ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

340
ΣΤΕΛΛΑ ΧΑΒΕΝΕΤΙΔΟΥ Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας

Upload: -

Post on 31-Mar-2016

253 views

Category:

Documents


13 download

DESCRIPTION

Μια προφητεία φέρνει αναταραχή στο Βασίλειο των Ρόδων. Στο ορφανοτροφείο το κόκκινο φεγγάρι προμηνύει συμφορές που σύντομα θα φέρουν τα πάνω κάτω στην ζωή των παιδιών. Μια απαγωγή θα γίνει εκείνο το βράδυ και μία βιαστική φυγή. Η συνέχεια φέρνει τους μικρούς ήρωες αντιμέτωπους με καταστάσεις που δεν πίστευαν ποτέ ότι θα βίωναν. Η μοίρα όλων είναι προδιαγεγραμμένη. Ή μήπως όχι;

TRANSCRIPT

Page 1: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 1 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΣΤ ΕΛΛΑ ΧΑΒΕΝΕΤ ΙΔΟΥ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας

Page 2: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

2 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η Στέλλα Χαβενετίδου γεννήθηκε το 1981 στην Αθήνα. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο ΑΠΘ κι από τότε εργάζεται ως καθηγήτρια αγγλικών. Από μικρή έπλαθε φανταστικές ιστορίες με το μυαλό της και μεγαλώνοντας αποφάσισε να τις αποτυπώσει στο χαρτί. Το έργο της «Οι Πέντε Σφραγίδες κι ο Χαμένος Πρίγκιπας» είναι το πρώτο της πόνημα και διαπραγματεύεται την αδιάκοπη αναζήτηση των εφήβων για την ταυτότητά τους μέσα σ’ ένα φανταστικό πλαίσιο. Μένει στην Περαία Θεσσαλονίκης με τον σύζυγο και την κόρη της.

Page 3: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 3 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΣΤΕΛΛΑ ΧΑΒΕΝΕΤΙΔΟΥ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας

Μυθιστόρημα

Page 4: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

4 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Στέλλα Χαβενετίδου, Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας ISBN: 978-618-5040-64-2 Μάρτιος 2014 Επιμέλεια-Διορθώσεις: Δέσποινα Γεωργαντά [email protected] Σελιδοποίηση: Μίνως-Αθανάσιος Καρυωτάκης www.facebook.com/minosathanasios.karyotakis Σχεδιασμός εξωφύλλου: Μαίρη Λαμπαδαρίου http://mlampadariou-crafts.blogspot.gr Εκδόσεις Σαΐτα Αθανασίου Διάκου 42, 652 01, Καβάλα Τ.: 2510 831856 Κ.: 6977 070729 e-mail: [email protected] website: www.saitapublications.gr

Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική χρήση

Όχι Παράγωγα έργα 3.0 Ελλάδα Με τη σύμφωνη γνώμη του συγγραφέα και του εκδότη, επιτρέπεται σε οποιονδήποτε αναγνώστη η αναπαραγωγή του έργου (ολική, μερική ή περιληπτική, με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο), η διανομή και η παρουσίαση στο κοινό υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: αναφορά της πηγής προέλευσης, μη εμπορική χρήση του έργου. Επίσης, δεν μπορείτε να αλλοιώσετε, να τροποποιήσετε ή να δημιουργήσετε πάνω στο έργο αυτό. Αναλυτικές πληροφορίες για τη συγκεκριμένη άδεια cc, διαβάστε στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/

Page 5: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 5 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Page 6: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

6 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Page 7: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 7 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Στην οικογένειά μου

Page 8: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

8 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Page 9: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 9 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

ΠΡΟΛΟΓΟΣ....................................................................................................11

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ .............................................................................................12

Page 10: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

10 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Page 11: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 11 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η ζωή στο βασίλειο των Ρόδων έχει αρχίσει να επανέρχεται μερικά χρόνια

μετά το Μεγάλο Πόλεμο που έληξε με τη συντριβή της μάγισσας Σελίμα και τη δολοφονία της βασιλικής οικογένειας λίγο αργότερα. Όλα φαίνεται πως επανέρχονται στους φυσιολογικούς ρυθμούς τους. Οι πέντε Σφραγίδες έχουν ξεχαστεί κι όλοι φαίνεται πως είναι ικανοποιημένοι και προσπαθούν να φτιάξουν πάλι τη ζωή τους.

Τα παιδιά που βρέθηκαν μόνα τα αγκάλιασε με στοργή η Ζηνοβία και τους πρόφερε ένα σπιτικό στο μεγαλοπρεπές κάστρο του Παφνούτη. Τις τελευταίες μέρες όμως το κόκκινο φεγγάρι είναι κακός οιωνός που ακόμα και τα παιδιά διαισθάνονται πως κάτι κακό πλησιάζει. Η μελαγχολία των κόκκινων αχτίνων επηρεάζει πιο πολύ απ’ όλους τον μικρό Αετομάτη, τον Βόρυ, που από τη φύση του μπορεί κι αντιλαμβάνεται πράγματα που οι άλλοι δε μπορούν.

Μαζί με τον καλύτερο φίλο του τον Λέανδρο, τη γοργόνα Διώνη και τον αινιγματικό Βυλτώρ βρίσκονται ξαφνικά σ΄ ένα δρόμο με πολλά μονοπάτια που δεν έχουν ιδέα που θα τους βγάλουν. Δεν υπάρχει σωστή επιλογή. Όλοι οι δρόμοι τους οδηγούν μακριά από την ασφάλεια και τη θαλπωρή του κάστρου κι έτσι είναι λάθος. Βαδίζουν για έναν κόσμο που έχουν αποκοπεί από τότε που ήταν μωρά και πρέπει να βρουν τον τρόπο να επιβιώσουν κάτι που γίνεται ακόμα πιο δύσκολο από τους καταδιώκτες που κινούν γη και ουρανό για να τους βρουν. Ο λόγος; Τα παιδιά κουβαλάνε κάτι μαζί τους, χωρίς να το ξέρουν, που μπορεί να αλλάξει τον κόσμο γύρω τους και να επαναφέρει το χαμένο πρίγκιπα, την Πέμπτη Σφραγίδα.

Page 12: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

12 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Μέσα στο βαθύ σκοτάδι της νύχτας οι βαριές πατημασιές του μαύρου

αλόγου τάραξαν την ησυχία. Κάλπαζε με μεγάλη ταχύτητα μέσα στο πυκνό δάσος. Ο αναβάτης του, κουκουλωμένος με τη μαύρη κάπα του ήταν σκυφτός και κρατούσε με το ένα χέρι το χαλινάρι. Είχε αφήσει πίσω του την Πόλη των Ρόδων εδώ και πολύ ώρα, παρ’ όλα αυτά όμως ακόμα δεν ένιωθε ασφαλής ούτε για τον εαυτό του κι ακόμα περισσότερο για το βαρύ φορτίο που είχε επωμιστεί. Μόνο όταν έφερνε σε πέρας την αποστολή που είχε αναλάβει μόνος του, το μυαλό του θα ηρεμούσε και θα ένιωθε σίγουρος για την ασφάλεια του βασιλείου.

Στο βάθος, εκεί που τελείωναν τα φορτωμένα με βαριά κλαδιά δέντρα, ο ορίζοντας άνοιγε και οι μελαγχολικές ακτίνες του φεγγαριού καθρεπτίζονταν πάνω στα καθάρια και ήρεμα νερά μιας λίμνης. Όταν έφτασε στην αποβάθρα μία μικρή βάρκα έπλεε γαλήνια. Κατέβηκε μ’ έναν γρήγορο δρασκελισμό από το άλογό του κι έδεσε το χαλινάρι του στον κορμό ενός χοντρού δέντρου.

«Γρήγορα, πέρασέ με απέναντι» φώναξε άγρια στον βαρκάρη που κοιμόταν γαλήνιος, καλά χωμένος μέσα στην κάπα του.

Τρομαγμένος αυτός, πετάχτηκε πάνω. Δεν είχε συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί. Η ώρα ήταν περασμένη και δεν έκανε βραδινά δρομολόγια. Η νύχτα ήταν δροσερή κι η γωνιά του στη βάρκα ζεστή. Δεν ήταν διατεθειμένος να χαλάσει την ησυχία του.

«Έλα το πρωί, κανένας δε θα σε δεχτεί στο κάστρο τέτοια ώρα, όλοι θα κοιμούνται του καλού καιρού». Με τα μάτια σφιχτά σφαλισμένα άλλαξε πλευρό γυρίζοντάς του επιδεικτικά την πλάτη.

«Είναι επείγον να περάσω απέναντι τώρα» απάντησε ο άντρας κρατώντας τη φωνή του όσο πιο χαμηλά ήταν δυνατό. Ο βαρκάρης κίνησε να σηκωθεί και να δηλώσει τη δυσαρέσκειά του. Αφού του είπε να φύγει, γιατί επέμενε; Δεν πρόλαβε να κουνηθεί από τη θέση του, ούτε καν να ρίξει μια ματιά στον αυστηρό άντρα. Ένα βαρύ χέρι τον καθήλωσε στη θέση του.

«Ξεκίνα τώρα» τον διέταξε. Ο βαρκάρης ένιωσε ότι δεν είχε επιλογή. Αλλά ότι έπρεπε να

υπακούσει. Εδώ και λίγα χρόνια, από τότε που είχε συσταθεί το ορφανοτροφείο για τα παιδιά που είχαν μείνει μόνα τους από τον μεγάλο πόλεμο, είχε αναλάβει τη δουλειά να μεταφέρει κόσμο προς κι από το κάστρο. Δεν του είχε ξανασυμβεί να ζητήσουν τη βοήθεια του τέτοια ώρα. Ο ίδιος ήταν

Page 13: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 13 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πολύ αδύναμος, δεν είχε το κουράγιο να μπλέξει σε μπελάδες, κι εξάλλου ο μυστηριώδης άντρας είχε ήδη στρογγυλοκαθίσει μέσα στη βάρκα, απέναντι του, κάνοντάς του μάλιστα νόημα να βιαστεί.

Τι θράσος που έχουν μερικοί άνθρωποι, σκέφτηκε αλλά δεν τόλμησε να φανερώσει τις σκέψεις του. Δεν ήταν συνηθισμένος χωρικός αυτός που είχε απέναντι του. Όχι, αυτός ήταν διαφορετικός. Ήταν αρχοντικός, ψηλός, γεροδεμένος, με μακριά άκρα. Είχε έναν αέρα που απέπνεε εξουσία, δύναμη. Τα ρούχα του ήταν βαριά, φαινόντουσαν ακριβά, πολύτιμα και ανέδυαν μια μυρωδιά, σαν λουλούδια του φάνηκε ότι του θύμισε, λεβάντα. Ναι, το μεθυστικό άρωμα της λεβάντας ήταν, δεν τον γελούσε η μύτη του. Μοσχομύριζε φρεσκοκομμένη λεβάντα από το βουνό.

Δεν είχε δηλαδή καμία σχέση με τους χωρικούς της περιοχής. Οι περισσότεροι διαβίωναν μέσα στην αθλιότητα στις παράγκες τους, ότι κατάφεραν να φτιάξουν για να ορθοποδήσουν μετά τον μεγάλο πόλεμο. Όλη τη μέρα δούλευαν κι ούτε να πλυθούν στο κοντινό ποτάμι δεν προλάβαιναν μετά τον μόχθο της δουλειάς. Τόση ήταν η κούραση τους που χαμπάρι δεν το έπαιρναν για πότε τους αποπλανούσε με τα ζηλευτά του θέλγητρα ο γλυκός ύπνος. Τι δουλειά να είχε αυτός με το ορφανοτροφείο;

Ο άντρας στεκόταν απέναντί του σοβαρός και αμίλητος. Η χοντρόπλεκτη κουκούλα κάλυπτε το πρόσωπό του κι η σκιά έκρυβε τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Από την τραχιά κι άγρια φωνή του έπλαθε με τη φαντασία του το πρόσωπό του. Με σκληρές γωνίες τον φανταζόταν και ουλές χαραγμένες στο δέρμα του από μάχες που είχε λάβει μέρος. Τα μάτια του τα έβλεπε μεγάλα και σκούρα, σοφά από όσα είχαν αντικρίσει με το πέρασμα των χρόνων.

Ενώ οδηγούσε τη βάρκα, κραδαίνοντας γερά το τιμόνι, τον παρατηρούσε προσεχτικά και χωρίς να το καταλάβει αδιάκριτα. Του έκανε εντύπωση η στάση του. Με το ένα χέρι κρατούσε σφιχτά τη βάρκα ενώ το άλλο το είχε κρυμμένο μέσα στην κάπα του, στο σημείο της καρδιάς του, κι ούτε που κουνιόταν καθόλου.

«Μη με κοιτάς» του φώναξε. Ο άντρας τον πήρε είδηση ότι τον παρατηρούσε. Δε χρειάστηκε να του κάνει παρατήρηση δεύτερη φορά. Αμέσως έσκυψε το κεφάλι δείχνοντας την υποταγή του κι έστρεψε το βλέμμα του αλλού.

«Πόση ώρα θέλουμε ακόμα;» τον ρώτησε. «Τώρα σε λίγο θα φανεί η αποβάθρα απέναντι».

Page 14: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

14 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο άντρας γύρισε το κεφάλι του. Ο προορισμός του, φαινόταν από το σημείο που βρίσκονταν. Ένα πελώριο κάστρο κρεμόταν επικίνδυνα στην άκρη του γκρεμού, απρόσιτο από τη μια μεριά του λόγω των βράχων. Ένα λιθόστρωτο δρομάκι οδηγούσε στην πύλη, περιτριγυρισμένο από ψηλά δέντρα που πρόσφεραν τη δροσιά τους στους επισκέπτες που το διέσχιζαν κατά τη διάρκεια της ημέρας.

Η βάρκα είχε προσεγγίσει σχεδόν την αποβάθρα. Ο άντρας σηκώθηκε πάνω πριν καν προλάβει ο βαρκάρης να τη δέσει και μ’ ένα σάλτο πάτησε την αρχή του μονοπατιού.

«Περίμενε με εδώ, δε θα αργήσω,» του είπε χωρίς να τον κοιτάξει. Ο βαρκάρης κούνησε δουλικά το κεφάλι του, γνέφοντας καταφατικά. Ο μυστηριώδης άντρας δεν περίμενε την απάντησή του. Αδιαφορώντας παντελώς για την ύπαρξη του, χάθηκε τρέχοντας σχεδόν στο σκοτεινό μονοπάτι, τραβώντας για το ορφανοτροφείο.

«Μέχρι να γυρίσει προλαβαίνω να κοιμηθώ λίγο, τι με βρήκε απόψε με τον περίεργο» μουρμούρισε κι αφού βολεύτηκε σε μια γωνιά της βάρκας έγειρε το κεφάλι του και αποκοιμήθηκε.

Εν τω μεταξύ ο αινιγματικός άντρας πήρε τον δρόμο για το κάστρο με τα πόδια. Η απόσταση ήταν αρκετά μακρινή, αλλά δεν είχε επιλογή. Τα βήματά του ήταν γρήγορα και μεγάλα, ενώ ανά διαστήματα κοιτούσε τριγύρω του για να σιγουρέψει ότι οι σκιές που ένιωθε να τον παρακολουθούν ήταν τα παιχνίδια που έπαιζαν τα δέντρα με το ολόγιομο φεγγάρι και τίποτα άλλο.

Η νύχτα ήταν ήσυχη. Τίποτα δεν ακουγόταν παρά μόνο οι δερμάτινες μπότες του, που χτυπούσαν με δύναμη το πέτρινο μονοπάτι κι έσκιζαν την ηρεμία της έναστρης βραδιάς. Η σιδερένια πύλη του κάστρου ήταν πια μπροστά του. Λίγα μέτρα μόνο τον χώριζαν. Όταν την πλησίασε, έβαλε αρκετή δύναμη και κατάφερε μόνο με το δεξί του χέρι να την μισανοίξει με πολύ κόπο, ίσα ίσα για να χωρέσει να περάσει.

Δεν υπήρχε σκοπός που να ελέγχει τους εισερχόμενους. Η πύλη ήταν ελεύθερη για να μπορεί να μπαίνει όποιος ήθελε. Εξάλλου αυτός ήταν ο σκοπός του ορφανοτροφείου. Να είναι προσβάσιμο, ώστε όποιος επιθυμούσε να μπορούσε να φέρει κάποιο παιδί που είτε είχε χάσει τους γονείς του κατά τον μεγάλο πόλεμο και το είχε περιμαζέψει ανίκανος ο ίδιος να του δώσει στέγαση και τροφή, είτε οι γονείς του ήταν ανήμποροι να σταθούν στα πόδια τους και δεν είχαν τη δυνατότητα να του προσφέρουν όσα χρειαζόταν για να μεγαλώσει και να καταφέρει να επιβιώσει. Οι περισσότεροι, μετά το μεγάλο πόλεμο είχαν χάσει πέρα από το σπίτι τους, την εργασία τους, τα χωράφια

Page 15: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 15 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τους και φυσικά τους δικούς τους ανθρώπους. Μέσα στα δύο χρόνια από τη λήξη του, ακόμα δεν έλεγαν να στρώσουν τα πράγματα και να επανέλθουν οι ρυθμοί τους. Η ζωή κυλούσε δύσκολα και η ανοικοδόμηση των χωριών καθυστερούσε, λόγω των μεγάλων καταστροφών που είχαν συντελεστεί στον πόλεμο.

Αποδίδοντας εκεί την έλλειψη φρουρού, ο άντρας εισήλθε στον προαύλιο χώρο του κάστρου. Μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι του διέκρινε το πράσινο υγρό γρασίδι, ενώ στη μέση ακριβώς υπήρχε ένα τεράστιο μαρμάρινο σιντριβάνι, με τον υγρό γεμάτο ζωή κι ενέργεια πίδακα να πιτσιλάει με τις δροσερές σταγόνες του το γρασίδι, τα χρωματιστά λουλούδια και τα μικρά ανθισμένα θαμνάκια που το στόλιζαν περιμετρικά.

Δεν είχε χρόνο για να χαζέψει τριγύρω, όσο κι αν ήθελε να ρουφήξει κάθε λεπτομέρεια από το διάσημο κάστρο του άρχοντα Παφνούτη. Είχε μια αποστολή να εκτελέσει κι έπρεπε να γίνει σύντομα. Επιτάχυνε, και σε λίγα δευτερόλεπτα βρέθηκε στο κατώφλι του εντυπωσιακού κάστρου που σαν λαξεμένο μέσα στον βράχο έστεκε περήφανο κι ακλόνητο πάνω από το κεφάλι του. Με το δεξί του χέρι πάλι, χτύπησε τη σιδερένια λαβή της δίφυλλης πόρτας, και τράβηξε το χέρι του επιστρέφοντας τη λαβή στο κρύο σιδερένιο στόμα του σκαλισμένου λιονταριού, ακλόνητου φρουρού και παρατηρητή όσων περνούσαν το κατώφλι του κάστρου. Περίμενε για λίγα λεπτά, όμως καμία απάντηση δεν πήρε.

Κοίταξε προς τα πάνω. Κανένα δωμάτιο δε φαινόταν φωτισμένο. Ήταν φανερό ότι όλοι κοιμούνταν, όμως ο άντρας ήταν επίμονος. Χτύπησε ξανά την πόρτα, πιο δυνατά αυτή τη φορά. Η ανυπομονησία του μεγάλωνε όσο κανένας δεν άνοιγε την πόρτα.

Η νύχτα ήταν δροσερή και ο άντρας έσφιξε τα χέρια του στην αγκαλιά του σαν να ήθελε να ζεσταθεί.

Μετά από λίγο, την ησυχία της νύχτας έσπασαν βαριές πατημασιές, συρτά βήματα ακούστηκαν να πλησιάζουν, σαν ξύλινα παπούτσια να χαράζουν τη λεία επιφάνεια του πατώματος. Η πόρτα άνοιξε επιτέλους δειλά, και πίσω της εμφανίστηκε το στρογγυλό κεφάλι μιας γυναίκας αρκετά παχουλής, φορώντας τη νυχτικιά της κι ένα δαντελένιο σκουφάκι. Τα μάτια της ήταν πρησμένα, προφανώς από τον ύπνο, και η διάθεσή της δε φαινόταν να είναι ιδιαιτέρως καλή.

Τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. «Τι θέλεις άνθρωπέ μου και χτυπάς μέσα στη νύχτα;» του είπε αρκετά

θυμωμένη. Η φωνή της είχε τη βραχνάδα του γλυκού ύπνου.

Page 16: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

16 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο άντρας όμως δεν της έδωσε σημασία. Την παραμέρισε βίαια με το δεξί του χέρι και μπήκε μέσα χωρίς καν να της μιλήσει. Η γυναίκα ενοχλήθηκε φανερά από αυτή του την ενέργεια.

«Πώς τολμάς να μπαίνεις απρόσκλητος εδώ μέσα; Ξέρεις πού έχεις έρθει;» του είπε με την τσιριχτή φωνή της.

Ο άντρας κοίταξε για λίγο τον χώρο γύρω του. Μπροστά στα μάτια του απλωνόταν μια τεράστια σάλα. Το λευκό μαρμάρινο πάτωμα ερχόταν σε αντίθεση με τη μαύρη γρανιτένια σκάλα που έστεκε μεγαλόπρεπα και από τις δύο πλευρές. Στους πλαϊνούς τοίχους υπήρχαν μεγάλες αψίδες που οδηγούσαν σε σκοτεινούς διαδρόμους. Έριξε ένα βλέμμα αδιαφορίας στη γυναίκα.

«Πήγαινε να φωνάξεις τη Ζηνοβία. Πες της είναι επείγον» της φώναξε. Η γυναίκα δε μπορούσε να διακρίνει το πρόσωπο του άντρα λόγω της

κουκούλας του, όμως δεν την ενδιέφερε όποιος κι αν ήταν. «Η κυρία Ζηνοβία είναι στο δωμάτιό της αυτή τη στιγμή και

ξεκουράζεται. Θα πρέπει να έρθετε κάποια πιο λογική ώρα αύριο για να τη δείτε» ενώ μιλούσε κατευθυνόταν βιαστικά προς την πόρτα την οποία άνοιξε και του έδειξε το δρόμο.

Ο άντρας την πλησίασε τόσο κοντά, που άκουγε την καρδιά της να χτυπάει δυνατά από τον φόβο της. Άπλωσε το χέρι του και έκλεισε την πόρτα με δύναμη. Ο θόρυβος την τάραξε, αλλά κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για να μην του δείξει την ανησυχία της.

«Δε σε φοβάμαι, αν δε φύγεις θα μπλέξεις άσχημα» του είπε αμήχανα, ενώ από μέσα της καταριόταν την ώρα και τη στιγμή που σηκώθηκε από το ζεστό της κρεβάτι για να του ανοίξει. Τα πόδια έτρεμαν από τον φόβο της, από τη σκοτεινή μορφή που είχε εμφανιστεί τόσο αργά το βράδυ.

Αυτός με μια αιφνιδιαστική κίνηση σήκωσε το χέρι του ψηλά. Η γυναίκα νόμιζε ότι θα τη χτυπούσε κι έσκυψε το κεφάλι της για να καλυφθεί, όμως ο βραδινός επισκέπτης γρήγορα αποκάλυψε ότι δεν είχε καμία τέτοια διάθεση. Σήκωσε το χέρι του και κατέβασε την κουκούλα του για να φανεί το πρόσωπό του.

Η γυναίκα στην αποκάλυψη του προσώπου του έκανε κάποια βήματα πίσω, ώσπου έπεσε πάνω σ’ ένα μεγάλο πορσελάνινο βάζο γεμάτο με ανθισμένα κλαδιά μυγδαλιάς. Χωρίς καμία αμφιβολία ήταν πάρα πολύ γοητευτικός, με γωνίες και έξυπνα, ζωηρά μάτια. Σίγουρα δεν ήταν η εικόνα που περίμενε να δει, μιας και οι τρόποι του την παρέπεμπαν σε κανέναν αγύρτη ζητιάνο, βρώμικο και με κακόβουλες διαθέσεις, που καμία σχέση δεν

Page 17: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 17 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

είχε με το παρουσιαστικό του. Αυτό που τράβηξε περισσότερο απ’ όλα τη ματιά της όμως, ήταν το οικόσημο με τα δύο ενωμένα ρόδα στο πέτο του άντρα.

«Είσαι μέλος της βασιλικής φρουράς» του είπε φανερά ξαφνιασμένη, μην μπορώντας να τραβήξει το βλέμμα της από το πέτο.

«Εγώ είμαι η βασιλική φρουρά» της απάντησε με χαραγμένη τη θλίψη στα μεγάλα του μάτια.

Ο άντρας προσπάθησε να γλυκάνει τα χαρακτηριστικά του προσώπου για να μην τον φοβάται.

«Είμαι απεσταλμένος του βασιλιά…. Ροδόλφου» ο άντρας κοίταξε προς τα κάτω, μιας κι ένας κόμπος ανέβηκε στον λαιμό του. Γρήγορα όμως ανέκτησε την αυτοσυγκρότησή του και συνέχισε. «Πρέπει να δω επειγόντως τη Ζηνοβία. Έχω ένα πακέτο γι’ αυτήν». Της έκανε νόημα προς την αριστερή πλευρά του σώματός του. «Πρέπει να της το παραδώσω απόψε, γι’ αυτό πήγαινε να τη φωνάξεις και πες της να κατέβει γρήγορα».

Η γυναίκα πρόσεξε ότι κάτι προεξείχε από εκείνη την πλευρά. Αμέσως κατάλαβε περί τίνος επρόκειτο και δε χρειάστηκε άλλες εξηγήσεις. Από τότε που το κάστρο του άρχοντα Παφνούτη είχε μετατραπεί σε καταφύγιο για ορφανά παιδιά, της χτυπούσαν την πόρτα συνέχεια με νέα πακέτα. Συνήθως όμως τ’ άφηναν στην είσοδο ή γενικά σε όποιον άνοιγε την πόρτα. Ποτέ δεν είχε χρειαστεί να φωνάξει τη διευθύντρια του ορφανοτροφείου για να το παραλάβει.

Δεν ήθελε να ρωτήσει άλλα όμως. Απεσταλμένος του βασιλιά σήμαινε άκρα μυστικότητα και σίγουρα δε θα μπορούσε να του αποσπάσει καμία πληροφορία.

Αμέσως λοιπόν αποχώρησε για να φωνάξει τη Ζηνοβία. Ο άντρας άκουγε τα ξύλινα τσόκαρά της να απομακρύνονται καθώς ανέβαινε τη σκάλα. Έμεινε λοιπόν στη θέση του για να την περιμένει.

Μετά από αρκετά λεπτά, κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα η Ζηνοβία. Ο άντρας δε θα μπορούσε να παραμείνει ασυγκίνητος στην παρουσία της. Μία γυναίκα εντυπωσιακή, που το γαλάζιο των μαλλιών της φώτιζε το λευκό της πρόσωπο και τα καστανά της μάτια όπου διαγραφόταν η σοφία όλου του κόσμου μέσα τους. Ήταν ψιλόλιγνη και ντυμένη στα λευκά σαν οπτασία. Είχε καιρό να τη δει, όμως την αναγνώρισε αμέσως.

«Ιλαρίωνα» του φώναξε αυτή όταν κατέβηκε τη σκάλα. «Ποιος καλός άνεμος σε φέρνει στο ορφανοτροφείο τέτοια ώρα;».

«Ζηνοβία, χαίρομαι που σε ξαναβλέπω μετά από τόσο καιρό» της είπε ανακουφισμένος που επιτέλους έφτανε στο τέλος του ταξιδιού του. Αμέσως

Page 18: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

18 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

όμως, η όψη του σκοτείνιασε. «Δυστυχώς, μόνο καλός δεν είναι ο άνεμος που με έφερε εδώ».

«Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε η Ζηνοβία με ζωγραφισμένη την αγωνία στο πρόσωπό της.

Ο Ιλαρίων έστρεψε το βλέμμα του στη γυναίκα που του είχε ανοίξει την πόρτα. Είχε ακολουθήσει την Ζηνοβία και τώρα στεκόταν λίγα μέτρα πίσω της, παρακολουθώντας την κουβέντα τους. Προσπαθούσε να περάσει απαρατήρητη για να μπορέσει να είναι παρούσα, όμως ο άντρας δεν της έδωσε αυτή την ευκαιρία.

Η Ζηνοβία κατάλαβε τι ήθελε ο παλιός της γνωστός και της έκανε νόημα ν’ αποχωρήσει.

«Σ΄ ευχαριστώ Μερόπη που με ειδοποίησες. Θα τα πούμε αύριο το πρωί».

Η Μερόπη φανερά απογοητευμένη που την έδιωξαν, αποχώρησε προς τον δεξί διάδρομο κάνοντας το χαρακτηριστικό θόρυβο με τα τσόκαρά της που ήταν τόσο οικείος πια στον Ιλαρίωνα.

Αφού απομακρύνθηκε αρκετά ώστε να μην ακούει, η Ζηνοβία μίλησε στον Ιλαρίωνα.

«Τώρα μπορείς να μιλήσεις ελεύθερα»». Ο Ιλαρίωνας πήρε μια βαθιά ανάσα. «Δεν έχω πολύ χρόνο στη διάθεσή μου κι ούτε υπάρχει τρόπος να σου

πω τα νέα με ανώδυνο τρόπο». Η γυναίκα άνοιξε τα μάτια της διάπλατα περιμένοντας να ακούσει καρτερικά αυτά που φαινόταν ότι δεν ήταν ευχάριστα νέα. «Ο βασιλιάς Ροδόλφος και η βασίλισσα Ροδάνθη δολοφονήθηκαν σήμερα το πρωί».

Η Ζηνοβία άφησε μια κραυγή να της ξεφύγει στο άκουσμα αυτών των τρομερών νέων. Ο τρόμος ζωγραφίστηκε στα μάτια της και έβαλε τα χέρια της στο στόμα της για να μην αναστατώσει όλο το ορφανοτροφείο.

«Τι είναι αυτά που λες Ιλαρίωνα; Ποιος; Τι έγινε;» τον ρώτησε έκπληκτη.

«Δεν μπορώ ν’ αποκαλύψω τίποτα ακόμα. Το μόνο που μπορώ να σου πω είναι ότι πρόκειται για μια καλά οργανωμένη σκευωρία, την οποία και είμαι διατεθειμένος να ξεσκεπάσω ακόμα και με κίνδυνο της ίδιας μου της ζωής. Το χρωστάω στον Ροδόλφο» είπε ο μεγαλόσωμος άντρας και κατέβασε το κεφάλι σε ένδειξη πένθους. «Έχε το νου σου όμως, θα γυρίσω άμεσα στην πόλη των Ρόδων» της εξήγησε. «Όταν είμαι σε θέση, θα επικοινωνήσω ξανά

Page 19: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 19 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μαζί σου». Η Ζηνοβία ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του, θέλοντας να συμμεριστεί τον πόνο του.

«Μπορώ να κάνω κάτι για να σε βοηθήσω;» τον ρώτησε με τρεμουλιαστή φωνή.

«Ναι» της απάντησε κοφτά. «Μπορείς να κάνεις για το νεκρό βασιλιά ότι θα έκανες για τον οποιοδήποτε κάτοικο του βασιλείου μας».

Κοίταξε καχύποπτα δεξιά και αριστερά και αφού σιγουρεύτηκε ότι κανείς δεν υπήρχε τριγύρω άνοιξε τη μαύρη μάλλινη κάπα του.

Τα μάτια της Ζηνοβίας γούρλωσαν στο θέαμα που αντίκρισε. Μέσα στην αγκαλιά του ο Ιλαρίων κρατούσε ένα μικρό ξανθό αγόρι, ούτε δύο χρονών, που κοιμόταν γαλήνιο μέσα στη ζεστή θαλπωρή της κάπας του άντρα.

Η Ζηνοβία άνοιξε τα χέρια της και με προσοχή το πήρε στην αγκαλιά της χωρίς να το ξυπνήσει.

«Είναι ο……;» πήγε να ρωτήσει η Ζηνοβία, όμως ο Ιλαρίων τη σταμάτησε.

«Μην αναφέρεις τ’ όνομα του και καλό θα ήταν να τον μεγαλώσεις μ’ άλλο όνομα. Μόνο εσύ κι εγώ ξέρουμε ότι βρίσκεται εδώ και μόνο εσύ θα ξέρεις το όνομα με το οποίο μεγαλώνει. Φρόντισέ τον, Ζηνοβία. Αυτή τη στιγμή ο μικρός διατρέχει μεγάλο κίνδυνο και μαζί μου δεν είναι ασφαλής». Η Ζηνοβία τον κοίταξε για λίγο σκεφτική κι έκπληκτη με την απρόσμενη κατάσταση που προέκυψε βραδιάτικα. Το βάρος της ευθύνης ήταν μεγάλο γι’ αυτήν. Θα έβαζε σε κίνδυνο όλα τα παιδιά αν ποτέ αποκαλυπτόταν η κρυψώνα του μικρού πρίγκιπα. Από την άλλη όμως, φίδια την έζωσαν μεμιάς αναλογιζόμενη τον υπαίτιο της μεγάλης συμφοράς κι οι τύψεις της υπερίσχυσαν στην απόφασή της.

«Μην ανησυχείς Ιλαρίωνα, εσύ τελείωσε με τις υποθέσεις που άφησες πίσω. Ο μικρός είναι πλέον σε καλά χέρια».

«Λες να είναι αυτός ο μικρός ο χαμένος πρίγκιπας στον οποίο αναφέρεται η προφητεία; Θα ζήσουμε άραγε την αναγέννηση του οίκου των αρχαίων βασιλιάδων της πόλης των Ρόδων;» αναρωτήθηκε με το μελαγχολικό του ύφος, χαϊδεύοντας τα μαλλάκια του μικρού. Η Ζηνοβία χαμογέλασε, έχοντας πλήρη επίγνωση τι της έλεγε.

«Υπό τη θωριά και την προστασία των φτερών του αετού θα αναγεννηθεί ο χαμένος απόγονος της γενιάς των αρχαίων βασιλιάδων». Η Ζηνοβία τον παρακολουθούσε σκεφτική, και για λίγο η σκέψη της πλανήθηκε νοερά, κάτι που έγινε γρήγορα αντιληπτό από τον Ιλαρίωνα.

Page 20: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

20 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Τι σου συμβαίνει; Τι σκέφτεσαι;» «Ίσως είναι σύμπτωση, δεν ξέρω, αλλά μόλις πριν λίγες μέρες μας

έφεραν έναν Αετομάτη». Ο Ιλαρίωνας γούρλωσε τα μάτια του στο άκουσμα της είδησης.

«Πώς; Πού τον βρήκαν; Νόμιζα πως όλοι είχαν εξολοθρευτεί κατά τον μεγάλο πόλεμο».

«Απ’ ότι φαίνεται ο μικρός κατάφερε με κάποιο τρόπο να ξεφύγει από τη σφαγή των Αετομάτηδων. Βρέθηκε σ’ ένα δάσος μόνος του. Είναι μικρός. Σαν τον μικρούλη εδώ, κι ίσως πιο μικρός».

«Ποιος τον έφερε;» τη ρώτησε έκπληκτος. «Αυτήν την πληροφορία επέτρεψέ μου να μη σου την αποκαλύψω. Δεν

έχει σημασία, τουλάχιστον προς το παρόν». «Όπως επιθυμείς. Τότε, είτε είναι απλή σύμπτωση είτε όχι, ξέρεις καλά

τι πρέπει να κάνεις». Η γυναίκα δεν απάντησε με λέξεις. Οι ματιές τους συναντήθηκαν και συνεννοήθηκαν όπως μόνο αυτοί οι δύο παλιοί γνώριμοι ήξεραν, πώς να το κάνουν. Ο άντρας της χάιδεψε το χέρι, κι αυτή ρίγησε στο τρυφερό του άγγιγμα. Ο Ιλαρίων την κοίταξε για μια τελευταία φορά, σαν να ήθελε να κρατήσει την εικόνα της αιθέριας ύπαρξης στο μυαλό του για πάντα. Δεν έβλεπε γυναίκες τέτοιου κάλλους κάθε μέρα και με τη Ζηνοβία παρ’ όλο που τους χώριζαν πολλά, υπήρχε μεγάλη ιστορία πίσω τους. Αυτά που τους χώριζαν όμως ήταν περισσότερα από αυτά που τους ένωναν. Υποκλίθηκε στον μικρό πρίγκιπα και αφού έβαλε ξανά την κουκούλα του, πήρε τον δρόμο της επιστροφής για την αποβάθρα που τον περίμενε ο βαρκάρης.

Η Ζηνοβία έμεινε αποσβολωμένη κρατώντας τον μικρό στην αγκαλιά της, που ακόμα κοιμόταν ατάραχος. Τον σήκωσε ψηλά και τον κοίταξε προσεχτικά.

«Ο ύπνος είναι γαλήνιος, όμως η ζωή σε προετοιμάζει για μεγάλες κακουχίες. Θα χρειαστείς καθοδήγηση για να διεκδικήσεις μια μέρα αυτά που σου στέρησαν.Το νέο σου όνομα θα πρέπει να είναι κοινό για να μην υποπτευθεί κανένας την αριστοκρατική σου καταγωγή. Θα σε ονομάσω……». Πριν προλάβει να πει τ’ όνομα του μικρού, ένας οξύς θόρυβος από κάτι γυάλινο που έσπασε ακούστηκε από τον διπλανό διάδρομο. Η Ζηνοβία ξαφνιασμένη, μάζεψε τον μικρό στην αγκαλιά της, που ακόμα κοιμόταν γαλήνια κι έτρεξε να δει τι συνέβαινε.

Προς μεγάλη της έκπληξη είδε έναν πεντάχρονο μικρό να στέκεται μπροστά της και να την κοιτάει χαμογελώντας με το σκανταλιάρικο ύφος αποτυπωμένο στα πράσινα μάτια του, ξέροντας ότι είχε κάνει μια αταξία.

Page 21: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 21 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Δίπλα του βρισκόταν ένα μεγάλο πορσελάνινο βάζο διασκορπισμένο σε χιλιάδες μικρά κομματάκια.

Η Ζηνοβία του έριξε ένα αυστηρό βλέμμα με πολύ τρυφερότητα. «Τι θα κάνω εγώ μ’ εσένα; Δε σε προλαβαίνω με τις ζημιές που κάνεις».

Η Ζηνοβία τον κοίταξε έντονα στα μάτια και αναστέναξε. «Είσαι πολύ ώρα εδώ;» τον ρώτησε.

«Ναι» της απάντησε ο μικρός χαμογελώντας ακόμα. «Άρα άκουσες την κουβέντα μου με τον κύριο». «Ναι» απάντησε ξανά. Η Ζηνοβία παρέμεινε σκεφτική. Τον πλησίασε και τον αγκάλιασε. «Είσαι δυνατό αγόρι, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε χαϊδεύοντάς του το

πρόσωπο. «Πολύ δυνατός» απάντησε, σηκώνοντας το μανίκι του και δείχνοντας

το μπράτσο του. Η Ζηνοβία έπιασε παιχνιδιάρικα το μπράτσο του και αφού τον

επιδοκίμασε του είπε: «Ωραία λοιπόν, άκου. Θέλω να μου υποσχεθείς ότι θα τον προσέχεις

τον μικρό. Θα είσαι κάτι σαν σωματοφύλακας του. Δέχεσαι;». «Θέλουν να τον σκοτώσουν; Έκανε ζημιά;». «Τίποτα δεν έκανε» του είπε χαμογελώντας. «Είναι πολύ μικρός ακόμα

για να θέλει να βλάψει κάποιον. Απλά υπάρχουν πολλοί κακοί άνθρωποι». «Κι αν σκοτώσουν εμένα αντί γι’ αυτόν;» Η Ζηνοβία του χάιδεψε το πρόσωπο και μια λάμψη βγήκε από το χέρι

της σαν να ήθελε να του περάσει τη θέρμη και την τρυφερότητα που είχε μέσα της γι’ αυτόν. Το πρόσωπο του φωτίστηκε και έκλεισε τα μάτια του για ν’ απολαύσει τα όμορφα συναισθήματα που του έστελνε.

«Κανένας στον κόσμο δεν μπορεί να σε βλάψει καλέ μου» του είπε χαϊδεύοντάς του το πρόσωπο.

Ο μικρός χαμογέλασε και της έπιασε το χέρι. «Εντάξει, σου υπόσχομαι ότι θα τον προσέχω και δε θα πω πουθενά όσα

άκουσα». Η Ζηνοβία ήταν ικανοποιημένη. «Σ’ ευχαριστώ Βυλτώρ. Τώρα πάμε να τον βολέψουμε σ’ ένα κρεβατάκι

και μετά να συμμαζέψουμε το χάος που δημιούργησες για να μη χτυπήσει κανένα παιδάκι αύριο».

Ο Βυλτώρ έγνεψε καταφατικά και της έπιασε το χέρι.

Page 22: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

22 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Εν τω μεταξύ, ο Ιλαρίων έτρεχε προς τη βάρκα. Είχε καθυστερήσει αρκετά στο ορφανοτροφείο και τώρα έπρεπε να βιαστεί για να γυρίσει πίσω. Όταν έφτασε στην αποβάθρα με τα γυμνά του χέρια ξήλωσε την ξύλινη επένδυση και την πέταξε μέσα στη λίμνη. Η ζημιά που προκάλεσε ήταν μεγάλη, πλέον δε θύμιζε την αποβάθρα για την προσάραξη των βαρκών από απέναντι. Έπειτα, έστρεψε την προσοχή του στη βάρκα. Ο βαρκάρης ήταν ακριβώς έτσι όπως τον είχε βρει την πρώτη φορά που τον συνάντησε απέναντι. Κοιμόταν του καλού καιρού.

Στάθηκε από πάνω του και άρχισε να τον σπρώχνει βίαια με τα χέρια του.

«Ξύπνα επιτέλους, τεμπέλη» του φώναζε. «Περίμενε, περίμενε….». Xρειάστηκε μερικά δευτερόλεπτα για να

συνέλθει και να ξεπεράσει το σοκ, «εσύ είσαι;». Ο βαρκάρης σήκωσε τα χέρια του για να προστατέψει τον εαυτό του.

«Μα τι πρόβλημα έχεις;» «Βιάσου, δεν έχω χρόνο. Θα σε πληρώσω διπλά αν με περάσεις

απέναντι όσο το δυνατόν πιο γρήγορα». Στην ιδέα ότι θα έπαιρνε περισσότερα χρήματα, το μάτι του βαρκάρη

άνοιξε διάπλατα. «Ό,τι πεις, εσύ πληρώνεις» του είπε και άρχισε να κωπηλατεί. Στα μέσα περίπου της διαδρομής ο Ιλαρίων κοίταζε το φεγγάρι που είχε

αρχίσει να κρύβεται σιγά πίσω από το ορφανοτροφείο. «Όλες μας οι ελπίδες κρύβονται μέσα σ’ αυτούς τους τοίχους, και το

μέλλον μας εξαρτάται από ένα μικρό μωρό» είπε μελαγχολικά. Ο βαρκάρης τον άκουσε αλλά δεν έδωσε σημασία μιας και δεν κατάλαβε τι θα μπορούσαν να σήμαιναν τα λόγια του περίεργου άντρα.

Η βάρκα τραντάχθηκε δυνατά όταν έφτασε στην αποβάθρα. Ο αγουροξυπνημένος βαρκάρης είχε χάσει τον έλεγχό της, αν και με μεγάλο κόπο κωπηλατούσε για να διασχίσει τη λίμνη γρήγορα και να αποζημιωθεί. Ο Ιλαρίων τον άρπαξε από τον γιακά της μπλούζας του.

«Μη διανοηθείς να μιλήσεις σε κανέναν για ό,τι είδες απόψε. Από σήμερα διακόπτονται τα δρομολόγια απέναντι».

Ο βαρκάρης πήγε να διαμαρτυρηθεί, όμως ο δυνατός άντρας δεν τον άφησε να μιλήσει.

«Εσύ θα είσαι ο φύλακας της αποβάθρας και θα φροντίσεις να μην περνάει κανένας απέναντι. Αν κάποιος όμως είναι επίμονος, άφησε τον να βρει τον δρόμο μόνος του. Εσύ μόλις ξέχασες που είναι».

Page 23: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 23 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο βαρκάρης έντρομος δε μιλούσε, παρά μόνο κουνούσε συγκαταβατικά το κεφάλι του.

Ο Ιλαρίων έβαλε το χέρι του στην τσέπη και έβγαλε ένα μεγάλο μάλλινο πουγκί.

«Πάρε αυτά» του είπε και πέταξε το πουγκί πάνω του, «σου φτάνουν για μια ζωή να θρέψεις την οικογένειά σου. Δε σου τα χαρίζω. Είναι η πληρωμή σου για τις υπηρεσίες σου. Πολύ περισσότερα απ’ όσα θα έβγαζες αν πηγαινοέφερνες κόσμο με τη βάρκα σου. Αν μάθω ότι το έσκασες ή ότι δεν ακολούθησες τις εντολές μου θα κινήσω γη και ουρανό για να σε βρω» του είπε απειλητικά και μ’ ένα σάλτο βρέθηκε έξω από τη βάρκα.

«Μόλις τον είδε να απομακρύνεται προς το άλογό του, ο βαρκάρης αναθάρρησε και άκουσε τον εαυτό του να φωνάζει διστακτικά.

«Κι αν θέλουν να περάσουν από το ορφανοτροφείο απέναντι; Πώς θα γίνει αυτό αν κοπούν τα δρομολόγια;».

«Αυτοί έχουν τον τρόπο τους να βγουν, εσύ κοίτα να κάνεις αυτό που σου ανάθεσα». Ο άντρας είχε ήδη ανέβει στο άλογό του και τον είδε που έριξε μια γρήγορα και θλιμμένη ματιά προς το ορφανοτροφείο.

Ο βαρκάρης μόλις συνήλθε λίγο, άρπαξε αμέσως το πουγκί και έριξε κάτω το περιεχόμενό του. Προς μεγάλη του έκπληξη δεκάδες χρυσά νομίσματα ξεπρόβαλαν. Ο βαρκάρης ενθουσιασμένος, σήκωσε το κεφάλι του γυρεύοντας τον άγνωστο άντρα που αν και του αναστάτωσε τη βραδιά αποδείχτηκε πολύ γενναιόδωρος. Δεν τον έβλεπε πουθενά. Είχε καβαλήσει το άλογο του και είχε χαθεί μέσα στο σκοτεινό δάσος τόσο ξαφνικά, όσο ξαφνικά είχε έρθει.

«Κλείσε τα μάτια. Φαντάσου ότι είσαι σ’ έναν καταρράκτη και κοιτάς με

δέος τα νερά που χτυπάνε με βία τη λίμνη. Γύρω σου υπάρχουν δέντρα. Ησυχία. Το μόνο που ακούς είναι το θρόισμα των φύλλων και τη μελωδία των νερών. Γαλήνη. Απολαμβάνεις το τοπίο μόνο με τις αισθήσεις σου. Μυρίζεις τα δώρα της άνοιξης, τα δέντρα, τα λουλούδια, τον αέρα. Βλέπεις το μεγαλείο της, νιώθεις την παρουσία όλων των πλασμάτων».

Ένα αγόρι ούτε δεκαπέντε χρονών περπατούσε ξυπόλυτο στο φορτωμένο με πρασινάδα δάσος. Ένιωθε στις πατούσες του τη δροσιά της πρωινής χλόης και του έφερνε μια γλυκιά ανατριχίλα στην καρδιά. Τα βήματά του τον οδηγούσαν σε γνώριμα μέρη, αν και δε θυμόταν ποτέ να είχε βρεθεί εκεί, κι όμως οι συστάδες των δέντρων του φαίνονταν οικείες. Η όσφρησή του αποκάλυψε την ύπαρξη γλυκού νερού πολύ κοντά, και η ακοή του τη

Page 24: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

24 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

φασαριόζικη βοή ενός καταρράκτη. Όλα αυτά όμως του τα είχαν φανερώσει εδώ και ώρα τα μάτια του, που του ξετύλιγαν εικόνες πιο μακρινές απ’ ότι των συνηθισμένων ανθρώπων. Αυτός όμως δεν ήταν συνηθισμένος. Όχι, αυτός ήταν ένας Αετομάτης, πλήρως εναρμονισμένος με τη φύση και προικισμένος με το χάρισμα της ενόρασης. Η φωνή που τον ακολουθούσε δεν έλεγε να κοπάσει. Ακόμα του μιλούσε. Τον καθοδηγούσε προς το ίδιο σημείο που τον πήγαιναν τα πόδια του. Ήταν άβουλος εκείνη τη στιγμή. Δεν ένιωθε να ελέγχει ούτε το σώμα του ούτε τις κινήσεις του. Η φωνή ήταν ο οδηγός του και παραδινόταν σε αυτήν.

«Το δέντρο της ζωής είναι μπροστά σου. Αιώνιος προστάτης των Αετομάτηδων κι όλης της φύσης. Οι τρεις νεράιδες που ζουν σε αυτό κινούν τα νήματα της ζωής των ανθρώπων. Πλησίασέ τες». Ξαφνικά, η εικόνα άλλαξε. Δεν βρισκόταν πια μέσα στο δάσος αλλά στα ρηχά νερά μιας λίμνης. Ο καταρράκτης παραδίπλα πιτσιλούσε με ορμή τα καθαρά νερά του κι ένιωθε τις δροσοσταλιές να κυλάνε στο πρόσωπό του. Στη μέση της λίμνης ένα πράσινο δέντρο στεκόταν αγέρωχο και περήφανο. Το απαλό χάδι του αέρα χάιδευε την πράσινη φυλλωσιά του και τα λευκά αρωματικά του άνθη χόρευαν στον ρυθμό του. Αυτό που τράβηξε την προσοχή του ήταν τρεις φιγούρες χαραγμένες στον κορμό του δέντρου. Τρεις ανθρώπινες μορφές, που μόλις ένιωσαν την παρουσία του, ξεπρόβαλλαν από το ξύλινο καταφύγιό τους. Η όψη τους ήταν τρομαγμένη και θλιμμένη και σαν να προσπαθούσαν να του πουν κάτι, όμως το στόμα τους ήταν σκληρό, ξύλο άκαμπτο σε αντίθεση με τα υδάτινα, λαμπερά μαλλιά τους και τα ευκίνητα ξύλινα άκρα τους. Σαν να του έκαναν νόημα να φύγει. Μα, τι μπορούσε να συμβεί σε αυτό το γαλήνιο μέρος; Ο μικρός ήθελε να μείνει για πάντα εδώ και να μη χάσει ποτέ αυτήν την αίσθηση ασφάλειας και θαλπωρής.

Ώσπου ξαφνικά σκοτείνιασε. Κόκκινα σύννεφα κάλυψαν τον καταγάλανο ουρανό και τρομακτική, αφύσικη ησυχία διαδέχτηκε τη μελωδία της φύσης. Οι κινήσεις των νεράιδων έγιναν σχεδόν μανιώδεις, ενώ ακόμα κι ο καταρράκτης σώπασε επηρεασμένος από την απότομη αλλαγή της ατμόσφαιρας. Πανικός άρχισε να έρπεται σαν το φίδι σιγά σιγά στην καρδιά του. Η φωνή που μέχρι τώρα ήταν πιστός του σύντροφος, σώπασε κι αυτή. Ήθελε να τσιρίξει, να φωνάξει δυνατά για να βεβαιωθεί ότι δεν είχε κουφαθεί, αλλά πλέον δε χρειαζόταν. Ένας εκκωφαντικός κεραυνός έσκισε στα δύο την πορφυρή αχλή που σκέπασε την πλάση κι έπεσε με μένος πάνω στο πράσινο δέντρο βάζοντας φωτιά από τις ρίζες μέχρι και το τελευταίο κλαδάκι. Τα λευκά λουλούδια μαύρισαν κι έλιωσαν παραδομένα στη μανία

Page 25: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 25 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

της καταστρεπτικής πυράς. Ταυτόχρονα ένα δυνατό γέλιο συνόδεψε το χαλασμό και το αγόρι αναγνώρισε αμέσως σε ποιον ανήκε. Ήταν αυτή που τον είχε οδηγήσει εκεί. Οι νεράιδες συνέχισαν τον θρήνο τους. Οι κόκκινες φλόγες άγγιζαν σχεδόν τον ουρανό κάνοντάς τον ακόμα πιο κόκκινο απ’ ότι ήταν. Ο ίδιος έπεσε στα γόνατα βαστώντας το κεφάλι του με τα χέρια του. Κρύος ιδρώτας τον είχε λούσει. Δεν άντεχε να κοιτάζει άλλο πια. Η θέρμη της φωτιάς του έκαιγε το πρόσωπο κι ο ίδιος ένιωθε να λιώνει σαν τις νεράιδες.

Το γέλιο σταμάτησε, κι όταν άνοιξε τα μάτια του δε βρισκόταν πουθενά. Ένα λευκό τοπίο, το τίποτα. Βήματα τον πλησίαζαν και μια λευκή φιγούρα, που εξέπεμπε φως, έκανε την εμφάνιση της. Μόνο τα πυρόξανθα μαλλιά της κατάφερε να διακρίνει. Το φως τον ανάγκασε να αποστρέψει το βλέμμα του και να μείνει μακριά της. Καιγόταν, είχε αρπάξει φωτιά, πονούσε. Τίποτα δεν ήταν χειρότερο όμως από τη δυνατή φωνή της γυναίκας και την απειλή που διέκρινε στα λόγια της: «Ξέρω που βρίσκεσαι!!!».

Ο Βόρυς ξύπνησε έντρομος και μια κραυγή βγήκε από μέσα του, λες και εξαρτιόταν όλη του η ζωή από αυτό. Εδώ και έναν μήνα έβλεπε συνέχεια τον ίδιο εφιάλτη. Αυτή η λαμπερή μορφή χωρίς πρόσωπο, τον είχε στοιχειώσει. Πολύ έντονο φως έλουζε το πρόσωπό της και τα λευκά της ρούχα. Η φωνή της ήταν δυνατή και τρομαχτική. Κάθε φορά έλεγε στον Βόρυ τα ίδια λόγια. Το πιο τρομαχτικό απ’ όλα ήταν ότι τον ταξίδευε με τα λόγια της στο ίδιο πάντα μέρος. Στο ίδιο δάσος, στον ίδιο καταρράκτη, στην ίδια λίμνη, και στη μέση της λίμνης το ψηλό δέντρο με τις νεράιδες που κάτι ήθελαν να του πουν αλλά δε προλάβαιναν. Ένιωθε όλα όσα του έλεγε. Τα ζούσε κάθε φορά και πιο έντονα. Πόνο. Πολύ πόνο και δυστυχία.

Ο Βόρυς κάθισε στο κρεβάτι του, με τα χέρια στο κεφάλι του. «Τι μου συμβαίνει;». Το κεφάλι του έκαιγε. Ένιωθε τα μάτια του να τον

σουβλίζουν και ένα τρομερό ρίγος διαπέρασε το κορμί του. «Μάλλον έφαγες βαριά το βράδυ» άκουσε μια φωνή να του λέει. Ήταν

ο φίλος του ο Λέανδρος που κοιμόταν στο διπλανό κρεβάτι, «όταν έχουμε χοιρινό ξεχνάς να σταματήσεις μου φαίνεται. Σου αρέσει το καλό φαί της Μερόπης, δεν μπορείς ν’ αντισταθείς».

Μιλούσε και η φιγούρα του αχνοφαινόταν στο σκοτάδι. Ήταν ένα ψηλό παιδί, γύρω στα δεκαέξι. Είχε πολύ ανοιχτά ξανθά μαλλιά και ήταν αρκετά γεροδεμένος για παιδί ορφανοτροφείου. Από το σκαρί του θα ήταν έτσι, έλεγε συχνά κι ο ίδιος, όταν του έλεγαν πόσο διέφερε από τους άλλους στο ανάστημα.

Page 26: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

26 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Είσαι καλά; Φαίνεσαι χλωμός. Είσαι τυχερός που δε σε άκουσαν οι υπόλοιποι. Δε θα ήθελα να είμαι στη θέση σου αν ξυπνούσαν από τις φωνές σου».

Κάθισε στο κρεβάτι δίπλα του κι έδειξε προς το παράθυρο ανήσυχος. «Εμένα δε με παίρνει ο ύπνος. Έχω ένα πλάκωμα στην καρδιά μου. Δες

το φεγγάρι. Είναι κατακόκκινο». Τα δύο αγόρια κάρφωσαν το βλέμμα τους έξω από το παράθυρο, προς

τον κατάμαυρο ουρανό. Το απόκοσμο πορφυρό χρώμα του φεγγαριού έκανε αισθητή την παρουσία του, δημιουργώντας αρκετούς δακτυλίους στο άναστρο πάπλωμα του ουρανού.

«Κι εμένα το φεγγάρι μου προκαλεί ανησυχία. Είναι κόκκινο σαν αίμα. Κακός οιωνός». Ο Λέανδρος αναστέναξε και κοίταξε τον φίλο του.

Το κόκκινο απόκοσμο φως του φεγγαριού τόνιζε τα έντονα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο του Βόρυ. Τα καστανά μαλλιά του φωτίζονταν και χάλκινες ανταύγειες μπερδεύονταν ανάμεσά τους. Τα σχιστά καστανά του μάτια είχαν ανοίξει και οι κόρες τους είχαν διασταλεί τόσο πολύ που σχεδόν δεν μπορούσε να διακρίνει το χρώμα της ίριδας. Η λάμψη άλλαζε το πρόσωπό του. Τον αγρίευε και φώτιζε σκληρές γωνίες που δε φαίνονταν κατά τη διάρκεια της μέρας.

«Τις τελευταίες μέρες έχω ακούσει πάρα πολλά για το τι μπορεί να συμβαίνει. Ο καθένας έχει τη δική του εκδοχή. Αυτοί που γνωρίζουν πραγματικά την αλήθεια, δεν αποκαλύπτουν τίποτα. Κάτι μου λέει ότι πολύ σύντομα θα μάθουμε την αλήθεια και λογικά δε θα είναι καθόλου μα καθόλου ευχάριστη» είπε ο Λέανδρος και αναστέναξε., Δεν πήρε απάντηση από τον φίλο του. Τον έβλεπε πόσο φορτισμένος ήταν από τον εφιάλτη που τον είχε ξυπνήσει. Εδώ και μερικά βράδια συνέβαινε αυτό, συνέπεφτε σχεδόν με την εμφάνιση του περίεργου φεγγαριού και δεν ήξερε αν ήταν σύμπτωση ή αν σήμαινε κάτι. Σηκώθηκε όρθιος. Δεν ήθελε να τον επιβαρύνει άλλο. «Άντε πάμε για ύπνο. Τουλάχιστον να προσπαθήσουμε».

Ο Λέανδρος χάθηκε μέσα στο σκοτάδι, ώσπου ακούστηκε ο θόρυβος που έκαναν τα σεντόνια όταν δέχτηκαν τη θέρμη του σώματός του. Ξάπλωσε κι ο Βόρυς, οι εικόνες του ονείρου όμως εμφανίζονταν μπροστά του κάθε φορά που δοκίμαζε να κλείσει τα μάτια του.

Η ζωή στο κάστρο, μέχρι τώρα τουλάχιστον, κυλούσε ήρεμα. Το

τεράστιο κάστρο είχε γίνει εδώ και χρόνια το καταφύγιο των παιδιών. Ο μεγάλος πόλεμος, που είχε σταματήσει πριν από λίγα χρόνια, εκτός από τις

Page 27: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 27 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

κατεστραμμένες ζωές πολλών ανθρώπων άφησε και πολλά ορφανά πίσω του. Έτσι, το μόνο μέρος που θα χωρούσαν ήταν το κάστρο του άρχοντα Παφνούτη. Ήταν από τα μεγαλύτερα και πιο εντυπωσιακά οικήματα του βασιλείου. Ήταν κλειστό, ερειπωμένο για πολλά χρόνια. Ο άρχοντας Παφνούτης είχε δολοφονηθεί λίγο πριν ξεσπάσει ο μεγάλος πόλεμος. Ο ίδιος δεν είχε οικογένεια ή συγγενείς για να το διεκδικήσουν, έτσι παρέμεινε ακατοίκητο για πολλά χρόνια.

Ήταν διάσημο για τους θεόρατους και σκοτεινούς πύργους του και τα αμέτρητα δωμάτιά του, τα οποία φιλοξενούσαν διάσημους αριστοκράτες και περιζήτητους καλλιτέχνες που έδιναν ζωή στα καθημερινά συμπόσια του άρχοντα. Πολύς κόσμος είχε διαβεί την πύλη του κάστρου ενώ δεκάδες στολισμένες βάρκες μετέφεραν τους καλεσμένους στην αντίπερα όχθη.

Όλοι οι επιφανείς και σημαντικοί άνθρωποι της εποχής ήθελαν να παρευρεθούν τουλάχιστον μία φορά σ’ ένα από τα συμπόσια του Παφνούτη, ενώ οι υπηρέτες του δεν προλάβαιναν να συμμαζεύουν τα δωμάτια για τους νεοαφιχθέντες λαμπερούς καλεσμένους του.

Όλα αυτά όμως τελείωσαν με την ανατριχιαστική δολοφονία του άρχοντα Παφνούτη ένα χειμωνιάτικο βράδυ, μπροστά στα έντρομα μάτια των καλεσμένων. Ο δολοφόνος είχε μπει στην ομάδα των διασκεδαστών και όταν είχε φτάσει σε αρκετά κοντινή απόσταση από τον στόχο του, του έμπηξε ένα μαχαίρι μέσα στην καρδιά. Ο Παφνούτης δεν πρόλαβε να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί. Απλά σωριάστηκε κάτω, προς μεγάλη έκπληξη όλων των παρευρισκομένων.

Στην αρχή όλοι νόμιζαν ότι ήταν μία καλοστημένη φάρσα. Ο Παφνούτης ήταν διάσημος για τις πλάκες που οργάνωνε ανά καιρούς στους καλεσμένους του. Τα λεπτά περνούσαν όμως, κι ενώ όλοι τον επευφημούσαν για τις θεατρικές του ικανότητες, αυτός παρέμενε ξαπλωμένος στο έδαφος καθώς μια μικρή λιμνούλα αίματος είχε αρχίσει να σχηματίζεται γύρω του.

Ένας από τους καλεσμένους τον πλησίασε για να δει τι συνέβαινε. Σήκωσε το χέρι του πεσμένου άρχοντα για να πιάσει το σφυγμό του, όμως έντρομος ανακοίνωσε ότι δεν υπήρχε σφυγμός. Ο πανικός που δημιουργήθηκε στην αίθουσα δεν περιγράφεται. Όλοι έτρεχαν προς την έξοδο θέλοντας απεγνωσμένα να φύγουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Ένα μεγάλο κύμα καλεσμένων ξεχύθηκε προς τις βάρκες κατευθυνόμενοι προς την αντίπερα όχθη. Ήταν η τελευταία φορά που ένα τόσο μεγάλο πλήθος διέσχιζε τα γαλήνια νερά της λιμνούλας.

Page 28: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

28 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο δολοφόνος φυσικά κατάφερε να διαφύγει μέσα στον πανικό. Κανένας ποτέ δεν έμαθε ούτε ποιος του έμπηξε το μαχαίρι, ούτε γιατί. Η ουσία για τους αριστοκράτες του βασιλείου ήταν ότι τώρα θα έπρεπε να βρουν άλλο μέρος να διασκεδάζουν και να περνάνε ευχάριστα τις βραδιές τους.

Έτσι ο Παφνούτης ξεχάστηκε και το κάστρο του ερημώθηκε. Μέχρι που η Ζηνοβία το επέλεξε ως το χώρο συγκέντρωσης των

ορφανών του πολέμου. Αφού το αναδιαμόρφωσε εσωτερικά, ώστε να μπορεί να φιλοξενεί μικρά παιδιά, άνοιξε την πύλη για να δεχτεί όλα εκείνα τα παιδιά που είχαν μείνει μόνα τους. Δημιούργησε ένα σπιτικό γι’ αυτά, ένα μέρος που θα μπορούσαν να αποκτήσουν τα απαραίτητα εφόδια για τη ζωή τους. Τους παρείχε στέγαση και φαγητό, κάτι που σίγουρα θα στερούνταν αν κυκλοφορούσαν μόνα τους στον κόσμο. Πολλά απ’ αυτά τα είχε σώσει από σίγουρο θάνατο, δίνοντάς τους την ευκαιρία να φτιάξουν τη ζωή τους από την αρχή.

Το κάστρο ήταν χωρισμένο σε τέσσερις πτέρυγες. Στις δύο ήταν οι κοιτώνες των παιδιών, ενώ στις άλλες ήταν τα ιδιαίτερα διαμερίσματα των καθηγητών και οι περισσότερες αίθουσες διδασκαλίας. Το κάστρο περικλειόταν από ψηλούς πυργίσκους που ένωναν τις πτέρυγες μεταξύ τους. Ο συνδετικός τους κρίκος ήταν ένα σύμπλεγμα από σκάλες απροστάτευτες στο έλεος των μανιασμένων ανέμων που έπλητταν σχεδόν καθημερινά την περιοχή. Ακριβώς στο κέντρο του κάστρου δέσποζε ο πιο επιβλητικός πύργος. Ο πιο ψηλός που ξεχώριζε από όλους τους άλλους και συνάμα ο πιο σκοτεινός μιας και ποτέ κανένας μετά το θάνατο του Παφνούτη δεν πάτησε το πόδι του εκεί και η ζεστή λάμψη των κεριών είχε πολλά χρόνια να φωτίσει και την πιο σκοτεινή πτυχή του. Αυτός ήταν ο διάσημος πύργος του Παφνούτη. Τα ιδιαίτερα διαμερίσματα του άρχοντα που παρέμεναν ακατοίκητα κι απροσπέλαστα εδώ και πολλά χρόνια.

Κάθε μέρα τα παιδιά παρακολουθούσαν μαθήματα στα αμφιθέατρα του κτιρίου. Τα μαθήματα τα δίδασκαν καθηγητές επιλεγμένοι με ιδιαίτερη προσοχή από τη Ζηνοβία. Στόχος τους ήταν να εφοδιάσουν τα ορφανά παιδιά με γνώσεις που θα τους βοηθούσαν να πορευτούν με αξιοπρέπεια στη ζωή τους. Πέρα φυσικά από τη γραφή και την ανάγνωση οι καθηγητές μυούσαν τα παιδιά στη μελέτη του φυσικού κόσμου, στην ξιφασκία, και την ερμηνεία των σημαδιών γύρω τους.

Το κάστρο και ο περιβάλλων χώρος αποτελούσαν μέρος μίας αχανούς έκτασης που ήταν επιτακτική ανάγκη να συντηρούνται τακτικά και με επιμέλεια. Αυτήν τη φροντίδα την είχε αναθέσει η Ζηνοβία σε ανθρώπους που

Page 29: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 29 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

είχαν χάσει το βιος τους και τους δικούς τους, και σαν ορφανοί θα βολόδερναν από μέρος σε μέρος ψάχνοντας να βρουν κάπου να στεριώσουν. Το ορφανοτροφείο είχε γίνει και γι’ αυτούς πλέον το σπίτι τους μετά από τόσα χρόνια που έμεναν εκεί και φρόντιζαν την εύρυθμη λειτουργία του. Δεν ήθελαν πλέον να φανταστούν τη ζωή τους έξω από αυτό. Η φροντίδα του κάστρου κι η ανατροφή των παιδιών είχε γίνει σκοπός της ζωής τους, κι η Ζηνοβία είχε βρει στο πρόσωπό τους ανθρώπους που ενστερνίζονταν το όραμά της.

Όταν ξύπνησε την επόμενη μέρα το πρωί ο Βόρυς πήγε στην

τραπεζαρία μαζί με τους υπόλοιπους για το πρωινό. Δίπλα στον Βόρυ καθόταν ο Λέανδρος που είχε πιάσει την κουβέντα με τον διπλανό του. Πάντα υπήρχε ένα θέμα να συζητούν στο ορφανοτροφείο. Ήταν μια μικρή κοινωνία και γρήγορα μαθαίνονταν τα νέα. Ο Βόρυς ήταν απορροφημένος στις σκέψεις του. Δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του τη γυναικεία φιγούρα που έβλεπε κάθε βράδυ στον ύπνο του. Είχε στοιχειώσει τη σκέψη του και δεν τον άφηνε να ηρεμήσει. Οι σκέψεις του διαταράχτηκαν όταν ένα κομμάτι φρεσκοψημένο ψωμί προσγειώθηκε με φόρα στο πρόσωπό του. Ο Βόρυς σήκωσε το κεφάλι του να δει από πού είχε έρθει. Ένα ψηλό αγόρι σηκώθηκε όρθιο και δείχνοντάς τον, γελούσε.

«Ακόμα δεν ξύπνησες;» φώναζε χασκογελώντας και κάνοντας νόημα και στους υπόλοιπους της παρέας του να γελάσουν. «Τι το πέρασες εδώ, το δωμάτιό σου;»

«Ο ανόητος ο Κορνήλιος» σκέφτηκε κάνοντας έναν μορφασμό αποδοκιμασίας, κοιτάζοντας λοξά τον σγουρομάλλη συμμαθητή του που γελούσε προκλητικά, όρθιος απέναντί του. Δεν απάντησε στην επίθεση που δέχτηκε. Δεν είχε το σθένος ψυχής να το κάνει. Ήταν άυπνος και ταλαιπωρημένος από τους νυχτερινούς επισκέπτες και δεν είχε όρεξη να ασχοληθεί μαζί του.

Ο Βόρυς ήταν ένα ήσυχο παιδί. Ήταν λίγο παχουλός γιατί του άρεσε το καλό φαί του ορφανοτροφείου. Ήταν καστανός με ωραία έντονα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο, με τα μάτια του να ξεχωρίζουν όχι τόσο για το βαθύ καστανό τους χρώμα όσο για την ένταση του βλέμματος και τη διεισδυτικότητα τους. Είχε την αετίσια ματιά των Αετομάτηδων, μια ειρηνική φυλή που πριν τον μεγάλο πόλεμο έμεναν μέσα σε ξύλινα σπίτια, κρυμμένοι μέσα στα βουνά. Ήταν προικισμένοι από τη φύση με την αετίσια ματιά για να επιβιώνουν μέσα στα πυκνά δάση που κατοικούσαν. Λίγοι άνθρωποι είχαν

Page 30: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

30 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

καταφέρει να συναντήσουν έναν Αετομάτη και ακόμα λιγότεροι είχαν αξιωθεί να βρουν το δρόμο για τον οικισμό τους.

Μετά τον μεγάλο πόλεμο είχαν ακουστεί φήμες ότι οι στρατιώτες του εχθρού τους είχαν εντοπίσει και είχαν καταστρέψει τα πάντα στο διάβα τους. Ακούστηκε ότι όσοι είχαν καταφέρει να σωθούν διασκορπίστηκαν στις τέσσερις άκρες του ορίζοντα κουβαλώντας μαζί τους τα ιδανικά και τις αξίες του λαού τους, αιώνιοι φύλακες της γνώσης για τον κόσμο και τη ζωή, που είχαν αποκτήσει μελετώντας επί γενιές τη φύση και την ανθρώπινη υπόσταση. Μυστικά που πολλοί επιδέξιοι είχαν επιχειρήσει ν’ ανακαλύψουν. Κανείς όμως δεν είχε μπορέσει ποτέ να διεισδύσει μέσα στο δάσος τους, κι αν ήταν αλήθεια ότι με τον μεγάλο πόλεμο τους είχαν εξολοθρεύσει όλους, τότε τα μυστικά τους είχαν χαθεί μια για πάντα.

Ο Βόρυς, όπως και τόσα άλλα ορφανά, κατέληξε στην πόρτα του ορφανοτροφείου. Όταν μαθεύτηκε βέβαια ότι ένα από τα καινούργια ορφανά ήταν ένας μικρός Αετομάτης, όλοι έτρεξαν να τον δουν κυριευμένοι από περιέργεια. Ο μικρός Βόρυς ήταν παιχνιδιάρης και στριφογύριζε γύρω από τους παρευρισκόμενους απολαμβάνοντας την προσοχή που του έδειχναν και παρατηρώντας τον θαυμασμό και τον εντυπωσιασμό στα μάτια τους.

Από τότε που ήταν μικρούλης ο Βόρυς θυμόταν ότι κοιτάζοντας τα μάτια όποιου είχε μπροστά του ήταν σαν να του άνοιγαν οι πύλες της ψυχής του και μπορούσε να ακούσει τις σκέψεις του και να μάθει τα πιο καλά κρυμμένα μυστικά του. Σκέψεις και εικόνες που ούτε ο ίδιος δε γνώριζε ότι είχε, όλα αυτά μπορούσε να τα διακρίνει πολύ εύκολα. Όσο περνούσαν τα χρόνια, το χάρισμά του αυξανόταν κι όλο και περισσότερες πύλες ψυχών άνοιγαν μπροστά στα μάτια του. Μόνο κοιτάζοντας κάποιον ήταν ικανός να μάθει πράγματα γι’ αυτό το άτομο που ούτε ο ίδιος δε γνώριζε. Σε κανέναν ποτέ δεν το είχε αποκαλύψει. Φοβόταν ότι θα τον έβαζαν στο περιθώριο. Θα τρόμαζαν αν μάθαιναν τη δύναμή του. Είχαν περάσει δώδεκα χρόνια από εκείνη τη μέρα, που ο μικρός Βόρυς είχε διαβεί την πόρτα του ορφανοτροφείου. Οι συνήθειες του και η ζωή είχαν αλλάξει οριστικά και είχε ξεχάσει εντελώς πως ήταν η ζωή στο χωριό των Αετομάτηδων. Του είχε μείνει η γλυκιά ανάμνηση ενός ονείρου.

Όλα αυτά τα χρόνια που ακολούθησαν τον μεγάλο πόλεμο, όλος ο κόσμος προσπαθούσε να επουλώσει τις πληγές που είχε αφήσει αυτή η καταστροφή. Για τα παιδιά όμως αυτή η διαδικασία ήταν η πιο δύσκολη και επίπονη απ’ όλους. Δεν ήταν ότι είχαν χάσει το βιος τους, τα ζώα τους , τις δουλειές τους ή την αρμονία και την ανεμελιά της ειρηνικής ζωής. Αυτά τα

Page 31: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 31 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

παιδιά είχαν χάσει τους γονείς τους, την οικογένειά τους. Είχαν χάσει την ίδια τους τη ζωή και έπρεπε να την ξαναστήσουν από την αρχή μόνα τους, γλείφοντας τις πληγές τους όπως τα πληγωμένα ζώα για να μπορέσουν να ορθοποδήσουν και να επιβιώσουν.

Μετά το τέλος του πρωινού όλοι οι μαθητές κατευθύνονταν προς το κεντρικό κτίριο όπου βρίσκονταν τα αμφιθέατρα. Ήταν η ώρα που υπήρχε απίστευτος συνωστισμός στους διαδρόμους και στην αυλή που βρισκόταν ανάμεσα στα κτίρια. Παιδιά όλων των ηλικιών με γεμάτα τα στομάχια και διάθεση για γέλιο και παιχνίδι, έπαιρναν το δρόμο για τα αμφιθέατρα. Ήταν η ώρα να γεμίσουν τώρα και το μυαλό τους με χρήσιμα πράγματα για τη ζωή έξω από τις ερμητικά κλεισμένες πύλες του ορφανοτροφείου. Στο δρόμο για το δικό τους μάθημα, ο Βόρυς με τον Λέανδρο άκουσαν δυνατές φωνές.

«Για να δούμε πως σπαρταράς σαν το ψάρι έξω από το νερό!». Η φωνή τους ήταν γνώριμη.

«Ο Κορνήλιος» είπαν και οι δύο με μια φωνή. «Μια μέρα δεν περνάει που να μη δημιουργήσει πρόβλημα σε κάποιον»

είπε ο Βόρυς που σχεδόν έτρεχε για να προλάβει το φίλο του, ο οποίος μόλις αντιλήφθηκε τον στόχο τους άνοιξε το βήμα του για να φτάσει γρήγορα κοντά τους.

«Μην την αγγίζετε» φώναξε ο Λέανδρος, «πάρτε τα βρωμόχερά σας από πάνω της». Τα μάτια του πετούσαν σπίθες και το κάτω χείλος του έτρεμε.

Ο Κορνήλιος με την παρέα του είχαν περικυκλώσει μια κοπέλα και αυτός την κρατούσε σφιχτά από το χέρι. Αυτή προσπαθούσε μάταια να ελευθερωθεί. Το νεαρό αγόρι ήταν αρκετά δυνατό παρά το χαμηλό του ανάστημα και δεν της άφηνε πολλά περιθώρια ούτε καν να κουνηθεί. Ένας από την παρέα, ο Κλείτος, ένα παχουλό αγόρι με στρογγυλά μάτια σαν κουμπότρυπες που ακολουθούσε τον Κορνήλιο κατά πόδας, κρατούσε έναν κουβά με νερό από τη λίμνη του ορφανοτροφείου.

«Να κοιτάς τη δουλειά σου» του απάντησε ο Κορνήλιος. Δεν είχε αφήσει ακόμα το χέρι της, ενώ το κορίτσι φαινόταν από το πονεμένο βλέμμα της ότι ασφυκτιούσε από την υπερβολική δύναμη που ασκούσε ο μεγαλόσωμος συμμαθητής της.

Ο Λέανδρος τον κάρφωσε με τα μάτια του και η όψη του αγρίεψε. Ένιωσε το αίμα του να βράζει στις φλέβες του και οι παλμοί της καρδιάς του έτρεχαν σαν χίλια άλογα. Ξαφνικά, δεν ένιωθε τίποτα γύρω του. Ήταν σαν να εξαφανίστηκαν όλοι από μπροστά του και να βρισκόταν μέσα σε μια μαύρη

Page 32: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

32 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αίθουσα μόνο με τον Κορνήλιο και την κοπέλα. Δεν τον ενδιέφερε τίποτα άλλο εκείνη τη στιγμή, ούτε μπορούσε να σκεφτεί κάτι.

«Δε σου δίνω άλλη ευκαιρία, άφησε τη Διώνη ελεύθερη» είπε με δυνατή, καθαρή φωνή.

«Μη μου πεις ότι ποτέ δεν είχες την περιέργεια να μάθεις πως μεταμορφώνεται μια κοπέλα σε γοργόνα; Εγώ καιρό τώρα το γυροφέρνω στο μυαλό μου και σήμερα είπαμε με τα παιδιά να το ανακαλύψουμε από μόνοι μας». Το μυαλό του Λέανδρου θόλωσε, τα λόγια του ακούγονταν παραμορφωμένα στα αυτιά του και το ειρωνικό χαμόγελο του Κορνήλιου ήταν το κόκκινο πανί που τον έκανε να ξεσπάσει.

Χωρίς να καταλάβει κανείς τι είχε συμβεί, ο Λέανδρος όρμησε με όλη του τη δύναμη πάνω στον Κορνήλιο και τον πέταξε πάνω στον τοίχο. Αυτός έβγαλε μία κραυγή πόνου και σωριάστηκε κάτω. Ο Λέανδρος έτρεξε να σηκώσει τη Διώνη που από το τράνταγμα της πτώσης του Κορνήλιου, έπεσε κι αυτή κάτω.

«Είσαι καλά;» τη ρώτησε ο νεαρός ξανθομάλλης σηκώνοντάς την πάνω.

«Ναι, καλά είμαι, δεν χτύπησα» είπε, και πριν προλάβει να τελειώσει την πρότασή της άκουσε έναν δυνατό κρότο και είδε τον Λέανδρο να πέφτει καταπάνω της. Από πίσω του ακριβώς στεκόταν ο Κορνήλιος όρθιος, με το βλέμμα του θριαμβευτή αποτυπωμένο στη σαρκαστική ματιά του και το ειρωνικό του χαμόγελο, κρατώντας ένα χοντρό δερματόδετο βιβλίο στο χέρι του που μόλις το είχε κοπανήσει στο κεφάλι του νεαρού αγοριού.

«Αυτό θα σου μάθει να μη χώνεις τη μύτη σου στις υποθέσεις των άλλων» είπε και γύρισε γελώντας προς τους φίλους του.

Ο Βόρυς έτρεξε να συνεφέρει το φίλο του. Ο Λέανδρος όμως δεν έμεινε για πολύ ώρα αναίσθητος. Πριν προλάβει ο Κορνήλιος να στρίψει στο διάδρομο σηκώθηκε πάνω και του όρμησε από πίσω. Αυτός με μια κραυγή από τον αιφνιδιασμό του Λέανδρου, έπεσε κάτω και το σώμα του κουβαριάστηκε στο πάτωμα με του γεροδεμένου Λέανδρου. Η σκηνή που εκτυλίχτηκε προσέλκυσε το ενδιαφέρον όλων των παιδιών που βρίσκονταν τριγύρω, και όχι μόνο. Ζητωκραύγαζαν πάνω από τα κεφάλια και δήλωναν την προτίμησή τους για το ποιος ήθελαν να νικήσει την αναμέτρηση. Η φασαρία που έκαναν με τις δυνατές φωνές τους κάλυπτε τις κραυγές που έβγαζαν τα δύο αγόρια πάνω στην έξαψη της αναμέτρησης. Δε γίνονταν συχνά φασαρίες στο χώρο του ορφανοτροφείου κι έτσι τώρα ήταν μεγάλη είδηση ο καυγάς και σε δευτερόλεπτα διαδόθηκε στο μεγαλύτερο μέρος του ορφανοτροφείου.

Page 33: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 33 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο Λέανδρος και ο Κορνήλιος ήταν τα πιο δυνατά παιδιά και σίγουρα μία αναμέτρηση μεταξύ τους θα είχε πολύ ενδιαφέρον. Ο καυγάς καλά κρατούσε. Τα δύο αγόρια αντάλλασαν διαδοχικά χτυπήματα. Άλλα πιο έντονα και άλλα πιο ήπια. Τα ρούχα τους είχαν γεμίσει αίμα από τις μύτες τους που είχαν ματώσει και από τις πληγές που είχαν ανοίξει ο ένας στο πρόσωπο του άλλου. Ο Κορνήλιος κατάφερε να του επιβληθεί και σκαρφάλωσε πάνω στο σώμα του καθηλώνοντας τον εκεί, έρμαιο στα αδυσώπητα χτυπήματά του. Ο Λέανδρος όμως, δεν είχε πει την τελευταία του κουβέντα. Συσσώρευσε όλα τα αποθέματα δύναμης που του είχαν απομείνει, τράνταξε με ορμή τα γόνατά του και μ’ έναν σφοδρό σπασμό εκσφενδόνισε τον Κορνήλιο λίγα μέτρα πιο πέρα πάνω σε μια παρέα παιδιών που ήθελαν να παρακολουθήσουν τον καυγά από μια απόσταση. Δεν ήταν τυχεροί όμως, καθώς ο Κορνήλιος έπεσε πάνω τους και τους παρέσυρε όλους σαν ντόμινο κατακεραυνώνοντάς τους μιας και δεν τον περίμεναν. Στις κραυγές επιδοκιμασίας προστέθηκαν και οι κραυγές πόνου των παιδιών που χτυπήθηκαν κατά λάθος. Δεν σταμάτησε όμως το μένος των δύο παιδιών. Όρθιοι τώρα, όρμησαν ο ένας πάνω στον άλλο, συγκρούοντας τα εύρωστα κορμιά τους.

Οι φωνές των παιδιών κι οι έντονες επευφημίες γρήγορα έγιναν αντιληπτές από την επιστάτρια του ορφανοτροφείου την Αλέκτρα που περνούσε από εκείνο το μέρος. Κατάλαβε ότι επρόκειτο για καυγά κι έσπευσε να εξομαλύνει την κατάσταση. Εκνευρισμένη άνοιγε τον δρόμο για να περάσει ανάμεσα από τα παιδιά. Ήταν πάντα αυστηρή όταν επρόκειτο για καυγάδες. Η ειρηνική συνύπαρξη των παιδιών ήταν κάτι που επεδίωκε με ιδιαίτερο ζήλο. Άνοιξε δρόμο σπρώχνοντας τα παιδιά που παρακολουθούσαν και χωρίς να χάσει χρόνο άρπαξε το χέρι του Λέανδρου και το χέρι του Κορνήλιου, προσπαθώντας να τους χωρίσει.

«Μα, τι νομίζετε ότι κάνετε;». Η εικόνα των δύο παιδιών ήταν κωμικοτραγική. Στέκονταν μπροστά στην Αλέκτρα και μπροστά στο μισό σχεδόν ορφανοτροφείο με σκισμένα και ματωμένα ρούχα, τα μαλλιά τους ήταν ανάκατα και το πρόσωπό τους βρώμικο και γεμάτο πληγές και μελανιές. Με το ζόρι στέκονταν όρθιοι μιας και ήταν εξαντλημένοι και λαχανιασμένοι.

«Είστε ντροπή για το ορφανοτροφείο και για όσα σας μαθαίνουν. Ωραίο παράδειγμα δίνετε στους μικρότερους». Η επιστάτρια ήταν φανερά εκνευρισμένη. Η ένταση της φωνής της ήταν τόσο δυνατή που έφτασε μέχρι τα γραφεία των καθηγητών. «Μπορώ να μάθω ποιος ήταν ο λόγος αυτής της παρωδίας;» ρώτησε, έχοντας καρφωμένη τη ματιά της στον Λέανδρο.

Page 34: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

34 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Οι ματιές τους συναντήθηκαν, όμως ο νεαρός χαμήλωσε το βλέμμα του χωρίς να απαντήσει.

«Ο Λέανδρος επιτέθηκε στον Κορνήλιο». Η φωνή που ακούστηκε ήταν του Κλείτου, που φουσκωμένος από έπαρση προχώρησε μπροστά.

Η Αλέκτρα κοίταξε τον Λέανδρο που ακόμα δεν είχε σηκώσει το κεφάλι του, απόδειξη της ενοχής του.

«Είναι αλήθεια, Λέανδρε;». Η επιστάτρια τον κοιτούσε με επιμονή, περιμένοντας να ακούσει ότι δεν είχε ξεκινήσει εκείνος τον καυγά. Μέσα της όμως ήξερε καλά ότι κάτι τέτοιο δεν ίσχυε. Γνωρίζοντας τον παρορμητικό χαρακτήρα του Λέανδρου δεν ήταν δύσκολο να πιστέψει τα λόγια του Κλείτου αν και θα ήθελε πολύ να είναι ψέματα.

Ο Λέανδρος απλά στεκόταν με το κεφάλι χαμηλωμένο, ώσπου έσπασε τη σιωπή του.

«Είναι αλήθεια ότι εγώ του επιτέθηκα, όμως με προκάλεσε» είπε, χωρίς να σηκώνει ούτε στιγμή το κεφάλι του.

«Δε με ενδιαφέρει τι σου είπε και σε προκάλεσε, Λέανδρε. Αλίμονο αν πλακωνόμαστε στο ξύλο με όποιον δεν μας φέρεται όπως θέλουμε». Η επιστάτρια κόντευε να χάσει τη δική της αυτοσυγκράτηση και αυτοέλεγχο. Παρέμεινε σκεπτική για λίγα δευτερόλεπτα. Τα δύο αγόρια δεν έλεγαν τίποτα, με σκυμμένο το κεφάλι περίμεναν να ακούσουν την τιμωρία τους. Τα παιδιά τριγύρω είχαν αρχίσει να διαλύονται. Δεν θα ήθελαν να βρεθούν αντιμέτωποι με την οργή της επιστάτριας αν παρατηρούσε ότι σχεδόν όλοι είχαν αργήσει στο μάθημά τους. Το θέαμα ούτως ή άλλως είχε τελειώσει. Θα ήθελαν φυσικά να είχε διαρκέσει περισσότερο, όμως κι αυτό το λίγο ήταν αρκετό για να τους βγάλει από την καθημερινή ρουτίνα και να τους δώσει τροφή για τις συζητήσεις τους, τις επόμενες βδομάδες. Η φωνή της επιστάτριας δεν άργησε να ακουστεί.

«Για ένα μήνα Λέανδρε θα πηγαίνεις να βοηθάς τον Κύρο στον στάβλο. Ελπίζω οι ώρες που θα περάσεις εκεί να σε κάνουν να σκεφτείς σοβαρά και να καταλάβεις επιτέλους ότι δε μπορείς να λύνεις τις διαφορές σου συνέχεια με το ξύλο».

Ο Λέανδρος δεν τόλμησε να διαμαρτυρηθεί. Τα παιδιά κίνησαν να φύγουν, όμως πριν προλάβουν να γυρίσουν την πλάτη τους, ακούστηκε πάλι η φωνή της Αλέκτρας.

«Δεν τελείωσα» είπε με αποφασιστική φωνή. «Η ίδια τιμωρία ισχύει και για εσένα Κορνήλιε. Εδώ και καιρό ακούω συνέχεια παράπονα από μαθητές και καθηγητές για την απροσάρμοστη συμπεριφορά σου. Την επόμενη

Page 35: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 35 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

φορά που θα θελήσεις να κάνεις κάτι κόντρα στους κανόνες του ορφανοτροφείου, θέλω να θυμηθείς πως γνωρίζω τα πάντα μέσα στο ορφανοτροφείο. Ξέρω τι κάνει ο καθένας σας ανά πάσα στιγμή. Δεν έχεις άλλη ευκαιρία. Και τέλος, στο στάβλο μαζί σας θα έρχονται και τα υπόλοιπα παιδιά από το θάλαμό σας. Μπορεί αν έχετε στο μυαλό σας ότι οι επιπτώσεις των πράξεων σας επηρεάζουν άμεσα και τους άλλους, να πάψετε να ακολουθείτε μόνο το ένστικτό σας και να πορευτείτε επιτέλους με τα όσα σας υπαγορεύει η λογική». Η Αλέκτρα πήρε μια βαθιά ανάσα. Οι τιμωρίες ήταν μέρος της καθημερινότητάς της κι ενώ στην αρχή της ερχόταν πολύ δύσκολο να τιμωρεί τα παιδιά, με την πάροδο του χρόνου είχε πειστεί ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος, κι επιπλέον ευχαριστιόταν να δείχνει με αυτόν τον τρόπο την εξουσία της μέσα στο ορφανοτροφείο.

«Πηγαίνετε να αλλάξετε και να πλυθείτε και το λιγότερο σε ένα τέταρτο θέλω να σας δω στο μάθημα σας. Μπορείτε να πηγαίνετε».

Δε χρειάστηκε να τους πει τίποτα άλλο. Αφού έριξαν ένα βλέμμα μίσους ο ένας στον άλλο, γύρισαν την πλάτη τους και κατευθύνθηκαν προς το θάλαμό τους. Η Αλέκτρα τους έριξε μια τελευταία ματιά. Η απογοήτευσή της ήταν έκδηλη. Το βλέμμα της ανήσυχο και ανασφάλεια φώλιασε στην ψυχή της.

«Έχουμε χρόνο μπροστά μας» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της και επέστρεψε στη δουλειά της.

Ο Βόρυς βρισκόταν μπροστά από το αμφιθέατρο όπου είχαν μάθημα

ιστορίας, όταν η Διώνη εμφανίστηκε μπροστά του. Ήταν χαμογελαστή και τίποτα στο πρόσωπό της δε μαρτυρούσε τη δύσκολη κατάσταση που είχε περάσει πριν από λίγο. Από πίσω της την ακολουθούσαν τρεις φίλες της που χασκογελούσαν ενώ περνούσαν ανάμεσα από τα άλλα παιδιά σχολιάζοντάς τους. Η νεαρή γοργόνα τις άφησε για λίγο και τον πλησίασε.

«Ο Λέανδρος ακόμα δεν ετοιμάστηκε;» ρώτησε με έκδηλο το ενδιαφέρον της. «Στεναχωρήθηκα που εξαιτίας μου τιμωρήθηκε. Ήταν τόσο άδικο. Δεν έφταιγε σε τίποτα. Αυτός απλά με υπερασπίστηκε. Μα γιατί δεν το είπε στην Αλέκτρα;»

«Μην ανησυχείς, Διώνη. Ο Λέανδρος ήξερε πολύ καλά τι έκανε. Δε νομίζω να τον πείραξε πάρα πολύ η τιμωρία που πήρε», ο Βόρυς ήθελε να την καθησυχάσει. «Να, έρχεται κι ο ίδιος για να σου το πει».

Page 36: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

36 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Το πρόσωπο του Λέανδρου έλαμψε από μακριά όταν είδε το πρόσωπο της μικρής γοργόνας να τον περιμένει. Η τιμωρία δεν τον ένοιαξε καθόλου. Γι’ αυτόν άξιζε τον κόπο να τιμωρηθεί χίλιες φορές αν ήταν για χάρη της. Τον γοήτευε η ομορφιά της, η χάρη και η αγνότητά της. Ένιωθε πως ήταν πολύ ιδιαίτερο πλάσμα και έβρισκε συνέχεια αφορμές για να βρίσκεται κοντά της.

«Λέανδρε, ήθελα να σε ευχαριστήσω» είπε και τα κόκκινα μάγουλά της φανέρωσαν την ντροπή της. «Έχουν την εντύπωση ότι αν ρίξουν νερό στα πόδια μου θα εμφανιστεί η ουρά μου. Πόσο ανόητοι είναι!» συνέχισε χαμογελώντας.

«Πάνε γυρεύοντας συνέχεια» πρόσθεσε ο Λέανδρος. «Θα το φάνε μια μέρα το κεφάλι τους». Το βλέμμα του ήταν απλανές και το ένα του μάτι μισόκλειστο από μια αδέσποτη μπουνιά που είχε δεχτεί και δεν κατάφερε να αποκρούσει. Η Διώνη του χαμογέλασε κι αμέσως άλλαξε το θέμα για να απαλύνει την κατάσταση.

«Μόλις έβαλα το καινούργιο μου φόρεμα. Η Αλέκτρα έδωσε ύφασμα σε όλες τις κοπέλες στον κοιτώνα μας για τις άριστες επιδόσεις μας στα μαθήματα. Πώς σας φαίνεται;» είπε και έκανε μια σβούρα μπροστά τους, επιδεικνύοντας με χάρη το καινούργιο της απόκτημα. Τα δύο αγόρια γέλασαν και αντάλλαξαν βλέμματα αμηχανίας. Τι περίμενε δηλαδή, να έχουν άποψη για την κοπτοραπτική; Ο Λέανδρος χαιρόταν ν’ ακούει τη Διώνη να μιλάει, όσο χαιρόταν και να τη βλέπει, έτσι απλώς συμμερίστηκε τη χαρά της. Το φόρεμα όμως του φαινόταν το ίδιο που φορούσαν και τα υπόλοιπα κορίτσια. Ήταν όλο σκούρο μπλε, πέρα από τα λευκά φουντωτά μανίκια με τις ζάρες και το χρυσό τελείωμα και το λευκό κομμάτι στην περιοχή κάτω από το λαιμό μέχρι και το στήθος. Ένα λευκό επίσης υφασμάτινο λουλούδι στόλιζε τη δεξιά κάτω μεριά του φορέματος κι έδινε χάρη και τσαχπινιά στο φόρεμα.

«Έκανες πολύ καλή δουλειά», της είπε ο Λέανδρος. Ο Βόρυς τον σκούντησε ελαφρά και διακριτικά. Μέχρι που θα έφτανε αυτό το αγόρι για να δείξει ότι ενδιαφέρεται για τη γοργόνα; Ο Λέανδρος ανταπέδωσε το σκούντημα, με λίγο περισσότερη δύναμη όμως, εκτοπίζοντάς τον με τακτ λίγο πιο μακριά για να μείνει μόνος με τη Διώνη. «Σου πάει το χρώμα» συμπλήρωσε, εκλαμβάνοντας σαν θετικό σημάδι το γεγονός ότι τα μάγουλα της κοπέλας ξαφνικά έγιναν πιο κόκκινα κι από τα παντζάρια που τους ετοίμαζε με μεράκι η μαγείρισσα η Μερόπη. Η επικριτική ματιά του Βόρυ τον επανέφερε στην πραγματικότητα. «Θα τα πούμε άλλη φορά Διώνη. Έχουμε μάθημα με τον καθηγητή Σωφρόνη κι ήδη έχουμε αργήσει». Παρατήρησε κι ο ίδιος ότι τα υπόλοιπα παιδιά είχαν εξαφανιστεί ως δια μαγείας από το

Page 37: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 37 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

διάδρομο κι ότι οι μόνοι που είχαν απομείνει ήταν οι αυτοί οι τρεις κι οι φίλες της Διώνης που λίγο πιο πέρα χασκογελούσαν και τέντωναν τ’ αφτιά τους για ν’ ακούσουν τι έλεγαν τα δύο παιδιά.

«Ναι, κι εγώ με τα κορίτσια έχουμε μάθημα σε λίγο και πρέπει να βιαστούμε. Θα τα ξαναπούμε λοιπόν» είπε κοιτώντας τον Λέανδρο. Οι φίλες της, την είχαν πλησιάσει και σχεδόν την τραβούσαν από το χέρι.

«Πάμε Διώνη, αν βιαστούμε θα πιάσουμε καλή θέση» της είπε μια κοκκινομάλλα φίλη της ρίχνοντας κλεφτές ματιές προς τον Λέανδρο.

Το νεαρό αγόρι ήταν από τα πιο γοητευτικά παιδιά στο ορφανοτροφείο και πολλά κορίτσια πάσχιζαν να βρεθούν κοντά για να τους ρίξει έστω και μία ματιά. Ήθελαν να ανήκουν στον κόσμο του, έστω κι αν κρατούσε όσο μία φευγαλέα ματιά από μέρους του. Έτσι και οι φίλες της Διώνης πλησίαζαν όλο και πιο κοντά προς το μέρος του για να εξασφαλίσουν ένα βλέμμα που θα γινόταν αντικείμενο συζήτησης στα κοριτσίστικα πηγαδάκια.

Όταν τα κορίτσια απομακρύνθηκαν, τον πλησίασε και πάλι ο Βόρυς, γι’ άλλη μια φορά χαμογελαστός. Ο Λέανδρος δεν του έδωσε την ευκαιρία να τον κοροϊδέψει.

«Ξέρω τι θα πεις, γι’ αυτό άσ’ το γι’ άλλη φορά». Ο Βόρυς δεν μπορούσε να κρατήσει τα γέλια του και δέχτηκε ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη. «Κορίτσια…., κατάλαβες εσύ κάποια διαφορά στο φόρεμα;» αυτό ήταν το τελειωτικό χτύπημα για τον Βόρυ που μόνο που δεν κυλίστηκε κάτω γελώντας. Ο Λέανδρος συνειδητοποίησε κι ο ίδιος πόσο αστείος φαινόταν κι ακουγόταν και τα ηχηρά του γέλια συνόδεψαν του φίλου του, τουλάχιστον μέχρι να μπουν στο φωτισμένο αμφιθέατρο.

Όταν τα δύο παιδιά μπήκαν στην αίθουσα, ο καθηγητής Σωφρόνης ετοιμαζόταν ήδη για να διδάξει ιστορία. Ήταν ένα από τα χειρότερα και πιο βαρετά μαθήματα για τους μαθητές και δεν έχαναν την ευκαιρία να το δείχνουν έμπρακτα στους καθηγητές τους.

Την προηγούμενη φορά ο Ευμένης, ένας μικρός δεκάχρονος από την τρίτη πτέρυγα, που ήταν μεγάλο ζιζάνιο και πειραχτήρι, κατάφερε να τρυπώσει με πολύ προσοχή στο αναγνωστήριο και ν’ αντικαταστήσει τα χοντρά κοκκάλινα γυαλιά του Σωφρόνη με άλλα που ναι μεν απ’ έξω ήταν ίδια, ο φακός τους όμως ήταν διαφορετικός. Έτσι, ενώ ο καθηγητής δεν μπορούσε να δει κοντά και τα φορούσε μόνο όταν ήθελε να διαβάσει βιβλία, τώρα δε θα μπορούσε να δει καθόλου. Επιπλέον, τα είχε πασπαλίσει με αλοιφή φαγούρας που είχε μάθει να παρασκευάζει στη βιβλιοθήκη.

Page 38: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

38 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Όταν είχε μπει στην αίθουσα, όσοι γνώριζαν τι είχε συμβεί, δηλαδή σχεδόν όλοι, με το ζόρι κρατιόντουσαν και δεν ξεκαρδίζονταν στα γέλια. Οι υπόλοιποι κάτι υποπτεύονταν, αλλά δε μπορούσαν να είναι και σίγουροι κι έτσι απλά περίμεναν να δουν τι θα συμβεί.

Ο Σωφρόνης εκείνη τη μέρα ήθελε να τους μιλήσει για το γενεαλογικό δέντρο των βασιλιάδων, ένα μάθημα δηλαδή με ημερομηνίες και άπειρα ονόματα. Τα παιδιά είχαν πετύχει την καταλληλότερη μέρα για να χάσουν μάθημα.

Ο καθηγητής τους ακόμα μιλούσε. Ανέλυε το μακρύ γενεαλογικό δέντρο της βασιλικής οικογένειας και τα παιδιά είχαν αρχίσει ήδη να πλήττουν. Ημερομηνίες, περίεργα και ιδιαίτερα μακροσκελή ονόματα, γάμοι συμφερόντων, αναλύσεις στρατηγικών κι άλλες πληροφορίες με λεπτομέρειες και στόμφο στην αφήγηση! Απλά δεν άντεχαν άλλο. Ήταν αβάσταχτο το βασανιστήριο, κι η διαφυγή τους, το τέλος του μαθήματος, έμοιαζε σαν μακρινή όαση, που όσο την ονειρεύονταν τόσο απομακρυνόταν από κοντά τους.

«Αφού, λοιπόν, σας παρουσίασα προφορικά την ιστορία της βασιλικής οικογένειας» ο καθηγητής ξερόβηξε, «τώρα θα σας διαβάσω υπομνήματα για την περίοδο της βασιλείας του καθένα».

Ένα συγχρονισμένο βογκητό διατάραξε την ηρεμία της αίθουσας. Ακόμα τίποτα δεν είχε τελειώσει. Ο Σωφρόνης δεν πτοήθηκε από την αντίδρασή τους. Ήταν συνηθισμένος σε τέτοιου είδους αντιδράσεις για το μάθημα της ιστορίας. Δεν καταλάβαινε πώς τα παιδιά δεν αρέσκονταν να μαθαίνουν την μακρόχρονη ιστορία του βασιλείου. Ο ίδιος από μικρός ακόμη αναζητούσε τη συντροφιά των βιβλίων και τη γλυκιά ηδονή που ένιωθε κάθε φορά που γυρνούσε ένα φύλλο περιμένοντας με αγωνία να δει σε ποια μονοπάτια γνώσης θα τον οδηγούσαν οι νέες σελίδες. Δε φανταζόταν ότι θα υπήρχε άλλη διασκέδαση από τη αδιάκοπη μελέτη. Ψαχούλεψε τις τσέπες του ψάχνοντας τα γυαλιά του, όμως δεν τα βρήκε. Χαμογέλασε αμήχανα και πήγε να ψάξει στον δερμάτινο χαρτοφύλακά του. Ένα επιφώνημα ανακούφισης ακούστηκε να βγαίνει από αυτόν, που προσπάθησε να το καλύψει ξεροβήχοντας. Με γοργά βήματα επέστρεψε στη θέση του, μπροστά ακριβώς από τα πρώτα έδρανα με το χοντρό σκονισμένο βιβλίο στο χέρι, έτοιμος να διαβάσει αποσπάσματά του στα παιδιά.

Κάτι διαφορετικό όμως υπήρχε στον αέρα από πριν. Οσμίστηκε στον αέρα μια αδημονία και κάποια σπασμένα άκρα χειλιών, έτοιμα να αποκαλύψουν τα λευκά δόντια που κρύβονταν πίσω τους. Επιπλέον, μέχρι

Page 39: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 39 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πριν από λίγο η πλειοψηφία των παιδιών είχε γείρει το κεφάλι τους πάνω στο γραφείο και παρακολουθούσαν με περισσή βαρεμάρα την παράδοση, ενώ τώρα ένας ένας σήκωνε το κεφάλι του και μία λάμψη προσμονής και ανυπομονησίας διαφαινόταν στα μάτια τους.

Ο καθηγητής εξέλαβε το ξαφνικό ενδιαφέρον των μαθητών του για τους βασιλείς σαν σημάδι μεγίστου ενδιαφέροντος απ’ αυτούς, κάτι που τον γέμισε ικανοποίηση. Τα χρόνια που πέρασε σκυμμένος στα χοντρά δερματόδετα βιβλία τον είχαν απομονώσει κάπως από τους υπόλοιπους ανθρώπους καθιστώντας τον ανίκανο να διαβάσει πέρα από τα μάτια τους. Με αρκετή δεξιότητα έβαλε τα γυαλιά του και άνοιξε το βιβλίο. Αμέσως κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Δεν μπορούσε να δει καθόλου τα γράμματα και όσο κοντά κι αν έφερνε το βιβλίο, πάλι δεν άλλαζε τίποτα. Ήταν όλα θολά, σαν να μην είχε φορέσει καθόλου τα γυαλιά του κι επιχειρούσε με γυμνούς οφθαλμούς να διαβάσει. Κάτι αδύνατο φυσικά, καθώς ένα ακόμη κουσούρι που του είχε αφήσει η χρόνια ενασχόλησή του με τα βιβλία, ήταν κι η μείωση της όρασης του.

Τα πρώτα χασκόγελα είχαν ήδη ξεκινήσει, ενώ ο Σωφρόνης προσπαθούσε ακόμα να εντοπίσει το λάθος του. Έβαζε και έβγαζε συνεχόμενα τα γυαλιά του, όμως καμιά διαφορά δεν έβλεπε. Και σα να μην έφτανε αυτό, άρχισε μια φαγούρα στο κεφάλι του. Το τσούξιμο ήταν πολύ ήπιο στην αρχή και δεν έδωσε σημασία. Το απέδωσε στην αμηχανία της στιγμής. Όμως, αφού πέρασαν λίγα λεπτά το τσούξιμο έγινε πολύ έντονο, σχεδόν ανυπόφορο. Βάδιζε πάνω κάτω ξύνοντας ταυτόχρονα το κεφάλι του. Του ερχόταν να τραβήξει το δέρμα του από τη φαγούρα. Δεν ήξερε τι να κάνει, μια κατάσταση στην οποία απέφευγε να φέρνει τον εαυτό του γι’ αυτό και πάντα τηρούσε το πρόγραμμά του, για να αποφεύγει δυσάρεστες εκπλήξεις. Δεν καταλάβαινε τι είχε συμβεί τώρα κι είχε βγει εκτός ρουτίνας. Το σίγουρο ήταν ότι δεν είχε άλλη επιλογή από το να φύγει από την αίθουσα.

«Παιδιά» ξερόβηξε, «απ’ ό,τι φαίνεται δυστυχώς δε θα μάθετε σήμερα για τους βασιλείς μας» ξερόβηξε πάλι, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να μαζέψει τα πράγματά του και να ξύσει το κεφάλι του. «Μου προέκυψε κάτι και πρέπει ν’ αναχωρήσω από την αίθουσα. Εσείς μπορείτε να συνεχίσετε την ανάγνωση. Μην ξεχνάτε την εργασία σας για την επόμενη εβδομάδα για την παρουσίαση όποιας βασιλικής οικογένειας θέλετε. Μην ξεχάσετε λεπτομέρειες, όπως ημερομηνίες και ονόματα».

Αυτά πρόλαβε να πει και κουβαλώντας τα πράγματά του παραμάσχαλα, βγήκε σχεδόν τρέχοντας έξω. Τα παιδιά λύθηκαν στα γέλια και άρχισαν να

Page 40: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

40 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μαζεύουν τα πράγματά τους. Μια τέτοια ηλιόλουστη μέρα θα ήταν κρίμα να τη χάσουν κλεισμένοι μέσα στην αίθουσα, διαβάζοντας ιστορία.

Για κακή τους τύχη όμως, η Γλαφύρα, η νεράιδα καθηγήτρια, συνάντησε στο διάδρομο τον Σωφρόνη. Τον βρήκε σε αλλοπρόσαλλη κατάσταση και της έκανε εντύπωση που δεν τη χαιρέτησε εγκαρδίως όπως όριζαν οι τύποι, τους οποίους ακολουθούσε πιστά ο Σωφρόνης, και απλά της πέταξε ένα γεια ξύνοντας το κεφάλι του.

«Μια στιγμή Σωφρόνη» του φώναξε σταματώντας τον, διακρίνοντας την αποδοκιμασία της πράξης της στο δυσαρεστημένο πρόσωπό του, «εσύ δεν έχεις μάθημα τέτοια ώρα;» τον ρώτησε γεμάτη απορία.

«Μου δημιουργήθηκε ένα πρόβλημα και πρέπει να πάω στην κάμαρά μου για να το επιλύσω» της είπε ξύνοντας το κεφάλι του.

Η Γλαφύρα πιο υποψιασμένη τον πλησίασε και κοίταξε το κεφάλι του στο σημείο που ξυνόταν. Έκπληκτη διαπίστωσε ότι είχε γεμίσει μικρά σπιθουράκια κόκκινα και ερεθισμένα από το πολύ ξύσιμο. Σχεδόν είχε ματώσει. Δε χρειάστηκε πολύ για να καταλάβει τι είχε συμβεί, η ίδια σε αντίθεση με τον Σωφρόνη ήταν υποψιασμένη για τα πάντα κι όσο κι αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί, πίστευε στη ζαβολιά και την αταξία που έκρυβαν μέσα στην ψυχή τους οι έφηβοι και που εκδήλωναν σε κάθε ευκαιρία.

«Αγαπητέ Σωφρόνη» του είπε, «απ’ ό,τι φαίνεται έπεσες θύμα μιας κακοστημένης φάρσας και μιας κακοφτιαγμένης αλοιφής».

Ο Σωφρόνης σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε με βλέμμα γεμάτο απορία τη Γλαφύρα.

«Μα πως έγινε αυτό. Δεν καταλαβαίνω» προσπάθησε να δικαιολογηθεί. «Αν το καταλάβαινες δε θα γινόταν φάρσα, έτσι δεν είναι;» του είπε

χαμογελώντας η καθηγήτρια. «Μην ανησυχείς, θα τους βάλω εγώ στη θέση τους. Εν τω μεταξύ εσύ πήγαινε να ζητήσεις από την Αρέθα την αλοιφή για να σου περάσει η φαγούρα». Του έδωσε πίσω τα γυαλιά του και κατευθύνθηκε προς την αίθουσα.

«Σ’ ευχαριστώ Γλαφύρα» πρόλαβε να ψελλίσει ο Σωφρόνης που ακόμα δεν είχε αντιληφθεί τι είχε συμβεί, η νεράιδα όμως είχε ήδη στρίψει στο διάδρομο.

Τα παιδιά είχαν μαζέψει τα βιβλία τους και ετοιμάζονταν να διαβούν την πόρτα της εισόδου όταν η πόρτα άνοιξε και μπροστά τους εμφανίστηκε η Γλαφύρα. Η απογοήτευση ήταν έκδηλη στο πρόσωπό τους, μιας και ήξεραν καλά ότι δε θα τους άφηνε ελεύθερους τόσο εύκολα και το πιο πιθανό και καθόλου.

Page 41: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 41 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Καθίστε παρακαλώ στις θέσεις σας. Ο καθηγητής Σωφρόνης είναι αδιάθετος και θ’ αναλάβω εγώ το μάθημά του σήμερα».

Τα παιδιά δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να επιστρέψουν απρόθυμα στη θέση τους, σέρνοντας τα πόδια τους. Η νεράιδα άνοιξε το βιβλίο και συνέχισε την παράδοση του μαθήματος για τους βασιλείς. Δεν είχε μείνει πολύ ώρα μαθήματος και όταν ο λεπτοδείκτης στο ρολόι πάνω από τον μαυροπίνακα ακούμπησε το δώδεκα, τα παιδιά ξεχύθηκαν στο διάδρομο δίχως να δείχνουν το παραμικρό ενδιαφέρον για τους ένδοξους βασιλείς της Πόλης των Ρόδων.

Μία βδομάδα είχε περάσει απ’ αυτό το περιστατικό. Ο Σωφρόνης είχε βρει τα κανονικά του γυαλιά κι η αλοιφή της Γλαφύρας είχε εξαφανίσει κάθε στίγμα και σπιθουράκι. Ήταν πλέον πανέτοιμος ν’ αντιμετωπίσει τους ανήσυχους μαθητές του.

Όταν μπήκε στην τάξη, τα παιδιά τον περίμεναν φρόνιμα στα έδρανά τους. Οι εργασίες τους ήταν τακτικά τακτοποιημένες πάνω στην έδρα του καθηγητή. Δεν ακουγόταν το παραμικρό. Ψαχούλεψε στη δεξιά τσέπη του και αφού σιγουρεύτηκε ότι τα γυαλιά του ήταν εκεί που τα είχε αφήσει, προχώρησε με θάρρος στο κέντρο της αίθουσας. Τις τελευταίες δύο μέρες δεν τα είχε βγάλει καθόλου από εκεί μέσα ενώ ανά τακτά διαστήματα έλεγχε αν κάτι είχε συμβεί και είχαν αλλάξει θέση.

Ξερόβηξε, όπως έκανε πάντα πριν αρχίσει το μάθημα, και αφού άνοιξε το βιβλίο του παρουσίασε το μάθημα της ημέρας στους μαθητές του.

«Λοιπόν, παιδιά μου» ξερόβηξε πάλι, «σήμερα θα σας μιλήσω για ένα πολύ σημαντικό ζήτημα, τις πέντε σφραγίδες».

Τα παιδιά αντάλλαξαν ματιές απορίας. Ούτε που είχαν ακούσει γι’ αυτές ξανά. Ο Ευμένης στράφηκε στον κολλητό του, τον Κορνήλιο.

«Ποιος ξέρει τι βλακείες θα μας πει σήμερα», του είπε και χασκογέλασε. «Τι είναι αυτές οι πέντε σφραγίδες; Βαρέθηκα και που τον άκουσα να

τις αναφέρει. Ετοίμασες τίποτα για σήμερα;» τον ρώτησε ο φίλος του. Ο Ευμένης όμως δεν πρόλαβε ν’ απαντήσει. Ο Σωφρόνης τους είδε που μιλούσαν και τους έκανε παρατήρηση. Έτσι, η κουβέντα τους διακόπηκε.

«Οι πέντε σφραγίδες λοιπόν» συνέχισε ο Σωφρόνης ξεροβήχοντας. «Τα πέντε σύμβολα της εξουσίας του βασιλιά. Όποιος έχει τις πέντε σφραγίδες, έχει και την απόλυτη εξουσία όλου του βασιλείου. Αυτές ήταν η αιτία του μεγάλου πολέμου και δίχως αμφιβολία αν ξανασυνέβαινε πόλεμος» ξερόβηξε, «πάλι αυτές θα τον έχουν προκαλέσει».

«Τι είναι οι πέντε σφραγίδες;» ρώτησε η Αριστέα με τη λεπτή και τσιριχτή φωνή της, μια κοκκινομάλλα κοπέλα με δύο μακριές πλεξούδες και

Page 42: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

42 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

κόκκινα σημάδια στο πρόσωπο που έμοιαζαν με φακίδες. Μία τσιριχτή κραυγή τους έκανε όλους να γυρίσουν προς το μέρος του Κορνήλιου και της παρέας του που χασκογελούσαν όσο πιο διακριτικά τους ήταν δυνατό για τα δεδομένα της τάξης. Μετά από την επίπληξη του καθηγητή και το έντονα αποδοκιμαστικό ύφος της κοπέλας προς το μέρος τους, η τάξη επανήλθε στους ρυθμούς της.

«Ναι, ναι, τώρα αμέσως θ’ απαντήσω στην ερώτησή σου, εεε» έκανε αμήχανος στην προσπάθεια του να θυμηθεί το όνομα της κοπέλας. Μάταια, όμως. Ήξερε καλά ότι αυτό δε θα γινόταν μιας κι ενώ γνώριζε απ’ έξω κι ανακατωτά όλους τους βασιλείς κι ημερομηνίες για οτιδήποτε κι αν είχε συμβεί, δε θυμόταν το όνομα κανενός από τους μαθητές του και πάντα βρισκόταν στην άκομψη θέση να δικαιολογεί την τόσο επιλεκτική αμνησία του.

«Αριστέα» συμπλήρωσε το κορίτσι συνηθισμένο στις διαλείψεις του καθηγητή.

«Βέβαια» είπε ξεροκαταπίνοντας, καταλαβαίνοντας ότι για μια ακόμη φορά βρέθηκε εκτεθειμένος, «οι πέντε σφραγίδες λοιπόν» ξερόβηξε, κι έκλεισε το βιβλίο του. «Δε χρειάζομαι να τις διαβάσω. Τις γνωρίζω απ’ έξω κι ανακατωτά όπως θα έπρεπε να τις γνωρίζετε κι εσείς. Δεν υπάρχει άνθρωπος σ’ όλο το βασίλειο που να μη γνωρίζει ποιες είναι οι πέντε σφραγίδες. Αυτά τα πέντε αντικείμενα σφραγίζουν την εξουσία του βασιλιά,… αλλά αυτό το είπα ήδη».

Τα παιδιά είχαν αρχίσει ήδη να δυσανασχετούν. Τους ενοχλούσε απίστευτα ο τρόπος παράδοσης του Σωφρόνη. Δε φτάνει που ήταν βαρετό το θέμα, ο Σωφρόνης κατάφερνε να τους εκμηδενίσει το ενδιαφέρον.

Ο Σωφρόνης έβγαλε τα γυαλιά του κι η ανακούφισή του ήταν φανερή που ήταν ακόμα στην τσέπη του και τίποτα δεν τους είχε συμβεί που θα τον εξέθετε στην τάξη του.

«Οι πέντε σφραγίδες, λοιπόν, ήταν δώρο από τους πέντε ανώτερους άρχοντες του βασιλείου ως δείγμα της υποταγής τους στον πρώτο βασιλιά, τον ιδρυτή της Πόλης των Ρόδων, Θύρσο. Αυτές είναι το χρυσό κύπελλο της Ούρσιας, το πανίσχυρο ξίφος της Ουρανούπολης, το ιερό στεφάνι από χρυσά φύλλα ελιάς από το δάσος της Καλλιρόης και το δαχτυλίδι του άρχοντα Πορφύριου, του δαμαστή των δράκων και τιθασευτή των πιο άγριων στοιχείων της φύσης».

Page 43: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 43 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο Σωφρόνης έκανε μία παύση για να πάρει μια ανάσα. Παραδόξως, το μάθημα είχε τραβήξει την προσοχή των μαθητών που πρόσεχαν την κάθε λέξη που έβγαινε από τα λιπόσαρκα χείλη του καθηγητή τους.

«Μας αναφέρατε τέσσερις σφραγίδες. Ποια είναι η πέμπτη;» ρώτησε ο Ευμένης.

Το πρόσωπο του Σωφρόνη σοβάρεψε. «Η πέμπτη σφραγίδα είναι ο θυρεός των Αετομάτηδων. Ενώ λοιπόν οι

πρώτες τέσσερις που σας ανάφερα είναι αντικείμενα που έχουν παρουσιαστεί σε κόσμο κι έγιναν αντικείμενο θαυμασμού για τη λαμπρότητα και την επιτηδευμένη ομορφιά τους, κανένας δεν έχει δει την πέμπτη παρά μόνο ο εκάστοτε βασιλιάς και ένας από τους συμβούλους του που έπρεπε πάντα να ανήκει στη φυλή των Αετομάτηδων. Χρόνια ψάχνω στα πιο παλιά βιβλία ν’ ανακαλύψω κάποιες πληροφορίες γι’ αυτήν τη σφραγίδα, όμως τίποτα, καμία αναφορά».

«Για ποιο λόγο την κρατάνε κρυφή;» ρώτησε η Αριστέα. «Ήταν μια απόφαση του βασιλιά Θύρσου, που την πήρε για να

διασφαλίσει την εξουσία του βασιλιά ακόμα κι αν κάποιος κατάφερνε να πάρει στα χέρια του τις άλλες τέσσερις σφραγίδες. Ορδές κόσμου συνέρρεαν για να θαυμάσουν τον βασιλιά τους και τις σφραγίδες. Όλοι μιλούσαν για αμύθητους θησαυρούς που μόνο οι βασιλείς άξιζαν να φέρουν. Από τον βασιλιά Θύρσο μέχρι και τον Ροδόλφο οι σφραγίδες ήταν στα χέρια τους, υπενθυμίζοντας στον κόσμο ποιανού η βούληση ήταν πάνω απ’ όλες και εξασφαλίζοντας τα επίγεια δικαιώματα της γενιάς των μεγάλων βασιλέων. Όπως σας είπα πριν» σταμάτησε για να καθαρίσει τη φωνή του, «αυτές οι σφραγίδες ήταν η αιτία πίσω από τον μεγάλο πόλεμο. Η ραδιούργα μάγισσα Σελίμα ήθελε ν’ αποκτήσει τις πέντε σφραγίδες για να έχει στα χέρια της την απόλυτη εξουσία. Δεν της έφτανε η διοίκηση του πριγκιπάτου της Μαύρης περιοχής, ήθελε περισσότερα».

Τα παιδιά είχαν πραγματικά κρεμαστεί από τα χείλη του. Τους ενδιέφεραν πάρα πολύ τα όσα τους έλεγε. Ποτέ πριν κανένας δεν τους είχε μιλήσει για τον μεγάλο πόλεμο. Ήταν πληροφορίες που ανάφεραν μόνο στα μεγαλύτερα παιδιά, κι απ’ ό,τι φαινόταν είχε έρθει η ώρα να μάθουν την αλήθεια.

Ο Σωφρόνης είδε την ανταπόκριση των παιδιών κι άρχισε να παίρνει θάρρος.

«Ο βασιλιάς Ροδόλφος, προνοητικός και διορατικός όπως ήταν, προβλέποντας τι θα επακολουθούσε, αναφέρομαι στον πόλεμο φυσικά,

Page 44: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

44 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αποφάσισε να διασκορπίσει τις σφραγίδες σε πέντε σημεία. Μάλιστα, πήγε ο ίδιος να τις κρύψει για να είναι σίγουρος ότι θα φτάσουν στον προορισμό τους. Από τότε πολλοί προσπάθησαν να τις βρουν, κανένας όμως δεν το έχει καταφέρει ακόμα».

«Και τώρα που ο πόλεμος τελείωσε γιατί δεν πάει ο βασιλιάς Ροδόλφος να πάρει πίσω τις σφραγίδες;» ρώτησε ο Βόρυς.

Ο Σωφρόνης ξερόβηξε, φανερά ξαφνιασμένος από την ερώτηση του μαθητή του.

«Μα παιδιά μου, ο βασιλιάς Ροδόλφος δολοφονήθηκε λίγο μετά τη λήξη του μεγάλου πολέμου!»

Μετά το επιφώνημα έκπληξης των παιδιών, ένα σύννεφο σιωπής κάλυψε την αίθουσα. Ήταν τελείως απομονωμένα από τον έξω κόσμο και δεν ήταν συνηθισμένα να μαθαίνουν για ίντριγκες και δολοπλοκίες και η δολοφονία του βασιλιά τους κέντρισε ακόμα πιο πολύ το ενδιαφέρον.

«Και ποιος είναι τώρα βασιλιάς;» ρώτησε ο Κορνήλιος. «Ποιος δολοφόνησε τον Ροδόλφο;» ακούστηκε πάλι η τσιριχτή φωνή

της Αριστέας. «Πώς έχουμε νέο βασιλιά χωρίς να έχει στα χέρια του τις πέντε

σφραγίδες;» ρώτησε ένας άλλος μαθητής από τα τελευταία έδρανα. Οι ερωτήσεις πετάγονταν από παντού. Ο Σωφρόνης είχε αρχίσει να

πελαγώνει αδυνατώντας ν’ απαντήσει με ταχύτητα σ’ όλους τους μαθητές του. Τον γοήτευε που έδειχναν τέτοιο ενδιαφέρον, αλλά δεν ήταν σίγουρος αν τελικά τους προτιμούσε έτσι ενθουσιώδεις ή αδιάφορους όπως τους είχε συνηθίσει χωρίς να κάνουν καθόλου ερωτήσεις.

Ένας πανικός είχε δημιουργηθεί μέσα στην τάξη με τα παιδιά να συζητούν μεταξύ τους και ν’ ανταλλάσσουν απόψεις για το τι είχε συμβεί. Ο Σωφρόνης προσπαθούσε μάταια να επαναφέρει την τάξη. Οι μαθητές είχαν ξεφύγει και δεν μπορούσε με τίποτα να τους ελέγξει.

«Παιδιά σας παρακαλώ, κάντε ησυχία, και θ’ απαντήσω με τη σειρά σε όλες τις ερωτήσεις σας» είπε ξεροβήχοντας. Ο τόνος της φωνής του ήταν τόσο χαμηλός που χάθηκε μέσα στη φασαρία και τον θόρυβο των συζητήσεων που είχαν ανοίξει. «Παιδιά ηρεμήστε» έλεγε και ξαναέλεγε, χωρίς αποτέλεσμα όμως.

Ο Λέανδρος βλέποντας την κατάσταση να ξεφεύγει εκτός ελέγχου ανέβηκε πάνω στο έδρανό του και φέρνοντας τα χέρια στο στόμα σφύριξε δυνατά τρεις φορές. Αφού βεβαιώθηκε ότι όλοι σώπασαν, μ’ ένα σάλτο βρέθηκε πάλι καθισμένος στη θέση του.

Page 45: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 45 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο Βόρυς που καθόταν δίπλα του προσπαθούσε να κρύψει το χαμόγελό του. Του φάνηκε τόσο αστεία η εικόνα του Λέανδρου πάνω στο έδρανο. Ο ίδιος ποτέ δε θα το τολμούσε, ούτε και κανένας άλλος συμμαθητής του. Η εικόνα του μεγαλόσωμου παιδιού ήταν τόσο επιβλητική, και ο ίδιος έβγαζε τόση αυτοπεποίθηση που οι συμμαθητές του αν και ήταν έκπληκτοι από τη σκηνή, ησύχασαν όλοι αμέσως. Ο Λέανδρος ποτέ δε σταματούσε να τον ξαφνιάζει και να τον αιφνιδιάζει με αυτά που έκανε.

Ο Σωφρόνης τον ευχαρίστησε και συνέχισε την παράδοσή του. «Λοιπόν, που είχα μείνει; Α, ναι, στη δολοφονία του βασιλιά Ροδόλφου.

Μετά λοιπόν τη δολοφονία, επειδή είχε εξαφανιστεί ο διάδοχος, βασιλιάς ορίστηκε ο έμπιστος του Ροδόλφου, ο Βαρούχ. Αν και δεν είχε κάποιον τίτλο ευγενείας, ο κόσμος τον επέλεξε επειδή εξιχνίασε την υπόθεση της δολοφονίας της βασιλικής οικογένειας».

«Δηλαδή, βρέθηκε ο δολοφόνος;» ρώτησε ο Ευμένης. «Ναι, ναι» απάντησε ο Σωφρόνης. «Αποδείχτηκε ότι ο δολοφόνος ήταν

ένας άλλος έμπιστος του βασιλιά, ο οποίος μετά τη δολοφονία του βασιλικού ζεύγους άρπαξε τον μικρό διάδοχο, κι από τότε χάθηκαν τα ίχνη του και ποτέ κανένας ούτε τον είδε, ούτε κι άκουσε τίποτα γι’ αυτόν. Όλα αυτά τ’ ανακάλυψε ο Βαρούχ, έτσι για να τον τιμήσουν οι πολίτες τον αναγόρευσαν βασιλιά ακόμα και χωρίς τις σφραγίδες» συμπλήρωσε ο καθηγητής. «Όσο για τον δολοφόνο, τον τιμώρησαν μάλλον με την εσχάτη των ποινών για την προδοσία του, όπως του άξιζε φυσικά. Λένε ότι πάντα εποφθαλμιούσε τη θέση του βασιλιά και περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να κάνει την κίνησή του. Όταν ο βασιλιάς έκρυψε τις σφραγίδες, φοβήθηκε ότι το έπραξε επειδή τον είχε υποψιαστεί, έτσι αποφάσισε ότι ήταν ώρα να κινηθεί. Ο Βαρούχ κατάλαβε το σχέδιό του και αποκάλυψε αμέσως την αλήθεια, δυστυχώς όμως ήταν αργά, το κακό είχε ήδη γίνει».

Τα παιδιά έμειναν σκεπτικά, με καρφωμένο το βλέμμα τους πάνω στον καθηγητή. Η ώρα είχε περάσει και το μάθημα είχε ήδη τελειώσει, όμως δεν τους ενδιέφερε. Ήθελαν να μάθουν κι άλλα γι’ αυτό το θέμα που τόσο τους εξήρε τη φαντασία.

«Τι απέγινε τελικά ο γιος του Ροδόλφου;» ρώτησε ο Βόρυς που είχε αφοσιωθεί κι αυτός με τη σειρά του στα λόγια του καθηγητή του.

Ο Σωφρόνης τον κοίταξε προβληματισμένος. «Αυτό κανένας δεν το γνωρίζει με ακρίβεια. Είναι ένα ακόμα μυστικό

που πήρε ο δολοφόνος μαζί του. Οι περισσότεροι λένε ότι τον πέταξε από την κορυφή του παλατιού στη θάλασσα, άλλοι ότι τον άφησε στα νερά του

Page 46: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

46 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ποταμού Πάδου, που ρέει κάτω από το παλάτι για να τον παρασύρει και να τον πνίξει με την ορμή του. Ερμηνείες πολλές, βεβαιότητα καμία».

Ο Σωφρόνης κοίταξε το ρολόι στον τοίχο. «Πέρασε η ώρα. Λοιπόν, δεν είπαμε τελικά πολλά για τις σφραγίδες.

Δεν πειράζει, την επόμενη φορά». Οι μαθητές του δεν του έδιναν καμία σημασία. Σαν υπνωτισμένοι

βγήκαν από την αίθουσα. Τους είχε συνεπάρει το θέμα της δολοφονίας ενός βασιλιά και σχημάτιζαν πηγαδάκια όπου το συζητούσαν και το ανέλυαν μεταξύ τους. Ο Βόρυς και ο Λέανδρος κατευθύνθηκαν προς την αυλή.

«Συγκλονιστική ιστορία, συμφωνείς;» τον ρώτησε ο Βόρυς. Δε χρειαζόταν να του απαντήσει όμως. Ο Βόρυς μπορούσε να δει πόσο πολύ τον είχε επηρεάσει η ιστορία του δολοφονημένου βασιλιά.

«Ναι, είναι απίστευτα εκεί έξω. Ανυπομονώ να βγω και να τα ζήσω όλα. Βαρέθηκα να είμαι κλεισμένος εδώ. Πότε θα έρθει επιτέλους η ώρα της ενηλικίωσής μου!»

Ο Βόρυς τον άκουγε και απορούσε μαζί του. Αυτός δεν ήθελε καθόλου να φύγει από το ορφανοτροφείο.

«Πιστεύεις ότι ο μικρός πρίγκιπας είναι ζωντανός;» τον ρώτησε. Ο Λέανδρος σταμάτησε και τον κοίταξε. «Δεν ξέρω αν αυτό είναι δυνατόν. Σίγουρα ο δολοφόνος θα τον

σκότωσε για μην υπάρχει διάδοχος για το θρόνο». «Αν όμως τον άφησε στον ποταμό, όπως είπε ο Σωφρόνης, τότε μπορεί

να τον βρήκε κάποιος και να τον έσωσε» του είπε γεμάτος ενθουσιασμό ο Βόρυς. Ο Λέανδρος ανασήκωσε τους ώμους του.

«Δεν έχω ιδέα, είναι πολύ περίεργη ιστορία, κι εμείς δε γνωρίζουμε τίποτα γι’ αυτή, παρά μόνο τα ελάχιστα που μας είπε ο Σωφρόνης. Καλύτερα να πηγαίνουμε γιατί θ’ αργήσουμε κι ο Κύρος θ’ αφηνιάσει σαν άγριο άλογο».

Ο Βόρυς έγνεψε καταφατικά γελώντας και τον ακολούθησε. Το ζήτημα έληξε εκεί και δεν το ανάφερε κανένας ξανά. Αν και καμιά φορά κατά τη διάρκεια της μέρας το έφερναν στο μυαλό τους κι αναρωτιόντουσαν τι να είχε συμβεί πραγματικά στον μικρό πρίγκιπα.

Οι στάβλοι βρίσκονταν στην πλαϊνή μεριά του κάστρου. Ήταν ένα πολύ

ψηλό κυκλικό κτίριο, περιστοιχισμένο από πανύψηλα δέντρα. Ήταν σαν φράχτης που οριοθετούσε τα σύνορα του προαύλιου χώρου του κάστρου με το αχανές δάσος. Υπεύθυνος για τους στάβλους ήταν ο Κύρος, ο φόβος και ο τρόμος των μικρών μαθητών καθώς δεν έχανε την ευκαιρία να τους φοβερίζει

Page 47: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 47 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

με σκληρές τιμωρίες αν δεν έκαναν καλά τη δουλειά τους. Εκτός απ’ αυτόν τη φροντίδα των αλόγων την είχαν αναλάβει και κάποιοι ιπποκόμοι, πρώην μαθητές του ορφανοτροφείου που μετά την ενηλικίωσή τους αποφάσισαν να παραμείνουν εκεί. Αυτοί είχαν αναλάβει την καθημερινή περιποίηση των αλόγων κι επίσης την επίβλεψη των τιμωρημένων μαθητών. Και καθώς ήταν μεγαλύτεροι, φρόντιζαν να τους κάνουν τη ζωή δύσκολη όσες μέρες κρατούσε η τιμωρία. Με τις ευλογίες του Κύρου φυσικά.

Ο Λέανδρος κι ο Κορνήλιος θα έπρεπε κάθε απόγευμα για έναν μήνα μαζί με τα υπόλοιπα άτομα του θαλάμου τους να παρευρίσκονται στους στάβλους για να τους καθαρίζουν και να περιποιούνται τα άλογα. Όταν έφτασαν στον στάβλο η εικόνα που αντίκρισαν τους ήταν πολύ γνώριμη. Όλες οι ομάδες ήταν έτοιμες ν’ αναλάβουν τα σημερινά τους καθήκοντα. Τα δύο αγόρια προσπάθησαν να ενσωματωθούν με τους υπόλοιπους του θαλάμου τους όσο γινόταν πιο αθόρυβα για να μην τους πάρει είδηση ο επιστάτης. Ευτυχώς εκείνη τη στιγμή ήταν απασχολημένος με την ανάθεση των καθηκόντων κι επομένως δεν κατάλαβε ότι είχε κάποιους αργοπορημένους.

«Τυχεροί ήμασταν και σήμερα. Άλλη φορά θα πρέπει να είμαστε πιο προσεχτικοί και να μην αργούμε».

Ο Λέανδρος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Δεν τολμούσε να μιλήσει. Οι καυστικές ματιές των υπολοίπων του θαλάμου του είχαν πάρει τη μιλιά. Δεν ήταν πρώτη φορά που εξαιτίας του τρώγανε τιμωρία στους στάβλους. Ο Δρώδης, ένα παχουλό παιδί από τον κοιτώνα τους, κίνησε προς τη μεριά τους κουνώντας τα χέρια του ευδιάθετος.

«Σήμερα μας βάλανε στον καθαρισμό των αλόγων. Μας αναθέσανε συγκεκριμένους στάβλους. Εγώ, εσύ, ο Βόρυς και ο Παρίνος θα πάμε στους ανατολικούς στάβλους. Θα καλοπεράσουμε πάλι».

«Πάλι καλά που κάποιος το απολαμβάνει» του απάντησε ο Παρίνος που ερχόταν από πίσω του. «Γιατί οι υπόλοιποι δεν είμαστε και τόσο ενθουσιασμένοι με την ιδέα ότι για ένα μήνα θα βλέπουμε τα μούτρα του Κύρου».

«Υπήρχε σοβαρός λόγος αυτή τη φορά Παρίνε για την τιμωρία». «Ναι, ξέρω καλά Λέανδρε, όπως και την προηγούμενη που πλακώθηκες

στο ξύλο πάλι με την παρέα του Κορνήλιου επειδή μαλώσατε πάνω στ’ αγωνίσματα, την άλλη φορά που αργοπορούσες συνέχεια μιας και δε σε ενδιέφερε το μάθημα του Σωφρόνη, όταν πήγες να μπεις στο δάσος για ν’ ακολουθήσεις μια περίεργη σκιά που κρύφτηκε εκεί, όταν λογομάχησες με τον Μάγνο, τον καθηγητή, επειδή διαφωνούσες με αυτά που έλεγε…, και για

Page 48: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

48 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

άλλους πολλούς λόγους. Το πρόβλημα είναι ότι ξεχνάς πως μαζί σου κάθε φορά σέρνεις κι εμάς που δε φταίμε σε τίποτα. Είναι όλοι εξοργισμένοι μαζί σου και καλά θα κάνεις να μην τους πλησιάζεις και πολύ όσο κρατάει η τιμωρία». Ο Λέανδρος δαγκώθηκε. Ήξερε ότι όσα έλεγε ο Παρίνος ήταν αλήθεια κι ότι κάθε φορά που ο ίδιος έκανε κάτι ενάντια στους κανονισμούς την πλήρωναν και οι υπόλοιποι. Έτσι δε μίλησε, αρκέστηκε απλά σ’ ένα χαμόγελο αμηχανίας και βγήκε από τη δύσκολη θέση όταν ο Κύρος τους έκανε παρατήρηση να μη μιλάνε την ώρα που έδινε τις εντολές που έπρεπε να ακολουθήσουν.

Οι στάβλοι ήταν χωρισμένοι σε τέσσερις πτέρυγες όπου μέσα βρίσκονταν τα καλύτερα άλογα που υπήρχαν σ’ όλη την περιοχή. Ο Κύρος συνέχεια υπενθύμιζε στα παιδιά ότι θα έπρεπε να είναι ιδιαίτερα προσεχτικοί με τα άλογα καθότι προέρχονταν από τη βασιλική οικογένεια των καθαρόαιμων αλόγων της Ούρσιας. Μιας χέρσας περιοχής που έβγαζε τα καλύτερα και πιο γρήγορα άλογα του βασιλείου. Κανένα ζώο δεν μπορούσε να τους παραβγεί. Ήταν τέτοια η φόρα τους, που μπορούσαν να διαλύσουν ολόκληρα στρατεύματα με τη δύναμη και την ορμή τους. Αυτά τα άλογα δε θα μπορούσαν να είναι ατημέλητα. Γι’ αυτό και πέρα από τους ιπποκόμους που δούλευαν στους στάβλους, η Αλέκτρα γνωρίζοντας την ανάγκη για άτομα στην περιποίηση των αλόγων, φρόντιζε πολλοί τιμωρημένοι να περνάνε πολλές ώρες από εκεί και ποτέ να μη λείπει βοήθεια για τον Κύρο και τους υπόλοιπους.

Ο Λέανδρος και ο Βόρυς έπιασαν δουλειά. Είχαν πολλά πράγματα να κάνουν και όσο πιο γρήγορα τελείωναν τόσο πιο πολύ ελεύθερο χρόνο θα είχαν για τον εαυτό τους. Η δουλειά τους δεν ήταν εύκολη. Τα άλογα δεν έμεναν σταθερά σε ένα σημείο για να τα πλύνουν. Τα καθαρόαιμα βασιλικά άλογα είχαν επίγνωση της αξίας τους και δεν ήταν πολύ ανεκτικά σε άτσαλες κινήσεις. Πολλά παιδιά που έκαναν το λάθος να τα υποτιμήσουν είχαν φύγει με σπασμένα πόδια και χέρια από τις κλωτσιές των αλόγων. Ο Κύρος τους το είχε τονίσει από την αρχή ότι θα έπρεπε να είναι πολύ προσεχτικοί στον καθαρισμό των αλόγων. Όσοι είχαν αψηφήσει τις συμβουλές του δυσκολεύτηκαν να προσαρμοστούν. Ο ίδιος γνώριζε πολλά πράγματα για τα άλογα και τα αγαπούσε πολύ, και απαιτούσε από όλους να δείχνουν τον ίδιο σεβασμό και αγάπη όπως αυτός.

«Κοίτα τι μεγάλα μάτια έχει αυτό το άλογο».

Page 49: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 49 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο Βόρυς κοίταζε με δέος το λευκό περήφανο άλογο που στεκόταν μπροστά του. Η διαπεραστική του ματιά τον είχε αιχμαλωτίσει. Ο Λέανδρος που δεν ήθελε να χάνουν χρόνο τον επανέφερε στην πραγματικότητα.

«Αν χάνουμε τον χρόνο μας χαζεύοντας το άλογο, δε θα τελειώσουμε ποτέ. Άντε κουνήσου, δεν ήρθαμε εδώ για να καθόμαστε».

Ο Λέανδρος που ήταν προσηλωμένος στο καθήκον του, του έκανε νόημα με τα μάτια δείχνοντάς του μια βούρτσα στη γωνία του δωματίου. Ο Βόρυς κίνησε προς το μέρος που του είχε υποδείξει ο φίλος του. Καθώς περπατούσε προς τα εκεί, από απροσεξία σκόνταψε σ’ έναν κουβά με νερό και έπεσε κάτω. Ο Λέανδρος που είδε το περιστατικό ξέσπασε σε ηχηρά γέλια. Του φαινόταν πολύ αστεία η σκηνή που ο Βόρυς κείτονταν μουσκεμένος και καθισμένος σταυροπόδι και καλυμμένος με άχυρα. Ο Βόρυς, από ντροπή περισσότερο για την ατσαλοσύνη του, έβαλε κι αυτός τα γέλια.

«Πιάσε το χέρι μου ατζαμή. Γέμισες τον τόπο νερά». Ο Λέανδρος ακόμα γελούσε με τον φίλο του στην προσπάθειά του να

τον σηκώσει. Τη στιγμή που ο Βόρυς σηκωνόταν, το νεαρό αγόρι έπιασε με την άκρη του ματιού του μια λάμψη στον λαιμό του φίλου του. Παραμέρισε με το χέρι του τον γιακά της μπλούζας του και φανερώθηκε μπροστά στα μάτια του ένα φυλακτό. Το φυλακτό ήταν εβένινο και κόκκινα ρουμπίνια σχημάτιζαν πάνω του ένα μάτι.

«Όλο εκπλήξεις είσαι Βόρυ. Πού το βρήκες αυτό το φυλακτό;» ρώτησε με περιέργεια ο Λέανδρος.

«Δεν το βρήκα εγώ. Μάλλον αυτό με βρήκε. Το φοράω από τότε που με φέρανε στο ορφανοτροφείο. Είναι το μοναδικό πράγμα που με ενώνει με την προηγούμενή μου ζωή» είπε ο Βόρυς.

Ο τόνος της φωνής του είχε μια χροιά μελαγχολίας που εύκολα διέκρινε ο Λέανδρος. Και ο ίδιος ήταν ορφανός και δε γνώριζε τίποτα για την προηγούμενή του ζωή, και αυτό το γεγονός ήταν μεγάλη πληγή για όλα τα παιδιά του ορφανοτροφείου. Τα περισσότερα είχαν καταλήξει εκεί επειδή είχαν χάσει τους γονείς τους στον πόλεμο και άλλα επειδή μέσα στην αναμπουμπούλα των μαχών είχαν χαθεί και δεν μπόρεσαν ποτέ να βρουν τον δρόμο της επιστροφής και βρίσκονταν εκεί χάρη στη γενναιοδωρία κάποιου ξένου, που τα βρήκε να περιπλανιούνται μόνα τους στους αφιλόξενους ερημικούς δρόμους. Το σίγουρο ήταν, κάτι που το είχαν κοινό τα περισσότερα παιδιά, ότι δε θυμόντουσαν σχεδόν τίποτα από τη ζωή τους έξω από το ορφανοτροφείο. Δεν είχαν καμία ανάμνηση των γονιών τους και το πώς ήταν να ζουν μέσα σε μια οικογένεια. Αυτό ίσχυε κυρίως για τα παιδιά που είχαν

Page 50: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

50 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πάει στο ορφανοτροφείο σε πολύ νεαρή ηλικία, γιατί τα μεγαλύτερα παιδιά είχαν κάποιες αμυδρές εικόνες. Έτσι, αν σε κάποιο παιδί είχε απομείνει ένα οικογενειακό κειμήλιο το φυλούσαν σα θησαυρό, όχι γιατί τους θύμιζε την οικογένειά τους, αλλά γιατί τους θύμιζε ότι προέρχονταν από κάπου και κάποια μέρα θα μπορούσαν να ψάξουν να βρουν την ταυτότητά τους και την καταγωγή τους.

Αυτό συμβόλιζε και για τον Βόρυ το φυλακτό που ήταν κρεμασμένο στον λαιμό του από τη μέρα που τον μετέφεραν στο ορφανοτροφείο.

«Πώς και δεν το είχα προσέξει ποτέ; Κοίταξέ το. Είναι πολύ εντυπωσιακό και οι πέτρες που το στολίζουν φαίνονται να είναι πολύτιμες. Ίσως να κατάγεσαι από αριστοκρατική οικογένεια. Δεν έχεις αναρωτηθεί ποτέ από πού προέρχεσαι;»

«Κάθε φορά που κοιτάω το φυλακτό, μου κεντρίζει την περιέργεια. Αναρωτιέμαι πώς θα ήταν η στιγμή που μου το περνούσαν στον λαιμό. Ποια να ήταν τα συναισθήματα αυτού που το έκανε; Έγινε τη στιγμή που γεννήθηκα ή έγινε σε μια στιγμή πανικού και απελπισίας όταν με αποχωρίζονταν για να βρω κάποια στιγμή τον δρόμο της επιστροφής; Δεν έχω την παραμικρή ιδέα» είπε ο Βόρυς και αναστέναξε. Ήταν ξεκάθαρο ότι η ιστορία του μενταγιόν τον βασάνιζε. «Από την άλλη, όλη μου τη ζωή την πέρασα στο ορφανοτροφείο. Έξω δεν έχω βγει ποτέ και φοβάμαι να βγω. Εδώ νιώθω ασφάλεια και σιγουριά. Το φυλακτό δεν το έχεις δει ποτέ γιατί απλά προσπαθώ να μην το δείχνω. Το φοράω συνέχεια γιατί είναι ο μόνος κρίκος που με συνδέει με το παρελθόν μου, ένα ενθύμιο της παλιάς μου ζωής, για την οποία όμως δεν έχω την παραμικρή ιδέα πώς ήταν».

«Τι συμβαίνει εδώ;» Η συζήτηση τους διακόπηκε βίαια κι ο Κύρος άνοιξε με φόρα τη διπλή πόρτα και στεκόταν στην είσοδο του δωματίου αγριοκοιτάζοντας και τα δύο παιδιά. Οι δύο φίλοι είχαν αφοσιωθεί στην κουβέντα τους και ξέχασαν ότι έπρεπε να δουλέψουν.

«Πιάσατε κουβέντα; Τι νερά είναι αυτά; Ακόμα τίποτα δεν έχετε κάνει βλέπω. Έχετε έναν μήνα μπροστά σας». Το βροντερό του γέλιο αντήχησε μέχρι την άλλη άκρη των στάβλων. «Τώρα συμμαζέψτε και τελειώστε με τη δουλειά σας. Όλους τους άχρηστους πάντα μου στέλνουν» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του φεύγοντας.

Τα παιδιά στέκονταν αποσβολωμένα. Ο Βόρυς έσπευσε να μαζέψει τα νερά ανοίγοντας τον δρόμο και κοίταξε τον Λέανδρο που στεκόταν ακίνητος και παρακολουθούσε τον Κύρο να απομακρύνεται. Ήξερε καλά ότι δεν ήθελε και πολύ ο φίλος του για να ξεσπάσει. Το κάτω του χείλος άρχισε να συσπάται

Page 51: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 51 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ελαφρώς, και κάθε φορά που συνέβαινε αυτό μόνο προβλήματα είχαν προκύψει. Τον φώναξε μέσα για βοήθεια αποφεύγοντας κάποια λογομαχία με τον επιστάτη, για να τελειώσουν τη δουλειά τους.

Το κάστρο διοικούνταν από το διοικητικό συμβούλιο που απαρτίζονταν

από τέσσερα μέλη και τον πρόεδρο του συμβουλίου. Εκτός από τα καθήκοντά τους στο διοικητικό συμβούλιο, τα μέλη και ο πρόεδρος εκτελούσαν και χρέη καθηγητών. Το πρώτο μέλος ήταν ο καθηγητής Μάγνος, που δίδασκε ξιφασκία. Ήταν ένας ψηλός, μελαχρινός τύπος, αγέλαστος και με σκοτεινή ματιά. Οι μαθητές του τον σέβονταν και τον φοβόντουσαν ταυτόχρονα. Αισθάνονταν ιδιαίτερο δέος όταν ήταν παρών και ακόμα περισσότερο όταν κοιτούσαν την ουλή του που διέσχιζε το πρόσωπό του από τη δεξιά μεριά στο μέτωπό του μέχρι την αριστερή πλευρά στο σαγόνι του. Όλοι αναρωτιόντουσαν πώς την είχε αποκτήσει την ουλή αλλά ποτέ κανένας δεν τον είχε ρωτήσει. Ο καθηγητής Μάγνος προερχόταν από τις βόρειες επαρχίες όπου λεγόταν ότι οι άνθρωποι ήταν κακόβουλοι και δε δέχονταν ξένους στα μέρη τους.

Εκείνη τη μέρα είχαν μαζευτεί και τα πέντε μέλη του συμβουλίου στη συγκέντρωση. Ο πρώτος που μίλησε ήταν ο καθηγητής Μάγνος.

«Ακούγονται ψίθυροι ότι ο εχθρός κινείται ύπουλα. Από καιρό έχει αρχίσει την έρευνά της πάλι. Ψάχνει σε κάθε χωριό και κάτω από κάθε πέτρα».

«Ψάχνει ψύλλους στα άχυρα, δεν πρόκειται να βρει αυτό που θέλει. Κανένας δε γνωρίζει που είναι. Δε νομίζω ότι υπάρχει λόγος ανησυχίας».

«Ακούς εκεί δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας… Μήπως γνωρίζεις εσύ Γλαφύρα που βρίσκονται; Μόνο εκεί μπορώ να αποδώσω την αφέλειά σου. Τι να περιμένει κανείς όμως από μια νεράιδα, το μόνο που κάνετε όλη μέρα είναι να τραγουδάτε και να πλέκετε καλάθια».

Η καθηγήτρια Γλαφύρα ήταν μια ξανθιά, ψιλόλιγνη οπτασία. Φορούσε ένα λευκό φόρεμα και στην πλάτη της δέσποζε ένα μεγαλοπρεπές, αστραφτερό ζευγάρι από φτερά. Ανήκε στην ανώτατη ιεραρχία των νεράιδων. Ήταν στο τάγμα των νεράιδων του φεγγαριού. Γι’ αυτό στο μέτωπό της φορούσε μια τιάρα που μπροστά είχε ένα μισοφέγγαρο. Τα μαλλιά της ήταν χρυσαφένια και έλαμπαν στο φως του φεγγαριού. Η Γλαφύρα, όπως όλες οι νεράιδες, μπορούσε να ερμηνεύσει τα διάφορα σημάδια που εμφανίζονταν μπροστά της, και οι περισσότεροι άνθρωποι δεν παρατηρούν, και να κινείται σύμφωνα με αυτά. Μια τέτοιου είδους σοφία προσπαθούσε να μεταδώσει

Page 52: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

52 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

στους μαθητές του ορφανοτροφείου, για να μπορούν να κινούνται με σταθερά βήματα στη ζωή τους.

«Και τι προτείνεις Μάγνο;» Ο τόνος της φωνής της ήταν ήρεμος, λες και δεν είχε δεχτεί μόλις επίθεση. «Να αρχίσουμε να ψάχνουμε κι εμείς μήπως και το βρούμε πρώτοι; Και ποιον να στείλουμε να ψάξει; Τους μαθητές μας ή να πάμε εμείς οι ίδιοι να ψάξουμε;»

Ο Σωφρόνης ξεροβήχοντας συμφώνησε μαζί της. «Όλες οι πόλεις έχουν σίγουρα υπεύθυνους που μπορούν ν’ αναλάβουν

ένα τέτοιο καθήκον. Εγώ δεν έχω καμία διάθεση να βρεθώ ακόμη μία φορά αντίπαλος με το μένος του εχθρού σε περίπτωση που μάθει ότι ενεργούμε εναντίον της».

«Γιατί ακόμη μία φορά;» είπε με ειρωνικό τόνο ο Μάγνος. «Στον μεγάλο πόλεμο απ’ ό,τι θυμάμαι εσύ ήσουνα κρυμμένος μέσα στα βιβλία σου, δε βγήκες ούτε μία στιγμή να δεις τι γίνεται γύρω σου».

Ο Μάγνος ήταν φανερά εκνευρισμένος. Δεν το χώραγε ο νους του ότι οι καθηγητές δεν ήταν διατεθειμένοι να βοηθήσουν.

«Δεν πιστεύω στον πόλεμο. Υπάρχουν κι άλλοι τρόποι να λυθούν οι διαφορές μας» ψέλλισε ο Σωφρόνης, φοβούμενος την οργή του Μάγνου.

«Στην περίπτωσή μας δεν πρόκειται για διαφορές μεταξύ κάποιων. Μιλάμε για μία συγκεκριμένη εχθρό που κατάφερε ν’ ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις της από την προηγούμενη φορά, και τώρα είναι πιο αποφασισμένη από ποτέ».

Ο Μάγνος είχε αρχίσει να εκνευρίζεται πάρα πολύ. Το πρόσωπό του είχε κοκκινίσει και η φωνή του είχε γίνει τόσο δυνατή που ακουγόταν στην τεράστια αίθουσα. Οι τοίχοι σε όλες τις πλευρές ήταν καλυμμένοι από πάνω μέχρι κάτω με βιβλία. Υπήρχαν βιβλία εκεί μέσα σε όλες τις γλώσσες και από όλες τις εποχές. Ήταν η πιο πλούσια βιβλιοθήκη που θα μπορούσε να υπάρξει. Ταξινομημένα με ακρίβεια και οργάνωση και υπεύθυνος φυσικά ήταν ο Σωφρόνης που με προσοχή και ευλάβεια φρόντιζε να συντηρούνται σωστά τα βιβλία και εμπλούτιζε τη συλλογή της βιβλιοθήκης με όποιο καινούργιο βιβλίο έπεφτε στα χέρια του.

Μέσα στην αίθουσα υπήρχαν δύο επίπεδα που διαχωρίζονταν από μια εντυπωσιακή λευκή μαρμάρινη σκάλα σκαλισμένη σε όλο το μήκος και το πλάτος της με φιγούρες που παρέπεμπαν σε πλάσματα μυθικά, αφανισμένα. Το τεραστίων διαστάσεων οβάλ τραπέζι που συνεδρίαζε κάθε φορά το συμβούλιο βρισκόταν στο δεύτερο επίπεδο όπου ήταν πιο απομονωμένοι.

