Οι σταυροθολιακές εκκλησίες της Κάσου (Ντέλλας Γ,...
TRANSCRIPT
ΚΕΝΤΡΟ ΚΑΡΠΑΘΙΑΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ
ΚΑΡΠΑΘΙΑΚΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
ΤΟΜΟΣ Δ'
ΑΝΑΤΥΠΟ
ΡΟΔΟΣ 2012
ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΛΛΑΣ Αρχιτέκτων
ΟΙ ΣΤΑΥΡΟΘΟΛΙΑΚΕΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΗΣ ΚΑΣΟΥ
Η εφαρμογή του τύπου των σταυροθολιακών εκκλησιών της Δωδεκανήσου 1 είχε ιδιαίτερη ανάπτυξη στην Κάσο, όπου κτίστηκαν οκτώ ναοί: ο Άγιος Σπυρίδων στο Φρύ, η Γέννηση της Θεοτόκου στο Εμπορείο, η Κοίμηση της Θεοτόκου στην Παναγιά, η Ύψωση του Τίμιου Σταυρού και η Αγία Μαρίνα στο ομώνυμο χωριό της Κάσου, ο Αγιος Δημήτριος στο Αρβα-νιτοχώρι, η Αγία Τριάδα και ο Αγιος Μάμας στο Πόλι. Και οι οκτώ κτίστηκαν σε μια μικρή περίοδο πενήντα περίπου χρόνων στο 19° αιώνα, από το 1842 έως το 1896, με περισσή προσπάθεια καλλωπισμού και με εντυπωσιακά αποτελέσματα (εικ.1).
Η ιστορική διαδρομή του νησιού είναι κοινή με την Κάρπαθο. Ήδη από το 13° αίωνα, μαζί με την Κάρπαθο, ανήκαν στη Νίκαια, στην συνέχεια κατελήφθησαν από του Γενουάτες. Από το 1306 κατελήφθησαν από τους Βενετσιάνους και εντάχτηκαν στις κτήσεις της Κρήτης. Οι Κορνάροι διατήρησαν ως φέουδο τα δύο νησιά μέχρι το 1538, όταν ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα ολοκλήρωσε τις οθωμανικές κτήσεις στο Αιγαίο, με την Κάρπαθο και την Κάσο 2 . Διοικητικά μαζί με την Κάσο ανήκαν στο σα-ντζάκι της Ρόδου κατά την τουρκοκρατία. Λόγω του βραχώδους και του άγονου εδάφους της Κάσου και των μικρών νησιών των Νότιων Σποράδων, που καταλήφθηκαν αμαχητί, ο Σουλεϊμάν και οι μεταγενέστεροι σουλτάνοι
παρεχώρησαν ιδιαίτερα προνόμια με ειδικά φιρμάνια 3. Τα προνόμια αυτά συνίσταντο στον ενιαίο κατ' αποκοπή ετήσιο φόρο, τον γνωστό «μακτού» 4
και ειδική μεταχείριση από τους διοικούντες, που αποτυπώνονται χαρακτηριστικά σε φιρμάνι του 1835, γνωστού ως «ακτιναμέ» 5. Οι συνεχείς πειρατείες στα νησιά είχαν σαν αποτέλεσμα την ερήμωση τους κατά τον 16° και 17° αιώνα. Η κατάληξη των Ρωσοτουρκικών πολέμων, με την Συνθήκη του Κιουτσούκ Κάίναρτζή του 1774, άλλαξε την τύχη των νησιωτών και βοήθησε να αναπτυχθούν περισσότερο, με την ελεύθερη ναυσιπλοΐα και το εμπόριο στο Αιγαίο, υπό την προστασία της ρωσικής σημαίας 6.
Οι Κασιώτες συνέβαλαν ουσιαστικά στην αντίσταση των Κρητικών κατά την επανάσταση, εμποδίζοντας και παρενοχλώντας τον θαλάσσιο ανεφοδιασμό των Τούρκων και του αιγυπτιακού στόλου στα Χανιά, προκαλώντας την έντονη αντίδραση τους 7. Πράγματι την άνοιξη του 1824 η Κάσος δέχτηκε την επίθεση του αιγυπτιακού στόλου υπό τον Γιβραλτάρ Ισμαήλ με 25 πολεμικά πλοία, 40 μεταγωγικά και 4000 Αλβανούς. Μετά από τρεις μέρες ηρωικής αντίστασης των Κασιωτών από την παραλία, στις 29 Μαΐου, το νησί κατελήφθη από αφύλακτο πέρασμα και παραδόθηκε στις φλόγες. Σφάξανε 1000 άνδρες και άλλα τόσα γυναικόπαιδα, και αιχμαλώ-
τισαν αρκετά κορίτσια8. Την εγκατάλειψη του νησιού και τη φυγή όσων απόμειναν στα γύρω νησιά, ακολούθησε μετά από μερικά χρόνια η επιστροφή Κασιωτών και η ανασυγκρότηση του νησιού. Ξανάκτισαν τα σπίτια και τις εκκλησιές τους (εικ.2), αλλά κυρίως κατασκεύασαν νέα καράβια. Η στάση των νησιωτών, ιδιαίτερα μετά το ολοκαύτωμα της Κάσου το 1824, ήταν ανεκτική στους Τούρκους και δήλωσαν υποταγή στον διοικητή της Ρόδου Σουκιούρμπεη, αλλά συγχρόνως δεχόντουσαν ευχαρίστως τους Έλληνες διοικητές στο νησί βοηθώντας την επαναστατημένη Ελλάδα 9. Το πρωτόκολλο του Λονδίνου 1830 και η συνθήκη του Λονδίνου του 1832 έθεσαν τα νέα όρια των ελληνικών κτήσεων, αφήνοντας δυστυχώς τα Δωδεκάνησα στην τουρκική κατοχή.
Οι γενικότερες νομοθετικές μεταρρυθμίσεις του 19 ο υ αιώνα της οθωμανικής διοίκησης δεν άφησαν ανέγγιχτο το αυτοδιοικητικό σχήμα, που συνεχώς αναπτυσσόταν και τα προνόμια των νησιών. Το 1869 οι νέες μεταρρυθμίσεις οδήγησαν στη βίαιη εγκατάσταση «καϊμακάμη» σε κάθε νησί 1 0 . Την περίοδο του 18 ο υ και 19 ο υ αιώνα ειδικότερα αυτοδιοικούνταν από τους Δήμαρχους και τη Δημογεροντία. Το 1880 η Κάσος υπήχθη στην Κάρπαθο. Κατά την περίοδο μετά τις μεταρρυθμίσεις του 1869 στο νησί συστάθηκε και πρωτοδικείο που δίκαζε λίγες υποθέσεις, καθώς τις περισσότερες διαφορές έλυνε η Δημογεροντία και η εκκλησία 1 1.
Ο σημερινός πληθυσμός του νέου Δήμου Κάσου έχει 335 κατοίκους 1 2
και το νησί έχει έκταση 66 τ. χμ 1 3 , ενώ το 17° αιώνα το νησί ήταν έρημο. Η ονομασία Αρβανιτοχώρι ίσως δηλώνει ότι Αλβανοί εγκαταστάθηκαν κά-
ποια στιγμή στο νησί 1 4 . Το 1894 όμως η Κάσος είχε 1950 περίπου κατοικίες και πληθυσμό γύρω στα 10000 άτομα μαζί με τους ξενιτεμένους στην Αίγυπτο (γύρω στους 3000) 1 5 . Οι Κασιώτες διέμεναν στους έξι οικισμούς: στο Φρυ, το Εμπορείο, την Παναγιά, την Αγία Μαρίνα, το Αρβανιτοχώρι και το Πόλι. Απ' αυτούς η Αγία Μαρίνα πρέπει να ήταν παλιότερος και μαζί με το Αρβανιτοχώρι ήταν κτισμένα στα ενδότερα του νησιού, για λόγους αμυντικούς, εξαιτίας των πειρατικών επιδρομών, όμως τον 18° και 19° αιώνα με την ειρήνη που επικρατούσε στην οθωμανική αυτοκρατορία, οι νέοι οικισμοί και τα νεώρια της Κάσου οργανώθηκαν γύρω από το λιμάνι στο Φρυ, που συνοικίστηκε το 1840 1 6 και το Εμπορείο και αναπτύχθηκε η ναυτιλία.
