Διονύσιος Σολωμός, Ο Κρητικός

12
ιονύσιο Σολωό Ο Κρητικό Ενδυίων

Upload: basilis-laliotis

Post on 10-Mar-2016

222 views

Category:

Documents


0 download

DESCRIPTION

 

TRANSCRIPT

Page 1: Διονύσιος Σολωμός, Ο Κρητικός

Δ ι ο ν ύ σ ι ο ς Σ ο λ ω μ ό ς

Ο ΚρητικόςΕνδυμίων

Διονύσιος Σολωμός

Ο ΚρητικόςΕνδυμίων

Εκοίταα κι ήτανε μακριά ακόμη τrsquo ακρογιάλιlaquoαστροπελέκι μου καλό για ξαναφέξε πάλιraquoρία αστροπελέκια επέσανε ένα ξοπίσω στrsquo άλλο

πολύ κοντά στην κορασιά με βρόντημα μεγάλοτα πέλαγα στην αστραπή κι ο ουρανός αντήχανοι ακρογιαλιές και τα βουνά μrsquo όσες φωνές κι αν είχαν

Πιστέψετε πrsquo ότι θα πω είνrsquo ακριβή αλήθειαμά τες πολλές λαβωματιές που μόφαγαν τα στήθιαμά τους συντρόφους πόπεσαν στην ρήτη πολεμώνταςμά την ψυχή που μrsquo έκαψε τον κόσμο απαρατώντας(Λάλησε Σάλπιγγα κι εγώ το σάβανο τινάζωκαι σχίζω δρόμο και τσrsquo αχνούς αναστημένους κράζωlaquo ην είδετε την ομορφιά που την οιλάδα αγιάζειΠέστε να ιδείτε το καλό εσείς κι ότι σας μοιάζειαπνός δε μένει από τη γη νιος ουρανός εγίνη

Σαν πρώτα εγώ την αγαπώ και θα κριθώ μrsquo αυτήνηraquolaquoΨηλά την είδαμε πρωί της τρέμαν τα λουλούδιαστη θύρα τής Παράδεισος που εβγήκε με τραγούδιαέψαλλε την νάσταση χαροποιά η φωνή τηςκι έδειχνεν ανυπομονιά για νά rsquoμπει στο κορμί τηςο υρανός ολόκληρος αγρίκαε σαστισμένος

[7]

το κάψιμο αργοπόρουνε ο κόσμος ο αναμμένοςκαι τώρα ομπρός την είδαμε ογλήγορα σαλεύειόμως κοιτάζει εδώ κι εκεί και κάποιονε γυρεύειraquo)

Ακόμη εβάστουνε η βροντή Κι η θάλασσα που σκίρτησε σαν το χοχλό που βράζειησύχασε και έγινε όλο ησυχία και πάστρασαν περιβόλι ευώδησε κι εδέχτηκε όλα τrsquo άστρακάτι κρυφό μυστήριο εστένεψε τη φύσηκάθε ομορφιά να στολιστεί και το θυμό νrsquo αφήσειΔεν είνrsquo πνοή στον ουρανό στη θάλασσα φυσώνταςούτε όσο κάνει στον ανθό η μέλισσα περνώνταςόμως κοντά στην κορασιά που μrsquo έσφιξε κι εχάρηεσειόνταν τrsquo ολοστρόγγυλο και λαγαρό φεγγάρικαι ξετυλίζει ογλήγορα κάτι που εκείθε βγαίνεικι ομπρός μου ιδού που βρέθηκε μία φεγγαροντυμένηΈτρεμε το δροσάτο φως στη θεϊκιά θωριά τηςστα μάτια της τα ολόμαυρα και στα χρυσά μαλλιά τηςΕκοίταξε τrsquo αστέρια κι εκείνα αναγαλλιάσανκαι την αχτινοβόλησαν και δεν την εσκεπάσανκι από το πέλαο που πατεί χωρίς να το σουφρώνεικυπαρισσένιο ανάερα τrsquo ανάστημα σηκώνει

[8]

κι ανεί τσrsquo αγκάλες μrsquo έρωτα και με ταπεινοσύνηκι έδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν καλοσύνηότε από φως μεσημερνό η νύχτα πλημμυρίζεικι η χτίσις έγινε ναός που ολούθε λαμπυρίζειέλος σrsquo εμέ που βρίσκομουν ομπρός της μες στα ρείθρα

καταπώς στέκει στο οριά η πετροκαλαμήθραόχι στην κόρη αλλά σrsquo εμέ την κεφαλή της κλίνειτην κοίταζα ο βαριόμοιρος μrsquo εκοίταζε κι εκείνηΈλεγα πως την είχα ιδεί πολύν καιρόν οπίσωκαν σε ναό ζωγραφιστή με θαυμασμό περίσσοκάνε την είχε ερωτικά ποιήσει ο λογισμός μουκαν τrsquo όνειρο όταν μrsquo έθρεφε το γάλα της μητρός μουήτανε μνήμη παλαιή γλυκειά κι αστοχισμένηπου ομπρός μου τώρα μrsquo όλη της τη δύναμη προβαίνει[Σαν το νερό που το θωρεί το μάτι νrsquo αναβρύζειξάφνου οχ τα βάθη του βουνού κι ο ήλιος το στολίζει]ρύση έγινε το μάτι μου κι ομπρός του δεν εθώρα

κι έχασα αυτό το θεϊκό πρόσωπο για πολληώραγιατί άκουσα τα μάτια της μέσα στα σωθικά μουέτρεμαν και δε μrsquo άφηναν να βγάλω τη μιλιά μουΌμως αυτοί είναι θεοί και κατοικούν απrsquo όπουβλέπουνε μες την άβυσσο και στην καρδιά τrsquo ανθρώπουκι ένιωθα πως μου διάβαζε καλύτερα το νου μουπάρεξ αν ήθελε της πω με θλίψη του χειλιού μου laquo Τrsquo αδέλφια μου τα δυνατά οι ούρκοι μού τrsquo αδράξαντην αδελφή μού ατίμησαν κι αμέσως την εσφάξαν

[9]

το γέροντα τον κύρη μου εκάψανε το βράδυκαι την αυγή μού ρίξανε τη μάνα στο πηγάδιΣτην ρήτη ακριά rsquoπό κείθrsquo εγιόμισα τες φούχτες μου κι εβγήκαόηθα Θεά το τρυφερό κλωνάρι μόνο να rsquoχωσε γκρεμό κρέμουμαι βαθύ κι αυτό βαστώ μονάχοraquo

Εχαμογέλασε γλυκά στον πόνο της ψυχής μουκι εδάκρυσαν τα μάτια της κι εμοιάζαν της καλής μουχάθη αλί μου αλλrsquo άκουσα του δάκρυου της ραντίδα

στο χέρι που rsquoχα σηκωτό μόλις εγώ την είδα―γώ από κείνη την στιγμή δεν έχω πλια το χέρι

πrsquo αγνάντευεν γαρηνό κι εγύρευε μαχαίριχαρά δεν του rsquoναι ο πόλεμος τrsquo απλώνω του διαβάτηψωμοζητώντας κι έρχεται με δακρυσμένο μάτικι όταν χορτάτα δυστυχιά τα μάτια μου ζαλεύουναργά κι ονείρατα σκληρά την ξαναζωντανεύουνκαι μέσα στrsquo άγριο πέλαγο τrsquo αστροπελέκι σκάεικι η θάλασσα να καταπιεί την κόρη αναζητάειξυπνώ φρενίτης κάθομαι κι ο νους μου κινδυνεύεικαι βάνω την παλάμη μου κι αμέσως γαληνεύει―αι τα νερά rsquoσχιζα μrsquo αυτό τα μυριομυρωδάτα

