζί τους. Η συγκίνηση και ο ενθουσιασμός μου δε λέγονταν.

Το τρίτο μεσημέρι, η ομάδα μας είδε καπνό. Βρεθήκαμε μπροστά σε διάφορα ατομικά είδη και σπασμένα εργαλεία. Δίπλα σκοτωμένα άλογα και μετά άντρες. Πήραμε τα όπλα από τους νεκρούς. Ο Φίλιππος έπιασε ένα άλογο και το χρη­σιμοποίησε για να πιάσει κι άλλα. Το απόσπασμά μας είχε ζώα τώρα. Ο Αττικός τούς μάζεψε για να συζητήσουν.

Ή οι Σκύθες είχαν προλάβει τις Αμαζόνες της Ελευθεράς ή οι τελευταίες είχαν στήσει ενέδρες για να καθυστερήσουν την καταδίωξη. Ίσως χρειαζόταν να πολεμήσουμε, προειδοποίησε την ομάδα ο Αττικός. Είπε ότι δεν ήθελε ηρωισμούς. Να ξε­χάσουμε τη Σελήνη. Να ψάξουμε για την κόρη Ευρώπη. Αν δεν καταφέρουμε να την πάρουμε με ασφάλεια, καλό θα ήταν να διαπραγματευτούμε με τις Αμαζόνες, αν η Ευρώπη ήταν μαζί τους, ή με τους Σκύθες, αν την είχαν συλλάβει οι τελευ­ταίοι.

Ο Αττικός με διέταξε να μείνω πίσω κι έβαλε το Σπόρο να με προσέχει. Ο καπνός φαινόταν να βγαίνει πίσω από τον επόμενο λόφο. Αλλά οι αποστάσεις σε ξεγελούν σε μια τόσο μεγάλη χώρα. Νύχτωσε και η ομάδα μας ακόμα να τον φτά­σει. Συνεχίσαμε πάντως κάτω απ' το φως των αστεριών. Όμως δεν είναι δυνατό να παρακάμψεις τις «ρωγμές» της πε­διάδας στο σκοτάδι, κι όταν βγήκε πάλι ο ήλιος, νέος καπνός

. 457 .

Page 227: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

φάνηκε στον ορίζοντα. Θα έλεγε κανείς ότι μάχες μαίνονταν σ' όλες τις μεριές. Τα άλογα που είχαμε ήταν των Αμαζόνων. «Αφήστε τα ελεύθερα. Θα μας πάνε κατευθείαν στις κυράδες τους», είπε ο Θησέας.

Συνεχίσαμε όλη μέρα, φτιάχναμε φαγητό από κάτι μικρά σκαθάρια και έντομα. Έφαγα το ένα από τα υποδήματά μου. Με την αυγή, είδαμε νέο καπνό. Πλησιάσαμε. Αυτός τουλάχι­στον δεν ήταν οφθαλμαπάτη. Ο Αττικός μάς έκανε νόημα «Πάρτε τα όπλα». Η ομάδα σχημάτισε μέτωπο. Προχωρήσα­με στο τελευταίο ύψωμα.

Αυτό που αντικρίσαμε δεν ήταν πεδίο μάχης αλλά νεκρο­ταφείο.

Το γρασίδι από κάτω μας είχε σκουπιστεί προσεκτικά. Δεν υπήρχε ούτε ένα σκουπίδι ούτε ένα πετραδάκι. Μια μοναχική Αμαζόνα στεκόταν στο ύψωμα. Στην πλαγιά από κάτω, σα­ράντα περίπου νέοι τάφοι είχαν στηθεί σαν αποικία, με πυρές οστών που είχαν γίνει στάχτη. Οι τύμβοι είχαν σχήμα μισο­φέγγαρου.

Ο πατέρας σταμάτησε δίπλα μου κι εξέτασε την πεδιάδα. Νεκρές Αμαζόνες είχαν μεταφερθεί εδώ για να τις κάψουν και να τις θάψουν. Ίσως ήταν τόπος ιδιαίτερης σημασίας ή επιλέ­χτηκε για τα θύματα της πρόσφατης μάχης. Ο Αττικός χώρισε τους άντρες σε δύο ομάδες. Η μία παρέμεινε στη θέση της για κάθε ενδεχόμενο, ενώ εκείνος οδήγησε την άλλη προς τη μοναχική καβαλάρισσα.

Εγώ πήγα μαζί με τον άρχοντα. Βλέπαμε καθαρά τώρα την Αμαζόνα πάνω στη ράχη, καβάλα στο μικρόσωμο άλογό της. Ήταν βαμμένη και τα μαλλιά της γυάλιζαν από το λίπος. Δεν έκανε καμία κίνηση να φύγει, αντίθετα παρέμεινε στη θέ­ση της, πάνω από τον τελευταίο τύμβο αριστερά, παρακολου­θώντας την ομάδα να πλησιάζει. Μήπως ήταν παγίδα; Ο Αττι­κός σταμάτησε το άλογό του κι έστειλε έναν ιππέα μπροστά. Ο αγγελιοφόρος πλησίασε την Αμαζόνα και επικοινώνησε μαζί της με νοήματα. Σταμάτησε στην κορφή κι έκανε σήμα ότι όλα ήταν εντάξει.

. 458 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Και οι δύο ομάδες προχώρησαν προς τα κει. Η Αμαζόνα στεκόταν ακίνητη. Ο Αττικός την πλησίασε από τα δεξιά. Την είδα να σηκώνει το χέρι για να τον σταματήσει και μετά να γνέφει σε μένα. Ήταν μια κίνηση που μας είχε μάθει η Σελήνη και που σημαίνει: Πλησίασε, μην καθυστερείς. Ανοιγόκλεισα τα βλέφαρά μου. Δεν πίστευα στα μάτια μου.

Η πολεμίστρια ήταν η Ευρώπη. Η Αμαζόνα ήταν η αδελφή μου.

. 459 .

Page 228: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

41 Το Σίδερο και το Φεγγάρι

Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι ο τάφος ήταν της Σελήνης. Δεν ξέρω αν φώναξα δυνατά. Είχα την αίσθηση ότι κάτι κρύο και μυτερό, σαν το σίδερο, διαπέρασε το στήθος μου και καρ­φώθηκε στα φυλλοκάρδια μου. Διπλώθηκα στα δυο κι έκανα εμετό. Ψηλά στην κορυφή φάνηκε ο Δάμων. Δε θα ήταν εδώ μόνος, παρά μόνο αν η Σελήνη ήταν νεκρή.

Ο πόνος στο στήθος μου έσκασε, σαν τον ήλιο ή σαν ένα μεγάλο βράχο που πέφτει από ψηλά και γίνεται κομμάτια μό­λις αγγίζει τη γη. Θραύσματα και σχίζες με τρυπούσαν μέσα στο στήθος. Η Σελήνη είχε μάθει στην αδελφή μου κι εμένα το τελετουργικό του πένθους των φυλών της στέπας κι ο Δά-μων στην αφήγησή του είχε αναφερθεί λεπτομερώς σ' αυτές τις υπερβολές. Τώρα μου φαίνονταν μηδαμινές. Να χαράξεις τη σάρκα σου ή το κρανίο σου; Εγώ θα το έσπαγα το κρανίο μου και θα πηδούσα γυμνή στην πυρά, τόσο μεγάλη ήταν η θλίψη που με είχε κυριέψει και μου έτρωγε τα σπλάχνα.

Σελήνη. Σελήνη! Ο Δάμων κατέβηκε την πλαγιά και στάθηκε πλάι μου.

Ούρλιαξα δυνατά ή μήπως η κραυγή μου αντήχησε μόνο μέσα στο κεφάλι μου; Ένιωσα το αριστερό του χέρι να με πιάνει από τον καρπό, ενώ με το δεξί κράτησε τα ηνία μου.

«Όχι τώρα», πρόσταξε. «Όχι τώρα». Η σάρκα μου ακουμπούσε, θαρρείς, πάνω σε αναμμένα κάρ­

βουνα. Ένιωσα τα δόντια μου να χώνονται στη γλώσσα μου.

. 460 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Σελήνη! Η λύσσα που με πλημμύρισε ήταν τόσο μεγάλη που αι­

σθάνθηκα την ανάγκη να κάνω κακό στον εαυτό μου εδώ και τώρα. Ανέβαινε κατά κύματα από τα πόδια μου, καυτή και διαβρωτική. Τα τελευταία κουρέλια της παιδικότητάς μου πέ­ταξαν. Λες και δεν ήμουν πια εγώ. Δάμων. Καταλάβαινα την αγωνία του. Δεν ήταν σαν τη δική μου. Δεν ένιωθε ούτε θλίψη ούτε οργή, αλλά απελπισία. Ένα κενό υπήρχε πλέον μέσα του εκεί όπου ήταν θρονιασμένο κάτι πολύτιμο και ακατανόητο. Εδώ ήταν η ουσία του πράγματος. Γιατί συνειδητοποίησα για πρώτη φορά το επερχόμενο τέλος των ταλ Κύρτη, την εξαφά­νιση του ελεύθερου λαού.

Η ομάδα μας κρατούσε ακόμα μιαν απόσταση από την Ευρώπη. Την είδα να κάνει νόημα στον Αττικό να πλησιάσει, αυτός μόνο, κι εκείνον να τη ρωτά, προφανώς για να πληρο­φορηθεί τα γεγονότα, τις μάχες που έγιναν και τ' αποτελέ­σματά τους, για το Μαύη και τον Πανασαγόρα, για την Ελευ­θερά και τις τελευταίες Αμαζόνες.

Ο άρχοντας ήταν φανερό ότι είχε ξαφνιαστεί από την πα­ρουσία της Ευρώπης, της μικρής από την πόλη των Αθηνών, της μνηστής του, για την οποία είχε διασχίσει τον κόσμο ολό­κληρο με την ελπίδα να την ξαναποκτήσει. Τον είδα να την παρακαλάει: Έλα μαζί μου στην πατρίδα! Κι εκείνη ν' απο­κρούει αμέσως και χωρίς περιστροφές την πρότασή του.

Η μεταμόρφωση της Ευρώπης ήταν ολοκληρωτική. Δεν είχε γίνει απλώς μια άλλη γυναίκα, είχε γίνει άλλου είδους γυναί­κα. Ο πατέρας είχε σταματήσει τώρα το άλογό του ψηλά στην πλαγιά. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι είχε χάσει το παιδί του για πάντα. Ο Αττικός έκανε νόημα στις δύο ομάδες να τον ακολουθήσουν. Στράφηκε ανατολικά, προς την κατεύ­θυνση που είχε ακολουθήσει η Ελευθερά, και ξεκίνησε.

Ο Δάμων στεκόταν πλάι μου. Σπιρούνισα το άλογό μου προς τον τύμβο. Από μακριά, η αδελφή μου ήταν πολύ εντυ­πωσιακή, άγρια, λαμπερή κι εκθαμβωτική. Από κοντά μού φάνηκε άγρια, βάρβαρη θα έλεγε κανείς. Τα μάτια της είχαν

. 461 .

Page 229: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

αλλάξει. Το φως μέσα τους ήταν αλλιώτικο. Φάνταζαν σαν μάτια θηρίου, ανελέητα και ψυχρά. Δεν ήταν το κορίτσι που ήξερα, κι όμως ήταν ο εαυτός της περισσότερο από ποτέ.

