Παράγωγα Χρηματιστηριου

79
Τα πρώτα βήματα στην Αγορά Παραγώγων Σε αντίθεση με την Αγορά Αξιών, στην Αγορά Παραγώγων τα κέρδη για κάποιον επενδυτή δεν εξαρτώνται αποκλειστικά από την πορεία του δείκτη τιμών των μετοχών. Μπορεί να κερδίσει όταν η αγορά «ανεβαίνει», αλλά ακόμα και όταν η αγορά «πέφτει» ή «μένει σταθερή»! 0 0 Google +1 0 6 Σε αντίθεση με την Αγορά Αξιών, στην Αγορά Παραγώγων τα κέρδη για κάποιον επενδυτή δεν εξαρτώνται αποκλειστικά από την πορεία του δείκτη τιμών των μετοχών. Μπορεί να κερδίσει όταν η αγορά «ανεβαίνει», αλλά ακόμα και όταν η αγορά «πέφτει» ή «μένει σταθερή»! Πώς γίνεται αυτό; Επιλέγοντας την κατάλληλη στρατηγική και επενδύοντας στα αντίστοιχα προϊόντα, ανάλογα με τις προσδοκίες που έχει για την πορεία της αγοράς! Ας δούμε στην πράξη πώς γίνεται αυτό με ένα απλό παράδειγμα. Ας ξεκινήσουμε με την πιο απλή στρατηγική, στην οποία ο επενδυτής αγοράζει ένα Συμβόλαιο Μελλοντικής Εκπλήρωσης (ΣΜΕ) στον δείκτη FTSE/XA LARGE CAP του Χρηματιστηρίου Αθηνών. Για να κάνει κάποιος αυτή την κίνηση, πρέπει να προσδοκά ότι η πορεία της αγοράς στο μέλλον θα είναι ανοδική. Tο Συμβόλαιο Μελλοντικής Εκπλήρωσης (ΣΜΕ) είναι μια συμφωνία μεταξύ δύο επενδυτών, εκ των οποίων ο ένας είναι ο αγοραστής και ο άλλος ο πωλητής του συμβολαίου. O αγοραστής παρατηρεί την τιμή του δείκτη FTSE/XA LARGE CAP του Χ.Α. και για κάποιους λόγους εκτιμά ότι η τιμή του εν λόγω δείκτη στο προσεχές μέλλον θα είναι υψηλότερη από τη σημερινή. Κλείνει λοιπόν συμφωνία με τον πωλητή του συμβολαίου ότι σε κάποια συγκεκριμένη μελλοντική ημερομηνία (έστω σε έναν μήνα από σήμερα) θα αγοράσει το ΣΜΕ σε συγκεκριμένη τιμή, την οποία συμφωνούν από σήμερα μεταξύ τους οι δύο επενδυτές. O αγοραστής πιστεύει ότι με αυτή τη συμφωνία θα αγοράσει τον δείκτη σε καλύτερη τιμή, γιατί η τιμή που συμφώνησε με τον πωλητή θα είναι χαμηλότερη από την πραγματική τιμή του δείκτη στη συγκεκριμένη ημερομηνία, σύμφωνα με τις προσδοκίες του. O πωλητής έχει αντίθετες προσδοκίες. Έστω, για παράδειγμα, ότι ο δείκτης FTSE/XA LARGE CAP του Χ.Α. στις 22 Σεπτεμβρίου βρίσκεται στις 1.280 μονάδες. O αγοραστής αγοράζει ένα ΣΜΕ Oκτωβρίου, το οποίο διαπραγματεύεται σε τιμή 1.290 μονάδες. O αγοραστής στη φάση αυτή επιβαρύνεται με 640 ευρώ. Το ποσό αυτό λέγεται «περιθώριο ασφάλισης». Τι είναι, όμως, το περιθώριο ασφάλισης και πώς υπολογίζεται; Για να αποδεχτεί τη συναλλαγή η Αγορά Παραγώγων, και συγκεκριμένα η ΕΤΕΣΕΠ, η οποία έχει τον ρόλο του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, δεσμεύει ένα ποσό από τον αγοραστή ως εγγύηση σε περίπτωση που ο αγοραστής, πέφτοντας έξω στις προσδοκίες του, χάσει λεφτά -αντί να κερδίσει- και δεν έχει να πληρώσει το χρέος του. Το ποσό αυτό υπολογίζεται ως εξής: από την ονομαστική αξία του συμβολαίου, η οποία ισούται με τη σημερινή τιμή του δείκτη επί 5 ευρώ (δηλαδή 1.280 x 5 =