[10]

με δύναμη που δέν ειχα μήτε στα πρώτα νιάταμήτε όταν εκροτούσαμε πετώντας τα θηκάριαμάχη στενή με τους πολλούς ολίγα παλληκάριαμήτε όταν τον μπομπο- σούφ και τσrsquo άλλους δύο βαρούσασύρριζα στη Λαβύρινθο πrsquo αλαίμαργα πατούσαΣτο πλέξιμο το δυνατό ο χτύπος της καρδιάς μου(κι αυτό μου τrsquo αύξαινrsquo) έκρουζε στην πλεύρα της κυράς μου

Αλλά το πλέξιμrsquo άργουνε και μου τrsquo αποκοιμούσεηχός γλυκύτατος ηχός οπού με προβοδούσεΔεν είναι κορασιάς φωνή στα δάση που φουντώνουνκαι βγαίνει τrsquo άστρο του βραδιού και τα νερά θολώνουνκαι τον κρυφό της έρωτα της βρύσης τραγουδάειτου δέντρου και του λουλουδιού που ανοίγει και λυγάειΔεν είνrsquo αηδόνι κρητικό που σέρνει τη λαλιά τουσε ψηλούς βράχους κι άγριους όπrsquo έχει τη φωλιά τουκι αντιβουΐζει ολονυχτίς από πολλή γλυκάδαη θάλασσα πολύ μακριά πολύ μακριά η πεδιάδαώστε που πρόβαλε η υγή και έλιωσαν τrsquo αστέριακι ακούει κι αυτή και πέφτουν της τα ρόδα από τα χέριαΔεν είνrsquo φιαμπόλι το γλυκό οπού τrsquo αγρίκαα μόνοςστον Ψηλορείτη όπου συχνά μrsquo ετράβουνεν ο πόνος

[11]

κι έβλεπα τrsquo άστρο τrsquo ουρανού μεσουρανίς να λάμπεικαι του γελούσαν τα βουνά τα πέλαγα κι οι κάμποικι ετάραζε τα σπλάχνα μου ελευθεριάς ελπίδακι εφώναζα laquoω θεϊκιά κι όλη αίματα Πατρίδαraquoκι άπλωνα κλαίοντας κατrsquo αυτή τα χέρια με καμάρικαλή rsquoνrsquo η μαύρη πέτρα της και το ξερό χορτάριΛαλούμενο πουλί φωνή δεν είναι να ταιριάζειίσως δε σώζεται στη γη ήχος που να του μοιάζειδεν είναι λόγια ήχος λεπτός δεν ήθελε τον ξαναπεί ο αντίλαλος κοντά τουν είνrsquo δεν ήξερα κοντά αν έρχονται από πέρασαν του αϊού τες ευωδιές γιομίζαν τον αέραγλυκύτατοι ανεκδιήγητοι μόλις είνrsquo έτσι δυνατός ο Έρωτας και ο άροςΜrsquo άδραχνεν όλη την ψυχή και νά rsquoμπει δεν ημπόρειο ουρανός κι η θάλασσα κι η ακρογιαλιά κι η κόρημε άδραχνε και μrsquo έκανε συχνά νrsquo αναζητήσωτη σάρκα μου να χωριστώ για να τον ακλουθήσωΈπαψε τέλος κι άδειασεν η φύσις κι η ψυχή μουπου εστέναξε κι εγιόμισεν οχ την καλή μουκαι τέλος φθάνω στο γιαλό την αρραβωνιασμένητην απιθώνω με χαρά κι ήτανε πεθαμένη

[12]

Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑ

ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΣΙΛΗ ΛΑΛΙΩΤΗΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΟ ΝΟΕΜΒΡΙΟ

ΤΟΥ 2013

f

Page 2: Διονύσιος Σολωμός, Ο Κρητικός

Διονύσιος Σολωμός

Ο ΚρητικόςΕνδυμίων

Εκοίταα κι ήτανε μακριά ακόμη τrsquo ακρογιάλιlaquoαστροπελέκι μου καλό για ξαναφέξε πάλιraquoρία αστροπελέκια επέσανε ένα ξοπίσω στrsquo άλλο

πολύ κοντά στην κορασιά με βρόντημα μεγάλοτα πέλαγα στην αστραπή κι ο ουρανός αντήχανοι ακρογιαλιές και τα βουνά μrsquo όσες φωνές κι αν είχαν

Πιστέψετε πrsquo ότι θα πω είνrsquo ακριβή αλήθειαμά τες πολλές λαβωματιές που μόφαγαν τα στήθιαμά τους συντρόφους πόπεσαν στην ρήτη πολεμώνταςμά την ψυχή που μrsquo έκαψε τον κόσμο απαρατώντας(Λάλησε Σάλπιγγα κι εγώ το σάβανο τινάζωκαι σχίζω δρόμο και τσrsquo αχνούς αναστημένους κράζωlaquo ην είδετε την ομορφιά που την οιλάδα αγιάζειΠέστε να ιδείτε το καλό εσείς κι ότι σας μοιάζειαπνός δε μένει από τη γη νιος ουρανός εγίνη

Σαν πρώτα εγώ την αγαπώ και θα κριθώ μrsquo αυτήνηraquolaquoΨηλά την είδαμε πρωί της τρέμαν τα λουλούδιαστη θύρα τής Παράδεισος που εβγήκε με τραγούδιαέψαλλε την νάσταση χαροποιά η φωνή τηςκι έδειχνεν ανυπομονιά για νά rsquoμπει στο κορμί τηςο υρανός ολόκληρος αγρίκαε σαστισμένος

[7]

το κάψιμο αργοπόρουνε ο κόσμος ο αναμμένοςκαι τώρα ομπρός την είδαμε ογλήγορα σαλεύειόμως κοιτάζει εδώ κι εκεί και κάποιονε γυρεύειraquo)

Ακόμη εβάστουνε η βροντή Κι η θάλασσα που σκίρτησε σαν το χοχλό που βράζειησύχασε και έγινε όλο ησυχία και πάστρασαν περιβόλι ευώδησε κι εδέχτηκε όλα τrsquo άστρακάτι κρυφό μυστήριο εστένεψε τη φύσηκάθε ομορφιά να στολιστεί και το θυμό νrsquo αφήσειΔεν είνrsquo πνοή στον ουρανό στη θάλασσα φυσώνταςούτε όσο κάνει στον ανθό η μέλισσα περνώνταςόμως κοντά στην κορασιά που μrsquo έσφιξε κι εχάρηεσειόνταν τrsquo ολοστρόγγυλο και λαγαρό φεγγάρικαι ξετυλίζει ογλήγορα κάτι που εκείθε βγαίνεικι ομπρός μου ιδού που βρέθηκε μία φεγγαροντυμένηΈτρεμε το δροσάτο φως στη θεϊκιά θωριά τηςστα μάτια της τα ολόμαυρα και στα χρυσά μαλλιά τηςΕκοίταξε τrsquo αστέρια κι εκείνα αναγαλλιάσανκαι την αχτινοβόλησαν και δεν την εσκεπάσανκι από το πέλαο που πατεί χωρίς να το σουφρώνεικυπαρισσένιο ανάερα τrsquo ανάστημα σηκώνει

[8]

κι ανεί τσrsquo αγκάλες μrsquo έρωτα και με ταπεινοσύνηκι έδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν καλοσύνηότε από φως μεσημερνό η νύχτα πλημμυρίζεικι η χτίσις έγινε ναός που ολούθε λαμπυρίζειέλος σrsquo εμέ που βρίσκομουν ομπρός της μες στα ρείθρα