Page 53: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 53 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ένας μόνο τοίχος στο δεύτερο επίπεδο δεν ήταν στολισμένος με βιβλία. Αντί για βιβλία υπήρχε μία τεράστια τζαμαρία που έβλεπε στην τραπεζαρία.

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα αντιπαράθεσης, ο Μάγνος ένιωθε πως έπρεπε να βρει έναν σύμμαχο που να τον στηρίζει σ’ αυτήν του την προσπάθεια να πείσει τα μέλη ότι έπρεπε να δράσουν ταχύτατα. Τότε μίλησε ο Πύρρος, ένας κοντόχοντρος ανθρωπάκος με πυρόξανθα μαλλιά και πολύ στρουμπουλό πρόσωπο.

«Όλα αυτά που λες, τα γνωρίζουμε ήδη Μάγνο. Το θέμα είναι εσύ τι προτείνεις να κάνουμε για ν’ αντιμετωπίσουμε την κατάσταση;»

Ο Μάγνος στο άκουσμα αυτών των λόγων ένιωσε ικανοποίηση που κάποιος ενδιαφερόταν να ακούσει τι είχε στο μυαλό του. Οι υπόλοιποι δύο καθηγητές όμως αντέδρασαν αρνητικά. Έτσι άρχισαν να μιλάνε όλοι μαζί, χωρίς να καταλαβαίνει κανείς τι λέει ο ένας ή ο άλλος. Το μόνο που ακουγόταν ήταν ένας έντονος διάλογος χωρίς όμως συνοχή ή επιχειρήματα. Οι τέσσερις καθηγητές μιλούσαν όλοι μαζί, φώναζαν και κουνούσαν τα χέρια τους. Το πρόσωπο όλων είχε κοκκινίσει και τα μάτια τους έβγαζαν σπίθες. Ο καθένας ήθελε να περάσει τη δική του άποψη για τους δικούς του προσωπικούς λόγους. Μονάχα ένας δε μιλούσε. Μία μορφή αμίλητη και ανέκφραστη που παρακολουθούσε εδώ και ώρα τη διαμάχη των τεσσάρων επιφανών καθηγητών. Μία μορφή που ο δικός της λόγος μετρούσε πάνω από όλων των άλλων. Οι καθηγητές σταμάτησαν να μιλάνε και γύρισαν να κοιτάξουν την ψιλόλιγνη φιγούρα, περιμένοντας από αυτήν τη λύση, την απάντηση σε όλα τους τα προβλήματα. Η γυναικεία μορφή που υψώθηκε μπροστά τους έδινε την αίσθηση ότι την περιέλουζε ένα φως γύρω της που της απέδιδε μία απόκοσμη λάμψη. Δεν είχε κάποια ομορφιά στα χαρακτηριστικά της, όμως το πρόσωπό της και η αβρότητα των χαρακτηριστικών της τραβούσαν το βλέμμα τόσο πολύ που δύσκολα μπορούσε κάποιος να μην αιχμαλωτιστεί από την πραότητα και τη λάμψη της. Το μόνο που ακουγόταν τώρα στην αίθουσα ήταν η αναπνοή τους. Ώσπου η βελούδινη και επιβλητική φωνή της Ζηνοβίας, της διευθύντριας του ορφανοτροφείου και προέδρου του διοικητικού συμβουλίου, έσπασε τη σιωπή στην αίθουσα.

«Πρέπει να προστατέψουμε την πέμπτη σφραγίδα». Η Ζηνοβία στεκόταν όρθια. Δεν κοιτούσε τους συνάδελφούς της. Το

βλέμμα της ήταν στραμμένο στη μεγάλη τζαμαρία πίσω από το τραπέζι. Η τζαμαρία ήταν ένα τέχνασμα των καθηγητών για να μπορούν να παρακολουθούν τους μαθητές τους χωρίς οι ίδιοι να το γνωρίζουν. Μέσα από αυτήν την τζαμαρία έλεγχαν τις κινήσεις τους σε κάθε μέρος του κάστρου.

Page 54: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

54 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ήταν αναπόσπαστο μέρος του τοίχου και με μαγικό τρόπο οι εικόνες εναλλάσσονταν ανάλογα με την επιθυμία του κάθε καθηγητή.

Η Ζηνοβία ήταν σκεφτική. Τα πολλά χρόνια που είχαν περάσει της είχαν αφήσει απέραντη σοφία. Είχε δει τον κόσμο σε πολλές φάσεις. Σε περίοδο ειρήνης όπου όλοι οι λαοί και όλα τα πλάσματα ζούσαν ειρηνικά, όλοι κλεισμένοι στον κόσμο τους χωρίς να ενοχλούν ο ένας τον άλλο. Ώσπου όλα άλλαξαν και η δίψα πολλών για την απόλυτη δύναμη τους είχε οδηγήσει σε αποτρόπαιες πράξεις που διατάραξαν την ισορροπία του κόσμου. Οι μικρές διαμάχες και εχθροπραξίες, η μαύρη μαγεία, η κακία και η διχόνοια οδήγησε τελικά τον κόσμο στον μεγάλο πόλεμο που έφερε μόνο δυστυχία και αφανισμό πολλών λαών που δεν μπορούσαν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους.

Τα ορφανά που προστάτευε η Ζηνοβία ήταν τα απομεινάρια ενός παλιού κόσμου που η ίδια ήθελε να αναβιώσει. Υπήρχε όμως ένας σκόπελος. Ένα μεγάλο εμπόδιο, που είτε θα το ξεπερνούσαν και η ζωή θα γινόταν όπως ήταν πολύ παλιά είτε θα έχαναν και η ήττα θα επέφερε τη μαυρίλα και την καταχνιά στη ζωή τους.

Αυτά σκεφτόταν η Ζηνοβία όση ώρα παρακολουθούσε τα παιδιά. Τα παιδιά που γι’ αυτήν ήταν το μέλλον ενός άλλου κόσμου μιας και πολλά παιδιά από τα ορφανά αυτά ήταν οι μοναδικοί ζώντες απόγονοι αφανισμένων λαών. Και ήταν αποφασισμένη να κάνει τα αδύνατα δυνατά για να προσφέρει αυτό που ονειρευόταν στους μαθητές τους.

«Τι προτείνεις να κάνουμε για να βρούμε την πέμπτη σφραγίδα Ζηνοβία;» ρώτησε ο Μάγνος, που ήξερε καλά ότι αν κάποιος γνώριζε κάτι γι’ αυτήν τη σφραγίδα ήταν η Ζηνοβία.

«Από τη μεγάλη σου όρεξη για μάχη και περιπέτεια Μάγνο, δεν άκουσες καλά τι είπα πριν. Για να σου θυμίσω, είπα ότι πρέπει να προστατεύσουμε τη σφραγίδα».

«Πρώτα όμως δεν πρέπει να τη βρούμε;» Ο Μάγνος ξεροκατάπιε και κοίταξε με αχόρταγα μάτια τη διευθύντρια. «Εκτός κι αν εσύ γνωρίζεις που είναι!»

Οι υπόλοιποι τρεις καθηγητές σαν κουρδισμένα στρατιωτάκια τράβηξαν το βλέμμα τους από τον Μάγνο που μονοπωλούσε μέχρι τώρα την κουβέντα και στράφηκαν με περιέργεια προς τη Ζηνοβία.

«Μην προτρέχετε. Η αλήθεια είναι ότι η Σελίμα έχει βάλει στο μάτι τις τέσσερις σφραγίδες. Δε θ’ αργήσει να τις βρει και μετά σειρά θα έχει ο θυρεός

Page 55: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 55 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

των Αετομάτηδων. Είναι ικανή να ψάξει να βρει έναν έναν για να τον ανακαλύψει».

«Μα αφού όλοι οι Αετομάτηδες εξολοθρεύτηκαν στον μεγάλο πόλεμο». Το πρόσωπο της Γλαφύρας είχε σκοτεινιάσει. Οι φόβοι της

επαληθεύτηκαν. Τίποτα δεν είχε τελειώσει. Αντίθετα όλα ξανάρχιζαν. Ένιωθε ότι θα ξαναζούσαν σκηνές από τον μεγάλο πόλεμο και ρίγος διαπερνούσε το κορμί της. Η ήρεμη και γαλήνια έκφραση του προσώπου της χάθηκε και τη θέση της πήρε η αγωνία και ο φόβος.

«Καταστράφηκε το χωριό τους κι οι περισσότεροι είναι αλήθεια ότι εξοντώθηκαν. Υπάρχουν και αρκετοί που διασκορπίστηκαν σε κάθε γωνιά του κόσμου. Αυτούς έχει βάλει στο μάτι η Σελίμα και έστειλε το πιο ισχυρό της όπλο για να τους βρει όλους και να πάρει αυτό που θέλει».

Οι καθηγητές κοίταζαν με ανησυχία τη Ζηνοβία και άκουγαν με προσοχή όσα τους έλεγε. Όσα άκουγαν δεν τους ήταν αρεστά όμως δυστυχώς ήταν η πραγματικότητα.

«Και ποιο είναι το πιο ισχυρό της όπλο; Οι πιο σπουδαίοι της στρατηγοί, όλα αυτά τα αποβράσματα, σκοτώθηκαν στον μεγάλο πόλεμο από τα στρατεύματα της συμμαχίας και τους υπόλοιπους τους σκότωσε η ίδια επειδή απέτυχαν. Απ’ όσο γνωρίζω δεν έμεινε κανένας ζωντανός».

Στα λόγια του Σωφρόνη συμφώνησαν όλοι οι καθηγητές. Ήταν γεγονός ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου η Σελίμα είχε στείλει πολλούς στρατηγούς της εναντίον της συμμαχίας. Όλοι τους ήταν μαγικά πλάσματα που είχαν τρομερές δυνάμεις. Η συμμαχία όμως δεν αποτελούνταν μόνο από ανθρώπους. Όλα τα μαγικά πλάσματα συνέβαλαν στην εξολόθρευση των στρατευμάτων της Σελίμα. Και παρ’ όλο που είχε χάσει η Σελίμα τον πόλεμο, δεν το έβαζε κάτω. Ξαναεμφανίστηκε λίγα χρόνια μετά, πιο δυνατή από ποτέ και μ’ ένα καινούργιο όπλο.

«Έτσι είναι όπως τα λέτε. Κατά τη διάρκεια του πολέμου η Σελίμα έχασε όλους τους φονικούς της στρατηγούς. Ταυτόχρονα όμως, γαλούχησε το μεγαλύτερο όπλο της που δεν έλαβε μέρος στον μεγάλο πόλεμο γιατί ήταν πολύ μικρή. Τώρα όμως είναι πανέτοιμη και πολύ δυνατή για να υπηρετήσει τους σκοπούς της μητέρας της. Και το όνομα αυτής είναι Δάειρα».

Με το που ξεστόμισε το όνομα η Ζηνοβία, ένα κρύο αεράκι φύσηξε μέσα στον χώρο της βιβλιοθήκης. Ήταν τόσο παγωμένο που όλοι οι καθηγητές ανατρίχιασαν, η λάμψη που έβγαινε από την ουρά των πυγολαμπίδων τρεμόπαιξε για λίγα δευτερόλεπτα ώσπου έσβησε τελείως, και οι

Page 56: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

56 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πυγολαμπίδες αφού έχασαν τη δύναμη τους έπεσαν νεκρές μέσα στο χρυσό κουτάκι τους από το οποίο πριν από λίγο φώτιζαν το δωμάτιο.

Βαθύ σκοτάδι έπεσε μέσα στη βιβλιοθήκη, οι καθηγητές δεν τολμούσαν να κουνηθούν από τη θέση τους και περίμεναν. Δεν έβλεπαν τίποτα, ώσπου η Γλαφύρα χτύπησε τα χέρια της δυνατά και εμφανίστηκαν νέες πυγολαμπίδες μέσα από μικρές τρύπες στον τοίχο κα αντικατέστησαν τις παλιές. Έβαλαν όλη τους τη δύναμη και η αίθουσα φωτίστηκε πάλι από το ζεστό τους φως.

«Κι αυτό είναι μόνο η αρχή» ψέλλισε ο Σωφρόνης κουλουριασμένος σχεδόν στην καρέκλα του τρέμοντας από φόβο.

«Αν η Δάειρα πάρει στα χέρια της την πέμπτη σφραγίδα, τότε η μητέρα της θα αποκτήσει την υπέρτατη δύναμη. Έχει ήδη βάλει λυτούς και δεμένους για να της φέρουν τις υπόλοιπες τέσσερις. Αυτή όμως που την ενδιαφέρει περισσότερο, είναι αυτή που ποτέ κανένας δεν έχει δει και κανένας δεν ξέρει τι είναι. Γι’ αυτό το λόγο πρέπει πάσει θυσία να προστατέψουμε την πέμπτη σφραγίδα». Η Ζηνοβία μίλησε με πυγμή. Ήταν καθήκον της να την ακούσουν όλοι οι καθηγητές και να ενωθούν μαζί της για να πετύχουν τον στόχο τους.

«Τι θέλεις να κάνουμε Ζηνοβία; Είναι αδύνατο να ψάξουμε να βρούμε όλους τους Αετομάτηδες έτσι που έχουν διασκορπιστεί. Πώς θα προστατέψουμε κάτι που δεν ξέρουμε πού βρίσκεται;»

Ο Πύρρος, με τα πυρόξανθα μαλλιά, ήταν έτοιμος να ακολουθήσει τη Ζηνοβία όπου κι αν του ζητούσε. Εδώ και χρόνια που γνωρίζονταν την ακολουθούσε πάντα, όπου κι αν πήγαινε. Ένιωθε σιγουριά και ασφάλεια κοντά της. Η παρουσία της τον έκανε να νιώθει γαλήνη στην καρδιά του.

«Ο θυρεός των Αετομάτηδων βρίσκεται στο ορφανοτροφείο μας». Με το άκουσμα αυτών των λόγων, τόσο πολύ ξαφνιάστηκαν οι

καθηγητές, που ενώ υπήρχε απόλυτη σιωπή στην αίθουσα, το μόνο που ακουγόταν τώρα ήταν ο δυνατός χτύπος της καρδιάς τους. Ήταν δυνατόν; Η πέμπτη σφραγίδα που θα όριζε την τύχη του κόσμου βρισκόταν στο ορφανοτροφείο τους, ήταν μέσα στα χέρια τους, στη δική τους διάθεση. Ούτε μπορούσαν να συλλάβουν στο μυαλό τους το μέγεθος της ευθύνης. Το παραμικρό λάθος θα μπορούσε να αποβεί μοιραίο, όχι μόνο για τους ίδιους, αλλά και για ολόκληρο τον κόσμο.

«Μα πώς γίνεται αυτό; Αφού την πέμπτη σφραγίδα την κουβαλάει μαζί του ένας από τους απόγονους των Αετομάτηδων. Τουλάχιστον έτσι λέγεται».

Η Γλαφύρα ήταν μπερδεμένη. Τόσον καιρό ο θησαυρός αυτός ήταν μπροστά στα μάτια τους και αυτοί δεν είχαν πάρει χαμπάρι.

«Ένας απόγονος των Αετομάτηδων;»

Page 57: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 57 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο Μάγνος αφηρημένος άφηνε τους άλλους να ακούνε τη σκέψη του. Η ματιά του άστραψε σε μια στιγμή, σηκώθηκε από την καρέκλα του και κατευθύνθηκε προς την τζαμαρία. Έκλεισε τα μάτια και με το μυαλό του σχημάτισε μια εικόνα, που σιγά σιγά άρχισε να σχηματίζεται στον τοίχο της γνώσης. Το βλέμμα του Μάγνου έπεσε αμέσως πάνω σ’ ένα συγκεκριμένο αγόρι, που γελούσε παρέα με τους φίλους του. Το αγόρι αυτό με την αετίσια ματιά που μπορούσε με ένα του βλέμμα να διαπεράσει την ψυχή οποιουδήποτε και να διαβάσει όλα τα κρυμμένα μυστικά. Θυμήθηκε την μέρα που τον είχαν φέρει στο ορφανοτροφείο. Πόσο μεγάλη εντύπωση του είχαν κάνει τα διαπεραστικά του μάτια, τόσο μικρά και με τέτοια ένταση στο βάθος, που προκαλούσαν δέος. Ένας τόσο μικρός άνθρωπος που έκρυβε ανείπωτη δύναμη μέσα στα μάτια του. Αυτός ο μικρός κρατούσε τη μοίρα του κόσμου στα χέρια του.

Η Ζηνοβία τον πλησίασε με αργό και σταθερό βήμα. Άπλωσε το χέρι της και ακούμπησε τον ώμο του. Ο Μάγνος γύρισε και την κοίταξε. Πρώτη φορά την έβλεπε από τόσο κοντά. Το πρόσωπο της ήταν γαλήνιο και σοφό. Παρ’ όλα τα πολλά χρόνια παρουσίας της στον κόσμο στο πρόσωπό της δεν υπήρχε ούτε μία ρυτίδα. Είχε λεία επιδερμίδα, λαμπερή και φωτεινή. Στα καστανά της μάτια ήταν ευδιάκριτη η σοφία της. Μία της ματιά έκανε τον άλλο να νιώθει ασφάλεια με τις γνώσεις της.

«Πώς εμπιστεύτηκαν τη σφραγίδα σε κάποιον τόσο μικρό;» ρώτησε ξαφνιασμένος. «Τι απερισκεψία από μέρους τους. Αν το ήξερε η Σελίμα ότι ένας Αετομάτης είναι τρόφιμος στο ορφανοτροφείο εδώ και καιρό, θα είχε επιδιώξει να τον βρει».

«Αν πάρουμε τη σφραγίδα από τον Βόρυ μπορούμε να την κρύψουμε κάπου και να βάλουμε φρουρούς ώστε κανείς να μην μπορέσει να πλησιάσει» η Γλαφύρα ήταν μεν ξαφνιασμένη όμως προσπάθησε να σκεφτεί μια λύση, όσο πιο αναίμακτη γινόταν, στο πρόβλημά τους. «Επίσης, μπορούμε να βάλουμε άγρυπνους φρουρούς έξω από το ορφανοτροφείο ώστε κανείς να μην μπορεί να πλησιάσει. Έτσι μαζί με τα λυκόσκυλα του Δερεού κανένας εχθρός δε θα μπορεί να πλησιάσει».

Ο Σωφρόνης χαμογέλασε αμήχανα ελπίζοντας ότι και οι άλλοι τρεις θα συμφωνούσαν με αυτόν και τη Γλαφύρα. Μια ανησυχία όμως κυρίεψε την καρδιά του όταν η ματιά του συνάντησε τη ματιά της Ζηνοβίας. Τότε κατάλαβε ότι αυτή η σοφή γυναίκα είχε άλλη άποψη.

«Δυστυχώς καλοί μου φίλοι, αυτό που προτείνετε δεν είναι εφικτό. Αν ενεργούσαμε με αυτόν τον τρόπο θα τραβούσαμε την προσοχή του εχθρού

Page 58: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

58 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πάνω μας. Και με όσους φρουρούς κι αν βάζαμε, τίποτα δε μας έσωζε και θα βάζαμε σε κίνδυνο και τη ζωή όλων των παιδιών. Πρέπει να συνεχίσουμε ακριβώς όπως είμαστε τώρα. Τίποτα δεν πρέπει να αλλάξει. Η συμπεριφορά μας απέναντι στον Βόρυ θα είναι η ίδια. Και ο ίδιος δεν πρέπει να καταλάβει ότι κουβαλάει ένα τόσο βαρύ φορτίο. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να κινήσουμε υποψίες. Μην ξεχνάτε ότι ο εχθρός έχει μάτια παντού. Ακόμη και μέσα στο ορφανοτροφείο. Γι’ αυτό, μην αποκαλύψετε τίποτα και σε κανέναν. Και σας εφιστώ την προσοχή. Οτιδήποτε περίεργο ή διαφορετικό υποπέσει στην αντίληψή σας, να μου το αναφέρετε αμέσως και σε καμία μα καμία περίπτωση μην επιτρέψετε στον Βόρυ να περάσει την εξωτερική πόρτα του ορφανοτροφείου!»

«Μα Ζηνοβία, αργά ή γρήγορα θα μαθευτεί ότι ένας Αετομάτης υπάρχει στο κάστρο. Κρατώντας τον εδώ βάζουμε σε κίνδυνο τους πάντες, και τα παιδιά αλλά …κι εμάς». Ο Μάγνος πλησίασε τον Σωφρόνη κι ακούμπησε το χέρι του στον ώμο με τόση δύναμη ώστε να τον κάνει να καθίσει κάτω.

«Η Ζηνοβία έχει δίκιο, εφόσον μέχρι τώρα δε μαθεύτηκε ότι υπάρχει ένας Αετομάτης στο κάστρο, αν κανείς μας δε μιλήσει θα παραμείνει μυστικό. Εξάλλου, όπως κι εμείς ξαφνιαστήκαμε που οι Αετομάτηδες έκρυψαν την σπουδαιότερη απ’ όλες τις σφραγίδες σ’ ένα παιδί, έτσι κι η Σελίμα δε θα το σκεφτεί καν. Προτείνω λοιπόν να ξεχάσουμε τη σημερινή συνέλευση και να προσποιηθούμε ότι δε συνέβη ποτέ. Έτσι θα είμαστε κι εμείς πιο ήρεμοι και κανένας δε θα υποπτευθεί ότι κάτι συμβαίνει».

«Μίλησες σωστά Μάγνο και τα λόγια σου αντιπροσωπεύουν ακριβώς την επιθυμία μου. Τώρα μπορείτε να επιστρέψετε στις ασχολίες σας, και είπαμε διακριτικότητα». Οι καθηγητές σηκώθηκαν από τις θέσεις κι ένας ένας βγήκαν από τη βιβλιοθήκη. Μόνο η Γλαφύρα έμεινε, που ακόμα δεν είχε σηκωθεί καν από τη θέση της.

«Φαντάζομαι ότι δε θα αποκαλύψεις τι είναι η περιβόητη Πέμπτη σφραγίδα» είπε σιωπηλά στη Ζηνοβία. Η διευθύντρια με προσηλωμένη ακόμα τη ματιά της στον τοίχο της γνώσης, δεν της απάντησε. «Ξέρεις, μπορούμε να ζητήσουμε τη βοήθεια κάποιου, που θα μπορεί πιο εύκολα να κυκλοφορεί δίπλα στον Βόρυ, χωρίς να υποπτευθεί κανείς τίποτα».

«Αυτό ούτε να το σκέφτεσαι» η Ζηνοβία στράφηκε προς το μέρος της και τα σμιγμένα της φρύδια φανέρωναν την οργή της.

«Σκέψου το Ζηνοβία, ο ….»

Page 59: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 59 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Δε θέλω να ακούσω το όνομά του, ούτε να τον αναφέρεις ξανά. Θα ακολουθήσεις κι εσύ τους ρυθμούς σου, τίποτα δε αλλάξει στην καθημερινότητά μας.»

«Δε θα διαρκέσει για πολύ ξέρεις η καθημερινότητά μας, πραγματικά πιστεύεις ότι ο Μάγνος θα μείνει με σταυρωμένα χέρια; Γιατί αποκάλυψες την αλήθεια μπροστά του; Τον εμπιστεύεσαι;»

«Ο καθένας, Γλαφύρα, θα παίξει τον δικό του ρόλο σ’ αυτήν την ιστορία κι εγώ δεν μπορώ να εμποδίσω την εξέλιξή της. Εσύ μείνε στο δικό σου και μην ανακατευτείς». Η Ζηνοβία αποχώρησε μ’ ένα σιγανό θρόισμα κι η Γλαφύρα έμεινε μόνη της στην αχανή αίθουσα. Σηκώθηκε από την καρέκλα και μ’ ένα αργό πετάρισμα βρέθηκε μπροστά στον τοίχο της γνώσης. Το απλανές της βλέμμα κόλλησε πάνω στα παιδιά που ξένοιαστα γελούσαν στον δρόμο τους για την τραπεζαρία.

Εν τω μεταξύ, η μέρα πια έφτανε στο τέλος της για τα παιδιά του

ορφανοτροφείου. Όλα τα παιδιά είχαν τελειώσει με τις δουλειές τους και τα μαθήματά τους και έφτανε η ώρα του βραδινού. Όταν η επιστάτρια του ορφανοτροφείου, η Αλέκτρα, χτυπούσε την καμπάνα σήμαινε ότι όλα τα παιδιά έπρεπε να κατέβουν στην μεγάλη αίθουσα, την τραπεζαρία, και να γευματίσουν. Ο δρόμος για την τραπεζαρία περνούσε μέσα από ένα απέραντο χολ του κάστρου. Στους τοίχους υπήρχαν αναμμένα κεριά μέσα σε περίτεχνα σχεδιασμένα ασημένια κηροπήγια. Ενώ τα παιδιά κατευθύνονταν προς τη μεγάλη σκάλα, μπορούσαν να χαζεύουν τον έναστρο ουρανό από τη γυάλινη οροφή.

Καθώς πήγαινε να δειπνήσει, ο Βόρυς ήταν αφημένος στις σκέψεις του. Τα βράδια στον ύπνο του βασανιζόταν. Έβλεπε συνέχεια το ίδιο όνειρο, την ίδια επιβλητική γυναίκα. Έτρεμε στο άκουσμα της φωνής της και απέστρεφε το βλέμμα του όταν εμφανιζόταν. Η εικόνα της τον είχε στοιχειώσει. Κάθε πρωί αισθανόταν όλο και πιο κουρασμένος λες και το βράδυ αυτή η μορφή απορροφούσε όλη του την ενέργεια. Ήθελε να μιλήσει σε κάποιον γι’ αυτά του τα όνειρα. Δεν άντεχε άλλο να πηγαίνει για ύπνο με φόβο. Κατευθυνόταν προς την τραπεζαρία σκεφτόμενος όλα αυτά τα πράγματα και καθώς ήταν αφηρημένος έπεσε πάνω στον Μάγνο. Ο καθηγητής τον κοίταξε συνοφρυωμένος. Με το που συναντήθηκαν οι ματιές τους, για έναν περίεργο λόγο, κρύος ιδρώτας έλουσε τον Βόρυ. Ένιωσε ανήμπορος να κουνηθεί από

Page 60: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

60 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τις σκέψεις που πλημμύρισαν το μυαλό του. Ο καθηγητής του γρήγορα απέστρεψε το βλέμμα του κι απευθύνθηκε στον Λέανδρο.

«Κουνηθείτε. Το δείπνο έχει αρχίσει και αν θέλετε να φάτε, καλά θα κάνετε να βιαστείτε».

Ο Βόρυς ένιωθε τέτοιο φόβο που δε χρειαζόταν να του το ξαναπεί. Ζήτησε συγγνώμη και απομακρύνθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, παραπατώντας στο δρόμο από τη σαστιμάρα του. Ο Λέανδρος τον ακολούθησε με πιο σταθερό βήμα, γεμάτος αυτοπεποίθηση. Γιατί τέτοιος χαρακτήρας ήταν ο Λέανδρος, ένα παιδί με σιγουριά και αυτοέλεγχο , αρκετά ώριμο για την ηλικία του.

Όταν τα παιδιά έφτασαν στην τραπεζαρία, ο χώρος ήταν γεμάτος. Οι δύο φίλοι πήγαν στη θέση τους και περίμεναν υπομονετικά να έρθει το φαγητό τους. Όλα τα παιδιά μιλούσαν μεταξύ τους. Οι φωνές τους ακούγονταν σ’ όλη την αίθουσα. Η ψηλοτάβανη τραπεζαρία ήταν διακοσμημένη με σκαλίσματα από χρυσό και μάρμαρο στους τοίχους απ’ όπου έχασκαν σκαλιστά μπρούτζινα κηροπήγια που φώτιζαν την αίθουσα. Στην οροφή υπήρχαν τέσσερις τεράστιοι πολυέλαιοι με πολλές σειρές από γυάλινες θήκες όπου μέσα κάθονταν και έλαμπαν κάθε μέρα χιλιάδες μαγεμένες πυγολαμπίδες.

Απέναντι από τον Βόρυ καθόταν πάλι ο Κορνήλιος, το δεκατετράχρονο αγόρι με τα μακριά σγουρά μαλλιά και τα ιδιαίτερα έξυπνα μάτια. Ήταν αρκετά ανήσυχο παιδί. Συχνά βρισκόταν σε μπελάδες και οι καθηγητές του τον τιμωρούσαν σχεδόν σε καθημερινή βάση. Έβρισκε τις αδυναμίες αυτών που δε συμπαθούσε ή θεωρούσε αδύναμους και τους κορόιδευε συνέχεια. Πριν δύο μέρες ο Σωφρόνης τον είχε πιάσει να ενοχλεί τον Σπάικο, ένα δεκάχρονο μαθητή με δέρμα πιο λευκό και από το χιόνι και κάτασπρα μαλλιά. Του είχε βάλει πάνω του ένα άσπρο σεντόνι και τον διέταξε να τρέχει στους διαδρόμους και να φωνάζει ότι είναι ένα φάντασμα. Ο μικρός, από φόβο μήπως τον χτυπήσει, υπάκουσε κι άρχισε να τρέχει στους διαδρόμους της δεύτερης πτέρυγας κλαίγοντας, σε κατάσταση αλλοφροσύνης. Ο Κορνήλιος, που παρακολουθούσε τη σκηνή από ασφαλή απόσταση, είχε ξεκαρδιστεί στα γέλια, ώσπου ένιωσε πάνω του το βαρύ χέρι της Αλέκτρας. Όταν γύρισε να δει τι συμβαίνει, η επιστάτρια που άκουσε φωνές κι έτρεξε να δει τι συμβαίνει, τον κάρφωσε με τα στρόγγυλα μάτια της. Δεν είχε εκπλαγεί όμως, όταν συνειδητοποίησε ποιος ήταν πίσω από αυτή τη φάρσα. Η τιμωρία του Κορνήλιου ήταν αυστηρή, όλοι όμως ήξεραν ότι καμία τιμωρία δε θα μπορούσε να βάλει φρένο στον ατίθασο χαρακτήρα του.

Page 61: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 61 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Αυτόν τον ταραξία λοιπόν είχε απέναντί του ο Βόρυς. Μόλις πριν λίγες ώρες τον είχε πιάσει ο ίδιος με τον Λέανδρο να πειράζει τη Διώνη, τη νεαρή γοργόνα.

«Τι πόστο είχες σήμερα Κορνήλιε;» ο Βόρυς παρατήρησε ότι ο Κορνήλιος ήταν αμίλητος και σκέφτηκε να του πιάσει την κουβέντα. Το αγόρι, που έκοβε ένα κομμάτι ψωμί και το έβαζε στο στόμα του, τον κοίταξε λοξά.

«Στη λίμνη». «Στη λίμνη; Για ποιο λόγο σας έστειλαν εκεί;» «Πήγαινε να ρωτήσεις τον Κύρο αν είσαι τόσο περίεργος». Ο Βόρυς το

μετάνιωσε που είχε ανοίξει κουβέντα μαζί του. Λες και θα μπορούσε να συζητήσει ποτέ κάποιος με τον Κορνήλιο.

«Εμείς ήμασταν στον στάβλο. Τα άλογα ήταν ανήσυχα σήμερα. Το ίδιο είπαν και τα υπόλοιπα παιδιά που ασχολήθηκαν με αυτά».

«Όλοι είναι ανήσυχοι τις τελευταίες μέρες. Δεν έχετε προσέξει τους καθηγητές; Είναι συνέχεια σκεπτικοί και αφηρημένοι. Σίγουρα κάτι συμβαίνει». Ο Κορνήλιος μιλούσε και ταυτόχρονα έτρωγε μεγάλα κομμάτια από το ψητό κοτόπουλο που είχε μπροστά του. Το δείπνο ήταν πάντα πλουσιοπάροχο με σαλάτες, ορεκτικά, συνοδευτικά πιάτα, διάφορα κρέατα και άφθονο μηλόζουμο, το αγαπημένο των παιδιών, που προσφερόταν σε κάθε γεύμα.

Ο Βόρυς παρακολουθούσε τον Κορνήλιο που έτρωγε και μιλούσε και προσπαθούσε να διαβάσει τη σκέψη του. Ήταν πλήρως αφοσιωμένος όταν άκουσε τον Λέανδρο να του μιλάει. «Ξεκόλλα επιτέλους από τις σκέψεις σου. Φάε καλά για να αντιμετωπίσεις χορτάτος τα φαντάσματα των ονείρων σου».

Με το άκουσμα της λέξης φάντασμα, ο Κορνήλιος ξέσπασε σε γέλια γιατί του θύμισε την εικόνα του κακόμοιρου Σπάικου την ώρα που έτρεχε με το λευκό σεντόνι μέσα στους διαδρόμους της πτέρυγάς τους.

«Δεν υποφέρεσαι Κορνήλιε». Ο Λέανδρος τον κοίταξε υποτιμητικά και οι υπόλοιποι έβαλαν τα γέλια επίσης.

«Εφόσον ενδιαφέρεσαι τόσο πολύ για το που βρίσκομαι σχιστομάτη, σε ενημερώνω ότι αύριο θα είμαστε κι εμείς στους στάβλους. Θα περάσουμε καλά». Αυτά είπε στον Λέανδρο και του έκλεισε κοροϊδευτικά το μάτι. Ο Λέανδρος όμως τον αγνόησε και μιας και είχε τελειώσει το φαγητό του, σηκώθηκε για να πάει στον κοιτώνα του.

Page 62: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

62 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Στο δρόμο για τον κοιτώνα τους ο Λέανδρος ήταν ανήσυχος. Δεν ήταν ικανοποιημένος από τη ζωή του στο ορφανοτροφείο. Τον είχαν κουράσει τα μαθήματα και η καθημερινή φροντίδα του χώρου. Αισθανόταν απέραντη ευγνωμοσύνη γιατί αν δεν ήταν το ορφανοτροφείο ούτε μπορούσε να φανταστεί που θα κατέληγε μόνος του. Στο ορφανοτροφείο τους είχαν μάθει πολλά πράγματα που θα μπορούσαν να τα χρησιμοποιήσουν στη ζωή τους όταν ήταν έτοιμοι, δηλαδή μετά το δέκατο-όγδοο έτος της ηλικίας τους. Ο Λέανδρος όμως ήταν ανυπόμονος να ζήσει τη ζωή του. Ήθελε να αποκτήσει εμπειρίες. Να γνωρίσει κόσμο. Ήθελε να ζει την κάθε μέρα και την κάθε στιγμή κάνοντας κάτι διαφορετικό. Από τότε που είχε μπει μικρός στο ορφανοτροφείο δεν είχε ξαναβγεί. Σε κανένα παιδί δεν επιτρεπόταν να διαβεί την εξωτερική πόρτα, παρά μόνο όταν θα έφτανε η στιγμή να φύγει. Μετά όμως δε θα μπορούσε να ξαναγυρίσει ποτέ.

Ό,τι ήξερε για τον έξω κόσμο ήταν όσα τους έλεγαν οι καθηγητές τους. Φανταζόταν όμως πως θα ήταν. Τον ονειρευόταν. Φανταζόταν πως οι πόλεις θα ήταν γεμάτες κόσμο. Όλοι θα μπορούσαν να κάνουν ότι θέλουν, δε θα είχαν κανέναν πάνω από το κεφάλι τους να τους λέει τι να κάνουν και να προγραμματίζουν τη μέρα τους. Θα ήταν ελεύθεροι να ανακαλύπτουν συνέχεια νέα πράγματα και να εμπλουτίζουν τη ζωή τους με νέες εμπειρίες και καινούργιες γνωριμίες. Θα ήταν ανεξάρτητοι και κύριοι του εαυτού τους που δε θα χρειάζονταν να δίνουν λόγο σε κανέναν. Έκανε αυτές τις σκέψεις και η καρδιά του φτερούγιζε. Ήθελε να έρθει η ώρα που θα έφευγε και θα τα ζούσε όλα αυτά.

Ο Βόρυς τον είδε που περπατούσε έτσι ανήσυχος κι ήθελε να μάθει τι του συνέβαινε. Όχι ότι δεν ήξερε. Γνώριζε πολύ καλά την ιδιοσυγκρασία του Λέανδρου. Μπορούσε να δει μέσα στην ψυχή του τι ήταν αυτό που λαχταρούσε. Τον θαύμαζε για τη γενναιότητά του και την τόλμη του. Ο ίδιος ούτε που θα τολμούσε να ονειρευτεί ότι ο φίλος του. Φοβόταν το άγνωστο. Έξω από τις πύλες του ορφανοτροφείου δεν τον περίμενε τίποτα. Δε θα ήξερε ποτέ τι να κάνει. Η αβεβαιότητα του τι υπάρχει έξω τον τρόμαζε. Αν ήταν στο χέρι του θα έμενε για πάντα στο ορφανοτροφείο. Εκεί ένιωθε ασφάλεια. Ήξερε ότι τον προστάτευαν όπως και όλα τα παιδιά. Περνούσε καλά εκεί. Του παρείχαν τα πάντα. Μόνος του δεν ήξερε αν θα μπορούσε να επιβιώσει.

Γνώριζε καλά όμως ότι σε λίγα χρόνια θα έπρεπε να φύγει. Κάθε φορά που το σκεφτόταν κάτι μέσα του τον έτρωγε, μια ανησυχία, ένας πόνος. Και κάθε φορά που προσπαθούσε να νιώσει ανακούφιση που είχε ακόμη καιρό να μείνει στο ορφανοτροφείο ένα μαύρο σύννεφο σκίαζε την καρδιά του, κάτι

Page 63: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 63 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

που τον έκανε να νιώθει φόβο και ανασφάλεια γιατί ήξερε πως αν έφευγε νωρίτερα από το ορφανοτροφείο δε θα ήταν υπό κανονικές συνθήκες. Θα τον εξανάγκαζαν να φύγει. Και δεδομένου του περίεργου ονείρου που έβλεπε κάθε βράδυ τον τελευταίο καιρό δε θα μπορούσε παρά να νιώθει περισσότερο φόβο.

Ενώ λοιπόν τα σκεφτόταν όλα αυτά αναστέναξε δυνατά μήπως κι έτσι μπορέσει κι ελαφρύνει την καρδιά του από το βάρος που την είχε πλακώσει. Ο Λέανδρος τον άκουσε δίπλα του και χαμογέλασε. Ήταν ένα ήσυχο παιδί που δεν ζητούσε πολλά πράγματα από τη ζωή του. Την καθημερινότητα στο ορφανοτροφείο τη ζούσε με ικανοποίηση και απέραντη ευγνωμοσύνη. Δεν ήταν ανήσυχο πνεύμα όπως αυτός. Τον συμπαθούσε όμως πολύ. Από τότε που θυμόταν τον εαυτό του στο ορφανοτροφείο ο Βόρυς ήταν μαζί του. Αν και δε γνώριζε πώς ήταν η αδερφική αγάπη, ωστόσο ήταν σίγουρος πως θα έμοιαζε αρκετά με τα συναισθήματά του για τον Βόρυ.

Έτσι αφηρημένοι στις σκέψεις τους φτάσανε μέχρι τη μεγάλη σκάλα. Σε λίγα μέτρα στο τέλος του διαδρόμου ήταν το δωμάτιό τους. Ήταν η ώρα που όλοι επέστρεφαν στα δωμάτιά τους και ο διάδρομος ήταν γεμάτος από αγόρια όλων των ηλικιών, που σχημάτιζαν πηγαδάκια και σχολίαζαν τις πιο ενδιαφέρουσες πτυχές της μέρας τους γελώντας, μιλώντας δυνατά και γενικά δημιουργώντας μια ιδιαίτερα θορυβώδη κατάσταση. Σε λίγα λεπτά όλοι θα έπρεπε να βρίσκονται στους κοιτώνες τους και προσπαθούσαν να πουν όσο περισσότερα πράγματα προλάβαιναν προτού καληνυχτίσουν τους φίλους τους. Ο Λέανδρος επιτάχυνε για να προλάβει τον φίλο του που είχε περάσει αρκετά μπροστά από αυτόν.

Σε κάποια στιγμή τον είδε που σταμάτησε και κοιτούσε σαν χαμένος τη γυάλινη οροφή. Ο Λέανδρος έφτασε κοντά στον Βόρυ και μιμήθηκε τον φίλο του. Όταν σήκωσε το κεφάλι του προς τα πάνω, αντίκρισε κάτι που δεν είχε ξαναδεί. Πριν καλά καλά προλάβει να καταλάβει τι γινόταν, ένιωσε να τον πλησιάζουν και οι υπόλοιποι που ήταν συγκεντρωμένοι εκεί και να στρέφουν το βλέμμα τους προς τα πάνω και να κοιτάνε με δέος. Ο ουρανός ήτανε κατάμαυρος. Δεν υπήρχε ούτε ένα αστέρι, κάτι πολύ περίεργο καθώς κάθε βράδυ που επέστρεφαν στον κοιτώνα τους, τους άρεσε να χαζεύουν τον ουρανό που σαν ένα πέπλο κεντημένο με χιλιάδες αστέρια τους ακολουθούσε μέχρι να μπούνε μέσα στο δωμάτιό τους. Απόψε όμως είχε συμβεί κάτι το συγκλονιστικό. Δεν υπήρχε ούτε ένα αστέρι στον ουρανό. Και πέρα από αυτό το φεγγάρι ήταν βαθυκόκκινο, θαρρείς αν το τρυπούσε κανείς με βελόνα, πηχτές σταγόνες αίματος θα αργόπεφταν πάνω τους. Το θέαμα ήταν μεν εκθαμβωτικό, από την άλλη όμως τους προκαλούσε, χωρίς να καταλαβαίνουν

Page 64: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

64 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τον λόγο, απίστευτη θλίψη και αγωνία. Η Αλέκτρα απροειδοποίητα εμφανίστηκε μπροστά τους.

«Μη σας ανησυχεί το κόκκινο φεγγάρι. Τυχαίνει μερικές φορές. Έχει να κάνει με την κίνηση του ήλιου. Για καλό και για κακό όμως φροντίστε να μη μένετε εκτεθειμένοι στο φως του για πολύ ώρα». Ο Λέανδρος εκμεταλλευόμενος την παρουσία της επιστάτριας και γνωρίζοντας την αδυναμία που του είχε, ήθελε να του λύσει τις απορίες του.

«Μη μας δουλεύεις Αλέκτρα. Πρώτη φορά βλέπω το φεγγάρι έτσι. Αν ήταν κάτι που τυχαίνει μερικές φορές, πώς και ποτέ ξανά δεν έχει εμφανιστεί;» Η Αλέκτρα του χαμογέλασε γλυκά όπως έκανε κάθε πρωί που τον συναντούσε όταν κατέβαινε με τους υπόλοιπους από τη Μαύρη Σκάλα και κατευθυνόταν προς την τραπεζαρία κι όπως έκανε επίσης κάθε βράδυ όταν έπαιρνε τον δρόμο για τον κοιτώνα του.

«Αυτά είναι πράγματα που δεν είναι καιρός να τα μάθετε, κι ούτε είναι αρμοδιότητά μου. Εγώ απλά να σας προειδοποιήσω θέλω» είπε, δαγκώνοντας τα χείλη της από την απρέπειά της να επεκταθεί σε ένα θέμα που δεν ήταν του αντικειμένου της. Γιατί ο κάθε ένας που εργαζόταν και ζούσε στο ορφανοτροφείο, είχε ένα ρόλο καθορισμένο από τη Ζηνοβία, τη διευθύντρια, και κανένας δεν είχε το δικαίωμα να μπει στα χωράφια του άλλου. Η δικιά της θέση ήταν αποκλειστικά η εύρωστη λειτουργία του ορφανοτροφείου, όσον αφορά τα καθήκοντα ενός επιστάτη. Η καθαριότητα, η εύρυθμη λειτουργία της κουζίνας, η επιμέλεια των εξωτερικών χώρων του ορφανοτροφείου και φυσικά η εποπτεία των μαθητών για τη σωστή και υποδειγματική συμπεριφορά τους μέσα στους κόλπους της μικρής κοινωνίας του ορφανοτροφείου. Δεν της επέτρεπε όμως η Ζηνοβία να έρχεται σε προσωπική επαφή με τους μαθητές, παρά μόνο αν χρειαζόταν να επιβάλλει την τάξη σε αυτούς που παραφέρονταν. Και τώρα η Αλέκτρα ήξερε ότι έβγαινε από τα όρια αποδεκτής συμπεριφοράς.

«Έχω βαρεθεί αυτή τη μυστικοπάθεια. Μας αφήνετε συνέχεια στο σκοτάδι με αποτέλεσμα να μη γνωρίζουμε ποτέ τίποτα. Και πέρα από αυτό, μας λέτε και ψέματα προσπαθώντας να ρίξετε στάχτη στα μάτια μας. Αυτή η συμπεριφορά όλων σας με κάνει ακόμα περισσότερο να θέλω να φύγω από εδώ το συντομότερο δυνατόν» είπε ο Λέανδρος και η αγανάκτησή του ήταν φανερή, η Αλέκτρα όμως δεν πτοήθηκε καθόλου.

«Λυπάμαι πολύ που νιώθεις έτσι Λέανδρε, αλλά δεν έχεις επιλογή από το να μας υπομείνεις για λίγα χρόνια ακόμη, μέχρι να ενηλικιωθείς. Τότε θα λάβεις και τις απαντήσεις στα ερωτήματά σου και θα κατανοήσεις τι κρύβεται

Page 65: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 65 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πίσω από τη στάση τη δική μου και των καθηγητών σας». Ο Λέανδρος δεν της απάντησε, παρά πήρε τον δρόμο για τον θάλαμό του.

«Αυτό θα το δούμε» ήταν το μόνο που συγκράτησε ο Βόρυς που τον ακολουθούσε. Από τη στιγμή όμως που άκουσε τα λόγια του, ένα μεγαλύτερο βάρος προστέθηκε στην ήδη φορτωμένη καρδιά του.

«Άντε, πηγαίνετε τώρα στον θάλαμό σας. Αύριο ξημερώνει καινούργια μέρα, και που ξέρετε, μπορεί να είναι πιο ωραία από τη σημερινή» άκουσε την Αλέκτρα να λέει στα υπόλοιπα παιδιά που κοιτούσαν αποχαυνωμένα το πορφυρό φεγγάρι.

Η Γλαφύρα καθόταν πλάι στο παράθυρό της και κοιτούσε μελαγχολικά

προς τα έξω. Το δωμάτιό της ήταν μεγάλο και εντυπωσιακό. Στη μια πλευρά του τοίχου υπήρχε ένα μεγάλο κρεβάτι. Αυτό είχε τεράστιους σκαλισμένους στύλους σε σχήμα μισοφέγγαρου που στήριζαν το κρεβάτι και ξεκινούσαν από το πάτωμα μέχρι την οροφή του δωματίου. Στο λευκό μαρμάρινο κρεβάτι της υπήρχαν σκαλισμένες νεραϊδόμορφες προτομές από όλα τα τάγματα των νεράιδων που προστάτευαν και καθοδηγούσαν τον λαό τους.

Οι μορφές ήταν σκαλισμένες με τέτοιο τρόπο που αν παρατηρούσε κανείς από κοντά θα έβλεπε ότι κινούνταν. Από το ταβάνι κρέμονταν χρωματιστά μεταξωτά πέπλα που αγκάλιαζαν το κρεβάτι με το απαλό τους άγγιγμα. Τα κλινοσκεπάσματα είχαν τα χρώματα όλων των λουλουδιών, όπως θ’ άρμοζε σε μια νεράιδα. Πάνω από το κρεβάτι, στην οροφή του ,ακριβώς στη μέση, υπήρχε ένα τεράστιο χρυσό μισοφέγγαρο που δήλωνε το τάγμα που υπηρετούσε η Γλαφύρα.

Το δωμάτιο ήταν γεμάτο με χρώματα και λαμπύριζε σε κάθε σημείο του. Στο ταβάνι ήταν ζωγραφισμένος ένας έναστρος ουρανός που γέμιζε με ευτυχία και όνειρα για τη ζωή όποιον τον χάζευε.

Η διάθεση της Γλαφύρας σήμερα, όπως και τα τελευταία βράδια, δε συμβάδιζε με το χρωματιστό και χαρούμενο δωμάτιο της. Η λάμψη του κόκκινου φεγγαριού έπεφτε πάνω στο πρόσωπό της και δημιουργούσε πάνω της μια εικόνα απόκοσμη που κατέστρεφε με αργό, μεθοδικό τρόπο την ομορφιά της. Ήταν συγκλονισμένη από τις σημερινές αποκαλύψεις κι αναρωτιόταν αν το αποψινό φεγγάρι είχε κάποια σχέση με όσα ειπώθηκαν νωρίτερα στη βιβλιοθήκη.

«Η κατάσταση όσο πάει και χειροτερεύει. Η πέμπτη σφραγίδα είναι εδώ. Δεν ξέρω αν αυτό είναι καλό ή κακό. Από τη μια μπορούμε να την

Page 66: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

66 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

προστατέψουμε όλοι οι καθηγητές και να διασφαλίσουμε ότι θα παραμείνει ακέραια πίσω από τις πύλες του ορφανοτροφείου. Από την άλλη όμως, αν μαθευτεί ότι η σφραγίδα είναι εδώ θα τραβήξει την προσοχή όλων αυτών που την επιβουλεύονται πάνω μας, κι εμείς δεν έχουμε αρκετή δύναμη να τους αποκρούσουμε. Δεν μπορώ να κάτσω με σταυρωμένα χέρια. Χρειαζόμαστε επειγόντως βοήθεια».

Η Γλαφύρα ήταν αποφασισμένη. Θα έκανε ό,τι μπορούσε για να βοηθήσει. Νοσταλγούσε τις ειρηνικές μέρες που ζούσε χωρίς έννοιες μέσα στο δάσος της Καλλιρόης. Θυμόταν τις ανέμελες μέρες και δάκρυα ανέβαιναν στα μάτια της. Θα έκανε τα πάντα για να ξαναέχει αυτές τις μέρες ανεμελιάς.

Με ύφος αποφασιστικό, σηκώθηκε από τη θέση της, άρπαξε το λευκό της χιτώνα που κάλυπτε όλο της το σώμα, έβαλε την κουκούλα, άνοιξε την πόρτα της κάμαράς της και με πολύ απαλά βήματα περπάτησε πολύ προσεχτικά προς την έξοδο.

Το ίδιο βράδυ, στον κοιτώνα του Λέανδρου και του Βόρυ στη δεύτερη πτέρυγα, επικρατούσε ησυχία. Και τα δέκα αγόρια κοιμόντουσαν κι έπαιρναν ενέργεια για να μπορέσουν ν’ ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της επόμενης μέρας. Ο θάλαμος όπως κι όλοι οι υπόλοιποι ήταν πολύ προσεχτικά διακοσμημένος. Υπήρχαν δέκα ξύλινα κρεβάτια, πέντε από τη μια μεριά και πέντε από την άλλη. Δίπλα στο κάθε κρεβάτι υπήρχε ένα τραπεζάκι με μία ασημένια λάμπα πάνω στο καθένα. Και τα κρεβάτια και τα κομοδίνα ήταν στολισμένα με περίεργα σχέδια και σχήματα που ήταν σίγουρα φτιαγμένα από μαγικά πλάσματα. Τόση έμφαση στη λεπτομέρεια και τέτοια επίδειξη ακρίβειας μπορούσε να έρθει μόνο από άτομο που ήταν σε πλήρη αρμονία με το σώμα του και μπορούσε να ελέγξει τις κινήσεις του στο απειροελάχιστο.

Στους τοίχους υπήρχαν αστέρια που με τη λάμψη του χρυσαφένιου φεγγαριού έλαμπαν δυνατά και ήταν αντάξια σε ομορφιά των άστρων του ουρανού. Κάτι που δε συνέβαινε σήμερα και τ’ αστέρια του δωματίου είχαν χάσει τη λάμψη τους. Με βία κάποιος ξεχώριζε το σχήμα τους πάνω στον τοίχο, όπως με βία κάποιος έβλεπε ένα αστέρι να λαμπυρίζει στον ουρανό.

Μέσα στην ησυχία της βραδιάς και της απροσδόκητης σκοτεινιάς το μόνο που ακουγότανε ήταν οι σπασμωδικές κινήσεις ενός παιδιού που πάλευε να ξυπνήσει από τον καθημερινό εφιάλτη του. Βρισκόταν πάλι στο ίδιο δάσος, έβλεπε τη λίμνη, ένιωθε το δροσερό αεράκι να του χαϊδεύει το πρόσωπο, άκουγε τα παιχνίδια των ζώων και ένιωθε σαν να ήταν σπίτι του.

Και να στη μέση της λίμνης έβλεπε τη γέρικη λεύκα. Ένα μεγάλης ηλικίας δέντρο που σίγουρα είχε νιώσει πολλά να συμβαίνουν γύρω του.

Page 67: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 67 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ήταν περιτριγυρισμένη από άλλα δέντρα, φύλακες, προστάτες. Ώσπου ξαφνικά ένα έντονο, άσπρο φως τον τύφλωσε. Έκρυψε το πρόσωπό του με τα χέρια του και ένιωσε τη λάμψη να του καίει το δέρμα. Ένας δυνατός, παγωμένος αέρας φύσηξε και ένας εκκωφαντικός θόρυβος του έκοψε το αίμα.

«Ψάξε να με βρεις». Άνοιξε τα μάτια του και μπροστά του φανερώθηκε εκείνη. Από τα λευκά της ρούχα έβγαινε το λαμπερό φως που τον είχε τυφλώσει νωρίτερα. Αυτή στεκόταν γι’ άλλη μια φορά μπροστά του. Η λάμψη που έβγαινε από μέσα της ήταν τόσο έντονη που δε μπορούσε να διακρίνει το πρόσωπό της. Κοιτούσε την άυλη μορφή της και ένιωθε απίστευτο πόνο να του κλονίζει το σώμα.

Μέσα σ’ αυτά τα αγωνιώδη δευτερόλεπτα άκουσε έναν θόρυβο από τη λεύκα. Αυτό δεν του είχε ξανασυμβεί. Προχώρησε προς το μέρος του γέρικου δέντρου. Ένιωσε το κρύο νερό της λίμνης καθώς βάδιζε προς το δέντρο. Όταν πλησίασε, άπλωσε το χέρι του. Με το που το ακούμπησε, ένα πηχτό υγρό, κόκκινο σαν αίμα άρχισε να βγαίνει από τον κορμό του. Το δέντρο άρχισε να τραντάζεται δυνατά. Η γη δονούνταν με απίστευτη δύναμη. Ο Βόρυς δεν άντεχε άλλο την πίεση. Ήθελε να ξυπνήσει, αλλά δεν μπορούσε. Άρχισε να νιώθει ασφυξία. Προσπαθούσε να ανοίξει τα μάτια του κι ενώ νόμιζε ότι το είχε καταφέρει, συνειδητοποιούσε ότι ήταν ακόμη εγκλωβισμένος στ’ όνειρό του. Προσπαθούσε ξανά και ξανά, με το ίδιο αποτέλεσμα όμως. Άρχισε να πανικοβάλλεται.

«Θέλω να ξυπνήσω, θέλω να ξυπνήσω». Οι κραυγές του ήταν σπαραχτικές. Ήθελε κάποιος να τον βοηθήσει να ξυπνήσει. Εκείνη τη στιγμή ένιωσε ένα χέρι να τον ακουμπάει και να τον τραντάζει. Μία οικεία φωνή τον καλούσε να ξυπνήσει.

«Βόρυ, ξύπνα, τι σου συμβαίνει; Ξύπνα…» Ήταν ο Λέανδρος. Τον άκουγε καθαρά. Σε μια τελευταία προσπάθεια να ξυπνήσει, ο Βόρυς άνοιξε διάπλατα τα μάτια του και πετάχτηκε πάνω. Από τον τρόμο δεν έβλεπε τίποτα μπροστά του. Το κεφάλι του κόντευε να σπάσει κι ένιωθε το κορμί του απίστευτα βαρύ και ταλαιπωρημένο. Ο Λέανδρος τον είδε και τον άρπαξε από το χέρι.

«Πάμε στην τουαλέτα να ρίξεις λίγο νερό στο πρόσωπό σου». Ο Βόρυς ήταν ακόμα ανήμπορος. Με το ζόρι κατέβηκε από το κρεβάτι.

Οι αισθήσεις του επανέρχονταν. Τα περισσότερα παιδιά στον θάλαμο είχαν ξυπνήσει από τις φωνές του Βόρυ και τώρα ρωτούσαν τι είχε συμβεί. Ο Λέανδρος τους καθησύχασε και υποβαστάζοντας τον Βόρυ τον οδήγησε έξω από τον θάλαμο στις τουαλέτες της πτέρυγάς τους.

Page 68: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

68 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο Βόρυς έκατσε στο πάτωμα μπροστά από τους νεροχύτες, έβαλε το κεφάλι του ανάμεσα στα χέρια του και ξέσπασε σε λυγμούς.

«Ήταν φριχτό. Έβλεπα πάλι αυτή τη γυναίκα, τη λεύκα που αιμορραγούσε. Δεν το άντεχα Λέανδρε. Δεν μπορούσα να το βλέπω άλλο το δέντρο να αιμορραγεί. Πονούσε η καρδιά μου. Δεν μπορούσα να ξυπνήσω. Ήταν σαν να ήθελε κάτι να με κρατήσει εκεί».

Το ταραγμένο παιδί διηγήθηκε στον φίλο του τ’ όνειρό του με κάθε λεπτομέρεια. Ο Λέανδρος τον άκουγε με προσοχή και προσπαθούσε να τον ηρεμήσει.

«Δεν μπορώ να καταλάβω τι μπορεί να σημαίνει αυτό το όνειρο. Ακούγεται πολύ ζωντανό για να είναι σαν έναν κανονικό εφιάλτη. Σαν να έχω υπάρξει σε εκείνο το μέρος και τώρα με καλούν πίσω. Νιώθω βαθιά μέσα μου ότι πρέπει να πάω, με καταλαβαίνεις;»

Ο Λέανδρος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του, ενώ τα σκοτεινιασμένα του μάτια φανέρωναν την ανησυχία του.

«Κάτι μέσα μου, όμως, μου λέει ότι δεν κάνω το σωστό. Ότι με χρειάζονται και πρέπει να ακολουθήσω τη μοίρα μου. Δεν είμαι ήρωας Λέανδρε. Κοίταξέ με. Ένα ορφανό είμαι, που αν δεν υπήρχε το ορφανοτροφείο δε θα είχα επιβιώσει καν. Δεν είμαι γενναίος σαν κι εσένα. Εγώ τρέμω τη σκιά μου, πώς μου ζητάνε να βγω σ’ έναν άγνωστο κόσμο και να τα βάλω με δυνάμεις που είναι πάνω από εμένα;»

«Βόρυ, μην το λες ότι δεν είσαι γενναίος. Εδώ μέσα τι ευκαιρίες μπορείς να έχεις για να αποδείξεις τη γενναιότητά σου; Είμαι σίγουρος ότι έχεις γενναία καρδιά. Κοίτα πως αντιμετωπίζεις αυτό που σου συμβαίνει κάθε βράδυ. Προσπαθείς να το εκλογικεύσεις και να το εξηγήσεις. Αυτό θέλει πολύ δύναμη. Οι περιστάσεις μας κάνουν γενναίους, όχι ο χαρακτήρας μας».

Ο Βόρυς τον κοίταξε απορημένος. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε στο μυαλό του ο φίλος του. Ή μάλλον δεν ήθελε να καταλάβει. Γιατί, αν και είχε σκοτάδι, μπορούσε να διακρίνει πολύ καθαρά ότι τα μάτια του φίλου του γυάλιζαν από ενθουσιασμό, από μια αναλαμπή που ήταν σίγουρος ότι γρήγορα θα του τη φανέρωνε κι ο ίδιος .

«Ίσως να πρέπει να πας σε αυτό το μέρος και να αντιμετωπίσεις τον εφιάλτη σου. Ίσως όλα αυτά να είναι μηνύματα από κάποιους, από την οικογένειά σου που σε χρειάζονται και πρέπει να γυρίσεις για να τους βοηθήσεις με κάποιον τρόπο».

Για τον Λέανδρο αυτή θα μπορούσε να ήταν επιτέλους η ευκαιρία του να φύγει από το ορφανοτροφείο και να ζήσει την περιπέτεια που πάντα ήθελε.

Page 69: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 69 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Λέανδρε, αυτό που λες είναι μια τρέλα!» «Άκουσέ με Βόρυ, μόνο έτσι θα μπορέσεις να μάθεις τι σου συμβαίνει κι

αν το αντιμετωπίσεις στα ίσα το πρόβλημά σου θα καταφέρεις να το λύσεις και να απαλλαγείς επιτέλους από τους εφιάλτες σου».

Ο Βόρυς σηκώθηκε όρθιος. Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που του πρότεινε ο φίλος του.

«Όχι, Λέανδρε, προτιμώ να περιμένω και να δω τι θα συμβεί. Αν συνεχίσω να έχω τους εφιάλτες θα πάω να μιλήσω στη Ζηνοβία» του είπε αποφασιστικά.

«Και τι θα της πεις, ότι έχεις εφιάλτες; Τι θα σου κάνει η Ζηνοβία, Βόρυ; Το πολύ πολύ να σου δώσει κάποιο αφέψημα για να ηρεμήσεις και να μπορέσεις να κοιμηθείς. Αυτό όμως δε θα εξαφανίσει τους εφιάλτες σου».

«Κατάλαβέ με, αυτό που μου ζητάς είναι παρατραβηγμένο. Που ξέρεις, μπορεί να δουλέψει το αφέψημα και να μην ξαναδώ εφιάλτες. Ίσως να φταίει η πίεση τον τελευταίο καιρό. Ναι, μάλλον αυτό θα είναι. Από την πίεση που δέχομαι, το μυαλό μου δημιουργεί φανταστικούς κόσμους για ν’ αποδρά από την καθημερινότητα».

«Μην εξαπατάσαι. Εσύ ο ίδιος λες πόσο ζωντανό είναι το όνειρό σου κάθε φορά. Μπορεί πράγματι να σε χρειάζεται κάποιος εκεί έξω. Αυτό δεν το έχεις σκεφτεί; Μην αφήνεις το φόβο σου να σε κυριέψει Βόρυ. Πρέπει να το αντιμετωπίσεις. Μ’ εμένα στο πλάι σου φυσικά».

Ο Βόρυς προσπαθούσε να σκεφτεί λόγους που θα έκαναν τον Λέανδρο να εγκαταλείψει την τρελή του ιδέα.

«Σου φαίνομαι για άνθρωπος που μπορεί να βοηθήσει κάποιον; Κανένας δεν μπορεί να βασιστεί σ’ έμενα για βοήθεια. Αν έβγαινα έξω, ούτε τον εαυτό μου δε θα μπορούσα να βοηθήσω για να επιβιώσω. Εξάλλου, ακόμα και να ήθελα να το κάνω, ποτέ δε θα μπορούσαμε να βγούμε από το ορφανοτροφείο. Ξεχνάς ότι κανείς δεν μπορεί να βγει και να μπει;»

«Αυτό άσ’ το πάνω μου. Αφού μπήκαμε, θα μπορούμε και να βγούμε. Το πώς θα το βρω, είμαι σίγουρος. Βλέπω επανήλθε το χρώμα σου. Ας γυρίσουμε στο δωμάτιο. Έχουμε πολλά να σκεφτούμε».

Ο Βόρυς πήγε να διαμαρτυρηθεί, έβλεπε όμως ότι θα ήταν μάταιο. Ο Λέανδρος ήταν αποφασισμένος να τον βοηθήσει σ’ έναν σκοπό που ο ίδιος δεν ήθελε καν να εμπλακεί. Φαινόταν αποφασισμένος. Ο Βόρυς όμως είχε πολλές αμφιβολίες. Πέρα από τον φόβο του, δεν ήξεραν καν προς τα πού να πάνε. Κανένας από τους δύο δεν είχε βγει ποτέ από το ορφανοτροφείο. Δε γνώριζαν

Page 70: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

70 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τι υπήρχε εκεί έξω. Δεν ήταν καν σίγουροι ότι το μέρος που έβλεπε ήταν υπαρκτό ή αποκύημα της φαντασίας του.

Τα δύο αγόρια γύρισαν στο θάλαμό τους με πολλές σκέψεις να στριφογυρίζουν στο μυαλό τους. Ο καθένας είχε διαφορετικά συναισθήματα. Ο Βόρυς δεν είχε συνέλθει ακόμα από το τρομερό όνειρο και την πρόταση του Λέανδρου. Δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να βγει έξω από το ορφανοτροφείο και να περιπλανιέται σε άγνωστα μέρη. Ήθελε να κρυφτεί μέσα στο πάπλωμά του και να μη βγει από εκεί παρά μόνο όταν όλα αυτά θα τελείωναν.

Του φαινόταν λογικό ότι ο μόνος τρόπος να σταματήσει τους εφιάλτες του ήταν να τους αντιμετωπίσει. Από τη μια φοβόταν, από την άλλη όμως η ιδέα να ξαναβρεί την ηρεμία του, δεν του κακοφαινόταν.

Ο Λέανδρος με τη σειρά του, πέρασε το υπόλοιπο βράδυ καταστρώνοντας σχέδια. Ήταν τόσο ενθουσιασμένος που δεν μπορούσε να κρύψει τη χαρά του. Δεν τον ενδιέφεραν οι κίνδυνοι. Δεν τους λογάριαζε καν. Πίστευε ακράδαντα ότι μπορούσε να τους αντιμετωπίσει όλους. Η νεανική του καρδιά χτυπούσε με δύναμη στην ιδέα της αναμέτρησης με κάποιον εχθρό. Αισθανόταν πανέτοιμος να εφαρμόσει στην πράξη αυτά που μάθαινε τόσα χρόνια με τους καθηγητές του. Και για τους δύο φίλους αυτή ήταν η δική τους στιγμή. Ο ένας ζούσε τ’ όνειρό του κι ο άλλος τον εφιάλτη του.

Οι ώρες περνούσαν γρήγορα και πριν καν το καταλάβουν είχε ξημερώσει. Όλα τα παιδιά άρχισαν να προετοιμάζονται στους κοιτώνες τους για τη νέα μέρα. Ο ήλιος έλαμπε και με τις ζέστες του αχτίδες φώτισε ακόμα και τις πιο απόμακρες γωνίες του κάστρου που ήταν σκοτεινές καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας. Σ’ όλους τους θαλάμους τα παιδιά ετοιμάζονταν για να υποδεχτούν μια νέα, δημιουργική μέρα. Ταχτοποιούσαν τα κρεβάτια τους και φορούσαν τα καθαρά τους ρούχα. Ήταν ξεκούραστα από τον βραδινό ύπνο και γεμάτα διάθεση και όρεξη για κουβέντα και παιχνίδι.

Ο Λέανδρος και ο Βόρυς κατέβηκαν στην τραπεζαρία πιο νωρίς απ’ όλους. Είχαν σηκωθεί νωρίτερα και ετοιμάστηκαν όσο πιο αθόρυβα μπορούσαν για να μην ξυπνήσουν και τους υπόλοιπους. Δεν άντεχαν άλλο ξαπλωμένοι. Η υπερένταση της βραδιάς δεν τους είχε περάσει κι αδημονούσαν για το πρώτο φως της μέρας. Η τραπεζαρία ήταν άδεια. Επικρατούσε νεκρική σιγή στο μοναδικό μέρος στο κάστρο που είχε πάντα τόσο κόσμο. Τα μεγάλα τραπέζια ήταν ήδη στρωμένα. Από τις κανάτες έβγαινε ο ατμός από το ζεστό γάλα, τα πιατάκια ήταν άδεια και περίμεναν υπομονετικά μέχρι να έρθουν τα παιδιά και να τα γεμίσουν με χορταστικές φέτες φρεσκοψημένου μαλακού

Page 71: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 71 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ψωμιού, μαρμελάδες σε όλες τις γεύσεις, με φρούτα, μέλι και φυσικά μηλόζουμο.

Κι εκεί που χάζευαν την άδεια αίθουσα και τις λαχταριστές λιχουδιές, άνοιξαν ξαφνικά μικρές πορτούλες από τους τοίχους και ξεχύθηκαν χιλιάδες λαμπερές πυγολαμπίδες που κουνούσαν γρήγορα τα φτεράκια τους για να φτάσουν στο χρυσό τους κουτάκι. Το θέαμα ήταν μαγικό και τα δύο παιδιά δεν μπορούσαν να πάρουν τα μάτια τους από πάνω τους. Από εκεί που βρίσκονταν έμοιαζαν με τεράστιες χρυσές κορδέλες που τυλίγονταν με περίτεχνους συνδυασμούς γύρω από τους πολυελαίους και τους έδιναν χρυσή λάμψη με την οποία αναδείκνυαν την ομορφιά και τη μεγαλοπρέπειά τους. Αφού πήραν τη θέση τους όλες οι πυγολαμπίδες μέσα στα χρυσά τους κουτάκια και η αίθουσα φωτίστηκε επαρκώς, άρχισαν να εμφανίζονται από τη Μαύρη Σκάλα τα πρώτα αγουροξυπνημένα παιδιά.

Ο καθένας καθόταν στη θέση του, μέχρι να μαζευτούν οι υπόλοιποι και η τεράστια αίθουσα πλημμύριζε από τις συζητήσεις και τα σχόλια των μαθητών. Οι στιγμές των γευμάτων ήταν οι καλύτερες της ημέρας γιατί τα παιδιά εκτός από τις λιχουδιές που τους ετοίμαζαν, εκείνες τις ώρες μπορούσαν να συζητάνε με τους φίλους τους και ταυτόχρονα να απολαμβάνουν το φαγητό τους.

Απέναντι από τον Βόρυ καθόταν ο Δρώδης σήμερα. Όλοι οι συμμαθητές του τον κορόιδευαν γιατί τους φαινόντουσαν πολύ αστείες οι διηγήσεις του και σχεδόν κάθε μέρα κάτι περίεργο του συνέβαινε. Κάποιες από τις ιστορίες του είχαν μία δόση αλήθειας αλλά δύσκολα τον πιστεύανε, ακόμα κι αν θεωρούσαν ότι θα ήταν πιθανό να έχει συμβεί. Είχε στο πιάτο του αρκετές φέτες ψωμί καλυμμένες με διάφορα είδη μαρμελάδας. Μιλούσε και ταυτόχρονα δάγκωνε μεγάλα κομμάτια ψωμιού δυσκολεύοντας έτσι τα παιδιά να παρακολουθήσουν τι τους έλεγε.

«Χθες που ήμουνα στο στάβλο κάτι το απίστευτο έγινε». Ο Κορνήλιος καθόταν παραδίπλα και τον άκουσε. «Τι έγινε αυτή τη φορά Δρώδη; Μήπως συνάντησες κανένα μυθικό

τέρας ή, για να μαντέψω, ανακάλυψες ποιος δολοφόνησε τον Παφνούτη;» οι φίλοι του που κάθονταν απέναντι έβαλαν τα γέλια.

«Σταμάτα επιτέλους με τις βλακείες σου Κορνήλιε, άφησε τον να μιλήσει» του φώναξε ο Λέανδρος. Δε συμπαθούσε καθόλου τον Κορνήλιο και συχνά διαπληκτίζονταν όχι μόνο λεκτικά αλλά και σωματικά όπως το περιστατικό της προηγούμενης μέρας.

Page 72: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

72 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο Κορνήλιος εκνευρισμένος σηκώθηκε όρθιος και χτύπησε τα χέρια του στο τραπέζι.

«Δε σου φτάνει μάλλον το ξύλο που έφαγες χθες, απ’ ότι φαίνεται ζητάς κι άλλο».

Ο Λέανδρος σηκώθηκε κι αυτός πάνω. Ένα έντονο κάψιμο διαπέρασε τις φλέβες του ενώ ένιωθε το άκρο του χείλους του να μετατοπίζεται προς τα πάνω. Η ματιά του καρφώθηκε πάνω στον Κορνήλιο. Τον εκνεύριζε απίστευτα η ειρωνεία και ο σαρκασμός του. Τον διακατείχε υπέρμετρη αλαζονεία και ήταν πάντα έτοιμος να σχολιάσει αρνητικά κάποιον. Με την άκρη του ματιού του ο Λέανδρος έπιασε μια λευκή μορφή να εισέρχεται στην αίθουσα. Ήταν η Ζηνοβία. Μετά την ντροπή που ένιωσε με το χθεσινό περιστατικό, ο νεαρός δεν ήθελε να ξαναβρεθεί σ’ αυτή τη θέση. Κατάπιε τον εγωισμό του κι έκατσε στη θέση του.

Ο Κορνήλιος χαμογέλασε θριαμβευτικά κι έκατσε κι αυτός με τη σειρά του. Ο Δρώδης δεν πτοήθηκε από τα αποδοκιμαστικά λόγια του Κορνήλιου. Κατάπιε μία ακόμα φέτα με μέλι και συνέχισε.

«Εκεί που έπλενα ένα μαύρο άλογο γύρισα να βουτήξω το πανί μου στον κουβά και όταν πήγα να του ρίξω νερό πρόσεξα ότι τα πόδια του δεν ακουμπούσαν στο έδαφος. Το άλογο πετούσε! Εγώ έμεινα σαστισμένος να το κοιτάω χωρίς να μπορώ να πιστέψω στα μάτια μου. ««Μα είναι δυνατόν;»» αναφώνησα και χωρίς να το θέλω, από την τρομάρα μου περισσότερο, έβαλα τις φωνές. Ο Κύρος ήρθε τρέχοντας. Κοίταξε το άλογο και μετά εμένα. Αμέσως έπιασε τα χαλινάρια και τα τραβούσε προς τα κάτω. Φώναζε στο άλογο και έβριζε. Όταν το άλογο κατέβηκε, γύρισε προς τη μεριά μου. Εγώ είχα μείνει με τον κουβά στα χέρια.

«Ξύπνα μικρέ, τι έπαθες;» μου μίλησε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Εγώ όμως ήμουνα σαστισμένος.

«Μα, τα άλογα δεν πετάνε» αυτό μόνο κατάφερα να ψελλίσω. Ο Κύρος ξέσπασε σε γέλια. Δεν ξέρω αν το έκανε επειδή πραγματικά έκρυβε κάτι ή επειδή γελούσε με τα μούτρα μου.

«Τα άλογα δεν πετάνε ανόητε. Μεγάλη φαντασία έχεις μικρέ. Πήγαινε ρίξε λίγο νερό στα μούτρα σου και φύγε από το στάβλο. Τελείωσες για σήμερα» μου είπε.

«Μα, δεν πρόλαβα να το πλύνω» διαμαρτυρήθηκα εγώ. «Τελείωσες σου είπα για σήμερα. Θα το αναλάβω εγώ από εδώ και

πέρα. Άντε, τι κοιτάς; Φύγε σου λέω».

Page 73: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 73 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μου γύρισε την πλάτη κι εγώ μη μπορώντας να κάνω κάτι έφυγα. Όταν έφτασα στην πόρτα γύρισα το κεφάλι μου και το μάτι μου έπεσε πάνω στο άλογο. Με κοιτούσε έντονα και να … έχω την εντύπωση ότι το είδα να χαμογελάει κοροϊδευτικά!! Σας λέω ήταν πολύ τρομαχτικό. Σήμερα που θα ξαναπάμε στους στάβλους ούτε που θα το πλησιάσω».

Ο Κορνήλιος έβαλε πάλι τα γέλια και τον χτύπησε με το χέρι του στο κεφάλι.

«Φαντασμένε, άσε τα άλογα που πετάνε και προσγειώσου επιτέλους στον κόσμο μας. Η σημερινή σου ιστορία ξεπερνάει και την άλλη που μας είπες τον προηγούμενο μήνα ότι σου μίλησε το φάντασμα του Παφνούτη. Μάλλον μας περνάς για χαζούς».

«Αλήθεια μου είχε μιλήσει το φάντασμα του Παφνούτη, μόνο που ήταν πιο κοντό από οποιονδήποτε άνθρωπο έχω γνωρίσει ποτέ κι είχε αστεία εμφάνιση» φώναξε ο Δρώδης, που ποτέ κανένας δε φαινόταν να πιστεύει τις ιστορίες του.

Όλοι έστρεψαν αλλού το βλέμμα τους αγνοώντας τον και επέστρεψαν στην κουβέντα τους. Αυτή τη φορά όμως, υπήρχε ένας συμμαθητής του Δρώδη που τον έβαλε σε σκέψεις με αυτά που άκουσε. Ο Λέανδρος φαινόταν να τον είχαν αγγίξει τα λόγια του μιας και καθόταν αμίλητος και σκεπτικός μ’ ένα απλανές βλέμμα. Είχε πολλά πράγματα μέσα στο μυαλό του και ήθελε να βρεθεί μόνος με τον Βόρυ για να τα μοιραστεί μαζί του.

Ο Βόρυς απόρησε που καθόταν αμίλητος. Δε θέλησε να του μιλήσει μιας και δεν του ήταν δύσκολο να μαντέψει τι είχε μέσα στο μυαλό του. Οι σκέψεις του Λέανδρου διακόπηκαν βίαια όταν άκουσε φωνές από το τραπέζι του. Γύρισε να δει τι συμβαίνει. Η εικόνα που αντίκρισε τον σόκαρε τόσο, που ακόμα κι αυτός έμεινε κοκκαλωμένος και ανήμπορος ν’ αντιδράσει. Ο Δρώδης είχε γεμίσει μεγάλα εκζέματα σ’ όλο του το πρόσωπο και τα χέρια του. Είχε πρηστεί ολόκληρος ενώ τα μάτια του είχαν μικρύνει τόσο πολύ που σχεδόν δε φαινόντουσαν. Σηκώθηκε όρθιος και κοιτούσε τριγύρω του. Ένιωθε ότι κάτι του συνέβαινε, όμως τα βλέμματα τρόμου και αηδίας όλων των παιδιών στην αίθουσα τον τρόμαζαν.

«Τι μου συμβαίνει; Πείτε μου». Η γλώσσα του είχε πρηστεί, μπλόκαρε το στόμα του και δυσκολευόταν να μιλήσει. Ένιωθε το σώμα του να πρήζεται και το δέρμα του να τεντώνεται. Οι κραυγές ακούγονταν σε όλη την αίθουσα, όμως κανείς δεν τον πλησίαζε. Όλοι ήταν σοκαρισμένοι. Καταλάβαινε ότι θα έχανε τις αισθήσεις του γιατί άρχισε να ζαλίζεται. Οι θολές φιγούρες γύρω του αισθανόταν ότι έτρεχαν σε κύκλους γύρω του και ότι κουνιόντουσαν με

Page 74: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

74 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μανιώδεις κινήσεις πάνω κάτω. Ο Κορνήλιος που καθόταν δίπλα του, πετάχτηκε πάνω και με έκφραση αηδίας στο πρόσωπο απομακρύνθηκε από κοντά του.

«Εγώ δεν έκανα τίποτα, αλήθεια μόνος του έπεσε» φώναξε δυνατά για να τον ακούσει η Γλαφύρα που παρακολουθούσε την αίθουσα από τον τοίχο της Γνώσης κι έσπευσε να βοηθήσει το μικρό μαθητή. Όταν έφτασε κοντά του, ο Δρώδης είχε λιποθυμήσει και κείτονταν στο μαύρο μαρμάρινο πάτωμα της τραπεζαρίας. Τον πήρε στην αγκαλιά της, άνοιξε τα ολόχρυσα λαμπερά φτερά της και πέταξε προς την πτέρυγα των καθηγητών. Ο Μάγνος έφτασε σχεδόν τρέχοντας στην τραπεζαρία και αφού είδε ότι ο Δρώδης ήταν ασφαλής στα χέρια της Γλαφύρας, έφυγε χωρίς να πει κουβέντα στα παιδιά που κοιτούσαν πανικόβλητοι περιμένοντας μια εξήγηση για το τι είχε συμβεί στο φίλο τους. Η Αλέκτρα που ήταν εκεί κοντά και παρακολούθησε το περιστατικό ζήτησε από τα παιδιά να συνεχίσουν το πρωινό τους, διαβεβαιώνοντάς τους ότι ο συμμαθητής τους σίγουρα δε θα είχε τίποτα το ανησυχητικό.

Όλα τα παιδιά επέστρεψαν στη θέση τους, όμως η εικόνα του πρησμένου Δρώδη δεν μπορούσε να βγει από το μυαλό τους.

«Αυτά παθαίνει όποιος έχει μεγάλη γλώσσα και επινοεί συνέχεια ιστορίες». Ο Κορνήλιος επιστρέφοντας στη θέση του, συνέχισε να κάνει αυτό που ήξερε να κάνει καλύτερα, να είναι καυστικός και να μη δείχνει ίχνος συμπόνιας.

«Αν αυτό που λες είναι αλήθεια και ο Δρώδης τιμωρήθηκε μ’ αυτό τον τρόπο επειδή όπως λες έχει μεγάλη γλώσσα, φαντάσου τι περιμένει εσένα που έχεις φαρμακόγλωσσα». Ο Λέανδρος δεν άντεχε να τον ακούει να μιλάει άλλο τόσο επικριτικά για τον Δρώδη. Δεν πίστευε ούτε για μία στιγμή ότι ο πολυλογάς συμμαθητής τους είχε τιμωρηθεί. «Μάλλον έφαγε κάτι που τον πείραξε. Οι καθηγητές θα τον περιποιηθούν και σε λίγες μέρες θα έχει καινούργιες ιστορίες να μας διηγηθεί». Ο Λέανδρος μίλησε αρκετά δυνατά για να σιγουρευτεί ότι τον άκουσαν όλοι. Δεν ήθελε να μείνει κανένας με την εσφαλμένη αντίληψη ότι ο Δρώδης είχε τιμωρηθεί. Ήθελε όλοι να καταλάβουν ότι αυτό που συνέβη στον συμμαθητή τους θα μπορούσε να είχε συμβεί στον οποιονδήποτε, για να μη σπιλωθεί τ’ όνομα του φίλου τους.

Εν τω μεταξύ η Γλαφύρα μετέφερε στην αγκαλιά της τον Δρώδη στο αναρρωτήριο που βρισκόταν στην πτέρυγα των καθηγητών. Άνοιξε την πόρτα και η έντονη μυρωδιά της αποστειρωμένης αίθουσας πλημμύρισε το διάδρομο. Ο χώρος ήταν σκοτεινός καθώς δεν υπήρχαν παιδιά που να έχριζαν ιατρικής περίθαλψης. Υπήρχαν περίπου είκοσι στρωμένα κρεβάτια μέσα, κι η Γλαφύρα

Page 75: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 75 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τον ακούμπησε στο πρώτο αριστερά. Τράβηξε τη λευκή κουρτίνα ώστε αν έμπαινε κάποιος μέσα να μην αντίκριζε το αποκρουστικό θέαμα του πρησμένου μαθητή. Ακόμα δεν είχε συνέλθει, ενώ το πρήξιμο όλο κι αυξανόταν. Το πρόσωπο του πλέον δε θύμιζε καθόλου το παχουλό δεκαπεντάχρονο αγόρι με τα στρογγυλά μάγουλα και τα μικρά σαν κουμπιά γαλαζοπράσινα μάτια. Ο λαιμός του με το κεφάλι του είχαν γίνει ένα και ανά διαστήματα έβγαζε ήχους δύσπνοιας, σημάδι ότι το πρήξιμο είχε περάσει στο λαιμό του και δυσκολευόταν ν’ αναπνεύσει.

Ξαφνικά χιλιάδες πυγολαμπίδες εισέβαλλαν στο παγερό δωμάτιο δημιουργώντας μαγικούς σχηματισμούς με διάφορα σχέδια πριν μπουν στο κουτάκι τους. Η νεράιδα της σελήνης αφού σκέπασε το μικρό μαθητή της έτρεξε στη διπλανή αίθουσα όπου βρισκόταν σε ξύλινα ράφια στοιβαγμένα όλων των ειδών τα βότανα και θεραπευτικές αλοιφές και κρέμες που είχε παρασκευάσει η ίδια. Με το που άνοιγε κάποιος την πόρτα, ερχόταν αμέσως στα ρουθούνια του οι γαργαλιστικές μυρωδιές των λουλουδιών και των φυτών της φύσης σε συνδυασμό με το μεθυστικό άρωμα της οξιάς από την οποία ήταν φτιαγμένα τα ράφια.

Η Γλαφύρα άνοιξε δύο βάζα. Πήρε τη μεζούρα και με προσοχή πρόσθεσε τις σωστές ποσότητες. Τα έβαλε σ’ ένα ξύλινο βαθύ πιάτο, πήρε ένα γουδοχέρι κι άρχισε να πολτοποιεί το περιεχόμενο. Έκανε μια περιστροφική κίνηση με το χέρι της και το γουδοχέρι άρχισε να κινείται από μόνο του αφήνοντας πίσω ασημόσκονη που αιωρούνταν για λίγο πάνω από το τραπέζι κι εξαφανίζονταν μετά από λίγα δευτερόλεπτα.

«Ωραία, ας ετοιμάσω τώρα το αφέψημα». Πήγε στον απέναντι τοίχο, διάλεξε τρία μπουκάλια, με προσοχή

υπολόγισε πάλι τις ποσότητες και έριξε το υγρό σ’ ένα βαθύ ξύλινο ποτήρι. Με το ποτήρι στο χέρι πήγε στον πάγκο όπου το γουδοχέρι ανακάτευε τα υλικά. Το γουδοχέρι είχε κάνει τη δουλειά του. Τα υλικά είχαν μετατραπεί σε μια συμπαγή κίτρινη κρέμα. Πήρε και το πιάτο στο άλλο χέρι της και σχεδόν τρέχοντας έφτασε στο πλάι του Δρώδη. Τοποθέτησε το πιάτο στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι του παιδιού, του σήκωσε με προσοχή το πρησμένο του κεφάλι, του άνοιξε το στόμα και έριξε μέσα αργά το υγρό. Αυτό, αφού πέρασε από τον σχεδόν κλεισμένο οισοφάγο του, διαχύθηκε σ’ όλο του το πρησμένο κορμί μέσα από τις φλέβες του, δίνοντάς του ξανά ζωή. Η Γλαφύρα μόλις τελείωσε το σιρόπι, με απαλές κινήσεις άλειψε την κρέμα σ’ όλο το σώμα και το πρόσωπο του μικρού.

Page 76: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

76 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Από το μυαλό της δεν μπορούσε να βγάλει τις συνέπειες που θα έπρεπε να υποστεί εξαιτίας της πράξης της. Η Ζηνοβία τους είχε προειδοποιήσει ότι κανένας δε θα εξαιρούνταν αν παρεκτρεπόταν και για κάποιο λόγο ένιωσε ότι απευθυνόταν σε αυτήν το μήνυμά της. Κρατούσε το χέρι του παιδιού και το χάιδευε, νιώθοντας απέραντες τύψεις για το κακό που σκόπιμα του προκάλεσε.

«Μια μέρα ίσως καταλάβεις Δρώδη τα κίνητρά μου και μπορέσεις να με συγχωρέσεις». Τα λόγια της έβγαιναν από την καρδιά της. Έβλεπε τον μικρό και δε μπορούσε να πιστέψει ότι αυτή ήταν υπαίτια.

Εκείνη τη στιγμή άνοιξε την πόρτα του αναρρωτηρίου και μπήκε μέσα η Ζηνοβία. Από το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπό της καταλάβαινε κανείς ότι ήταν εξαιρετικά εκνευρισμένη.

«Γλαφύρα, τι νομίζεις ότι κάνεις;» Με το που πληροφορήθηκε το γεγονός από τον Μάγνο δεν της ήταν καθόλου δύσκολο να μαντέψει τι είχε πραγματικά συμβεί και ποιος βρισκόταν πίσω από αυτό.

«Πες μου, είσαι υπεύθυνη εσύ γι’ αυτό;» Η Ζηνοβία είχε πλησιάσει το κρεβάτι του Δρώδη και στεκόταν πάνω από το κεφάλι του κοιτάζοντάς τον. Το φρικιαστικό θέαμα του παραμορφωμένου μαθητή, της προκαλούσε πόνο και απελπισία.

«Ζηνοβία, άκουσέ με ό,τι έκανα ήταν μόνο για το καλό του ορφανοτροφείου. Το παιδί σε λίγες μέρες θα γίνει καλά και δε θα θυμάται τίποτα από όσα του συνέβησαν».

«Εντάξει λοιπόν, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα φαντάζομαι. Το γεγονός ότι το παιδί θα γίνει καλά μ’ ένα μαγικό τρόπο τα εξαφανίζει όλα, έτσι;» Η Ζηνοβία σχεδόν έτρεμε από την οργή της. Όχι, δε θα επέτρεπε σε κανέναν να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή των μαθητών της όσο ανιδιοτελή κι αν ήταν τα κίνητρα του.

«Κατάλαβέ με, κάποιος επιτέλους έπρεπε να ενεργήσει. Αυτό είναι αρχή και πιστεύω ότι όλα θα μπουν στον δρόμο τους τώρα». Η φωνή της Γλαφύρας έβγαινε αβίαστα. Δε φώναζε. Με ήρεμο τόνο προσπαθούσε να εξηγήσει στη Ζηνοβία το σκοπό της.

«Τόσα χρόνια διοικώ αυτό το ορφανοτροφείο, και πρώτη φορά ένα παιδί κινδυνεύει να πεθάνει επειδή το δηλητηρίασε ένας καθηγητής του. Αυτό είναι ανεπίτρεπτο και μη αποδεκτό!» Τίποτα απ’ όσα της έλεγε η Γλαφύρα δε μπορούσαν να κατευνάσουν την οργή που ένιωθε μέσα της.

Εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα στο δωμάτιο η Αρέθα, η νοσοκόμα του ορφανοτροφείου. Ήταν μια γυναίκα ψηλή και ευτραφής, της οποίας

Page 77: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 77 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αρμοδιότητα ήταν να φροντίζει τα άρρωστα παιδιά. Δεν υπήρχε ιδιαίτερη κίνηση στο αναρρωτήριο, κι έτσι για να περάσει την ώρα της είτε ταχτοποιούσε τα ράφια με τα βότανα ή κατέβαινε κάτω στην κουζίνα και τα έλεγε με την καλή της φίλη τη Μερόπη.

Εκεί βρισκόταν την ώρα του περιστατικού με το Δρώδη. Όταν άκουσε τις φωνές των παιδιών έτρεξε μαζί με τη μαγείρισσα να δουν τι συνέβαινε. Τα παιδιά όμως είχαν συνωστιστεί και της μπλόκαραν το δρόμο, με αποτέλεσμα να μη φτάσει στο μέρος που καθόταν ο άτυχος μαθητής παρά μόνο αφού η Γλαφύρα τον είχε απομακρύνει. Όταν τα παιδιά της είπαν τι είχε συμβεί έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε μέχρι το αναρρωτήριο. Τα παραπανίσια της κιλά όμως δεν την διευκόλυναν ιδιαίτερα, με αποτέλεσμα να φτάσει μετά ακόμα και από τη Ζηνοβία.

Όταν μπήκε μέσα στο αναρρωτήριο ήταν λαχανιασμένη από το τρέξιμο. Είχε ιδρώσει και το πρόσωπο της ήταν κατακόκκινο. Κοντοστάθηκε στην πόρτα και είδε τη Γλαφύρα με την κρέμα στο χέρι να την εφαρμόζει προσεχτικά στο παχουλό χέρι του μικρού. Ηρέμησε γιατί ήξερε ότι το παιδί με την παρουσία της νεράιδας δε διέτρεχε κάποιο κίνδυνο. Ένιωσε όμως την ατμόσφαιρα ιδιαίτερα ηλεκτρισμένη και ιδίως αφού η Ζηνοβία με το που την είδε έφυγε φανερά συγχυσμένη από το δωμάτιο. Όταν πέρασε από κοντά της ούτε που την κοίταξεμ κάτι που ανησύχησε την Αρέθα. Χωρίς να ξέρει τι είχε συμβεί και τι είχε προηγηθεί νόμισε ότι ο λόγος του εκνευρισμού της Ζηνοβίας ήταν η απουσία της από το αναρρωτήριο την ώρα του περιστατικού. Ήξερε πόσο απαιτητική ήταν η διευθύντρια από τους ανθρώπους που είχε εμπιστευθεί και πόσο προστατευτική ήταν με τα παιδιά. Ένα τέτοιο σφάλμα θα μπορούσε να της κοστίσει τη θέση της, κάτι που σε καμία περίπτωση δεν επιθυμούσε η Αρέθα.

Η ίδια δεν είχε κάποιον να την περιμένει έξω κι αν την έδιωχναν θα έπρεπε να φτιάξει τη ζωή της από την αρχή. Η ηλικία της όμως ήταν τέτοια που δε θα της επέτρεπε μεγάλες αλλαγές. Στο ορφανοτροφείο δεν κουραζόταν σχεδόν καθόλου, είχε κάνει φιλίες τόσα χρόνια που ζούσε εκεί, είχε ένα καθαρό και περιποιημένο δωμάτιο και φαγητό κάθε μέρα. Ήταν ευγνώμων στη Ζηνοβία για όσα της είχε προσφέρει γιατί την είχε περιμαζέψει από τους δρόμους. Το σπίτι της είχε καταστραφεί από τον πόλεμο ενώ τους δικούς της τους είχε χάσει πολλά χρόνια πριν. Δεν είχε παντρευτεί ποτέ της και γιατί δεν της έτυχε κάτι αξιόλογο αλλά κι επειδή η ίδια δεν το επιδίωξε. Έπειτα, συνέπεσε η περίοδος που ήταν κατάλληλη για παντρειά με τον μεγάλο πόλεμο και τότε το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν να σωθούν και κανένας δεν είχε

Page 78: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

78 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

διάθεση να παντρευτεί. Έτσι κατέληξε στο ορφανοτροφείο.. Κοντά στη Γλαφύρα μαθήτευσε για τα αγαθά που προσφέρει η φύση και τις θεραπευτικές τους ιδιότητες. Άπειρα μερόνυχτα είχε περάσει δοκιμάζοντας τις αλοιφές και τα αφεψήματα που της έλεγε η νεράιδα. Της είχε αποκαλύψει πολλά μυστικά των νεράιδων του δάσους της Καλλιρόης όσον αφορά τα βότανα. Με το πέρασμα του χρόνου είχε γίνει αρκετά καλή κι η Γλαφύρα πολύ συχνά της έλεγε πόσο περήφανη ήταν γι’ αυτήν που τα πήγαινε τόσο καλά. Εκεί απέχτησε έναν σκοπό η ζωή της. Γι’ αυτό τώρα έτρεμε η καρδιά της μήπως και την έδιωχναν.

Η Αρέθα πλησίασε τη Γλαφύρα. Το βλέμμα της μαρτυρούσε την ανησυχία της για το τι θα της συνέβαινε. Η εικόνα του μικρού την έκανε για μια στιγμή να ξεχάσει τις δικές της φουρτούνες.

«Μα, τι έπαθε;» ρώτησε όχι τόσο από περιέργεια, όσο από ανησυχία. Η Γλαφύρα παρατήρησε το τρομαγμένο της ύφος κι έσπευσε να την

καθησυχάσει. «Μην ανησυχείς Αρέθα, μια μικρή δηλητηρίαση. Δεν είναι τίποτα. Από

εσένα θέλω να τον φροντίσεις όσο μπορείς καλύτερα τις επόμενες μέρες μέχρι να γίνει καλά».

Η Αρέθα είχε χάσει τα λόγια της. «Ναι, εντάξει, τι πρέπει να κάνω;» «Είναι απλά τα πράγματα. Για πέντε μέρες θέλω να του βάζεις αυτήν

την αλοιφή κάθε πρωί και βράδυ. Το αφέψημα πρέπει να το πίνει για επτά μέρες. Τα υλικά σου τα έχω ετοιμάσει, είναι πάνω στον πάγκο, δε θα έχεις πρόβλημα. Να θυμάσαι όλα αυτά που σου έχω δείξει μέχρι τώρα και θα τα πας πολύ καλά».

«Μιλάς λες και θα φύγεις Γλαφύρα, αν χρειαστώ βοήθεια θα σου το πω».

«Δεν ξέρω αν θα είμαι εδώ Αρέθα, γι’ αυτό σου εφιστώ την προσοχή και σου αναθέτω τη φροντίδα του Δρώδη».

Η Αρέθα την κοίταξε με αφέλεια. «Α, κατάλαβα, κι εσύ θα φύγεις;» Η Γλαφύρα την κοίταξε απορημένη. «Ποιος άλλος θα φύγει;» τη

ρώτησε. «Εγώ φυσικά. Δεν είδες τη Ζηνοβία; Είναι πολύ θυμωμένη μαζί μου που

δεν ήμουν στο πόστο μου. Έτσι δεν ξέρω αν θα μπορέσω να σε βοηθήσω». Η Γλαφύρα χαμογέλασε. Κατάλαβε αμέσως την ανησυχία της

νοσοκόμας. Το γέλιο της όμως δεν ήταν τόσο χαράς, όσο θλίψης. «Μην ανησυχείς Αρέθα. Η Ζηνοβία ούτε που το πρόσεξε ότι έλειπες. Σε

παρακαλώ, φρόντισέ τον». Η νεράιδα την πλησίασε και της έπιασε τα χέρια. Η

Page 79: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 79 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Αρέθα ένιωσε τόσο σπουδαία. Μία νεράιδα χρειαζόταν τη βοήθειά της! Αυτή ένιωθε τόσο ασήμαντη. Ανύπαρκτη σχεδόν. Και κοίτα να δεις, κάποιος σημαντικός τη χρειαζόταν. Η Γλαφύρα δεν υπήρχε λόγος να της πει άλλα. Θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να τη βγάλει ασπροπρόσωπη.

Η νεράιδα έριξε μια τελευταία ματιά στον Δρώδη και βγήκε από το δωμάτιο. Η Αρέθα, ανακουφισμένη που η θέση της στο ορφανοτροφείο δε διέτρεχε κίνδυνο, και με ανεβασμένη την αυτοπεποίθησή της, πήρε τη θέση της Γλαφύρας στο πλάι του παιδιού.

«Οι δυο μας τώρα» του είπε σαν να περίμενε απάντηση απ’ αυτόν. «Δε θα καταλάβεις τη διαφορά τώρα που έφυγε η Γλαφύρα». Η γυναίκα έξυσε σκεπτική το κεφάλι της. «Για να θυμηθώ τι μου είπε, δύο φορές την ημέρα την αλοιφή ή τρεις;»

Ο Λέανδρος κι ο Βόρυς βάδιζαν προς το μεγάλο αμφιθέατρο. Το

περιστατικό με τον Δρώδη τους είχε αναστατώσει αρκετά, όμως η ζωή τους στο ορφανοτροφείο συνεχιζόταν. Ο Λέανδρος δεν ήθελε ν’ αφήσει αυτή τη στιγμή που περπατούσε μόνος του με τον Βόρυ ανεκμετάλλευτη. Οι υπόλοιποι ήταν απορροφημένοι στις συζητήσεις τους και κανένας δε θα πρόσεχε τι έλεγαν οι δυο τους. Το κεντρικό θέμα συζήτησης ήταν η περιπέτεια του Δρώδη. Δεν υπήρχε άλλο θέμα συζήτησης που να παρουσίαζε τόσο ενδιαφέρον, έτσι ήταν ασφαλείς ότι κανένας δε θα τους άκουγε.

Προτού μπουν στο αμφιθέατρο ο Λέανδρος ακούμπησε τον Βόρυ στον ώμο. Είχε καταλάβει ότι απέφευγε να του μιλήσει και να τον κοιτάξει σήμερα κι ήθελε να του εξηγήσει το λόγο.

«Σκέφτηκες καθόλου αυτά που συζητήσαμε χθες βράδυ;» τον ρώτησε. Ο Βόρυς τον κοίταξε σαν χαμένος. Δεν ήξερε τι να του απαντήσει. Μετά

τον τελευταίο του εφιάλτη δεν έκανε και τίποτα άλλο. Μόνο αυτό σκεφτόταν και δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Δεν ήθελε να δώσει ελπίδες όμως στον Λέανδρο ότι ενδιαφερόταν να ξεκινήσει μια αποστολή με άγνωστο σκοπό και προορισμό. Γιατί κάτι τέτοιο δεν ίσχυε και ήξερε ότι η παρορμητικότητα του φίλου του θα τους έβαζε σε μπελάδες. Δεν μπορούσε να αποφασίσει τι να κάνει. Αν κατάφερναν να βγουν από το ορφανοτροφείο ήταν σχεδόν σίγουρο ότι δε θα είχαν καμία ελπίδα και θα διακινδύνευαν τη ζωή τους και τη θέση τους στο ορφανοτροφείο.

Από την άλλη σκεφτόταν ότι το καλύτερο θα ήταν να μείνει στο ορφανοτροφείο, έστω κι αν σήμαινε ότι θα έπρεπε να ξαγρυπνήσει πολλά βράδια για ν’ αποφύγει τους εφιάλτες του. Θα ήθελε πολύ να έχει κάποιον να

Page 80: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

80 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

συμβουλευτεί αλλά γνώριζε καλά ότι δε θα μπορούσε ποτέ να ζητήσει βοήθεια από τη Ζηνοβία, γιατί πολύ απλά δε θα τον πίστευε. Έτσι, προς το παρόν τουλάχιστον, είχε αποφασίσει να αποφεύγει να το συζητάει μέχρι τουλάχιστον ν’ αποφάσιζε τι να κάνει.

«Δεν ξέρω ακόμα Λέανδρε, δεν μπορείς να πεις ότι είναι εύκολο να φύγουμε από το ορφανοτροφείο. Ας περιμένουμε λίγο ακόμα και βλέπουμε».

Ο Λέανδρος χαμογέλασε, αν και ήταν παραπάνω από εμφανής η απογοήτευσή του. Δεν μπορούσε να του κρυφτεί του Βόρυ. Ήταν αναμενόμενη η δυσαρέσκειά του. Όμως αυτό που του πρότεινε ήταν πολύ ριψοκίνδυνο. Κάτι του έκανε όμως εντύπωση του Βόρυ. Πέρα από την απογοήτευσή του, ο Βόρυς διέκρινε και κάποια ανησυχία στο βλέμμα του. Μάλιστα, όση ώρα του μιλούσε δεν τον κοιτούσε στα μάτια. Το βλέμμα του είχε καρφωθεί ακριβώς από πίσω του και συγκεκριμένα πάνω σ’ ένα άλλο παιδί που κι ο ίδιος δε θυμόταν να είχε ξαναδεί.

Ο Βόρυς γύρισε όσο πιο διακριτικά μπορούσε και του έριξε μια πιο προσεχτική ματιά. Είχε το κεφάλι του στραμμένο προς τα κάτω κάτι που δυσκόλευε τα δύο παιδιά να διακρίνουν τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Στηριζόταν με την πλάτη του στον τοίχο ενώ τα χέρια του τα είχε μέσα στις βαθιές τσέπες του πράσινου μανδύα του. Καμία κίνηση δεν έκανε, απλά στεκόταν εκεί. Του Λέανδρου του έκανε μεγάλη εντύπωση που φορούσε την κάπα του, κάτι που δεν επιτρεπόταν την ώρα των μαθημάτων. Όλοι οι μαθητές επιβαλλόταν να έχουν την ίδια αμφίεση. Η ομοιομορφία στο ντύσιμο ήταν απαραίτητη για ν’ αποτρέπονται οι έριδες και οι αντιζηλίες ανάμεσα στους μαθητές για τα ρούχα τους. Μαύρο παντελόνι και λευκό βαμβακερό πουκάμισο που στη δεξιά του πλευρά πρόβαλλαν περήφανα τα δύο λιοντάρια του ορφανοτροφείου. Το ένα ήταν στραμμένο στ’ αριστερά, έριχνε μια ματιά δηλαδή πίσω στο παρελθόν, στις μαύρες μέρες του πολέμου κι ήταν αγριεμένο, ενώ το άλλο κοιτούσε στα δεξιά, ατένιζε το μέλλον και τα καλά που έφερνε ενώ το πλατύ του χαμόγελο φώτιζε τα ζωγραφισμένα μάτια.

«Γιατί τον κοιτάζεις έτσι Λέανδρε; Τον ξέρεις;» τον ρώτησε βλέποντας ότι είχε κολλήσει και δεν έλεγε να πάρει τα μάτια του από πάνω του.

«Όχι, ούτε θυμάμαι να τον έχω ξαναδεί. Γιατί εσύ τον έχεις ξαναδεί; Κάτι περίεργο έχει αυτός ο τύπος. Αν και δε μας βλέπει απευθείας, έχω την αίσθηση ότι μας περιεργάζεται».

Ο Βόρυς τον ξανακοίταξε μήπως και του είχε ξεφύγει κάτι. Το περίεργο ήταν ότι δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτα γ’ αυτόν, κάτι που του έκανε εντύπωση. Σαν να μην τον άφηνε σκόπιμα να κοιτάξει μέσα στην ψυχή του.

Page 81: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 81 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Αποφάσισε να μην του δώσει σημασία. Εξάλλου ήταν η ώρα για να μπουν στην αίθουσα . Το μάθημα των φυσικών επιστημών και της μελέτης και ερμηνείας των σημαδιών της φύσης θ’ άρχιζε σε λίγο. Δεν πρόλαβαν να μπουν στην αίθουσα, όταν τους πλησίασε η Διώνη χαμογελαστή και ευδιάθετη όπως πάντα. Οι γοργόνες ήταν πλάσματα αισιόδοξα και χαρούμενα. Μέσα στις αναποδιές τους έβρισκαν πάντα αφορμή για να χαμογελούν και ν’ απολαμβάνουν τη ζωή. Στην υπέρμετρη αισιοδοξία τους και αγάπη για τη ζωή απέδιδαν όλοι τη μακροζωία τους. Δεν υπήρχε κάποια γοργόνα που να μη μετρούσε εκατό χρόνια παρουσίας στη γη. Πολύ συχνά μάλιστα, στα τραγούδια τους έδειχναν την ευγνωμοσύνη τους για το δώρο που τόσο απλόχερα τους είχε δοθεί. Παρά το γεγονός όμως ότι βιολογικά το σώμα τους νικούσε το χρόνο, δεν ήταν αθάνατες. Κατά τη διάρκεια του μεγάλου πόλεμου μάλιστα πολλές ομάδες γοργόνων εξολοθρεύτηκαν και ο αριθμός τους είχε μειωθεί σημαντικά.

«Μου φαίνεται ότι είστε λίγο απομονωμένοι από τους υπόλοιπους κι όλο ψιθυρίζετε. Ετοιμάζετε κάτι;» Η μικρή γοργόνα δε θα μπορούσε να φανταστεί φυσικά τι ήταν αυτό που τόσο απασχολούσε τα παιδιά. Το θέμα ήταν όμως ότι δεν κρύβονταν τόσο καλά όσο νόμιζαν κι εύκολα μπορούσε να καταλάβει κάποιος ότι κάτι τους απασχολούσε τον τελευταίο καιρό.

Ο Λέανδρος επιχείρησε να δικαιολογηθεί. «Σαν τι θα μπορούσαμε να συζητάμε, Διώνη; Είμαστε απλά λίγο

ανήσυχοι για τον Δρώδη. Δεν ήταν λίγο αυτό που του έτυχε» ο Λέανδρος της μιλούσε και την κοιτούσε στα μάτια. Θα μπορούσε για ώρες ατελείωτες να χαζεύει το πανέμορφο πρόσωπό της έτσι λαμπερό και φωτεινό που ήταν.

«Α, ναι, τι ήταν κι αυτό, ανησυχήσαμε κι εμείς με τα κορίτσια πολύ, ελπίζω να γίνει καλά σύντομα» είπε ενώ τα μπλε σαν τη θάλασσα μάτια της γυάλιζαν. «Σας έχω και νέα, σήμερα θα είμαστε μαζί σας στο στάβλο».

«Πώς κι έτσι;» σχολίασε ξαφνιασμένος ο Βόρυς. «Τι κάνατε και σας τιμώρησαν;»

Η Διώνη κατσούφιασε στη θύμηση των γεγονότων που προκάλεσαν την τιμωρία τους, όμως γρήγορα ξαναβρήκε το χαμόγελο της.

«Να, τις τελευταίες μέρες δύο κορίτσια από το θάλαμο μου, η Αφροξυλάνθη και η Ροδή αργούσαν συνεχώς στα μαθήματα. Χωρίς κανένα λόγο. Κι έτσι μας τιμώρησαν. Ευτυχώς όμως, μόνο μία μέρα θα πρέπει να δουλέψουμε στους στάβλους».

Page 82: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

82 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τ’ αγόρια γέλασαν με την ελαφρότητα και κατά κάποιο τρόπο αναισθησία των κοριτσιών. Τόσα πράγματα συνέβαιναν κι αυτές ενδιαφέρονταν μόνο για την άρτια εμφάνισή τους.

«Θα κάτσεις μαζί μας στο μάθημα;» τη ρώτησε ο Λέανδρος. «Ναι, βέβαια, πάμε μέσα, σε λίγο θ’ αρχίσει». Τα τρία παιδιά μπήκαν μέσα ψάχνοντας να βρουν θέση. Ο Λέανδρος

ήθελε να δει αν ο περίεργος τύπος θα έμπαινε στο αμφιθέατρο. Προς μεγάλη του έκπληξη, με την είσοδο τους στο αμφιθέατρο, ο νεαρός κουνήθηκε από τη θέση του κι απομακρύνθηκε από κοντά τους.

Το αμφιθέατρο ήταν μια αίθουσα με εκατοντάδες καθίσματα αμφιθεατρικά τοποθετημένα. Υπήρχαν δύο διαζώματα που το χώριζαν σε δύο πτέρυγες. Τα περισσότερα μαθήματα τα παρακολουθούσαν σ’ εκείνον τον χώρο. Ήταν μία από τις πολλές αίθουσες χορού που είχε το κάστρο, από τις πιο διάσημες, η κόκκινη αίθουσα. Οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με κόκκινη μεταξωτή ταπετσαρία από πάνω μέχρι κάτω. Οι κρεμασμένοι πίνακες στους τοίχους απεικόνιζαν παραστάσεις από τη ζωή του κάστρου τα χρόνια του Παφνούτη. Μεγάλη πληθώρα ζωγράφων είχε περάσει από εκεί τις ένδοξες μέρες του κάστρου και για να ευχαριστήσουν τον άρχοντα για την άψογη φιλοξενία του, φιλοτεχνούσαν πίνακες με εικόνες από τα περίφημα γλέντια του, ώστε ακόμα και μετά από πολλά χρόνια, ο κόσμος να έβλεπε και να θυμόταν ότι κάποτε το μέρος εκείνο έσφυζε από ζωή και καλοπέραση. Τα αμφιθεατρικά καθίσματα είχαν τοποθετηθεί αργότερα από τη Ζηνοβία για να εξυπηρετήσει η αίθουσα άλλους, πιο εκπαιδευτικούς σκοπούς.

Μπροστά από τα καθίσματα υπήρχε μια τεράστια έδρα για τον εκάστοτε καθηγητή. Γύρω από την έδρα υπήρχαν ράφια με όργανα για τις φυσικές επιστήμες ή άλλα αντικείμενα που έφερναν οι καθηγητές για να δουν τα παιδιά. Πριν δύο βδομάδες η Ζηνοβία τους είχε φέρει μία μυστηριώδη πέτρα που αν κάποιος την κοίταζε πολύ ώρα μπορούσε να ξεχάσει τα πάντα για τον εαυτό του. Είχαν μαζευτεί όλοι γύρω από το τραπεζάκι που την είχαν. Η Ζηνοβία σήκωσε για ελάχιστα δευτερόλεπτα το μπλε βελούδινο κάλυμμα. Ένα επιφώνημα θαυμασμού βγήκε από το στόμα όλων των παιδιών στη θέα του σπάνιου πετρώματος. Είχε ένα βαθύ μπλε χρώμα και το σχήμα του ήταν ακανόνιστο. Πάνω στις ανομοιόμορφες πλευρές του ανάλογα με το φωτισμό δημιουργούνταν μικρές λάμψεις. Τα παιδιά κουνούσαν το κεφάλι τους δεξιά κι αριστερά για ν’ απολαύσουν την εναλλαγή των λάμψεων. Η Ζηνοβία όμως δεν τους άφησε να το χαρούν για πολύ, λόγω των δυσμενών συνεπειών της

Page 83: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 83 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πολύωρης έκθεσης στη λάμψη της πέτρας. Σκέπασε ξανά την πέτρα προς μεγάλη απογοήτευση των μαθητών της.

Όταν μπήκε στην αίθουσα ο καθηγητής, όλοι σταμάτησαν απότομα να μιλάνε κι επέστρεψαν στη θέση τους. Ο καθηγητής Ταβήλιος ήταν το αντίθετο του τακτικού άντρα. Ήταν πάντα ατημέλητος με βρώμικα, φθαρμένα ρούχα. Η κοκκινωπή μακριά του γενειάδα ήταν μονίμως απεριποίητη. Τα μαλλιά του περισσότερο έμοιαζαν με κλωνάρια από φωλιά πουλιού, τόσο άκαμπτα που ήταν. Φουσκωμένα, κόκκινα, με μια μικρή ένδειξη φαλάκρας στο πίσω μέρος της κεφαλής.

Το χειρότερο πάνω του όμως δεν είχε να κάνει με την αποκρουστική κατά τα άλλα εμφάνισή του αλλά με μία συνήθειά του. Ήταν φανατικός καπνιστής πίπας. Σχεδόν δεν την έβγαζε από το στόμα του, τόσο που το δεξί του χείλος είχε κρεμάσει από το βάρος, τόσα χρόνια κατάχρησης. Ο καπνός πλέον κυλούσε στο αίμα του και ο ίδιος μύριζε σαν δεκαπέντε καπνιστές μαζί. Όταν περνούσε από τους διαδρόμους τα παιδιά έψαχναν παράθυρο ν’ ανοίξουν για να πάρουν καθαρό αέρα. Όσοι είχαν μάθημα μαζί του απέφευγαν να καθίσουν στα μπροστινά καθίσματα διότι η δυσωδία ήταν ανυπόφορη. Μάταια η Ζηνοβία τον είχε παρακαλέσει άπειρες φορές να εγκαταλείψει ή έστω να μειώσει τη συνήθειά του για χάρη του ορφανοτροφείου και της υγιεινής των μαθητών. Τόσο απελπιστική ήταν η κατάσταση που σκεφτόταν σοβαρά να τον απαλλάξει από τα καθήκοντά του.

«Σήμερα θ’ ασχοληθούμε με την παλιρροιακή δίνη, ένα σύνθετο κι επικίνδυνο φαινόμενο που δημιουργείται όταν συναντιούνται δύο παλιρροιακά ρεύματα κι έτσι σχηματίζεται μια τεράστια ρουφήχτρα που ανάλογα με την ένταση και το μέγεθός της μπορεί να παρασύρει και τα πιο βαριά πλοία».

Οι κινήσεις των χεριών του τη στιγμή της ένωσης των παλιρροιακών κυμάτων και της δημιουργίας της δίνης ήταν κωμικοτραγικές. Φρόντιζε να βρίσκεται πάντα κοντά στους μαθητές την ώρα που μιλούσε για να νιώθουν την ένταση και τον ενθουσιασμό του για το μάθημα.

«Την προηγούμενη φορά είχαμε μιλήσει για τα παλιρροιακά ρεύματα, ποιος θυμάται να μας πει τι είναι και πού τα συναντάμε;»

Η ώρα περνούσε αργά και βασανιστικά. Ο Λέανδρος στο βάθος άκουγε τις απαντήσεις των συμμαθητών του, ο λογισμός του όμως έτρεχε αλλού. Άλλα πράγματα βασάνιζαν τη σκέψη του κι ανυπομονούσε να τελειώσει το μάθημα για να έχει χρόνο για τον εαυτό του. Χωρίς να το πολυσκεφτεί σήκωσε το χέρι του.

Page 84: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

84 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Σ’ ακούμε Λέανδρε, θέλεις να προσθέσεις κάτι για την κίνηση των παλιρροιακών ρευμάτων στα νερά του βασιλείου;» Ο Λέανδρος δε θα μπορούσε να δείχνει πιο αιφνιδιασμένος σ’ αυτήν την ερώτηση του καθηγητή του.

«Για να πω την αλήθεια αυτό που θέλω να ρωτήσω είναι αν μπορώ να βγω για λίγο έξω» είπε και ο καθηγητής που δεν περίμενε αυτήν την απάντηση του έγνεψε καταφατικά. Ο Λέανδρος τον ευχαρίστησε και κατέβηκε δυο δυο τα σκαλιά του αμφιθέατρου. Όταν βγήκε έξω, απόλυτη ησυχία επικρατούσε στους διαδρόμους. Όλοι ήταν απασχολημένοι στα μαθήματα τους. Χωρίς να χάσει χρόνο ανέβηκε τρέχοντας τη μαρμάρινη σκάλα και κατευθύνθηκε προς την πτέρυγα των καθηγητών.

Την ίδια στιγμή η Ζηνοβία διέσχιζε τη διπλή πόρτα του γραφείου της.

Ήταν ένας χώρος όπου ελάχιστοι είχαν το δικαίωμα πρόσβασης. Ήταν μια τεράστια ορθογώνια αίθουσα. Όλοι οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με ράφια και βιβλιοθήκες φορτωμένες με βιβλία και διάφορα αντικείμενα που αν και εύκολα μπορούσε να τα δει κανείς μέσα από τα χοντρά τζάμια, δύσκολα όμως θα μπορούσε να καταλάβει τι ήταν το καθένα. Χιλιάδες πράγματα, τακτικά οργανωμένα και τα περισσότερα σε άριστη κατάσταση.

Η διευθύντρια στο δεύτερο επίπεδο του δωματίου που ξεχώριζε από το μαρμάρινο πλατύσκαλο, συνέλεγε αντικείμενα από όλα τα σημεία του βασιλείου κι ακόμη πιο πέρα. Τα φύλασσε σε γυάλινες προθήκες που τις περιποιούνταν ανελλιπώς κάθε μέρα. Τα αντικείμενα τα είχε προμηθευτεί από τα ταξίδια που είχε πραγματοποιήσει πριν τον μεγάλο πόλεμο. Δεν είχε αφήσει ούτε πόλη, ούτε χωριό του βασιλείου, που να μην το είχε επισκεφτεί και να μην είχε γνωρίσει τις συνήθειες και τις καθημερινές ενασχολήσεις των κατοίκων τους. Όταν έφευγε, πάντα της έδιναν κάτι σαν ενθύμιο από το ταξίδι της. Τα περισσότερα ενθύμια που της είχαν δώσει, ήταν αντικείμενα της καθημερινής τους ζωής ή κάποιο χειροποίητο έργο, απόδειξη της εκτίμησής τους προς το πρόσωπό της. Πολλές φορές όμως τα ενθύμια που της έδιναν δεν ήταν απλά αντικείμενα, αλλά σύμβολα του πολιτισμού τους σε μια απέλπιδα προσπάθεια να διαφυλάξουν ό,τι μπορούσαν εν όψει του καταστροφικού πολέμου που θα μπορούσε να σημάνει τον αφανισμό τους. Ήταν σίγουροι ότι στα χέρια της Ζηνοβίας τα πολυτιμότερα αγαθά τους θα διασώζονταν και αργότερα με τη λήξη του πολέμου ο κόσμος τους θα ζούσε μέσα από αυτά.

Page 85: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 85 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Στο πίσω άκρο της αίθουσας βρισκόταν το τεράστιο μαύρο γρανιτένιο γραφείο της. Πάνω σ’ αυτό υπήρχε ένας ακατάστατος σωρός από βιβλία και χαρτιά. Πίσω από το γραφείο στεκόταν η επιβλητική καρέκλα της διευθύντριας ανάμεσα στις δύο προτομές εμβλήματα του ορφανοτροφείου, τα δύο λιοντάρια. Μέσα στο γραφείο ήταν έντονη η μυρωδιά του ξύλου από τις βιβλιοθήκες αλλά και των σκονισμένων βιβλίων. Σ’ όλο το μήκος των τοίχων εκτείνονταν μεγάλα παράθυρα που τη μέρα έλουζαν με το φως τους το γραφείο. Το βράδυ τρεις τεράστιοι πολυέλαιοι, με εκατοντάδες χρυσά κουτάκια, συμμετρικά τοποθετημένοι αντικαθιστούσαν το φυσικό φως του ήλιου και μοίραζαν τη χρυσή τους λάμψη απλόχερα στον χώρο.

Στη μέση της αίθουσας δεν υπήρχε τίποτα, παρά μόνο ένα πολύ βαθύ χοντρό χαλί που στόλιζε το χώρο και γέμιζε το δωμάτιο. Τόσο χοντρό ήταν που βούλιαζαν τα πόδια όποιου το πατούσε, ταυτόχρονα όμως ένιωθε τη θαλπωρή και τη ζεστασιά που μόνο ένα ολόμαλλο χαλί θα μπορούσε να προσφέρει. Τέλος, εκεί που τελείωνε η βιβλιοθήκη στη δεξιά μεριά υπήρχε μία πόρτα που κανένας δεν είχε διαβεί και κανένας δε γνώριζε τι έκρυβε, εκτός φυσικά από τη Ζηνοβία που κρατούσε το κλειδί σε μια αλυσίδα που κρεμόταν από το λαιμό της.

Η Ζηνοβία πήγε κάθισε στην καρέκλα της . Έφερε τα χέρια της στο πρόσωπό της και βούλιαξε μέσα τους. Είχε περάσει πολλά στη ζωή της, αυτό όμως ήταν ανήκουστο. Ένιωθε προδομένη κι απογοητευμένη από τη Γλαφύρα. Τόσα χρόνια συνεργάζονταν, την ένιωθε πολύ κοντά της, δικό της άνθρωπο. Της είχε εμπιστευθεί καταστάσεις που κανένας άλλος δε γνώριζε και ήταν επίφοβο και μόνο να τα συζητήσει κανείς. Δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό της τη φρικιαστική εικόνα του Δρώδη, έτσι όπως κείτονταν στο κρεβάτι του αναρρωτηρίου. Άκουσε την πόρτα ν’ ανοίγει. Δε σήκωσε καν το κεφάλι της. Ένιωσε την αέρινη παρουσία της νεράιδας. Σ’ άλλη περίπτωση θα χαιρόταν που την έβλεπε, ένα έμπιστο πρόσωπο που είχε παρατήσει τα καθήκοντά της στο τάγμα της για τη φροντίδα των ορφανών παιδιών. Τώρα όμως οι συνθήκες ήταν διαφορετικές. Δεν ήθελε καν να την κοιτάξει πόσω μάλλον να της μιλήσει.

Η Γλαφύρα πλησίασε το γραφείο. Γνώριζε καλά ότι η θέση της ήταν δύσκολη. Ήταν προετοιμασμένη ψυχολογικά γι’ αυτά που θ’ ακολουθούσαν.

«Ζηνοβία, άκουσέ με. Πρέπει να με καταλάβεις» είπε και η φωνή της ήταν απαλή και ήρεμη. «Δεν ήθελα ποτέ να βλάψω σκόπιμα το παιδί, υπήρχε λόγος που το έκανα».

Page 86: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

86 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η Ζηνοβία σήκωσε το κεφάλι της. Είχε ηρεμήσει αρκετά από τον προηγούμενο διαπληκτισμό της με τη Γλαφύρα.

«Φέρθηκες ανόητα, Γλαφύρα. Ξέρω πολύ καλά ότι δεν ήθελες να βλάψεις έναν μαθητή. Το θέμα είναι ότι το έκανες και θα ήθελα να μάθω τον λόγο. Σε τι θα ωφελούσε την κατάστασή μας αν ένας μαθητής κατέληγε στο αναρρωτήριο;»

«Δεν είναι οποιοσδήποτε μαθητής, Ζηνοβία. Ο Δρώδης είναι στον ίδιο θάλαμο με τον Βόρυ».

Η Ζηνοβία άρχισε να συνειδητοποιεί το λόγο που η παράτολμη νεράιδα είχε επιλέξει τον συγκεκριμένο μαθητή για να τον υποβάλλει σ’ αυτήν την επώδυνη διαδικασία. Ξαφνικά απαντήθηκαν όλα τα ερωτηματικά της. Σηκώθηκε από το γραφείο της χαμογελώντας, όχι από χαρά αλλά στην προσπάθειά της να διασκεδάσει τη θλίψη που ήταν σίγουρη ότι θα της προκαλούσαν όσα περίμενε τώρα ν’ ακούσει από τη Γλαφύρα.

«Είναι εδώ αυτός;» τη ρώτησε μ’ ένα αποφασιστικό βλέμμα. Η νεράιδα άργησε να της απαντήσει, προκαλώντας την έκρηξή της. «Μη δοκιμάζεις την υπομονή μου Γλαφύρα!» της φώναξε. «Ξέρεις πολύ καλά για ποιον μιλάω. Θέλω να μάθω αν είχε το θράσος να εμφανιστεί εδώ ξανά ο προστατευόμενός σου».

Η φωνή της Ζηνοβίας ακούστηκε μέχρι και τους διαδρόμους της πτέρυγας. Η Γλαφύρα παρέμενε ήρεμη. Δεν την αδικούσε τη Ζηνοβία που αντιδρούσε μ’ αυτόν τον τρόπο. Κι αυτή αν ήταν στη θέση της πολύ πιθανό ν’ αντιδρούσε έτσι.

«Ναι, έφτασε σήμερα το πρωί. Ήδη ενσωματώθηκε στην ομάδα του Βόρυ».

Η Ζηνοβία βάρεσε το χέρι της στο μεγάλο τραπέζι. Η οργή της ήταν μεγάλη ενώ της αποκαλύφθηκε αυτό που φοβόταν ότι θα άκουγε.

«Πώς τόλμησες να τον φέρεις εδώ;» «Είναι ο μόνος που μπορεί να βοηθήσει, Ζηνοβία. Δεν μπορούμε να τον

αφήσουμε μόνο του τον Βόρυ. Πρέπει να είναι κάποιος μαζί του καθ’ όλη τη διάρκεια της μέρας και της νύχτας».

«Έπρεπε να πάρεις την άδειά μου πρώτα. Δε μπορείς ν’ αποφασίζεις μόνη σου. Δεν έχεις καμία δικαιοδοσία να ενεργείς μόνη σου και να θέτεις ζωές παιδιών σε κίνδυνο για να περάσει το δικό σου».

«Ήξερα ότι δε θα το δεχόσουν ποτέ. Το είπες καθαρά στο συμβούλιο ότι δε θες προστασία από έξω. Για ποιο λόγο λοιπόν να μην υπάρχει προστασία μέσα;»

Page 87: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 87 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Γιατί πολύ απλά θα κινήσουμε τις υποψίες. Δεν το καταλαβαίνεις; Τόσα χρόνια δε μας ενόχλησε ποτέ κανείς γιατί δεν υπήρχε κάποιο σημάδι ή κάτι να μας προδώσει. Τώρα όμως όλα τα βλέμματα θα στραφούν πάνω μας και πάνω στα παιδιά μας. Και ειδικά αυτός που διάλεξες…. Είναι σα να δηλώνουμε στον έξω κόσμο ότι κάτι κρύβουμε».

«Μη χρησιμοποιείς την προσωπική σου αντιπάθεια για να τον κρίνεις. Είμαι πεπεισμένη ότι μόνο αυτός μπορεί να μας βοηθήσει».

«Αυτός δε μπορεί να βοηθήσει τον εαυτό του, θα βοηθήσει εμάς; Τι του έταξες;» της είπε ειρωνικά.

«Μην τον αποπαίρνεις Ζηνοβία. Είναι μόνος από μικρός και χρειάστηκε πολλές φορές να υπερασπιστεί τον εαυτό του για να επιβιώσει» είπε αποφασιστικά η Γλαφύρα.

«Μόνος του το επέλεξε. Από τη στιγμή που αποφάσισε να φύγει με τέτοιον ύπουλο τρόπο από το ορφανοτροφείο, μόνος του καθόριζε τη μοίρα του».

«Μη σκέφτεσαι αρνητικά γι’ αυτόν. Είναι αρκετά ώριμος τώρα, και είμαι σίγουρη ότι θέλει να σε πλησιάσει».

«Όχι, από τη στιγμή που γύρισε την πλάτη του σ’ εμάς δεν μπορώ να του επιτρέψω να γυρίσει, ούτε για ένα λόγο τόσο σημαντικό όσο κι αυτός». Η Ζηνοβία της γύρισε την πλάτη και στράφηκε προς τις δύο προτομές. Είχε ορκιστεί να υπερασπίζεται τα συμφέροντα του ορφανοτροφείου πάνω απ’ όλα κι όλους κι αυτό θα έκανε.

Άκουσε την πόρτα ν’ ανοίγει ξανά. Η παρουσία της νεράιδας ήταν ακόμα αισθητή. Σίγουρα δεν είχε φύγει. Ακόμα δεν είχαν τελειώσει τη συζήτηση κι ήταν σίγουρη ότι η Γλαφύρα ποτέ δε θα έφευγε έτσι, χωρίς να έχει προκύψει κάποιο αποτέλεσμα. Άρα, κάποιος είχε μπει. Η Ζηνοβία γύρισε να κοιτάξει ποιος τόλμησε να εισέλθει στο γραφείο της χωρίς να χτυπήσει την πόρτα.

Το πρόσωπο που στεκόταν πλάι στην ανοιγμένη πόρτα, της ήταν γνώριμο. Δεν της ήταν δύσκολο να τον αναγνωρίσει αν και είχε αρκετά χρόνια να τον δει. Η καρδιά της σκίρτησε όπως η καρδιά της μάνας όταν βλέπει μετά από χρόνια απουσίας το χαμένο παιδί της. Αυτή όμως δεν έτρεξε να τον σφίξει στην αγκαλιά της. Μόνο αυτή ξέρει πόσο πιέστηκε για να μην το κάνει. Στεκόταν άντρας μπροστά της, ενώ είχε φύγει μικρό παιδί από το ορφανοτροφείο. Στα μάτια του όμως αναγνώριζε το μικρό παιδί που μάζεψε και μεγάλωσε η ίδια. Για τη Ζηνοβία δεν ήταν ένα απλό ορφανό σαν όλα τα άλλα. Αυτόν τον ένιωθε παιδί της, σαν να τον είχε βγάλει η ίδια από μέσα της.

Page 88: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

88 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Είχε να τον δει πάνω από πέντε χρόνια, και τώρα στεκόταν μπροστά της. Σα να μην είχε περάσει ούτε μια μέρα από τότε που πληροφορήθηκε τη φυγή του. Πόσο την είχε πληγώσει η απόφασή του να το σκάσει σαν τον κλέφτη, χωρίς να της δοθεί καν η ευκαιρία να τον αποχαιρετήσει. Τόσα χρόνια είχαν περάσει κι ούτε μια μέρα δεν πέρασε που να μην τον σκεφτεί. Την έτρωγε η έννοια του για το που ήταν και τι έκανε. Μάθαινε τα κατορθώματά του και κάθε φορά πονούσε η καρδιά της μη και του συνέβαινε τίποτα κακό.

Ο νεαρός της χαμογέλασε και δειλά προχώρησε προς το μέρος της. Η Ζηνοβία ερμηνεύοντας τις προθέσεις του κίνησε προς το καταφύγιό της, πίσω από το γραφείο της. Εκεί δεν ήταν η Ζηνοβία, αλλά η διευθύντρια του ορφανοτροφείου και θα έπρεπε να είναι αυστηρή με αυτούς που την παράκουσαν και ενήργησαν εις βάρος του ορφανοτροφείου.

«Μπήκαν για μάθημα;» τον ρώτησε η Γλαφύρα. «Ναι» απάντησε ο νεαρός. «Είχα ξεχάσει τη μυρωδιά του Ταβήλιου.

Κάποια πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ» είπε σπάζοντας τα χείλη του κι ένα αχνό, δειλό χαμόγελο έκανε την εμφάνισή του.

«Δε θα σου δοθεί η ευκαιρία να υποστείς ξανά ούτε τον Ταβήλιο ούτε κάποιον άλλο καθηγητή. Αύριο το πρωί θα φύγεις όπως ήρθες. Έχεις μάθει πλέον, δε θα σου είναι δύσκολο. Όσο για σένα Γλαφύρα, νομίζω ότι είναι καιρός να ταχθείς πάλι με τις Σελεστίνες. Ελπίζω με την έγκαιρη απομάκρυνση και των δύο να προλάβουμε τα χειρότερα».

«Όχι, Ζηνοβία. Εμένα δε με πειράζει, ας φύγω. Το περίμενα εξάλλου. Τον Βυλτώρ όμως μην τον διώχνεις, τον χρειαζόμαστε εδώ».

«Δεν υπάρχει λόγος να ανοίξουμε ξανά αυτή τη συζήτηση. Η απόφασή μου είναι οριστική και για τους δυο σας» είπε αυστηρά η Ζηνοβία.

«Ζηνοβία, δεν ήρθα εδώ άδικα. Ήρθα ….για να τηρήσω την υπόσχεσή μου», το αγόρι χαμήλωσε το κεφάλι του για να μη δει την αντίδραση της Ζηνοβίας. Η ταραχή της ήταν παραπάνω από φανερή. Να τηρήσει την υπόσχεσή του! Πόσα χρόνια είχαν περάσει από τότε που εκείνο το κρύο βράδυ είχε δέσει τον μικρό της Βυλτώρ με τα βαριά δεσμά μιας υπόσχεσης. Κι αυτός το θυμήθηκε.

«Σου είχα υποσχεθεί να είμαι φύλακας για εκείνο το παιδί, το θυμάσαι; Άφησέ με να το κάνω».

Η Ζηνοβία δε μιλούσε. Ναι, του το είχε ζητήσει κι αυτός, αν και μικρός, το είχε δεχτεί με προθυμία. Υποταγμένη στον πόνο της ανάμνησης εκείνης της βραδιάς, αναγκάστηκε να υποχωρήσει.

Page 89: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 89 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Εντάξει, μπορείς να μείνεις. Με την παραμικρή αφορμή όμως, θα φύγεις. Και τώρα αφήστε με». Κοίταξε τη Γλαφύρα. Η ζωή της θα ήταν πολύ διαφορετική χωρίς την παρουσία της. Η ίδια όμως είχε διαλέξει το δρόμο της. Οι δύο γυναίκες αντάλλαξαν ματιές. Η νεράιδα δεν αδικούσε την Ζηνοβία. Ήξερε ότι αυτό έπρεπε να πράξει, κι η ίδια το δέχτηκε. Με την παρουσία του Βυλτώρ θα έφευγε ήρεμη. Είχε πετύχει τον στόχο της.

Η Γλαφύρα και ο Βυλτώρ βγήκαν έξω από το γραφείο της Ζηνοβίας κι έκλεισαν τη βαριά πόρτα πίσω τους. Η νεράιδα κοίταζε με στοργή τον νεαρό. Μπορεί να μην το έδειχνε, μπορούσε να καταλάβει όμως πόσο τον πονούσε η απάρνηση της Ζηνοβίας.

«Μην ανησυχείς Βυλτώρ, με τον καιρό θα μαλακώσει η καρδιά της και θα σε δεχτεί πάλι πίσω».

«Την απαρνήθηκα Γλαφύρα και δε θα μου το συγχωρήσει ποτέ. Δεν έχει άδικο. Της γύρισα την πλάτη μου, μου αξίζει η περιφρόνησή της».

«Όλους μπορεί να τους περιφρονήσει εκτός από εσένα. Δώσε της χρόνο».

«Εσύ τι θα κάνεις τώρα; Θα επιστρέψεις στο δάσος της Καλλιρόης;» «Εκείνο είναι το σπίτι μου Βυλτώρ, εδώ απλά ήταν μια αλλαγή για

εμένα. Θα ξαναβρεθούμε σύντομα. Έχε το νου σου». Ο Βυλτώρ κούνησε το κεφάλι του καταφατικά κι η νεράιδα χάθηκε στο

διάδρομο αθόρυβα. Κι ο ίδιος έπρεπε να βιαστεί. Τώρα που επέστρεψε στο ορφανοτροφείο ήταν υποχρεωμένος ν’ ακολουθήσει τους κανόνες της Ζηνοβίας. «Και τώρα μάθημα με τον Ταβήλιο» μουρμούρισε στον εαυτό του. Ο διάδρομος στις πτέρυγες των καθηγητών ήταν σκοτεινός, ο νεαρός όμως προχωρούσε με μεγάλη άνεση, δίχως να δείχνει κάποιο σημάδι έλλειψης προσανατολισμού. Το βλέμμα του το τράβηξε μια ψηλή μορφή που έμπαινε στη βιβλιοθήκη. Όλοι οι μαθητές ήταν απασχολημένοι στα μαθήματά τους κι η μορφή δεν ανήκε σίγουρα σε κάποιον από τους καθηγητές. Προχώρησε αργά προς τη μεγάλη ξύλινη πόρτα και κοίταξε μέσα από τη σχισμή. Αν επρόκειτο για κάποιον καθηγητή δε θα ήθελε να δηλώσει την παρουσία του. Το πρόσωπο που είδε όμως να ψαχουλεύει τα βιβλία του Σωφρόνη δεν ήταν καθηγητής.

Αργά άνοιξε την πόρτα και στήριξε το σώμα του πάνω στον τοίχο. Η παρουσία του δεν είχε γίνει ακόμα αισθητή και το εκμεταλλεύτηκε παρατηρώντας τον νεαρό που με ζήλο διάβαζε τους τίτλους των βιβλίων, πετώντας με θόρυβο κάτω όσα δεν του έκαναν.

«Ίσως αν περίμενες τον Σωφρόνη να σου έβρισκε αυτό που ψάχνεις». Όταν αποφάσισε να μιλήσει, ο νεαρός που δεν ήταν άλλος από τον Λέανδρο

Page 90: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

90 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

γύρισε αιφνιδιασμένος προς το μέρος του, αφήνοντας τα βιβλία που κρατούσε. Βλέποντας όμως ότι απλά επρόκειτο για έναν μαθητή ξανάπιασε στο χέρι του έναν μεγάλο δερματόδετο τόμο.

«Κοίτα τη δουλειά σου. Τι σε βάλαμε, επιστάτη;» «Όχι, άλλα αν η επιστάτρια σε έβρισκε εδώ εν ώρα μαθήματος και τη

στιγμή που ο Σωφρόνης έχει μάθημα επίσης, θα έβρισκες σίγουρα τον μπελά σου».

«Κι εσένα το πρόβλημά σου ποιο είναι;» του απάντησε ο Λέανδρος κοιτάζοντάς τον έντονα στα μάτια.

«Δεν έχω διάθεση να τιμωρηθώ για μια δική σου απερισκεψία. Με βάλανε στον δικό σας θάλαμο στη θέση του παιδιού που αρρώστησε. Γι’ αυτό πάμε καλύτερα στο μάθημα. Ο Ταβήλιος θα απορεί με την παρατεταμένη απουσία σου και μπορεί να στείλει κάποιον όχι τόσο καλοπροαίρετο να σε βρει». Ο Λέανδρος δεν ήθελε καθόλου να δώσει δίκιο στον νεοφερμένο, αλλά ήξερε ότι είχε δίκιο. Έκανε πολύ ώρα να ξεγλιστρήσει μέχρι τη βιβλιοθήκη κι είχε καθυστερήσει στο μάθημα. Χωρίς να πει κουβέντα, άφησε τον τόμο που κρατούσε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Το νεαρό αγόρι δεν τον ακολούθησε αμέσως. Πρώτα διέσχισε την εσωτερική καμάρα και στάθηκε πάνω από το βιβλίο που κρατούσε ο Λέανδρος. Διαβάζοντας τον τίτλο, κοίταξε σκεφτικός με απλανές βλέμμα προς τον τοίχο της γνώσης.

«Γιατί τον ενδιαφέρουν οι ιστορίες για τα πλάσματα του βασιλείου;» Τις σκέψεις του διέκοψαν το ξανθό κεφάλι που ξεπρόβαλλε από την πόρτα.

«Τι θα γίνει, θα έρθεις; Όσο μπορώ να τιμωρηθώ εγώ, τόσο μπορείς κι εσύ αν καθυστερήσεις. Με λένε Λέανδρο, εσύ ποιος είσαι;» Ο νεαρός του έριξε μια φευγαλέα ματιά και την ώρα που περνούσε κάτω από την πόρτα από δίπλα του ψέλλισε μέσα από τα δόντια του τ’ όνομά του κι έφυγε μπροστά με ταχύ βήμα. Ο Λέανδρος σκυθρώπιασε με την αγένειά του και τον ακολούθησε παίρνοντας τον δρόμο για το αμφιθέατρο.

Μετά το μάθημα, όλα τα παιδιά βγήκαν από το αμφιθέατρο τρέχοντας, με τους πίσω να σπρώχνουν τους μπροστινούς. Η ανάγκη για καθαρό αέρα μετά από ένα μάθημα με τον Ταβήλιο ήταν θέμα επιβίωσης. Στους ευρύχωρους διαδρόμους του κάστρου, οι περισσότεροι μαθητές χασομερούσαν. Όλοι ήταν απασχολημένοι στις συζητήσεις τους. Είχαν πολλά να σχολιάσουν και δεν ήξεραν από τι να αρχίσουν. Η χθεσινή βραδιά δεν είχε αποσυρθεί ακόμα από τη σημερινή θεματολογία τους. Ακόμα τους ενδιέφερε ν’ ανταλλάξουν ιδέες για τον άναστρο ουρανό και το κόκκινο φεγγάρι. Από το πρωί όμως, το θέμα του Δρώδη είχε γίνει το κύριο θέμα συζήτησης στα

Page 91: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 91 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πηγαδάκια. Όλοι ήταν μάρτυρες του περιστατικού κι ο καθένας αφηγούταν τι είχε διαδραματιστεί από τη δική του σκοπιά. Νέες πληροφορίες προέκυπταν διαρκώς, καθώς σχεδόν όλοι είχαν παρατηρήσει κάτι τις τελευταίες μέρες. Άκουγαν με προσοχή τις ύποπτες κινήσεις και τους περίεργους θορύβους που είχαν υποπέσει στην αντίληψή τους.

«Χθες το βράδυ είδα τον Δρώδη να περπατάει μόνος του στο διάδρομο», η Μυρτώ με την τσιριχτή φωνή της μιλούσε με αυτοπεποίθηση, «εγώ πήγαινα στο μπάνιο όταν τον είδα. Ήταν σαν υπνωτισμένος και περπατούσε έτσι…» σήκωσε το κεφάλι ψηλά, γούρλωσε τα μάτια και χαμήλωσε τα χέρια, οι υπόλοιποι ξεκαρδίστηκαν στα γέλια, η μικρή όμως μιλούσε σοβαρά. «Αλήθεια, ήταν τρομαχτικό, ήταν σαν να μην ήταν ο ίδιος αλλά κάποιος άλλος με το σώμα του».

Ο Βόρυς κι ο Λέανδρος ήταν στην παρέα τους, όταν άκουσαν την ιστορία του κοριτσιού.

«Μάλλον θα έβλεπες κανένα όνειρο και τα φαντάστηκες όλα αυτά» της είπε χαμογελώντας ο Βόρυς. «Χθες ήμουν στο μπάνιο σχεδόν όλο το βράδυ και σε πληροφορώ ότι κανένας δεν ήρθε».

Η μικρή τον κοίταξε καχύποπτα. Σίγουρα της χαλούσε την ιστορία η απρόσκλητη παρέμβαση του Βόρυ.

« Και για να έχουμε καλό ερώτημα» είπε μετά από μια μικρή παύση, «εσύ τι δουλειά είχες όλο το βράδυ στην τουαλέτα; Σε πείραξε μήπως το μοσχαράκι που φάγαμε το βράδυ;»

Ο Βόρυς κόμπιασε. Δεν ήταν προετοιμασμένος για μια τέτοια ερώτηση και σίγουρα δεν μπορούσε να της πει την αλήθεια. Δεν ήξερε τι να της απαντήσει. Στεκόταν και την κοιτούσε σαν χαζός ενώ τα δευτερόλεπτα που περνούσαν του φαινόντουσαν ώρες. Για καλή του τύχη ο Λέανδρος ήταν κοντά του και έσπευσε να βγάλει τον φίλο του από τη δύσκολη θέση.

«Ο Βόρυς βοηθούσε έμενα. Δεν αισθανόμουν καθόλου καλά. Μάλλον θα κρύωσα και τη βγάλαμε όλο το βράδυ εκεί».

Η Μυρτώ δε συνέχισε την συζήτηση. Και μόνο που της είχε μιλήσει ο Λέανδρος ήταν αρκετό γι’ αυτήν. Απλά του χαμογέλασε κοκκινίζοντας κι έτρεξε να βρει τις φίλες της και να τους πει τι της είχε συμβεί. Οι υπόλοιποι στην παρέα γέλασαν με το φέρσιμο της.

«Δε νομίζω να υπάρχει κάποιος άλλος όχι μόνο στο κάστρο αλλά και σ’ όλο το βασίλειο που να έχει τη δική σου εξουσία πάνω στους ανθρώπους» είπε ο Βόρυς κι όλοι συμφώνησαν γελώντας.

Page 92: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

92 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μετά από λίγο, η παρέα άρχισε να διαλύεται κι όλοι τράβηξαν για τις αίθουσές τους. Οι δύο φίλοι συνέχισαν μόνοι τους για το μάθημα.

«Μα, τι πάθανε όλοι σήμερα; Από το πρωί πολύ φασαρία κι ανησυχία, είναι λες κι όλοι τους είναι ταραγμένοι» απόρησε ο Βόρυς. Η ατμόσφαιρα ήταν πολύ βαριά για τον ίδιο μιας και υπήρχαν πολύ έντονα συναισθήματα όπου κι αν γυρνούσε το κεφάλι του. Τον είχε πιάσει πονοκέφαλος με όλη αυτήν τη συναισθηματική δραστηριότητα.

«Η χθεσινή βραδιά μας ανησύχησε όλου,» σχολίασε ο Λέανδρος χαζεύοντας τριγύρω. «Έγιναν πολλά πράγματα συνεχόμενα και δε μου κάνει εντύπωση που μόνο γι’ αυτά συζητάνε».

«Δεν αντέχω ν’ ακούω άλλες ιστορίες» είπε τέλος ο Βόρυς. «Όλοι έχουν δει κι έχουν ακούσει κάτι, πώς γίνεται αυτό;» Η Αλέκτρα η επιστάτρια, που έτυχε να βρίσκεται κοντά και άκουσε την απορία του Βόρυ, τους πλησίασε χαμογελαστή.

«Δε φταίνε τα παιδιά γι’ αυτήν την κατάσταση» σχολίασε κοιτώντας στα μάτια τον Λέανδρο. «Μη νομίζετε ότι το κόκκινο φεγγάρι δε δημιουργεί παρενέργειες. Αυτός που το προκαλεί ξέρει πολύ καλά τι κάνει» συμπλήρωσε χωρίς να πάρει τα μάτια της από πάνω του.

«Πιστεύεις δηλαδή ότι αυτό το απόκοσμο χρώμα, δεν είναι κάτι που απλά προέκυψε;» τη ρώτησε ο Λέανδρος.

«Ήδη είπα περισσότερα απ’ ότι πρέπει να γνωρίζετε» του απάντησε αυτή κινούμενη να φύγει. «Ακολουθήστε αυτό που θα σας πω. Μη βρίσκεστε εκτεθειμένοι στις ακτίνες του και δε θα σας πειράξει. Το κόκκινο φεγγάρι τρέφεται από την αθωότητα και τα αγνά συναισθήματα των παιδιών». Η γυναίκα ακούμπησε απαλά τον Βόρυ στον ώμο. «Αν κάποια στιγμή δε νιώσεις καλά κι αισθανθείς πολύ βαρύ το κεφάλι σου, μη διστάσεις να ζητήσεις τη βοήθεια της Ζηνοβίας. Αυτή θα ξέρει πώς να σε βοηθήσει». Τα δύο αγόρια κοιτάχτηκαν μπερδεμένα, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας φυσικά.

«Μισό λεπτό Αλέκτρα», την παρακάλεσε ο Λέανδρος κρατώντας της το χέρι. Η θέρμη του αγγίγματός του την έκανε να ριγήσει και μια υποψία υγρασίας στα μάτια κίνησε την περιέργεια του Λέανδρου και του Βόρυ, που πλησίασε κοντά της για να ψάξει το λόγο. Αυτή βλέποντάς τον να την πλησιάζει χαμήλωσε το βλέμμα της, σα να ήξερε. «Αλέκτρα, γιατί κάποιος να θέλει να δημιουργήσει τέτοιο μπέρδεμα στα παιδιά του ορφανοτροφείου; Δε βλέπω το λόγο». Αυτή, κοιτώντας ακόμα χαμηλά για να αποφύγει τη διερευνητική ματιά του Βόρυ, χαμογέλασε ανεπαίσθητα.

Page 93: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 93 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Μα, για να βρει αυτό που θέλει φυσικά και να δηλώσει την παρουσία του. Έτσι μας κάνει να μην ξεχνάμε και σταγόνα σταγόνα ποτίζει την καρδιά μας με φόβο», η φωνή της τώρα ήταν σιγανή, τόσο που με το ζόρι την άκουσε ο Λέανδρος. Σα να μην ήθελε κανένας να την ακούσει να μιλάει. «Μη βγαίνετε έξω το βράδυ, κάντε αυτό που σας λέω» είπε κι έφυγε γρήγορα σαν την κυνηγημένη αφήνοντας πίσω της τα δύο παιδιά απορημένα και γεμάτα ερωτηματικά.

«Περίεργο» είπε ο Λέανδρος, χωρίς ν’ αποτραβήξει ακόμα το βλέμμα του από τηn ελαφρά γυρτή φιγούρα που απομακρυνόταν.

«Πράγματι πολύ περίεργο» σχολίασε κι ο Βόρυς, χαμένος στις δικές του σκέψεις, προσπαθώντας να εξηγήσει την περίεργη στάση της επιστάτριας.

Λίγο αργότερα βρίσκονταν έξω. Ο καθηγητής Μάγνος είχε ζητήσει το

μάθημά του να γίνεται έξω, σε υπαίθριο χώρο, όπου δε θα περιορίζονταν οι κινήσεις τους. Απ’ όλους τους καθηγητές θεωρούνταν ο πιο αυστηρός. Ήθελε οι μαθητές του να είναι τυπικοί στο μάθημά τους. Αν τύχαινε και κάποιος μαθητής αργοπορούσε, είτε από ολιγωρία είτε γιατί του είχε συμβεί κάτι στο δρόμο, τότε λογοδοτούσε σ’ αυτόν.

Τα παιδιά είχαν παραταχθεί σε δύο σειρές. Πριν ξεκινήσει το μάθημα είχαν προμηθευτεί όλοι το σπαθί τους, από τον πάγκο όπου βρίσκονταν τακτοποιημένα. Ήταν αληθινά σπαθιά που τα είχε φέρει ο Μάγνος και τα χρησιμοποιούσε αποκλειστικά για τα μαθήματά του. Δεν ήταν πολύ ακονισμένα για ν’ αποφεύγονται τ’ ατυχήματα κι επιπλέον είχαν και προστατευτικό κάλυμμα για περισσότερη ασφάλεια.

Σχεδόν όλοι ήταν ενθουσιασμένοι με αυτό το μάθημα, αν και δεν έτρεφαν συναισθήματα συμπάθειας για τον Μάγνο. Κι αυτόν όμως δεν τον ενδιέφερε να γίνει ο αγαπημένος καθηγητής των παιδιών. Ήταν πολύ απαιτητικός και δεν έχανε την ευκαιρία να τα τιμωρήσει σε περίπτωση που δεν ακολουθούσαν τις οδηγίες του. Όπως τους έλεγε όμως συχνά, η φύση του μαθήματός του ήταν τέτοια που δεν είχε περιθώρια για λάθη, καθώς θα μπορούσαν ν’ αποβούν μοιραία. Ήταν καθήκον του να διασφαλίσει ότι δε θα έκαναν ανοησίες με το σπαθί στο χέρι.

Στις επιδείξεις όλοι τον παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα. Οι χορευτικές του κινήσεις τους εκστασίαζαν και κάθε φορά λυπόντουσαν τον αντίπαλό του, καθώς σχεδόν πάντα αποχωρούσε με το κεφάλι χαμηλωμένο. Άλλες φορές έφερνε γι’ αντιπάλους του άλλους καθηγητές, έμπειρους στο χειρισμό του σπαθιού, κι άλλες φορές χρησιμοποιούσε μεγαλύτερους μαθητές

Page 94: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

94 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

που σύμφωνα με τα λεγόμενά του είχαν αριστεύσει στη χρήση του σπαθιού. Ποτέ κανένας όμως δεν είχε καταφέρει να τον πλησιάσει ούτε στη δεξιοτεχνία ούτε στη χάρη των κινήσεών του.

Θαύμαζαν το πάθος που έβαζε την ώρα της αναμέτρησης και την ευρηματικότητά του στις κινήσεις. Η άνεση του ήταν μνημειώδης και κανείς ποτέ δεν είχε καταφέρει να φύγει νικητής από μια αναμέτρηση μαζί του. Το σπαθί του ήταν σαν προέκταση του χεριού του και το χειριζόταν με τόση μαεστρία σαν να είχαν περάσει οι αρθρώσεις του χεριού του μέσα στην ατσάλινη λάμα του.

Εκείνη τη μέρα έκανε επίδειξη στους μαθητές του σε νέες φιγούρες. Τα παιδιά ήταν στοιχισμένα σε δύο σειρές και τον παρακολουθούσαν μαγεμένα. Αυτός έσκιζε τον αέρα με την κοφτερή λεπίδα του κι εναρμόνιζε το κορμί του με τις κινήσεις των χεριών του. Όταν σταμάτησε, έφερε το σπαθί μπροστά από το πρόσωπό του και το τέντωσε. Δίχως να πει τίποτα, απλά έδειξε…. Η μύτη του σπαθιού του έδειχνε φανερά προς τη μεριά του Λέανδρου που στεκόταν αρκετά μπροστά. Ήξερε καλά τι σήμαινε αυτή του η κίνηση… Τον προσκαλούσε σε μάχη!

Ο Λέανδρος ήταν ένας από τους μαθητές που η κόψη του σπαθιού προσανατολιζόταν συχνά πάνω του. Ήταν δυνατός κι είχε πάθος κι ένταση ενώ φαινόταν ότι το διασκέδαζε. Κι ο ίδιος ο Μάγνος ζητούσε συνεχώς δυνατούς αντιπάλους και για να παραδειγματίζονται οι πιο άπειροι και για να ενισχύει το εγώ του, νικώντας τους όλους και δείχνοντας έτσι την υπεροχή του.

Ο νεαρός βγήκε από τη σειρά του και με σταθερό βήμα προχώρησε προς το μέρος του καθηγητή του. Τα παιδιά γνώριζαν ότι ο Λέανδρος ήταν δεινός χειριστής του σπαθιού και περίμεναν μ’ ανυπομονησία να δουν πως θα εξελισσόταν η μάχη.

«Θυμάσαι την προηγούμενη φορά που τον σήκωσε;» είπε ένα ξανθό κορίτσι που είχε κολλήσει να κοιτάζει το αρχοντικό παράστημα του Λέανδρου, σχολιάζοντας την προτίμηση του καθηγητή τους στο πρόσωπο του αγοριού. «Παραλίγο να νικήσει με την αιφνιδιαστική του κίνηση. Ο Μάγνος δεν ήξερε από πού του ήρθε».