Η οικονομική ανάπτυξη του νησιού οφείλεται κυρίως στη ναυτιλία, που από το 18° αιώνα και κυρίως το 19° αιώνα, είχε μια κατακόρυφη άνοδο, το εμπόριο με τα κασιώτικα πλοία και τα εισοδήματα από τη μετανάστευση στην Αίγυπτο για την κατασκευή και λειτουργία της διώρυγας του Σουέζ. Το βραχώδες του νησιού δεν επέτρεπε την αυτάρκεια σε τρόφιμα και τα λίγα μέρη, που μπορούσαν να καλλιεργηθούν, παρήγαγαν την εποχή αυτή εσπεριδοειδή, σιτάρι, ελιές και λάδι, σταφύλια και εξαίσιο κρασί, μέλι σε μικρές ποσότητες, καθώς και κτηνοτροφικά προϊόντα από τα γιδοπρόβατα και τα πουλερικά. Έτσι τα περισσότερα τρόφιμα τα εισήγαγαν από τα άλλα λιμάνια. Παράλληλα ήταν ανεπτυγμένη η οικοτεχνία με εξαίρετα κεντήματα, πλεκτά και βαμβακερά υφαντά, που κατασκεύαζαν οι γυναίκες του νησιού. Αυτές, εκτός από τις εργασίες του σπιτιού, είχαν αναλάβει και τις γεωργικές, καθώς τις περιόδους από το Μάρτη μέχρι το Νοέμβριο ο ανδρικός πληθυσμός του νησιού μπάρκαρε με τα καράβια 1 7.
Οι ναυπηγικές δυνατότητες του νησιού ήταν τόσο γνωστές, που το 1798 ο Καπουδάν πασάς απαίτησε από τους Κασιώτες και κατασκεύασαν 10
πολεμικά καράβια για τον οθωμανικό στόλο 1 8 . Το 1813η Κάσος διέθετε 40 σκάφη, την περίοδο της επανάστασης 83 καράβια και απ' αυτά 47 συμμετείχαν στον αγώνα 1 9. Το 1843 η Κάσος είχε πάνω από 75 καράβια, ενώ κατασκευάζονταν άλλα 20 στους ταρσανάδες της και το 1854 διέθετε 100 καράβια 2 0, ενώ το 1894 η Κάσος είχε συνολικά 140 καράβια 2 1. Όμως μετά το 1890 και την εισαγωγή της ατμομηχανής στη ναυσιπλοΐα, τα ιστιοφόρα και οι ταρσανάδες του νησιού ξέπεσαν 2 2. Οι Κασιώτες εφοπλιστές όμως παρήγγειλαν νέα ατμόπλοια και πριν τον Α' παγκόσμιο πόλεμο διέθεταν 35 σύγχρονα πλοία και διάπρεψαν στη ναυτιλία 2 3.
Την περίοδο του 19 ο υ αιώνα αναπτύχθηκε επίσης το εμπόριο στις γραμμές με την Κωνσταντινούπολη και την Αλεξάνδρεια κυρίως, αλλά και με τις άλλες περιοχές της ανατολικής Μεσογείου και πρωτοστατούσε η μεταφορά με τα Κασιώτικα καράβια του γύψου που εξορυσσόταν στη διπλανή νησίδα της Αρμαθιάς προς τη Ρωσία και του ρωσικού σιταριού προς την Αλεξάνδρεια 2 4.
Την περίοδο κατασκευής των υπό εξέτασιν εκκλησιών μια άλλη δραστηριότητα εξίσου σημαντική έδωσε ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη του νησιού, με τη μεγάλη μετανάστευση 3000 Κασιωτών περίπου στο Πορτ Σάιντ και την Ισμαηλία της Αιγύπτου, για τη διάνοιξη και τη λειτουργία της διώρυγας του Σουέζ από το 1858 2 5, ενώ η επάνοδος των Κασιωτών στην Ελλάδα άρχισε σταδιακά το 1918 2 6.
Το 1824 πριν το ολοκαύτωμα ήδη λειτουργούσε στο νησί σχολείο, που το 1829 αποφάσισαν να το επανιδρύσουν. Το 1843 λειτουργούσε σχολείο στην Παναγιά, το 1860 στο Φρυ και το 1866 στην Αγία Μαρίνα. Λειτουργούσαν παράλληλα και ιδιωτικά σχολεία, παρθεναγωγεία και διδασκαλία
αγγλικών, ενώ το 1856 ιδρύθηκε και η Ναυτική Σχολή 2 7 . Στο τέλος του 19 ο υ
αιώνα η Κάσος είχε 250 μαθητές στην Αστική Σχολή με 5 δασκάλους, 180 μαθήτριες στο Παρθεναγωγείο, ενώ για γυμνασιακές σπουδές οι μαθητές πήγαιναν στη Σύρο και την Αθήνα και για πανεπιστημιακές στην Αθήνα 2 8 .
Η εκκλησία της Κάσου εξαρτιόταν από την Κάρπαθο 2 9 . Ο Πάτμιος αρχιεπίσκοπος Νεόφυτος Γριμάνης (1680-1720) κατάφερε και συνένωσε την Κάσο στην αρχιεπισκοπή Καρπάθου 3 0 . Επί Νικηφόρου εξάλλου η εκκλησία Καρπάθου και Κάσου προήχθη από τον οικουμενικό πατριάρχη Σωφρόνιο σε μητρόπολη (1865) 3 1. Η εκκλησία εξασκούσε και δικαστικά καθήκοντα σχετικά με το οικογενειακό δίκαιο και τα κληρονομικά, με το Εκκλησιαστικό και Πνευματικό δικαστήριο, όπως συνέβαινε και σε όλη την οθωμανική επικράτεια. Το ιεροκληρικό δικαστήριο της Κάσου αποτελούνταν από τους ιερείς «οφικιάλους» (με ανώτατα εκκλησιαστικά οφίκια) και πρόεδρο τον μητροπολίτη Καρπάθου και Κάσου και όταν απουσίαζε τον αρχιερατικό επίτροπο 3 2. Μια αριστοκρατική ιδιαίτερη δομή είχε η κοινωνία της Κάσου, από την ξεχωριστή ομάδα των «οφικιάλων». Τα 12 «οφίκια», αρχαία γένη, απονέμονταν από τον μητροπολίτη στην εκκλησιαστική τάξη με ιδιαίτερα καθήκοντα και προνόμια. Μια άλλη τάξη ισχυρή αναδείχθηκε σιγά-σιγά από τη ναυτιλία, οι εμποροπλοίαρχοι, ως η νέα άρχουσα τάξη, αλλά η συμβίωση των κατοίκων του νησιού ήταν αρμονική, λόγω του χαρακτήρα των Κασιωτών και του αλληλοσεβασμού μεταξύ τους 3 3 . Το κοινωνικό σύστημα της Κάσου εξάλλου είχε τους δικούς της πατροπαράδοτους κανόνες με τους «κανακάρηδες» και της «κανακαριές», ανάλογο με αυτό της Καρπάθου και της Τήλου. Μάλιστα η μητρόπολη της Καρπάθου και Κάσου προσαρμόστηκε στα γνωστά τοπικά κληρονομικά έθιμα, με την πρωτοκαθεδρία στα πρωτότοκα παιδιά, που επί Νικηφόρου καταγράφηκαν
στον κώδικα της μητρόπολης το 1864 (σ.25-40) 3 4. Οι κάτοικοι της Κάσου ωστόσο χαρακτηρίζονταν για το εύθυμο χαρακτήρα τους, τη φιλοξενία, την ομορφιά και τις ωραίες στολές των γυναικών και την ήρεμη διαβίωση, που την περίοδο αυτή ήταν ιδιαίτερα άνετη, ως αποτέλεσμα της οικονομικής ανάπτυξης του νησιού 3 5 .
Τα εισοδήματα των εκκλησιών στην Κάσο διέφεραν από τα άλλα νησιά και ειδικά τη Ρόδο, καθότι δεν προέρχονταν περισσότερο από την εκμετάλλευση των κτημάτων και τη γεωργία, αλλά κυρίως από τη ναυτιλία. Οι εκκλησίες, ήταν συνιδιοκτήτες των καραβιών, σύμφωνα με την παράδοση του νησιού και μάλιστα στην περίπτωση του Γιώργου Ρεήζη το 1813, ο ενοριακός ναός της Παναγίας κατείχε το ένα τέταρτο 3 6.
Στα τέλη του 19 ο υ αιώνα είχαν ήδη κτιστεί όλοι οι οικισμοί και οι εξεταζόμενες εκκλησίες. Χρονολογικά παλιότερη από τις οκτώ σταυροθολια-κές εκκλησίες της Κάσου είναι της Γέννησης της Θεοτόκου. Οι χρονολογίες των εικόνων της και του βοτσαλωτού δείχνουν ότι η εκκλησία είχε ξεκινήσει πριν το 1842 και ολοκληρώθηκε το 1856, σύμφωνα με επιγραφή στο βο-τσαλωτό δάπεδο της δυτικής εισόδου 3 7. Η εκκλησία κατασκευάστηκε με κοινή δαπάνη των Κασιωτών κοντά σε παλιότερη παλαιοχριστιανική βασιλική, που ανασκάφτηκε το 1843, από την οποία χρησιμοποίησαν κίονες και κιονόκρανα 3 8.