καταπώς στέκει στο οριά η πετροκαλαμήθραόχι στην κόρη αλλά σrsquo εμέ την κεφαλή της κλίνειτην κοίταζα ο βαριόμοιρος μrsquo εκοίταζε κι εκείνηΈλεγα πως την είχα ιδεί πολύν καιρόν οπίσωκαν σε ναό ζωγραφιστή με θαυμασμό περίσσοκάνε την είχε ερωτικά ποιήσει ο λογισμός μουκαν τrsquo όνειρο όταν μrsquo έθρεφε το γάλα της μητρός μουήτανε μνήμη παλαιή γλυκειά κι αστοχισμένηπου ομπρός μου τώρα μrsquo όλη της τη δύναμη προβαίνει[Σαν το νερό που το θωρεί το μάτι νrsquo αναβρύζειξάφνου οχ τα βάθη του βουνού κι ο ήλιος το στολίζει]ρύση έγινε το μάτι μου κι ομπρός του δεν εθώρα

κι έχασα αυτό το θεϊκό πρόσωπο για πολληώραγιατί άκουσα τα μάτια της μέσα στα σωθικά μουέτρεμαν και δε μrsquo άφηναν να βγάλω τη μιλιά μουΌμως αυτοί είναι θεοί και κατοικούν απrsquo όπουβλέπουνε μες την άβυσσο και στην καρδιά τrsquo ανθρώπουκι ένιωθα πως μου διάβαζε καλύτερα το νου μουπάρεξ αν ήθελε της πω με θλίψη του χειλιού μου laquo Τrsquo αδέλφια μου τα δυνατά οι ούρκοι μού τrsquo αδράξαντην αδελφή μού ατίμησαν κι αμέσως την εσφάξαν

[9]

το γέροντα τον κύρη μου εκάψανε το βράδυκαι την αυγή μού ρίξανε τη μάνα στο πηγάδιΣτην ρήτη ακριά rsquoπό κείθrsquo εγιόμισα τες φούχτες μου κι εβγήκαόηθα Θεά το τρυφερό κλωνάρι μόνο να rsquoχωσε γκρεμό κρέμουμαι βαθύ κι αυτό βαστώ μονάχοraquo

Εχαμογέλασε γλυκά στον πόνο της ψυχής μουκι εδάκρυσαν τα μάτια της κι εμοιάζαν της καλής μουχάθη αλί μου αλλrsquo άκουσα του δάκρυου της ραντίδα

στο χέρι που rsquoχα σηκωτό μόλις εγώ την είδα―γώ από κείνη την στιγμή δεν έχω πλια το χέρι

πrsquo αγνάντευεν γαρηνό κι εγύρευε μαχαίριχαρά δεν του rsquoναι ο πόλεμος τrsquo απλώνω του διαβάτηψωμοζητώντας κι έρχεται με δακρυσμένο μάτικι όταν χορτάτα δυστυχιά τα μάτια μου ζαλεύουναργά κι ονείρατα σκληρά την ξαναζωντανεύουνκαι μέσα στrsquo άγριο πέλαγο τrsquo αστροπελέκι σκάεικι η θάλασσα να καταπιεί την κόρη αναζητάειξυπνώ φρενίτης κάθομαι κι ο νους μου κινδυνεύεικαι βάνω την παλάμη μου κι αμέσως γαληνεύει―αι τα νερά rsquoσχιζα μrsquo αυτό τα μυριομυρωδάτα

[10]

με δύναμη που δέν ειχα μήτε στα πρώτα νιάταμήτε όταν εκροτούσαμε πετώντας τα θηκάριαμάχη στενή με τους πολλούς ολίγα παλληκάριαμήτε όταν τον μπομπο- σούφ και τσrsquo άλλους δύο βαρούσασύρριζα στη Λαβύρινθο πrsquo αλαίμαργα πατούσαΣτο πλέξιμο το δυνατό ο χτύπος της καρδιάς μου(κι αυτό μου τrsquo αύξαινrsquo) έκρουζε στην πλεύρα της κυράς μου

Αλλά το πλέξιμrsquo άργουνε και μου τrsquo αποκοιμούσεηχός γλυκύτατος ηχός οπού με προβοδούσεΔεν είναι κορασιάς φωνή στα δάση που φουντώνουνκαι βγαίνει τrsquo άστρο του βραδιού και τα νερά θολώνουνκαι τον κρυφό της έρωτα της βρύσης τραγουδάειτου δέντρου και του λουλουδιού που ανοίγει και λυγάειΔεν είνrsquo αηδόνι κρητικό που σέρνει τη λαλιά τουσε ψηλούς βράχους κι άγριους όπrsquo έχει τη φωλιά τουκι αντιβουΐζει ολονυχτίς από πολλή γλυκάδαη θάλασσα πολύ μακριά πολύ μακριά η πεδιάδαώστε που πρόβαλε η υγή και έλιωσαν τrsquo αστέριακι ακούει κι αυτή και πέφτουν της τα ρόδα από τα χέριαΔεν είνrsquo φιαμπόλι το γλυκό οπού τrsquo αγρίκαα μόνοςστον Ψηλορείτη όπου συχνά μrsquo ετράβουνεν ο πόνος

[11]

κι έβλεπα τrsquo άστρο τrsquo ουρανού μεσουρανίς να λάμπεικαι του γελούσαν τα βουνά τα πέλαγα κι οι κάμποικι ετάραζε τα σπλάχνα μου ελευθεριάς ελπίδακι εφώναζα laquoω θεϊκιά κι όλη αίματα Πατρίδαraquoκι άπλωνα κλαίοντας κατrsquo αυτή τα χέρια με καμάρικαλή rsquoνrsquo η μαύρη πέτρα της και το ξερό χορτάριΛαλούμενο πουλί φωνή δεν είναι να ταιριάζειίσως δε σώζεται στη γη ήχος που να του μοιάζειδεν είναι λόγια ήχος λεπτός δεν ήθελε τον ξαναπεί ο αντίλαλος κοντά τουν είνrsquo δεν ήξερα κοντά αν έρχονται από πέρασαν του αϊού τες ευωδιές γιομίζαν τον αέραγλυκύτατοι ανεκδιήγητοι μόλις είνrsquo έτσι δυνατός ο Έρωτας και ο άροςΜrsquo άδραχνεν όλη την ψυχή και νά rsquoμπει δεν ημπόρειο ουρανός κι η θάλασσα κι η ακρογιαλιά κι η κόρημε άδραχνε και μrsquo έκανε συχνά νrsquo αναζητήσωτη σάρκα μου να χωριστώ για να τον ακλουθήσωΈπαψε τέλος κι άδειασεν η φύσις κι η ψυχή μουπου εστέναξε κι εγιόμισεν οχ την καλή μουκαι τέλος φθάνω στο γιαλό την αρραβωνιασμένητην απιθώνω με χαρά κι ήτανε πεθαμένη

[12]

Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑ

ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΣΙΛΗ ΛΑΛΙΩΤΗΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΟ ΝΟΕΜΒΡΙΟ

ΤΟΥ 2013

f

Page 3: Διονύσιος Σολωμός, Ο Κρητικός

Εκοίταα κι ήτανε μακριά ακόμη τrsquo ακρογιάλιlaquoαστροπελέκι μου καλό για ξαναφέξε πάλιraquoρία αστροπελέκια επέσανε ένα ξοπίσω στrsquo άλλο

πολύ κοντά στην κορασιά με βρόντημα μεγάλοτα πέλαγα στην αστραπή κι ο ουρανός αντήχανοι ακρογιαλιές και τα βουνά μrsquo όσες φωνές κι αν είχαν