Η Μυρτώ έσκυψε διακριτικά προς το μέρος της. «Απλά ήταν τυχερός. Ένας θόρυβος απέσπασε την προσοχή του

Μάγνου και γι’ αυτό τα έχασε λίγο, όμως γρήγορα επανήλθε».

Page 95: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 95 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Εγώ νομίζω ότι ο Λέανδρος έχει πολλές ελπίδες να τον νικήσει, θα δεις, άκου που σου λέω» της τόνισε όσο πιο χαμηλόφωνα μπορούσε, για να μη γίνει αντιληπτό ότι μιλούσε.

«Αηδίες, ποτέ κανένας δεν τον έχει νικήσει, ούτε και οι δεκαοκτάχρονοι δεν το έχουν καταφέρει, και θα το πετύχει ο Λέανδρος» γέλασε ειρωνικά πάλι η Μυρτώ.

Η φίλη της όμως δεν της απάντησε. Τα σπαθιά είχαν ήδη διασταυρωθεί και οι δύο αντίπαλοι είχαν ριχτεί στη μάχη. Ο Βόρυς, που στεκόταν λίγο πιο μπροστά, άκουσε τη συνομιλία τους και χαμογέλασε καθώς του φάνηκε αστείο που δύο κοπέλες μάλωναν για μία ακόμη φορά για τον φίλο του.

Οι δύο αντίπαλοι στέκονταν αντίκρυ και διασταύρωναν τα ξίφη τους. Οι κινήσεις τους ήταν διασταυρωτές κι ο ένας απέρριπτε την επίθεση του άλλου. Τα σπαθιά τους τα κρατούσαν ακόμη χαμηλά, διατηρώντας ήπιους τόνους στην αναμέτρηση. Ο Μάγνος ανέβασε το σπαθί του προς το πρόσωπο του Λέανδρου. Ο νεαρός με γρήγορα αντανακλαστικά έγειρε το κεφάλι του προς τα πίσω για ν’ αποφύγει την κίνηση. Ο Μάγνος του χαμογέλασε.

«Πολύ ωραία Λέανδρε, είσαι αρκετά γρήγορος. Για να δούμε πόσο αντέχεις όμως».

Πριν προλάβει να κουνηθεί ο Λέανδρος, ο Μάγνος του εξαπέλυσε μια αιφνίδια και γρήγορη κίνηση. Ο Λέανδρος όμως, δεν έδειξε να αιφνιδιάστηκε. Τα σπαθιά τους τώρα διασταυρώνονταν με μανία και αστραπιαίες κινήσεις. Οι λεπίδες χάιδευαν η μια την άλλη και στις καλογυαλισμένες πλευρές τους καθρεφτιζόταν η δίψα για νίκη στα πρόσωπα των δύο αντιπάλων.

Ο Λέανδρος κουνιόταν δύο βήματα εμπρός κι ένα πίσω και προσπαθούσε να διατηρήσει αυτός τον ρυθμό για να ελέγχει τις κινήσεις του αντιπάλου του. Ο Μάγνος σαν έμπειρος ξιφομάχος μπορούσε να ερμηνεύσει τον τρόπο σκέψης του. Με μια ακόμη αιφνίδια κίνηση σήκωσε πάλι το σπαθί του στο πρόσωπο του Λέανδρου. Αυτή τη φορά δεν το τέντωσε αλλά έκοψε με φόρα τον αέρα. Ο Λέανδρος έσκυψε για να τον αποφύγει και ορθώθηκε γρήγορα ξανά, ενώ ο Μάγνος για να ξεθυμάνει τη φόρα της κίνησης αλλά και για να εντυπωσιάσει το πλήθος που τον παρακολουθούσε, έκλεισε την επίθεση με μια περιστροφή γύρω από τον εαυτό του και γρήγορα επανήλθε για ν’ αποκρούσει την επίθεση του μαθητή του.

Οι μαθητές χειροκρότησαν τον ελιγμό του καθηγητή τους αλλά και τη σβελτάδα του συμμαθητή τους και συνέχισαν να χαζεύουν το συναρπαστικό θέαμα. Οι δυο ξιφομάχοι δε φαίνονταν να χάνουν την προσοχή τους από τις επευφημίες του κόσμου. Αντίθετα, ήταν προσηλωμένοι στη μονομαχία. Τα

Page 96: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

96 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

σπαθιά τώρα είχαν ανέβει πιο ψηλά κι οι κινήσεις τους ήταν ακόμα πιο γρήγορες. Ο Λέανδρος φαινόταν ότι είχε αρχίσει να τον κουράζει η μάχη ψηλά, και δοκίμασε να κατεβάσει σιγά σιγά την αναμέτρηση πιο χαμηλά. Ο Μάγνος γρήγορα το αντιλήφθηκε και σαν έμπειρος ξιφομάχος το εκμεταλλεύτηκε. Το σπαθί του αγκάλιασε του αντιπάλου του και το προσκάλεσε να χορέψουν περιστροφικά σ’ έναν μανιώδη χορό, ο Λέανδρος έχασε τον έλεγχο του ξίφους του, που αφού αιωρήθηκε γι’ αρκετά δευτερόλεπτα στον αέρα, βρέθηκε καρφωμένο βαθιά στο χορταριασμένο έδαφος λίγα μέτρα πιο πέρα ενώ ο ίδιος κατέληξε με τη μύτη του σπαθιού του αντιπάλου του εφαπτόμενη πάνω στο λαιμό του.

Ο Μάγνος στεκόταν σε απόσταση αναπνοής από αυτόν, περιχαρής για τη νίκη του.

«Καλή προσπάθεια Λέανδρε. Την άλλη φορά θα τα πας καλύτερα». Ο Λέανδρος του χαμογέλασε, όμως μέσα του βρισκόταν σε αναβρασμό.

Αφού τον ελευθέρωσε ο καθηγητής του πήγε κι έβγαλε το σπαθί του από το έδαφος και το τοποθέτησε στον πάγκο με τα υπόλοιπα. Το μάθημα είχε τελειώσει και το παράδειγμά του ακολούθησαν και οι υπόλοιποι μαθητές. Είχαν αρχίσει ήδη να διασκορπίζονται. Τώρα όλοι ήταν ελεύθεροι να ασχοληθούν μ’ ό,τι ήθελαν. Ο Βόρυς πήγε κοντά στον φίλο του για να τον βοηθήσει.

«Τον δυσκόλεψες πάλι σήμερα τον Μάγνο» του είπε χτυπώντας του την πλάτη.

«Δεν τον κέρδισα όμως», ο Λέανδρος ακουγόταν απογοητευμένος. «Δεν έχει σημασία, έπρεπε να δεις τα παιδιά. Όλοι σε θαύμαζαν κι

εύχονταν να μπορούσαν να χειρίζονται το σπαθί με τη δική σου ευκολία». Ο Λέανδρος όμως δεν του απάντησε. Δεν τον ενδιέφερε τι ήθελαν οι

άλλοι αλλά τι δεν μπορούσε να καταφέρει αυτός. Ο Βόρυς έβλεπε πόσο αυστηρός ήταν με τον εαυτό του, όμως δεν μπορούσε να κάνει κάτι για να τον βοηθήσει.

«Είδες καθόλου τον καινούργιο στο μάθημα;» Ο Βόρυς έγνεψε αρνητικά.

«Μπα, νομίζω ότι κάπου τον πήρε το μάτι μου απομακρυσμένο απ’ όλους, αλλά δεν έδωσα και πολύ σημασία».

«Πολύ μυστήριος τύπος. Τον συνάντησα πριν στην…», ο Λέανδρος δαγκώθηκε μιας και δεν ήθελε να αποκαλύψει στον φίλο του που ήταν, για να αποφύγει τις ερωτήσεις του. Ο Βόρυς όμως έπιασε την υπεκφυγή του, και μη θέλοντας κι ο ίδιος να δώσει συνέχεια σ’ ένα θέμα που δεν ήθελε να

Page 97: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 97 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

συζητήσει, έψαξε γύρω του να βρει ένα άσχετο θέμα. Από μακριά είδε τον Παρίνο, τον μικρόσωμο φίλο τους, να τρέχει προς το μέρος τους. Φαινόταν λαχανιασμένος και το πρόσωπό του ήταν κατακόκκινο. «Κοίτα, έρχεται ο Παρίνος. Λίγο αναστατωμένος μου φαίνεται». Ο Λέανδρος έστρεψε με τη σειρά του το βλέμμα του στην κατεύθυνση που του είχε υποδείξει ο φίλος του. Όταν τους πλησίασε δεν μπορούσε να μιλήσει. Προσπάθησε να ηρεμήσει για να μπορέσει να μιλήσει. Ο Βόρυς τον ακούμπησε στον ώμο με έκδηλη την ανησυχία του για την κατάστασή του.

«Ηρέμησε …. Πάρε μια ανάσα. Από τον στάβλο έρχεσαι;» Το παιδί ανήμπορο ακόμα να μιλήσει κούνησε καταφατικά το κεφάλι

του. «Κάποιο πρόβλημα με τον Κύρο;» ξαναρώτησε ο Βόρυς. Η απάντηση

που πήρε ήταν η ίδια. Ο Λέανδρος είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του. «Θα μας πεις επιτέλους τι συμβαίνει;» Ο Παρίνος ξεροκατάπιε κι άρχισε

να κουνάει το κεφάλι του πέρα δώθε σαν μανιασμένο. «Ο Κύρος σας ψάχνει. Έχετε αργήσει… είμαστε όλοι μαζεμένοι και σας

περιμένουμε. Τα παιδιά είναι πολύ θυμωμένα μαζί σου Λέανδρε γιατί εξαιτίας σου θα πάρουμε παράταση στην τιμωρία».

Μόλις εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησαν για ποιο λόγο ο επιστάτης των στάβλων έψαχνε να τους βρει, και γιατί ο Παρίνος από την αγωνία του είχε βρεθεί σ’ αυτήν την κατάσταση. Χωρίς να το καταλάβουν, είχαν αφαιρεθεί και οι δύο στην κουβέντα τους και δεν πρόσεξαν ότι η αυλή γύρω τους είχε αδειάσει. Όλοι οι μαθητές μετά το μάθημα του Μάγνου είχαν γυρίσει στις ασχολίες τους ενώ αυτοί είχαν ξεχαστεί. Κανένας από τους δύο δεν απάντησε. Απλά άρχισαν να τρέχουν προς τον στάβλο.

Όταν μπήκαν στον στάβλο βιάστηκαν να πάνε στο άλογο που τους είχε αναθέσει ο επιστάτης. Κοίταξαν τριγύρω, αλλά δεν υπήρχε κανένα σημάδι του επιστάτη. Ήλπιζαν να ήταν απασχολημένος και να μην είχε παρατηρήσει την αργοπορία τους. Προσπάθησαν να ελιχθούν όσο πιο απαρατήρητοι μπορούσαν. Μέσα από τους στάβλους όμως, ένιωθαν τα βλέμματα των άλλων παιδιών να τους καρφώνουν. Οι ελπίδες τους όμως γρήγορα γκρεμίστηκαν, όταν μπήκαν στον στάβλο του Σείριου που τους έστειλε ο συμμαθητής τους. Ο Κύρος ήταν ήδη εκεί και τους περίμενε. Είχε πάρει τη βούρτσα και έτριβε το άλογο που φαινόταν να τ’ απολαμβάνει.

Μόλις τους πήρε είδηση, γύρισε το κεφάλι του. Το μάτι του έπεσε πάνω τους και τους κοίταζε με οργή και θυμό. Τα παιδιά πρώτη φορά τον έβλεπαν από τόσο κοντά. Το άλλο του το μάτι το είχε καλυμμένο μ’ ένα μαύρο μαντήλι

Page 98: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

98 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

που το έδενε γύρω από το κεφάλι του. Ο χρόνος κι οι κακουχίες είχαν αφήσει τα σημάδια τους πάνω του. Τα μαλλιά του ήταν γκρίζα κι ανακατωμένα, απεριποίητα και λιγδιασμένα. Το πρόσωπό του ήταν σκαμμένο, γεμάτο ουλές και ρυτίδες. Έλεγε σε όλους ότι ήταν ενθύμια από τον πόλεμο. Ο Βόρυς όμως ποτέ δεν τον είχε πιστέψει. Έβλεπε ότι έλεγε ψέματα στην προσπάθειά του να κρύψει το μυστικό του.

Λόγω της καθημερινής του δουλειάς στους στάβλους, τα ρούχα του και τα ακάλυπτα σημεία του σώματός του ήταν γεμάτα με χώματα κι ακαθαρσίες αλόγων. Ως εκ τούτου, η μυρωδιά που έβγαινε απ’ αυτόν ήταν τόσο έντονη που τα παιδιά είχαν να το λένε ότι μύριζε περισσότερο κι απ’ όλα τα άλογα του στάβλου μαζί.

«Ώστε αποφασίσατε να μας κάνετε επιτέλους την τιμή και να έρθετε;» Η ειρωνεία ήταν διάχυτη στα λόγια του.

«Χάσαμε την αίσθηση του χρόνου. Μπορούμε να κάτσουμε όμως περισσότερο για ν’ αναπληρώσουμε το χρόνο που χάσαμε».

«Και τι το πέρασες εδώ μικρέ; Εσύ είσαι αυτός που θα κανονίσει το πρόγραμμα;» Ο Κύρος πλησίασε τον Λέανδρο τόσο κοντά, που το νεαρό αγόρι ένιωθε έντονη τη δυσωδία της ανάσας του άντρα παρ’ όλο που τον περνούσε ένα κεφάλι.

«Απλά θέλω να επανορθώσω» απάντησε όσο πιο γλυκά μπορούσε για να κατευνάσει τα πνεύματα και να φύγει από κοντά του ο επιστάτης. Ο Κύρος γέλασε δυνατά και τους γύρισε την πλάτη μουρμουρίζοντας.

«Να δούμε τι άλλο θ’ ακούσω σήμερα. Δε μας έφτανε η επιστροφή του άλλου, τώρα θα μας κοροϊδεύουν μέσα στα μούτρα μας και τα μικρά». Φανερώνοντας χαμηλόφωνα τις σκέψεις του, ο επιστάτης αποχώρησε από τον στάβλο, αφήνοντας πίσω τον Λέανδρο να παίρνει βαθιές αναπνοές θέλοντας να αναπληρώσει τον αέρα που έχασε από την παρουσία του Κύρου.

«Μα τι πράγμα κι αυτό. Από τον βρωμερό στον βρωμερότατο. Και μου λες μετά γιατί θέλω να φύγω. Για ν’ αναπνεύσω καθαρό αέρα είναι η απάντησή μου».

Ο Βόρυς δε φάνηκε να του δίνει σημασία. Ο Λέανδρος γρήγορα αντιλήφθηκε ότι ο φίλος του ήταν αφηρημένος.

«Τι συμβαίνει; Είσαι εδώ;» του κούνησε το χέρι του μπροστά από τα μάτια του για να τον συνεφέρει από τις σκέψεις του.

«Τον άκουσες τι είπε;» τον ρώτησε τελικά. «Ποιο απ’ όλα;» ρώτησε αδιάφορα ο Λέανδρος. «Κάτι για την επιστροφή κάποιου».

Page 99: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 99 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Όσο ήταν εδώ ο Κύρος αυτό που με απασχολούσε ήταν να ξεκουμπιστεί και να φύγει κι όχι τι έλεγε».

«Περίεργο» μουρμούρισε ο Βόρυς χωρίς ο Λέανδρος να του δίνει σημασία.

«Τι λες, θα κάνουμε καμιά δουλειά για να τελειώνουμε; Όσο σκέφτομαι ότι οι υπόλοιποι κάθονται κι ασχολούνται με χίλια δυο κι εμείς είμαστε κλεισμένοι στους βρωμερούς στάβλους, με πιάνει τρέλα». Ο Βόρυς τον κοίταξε αποδοκιμαστικά. Δε χρειαζόταν να του πει πόσο άσκοπο ήταν το σχόλιο του. «Εντάξει, έχω ένα μερίδιο ευθύνης. Με προκάλεσε όμως αυτός ο απαίσιος ο Κορνήλιος». Ο Λέανδρος πήγε στη γωνία κι αρπάζοντας έναν μεγάλο ξύλινο κουβά κατευθύνθηκε προς τη βρύση.

Τα δύο παιδιά πήραν τις βούρτσες κι έπιασαν δουλειά. Το άλογο στεκόταν αγέρωχο και απολάμβανε την περιποίηση που δεχόταν. Οι δύο φίλοι δε μιλούσαν. Ήθελαν να τελειώνουν με την καθαριότητα του αλόγου για να έρθει επιτέλους σε τέλος και η μέρα τους. Δεν πέρασε πολύ ώρα που είχαν μείνει μόνοι τους, όταν άνοιξε η πόρτα. Τα δύο παιδιά γύρισαν να δουν ποιος ήταν. Προς μεγάλη τους έκπληξη εμφανίστηκε ο περίεργος νεαρός.

«Ο Κύρος μ’ έστειλε να σας βοηθήσω» τους είπε. Ο Λέανδρος τον κοίταζε από πάνω μέχρι κάτω καχύποπτα. Συνήθως

έμπαιναν στην καθαριότητα ανά δύο άτομα για να μην υπάρχει συνωστισμός στους στάβλους. Και τώρα του φαινόταν περίεργο που ο επιστάτης τους είχε στείλει άτομο για βοήθεια. Ο Βόρυς ένιωσε τον ηλεκτρισμό και την αρνητικότητα του Λέανδρου και επενέβη για να εξομαλύνει την κατάσταση.

«Ωραία, η αλήθεια είναι ότι χρειαζόμασταν βοήθεια για να προλάβουμε να τελειώσουμε νωρίς» είπε φορώντας ένα πλατύ χαμόγελο, καλωσορίζοντάς τον. «Έλα από εδώ» του είπε, δείχνοντάς του τις βούρτσες και τους κουβάδες που στέκονταν παραδίπλα. Η παρουσία του εκεί, ήταν μια καλή ευκαιρία για να καταλάβει κάποια πράγματα για τον αινιγματικό νέο. Λάμβανε πολλά ανάμεικτα συναισθήματα από αυτόν όταν τον παρατηρούσε. Από τη μια ένιωθε ότι μέσα του επικρατούσε ένα χάος από συναισθήματα, ένα απέραντο μπερδεμένο κουβάρι που δεν μπορούσε να βρει την άκρη κι από την άλλη όμως η επιβλητική του φυσιογνωμία και το αγέρωχό του περπάτημα, του ενέπνεαν αδικαιολόγητη εμπιστοσύνη και για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο ένιωθε ασφάλεια κοντά του.

«Μη χάνεις τον χρόνο σου προσπαθώντας να δεις τι έχω στο μυαλό μου». Ο νεαρός του έκοψε αμέσως τον αέρα, χωρίς καν να τον κοιτάζει. Ο Βόρυς συνειδητοποίησε ότι είχε περάσει αρκετή ώρα χαζεύοντας τον νέο

Page 100: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

100 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μαθητή. Σαν λαβωμένο περιστέρι έστρεψε αλλού το βλέμμα του, αισθανόμενος ντροπή που τον είχε πιάσει. Ποτέ κανένας δεν είχε τύχει να τον καταλάβει την ώρα που με τη διεισδυτική ματιά του έλυνε τους βαθιά κρυμμένους γρίφους της ψυχής των ανθρώπων. Χωρίς δεύτερη κουβέντα έφυγε μακριά του και άρπαξε τον κουβά για να τον γεμίσει νερό.

«Που πάς Βόρυ; Βάλε νερό από τη βρύση εδώ. Δεν είναι ανάγκη να βγεις έξω» του φώναξε ο Λέανδρος. Ο Βόρυς έκανε πως δεν τον άκουσε, ήθελε λίγο χρόνο ν’ απομακρυνθεί από τον καινούργιο. Τον είχε τρομάξει το γεγονός ότι είχε καταλάβει τη μυστική του ικανότητα. Τόσο καιρό ήταν ένα πλεονέκτημα του Βόρυ απέναντι σ’ όλους. Ήξερε ακριβώς πώς να κινηθεί με τους ανθρώπους, τι να τους πει, και πριν ξεκινήσει την κουβέντα με κάποιον, γνώριζε πολλά πράγματα για τον χαρακτήρα τους. Αυτή του η ικανότητα τόνωνε την αυτοπεποίθησή του και τον έκανε να αισθάνεται άνετα. Πολλές φορές ένιωθε τύψεις όταν ξεγυμνώνονταν οι ψυχές των άλλων μπροστά στα μάτια του. Σαν βουητό αγέρα η φωνή της ψυχής τους, του μιλούσε και του αποκάλυπτε τα πάντα. Κάθε πτυχή του χαρακτήρα, κάθε αδυναμία. Το πιο ανομολόγητο όνειρο και η παραμικρή φαντασίωση ξεδιπλωνόταν μπροστά στα μάτια του σ’ αυτήν την άνομη συνδιάλεξη. Άλλες φορές δεν ήθελε ν’ ακούει. Έκλεινε τα μάτια και τ’ αυτιά του ελπίζοντας ότι μ’ αυτόν τον τρόπο θα κατάφερνε να κρατήσει έξω τις φωνές. Χωρίς επιτυχία όμως. Είχαν μεγάλη δύναμη και κατάφερναν πάντα να διαπεράσουν όλα τα τείχη που ύψωνε. Με τον καιρό είχε μάθει να συνυπάρχει μαζί τους και κατά κάποιο τρόπο είχε βρει τον τρόπο να τις ελέγχει. Σ’ όποια φάση κι αν βρισκόταν ο ίδιος όμως, ποτέ κανένας δεν είχε ιδέα τι συνέβαινε, και τώρα ένιωθε σα να είχε ξεγυμνωθεί η δικιά του ψυχή, σα να είχε αποκαλυφθεί ο ίδιος σ’ έναν ξένο, και ότι τώρα εκείνος είχε το πάνω χέρι.

Ο Βόρυς βγήκε σαν κυνηγημένος από τον στάβλο. Χρειαζόταν λίγο χρόνο να συνέλθει. Ενώ διέσχιζε την πόρτα, έπιασε με την άκρη του ματιού του ένα ελαφρύ σπάσιμο στα χείλη του άγνωστου παιδιού. Σαν ένα χαμόγελο στην προσπάθειά του να διαγράψει την πορεία του και ν’ αλλάξει την έκφραση στο πρόσωπο του νεαρού. Η ταραχή του ήταν μεγάλη.

«Τι τον έπιασε;» ο Λέανδρος κοίταξε τον νεοφερμένο. «Ξέρεις, έχεις την ηλικία των παιδιών που φεύγουν από το κάστρο, όχι αυτών που έρχονται για πρώτη φορά». Άφησε τον κουβά και τη βούρτσα κάτω και τον πλησίασε ελπίζοντας να του πιάσει την κουβέντα.

«Ε, και τι μ’ αυτό;» του απάντησε το παλικάρι χωρίς καν να τον κοιτάξει, σχεδόν αδιαφορώντας.

Page 101: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 101 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Απλά δίνω φωνή στις σκέψεις μου». «Δε μ’ ενδιαφέρει να τις ακούσω. Κράτα τες για τον εαυτό σου». Ο

Λέανδρος παρατήρησε τις αργές κινήσεις του στη ράχη του αλόγου που σχεδόν το χάιδευε. Η βούρτσα του ανεβοκατέβαινε και τα σαπουνισμένα νερά σχημάτιζαν μικρά ρυάκια στα πόδια τους. Το άλογο καθόταν ασάλευτο, σαν μαγεμένο.

«Δεν έχω ξαναδεί ένα τέτοιο άλογο να κάθεται τόσο σταθερό την ώρα του πλυσίματος. Συνήθως ζητάμε τη βοήθεια του Κύρου μιας και δεν είναι υπάκουα. Υπάρχουν αλλά πέντε σαν κι αυτό στον στάβλο. Προέρχονται από μια βασιλική ράτσα, που έχει σχεδόν εκλείψει. Απόγονους του μονόκερου τους λένε. Δεν υπάρχει κατάλληλος αναβάτης γι’ αυτά. Μόνο με μαγικές λέξεις μπορεί κάποιος να τα ιππεύσει , κι αυτοί που κάποτε μπορούσαν δεν υπάρχουν πια». Ο Λέανδρος χάιδευε κι αυτός με τη σειρά του τη ράχη του αλόγου, προσπαθώντας να καταλάβει τι εντύπωση έκαναν τα λόγια του στον νεαρό. Αυτός πήρε το βλέμμα του από το άλογο και κοίταξε το Λέανδρο.

«Αυτές τις πληροφορίες έψαχνες να βρεις στη βιβλιοθήκη την ώρα του μαθήματος;» Ο Λέανδρος αιφνιδιάστηκε.

«Είναι γνωστά σε όλους αυτά τα άλογα και τι μπορούν να κάνουν». «Τα λόγια που θα τα υποτάξουν όμως δεν είναι γνωστά. Αυτά γύρευες;»

Η φωνή του νέου ήταν ήρεμη και μιλούσε σιγανά, στα αυτιά του Λέανδρου όμως αντήχησαν δυνατά, σαν να του φώναζαν όλα τα παιδιά του κάστρου μαζί.

«Τι να τα κάνω τα μαγικά λόγια; Σε τι θα με ωφελούσαν αυτά τα άλογα στη ζωή μου εδώ μέσα;»

«Αυτά δεν είναι παιχνίδια, μην μπλέκεις εκεί που δε σε σπέρνουν». Ήταν ξεκάθαρο στο Λέανδρο ότι ο νεαρός δε θα έδινε συνέχεια στο θέμα, μια ιδέα του είχε κολλήσει όμως στο μυαλό, ότι αυτός γνώριζε πράγματα τα οποία δε φαινόταν πρόθυμος να μοιραστεί μαζί του.

Εν τω μεταξύ, ο Βόρυς αφού πέρασε λίγη ώρα έξω από τον στάβλο, μετά από την επιτακτική διαταγή του Κύρου που τον είδε να περιφέρεται στους διαδρόμους, πήρε την απόφαση να επιστρέψει. Πριν εισέλθει στον στάβλο η ματιά του έπεσε στην επιγραφή, πάνω από την πόρτα του αλόγου. Με μεγάλα καλλιγραφικά γράμματα έγραφε τ’ όνομά του: «Σείριος». Το ιδιαίτερο με την επιγραφή ήταν ότι η κάτω γραμμή του αρχικού και του τελικού σίγμα ενώνονταν και σχημάτιζαν ένα φίδι. Το κεφάλι του ήταν μεγάλο κι είχε αγριεμένη ματιά. Από το ανοιχτό του στόμα ξεπρόβαλλαν δύο μυτερά δόντια κι η μακριά διχαλωτή γλώσσα που πεταγόταν έξω. Το κεφάλι

Page 102: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

102 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

σχηματιζόταν στην πάνω γραμμή του αρχικού σίγμα ενώ στην πάνω του τελικού σίγμα σχηματιζόταν μια λεπτή στενόμακρη ουρά που διέγραφε ελλειπτική γραμμή. Πήρε μια βαθιά ανάσα αντλώντας δύναμη από το καθαρό οξυγόνο κι άνοιξε την ξύλινη πόρτα του στάβλου. Το μαύρο εντυπωσιακό άλογο ξεπρόβαλλε μπροστά του. Ήταν ψηλό με μακριά πόδια. Η χαίτη του ήταν πλούσια κι έλαμπε στο φως του ήλιου. Το βλέμμα του ήταν αρρενωπό. Κοιτούσε τα παιδιά με ανωτερότητα και κλάση. Τους επεξεργαζόταν από ψηλά, έχοντας επίγνωση της αξίας του. Ο Βόρυς χωρίς να μιλήσει σε κανέναν, πήρε την τσουγκράνα από τη γωνία και έσυρε άχυρα μπροστά στο άλογο για να φάει.

Από την ξύλινη πόρτα ξεπρόβαλλε το κεφάλι του Κύρου, κάνοντας και τους τρεις να στρέψουν το κεφάλι τους προς το μέρος του. Παρακολουθούσε όλους τους μαθητές για να σιγουρευτεί ότι κάνουν καλή δουλειά και περιποιούνται όπως αρμόζει τ’ άλογά του. Το βλέμμα του έπεσε επίμονο πάνω στον Βυλτώρ, κάτι που παρατήρησαν οι δύο φίλοι.

«Να ακουμπάτε με προσοχή τα βρωμόχερά σας πάνω στον Σείριο, όσο για εσένα…. σε παρακολουθώ πιο στενά από ποτέ», ο Λέανδρος κι ο Βόρυς ήταν σα να μην υπάρχουν, τα λόγια του απευθύνονταν φανερά στο νεαρό αγόρι.

«Βλέπω ότι έχεις φιλίες στο κάστρο» τον ειρωνεύτηκε ο Λέανδρος. Ο νεαρός όμως δεν του έδωσε σημασία. Ο Βόρυς πλησίασε τον Λέανδρο, κοιτώντας επιφυλακτικά τον νεαρό.

«Γιατί του μιλάς έτσι;» ψιθύρισε όσο πιο πολύ μπορούσε για να μην τον ακούσει.

«Κάτι δε μου πάει καλά με αυτόν. Από πού ξεφύτρωσε ξαφνικά; Και τι είναι αυτό το υφάκι; Ούτε μας μιλάει, ούτε καν το όνομα του δε μου είπε όταν τον ρώτησα. Ποιος νομίζει ότι είναι επιτέλους; Τώρα πρέπει να τον φορτωθούμε και στον θάλαμό μας». Ο Λέανδρος είχε σταθερό τόνο στη φωνή του, αν και μιλούσε λίγο πιο χαμηλόφωνα. Δε φαινόταν να τον απασχολεί ιδιαίτερα αν θα ακουστεί.

«Άκουσα ότι τον λένε Βυλτώρ, κι ότι πριν λίγα χρόνια ζούσε στο κάστρο. Μετά δεν ξέρουν τι απέγινε, άλλοι λένε ότι το έσκασε, άλλοι ότι ζούσε στο δάσος με τα ψηλά δέντρα και διάφορες άλλες εκδοχές». Ο Βόρυς φυσικά δεν είχε καθίσει να συζητήσει το θέμα με κανέναν. Ήταν πράγματα που είχε ακούσει με τα μάτια του όση ώρα περιφερόταν στο στάβλο αυτοεξόριστος.

Page 103: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 103 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Δε με ενδιαφέρει να μάθω τίποτα γι’ αυτόν, αν και τώρα που το σκέφτομαι, αν ισχύει ότι το έσκασε από το κάστρο, πολύ θα ήθελα να μάθω πώς το κατόρθωσε».

«Συνέχεια εκεί είναι το μυαλό σου, ξεκόλλα επιτέλους. Ζούμε μια χαρά εδώ», μια έντονη ανησυχία έπιασε τον Βόρυ μιας κι οι σκέψεις του φίλου του φανερώθηκαν μπροστά του.

Ο Λέανδρος χαμογέλασε πονηρά βλέποντας τον φίλο του να επιστρέφει στη δουλειά του. Τώρα που είχε επιστρέψει ο Βόρυς μπορούσε να βάλει το σχέδιό του σε δράση. Η απρόσμενη παρουσία του Βυλτώρ ήταν ένα αγκάθι στην ομαλή επίτευξη του σχεδίου του. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο και να τον διώξει. Αν το κατάφερνε, θα είχε λίγο χρόνο να ερευνήσει τον Σείριο και να δει αν όντως μπορεί να πετάξει. Ήταν τυχερός που του ανέθεσαν το συγκεκριμένο άλογο. Αν ίσχυε ότι τ’ άλογα πετούσαν, τότε ο Σείριος θα ήταν σίγουρα ένα απ’ αυτά. Πέρα όμως από τον Βυλτώρ, κάποιος θα έπρεπε ν’ απασχολήσει τον Κύρο για να έχει περισσότερο χρόνο ο Λέανδρος στη διάθεσή του. Σκεφτικός αφοσιώθηκε στο μεγαλόπρεπο άλογο, όταν μια ιδέα του σφηνώθηκε στο μυαλό.

«Βόρυ» φώναξε τον φίλο του. «Εδώ κοντά είναι η Διώνη. Πάω να τη χαιρετήσω». Ο Λέανδρος του μιλούσε κι απομακρυνόταν. Ο Βόρυς όμως ούτε που γύρισε να τον κοιτάξει, δεν ήθελε καν να δει τι είχε στο μυαλό του ο φίλος του.

«Ωραία, μας άφησε μόνους να καθαρίσουμε». Ο Βυλτώρ αναστέναξε, η χειρωνακτική δουλειά δεν ήταν ότι καλύτερο γι’ αυτόν. Του άρεσε όμως που περιποιόταν ξανά τον Σείριο. Ένιωθε δέος μπροστά στο άλογο κι έδειχνε αγάπη κι ενδιαφέρον σα να ήταν παλιοί γνώριμοι. Το ίδιο ίσχυε κι από την πλευρά του αλόγου που καθόταν ήσυχο σαν πρόβατο και απόλυτα δεκτικό στη φροντίδα του νεαρού αγοριού. Είχαν ακούσει ιστορίες τα παιδιά για τον Σείριο, για καταστάσεις που δεν μπορούσαν να τον τιθασεύσουν ή ότι κλωτσούσε όποιον τον πλησίαζε. Τώρα όμως τίποτα δε συνέβαινε. Αντίθετα, ο Σείριος ήταν φρόνιμος κι ενώ ο Βόρυς περίμενε ότι ο Κύρος θα το πρόσεχε αυτό και θα το ανάφερε σαν επιβράβευση, ο επιστάτης προς μεγάλη του έκπληξη, δεν είπε τίποτα, απλά παρακολουθούσε αμίλητος.

Ο Λέανδρος άρχισε να ψάχνει τη Διώνη σ’ όλους τους στάβλους. Δε χρειάστηκε να προσπαθήσει πολύ. Τη βρήκε με τις φίλες της να βάζουν άχυρα στ’ άλογα. Έπαιρναν τ’ άχυρα από μια τεράστια στοίβα που έφτανε μέχρι την οροφή. Ήταν μια δουλειά που απαιτούσε προσοχή μιας και μια λάθος κίνηση μπορούσε να προκαλέσει μεγάλη ζημιά ρίχνοντας όλα τ’ άχυρα κάτω και

Page 104: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

104 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

καταστρέφοντας τη δουλειά εβδομάδων για το στοίβαγμα και τη σωστή τοποθέτηση των δεματιών. Όταν είδε τον Λέανδρο να τη χαιρετάει από μακριά, χαμογέλασε και κατευθύνθηκε προς το μέρος του.

Οι λιγοστές ηλιαχτίδες που ξετρύπωναν από την οροφή αντανακλούσαν πάνω στα χρυσά μαλλιά της και δημιουργούσαν όμορφους φωτεινούς συνδυασμούς χρωμάτων. Ο Λέανδρος γι’ άλλη μια φορά έμεινε έκθαμβος από την ομορφιά της. Ήταν μια οπτασία, μια αιθέρια ύπαρξη, κι αισθανόταν τυχερός που αυτή η κοπέλα έδειχνε ν’ απολαμβάνει την παρέα του. Η Διώνη ξεχώριζε απ’ όλα τ’ άλλα κορίτσια. Η υδάτινη της φύση την έκανε απρόσιτη κι εξωτική. Μια ύπαρξη ξεχωριστή που καμία άλλη δεν μπορούσε να συγκριθεί μαζί της.

«Διώνη, χρειάζομαι τη βοήθειά σου». Ο Λέανδρος δεν ήθελε να της δείξει τι αισθανόταν για εκείνη. Σαν άντρας ήθελε να διατηρήσει την πυγμή του και να μη δείξει αδυναμία.

«Σου χρωστάω μια χάρη από το περιστατικό με τον Κορνήλιο. Τι θες να κάνω;» Η μικρή γοργόνα τον κοιτούσε με έκπληξη. Ο Λέανδρος ήταν τόσο ανεξάρτητος. Δεν μπορούσε να φανταστεί πώς θα μπορούσε να τον βοηθήσει.

«Απλά θέλω να κάνεις μια μεγάλη απροσεξία» της είπε χαμογελώντας πονηρά.

Η Διώνη τον κοίταζε προβληματισμένη. Τα ζωηρά της μάτια γυάλιζαν. Τόσο καθαρά ήταν, που ο Λέανδρος σχεδόν έβλεπε το πρόσωπό του να καθρεφτίζεται μέσα σ’ αυτά.

«Δηλαδή;» τον ρώτησε. «Απλά, θέλω να τραβήξεις την προσοχή του Κύρου. Μη με ρωτήσεις

γιατί. Αν φανεί σαν ατύχημα δε θα σας τιμωρήσει. Λοιπόν, τι λες;» «Μείνε ήσυχος» του απάντησε. Το σκανταλιάρικο ύφος της δε θύμισε

σε τίποτα τη Διώνη όπως την ήξερε ο Λέανδρος. Ήταν μια νέα πλευρά του εαυτού της. «Και τα κορίτσια είμαι σίγουρη ότι θα το χαρούν ιδιαίτερα. Σε λίγο θ’ ακούσεις από εμάς».

«Σ’ ευχαριστώ Διώνη» είπε και αφού της έκλεισε το μάτι φιλικά, γύρισε στον στάβλο.

Τώρα είχε ν’ αντιμετωπίσει τον Βυλτώρ. Θα δυσκολευόταν αρκετά για να τον διώξει. Ο Λέανδρος όμως τα είχε σκεφτεί όλα. Για να το πετύχει θα χρειαζόταν τη βοήθεια του Βόρυ, ο οποίος όμως θα τον βοηθούσε χωρίς να το ξέρει. Βασίστηκε στην απροσεξία του φίλου του και στο σύστημα υδροδότησης του στάβλου. Όλο το χτίσμα του στάβλου είχε ένα πολύπλοκο σύστημα υδροδότησης. Ένας νερόμυλος δίπλα στη λίμνη ήταν ο βασικός παροχέας

Page 105: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 105 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

νερού. Με τη δεξιόστροφη κίνησή του ο νερόμυλος μετέφερε μεγάλες ποσότητες νερού σε αυλακώσεις που υπήρχαν γύρω από τον στάβλο. Οι αυλακώσεις αυτές προμήθευαν με νερό τις γούρνες, από τις οποίες έπαιρναν νερό για να ποτίσουν και να πλύνουν τ’ άλογα. Έτσι υπήρχε συνέχεια τρεχούμενο νερό σ’ όλα τα σημεία του στάβλου. Στο όλο σύστημα όμως υπήρχε ένα αδύναμο σημείο. Η ροή του νερού μπορούσε να αυξηθεί απότομα αν κάποιος χαλάρωνε τη στρόφιγγα άντλησης του νερού για έναν στάβλο.

Αυτό ήταν και το σχέδιο του Λέανδρου. Μόλις μπήκε στο στάβλο, διακριτικά πλησίασε τη βρύση και με την πρόφαση ότι γέμιζε έναν κουβά, αργά χαλάρωσε τη στρόφιγγα, την ώρα που οι άλλοι δύο ήταν απασχολημένοι στις δουλειές τους. Ο Λέανδρος ήταν δυνατό παιδί και δεν είχε κάποιο πρόβλημα. Μετά το μόνο που είχε να κάνει ήταν να περιμένει τον Βόρυ ή τον Βυλτώρ ν’ ανοίξει τη βρύση. Όταν γινόταν αυτό, από την πίεση του νερού η βρύση θα έσκαγε και θα έπρεπε κάποιος να κλείσει την αντλία από την έξω μεριά. Ο Λέανδρος ήλπιζε ότι ο Βόρυς θα πήγαινε μετά από αυτόν στη βρύση κι έτσι θα λειτουργούσε το σχέδιό του καθώς ο Βυλτώρ θα έπρεπε να βγει έξω και να κλείσει την αντλία. Και σε συνδυασμό με τον απασχολημένο Κύρο, ο παράτολμος νέος θα είχε την ευκαιρία να παρατηρήσει μόνος του τον Σείριο. Όταν τα σκεφτόταν αυτά, για καλή του τύχη, σηκώθηκε ο Βόρυς να γεμίσει τον άδειο κουβά. Την ώρα που πλησίασε τη βρύση, ο Λέανδρος απέστρεψε το βλέμμα για να μην μπορέσει ο Βόρυς να διαβάσει την ανυπομονησία στα μάτια του.

Την ώρα που ο Βόρυς κατευθυνόταν προς τη βρύση ένιωσε περίεργα που ο φίλος του, του γύρισε την πλάτη. Του φάνηκε σα να του έκρυβε κάτι. Απέρριψε αμέσως αυτήν την ιδέα μιας κι ό,τι σκεφτόταν ο φίλος του, του το εκμυστηρευόταν αμέσως. Το μόνο πράγμα για το οποίο δεν του είχε μιλήσει ήταν τα συναισθήματά του για τη Διώνη. Συναισθήματα που ήταν έκδηλα κάθε φορά που ο Λέανδρος στεκόταν κοντά της. Αυτά συλλογιζόμενος, έσκυψε να γεμίσει τον κουβά. Πριν όμως ακουμπήσει τη βρύση, ακούστηκαν κοριτσίστικες φωνές να έρχονται από το βάθος. Όλα τα παιδιά έτρεξαν να δουν τι συνέβαινε. Ο Βόρυς παράτησε τον κουβά και πήγε να βρει τους φίλους του, ενώ έβγαινε από τον στάβλο με την άκρη του ματιού του έπιασε τον Λέανδρο να ξεφυσάει φανερά απογοητευμένος από κάτι. Δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία όμως. Η περιέργειά του υπερίσχυσε.

Ο Λέανδρος βλέποντας πόσο κοντά είχε φτάσει ένιωθε απογοήτευση, όμως δεν το έβαλε κάτω. Πήγε λοιπόν κοντά στον φίλο του για να δουν τι είχε γίνει. Η κατάσταση που αντίκρισαν ήταν κωμικοτραγική. Είχε πέσει όλη η

Page 106: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

106 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

σωρός με τα άχυρα κάτω και στην κυριολεξία είχε πνίξει την ομάδα της Διώνης. Ο Κύρος ήταν σε έξαλλη κατάσταση και προσπαθούσε να σώσει ό,τι μπορούσε. Ήταν αδύνατον όμως να στοιβάξει όλα τα δεμάτια μόνος του. Τα κορίτσια είχαν ενθουσιαστεί με την κατάσταση κι ενώ τ’ άχυρα κάλυπταν τα πόδια τους και σχεδόν το μισό τους σώμα, αυτές το πήραν σαν παιχνίδι κι άρχισαν να πετάνε άχυρα η μία στην άλλη. Μέσα στον στάβλο επικρατούσε πανικός από τις φωνές και τα γέλια των κοριτσιών. Όλες οι ομάδες είχαν παρατήσει τη δουλειά τους και χάζευαν το απολαυστικό θέαμα. Όσο κι αν του άρεσε και του Λέανδρου, ήξερε ότι όλα αυτά είχαν γίνει για έναν λόγο και δεν έπρεπε να χασομερά.

«Πάμε να τελειώσουμε Βόρυ. Αν μας δει ο Κύρος, με τα νεύρα που έχει θα ξεσπάσει πάνω μας».

«Δίκιο έχεις» απάντησε προβληματισμένος ο Βόρυς. Τα δύο αγόρια γέλασαν και πήγαν στον στάβλο τους. Ο Βυλτώρ

βρισκόταν εκεί, ακριβώς όπως τον είχαν αφήσει. Σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Ο Βόρυς έπιασε πάλι τον κουβά του και πήγε να τον γεμίσει. Την ώρα που πλησίασε με το χέρι του την αντλία άκουσε τον Κύρο να τον φωνάζει.

«Εεε, μικρέ έλα να βοηθήσεις τα κορίτσια να μαζέψουν τ’ άχυρα» το κεφάλι του Κύρου ξεπρόβαλλε από τη χαμηλή πόρτα του στάβλου. Ο τόνος του ήταν επιτακτικός. Δεν ήταν κάτι που του το ζητούσε, αλλά το απαιτούσε… Ο μικρός δεν είχε επιλογή, παράτησε τον κουβά κι ακολούθησε τον επιστάτη απρόθυμα στον χώρο των άχυρων.

Ο Λέανδρος που παρακολουθούσε τη σκηνή έβραζε στο ζουμί του. Δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι και τώρα δε θα γινόταν αυτό που ήθελε. Είχε μείνει μόνος του στο στάβλο με τον Βυλτώρ που ήταν φανερά απασχολημένος στο τρίψιμο του αλόγου. Έπρεπε να δράσει γρήγορα, χωρίς περαιτέρω καθυστερήσεις. Η κατάσταση επέβαλλε δραστικά μέτρα. Αποφασισμένος άρπαξε τον κουβά που είχε παρατήσει πριν λίγο ο Βόρυς. Με γρήγορες βιαστικές κινήσεις κατευθύνθηκε προς τη βρύση. Το είχε πάρει πολύ προσωπικά ο Λέανδρος. Ένιωθε ότι αυτό το κρύο μεταλλικό αντικείμενο τον κορόιδευε κι απωθούσε επίτηδες τις όποιες προσπάθειες του Βόρυ. Τώρα όμως θα έπαιρνε την κατάσταση στα χέρια του.

Ο Βυλτώρ τον έβλεπε που έκανε απότομες κι βιαστικές κινήσεις και απόρησε. Ήταν φανερό ότι κάτι απασχολούσε τον νεαρό. Τόσα χρόνια μόνος και περιπλανώμενος σε πολλά αφιλόξενα μέρη είχε μάθει καλά ότι πίσω από κάθε συμπεριφορά υπάρχει και κάποια αιτία. Μία κινητήρια δύναμη που ωθούσε τον κόσμο να ενεργεί ανάλογα με το τι συνέβαινε βαθιά μέσα στην

Page 107: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 107 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ψυχή του. Έτσι, τώρα κι ο Λέανδρος. Δεν του ήταν δύσκολο να ερμηνεύσει την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του. Τόσην ώρα που δούλευε ήταν ξεκάθαρο ότι το μυαλό του ήταν αλλού. Οι κινήσεις του ήταν απρόσεχτες, ενώ τη βούρτσα την κρατούσε τόσο χαλαρά που σχεδόν χάιδευε τη ράχη του ζώου, παρά έτριβε. Μία κίνηση αποδεκτή για ένα αδύναμο παιδί σαν τον Βόρυ αλλά απαράδεκτη για ένα παιδί με τη σωματική διάπλαση του Λέανδρου. Πέρα από αυτό, το βλέμμα του ήταν καρφωμένο πάνω στη βρύση που πέρα από μια κανονική βρύση δεν είχε κάτι το ιδιαίτερο. Ήταν τόσο κολλημένος όμως, που με τίποτα δεν έπαιρνε τα μάτια του από πάνω της. Ιδίως όταν ο Βόρυς πλησίαζε προς τα εκεί σταματούσε τελείως κάθε του κίνηση και στεκόταν ακίνητος περιμένοντας κάτι να συμβεί. Σχεδόν σταματούσε ν’ αναπνέει ενώ τα μάτια του πρόδιδαν την αγωνία της ψυχής του. Και τώρα τα παράτησε όλα και έτρεξε με ορμή προς τη βρύση σχεδόν παραμιλώντας. Ήταν σίγουρος ότι σε πολύ λίγο κάτι θα συνέβαινε και χωρίς αμφιβολία θα το είχε προκαλέσει ο Λέανδρος.

Δε χρειάστηκε να περιμένει για πολύ ο Βυλτώρ. Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου ένιωσε το υγρό και παγωμένο άγγιγμα του νερού που σαν σιντριβάνι ξεπετιόταν με φόρα από τη βρύση. Η βρύση είχε σπάσει και το νερό της λίμνης διασκορπιζόταν σ’ όλο τον στάβλο. Ο Λέανδρος στεκόταν πάνω από τη βρύση, είχε βγάλει την μπλούζα του και προσπαθούσε με αυτήν να περιορίσει την ορμή του νερού. Μάταια όμως, τίποτα δε θα μπορούσε να κατευνάσει την οργή του τέρατος που είχε απελευθερώσει. Τα νερά έβρισκαν τον δρόμο τους μέσα στο στάβλο και θρονιάζονταν σε κοίλα μέρη του στάβλου σχηματίζοντας λακκούβες. Το άλογο βρεχόταν κι είχε αρχίσει να κινείται δείχνοντας τη δυσαρέσκειά του για το ορμητικό νερό που έπεφτε πάνω στη ράχη του. Ο Βυλτώρ το κόλλησε στη γωνία του στάβλου προσπαθώντας να το ηρεμήσει. Έπειτα πλησίασε τον Λέανδρο που ακόμα προσπαθούσε να καταλαγιάσει την ορμή του νερού.

Ο Λέανδρος τον είδε να πλησιάζει. Τώρα είναι η ευκαιρία μου, σκέφτηκε. «Γρήγορα Βυλτώρ, έξω από πίσω ακριβώς είναι η αντλία. Πήγαινε και

γύρισέ την για να σταματήσει το νερό». Ο Βυλτώρ τον κοίταξε καχύποπτα. Δε θα τον άφηνε για πολύ ώρα μόνο

του. Τώρα πια ήταν βέβαιος ότι κάτι ετοίμαζε και ήθελε να τον διώξει από τον στάβλο. Αν δεν πήγαινε όμως να κλείσει το νερό, σε λίγο θ’ άρχιζε να κυλάει έξω και αν τους έπαιρνε χαμπάρι ο Κύρος θα είχαν μεγάλο πρόβλημα. Έτσι βγήκε τρέχοντας από τον στάβλο. Όλοι ήταν απασχολημένοι με την επανατοποθέτηση των άχυρων για ν’ ανοίξει ο δρόμος. «Πολύ βολικό»

Page 108: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

108 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

σκέφτηκε χωρίς να σταματήσει. Αν και τα νερά είχαν βγει έξω από τον στάβλο τους, κανένας δεν τα είχε προσέξει. Χωρίς να χρονοτριβεί έτρεξε προς τα έξω ψάχνοντας για την αντλία του στάβλου τους. Την εντόπισε γρήγορα και με πολύ δύναμη την τράβηξε. Ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος από την πύλη του νερού που έκλεινε. Περίμενε για λίγο για να βεβαιωθεί ότι το νερό σταμάτησε και βιάστηκε να μπει πάλι μέσα.

Εν τω μεταξύ ο Λέανδρος με το που βγήκε ο Βυλτώρ έξω, πέταξε τη βρεγμένη του μπλούζα και πλησίασε το άλογο. Ήταν μουσκεμένο και οι χοντρές σταγόνες διέσχιζαν το τραχύ του τρίχωμα μέχρι να καταλήξουν στο πάτωμα. Η γωνία που τον είχε βάλει ο Βυλτώρ ήταν ακόμα στεγνή κι ο Σείριος είχε ξεχάσει την ξαφνική αλλαγή στο στάβλο του κι είχε αφεθεί στην απόλαυση του σανού που ακόμα ήταν στεγνό εκεί που καθόταν. Ο Λέανδρος τον χάιδευε στη ράχη απαλά, προσπαθώντας να τον δωροδοκήσει για να πετύχει τον σκοπό του. Το άλογο φαινόταν να το απολαμβάνει μιας και καθόταν ατάραχο ενώ που και που χλιμίντριζε εκδηλώνοντας την ευχαρίστησή του. Ο Λέανδρος χωρίς να χάσει χρόνο πιάστηκε σταθερά από τη χαίτη του και ανέβηκε στη ράχη του. Ο νεαρός είχε ανέβει ξανά σε άλογο μιας και στο ορφανοτροφείο είχαν την ευκαιρία να ιππεύουν πολύ συχνά. Όλα τ’ άλογα ήταν στη διάθεση των παιδιών εκτός από τρία, κι αυτό γιατί σύμφωνα με τον Κύρο ήταν άγρια και δε θα μπορούσαν να τα κουμαντάρουν. Ο Σείριος ήταν ένα από αυτά τα τρία. Ο Λέανδρος όμως δε φοβόταν ούτε κι είχε πειστεί ποτέ. Όσες φορές κι αν του είχαν ζητήσει κάποια παιδιά που είχαν άνεση στην ιππασία να τους αφήσει να δοκιμάσουν την τύχη τους σ’ ένα από αυτά τα περήφανα άλογα, ο Κύρος ήταν αρνητικός, βαθιά πεπεισμένος ότι δε θα τα κατάφερναν. Και να που τώρα ο Λέανδρος καβαλίκευε τον Σείριο με περίσσια άνεση, σαν να τον καβαλούσε κάθε μέρα. Η αίσθηση από εκεί πάνω ήταν μοναδική. Δεν μπορούσε να συγκριθεί μ’ ένα απλό άλογο. Ένιωθε σαν βασιλιάς καβάλα στο πελώριο άτι. Το ίδιο δε δυσανασχετούσε με αυτόν πάνω. Σαν παλιοί γνώριμοι, το άλογο τον δέχτηκε πάνω του. Ο Λέανδρος κουνούσε τα πόδια του ψάχνοντας να βρει τον τρόπο να αιωρηθεί. Μάταια όμως. Το άλογο δεν κουνιόταν με καμία του κίνηση. Τι το διέταξε να πετάξει, τι το χάιδεψε στο κεφάλι, τι το τράβηξε από τη χαίτη, τίποτα. Το άλογο δεν έδειχνε κάποιο σημάδι ότι θα μπορούσε να πετάξει. Τόση ήταν η προσήλωσή του που δεν πρόσεξε ότι η βρύση στέρεψε και δεν ανάβλυζε πλέον νερό.

Ήταν απελπισμένος να τον κάνει να πετάξει. Ήταν σίγουρος ότι το άλογο ήταν η διέξοδος από το ορφανοτροφείο. Ήταν έτοιμος να φύγει μακριά. Μπορούσε να δει τον εαυτό του να καλπάζει ελεύθερος στον ουρανό,

Page 109: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 109 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

να διασχίζει τα δάση πάνω από τα δέντρα. Θα μπορούσε να παρατηρεί τον κόσμο από ψηλά και να επισκεφτεί πάρα πολλά μέρη.

Τα όνειρα του όμως διακόπηκαν γρήγορα όταν είδε την πόρτα ν’ ανοίγει μπροστά του και τον Βυλτώρ να στέκεται έκθαμβος στο θέαμα που αντίκρισε. Μετά από τόσες ώρες που πέρασαν μαζί, πρώτη φορά έβγαζε την κουκούλα του μπροστά του και είδε το πρόσωπό του. Ήταν μελαχρινός κι είχε ανοιχτόχρωμα πράσινα μάτια. Το πρόσωπό του ήταν απόλυτα συμμετρικό, με εκφραστικές γωνίες. Είχε έξυπνη φυσιογνωμία και παρά το νεαρό της ηλικίας του, ήταν περίπου τέσσερα χρόνια μεγαλύτερός τους, φαινόταν από τα μάτια του ότι είχε ζήσει πολλά πράγματα στη ζωή του. Η ματιά του ήταν γεμάτη από οργή και θυμό.

«Τι κάνεις εκεί; Κατέβα πριν συμβεί κανένα ατύχημα». Ο Λέανδρος δε φαινόταν να επηρεάζεται από τα λόγια του. Στο κάτω

κάτω ποιος ήταν αυτός που θα τον διέταζε; «Σου το ξαναείπα να κοιτάς τη δουλειά σου. Το άλογο πρέπει να

πετάξει κι αν ξέρεις εσύ πώς να το κάνω θέλω να μου το πεις». «Υπάρχουν κάποια πράγματα με τα οποία δεν μπορείς να παίζεις» του

είπε ειρωνικά. «Ο Σείριος δεν είναι άλογο που μπορεί να το ιππεύσει ο καθένας».

Ο Λέανδρος τον κοίταξε χαμογελώντας. «Δεν ξέρω αν το πρόσεξες» του είπε προκλητικά, «αλλά απ’ ότι

φαίνεται δεν αντιμετωπίζω κάποιο πρόβλημα. Ο Σείριος δεν αντιδράει αρνητικά, άρα ίσως να μην είμαι ο καθένας».

«Ανόητο αγόρι, δεν έχεις ιδέα με τι πας να μπλέξεις. Κατέβα πριν έρθει ο Κύρος και σε δει εκεί πάνω. Να δούμε αν μπροστά του θα πεις τις ίδιες βλακείες που είπες σε μένα».

Ο Λέανδρος κατέβηκε μ’ ένα σάλτο από το άλογο. Ένιωσε προσβεβλημένος. Δεν τον φοβόταν κι ας ήταν μεγαλύτερός του. Οι διαθέσεις του δεκαπεντάχρονου ήταν εχθρικές και δε θα αργούσε να πιανόταν στα χέρια μαζί του. Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο στάβλο ο Βόρυς. Με το που είδε τα δύο παιδιά ένιωσε την αρνητική ατμόσφαιρα ανάμεσα τους. Ο πλημμυρισμένος στάβλος τράβηξε την προσοχή του.

«Μα, τι συνέβη; Τι νερά είναι αυτά;» ρώτησε απορημένος περιμένοντας μια απάντηση, όμως αμέσως σαν κεραυνός τον χτύπησε με δύναμη η σκέψη του Λέανδρου.

Page 110: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

110 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Ρώτα τον φίλο σου» του είπε ο Βυλτώρ δείχνοντας τον Λέανδρο. «Δική του ήταν η φαεινή ιδέα να πλημμυρίσει τον στάβλο για να καβαλικέψει τον Σείριο».

Δε χρειαζόταν ν’ ακούσει άλλα ο Βόρυς. Είχε καταλάβει τι είχε συμβεί. Γνώριζε καλά ότι ο φίλος του θα έφτανε στα άκρα για να πετύχει αυτό που ήθελε. Ό, τι κι αν του έλεγε δε θα είχε κάποιο όφελος. Ο Λέανδρος ήταν αποφασισμένος να φύγει από το ορφανοτροφείο και τίποτα και κανένας δε θα μπορούσε να τον σταματήσει. Ένιωθε μέσα του ότι πολύ σύντομα θα βρισκόταν αντιμέτωπος με το δίλημμα να μείνει μόνος του στο ορφανοτροφείο ή να τον ακολουθήσει σε μια περιπέτεια χωρίς ελπίδες επιτυχίας και σε μια αναζήτηση που δε θα τους έβγαζε πουθενά. Δεν είπε τίποτα. Δεν πρόλαβε και να πει τίποτα. Ο Κύρος εισέβαλλε στην κυριολεξία μέσα στον στάβλο. Είχε παρατηρήσει τα νερά που έβγαιναν από τον στάβλο τους και κυλούσαν μέχρι την εξωτερική είσοδο. Η μέρα δεν είχε ξεκινήσει καλά και οι αναποδιές συνεχίζονταν. Όταν μπήκε στο στάβλο, δεν έβλεπε σχεδόν μπροστά του από την αγανάκτηση. Αφού σιγουρεύτηκε ότι ο Σείριος ήταν ασφαλής στράφηκε στα τρία αγόρια.

«Ανεπρόκοπα ζώα» τους είπε φωνάζοντας, «πόσο δύσκολο είναι να πλύνετε ένα άλογο;» Κοίταξε τη βρύση και συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί. «Τι τεμπέληδες, τσαπατσούληδες που είστε. Πώς καταφέρατε να μετατρέψετε τον στάβλο του Σείριου σε λίμνη;» Οι φωνές του ήταν τόσο δυνατές που τράβηξαν την προσοχή όλων των παιδιών. Σιγά σιγά άρχισαν να συγκεντρώνονται έξω από τον στάβλο για να δούνε τι είχε συμβεί. Η μέρα είχε αποδειχτεί πολύ επεισοδιακή και το απολάμβαναν, δεν προλάβαιναν να παρακολουθούν τα περιστατικά που προέκυπταν συνέχεια. Ο Κύρος είχε κοκκινίσει, ενώ το μοναδικό του μάτι είχε πρηστεί και κόντευε να πεταχτεί έξω. Τους κοιτούσε και τους τρεις και δεν ήξερε πώς να εκφράσει την οργή του καλύτερα. Η ματιά του έπεσε πάνω στον Βυλτώρ.

«Το ήξερα από την πρώτη στιγμή που σε είδα ότι δεν επέστρεψες για καλό. Είσαι ήδη μια μέρα εδώ και γύρισε ο κόσμος ανάποδα» ο Κύρος δαγκώθηκε, κατάλαβε ότι είχε πει πολλά και ιδιαίτερα μπροστά σε τρίτους. «Μικρέ» είπε δείχνοντας τον Βόρυ, «πάρε το άλογο από εδώ και βάλ’ το μαζί με τον Μύρτο, μέχρι τουλάχιστον αυτοί οι δύο να καθαρίσουν τα νερά και να συμμαζέψουν το χώρο. Δε θα φύγετε αν δεν τελειώσετε». Τους έριξε ένα βλέμμα αποδοκιμασίας κι έφυγε με την ίδια ορμή που μπήκε πηγαίνοντας να βρει καινούργια βρύση για να επιδιορθώσει τη ζημιά.

Page 111: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 111 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο Λέανδρος κι ο Βόρυς έμειναν ακίνητοι και κοιτούσαν τον Βυλτώρ. Τους είχαν κάνει εντύπωση τα λόγια του επιστάτη που τα ξεστόμισε πάνω στην ταραχή του άθελά του. Ο Βυλτώρ όμως δεν τους έδωσε περιθώρια για να τον σχολιάσουν ούτε και να συζητήσουν την απρέπεια του επιστάτη.

«Άντε Βόρυ, δεν τον άκουσες; Πάρε τον Σείριο από εδώ. Κι εσύ τι με κοιτάς; Έλα να συμμαζέψουμε το χάος που προκάλεσες, μπας και μπορέσουμε να φύγουμε σήμερα από εδώ».

Έτσι ο Βυλτώρ έληξε το επεισόδιο εκεί και δεν έδωσε συνέχεια. Τα δύο παιδιά ήταν φορτισμένα από την έντονη μέρα κι ήθελαν κι αυτοί να τελειώσουν. Στρώθηκαν στη δουλειά αμίλητοι, γεμάτοι όμως ερωτηματικά.

Είχε αρχίσει πλέον να βραδιάζει. Ο ουρανός έπαιρνε πορτοκαλί όψη, ερχόμενος σε αντίθεση με το θαμπό κίτρινο από τον ήλιο που έδυε. Το πορτοκαλί χρώμα του ουρανού ήταν προπομπός του πορφυρού φεγγαριού που δε θ’ αργούσε να πάρει τη θέση του στον άναστρο ουρανό. Η αυλή με αργούς ρυθμούς άδειαζε. Κανένας δεν ήθελε να βρεθεί εκτεθειμένος στο απόκοσμο ερυθρό φως του φεγγαριού. Προτιμούσαν την ασφάλεια του κάστρου και τη ζεστασιά του δωματίου τους. Ο Λέανδρος κι ο Βόρυς δε διέφεραν από τους άλλους. Έτσι, αφού καθάρισαν τα νερά, πήραν τον δρόμο της επιστροφής.

Η Γλαφύρα βρισκόταν στο δωμάτιό της και από τα παράθυρα

παρακολουθούσε το άγριο τοπίο έξω από τα όρια του ορφανοτροφείου. Μεγάλες συστάδες από ψηλά δέντρα το περιτριγύριζαν και το έκρυβαν με την πυκνή φυλλωσιά τους. Το δάσος με τα ψηλά δέντρα το ονόμαζαν και δεν είχαν άδικο. Τα δέντρα υψώνονταν πιο ψηλά κι από το κάστρο ώστε να μην μπορεί να περάσει μέσα καμιά περίεργη ματιά. Οι καθηγητές ήθελαν οι μαθητές τους να είναι απόλυτα προστατευμένοι από τυχόν περίεργους που θα ήθελαν να ρίξουν μια διερευνητική ματιά μέσα. Από τότε που το κάστρο μετατράπηκε σε ορφανοτροφείο πολλοί ενδιαφέρονταν να μάθουν για τη ζωή των παιδιών. Τα δέντρα κάλυπταν κάθε γωνιά και κάθε σχισμή. Αν κάποιος ήθελε να αφήσει ένα ορφανό, όλοι γνώριζαν ότι αν το άφηνε στην παλιά αποβάθρα κι έφευγε, τότε μ’ έναν περίεργο τρόπο το μικρό παιδί θα έβρισκε τον δρόμο του.

Πολλοί είχαν προσπαθήσει ν’ ανακαλύψουν ποιος έβγαινε να μαζέψει τα ορφανά και πώς το μάθαιναν από απέναντι ότι ένα μωρό είχε την ανάγκη τους. Στέκονταν άγρυπνοι όλη τη νύχτα και περίμεναν κάποιον να φανεί από απέναντι. Κανένας ποτέ όμως δεν τα κατάφερνε. Πάντα ξυπνούσαν το πρωί, γιατί τα μάτια τους ήταν τόσο βαριά που δεν άντεχαν ξάγρυπνοι, και

Page 112: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

112 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

συνειδητοποιούσαν έκπληκτοι ότι το μωρό είχε εξαφανιστεί. Η απογοήτευσή τους ήταν μεγάλη. Κάθε φορά που μαθευόταν ότι ένα νέο μωρό προοριζόταν για τ’ ορφανοτροφείο, μεγάλες και μικρές παρέες κατασκήνωναν μέσα στο δάσος, κάνοντας αγώνα για το ποιος θα κατάφερνε να παραμείνει ξύπνιος όλη τη νύχτα και ν’ αποκαλύψει επιτέλους το μυστικό. Κάθε φορά όμως οι προσπάθειές τους παρέμεναν άκαρπες.

Οι μαθητές από την άλλη, δεν μπορούσαν να δουν τι συνέβαινε στον έξω κόσμο. Η μόνη τους εικόνα από τα παράθυρα των θαλάμων ήταν ο εξωτερικός προαύλιος χώρος του ορφανοτροφείου που έφτανε μέχρι τη φυσική περίφραξη από τα ψηλά δέντρα. Το θέαμα όμως ήταν τρομαχτικό και τα δέντρα στέκονταν σαν φρουροί που αποθάρρυναν όποιον είχε το κουράγιο να προχωρήσει και να μπλεχτεί ανάμεσά τους για να δει τι συμβαίνει. Το ίδιο ίσχυε και για τους μέσα, που βλέποντας τα θεόρατα δέντρα που τους περιστοίχιζαν έδιωχναν κάθε παράτολμη ιδέα φυγής από το ορφανοτροφείο.

Γιατί μέσα σ’ αυτά τα δέντρα κρύβονταν πράγματα που δεν ήθελε κανένας ν’ ανακαλύψει. Δεν ήταν τόσο τα ψηλά δέντρα που τους φόβιζαν αλλά τι περπατούσαν ανάμεσά τους. Πολλοί είχαν να διηγηθούν ιστορίες από τρομερά τέρατα με τα οποία είχαν αναμετρηθεί κι είχαν καταφέρει να επιβιώσουν. Οι περισσότερες ιστορίες ανήκαν στη σφαίρα της φαντασίας τους, καθώς κανένας δεν είχε το κουράγιο ν’ αντιμετωπίσει αυτά που λεγόταν ότι ζούσαν εκεί. Η ανάγκη για να εντυπωσιάσουν και να τραβήξουν τα βλέμματα της προσοχής πάνω τους, τους δημιουργούσε την ανάγκη της κατασκευής ιστοριών, πολλές φορές αληθοφανών και πολλές φορές παρατραβηγμένων.

Αυτά τα δέντρα παρακολουθούσε η Γλαφύρα καθώς συλλογιζόταν ποιες θα ήταν οι επόμενες κινήσεις της. Τώρα που θα επέστρεφε στο δάσος της Καλλιρόης δε θα καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα. Θα προσπαθούσε να πείσει και τις υπόλοιπες νεράιδες να τη βοηθήσουν και να ενώσουν όλοι μαζί τις δυνάμεις τους για ν’ αντιμετωπίσουν την κατάσταση.

«Πρέπει να επικοινωνήσω μαζί του και να τον προειδοποιήσω για τους κινδύνους που πρόκειται ν’ αντιμετωπίσει». Η νεράιδα πήρε ένα χαρτί και μία χρυσή πένα χαραγμένη με ασύμμετρα σύμβολα από το διπλανό τραπεζάκι κι άρχισε να γράφει. Το μήνυμά της ήταν σύντομο και λακωνικό. Απόψε στη λίμνη. Δεν υπήρχε αποστολέας. Η γραφή των νεράιδων ήταν τόσο ιδιαίτερη με τις μακρόσυρτες γραμμές και τα κυκλικά τελειώματα που δε θα ήταν δύσκολο για τον παραλήπτη να καταλάβει ότι απόψε είχε ραντεβού με τη νεράιδα του τάγματος των Σελεστίνων. Μετά από αυτήν την συνάντηση θα έφευγε από το κάστρο. Διωγμένη, αλλά με το κεφάλι ψηλά. Ήταν διατεθειμένη να δουλέψει

Page 113: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 113 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

σκληρά για να καθαρίσει τ’ όνομά της. Θα επέστρεφε στο δάσος της Καλλιρόης. Εκεί θα ένωνε τις δυνάμεις της με τις υπόλοιπες Σελεστίνες και θα έδιωχναν μια και καλή τη Σελίμα από τη ζωή τους.

Η Ζηνοβία καθόταν αποκαρδιωμένη στο μεγάλο μαρμάρινο γραφείο

της. Ο λογισμός της έτρεχε στη σκηνή που διαδραματίστηκε με το πρώτο φως της μέρας ανάμεσα σ’ αυτήν και τη Γλαφύρα. Η διευθύντρια ήθελε να ελέγξει την κατάσταση, να τη φέρει στα μέτρα της και να την περιορίσει. Έτσι είχε μάθει να ενεργεί μέχρι τώρα. Όταν εμφανιζόταν ένα πρόβλημα το ανέλυε διεξοδικά και μετά από μια ενδελεχή ανάλυση έφτανε περιχαρής στην λύση του. Μέχρι τώρα δεν είχε αποτύχει ποτέ. Η επίλυση όλων των προβλημάτων ήταν άμεση και αποτελεσματική. Ποτέ δε χρειάστηκε τη βοήθεια κανενός για να λύσει ένα πρόβλημα. Πάντα μόνη της τα κατάφερνε, όπως είχε μάθει μόνη της να πορεύεται στη ζωή της. Τώρα ξαφνικά όμως τα πράγματα είχαν μπερδευτεί. Οι άκαιρες πρωτοβουλίες της νεράιδας την είχαν φέρει σε δύσκολη θέση. Δεχόταν μεγάλες πιέσεις. Η κατάσταση είχε ξεφύγει από τον έλεγχο. Αντί να κάνουν βήματα μπρος, έκαναν πολλά βήματα πίσω. Ένιωθε ότι τα γεγονότα την περικύκλωναν και δεν έβρισκε διέξοδο.

Έχανε τους συμμάχους της, ενώ ήξερε καλά πως σ’ αυτήν την μάχη έπρεπε να είναι όλοι ενωμένοι. Η Γλαφύρα όμως δεν της είχε δώσει εναλλακτική λύση. Οι ακραίες καταστάσεις απαιτούν κι ακραία μέτρα κι η Ζηνοβία ήταν έτοιμη να ρισκάρει. Δεν είχε να χάσει και τίποτα. Τα κίνητρά της την ωθούσαν προς αυτήν την κατεύθυνση. Από τη στιγμή που είχε τη διεύθυνση του ορφανοτροφείου, είχε τάξει τον εαυτό της στην προστασία αυτών των ορφανών παιδιών που από πολύ μικρά είχαν γευτεί την άχαρη όψη της ζωής. Πάσχιζε να τα υπερασπιστεί από εξωτερικές δυνάμεις που στόχευαν συγκεκριμένα παιδιά από παλιές ισχυρές οικογένειες. Δεν μπορούσε ν’ ανεχτεί να κινδυνεύουν τα παιδιά της από τους ίδιους τους καθηγητές. Αυτό ήταν απερίγραπτο για τη Ζηνοβία. Για παραδειγματισμό προς τους άλλους καθηγητές όφειλε να είναι αυστηρή, όσο κι αν της κόστιζε να απομακρύνει τη Γλαφύρα από το κάστρο.

Σηκώθηκε από το γραφείο της και κατευθύνθηκε προς τη δεξιά πλευρά του δωματίου. Εκεί πάνω από κάτι κλειδωμένα ξύλινα μπαούλα υπήρχαν κρεμασμένες μακριές μαύρες βελούδινες κουρτίνες που κατέληγαν λίγο πριν τα μπαούλα σε τρέσες χρυσού. Στη δεξιά άκρη στεκόταν το χρυσό επίσης σκοινί που άνοιγε διάπλατα τις κουρτίνες. Η Ζηνοβία στάθηκε μπροστά από τις κουρτίνες και με μια αποφασιστική κίνηση άρπαξε το χρυσό σκοινί.

Page 114: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

114 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Αμέσως τραβήχτηκαν από τις δύο πλευρές οι κουρτίνες κι από πίσω εμφανίστηκε ένας μεγάλος στρογγυλός καθρέφτης που κάλυπτε με τον όγκο του όλο τον τοίχο. Στις άκρες του ήταν σκαλισμένος κι η χρυσή μπορντούρα ήταν φορτωμένη με διαφόρων ειδών πετράδια.

Η Ζηνοβία στάθηκε μπροστά από τον καθρέπτη. Δεν ήταν ένας συνηθισμένος καθρέπτης, μιας και το είδωλο της δεν αντικατοπτριζόταν στην τεράστια επιφάνειά του. Μέσα στο λευκό φόντο, μια μαύρη κουκίδα που κινιόταν με αστραπιαία ταχύτητα άρχισε να αχνοφαίνεται στο βάθος. Καθώς πλησίαζε όλο και πιο κοντά η μαύρη κουκίδα, μεταμορφωνόταν σε μια μαύρη σκιά. Ώσπου έφτασε στο μπροστινό μέρος του καθρέφτη, σε απόσταση αναπνοής από τη Ζηνοβία. Αυτή καθόταν ατάραχη χωρίς να νιώθει έκπληξη μπροστά στο θέαμα που αντίκριζε. Δε φαινόταν πρόσωπο, ούτε κανένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Είχε μόνο σκιαγραφηθεί μια φιγούρα. Μια αντρική φιγούρα.

«Ζηνοβία, καιρό έχουμε να τα πούμε. Δεν άλλαξες καθόλου». Η φωνή που έβγαινε μέσα από τη σκιά ήταν τραχιά. Μιλούσε αργά και δυνατά. Η ηχώ της φωνής του διαπερνούσε όλο το δωμάτιο κι έκανε τις λέξεις του ν’ ακούγονται δύο φορές.

«Δεν έχω χρόνο για κουβεντούλα. Χρειάζομαι τη βοήθειά σου». Ούτε η ίδια δεν πίστευε ότι αυτά τα λόγια θα έβγαιναν ποτέ από το στόμα της. Ποτέ δεν το περίμενε ότι θα έφτανε στο σημείο να ζητήσει βοήθεια απ’ αυτόν. Αυτόν που κατά τη διάρκεια του πολέμου την είχε προδώσει με το χειρότερο τρόπο. Η τιμωρία του όμως ήταν σκληρή. Κι η φυλάκιση στον καθρέπτη της λησμονιάς αιώνια, καταδικασμένος στη μοναξιά, στερημένος από κάθε χαρά της ζωής. Άυλος, περιπλανιόταν στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του καθρέπτη ψάχνοντας να βρει τη διέξοδο, χωρίς όμως επιτυχία. Χωρίς τροφή, χωρίς την ανθρώπινη επαφή, ήταν καταδικασμένος να ζει μόνος, ξεχασμένος από τους ανθρώπους κι αυτούς που κάποτε συναναστρεφόταν.

Ο άντρας που κρυβόταν μέσα στη σκιά ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια. «Πώς τα φέρνει η ζωή έτσι; Θα πρέπει να είναι κάτι πολύ σημαντικό για

να καταφεύγεις στη βοήθειά μου». Μετά από μια μικρή παύση, η σαν από άλλη διάσταση φωνή του έσπασε το φράγμα της ησυχίας. «Δεν ενδιαφέρομαι» της είπε κοφτά και κίνησε να φύγει. «Είμαι πολύ απασχολημένος και δεν προλαβαίνω» της έλεγε με το σαρκασμό ζωγραφισμένο στη χροιά της φωνής του.

«Η πέμπτη σφραγίδα είναι εδώ», η Ζηνοβία γνώριζε καλά ότι η ματαιοδοξία του θα τον έκανε να γυρίσει πίσω. Από τη στιγμή που αποφάσισε

Page 115: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 115 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

να στραφεί σ’ αυτόν ήξερε ότι μόνο αν του αποκάλυπτε την αλήθεια θα συμφωνούσε να συνεργαστεί μαζί της. «Δεν έχω χρόνο για χάσιμο Αρσένιο» συνέχισε η διευθύντρια. «Βασίζομαι στην παλιά μας φιλία και ζητώ τη βοήθειά σου. Δε σε συμφέρει να μη δεχτείς. Η Σελίμα σε πρόδωσε, όπως πρόδωσες εσύ εμένα. Δεν έχει τίποτα να σου προσφέρει. Ενώ εγώ μπορώ να σου προσφέρω την ελευθερία σου. Κι όταν τελειώσουν όλα με το καλό, θα μπορείς ν’ απολαύσεις τη ζωή που στερήθηκες τόσα χρόνια».

Η σκιά γύρισε προς τα πίσω, ώσπου έγινε πάλι έντονη. «Μία διόρθωση Ζηνοβία. Τη ζωή που ΕΣΥ μου στέρησες τόσα χρόνια». Η Ζηνοβία αναστέναξε. «Δεν είχα επιλογή. Κι εσύ το ίδιο θα έκανες στη θέση μου. Ο εγκλεισμός

όμως στον καθρέπτη τόσα χρόνια είμαι σίγουρη ότι σ’ έκανε να σκεφτείς και ν’ αναθεωρήσεις κάποια πράγματα. Τώρα λοιπόν σε χρειάζομαι πάλι στο πλευρό μου. Οφείλεις να με βοηθήσεις. Εξαιτίας σου βρισκόμαστε σ’ αυτήν την θέση. Τι λες;»

Ο Αρσένιο παρέμεινε σιωπηλός, ανέκφραστος, καλυμμένος από τη μαύρη σκιά.

«Αυτό που λέω είναι ότι αν μπορούσα θα έκλαιγα από το συγκινητικό λογύδριό σου» της είπε ειρωνικά.

«Μάλιστα» συμπλήρωσε η Ζηνοβία φανερά αποκαρδιωμένη. «Προφανώς περνάς πολύ καλά μόνος σου και δε σ’ ενδιαφέρει η ελευθερία σου» είπε και με το δεξί της χέρι άρπαξε το χρυσό σχοινί. «Καλή συνέχεια στην περιπλάνησή σου Αρσένιο». Ήταν έτοιμη να τραβήξει το σκοινί και να χαθεί η εικόνα του παλιού της γνώριμου μια για πάντα. Δεν πρόλαβε όμως. Από μέσα άρχισε να τη φωνάζει.

«Έχεις θράσος Ζηνοβία» της φώναξε. «Μ’ έχεις κλειδωμένο εδώ μέσα τόσα χρόνια και τώρα μου ζητάς βοήθεια. Γιατί να σε βοηθήσω; Αν η Σελίμα πάρει την πέμπτη σφραγίδα θα με ελευθερώσει και θα μου δώσει όσα μου είχε υποσχεθεί».

Η διευθύντρια γέλασε δυνατά. Τον κοίταξε αποφασιστικά. Παρέμενε το ίδιο επιπόλαιος. Δεν είχε αλλάξει καθόλου.

«Μάλλον ξεχνάς πώς ακριβώς μπήκες εδώ μέσα. Εγώ σε αιχμαλώτισα, όμως άλλος ήταν το δόλωμα για να μπεις εδώ».

Ο Αρσένιο άρχισε να εκνευρίζεται στη θύμηση των γεγονότων εκείνης της βραδιάς. Η σκιά μεγάλωνε και γέμιζε τον καθρέπτη. Τόσο έντονη ήταν η μαυρίλα και το σκοτάδι που κάλυψε όλο το δωμάτιο που ήταν σα να είχε νυχτώσει μόνο μέσα στο γραφείο της Ζηνοβίας. Η καθηγήτρια όμως δε

Page 116: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

116 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

φοβήθηκε καθόλου. Της ήταν γνώριμα τα κόλπα του Αρσένιου. Ο θυμός του δεν κράτησε πολύ και σε λίγα λεπτά ο καπνός συρρικνώθηκε.

«Τι θα μου δώσεις γι’ αντάλλαγμα;» τη ρώτησε μετά από λίγο, αφού είχε ηρεμήσει.

Η Ζηνοβία σκέφτηκε για λίγο κι απάντησε αποφασιστικά. «Σου είπα ήδη….., την ελευθερία σου». Η καρδιά της σφίχτηκε γι’ ακόμη

μια φορά που αναγκάστηκε να ξεστομίσει αυτές τις λέξεις. Δε θα ήθελε με τίποτα να τον δει να τριγυρνάει ελεύθερος. Θ’ ασχολιόταν μαζί του όμως, αφού τελείωνε με τη Σελίμα.

«Καημένη Ζηνοβία, πόσο απελπισμένη πρέπει να’ σαι για να έρθεις σ’ εμένα. Με χρειάζεσαι, κι αυτό είμαι σίγουρος ότι σε σκοτώνει μέσα σου. Είμαι περίεργος όμως. Γνωρίζει κανένας άλλος αυτό που πρόκειται να κάνεις;»

Μια πονηριά εντόπισε στα λόγια του η Ζηνοβία. Απορροφημένη όπως ήταν στην κουβέντα τους δεν παρατήρησε την παρουσία ενός τρίτου στο γραφείο, κάτι που δε διέφυγε της προσοχής του Αρσένιου που δε θα έχανε την ευκαιρία να την εκθέσει.

«Τι ερώτηση είναι αυτή; Φυσικά και κανείς δε γνωρίζει, ούτε πρόκειται να το μάθει για εσένα. Κι εσύ φρόντισε να μείνει έτσι».

«Τότε πολύ θα ήθελα να ξέρω πώς θα το δικαιολογήσεις στον παλιόφιλό μου που μας παρακολουθεί τόσην ώρα χωρίς να δηλώσει την παρουσία του».

Έντρομη η Ζηνοβία γύρισε προς την πόρτα. Αντίκρισε έναν αποσβολωμένο Μάγνο να κοιτάζει πότε αυτήν και πότε τον Αρσένιο. Αιφνιδιασμένη τράβηξε το χρυσό σκοινί που τόσην ώρα κρατούσε στο χέρι της κι έκλεισε την κουρτίνα.

Είχε ήδη σκοτεινιάσει. Στον ουρανό πήρε τη θέση του το κοκκινωπό

φεγγάρι. Ένα ακόμη άναστρο βράδυ. μόνο το κόκκινο φεγγάρι ξεχώριζε στο θόλο του μαύρου ουρανού. Τα παιδιά είχαν ήδη συγκεντρωθεί στην τραπεζαρία. Είχαν πάρει τη θέση τους στα τραπέζια. Στο τέλος μόνος του εμφανίστηκε κι ο Βυλτώρ με τον αγέρωχο, βαρύ βηματισμό του. Έκατσε στη θέση του Δρώδη όπως είχε κάνει και στα προηγούμενα γεύματα κι όπως λογικά θα έκανε και τις επόμενες μέρες. Δε μιλούσε σε κανέναν, μονάχα καθόταν στη θέση του και περίμενε να του σερβίρουν το φαγητό του. Την ώρα του σερβιρίσματος δεκάδες ασημένια καροτσάκια φορτωμένα με λογής λογής λιχουδιές ξεχύνονταν στους διαδρόμους της τραπεζαρίας. Οι μυρωδιές που αρωμάτιζαν την τεράστια αίθουσα γαργαλούσαν τη μύτη των παιδιών που

Page 117: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 117 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μετά από μια κουραστική μέρα λαχταρούσαν να γευτούν τα φρεσκομαγειρεμένα φαγητά της Μερόπης. Όλοι λάτρευαν τα φαγητά της γιατί ήταν πεντανόστιμα κι οι μερίδες σερβίρονταν πλουσιοπάροχες. Τόσα χρόνια μαγείρισσα η Μερόπη, είχε μάθει πώς να ικανοποιεί τις ορέξεις των μικρών και των μεγάλων μαθητών. Τα λάτρευε όλα τα παιδιά και τα πονούσε μιας κι η ίδια ήταν ορφανή. Αυτή δεν είχε τη δυνατότητα να μεγαλώσει μέσα σ’ έναν τέτοιο χώρο και ζούσε μόνη της όλη της τη ζωή. Χαιρόταν που με τη δημιουργία του ορφανοτροφείου δε θα υπήρχαν πλέον παιδιά που θα ζούσαν μόνα τους, χωρίς φροντίδα και περίθαλψη. Έτσι, κάθε φορά ετοίμαζε τα γεύματά της βάζοντας όλη της την αγάπη με κάθε υλικό που χρησιμοποιούσε.

Σε κάθε γεύμα το φαγητό σερβιριζόταν από μία ομάδα παιδιών που αναλάμβαναν καθήκοντα για μια βδομάδα. Αυτά έσερναν τα βαριά καροτσάκια με τις γαργαλιστικές μυρωδιές που αναδύονταν από τους δίσκους. Η ίδια η Μερόπη καθόταν στην κουζίνα και ετοίμαζε τα καροτσάκια ώστε να μην υπάρχουν ελλείψεις σε κανένα τραπέζι. Τακτοποιούσε τα πιάτα με προσοχή και φροντίδα, προσέχοντας οι μερίδες να είναι πλούσιες για να ικανοποιήσουν την ακόρεστη όρεξη των παιδιών. Όταν τελείωνε τη δουλειά της κρυφάνοιγε τη διπλή πόρτα της κουζίνας και παρακολουθούσε την όρεξη με την οποία καταβρόχθιζαν τα παιδιά το φαγητό της. Η ικανοποίησή της ήταν εμφανής κάθε φορά που τα έβλεπε να κατεβάζουν σχεδόν αμάσητες τις μπουκιές τους.

Σχεδόν τίποτα δεν ακουγόταν στην αχανή αίθουσα της τραπεζαρίας την ώρα που τα ζεστά πιάτα έφταναν στα χέρια των παιδιών. Ένιωθε μεγάλη περηφάνια που με την τέχνη της μπορούσε να προσφέρει την ευτυχία έστω και στιγμιαία σ’ αυτά τα παιδιά που είχαν περάσει τόσα πολλά στη σύντομη ζωή τους. Σχεδόν ποτέ δεν έβγαινε έξω την ώρα του σερβιρίσματος. Προτιμούσε να τα παρακολουθεί από απόσταση, καλυμμένη πίσω από την ασφάλεια που της πρόσφερε η πόρτα της κουζίνας. Εκεί μπορούσε να στρέφει το βλέμμα της προς όποια μεριά ήθελε χωρίς να κάνει τους άλλους να νιώθουν άβολα με τη διερευνητική ματιά της. Εκεί καθόταν, όταν ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι την πλησίασε. Φορούσε ένα γαλάζιο μακρύ φόρεμα, πολύ διαφορετικό από τα ρούχα που φορούσαν τα υπόλοιπα παιδιά του ορφανοτροφείου. Το πρόσωπό της ήταν στρογγυλό σαν το μήλο που κρατούσε στα χέρια της και ροκάνιζε σιγά σιγά. Ήταν αρκετά παχουλή ενώ η ομοιότητά της με τη Μερόπη ήταν ευδιάκριτη. Το κοκκινομάλλικο κεφάλι της κοσμούσαν δύο τυλιχτά κοτσιδάκια στην κορυφή περασμένα από μία γαλάζια κορδέλα στο καθένα.

Page 118: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

118 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Μαμά» είπε στη Μερόπη, «μπορώ να σε βοηθήσω στο σερβίρισμα;» Η Μερόπη πήρε το βλέμμα της από την τραπεζαρία και το έστρεψε

πάνω στην κόρη της. Η τσιριχτή της φωνή της θύμιζε τόσο πολύ τον μπεκρή τον άντρα της που τον παράτησε όταν η Ευτέρπη ήταν πολύ μικρή ακόμα για να ακολουθήσει τη Ζηνοβία. Δεν είχε μετανιώσει ούτε μια μέρα για την απόφασή της. Μόνο δυο χρόνια είχε αντέξει στο πλάι του. Ακαμάτης αυτός, τεμπέλης, όλη μέρα έπινε κρασί και δεν ασχολιόταν καθόλου με την οικογένειά του. Όταν ξέσπασε ο μεγάλος πόλεμος η Μερόπη ανακουφίστηκε, γιατί όταν θα έφευγε κι αυτός να πολεμήσει θα έμενε για λίγο μόνη της. Δεν μπόρεσε να χαρεί για πολύ όμως. Μετά από μόλις έναν μήνα επέστρεψε πίσω στο σπίτι λόγω μερικής παράλυσης της αριστερής του μεριάς. Σε όλους στο χωριό, που απόρησαν με τη σύντομη επιστροφή του, είπε ότι λαβώθηκε από ξίφος εχθρού πάνω στη μάχη.

Έτσι, όταν βρέθηκε μπροστά στο δίλημμα να αναλάβει καθήκοντα μαγείρισσας στο κάστρο ή να μείνει να υπηρετεί τον ανεπρόκοπο άντρα της, η Μερόπη δε δυσκολεύτηκε να απαντήσει. Με την προϋπόθεση φυσικά ότι θα έπαιρνε μαζί της την μερικών μηνών κόρη της. Τώρα, μετά από τόσα χρόνια που είχαν περάσει, σχεδόν δε θυμόταν το πρόσωπό του. Ευτυχώς η κόρη της ήταν ομοίωμά της και τίποτα πάνω της δεν της τον θύμιζε, πέρα από την τσιριχτή φωνή της και την απίστευτη ατσαλοσύνη της.

Η Μερόπη της χαμογέλασε. Σηκώθηκε πάνω και με το μαντήλι της σκούπισε τα ζουμιά από το μήλο που έτρεχαν από το στόμα της κόρης της.

«Φυσικά, αλλά θα πρέπει να είσαι λίγο προσεκτική» της είπε χαμογελώντας.

Η μικρή της ανταπόδωσε το χαμόγελο και κίνησε να την ακολουθήσει αφού σκόνταψε πρώτα πάνω σ’ έναν κουβά γεμάτο νερό που έστεκε παρατημένος στην μέση του δρόμου. Η Μερόπη αναστέναξε δυνατά, συνηθισμένη στην εικόνα της κόρης της να πέφτει πάνω σε αντικείμενα όλη την ώρα. Η Ευτέρπη γύρισε και της έσκασε ένα χαμόγελο, κοροϊδεύοντας έτσι την ίδια της την ατσαλοσύνη.

«Έλα, θα σε βοηθήσω να βγάλουμε το καρότσι έξω» της είπε ετοιμάζοντας τους δίσκους με τα φαγητά. «Εγώ θα σέρνω το καρότσι κι εσύ θα δίνεις τους δίσκους. Με πολλή προσοχή όμως». Τα τελευταία της λόγια τα τόνισε, ελπίζοντας ότι η κόρη της θα ήταν προσεχτική.

Ποτέ πριν τα παιδιά δεν είχαν δει τη Μερόπη στην τραπεζαρία, κι έτσι βλέποντάς την απόψε να σέρνει ένα μεγάλο καροτσάκι, προκάλεσε έντονα σχόλια μέσα στις παρέες των παιδιών. Δεν είχε αναπτύξει ιδιαίτερες σχέσεις

Page 119: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 119 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

με κανέναν μαθητή. Η ίδια δεν ήθελε. Τα αγαπούσε όμως όλα σαν παιδιά της κι ήξερε το όνομα του καθενός απέξω. Την ώρα που έσερνε το καροτσάκι έστελνε αμήχανα χαμόγελα προς όλες τις κατευθύνσεις ενώ παρατηρούσε στα μάτια όλων την απορία για την παρουσία της εκεί. Έτσι, πίσω από την πληθωρική κορμοστασιά της, η Μερόπη έσερνε την κόρη της που κρατούσε την ποδιά της, μην και την έχανε εκεί μέσα και δεν ήξερε πώς να βρει το δρόμο για την κουζίνα μετά. Η μικρή κοιτούσε τα παιδιά και χαμογελούσε. Αν και ζούσαν κάτω από την ίδια στέγη δεν είχε καμία επαφή μαζί τους. Η Ζηνοβία της είχε επιτρέψει να παρακολουθεί τα μαθήματα με όλα τα παιδιά και γενικά να απασχολείται σε όλες τις δραστηριότητες μαζί τους. Η Ευτέρπη όμως είχε ζητήσει από τη μητέρα της να μην την αναγκάσει να το κάνει. Της άρεσε η μοναξιά της και δεν ήθελε να συναναστρέφεται κανέναν, παρά μόνο τη μητέρα της.

Τα παιδιά τις κοιτούσαν απορημένα και τις δύο την ώρα που διέσχιζαν τη σάλα. Δεν ήταν κάτι που έβλεπαν κάθε μέρα, την εικόνα της μαγείρισσας παρέα με την κόρη της. Η Μερόπη προσπάθησε πέρα από τις δυνάμεις της να διασχίσει την αίθουσα με αξιοπρέπεια, γνωρίζοντας καλά ότι οι όροι είχαν αντιστραφεί κι όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα πάνω της. Πίσω από το λαμπερό της χαμόγελο κρυβόταν η αμηχανία και η αγωνία κι ήθελε διακαώς να τελειώσει αυτό που είχε να κάνει και να επιστρέψει άμεσα στο καταφύγιό της. Η μικρή πίσω της τη δυσκόλευε, καθώς κρεμόταν κυριολεκτικά από τη φούστα της. Κακώς πήρα μαζί μου την Ευτέρπη, σκέφτηκε. Έπρεπε να την αφήσω στην κουζίνα. Πιο γρήγορα θα τελείωνα. Απορροφημένη στις σκέψεις της, η Μερόπη έφτασε μέχρι το τραπέζι των παιδιών. Τους σέρβιρε όλους έναν έναν κι άφηνε στον καθένα τον δίσκο του. Πρώτα σέρβιρε τον Βόρυ κι ύστερα τους υπόλοιπους. Όταν έφτασε στον Βυλτώρ του χαμογέλασε και ακούμπησε τον ώμο του. Αυτός της ανταπέδωσε το χαμόγελο και την ευχαρίστησε.

«Χαίρομαι που σε βλέπω Βυλτώρ. Αδυνάτισες ή μήπως είναι ιδέα μου;» του είπε κοιτάζοντάς τον διερευνητικά από πάνω μέχρι κάτω.

«Βλέπω δεν έχασες το χάρισμα της παρατηρητικότητας» της είπε και γέλασε.

«Κάποια πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ» του απάντησε η Μερόπη. «Μαύρη πέτρα έριξες πίσω σου, μας έλειψες». Η μελαγχολία έκανε την εμφάνισή της στο πρόσωπό της. Μιλούσε χαμηλόφωνα για να μην την ακούσουν τα παιδιά τριγύρω, όμως δεν ήταν δύσκολο για τους άλλους να μαντέψουν τι λέγανε από την έκφραση στο πρόσωπό της. Ο Βυλτώρ

Page 120: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

120 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

απέστρεψε το βλέμμα του. Η Μερόπη κατάλαβε ότι τον στεναχώρησε και του χαμογέλασε.

«Έλα να με δεις κάποια στιγμή. Ξέρεις που θα με βρεις». Το νεαρό παλικάρι δεν είπε τίποτα, αρκέστηκε να της ανταποδώσει το χαμόγελό της. Η Μερόπη πήρε το καροτσάκι της και συνέχισε να σερβίρει τους υπόλοιπους που την περίμεναν πώς και πώς να τους πάει τα μυρωδάτα φαγητά της.

Στο τραπέζι των παιδιών, ο Λέανδρος κοίταζε τον Βόρυ με σαστιμάρα. Πολλά περίεργα πράγματα συνέβαιναν απόψε. Ο Λέανδρος έσκυψε προς το αυτί του φίλου του.

«Αφού είδαμε και τον Βυλτώρ να γελάει, νομίζω ότι τα έχουμε δει όλα γι’ απόψε. Τίποτα δε θα μου κάνει εντύπωση πια», του είπε και έσκασε ένα χαμόγελο στον Βόρυ. Ο μικρός αετομάτης μιμήθηκε τον φίλο του και διακριτικά χαμογέλασε.

Η βραδιά στην τραπεζαρία συνεχίστηκε ομαλά χωρίς άλλες εκπλήξεις. Ήταν ήδη αρκετές για μία μέρα. Στον δρόμο για τον κοιτώνα τους τα παιδιά χάζευαν για μία ακόμα νύχτα από τη γυάλινη οροφή, το κόκκινο φεγγάρι. Ανησυχία και φόβος πλημμύρισαν την καρδιά τους. Η άγνοια για το τι συνέβαινε τους τάραζε τον ψυχικό τους κόσμο κι όσο κι αν προσπαθούσαν να το αποδώσουν σε μια λογική εξήγηση, οι προσπάθειές τους δεν έπιαναν τόπο. Το ένιωθαν ότι κάτι συνέβαινε. Είχαν περάσει τόσα πολλά τα περισσότερα παιδιά στη ζωή τους προτού καταλήξουν στο ορφανοτροφείο, που είχαν αναπτύξει την ικανότητα να διαισθάνονται τον κίνδυνο όταν πλησίαζε. Έτσι είχαν μάθει να επιβιώνουν. Σαν τα άγρια θηρία που ακόμα κι αν τα περιποιηθείς, κι αν τα κάνεις να νιώσουν ασφαλή, η διαίσθησή τους δεν τα εγκαταλείπει ποτέ. Απλά καταλαγιάζει κάπου βαθιά μέσα τους, μέχρι να έρθει η στιγμή που θα βγει πάλι στην επιφάνεια. Αυτό ακριβώς ένιωθαν τώρα τα περισσότερα παιδιά. Τον φόβο και την ανησυχία ότι το κακό πλησίαζε και για μία ακόμη φορά θα έπρεπε να αναπτύξουν το ένστικτο επιβίωσης που κοιμόταν τόσο καιρό κάτω από τη στέγη της ασφάλειας και της προστασίας που τους πρόσφερε το ορφανοτροφείο.

Αυτό που τα τρόμαζε περισσότερο ήταν ο φόβος της αναγκαστικής επιστροφής στον κόσμο. Τόσα χρόνια είχαν βολευτεί μια χαρά μέσα στο ορφανοτροφείο. Δε χρειαζόταν πλέον να μοχθούν για να φάνε ή κάθε βράδυ να ψάχνουν άλλο μέρος να κοιμηθούν. Είχαν την ευκαιρία να μάθουν πράγματα, να γίνουν κάποιοι και με τα εφόδιά τους να μπορέσουν να βγουν στον κόσμο προετοιμασμένοι να τον αντιμετωπίσουν στα ίσα. Τα περισσότερα παιδιά όμως δεν ήταν ακόμα έτοιμα για κάτι τέτοιο. Χρειάζονταν χρόνο. Το

Page 121: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 121 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ένιωθαν όμως ότι δεν είχαν άλλον πια. Η κατάσταση είχε μπει στην τελική ευθεία. Το κόκκινο φεγγάρι ήταν ένας οιωνός των γεγονότων που θα ακολουθούσαν. Από εκεί που είχαν σταματήσει να σκέφτονται πλέον τη μέρα θα τους ξημερώσει, διότι απλά ζούσαν την κάθε τους στιγμή με χαρά κι ευτυχία, από τότε που εμφανίστηκε το κόκκινο φεγγάρι φοβόντουσαν να πάνε για ύπνο.

«Δεν ξέρω αν θα μπορέσω να κοιμηθώ απόψε» είπε ο Βόρυς που περπατούσε με το κεφάλι σκυφτό. Πλέον γι’ αυτόν, εδώ και καιρό οι νύχτες είχαν καταντήσει εφιαλτικές. Έτρεμε στην ιδέα τι θα του συνέβαινε αν αποκοιμιόταν.

«Αν καταφέρεις να κοιμηθείς, ίσως μάθεις περισσότερα πράγματα για το όνειρο».

«Όχι, Λέανδρε, δεν είναι καθόλου έτσι. Κάθε νύχτα νιώθω ότι με τραβάει προς τα κάτω όλο και περισσότερο ο εφιάλτης μου και κάποια στιγμή δε θα μπορέσω να ξυπνήσω».

«Μη λες ανοησίες Βόρυ. Ένα όνειρο είναι. Κάθε βράδυ σου δίνει περισσότερα στοιχεία. Εξάλλου εγώ θα είμαι δίπλα σου και θα σε παρακολουθώ. Άσε που δε θα είμαι ο μόνος».

«Εννοείς τον Βυλτώρ;» «Ποιον άλλον; Έχω την εντύπωση ότι συνέχεια μας παρακολουθεί.

Έχει αρχίσει να με κουράζει αυτή η κατάσταση. Τώρα που μιλάμε κι είναι αρκετά μακριά μας, νιώθω ότι μπορεί να μας ακούει». Ο Λέανδρος χαμογέλασε. «Παραλογίζομαι, το ξέρω. Στο κάτω κάτω, τι μπορεί να θέλει αυτός από εμάς;»

«Λες να κατάλαβε η Ζηνοβία ότι ψάχνεις να βρεις τρόπο να βγεις από το ορφανοτροφείο και τον έβαλε να μας κατασκοπεύσει για να μάθει τους σκοπούς μας;» Ο Λέανδρος έμεινε για λίγο σκεφτικός. Αυτό ήταν κάτι που δεν το είχε σκεφτεί. Η Ζηνοβία ήξεραν ότι είχε κάποιες δυνάμεις, αλλά τόσα παιδιά υπήρχαν στο ορφανοτροφείο. Δε θα μπορούσε να ξέρει για τον καθένα τι σκέψεις είχε. «Δίκιο έχεις», άκουσε σε κάποια στιγμή τον Βόρυ να λέει.

Ο Λέανδρος τον κοίταξε απορημένος. «Σε ποιο πράγμα;» τον ρώτησε ο Λέανδρος. Εδώ και λίγα λεπτά δεν είχε

μιλήσει καθόλου, παρά μονάχα σκεφτόταν την ερώτηση του Βόρυ. Ο Βόρυς από τη μεριά του συνειδητοποίησε την γκάφα του. Ήταν αφηρημένος, χαμένος στις σκέψεις κι αυτός και δεν πρόσεξε ότι αυτά που άκουγε ήταν οι σκέψεις του Λέανδρου κι όχι τα λόγια του.

Page 122: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

122 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Για το όνειρο που μου έλεγες πριν» είπε γρήγορα στην προσπάθειά του να διορθώσει την απροσεξία του. «Το σκέφτηκα και πιστεύω ότι έχεις δίκιο. Κάθε φορά μου δίνει νέα στοιχεία και δε θα έπρεπε να φοβάμαι να κοιμηθώ». Ο Βόρυς ήλπιζε ότι είχε διορθώσει το στιγμιαίο λάθος του. Κάτι για το οποίο σιγουρεύτηκε όταν είδε ότι ο Λέανδρος δεν ήταν ιδιαίτερα προβληματισμένος.

«Όπως και να ‘χει δε νομίζω ότι η Ζηνοβία τον έστειλε να μας παρακολουθήσει. Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι μπορεί να διαβάζει τις σκέψεις όλων των παιδιών στο ορφανοτροφείο. Κανένας δεν μπορεί να το κάνει αυτό».

Ο Βόρυς κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Καλύτερα να μην έχουμε πολλές επαφές μαζί του» είπε ο Λέανδρος.

«Κάτι δε μ’ αρέσει πάνω του». «Συμφωνώ κι εγώ». Το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε ο Βόρυς ήταν

να μπλέξει με κάποιον σαν τον Βυλτώρ. Αν και δεν είχε καταφέρει να διαβάσει τη σκέψη του, μύριζε τους μπελάδες γύρω του και θα ήταν καλύτερο για τον ίδιο να μείνει μακριά του.

Ο κοιτώνας για μια ακόμη φορά ήταν κοκκινωπός. Ο ύπνος δε θα μπορούσε να είναι ήρεμος για κανέναν που κοιμόταν μέσα στο κόκκινο πλέγμα του φεγγαριού. Ο Βόρυς το είχε πάρει απόφαση. Απόψε δε θα κοιμόταν. Θα προσπαθούσε να μείνει ξύπνιος για ν’ αποφύγει δυσάρεστες εκπλήξεις. Όλα τα παιδιά του θαλάμου φόρεσαν τις πιτζάμες τους και χάθηκαν μέσα στη θαλπωρή των σκεπασμάτων τους. Ο Λέανδρος ξάπλωσε παρέα με τις σκέψεις του. Οι ελπίδες να φύγει από το ορφανοτροφείο εξανεμίστηκαν μετά την αποτυχία του Σείριου να πετάξει. Σκεφτόταν πόσο ανόητος ήταν που στηρίχτηκε στα λόγια του Δρώδη, του μεγαλύτερου παραμυθά του ορφανοτροφείου. Κάθε μέρα τους έλεγε κι ένα διαφορετικό απίθανο περιστατικό που του είχε συμβεί και αυτός σαν ανόητος τον πίστεψε. Κάτι θα βρω, δεν μπορεί. Δεν είναι κανένα απόρθητο φρούριο. Κάποιος τρόπος θα υπάρχει.

Μέσα στη σιγαλιά της νύχτας κι αφού είχαν περάσει αρκετές ώρες από τότε που ξάπλωσαν, ο Λέανδρος ήταν ακόμα ξύπνιος όταν άκουσε θόρυβο να έρχεται από το κρεβάτι στο παράθυρο. Από τη μια μεριά κοιμόταν ο Πάρης ο Βόρειος ενώ από την άλλη κοιμόταν ο Βυλτώρ. Δεν κουνήθηκε από τη θέση του, ούτε άνοιξε τα μάτια του. Δεν ήθελε να τρομάξει αυτόν που είχε ξυπνήσει. Μέσα στο σκοτάδι η ακοή του είχε οξυνθεί και βασίστηκε σ’ αυτήν του την αίσθηση για να ερμηνεύσει τις κινήσεις του ξύπνιου συμμαθητή του. Τον άκουγε να ψάχνει τα παπούτσια του που βρίσκονταν κάτω από το

Page 123: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 123 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

κρεβάτι. Ένιωσε να περνάει από μπροστά του και μισάνοιξε τα μάτια του για να δει ποιος ήταν. Έκπληκτος είδε τον Βυλτώρ να φοράει την κάπα του και να κινείται προς την πόρτα για να βγει έξω. Μα που πάει αυτός τέτοια ώρα; Έκανε υπερπροσπάθεια να μην ξυπνήσει κανέναν, πατώντας στις μύτες των ποδιών του. Με προσοχή έπιασε το μάνταλο της πόρτας και με δύναμη το κατέβασε κάτω. Βγήκε έξω και με την ίδια προσοχή έκλεισε την πόρτα πίσω του. Ο Λέανδρος γύρισε προς τον Βόρυ και πρόσεξε ότι κι ο φίλος του δεν κοιμόταν αλλά τον κοιτούσε απορημένος.

«Που πάει τόσο αργά;» ψιθύρισε στον φίλο του για να μην ξυπνήσει κανέναν από το θάλαμο. Ο Λέανδρος ανασήκωσε τους ώμους του, εκφράζοντας έτσι ότι δεν είχε την παραμικρή ιδέα.

Η Διώνη καθόταν στο κρεβάτι μαζί με τα υπόλοιπα κορίτσια του

κοιτώνα της. Τα περισσότερα βράδια τα περνούσαν χτενίζοντας η μια την άλλη και ταυτόχρονα συζητούσαν. Οι κουβέντες τους κάλυπταν ζητήματα προσωπικά τους, όπως πώς είχε εξελιχθεί η μέρα τους, αν τους είχε συμβεί κάτι συγκλονιστικό, παράπονα για τους καθηγητές, κι επιπλέον κάλυπταν και τα προσωπικά ζητήματα των άλλων με νέα και κουτσομπολιά που ίσως είχαν ακούσει. Η μέχρι τελικής πτώσεως ανάλυση κι ερμηνεία των κουτσομπολιών του ορφανοτροφείου ήταν φυσικά η αγαπημένη τους ενασχόληση.

Το δωμάτιό τους πλημμύριζε από ζεστά χρώματα που χάριζαν τα φτηνά υφάσματα που διακοσμούσαν τους κρύους πέτρινους τοίχους του δωματίου. Επιδίδονταν με μανία στη ζωγραφική, δημιουργώντας εικόνες από τον κόσμο πέρα από τα όρια του ορφανοτροφείου, ή τουλάχιστον ό,τι αναμνήσεις είχαν από αυτόν. Περισσότερο ζωγράφιζαν χρησιμοποιώντας τη φαντασία τους για έναν κόσμο όπως τον περίμεναν ότι θα είναι. Δημιουργούσαν εικόνες του κόσμου που θα συναντούσαν σε λίγα χρόνια κι οι ζωγραφιές τους, τις βοηθούσαν σε μια ομαλή μετάβαση από τις συνηθισμένες εικόνες του ορφανοτροφείου στη διαφορετικότητα και τη μεγάλη αλλαγή. Επιπλέον, οι ζωγραφιές αυτές που κοσμούσαν τους τοίχους τους ήταν ενθύμια μιας περασμένης ζωής που αν και δεν είχαν έντονες αναμνήσεις, ωστόσο τους είχε αφήσει ανεξίτηλα σημάδια στην ψυχή τους.

Απόψε το χτένισμα της Διώνης το επιμελούνταν η Μαριμπέλ, μια γλυκιά κοπελίτσα που αν και ήταν συνομήλική τους, ήταν τόσο μικροκαμωμένη που συχνά την περνούσαν για παιδάκι.

«Το πρωί στο μάθημα ήρθε και μου μίλησε ο Βικέντιος» είπε με τη λεπτή φωνή της. Επιφωνήματα χαράς κι ενθουσιασμού βγήκαν από τα

Page 124: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

124 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

στόματα όλων των κοριτσιών. Ο Βικέντιος ήταν ένας δεκαεφτάχρονος και πολλά κορίτσια ήταν κρυφά και φανερά ερωτευμένα μαζί του. Τον θεωρούσαν όλες πολύ όμορφο κι οι λεπτοί του τρόποι τις γοήτευαν ακόμα περισσότερο.

«Σου ζήτησε μήπως να πάτε βόλτα μαζί;» ρώτησε η Αφροξυλάνθη, μια μελαχρινή κοπέλα με διαπεραστικά, μεγάλα πράσινα μάτια.

«Ναι, ναι, πες μας ακριβώς το διάλογό σας, λέξη προς λέξη» είπε με αγωνία η Σαπφώ. Θα ήταν μεγάλη επιτυχία για τον θάλαμό τους, ένας από τους πιο όμορφους του ορφανοτροφείου να πλησίαζε μια από αυτές. Η αντιζηλία κι ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους θαλάμους των κοριτσιών, τους έθεταν καθημερινά μεγάλες προκλήσεις. «Κρεμόμαστε από τα χείλη σου Μαριμπέλ. Είναι τόσο ωραίος ο Βικέντιος. Είσαι τόσο τυχερή!»

«Εεεε, καλά πως κάνετε έτσι;» είπε αμήχανα η μικρή. «Απλά με ρώτησε αν είχα δει τη Γλαφύρα γιατί την έψαχνε να τη ρωτήσει κάτι για το μάθημα».

Τα κορίτσια έβαλαν τα γέλια. Μπορεί να ήταν μια ασήμαντη αφορμή για να της μιλήσει, όμως και μόνο η σκέψη ότι ο Βικέντιος είχε απευθύνει το λόγο σε μια από αυτές τους προκαλούσε γέλια αμηχανίας.

«Εγώ σίγουρα δε θα ήξερα τι να του απαντήσω. Θα έχανα τα λόγια μου» είπε η Αφροξυλάνθη. «Θα στεκόμουν σαν κούτσουρο μπροστά του κι αυτός θα με περνούσε για χαζή».

Όλες μαζί άρχισαν πάλι να γελάνε. Τέτοιες στιγμές τις έφερναν πολύ κοντά και με το παραμικρό ήθελαν να λένε ή ν’ ακούνε κάτι που θα τις έκανε να γελάσουν, να νιώσουν έστω και λίγο ότι ξεχνούν τις ανησυχίες τους και τα άγχη τους για την αβεβαιότητα της ζωής τους. Η ώρα περνούσε και τα γέλια τους αντηχούσαν στους άδειους και σκοτεινούς διαδρόμους. Η νεανική ευδιαθεσία αντέκρουε την πνιγερή ατμόσφαιρα που επικρατούσε εδώ κι εβδομάδες.

«Να μην το ξεχάσω. Θέλω να σας πω τι είδα σήμερα το πρωί, ή μάλλον ποιους είδα σήμερα το πρωί να πηγαίνουν βόλτα προς τη λίμνη κρυφά» είπε η Αφροξυλάνθη. Τα κορίτσια διαισθάνθηκαν ότι θ’ άκουγαν κάτι καλό που θα μονοπωλούσε τις συζητήσεις τους για πολλές εβδομάδες, παραμέρισαν ό,τι έκαναν και στράφηκαν με απόλυτη προσοχή προς την κοκκινομάλλα φίλη τους.

«Περίμενε» τη διέκοψε η Διώνη. «Πρέπει επειγόντως να πάω στην τουαλέτα. Μην πεις τίποτα, δε θ’ αργήσω». Όλες οι κοπέλες αναστέναξαν εκδηλώνοντας την απογοήτευσή τους.

«Διώνη, οι τουαλέτες της πτέρυγας δε λειτουργούν» είπε απογοητευμένη η Σαπφώ. «Θα πρέπει να πας στην πτέρυγα των αγοριών!»

Page 125: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 125 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Το ξέρω, θα πάω όσο πιο γρήγορα μπορώ. Δε θ’ αργήσω καθόλου. Θα πάω τρέχοντας σαν τον άνεμο», η Διώνη φόρεσε γρήγορα το λευκό της φόρεμα και με μια επιδέξια χορευτική κίνηση, έτρεξε προς την πόρτα. Ο διάδρομος ήταν άδειος, δεν υπήρχε ψυχή. Για μια στιγμή κοντοστάθηκε. Αν πάω από την κεντρική σκάλα θ’ αργήσω να γυρίσω και τα κορίτσια δε θα με περιμένουν, σκέφτηκε. «Αν όμως βγω έξω και πάω από την Ανεμοδαρμένη Γέφυρα, θα κόψω δρόμο» είπε αποφασιστικά. Αναθαρρεμένη από την ιδέα ότι θα έφτανε πιο γρήγορα στον κοιτώνα κίνησε προς τη γέφυρα που απαγορευόταν να χρησιμοποιούν οι μαθητές λόγω της μεγάλης αστάθειας που παρουσίαζε. Στον εξωτερικό τοίχο του κάστρου υπήρχε μια μεγάλη διακλαδωτή γέφυρα που επικοινωνούσε με όλες τις πτέρυγες και διευκόλυνε την πρόσβαση σε οποιαδήποτε από αυτές. Στο κεντρικό σημείο όπου ενώνονταν τα δρομάκια και από τις τέσσερις πτέρυγες, η γέφυρα έφερε ένα κύκλο γύρω από τον πασίγνωστο σε όλα τα παιδιά πύργο του Παφνούτη, όπου κανένας δεν είχε κατορθώσει ποτέ να μπει μιας και δεν υπήρχαν ούτε πόρτες ούτε παράθυρα. Η χρήση αυτής της γέφυρας επιτρεπόταν αποκλειστικά και μόνο στους καθηγητές ενώ απαγορευόταν αυστηρά στους μαθητές όλων των ηλικιών καθαρά για λόγους ασφαλείας.

Στάθηκε έξω από την πόρτα που οδηγούσε στη γέφυρα. Μακάρι να μην είναι κλειδωμένη, σκέφτηκε. Οι καθηγητές είχαν ο καθένας το δικό του κλειδί με το οποίο άνοιγαν την πόρτα όταν υπήρχε ανάγκη. Έπιασε το μάνταλο κι επιχείρησε να την ανοίξει. Μάταια, όμως. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Δεν έχασε όμως το κουράγιο της. Αφο, δε γίνεται με τον εύκολο τρόπο, θα το κάνω με τον δύσκολο. Προσπέρασε τη μεγάλη ξύλινη πόρτα και πήγε μπροστά σ’ ένα από τα παραδίπλα παράθυρα του διαδρόμου. Έξω δε μπορούσε να διακρίνει σχεδόν τίποτα. Πέρα από το κόκκινο φως, η νύχτα ήταν καλυμμένη μ’ ένα βαρύ πέπλο πυκνής ομίχλης. Άπλωσε το χέρι της κι άνοιξε το παράθυρο. Ο βραδινός αέρας την έκανε να ανατριχιάσει. Καθώς ήταν ιδιαίτερα ευκίνητη, μ’ ένα σάλτο βρέθηκε στο περβάζι του παραθύρου. Η γέφυρα απείχε μόλις λίγα εκατοστά από το πέτρινο περβάζι. Με ακροβατικές κινήσεις ισορροπίας βάδισε προσεχτικά πάνω στο περβάζι μέχρι που έφτασε τη γέφυρα. Πιάστηκε από το ένα άκρο της γέφυρας κι ένιωσε το κρύο ατσάλι, να της παγώνει την παλάμη. Πολύ προσεχτικά, για να μην ταλαντευτεί η γέφυρα, πήδηξε πάνω της. Έμεινε ακίνητη για δευτερόλεπτα, για να σιγουρευτεί ότι η απότομη κίνησή της δεν είχε προκαλέσει κάποια ταλάντευση.

Η νύχτα ήταν δροσερή κι η Διώνη ένιωθε το κρύο αεράκι να διαπερνάει το λεπτό της φόρεμα. Δεν ήθελε να μείνει πολύ ώρα έξω για να μην

Page 126: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

126 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

καθυστερήσει. Εξάλλου, κι ο κόκκινος ουρανός τη φόβιζε και της προκαλούσε πρωτόγνωρη ανησυχία. Το βάδισμά της ήταν ανάλαφρο. Περπατούσε στις μύτες των δαχτύλων της σαν μπαλαρίνα. Προχωρούσε αργά και σταθερά. Στα πόδια της όμως ένιωθε τους παλμούς της γέφυρας. Το σώμα της παλλόταν με τον ίδιο ρυθμό σταθερού βηματισμού. Σταμάτησε για να αφουγκραστεί τη νύχτα. Η ομίχλη της περιόριζε την όραση και το μόνο που ξεχώριζε ήταν η λεία επιφάνεια του πύργου του Παφνούτη που έχασκε απειλητικά σχεδόν μπροστά της. Κανένας ήχος δεν ακουγόταν, τα πουλιά και τα ζώα του δάσους είχαν υποταχτεί κι αυτά στο απόκοσμο χρώμα του φεγγαριού. Δεν ήταν αυτό που την απασχολούσε τώρα όμως, αλλά γιατί εδώ και λίγα δευτερόλεπτα δεν κινιόταν και η γέφυρα συνέχιζε να ταλαντεύεται. Πανικός άρχισε να την κυριεύει. Έκλεισε τα μάτια κι αφουγκράστηκε τους παλμούς της γέφυρας. Και να πάλι η ταλάντευση. Σταθερός βηματισμός μπροστά της που μπορούσε να σημαίνει ένα μόνο πράγμα. Δεν ήταν μόνη της στη γέφυρα! Οι υποψίες της επιβεβαιώθηκαν όταν άκουσε μια πόρτα μπροστά της ν’ ανοίγει και να κλείνει με δυνατό κρότο. Η Διώνη έμεινε ακίνητη. Δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα μπροστά της λόγω της ομίχλης. Οι υπόλοιπες αισθήσεις της όμως βρίσκονταν σε υπερδιέγερση. Ο βηματισμός είχε σταματήσει, άρα πλέον μπορούσε να συνεχίσει. Όχι, δε θα γυρίσω πίσω. Όποιος κι αν ήταν δε με κατάλαβε. Η φωνή του μυαλού της έτρεμε από τη μια από το κρύο κι από την άλλη από τον φόβο της. Θα συνεχίσω, απλά θα μείνω κρυμμένη. Είχε μπει σε τέτοια διαδικασία και να το βάλει κάτω δεν ήταν μια ιδέα που την ευχαριστούσε. Έτσι συνέχισε να προχωράει με ιδιαίτερη προσοχή κι έχοντας το νου της μην έχει καμιά αναπάντεχη συνάντηση.

Λίγα μέτρα πριν την πόρτα, η ανυπομονησία να μπει μέσα την κυρίεψε, κι ενώ μέχρι τώρα ήταν προσεχτική, έχασε τη σταθερότητα του βήματός της με αποτέλεσμα να σειστεί όλη η γέφυρα. Ξαφνικά, κι απροειδοποίητα άρχισε να ταλαντεύεται προς κάθε κατεύθυνση με σταδιακά αυξανόμενο ρυθμό. Η Διώνη συνειδητοποίησε την άκομψη κίνησή της και γαντζώθηκε από τα πλαϊνά άκρα της γέφυρας. Ο ρυθμός της ταλάντευσης όλο κι αυξανόταν προκαλώντας στη γοργόνα αναγούλα. Πρέπει να παραμείνω σταθερή και να μην κουνιέμαι καθόλου, επαναλάμβανε στον εαυτό της. Η κατάσταση της προκαλούσε μεγάλη δυσφορία, δεν το είχε προβλέψει αυτό. Ελπίζω το πρωί να με βρει στο κρεβάτι μου, κι όχι στο γρασίδι του κάστρου, σκέφτηκε προσπαθώντας να υποβαθμίσει λίγο τη σοβαρότητα της κατάστασης. Έκλεισε γι’ άλλη μια

Page 127: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 127 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

φορά τα μάτια της για να μειώσει τις παρενέργειες της ταλάντευσης στο σώμα της, ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή σύντομα θα σταματούσε να κινείται.

Πράγματι, μέσα σε ελάχιστα λεπτά η ατσάλινη γέφυρα έχανε την ισχύ της, ώσπου τελικά έφτασε σε κατάσταση πλήρους ακινησίας. Η Διώνη παρέμεινε ακίνητη στο ίδιο σημείο, κουρνιασμένη με το κεφάλι σκυφτό και τα χέρια της γαντζωμένα στα στυλώματα της γέφυρας. Περίμενε λίγο να συνέλθει και όταν ένιωσε ότι είχε επανέλθει σωματικά και ψυχικά, συνέχισε την πορεία της προς την πόρτα. Για καλή της τύχη η πόρτα αυτή ήταν ξεκλείδωτη. Έπιασε το μάνταλο και την άνοιξε. Μόλις μπήκε μέσα ξεφύσησε από ανακούφιση που τα είχε καταφέρει.

«Στην επιστροφή θα πάω σίγουρα από μέσα» είπε χαμηλόφωνα. «Σήκω Βόρυ». «Τι συμβαίνει; Που θα πάμε;» Ο Βόρυς απρόθυμα σηκώθηκε από το

κρεβάτι του. Ο Λέανδρος είχε ντυθεί κιόλας κάνοντας όσο περισσότερη ησυχία μπορούσε.

«Βιάσου σου λέω, θα τον χάσουμε». «Μα τι λες; Θ’ ακολουθήσουμε τον Βυλτώρ;» Ο Λέανδρος δεν είχε διάθεση για κουβεντούλα. «Αν δε βιαστείς θα μείνουμε πίσω. Ντύσου γρήγορα. Θα σε περιμένω

έξω από την πόρτα». Ο Βόρυς έβαλε το παντελόνι του και τα παπούτσια του όσο πιο γρήγορα

μπορούσε. Δεν ήθελε ν’ ακολουθήσει τον φίλο του αλλά ούτε και να τον αφήσει μόνο του. Επομένως αισθανόταν ότι δεν είχε κάποια επιλογή κι έτσι ακολούθησε τις οδηγίες του Λέανδρου που είχε ήδη φτάσει στην πόρτα του κοιτώνα. Την άνοιξε προσεχτικά, έβγαλε το κεφάλι του στον διάδρομο και παρακολουθούσε τον Βυλτώρ που διέσχιζε με γοργό βήμα τον σκοτεινό διάδρομο της πτέρυγάς τους. Ο Βόρυς πλησίασε το πλευρό του Λέανδρου κι αυτός του έκανε νόημα να περιμένει.

«Για ποιον λόγο πρέπει να τον ακολουθήσουμε;» τον ρώτησε χαμηλόφωνα.

«Είναι πολύ περίεργος τύπος αυτός ο Βυλτώρ. Πού πάει τέτοια ώρα; Θέλω να μάθω τι συμβαίνει μ’ αυτόν τον τύπο. Κάτι δε μ’ αρέσει πάνω του. Έχεις κάτι καλύτερο να κάνεις;»

«Ναι, να κοιμηθώ» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του. «Η Αλέκτρα μας προειδοποίησε να μη βγούμε έξω. Το φεγγάρι είναι επικίνδυνο. Είδες πόσο

Page 128: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

128 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

έχει επηρεάσει πολλά παιδιά. Κι εξάλλου σου πέρασε από το μυαλό ότι μπορεί να πηγαίνει στην τουαλέτα;»

«Οι τουαλέτες της πτέρυγας είναι χαλασμένες, δε μπορώ να φανταστώ ότι κάποιος θα άφηνε τη ζεστή θαλπωρή του δωματίου του για να κάνει βόλτες στο κάστρο ψάχνοντας τις τουαλέτες της άλλης πτέρυγας. Απλά θα τον ακολουθήσουμε εκεί που θα πάει για να δούμε τι σκαρώνει». Ο Λέανδρος έχοντας γυρισμένη την πλάτη του, του έκανε νόημα με το χέρι να τον ακολουθήσει.

Ο Βυλτώρ είχε ήδη διασχίσει τον μεγάλο διάδρομο με τη γυάλινη οροφή και κατευθυνόταν προς τη Μαύρη Σκάλα. Το βήμα του είχε επιταχυνθεί. Τα παιδιά άνοιξαν με τη σειρά τους το βήμα τους και βάδιζαν πιο γρήγορα για να μην τον χάσουν. Προχωρούσαν κοντά στον τοίχο για να μη γίνουν αντιληπτοί. Έτσι κρατούσαν μια αρκετά μεγάλη απόσταση που θα τους παρείχε κάλυψη, όχι τόσο μεγάλη που θα μπορούσαν να τον χάσουν. Βάδιζαν σκυφτά και προσπαθούσαν ν’ αποφύγουν σημεία που έπεφτε το κόκκινο φως του φεγγαριού κι αποκαλυφθούν.

Αφού κατέβηκε τη Μαύρη Σκάλα, ο Βυλτώρ έστριψε δεξιά και κατευθύνθηκε προς την τραπεζαρία. Τα παιδιά δεν πτοήθηκαν καθόλου αλλά συνέχισαν την παρακολούθηση. Δε μιλούσαν καθόλου μεταξύ τους. Για να επικοινωνήσουν χειρονομούσαν με τα χέρια τους. Ο Βυλτώρ γεμάτος αυτοπεποίθηση και σίγουρος για τις κινήσεις του μπήκε μέσα στην τραπεζαρία. Τα φώτα ήταν σβηστά. Μαύρο σκοτάδι επικρατούσε μέσα. Απτόητο το νεαρό αγόρι προχώρησε προς τη μικρή πόρτα του μαγειρείου. Τα παιδιά από πίσω του μπήκαν στο χώρο της τραπεζαρίας. Δεν είχε ξανατύχει να βρεθούν εκεί μέσα τόσο αργά. Ποτέ δε θα πίστευαν ότι ήταν δυνατόν να επικρατεί τόση ησυχία σ’ εκείνον τον χώρο που κάθε μέρα φιλοξενούσε εκατοντάδες παιδιά. Παρατήρησαν ότι ενώ ο χώρος της τραπεζαρίας ήταν σκοτεινός μια μικρή δέσμη φωτός πιθανόν από κάποιο κερί ξεπρόβαλλε από το μικρό παραθυράκι του μαγειρείου.

«Δες» του είπε χαμηλόφωνα δείχνοντας του με το χέρι μέσα στο μαγειρείο. «Κάποιος τον περιμένει. Ας πλησιάσουμε για ν’ ακούσουμε τι λένε».

Ο Βόρυς τον κοίταζε ανήσυχος. Δεν του άρεσε το σκοτάδι κι είχε αρχίσει να τον τρομάζει η εκκωφαντική ησυχία.

«Δεν ξέρω αν είναι καλή ιδέα. Αν μας πάρουν είδηση δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί. Καλύτερα να επιστρέψουμε πίσω». Ο Βόρυς φοβόταν και δεν ήταν διατεθειμένος να το κρύψει άλλο. Ο Λέανδρος τον κοίταξε εκνευρισμένος.

Page 129: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 129 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Δε φτάσαμε μέχρι εδώ για να γυρίσουμε πίσω. Εξάλλου στο δωμάτιο δεν μπορείς να κοιμηθείς. Δεν έχεις τίποτα καλύτερο να κάνεις απόψε. Έλα, ας πλησιάσουμε».

«Μη με ρωτήσεις αν προτιμώ τους εφιάλτες από αυτό που κάνουμε τώρα. Δε θα σου αρέσει η απάντηση» είπε και ο Λέανδρος τον τράβηξε από το χέρι και συνέχισαν τον δρόμο τους.

Προχώρησαν πολύ αργά προς τη διπλή πόρτα. Όταν έφτασαν ακριβώς δίπλα, ο Λέανδρος άπλωσε το χέρι του και πίεσε το ένα φύλλο της πόρτας για ν’ ανοίξει ελάχιστα. Ίσα ίσα για να μπορέσει να δει και ν’ ακούσει. Από τη μικρή χαραμάδα της πόρτας μπορούσε να διακρίνει το χώρο του μαγειρείου. Ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο που αντί για τοίχους είχε παράθυρα. Η Μερόπη είχε φροντίσει να εξοπλίσει το χώρο της με μαύρες κουρτίνες ώστε το βράδυ να μη μολύνει το δωμάτιο το κόκκινο φως. Στη μέση υπήρχε ένας μεγάλος πάγκος γεμάτος κατσαρόλες. Ήταν όλες καθαρές και τακτοποιημένες ανάλογα με το μέγεθός τους. Στη μια μεριά του τοίχου εκεί που δεν υπήρχαν καθόλου παράθυρα μια τεράστια ντουλάπα τον κάλυπτε ολόκληρο από πάνω μέχρι κάτω και από τη μια άκρη μέχρι την άλλη. Μέσα από τα τζάμια διέκριναν εκατοντάδες πιάτα, ποτήρια και μαχαιροπίρουνα πάλι τακτοποιημένα και οργανωμένα. Στους υπόλοιπους τοίχους, κάτω από τα παράθυρα, υπήρχαν πάγκοι όπου κείτονταν στοιβαγμένες όλες οι πρώτες ύλες για τα αυριανά τραπέζια, καλούδια σ’ άφθονες ποσότητες, γάλα, αυγά, μαρμελάδες, λαχανικά κι άλλα πολλά.

Ανάμεσα στους δύο πάγκους υπήρχε μια ξύλινη πόρτα που οδηγούσε στην αυλή. Εκεί ακριβώς στεκόταν ο Βυλτώρ, κι η Μερόπη καθόταν πλάι του και τον κοίταζε με λατρεία. Στο χέρι της κρατούσε ένα φαναράκι που έβγαζε μια αχνή, θαμπή λάμψη χάρη στο μικρό κεράκι που ήταν στερεωμένο στη βάση. Στην άλλη άκρη της κουζίνας, μπροστά στην ντουλάπα, η Ευτέρπη προσπαθούσε να τακτοποιήσει τα πιάτα. Ο θόρυβος που τα ακουμπούσε το ένα πάνω στο άλλο σχεδόν κάλυπτε τις φωνές της Μερόπης και του επισκέπτη της κι έτσι τα παιδιά προχώρησαν λίγο πιο μπροστά για να ακούσουν καλύτερα. Ο Βυλτώρ με τη Μερόπη συζητούσαν. Ο Λέανδρος με προσοχή άνοιξε λίγο παραπάνω την πόρτα για να μπορεί ν’ ακούει τι λέγανε. Οι φωνές τους ίσα που ακούγονταν και τα δύο παιδιά κατέβαλλαν μεγάλη προσπάθεια για να τους καταλάβουν.

«Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω αγόρι μου», φάνηκε να του λέει η Μερόπη. «Μας έλειψες. Έφυγες και δε γύρισες να μας δεις».

Page 130: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

130 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Δε μπορούσα να γυρίσω, Μερόπη. Το ξέρεις πως δεν είμαι πλέον καλοδεχούμενος».

«Μην την αδικείς Βυλτώρ, και μη σκέφτεσαι άσκημα γι’ αυτήν. Πληγώθηκε πολύ όταν έφυγες. Ποτέ δεν το ξεπέρασε. Άλλες βλέψεις είχε για εσένα».

«Ξέρω, ξέρω. Ήθελε να με κρατήσει για πάντα εδώ και να με κάνει καθηγητή. Με φαντάζεσαι Μερόπη; Είναι γελοίο». Ο Βυλτώρ ανέβασε την ένταση της φωνής του δείχνοντας την οργή του. «Ποτέ δεν κατάλαβε ότι θέλω να είμαι ελεύθερος, χωρίς έννοιες και προγράμματα».

Η Μερόπη τον χάιδεψε στοργικά. «Το ξέρω αγόρι μου, δεν είναι στη φύση σου να είσαι κλεισμένος σ’ ένα

κλουβί. Έχεις ανήσυχο πνεύμα κι όσο κι αν προσπάθησε η Ζηνοβία να το χαλιναγωγήσει πάντα μπροστά της το έβρισκε. Πες μου όμως, πώς είναι ο έξω κόσμος;»

Ο Βυλτώρ την κοίταξε και χαμογέλασε. «Τα ίδια όπως τα ήξερες. Όλοι τρώγονται μεταξύ τους. Πολλά

πράγματα θ’ αλλάξουν και γρήγορα». Η Μερόπη τον κοίταξε ανήσυχη. «Κάτι έχει πάρει το αφτί μου, αλλά δε θέλω να τα πιστέψω. Να

προσέχεις εσύ όμως και να τρως καλά». Ο Βυλτώρ της χαμογέλασε τρυφερά. «Μην ανησυχείς για εμένα Μερόπη. Έχω μάθει να φροντίζω τον εαυτό

μου». «Αχ, πάντα του κεφαλιού σας κάνετε. Βλέπω κι από την Ευτέρπη, το πιο

απλό πράγμα της ζητάω να κάνει και περνάνε πέντε ώρες μέχρι να το τελειώσει. Ας είναι, πήγαινε τώρα. Σε περιμένει. Μην ξεχνάς Βυλτώρ. Μείνε μακριά από το κόκκινο φως. Άσχημα πράγματα συμβαίνουν σ’ όσους μένουν για πολύ ώρα κάτω από τη λάμψη του».

«Σ’ ευχαριστώ Μερόπη». Ο Βυλτώρ έσπρωξε την ξύλινη πόρτα και σε δευτερόλεπτα βρέθηκε έξω

στην αυλή. «Στο καλό αγόρι μου, να προσέχεις». Ο Λέανδρος διέκρινε δάκρυα να κυλάν από τα μάτια της. Τα δύο παιδιά

κοιτάχτηκαν. Ήταν τόσα τα ερωτηματικά που τους δημιουργήθηκαν. Η βραδιά τους δεν είχε τελειώσει ακόμα, όσο κι αν το επεδίωκε ο Βόρυς.

«Πρέπει να βρούμε τρόπο να βγούμε έξω», είπε χαμηλόφωνα ο Λέανδρος.

Page 131: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 131 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Είσαι τρελός;» φώναξε χωρίς φωνή ο Βόρυς. «Πώς ακριβώς θα το κάνουμε αυτό με τη Μερόπη και την κόρη της εκεί; Θα μας καταλάβουν σίγουρα». Αυτή ήταν η ευκαιρία του Βόρυ να τον πείσει να γυρίσουν πίσω. «Μην ξεχνάς τα λόγια της Αλέκτρας. Μας προειδοποίησε για το φεγγάρι, δεν πρέπει να βρεθούμε εκτεθειμένοι».

«Αυτά είναι ανοησίες» του απάντησε εκνευρισμένος. «Δε θα μείνουμε για πολύ ώρα έξω. Θα δούμε τι θα κάνει και θα γυρίσουμε στο δωμάτιο. Πρέπει να βρούμε τον τρόπο για να βγούμε έξω». Ο Λέανδρος έμεινε για μερικά δευτερόλεπτα σιωπηλός. Ο Βόρυς ένιωθε το αίμα του να ανεβαίνει στο κεφάλι του με την απερισκεψία του Λέανδρου κι αυτό που ετοιμαζόταν να του προτείνει. «Θα μπορέσουμε ίσως να κρυφτούμε πίσω από τον πάγκο όταν δεν κοιτάει η Μερόπη» του είπε μετά από λίγο.

Ο Βόρυς τον κοίταξε αποκαρδιωμένος. Είχε δει τη σκέψη του φίλου του και περίμενε ότι κι ο ίδιος θα καταλάβαινε πόσο ανόητη ήταν. Κι όμως δεν το κατάλαβε. «Να περιμένουμε δηλαδή όλο το βράδυ εδώ πότε θα γυρίσουν την πλάτη τους η Μερόπη κι κόρη της;»

Ο Λέανδρος του χαμογέλασε πονηρά. «Ναι. Κάτι γίνεται εδώ, δε βλέπεις; Πώς μπορείς να είσαι τόσο ήρεμος

και να μη σε νοιάζει; Κάποια ευκαιρία θα προκύψει και θα μπούμε». Ο Λέανδρος κοίταξε ξανά από τη χαραμάδα και σκέφτηκε τις εναλλακτικές τους. Η Μερόπη είχε γυρισμένη την πλάτη της προς την ξύλινη πόρτα κι η Ευτέρπη ακόμα παιδευόταν με τα πιάτα. Τα δυο αγόρια έπρεπε να δράσουν γρήγορα και αθόρυβα για να μην τους πάρει είδηση η Μερόπη. Ο Λέανδρος έκανε νόημα στον Βόρυ. Ή τώρα ή ποτέ. Ο μεγάλος πάγκος στη μέση θα ήταν η κάλυψή τους. Ο Λέανδρος άνοιξε σιγά την πόρτα και μπήκε μέσα στο μαγειρείο σερνόμενος στα γόνατά του. Ο Βόρυς τον ακολούθησε. Όσο πιο αθόρυβα μπορούσαν, σύρθηκαν πίσω από τον πάγκο. Ένας εκκωφαντικός θόρυβος όμως, από πιάτα που σπάνε, τους τρύπησε τ’ αφτιά και τους ακινητοποίησε στη θέση τους. Η Μερόπη έβαλε τις φωνές.

«Πάλι ζημιά; Τι θα κάνω μ’ εσένα δεν ξέρω». Η Ευτέρπη στην προσπάθειά της να τακτοποιήσει τα πιάτα, με μια αδέξιά της κίνηση, έριξε ένα ολόκληρο ράφι με καλογυαλισμένα πιάτα με αποτέλεσμα να γίνουν όλα χίλια κομμάτια. Η κοπέλα έβαλε τα κλάματα τρομαγμένη από τον θόρυβο που προκάλεσε.

Ο Βόρυς γούρλωσε τα αμυγδαλωτά του μάτια κι ο Λέανδρος του έκανε κινήσεις με το χέρι να ηρεμήσει.

Page 132: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

132 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Τι κάθεσαι και με κοιτάς; Στην πόρτα δίπλα έχει τη σκούπα, άντε πήγαινε να τη φέρεις». Αγανακτισμένη η Μερόπη δεν έδωσε σημασία στην κλαμένη κοπέλα. Την είχε κουράσει η ατσαλοσύνη της. Δεν τολμούσε να την αφήσει ποτέ μόνη της σ’ ένα μέρος, από φόβο μην προκαλέσει κάποιο κακό στον εαυτό της. Μ’ αυτό το άγχος και την ανησυχία ζούσε κάθε μέρα καθιστώντας πολύ αδύναμα τα νεύρα της και ιδιαίτερα σε παρόμοιες καταστάσεις. Κάθε φορά που της έβαζε τις φωνές το μετάνιωνε οικτρά μετά, καθότι ήξερε ότι δεν έφταιγε η μικρή της. Σε κάθε της κίνηση αναγνώριζε από μακριά τις κινήσεις του ανεπρόκοπου του άντρα της και θλίψη κυρίευε την καρδιά της που η μονάκριβη κόρη της είχε κληρονομήσει όλα τα κουσούρια του που την είχαν οδηγήσει μακριά του. Ποτέ δε θα γλιτώσω από αυτόν, σκεφτόταν. Η Ευτέρπη, με τα θολωμένα από το κλάμα μάτια της, εντόπισε την σκούπα και σέρνοντας τα πόδια της από βαριεστιμάρα κίνησε προς εκεί.

Τα δύο αγόρια κοκάλωσαν. Ο Λέανδρος γύρισε το κεφάλι του στο πλάι και πρόσεξε ότι η σκούπα ήταν ακριβώς δίπλα του.

«Τώρα;» του έκανε νόημα με τα χείλη του ο Βόρυς. Η απόγνωση ήταν φανερά αποτυπωμένη στο πρόσωπό του.

«Τώρα, ψυχραιμία» του απάντησε με τον ίδιο τρόπο ο Λέανδρος. Δεν μπορούσαν να γυρίσουν πίσω, κι αν έμεναν εκεί η Ευτέρπη θα τους έβλεπε σίγουρα. Δεν τους ήταν δύσκολο να την ακούσουν να πλησιάζει. Το σύρσιμο που έκαναν τα καλαμένια παπούτσια της ακούστηκε μέσα στη σιγαλιά της νύχτας σαν να τραβούσαν σακιά με πατάτες. Ήταν εγκλωβισμένοι εκεί. Η Ευτέρπη σε πολύ λίγο θα τους ανακάλυπτε και θα τους παρέδιδε στη μητέρα της. Δεν άργησε να βρεθεί η νεαρή κοπέλα μπροστά από τον πάγκο. Αν και ήταν αφηρημένη, αμέσως πρόσεξε τα δύο σκυφτά αγόρια. Η τσιρίδα από την τρομάρα της αντήχησε λογικά σ’ όλο το ορφανοτροφείο. Η Μερόπη γύρισε και την κοίταξε ξαφνιασμένη όσο και ανήσυχη.

«Τι σου συμβαίνει παιδί μου σήμερα;» Η Μερόπη είχε αρχίσει να ανησυχεί. «Μήπως έκατσες καθόλου έξω αφού σκοτείνιασε; Αυτό το φεγγάρι θα μας τρελάνει όλους». Ο Λέανδρος έκανε νόημα στην Ευτέρπη να σωπάσει. Αυτή τον αναγνώρισε αμέσως και κάλυψε το στόμα της με το χέρι της. Ο Βόρυς δεν τολμούσε να την κοιτάξει, άκουγε όμως πολύ έντονα τους δυνατούς χτύπους της καρδιάς της κοπέλας. Στην αρχή νόμιζε ότι ήταν από το φόβο της, μετά όμως θυμήθηκε ότι σχεδόν κάθε μέρα τους άκουγε κάθε φορά που κάποιο κορίτσι περνούσε μπροστά από τον Λέανδρο και εκείνος της χαμογελούσε ή απλά την κοιτούσε. Μα επιτέλους πώς το καταφέρνει αυτό το πράγμα; αναρωτήθηκε ο Βόρυς.

Page 133: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 133 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Νόμιζα ότι είδα ένα ποντίκι» της απάντησε χωρίς να χάσει καιρό και χωρίς να πάρει τα μάτια της από τον Λέανδρο. Ήταν η πρώτη φορά που της έδινε σημασία το όμορφο αγόρι και σίγουρα δεν ήθελε να του χαλάσει χατίρι και να την κακοχαρακτηρίσει. Ο αναστεναγμός της μητέρας της ακούστηκε καθαρά μέχρι το σημείο που βρίσκονταν τα τρία παιδιά. Ο Λέανδρος άπλωσε το χέρι του, άρπαξε την σκούπα και την πρόσφερε στο κορίτσι. Αυτή του χαμογέλασε ντροπαλά και την πήρε. Αμέσως επέστρεψε μπροστά από την ντουλάπα για να σκουπίσει τα διασκορπισμένα γυαλιά.

Ο Λέανδρος εν τω μεταξύ έκανε νόημα στον Βόρυ. Τώρα ήταν η ευκαιρία τους να βγούνε έξω, που και οι δύο ήταν απασχολημένες και με γυρισμένη την πλάτη τους. Μερικά εκατοστά τους χώριζαν από την πόρτα. Τα δύο παιδιά πήραν μια ανάσα και με γρήγορες και αθόρυβες κινήσεις έφτασαν στην πόρτα. Την άνοιξαν σιγά σιγά κι ένας ένας βγήκαν έξω και στάθηκαν κάτω από το περβάζι. Με το που βγήκαν έξω ένιωσαν το βραδινό δροσερό αεράκι να τους χαϊδεύει το πρόσωπο. Μέσα στην κουζίνα η Ευτέρπη αφού μάζεψε όλα τα γυαλιά πήγε τρέχοντας στον πάγκο, περιμένοντας να βρει τον Λέανδρο. Ταχτοποίησε τα κοτσιδάκια της, ίσιωσε το φόρεμά της και μ’ ένα μεγάλο χαμόγελο πλαισιωμένο στο πρόσωπό της έριξε μια αιφνίδια ματιά μπροστά από τον πάγκο. Μεγάλη απογοήτευση την έπιασε όταν δεν είδε κανέναν να την περιμένει εκεί. Η μητέρα της παρακολουθούσε απορημένη τις περίεργες κινήσεις της κόρης της. Τα βλέμματα τους συναντήθηκαν. Η Μερόπη δεν άντεξε να μην τη ρωτήσει τι της συνέβαινε.

«Τι ψάχνεις κορίτσι μου;» τη ρώτησε με έκδηλη την ανησυχία της. «Δεν ξέρω» απάντησε με ειλικρίνεια η μικρή. «Μάλλον έφυγαν», είπε

τραυλίζοντας. Η Μερόπη δεν είχε διάθεση να συνεχίσει την κουβέντα μαζί της. Την είχε κουράσει απόψε πολύ. Την πλησίασε και την αγκάλιασε.

«Πήγαινε να κοιμηθείς κουκλίτσα μου. Σε λίγο θα έρθω κι εγώ». Δε χρειάστηκε να της το ξαναπεί και έφυγε από την κουζίνα σχεδόν τρέχοντας, κοιτάζοντας ταυτόχρονα προς όλες τις μεριές, μήπως και ξαναδεί το ξανθό αγόρι. Η Μερόπη παρακολουθούσε από μακριά την αλλοπρόσαλλη πορεία της κόρης της και κούνησε το κεφάλι απογοητευμένη.

Τα δύο αγόρια δεν είχαν βρει ακόμα το κουράγιο να φύγουν από το περβάζι. Δεν ήξεραν προς τα πού να κινηθούν κι έτσι απλά στέκονταν υπολογίζοντας την πορεία τους. Πριν συνειδητοποιήσουν ότι είχαν καταφέρει να βγουν έξω, δημιουργήθηκε ρεύμα από την ανοιχτή πόρτα κι η ηρεμία της νύχτας ταράχτηκε από το δυνατό κρότο της πόρτας που έκλεισε απότομα κι από την κραυγή της τρομαγμένης μαγείρισσας. Χωρίς να χάσουν λεπτό,

Page 134: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

134 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

έτρεξαν σκυφτοί και κρύφτηκαν πίσω από τις βατομουριές. Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβουν ότι ο κρότος θ’ ανησυχούσε τη Μερόπη.

Με το που κρύφτηκαν πίσω από το θάμνο άκουσαν την πόρτα του μαγειρείου ν’ ανοίγει. Η ογκώδης σιλουέτα της Μερόπης δεν άργησε να εμφανιστεί. Έριχνε διερευνητικές ματιές στον χώρο γύρω της. Ο δυνατός κρότος την τρόμαξε. Ένιωσε τα πόδια της να κόβονται και έντονο ρίγος διαπέρασε το κορμί της. Μέσα στο μυαλό της χίλιες σκέψεις πέρασαν σε κλάσματα δευτερολέπτου για το τι θα μπορούσε να είχε συμβεί. Λόγω των περίεργων συνθηκών που επικρατούσαν τις τελευταίες μέρες τα νεύρα της ήταν τεντωμένα και το μόνο που της έλειπε ήταν τέτοια ανεξήγητα περιστατικά που της προκαλούσαν περισσότερο άγχος.

«Ο Βυλτώρ θα ξέχασε την πόρτα ανοιχτή, τι τρομάρα κι αυτή βραδιάτικα» είπε, αφού για να επανέλθει η ψυχική της ηρεμία έπρεπε κάπου να αποδώσει το τράνταγμα της πόρτας. Αφού είδε ότι δεν υπήρχε κανένας τριγύρω, έκλεισε την πόρτα και γύρισε στη δουλειά της.

Ο Λέανδρος κι ο Βόρυς έκατσαν για λίγο πίσω από τον θάμνο για να πάρουν μια ανάσα. Η βραδιά εξελισσόταν πολύ επεισοδιακή κι αυτοί βρέθηκαν μπλεγμένοι σε καταστάσεις που ούτε είχαν φανταστεί ποτέ. Κοιτάχτηκαν και χαμογέλασαν όσο πιο αθόρυβα μπορούσαν. Το γέλιο ήταν ένας τρόπος για να ξεσπάσουν τα νεύρα τους που κρέμονταν από μια κλωστή από την ένταση της βραδιάς. Η αδρεναλίνη που έτρεχε στο αίμα, σπάζοντας κάθε όριο ταχύτητας που είχε πάει ποτέ, τους προκαλούσε πρωτόγνωρα συναισθήματα που τους γέμιζαν ευτυχία. Ακόμα κι ο Βόρυς που ήταν τόσο διστακτικός κι αρνητικός με την όλη κατάσταση ένιωθε πρωτόγνωρα συναισθήματα ευφορίας να κατακλύζουν την καρδιά του.

«Τώρα προς τα πού να πάμε; Είμαστε αρκετά πίσω από τον Βυλτώρ;» αναρωτήθηκε ο Λέανδρος. Και οι δύο περιεργάζονταν τον χώρο τριγύρω. Υπήρχαν παντού άτακτα φυτρωμένα μικρά θαμνάκια που έφεραν διάφορους χρωματιστούς καρπούς. Στο βαθύ τέρμα της αυλής, τα όρια του κάστρου και ο χώρος που μπορούσαν να κινηθούν τα παιδιά οριοθετούνταν από τα θεόρατα δέντρα που σχημάτιζαν το απροσπέλαστο δάσος όπου κανένα παιδί δεν επιτρεπόταν να βρεθεί. Ο Βυλτώρ είχε βγει αρκετά νωρίτερα απ’ αυτούς, δίνοντας του μεγάλο προβάδισμα.

«Αν πήγε αριστερά, ο δρόμος θα τον βγάλει στην είσοδο του ορφανοτροφείου. Άρα δε νομίζω να κατευθύνθηκε εκεί. Για ποιο λόγο να θέλει να φύγει αφού έκανε τόσο κόπο να μπει. Αν πάει δεξιά όμως, θα καταλήξει στη λίμνη της μοναξιάς. Είσοδος ή λίμνη;» Ο Βόρυς ένιωθε

Page 135: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 135 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

περήφανος για τον εαυτό του. Δεν το πίστευε ότι αντί να ζητάει από τον Λέανδρο να γυρίσουν πίσω του έδειχνε τη σωστή κατεύθυνση για να προχωρήσουν κι άλλο. Ο Λέανδρος του χαμογέλασε, δείχνοντας ότι συμφωνούσε μαζί του.

«Λίμνη. Οι θάμνοι θα μας καλύψουν μέχρι να φτάσουμε εκεί». Ο Βόρυς του έγνεψε καταφατικά και ξεκίνησαν. Καθώς σηκώθηκαν, συνειδητοποίησαν και οι δυο ότι ήταν η πρώτη φορά που βρίσκονταν έξω από το κάστρο βράδυ. Όλα αυτά τα μέρη γύρω τους, τους ήταν γνωστά καθότι καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας είχαν τη δυνατότητα να τα περιεργαστούν ελεύθερα. Τώρα όμως, κάτω από το φως του κόκκινου φεγγαριού, το τοπίο είχε αλλάξει δραματικά. Οι σκιές των πελώριων αειθαλών δέντρων υψώνονταν σαν τεράστια τέρατα που αντλούσαν δύναμη για να κινούνται από τον αέρα. Τα δυο παιδιά, αν και γνώριζαν καλά τα κατατόπια, περπατούσαν δισταχτικά σαν να μην είχαν ξαναβρεθεί σ’ εκείνη την πλευρά του κάστρου.

Ενώ περπατούσαν, ο Βόρυς ξαφνικά άρπαξε το χέρι του Λέανδρου και του το έσφιξε, κάνοντάς του νόημα να σταματήσει.

«Στάσου. Γρήγορα κρύψου πίσω από αυτόν τον θάμνο». Και οι δύο έσκυψαν πίσω από μια βατομουριά. Τα αρώματα που ανάβλυζε το όμορφο φυτό είχαν αναστατώσει τη μύτη του Βόρυ, όμως δεν έκανε κάποια κίνηση ν’ αρπάξει έναν καρπό μιας και δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή. Είχαν ήδη πλησιάσει αρκετά κοντά στη λίμνη της μοναξιάς, που ονομάστηκε έτσι από τα παιδιά, μιας και σπάνια τους έβγαζε ο δρόμος τους εκεί επειδή ήταν πολύ απομακρυσμένη από το κεντρικό κτίριο. «Νάτος, εκεί στέκεται. Σαν να περιμένει κάποιον». Γύρω από τη λίμνη υπήρχαν φυτεμένα δέντρα και οπωροφόροι θάμνοι που στόλιζαν με τα χρώματα τους την ομορφιά της λίμνης. Στις όχθες της ήταν γεμάτη χρωματιστά νούφαρα που σε κανονικές συνθήκες φωτίζονταν από το φως του φεγγαριού. Τώρα τα όμορφα λουλούδια ήταν κλειστά, μην μπορώντας ν’ αντέξουν τις κόκκινες δέσμες φωτός που προέρχονταν από το φεγγάρι. Ο Βυλτώρ δεν κινούνταν καθόλου, απλά στεκόταν εκεί με το βλέμμα στραμμένο στον ουρανό. Ήταν φανερό ότι περίμενε κάποιον. Ο Λέανδρος κι ο Βόρυς είχαν πλησιάσει όσο πιο κοντά μπορούσαν, κρυμμένοι από τις φυλλωσιές των θάμνων. Ήταν κι οι δυο περίεργοι να δουν ποιον θα συναντούσε.