Έπρεπε να βεβαιωθώ. Ήταν πράγματι ο τάφος της Σελήνης; Η Ευρώπη το επιβεβαίωσε. Παρατήρησα λαβωματιές στο κορμί της αδελφής μου, πά­

νω από είκοσι. Αψήφησε το ενδιαφέρον μου. Το βλέμμα της με περιεργάστηκε από πάνω μέχρι κάτω. Αυτό που είδε την ικανοποίησε.

«Αδελφή, αυτό είναι για σένα», είπε. Ένα θηκάρι από δέρμα αντιλόπης ήταν πάνω στους μηρούς

της. Μέσα του φώλιαζε ένας διπλός πέλεκυς. Η Ευρώπη σή-κωσε τη θήκη και με τα δυο χέρια, όπως θα πρόσφερε κάποιος ένα αντικείμενο ανεκτίμητης αξίας.

«Η Σελήνη ήξερε ότι θα 'ρθεις. Με πρόσταξε να μη φύγω μέχρι να σου παραδώσω αυτό».

Ήταν η λάβρυς της Σελήνης. Η αδελφή μου μου την έδωσε. «Πρόσεξε», είπε, «η άκρη είναι πολύ κοφτερή». Έβαλα τη θήκη πάνω στα πόδια μου και σήκωσα το καπάκι.

Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια μου. Η παρουσία της Σελή­νης, πιο έντονη κι απ' όταν ήταν στη ζωή, άστραψε πάνω στο ακονισμένο σίδερο κι η αντανάκλασή της έπεσε πάνω στο σω-ρό της στάχτης. Ένιωσα το αίμα μου να φουντώνει και παρά λίγο να λιποθυμήσω.

«Είσαι καλά, αδελφή;» Με λίγη προσπάθεια, ίσιωσα το κορμί. «Γιατί...» άκουσα τη φωνή μου να ρωτάει. «Γιατί η Σελήνη

τον άφησε σε μένα κι όχι σε σένα;» Ήξερα την απάντηση πριν ακόμα μιλήσει η Ευρώπη. «Επειδή η Σελήνη δεν είναι μητέρα μου. Επειδή δεν είμαι

κόρη της».

. 462 .

42 Ελευθερά και Θησέας

ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ Λ Ι Γ Ο εμφανίστηκε η Ελευθερά. Ήρθε από τα δυ­τικά με ενενήντα καβαλάρισσες και πενήντα βοηθητικούς, δό­κιμες και τεχνίτες Καβαρεείς. Οι αξιωματικοί της διέταξαν την ομάδα μας να τις ακολουθήσει.

Καταλαβαίνετε την κατάστασή μου. Απελπισία και χαρά είχαν γίνει ένα μέσα μου. Όλα είχαν έρθει τα πάνω κάτω, όλα όσα ήξερα για τον εαυτό μου, ποια ήμουν, πού ανήκα. Δεν υπήρχε όμως χρόνος για σκέψεις. Έπρεπε να δουλέψουν αμέ-σως φτέρνες και μαστίγιο. Οι Σκύθες ήταν κοντά. Η φυγή ήταν η μόνη μας σωτηρία.

Η αδελφή μου διατάχτηκε ν' ανιχνεύσει την περιοχή για ίχνη του εχθρού. Πήγα μαζί της πριν προλάβει να με σταμα­τήσει κανείς. Από την Ευρώπη και τον «Ψύλλο», μια άλλη δόκιμη, έμαθα ότι στόχος της Ελευθεράς ήταν ο Τάναϊς. Θα κατευθυνόμασταν πρώτα νότια, για να βρεθούμε στα μετόπι­σθεν του εχθρού, και μετά ανατολικά για τον ποταμό. Αν ο στρατός της Ελευθεράς κατάφερνε να φτάσει εκεί χωρίς να το καταλάβουν οι Σκύθες, θα ανέβαινε βόρεια του Τανάιδος μέ­χρι την Πύλη των Καταιγίδων και θα τη διέσχιζε για να βρεθεί στη Χώρα του Αιώνιου Χιονιού και στην ασφάλεια. Το ότι ο ποταμός ήταν σύνορο της Σκυθίας θα λειτουργούσε προς όφε­λος μας, έτσι πίστευε η Ελευθερά. Ο εχθρός θα έψαχνε σίγου­ρα μόνο μέσα στο δισάκι του.

Όσο για τους Αθηναίους υπό το Θησέα και τον Αττικό, εί-

. 463 .

Page 230: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

ναι περιττό να σας πω ότι τους είχε πιάσει αιχμαλώτους. Δεν καταδεχόταν να τους ρίξει ούτε μια ματιά και δεν έκανε κα­νένα σχόλιο για το βασιλιά τους. Ήταν φανερό πάντως ότι δε θ' άφηνε κανέναν από την αθηναϊκή ομάδα ν' απομακρυνθεί, παρά μόνο αφότου ξέφευγαν από τον εχθρό.

Η μεικτή αυτή ομάδα κάλπαζε τρεις μέρες και τρεις νύχτες, νότια προς την Υπερυψωμένη Πόλη, μέσα από ρεματιές για να μη γίνει αντιληπτή. Η δόκιμη «Ψύλλος» παρατήρησε πως κά­ποτε ο λαός της κάλπαζε στις ψηλές πεδιάδες. «Τώρα κρυβό­μαστε στις χαράδρες», είπε με πίκρα. Έμαθα ποιες αντρειω­μένες ήταν ακόμα ζωντανές: η Χρύσα και η Ευάνδρη, η Αλθαία και η Ανδρομάχη, η Οτρήτη, η Προθόη και το «Πράγ­μα». Το τέταρτο δειλινό, οι ανιχνευτές είδαν θάλασσα. Οι ομάδες μας αποφάσισαν να περιμένουν τον ερχομό της νύ­χτας. Σκύθες ή άλλοι που δεν μπορούσε να υπολογίσει η Ελευθερά, κυνηγοί κεφαλών, για παράδειγμα, ίσως προπορεύ­ονταν. Η ομάδα μας ήταν υπολογίσιμη, αλλά δεν είχε γίνει αντιληπτή μέχρι τώρα. Η Ελευθερά διέταξε αθέατες φωτιές.

Εκεί έγινε τελικά η συνάντηση της Αμαζόνας και του Θη­σέα, με τη μεσολάβηση του πατέρα μου.

Είχε πλησιάσει την Ελευθερά ζητώντας ακρόαση. Όταν το έμαθα, έτρεξα αμέσως. Ήξερα ότι ο πατέρας θα ζητούσε από την Ελευθερά να μη με πάρουν οι Αμαζόνες μαζί τους. Είχε αποδεχτεί τη φυγή της αδελφής μου, αλλά δε θα άντεχε να χάσει κι εμένα.

Έτρεξα στην αθέατη φωτιά, γύρω από την οποία κάθονταν οι περισσότερες πολεμίστριες και δόκιμες. Η Ελευθερά είχε δώσει ήδη την απάντησή της. Την καλεί το αίμα, είχε πει. Δε θα έκανε τίποτα για να εμποδίσει το παιδί της Σελήνης ν' ακολουθήσει το λαό της μητέρας του. Αυτό μου το είπε ο Ψύλλος κι άλλη μια κοπέλα, που ήταν παρούσα από την αρχή της συζήτησης.

Η Ελευθερά συνέχισε να μιλάει, όχι στον πατέρα μου πια, αλλά στις συντρόφισσες της γύρω από τη φωτιά, η οποία ή­ταν από βρύα και προσανάμματα μέσα σ' ένα χαντάκι σε

. 464 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

σχήμα μισοφέγγαρου. Εδω πρέπει να κάνω μια παρέκβαση και να μιλήσω για την εξωτερική εμφάνιση αυτής της γυναί­κας και την επιβλητική της παρουσία.

Όσα είχε πει η Σελήνη για την Ελευθερά και όλα όσα είχε αφηγηθεί ο Δάμων δεν ήταν τίποτα μπροστά στην ίδια τη γυ­ναίκα με σάρκα και οστά. Η Ελευθερά ήταν γύρω στα σαρά­ντα. Στην ηλικία της οι γυναίκες της φυλής της ήταν γιαγιά­δες. Όμως το σφρίγος της ήταν εικοσάχρονης κοπέλας. Ήταν ψηλή σχεδόν σαν το Θησέα, με ώμους γεροδεμένους σαν ενός κωπηλάτη. Πώς καθόταν πάνω στο άλογό της! Όταν διέσχιζε καλπάζοντας το στρατόπεδο, οι οπλές του ζώου της με πιτσι­λούσαν. Σε μένα όμως φάνταζαν σαν στάλες κάποιου πολύτι­μου υγρού. Το διπλό πελέκι στο θηκάρι του χτυπούσε στην πλάτη της σε κάθε βήμα. Δεν είχα ξαναδεί άνθρωπο πιο αρ­χοντικό και υπέροχο.

Η ομορφιά της Ελευθεράς δεν ήταν του κόσμου τούτου, όπως στις περισσότερες Αμαζόνες. Είχε μια οντότητα που δεν είχε σχέση με την προσωπικότητα ή την εμφάνισή της. Ήταν η ενσάρκωση, θα έλεγε κανείς, ενός ιδανικού, κι αυτό το ιδανικό ήταν η ελευθερία. Ακόμα και η πολεμοχαρής όψη της, όσο εντυπωσιακή κι αν ήταν, ήταν απλώς ένα υποπροϊόν της υψη­λής αυτής αρετής. Όμοια με φλόγα αγνή που μπορεί να μείνει για πάντα αμόλυντη, έτσι ήταν και η Ελευθερά. Όμοια με άφοβο λιοντάρι που μπορεί να μη διαφθαρεί ποτέ από το φό­βο, έτσι ήταν και η Ελευθερά. Αν με πρόσταζε «Μπες στη φωτιά», όλες οι στρατιές της Γης δε θα μπορούσαν να με κρατήσουν. Αν με πρόσταζε «Πήδα από τούτο το βράχο», θα βουτούσα με χαρά.

Τότε πλησίασε στην αθέατη φωτιά. Οι συντρόφισσές της παρέμειναν βουβές. Η Ελευθερά τούς είπε για τις πιθανότη­τες που είχαν να επιβιώσουν.

«Όταν η πορεία του ελεύθερου λαού ξέφυγε από το ρύτεν άνναι, από "τον συνηθισμένο τρόπο" ... όλα άρχισαν να πηγαί­νουν στραβά». Κατάλαβα ότι μιλούσε για την εκστρατεία εναντίον των Αθηνών, για την απόφαση των ταλ Κύρτη να

. 465 .