Πιστέψετε πrsquo ότι θα πω είνrsquo ακριβή αλήθειαμά τες πολλές λαβωματιές που μόφαγαν τα στήθιαμά τους συντρόφους πόπεσαν στην ρήτη πολεμώνταςμά την ψυχή που μrsquo έκαψε τον κόσμο απαρατώντας(Λάλησε Σάλπιγγα κι εγώ το σάβανο τινάζωκαι σχίζω δρόμο και τσrsquo αχνούς αναστημένους κράζωlaquo ην είδετε την ομορφιά που την οιλάδα αγιάζειΠέστε να ιδείτε το καλό εσείς κι ότι σας μοιάζειαπνός δε μένει από τη γη νιος ουρανός εγίνη

Σαν πρώτα εγώ την αγαπώ και θα κριθώ μrsquo αυτήνηraquolaquoΨηλά την είδαμε πρωί της τρέμαν τα λουλούδιαστη θύρα τής Παράδεισος που εβγήκε με τραγούδιαέψαλλε την νάσταση χαροποιά η φωνή τηςκι έδειχνεν ανυπομονιά για νά rsquoμπει στο κορμί τηςο υρανός ολόκληρος αγρίκαε σαστισμένος

[7]

το κάψιμο αργοπόρουνε ο κόσμος ο αναμμένοςκαι τώρα ομπρός την είδαμε ογλήγορα σαλεύειόμως κοιτάζει εδώ κι εκεί και κάποιονε γυρεύειraquo)

Ακόμη εβάστουνε η βροντή Κι η θάλασσα που σκίρτησε σαν το χοχλό που βράζειησύχασε και έγινε όλο ησυχία και πάστρασαν περιβόλι ευώδησε κι εδέχτηκε όλα τrsquo άστρακάτι κρυφό μυστήριο εστένεψε τη φύσηκάθε ομορφιά να στολιστεί και το θυμό νrsquo αφήσειΔεν είνrsquo πνοή στον ουρανό στη θάλασσα φυσώνταςούτε όσο κάνει στον ανθό η μέλισσα περνώνταςόμως κοντά στην κορασιά που μrsquo έσφιξε κι εχάρηεσειόνταν τrsquo ολοστρόγγυλο και λαγαρό φεγγάρικαι ξετυλίζει ογλήγορα κάτι που εκείθε βγαίνεικι ομπρός μου ιδού που βρέθηκε μία φεγγαροντυμένηΈτρεμε το δροσάτο φως στη θεϊκιά θωριά τηςστα μάτια της τα ολόμαυρα και στα χρυσά μαλλιά τηςΕκοίταξε τrsquo αστέρια κι εκείνα αναγαλλιάσανκαι την αχτινοβόλησαν και δεν την εσκεπάσανκι από το πέλαο που πατεί χωρίς να το σουφρώνεικυπαρισσένιο ανάερα τrsquo ανάστημα σηκώνει

[8]

κι ανεί τσrsquo αγκάλες μrsquo έρωτα και με ταπεινοσύνηκι έδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν καλοσύνηότε από φως μεσημερνό η νύχτα πλημμυρίζεικι η χτίσις έγινε ναός που ολούθε λαμπυρίζειέλος σrsquo εμέ που βρίσκομουν ομπρός της μες στα ρείθρα

καταπώς στέκει στο οριά η πετροκαλαμήθραόχι στην κόρη αλλά σrsquo εμέ την κεφαλή της κλίνειτην κοίταζα ο βαριόμοιρος μrsquo εκοίταζε κι εκείνηΈλεγα πως την είχα ιδεί πολύν καιρόν οπίσωκαν σε ναό ζωγραφιστή με θαυμασμό περίσσοκάνε την είχε ερωτικά ποιήσει ο λογισμός μουκαν τrsquo όνειρο όταν μrsquo έθρεφε το γάλα της μητρός μουήτανε μνήμη παλαιή γλυκειά κι αστοχισμένηπου ομπρός μου τώρα μrsquo όλη της τη δύναμη προβαίνει[Σαν το νερό που το θωρεί το μάτι νrsquo αναβρύζειξάφνου οχ τα βάθη του βουνού κι ο ήλιος το στολίζει]ρύση έγινε το μάτι μου κι ομπρός του δεν εθώρα

κι έχασα αυτό το θεϊκό πρόσωπο για πολληώραγιατί άκουσα τα μάτια της μέσα στα σωθικά μουέτρεμαν και δε μrsquo άφηναν να βγάλω τη μιλιά μουΌμως αυτοί είναι θεοί και κατοικούν απrsquo όπουβλέπουνε μες την άβυσσο και στην καρδιά τrsquo ανθρώπουκι ένιωθα πως μου διάβαζε καλύτερα το νου μουπάρεξ αν ήθελε της πω με θλίψη του χειλιού μου laquo Τrsquo αδέλφια μου τα δυνατά οι ούρκοι μού τrsquo αδράξαντην αδελφή μού ατίμησαν κι αμέσως την εσφάξαν

[9]

το γέροντα τον κύρη μου εκάψανε το βράδυκαι την αυγή μού ρίξανε τη μάνα στο πηγάδιΣτην ρήτη ακριά rsquoπό κείθrsquo εγιόμισα τες φούχτες μου κι εβγήκαόηθα Θεά το τρυφερό κλωνάρι μόνο να rsquoχωσε γκρεμό κρέμουμαι βαθύ κι αυτό βαστώ μονάχοraquo

Εχαμογέλασε γλυκά στον πόνο της ψυχής μουκι εδάκρυσαν τα μάτια της κι εμοιάζαν της καλής μουχάθη αλί μου αλλrsquo άκουσα του δάκρυου της ραντίδα

στο χέρι που rsquoχα σηκωτό μόλις εγώ την είδα―γώ από κείνη την στιγμή δεν έχω πλια το χέρι

πrsquo αγνάντευεν γαρηνό κι εγύρευε μαχαίριχαρά δεν του rsquoναι ο πόλεμος τrsquo απλώνω του διαβάτηψωμοζητώντας κι έρχεται με δακρυσμένο μάτικι όταν χορτάτα δυστυχιά τα μάτια μου ζαλεύουναργά κι ονείρατα σκληρά την ξαναζωντανεύουνκαι μέσα στrsquo άγριο πέλαγο τrsquo αστροπελέκι σκάεικι η θάλασσα να καταπιεί την κόρη αναζητάειξυπνώ φρενίτης κάθομαι κι ο νους μου κινδυνεύεικαι βάνω την παλάμη μου κι αμέσως γαληνεύει―αι τα νερά rsquoσχιζα μrsquo αυτό τα μυριομυρωδάτα

[10]

με δύναμη που δέν ειχα μήτε στα πρώτα νιάταμήτε όταν εκροτούσαμε πετώντας τα θηκάριαμάχη στενή με τους πολλούς ολίγα παλληκάριαμήτε όταν τον μπομπο- σούφ και τσrsquo άλλους δύο βαρούσασύρριζα στη Λαβύρινθο πrsquo αλαίμαργα πατούσαΣτο πλέξιμο το δυνατό ο χτύπος της καρδιάς μου(κι αυτό μου τrsquo αύξαινrsquo) έκρουζε στην πλεύρα της κυράς μου