Ξάφνου, στα βάθη του πορφυρού ορίζοντα είδαν μια λάμψη από το κάστρο να κατευθύνεται προς το μέρος τους. Κινούνταν με πολύ γρήγορο ρυθμό κι όσο πιο πολύ πλησίαζε τόσο καταλάβαιναν ότι επρόκειτο για μια νεράιδα ντυμένη στα λευκά μ’ ένα υπέροχο ζευγάρι φτερά. Ήταν η Γλαφύρα

Page 136: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

136 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

και κατευθυνόταν προς τον Βυλτώρ. Αυτός την παρακολουθούσε από μακριά και περίμενε υπομονετικά να τον πλησιάσει. Η Γλαφύρα είχε μια λάμψη γύρω της, και καθώς κατέβαινε άφηνε μια ουρά από χρυσά αστράκια που χάνονταν σε δευτερόλεπτα πριν προλάβουν ν’ ακουμπήσουν το έδαφος. Μόλις η νεράιδα ακούμπησε τα πόδια της στο έδαφος, τα φτερά της ως δια μαγείας μαζεύτηκαν και κρύφτηκαν κάτω από το μεταξωτό της λευκό φόρεμα. Στο μέτωπό της ξεχώριζε από μακριά η χρυσή αλυσίδα με το διαμαντένιο κρεμαστό μισοφέγγαρο, το σύμβολο του τάγματός της. Μόλις τα φτερά της εξαφανίστηκαν, βάδισε προς τον Βυλτώρ. Ο Λέανδρος κι ο Βόρυς είχαν μείνει άφωνοι με την εντυπωσιακή είσοδο της νεράιδας. Δεν ήταν κάτι που είχαν την ευκαιρία να δουν κάθε μέρα και τους είχε εντυπωσιάσει πολύ η αιθέρια ύπαρξη.

Η Γλαφύρα αμέσως πλησίασε τον Βυλτώρ και, χωρίς να δίνει σημασία σε τυπικούς χαιρετισμούς, μπήκε στο θέμα για το οποίο ήθελε να του μιλήσει.

«Βυλτώρ, πρέπει να με προσέξεις. Ο λόγος που σε κάλεσα εδώ είναι για να σε προειδοποιήσω ότι τα πράγματα θ’ αλλάξουν από αύριο. Εγώ δε θα είμαι πια εδώ και θα μείνεις μόνος σου».

«Θα φύγεις τελικά;» της αποκρίθηκε ο νεαρός. «Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Το ήξερα από την αρχή που σε κάλεσα ότι

ο ερχομός σου θα σήμαινε τη δική μου αποπομπή», η νεράιδα άπλωσε το χέρι της προς τον νεαρό κι ακούμπησε τον ώμο του. «Μην ξεχνάς για ποιον λόγο είσαι εδώ. Πρέπει πάση θυσία να προστατέψεις τον μικρό. Γίνε η σκιά του. Μην τον αφήσεις λεπτό μόνο του. Να ξέρεις ότι τον ψάχνουν και πολύ σύντομα θα έρθουν να τον ψάξουν εδώ. Τίποτα δεν πρέπει να του συμβεί!»

«Γλαφύρα, αν έρθουν εδώ τι να κάνω; Δε θα είναι ασφαλής αν παραμείνουμε στο κάστρο. Θα πρέπει να τον φυγαδέψω».

«Ό,τι κι αν συμβεί μην τον βγάλεις έξω. Η Ζηνοβία θα σε βοηθήσει να τον κρύψεις. Όσο είναι εδώ, είναι ασφαλής. Αν βγει έξω θα είναι εκτεθειμένος και δε θα μπορούμε να ελέγξουμε την κατάσταση. Όταν συμβεί αυτό, χαθήκαμε όλοι».

Η Γλαφύρα στράφηκε προς τη λίμνη και κοίταξε τον ορίζοντα και τους χρωματισμούς των νερών με νοσταλγία. Θα της έλειπε το ορφανοτροφείο, τα παιδιά, κι η καθημερινή ζωή εκεί.

«Γλαφύρα, λύσε μου μια απορία. Τι το σημαντικό έχει αυτό το παιδί; Το βλέπω ότι είναι απόγονος των Αετομάτηδων, όμως πέρα από αυτό δεν καταλαβαίνω για ποιο λόγο θα τον ήθελε η Σελίμα».

Page 137: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 137 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Θα σου το πω, όμως προσοχή να μη μαθευτεί πουθενά. Ο Βόρυς έχει τον θυρεό των Αετομάτηδων. Γι’ αυτόν τον λόγο πρέπει να είναι ασφαλής».

«Τον θυρεό των Αετομάτηδων! Την πέμπτη σφραγίδα! Η πιο σημαντική απ’ όλες, μα πώς γίνεται να την έχει αυτός ο μικρός;»

«Είναι ο μοναδικός απόγονος της βασιλικής γενιάς των Αετομάτηδων. Αυτός είναι το κλειδί της υπέρτατης δύναμης. Χωρίς τον Βόρυ οι άλλες σφραγίδες είναι απλά αντικείμενα, που αξίζουν όσο το μέταλλο από τα οποία είναι φτιαγμένα κι οι πέτρες που είναι διακοσμημένα». Στην αποκάλυψη αυτών των ειδήσεων το πρόσωπο του Βυλτώρ σκοτείνιασε. Η τύχη τους εξαρτιόταν από ένα μικρό ορφανό και κατ’ επέκταση απ’ αυτόν. «Δεν μπορούμε να του την πάρουμε και να τη φυλάξουμε κάπου; Γιατί να το διακινδυνεύουμε;»

Η Γλαφύρα τον κοίταξε και χαμογέλασε. «Ένα τέτοιο εγχείρημα θα μετέτρεπε και την πιο αγνή καρδιά σε

αδίστακτη και φονική. Μείνε κοντά του, όμως κράτα και τα προσχήματα. Δε θέλουμε να τραβήξουμε αδιάκριτα βλέμματα στο κάστρο. Αν μαθευτεί ότι επέστρεψες, θα έχουμε προβλήματα».

«Μην ανησυχείς Γλαφύρα, θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ». Ο Βυλτώρ κόμπιασε και χαμήλωσε το βλέμμα χαζεύοντας το χλωρό γρασίδι. «Όσον αφορά το…. άλλο θέμα;» Ο Βυλτώρ δίστασε για μια στιγμή, η Γλαφύρα όμως δεν του άφησε περιθώρια να συνεχίσει.

«Δεν υπάρχει το άλλο θέμα όσο είναι ασφαλής ο Βόρυς. Όσα λιγότερα ξέρεις, τόσο το καλύτερο. Θα επικοινωνήσω ξανά μαζί σου όταν παραστεί η ανάγκη».

Ο Λέανδρος κι ο Βόρυς παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα την κουβέντα. Δεν πίστευαν στ’ αφτιά τους. Είχαν μείνει αποσβολωμένοι με τις αποκαλύψεις. Ενώ περίμεναν ότι θα τους λύνονταν πολλά ερωτηματικά για την παρουσία του Βυλτώρ, τώρα πολλά περισσότερα τους είχαν προκύψει. Ένιωθαν τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια τους. Ήταν μπερδεμένοι και δεν ήξεραν πώς να ερμηνεύσουν το πλήθος των νέων πληροφοριών που έλαβαν.

«Εγώ θα επιστρέψω στο δάσος της Καλλιρόης. Από εκεί θα ελέγχω τις κινήσεις όλων και θα παρατηρώ ό,τι συμβαίνει. Να είσαι προσεχτικός και να μην εμπιστεύεσαι κανέναν. Ο εχθρός μπορεί να πάρει πολλές μορφές, ακόμα και ανθρώπων που δε θα μπορούσες να φανταστείς ποτέ. Το πιο βασικό είναι να μη μένεις εκτεθειμένος για ώρα στο απόκοσμο κόκκινο φως του φεγγαριού. Μόνο θλίψη και δυστυχία θα φέρει το κόκκινο πέπλο. Εσύ να

Page 138: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

138 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

παραμείνεις κρυφός. Η Δάειρα δε θα αργήσει να κάνει την εμφάνισή της. Σύντομα θα βρεθεί στο κατώφλι του κάστρου για να τον διεκδικήσει. Να θυμάσαι ότι κινείται στα σκοτάδια και το κόκκινο φως είναι προπομπός της, ο μανδύας που προαναγγέλλει την άφιξή της. Όταν γίνει αυτό, φρόντισε να κρύψεις τον Βόρυ, αλλιώς τίποτα δεν τον σώζει, ούτε κι εμάς».

Η Γλαφύρα κίνησε να φύγει. Δεν υπήρχε χρόνος. Οι κινήσεις τους έπρεπε να είναι γρήγορες και μεθοδικές.

«Μισό λεπτό, μη φεύγεις. Έχω κι άλλα να σε ρωτήσω». «Ήδη ξέρεις πολλά παραπάνω. Ο καθένας μας έχει τον ρόλο του σ’

αυτήν την ιστορία Βυλτώρ. Εσύ μείνε στον δικό σου και φρόντισε να τον διεκπεραιώσεις σωστά. Μην απασχολείσαι με αυτά που έχουν να κάνουν οι άλλοι» είπε πριν φύγει κι ενώ του είχε γυρίσει την πλάτη, γύρισε ξανά προς το μέρος του. «Δε χρειάζεται φυσικά να σου πω ότι δε θέλω να έρθεις σε διένεξη με τη Δάειρα αλλά ούτε και να καταφύγεις σε μέσα …. ανορθόδοξα για να αντιμετωπίσεις καταστάσεις. Οι Τρεις Μάγισσες είναι εξασθενημένες, αλλά αν ανατραπούν οι ισορροπίες θα ζητήσουν το λόγο από τον υπαίτιο».

Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια της Γλαφύρας, και πριν καλά καλά το καταλάβει ο Βυλτώρ και τα δύο παιδιά, εξαφανίστηκε μέσα σ’ ένα σύννεφο αστερόσκονης και λάμψης. Ο Βυλτώρ έμεινε πίσω να την παρακολουθεί, ανήμπορος ν’ αντιδράσει. Το φορτίο ήταν βαρύ, όμως ήταν αποφασισμένος ν’ ακολουθήσει τις εντολές της. Η νεράιδα ήταν σαφής, δεν υπήρχε χρόνος για διαφωνίες κι ερωτήσεις.

Μόλις κάθε σημάδι της νεράιδας εξαφανίστηκε, ο Βυλτώρ γύρισε για να επιστρέψει στον κοιτώνα του, όταν ένας θόρυβος πίσω από τα θαμνάκια του τράβηξε την προσοχή. Ακούστηκε κάτι σαν κλαδάκια που σπάνε και μέσα στην ηρεμία της βραδιάς κι ο παραμικρός ήχος ακουγόταν σαν βροντή. Ο Βυλτώρ φορούσε ακόμη τη μαύρη κάπα και την κουκούλα του. Στράφηκε αποφασιστικά προς τους θάμνους. Εκείνες τις περίεργες μέρες τα πάντα μπορούσαν να συμβούν. Το πιο ασήμαντο γεγονός, στο οποίο υπό κανονικές συνθήκες κανένας δε θα έδινε σημασία, εκείνον τον καιρό αν δεν εκλαμβανόταν σοβαρά θα μπορούσε να αποβεί μοιραίο. Ο κάθε ήχος και κίνηση μπορούσαν να έχουν βαθύτερη έννοια και ν’ αποσκοπεί σε κάτι. Ο χρόνος που είχε περάσει ο Βυλτώρ μέσα σε δάση και ερημιές του είχε διδάξει ότι δε μπορούσε να εμπιστευτεί κανέναν και τίποτα.

Με μια γρήγορη κι αποφασιστική κίνηση κατέβασε την κουκούλα του, σήκωσε τα χέρια του και τράβηξε από τη θήκη στην πλάτη του ένα τεράστιο κοφτερό σπαθί που βρισκόταν καλά κρυμμένο κάτω από τη βαριά κάπα του.

Page 139: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 139 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Με το σπαθί προτεταμένο ήταν έτοιμος ν’ αντιμετωπίσει τα πάντα. Εν τω μεταξύ, τα δύο αγόρια είχαν μείνει άναυδα στη θέα του σπαθιού που τους πλησίαζε. Η αστραφτερή λάμα προκαλούσε αντανακλάσεις στα μάτια τους, με αποτέλεσμα αυτά να δακρύσουν. Ο Λέανδρος πέρασε το χέρι του στο στόμα του Βόρυ για να μη μιλήσει και να μην κινηθεί. Τα ξερά κλαδιά από τους θάμνους τους είχαν προδώσει. Στην προσπάθειά τους όμως να παραμείνουν κρυμμένοι είχαν αμελήσει να προνοήσουν να είναι πιο προσεχτικοί στις κινήσεις τους. Ο Βόρυς είχε γουρλώσει τα μάτια του και κοίταζε φοβισμένος τη γυαλιστερή λάμα που κατευθυνόταν προς το μέρος του. Ο Λέανδρος δεν είχε πολλά να σκεφτεί. Το είχε πάρει απόφαση. Δεν υπήρχε λόγος να κρύβονται πια.

«Μην ανησυχείς Βόρυ» του ψιθύρισε προσπαθώντας να τον καθησυχάσει. «Για κάποιο λόγο ο Βυλτώρ είναι εδώ για το καλό σου, άρα δε θα μας βλάψει. Πρέπει να φανερωθούμε». Ο Βόρυς δεν μπορούσε να του απαντήσει με το χέρι του Λέανδρου να του κλείνει το στόμα. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να κουνάει το κεφάλι του, αποδοκιμάζοντας φανερά την ιδέα του Λέανδρου. Ήλπιζε τουλάχιστον μια φορά να τον άκουγε και να μην έπραττε αυτό που είχε στο μυαλό του. Το μόνο που ευχόταν τώρα ο Βόρυς ήταν να μπορούσε να γυρίσει το χρόνο πίσω, πριν λίγη ώρα, όταν ο Λέανδρος είχε τη φαεινή ιδέα ν’ ακολουθήσει μαζί του τον Βυλτώρ. Τώρα θα βρισκόταν στο κρεβάτι του και δε θα κινδύνευε να τον σφάξει. Ο Λέανδρος δεν του έδωσε σημασία. Με γρήγορες κινήσεις τον άρπαξε από τον ώμο και τον σήκωσε όρθιο. Το βλέμμα τους αντίκρισε το ξαφνιασμένο βλέμμα του Βυλτώρ. Σίγουρα αυτό ήταν κάτι που δεν περίμενε να δει. Δεν άργησε να καταλάβει τι είχε συμβεί.

«Σε υποτίμησα Λέανδρε, η επιπολαιότητά σου όμως μόνο σε μπελάδες θα σε φέρνει» του είπε κατεβάζοντας το σπαθί του και τοποθετώντας το στην αρχική του θέση. Περίμενε να δει τα πάντα πίσω από τους θάμνους. Από τον πιο μεγάλο κίνδυνο μέχρι τον πιο μικρό. Το χειρότερό του σενάριο όμως ήταν, και αυτό που τελικά αποδείχτηκε ότι ήταν αλήθεια, ο Βόρυς να περιφέρεται άοπλος κι απροστάτευτος στους εξωτερικούς χώρους του ορφανοτροφείου. Οργή τον κυρίεψε εξαιτίας της απερισκεψίας τους.

«Είστε και οι δύο ανόητοι. Με ακολουθήσατε αγνοώντας τους κινδύνους που παραμονεύουν πίσω από κάθε σκιά» η φωνή του ήταν ήρεμη κι αρκετά χαμηλόφωνη, από τα μάτια του όμως πετάγονταν σπίθες οργής. Ο Λέανδρος δεν τον εμπιστευόταν και δεν είχε κανένα πρόβλημα να του το δείξει.

Page 140: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

140 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Αντί να σου δώσουμε εμείς εξηγήσεις για κάτι που έγινε και δεν μπορεί ν’ αλλάξει, ίσως θα ήταν καλύτερα να μας εξηγήσεις εσύ τι ήταν όλα αυτά που συζητούσες με τη Γλαφύρα». Ο Βυλτώρ τον κοίταξε και χαμογέλασε. Αναγνώριζε το θράσος του μικρού δεκαπεντάχρονου. Έβλεπε τον εαυτό του σ’ αυτόν και γι’ αυτό εκνευριζόταν περισσότερο.

«Υπάρχουν καταστάσεις που δε θα μπορούσατε να κατανοήσετε ακόμα κι αν ήθελα να σας μιλήσω γι’ αυτές. Γιατί η αλήθεια είναι ότι δε θέλω κι ούτε πρόκειται να το κάνω». Τα λόγια του αντήχησαν σαν προσβολές στα αυτιά του Λέανδρου. Η περιφρόνηση του Βυλτώρ τον εξόργιζε. Ο Βόρυς ακόμα δεν είχε συνέλθει από την τρομάρα του. Το μόνο που ήθελε ήταν να μπει μέσα και να γυρίσει στο ζεστό του κρεβάτι. Ήθελε να κλείσει τα μάτια του κι όταν τα ξανάνοιγε τίποτα από όλα αυτά να μην είχε συμβεί. Η βραδιά είχε πάρει απρόσμενη τροπή. Όχι ότι περίμενε ότι θα τους έβγαζε σε καλό η νυχτερινή τους εξόρμηση. Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει. Ούτε στον ύπνο του ούτε στον ξύπνιο του πλέον δε θα μπορούσε να είναι ασφαλής. Η ανασφάλεια είχε πλέον ριζώσει μέσα του. Πέρα από αυτά ένιωθε τον αναβρασμό στην ψυχή του Λέανδρου για τη στάση του Βυλτώρ. Δεν είχε πλέον άλλη δύναμη. Δεν ήθελε να μάθει τίποτα από όσα συνέβαιναν κι ούτε να μπλέξει σε φασαρίες με τον Βυλτώρ. Ο Λέανδρος ήταν έτοιμος να ορμήσει στον Βυλτώρ εκφράζοντας για μια ακόμη φορά το θυμό του με τον μοναδικό τρόπο που ήξερε. Ο Βόρυς τον ακούμπησε στο μπράτσο προσπαθώντας να τον ηρεμήσει.

«Ας επιστρέψουμε στο δωμάτιο Λέανδρε» του είπε ξέπνοα κοιτάζοντάς τον έντονα μέσα στα μάτια, «αύριο με καθαρό μυαλό θα το συζητήσουμε, τώρα δεν είναι ούτε το μέρος ούτε κι η στιγμή κατάλληλη». Ο ήρεμος τόνος της φωνής του, χαλιναγώγησε την έξαψη του Λέανδρου. Του φάνηκε κουρασμένος και απογοητευμένος. Τα μάτια του ήταν σκοτεινά, χωρίς τη σπιρτάδα και τη ζωντάνια που είχε συνηθίσει να διακρίνει μέσα σ’ αυτά. Είχε ξεπεράσει τον εαυτό του σήμερα ο Βόρυς και δεν ήθελε να τον επιβαρύνει άλλο. Ο Λέανδρος του έγνεψε συγκαταβατικά, κι ακολούθησε τον Βυλτώρ στην επιστροφή για τον κοιτώνα τους.

«Τι συμβαίνει Ζηνοβία;» ρώτησε τη διευθύντρια ο Μάγνος φανερά

έκπληκτος με την εικόνα που αντίκρισε μπροστά του. «Δεν πιστεύω να σκέφτεσαι να κάνεις αυτό που φαντάζομαι;»

Page 141: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 141 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Δεν έχουμε άλλη επιλογή εδώ που έφτασαν τα πράγματα. Ο Αρσένιο είναι ο μόνος που μπορεί να παρακολουθήσει τις κινήσεις της Σελίμα. Πρέπει να τον ελευθερώσω».

«Και πως είσαι σίγουρη ότι θα βοηθήσει; Σ’ έχει προδώσει στο παρελθόν. Γιατί πιστεύεις ότι τώρα θα είναι με το μέρος σου;»

«Τα χρόνια που πέρασε στη μοναξιά και το σκοτάδι είμαι σίγουρη ότι τον βοήθησαν ν’ αναθεωρήσει τα πράγματα. Δεν έχω άλλη επιλογή Μάγνο. Αυτός είναι η τελευταία μου ελπίδα».

«Εγώ δεν είμαι πολύ σίγουρος γι’ αυτό που πας να κάνεις. Δεν αλλάζει εύκολα η καρδιά που θέλει την εξουσία και δύναμη. Όσα χρόνια κι αν περάσουν είναι άσβεστη η δίψα που σε καίει και μόνο μ’ έναν τρόπο θα καταφέρεις να τη σβήσεις και να ηρεμήσεις». Ο Μάγνος έκανε μια μικρή παύση ξεροκαταπίνοντας και προσπαθώντας να αποφύγει την εμφάνιση ενός σπασίματος στα χείλη. «Φαντάζομαι το ίδιο ισχύει για τον Αρσένιο». Ο Μάγνος κοιτούσε τη Ζηνοβία στα μάτια. Το βλέμμα του ήταν σκοτεινό. Η Ζηνοβία δεν μπορούσε να διακρίνει κάποιο συναίσθημα στα λόγια του. Μιλούσε παθητικά, λες και του υπαγόρευαν τα λόγια του. Ήξερε ότι οι δύο άντρες ήταν παλιοί γνώριμοι.

«Γνωρίζω καλά ότι οι σχέσεις σου με τον Αρσένιο δεν ήταν οι καλύτερες». Η Ζηνοβία είχε πείσει τον εαυτό της ότι ήθελε να πράξει σύμφωνα με την κρίση της. «Μην ανησυχείς. Τίποτα δε θα συμβεί. Ο Αρσένιο είναι αποδυναμωμένος. Θα του πάρει αρκετό καιρό να βρει τις δυνάμεις του. Ελπίζω μόνο να μην αργήσει πολύ γιατί θα τον χρειαστώ άμεσα. Μόνο αυτός μπορεί να έρχεται σ’ επαφή με τη Σελίμα. Θέλω να ξέρω τι σκέφτεται και ποια θα είναι τα επόμενα βήματά της. Έχεις καμία καλύτερη ιδέα;»

Ο Μάγνος δεν απάντησε αμέσως. Άφησε λίγα λεπτά να περάσουν σκεπτικός. Στο τέλος δεν είχε παρά να συμφωνήσει με τη Ζηνοβία.

«Εσύ ξέρεις καλύτερα Ζηνοβία. Δε θα σου πάω κόντρα. Φαίνεται ότι είσαι απελπισμένη. Ελπίζω μόνο να είσαι σίγουρη γι’ αυτό που πας να κάνεις. Εγώ σε προειδοποίησα». Το χαμόγελο του ξέφυγε τελικά. Το καταπίεζε πολύ ώρα, όμως πλέον δεν μπορούσε να το χαλιναγωγήσει. Ήλπιζε μόνο να μην είχε γίνει αντιληπτό. Θα έχει ενδιαφέρον η εξέλιξη της βραδιάς.

Η Ζηνοβία άνοιξε ξανά την κουρτίνα. Ο καθρέπτης ήταν άδειος ώσπου άρχισε να εμφανίζεται πάλι από το βάθος η μαύρη σκιά. Η Ζηνοβία κοντοστάθηκε. Έπρεπε να είναι απόλυτα σίγουρη γι’ αυτό που επρόκειτο να κάνει. Έφερε στο νου της τις πιο αιματηρές στιγμές του μεγάλου πολέμου. Όλους αυτούς που χάθηκαν στη μάχη. Θυμήθηκε τον πόνο, τη δυστυχία, τον

Page 142: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

142 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

οδυρμό όσων έμειναν για τον χαμό των δικών τους ανθρώπων. Θυμήθηκε τη γνωριμία της με τον Αρσένιο, πώς την πλησίασε Μα πάνω απ’ όλα σκέφτηκε τα ορφανά τα δικά της και τα εκατοντάδες άλλα που βρίσκονταν εκεί έξω και τα ακόμα περισσότερα που θα δημιουργηθούν αν δε ληφθούν άμεσα μέτρα. Αποφασισμένη κοίταξε μέσα στον καθρέπτη. Η μαύρη φιγούρα είχε πλησιάσει πολύ κοντά της. Έστεκε μπροστά της έτοιμος ν’ αποκτήσει ξανά υλική υπόσταση και ν’ απολαύσει όλες τις χαρές της ζωής που είχε στερηθεί τόσα χρόνια μέσα στον καθρέπτη. Μα πιο πολύ απ’ όλα ποθούσε να νιώσει τον αέρα να περνάει από τα ρουθούνια του και να γεμίζει τα πνευμόνια του, να νιώσει το αίμα του να ρέει ζεστό στις φλέβες του ώστε να δώσει πνοή στο κορμί του. Είχε έρθει επιτέλους η στιγμή που θα έπινε, θα γευόταν τα φαγητά, θα μύριζε τον αέρα και θα ένιωθε με το σώμα του όλες τις αισθήσεις.

Η Ζηνοβία σήκωσε ψηλά τα χέρια της κι έκλεισε τα μάτια της. Ο Μάγνος αποτραβήχτηκε στην πίσω γωνία αδημονώντας να δει τη συνέχεια. Η Ζηνοβία μουρμούριζε μέσα από τα δόντια λόγια μιας γλώσσας αρχαίας και ξεχασμένης από καιρό. Όσο περνούσαν τα λεπτά, τόσο ανύψωνε τον τόνο της φωνής της. Το μουρμουρητό της ήταν συνεχόμενο χωρίς να κάνει καμία παύση. Επαναλάμβανε διαρκώς το ίδιο στιχάκι με σταδιακά αυξανόμενο ρυθμό και ένταση. Ξαφνικά ένα κύμα αέρα διαπέρασε το δωμάτιο. Οι βαριές βελούδινες κουρτίνες που κάλυπταν τον καθρέπτη παραδίνονταν στη θέληση και τη δύναμη του αέρα και χόρευαν στο ρυθμό που τους επέβαλλε. Η ένταση της Ζηνοβίας όλο και αυξανόταν και παράλληλα αυξανόταν και η ισχύς του αέρα. Σαν να έπαιρνε ενέργεια ο αέρας από το σθένος της φωνής της. Πλέον δεν επρόκειτο για ένα φυσιολογικό φύσημα. Είχε σχηματιστεί μια μάζα που στριφογυρνούσε γύρω από τον εαυτό της ακατάπαυστα. Τα λόγια της διευθύντριας ήταν η τροφή του, του έδιναν ζωή και τον ενίσχυαν όλο και περισσότερο.

Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ήταν σε θέση να διακρίνουν το κωνοειδές σχήμα που ξεπρόβαλλε με γοργούς ρυθμούς κι ότι πολύ σύντομα ο ανεμοστρόβιλος θα ρήμαζε τα πάντα στο διάβα του μέσα στο δωμάτιο. Τα διάφορα αντικείμενα δε θα έμεναν ανέπαφα στην ισχύ του. Μέσα σε δευτερόλεπτα χαρτιά, μικρά ελαφριά αντικείμενα, αιωρούνταν στον αέρα υποταγμένα στη θέληση του ανεμοστρόβιλου. Τα μακριά γαλάζια μαλλιά της Ζηνοβίας είχαν ξελυθεί από τον περίτεχνο κότσο που τα χτένιζε πάντα και ξεχύθηκαν κι αυτά στη μανιασμένη ορμή του αέρα. Ο Μάγνος, βλέποντας την εικόνα που επικρατούσε, κρύφτηκε πίσω από ένα μπαούλο για να

Page 143: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 143 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

προστατευτεί από τα αιωρούμενα αντικείμενα που με τη φόρα που είχαν μετατράπηκαν σε φονικά όπλα.

Η Ζηνοβία από την άλλη παρέμενε απαθής. Συνέχιζε στο ίδιο τέμπο χωρίς να κουνηθεί καθόλου και χωρίς ν’ ανοίξει τα μάτια της. Η κατάσταση χειροτέρευε σταδιακά στο δωμάτιο. Τα αντικείμενα που αιωρούνταν χτυπούσαν με μανία πάνω στους τοίχους και πάνω σε ξύλινες επιφάνειες. Ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός και το θέαμα τρομαχτικό. Ο ανεμοστρόβιλος είχε πλέον μεγαλώσει αρκετά και είχε τοποθετηθεί ανάμεσα στη Ζηνοβία και τον καθρέπτη. Με μία αστραπιαία κίνηση η Ζηνοβία ένωσε με δύναμη τα χέρια της κι ο ανεμοστρόβιλος υπακούοντας στη διαταγή της χύθηκε σαν ρυάκι μέσα στον καθρέπτη. Ο Αρσένιο βλέποντας τη δίνη να πλησιάζει απειλητικά κατά πάνω του κινήθηκε δειλά προς τα πίσω. Η ορμή ήταν τόσο μεγάλη όμως, που δε μπορούσε να ξεφύγει όσο γρήγορα κι αν έτρεχε. Ο ανεμοστρόβιλος άρχισε να περιστρέφεται ακόμα πιο γρήγορα. Η σκιά του φυλακισμένου άντρα ενσωματώθηκε με τη δίνη που τώρα είχε πάρει μαύρο χρώμα. Η Ζηνοβία απέξω συνέχιζε στον ίδιο αμείωτο ρυθμό.

Όταν χτύπησε δεύτερη φορά τα χέρια της δυνατά στον αέρα, ο ανεμοστρόβιλος βγήκε έξω από τον καθρέπτη. Στάθηκε μπροστά από τη Ζηνοβία συνεχίζοντας την περιστροφή του με αμείωτο ρυθμό. Σύντομα η μαυρίλα αραίωσε, και τη θέση της άυλης μάζας στον πάτο του ανεμοστρόβιλου πήραν δύο πόδια. Όσο πιο γρήγορα γινόταν η περιστροφή τόσο ξετυλιγόταν σιγά σιγά το σώμα του Αρσένιου από κάτω προς τα πάνω. Η Ζηνοβία συνέχισε να επαναλαμβάνει τον ίδιο στίχο ώσπου αποκαλύφθηκε ολόκληρο το σώμα του άντρα. Μόλις έκανε την εμφάνισή του ένα καστανό σγουρό κεφάλι με κλειστά τα μάτια κι ένα χαμόγελο ευτυχίας κολλημένο στα σαρκώδη του χείλη, ο ανεμοστρόβιλος εξαφανίστηκε όσο απροειδοποίητα είχε εμφανιστεί. Όλα τα αντικείμενα που αιωρούνταν έπεσαν κάτω με δύναμη προκαλώντας έναν εκκωφαντικό κρότο. Κανένας δε φάνηκε να νοιάζεται γι’ αυτό μιας κι όλοι ήταν αποσβολωμένοι από τη μαγική εμφάνιση του γυμνού σώματος του Αρσένιο, που στεκόταν στο ίδιο σημείο, ακουμπώντας το σώμα του μην μπορώντας να πιστέψει ότι είχε αποκτήσει την υλική του υπόσταση.

Ο Μάγνος βγήκε από την κρυψώνα του και σαν είδε τον παλιό του γνώριμο απέραντη χαρά κυρίεψε την ψυχή του. Έβγαλε την κάπα που φορούσε και του την πρόσφερε για να καλύψει τη γύμνια του. Η Ζηνοβία αποδυναμωμένη, στηρίχτηκε από το γραφείο για να μην πέσει κάτω. Είχε χρησιμοποιήσει όλη της την ενέργεια για να επαναφέρει τον Αρσένιο και μέχρι να ανακτήσει όλες τις δυνάμεις της έπρεπε να ξεκουραστεί.

Page 144: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

144 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Δεν το πιστεύω ότι έχω ξανά το σώμα μου. Περίμενα πολλά χρόνια γι’ αυτή τη στιγμή και μου φαίνεται απίστευτο που επιτέλους ήρθε. Θέλω ν’ απολαύσω τα πάντα».

Ο Αρσένιο χόρευε μέσα στο δωμάτιο δοκιμάζοντας τις δυνάμεις του. Η Ζηνοβία όμως, γρήγορα του έκοψε τον αέρα.

«Μη βιάζεσαι, πρώτα έχεις μια δουλειά και μετά κάνε ό,τι θες». Ο Αρσένιο κοίταξε τη Ζηνοβία χαμογελώντας. Τα σκουρόχρωμα μάτια

του γυάλιζαν ενώ το χαμόγελό του έκρυβε πολλά. «Δεν μπορείς ν’ αφήσεις έναν άνθρωπο να χαρεί, έτσι; Κάτι θα κάνουμε

και γι’ εσένα. Η εκδίκηση θα είναι γλυκιά και θα έρθει σύντομα». «Για ποια εκδίκηση μιλάς;» Η Ζηνοβία προσπάθησε ν’ ανασηκωθεί,

μάταια όμως, ήταν ακόμα ανήμπορη. «Δε θα κάνεις τίποτα στη Σελίμα. Θ’ ακολουθήσεις τις διαταγές μου και σύμφωνα μ’ αυτές θα πορευτείς».

«Δεν κατάλαβες καλά, Ζηνοβία». Ο Αρσένιο την πλησίασε και στάθηκε από πάνω της δείχνοντάς της ποιος έκανε κουμάντο τώρα. «Δεν είμαι χαζός να εναντιωθώ στη Σελίμα. Ξέρεις, με τις δυνάμεις που έχει θα προτιμούσα να την είχα με το μέρος μου κι όχι εναντίον μου. Δε νομίζω ότι θα μπορούσα ν’ αντιμετωπίσω ποτέ μια τόσο ισχυρή μάγισσα. Από την άλλη, εσύ στην κατάσταση που βρίσκεσαι τώρα δε θα μπορέσεις να μου κάνεις κάποιο κακό και θα είναι πιο εύκολο να σε εξουδετερώσω».

Η Ζηνοβία έμεινε αποσβολωμένη, ούτε τολμούσε να σκεφτεί τι είχε συμβεί.

«Τι λες; Νομίζεις πώς μπορείς να με αντιμετωπίσεις; Μπορεί τώρα να μην μπορώ να κάνω πολλά πράγματα, όμως κι εσύ είσαι το ίδιο ανήμπορος μ’ εμένα».

Ο Αρσένιο γέλασε δυνατά και πλησίασε σε απόσταση αναπνοής το πρόσωπο της Ζηνοβίας. Μπορούσε να νιώσει τη ζεστή του ανάσα ν’ ακουμπάει το πρόσωπό της.

«Γι’ αυτό κι εγώ προνόησα και δεν είμαι μόνος μου. Εσύ από την άλλη δεν έχεις να στραφείς σε κάποιον τη δεδομένη στιγμή».

Η Ζηνοβία έντρομη στράφηκε προς τον Μάγνο. Η υπόνοια πως ένας από τους πιο έμπιστους καθηγητές της την είχε προδώσει την καθιστούσε ακόμα πιο ανίσχυρη.

«Τα πράγματα δεν έρχονται πάντα όπως τα προγραμματίζουμε. Πήγα να σε προειδοποιήσω να μην τον ελευθερώσεις, όμως τώρα που το έκανες βοήθησες τον ίδιο κι εμένα, ενώ έφερες τον εαυτό σου σε πολύ δύσκολη θέση».

Page 145: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 145 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο Αρσένιο γέλασε δυνατά διακόπτοντάς τον. «Ναι, έκανες πολύ καλή δουλειά. Παραλίγο να πείσεις κι εμένα να μη

με ελευθερώσει» του είπε κλείνοντάς του το μάτι. Ο Μάγνος του έριξε μια περιφρονητική ματιά και τον αγνόησε.

Πλησίασε τη διευθύντρια και της έπιασε το χέρι. Η Ζηνοβία προσπάθησε ν’ αποτραβηχτεί, όμως ο ψηλός άντρας την κρατούσε σφιχτά κι αυτή δεν είχε ακόμα τη δύναμη να του αντισταθεί.

«Δεν έχεις τη δύναμη να με βλάψεις Μάγνο. Ξέρεις καλά ότι μόνο όσοι κατάγονται από τον λευκό κύκλο των ρόδων μπορούν να εξοντώσουν ο ένας τον άλλον. Όσοι είναι έξω από τον κύκλο δεν μπορούν να μας αγγίξουν».

«Λες και δεν το ξέραμε αυτό» σχολίασε ο Αρσένιο. «Όλες εσείς οι μάγισσες είστε προστατευμένες από όλους εκτός από μεταξύ σας. Πού να το ήξερες ότι η ίδια σου η αδερφή θα ήθελε να σε βγάλει από το προσκήνιο». Συνέχιζε να γελάει ενώ ταυτόχρονα καταβρόχθιζε με μανία ένα μήλο που βρήκε πάνω στο μικρό τραπεζάκι.

«Σταμάτα επιτέλους ανόητε» του φώναξε ο Μάγνος. «Πάντα υπάρχει μια λύση Ζηνοβία. Η Σελίμα φυσικά δεν μπορούσε να μας κάνει την τιμή να έρθει αλλά η αντικαταστάτριά της όμως είναι ισάξιά της».

«Καλησπέρα Ζηνοβία», μια γυναικεία χαμηλή φωνή ακούστηκε από την πόρτα.

Στο άκουσμα της φωνής, η Ζηνοβία έστρεψε έντρομη το κεφάλι της προς την πόρτα. Εκεί στεκόταν μια γυναικεία φιγούρα. Ήταν ψηλή και το σώμα της ήταν καλοσχηματισμένο. Φορούσε καφέ ρούχα και οι ώμοι της και τα χέρια της ήταν ακάλυπτα. Από τη μαύρη κάπα που έδενε με μια χρυσή πόρπη ξεπρόβαλλαν τα μακριά ξανθά της μαλλιά, ενώ από το λαιμό της κρεμόταν ένα φιαλίδιο που ήταν περασμένο σε χρυσό κορδόνι και γεμάτο με γαλάζιο υγρό που λαμπύριζε. Τα μάτια της ήταν άσπρα σαν καθρέπτης και σπίθες ξεπετάγονταν από μέσα τους. Το φονικό της βλέμμα μπορούσε να λυγίσει τον πιο γενναίο άνθρωπο. Φαινόταν δυνατή και η αποστομωτική της αυτοπεποίθηση δεν πήγαζε από τις υπερφυσικές της δυνάμεις. Στεκόταν ατάραχη και απολάμβανε την εικόνα της ανήμπορης γυναίκας, παίρνοντας μεγάλη ευχαρίστηση βλέποντας την κατάντια της.

Η έντρομη Ζηνοβία στηριζόταν από το γραφείο της, ο Μάγνος της κρατούσε ακόμα το χέρι για να μην πέσει κάτω, ενώ ο Αρσένιο κατέβαζε αμάσητο ένα ακόμα μήλο. Μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία της κοπέλας έβγαλε μια κραυγή και κρύφτηκε τρέχοντας πίσω από το μεγάλο μαρμάρινο γραφείο της Ζηνοβίας. Ο Μάγνος δεν έμεινε ασυγκίνητος στη θέα της

Page 146: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

146 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τρομαχτικής παρουσίας. Άφησε απότομα το χέρι της Ζηνοβίας, ρίχνοντας ένα βλέμμα οίκτου προς τη διευθύντρια και αποσύρθηκε αθόρυβα από το δωμάτιο με έντονο το αίσθημα της αυτοπεποίθησης ότι όλα είχαν πάει όπως αναμενόταν. Η Ζηνοβία, ανήμπορη να κινηθεί, τα έβαζε με τον εαυτό της που έπεσε σ’ αυτήν την καλοστημένη παγίδα. Οι δυνάμεις της, την είχαν εγκαταλείψει τελείως. Ένιωθε ότι τα πόδια της δε θα βαστούσαν για πολύ το βάρος του κορμιού της κι ότι θα έχανε τις αισθήσεις της. Η μοίρα της ήταν πλέον διαγεγραμμένη. Κοίταξε την κοπέλα στα μάτια. Αυτή ήταν λοιπόν. Είχε πολλά χρόνια να τη δει. Μηχανικά τα χέρια της χάιδεψαν τις μικρές ανεπαίσθητες ουλές που είχε κάτω από μάτια της, μόνιμη υπενθύμιση του βάρους που είχε μέσα στην καρδιά της όλα αυτά τα χρόνια. Σε κάθε δύσκολη κατάσταση που αντιμετώπιζε, πάντα τα χέρια της έψαχναν να βρουν τις πληγές της, να θυμηθεί η καρδιά της τον πόνο εκείνης της μέρας και ν’ απαλύνει τη στεναχώρια που την ταλαιπωρούσε εκείνη τη στιγμή. Τίποτα δεν ήταν χειρότερο από εκείνη τη μέρα.

Την τελευταία φορά που την είδε κρεμόταν από τον γκρεμό στο φαράγγι του πόνου και της θλίψης, με τα δακρυσμένα παιδικά της μάτια να την ικετεύουν να μην την αφήσει να πέσει. Η Ζηνοβία έβαλε όλη της τη δύναμη για να την κρατήσει. Η εικόνα του απόλυτου χάους που απλωνόταν κάτω από τα πόδια της μικρής, της προκαλούσε πανικό.

«Φοβάμαι, γλιστράει το χέρι μου» φώναζε κλαίγοντας το μικρό κορίτσι. «Μη με αφήσεις». Τα ουρλιαχτά της μικρής ήταν μαχαίρι στην καρδιά της Ζηνοβίας. Ο δυνατός άνεμος και το τσουχτερό κρύο δυσκόλευαν την προσπάθειά της να την τραβήξει πάνω. Ο μικρός συνομήλικος αδερφός της ήταν γαντζωμένος πάνω στο σώμα της νεαρής γυναίκας, και διατηρώντας την ψυχραιμία του μπροστά σ’ αυτό που συνέβαινε τραβούσε, με όση δύναμη μπορούσε να έχει ένα πεντάχρονο αγόρι, το χέρι της. Οι διαθέσεις του ανέμου όμως ήταν άγριες κι εδώ και ώρα προσπαθούσε να πετύχει αυτό που η Ζηνοβία προσπαθούσε με νύχια και με δόντια ν’ αποτρέψει. Δεν μπορούσε να τα βάλει όμως με τα στοιχεία της φύσης, το γυμνό της χέρι είχε κοκαλώσει και το μικρό κορίτσι έχανε σταδιακά τις αισθήσεις του από την έλλειψη οξυγόνου. Το γυμνό βραχώδες τοπίο και η άπατη χαράδρα την καλούσαν να γίνει ένα μαζί τους και ν’ απαρνηθεί τη ζωή της. Η πίεση που δέχονταν και οι δύο ήταν μεγάλη κι η δύναμη που τους είχε απομείνει μικρή.

Το χέρι της μικρής άρχισε να γλιστράει, ώσπου τελικά αποκολλήθηκε από το χέρι της νεαρής γυναίκας. Οι δυο τους αντάλλαξαν μια τελευταία ματιά. Οδυρμός και τρόμος διαγράφηκαν στα μάτια τους. Από τη μια οδυρμός

Page 147: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 147 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

για το άγνωστο και τρόμος για την βίαιη πρόσκρουση, από την άλλη οδυρμός για τον χαμό του μικρού παιδιού και τρόμος για την επόμενη μέρα και τη ζωή χωρίς αυτήν. Το κοριτσάκι, προτού χαθεί κάτω από τα σύννεφα κι εξαφανιστεί τελείως, ύψωσε τα χεράκια του ψηλά σε μια απέλπιδα προσπάθεια να την αγκαλιάσει, αναζητώντας τη θέρμη του κορμιού της για να την προετοιμάσει.

Αντί για θαλπωρή που έψαχνε την περίμενε μία αφιλόξενη και τραχιά αγκαλιά στο τέλος της ανεξέλεγκτης πορείας της. Η πτώση της συνοδεύτηκε από την κραυγή απελπισίας της Ζηνοβίας που αντήχησε σ’ όλη τη χαράδρα και προκάλεσε και τους ογκώδεις βράχους να ριγήσουν μπροστά στο θρήνο της. Λόγω του πολικού ψύχους τα δάκρυα που κύλησαν στα μάγουλά της ήταν παγάκια που της χάραξαν το πρόσωπο κατά την κάθοδό τους, αφήνοντας ανεξίτηλα σημάδια. Αγκάλιασε σφιχτά το αγόρι, που παραδόξως ήταν ατάραχο σε όσα είχε γίνει μόλις μάρτυρας, γυρεύοντας παρηγοριά. Δεν τολμούσε να κοιτάξει κάτω, ο πόνος της ήταν βαθύς και της μαράζωνε την καρδιά.

Ο μικρός όμως, ακόμα ψύχραιμος, άνοιξε τα μάτια του και με το μικροσκοπικό του χεράκι έδειξε τον μακρινό ορίζοντα. Τα υγρά και θολωμένα μάτια της Ζηνοβίας ακολούθησαν τνο δείκτη του μικρού παιδιού. Η καρδιά της επανήλθε στους κανονικούς της χτύπους στη θέα του χρυσού κοριτσιού καβάλα σ’ ένα λευκό άλογο που είχε ανοίξει ρότα προς αντίθετη κατεύθυνση. Τα δάκρυα της ήταν τώρα δάκρυα χαράς γιατί τουλάχιστον η μικρή είχε σωθεί. Η ηρεμία της ψυχής δεν αποκαταστάθηκε όμως, διότι το άλογο της ήταν γνώριμο κι αμέσως συνειδητοποίησε ότι σε λίγα χρόνια η μικρή, σαν υποχείριο πλέον του ιδιοκτήτη του, θα επέστρεφε να της ζητήσει το λόγο που ήταν τόσο αδύναμη και δεν την προστάτεψε.

Η ώρα είχε έρθει λοιπόν που η κοπέλα θα έπαιρνε την εκδίκησή της. Κάτι λιγότερο από δεκατρία χρόνια μετά, το μικρό κοριτσάκι εμφανίστηκε ξανά μπροστά της και στεκόταν στην πόρτα του γραφείου της και την απειλούσε. Ήξερε ότι η πορεία της τελείωνε εκεί κι έπρεπε να έχει πίστη στη δύναμη της ψυχής των άλλων για να συνεχίσουν το έργο της. Τα βλέφαρά της ήταν βαριά κι έκλειναν. Καθώς έχανε τις αισθήσεις της βρήκε τη δύναμη να ψελλίσει μία λέξη.

«Δάειρα». Όταν κοίταξε το διάδρομο παρατήρησε ότι δεν είχε ξαναβρεθεί εκεί

μέσα. Ήταν σκοτεινός χωρίς καμιά πυγολαμπίδα να ζεσταίνει με τη λάμψη

Page 148: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

148 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

της ουράς της τον κρύο κι αφιλόξενο διάδρομο. Τα παράθυρα διαπερνούσε το θαμπό από την ομίχλη κόκκινο φως δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα τρομαχτική κι απόκοσμη. Η καρδιά της μικρής γοργόνας σφυροκοπούσε κι οι παλμοί της αυξάνονταν καθώς περνούσε η ώρα. Η Διώνη περπατούσε αργά προς το τέρμα του διαδρόμου όπου βρίσκονταν οι τουαλέτες της πτέρυγας. Βάδιζε ψηλαφίζοντας τους κρύους τοίχους. Το κρύο διαπερνούσε το κορμί της και της πάγωνε το αίμα, όμως δεν την πείραζε. Δεν μπορούσε να δει τίποτα μπροστά της κι ο παγωμένος τοίχος ήταν ο οδηγός της μέσα στο σκοτάδι.

Στο τέλος του διαδρόμου όπου βρίσκονταν οι τουαλέτες, ο δρόμος χωριζόταν στα δύο. Η Διώνη προσπαθούσε ν’ αφήνεται στις σκέψεις της για να μη σκέφτεται σε πόσο δύσκολη θέση βρισκόταν. Λίγο ακόμη έμεινε και δε θα ξαναβγώ βράδυ από τον κοιτώνα μου… μα τι ήταν αυτό; Μόλις είχε διασχίσει αστραπιαία το διάδρομο μία μαύρη φιγούρα. Λόγω της σκοτεινιάς δε μπόρεσε να διακρίνει κάποια χαρακτηριστικά. Και μόνο η ιδέα όμως ότι υπήρχε κάποιος τριγύρω μαζί της, την είχε κατατρομάξει. Κοκαλωμένη από τον φόβο της ακούμπησε ξανά τον τοίχο για να βρει τον δρόμο της. «Ψυχραιμία, είμαι μόνη μου στην πτέρυγα, κανένας δεν είναι μαζί μου», μιλούσε ψιθυριστά προσπαθώντας να ηρεμήσει. «Θα πάω στην τουαλέτα και θα φύγω από τον διάδρομο αυτή τη φορά. Θα πάω στον κοιτώνα μου και θα ξαπλώσω στο κρεβάτι μου. Αύριο που θα ξυπνήσω θα τα έχω ξεχάσει όλα», το πέτρινο χαμόγελο στα χείλη της δε ζέστανε την καρδιά της, που είχε κυριευτεί από φόβο κι ανησυχία. Η αίσθηση ενός χεριού στη μέση της, άνοιξε τα πνευμόνια της και μια κραυγή απελευθερώθηκε. Την κραυγή όμως δεν την άκουσε μιας κι ένα δυνατό χτύπημα στα πόδια την έριξε κάτω και μία μικροκαμωμένη παλάμη την κράτησε βίαια μέσα της.

«Θα μας κάψεις και τους δύο», η άγνωστη λεπτή φωνή της ψιθύριζε στο αυτί. «Καλά θα κάνεις να βιαστείς τότε γιατί δεν είσαι μόνη σου, λίγα δευτερόλεπτα νωρίτερα και θα έπεφτες πάνω της στη σκάλα. Μα τι σκεφτόσουνα και βγήκες έξω με αυτό το φεγγάρι;» Ακόμα η Διώνη δεν είχε δει ποιος της μιλούσε μιας και του είχε γυρισμένη την πλάτη. Ο άντρας ελευθέρωσε το στόμα της κι η γοργόνα πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Εγώ… δεν… ήξερα τι συνέβαινε», τα λόγια με το ζόρι βγήκαν. Γύρισε να κοιτάξει τον άγνωστο άντρα. Το πυκνό σκοτάδι κάλυπτε τα χαρακτηριστικά του, όμως της έκανε εντύπωση το πόσο μικροκαμωμένος ήταν. «Εσύ ποιος είσαι;» είχε αναθαρρήσει μιας και η εικόνα του δεν της προκαλούσε φόβο.

Page 149: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 149 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Είσαι τυχερή που σε είδα να διασχίζεις τη γέφυρα, αμέσως κατάλαβα ότι θα μας μπλέξεις όλους», ο άντρας σηκώθηκε όρθιος και της έδωσε το χέρι του για να τη σηκώσει. Έκπληκτη διαπίστωσε ότι έφτανε όσο περίπου τη μέση της. «Τι κοιτάς έτσι; δεν έχεις ξαναδεί νάνο;» Η Διώνη δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι είχε καρφώσει το βλέμμα της.

«Με συγχωρείς, απλά δεν περίμενα να συναντήσω κάποιον απόψε. Για ποια μιλάς ότι ήταν στη γέφυρα μαζί μου;»

«Μία τρομερή γυναίκα που καλά θα κάνεις να αποφύγεις. Δεν έχει καθόλου ενδοιασμούς, είναι απαίσια» είπε ο νάνος και έκρυψε με τα χέρια του το πρόσωπό του.

«Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Εσύ από πού ξεφύτρωσες, δεν σε έχω ξαναδεί».

«Κι ούτε πρόκειται να με ξαναδείς, εκτός αν συμβεί κάτι κακό. Εμφανίζομαι μόνο αν νιώσω ότι κάποιο από τα παιδιά έχουν πρόβλημα, επομένως αν σκοπεύεις να βρεθείς σε δύσκολη θέση τότε θα με ξαναδείς». Ο νάνος κοίταξε γύρω του μην τυχόν υπήρχε κάποιος που τους άκουγε. «Οι τουαλέτες είναι ευθεία μπροστά σου. Αυτή τη στιγμή ο διάδρομος είναι ελεύθερος, αλλά όχι για πολύ. Τι με κοιτάς σα χαζή; Τρέξε!»

Η γοργόνα δεν περίμενε να της το ξαναπεί. Έβαλε όση δύναμη είχε στα πόδια της κι κατευθύνθηκε προς τις τουαλέτες. Άνοιξε τη βαριά πόρτα και χωρίς δεύτερη σκέψη κρύφτηκε μέσα σ’ ένα από τα διαχωριστικά. Για πολύ ώρα έμεινε κουλουριασμένη εκεί μέσα προσπαθώντας ν’ αποκτήσει τον αυτοέλεγχό της. Ποιος ήταν αυτός ο νάνος; Για ποια γυναίκα του μιλούσε; Τι δουλειά είχε στο κάστρο; Χιλιάδες ερωτηματικά περνούσαν από το μυαλό της. Κάθισε κάτω ανακούρκουδα, έκρυψε το κεφάλι της μέσα στα πόδια της κι από πάνω έβαλε τα χέρια της. Ήθελε να μείνει κουλουριασμένη μέχρι το πρωί όταν με ασφάλεια υπό το φως του ήλιου θα μπορούσε να επιστρέψει στο δωμάτιό της. Η ώρα περνούσε. Το κάθε λεπτό της φαινόταν αιώνας κι απόλυτη ησυχία επιβάρυνε ακόμα περισσότερο την αγωνία της. Τα λεπτά περνούσαν και τίποτα δε συνέβαινε. Η καρδιά της είχε επιστρέψει στους κανονικούς της ρυθμούς κι η αναπνοή της επιβράδυνε.

«Μα τι κάνω;» Είχε πια ηρεμήσει και σηκώθηκε όρθια γεμάτη αυτοπεποίθηση. «Μ’ έχει επηρεάσει μάλλον το κόκκινο φεγγάρι και βλέπω πράγματα που δεν υπάρχουν. Η Ζηνοβία δε μας προειδοποίησε χωρίς λόγο να μην εκθέτουμε τον εαυτό μας στη λάμψη του. Έχασα τόσο χρόνο χωρίς λόγο». Έριξε λίγο νερό από τον λευκό μαρμάρινο νεροχύτη. Η αίσθηση κι η φρεσκάδα του δροσερού νερού τη συνέφεραν. Σήκωσε τα μάτια της και

Page 150: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

150 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

κοίταξε το είδωλό της στον καθρέφτη. Το βλέμμα της ήταν αγριεμένο και το πρόσωπό της χλωμό. Οι σταγόνες του νερού έρρεαν αβίαστα στα νεανικά της μάγουλα και της χάιδευαν απαλά το πρόσωπο. Αφού μάζεψε και τα τελευταία κομμάτια της χαμένης της αυτοσυγκρότησης, κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Το είχε πάρει απόφαση. Θα επέστρεφε μέσα από τους διαδρόμους του ορφανοτροφείου κι ας έκανε παραπάνω ώρα.

«Τι ήταν αυτό;» Μια σειρά όμως από εκκωφαντικούς θορύβους την καθήλωσαν στη θέση της. Συνεχείς και απερίγραπτα έντονοι. Το έδαφος στα πόδια της σείστηκε ελαφρά κι η δόνηση διαπέρασε το κορμί της σαν ανατριχίλα. Έμεινε μαρμαρωμένη εκεί, ανήμπορη να κουνηθεί. Η κάθε κίνηση του σώματός της ή της σκέψης, πίστευε ότι θα την έφερναν σε πολύ δύσκολη θέση. Η φασαρία συνεχίστηκε. Ακούγονταν σαν πράγματα να πέφτουν με δύναμη κάτω και να χτυπάνε τους τοίχους με μανία. Μπορούσε να διακρίνει πολύ καθαρά το θόρυβο του ανέμου που λυσσομανούσε. Το περίεργο όμως ήταν ότι όλη η φασαρία προερχόταν από το εσωτερικό του κάστρου κι όχι απέξω.

Ξαφνικά άκουσε τη μεγάλη πόρτα της τουαλέτας ν’ ανοίγει. Δεν τόλμησε να κουνηθεί από τη θέση της, σχεδόν δεν ανέπνεε. Με την άκρη του ματιού της μια περίεργη μορφή τράβηξε την προσοχή της. Ο μικροσκοπικός άντρας στάθηκε μπροστά της. Οι τουαλέτες είχαν ελάχιστο φωτισμό παρ’ όλα αυτά η μορφή του νάνου αποκαλύφθηκε μπροστά της. Ήταν ακόμα πιο κοντός και σχετικά παχύς. Τα κατσαρά του μαλλιά έπεφταν ατίθασα στο πρόσωπό του και τα έντονα χαρακτηριστικά του έκαναν την εικόνα του σχεδόν αστεία, τόσο που αν τον είχε συναντήσει σε κανονικές συνθήκες θα είχε γελάσει.

«Θα μου εξηγήσεις τι συμβαίνει επιτέλους;» άκουσε τον εαυτό της να ρωτάει τον άγνωστο με τα ιδιαίτερα φανταχτερά ρούχα. Αυτός όμως δεν απάντησε. Της έκανε απλά νόημα να σωπάσει φέρνοντας το κοντόχοντρο δάχτυλό του μπροστά από τα σαρκώδη χείλη του.

Γρήγορα βήματα άκουσε να διασχίζουν το διάδρομο και δυνατά γέλια έφτασαν στα αφτιά της. Δεν ήταν μόνο ένας. Όχι, δεν την ξεγελούσε πάλι η φαντασία της. Ήταν σχεδόν σίγουρη ότι κάποια άτομα στέκονταν έξω από τον διάδρομο. Δεν κουνιόταν καθόλου, σχεδόν δεν ανέπνεε. Η ώρα πέρασε και δεν άκουγε τίποτα πια. Η αρχική ησυχία είχε πάρει πάλι τη θέση της στους διαδρόμους της πτέρυγας.

Page 151: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 151 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Φύγε γρήγορα» της είπε ο άντρας με τη λεπτή φωνή. «Επέστρεψε στο θάλαμό σου και μη μιλήσεις σε κανέναν, αύριο ξημερώνει για το κάστρο μια καινούργια μέρα». Αυτό της είπε κι εξαφανίστηκε τρέχοντας προς την πόρτα.

Όταν άρχισε να συνέρχεται από το σοκ, δειλά, σύρθηκε μέχρι την πόρτα, την άνοιξε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε κι έβγαλε αργά το κεφάλι της έξω. Βγήκε αργά από την κρυψώνα της και κίνησε προς την κεντρική πόρτα. Η φασαρία είχε πλέον σταματήσει. Έστρεψε το βλέμμα της προς τα δεξιά απ’ όπου είχε την εντύπωση ότι είχε προέλθει ο τρομαχτικός θόρυβος. Ο διάδρομος φαινόταν ήσυχος και τίποτα δε φανέρωνε ότι κάτι συνταρακτικό συνέβαινε εκεί πέρα.

«Νομίζω τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή για να φύγω», με αργές κινήσεις σύρθηκε έξω από την πόρτα. Ο διάδρομος της επιστροφής ήταν στα αριστερά της, όμως παρόλο που ήταν αρκετά σκοτεινά, μπορούσε να διακρίνει μια λάμψη φωτός να προβάλλει από μια σχισμή. Η φαινομενική ηρεμία κι η έλλειψη κάποιας περίεργης δραστηριότητας έδωσαν θάρρος στην καρδιά της και περιέργεια αντικατέστησε το φόβο. Κοίταξε στα αριστερά της. Η ασφάλεια του δωματίου της σχεδόν της έγνεφε. Από την άλλη πλευρά όμως ένιωσε το φως να την οδηγεί κι επιτάχυνε το βήμα της προς εκείνο το σημείο.

Όταν έφτασε μπροστά από τη μισάνοιχτη πόρτα συνειδητοποίησε το μεγαλείο της. Δεν επρόκειτο για μια κοινή πόρτα σαν όλες τις άλλες στο ορφανοτροφείο. Ήταν μια τεράστια δίφυλλη μαρμάρινη πόρτα. Πάνω στο ένα μέρος της ήταν σκαλισμένο το ανάγλυφο ενός θλιμμένου λιονταριού με κατεβασμένο κεφάλι και μισόκλειστα μάτια. Τα πόδια του ήταν λυγισμένα, τσακισμένο από τις κακουχίες τις οποίες καλούνταν ν’ αντιμετωπίσει. Ενώ στο άλλο μισό έστεκε ένα περήφανο λιοντάρι, χαμογελαστό με ορθωμένο ανάστημα κοιτάζοντας μπροστά. Το βλέμμα του είχε τέτοια ζωντάνια που όποιος το κοιτούσε για αρκετά λεπτά, θαρρούσε ότι είχε ψυχή μέσα του κι ανά πάσα στιγμή θα ζωντάνευε.

«Το οικόσημο του ορφανοτροφείου!» φώναξε η Διώνη. «Αυτό πρέπει να είναι το γραφείο της Ζηνοβίας». Η χρυσή δέσμη που φώτισε τον δρόμο της στο διάδρομο προερχόταν από το χώρισμα της μισάνοιχτης πόρτας. Κινούμενη από την έκδηλη περιέργειά της, η Διώνη άπλωσε το χέρι κι έσπρωξε με δύναμη τη βαριά μαρμάρινη πόρτα. Γνώριζε καλά πως σχεδόν κάθε παιδί του ορφανοτροφείου θα ήθελε να ήταν στη θέση της αυτή τη στιγμή. Το γραφείο της Ζηνοβίας ήταν από τα απαγορευμένα δωμάτια του κάστρου. Κανένας μαθητής ποτέ δεν είχε διαβεί το κατώφλι κι η Διώνη ένιωθε τον ενθουσιασμό της να την παροτρύνει να κινηθεί πιο γρήγορα. Κανένας δε γνώριζε τι υπήρχε

Page 152: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

152 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μέσα στο γραφείο της διευθύντριας. Είχαν ακούσει ότι έκρυβε μέσα χιλιάδες θησαυρούς που τους προστάτευε η ίδια πάνω απ’ όλα.

Αυτό που αντίκρισε όμως όταν άνοιξε η βαριά πόρτα δεν ανταπεξήλθε στις προσδοκίες της. Γύρω της επικρατούσε ένα χάος. Τίποτα δε φαινόταν να είναι στη θέση του. Βιβλία, μικροέπιπλα, περίεργα αντικείμενα, όλα κείτονταν ακατάστατα στο πάτωμα δημιουργώντας ένα σωρό από σαβούρες. Τα περισσότερα έπιπλα ήταν αναποδογυρισμένα. Σε κάθε της βήμα ένιωθε κάτι να σπάει κάτω από τα πόδια της και να γίνεται χίλια κομμάτια. Οι πίνακες είχαν πέσει κάτω και κείτονταν με σπασμένα τα κάδρα τους, ενώ όσοι είχαν παραμένει κρεμασμένοι στη θέση τους, στην κυριολεξία πήγαιναν πέρα δώθε . Χοντρά δάκρυα έκαιγαν το πρόσωπό της. Δεν είχε φανταστεί τίποτα λοιπόν. Κάτι είχε συμβεί εκεί πέρα. Κοιτώντας διερευνητικά τον χώρο, ψάχνοντας να βρει μια ένδειξη που θα τη βοηθούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί, η θολή από τα δάκρυα ματιά της έπεσε πάνω σε μια βαριά βελούδινη κόκκινη κουρτίνα που σκέπαζε κάτι που έμοιαζε από το ξύλινο κάδρο του σαν καθρέφτης. Σκούπισε τα δάκρυα της με τα χέρια της, στάθηκε μπροστά από τη βελούδινη κουρτίνα και χωρίς δεύτερη σκέψη την τράβηξε.

«Ένας καθρέπτης……. που δεν είναι όμως καθρέπτης». Αυτό που αντίκρισε ήταν ένας καθρέπτης μέσα στον οποίο δεν μπορούσε να διακρίνει το είδωλό της. Ξαφνικά μια μαύρη κουκίδα άρχισε να ξεχωρίζει στο βάθος. Κινούνταν με ταχύτητα προς το μέρος της, ενώ όσο πλησίαζε σχηματιζόταν μια μαύρη ανθρώπινη φιγούρα. Η Διώνη ασυναίσθητα έκανε δύο βήματα προς τα πίσω. Αποσβολωμένη κοιτούσε τη σκιά χωρίς να μπορεί ν’ αντιδράσει. Το θέαμα ήταν πρωτόγνωρο και ταυτόχρονα τρομακτικό. Ώσπου, η σκιά διασπάστηκε στον αέρα και πίσω της κρυμμένη της φανερώθηκε μια οικεία της μορφή.

«Καθηγήτρια Ζηνοβία, τι κάνετε μέσα στον καθρέπτη;» Η Ζηνοβία δεν μπόρεσε να κρύψει την απογοήτευσή της όταν

ανακάλυψε ότι αυτός που άνοιξε την κουρτίνα ήταν μια μαθήτριά της. «Διώνη, δεν περίμενα να δω εσένα. Είναι πολύ επικίνδυνο να

τριγυρνάς μόνη σου στο κάστρο το βράδυ». «Από πότε;» απάντησε η γοργόνα με θράσος που ανάβλυζε από τον

φόβο της και την ψυχική ταλαιπωρία της βραδιάς. «Συνέβησαν πολλά», το βλέμμα της Ζηνοβίας ήταν απλανές. «Αύριο θα

ξημερώσει νέα μέρα για το κάστρο». «Ναι το έμαθα» απάντησε αποκαρδιωμένη η μικρή. «Γιατί όμως;»

Page 153: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 153 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Γιατί φέρθηκα ανόητα κι επιπόλαια, η Γλαφύρα είχε δίκιο. Αυτός δεν μπορεί να βοηθήσει. Έχει αναλάβει άλλη δουλειά».

«Μα, τι λέτε; Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Εγώ στην τουαλέτα ήθελα να πάω κι έκανα το λάθος κι ήρθα σ’ αυτήν την πτέρυγα. Τι συμβαίνει επιτέλους;» Η γοργόνα ξέσπασε σε λυγμούς κρύβοντας το πρόσωπό της με τα χέρια της.

«Διώνη, άκουσέ με δεν έχω πολύ χρόνο. Το ξέρω πως σου είναι πολύ δύσκολα όλα αυτά. Η μοίρα μάλλον σ’ έφερε απόψε εδώ κι εγώ δε θα πάω κόντρα στη θέλησή της. Τρομαχτικά πράγματα συνέβησαν πριν λίγο εδώ κι απίστευτες αποκαλύψεις μου έγιναν γνωστές. Δεν μπορώ να βγω από τον καθρέπτη, Διώνη. Ούτε έχω και δυνάμεις για να κρατηθώ πολύ ώρα μπροστά σου. Γι’ αυτό και θα σου πω πολύ γρήγορα τι θέλω να κάνεις». Η μαύρη σκιά είχε ήδη κάνει την εμφάνισή της ξανά, καλύπτοντας τα πόδια της διευθύντριας κι ανεβαίνοντας με γρήγορους ρυθμούς. «Διώνη, πήγαινε να βρεις τη Γλαφύρα στο δάσος της Καλλιρόης και πες της που είμαι. Από το ορφανοτροφείο θα βγεις από το στάβλο χρησιμοποιώντας ένα από τα πέντε βασιλικά άλογα. Με προσοχή να μη σε πετύχει ο Κύρος. Αυτά θα σε οδηγήσουν έξω με ασφάλεια. Όταν φτάσεις στην πόλη των Ρόδων, στην πόλη των Βασιλιάδων, τράβα το δρόμο για τη δύση και θα σε βγάλει στο δάσος των νεράιδων. Έχε το νου σου μικρή μου, μόνο οι αγνές ψυχές μπορούν να μπουν μέσα στο δάσος. Ίσως γι’ αυτό επιλέχτηκες εσύ γι’ αυτήν τη δύσκολη αποστολή. Η ψυχή μιας γοργόνας είναι άσπιλη χωρίς ίχνος κακίας».

«Ο καπνός ανεβαίνει στο λαιμό σας..», η Διώνη έντρομη την παρακολουθούσε και προσπαθούσε να συγκρατήσει όλες τις πληροφορίες με τις οδηγίες της καθηγήτριάς της. Η μαύρη σκιά είχε σχεδόν καλύψει και το πρόσωπο της Ζηνοβίας και με το ζόρι διέκρινε τα τελευταία λόγια της.

«Διώνη, μην εμπιστευτείς κανέναν, παρά μόνο τον……» Μέχρι εκεί μπόρεσε ν’ ακούσει η μικρή. Όλα τ’ άλλα λόγια ακούστηκαν σαν βουητό και τα πήρε η δίνη της μαύρης σκιάς μακριά. Η Διώνη παρέμεινε να κοιτάζει τον καθρέπτη μήπως κι εμφανιστεί πάλι η Ζηνοβία. Μάταια, όμως. Το γυαλί μπροστά της παρέμεινε κενό, άδειο χωρίς ίχνος ζωής μέσα του. Η μικρή έκλεισε τα μάτια της. Αποσπάσματα στιγμών από το παρελθόν της περνούσαν μπροστά της. Εικόνες δικές της από όταν ήταν μικρή και μέσα στη δίνη της δικής της μάχης προσπαθούσε να βρει τους δικούς της για να την προστατέψουν. Μικρό παιδί ίσα ίσα που περπατούσε καλυμμένη με αίματα, ψάχνοντας να βρει τον δρόμο της ανάμεσα στα νεκρά πτώματα των στρατιωτών που πλημμύριζαν το ποτάμι. Κόκκινο είχε βαφτεί το νερό του από

Page 154: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

154 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

το αίμα τους, κόκκινο σαν το αποψινό φεγγάρι. Να τι της θύμιζε και προσπαθούσε να το θυμηθεί τόσον καιρό. Εκείνη τη νύχτα πρώτη φορά είχε δει το φεγγάρι κόκκινο στην αντανάκλασή του πάνω στο ματωμένο νερό. Γι’ αυτό την έπιανε τρόμος κάθε φορά που το κοίταζε. Της θύμιζε συνεχώς εκείνη τη νύχτα που πάλεψε για να σωθεί με τη δύναμη ενός λαβωμένου ζώου που παλεύει με πάθος για το δικαίωμα του να ζήσει. Οι αναμνήσεις ενός θλιβερού παρελθόντος κι η αλγεινή πραγματικότητα ενός τρομακτικού παρόντος την κατέβαλλαν. Αδύναμη και ζαλισμένη κάθισε ανακούρκουδα και κρυμμένη κάτω από το μεγαλόπρεπο μαρμάρινο γραφείο, ξέσπασε σε σιωπηλούς λυγμούς.

Και οι τρεις προχωρούσαν αμίλητοι. Τριγύρω τους σκέπαζαν οι σκιές των πελώριων δέντρων που περιστοίχιζαν τον περιβάλλοντα χώρο του ορφανοτροφείου. Ένα ελαφρύ αεράκι φύσηξε και τους δρόσισε. Οι σκιές πλέον κινούνταν σαν να είχαν στήσει χορό γύρω τους. Οι κινήσεις τους ήταν παλμικές ομοιόμορφες. Όλες λικνίζονταν με την ίδια ένταση και με την ίδια φόρα. Σαν να μην ήταν τα τρία αγόρια που βάδιζαν όσο πιο απαλά μπορούσαν μέσα στο σκοτάδι. Ήταν σαν να είχαν στο κατόπι τους μια στρατιά που τους ακολουθούσε. Οι τρεις τους όμως δεν επιτάχυναν το βήμα τους. Ένιωθαν τα μυστικά που έκρυβαν οι σκιές κι από το θρόισμα των φύλλων διέκριναν την κουβέντα που είχαν πιάσει, ψιθύριζε το ένα δέντρο στο άλλο και του αποκάλυπτε τα μυστικά του. Τα λεπτά περνούσαν σαν ώρες, αργά και βασανιστικά. Κανένας δε μιλούσε. Μια σκιά, ένα μαύρο σύννεφο σκέπασε την καρδιά τους. Έκανε τα πόδια τους βαριά σαν σίδερα. Κάθε τους βήμα γινόταν επίπονο λες κι η ψυχή τους δεν ήθελε να συνεχίσει να περπατάει άλλο πια. Η σιωπή ήταν μεν τρομακτική όμως δεν επιδίωξε κανένας να τη σπάσει από φόβο μήπως αλλάξει η παρούσα κατάσταση. Ένιωθαν ότι ο παραμικρός ήχος για κάποιο λόγο θα τους δημιουργούσε προβλήματα. Περπατούσαν σκυφτοί προσπαθώντας να μην τραβήξουν την προσοχή με τις βιαστικές κινήσεις τους. Όσο δεν έβλεπαν τι γινόταν γύρω τους και τι κατάσταση επικρατούσε θα μπορούσαν να ξεγλιστρήσουν πιο εύκολα κάτω από το προστατευτικό πέπλο της νύχτας.

Ξαφνικά, και χωρίς καμία προειδοποίηση ο Βόρυς σταμάτησε. Ήταν λαχανιασμένος και σκυφτός κρατώντας τα γόνατά του προσπαθούσε να βρει την ανάσα του. Μόλις σήκωσε το κεφάλι του, το βλέμμα του συναντήθηκε με του Λέανδρου. Το νεαρό αγόρι ανατρίχιασε από την αλαφιασμένη όψη του φίλου του και πισωπάτησε. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του είχαν

Page 155: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 155 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αλλοιωθεί σε τέτοιο βαθμό που δε θυμόταν να τον είχε ξαναδεί έτσι. Ο Βυλτώρ πιο ψύχραιμος άρπαξε τον Βόρυ από τους ώμους.

«Τι συμβαίνει» του είπε απότομα, «πες μου γρήγορα». Ο Βόρυς του έριξε μια ματωμένη ματιά.

«Μου…. κόπηκε…. η…… ανάσα» του είπε με δυσκολία «έχω ένα πολύ μεγάλο βάρος στην καρδιά». Οι παλμοί της καρδιάς του κάλπαζαν με τη φόρα χιλιάδων αλόγων, προκαλώντας το σώμα του να τρέμει από τη δύναμη. Η αναπνοή του είχε μειωθεί κατά πολύ κι ενώ προσπαθούσε να τραβήξει μεγάλες ποσότητες αέρα για να μη λιποθυμήσει ένιωθε ότι το σώμα του τον απέρριπτε με αποτέλεσμα να νιώθει ζάλη από την έλλειψη οξυγόνου. Ο Βυλτώρ στεκόταν από πάνω του και του έτριβε τα χέρια καταβάλλοντας υπερβάλλοντα ζήλο να τον ηρεμήσει. Ο Βόρυς είχε το κεφάλι του σκυμμένο και πάσχιζε ν’ αναπνεύσει. Ήθελε να βρει ένα σημείο που με τη σταθερότητα της θέσης του και την ουδετερότητά του θα μπορούσε να βρει τη γαλήνη.

Τα μάτια έψαξαν στον ουρανό κάτι να τον βοηθήσει. Μια χρυσή λάμψη πάνω στο κόκκινο πάπλωμα του ουρανού, του τράβηξε την προσοχή. Το τελευταίο αστέρι, σκέφτηκε ο μικρός. Η ματιά του κρεμάστηκε στην κυριολεξία από αυτό. Ούτε για μια στιγμή δε λοξοδρόμησε. Η λάμψη του ακτινοβολούσε κι είχε δημιουργήσει ένα χρυσό φωτεινό κύκλο γύρω του σαν ένα ομοίωμα φεγγαριού. Η αναπνοή του επανερχόταν. Ένιωθε το δροσερό αέρα να υγραίνει τα ρουθούνια του και να δίνει πνοή στα πνευμόνια του. Το άστρο του τον είχε σώσει. Τι περίεργο όμως, μέσα στα λίγα δευτερόλεπτα που είχε διαρκέσει η κρίση του, του δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι το αστέρι όλο και μεγάλωνε. Σαν να τον πλησίαζε. Ναι, δεν ήταν ιδέα του. Το αστέρι κινούνταν με αστραπιαία ταχύτητα προς το μέρος τους. Μα, τι είναι αυτό, σκέφτηκε προσπαθώντας να εξηγήσει αυτό που έβλεπε. Ο Λέανδρος πρόσεξε ότι ο φίλος του είχε κολλήσει σε κάτι στον ορίζοντα και δοκίμασε να δει τι ήταν αλλά μάταια. Τον παρατηρούσε όμως. Ενώ είχε ηρεμήσει και τα χαρακτηριστικά του για κάποια δευτερόλεπτα είχαν γαληνέψει, τώρα μια σκιά έπεσε πάλι πάνω στο πρόσωπό του, κι ένας άνεμος φύσηξε και σκόρπισε στο διάβα του τη γαλήνη επαναφέροντας τον τρόμο.

Ο Βόρυς δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που έβλεπε να εμφανίζεται μπροστά του. Όσο πλησίαζε τόσο καταλάβαινε ότι δεν ήταν ένα αστέρι.

«Βόρυ» του φώναξε ο Βυλτώρ, «συμβαίνει κάτι;» Ο μικρός ακόμα δεν ήταν σε θέση να του εξηγήσει.

Page 156: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

156 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Κάτι μας πλησιάζει» του απάντησε ανήσυχος, «δεν μπορώ να διακρίνω τι». Τα μάτια του δεν τα αποκολλούσε από αυτό που έβλεπε. Ο Βυλτώρ κοίταξε προς το μέρος του ορίζοντα που είχε αναστατώσει το αγόρι και τον άρπαξε από το χέρι. Δε χρειαζόταν να ακούσει άλλα, ούτε και να δει.

«Τρέξτε». Ο Βόρυς δεν του έδωσε σημασία καθώς το βλέμμα του ήταν ακόμα χαμένο στον μακρινό ορίζοντα. Ο Βυλτώρ αναγκάστηκε να τον σύρει για να τον ξυπνήσει. Ο Λέανδρος τον βοήθησε να τον τραβήξουν. Δεν είχε ιδέα τι συνέβαινε αλλά δεν έμενε για να μάθει. Έτρεχαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που πήγαιναν. Ο Βόρυς ανά διαστήματα γύριζε το κεφάλι του προς τα πίσω προσπαθώντας να διακρίνει τι ήταν αυτό που βρισκόταν στο κατόπι τους. Ακόμα δεν είχε πλησιάσει αρκετά για να καταλάβει τι ήταν, ώσπου ένιωσε το αίμα του να παγώνει και το σώμα του να κοκαλώνει. Ήταν τόση η φόρα του, που όταν το σώμα του ακινητοποιήθηκε από την ορμή σωριάστηκε στο σκληρό έδαφος. Δεν ένιωσε πόνο το σώμα του από την πρόσκρουσή του, η ψυχή του βρισκόταν σε τέτοια αναταραχή από την εικόνα που αντίκρισε που όλα του τα άκρα να θρυμματίζονταν θα ήταν σαν γαργάλημα. Αρκετά λεπτά πάσχιζε να διακρίνει τι κρυβόταν πίσω από το φωτεινό άστρο και τώρα ευχόταν να μην είχε δει ποτέ την αποκρουστική εικόνα.

Μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου η φρικαλέα εικόνα είχε ξεκαθαρίσει. Δεν υπήρχε πλέον καμία αμφιβολία. Από πίσω τους κάλπαζε κάτω από τον πορφυρό ουρανό με φρενήρη ρυθμό ένα λευκό άλογο. Δεν είχε φτερά, όλη του τη δύναμη φαινόταν ότι την αντλούσε από τα πόδια του που έσκιζαν το κόκκινο πέπλο του βραδινού ουρανού με τις αργές του κινήσεις. Η λευκή του χαίτη ανέμιζε ανέμελα και το τρίχωμα του ήταν λευκό και καθαρό σαν χιόνι. Το βλέμμα του ήταν μανιασμένο κι αισθανόταν τη φλογερή ματιά του τόσο έντονα καρφωμένη πάνω του που ένιωθε κάψιμο στο πρόσωπο του. Όμως το άλογο δεν ήταν μόνο του. Ο αναβάτης ήταν σκυμμένος μπροστά για ενισχύσει αεροδυναμικά την ταχύτητα του αλόγου. Φορούσε μια μαύρη γυαλιστερή κάπα με τη μεγάλη κουκούλα να καλύπτει όλο του το πρόσωπο καθιστώντας το αδύνατο να διακρίνει κάποια λεπτομέρεια στην όψη του παρά μόνο ένα πράγμα που έκανε την καρδιά του ν’ αναπηδήσει από τον φόβο του. Δύο καταγάλανα μάτια, ανοιχτά όσο το χρώμα του καθαρού ουρανού και φωτεινά όσο η λάμψη του μεσημεριάτικου ήλιου. Δύο μάτια που αν είχαν στόμα θα μιλούσαν για όλο το μίσος του κόσμου που είχαν μαζέψει μέσα τους και για την κακία που τα είχε κυριέψει. Δύο μάτια που ξέβραζαν αστραπές και μαρτυρούσαν τις απειλητικές διαθέσεις του ατόμου στο οποίο ανήκαν.

Page 157: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 157 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο Λέανδρος κι ο Βυλτώρ τον είδαν που είχε πέσει κι έτρεξαν να τον σηκώσουν. Ο Βόρυς όμως δεν κινιόταν. Οι μύες του είχαν ατονήσει και η έφιππη μορφή τον είχε υπνωτίσει. Μια φωνή μέσα στο κεφάλι του φώναζε να σηκωθεί πάνω και να τρέξει προς τη σωτηρία του. Τα τύμπανά του κόντευαν να σπάσουν από την ένταση της φωνής. Τόσο οικείας σαν να την άκουγε κάθε μέρα και την είχε συνηθίσει. Ή κάθε νύχτα καλύτερα, μιας κι όσο περισσότερο η φωνή της τρυπούσε τον εγκέφαλό του συνειδητοποιούσε ότι αυτή ήταν η φωνή που τον στοίχειωνε τα βράδια.

«Με βρήκε!» φώναξε με όλη τη δύναμη της ψυχής του. «Αυτή είναι, είμαι σίγουρος». Το σώμα του είχε παραλύσει και μια αόρατη δύναμη σαν μαγνήτης τον είχε καθηλώσει κάτω και δεν μπορούσε ν’ αποδεσμευτεί. Μάταια δοκίμαζε να κουνηθεί, το σώμα του δεν τον υπάκουε.

«Βόρυ, σήκω πάνω» του φώναζε αδημονώντας ο Λέανδρος. «Πρέπει να κρυφτούμε».Κι ο ίδιος πλέον διέκρινε μια απόκοσμη λάμψη να τους πλησιάζει και μετά τις σημερινές αποκαλύψεις μάντευε τι μπορούσε να θέλει.

«Βοήθα με να τον σηκώσω» του φώναξε ο Βυλτώρ, «και μετά τρέξε όσο πιο γρήγορα μπορείς προς το δάσος. Μην κοιτάξεις πίσω, δε θα σου αρέσει αυτό που θα δεις». Ο Λέανδρος χωρίς δεύτερη κουβέντα άρπαξε τον Βόρυ από το δεξί χέρι κι ο Βυλτώρ από το αριστερό και τον τράβηξαν με βία προς τα πάνω. Το σώμα του Βόρυ υποχώρησε μπροστά στο απότομο τράνταγμα. Ο ίδιος ένιωσε τις δυνάμεις του να επανέρχονται και παραπατώντας προσπάθησε να σταθεί όρθιος. Δεν έπεσε όμως καθώς οι δύο σύντροφοί του τον κρατούσαν γερά.

«Βάλε τα δυνατά σου Βόρυ και τρέξε όσο πιο γρήγορα μπορείς» του φώναξε ο Βυλτώρ.

«Μας έχει φτάσει σχεδόν» ούρλιαξε έντρομος ο Βόρυς. Πράγματι, πλέον και οι άλλοι δύο μπορούσαν να διακρίνουν κάποια από τα χαρακτηριστικά του αλόγου και του αναβάτη του.

«Τρέξε Βόρυ» γαύγισε ο Βυλτώρ μην αφήνοντάς τον να σκέφτεται, τη στιγμή που θα έπρεπε να τρέχει για τη ζωή του. Οι κραυγές του Βυλτώρ τον έβγαλαν από την κατάσταση υπνηλίας που είχε πέσει, δίνοντάς του πνοή και φόρα στα πόδια του. Ο Λέανδρος προπορευόταν όπως του είχε ζητήσει ο Βυλτώρ και σχεδόν είχε φτάσει τα πρώτα δέντρα του μαύρου δάσους. Κόμπιασε για λίγο κι έκοψε ταχύτητα συλλογιζόμενος αν έπρεπε τελικά να μπει μέσα. Ποτέ κανένας μαθητής δεν είχε τολμήσει να περάσει τα όρια του ορφανοτροφείου. Φοβερές ιστορίες ακούγονταν για το τι υπήρχε εκεί έξω. Ο ίδιος ποτέ δεν έδινε σημασία, ούτε τον ενδιέφερε, να, όμως που είχε έρθει

Page 158: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

158 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ξαφνικά η στιγμή που θα έβρισκε τη σωτηρία του μέσα στο διαβόητο δάσος. Γύρισε το κεφάλι του πίσω για να ελέγξει αν οι άλλοι τον ακολουθούσαν. Περίπου τον είχαν φτάσει οι άλλοι δύο. Αυτός που τους κυνηγούσε; Ναι, ήταν κι αυτός από πίσω τους κι όλο και ζύγωνε. Μα, τι είναι αυτό το πράγμα;, αναρωτήθηκε. Ο Δρώδης είχε δίκιο τελικά. Υπήρχαν ιπτάμενα άλογα. Όχι, ότι χαιρόταν που επαληθεύτηκε. Άλλη ψυχική κατάσταση περίμενε πριν λίγες ώρες ότι θα είχε αν μάθαινε ότι είναι αλήθεια τελικά ο μύθος της ένδοξης ράτσας των ιπτάμενων αλόγων. Υποτίθεται ότι θα ήταν το μέσο διαφυγής του από το ορφανοτροφείο, όχι μέσο επίθεσης από κάποιο κακόβουλο πλάσμα.

Δεν κοντοστάθηκε για πολύ ακόμα. Απρόθυμα, μπήκε μέσα στο μαύρο δάσος. Ο Βυλτώρ τον είχε πλησιάσει σε απόσταση αναπνοής, ώστε να μπορεί να του μιλήσει.

«Γιατί δεν μπήκαμε από το μαγειρείο;» του φώναξε. «Τρέχουμε σαν τους τρελούς και δεν ξέρουμε ακόμα τον λόγο. Εξήγησέ μας τι συμβαίνει». Ο Λέανδρος δε θυμόταν να είχε φωνάξει τόσο δυνατά ποτέ σε κάποιον. Ο Βυλτώρ όμως δεν του απάντησε. «Βόρυ, σταμάτα τώρα αμέσως» φώναξε στον φίλο του. «Δεν κυνηγάει εμάς, αλλά αυτόν. Γιατί να γίνουμε κι εμείς θύματα εξαιτίας του;» Ο Βόρυς σταμάτησε να τρέχει και τον πλησίασε.

«Μα τι λες, αφού άκουσες τι είπε η Γλαφύρα» του απάντησε λαχανιασμένος. «Εμένα κυνηγάνε». Εν τω μεταξύ ο Βυλτώρ είχε σταματήσει λίγο μπροστά τους. Αγριοκοίταξε τον Λέανδρο κι έτρεξε προς το μέρος του.

«Τι νομίζεις ότι κάνεις; Δεν έχεις επίγνωση του τι συμβαίνει γύρω σου; Να ‘σαι σίγουρος ότι εγώ τώρα αν σταματήσω να τρέχω κανένας δε θα έρθει καταπάνω μου. Δε θέλει εμένα. Τον φίλο σου κυνηγάει. Θέλεις να κάτσουμε να τα πούμε; Έχεις την εντύπωση ότι έχουμε χρόνο;» Ο Βυλτώρ ήταν οργισμένος και το έδειχνε έκδηλα.

«Γιατί δεν μπήκαμε στο κάστρο;» φώναξε ο Λέανδρος γι’ άλλη μια φορά μην έχοντας ακούσει λέξη απ’ όσα του είχε μόλις πει ο Βυλτώρ.

«Πουθενά δε θα είναι ασφαλής, παρά μόνο σ’ ένα μέρος. Στον χρόνο που μας απομένει μέχρι να μας φτάσει ή θα κουβεντιάσουμε ή θα προσπαθήσω να θυμηθώ που είναι το πέρασμα. Διάλεξε».

Ο Λέανδρος τον κοίταξε προβληματισμένος. Είχαν μια βάση όσα του έλεγε. Από την άλλη έβλεπε και τον Βόρυ έτσι ταλαιπωρημένο και τον έζωναν οι τύψεις. Πού τους είχε μπλέξει πάλι; Ο ίδιος ήταν ανήμπορος να σκεφτεί κάτι καλύτερο. Έκανε νόημα συγκατάβασης στον Βυλτώρ. Αυτός τάχιστα μπήκε πιο βαθιά μέσα στο δάσος. Οι άλλοι τον ακολούθησαν. Δεν έτρεχαν πια, απλά βάδιζαν πολύ γρήγορα. Δεν ήθελαν να ταράξουν την ησυχία και τη

Page 159: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 159 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

γαλήνη του δάσους. Τα δέντρα τριγύρω τους, οι άγρυπνοι φύλακες του κάστρου, ορθώνονταν πλάι τους, μπροστά τους, πίσω τους. Συνοδοί τους ή εχθροί τους στη νυχτερινή τους περιπέτεια; Είχαν μπει για τα καλά μέσα στην καρδιά του δάσους. Ο Βυλτώρ προπορευόταν κι έλεγχε με προσοχή τα δέντρα.

«Τι ψάχνουμε;» τον ρώτησε ο Λέανδρος. «Πες, ίσως μπορέσουμε να σε βοηθήσουμε». Μέσα σε δευτερόλεπτα ακούστηκε η βαριά φωνή του Βυλτώρ.

«Το πιο ηλικιωμένο δέντρου του δάσους» απάντησε αυτός. «Μια βελανιδιά που όμοια της δεν έχετε ξαναδεί».

«Γιατί έχουμε δει πολλές βελανιδιές» είπε κοροϊδευτικά ο Λέανδρος στον Βόρυ. Ο φίλος του όμως φανερά δεν είχε τη διάθεσή του.

«Δώσε του μια ευκαιρία. Προσπαθεί να μας βοηθήσει». Ο Βόρυς προσπαθούσε όσο μπορούσε περισσότερο να χρησιμοποιεί τη λογική του. Μετά τις αποψινές αποκαλύψεις έτρεμε το φυλλοκάρδι του. Κάποιος τον κυνηγούσε και απ’ ό,τι φαινόταν ο μόνος που θα μπορούσε να τον σώσει ήταν ο Βυλτώρ. Ο Λέανδρος τον δυσκόλευε αρκετά όλο το βράδυ και δεν ήξερε τι αντοχές είχε κι αν θα ανεχόταν για πολύ ώρα ακόμα την καχυποψία του φίλου του. Ο Λέανδρος σώπασε, δεν απάντησε. Η όλη κατάσταση όμως ήταν τόσο έξω από την πραγματικότητά του που αρνιόταν πεισματικά να την αποδεχτεί. Δεν ήθελε να προκαλεί άλλο πια ανησυχία στον Βόρυ. Θα ξεχωρίζει λογικά το πιο γέρικο δέντρο του δάσους, σκέφτηκε έχοντας αποφασίσει να βοηθήσει όσο μπορούσε. Όλα τα δέντρα όμως του φαίνονταν ίδια. Όσο πιο προσεχτικά έψαχνε, τόσο παρατηρούσε ότι για την ακρίβεια τα δέντρα μεταξύ τους ήταν σχεδόν ομοιόμορφα. Τεράστια κλαδιά σαν κορμοί ξεπετάγονταν απ’ όλες τις πλευρές. Τέτοιο ήταν το βάρος τους που ήταν απορίας άξιο πώς κατάφερναν να αιωρούνται σε τόσο μακρινή απόσταση από το έδαφος. Σχεδόν το καστανό χρώμα του κορμού των κλαδιών δε φαινόταν μιας κι ήταν καλυμμένα με πυκνά, πλατιά φύλλα. Πολλές φορές χρειάστηκε με τα χέρια ν’ ανοίξουν τον δρόμο μπροστά τους καθώς οι φυλλωσιές από γειτονικά δέντρα διακλαδίζονταν καθιστώντας αδύνατη την πρόσβασή τους. Δεν υπήρχαν άνθη, ούτε καρποί. Τίποτα δε στόλιζε αυτά τα δέντρα. Παρά έστεκαν στωικά κάτω από τον άναστρο ουρανό χωρίς ν’ αφήνουν ούτε ίχνος της θαμπάδας του να διαπεράσει τα φυλλώματά τους και να ταράξουν τους ένοικους του δάσους.

Τα νεαρά αγόρια ακολουθούσαν τις οδηγίες του Βυλτώρ, ψάχνοντας το γέρικο δέντρο. Βάδιζαν κοντά ο ένας στον άλλο αποφεύγοντας μαζί τις αντιξοότητες που δημιουργούσε η πυκνή βλάστηση. Τουλάχιστον εδώ μέσα είμαι ασφαλής, σκέφτηκε ο Βόρυς. Η ταχυπαλμία δεν του είχε περάσει ακόμα,

Page 160: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

160 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

το δάσος τους παρείχε κάλυψη. Είχε αρκετή ώρα ν’ ακούσει το μανιασμένο άλογο πίσω τους. Επιπλέον, όσο και να γύριζε πίσω το κεφάλι του δεν κατάφερνε να διακρίνει τίποτα. Τα δέντρα εμπόδιζαν το οπτικό του πεδίο και η αναπτυγμένη του όραση είχε υποπέσει στο επίπεδο της κανονικής όρασης. Ώστε έτσι είναι να μη βλέπεις πέρα από τη μύτη σου, σχολίασε από μέσα του σε μια προσπάθειά του να διασκεδάσει τον πόνο και την αγωνία του. Δεν αισθανόταν όμως άνετα. Η έλλειψη της υπεράνθρωπης όρασής του, του προκαλούσε ανησυχία και ανασφάλεια. Ένιωθε σαν τυφλός που έψαχνε να βρει τον δρόμο του σ’ έναν άγνωστο χώρο. Ο Λέανδρος λες και μάντεψε τις σκέψεις του τον ακούμπησε φιλικά στον ώμο.

«Μην ανησυχείς, Βόρυ. Όλα θα πάνε καλά. Σε λίγο θα μπούμε στο κάστρο κι η Ζηνοβία θα φροντίσει να μη συμβεί τίποτα». Ο ίδιος προσπαθούσε να τον εμψυχώσει αλλά κι ο ίδιος δεν ήταν σίγουρος ότι τα πίστευε αυτά που έλεγε. Ο Βόρυς του χαμογέλασε ευχαριστώντας τον βουβά για τη συμπαράσταση.

«Τι να συμβαίνει Λέανδρε;» τον ρώτησε ξέροντας ότι δεν είχε αυτός την απάντηση που έψαχνε.

«Απ’ ό,τι φαίνεται απόψε θα ζήσω κι εγώ μέσα στον εφιάλτη σου». «Ελάτε, το βρήκα». Οι φωνές του Βυλτώρ έσκισαν την ησυχία. Τα δύο

παιδιά χαμογέλασαν και βιάστηκαν να τον βρουν. Επιτέλους, πλησίαζε η ώρα που θα ένιωθαν ασφαλείς στην ζεστασιά του κάστρου υπό την προστατευτική, μητρική αγκαλιά της Ζηνοβίας. Είχε καταφέρει ν’ απομακρυνθεί αρκετά από αυτούς κι έτσι ακολούθησαν τον απόηχο της φωνής του για να κατευθυνθούν. Η διαδρομή ήταν δύσκολη, ο Βυλτώρ όμως τους είχε ανοίξει το δρόμο νωρίτερα με το σπαθί του καθιστώντας το πιο εύκολο να εντοπίσουν τη θέση του. Έξαφνα όμως άκουσαν βαριά βήματα αλόγου από πίσω τους. Η καρδιά τους σκίρτησε και το χαμόγελο πάγωσε στα χείλη τους. Τα πόδια τους παρέλυσαν και δεν μπορούσαν πια να κινηθούν. Το μόνο που ακουγόταν ήταν ο αγώνας δρόμου που έκανε η καρδιά τους από τον τρόμο για το τι υπήρχε από πίσω τους. Τα βήματα του αλόγου σταμάτησαν. Τα δύο παιδιά κοιτάχτηκαν και γύρισαν το κεφάλι τους έχοντας την ψευδαίσθηση ότι ίσως οι απροσδιόριστοι ήχοι κι όλη η έκβαση της βραδιάς ήταν της φαντασίας τους.

Οι χειρότεροι φόβοι τους όμως επαληθεύτηκαν. Ο Βόρυς μονομιάς αναγνώρισε το λευκό άλογο που τους καταδίωκε τόση ώρα. Από τα μεγάλα ρουθούνια του έβγαζε καπνούς από την έκθεση της ζεστής ανάσας του στον κρύο αέρα. Είχε το ίδιο περήφανο βλέμμα μπροστά τους, γεμάτο οργή, έτοιμο να υπακούσει τις εντολές του αφέντη του. Το πιο τρομαχτικό κομμάτι της

Page 161: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 161 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

εικόνας δεν ήταν το λευκό άτι, παρά ο αναβάτης του. Το πρόσωπό του δε φαινόταν λόγω της μεγάλης μαύρης κουκούλας, που έδενε στον λαιμό του με μια χρυσή πόρπη. Μια ασημένια λάμψη στο χρώμα του πάγου μέσα σ’ ένα κρυστάλλινο φιαλίδιο περασμένο γύρω από το λαιμό του καταδιώκτη τους, τράβηξε την προσοχή τους. Δεν είχαν οπτική επαφή μαζί του, όμως ένιωθαν το φλογερό του βλέμμα να τους καρφώνει. Δεν τους άφησε για πολύ ώρα με αναπάντητα ερωτηματικά. Με μια αστραπιαία κίνηση κατέβασε την κουκούλα. Πάνω που τα παιδιά δεν πίστευαν ότι θα υπήρχε κάτι που θα τους αιφνιδιάσει, το πρόσωπο που αντίκρισαν τους έκοψε την ανάσα.

«Είναι γυναίκα» ψέλλισε ο Λέανδρος ανήμπορος να συλλάβει στο μυαλό του την εικόνα αυτής της εχθρικής γυναίκας. Με το που έπεσε η κουκούλα αποκαλύφθηκαν τα πλούσια, ίσια, ξανθά μαλλιά της μυστηριώδους μορφής. Τα μάτια της ήταν τόσο γαλανά σαν αποκομμένα κομμάτια του ουρανού. Το δέρμα ήταν λευκό σαν την πιο αγνή νιφάδα χιονιού, ενώ το βλέμμα της είχε την παγωμάρα του. Ήταν ανέκφραστη κι όμως τους μαγνήτιζε με τέτοιο τρόπο που δεν μπορούσαν να τραβήξουν το βλέμμα τους από πάνω της. Είχε άγρια ομορφιά με κάτι το απόκοσμο πάνω της. Για κάποια δευτερόλεπτα που τους φάνηκαν αιώνες στέκονταν κι οι τέσσερις ακίνητοι. Κανένας ήχος δεν έσπαγε την επιβεβλημένη ησυχία. Ούτε καν τα δέντρα δεν κινούνταν. Συμμετείχαν κι αυτά με τη σειρά τους στην κορύφωση των συναισθημάτων της σκηνής. Ένα πλατύ φύλλο έπεσε πάνω στο πρόσωπο του Λέανδρου προκαλώντας του με το τραχύ του χάδι έντονη ανατριχίλα σ’ όλο του το σώμα και μπλοκάροντάς του το οπτικό του πεδίο για δευτερόλεπτα. Ήταν αρκετά όμως για να ξυπνήσει από την κατάσταση υπνωτισμού στην οποία είχε πέσει ο ίδιος κι ο Βόρυς στη θέα της τρομαχτικής γυναίκας. Όταν άνοιξε τα μάτια, ο φίλος του είχε εξαφανιστεί από δίπλα του.

«Βυλτώρ» η φωνή του, φωνή απελπισίας κι απόγνωσης. Η κατάσταση είχε ξεφύγει από τον έλεγχό του. Να φωνάξει τον Βυλτώρ ήταν για κάποιο λόγο το πρώτο πράγμα που του πέρασε από το μυαλό χωρίς να ξέρει όμως αν αυτό ήταν το σωστό. Όταν εμφανίστηκε η γεροδεμένη μορφή του πίσω από μια συστάδα από θάμνους ήταν πια αργά. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα που ούτε ο Λέανδρος ούτε κι ο Βόρυς κατάλαβαν τι συνέβη. Ο Βυλτώρ έτρεξε κοντά στον Λέανδρο. Κοίταξε προς τα πάνω κι είδε τον Βόρυ καθισμένο στη χαίτη του ιπτάμενου αλόγου. Η γυναίκα τον κρατούσε δυνατά με το ένα χέρι της από τη μέση για να μην πέσει ενώ με το άλλο αποδεκάτιζε τα διακλαδωμένα κλαδιά που της μπλοκάριζαν το δρόμο. Και οι δύο άκουγαν τις πνιχτές εκκλήσεις του για βοήθεια, ήταν ανήμποροι όμως ν’ αντιδράσουν. Μια

Page 162: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

162 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

καταρρακτώδης βροχή από τεμαχισμένα φύλλα και κλαδιά έπεφτε πάνω στο κεφάλι τους. Η βραδιά είχε πάρει τη χειρότερη δυνατή τροπή. Ο Λέανδρος έβαλε τα κεφάλι του στα χέρια αδυνατώντας να πιστέψει ότι είχε χάσει τον φίλο του. Στράφηκε στον Βυλτώρ.

«Λοιπόν; Έχεις κι άλλο λαμπρό σχέδιο;» Ο Βόρυς δεν είχε συνειδητοποιήσει ακόμη τι του είχε συμβεί εκείνο το

βράδυ. Από εκεί που βρισκόταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, τώρα ξαφνικά βρισκόταν πάνω σ’ ένα ιπτάμενο άλογο μαζί με μια μυστηριώδη και τρομαχτική γυναίκα. Όσο κι αν φώναζε για βοήθεια, ήξερε ότι ήταν άσκοπο. Δεν υπήρχε τρόπος να τον βοηθήσουν. Ήταν έρμαιο στη βούληση αυτής της γυναίκας χωρίς να ξέρει τι θα μπορούσε να θέλει από αυτόν. Ο αέρας ήταν παγωμένος. Το άλογο κινιόταν με μεγάλη ταχύτητα κι ο Βόρυς ένιωθε να του δίνουν πολύ δυνατά κρύα χαστούκια στο πρόσωπο. Έντρομος παρακολουθούσε από ψηλά το ορφανοτροφείο που απομακρυνόταν. Τα ψηλά δέντρα που περικύκλωναν την αυλή φαίνονταν πλέον σαν μικροί θάμνοι. Πόνος και θλίψη τον κατέβαλλε. Πρώτη φορά έφευγε από το ορφανοτροφείο και σίγουρα δεν ήταν οι ιδανικότερες συνθήκες. Η γυναίκα πίσω του ήταν σιωπηλή. Ούτε που είχε συγκινηθεί καθόλου από τις κραυγές του. Τον κρατούσε πολύ σφιχτά κι ήταν τόσο δυνατή που δεν του επέτρεπε να κουνηθεί καθόλου. Ο Βόρυς είχε αρχίσει να ασφυκτιά.

«Δεν είμαι εγώ αυτός που ψάχνεις. Άφησέ με». Χαμένος πήγαινε ο κόπος του. Ο καταδιώκτης του δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία σε αυτά που άκουγε.

Ο αέρας λυσσομανούσε και τον πονούσε. Τα δάκρυά του είχαν κρυσταλλώσει στα μάτια του. Το βλέμμα του είχε καρφωθεί μπροστά του, αν και η πυκνή ομίχλη και η κοκκινίλα δεν του επέτρεπαν να διακρίνει τίποτα. Το σώμα του ήταν μουδιασμένο και σφιχτά γαντζωμένο πάνω στην τραχιά ράχη του ιπτάμενου αλόγου. Ένιωθε ότι το παγωμένο του αίμα είχε φέρει παγετό στη ζεστή καρδιά του κι από στιγμή σε στιγμή θα έπαυε να χτυπά. Ήλπιζε βαθιά μέσα του να ήταν ένας εφιάλτης από τον οποίο σύντομα θα κατάφερνε να ξυπνήσει. Δεν τολμούσε να κουνηθεί. Η γυναίκα είχε γείρει το σώμα της πάνω του για να τον κρατάει σταθερό και να μην πέσει. Αισθανόταν τη θέρμη της αναπνοής της πάνω στο σβέρκο του κι ανατρίχιαζε. Έτρεμε να γυρίσει πίσω το κεφάλι του για να την κοιτάξει. Φοβόταν αυτό που θα του αποκάλυπταν τα μάτια της.

Page 163: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 163 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Δεν είχε τη συναίσθηση του χρόνου. Ακόμα όμως δεν είχε ξημερώσει. Θα πρέπει όμως να ταξίδευαν αρκετή ώρα πάνω από τα σύννεφα. Ο Βόρυς είχε κουραστεί και το σώμα του πονούσε από την τόση ώρα που πέρασε καθηλωμένος πάνω στη δερμάτινη σέλα του αλόγου. Η αναμονή για το άγνωστο τον σκότωνε.

«Δεν καταλαβαίνω τι θέλεις από εμένα. Άφησέ με να φύγω». Ο μικρός μετά βίας κατάφερε να ψελλίσει αυτά τα λόγια. Γι’ άλλη μια φορά δεν περίμενε απάντηση, όπως και δεν πήρε. Ήταν λόγια απελπισίας κι αποτέλεσμα της σωματικής και ψυχικής του κόπωσης. Η αγέρωχη συνεπιβάτισσά του συνέχιζε να καλπάζει δίχως να δίνει σημασία στις εκκλήσεις του. Το άλογο κινιόταν με τρομαχτική ταχύτητα σχίζοντας τα μαύρα σύννεφα και κόβοντάς τα στη μέση. Η εισπνοή του παγωμένου αέρα υπότασσε όλες τις αισθήσεις του, που άσκοπα επιχειρούσε να συγκροτηθεί και να βάλει όλα τα γεγονότα σε μια σειρά μήπως και βγάλει κάποια άκρη. Δεν ένιωθε ασφαλής και φόβος για το άγνωστο δέσποζε στην καρδιά του που ήταν ακόμα πιο ισχυρός κι από τον φόβο που ένιωθε για την τωρινή του κατάσταση μιας κι η άγνοια για το τι έπεται καταλάμβανε τη σκέψη του.

Ο ουρανός ήταν μαύρος με αρκετά έντονες τις κόκκινες αποχρώσεις από τη λάμψη του φεγγαριού. Σε λίγες ώρες θα ξημέρωνε. Τα σύννεφα από κάτω τους ήταν κατάμαυρα και καμία δέσμη φωτός δεν μπορούσε να τα διαπεράσει, περιορίζοντας και σ’ αυτόν την όραση. Δεν ήταν όμως και σίγουρος ότι ήθελε να δει τι υπήρχε από κάτω. Ώσπου σε κάποια στιγμή του φάνηκε ότι μπορούσε να διακρίνει κάτι στον βαθύ ορίζοντα να τους πλησιάζει. Μια γκρι κουκίδα που ξεχώριζε από τα σύννεφα. Ακόμα όμως ήταν πολύ μακριά και τα χαρακτηριστικά του δεν ήταν διακριτά. Προσήλωσε το βλέμμα του. Τι περίεργο, σκέφτηκε. Όσο καλπάζει προς το μέρος τους το άλογο, τόσο μεγαλώνει η φιγούρα. Σαν να έρχεται καταπάνω μας. Τέτοια ήταν η ταχύτητα και των δύο που σε λίγη ώρα θα συγκρούονταν αν δεν έκανε κάτι. Σαν να μην του έφταναν όλα τ’ άλλα απόψε, σε λίγο θα γινόταν και θύμα σύγκρουσης ιπτάμενων αλόγων. Ήταν σίγουρος ότι η κοπέλα δεν είχε καταλάβει τίποτα γιατί κάλπαζε με τον ίδιο αμείωτο ρυθμό κι επιπλέον οι χτύποι της καρδιάς της παρέμεναν σταθεροί. Ο Βόρυς γνώριζε πολύ καλά ότι οι άνθρωποι μπορεί να προσπαθούν να κρύψουν τα συναισθήματά τους με τα λόγια τους και τις πράξεις τους, τα μάτια τους όμως κι η καρδιά τους πάντα τους πρόδιδαν.

Ο χρόνος περνούσε απελπιστικά αργά. Η παρέα τους προσέγγιζε πλέον επικίνδυνα. Ο Βόρυς ήταν σε θέση να ξεχωρίσει τα χαρακτηριστικά τους. Τα

Page 164: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

164 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

άλογα κάλπαζαν τάχιστα με τους αναβάτες τους βαριά ντυμένους για να προστατευτούν από το έντονο ψύχος. Από το αγριεμένο βλέμμα τους καταλάβαινε ότι δεν περνούσαν απλά από εκεί κι έτυχε να τους συναντήσουν, αλλά κατευθύνονταν σκόπιμα προς το μέρος τους. Η ψυχική κατάσταση της συνεπιβάτισσάς του άλλαξε μέσα σε δευτερόλεπτα. Επιτέλους, σκέφτηκε ο Βόρυς, πήρε χαμπάρι τι συμβαίνει. Ο ίδιος δεν είχε το κουράγιο να της το αποκαλύψει κι έτσι περίμενε υπομονετικά πότε θα έρθει η στιγμή που θα τους εντόπιζε. Η πρώτη της κίνηση ήταν να τον γραπώσει ακόμα πιο σφιχτά. Ο Βόρυς έβγαλε μια δυνατή κραυγή σφαδάζοντας από τον πόνο από την πίεση που ασκήθηκε στα πλευρά του.

«Μη διανοηθείς να κουνηθείς, γιατί θα σου σπάσω τα πλευρά ένα ένα και θα δεις τότε πόσο θα πονέσεις» του είπε απειλητικά. Πρώτη φορά απόψε άκουγε τη φωνή της, δεν ήταν όμως και η πρώτη φορά στη ζωή του. Τον τελευταίο καιρό την άκουγε κάθε βράδυ να τον καλεί, να τον ψάχνει. Δεν ήθελε να την προκαλέσει. Το ένιωθε ότι δεν αστειευόταν κι ότι αν δεν την υπάκουγε θα πραγματοποιούσε χωρίς δεύτερη σκέψη την απειλή της.

Με αποφασιστικότητα κούνησε τα πόδια της που ήταν γαντζωμένα στις άκρες του αλόγου. Το άλογο επιτάχυνε ακόμα περισσότερο κι αμέσως έκανε μια βουτιά προς τη μαύρη θάλασσα των σύννεφων. Ο Βόρυς ένιωσε να πέφτει κατακόρυφα. Όσο σφιχτά και να κρατιόταν από το χαλινάρι, αν δεν τον κρατούσε τόσο σφιχτά αυτή, θα είχε πέσει σίγουρα. Το στομάχι του ανακατευόταν από την πτώση. Η φόρα ήταν τόσο μεγάλη που δεν μπορούσε να γυρίσει το κεφάλι του, παρά μόνο να το κρατάει ευθεία, κι αυτό όμως καταβάλλοντας μεγάλο κόπο αφού αισθανόταν ότι λόγω της ταχύτητας θα έσπαγε ο λαιμός του. Με την άκρη του ματιού του κοίταξε προς τις δύο κατευθύνσεις. Αυτό που αντίκρισε ήταν μη αναμενόμενο. Τους είχαν περικυκλώσει τα άλογα απ’ όλες τις μεριές και κατέβαιναν με την ίδια ορμή. Η γυναίκα σε μια απελπισμένη κίνηση να τους ξεφύγει επανέφερε το άλογο στην οριζόντια τροχιά του, ενώ οι άλλοι μέχρι να το καταλάβουν συνέχισαν την κατακόρυφη πτώση τους. Χτυπούσε με βία τα χαλινάρια για να τρέξει το άλογο πιο γρήγορα. Το οδήγησε μέσα στα σύννεφα για να μην μπορούν να τους διακρίνουν οι καταδιώκτες τους. Για μια στιγμή ο Βόρυς είχε την εντύπωση ότι θα κατάφερναν να διαφύγουν, όμως γρήγορα διαψεύστηκε. Μια πύρινη δέσμη φωτός πέρασε ξυστά από δίπλα του. Η γυναίκα έβαλε δύναμη στη δεξιά της πλευρά για να γείρει το άλογο κι ελευθέρωσε κάπως την αριστερή της πλευρά. Ξαφνικά ο Βόρυς μπορούσε να αναπνεύσει κανονικά έχοντας απελευθερωθεί η πίεση που του ασκούσε από την αριστερή πλευρά

Page 165: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 165 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

του. Η φρενήρης κούρσα των τελευταίων λεπτών του είχε προκαλέσει ναυτία, τουλάχιστον τώρα όμως ένιωθε λίγο καλύτερα γιατί μπορούσε ν’ αναπνεύσει.

«Και πύρινες μπάλες εναντίον μου;» είπε χαμηλόφωνα. «Δεν μπορώ να φανταστώ τι άλλο θα μπορούσε να μου συμβεί απόψε». Η γυναίκα πετούσε με τη σειρά της πύρινες μπάλες από τα χέρια της προς όλες τις κατευθύνσεις. Δεν ήταν κάτι που του προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση. Αν ο ίδιος ήταν ικανός να διαβάζει τις ψυχές των άλλων, γιατί αυτοί να μην μπορούν να ανταλλάσσουν εχθρικές φλογερές βολές. Όλοι οι μπλεγμένοι στην αναμέτρηση απέφευγαν με επιδέξιους ελιγμούς τις φλόγες. Η γυναίκα γυρνούσε συνέχεια το κεφάλι της ψάχνοντας να εντοπίσει τη θέση των αντιπάλων της. Αυτοί όμως ήταν παντού. Τους είχαν περικυκλωμένους ενώ οι βολές τους έκαναν τη νύχτα μέρα. Ο Βόρυς φανταζόταν ότι οι πύρινες μπάλες κάτω από τα σύννεφα θα έμοιαζαν με εκκωφαντικούς κεραυνούς, προμηνύοντας με τη δύναμή τους την έλευση έντονων βροχών.

Ξάφνου, και πάνω στην ένταση της εναέριας εμπλοκής στήθηκε μπροστά τους από το πουθενά ένα κατάλευκο άλογο που όμοιό του ο Βόρυς δε θυμόταν να είχε ξαναδεί. Ήταν δύο φορές μεγαλύτερο από τα φυσιολογικά άλογα, αρχοντικά στολισμένο με λευκές μεταξωτές κορδέλες και ατσάλινη περιμετρικά σκαλισμένη πανοπλία. Ούτε ο ίδιος ο Βόρυς δεν αντιλήφθηκε την παρουσία αυτού του περήφανου αλόγου πόσω μάλλον η γυναίκα από πίσω του που φανερά αιφνιδιασμένη τράβηξε με τόση βία τα χαλινάρια κατευθύνοντάς το προς τα πάνω που ο Βόρυς νόμισε ότι θα έπνιγε το άλογο. Το άλογο έκοψε απότομα ταχύτητα και για μια στιγμή έχασε τον ρυθμό του προκαλώντας τους αναβάτες του να ανασηκωθούν από την ένταση. Ο Βόρυς εξαιτίας αυτού ένιωσε ακόμα πιο χαλαρωμένη τη λαβή της γυναίκας που στην προσπάθειά της να στείλει τις πύρινες μπάλες της προς όλες τις κατευθύνσεις τον είχε αφήσει για λίγο. Η πορεία προς τα πάνω ήταν πολύ απότομη κι ο Βόρυς σε δευτερόλεπτα ένιωσε να χάνει τη λαβή του και να γλιστράει από τη σέλα. Αν και στιγμιαία χάρηκε που είχε καταφέρει να απελευθερωθεί από τη βίαιη γυναίκα, η συνειδητοποίηση ότι έπεφτε στο κενό τον έκανε να συνέλθει. Το μόνο που αντιλαμβανόταν τώρα ήταν ότι όπως το άλογο πρωτύτερα έσκιζε τα σύννεφα με την ταχύτητά του, έτσι τώρα κι αυτός είχε βρεθεί σε ελεύθερη πτώση αφήνοντας το σημάδι της θέρμης του κορμιού του στα σύννεφα που διαπερνούσε. Το μυαλό του άδειασε. Η μόνη εικόνα που είχε στο μυαλό του ήταν το κάστρο κι όλες οι στιγμές που πέρασε εκεί μέσα. Η ζωή του παίχτηκε μπροστά του σαν σκηνή από θεατρικό έργο, σαν αυτά που οργάνωναν την αρχή του καλοκαιριού.

Page 166: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

166 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Την ομαλή ροή των εικόνων διέκοψε μια εκκωφαντική κραυγή που βγήκε από τη γυναίκα που τον είχε αρπάξει τόσο βίαια νωρίτερα και συνειδητοποίησε ότι τον είχε χάσει. Κινήθηκε προς τα κάτω για να τον προλάβει, όμως τα υπόλοιπα άλογα την είχαν προλάβει και την περικύκλωσαν για μια ακόμη φορά. Ακολούθησε ανταλλαγή πύρινων μπαλών που πάλι με ελιγμούς απέφευγαν. Ο Βόρυς παρακολουθούσε τη μάχη, όμως καθόλου δεν τον ενδιέφερε. Τα μάτια του ήταν στραμμένα εκεί, η ματιά του όμως ταξίδευε πέρα από τα σύννεφα, μακριά ως το κάστρο. Εκεί όπου αισθανόταν ασφάλεια κι ευτυχία. Η θύμηση του έφερε καλοκαιριά στην παγωμένη από τους ψυχρούς ανέμους του τρόμου ψυχή του. Τώρα, όλα θα τελείωναν.

Είχε περάσει τα σύννεφα. Σε λίγο, η σκληρή αγκαλιά του εδάφους θα υποδεχόταν το κορμί του. Έκλεισε τα μάτια του. Δεν ήθελε να ξέρει πότε θα φτάσει στο έδαφος. Αν και το ένιωθε. Ένιωθε τους παλμούς και τη θέρμη της γης όσο την πλησίαζε. Μια γλυκιά ζεστασιά κάλυψε το κορμί του σαν να τον σκέπαζαν με πουπουλένιο πάπλωμα. Η ταχύτητά του μειώθηκε ή έτσι του φάνηκε κι έπεφτε πλέον πιο σιγά. Συνέχισε να πέφτει ώσπου το κορμί του ακούμπησε κάτι μαλακό που του τσίμπησε όμως το σώμα, διαπερνώντας ακόμα και τα ρούχα του σαν μικρές βελόνες. Τόσο ήταν ταλαιπωρημένο που του φάνηκε σαν χάδι και το πιο απαλό κρεβάτι του κόσμου. Ένιωσε ένα χάδι στο πρόσωπο, ένα ανεπαίσθητο άγγιγμα που αποκατέστησε τη γαλήνη στην ψυχή του και αφαίρεσε με μια κίνηση όλη την ψυχική κούραση. «Ίσως να μην είναι τόσο τρομαχτικό τελικά». Ηρέμησε και παραδόθηκε σ’ έναν βαθύ ύπνο που είχε καιρό να κάνει.

«Λέανδρε, σύνελθε» του φώναξε ο Βυλτώρ μήπως και καταφέρει να

τον συνεφέρει από το σοκ. Ο Λέανδρος όμως ήταν χαμένος. Ο Βόρυς εξαφανίστηκε κι ήταν δικό του λάθος. Δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του τη σκηνή της αρπαγής του. Ήταν τελείως απαθής, ανήμπορος. Ο Βυλτώρ συνέχισε να του μιλάει. «Θα τον βρούμε Λέανδρε πρέπει να μ’ ακολουθήσεις όμως. Κουνήσου γρήγορα. Η Δάειρα συνήθως δεν ταξιδεύει μόνη της». Ο Λέανδρος τον κοίταξε με μίσος.

«Εσύ φταις» του φώναξε και όρμησε κατά πάνω του ορθώνοντας τις γροθιές του για να τον χτυπήσει. Ο Βυλτώρ ψύχραιμα αντέκρουσε τα χτυπήματά του αποφεύγοντας να τον πληγώσει. «Αν δεν είχες έρθει στη ζωή μας τίποτα δε θα είχε συμβεί. Τώρα ο Βόρυς κινδυνεύει και νομίζεις ότι θα κάνω ό,τι μου πεις;»

Page 167: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 167 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Δεν έχεις άλλη επιλογή. Είμαι ο μόνος που μπορεί να σε βοηθήσει να βρεις τον Βόρυ. Όσο για το ποιος φταίει, δεν του έδειξα εγώ την πόρτα του θαλάμου για να βγει έξω». Ο Λέανδρος δάγκωσε τα χείλη του. Είχε δίκιο ο Βυλτώρ. Ο μόνος που έφταιγε ήταν ο ίδιος κι η ακόρεστη δίψα του για περιπέτεια σε συνδυασμό με την ανεξέλεγκτη επιπολαιότητά του.

«Δε σ’ έχω ανάγκη,» του είπε αποτραβιώντας τα χέρια του από τα δικά του. «Θα πάω να ζητήσω βοήθεια από τη Ζηνοβία. Μόνο αυτή μπορεί να με βοηθήσει. Ακόμα κι αν με διώξει από το κάστρο, εγώ μόνος μου θα τον ψάξω».

«Και δε χαίρεσαι, εσύ δεν ήσουν που προσπαθούσες να φύγεις από το κάστρο; Τώρα σου παρουσιάζεται η ευκαιρία σου» πρόσθεσε ο Βυλτώρ.

«Δεν ήθελα να γίνει έτσι, να φύγω ατιμωμένος βάζοντας σε κίνδυνο τη ζωή του φίλου μου. Τι συζητάω όμως μαζί σου, εσύ δεν καταλαβαίνεις».

«Καταλαβαίνω πολύ περισσότερα απ’ ό,τι νομίζεις. Ακολούθησέ με. Θα σε πάω εγώ στη Ζηνοβία. Από το δρόμο που σου είπα. Είναι το μοναδικό ασφαλές μονοπάτι. Ή αυτό θα κάνεις Λέανδρε ή θα σε γυρίσω τώρα εγώ ο ίδιος στον κοιτώνα σου. Δεν έχεις άλλη επιλογή. Μόνος σου δε θα καταφέρεις τίποτα και όσο πιο νωρίς το συνειδητοποιήσεις τόσο το καλύτερο για εσένα και τον Βόρυ». Ο Λέανδρος παρέμεινε για λίγο σκεφτικός. Δεν τον εμπιστευόταν. Η Ζηνοβία μόνο θα μπορούσε να του πει τι να κάνει. Δεν ήταν σε θέση να πάρει κάποια απόφαση τώρα. Το κεφάλι του έκαιγε από τη στεναχώρια και τις τύψεις.

«Εσύ για ποιο λόγο θέλεις να βοηθήσεις τόσο πολύ τον Βόρυ; Δεν τον ξέρεις παρά μόνο λίγες μέρες. Ποια είναι τα κίνητρά σου;»

«Εκπληρώνω μια υπόσχεση που είχα δώσει πριν πάρα πολλά χρόνια. Αλλιώς δε θα με ενδιέφερε καθόλου τι θα έκανες εσύ κι ο φίλος σου. Μην παίζεις με την υπομονή μου. Πρέπει ν’ αποφασίσεις σύντομα τι θα κάνεις». Η φωνή του Βυλτώρ φούντωνε ακόμα περισσότερο τη φωτιά στο κεφάλι του. Δεν ήταν σε θέση να πάρει κάποια απόφαση εκείνη τη δεδομένη στιγμή.

«Εντάξει» είπε τελικά ο Λέανδρος. «Θα έρθω μαζί σου στη Ζηνοβία». «Έλα από εδώ» του είπε δείχνοντας του το μονοπάτι που είχε ανοίξει,

«βρήκα το δέντρο που θα μας οδηγήσει μέσα στο κάστρο». Ο Βυλτώρ ικανοποιημένος του έδειξε τον δρόμο που οδηγούσε μπροστά

σ’ ένα πανύψηλο και ξεχωριστό δέντρο. Σίγουρα θα ήταν το πιο παλιό και μεγάλο δέντρο του δάσους. Οι σκιές που δημιουργούσε από το φως του φεγγαριού κάλυπτε όλα τ’ άλλα δέντρα. Ήταν όλα υποταγμένα σ’ αυτό, αλυσοδεμένα από τους μαύρους ίσκιους των χοντρών κλαδιών του. Ο Λέανδρος το χάζευε μαγεμένος. Δεν είχε δει ποτέ του κάτι τόσο εντυπωσιακό.

Page 168: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

168 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ενώ βάδιζε προς τα πίσω προσπαθώντας να εντοπίσει μέχρι που φτάνει το θεόρατο δέντρο, το πόδι του μπλέχτηκε σε ρίζες δέντρων και σωριάστηκε κάτω μην μπορώντας να το αποφύγει. Ενώ σηκωνόταν παρατήρησε μια πέτρινη στήλη λίγα μέτρα πιο πέρα. Έψαξε γρήγορα τον Βυλτώρ κι είδε ότι ήταν απασχολημένος ψαχουλεύοντας το δέντρο. Κινούμενος από την περιέργεια του εφήβου, πλησίασε την πέτρινη στήλη. Όταν έφτασε κοντά παρατήρησε ότι ήταν ένας τάφος και πάνω του υπήρχε και μια ξεθωριασμένη επιγραφή καθόλου ευανάγνωστη. Τι περίεργο, σκέφτηκε κι έσκυψε ακόμα πιο πολύ πάνω από τη λαξεμένη πέτρα μήπως και καταλάβει τι έγραφε πάνω. Σίγουρα αυτός που το χάραξε ήταν βιαστικός, σκέφτηκε, γιατί τα γράμματα δε βγάζουν κανένα νόημα.

«Είναι ο τάφος της άλκης, του κατοικίδιου του Παφνούτη». Ο Λέανδρος πετάχτηκε πάνω έντρομος. Τα νεύρα του ήταν ακόμα τσιτωμένα από την απαγωγή του Βόρυ κι ο Βυλτώρ κατάφερε να τον φτάσει αθόρυβα. «Δεν ήθελα να σε τρομάξω» του είπε. «Δεν έχει κάτι το ιδιαίτερο εδώ να δεις».

«Το γεγονός ότι μια άλκη κυκλοφορούσε ελεύθερη μέσα στο κάστρο εσύ δεν το θεωρείς ιδιαίτερο;» του είπε ειρωνευόμενος.

«Ο Παφνούτης ήταν πολύ ιδιαίτερος άνθρωπος. Μα, καλά τίποτα δε σας μαθαίνουν στο ορφανοτροφείο;» τον ρώτησε σχεδόν γελώντας με την άγνοιά του.

Ο Λέανδρος δεν πρόλαβε να απαντήσει. Ένα ξαφνικό αεράκι φύσηξε και το ένιωσε να περνάει μέσα από τα μαλλιά του και να του χαϊδεύει το πρόσωπο. Δεν ήταν γαλήνιο αεράκι όμως αυτό, καθώς συνοδεύτηκε από έναν οξύ θόρυβο από πουλιά που χτυπούσαν αφηνιασμένα τα φτερά τους, που όσο τους πλησίαζαν τόσο πιο οξύς γινόταν ο θόρυβος.

«Μα, τι είναι αυτό που ακούγεται;» ρώτησε ξαφνιασμένος τον Βυλτώρ. Πρόσεξε αμέσως ότι κι αυτός γύρισε απότομα προς το μέρος που ακούστηκε η φασαρία από το βαρύ φτερούγισμα.

«Σου είπα η Δάειρα δεν ταξιδεύει ποτέ μόνη της. Φροντίζει να παίρνει και την παρέα της μαζί. Αν δεν θες να τους γνωρίσεις βοήθησέ με ν’ ανοίξω την πόρτα». Ο Βυλτώρ παρέμενε ψύχραιμος, κάτι όμως που δεν τον ηρεμούσε ιδιαίτερα. «Πάμε στο δέντρο» τον διέταξε χωρίς να περιμένει κάποια απάντηση απ’ αυτόν. Με το που έφτασαν πρόσεξε ότι συνέχισε να ψηλαφίζει με τα χέρια του κάθε σπιθαμή του δέντρου κι έσπευσε να τον βοηθήσει.

«Τι ψάχνουμε;» τον ρώτησε πρόθυμος να βάλει το χεράκι του για να βγούνε επιτέλους από αυτό το δάσος.

Page 169: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 169 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Είναι ένα σημείο που προεξέχει πάνω στον κορμό. Φαίνεται σαν ξύλο, όμως στην πραγματικότητα είναι μάρμαρο φιλοτεχνημένο από τους πιο επιδέξιους μάστορες της πόλης των Ρόδων. Στο χρώμα δεν ξεχωρίζει από το υπόλοιπο δέντρο. Στην υφή του όμως εύκολα μπορείς να το καταλάβεις».

«Και τι θα γίνει όταν το βρούμε;» δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την ερώτησή του κι άκουσε κάτι σαν σύρτης που ανοίγει. Ο Βυλτώρ δεν έχασε χρόνο.

«Έλα να δεις τι θα γίνει». Ο Λέανδρος τον πλησίασε. Στο σημείο που κοιτούσε, ένα ορθογώνιο κομμάτι είχε πιεστεί προς τα μέσα. Ως αποτέλεσμα άνοιγε με πολύ αργούς ρυθμούς μια τεράστια μαρμάρινη πέτρα από κάτω προς τα πάνω. Ο Λέανδρος έκρυψε το πρόσωπό του καθώς ένα τεράστιο σύννεφο σκόνης πετάχτηκε πάνω τους.

«Πρέπει να έχει πολύ καιρό ν’ ανοιχτεί αυτή η πόρτα» σχολίασε ο Λέανδρος. Πίσω από την πόρτα κι ενώ το σύννεφο διαλυόταν, φάνηκε ένα σκαμμένο τούνελ μέσα στον κορμό με κατηφορικά σκαλοπάτια. Ο Λέανδρος έκατσε να χαζεύει το θέαμα. Ο Βυλτώρ όμως δεν τον άφησε να χασομερήσει. Έτσι, με ένα απότομο σπρώξιμο τον έστειλε μέσα στον κορμό. Ο ίδιος όμως κοντοστάθηκε μιας κι ένιωσε από πίσω του μία απαίσια μυρωδιά που είχε συναντήσει πολλές φορές στη ζωή του, τα βρωμερά χνώτα των Μαύρων Γυπών. Ο Λέανδρος βρέθηκε να έρπεται στα γόνατα μετά τη βίαιη ώθηση του Βυλτώρ. Το στόμα του μόλις που θα ανάβλυζε κουβέντες που θα περιέγραφαν τη δυσαρέσκειά του για την κίνησή του αυτή, όταν ξαφνικά γύρισε το κεφάλι του κι αντίκρισε το πιο τρομακτικό και συνάμα αποκρουστικό θέαμα της ζωής του.

Τρία ζώα, πέρα από τις φυσιολογικές διαστάσεις των ζώων, είχαν ορθώσει το φρόνημά τους μπροστά στον Βυλτώρ που έστεκε βαστώντας προτεταμένο απειλητικά το αστραφτερό του ξίφος. Και τα τρία ήταν μαύρα, δίνοντας άλλο ορισμό στο χρώμα, με το βαθύ και γυαλιστερό τόνο του δέρματός τους που ποτέ δεν είχε ξαναδεί. Η λεία επιφάνεια του δέρματός τους αντανακλούσε πάνω στο θαμπό φως του φεγγαριού που διαπερνούσε το βαθύ φύλλωμα των δέντρων. Τα μεγάλα κυκλικά πράσινα μάτια τους τόνιζαν ακόμα περισσότερο το απόλυτο μαύρο που είχε μπλοκάρει οποιαδήποτε άλλη εικόνα από το δάσος. Τα άκρα τους ήταν μακριά και ισχνά και το σώμα τους πολύ αδύνατο. Πίσω από την πλάτη τους ξεπηδούσαν δύο πελώρια φτερά με τα οποία σίγουρα θα έσκιζαν τους ουρανούς, καθιστώντας τα, τα πιο τρομακτικά αρπακτικά από αέρος. Το πρόσωπό τους ήταν αλλοιωμένο, όλα τα

Page 170: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

170 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

χαρακτηριστικά παραμορφωμένα, που δεν ήταν εύκολο να καταλάβει κανείς αν ήταν κάποιο ανθρωποειδές ή αν ήταν αρπακτικά ζώα.

«Λέανδρε, πίεσε την πέτρα προς τα έξω», οι κραυγές του Βυλτώρ τον συνέφεραν από την παραζάλη που είχε πέσει μπροστά στο τρομαχτικό θέαμα. Ο Βυλτώρ χρησιμοποιώντας το σπαθί του απέκρουε τα τέρατα που προσπαθούσαν να τον αρπάξουν με τα κοφτερά τους δόντια και να ξεσκίσουν τη σάρκα του με τα σουβλερά τους νύχια. Ο ίδιος ο Λέανδρος γνώριζε πολύ καλά να χρησιμοποιεί το σπαθί κι αναγνώριζε στον Βυλτώρ τη δεξιοτεχνία του. Οι Γύπες με γυμνά χέρια εξαπέλυαν την επίθεσή τους επιδιώκοντας να αφοπλίσουν τον αντίπαλό τους και να πλησιάσουν τον άλλο. Ο Βυλτώρ κουνούσε το σπαθί του πέρα δώθε βασιζόμενος στο ελάχιστο φως που διέρρεε το πυκνόφυλλο δάσος. Οι αντανακλάσεις από τις ελάχιστες δέσμες φωτός πάνω στην ατσάλινη λάμα του σπαθιού κατευθύνονταν επιδέξια προς τα μάτια των Γυπών και τα τύφλωνε δημιουργώντας τους με το κάψιμο αφόρητο πόνο. Στην προσπάθειά τους ν’ αμυνθούν αλλά και να επιτεθούν κάλυψαν τα μάτια τους με το ένα χέρι και με το άλλο προσπαθούσαν στα τυφλά να αρπάξουν τον Βυλτώρ. Από εκεί που οπισθοχωρούσαν και αναγκάζονταν να κινηθούν προς το δάσος, τώρα η κατάσταση είχε αντιστραφεί. Βλέποντας ότι το σχέδιό του δεν πετύχαινε πια, ήταν ο Βυλτώρ που οπισθοχωρούσε βαδίζοντας προς την πύλη του δέντρου. Οι Γύπες βαρούσαν το απελευθερωμένο τους χέρι με δύναμη στη γη γυρεύοντας να τον συνθλίψουν. Ο Βυλτώρ όμως ήταν ευκίνητος και δεν ήταν εύκολο να τον πετύχουν. Τα χτυπήματά τους όμως ήταν βαριά και προκαλούσαν μικρές δονήσεις γύρω από το δέντρο που τις ένιωθε κι ο Λέανδρος μέσα από τη σπηλιά.

Εν τω μεταξύ ο Λέανδρος έψαχνε να βρει το μάνταλο για να αντιστρέψει τη φορά της πόρτας. Η πίεση ήταν μεγάλη κι όταν είδε ότι δεν είχε πολλά περιθώρια μιας και οι Γύπες πλησίαζαν επικίνδυνα την πόρτα, συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να κινηθεί πιο γρήγορα. Με προσοχή αφουγκραζόταν κάθε εσωτερική πτυχή του δέντρου γυρεύοντας το μάνταλο. Αν δεν είχα αυτή την πίεση θα μου ήταν πιο εύκολο, σκέφτηκε χωρίς να σταματήσει την αγωνιώδη αναζήτησή του. Ο κορμός του δέντρου από μέσα δε διέφερε πολύ από τον εξωτερικό φλοιό. Ήταν τραχύς και τα χέρια του πληγιάζονταν από τις αιχμηρές εγκοπές. Δεν έδειχνε να τον ενδιαφέρει αν και οι πληγές του είχαν δημιουργήσει τσούξιμο. Και να, εκεί που ψηλαφούσε τη δεξιά μεριά του κορμού, η παγωμένη αίσθηση μιας λείας επιφάνειας γέμισε χαρά κι αγαλλίαση την καρδιά του.

Page 171: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 171 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Το βρήκα» φώναξε θέλοντας να δώσει κουράγιο στον Βυλτώρ ν’ αντέξει λίγο ακόμα και τράβηξε με δύναμη τον μοχλό. Ο Βυλτώρ μόλις άκουσε την πόρτα να κατεβαίνει, αμέσως κατευθύνθηκε προς τα εκεί καθώς κινδύνευε να μείνει απέξω. Οι Γύπες κατάλαβαν ότι θα έχαναν την ευκαιρία τους και χτυπούσαν με περισσότερη λύσσα το έδαφος με τη γροθιά τους. Η ηχώ από το θόρυβο που προκαλούσαν ακουγόταν σ’ ολόκληρο το δάσος προκαλώντας ανησυχία στους κατοίκους του. Δεν είχε μείνει πολύ χρόνος στον Βυλτώρ. Η πόρτα είχε σχεδόν κλείσει. Έτσι ξάπλωσε στο έδαφος και σύρθηκε κάτω από τη βαριά πόρτα, δευτερόλεπτα πριν αυτή σφραγιστεί. Οι Γύπες βαρούσαν μ’ όλη τους τη δύναμη σε κάθε πλευρά του κορμού. Τα χτυπήματά τους εσωτερικά ακούγονταν υπόκωφα και δημιουργούσαν την εντύπωση ότι θα κατάφερναν να τρυπήσουν τον κορμό και να βρεθούν μέσα. Ο Βυλτώρ αν και ήταν σκοτεινά μέσα στη θωρακισμένη κουφάλα αναγνώρισε την ανησυχία στην ταχύρυθμη αναπνοή του Λέανδρου.

«Μην ανησυχείς, δεν υπάρχει τρόπος να διαπεράσουν την πόρτα. Αυτό το δέντρο έχει αντέξει πολύ χειρότερα χτυπήματα και πάντα καταφέρνει να στέκεται όρθιο».

«Χαίρομαι που το ακούω αυτό» του είπε φανερά ανακουφισμένος που είχαν καταφέρει να ξεφύγουν σώοι από τη μανία τους. Γρήγορα άρχισε να συνειδητοποιεί που βρίσκονταν κι ότι ακόμα δεν είχαν αλλάξει πολύ τα πράγματα. «Λίγο σκοτεινά δεν είναι;» Πριν προλάβει να τελειώσει την πρότασή του το πρόσωπο του Βυλτώρ φωτίστηκε από έναν μεγάλο δαυλό που βρισκόταν ακουμπισμένος στον τοίχο. Η φλόγα ήταν δυνατή αλλά όχι αρκετά για να φωτίσει το σκοτεινό τούνελ που απλωνόταν μπροστά στα πόδια τους. Ο Λέανδρος όμως δε μίλησε. Είχε καταλάβει πλέον ότι ο Βυλτώρ του επεφύλασσε κι άλλες εκπλήξεις. Και δε διαψεύστηκαν οι προσδοκίες του. Σήκωσε τον δαυλό ψηλά και τον ακούμπησε πάνω στον τοίχο πρώτα στη δεξιά και μετά στην αριστερή πλευρά. Έξαφνα αδύναμες σπίθες που σταδιακά μετατράπηκαν σε φλόγες ξεπήδησαν από συμμετρικά αυλάκια κατά μήκος του τοίχου. Ακούστηκε ένας τσιριχτός θόρυβος κι όλος ο διάδρομος φωτίστηκε από λαμπερό φως σε διάφορους σχηματισμούς. Όσο προχωρούσε η σπίθα, βαθιά μέσα στο δέντρο, τόσο ακουγόταν και το τσιτσίρισμα και φωτιζόταν και το πιο βαθύ σκοτάδι του τούνελ.

«Πολύ εντυπωσιακό» σχολίασε ικανοποιημένος ο Λέανδρος. Τώρα ο δρόμος ήταν ανοιχτός μπροστά τους.

Μέσα στο τούνελ η μυρωδιά ήταν πολύ έντονη. Η μύτη τους εντόπιζε διάφορες οσμές. Αυτή που επικρατούσε ήταν η μούχλα από τα

Page 172: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

172 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αποσυντεθειμένα χόρτα και ζώα που δεν κατάφεραν να βρουν την έξοδο. Ο δρόμος γινόταν κατηφορικός και η μεγαλύτερη απομάκρυνση από την πύλη σήμαινε περισσότερη δυσωδία. Ενώ στην αρχή η έντονη μυρωδιά ήταν υποφερτή, αφού πέρασε λίγη ώρα από τον εγκλεισμό τους μέσα στο δέντρο, η μυρωδιά είχε γίνει ανυπόφορη. Για να μπορέσουν να σταθούν στα πόδια τους και να μη λιποθυμήσουν από τις αναθυμιάσεις βάδιζαν με το χέρι κρεμασμένο από τη μύτη τους για να μπορεί το χοντρό ύφασμα της κάπας τους να φιλτράρει κάπως τον μολυσμένο αέρα.

Η ώρα περνούσε και η σιωπή κούραζε τον Λέανδρο. Ο Βυλτώρ δεν ήταν κι η πιο ευχάριστη παρέα που θα ήθελε να έχει κάποιος μαζί του σ’ έναν σκοτεινό και υγρό θάλαμο. Ο Λέανδρος όμως ήθελε να του πιάσει την κουβέντα μήπως και περάσει η ώρα πιο γρήγορα.

«Πώς και τα ξέρεις όλα αυτά;» «Σου έχω ξαναπεί. Έζησα κι εγώ ένα διάστημα στο κάστρο. Κάποια

στιγμή απλά ήθελα ν’ ακολουθήσω τη μοίρα μου» του είπε χωρίς να τον κοιτάει. Ο Λέανδρος κούνησε το κεφάλι του.

«Σε καταλαβαίνω» του απάντησε, «κι εγώ το ίδιο ακριβώς νιώθω, δεν αντέχω άλλο εδώ, θέλω να βγω στον κόσμο».

Ο Βυλτώρ χαμογέλασε. «Ε, λοιπόν, απόψε θα σου δοθεί αυτή η ευκαιρία. Ελπίζω μόνο να μην

το μετανιώσεις γιατί δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής». Η πορεία τους μέσα στο υγρό και στενό τούνελ γινόταν με δυσκολία.

Υπήρχαν σημεία όπου έπρεπε να σκύβουν καθώς οι ρίζες από το αιωνόβιο δέντρο μπερδεύονταν στα ρούχα τους και τους τραβούσαν πίσω. Το μονοπάτι ήταν καλυμμένο με ολισθηρές πέτρες. Μία απρόσεχτη κίνηση εύκολα θα τους σώριαζε κάτω. Η κατηφόρα δυσχέραινε αρκετά τις κινήσεις τους και σε συνδυασμό με το σταδιακό στένεμα του τούνελ η πορεία τους είχε περιοριστεί με πλάγια φορά.

Παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν ο Λέανδρος δεν άφηνε την κουβέντα τους. Ήταν η ευκαιρία του να μάθει κάποια παραπάνω πράγματα για τον Βυλτώρ.

«Εσύ πώς κατάφερες να επιστρέψεις;» τον ρώτησε ενώ ταυτόχρονα έσκυβε για να μη χτυπήσει το κεφάλι σε μια τεράστια ρίζα που μπλόκαρε τον δρόμο του. Την ώρα που μιλούσε όμως, αντιλήφθηκε ότι δυσκολεύτηκε πάρα πολύ για να μιλήσει. Σχεδόν τραύλιζε! Η ανάσα του είχε επιβραδυνθεί και καταλάβαινε από την ανεξήγητη σωματική κόπωση ότι δεν είχε πολλές αντοχές. Ο Βυλτώρ γύρισε και τον κοίταξε.

Page 173: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 173 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Εγώ είμαι άλλη περίπτωση. Μη σπαταλάς άδικα το ελάχιστο οξυγόνο που έχουμε γιατί δε θα προλάβουμε να φτάσουμε στον προορισμό μας». Ο Λέανδρος του έγνεψε καταφατικά. Τον εκνεύριζε που είχε συνέχεια δίκιο, έτσι σταμάτησε να μιλάει.

Σύντομα το τούνελ σταμάτησε. Ο νεαρός οδηγός έκανε νόημα στον Λέανδρο και του έδειξε μια σχισμή κάτω στα πόδια τους από την οποία θα έπρεπε να περάσουν για να βρεθούν από την άλλη μεριά. Πρώτος σύρθηκε ο Βυλτώρ, με αρκετή ευκολία αποδεικνύοντας στον Λέανδρο περίτρανα ότι δεν ήταν η πρώτη του φορά.

«Ευτυχώς δεν είμαι κλειστοφοβικός» ψέλλισε στον εαυτό του σκύβοντας στη σχισμή να ελέγξει αν όντως χωρούσαν να περάσουν. Η σχισμή όμως του φαινόταν υπερβολικά μικρή και δεν ήταν βέβαιος ότι θα τα κατάφερνε. Ξάπλωσε στο έδαφος και δίπλωσε τα πόδια του μιας κι ήταν αρκετά ψηλός και δεν χωρούσε ολόκληρος στο στενό διάδρομο. Έβαλε το κεφάλι του μέσα στη σχισμή. Η αχανής αίθουσα που διέκρινε τον γέμισε κουράγιο. Τουλάχιστον δεν έχει άλλους στενούς διαδρόμους, σκέφτηκε και γρήγορα με αιλουροειδή κίνηση πέρασε και το υπόλοιπο σώμα του κάτω από τη σχισμή. Όταν στάθηκε όρθιος παρατήρησε το δωμάτιο σ’ όλο του μεγαλείο.

Ήταν γεμάτο από σταλακτίτες και σταλαγμίτες που ιρίδιζαν από το φως στα αυλάκια, τα οποία με κάποιο περίεργο τρόπο συνεχίζονταν μέχρι εκεί μέσα. Όλο το δωμάτιο είχε φωτιστεί περιμετρικά και ήταν εμφανής και η παραμικρή γωνία του. Γύρω γύρω από τους τοίχους υπήρχαν μονοπάτια που οδηγούσαν στην απέναντι μεριά. Κι αυτό γιατί στη μέση του δωματίου υπήρχε μια λίμνη με κρυστάλλινα νερά όπου στην επιφάνειά της καθρεπτίζονταν τα πρόσωπά τους πάνω στο καθαρό νερό. Ως δια μαγείας η έντονη μυρωδιά της μούχλας και της αποσύνθεσης είχε εξαφανιστεί κι ο αέρας ήταν διαποτισμένος μ’ ένα γλυκό κι ελαφρύ άρωμα από τα λευκά λουλούδια που ήταν διασκορπισμένα σ’ όλη την έκταση της μικρής λιμνούλας. Ο Βυλτώρ πρόσεξε πόσο πολύ συνεπήραν τα λουλούδια τον Λέανδρο που κάρφωσε το βλέμμα του πάνω τους και τα θαύμαζε.

«Αυτά τα λουλούδια λέγονται Ζίννια. Μόνο εδώ φυτρώνουν. Πουθενά αλλού. Είναι πολύ ιδιαίτερα, με τρόπους που θα ήταν καλύτερο να μη μάθαινες». Ο Λέανδρος σχεδόν δεν τον άκουγε. Ήταν μαγεμένος από την ομορφιά τους. Συναισθήματα παιδικής γαλήνης και ανείπωτης γλυκύτητας θέρμαναν την καρδιά του μ’ έναν τρόπο που πολλά χρόνια είχε να νιώσει. Πλησίασε τη λίμνη κι έσκυψε για να τα δει από κοντά. Τι θέαμα κι αυτό! Τα λευκά πέταλά τους λαμπύριζαν και μια αστραφτερή χρυσή ίριδα τα χάιδευε

Page 174: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

174 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

σαν ένα μικρό έντομο που πετούσε τριγύρω τους κι έψαχνε την είσοδο για να γευτεί τη γύρη τους. Το λευκό λουλούδι καθόταν πάνω σ’ ένα μωβ φύλλο του οποίου το κοτσάνι φαινόταν μέσα από το κρυστάλλινο νερό ότι έφτανε μέχρι το βυθό της λίμνης.

Κι εκεί στην άκρη της λίμνης στεκόταν το πιο μεγάλο κι εντυπωσιακό λουλούδι απ’ όλα, όχι με λευκά αλλά μωβ πέταλα που η αστραφτερή τους λάμψη δημιουργούσε αντανακλάσεις με το νερό, σαν ο αρχηγός αυτής της ομάδας των υπέροχων λουλουδιών. Ο Λέανδρος άπλωσε το χέρι του για να κόψει ένα από αυτά. Η ομορφιά τους και το γλυκό μεθυστικό τους άρωμα τον τραβούσαν. Μ’ ένα γρήγορο και συνάμα απαλό σάλτο ο Βυλτώρ βρέθηκε δίπλα του ακουμπώντας του τον ώμο. Τον σήκωσε πάνω ρίχνοντας του ένα βλέμμα αποδοκιμασίας.

«Αυτά τα λουλούδια δεν είναι για να τα ακουμπάμε. Μόνο να τα θαυμάζουμε από μακριά. Έλα, μη χάνουμε άλλο χρόνο». Ο Λέανδρος τον υπάκουσε χωρίς να διαμαρτυρηθεί. Μέσα σε λίγες ώρες είχε δει τόσα πράγματα όσα δεν είχε δει ποτέ στη ζωή του μέχρι τώρα. Που να βγω κι έξω από το ορφανοτροφείο. Ποιος ξέρει εκεί τι με περιμένει, είπε στον εαυτό του χαμογελώντας και νιώθοντας την αγαλλίαση της γλυκιάς προσμονής. Ο Βυλτώρ τον οδήγησε στη δεξιά μεριά της λίμνης.

«Από αυτό το δρομάκι θα περάσουμε απέναντι» του είπε δείχνοντάς του με το χέρι ένα πέτρινο κι αρκετά στενό διάδρομο. «Ακολούθα τα βήματά μου. Αργά και σταθερά βήματα Λέανδρε. Και προσπάθησε να μην ταράξεις τα νερά της λίμνης».

Με πολύ προσοχή γαντζώθηκαν από τον τοίχο και προσπαθώντας να διατηρήσουν την ισορροπία τους, βάδιζαν πάνω στον διάδρομο. Ήταν μια επίπονη διαδικασία γιατί κι ο τοίχος και το έδαφος ήταν ιδιαίτερα ολισθηρά λόγω της μεγάλης υγρασίας που επικρατούσε στην ανήλιαγη αίθουσα. Με μία άγαρμπη κίνηση πολύ εύκολα θα έπεφταν μέσα στο νερό. Ο Λέανδρος ακολουθούσε κατά πόδας τον Βυλτώρ. Ήταν γεροδεμένος κι η αθλητική του κορμοστασιά συνέβαλε στο να έχει σταθερό πάτημα.

«Λίγο ακόμα και φτάνουμε», του έδινε κουράγιο ο Βυλτώρ. Είχε πλησιάσει αρκετά στην απέναντι πλευρά και μ’ ένα σάλτο βρέθηκε σ’ ασφαλές έδαφος. Ο Λέανδρος ήταν λίγα μέτρα πίσω του κρατώντας μια απόσταση ασφαλείας κι έτοιμος για το δικό του σάλτο. Το επόμενο βήμα του όμως επρόκειτο να τον προδώσει. Βλέποντας την απόσταση να μειώνεται, δε στερέωσε γερά το πόδι του και για λίγο έχασε την ισορροπία του. Ταλαντεύτηκε για ελάχιστα δευτερόλεπτα αλλά γρήγορα επανήλθε. Με την

Page 175: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 175 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

απρόσεχτη όμως κίνησή του ένα πετραδάκι μικρό έπεσε στη λίμνη δημιουργώντας μεγάλο παφλασμό στα ήρεμα νερά της κι έντονο ήχο που ακούστηκε σ’ όλο το χώρο σαν δυνατός κρότος. Ο Βυλτώρ κάρφωσε το βλέμμα του στον Λέανδρο και βλέποντάς τον ότι ήταν έτοιμος να κινηθεί προεξέτεινε τα χέρια του επιβλητικά διατάζοντάς τον να παραμείνει ακίνητος. Ο Λέανδρος τρομοκρατήθηκε. Η έντονη αντίδραση του Βυλτώρ τον ανησύχησε. Συνέχισε να τον κοιτάει επίμονα ελπίζοντας ότι θα του κάνει σινιάλο να προχωρήσει κι ότι δε θα είχε κάποια συνέπεια η απρόσεχτη κίνησή του.

Οι προσδοκίες του όμως δεν επαληθεύτηκαν. Ενώ το βλέμμα του ήταν καρφωμένο πάνω στον Βυλτώρ, άκουσε τα νερά της λίμνης να παφλάζουν με σταθερά αυξανόμενο ρυθμό. Με την άκρη του ματιού του διέκρινε ότι κάτω από κάθε λουλούδι πηχτός αφρός σχηματίστηκε. Όσο φούσκωνε ο αφρός, το λουλούδι που βρισκόταν στην κορυφή του όλο κι ανυψωνόταν. Ο αφρός ανέβαινε κι ανέβαινε ώσπου άρχισε να παίρνει γυναικεία μορφή. Όταν σχηματίστηκαν τα σώματα από αφρό κάτι σαν έκρηξη έγινε κι ο Λέανδρος ένιωσε να καλύπτεται το σώμα του με τον πηχτό αφρό. Μια αίσθηση που του δρόσισε το σώμα ενώ το πηχτό υγρό κυλούσε πάνω του. Όταν άνοιξε τα μάτια του είδε ότι κάτω από τον αφρό κρύβονταν άυλα γυναικεία σώματα ντυμένα με λευκά μακριά φορέματα. Τα πόδια τους και τα χέρια τους ήταν καλυμμένα από τον λευκό χιτώνα τους. Το πρόσωπότ τους δεν είχε μορφή, το μόνο που ξεχώριζε ήταν τα χρυσά τους μάτια που δεν ήταν σαν τα ανθρώπινα μάτια, παρά ήταν περιστρεφόμενες χρυσές ίριδες σαν αυτές που είχε δει νωρίτερα να περιτριγυρίζουν τα πέταλα των λουλουδιών και πάνω στα αστραφτερά ασημένια μαλλιά τους, στην άκρη του κεφαλιού τους δέσποζαν σαν στολίδι τα Ζίννια.

Ο Λέανδρος κοκάλωνε για δεύτερη φορά απόψε. Δεν τολμούσε να γυρίσει το κεφάλι του να τις κοιτάξει κατάματα. Με την άκρη του ματιού του ένιωθε το βλέμμα τους καρφωμένο πάνω του. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία και τα δύο αγόρια περίμεναν να δουν ποια θα ήταν η επόμενη κίνησή τους. Ο Βυλτώρ του έκανε νόημα με τα χέρια του να παραμείνει ακίνητος.

«Είναι οι Υδάτινες Νεράιδες» η φωνή του ήταν απαλή και κατάβαλε μεγάλη προσπάθεια για να μην προκαλέσει θόρυβο που θα εκνεύριζε τα μαγικά πλάσματα. «Αν παραμείνεις ακίνητος και ήρεμος δε θα σε πειράξουν». Ο Λέανδρος άκουσε τα λόγια του αλλά δεν ήξερε για πόση ώρα θα κατάφερνε να παραμείνει ακίνητος. Οι νεράιδες συσπειρώνονταν σε μια ομάδα κι ενωμένες αιωρούνταν πάνω από τα διαυγή νερά της λίμνης κατευθυνόμενες προς το μέρος του Λέανδρου. Αυτός βλέποντάς τες να τον πλησιάζουν

Page 176: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

176 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αισθανόταν τους παλμούς της καρδιάς του ν’ αυξάνονται και παρά τις προσπάθειές του δυσκολευόταν να διατηρήσει την ψυχραιμία του. Οι νεράιδες τον περικύκλωσαν. Άκουγε τις φωνές τους μέσα στο κεφάλι του, του μιλούσαν σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινε. Οι φωνές τους ήταν δυνατές σαν στριγκλιές, πέρα από την ένταση που μπορούσε να αντέξει ένας ανθρώπινος οργανισμός. Κάλυψε με τα χέρια του τα αφτιά του ελπίζοντας ότι ο πόνος θα σταματούσε, όμως μάταια. Ο πόνος ερχόταν από μέσα, του έκαιγαν το κεφάλι. Έβλεπε τον Βυλτώρ ατάραχο κι ήταν σίγουρος ότι δεν άκουγε τίποτα.