Page 231: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

εγκαταλείψουν την πατρίδα για να πολεμήσουν πέρα από τη θάλασσα. «Όμως ποιον άλλο δρόμο μας άφηνε η τιμή; Σκέ­φτηκα πολύ πάνω σ' αυτό. Πιστεύω ότι είναι απόφαση θεϊκή που ο καιρός μας έφτασε στο τέλος του. Τι θ' απογίνει η φυ­λή μας; Θα σερνόμαστε σε άλλα μέρη, μακριά από τα γεγονό­τα. Θα συνεχίσουμε να υπάρχουμε, όχι ως δύναμη πια αλλά ως αξιοπερίεργο. Στο τέλος, η φυλή μας θα γίνει μύθος. Ποιος θα μας θυμάται; Ο άνεμος μπορεί να μιλάει για μας με τον ανεμοστρόβιλο της σκόνης ή με το χορό της φλόγας. Ποιος όμως μπορεί ν' ακούσει τον άνεμο;»

Η Ελευθερά κοίταξε προς το μέρος όπου κάθονταν ο πα­τέρας, ο Δάμων και ο Φίλιππος, στα όρια του κύκλου. Ο Θη­σέας είχε αφήσει το αθηναϊκό στρατόπεδο και είχε προστεθεί στην παρέα τους, συνοδευόμενος από τον Αττικό και άλλους αξιωματικούς.

«Δε θα μας βλέπετε», είπε δυνατά η Ελευθερά για να την ακούνε, «αλλά θα είμαστε εκεί. Τα φαντάσματά μας θα στοι­χειώνουν τους δρόμους σας τη νύχτα και το μέρος του εαυτού σας που χρησιμοποιήσατε για να μας εξαφανίσετε από το πρόσωπο της γης θα κάνει τον ύπνο σας ανήσυχο. Η βιαιότη­τα που χρησιμοποιήσαμε για να υπερασπιστούμε την ελευθε­ρία μας δε θα είναι τίποτα μπροστά σ' αυτή που θα επιβάλε­τε στον εαυτό σας όταν φύγουμε. Δε νικήσατε ούτε εσείς ούτε οι θεοί, που μπροστά στις προσταγές τους κλίνετε το γόνυ. Γιατί είμαστε μέρος του εαυτού σας. Εξοντώνοντας εμάς, σκοτώσατε ό,τι πιο ελεύθερο κι ευγενικό υπήρχε μέσα σας. Δε γίνατε σπουδαιότεροι με την εξόντωσή μας, αλλά πιο μικροί. Για σκεφτείτε το. Αυτό μου λέει η καρδιά μου».

Το άλλο πρωί ο τόπος γέμισε Σκύθες. Χιλιάδες μάς είχαν προσπεράσει κατά τη διάρκεια της νύχτας και τώρα κατευθύ­νονταν προς τον Τάναϊ. Οι ανιχνευτές τους δεν μας είχαν εντοπίσει ακόμη. Τώρα πια οι ομάδες μας έπρεπε ν' αποσυρ­θούν στις ρεματιές, να σβήσουμε τα ίχνη μας και να φτιάξου­με ίσως ένα φράχτη περιμένοντας την τελική σύγκρουση.

Εκείνο το βράδυ, ο Θησέας πλησίασε την Ελευθερά και

. 466 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

προσφέρθηκε να μεταφέρει τις Αμαζόνες ανατολικά με τα πλοία. Με μια έφοδο στην παραλία της Υπερυψωμένης Πόλης, είπε, οι ομάδες μας θα κατάφερναν να κατατροπώσουν αυ­τούς που κρατούσαν τα πλοία. Τα παχνιά θα φιλοξενούσαν τ' άλογα των Αμαζόνων. Με ούριο άνεμο, ο στόλος θα κατάφερ­νε να φτάσει στον Τάναϊ πριν από το Μαύη και τον Πανασα-γόρα και ν' αφήσει τις γυναίκες σε ασφαλές μέρος, απ' όπου θα συνέχιζαν το δρόμο τους.

Μια τέτοια πρόταση ήταν μνημειώδης. Η Ελευθερά τη θε­ώρησε προσβλητική.

«Να επιζήσω, Θησέα, από τον οίκτο σου;» «Οίκτο;» αποκρίθηκε ο βασιλιάς. «Κανέναν δε φοβήθηκα

όσο εσένα ούτε με νίκησε κανείς όπως εσύ». Η Ελευθερά τον κοίταξε με μίσος. Οι άντρες της ομάδας

μαζεύτηκαν γύρω τους. Το φεγγάρι ήταν σκοτεινό, η νύχτα ψυχρή μέσα στη ρεματιά. «Αυτή τη φορά ήρθες στη χώρα μας», είπε η Αμαζόνα στον Αθηναίο, «ελπίζοντας να καλέσεις το φάντασμα της Αντιόπης από τον Κάτω Κόσμο, για να εκλι­παρήσεις τη συγνώμη της για το κακό που της έκανες. Δε θα έρθει ποτέ για σένα. Αυτό βάλ' το καλά στο μυαλό σου. Θα την ξαναβρείς μόνο στο θάνατο».

Αυτά τα λόγια τάραξαν πολύ το Θησέα. Φάνηκε να κλονί­ζεται και μερικοί Σύντροφοι έτρεξαν να τον συγκρατήσουν.

«Έπρεπε να τη σκοτώσεις», είπε η Ελευθερά, «εκεί, στην πόλη των Αθηνών, το πρωινό της τελικής μάχης. Εγώ θα το εί­χα κάνει. Την άφησες όμως να προχωρήσει. Στάθηκες παρά­μερα και της επέτρεψες να διαπράξει την πιο επονείδιστη πράξη που θα μπορούσε να κάνει αυτή ή οποιαδήποτε ψυχή με τιμή: να πάρει τα όπλα εναντίον του λαού της. Την κατέ­στρεψες σ' αυτή και στην άλλη ζωή, επειδή αγαπούσες την πόλη σου πιο πολύ από κείνη».

Κι αυτό το βέλος βρήκε το στόχο του. Ο Θησέας λύγισε. «Κι εγώ την πρόδωσα», συνέχισε η Ελευθερά. «Εκείνη

που ήταν η ευγενέστερη της φυλής μας, γιατί μόνο εκείνη τόλ­μησε να ενώσει τον ήλιο με το φεγγάρι, τον άντρα και τη γυ-

. 467 .

Page 232: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

ναίκα. Δεν είμαι λοιπόν αμέτοχη στον πόνο που κουβαλάς μέ­σα σου».

Η Ελευθερά κοίταξε τον παλιό εχθρό της. «Ποιο το δικό σου όφελος, Θησέα, που "εκπολίτισες" τους

ανθρώπους; Η πόλη των Αθηνών σε περιφρόνησε γι' αυτό. Τα δώρα που απόθεσες μπροστά της σ' τα πέταξε στα μούτρα. Έτσι ήρθες πάλι σε μας. Έπρεπε να σε κάνω κομμάτια μόλις σε πρωταντίκρισα. Ένιωσα μέσα στο μεδούλι μου το νιτόμι, το κακό που έφερνες από μακριά. Αλλά ο πατέρας Δίας είναι μεγάλος. Έστειλε τον Ηρακλή και τον Ιάσονα, και τώρα εσέ­να, για να καταστρέψετε τις ελεύθερες γυναίκες. Κάνατε το θέλημά Του».

Τόσο δέος φανέρωνε η όψη του Θησέα, που ήταν έτοιμος να σωριαστεί κάτω.

«Είναι δυνατό να με μισείς τόσο πολύ. Ελευθερά;» «Το μίσος είναι δεσμός, Θησέα. Kι αυτό το μίσος κρατάει

πολύ καιρό». Ο βασιλιάς έκανε να μιλήσει, σαν να ήθελε να την παρακα­

λέσει να βάλει κατά μέρος το μίσος της τώρα. Η Ελευθερά όμως δεν τον άφησε.

«Η εποχή του ελεύθερου λαού τέλειωσε. Και η ειρωνεία, φίλε μου, είναι ότι εσύ που μας κατέστρεψες, εσύ, Θησέα, μας κατάλαβες και μας αγάπησες πιότερο απ' όλους. Είσαι ένας από μας, πάντα ήσουν».

Σ' αυτά τα λόγια, ο βασιλιάς λύγισε. Το στήθος του τρα­ντάχτηκε από λυγμούς. Γονάτισε μπροστά στην Ελευθερά κι έχωσε το πρόσωπό του στα ρούχα της. Η Αμαζόνα δεν έκανε καμιά κίνηση, δεν έριξε καν μια ματιά προς τα κάτω. Μετά από μερικές στιγμές μόνο, άπλωσε το χέρι της και το έβαλε από οίκτο πάνω στις μπούκλες του.

. 468 .

43 Επιβάτες

ΤΑ ΑΛΟΓΑ των Αμαζόνων έπρεπε να κουκουλωθούν με μαν­δύες και σκεπάσματα για να τ' ανεβάσουμε επάνω στα πλοία. Μύριζαν τη θάλασσα και δεν τους άρεσε καθόλου. Υπάκουσαν όμως. Τα έξι καράβια απέπλευσαν κουβαλώντας τα πληρώματά τους και εκατόν σαράντα άτομα ακόμη - τις πολεμίστριες της Ελευθεράς και τους Καβαρεείς. Όλα τα πα-χνιά ήταν γεμάτα, εκτός από δώδεκα στην Αίθρα του Θησέα. Αυτά είχαν από ένα μόνο ζώο.

Το ταξίδι από την Υπερυψωμένη Πόλη στον Τάναϊ δεν εί­ναι μικρό. Ούτε τα πλοία μπορούσαν να πλησιάσουν κάποια ακτή για να ξεμουδιάσουν οι γυναίκες και τα ζώα. Οι Σκύθες ήξεραν ποιους μετέφεραν τα καράβια. Τίποτα δε θα τους σταματούσε μέχρι να πιάσουν τη λεία τους. Πάνω στο πλοίο οι Αμαζόνες ήταν σαν βρεγμένες γάτες.

Ο πατέρας δε με άφηνε από τα μάτια του. Ή μήπως δεν έπρεπε να τον λέω πατέρα; Παρόλο που δε με άφηνε να πλη­σιάσω την Ευρώπη, δεν ήταν δύσκολο να επικοινωνώ μαζί της με νοήματα. Θα έφευγα μαζί της. Θα πήγαινα με το λαό μου, τις ελεύθερες γυναίκες των πεδιάδων. Υπομόνευα, σίγουρη ότι θα μπορούσα να το σκάσω όποτε ήθελα.

Στο πλοίο, μια Αμαζόνα με μια μαύρη ουλή στο μάγουλο ανέλαβε να με προσέχει. Ήταν αξιωματικός, αμέσως μετά την Ελευθερά, και κρίνοντας από το σεβασμό με τον οποίο της φέρονταν οι ομόφυλές της, κάποια περίφημη πολεμίστρια. Μου

. 469 .

Page 233: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

είπε ότι το όνομά της ήταν Δωτία. «Παρόλο που με ξέρεις με το παρατσούκλι μου, αν η Σελήνη μού είπε την αλήθεια: "Πράγμα"» .

Τι περίεργες που είναι οι επιταγές της καρδιάς. Γιατί εγώ, που είχα κρύψει τόσο καλά τη θλίψη μου (ή έτσι τουλάχιστον κολάκευα τον εαυτό μου), τώρα, στο άκουσμα αυτού του ονό­ματος, που ήταν τόσο στενά δεμένο με τη μνήμη της Σελήνης, ένιωσα το φράγμα της καρδιάς μου να σπάζει. Έπεσα στην αγκαλιά της Αμαζόνας κι έκλαψα σαν παιδί.