Η Αγία Μαρίνα κτίστηκε το 1850 (εικ.3). Ο Άγιος Σπυρίδων κτίστηκε πιθανά πριν το 1866 (εικ2), χρονολογία ενταφιασμού του Γεωργίου Μα-
νωλάκη ανάμεσα στην Αγία Τράπεζα και την ωραία πύλη 3 9 . Ο Γεώργιος Μανωλάκης ήταν ιδιοκτήτης πλοίου συναγωνιστής και αδελφός του αγωνιστή Ιωάννη Μανωλάκη 4 0 . Η ιστορία των εκκλησιών της Κάσου συνδέεται και με τους αγωνιστές του '21 , μιας και δύο απ' αυτούς είναι σ' αυτές θαμμένοι. Ο δεύτερος, ο Γεώργιος Μαυρής, θάφτηκε στην Αγία Μαρίνα το 1863, σύμφωνα με επιγραφή στο δάπεδο του ναού 4 1 (εικ4.). Πρόκειται πιθανότατα για τον Γεώργιο παπά Ιωάννου Μαυρή, αγωνιστή του 1821 κατά τα γεγονότα της επανάστασης και της καταστροφής της Κάσου το 1824 4 2.
Η Αγία Τριάδα (εικ.5) κτίστηκε πιθανά πριν το 1867, χρονολογία των δεσποτικών εικόνων του Χριστού και της Παναγίας. Ο Άγιος Δημήτριος (εικ.6) κτίστηκε πιθανά το 1867, σύμφωνα με δυσανάγνωστη χρονολογία σε μάρμαρο της βόρειας εισόδου στην αυλή. Η Ύψωση του Τίμιου Σταυρού (εικ.7) κτίστηκε το 1869, σύμφωνα με την επιγραφή στη βόρεια είσοδο. Ο Άγιος Μάμας (εικ.8) κτίστηκε μετά το 1867, έτος κατασκευής της Αγίας Τριάδας και πριν το 1894, όταν δημοσιεύτηκε το βιβλίο του Μαλλιαράκη στην Αλεξάνδρεια 4 3 και η Κοίμηση της Θεοτόκου (εικ.9) κτίστηκε το 1896, σύμφωνα με την επιγραφή του δυτικού θυρώματος.
Δεν είναι γνωστή η ταυτότητα των μαστόρων, των πρωτομαστόρων, ή των αρχιτεκτόνων, που έκτισαν τους πρώτους σταυροθολιακούς ναούς της Κάσου. Η μόνη πληροφορία που διαθέτουμε είναι, ότι την Αγία Μαρίνα έκτισε πιθανά ο αρχιτέκτονας Χ. Ε. Νενέ[ς], σύμφωνα με επιγραφή στο
πρέκι της νότιας εισόδου 4 4. Είναι γνωστή επίσης η ταυτότητα του μάστρο Γιώργη Γιαμά από το Απέρι της Καρπάθου, που κατασκεύασε τα τέμπλα της Αγίας Μαρίνας το 1862 4 5 και του Αγίου Σπυρίδωνα το 1866 4 6. Ο ίδιος εξάλλου κατασκεύασε και το τέμπλο του Αρχαγγέλου Μιχαήλ Πανορμίτη στο Μεσοχώρι της Καρπάθου το 1868 4 7 . Οι οικονομικές και οι άλλες σχέσεις των δύο νησιών, λόγω γειτνίασης, είναι γνωστές ιδιαίτερα κατά την περίοδο του 19 ο υ αιώνα. Δεν αποκλείεται λοιπόν οι μάστορες των εκκλησιών αυτών να ήταν Καρπάθιοι. Εξάλλου τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των σταυροθολιακών εκκλησιών της Κάσου, όπως οι ημικυλινδρικοί θόλοι και οι ορθογώνιες νευρώσεις, είναι κοινά στοιχεία με αυτών της Καρπάθου, που κτίζονται την ίδια περίοδο, μεταξύ 1845 και 1885. Ο τρίκλιτος σταυροθο-λιακός ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου στις Μενετές της Καρπάθου για παράδειγμα κτίστηκε από τον ντόπιο μάστορα Εμμανουήλ Χατζημανώλη 4 8
και ολοκληρώθηκε το 1845 4 9 , σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή στη νότια είσοδο 5 0. Έτσι λοιπόν εύλογα μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η αρχιτεκτονική αυτή από τη Ρόδο εισήχθη αρχικά το 18° αιώνα στα γύρω νησιά και το 19° στην Κάρπαθο και την Κάσο.
Οι εξεταζόμενοι ναοί έχουν τα χαρακτηριστικά των σταυροθολιακών εκκλησιών της Δωδεκανήσου, με επί μέρους μορφολογικά νεοκλασικά στοιχεία. Οι μονόχωρες δρομικές αποτελούν τη μεγάλη πλειονότητα από τις εκατόν είκοσι οκτώ, μέχρι σήμερα καταγραμμένες σταυροθολιακές εκκλησίες στα Δωδεκάνησα, κτισμένες μεταξύ του 1750 και 1924, ενώ μόνο εννιά είναι τρίκλιτες. Άλλες έξι έχουν μέχρι στιγμής επισημανθεί στη Μικρά Ασία 5 1 . Στεγάζονται από ένα, ή περισσότερα, μέχρι πέντε οι μονόχωρες και μέχρι οκτώ οι τρίκλιτες, νευρωτά σταυροθόλια, εν σειρά στον άξονα Α-Δ. Τα σταυροθόλια φέρονται από τους εξωτερικούς τοίχους με τη βοήθεια ημικιόνων ενταγμένων στην εσωτερική τους πλευρά και τους κίονες των κλιτών στις τρίκλιτες. Στα κιονόκρανα αυτών των κιόνων και των ημικιόνων καταλήγουν οι διαγώνιες νευρώσεις και τα εγκάρσια τόξα των σταυροθολίων. Η κατασκευαστική λύση της ανάληψης των πλάγιων ωθήσεων των σταυροθολίων με τη διαπλάτυνση προς τα έξω των τοίχων από τη γένεση περίπου των θόλων των τόξων και των διαγώνιων νευρώσεων και κάτω γίνεται ιδιαίτερα εμφανής στις εξωτερικές όψεις.
Τέσσερις από τις εκκλησίες αυτές της Κάσου είναι μονόχωρες σταυ-ροθολιακές. Οι δύο έχουν από τέσσερα σταυροθόλια η μία τρία και η άλλη δύο: Η Αγία Μαρίνα έχει δύο σταυροθόλια, γυναικωνίτη ενταγμένο στο δυτικό και επτάπλευρη εξωτερικά κόγχη του ιερού, μέγιστων διαστάσεων 19.75X8.70 μ. (εικ.4). Η Κοίμηση της Θεοτόκου έχει τρία σταυροθόλια και γυναικωνίτη ενταγμένο στο δυτικό με εξωτερική πέτρινη σκάλα και οκτά-πλευρη εξωτερικά κόγχη του ιερού, μέγιστων διαστάσεων 20.02X7.85 μ. . (εικ.9). Ο Άγιος Δημήτριος έχει τέσσερα σταυροθόλια, με πρόναο και γυναικωνίτη ενταγμένους στο δυτικό σταυροθόλιο και πεντάπλευρη εξωτερικά κόγχη του ιερού, μέγιστων διαστάσεων 21.70X8.40 μ. (εικ.6). Ο Άγιος Σπυρίδων έχει επίσης τέσσερα σταυροθόλια και εννιάπλευρη εξωτερικά κόγχη του ιερού, μέγιστων διαστάσεων 27.00X10.00 μ. (εικ.2). Το δυτικό σταυροθόλιο είναι ίσως μεταγενέστερη προσθήκη και αποτελεί τον πρόναο με τον γυναικωνίτη.
Από τυπολογική άποψη, επινόησαν και νέους τύπους συνδυασμού γοτθικής και βυζαντινής αρχιτεκτονικής. Δύο εκκλησίες είναι μονόχωρες, τρίκογχες, με ημικυλινδρικές κόγχες, που καλύπτονται με τεταρτοσφαιρι-κούς θόλους, οκτάπλευρο τρούλο που στεγάζεται με ημισφαιρικό θόλο και πρόναο στεγασμένο με ένα σταυροθόλιο, η Αγία Τριάδα, μέγιστων διαστάσεων 18.90X10.50 μ. (εικ.5) και ο Άγιος Μάμας 5 2 .
Τέλος οι πλέον εντυπωσιακές είναι οι δύο τρίκλιτες της Γέννησης της Θεοτόκου (εικ.1) και της Ύψωσης του Τίμιου Σταυρού (εικ.7). Οι ναοί έχουν πρωτότυπη αρχιτεκτονική με χαρακτηριστικά βυζαντινά, αλλά και των σταυροθολιακών εκκλησιών της Δωδεκανήσου, με επί μέρους νεοκλασικά μορφολογικά στοιχεία.