Αλλά το πλέξιμrsquo άργουνε και μου τrsquo αποκοιμούσεηχός γλυκύτατος ηχός οπού με προβοδούσεΔεν είναι κορασιάς φωνή στα δάση που φουντώνουνκαι βγαίνει τrsquo άστρο του βραδιού και τα νερά θολώνουνκαι τον κρυφό της έρωτα της βρύσης τραγουδάειτου δέντρου και του λουλουδιού που ανοίγει και λυγάειΔεν είνrsquo αηδόνι κρητικό που σέρνει τη λαλιά τουσε ψηλούς βράχους κι άγριους όπrsquo έχει τη φωλιά τουκι αντιβουΐζει ολονυχτίς από πολλή γλυκάδαη θάλασσα πολύ μακριά πολύ μακριά η πεδιάδαώστε που πρόβαλε η υγή και έλιωσαν τrsquo αστέριακι ακούει κι αυτή και πέφτουν της τα ρόδα από τα χέριαΔεν είνrsquo φιαμπόλι το γλυκό οπού τrsquo αγρίκαα μόνοςστον Ψηλορείτη όπου συχνά μrsquo ετράβουνεν ο πόνος

[11]

κι έβλεπα τrsquo άστρο τrsquo ουρανού μεσουρανίς να λάμπεικαι του γελούσαν τα βουνά τα πέλαγα κι οι κάμποικι ετάραζε τα σπλάχνα μου ελευθεριάς ελπίδακι εφώναζα laquoω θεϊκιά κι όλη αίματα Πατρίδαraquoκι άπλωνα κλαίοντας κατrsquo αυτή τα χέρια με καμάρικαλή rsquoνrsquo η μαύρη πέτρα της και το ξερό χορτάριΛαλούμενο πουλί φωνή δεν είναι να ταιριάζειίσως δε σώζεται στη γη ήχος που να του μοιάζειδεν είναι λόγια ήχος λεπτός δεν ήθελε τον ξαναπεί ο αντίλαλος κοντά τουν είνrsquo δεν ήξερα κοντά αν έρχονται από πέρασαν του αϊού τες ευωδιές γιομίζαν τον αέραγλυκύτατοι ανεκδιήγητοι μόλις είνrsquo έτσι δυνατός ο Έρωτας και ο άροςΜrsquo άδραχνεν όλη την ψυχή και νά rsquoμπει δεν ημπόρειο ουρανός κι η θάλασσα κι η ακρογιαλιά κι η κόρημε άδραχνε και μrsquo έκανε συχνά νrsquo αναζητήσωτη σάρκα μου να χωριστώ για να τον ακλουθήσωΈπαψε τέλος κι άδειασεν η φύσις κι η ψυχή μουπου εστέναξε κι εγιόμισεν οχ την καλή μουκαι τέλος φθάνω στο γιαλό την αρραβωνιασμένητην απιθώνω με χαρά κι ήτανε πεθαμένη

[12]

Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑ

ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΣΙΛΗ ΛΑΛΙΩΤΗΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΟ ΝΟΕΜΒΡΙΟ

ΤΟΥ 2013

f

Page 4: Διονύσιος Σολωμός, Ο Κρητικός

το κάψιμο αργοπόρουνε ο κόσμος ο αναμμένοςκαι τώρα ομπρός την είδαμε ογλήγορα σαλεύειόμως κοιτάζει εδώ κι εκεί και κάποιονε γυρεύειraquo)

Ακόμη εβάστουνε η βροντή Κι η θάλασσα που σκίρτησε σαν το χοχλό που βράζειησύχασε και έγινε όλο ησυχία και πάστρασαν περιβόλι ευώδησε κι εδέχτηκε όλα τrsquo άστρακάτι κρυφό μυστήριο εστένεψε τη φύσηκάθε ομορφιά να στολιστεί και το θυμό νrsquo αφήσειΔεν είνrsquo πνοή στον ουρανό στη θάλασσα φυσώνταςούτε όσο κάνει στον ανθό η μέλισσα περνώνταςόμως κοντά στην κορασιά που μrsquo έσφιξε κι εχάρηεσειόνταν τrsquo ολοστρόγγυλο και λαγαρό φεγγάρικαι ξετυλίζει ογλήγορα κάτι που εκείθε βγαίνεικι ομπρός μου ιδού που βρέθηκε μία φεγγαροντυμένηΈτρεμε το δροσάτο φως στη θεϊκιά θωριά τηςστα μάτια της τα ολόμαυρα και στα χρυσά μαλλιά τηςΕκοίταξε τrsquo αστέρια κι εκείνα αναγαλλιάσανκαι την αχτινοβόλησαν και δεν την εσκεπάσανκι από το πέλαο που πατεί χωρίς να το σουφρώνεικυπαρισσένιο ανάερα τrsquo ανάστημα σηκώνει

[8]

κι ανεί τσrsquo αγκάλες μrsquo έρωτα και με ταπεινοσύνηκι έδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν καλοσύνηότε από φως μεσημερνό η νύχτα πλημμυρίζεικι η χτίσις έγινε ναός που ολούθε λαμπυρίζειέλος σrsquo εμέ που βρίσκομουν ομπρός της μες στα ρείθρα

καταπώς στέκει στο οριά η πετροκαλαμήθραόχι στην κόρη αλλά σrsquo εμέ την κεφαλή της κλίνειτην κοίταζα ο βαριόμοιρος μrsquo εκοίταζε κι εκείνηΈλεγα πως την είχα ιδεί πολύν καιρόν οπίσωκαν σε ναό ζωγραφιστή με θαυμασμό περίσσοκάνε την είχε ερωτικά ποιήσει ο λογισμός μουκαν τrsquo όνειρο όταν μrsquo έθρεφε το γάλα της μητρός μουήτανε μνήμη παλαιή γλυκειά κι αστοχισμένηπου ομπρός μου τώρα μrsquo όλη της τη δύναμη προβαίνει[Σαν το νερό που το θωρεί το μάτι νrsquo αναβρύζειξάφνου οχ τα βάθη του βουνού κι ο ήλιος το στολίζει]ρύση έγινε το μάτι μου κι ομπρός του δεν εθώρα

κι έχασα αυτό το θεϊκό πρόσωπο για πολληώραγιατί άκουσα τα μάτια της μέσα στα σωθικά μουέτρεμαν και δε μrsquo άφηναν να βγάλω τη μιλιά μουΌμως αυτοί είναι θεοί και κατοικούν απrsquo όπουβλέπουνε μες την άβυσσο και στην καρδιά τrsquo ανθρώπουκι ένιωθα πως μου διάβαζε καλύτερα το νου μουπάρεξ αν ήθελε της πω με θλίψη του χειλιού μου laquo Τrsquo αδέλφια μου τα δυνατά οι ούρκοι μού τrsquo αδράξαντην αδελφή μού ατίμησαν κι αμέσως την εσφάξαν

[9]

το γέροντα τον κύρη μου εκάψανε το βράδυκαι την αυγή μού ρίξανε τη μάνα στο πηγάδιΣτην ρήτη ακριά rsquoπό κείθrsquo εγιόμισα τες φούχτες μου κι εβγήκαόηθα Θεά το τρυφερό κλωνάρι μόνο να rsquoχωσε γκρεμό κρέμουμαι βαθύ κι αυτό βαστώ μονάχοraquo

Εχαμογέλασε γλυκά στον πόνο της ψυχής μουκι εδάκρυσαν τα μάτια της κι εμοιάζαν της καλής μουχάθη αλί μου αλλrsquo άκουσα του δάκρυου της ραντίδα

στο χέρι που rsquoχα σηκωτό μόλις εγώ την είδα―γώ από κείνη την στιγμή δεν έχω πλια το χέρι