«Βοήθα με Βυλτώρ, δεν το αντέχω άλλο» του φώναξε. Τον είδε που κουνούσε το στόμα του, του μιλούσε όμως δεν άκουγε τη φωνή του. Το μόνο που άκουγε ήταν οι διαπεραστικές κραυγές των νεράιδων που τον είχαν λυγίσει. Και τότε αντιλήφθηκε ότι μόνο αυτός άκουγε το θρήνο των νεράιδων γιατί μόνο σαν θρήνο θα μπορούσε να περιγράψει την τόσο έντονη συναισθηματική εκδήλωση των νεράιδων.

Ξαφνικά, πρόσεξε ότι οι νεράιδες έκαναν στην άκρη κι άνοιγαν το δρόμο σε κάποιον για να περάσει. Από πίσω τους ξεπρόβαλλε μια άλλη νεράιδα που διέφερε από τις άλλες. Ήταν πιο μεγαλόσωμη στο ανάστημα από τις υπόλοιπες κι η φιγούρα της εξέπεμπε μια εσωτερική λάμψη που δεν είχαν οι άλλες. Μπροστά της οι άλλες παραμέριζαν κι έδειχναν ένα είδος υποταγής. Αιωρούνταν και τον πλησίαζε με καρφωμένο το παγωμένο βλέμμα της πάνω του. Το τελευταίο πράγμα που παρατήρησε ο Λέανδρος πάνω της ήταν η μωβ Ζίννια που στόλιζε τα μαλλιά της. Σ’ εκείνη λοιπόν ανήκε το πιο όμορφο και λαμπερό λουλούδι που είχε δει νωρίτερα ο Λέανδρος στο κέντρο της λίμνης.

Η αρχηγός των νεράιδων πλησίασε το φοβισμένο αγόρι. Στάθηκε μπροστά του. Ο Λέανδρος έντρομος γύρισε να την κοιτάξει. Τόσην ώρα ούτε που τολμούσε ν’ αντικρίσει τις νεράιδες που είχαν στήσει έναν μαγικό χορό γύρω του. Η εμπειρία του με αυτές τις νεράιδες ήταν κάτι πρωτόγνωρο γι’ αυτόν. Με το πέρασμα της ώρας ο αρχικός του φόβος τον εγκατέλειψε. Καμία άλλη δεν τον είχε πλησιάσει τόσο κοντά. Έκπληκτος ανακάλυψε ότι δεν υπήρχε πρόσωπο, παρά μόνο κάτι σαν λευκός καπνός κάλυπτε το πρόσωπό της. Τα ασημένια της μαλλιά ήταν λυμένα, ίσια μακριά. Το φως από τα αυλάκια έπεφτε πάνω τους κι η λάμψη που δημιουργούνταν διαπότιζε το χώρο. Η μωβ Ζίννια με τα αμέτρητα πέταλα, απόλυτα συμμετρικά και στο μέγεθος και στη θέση τους, ήταν καρφιτσωμένη πάνω σε μια σειρά από λευκές πέρλες που δημιουργούσαν τη βάση για το πιο όμορφο κόσμημα απ’ όλα που φορούσαν οι Υδάτινες Νεράιδες. Οι χρυσές λάμψεις στα μάτια της

Page 177: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 177 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

περιστρέφονταν υπνωτίζοντάς τον. Του μιλούσε με μια φωνή απόκοσμη, σαν την ηχώ στο πιο ψηλό βουνό. Ο πόνος είχε περάσει όμως. Δεν αισθανόταν τίποτα παρά παρακολουθούσε το βαθύ θρήνο της νεράιδας. Ο Λέανδρος δεν ένιωθε πλέον ότι απειλούνταν από τις νεράιδες. Ένιωθε στο έπακρο τη δύναμή τους και την επιρροή τους πάνω του. Δεν καταλάβαινε τι του έλεγαν αλλά αντιλαμβανόταν την ένταση της στιγμής.

Μετά από λίγα λεπτά που του φάνηκαν αιώνες, οι νεράιδες άρχισαν να υποχωρούν. Τα άυλα σώματά τους που είχαν δημιουργηθεί από τον αφρό της λίμνης, εξαϋλώθηκαν ώσπου χάθηκαν τελείως. Η λίμνη επανήλθε στην αρχική της κατάσταση και τα Ζίννια επέστρεψαν στη θέση τους πάνω στα καθαρά νερά της. Ο Λέανδρος είχε συνέλθει από το πρώτο σοκ και τώρα ήταν συγκροτημένος. Με βήματα γεμάτα αυτοπεποίθηση έκανε το σάλτο που δεν πρόλαβε πριν και βρέθηκε κοντά στον Βυλτώρ. Αυτός στεκόταν στην άκρη της άλλης πλευράς και τον παρακολουθούσε. Ενώ στην αρχή προσπαθούσε να τον εμψυχώνει λέγοντάς του τι να κάνει, τα τελευταία λεπτά είχε μείνει σιωπηλός, κι απλά παρακολουθούσε. Όταν ο Λέανδρος τον πλησίασε ένιωσε τη διερευνητική ματιά του Βυλτώρ πάνω του.

«Οι Υδάτινες Νεράιδες είναι οι φύλακες του βασιλείου και της βασιλικής οικογένειας».

«Δε θα έπρεπε να είναι σε κάποιο πιο εμφανές σημείο του βασιλείου;» «Ήταν παλιά, στην καρδιά της Πόλης των Ρόδων, αλλά τις εξόρισαν,

κανένας δεν ξέρει πώς και γιατί, το θέμα είναι ότι αναζήτησαν καταφύγιο και φυσικά ποια θα ήταν η πρώτη και μοναδική τους επιλογή;»

«Η Ζηνοβία» η απάντηση ήρθε αμέσως στα χείλη του Λέανδρου. «Ακριβώς, όπως καταλαβαίνεις η Ζηνοβία δεν προστάτεψε μόνο παιδιά

αλλά και πολλά μαγικά πλάσματα βρήκαν ένα νέο σπίτι στο κάστρο». «Και γιατί τις εξόρισαν;» «Αυτό δεν είναι κάτι που θα σου χρησιμεύσει αυτή τη στιγμή. Αυτό να

σου γίνει μάθημα να είσαι πιο προσεχτικός». Ο Λέανδρος όμως δεν έδωσε σημασία. Ήταν χαρούμενος που τέλειωσε άλλη μια δοκιμασία απόψε κι γιατί όλο και περισσότερο πλησίαζαν στη Ζηνοβία που θα τους έλεγε τι θα έπρεπε να κάνουν για να βρουν τον Βόρυ. Ο Λέανδρος προχώρησε ψάχνοντας να βρει τη διέξοδο. Όταν είδε όμως ότι είχαν βρεθεί σ’ αδιέξοδο στράφηκε στον Βυλτώρ.

«Λοιπόν;» τον κοίταξε απορημένος. Παρατήρησε ότι υπήρχε μια πόρτα στη γωνία αλλά δεν είχε πόμολο ή κλειδαριά για να την ανοίξουν.

Page 178: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

178 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Μη σε ξεγελούν τα μάτια σου. Ψάχνεις πάντα την πιο προφανή απάντηση. Δε θα βγούμε από εκεί». Ο Βυλτώρ πήγε στη γωνία του τοίχου κι ξεκίνησε για μια ακόμη φορά να ψηλαφίζει τον τοίχο.

«Τι ψάχνουμε πάλι;» ρώτησε ξεφυσώντας ο Λέανδρος. «Δεν είναι το καλύτερό μου το ψάξιμο των μοχλών στους παγωμένους κι υγρούς τοίχους». Ευτυχώς αυτή τη φορά ο Βυλτώρ δε χρειάστηκε τη βοήθειά του. Με αρκετή άνεση τράβηξε έναν μοχλό που από μακριά φαινόταν σαν εξόγκωμα του βράχου. Ο Λέανδρος πλησίασε να δει τον μοχλό από κοντά. Προς μεγάλη του έκπληξη πρόσεξε ότι στην ένωσή του είχε σχεδιασμένα δύο λιοντάρια που του φαίνονταν πολύ γνωστά.

«Ο θυρεός του ορφανοτροφείου» φώναξε έκπληκτος. Ο έντονος θόρυβος του βράχου που παραμέριζε τράβηξε την προσοχή του. Σαστισμένος είδε μπροστά του μια πύλη ν’ ανοίγει διαγώνια μέσα στο βράχο. Το πάχος της ήταν τόσο μεγάλο που η πύλη έκανε αρκετά λεπτά μέχρι να τους αποκαλύψει τι μυστικά έκρυβε πίσω της.

«Που οδηγεί η πύλη;» ρώτησε εκστασιασμένος ο Λέανδρος, ανυπόμονος να δει τι έκρυβε πίσω της η πόρτα.

«Η πύλη αυτή οδηγεί στο γραφείο της Ζηνοβίας». Η είσοδος ήταν πλέον ανοιχτή κι ο Βυλτώρ με δυναμικότητα την πέρασε. Ο Λέανδρος τον ακολούθησε από πίσω. Το θέαμα που αντίκρισαν δεν ήταν ακριβώς αυτό που περίμεναν. Το χάος κι η αταξία τους προϊδέασε για τη για τη μάχη που είχε προηγηθεί εκεί μέσα. Ο Λέανδρος κοίταξε τον Βυλτώρ και διέκρινε ανησυχία στα μάτια του.

«Τέλεια» του είπε προβληματισμένος. «Δεν σε ανησύχησε ούτε η τύπισσα με το άλογο, ούτε τα τέρατα, ούτε οι περίεργες νεράιδες αλλά σε επηρέασε ένα ακατάστατο γραφείο. Τι να σημαίνει άραγε αυτό;» Δεν πρόλαβε να πάρει απάντηση. Ένας θόρυβος πίσω από το γραφείο της Ζηνοβίας τράβηξε την προσοχή και των δύο. Ακουγόταν σαν κλάμα.

«Μείνε πίσω μου» του είπε χαμηλόφωνα ο Βυλτώρ. Αργά, έβγαλε το σπαθί από τη θήκη του και προχώρησε προς το μαρμάρινο γραφείο. Όταν πλησίασε, το προεξέτεινε έτοιμος ν’ αντιμετωπίσει όποιον κίνδυνο προέκυπτε. Αστραπιαία βρέθηκε πίσω από το γραφείο με προτεταμένο το ξίφος, προς τα εκεί που προέρχονταν τ’ αναφιλητά. Έκπληκτος διαπίστωσε ότι το πρόσωπο που κρυβόταν από κάτω δεν αποτελούσε κάποιο κίνδυνο.

«Ποια είσαι εσύ; Ξέρεις τι έγινε εδώ πέρα;» Ο Λέανδρος κινούμενος από περιέργεια πλησίασε για να δει ποιος ήταν. Έκπληκτος γούρλωσε τα μάτια κι

Page 179: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 179 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

έτρεξε σ’ αυτήν που είχε αναζητήσει καταφύγιο πίσω από το βαρύ μαρμάρινο γραφείο.

«Διώνη, τι γυρεύεις εδώ;» Όταν άνοιξε τα μάτια του ο Βόρυς ήταν ξεκούραστος και ήρεμος. Για

πρώτη βραδιά μετά από καιρό δεν είχε δει τον καθημερινό εφιάλτη. Η τρομερή φωνή που τον κρατούσε ξάγρυπνο τόσες νύχτες, απόψε είχε σωπάσει. Βρισκόταν στη ζεστή θαλπωρή του κρεβατιού του και με το χέρι του χάιδευε τα ποτισμένα με άρωμα λουλουδιών και φρεσκοπλυμένα σεντόνια του. Χαμογέλασε φέρνοντας στο νου του τα γεγονότα της χθεσινής βραδιάς.

«Τι αληθινό όνειρο. Με τίποτα δε θ’ άλλαζα το ζεστό μου κρεβάτι και την ηρεμία μου εδώ στο κάστρο». Σηκώθηκε για να ντυθεί, όμως διαπίστωσε ότι κάθε κίνησή του, του έφερνε οξύ πόνο σαν να ήταν πιασμένος. Τα χέρια του και τα πόδια δυσλειτουργούσαν κι ένιωθε το σώμα του βαρύ. Στηρίχτηκε στο προσκέφαλο του κρεβατιού κι άνοιξε τα μάτια του διάπλατα. Μόλις τότε συνειδητοποίησε ότι αυτό δεν ήταν το κρεβάτι του κι επίσης εκείνο δεν ήταν το δωμάτιό του. Αντί για την οικεία παγωμένη πέτρα, η κάμαρα που βρισκόταν είχε τοίχους επενδυμένους με ξύλο. Πέρα από το κρεβάτι, μια απλή λευκή ντουλάπα κι ένα λευκό ξύλινο γραφείο με αρκετά ερασιτεχνικά σκαλίσματα στην όψη του. Το γραφείο βρισκόταν κάτω από ένα παράθυρο που κάλυπτε τον τοίχο από τη μια άκρη μέχρι την άλλη. Σηκώθηκε όρθιος πετώντας με μια απότομη κίνηση τα άγνωστα σκεπάσματα. Με κάθε βήμα του ένιωθε σουβλιές στο σώμα του. Έβαλε τα δυνατά του όμως για να πλησιάσει στο παράθυρο. Το γυμνά του πόδια μπλέχτηκαν μέσα στο στρωμένο χοντρό κόκκινο χαλί κι η θέρμη του διαπέρασε κάθε σπιθαμή του κορμιού του. Προβληματισμένος τράβηξε τη βαριά λευκή κουρτίνα. Χίλιες ιδέες πέρασαν από το μυαλό του για το τι θα αντίκριζε και σε τι αφιλόξενα μέρη είχε καταλήξει μετά την πτώση του από το άλογο. Έκπληκτος διαπίστωσε ότι δεν ίσχυε κάτι τέτοιο.

Με το που τράβηξε την κουρτίνα οι ζεστές αχτίδες του ήλιου έκαψαν τα μάτια του κι ασυναίσθητα τα έκλεισε. Όταν συνήθισε την αλλαγή τα άνοιξε δειλά και τότε φανερώθηκε μπροστά του η καταπράσινη αυλή ενός αγροτόσπιτου. Σαν ένας πίνακας μέσα από την κορνίζα του παράθυρου φάνταζε αυτό που αντίκρισε. Η διαφορά ήταν ότι εδώ μπορούσε να μυρίσει τον πίνακα και να χαθεί με τη ματιά του στα πιο μακρινά σημεία του ορίζοντα που αποκάλυπτε ο φωτεινός ουρανός. Ένας μεγάλος χρωματιστός κήπος με ευωδιαστά λουλούδια ήταν η πιο όμορφη πινελιά στο εξαίσιο τοπίο άγριας

Page 180: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

180 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ομορφιάς που αντίκρισε. Το βλέμμα του είχε καρφωθεί πάνω στα βουνά που απλώνονταν στα πόδια του. Ένα τοπίο πολύ διαφορετικό από το άγριο τοπίο που κρυβόταν πίσω από τις κουρτίνες του δικού του δωματίου στο κάστρο. Πελώρια βουνά με χιονισμένες κορυφές στόλιζαν το παράθυρο σ’ αυτό το δωμάτιο. Απόκρημνες πλαγιές και δύσβατα μονοπάτια ξεχώριζαν μέσα από τα δέντρα που δέσποζαν πάνω στα βουνά. Ο Βόρυς άκουγε τη φωνή της φύσης να τον καλεί να χαθεί μέσα στις κοιλότητες των βουνών της. Δύσκολο ως και ακατόρθωτο εγχείρημα για έναν άνθρωπο, όχι όμως για έναν απόγονο των Αετομάτηδων που στο αίμα τους κυλούσε η πνοή της φύσης. Δεν παρέλειψε να περιορίσει την όρασή του στα στενά ανθρώπινα πλαίσια. Έξω στην αυλή του σπιτιού δεν υπήρχε κανένας που θα μπορούσε να του εξηγήσει πώς είχε βρεθεί εκεί.

Ενώ ο μικρός περιεργαζόταν το τοπίο, άκουσε έναν κρότο στην πόρτα πίσω του που τον έκανε να γυρίσει. Μη ξέροντας τι θα αντικρίσει μπροστά του έτρεξε πανικόβλητος αναζητώντας προστασία πίσω από το κρεβάτι. Η πόρτα άνοιξε και πίσω της φανερώθηκε μια γυναίκα κρατώντας στο χέρι της έναν δίσκο με μυρωδάτα φαγητά. Αν και δεν ήταν μεγάλη σε ηλικία είχε λευκά σπαστά μαλλιά με ξανθές τούφες που ξεπετάγονταν από διάφορα σημεία. Το πρόσωπό της ήταν ρυτιδιασμένο, όχι από γηρατειά, αλλά περισσότερο από κακουχίες και σκληρή εργασία. Το ίδιο φανέρωναν και τα χοντρά και τραχιά της δάχτυλα που κρατούσαν σταθερά το βαρύ δίσκο. Όταν την είδε ο Βόρυς ηρέμησε και γαληνεμένος βγήκε από την κρυψώνα του.

«Καλησπέρα….., αχ τι λέω, καλημέρα», είπε γελώντας αμήχανα με το λάθος της. «Ξύπνησες βλέπω. Ελπίζω να ξεκουράστηκες». Πριν καλά καλά μπει μέσα, έστρεψε το κεφάλι της ενοχλημένη προς τα κάτω. «Ανέσα, μην κρέμεσαι από τη φούστα μου». Πίσω από τη γυναίκα ξεπρόβαλλε ένα μικρό ξανθό κεφάλι. Δειλά φανερώθηκε ένα κοριτσάκι περίπου οχτώ χρονών. Η ομοιότητά της με τη γυναίκα ήταν συγκλονιστική, έτσι γρήγορα ο Βόρυς συμπέρανε ότι επρόκειτο για την κόρη της. Η Ανέσα χασκογελούσε δείχνοντας τα στραβά μεγάλα μπροστινά της δόντια. Από την άλλη μεριά της φούστας της γυναίκας ξεπρόβαλλε άλλο ένα κεφάλι. Σε αντίθεση με την ανοιχτόχρωμη Ανέσα αυτό το κορίτσι ήταν μεν στην ίδια ηλικία αλλά μελαχρινή. Το δέρμα της ήταν σταρένιο κι ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τη γυναίκα και τη μικρή της κόρη. Πέρα από τη διαφορά στην εμφάνιση, τα δύο κορίτσια διέφεραν στη διάθεση. Η Ανέσα χασκογελούσε από αμηχανία και φόβο στη θέα του άγνωστου στο σπίτι της. Η άλλη μικρή όμως είχε δύο μαύρα μάτια σπινθηροβόλα που τον κατακεραύνωναν με τις καχύποπτες ματιές τους.

Page 181: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 181 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Συνόδεψε την Ανέσα στο γέλιο, του έριχνε όμως πλάγιες, διερευνητικές ματιές προκαλώντας του την αντιπάθεια δηλώνοντάς του με το βλέμμα της ότι ήταν παρείσακτος στο σπίτι της και δεν υπήρχε χώρος γι’ αυτόν.

«Μην τους δίνεις σημασία», συνέχισε η γυναίκα χαμογελώντας. «Αυτή είναι η Ανέσα κι αυτή είναι η Παρέσα. Είναι και οι δύο κόρες μου. Δίδυμες. Εγώ είμαι η κυρία Μιραδέα. Κάτσε να φας και θα μας πεις μετά πως κατέληξες να κοιμάσαι πάνω στο σωρό με τα άχυρά μας».

Ο Βόρυς έγνεψε συγκαταβατικά. Πεινούσε αρκετά και οι μυρωδιές από το ζεστό γάλα, το φρεσκοψημένο ψωμί και τ’ αυγά είχαν ήδη ταξιδέψει από την πόρτα μέχρι τη μύτη του. Η γυναίκα τον πλησίασε δισταχτικά κι άφησε τον δίσκο κι έφυγε βιαστικά τραβώντας από πίσω της τις δύο κόρες της που δεν έδειχναν διαθέσιμες να την ακολουθήσουν αλλά θα προτιμούσαν να μείνουν για να περιεργαστούν τον ξένο. Ο Βόρυς είδε το φόβο στα μάτια της. Δεν την αδικούσε. Δε θα ήταν και λίγο να βρει έναν άγνωστο να κοιμάται στην αυλή τους.

Ο Βόρυς με λαιμαργία έπεσε πάνω στο φαί. Δεν ήταν κι ότι καλύτερο είχε φάει ποτέ του, όμως είχε περάσει τόση ώρα από το τελευταίο του γεύμα που θα έτρωγε οτιδήποτε του έδιναν για να ηρεμήσει το στομάχι του που γρύλιζε από την ώρα που σηκώθηκε. Ήταν τόσο απορροφημένος στο φαί του που δεν άκουσε την πόρτα ν’ ανοίγει ξανά. Μέσα στο δωμάτιο μπήκαν πατώντας στις μύτες των ποδιών τους τα δύο κορίτσια και κάθισαν πίσω του. Προσπάθησαν να τον παρατηρήσουν αλλά με το που τον είδαν να τρώει έτσι ξέσπασαν σε δυνατά γέλια. Ο Βόρυς ξαφνιασμένος γύρισε να τις κοιτάξει. Οι μικρές συνέχισαν να γελάνε δυνατά με την Παρέσα να κουνάει γρήγορα τα χέρια της προς το στόμα της μιμούμενη τις κινήσεις του Βόρυ. Η Παρέσα σταμάτησε να γελάει απότομα και την ακολούθησε μετά από λίγο κι η αδερφή της.

«Είσαι περίεργος» του είπε και ξέσπασε ξανά σε γέλια βάζοντας το χέρι της μπροστά από το στόμα της. «Ο μπαμπάς μου λέει ότι έμεινες πολύ ώρα στο κόκκινο φεγγάρι γι’ αυτό είσαι έτσι!» Η Ανέσα γελούσε πάλι κι από την κακοτεχνία των δοντιών της πετάγονταν τα σάλια της παντού. Ο Βόρυς δεν τους μίλησε. Απλά τις κοιτούσε απορημένος. Τα γέλια τους του είχαν φέρει εκνευρισμό και δεν του άρεσε καθόλου που τον κορόιδευαν μπροστά στα μούτρα του.

«Μη μιλάς έτσι» είπε το άλλο κορίτσι στην αδερφή της χωρίς όμως να το πολυπιστεύει και η ίδια. Την ευχαριστούσε να βλέπει τη συμπεριφορά της αδερφής της, κάτι ακατόρθωτο για τη δική της ιδιοσυγκρασία. «Εμάς δε μας

Page 182: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

182 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αφήνουν να βγαίνουμε έξω με το που πέσει ο ήλιος γιατί τρομερά πράγματα συμβαίνουν τότε». Η αυθάδης μικρή έφυγε από κοντά της και τον πλησίασε ώσπου βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο.

«Ναι, θα γίνουμε σαν κι αυτόν, γι’ αυτό. Είσαι άσχημος» του είπε κοιτάζοντάς τον στα μάτια. «Θέλω να φύγεις, θέλω να φύγεις, θέλω να φύγεις», φώναξε πεισματικά η μικρή σουφρώνοντας το πρόσωπό της από το ζόρι της κάτι που την έκανε ακόμα πιο αντιπαθητική, ενώ η γαμψή της μύτη κοκκίνισε τόσο που ήθελε να γελάσει. Ο Βόρυς δεν μπορούσε να πιστέψει το θράσος της μικρής. Κι ακόμα περισσότερο δεν μπορούσε να πιστέψει ότι αφού σταμάτησε τα παράλογα ξεφωνητά της, πάλι έβαλε τα γέλια μπροστά του.

«Βγείτε έξω και οι δύο», η δυνατή φωνή έκλεψε το βλέμμα και των τριών παιδιών και κάλυψε τα χαμόγελα των κοριτσιών που εξαφανίστηκαν σε λίγα δευτερόλεπτα. Ένας μεσήλικας άντρας στεκόταν εκεί. Τα κατάλευκα μαλλιά του έρχονταν σε αντίθεση με μαύρα πυκνά του φρύδια. Η μύτη του ήταν γαμψή και τα δόντια του πετάγονταν ελαφρώς προς τα έξω. Το βλέμμα του ήταν απειλητικό κι ήταν στραμμένο προς τον Βόρυ.

«Τι περιμένετε;» είπε με όχι ιδιαίτερα βαριά φωνή αλλά με σταθερότητα κι απόλυτο έλεγχο. Η Ανέσα δε χρειάστηκε να της το ξαναπεί. Με το που τον είδε να στέκεται στην πόρτα ξεγλίστρησε όσο πιο αθόρυβα γινόταν έξω από την κάμαρα. Η Παρέσα όμως έμεινε μέσα να τον κοιτάζει. Από την αδιαμφισβήτητη ομοιότητά τους δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν κόρη του και σύζυγος της Μιραδέας. Δε γελούσε πλέον, παρά είχε πάρει ένα κλαψιάρικο ύφος.

«Εγώ δεν έκανα τίποτα» είπε μυξοκλαίγοντας, «εγώ δεν έκανα τίποτα, εγώ δεν έκανα τίποτα» συνέχισε να λέει κλαψιάρικα μέχρι που έφτασε κοντά του. Ο άντρας της χάιδεψε το κεφάλι τρυφερά.

«Το ξέρω Παρέσα, εσύ είσαι παιδί, δεν μπορείς να βλάψεις κανέναν. Πήγαινε μέσα με την αδερφή σου». Η μικρή τρέχοντας βγήκε από το δωμάτιο χοροπηδώντας ευδιάθετα. Η κυκλοθυμική διάθεση του παιδιού τον είχε αποσυντονίσει. Λίγο έλειψε να γελάσει από την ευμετάβλητη διάθεσή της αλλά το άγριο βλέμμα του οικοδεσπότη του τον απέτρεψε.

«Μη διανοηθείς και πειράξεις τις κόρες μου, θα σου πιω το αίμα και θα σου βγάλω τα νύχια ένα ένα» του είπε κουνώντας του απειλητικά τον δείκτη του χεριού του.

Ο Βόρυς σηκώθηκε πάνω. Τον είχε τρομάξει λίγο η απότομη συμπεριφορά του άντρα. Ήταν σίγουρος ότι οι άνθρωποι έξω από το κάστρο δε φέρονταν έτσι μεταξύ τους.

Page 183: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 183 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Δε σκοπεύω να βλάψω κανέναν από την οικογένειά σας» του είπε προσπαθώντας να τον καθησυχάσει.

«Θα μου απαντήσεις στις ερωτήσεις μου» του είπε. Ο Βόρυς είχε μείνει πραγματικά άφωνος από τις εναλλασσόμενες σκηνές που εκτυλίσσονταν μπροστά του. Ο άνθρωπος είναι τρελός, σκέφτηκε. Δεν ήταν κι η καλύτερη πρώτη εικόνα για τον κόσμο έξω από το κάστρο. Πίσω από τον άντρα εμφανίστηκε η σύζυγός του με τα κορίτσια τους γι’ άλλη μια φορά να κρέμονται από τη φούστα της.

«Με λένε Βόρυ και μέχρι χθες έμενα στο κάστρο του άρχοντα Παφνούτη» του είπε προλαβαίνοντας την πρώτη ερώτηση που ετοιμαζόταν να του κάνει. «Μετά από μια σειρά γεγονότων που θα μου έπαιρνε μέρες να περιγράψω και που δεν ξέρω αν καν θα με πιστεύατε μιας κι εγώ ο ίδιος δεν μπορώ να το πιστέψω, βρέθηκα να κοιμάμαι στο κρεβάτι σας. Δεν έχω ιδέα τι συνέβη. Το μόνο που γνωρίζω είναι αυτό που μου είπε η σύζυγός σας, ότι δηλαδή με βρήκατε να κοιμάμαι στον αχυρώνα σας. Πώς έγινε αυτό, δυστυχώς δεν είμαι σε θέση να σας αποκαλύψω». Ο Βόρυς τα είπε όλα αυτά με μια ανάσα κι όταν τελείωσε πήρε μια βαθιά εισπνοή. Δεν ήθελε μπελάδες. Δεν είχε ιδέα τι θα έκανε από εδώ και μπρος, αν όμως κατάφερνε να τον πάρει με το μέρος του, ίσως θα τον βοηθούσε να γυρίσει πίσω. Ο άντρας τον κοίταζε σκεφτικός.

«Τι δουλειά έχεις έξω από το κάστρο; Στα δεκαοχτώ δε σας αφήνουν ελεύθερους; Εσύ δε μου κάνεις για τόσο. Μήπως το έσκασες;»

«Όχι, όχι» βιάστηκε να του απαντήσει ο Βόρυς. «Πιστέψτε με, εγώ ποτέ δε θα επιχειρούσα να φύγω από το κάστρο. Για κάποιο λόγο με πήρανε από εκεί και τώρα θέλω να γυρίσω πίσω». Ο άντρας γέλασε ειρωνικά.

«Αν όντως είσαι αυτός που είσαι, τότε σίγουρα θα ξέρεις ότι αυτό δε γίνεται. Κανένας δεν μπορεί να βρει το δρόμο για το κάστρο του Παφνούτη. Το μονοπάτι χάθηκε πριν πολλά χρόνια και κανένας δε θα πλησίαζε ποτέ». Ο Βόρυς στο άκουσμα αυτών των λόγων έκατσε στην καρέκλα του απογοητευμένος. Δεν ήταν η πρώτη φορά που άκουγε αυτά τα λόγια, αλλά για πρώτη φορά ερχόταν αντιμέτωπος με τη βαρύτητα αυτών των λόγων.

«Ξαφνιάζεσαι ή μου φαίνεται;» συνέχισε ο άντρας έχοντας επίγνωση της ισχύος των λόγων του. «Εγώ νομίζω ότι λες ψέματα κι είσαι ένας κοινός ψεύτης που προσπαθεί να με παραπλανήσει κα να βλάψει την οικογένειά μου». Ο Βόρυς σηκώθηκε έντρομος πάνω.

«Κλέφτης εγώ; Είναι ψέμα» φώναξε με όση δύναμη μπορούσε να βγάλει από μέσα του.

Page 184: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

184 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Δεν το παραδέχεσαι;» του αποκρίθηκε ο άντρας ψαχουλεύοντας στην τσέπη του παντελονιού του. «Τότε πως το εξηγείς αυτό;» συνέχισε τραβώντας το χέρι του έξω από την τσέπη του. Κρεμάμενο από τα δάχτυλά του ήταν ένα γνώριμο στον Βόρυ αστραφτερό αντικείμενο. Ο Βόρυς ανεπαίσθητα κι ενστικτωδώς έψαξε το βαρύ κόσμημα που κρατούσε κρυμμένο κάτω από το πουκάμισό του και πάντα ήξερε ότι ήταν στη θέση του, αλλά μάταια.

«Το φυλακτό μου» φώναξε ενώ ορθώθηκε πάνω και κινήθηκε να το αρπάξει από τα χέρια του. Ο άντρας όμως τράβηξε το χέρι του πίσω. «Πώς τολμάς; Δεν έχεις κανένα δικαίωμα» του φώναξε οργισμένος. Το φυλακτό αυτό ήταν το μόνο ενθύμιο από την οικογένειά του, κι αν ποτέ κατάφερνε να βρει κάποιον δικό του, πίστευε ακράδαντα ότι αυτό θα του έδειχνε το δρόμο.

«Κάνεις λάθος. Από τη στιγμή που άνοιξε ο ουρανός και βρέθηκες στον αχυρώνα μου έχω κάθε δικαίωμα μικρέ κλέφτη» του απάντησε γελώντας. «Έχω ήδη καλέσει τη φρουρά του παλατιού. Σε λίγο θα έρθουν και τότε αλίμονό σου αν αποδειχτεί ότι το έχεις κλέψει». Αυτά είπε και βγήκε έξω από την κάμαρα χωρίς να περιμένει κάποια απάντηση από τον Βόρυ. Ο μικρός άκουσε τον ήχο της πόρτας να κλειδώνει απέξω.

«Πώς τα κατάφερα κι είμαι πάλι αιχμάλωτος;» αναρωτήθηκε. Κάθισε στην καρέκλα του και προσπάθησε να βάλει τα γεγονότα της χθεσινής βραδιάς σε μια σειρά μήπως και κατάφερνε να βγάλει κάποιο νόημα. Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν ήταν μια λάμψη γύρω του την ώρα που έπεφτε. Μία λάμψη ζεστή σαν τις πρώτες αχτίδες του ήλιου και απαλή σαν πάπλωμα. Δεν ήταν δυνατόν να θυμηθεί τίποτα άλλο. Όλα ήταν θολά.

Οι ώρες μέσα στο δωμάτιο περνούσαν αργά. Χιλιάδες σκέψεις τυραννούσαν το μυαλό του. Ανήσυχος βημάτιζε πάνω κάτω στο παχύ χαλί ώσπου ακούστηκε πάλι η κλειδαριά. Όταν άνοιξε η πόρτα δεν εμφανίστηκε μπροστά του ένα από τα μέλη της οικογένειας. Τώρα μπήκαν μέσα δύο γεροδεμένοι άντρες που φορούσαν κόκκινες στολές. Στη μέση τους κρεμόταν μια χρυσή θήκη σπαθιού στολισμένη με χρωματιστά πετράδια. Τον άρπαξαν από το μπράτσο δίχως να προλάβει ν’ αντιδράσει. Σχεδόν δεν πατούσαν τα πόδια του στο έδαφος όταν τον οδηγούσαν έξω από το λιτά διακοσμημένο ξύλινο σπίτι σε μια στρόγγυλη άμαξα. Μπήκαν μέσα κι οι ίδιοι κλείνοντας την πόρτα πίσω τους. Ο ένας χτύπησε με το χέρι του ένα κουδουνάκι κι η άμαξα ξεκίνησε. Από το παραθυράκι είδε την τετραμελή οικογένεια να συγκεντρώνεται στην ξύλινη εξώπορτα του αγροκτήματος. Τα κορίτσια κι η μητέρα σήκωσαν το χέρι τους να τον χαιρετήσουν. Ο πατέρας όμως τους έριξε ένα άγριο ύφος κι αμέσως το κατέβασαν. Έμειναν όμως όλοι να τον

Page 185: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 185 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

κοιτάζουν, ώσπου η άμαξα έστριψε στο πέτρινο μονοπάτι και χάθηκε μέσα στα δέντρα.

Το ταξίδι ήταν μακρύ. Ο Βόρυς καθόταν από τη μια μεριά της άμαξας κι οι φρουροί απέναντί του. Δεν έπαιρναν τα μάτια τους από πάνω του. Τον κοιτούσαν με δέος και θαυμασμό, κάτι που ξάφνιασε τον Βόρυ. Ήταν ξεκάθαρο ότι δεν είχαν τη διάθεση να τον βλάψουν, όμως δε θα δίσταζαν να χρησιμοποιήσουν το εντυπωσιακό σπαθί τους εναντίον του αν παρίστατο ανάγκη. Μην μπορώντας να κάνει τίποτα, απλά υπέμενε το ταξίδι του. Ο δρόμος ήταν τραχύς κι η άμαξα ανά διαστήματα έπεφτε πάνω σε πέτρες που την ταρακουνούσαν ολόκληρη και μαζί ταρακουνιούνταν κι οι ίδιοι. Ο Βόρυς χάζευε το τοπίο μέσα από το μικρό παραθυράκι. Διέσχιζαν το δάσος από ένα λιθόστρωτο δρομάκι. Γύρω τους, τους περιστοίχιζαν μεγάλα δέντρα που με τον ίσκιο τους, τους προστάτευαν από τον δυνατό μεσημεριανό ήλιο. Ανά διαστήματα συναντούσαν και μικρές πηγές που κυλούσαν από τα βράχια δημιουργώντας δυνατό παφλασμό από την πτώση τους. Μικρά ζώα δροσίζονταν στα ήρεμα νερά τους και παρακολουθούσαν καχύποπτα το οικείο στρογγυλό ‘ζώο’ που είχαν συνηθίσει να το βλέπουν να περνάει από το δρομάκι που και που. Το ταξίδι συνέχιζε χωρίς κάτι ιδιαίτερο να συμβαίνει. Οι φρουροί δεν είχαν αρθρώσει ούτε μια κουβέντα, ούτε όμως είχαν πάρει το βλέμμα τους από πάνω του.

Ξαφνικά, η άμαξα σταμάτησε. Ο Βόρυς άνοιξε το κουρτινάκι και πρόσεξε ότι είχαν φτάσει μπροστά σε μια πέτρινη γέφυρα. Το δάσος το είχαν αφήσει πίσω τους. Κοίταξε πίσω του ψάχνοντας να εντοπίσει πόσο είχαν απομακρυνθεί από αυτό. Τα δέντρα φαίνονταν πλέον σαν μια μάζα, κολλημένα το ένα πάνω στο άλλο, δημιουργώντας ένα φαινομενικά απροσπέλαστο δάσος. Η άμαξα μετά την ολιγόλεπτη στάση ξεκίνησε ξανά. Τα άλογα τώρα πήγαιναν πολύ σιγά για να περάσουν με ασφάλεια τη γέφυρα. Από κάτω άκουγε το γάργαρο νερό του ποταμού να κυλάει ήρεμα στον δρόμο του για το μεγάλο του ταξίδι προς τα νότια. Πέρα από τη γέφυρα, ο Βόρυς διέκρινε ένα μεγάλο πέτρινο τείχος χτισμένο κατά μήκος της πλαγιάς. Μέσα σ’ αυτό δέσποζαν με την παρουσία τους μικρά πέτρινα σπιτάκια με τις μικρές αυλές τους, που ενώνονταν μεταξύ τους με λιθόστρωτα δρομάκια. Στη μέση, εκεί που ήταν συγκεντρωμένος όλος ο κόσμος, βρισκόταν η αγορά πλημμυρισμένη από πάγκους με φρούτα, λαχανικά, υφάσματα και κάθε λογής αγαθά. Πλήθος κόσμου είχε συρρεύσει για να προμηθευτεί τα απαραίτητα αγαθά. Όλοι χαμογελαστοί κι ευδιάθετοι περιτριγύριζαν τους πάγκους ενώ ταυτόχρονα συζητούσαν μεταξύ τους και συναντούσαν τους γνωστούς τους.

Page 186: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

186 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Στην κορυφή του πελώριου βράχου υψωνόταν περήφανο το παλάτι. Χτισμένο αμφιθεατρικά κάλυπτε όλη την πλαγιά του απόκρημνου βράχου ώστε όλοι οι πολίτες από οποιοδήποτε σημείο της πόλης να μπορούν να το κοιτάνε. Χρωματιστές σημαίες ξεπηδούσαν από τους πύργους του φέροντας το θυρεό του βασιλείου, έναν άντρα ντυμένο με βαριά πανοπλία στολισμένη μ’ ένα λευκό ρόδο που προεξέτεινε ένα μακρύ σπαθί. Αμέσως αναγνώρισε ο Βόρυς που βρισκόταν.

«Η πόλη των Ρόδων!» αναφώνησε ενθουσιασμένος στους απαθείς φρουρούς. «Είναι απίστευτο, έχω ακούσει τόσα πολλά για την πόλη του βασιλιά, δεν το πιστεύω ότι βρίσκομαι εδώ». Οι δύο φρουροί εξακολουθούσαν να τον κοιτάζουν απορημένοι. Ο Βόρυς αμέσως διέκρινε την απορία τους για τον ξαφνικό ενθουσιασμό του. Δεν τον ενδιέφερε όμως. Δε θα μπορούσαν να καταλάβουν και να προσπαθούσε να τους εξηγήσει ότι για ένα παιδί που ήταν τόσα χρόνια περιορισμένο στους τέσσερις τοίχους του κάστρου, ήταν σπουδαία περίσταση τώρα, που θα πατούσε το πόδι του σ’ έναν από τους μαγευτικούς προορισμούς για τον οποίο είχε διαβάσει τόσα πολλά πράγματα. «Ποτέ δε θα το πίστευα ότι μια μέρα θα ερχόμουν εδώ» συμπλήρωσε. Γρήγορα όμως το πρόσωπό του σκοτείνιασε. «Θυμάμαι ο καθηγητής Σιρόκος μας είχε πει ότι η πόλη των Ρόδων βρισκόταν πολύ μακριά από το κάστρο» είπε απογοητευμένος, νιώθοντας πλέον βαθιά μέσα του ότι ποτέ ξανά δε θα επέστρεφε στο σπίτι του.

Ενώ περνούσαν μέσα από την αγορά, ο Βόρυς παρατήρησε ότι όλοι σταματούσαν τη δουλειά που έκαναν για να κοιτάξουν την άμαξα. Έριχναν κλεφτές ματιές στον ασυνήθιστο ξένο που ήταν προικισμένος με την αετίσια ματιά. Τα νέα ταξιδεύουν γρήγορα ακόμα κι εδώ, σκέφτηκε ο Βόρυς, φέρνοντας στο μυαλό του την ικανοποίηση στο πρόσωπο του άντρα από το αγροτόσπιτο όταν θα διέδιδε τα νέα των γεγονότων της χθεσινής βραδιάς. Πολλά χρόνια είχαν περάσει από τότε που για τελευταία φορά είχαν δει κάποιον της φυλής των Αετομάτηδων και τώρα η ξαφνική εμφάνιση του μικρού απογόνου είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον όλων. Ο Βόρυς έβλεπε την περιέργεια αλλά και τον θαυμασμό των πολιτών για το πρόσωπό του. Έκλεισε λοιπόν την κουρτίνα της άμαξας καθώς δεν ήθελε να τραβάει πλέον τα βλέμματα. Όλη αυτή η προσοχή που του έδειχναν του προκαλούσε αμηχανία κι ένιωθε ότι είχε βρεθεί σε μειονεκτική θέση. Ακούμπησε λοιπόν την πλάτη του στο μαλακό του κάθισμα και έκλεισε τα μάτια. Παρ’ όλο που δεν έβλεπε πλέον έξω, άκουγε το σούσουρο που είχε δημιουργήσει η παρουσία του. Τους άκουγε να τον σχολιάζουν. Έκλεισε λοιπόν και τ’ αυτιά του μήπως και καταφέρει να

Page 187: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 187 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

απομακρυνθεί από εκείνη την πραγματικότητα και βρεθεί έστω και νοερά σε γνώριμα μέρη, όπου ήταν μέρος του συνόλου κι όχι κάτι ξεχωριστό.

Αφού προσπέρασαν και τον τελευταίο πάγκο και το τελευταίο σπίτι, η ταλαιπωρημένη από τα λιθόστρωτα ελικοειδή δρομάκια άμαξα έφτασε μπροστά από την πύλη του παλατιού. Η θεόρατη μαρμάρινη πόρτα άνοιξε διάπλατα και υποδέχτηκε την άμαξα που κουβαλούσε τον Βόρυ. Μετά από λίγο, η άμαξα σταμάτησε. Επιτέλους το ταξίδι τους είχε λάβει τέλος. Η πόρτα άνοιξε και πίσω της εμφανίστηκαν άλλοι δύο φρουροί με την ίδια στολή που φορούσαν κι οι συνταξιδιώτες του. Το πρόσωπό τους ήταν ανέκφραστο και παρατήρησε ότι απέφευγαν να τον κοιτάξουν, κάτι που ναι μεν του φάνηκε περίεργο, όμως τον ικανοποίησε κιόλας διότι δεν ήθελε πλέον να είναι στο κέντρο της προσοχής. Κατέβηκε βιαστικά την άμαξα και πλησίασε τους φρουρούς. Μόλις βρέθηκε κοντά τους, με προβαρισμένες κινήσεις άρχισαν να κινούνται ταυτόχρονα με απόλυτη ακρίβεια και συγχρονισμό στις κινήσεις των χεριών και των ποδιών τους. Ο Βόρυς κατάλαβε ότι θα έπρεπε να τους ακολουθήσει κι αυτό έπραξε.

Το παλάτι ορθωνόταν πελώριο μπροστά στα μάτια του, απόρθητο φρούριο. Ήταν θωρακισμένο στον περίβολό του με πέτρα λαξεμένη σε ισόμετρα σημεία με διάφορες πολεμικές παραστάσεις που απεικόνιζαν πολεμικά στιγμιότυπα με τους γενναίους πολεμιστές του βασιλείου. Εικόνες που στόχευαν να ενισχύσουν το φρόνημα των κατοίκων της πόλης με τα πολυτραγουδισμένα κατορθώματα των γενναίων προγόνων τους αλλά επίσης και να αποθαρρύνουν τους επίδοξους πολιορκητές της πόλης από πιθανές σκέψεις πολεμικών ενεργειών εναντίον τους.

Ο Βόρυς είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό να χαζεύει τις εντυπωσιακές παραστάσεις. Οι ταλαντούχοι γλύπτες είχαν αποδώσει, όσο πιο πιστά ήταν δυνατό, τα φυσικά σώματα πάνω στην πέτρα. Στα σφιχτά καλογραμμωμένα σώματα των ιπποτών διαγράφονταν οι μύες με ακρίβεια. Τα χέρια και τα πόδια τους είχαν τόση ένταση ώστε κοιτάζοντας από μακριά έδιναν την εντύπωση ότι είχαν τη δική τους θέληση και θα κινούνταν από λεπτό σε λεπτό. Τα μάτια τους κι οι γωνίες του προσώπου τους ήταν τόσο βαθιά χαραγμένα, που το βλέμμα τους απέπνεε φόβο κι αποπροσανατόλιζε όποιον τα κοιτούσε για ώρα. Οι αρχαίες στρατιές ζωντάνευαν μπροστά στα μάτια του και ξεπηδούσαν μπροστά του, έτοιμες να χυθούν στην ένταση και το πάθος της μάχης. Ο Βόρυς δεν ήξερε προς τα ποια μεριά να πρωτοκοιτάξει. Όλα του φαίνονταν τόσο καινούργια και τόσο διαφορετικά σε σχέση με όσα είχε συνηθίσει να βλέπει. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που είχε βρεθεί

Page 188: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

188 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ξανά έξω από το ορφανοτροφείο. Προσπαθούσε να φέρει εικόνες από το δικό του παρελθόν, μήπως γινόταν κάποιος συνειρμός με την Πόλη των Ρόδων, αλλά τίποτα. Ένα λευκό σεντόνι κάλυπτε τις αναμνήσεις του, ένα κενό που τελείωνε από τη στιγμή της εισόδου του στο κάστρο.

Στον περιβάλλοντα χώρο είχαν παραταχθεί στρατιές από φρουρούς. Όλοι μαζί αποτελούσαν μια ομοιόμορφη κόκκινη μάζα. Τα χαρακτηριστικά του καθένα δεν ήταν ευδιάκριτα. Δεν είχε όμως και καμία σημασία μιας και κανείς δεν ήθελε να ξεχωρίζει. Ήθελαν να δείχνουν ενωμένοι, σαν μια γροθιά. Σκοπός τους ήταν να φανεί η ακρίβεια, ο συγχρονισμός, η ανιδιοτέλεια κι η δύναμη που πηγάζει από αυτά τα χαρακτηριστικά τους. Ο προβληματισμός του για το τι επρόκειτο να συμβεί κι ο θαυμασμός του για το μέρος που βρισκόταν, του δημιουργούσαν ανάμεικτα συναισθήματα. Μέσα του επικρατούσε αναταραχή και πανικός, συναισθήματα που είχαν φωλιάσει αρκετό καιρό τώρα μέσα του και κάθε μέρα όλο και γίνονταν πιο δυνατά.

Έντονες κραυγές τράβηξαν την προσοχή του. Στον προάυλιο χώρο έκανε την εμφάνιση μια νέα φρουρά διαφορετική από την κόκκινη. Οι άντρες της φρουράς αυτής φορούσαν μαύρες πανοπλίες, που γυάλιζαν κάτω από τον μεσημεριανό ήλιο. Βάδιζαν συγχρονισμένα και φώναζαν δυνατά. Αν και ήταν μια μικρή στρατιά με είκοσι περίπου άτομα, η φασαρία που προκαλούσαν κάλυπτε κάθε άλλο θόρυβο. Τα πρόσωπά τους δε διακρίνονταν κι ήταν όλοι ίσοι στο ύψος. Βάδιζαν με βαρύ βηματισμό ακολουθώντας το ρυθμό του προπορευόμενου αρχηγού τους.

«Αυτή είναι η Μαύρη Φρουρά» του ψιθύρισε ένας φρουρός που στεκόταν δίπλα του. «Είναι η προσωπική φρουρά του βασιλιά, κανένας άλλος δεν μπορεί να στέκεται στο πλάι του, παρά μόνο αυτοί». Ο Βόρυς δυσκολεύτηκε να αποκολλήσει το βλέμμα του από πάνω τους. Προκαλούσαν δέος με το συγχρονισμό τους και τις κραυγές τους. «Πάμε, λοιπόν» του ψιθύρισε πάλι ο φρουρός σκύβοντας ελαφρά προς το μέρος του.

Το άγημα ξεκίνησε. Προπορεύονταν δύο φρουροί που με το συγχρονισμένο τους βάδισμα άνοιγαν το δρόμο στον Βόρυ που ακολουθούσε μαζί με το φρουρό που του είχε μιλήσει και τους δύο φρουρούς- συνεπιβάτες του που είχαν μείνει λίγο πίσω. Πόσο αστεία εικόνα θα ήταν πράγματι, αυτός μια κουκίδα μέσα στους απόλυτα συγχρονισμένους στρατιώτες να χαζεύει περίεργος τριγύρω του και να προσπαθεί να ρουφήξει κάθε εικόνα και κάθε κίνηση από το διάσημο κάστρο. Διέσχισαν τον περίβολο του προαύλιου χώρου ώσπου σταμάτησαν μπροστά στην είσοδο του παλατιού, μια εντυπωσιακά μεγάλη δίφυλλη μαρμάρινη εξώπορτα. Με το που σταμάτησαν, ένα απαλό

Page 189: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 189 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αεράκι μετέφερε τα αρώματα των λουλουδιών και των δέντρων που στόλιζαν με την ομορφιά τους και γέμιζαν με το μεθυστικό τους άρωμα την αυλή. Γύρισε το κεφάλι κι έψαξε να βρει από πού ερχόταν αυτή η μεθυστική μυρωδιά. Γρήγορα εντόπισε μια πύλη στην πλαϊνή πλευρά του παλατιού όπου δέσποζε ένας κήπος καλά κρυμμένος πίσω από μια τεράστια καγκελόπορτα. Ο Βόρυς έκλεισε τα μάτια κι εισέπνευσε βαθιά προσπαθώντας να ρουφήξει το άρωμα όλων των λουλουδιών, σαν να έπαιρνε μια δόση κουράγιου και δύναμης προτού μπει μέσα στο παλάτι. Δεν είχε ιδέα τι μπορεί ν’ αντιμετώπιζε εκεί. Τώρα όμως ένιωθε ότι ήταν έτοιμος ή σχεδόν έτοιμος να το αντιμετωπίσει.

Ο Λέανδρος έτρεξε προς το μέρος της μικρής γοργόνας. Η ανησυχία

μόλις την είδε ήταν έκδηλη και βλέποντάς την να τρέμει σαν το φύλλο στον άνεμο, ενισχύθηκε ακόμα πιο πολύ.

«Διώνη, εγώ είμαι ο Λέανδρος», παραμέρισε τον Βυλτώρ και της έπιασε τα χέρια. «Πες μου τι σου συμβαίνει. Είδες τι έγινε εδώ μέσα;» η μικρή γοργόνα σήκωσε αργά το κεφάλι. Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα από το κλάμα και τα μάγουλά της ήταν υγρά. Πέρα από αυτά όμως η όψη της ήταν αγριεμένη και φοβισμένη κι αυτό ήταν κάτι που έκανε εντύπωση στον Λέανδρο. Η γλυκύτητα κι η πραότητα των χαρακτηριστικών της αντικαταστάθηκαν από αυτά που πιθανότατα είχαν προηγηθεί. Κάρφωσε το βλέμμα της πάνω στον Λέανδρο.

«Είναι τραγικό Λέανδρε, ασύλληπτο. Τίποτα πια δε θα είναι το ίδιο». Ο Λέανδρος κοίταξε προβληματισμένος τον Βυλτώρ. Ο ίδιος δεν ήξερε πλέον τι να κάνει κι ήλπιζε στα μάτια του Βυλτώρ να διαβάσει την επόμενη κίνησή τους. Βλέποντας την κατάσταση που επικρατούσε στο γραφείο της Ζηνοβίας και την άθλια ψυχολογική κατάσταση της Διώνης οδηγήθηκαν σ’ ένα μόνο συμπέρασμα, ότι μόλις η βραδιά τους είχε αποκτήσει άλλο νόημα. Ο Λέανδρος επέστρεψε πάλι στο πλάι της Διώνης.

«Διώνη, ξέρω ότι είχες μια δύσκολη βραδιά, αλλά πρέπει να με βοηθήσεις. Προσπάθησε να ηρεμήσεις για μια στιγμή και πες μας τι συνέβη εδώ μέσα». Η Διώνη κατάλαβε ότι δε βοηθούσε σε τίποτα να είναι ταραγμένη. Πήρε βαθιές ανάσες για να ηρεμήσει και με φωνή τρεμάμενη τους διηγήθηκε τι είχε βιώσει αυτή, παραλείποντας σκόπιμα το περιστατικό με τη Ζηνοβία. Το βλέμμα του Βυλτώρ σκοτείνιασε. Τα γεγονότα διαδέχονταν το ένα το άλλο πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι υπολόγιζε. Η ματιά του συναντήθηκε με του Λέανδρου.

Page 190: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

190 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Πρέπει να βιαστούμε. Είμαστε συνεχώς ένα βήμα πίσω». «Η Ζηνοβία ήταν η τελευταία μας ελπίδα. Τώρα που εξαφανίστηκε τι

μπορούμε να κάνουμε;» Ο Βυλτώρ ήταν σκεφτικός. Ακόμα δεν μπορούσε να χωνέψει την

απουσία της Ζηνοβίας. Όλες τις ελπίδες του τις βάσιζε σ’ αυτήν. Στράφηκε προς τη Διώνη.

«Είσαι σίγουρη ότι δεν είδες πουθενά τη Ζηνοβία;» τη ρώτησε κοιτάζοντάς την επίμονα. Η Διώνη χαμήλωσε το βλέμμα.

«Ναι, αν την είχα δει θα σας το έλεγα» είπε κοιτάζοντας το πάτωμα. «Σε τι θα σε βοηθούσε αν την είχα δει;» τον ρώτησε δειλά η κοπέλα. Δεν ήξερε αν έπρεπε να εμπιστευτεί το παράξενο αγόρι που δεν της είχε ρίξει ούτε μια ματιά τόσην ώρα.

Ο Βυλτώρ την κοίταξε έντονα μέσα στα μάτια. Η Διώνη δεν άντεξε την ορμητική ματιά του και χαμήλωσε πάλι το βλέμμα της. Δεν της άρεσε που έλεγε ψέματα, αλλά δεν είχε επιλογή. Η Ζηνοβία την είχε προειδοποιήσει να μην εμπιστευτεί κάποιον του οποίου το όνομα δεν κατάφερε ν’ ακούσει. Έπρεπε να είναι επιφυλακτική. Αν ήταν μόνη της με τον Λέανδρο αμέσως θα του εκμυστηρευόταν την περίεργη συνάντησή της με τη διευθύντρια. Μόνο στη Γλαφύρα θα αποκάλυπτε όσα της είχε πει και σε κανέναν άλλο.

«Την είδες λοιπόν;» την ξαναρώτησε ο Βυλτώρ. Η Διώνη όμως ήταν αποφασισμένη.

«Σου είπα όχι, απλά ρωτάω….» δεν πρόλαβε να τελειώσει την πρότασή της κι ο νεαρός τη διέκοψε απευθυνόμενος στον Λέανδρο.

«Φεύγουμε» του είπε αποφασιστικά. «Δεν έχουμε τίποτα να κάνουμε εδώ. Θα κινηθούμε μόνοι μας». Ο Λέανδρος τον κοίταξε απορημένος, ενώ με την άκρη του ματιού του διέκρινε την αποδοκιμασία στο βλέμμα της Διώνης λόγω της απότομης συμπεριφοράς του Βυλτώρ.

«Περίμενε, τι εννοείς όταν λες φεύγουμε; Πού θα πάμε;» τον ρώτησε ο Λέανδρος.

«Θα βρούμε τον Βόρυ και μετά τη Γλαφύρα. Θα έρθεις;» «Ναι, βέβαια» απάντησε βιαστικά ο Λέανδρος μην μπορώντας να

πιστέψει ότι απόψε θα έφευγε από το κάστρο. Η Διώνη από την άλλη όταν άκουσε ότι θα πήγαιναν στη Γλαφύρα δεν έχασε την ευκαιρία. Η τύχη της χτυπούσε την πόρτα. Καλύτερα θα ήταν με παρέα, παρά μόνη της στο ταξίδι της.

Page 191: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 191 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Θα έρθω κι εγώ» φώναξε αποφασισμένη. Τα δύο αγόρια γύρισαν ξαφνιασμένα το κεφάλι τους προς την κοπέλα. «Για μισό λεπτό. Τι εννοείτε να ψάξετε τον Βόρυ;» Ο Λέανδρος μίλησε πρώτος.

«Κι εμείς είχαμε μια περίεργη βραδιά. Μια γυναίκα άρπαξε τον Βόρυ και πρέπει να τον βρούμε».

«Είναι τρομερό, μα γιατί τον Βόρυ;» ρώτησε έκπληκτη η γοργόνα. «Απ’ ό,τι φαίνεται έχει κάτι που το θέλει, ακόμα δεν έχω πλήρη εικόνα

για το τι συμβαίνει. Αυτός που ξέρει είναι ο Βυλτώρ, δεν είναι όμως διατεθειμένος να το μοιραστεί μαζί μας».

«Ποιος είναι αυτός; Δεν τον θυμάμαι». Ο Λέανδρος πολύ γρήγορα της διηγήθηκε όσα είχαν συμβεί το βράδυ για να μην την κρατάει στα σκοτάδια.

«Αύριο θα αλλάξουν πολλά πράγματα στο κάστρο» η Διώνη τον κοίταξε εκνευρισμένη.

«Φτάνει πια με αυτό. Το καταλάβαμε, τι βραδιά και αυτή. Άραγε τα κορίτσια θα με ψάξουν ή θα έπεσαν για ύπνο και δεν πήραν είδηση ότι λείπω τόση ώρα;»

«Μην ανησυχείς, θα σε πάω μέχρι τον κοιτώνα σου πρώτα κι αφού βεβαιωθώ ότι είσαι ασφαλής τότε θα φύγω». Η γοργόνα τον κοίταξε αποδοκιμαστικά.

«Δεν κατάλαβες καλά. Σου είπα ότι θα έρθω μαζί σας». «Αποκλείεται, είναι πολύ επικίνδυνο» απάντησε γρήγορα ο Λέανδρος. «Δε θα πάρω την άδειά σου. Εξάλλου ποιος σου λέει ότι θα είμαι

ασφαλής εδώ; Δεν ξέρεις τι μέρα ξημερώνει για το κάστρο ούτε τι θα απογίνουν όλα τα παιδιά τώρα που εξαφανίστηκε η Ζηνοβία».

«Όχι Διώνη. Κοίτα τι έπαθε ο Βόρυς εξαιτίας μου. Δε θα σε πάρω κι εσένα στον λαιμό μου».

«Δε με ενδιαφέρει τι λες, θέλω να έρθω στη Γλαφύρα. Είναι η μοναδική με την οποία έχω τόσο στενό δέσιμο. Θέλω να πάω κοντά της. Εφόσον πάτε, θα είμαι πιο ασφαλής αν έρθω μαζί σας παρά να είμαι μόνη μου».

«Μα, Διώνη, δεν καταλαβαίνεις….» «Ας έρθει» φώναξε ο Βυλτώρ που έψαχνε παντού το γραφείο

αναζητώντας κάτι που θα του έδινε να καταλάβει τι είχε συμβεί. Είχε σταθεί μπροστά από τον μεγάλο καθρέπτη κρατώντας στο χέρι του το βαρύ κορδόνι που τραβούσε την κουρτίνα. Στεκόταν αναποφάσιστος και κοιτούσε την κουρτίνα. Το κορδόνι γλίστρησε από το χέρι του και εγκατέλειψε την προσπάθεια να το τραβήξει. Στράφηκε προς τη Διώνη. «Ίσως θυμηθεί κάτι στο

Page 192: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

192 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

δρόμο για όσα συνέβησαν απόψε». Η γοργόνα αναστέναξε κρυφά κι ένιωσε την καρδιά της να επιστρέφει στη θέση της. «Τι ένας, τι δυο» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του βγαίνοντας από το γραφείο. Η Διώνη χαμογέλασε απολαμβάνοντας τη νίκη της και γεμάτη ικανοποίηση πέρασε μπροστά από τον Λέανδρο που την παρακολουθούσε σκεπτικός. Μην έχοντας άλλη επιλογή τους ακολούθησε μέσα στον σκοτεινό διάδρομο.

Ο Βυλτώρ βρισκόταν αρκετά μπροστά κι η Διώνη ήταν σχεδόν από πίσω του. Ο Λέανδρος είχε μείνει σχεδόν μόνος ψάχνοντας να βρει τον δρόμο του στο σκοτάδι. Δεν είχε έρθει πολλές φορές στην πτέρυγα των καθηγητών και οι διάδρομοι δεν του ήταν οικείοι. Αποφάσισε ν’ ανοίξει το βήμα του για να μη μείνει πολύ πίσω. Τους έφτασε όταν ετοιμάζονταν να κατέβουν από την κεντρική σκάλα, την αποκαλούμενη Μαύρη Σκάλα διότι κατά τα χρόνια του Παφνούτη πολλοί μεθυσμένοι συνδαιτυμόνες του άρχοντα είχαν τσακίσει το σβέρκο στην προσπάθειά τους να πάνε προς την έξοδο. Ο Βυλτώρ βλέποντας ότι ο Λέανδρος είχε μείνει πίσω, του έκανε νόημα με το χέρι του να βιαστεί. Ο Λέανδρος τον παρατήρησε μέσα στο σκοτάδι. Φορούσε τη μαύρη κάπα του κι όλο του το πρόσωπο ήταν καλυμμένο. «Μια μαύρη σκιά είναι» σκέφτηκε ο Λέανδρος κοιτάζοντάς τον. Όταν έφτασαν στο κεφαλόσκαλο αντάλλαξαν ένα βλέμμα ανακούφισης. Είχαν καταφέρει να περάσουν αθόρυβα μέσα από τους σκοτεινούς διαδρόμους χωρίς να τους πάρει κανένας είδηση κι η πόρτα ήταν λίγα μέτρα μπροστά τους. Μ’ ένα γρήγορο σάλτο τα παιδιά βρέθηκαν μπροστά από την μεγάλη ξύλινη πόρτα. Ο Βυλτώρ προσπάθησε να την ανοίξει, όμως οι φόβοι του επαληθεύτηκαν.

«Όπως το περίμενα, είναι κλειδωμένη». Γρήγορα όμως τους παρουσίασε τις εναλλακτικές του. «Πάμε από την εξώπορτα του μαγειρείου».

«Η Μερόπη θα έχει φύγει μέχρι τώρα και θα βγούμε ανενόχλητοι» συμπλήρωσε ο Λέανδρος. Ο Βυλτώρ που τόση ώρα κοίταζε τριγύρω σκεπτικός, έκπληκτος έστρεψε το βλέμμα του προς τον Λέανδρο. Ο Λέανδρος, αν και γενναίος στην καρδιά, πισωπάτησε νιώθοντας τη φλογερή ματιά του Βυλτώρ.

«Ώστε με ακολουθήσατε όταν βγήκα από το δωμάτιο. Γι’ αυτό βρεθήκατε μπροστά μου από το πουθενά στη λίμνη. Ούτε μπορείς να φανταστείς σε τι μεγάλο κίνδυνο έβαλες τον φίλο σου». Ο Βυλτώρ αν και ήταν ψύχραιμος και δε φώναζε, τα λόγια του έπεσαν σαν αστροπελέκια κι ο Λέανδρος κατακεραυνώθηκε. «Ο Βόρυς έπρεπε να μείνει στο κάστρο προστατευμένος. Εξαιτίας σου όμως τώρα κινδυνεύει, κι αυτός κι όλοι οι υπόλοιποι».

Page 193: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 193 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο Λέανδρος δεν άντεχε άλλο ν’ ακούει τις κατηγόριες του Βυλτώρ. Το ήξερε καλά ότι αυτός κι η παρορμητικότητά του έφταιγαν για ό,τι είχε συμβεί κι οι τύψεις τον καταδίωκαν από εκείνη τη στιγμή.

«Αν μας έλεγες από την αρχή, τίποτα απ’ όλα αυτά δε θα είχε συμβεί και να είσαι σίγουρος ότι εγώ ο ίδιος θα φρόντιζα να έμενε στο κάστρο».

Ο Βυλτώρ χαμογέλασε. Η ειρωνεία που κρυβόταν πίσω από το σαρδόνιό του χαμόγελο εκνεύρισε τον Λέανδρο.

«Δηλαδή αν ερχόμουνα την πρώτη μέρα και σου έλεγα ότι ο φίλος σου πρέπει πάση θυσία να μείνει καλά φρουρούμενος μέσα στο ορφανοτροφείο, εσύ θα με πίστευες;» Ο Λέανδρος δεν το είχε σκεφτεί αυτό το ενδεχόμενο. Το πιο πιθανό θα ήταν ότι δε θα τον πίστευε. Η Διώνη εκμεταλλεύτηκε τη σιωπή του Λέανδρου για να εξομαλύνει την κατάσταση.

«Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή τώρα να μαλώνουμε. Πρέπει να βρούμε τρόπο να βγούμε από το κάστρο. Ας μη χάνουμε το χρόνο μας με άσκοπες αψιμαχίες.» Η γλυκιά χροιά της φωνής της καταλάγιασε την οξυμένη ατμόσφαιρα. Ο Λέανδρος προσπάθησε ν’ ανακτήσει την ψυχραιμία του και ν’ αντιστρέψει το αρνητικό κλίμα. Ο μόνος ανεπηρέαστος και ψύχραιμος ήταν ο Βυλτώρ που τους παράτησε πίσω του και τράβηξε για την τραπεζαρία. Αυτό που προείχε τώρα ήταν να βρουν τον Βόρυ και να σιγουρέψουν την ασφάλειά του.

«Θα πάμε από το μαγειρείο. Η απόσταση για το στάβλο είναι μεγάλη, γι’ αυτό να περπατάτε γρήγορα». Ο Βυλτώρ άνοιξε το βήμα του κι οι άλλοι δύο από πίσω έτρεχαν σχεδόν για να τον φτάσουν. Η σάλα ήταν σκοτεινή κι ευτυχώς ο Λέανδρος είχε κάνει την ίδια διαδρομή νωρίτερα κι έτσι εύκολα κατάφερε να βρει τον δρόμο του. Η τραπεζαρία ήταν όπως ακριβώς την είχαν αφήσει πρωτύτερα με τον Βόρυ. Απόλυτη ησυχία, σκοτάδι κι ελαφριά μυρωδιά επέβαλλαν την παρουσία τους. Σχεδόν τρέχοντας τα δύο παιδιά κατευθύνθηκαν προς την πόρτα του μαγειρείου. Όταν διέσχισαν τη διπλή του πόρτα, είδαν ότι ο Βυλτώρ τους περίμενε κρατώντας την εξώπορτα ανοιχτή. Από τα καθαρά παράθυρα οι ηλιαχτίδες έκαναν την πρώτη τους δειλή εμφάνιση.

«Βιαστείτε» τους φώναξε ο Βυλτώρ, «δε θα μπορούμε να περνάμε απαρατήρητοι για πολύ ώρα ακόμα». Πριν καλά καλά το καταλάβουν τα παιδιά βρέθηκαν να πατάνε το δροσερό από την πρωινή πάχνη γρασίδι. Η μυρωδιά του υγρού γρασιδιού έφτασε στη μύτη τους με τις υπόλοιπες μυρωδιές της αυγής. Ο ήλιος ξεπρόβαλλε και χάιδευε με τις αχτίδες του τις ομορφιές της φύσης. Τα παιδιά όμως δεν είχαν χρόνο ν’ απολαύσουν το

Page 194: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

194 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ανοιξιάτικο χάραμα. Έτρεχαν για να φτάσουν στο στάβλο προτού τους πάρει κανένας είδηση.

Όταν επιτέλους τα κατάφεραν, άνοιξαν τη βαριά πόρτα και μπήκαν μέσα. Και οι τρεις ήταν λαχανιασμένοι και κοντοστάθηκαν για να πάρουν μια ανάσα. Μόλις συνήλθαν, ο Βυλτώρ τους οδήγησε μέσα στους δαιδαλώδεις στάβλους με τους αμέτρητους αχυρώνες. Τα άλογα δεν ανησύχησαν όταν αντιλήφθηκαν την παρουσία ξένων. Σαν να μη συνέβαινε τίποτα περίμεναν υπομονετικά την ώρα που θα ερχόταν ο Κύρος να τους δώσει φρέσκο νερό και φαί. Ο Βυλτώρ προχωρούσε με αυτοπεποίθηση. Ήταν φανερό ότι ήξερε καλά να βρει τον δρόμο στα ατελείωτα μονοπάτια των διαδρόμων. Ξαφνικά, σταμάτησε μπροστά από έναν στάβλο. Ο Λέανδρος κοίταξε πάνω την επιγραφή. Τα δύο φίδια που κύκλωναν τ’ όνομα του αλόγου του φάνηκαν γνωστά.

«Ο στάβλος του Σείριου» ξεφώνισε. «Δεν ξέρω τι σκέφτεσαι Βυλτώρ, αλλά έχω την εντύπωση ότι θα γίνουμε ιδιαίτερα αντιληπτοί αν περάσουμε μέσα από την αυλή του κάστρου καλπάζοντας».

«Δε θα περάσουμε μέσα από την αυλή, αλλά από πάνω!», λέγοντας αυτά ο Βυλτώρ τράβηξε το μάνταλο από τη διπλή ξύλινη και γεμάτη σκαλίσματα πόρτα και την άνοιξε διάπλατα. Πίσω της εμφανίστηκε ο Σείριος περήφανος, δυνατός κι αγέρωχος. Στεκόταν και τους κοιτούσε με νόημα σαν να ήξερε τι επρόκειτο να συμβεί. Ο Βυλτώρ τον πλησίασε και του χάιδεψε τρυφερά τη μουσούδα. Το άλογο φάνηκε να απολαμβάνει τα χάδια του και κατέβασε το κεφάλι του. Ο Βυλτώρ χαμογέλασε.

«Είσαι έτοιμος παλιόφιλε;» Ο Λέανδρος δεν μπορούσε να κρύψει τον ενθουσιασμό του που

επιτέλους θα έφευγε από το κάστρο. Παρά τις αποτυχημένες προσπάθειες να τα κάνει να πετάξουν, δεν είχε κλονιστεί η πίστη του. Τώρα είχε έρθει επιτέλους η στιγμή που θ’ απολάμβανε τον θρίαμβό του. Ο Βυλτώρ τους άφησε για λίγο μόνους κι ο Λέανδρος με τη Διώνη έμειναν να χαζεύουν το περήφανο άλογο που στεκόταν μπροστά τους. Ο Σείριος ήταν από τα μεγαλύτερα και πιο εντυπωσιακά άλογα που είχαν στο στάβλο. Ήταν το μόνο που είχε αποκλειστικά δικό του χώρο λόγω της φλογερής του ιδιοσυγκρασίας. Ήταν ιδιαίτερα ανήσυχο άλογο και σίγουρα θα χρειαζόταν έναν δυνατό κι έμπειρο ιππέα για να το καβαλήσει, πόσω μάλλον για να πετάξει μαζί του.

Η Διώνη βλέποντας ότι είχε μείνει μόνη της με τον Λέανδρο αποφάσισε ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή για να του μιλήσει. Τον πλησίασε αντλώντας δύναμη από την ευγένεια των χαρακτηριστικών του προσώπου του.

Page 195: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 195 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Λέανδρε, πρέπει να σου εκμυστηρευτώ κάτι» του είπε δειλά. Ο Λέανδρος δεν την κοίταζε. Η προσοχή του ήταν στραμμένη πάνω στο άλογο. Δε χόρταινε να τον κοιτάει κι απολάμβανε κάθε λεπτό που ήταν κοντά του. Η Διώνη βιαζόταν να προλάβει την επιστροφή του Βυλτώρ κι αποφάσισε να του μιλήσει γρήγορα. Τον πλησίασε ακόμα περισσότερο και με τα χέρια της έστρεψε το σώμα του προς τη μεριά της. «Πρόσεξε με, σε παρακαλώ. Συνέβη κάτι σοβαρό και πρέπει να σου το πω προτού επιστρέψει ο Βυλτώρ». Τα μάτια της είχαν βουρκώσει από την ανυπομονησία να του μιλήσει κι από την ανάμνηση της φρικτής σκηνής που διαδραματίστηκε μπροστά στα μάτια της νωρίτερα στο γραφείο της Ζηνοβίας. Ο Λέανδρος κοίταξε τα βουρκωμένα της μάτια και της χάιδεψε το πρόσωπο.

«Μα εσύ κλαις» της είπε και σκούπισε τα δάκρυα που κυλούσαν αβίαστα στα ροδαλά της μάγουλα.

«Λέανδρε, είναι τραγικό. Είδα την καθηγήτρια Ζηνοβία…». Πριν προλάβει να συνεχίσει, άκουσε θόρυβο πίσω από την πόρτα. Αμέσως προσπάθησε να ανακτήσει τον αυτοέλεγχό της για να μην καταλάβει τη δύσκολή της θέση.

«Σε παρακαλώ, μην αναφέρεις τίποτα στον Βυλτώρ. Θα σου τα εξηγήσω όλα αργότερα». Βιαστικά σκούπισε τα δάκρυα από τα μάτια της και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Ο Λέανδρος έμεινε αποσβολωμένος πίσω. Δεν είχε προλάβει ν’ αρθρώσει λέξη. Ούτε καν πρόλαβε να ζητήσει εξηγήσεις από τη γοργόνα. Το κάλεσμα του Βυλτώρ τον έκανε να κουνηθεί από τη θέση του και να ξεφύγει η σκέψη του από τα μυστικά της Διώνης.

Ο Βυλτώρ μπήκε στον στάβλο κρατώντας στο χέρι το χαλινάρι ενός άλλου εντυπωσιακού αλόγου που έκανε την εμφάνισή του από πίσω του.

«Λέανδρε, εσείς οι δύο θα ιππεύσετε τον Μύρτο. Είναι εξίσου γρήγορος με τον Σείριο, όμως είναι επίσης πιο ήρεμος. Δε θα έχεις πρόβλημα να τον ελέγξεις». Ο Λέανδρος άπλωσε το χέρι του να πάρει το χαλινάρι, ο Βυλτώρ όμως τράβηξε το δικό του χέρι πίσω. Ο νεαρός τον κοίταξε απορημένος. «Μη με κάνεις να το μετανιώσω, αυτά τα άλογα δεν είναι σαν τα κοινά άλογα που γνωρίζεις. Θέλουν απαλές κινήσεις, με δύναμη όμως, για να τους δείξεις ποιος είναι το αφεντικό. Επιπλέον να έχεις πάντα στο νου σου ποτέ μα ποτέ να μην αφήσεις το χαλινάρι τους, θα τον χάσεις σε δευτερόλεπτα». Ο Λέανδρος έγνεψε καταφατικά με το κεφάλι. Η αγωνία του ήταν μεγάλη. Ανυπομονούσε να έρθει ή ώρα. Ο Βυλτώρ τότε έβγαλε ένα φλασκί από την κάπα του και το πρόσφερε στα παιδιά.

Page 196: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

196 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Πιείτε λίγο από αυτό. Θα σας βοηθήσει ν’ αντέξετε τις χαμηλές θερμοκρασίες». Τα δύο παιδιά υπάκουσαν την εντολή και δοκίμασαν το πικρό υγρό μην μπορώντας ν’ αποφύγουν τη γκριμάτσα αποδοκιμασίας όταν γεύτηκαν τη φυσική πικράδα του που έμεινε στο λαιμό τους. Ο Λέανδρος πρόσεξε ότι ο Βυλτώρ έβαλε το φλασκί στην κάπα του χωρίς να πιεί ο ίδιος.

«Εσύ;» του είπε, «δεν έχεις ανάγκη τις χαμηλές θερμοκρασίες;» «Όχι, εγώ τις έχω συνηθίσει» του απάντησε χωρίς να τον κοιτάει. Η

Διώνη στεκόταν πλάι στον Μύρτο και του χάιδευε τη μουσούδα. Ήταν ένα λευκό άτι λίγο πιο μικρό από τον Σείριο αλλά αρκετά μεγαλύτερο από τα κοινά άλογα. Στην όψη όμως και την περηφάνια δεν υστερούσε καθόλου από τον αρχηγό των αλόγων.

«Λοιπόν, τι κάνουμε τώρα;» ρώτησε η Διώνη χωρίς ν’ αφήσει τον Μύρτο.

«Θα βγούμε από την πίσω πόρτα του στάβλου. Την έχω ήδη ανοίξει. Λέανδρε, πιάσε τα γκέμια του Μύρτου». Ο Λέανδρος ακολούθησε τη διαταγή του. Ο Βυλτώρ όμως δεν έμεινε ικανοποιημένος. «Όχι έτσι. Σου είπα, πρέπει να τα πιάσεις με δύναμη για να του δείξεις ποιος κάνει κουμάντο. Αυτά τα άλογα έχουν δική τους θέληση κι είναι ανεξάρτητα. Αν νιώσουν ότι είσαι χαλαρός δε θα διστάσουν να σε ρίξουν κάτω. Πάμε, αν αργήσουμε κι άλλο θα μας προλάβει ο Κύρος».

Αφού διέσχισαν το στάβλο, βγήκαν από την πίσω πόρτα στην αυλή. Η νύχτα είχε πια χαθεί κι οι πρώτες αχτίδες του ήλιου ετοιμάζονταν να διώξουν κάθε σκοτεινό αποτύπωμα της νύχτας και να γαληνέψουν με τη θέρμη τους τις ανάστατες από το κόκκινο φεγγάρι ψυχές. Τ’ αγόρια ανέβηκαν στ’ άλογά τους κι ο Λέανδρος βοήθησε τη Διώνη να κάτσει πίσω μαζί του. Δεν είχε ιδέα πώς να χειριστεί το συγκεκριμένο άλογο. Στο ορφανοτροφείο τους μάθαιναν ιππασία κι ο ίδιος ήταν δεινός ιππέας, αλλά δεν ήξερε πως θα το έκανε να πετάξει. Ο Βυλτώρ βρισκόταν μπροστά του και του έδειχνε το δρόμο.

«Ακολούθησε με Λέανδρε, μην ανησυχείς, είναι εύκολο» του φώναξε αναπτύσσοντας ταυτόχρονα ταχύτητα. Ο Λέανδρος χτύπησε τα πόδια του διατάζοντας το άλογο να τρέξει πιο γρήγορα. Αυτό αντιλήφθηκε αμέσως το γρήγορο ρυθμό που ήθελε να του επιβάλλει ο αναβάτης και προς μεγάλη έκπληξη του Λέανδρου ανέπτυξε μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου τέτοια ταχύτητα που για τα κοινά άλογα είναι η τελική απόδοση. Οι παραστάσεις γύρω του άλλαζαν αστραπιαία χωρίς να προλαβαίνει να κοιτάζει. Η Διώνη γαντζώθηκε πάνω του για να μη χάσει την ισορροπία της και σωριαστεί στο έδαφος. Ξαφνικά, ένιωσε το άλογο ν’ ανεβαίνει προς τα πάνω και να παίρνει

Page 197: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 197 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ύψος. Το στομάχι του σφίχτηκε από την άνοδο, όμως δεν τον ενδιέφερε καθόλου. Ο ενθουσιασμός του ήταν μεγάλος κι άρχισε να φωνάζει δυνατά απολαμβάνοντας την πορεία. Ο Βυλτώρ ήταν ακόμη μπροστά τους και τους άνοιγε το δρόμο. Ο Λέανδρος έβλεπε τα πόδια του αλόγου να καλπάζουν στον αέρα με τόση άνεση κι ευκολία κι η εικόνα που του έφερνε στο μυαλό ήταν σαν να έτρεχε σ’ ένα μπλε λιβάδι φωτισμένο από τον λαμπερό ήλιο και στολισμένο με τα λευκά σύννεφα. Γύρισε το κεφάλι για να δει το κάστρο. Μια πικρία τσίμπησε την καρδιά του, ο ενθουσιασμός του όμως που επιτέλους είχε βρει το δρόμο της φυγής του, ήταν πολύ μεγαλύτερος.

«Επιτέλους, ελεύθερος» αναφώνησε. Η Διώνη του έριξε ένα τρυφερό βλέμμα και χαμογέλασε. Η ίδια δε χαιρόταν ιδιαίτερα που έφευγε. Αν δεν παρουσιαζόταν τώρα η ανάγκη, δε θα επέλεγε εκούσια μια ζωή έξω από τις διακλαδωτές ατσάλινες πύλες του κάστρου. Καταλάβαινε όμως ότι σε ένα ανήσυχο πνεύμα σαν τον Λέανδρο, το ορφανοτροφείο του έκοβε τα φτερά. «Κοίτα Διώνη» της φώναξε δείχνοντας με το χέρι του κάτω. «Θάλασσα γύρω από το κάστρο. Γι’ αυτό δε μπορεί κανείς να το βρει. Είναι πάνω σ’ ένα νησί!» Οι απόκρημνοι βράχοι κι οι ατελείωτοι γκρεμοί το καθιστούσαν απροσπέλαστο με οποιοδήποτε μέσο πλην του αέρος. Ακόμα και το ίδιο το ορφανοτροφείο στεκόταν στην κορυφή ενός τρομαχτικού γκρεμού που στο τέρμα του τα κύματα τσακίζονταν πάνω στα σουβλερά βράχια.

Το άλογο κάλπαζε πολύ γρήγορα και είχε ήδη απομακρυνθεί από την περιοχή του ορφανοτροφείου. Ο Λέανδρος έριξε μια τελευταία ματιά, θέλοντας να κρατήσει αυτήν την εικόνα σαν την τελευταία από το κάστρο που τον φιλοξένησε όλα αυτά τα χρόνια. Ένιωθε ευγνωμοσύνη και λύπη που έφευγε, όμως είχε ανοίξει πλέον τα φτερά του. Τίποτα πλέον δε μπορούσε να διακρίνει παρά μόνο τα πυκνά δέντρα που κάλυπταν τα πάντα κι έκρυβαν οποιοδήποτε σημάδι ζωής πάνω στο νησί. Σε λίγο έγινε ένα από τα πολλά καταπράσινα και γεμάτα βλάστηση νησάκια που βρίσκονταν τριγύρω και δεν μπορούσε πλέον να το ξεχωρίσει ανάμεσα στα πολλά.

«Έτσι λοιπόν εξηγείται που είναι αποκλεισμένο από τον έξω κόσμο». «Ελπίζω να βρούμε μια μέρα τον δρόμο της επιστροφής» συμπλήρωσε

γεμάτη πικρία η Διώνη. Ο Λέανδρος όμως προσποιήθηκε ότι δεν την άκουσε. Αυτός σε καμία περίπτωση δε θα ήθελε να γυρίσει πίσω. Κάθε καλπασμός του Μύρτου τον έφερνε πιο κοντά στη νέα του ζωή, την οποία θα ζούσε όπως θα ήθελε ο ίδιος.

Πετούσαν μέσα στα σύννεφα γι’ αρκετή ώρα. Ο ήλιος έκαιγε και δεν μπορούσαν ν’ ανέβουν πιο ψηλά. Τα άλογα κάλπαζαν πάνω στο λευκό στρώμα

Page 198: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

198 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

σαν να ήταν σ’ επίπεδη επιφάνεια. Παρά τη μεγάλη τους ταχύτητα, οι κινήσεις τους ήταν ανάλαφρες, και τα παιδιά δεν ενοχλήθηκαν από τίποτα. Πετούσαν πολύ ψηλά και τα σύννεφα τους έκρυβαν τη θέα τόσο, που τίποτα από κάτω δεν ήταν πια ορατό. Οι ώρες περνούσαν και το καταλάβαιναν από την πορεία του ήλιου. Όταν ο Σείριος ξεκίνησε να κατηφορίζει, είχε ήδη μεσημεριάσει. Ο Μύρτος τον ακολούθησε. Ενώ κατέβαιναν, τα παιδιά ανέπνεαν πιο άνετα και το σώμα τους επανήλθε στην κανονική του θερμοκρασία. Κάτω από τα σύννεφα έβρεχε δυνατά κι έβαλαν την κουκούλα τους για να προφυλαχτούν. Μέχρι να ακουμπήσουν τα πόδια τους στο έδαφος είχαν γίνει μούσκεμα ενώ η πυκνή βροχή μείωνε την ορατότητά τους. Ο Λέανδρος έψαξε για την κουκούλα του για να καλυφθεί από τη χοντρή βροχή.

«Βρέχει δυνατά» αναφώνησε στη Διώνη που είχε φορέσει ήδη την κουκούλα της.

Τα άλογα σταμάτησαν δίπλα σ’ ένα ρυάκι που το περιτριγύριζαν ψηλά δέντρα. Από τη βροχή είχαν φουσκώσει τα νερά του κι είχε ανέβει αισθητά η στάθμη του. Γύρω τους δεν υπήρχε τίποτα. Απόλυτη ησυχία επικρατούσε και το μόνο που την έσπαγε, ήταν η βίαιη ροή του χειμάρρου. Ο Λέανδρος έριξε μια διερευνητική ματιά τριγύρω. Πίσω από τα δέντρα, σ’ ένα υψωματάκι, διέκρινε μια μικρή σκοτεινή καλύβα. Παρ’ όλο που ήταν πρόχειρα φτιαγμένη, τα ξύλα ήταν χοντρά και γερά. Δίπλα ακριβώς ήταν χτισμένος ένας αχυρώνας στην ίδια κατάσταση με την καλύβα. Από μέσα δε φαινόταν κάποια ένδειξη ότι κατοικούσαν άνθρωποι.

«Ελάτε, κουνηθείτε» τους φώναξε ο Βυλτώρ. «Μέσα θα προστατευτούμε από τη βροχή». Ο Λέανδρος έτρεξε κοντά του.

«Μια στιγμή. Πού μας έφερες; Υποτίθεται θα πηγαίναμε στο δάσος της Καλλιρρόης. Είμαι σίγουρος ότι δεν είναι αυτό». Ο Βυλτώρ γύρισε εκνευρισμένος προς το μέρος του.

«Μ’ έχεις κουράσει Λέανδρε με την καχυποψία σου. Δε σε έβγαλα από το κάστρο σώο; Τι άλλο θέλεις; Αν ήμασταν στο δάσος των νεράϊδων θα το καταλάβαινες. Δεν υπάρχει πιο όμορφο μέρος στον κόσμο όλο. Εκεί δε βρέχει ποτέ. Τα δέντρα δεν επιτρέπουν το νερό της βροχής να περάσει».

«Επομένως, για ποιο λόγο μας έφερες εδώ;» επέμεινε ο Λέανδρος. «Διότι δε γνωρίζω που βρίσκεται ο Βόρυς και θα το μάθω μόνο εδώ»

του απάντησε ο Βυλτώρ όσο πιο ήρεμα μπορούσε. «Που είναι ο Μύρτος;» είπε και τα δύο αγόρια κοίταξαν πίσω. Ο Μύρτος είχε εξαφανιστεί. Το ίδιο και το χαλινάρι από το χέρι του Λέανδρου. Είχε αφαιρεθεί από την κουβέντα του με

Page 199: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 199 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τον Βυλτώρ και την απογοήτευσή του από το μέρος που τους είχε φέρει, που είχε αφήσει χαλαρό το χαλινάρι.

«Λείπει και η Διώνη. Μα, ήταν πίσω μου και οι δύο. Θα πάω να τους βρω».

«Όχι» του είπε ο Βυλτώρ απλώνοντας το χέρι του για να τον σταματήσει. «Το μόνο που μου λείπει τώρα είναι να χάσω κι εσένα». Τα δύο αγόρια στάθηκαν στις όχθες του ποταμού ελέγχοντας κάθε μεριά του μήπως και τον εντοπίσουν. Ξαφνικά, ο Λέανδρος ύψωσε το χέρι του.

«Κοίτα εκεί» του φώναξε δείχνοντας με το δάχτυλό του ευθεία. Από την απέναντι όχθη του ποταμού εμφανίστηκε η Διώνη να ιππεύει τον Μύρτο. Η ίδια χαμογελούσε. Με το ένα χέρι κρατούσε το χαλινάρι του αλόγου και με το άλλο προσπαθούσε να προστατευτεί από τη βροχή που έπεφτε με μανία στο πρόσωπό της. Η θέα του όμορφου κοριτσιού πάνω στο άλογο τους έκοψε τη μιλιά κι έμειναν εκεί να τη χαζεύουν όσο διέσχιζε με προσεχτικές κινήσεις το χείμαρρο καβάλα στο λευκό άλογο.

«Αυτή δε βγάζει ουρά αν βραχεί;» ρώτησε ο Βυλτώρ χωρίς όμως να τραβήξει το βλέμμα του από πάνω της.

«Μόνο αν το επιθυμεί η ίδια γίνεται γοργόνα» απάντησε μαγεμένος ο Λέανδρος. Ούτε αυτός κατάφερε ν’ αποστρέψει το βλέμμα του.

«Από εσένα, τον ιππεύει πολύ καλύτερα» του είπε κοροϊδευτικά. Και οι δύο μαγεμένοι παρακολουθούσαν τη Διώνη που ίππευε τον Μύρτο με απαράμιλλη άνεση και δεξιότητα. Ο αέρας που της έδινε το άλογο πολλαπλασίαζε την ομορφιά και τη χάρη της. Ακόμα και το ίδιο το άλογο, μαγεμένο από την επιβλητική παρουσία της, ακολουθούσε τον ρυθμό της και κάλπαζε ήρεμα παρά την καταρρακτώδη βροχή. Όταν πλησίασε τ’ αγόρια, κατέβηκε κι έδωσε τα χαλινάρια στον Λέανδρο.

«Κολυμπούσα στο ποτάμι, δεν άντεξα τον πειρασμό, τα νερά είναι πεντακάθαρα και δε θυμάμαι να έχω κολυμπήσει ποτέ σε ποτάμι. Τότε τον είδα να περιφέρεται και να τρώει από τους θάμνους. Αμέσως τον πλησίασα και τον έφερα πίσω». Σαν να βγήκε από βαθιά νάρκη, ο Λέανδρος άπλωσε το χέρι του για να πιάσει το χαλινάρι.

«Ήμασταν τυχεροί που τον είδες. Από δική μου απροσεξία θα τον χάναμε». Η Διώνη έσπευσε να τον παρηγορήσει.

«Μπορούσε να συμβεί στον οποιονδήποτε Λέανδρε. Μην κατηγορείς τον εαυτό σου». Το χαμόγελό της ήταν αστραφτερό κι οι σταγόνες της βροχής που χάιδευαν το πρόσωπό της δημιουργούσαν αντανακλάσεις με την αλαβάστρινη επιδερμίδα της γοργόνας.

Page 200: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

200 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο Βυλτώρ, όταν συνήλθε κι αυτός με τη σειρά του, άρπαξε τα χαλινάρια και κατευθύνθηκε προς την καλύβα.

«Ελάτε, εδώ θα μείνουμε απόψε» τους είπε και τους έδειξε την καλύβα. Δεν περίμεναν να τους πει τίποτα άλλο. Ήταν καταπονημένοι και άυπνοι. Η νέα μέρα που ξημέρωσε τους καλωσόρισε σε μια καινούργια πραγματικότητα. Έτρεξαν και μπήκαν μέσα.

Η βροχή δυνάμωνε κι οι σταγόνες χτυπούσαν με όλο και περισσότερο μένος τα παράθυρα. Και τα τρία παιδιά κάθονταν μπροστά στο αναμμένο τζάκι, που είχε ανάψει εδώ και λίγη ώρα ο Βυλτώρ φέρνοντας ξύλα από τον στάβλο που είχε αφήσει νωρίτερα τα άλογα, και προσπαθούσαν να στεγνώσουν. Η γλυκιά μυρωδιά του καμένου ξύλου είχε πλημμυρίσει το μικρό καλυβάκι που η μόνη του επίπλωση ήταν ένα κρεβάτι στον τοίχο κι ένα τραπέζι στην άλλη πλευρά του. Κάτω, το πάτωμα ήταν καλυμμένο με μια χοντρή πυκνοπλεγμένη κόκκινη βελέντζα που έντυνε ευχάριστα με το φωτεινό της χρώμα το δωμάτιο. Αν και μικρό το καλυβάκι και καθόλου οικείο γι’ αυτούς, αμέσως τα παιδιά ένιωσαν τη θαλπωρή και τη ζεστασιά που τους πρόσφερε ο χώρος.

«Το σπίτι σου είναι αυτό;» ρώτησε ο Λέανδρος τον Βυλτώρ. «Δεν έχω σπίτι» του απάντησε απότομα. «Τώρα πια ούτε κι εμείς» είπε ο Λέανδρος. «Μια μέρα όμως θα έχω το

δικό μου σπίτι όπου θα μπορώ να πηγαίνω και να φεύγω όποτε θέλω χωρίς κανόνες και ελέγχους». Η Διώνη αναστέναξε.

«Το σπίτι μας, Λέανδρε, είναι το κάστρο, τόσα χρόνια ζήσαμε εκεί, ούτε που θυμόμαστε τη ζωή μας αλλού. Πώς μπορείς και είσαι τόσο κυνικός;» του είπε αποκαρδιωμένη. Το αγόρι την κοίταξε έντονα. Τα μάτια του άστραφταν.

«Όχι, το δικό μου. Δε θα ξαναγυρίσω Διώνη. Η ζωή μου πλέον είναι εδώ κι όταν βρω τον Βόρυ θα φροντίσω να τη βάλω σε μια σειρά και να δω τι θα κάνω».

«Θα έπρεπε να είσαι πιο ευγνώμων για το μέρος που μεγάλωσες και σου έδωσαν ένα πιάτο φαί. Δε στερήθηκες τίποτα όλα αυτά τα χρόνια από τότε που ορφάνεψες», ο Βυλτώρ ενώ του μιλούσε ετοίμαζε ζεστή σούπα να φάνε. Η παρέμβασή του όμως τον εξόργισε.

«Να είμαι ευγνώμων όπως κι εσύ;» δε δίστασε να ανταπαντήσει στον Βυλτώρ. Αν και δε γνώριζε την ιστορία του, δεν ήταν δύσκολο να τη φανταστεί. Ο Βυλτώρ σώπασε και τραβήχτηκε στη γωνία του.

Σιωπή έπεσε στην παρέα. Κανένας δε μιλούσε, παρά έτρωγαν τη σούπα. Η Διώνη θέλοντας ν’ αποφορτίσει την ατμόσφαιρα πήρε το λόγο.

Page 201: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 201 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Αν τα καταφέρουμε με όλα αυτά θα ήθελα να βρω κι άλλες γοργόνες. Θα ήταν υπέροχο αν ανακάλυπτα ότι έχω συγγενείς. Βέβαια δε θα ήξερα που να ψάξω μιας και δεν έχω καμία ανάμνηση της οικογένειάς μου ή της ζωής μου παλιά. Η Γλαφύρα ίσως με βοηθήσει».

«Κι έτσι ξαφνικά σε έπιασε η νοσταλγία κι αποφάσισες να βρεις τη Γλαφύρα;» Η ειρωνεία του Βυλτώρ ήταν διάχυτη στα λόγια του. Η Διώνη συνοφρυώθηκε.

«Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου σκέφτομαι πως θα ήταν να ζούσα με άλλες γοργόνες. Την είχα ρωτήσει στο παρελθόν αν έχουν επιβιώσει από τον πόλεμο άλλες και πάντα απέφευγε να μου απαντήσει. Τώρα ίσως έφτασε η ώρα να είναι ειλικρινής μαζί μου», η απάντησή της δε φάνηκε να ικανοποιεί το νεαρό αγόρι που σηκώθηκε όρθιος κι ανακάτεψε άλλη μια φορά τη χορτόσουπα. Η Διώνη αποφασισμένη να αλλάξει θέμα συζήτησης στράφηκε προς τον Λέανδρο. «Εσύ Λέανδρε; Θυμάσαι τίποτα από παλιά;»

«Μπα, δε θυμάμαι πολλά πράγματα. Έχω μόνο μια ανάμνηση. Δεν ξέρω καν αν είναι ανάμνηση ή αποκύημα της φαντασίας μου».

«Τι είναι; Πες μας» τον ρώτησε με ενθουσιασμό η Διώνη. «Μια εικόνα έχω αποτυπωμένη στο μυαλό μου. Είναι μια γυναίκα που

με κοιτάει. Το βλέμμα της είναι γεμάτο λατρεία. Είναι το πιο όμορφο πλάσμα που έχω δει στη ζωή μου κι όταν με κρατάει στην αγκαλιά της νιώθω απόλυτα ασφαλής. Μου χαμογελάει συνέχεια και στα μάτια της καθρεπτίζεται η αγάπη της. Φοράει ένα πράσινο φόρεμα που κάνει αντίθεση με τα ξανθά μαλλιά της και το πρόσωπό της λάμπει. Είμαστε σ’ έναν κήπο που όμοιος του δεν υπάρχει πουθενά. Καθόμαστε σ’ ένα λευκό παγκάκι και γύρω μας υπάρχουν πράσινοι θάμνοι και ψηλά δέντρα. Όλα φυτεμένα στη σειρά και πολύ τακτικά. Πάνω στο γρασίδι υπάρχουν φυτεμένα χρωματιστά λουλούδια. Τα στενά δρομάκια μέσα στον κήπο είναι λιθοστρωμένα κι έχουν θέα το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας που απλώνεται κάτω από τα πόδια μας. Θυμάμαι έντονα πόσο μ’ άρεσε να τρέχω σ’ αυτά τα δρομάκια. Σε κάποια σημεία υπήρχαν σκαλοπατάκια που οδηγούσαν σ’ άλλα κρυφά μονοπάτια. Περνούσα ατελείωτες ώρες παίζοντας στον κήπο. Στη μέση υπήρχε μια λιμνούλα χτισμένη με λευκή πέτρα. Μέσα κολυμπούσαν διάφορα ψάρια, μικρά και μεγάλα και μια αδιάκοπη λάμψη θυμάμαι τραβούσε το βλέμμα μου. Κι έπεφτε το νερό μέσα στη λιμνούλα από τον καταρράκτη δίπλα. Με πιτσιλούσε το νερό και γελούσα. Κι εκείνη καθόταν στο παγκάκι και χαιρόταν που με έβλεπε να παίζω», μια γλυκιά νοσταλγία έπιασε τον Λέανδρο. «Δεν το πιστεύω ότι θυμάμαι τόσα πολλά πράγματα. Στις σκέψεις μου σαν εικόνες κρατάνε κάτι

Page 202: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

202 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

δευτερόλεπτα, όμως στην πραγματικότητα όταν τα αφηγούμαι είναι αρκετά». Χαμογέλασε και σήκωσε το κεφάλι του κι έπιασε τον Βυλτώρ να τον κοιτάει με διερευνητική ματιά γεμάτη δυσπιστία.

«Θυμάσαι άλλα πρόσωπα;» τον ρώτησε όταν τελείωσε. Ο Λέανδρος απόρησε με την ερώτησή του. Δεν περίμενε ότι θα παρακολουθούσε την ιστορία του, πόσο μάλιστα να ενδιαφερθεί γι’ αυτήν.

«Όχι, αυτά θυμάμαι μόνο. Σου λέω μπορεί και να τα δημιούργησα εγώ ο ίδιος της δύσκολες ώρες της μοναξιάς που ήθελα από κάπου να πιαστώ για να συνεχίσω. Όσο κι αν θέλω να το πιστέψω, είμαι σίγουρος ότι τίποτα δεν είναι αληθινό».

Ο Βυλτώρ άπλωσε το χέρι κι πήρε τρία βαθιά πιάτα από το ράφι πάνω από το κεφάλι τους και γεμίζοντάς τα από το καζάνι που ακόμα έβραζε, τους πρόσφερε ένα πιάτο αχνιστή σούπα. Δεν ήταν το πλούσιο γεύμα που είχαν συνηθίσει αλλά ήταν τέτοια η πείνα τους που το απόλαυσαν σαν τη μεγαλύτερη λιχουδιά του κόσμου. Η νόστιμη χορτόσουπα και το μπαγιάτικο ψωμί, ζέστανε το κορμί τους και γέμισε το στομάχι τους που εδώ και ώρες διαμαρτύρονταν για την έλλειψη τροφής. Δε μιλούσε κανένας. Η ώρα του φαγητού ήταν ιερή κι όλοι ήταν προσηλωμένοι στην ξύλινη κούπα τους.

«Κοιμηθείτε εσείς» είπε ο Βυλτώρ όταν τελείωσε. «Έχει κι άλλο φαγητό αν θέλετε. Εγώ θα έρθω σε λίγο. Έχω μια δουλειά», φόρεσε την κάπα του αλλά πριν βγει έξω γύρισε προς τον Λέανδρο. «Κι αυτήν τη φορά μη με ακολουθήσεις». Κι αμέσως κοίταξε τη γοργόνα. Το κορίτσι είχε γείρει το κεφάλι της στον ξύλινο τοίχο κι είχε αποκοιμηθεί. Οι φλόγες καθρεπτίζονταν στο πρόσωπό της και χόρευαν ξέφρενα στο γαληνεμένο της πρόσωπο. «Η γοργόνα κοιμήθηκε, ξεκουράσου κι εσύ, αύριο θα έχουμε μια μεγάλη μέρα».

Ο Λέανδρος δεν είχε καμία διάθεση να τον ακολουθήσει. Το κορμί του κραύγαζε για λίγες ώρες ξεκούραση. Το βράδυ με όλα αυτά που συνέβησαν δεν είχαν καταφέρει να κοιμηθούν ούτε για λίγο. Με την ένταση της βραδιάς δεν τους είχε λείψει κι ο ύπνος. Τώρα όμως που είχαν χαλαρώσει άρχισαν να παραδίνονται στη γλυκιά αγκαλιά του. Ο Λέανδρος σήκωσε με προσοχή στα χέρια του τη Διώνη και την ακούμπησε στο κρεβάτι. Το σώμα της ήταν ελαφρύ, σχεδόν αέρινο. Πρώτη φορά την πλησίαζε από τόσο κοντά. Η καρδιά του σκίρτησε για μία ακόμη φορά. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν πόσο όμορφη ήταν. Αφού την ακούμπησε απαλά στα παχιά στρώματα, επέστρεψε στη θέση του δίπλα στο τζάκι και ξαπλώνοντας στο χοντρό μάλλινο στρώμα του, έκλεισε τα μάτια του.

Page 203: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 203 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο Βυλτώρ βγήκε από την καλύβα. Η βροχή δεν έδειχνε σημάδια ότι θα σταματήσει. Το αντίθετο μάλιστα. Συνεχώς δυνάμωνε. Έτρεξε προς τον στάβλο καλύπτοντας το κεφάλι του. Τα δύο άλογα βρίσκονταν εκεί τρώγοντας το σανό τους. Ο Βυλτώρ πήρε την τσουγκράνα και πρόσθεσε κι άλλο άχυρο. Ήξερε καλά ότι στα άλογα αν κάτι τους άρεσε πάρα πολύ πέρα από τις βόλτες, ήταν το πολύ φαί. Βήματα ακούστηκαν πίσω του. Αμέσως σταμάτησε τη δουλειά του και πέταξε κάτω τη τσουγκράνα. Δε χρειαζόταν να γυρίσει το κεφάλι. Η έντονη μυρωδιά σάπιας σάρκας είχε ερεθίσει τα ρουθούνια του από τη στιγμή που είχαν κατέβει με τα άλογα. Το ήξερε ότι αυτός ήταν εκεί και τους παραμόνευε.

Η τεράστια μαρμάρινη πόρτα άνοιξε διάπλατα μπροστά του. Το σκοτάδι

κι η μαυρίλα που αντίκρισε μπροστά του τον καθήλωσαν στη θέση του. Γρήγορα όμως τα μάτια του συνήθισαν στην αλλαγή στην ένταση του φωτός. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα όμως, απλώθηκε στα μάτια του το αριστοκρατικό μεγαλείο του παλατιού, που όμοιό του δεν είχε ξαναδεί και νόμιζε ότι ανήκε μόνο στη σφαίρα της φαντασίας και των αφηγήσεων καθηγητών του, καθώς πολλές φορές είχε τύχει να του αναφέρουν την αμύθητη ομορφιά του παλατιού του βασιλιά. Μπροστά του εκτεινόταν μια σάλα που μόνη της σ’ έκταση ήταν όσο όλη η αυλή του κάστρου. Οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με αστραφτερούς γρανίτες, τόσο λείους που θα έκανε ακόμα και τους πιο δύσπιστους να θαυμάσουν την εξαιρετική και με προσήλωση στη λεπτομέρεια δουλειά των τεχνιτών της πόλης. Από τα παράθυρα κρέμονταν κόκκινες και μαύρες κουρτίνες που χόρευαν με απόλυτο συγχρονισμό από το απαλό φύσημα του αέρα. Σε διάφορα σημεία στο ταβάνι κρέμονταν εκατοντάδες αραχνοΰφαντα λάβαρα που αναπαριστούσαν το θυρεό της πόλης κεντημένα με χρυσή κλωστή. Στητά μαρμάρινα αγάλματα πολεμιστών που ο μύθος έλεγε ότι ήταν οι παντοτινοί φρουροί του βασιλιά έδειχναν το δρόμο προς την αίθουσα του θρόνου, στήριζαν τη θολωτή οροφή που σε όλες τις όψεις της είχε σκαλισμένες αναπαραστάσεις από την καθημερινή ζωή του βασιλιά και των αυλικών του στο παλάτι. Τα συμπόσια, σκηνές από το κυνήγι, χορούς, στέψεις βασιλιάδων, συναναστροφή με τους αυλικούς, τοξοβολία και με ό,τι ήταν σχετικό με τη ζωή των αριστοκρατών.

Γύρω από τις κολώνες στέκονταν καλοντυμένοι ευγενείς που είχαν στρέψει το βλέμμα τους πάνω στον Βόρυ. Σε συνδυασμό με το αυστηρό και κρύο βλέμμα των μαρμάρινων πολεμιστών, το νεαρό αγόρι ένιωθε γι’ άλλη μια φορά την προσοχή όλων στραμμένη πάνω του. Ο ίδιος καταλάβαινε ότι γι’

Page 204: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

204 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

άλλη μια φορά η παρουσία του εκεί ήταν εξαιρετικό θέαμα γι’ αυτούς κι ήταν σχεδόν σίγουρος ότι όλοι οι ευγενείς από πολύ νωρίς θα είχαν πιάσει καλή θέση για να τον δουν από όσο το δυνατόν κοντινότερη απόσταση. Οι γνωστοί ψίθυροι απορίας και θαυμασμού από τη στιγμή που άνοιξε την πόρτα τον συντρόφεψαν στην πορεία μέσα από τον ανθρώπινο διάδρομο προς τον θρόνο του βασιλιά.

«Ένας απόγονος των Αετομάτηδων. Μα είναι δυνατόν;» «Πρόσεξε το βάθος των ματιών και το έντονο βλέμμα του». «Νόμιζα ότι δεν είχε μείνει κανένας ζωντανός». Οι σκέψεις τους κι οι ψίθυροι γι’ άλλη μια φορά τον έφτασαν στα όριά

του. Δεν το άντεχε άλλο. Ήθελε αν γινόταν να σταματήσουν όλοι να μιλάνε και να σκέφτονται γι’ αυτόν. Από το πλήθος κόσμου οι σκέψεις τους του βάραιναν το κεφάλι και το ένιωθε βαρύ και ασήκωτο.

Καθώς προχωρούσε περιφρουρούμενος ακόμη, άνοιγε ο δρόμος εμπρός του. Οι ευγενείς βημάτιζαν ελαφρώς προς τα πίσω για να περάσουν οι φρουροί κι ο ίδιος. Είχαν προχωρήσει πλέον αρκετά κι ήταν σχεδόν στο τέλος της σάλας. Ο μόνος θόρυβος που ακουγόταν στην αίθουσα ήταν το σύρσιμο στο λευκό μάρμαρο των γυναικείων φορεμάτων. Ο Βόρυς ανυπομονούσε να δει από κοντά τον ξακουστό βασιλιά της πόλης των Ρόδων. Απέναντί του ακριβώς ο διάδρομος τελείωνε μπροστά σε δύο χρυσούς θρόνους. Και οι δύο ήταν φορτωμένοι με πετράδια πάνω σε σκαλισμένα λουλούδια. Κόκκινα μαξιλάρια εφάρμοζαν στην πλάτη και το κάθισμα των θρόνων ενώ τα μπράτσα κατέληγαν σε δύο τρομερές κεφαλές δράκων με κόκκινα ρουμπίνια για μάτια που δημιουργούσαν ένα αληθοφανές σπινθηροβόλο βλέμμα. Οι θρόνοι βρίσκονταν σ’ ένα μεγάλο βαθούλωμα του πίσω τοίχου που ήταν επίσης καλυμμένος με κόκκινο βελούδο, ενώ τα χρωματιστά υφάσματα που διακοσμούσαν τον χώρο έδιναν την αίσθηση της ζεστασιάς στην αχανή σάλα. Δίπλα στον δεξί θρόνο στεκόταν ένας φρουρός μ’ ένα χρυσό κοντάρι στο χέρι που ακουμπούσε στο μαρμάρινο δάπεδο. Ο Βόρυς κοίταξε δεξιά κι αριστερά ψάχνοντας για τον βασιλιά, αλλά δεν κατάφερε να τον εντοπίσει κάπου. Ώσπου, ο ήχος από το χρυσό κοντάρι πάνω στο μάρμαρο τον έκανε να στρέψει το κεφάλι του πάλι δεξιά. Τρεις φορές το χτύπησε ο φρουρός το κοντάρι. Όλοι στην αίθουσα έστρεψαν το βλέμμα τους πάνω του.

«Εισέρχεται ο ευεργέτης του βασιλείου και πανίσχυρος άρχοντας, ο βασιλιάς Βαρούχ». Αμέσως όλοι στην αίθουσα, συμπεριλαμβανομένων και των φρουρών, χαμήλωσαν το κεφάλι τους, ως ένδειξη σεβασμού. Ο Βόρυς κοίταξε γύρω του απορημένος. Δεν ήταν συνηθισμένος σε τόσο έκδηλες

Page 205: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 205 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

κινήσεις ταπεινοφροσύνης. Δεν πρόλαβε να το σκεφτεί ιδιαίτερα, αφού ένας από τους φρουρούς συνοδούς του, τον είδε που δεν υποκλίθηκε στο βασιλιά κι έσπευσε να του χαμηλώσει το κεφάλι με τη βία. Ο Βόρυς βλέποντας ότι δεν είχε επιλογή συμμορφώθηκε στην υπόδειξη του φρουρού. Έτσι, όπως είχε το κεφάλι του κατεβασμένο δεν μπορούσε να δει τι γινόταν. Απόλυτη ησυχία επικρατούσε. Άκουσε μια πόρτα να ανοίγει δίπλα στους θρόνους και βαριά δρασκελίσματα πάνω στη μαρμάρινη επιφάνεια. Σταθερά κι αργά βήματα που όλο και πλησίαζαν, ώσπου σταμάτησαν. Ο άντρας στάθηκε μπροστά από τον δεξί θρόνο και κάθισε. Τότε, όλοι σήκωσαν το κεφάλι τους, το ίδιο έκανε κι ο Βόρυς.

«Ένας Αετομάτης. Πλησίασε κοντά μου» του είπε ο άντρας. «Ποιο είναι το όνομα σου μικρέ;» τον ρώτησε κάνοντας του νόημα με το χέρι να προχωρήσει. Ο Βόρυς δείλιασε. Αυτός ο άντρας του προκαλούσε ανεξήγητο φόβο. Προσπαθούσε να διεισδύσει μέσα στα άδυτα της ψυχής του για να καταλάβει με τι άνθρωπο είχε να κάνει, όμως δεν μπορούσε, σαν να είχε μια ασπίδα τριγύρω που τον εμπόδιζε. Δεν τον κοίταξε στιγμή στα μάτια, κι όταν του μιλούσε η ματιά του ήταν φευγαλέα. Σαν να ήξερε και να ήθελε να τον αποφύγει.

«Έλα, λοιπόν, μη φοβάσαι» του είπε επίμονα. Οι φρουροί τον έσπρωξαν για να πλησιάσει. Ο Βόρυς είχε μπερδευτεί. Τα σκοτεινά του μάτια τον τρόμαζαν. Ήταν άψυχα, ψυχρά. Αν τον πλησίαζε θα του ήταν πιο εύκολο να διακρίνει κάποια πράγματα γι’ αυτόν. Μην μπορώντας ν’ αποστρέψει το βλέμμα του από πάνω του, τον πλησίασε.

«Με λένε Βόρυ» είπε χαμηλόφωνα. «Απ’ ό,τι μαθαίνω κατοικούσες στο κάστρο του Παφνούτη. Θα ήθελα

πολύ να μάθω πώς έφυγες από εκεί. Δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα κι απορώ πώς ένας μικρός σαν κι εσένα το κατάφερε». Ο Βαρούχ μιλούσε δυνατά. Η φωνή του ήταν βροντερή κι η ηχώ του ταξίδευε σε κάθε γωνιά της σάλας. Ο ίδιος ήταν αρκετά νέος κάτι που έκανε εντύπωση στον Βόρυ. Φορούσε βαριά ρούχα στολισμένα με πετράδια, ενώ από τη ζώνη του προεξείχε ένα χρυσό θηκάρι για το σπαθί του.

«Κι εγώ δεν έχω καταλάβει ακόμα βασιλιά μου» είπε ο Βόρυς χαμηλόφωνα. «Όλα έγιναν πολύ ξαφνικά, και δεν έχω συνειδητοποιήσει ακόμα τι έχει συμβεί».

Ο βασιλιάς έδειχνε να χάνει την υπομονή του. Ο Βόρυς διέκρινε στα μάτια του δυσπιστία, ακόμα και φόβο. Κατέβαλλε μεγάλη προσπάθεια να είναι

Page 206: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

206 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ευγενικός μαζί του για να τον φέρει με τα νερά του αλλά δεν τα κατάφερνε πολύ καλά.

«Πες μου ό,τι θυμάσαι» του είπε δείχνοντάς του τα μεγάλα του δόντια σε μια προσπάθειά του να γελάσει.

«Να» είπε με κομμένη φωνή, «μια γυναίκα με άρπαξε και με πήρε μακριά από το κάστρο. Δεν ξέρω όμως τι ήθελε από εμένα».

Ο βασιλιάς φανερά εκνευρισμένος πετάχτηκε από τη θέση του και όρμησε κατά πάνω του. Ο Βόρυς πισωπάτησε στη θωριά της ψηλής και γεροδεμένης κορμοστασιάς του βασιλιά. Στάθηκε από πάνω του κι έστρεψε το ογκώδες σώμα του προς τα πάνω του. Και τότε συνέβη κάτι που ο μικρός δεν το περίμενε. Μέσα από το πάτωμα καπνός άρχισε να βγαίνει και σιγά σιγά να ανεβαίνει προς τα επάνω. Έντρομος περίμενε να δει τι κατάληξη θα είχε, μέχρι που θα έφτανε η μαύρη καταχνιά. Έστρεψε το βλέμμα στους υπόλοιπους παρευρισκομένους να διαβάσει από τα μάτια τους τι ήταν αυτό. Όλοι όμως είχαν άγνοια. Δεν έβλεπαν τι συνέβαινε. Ακόμα ήταν σοκαρισμένοι με τη δική του παρουσία εκεί. Εν τω μεταξύ κι άλλες δυο εστίες καπνού ξεφύτρωσαν δίπλα πάλι στο βασιλιά. Μα πώς ήταν δυνατόν; σκέφτηκε έντρομος. Τρεις γυναικείες μορφές σχηματίστηκαν, τόσο αποκρουστικές στη θωριά τους που ο Βόρυς έκλεισε με τα χέρια τα μάτια του για να μην τις βλέπει. Το πιο τρομαχτικό όμως πέρα από την εξωτερική τους ασχήμια, ήταν ο οχετός των λόγων τους κι οι απειλές που εκτόξευαν εναντίον του. Ο βασιλιάς έχοντας επίγνωση της θέσης και του κύρους του βάδισε με πομπώδες και περήφανο ύφος, δεν έλειψε να παρατηρήσει τον τρόμο που είχε κάνει την εμφάνισή του στη θέα των απόκοσμων πλασμάτων.

«Μήπως ήθελε αυτό;» γαύγισε αφήνοντας κάτι να κρέμεται από το χέρι του. Ο Βόρυς αμέσως αναγνώρισε το φυλακτό του. Άστραφτε από το φως που αντανακλούσε πάνω του. Η καρδιά του σκίρτησε στη θέα του κοσμήματός του στα χέρια αυτού του άντρα. Αυτή τη φορά όμως δεν αντέδρασε όπως τότε με τον άντρα στο αγροτόσπιτο. Σώπασε κι απλά θωρούσε με πονεμένη καρδιά το φυλακτό. Ήταν σχεδόν βέβαιος ότι θα ήταν η τελευταία φορά που θα το έβλεπε μπροστά του.

«Δεν ξέρω» ψέλλισε έτοιμος να βάλει τα κλάματα. «Σας είπα δεν έχω ιδέα τι ήθελε από εμένα».

«Πού το βρήκες;» συνέχισε ασυγκίνητος ο βασιλιάς. «Το έκλεψε, είναι κλέφτης, σκότωσέ τον τώρα, εδώ μπροστά σε όλους», η

φωνή των πλασμάτων ήταν σιγανή με δική τους ηχώ.

Page 207: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 207 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

« Όχι, δεν το έκλεψα» άκουσε τον εαυτό του να λέει μπροστά στο έκπληκτο κι απορημένο πλήθος που τον παρακολουθούσαν να μιλάει στον αέρα δίπλα στον βασιλιά. Ο Βόρυς τον κοίταξε στα μάτια. Χίλιες εικόνες πέρασαν μπροστά στα μάτια του. Καμία όμως δε στάθηκε. Όλες πέρασαν σε ελάχιστα δευτερόλεπτα δίχως να καταλάβει κάτι. Καμία πληροφορία δεν μπόρεσε ν’ αντλήσει γι’ αυτόν τον άντρα και την παρέα του. Τον προστατεύουν αυτές, σκέφτηκε με το βλέμμα του καρφωμένο πάνω τους. Ήταν σίγουρος ο Βόρυς ότι η έκπληξή του αποτυπώθηκε στα μάτια του κι ο βασιλιάς τη διάβασε εύκολα.

«Είναι μια Σφραγίδα το φυλακτό;» η φωνή ακούστηκε από το βάθος κι ανήκε σε κάποιον από τους συγκεντρωμένους ευγενείς. Ο βασιλιάς σήκωσε το βλέμμα του κι η ματιά του περιπλανήθηκε στην αίθουσα. «Εσύ τις έχεις δει τις Σφραγίδες. Ήσουν ο έμπιστος του Ροδόλφου. Είναι αυτή μια από τις Σφραγίδες;» Μεγάλο σούσουρο δημιουργήθηκε στην αίθουσα, με τους ευγενείς να σχηματίζουν πηγαδάκια και να τεντώνουν το σώμα τους για να δουν καλύτερα και τη Σφραγίδα και τον μικρό Αετομάτη.

«Είμαι ο μόνος στο Βασίλειο των Ρόδων που έχει δει τις πέντε Σφραγίδες», ο βασιλιάς έτριψε με το χέρι του το σαγόνι του. «Να είστε βέβαιοι ότι αυτή δεν είναι η Σφραγίδα που φύλαξαν οι Αετομάτηδες όταν πήγα με τον Ροδόλφο να τους συναντήσω. Ο μικρός λέει ψέματα. Το έσκασε από το κάστρο ο αχάριστος. Θα φροντίσω άμεσα να επιστρέψει πίσω». Ο Βόρυς ήθελε να γελάσει ακούγοντας τα λόγια του βασιλιά. Θα τον έστελνε πίσω! Παρά την τρομάρα του για τα απόκοσμα πλάσματα που συντρόφευαν τον βασιλιά ένιωσε μεγάλη ανακούφιση, που δεν κράτησε όμως πολύ, μιας κι οι τρομακτικές γυναίκες ξέσπασαν σε τρανταχτά γέλια, αν φυσικά είναι ανοικτός ο δρόμος της επιστροφής, που δε θα είναι, τότε το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη του. Οι επευφημίες των ευγενών για τη μεγαλοψυχία του βασιλιά δεν είχαν σταματημό. Στο κουρασμένο πρόσωπό του εμφανίστηκε ένα λεπτό χαμόγελο σαν να τρεφόταν από την ανησυχία του μικρού. Συμμαχούσε με τις τρεις τρομακτικές γυναίκες στην προσπάθειά τους να τον κοροϊδέψουν.

«Αρκετά, φτάνει» η φωνή του αντήχησε σε κάθε γωνιά της αίθουσας, ενώ όλοι οι παριστάμενοι τον είδαν να χτυπάει με τα χέρια του τον αέρα. Αμέσως όλοι υπάκουσαν στην εντολή του.

Ο βασιλιάς έσκυψε αργά στο αφτί του Βόρυ. «Το ξέρω ότι γνωρίζεις, τις βλέπω να καθρεπτίζονται στα μάτια σου και

πολύ το απολαμβάνουν που επιτέλους θα έχουν ένα καινούργιο παιχνίδι για να παίξουν» ψιθύρισε στο αφτί του. «Από εδώ και πέρα θα σε παρακολουθώ.

Page 208: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

208 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μέχρι να αποφασίσεις να συνεργαστείς μαζί μου θα μείνεις έγκλειστος χωρίς καμία επαφή με τον έξω κόσμο. Σκέψου κι αποφάσισε τι θέλεις». Σηκώθηκε πάνω και του έκλεισε το μάτι.

«Συνοδέψτε τον μέχρι την άμαξα που θα τον οδηγήσει πίσω» έκανε νόημα με το χέρι του στους φρουρούς του κι έσπευσαν να του ανοίξουν την πόρτα από την οποία είχε εισέλθει. Μαζί του χάθηκαν κι οι συνοδοί του, γελώντας του όμως ύπουλα φανερώνοντας τα μαύρα φαγωμένα δόντια μέσα από τα λιπόσαρκα χείλη τους. Αμέσως, δύο άλλοι φρουροί στράφηκαν προς τον Βόρυ και στάθηκαν δίπλα του. Ο μικρός κατάλαβε ότι για μια ακόμη φορά έπρεπε να τους ακολουθήσει. Ο κόσμος γύρω του που μόλις είχε επανέλθει στην αρχική του θέση μετά τη βαθιά υπόκλιση λόγω της εξόδου του βασιλιά συνέχισε να έχει το βλέμμα του στραμμένο πάνω στον μικρό επισκέπτη.

Οι φρουροί τον πήραν μακριά από την αίθουσα του θρόνου αφού διέσχισαν τη μεγάλη σάλα και τον οδήγησαν σ’ έναν σκοτεινό διάδρομο που κρυβόταν καλά πίσω από μια πόρτα. Ο Βόρυς από την αρχή ένιωσε την κατηφορική κλίση του εδάφους. Πάμε κάτω από τη γη, συλλογίστηκε τρομάζοντας στη σκέψη της κλεισούρας και της αποπνιχτικής έλλειψης του φρέσκου αέρα. Το μοναδικό φως που τους έδειχνε τον δρόμο προερχόταν από τα ελάχιστα κηροπήγια που κρέμονταν από τους πέτρινους τοίχους του παλατιού. Παράθυρα δεν υπήρχαν, καμία επαφή δεν υπήρχε με τον έξω κόσμο. Ο Βόρυς θυμήθηκε αμέσως την απειλή του βασιλιά για τον εγκλεισμό του μέσα στο παλάτι. Κατά μήκος του στενού διαδρόμου, ξεχώριζαν χαμηλές ξύλινες πόρτες που βουβά παρακολουθούσαν την πορεία τους. Κάμαρες που προστάτευαν καλά τα μυστικά που έκρυβαν πίσω από τις ερμητικά κλεισμένες πόρτες τους και το μόνο φως που έπαιρναν ήταν από το παραθυράκι με τις σιδερένιες μπάρες στην κορυφή της κάθε πόρτας. Η έντονη μυρωδιά της έλλειψης καθαρού οξυγόνου του έφερνε ναυτία. Ο ένας φρουρός τον πρόσεξε που έφερε το μανίκι του στη μύτη του για να φιλτράρει τον βρώμικο αέρα.

«Σε λίγες μέρες θα το συνηθίσεις» του είπε χαμογελώντας. «Οι πρώτες ώρες είναι δύσκολες αλλά μετά δε θα καταλαβαίνεις τη διαφορά». Ο άλλος ο φρουρός που προπορευόταν, γύρισε προς τα πίσω και του έριξε μια άγρια ματιά. Αμέσως κατάλαβε το λάθος του κι όρθωσε το βλέμμα, ενισχύοντας όσο μπορούσε την απάθειά του. Ο Βόρυς όμως δεν είχε το κουράγιο να του απαντήσει. Έτρεμε και μόνο στην ιδέα ότι θα περνούσε πολύ καιρό εκεί μέσα. Όσο πιο πολύ κατέβαιναν τόσο αυξανόταν η δυσωδία της υγρασίας και των ακαθαρσιών. Η ατμόσφαιρα είχε γίνει πολύ βαριά για ένα παιδί που είχε μάθει να ζει στον καθαρό αέρα και ν’ απολαμβάνει τις χαρές τις φύσης.

Page 209: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 209 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Βγήκαν από αυτόν τον διάδρομο και πέρασαν μια μεγάλη πόρτα που με δυσκολία κατάφερε να ανοίξει ο ένας φρουρός. Τόσο βαριά ήταν. Έκπληκτος ο Βόρυς τον παρακολουθούσε. Μα, πού τον πήγαιναν; Πόσο πιο χαμηλά; Μπήκαν σε ένα νέο τούνελ. Πιο σκοτεινό και πιο αποπνικτικό από το προηγούμενο. Ακόμα και το φως του δαυλού τρεμόπαιζε εδώ από την έλλειψη οξυγόνου. Αν δεν είχαν κι αυτό όμως δε θα υπήρχε καμία πηγή φωτός εκεί κάτω. Πάλι σειρές από πόρτες ξανοίχτηκαν μπροστά του. Τώρα όμως κάτι διαφορετικό πλανιόταν στον αέρα. Ένας ήχος όχι τόσο οικείος, αλλά δεν ήταν δύσκολο να τον αναγνωρίσει. Ήχος από νερό που κυλούσε αργά κι ήρεμα. Ένα ποτάμι μάλλον που θα διαπερνούσε τα υπόγεια της Πόλης των Ρόδων. Στον βυθό της πόλης τον είχαν φέρει λοιπόν. Εκεί που ποτέ κανένας δεν πλησιάζει και το φως του ήλιου ποτέ δεν το έχει ακουμπήσει με τις θερμές ακτίνες του.

Δεν προχώρησαν πολύ κι ο Βόρυς παρατήρησε κάτι διαφορετικό σε μια πόρτα. Ήταν βαμμένη κόκκινη. Είχε ένα μικρό παράθυρο όπως όλες οι προηγούμενες ενώ μπόρεσε να ξεχωρίσει μια σχισμή στον πάτο της που ίσα ίσα να χωρούσε ένα πιάτο φαί. Ο πίσω φρουρός τον πρόσεξε που κοιτούσε επίμονα την πόρτα κι έσκυψε στο αφτί του για να μην τον πάρει χαμπάρι ο μπροστινός φρουρός.

«Εκεί μέσα δεν επιτρέπεται κανένας να μπει. Λένε ότι είναι φυλακισμένος κάποιος μεγάλος φονιάς και δε διακινδυνεύουν να τον βγάλουν έξω. Μερικές φορές, όταν έχω σκοπιά εδώ, ακούω τα βογγητά του από τον πόνο. Είναι πολλά χρόνια εδώ μέσα και λένε ότι ποτέ δε θα βγει», ο φρουρός τον κοίταξε μ’ ένα βλέμμα αφέλειας. Ήταν καλοκάγαθος και δεν υπήρχε το κακό στην καρδιά του. Δεν ήταν πολύ μεγαλύτερος από τον Βόρυ, σε αντίθεση με τον άλλο φρουρό που ήταν αρκετά μεγάλος σε ηλικία. Γρήγορα επανήλθε στη θέση του για να μην τον πάρει είδηση ο άλλος και τον κατσαδιάσει πάλι.

«Για καλό μου το λες αυτό τώρα;» σιγομουρμούρισε φοβισμένος ο Βόρυς.

Η πορεία τους σταμάτησε ακριβώς δίπλα από εκείνο το κελί, όταν και οι δύο φρουροί σταμάτησαν μπροστά σε μια πόρτα. Έντρομος ο Βόρυς, σταμάτησε κι αυτός μαζί τους. Ο ένας ο φρουρός έβγαλε μία δεσμίδα κλειδιά από την τσέπη του. Δοκίμασε αρκετά στην κλειδαριά δίνοντας ελπίδα στον Βόρυ ότι ίσως είχαν πάρει λάθος κλειδιά μαζί τους, ώσπου ακούστηκε το κλικ του σύρτη. Η πόρτα ξεκλείδωσε. Οι φρουροί παραμέρισαν και του έδειξαν τον δρόμο. Το νεαρό αγόρι τους κοίταξε με ικετευτικά μάτια μήπως και καταφέρει

Page 210: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

210 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

να τους συγκινήσει, αλλά μάταια. Οι δύο φρουροί ήταν προσηλωμένοι στο καθήκον τους και δεν του έδωσαν σημασία. Τουλάχιστον στα φανερά, γιατί καταλάβαινε ο Βόρυς ότι μέσα τους λυπόντουσαν για το νεαρό της ηλικίας του και την άδικη ποινή του. Δεν τους έπεφτε λόγος όμως, κι ούτε ήταν διατεθειμένοι να τα βάλουν με τον πανίσχυρο βασιλιά τους.

Με μικρά δειλά βήματα ο Βόρυς πέρασε το κατώφλι της φυλακής του. Το κεφάλι του ήταν σκυφτό κι αναρωτιόταν αν θα κατάφερνε να βγει ποτέ έξω. Μέχρι που άκουσε τη βαριά πόρτα να κλείνει και το σύρτη να επιστρέφει στην αρχική του κατάσταση. Σήκωσε το κεφάλι του για να περιεργαστεί το δωμάτιο. Το πρώτο πράγμα που παρατήρησε, ήταν η έλλειψη παράθυρου. Δεν του έκανε εντύπωση όμως. Πέρα από το γεγονός ότι μέσα στο απόλυτο σκοτάδι οι μοναδικές λάμψεις προέρχονταν από το φως των κεριών στον διάδρομο, επιπλέον είχαν κατέβει αρκετά μέσα στη γη άρα δε θα μπορούσε να υπάρχει παράθυρο εκεί μέσα. Η πνιγερή ατμόσφαιρα του έφερε δάκρυα στα μάτια.

Ένα μικρό χωρίς σεντόνια κρεβάτι βρισκόταν στη μια γωνία του δωματίου ενώ σχεδόν απέναντι σε απόσταση λίγων εκατοστών υπήρχε μια ξύλινη καρέκλα που της έλειπε το ένα πόδι. Αποκαρδιωμένος συνέχισε να γνωρίζει το χώρο που θα τον φιλοξενούσε ψάχνοντας μια μικρή ένδειξη για κάτι το θετικό εκεί μέσα. Αυτήν τη βρήκε στον ήχο γάργαρου νερού που άκουγε να τρέχει σε πολύ κοντινή απόσταση. Κάτι που θα με ηρεμεί, σκέφτηκε προσπαθώντας να κρατηθεί από τη νοερή εικόνα του καθαρού νερού που κυλούσε κάπου κοντά του. Ξάπλωσε στο κρεβάτι κι έκλεισε τα μάτια του φέρνοντας στο μυαλό του εικόνες ξεγνοιασιάς από το κάστρο.

«Σε περίμενα Μύρωνα» του είπε χωρίς ακόμα να γυρίσει πίσω. «Με τη

βροχή βγαίνουν και τα ποντίκια και περίμενα από στιγμή σε στιγμή να εμφανιστείς».

«Κι εγώ χαίρομαι που σε βλέπω Βυλτώρ» του είπε. Η φωνή του ήταν σφυριχτή, ανατριχιαστική σαν να μην είχε δύναμη να μιλήσει πιο δυνατά. «Είδα και την παρέα σου. Δε νομίζεις ότι είναι λειψή;», ο Βυλτώρ γύρισε πίσω και τον κοίταξε. Μπροστά του στεκόταν ένας ψηλός άντρας με μια μαύρη μακριά κάπα. Η κουκούλα κάλυπτε το πρόσωπό του. Βρώμικα κομμάτια υφάσματος κάλυπταν τα χέρια του και κάτω από τη βαριά κουκούλα ξεπετάγονταν επίσης κομμάτια λεκιασμένα και ματωμένα.

«Τι εννοείς;» ρώτησε ο Βυλτώρ.

Page 211: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 211 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Κάποιος λείπει ή κάνω λάθος;» σφύριξε με την τρομακτική φωνή του. «Ξέρεις που είναι;» τον ρώτησε επιτακτικά ο Βυλτώρ. Ο Μύρωνας

γέλασε δυνατά. Το γέλιο του ακούστηκε σαν σφύριγμα του ανέμου. «Θα ήσουν αφελής αν νόμιζες ότι δεν ξέρω, κι αν μη τι άλλο γνωρίζω

καλά ότι αφελής δεν είσαι». Μιλούσε αργά κι η ειρωνεία ήταν διάχυτη στα λόγια του.

«Τι θες;» Ο άντρας τον πλησίασε. «Κάτι ασήμαντο για εσένα» σήκωσε το χέρι του δείχνοντας προς την

καλύβα, «αυτόν που κουβαλάς μαζί σου». Ο Βυλτώρ παρέμεινε σιωπηλός. Μέσα του ένιωσε αναταραχή, πάλεψε όμως με τον εαυτό του να παραμείνει ανέκφραστος.

«Ο μικρός είναι άχρηστος. Μόνο μπελάδες φέρνει. Είναι κι ανυπάκουος….»

«Παρ’ όλα αυτά καταβάλλεις μεγάλη προσπάθεια να μου αλλάξεις γνώμη» του είπε πλησιάζοντας το πρόσωπό του πάνω στο δικό του. Ο Βυλτώρ δε δίστασε ούτε στιγμή παρά τη δυσοσμία σήψης που τον κατακεραύνωσε.

«Μπορείς να τον πάρεις. Χάρη θα μου κάνεις να τον ξεφορτωθώ. Τι τον θες;»

«Άσε με εμένα να ανησυχώ γι’ αυτό» του είπε τρίβοντας τα χέρια του από ικανοποίηση.

«Αύριο το χάραμα έλα στην εκβολή του ποταμού. Στην πηγή της νύμφης. Θα σου τον παραδώσω πεζό κι εσύ θα μου πεις που βρίσκεται ο άλλος». Ο Μύρωνας έσκυψε το κεφάλι γνέφοντας καταφατικά και κάνοντας μια υπόκλιση, έφυγε αθόρυβα. Ο Βυλτώρ συνέχισε σκεπτικός την ενασχόλησή του με τα άλογα και επέστρεψε στην καλύβα.

Όταν ο Λέανδρος ξύπνησε μετά από λίγες ώρες, ο Βυλτώρ ανακάτευε το καζάνι στη φωτιά.

«Έλα να φας. Θα χρειαστείς την ενέργεια». Του έδωσε ένα ζεστό μπολ κι ο Λέανδρος την κατέβασε μονορούφι.

«Πόση ώρα κοιμάμαι;» ρώτησε μόλις συνήλθε από το ξύπνημα. «Αρκετή, σχεδόν μια μέρα ολόκληρη, σε λίγο θα ξημερώσει». Η ματιά

του γύρεψε τη Διώνη, μα αυτή έλειπε. Ο Βυλτώρ διάβασε την απογοήτευση στα μάτια του όταν δεν την είδε. «Η γοργόνα πήγε για κολύμπι. Ξύπνησε πολύ νωρίς». Ο Λέανδρος σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο. Η χορτόσουπα τον είχε δυναμώσει κι ο ύπνος τον είχε ανανεώσει.

«Πότε θα ξεκινήσουμε;»

Page 212: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

212 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Σύντομα». «Ξέρεις πού θα βρούμε τον Βόρυ;» «Κάτι έχω στο μυαλό μου», ο Βυλτώρ δεν τον κοιτούσε. Είχε γυρίσει

προς το παράθυρο. «Eίναι τόσο σημαντικός ο Βόρυς ώστε να τον απαγάγει κάποιος; Γιατί;» «Δεν μπορώ να σου πω τίποτα άλλο και δεν έχω διάθεση για μάθημα

ιστορίας. Θα γίνουν όλα όπως πρέπει». Ο Λέανδρος αγανακτισμένος που για μια ακόμη φορά ο Βυλτώρ τον αγνοούσε, βγήκε από την καλύβα. Η βροχή είχε σταματήσει, όμως τριγύρω υπήρχαν παντού λακκούβες με λάσπες. Η υγρασία διαπέρασε τα κόκκαλά του και του ήρθε τρέμουλο. Σταμάτησε για ένα λεπτό αλλά μετά αναθάρρησε και προχώρησε προς το ποτάμι. Η στάθμη του νερού είχε πέσει, όμως ακόμα ήταν φουσκωμένη. Ο ήλιος είχε αρχίσει να κάνει δειλά την εμφάνισή του πίσω από το βουνό. Είχε φωτίσει αρκετά. Έτσι κατάφερε να δει τα ψηλά δέντρα που περιτριγύριζαν το καλυβάκι, τον μικρό στάβλο που φιλοξενούσε τα άλογά τους και φυσικά λίγο παραπέρα τα ορμητικά νερά του ποταμού που είχε πλημμυρίσει. Τότε εντόπισε τη Διώνη να κολυμπάει μέσα στα παγωμένα νερά. Πλησίασε το ποτάμι κι έκατσε στις όχθες του χαζεύοντας τη γοργόνα.

«Πρέπει να είναι πολύ παγωμένο το νερό» της φώναξε από μακριά. Η Διώνη έκανε ένα μακροβούτι και πετάχτηκε έξω η καταπράσινη ουρά της. Άστραφτε από τις πρώτες αδύναμες ακτίνες του ήλιου κι από τις αντανακλάσεις σχηματίζονταν πάνω στα μεγάλα λέπια όλα τα χρώματα της ίριδας. Το σώμα της ευλύγιστο επανήλθε στην επιφάνεια σαν να μην στηριζόταν σε ραχοκοκαλιά, είχε γίνει ένα με το νερό, που το παγωμένο του άγγιγμα ήταν χάδι για εκείνη.

«Δε θα το έλεγα κρύο. Έλα να το δοκιμάσεις!» Ο Λέανδρος γέλασε δυνατά. Δεν είχε το κουράγιο να αρνηθεί αυτήν την πρόσκληση. Έβγαλε τα παπούτσια του και πήδηξε μέσα στο παγωμένο νερό. Με την πρώτη βουτιά νόμιζε ότι θα σταματούσε η καρδιά του από το κρύο. Ένιωσε να τον πλακώνουν χιλιάδες τόνοι νερού και να μη μπορεί να βγει στην επιφάνεια. Η αξιοπρέπειά του υπερνίκησε το πάγωμα του αίματός του. Όταν βγήκε στην επιφάνεια, δεν το πίστευε ότι τα είχε καταφέρει. Η Διώνη στάθηκε απέναντί του και τον κοιτούσε κοροϊδευτικά. Αυτός δεν έβλεπε όμως τα πειράγματα στο πρόσωπό της. Πρώτη φορά την έβλεπε μεταλλαγμένη. Τα χρυσά μαλλιά της έκλεβαν τη λάμψη του ήλιου και το σπινθήρισμα της ίριδας των ματιών της ξεπερνούσε το λαμπύρισμα όλων των αστεριών. Το δέρμα της γυάλιζε, άσπρο, λείο, αλαβάστρινο. Για πρώτη φορά μέσα στο νερό, το στοιχείο της, η Διώνη

Page 213: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 213 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μεταμορφώθηκε στα μάτια του. Δεν ήταν μια απλή κοπέλα σαν τις άλλες. Ήταν μια γοργόνα, κι εκείνη τη στιγμή απέκτησε νόημα η λέξη για τον Λέανδρο.

Την πλησίασε μαγεμένος από την απόκοσμη εικόνα της. Ένιωθε μια αόρατη δύναμη να τον τραβάει προς το μέρος της. Η κοπέλα δεν είχε αποστρέψει το βλέμμα της από πάνω του. Τον έβλεπε να τρέμει από το κρύο νερό του ποταμού και την επιμονή του να παραμείνει μέσα για να περάσει χρόνο μαζί της. Ήρθαν πολύ κοντά, σχεδόν αντικριστά. Ο Λέανδρος ένιωθε την καρδιά του να καλπάζει στο στήθος του. Το σώμα του εξωτερικά είχε παγώσει, εσωτερικά όμως ήταν σε αναβρασμό, καιγόταν από τη λαχτάρα του να ακουμπήσει την κοπέλα. Η Διώνη για μια στιγμή, με την άκρη του ματιού της, εντόπισε μια σκιά από πίσω τους. Πιτσίλισε με τα χέρια της το πρόσωπο του Λέανδρου κι απομακρύνθηκε ελαφρά.

«Νομίζω ότι έκατσες πολύ μέσα. Τα χείλη σου μελάνιασαν. Βγες πριν πάθεις τίποτα». Η κοπέλα συνέχισε να γελάει αμήχανα. Ο Λέανδρος σαν να συνήλθε από την ύπνωση με τα λόγια της, για ν’ ανταποδώσει το κορόιδεμα την πιτσίλισε κι αυτός με τη σειρά του.

«Εντάξει. Κέρδισες τη μάχη αλλά όχι τον πόλεμο. Θα τα ξαναπούμε». Σχεδόν τρέχοντας βγήκε από το νερό. Τα ρούχα του έσταζαν κι ο ίδιος είχε ξεπαγιάσει αλλά ήταν πολύ εγωιστής για να το παραδεχτεί. Τα στράγγιξε για λίγο κι έτρεξε προς την καλύβα. Μόλις γύρισε το κεφάλι του όμως είδε τον Βυλτώρ να κάθεται κάτω από έναν δέντρο να τρώει ένα μήλο.

Ξαφνιάστηκε που τον είδε εκεί. Τον είχε αφήσει μέσα και δεν κατάλαβε πότε βγήκε έξω. «Έχεις ακουστά αυτό που λένε προσωπικός χώρος;» Ήταν φανερά εκνευρισμένος που τους παρακολουθούσε σε μια τόσο προσωπική στιγμή.

«Μη δίνεις τόση αξία στον εαυτό σου» του απάντησε κοφτά ο Βυλτώρ. Ο Λέανδρος έκανε έναν μορφασμό αποδοκιμασίας και συνέχισε τον δρόμο του. Ανυπομονούσε να κάτσει κοντά στο τζάκι. Ο Βυλτώρ προτού πάρει κι αυτός τον δρόμο για την καλύβα, έριξε μια γρήγορη ματιά στο ποτάμι. Η Διώνη ήταν ακόμα εκεί, να κάνει βουτιές με την πλούσια ουρά της απολαμβάνοντας τη χαραυγή και τα όμορφα χρώματα της ανατολής πάνω στα καθάρια νερά του ποταμού. Ο Βυλτώρ διερεύνησε το χώρο τριγύρω με μια γρήγορη ματιά κι ακολούθησε τον Λέανδρο μέσα στην καλύβα.

Λίγο αργότερα, αφού έσβησε καλά τη φωτιά, ετοιμάστηκαν κι άφησαν την καλύβα. Τα δύο αγόρια κρατούσαν τα άλογα κι η Διώνη περπατούσε μπροστά. Βάδιζαν κατά μήκος του ποταμού και θαύμαζαν την ομορφιά του

Page 214: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

214 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τοπίου. Οι πρώιμες αχτίδες του ήλιου έκαναν τις σταλαγματιές της χθεσινής μπόρας να λάμπουν. Από τις μυρωδιές της φύσης κυριαρχούσε η μυρωδιά του υγρού χώματος και των βρεγμένων δέντρων. Η παρέα προχωρούσε για ώρα διασχίζοντας το άγριο αγουροξυπνημένο τοπίο ώσπου έφτασε στις εκβολές του ποταμού. Τα νερά του ορμητικού χειμάρρου κατέληγαν σ’ έναν βαθύ καταρράκτη. Τα νερά έπεφταν αρμονικά, ήταν η κατάληξη του ταξιδιού τους, το τέλος των περιπετειών τους. Το γάργαρο νερό χάιδευε τον κρυμμένο γκρεμό και τον στόλιζε σαν τη μακριά κόμη μιας νύμφης που απλώνει τα μαλλιά της για να ξαποστάσει στα βραχάκια δημιουργώντας αυτόν τον εντυπωσιακό πίδακα γεμάτο πλούσια βλάστηση απ’ όλες τις πλευρές του.

«Αυτή είναι η πηγή της Νύμφης», ο Βυλτώρ προσπάθησε να μιλήσει αρκετά δυνατά για να τον ακούσουν. Τα νερά που έπεφταν δημιουργούσαν μεγάλο θόρυβο, τόσο που σχεδόν δεν κατάλαβαν τι τους είπε.

Η Διώνη άκουγε το κάλεσμα του υγρού στοιχείου. Ήθελε να μπει μέσα ν’ απολαύσει τα δροσερά νερά του χειμάρρου. Πριν γυρίσει να το πει και στους άλλους όμως, η ματιά της έπεσε πάνω σε μια μαύρη μορφή που στεκόταν ακίνητη στην απέναντι όχθη και τους παρακολουθούσε. Έκανε νόημα με τα μάτια της στους άλλους κι αυτοί με τη σειρά τους γύρισαν και κοίταξαν. Ο Βυλτώρ έπιασε από το μπράτσο τον Λέανδρο και τον τράβηξε προς το μέρος του.

«Ό,τι κι αν γίνει σήμερα, εμπιστεύσου με». Ο Λέανδρος απόρησε, η φασαρία ήταν πάλι πολύ μεγάλη που σχεδόν δεν άκουσε τι του είπε. Όμως δεν του δόθηκε η ευκαιρία να ρωτήσει κάτι μιας κι ο Βυλτώρ τον έσπρωξε να κουνηθεί. Ο μαυροφορεμένος άντρας έκανε νόημα στο άλογο να διασχίσει το ποτάμι και σε λίγα δευτερόλεπτα βρέθηκε μπροστά τους.

Ο Λέανδρος κι η Διώνη δεν έκρυψαν την έκπληξή τους για το επίτευγμα του αλόγου. Ο Βυλτώρ για να τους προλάβει πριν τον ρωτήσουν πώς κατάφερε το άλογο να διασχίσει τον χείμαρρο με τόση ευκολία σαν να βάδιζε σε λιβάδι, τους έκανε νόημα με τα μάτια του προς το μέρος των δικών τους αλόγων. Έτσι τους λύθηκε η απορία.

Ο Βυλτώρ προχώρησε μπροστά, αφήνοντας τον Σείριο στα χέρια της Διώνης. Ο Λέανδρος κι η Διώνη έμειναν πίσω να κοιτάνε τους άλλους δύο να μιλάνε χωρίς να καταλαβαίνουν τι συμβαίνει. Ο Λέανδρος κράτησε το χέρι της θέλοντας να την προστατέψει ενώ με το άλλο του χέρι κάλυπτε τη μύτη του για να προστατευτεί από την έντονη δυσοσμία. Το παράδειγμά του ακολούθησε κι η Διώνη.

Page 215: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 215 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Λέανδρε, κάτι δε μου αρέσει εδώ. Έχουμε τα άλογα. Ας φύγουμε τώρα».

«Ηρέμησε για να δούμε πρώτα τι θα γίνει», αν και προσπάθησε να την καθησυχάσει μέσα του τρωγότανε για το τι συνέβαινε. Δεν είχε απορρίψει την πρόταση της Διώνης, αλλά περίμενε να δει τι θα έκανε ο Βυλτώρ.

«Κι αυτή η μυρωδιά, τι απαίσια». «Από αυτόν πρέπει να έρχεται, κοίταξέ τον πως είναι, το πρόσωπό του

δε φαίνεται, ούτε κάποιο άκρο του». «Είναι σιχαμερός» σχολίασε η Διώνη. «Τι να λένε άραγε;» «Μπορεί να ξέρει που βρίσκεται ο Βόρυς. Είναι κι αυτός ο καταρράκτης,

δεν ακούω τίποτα». Ο Βυλτώρ ήταν πεζός ενώ ο μαυροντυμένος άντρας ήταν ακόμα

έφιππος. «Λοιπόν, σ’ ακούω. Που βρίσκεται ο μικρός;» Ο άντρας γέλασε. «Μη νομίζεις ότι θα με κοροϊδέψεις Βυλτώρ. Πρώτα πες στο αγόρι να

πλησιάσει». Ο Βυλτώρ έκανε νόημα στον Λέανδρο να πλησιάσει. Αυτός διστακτικά πήγε προς το μέρος τους. Ο Μύρωνας άπλωσε το γεμάτο βρώμικα πανιά χέρι του για ν’ αρπάξει τον Λέανδρο, όμως ο Βυλτώρ με μια αστραπιαία κίνηση τον σταμάτησε πιάνοντάς του το χέρι.

«Ούτε εσύ θα κοροϊδέψεις εμένα Μύρωνα. Πες μου αυτό που θέλω ν’ ακούσω κι είναι δικός σου». Ο Λέανδρος ακούγοντας αυτά τα λόγια κίνησε να φύγει. Όμως ο Βυλτώρ τον συγκράτησε.

«Τι κάνεις; Είσαι τρελός; Άφησέ με να φύγω». Ο Λέανδρος προσπαθούσε με όλη του τη δύναμη ν’ αποδεσμευτεί, όμως ο Βυλτώρ τον κρατούσε τόσο γερά που ακόμα κι ο ίδιος που ήταν πολύ δυνατός δεν κατάφερνε να ξεφύγει. «Με ξεγέλασες» του φώναξε απελπισμένος. Ο Μύρωνας γέλασε ειρωνικά.

«Δε θα είσαι και ο πρώτος. Μην το παίρνεις προσωπικά». Η Διώνη που είδε την ταραχή του Λέανδρου κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Προσπάθησε να τον πλησιάσει, αλλά ο Βυλτώρ με μια απότομη κίνηση του χεριού του τη σταμάτησε.

«Περιμένω ακόμα» γαύγισε ο Βυλτώρ. «Εντάξει λοιπόν» απάντησε συγκαταβατικά ο Μύρωνας. «Ο μικρός

μεταφέρθηκε σήμερα στο παλάτι με διαταγή του ίδιου του βασιλιά. Μαθεύτηκε βλέπεις γρήγορα ότι κυκλοφορεί ελεύθερος ένας απόγονος των Αετομάτηδων μ’ ένα αμύθητης αξίας φυλακτό κι όλοι άρχισαν να βλέπουν φαντάσματα. Οι ανόητοι».

Page 216: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

216 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Ενώ εσύ ξέρεις καλύτερα, έτσι;» του είπε ειρωνικά ο Βυλτώρ και τον κοίταξε βαθιά στα μάτια. Διέκρινε τον φόβο στα μάτια του που ήταν σκοτεινά.

«Τι έγινε με τη Δάειρα; Πώς της ξέφυγε;» ρώτησε ο Βυλτώρ. «Μία ερώτηση είπαμε, αν θες και δεύτερη θα πρέπει να κάνουμε νέα

συμφωνία» είπε και η ματιά του έπεσε πάνω στη γοργόνα. «Άσε τον μικρό τώρα. Τήρησα τη συμφωνία μας. Τώρα είναι η σειρά σου». Ο Βυλτώρ άφησε το χέρι του Λέανδρου, αφού πρώτα τον τράβηξε με δύναμη προς το μέρος του. Μέσα σε δευτερόλεπτα έβγαλε το αστραφτερό σπαθί του από τη θήκη και το ακούμπησε στο λαιμό του μαυροντυμένου άντρα.

«Δεν κάνω συμφωνίες με τυχοδιώκτες», ο Μύρωνας έκανε ν’ αρπάξει και το δικό του σπαθί όμως ο Βυλτώρ μ’ ένα σάλτο βρέθηκε έφιππος από πίσω του κρατώντας το χέρι του στην πλάτη και με την αστραφτερή λεπίδα του σπαθιού του ακόμα να απειλεί το λαιμό του. «Φύγε και μη διανοηθείς να μας ακολουθήσεις, γιατί θα είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνεις» είπε και μ’ ένα σάλτο βρέθηκε πάλι κοντά στους άλλους δύο. Ο Μύρωνας όταν συνήλθε σχημάτισε τη γροθιά του και διέταξε το άλογό του να ξεκινήσει.

«Θα μου το πληρώσεις αυτό Βυλτώρ. Δεν τελειώνουμε εδώ. Αυτό που θέλω θα το αποκτήσω και δε θα μου σταθείς εμπόδιο» ούρλιαξε ενώ κάλπαζε μακριά. Ο Βυλτώρ δεν τον άφησε στιγμή από τα μάτια του, μέχρι που απομακρύνθηκε τελείως. Ο Λέανδρος τον πλησίασε.

«Τι συνέβη μόλις τώρα;» τον ρώτησε φωνάζοντας, ξέροντας όμως ότι δε θα έπαιρνε κάποια απάντηση.

«Μόλις μάθαμε που είναι ο Βόρυς» του απάντησε ο Βυλτώρ γεμάτος ικανοποίηση.

«Ποιος ήταν αυτός;» ρώτησε έκπληκτη η Διώνη. «Αυτός ήταν ένας τυχοδιώκτης, ένα ξέβρασμα των υπονόμων. Χτικιό

που έχει τα μάτια του παντού για να καρπώνεται τα οφέλη του με εκβιασμούς κι απειλές».

«Και που είναι;» ρώτησε γεμάτος αγωνία ο Λέανδρος. «Είναι στην πόλη των Ρόδων. Άρα, προτού πάμε στο δάσος της

Καλλιρρόης θα περάσουμε μια βόλτα από εκεί για να δούμε τι συμβαίνει». «Στην πόλη των Ρόδων! Η πόλη του βασιλιά» αναφώνησε η Διώνη

εκφράζοντας την ευχαρίστησή της. «Θα τον δούμε;» ρώτησε γεμάτη ενθουσιασμό.