Το Πράγμα μού μίλησε για τις λεπτομέρειες της γέννησής μου. Την ιστορία τής την είχε πει η Σελήνη, πριν από ένα μή­να. Μια σειρά από τυχαία γεγονότα, όπως γίνεται αρκετά συχνά στη γη: η μητέρα γέννησε ένα νεκρό παιδί, ενώ η Σε­λήνη την ίδια εποχή έφερε στον κόσμο ένα υγιέστατο κορι­τσάκι. Το μυστικό έμεινε μέσα στην κλειστή σφαίρα του υποστατικού. Κανείς δεν έφερε αντίρρηση ούτε μαθεύτηκε παραέξω. Ακόμα και η Ευρώπη, τριών ετών τότε, δεν έμαθε ποτέ την αλήθεια. Με νόμιζε αδελφή της μέχρι πριν από με­ρικές μέρες.

Το ερώτημα στο οποίο δεν απάντησε το Πράγμα ήταν σχε­τικά με την ταυτότητα του γεννήτορά μου. Δεν πίστευα ότι ο πατέρας είχε προδώσει το κρεβάτι της μητέρας για κείνο της Σελήνης. Ποιος άλλος, λοιπόν, εκτός από το Δάμωνα; Ο θείος το διάβασε στα μάτια μου από την πρώτη νύχτα που κατα-σκηνώσαμε αφότου φύγαμε από τους τάφους.

«Με μισείς, θυγατέρα;» Τα παιδιά είναι σκληρά κι εγώ δεν ήμουν τόσο μεγάλη όσο

νόμιζα. Ναι, τον μισούσα. Όχι για την αλήθεια, αλλά επειδή μου την είχαν κρύψει. Γιατί να μην το ξέρω; Για να μεγαλώ­σω σαν αξιοσέβαστη Αθηναία και να με παντρέψουν μετά με κάποιον αξιοσέβαστο πολίτη; Ή για να μη με κοροϊδεύει η κοινωνία λόγω της βάρβαρης καταγωγής μου;

Έδιωξα το Δάμωνα από κοντά μου και στο πλοίο δεν του είπα ούτε μια λέξη.

Το Πράγμα μού μίλησε επίσης για το θάνατο της Σελήνης.

. 470 .

Ο Ι ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Δεν πέθανε πολεμώντας αλλά από πτώση, όχι από το άλογό της, μα από την όχθη ενός ποταμού. Η Σελήνη μάζευε βλα­στάρια ιτιάς για να τα δώσει στο κοπάδι της. «Το έδαφος εκεί που έπεσε δεν ήταν πετρώδες ούτε βούτηξε από μεγάλο ύψος. Έσπασε όμως το λαιμό της. Αντεξε μέχρι να σκαφτούν οι τάφοι που είδες».

Το Πράγμα είχε μια εξήγηση γι' αυτό. Πίστευε ότι η Σελή­νη είχε εκπληρώσει τη διαθήκη της, δηλαδή είχε εκτελέσει το συμβόλαιο της τρικόνας, με το οποίο οι θεοί είχαν δεχτεί τη δική της ζωή στη θέση της Ελευθεράς. Είχε εκπληρώσει το καθήκον της. Η γη τη γέννησε στην ώρα της και στην ώρα της την πήρε πίσω.

Το ίδιο πιστεύει και η Ελευθερά, με βεβαίωσε το Πράγμα. Γιατί όταν απέτισε φόρο τιμής πάνω από τον τάφο της Σελή­νης, δεν το έκανε με λόγια, όπως συνηθίζεται για κάποια που δεν έπεσε στη μάχη, αλλά με νοήματα, μια τιμή που επιφυ­λάσσει το έθνος στις ηρωίδες πολέμου.

«Η Σελήνη πίστευε», έγνεψε η Ελευθερά, «ότι είχε δια­πράξει ένα έγκλημα ενάντια στο λαό, επειδή δεν μπόρεσε να πάρει τη ζωή μου και τη δική της όταν τραυματιστήκαμε και βρεθήκαμε αντιμέτωπες με την αιχμαλωσία. Φοβόταν ότι την κατηγορούσα όλ' αυτά τα χρόνια ή και τη μισούσα ακόμα, γι' αυτή την αποποίηση της ευθύνης. Δε σε μισώ. Σελήνη. Γιατί το έκανες από αγάπη. Όχι για μένα μόνο, αν και με αγαπού­σες πολύ, αλλά για τις ταλ Κύρτη. Για τη δική τους ευημερία πρόσφερες την ελευθερία σου ώστε να εξασφαλίσεις τη δική μου. Ακόμη, αφιέρωσες όλη σου την ύπαρξη στον ελεύθερο λαό. Αυτό το δώρο το πρόσφερες μόνη, απομονωμένη, απο­κομμένη από την κοινωνία και τη φροντίδα μας. Ποια άλλη έδειξε τόση αφοσίωση;»

Σ' αυτό το σημείο, όπως ανέφερε το Πράγμα, η Ελευθερά έσπασε. Πέρασε αρκετή ώρα μέχρι να ξαναβρεί την αυτοκυ­ριαρχία της.

Η Ελευθερά ολοκλήρωσε την ευλογία της έτσι: Έκανε πρώτα το σήμα για τη Σελήνη, που ήταν το όνομα

. 471 .

Page 234: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

της μητέρας μου· έπειτα το σήμα για κάποια που πέφτει. Όχι σαν να χάνεται το φεγγάρι στον ορίζοντα, αλλά όπως πέφτει μια πέτρα ή ένα φύλλο. Λες και η Σελήνη είχε πέσει από τον ουρανό.

Κατόπιν η Ελευθερά έκανε την περιστροφική κίνηση που σημαίνει την εναλλαγή των εποχών. Εκτάλεριν είναι η λέξη στη γλώσσα των Αμαζόνων. Εννοεί αυτό από το οποίο εξαρ­τάται η ανατολή του Ήλιου ή το πρασίνισμα των πεδιάδων. Μόνο που η Ελευθερά έκανε την κίνηση από την αντίθετη φο­ρά, σαν να έλεγε: Όλα όσα ξέραμε αντιστράφηκαν.

Κατόπιν η Ελευθερά έκανε ένα σήμα σαν να βγήκε το φεγ­γάρι. Και τέλος, την κίνηση που μετατρέπει μια δήλωση σε ερώτηση:

Η Σελήνη έπεσε. Μπορεί η Σελήνη να σηκωθεί ξανά;

Αυτό ήταν το εγκώμιο της μητέρας μου, με το οποίο η Ελευ­θερά δεν υπονοούσε μόνο τη γυναίκα αλλά και το έθνος.

Το πέμπτο μεσημέρι, ο στόλος είχε μπει στη Μαιώτιδα λί­μνη. Το ίδιο βράδυ είχε φτάσει στην εκβολή του Τάναϊ. Ο πο­ταμός ήταν πολύ πιο μεγάλος απ' όσο νόμιζα. Καταλάβαινες το ρεύμα του από απόσταση τριών σταδίων.

Στα εκατόν πενήντα πόδια έκανα το μεγάλο πήδημα. Βού­τηξα από την πλώρη κι άρχισα να κολυμπώ προς την όχθη. Είναι λάθος να πιστεύουμε ότι οι ναυτικοί δε φοβούνται τη θάλασσα. Κανείς δε με ακολούθησε, ούτε κι ο πατέρας. Δεν ήξεραν κολύμπι.

Μόλις έφτασα στην ακτή το έβαλα στα πόδια, προς το Βορρά, ακολουθώντας το ποτάμι. Απομακρύνθηκα αρκετά πριν σταματήσω. Η Ευρώπη θα μ' έπαιρνε μαζί της όταν θα περνούσε η φάλαγγα, στο δρόμο της για την Πύλη των Καται­γίδων.

Θα ήμουν μια απ' αυτές. Δε θα γύριζα ποτέ πίσω.

. 472 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Αλλά, όταν εμφανίστηκαν οι καβαλάρισσες, το ηλιοβασί­λεμα, ήταν για να με συλλάβουν, κατόπιν διαταγής της Ελευθεράς, μου είπαν, καθώς με έσερναν σαν μπόγο στην όχθη. Με παρέδωσαν στην ομάδα του πατέρα. Αυτή τη φο­ρά μ' έδεσε πισθάγκωνα και κάθισε δίπλα μου να με φυλάει σαν σκύλος.

Οι μονάδες των Αμαζόνων είχαν συγκεντρωθεί, έτοιμες για αναχώρηση. Η αδελφή μου ήταν ανάμεσά τους. Σε λίγο θα έφευγαν. Σε μια στιγμή είδα την Ελευθερά να σταματάει μπροστά μου. Ποτέ δε μου είχε μιλήσει ούτε είχε δείξει ότι γνώριζε την ύπαρξή μου. Εκείνη τη στιγμή όμως ήταν φανερό ότι τα ήξερε όλα κι ότι εκείνη τα είχε τακτοποιήσει έτσι.

«Θα με υπακούσεις, κόρη;» Ένιωσα τις ελπίδες μου ν' αναπτερώνονται και τη διαβε­

βαίωσα γι' αυτό με έμφαση. Η Αμαζόνα έδειξε τον πατέρα. «Τότε να υπακούς αυτόν». Έκανε στροφή κι απομακρύν­

θηκε καλπάζοντας. Έκλαψα πικρά όταν ήρθε η στιγμή ν' αποχωριστώ την

αδελφή μου. Βρισκόμασταν σ' ένα πέρασμα κοντά σ' ένα έλος. Η φάλαγγα των Αμαζόνων το παρέκαμψε και κατευθύν­θηκε προς το Βορρά. Η λόχμη τις κατάπιε. Εξαφανίστηκαν.

Τα πλοία μας είχαν πλησιάσει στην όχθη για ν' αποβιβα­στούν οι Αμαζόνες. Ο Αττικός έδωσε διαταγή στους άντρες να γευματίσουν. Το μέρος φαινόταν ασφαλές, στην άλλη άκρη του μεγάλου ποταμού, μακριά από τους Σκύθες του Μαύη και του Πανασαγόρα. Αλλά πριν γυρίσουν οι πρώτες ομάδες με ξύλα για τη φωτιά, εμφανίστηκαν καβαλάρηδες. Μέσα σε λίγες στιγμές η όχθη γέμισε βάρβαρους.

Τα πλοία προσπάθησαν ν' απομακρυνθούν. Όλα το κατά­φεραν εκτός από το Θέαμα του Αριστείδη. Ο εχθρός πέταξε γάντζους και το τράβηξε πίσω στην όχθη. Ο Αττικός έκανε νόημα στ' άλλα πλοία να μείνουν εκτός βολής. Είδαμε μια θά­λασσα από βάρβαρους να καταπίνει το Θέαμα.

Τότε ο Θησέας, για πρώτη φορά, ανέλαβε την αρχηγία. Διέταξε τον Αττικό να κρατήσει το στόλο εκεί που ήταν, μα-

. 473 .

Page 235: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

κριά από τις όχθες. Ο Αττικός δεν έπρεπε να στείλει άντρες στην ξηρά σε καμία περίπτωση, ό,τι κι αν άκουγε ή έβλεπε.