πrsquo αγνάντευεν γαρηνό κι εγύρευε μαχαίριχαρά δεν του rsquoναι ο πόλεμος τrsquo απλώνω του διαβάτηψωμοζητώντας κι έρχεται με δακρυσμένο μάτικι όταν χορτάτα δυστυχιά τα μάτια μου ζαλεύουναργά κι ονείρατα σκληρά την ξαναζωντανεύουνκαι μέσα στrsquo άγριο πέλαγο τrsquo αστροπελέκι σκάεικι η θάλασσα να καταπιεί την κόρη αναζητάειξυπνώ φρενίτης κάθομαι κι ο νους μου κινδυνεύεικαι βάνω την παλάμη μου κι αμέσως γαληνεύει―αι τα νερά rsquoσχιζα μrsquo αυτό τα μυριομυρωδάτα

[10]

με δύναμη που δέν ειχα μήτε στα πρώτα νιάταμήτε όταν εκροτούσαμε πετώντας τα θηκάριαμάχη στενή με τους πολλούς ολίγα παλληκάριαμήτε όταν τον μπομπο- σούφ και τσrsquo άλλους δύο βαρούσασύρριζα στη Λαβύρινθο πrsquo αλαίμαργα πατούσαΣτο πλέξιμο το δυνατό ο χτύπος της καρδιάς μου(κι αυτό μου τrsquo αύξαινrsquo) έκρουζε στην πλεύρα της κυράς μου

Αλλά το πλέξιμrsquo άργουνε και μου τrsquo αποκοιμούσεηχός γλυκύτατος ηχός οπού με προβοδούσεΔεν είναι κορασιάς φωνή στα δάση που φουντώνουνκαι βγαίνει τrsquo άστρο του βραδιού και τα νερά θολώνουνκαι τον κρυφό της έρωτα της βρύσης τραγουδάειτου δέντρου και του λουλουδιού που ανοίγει και λυγάειΔεν είνrsquo αηδόνι κρητικό που σέρνει τη λαλιά τουσε ψηλούς βράχους κι άγριους όπrsquo έχει τη φωλιά τουκι αντιβουΐζει ολονυχτίς από πολλή γλυκάδαη θάλασσα πολύ μακριά πολύ μακριά η πεδιάδαώστε που πρόβαλε η υγή και έλιωσαν τrsquo αστέριακι ακούει κι αυτή και πέφτουν της τα ρόδα από τα χέριαΔεν είνrsquo φιαμπόλι το γλυκό οπού τrsquo αγρίκαα μόνοςστον Ψηλορείτη όπου συχνά μrsquo ετράβουνεν ο πόνος

[11]

κι έβλεπα τrsquo άστρο τrsquo ουρανού μεσουρανίς να λάμπεικαι του γελούσαν τα βουνά τα πέλαγα κι οι κάμποικι ετάραζε τα σπλάχνα μου ελευθεριάς ελπίδακι εφώναζα laquoω θεϊκιά κι όλη αίματα Πατρίδαraquoκι άπλωνα κλαίοντας κατrsquo αυτή τα χέρια με καμάρικαλή rsquoνrsquo η μαύρη πέτρα της και το ξερό χορτάριΛαλούμενο πουλί φωνή δεν είναι να ταιριάζειίσως δε σώζεται στη γη ήχος που να του μοιάζειδεν είναι λόγια ήχος λεπτός δεν ήθελε τον ξαναπεί ο αντίλαλος κοντά τουν είνrsquo δεν ήξερα κοντά αν έρχονται από πέρασαν του αϊού τες ευωδιές γιομίζαν τον αέραγλυκύτατοι ανεκδιήγητοι μόλις είνrsquo έτσι δυνατός ο Έρωτας και ο άροςΜrsquo άδραχνεν όλη την ψυχή και νά rsquoμπει δεν ημπόρειο ουρανός κι η θάλασσα κι η ακρογιαλιά κι η κόρημε άδραχνε και μrsquo έκανε συχνά νrsquo αναζητήσωτη σάρκα μου να χωριστώ για να τον ακλουθήσωΈπαψε τέλος κι άδειασεν η φύσις κι η ψυχή μουπου εστέναξε κι εγιόμισεν οχ την καλή μουκαι τέλος φθάνω στο γιαλό την αρραβωνιασμένητην απιθώνω με χαρά κι ήτανε πεθαμένη

[12]

Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑ

ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΣΙΛΗ ΛΑΛΙΩΤΗΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΟ ΝΟΕΜΒΡΙΟ

ΤΟΥ 2013

f

Page 5: Διονύσιος Σολωμός, Ο Κρητικός

κι ανεί τσrsquo αγκάλες μrsquo έρωτα και με ταπεινοσύνηκι έδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν καλοσύνηότε από φως μεσημερνό η νύχτα πλημμυρίζεικι η χτίσις έγινε ναός που ολούθε λαμπυρίζειέλος σrsquo εμέ που βρίσκομουν ομπρός της μες στα ρείθρα

καταπώς στέκει στο οριά η πετροκαλαμήθραόχι στην κόρη αλλά σrsquo εμέ την κεφαλή της κλίνειτην κοίταζα ο βαριόμοιρος μrsquo εκοίταζε κι εκείνηΈλεγα πως την είχα ιδεί πολύν καιρόν οπίσωκαν σε ναό ζωγραφιστή με θαυμασμό περίσσοκάνε την είχε ερωτικά ποιήσει ο λογισμός μουκαν τrsquo όνειρο όταν μrsquo έθρεφε το γάλα της μητρός μουήτανε μνήμη παλαιή γλυκειά κι αστοχισμένηπου ομπρός μου τώρα μrsquo όλη της τη δύναμη προβαίνει[Σαν το νερό που το θωρεί το μάτι νrsquo αναβρύζειξάφνου οχ τα βάθη του βουνού κι ο ήλιος το στολίζει]ρύση έγινε το μάτι μου κι ομπρός του δεν εθώρα

κι έχασα αυτό το θεϊκό πρόσωπο για πολληώραγιατί άκουσα τα μάτια της μέσα στα σωθικά μουέτρεμαν και δε μrsquo άφηναν να βγάλω τη μιλιά μουΌμως αυτοί είναι θεοί και κατοικούν απrsquo όπουβλέπουνε μες την άβυσσο και στην καρδιά τrsquo ανθρώπουκι ένιωθα πως μου διάβαζε καλύτερα το νου μουπάρεξ αν ήθελε της πω με θλίψη του χειλιού μου laquo Τrsquo αδέλφια μου τα δυνατά οι ούρκοι μού τrsquo αδράξαντην αδελφή μού ατίμησαν κι αμέσως την εσφάξαν

[9]

το γέροντα τον κύρη μου εκάψανε το βράδυκαι την αυγή μού ρίξανε τη μάνα στο πηγάδιΣτην ρήτη ακριά rsquoπό κείθrsquo εγιόμισα τες φούχτες μου κι εβγήκαόηθα Θεά το τρυφερό κλωνάρι μόνο να rsquoχωσε γκρεμό κρέμουμαι βαθύ κι αυτό βαστώ μονάχοraquo

Εχαμογέλασε γλυκά στον πόνο της ψυχής μουκι εδάκρυσαν τα μάτια της κι εμοιάζαν της καλής μουχάθη αλί μου αλλrsquo άκουσα του δάκρυου της ραντίδα

στο χέρι που rsquoχα σηκωτό μόλις εγώ την είδα―γώ από κείνη την στιγμή δεν έχω πλια το χέρι

πrsquo αγνάντευεν γαρηνό κι εγύρευε μαχαίριχαρά δεν του rsquoναι ο πόλεμος τrsquo απλώνω του διαβάτηψωμοζητώντας κι έρχεται με δακρυσμένο μάτικι όταν χορτάτα δυστυχιά τα μάτια μου ζαλεύουναργά κι ονείρατα σκληρά την ξαναζωντανεύουνκαι μέσα στrsquo άγριο πέλαγο τrsquo αστροπελέκι σκάεικι η θάλασσα να καταπιεί την κόρη αναζητάειξυπνώ φρενίτης κάθομαι κι ο νους μου κινδυνεύεικαι βάνω την παλάμη μου κι αμέσως γαληνεύει―αι τα νερά rsquoσχιζα μrsquo αυτό τα μυριομυρωδάτα