«Ελπίζω πως όχι» της έκοψε τη φόρα ο Βυλτώρ. «Πάμε για να βρούμε τον Βόρυ και για κανέναν άλλο λόγο. Θα πρέπει να είμαστε προσεχτικοί να μη μας πάρει είδηση κανένας».

Page 217: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 217 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Δεν μας ξέρει κανένας Βυλτώρ για να ανησυχείς» είπε ο Λέανδρος προσπαθώντας ακόμα να συνέλθει. Ο Βυλτώρ κράτησε τη σκέψη του για τον εαυτό του και δεν απάντησε. Νέα ερωτηματικά τρυπούσαν το μυαλό του Λέανδρου κι ήξερε καλά ότι δεν υπήρχε λόγος να μπει στον κόπο να ρωτήσει τον Βυλτώρ.

«Ανεβείτε στο άλογο. Το παλάτι δεν είναι πολύ μακριά». «Δε θα μας δώσεις να πιούμε το υγρό για το κρύο;» ρώτησε ο Λέανδρος. «Σας είπα, δεν πρέπει να κινήσουμε τις υποψίες. Αν πάμε πετώντας δε

θα το καταφέρουμε αυτό». Ανέβηκε στον Σείριο κι οι άλλοι δύο τον ακολούθησαν. Δώσανε σήμα στα άλογα και ξεκίνησαν το ταξίδι τους. Τα άλογα κάλπαζαν με αστραπιαία ταχύτητα μέσα στα χωράφια. Το τοπίο άλλαζε διαρκώς μπροστά τους. Περνούσαν αγροτόσπιτα και μικρά χωριά, αγρότες που δούλευαν στα χωράφια τους, παιδιά που έπαιζαν στους χωματόδρομους, δάση και ξανά σπίτια, αλλά τα προσπερνούσαν όλα σα σίφουνες. Δε μπορούσαν να σταθούν πουθενά. Λόγω της μεγάλης ταχύτητάς τους κι οι άνθρωποι που προσπερνούσαν δεν καταλάβαιναν την παρουσία τους. Ένα γλυκό κι απαλό αεράκι άφηναν στο πέρασμά τους και μια σκιά που γρήγορα απομακρυνόταν.

Μετά από αρκετές ώρες ταξιδιού έφτασαν σ’ ένα ύψωμα. Από κάτω απλωνόταν η πόλη των Ρόδων, εντυπωσιακή όσο την είχαν φανταστεί. Τα σπίτια γύρω από τα τείχη του παλατιού είχαν χτιστεί κυκλικά στους πρόποδες ενός βραχώδους λόφου. Όλα ήταν χτισμένα από πέτρα κι ενώνονταν με τα άλλα με τις μικρές αυλές τους και τα λιθόστρωτα ανηφορικά δρομάκια. Κάθε αυλή ήταν πλημμυρισμένη από χρωματιστά τριαντάφυλλα ενώ η ευωδιά τους έφτανε μέχρι το σημείο που βρίσκονταν κι οι ίδιοι. Στο κέντρο της πόλης πλήθος κόσμου είχε συρρεύσει στην υπαίθρια αγορά. Από μακριά φαίνονταν σαν μυρμήγκια που μαζεύονταν στη φωλιά τους μεταφέροντας τα αγαθά που είχαν βρει στον δρόμο. Πάνω από τα σπίτια, αμφιθεατρικά χτισμένο ξεχώριζε το παλάτι, σκαλισμένο πάνω στον βράχο, με πολλά διαζώματα, εντυπωσιακό πέρα από κάθε φαντασία. Είχε άγρια ομορφιά κι οι αναπαραστάσεις του ξεχώριζαν από χιλιόμετρα μακριά. Τα παιδιά το χάζευαν με το στόμα ανοιχτό κι ανυπομονούσαν να έρθει η ώρα που θα χανόντουσαν μέσα στα δρομάκια του.

Η αχνή λάμψη του κεριού τρεμόπαιζε στο σκοτεινό και υγρό

περιβάλλον. Το χέρι που το κρατούσε κατέβαινε σχεδόν τρέχοντας τα σκαλιά του διαδρόμου. Δύο φρουροί τον ακολουθούσαν από κοντά κρατώντας και

Page 218: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

218 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αυτοί με τη σειρά τους το δικό τους κερί που φώτιζε τον δρόμο τους. Σπάνια κατέβαινε στα μπουντρούμια του παλατιού ο βασιλιάς κι η παρουσία του είχε φέρει νευρικότητα στους φρουρούς. Δεν τους είχε συνηθίσει στις αιφνιδιαστικές επισκέψεις. Τον είχαν από κοντά μη και ανακαλύψει τίποτα παρασπονδίες από τις ώρες που περνούσαν εκεί κάτω. Δεν είχαν πολλά να κάνουν και πολλές φορές περνούσαν την ώρα τους παίζοντας χαρτιά ή στοχεύοντας με τα κοφτερά τους μαχαίρια σημάδια σε ξύλινους στόχους. Μάλλον θέλει να μιλήσει μόνος του στον νεοφερμένο μικρό, σκέφτηκε ο ένας φρουρός και προσπαθούσε να βρει κι άλλες δικαιολογίες όση ώρα διαρκούσε η φρενήρης πορεία τους, για την παρουσία του εκεί που δε θα είχε σχέση με τους δύο φρουρούς.

Μόλις μπήκε στον κεντρικό θάλαμο, ο Βαρούχ χωρίς να τους δώσει σημασία έκλεισε με βρόντο την πόρτα πίσω του καθιστώντας το σαφές ότι από εκεί θα συνέχιζε μόνος του. Τα κεριά τους τρεμόπαιξαν από την ορμή της πόρτας και γρήγορα με την παλάμη τους έσπευσαν να ζωντανέψουν την ιλαρή φλόγα. Δε θα ‘θελαν να μείνουν χωρίς φως στα πιο σκοτεινά μπουντρούμια του υπογείου. Ο Βαρούχ περπατούσε τώρα αργά. Ήξερε καλά που πήγαινε. Το κερί του είχε δυνατή φλόγα, δεν αρκούσε όμως για να φωτίσει τα μαύρα μονοπάτια που είχε διαλέξει. Με περίσσια άνεση στάθηκε μπροστά σε μια από τις χαμηλές ξύλινες πόρτες. Από την τσέπη του τράβηξε μια χοντρή χρυσή αλυσίδα και την άφησε να κρεμαστεί από τα δάχτυλά του, πέφτοντας βαριά προς τα κάτω. Στο κέντρο της μεσουρανούσε ένα κλειδί, απλό σαν το κλειδί οποιασδήποτε πόρτας, σημαντικό όσο κανένα άλλο κλειδί σ’ όλο το βασίλειο. Το άρπαξε και το έχωσε μέσα στην κλειδαρότρυπα στην κόκκινη πόρτα. Ταίριαξε απόλυτα. Αμέσως το γύρισε ώσπου ακούστηκε η αποδέσμευση της κλειδαριάς από τους κόλπους του άλλου μισού της.

Με το που άνοιξε η πόρτα, η δυσωδία της απλυσιάς και των περιττωμάτων σα σύννεφο βγήκε έξω. Ο Βαρούχ πισωπάτησε σαν να τον έσπρωξαν για να πάρει φόρα, οπλίστηκε μ’ όλο το θάρρος της καρδιάς του προκειμένου να περάσει σ’ αυτό το μολυσματικό περιβάλλον. Οι δερμάτινες μπότες του άφηναν το βαθύ αποτύπωμά τους πάνω στα διάσπαρτα άχυρα. Ακόμα και το κερί έχασε τη λάμψη του και κινδύνευε να σβήσει από την έλλειψη οξυγόνου. Τίποτα δε σάλευε μέσα στο κελί. Κανένας θόρυβος δεν ακουγόταν. Για μια στιγμή η καρδιά του Βαρούχ φτερούγισε, αλλά γρήγορα επανήλθε στη θέση της. Πάνω σ’ έναν σωρό από άχυρα που χρησίμευαν σαν κρεβάτι, ένα ψηλό, ισχνό σώμα ήταν σωριασμένο. Δε φάνηκε να ενοχλείται από την παρουσία του απρόσμενου επισκέπτη του. Η αργή παλμική κίνηση στο

Page 219: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 219 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

στέρνο του επιβεβαίωσε στον Βαρούχ ότι ο άντρας ανέπνεε, έστω και βαριά. Δεν κίνησε προς το μέρος του, παρά έμεινε να τον κοιτάει από μακριά. Το άκρο του χειλιού του έγειρε προς τα πάνω κι ένα χαιρέκακο χαμόγελο έκανε σιγά σιγά την εμφάνισή του. Η εικόνα του κουβαριασμένου κουρελή, με τα ανάκατα μακριά μαλλιά και τα ψειριασμένα μούσια, του έφερνε ψυχική αγαλλίαση. Δεν είχε αφήσει όμως τον καθαρό αέρα μόνο για ν’ απολαύσει τη θέα του πεσμένου άντρα.

«Και να σκεφτείς ότι όλα αυτά είχες τη δυνατότητα να τ’ αποφύγεις» είπε στον παλιό γνωστό του. «Δική σου επιλογή είναι η κατάντια σου» είπε δείχνοντας με το χέρι του το δωμάτιο, φανερά αηδιασμένος από τον χώρο που βρισκόταν. «Μίλα μου» φώναξε στον μισοπεθαμένο άντρα. «Πες μου αυτό που θέλω και θα σε γλιτώσω από τη μιζέρια σου την ίδια στιγμή. Δε βαρέθηκες τόσα χρόνια; Πόσο πιο χαμηλά θα φτάσεις;», η βραχνή φωνή του αντηχούσε μέσα στο υγρό δωμάτιο δημιουργώντας έναν ηχηρό αντίλαλο. Ο ξαπλωμένος όμως άντρας ούτε που κουνήθηκε. Άκουγε το γνώριμο γουργούρισμα που έκαναν μέσα από τα δόντια τους τα πλάσματα απολαμβάνοντας να τον βλέπουν σε αυτήν την κατάσταση. Δεν έκανε κάποια διαφορά γι’ αυτόν η παρουσία του άντρα. Σα να μην υπήρχε, σα να μην άκουγε, σα να μην είχε αλλάξει τίποτα τη μαυρίλα της περιφρονημένης του ύπαρξης. Η απάθεια του άντρα έφερνε ταραχή στον βασιλιά. Δεν άντεχε την ηρεμία με την οποία υπέμενε τα βασανιστήριά του. Τον εξόργιζε η φαινομενική αδιαφορία του κι η έλλειψη σεβασμού στο πρόσωπό του. Για λίγα λεπτά έμεινε σιωπηλός, όπως σιωπηλή είναι η πλάση πριν την ταρακουνήσει συθέμελα η εκκωφαντική κραυγή του κεραυνού. Οι άνθρωποι είναι μέλη της φύσης και τη μιμούνται σε όλες τις εκφάνσεις της συμπεριφοράς τους.

«Όρμα του, όρμα του» φώναζαν μέσα στο μυαλό του οι φωνές της συνείδησής του. «Σε προσβάλει κι εσύ κάθεσαι κι ακούς;»

Ο Βαρούχ δεν άργησε να ξεσπάσει με τον πιο άγριο τρόπο. Με περίσσια δύναμη όρμησε πάνω του και τον έσυρε μακριά από τα άχυρα. Το σώμα του άντρα ήταν ισχνό κι η δύναμη που δέχτηκε μεγάλη, έτσι βρέθηκε να κείτεται ανάσκελα στο άλλο άκρο του δωματίου, ψύχραιμος, χωρίς να κάνει τον παραμικρό θόρυβο πόνου. Ο Βαρούχ χίμηξε πάνω του και του φώτισε το πρόσωπο με το κερί. Ο άντρας απέστρεψε το βλέμμα του γυρεύοντας μια σκοτεινή γωνιά για να κρυφτεί. Ο Βαρούχ αηδίασε στη θέα του λιπόσαρκου σκελετωμένου προσώπου του, γεμάτο από κόκκινες ουλές από δαγκωματιές αρουραίων. Δεν ήταν όμως τόσο η αποκρουστική εικόνα της κατάντιας αυτού του ανθρώπου όσο το άκαμπτο φρόνημα που διέκρινε στα μάτια του. Η

Page 220: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

220 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αλύγιστη θέλησή του κι η αποφασιστικότητά του να υπομείνει τα βασανιστήριά του μέχρι το τέλος χωρίς να ενδώσει. Αυτό ήταν που τρόμαξε τον Βαρούχ. Ο βασιλιάς φανερά επηρεασμένος τον έπιασε από το λαιμό και τον σήκωσε πάνω. Τα πλάσματα γύρω του γελούσαν δυνατά και κλείνοντας τα μάτια απολάμβαναν τον πόνο του κρατούμενου. Ο άντρας πνιγόταν και σπαρταρούσε σαν το ψάρι έξω από το νερό στην προσπάθειά του ν’ αποδεσμευτεί.

«Είναι στο χέρι μου να λήξω το μαρτύριό σου εδώ. Ένας φιλεύσπλαχνος βασιλιάς ίσως το έκανε. Εγώ όμως όχι!» στη φωνή του αντικατοπτριζόταν το μίσος που έκρυβε μέσα στην καρδιά του γι’ αυτόν τον άντρα κι όλο κι έσφιγγε το χέρι του. «Η καρδιά μου δίνει τέτοια ώθηση και τέτοια δύναμη να κλείσω την παλάμη μου στο λαιμό σου, που δεν πιστεύω ότι υπάρχει κάτι που θα με ευχαριστούσε περισσότερο» γαύγισε μέσα από τα δόντια του ενώ ένιωθε ότι από την ένταση της στιγμής τα μάτια του θα πετάγονταν έξω.

«Ναι, ναι, κάν’ το» άκουγε τις βραχνές φωνές να τον διατάζουν. Εκνευρισμένος από τη διαρκή παρουσία τους γύρω του, ελευθέρωσε το δεξί του χέρι και σχηματίζοντας την μπουνιά του προσπάθησε να τις διώξει από κοντά του. Αυτές γέλασαν δυνατά βλέποντάς τον να παλεύει άσκοπα.

Αμέσως συνειδητοποίησε όμως ότι το να τον σκοτώσει δεν ήταν αυτό που ήθελε εκείνη τη δεδομένη στιγμή, κι αφού τον έριξε κάτω απομακρύνθηκε από κοντά του για να μην υποκύψει στις προσταγές της καρδιάς του. «Δεν τέλειωσα ακόμα μαζί σου» φώναξε αγριεμένος. «Αν θες να ψοφήσεις, θα το κάνεις με τους δικούς μου όρους. Εγώ ελέγχω τη ζωή σου και το θάνατό σου» βροντοφώναξε ορμώμενος έξω. «Φρουροί» φώναξε με δυνατή φωνή και σε λίγα δευτερόλεπτα εμφανίστηκαν πίσω από την πόρτα οι δύο φρουροί που τους είχε αφήσει έξω. «Κρεμάστε τον». Η διαταγή του έπεσε σαν κεραυνός μα δεν ήταν διατεθειμένοι να αντιταχθούν στον βασιλιά τους.

Για λίγα λεπτά την εκκωφαντική σιωπή του υπογείου έσπαζε το ρυθμικό χτύπημα της βαριοπούλας στα σιδερένια δεσμά του άντρα. Σε κάποιες παύσεις ακουγόταν ένα αχνό μουρμούρισμα πόνου που έβγαινε από τα σχεδόν άψυχα πνευμόνια του, η μοναδική ένδειξη ότι ακόμα ζούσε κι υπέμενε τα βασανιστήρια που του υπέβαλλαν. Όταν τελείωσαν, ο Βαρούχ ασφάλισε ξανά την πόρτα και βγήκε από το θάλαμο με τους δύο φρουρούς βυθίζοντας πάλι στο σκοτάδι τα πιο απομακρυσμένα και βαθιά χωμένα μπουντρούμια του παλατιού. Η σιωπή συνόδευσε το σκοτάδι κι ο κρεμασμένος πλέον άντρας απέμεινε μοναχός, εγκλωβισμένος μέσα στην άθλια ζωή του. Δεν ήταν πια

Page 221: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 221 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μόνος του όμως στη δυστυχία. Ένα αγόρι που βρισκόταν έγκλειστο στο διπλανό κελί είχε ξυπνήσει από τη φασαρία κι άθελά του παρακολούθησε σχεδόν όλη τη δραματική σκηνή που εκτυλίχθηκε δίπλα. Βαθιά συμπόνια τον κυρίεψε, συνάμα και περιέργεια, για τον λόγο που έφερε τον δύσμοιρο άντρα σ’ αυτήν την κατάσταση. Δεν άργησε όμως να συνειδητοποιήσει ότι κι αυτόν τέτοια μοίρα τον περίμενε αν αποφάσιζε να μη συνεργαστεί με τον βασιλιά. Άθελά του χοντρά βουβά δάκρυα ξεχύθηκαν από τους χείμαρρους των ματιών του και μούσκεψαν τα μάγουλά του καθώς έφερνε στο μυαλό του εικόνες από το πιθανό μέλλον του.

Ο Βόρυς καθόταν πάνω στο ξύλινο κρεβάτι του. Δεν υπήρχε στρώμα

από κάτω, παρά μόνο σανίδια, κι ένιωθε σουβλιές σ’ όλο το μήκος και το πλάτος της πλάτης του. Του ήταν αδύνατον να ηρεμήσει και να κλείσει τα μάτια του για λίγο. Πέρα από το τρομακτικό κι αφιλόξενο περιβάλλον, με το που έκλεινε τα μάτια του περνούσαν σαν αναλαμπές από μπροστά του σκηνές της προηγούμενης βραδιάς και τον αναστάτωναν. Ακόμα του φαινόταν αδύνατο να συνειδητοποιήσει όσα είχε περάσει. Η απόλυτη ησυχία τον τρόμαζε. Ο παραμικρός ασήμαντος ήχος τον έκανε να πετάγεται πάνω έντρομος. Το μυαλό του, του έπαιζε παιχνίδια και του δημιουργούσε εικόνες από το σκοτάδι που ενώ γνώριζε ότι δεν ήταν αληθινές ωστόσο κάρφωνε το βλέμμα του πάνω τους μη και τις πετύχει να σαλεύουν. Πάνω που είχε καταφέρει να ηρεμήσει για λίγο και να κλείσει τα μάτια του, έντονοι θόρυβοι και δυνατές ομιλίες τον ανησύχησαν.

«Μήπως τα φαντάζομαι κι αυτά;» αναρωτήθηκε σφίγγοντας τα μάτια του και κλείνοντας τα αφτιά του δυνατά με τα χέρια του, αρνούμενος να παραδοθεί στις ύπουλες παγίδες του μυαλού. Όταν τα άνοιξε, αντιλήφθηκε ότι για πρώτη φορά από τον εγκλεισμό του εκεί μέσα παρατηρούσε πραγματική κίνηση. Οι δυνατές ομιλίες ήταν αληθινές και προέρχονταν από εκεί. Δεν του ήταν δύσκολο να αναγνωρίσει τη βραχνή φωνή του βασιλιά. «Τι δουλειά έχει αυτός εδώ;» Κινούμενος από περιέργεια που υπερνίκησε τους φόβους του, πλησίασε τον τοίχο και κόλλησε το αφτί του στην παγωμένη επιφάνεια για να ακούσει πιο καθαρά. Προς μεγάλη του ευχαρίστηση είδε ότι οι τοίχοι ήταν πολύ λεπτοί και μπορούσε να διακρίνει καθαρά την παραμικρή λέξη του βασιλιά, όπως επίσης και την άηχη απάντηση του κρατούμενου. Όλο και πιο κοντά πλησίαζε και πίεζε το αφτί του προς τον τοίχο για να μη χάσει ούτε λεπτό του μονόλογου του βασιλιά.

Page 222: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

222 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ξαφνικά, ένιωσε τον τοίχο να τραντάζεται και τρομαγμένος έπεσε προς τα πίσω στηρίζοντας το σώμα του με τα χέρια για να αποφύγει το χτύπημα από την απότομη πτώση. Σκόνες πετάχτηκαν από τη βίαιη κίνηση και ένα σύννεφο κάλυψε τον Βόρυ. Αμέσως κατάλαβε ότι κάτι είχε εκσφενδονιστεί με δύναμη πάνω στον τοίχο. Απομακρύνθηκε από το σύννεφο σερνάμενος και καλύπτοντας ταυτόχρονα τη μύτη του για να μπορέσει να αναπνεύσει. Η σκόνη είχε ήδη καθίσει στον λαιμό του και του έφερε βήχα, αυτός όμως τον κατέπνιξε με πολύ κόπο για να μη γίνει αντιληπτή η παρουσία του δίπλα.

Μετά από μια παρατεταμένη ηρεμία, ο Βόρυς πίστεψε ότι ο βασιλιάς είχε φύγει επιτέλους. Δεν είχε κουνηθεί από τη στιγμή που απομακρύνθηκε από τον τοίχο. Είχε μείνει ακίνητος, κοκαλωμένος. Μετά από λίγα λεπτά, πάνω που είχε αποφασίσει να μετακινηθεί προς το κρεβάτι και να μείνει εκεί, άκουσε να σέρνονται βαριές αλυσίδες, ενώ η φράση κρεμάστε τον του πάγωσε το αίμα. Τα πράγματα είχαν πάρει άλλη τροπή κι είχαν ξεφύγει πολύ από αυτά που είχε συνηθίσει. Η βαριοπούλα βαρούσε το καρφί και κάθε της χτύπο ο Βόρυς τον ένιωθε σαν να του κάρφωναν το κεφάλι. Κάθε χτύπος και πόνος. Έκρυψε το κεφάλι του μέσα στα χέρια του προσπαθώντας να το προστατέψει, αλλά μάταια. Ο πόνος συνέχιζε να του χωρίζει το κεφάλι στα δύο με όλο κι αυξανόμενη ένταση. Ξάπλωσε με κόπο το κεφάλι του. Το ξύλινο στρώμα τώρα του φαινόταν σαν από πούπουλα μπροστά στον έντονο πονοκέφαλο και το βαρίδι που είχε κάτσει στο λαιμό του και δεν έλεγε να κατέβει. Η πόρτα δίπλα του ασφαλίστηκε κι ο κρατούμενος έμεινε μόνος.

«Είναι νεκρός άραγε;» αναρωτήθηκε ο Βόρυς, χωρίς να μπορεί να δώσει μια απάντηση. Γρήγορα όμως η απάντηση του ήρθε από το διπλανό κελί. Τόσες ώρες ήταν κλεισμένος εκεί μέσα κι ούτε μια στιγμή δεν ακούστηκε κάποιο σημάδι ζωής από το διπλανό κελί. Τώρα όμως ο Βόρυς ήταν σίγουρος ότι άκουσε ένα βαρύ αναστεναγμό που έμοιαζε περισσότερο με βογγητό πόνου. Αμέσως ο μικρός σκούπισε τα δάκρυά του και πήρε πάλι τη θέση του δίπλα στον τοίχο. Επιτέλους θα μπορούσε να μιλήσει σε κάποιον, ακόμα κι αν αυτός ήταν ένας εγκληματίας. «Είσαι καλά;» φώναξε αλλά καμία απάντηση δεν πήρε. Ο μικρός δεν απογοητεύτηκε. «Με λένε Βόρυ κι είμαι κι εγώ κρατούμενος εδώ μέσα. Ο βασιλιάς με έκλεισε, δεν ξέρω όμως τον λόγο. Να σου πω την αλήθεια, αλλιώς φανταζόμουνα τον βασιλιά. Εσύ από την πόλη των Ρόδων είσαι;», η παύση του Βόρυ δεν κράτησε πολύ.

Προς μεγάλη του απογοήτευση, ο συγκρατούμενός του δεν είχε ιδιαίτερη διάθεση για κουβέντα. «Εγώ δεν είμαι από εδώ. Μεγάλωσα στο κάστρο του άρχοντα Παφνούτη, στο ορφανοτροφείο. Έχει δύο ή τρεις νύχτες

Page 223: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 223 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

που έφυγα από εκεί. Ούτε που θυμάμαι. Χάνεις την αίσθηση του χρόνου εδώ μέσα. Ξέρεις ότι λένε ότι κανείς δεν μπορεί να φύγει και να μπει μέσα; Εγώ έφυγα με ιπτάμενο άλογο. Όχι με τη θέλησή μου. Με απήγαγε μια γυναίκα. Όταν καταλάβει η καθηγήτρια Ζηνοβία ότι λείπω, είμαι σίγουρος ότι θα κινήσει γη και ουρανό για να με βρει. Ο φίλος μου ο Λέανδρος θα της το πει». Ο Βόρυς θα μπορούσε να συνεχίσει τη φλυαρία του για ώρες. Σταμάτησε απότομα όμως, καθώς του φάνηκε ότι άκουσε μια ανεπαίσθητη κίνηση από το διπλανό κελί. Σα να προσπαθούσε να του πει κάτι.

«….Ζη..νο…βία…» μουρμούρισε ο άντρας με πολύ κόπο. Ο Βόρυς με το ζόρι τον άκουσε.

«Ναι, η καθηγήτρια Ζηνοβία είναι η διευθύντρια του ορφανοτροφείου. Την ….ξέρεις;» ο Βόρυς τον ρώτησε διστακτικά, έκπληκτος στην ιδέα ότι θα έβρισκαν θέμα κοινής αναφοράς οι δύο τους.

«…Ζη…νο…βία….» επανέλαβε ο άντρας με την ίδια άχρωμη και άψυχη φωνή του. «….Ζη…νο…βία….» έλεγε και ξαναέλεγε συνέχεια. Ο μικρός παρακολουθούσε το παραλήρημά του χωρίς να καταλαβαίνει τίποτα. Ώσπου σταμάτησε και δεν τον άκουγε πια. Απογοητευμένος από την άκαρπη κουβέντα τους, επέστρεψε στο κρεβάτι του και προσπάθησε να κοιμηθεί.

Ο Βυλτώρ τους έκανε νόημα να κατέβουν. Είχαν φτάσει στον

προορισμό τους. Πέρασαν τη μεγάλη γέφυρα κάτω από την οποία έρρεε ήρεμο το ποταμάκι κι έφτασαν τα πρώτα σπίτια της ξακουστής πόλης.

«Θα περιμένουμε λίγο να πέσει ο ήλιος και μετά θα μπούμε στο παλάτι. Θα ξαποστάσουμε για λίγο σ’ ένα χάνι. Τα άλογα χρειάζονται φαί». Τα δύο παιδιά όμως ήταν μαγεμένα. Περιεργάζονταν τα πάντα γύρω τους. Δεν είχαν ξαναβρεθεί σ’ ένα μέρος με τόσο κόσμο. Σ’ όλες τις μεριές της στρογγυλής πλατείας δέσποζαν με την παρουσία τους πάγκοι με τους εμπόρους από πίσω να επιδεικνύουν περήφανοι τα προϊόντα τους. Φρούτα, λαχανικά, κρέατα, ψάρια, υφάσματα, πληθώρα από γυαλισμένα οικιακά σκεύη, ό,τι μπορούσε να ζητήσει το μυαλό υπήρχε κάπου μέσα στην αγορά. «Είναι η μεγαλύτερη αγορά του βασιλείου» τους είπε βλέποντας τον θαυμασμό τους.

Μικρά παιδιά έτρεχαν κι έπαιζαν κρυφτό και κυνηγιόντουσαν ανάμεσα στους πάγκους. Τα γέλια τους αντηχούσαν σε όλη την πλατεία. Που και που άρπαζαν κρυφά και κανένα φρούτο για να ξεδιψάσουν τη δίψα τους. Αν ήταν τυχεροί και δεν τους έπαιρναν χαμπάρι, κρύβονταν σε μια γωνιά κι απολάμβαναν τη λεία τους. Αν όμως τους έπαιρναν χαμπάρι, τους άρπαζαν οι

Page 224: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

224 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

έμποροι με τα σκληρά ροζιασμένα χέρια τους και τους ξυλοφόρτωναν για τα καλά.

Σε μια γωνιά μια γυναίκα καθόταν ανακούρκουδα. Ήταν ρακένδυτη και βρώμικη. Τα μακριά γκρίζα μαλλιά της ήταν μπλεγμένα, αχτένιστα εδώ και χρόνια φαντάστηκε ο Λέανδρος. Το κεφάλι της ήταν σκυφτό, και τα χέρια της τα έκρυβε μέσα στην μαύρη σκισμένη εσάρπα της. Μπροστά στα πόδια της είχε αποθέσει ένα μεταλλικό κύπελλο, στραβό και χτυπημένο, ενώ μια μεγάλη τρύπα έχασκε στη μια του πλευρά. Ο κόσμος την προσπερνούσε με περισσή άνεση κι αδιαφορία. Που και που το κύπελλο κουδούνιζε βγάζοντας ένα ξεψυχισμένο θόρυβο, δίνοντας το σήμα στη γυναίκα να κουνήσει το κεφάλι της ευχαριστώντας βουβά αυτόν που δεν την προσπέρασε αλλά την πρόσεξε και της έδωσε κάτι από το υστέρημά του. Ο Λέανδρος την πλησίασε κι έβαλε το χέρι του στην τσέπη για να της δώσει κάτι. Γρήγορα αντιλήφθηκε ότι δεν είχε τίποτα όμως που θα εξυπηρετούσε τη γυναίκα. Γύρεψε με τα μάτια του τον Βυλτώρ, και τον εντόπισε πολύ μακριά να χαζεύει τον κόσμο. Του έκανε νόημα και γρήγορα βρέθηκε κοντά του.

«Θέλω να προσφέρω κάτι στη γυναίκα» του είπε κοιτώντας τον στα μάτια. Ο Βυλτώρ έβαλε το χέρι του στην τσέπη και έβγαλε ένα νόμισμα.

«Κανόνισε, υπάρχουν πολλοί ζητιάνοι στην πόλη, δεν έχω αρκετά για όλους». Ο Λέανδρος πήρε το χρυσό νόμισμα και το έριξε μέσα στο κύπελλο. Ενώ πήγαινε να τραβήξει το χέρι του, η γυναίκα τον αιφνιδίασε αρπάζοντάς το και κρατώντας το σφιχτά. Το γύρισε ανάποδα και σηκώνοντας για πρώτη φορά το κεφάλι της κάρφωσε το βλέμμα της πάνω στην παλάμη του. Μάταια προσπάθησε ο Λέανδρος να αποδεσμευτεί φωνάζοντας. Δεν της φαινόταν αλλά η γυναίκα ήταν πολύ δυνατή. Ο Βυλτώρ που είχε δει τι συνέβαινε, έσπευσε να τον βοηθήσει τραβώντας με τη σειρά του το χέρι του Λέανδρου.

«Άφησέ με» ο Λέανδρος έβαζε όλη του τη δύναμη για να αποδεσμευτεί. Η γυναίκα δεν έδινε σημασία, ήταν απορροφημένη εξερευνώντας τις βαθιές χαραγματιές στην παλάμη του. Ξαφνικά, σήκωσε το βλέμμα της και τότε ήταν που ο Λέανδρος τρόμαξε περισσότερο. Παρά την ατημέλητη εμφάνισή της, το πρόσωπό της ήταν νέο. Αυτό που ανησύχησε τον νεαρό ήταν τα λευκά της μάτια χωρίς ίχνος ίριδας. Ήταν κατάλευκα με λεπτές κόκκινες γραμμές αίματος να ξεπροβάλλουν και να χάνονται πίσω από το μάτι.

«Εσύ….., γύρισες……, αυτός θα το μάθει κι η δουλειά που έμεινε στη μέση θα τελειώσει επιτέλους!» Η τσιριχτή φωνή της τραβούσε την προσοχή του κόσμου. «Αυτός που σε ακολουθεί δεν έχει καμία ελπίδα», η γυναίκα ξέσπασε σε δυνατά γέλια. «Τρέξε να σωθείς μικρό κουνελάκι, οι ώρες σου

Page 225: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 225 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

είναι μετρημένες». Τα γέλια της συνέχισαν να ταράζουν τον κόσμο τριγύρω που της έριχνε αποδοκιμαστικές ματιές.

«Σταμάτα παλιομάγισσα», οι έμποροι βλέποντας τους πελάτες τους να φεύγουν από την τρομάρα τους αγανάκτησαν. «Τι σε έπιασε σήμερα; Μας έχεις διώξει όλον τον κόσμο. Σήκω φύγε από εδώ». Όλοι οι έμποροι επιδοκίμασαν τα λόγια του συναδέρφου τους και της φώναζαν με τη σειρά τους να φύγει. Η αναταραχή που προκλήθηκε ήταν μεγάλη.

«Θα έρθει η ώρα όλων σας, και τότε θα τα πούμε», τα λόγια της τα είπε ψιθυριστά, η απειλή που έσερναν όμως έκανε τον Λέανδρο ν’ ανατριχιάσει. Χαλάρωσε τη λαβή της κι ο Βυλτώρ κατάφερε ν’ αποδεσμεύσει το χέρι του Λέανδρου από αυτήν. Ακόμα σοκαρισμένος ο Λέανδρος παρακολουθούσε τη γυναίκα που από την έξαλλη κατάσταση είχε επανέλθει στην αρχική της αφασία. «Τι ήταν αυτό;» ρώτησε φανερά αναστατωμένος τον Βυλτώρ. Ακόμα ένιωθε τα σουβλερά βρώμικα νύχια της να κάνουν κύκλους πάνω στην παλάμη του ψάχνοντας κάτι να βρουν.

«Πρέπει να μπούμε μέσα. Βλέπεις η πόλη είναι γεμάτη περίεργους». Ο Λέανδρος αναγνώρισε την ταραχή στη φωνή του Βυλτώρ, κάτι που για πρώτη φορά έβλεπε.

«Τα λόγια της σημαίνουν κάτι;» «Μη δίνεις σημασία στην τρελή. Πάμε να βρούμε τη γοργόνα, και μείνε

κοντά μου». Ο Λέανδρος επίσης για πρώτη φορά δεν είχε καμία διάθεση να διαφωνήσει μαζί του.

Εντόπισαν τη Διώνη σ’ έναν πάγκο με υφάσματα. Η μικρή γοργόνα δεν είχε ξαναδεί τόσα χρώματα σε ρούχα. Όχι μόνο στους πάγκους αλλά και στα ρούχα που διακοσμούσαν με τα χρώματά τους και τα απαλά τους υφάσματα τα σώματα των γυναικών. Στο κάστρο όλοι φορούσαν τα ίδια ρούχα για να υπάρχει ομοιομορφία και δεν είχε δει ποτέ να φοράνε τέτοια χρώματα παρά μόνο σε πίνακες. Οι γυναίκες ήταν προσεγμένες, καλοντυμένες κι όμορφες. Τα μάγουλά τους ήταν κατακόκκινα κι έστελναν παντού χαμόγελα. Ώρες ατελείωτες περνούσαν με τα άλλα κορίτσια χαζεύοντας και κάνοντας όνειρα ότι κι αυτές μια μέρα θα ντύνονταν έτσι.

«Δείτε, έχει και κοσμήματα» φώναξε από έναν διπλανό πάγκο όταν τους είδε να την πλησιάζουν. «Είναι φανταστικά, κολιέ από κοχύλια και μαργαριτάρια!» Θα μπορούσε για ώρες να χαθεί και να χαζεύει τις ομορφιές που πουλούσαν εκεί. Ο Λέανδρος την είδε που απομακρυνόταν και τη φώναξε κοντά του. Η Διώνη όμως είχε χαθεί μέσα στα δρομάκια από πάγκους. Μια μελωδική μουσική την καθοδηγούσε και σαν υπνωτισμένη έψαχνε να βρει

Page 226: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

226 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

την πηγή της. Ώσπου η περιπλάνησή της στο κέντρο της άγνωστης πόλης την οδήγησε στο κέντρο της πλατείας και το θέαμα που αντίκρισε εκεί την άφησε άναυδη.

Περίπου δέκα με δεκαπέντε νεαρές κοπέλες ντυμένες με πολύχρωμα φουντωτά φορέματα είχαν στήσει χορό και γοήτευαν τους περαστικούς με τις αέρινες και συγχρονισμένες κινήσεις τους. Στέκονταν στις μύτες των ποδιών τους και στροβιλίζονταν γύρω από τον εαυτό τους με απαράμιλλη χάρη και ομορφιά. Το πρόσωπό τους έλαμπε από την ομορφιά που χαρίζει ένα γενναιόδωρο χαμόγελο. Οι κινήσεις τους ήταν ανεπιτήδευτες. Τόση ήταν η χάρη τους και η ευκολία με την οποία εκτελούσαν και τις πιο δύσκολες κινήσεις, που φαίνονταν απλά σαν να μπορούσε ο καθένας να τις φέρει σε πέρας.

Οι καβαλιέροι τους τις στήριζαν για να μη χάσουν τον ρυθμό τους και τις σήκωναν ψηλά. Αυτές άνοιγαν τα χέρια προς τον ουρανό έτοιμες να πετάξουν ψηλά και να ταξιδέψουν γι’ άλλες πολιτείες παρουσιάζοντας κι αλλού το μοναδικό τους πρόγραμμα. Όταν τα αγόρια τις κατέβασαν, αυτές τύλιξαν το δεξί τους πόδι γύρω από τη μέση τους, κι αυτοί τις έπιασαν για άλλη μια φορά και τις στροβίλισαν στον αέρα μιμούμενοι την κίνηση των ψαράδων όταν πετάνε τα δίχτυα τους. Αυτές όμως δεν τις πέταξαν. Τις απόθεσαν στο έδαφος μαλακά γι’ άλλη μια φορά κι επιδόθηκαν σ’ έναν γρήγορο χορό μόνοι τους, με αυτές να τους παρακολουθούν από πιο πίσω και να δίνουν τον ρυθμό με τα παλαμάκια. Όσοι παρακολουθούσαν τη σκηνή τις μιμήθηκαν και τα αγόρια πλέον χόρευαν συνοδευόμενοι από τον ενθουσιασμό του πλήθους και τις μελωδίες των μουσικών που στέκονταν λίγο πιο πέρα. Η Διώνη τους κοιτούσε μαγεμένη.

Ο Λέανδρος την εντόπισε εύκολα, οι αχτίνες του ήλιου ζωγράφιζαν στα μαλλιά της όλες τις αποχρώσεις του χρυσού. Την πλησίασε και καθώς στεκόταν πλάι της παρακολούθησε και αυτός το θέαμα. Ώσπου φωνές ακούστηκαν, κι οι μουσικοί σταμάτησαν να ομορφαίνουν με τις νότες τους την ατμόσφαιρα. Ο κόσμος παραγκωνίζονταν, και τα παιδιά δεν καταλάβαιναν τον λόγο της ταραχής τους. Οι χορευτές διαλύθηκαν και χάθηκαν μέσα στο πλήθος κι η πλατεία απογυμνώθηκε από την όμορφη παρουσία τους. Ο δρόμος άνοιξε μπροστά τους και βαριά βήματα συγχρονισμένου βηματισμού αντικατέστησαν τις επευφημίες του κόσμου.

Νεκρική σιγή έπεσε. Τα δύο παιδιά ακολούθησαν το παράδειγμα του κόσμου. Ο Βυλτώρ ξεπρόβαλλε κοντά τους και τους οδήγησε προς τα πίσω, χαμένους μέσα στον κόσμο. Ξαφνικά, έκανε την εμφάνισή του ένας λόχος

Page 227: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 227 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ντυμένος με μαύρη πανοπλία. Το πρόσωπο των στρατιωτών δε φαινόταν καθώς όλοι είχαν κατεβασμένο το καπάκι της περικεφαλαίας τους. Ένας ορμητικός μαύρος ποταμός σα να ξεχύθηκε μπροστά τους, που στο πέρασμά του από φόβο όλοι παραμέριζαν. Τα κοφτερά τους σπαθιά δέσποζαν στη δεξιά τους μεριά και μέσα από το θηκάρι τους ακολουθούσαν το ρυθμό των απρόσωπων σωμάτων.

«Η Μαύρη Φρουρά» ψιθύρισε ο Βυλτώρ στα παιδιά. Ένας ηλικιωμένος κύριος δίπλα του τον άκουσε και τον σκούντησε να σωπάσει. Όλοι είχαν κοκαλώσει στη θέση τους. Ανέκφραστοι, με την ίδια απάθεια στα μάτια, και τον φόβο να κυριαρχεί στις καρδιές τους. Η φρουρά πέρασε γρήγορα και τότε ένιωσαν τα παιδιά ότι ο κόσμος άρχισε να αναπνέει πάλι. Μικρά πηγαδάκια σχηματίστηκαν πάλι κι αφού πέρασε η αρχική τρομάρα, όλα επανήλθαν στο φυσιολογικό τους κι η πλατεία γέμισε χρώματα με τις φωνές και τα γέλια του κόσμου.

«Τι ήταν αυτό;» ρώτησε τον Βυλτώρ ο Λέανδρος, ακόμα σοκαρισμένος από την αλλαγή διάθεσης του κόσμου.

«Σας είπα, η Μαύρη Φρουρά. Είναι η προσωπική φρουρά του νέου βασιλιά, αδίστακτοι, αιμοδιψείς. Ο κόσμος τους φοβάται γιατί πάντα ψάχνουν προδότες και στην έρευνά τους πολλές φορές έχουν κατηγορήσει κόσμο που δεν είχε καμία σχέση με τέτοια πράγματα».

«Η ζωή έχει αλλάξει πολύ στην Πόλη των Ρόδων από τότε που βασιλιάς έγινε ο Βαρούχ» συμπλήρωσε ο ηλικιωμένος κύριος που στεκόταν ακόμα δίπλα τους. «Ο κόσμος φοβάται, κι από τότε που ήμασταν απόλυτα ελεύθεροι, τώρα σκύβουμε το κεφάλι από φόβο για τη ζωή μας».

«Τέτοια λόγια μπορεί να σε βάλουν σε μπελάδες» σχολίασε ο Βυλτώρ. «Τα ψωμιά μου είναι φαγωμένα. Απλά θα επισπεύσουν το

αναπόφευκτο» είπε βαριανασαίνοντας ο άντρας. «Εσείς οι νέοι που θα μείνετε πίσω θα έχετε το πρόβλημα, και γι’ αυτό θα πρέπει να ενεργήσετε για να αποκτήσετε το δικαίωμά σας σε μια αξιοπρεπή ζωή» ο ηλικιωμένος όση ώρα μιλούσε είχε στραμμένο το βλέμμα του πάνω στον Λέανδρο. Του έπιασε το χέρι και το έκλεισε μέσα στο δικό του. «Μακάρι γρήγορα να βρεις το δρόμο σου, ακολούθησε το πεπρωμένο σου» του είπε. Ο Λέανδρος του χαμογέλασε και σα να του φάνηκε ότι ένα χοντρό δάκρυ κύλησε στο ρυτιδιασμένο του μάγουλο πριν τους γυρίσει την πλάτη και με βαριές συρτές κινήσεις χαθεί μέσα στο πλήθος.

«Ο κόσμος είναι πολύ ταλαιπωρημένος εξαιτίας του νέου βασιλιά. Συνέχεια τους φορολογεί για να θησαυρίζει και να οργανώνει μεγαλοπρεπείς

Page 228: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

228 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

χορούς στο παλάτι γι’ αυτόν και τους ευγενείς, τους κόλακες, που ξημεροβραδιάζονται στο πλάι του και σχίζονται να ικανοποιήσουν όλα του τα θελήματα. Καλύτερα να μπούμε μέσα για να μη δίνουμε στόχο», ο Βυλτώρ άνοιξε τον μανδύα του κι έβγαλε μια αλλαξιά από ρούχα για τον καθένα. «Φορέστε αυτά. Τα συνολάκια σας δεν κυκλοφορούν έξω από το κάστρο. Ελπίζω να σας κάνουν».

«Είναι ανάγκη να κλειστούμε μέσα; Έχει τόσα ωραία πράγματα να χαζέψουμε εδώ!»

«Δεν είναι ώρα να χαζέψουμε. Έχουμε κάτι να κάνουμε αν θυμάσαι. Δεν πρέπει να γίνουμε αντιληπτοί. Αν μαθευτεί ότι κυκλοφορούν ξένοι στην πόλη, η περιέργεια θα κινήσει πολλούς για να έρθουν να δουν».

«Εντάξει, δεν καταλαβαίνω όμως γιατί κάποιος θα ενδιαφερόταν για την άφιξή μας στην Πόλη».

«Και μόνο που κυκλοφορείτε μαζί μου δίνετε στόχο, γι’ αυτό μπείτε μέσα». Τους οδήγησε μέσα στο χάνι ανοίγοντάς τους την πόρτα για να περάσουν.

Το χάνι μέσα ήταν γεμάτο κόσμο. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική από τον καπνό που κάπνιζαν όλοι και την έντονη μυρωδιά του κόκκινου βαρελίσιου κρασιού. Διάσπαρτα μικρά τραπέζια δέσποζαν όπου τρώγανε και πίνανε. Πιάτα με αχνιστά φαγητά στόλιζαν όλα τα τραπέζια, η περίφημη κρεατόσουπα της Πόλης των Ρόδων που αποτελούνταν από διαλεκτά κομμάτια μοσχαριού και φρέσκα λαχανικά και που από όλα τα μέρη του βασιλείου έρχονταν για να δοκιμάσουν, δέσποζε σε κάθε τραπέζι κι είχε ποτίσει με το θεσπέσιο άρωμά της όλη την ταβέρνα. Τα στομάχια των παιδιών γουργούρισαν όταν το μεθυστικό άρωμα του λαχταριστού φαγητού επισκέφτηκε τα ρουθούνια τους. Όλοι μιλούσαν δυνατά και γελούσαν ακόμα πιο δυνατά. Ο Βυλτώρ μπήκε με άνεση και κάθισε σ’ ένα γωνιακό τραπέζι. Οι άλλοι δύο κοιτούσαν με περιέργεια τον κόσμο τριγύρω τους. Ο Λέανδρος πλησίασε τον Βυλτώρ κι έκατσε δίπλα του. Καθισμένος μπορούσε να παρατηρήσει το μαγαζί και τους υπόλοιπους συνδαιτυμόνες. Όλοι εκτός από φαί στο τραπέζι τους είχαν και πολλές καράφες με κρασί που το κατέβαζαν σα νερό. Τα παιδιά του μαγαζιού δεν προλάβαιναν να φέρνουν καινούργιες. Την προσοχή τους όμως τράβηξε μια παρέα στη γωνία που οι καράφες δε χωρούσαν πια στο τραπέζι και όταν τελείωναν το ποτό τους πετούσαν τα ποτήρια κάτω. Ο Λέανδρος στράφηκε στον Βυλτώρ, με αποστροφή στα μάτια.

«Αυτό είναι το καλύτερο μέρος που μπορείς να μας φέρεις;»

Page 229: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 229 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Εδώ είναι όλοι μεθυσμένοι και δε δίνουν σημασία στους γύρω τους παρά μόνο αν τους πειράξουν. Έχεις τέτοιες διαθέσεις;» Ο Λέανδρος δεν του απάντησε. «Καλά το φαντάστηκα. Άρα θα είμαστε ασφαλείς εδώ. Μην τριγυρνάτε πολύ εδώ μέσα. Ιδιαίτερα εσύ μικρή. Δεν είναι το κατάλληλο μέρος για κορίτσια. Πήγαινε να βάλεις το φόρεμά σου κι εσύ Λέανδρε τα ρούχα σου. Εγώ θα παραγγείλω να φάμε».

Μετά από πέντε λεπτά τα παιδιά επέστρεψαν και βρήκαν ένα τραπέζι γεμάτο φαγητά. Η φημισμένη κρεατόσουπα άχνιζε στις ξύλινες κούπες τους και το ψητό κρέας στο κέντρο του τραπεζιού τους γυάλισε μιας και τα τελευταία τους γεύματα περιορίζονταν στη χορτόσουπα. Μόλις τους επιτέθηκαν οι μυρωδιές, το στομάχι τους άρχισε να διαμαρτύρεται ξανά, τόσο που στέκονταν και χάζευαν τα φαγητά αντί να ορμήσουν. Ώσπου δεν άντεξαν άλλο κι έπεσαν με τα μούτρα. Όση ώρα έτρωγαν δε μιλούσαν για να μη χάσουν καμία μπουκιά. Παρά την αρνητική εικόνα που έδινε σαν πρώτη εικόνα το μαγαζί, το φαγητό ήταν υπέροχο. Στην μια άκρη μια πενταμελής ορχήστρα έπαιζε έντονη μουσική κι έτσι μαζί με το φαγητό τους απολάμβαναν και τις ωραίες μελωδίες.

«Μόλις πέσει ο ήλιος θα πάρουμε τα άλογα και θα τρυπώσουμε μέσα στο παλάτι. Προσπαθήστε να είστε αόρατοι. Δεν πρέπει να μαθευτεί ότι ήρθαν ξένοι στην πόλη». Αφού τελείωσε το γεύμα του, ο Βυλτώρ σηκώθηκε όρθιος. «Πάω να δω τα άλογα». Τα δύο παιδιά που ακόμα έτρωγαν έγνεψαν καταφατικά, σχεδόν δεν του έδωσαν σημασία. Ήταν απορροφημένα στο φαγητό τους.

Ο Βυλτώρ έφυγε και τους άφησε μόνους. Η Διώνη έπινε το μηλόζουμό της και χάζευε έξω από το παράθυρο την κίνηση.

«Πριν δύο μέρες ο καθηγητής Σιρόκο μας περιέγραψε τις ομορφιές του βασιλείου κι εμείς προσπαθούσαμε να κλέψουμε τις εικόνες από τα μάτια του μιας και δεν πιστεύαμε ότι θα αξιωνόμασταν ποτέ να διαβούμε την πύλη. Και κοίτα τώρα που είμαστε!» Ο Λέανδρος ακολούθησε το βλέμμα της στην πολυάσχολη πόλη.

«Ούτε τη μισή ομορφιά της πόλης και τη μεγαλοπρέπειά της δεν περιέγραψε ο καθηγητής μας». Σώπασε μια στιγμή, μετά την κοίταξε στα μάτια. «Διώνη θα συνεχίσεις αυτό που άρχισες στον στάβλο;» Η Διώνη πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Ναι, τώρα νομίζω είναι η κατάλληλη στιγμή. Δεν ήθελα να το κάνω μπροστά στον Βυλτώρ γιατί δεν ξέρω αν μπορώ να τον εμπιστευτώ».

«Λοιπόν, τι συνέβη;»

Page 230: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

230 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Έχω ένα μήνυμα για τη Γλαφύρα, γι’ αυτό επέμεινα να έρθω μαζί σας».

«Μήνυμα;» απόρησε ο Λέανδρος. «Από ποιον;» Η Διώνη σταμάτησε για ένα δευτερόλεπτο για να βάλει τις σκέψεις της σε μια σειρά.

«Από τη Ζηνοβία». Το βλέμμα του Λέανδρου ήταν σαστισμένο. Τόσο αυτός όσο κι ο Βυλτώρ είχαν συμπεράνει από την κατάσταση που είχαν βρει το γραφείο της ότι κάτι κακό της είχε συμβεί.

«Μα, πού την είδες;» «Είναι φυλακισμένη μέσα σ’ έναν καθρέπτη στο γραφείο της. Αυτό

είναι το μήνυμά της για την Γλαφύρα. Πρέπει να γυρίσει επειγόντως στο κάστρο καθώς όλα τα παιδιά βρίσκονται σε μεγάλο κίνδυνο». Ο Λέανδρος δεν μπορούσε να πιστέψει αυτά που άκουγε.

«Διώνη είσαι σίγουρη; Καταλαβαίνεις τι λες;» Η Διώνη ξέσπασε σε λυγμούς.

«Νομίζεις ότι μου ήταν εύκολο να κουβαλάω αυτό το φορτίο μόνη μου; Πρέπει να πάμε χωρίς καθυστέρηση στο δάσος της Καλλιρρόης και να την προειδοποιήσουμε. Όλοι οι συμμαθητές μας κινδυνεύουν». Ο Λέανδρος καθόταν αποσβολωμένος. Πόσες τύψεις στοίχειωναν τις σκέψεις του. Έβαλε τα χέρια του στο κεφάλι του και μουρμούριζε.

«Εγώ φταίω, αν δεν ήμουνα περίεργος δε θα ακολουθούσα τον Βυλτώρ εκείνο το βράδυ. Θα ήταν ασφαλής κι ο Βόρυς και τώρα θα ήμουνα στο κάστρο».

«Λέανδρε δεν είναι δική σου ευθύνη ούτε το κάστρο ούτε κι εμείς. Άκου με. Υπάρχει και κάτι ακόμα». Η Διώνη πήρε μια βαθιά ανάσα. Τα κόκκινα μάτια της μαρτυρούσαν τα δάκρυα που είχε ρίξει.

«Τι χειρότερο από αυτά;» ξεφώνισε απογοητευμένος ο Λέανδρος. «Με προειδοποίησε να μην εμπιστευτώ κάποιον. Δε πρόλαβε να μου πει

ποιον, γιατί εξαφανίστηκε. Νομίζω όμως ότι ήταν για κάποιον που γνωρίζουμε». Ο Λέανδρος χάθηκε στις σκέψεις του για μια στιγμή.

«Ποιον να εννοούσε;» ήταν φανερά προβληματισμένος. «Μόνο η Γλαφύρα μπορεί να μας βοηθήσει τώρα. Καλά έκανες και μου μίλησες Διώνη».

«Δεν μπορώ να βγάλω από το μυαλό μου ότι κάποιος γνωστός μας κρύβεται πίσω από όλα αυτά. Έχεις καμιά ιδέα ποιος μπορεί να είναι;»

«Δεν ξέρω Διώνη. Φαντάζομαι με τον καιρό θ’ αποκαλυφθεί». Εκείνη τη στιγμή του ήρθε έντονη μυρωδιά ιδρώτα και ποτού σχεδόν από δίπλα του. Γύρισε το κεφάλι του κι είδε έναν μεγαλόσωμο άντρα να στέκεται πάνω από το κεφάλι του. Τα ρούχα του ήταν βρώμικα όπως και το πρόσωπό του. Ήταν

Page 231: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 231 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

απεριποίητος και τα γένια του ήταν μακριά κι ατημέλητα. Η φάτσα του ήταν αγριεμένη και τα μάτια κατακόκκινα από το πολύ κρασί. Η Διώνη σύρθηκε στο κάθισμά της προσπαθώντας να μη γίνει αντιληπτή από τον μεθυσμένο άντρα.

«Κάθεσαι στη θέση μου μικρέ» βροντοφώναξε ενώ με δυσκολία στεκόταν όρθιος. Ο Λέανδρος τον αγνόησε. Ήταν φανερό ότι γύρευε να μπλέξει σε καυγά. «Άκουσες τι είπα; Σήκω φύγε τώρα που μπορείς». Ο Λέανδρος πάλι δεν του αποκρίθηκε. Ένιωθε το πάνω χείλος του να συσπάται και κατέβαλλε προσπάθεια για να μείνει στη θέση του. Του γύρισε την πλάτη δείχνοντάς του την αδιαφορία του. Αυτή του η κίνηση εξόργισε τον άντρα. «Δείτε τι έχουμε εδώ» φώναξε στους υπόλοιπους που βρίσκονταν μέσα στο χάνι. «Έναν ψωροπερήφανο». Ο Λέανδρος δαγκώθηκε. Δεν ήξερε πόσο ακόμα θα τον άντεχε πάνω από το κεφάλι του. Τότε ο άντρας έστρεψε το βλέμμα του πάνω στη Διώνη που δε θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη. «Έχει ωραία παρέα το βλαμμένο. Έλα να κάτσεις στην παρέα μας ομορφούλα» της είπε δείχνοντας με το χέρι του μια παρέα από μεθυσμένους τύπους που κάθονταν σε μια γωνία και προκαλούσαν όλη τη φασαρία με τις φωνές και τα γέλια τους. «Θα περάσεις καλύτερα μαζί μας απ’ ότι μ’ αυτόν» συνέχισε ο άντρας απλώνοντας το χέρι του για να την αρπάξει. Δεν πρόλαβε να την ακουμπήσει όμως. Τα γρήγορα αντανακλαστικά του Λέανδρου γράπωσαν το χέρι του τη στιγμή που διέσχιζε το τραπέζι, πριν προλάβει να την ακουμπήσει.

«Μάζεψε το κουλό σου» του είπε εξαγριωμένος. «Δεν είναι για τα δόντια σου αυτή». Βαθιά σιωπή έπεσε στο χάνι. Ο Λέανδρος είχε σηκωθεί όρθιος κι ακόμα του κρατούσε με δύναμη το χέρι. Όλοι έστρεψαν το βλέμμα τους στο τραπέζι για να δουν τι θα ακολουθήσει.

«Πως τολμάς νιάνιαρο;» γαύγισε ο άντρας. «Νομίζεις ότι είσαι σπουδαίος;»

«Έλα να σου μάθω ποιος είμαι» απάντησε ο Λέανδρος. Το πρόσωπό του είχε αναψοκοκκινίσει από την οργή.

«Ένα παιδαρέλι είσαι, φύγε πριν το μετανιώσεις». «Η δύναμη κι η ανδρεία δε συμβαδίζουν με την ηλικία, είναι έμφυτα. Τι

έγινε, φοβάσαι;» φώναξε δυνατά ο Λέανδρος. «Λέανδρε, μη. Πάμε να φύγουμε». Του είπε σιγανά από δίπλα η Διώνη.

Βαθιά μέσα της όμως ήξερε καλά ότι δεν υπήρχε δρόμος να τον τραβήξει αυτήν την στιγμή. Ο Λέανδρος ήταν πολύ προστατευτικός και δε θα επέτρεπε σε κανέναν να την πειράξει.

Page 232: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

232 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Ναι, Λέανδρε, φύγε» φώναξε κοροϊδευτικά ο άντρας προκαλώντας ηχηρά γέλια στην παρέα του. Χτύπησε τα χέρια του στο τραπέζι κι απομακρύνθηκε. Η Διώνη αναστέναξε από ανακούφιση.

«Ευτυχώς έφυγε» είπε στον Λέανδρο. Αυτός δεν είχε αποτραβήξει το βλέμμα του από τον μεθυσμένο άντρα.

«Δε νομίζω, Διώνη» της είπε παρακολουθώντας τις κινήσεις του. Ο άντρας προχώρησε μέχρι το μέσο της αίθουσας και σταμάτησε. Χωρίς καμία προειδοποίηση άνοιξε το βήμα του και πήγε στον απέναντι τοίχο. Τράβηξε με δύναμη τα δυο σπαθιά που κρέμονταν από εκεί το ένα πάνω στο άλλο. Ο ιδιοκτήτης που καθόταν πίσω από το μπαρ και σέρβιρε τα ποτά έκανε να φέρει αντίρρηση. Ένας από την παρέα του γεροδεμένου άντρα όμως σηκώθηκε και τον πλησίασε απειλητικά κάνοντάς του νόημα να σωπάσει. Μην έχοντας άλλη επιλογή, σώπασε και περίμενε να ξεσπάσει η μπόρα.

Ο άντρας κρατώντας τα δύο σπαθιά στο χέρι στράφηκε προς τον Λέανδρο και του πέταξε το ένα με δύναμη. Το νεαρό αγόρι είχε μυριστεί τις διαθέσεις του και το άρπαξε με αυτοπεποίθηση δείχνοντας ότι ήταν προετοιμασμένος. Η Διώνη τον ικέτευσε να το αφήσει κάτω και να φύγουν. Ο Λέανδρος δεν είχε καμία διάθεση να το κάνει αυτό.

Κρατώντας κι οι δύο τα σπαθιά τους στάθηκαν ο ένας απέναντι από τον άλλο. Ο άντρας χωρίς να περιμένει επιτέθηκε χτυπώντας τον Λέανδρο ψηλά. Το αγόρι, που ήταν δεινός μονομάχος, εύκολα απέκρουσε την επίθεση και σαν καταπέλτης χύθηκε καταπάνω του κάνοντας τη δική του επίθεση που προέκυψε από έναν στροβιλισμό γύρω από τον εαυτό του. Στόχευσε στα πόδια του μιας και τον είχε δει ότι δεν ήταν πολύ ευκίνητος. Ο άντρας τον απέκρουσε σκύβοντας με αρκετή δυσκολία. Σήκωσε το σπαθί του προς τα πάνω για το κοπανήσει στον Λέανδρο. Το αγόρι όμως έκανε γρήγορες χορευτικές κινήσεις προς τα πίσω για να τον ακολουθήσει και να τον κουράσει. Ήταν σίγουρος ότι οι δυνάμεις του σύντομα θα τον εγκατέλειπαν λόγω της μέθης του. Δε θα του ήταν πολύ δύσκολο να τον νικήσει. Ο άντρας συνέχισε να τον κυνηγάει κι είχε αρχίσει να λαχανιάζει. Ο Λέανδρος φαινόταν να το απολαμβάνει, όπως κι όλοι οι υπόλοιποι που είχαν επικεντρωθεί στο θέαμα. Τα πιρούνια και τα ποτήρια είχαν βρει τη θέση τους στα τραπέζια κι από την έναρξη της μονομαχίας κανένας δεν είχε ασχοληθεί μαζί τους. Ο άντρας στόχευσε τον Λέανδρο για μια ακόμη φορά στο κεφάλι αλλά αυτός σήκωσε το σπαθί του πάνω και τον απέκρουσε με δυσκολία καθώς ο σωματώδης άντρας ήταν πολύ δυνατός. Ο Λέανδρος πήδησε μ’ ένα σάλτο πάνω σ’ ένα τραπέζι που κάθονταν δυο άτομα και κλώτσησε με τα πόδια του

Page 233: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 233 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ένα ένα τ’ αντικείμενα που βρίσκονταν πάνω στο πρόσωπο του άντρα. Η επίθεση που δέχτηκε από την καυτή σούπα και τα ασημένια αντικείμενα του άφησαν πληγές στο πρόσωπο που τις δέχτηκε με μια κραυγή πόνου. Το ποτήρι με το κρασί που εκσφενδονίστηκε κατά πάνω του, το άρπαξε με το ελεύθερό του χέρι και το ήπιε μονορούφι προς τέρψη όλων, ξεφορτώνοντας το άδειο δοχείο, δημιουργώντας έντονο πάταγο.

«Φιγουρατζή» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του ο Λέανδρος ακούγοντας την οχλοβοή και τα χειροκροτήματα του κόσμου γι’ αυτήν την κίνηση του άντρα. Πήρε φόρα ο εύρωστος άντρας και κάρφωσε το σπαθί του με δύναμη πάνω στο τραπέζι που στεκόταν ακόμα όρθιος ο Λέανδρος. Δεν τον πρόλαβε όμως, καθώς ο νεαρός σαν αίλουρος πήδηξε από το τραπέζι και στροβιλιζόμενος στον αέρα βρέθηκε από πίσω του. Πριν καν καταλάβει ο άντρας τι είχε συμβεί, ο Λέανδρος που είχε έρθει τόσο κοντά του ώστε ήρθε στη μύτη του η μυρωδιά της απλυσιάς του, τον κοπάνησε με την ανάποδη μεριά του σπαθιού στο σβέρκο. Ο άντρας δεν κατάλαβε από πού του ήρθε το χτύπημα. Όλα μαύρισαν γύρω του και σε δευτερόλεπτα το σώμα του παρέλυσε και σωριάστηκε στο πάτωμα. Ο Λέανδρος ένιωσε μεγάλη ικανοποίηση για τη νίκη του. Πρώτη φορά διαπληκτιζόταν έξω από το κάστρο και για μια ακόμη φορά ήταν νικητής. Θα πήγαινε στο τραπέζι του να γιορτάσει τη νίκη του με τη Διώνη.

Με το που έστρεψε το κορμί του όμως, ένιωσε στο πρόσωπό του τη δυνατή γροθιά από ένα ισχνό χέρι. Κατάλαβε ένα ένα τα κόκκαλα από το χέρι που τον χτύπησε. Ένας οξύς πόνος εμφανίστηκε στο πρόσωπό του κι η ώθηση που δέχτηκε τον έσπρωξε μακριά κάνοντάς τον να χάσει την ισορροπία του και να πέσει πάνω σ’ ένα τραπέζι. Δεν πρόλαβε ν’ ανοίξει τα μάτια του, όταν αισθάνθηκε δύο δυνατά χέρια να τον γραπώνουν και να τον σηκώνουν όρθιο. Τον κρατούσαν σφιχτά με τα χέρια καλά ασφαλισμένα πίσω και το σώμα του εκτεθειμένο. Τα σπαθί του είχε απελευθερωθεί από το χέρι του, μάλλον από το χτύπημα, όπως σκέφτηκε. Μια ζαλάδα τον έπιασε και δεν ήθελε να ανοίξει τα μάτια του. Ένα δυνατό πλήγμα στο στομάχι, τον δίπλωσε στα δύο. Μετά ακολούθησε κι ένα ακόμη στα πλευρά. Ο πόνος μετατοπίστηκε από το πρόσωπο στην κοιλιακή χώρα. Με δυσκολία άνοιξε τα μάτια του για να δει ποιος του επιτιθόταν. Η όραση του ήταν ακόμα θολωμένη και δε διέκρινε πολλά πράγματα. Δύο τύποι στέκονταν μπροστά του κι αποφάσιζαν ποιος θα τον χτυπούσε μετά. Κοίταξε λίγο καλύτερα κι αμέσως τους αναγνώρισε. Ήταν αυτοί που κάθονταν στο τραπέζι του μεγαλόσωμου άντρα. Μάλλον εκνευρίστηκαν για τον τρόπο που είχε εξοντώσει τον φίλο τους και ήταν η

Page 234: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

234 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ώρα για τα αντίποινα. Αυτό δεν είναι σωστό, σκέφτηκε οργισμένος ο Λέανδρος. Η αδρεναλίνη ζέσταινε το αίμα του και σε ελάχιστα δευτερόλεπτα ο πόνος είχε εξαφανιστεί. Σα να μην είχε δεχτεί κανένα χτύπημα. Αυτός που τον κρατούσε ήταν πολύ δυνατός και δε θα του ξέφευγε εύκολα. Χαμήλωσε το κεφάλι του και το επανέφερε στην αρχική του θέση με τρομαχτική φόρα κάνοντας τον αντίπαλο του να σφαδάσει από πόνο και να πέσει κάτω.

«Πάει κι αυτός» είπε χαμηλόφωνα. Το είχε πάρει πολύ προσωπικά τώρα μετά την τυφλή επίθεση που δέχτηκε. Σειρά είχαν οι άλλοι δυο. Η Διώνη από μακριά του φώναζε να φύγουν, αυτός όμως δεν την άκουγε. Η ματιά του είχε φιξαριστεί πάνω στους δύο άντρες που του επιτέθηκαν. Αυτοί, χωρίς να χάνουν καιρό, του επιτέθηκαν κι οι δύο με τα σπαθιά τους. Ο Λέανδρος άοπλος ακόμα εντόπισε με την άκρη του ματιού του το σπαθί του κάτω από ένα τραπέζι. Πριν τον πλησιάσουν οι άλλοι δύο, σύρθηκε στο πάτωμα μέχρι να το αρπάξει. Την ώρα που σερνόταν ένιωσε ένα έντονο τσούξιμο στην κοιλιακή χώρα, αλλά δεν έδωσε σημασία. Με το που το γράπωσε πετάχτηκε πάνω έτοιμος ν’ αντιμετωπίσει στα ίσα στους αντιπάλους του. Τον είχαν φτάσει σχεδόν κι ο Λέανδρος πήρε θέση λυγίζοντας τα γόνατά του. Έσκυψε για ν’ αποφύγει το σπαθί του αδύνατου και ξάπλωσε για να υποδεχτεί την επίθεση του ψαρομάλλη μέχρι ο πρώτος ν’ ανασυγκροτηθεί και να τον ξαναχτυπήσει. Το ξίφος του διασταυρώθηκε με του ψαρομάλλη και με το πόδι του τον ξάπλωσε κλωτσώντας τον στην ευαίσθητη περιοχή. «Αφού δεν παίζετε τίμια, το ίδιο θα κάνω κι εγώ» είπε χαμηλόφωνα ενώ ταυτόχρονα μ’ ένα σάλτο βρέθηκε πάλι όρθιος. Ο ψαρομάλλης ξάπλωσε στο πάτωμα πιάνοντας την περιοχή που δέχτηκε το ισχυρό χτύπημα ουρλιάζοντας από τον πόνο. Ο ισχνός αντίπαλός του πρόταξε πάλι το ξίφος του. Στο πλάι του είχε συνταχθεί κι ο παχουλός σύντροφός τους που τον κρατούσε ακίνητο όση ώρα τον χτυπούσαν. Του επιτέθηκαν πάλι μαζί βγάζοντας ιαχές πολέμου. Ο Λέανδρος έτρεξε προς το μπαρ. Χρησιμοποίησε μια καρέκλα σαν σκάλα κι ανέβηκε πάνω. Άρπαξε δυο μπουκάλια κρασί και τα εκσφενδόνισε με υπερβάλλοντα ζήλο καταπάνω τους. Τα μπουκάλια πέτυχαν το πέτρινο πάτωμα. Με την πρόσκρουση έγιναν χίλια κομμάτια ενώ το περιεχόμενο τους απλώθηκε στα τριγύρω τραπέζια. Οι δυο άντρες δεν πτοήθηκαν. Ο Λέανδρος συνέχισε να πετάει μπουκάλια καταπάνω τους. Τα περισσότερα δεν τους βρήκαν, μιας κι η όραση του δεν είχε επανέλθει τελείως. Έφτασαν το μπαρ και με βία χτυπούσαν τα σπαθιά τους πάνω στην ξύλινη επιφάνεια προσπαθώντας να τον πετύχουν αφήνοντας βαθιές χαραγματιές. Το νεαρό αγόρι όμως φαινόταν ότι κατάφερνε να τους αποφύγει χοροπηδώντας. Οι άντρες είχαν οργιστεί κι εξαπέλυαν την επίθεσή

Page 235: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 235 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τους με περισσότερη οργή. Ο Λέανδρος κρεμάστηκε από τον βαρύ στρόγγυλο πολυέλαιο που κρεμόταν πάνω από το μπαρ. Σήκωσε τα πόδια του και αφού πήρε φόρα τους κλώτσησε και τους δύο στέλνοντάς τους στα πίσω τραπέζια.

«Σταμάτα τώρα» άκουσε μια φωνή να του φωνάζει. Πάνω στην φόρτιση όμως, με την αδρεναλίνη να κυριαρχεί στο αίμα του δεν πρόλαβε καν να δει ποιος του μιλούσε. Δεν είχε καν συνειδητοποιήσει ότι εδώ και λίγα λεπτά όλοι είχαν σιωπήσει μέσα στην ταβέρνα. Έτσι που είχε πάρει φόρα, νόμιζε ότι αυτός που του μιλούσε ανήκε στην παρέα των ατόμων που του είχαν επιτεθεί.

Γύρισε απότομα λοιπόν και με όση δύναμη του είχε απομείνει, άρπαξε ένα μπουκάλι και με ορμή το κοπάνησε πάνω στο κεφάλι του. Αφού τον χτύπησε, σα να άνοιξαν τα μάτια του και να επέστρεψαν στην αρχική τους κατάσταση. Έκπληκτος διαπίστωσε ότι αυτός που μόλις είχε χτυπήσει ήταν ένας νεαρός άντρας που δεν έμοιαζε καθόλου με τους μεθυσμένους θαμώνες. Το πιο ανησυχητικό όμως ήταν ότι φορούσε μια κόκκινη πανοπλία μ’ έναν ιππότη ζωγραφισμένο πάνω της. Σιγή έπεσε μέσα στην ταβέρνα, περιμένοντας να δουν την επόμενη κίνηση των δύο αντρών. Δεν περίμεναν και πολύ. Ο φρουρός σωριάστηκε στο πάτωμα, προς μεγάλη έκπληξη όλων. Ο Λέανδρος μόλις τότε διαπίστωσε ότι ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας για να γλιτώσει περαιτέρω ζημιές στην περιουσία του, είχε βγει έξω κι είχε φωνάξει έναν φρουρό που έτυχε να περνάει από το μέρος. Άφησε να πέσει από το χέρι του το κομμάτι από το μπουκάλι που είχε περισσέψει. Ο κρότος που έκανε όταν συνάντησε το πέτρινο πάτωμα ήταν ο μοναδικός θόρυβος που είχε ακουστεί εδώ και λίγα δευτερόλεπτα. Ο κρότος αυτός σαν να ξύπνησε τους παριστάμενους που οργισμένοι περικύκλωσαν τον νεαρό. Είχαν ανεχτεί αρκετά από τον ξένο. Ο Λέανδρος έβλεπε τον κλοιό να κλείνει επικίνδυνα γύρω του.

Η Διώνη δεν άντεχε άλλο να τον βλέπει να ρισκάρει χωρίς να κάνει κάτι. Βγήκε έξω τρέχοντας. Ρώτησε πού ήταν οι στάβλοι κι έτρεξε να βρει τον Βυλτώρ προτού συμβεί κάτι στον Λέανδρο. Οι ντόπιοι δεν θα τον άφηναν να φύγει τόσο εύκολα όσους κι αν απέκρουε, στο τέλος συνέχεια κι άλλοι θα εμφανίζονταν μπροστά του. Μπήκε στον στάβλο που ήταν ακριβώς δίπλα και βρήκε τον Βυλτώρ να ταΐζει τα άλογα.

«Τρέξε……, ο Λέανδρος» μπόρεσε να ξεστομίσει. Σε τόσο αλλόφρονα κατάσταση την είδε ο Βυλτώρ που δε χρειάστηκε να του πει κι άλλα. Αμέσως πετάχτηκε πάνω κι έτρεξε προς το χάνι. Ξοπίσω του πήγαινε η Διώνη. Όταν μπήκαν μέσα είδαν τον Λέανδρο να στέκεται δίπλα στο αναίσθητο σώμα του

Page 236: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

236 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

φρουρού και τους θαμώνες να τον έχουν πλησιάσει επικίνδυνα. Από το πρόσωπο του αγοριού τρέχανε αίματα ενώ τα ρούχα του ήταν σκισμένα από τις χαρακιές και σκονισμένα. Η Διώνη έψαξε γρήγορα να βρει τον παχουλό άντρα που του είχε επιτεθεί. Δεν της ήταν πολύ δύσκολο. Από την κλωτσιά του Λέανδρου είχε πέσει πάνω σ’ ένα τραπέζι και το είχε σπάσει στα δύο. Αυτός είχε βρεθεί ανάμεσα στα χαλάσματα του τραπεζιού και πέντε άτομα γύρω του προσπαθούσαν να τον σηκώσουν. Ο Βυλτώρ άφησε να βγει η μια και μοναδική ανάσα που πήρε από τον στάβλο μέχρι εκεί κι έριξε μια ματιά τριγύρω να δει τι είχε συμβεί. Πήγε δίπλα στον Λέανδρο και με προσοχή του πήρε το σπαθί από το χέρι. Έπειτα έπιασε το νεαρό αγόρι από τον ώμο.

«Δεν είχα αυτό στο μυαλό μου όταν σου είπα να μην κάνεις φανερή την παρουσία μας» του ψιθύρισε. «Πάρε τη Διώνη και βγες έξω. Μέχρι να έρθω κοίτα να μη πιαστείς στα χέρια και με κανέναν άλλο». Ο Λέανδρος έκανε να διαμαρτυρηθεί άλλα κατάλαβε ότι δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή. Μέχρι να πάει στην έξοδο όλοι του άνοιγαν τον δρόμο καχύποπτοι και φανερά εκνευρισμένοι. Ο Βυλτώρ στάθηκε πάνω από τον φρουρό κι έλεγξε την αναπνοή και το τραύμα στο κεφάλι του. Το αίμα από το χτύπημα είχε ήδη ξεραθεί κι ο ίδιος σε λίγο θα συνερχόταν.

«Εντάξει είναι» φώναξε στους υπόλοιπους. «Δώστε του λίγο κρασί και θα συνέλθει γρήγορα».

«Ο μικρός που κουβαλάς μαζί σου είναι τυχερός» φώναξε ένας από το πλήθος. «Αν ήταν μόνος του δε θα έφευγε από εδώ μέσα σώος».

«Μη νομίζεις, και σ’ εμένα συνέχεια μπελάδες δημιουργεί» είπε ενώ σηκώθηκε πάνω. «Μικρός είναι ακόμα. Θα μεγαλώσει και θα μάθει». Οι άντρες διαλύθηκαν κι επέστρεψαν στα τραπέζια τους βάζοντάς τα πρώτα στη θέση τους. Ο Βυλτώρ έφυγε τρέχοντας και πήγε να βρει τα παιδιά που τον περίμεναν έξω.

Εν τω μεταξύ, η Διώνη πήγε σε μια γούρνα με γάργαρο νεράκι κι έβρεξε ένα πανάκι που πήρε από μια κυρία που στεκόταν δίπλα τους. Πλησίασε τον Λέανδρο και με προσοχή καθάρισε τις πληγές του. Απέφευγε να τον κοιτάξει στο πρόσωπο κι αυτός κατάλαβε ότι ήταν εκνευρισμένη.

«Τι είναι Διώνη;» τη ρώτησε κοιτώντας την στα μάτια. Αυτή προσηλωμένη στη δουλειά της δεν του έδωσε σημασία. Δεν άντεξε όμως. Πέταξε κάτω το πανί και τον χαστούκισε στο μάγουλο. Έκπληκτος ο Λέανδρος σηκώθηκε πάνω. «Γιατί με χτύπησες;» της φώναξε πειραγμένος.

Page 237: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 237 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Τι θα κάνεις, θα με χτυπήσεις κι εμένα;» του είπε αφοπλίζοντάς τον. «Δεν μπορείς κάθε φορά που δε σου φέρεται κάποιος καλά να αρχίζεις να τον χτυπάς».

«Με πρόσβαλλε, δε θα τον άφηνα έτσι». «Είσαι ανόητος Λέανδρε, δες τον Βυλτώρ, τόσες αφορμές είχε να σε

πλακώσει στο ξύλο από προσβολές, αλλά δεν έκανε τίποτα. Εσύ γιατί είσαι τόσο οξύθυμος; Κατάφερες κάτι τώρα;» η σύγκριση με τον Βυλτώρ ήταν γροθιά στο στομάχι για τον Λέανδρο, τόσο δυνατή που οι άλλες ωχριούσαν μπροστά της. Τότε μόνο κατάφερε να διακρίνει την ανησυχία στο πρόσωπο της μικρής γοργόνας και τότε μόνο συνειδητοποίησε το ενδιαφέρον της.

«Συγχώρα με Διώνη, δεν ήξερα ότι θα σε στεναχωρούσα τόσο». Αυτός χαμήλωσε ντροπιασμένος το κεφάλι, η Διώνη όμως δεν του μίλησε. Ήταν πολύ φορτισμένη για να του απευθύνει το λόγο και δεν ήθελε να πει πράγματα για τα οποία μετά θα μετάνιωνε. Πήγε κι έκατσε στην άκρη του δρόμου και περίμενε τον Βυλτώρ να βγει από το χάνι.

Δεν άργησε να φανεί. Κοίταξε περιφρονητικά τον Λέανδρο και τους μάζεψε κοντά του.

«Όση ώρα εσύ φρόντισες να χαλάσεις τα πάντα, εγώ έμαθα που κρατάνε τον Βόρυ. Πόσο ανόητος είσαι που τα έβαλες με έναν φρουρό. Όταν συνέλθει και κυκλοφορήσει η περιγραφή σου, θα σε ψάχνουν παντού».

«Δεν το κατάλαβα ότι ήταν αυτός πίσω μου, παρά μόνο όταν τον χτύπησα. Ας μείνουμε μακριά από τους φρουρούς και δε θα έχουμε πρόβλημα».

«Ο Βόρυς είναι φυλακισμένος στο παλάτι, εκεί που βρίσκονται όλοι οι φρουροί του παλατιού. Άρα, έχουμε μεγάλο πρόβλημα Λέανδρε». Δε χρειαζόταν να πει άλλα ο Βυλτώρ. Ο Λέανδρος αισθανόταν ήδη πολύ άσχημα για το συμβάν. Χαμήλωσε το κεφάλι γι’ άλλη μια φορά και δεν απάντησε, αλλά αφέθηκε στις φροντίδες της Διώνης.

«Πότε πιστεύεις ότι είναι η καλύτερη ώρα για να μπούμε στο παλάτι;» τον ρώτησε η κοπέλα μόλις τελείωσε.

«Έπεσε ο ήλιος. Τώρα μπορούμε να πάμε. Τα κανόνισα όλα». Υπάκουα τα παιδιά τον πήραν στο κατόπι μέχρι τον στάβλο. Τα άλογα ήταν έτοιμα και τους περίμεναν. Βοήθησαν τη Διώνη ν’ ανέβει και καβάλησαν κι αυτοί το άλογό τους. Πριν ξεκινήσουν ο Βυλτώρ τους σταμάτησε. «Το παλάτι φρουρείται από παντού. Να είστε πάρα πολύ προσεχτικοί, να μην κινήσουμε υποψίες ότι δεν είμαστε από εκεί». Κοίταξε τα ρούχα του Λέανδρου. «Εσύ θα πρέπει να προσπαθήσεις περισσότερο από όλους» του είπε κοροϊδευτικά. «Θα

Page 238: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

238 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μπούμε από πίσω. Κανόνισα για τη μεταφορά μας. Είναι η ώρα που μπαίνει το κρασί στο παλάτι. Αυτός που οδηγεί την άμαξα θα βάλει τρία ακόμα βαρέλια για να μας βάλει μέσα. Να είστε πάντα από πίσω μου».

Ο Λέανδρος κι η Διώνη έγνεψαν καταφατικά και ξεκίνησαν για την πίσω μεριά της πύλης του παλατιού. Τα τείχη ήταν ψηλά κι ανά λίγα μέτρα έβλεπαν τα φυλάκια κι από πίσω τους φρουρούς με τις κόκκινες στολές να παρατηρούν την κίνηση. Κάλπαζαν αργά για να μην κινήσουν την περιέργεια. Σε λίγες ώρες θα σουρούπωνε για τα καλά. Πήγαν και στάθηκαν σε αρκετή απόσταση από τα τείχη. Ο Βυλτώρ τους έκανε νόημα να τον ακολουθήσουν μέσα σ’ έναν στάβλο. Εκεί τους περίμενε μια άμαξα με τρία άλογα. Πίσω από την άμαξα εμφανίστηκε ένας κοντόχοντρος άντρας σχεδόν καραφλός με κατακόκκινα μάγουλα. Μόλις αναγνώρισε τον Βυλτώρ τον καλωσόρισε εγκάρδια.

«Επιτέλους ήρθες, νόμιζα ότι το μετάνιωσες» του φώναξε από μακριά. Ένα πλατύ χαμόγελο στόλιζε το πρόσωπό του και τα μικρά σαν κουμπότρυπες μάτια του άστραψαν. «Είναι και η μέρα τέτοια σήμερα και δε θα μου έκανε εντύπωση αν δεν εμφανιζόσουν τελικά».

«Μου έτυχαν κάτι ζητήματα στο δρόμο και καθυστέρησα» του απάντησε ρίχνοντας μια λοξή ματιά στον Λέανδρο. «Τι συμβαίνει σήμερα δηλαδή;» ρώτησε τον άντρα.

«Θα συναντήσετε κίνηση στους δρόμους του παλατιού σήμερα. Έχουν συγκέντρωση όλοι οι πρίγκιπες κι όλοι τρέχουν σαν τους τρελούς» του απάντησε ο άντρας ενώ σκάλιζε τα δόντια του με το δάχτυλό του.

«Ευχαριστώ για την προειδοποίηση. Κάτι πήρε το αυτί μου. Είσαι έτοιμος;» Ο άντρας γέλασε και χτύπησε με το χέρι του τρία μεγάλα βαρέλια στην καρότσα. Δε ρώτησε τίποτα για την παρέα του Βυλτώρ. Τους έριξε μια γρήγορη ματιά. Από το νεαρό της ηλικίας τους και το λιτό ντύσιμο κατάλαβε ότι δεν επρόκειτο για κάποιους σημαντικούς.

«Όλα είναι έτοιμα, βολευτείτε» τους είπε γελώντας, ανοίγοντας τα καπάκια από τα βαρέλια. Υπήρχαν βαρέλια σε όλα τα μεγέθη. Μπήκαν στα δύο πιο μεγάλα κι ο οδηγός τους έκλεισε τα καπάκια από πάνω. Ο Βυλτώρ πλησίασε τα άλογα, τα χάιδεψε κι άφησε ελεύθερα τα χαλινάρια τους.

«Ευχαριστώ για τη βοήθεια, τώρα επιστρέψτε στο σπίτι σας» τους είπε κι αυτά απομακρύνθηκαν αργά από κοντά του. Από την τσέπη του έβγαλε ένα σακούλι και το έδωσε στον οδηγό. Αυτός τα πήρε και τα έκρυψε τάχιστα στην τσέπη του.

Page 239: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 239 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Πάντα χαίρομαι να συνεργάζομαι μαζί σου Βυλτώρ» του είπε χαμογελώντας. Ο Βυλτώρ τον χτύπησε στην πλάτη.

«Φρόντισε να κάνεις καλά τη δουλειά σου Μίλο» του είπε και και μ’ ένα σάλτο μπήκε μέσα στο τελευταίο ανοιχτό βαρέλι. Ο Μίλος αφού σιγουρεύτηκε ότι όλα τα βαρέλια ήταν καλά ασφαλισμένα, έκατσε στη θέση του και έδωσε εντολή στα άλογά του να ξεκινήσουν.

Η διαδρομή ήταν αρκετά επίπονη για τα παιδιά καθώς σε κάθε αναταραχή του δρόμου χτυπούσαν πάνω στα τραχιά ξύλινα τοιχώματα των βαρελιών. Τους φάνηκε τεράστια, αν και ήταν μόνο λίγα μέτρα. Δεν τολμούσαν να παραπονεθούν. Αγόγγυστα ανέχονταν τις επίμονες προσκρούσεις στο μεταλλικό σκελετό των βαρελιών όση ώρα η καρότσα διέσχιζε την πλακόστρωτη αυλή. Όταν σταμάτησε η άμαξα άκουσαν τον Μίλο να μιλάει με τους φρουρούς και κατάλαβαν ότι είχαν φτάσει στην πύλη.

«Τι καλό φέρνεις σήμερα, Μίλο;» βροντοφώναξε ο ένας φρουρός. «Εκλεκτό κρασί από το βασίλειο της Ούρσιας, κατευθείαν για το

συμβούλιο του βασιλιά μας. Συγγνώμη, αλλά καταλαβαίνετε ότι για εσάς δεν έχω τίποτα απόψε». Οι φρουροί μόλις άκουσαν ότι το κρασί ήταν από την Ούρσια γυάλισε το μάτι τους. Η περιοχή εκεί φημιζόταν για το καλό κρασί της. Δεν ήταν διαθέσιμο για τα κατώτερα στρώματα παρά μόνο για τον βασιλιά κι εκλεκτούς ευγενείς. Αν και συνήθως ο Μίλος ζέσταινε την καρδιά των φρουρών προσφέροντάς τους ένα ποτηράκι, σήμερα το κρασί ήταν εκλεκτό και δε γινόταν να το χαραμίσει. Ο Μίλος κατέβασε το κεφάλι του προς τα κάτω σαν να ήθελε να τους ψιθυρίσει κάτι. Ο Βυλτώρ απόρησε για την ξαφνική σιωπή κι έσφιξε το σπαθί του στο χέρι πάντα σε ετοιμότητα. «Αύριο όμως θα σας έχω κάτι ιδιαίτερο» τους είπε με το γνωστό του χαμόγελο. «Κρασί ντόπιο, πρώτης ποιότητας, που προορίζεται για τα σπίτια των ευγενών. Δε φαντάζομαι ότι θα τους λείψει λίγο» είπε και γέλασε δυνατά με τους φρουρούς να τον ακολουθούν.

«Πέρνα και μη μας ξεχάσεις αύριο» ακούστηκαν από μακριά οι φρουροί κλείνοντας τη βαριά πόρτα.

«Πάει κι αυτό» μουρμούρισε ο Μίλος φανερά ικανοποιημένος από την απόδοσή του. Μετά από λίγο η άμαξα σταμάτησε. Οι έγκλειστοι άκουσαν τις πατημασιές του Μίλου να τους πλησιάζουν ώσπου είδαν τη γελαστή φυσιογνωμία του να ξεπροβάλλει μέσα στο σκοτάδι καθώς σήκωνε τα καπάκια από την κρυψώνα τους. Και οι τρεις πετάχτηκαν έξω για να ξεπιαστούν. Ο Βυλτώρ του έκανε ένα νόημα από μακριά σαν να τον χαιρετούσε και τράβηξε τα παιδιά προς μια σκοτεινή γωνιά του παλατιού.

Page 240: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

240 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο προαύλιος χώρος ήταν όλος λιθόστρωτος και σε διάφορα συμμετρικά σημεία είχε θαμνάκια με διασκορπισμένους κόκκινους καρπούς πάνω τους. Τριγύρω ξεχώριζαν οι βασιλικοί στάβλοι όπου αναπαύονταν τα άλογα του βασιλιά ενώ πιο πέρα βρίσκονταν τα σπιτάκια του προσωπικού. Σ’ έναν λόφο που δέσποζε στ’ αριστερά ξεχώριζαν τα αρχοντικά των ευγενών που ζούσαν μέσα στην αυλή. Το ένα ανταγωνιζόταν σ’ ομορφιά το άλλο. Επιπλέον όλα περιτριγυρίζονταν από οάσεις πρασίνου και αμέτρητους πίδακες νερού με περίτεχνα αγάλματα από μάρμαρο και χρυσό.

Πολύς κόσμος πηγαινοερχόταν, φρουροί, υπηρέτες, ευγενείς μέσα σε πολυτελείς άμαξες με χαμηλωμένες τις κουρτίνες ώστε να μην μπορεί κανείς να διακρίνει τίποτα στο εσωτερικό τους. Πολλοί φρουροί στέκονταν στη μέση κατευθύνοντας την κίνηση των αμαξών, ελέγχοντας έτσι τη ροή της κίνησης. Υπήρχε μια έντονη δραστηριότητα που στόχευε στην εύρωστη λειτουργία του παλατιού και της αυλής. Ένας αναβρασμός επικρατούσε κι όλοι ήταν ανήσυχοι και βιαστικοί. Οι οδηγοί των αμαξών καμτσίκωναν τα άλογα τους με μανία για να πάνε πιο γρήγορα. Ο Βυλτώρ από φόβο μην τους χάσει μέσα στην αναμπουμπούλα, τους μάζεψε κοντά του. Τα παιδιά έμειναν δίπλα του αποφεύγοντας τις άμαξες για να μην τους πατήσουν.

«Είμαστε τυχεροί που έχει τόσο κόσμο σήμερα. Οι φρουροί είναι απασχολημένοι. Κανένας δε θα μας ενοχλήσει» τους είπε γεμάτος ικανοποίηση.

«Κάθε μέρα τόση κίνηση έχει εδώ μέσα;» ρώτησε η Διώνη παρακολουθώντας με δέος τις νευρικές κινήσεις με τις οποίες λειτουργούσαν τα πάντα γύρω της.

«Όχι, βέβαια» της απάντησε αυτός. «Είναι μόνο για το συμβούλιο. Αυτό είναι κάτι που δε γίνεται συχνά».

«Πού έχουν τον Βόρυ;» ρώτησε ο Λέανδρος. Η απάντηση του Βυλτώρ ήταν άμεση.

«Στα μπουντρούμια κάτω, χαμηλά. Ξέρω μια είσοδο που δε φρουρείται πολύ, μέσα από τον κήπο των Ρόδων».

«Τον κήπο των Ρόδων;» αναφώνησε η Διώνη. Αμέσως έπιασε την απορία του Λέανδρου που στράβωσε το στόμα του σα να άκουγε για πρώτη φορά για τον περίφημο κήπο του παλατιού. «Μα καλά, δεν πρόσεχες τις αφηγήσεις του καθηγητή Σιρόκου;» Πήρε μια βαθιά ανάσα κι άρχισε να του λέει την ιστορία του κήπου. «Κάθε βασιλιάς από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του βασιλείου είχε σαν κύριο μέλημά του την άριστη φροντίδα του κήπου. Φρόντιζαν ο καθένας να αφήνει το δικό του στίγμα στον κήπο σαν ανάμνηση

Page 241: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 241 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

της βασιλείας. Ο βασιλιάς Αβίλιος, από τους πρώτους μονάρχες, ανάθεσε στους πιο ξακουστούς γλύπτες της εποχής τη δημιουργία αγαλμάτων με τη μορφή του αετού, του πιο θανατηφόρου αρπακτικού απ’ όλα. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα πάνω από εκατό γλύπτες έστειλαν το έργο τους στον βασιλιά και τοποθετήθηκαν σε περίοπτα σημεία του κήπου με την επιγραφή του από κάτω, αναφέροντας τι συμβόλιζε ο κάθε αετός. Ο γιός του Αβίλιου, Σαβέλλιος μάζεψε από κάθε γωνιά του βασιλείου τις πιο όμορφες τριανταφυλλιές, στα πιο ευφάνταστα χρώματα, και στόλισε τα άδεια μέχρι τότε παρτέρια του κήπου. Οι επόμενοι βασιλιάδες πρόσθεσαν κι άλλα είδη φυτών και δέντρων δημιουργώντας έτσι μια μικρή ζούγκλα από εξημερωμένα φυτά για να μπορούν να τα απολαμβάνουν οι εκάστοτε βασιλείς με τη συντροφιά τους. Είναι απαράμιλλης ομορφιάς και πουθενά σ’ όλο το βασίλειο δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο» πρόσθεσε η Διώνη ενθουσιασμένη.

«Ήταν κοινό μυστικό βέβαια ότι κατά τη βασιλεία του Ροδόλφου ο κήπος γνώρισε την ολοκληρωτική του άνθηση με τη βοήθεια της βασίλισσας Ροδάνθης. Δικιά της ιδέα ήταν τα αμφιθεατρικά επίπεδα στα λιθόστρωτα μονοπάτια ώστε να παρέχεται πανοραμική θέα στη θάλασσα. Με αξιοζήλευτο γούστο είχε δώσει εντολές για τη δημιουργία των χαοτικών λιθόστρωτων μονοπατιών που οδηγούσαν σε διαφορετικά μέρη του παλατιού. Μόνο αυτή κι ο βασιλιάς είχαν το χάρτη για το που οδηγούσαν τα μονοπάτια. Οι ευγενείς που περνούσαν αρκετό χρόνο μέσα στα δροσερά δεσμά του κήπου, δεν τολμούσαν να απομακρυνθούν, διότι αν χανόντουσαν στους δαιδαλώδεις δρόμους, πολύ δύσκολα θα έβρισκαν τον δρόμο για το γυρισμό. Έτσι αρκούνταν να περνάνε το χρόνο τους πλάι στη λιμνούλα, χαζεύοντας τα παιχνίδια των ψαριών στα καθαρά νερά της, και ηρεμώντας με τους ήχους των εξωτικών πουλιών και του γάργαρου νερού. Το πάντρεμα του υγρού στοιχείου και της πέτρας ήταν επίσης δική της ιδέα χαρίζοντας στον κήπο μια μοναδική αίσθηση ειδυλλιακού τοπίου που πουθενά σ’ όλο τον κόσμο δε θα μπορούσαν να βρουν. Η ίδια η βασίλισσα ήταν πολύ περήφανη για την προσωπική πινελιά που είχε αποδώσει στον κήπο και δεχόταν με ευχαρίστηση τα κομπλιμέντα των ευγενών και των επισκεπτών για το καλό της γούστο και την αισθητική της άποψη». Ο Λέανδρος είχε χαζέψει από το παραλήρημά της και την παρακολουθούσε με το στόμα του ανοιχτό.

«Πώς τα θυμάσαι όλα αυτά;» τη ρώτησε στο τέλος. «Απλά παρακολουθώ τα μαθήματα για να έχω κάποιες γενικές γνώσεις

για τον κόσμο. Δεν έχουν να κάνουν τα πάντα με την ξιφασκία και τις μάχες

Page 242: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

242 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Λέανδρε» συμπλήρωσε η γοργόνα, ενώ στα χείλη του Βυλτώρ έκανε την εμφάνισή του ένα ελαφρύ μειδίαμα.

Νιώθοντας πλέον ασφάλεια ότι όλοι ήταν πολύ απασχολημένοι με το συμβούλιο και κανένας δεν παρατηρούσε την παρουσία τους εκεί, τα παιδιά περπατούσαν με μεγάλα βήματα ανυπομονώντας να χαθούν μέσα στους κόλπους του διάσημου κήπου. Διέσχισαν τη μεγαλοπρεπή πόρτα και το μέρος που εμφανίστηκε μπροστά τους δεν το είχαν δει ούτε στα πιο τρελά τους όνειρα. Η Διώνη αμέσως πήγε στο υψωματάκι για να απολαύσει τη θέα της θάλασσας από ψηλά. Ο ενθουσιασμός της μικρής γοργόνας από τη στιγμή που πάτησε το πόδι μέσα στον διάσημο κήπο έλειπε από τον Λέανδρο, που με το που αντίκρισε τον κήπο, ένιωσε μεγάλη ταραχή στην καρδιά του. Νοσταλγία και βαθιά θλίψη τον πλημμύρισαν κι άθελά του δάκρυα άρχισαν να ξεχύνονται σαν χείμαρροι από τα μάτια του. Ένα βάρος φορτώθηκε στην καρδιά του από το πουθενά κι ένιωθε να κρέμεται από μια κλωστή που αν κοβόταν θα συνέτριβε τα πάντα μέσα του. Ο Βυλτώρ τον είδε να στέκεται κοκαλωμένο με καρφωμένο το βλέμμα του στην τεχνητή λιμνούλα με τον καταρράκτη, που τα νερά του από την ορμή του είχαν πιτσιλίσει όλο τον χώρο γύρω από την πετρόχτιστη λιμνούλα.

«Έχω ξαναέρθει εδώ» είπε ανέκφραστος, χωρίς ν’ αποστρέψει το βλέμμα του ή να κάνει την παραμικρή κίνηση.

«Το ξέρω» του απάντησε ο Βυλτώρ, κι έβαλε το χέρι του στον ώμο του Λέανδρου, δείχνοντάς του ότι τον καταλάβαινε. «Πάμε να βρούμε τον φίλο σου, όταν τελειώσουν όλα αυτά θα λυθούν όλες οι απορίες σου».

Ο Λέανδρος έγνεψε καταφατικά και τον ακολούθησε σκουπίζοντας τα δάκρυά του. Η Διώνη ακόμα χάζευε τη θέα της απέραντης θάλασσας όταν την πλησίασαν τα δύο αγόρια. Σε λίγα δευτερόλεπτα η παρέα είχε συναντηθεί ξανά και χωρίς σταματημό ξαναπήρε το δρόμο της. Ο Βυλτώρ φαινόταν να γνωρίζει καλά τα κατατόπια μέσα στα δαιδαλώδη μονοπάτια του κήπου. Με γρήγορους δρασκελισμούς τα παιδιά διάβαιναν τα στενά μονοπάτια μη χάνοντας την ευκαιρία να χαζεύουν το μοναδικό τοπίο που απλωνόταν κάτω από τα πόδια τους, αρκετά μέτρα στο τέλος του απότομου γκρεμού. Η απέραντη γαλάζια θάλασσα, ήρεμη σαν λάδι, είχε στήσει σιωπηλό χορό με την αμμουδιά δροσίζοντας τη χρυσή άμμο με την αφρώδη αλμύρα της. Ο ορίζοντας ήταν καθαρός χωρίς σύννεφα κι η ματιά τους έφτανε μέχρι πέρα μακριά, ως εκεί που τελείωνε το μπλε της θάλασσας και αναμειγνύονταν τα νερά της με το γαλάζιο του καθάριου ουρανού. Τα δέντρα που υψώνονταν πλάι τους χάραζαν την πορεία τους και τους οδηγούσαν σε αδιέξοδα χωρίς

Page 243: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 243 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

προορισμό. Δε χασομερούσαν, η ομορφιά όμως που εκτεινόταν μπροστά τους κατάφερνε να τους μαγέψει και να κλέψει στιγμιαία τη σκέψη τους και το σκοπό για τον οποίο βρίσκονταν εκεί. Ευθεία μπροστά τους πλέον ήταν ευδιάκριτη μια αψίδα που οδηγούσε σ’ ένα σκοτεινό τούνελ.

Δεν πρόλαβαν να διαβούν την αψίδα, όταν από το βουναλάκι πετάχτηκε μπροστά τους μια γνώριμη φυσιογνωμία ντυμένη στα μαύρα. Ο Βυλτώρ μπήκε αμέσως μπροστά από τα παιδιά προεκτείνοντας το σπαθί του απειλητικά.

«Τι θες εδώ;» του φώναξε. «Ακόμα δεν το πήρες το μάθημά σου;» Ο Μύρωνας γέλασε μέσα από τα δόντια του, σχεδόν σφύριζε σαν το

φίδι. «Σου είπα ότι δεν τελειώσαμε, Βυλτώρ. Σου δίνω μια ακόμη ευκαιρία

να μου δώσεις το αγόρι και να φύγεις ανενόχλητος εσύ και το κορίτσι», ο Μύρωνας γελούσε ακόμα ηχηρά κι έτριβε τα χέρια του από ικανοποίηση.

«Φύγε από μπροστά μου γιατί δεν το έχω σε τίποτα να σε στείλω στα βάθη της γης, από εκεί που ήρθες. Ο μικρός θα μείνει μαζί μου κι εσύ εξαφανίσου προτού χάσω την υπομονή μου». Ο Βυλτώρ δεν είχε κατεβάσει το σπαθί του. Το κρατούσε ακόμα παρατεταμένο, έτοιμο να ριχτεί σε μια άνιση αναμέτρηση με τον επιδέξιο ιδιοκτήτη του.

«Δεν είσαι σε θέση να βάζεις όρους προδότη. Ενεργώ για το όφελος αυτών που θα έπρεπε να υποστηρίζεις κι όχι να στέκεσαι εμπόδιο στις επιθυμίες τους. Απομακρύνσου και μην αναβάλεις απλά αυτό που είναι αναπόφευκτο». Ο Βυλτώρ εκνευρισμένος κίνησε καταπάνω στον σαρκοφαγωμένο άντρα. Αυτός αμέσως οπισθοχώρησε καλύπτοντας με τα λιπόσαρκα χέρια του το πρόσωπό του. «Μείνε μακριά μου. Πιστεύεις ότι θα ερχόμουνα μόνος μου να σε αντιμετωπίσω; Είσαι ανόητος, εγώ όμως όχι. Είστε περικυκλωμένοι, δεν υπάρχει διέξοδος διαφυγής. Έχω ήδη ενημερώσει ότι ο διαβόητος Βυλτώρ εισέβαλε στο παλάτι κι απειλείται η σωματική ακεραιότητα του βασιλιά. Μ’ ένα μου νεύμα το ταξίδι σας θα τελειώσει εδώ, αν κάνεις αυτό που σου λέω τουλάχιστον θα καταφέρεις να σώσεις τον εαυτό σου και τη γοργόνα. Λοιπόν, τι λες;»

Ο Βυλτώρ τράβηξε τα παιδιά από πίσω του και διακριτικά διερεύνησε τον χώρο γύρω του. Έψαχνε τρόπους διαφυγής, αλλά φαινόταν ότι είχαν πέσει στην παγίδα του Μύρωνα και δεν υπήρχε διέξοδος. Η Διώνη σχεδόν κρύφτηκε ανάμεσα στα δύο αγόρια ενώ ο Λέανδρος ακολούθησε τη ματιά του Βυλτώρ γυρεύοντας να εντοπίσει που τους παραμόνευαν. Απάντηση δεν έδωσε καμία ο Βυλτώρ κι ο Μύρωνας φανερά ικανοποιημένος από την

Page 244: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

244 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

απόφαση του νεαρού αγοριού, όρθωσε το χέρι του ψηλά και το κατέβασε με δύναμη προς τα κάτω. Αμέσως εμφανίστηκαν από παντού περίπου δεκαπέντε μαυροντυμένοι φρουροί, με το αποτύπωμα του λευκού αετού στο στέρνο της πανοπλίας. Τα παιδιά δεν χρειάστηκε να ρωτήσουν ποιοι ήταν. Τους είχαν συναντήσει νωρίτερα κι είχαν νιώσει στο πετσί τους την τρομάρα που είχαν πάρει οι κάτοικοι της πόλης εξαιτίας της παρουσίας τους. Ο Μύρωνας ύπουλα και μουλωχτά αποτραβήχτηκε, μη θέλοντας να λάβει μέρος στη σκηνή που θα εξελισσόταν. Κρύφτηκε πίσω από ένα υψωματάκι, κρατώντας για τον εαυτό του πανοραμική θέα του στενού μονοπατιού.

Ο κλοιός στένευε κι οι φρουροί πλησίαζαν με απειλητικές διαθέσεις. Είχαν παρατεταμένα τα ξίφη τους, έτοιμοι να τα χρησιμοποιήσουν χωρίς κανέναν δισταγμό πάνω σ’ αυτούς που δεν υπάκουαν στη θέλησή τους. Αυτές τις διαταγές είχαν πάρει και με ιδιαίτερο ζήλο τις εκτελούσαν. Ο Βυλτώρ με τη σειρά του, περίστρεψε το σπαθί με τον καρπό του δηλώνοντας ότι ήταν έτοιμος να αναμετρηθεί με όλους. Οι φρουροί όταν αναγνώρισαν το πρόσωπο του νεαρού αγοριού δίστασαν για μια στιγμή. Η φήμη του ήταν γνωστή σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του βασιλείου και γνώριζαν καλά ότι τίποτα δεν έκαμπτε το ηθικό του νεαρού. Ο Μύρωνας βλέποντας την καθυστέρηση κι ανυπομονώντας για την αναμέτρηση και την παράδοση των παιδιών σηκώθηκε όρθιος και βγήκε από την κρυψώνα του.

«Είναι ένας κι είστε δεκαπέντε. Εμπρός λοιπόν, τι περιμένετε; Αυτή είναι η δουλειά σας, να προστατέψετε το βασιλιά. Είστε το πιο εκλεκτό σώμα του βασιλείου και δειλιάζετε; Ή αυτόν θα αντιμετωπίσετε ή τον βασιλιά». Οι φρουροί αναθάρρησαν με τα λόγια του Μύρωνα και βγάζοντας πολεμική ιαχή όρμησαν προς το μέρος των παιδιών. Ο Βυλτώρ κι ο Λέανδρος γρήγορα απέκρουσαν με τα σπαθιά τους πρώτους που τους επιτέθηκαν. Η Διώνη έβγαλε μια κραυγή τρομαγμένη από την επίθεση κι έπειτα σύρθηκε στα γόνατα για να μην της έρθει κανένα αδέσποτο χτύπημα. Ο δρόμος την έβγαλε πίσω από κάτι θάμνους κι έμεινε εκεί κρυμμένη παρακολουθώντας τη μάχη, προσπαθώντας να μη δώσει το στίγμα της.

Εν τω μεταξύ οι φρουροί όλο κι αυξάνονταν, κι η κατάσταση δυσχέραινε όσο περνούσε η ώρα. Ο Βυλτώρ είχε την κατάσταση υπό έλεγχο κι ο Λέανδρος τον βοηθούσε σημαντικά στην απώθηση των αντιπάλων τους. Οι ατσάλινες λάμες είχαν πιάσει δουλειά κι οι αλλεπάλληλες συγκρούσεις από τα αδιάκοπα χτυπήματα παρέπεμπε σε πεδίο μάχης παρά στο ειρηνικό τοπίο της βασιλικής αυλής. Ο Λέανδρος είχε ξεχυθεί στον πυρετό της μάχης με περισσή ανδρεία και θάρρος. Η ταλαιπωρία κι η κούραση από την πρωινή του

Page 245: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 245 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αναμέτρηση δεν τον ενδιέφεραν πια. Το μυαλό του ήταν ολοκληρωτικά δοσμένο στον εξοντωτικό παλμό της μάχης και κατά κάποιο τρόπο το απολάμβανε. Ήταν η στιγμή του να δείξει την αξία του και επιτέλους να φανεί. Ο Βυλτώρ του είχε ζητήσει να σταθεί στο πλευρό του, μια μάχη όμως είναι απρόβλεπτη κι ο ρυθμός που επιβάλλει είναι τέτοιος που άθελά σου χάνεις τον δρόμο σου και ξεστρατίζεις. Έτσι, κι ο Λέανδρος άθελά του βρέθηκε απομονωμένος, χωρίς τη στήριξη του Βυλτώρ. Οι περισσότεροι φρουροί όμως φαίνεται ότι είχαν πέσει πάνω σ’ εκείνον, κι ο Λέανδρος άθελά του κατάφερε να ξεγλιστρήσει μακριά από την ένταση. Οι αντίπαλοί του τον πιέζανε, αυτός όμως κατάφερε να αποδεσμευτεί με επιδέξιους χειρισμούς, με τα βήματά του να τον καθοδηγούν στη λιμνούλα που είχε αντικρίσει νωρίτερα.

Πλέον είχε απομείνει μόνος του κι ήθελε να πάει να βρει τους φίλους του, μιας κι ο ήχος της λάμας του Βυλτώρ διέκοπτε τη γαλήνη του τοπίου. Μια δύναμη όμως τον τραβούσε σαν μαγνήτης και δεν μπορούσε να κουνήσει τα πόδια του. Την προσοχή του τράβηξαν τα γαλήνια νερά της λίμνης και τα απιθωμένα λευκά βότσαλα στον πάτο της. Διάσπαρτες εικόνες επιτέθηκαν στα εγκεφαλικά του κύτταρα, εικόνες παλιές και χωρίς συνοχή. Σα να άνοιξε ένα μπαούλο του χρόνου στο μυαλό του, με γεγονότα ξεχασμένα, καλά κρυμμένα τόσα χρόνια. Πλησίασε τη λίμνη και με το χέρι του έγλειψε την επιφάνειά της. Ο μικρός καταρράκτης πιτσιλούσε τα χέρια του και το πρόσωπό του και με τη γλώσσα του γεύτηκε το γλυκό νερό του. Του φάνηκε πολύ οικεία η κατάσταση και μια ανεξήγητη ευθυμία πλημμύρισε την καρδιά του. Το άρωμα των λουλουδιών, ο χαλαρωτικός ήχος της κρήνης, το γαλήνιο τοπίο. Αναρωτιόταν πώς ήταν δυνατό να του είναι οικεία όλα αυτά και να νιώθει ότι ανήκαν σε μια ζωή που αναγκάστηκε να αφήσει πίσω.

Οι εικόνες άλλαξαν ξαφνικά και πόνος κι οδυρμός αντικατέστησαν τη γαλήνη και την ευτυχία. Τα δέντρα ένιωθε να τον ζυγώνουν επικίνδυνα, έτοιμα να τον κατασπαράξουν κι ο αέρας άλλαξε άρωμα. Τη δελεαστική ευωδιά των πολύχρωμων λουλουδιών, αντικατέστησε μια ξένη μυρωδιά αποκρουστική κι εμετική. Μια μυρωδιά που του θύμιζε αίμα πηχτό να ρέει σαν χείμαρρος στα λιθοστρωμένα δρομάκια. Τη ματιά του δεν την οδηγούσε αυτός πλέον, αλλά από μόνη της επιβάλλοντάς του τη δική της θέληση τον καθοδήγησε στην άκρη του πεζουλιού. Λίγα βήματα πριν τον γκρεμό. Μια μαύρη κηλίδα είχε αφήσει το σημάδι της εκεί. Μια κηλίδα που κατέληγε μέσα στον γκρεμό κι ήταν μεν ξεθωριασμένη από το πέρασμα του χρόνου και τις εναλλαγές του καιρού, καθιστούσε σαφές όμως με την πρώτη ματιά ότι

Page 246: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

246 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

κάποιο φονικό είχε γίνει εκεί, σε εκείνο ακριβώς το σημείο που στεκόταν τώρα.

Οι σκέψεις του διακόπηκαν στη στιγμή, όταν άκουσε βαριά βήματα να τον πλησιάζουν από πίσω. Κάποιος φρουρός κατάφερε να τον εντοπίσει, φαντάστηκε. Αποφασισμένος να μην αφήσει τις αγνώστου προέλευσης σκέψεις να τον επηρεάσουν τη στιγμή που οι φίλοι του τον χρειάζονταν περισσότερο, γράπωσε με δύναμη το σπαθί του και στράφηκε αποφασιστικά προς τον αντίπαλό του. Αυτό που αντίκρισε όμως του έκοψε τη φόρα, μιας κι ακριβώς μπροστά του δε στεκόταν ένα μέλος της Μαύρης Φρουράς, αλλά ένας καλοντυμένος άντρας, στολισμένος με ακριβά ρούχα και με ακριβοθώρητη παρουσία. Το ύφος του ήταν αλαζονικό, κραύγαζε από μακριά το ανώτερο αξίωμά του. Τον κοιτούσε καχύποπτα κι ένιωσε τη διερευνητική ματιά του να παραβιάζει κάθε κανόνα ευπρέπειας και να περιπλανιέται πάνω σε κάθε σπιθαμή του κορμιού του. Το φορτωμένο με πολύτιμες πέτρες σπαθί του, αντανακλούσε τις τελευταίες αχτίδες του ήλιου, που ετοιμαζόταν να ανέβει στο χρυσοσκαλισμένο άρμα του και να παραδώσει τη θέση του στο λαμπερό φεγγάρι.

«Ένα ακόμη ποντίκι πιάστηκε στη φάκα». Η φωνή του ήταν βραχνή και σκοπίμως βροντερή. Το ηθικό του Λέανδρου ωστόσο παρέμενε άκαμπτο, αλύγιστο. Δεν ήταν έτοιμος ακόμα να λιγοψυχήσει. Είχε πολλά να δώσει. Τόσα χρόνια στο ορφανοτροφείο δεν είχε πουθενά να διοχετεύσει την ενέργειά του και με τα χρόνια είχε συγκεντρώσει πολλά αποθέματα δύναμης κι αντοχής.

«Όσο τα χέρια μου είναι ελεύθερα και το σπαθί μου αναπνέει μέσα από εμένα δεν είμαι αιχμάλωτος κανενός».

«Πολύ μεγάλη κουβέντα για έναν πιτσιρικά. Ποιός σου έμαθε να λες τέτοιες ανοησίες;»

«Δε χρειάζομαι κανένα να μου μάθει τίποτα. Τα λόγια μου πηγάζουν από το σθένος της καρδιάς μου». Ο άντρας γέλασε κοροϊδευτικά, και το ηχηρό του γέλιο υπερνίκησε τον παφλασμό του νερού.

«Πού τον ξέρεις; Ρώτα τον και μετά σκότωσέ τον», ο άντρας δεν ήταν μόνος του. Κι αν κι ο Λέανδρος δεν έβλεπε τους συνοδούς του, διέκρινε ότι ο αρχοντοντυμένος άντρας ένιωθε την παρουσία κι άλλων στο χώρο.

«Η φυσιογνωμία σου είναι γνωστή. Είσαι από την Πόλη των Ρόδων;», μαλάκωσε τον τόνο του και περίμενε την απάντηση του νέου αγοριού.

Page 247: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 247 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Είσαι γελασμένος αν νομίζεις ότι θα σου απαντήσω. Δε σου πέφτει λόγος». Η απάντηση εξέπληξε τον άγνωστο άντρα που φαινόταν να φτάνει στα όρια της υπομονής του.

«Μην του χαρίσεις τη ζωή, σκότωσέ τον», ο άντρας κούνησε τα χέρια του σε μια απέλπιδα προσπάθεια να διώξει τα αερικά που στοίχειωναν τις σκέψεις του.

«Πώς τολμάς να μου μιλάς έτσι; Μπορώ να σε κρεμάσω για προδοσία, το ξέρεις; Είμαι ο βασιλιάς Βαρούχ και άρχοντας των πάντων. Απάντησέ μου σε αυτό που σε ρώτησα». Ο Λέανδρος στο άκουσμα της αποκάλυψης της ταυτότητας του άντρα ξεροκατάπιε βλέποντας ότι πάλι είχε βρεθεί μπλεγμένος. Τώρα όμως η κατάσταση είχε δρομολογηθεί και δεν ήταν δυνατό να αλλάξει τη στάση του. Στο μυαλό του φανταζόταν την αντίδραση του Βυλτώρ όταν μάθαινε τα νέα του κατορθώματα. Για να μπορέσει όμως να του τα εξιστορήσει, απαραίτητη προϋπόθεση ήταν να περάσει τον σκόπελο που υψωνόταν μπροστά του, διαβάζοντας στα μάτια του πόσο διατεθειμένος ήταν να αναχαιτίσει την πορεία του μέχρι τώρα. Μόλις εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε ότι τα λόγια ήταν φτώχεια κι ένιωθε την ανάγκη να ενεργήσει άμεσα.

Ύψωσε απειλητικά το σπαθί του, προειδοποιώντας τον αντίπαλό του ότι ετοιμαζόταν να εξαπολύσει την επίθεσή του κι όρμησε με μένος καταπάνω του. Ο βασιλιάς άνετα τον απέκρουσε κι η πρώτη επαφή των σπαθιών τους λόγω της σφοδρότητάς της αντήχησε σ’ όλη την αυλή κι έκανε τα πουλιά που απολάμβαναν το δροσερό σούρουπο να πετάξουν μακριά προκαλώντας μια πράσινη βροχή από τα φύλλα των δέντρων που τα φιλοξενούσαν. Σπίθες αντάλλασαν οι ματιές των δύο αντρών και τα φερέφωνα της οργής τους πάλλονταν ρυθμικά προς όλες τις κατευθύνσεις προσπαθώντας να εντοπίσουν ένα ευάλωτο σημείο του αντιπάλου τους. Ο βασιλιάς, περιβόητος ξιφομάχος, με τις άνετες ανάλαφρες κινήσεις του, έδινε την εντύπωση στον αντίπαλό του ότι δεν κατέβαλε ιδιαίτερα μεγάλη προσπάθεια για να αποκρούσει τις επιθέσεις του. Από τη μεριά του κι ο Λέανδρος άριστος στο χειρισμό του σπαθιού, αποδείκνυε την ικανότητά του με τη δεξιοτεχνία του και την άψογα εκτελεσμένη τεχνική του.

Η αναμέτρησή τους συνεχιζόταν με αμείωτη ένταση κι από τους δύο. Ο Λέανδρος ορμώμενος από την ιδιοσυγκρασία ενός εφήβου, μαχόταν επιθετικά κάτι που έγινε αντιληπτό από την αρχή από τον αντίπαλό του. Έτσι, σε μια από τις πολλές αιφνιδιαστικές κινήσεις του, ο βασιλιάς προσποιήθηκε οπισθοχώρηση. Ενθουσιασμός κατέκλυσε το νεαρό νιώθοντας την αδυναμία

Page 248: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

248 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

του αντιμαχόμενου. Ο βασιλιάς όμως, με μια επιδέξια χορευτική κίνηση βρέθηκε ξεγλιστρώντας ύπουλα να τον απειλεί από πίσω του, όπου κι ο Λέανδρος ήταν ακάλυπτος. Η αίσθηση της κρύας λάμας στο μπράτσο του έφερε ανατριχίλα στο αγόρι, κι ένας οξύς πόνος κλόνισε το σώμα του. Ζεστό κόκκινο αίμα έκανε την εμφάνισή του και λέκιασε το λευκό πουκάμισό του. Αν και λαβωμένος, δεν το έβαλε κάτω. Άρπαξε το σπαθί του με το αριστερό κι έριξε στον αντίπαλό του ένα αποφασιστικό βλέμμα. Ο βασιλιάς βλέποντας το άκαμπτο ηθικό του Λέανδρου ξέσπασε γι’ άλλη μια φορά σε έντονα γέλια προκαλώντας την οργή του νεαρού αγοριού. Αμέσως το βλέμμα του σοβάρεψε κι η έκφραση του προσώπου του έγινε στυφή, άκαμπτη.

«Την επόμενη φορά δε θα δείξω έλεος» τον απείλησε δηλώνοντάς του με σαφήνεια τις προθέσεις του.

«Σκότωσέ τον τώρα», οι καταδιώκτριες τον πίεζαν διαρκώς. «Δε θα υπάρξει άλλη φορά» ανταπάντησε ευθαρσώς ο Λέανδρος.

Εξαγριωμένος χίμηξε καταπάνω του, σαν αγρίμι που ήθελε να τον κατασπαράξει. Τον πόνο στο χέρι του δεν τον ένιωθε πια. Ήθελε να περισώσει την καταπατημένη του αξιοπρέπεια κι επίσης να πατήσει με τη σειρά του την υπέρμετρη αλαζονεία του βασιλιά.

Την ίδια στιγμή, ο Βυλτώρ είχε απωθήσει τους περισσότερους εχθρούς που είχαν απομείνει. Υπό κανονικές συνθήκες είχε το σθένος και τη σωματική ευρωστία να συνεχίσει το παιχνίδι τους για ώρες. Είχε αντιληφθεί όμως ότι εδώ και κάποια λεπτά ο Λέανδρος είχε απομακρυνθεί από κοντά του. Τη Διώνη την είχε εντοπίσει κρυμμένη πίσω από τους θάμνους. Είχε πάρει στο χέρι ένα μεγάλο κλαδί κι αν την πλησίαζε κανένας, με θάρρος και χωρίς δεύτερη σκέψη τον κοπανούσε στο κεφάλι, προκαλώντας τους πρόσκαιρη ζαλάδα. Ο Λέανδρος όμως ήταν άφαντος. Η αστραπιαία ματιά του τον γύρεψε παντού, όμως κανένα ίχνος του δεν ήταν ορατό. Ώσπου έστρεψε το βλέμμα του για μια στιγμή προς τη λιμνούλα και δύο σκιές με παρατεταμένα σπαθιά του τράβηξαν την προσοχή. Κρύος ιδρώτας τον έλουσε όταν αναγνώρισε τις φιγούρες που κρύβονταν πίσω από τις σκιές. Ακόμα δεν είχε ξεμπλέξει με τους φρουρούς, όμως έπρεπε τάχιστα να βρεθεί στο πλάι του Λέανδρου.

«Δεν έχω άλλη επιλογή», κι έκλεισε τα μάτια του απογοητευμένος. Σήκωσε το σπαθί του ψηλά και με υπεράνθρωπη δύναμη το έμπηξε βαθιά μέσα στο λιθόστρωτο έδαφος. Αρχικά τίποτα δε συνέβη, κι οι φρουροί σταμάτησαν απορημένοι για την άνευ όρων παράδοση του Βυλτώρ. Την αρχική βουβαμάρα κι έκπληξη, ακολούθησε ο ενθουσιασμός. Όρμησαν λοιπόν καταπάνω του περήφανοι για τον εαυτό τους που επιτέλους είχαν καταφέρει να πατάξουν

Page 249: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 249 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αυτό το επικίνδυνο για αυτούς στοιχείο. Ξαφνικά, ένας υπόκωφος θόρυβος επέφερε μια βαθιά ρωγμή γύρω από την μπηγμένη λάμα του σπαθιού του που όλο και προχωρούσε προς όλες τις κατευθύνσεις. Ένα ανεπαίσθητο τρέμουλο κάτω από τα πόδια τους, τους έκανε να σταματήσουν. Όταν σταμάτησε, αυτοί οπλίστηκαν ξανά με θάρρος και συνέχισαν την προέλασή τους, όταν πια μια ισχυρή δόνηση τους καθήλωσε στη θέση τους. Από την οξύτητα της δόνησης τα χέρια τους παρέλυσαν και τα σπαθιά σωριάστηκαν στο έδαφος. Άοπλοι πλέον κοιτούσαν ο ένας τον άλλο και προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους να βρουν μια εξήγηση για το τι συμβαίνει, όμως οι προσπάθειές τους απέβησαν άκαρπες. Ένιωσαν ένα μούδιασμα στην αρχή να διαρρέει το σώμα τους και να ακινητοποιεί τα άκρα τους. Έπειτα αντιλήφθησαν ότι δεν ήταν δυνατό να κουνήσουν τα μέλη του σώματός τους. Είχαν στην κυριολεξία μαρμαρώσει. Τέλος, οι αισθήσεις τους σταμάτησαν να λειτουργούν και μόνο ο γρήγορος παλμός της καρδιάς τους έδινε την ένδειξη ότι ήταν ακόμη ζωντανοί. Ο Βυλτώρ λύγισε πάνω στο σπαθί του αποδυναμωμένος. Η Διώνη σοκαρισμένη από τη σκηνή που είχε εκτυλιχθεί μπροστά στα μάτια της έτρεξε να τον βοηθήσει να σταθεί στα πόδια του. Όταν τον πλησίασε, ένιωσε το κορμί του να τρέμει από την ένταση.

«Βυλτώρ, είσαι καλά;» τον ρώτησε τρομαγμένη. Το πρόσωπό του ήταν ωχρό και τα μάτια του κατακόκκινα, ενώ με το ζόρι μπορούσε να σταθεί. «Πες μου τι να κάνω;»

«Ακολούθησέ με» της είπε με φανερά αποδυναμωμένη φωνή. Καθώς σηκωνόταν έριξε μια ματιά ψηλά, προς το βουναλάκι και τσάκωσε με τα μάτια του μια μαύρη σκιά. Ο Μύρωνας έντρομος που ο Βυλτώρ τον είχε εντοπίσει, έσπευσε να σταθεί στα πόδια του και να αναχωρήσει ύπουλα, στα κρυφά, υποδηλώνοντας την ήττα του μπροστά στην υπεροχή του Βυλτώρ.

«Άχρηστοι» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του ρίχνοντας μια περιφρονητική ματιά στους στρατιώτες της μαύρης Φρουράς που πάνω τους είχε εναποθέσει όλες τις ελπίδες του.

Αυτήν τη στιγμή ακόμα και τα ήρεμα κύματα της θάλασσας έσπαγαν το φράγμα της ηρεμίας και τάραζαν το γαλήνιο σούρουπο.

«Πάμε γρήγορα στον Λέανδρο, μας χρειάζεται» φώναξε, ανακτώντας ένα μέρος από τις δυνάμεις του ο Βυλτώρ. Απελευθέρωσε το σπαθί του από το έδαφος και υποβασταζόμενος από τη Διώνη έτρεξαν για τον χώρο της λίμνης.

Ο Λέανδρος έδινε ακόμη τη δική του μάχη με το τραυματισμένο του χέρι. Η θέση του ήταν δυσχερής κι ο ίδιος καταλάβαινε ότι δε θα άντεχε για πολύ ώρα. Ο βασιλιάς είχε αποδειχτεί πολύ δύσκολος αντίπαλος. Ο Βυλτώρ

Page 250: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

250 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πήγε και στάθηκε πλάι στη λίμνη ενώ η Διώνη έμεινε προστατευμένη λίγο πιο πίσω. Γράπωσε αποφασιστικά το σπαθί του και πλησίασε τον Λέανδρο. Τον έσπρωξε με δύναμη παίρνοντας τη θέση του. Ο βασιλιάς αμέσως τον αναγνώρισε και κατέβασε το σπαθί του. Τα φρύδια του έσμιξαν και τα μάτια αγρίεψαν από την παρεμβολή του νέου ενώ οι μορφές που τον ακολουθούσαν πάντα, κρύφτηκαν από τον τρόμο τους πίσω του.

«Εσύ;» φώναξε με τη βροντερή του φωνή. «Τι δουλειά έχεις εσύ στο παλάτι; Είσαι προστάτης του μικρού;»

«Δεν είμαι προστάτης κανενός. Πάλεψε με τους ομοίους σου». Ο βασιλιάς για άλλη μια φορά γέλασε.

«Εσύ δηλαδή θεωρείσαι όμοιός μου;» του είπε ειρωνικά χαχανίζοντας από αμηχανία. «Πες μου τι θέλεις εδώ;» του είπε αγριεμένος.

«Δε θέλω τίποτα» αποκρίθηκε ήρεμος ο Βυλτώρ. «Οι νεράιδες τον στείλανε για να σου πάρει τον θρόνο» του είπαν

χαμηλόφωνα σα να μην ήθελαν να τις ακούσει ο Βυλτώρ. «Η Γλαφύρα σε έστειλε;» σχολίασε σκεπτικός. «Δε θέλω τίποτα από εσένα, ούτε την πόλη σου, κι αυτό το λέω και σ’

εσένα και στις ξεπεσμένες που ακολουθούν τα βήματά σου» του απάντησε δυναμικά και ταυτόχρονα κατακεραύνωσε με τη ματιά του τις τρεις παρουσίες που μόλις κατάλαβαν ότι τις άκουσε εξαφανίστηκαν λιώνοντας μέσα σε ένα μαύρο υγρό κι αφήνοντας πίσω μια μαύρη στάμπα που φανέρωνε την παρουσία τους.

«Θες να πιστέψω δηλαδή ότι πέρασες μια βόλτα από εδώ για να μας επισκεφτείς και να δημιουργήσεις το χάος στην αυλή; Τα έμαθα τα κατορθώματά σου. Ήρθαν και με ειδοποίησαν ότι τα έβαλες με όλη τη φρουρά. Επίδειξη δύναμης ήρθες να κάνεις;» Ο Βυλτώρ δεν πρόλαβε να απαντήσει στην ειρωνεία του βασιλιά. Μια μαρμάρινη προτομή ενός παλιού βασιλιά προσγειώθηκε πάνω στον τωρινό από εκεί που δεν το περίμενε. Ο Βυλτώρ ξαφνιασμένος έστρεψε το βλέμμα του εκεί από όπου είχε πεταχτεί η βαριά στήλη κι αντίκρισε έκπληκτος τον Λέανδρο να του γνέφει από μακριά σκουπίζοντας τα χέρια του πάνω στο βαμβακερό και χιλιοσχισμένο παντελόνι του. Ξανακοίταξε τον βασιλιά. Ήταν ζωντανός και προσπαθούσε να απελευθερωθεί από τον βαρύ όγκο που είχε πέσει πάνω του τόσο απροειδοποίητα κι έξαφνα. Ο Βυλτώρ προχώρησε βαριά προς το μέρος του Λέανδρου.

Page 251: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 251 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Επιτέλους έκανες και κάτι σωστό» σχολίασε κάνοντας νόημα και στη Διώνη να τους πλησιάσει. Ο Λέανδρος που τον είδε να παραπατάει και για πρώτη φορά αδύναμο δε θα άφηνε την ευκαιρία να πάει χαμένη.

«Δεν το περίμενα να κουραστείς τόσο εύκολα» του είπε κι άπλωσε το χέρι του για να τον βοηθήσει να στηριχτεί πάνω του. «Τώρα, τι κάνουμε;» ρώτησε μη γνωρίζοντας την επόμενή τους κίνηση.

«Θα συνεχίσουμε από εκεί που μας σταμάτησαν» του απάντησε ο Βυλτώρ.

«Κι αν μας προλάβει η φρουρά;» ρώτησε η Διώνη που είχε κόψει ένα κομμάτι ύφασμα από το φόρεμά της κι είχε δέσει το χέρι του Λέανδρου πάνω από το βαθύ κόψιμο.

«Δε θα μας ακολουθήσουν. Έχουν να ασχοληθούν με το βασιλιά τους τώρα, κι ούτε που φαντάζονται ότι εμείς θέλουμε να πάμε στα μπουντρούμια. Μην ανησυχείς, είμαστε καλυμμένοι για τώρα». Την ώρα που περνούσαν μπροστά από τους μαρμαρωμένους φρουρούς ο Λέανδρος δεν ήταν δυνατό να μην αντιληφθεί το εξωπραγματικό θέαμα. Η Διώνη ακολούθησε την απορημένη ματιά του στα ακίνητα σώματα των φρουρών. Κι η ίδια ακόμα δεν ήταν σε θέση να πιστέψει αυτό που είχε συμβεί.

«Άσε, μη ρωτάς» του είπε προλαβαίνοντας την ερώτησή του, «όταν καταφέρουμε με το καλό να ελευθερώσουμε τον Βόρυ, ο Βυλτώρ έχει πολλές εξηγήσεις να μας δώσει». Ο Λέανδρος έγνεψε καταφατικά στο σχόλιό της.

«Κι όχι μόνο γι’ αυτό» συμπλήρωσε ο νεαρός μη θέλοντας να δώσει συνέχεια σε κάτι που μπορούσε να γίνει αργότερα.

Ο Βαρούχ όρμησε μέσα στο δωμάτιό του. Το πρόσωπό του ήταν κόκκινο

από την οργή ενώ με το χέρι του κρατούσε ένα κάτι που θύμιζε λευκό πανί μουσκεμένο από το αίμα του που ξεχυνόταν χωρίς σταματημό από το δυνατό χτύπημα στο κεφάλι του. Το τράβηξε από την πληγή κι αηδιασμένος από τη θέα του πηχτού αίματος το πέταξε κάτω. Χωρίς να σταματήσει στιγμή κατευθύνθηκε προς το παράθυρο όπου πάνω στο λαξεμένο από ξύλο ακακίας έπιπλο τον περίμεναν ασημένια ποτήρια και καράφες με διαφόρων ειδών μυρωδάτα κρασιά. Χωρίς να ελέγχει τις κινήσεις του άρπαξε ένα ποτήρι και χωρίς δισταγμό κατάπιε με μια μονοκοπανιά το περιεχόμενό του. Από πίσω του ακούστηκαν βήματα πάνω στα καλογυαλισμένα μάρμαρα, βήματα που πλησίαζαν βιαστικά, σχεδόν τρέχοντας.

Μόλις σταμάτησε ο θόρυβος από τις δερμάτινες σόλες, εμφανίστηκε μπροστά του ένας ευτραφής άντρας με στρογγυλό πρόσωπο. Τα μάτια του

Page 252: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

252 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ήταν μικρά και στρογγυλά σαν κουμπότρυπες ενώ τα χείλη του ήταν ισχνά και γυρισμένα προς τα έξω. Στη μέση του κεφαλιού του αντικατοπτριζόταν η λάμψη από τον καθρέπτη στην είσοδο της πόρτας που τριγύρω ήταν διακοσμημένος με τις αναπαραστάσεις πεντάμορφων κοριτσιών κι αγοριών που είχαν μαζευτεί γύρω από τα νερά μιας ήρεμης λίμνης κι ήταν περιτριγυρισμένοι από χαμηλά πράσινα δέντρα και ζώα του δάσους, ενώ στις άκρες του κεφαλιού του πρόβαλλαν κατσαρά καστανά μαλλιά, επιμελώς χτενισμένα και περιποιημένα.

«Άρχοντά μου» ψέλλισε λαχανιασμένος, «ευτυχώς σε πρόλαβα». Στα χέρια του κρατούσε μια δερμάτινη μαύρη βαλίτσα που ακούμπησε πάνω σ’ ένα στρογγυλό τραπεζάκι στο κέντρο του δωματίου. Την άνοιξε με προσοχή κι έβγαλε από μέσα ένα καθαρό λευκό πανί κι ένα μπουκαλάκι γεμάτο μ’ ένα διάφανο υγρό. Ο ήχος του φελλού που αποδεσμευόταν από το γυάλινο στόμιο αντήχησε σε όλο το δωμάτιο. Όσο νότιζε το πανί με το υγρό έριχνε κοφτές ματιές προς το παράθυρο παρατηρώντας τον βασιλιά του. Στεκόταν αμίλητος με την πλάτη γυρισμένη, δίχως να δίνει σημασία στην παρουσία του κι όλο και περισσότερο αναρωτιόταν αν ήταν η κατάλληλη ώρα να περιποιηθεί το τραύμα του. «Βασιλιά μου» είπε με τρεμουλιαστή φωνή κρατώντας το πανί στο χέρι, «έχω την άδεια να σε πλησιάσω;» Καμία απάντηση δεν πήρε. Ο Βαρούχ στεκόταν ακίνητος, κοιτάζοντας επίμονα προς τα έξω, γεμίζοντας το ποτήρι του ξανά και ξανά. Το μάτι του έπεσε πάνω στη σκαλιστή μορφή του που προεξείχε στον πάτο του κυπέλλου, σμιλεμένη από χρυσό, αποτυπώνοντας όσο πιο παραστατικά ήταν δυνατό την προσωπογραφία του βασιλιά. Το θεληματικό πηγούνι, τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια, το χοντρό πάνω χείλος που κάλυπτε το ισχνό κάτω χείλος. Η ουλή που χώριζε το πάνω χείλος του στα δύο, σουβενίρ από μια μαχαιριά κατά τον πόλεμο. Η οργή του μεγάλωσε ακόμα περισσότερο. Ο θεραπευτής δε δοκίμασε να του απευθύνει το λόγο ξανά. Έβλεπε ότι η παρουσία του ήταν περιττή, έτσι γύρισε απότομα προς τη βαλίτσα του κι άρχισε να μαζεύει το εκτεθειμένο της περιεχόμενο με γρήγορο και μεθοδικό ρυθμό, ένα ένα τα περιεχόμενα της βαλίτσας του που είχε αραδιάσει τακτικά πάνω στο τραπεζάκι.

Μέσα σε δευτερόλεπτα άκουσε ένα σφύριγμα από το αριστερό του αυτί κι ένιωσε την ύλη ενός ογκώδους αντικειμένου να τον προσπερνάει με ταχύτητα και να του προκαλεί έντονο κάψιμο στα αυτί. Ενστικτωδώς, χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί κάλυψε με το χέρι του την αριστερή πλευρά του προσώπου του και τα δάχτυλά του πλημμύρισαν από το καυτό πηχτό υγρό. Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου άκουσε έναν εκκωφαντικό

Page 253: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 253 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

κρότο που έκανε τους δύο φρουρούς να ορμήσουν στο δωμάτιο με παρατεταμένα τα σπαθιά τους για να προστατέψουν τον βασιλιά τους.

Ο βασιλικός θεραπευτής έμεινε με το στόμα ανοιχτό, έντρομος από την εικόνα που αντίκρισε. Δεν ήξερε που να στρέψει το βλέμμα του. Στο ασημένιο κύπελλο που κειτόταν στο πάτωμα στο παχύ ολόμαλλο λευκό χαλί πλάι στον απέναντι τοίχο με όλο του το περιεχόμενο ν’ απορροφάται με αργούς ρυθμούς στις ίνες του, στον μουσκεμένο και τρυπημένο πίνακα της πρώην βασιλικής οικογένειας που επωμίστηκε τ’ αποτελέσματα της οργής του βασιλιά, στους φρουρούς που τον κοιτούσαν απειλητικά έτοιμοι να τον κατασπαράξουν σαν λιοντάρια αν έκανε κάποια κίνηση ή τον ίδιο τον βασιλιά που κοιτούσε έντονα προς τον πίνακα με μάτια κατακόκκινα που ξέβραζαν σπίθες οργής και μίσους προς τους εικονιζόμενους. Οι παλάμες του είχαν σχηματισμένες τις γροθιές του και τα χέρια του κρέμονταν σαν να είχαν αποκοπεί από το υπόλοιπο σώμα του και τα συγκρατούσε μια λεπτή κλωστή, το πρόσωπό του ήταν καλυμμένο με αίμα κι η ανοιχτή πληγή του ξέβραζε όλο και περισσότερο αίμα. Στα δευτερόλεπτα που πέρασαν σκεφτόμενος αυτά, η άγρια φωνή του βασιλιά ήταν σαν βάλσαμο που τον γιάτρεψε από την προσωρινή παραλυσία του.

«Απέτυχες να σκοτώσεις τον μικρό, είσαι πιο άχρηστος κι από τους φρουρούς» του σφύριξαν με μένος στο αυτί τα πλάσματα. «Τι θα κάνεις τώρα;»

«Έξω όλοι, φύγετε αμέσως» γκάριξε με τόση ένταση που δεν τους έδινε περιθώρια να κάνουν αλλιώς. «Τσακιστείτε κι εξαφανιστείτε από μπροστά μου», οι κραυγές του αντήχησαν μέχρι και τον διάδρομο που γέμισε με φρουρούς που ήθελαν να δουν τι συνέβαινε. Οι δυο φρουροί φύλακες που είχαν ορμήσει μέσα, μάζεψαν τα σπαθιά τους κι αφού έκαναν μια βαθιά υπόκλιση, απομακρύνθηκαν. Είχε μείνει μόνο ο βασιλικός θεραπευτής που μέσα του κι αυτός είχε όλη τη διάθεση να πάρει τα πράγματά του και να εξαφανιστεί. Η όψη του βασιλιά ήταν τρομακτική, δε θυμόταν να τον είχε δει ποτέ ξανά έτσι. Το βλέμμα του παρέμεινε καρφωμένο πάνω στον ακίνητο Ροδόλφο που συνέπασχε με τον θεραπευτή μιας και ο ίδιος είχε χάσει το πάνω μέρος του χεριού του από την πρόσκρουση του κυπέλλου με τον πίνακα, όπως ο θεραπευτής είχε χάσει το πάνω μέρος του αυτιού του.

«Ακόμα και νεκρός με κυνηγάς. Πότε επιτέλους θα με αφήσεις μόνο μου;» φώναξε ο Βαρούχ με καρφωμένη τη ματιά του πάνω στον Ροδόλφο. «Εγώ έσωσα το βασίλειο, εγώ ξεσκέπασα μια σκευωρία, ΕΓΩ είμαι ο βασιλιάς». Ο θεραπευτής ήθελε να φύγει από το δωμάτιο άμεσα γιατί καταλάβαινε ότι το παραλήρημά του δε θα του έβγαινε σε καλό. Γρήγορα αλλά και όσο πιο

Page 254: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

254 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αθόρυβα γινόταν, έβαλε τα πράγματά του άτακτα μέσα στην τσάντα, τη γράπωσε και πατώντας στις μύτες των ποδιών του, επιχείρησε να εξέλθει από το διαμέρισμα. Ο ίδιος ο βασιλιάς είχε προχωρήσει αρκετά μπροστά προς τον πίνακα της πρώην βασιλικής οικογένειας, έτσι δε του ήταν δύσκολο να βγει έξω απαρατήρητος. Με το που ένιωσε ασφαλής, αναστέναξε ανακουφισμένος μπροστά στα έκπληκτα μάτια των φρουρών που περίμεναν μια εξήγηση για τη συμπεριφορά του βασιλιά. Γρήγορα ανασυγκροτήθηκε βλέποντας τους φρουρούς να έχουν καρφώσει το βλέμμα τους πάνω του. Με το περιφρονητικό του ύφος που πήγαζε από την ανώτερα ιεραρχικά θέση του αξιώματός του, έστρεψε το βλέμμα του πάνω τους.

«Γυρίστε στο πόστο σας» τους είπε αυστηρά και γυρίζοντάς τους την πλάτη απομακρύνθηκε. Οι φρουροί δεν περίμεναν καθόλου, αλλά άμεσα υπάκουσαν στην εντολή του.

Ο βασιλιάς εδώ και λίγη ώρα είχε μείνει μόνος του. Κάτι που δεν είχε πάρει είδηση. Δεν είχε συνειδητοποιήσει καν τι είχε συμβεί από τη στιγμή που απεγκλωβίστηκε από τον σωρό πέτρας και μαρμάρου που τον είχαν παγιδεύσει τα δύο νεαρά αγόρια. Τι πληγή για τον εγωισμό και την αλαζονεία του να του φερθούν με τέτοιο τρόπο δύο βρωμόπαιδα χωρίς εμπειρία ζωής και χωρίς σεβασμό για το αξίωμά του. Στεκόταν ακόμα μπροστά από το πορτραίτο του Ροδόλφου και της οικογένειάς του. Ο πρώην βασιλιάς στεκόταν όρθιος, στο πλάι της συζύγου του. Τα ξανθιά του μαλλιά χάιδευαν το λευκό του δέρμα και φώτιζαν το γοητευτικό του πρόσωπο. Τα μάτια του γυάλιζαν, ήταν γεμάτα ενέργεια, έτοιμος να ξεπηδήσει από το στενό περιθώριο του πίνακα. Στο δεξί του χέρι κρατούσε σφιχτά το βασιλικό σκήπτρο, ενώ με το αριστερό του αγκάλιαζε τρυφερά τη σύζυγό του Ροδάνθη. Αυτή καθόταν στον πορφυρό θρόνο του βασιλείου. Φορούσε ένα μακρύ πράσινο φόρεμα που τόνιζε τη χλομάδα της επιδερμίδας της. Δεν κοιτούσε μπροστά της. Το βλέμμα της το είχε στραμμένο πάνω στο δίχρονο αγοράκι που καθόταν στην αγκαλιά της. Η τρυφερότητα κι η αγάπη που το θωρούσε δεν άφηνε περιθώρια σ’ όσους κοιτούσαν τον πίνακα παρά να μαντέψουν ότι επρόκειτο για τον μονάκριβο γιο της τον Αύγουστο, τον διάδοχο του θρόνου που καθόταν μέσω της μητέρας του στη θέση που του άρμοζε. Κοίταζε παιχνιδιάρικα τους γονείς του με τα ξανθά μαλλιά του να λαμπυρίζουν υπό το φως του τεχνητού ήλιου. Ένας μεγάλος ήλιος πάνω από τα κεφάλια των εστεμμένων. Ένας ήλιος χρυσός που συμβόλιζε την ευημερία και την ευτυχία που είχε φέρει ο Ροδόλφος στην πόλη των Ρόδων, από τη μέρα που ανέλαβε τη διακυβέρνησή της.

Page 255: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 255 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο Βαρούχ δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω του. Ένιωθε ότι ο Ροδόλφος τον κορόιδευε και γελούσε με την κατάστασή του. Το δεξί χέρι του Ροδόλφου είχε αποκοπεί από την πρόσκρουση με το κύπελλο, όμως η έκφραση κι η ζωντάνια των ματιών του, πέρα από το σημάδι του κόκκινου κρασιού που είχε λερώσει το μουσαμά, παρέμεινε το ίδιο ακλόνητη. Ο πίνακας είχε φιλοτεχνηθεί λίγο πριν τη δολοφονία της οικογένειας του Ροδόλφου, δεν πρόλαβε όμως ούτε ο ίδιος ούτε και η Ροδάνθη να τον δουν να στολίζει το κεντρικό σαλόνι των διαμερισμάτων τους. Μετά την ανάληψη των καθηκόντων του νέου βασιλιά, ο πίνακας πέρασε στην ιδιοκτησία του να τον κάνει ό,τι ήθελε. Ο ίδιος επέλεξε όμως να κοσμεί τον τοίχο του σαλονιού των δικών του πλέον διαμερισμάτων με τη δικαιολογία ότι ήθελε να τιμήσει την αδικοχαμένη οικογένεια και να τους έχει πάντα στο πλευρό του. Κατά βάθος ο Βαρούχ ένιωθε ότι ο πίνακας αυτός ήταν ένα μέσο από το οποίο ο Ροδόλφος θα έβλεπε την πορεία του και τα κατορθώματά του, ένας δίαυλος επικοινωνίας με τους νεκρούς. Κάθε φορά που περνούσε από μπροστά, γελούσε αυτάρεσκα, θαυμάζοντας τον εαυτό του και τα όσα είχε πετύχει.

Σήμερα όμως του φαινόταν ότι ο σαρκασμός είχε μεταπηδήσει στον πίνακα κι ο ίδιος ο Ροδόλφος γελούσε μαζί του τώρα.

«Να σε πάρει, σταμάτα να γελάς, θα μου το πληρώσουν, θα τους κρεμάσω από τον πιο ψηλό πύργο που τόλμησαν να μου φερθούν έτσι. Δεν τελειώνει εδώ αυτό. Δεν τελειώνει έτσι, πολύ γρήγορα θα δεις». Οι κραυγές του Βαρούχ έβγαιναν από μέσα του, από τα σωθικά του. Το πρόσωπό του είχε κοκκινίσει τόσο, που θαρρείς θα έσκαγε από στιγμή σε στιγμή. Η πληγή στο κεφάλι του είχε αρχίσει να ξεραίνεται και το αίμα που είχε μείνει στο πρόσωπό του έγινε ένα με το δέρμα του.

«Είσαι τυφλός» του είπε μια από αυτές χαϊδεύοντάς του με τον αέρα της φωνής της το αυτί του. «Εμείς ξέρουμε αλλά δε θα σου πούμε», τα γέλια τους αντήχησαν σαν καμπάνες αφύπνισης για τον βασιλιά.

Εκείνη τη στιγμή της έντονης οργής και άσβεστου μίσους ένα αεράκι εισέβαλλε απρόσκλητο στο δωμάτιο. Ένα δροσερό αεράκι που η πνοή του έφερε γαλήνη στην ψυχή του βασιλιά. Φύσηξε το αεράκι κι απομάκρυνε τα σύννεφα που σκοτείνιαζαν τα μάτια του. Τα οργισμένα μάτια του έδωσαν τη θέση τους στα ψύχραιμα που εδώ και ώρα παραγκωνίζονταν. Με καθαρό μυαλό πια κατάφερε να διακρίνει μια μικρή λεπτομέρεια στον πίνακα που έφερε τα πάνω κάτω στην ψυχοδιάθεσή του.

«Τι σημαίνει αυτό;» συλλογίστηκε και κόλλησε το πρόσωπο πάνω στον πίνακα για να βεβαιωθεί ότι δεν τον γελούσαν τα μάτια του. «Είναι δυνατόν;»

Page 256: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

256 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ένα σαρδόνιο χαμόγελο αποτυπώθηκε στο πρόσωπό του, φωτίζοντας τα μάτια του με τη λάμψη της ξαφνικής επιφοίτησης.

«Ναι, το πρόσεξες κι εσύ…» άκουσε να του λένε τρίβοντας ικανοποιητικά τα χέρια τους.

«Εκείνος ο μικρός…..» μόλις ο νους του κι η καρδιά του βάδισαν στα ίδια μονοπάτια ξέσπασε σε δυνατά γέλια προκαλώντας ρίγη ανατριχίλας στους φρουρούς που άθελα τους άκουγαν τις απότομες εναλλαγές διάθεσης. Αλληλοκοιτάχτηκαν φανερώνοντας για μια ακόμη φορά την απορία τους.

Κράτησαν μια τελευταία εικόνα από την αστραφτερή λάμψη της

θάλασσας και με μια ανάσα όρμησαν μέσα στο αφιλόξενο σκοτάδι της σήραγγας. Για λίγο σταμάτησαν για να συνηθίσουν τα μάτια τους την αλλαγή στο φως. Το μεθυστικό άρωμα των λουλουδιών διαδέχτηκε η δυσοσμία της υγρασίας και του κλειστού χώρου. Το πέτρινο έδαφος ήταν γλοιώδες κι ολισθηρό, όπως επίσης και τα πλαϊνά της σήραγγας. Η Διώνη αμέσως μάζεψε το χέρι της από τον τοίχο νιώθοντας την αηδιαστική υφή της γλίτσας που κάλυπτε όλη την επιφάνειά του.

«Είσαι σίγουρος ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος;» ρώτησε τον Βυλτώρ σκουπίζοντας με λύπη το χέρι της πάνω στο καινούργιο πράσινο φόρεμά της. Ο Βυλτώρ όμως είχε ήδη προωθηθεί πιο μπροστά από αυτούς τους δύο ψάχνοντας τον σωστό δρόμο μέσα από τις στοές που εμφανίστηκαν μπροστά του μετά την απότομη στροφή. Ο Λέανδρος που βρισκόταν πίσω της την πλησίασε και της κράτησε το χέρι.

«Στηρίξου πάνω μου Διώνη, δε θα σ’ αφήσω να πέσεις». Η Διώνη του χαμογέλασε ή έτσι του φάνηκε. Το σκοτάδι δημιουργούσε σκιές και τα μάτια πολλές φορές έβλεπαν αυτό που ήθελαν να δουν. Νιώθοντας περισσότερη αυτοπεποίθηση κρατώντας ο ένας τον άλλο, με γοργά βήματα έφτασαν κοντά στον Βυλτώρ που τους κοιτούσε προβληματισμένος. Το μαύρο έρεβος έριξε ένα σύννεφο πλάνης στα μάτια του κι η ματιά του τους κατακεραύνωσε. Η Διώνη αμέσως αποδεσμεύτηκε από τη δυνατή λαβή του Λέανδρου και κίνησε προς τις στοές διερευνώντας αν υπήρχε κάτι που να μπορούσε να τους καθοδηγήσει στον σωστό δρόμο.

«Πρέπει να διαλέξουμε μια στοά για να μπούμε» είπε ο Βυλτώρ σπάζοντας το φράγμα της σιωπής που είχε πέσει εδώ και ώρα. Μπροστά τους απλώνονταν τρεις ακόμα πιο σκοτεινές στοές. Αφιλόξενες κι έτοιμες να κατασπαράξουν στα σκοτάδια τους απρόσκλητους επισκέπτες.

Page 257: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 257 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Στην τύχη;» πετάχτηκε η Διώνη μέσα από τη μια στοά. «Δεν είναι λίγο ριψοκίνδυνο; Πού οδηγούν οι άλλες δυο;»

«Σε πόρτες που καταλήγουν στο παλάτι» είπε προβληματισμένος ο Βυλτώρ. «Είναι χάσιμο χρόνου να προσπαθήσουμε να τις διασχίσουμε όλες». Γρήγορα όμως η ζωντάνια επέστρεψε στα μάτια του. «Τα μπουντρούμια βρίσκονται δίπλα ακριβώς στο ποτάμι». Πριν προλάβει καν να τελειώσει την πρότασή του πήδηξε μέχρι την πρώτη στοά που βρισκόταν μπροστά τους κι ακούμπησε το αυτί του κι από τις δύο μεριές προσπαθώντας να αφουγκραστεί κάτι που θα έμοιαζε με κελάρυσμα ποταμού. «Τίποτα σ’ αυτήν» μουρμούρισε απογοητευμένος. «Ούτε κι εδώ» είπε βγαίνοντας κι από τη δεύτερη στοά. Από την τρίτη όμως δε βγήκε. Αντίθετα, έκανε νόημα στα παιδιά να τον ακολουθήσουν, υποδηλώνοντας ότι είχε καταφέρει να εντοπίσει τη σωστή στοά που θα τους οδηγούσε στον φίλο τους. Η στοά βρισκόταν ένα επίπεδο κάτω από εκεί που βρίσκονταν. Αμέσως τα παιδιά κατάλαβαν ότι η πορεία τους είχε γίνει κατηφορική. Όσο πιο πολύ κατέβαιναν τόσο πιο έντονα άκουγαν το ποτάμι που κυλούσε δίπλα τους χωρίς να μπορούν να το δουν ακόμη. Μετά από λίγα λεπτά κατηφόρας, ο δρόμος τους διασταυρώθηκε με τα ήρεμα νερά του ποταμού που διέσχιζε όλη την πόλη προσφέροντας έναν τόπο χαλάρωσης για τους πολίτες πλάι στις χορταριασμένες του όχθες και τα πέτρινα γεφυράκια του και έρρεε κάτω από το παλάτι των Ρόδων μέσα από τις χαοτικές στοές, ώσπου τελείωνε το ταξίδι όταν γινόταν ένα με τη θάλασσα.