Ο βασιλιάς κατόπιν πρόσταξε να έρθει μια λέμβος. Έβγαλε τα όπλα του και παίρνοντας μόνο το Δάμωνα για διερμηνέα, επιβιβάστηκε στο μικρό πλεούμενο και τράβηξε για την όχθη.

44 Μια πολιτική πράξη

ΟΙ ΣΚΥΘΕΣ ΟΡΜΗΣΑΝ πάνω στο βασιλιά και τον χτύπησαν σαν να ήταν ζητιάνος. Εμείς παρακολουθούσαμε από μακριά, αλ­λά ο Δάμων μού τα αφηγήθηκε πάλι αργότερα όλα. Τα λόγια του τα επιβεβαίωσε επίσης το πλήρωμα του Θεάματος, που βρισκόταν εκεί.

Ο Θησέας περίμενε μια τέτοια μεταχείριση. Γι' αυτό είχε διατάξει να μην πλησιάσουν τα πλοία για κανένα λόγο. Δεν αντιστάθηκε στους βάρβαρους, υπέμεινε τα πάντα μέχρι που τα χέρια, το στήθος και η πλάτη του κολλούσαν από το αίμα και τη στάχτη, την οποία έριχναν πάνω του καυτή, ενώ τον χτυπούσαν με μαστίγια και ραβδιά.

Τα αρχοντόπουλα έπνεαν μένεα κατά του Θησέα επειδή βοήθησε τις Αμαζόνες να διαφύγουν. Μέρες τον κυνηγούσαν και τώρα ξεσπούσαν πάνω του την απογοήτευσή τους. Στο μεταξύ, οι Σκύθες είχαν αναποδογυρίσει το Θέαμα στην όχθη. εγκλωβίζοντας το πλήρωμα από κάτω. Οι πολέμαρχοι διασκέ­δαζαν καρφώνοντας λεπίδες στο χείλος της ανεστραμμένης κουπαστής και ρίχνοντας αναμμένα ξύλα κάτω από το σκαρί. Ο καπνός έφερε γρήγορα τους ναύτες σε πολύ δύσκολη θέση. Ο Θησέας και ο Δάμων ήταν δεμένοι σε πασσάλους, αλειμμέ­νοι με πίσσα και νέφτι. Το επόμενο βήμα θα ήταν να τους ξε­κουράσουν και να τους ανάψουν σαν λαμπάδες.

«Ξάφνου», όπως είπε αργότερα ο Δάμων, «ακούστηκαν ποδοβολητά αλόγων. Στο στρατόπεδο εμφανίστηκε ο βα-

. 475 .

Page 236: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

σιλιάς Βόργης, πατέρας του Μαύη και θείος του Πανασαγό-ρα, κι ετοιμάστηκε να τους σουβλίσει. Χοροπηδούσε από τη χαρά του. Όπως αποδείχτηκε, οι νεαροί έτυχε να πέσουν πάνω του, και στο στρατό του, στην πεδιάδα. Το ότι ο Βόρ­γης δεν ήρθε κατευθείαν στην ακτή οφειλόταν στο γεγονός ότι προσπαθούσε να μεταφέρει μια ομάδα δικών του στην άλλη όχθη του ποταμού για ν' ακολουθήσουν τα ίχνη της Ελευθεράς και των Αμαζόνων, ελπίζοντας να τις προφτά­σουν πριν διαβούν την Πύλη των Καταιγίδων. Ο Βόργης ήθελε ν' αναλάβει ο ίδιος την υπόθεση μόλις ξεμπέρδευε με τη μεταφορά των αντρών του. Αλλά μόλις είδε τον παλιό εχθρό του δεμένο και βαμμένο για το μαρτύριο, επήλθε η ανατροπή:

«"Είναι δυνατό αυτός που κρατάτε να είναι ο Θησέας;" »Ο Βόργης παραμέρισε τους νεαρούς βλαστούς του και

τους διέταξε να μας ελευθερώσουν. »Ο Μαύης και ο Πανασαγόρας τού είπαν να πάει στον

Τάρταρο. Ο Βόργης φώναξε τους ιππότες του. Η ατμόσφαιρα μύριζε αιματοχυσία. Τα αρχοντόπουλα δεν υποχωρούσαν. Ήθελαν τα πλοία. Μισούσαν τα πλοία. Ο Μαύης ούρλιαξε στα μούτρα του Θησέα, αποκαλώντας αυτόν και όλους τους Έλλη­νες πράκτορες του κακού. Ο Βόργης άρπαξε ένα αγγείο με σαλαμούρα και το πέταξε πάνω του. Ο νεαρός ούρλιαξε σαν δαρμένος σκύλος. Ο γέροντας του έδωσε ένα δυνατό χαστούκι και τον απομάκρυνε από το Θησέα.

»"Λυπάμαι, φίλε μου", είπε ο Βόργης με τη δυνατή φωνή του, που παράβγαινε σάλπιγγα. "Η νεολαία, βλέπεις, δεν ανα­γνωρίζει πια τους καλύτερούς της".

»Πόσων ετών ήταν τότε ο Βόργης; Σίγουρα στα εξήντα. Είχε αλλάξει πολύ από την εποχή της πολιορκίας των Αθη­νών. Τότε φορούσε την τιάρα ακόμα κι όταν πήγαινε ν' αδειά­σει το έντερό του. Στολιζόταν με εντυπωσιακές καλύπτρες και διακριτικά του αξιώματός του. Τώρα φορούσε ένα απλό ιμάτιο ιππέα και μανδύα από λυκοτόμαρο. Ακόμα και τα υ­ποδήματά του ήταν συνηθισμένα. Διέταξε να ελευθερώσουν το

. 476 .

Ο Ι ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Θησέα και το πλήρωμα του Θεάματος, και τους κάλεσε να δειπνήσουν σαν άρχοντες.

»"Θα φάμε σαν καλοί φίλοι", δήλωσε για να τον ακούσουν τα βλαστάρια του, "και θα παρακολουθήσετε το λόγο αυτού του σπουδαίου άντρα, που κάποιος πανούργος θεός τον έριξε στα χέρια σας, γιατί, σίγουρα, χωρίς θεϊκή παρέμβαση ούτε να τον πλησιάσετε δε θα μπορούσατε".

»Όποιος δεν έχει ξανατύχει σε φαγοπότι πολέμαρχων είναι αδύνατο να καταλάβει την έννοια της υπερβολής. Οι Σκύθες πίνουν το ποτό τους ανέρωτο και θεωρούν ανάξιο όποιον δεν τους συναγωνίζεται κατεβάζοντας το ένα κέρας μετά το άλλο. Γύρω στα μεσάνυχτα, όλοι ήταν τύφλα στο μεθύσι και γεμά­τοι κέφι.

«"Άγνωστες οι βουλές του Θεού", είπε ο Βόργης. "Γιατί πώς να εξηγήσεις αυτό το γεγονός, ότι δηλαδή οι αλλοτινοί εχθροί σου, με το πέρασμα των χρόνων, γίνονται φίλοι; Έτσι νιώθει η καρδιά μου για σένα τώρα, Θησέα. Η έχθρα που κου­βαλούσα κάποτε έχει δώσει τη θέση της στο θαυμασμό και σε μια αίσθηση απώλειας, θα έλεγα, για το χρόνο που θα είχαμε μοιραστεί ως φίλοι".

»Ο Θησέας χειροκρότησε τη μεγαλοψυχία του συντρόφου του. "Πράγματι κάτι μας συνδέει, φίλε μου. Το πιο υπέροχο από όλα: οι θύμησες της χαμένης μας νιότης". Ένας άνθρω-πος προχωρημένης ηλικίας, παρατήρησε ο βασιλιάς, αναπολεί τη χρυσή αυτή εποχή, τότε που οι ελπίδες τού γνέφουν από μακριά και οι δυνάμεις του είναι ακμαίες. "Τι πιο φυσικό γι' αυτό τον άνθρωπο απ' το να αγκαλιάσει εκείνους με τους οποίους μοιράστηκε αυτή την εποχή, ακόμα και τους εχθρούς του; Ίσως τους εχθρούς περισσότερο από κάθε άλλον".

«Μπροστά στο κάθισμα του Βόργη ήταν απλωμένα διάφο­ρα λάφυρα των Αμαζόνων. Σήκωσε μια περικεφαλαία και τη στριφογύρισε στα χέρια του, θαυμάζοντας τα παιχνιδίσματα της φωτιάς πάνω στο χαλκό. "Πράγματι", συμφώνησε ο Σκύ-θης. "Ο άντρας δε θυμάται τον εχθρό που μισούσε, αλλά τον αντρειωμένο που πάλεψε μαζί του με γενναιότητα".

. 477 .

Page 237: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

»Ο Θησέας σχολίασε τη μεγαλοσύνη της καρδιάς του συ­ντρόφου του. Ο Βόργης, δήλωσε, έγινε άνθρωπος ξεχωριστός με το πέρασμα των χρόνων. Μπορεί ο χρόνος να του έκλεψε το σφρίγος, αλλά του χάρισε σοφία. Ο Θησέας επαίνεσε τον άρχοντα των πεδιάδων για τα εδάφη που πρόσθεσε στη χώρα του. "Δεν τα πήρες από κάποιον ασήμαντο αντίπαλο, αλλά από το πιο θαυμαστό ιππικό του κόσμου, τις πολεμίστριες της Αμαζονίας".

»"Πράγματι", παρατήρησε ο Βόργης περιμένοντας να δει πού το πήγαινε ο Θησέας.

»"Και οι Αμαζόνες ήταν εχθροί της νεότητάς μας", είπε ο βασιλιάς των Αθηνών. "Η καρδιά σου, αλήθεια, δεν έχει μαλα­κώσει απέναντι τους, όπως συνέβη με μένα;"

»Ο Μαύης και ο Πανασαγόρας μπήκαν τότε στη μέση. "Υπερασπίζεται αυτές τις γυναίκες! Πρόσεξε, μπορεί να είναι καμιά πονηριά του Έλληνα!"

»Ο Θησέας έθεσε το ζήτημα στο Βόργη με λίγα λόγια: Πρώτ' απ' όλα, διευκρίνισε, οι Αμαζόνες ηττήθηκαν. "Η εποχή τους τελείωσε. Δεν μπορούν να σας βλάψουν πια. Ακόμα και τ' αρχοντόπουλα σου πρέπει να το παραδεχτούν. Οι Αμαζόνες θέλουν μόνο ν' αποσυρθούν από τα εδάφη που κάποτε ήταν δικά τους και που την ιδιοκτησία τους δε διεκδικούν πια. Προσπαθούν να διαφύγουν. Βόργη, για να πάνε σ' έρημα μέρη που κανένα άλλο έθνος δεν τα θέλει, τόσο αφιλόξενα και απομακρυσμένα είναι".

»"Και πρέπει να τις αφήσω να φύγουν;" ρώτησε ο Βόργης δυνατά.

»Τ' αρχοντόπουλα έβαλαν τις φωνές. Οι περισσότεροι από τους παρόντες τούς επιδοκίμασαν. Ο Θησέας περίμενε να κα­ταλαγιάσει η φασαρία.