Η Γέννηση της Θεοτόκου είναι τρίκλιτη, καμαροσκέπαστη και σταυρο-θολιακή με γυναικωνίτη σε πατάρι στο δυτικό τμήμα και ημικυλινδρικές κόγχες του ιερού, μέγιστων διαστάσεων 25.55X14.25 μ. (εικ.1). Έχει δύο κιονοστοιχίες από πέντε κολώνες και ημικίονες στους πλευρικούς τοίχους και από έξι βυζαντινά σταυροθόλια με ενισχυτικά σφενδόνια, αλλά χωρίς διαγώνιες νευρώσεις στα πλάγια κλίτη. Το μεσαίο κλίτος είναι καμαροσκέπαστο, με ενισχυτικά τόξα και ένα σταυροθόλιο με διαγώνιες νευρώσεις ορθογώνιας διατομής στο ανατολικό άκρο, του ιερού. Είναι υπερυψωμένο και φωτίζεται με ορθογώνιους φεγγίτες πάνω από την στέγη των πλαγίων κλιτών.
Η Ύψωση του Τίμιου Σταυρού είναι τρίκλιτη σταυροειδής εγγεγραμμένη μετά τρούλου, με τέσσερα βυζαντινά σταυροθόλια με ενισχυτικά σφενδόνια, αλλά χωρίς νευρώσεις στο κάθε κλίτος και τρεις ημικυλινδρικές κόγχες στο ιερό, μέγιστων διαστάσεων 17.80X13.05 μ. (εικ.7). Αντί σταυροθολίου στο δεύτερο από ανατολικά τμήμα του μεσαίου κλίτους υψώνεται οκτάπλευρος τρούλος. Έχει δύο κιονοστοιχίες από δύο κολώνες, ένα ημικίονα με πεσσό στο τέμπλο και ημικίονες στους πλευρικούς τοίχους. Το μεσαίο κλίτος είναι υπερυψωμένο και φωτίζεται με κυκλικούς φεγγίτες πάνω από την στέγη των πλαγίων κλιτών.
Το ιερό του Αγίου Σπυρίδωνα, της Γέννησης της Θεοτόκου (εικ. 14) και της Ύψωσης του Τίμιου Σταυρού (εικ. 11) καταλαμβάνει την ανατολική σειρά των σταυροθολίων, ενώ το ιερό της Κοίμησης της Θεοτόκου (εικ. 12),
της Αγίας Μαρίνας και του Αγίου Δημητρίου στεγάζεται με ημικυκλική καμάρα, επέκταση της ανατολικής κεραίας του αντίστοιχου σταυροθολίου. Όλες οι αψίδες της κόγχης καλύπτονται με τεταρτοσφαιρικό θόλο. Οι κόγχες της πρόθεσης και του διακονικού της Γέννησης της Θεοτόκου είναι σύνθετες, έχοντας στο μέσο άλλη μία ημικυλινδρική κόγχη, μικρότερης διαμέτρου, η οποία έχει μεγαλύτερο ύψος (εικ. 13).
Ο οκτάπλευρος τρούλος της Ύψωσης του Τίμιου Σταυρού με παραστάδες και επίκρανα στις ακμές και τοξωτούς φεγγίτες στις πλευρές, με οριζόντιο επιστύλιο από σύνθετη κορνίζα, στηρίζεται εξωτερικά σε κυβική βάση, ενώ εσωτερικά φέρεται από σφαιρικά τρίγωνα και καλύπτεται από ημισφαιρικό θόλο με σταυρό (εικ.7,11). Πιο απλός είναι ο οκτάπλευρος τρούλος του Αγίου Μάμα (εικ. 8) και της Αγίας Τριάδας (εικ. 5), που στηρίζεται σε κυβική βάση, με οριζόντια κορνίζα στη στέψη εξωτερικά, ενώ εσωτερικά στη βάση του και στην τελευταία και πάνω από τους φεγγίτες.
Το χαρακτηριστικό γνώρισμα των σταυροθολιακών εκκλησιών της Κάσου είναι ότι έχουν νεοκλασικά μορφολογικά στοιχεία, ημικυκλικούς θόλους και τόξα 5 3 , σε αντίθεση με των άλλων νησιών που είναι συνήθως οξυκόρυφα (εικ. 14). Οι διαγώνιες νευρώσεις είναι ορθογώνιας διατομής, όπως συμβαίνει και στις εκκλησίες της Καρπάθου 5 4 , εκτός από δύο της Ύψωσης του Τίμιου Σταυρού (εικ. 15) και της Αγίας Τριάδας, που δεν έχουν νευρώσεις. Αντίθετα η μεγάλη πλειονότητα των σταυροθολιακών εκκλησιών στη Δωδεκάνησο έχουν βεργία αντί νευρώσεων ορθογώνιας διατομής 5 5.
Οι κίονες και οι ημικίονες των πλευρικών τοίχων έχουν συνήθως κορινθιακά κιονόκρανα, είτε επίκρανα από σύνθετη διατομή. Οι ημικίονες των πλευρικών τοίχων της Κοίμησης της Θεοτόκου και του Αγίου Δημητρίου έχουν κορινθιακά κιονόκρανα με γείσα ψηλότερα σύνθετης διατομής, που
συνδυάζονται με την οριζόντια κορνίζα, η οποία διατρέχει εσωτερικά την εκκλησία. Αβαθείς ημικυκλικές κόγχες ψηλά, πάνω από την οριζόντια εσωτερική κορνίζα του Αγίου Σπυρίδωνα, της Κοίμησης της Θεοτόκου, του Αγίου Δημητρίου και της Αγίας Μαρίνας (εικ. 16) βοηθούν στην στατική ελάφρυνση των πλευρικών τοίχων από τα φορτία των σταυροθολίων. Η τελευταία μάλιστα συνοδεύεται και από άλλες μεταξύ των ημικιόνων και κάτω από την οριζόντια εσωτερική κορνίζα. Μεταλλικοί ελκυστήρες στο ύψος των κιονόκρανων συμμετέχουν εξίσου στην ανάληψη των πλάγιων ωθήσεων (εικ. 14,15). Τα κλειδιά των νευρώσεων του Αγίου Σπυρίδωνα και του Αγίου Δημητρίου έχουν διακοσμητικό ρόδακα.
Το γενικό σχήμα και η ογκοπλαστική διαμόρφωση των όψεων υπαγορεύεται από την ίδια την κατασκευή των γοτθικών σταυροθολίων που αποτελούν τα συστατικά στοιχεία των εκκλησιών αυτών 5 6 . Η εξωτερική εμφάνιση της στέγης των σταυροθολίων αυτών των εκκλησιών είναι συνήθως η επικάλυψη των πέτρινων θόλων από κονίαμα με κουρασάνι.
Οι όψεις τους είναι από επιχρισμένη λιθοδομή, εκτός από της Κοίμησης της Θεοτόκου, που είναι από εμφανή λιθοδομή με γκρίζο ασβεστόλιθο σε δόμους και διαχωρίζονται σε δύο επιφάνειες από οριζόντια κορνίζα (εικ. 12). Η κάτω ζώνη περιλαμβάνει τα παράθυρα και τις πόρτες και το άνω τμήμα των σταυροθολίων καταλήγει σε τόξα με επίστεψη από γείσο σύνθετης διατομής. Στις μισές περίπου εκκλησίες οι όψεις διαχωρίζονται από παραστάδες στα άκρα και ανάμεσα στα σταυροθόλια5 7. Σκαρπωτή ή προεξέχουσα βάση διατρέχει εξωτερικά τις εκκλησίες με καμπύλη κορνίζα (εικ. 1,9). Η κορνίζα της κόγχης του ιερού συνδυάζεται συνήθως με την ενδιάμεση κορνίζα των πλαγίων κλιτών. Παρατηρούνται παρόλα αυτά και διαφοροποιήσεις.
Οι όψεις της Κοίμησης της Θεοτόκου είναι πιο επιμελημένες, ενώ το άνω τμήμα των σταυροθολίων των μακρών πλευρών μαζί με την κόγχη του ιερού είναι επιχρισμένα (εικ. 12). Η δυτική όψη της εκκλησίας είναι ιδιαί-
τερα εντυπωσιακή από εμφανή επιμελημένη λιθοδομή και αετωματική στέψη (εικ. 9).
Ενδιαφέρουσα αισθητική εμφανίζουν οι δύο τρίκλιτες σταυροθολιακές. Το άνω τμήμα των όψεων των σταυροθολίων και του κεντρικού κλίτους της Γέννησης της Θεοτόκου έχουν οριζόντια κορνίζα στη στέψη, που ακολουθεί τα τόξα στις στενές όψεις και στο ανατολικό σταυροθόλιο (εικ.1). Η δυτική όψη χαρακτηρίζεται από συμμετρία και το μεσαίο κλίτος είναι πολύ ψηλό, δίνοντας μια ιδιαιτερότητα στον ναό. Το άνω τμήμα των σταυροθολίων των πλαγίων κλιτών της Ύψωσης του Τίμιου Σταυρού καλύπτεται εξωτερικά με ευθύγραμμο στηθαίο και κορνίζα (εικ.7), που στο μεσαίο κλίτος της ανατολικής όψης ακολουθεί το περίγραμμα του τόξου του αντίστοιχου σταυροθολίου (εικ. 11), ενώ τα σταυροθόλια των πλαγίων όψεων του κεντρικού κλίτους έχουν στέψη από τριγωνικά αετώματα με κορνίζα. Η δυτική όψη της Ύψωσης του Τίμιου Σταυρού είναι αποτέλεσμα πρόχειρου φραξίματος του άνω τμήματος της εκκλησίας 5 .