[10]

με δύναμη που δέν ειχα μήτε στα πρώτα νιάταμήτε όταν εκροτούσαμε πετώντας τα θηκάριαμάχη στενή με τους πολλούς ολίγα παλληκάριαμήτε όταν τον μπομπο- σούφ και τσrsquo άλλους δύο βαρούσασύρριζα στη Λαβύρινθο πrsquo αλαίμαργα πατούσαΣτο πλέξιμο το δυνατό ο χτύπος της καρδιάς μου(κι αυτό μου τrsquo αύξαινrsquo) έκρουζε στην πλεύρα της κυράς μου

Αλλά το πλέξιμrsquo άργουνε και μου τrsquo αποκοιμούσεηχός γλυκύτατος ηχός οπού με προβοδούσεΔεν είναι κορασιάς φωνή στα δάση που φουντώνουνκαι βγαίνει τrsquo άστρο του βραδιού και τα νερά θολώνουνκαι τον κρυφό της έρωτα της βρύσης τραγουδάειτου δέντρου και του λουλουδιού που ανοίγει και λυγάειΔεν είνrsquo αηδόνι κρητικό που σέρνει τη λαλιά τουσε ψηλούς βράχους κι άγριους όπrsquo έχει τη φωλιά τουκι αντιβουΐζει ολονυχτίς από πολλή γλυκάδαη θάλασσα πολύ μακριά πολύ μακριά η πεδιάδαώστε που πρόβαλε η υγή και έλιωσαν τrsquo αστέριακι ακούει κι αυτή και πέφτουν της τα ρόδα από τα χέριαΔεν είνrsquo φιαμπόλι το γλυκό οπού τrsquo αγρίκαα μόνοςστον Ψηλορείτη όπου συχνά μrsquo ετράβουνεν ο πόνος

[11]

κι έβλεπα τrsquo άστρο τrsquo ουρανού μεσουρανίς να λάμπεικαι του γελούσαν τα βουνά τα πέλαγα κι οι κάμποικι ετάραζε τα σπλάχνα μου ελευθεριάς ελπίδακι εφώναζα laquoω θεϊκιά κι όλη αίματα Πατρίδαraquoκι άπλωνα κλαίοντας κατrsquo αυτή τα χέρια με καμάρικαλή rsquoνrsquo η μαύρη πέτρα της και το ξερό χορτάριΛαλούμενο πουλί φωνή δεν είναι να ταιριάζειίσως δε σώζεται στη γη ήχος που να του μοιάζειδεν είναι λόγια ήχος λεπτός δεν ήθελε τον ξαναπεί ο αντίλαλος κοντά τουν είνrsquo δεν ήξερα κοντά αν έρχονται από πέρασαν του αϊού τες ευωδιές γιομίζαν τον αέραγλυκύτατοι ανεκδιήγητοι μόλις είνrsquo έτσι δυνατός ο Έρωτας και ο άροςΜrsquo άδραχνεν όλη την ψυχή και νά rsquoμπει δεν ημπόρειο ουρανός κι η θάλασσα κι η ακρογιαλιά κι η κόρημε άδραχνε και μrsquo έκανε συχνά νrsquo αναζητήσωτη σάρκα μου να χωριστώ για να τον ακλουθήσωΈπαψε τέλος κι άδειασεν η φύσις κι η ψυχή μουπου εστέναξε κι εγιόμισεν οχ την καλή μουκαι τέλος φθάνω στο γιαλό την αρραβωνιασμένητην απιθώνω με χαρά κι ήτανε πεθαμένη

[12]

Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑ

ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΣΙΛΗ ΛΑΛΙΩΤΗΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΟ ΝΟΕΜΒΡΙΟ

ΤΟΥ 2013

f

Page 6: Διονύσιος Σολωμός, Ο Κρητικός

το γέροντα τον κύρη μου εκάψανε το βράδυκαι την αυγή μού ρίξανε τη μάνα στο πηγάδιΣτην ρήτη ακριά rsquoπό κείθrsquo εγιόμισα τες φούχτες μου κι εβγήκαόηθα Θεά το τρυφερό κλωνάρι μόνο να rsquoχωσε γκρεμό κρέμουμαι βαθύ κι αυτό βαστώ μονάχοraquo

Εχαμογέλασε γλυκά στον πόνο της ψυχής μουκι εδάκρυσαν τα μάτια της κι εμοιάζαν της καλής μουχάθη αλί μου αλλrsquo άκουσα του δάκρυου της ραντίδα

στο χέρι που rsquoχα σηκωτό μόλις εγώ την είδα―γώ από κείνη την στιγμή δεν έχω πλια το χέρι

πrsquo αγνάντευεν γαρηνό κι εγύρευε μαχαίριχαρά δεν του rsquoναι ο πόλεμος τrsquo απλώνω του διαβάτηψωμοζητώντας κι έρχεται με δακρυσμένο μάτικι όταν χορτάτα δυστυχιά τα μάτια μου ζαλεύουναργά κι ονείρατα σκληρά την ξαναζωντανεύουνκαι μέσα στrsquo άγριο πέλαγο τrsquo αστροπελέκι σκάεικι η θάλασσα να καταπιεί την κόρη αναζητάειξυπνώ φρενίτης κάθομαι κι ο νους μου κινδυνεύεικαι βάνω την παλάμη μου κι αμέσως γαληνεύει―αι τα νερά rsquoσχιζα μrsquo αυτό τα μυριομυρωδάτα

[10]

με δύναμη που δέν ειχα μήτε στα πρώτα νιάταμήτε όταν εκροτούσαμε πετώντας τα θηκάριαμάχη στενή με τους πολλούς ολίγα παλληκάριαμήτε όταν τον μπομπο- σούφ και τσrsquo άλλους δύο βαρούσασύρριζα στη Λαβύρινθο πrsquo αλαίμαργα πατούσαΣτο πλέξιμο το δυνατό ο χτύπος της καρδιάς μου(κι αυτό μου τrsquo αύξαινrsquo) έκρουζε στην πλεύρα της κυράς μου

Αλλά το πλέξιμrsquo άργουνε και μου τrsquo αποκοιμούσεηχός γλυκύτατος ηχός οπού με προβοδούσεΔεν είναι κορασιάς φωνή στα δάση που φουντώνουνκαι βγαίνει τrsquo άστρο του βραδιού και τα νερά θολώνουνκαι τον κρυφό της έρωτα της βρύσης τραγουδάειτου δέντρου και του λουλουδιού που ανοίγει και λυγάειΔεν είνrsquo αηδόνι κρητικό που σέρνει τη λαλιά τουσε ψηλούς βράχους κι άγριους όπrsquo έχει τη φωλιά τουκι αντιβουΐζει ολονυχτίς από πολλή γλυκάδαη θάλασσα πολύ μακριά πολύ μακριά η πεδιάδαώστε που πρόβαλε η υγή και έλιωσαν τrsquo αστέριακι ακούει κι αυτή και πέφτουν της τα ρόδα από τα χέριαΔεν είνrsquo φιαμπόλι το γλυκό οπού τrsquo αγρίκαα μόνοςστον Ψηλορείτη όπου συχνά μrsquo ετράβουνεν ο πόνος

[11]