»"Το μεγαλείο ενός μονάρχη", ρώτησε τότε ο Θησέας το Βόργη. "δε μετριέται με την επιείκεια που δείχνει στους ηττη­μένους εχθρούς του; Ακόμα και το λιοντάρι απομακρύνεται από το νικημένο αντίπαλό του, επιτρέποντάς του να εγκατα­λείψει το πεδίο της μάχης. Το αρσενικό ελάφι επίσης δείχνει

. 478 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

την ίδια καλοσύνη, το ίδιο και ο λύκος και ο αετός. Με τέτοιες πράξεις εκτιμούμε το μεγαλείο τους".

»Κι άλλες οργισμένες φωνές ακούστηκαν από τους νεαρούς. »Ο Βόργης κοίταξε το Θησέα. "Κάποτε, φίλε μου, πήρα

μολύβι από σένα, πιστεύοντας ότι ήταν χρυσάφι". »"Όλοι οι Έλληνες είναι πονηροί!" ούρλιαξαν τα αρχοντό­

πουλα. Τι δολοπλοκία σκαρώνει πάλι τούτος δω και οι συ­μπολίτες του;

»Ο Θησέας απάντησε στο Βόργη ότι τον είχαν εξορίσει από την πατρίδα του. Οι εχθροί του κυβερνούσαν τώρα την πόλη των Αθηνών. " Μ ' έπληξε κακοτυχία, Βόργη. Δεν πρέπει να με φοβάσαι πια".

»Ο Σκύθης χαμογέλασε. "Γιατί νοιάζεσαι για τις Αμαζόνες. Θησέα, και συνηγορείς υπέρ τους; Μήπως από αγάπη για κεί­νη που πήρες κάποτε γυναίκα σου ή επειδή μαλάκωσες λόγω ηλικίας;"

»Ο Θησέας έδειξε τ' αρχοντόπουλα. 'Όι νέοι βλέπουν τα χρόνια ν' απλώνονται μπροστά τους δίχως όρια. Όμως, εσύ κι εγώ κοιτάζουμε αυτό το μονοπάτι και βλέπουμε το τέλος του.

Ίσως οι χειμώνες που κουβαλάμε στην πλάτη, φίλε μου, μας κάνουν να νιώθουμε συμπάθεια και γι' άλλους που η εποχή τους κοντεύει να τελειώσει".

»Έδειξε την περικεφαλαία της Αμαζόνας που κρατούσε ο Βόργης στα χέρια του.

"Όπως κι εμείς, η φυλή των ελεύθερων γυναικών βλέπει το φεγγάρι της να πλησιάζει στη δύση του. Αλλά ενώ τα έθνη μας θα ζήσουν μετά από μας, καλύτερα ακόμα, το δικό τους θα σβήσει για πάντα".

»Κι άλλες φωνές διαμαρτυρίας από τα αρχοντόπουλα. Ο Βόργης τούς αγνόησε. Η προσοχή του ήταν στραμμένη στο Θησέα.

»"Θα κάνουμε μια συμφωνία", δήλωσε ο Βόργης. Και οι γιοι του θα την τηρούσαν, θα φρόντιζε ο ίδιος γι' αυτό.

»"Θ' αφήσω τις Αμαζόνες να φύγουν", υποσχέθηκε ο άρχο­ντας των πεδιάδων, "Θ' ανακαλέσω τη διωκτική ομάδα και δε

. 479 .

Page 238: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

θα στείλω άλλη. Θα επιτρέψω στη μεγάλη Ελευθερά και σε όσες είναι μαζί της να ενωθούν με τις τελευταίες της φυλής τους πέρα από την Πύλη των Καταιγίδων, και είθε να τις προ­στατέψει ο θεός, αν το θελήσει. Αλλά για ν' απαρνηθώ την εκ­δίκησή μου, Θησέα, πρέπει να παραιτηθείς κι εσύ από κάτι".

»Ο βασιλιάς μας περίμενε. »Τότε ο Βόργης είπε: "Δεν πρέπει να επιστρέψεις ποτέ

στην πόλη των Αθηνών". »Το πλήρωμα του βασιλιά μας ξεσηκώθηκε. "Τι είναι η

πόλη των Αθηνών χωρίς το Θησέα; Τι είναι ο Θησέας χωρίς την πόλη των Αθηνών;"

»Ο Βόργης περίμενε να κοπάσουν οι φωνές. »"Σε φοβάμαι, Θησέα, φοβάμαι και την πόλη σου. Είστε

φωλιά ταραχών. Εξάλλου, είσαι εξόριστος. Πήγαινε όπου επι­θυμείς. Μείνε μαζί μου, αν θέλεις, θα σε γεμίσω με τιμές και θα σου παρέχω όλα όσα χρειάζεσαι. Αλλά μη γυρίσεις ποτέ στην πατρίδα σου. Αν όσα είπες αληθεύουν, ότι οι συμπολίτες σου σε απαρνήθηκαν, τότε θα κάνεις αυτή τη συμφωνία, θα ξεχάσω την εκδίκησή μου, αν ξεχάσεις κι εσύ τον επαναπα­τρισμό σου".

»Ο Μαύης και ο Πανασαγόρας διαμαρτυρήθηκαν έντονα. Γιατί ακούει αυτό τον πειρατή; Γιατί τον ακούει και του επι­τρέπει να ορίσει αυτός τη μοίρα των γυναικών;

»"Επειδή νικήθηκαν από το δικό του χέρι, όχι από το δικό μας" , αποκρίθηκε ο γηραιός μονάρχης.

»Ο Βόργης σήκωσε ψηλά την περικεφαλαία. Ήταν από χαλκό, στολισμένη με κοβάλτιο και ήλεκτρο. Στο πάνω μέρος υπήρχε ένα χρυσό έμβλημα: ένας γρύπας που κρατούσε στα νύχια του ένα αρσενικό ελάφι. Ήταν ένα εκπληκτικό κομμάτι. Ο Βόργης το κοίταξε με θαυμασμό.

»"Θα φερθούμε με επιείκεια, Θησέα, σ' αυτές που μας ξε­περνούσαν σε ανδρεία και που έπεσαν όχι από δικά τους λά­θη αλλά από δικά μας;"»

. 480 .

45 Μια αναμνηστική τελετουργία

Ο Β Ο Ρ Γ Η Σ Κ Ρ Α Τ Η Σ Ε το λόγο του. Επέτρεψε στην Ελευθερά και στην ομάδα της, ανάμεσά τους και η αδελφή μου, ν' απο­συρθούν βόρεια, πέρα από την Πύλη των Καταιγίδων.

Αλλά και ο Θησέας τίμησε τη συμφωνία του. Η διωκτική ομάδα επέστρεψε στην πόλη των Αθηνών χωρίς αυτόν. Κατά την απουσία του, τη διακυβέρνηση της πόλης είχε αναλάβει ο άρχοντας Λύκος, με βοηθούς τον Πετεώ, το Μενεσθέα, το Στι-χίο και άλλους οι οποίοι είχαν διακριθεί για την ανδρεία τους στον πόλεμο κατά των Αμαζόνων, αλλά και για τις υπηρεσίες που πρόσφεραν στα χρόνια που ακολούθησαν. Όταν τα πλοία γύρισαν χωρίς το Θησέα, η συνέλευση επικύρωσε αυτό το σχήμα διακυβέρνησης. Η δημοκρατία πήγε στην άκρη κι αντι­καταστάθηκε από μια διοίκηση αριστοκρατών. Κυβερνούσαν με αυστηρότητα αλλά δίκαια. Περίπου ένα χρόνο αργότε­ρα μάθαμε για το θάνατο του Θησέα. Είχε πέσει από ένα βράχο στη Σκύρο, όπου είχε καταφύγει. Αν το τέλος του προήλθε από χέρι εχθρικό ή από το δικό του κανείς δεν το έμαθε ποτέ.

Απ' όλους, ο πατέρας ήταν αυτός που συνήλθε πιο γρήγορα από τα γεγονότα. Εγκαταστάθηκε πάλι στη γη του κι άρχισε με χαρά τις βόλτες στα κτήματά του. Φερόταν στη μητέρα με πολύ μεγάλη τρυφερότητα κι εκείνη του ανταπέδιδε την αγά­πη του. Ούτε που το συζήτησαν να φύγω μακριά τους.

Ο Δάμων έκανε ό,τι μπορούσε για ν' ανταποκριθεί στα πα-

. 481 .

Page 239: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

ΣΤΙΒΕΝ ΠΡΕΣΣΦΙΛΝΤ

τρικά καθήκοντα του. Όμως η οικογενειακή ζωή δεν του ταί­ριαζε. Τώρα μάλιστα που είχε χάσει τη Σελήνη, δεν την άντε­χε καθόλου. Μοιράστηκε την κηδεμονία μου με τον πατέρα ώσπου έφτασα σε ηλικία γάμου. Τότε έφυγε από την Αττική για ν' ακολουθήσει την περιπετειώδη ζωή που αγαπούσε. Γύ­ριζε στην πόλη των Αθηνών μόνο μια φορά το χρόνο, για τη γιορτή των Βοηδρομίων.

Στα δεκαπέντε μου αρραβωνιάστηκα με τον άρχοντα Αττι­κό. Πήγα στο σπίτι του παρά τη θέλησή μου και το υπηρέτη­σα χωρίς χαρά, παρότι ήταν ο καλύτερος απ' όλους τους άντρες και είχε φερθεί με μεγάλη τόλμη, αφού πήρε για γυ­ναίκα μια κόρη τόσο πολύ ακουσμένη. Με το πέρασμα των χρόνων τον αγάπησα πολύ. Στην αρχή ωστόσο, μετά την απο­πομπή μου από την Αμαζονία, τίποτα δε μ' ενδιέφερε πια. Μ' έτρωγε η θλίψη. Γιατί με είχε διώξει; Γιατί η Ελευθερά εξόρι­σε ένα παιδί της φυλής της, αφού το μόνο που επιθυμούσε ήταν να ζήσει και να πεθάνει στην υπηρεσία της; Γιατί επέ­τρεψε στην αδελφή μου να μείνει κι εμένα μ' έστειλε σπίτι;

Στα δεκαεπτά γέννησα το πρώτο μου παιδί. Πόση πίκρα ένιωσα, αλήθεια! Γιατί πίστευα ότι η γέννηση αυτού του βρέ­φους θα μ' έδενε για πάντα πια με το σύζυγό μου και το αντρικό φύλο.

Έπειτα ήρθες εσύ, Αλκίππη, η πρωτοκόρη μου. Με τη βοή­θεια του θεού, σου έδωσα το όνομα της πιο αντρειωμένης Αμαζόνας, της «Δυνατής Φοράδας». Έπειτα ήρθαν οι αδελφές σου: η Ενυώ και η Αδράστεια, η Ξάνθη και η Γλαύκη, η Σκυ­λεία και η Στρατονίκη. Καθώς σας έβλεπα να μεγαλώνετε και ν' ανθίζετε, κατάλαβα τελικά.

Για σας μ' έστειλε πίσω η Ελευθερά. Για σας, θυγατέρες, επτά χωρίς ούτε ένα γιο, γιατί αυτό ήταν το θέλημα του θ ε ­ού. Κι εσείς οι επτά γεννήσατε μόνο κόρες, που θαυμάζει όλη η πόλη και σας κοιτάζει με φόβο και δέος.