Το σκοτάδι μέσα στη στοά ήταν βαθύ κι απύθμενο, όμως καθόλου δεν επηρέαζε την πορεία τους. Ο Βυλτώρ τους έδειχνε το δρόμο και τα δύο παιδιά ακολουθούσαν από πίσω. Κανένας δε μιλούσε. Δεν είχαν και τίποτα να πουν. Διακινδύνευαν πολλά και μόνο που βρίσκονταν εκεί, στο στόμα του λύκου. Οποιαδήποτε λάθος τους κίνηση μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την απελευθέρωση του φίλου τους κα τη δική τους ελευθερία.

«Πλησιάζουμε» είπε χαμηλόφωνα ο Βυλτώρ. Το έμπειρο αυτί του από ώρα είχε πιάσει έναν ανεπαίσθητο ήχο από πίσω. Κάποιος έκανε ιδιαίτερη προσπάθεια να μη γίνει αντιληπτός. Αμέσως, έφερε το χέρι του στο στόμα δείχνοντας στους άλλους δύο ότι έπρεπε να σωπάσουν. Αυτοί δεν άκουσαν τίποτα το διαφορετικό, παρά μόνο τη ροή του ποταμού. Είχαν πια πλησιάσει πολύ κοντά κι έβλεπαν το γάργαρο νερό να κυλάει από μια βαθιά και σκοτεινή σπηλιά προς την έξοδο. Αυτοί στέκονταν σ’ ένα παραπέτασμα αρκετά ψηλότερα από τη στάθμη του ποταμού. Πλάι τους μικρές ξύλινες βάρκες κινιόντουσαν με το ρυθμό που επέβαλλε η ροή του ποταμού. Ανήμπορες όμως να τον ακολουθήσουν στο μακρύ του ταξίδι μιας και ήταν γερά δεμένες στην

Page 258: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

258 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

άκρη. Μια μεγάλη ξύλινη πόρτα καλά αμπαρωμένη βρισκόταν από τη μεριά του βράχου. Ο Βυλτώρ έβγαλε το σπαθί από τη θήκη του και με μια δυνατή κίνηση έσπασε τα βαριά δεσμά της αλυσίδας.

«Από εδώ θα μπείτε. Τα μπουντρούμια είναι ακριβώς από πίσω. Σ’ ένα από αυτά είναι ο Βόρυς. Μην καθυστερήσετε». Τα παιδιά πήγαν να φέρουν αντίρρηση που δε θα ερχόταν αυτός μαζί τους. Ο Βυλτώρ όμως δεν τους άφησε περιθώρια. «Θα σας συναντήσω εδώ όταν τελειώσω». Πριν γυρίσει προς τα πίσω έπιασε τον ώμο του Λέανδρου. «Εσύ είσαι υπεύθυνος τώρα» του είπε με σοβαρότητα. «Φέρσου ανάλογα». Ο Λέανδρος δεν απάντησε. Δε χρειαζόταν. Κοίταξε πέρα από τις λέξεις, στα μάτια του που δε λένε ποτέ ψέματα. Η επιπολαιότητα του Λέανδρου και το ασυγκράτητο του χαρακτήρα του ήταν εκεί, έτοιμα ανά πάσα πηγή να βγουν στην επιφάνεια μπλοκάροντας τη διαύγεια του μυαλού του και φέρνοντάς τον πάλι σε δύσκολη θέση. Ο Βυλτώρ δεν είχε άλλη επιλογή από το να τον εμπιστευτεί. Το βλέμμα του λοξοδρόμησε και συνάντησε της Διώνης. Για πολύ λίγο, για δευτερόλεπτα. Χωρίς να χάνει καιρό χάθηκε μέσα στο τούνελ από όπου μόλις είχαν έρθει. Ο Λέανδρος περίμενε να χαθεί και το τελευταίο ίχνος του ίσκιου του και μετά στράφηκε στη Διώνη.

«Πάμε;» της είπε χαμογελώντας. Η κοπέλα του έγνεψε καταφατικά. Πρώτη φορά έμεναν μόνοι τους ν’ αντιμετωπίσουν το άγνωστο. Ένιωθε ασφάλεια γιατί ο Λέανδρος θα την προστάτευε. Κι η ίδια όμως τις τελευταίες ώρες είχε ανακαλύψει μια δύναμη κι ένα σθένος ψυχής μέσα της που δεν το γνώριζε ότι είχε, αυτό που οι περισσότεροι άνθρωποι κρύβουν αλλά δεν το γνωρίζουν και μόλις οι συνθήκες είναι ευνοϊκές βγαίνει στην επιφάνεια και τους κάνει να φέρονται και να ενεργούν όπως ποτέ δε θα το περίμεναν. Το νεαρό παλικάρι πλησίασε την πόρτα και με δύναμη την ώθησε προς τα μέσα για να ανοίξει. Ένας μακρύς διάδρομος εκτεινόταν μπροστά του, το τέλος του δεν ήταν ευδιάκριτο και το μοναδικό φως προερχόταν από τις δάδες που κρατούσαν στα χέρια τους. «Τι περίεργο, κι άλλος σκοτεινός διάδρομος» μουρμούρισε δυνατά ο Λέανδρος φανερώνοντας τη σκέψη του στη Διώνη.

«Ας μην καθυστερούμε λοιπόν» του είπε η Διώνη και χαμογελαστή πέρασε μέσα πρώτη, ανοίγοντάς του το δρόμο. Από πίσω την ακολούθησε ο Λέανδρος κλείνοντας την πόρτα πίσω του, αφήνοντας ένα μικρό κενό για να τους φωτίσει τον δρόμο της επιστροφής.

Οι φρουροί των βασιλικών διαμερισμάτων έστεκαν υπομονετικά

ακούνητοι έξω από την βασιλική κάμαρα. Η μέρα είχε ξεκινήσει στραβά για

Page 259: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 259 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τον Νικάνορα, έναν από τους προσωπικούς φρουρούς του βασιλιά. Ανώτατο αξίωμα κι υπέρτατη τιμή για τον ίδιο και την οικογένειά του, όταν του ανακοινώθηκε η προαγωγή του πριν δύο χρόνια από τον αρχηγό της φρουράς. Πολλά και διάφορα είχαν συμβεί τα τελευταία δύο χρόνια που είχε την ευκαιρία να παρατηρεί από κοντά τον βασιλιά. Βραδινές συνομιλίες στην κάμαρά του χωρίς να έχει μπει κάποιος από την εξωτερική πόρτα, συχνές εξάψεις οργής του βασιλιά, αναίτιες τις περισσότερες, οι σχεδόν τακτικές επισκέψεις του στα μπουντρούμια σ’ ένα συγκεκριμένο κελί χωρίς την παρουσία αυτών και γενικά πολύ μυστικοπάθεια. Είχε πάρει όμως όρκο. Δεν έπρεπε να βλέπει ούτε να ακούει πράγματα που δε συμβάδιζαν με τις αρμοδιότητές του. Αυτό κι έκανε. Κοιτούσε τη δουλειά του χωρίς να μιλάει ποτέ σε κανέναν για όλα αυτά τα περίεργα που συνέβαιναν.

Πέρα από τις παραξενιές του, τον θαύμαζε τον Βαρούχ, ή μάλλον θαύμαζε την πορεία του. Από προσωπικός φρουρός του Ροδόλφου κατάφερε με τον ηρωισμό του να αναγορευτεί βασιλιάς ομόφωνα και με απαίτηση του κόσμου που ένιωθαν ασφαλείς μαζί του. Ήταν πάντα αγέλαστος, υπερήφανος, έχοντας πλήρη επίγνωση της θέσης του και της υποτέλειας των άλλων στο πρόσωπό του. Πρώτη φορά τον είδε σήμερα σε τέτοια αλλοπρόσαλλη κατάσταση. Από τη στιγμή που είχε ορμήσει αλαφιασμένος μέσα στο δωμάτιο, θόρυβοι αναστάτωσης έρχονταν από το δωμάτιο. Τα βλέμματα απορίας που αντάλλασε με τον άλλο φρουρό δήλωναν την παντελή τους άγνοια για το τι συνέβαινε μα ταυτόχρονα και την έκπληξή τους προς την ξαφνική εκδήλωση τόσο έντονων συναισθημάτων από τον βασιλιά.

«Είναι μια από αυτές τις μέρες» σιγοψιθύρισε στον εαυτό του. «Τίποτα σωστό δε θα γίνει σήμερα» συνέχισε οπλίζοντας τον εαυτό του με κουράγιο για τα όσα θα επακολουθούσαν. Η μέρα του από το πρωί είχε δείξει τα αρνητικά της σημάδια. Τον είχε πάρει ο ύπνος το πρωί για πρώτη φορά εδώ και δύο χρόνια με αποτέλεσμα να καθυστερήσει. Στο δρόμο για το παλάτι, σχεδόν μεσημέρι, ενώ έπρεπε να βιαστεί προσπάθησε να διαλύσει έναν καυγά στο Χαμογελαστό Βαρέλι που του άφησε ένα έντονο πρήξιμο στο πρόσωπο από ένα γυάλινο μπουκάλι που κατέβασαν πάνω στο κεφάλι του. Εδώ και ώρα ένιωθε το αριστερό του ζυγωματικό να πρήζεται και να φουσκώνει, ό,τι χειρότερο δηλαδή για τον προσωπικό φρουρό του βασιλιά που θα έπρεπε να είναι υπόδειγμα σωστής συμπεριφοράς και παρουσίασης. Αυτά στριφογυρνούσαν στο μυαλό του κι έπλαθε σενάρια για το πόσο παραδειγματικά θα τιμωρούσε τον μικρό που άπλωσε χέρι πάνω του. Οι σκέψεις του διακόπηκαν βίαια όταν άκουσε τη δίφυλλη πόρτα ν’ ανοίγει

Page 260: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

260 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

διάπλατα. Έτσι αφηρημένος που ήταν δεν πρόλαβε ν’ αντιδράσει, κι ένιωσε το κρύο μεταλλικό μάνταλο να προσκρούει με μένος πάνω στο μέτωπό του. Το χτύπημα ήταν δυνατό κι ο οξύς πόνος τον γονάτισε. Λύγισε τα γόνατα και σωριάστηκε κάτω. Λίγο πριν κλείσει τα μάτια του και χαθεί μέσα στο μαύρο χάος έπιασε με το μάτι του σαν τελευταία εικόνα τον βασιλιά να τρέχει στο διάδρομο κρατώντας με τα δυο του χέρια έναν μεγάλο πίνακα. Οι βιαστικές του κινήσεις ήταν ενθουσιώδεις κι ένα μεγάλο σαρδόνιο χαμόγελο έδινε μια περίεργη και πρωτοφανή λάμψη στο πρόσωπό του. Δεν είχε άλλη δύναμη να κρατηθεί. Ένιωσε τη σκιά του άλλου φρουρού που είχε γείρει πάνω του να τον σκεπάζει και να τον αποπλανεί σε σκοτεινά μονοπάτια.

«Ευτυχώς η μέρα τελειώνει» μουρμούρισε κι έκλεισε τα μάτια του, παραδίνοντας τον εαυτό του στον πόνο.

Ο βασιλιάς αισθανόταν τόσο χαρούμενος με την ανακάλυψή του. Τα πόδια του είχαν βγάλει φτερά κι ανυπομονούσε να ανακοινώσει το εύρημά του. Πόσο τον ευνοούσε για μια ακόμη φορά η τύχη! Η μιζέρια του αντικαταστάθηκε γρήγορα από την απόλυτη αγαλλίαση της καρδιάς. Δεν έβλεπε την ώρα που θα μοιραζόταν επιτέλους τη χαρά του με κάποιον που θα αναγνώριζε την πραγματική αξία της ανακάλυψής του. Ο πίνακας της πρώην βασιλικής οικογένειας ήταν βαρύς κι είχαν πιαστεί τα χέρια του, όμως δεν έδινε καμία σημασία. Το σώμα του δεν ακολουθούσε τους συμβατικούς φυσικούς νόμους. Ζούσε σε μια δική του διάσταση τώρα όπου όλα τριγύρω του ήταν θολά, ανούσια, δεν υπήρχαν. Μόνο μπροστά του έβλεπε το μέλλον του σαν απόλυτος μονάρχης του βασιλείου όπου επιτέλους θα εξαφάνιζε τις εκνευριστικές φωνές από το κεφάλι του που τον στοίχειωναν τόσα χρόνια και δεν τον άφηναν σε ησυχία. Του ήρθε στο μυαλό η πρώτη φορά που του συστήθηκαν άυλα πλάσματα που στόχο είχαν να κλέψουν την ευτυχία του και να αμαυρώσουν τον θρίαμβό του. Έπλενε τα χέρια του θυμάται μέσα στο δωμάτιο που βρισκόταν σε κοντινή απόσταση από τον κήπο. Σα να ήταν χθες θυμόταν τη λιτή κάμαρά του κι ας είχαν περάσει τόσα χρόνια από την τελευταία φορά που βρέθηκε εκεί. Το μεταλλικό δοχείο είχε γεμίσει με κόκκινα νερά από τα ξένα αίματα. Αυτός γελούσε. Είχε πολλά να κάνει ακόμα, δεν είχε τελειώσει. Ήταν όλα σχεδιασμένα. Μια μικρή ανατροπή μόνο. Θα είχε χρόνο να τον βρει τον μικρό. Τώρα έπρεπε να εξουδετερώσει το επόμενο εμπόδιό του. Θα τον περίμενε, η τύχη ήταν με το μέρος του. Αυτή θα έμενε πολύ ικανοποιημένη.

«Και τώρα τι κατάλαβες;» σταμάτησε έντρομος και κοίταξε τριγύρω. Είχε αποκαλυφθεί; Μαύρο σκοτάδι έντυνε το λιτό δωμάτιο του συμβούλου του

Page 261: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 261 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

βασιλιά. Το κρεβάτι του ήταν επιμελώς στρωμένο κι όλα τα προσωπικά του αντικείμενα ήταν στη θέση τους. Ο μεγάλος καθρέπτης στον απέναντι τοίχο ίσα ίσα που φωτιζόταν από ένα μικρό κεράκι που με το αχνό του φως φανέρωνε την εικόνα του. Ήταν ακόμα καλυμμένος με αίματα, θα έπρεπε να αλλάξει τα ρούχα του. Το πρόσωπό του ήταν ήρεμο, το βλέμμα του σπινθηροβόλο. Δεν την έκρυβε τη χαρά του που μετά από τόσα χρόνια τα είχε καταφέρει. Πριν προλάβει να αποστρέψει το βλέμμα του από τον ασημένιο σκαλιστό καθρέπτη, μια αχνή σκιά δίπλα του, του τράβηξε τη ματιά. Ξεπηδούσε από το έδαφος, αργά σαν καπνός και μετουσιωνόταν σε κάτι που έμοιαζε με γυναίκα. Άλλη μια στάθηκε δίπλα της, κι έπειτα κι άλλη μια. Τρεις στο σύνολο μαυροντυμένες ισχνές μορφές, με μαύρα μακριά ανάκατα μαλλιά που σχεδόν έφταναν μέχρι το πάτωμα. Δεν τον γελούσαν τα μάτια του, ούτε ο καθρέπτης. Το φως από το κερί ήταν μεν λειψό, η εικόνα όμως που παρουσίαζε στον καθρέπτη έμοιαζε πέρα για πέρα αληθινή. Δεν τόλμησε να γυρίσει το κεφάλι όμως.

Ώσπου ένα ανεπαίσθητο αεράκι του γαργάλησε το σβέρκο. Χίλιες μέλισσες ένιωσε να του τσιμπούν το κορμί από την ανατριχίλα που τον κυρίεψε, γύρισε το κεφάλι κι έκπληκτος είδε με τα ίδια του τα μάτια αυτές που τόση ώρα του αποκάλυπτε ο καθρέπτης. Η κραυγή που ξεχύθηκε από τα πνευμόνια του, ήταν φυσικό επακόλουθο της τρομάρας που πήρε. Κίνησε να φύγει, να απομακρυνθεί αλλά αυτές ήταν πίσω του σε κάθε του βήμα. Σκόνταψε πάνω σ’ ένα ξύλινο σκαμπό που του έκοψε τον δρόμο κι έπεσε πάνω του νιώθοντας με τις παλάμες του τη γλιστερή υφή του δέρματος που είχε το μαξιλάρι. Αυτές από πίσω του πάλι εκεί, ακολουθούσαν το κάθε του βήμα. Μα τι πλάσματα ήταν αυτά; Τα πόδια τους χάνονταν μέσα στο πάτωμα και δημιουργούσαν μια μικρή λίμνη από μαύρο υγρό στη θέση τους που άφηνε μικρούς, σχεδόν ανύπαρκτους λεκέδες με το πέρασμά τους. Μετά από αρκετή ώρα κατάφερε να ψελλίσει κάτι, τα λόγια του όμως ήταν κομμένα κι η φωνή του αθόρυβη.

«Ποιες είστε;» είναι το μόνο που θυμάται να τις ρώτησε. «Οι τύψεις σου!» ήταν η μόνη απάντηση που πήρε από τη μια. Ο Βαρούχ

τις είχε ακουστά. Του είχαν πει κάποτε για τρεις γυναίκες, εξόριστες νεράιδες που τρέφονταν από την οργή και τον πόνο των ανθρώπων. Τόσους είχαν βασανίσει ακολουθώντας όλα τα βήματά τους που τις είχαν μεταμορφώσει σε αυτά τα τέρατα που έπαιρναν ενέργεια από τις δόλιες πράξεις και σκέψεις των ανθρώπων. Ο Βαρούχ δεν το πίστευε ότι αυτό είχε συμβεί σε αυτόν και ξεφώνισε κραυγές απόγνωσης και πόνου. Οι τρεις νεράιδες όλο και

Page 262: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

262 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μεγάλωναν με την ένταση της θλίψης του. Ο Βαρούχ σύρθηκε στο πάτωμα, προσπαθώντας να ξεφύγει. Ακούμπησε με το χέρι του μια κρύα, λεία επιφάνεια, και στηρίχτηκε πάνω της. Ήξερε καλά τι ήταν. Ο καθρέπτης μέσα από τον οποίο μόλις πριν λίγα λεπτά θαύμαζε τον εαυτό του και τα κατορθώματά του. Γύρισε το κεφάλι του να δει τι θα του φανέρωνε τώρα. Το θέαμα ήταν αποκαρδιωτικό. Τα γεμάτα ζωή και ευτυχία μάτια του έχασαν τη λάμψη και το σφρίγος τους. Τώρα ήταν θολά, άψυχα, γερασμένα. Δεν είναι δυνατόν. Ο θρόνος είναι δικός μου. Επιτέλους τα κατάφερα. Αυτές τι θέλουν τώρα; Ας είναι, σκέφτηκε. Ακόμα κι έτσι, εγώ θα συνεχίσω αυτό που άρχισα και τίποτα δε θα επιτρέψω να μπει εμπόδιο στον δρόμο μου. Σηκώθηκε όρθιος. Το σώμα του ήταν νωθρό. Με δυσκολία συντόνιζε τις κινήσεις του. Άλλαξε ρούχα και βγήκε από το δωμάτιο. Είχε πολλά να κάνει ακόμα. Οι νεράιδες από πίσω, πιστοί του ακόλουθοι πλέον, δεν τον άφησαν στιγμή μόνο του.

Και να τώρα, που τον είχε οδηγήσει αυτή η πορεία του τόσα χρόνια. Ο πίνακας ναι, ήταν βαρύς. Τι αξία όμως είχε ο σωματικός πόνος, μπροστά στην αγαλλίαση της ψυχής; Καμία. Ξοπίσω του έτρεχαν οι πιστοί του ακόλουθοι που τον εντόπισαν από τις κραυγές αλαλαγμού που έβγαζε. Μεγάλη έκπληξη τους περίμενε όταν τον είδαν σ’ αυτήν την κατάσταση αγκαλιά με τον πίνακα να τρέχει στους φωτεινούς διαδρόμους του παλατιού. Δεν κοντοστάθηκαν όμως για πολύ. Αμέσως τον ακολούθησαν μήπως και κατάφερναν να βγάλουν κάποια άκρη από την ανεξήγητη συμπεριφορά του.

Ο Βαρούχ κατευθύνθηκε προς τα υπόγεια μπουντρούμια, κάτι που τους προξένησε ακόμα μεγαλύτερη απορία. Μπροστά στη μεγάλη καγκελωτή πόρτα σταμάτησε. Είχε αντιληφθεί τους φρουρούς από πίσω του εδώ και ώρα. Δεν ήταν μια από τις περιστάσεις που χρειαζόταν τη συνδρομή τους.

«Να μην περάσει κανείς το κατώφλι της πόρτας». Ο τόνος του ήταν αυστηρός και δεν τους άφηνε περιθώρια αντιλογίας. Δίχως επιλογή απομακρύνθηκαν απρόθυμα και τον άφησαν να διασχίσει μόνος του το κατώφλι. Αμέσως ο βασιλιάς ξαναβρήκε το γρήγορο βήμα του. Ο διάδρομος ήταν σκοτεινός και υγρός. Όπως ακριβώς κάθε φορά που είχε κατέβει κάτω για να επισκεφτεί τον φιλοξενούμενό του. Όσο κατέβαινε, τόσο πιο έντονα ακουγόταν το κελάρυσμα του ποταμού που έρρεε ήρεμος από κάτω. Όταν έφτασε μπροστά από την οικεία του πόρτα, άφησε τον πίνακα κάτω κι έβγαλε το καλά κρυμμένο κλειδί. Ξεκλείδωσε και μπήκε μέσα κρατώντας τον πίνακα. Με το φως του δαυλού φανερώθηκε σ’ όλο το μεγαλείο της η βρωμιά μέσα στο μικρό δωμάτιο. Ο Βαρούχ αυτή τη φορά δεν κατευθύνθηκε προς τον σωρό με τα άχυρα αλλά έστρεψε το φως προς τον απέναντι τοίχο. Η ανατριχιαστική

Page 263: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 263 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

εικόνα του άντρα που απέστρεψε το φωτισμένο του πρόσωπο βογκώντας από τον πόνο που του προκάλεσε η λάμψη τον αηδίασε. Δεν έκανε κάποια κίνηση να αποστρέψει το φως. Το μαρτύριο του αλυσοδεμένου άντρα έφερνε τέρψη στην ψυχή του.

«Δεν ήρθα γι’ αυτό που νομίζεις σήμερα» του είπε χαμογελώντας. «Βλέπεις πλέον δε μ’ ενδιαφέρει αν θα μιλήσεις» συμπλήρωσε γεμάτος ικανοποίηση. Μέσα στο μυαλό του επεξεργάζονταν χιλιάδες τρόπους με τους οποίους θα του αποκάλυπτε αυτό που τσακίστηκε να πάει να του πει. Ο άντρας ακόμα δεν τον κοιτούσε. Είχε γείρει το κεφάλι του κάτω από αδυναμία όσο κι από περιφρόνηση για τον επισκέπτη του. Ο βασιλιάς για πρώτη φορά δεν πτοήθηκε από τη συμπεριφορά του. Είχε κρυμμένο τον άσσο στο μανίκι κι ήξερε πολύ καλά πως θα του παρακινούσε το ενδιαφέρον.

«Δεν έχεις πλέον τίποτα να κρύψεις από εμένα» είπε μνησίκακα. Αν αναλογιστείς τη θυσία σου, τη ζωή που έχασες για κάτι που δεν υπάρχει πια……» συνέχισε γελώντας σαρκαστικά. Τον πλησίασε στο πρόσωπο. Η μυρωδιά ήταν αφόρητη, όμως δεν ήθελε να χάσει την ευκαιρία του. Η περίσταση επέβαλλε να κάνει αυτή τη θυσία. «Το μυστικό σου αποκαλύφθηκε. Ο προστατευόμενός σου εκτέθηκε».

Τότε, για πρώτη φορά ο κρατούμενος σήκωσε το κεφάλι του, και για πρώτη φορά μετά από χρόνια τα μάτια τους αντάμωσαν. Πόσο μίσος διέκρινε στο βλέμμα του και πόση ικανοποίηση μαρτυρούσαν τα μάτια του. Από την άλλη, ο βασιλιάς ευχαριστημένος που επιτέλους του τράβηξε την προσοχή διέκρινε ότι το σκαμμένο πρόσωπο του άντρα ήταν προβληματισμένο. Δεν έχασε λοιπόν την ευκαιρία να τον διαφωτίσει και να ολοκληρώσει το γύρω του θριάμβου του. Αμέσως έτρεξε προς την πόρτα, ξανασήκωσε τον βαρύ πίνακα και τον τοποθέτησε μπροστά στον ανήμπορο άντρα.

«Βλέπεις;» του είπε φωτίζοντας τα πρόσωπα στον πίνακα. «Φτυστή απομίμηση του πατέρα του, τον είδα σήμερα εδώ στο παλάτι, ήρθε ο ανόητος στο στόμα του λύκου χωρίς να ξέρει τι τον περιμένει. Αυτός είναι, είμαι σίγουρος, το κλειδί της απόλυτης και παντοτινής μου κυριαρχίας. Επιτέλους θα ηρεμήσω, όταν όλα θα γίνουν δικαιωματικά δικά μου. Μου είσαι άχρηστος πια». Ο άντρας είχε καρφώσει το βλέμμα του πάνω στον πίνακα. Χιλιάδες αναμνήσεις τον στοίχειωσαν βλέποντας τα ξεχασμένα πρόσωπα μπροστά του. Αναμνήσεις από μια άλλη εποχή, μακρινή, σα να μην είχε υπάρξει ποτέ κι όλα ήταν αποκυήματα της φαντασίας του. Αν ίσχυαν όσα του είπε ο βασιλιάς, κι ο μικρός βρισκόταν στο παλάτι τότε η ζωή του βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο κι ο ίδιος ήταν ανήμπορος να τον προστατέψει. Ώσπου κάτι πρωτόγνωρο

Page 264: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

264 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

διέκοψε τις σκέψεις του. Ζεστά δάκρυα έκαψαν τα μάγουλά του, δάκρυα που από καιρό νόμιζε ότι είχαν στερέψει οι πηγές τους και πολλές φορές σε στιγμές μοναξιάς και πόνου είχε αναζητήσει τη συντροφιά τους σαν βάλσαμο στην τυραννισμένη του ψυχή, αλλά ποτέ δεν ήρθαν. Να που τώρα όμως μετά από τόσα χρόνια φυλάκισης οι πηγές που είχαν στερέψει πλημμύρισαν και ξεχύθηκαν σαν ορμητικοί χείμαρροι στο πρόσωπό του προσφέροντας την ανακούφιση που τόσο αναζητούσε και παίρνοντας από πάνω του όλα τα χρόνια της δυστυχίας και του πόνου. Ξαναγεννημένος από τα καυτά του δάκρυα όπως ένα μωρό από τα υγρά της γέννας θυμήθηκε ποιος ήταν, όλα ήταν πια ξεκάθαρα κι ύπαρξή του απέκτησε πάλι νόημα. Το φάντασμα που ζούσε μέσα του εξαφανίστηκε και μια αόρατη πνοή αναζωογόνησε το ταλαιπωρημένο κορμί του. Ο όρκος που είχε δώσει στον δολοφονημένο βασιλιά να προστατέψει την οικογένειά του κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες τον καλούσε.

Ο βασιλιάς αναγνώρισε στα μάτια του κρατούμενου τη λάμψη και τη δύναμη που κάτι του θύμισε, όμως δεν έμεινε για πολύ εκεί. Έβγαλε το σπαθί του από τη θήκη του και το πέρασε από το λαιμό του άντρα αργά και ψύχραιμα. Ο Ιλαρίων δεν κουνήθηκε, με στωικότητα περίμενε την κίνηση του εχθρού του. Ο Βαρούχ φαινόταν διατεθειμένος πέρα για πέρα να κόψει το νήμα της ζωής του Ιλαρίωνα εκείνη τη στιγμή.

«Θα ήθελα πολύ το σπαθί μου να βαφτεί με το αίμα σου» του είπε κοιτάζοντας την αστραφτερή λεπίδα του που χάιδευε απειλητικά το στραγγισμένο λαιμό του άντρα. «Σου αξίζει κάτι καλύτερο απ’ αυτό όμως. Θα παρατείνω την άθλια ζωή σου μέχρι τη στιγμή που θα πιάσω τον Αύγουστο. Θα σου τον φέρω εδώ μπροστά σου, το αποκορύφωμα του θριάμβου μου, και θα τον σφάξω ενώπιόν σου. Μετά, θα ξέρεις ότι θα είναι η σειρά σου». Απολάμβανε την κάθε στιγμή ρουφώντας με μανία κάθε αντίδραση πόνου του Ιλαρίωνα, σαν το μεθυστικό άρωμα των λουλουδιών που φέρνουν παροδική ευτυχία και σε ταξιδεύουν σε κόσμους διαφορετικούς που πλάθει το μυαλό για να ικανοποιήσει τις ορέξεις του σε μια αντίθετη πραγματικότητα. Πέταξε τον πίνακα κάτω κι όρμησε στην εξώπορτα παίρνοντας τον δρόμο της επιστροφής στο παλάτι. Κάτι είχε αλλάξει όμως από την τελευταία φορά της επίσκεψής του. Το σκοτάδι που έφερε το κλείσιμο της πόρτας δε φιλοξενούσε πλέον ένα σχεδόν άψυχο κορμί αλλά μια ψυχή που βρισκόταν σε αναβρασμό και μηχανευόταν τρόπους για τη διαφυγή της.

Page 265: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 265 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο Βόρυς για μια ακόμη φορά δε σάλεψε από το κρεβάτι του. Στο μυαλό του στριφογυρνούσαν τα λόγια του βασιλιά. Πολλά έμπαιναν στη θέση τους, όπως ο λόγος που είχε φυλακιστεί ο άντρας και το μυστικό που έκρυβε. Αμέσως συνδύασε τις νέες πληροφορίες με αυτές που γνώριζε ήδη. «Σίγουρα μιλούσε για τον χαμένο πρίγκιπα» συλλογίστηκε. «Δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο. Απίστευτο. Ο νόμιμος διάδοχος επέστρεψε και διεκδικεί τον θρόνο του. Ο Λέανδρος θα ξετρελαθεί όταν του το πω». Σε κάθε επίσκεψη του βασιλιά κάτι συνταρακτικό συνέβαινε που άλλαζε τα πάντα. Το νεανικό μυαλό του έπλαθε χιλιάδες σενάρια για την εμφάνιση του χαμένου πρίγκιπα. Ένα απρόσμενο κάλεσμα όμως τον διέκοψε.

«Μικρέ… μικρέ», αμέσως αναγνώρισε τη φωνή του συγκρατούμενού του. Ο Βόρυς ξαφνιασμένος πλησίασε πιο κοντά για να τον ακούσει καλύτερα. «Να …… φύγεις …. Όσο μπορείς …πιο γρήγορα».

«Οι φίλοι μου από μέρα σε μέρα θα έρθουν να με βρουν. Είμαι σίγουρος».

«Να πας ……στη Ζηνοβία. Έχω ένα μήνυμα γι’ αυτήν. Μην το αποκαλύψεις πουθενά, παρά μόνο στην ίδια».

«Από πού ξέρεις την καθηγήτρια Ζηνοβία;» «Άκου προσεχτικά και μη το ξεχάσεις, ο μικρός είναι εκτεθειμένος». «Μα ποιο είναι το νόημα σε αυτό;» ρώτησε απορημένος ο Βόρυς. «Μη… ρωτάς σου είπα. Κατάλαβες;». Ο μικρός απάντησε καταφατικά. Η

φωνή του άντρα όλο κι έχανε τη δύναμή της κι έβλεπε ότι δεν είχε πολύ χρόνο μαζί του.

«Μην πεις τίποτα σε κανέναν». Η φωνή του άντρα χανόταν όλο και περισσότερο.

«Εντάξει, όμως μην ανησυχείς. Όταν έρθουν οι φίλοι μου θα σε πάρουμε κι εσένα μαζί μας για να το πεις ο ίδιος στην καθηγήτρια Ζηνοβία».

«Βασίζομαι πάνω σου. Δεν έχω άλλη επιλογή». Ο Βόρυς κοίταξε το απόλυτο σκοτάδι ακόμα πιο απορημένος. «Πάει, του έστριψε αυτού». Σηκώθηκε και βρίσκοντας τον δρόμο στο βαθύ σκοτάδι, ξάπλωσε στο άβολο κρεβάτι του. Το μυαλό του δεν έλεγε να ηρεμήσει. Η σκέψη του ταξίδευε προς όλες τις κατευθύνσεις μα κυρίως γυρόφερνε στον Λέανδρο και τον Βυλτώρ. «Μα, πού είναι επιτέλους;» οι σκέψεις του έγιναν κραυγή κι ο πόνος μέσα του τον λύγισε και ξέσπασε σε λυγμούς.

Page 266: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

266 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο Λέανδρος κι η Διώνη βρέθηκαν μόνοι σ’ έναν διάδρομο σκοτεινό χωρίς τέλος. Οι δάδες τους φώτιζαν το δρόμο μπροστά τους φανερώνοντας τις στενές ξύλινες πόρτες με μικρά παραθυράκια στην κορυφή τους επενδυμένα με χοντρά σιδερένια κάγκελα που τους περιτριγύριζαν.

«Αυτά είναι τα κελιά» ψιθύρισε ο Λέανδρος στη Διώνη. «Κοίτα προσεχτικά στη δεξιά πλευρά κι εγώ θα πιάσω την αριστερή». Προτού απομακρυνθεί όμως το κορίτσι για να κάνει αυτό που της ζήτησε, ο Λέανδρος την άρπαξε απαλά από το χέρι. Τα μεγάλα μπλε μάτια του ήταν σοβαρά κι έλαμπαν υπό το φως της δάδας του. «Πρόσεχε να μη γίνεις αντιληπτή από τους κρατούμενους. Πρέπει να είμαστε αθόρυβοι». Το κορίτσι του έγνεψε καταφατικά και κατευθύνθηκε προς το πρώτο κελί. Προσεχτικά ύψωσε τη δάδα της φωτίζοντας όσο πρέπει το κελί για να μην ενοχλήσει τον κάτοχό του. Προς μεγάλη της απογοήτευση διαπίστωσε ότι το κελί ήταν άδειο. Κι όσο πιο βαθιά έμπαινε στο τούνελ συνειδητοποιούσε ότι δεν υπήρχαν κρατούμενοι μέχρι στιγμής. Έκανε ένα νεύμα απογοήτευσης κι απορίας στον Λέανδρο. Από την ανήσυχη έκφρασή του κατάλαβε ότι κι ίδιος την ίδια εικόνα αντίκριζε με αυτήν.

«Λέανδρε, λες να έκανε λάθος ο Βυλτώρ;» τον ρώτησε όσο πιο χαμηλόφωνα μπορούσε.

«Ελπίζω πως όχι. Μη χάνεις το κουράγιο σου Διώνη. Κάπου εδώ θα είναι. Δεν τελείωσαν ακόμη τα κελιά». Πράγματι τους είχαν απομείνει ακόμα κάποια κελιά να εξετάσουν και με αυξημένη την αγωνία συνέχισαν την ανέλπιδη πορεία τους προς το σκοτάδι.

«Λέανδρε» η κοπέλα τον φώναξε ψιθυριστά, «κοίτα μια κόκκινη πόρτα.» Το αγόρι κοίταξε προς το μέρος που φώτισε η γοργόνα. «Είναι η μόνη εδώ μέσα, θα δω από το παραθυράκι». Η γοργόνα στάθηκε στις μύτες των ποδιών της και περίεργη κοίταξε μέσα στο δωμάτιο. «Υπάρχει ένας άντρας εδώ μέσα» γύρισε προς το μέρος του. Το πρόσωπό της ήταν χλωμό. Ο Λέανδρος όταν την είδε έτσι, έτρεξε κοντά της.

«Είσαι καλά;» έπιασε με τα χέρια του το πρόσωπό της πετώντας κάτω τη δάδα.

«Είναι κρεμασμένος στον τοίχο με αλυσίδες. Είναι φρικτό». Δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια της.

«Μήπως να γυρίσεις στη βάρκα Διώνη; Δεν είναι μέρος για εσένα εδώ. Μην ξεχνάς που βρισκόμαστε. Εδώ μέσα υπάρχουν κι εγκληματίες, άνθρωποι που έχουν βλάψει».

Page 267: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 267 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Έχεις δίκιο, αλλά σε κανέναν δεν αξίζει αυτή η κατάντια. Αυτός είναι αποστεωμένος. Μήπως να τον βοηθούσαμε;»

«Διώνη, εδώ ήρθαμε για τον Βόρυ. Θα τον βρούμε και θα φύγουμε. Δεν μπορούμε να τους βοηθήσουμε όλους εδώ μέσα».

«Έχεις δίκιο, μας καθυστέρησα, ας συνεχίσουμε Λέανδρε, συγχώρα με». Το αγόρι της χαμογέλασε.

«Αν κάποια στιγμή δε νιώσεις καλά, θέλω να φύγεις, μην καταπιέζεσαι».

«Όχι, είμαι καλύτερα». Η γοργόνα του χαμογέλασε και πλησίασε τη διπλανή πόρτα. Η Διώνη σήκωσε για μια ακόμη φορά τη δάδα της σχεδόν βέβαιη ότι η αναζήτησή τους θα απέβαινε άκαρπη. Μόλις το φως έλουσε με τη θέρμη του τον υγρό θάλαμο, ταυτόχρονα έλουσε και με τη γλυκιά θέρμη της ελπίδας της καρδιάς της. Πάνω στο ξύλινο κρεβάτι ένας μικροκαμωμένος άντρας ξάπλωνε με το πρόσωπό του χωμένο μέσα στην αγκαλιά των χεριών του. Από το ανάστημα του μα και από το βαθύ μαύρο χρώμα των μαλλιών του αναγνώρισε τη φιγούρα του χαμένου φίλου της. Χωρίς να χάσει ευκαιρία φώναξε τον Λέανδρο δείχνοντάς του με ενθουσιασμό το εύρημά της.

«Νομίζω ότι αυτός είναι» του είπε χαμογελώντας. Ο Λέανδρος κοίταξε με τη σειρά του μέσα στο κελί. Η λάμψη της δάδας του αποκάλυψε ένα αγόρι τυλιγμένο μέσα στα άκρα του. Την πνιγερή ησυχία έσπαγαν οι σπαρακτικοί λυγμοί του. Μάτωσε η καρδιά του Λέανδρου όταν είδε τον φίλο του σ’ αυτήν την κατάσταση, απροστάτευτο και δυστυχισμένο. Πλέον ήταν πλάι του όμως, και δε θα τον ξανάφηνε μόνο του.

«Βόρυ» φώναξε όσο πιο χαμηλόφωνα του επέτρεπαν οι συνθήκες. Στον διάδρομο δε φαινόταν κανένας φρουρός και ήδη κατά τη διάρκεια της αναζήτησής του είχε καταλάβει ότι τα περισσότερα κελιά ήταν κενά. Παρ’ όλα αυτά όμως δεν ήθελε να προκαλέσει την τύχη του. Ο Βόρυς δεν αποκρίθηκε στο κάλεσμα του φίλου του. Ήταν βαθιά βυθισμένος στις σκέψεις του κι η θλίψη του τον είχε απομονώσει σ’ έναν βουβό θρήνο αποκομμένο από ο,τιδήποτε συνέβαινε γύρω του. Παρέμενε ακόμα ακίνητος, προφυλαγμένος στην ασφάλεια της αγκαλιάς του. Ο Λέανδρος δεν έχασε το κουράγιο του. «Βόρυ, ξύπνα, εγώ είμαι ο Λέανδρος». Πάλι όμως τίποτα. Η Διώνη βλέποντας ότι ο φίλος τους ήταν χαμένος στους συλλογισμούς του, μάζεψε από το διάδρομο μικρές πετρούλες, κι αφού συγκέντρωσε αρκετές στη χούφτα της πλησίασε τον Λέανδρο προεκτείνοντας το χέρι της κι αποκαλύπτοντας τον μικρό της θησαυρό.

Page 268: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

268 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Πάρε» του είπε δίνοντάς του τις πέτρες, «αν τις πετάξεις πάνω του θα γυρίσει σίγουρα». Ο Λέανδρος της χαμογέλασε επιβραβεύοντας την καλή της ιδέα και με προσοχή άρχισε να τις πετάει μια μια καταπάνω του μέσα από το στενό παραθυράκι της αμπαρωμένης πόρτας. Ο Βόρυς ένιωσε τα μικρά χτυπηματάκια στο κορμί του όπως και τον ανεπαίσθητο και γαργαλιστικό θόρυβο που έκαναν τα πετραδάκια που έπεφταν στο πέτρινο πάτωμα. Αμέσως άνοιξε τα μάτια του σαστισμένος. Από μια θαμπή δεσμίδα φωτός στο παραθυράκι της πόρτας πρόβαλε το κατάξανθο κεφάλι του φίλου του. Η αγαλλίαση που ένιωσε έδωσε ζωή στο ταλαιπωρημένο του σώμα κι αμέσως ξέχασε και την κούραση και τις κακουχίες που πέρασε σ’ εκείνο το κελί. Πετάχτηκε όρθιος κι έτρεξε στην πόρτα.

«Επιτέλους» φώναξε χαρούμενος. «Σε περίμενα Λέανδρε. Ήξερα ότι δε θα με άφηνες μόνο μου».

«Δεν ήρθε μόνος του» πετάχτηκε χαμογελαστή η Διώνη δίπλα από τον Λέανδρο. «Αν δεν ήμουν μαζί του ούτε μέχρι τη μέση δε θα είχε φτάσει ακόμα». Ο Βόρυς της άρπαξε το χέρι μέσα από τα κάγκελα, φανερά έκπληκτος από την παρουσία της.

«Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο χαίρομαι που σε βλέπω, Διώνη. Πώς με βρήκατε εδώ;» τα δύο παιδιά χαμογέλασαν.

«Είναι μεγάλη ιστορία. Κάτσε να σε βγάλουμε και μετά θα έχουμε χρόνο να μιλήσουμε για τα όσα περάσαμε ψάχνοντας να σε βρούμε».

«Βόρυ, ξέρεις που είναι τα κλειδιά της πόρτας;» η ερώτηση του Λέανδρου τους επανέφερε στην πραγματικότητα. Ακόμα ο φίλος τους δεν ήταν ελεύθερος, ενώ αν καθυστερούσαν κι άλλο ίσως να γινόντουσαν αντιληπτοί και να κατέληγαν κι οι ίδιοι σ’ ένα από τα διπλανά κενά κελιά. Ο Βόρυς από τη σαστιμάρα του καθυστέρησε ν’ απαντήσει προκαλώντας την αδημονία του Λέανδρου. «Γρήγορα, σκέψου. Πρέπει να φύγουμε άμεσα από εδώ». Ο Βόρυς έκλεισε τα μάτια του προσπαθώντας να θυμηθεί αν είχε προσέξει που είχαν βάλει τα κλειδιά οι φρουροί. Μάταια όμως, το σκοτάδι είχε καλύψει ακόμα και τα πρόσωπά τους πόσο μάλιστα το μέρος που έβαλαν τα κλειδιά.

«Δεν είμαι σίγουρος, Λέανδρε. Έχω την εντύπωση ότι τα κουβαλάνε πάνω τους οι φρουροί». Τα τρία παιδιά αντάλλαξαν ανήσυχες ματιές. Ούτε ο Λέανδρος, ούτε η Διώνη είχαν σκεφτεί πώς θα άνοιγαν την πόρτα του κελιού σε περίπτωση που δεν έβρισκαν τα κλειδιά. «Είναι αδύνατον να τα πάρουμε από τους φρουρούς. Βρίσκονται έξω από την πόρτα και φυλάνε την κεντρική είσοδο. Πρέπει να σκεφτούμε κάτι άλλο». Και τα τρία παιδιά σώπασαν για λίγο

Page 269: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 269 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

προσπαθώντας να βρουν τον κατάλληλο τρόπο για να ανοίξουν την πόρτα. Καμιά ιδέα δεν κατέβαινε όμως κι όσο κι αν κοιτούσαν τριγύρω δεν υπήρχε παρατημένο κάποιο αιχμηρό αντικείμενο που θα τους βοηθούσε.

«Βόρυ» φώναξε ξαφνικά ο Λέανδρος. «Απομακρύνσου από την πόρτα, κι όταν σου πω να τρέξεις με όλη σου τη δύναμη». Ο Βόρυς αμέσως υπάκουσε. Η Διώνη που στεκόταν δίπλα, γρήγορα αντιλήφθηκε το σχέδιο του Λέανδρου και μπήκε μπροστά του για να τον σταματήσει.

«Δεν είναι η λύση να ρίξεις την πόρτα Λέανδρε, θα δημιουργήσεις μεγάλο θόρυβο και πριν καν το καταλάβεις οι φρουροί θα μπουν μέσα». Ο Λέανδρος την σήκωσε από τους ώμους και την πήρε μακριά από την πόρτα.

«Θα τα καταφέρω Διώνη. Τα χρονικά όρια στενεύουν. Ανά πάσα στιγμή μπορεί να μπει ένας φρουρός μέσα κι εμείς ακόμα να σκεφτόμαστε. Καλύτερα εσύ να φύγεις από τώρα. Δε θέλω να διακινδυνεύσεις. Πήγαινε στο ποτάμι και περίμενε τον Βυλτώρ. Πες του ότι βρήκαμε τον Βόρυ και θα σας βρούμε όσο πιο σύντομα μπορούμε».

«Μα, Λέανδρε, σκέψου το…… πρέπει να υπάρχει κι άλλος τρόπος…. » «»Φύγε Διώνη» της φώναξε. Δεν την άφησε καν να ολοκληρώσει την

πρότασή της. Δεν υπήρχε τρόπος να τον πείσει να αλλάξει γνώμη. Του έριξε μια τελευταία ικετευτική ματιά κι αφού βεβαιώθηκε ότι δε θα άλλαζε γνώμη πήρε τον σκοτεινό δρόμο της επιστροφής στο ποτάμι. Μόνο όταν ο Λέανδρος μπόρεσε να διακρίνει τη λεπτή φιγούρα της να την καταβροχθίζει το μαύρο έρεβος πήρε φόρα κι όρμησε με βία πάνω στην πόρτα. Αυτή ταλαντεύτηκε, όμως δεν άνοιξε. Ο Λέανδρος απτόητος ξαναρίχτηκε πάνω της και για άλλη μια φορά έβαλε όλη του τη δύναμη και τη θέληση συνάμα.

Από τις δυνατές προσκρούσεις πάνω στην άκαμπτη ξύλινη επιφάνεια ένιωθε έντονους πόνους στο χέρι του και γνώριζε καλά ότι δε θα άντεχε για πολύ ακόμα να χτυπάει σα μανιασμένος κριός το απόρθητο οχυρό. Από τις προηγούμενες βίαιες ταλαντεύσεις σιδερένιοι μεντεσέδες της πόρτας χαλάρωσαν, έτσι με την τρίτη ισχυρή πρόσκρουση η πόρτα έπεσε σαν τραπουλόχαρτο προς τα μέσα δημιουργώντας έναν υπόκωφο θόρυβο. Οι φρουροί δε θα αργούσαν να κάνουν την εμφάνισή τους, παρακινημένοι από τους περίεργους θορύβους. Η πτώση της πόρτας σήκωσε έναν ανεμοστρόβιλο σκόνης μέσα από τον οποίο εξήλθε ο Βόρυς βήχοντας βαριά και κρατώντας το χέρι του στο πρόσωπό του για να καλυφθεί από το γκρι σύννεφο. Ο Λέανδρος χαρούμενος που τον έβλεπε από κοντά επιτέλους, σώο και αβλαβή, έτρεξε να τον αγκαλιάσει με την ίδια λαχτάρα που θα αγκάλιαζε και τον αδερφό του που θα είχε χρόνια πολλά να δει. Μόνο που ο Βόρυς ήταν κάτι παραπάνω από

Page 270: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

270 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αδερφός του, ήταν καρδιακός του φίλος και ο μοναδικός άνθρωπος που μπορούσε να καταλάβει τις πιο καλά κρυμμένες επιθυμίες του που μόνο μαζί του μοιραζόταν.

«Έλα Βόρυ, πάμε». Ο Βόρυς όμως δεν κουνήθηκε από τη θέση του παρά την προτροπή του φίλου του. Δεν υπήρχε τίποτα που να ήθελε να κάνει εκείνη τη στιγμή περισσότερο από το να φύγει μακριά και να μην κοιτάξει ποτέ ξανά πίσω. Υπήρχε κάτι όμως που έπρεπε να κάνει πρώτα.

«Όχι ακόμα, πρέπει να ελευθερώσουμε τον φίλο μου δίπλα στο κελί με την κόκκινη πόρτα». Τα μάτια του Λέανδρου άνοιξαν διάπλατα από την έκπληξη.

«Είσαι τρελός; Πρέπει να φύγουμε τώρα. Ο τόπος από στιγμή σε στιγμή θα γεμίσει φρουρούς. Πάμε σου λέω». Ο Λέανδρος του τραβούσε το χέρι, ο Βόρυς όμως ήταν απτόητος.

«Όχι πριν τον ελευθερώσω. Του το υποσχέθηκα». «Δεν μπορούμε να ελευθερώσουμε τους πάντες εδώ μέσα. Κάποιοι είναι

εγκληματίες, πού ξέρεις αν ο φίλος σου δεν είναι επικίνδυνος;» «Απλά το ξέρω, Λέανδρε. Τον βασανίζουν εδώ μέσα. Σε κανέναν

άνθρωπο δεν αξίζουν τα βασανιστήρια ό,τι κι αν έχει συμβεί». Ανήμπορος ο Λέανδρος, συμβιβάστηκε. Σκέφτηκε ότι περισσότερο χρόνο θα έχανε αν προσπαθούσε να τον μεταπείσει, παρά αν απελευθέρωνε τον κρατούμενο.

«Φύγε εσύ Βόρυ, πιο σημαντικό είναι να σωθείς εσύ παρά εγώ. Ακολούθησε τον διάδρομο ευθεία. Δίπλα στο ποτάμι θα βρεις τη Διώνη και τον Βυλτώρ. Θα μείνω εγώ να τον βοηθήσω». Ο Βόρυς κοντοστάθηκε, πήγε στη διπλανή πόρτα και κοίταξε από το παραθυράκι. Ο άντρας με τον οποίο συνομιλούσε τις τελευταίες ώρες βρισκόταν κρεμασμένος από τα χέρια στον απέναντι τοίχο. Είχε γείρει το κεφάλι του και φαινόταν σαν να κοιμάται. Η λάμψη στο παραθυράκι του κίνησε την περιέργεια και πολύ αργά σήκωσε το κεφάλι του πάνω. Στη θέα του αγοριού με τα αετίσια μάτια άνοιξε τα δικά του διάπλατα, ξαφνιασμένος.

«Εσύ είσαι ο Βόρυς;» μουρμούρισε με όση δύναμη έβγαινε από τα αδύναμα πνευμόνια του.

«Ναι, εγώ είμαι. Θυμάσαι που σου είπα για τον Λέανδρο τον φίλο μου που θα μας σώσει; Ήρθε. Κάνε κουράγιο, σε λίγο θα είσαι ελεύθερος».

«Όχι» φώναξε με τη βραχνή φωνή του σε μια απέλπιδα προσπάθεια ν’ αποτρέψει τον μικρό. «Φύγε και κάνε αυτό που σου ζήτησα. Εγώ ολοκλήρωσα την αποστολή μου». Ο Βόρυς όμως είχε ήδη εξαφανιστεί από το παραθυράκι. Για πρώτη φορά εδώ και χρόνια ένιωθε αγαλλίαση κι ηρεμία να

Page 271: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 271 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πλημμυρίζουν την καρδιά του. Είχε ξεχάσει πώς ήταν να νιώθεις απελευθερωμένος στην ψυχή, που διέλυε τα πιο χοντρά δεσμά του σώματος. «Επιτέλους, η προφητεία ολοκληρώνεται!» σιγομουρμούρισε χαμογελώντας, πιστεύοντας ότι ήταν μόνος του.

«Για ποια προφητεία μιλάς;» ο αλυσοδεμένος κρατούμενος σήκωσε γι’ άλλη μια φορά το κεφάλι του με κόπο. Από το στενό παράθυρο του κελιού δεν ξεπρόβαλλε τώρα το χαριτωμένο πρόσωπο του σχιστομάτη μικρού. Τη θέση του πήρε ένας ξανθός νεαρός του οποίου τα χαρακτηριστικά διαγράφονταν τέλεια κάτω από το φως της δάδας που κρατούσε στο χέρι του. Το αγόρι τον κοιτούσε απορημένο, συλλογιζόμενο τον λόγο που θα μπορούσε να οδηγήσει έναν άντρα σε τέτοια κατάντια. Αυτό που διέκρινε στα μάτια του δεν ήταν απόγνωση, δεν ήταν ταλαιπωρία από την εξαθλίωση, παρά τρόμος σα να έβλεπε το πιο φρικιαστικό θέαμα στη ζωή του. Κι αναρωτήθηκε ο Λέανδρος μήπως θα έπρεπε να ήταν ανάποδα τα συναισθήματα.

Ο άντρας γούρλωσε τα μάτια και κοίταζε το αγόρι. Πάει κι η αγαλλίαση, πάει κι η ηρεμία. Χιλιάδες αναμνήσεις βομβάρδισαν στην κυριολεξία το κεφάλι του. Αναμνήσεις που έφεραν μαζί τους υπέρογκο συναισθηματικό φόρτο που του προκάλεσε πονοκέφαλο. Μέσα σε δευτερόλεπτα πέρασε από μπροστά του όλη η ενήλικη ζωή του από τη στιγμή που ορκίστηκε φρουρός στα βασιλικά ανάκτορα, τη στιγμή που έδωσε όρκο απόλυτης υποταγής στον βασιλιά Ροδόλφο και την οικογένειά του, μέχρι τη στιγμή που ανακάλυψε τα αιμόφυρτα σώματα του βασιλικού ζεύγους, του βασιλιά πλάι στο θρόνο που τόσα χρόνια είχε υπηρετήσει με σύνεση και της γυναίκας του δίπλα στη λίμνη, και την άτακτη φυγάδευση του μοναδικού απογόνου και κληρονόμου της γενιάς των αρχαίων βασιλιάδων.

Ο άντρας με τα τελευταία αποθέματα δύναμης που του είχαν απομείνει άρχισε να συσπάται με μανία προσπαθώντας ν’ αποδεσμευτεί, φωνάζοντας ταυτόχρονα με τη βραχνή φωνή του. «Φύγε από εδώ. Ποιος σε έφερε εδώ κάτω; Φύγε τώρα, μ’ ακούς; Τρέξε να σωθείς και μην ξαναγυρίσεις». Οι κραυγές του κι η αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του προκάλεσαν συναισθήματα απορίας στον Λέανδρο, άλλωστε για ποιο λόγο να μη θέλει να σωθεί; Μαζί με τον Βόρυ χίμηξαν πάνω στην πόρτα ξανά και ξανά μέχρι να χαλαρώσουν οι σιδερένιοι μεντεσέδες της. Από μέσα ο ανάστατος άντρας εξακολουθούσε να ωρύεται και να τους ικετεύει να φύγουν. Τα θεμέλια της πόρτας κλυδωνίζονταν κι ήταν θέμα λεπτών να πέσει. Με αμείωτο ρυθμό, αν και το κορμί τους πονούσε φριχτά από τις επαναλαμβανόμενες κρούσεις, έπεφταν πάνω στην πόρτα, ώσπου επιτέλους κατάφεραν να την ισοπεδώσουν.

Page 272: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

272 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Φύγε τώρα Βόρυ» φώναξε ο Λέανδρος στον φίλο του. «Η Διώνη είναι μόνη της και θέλω να ξέρω ότι είναι με κάποιον μέχρι να επιστρέψει ο Βυλτώρ. Άσ’ τον σ’ εμένα τώρα». Ο Βόρυς έγνεψε καταφατικά κι εξαφανίστηκε στον σκοτεινό διάδρομο τρέχοντας. Ο Λέανδρος έμεινε μόνος μαζί με τον άντρα. Ακόμα δεν είχε σταματήσει να τον παρακαλεί να φύγει. Ο Λέανδρος όμως σα να μην τον άκουγε. Έψαχνε να βρει κάτι αιχμηρό για να παραβιάσει τα σιδερένια δεσμά του άντρα.

«Μην κάνεις φασαρία. Νομίζεις αν δεν μου το ζητούσε ο Βόρυς, εγώ θα ήμουνα εδώ; Σε λίγο θα είσαι ελεύθερος, γιατί αντιδράς έτσι;»

«Δεν καταλαβαίνεις τι σου ζητάω; Δε θέλω να με ελευθερώσεις» του είπε σχεδόν κλαίγοντας ο άντρας.

Κοίταξε τριγύρω να βρει κάτι που θ’ αποδέσμευε τον άντρα από τα δεσμά του. Η ματιά του έπεσε πάνω σ’ έναν παρατημένο πίνακα, σχισμένο και λερωμένο. Η αδύναμη λάμψη του κεριού, του αποκάλυψε τις φυσιογνωμίες που κοσμούσαν το μουσαμά. Ρίγη ανατριχίλας τάραξαν το κορμί του κι εικόνες έτρεχαν στο μυαλό του. Αφαιρέθηκε για λίγο, οι κραυγές απόγνωσης του άντρα όμως τον επανέφεραν. Ο Λέανδρος ακόμα πιο πολύ μπερδεμένος συνέχισε την αναζήτησή του στο βρώμικο κελί. Μέσα στους σωρούς με τα άχυρα, το μάτι έπιασε κάτι αστραφτερό. Έσπευσε προς τα εκεί και σάλεψε τα άχυρα. Πίσω τους αποκαλύφθηκε μια παλιά ξύλινη καρέκλα. Αμέσως χαμογέλασε με ικανοποίηση και με δύναμη τράβηξε τα τσίγκινα σίδερα που ένωναν τον ξύλινο πάτο της. Πλησίασε τον άντρα με ενθουσιασμό για να του δείξει το εύρημά του. Η έντονη μυρωδιά της απλυσιάς του έφερε ζάλη. Δίπλωσε το συρματάκι και το έβαλε στην κλειδαριά της αλυσίδας κουνώντας το πέρα δώθε για να εφαρμόσει και να ξεκλειδώσει. Δεν πρόλαβε όμως.

Το κελί ξαφνικά φωτίστηκε πατόκορφα και πριν προλάβει καν να συνειδητοποιήσει πώς έγινε αυτό, ένιωσε μια σουβλιά στον σβέρκο του από ένα κρύο μεταλλικό αντικείμενο. Αμέσως όλα σκοτείνιασαν ξανά γύρω του. Η τελευταία εικόνα πριν παραδοθεί στη ζάλη του ήταν τα μεγάλα γεμάτα δάκρυα μάτια του αλυσοδεμένου άντρα κι ο πόνος στην ψυχή του που διέκρινε μέσα σε αυτά. Μετά τα μάτια του σφάλισαν γερά κι αφέθηκε ελεύθερος.

Εν τω μεταξύ ο Βυλτώρ είχε πάρει τον δρόμο του προς την έξοδο του

τούνελ. Εδώ και ώρα είχε νιώσει μια οικεία αύρα να τους ακολουθεί. Δεν είπε τίποτα στα παιδιά για να μην τους ανησυχήσει καθώς η συνεύρεση με το συγκεκριμένο άτομο λίγες ώρες νωρίτερα τους είχε προκαλέσει πρωτόγνωρα

Page 273: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 273 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

συναισθήματα φόβου. Θα ήταν ρίσκο να συνεχίσει παρέα με τους άλλους. Ο παρείσακτος έπρεπε να αντιμετωπιστεί άμεσα. Δεν του πήρε πολύ ώρα να φανερωθεί το άτομο που τον ακολουθούσε μπροστά του. Από μακριά είχε καταφέρει να διακρίνει τα καταγάλανα μάτια της που φωσφόριζαν μέσα στο σκοτάδι σαν της γάτας και της χάριζαν νυχτερινή όραση. Πλεονέκτημα η νυχτερινή όραση θα έλεγε κάποιος βιαστικός, όχι πάντα όμως, καθώς ένας παρατηρητικός αντίπαλος εύκολα θα μπορούσε να ξεχωρίσει το φεγγοβόλο βλέμμα της μέσα στο σκοτάδι. Αυτός ήταν κι ο οδηγός του Βυλτώρ όταν κατάλαβε ότι είχε πλησιάσει πλέον αρκετά την καταδιώκτριά του. Σήκωσε τη δάδα του και την προεξέτεινε προς το μέρος της. Η πύρινη λάμψη αποκάλυψε μπροστά του τη λυγερόκορμη φιγούρα της κοπέλας. Δε φάνηκε ιδιαίτερα έκπληκτος. Σα να περίμενε ότι θα τη συναντούσε.

«Δάειρα» της είπε με τη φωνή του ν’ αντηχεί σ’ όλο το τούνελ. «Γύρνα πίσω, δεν υπάρχει τίποτα για εσένα εδώ». Η κοπέλα τον κοίταξε με απάθεια. Δεν άργησε να του απαντήσει.

«Κάνεις λάθος, Βυλτώρ. Τα πάντα βρίσκονται εδώ για εμένα». Η φωνή της βραχνή και ανατριχιαστική. Μιλούσε αργά, με σταθερό τόνο, αντικατοπτρίζοντας τη διαύγεια της ψυχικής της κατάστασης.

«Η λάμψη του φυλακτού σβήνει, το βλέπω, δεν είναι τόσο λαμπερό όσο παλιά».

«Η δύναμη των πέντε σφραγίδων είναι για πάντα. Απεριόριστη δύναμη που θα με κάνει την πιο δυνατή», η φωνή της αντήχησε μέσα στη στοά δημιουργώντας ηχώ.

«Δεν τη χρειάζεσαι Δάειρα. Γύρνα πίσω στη μητέρα σου, και μείνε κρυμμένη εκεί. Ο κόσμος δε σας θέλει». Η γυναίκα ξέσπασε σε δυνατά γέλια.

«Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για εμένα. Εσύ πήρες τη δύναμη έμφυτη, εγώ πρέπει να τη διεκδικήσω», η πικρία στα λόγια της ήταν έντονη. «Αυτή…..» ο Βυλτώρ διέκρινε έναν κόμπο στο λαιμό της κοπέλας. «Αυτή… δε συγχωρεί…». Απόλυτη σιγή έπεσε. Κανένας δε μιλούσε για λίγο. Και οι δύο χάθηκαν στις σκέψεις τους. «Αυτός που προστατεύεις δεν έχει καμία ελπίδα, αν δεν είμαι εγώ, θα είναι κάποιος άλλος. Αλλά σου υπόσχομαι πως θα είμαι εγώ. Τίποτα δε θα με εμποδίσει Βυλτώρ από το να αποχτήσω αυτό που θέλω…., ούτε καν εσύ». Η γυναίκα ενώ μιλούσε, ταυτόχρονα σήκωσε το χέρι της. Μια λάμψη φώτισε την παλάμη της, το φυλαχτό στο λαιμό της άστραψε, και μια πύρινη σφαίρα δημιουργήθηκε από το χρυσό σπινθήρισμα πάνω στο χέρι της. Βάζοντας όλη της τη φόρα έστρεψε την μπάλα προς τον Βυλτώρ. Αυτός έχοντας καταλάβει σε τι ενέργεια θα προέβαινε η κοπέλα πρόλαβε και

Page 274: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

274 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

σύρθηκε, βρίσκοντας προστασία πίσω από έναν χαμηλό υγρό βράχο πριν η πύρινη μπάλα σκάσει πάνω του.

Πριν προλάβει η Δάειρα να τον βομβαρδίσει με νέα πύρινη μπάλα εξαπέλυσε τη δική του επίθεση με μια μπλε μπάλα που από την κορυφή της ξεπηδούσαν κίτρινες φλόγες. Η σφοδρή του επίθεση δεν την πέτυχε καθώς κι αυτή με τη σειρά της καλύφθηκε έγκαιρα πίσω από έναν άλλο βράχο. Η πρόσκρουση πάνω στα υγρά τοιχώματα του τούνελ προκάλεσε μερική κατολίσθηση προς το μέρος της Δάειρας, που κινούμενη σαν αίλουρος κατάφερε με άνεση να ξεφύγει από την παγίδα που της έστησε ο Βυλτώρ.

Αφού ανασυγκρότησε τις δυνάμεις της, σηκώθηκε πάνω και πυρπόλησε συνεχόμενα τον βράχο που βρισκόταν ο Βυλτώρ προκαλώντας τον να φανερωθεί. Ένιωθε την ασφυκτική πίεση που δεχόταν ο βράχος, κατάλαβε ότι πολύ σύντομα θα υπέκυπτε στα επαναλαμβανόμενα χτυπήματα της ατρόμητης γυναίκας. Κύλησε στο πέτρινο σκληρό πάτωμα μέχρι να βρει ένα άλλο προστατευτικό σημείο. Έχοντας υπολογίσει σωστά τα βήματά του βρέθηκε πίσω από έναν μεγαλύτερο βράχο. Η Δάειρα συνέχισε να εκσφενδονίζει φονικές πύρινες σφαίρες ασυναίσθητα, χωρίς να κεντράρει. Το τούνελ τρανταζόταν έντονα από το μένος και τη σφοδρότητα των χτυπημάτων. Μικρές κατολισθήσεις προβλημάτισαν τον Βυλτώρ καθώς έβλεπε ότι το τούνελ δε θα άντεχε για πολύ ακόμα.

Σηκώθηκε όρθιος κι έστρεψε τις βολές του προς τη δεξιά και την αριστερή πλευρά της κοπέλας. Το πρόσωπό του φωτίστηκε από την πύρινη βολή του, τα χαρακτηριστικά του άγρια και τα μάτια του στραμμένα πάνω της. Το τράνταγμα ήταν δυνατό κι αυτή έχασε την ισορροπία της, πέφτοντας δίπλα στους αποκομμένους βράχους. Ακόμα κι έτσι ξαπλωμένη που ήταν, δεν έχασε το κουράγιο της. Συνέχισε να στέλνει μανιασμένα τις φλογερές απειλές της. Το φυλαχτό στο λαιμό της έλαμπε πλέον μόνιμα και φώτιζε τον κατάλευκο μακρύ λαιμό της. Ο Βυλτωρ εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι η αντίπαλός του είχε ακινητοποιηθεί στο πάτωμα και στόχευσε για άλλη μια φορά στα πλαινά της. Η σπηλιά σείστηκε κι ένας υπόκωφος θόρυβος ανάγκασε και τους δύο να σταματήσουν περιμένοντας να εκτονωθεί η πίεση και να απορροφηθεί στα τοιχώματα της σπηλιάς. Τα τραντάγματα όμως ήταν ισχυρά κι η κατολίσθηση που ακολούθησε τρομαχτική. Ένα πέτρινο τείχος ορθώθηκε γύρω τους, κι αυτή βρέθηκε εγκλωβισμένη και λαβωμένη ανάμεσα στα χαλάσματα. Ο δρόμος της πλέον είχε κλείσει κι η έξοδος ήταν ο μονόδρομος που θα έπρεπε να ακολουθήσει. Ο Βυλτώρ έμεινε να σιγουρευτεί ότι η κοπέλα δε θα τον ακολουθούσε. Η ίδια ηττημένη έλεγξε αν είχε πάθει κάποια ζημιά. Ήταν

Page 275: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 275 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ανήμπορη να κουνηθεί και θα της έπαιρνε αρκετή ώρα να απεγκλωβιστεί δίνοντάς του πολύτιμο χρόνο να μαζέψει τους υπόλοιπους και να τους φυγαδεύσει. Η Δάειρα σάλεψε για λίγο ακουμπώντας με το χέρι της το φυλαχτό της. Ένιωθε ακόμα την παρουσία του Βυλτώρ. Δεν είχε φύγει. Σαν το αγρίμι παρακολουθούσε τη λεία του. Δε θα του έδινε όμως την ικανοποίηση να τη δει πεσμένη.

«Θα είμαι η σκιά του Δάειρα, δεν έχεις ελπίδα». «Θα έρθει η στιγμή που θα τον αφήσεις μόνο του, ευάλωτο. Και τότε θα

είμαι εγώ εκεί». Ο Βυλτώρ είχε πάρει ήδη το δρόμο της επιστροφής όταν η φωνή της αντιπάλου αντήχησε μέσα στους δαιδαλώδεις διαδρόμους και μια απειλή έκανε και τους πιο γερούς βράχους να ριγήσουν. Αυτά ήταν τα τελευταία της λόγια. Ο Βυλτώρ δεν έκατσε άλλο μαζί της, παρά τράβηξε για άλλη μια φορά προς το ποτάμι για να συναντήσει την παρέα του ολοκληρωμένη, όπως ήλπιζε.

Μέσα στη σκοτεινή αίθουσα του παλατιού επικρατούσε απόλυτη

ηρεμία. Οι δυο υπηρέτριες σχολαστικά και με απαλές κινήσεις άναβαν τα κεριά ένα ένα στους τεράστιους πολυελαίους που στόλιζαν το κέντρο του ταβανιού. Δύο φρουροί τους είχαν κατεβάσει μέχρι το ύψος των γυναικών για να τις διευκολύνουν και υπομονετικά βαστούσαν τα σκοινιά που στηρίζονταν. Σιγά σιγά το δωμάτιο άρχισε να πλημμυρίζει με το ζεστό φως και την απαλή μυρωδιά των καμένων κεριών. Κάθε πτυχή και κάθε λεπτομέρεια της σάλας αναδείκνυε την ομορφιά της μπροστά στη δυνατή λάμψη.

«Αχ, κάηκα», η μικρή υπηρέτρια πετάχτηκε από τη θέση της τινάζοντας το χέρι της πάνω κάτω στην απέλπιδα προσπάθειά της να κατευνάσει το κάψιμο. Οι άγαρμπες κινήσεις της μικρής κοπέλας προκάλεσαν το γέλιο στους φρουρούς. Η μητέρα της όμως δεν το βρήκε καθόλου αστείο.

«Άντε παιδί μου, μη χασομεράς. Θα έρθουν όπου να’ ναι και η αίθουσα δεν είναι ακόμα έτοιμη». Η μικρή με κλαψιάρικο ύφος χρησιμοποίησε όλη της την αθωότητα μήπως και καταφέρει να ξεγλιστρήσει από αυτήν την αγγαρεία.

«Μα, μαμά έπεσε καμένο κερί στο χέρι μου. Δε νομίζω ότι μπορώ να συνεχίσω άλλο εδώ». Η μητέρα της βλέποντας την απροθυμία της να συνεχίσει κι εξαιτίας της δικής της βιασύνης αποφάσισε να υποκύψει.

«Εντάξει, πήγαινε να φέρεις το δίσκο με τα ποτήρια και το κρασί κι άπλωσέ τα στο τραπέζι. Βιάσου, τι χαζεύεις;» Η μικρή βγήκε τρέχοντας να

Page 276: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

276 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

εκτελέσει τη διαταγή της μητέρας της. Γρήγορα όμως εμφανίστηκε πίσω, αυτή τη φορά σέρνοντας ένα καρότσι φορτωμένο με ασημένια ποτήρια και καράφες με μυρωδάτο κόκκινο κρασί.

«Πολλά ποτήρια ετοίμασες μαμά» παρατήρησε η μικρή. «Θα είναι πολλά άτομα σήμερα εδώ;»

«Ναι, κόρη μου, έχουν ένα πολύ σημαντικό συμβούλιο. Αλλά δε μας πέφτει λόγος εμάς».

«Άκουσα ότι θα μαζευτούν όλοι οι πρίγκιπες σήμερα» πρόσθεσε ένας από τους φρουρούς.

«Αν σκεφτείς ότι το συμβούλιο κανονίστηκε μόλις χθες, πάει να πει ότι σημαντικό έχουν να συζητήσουν» είπε ο άλλος.

«Ναι, τι ήταν πάλι κι αυτό. Όταν είναι να βρεθούν μεταξύ τους οι πρίγκιπες, μας δίνουν τουλάχιστον ένα μήνα για να προετοιμαστούμε. Για το σημερινό μόλις χθες μας ενημέρωσαν» σχολίασε η μεγάλη υπηρέτρια ανάβοντας ταυτόχρονα το τελευταίο κεράκι.

«Για κάτι κακό θα είναι σίγουρα. Ίσως να έχει σχέση με τον μικρό που μας κουβάλησαν χθες. Από πού να ξεφύτρωσε αυτός;» είπε απορημένος ο ένας φρουρός.

«Τον μπουντρουμιάσανε κατευθείαν» σχολίασε ο άλλος φρουρός. «Γιατί, κλέφτης είναι;» ρώτησε η μικρή υπηρέτρια. «Όχι, παιδί μου, απλά δε θέλουνε να φύγει» της είπε χαμογελώντας η

μαμά της. «Ενώ στην αίθουσα του θρόνου ο βασιλιάς είπε ότι θα τον άφηνε

ελεύθερο». «Ήσουνα μέσα την ώρα που τον έφεραν;» η μικρή γούρλωσε τα μάτια

της περιμένοντας την απάντηση του φρουρού. «Ναι, πίσω από τους ευγενείς, όλοι φώναζαν κι επευφημούσαν το

βασιλιά για τη φιλευσπλαχνία του». «Τι βλάκες!» η γυναίκα αμέσως μετάνιωσε τα λόγια της κι έκρυψε το

στόμα της με το χέρι της μιας και βήματα ακούστηκαν να πλησιάζουν στην αίθουσα. Ο ένας φρουρός κοίταξε από μια σχισμή στην πόρτα και τους έκανε νεύμα με το χέρι του. Κανένας δεν ερχόταν ακόμα.

«Μεγάλη έκπληξη πάντως για όλους ο μικρός, νόμιζα ότι είχαν εξοντωθεί όλοι της φυλής του στον πόλεμο». Όλοι έγνεψαν καταφατικά στον πρώτο φρουρό.

«Εγώ είμαι σίγουρος ότι κάτι κακό συμβαίνει. Δεν είναι τυχαίο που εμφανίστηκε μπροστά μας από το πουθενά. Θυμηθείτε τα λόγια μου» είπε ο

Page 277: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 277 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

δεύτερος φρουρός. «Άντε, ώρα να τα ανεβάσουμε τα αναθεματισμένα», άρπαξε το σχοινί κι έκανε νόημα στον άλλο να πιάσει το μηχανισμό ανύψωσης από την άλλη πλευρά. Με πολύ κόπο τράβηξαν την τροχαλία για να ανέβουν οι πολυέλαιοι. Τους ασφάλισαν κι αφού χαιρέτησαν τις υπηρέτριες επέστρεψαν στο πόστο τους, τη φύλαξη της αίθουσας. Στο φωτισμένο πλέον δωμάτιο είχαν απομείνει οι δύο υπηρέτριες. Η μικρή είχε παραμείνει σιωπηλή τόσην ώρα κι άκουγε με προσοχή όσα έλεγαν οι μεγαλύτεροι. Γρήγορα όμως έσπασε τη σιωπή της.

«Μαμά, θα έχουμε πόλεμο πάλι;» τα μάτια της είχαν καρφώσει τη μητέρα της και το βλέμμα της έδειχνε την αγωνία της και το φόβο της μπροστά σε μια τόσο βαριά λέξη που καλά καλά δε γνώριζε τι σήμαινε. Καταλάβαινε όμως τα δεινά που προκαλούσε, μόνο από τον τρόμο που ζωγραφιζόταν στα μάτια των μεγάλων στο άκουσμά της. Η μητέρα της την κοίταξε και την αγκάλιασε στοργικά.

«Αυτά είναι ανοησίες. Μην τους ακούς, τίποτα δε θα συμβεί», έσκυψε και τη φίλησε στο μάγουλο. Η κάρδια της δεν ήταν ανάλαφρη όμως. Ήξερε ότι έλεγε ψέματα στη μικρή της κόρη για να κατευνάσει την ταραγμένη της σκέψη. «Θα τελειώσω εγώ εδώ πέρα, πήγαινε να φας». Δεν πρόλαβε να βγει έξω κι όρμησαν μέσα οι βοηθοί του βασιλιά για να ελέγξουν την αίθουσα. Της έκαναν νόημα να φύγει κι αυτή με πολύ διακριτικότητα αποχώρησε.

Οι φρουροί πήραν τη θέση τους στο πλάι της εισόδου. Οι πρώτοι καλεσμένοι είχαν κιόλας φτάσει και τους ταχτοποιούσαν στις θέσεις τους. Οι πρίγκιπες ξεχώριζαν από τις λαμπερές ενδυμασίες τους και τον αέρα εξουσίας που απέπνεαν. Μαζί τους είχαν όλοι τους βοηθούς τους και τους στρατηγούς τους που ξεχώριζαν κι αυτοί με τη σειρά τους από το αυστηρό κι αγέλαστο ύφος τους. Οι πρίγκιπες πήραν τη θέση τους στο ορθογώνιο τραπέζι από τη λαξεμένη κερασιά. Πίσω τους στάθηκαν οι στρατηγοί τους, άυπνοι προστάτες τους και ακόμα πιο πίσω οι βοηθοί τους για να τρέξουν αν τους ζητήσουν οι άρχοντές τους.

Αφού τακτοποιήθηκαν έκανε την εμφάνισή του ο βασιλιάς. Διέσχισε την αίθουσα με περισσή περηφάνια φορώντας την πλουμιστή κόκκινη ενδυμασία του, έχοντας επίγνωση της ανωτερότητάς του απ’ όλους όσους βρίσκονταν μαζεμένοι σ’ εκείνη την αίθουσα. Έβλεπε από τη δική του σκοπιά τα μάτια των άλλων να καίνε από ζήλια για το ανώτατο αξίωμα που κατείχε και απολάμβανε να νιώθει την ανέλπιδη λαχτάρα τους να σφετεριστούν τον θρόνο του. Πήρε τη θέση του στην κεφαλή του τραπεζιού κι από πίσω του στάθηκαν οι ακόλουθοί του. Χωρίς ν’ αλλάξει κατεύθυνση το βλέμμα του,

Page 278: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

278 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

έκανε νεύμα με το χέρι του. Σε κλάσματα δευτερολέπτου δύο ακόλουθοί του έσπευσαν ο ένας για να του δώσει το χρυσό του κύπελλο διακοσμημένο με πετράδια κι ο άλλος για να το γεμίσει με κόκκινο μυρωδάτο κρασί που όμοιό του δεν υπήρχε σε καμιά περιοχή όλου του βασιλείου κι ήταν τόση η γλυκύτητά του που ακόμα κι οι πιο επιλεκτικοί παραδίνονταν στο μεθυστικό του άρωμα και την ευωδιαστή του γεύση.

Οι υπόλοιποι πρίγκιπες στέκονταν τριγύρω και περίμεναν τον βασιλιά πότε θα ξεκινήσει τη συζήτηση. Κανένας δεν είχε το δικαίωμα να μιλήσει πριν τον βασιλιά. Αυτός θα έθετε το θέμα της συγκέντρωσης, αυτός θα την έλεγχε κι επίσης η δική του γνώμη θα υπερίσχυε στο τέλος. Ο βασιλιάς δε φαινόταν να βιάζεται. Απολάμβανε το κρασί του και στο βλέμμα του διέκριναν ότι ήταν χαμένος σε βαθιά περισυλλογή και σκέψη.

«Αρχικά, θέλω να σας ευχαριστήσω που απαντήσατε θετικά στο κάλεσμά μου. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που βρεθήκαμε όλοι μαζί συγκεντρωμένοι για να συζητήσουμε ένα θέμα μεγίστης σημασίας. Υπάρχουν και πολλά καινούργια πρόσωπα στην παρέα μας που ελπίζω να δείξουν τη σοφία και τη διορατικότητα των προκατόχων τους. Το θέμα γι’ άλλη μια φορά είναι η Σελίμα. Όλοι νομίζαμε ότι την είχαμε ξεφορτωθεί, αλλά δυστυχώς απ’ ό,τι δείχνουν τα πράγματα γι’ άλλη μια φορά ορθώνεται η απειλή της μπροστά στα μάτια μας. Δεν αρκείται στον τίτλο που της είχε δοθεί, μα ζητάει περισσότερη εξουσία. Άσχημα πράγματα όμως συμβαίνουν σ’ όσους επιβουλεύονται το αξίωμα άλλων κι ιδίως όταν αυτό το αξίωμα τους το έχει παραχωρήσει ομόφωνα ο ίδιος ο λαός», η φωνή του ξαφνικά έγινε τσιριχτή κι άθελά του έδειχνε τον φόβο που τον είχε κυριέψει για την ασφάλεια του θρόνου του.

«Τίποτα από αυτά δε θα είχε συμβεί αν οι πέντε σφραγίδες ήταν καλά φυλαγμένες. Τις αφήσαμε εκτεθειμένες σε πέντε σημεία. Ίσως τώρα να έχουν εξαφανιστεί για πάντα και να μην μπορέσουμε να τις ξαναμαζέψουμε». Ο Πάβος από το πριγκιπάτο της Ούρσιας σηκώθηκε όρθιος. «Από την αρχή που ο Ροδόλφος μας ανακοίνωσε την πρόθεσή του εμείς είχαμε αντιταχθεί, αλλά κανείς δε μας άκουσε. Τώρα δείτε τι έχει συμβεί». Οι υπόλοιποι γύρω του ήταν σιωπηλοί, ώσπου μίλησε ο νέο-εστεμμένος πρίγκιπας Άθυρος.

«Από μικρός άκουγα ιστορίες για τις πέντε σφραγίδες, ποτέ όμως δεν μου είχε δοθεί η ευκαιρία να τις δω από κοντά. Ποιος γνωρίζει πού βρίσκονται οι σφραγίδες τώρα;» Ο Πάβος ανέλαβε να λύσει τις απορίες του.

«Κατά τη διάρκεια του μεγάλου πολέμου είχε συσταθεί άλλο ένα τέτοιο συμβούλιο μιας κι ο κίνδυνος ήταν ορατός κι έπρεπε να προστατέψουμε τις

Page 279: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 279 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

σφραγίδες. Στο παλάτι οι σφραγίδες δεν ήταν ασφαλείς κι έτσι ο Ροδόλφος ο ίδιος ανέλαβε να τις κρύψει μακριά σε πέντε διαφορετικά σημεία, μαζί με τους έμπιστούς του. Μετά το τέλος του πολέμου αποφασίστηκε να τις φέρουμε πάλι πίσω. Μεθυσμένοι εμείς από το γλυκό παραλήρημα της νίκης το αμελήσαμε. Οι καιροί όμως άλλαξαν και τώρα πρέπει να τις φέρουμε πίσω τις σφραγίδες».

«Εγώ αυτό που ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω είναι πώς πέντε αντικείμενα ορίζουν την τύχη του κόσμου μας». Ο κόσμος ήταν πολύ κλειστός και δύσκολα κάποιος δεχόταν να του απαντήσει ερωτήσεις σχετικά με το δυσάρεστο παρελθόν. Όλοι ήθελαν να ξεχάσουν τι είχε συμβεί κι οι νεότεροι που είχαν όρεξη να μάθουν δεν έβρισκαν εύκολα κάποιον πρόθυμο να τους διηγηθεί τι είχε συμβεί.

«Πρίγκηπα Άθυρε» είπε τελικά ο βασιλιάς. «Είσαι πολύ μικρός και φυσιολογικό είναι να μη γνωρίζεις ορισμένα πράγματα. Οι πέντε σφραγίδες είναι τα προσωπικά αντικείμενα του πρώτου βασιλιά, του Θύρσου. Του τα είχαν δωρίσει οι αρχηγοί των πριγκιπάτων που με τη θέλησή τους υποτάχτηκαν στην κυριαρχία του ενός βασιλιά. Αυτά τα πέντε αντικείμενα πρέπει να τα φοράει μόνο ο ένας και μοναδικός βασιλιάς στη θέληση και τη δύναμη του οποίου πρέπει όλοι να υποτάσσονται. Με άλλα λόγια, αυτά τα αντικείμενα σφραγίζουν την εξουσία του βασιλιά».

«Μα, τότε άρχοντά μου, αν ο βασιλιάς χρειάζεται αυτά τα πέντε αντικείμενα για να εδραιώσει την εξουσία του, εσύ πώς βασιλεύεις χωρίς αυτά;» με τόση αφέλεια ξεστόμισε αυτά τα λόγια ο Άθυρος, που ο βασιλιάς ξεροκατάπιε αμέσως. Γύρισε και τον κοίταξε με βλέμμα άγριο και ταυτόχρονα πληγωμένο σα λαβωμένο ελάφι. Ο Άθυρος κατάλαβε ότι η άγνοιά του τον είχε παρασύρει σε αδιέξοδα μονοπάτια και σώπασε αμέσως. Οι υπόλοιποι πρίγκιπες έριχναν κρυφές ματιές ο ένας στον άλλο κι ανταλλάσσαν βλέμματα γεμάτα υπονοούμενα. Τα λόγια του μικρού έκρυβαν μια αλήθεια που όμως δεν ήταν ώρα να συζητήσουν.

Εκείνη τη στιγμή της έκδηλης αμηχανίας εισέβαλλε στην αίθουσα μια φωτεινή μορφή. Χρυσό φως έλουζε τα μαλλιά της κι απόκοσμη ομορφιά στόλιζε το πρόσωπό της. Οι ανάλαφρες κινήσεις της έδιναν την εντύπωση ότι δεν πατούσε με τα πόδια της στη γη αλλά ότι αιωρούνταν. Ένα επιφώνημα θαυμασμού κι έκπληξης διέρρευσε στην αίθουσα μπροστά στη θέα του απόκοσμου λαμπερού πλάσματος και των ακολούθων της. Στάθηκε απέναντι από τον βασιλιά στην άλλη κεφαλή του τραπεζιού που κατ’ εντολή του βασιλιά έμενε πάντα κενή και κοίταξε τους πρίγκιπες όλους έναν έναν.

Page 280: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

280 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τελευταίο άφησε τον βασιλιά που τον κάρφωσε με την αφοπλιστική της ματιά.

«Η εξουσία του δε στηρίζεται πουθενά. Πολύ σύντομα όλα θα αλλάξουν κι ο πραγματικός διάδοχος του θρόνου θα καταλάβει τη θέση που του αξίζει». Ο βασιλιάς έκπληκτος έστρεψε το βλέμμα του στο απόκοσμο πλάσμα που εισέβαλλε στο συμβούλιο των πριγκίπων. «Θέλω να μάθω ποιες είναι οι αποφάσεις σχετικά με το πρόβλημα που προέκυψε». Κανένας από τους πρίγκιπες δεν απάντησε. Όλοι την κοιτούσαν αποσβολωμένοι, μην μπορώντας ν’ αρθρώσουν κουβέντα. Ο βασιλιάς έκανε νόημα σ’ έναν από τους ακολούθους του να μιλήσει. Αυτός ξαφνιασμένος κι αρκετά απρόθυμος αναγκάστηκε να υπακούσει.

«Δεν.. έχουν καταλήξει κάπου οι ομιλίες…. Αλλά δεν έχει και πολύ ώρα που ξεκίνησαν. Τώρα που ήρθατε κι εσείς, η παρουσία σας θα συμβάλλει σημαντικά στη λήψη των αποφάσεων».

«Αν και είμαστε απρόσκλητοι θα συνδράμουμε στη διευθέτηση του θέματος που προέκυψε για μια ακόμη φορά κι επηρεάζει άμεσα όλους. Ελπίζω ο εντιμότατος βασιλιάς σας να μας απευθύνει απευθείας το λόγο και να μη χρησιμοποιεί τα φερέφωνά του να ενεργούν γι’ αυτόν. Τουλάχιστον αυτό θα έπραττε ένας σωστός οικοδεσπότης, πόσο μάλιστα ένας βασιλιάς». Ο βασιλιάς δαγκώθηκε από την άμεση επίθεση της νεράιδας. Δε θα δεχόταν σε καμία περίπτωση ένα μαγικό πλάσμα να τον υπονομεύει τόσο ξεδιάντροπα μπροστά στους υποτακτικούς του.

«Αν σκεφτείς Γλαφύρα ότι όλα τα δεινά αυτού του κόσμου προέρχονται από τα μαγικά πλάσματα, τότε δε θα ήταν απορίας άξιον που δεν ήσασταν καλεσμένοι στο αποψινό συμβούλιο». Η Γλαφύρα τον κοίταξε κατάματα.

«Να’ σαι σίγουρος βασιλιά μου ότι ακόμα κι εμείς να μην υπήρχαμε, εσείς θα βρίσκατε τρόπο να αλληλοφαγωθείτε. Πάρε για παράδειγμα το αποψινό συμβούλιο. Έχετε μαζευτεί όλοι οι πρίγκιπες και τόσην ώρα δεν έχετε καταλήξει σ’ ένα κοινό σχέδιο δράσης».

«Τα καταφέραμε μια χαρά στο παρελθόν και το ίδιο θα κάνουμε και τώρα».

«Θέλεις μήπως να σας αφήσουμε μόνους σας ενάντια στις δυνάμεις της Σελίμα; Μάλλον δε θυμάσαι καλά τι είχε συμβεί πριν λίγα χρόνια». Ο βασιλιάς ήταν στριμωγμένος. Δεν τον συνέφερε να συνεχίσει την αντιπαράθεσή του με τη Γλαφύρα. Η βοήθεια των μαγικών πλασμάτων θα ήταν καταλυτική κόντρα στη Σελίμα και το ήξερε καλά. Έπρεπε να υποχωρήσει χωρίς να χάσει το γόητρό του.

Page 281: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 281 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Καλώς, ας είναι. Ας γυρίσουμε στο θέμα μας». «Αφού ισχυρίζεσαι ότι εσύ είσαι ο μόνος που γνωρίζεις που βρίσκονται

οι σφραγίδες πρέπει να τις φέρεις πίσω. Μόνο αυτές μπορούν να μας σώσουν. Είναι επείγουσα ανάγκη να συγκεντρωθούν όλες μαζί. Μόνο η δύναμη που βγαίνει όταν είναι ενωμένες στα χέρια του ενός βασιλιά μπορεί να νικήσει τη Σελίμα. Μπορείς να το κάνεις;» Όλοι μέσα στο δωμάτιο συμφώνησαν με τα λόγια του Κλείτου, του πρίγκιπα της Ουρανούπολης. Οι μόνοι που δεν αντέδρασαν ήταν ο ίδιος ο Βαρούχ κι η Γλαφύρα που στεκόταν απέναντί του και τον κοιτούσε με δυσπιστία. Όλοι οι πρίγκιπες μεταξύ τους το είχαν αποφασίσει, αφού ο Βαρούχ γνώριζε τη θέση των σφραγίδων έπρεπε ο ίδιος να πάει και να τις φέρει πίσω. Η Γλαφύρα βλέποντάς τον να σιωπά, πήρε τον λόγο.

«Οι σφραγίδες βρίσκονται καλά ασφαλισμένες, όμως ήρθε ο καιρός να επιστρέψουν εκεί που πρέπει. Δε χρειάζεται να σκοτίζετε το μυαλό σας. Έχουμε ήδη μεριμνήσει γι’ αυτό…..», ο Βαρούχ στο άκουσμα αυτής της πληροφορίας πετάχτηκε όρθιος και δεν την άφησε να ολοκληρώσει.

«Πώς τολμάς να πάρεις μια τέτοια απόφαση χωρίς να με συμβουλευτείς πρώτα;» γαύγισε οργισμένος, προκαλώντας αναταραχή στους παρευρισκομένους.

«Δεν έχω ανάγκη την έγκρισή σου. Δεν είμαι υποτελής σου κι ούτε θα περίμενα πότε θα το πάρετε απόφαση για να συνειδητοποιήσετε τι συμβαίνει. Οι εξελίξεις τρέχουν κι εμείς δεν πρέπει να μένουμε πίσω γιατί αλλιώς εμείς θα χάσουμε την ηρεμία μας κι εσύ θα χάσεις τον θρόνο σου». Τα λόγια της Γλαφύρας τάραξαν τον βασιλιά. Η πιθανότητα να χάσει τον θρόνο του αιωρούνταν σαν σκιά στο μυαλό του και στοίχειωνε τα όνειρά του, τα λόγια της νεράιδας τον ανάγκασαν να συνειδητοποιήσει ότι ο κίνδυνος ήταν υπαρκτός κι οποιαδήποτε λάθος υπολογισμένη κίνηση θα μπορούσε ν’ ανατρέψει τον κόσμο του και να του στερήσει το αξίωμά του. Έτσι αποφάσισε να είναι πιο διαλλακτικός κι ανεκτικός.

«Τι προτείνεις λοιπόν να κάνουμε;», η φωνή του ξαφνικά άλλαξε κι από ηχηρή έντονη τώρα ήταν σχεδόν γλυκιά και ήρεμη.

«Οι σφραγίδες πρέπει να συγκεντρωθούν εδώ το συντομότερο δυνατό και να φυλαχτούν ώστε να μην μπορεί κανείς να τις πλησιάσει και να τις χρησιμοποιήσει για προσωπικά του οφέλη», το βλέμμα της αμέσως έπεσε πάνω στον Βαρούχ έχοντας πλήρη επίγνωση της δίψας του βασιλιά ν’ αποκτήσει την υπέρτατη δύναμη. «Από εσένα εξαρτάται όπως καταλαβαίνεις, μιας κι εσύ ήσουν μαζί με τον Ροδόλφο όταν τις σκόρπισε στις πέντε μυστικές

Page 282: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

282 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τοποθεσίες». Ο Βαρούχ χαμογέλασε αυτάρεσκα, ξεροκαταπίνοντας ταυτόχρονα.

«Για να δείτε με ποιον έχετε να κάνετε» είπε απευθυνόμενος στους πρίγκιπες που είχαν μείνει αμέτοχοι στην έντονη στιχομυθία ανάμεσα στα δύο εξέχοντα πρόσωπα, «κι ότι έχω ήδη μεριμνήσει για τη διασφάλιση των πολύτιμων θησαυρών του βασιλείου μας» έβαλε το χέρι του μέσα στη χρυσοκεντημένη του μπλούζα στο ύψος του λαιμού του και τράβηξε προς τα έξω το φυλακτό του Βόρυ, «σας παρουσιάζω την πέμπτη σφραγίδα». Όλα τα βλέμματα στράφηκαν ξαφνιασμένα προς το χρυσό κόσμημα που κρεμόταν από το χέρι του βασιλιά. Πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια αποκαλυπτόταν μια από τις πέντε σφραγίδες και πόσο μάλιστα η Πέμπτη, αυτή που κανένας ποτέ δεν είχε δει κι ήταν επτασφράγιστο μυστικό, κι όλοι έμειναν με το στόμα ανοιχτό. «Κάτι έκανα κι εγώ σαν ένας απλός βασιλιάς, δε νομίζετε;», ο βασιλιάς είχε φουσκώσει από περηφάνια διαβάζοντας στα πρόσωπα όλων την έκπληξη που τους είχε προκαλέσει η φανέρωση της σφραγίδας. Η αντίδραση της Γλαφύρας όμως δεν ήταν αυτή που περίμενε.

«Πού είναι ο Βόρυς;» τον ρώτησε ανέκφραστη. Ήταν σαφές όμως ότι περίμενε άμεσα και χωρίς καθυστέρηση την απάντησή του.

«Τι τον θες τον μικρό; Σου παρουσιάζω μπροστά στα μάτια σου μια από τις σφραγίδες κι εσύ με ρωτάς για έναν ασήμαντο …..;»

«Ο Βόρυς βρίσκεται εδώ;», η Γλαφύρα ήταν ανένδοτη. Τον Βαρούχ δεν τον ενδιέφερε καθόλου ο μικρός, είχε πάρει αυτό που ήθελε από αυτόν.

«Ναι, εγώ τον έχω. Είναι μέσα στο παλάτι». «Ζήτησε να τον φέρουν εδώ» είπε η νεράιδα κρατώντας το ίδιο ύφος. «Δε διατάζεις εσύ εδώ μέσα νεράιδα», ο βασιλιάς χτύπησε με δύναμη το

χέρι του στο μαρμάρινο τραπέζι. «Ούτε κι εσύ» το παγωμένο βλέμμα της νεράιδας του έφερε κρύο

ιδρώτα και τα λόγια της τρικυμία στην καρδιά του. «Εντάξει λοιπόν, ας γίνει το δικό σου. Δεν έχει καμία αξία ο μικρός,

αλλά αφού τόσο πολύ θες να τον δεις, πάρ’ το σαν ένδειξη καλής θέλησης». Αμέσως διέταξε τους φρουρούς να φέρουν τον μικρό κρατούμενο. Ο ίδιος σε μία επίδειξη ισχύος περιφερόταν γύρω από το τραπέζι επιδεικνύοντας στους πρίγκιπες και τους ακολούθους τους το απόκτημά του, απολαμβάνοντας τον θαυμασμό και τις επιδοκιμασίες τους. Η Γλαφύρα κι οι ακόλουθοί της στέκονταν ακίνητοι στη θέση τους παρακολουθώντας το αυτοσχέδιο γλέντι που είχε στήσει ο βασιλιάς, χωρίς να κουνιέται ούτε να μιλάει. Μετά από

Page 283: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 283 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αρκετή ώρα ο φρουρός επέστρεψε λαχανιασμένος. Στάθηκε για λίγο για να πιάσει την ανάσα του και με κόπο κατάφερε να ψελλίσει τρεις λέξεις.

«Ο μικρός…..έφυγε». Τα λόγια έπεσαν σαν κεραυνός. «Τι εννοείς έφυγε;» φώναξε εμβρόντητος ο βασιλιάς, «Πώς γίνεται

αυτό; Ποτέ κανένας δεν κατάφερε να δραπετεύσει από τα μπουντρούμια. Πώς το κατάφερε αυτός;»

«Δεν είναι ….στο κελί του» απάντησε λιγόψυχα ο φρουρός. Δισταχτικά, κι αφού είχε βρει την ανάσα του, έσκυψε προς το μέρος του βασιλιά. «Οι φρουροί συνέλαβαν αυτόν που τον ελευθέρωσε τη στιγμή που προσπαθούσε να κόψει τις αλυσίδες ενός άλλου κρατούμενου. Τον ξέρω, είναι επικίνδυνος. Μόλις το πρωί προσπάθησα να τον σταματήσω από έναν καυγά με ντόπιους σε μια ταβέρνα» ψέλλισε ο φρουρός με το ευδιάκριτο καρούμπαλο στο μέτωπο και το μαυρισμένο μάτι, στο αυτί του βασιλιά του για να μην τους ακούσουν οι υπόλοιποι. Ο βασιλιάς κεραυνόπληκτος τον πήρε παράμερα, κάτι που κίνησε το ενδιαφέρον όλων.

«Και πού είναι αυτός τώρα;» «Είναι αναίσθητος από το χτύπημα, τον μεταφέραμε στο φυλάκιο των

φρουρών μέχρι να αποφασίσετε εσείς τι να τον κάνουμε». «Να τον πάτε αμέσως στο δωμάτιό μου και να μη μας ενοχλήσει κανείς.

Να αδειάσει όλη η πτέρυγα από φρουρούς» είπε επιτακτικά ο βασιλιάς. «Μα, βασιλιά μου…..», ο φρουρός πήγε να εκφράσει την αντίθεσή του,

όμως ο βασιλιάς του γύρισε την πλάτη επιδεικτικά αδιαφορώντας για ό,τι είχε να του πει.

«Να συλληφθούν οι ανίκανοι» βροντοφώναξε ο Βαρούχ. Ο φρουρός υποκλίθηκε κι έσπευσε να εκτελέσει τη διαταγή του. Αμέσως στράφηκε στη νεράιδα που παρακολουθούσε την προσωπική συνδιάλεξη του βασιλιά με τον φρουρό με καχυποψία. «Απ’ ό,τι φαίνεται θα πρέπει να αρκεστείς στη σφραγίδα».

«Στα μπουντρούμια κρατάς τους φιλοξενούμενούς σου, Βαρούχ;» τον ρώτησε η Γλαφύρα έκπληκτη από την κατά λάθος αποκάλυψη του βασιλιά.

«Για να σιγουρέψω ότι δε θα φύγει» της απάντησε υπερασπιζόμενος την απόφασή του.

«Απ’ ό,τι φαίνεται δε λειτούργησε πολύ καλά» συνέχισε η Γλαφύρα κινούμενη αργά προς το μέρος του. Ο Βαρούχ διέκρινε την οργή στα μάτια της, μια φλόγα άρχισε να καίει μέσα στην μαύρη ίριδα κι οπισθοχώρησε αμήχανος.

Page 284: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

284 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Κοίτα, έχουμε τη μια σφραγίδα, αυτό είναι θετικό, έχουμε το προβάδισμα» η φωνή του αντηχούσε δυνατή, δεν ήταν δύσκολο όμως για τη νεράιδα ν’ αναγνωρίσει τον φόβο που κρυβόταν από πίσω.

«Δεν έχεις ιδέα τι συμβαίνει γύρω σου. Είσαι τυφλωμένος από μια εξουσία που δε σου ανήκει κι όλες σου οι κινήσεις αποσκοπούν μόνο στη διατήρησή της» είχε φτάσει πια σε απόσταση αναπνοής, «να θυμάσαι όμως, ότι όσα τόσο εύκολα απέκτησες, τόσο εύκολα επίσης θα τα χάσεις». Με την τελευταία της λέξη άπλωσε το λεπτό της χέρι, άρπαξε το φυλακτό από τον λαιμό του, κάνοντάς τον να φωνάξει από το γρατζούνισμα της αλυσίδας στο λαιμό του, κι εξόρμησε προς την πόρτα. Πριν καλά καλά καταλάβουν οι υπόλοιποι τι είχε συμβεί, όλα τα μαγικά πλάσματα εξαφανίστηκαν αφήνοντας πίσω τους ένα σύννεφο ασημένιας αστραφτερής αχλής.

Από την τριβή του φυλακτού στο δέρμα του, ο βασιλιάς κόπηκε κι από τις δύο μεριές του λαιμού του. Έπιασε με το χέρι του το ζεστό αίμα κι έκανε νόημα στον βοηθό του.

«Κάλεσε το γιατρό στο δωμάτιό μου. Με τραυμάτισε η μάγισσα». Λέγοντας αυτά κατευθύνθηκε προς την πόρτα και χωρίς να πει κουβέντα στους πρίγκιπες, που παρακολουθούσαν εκστασιασμένοι τη σκηνή, αποχώρησε ντροπιασμένος και ταπεινωμένος.

Όταν άνοιξε πια τα μάτια του δε βρισκόταν στο κελί και πλάι του δεν

είχε τον άγνωστο άντρα. Το δωμάτιο που τον είχαν μεταφέρει ήταν λουσμένο στο φως, γεμάτο περίτεχνους πίνακες και ντυμένο με βαριά υφάσματα στους τοίχους. Η πολυθρόνα που αγκάλιαζε το ταλαιπωρημένο κορμί του ήταν βολική και κάθε πτυχή του σώματός του απολάμβανε την παραμονή του εκεί. Το δωμάτιο περιστρεφόταν γύρω του. Δεν είχε συνέλθει ακόμα από το σφοδρό χτύπημα που δέχτηκε στο κεφάλι. Παρά τη ζαλάδα του, δεν παρέλειψε να παρατηρήσει την ομορφιά και τον πλούτο που φανερωνόταν σε κάθε γωνιά του δωματίου.

Το ταβάνι ήταν κεντημένο με χρυσή κλωστή δημιουργώντας περίτεχνα σχήματα κι αρμονικές παραστάσεις. Οι πίνακες που στόλιζαν τους τοίχους απεικόνιζαν πορτρέτα αγέλαστων ευγενών και βασιλιάδων με πομπώδες ύφος. Τα κηροπήγια κρέμονταν από τα δόντια κεφαλών δράκων σμιλεμένα στο χρυσάφι με κάθε λεπτομέρεια. Στο πάτωμα χοντρά μάλλινα χαλιά έντυναν με τη ζεστασιά τους το δωμάτιο κι έδιναν την αίσθηση της θαλπωρής στον αχανή χώρο που όσα έπιπλα κι αν είχε δεν ήταν δυνατόν να γεμίσει με τίποτα. Ένας τεράστιος σκαλιστός καναπές τριγυρισμένος από

Page 285: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 285 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

καρέκλες στο ίδιο μοτίβο. Όλα με χρυσές πινελιές που αναδείκνυαν τη χάρη τους κι αντιπροσώπευαν το πρόσωπο που τα χρησιμοποιούσε.

Ένα έπιπλο ακριβώς απέναντί του κατακλυσμένο με όλων των σχημάτων κρυστάλλινες καράφες, μικρά τραπεζάκια με τις συνοδευτικές τους καρέκλες και τα διακοσμητικά τους και τέλος ένας χτισμένος καναπές, ενσωματωμένος στον τοίχο με χρυσά κεντημένα μαξιλάρια που είχε θέα στη θάλασσα για ώρες αναπόλησης και περισυλλογής. Αυτό που κίνησε περισσότερο την προσοχή του Λέανδρου όμως, ήταν το τζάκι στον απέναντι τοίχο που όμοιό του δεν είχε ξαναδεί. Από τις γωνίες του ξεπηδούσαν μαρμάρινα ομοιώματα προσώπων τόσο εκφραστικά, που θαρρείς ανά πάσα στιγμή θα σάλευαν και θα αποκτούσαν ψυχή.

«Να που συναντιόμαστε πάλι. Νόμιζες ότι θα κατάφερνες να απομακρυνθείς από το παλάτι;», ο Λέανδρος γύρισε αιφνιδιασμένος στην πόρτα. Ο βασιλιάς στεκόταν απέναντί του και τον θωρούσε μ’ ένα σαρκαστικό μειδίαμα που έκανε το πρόσωπό του ακόμα πιο αποκρουστικό. Σηκώθηκε όρθιος, πάντα σε ετοιμότητα, αν και τα πόδια του δεν τον βαστούσαν ακόμα σταθερά. Μόλις τότε διαπίστωσε ότι τα χέρια του ήταν γερά ασφαλισμένα σε χοντρές σιδερένιες αλυσίδες. Τα κούνησε βίαια για να αποδεσμευτεί, το μόνο που πέτυχε όμως ήταν να τα πληγώσει ακόμα περισσότερο και παραδομένος άφησε ελεύθερο το σώμα του στην αγκαλιά της πολυθρόνας. Ο βασιλιάς παρακολουθούσε με ικανοποίηση τις αγωνιώδεις προσπάθειές του και την κατάληξή τους και ξέσπασε σε ηχηρά γέλια. «Δεν υπάρχει νόημα σε τίποτα πια για εσένα μικρέ» του είπε, ενώ ταυτόχρονα γέμιζε ένα ποτήρι κρασί από μια καράφα. Το μεθυστικό άρωμα του κρασιού επέβαλλε την παρουσία του στο δωμάτιο και γαργάλησε μέχρι και τα ρουθούνια του Λέανδρου. «Δε σου έχουν μάθει να μην τα βάζεις με τους ισχυρούς; Στο τέλος δεν ξέρεις τι μπορεί να σου συμβεί», του Λέανδρου του φάνηκε πως είδε μια λάμψη να περνάει από τα μάτια του βασιλιά.

«Γιατί με κυνηγάς;» του είπε με αυστηρό τόνο. Ο Βαρούχ πάλι ξέσπασε σε ηχηρά γέλια.

«Ώστε δεν ξέρεις, έτσι;» τον πλησίασε και τον άρπαξε από το χέρι. «Έκανα πολλά για να φτάσω εδώ που είμαι. Πράγματα για τα οποία δεν έχω μετανιώσει ούτε λεπτό. Δε θα τα καταστρέψει όλα ένας τυχοδιώκτης που δεν έχει ιδέα τι του γίνεται. Από τη στιγμή που πάτησες το πόδι σου στην Πόλη των Ρόδων υπέγραψες τη θανατική σου καταδίκη». Σαν κεραμίδα έπεσαν τα λόγια του βασιλιά πάνω στον Λέανδρο.

Page 286: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

286 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Σκότωσέ τον τώρα, που τον έχεις του χεριού σου», η φωνή της έκπτωτης νεράιδας σαν οξύ σφύριγμα ήχησε στα αυτιά του. Ο Βαρούχ σταμάτησε να μιλάει για λίγο και με το χέρι του προσπάθησε να διώξει τη νεράιδα από το πλάι του. Το είχε δοκιμάσει άπειρες φορές στο παρελθόν αλλά δεν είχε καταφέρει πολλά. Ο Λέανδρος παρατήρησε την παράλογη συμπεριφορά του, όμως δεν εστίασε την προσοχή του εκεί.

«Πολλά χρόνια περίμενα αυτή τη στιγμή, επιτέλους θα ολοκληρώσω αυτό που ξεκίνησα κι όταν πια γίνει κι αυτό κανένας δε θα σταθεί εμπόδιο στον δρόμο μου». Ο βασιλιάς συνέχισε το παραλήρημά του σφίγγοντας ταυτόχρονα το χέρι του Λέανδρου. «Τα βλέπεις όλα αυτά γύρω σου. Τώρα πια θα φύγουν οι σκιές και τα φαντάσματα που με στοιχειώνουν τόσα χρόνια. Σε έψαχνα πολύ καιρό, κι ήρθες εσύ σ’ εμένα γιατί είναι γραπτό μου ν’ αποκτήσω την απόλυτη δύναμη». Προς μεγάλη έκπληξη του βασιλιά, μέσα στο αχανές δωμάτιο αντήχησαν τα δυνατά γέλια του Λέανδρου.

«Είσαι τρελός, σ’ ακούω τόση ώρα να μιλάς και δεν μπορώ να σε παρακολουθήσω. Δεν είμαι εγώ αυτός που ψάχνεις. Αυτός που κρατούσες φυλακισμένο το έσκασε και δεν πρόκειται να τον προλάβεις. Εγώ δε σου είμαι χρήσιμος». Ο Λέανδρος φώναζε δυνατά καθιστώντας σαφές στον βασιλιά σε πόσο χαμηλή υπόληψη τον είχε.

«Πώς τολμάει, ο κακορίζικος. Εξαφάνισέ τον τώρα. Σε χλευάζει μπροστά στα μάτια σου», η νεράιδα ύψωσε το ανάστημά της μέσα σ’ ένα σύννεφο μαύρου καπνού που μόνο ο Βαρούχ είχε την ικανότητα να δει. Ο Λέανδρος οσμίστηκε σάπια σάρκα στον αέρα και δοκίμασε να απομακρυνθεί από τον Βαρούχ.

«Τι θράσος!» ξεστόμισε ξαφνιασμένος ο Βαρούχ. «Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που κάποιος μου είχε μιλήσει με τέτοια αυθάδεια, και δεν του βγήκε σε καλό. Έμαθα ότι τον γνώρισες στα μπουντρούμια, από αυτόν πήρες μάθημα για να μιλάς έτσι;»

«Γι’ αυτό τον φυλάκισες και του προσφέρεις τέτοια ζωή που ούτε ζώα στον στάβλο δε θα άντεχαν; Επειδή σου αντιμίλησε; Αν τέτοια μοίρα φυλάς για εμένα δε με νοιάζει, στα μάτια μου είσαι πιο κάτω κι από σκουπίδι και δε θα περάσει μέρα που να μην το φωνάζω». Η οργή του Βαρούχ όπλισε το χέρι του με περίσσια δύναμη και το προσγείωσε με φόρα πάνω στο ροδαλό μάγουλο του αγοριού. Οι νεράιδες στήσανε χορό γύρω του και τα γέλια τους απόκοσμα και τρομαχτικά τον όπλισαν με περισσότερη δύναμη να τον εξοντώσει για να τις ξεφορτωθεί.

«Τι κρίμα για εσένα μικρέ, δε θα ζήσεις αρκετά για να δεις κάτω από ποιες συνθήκες επιβίωσε ο Ιλαρίων μέσα στο κελί του. Δε θα προλάβεις να

Page 287: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 287 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

δεις τη νέα αυγή που ξημερώνει, καθώς οι ώρες σου παρά το νεαρό της ηλικίας σου είναι μετρημένες». Τον τράβηξε από το χέρι με βία και τον σήκωσε από την πολυθρόνα.

«Ποιος είναι ο Ιλαρίων; Για ποιον μιλάς; Πού με πας;» βροντοφώναξε ο Λέανδρος.

«Έχε υπομονή, θα δεις σε λίγο» απάντησε χαιρέκακα ο Βαρούχ. Κάλυψε το κεφάλι του μ’ ένα ύφασμα και το έδεσε στον λαιμό του. Ο Λέανδρος έβαλε όλες τις δυνάμεις του διαμαρτυρόμενος, αλλά δεν καρπούσαν οι προσπάθειές του. Ο ίδιος ήταν ανήμπορος να κινηθεί ελεύθερα λόγω των δεσμών του κι ο βασιλιάς ήταν πολύ δυνατός. Με καλυμμένο το πρόσωπό του, τον έβγαλε έξω από τα βασιλικά διαμερίσματα. Περπατούσαν γι’ αρκετή ώρα μέσα στους διαδρόμους του παλατιού. Ο Λέανδρος αντιστεκόταν κι ο Βαρούχ σχεδόν τον έσερνε στα καλογυαλισμένα μάρμαρα. Δίπλα τους βάδιζαν οι νεράιδες που στρίγγλιζαν ρουφώντας τη δυστυχία του νεαρού αγοριού.

Γρήγορα η ατμόσφαιρα γύρω τους άλλαξε. Ο αέρας έγινε βαρύς κι η πορεία τους κατηφορική. Ο Λέανδρος αμέσως αναγνώρισε την ασήκωτη ατμόσφαιρα των μπουντρουμιών που δύσκολα μπορούσε να συνηθίσει κάποιος και σχεδόν ποτέ δεν ξεχνούσε. Επικρατούσε ησυχία κι ο Λέανδρος διέκρινε το μακρινό κελάρυσμα του ποταμού όπου θα τον περίμεναν οι φίλοι του. Θα τους ξαναέβλεπε ποτέ ή ο κύκλος της ύπαρξής του είχε κλείσει πετυχαίνοντας τον στόχο του που ήταν η απελευθέρωση του Βόρυ; Ο Βαρούχ άνοιξε μια πόρτα και πέρασαν το κατώφλι της. Σταμάτησαν κι ο βασιλιάς πέταξε το νεαρό αγόρι στο πάτωμα. Ο Βαρούχ τράβηξε απότομα το κάλυμμα από το κεφάλι του. Τα μάτια του Λέανδρου γρήγορα συνήθισαν το σκοτάδι του κελιού κι αμέσως αναγνώρισε το κελί που τον είχε οδηγήσει ο βασιλιάς. Η ματιά του έπεσε στον αλυσοδεμένο άντρα που νωρίτερα απέτυχε ν’ απελευθερώσει.

«Τον βλέπεις αυτόν;» του φώναξε κρατώντας στα χέρια του το ψειριασμένο κεφάλι του ταλαίπωρου άντρα που δύναμη δεν του είχε απομείνει για να το κρατάει όρθιο μόνος του. Οι νεράιδες γι’ άλλη μια φορά πλησίασαν τον παιδεμένο άντρα κι οσμίστηκαν με τέρψη κάθε σπιθαμή του λιπόσαρκου κορμιού του. Ο πόνος κι η δυστυχία των άλλων που είχε προέλθει από τα κατορθώματα της ψυχής που είχαν κάνει κατάληψη, τους έδινε ζωή και νέα πνοή. «Σ’ αυτόν οφείλεται το γεγονός ότι τώρα είσαι εδώ κι αντιμετωπίζεις αυτήν τη μοίρα σε αυτήν την ηλικία. Αν με είχες αφήσει να ολοκληρώσω το έργο πριν τόσα χρόνια, τώρα τίποτα δε θα είχε συμβεί κι ο μικρός δε θα περνούσε τις τελευταίες ώρες του αγωνιώντας για το τι θα του

Page 288: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

288 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

συμβεί» είπε στρέφοντας το βλέμμα του στον ανήμπορο άντρα. Ο Λέανδρος κοίταξε τον άντρα που στεκόταν αλυσοδεμένος απέναντί του. Πόση απόγνωση διάβασε στη ματιά του.

«Τι είναι αυτά που λες πάλι; Δεν τον έχω ξαναδεί αυτόν τον άντρα». «Κι όμως τον έχεις δει. Και πολλές φορές μάλιστα, άλλα ήσουν πολύ

μικρός για να το θυμάσαι. Αν όμως κοίταζε τη δουλειά του, δε θα περνούσα τόσα χρόνια με την αγωνία της επιστροφής σου κυριευμένος από τα φαντάσματα της αποτυχίας μου». Ο Βαρούχ οργισμένος στη θύμηση των παλιών γεγονότων έβγαλε το σπαθί του από το θηκάρι. Το φως ήταν πενιχρό, αρκετό όμως για να αναδειχθεί η λαμπερή ομορφιά των πετραδιών που στόλιζαν τη λάμα και τη λαβή του βασιλικού σπαθιού. Οι νεράιδες στάθηκαν δίπλα του επικροτώντας την κίνησή του.

«Όχι» φώναξε ξέπνοα ο κρατούμενος στη θέα του σπαθιού. Η φωνή του με κόπο βγήκε και τάραξε τα εξασθενημένα πνευμόνια του, προκαλώντας του έντονο βήχα. «Σκότωσε…… εμένα…….. όχι αυτόν» κατάφερε να μουρμουρίσει μ’ όσες δυνάμεις του απέμεναν.

«Θα ‘ρθει κι η σειρά σου, μη βιάζεσαι. Το ακόνισα αρκετά το σπαθί μου για σήμερα».

«Έδωσες όρκο, θυμήσου, να προστατέψεις αυτόν και την οικογένειά του. Μπορείς να φανείς καλύτερος, Βαρούχ. Ξέρω ότι δεν είσαι εσύ πίσω από όλα αυτά, αλλά η….»

«Μην αναφέρεις το όνομά της», ο Βαρούχ σχεδόν τρέμοντας κοίταξε τριγύρω. «Δεν πρέπει να καλούμε αυτούς που δεν πρέπει. Θα κρατήσω τον λόγο μου όμως. Σου το είχα υποσχεθεί ότι εδώ μπροστά σου θα πάρω τη ζωή του με το ίδιο σπαθί που πήρα και τη ζωή των γονιών του». Ο Λέανδρος σήκωσε αμέσως το κεφάλι του. Η ματιά του τον κάρφωσε σα λαβωμένο αγρίμι, η ταραχή που σκέπασε την καρδιά του δεν προήλθε εξαιτίας της άμεσης απειλής που βρισκόταν μπροστά του. Ο Βαρούχ έθιξε το ευαίσθητο θέμα της καταγωγής του, την αχίλλειο πτέρνα ενός παιδιού που όχι μόνο δε γνώρισε το τρυφερό χάδι των γονιών του αλλά ούτε και κατείχε την οποιαδήποτε πληροφορία γι’ αυτούς. «Μη με κοιτάς έτσι. Δε φταίω εγώ. Οι περιστάσεις βλέπεις», του είπε ειρωνικά.

«Θέλω εξηγήσεις» ούρλιαξε ο Λέανδρος κι η φωνή του αντήχησε σ’ όλο το άδειο κελί. «Από πού γνωρίζεις εσύ τους γονείς μου;»

«Μην ανησυχείς, μικρέ. Πολύ σύντομα θα ξαναβρεθείτε όλοι μαζί και τότε θα σου εξηγήσουν οι ίδιοι τι έχει συμβεί και ποιος είσαι πραγματικά. Δώσε τα χαιρετίσματά μου στον πατέρα σου». Ο Βαρούχ δεν μπορούσε να

Page 289: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 289 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

κρύψει την ικανοποίηση και τη χαρά του. Αυτή τη στιγμή την ονειρευόταν σχεδόν κάθε βράδυ κι είχε σχεδιάσει πολλούς τρόπους με το μυαλό του για τον πιο αποδοτικό τρόπο απ’ όλους που θα του έφερνε τέτοια τέρψη ψυχής όσο τίποτα άλλο στον κόσμο. Έκλεισε τα μάτια του για να ζήσει στο έπακρο την ένταση της στιγμής, ύψωσε το σπαθί του και με φόρα το κατέβασε πάνω στον Λέανδρο. Η ατσάλινη κοφτερή λάμα διαπέρασε τη σάρκα, χάθηκε μέσα στο ζωντανό κορμί κι εμφανίστηκε πάλι από την άλλη πλευρά. Μια πνιχτή κραυγή έσκισε την ηρεμία κι η μελωδία της γαργάλησε τ’ αυτιά του Βαρούχ.

Η ευτυχία του δεν κράτησε παρά λίγα δευτερόλεπτα. Σαν άνοιξε τα μάτια του για να απολαύσει το θρίαμβό του διαπίστωσε ότι η κρύα λάμα του δεν είχε κλέψει βίαια τη ζωή από το σώμα του Λέανδρου αλλά του αλυσοδεμένου κρατούμενου που είχε πέσει πάνω στον Λέανδρο για να τον προστατέψει.

«Μα, πώς;» ψέλλισε έκπληκτος. Οι νεράιδες εκστασιασμένες έπεσαν πάνω στο τραυματισμένο κορμί του προσπαθώντας να απομυζήσουν και τα τελευταία υπολείμματα πόνου και δυστυχίας. Προς μεγάλη τους απογοήτευση τίποτα τέτοιο δε βρήκαν και νικημένες από την ανιδιοτελή ενέργεια του άντρα, επέστρεψαν στο πλευρό του Βαρούχ.

Καθώς σωριαζόταν στο αχυρένιο πάτωμα, ο άντρας έπιασε το πρόσωπο του Λέανδρου με τα δύο του χέρια.

«Η προφητεία, ο μικρός φίλος σου…. μείνε κοντά του» αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του προτού η ψυχή του απελευθερωμένη επιτέλους από το βασανισμένο σώμα, τους έβλεπε από ψηλά. Όταν πια δεν υπήρχε κανένα ίχνος ζωής μέσα του, η παλάμη του άνοιξε πλατιά κι από μέσα κύλησε πάνω στα άχυρα ένα σιδερένιο αυτοσχέδιο γαντζάκι. Ο Λέανδρος το πήρε στα χέρια του. Δεν προβληματίστηκε ιδιαίτερα για το που το βρήκε. Ήξερε. Αυτό που δεν ήξερε και δεν μπορούσε να καταλάβει όμως, ήταν γιατί αφού κατάφερε ν’ αποδεσμευτεί δεν έφυγε τρέχοντας για να σωθεί, παρά περίμενε καρτερικά την έλευσή τους.

Ο Βαρούχ στεκόταν ακριβώς από πάνω του προσπαθώντας ακόμη να καταλάβει πως αποδεσμεύτηκε. Προφανώς δεν είχε προσέξει το γαντζάκι την ώρα που έπεφτε. Εκμεταλλεύτηκε τη σαστιμάρα του Βαρούχ, μάζεψε όλες τις δυνάμεις του και τον κλότσησε δυνατά στα πόδια. Ο βασιλιάς από την έντονη κρούση έπεσε άτσαλα κάτω, δημιουργώντας ένα κύμα σκόνης. Ο Λέανδρος μ’ ένα σάλτο πετάχτηκε πάνω κι άρχισε να τρέχει με όση δύναμη του έδιναν τα πόδια του. Δύναμη που στην παρούσα φάση και μετά τα όσα είχε περάσει εκείνη τη μέρα δεν προερχόταν από το εύρωστο αλλά ταλαιπωρημένο και

Page 290: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

290 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

χτυπημένο σώμα του, αλλά από την απύθμενη δύναμη της ψυχής του που λαχταρούσε να σωθεί τώρα περισσότερο από ποτέ μιας και για πρώτη φορά στη ζωή του έπαιρνε κάποιες πληροφορίες για την οικογένειά του.

Το δρόμο για το ποτάμι τον θυμόταν καλά, ο σκοτεινός διάδρομος δεν τον ενοχλούσε καθόλου. Αυτό που τον προβλημάτιζε ήταν το φως που βρισκόταν ξοπίσω του κι οι βαριές πατημασιές που το συνόδευαν κι όλο και κέρδιζαν έδαφος. Ο βασιλιάς δε θα τον άφηνε να ξεφύγει τόσο εύκολα, γι’ αυτό έβαλε όλες τις δυνάμεις του για να φτάσει γρήγορα τους άλλους.

Η Διώνη όταν επέστρεψε στο σημείο που βρισκόταν η βάρκα

διαπίστωσε ότι ο Βυλτώρ δεν είχε επιστρέψει ακόμα. Μπήκε μέσα στο ξύλινο καρυδότσουφλο κι έκατσε αναμένοντας την άφιξή του. Η σπηλιά την τρόμαζε και δεν της άρεσε καθόλου που καθόταν μόνη της. Πέρα από το τρομαχτικό κι αφιλόξενο τοπίο με τα απόκρημνα βράχια και τα σκοτεινά νερά του ποταμού, περίεργοι θόρυβοι αντηχούσαν από τα στενά τούνελ. Υπήρχαν στιγμές που ένιωθε τα τοιχώματα της σπηλιάς να σείονται και να δημιουργούνται παφλασμοί στην επιφάνεια του νερού σαν εκτόνωση κάποιας ορμητικής δύναμης που ελλόχευε πίσω από τα πνιγηρά τοιχώματα της σπηλιάς. Ούτε ήθελε να διανοηθεί τι μπορεί να σήμαιναν αυτά τα σημάδια. Ήταν ανήσυχη για την τύχη των φίλων της και την έκβαση του σχεδίου τους. Πώς κατέληξα εδώ μόνη χωρίς να χρησιμεύω σε τίποτα; Όσο περνούσε η ώρα και κανένας δεν εμφανιζόταν, η αγωνία της μεγάλωνε. Ώσπου, άκουσε γρήγορα βήματα να έρχονται από τα μπουντρούμια. Η μεγάλη πόρτα άνοιγε. Η Διώνη κρύφτηκε μέσα στη βάρκα περιμένοντας να δει ποιος θα εμφανιζόταν. Με το που είδε τον Βόρυ να ξεπροβάλλει, πήδηξε έξω από τη βάρκα κι έτρεξε ανακουφισμένη κατά πάνω του.

«Βόρυ, επιτέλους» φώναξε ανακουφισμένη, αγκαλιάζοντάς τον. Αυτός ήταν συγκρατημένος στην αρχή καθώς δεν ήταν συνηθισμένος σε τέτοιες εκδηλώσεις χαράς από κορίτσια. Ήταν τόση η ανακούφισή του που ήταν πλέον ελεύθερος που αφέθηκε να τον παρασύρουν τα συναισθήματά του. «Ο Λέανδρος;» ρώτησε η Διώνη αφού πέρασε η στιγμή της χαράς και συνειδητοποίησε ότι αργούσε να φανεί από την πόρτα.

«Έμεινε πίσω. Σε λίγο θα έρθει» της είπε. «Με έστειλε για να μην είσαι μόνη σου. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο χαίρομαι που σε βλέπω. Όταν έρθει κι ο Λέανδρος θα μου εξηγήσετε πώς….. και τι συνέβη;». Εκείνη μόλις τη στιγμή ο Βόρυς συνειδητοποίησε ότι στο ορφανοτροφείο πέρα από τη ζωή του, είχε αφήσει και κάτι ακόμα, τους τρομερούς και αληθοφανείς εφιάλτες του

Page 291: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 291 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

που είχαν να κάνουν την εμφάνισή τους από το τελευταίο βράδυ της παραμονής τους εκεί. «Εδώ θα μας συναντήσει ο Λέανδρος;» τη ρώτησε.

«Ναι, εδώ είναι το σημείο συνάντησης. Ο Βυλτώρ θα έρθει από εκεί» του είπε δείχνοντας με το χέρι της το τούνελ από το οποίο είχαν μπει. «Χαίρομαι που θα σε έχω εδώ κοντά μου, σκιάχτηκα μόνη μου εδώ πέρα». Κάθισαν και οι δύο σ’ έναν βράχο κοντά στη βάρκα και περίμεναν. Η αναμονή ήταν δύσκολη. Ο χρόνος περνούσε βασανιστικά αργά. Τους περιέπαιζε με την αγωνία τους. Η Διώνη άρχισε να του αφηγείται όσα τους συνέβησαν από τη στιγμή που εκείνη η γυναίκα τον άρπαξε. Ο Βόρυς ρουφούσε κάθε πληροφορία και την παρακολουθούσε με απόλυτη προσοχή. Είχε γουρλώσει τα μάτια του, ανήμπορος να πιστέψει όλα αυτά που τους είχαν συμβεί. Όταν η γοργόνα τελείωσε την αφήγησή της ο Βόρυς δεν είχε λόγια να μιλήσει και να εκφράσει όλα όσα κυρίευαν την ψυχή του. Είχε δει τις εικόνες που του περιέγραφε η Διώνη και άκουγε την αλλαγή στους παλμούς της καρδιάς της, νιώθοντας το φόβο της και την ανησυχία της. Σα να τα είχε ζήσει κι αυτός μαζί τους, κοίταξε τη γοργόνα με μάτια γεμάτα απόγνωση.

Η σιγή διακόπηκε ξαφνικά, όταν από τα βάθη του σκοτεινού τούνελ έκανε την εμφάνισή του ο Βυλτώρ. Η ικανοποίησή του ήταν εμφανής για την παρουσία του Βόρυ, δεν άργησε όμως να παρατηρήσει την απουσία του Λέανδρου. Ο Βόρυς έσπευσε να του διηγηθεί τι είχε συμβεί, από τύψεις περισσότερο, μη μάθει από αλλού ότι τον είχε αφήσει μόνο του, όταν αυτός κίνησε γη και ουρανό για να τον βρει και να τον ελευθερώσει. Ο Βυλτώρ, με το που άκουσε την ιστορία του Βόρυ, όρμησε σαν τρελός στην πόρτα. Δεν πρόλαβε όμως ν’ απλώσει το χέρι του για να την ανοίξει, όταν η πόρτα άνοιξε από μόνη της. Από πίσω της ξεπρόβαλλε ο Λέανδρος, αιμόφυρτος και λαχανιασμένος. Ο Βόρυς ταράχτηκε στη θέα του φίλου του, αλλά ακόμα πιο πολύ τον συγκλόνισε η κατάληξη του άλλου κρατούμενου που κυριαρχούσε στη σκέψη του φίλου του. Έτρεξε στο πλάι του Βυλτώρ να τον βοηθήσει, κι αυτός τον έπιασε την κατάλληλη στιγμή που οι δυνάμεις του μετά την κούρσα που έτρεξε τον εγκατέλειψαν, δείχνοντάς του ότι είχε υπερβεί τα όριά του.

«Γρήγορα, μπείτε στη βάρκα» φώναξε στους άλλους δύο που έμειναν αποσβολωμένοι στο θέαμα που αντίκρισαν. Ο Λέανδρος είχε χάσει πλέον τις αισθήσεις του. Πριν επιβιβαστούν στη βάρκα, ο Βόρυς τράβηξε τον Βυλτώρ προς το μέρος του. Το βλέμμα του ήταν σκοτεινιασμένο, τρομαγμένο.

«Δεν είναι μόνος του. Κάποιος τον κυνηγάει». Ο Βυλτώρ σαν να το περίμενε, δεν έδειξε την παραμικρή έκπληξη.

Page 292: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

292 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Μπες κι εσύ στη βάρκα», του έδωσε με προσοχή να κρατήσει τον Λέανδρο κι έτρεξε πάλι προς την ξύλινη πόρτα. Την διέσχισε και την έκλεισε καλά πίσω του. Ο διάδρομος δεν είχε δικό του φωτισμό, όμως αυτή τη στιγμή ήταν λουσμένος στο φως. Η δάδα του βασιλιά είχε αναδείξει κάθε πλευρά του κρύου διαδρόμου. Στέκονταν ο ένας αντίκρυ στον άλλο χωρίς να μιλάνε. Ο βασιλιάς με το που τον είδε, χαμήλωσε το σπαθί του.

«Πάλι εσύ μπροστά μου;» «Εγώ τον έφερα εδώ κι εγώ θα τον πάρω. Ο δρόμος σταματάει εδώ για

εσένα Βαρούχ». Ο Βαρούχ γέλασε. «Νομίζεις ότι θα δοκίμαζα; Δεν είμαι ηλίθιος να τα βάλω μαζί σου. Όχι

ακόμα, τουλάχιστον. Ας είναι. Τώρα ξέρω ποιος είναι και που βρίσκεται. Κάποια στιγμή θα τα πούμε σαν ίσος προς ίσο, και ξέρεις τι θα έχει προηγηθεί όταν έρθει αυτή η στιγμή, ο προστατευόμενός σου θα έχει πάει να συναντήσει την οικογένειά του».

«Δε θα έρθει η στιγμή που ονειρεύεσαι. Ο Λέανδρος ήρθε για να μείνει και θα φροντίσω εγώ γι’ αυτό».

«Θέλει την εξουσία σου για τον εαυτό του» τον ορμήνεψαν οι νεράιδες παρατηρώντας τα ζωηρά μάτια του Βυλτώρ, κρατώντας όμως ασφαλή απόσταση απ’ αυτόν, πίσω από την πλάτη του Βαρούχ.

«Είναι γλυκιά η εξουσία, Βυλτώρ. Βλέπω κι εσύ επιθυμείς ν’ αδράξεις τα οφέλη της. Ξέρω πως είναι να σε τρώει μέσα σου η λαχτάρα να την αποχτήσεις και να είσαι διατεθειμένος να κάνεις τα πάντα γι’ αυτήν. Εδώ εμένα με έχει κυριεύσει αυτή η μανία, εσύ πιστεύεις ότι θα της ξεφύγεις; Όχι, δε γίνεται, τα γονίδιά σου είναι πολύ ισχυρά για να γίνει αυτό κι όσο κι αν θες να το πολεμήσεις στο τέλος θα δεις ότι είναι αδύνατο. Όταν συμβεί αυτό, να ξέρεις η πόρτα μου θα είναι ανοιχτή».

«Δεν είμαστε το ίδιο Βαρούχ, εγώ φτιάχνω τη μοίρα μου κι όχι αυτή εμένα», ο Βυλτώρ του γύρισε την πλάτη και κίνησε προς την πόρτα. Η φωνή του βασιλιά αντήχησε σ’ όλο τον διάδρομο.

«Δεν μπορείς να ξεφύγεις Βυλτώρ, ούτε καν εσύ. Θυμήσου τα λόγια μου. Δεν είπα ακόμα την τελευταία μου κουβέντα. Θα έρθει κι αυτή η ώρα σύντομα». Ο Βυλτώρ δεν απάντησε, παρά συνέχισε τον δρόμο του προς τη βάρκα. Οι υπόλοιποι με ανακούφιση τον είδαν να τους πλησιάζει.

«Είμαστε έτοιμοι» είπε στα παιδιά. Ο Βόρυς ήρεμος τώρα που επέστρεψε ο Βυλτώρ, έλυσε το σκοινί της βάρκας και μιας και δεν είχαν κουπιά άφησαν τα νερά να τους παρασύρουν έξω από τη σπηλιά και μακριά από την πόλη των Ρόδων.

Page 293: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 293 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μετά από πολλές ώρες από τη διαφυγή τους τα παιδιά βρίσκονταν ακόμη μέσα στη βάρκα. Είχαν απομακρυνθεί από το μακρύ σκοτεινό τούνελ του παλατιού και τώρα απολάμβαναν το δροσερό αεράκι της νύχτας. Εκτός από τον Βυλτώρ που ξάγρυπνος παρακολουθούσε τι συνέβαινε γύρω του, οι υπόλοιποι είχαν αποκοιμηθεί διώχνοντας μακριά την κούραση και τις κακουχίες των τελευταίων ημερών. Είχαν περάσει μόλις δύο μέρες από την άτακτη φυγή τους από το κάστρο. Αυτές τις δύο μέρες ήταν σχεδόν άφαγοι, ενώ τα σώματά τους παραδομένα στο φόρτο των ημερών προσπαθούσαν μ’ έναν γλυκό και βαθύ ύπνο ν’ ανασυγκροτηθούν.

Το ποτάμι στο σημείο που διάβαιναν ήταν γεμάτο ψηλές καλαμιές, που έκρυβαν καλά τη μικρή βάρκα και πρόσφεραν την κατάλληλη κάλυψη που χρειάζονταν τώρα για να διαφύγουν ήρεμα. Από την άλλη, βέβαια, περιόριζαν και τη δική τους όραση. Ο Βυλτώρ όμως από μικρός είχε μάθει να βρίσκει τον δρόμο του μέσα σε τέτοιους δύσβατους δρόμους, έτσι ένιωθε αυτοπεποίθηση για τη διαδρομή που είχαν επιλέξει. Αυτά που ξεχώριζαν ήταν μικρά διάσπαρτα σπιτάκια. Από τα μικρά παράθυρά τους τρεμόσβηναν οι φλόγες των κεριών που με τη φτωχή τους λάμψη έντυναν με θαμπά χρώματα τα καλυβάκια. Σκιές πηγαινοέρχονταν μέσα στα σπίτια. Ήταν η ώρα που όλοι βολεύονταν στα ζεστά τους κρεβάτια και τα παχυλά τους στρώματα. Η ώρα που ο ύπνος έπαιρνε μακριά τις έννοιες και τις σκοτούρες, πιστοί τους σύντροφοι τις υπόλοιπες ώρες τις μέρας.

Ένας ένας άρχισε να ξυπνάει μέσα στη βάρκα και προσπαθούσαν να βολέψουν τα ταλαιπωρημένα τους κορμιά μέσα στη μικρή και ξύλινη βάρκα. Ο Βόρυς πήγε κάτι να πει, όμως ο Βυλτώρ αμέσως τον σταμάτησε πριν καν ανοίξει το στόμα του, κάνοντάς του νόημα να σωπάσει. Σύντομα κατάλαβαν όλοι το λόγο. Ο άνεμος έφερε στα αφτιά τους τις αχνές φωνές ανθρώπων που δε βρίσκονταν πολύ μακριά τους. Κανένας δε θέλησε να μιλήσει καθώς δεν ήθελαν να γίνουν αντιληπτοί. Παραμείνανε ακίνητοι κι αμίλητοι. Το μόνο που ακουγόταν πλέον ήταν τα νερά του ποταμού που τα έσκιζε απαλά η βάρκα ενώ το θρόισμα των καλαμιών από το απαλό αεράκι χάιδευε γλυκά τα αφτιά τους. Όσο κυλούσε η βάρκα, τόσο πιο έντονες γίνονταν οι φωνές. Σχεδόν ήταν σε θέση να ακούν και τι έλεγαν.

«Ψαράδες είναι, είμαστε τυχεροί», ο Βυλτώρ έσπασε το φράγμα της ησυχίας κι όλοι ανέπνευσαν ελεύθερα.

«Υπάρχει κάποιος που πρέπει ν’ ανησυχούμε ότι είναι στο κατόπι μας;» ρώτησε ανήσυχος ο Βόρυς.

Page 294: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

294 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Πολλοί» συμπλήρωσε ο Βυλτώρ. «Το μόνο μέρος που θα είμαστε ασφαλείς, είναι το δάσος της Καλλιρόης». Ο Βόρυς δεν είχε διάθεση να ρωτήσει κι άλλα πράγματα. Οι πληροφορίες που του είχε δώσει ήταν αρκετές για να του υπενθυμίσουν ότι ο κίνδυνος δεν είχε περάσει ακόμα.

Το ποτάμι, σαν ένα τούνελ που τελείωνε πίσω τους, άνοιγε μπροστά τους και κατέληγε σε μια μεγάλη λίμνη περιστοιχισμένη από πυκνή ξερή χαμηλή βλάστηση. Τα νερά ήταν ασάλευτα και σκουρόχρωμα με το ολόγιομο φεγγάρι να καθρεφτίζεται πάνω τους και να τα ζεσταίνει με τη λάμψη τους. Τα σπίτια πλέον ήταν απόλυτα ορατά μπροστά τους και διέκριναν τις μικρές περιποιημένες αυλές τους προστατευμένες από τους ξένους μέσα στους ξύλινους φράχτες τους. Όλες οι καλύβες είχαν ξύλινες βεράντες στην είσοδο με τέσσερα σκαλοπάτια. Από κάτω, ξύλινοι κυλινδρικοί στύλοι στήριζαν τα σπίτια. Έδιναν ύψος στις καλύβες, προφανώς για να τις προστατεύουν από τα ορμητικά νερά σε περιπτώσεις έντονων βροχοπτώσεων. Λιθόστρωτα μονοπάτια ξεφύτρωσαν μπροστά τους, αρκετά μεγάλα για να περάσουν δύο άλογα, μικρά όμως για να χωρέσει μια άμαξα. Πέρα από τα αραιά δέντρα και τις καλαμιές δεν υπήρχε καθόλου βλάστηση. Παρά το γεγονός ότι βρίσκονταν στην ύπαιθρο δεν επικρατούσε το χρώμα και το μεθυστικό άρωμα των λουλουδιών παρά μόνο λάσπη κι έντονη μυρωδιά των παστών ψαριών. Πολλά σπίτια ήταν χτισμένα κατά μήκος της λίμνης κι είχαν τη βάρκα τους δεμένη από δίπλα.

Ένας χορός από βάρκες γινόταν εκείνο το βράδυ, όπως και κάθε βράδυ σ’ εκείνο το μέρος. Σα να αντιστοιχούσε σε κάθε σπίτι και μία, η λίμνη έβριθε από δεμένες βάρκες αλλά και από αυτές που ετοιμάζονταν να ξανοιχτούν, με τους κυβερνήτες τους να ετοιμάζουν τα δίχτυα τους για μια καλή ψαριά. Όλοι ήταν αφοσιωμένοι στη δουλειά τους, ενώ ταυτόχρονα συζητούσαν για θέματα της δουλειάς τους και γενικά της καθημερινότητάς τους. Φυσικά, η βάρκα των παιδιών δεν ήταν δυνατόν να περάσει απαρατήρητη. Δεν περνούσαν συχνά ξένοι από εκείνο το μέρος του βασιλείου κι ήξεραν καλά ότι όταν αυτό συνέβαινε δεν ήταν για καλό. Οι ψαρόβαρκες στέκονταν ακίνητες στα νερά του ποταμού όταν από δίπλα τους πέρασε μια βάρκα με τους δύο ιππότες ζωγραφισμένους και στις δύο πλευρές τους. Μια βάρκα από το παλάτι με ένα τσούρμο παιδιά μέσα. Αυτό κι αν δεν ήταν φυσιολογικό!

Πλέον τους είχαν πλησιάσει σε απόσταση αναπνοής. Οι αναμμένοι δαυλοί που ήταν στερεωμένοι από ένα δεμάτι γερές καλαμιές στην πίσω μεριά της βάρκας τους αποκάλυψαν τα πρόσωπα των ψαράδων και τη διερευνητική ματιά τους. Ηλιοκαμένοι, με σκαμμένα πρόσωπα. Τα ρούχα τους ήταν

Page 295: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 295 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

σκισμένα και βρώμικα. Δε φαίνονταν όμως να τους απασχολεί η εμφάνισή τους ιδιαίτερα. Τα παιδιά παρατηρούσαν τα πάντα γύρω τους με μεγάλη προσοχή, ταυτόχρονα όμως καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια να μη δώσουν στόχο. Ο Βυλτώρ κρατούσε στο χέρι του το φανάρι που τρεμόπαιζε, καθώς είχε σωθεί σχεδόν το φιτίλι. Καχύποπτες ματιές ανταλλάσσονταν κι από τις δύο μεριές, ώσπου ένας από τους ψαράδες που φαινόταν ο πιο γεροδεμένος απ’ όλους έσπασε την αμήχανη σιωπή.

«Για πού το βάλατε; Χαθήκατε;» η φωνή του ήταν βραχνή και τραχιά. Το πρόσωπό του ήταν σκυθρωπό και πίσω από τα λόγια του ελλόχευε το αίσθημα της δυσπιστίας και της καχυποψίας. Ο Βυλτώρ πήρε αμέσως τον λόγο.

«Όχι», απάντησε κρύβοντας το πρόσωπό του στη σκιά της κουκούλας του. «Πάμε μέχρι λίγο πιο κάτω και θα γυρίσουμε. Βγήκαμε για βόλτα. Πώς πάει η ψαριά;» Ο άντρας έκατσε στη θέση του. Δεν τον ικανοποίησε η απάντησή του αλλά δεν ήθελε και να μπλέξει σε τίποτα.

«Τα ψάρια δε βγαίνουν πια στην επιφάνεια. Το κόκκινο φεγγάρι τα τρομάζει. Μέρα νύχτα παλεύουμε, αλλά τίποτα. Το σκοτάδι της νύχτας δεν είναι πια ασφαλές. Πολλά ακούγονται κι ο κόσμος φοβάται», ο Βυλτώρ παρατήρησε ότι το χέρι του το είχε κρυμμένο κάτω από τα δίχτυα, όπως και οι υπόλοιποι, χαϊδεύοντας την αστραφτερή λάμα των μαχαιριών τους, έτοιμοι να επιτεθούν αν χρειαζόταν. «Έχετε το νου σας. Μια σκιά πετάει πάνω από το δάσος τον τελευταίο καιρό. Καλύτερα να γυρίσετε πίσω».

«Λες να είναι αυτή; Πού την είδατε;» Ο Βόρυς πετάχτηκε έντρομος στο άκουσμα της πληροφορίας. Η σκιά που πετούσε πάνω από το δάσος δεν μπορούσε να είναι πολλά πράγματα. Όλοι οι ψαράδες έστρεψαν το βλέμμα τους πάνω του, κοιτάζοντας με απορία τα περίεργα χαρακτηριστικά του προσώπου του, που όμοιό του δεν είχαν ξαναδεί.

«Ένας Αετομάτης», όλοι οι ψαράδες έστρεψαν αμέσως το βλέμμα τους πάνω του, και για μια ακόμη φορά ένιωθε τη διεισδυτική τους ματιά πάνω του, τα ερωτηματικά κι ο φόβος τους του τρυπούσε το κεφάλι. Έκατσε κάτω χαμένος, κρύβοντάς το ανάμεσα στα χέρια του. Ο ψαράς που τους μιλούσε σηκώθηκε όρθιος. Η ατσάλινη λάμα του αντανακλούσε το πορφυρό χρώμα του ουρανού.

«Άκουσα ότι ένας μικρός Αετομάτης εμφανίστηκε στην Πόλη των Ρόδων. Δεν έχετε καμία δουλειά εδώ. Φύγετε και μην ξαναγυρίσετε, δε θέλουμε μπελάδες», η φωνή του ήταν απειλητική. Τα παιδιά δεν είπαν κουβέντα, άφησαν τον Βυλτώρ να τα βγάλει πέρα.

Page 296: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

296 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Περαστικοί είμαστε, δε θέλουμε να ενοχλήσουμε κανέναν», ο Βυλτώρ με ήρεμες κινήσεις έκατσε στη θέση του. Καθώς απομακρυνόταν η βάρκα τους, οι ψαράδες παρακολουθούσαν αμίλητοι, κοιτάζοντας την πορεία που διέγραφε η βάρκα τους.

«Πηγαίνουν γυρεύοντας» είπε στους άλλους ψαράδες αυτός που είχε μιλήσει και με τα παιδιά, κι οι άλλοι σαν χορωδία συμφώνησαν μαζί του. Το σκοτάδι είχε καταπιεί και το τελευταίο ίχνος της βάρκας τους κι οι ψαράδες επέστρεψαν στη δουλειά τους αναλογιζόμενοι ποια τρέλα οδηγούσε τα βήματα των παιδιών και κατευθύνονταν προς το δάσος της Καλλιρόης.

Στη βάρκα των παιδιών για μια ακόμη φορά έπεσε σιωπή. Ο Βόρυς τα είχε βάλει με τον εαυτό του και την ανόητη συμμετοχή του στην κουβέντα. Δεν αναγνώριζε τον εαυτό του στον δειλό που έχασε την αυτοσυγκρότησή του. Ντροπιασμένος κάθισε ανακούρκουδα στη θέση του κι ασκούσε σιωπηλή κριτική στον εαυτό του.

«Τι λες να σημαίνουν τα λόγια των ψαράδων; Αυτή η σκιά δε θα είναι για καλό, σωστά;» Ο Λέανδρος έκατσε δίπλα στον Βυλτώρ μήπως και καταφέρει να του αποσπάσει απαντήσεις.

«Θα δούμε όταν φτάσουμε εκεί. Μόνο στο δάσος θα είμαστε ασφαλείς». «Το πρόβλημα είναι ότι μέσα στο δάσος θα πρέπει να κινηθούμε πεζοί,

αν μας κυνηγήσει σίγουρα θα είμαστε εκτεθειμένοι» συμπλήρωσε η Διώνη. «Το δάσος είναι απροσπέλαστο. Δεν επιτρέπει σε κανέναν ανεπιθύμητο

να το διαβεί. Αν καταφέρουμε να περάσουμε, θα είμαστε ασφαλείς». «Τι εννοείς αν καταφέρουμε να το περάσουμε;» ο Λέανδρος ήταν

προβληματισμένος με την αινιγματική απάντηση του Βυλτώρ. Αυτός χαμογέλασε στην άγνοια των παιδιών γι’ αυτό που τους περίμενε.

«Σας είπα ήδη, αν μας επιτρέψει θα μπούμε μέσα, σε λίγο θα μάθετε κι από μόνοι σας τι εννοώ». Ο Λέανδρος κι η Διώνη κοιτάχτηκαν σκεπτικοί. Τους εκνεύριζαν τα μασημένα λόγια του Βυλτώρ. Ήθελαν επιτέλους να πάψει να τους φέρεται σαν παιδιά. Είχαν αποδείξει την αξία τους. Ο Βυλτώρ σα να διάβασε τη σκέψη τους, αμέσως μαλάκωσε το ύφος του. «Θα τα καταφέρουμε. Η Γλαφύρα μας περιμένει. Όσο για τη σκιά….», εκεί σταμάτησε. Δεν ήξερε κι ο ίδιος τι να πει. Ήξερε καλά σε ποιον ανήκε αυτή η σκιά. Και τα παιδιά το γνώριζαν. Είχαν γνωρίσει τον κάτοχό της με τον χειρότερο τρόπο και τώρα πλέον συνειδητοποιούσαν ότι δεν είχαν τελειώσει ακόμα μαζί της.

Οι κορυφές των δέντρων του δάσους εδώ και ώρα είχαν κάνει την εμφάνισή τους. Ο Βόρυς από πολύ νωρίτερα τα είχε δει και τους είχε ενημερώσει. Μεγάλη αγωνία φώλιασε στην καρδιά τους γι’ αυτά που θα

Page 297: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 297 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αντίκριζαν. Δεν είχαν ακούσει ποτέ από κανέναν ότι είχε πατήσει το πόδι του στο δάσος. Οι νεράιδες το κρατούσαν κλειστό για όλους. Δεν ήθελαν να έχουν επαφές με τον έξω κόσμο. Δεν τους ευχαριστούσε η συναναστροφή με τους ανθρώπους. Ένιωθαν ότι μόλυναν την αγνότητα της ύπαρξής του με τις άνομες πράξεις τους και τις συνεχείς εκδηλώσεις βίας. Είχαν απομονωθεί στο δάσος της Καλλιρόης και δεν επέτρεπαν σε κανέναν να εισέλθει, παρά μόνο αν το επιθυμούσαν οι ίδιες. Αν και κανένας δεν είχε βρεθεί μέσα στο εσωτερικό του δάσους, πολλές ιστορίες ακούγονταν γι’ αυτό. Ιστορίες για την ερημητική ζωή που είχαν επιλέξει οι νεράιδες. Για τη μοναξιά που ένιωθαν, απομονωμένες από τον υπόλοιπο κόσμο. Πολλοί χωρικοί των παράπλευρων χωριών πολλές φορές ανάφεραν ότι είχαν ακούσει το μελαγχολικό τραγούδι των νεράιδων, όμως ποτέ δεν είχαν πετύχει καμία να περιπλανιέται μόνη της. Ζούσαν όλες μαζί κάτω από τα δέντρα, φύλακες του δάσους. Η ζωή μέσα στα πανύψηλα δέντρα παρέμενε ένα μυστήριο γι’ αυτούς, κι όσες φορές κι αν προσπάθησαν να διεισδύσουν μέσα στους κόλπους του, δεν κατάφεραν τίποτα.

Τα δέντρα ήξεραν να κρατάνε τα μυστικά των μαγικών πλασμάτων καλά κρυμμένα. Η πλέξη τους ήταν τόσο πυκνή που ήταν αδύνατον να τη διαπεράσει κάποιος, ούτε με το πιο ακονισμένο μαχαίρι. Οι κορμοί των δέντρων ήταν καλυμμένοι με πράσινες φυλλωσιές. Τα πλατιά φύλλα των κορμών σκέπαζαν κάθε πιθαμή των δέντρων κι ενώνονταν μεταξύ τους με διασταυρωμένα κλαδιά. Το κάθε φύλλο μοναδικό, το διαπερνούσε μια ασημένια αστραφτερή γραμμή που διέγραφε με γρήγορες κινήσεις τη σπονδυλική στήλη του καθενός, χαρίζοντας ομορφιά εναλλασσόμενης λάμψης στο δάσος. Τα παιδιά, από μακριά ακόμα, δεν παρέλειψαν να παρατηρήσουν τις φυσικές δυσκολίες πρόσβασης που παρουσίαζε το δάσος. Εύκολα το εντόπισαν στον ορίζοντα, μιας κι η στιλπνότητα των ποτισμένων με ασημένια άχλη φύλλων τράβηξε αμέσως τη ματιά τους. Θαμπωμένοι χάζευαν το εντυπωσιακό θέαμα που πρόσφερε ο αδιάκοπος κι ασυγχρόνιστος χορός των αστραφτερών φύλλων που τονιζόταν ακόμα περισσότερο από το σκοτάδι της νύχτας. Σίγουρα ήταν κάτι που έβλεπαν για πρώτη φορά στη ζωή τους.

«Όλο το δάσος λάμπει, είναι απίστευτο». Η Διώνη ήταν εμφανώς παρασυρμένη στη χωρίς σταματημό διαδρομή της ασημένιας γραμμής. Ο Λέανδρος κι ο Βόρυς απολάμβαναν επίσης τη μοναδικότητα της σκηνής που παρακολουθούσαν. Για μια στιγμή ξέχασαν τις έννοιές τους και όσα τους κυνηγούσαν. Ο Βυλτώρ, για πρώτη φορά κι αυτός, αφαιρέθηκε χαζεύοντας την αντανάκλαση του μαγικού ασημένιου φωτός πάνω στη χρυσαφένια κώμη

Page 298: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

298 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

της γοργόνας που την έκανε να φαίνεται ακόμα πιο εξωτική, σα να ερχόταν από έναν άλλο κόσμο μακρινό όπου τα πλάσματα εκεί είναι αγνά κι αμόλυντα όσο η καρδιά ενός μωρού αλλά με ομορφιά σαγηνευτική που αντάξιά της δεν υπάρχει σ’ όλο τον κόσμο. Γρήγορα όμως γειώθηκε κι απέκτησε επαφή με το περιβάλλον του καθώς ένιωσε την άγρυπνη ματιά του προβληματισμένου Λέανδρου πάνω του. Πέρα από τον Λέανδρο, μια εξίσου απορημένη Διώνη τον χάζευε, περιμένοντας μια εξήγηση που ήξερε όμως ενδόμυχα ότι δε θα έπαιρνε ποτέ.