Η σταδιακή αύξηση της εξωστρέφειας του ορθόδοξου πληθυσμού από τον 18° μέχρι τον 20° αιώνα, σε συνδυασμό με τις καταλυτικές επιδράσεις της υστερογοτθικής αρχιτεκτονικής των Ιπποτών της οθωμανικής και της νεοκλασικής, οδήγησε στη δημιουργία ιδιαίτερων μορφολογικών στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν στις σταυροθολιακές μεταβυζαντινές εκκλησίες της Δωδεκανήσου και ιδιαίτερα της Κάσου. Σε κάθε όψη σταυροθολίου αντιστοιχεί συνήθως ένα άνοιγμα, πόρτα, ή παράθυρο. Το ιερό φωτίζεται από παράθυρο στο μέσον της κόγχης. Στα μέτωπα των σταυροθολίων ανοίγονται φεγγίτες 5 9 . Τα ανοίγματα, θυρώματα, τόξα, παράθυρα και φεγγίτες σε συνδυασμό με το μέγεθος, τον αριθμό και τη θέση τους, συμπληρώνουν τα γενικά χαρακτηριστικά της εξωτερικής εμφάνισης των υπό εξέτασιν εκκλησιών. Η μορφή όμως και τα σχήματα των ανοιγμάτων με περιθυρώματα
από πλαίσια, γείσα και αετώματα, με διάφορες διατομές και ιδιαίτερα η ανάγλυφη διακόσμηση οθωμανικού μπαρόκ, από φυτά και ζώα, σε συνδυασμό με την εν γένει εμφάνιση των όψεων με αντίστοιχες κορνίζες και προεξοχές δίνουν τα ειδικά χαρακτηριστικά τους. Τα μορφολογικά χαρακτηριστικά της εξωτερικής τους εμφάνισης περιλαμβάνουν νεοκλασικά στοιχεία του 19 ο υ αιώνα, τα οποία εμπλουτίζουν τη μορφή των γοτθικών σταυροθολίων και δημιουργούν αυτόν τον ξεχωριστό τύπο των σταυροθολιακών εκκλησιών της Κάσου.
Μερικά θυρώματα είναι εντυπωσιακά. Η κύρια δυτική είσοδος της Αγίας Μαρίνας (εικ. 17) και του Αγίου Σπυρίδωνα είναι ορθογώνιες με παραστάδες, που έχουν βάσεις και επίκρανα με φουρούσια μείωσης του πλάτους του ανοίγματος και πλαισιώνονται με λεπτούς ημικιονίσκους. Το πρέκι τους κοσμείται με ανάγλυφη φυτική διακόσμηση από γιρλάντες και κλαδιά, ή ανθοδοχεία, ζώα, πουλιά, με τον σταυρό στο μέσον, οθωμανικού μπαρόκ και επίστεψη από κορνίζα. Η κύρια δυτική είσοδος στο κεντρικό κλίτος της Ύψωσης του Τίμιου Σταυρού είναι ορθογώνια πόρτα με ημικίονες, που συνοδεύονται με κοιλόκυρτη κατακόρυφη κορνίζα, πρέκι και γείσο, καθώς και των μακρών πλευρών, αλλά με τριγωνικό αέτωμα (εικ. 18). Το τύμπανο του αετώματος της βόρειας πόρτας έχει ανάγλυφη διακόσμηση οθωμανικού μπαρόκ από γλάστρες και φυτά, σταυρό και την χρονολογία κατασκευής της εκκλησίας. Η κύρια βόρεια είσοδος στον κυρίως ναό του Αγίου Δημητρίου είναι ορθογώνια με παραστάδες, ημικιονίσκους, με βάσεις και επίκρανα, πρέκι με κορνίζα και τριγωνικό αέτωμα με ανάγλυφα ακροκέραμα. Η δυτική μαρμάρινη είσοδος στον κυρίως ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου αποτελείται από ορθογώνια πόρτα και περιθύρωμα από παραστάδες, με βάσεις και επίκρανα, πρέκι και τριγωνικό αέτωμα.
Τα μαρμάρινα παράθυρα της Κοίμησης της Θεοτόκου είναι τα πιο χαρακτηριστικά (εικ.9). Των πλάγιων πλευρών είναι ορθογώνια με οριζόντιο γείσο και ανακουφιστικό χαμηλωμένο τόξο, ενώ των στενών πλευρών είναι πιο διακοσμημένα. Της δυτικής όψης έχουν διπλό πλαίσιο, το πρώτο έχει παραστάδες με βάσεις και επίκρανα και οριζόντιο πρέκι, ενώ το δεύτερο ορθογώνιο πλαίσιο σε εξοχή και γείσο με τριγωνικό αέτωμα. Της κόγχης του ιερού είναι δίλοβο με πλευρικές παραστάδες και ενδιάμεσο ημικιονίσκο με βάσεις και επίκρανα και οριζόντιο πρέκι με γείσο. Στον γυναικωνίτη της
δυτικής όψης έχει τοξωτό δίλοβο μαρμάρινο παράθυρο, που περιβάλλεται από παραστάδες, με βάσεις και επίκρανα και τοξωτά πλαίσια σε εξοχή, που συνδέονται με ενιαίο τοξωτό πλαίσιο επίσης.
Τα παράθυρα της Ύψωσης του Τίμιου Σταυρού είναι ορθογώνια με πλαίσιο από παραστάδες, ημικίονες, που συνοδεύονται από κοιλόκυρτη κατακόρυφη κορνίζα, πρέκι και γείσο. Τα παράθυρα του Αγίου Σπυρίδωνα είναι ορθογώνια με πλαίσια σε εξοχή, ενώ τα παράθυρα του Αγίου Δημητρίου είναι ορθογώνια με εξέχον πλαίσιο και σε μερικά και γείσο. Τα παράθυρα της Αγίας Μαρίνας είναι ορθογώνια με γείσα, που στις πλάγιες όψεις και την ανατολική πλαισιώνονται από τόξα διπλής καμπυλότητας με σοβά σε εξοχή.
Οι φεγγίτες είναι άλλοτε τοξωτοί (Κοίμηση της Θεοτόκου, Άγιος Δημήτριος, Αγία Μαρίνα), δίλοβοι τοξωτοί (Υψωση του Τίμιου Σταυρού, κόγχη του ιερού στη Κοίμηση της Θεοτόκου), άλλοτε κυκλικοί (Άγιος Σπυρίδωνας, Ύψωση Τιμίου Σταυρού) και έχουν ενδιαφέρουσα ακτινωτή διακόσμηση (Άγιος Δημήτριος), είτε ορθογώνιοι (Γέννηση της Θεοτόκου).
Στο δυτικό σταυροθόλιο της Γέννησης της Θεοτόκου, της Κοίμησης της Θεοτόκου, του Αγίου Δημητρίου και της Αγίας Μαρίνας (εικ. 19) είναι ενταγμένο ξύλινο πατάρι, που στηρίζεται σε ξύλινες κολώνες, για γυναικωνίτη. Στο δυτικό σταυροθόλιο της Κοίμησης της Θεοτόκου οδηγεί εξωτερική πέτρινη σκάλα στη νοτιοδυτική γωνία. Ένα σταυροθόλιο με ορθογώνιες νευρώσεις και χαμηλωμένα τόξα στηρίζει το πλατύσκαλο της ορθογώνιας εισόδου στο γυναικωνίτη στη νότια πλευρά του. Το σταυροθόλιο στην νότια πλευρά του στεγάζει ένα μαρμάρινο αρκοσόλιο, που λέγεται ότι είναι ο τάφος της Αγίας Κασσιανής.
Το δυτικό σταυροθόλιο, του Αγίου Σπυρίδωνα έχει μικρότερο πλάτος και οξυκόρυφο τον εγκάρσιο θόλο, είναι πιθανά μεταγενέστερη προσθήκη και το ισόγειο χρησιμεύει για προστώο, με εξωτερική πέτρινη σκάλα στη νοτιοδυτική γωνία, για το γυναικωνίτη. Το προστώο αποτελείται από τρία βυζαντινά σταυροθόλια, με ενδιάμεσα τόξα, που στηρίζονται σε τοξοστοιχία με πεσσούς στην δυτική όψη. Ο γυναικωνίτης επεκτείνεται και στο επόμενο σταυροθόλιο με ξύλινο εξώστη, που στηρίζεται σε δύο ξύλινα κολωνάκια που συνδέονται με σύνθετα μουσουλμανικά τόξα. Η δυτική όψη απολήγει σε τριγωνική αετωμα-τική στέψη, αποκομμένη και με σταυρό στην κορυφή (εικ.2). Η προσθήκη του πρόναου της Αγίας Τριάδας έχει ξύλινο πατάρι για γυναικωνίτη και εσωτερική
σκάλα στη βόρεια πλευρά. Το σταυροθόλιο του είναι χωρίς νευρώσεις. Στις δυτικές του γωνίες υψώνονται δύο διώροφα καμπαναριά. Αντίστοιχα το σταυροθόλιο της δυτικής κεραίας του Αγίου Μάμα χρησιμεύει ως πρόναος.