Τώρα, Αλκίππη, πρωτοκόρη μου, σήκω και πάρε το θηκάρι από δέρμα αντιλόπης που είναι μπροστά σου, στην κολόνα. Φέρε μού το. Λύσε τα λουριά του.

. 482 .

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Ορίστε. Η λάβρος της Σελήνης, το διπλό πελέκι της Αμαζο­νίας.

Βγάλε το όπλο. Δείξε το στις αδελφές και στις κόρες σου. Το τρόχισα και κόβει σαν ξυράφι.

Και τώρα πλησιάστε, θυγατέρες. Γονατίστε, με τη σειρά. Λάβετε το σίδερο.

Κάνουμε αυτό το κόψιμο με το ίδιο μας το χέρι, ώστε κα­νείς εχθρός να μην πει ότι πήρε το πρώτο αίμα. Βάλτε την ακονισμένη κόψη στη γλώσσα σας στη μνήμη των μητέρων σας, που είναι η Σελήνη, που είναι η Ελευθερά, που είναι η Αντιόπη και η Ιππολύτη και όλες των ταλ Κύρτη.

Αίμα στο σίδερο Σίδερο στο αίμα

Αυτός ήταν ο σκοπός της Ελευθεράς, αυτή την αποστολή μού ανέθεσε όταν εκείνη και οι τελευταίες της φυλής αποσύρονταν πέρα από την Πύλη των Καταιγίδων. Με το αίμα της μητέρας μου Σελήνης που κουβαλούσα στις φλέβες μου και θα μετέφε­ρα σε όσα παιδιά γεννούσα, η φυλή των Αμαζόνων δε θα χα­νόταν αλλά θα άντεχε, εδώ, στην κοιλιά του θηρίου.

Αίμα στο σίδερο Σίδερο στο αίμα

Ακούστε τώρα, και μην το ξεχάσετε ποτέ! Το αίμα των αντρειωμένων τρέχει μέσα σας. Να είστε αντάξιες τους! Να αντλείτε δύναμη απ' αυτές! Είναι σάρκα και μεδούλι σας, αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού σας που δεν πρόκειται να ξεριζωθεί με το πέρασμα του χρόνου!

. 483 .

Page 240: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

46 Αμαζόνιον

ΑΚΟΥΣΤΕ, λαλεί ο πετεινός. Το φεγγάρι κοντεύει να χαθεί. Η νύχτα αποσύρεται. Η μέρα πλησιάζει. Ώρα να σηκωθούμε και να πάρουμε τις θέσεις μας. Πλυθείτε και στολιστείτε με στεφάνια, θυγατέρες μου.

βάλτε τα ωραιότερα ρούχα σας. Σχηματίστε πομπή όπως σας έχω μάθει. Προχωρήστε μαζί με μένα και με όλη την πόλη των Αθηνών προς το Ναό των Αμαζόνων, το Αμαζόνιον. Εκεί οι ιερείς θα κηρύξουν την έναρξη της εορτής των Βοηδρομίων. για να τιμήσουν τους πατέρες τους που νίκησαν το στρατό των αντροδύναμων γυναικών. Θα παρακολουθήσουμε κι εμείς την τελετή, αλλά όχι όπως εκείνοι.

Ακούστε, θυγατέρες. Μείνετε στις θέσεις σας σήμερα. Αφήστε την πόλη να σας δει. Θα κάνουν πίσω μπροστά σας από φόβο και δέος, αλλά θα προσπαθήσουν επίσης να σας πλησιάσουν. Μη νιώσετε ικανοποίηση από τις τιμές τους, μάλ­λον λυπηθείτε τους. Ο θεός τους έκανε να υποκύψουν στη θέ­ληση του, όπως κι εμάς άλλωστε.

Όταν ήμουν είκοσι χρόνων -είχα γεννήσει ήδη το τρίτο μου παιδί- ένα μήνυμα ήρθε για μένα από την Ανατολή. Ο απο­στολέας, μέσω του μαντατοφόρου του, μ' ανάγκασε να το αποστηθίσω. Υπάκουσα. Κάθε χρόνο τέτοια μέρα απαγγέλλω για μένα και σας αυτό το κείμενο, που έχει φτάσει στο σημείο ν' αντιπροσωπεύει το τάγμα μας και την ευλογία μας.

. 484 .

Ο Ι Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

Ο ΔΑΜΩΝ προς τη θυγατέρα του, χαιρετίσματα.

Πολύ θα ήθελα να επιστρέψω στην πόλη των Αθηνών, όπως κάθε χρόνο την εποχή των Βοηδρομίων. Ένα τραύμα όμως, που φοβάμαι ότι θ' αποδειχτεί μοιραίο, με κρατά μακριά, θα είσαι η τελευταία της γενιάς μας, παιδί μου, εσύ κι αυτές που έφερες στον κόσμο. Δίδαξέ τες όπως σου λέω. Γίνε ο αντικα­ταστάτης μου στην τελετή αυτής της ημέρας και σε όσες ακο­λουθήσουν. Άκουσε, σε παρακαλώ, με τ' αυτιά μου, δες με τα μάτια μου.

Όταν πας στο Αμαζόνιο σήμερα, μην καθίσεις με τη φυλή των Αθηναίων, αλλά πήγαινε να σταθείς στην κορφή του λό­φου του Αρείου Πάγου. Ανέβα στο ύψωμα απ' όπου μπορείς να δεις τον τύμβο της Αντιόπης μπροστά στο ναό της Μητέ­ρας Γης και το κενοτάφιο σε σχήμα μισοφέγγαρου της Μολ-παδίας, της Ελευθεράς μας, αλλά και τους τάφους των Αμα­ζόνων που φτάνουν μέχρι την Ιτωνία Πύλη.

Παρακολούθησε τις ομιλίες των πολιτικών. Υπόμεινε τις συ­νηθισμένες αναλύσεις των γεγονότων και τις αφηγήσεις αντρών και γυναικών που δεν γνωρίζουν την αξία τους.

Κοίταξε τώρα προς τη γέφυρα για τους πεζούς, στο βορινό άκρο της αγοράς. Μη βλέπεις το φροντισμένο έδαφος και την πλατεία που δεν έχει καλάμια πια. Δες καλύτερα με το μάτι της ψυχής. Δες μαζί με μένα. Δες αυτό που θα έβλεπα εγώ αν στεκόμουν στο πλάι σου. Φαντάσου αυτό το μέρος όχι όπως είναι σήμερα, αναστηλωμένο κι εντελώς αλλαγμένο, αλλά όπως ήταν εκείνο το βράδυ μετά την τελική σύγκρουση, όταν η φυλή των ελεύθερων γυναικών αποσύρθηκε για πάντα στην ιστορία.

Εκεί όπου ο δρόμος τώρα οδηγεί στην Πύλη του Κεραμει-κού βρισκόταν ένας χαλικότοπος. Εκεί ήταν το αθηναϊκό στρατόπεδο. Μια σκηνή που στέγαζε το κινητό νοσοκομείο καταλάμβανε τη δυτική πλαγιά. Μπροστά του υπήρχαν τά­φροι με παλούκια, φράχτες από δέρματα και ξύλα, και τα αντι-ιππικά χαντάκια, οι λεγόμενοι «ποδοσπάστες». Πίσω υ-

. 485 .

Page 241: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Σ Τ Ι Β Ε Ν Π Ρ Ε Σ Σ Φ Ι Λ Ν Τ

. 486 ·

Ο Ι Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ε Σ Α Μ Α Ζ Ο Ν Ε Σ

άρρενες βοηθούς τους πεζούς στο πλάι. Δεν είχε βρέξει και σύννεφα σκόνης σηκώνονταν από το ποδοβολητό των αλόγων. Έτσι όπως λουζόταν από τις αχτίδες του δύοντος Ηλίου, η φά­λαγγα φάνταζε σαν ζωγραφιά στον ουρανό.

Πολεμίστριες και δόκιμες προχωρούσαν κατά έθνη. Πρώτα της Θεμίσκυρας, μετά της Λυκαστίας, της Χαδισίας και τέλος της Τιτανίας. Όσοι από μας τις γνώριζαν, και εννοώ όλη την αμυντική δύναμη, μπορούσαν να τις καταλάβουν από τα δια­κριτικά που φορούσαν και τον τρόπο που κάθονταν στα άλο­γά τους. Η φάλαγγα ανέβηκε το Λόφο της Πνύκας, προς το πέρασμα της ανατολικής πλευράς, τον διέσχισε και κατέβηκε τον αυχένα στον οριοδείκτη της Μελίτης, απ' όπου προχώρησε για να διασχίσει το Λόφο των Νυμφών. Ο στρατός παρέκαμ­ψε το λόφο της Αγοράς, έστριψε ανατολικά προς την οδό Κε­ραμεικού από όπου συνέχισε βόρεια για τις Αχαρνές. Φαινό­ταν μια ατέλειωτη, θαρρείς, πομπή από άλογα και πολεμί-στριες. Αυτές έφεραν τα εμβλήματα που φορούσαν στη μάχη, αετό και αρκούδα, λιοντάρι και λύκο, βουβάλι και γρύπα. Κάθε Αμαζόνα προχωρούσε αρματωμένη, αστράφτοντας σαν καθρέφτης, με περικεφαλαία εξίσου εκτυφλωτική, τόξο και φαρέτρα στα γόνατα και τη λάβρυ στη θήκη της ανάμεσα στις ωμοπλάτες. Δεν είχα ξαναδεί στη ζωή μου θέαμα τόσης λα­μπρότητας και τόσης απελπισίας.

Κάποιος στις γραμμές μας άφησε μια επιδοκιμαστική κραυγή. Οι άντρες την επανέλαβαν. Τρεις συνεχόμενες ιαχές υψώθηκαν προς τιμήν της φάλαγγας.

Οι άντρες στις επάλξεις κάτω από το Βράχο άρχισαν έναν ύμνο. Γύρισα προς τον Ελιέα. Το τραγούδι αντήχησε βροντερό. «Η πτώση των Τιτάνων». Ήταν ο ίδιος ύμνος που είχαμε ακού­σει τις Αμαζόνες να τραγουδούν στην καταδίωξη στον Τάναϊ:

Του θανάτου τους ήρθε η ώρα Νεότεροι αδημονούν τη θέση τους να πάρουν Παρότι αυτοί που τους νίκησαν θρηνούν Τα πρόσωπά τους δεν πρόκειται να ξαναδούν.

. 487 .

πήρχαν τα μαγειρεία και μια σειρά πάσσαλοι για τα άλογα (δώδεκα) και τα μουλάρια (δεκαπέντε), που αποτελούσαν την έφιππη μονάδα των Αθηνών. Ένα πέτρινο ανάχωμα ξεκινούσε από το Ελευσίνιο, ερείπια κι αυτό, μέχρι το κτίριο που στέγα­ζε τους εφόρους της αγοράς. Κομματιασμένες σκηνές και σχοινιά απλώματος γέμιζαν το χώρο. Τέσσερις χιλιάδες άντρες βρίσκονταν εκεί. Κανένας τους δεν είχε πλυθεί εδώ και μήνες παρά μόνο με το σάλιο του. Η γέφυρα του Κρανα­ού ήταν ένα σωρός από πέτρες με σανίδες καρφωμένες πάνω τους. Η κρήνη ήταν μια τρύπα στο έδαφος. Εκεί όπου η πε­διάδα ενώνεται με το λόφο της Αγοράς υπήρχαν κι άλλα στρατεύματα δικά μας.