κι έβλεπα τrsquo άστρο τrsquo ουρανού μεσουρανίς να λάμπεικαι του γελούσαν τα βουνά τα πέλαγα κι οι κάμποικι ετάραζε τα σπλάχνα μου ελευθεριάς ελπίδακι εφώναζα laquoω θεϊκιά κι όλη αίματα Πατρίδαraquoκι άπλωνα κλαίοντας κατrsquo αυτή τα χέρια με καμάρικαλή rsquoνrsquo η μαύρη πέτρα της και το ξερό χορτάριΛαλούμενο πουλί φωνή δεν είναι να ταιριάζειίσως δε σώζεται στη γη ήχος που να του μοιάζειδεν είναι λόγια ήχος λεπτός δεν ήθελε τον ξαναπεί ο αντίλαλος κοντά τουν είνrsquo δεν ήξερα κοντά αν έρχονται από πέρασαν του αϊού τες ευωδιές γιομίζαν τον αέραγλυκύτατοι ανεκδιήγητοι μόλις είνrsquo έτσι δυνατός ο Έρωτας και ο άροςΜrsquo άδραχνεν όλη την ψυχή και νά rsquoμπει δεν ημπόρειο ουρανός κι η θάλασσα κι η ακρογιαλιά κι η κόρημε άδραχνε και μrsquo έκανε συχνά νrsquo αναζητήσωτη σάρκα μου να χωριστώ για να τον ακλουθήσωΈπαψε τέλος κι άδειασεν η φύσις κι η ψυχή μουπου εστέναξε κι εγιόμισεν οχ την καλή μουκαι τέλος φθάνω στο γιαλό την αρραβωνιασμένητην απιθώνω με χαρά κι ήτανε πεθαμένη

[12]

Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑ

ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΣΙΛΗ ΛΑΛΙΩΤΗΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΟ ΝΟΕΜΒΡΙΟ

ΤΟΥ 2013

f

Page 7: Διονύσιος Σολωμός, Ο Κρητικός

με δύναμη που δέν ειχα μήτε στα πρώτα νιάταμήτε όταν εκροτούσαμε πετώντας τα θηκάριαμάχη στενή με τους πολλούς ολίγα παλληκάριαμήτε όταν τον μπομπο- σούφ και τσrsquo άλλους δύο βαρούσασύρριζα στη Λαβύρινθο πrsquo αλαίμαργα πατούσαΣτο πλέξιμο το δυνατό ο χτύπος της καρδιάς μου(κι αυτό μου τrsquo αύξαινrsquo) έκρουζε στην πλεύρα της κυράς μου

Αλλά το πλέξιμrsquo άργουνε και μου τrsquo αποκοιμούσεηχός γλυκύτατος ηχός οπού με προβοδούσεΔεν είναι κορασιάς φωνή στα δάση που φουντώνουνκαι βγαίνει τrsquo άστρο του βραδιού και τα νερά θολώνουνκαι τον κρυφό της έρωτα της βρύσης τραγουδάειτου δέντρου και του λουλουδιού που ανοίγει και λυγάειΔεν είνrsquo αηδόνι κρητικό που σέρνει τη λαλιά τουσε ψηλούς βράχους κι άγριους όπrsquo έχει τη φωλιά τουκι αντιβουΐζει ολονυχτίς από πολλή γλυκάδαη θάλασσα πολύ μακριά πολύ μακριά η πεδιάδαώστε που πρόβαλε η υγή και έλιωσαν τrsquo αστέριακι ακούει κι αυτή και πέφτουν της τα ρόδα από τα χέριαΔεν είνrsquo φιαμπόλι το γλυκό οπού τrsquo αγρίκαα μόνοςστον Ψηλορείτη όπου συχνά μrsquo ετράβουνεν ο πόνος

[11]

κι έβλεπα τrsquo άστρο τrsquo ουρανού μεσουρανίς να λάμπεικαι του γελούσαν τα βουνά τα πέλαγα κι οι κάμποικι ετάραζε τα σπλάχνα μου ελευθεριάς ελπίδακι εφώναζα laquoω θεϊκιά κι όλη αίματα Πατρίδαraquoκι άπλωνα κλαίοντας κατrsquo αυτή τα χέρια με καμάρικαλή rsquoνrsquo η μαύρη πέτρα της και το ξερό χορτάριΛαλούμενο πουλί φωνή δεν είναι να ταιριάζειίσως δε σώζεται στη γη ήχος που να του μοιάζειδεν είναι λόγια ήχος λεπτός δεν ήθελε τον ξαναπεί ο αντίλαλος κοντά τουν είνrsquo δεν ήξερα κοντά αν έρχονται από πέρασαν του αϊού τες ευωδιές γιομίζαν τον αέραγλυκύτατοι ανεκδιήγητοι μόλις είνrsquo έτσι δυνατός ο Έρωτας και ο άροςΜrsquo άδραχνεν όλη την ψυχή και νά rsquoμπει δεν ημπόρειο ουρανός κι η θάλασσα κι η ακρογιαλιά κι η κόρημε άδραχνε και μrsquo έκανε συχνά νrsquo αναζητήσωτη σάρκα μου να χωριστώ για να τον ακλουθήσωΈπαψε τέλος κι άδειασεν η φύσις κι η ψυχή μουπου εστέναξε κι εγιόμισεν οχ την καλή μουκαι τέλος φθάνω στο γιαλό την αρραβωνιασμένητην απιθώνω με χαρά κι ήτανε πεθαμένη

[12]

Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑ

ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΣΙΛΗ ΛΑΛΙΩΤΗΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΟ ΝΟΕΜΒΡΙΟ

ΤΟΥ 2013

f

Page 8: Διονύσιος Σολωμός, Ο Κρητικός

κι έβλεπα τrsquo άστρο τrsquo ουρανού μεσουρανίς να λάμπεικαι του γελούσαν τα βουνά τα πέλαγα κι οι κάμποικι ετάραζε τα σπλάχνα μου ελευθεριάς ελπίδακι εφώναζα laquoω θεϊκιά κι όλη αίματα Πατρίδαraquoκι άπλωνα κλαίοντας κατrsquo αυτή τα χέρια με καμάρικαλή rsquoνrsquo η μαύρη πέτρα της και το ξερό χορτάριΛαλούμενο πουλί φωνή δεν είναι να ταιριάζειίσως δε σώζεται στη γη ήχος που να του μοιάζειδεν είναι λόγια ήχος λεπτός δεν ήθελε τον ξαναπεί ο αντίλαλος κοντά τουν είνrsquo δεν ήξερα κοντά αν έρχονται από πέρασαν του αϊού τες ευωδιές γιομίζαν τον αέραγλυκύτατοι ανεκδιήγητοι μόλις είνrsquo έτσι δυνατός ο Έρωτας και ο άροςΜrsquo άδραχνεν όλη την ψυχή και νά rsquoμπει δεν ημπόρειο ουρανός κι η θάλασσα κι η ακρογιαλιά κι η κόρημε άδραχνε και μrsquo έκανε συχνά νrsquo αναζητήσωτη σάρκα μου να χωριστώ για να τον ακλουθήσωΈπαψε τέλος κι άδειασεν η φύσις κι η ψυχή μουπου εστέναξε κι εγιόμισεν οχ την καλή μουκαι τέλος φθάνω στο γιαλό την αρραβωνιασμένητην απιθώνω με χαρά κι ήτανε πεθαμένη

[12]

Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑ

ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΣΙΛΗ ΛΑΛΙΩΤΗΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΟ ΝΟΕΜΒΡΙΟ

ΤΟΥ 2013

f

Page 9: Διονύσιος Σολωμός, Ο Κρητικός

Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑ

ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΣΙΛΗ ΛΑΛΙΩΤΗΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΟ ΝΟΕΜΒΡΙΟ

ΤΟΥ 2013

f