Ο μόνος που δε φάνηκε να ξαφνιάζεται από την απρόσμενη αδιακρισία του Βυλτώρ ήταν ο Βόρυς, που αργά ή γρήγορα περίμενε ότι θα έπρεπε να αφήσει ελεύθερα τα νερά του φράγματος που συγκρατούσαν την παρορμητικότητα του Λέανδρου και την εσωτερική δύναμη του Βυλτώρ για να κατευνάσει την πύρινη λαίλαπα που τους είχε ανάψει η αγνή ομορφιά της μικρής γοργόνας. Δύο πύρινα μέτωπα που αν έβρισκαν τον τρόπο να ενωθούν θα κατέστρεφαν τα πάντα στο πέρασμά τους κι ένιωθε ότι ήταν καθήκον του να αποτρέψει αυτήν την κατάσταση, τώρα που ακόμα ήταν νωρίς. Έπρεπε πολύ γρήγορα να σκεφτεί κάτι για να τους βγάλει όλους από τη δύσκολη θέση που είχαν βρεθεί. Είχε παρατηρήσει ότι εδώ και λίγη ώρα τα νερά του ποταμού αποκτούσαν ορμή, με αποτέλεσμα η βάρκα να δονείται στην ανεξέλεγκτη ορμή του νερού και να ταλαντεύεται επικίνδυνα.

«Βυλτώρ, κάτι συμβαίνει με τον ποταμό» είπε δραματοποιώντας όσο μπορούσε την κατάσταση για να τραβήξει την προσοχή και των άλλων. «Τα νερά του αγριεύουν, θα τσακιστούμε στα βράχια χωρίς κουπιά». Ο Βυλτώρ σα να ξύπνησε από τον βαθύ ύπνο που τον είχε ρίξει η αμηχανία του, σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε μπροστά. Ο ποταμός μπροστά τους διαπλάτυνε και τα νερά του άλλαζαν χρώμα κι από το σκούρο πράσινο, τώρα αποκτούσαν ένα ανοιχτό γαλάζιο σα να ήταν η αντανάκλαση του ουρανού πάνω σε χρυσοστολισμένο καθρέπτη. Όση εκτυφλωτική ομορφιά είχαν τα νερά σ’ εκείνο το σημείο, επίσης είχαν και τόση ορμητικότητα και τώρα όλοι κρατιόντουσαν γερά για να μη βρεθούν μέσα σ’ αυτά.

«Θα κολυμπήσω μπροστά, για να δω που καταλήγουν τα νερά. Αν πρόκειται για καταρράκτη θα πρέπει να εγκαταλείψουμε τη βάρκα νωρίς», η Διώνη σηκώθηκε πάνω κι ετοιμάστηκε να ριχτεί στην υγρή αγκαλιά του λαχταριστού νερού. Ο Βυλτώρ άπλωσε τα χέρια του και την έπιασε σχεδόν στον αέρα, πριν προλάβει να βουτήξει μέσα. Ο Λέανδρος κινούμενος από την εσωτερική του ανάγκη να προστατεύει τους δικούς του ανθρώπους πετάχτηκε πάνω, έτοιμος να ορμήσει στον Βυλτώρ για τον τρόπο που έπιασε τη Διώνη. Ο

Page 299: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 299 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Βόρυς που διάβασε τις προθέσεις του, άπλωσε με τη σειρά του τα δικά του χέρια και τον κάθισε κάτω. «Μα, τι κάνεις;» φώναξε η Διώνη στον Βυλτώρ ενώ είχε πάρει ξανά τη θέση της στη βάρκα. «Γιατί με σταμάτησες;»

«Πλησιάζουμε σε δίνη. Ούτε κι εσύ δεν μπορείς να κολυμπήσεις εδώ. Θα σε παρασύρουν τα δυνατά ρεύματα και μέσα σε λίγα λεπτά θα σε ξεβράσουν σε πολύ μακρινά μέρη».

«Τι λες; Εγώ είμαι γοργόνα, μπορώ να κολυμπήσω παντού». «Όχι, εδώ» της είπε επιτακτικά ο Βυλτώρ και της γύρισε την πλάτη

επιστρέφοντας στη θέση του, εμφανώς αγνοώντας την. Ξετύλιξε το σκοινί με το οποίο ήταν δεμένη η βάρκα στην προβλήτα του υπόγειου τούνελ στο παλάτι, έδεσε τη μια άκρη του στο κάθισμά του, δέθηκε γύρω του, κι έδωσε μετά το υπόλοιπο στον Λέανδρο δίπλα του. «Δεθείτε όπως κι εγώ και κρατηθείτε γερά. Αυτό που θα κάνετε σε λίγο δεν το έχετε ξαναδοκιμάσει».

«Ναι, γιατί κάθε μέρα προσπαθούμε να ξεφύγουμε από τρελές πάνω σε ιπτάμενα άλογα και βασιλιάδες με σοβαρά προβλήματα εγωισμού» σχολίασε ο Λέανδρος ενώ περνούσε το σκοινί στον Βόρυ. Οι άλλοι δύο γέλασαν με την άκρη του χειλιού τους στο σχόλιο του Λέανδρου. Γρήγορα όμως τους πέρασε η χαρά μπροστά σε αυτό που αντίκρισαν τα μάτια τους. Στην αρχή δεν κατάλαβαν που βρίσκονταν. Ακολουθούσαν πειθήνια τις οδηγίες του Βυλτώρ που είχε αναλάβει από μόνος του το ρόλο του προστάτη τους. Η βάρκα πλέον είχε αφεθεί απόλυτα στη θέληση των βίαιων υπόγειων ρευμάτων. Όλοι τους κρατιόνταν γερά και παίρνοντας βαθιές ανάσες προσπαθούσαν να ηρεμήσουν τα στομάχια τους από το έντονο ταρακούνημα. Τα νερά του ποταμού τους είχαν καταμουσκέψει από τα ίσα με τη βάρκα κύματα που είχαν υψωθεί.

«Γιατί δεν υπάρχει ποτέ εύκολος τρόπος μ’ εσένα;» απευθύνθηκε ο Βόρυς στον Βυλτώρ, αναλογιζόμενος όλα όσα είχαν τραβήξει από τη στιγμή που είχαν μπλέξει μαζί του. Ο Λέανδρος συμφώνησε χαμογελώντας. Ενώ όμως και οι τρεις παρά τη δεινότητα της κατάστασής τους γελούσαν με το τελευταίο σχόλιο του Βόρυ, ένα απόκοσμο βουητό τους έκανε να σωπάσουν και να γυρέψουν την πηγή απ’ όπου προήλθε. Έστρεψαν όλοι το βλέμμα τους μπροστά κι η θέα της υδάτινης ρουφήχτρας τους πάγωσε το αίμα. Τα νερά απ’ όλους τους ορίζοντες μαζεύονταν σ’ ένα σημείο και η σφοδρή τους ένωση δημιουργούσε αυτή τη βοή ψυχοβγάλτη που θα λύγιζε και την καρδιά του πιο γενναίου. Πέρα από τη βοή όμως, αυτό που επίσης τους ανησυχούσε, ήταν το γεγονός ότι βάδιζαν απευθείας για την μεγάλη απύθμενη τρύπα, χωρίς να προσπαθούν καν να το αποφύγουν.

Page 300: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

300 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Μήπως να βουτήξουμε στο νερό;» είπε ο Βόρυς στρέφοντας το βλέμμα του πάνω στον Βυλτώρ. «Ίσως προλαβαίνουμε ακόμα να ξεφύγουμε». Ο Βυλτώρ δεν του αποκρίθηκε. Η αποστομωτική ματιά του ήταν αρκετή για να καταλάβει ο Βόρυς που στεκόταν. Ένα ρίγος τον διαπέρασε που το ένιωσε να γαργαλάει κάθε εσωτερική πτυχή της σπονδυλικής του στήλης. Ήταν η πρώτη φορά που ο Βυλτώρ σκόπιμα τον άφηνε να κοιτάξει μέσα του. Το μέγεθος της απογοήτευσης που τον πλημμύρισε τον ανάγκασε να στρέψει το βλέμμα του αλλού, ένιωθε ντροπιασμένος, ταπεινωμένος. Αυτή ήταν η εικόνα του Βυλτώρ για τον ίδιο κι αυτά τα συναισθήματά του. Ένιωθε βαθιά απογοήτευση για τον Βόρυ που αν και καταγόταν από τέτοια γενναία και τιμημένη γενιά, τώρα ήταν ο μοναδικός φυγόπονος, δειλός. Ενώ διέσχιζε το διάδρομο της ψυχής του Βυλτώρ, όλες οι πόρτες ήταν κλειστές, καλά αμπαρωμένες. Μόνο μια ήταν ανοιχτή, κι εκεί μπήκε ο Βόρυς κι ήρθε αντιμέτωπος με τον καθρέπτη της δικής του αδύναμης ψυχής και της μαλθακής καρδιάς του. Δεν του άρεσε καθόλου αυτό που είδε. Το χάρισμά του, του χάριζε πρόσβαση στα άδυτα των ψυχών των άλλων, μα ποτέ στη δική του. Τώρα, για δεύτερη φορά μέσα σε λίγες μέρες, ένιωθε πως ήταν να παραβιάζουν τις εσώψυχες επιθυμίες του και να διαβάζουν τα ανείπωτα λόγια του μυαλού του. Κατάλαβε ότι δεν τον έπαιρνε να συνεχίσει να μιλάει και έκατσε να χαζεύει τον υγρό ανεμοστρόβιλο που σε λίγο θα άνοιγε τους αφιλόξενους κόλπους του για να τους υποδεχτεί.

Ο θόρυβος των ορμητικών νερών που τσακίζονταν πάνω στα κοφτερά βράχια κι οι εκκωφαντικές βροντές της δίνης που πλησίαζε δυσκόλευε τη μεταξύ τους επικοινωνία. Πέρα όμως από την περιορισμένη ακοή τους, είχε επηρεαστεί αρνητικά κι η όραση τους καθώς έπεφταν πάνω τους διαρκώς ψιλές ενοχλητικές σταγονίτσες από το ποτάμι. Φαινόταν σαν πυκνή λεπτή βροχή που τους ανάγκαζε να κρατάνε τα μάτια τους σχεδόν κλειστά.

Η περιπέτεια τους όμως τώρα άρχιζε, μιας κι η δίνη τους καλούσε κοντά της κι είχαν ήδη μπει στα χωράφια της. Ένας μεγάλος κορμός δέντρου έπλεε αβασάνιστα μπροστά τους. Με το που εισήλθε στα στροβιλιζόμενα νερά, σε ελάχιστα δευτερόλεπτα το υδάτινο άγριο στόμα τον κατάπιε υποβάλλοντάς τον πρώτα σε μια σαδιστική βίαιη περιστροφή γύρω από τον εαυτό του και πάνω στους κυκλικούς ρυθμούς της δίνης. Ώσπου μετά από την ανεξέλεγκτη πορεία του, απλά εξαφανίστηκε και δεν μπορούσαν να διακρίνουν ούτε ένα κομμάτι του. Η πορεία της βάρκας τους ήταν πλέον διαγεγραμμένη. Τώρα πια ήξεραν κι οι ίδιοι τι θα αντιμετώπιζαν, κάτι που δεν ήξεραν όμως αν θα

Page 301: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 301 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ήθελαν να μάθουν ή αν θα ήταν καλύτερα να ζήσουν με το φόβο του άγνωστου.

«Κρατηθείτε γερά» φώναξε ο Βυλτώρ. Η φασαρία κι οι ανυπολόγιστες ποσότητες νερού που έπεφταν πάνω τους, κατάπιαν τις συμβουλές του. Ήταν όλοι τόσο προσηλωμένοι στο αδιευκρίνιστο μέλλον που διαγραφόταν μπροστά τους με τη μορφή μιας σβούρας, που και να υπήρχε η δυνατότητα να τον ακούσουν, πάλι δε θα το έκαναν. Το υδάτινο τέρας παρέσερνε τη βάρκα τους που την ένιωθαν κάτω από τα πόδια τους να ταλαντεύεται επικίνδυνα, έτοιμη να διαλυθεί. Έσκυψαν το κεφάλι τους κάτω και μ’ όλη τους τη δύναμη γαντζώθηκαν από τα τοιχώματα της βάρκας μιας κι η ζωή τους εξαρτιόταν από αυτό. Με το που μπήκαν για τα καλά μέσα στη δίνη ένιωσαν έναν έντονο κραδασμό και τη βάρκα να αιωρείται για δευτερόλεπτα πάνω από τα νερά και αμέσως να ακολουθεί τη φυσική πορεία και να σκάει με φόρα πάνω στα μανιασμένα νερά. Όλα τα παιδιά ταλαντεύτηκαν επικίνδυνα, όμως κατάφεραν να διατηρηθούν πάνω στο δαρμένο πλεούμενο. Η κυκλική πορεία που ακολουθούσε η βάρκα σε φρενήρεις ρυθμούς τους έφερνε ναυτία, ενώ τα συχνά ανεβοκατεβάσματα τους μετατόπιζαν συνέχεια και προσέκρουαν στα σκληρά τοιχώματά της. Ο ήχος που προερχόταν από το εσωτερικό της δίνης όλο και δυνάμωνε κι είχε γίνει ανυπόφορος πλέον για τ’ αυτιά τους. Γύριζαν και γύριζαν, χωρίς να φαίνεται να τελειώνει ποτέ ςτο μαρτύριό τους. Η ορμή των νερών δεν ελαττωνόταν και μαζί δεν ερχόταν η ελπίδα ότι έφταναν επιτέλους στον προορισμό τους ή γενικά κάπου που δε θα κουνούσε και δε θα γυρνούσε.

Ο Βυλτώρ ένιωσε το σκοινί να τεντώνει κι άνοιξε για μια στιγμή τα μάτια του για να ελέγξει αν όλοι ήταν εντάξει. Ο Λέανδρος κρατιόταν σφιχτά από τη βάρκα κι είχε τα μάτια του σφιχτά κλειστά. Ο Βόρυς το ίδιο. Προς μεγάλη του έκπληξη όμως, διαπίστωσε ότι η Διώνη δεν ήταν πλέον πάνω στη βάρκα. Χωρίς να χάνει λεπτό, σηκώθηκε με κόπο από τη θέση του και πλησίασε στο μέρος όπου καθόταν η γοργόνα. Το σκοινί από το οποίο είχαν δεθεί νωρίτερα ήταν βυθισμένο στο νερό, η άκρη του όμως δεν είχε βγει στην επιφάνεια. Προσπαθώντας να κρατηθεί όσο μπορούσε πιο σταθερός, άρπαξε το σκοινί και το τράβηξε προς το μέρος του. Η βάρκα ήταν ολισθηρή κι η ξέφρενη πορεία της επιβάρυνε την προσπάθειά του. Με ακλόνητη τη θέλησή του, έβαλε όλη του τη δύναμη, ώσπου στα φουρτουνιασμένα κι αφρισμένα νερά ξεπρόβαλλε το κεφάλι της Διώνης. Είχε τις αισθήσεις της, αν κι από το μέτωπό της ανάβλυζε αίμα. Είδε τον Βυλτώρ που κατέβαλλε υπεράνθρωπες δυνάμεις για να την τραβήξει κι αναπτερώθηκε το ηθικό της. Χτύπησε την

Page 302: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

302 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αστραφτερή ουρά της και κολύμπησε προς το μέρος του. Αυτός, αμέσως την τράβηξε πάνω, κι εκείνη επειδή δε μπορούσε ακόμα να σταθεί στα πόδια της έπεσε στην αγκαλιά του και δεν κουνήθηκε καθόλου. Ο Βυλτώρ τη σκέπασε με τα γραμμωμένα του χέρια και την έσφιξε προσπαθώντας να την προστατέψει και να την ηρεμήσει. Το κορμί της έτρεμε από την υπερπροσπάθεια, κι αν και ήθελε να χαλαρώσει, δεν ήταν δυνατόν καθώς η δίνη ακόμα τους παράσερνε στο ρυθμό της. Ώσπου ξαφνικά και χωρίς κανένα σημάδι, όλα σταμάτησαν.

Όταν ο Λέανδρος άνοιξε τα μάτια του, ήταν μπρούμυτα ξαπλωμένος

στο χορτάρι. Πελώρια δέντρα υψώνονταν από πάνω του με χοντρούς λείους κορμούς που όμοιούς τους δεν είχε ξαναδεί. Η πλέξη των κλαδιών τους ήταν πυκνή και δε διέκρινε ούτε το παραμικρό ίχνος του ουρανού, και δεν ήταν σίγουρος αν ήταν πρωί ή ήταν ακόμη βράδυ. Αναγνώρισε αμέσως τη μονότονη πορεία της ασημένιας άχλης πάνω στα φύλλα και παρατήρησε την εκθαμβωτική κι αφύσικη λάμψη που έλουζε το μέρος, προερχόμενη από μια αδιευκρίνιστη πηγή, σίγουρα όμως όχι τον ήλιο. Τα φυτά και τα λουλούδια ήταν υπερφυσικά μεγάλα, ώστε χωρούσε ολόκληρος κάτω από τα δροσερά πέταλα ενός λουλουδιού που τον σκέπαζε σαν πάπλωμα πάνω σε μαλακό στρώμα.

Παντού τριγύρω τα αστραφτερά υπερμεγέθη λουλούδια μπλόκαραν το οπτικό του πεδίο, καθιστώντας το σχεδόν αδύνατο να εντοπίσει τους υπόλοιπους. Έκανε μια κίνηση για να σηκωθεί πάνω, όμως ένας οξύς πόνος που σε δευτερόλεπτα ταξίδεψε σ’ όλο το κορμί του, τον καθήλωσε κάτω. Έκλεισε τα μάτια του για να συνέλθει και να συνειδητοποιήσει επιτέλους που βρισκόταν και τι συνέβαινε γύρω του, όταν η εικόνα του Βυλτώρ με τη Διώνη ερμητικά κλεισμένη στην αγκαλιά του αναβόσβησε φευγαλέα μπροστά στα κλειστά του μάτια, έτσι που δεν κατάλαβε αν ήταν πραγματικότητα ή αν το είχε φανταστεί, προκαλώντας του όμως τον ίδιο πόνο ψυχής. Με πολύ κόπο επιχείρησε ξανά να σηκωθεί.

Όταν το κατάφερε, στάθηκε στα δυο του πόδια περιεργαζόμενος το τοπίο γύρω του. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι βρισκόταν στο δάσος της Καλλιρόης. Πουθενά στον κόσμο δεν υπήρχε τέτοια βλάστηση και τέτοια λάμψη. Αυτή η ασημένια λάμψη που έκανε τα πάντα να αστράφτουν και να λαμπυρίζουν συμβάλλοντας από το πιο μικρό μέχρι το πιο μεγάλο στον φωτισμό του δάσους. Ακόμα κι οι δροσοσταλίδες που χάιδευαν την πλούσια βλάστηση του δάσους λαμπύριζαν, προσδίδοντας έναν τόνο μαγείας στο δάσος.

Page 303: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 303 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Αυτή είναι λοιπόν η πηγή ενέργειας στο δάσος» σκέφτηκε δυνατά ο Λέανδρος, περήφανος για την ανακάλυψή του. Ακόμα και το νερό στο ποτάμι, που απλωνόταν ήρεμο και γαλήνιο μπροστά στα πόδια του, άστραφτε. Με τίποτα δε θύμιζε τα ορμητικά νερά της δίνης από την οποία είχαν καταφέρει να περάσουν. Τα πράσινα φυτά που φύτρωναν περιμετρικά του νερού καθρεπτίζονταν με χάρη πάνω στα κρυστάλλινα ύδατα, θαυμάζοντας τα ίδια τους τα κάλλη.

Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε ότι όση ώρα χάζευε το μέρος δεν είχε συναντήσει κανέναν από τους υπόλοιπους της παρέας του. Πέρα από την ομορφιά του μέρους, πρόσεξε ότι σ’ όλο το μήκος του ποταμού ήταν διασκορπισμένα εκατοντάδες ξύλινα κομμάτια, μικρά και μεγάλα, από κάτι που, όπως υπέθεσε ο Λέανδρος, θα ήταν η βάρκα τους. Αμέσως ανησυχία τον κυρίεψε για την τύχη των φίλων του. «Βόρυ, Διώνη». Η φωνή του αντήχησε μέσα στα δέντρα, όμως δεν πήρε καμία απάντηση. Κοίταξε τριγύρω του κι η ερευνητική του ματιά εντόπισε αμέσως τον Βόρυ που κειτόταν στο έδαφος, πλακωμένος από ένα μεγάλο κομμάτι της βάρκας, κρυμμένος κι αυτός κάτω από ένα γιγάντιο κίτρινο λουλούδι. Ο Βυλτώρ στεκόταν από πάνω του και προσπαθούσε να τον απεγκλωβίσει. «Βόρυ» φώναξε κι έτρεξε προς το μέρος του. Τα λουλούδια άνοιγαν το δρόμο μπροστά τους, κι αυτός ευχαριστημένος που δε θα χρειαζόταν να τα πατήσει και να καταστρέψει την ομορφιά τους για να περάσει, έτρεξε στο πλευρό του φίλου του. «Έχει τις αισθήσεις του;» ρώτησε τον Βυλτώρ.

«Όχι, είναι ώρα έτσι. Ευτυχώς συνήλθες για να με βοηθήσεις. Πιάσε την κάτω μεριά για να σηκώσουμε τη βάρκα. Τον πλακώνει στο στέρνο και δεν μπορεί ν’ αναπνεύσει». Και οι δύο βάλανε όλη τους τη δύναμη, κι ενώ υπό κανονικές συνθήκες άνετα θα κατάφερναν να τη σηκώσουν, τώρα τα τυραννισμένα σώματα πρόβαλλαν σθεναρή αντίσταση και δεν έλεγαν να τους βοηθήσουν.

«Έχει βραχεί το ξύλο κι είναι ασήκωτη. Πάμε ξανά». Ο Λέανδρος έγνεψε καταφατικά κι έβαλαν όλη τους τη δύναμη, όμως πάλι τίποτα, δεν κατάφεραν ούτε καν να τη μετακινήσουν. Ο Λέανδρος κοίταξε τον Βυλτώρ λαχανιασμένος.

«Πρέπει να κάνουμε κάτι γρήγορα. Κοίτα τον, έχει μελανιάσει», ο Λέανδρος έδειξε στον Βυλτώρ το πρόσωπο του Βόρυ. Δε χρειαζόταν να το κάνει όμως. Ο Βυλτώρ είχε ήδη παρατηρήσει ότι ο Βόρυς δε θα άντεχε για πολύ ακόμη χωρίς οξυγόνο.

Page 304: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

304 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Ψάξε γρήγορα ένα μακρύ γερό ξύλο για να τη σηκώσουμε». Δε χρειάστηκε να του το ξαναπεί, ξαμολήθηκε μέσα στο δάσος ψάχνοντας στα δέντρα για ένα κλαδί που θα μπορούσε να χρησιμεύσει σα λοστός. Ενώ έψαχνε, ο Λέανδρος εντόπισε τη Διώνη ξαπλωμένη κάτω από ένα δέντρο με ιδιαίτερα πυκνή φυλλωσιά. Πυκνό αίμα ανάβλυζε από το κεφάλι από ένα δυνατό χτύπημα. Η εικόνα εκείνη, με αυτήν στην αγκαλιά του Βυλτώρ, ξαναέκανε την εμφάνισή της και παρατήρησε ότι κι εκεί το πρόσωπο της μικρής ήταν λουσμένο με αίμα από την πληγή στο κεφάλι. Δε στάθηκε όμως πολύ σ’ αυτό. Έτρεξε κοντά της και τη σήκωσε στην αγκαλιά του. Δίπλα της, τα πανιά νοτισμένα με το αίμα της, τον βοήθησαν να μαντέψει ότι κάποιος είχε ήδη βρεθεί κοντά της και την είχε βοηθήσει. Από απόσταση άκουσε τη φωνή του Βυλτώρ να τον καλεί. Την ακούμπησε απαλά στο δέντρο, πήρε στα χέρια του το κλαδί που βρήκε κι έτρεξε προς το μέρος του Βυλτώρ.

«Βρήκα τη Διώνη. Είναι άσχημα χτυπημένη». «Το ξέρω» αποκρίθηκε ο Βυλτώρ βάζοντας τον δικό του λοστό κάτω

από ένα σημείο της βάρκας και κατευθύνοντας τον Λέανδρο που να βάλει τον δικό του. «Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα γι’ αυτήν τώρα. Το χτύπημα ήταν δυνατό». Αιφνιδιασμένος ο Λέανδρος από την απάντηση του Βυλτώρ, έβαλε όλη του τη δύναμη για να ξεκολλήσει τη βάρκα από το σαθρό έδαφος.

«Τι εννοείς ακριβώς; Ότι θα την αφήσουμε έτσι;» φώναξε, ενώ με τον συγχρονισμό και των δύο λοστών καταφέρανε άνετα με την πρώτη να σηκώσουν τη βάρκα και να ελευθερώσουν τον Βόρυ.

«Όχι, δε θα την αφήσουμε, αλλά εγώ δεν μπορώ να κάνω κάτι. Αν εσύ ξέρεις από ιαματικές αλοιφές, ορίστε, σώσε την. Επειδή όμως υποθέτω ότι δεν έχεις ιδέα, έλεγα να πάω να φέρω τη Γλαφύρα εδώ για να τους περιποιηθεί και τους δύο. Τι λες;», ο Λέανδρος ήξερε ότι ο Βυλτώρ για μια ακόμη φορά είχε δίκιο αν και το σιχαινόταν αυτό. Η θέση τους αυτή τη στιγμή ήταν δυσχερής, με τους δύο φίλους του αναίσθητους, κι έτσι δεν είχε επιλογή από το να πάει με τα νερά του.

«Εντάξει, πήγαινε εσύ, εγώ θα δω πως μπορώ να τους βοηθήσω για να συνέλθουν». Ο Βυλτώρ χωρίς να του αποκριθεί του γύρισε την πλάτη κι έφυγε τρέχοντας. Η ταχύτητά του ήταν τόσο μεγάλη που μόλις που πρόλαβε να τον δει να χάνεται μέσα στα δέντρα. Σήκωσε τον Βόρυ στα χέρια του και τον μετέφερε κοντά στη Διώνη για να μπορεί να τους φροντίζει και τους δύο ταυτόχρονα. Κομμάτιασε ένα κομμάτι από το πουκάμισό του κι αφού το έβρεξε με το γάργαρο νερό του ποταμού καθάρισε τις πληγές και των δύο. Η ώρα περνούσε και κανένας από τους δύο δεν είχε συνέλθει ακόμα.

Page 305: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 305 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο Λέανδρος κάθισε δίπλα τους και για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωσε ανήμπορος. Πάντα ήθελε να έχει τον έλεγχο σε ό,τι συνέβαινε, να αποφασίζει αυτός πως θα κινούνταν και να ελέγχει τη μοίρα του. Βλέποντας όμως τον αδερφικό του φίλο και το κορίτσι για το οποίο έτρεφε τόσο τρυφερά συναισθήματα σ’ αυτήν την κατάσταση κι αυτόν ανίκανο να τους βοηθήσει, ένιωθε μικρός κι αβοήθητος. Τη στιγμή εκείνη της αυτοκριτικής του διέκρινε μια λάμψη να τον πλησιάζει κι αμέσως αναγνώρισε τη Γλαφύρα που μαζί με την ιπτάμενη συνοδεία της ολοκλήρωσαν την απόκοσμη εικόνα του δάσους. Τα φυτά παραμέρισαν για να περάσει η μεγαλοπρεπής νεράιδα με τη συνοδεία της, δημιουργώντας της ένα χρωματιστό μονοπάτι. «Καθηγήτρια Γλαφύρα, τι ανακούφιση που ήρθες τόσο γρήγορα».

«Γεια σου Λέανδρε», τον πλησίασε και του χάιδεψε το πρόσωπο. «Κι εγώ χαίρομαι που σε βλέπω, αν και θα προτιμούσα να ήταν καλύτερες οι συνθήκες. Για να δω τα παιδιά». Ο Λέανδρος της άνοιξε το δρόμο και της έδειξε που κείτονταν τα δύο αναίσθητα παιδιά. Πλησίασε πρώτα τη Διώνη και της άλειψε την πληγή με μια μωβ αλοιφή που εμφάνισε από ένα μικρό γυάλινο δοχείο που το καπάκι του είχε σκαλισμένο πάνω του τη σελήνη ραντισμένη με χρυσόσκονη. Στη συνέχεια έγειρε πάνω από το κεφάλι του Βόρυ και ακούμπησε στα χείλη του ένα θεραπευτικό ρόφημα.

Έπειτα, στράφηκε στα άτομα της συνοδείας της. «Πάρτε τους και τους δύο. Εγώ θα έρθω με τον Λέανδρο». Οι συνοδοί

της, δύο νεράιδες απερίγραπτης καλλονής πήραν στην αγκαλιά τους τα δύο παιδιά, κι αφού άνοιξαν τα ασημοκεντημένα μεγαλοπρεπή φτερά τους, πήραν τον δρόμο της επιστροφής. «Μην ανησυχείς για τα παιδιά» του είπε όταν οι νεράιδες έφυγαν. «Θα γίνουν πολύ γρήγορα καλά. Για να δω κι εσένα», η φωνή της ήταν γλυκιά και ήρεμη κι έφερε αγαλλίαση στην ψυχή του Λέανδρου. Τώρα που ήταν κοντά της, ένιωθε ασφάλεια.

«Δεν έχω τίποτα εγώ, είμαι καλά», η Γλαφύρα του χαμογέλασε τρυφερά, όπως πάντα. Από τότε που ήταν παιδί, ο Λέανδρος τη θυμάται πάντα χαμογελαστή να εμπνέει κουράγιο και δύναμη σ’ όλα τα παιδιά του ορφανοτροφείου που είχαν περάσει άσχημα χάρη στις δεινότητες του πολέμου.

«Δεν είναι κακό να έχεις πληγωθεί». Τον πλησίασε κι άλειψε και σ’ αυτόν μια αλοιφή πάνω στις πληγές του. «Είσαι χλωμός και τα μάτια σου είναι θολά. Ταλαιπωρήθηκες στο ταξίδι σου Λέανδρε, όμως αποζημιώθηκες διότι έμαθες πράγματα για εσένα».

Page 306: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

306 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Δεν έμαθα τίποτα. Μόνο μισά λόγια και περίεργες καταστάσεις. Ήλπιζα ότι εσύ θα μπορούσες να με διαφωτίσεις».

«Θα ‘ρθει η ώρα Λέανδρε που θα τα μάθεις όλα. Το παρελθόν αφορά γεγονότα και καταστάσεις που έγιναν και δεν μπορούν ν’ αλλάξουν, αργά ή γρήγορα θα μάθεις κι εσύ τι έχει συμβεί. Τώρα προέχει η ασφάλειά σας». Χτύπησε τα χέρια της ψηλά κι από το πουθενά εμφανίστηκε μπροστά τους μια ολόλευκη άμαξα που την έσερναν τρία λευκά άλογα. Οι χρυσές της λεπτομέρειες λαμπύριζαν κι έδεναν με την εκτυφλωτική λάμψη του μέρους. Ήταν χαμηλή κι οι άκρες της τραβηγμένες προς τα έξω δίνοντας της αεροδυναμική για να σχίζει πιο άνετα τους αιθέρες. Ο Λέανδρος ήταν πολύ κουρασμένος για να παρατηρήσει οτιδήποτε άλλο. Ακολούθησε την προτροπή της Γλαφύρας και μπήκε μέσα από τη διπλή λευκή πόρτα. Δεν πρόλαβε να κάτσει στα αναπαυτικά λευκά μαξιλάρια της άμαξας. Η κούραση κι η συναισθηματική φόρτιση των ημερών τον κυρίευσαν σαν κουρσάρικο πλοίο και πριν ακόμα μπει η Γλαφύρα μέσα, τα βλέφαρά του φάνηκαν ασήκωτα και παραδόθηκε στη θέλησή τους πέφτοντας σε βαθύ ύπνο.

Ακόμα δεν είχε ανοίξει τα μάτια του, αλλά είχε ξυπνήσει. Βρισκόταν

στη φάση που το μυαλό ανανεωμένο μετά από έναν ευχάριστο κι άνετο ύπνο, έμπαινε πάλι σε διέγερση και θα έδινε εντολή στα βλέφαρα ν’ ανοίξουν. Η αίσθηση των κλινοσκεπασμάτων πάνω στο κορμί του τον ηρεμούσε και τον ευχαριστούσε όσο τίποτα τις τελευταίες μέρες. Πρόβαλλε σθεναρή αντίσταση στον εαυτό του και δεν έλεγε με τίποτα να τα ανοίξει. Φοβόταν μήπως χάνονταν όλα και ξυπνούσε μέσα στην άβολη ξύλινη βάρκα. Η εσωτερική δύναμη ενός δεκαπεντάχρονου που δεν αντέχει την οκνηρία τον κάθισε τάχιστα στα πόδια του στην άκρη του κρεβατιού χαζεύοντας το νεραϊδίσιο δωμάτιο που τον φιλοξενούσε.

Ένα λευκό φως πλημμύριζε το δωμάτιο. Που δε θύμιζε σε τίποτα τα κανονικά δωμάτια. Ήταν πολύπλευρο κι οι τοίχοι που ξεκινούσαν λοξά από ψηλά, ενώνονταν με αυτούς που ξεκινούσαν από χαμηλά, κάπου στη μέση, σε μια καμπύλη. Επιπλέον πέρα από την ιδιαιτερότητά τους ποτέ στη ζωή του δεν είχε δει ένα διαμάντι ή πολύτιμους λίθους, πέρα από τις ομορφιές που αντίκρισε στο παλάτι των Ρόδων. Τώρα όμως αυτή τη στιγμή είχε την εντύπωση ότι ζούσε μέσα σ’ ένα τεραστίων διαστάσεων διαμάντι! Αστραφτερό γυαλί αντικαθιστούσε τους κοινούς τούβλινους τοίχους, γυαλί που λαμπύριζε κι υποδεχόταν το ζεστό φως που ερχόταν απέξω. Αυτό, πέρα από το γυαλί,

Page 307: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 307 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

διαπερνούσε και τις αραχνοΰφαντες λευκές κουρτίνες που στόλιζαν τον χώρο με περίτεχνους κόμπους.

Όταν σηκώθηκε πάνω ο Λέανδρος αισθάνθηκε ανάλαφρος, σα να κοιμόταν εδώ και μέρες. Ήταν καθαρός και φορούσε μπλε βαμβακερά ρούχα. Η ύφανσή τους ήταν λεπτή κι ένιωθε τις ίνες τους να χαϊδεύουν την επιδερμίδα του και να γίνονται ένα με τις κινήσεις των άκρων του. Το πρώτο πράγμα που του πέρασε από το μυαλό ήταν να βγει έξω και να ψάξει τους φίλους του. Στάθηκε στο κατώφλι της μεγάλης γυάλινης πόρτας κι έψαξε το χερούλι για να την ανοίξει. Πριν το καταλάβει όμως, η πόρτα αραίωσε κι εξαφανίστηκε μπροστά στα μάτια του αφήνοντας πίσω τη χαρακτηριστική ασημένια αχλή των νεράιδων.

Βγήκε έξω και έμεινε με το στόμα ανοιχτό μπροστά στο θέαμα που αντίκρισε. Χιλιάδες απαστράπτοντα διαμάντια φανερώθηκαν μπροστά στα μάτια του. Είχε καταλάβει από το δικό του ότι δεν ήταν χτισμένα στη γη, όμως αυτό που πραγματικά ίσχυε ήταν πέρα από κάθε φαντασία. Όλα τα διαμερίσματα διαμάντια κρέμονταν από τα κλαδιά ενός τεράστιου δέντρου. Πολλοί διακλαδωμένοι κορμοί στήριζαν το πάνω μέρος του δέντρου, κι όσο κι αν προσπάθησε ο Λέανδρος, με τίποτα δεν κατάφερε να βρει τη βάση αυτών των χοντρών κορμών. Το φύλλωμα του δέντρου ήταν πυκνό και τα κλαδιά του αμέτρητα, όπως αμέτρητα ήταν και τα διαμερίσματα διαμάντια. Όλα ενώνονταν μεταξύ τους από γυάλινες γέφυρες που λειτουργούσαν σαν δρόμοι. Στα τοιχάκια ήταν σκαλισμένες μορφές νεράιδων που σα να του φάνηκε ότι σάλευαν ανά διαστήματα.

Πατώντας πάνω στη γέφυρα συνειδητοποίησε ότι ήταν πολύ σταθερή, χωρίς σημάδι επικίνδυνων κλυδωνισμών. Μπροστά του απλώνονταν πολλά δρομάκια και προσπαθούσε να αποφασίσει ποιο να ακολουθήσει. Ενώ καθόταν ακόμα αποχαυνωμένος από το πρωτόγνωρο θέαμα, άκουσε μια γνώριμη φωνή να φωνάζει το όνομά του. Γύρισε και είδε τον Βυλτώρ στα δεξιά του να τον καλεί να πάει στο μέρος του. Αμέσως, χαρούμενος που είδε ένα οικείο του πρόσωπο, τον ακολούθησε.

«Πώς είναι το χέρι σου;» τον ρώτησε ο Βυλτώρ. Ο Λέανδρος είχε ξεχάσει ότι ήταν πληγωμένος. Από τη στιγμή που είχε ξυπνήσει δεν είχε νιώσει κάποια ενόχληση και το είχε ξεχάσει τελείως.

«Για να δούμε» του απάντησε σηκώνοντας το μανίκι του. Προς μεγάλη του έκπληξη είδε ότι το τραύμα του είχε σχεδόν εξαφανιστεί, αφήνοντας πίσω μια μικρή ουλή. «Απίστευτο, γιατρεύτηκε».

Page 308: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

308 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Τα γιατρικά της Γλαφύρας έχουν πάντα πολύ γρήγορη επίδραση» του είπε ο Βυλτώρ, χτυπώντας τον φιλικά στον ώμο.

«Έμαθες κάτι για τον Βόρυ και τη Διώνη;», η αγωνία του για την τύχη των φίλων του ήταν ολοφάνερη.

«Και οι δύο είναι πολύ καλά, πριν λίγο πήγα να τους δω. Αναρρώνουν. Αργότερα θα σε πάω να τους δεις». Ο Λέανδρος απόρησε.

«Γιατί όχι τώρα; Έχουμε τίποτα άλλο να κάνουμε;» «Ναι» του απάντησε χωρίς δισταγμό ο Βυλτώρ. «Τώρα έχουμε να πάμε

στο συμβούλιο των νεράιδων. Είμαστε οι επίτιμοι προσκεκλημένοι, μας έχουν ετοιμάσει καλές θέσεις». Ο Λέανδρος διέκρινε την ειρωνεία στα λόγια του Βυλτώρ.

«Τι εννοείς;» «Δε θα μας υποδεχτούν όπως περιμέναμε, Λέανδρε. Οι νεράιδες δε θα

μας βοηθήσουν». Ο Λέανδρος ακόμα δεν καταλάβαινε. «Γιατί είχαμε ζητήσει τη βοήθειά τους σε κάτι;» σχολίασε, γνωρίζοντας

καλά ότι απάντηση δε θα έπαιρνε. Ακολούθησαν τη μεγάλη γέφυρα μπροστά τους. Ήταν σίγουρα η κεντρική μιας και ήταν η πιο πλατιά απ’ όλες κι επιπλέον ασημένια άχλη απελευθερωνόταν σε κάθε τους πάτημα. Ο Λέανδρος δεν έχανε την ευκαιρία να παρατηρεί τα διαμερίσματα διαμάντια που αποκαλύπτονταν στα μάτια τους. Άλλα πιο ψηλά, άλλα πιο χαμηλά.

«Αφού οι νεράιδες πετάνε, για ποιον λόγο έχουν τις γέφυρες;» Ο Βυλτώρ δεν μπόρεσε να μη γελάσει με την παρατήρηση του Λέανδρου.

«Δεν έχεις άδικο. Δεν το έχω σκεφτεί ποτέ. Μάλλον για ομορφιά». Ώσπου η γέφυρα άνοιξε κι άλλο σε φάρδος και σχηματίστηκε μια μικρή

στρόγγυλη πλατεία. Στο κέντρο της δέσποζε μια τεράστια νεραϊδίσια μορφή, σμιλεμένη με απόλυτη ακρίβεια σε λευκό μάρμαρο. Η μορφή της δεσποτική και το βλέμμα της αυστηρό. Τα μάτια της και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του προσώπου της έμοιαζαν σχεδόν αληθινά κι απέπνεαν μεγάλη δύναμη. Σα να ήταν κρυμμένο μέσα στο άγαλμα ένα ζωντανό σώμα που από στιγμή σε στιγμή θα αποτίναζε τα μαρμάρινα δεσμά του και θα επανερχόταν στη ζωή. Τριγύρω μικρότερες μορφές το περιστοίχιζαν σαν την ακολουθία της αρχοντικής μορφής. Ο Βυλτώρ παρατήρησε το ενδιαφέρον του Λέανδρου για το άγαλμα.

«Είναι η Καλλιρόη. Η πρώτη βασίλισσα των νεράιδων. Οι υπόλοιπες νεράιδες την τιμούν και της αποδίδουν τις τιμές που της αξίζουν. Αυτή τις μάζεψε τις νεράιδες όταν ακόμα ήταν αερικά σε λίμνες και δάση, καταδιωγμένες από τους ανθρώπους, απόκληρες και μιαρές. Καταδικασμένες να περιπλανιούνται χωρίς σκοπό, η Καλλιρόη τις συσπείρωσε και τους

Page 309: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 309 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πρόσφερε καταφύγιο εδώ μέσα, ένα κάστρο απόρθητο κι απροσπέλαστο, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα και τους ανθρώπους που τόσο κακό έκαναν στις νεράιδες. Αυτή σχεδίασε αυτήν την πολιτεία κι από τότε ζούνε εδώ ήρεμες κι αποκομμένες από τον υπόλοιπο κόσμο, πλέον όμως γιατί έτσι θέλουν οι ίδιες κι όχι επειδή τις διώχνουν. Τυχαίνει καμιά φορά οι άνθρωποι να ζητάνε τη βοήθειά τους, όμως μετά την περιφρόνηση που τους έδειξαν, πολύ δύσκολα ανταποκρίνονται στο κάλεσμά τους».

«Δεν είχα ιδέα, στο κάστρο ποτέ δεν μας είχαν μιλήσει για τις νεράιδες. Η μόνη επαφή που είχαμε με αυτές ήταν μέσω της Γλαφύρας, αλλιώς δε θα γνωρίζαμε καν ότι υπήρχαν».

«Η Γλαφύρα είναι διαφορετική. Δεν είναι σαν τις υπόλοιπες. Αγαπάει τους ανθρώπους και τη ζωή έξω από το δάσος. Γι’ αυτό κι έζησε τόσα χρόνια μαζί μας. Πολλοί την κατηγορούν γι’ αυτό και λένε ότι έχει αποκτήσει ανθρώπινα χαρακτηριστικά από την πολυετή επαφή της με τους ανθρώπους, όμως δεν την ενδιαφέρει καθόλου. Την κατακρίνουν γιατί δε θέλουν ο κόσμος να ξέρει πως είναι η ζωή εδώ μέσα. Κανένας άνθρωπος ποτέ δεν έχει κατορθώσει να διαπεράσει τα τείχη του δάσους και δε νομίζω ότι θα μας αντιμετωπίσουν με ιδιαίτερα φιλική διάθεση». Ο Λέανδρος σκεφτικός άκουγε όσο του αποκάλυπτε ο Βυλτώρ για την άγνωστη ζωή των νεράιδων.

«Εσύ φαίνεσαι αρκετά οικείος με την ιστορία των νεράιδων και τη ζωή της Γλαφύρας» σχολίασε, μη μπορώντας να αντισταθεί. Ο Βυλτώρ δεν του αποκρίθηκε και συνέχισαν τον δρόμο τους αμίλητοι, παρατηρώντας τις ομορφιές της πολιτείας. Οι νεράιδες κυκλοφορούσαν γύρω τους χωρίς να ενοχλούνται από την παρουσία τους. Όλες λαμπερές κι όμορφες, άνοιγαν το δρόμο τους αφήνοντας πίσω τους τη χαρακτηριστική ασημένια αχλή των νεράιδων. Σαν όνειρο του φαινόταν του Λέανδρου που βάδιζε σ’ ένα τόσο μαγικό μέρος που δεν έμοιαζε με κανένα άλλο.

Συνέχισαν την πορεία τους ώσπου μπροστά τους ορθώθηκαν τρία τεράστια λευκά κτίρια. Ο Λέανδρος τα είχε διακρίνει από το δωμάτιό του μιας και το μεγάλο τους μέγεθος τα έκανε να ξεχωρίζουν από μακριά. Τεράστια αγάλματα πάνω σε λευκούς κίονες δέσποζαν με την παρουσία τους, άγρυπνοι φύλακες του χώρου. Ο Βυλτώρ πρόλαβε να εξηγήσει στον Λέανδρο, προτού προλάβει να τον ρωτήσει.

«Το πρώτο κτίριο είναι η τραπεζαρία, εδώ μαζεύονται και γευματίζουν οι νεράιδες, πάντα μαζί. Το μεσαίο κτίριο, εκεί που πάμε κι εμείς, είναι το κέντρο των συμβουλίων, εκεί που παίρνονται όλες οι σημαντικές αποφάσεις των νεράιδων. Και τέλος, το τρίτο κτίριο στεγάζει το αναρρωτήριο, όχι μόνο

Page 310: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

310 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

για τις νεράιδες αλλά και για τα ζώα που τα χτυπούν κυνηγοί ή και πιο σπάνια για ανθρώπους που τους βρίσκουν λαβωμένους έξω από το δάσος ή σε κοντινές αποστάσεις. Εκεί είναι και τα παιδιά τώρα». Ο Λέανδρος κοιτούσε με δέος τη μεγαλοπρέπεια των κτιρίων. Δεν έμοιαζαν με τους θαλάμους. Αντί για τοίχους είχαν κι εδώ τζάμια όμως σε κυκλικό σχήμα αυτή τη φορά, όχι πολυγωνικό. Αντί για πόρτα, είχαν μια τεράστια θολωτή αψίδα που κάλυπτε όλη την μπροστινή πλευρά. Πάνω από την αψίδα έστεκαν μαρμάρινες ζωφόροι που αναπαριστούσαν εικόνες από τη ζωή των νεράιδων και της φύσης.

«Οι εικόνες είναι ίδιες με αυτές που είχε η άμαξα όταν με έφεραν» θυμήθηκε ο Λέανδρος κι εξέφρασε την έκπληξή του δυνατά. Οι παραστάσεις που ξεχώρισε ήταν από χορούς των νεράιδων, από τελετές. Η μορφή που δέσποζε σε όλες αυτές τις εικόνες ήταν της Καλλιρόης που της απέδιδαν όλες τις τιμές εκφράζοντας έτσι την αγάπη και την ευγνωμοσύνη τους για το πρόσωπό της.

Είχαν πια φτάσει στην είσοδο του κεντρικού κτιρίου. Μόλις πέρασαν κάτω από τη μαρμάρινη αψίδα, τα βήματά τους, τους οδήγησαν σε μια πελώρια σάλα που όμοια της δεν είχε ξαναδεί ο Λέανδρος. Από έξω το κτίριο φαινόταν μεγάλο, αλλά από μέσα φαινόταν αχανές. Σ’ όλο το μήκος των στρόγγυλων τοίχων υπήρχαν γυάλινα διαζώματα για τις νεράιδες. Τριάντα πέντε διαζώματα πρόλαβε να μετρήσει. Απέναντί τους έστεκαν ατομικά επίσης γυάλινα κουβούκλια, προφανώς για τις εξέχουσες προσωπικότητες. Το πρόσωπό του σχεδόν καθρεφτιζόταν στο άσπιλο γυαλισμένο μαρμάρινο πάτωμα της σάλας.

Ο χώρος ήταν γεμάτος κι ένα χαμηλό σούσουρο από λεπτές φωνές σταμάτησε με το που έκαναν την εμφάνισή τους. Ένιωθαν όλα τα βλέμματα στραμμένα πάνω τους, να τους παρακολουθούν και να περιμένουν κάποια κίνηση απ’ αυτούς. Η Γλαφύρα, που καθόταν σ’ ένα από τα κουβούκλια, κατέβηκε από την τιμητική θέση της και τους πλησίασε. Κάτι που παρατήρησε ο Λέανδρος ήταν ότι δεν υπήρχαν καθόλου σκάλες για να κατέβουν από τα υψηλά διαζώματα κι από τα κουβούκλια.

«Εδώ δε βλέπω να βάλανε σκάλες για ομορφιά», ο Λέανδρος χαμογέλασε μέσα από τα δόντια του αλλά το σοβαρό ύφος του Βυλτώρ του έδωσε να καταλάβει ότι δεν ήταν ώρα για αστεία.

Η Γλαφύρα όταν τους είδε, άνοιξε τα ασημένια της φτερά κι έφτασε στο μέρος τους. Τους οδήγησε στα χαμηλότερα διαζώματα για να μπορέσουν να καθίσουν.

Page 311: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 311 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η αίθουσα ήταν κατάμεστη κι όταν έκατσαν στις θέσεις τους το σούσουρο ξανάρχισε σα να μην είχε σταματήσει ποτέ. Το θέμα που κυριαρχούσε στην κουβέντα τους δεν ήταν δύσκολο να το μαντέψουν. Οι συζητήσεις τους γίνονταν στη γλώσσα των νεράιδων, κι όσο γοητευτική κι αν του φαινόταν με τα πολλά φωνήεντα και τους εύηχους συνδυασμούς των συμφώνων, ο ίδιος δεν καταλάβαινε τίποτα.

Ξαφνικά όμως, γι’ άλλη μια φορά μετά την είσοδό τους στη σάλα, οι πάντες σώπασαν. Νεκρική σιγή έπεσε, κι ούτε καν κουνιόντουσαν. Ο Βυλτώρ τον πρόσεξε που κοιτούσε απορημένος με την ξαφνική αλλαγή διάθεσης των νεράιδων κι έσκυψε στο αφτί του.

«Μπαίνουν οι αρχηγοί των ταγμάτων των νεράιδων», πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση του, ακούστηκε ένας δυνατός γδούπος. Ο Λέανδρος νόμισε ότι σείστηκε το κτίριο από την ένταση. Όλες οι νεράιδες σηκώθηκαν όρθιες. Το παράδειγμά τους ακολούθησαν και τα παιδιά. Ο πίσω τοίχος άνοιξε κι εμφανίστηκαν πετώντας οι νεράιδες. Από την εμφάνισή τους διέκρινε κανείς ότι ήταν διαφορετικές από τις υπόλοιπες και από άποψη εμφάνισης και από χαρακτήρα.

Η ενδυμασία τους ήταν πλουμιστή, πιο αστραφτερή κι απ’ όλα τα άστρα του ουρανού μαζί, τα φτερά τους ήταν λαμπερά και αρκετά μεγαλύτερα από τα απλά φτερά των νεράιδων, ενώ όλες κρατούσαν στο χέρι τους ένα γυάλινο σκήπτρο, δείγμα της εξουσίας τους.

«Η κάθε μια αντιπροσωπεύει τα τέσσερα τάγματα των νεράιδων, το σκήπτρο με το σκαλισμένο φεγγάρι είναι για τις Σελεστίνες, το τάγμα της Γλαφύρας, με την πράσινη ενδυμασία είναι το τάγμα του Δάσους με σύμβολό τους την αλεπού, με τα κόκκινα ρούχα είναι οι Πορφύρες που φέρουν το ρουμπίνι, ενώ με τα μπλε είναι οι Ουράνιες με σήμα τους τον ήλιο. Ο Λέανδρος είχε παρατηρήσει τις διαφορετικές ενδυμασίες των νεράιδων αλλά δεν είχε παρατηρήσει ότι η κάθε μια ανήκε σε διαφορετικό τάγμα.

«Το χρώμα των Σελεστίνων φαντάζομαι είναι το λευκό». Ο Βυλτώρ του έγνεψε καταφατικά. «Εσύ από πού τα γνωρίζεις όλα αυτά; Η ζωή των νεράιδων και ό,τι έχει σχέση μ’ αυτές είναι άγνωστη σε όλον τον κόσμο. Εσύ είσαι πάντα ένα βήμα μπροστά απ’ όλους». Ο Βυλτώρ του έκανε νόημα να σωπάσει.

Οι τέσσερεις νεράιδες κατευθύνονταν προς τις θέσεις τους στα υψηλότερα διαζώματα με το κεφάλι ψηλά, περήφανες και αυστηρές. Απέπνεαν γαλήνη κι ηρεμία και η αυστηρότητα των χαρακτηριστικών τους δε συμβάδιζε με την καλοσύνη και την ευγένεια που μαρτυρούσαν τα μάτια τους.

Page 312: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

312 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μπήκαν στην αίθουσα πετώντας σε σχηματισμό. Μπροστά πήγαινε μια Πέμπτη νεράιδα, ντυμένη σε χρυσαφί φόρεμα, που κάτι θύμισε στον Λέανδρο, ενώ από πίσω ακολουθούσαν ανά δυάδες οι υπόλοιπες. Έκανε να ρωτήσει τον Βυλτώρ σε ποιο τάγμα ανήκε με αυτήν την ενδυμασία, αλλά η άγρια ματιά του όταν πήγε να μιλήσει τον αποστόμωσε. Με το που πήραν τη θέση τους, η κάθε μια σε ένα κουβούκλιο, και κάθισαν, τότε μόνο έκατσαν κι υπόλοιποι παρευρισκόμενοι στην αίθουσα και μαζί τους και τα παιδιά.

Η αρχηγός της πομπής των νεράιδων έριξε ένα διερευνητικό βλέμμα στον Λέανδρο χωρίς να μείνει για ώρα πάνω του. Έπειτα την προσοχή της έκλεψε ο Βυλτώρ. Τον κοίταξε κι αναστέναξε, μάλλον ενοχλημένη για την εκεί παρουσία του. Τέλος στράφηκε στη Γλαφύρα που καθόταν στα δεξιά της, λίγο πιο κάτω από τα μέλη των αρχηγών των ταγμάτων.

«Λοιπόν, Γλαφύρα, σ’ ακούμε, ποιος είναι ο λόγος που συγκάλεσες το συμβούλιο, αν και το μυαλό μου πάει κάπου», είπε ρίχνοντας μια φευγαλέα πλάγια ματιά στον Λέανδρο. Η Γλαφύρα σηκώθηκε πάνω για να μιλήσει και ν’ ακουστεί σ’ όλη την αίθουσα.

«Ο λόγος που σας κάλεσα σήμερα είναι τα όσα συμβαίνουν έξω, πράγματα τρομαχτικά που απειλούν την ηρεμία του κόσμου όπως τον γνωρίζουμε».

«Και τι μας ενδιαφέρει εμάς; Δεν ασχολούμαστε με τις υποθέσεις των ανθρώπων, έχουμε πάψει εδώ και καιρό να δίνουμε σημασία σε αυτά που κάνουνε» τη διέκοψε μια από τις επιφανείς νεράιδες.

«Δεν αντιλέγω, από τη στιγμή όμως που μια από εμάς προκαλεί αυτά τα δεινά, εμείς είμαστε αυτοί που πρέπει να την σταματήσουμε» συνέχισε με αυτοπεποίθηση. Τα χρόνια που είχε περάσει στο κάστρο διδάσκοντας, της είχαν χαρίσει την ικανότητα της άνεσης να απευθύνεται σε μεγάλο κοινό χωρίς να κομπλάρει. Η συναναστροφή της με τα παιδιά, το πιο δύσκολο ακροατήριο απ’ όλα τη βοήθησε να παρουσιάζει τα θέματά της χωρίς να κουράζει το ακροατήριό της. «Η Σελίμα επανήλθε με άγριες διαθέσεις κι αν καταφέρει να περάσει τον σκόπελο των ανθρώπων τότε σύντομα θα στραφεί κι εναντίον μας, διαταράσσοντας την ηρεμία και τη γαλήνη του αιώνιου δάσους που φέρει το όνομά σου, Καλλιρόη», η μελωδική φωνή της νεράιδας τον επανέφερε στην πραγματικότητα.

Ο Λέανδρος αμέσως γούρλωσε τα μάτια του. Να, τι του θύμισε η πρώτη νεράιδα. Την είχε παρατηρήσει νωρίτερα πριν μπει στο αχανές κτίριο, η δικιά της μορφή έστεκε στωικά στο κέντρο της μικρής πλατείας. Μα πώς ήταν δυνατόν; Ο Βυλτώρ τον σκούντηξε για να μην κοιτάει τόσο έντονα, ο

Page 313: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 313 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Λέανδρος όμως ήταν αποχαυνωμένος. Δεν μπορούσε να χωρέσει το μυαλό του πως ήταν δυνατό να ζει μετά από τόσα χρόνια αλλά να φαίνεται ακόμα νεότατη. «Αν ενεργήσουμε τώρα, έχουμε πιθανότητες να τη σταματήσουμε επιτέλους και να την ξεφορτωθούμε μια και καλή».

«Μιλάς άνετα για τον εχθρό, ακόμα και μπροστά σε κάποιον που μπορεί να θεωρηθεί κατάσκοπος και προδότης λόγω της σχέσης του μαζί της» συμπλήρωσε με ηρεμία η Καλλιρόη, καρφώνοντας με το βλέμμα της τον Βυλτώρ. Ο Λέανδρος κατάλαβε ότι απευθυνόταν στον διπλανό του κι έσκυψε στο αυτί του.

«Κι εδώ βλέπω έχεις θαυμαστές» του είπε και χαμογέλασε. Το πρόσωπο του Βυλτώρ όμως είχε σκοτεινιάσει. Ο Λέανδρος έμεινε έκπληκτος. Δε θυμόταν να τον έχει ξαναδεί έτσι. Τα φρύδια του συνοφρυώθηκαν, κρύβοντας σχεδόν τα μεγάλα μαύρα μάτια του, και ένα βαθύ λακκάκι εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη δεξιά πλευρά του μετώπου του. Γρήγορα η αυστηρή φωνή της υπεραιωνόβιας Καλλιρόης του τράβηξε γι’ άλλη μια φορά την προσοχή.

«Δε λες τίποτα;» του είπε κοιτάζοντάς τον. «Δε θα υπερασπιστείς τον εαυτό σου ή τη μητέρα σου;» του φώναξε. Ο Λέανδρος πλέον ήταν σοκαρισμένος. Η μια βόμβα διαδεχόταν την άλλη και ένιωθε ότι είχε πέσει σε πεδίο βολής. Ο Βυλτώρ πάλι δεν απάντησε. Δείχνοντας την αγανάκτησή του φόρεσε την κουκούλα του κι έκρυψε το πρόσωπό του. Ήταν εμφανές ότι δεν ήθελε να ασχολούνται μαζί του. Η Γλαφύρα που ένιωθε την ένταση ν’ αυξάνεται και για να προστατέψει τον Βυλτώρ, πήγε στο μέρος του.

«Ποτέ δε μας έχει δώσει αφορμή ο Βυλτώρ να τον αμφισβητούμε, ήταν πάντα δίπλα μας, στο πλευρό μας σ’ ό,τι κι αν τον χρειαστήκαμε. Με αποκορύφωμα την τελευταία του αποστολή που την ανέλαβε για να εκπληρώσει τον όρκο που είχε δώσει, παιδί ακόμα, στη Ζηνοβία».

«Την πρόδωσε» φώναξε η αρχηγός των Ουράνιων. «Αυτή τον γλύτωσε από την κακία και τη μισαλλοδοξία της μητέρας του, του πρόσφερε την ανιδιοτελή αγάπη της, κι αυτός της γύρισε την πλάτη. Η ίδια η Ζηνοβία τον αποκήρυξε και το ίδιο θα κάνουμε κι εμείς. Μη ζητάς να τον βοηθήσουμε τώρα».

«Όχι, δεν είναι αλήθεια» φώναξε η Γλαφύρα. «Η Ζηνοβία τον λάτρευε τον Βυλτώρ κι είχε αποδεχτεί την απόφασή του να ζήσει ελεύθερος μακριά της. Τώρα εμείς τον χρειαζόμαστε, όχι αυτός εμάς». Η Γλαφύρα υπερασπιζόταν με πάθος τον Βυλτώρ απέναντι στην άδικη συμπεριφορά των νεράιδων. Ο Λέανδρος δεν ήξερε τι να πρωτοσκεφτεί. Οι πληροφορίες που πήρε σήμερα ήταν πάρα πολλές και δεν είχε ιδέα αν θα κατάφερνε να τις

Page 314: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

314 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

επεξεργαστεί όλες. Ξαφνικά τίποτα δεν ήταν ίδιο. Η αποκάλυψη της προέλευσης του Βυλτώρ τον ξάφνιασε όσο και τον σόκαρε. Τι δουλειά είχε μαζί τους ο γιος της Σελίμα;

«Όπως και να ‘χει Γλαφύρα, ήταν λάθος να φέρεις αυτά τα παιδιά εδώ», τον λόγο ξαναπήρε η Καλλιρόη. «Όλοι τα κυνηγάνε, άνθρωποι και μαγικά πλάσματα γιατί φέρουν μαζί τους έναν μεγάλο θησαυρό που θέλουν ν’ αποκτήσουν. Αν τους δώσουμε άσυλο και τους κρατήσουμε εδώ, τότε όλοι θα στραφούν εναντίον μας κι είναι κάτι που δεν είμαστε διατεθειμένοι να βιώσουμε. Αρκετά τραβήξαμε τόσα χρόνια με αυτό που αναγκαστήκαμε να φυλάξουμε για τον Ροδόλφο και τις απόπειρες που έγιναν για να το κλέψουν. Τέρμα πια. Ίσως ήρθε η ώρα ο απόγονός του να το πάρει και να μας απαλλάξει από αυτήν την κατάρα ώστε να ηρεμήσουμε επιτέλους και να μην έχουμε πια προβλήματα. Τίποτα δεν είναι τυχαίο, έτσι δεν είναι Γλαφύρα; Έχει την κατάλληλη ηλικία, το ίδιο εκφραστικό και θεληματικό πρόσωπο, τα μάτια του φωνάζουν ποια είναι η ταυτότητά του και το αγέρωχο βλέμμα του πατέρα του. Δε θα μου έκανε εντύπωση αν με ενημέρωναν τώρα ότι όλη η στρατιά της Σελίμα με αρχηγό την πανούργα την κόρη της ήταν παρατεταγμένη έξω από το δάσος και προσπαθούσαν να εισβάλλουν με τη βία μέσα».

«Σ’ εμένα αναφέρεται;» η απορία του Λέανδρου ήταν φανερή. Μέσα σε λίγες ώρες θιγόταν πάλι το θέμα της καταγωγής του και της οικογένειάς του.

«Κάνε λίγο υπομονή και θα τα μάθεις όλα», ο Βυλτώρ σχεδόν του ψιθύρισε στ’ αυτί.

«Το ήξερα ότι θα το καταλάβαινες αμέσως Καλλιρόη» φώναξε η Γλαφύρα, «ήρθε ο ίδιος να σου ζητήσει να τον βοηθήσεις, να του παρέχεις καταφύγιο. Είναι μικρός ακόμα. Η εκπαίδευσή του δεν έχει ολοκληρωθεί. Έχεις δώσει τον όρκο σου στον πατέρα του που ήταν καλός σου φίλος, θυμάσαι;»

«Αρκετά» φώναξε εκνευρισμένη η νεράιδα. «Δε θα μου υποδείξεις εσύ Γλαφύρα τι θα κάνω, κύριο μέλημά μου είναι η διασφάλιση της ευημερίας των νεράιδων και μετά όλα τα άλλα. Εσύ τα τελευταία χρόνια έχεις φύγει μακριά και δεν ξέρεις τι συμβαίνει. Αυτή η κόρη της Σελίμα, που η ψυχή της είναι τόσο μαύρη όσο το πιο σκοτεινό έρεβος στα βάθη των ωκεανών, τριγυρίζει σχεδόν κάθε βράδυ πάνω από το δάσος ψάχνοντας να βρει την ευκαιρία να μπει μέσα. Οι νεράιδες ζουν διαρκώς υπό το καθεστώς του φόβου, ακούγοντας το ανατριχιαστικό κάλεσμά της. Η μητέρα της βλέπεις, της έχει μάθει όλους τους κώδικες επικοινωνίας των νεράιδων, το αίμα που κυλάει μέσα της είναι νεραϊδίσιο, είτε μας αρέσει είτε όχι. Κι όσο ασφαλές κι αν είναι το δάσος, είμαι

Page 315: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 315 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

σίγουρη ότι κάτι μηχανεύεται αυτή η μικρή και τότε ξέρεις τι θα γίνει; Μπορείς να το διανοηθείς; Όλες οι νεράιδες θα χάσουν το σπίτι τους και θα γίνουμε πάλι έρμαια στη θέληση των ανθρώπων. Δε θα υπάρχει η πολιτεία μας κι οι νεράιδες θα καταδικαστούν στην αφάνεια και την περιφρόνηση των ανθρώπων, ώσπου να εκλείψουν τελείως. Αυτό θέλεις; Η χρόνια έκθεσή σου με τους ανθρώπους μάλλον σε έκανε να σκέφτεσαι αυτούς περισσότερο παρά τις αδερφές σου».

«Αυτό δεν είναι αλήθεια Καλλιρόη, ακριβώς επειδή σκέφτομαι τις αδερφές μου, σου ζητάω να μην ενεργήσεις μ’ αυτόν τον τρόπο. Κράτησέ τον εδώ μέχρι να ανδρωθεί και να μπορεί να αναμετρηθεί μαζί τους σαν αντάξιός τους. Μην τον καταδικάζεις στην αποτυχία, Καλλιρόη».

«Η απόφασή μου είναι αμετάκλητη. Δεν επιθυμώ οι νεράιδες να βοηθήσουν τους ανθρώπους. Μας έχουν βλάψει αρκετά κι έχουμε πάρει το μάθημά μας. Βλέπεις οι άνθρωποι δε μαθαίνουν από τα λάθη τους, εμείς όμως ναι, και με γνώμονα αυτά δεν τα ξανακάνουμε. Στους ανθρώπους έχουμε στείλει τη Ζηνοβία που είναι η μόνη ισάξια της Σελίμα κι η μόνη που μπορεί να την αντιμετωπίσει. Αυτό αρκεί. Ο μικρός κι η παρέα του θα φύγουν από το δάσος παίρνοντας μαζί τους κι αυτό που μας είχε εμπιστευτεί ο πατέρας του πριν από πολλά χρόνια. Όσο για εσένα Γλαφύρα, η θέση σου είναι πλέον στο δάσος κι αν θέλεις να παραμείνεις στην αγκαλιά του δάσους μας καλά θα κάνεις να μείνεις αμέτοχη σ’ αυτήν την ιστορία και να αφήσεις τα πράγματα να κυλήσουν όπως πρέπει. Δεν είναι μια από τις αρμοδιότητές μας να μπλεκόμαστε στις υποθέσεις των ανθρώπων. Το γνωρίζεις καλά». Φωνές επιδοκιμασίας αντήχησαν μέσα στην αίθουσα. Όλες οι νεράιδες που παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα τη στιχομυθία ανάμεσα στις δύο επιφανείς νεράιδες σηκώθηκαν όρθιες κι επικροτούσαν χειροκροτώντας την απόφαση της Καλλιρόης.

Εκείνη τη στιγμή, μέσα στη φασαρία και την ένταση, εισήλθαν στην αίθουσα ο Βόρυς με τη Διώνη. Και οι δύο ήταν θαμπωμένοι με το βάθος της αίθουσας κι από την παρουσία τόσων πολλών νεράιδων. Όλοι στράφηκαν προς το μέρος τους. Μια γοργόνα κι ένας Αετομάτης δεν ήταν κάτι που έβλεπαν κάθε μέρα. Η Καλλιρόη, όταν τους είδε να πλησιάζουν τους φίλους τους, χαμογέλασε ειρωνικά.

«Οι υπόλοιποι προστατευόμενοί σου φαντάζομαι, Γλαφύρα. Οφείλω να το παραδεχτώ ότι έκανες καλή επιλογή. Μια χαμένη γοργόνα, ένας τελευταίος απόγονος των Αετομάτηδων, ο Βυλτώρ κι ο μικρός σωτήρας μας. Η προφητεία απ’ ό,τι φαίνεται ολοκληρώνεται. Ένας παραπάνω λόγος να

Page 316: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

316 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

εμμένω στην απόφασή μου. Για πείτε μου» είπε στρεφόμενη στα παιδιά, «είμαι περίεργη να μάθω πως καταφέρατε και φύγατε από το κάστρο. Είμαι σίγουρη ότι η Ζηνοβία δε θα συμφωνούσε ποτέ σε κάτι τόσο παράτολμο». Η Διώνη προχώρησε μπροστά από τους υπόλοιπους.

«Η ίδια η καθηγήτρια Ζηνοβία μου ζήτησε να έρθω να σας βρω», η μικρή μίλησε δυνατά και καθαρά. Πήρε δύναμη και κουράγιο από τα λόγια της Ζηνοβίας και την άμεση ανάγκη να τη βοηθήσει κάποιος. Η Καλλιρόη σήκωσε το βλέμμα της και κοίταξε πρώτα τη μικρή γοργόνα και μετά τη Γλαφύρα σαν να περίμενε μια εξήγηση.

«Δε γνωρίζω τίποτα γι’ αυτό, Καλλιρόη» απάντησε προς υπεράσπιση του εαυτού της. «Έχω πολλές μέρες να επικοινωνήσω με τη Ζηνοβία». Η Διώνη δεν έχασε ευκαιρία, προχώρησε μπροστά και με δυνατή φωνή για να ακουστεί μέσα στην αχανή αίθουσα αποκάλυψε επιτέλους το μυστικό της.

«Δεν μπορείς να επικοινωνήσεις μαζί της, ούτε εσύ, ούτε κανένας άλλος. Είναι φυλακισμένη μέσα σ’ έναν καθρέπτη». Τα λόγια της αντήχησαν σαν την πιο βαριά κατάρα μέσα στην αίθουσα κι αυτό το ένιωσαν βαθιά τα παιδιά από την αναταραχή που προκάλεσε.

«Πού το ξέρεις εσύ;» τη ρώτησε αμέσως η Καλλιρόη. «Ήμουνα εκεί κοντά όταν εκτυλίχτηκε η σκηνή. Είχα την ατυχία και τα

βίωσα όλα από πρώτο χέρι», η φωνή της κόμπιασε στην ανάμνηση της φρικιαστικής κατάστασης που είχε βιώσει. «Πριν εξαφανιστεί η καθηγήτρια, μου ζήτησε να έρθω και να σας ενημερώσω», η Διώνη αφηγήθηκε όλη την ιστορία της βραδιάς. Η Καλλιρόη έμεινε για λίγο σιωπηλή. Η Διώνη ένιωσε το βλέμμα του Βυλτώρ πάνω της, από την ντροπή της όμως που δεν του είχε αποκαλύψει την αλήθεια, δεν τόλμησε να γυρίσει να τον κοιτάξει. Η Γλαφύρα στράφηκε στα παιδιά.

«Με τη Ζηνοβία έξω από το παιχνίδι, πολύ δύσκολα θα συναινέσει να μας βοηθήσει» τους είπε χαμηλόφωνα.

«Άμα επιστρέψουμε στο κάστρο, έχεις τη δύναμη να την επαναφέρεις;» τη ρώτησε με αγωνία ο Λέανδρος.

«Ναι Λέανδρε, μπορώ να το κάνω, αλλά πρόκειται για προδοσία. Κάποιος από τους καθηγητές σίγουρα, κι έχω στο μυαλό μου ποιος θα ήταν ικανός για κάτι τέτοιο. Φοβάμαι όμως ότι δε θα είναι μόνος του κι αυτό θα με δυσκολέψει, καθώς δε θα μπορέσω να προσεγγίσω το κάστρο», η απογοήτευση της Γλαφύρας ήταν εμφανής. Όλοι στράφηκαν προς την Καλλιρόη, μιας κι ήταν έτοιμη ν’ ανακοινώσει την απόφαση του συμβουλίου.

Page 317: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 317 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Η αποκάλυψη των δυσάρεστων νέων για τον εγκλεισμό της Ζηνοβίας στον καθρέπτη της λήθης και της λησμονιάς δείχνει την αποφασιστικότητα του εχθρού να πετύχει τον σκοπό του. Χωρίς τη βοήθεια της Ζηνοβίας και με την κατάληψη του κάστρου, τα χέρια μας είναι δεμένα. Λυπάμαι Γλαφύρα, η απόφασή μου παραμένει η ίδια. Οι νεράιδες θα παραμείνουν αμέτοχες για να εξασφαλίσουν μ’ αυτόν τον τρόπο τη θέση τους. Τα παιδιά πρέπει να φύγουν άμεσα από το δάσος». Η Γλαφύρα και τα παιδιά άκουγαν απογοητευμένοι την απόφαση των νεράιδων.

«Παρ’ όλ’ αυτά όμως» συνέχισε ξανά, «θα τους βοηθήσω φωτίζοντάς τους τον δρόμο. Σας δίνω την άδεια να πάτε στη σπηλιά του δράκου και να συμβουλευτείτε την πηγή της γνώσης για το ποιες ενέργειες πρέπει να ακολουθήσετε για να πετύχετε τον στόχο σας. Σας εφιστώ την προσοχή. Δε δείχνει το μέλλον σας, αλλά τις κινήσεις που θα πρέπει να ακολουθήσετε. Η έκβασή του οφείλεται αποκλειστικά στις αποφάσεις που θα πάρετε εσείς», έκανε νόημα με το χέρι της και δύο νεράιδες μπήκαν στην αίθουσα. Στα χέρια τους κρατούσαν ένα μεγάλο γυάλινο κουτί και με προσοχή το ακούμπησαν στα πόδια του Λέανδρου. Το κουτί ήταν φτιαγμένο από το ίδιο υλικό που αφθονούσε στο δάσος, το γυαλί με την ασημένια άχλη να ελευθερώνεται με κάθε άγγιγμα πάνω της.

Η Καλλιρόη σηκώθηκε και πέταξε προς το μέρος του. Το κουτί δεν είχε κάποιο άνοιγμα κι ο Λέανδρος το περιεργαζόταν χωρίς να ξέρει πως θα το άνοιγε. Η Καλλιρόη στάθηκε μπροστά του. Από κοντά ήταν πιο ψηλή, σχεδόν δύο φορές πιο ψηλή από τον Λέανδρο. Το πρόσωπο της ήταν λείο, χωρίς κανένα σημάδι γήρανσης, απόδειξη της ηλικίας της και της βαθιάς πορείας της στη ζωή. Τα γκρίζα μάτια της ήταν ήρεμα κι άστραφταν, και στο πλάι του προσώπου της έλαμπε ένα φεγγάρι σχεδιασμένο με αναρίθμητα καλογυαλισμένα διαμάντια, ένα σήμα σαν αυτό που έφερε η Γλαφύρα στο μέτωπό της, πολύ μεγαλύτερο μιας και κάλυπτε όλη τη δεξιά πλευρά της. Σήκωσε τα χέρια της πάνω από το κουτί κι έκλεισε τα μάτια της.

Μεμιάς το ερμητικά κλεισμένο κουτί άνοιξε κι αποκάλυψε τον θησαυρό του σ’ όλα τα ζευγάρια ματιών που έσκυψαν από πάνω από περιέργεια για να δουν ποιο μυστικό έκρυβε μέσα. «Η μοίρα σου φέρθηκε σκληρά από μικρό παιδί. Αυτό θα σου δείξει τον δρόμο σου, αν θα τον ακολουθήσεις είναι δικό σου θέμα. Ο δρόμος θα είναι δύσκολος, γεμάτος κακουχίες και δύσβατα μονοπάτια. Εκεί που θα τελειώνει και δε θα βλέπεις τίποτα πια μπροστά σου, θα το συμβουλεύεσαι και θα σε καθοδηγεί. Με επιμονή και πίστη σ’ αυτό που ψάχνεις θα καταφέρεις να πετύχεις τον στόχο

Page 318: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

318 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

σου, η σύνεση κι η εγκράτεια θα πρέπει να είναι σύμβουλοί σου κι η τόλμη κι η ανδρεία πιστοί σου φύλακες όταν το επιβάλλει η στιγμή. Έχεις το χάρισμα του πατέρα σου, αν το διαχειριστείς συνετά θα γίνεις ο άντρας που έγινε κι εκείνος κι ακόμα μεγαλύτερος». Αυτά του είπε κι έβαλε το χέρι μέσα στο κουτί.

Από το σύννεφο της γκρι σκόνης που το συντηρούσε όλα αυτά τα χρόνια έβγαλε έναν καφέ κουλουριασμένο πάπυρο. Στη μέση τον κρατούσε μαζεμένο μια κόκκινη κορδέλα που μετά από πολλά χρόνια απελευθερώθηκε και ξεχύθηκε χορεύοντας στον μαγεμένο αέρα του δάσους των νεράιδων. Τα μάτια όλων όμως έπεσαν δίπλα στην κορδέλα κι η συνειδητοποίηση της αλήθειας και της ταυτότητας του Λέανδρου έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία πάνω τους. Δίπλα στην κόκκινη κορδέλα ξεχώριζε με το καθαρό σχέδιό της η πορφυρή κέρινη σφραγίδα που απεικόνιζε τον λευκό ιππότη με το παρατεταμένο σπαθί του, τον θυρεό της Πόλης των Ρόδων. Τα παιδιά, μόλις κατάφεραν να αποστρέψουν το βλέμμα τους από τη μεγαλοπρεπή σφραγίδα, κοίταξαν τον Λέανδρο, που ανίκανος να συλλάβει με το μυαλό του τι σήμαιναν όλα αυτά στεκόταν τώρα πιο αποχαυνωμένος από ποτέ.

«Είσαι ο χαμένος πρίγκιπας» κατάφερε να ψελλίσει ο Βόρυς στον φίλο του. Τα λόγια του βγήκαν με δυσκολία από το στόμα του κι ούτε ο ίδιος δεν πίστευε τις λέξεις που ξεστόμιζε. Η Καλλιρόη είχε πια φύγει από κοντά τους, κανένας όμως δεν την είχε πάρει είδηση. Η αποχώρησή της σίγουρα θα ήταν το ίδιο εντυπωσιακή με την άφιξή της, όμως, η προσοχή όλων τώρα ήταν στα χέρια του Λέανδρου και τον κλειστό πάπυρο που κρατούσε στα χέρια του.

«Θα σας δώσουνε μια άμαξα που θα σας οδηγήσει στη σπηλιά του δράκου. Όταν μπείτε μέσα και βρείτε την πηγή, εσύ Λέανδρε, να πλησιάσεις και ν’ ακουμπήσεις το χέρι σου στο νερό, μόνος σου. Μόνο έτσι θα σου αποκαλύψει η πηγή τα μυστικά της».

«Εσύ Γλαφύρα δεν μπορείς να έρθεις μαζί μας;» τη ρώτησε ο Βόρυς. Η νεράιδα του χαμογέλασε και του χάιδεψε τρυφερά το πρόσωπο.

«Εμένα η θέση μου είναι εδώ, δεν μπορώ να φύγω. Θα σας προσέχω από μακριά, και όπου μπορώ θα επέμβω, όπως έκανα με εσένα Βόρυ τη νύχτα που σε άρπαξε η Δάειρα. Ακόμα δεν είχα φτάσει στο δάσος της Καλλιρόης κι ήμουνα κοντά, όταν ακούστηκε ότι η κόρη της Σελίμα γυρόφερνε το ορφανοτροφείο». Ο Βόρυς θυμήθηκε την επίθεση που δέχτηκαν όταν ήταν πάνω στο άλογο της τρομαχτικής γυναίκας. Του είχε φανεί πολύ γνώριμη αυτή που τον τράβηξε τη στιγμή που έπεφτε από το άγριο άλογο, όμως τότε, δεδομένης της κατάστασης, δεν ήταν δυνατό να σκεφτεί καθαρά. Αυτή ήταν λοιπόν που τον είχε σώσει.

Page 319: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 319 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Μα, γιατί κυνηγούσε εμένα αφού τον Λέανδρο έψαχνε;» «Γιατί δεν ήξερε ποιος ήταν ο Λέανδρος. Η ομοιότητά του με τον

Ροδόλφο είναι αναμφισβήτητη, η Δάειρα όμως είναι μικρή και δεν τον γνώριζε. Ο καθένας παίζει το δικό του ρόλο σ’ αυτό το παιχνίδι, Βόρυ. Θα ‘ρθει η ώρα που θα μάθεις κι εσύ ποιος είναι ο δικός σου. Νομίζω πως είναι η ώρα αυτό το κόσμημα να επιστρέψει στο νόμιμο κάτοχό του».

«Το φυλακτό μου!» Ο Βόρυς το πήρε από το απλωμένο χέρι της νεράιδας. «Πού το βρήκες; Μου το πήρε εκείνος ο απαίσιος βασιλιάς».

«Να μείνετε μακριά του. Είναι πολύ επικίνδυνος και δε θα διστάσει να σας κάνει κακό αν του δοθεί η ευκαιρία. Να προσέχετε πολύ. Η σκέψη μου θα σας συντροφεύει». Η Γλαφύρα κίνησε να φύγει, όταν ο Λέανδρος, που φάνηκε να συνέρχεται από το σοκ των αποκαλύψεων, τη σταμάτησε.

«Περίμενε, κάτι ξεχνάς. Θέλω απαντήσεις. Πώς είναι δυνατό όλα αυτά να είναι αληθινά κι εγώ να είμαι αυτός που λες; Εξήγησέ μου Γλαφύρα. Πώς κατέληξα στο κάστρο;» Η Γλαφύρα τον κοίταξε με απέραντη στοργή και τρυφερότητα.

«Ο Βυλτώρ γνωρίζει τα πάντα. Τον καθιστώ υπεύθυνο να σου αποκαλύψει επιτέλους την αλήθεια. Αν κάναμε καλά και σου την κρύψαμε όλα αυτά τα χρόνια δεν ξέρω. Αυτό που γνωρίζω όμως, είναι ότι έγινες αυτός που είσαι σήμερα επειδή δε γνώριζες την πραγματική σου ταυτότητα. Ελπίζω τώρα που έμαθες να σε οδηγήσει να γίνεις ακόμα καλύτερος και να αναπτύξεις τις χάρες σου για το καλό όλων μας. Το μόνο που θα σου πω είναι ότι βάλαμε τα δυνατά μας για να σε προετοιμάσουμε για το δύσκολο ταξίδι που απλώνεται στα πόδια σου. Η εκπαίδευσή σου δεν ολοκληρώθηκε, αλλά μην το βάζεις κάτω Λέανδρε, πάλεψε γι’ αυτό και μην αφήσεις κανέναν να σου το πάρει». Αυτά του είπε η νεράιδα κι έφυγε μαζί με τις υπόλοιπες νεράιδες. Όλες μαζί γίνανε ένα σμήνος, ενώθηκαν οι λάμψεις τους και δημιούργησαν ένα δυνατό λευκό φως που τα παιδιά αναγκάστηκαν να κλείσουν τα μάτια τους για να καλυφθούν από την έντονη ακτινοβολία.

Όταν βγήκαν έξω, η άμαξα τους περίμενε. Η πόρτα ήταν ανοιχτή και τρία λευκά άλογα με ασημένιες κορδέλες στη χαίτη ήταν έτοιμα να τους οδηγήσουν στον προορισμό τους.

«Ήθελα να ‘ξερα ποιος ελέγχει αυτά τα άλογα» είπε ο Βόρυς χαμογελώντας, σχολιάζοντας την έλλειψη του οδηγού.

«Τα πάντα είναι μαγεμένα σ’ αυτό το δάσος, Βόρυ» τόνισε ο Λέανδρος. «μέχρι κι ο αέρας που αναπνέουμε. Δεν αισθάνεστε πιο ανάλαφροι και ήρεμοι από τότε που ήρθαμε εδώ;» τα παιδιά συμφώνησαν μαζί του.

Page 320: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

320 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Κρίμα που πρέπει να φύγουμε από το δάσος της Καλλιρόης» συμπλήρωσε η Διώνη. «Έχει κάτι το διαφορετικό το μέρος αυτό». Ο ένας μετά τον άλλο επιβιβάστηκαν στη λευκή άμαξα. Μόλις ο Βυλτώρ έκλεισε την πόρτα, τα άλογα ξεκίνησαν να καλπάζουν σκίζοντας με τη δύναμη των ποδιών τους τον ανάλαφρο αέρα του δάσους.

«Λοιπόν, Βυλτώρ, θα μου εξηγήσεις τώρα πώς κατέληξα στο κάστρο;» τον ρώτησε ο Λέανδρος. Τώρα είχαν λίγο χρόνο μπροστά τους κι ο ίδιος ήταν πολύ ανυπόμονος να μάθει τι είχε συμβεί.

«Την ιστορία του χαμένου πρίγκιπα φαντάζομαι τη γνωρίζετε. Δεν είναι μυστικό τι είχε συμβεί. Όλοι το ξέρουν. Μετά τη δολοφονία του βασιλικού ζεύγους, ο διάδοχος ήταν σίγουρα ο επόμενος στόχος του σφετεριστή. Δε θα σας αποκαλύψω τις λεπτομέρειες για το πώς κατάφερε να σκοτώσει τον Ροδόλφο και τη Ροδάνθη. Αυτά είναι πληροφορίες που είμαι σίγουρος ότι δε χρειάζεται να γνωρίζεις Λέανδρε. Ο Ροδόλφος βρέθηκε στην αίθουσα του θρόνου, ενώ η Ροδάνθη στον κήπο που τόσο αγαπούσε, πλάι στην τεχνητή λίμνη. Εσύ ήσουνα μαζί της, εκεί κοντά, κι έπαιζες ανέμελος υπό τη φύλαξη της γκουβερνάντας σου, της Ηλιάνθης. Η ίδια, όσο έμενε στο κάστρο, που τη φυγάδεψαν εκεί για να την προστατέψουν, πάντα έλεγε πόσο σου άρεσε να παίζεις πλάι στα νερά της λιμνούλας και να προσπαθείς να πιάσεις τα ψάρια που κολυμπούσαν μέσα. Εκείνη τη μέρα δεν αισθανόταν καλά η μητέρα σου, είχε ένα βάρος στο στήθος. Στη γυναικεία διαίσθηση το απέδωσε αργότερα η Ηλιάνθη, ότι κάτι κακό πλησίαζε, κι η ίδια το ένιωθε.

Αφήγηση Ηλιάνθης «»Η μέρα ήταν ζεστή κι έτσι, μετά από διαταγή της Ροδάνθης, πήρα τον

μικρό Αύγουστο στην αγαπημένη του λίμνη. Όσην ώρα αυτός έπαιζε, εγώ χάζευα μια τον μικρό να προσπαθεί να πιάσει τα ψαράκια και μια τα γαλάζια νερά της θάλασσας. Ο μικρός ήταν υπέροχος. Γελούσε και έπαιζε χαρούμενος. Το γέλιο αντηχούσε στα άδεια πέτρινα δρομάκια της αυλής. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία από τα γέλια ενός αθώου παιδιού. Ενός παιδιού που σε λίγα μόλις λεπτά γκρεμίστηκε ο κόσμος του κι η ζωή του έφερε τα πάνω κάτω. Κάτι διαφορετικό όμως υπήρχε στον κήπο, κι όσο κι αν προσπαθούσα να βρω τι έλειπε, δεν μπορούσα.

Δεν είχε περάσει πολύ ώρα από τη στιγμή που είχαμε πάει στην αυλή, όταν μας πλησίασε ο Βαρούχ. Αυτός ο γλειώδης άντρας που ποτέ δεν τον συμπάθησα. Προσπαθούσα να τον αποφύγω από την πρώτη μέρα που τον

Page 321: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 321 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

έφερε ο Ροδόλφος στο παλάτι και τον έβαλε έναν από τους δύο πιστούς του ακολούθους. Από την πρώτη κιόλας μέρα λοιπόν, έβλεπα ότι το μάτι του γυάλιζε. Το έβλεπα τη στιγμή που κοιτούσε τον Ροδόλφο, τη στιγμή που στεκόταν πλάι στη Ροδάνθη, μα ακόμη περισσότερο το καταλάβαινα όταν πλησίαζε τον μικρό. Με πόσο μίσος τον κοίταζε. Σα να του είχε κάνει το μεγαλύτερο κακό στον κόσμο. Ποιος άνθρωπος θα ήταν δυνατόν να μη συμπαθεί ένα αθώο πλασματάκι που σκορπούσε απλόχερα το χαμόγελό του.

Μη νομίζετε όμως, τα αισθήματα ήταν αμοιβαία. Κι ο μικρός μου Αύγουστος ούτε που τον ήθελε. Με το που ένιωθε την παρουσία του, έβαζε αμέσως τα κλάματα κι έκλαιγε τόσο δυνατά που ούτε άμα τον αφήναμε πεινασμένο μια μέρα δε θα έκανε τόσο θόρυβο. Ενώ λοιπόν καθόμασταν στη λιμνούλα, ο μικρός ξαφνικά και χωρίς καμιά προειδοποίηση έβαλε τα κλάματα. Τον πήρα στην αγκαλιά μου καθώς δεν μπορούσα να καταλάβω τι του είχε συμβεί. Δεν πρόλαβα να τον καθησυχάσω τραγουδώντας του ένα νανούρισμα, όταν πίσω από τις φυλλωσιές πετάχτηκε αυτός ο τρομακτικός άντρας. Ήταν πιο αγριεμένος από ποτέ και στο χέρι του κρατούσε ένα μαχαίρι που έσταζε αίματα. Μέχρι να βρω το κουράγιο να συνέλθω από το σοκ, μια λίμνη από αίμα είχε σχηματιστεί εκεί που κυλούσαν οι σταγόνες. Σα χαμένη έχασα τον έλεγχο της ματιάς μου κι άθελά μου έπεσε πάνω σε μια πεσμένη μορφή παραδίπλα, που καλυπτόταν από το δασύ φύλλωμα των θάμνων δίπλα μας. Δεν υπήρχε αμφιβολία, ήταν η Ροδάνθη.

«Δώσε μου τον μικρό» μου φώναξε δυνατά. Φυσικά δεν υπήρχε περίπτωση να τον υπακούσω. Τι δουλειά είχε αυτός με τον μικρό πρίγκιπα. Σαν είδε ότι δεν έκανα αυτό που με πρόσταζε, αγρίεψε ακόμα περισσότερο. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα, σα να είχαν γεμίσει με αίμα.

«Φύγε μακριά» του απάντησα έξαλλη. Τα πόδια μου έτρεμαν από φόβο, αλλά έκανα ό,τι μπορούσα για να μην το δείξω. Και τότε, την ώρα του πανικού, συνειδητοποίησα τι έλειπε. Τα Ζίννια, οι προστάτες της βασιλικής οικογένειας. Κοίταξα στη λίμνη και τα όμορφα νούφαρα που στόλιζαν τη λίμνη είχαν εξαφανιστεί. Σα να διάβασε αυτός την απορία στο βλέμμα μου.

«Μην ψάχνεις άδικα. Κανένας δεν μπορεί να σώσει τον μικρό πρίγκιπα τώρα. Ας πούμε ότι τα Ζίννια κοιμήθηκαν». Αυτός χαμογέλασε και μου φάνηκε ότι ήταν γέλιο ευτυχίας επειδή θα έκανε κάτι που θα τον ευχαριστούσε πολύ. Όσο ερχόταν προς το μέρος μου, τόσο εγώ απομακρυνόμουνα. Ο μικρός είχε βαλαντώσει στο κλάμα νιώθοντας τον κίνδυνο να πλησιάζει. «Δώσε μου τον και θα σε αφήσω να φύγεις» μου είπε, προσπαθώντας να κατεβάσει λίγο την ένταση της φωνής του. Η ταραχή του

Page 322: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

322 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

όμως δεν ήταν δυνατόν να κρυφτεί από το καμουφλάρισμα της φωνής του. Κουνούσε πέρα δώθε τα χέρια του και φερόταν λες κι έβλεπε φάντασμα μπροστά του. Ο ίδιος έμοιαζε πάντως με φάντασμα, τόσο χλωμό και χωρίς ζωντάνια που ήταν το πρόσωπό του.

«Φύγε, θα βάλω τις φωνές». «Για δοκίμασε, κανένας δε θα έρθει. Είναι όλοι απασχολημένοι έξω από

το παλάτι, εκεί που τους έστειλα για να μείνω πίσω ανενόχλητος και να κάνω αυτό που θέλω».

«Είσαι τρελός, τι θέλεις από εμένα;» «Από εσένα τίποτα, από τον μικρό θέλω κάτι κι εσύ είσαι εμπόδιο» είπε

ενώ συνέχιζε να πλησιάζει προς το μέρος μου. Κάποια στιγμή δε γινόταν να πάω άλλο πίσω. Είχα φτάσει μέχρι το κάγκελο δίπλα στον γκρεμό. Ήμουν τόσο τρομαγμένη. Όχι για εμένα και τη δική μου ζωή. Για τον μικρό έτρεμε η ψυχή μου. Είχα μαντέψει τους σκοπούς του και δεν μπορούσα καν να το διανοηθώ πως κάποιος θα ήθελε να βλάψει ένα μικρό μωρό. Αυτό δεν έβρισκε ησυχία. Ήταν επίσης κατατρομαγμένο. Ένιωθε τους παλμούς της καρδιάς μου που κάλπαζαν σα χίλια άλογα και καταλάβαινε ότι κάτι κακό συνέβαινε.

Αλλά ούτε κι ο Βαρούχ ήταν ήρεμος. Το βλέμμα του ήταν αγριεμένο, ψυχρό. Σήκωσε το βρωμερό του χέρι και τράβηξε με τη βία από την αγκαλιά μου τον μικρό. Αυτός σπαρταρούσε κι άπλωσε τα χεράκια του ικετευτικά ζητώντας να τον πάρω στην αγκαλιά μου. Μάτωσε η καρδιά μου εκείνη τη στιγμή. Προσπάθησα να τον διεκδικήσω ορμώντας πάνω του, όμως αυτός ήταν δυνατός, και με μια σπρωξιά που μου έδωσε σωριάστηκα στο σκληρό έδαφος χτυπώντας το κεφάλι μου πάνω σ’ έναν βράχο.

Από εκεί δε θυμάμαι πολλά πράγματα. Το κλάμα του μωρού έγινε ακόμα πιο έντονο. Η λεπίδα του σπαθιού του έλαμπε όταν τη σήκωσε για να την καρφώσει πάνω στο κορμάκι του. Τότε ήταν που σαν από θαύμα βρέθηκε μπροστά του ο Ιλαρίωνας, ο πιστός σύμβουλος και φύλακας του Ροδόλφου. Για κάποιο λόγο είχε γυρίσει πίσω. Ίσως να μυρίστηκε την παγίδα που έστελνε όλους τους φρουρούς ο Βαρούχ. Με το που είδε να κρατάει το μωρό έτοιμος να το θανατώσει, όρμησε κατά πάνω του μη δίνοντάς του χρόνο για να εκτελέσει την αποτρόπαια πράξη του. Το μωρό έπεσε κάτω και για καλή του τύχη προσγειώθηκε στο χώμα ακριβώς δίπλα από τον λιθόστρωτο δρόμο. Οι δύο άντρες είχαν πιαστεί στα χέρια και κατέβαλλαν προσπάθειες να κρατήσει ο ένας τον άλλο κάτω. Οι φωνές τους ήταν άγριες.

Αν και πονούσε το κεφάλι μου κατάλαβα ότι ήταν η στιγμή μου για να σώσω τον μικρό. Σύρθηκα προς το μέρος του. Δεν ήταν πολύ μακριά μου.

Page 323: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 323 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Άπλωσα το χέρι μου για να τον τραβήξω κοντά μου. Ευτυχώς το κλάμα του με καθησύχασε από την αρχή ότι ήταν ζωντανός και δεν είχε χτυπήσει από τη βίαιη πτώση. Τον πήρα πάνω μου και βάζοντας όλη τη δύναμή μου σηκώθηκα πάνω και κίνησα ν’ απομακρυνθώ. Οι δυνάμεις μου με είχαν εγκαταλείψει κι αυτό που μου έδινε δύναμη να συνεχίσω παρά τον απίστευτο πόνο στο σώμα μου ήταν η ελπίδα μου μήπως και καταφέρω να τον σώσω. Ενώ ένιωθα ότι είχα απομακρυνθεί από τους δυο άντρες ένιωσα ένα βαρύ άγγιγμα στον ώμο μου. Τρομοκρατήθηκα. Τι θα έκανα αν ήταν αυτός; Το σίγουρο είναι ότι δε θα του έδινα το μωρό χωρίς να το παλέψω πρώτα.

«Ηρέμησε, εγώ είμαι», η φωνή του Ιλαρίωνα με καθησύχασε. Τώρα ένιωθα ασφάλεια ότι το μωρό δε θα πάθαινε τίποτα. «Δώσέ μου τον, πρέπει να τον φυγαδέψω. Ακόμα κινδυνεύει». Χωρίς δεύτερη σκέψη του έδωσα τον μικρό. «Φύγε γρήγορα από το παλάτι. Δεν είσαι ασφαλής. Θα ψάξω να σε βρω όταν εξασφαλίσω τον μικρό». Καθώς τον έβλεπα να απομακρύνεται, κάτι μέσα μου, μου έλεγε ότι θα ήταν η τελευταία φορά που θα έβλεπα τον μικρό μου Αύγουστο. Ο Ιλαρίωνας δεν πρόλαβε να κρατήσει τον λόγο του και να έρθει για εμένα.

Μόλις γύρισε στο παλάτι, μια δυσάρεστη έκπληξη τον περίμενε. Μπήκε στην αίθουσα του θρόνου και προχώρησε προς το κέντρο. Όλοι οι αυλικοί ήταν παρόντες, συντετριμμένοι για τον χαμό του Ροδόλφου. Πέρα από τον πόνο του κόσμου ένιωθε και την απέχθειά τους στο πρόσωπό του χωρίς να καταλαβαίνει τον λόγο. Ενώ προχωρούσε προς τον θρόνο, τον έβριζαν και του πετούσαν αντικείμενα. Όλοι ήταν έτοιμοι να του ορμήσουν. Τίποτα όμως δεν τάραξε περισσότερο τον Ιλαρίωνα απ’ όταν είδε τον Βαρούχ να κάθεται στον θρόνο και να φοράει το στέμμα του βασιλιά. Αυτήν την προδοσία δε μπορούσε να την αντέξει. Αμέσως κατάλαβε τι είχε συμβεί.

«Έχεις το θράσος να εμφανίζεσαι εδώ μπροστά στους εντιμότατους αριστοκράτες της πόλης μας; Μας μολύνεις όλους με την παρουσία σου». Ο Ιλαρίωνας οργισμένος όρμησε καταπάνω του. Ο Βαρούχ έκανε νόημα στους φρουρούς να τον συλλάβουν. «Δεν έπιασε το σχέδιό σου, μπορεί να δολοφόνησες τη βασιλική οικογένεια για ν’ ανέβεις στον θρόνο, όλοι όμως ζήτησαν από εμένα ν’ αναλάβω την εξουσία της πόλης».

«Ψεύτη, εσύ τους δολοφόνησες» φώναξε δυνατά ο Ιλαρίωνας, πιστός ακόλουθος του βασιλιά. Τον κρατούσαν δέσμιο οι φρουροί που πριν από λίγο ήταν φίλοι και συνάδερφοι. Με μαύρη καρδιά εκτέλεσαν το καθήκον τους αλλά δεν είχαν επιλογή. Οι εντολές του νέου βασιλιά δε γινόταν να παραβιαστούν.

Page 324: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

324 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Ψέματα; Πώς τολμάς; Το δικό σου μαχαίρι βρέθηκε βουτηγμένο στο αίμα, πλάι στα νεκρά σώματα του Ροδόλφου και της βασίλισσάς μας».

«Είναι ψέματα, μην τον πιστεύετε, μου έστησε παγίδα», μάταια φώναζε ο Ιλαρίωνας, κανένας δεν τον πίστευε.

«Αν είναι έτσι, γιατί το έσκασες κυνηγημένος μετά τη δολοφονία, είσαι ένοχος γι’ αυτό», ο Βαρούχ φώναξε δυνατά για να δώσει περισσότερη ένταση στα λεγόμενά του. Οι κινήσεις του ήταν νευρικές και καθώς μιλούσε κουνούσε όλο του το σώμα δείχνοντάς του έτσι το πάθος του για την πετυχημένη εξιχνίαση του διπλού στυγερού εγκλήματος. Ο Ιλαρίων δεν απάντησε. Έπρεπε να προστατέψει τον μικρό πρίγκιπα.

«Η σιωπή σου τα λέει όλα, είσαι ένας σφετεριστής, ένας δολοφόνος», ο Βαρούχ γελούσε θριαμβευτικά κι οι ευγενείς τριγύρω τον επευφημούσαν. Αμέσως όμως το πρόσωπό του άλλαξε. «Πού έβαλες τον μικρό;» Από εκεί που γελούσε κι απολάμβανε τον θρίαμβό του, τώρα τον κοιτούσε αγριεμένος έτοιμος να του ορμήσει για να του αποσπάσει την πληροφορία που τον έκαιγε. Ο Ιλαρίων τον κοίταξε με μίσος. Παρά τη δυσμενή κατάστασή του, γνώριζε καλά ότι είχε το πάνω χέρι.

«Πολύ θα ήθελες να σου πω, έτσι δεν είναι; Ε λοιπόν, από εμένα δεν πρόκειται να μάθεις τίποτα, όσο και να με βασανίσεις, ό,τι κι αν μου κάνεις» του είπε φτύνοντάς τον κατάμουτρα δείχνοντας την περιφρόνησή του κι ότι δε θα τον αναγνώριζε ποτέ σαν βασιλιά του. Ο Βαρούχ σκούπισε το πρόσωπό του μ’ ένα μαντίλι και τον πλησίασε ακόμα πιο κοντά.

«Αυτό κανονίζεται» του είπε κι ένα σαρδόνιο χαμόγελο έκανε την εμφάνισή του. Σηκώθηκε όρθιος και σα να έδινε παράσταση για θεατρικό θίασο συνέχισε τον καλοπαιγμένο ρόλο του. «Δε θα το ανεχτώ αυτό προδότη, ατίμασες τον προηγούμενο βασιλιά και τώρα περιφρονείς κι εμένα, τον τωρινό σου βασιλιά. Αυτή η αλαζονεία σου, θα σου στοιχίσει τη ζωή».

«Μέχρι να πεθάνω θα το φωνάζω ότι εσύ τα μηχανεύτηκες όλα αυτά. Θα έρθει η μέρα που θα κριθούμε όλοι Βαρούχ. Εμένα ίσως έρθει πιο νωρίς. Η δικιά σου μπορεί ν’ αργήσει, καθώς το χέρι που θα σου πάρει τη ζωή ανδρώνεται, και το σπαθί που θα σε κόψει εν καιρώ θα βρεθεί». Τα λόγια του είχαν απήχηση στο μαζεμένο κοινό. Ο σφετεριστής βασιλιάς ήξερε όμως πώς να κλέβει τις εντυπώσεις, γεννημένος λαοπλάνος κατάφερε να τους ξανακερδίσει.

«Ο αχρείος μιλάει για τον μικρό Αύγουστο. Ποιος ξέρει που έχει πετάξει το άψυχο κορμάκι του, ο παιδοκτόνος, δε δείχνει σεβασμό στους νεκρούς ούτε και στους νόμιμα εστεμμένους ζωντανούς. Θάνατος είναι η ποινή του για τα

Page 325: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 325 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ειδεχθή εγκλήματα που διέπραξε. Όχι όμως δημοσίως. Δε θα υποβάλλω τους υπηκόους μου στο μαρτύριο να μολυνθούν από την εικόνα του θανάτου σου». Μ’ ένα νεύμα του χεριού του οι φρουροί τον πήραν μακριά, ενώ τον απομάκρυναν φώναξε στον σφετεριστή βασιλιά.

«Τις νύχτες δε θα κοιμάσαι ήσυχος Βαρούχ. Θα γυροφέρνει το μυαλό σου η γνώση ότι η απόλυτη εξουσία δε θα γίνει ποτέ δική σου όσο το αίμα του βασιλιά Ροδόλφου ζει». Αυτά ήταν τα τελευταία του λόγια κι από τότε κανένας δεν τον ξαναείδε. Κάποιοι είπαν ότι τον κλείδωσε στα πιο σκοτεινά μπουντρούμια για να μην ακούει κανείς τις κραυγές του, άλλοι ότι τον σκότωσε ο ίδιος ο Βαρούχ. Κατάφερε να φέρει τον κόσμο ανάποδα και τον κατηγόρησε ότι αυτός σκότωσε το βασιλικό ζεύγος. Η οργή του κόσμου ήταν μεγάλη, ήθελαν κάποιον να κατηγορήσουν για να εκτονώσουν τον πόνο τους. Κι ο Βαρούχ τους έδωσε αυτό που ζητούσαν.

Έβαλε λυτούς και δεμένους να με βρουν, κι εγώ με τη βοήθεια της Ζηνοβίας κατέληξα στο κάστρο. Ο Ιλαρίωνας της είχε μιλήσει για εμένα κι αυτή έψαξε να με βρει. Εδώ, στο κάστρο, ξαναβρέθηκα με τον μικρό μου Αύγουστο. Δε γινόταν όμως να είμαι συνέχεια μαζί του γιατί θα κινούσαμε την περιέργεια των υπόλοιπων. Ελάχιστοι ήταν αυτοί που γνώριζαν την ιστορία, κι ήταν όλοι έμπιστοι της Ζηνοβίας. Κι εγώ, από μακριά τουλάχιστον, είχα τη δυνατότητα να είμαι μαζί του και να τον παρακολουθώ να μεγαλώνει αμέτοχη. Ας είναι, όταν έρθει η ώρα και μάθει ποιος είναι τότε θα βρω κι εγώ μια θέση δίπλα του και να τον φροντίζω όπως παλιά»».

Απόλυτη σιγή έπεσε στην άμαξα. Η αφήγηση της τροφού του Λέανδρου μέσα από τον Βυλτώρ τους είχε συγκλονίσει.

«Μα, δε θυμάμαι κάποια Ηλιάνθη στο ορφανοτροφείο. Είσαι σίγουρος ότι αυτό ήταν το όνομα της;» ρώτησε ο Βόρυς, γιατί του έκανε εντύπωση γιατί το όνομά της δεν του θύμιζε κάποια.

«Για να την προστατέψει η Ζηνοβία της ζήτησε ν’ αλλάξει το όνομά της για να μην ακουστεί ποτέ ότι κάποια Ηλιάνθη ζούσε εκεί».

«Και τι όνομα έδωσε στον εαυτό της;» ρώτησε με τη σειρά της η Διώνη. «Αλέκτρα». Ο Λέανδρος δάκρυσε όταν άκουσε το όνομά της. Έτσι

εξηγείται λοιπόν η έκδηλη αγάπη της επιστάτριας στο πρόσωπό του. Από μικρό τον παρακολουθούσε και είχε μάθει ν’ αναγνωρίζει την αδυναμία που του είχε στα μάτια της. Κάθε φορά που έπεφτε και χτυπούσε η Αλέκτρα ήταν δίπλα του να τον βοηθήσει και να σκουπίσει τα δάκρυα από τα μάτια του. Σ’ όλα τα παιδιά έδειχνε αγάπη και αφοσίωση, αλλά με τον Λέανδρο είχε ιδιαίτερη σχέση. Κι ο ίδιος ο Λέανδρος από την πλευρά του ένιωθε μεγάλη

Page 326: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

326 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τρυφερότητα κι ασφάλεια όταν αυτή βρισκόταν τριγύρω. Τα μεγάλα καφετιά της μάτια πάντα του χαμογελούσαν κι του έστελναν μηνύματα αγάπης κι αδυναμίας. Χάρη σ’ αυτήν λοιπόν κατάφερε να επιβιώσει.

«Γι’ αυτό επέμενε να μείνω στο κάστρο και με απέτρεπε από το να φύγω μακριά». Ο Λέανδρος χάθηκε γι’ άλλη μια φορά στις σκέψεις του αναλογιζόμενος όλες αυτές τις φορές που η Αλέκτρα του στάθηκε σαν μητέρα. «Και τα Ζίννια; Πώς κατάφερε ο Βαρούχ να τα διώξει; Αυτός δεν έχει μαγικές δυνάμεις».

«Σου το ξαναείπα. Ο Βαρούχ δεν ήταν μόνος του. Αυτός έκανε τη δύσκολη δουλειά και τις συνέπειες τις κουβαλάει στην πλάτη του μέρα νύχτα. Το τίμημα της εξουσίας ήταν πολύ μεγάλο γι’ αυτόν».

«Για μισό λεπτό» φώναξε ο Βόρυς, «είπες ότι τον πιστό σύμβουλο του βασιλιά που έφερε τον Λέανδρο στο κάστρο τον έλεγαν Ιλαρίωνα;»

«Ναι, το πιο πιθανό είναι ότι ο Βαρούχ τον σκότωσε, την ίδια κιόλας μέρα. Κανένας δε γνωρίζει».

«Ιλαρίωνα λέγανε τον κρατούμενο στο διπλανό κελί από εμένα. Φαντάζομαι ότι μιλάμε για το ίδιο πρόσωπο, θα μπορούσε να μας πει πολλά, αλλά τώρα δε γίνεται». Ο Λέανδρος τον κοίταξε σκυθρωπός.

«Δε θυμάμαι ν’ ανέφερα τι συνέβη με τον Ιλαρίωνα και ποια ήταν η κατάληξη αλλά για κάποιο λόγο εσύ φαίνεται να το γνωρίζεις». Τα λόγια έπεσαν σαν καρφιά στ’ αφτιά του Βόρυ. Ήταν αυτή η ώρα να αποκαλυφθεί στον φίλο του; Να μοιραστεί μαζί του το χάρισμά του; «Έχεις κι εσύ πράγματα να μας πεις Βόρυ, αλλά όταν έρθει η ώρα». Εκείνη τη στιγμή του ήρθε η σκηνή στο μυαλό του, του Ιλαρίωνα που αντί να φύγει και να σωθεί μιας και τα δεσμά του δεν τον κρατούσαν πια, προτίμησε να περιμένει και να θυσιαστεί γι’ αυτόν.

Το είχε βγάλει τελείως από το μυαλό του, δε θεώρησε μέχρι εκείνη τη στιγμή ότι η όλη κατάσταση είχε γίνει σκόπιμα. Έπιασε το κεφάλι του και το χαμήλωσε συντετριμμένος. Με το κεφάλι γυρτό σαν ντροπιασμένος διηγήθηκε στα παιδιά τι είχε συμβεί στο μπουντρούμι όταν τον συνέλαβαν και μετά και πως κατάφερε τελικά να σωθεί. Οι υπόλοιποι τον άκουγαν με αμείλικτο ενδιαφέρον, σοκαρισμένοι από την έκβαση της ιστορίας και την απρόσμενη εξέλιξη των γεγονότων. Κάθονταν αμίλητοι κι αναλογίζονταν πως η ιστορία που είχαν μπλέξει εξελισσόταν ραγδαία κι οι ίδιοι δεν προλάβαιναν να την παρακολουθήσουν.

Εν τω μεταξύ τα άλογα συνέχισαν την πορεία τους βόρεια προς τη σπηλιά του δράκου. Εδώ και ώρα κανένας δε μιλούσε. Χρειάζονταν χρόνο για

Page 327: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 327 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

να τακτοποιήσουν τις σκέψεις τους. Από το παράθυρο παρατηρούσαν τη διαδρομή. Προσπερνούσαν τα δέντρα με μεγάλη ταχύτητα κι αν και προωθούνταν αρκετά γρήγορα προς τον προορισμό τους το τοπίο παρέμενε συνέχεια το ίδιο. Η ομορφιά του δεν άλλαζε. Συνέχιζε να είναι η ίδια απαράμιλλη ομορφιά. Δε φαινόταν να ακολουθούν κάποιο μονοπάτι. Τα άλογα ήξεραν ακριβώς που τους πήγαιναν κι οδηγούσαν την άμαξα με συγχρονισμένες κινήσεις και απόλυτη τελειότητα. Μετά από αρκετή ώρα πορείας, τα άλογα σταμάτησαν. Τα παιδιά βγήκαν έξω και τέντωσαν το κορμί τους για να κυλήσει το αίμα στις φλέβες τους. Η σπηλιά του δράκου ορθωνόταν μπροστά στα μάτια τους.

«Έτσι εξηγείται γιατί τη λένε η σπηλιά του δράκου» αναφώνησε ο Βόρυς. Η σπηλιά ήταν στην ουσία ένα τεράστιο κεφάλι δράκου λαξεμένου στην είσοδο ενός τεράστιου βράχου. Το υπόλοιπο μέρος του σώματος του δράκου γινόταν ένα με το τραχύ βραχώδες έδαφος του βουνού. Το πρόσωπο του δράκου έφερε και την παραμικρή λεπτομέρεια, αφού τα παιδιά έπρεπε να μπουν μέσα στο στόμα και να διασχίσουν τον οισοφάγο, που έπαιρνε τη μορφή ενός σκοτεινού τούνελ για να περάσουν τελικά μέσα στη σπηλιά. Τα μάτια και το αγριεμένο ύφος του δράκου απέτρεπαν οποιονδήποτε επίδοξο επιχειρούσε να διαβεί την είσοδο. Ακόμα και τα μεγάλα κοφτερά του δόντια συνέβαλλαν στην ψευδαίσθηση του δράκου.

Για να περάσουν το βαθύ και σκοτεινό τούνελ, ο Βυλτώρ άναψε τους παρακείμενους δαυλούς. Η υγρασία έκανε το φως τους να τρεμοπαίζει, όμως ήταν αρκετό για να τους καθοδηγήσει.

«Η πηγή είναι κοντά, γι’ αυτό έχει τόση υγρασία», τα παιδιά πλησίασαν κοντά στους δαυλούς για να κλέψουν λίγη από τη ζεστασιά τους. Ο κρύος αέρας διαπερνούσε το δέρμα τους και διείσδυε βίαια μέσα στα κόκκαλά τους κάνοντάς τους να τρέμουν κι αυτοί ακολουθώντας το ρυθμό των δαυλών. Το έδαφος ήταν αρκετά τραχύ κι ένιωθαν τους σουβλερούς βράχους να τρυπάνε τις σόλες των δερμάτινων παπουτσιών τους. Πολύ γρήγορα η υγρασία διαπέρασε τις σχισμές κι επιτέθηκε στις πατούσες των παιδιών υγραίνοντας τα πόδια τους. Ο δρόμος τους ήταν δύσβατος, καθώς το μονοπάτι δεν ήταν καθαρό. Μεγάλοι βράχοι και μικροί ξεφύτρωναν μπροστά τους την τελευταία στιγμή, μιας κι η λάμψη των δαυλών δεν αρκούσε για να βλέπουν μακριά και να φωτίζεται το τούνελ σ’ όλο του το μάκρος. Ο Βυλτώρ άνοιγε τον δρόμο μπροστά κι οι υπόλοιποι ακολουθούσαν αγόγγυστα.

«Τα τούνελ έχουν γίνει πια το δεύτερό μου σπίτι» σχολίασε ο Λέανδρος.

Page 328: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

328 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Εδώ και λίγα λεπτά τη σιωπή της σπηλιάς έσπασε το ανάλαφρο κελάρυσμα του νερού. Όλοι πλέον κατάλαβαν ότι πλησίαζαν στον προορισμό τους. Πράγματι μετά από λίγο, το τούνελ τελείωσε σε μια διαπλάτυνση κι ένας μεγάλος χώρος σαν σπηλιά απλώθηκε στα μάτια τους. Διάβηκαν την αψιδωτή πόρτα της σπηλιάς και στάθηκαν να χαζεύουν το μεγαλείο της υπόγειας σπηλιάς. Καμιά ηλιαχτίδα δεν είχε πρόσβαση. Τα λειψό φως των δαυλών κατάφερε να χαρίσει ιριδίζοντα χρώματα στους σταλακτίτες και τους σταλαγμίτες που φρουρούσαν τη σπηλιά κι ήταν οι μοναδικοί της κάτοικοι εδώ και χρόνια.

Σ’ όλο της το έδαφος η σπηλιά καλυπτόταν από τα νερά μιας κρυστάλλινης λίμνης. Τα νερά ήταν τόσο διαυγή κι απάτητα, ήρεμα κι ασάλευτα που έβλεπαν στον πάτο τον σωρό από πέτρες και βράχους που δροσίζονταν στα παγωμένα νερά της. Απέναντί τους ένας μικρός καταρράκτης τάραζε την ησυχία της σπηλιάς με την ορμή του. Το νερό του πεταγόταν από μια μακριά σχισμή στον τοίχο αρκετά ψηλότερα από τη λίμνη. Τα καθαρά νερά του κατέληγαν σε μια πέτρινη γούρνα στολισμένη από τη φύση με λαξεμένα από το νερό πετράδια που άστραφταν κάτω από την υδάτινη επιφάνεια που μάταια προσπαθούσε να κουρσέψει την ομορφιά τους. Η σπηλιά δεν ήταν σκοτεινή. Φωτιζόταν από το εσωτερικό φως που διαπότιζε τον χώρο, το εσωτερικό του καταρράκτη. Η λάμψη ήταν αρκετά έντονη κι έδινε την εντύπωση ότι η πέτρα ήταν επενδυμένη με πλάκες χρυσού.

Ο Λέανδρος μπήκε μέσα στη λίμνη, ακολουθώντας τις οδηγίες της Γλαφύρας. Το νερό ήταν ότι πιο παγωμένο είχε νιώσει στη ζωή του. Μετά την πρώτη παγωμάρα δεν το ένιωθε πια. Η φωτιά που έκαιγε στην καρδιά του ζέσταινε το σώμα του και του έδινε κουράγιο να συνεχίσει την πορεία του. Η λίμνη δεν είχε βάθος κι έφτασε στη γούρνα με γρήγορους διασκελισμούς.

Προτού βάλει το χέρι του στο φωτισμένο νερό γύρισε και κοίταξε τους φίλους του για να πάρει κουράγιο και στήριξη. Τα μάτια τους ήταν γεμάτα αδημονία, το ταξίδι τους έφτανε στο τέλος του, ο κύκλος θα έκλεινε κι ήθελαν όλοι να μάθουν πως θα γινόταν αυτό. Η πηγή θα τους αποκάλυπτε την αλήθεια για την πορεία που θα έπρεπε να ακολουθήσει ο φίλος τους. Ο Λέανδρος, αποφασισμένος να μάθει, βούτηξε τα χέρια του μέσα στο νερό. Για λίγα δευτερόλεπτα τίποτα δε γινόταν, ξαφνικά όμως ένα μεγάλο κύμα φωτός ξεχύθηκε από τη γούρνα. Μια τεράστια δεσμίδα λευκού φωτός που χάθηκε στην οροφή της σπηλιάς. Τα παιδιά έπεσαν κάτω καλύπτοντας τα μάτια τους από το εκτυφλωτικό φως. Ο Λέανδρος βρισκόταν μέσα στη δεσμίδα,

Page 329: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 329 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

προστατευμένος απ’ αυτήν. Ήταν ο μόνος που έπρεπε να δει τι είχε να του αποκαλύψει η πηγή. Εκεί μέσα έβλεπε καθαρά.

Μπροστά στον βράχο άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους εικόνες. Θολές στην αρχή, αλλά όλο και καθάριζαν. Ένας άντρας και μια γυναίκα τον κοίταζαν. Ήταν ντυμένοι στα λευκά, του χαμογελούσαν. Μια εσωτερική λάμψη τους φώτιζε κι έκανε τα ξανθά τους μαλλιά να χρυσίζουν. Τα δάκρυα που άθελά του φούσκωσαν σα χείμαρροι στα μάτια του, θόλωσαν την εικόνα. Με το χέρι του τα σκούπισε για να μη χάσει ούτε μια εικόνα των γονιών του. Ο πατέρας του, σήκωσε το χέρι του κι έδειξε προς μια κατεύθυνση. Ο Λέανδρος έστρεψε το κεφάλι του προς τα εκεί και τότε του αποκαλύφθηκε ο σκοπός της ζωής του μπροστά του. Ένα ξίφος, λιτό στη διακόσμησή του που έφερε τον θυρεό της Πόλης των Ρόδων, ένα χρυσό κύπελλο, σκαλισμένο σε κάθε του πλευρά αναπαριστώντας τους διάσημους ιππότες του βασιλείου, ένα δαχτυλίδι με δύο μπλεγμένα φίδια με κόκκινα ρουμπίνια για μάτια και λεπτή διχαλωτή γλώσσα από φύλλα χρυσού, ένα χρυσό στεφάνι ελιάς με τα μικρά της φύλλα σμιλεμένα πιστά και τέλος, εμφανίστηκε ο Βόρυς φορώντας στον λαιμό του το φυλακτό που τον είχε δει να φοράει μια φορά κατά λάθος την ώρα που είχε σκοντάψει κι είχε πέσει κάτω.

Παρ’ όλη την έκπληξή του, τίποτα δεν μπορούσε να τον προετοιμάσει για την τελευταία εικόνα. Είδε τον εαυτό του ντυμένο με αστραφτερά πορφυρά ρούχα. Ένας άντρας του πρόσφερε το ξίφος, στο χέρι του κρατούσε το κύπελλο γεμάτο με κόκκινο κρασί, στο δεξί του δάχτυλο φορούσε το δαχτυλίδι, ενώ το κεφάλι του στόλιζε το χρυσό στεφάνι ελιάς. Στεκόταν ανέκφραστος μέσα σ’ ένα λευκό περιβάλλον, τα μάτια του ήταν καρφωμένα πάνω στον εαυτό του στην πηγή, σα να έβλεπε στον καθρέπτη. Πλήθος κόσμου εμφανίστηκε μπροστά του να τον επευφημεί. Όλοι ένα πρόσωπο, μια φωνή.

Αυτός μια βιαστική μορφή ξεχώρισε, που δεν ήταν σαν τους άλλους, αλλά είχε κάτι πάνω της που του κέντρισε το ενδιαφέρον. Δεν κατάφερε να κλέψει πολλά χαρακτηριστικά από το πρόσωπό της, παρά μόνο τη σμαραγδένια λάμψη των ματιών της. Η εικόνα θόλωσε και πάλι και αργά και σταθερά χάθηκε μαζί με τη λάμψη. Τα παιδιά σηκώθηκαν όρθια και πλησίασαν τον Λέανδρο που είχε πια βγει από τη λίμνη. Τα ρούχα του ήταν μουσκεμένα κι ο ίδιος τουρτούριζε από το κρύο. Προχώρησε προς τα παιδιά που με αγωνία τον περίμεναν για να μάθουν τι του είχε αποκαλύψει η πηγή. Αυτός όμως, ήθελε να μάθει κάτι άλλο πρώτα.

«Θα συνεχίσεις τώρα την ιστορία; Θέλω να μάθω για τις πέντε σφραγίδες» είπε στρέφοντας την προσοχή του στο μεγαλύτερο αγόρι.

Page 330: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

330 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο Βυλτώρ ένιωθε ότι πλέον δεν είχε επιλογή. «Λίγο μετά τον μεγάλο πόλεμο, η ζωή επανερχόταν στους ρυθμούς της.

Οι άνθρωποι ασχολούνταν με τις καθημερινές ασχολίες τους κι η μόνη τους έννοια ήταν να περνάνε καλά με τις οικογένειές τους και να συμβιώνουν ειρηνικά. Η εξαθλίωση που είχε προκαλέσει ο πόλεμος τους έκανε να νοιάζονται και να προσέχουν τον διπλανό τους. Στο κάθε πριγκιπάτο ο εκλεγμένος από τον κόσμο πρίγκιπας που καταγόταν από αριστοκρατική γενιά, κύριο στόχο είχε την ευημερία του λαού του. Δεν υπήρχαν εχθροπραξίες ανάμεσα στα πριγκιπάτα. Ο καθένας είχε τον χώρο του και κοίταζε τη δουλειά του.

«»Μέρα χαράς ήταν η μέρα που γεννήθηκε ο διάδοχος του θρόνου. Από κάθε γωνιά του βασιλείου είχαν έρθει να γιορτάσουν τη γέννηση του μελλοντικού βασιλιά. Το ίδιο είχαν κάνει κι οι πρόγονοί τους και το ίδιο θα έκαναν και τα παιδιά τους. Η γέννηση του διαδόχου ήταν πιο σημαντική κι από τη στέψη του. Και συγκεκριμένα η δική σου γέννηση Λέανδρε ήταν ένα μήνυμα ελπίδας, ότι τα πάντα θα έφτιαχναν και θα επανέρχονταν στους φυσιολογικούς ρυθμούς τους. Έτσι, όλοι είχαν λόγο να γιορτάζουν τη γέννησή σου γιατί ήταν προάγγελος καλών οιωνών. Σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες γιόρταζαν τη γέννηση του διαδόχου. Την τεσσαρακοστή μέρα, που ήταν και η κορύφωση των εκδηλώσεων, όλοι μαζεύτηκαν στο προαύλιο του παλατιού. Πλήθος κόσμου συνέρευσε για να παραστεί στη μεγάλη γιορτή. Σύμφωνα με το έθιμο ο βασιλιάς ονόμαζε τον διάδοχο. Με αυτήν του την ενέργεια κατοχύρωνε τη βασιλεία του γιου του. Και το όνομα αυτού Αύγουστος Ροδόλφος.

«»Η ζωή κύλησε ήρεμα μέχρι που ο μικρός Αύγουστος έγινε δύο χρονών. Εκείνη την εποχή η Σελίμα είχε κάνει την επανεμφάνισή της μετά την ήττα της στον πόλεμο. Ο Ροδόλφος δεν την είχε πάρει σοβαρά, δεν είχε πλέον δυνάμεις, οι σύμμαχοί της την είχαν εγκαταλείψει, ήταν αποδιωγμένη από την οικογένειά της. Αυτή δεν το έβαλε κάτω. Αυτή έβαλε τον Βαρούχ στο παλάτι. Έναν προδότη με σκοπό να δολοφονήσει τη βασιλική οικογένεια και να της αφήσει ελεύθερο το θρόνο μιας κι ήταν αδύνατο να βρει τις πέντε σφραγίδες. Το μυστικό για τη θέση τους το είχε πάρει ο Ροδόλφος με το θάνατό του. Αυτός όμως ενεργούσε για λογαριασμό του. Την υπόλοιπη ιστορία την ξέρετε για το πώς τα κατάφερε. Το ορφανοτροφείο είχε μόλις αρχίσει να λειτουργεί υπό τη διεύθυνση της Ζηνοβίας. Είχε ήδη ανοίξει τις πόρτες του για τα πρώτα ορφανά του πολέμου. Ο Ιλαρίωνας πέρασε τη λίμνη με μια βάρκα. Είχε πια νυχτώσει όταν έφτασε στο νησί. Ο δρόμος ήταν ανοιχτός ακόμη κι

Page 331: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 331 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

έτσι πολύ γρήγορα έφτασε στην πόρτα του κάστρου. Όταν είπε στη Ζηνοβία ποιος ήταν ο μικρός, αυτή σοκαρίστηκε.

«Φρόντισε να μείνει επτασφράγιστο μυστικό η παρουσία του εδώ, ανάθρεψέ τον και προστάτεψέ τον» της είπε. Ένιωθε ανακουφισμένος. Ήξερε καλά ότι το μοναδικό μέρος που θα ήταν ασφαλής ο μικρός πρίγκιπας ήταν μέσα στο ορφανοτροφείο.

«Μην ανησυχείς» του είπε. «Πριν λίγο μας ήρθε ένας Αετομάτης. Κι όλοι είναι απασχολημένοι με αυτόν. Κανένας δε θα του δώσει σημασία». Όταν έφυγε ο Ιλαρίωνας, η Ζηνοβία σήκωσε το μωρό ψηλά.

«Δεν μπορείς να κυκλοφορείς με το όνομα Αύγουστος», το μωρό της χαμογέλασε κι αυτή τον αγκάλιασε. Είχε πολύ αγάπη και στοργή να δώσει σ’ όλα τα ορφανά που της έφερναν. Αυτό το παιδί όμως ήταν το πιο σημαντικό απ’ όλα. Από τότε που γεννήθηκε συμβόλιζε την ελπίδα. Για λίγο καιρό θα έπρεπε να μείνει κρυμμένος, όμως θα ερχόταν η ώρα που θα πάλευε γι’ αυτό που συμβόλιζε και με τους αγώνες του θα κατάφερνε να επαληθεύσει την προφητεία Υπό τη θωριά και την προστασία των φτερών του αετού, θ’ αναγεννηθεί ο χαμένος απόγονος της γενιάς των αρχαίων βασιλιάδων. Εσύ είσαι η ελπίδα του κόσμου ότι μια μέρα όλα θα επανέλθουν όπως ήταν παλιά και το αίμα του Ροδόλφου θα τους καθοδηγήσει σ’ αυτόν τον δρόμο». Θα σε φωνάζουμε ….». εκείνη τη στιγμή που θα ονόμαζε τον μικρό άκουσε έναν θόρυβο από τον διάδρομο κι έτρεξε έντρομη να δει ποιος ήταν.

«Είναι συγκλονιστικά όλα αυτά Βυλτώρ, αλλά εσύ πώς τα ξέρεις;» ρώτησε πονηρά η Διώνη. Η αφήγησή του την είχε υπνωτίσει και την είχε ταξιδέψει σε μια εποχή που αν και την είχε ζήσει, ωστόσο δεν τη θυμόταν καθόλου.

«Όταν ο Ιλαρίωνας έδωσε το μωρό στη Ζηνοβία εγώ ήμουν κρυμμένος πίσω από μια μεγάλη γλάστρα κι άκουσα όλη τη συζήτηση. Γρήγορα η Ζηνοβία με κατάλαβε.

«»Βυλτώρ, τι θα κάνω εγώ μ’ εσένα;» Με πλησίασε και με αγκάλιασε στοργικά. «Δε θέλω να μιλήσεις ποτέ σε κανέναν για όσα άκουσες. Τώρα που ξέρεις την αλήθεια θα με βοηθήσεις να προστατέψουμε τον μικρούλη. Εσύ είσαι δυνατό αγόρι. Μου το υπόσχεσαι;» Τότε ούτε επτά χρονών δεν ήμουνα κι ένιωσα βαρύ τον όρκο που πήρα. Ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω για τη Ζηνοβία»».

«Γι’ αυτό όταν σε κάλεσε η Γλαφύρα στο κάστρο, εσύ ήρθες αμέσως» συμπέρανε ο Βόρυς.

Page 332: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

332 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«»Μετά από λίγο η Ζηνοβία με οδήγησε στο δωμάτιό μου. Ακόμα είχε στην αγκαλιά της τον μικρό κι εκείνη τη στιγμή θυμήθηκε ότι την είχα διακόψει και δεν είχε προλάβει να δώσει ένα νέο όνομα στο μωρό. Συνωμοτικά έσκυψε πάνω μου.

«Τι λες; Πώς να τον βγάλουμε τον μικρό;», δίπλα στο κρεβάτι μου είχα ένα παιχνίδι με το οποίο έπαιζα κάθε μέρα. Το μάτι έπεσε αμέσως πάνω του κι η Ζηνοβία με ακολούθησε. Ήταν ένα πάνινο κουκλάκι που έμοιαζε με λιοντάρι. Αυτή χαμογέλασε και με φίλησε στο μέτωπο ικανοποιημένη. «Λοιπόν, το όνομά του θα είναι Λέανδρος για να του θυμίζει πάντα ότι η καρδιά του θα πρέπει να είναι δυνατή σαν του λιονταριού για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της ζωής του». Εγώ συμφώνησα, κι αφού με καληνύχτισε βγήκε από το δωμάτιο παίρνοντας μαζί της και το νέο μέλος της οικογένειας του ορφανοτροφείου. Τον έβαλε στο δωμάτιο με άλλα παιδιά και πάντα του φερόταν όπως σε όλους για να μην υποψιαστεί ποτέ κανένας ποιος ήταν. Ήταν σίγουρη ότι κάποια στιγμή κάποιος προδότης θα κατάφερνε να βρει τον δρόμο του μέσα στο κάστρο ψάχνοντας να βρει αν ο διάδοχος ήταν κρυμμένος ανάμεσα στα υπόλοιπα παιδιά. Απ’ ό,τι φαίνεται δεν έπεσε έξω και πράγματι κάποιος την πρόδωσε.»»

«Όλα αυτά που λες είναι συγκλονιστικά. Γιατί σε κατηγορούνε όμως

για προδότη και κατάσκοπο;» η απορία της Διώνης τάραξε τον Βυλτώρ. Πήρε τον δαυλό του και κίνησε να φύγει από τη σπηλιά δείχνοντας ότι δεν ήθελε ν’ απαντήσει.

«Η Γλαφύρα μου ζήτησε να αποκαλύψω την ιστορία του Λέανδρου. Όχι τη δική μου». Ο Λέανδρος εκείνη τη στιγμή ήθελε κάτι να πει, κάτι που εκείνη τη στιγμή του ήρθε στο μυαλό που είχε ακούσει στο συμβούλιο των νεράιδων, αλλά δάγκωσε τα χείλη του και δεν ανέφερε τίποτα.

«Ήμουνα τόσο κοντά, μονομάχησα μαζί του, με τον δολοφόνο των γονιών μου» φώναξε εξοργισμένος ο Λέανδρος. Φούντωνε και μόνο στην ιδέα ότι θα μπορούσαν όλα να είχαν τελειώσει νωρίτερα. Έσφιξε τις γροθιές του από τα νεύρα του. Αισθανόταν οργή και πόνο. Στο πρόσωπο του Βυλτώρ έβλεπε τον άνθρωπο που δεν τον είχε ενημερώσει νωρίτερα κι αυτόν που δεν του υπέδειξε τον δολοφόνο των γονιών του. Ένιωσε το αίμα ν’ ανεβαίνει στο κεφάλι του, να βράζει πατόκορφα και να μην μπορεί να το ελέγξει. Η οργή του ήταν μεγάλη κι όρμησε πάνω στον Βυλτώρ.

«Γιατί δε μου τα είπες όλα αυτά τότε; Είχα την ευκαιρία να τον σκοτώσω και μου τη στέρησες. Γιατί;» ο Λέανδρος όρμησε καταπάνω για μια

Page 333: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 333 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ακόμη φορά, τον έριξε κάτω και προσπαθούσε να τον χτυπήσει. Ο Βυλτώρ κρατούσε τα χέρια του και ήρεμος επεδίωκε να τον αποκρούσει.

«Δεν ήσουνα έτοιμος να τον αντιμετωπίσεις. Ούτε και τώρα», ο Βυλτώρ φώναζε προσπαθώντας να τον λογικέψει αλλά τίποτα, ο Λέανδρος δε συνερχόταν. Ο Βόρυς κι η Διώνη είχαν πέσει πάνω του και τον τραβούσαν, η δύναμή τους όμως δεν έφτανε του γεροδεμένου Λέανδρου που τίποτα δεν ήταν δυνατό να τον σηκώσει πάνω από τον Βυλτώρ.

«Λέανδρε, δε σου φταίει ο Βυλτώρ, θέλει να σε βοηθήσει», η Διώνη κατέβαλλε κι αυτή τη δική της προσπάθεια. Έβλεπε την αδικία σε βάρος του Βυλτώρ και δεν το άντεχε.

«Αν το ήξερα θα τον είχα σκοτώσει» συνέχιζε να φωνάζει ο Λέανδρος προσπαθώντας να χτυπήσει τον Βυλτώρ.

«Μην αυταπατάσαι. Ο Βαρούχ είναι δεινός ξιφομάχος. Από τους καλύτερους στο βασίλειο. Αν ήξερε ποιος είσαι από την αρχή δε θα είχε αρκεστεί στο να πληγώσει το χέρι σου. Θυμήσου τι έγινε μετά που αποκαλύφθηκε η ταυτότητά σου. Θα σε είχε σκοτώσει προτού καν το καταλάβεις». Ο Βυλτώρ ένιωθε πλέον τα χέρια του Λέανδρου να χαλαρώνουν και με μια αιλουροειδή κίνηση κατάφερε ν’ αποδεσμευτεί από τη δυνατή λαβή του. «Η ώρα δεν έφτασε ακόμα, Λέανδρε. Όταν θα έρθει, θα το καταλάβεις και τότε θα είσαι έτοιμος να εκδικηθείς τομ θάνατο των γονιών σου». Ο Λέανδρος είχε ηρεμήσει. Κάθισε ανακούρκουδα με τα χέρια του στο πρόσωπό του. Ο Βόρυς είχε απομακρυνθεί εδώ και ώρα. Δεν άντεχε άλλο αυτήν την έκρηξη συναισθημάτων. Γι’ αυτόν ο πόνος που ένιωθε ο Λέανδρος ήταν δεκαπλάσιος στην ψυχή του. Η Διώνη τύλιξε τον Λέανδρο μέσα στην αγκαλιά της. Ήθελε να του σταθεί εκείνη την ώρα της απόγνωσης, που ένιωθε ότι έχανε τον δρόμο του. Ο Βυλτώρ τους άφησε μόνους κι έψαξε τον Βόρυ. Οι συναισθηματικά φορτισμένες σκηνές δεν ήταν το καλύτερό του κι ήθελε όσο γινόταν να τις αποφεύγει.

«Λέανδρε, εγώ θα σε βοηθήσω να πάρεις την εκδίκησή σου», αυτός της χαμογέλασε. Τα μάτια του ήταν υγρά και κατακόκκινα από τη συγκίνηση και το ξέσπασμα.

«Ποτέ δε θα σε έβαζα σε κίνδυνο Διώνη, το ξέρεις. Είναι τόσα πολλά τα συναισθήματα που έχω μέσα μου. Πόνος και θλίψη. Έχουν γίνει όλα μια μπάλα κι έχουν κολλήσει στον λαιμό μου. Νιώθω ότι δεν μπορώ ν’ αναπνεύσω».

Page 334: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

334 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Λέανδρε, η αποκάλυψη της ταυτότητάς σου είναι κάτι που θα έπρεπε να σε χαροποιεί. Έχεις ένα στόχο στη ζωή σου κι αυτός είναι να κυνηγήσεις αυτόν που σου διέλυσε την οικογένεια».

«Θέλω να τον σκοτώσω, αν τον είχα στα χέρια μου Διώνη». Η γοργόνα του έπιασε το πρόσωπο με τα δυο της χέρια. «Θα τον ξαναέχεις, όταν έρθει η ώρα. Όταν θα είσαι έτοιμος». «Όταν θα είμαι έτοιμος» φώναξε κι ο Λέανδρος δίνοντας κουράγιο

στον εαυτό του. «Δε θα του περάσει. Θα τιμωρηθεί. Θα προετοιμαστώ και θα τον αντιμετωπίσω ως ίσο προς ίσο. Και θα έχω κι ένα επιπλέον ατού με το μέρος μου».

«Ποιο θα είναι αυτό;» η Διώνη ξαφνιάστηκε με την ξαφνική μεταστροφή του Λέανδρου, αναγνώρισε ξανά στο βλέμμα του τη λάμψη εκείνη που τίποτα δεν ήταν αδύνατο γι’ αυτόν, παρά με τόλμη όλα πετυχαίνονται.

«Θα έχω στα χέρια μου τις πέντε σφραγίδες». Σταμάτησε για λίγο, καθώς η σαστιμάρα της Διώνης του έκοψε για λίγο τα φτερά. Ήθελε να της εξηγήσει όμως. «Θα πάω να τις βρω Διώνη, αυτό μου αποκάλυψε η πηγή κι αυτό θα πράξω, θέλω να το κάνω αν είναι να έχω κάποια ελπίδα απέναντι στον Βαρούχ. Θα ξεκινήσω τώρα κιόλας. Την επόμενη φορά που θα σταθώ απέναντί του θα είμαστε ίσος προς ίσο».

«Και πώς θα τα καταφέρεις μόνος σου; Δεν έχεις ιδέα πώς είναι ο έξω κόσμος. Θα έρθω μαζί σου. Μαζί ξεκινήσαμε και μαζί θα το τελειώσουμε». Ο Λέανδρος την πλησίασε. Η κοπέλα κοντοστάθηκε και δεν κουνήθηκε. Το αγόρι της κράτησε τα χέρια της στα δικά του. Πόσο ακόμα πιο όμορφη ήταν. Πόσο ανεκτίμητη ήταν η παρουσία της στις δύσκολες στιγμές που είχε περάσει και σ’ αυτές που ακόμα δεν είχαν έρθει. Δεν υπήρχε κανένας άλλος μαζί τους. Ήταν η δική τους στιγμή έτσι που κάθονταν αντίκρυ πιασμένοι από το χέρι. Ο Λέανδρος ένιωθε την καρδιά του βαριά, φορτωμένη με το βάρος των έντονων αισθημάτων του για τη Διώνη. Του ήταν αδύνατο να πάρει τα μάτια του από πάνω της. Τα μάτια της φέγγιζαν κάθε φορά που στεκόταν πλάι στο υδάτινο στοιχείο. Ένα πλάσμα του νερού ήταν η Διώνη, ποτέ δεν έμενε σταθερή σ’ ένα μέρος αλλά συνέχεια παρασυρόταν από τα κύματα. Έτσι, και τώρα, σ’ αυτήν την έντονη στιγμή που ο Λέανδρος την πλησίασε θέλοντας να μάθει τι έκρυβε μέσα στην καρδιά της και ταυτόχρονα αποκαλύπτοντάς της τι είχε μέσα στη δική του, η Διώνη του χαμογέλασε κι έσπασε με τη γλυκιά φωνή της την ιερότητα της στιγμής.

Page 335: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 335 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Πάμε να το πούμε και στους άλλους» του είπε και τον τράβηξε προς το τούνελ από το οποίο είχαν έρθει. Ο Λέανδρος χαμήλωσε το πρόσωπο φανερά απογοητευμένος. Ένιωσε την έμμεση άρνησή της, δεν ήθελε να το παραδεχτεί αλλά του φάνηκε ότι υπήρχε κάποιος ακόμα που τη διεκδικούσε. Τη δεδομένη στιγμή δεν είχε επιλογή, φόρεσε το πιο μεγάλο του χαμόγελο, όση πίκρα κι αν ένιωθε μέσα του και μπαίνοντας μπροστά την καθοδήγησε προς την έξοδο. Ο ενθουσιασμός του έδωσε νέα δύναμη και ορμή και δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. Το τούνελ ήταν σκοτεινό, η νέα προοπτική της ζωής του όμως έδωσε φως στα μάτια του για να βρει τον δρόμο του. Από πίσω του έτρεχε η Διώνη ακολουθώντας τον τρελό ρυθμό του.

«Περίμενε λίγο, δε βλέπω τίποτα μπροστά μου», ο Λέανδρος όμως δεν την άκουγε. Έτρεχε σαν τρελός, χαμένος στις σκέψεις του. Δε βρισκόταν μέσα στο τούνελ της πηγής της γνώσης. Εκείνη τη στιγμή με το μυαλό του διέσχιζε τα μονοπάτια και τις οδούς που θα περνούσε. Έβλεπε μπροστά του να τον περιμένουν οι άνθρωποι που θα γνώριζε και τα λόγια που θα αντάλλασε μαζί τους. Τα μέρη που θα επισκεπτόταν κι οι υπερβάσεις που θα έκανε για να ξεπεράσει τους σκοπέλους. Μα, πάνω απ’ όλα στο μυαλό του εμφανιζόταν η εικόνα των γονιών του που θα ήταν ο οδηγός που θα τον καθοδηγούσε στις πιο μαύρες ώρες αλλά και τις μεγαλύτερες χαρές που ήλπιζε ότι θα υπερτερούσαν, μέχρι να πετύχαινε τον στόχο και να επέστρεφε θριαμβευτής στη γενέτειρά του, για να διεκδικήσει αυτό που ήταν δικαιωματικά δικό του.

Μόλις σκαρφάλωσαν στα κοφτερά δόντια του δράκου, συνάντησαν τους άλλους δύο. Ορμώμενοι από την αγωνία τους για το τι είχε συμβεί, έτρεξαν προς το μέρος του Λέανδρου και της Διώνης. Όσην ώρα οι δυο τους ήταν μέσα στη σπηλιά ο Βυλτώρ ασχολήθηκε με το τάισμα των αλόγων κι ο Βόρυς κάθισε κάτω από ένα δέντρο και μ’ ένα κλαδάκι σκάλιζε το χώμα δημιουργώντας σχήματα και παραστάσεις που αμέσως τα διέγραφε. Ο Λέανδρος τους διηγήθηκε τι του είχε αποκαλύψει η πηγή της γνώσης και τις δικές του αποφάσεις. Δε χρειάστηκε πολύ. Ο Βόρυς τον ακούμπησε με το χέρι του στον ώμο, δείχνοντάς του μ’ αυτόν τον τρόπο την συμπαράστασή του.

«Από πού θα ξεκινήσουμε;» του είπε χαμογελώντας. «Δεν έχω ιδέα Βόρυ», ο Λέανδρος αμέσως έστρεψε τη ματιά του στον

Βυλτώρ. Ήταν ο μόνος που δεν είχε μιλήσει ακόμα. «Νομίζετε ότι θα είναι εύκολο αυτό που σκέφτεστε να κάνετε, δεν

ξέρετε καν πώς να κάνετε την αρχή» είπε ο Βυλτώρ. «Δεν έχουμε κάποια άλλη επιλογή, Βυλτώρ, είναι κάτι που πρέπει να

γίνει. Θα τον βρούμε τον δρόμο μας». Ο Βυλτώρ έμεινε σιωπηλός για λίγο. Οι

Page 336: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

336 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

υπόλοιποι κρέμονταν από τα χείλη του. Το γνώριζαν όλοι πολύ καλά ότι δε θα έφταναν μακριά χωρίς αυτόν.

«Πού έβαλες τον πάπυρο που σου έδωσε η Καλλιρόη;» Ο Λέανδρος τον έβγαλε από το πουκάμισό του που τον είχε βάλει για να τον προστατέψει. Τον κράτησε στα χέρια του και τον άνοιξε. Η σφραγίδα έσπασε πάλι στα δύο κι η κορδέλα έπεσε στο υγρό χώμα. Προς μεγάλη έκπληξη των παιδιών ο χάρτης ήταν κενός, δεν υπήρχε τίποτα σχεδιασμένο πάνω του.

«Μα, δεν καταλαβαίνω» είπε ο Λέανδρος προβληματισμένος και κοίταξε τον Βυλτώρ περιμένοντας μια απάντηση.

«Περίμενε λίγο και θα φανερωθεί μπροστά στα μάτια σου το επόμενό μας βήμα», ο Λέανδρος χαμογέλασε αμυδρά νιώθοντας ανακούφιση που ο Βυλτώρ θα ερχόταν μαζί του. Πράγματι, σε λίγα δευτερόλεπτα, η ασημένια γραμμή που σχεδίαζε τον σκελετό των φύλλων του δάσους, έκανε την εμφάνισή της πάνω στο κιτρινισμένο χαρτί. «Είναι η Ασημένια Γραφίδα, όπως καταλάβατε το σήμα κατατεθέν του δάσους της Καλλιρόης. Αυτή είναι που τα δημιούργησε όλα και συνεχίζει να τα σχεδιάζει όλα, να τα συντηρεί για τα μάτια μας, τουλάχιστον για όσο καιρό θέλει αυτή. Το ίδιο ισχύει και για εδώ. Η Γραφίδα θα σχεδιάσει αυτό που θέλει το μυαλό σου, είναι μαγεμένη εδώ να υποδείξει τη θέση των πέντε σφραγίδων. Όχι όμως όλων μαζί αλλά μια μία, όπως τις έκρυψε κι ο πατέρας σου, με την ίδια σειρά». Ενώ ο Βυλτώρ μιλούσε, η γραφίδα σχεδίαζε και με την ασημένια λάμψη της δημιουργούσε τον χάρτη μιας ευρύτερης περιοχής του βασιλείου.

Τα παιδιά μαγεμένα την παρακολουθούσαν να σχεδιάζει με ακρίβεια λεπτομέρειες που ούτε όσοι είχαν βρεθεί σε εκείνα τα μέρη δε θα γνώριζαν ότι υπήρχαν. Κάτι τους φάνηκε οικείο στην εικόνα όσο ολοκληρωνόταν το σχέδιο. Τα παιδιά κοιτάχτηκαν μεταξύ τους ψάχνοντας με τα μάτια τους να ελέγξουν αν ήταν αλήθεια αυτό που είχε περάσει από το μυαλό τους. Δεν ήταν πολλά μέρη που ανταποκρίνονταν στην περιγραφή. Παντού θάλασσα και μόνο μια υπόνοια στεριάς στη μέση. Ψηλά δέντρα σκέπαζαν τον ουρανό και παρείχαν κάλυψη στο απροσπέλαστο κάστρο, χτισμένο πάνω στα απόκρημνα βράχια του γκρεμού. Δεν υπήρχε αμφιβολία, η Γραφίδα τους έστελνε πίσω στο κάστρο. Κι εκεί, στο κέντρο ακριβώς του πάπυρου, σ’ ένα παράθυρο του ορφανοτροφείου, η Γραφίδα σταμάτησε καταδεικνύοντας το μέρος όπου είχε αποτεθεί η πρώτη σφραγίδα.

«Απ’ ό,τι φαίνεται θα πρέπει να επιστρέψουμε στο ορφανοτροφείο» σχολίασε ο Λέανδρος τερματίζοντας την αμήχανη σιωπή που είχε πέσει στην

Page 337: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 337 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

παρέα. Κι ο ίδιος δεν το πίστευε ότι μετά τα όσα είχε περάσει για να φύγει, τώρα ήταν υποχρεωμένος να γυρίσει πίσω.

«Κοίτα το δωμάτιο που δείχνει η γραφίδα, είναι στον πύργο του Παφνούτη» φώναξε ενθουσιασμένος ο Βόρυς.

«Ναι, δίκιο έχεις» απάντησε η Διώνη δείχνοντας με το δάχτυλό της. Η απογοήτευση έκανε την εμφάνισή της στο πρόσωπό της. «Είναι αδύνατο, κανένας ποτέ δε βρήκε την είσοδο για τον πύργο».

«Για όλα πάντα υπάρχει μια είσοδος» συμπλήρωσε ο Βυλτώρ γεμάτος αυτοπεποίθηση.

«Εσύ έχεις μπει ποτέ μέσα;» τον ρώτησε ο Λέανδρος. «Όχι» βιάστηκε να απαντήσει ο Βυλτώρ, «αλλά απ’ ό,τι φαίνεται θα

πάω. Τα πράγματα δεν είναι τα ίδια στο κάστρο» συμπλήρωσε, «η Ζηνοβία είναι φυλακισμένη και να είστε σίγουροι ότι εκεί μόνο εχθρούς έχουμε τώρα, που θέλουν ότι κι εμείς. Αν καταλάβουν τον λόγο της επιστροφής μας εκεί, καταλαβαίνετε ότι τερματίζει και την αποστολή μας». Οι υπόλοιποι έγνεψαν καταφατικά. Καταλάβαιναν και πολύ καλά μάλιστα.

«Ας ξεκινήσουμε λοιπόν» είπε ο Βόρυς δίνοντας το σύνθημα. «Πού θα βρούμε ιπτάμενα άλογα;» ρώτησε στρέφοντας το βλέμμα του στον Βυλτώρ.

«Βόρυ, αυτή τη φορά δε θα χρησιμοποιήσουμε ιπτάμενα άλογα, θα πρέπει να πάμε πεζοί».

«Καλή αρχή κάνουμε» σχολίασε αυτός. «Το σημαντικό είναι ότι θα είμαστε όλοι μαζί, και τώρα δε θα

χωριστούμε» συμπλήρωσε ο Λέανδρος. «Όλοι μαζί έχουμε περισσότερες πιθανότητες απ’ ότι μόνο ένας». Ο Βόρυς τον κοίταξε καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια να κρύψει τη δυσπιστία που έκρυβαν τα λόγια του αυτά. Ήταν προικισμένος με το χάρισμα της ενόρασης κι όχι με την πρόβλεψη των μελλούμενων. Ωστόσο ξεκάθαρα διέκρινε ότι το μέλλον της παρέας τους διαγραφόταν ζοφερό εξαιτίας της δυνατής φλόγας που έκαιγε μέσα και στα τρία παιδιά και θα ερχόταν η στιγμή που θα έβαζε φωτιά και θα πυρπολούσε τα σχέδιά τους. Για τώρα το δάσος ανοιγόταν στα πόδια τους. Η ενέργεια της νεανικής καρδιάς τους, τους φώναζε να προχωρήσουν με τόλμη αψηφώντας τις κακουχίες, προσηλωμένοι στον στόχο τους, βάζοντας τα δυνατά τους για να τον πετύχουν.

ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ

Page 338: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

338 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Page 339: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι πέντε σφραγίδες και ο χαμένος Πρίγκιπας 339 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η ιδέα για τις Εκδόσεις Σαΐτα ξεπήδησε τον Ιούλιο του 2012 με πρωταρχικό σκοπό τη δημιουργία ενός χώρου όπου τα έργα συγγραφέων θα συνομιλούν άμεσα, δωρεάν και ελεύθερα με το αναγνωστικό κοινό. Μακριά από το κέρδος, την εκμετάλλευση και την εμπορευματοποίηση της πνευματικής ιδιοκτησίας, οι Εκδόσεις Σαΐτα επιδιώκουν να επαναπροσδιορίσουν τις σχέσεις Εκδότη-Συγγραφέα-Αναγνώστη, καλλιεργώντας τον πραγματικό διάλογο, την αλληλεπίδραση και την ουσιαστική επικοινωνία του έργου με τον αναγνώστη δίχως προϋποθέσεις και περιορισμούς.

Ο ισχυρός άνεμος της αγάπης για το βιβλίο, το γλυκό αεράκι της δημιουργικότητας,

ο ζέφυρος της καινοτομίας, ο σιρόκος της φαντασίας, ο λεβάντες της επιμονής, ο γραίγος του οράματος,

καθοδηγούν τη σαΐτα των Εκδόσεών μας.

Σας καλούμε λοιπόν να αφήσετε τα βιβλία να πετάξουν ελεύθερα!

Page 340: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

340 Στέλλα Χαβενετίδου _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Υπό τη θωριά και την προστασία των φτερών του αετού θα αναγεννηθεί ο χαμένος απόγονος της γενιάς των αρχαίων βασιλιάδων» Μια προφητεία φέρνει αναταραχή στο Βασίλειο των Ρόδων. Στο ορφανοτροφείο το κόκκινο φεγγάρι προμηνύει συμφορές που σύντομα θα φέρουν τα πάνω κάτω στην ζωή των παιδιών. Μια απαγωγή θα γίνει εκείνο το βράδυ και μία βιαστική φυγή. Η συνέχεια φέρνει τους μικρούς ήρωες αντιμέτωπους με καταστάσεις που δεν πίστευαν ποτέ ότι θα βίωναν. Η μοίρα όλων είναι προδιαγεγραμμένη. Ή μήπως όχι;

ISBN: 978-618-5040-64-2