Οι όρκοι ειρήνης είχαν επικυρωθεί το προηγούμενο πρωί. Ο πόλεμος ωστόσο δεν είχε τελειώσει. Όλοι κρατούσαν άρματα ακόμα. Οι σκοπιές δεν είχαν καταργηθεί. Η μονάδα στην οποία ανήκαμε ο Ελιεύς κι εγώ βρισκόταν στη δυτική πλαγιά του Αρείου Πάγου, όπου ήταν το στρατόπεδο των Αμαζόνων. Ακριβώς από πάνω μας ήταν ο ναός που είχαν ανεγείρει οι πολεμίστριες στον πατέρα τους, το θεό του πολέμου, ξέσκε-πος όπως όλοι οι ναοί τους. Τα στρατεύματά μας τον είχαν διατηρήσει όπως ήταν, φοβούμενοι την οργή του θεού.

Στον άλλο λόφο, δυτικά, απλώνονταν οι γραμμές όπου εί­χαν αποσυρθεί οι Αμαζόνες.

Πλησίαζε το δείλι. Κοιμόμουν βαθιά, μέχρι να έρθει η ώρα της σκοπιάς μου, που θ' άρχιζε με τη δύση του Ήλιου.

Κάποιος με ξύπνησε απότομα. Ήταν τόση η ανησυχία που μας διακατείχε όλους εκείνο τον καιρό, ώστε πετάχτηκα αμέ­σως όρθιος, αρπάζοντας κοντάρι και ασπίδα. Κανένας άλλος δεν κουνήθηκε. Ολα τα πρόσωπα ήταν στραμμένα προς τη Δύση, εκεί όπου ήταν τα στρατόπεδα της εχθράς.

Οι Αμαζόνες έφευγαν. Από τη μία άκρη των γραμμών μας έως την άλλη, κάθε

Αθηναίος σηκώθηκε και στάθηκε σιωπηλός. Οι Αμαζόνες πέρασαν, αλογάρισσες, σε σειρές των δύο. Το

σώμα των ιπποτοξοτριών καταλάμβανε το κέντρο, με τους

Page 242: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Σ Τ Ι Β Ε Ν Π Ρ Ε Σ Σ Φ Ι Λ Ν Τ

Όλο το βράδυ βλέπαμε τη φάλαγγα να περνά. Ο Ελιεύς κι εγώ πήραμε άλογα και την ακολουθήσαμε σ' όλη την οδό Αχαρνών. Στον Πρινόλοφο σταματήσαμε. Στις πτέρυγές της μπορούσε να δει κανείς τ' απομεινάρια των άλλων βάρβαρων φυλών, αρσενικοί που γκρέμιζαν στο διάβα τους ό,τι είχε απομείνει μετά τόσων μηνών λεηλασίες. Οι Αμαζόνες πέρασαν κι έφυγαν με μεγάλη επισημότητα, αφήνοντας την επαρχία απείραχτη, ώσπου εξαφανίστηκαν πάνω από το ύψωμα του Λευκονίου.

Το μόνο που βλέπαμε πια. από κει που είχαμε σταματήσει ο Ελιεύς κι εγώ, ήταν τα ίχνη της φάλαγγας πάνω στο χώμα. Και τότε εκατοντάδες θαλασσοπούλια κατέβηκαν από ψηλά αναζητώντας τα σκουλήκια και τα σκαθάρια που έπαιρναν σβάρνα οι οπλές των αλόγων. Μέσα σε λίγες στιγμές, θα έλε­γε κανείς ότι εξαφάνισαν κάθε χνάρι. Έπειτα πέταξαν κι αυ­τά στο λυκόφως, αφήνοντας το σκοτάδι να πέσει πάνω στα βήματα των ελεύθερων γυναικών, εξαφανίζοντας με τον ερχο­μό του κάθε ίχνος από το πέρασμά τους.

. 488 .

Για την ιστορική αλήθεια σχετικά με τις Αμαζόνες

Ο Τ Α Ν Σ Κ Ε Φ Τ Ο Μ Α Σ Τ Ε την αρχαία Αθήνα, στο νου μας έρχεται συνήθως η πόλη του Πλάτωνα, του Περικλή, του Σωκράτη· η κλασική Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ . Στο βιβλίο Οι τελευταίες Αμαζόνες, όπως είδαμε, η ιστορία διαδραματίζεται σε μια πο­λύ παλιά εποχή, οκτακόσια χρόνια πριν, για την ακρίβεια.

Η Αθήνα αυτή ίσως μοιάζει με το Λονδίνο της Ελισαβετια­νής εποχής ή του Τσόσερ - πολύ πενιχρή σύγκριση για τη με­γάλη ηγεμονία που θα γινόταν κάποτε. Ήταν ωστόσο μια μη­τρόπολη σε άνθηση, που έφερε τη σφραγίδα του μοναδικού αθηναϊκού χαρακτήρα. Βασιλιάς της ήταν ο Θησέας, αληθινό ιστορικό πρόσωπο, αν και οι άθλοι του φτάνουν σε μας μέσα από τους μύθους και τις παραδόσεις. Ο Θησέας, μας λέει ο ποιητής. σκότωσε το Μινώταυρο κι αργότερα απήγαγε τη βα­σίλισσα των Αμαζόνων Αντιόπη (μερικοί την ονομάζουν Ιππο­λύτη) από την πατρίδα της στη Μαύρη θάλασσα και την έφε­ρε στην Αθήνα ως σύζυγό του.

Ήταν περίπου το 1250 π.Χ . Ο Τρωικός Πόλεμος θα γίνει μια γενιά μετά. Ήταν μια εποχή που η ιστορία μπερδευόταν με τη μυθολογία, όταν θρύλοι όπως αυτός των Αμαζόνων ίσως ήταν πραγματικότητα.

Ο Πλούταρχος υποστηρίζει ότι όντως υπήρξαν. (Δε θα στα­θώ ιδιαίτερα σε μερικές ενδιαφέρουσες αλλά, για μένα τουλά­χιστον, λιγότερο πειστικές αποδείξεις, όπως την ανακάλυψη γυναικείων τάφων σε πρόσφατες ανασκαφές στην πατρίδα των Αμαζόνων στη νότια Ρωσία και τις αμαζονομαχίες που α­ναπαριστούνται στην Ποικίλη Στοά και στις μετόπες του Παρ-

. 489 .

Page 243: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ

Σ Τ Ι Β Ε Ν Π Ρ Ε Σ Σ Φ Ι Λ Ν Τ

θενώνα.) Θα παραμείνω στον Πλούταρχο, ο οποίος αναφέρει ότι ένας στρατός από Αμαζόνες και Σκύθες επιτέθηκε στην Αθήνα κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Θησέα. Το ότι αυ­τή η στρατιωτική δύναμη εισέβαλε στη χώρα, σε βαθμό μάλι­στα τέτοιο ώστε να στρατοπεδεύσει μέσα στην πόλη, ακριβώς κάτω από την Ακρόπολη, «είναι σίγουρο», δηλώνει ο Πλού­ταρχος, «και μπορεί να επιβεβαιωθεί από τα ονόματα των το­ποθεσιών που έχουν διατηρηθεί μέχρι σήμερα, αλλά και από τους τάφους και τα μνημεία εκείνων που έπεσαν στη μάχη».

Ο Πλούταρχος έζησε τον πρώτο αιώνα μ.Χ. Αν στην Αθήνα που γνώρισε υπήρχαν πράγματι περιοχές που τα ονόματά τους προέρχονταν από την αρχαία μάχη, είναι εύλογη η ερώ­τηση: Είναι δυνατό να έβγαλαν οι Αθηναίοι αυτά τα ονόματα από το νου τους, επινοώντας μια φανταστική πολιορκία της Αθήνας από τις Αμαζόνες; Ας πάρουμε για παράδειγμα την Αμερική. Θα μπορούσαν οι λευκοί Αμερικανοί να επινοήσουν ονόματα όπως Ντακότα, Σιάτλ και Μασσαχουσέττη αν δεν εί­χαν υπάρξει ποτέ οι ιθαγενείς Αμερικανοί;

Μπορούμε να πάρουμε στα σοβαρά τη μαρτυρία του Πλούταρχου; Γιατί όχι; Η σύγχρονη έρευνα τείνει να θεωρήσει τις Αμαζόνες ιστορικό λαό και όχι μυθολογική ή κοινωνιολογι­κή σύλληψη.

Εδώ πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι οι λόγιοι του 19ου αιώ­να αμφισβητούσαν ότι ο Τρωικός Πόλεμος είχε πράγματι γί­νει. Η «Ιλιάδα» του Ομήρου εθεωρείτο απλώς ένας εμπνευ­σμένος μύθος. Όταν οι ανασκαφές του Σλήμαν έφεραν στο φως την Τροία, οι ακαδημαϊκοί κατάπιαν τη γλώσσα τους.

Ίσως στο μέλλον κάποια μπουλντόζα, ανοίγοντας μια νέα σήραγγα του μετρό στην Αθήνα, πέσει πάνω σ' έναν άγνωστο τάφο, φέρνοντας στο φως τα οστά της Αντιόπης. Ίσως οι αρ­χαιολόγοι, που αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό την ύπαρξη των ηρωικών αυτών γυναικών, κρατήσουν στα χέρια τους το όπλο της βασίλισσας του πολέμου, το διπλό πέλεκυ της Αμαζονίας.

. 490 .

Ευχαριστίες

ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ιδιαιτέρως τους εξαιρετικούς επιμελητές μου, Σον Κόυν και Μπιλ Τόμας (με αλφαβητική σειρά), όχι μόνο επειδή μορφοποίησαν και ανέδειξαν το κείμενό μου αλλά και επειδή το έκαναν πραγματικότητα. Ελάχιστοι αναγνώστες (και λίγοι σχετικά συγγραφείς) εκτιμούν, ή και γνωρίζουν ακόμη, τη ση­μαντική συμβολή ενός καλού επιμελητή. Σας ευχαριστώ, παι­διά. Χωρίς τη φιλία και την υποστήριξή σας, θα παράδερνα στ' ανοιχτά, το ίδιο κι αυτό το βιβλίο.

Ένα πολύ μεγάλο ευχαριστώ, επίσης, στο φίλο μου Πρίντερ Μπόουλερ από τη Μίσουλα της Μοντάνα, για την εξαιρετικά οξύνου ανεπίσημη ανάγνωση του κειμένου. Ήταν ευχαρίστηση για μένα. Πρ.Μπ., να κλέψω τις πιο σπουδαίες ιδέες σου.

Κι ευχαριστώ άλλη μια φορά το «συμπολεμιστή» μου, δρα Ιπποκράτη Κάντζιο, του Πανεπιστημίου της Νότιας Φλόριδας, πολύτιμο φίλο και ανεκτίμητο μέντορα από την πρώτη στιγμή που σάλπαρα για τις μεθυστικές θάλασσες της αρχαίας Ελλά­δας.

Page 244: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΜΑΖΟΝΕΣ