Μια Φορά Και Έναν Καιρό

2
Μια φορά και έναν καιρό… Πρόλογος «Και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα! Τέλος.» Η μικρή στην αγκαλιά της Ελπίδας δεν κουνήθηκε. Είχε αποκοιμηθεί. Η Ελπίδα άφησε το βιβλίο με τα παραμύθια στο τραπεζάκι και πήρε προσεκτικά τη μικρή στην αγκαλιά της. Περπατώντας σιγά για να μην την ξυπνήσει, έφτασε στην κάμαρα της μητέρας της και ακούμπησε προσεκτικά τη μικρή Θάλεια στο κρεβατάκι της. Έσκυψε και τη φίλησε απαλά στο μέτωπο. Δεν πρόλαβε όμως να φύγει, η μικρή της έπιασε το χέρι. «Είναι ανάγκη να φύγεις μαμά; Δεν γίνεται να πάτε στους θείους άλλη μέρα;» «Δυστυχώς γλυκιά μου πρέπει να φύγουμε. Ο θείος σου δεν είναι καλά και η Ελπινίκη μας χρειάζεται όσο ποτέ. Δεν θέλω όμως εσύ να ανησυχείς. Η γιαγιά και ο παππούς θα σε φροντίζουν πολύ καλά αυτές τις τρεις-τέσσερις μέρες που θα λείψουμε ο μπαμπάς και εγώ. Και σου υπόσχομαι ότι θα σου φέρουμε από τη Θεσσαλονίκη και αυτή την κούκλα που τόσο πολύ θέλεις!» Η μικρή χαμογέλασε και καληνύχτισε τη μητέρα της με μια μεγάλη αγκαλιά. Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε και ο Στέφανος ο οποίος πλησίασε στα μουλωχτά και διεκδίκησε μια θέση στην οικογενειακή αγκαλιά με την απειλή γαργαλητού. Αν και ούτως ή άλλως η θέση του ανήκε γιατί οικογενειακή αγκαλιά χωρίς τον πατέρα δεν γίνεται. Η μικρή Θάλεια έκλεισε τα μάτια της και αποκοιμήθηκε αμέσως. Τόσο κουρασμένη ήταν. Οι γονείς της αγκαλιάστηκαν και έμειναν λίγο να χαζεύουν την κόρη τους να κοιμάται. Σαν μικρός άγγελος έμοιαζε έτσι όπως είχα αυτή τη γαλήνια έκφραση, με τα μαλάκια της απλωμένα σα στεφάνι γύρω από το πρόσωπό της. Ο Στέφανος και η Ελπίδα αντάλλαξαν ένα φιλί, αποχαιρέτησαν τους γονείς της Ελπίδας δίνοντας τους για πολλοστή φορά συμβουλές και οδηγίες για τη μικρή και μπήκαν στο αυτοκίνητο. Λίγο μετά που απομακρύνθηκε το αυτοκίνητο, η γιαγιά Ευθυμία και ο παππούς Σπύρος, αφού χάζεψαν και εκείνοι με τη σειρά τους την εγγονή τους να κοιμάται πλάγιασαν και εκείνοι στο

Upload: antonismaragakis

Post on 11-Jan-2016

2 views

Category:

Documents


0 download

DESCRIPTION

η αρχη

TRANSCRIPT

Page 1: Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Μια φορά και έναν καιρό…

Πρόλογος

«Και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα! Τέλος.»

Η μικρή στην αγκαλιά της Ελπίδας δεν κουνήθηκε. Είχε αποκοιμηθεί. Η Ελπίδα άφησε το βιβλίο με τα παραμύθια στο τραπεζάκι και πήρε προσεκτικά τη μικρή στην αγκαλιά της. Περπατώντας σιγά για να μην την ξυπνήσει, έφτασε στην κάμαρα της μητέρας της και ακούμπησε προσεκτικά τη μικρή Θάλεια στο κρεβατάκι της. Έσκυψε και τη φίλησε απαλά στο μέτωπο. Δεν πρόλαβε όμως να φύγει, η μικρή της έπιασε το χέρι.

«Είναι ανάγκη να φύγεις μαμά; Δεν γίνεται να πάτε στους θείους άλλη μέρα;»

«Δυστυχώς γλυκιά μου πρέπει να φύγουμε. Ο θείος σου δεν είναι καλά και η Ελπινίκη μας χρειάζεται όσο ποτέ. Δεν θέλω όμως εσύ να ανησυχείς. Η γιαγιά και ο παππούς θα σε φροντίζουν πολύ καλά αυτές τις τρεις-τέσσερις μέρες που θα λείψουμε ο μπαμπάς και εγώ. Και σου υπόσχομαι ότι θα σου φέρουμε από τη Θεσσαλονίκη και αυτή την κούκλα που τόσο πολύ θέλεις!»

Η μικρή χαμογέλασε και καληνύχτισε τη μητέρα της με μια μεγάλη αγκαλιά. Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε και ο Στέφανος ο οποίος πλησίασε στα μουλωχτά και διεκδίκησε μια θέση στην οικογενειακή αγκαλιά με την απειλή γαργαλητού. Αν και ούτως ή άλλως η θέση του ανήκε γιατί οικογενειακή αγκαλιά χωρίς τον πατέρα δεν γίνεται.

Η μικρή Θάλεια έκλεισε τα μάτια της και αποκοιμήθηκε αμέσως. Τόσο κουρασμένη ήταν. Οι γονείς της αγκαλιάστηκαν και έμειναν λίγο να χαζεύουν την κόρη τους να κοιμάται. Σαν μικρός άγγελος έμοιαζε έτσι όπως είχα αυτή τη γαλήνια έκφραση, με τα μαλάκια της απλωμένα σα στεφάνι γύρω από το πρόσωπό της. Ο Στέφανος και η Ελπίδα αντάλλαξαν ένα φιλί, αποχαιρέτησαν τους γονείς της Ελπίδας δίνοντας τους για πολλοστή φορά συμβουλές και οδηγίες για τη μικρή και μπήκαν στο αυτοκίνητο.

Λίγο μετά που απομακρύνθηκε το αυτοκίνητο, η γιαγιά Ευθυμία και ο παππούς Σπύρος, αφού χάζεψαν και εκείνοι με τη σειρά τους την εγγονή τους να κοιμάται πλάγιασαν και εκείνοι στο κρεβάτι τους και αφέθηκαν σε έναν ύπνο χωρίς όνειρα και όπως αποδείχτηκε, πολύ σύντομό.

Πίσω στο αυτοκίνητο, ο Στέφανος άκουγε υπομονετικά τις ανησυχίες της γυναίκας του για τη Θάλεια που θα έμενε μακριά τους τέσσερις μέρες. Δεν ήταν ότι δεν εμπιστευόταν τους γονείς της, κάθε άλλο, απλά να, ανησυχούσε σα μάνα και εκείνη. Ο Στέφανος προσπαθούσε να την καθησυχάσει, εκείνη συνέχιζε να εκφράζει τις ανησυχίες της. Ήταν έτοιμη να στρίψουν αριστερά για να βγουν στο δρόμο του σπιτιού τους όταν ένα τζιπ πετάχτηκε ανάποδα από το δρόμο και τους τράκαρε. Ο μεθυσμένος οδηγός τους τζιπ, συνέχισε το δρόμο του με το γρατζουνισμένο του όχημα. Δεν έδωσε σημασία για τη φυσαρμόνικα στην οποία είχε μετατρέψει το αυτοκίνητο που τράκαρε, ούτε και για τα αίματα στο παρμπρίζ…