Τα περισσότερα δάπεδα είναι βοτσαλωτά, όπως της Αγίας Μαρίνας, του Αγίου Δημητρίου, της Ύψωσης του Τίμιου Σταυρού (εικ.20) και της Αγίας Τριάδας με φυτικά και ποικιλία γεωμετρικών και ακτινωτών σχεδίων, γιρλάντες και με δαντελωτή και φυτική διακόσμηση. Μεγάλη ποικιλία βο-τσαλωτών σχεδίων παρουσιάζει και το δάπεδο του κυρίως ναού και των αυλών της Γέννησης της Θεοτόκου του 1856 (εικ.21). Δαντελωτές ταινίες με πλαίσια από κληματίδες διακόπτονται σε κεντρικά σημεία από κυκλικά σχέδια με φυτική ή ακτινωτή διακόσμηση, ενώ ένα απλοϊκό καράβι δείχνει την αγάπη των λαϊκών μαστόρων και των Κασιωτών για την θάλασσα. Το δάπεδο του κυρίως ναού του Αγίου Σπυρίδωνα και του πρόναου είναι πλακόστρωτο με άσπρες και μαύρες πλάκες, ενώ της Κοίμησης της Θεοτόκου είναι στρωμένο από μωσαϊκά πλακάκια.
Τα τέμπλα, οι άμβωνες, οι δεσποτικοί θρόνοι και τα προσκυνητάρια αυτών των εκκλησιών είναι ξυλόγλυπτα και μπορούν να διακριθούν σε δύο ενότητες, αυτά της Γέννησης της Θεοτόκου 6 0 (εικ.22), της Κοίμησης της Θεοτόκου 6 1 (εικ.23), της Ύψωσης του Τίμιου Σταυρού (εικ.24) και του Αγίου Σπυρίδωνα 6 2, που μιμούνται αντίστοιχα μαρμάρινα, βαμμένα με ανάλογα λευκά και γκρίζα χρώματα και τα συνηθισμένα, της Αγίας Μαρίνας (εικ.25,26), του Αγίου Δημητρίου (εικ.27) και της Αγίας Τριάδας 6 3 (εικ.28) με πλουσιότερη τη διακόσμηση οθωμανικού μπαρόκ.
Τα τέμπλα της πρώτης ενότητας είναι τριμερή, ξυλόγλυπτα, με αρχιτεκτονικά μέλη από λευκά και γκρίζα χρώματα και ανάγλυφη διακόσμηση, επι-
χρυσωμένη σε χρωματιστό βάθος, οθωμανικού μπαρόκ (εικ.22-24). Λευκοί ραβδωτοί ημικιονίσκοι, ή απλοί πεσσίσκοι πλαισιώνουν τα θωράκια, τις ορθογώνιες δεσποτικές εικόνες και τις τοξωτές θύρες της ωραίας πύλης, του διακονικού και της πρόθεσης, είτε με τα τριφυλλόσχημα τόξα. Τα τόξα των θυρών κοσμούνται από φυτική διακόσμηση και γιρλάντες, με ξυλόγλυπτη και διάτρητη τεχνική. Μικρότεροι πεσσίσκοι διαχωρίζουν τους ταμπλάδες στις ζώνες των πανωθωρακίων και της επίστεψης των δεσποτικών εικόνων, που διακοσμείται επί πλέον με ρομβοειδή σχέδια. Η καμπύλη προεξοχή πάνω από την ωραία πύλη τονίζει ιδιαίτερα το κέντρο του τέμπλου. Το δωδεκάορτο αποτελείται από ορθογώνιες εικόνες με πλαίσια από πεσσίσκους, ή κολωνάκια, που συνοδεύονται σε μερικά από τοξωτές στέψεις με ανάγλυφη διακόσμηση από ακτινωτά ανθέμια. Ο φυτικός διάκοσμος με κληματίδες επικρατεί στις οριζόντιες ανάγλυφες ζώνες πάνω και κάτω από το Δωδεκάορτο, ενώ ενδιάμεσες οριζόντιες κορνίζες, πλάτους όσο και το τέμπλο, διατρέχουν σε όλο το ύψος. Ο μεγάλος σταυρός και τα λυπηρά περιβάλλονται από φύλλα και άνθη και στηρίζονται πάνω στην κορυφή της προεξοχής του τέμπλου, είτε του τριγωνικού αετώματος και στους ανάγλυφους δράκοντες αντίστοιχα, στην διακοσμημένη, με γιρλάντες και κλαδιά, πυραμίδα. Ξεχωρίζουν οι πεσσίσκοι με ανάγλυφη διακόσμηση από ανθοδοχεία με άνθη ή με έλικες και άνθη, που πλαισιώνουν τα θωράκια με χρωματιστές ασπίδες του Αγίου Σπυρίδωνα.
Τα πλούσια διακοσμημένα δεσποτικά των εκκλησιών της ίδιας ενότητας, της Γέννησης της Θεοτόκου, της Κοίμησης της Θεοτόκου και της Ύψωσης του Τίμιου Σταυρού (εικ. 14,15) είναι επίσης ξύλινα απομίμηση μαρμάρινου, επιχρυσωμένα με λευκό βάθος, ανάλογης με τα τέμπλα τέχνης. Τα πτερύγια στήριξης, τα τοξωτά μέτωπα, είτε τα μέτωπα με το τριφυλλό-σχημο τόξο και η στέψη των δεσποτικών θρόνων έχουν ιδιαίτερα επιμελημένη ξυλόγλυπτη διακόσμηση από κλαδιά με φύλλα και άνθη. Ο ουρανός καλύπτεται με δωδεκάπλευρο τρουλίσκο από ξυλόγλυπτες πλευρές με φυτικό διάκοσμο και ημισφαιρικό θολίσκο, είτε με οκταγωνικό θολίσκο και σταυρό. Η εικόνα του ένθρονου Χριστού είναι του 1877 6 4, που χρονολογεί και το δεσποτικό της Γέννησης της Θεοτόκου.
Οι πολυγωνικοί άμβωνες είναι επίσης ανάλογης τέχνης και τεχνικής με τα τέμπλα της ίδιας ενότητας (εικ. 15), με κωνική απλή, ή κοιλόκυρτη βάση και στηρίζονται πάνω σε κίονα, είτε στον τοίχο. Φέρουν στην κουπαστή συνήθως γλυπτό πουλί με ανοικτές τις φτερούγες για αναλόγιο. Τα θωράκια του στηθαίου του άμβωνα της Γέννησης της Θεοτόκου, που διακοσμούνται με ζωγραφιστά χρυσά αστεράκια σε γαλάζιο φόντο, είναι επικλινή. Τα στηθαία του άμβωνα της Κοίμησης της Θεοτόκου και του Αγίου Σπυρίδωνα αποτελούνται από τοξωτές εικόνες, ενώ της Ύψωσης του Τίμιου Σταυρού από ορθογώνιες εικόνες και είναι επικλινή και όλα πλαισιώνονται με κολωνάκια και οριζόντιες κορνίζες.
Στη δεύτερη ενότητα τα ξύλινα τέμπλα είναι τριμερή, με ανάγλυφα τμήματα, διακόσμησης οθωμανικού μπαρόκ, επιχρυσωμένα σε χρωματιστό βάθος (εικ.25-28). Ο σταυρός και τα λυπηρά περιβάλλονται από φύλλα και άνθη, ή και ανθοδοχεία και στηρίζονται πάνω στην κορυφή της προεξοχής του τέμπλου, είτε πάνω στην κορυφή του τριγωνικού αετώματος και στους ανάγλυφους δράκοντες αντίστοιχα στη διακοσμημένη με γιρλάντες και κλαδιά στέψη της πυραμίδας του τέμπλου. Το αέτωμα της πυραμίδας της Αγίας Τριάδας (εικ.25) είναι πρόσθετα διακοσμημένο με το «μάτι» μέσα σε άλλο τριγωνικό πλαίσιο και ακτίνες. Ραβδωτοί ημικιονίσκοι, ή πεσσίσκοι διακοσμημένοι με ξυλόγλυπτα κλαδιά, περιβάλλουν τις ασπίδες των θωρακίων, διακοσμημένες με ανθέμια περιμετρικά, ή τα εικονογραφημένα θωράκια. Ραβδωτοί επίσης ημικιονίσκοι, ή πεσσίσκοι με βάσεις και επίκρανα πλαισιώνουν τις ορθογώνιες δεσποτικές εικόνες και τις θύρες της ωραίας πύλης και της πρόθεσης, με τις τοξωτές, ή τριφυλλόσχημες, επιστέψεις τους που κοσμούνται με ξυλόγλυπτη φυτική διακόσμηση, είτε με ανάγλυφες υφασμάτινες πτυχώσεις. Μικρότεροι στρεπτοί κιονίσκοι διαχωρίζουν τους ρομβοειδείς ταμπλάδες της επίστεψης των δεσποτικών εικόνων, που διακοσμούνται με ανάγλυφες ανθρωπόμορφες κεφαλές με φτερά. Η καμπύλη προεξοχή πάνω από την ωραία πύλη του Αγίου Δημητρίου και της Αγίας Μαρίνας (εικ.25,28) τονίζει ιδιαίτερα το κέντρο του τέμπλου. Το Δωδεκάορτο αποτελείται από ορθογώνιες εικόνες με πλαίσια από κολωνάκια, ή και τοξωτές στέψεις με ανάγλυφη διακόσμηση ακτινωτών ανθεμίων. Ο φυτικός διάκοσμος με κληματίδες επικρατεί στις οριζόντιες ανάγλυφες ζώνες των
πανωθωρακίων, πάνω και κάτω από το δωδεκάορτο, ενώ ενδιάμεσες οριζόντιες κορνίζες, πλάτους όσο και το τέμπλο, διατρέχουν σε όλο το ύψος.
Τα πλούσια διακοσμημένα δεσποτικά της ίδιας ενότητας είναι επίσης ξύλινα, επιχρυσωμένα με χρωματιστό βάθος και ανάλογης με τα τέμπλα τέχνης (εικ. 19). Τα πλαϊνά στηθαία με, ή χωρίς, τις ασπίδες, τα τοξωτά πτερύγια στήριξης και το μέτωπο με το τριφυλλόσχημο τόξο του ουρανού του δεσποτικού έχουν ιδιαίτερα επιμελημένη ξυλόγλυπτη διακόσμηση από γιρλάντες, φύλλα και άνθη. Καλύπτεται με δωδεκάπλευρο, ή οκτάπλευρο τρουλίσκο και αντίστοιχο θολίσκο με ξυλόγλυπτο φυτικό διάκοσμο.
Οι ξυλόγλυπτοι πολυγωνικοί άμβωνες εντούτοις της Αγίας Μαρίνας και του Αγίου Δημητρίου (εικ. 16), είναι απομίμηση μαρμάρινων, όπως και της πρώτης ενότητας, με επιχρυσωμένα ανάγλυφα τμήματα σε λευκό βάθος, ή και με γκρίζα νερά, στηρίζονται πάνω σε ξύλινο κιονίσκο στον βόρειο τοίχο με κωνική κοιλόκυρτη βάση. Το στηθαίο τους αποτελείται από τοξωτές εικόνες, κολωνάκια και οριζόντιες κορνίζες. Στην κουπαστή στηρίζεται άσπρο γλυπτό πουλί με ανοικτές φτερούγες για αναλόγιο, που στη εκκλησία του Αγίου Δημητρίου είναι πλαισιωμένο με ζωγραφιστούς αγγέλους.
Ο Άγιος Σπυρίδων έχει ξύλινο κιβώριο σε γαλάζιο χρώμα με γωνιακά κολωνάκια, που στηρίζουν και την Αγία Τράπεζα και χαμηλά κάγκελα στις τρεις πλευρές. Οι κίονες συνδέονται μεταξύ τους με τοξωτή στέψη. Την στέγη του καλύπτει θολίσκος με τον σταυρό. Την Αγία Τράπεζα της Γέννησης της Θεοτόκου (εικ. 10) και της Ύψωσης του Τίμιου Σταυρού, στο μέσον της κεντρικής κόγχης, στεγάζει επίσης ξύλινο κιβώριο.
Μια ενδιαφέρουσα συλλογή από υπογεγραμμένες εικόνες εκτίθενται στο τέμπλο της εκκλησίας της Γέννησης της Θεοτόκου 6 5. Εκτός από την δεσποτική εικόνα του Αγίου Νικολάου του 1842, χρονολογικά ακολουθούν η εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής του 1843, ο Άγιος Αθανάσιος και η Γέννηση της Θεοτόκου, που ζωγραφίστηκε από τον Ιωάννη Λούβαρη στην Ερμούπολη της Σύρου 6 6 το 1852, ο Βασιλεύς των Ουρανών του Κωνσταντίνου Φθενός 6 7, η Ελπίς των Χριστιανών του Γεωργίου Πεδιώτου 6 8 του 1852, ο
Άγιος Ιωάννης και η Αγία Αικατερίνη του 1853 και η Αγία Κασσιανή του 1856.
Μια άλλη συλλογή από υπογεγραμμένες διαθέτει το τέμπλο της εκκλησίας της Κοίμησης της Θεοτόκου. Εκτός από την δεσποτική εικόνα του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου του 1921, έπονται χρονολογικά η Κοίμηση της Θεοτόκου του Βερνάρδου Βρετού εξ Αλεξανδρείας του 1922, ο Άρχων Μιχαήλ του 1925 και η Σταύρωση του Χριστού του Τ. Αναγνωστοπούλου του 1929. Από τις φορητές εικόνες της εκκλησίας ενδιαφέρον παρουσιάζει η Παναγία η Οδηγήτρια του 1923 από τον Σπύρο Νανίδη από το Κάϊρο 6 9 .
Η δεσποτική εικόνα της Σταύρωσης του τέμπλου της Ύψωσης του Τίμιου Σταυρού είναι επαργυρωμένη το 1884, από τον Χ. I. Καρελλά με τις θυγατέρες του Ερωφύλλη και Καλλιόπη 7 0 και της Ζωοδόχου Πηγής ζωγραφισμένη από τον Αντώνη Αλεξανδρίδη από την Κρήτη το 1888, ενώ έχει και άλλες του 1915 και 1917.
Οι δεσποτικές εικόνες του Χριστού, της Παναγίας Οδηγήτριας και του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου του τέμπλου της εκκλησίας του Αγίου Σπυρίδωνα, ζωγραφίστηκαν το 1850 και του Αγίου Νικολάου, «δια χειρός» Γεωργίου Χατζηιωάννου Πεδιώτη και Κωνσταντίνου Φθενός από τη Κρήτη, το 1851 7 1.
Από τις δεσποτικές εικόνες της Αγίας Μαρίνας ο Άγιος Μηνάς είναι χρονολογημένος το 1863. Η δεσποτική εικόνα της Αγίας Τριάδας νότια της ωραίας πύλης είναι διαφορετικών διαστάσεων, επαργυρωμένη το 1839 7 2 και έχει ξυλόγλυπτη φυτική διακόσμηση στη στέψη, που δείχνει ότι είναι παλιότερη από το τέμπλο. Η επαργύρωση της εικόνας του Αγίου Δημητρίου στο προσκυνητάρι απέναντι από την βόρεια είσοδο της εκκλησίας είναι του 1884 7 3.
Η αγιογράφηση της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου από τον Αθανάσιο Τσιβγά 7 4 (Ίμβριος από την Κάσο) ολοκληρώθηκε το 1914, σύμφωνα με την επιγραφή πάνω στον νότιο κίονα, δίπλα από το τέμπλο.
Τα καμπαναριά τους είναι επιμελημένες κατασκευές, άλλοτε σύγχρονες με τις εκκλησίες και άλλοτε νεότερες από οπλισμένο σκυρόδεμα. Το εντυπωσιακότερο είναι το πενταόροφο και πυραμιδοειδές καμπαναριό του Αγίου Σπυρίδωνα (εικ.2), δαπάνη του Γ. Β. Μαυρολέοντα το 1926 , σύμφωνα με επιγραφή στη νότια πλευρά, με ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονική μπαρόκ και κατασκευασμένο από επιχρισμένη λιθοδομή σε άσπρο και γαλάζιο χρώμα, στην βορειοδυτική γωνία της αυλής της εκκλησίας7 6. Το ισόγειο αποτελείται από τετράπλευρο συμπαγές κτίσμα με τοξωτές κόγχες που πλαισιώνονται από ημικίονες με βάσεις και επίκρανα, που φέρουν οριζόντιο γείσο, επιστύλιο και κορνίζα στην στέψη. Το δεύτερο επίπεδο, που φέρει την καμπάνα έχει τοξωτά ανοίγματα με πλαίσιο από σύνθετη διατομή και περιβάλλεται από διπλές παραστάδες με επίκρανα, οριζόντιο γείσο, επιστύλιο και άλλη κορνίζα. Το τρίτο επίπεδο είναι ανάλογο, αλλά με κόγχες και απλές παραστάδες, που στη βάση τους καμπυλώνουν, για να συνδυαστούν με το χαμηλότερο όροφο, που έχει μεγαλύτερη κάτοψη. Το τέταρτο είναι παρεμφερές, αλλά με δύο κυκλικούς φεγγίτες και δύο στρογγυλά ρολόγια και πλαίσιο από παραστάδες και επιστύλιο σε εξοχή του σοβά, με κορνίζα στη στέψη. Το τελευταίο επίπεδο της στέγης είναι οκτάπλευρος τρούλος, με τοξωτές κόγχες, οριζόντια κορνίζα και ημισφαιρικό θολίσκο με σταυρό.
Το επίσης πενταόροφο και πυραμιδοειδές καμπαναριό του Αγίου Δημητρίου (εικ.29) είναι κατασκευασμένο από επιχρισμένη λιθοδομή, με στοιχεία εκλεκτικής αρχιτεκτονικής, στην βορειοδυτική γωνία της αυλής της εκκλησίας 7 7. Τα δίλοβα τοξωτά ανοίγματα, με παραστάδες και επίκρανα στη γένεση και πλαίσια στα τόξα και ενδιάμεσο κυκλικό φεγγίτη κάνουν να ξεχωρίζει. Το τέταρτο επίπεδο έχει μικρότερο ύψος, γωνιακές παραστάδες,
τρίλοβα τοξωτά ανοίγματα, με το μεσαίο μεγαλύτερο σε μερικές πλευρές, ή τέσσερα μικρά ανοίγματα σε άλλες και γείσο.
Το πενταόροφο καμπαναριό της Αγίας Μαρίνας (εικ.30) και το τριώροφο της Ύψωσης του Τίμιου Σταυρού (εικ.31) είναι πυραμιδοειδή, από επιχρισμένη λιθοδομή με άσπρο και γαλάζιο χρώμα και έχουν ανάλογη αρχιτεκτονική, με απλούστερα εκλεκτικά στοιχεία. Έχουν τοξωτά ανοίγματα με κυκλικούς φεγγίτες, γωνιακές παραστάδες με επίκρανα και κορνίζα στην στέψη. Το ισόγειο της Ύψωσης του Τίμιου Σταυρού είναι συμπαγές με τοξωτές κόγχες, που πλαισιώνονται από γωνιακές παραστάδες, με βάσεις και διπλά επίκρανα, τόξα και επιστύλια ψηλότερα και κορνίζες για στέψη, ενώ της Αγίας Μαρίνας αποτελείται από οκτάπλευρο κτίσμα και οι κόγχες του πλαισιώνονται από ημικίονες. Τα άλλα επίπεδα είναι τετράπλευρα και έχουν τοξωτά ανοίγματα με κυκλικούς φεγγίτες, γωνιακές παραστάδες με επίκρανα και κορνίζα στην στέψη. Το τελευταίο επίπεδο της στέγης της Ύψωσης του Τίμιου Σταυρού αποτελείται από ψηλό οκταγωνικό τρούλο με ραβδωτούς κίονες και κιονόκρανα, που συνδέονται με τόξα και οριζόντια κορνίζα. Καλύπτεται από δεύτερο οκτάπλευρο τρουλίσκο με τοξωτά ανοίγματα, οριζόντια κορνίζα και καμπύλους δοκούς, που σχηματίζουν ημισφαιρικό θολίσκο, ανάλογο με της Αγίας Μαρίνας, που είναι συμπαγής, με τον σταυρό στην κορυφή.
Όμως το πενταόροφο καμπαναριό της Γέννησης της Θεοτόκου (εικ.32) και τα δυο καμπαναριά της δυτικής όψης της Αγίας Τριάδας (εικ.5) είναι απλούστερα, επιχρισμένα και πυραμιδοειδή. Τα πάνω επίπεδα έχουν τοξωτά ανοίγματα και γωνιακούς πεσσούς με επίκρανα στη γένεση των τόξων και κορνίζα στην στέψη. Η στέγη του καμπαναριού της Γέννησης της Θεοτόκου αποτελείται από οκταγωνικό τρουλίσκο με γωνιακούς πεσσίσκους και τοξωτά ανοίγματα και καλύπτεται από ημισφαιρικό θολίσκο, ενώ η στέγη των καμπαναριών της Αγίας Τριάδας είναι τετράρηχτη, με τον σταυρό. Ένα άλλο τετραώροφο πυραμιδοειδές καμπαναριό υψώνεται στην αυλή της Αγίας Τριάδας νοτιοδυτικά της εκκλησίας και είναι νεότερο, του 1971.
Νεότερο είναι και το πυργοειδές, τριώροφο καμπαναριό της Κοίμησης της Θεοτόκου (εικ. 12), κατασκευασμένο στον δυτικό μαντρότοιχο. Στο δεύτερο επίπεδο διαθέτει ψηλά και λεπτά τοξωτά ανοίγματα, κυκλικούς φεγγίτες και οριζόντια προεξοχή στην στέψη του. Το τρίτο επίπεδο έχει τρίλοβα ισοϋψή τοξωτά ανοίγματα, κιονίσκους με απλά επίκρανα και βάσεις και γωνιακές πα-
ραστάδες. Η στέψη του είναι οριζόντια σύνθετη κορνίζα, που φέρει τετράρηχτη στέγη με κοίλα και κυρτά κεραμίδια με τον σταυρό. Ακόμη πιο απλό είναι το τοξωτό καμπαναριό στην ΝΔ γωνία της εκκλησίας του Αγίου Μάμα (εικ.8).
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι τάφοι στο νεκροταφείο του χωριού Αρβανιτοχώρι (εικ.33), κοντά στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, σε απομίμηση σταυροθολιακών νάίσκων, γραφικές κατασκευές σε μορφή ανοικτής στοάς με δύο μικρά σταυροθόλια. Ανάλογο παράδειγμα υπάρχει και στην εκκλησία του Απόστολου Θωμά στη Μονόλιθο της Ρόδου.
Η υψηλή ποιότητα των σταυροθολιακών εκκλησιών της Κάσου μπορεί να ερμηνευτεί από τη μεγάλη οικονομική ανάπτυξη της ναυτιλίας, που παρουσίασε το νησί το 19° αιώνα. Τα οικονομικά εισοδήματα των εκκλησιών της Κάσου, ιδιαίτερα από τα πλοία των κατοίκων της, έδωσαν τη δυνατότητα για κατασκευή τέτοιων πολυτελών ναών και για τη διακόσμηση τους την περίοδο αυτή, που κτίζονται οι οκτώ εξεταζόμενες εκκλησίες.
Εικ.1. Η Γέννηση της Θεοτόκου, α. ΒΔ άποψη και β. κάτοψη.
Εικ.2. Ο Άγιος Σπυρίδων, α. δυτική άποψη (εργασίες 1996) και β. κάτοψη.
Εικ.3. Αγία Μαρίνα, α. βόρεια άποψη και β. κάτοψη.
Εικ.4. Αγία Μαρίνα, ο τάφος του Γ. Μαυρή.
Εικ.5. Η Αγία Τριάδα, α. ΝΔ προοπτική άποψη και β. κάτοψη.
Εικ.6. Ο Άγιος Δημήτριος, α. ΝΔ άποψη και β. κάτοψη.
Εικ.7. Ύψωση του Τίμιου Σταυρού, α. νότια άποψη και β. κάτοψη.
Εικ.8. Ο Άγιος Μάμας, εικόνα από Google-earth (2011)
Εικ.9. Η Κοίμηση της Θεοτόκου, α. δυτική άποψη και β. κάτοψη.
Εικ. 10. Γέννηση της Θεοτόκου, το ιερό.
Εικ. 11. Ύψωση του Τίμιου Σταυρού, το ιερό.
Εικ. 12. Κοίμηση της Θεοτόκου, ΝΑ άποψη και το ιερό.
Εικ. 13. Γέννηση της Θεοτόκου, η κόγχη της πρόθεσης.
Εικ. 14. Γέννηση της Θεοτόκου, το κεντρικό κλίτος.
Εικ. 15. Ύψωση του Τίμιου Σταυρού, το κεντρικό κλίτος.
Εικ. 16. Αγία Μαρίνα, σταυροθόλιο και άμβωνας.
Εικ. 17. Αγία Μαρίνα, δυτικό θύρωμα.
Εικ. 18. Ύψωση Τίμιου Σταυρού, βόρειο θύρωμα.
Εικ. 19. Αγία Μαρίνα, γυναικωνίτης.
Εικ.20. Ύψωση του Τίμιου Σταυρού, βοτσαλωτό δάπεδο.
Εικ.21. Γέννηση της Θεοτόκου, βοτσαλωτό δάπεδο.
Εικ.22. Γέννηση της Θεοτόκου, τέμπλο.
Εικ.23. Κοίμηση της Θεοτόκου, τέμπλο.
Εικ.24. Ύψωση του Τίμιου Σταυρού, τέμπλο.
Εικ.25. Αγία Μαρίνα, τέμπλο.
Εικ.26. Αγία Μαρίνα, λεπτομέρεια και επιγραφή του τέμπλου.
Εικ.27. Άγιος Δημήτριος, τέμπλο. Εικ.28. Αγία Τριάδα, τέμπλο.
Εικ.29. Άγιος Δημήτριος, καμπαναριό.
Εικ.30. Αγία Μαρίνα, καμπαναριό και δυτική άποψη.
Εικ.31. Ύψωση του Τίμιου Σταυρού, καμπαναριό.
Εικ.32. Η Γέννηση Θεοτόκου, καμπαναριό και δυτική άποψη.
Εικ.33. Νεκροταφείο στο Αρβανιτοχώρι.