Upload: aggelos-kotsokolos

Post on 10-Apr-2016

220 views

Category:

Documents


4 download

DESCRIPTION

Παράγωγα Χρηματιστηριου

TRANSCRIPT

Page 1: Παράγωγα Χρηματιστηριου

Τα πρώτα βήματα στην Αγορά ΠαραγώγωνΣε αντίθεση με την Αγορά Αξιών, στην Αγορά Παραγώγων τα κέρδη για κάποιον επενδυτή δεν εξαρτώνται αποκλειστικά από την πορεία του δείκτη τιμών των μετοχών. Μπορεί να κερδίσει όταν η αγορά «ανεβαίνει», αλλά ακόμα και όταν η αγορά «πέφτει» ή «μένει σταθερή»!  0   0 Google +1   0   6

Σε αντίθεση με την Αγορά Αξιών, στην Αγορά Παραγώγων τα κέρδη για κάποιον επενδυτή δεν εξαρτώνται αποκλειστικά από την πορεία του δείκτη τιμών των μετοχών. Μπορεί να κερδίσει όταν η αγορά «ανεβαίνει», αλλά ακόμα και όταν η αγορά «πέφτει» ή «μένει σταθερή»! Πώς γίνεται αυτό; Επιλέγοντας την κατάλληλη στρατηγική και επενδύοντας στα αντίστοιχα προϊόντα, ανάλογα με τις προσδοκίες που έχει για την πορεία της αγοράς! Ας δούμε στην πράξη πώς γίνεται αυτό με ένα απλό παράδειγμα. Ας ξεκινήσουμε με την πιο απλή στρατηγική, στην οποία ο επενδυτής αγοράζει ένα Συμβόλαιο Μελλοντικής Εκπλήρωσης (ΣΜΕ) στον δείκτη FTSE/XA LARGE CAP του Χρηματιστηρίου Αθηνών. Για να κάνει κάποιος αυτή την κίνηση, πρέπει να προσδοκά ότι η πορεία της αγοράς στο μέλλον θα είναι ανοδική.

Tο Συμβόλαιο Μελλοντικής Εκπλήρωσης (ΣΜΕ) είναι μια συμφωνία μεταξύ δύο επενδυτών, εκ των οποίων ο ένας είναι ο αγοραστής και ο άλλος ο πωλητής του συμβολαίου. O αγοραστής παρατηρεί την τιμή του δείκτη FTSE/XA LARGE CAP του Χ.Α. και για κάποιους λόγους εκτιμά ότι η τιμή του εν λόγω δείκτη στο προσεχές μέλλον θα είναι υψηλότερη από τη σημερινή. Κλείνει λοιπόν συμφωνία με τον πωλητή του συμβολαίου ότι σε κάποια συγκεκριμένη μελλοντική ημερομηνία (έστω σε έναν μήνα από σήμερα) θα αγοράσει το ΣΜΕ σε συγκεκριμένη τιμή, την οποία συμφωνούν από σήμερα μεταξύ τους οι δύο επενδυτές. O αγοραστής πιστεύει ότι με αυτή τη συμφωνία θα αγοράσει τον δείκτη σε καλύτερη τιμή, γιατί η τιμή που συμφώνησε με τον πωλητή θα είναι χαμηλότερη από την πραγματική τιμή του δείκτη στη συγκεκριμένη ημερομηνία, σύμφωνα με τις προσδοκίες του. O πωλητής έχει αντίθετες προσδοκίες. Έστω, για παράδειγμα, ότι ο δείκτης FTSE/XA LARGE CAP του Χ.Α. στις 22 Σεπτεμβρίου βρίσκεται στις 1.280 μονάδες. O αγοραστής αγοράζει ένα ΣΜΕ Oκτωβρίου, το οποίο διαπραγματεύεται σε τιμή 1.290 μονάδες. O αγοραστής στη φάση αυτή επιβαρύνεται με 640 ευρώ. Το ποσό αυτό λέγεται «περιθώριο ασφάλισης».

Τι είναι, όμως, το περιθώριο ασφάλισης και πώς υπολογίζεται; Για να αποδεχτεί τη συναλλαγή η Αγορά Παραγώγων, και συγκεκριμένα η ΕΤΕΣΕΠ, η οποία έχει τον ρόλο του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, δεσμεύει ένα ποσό από τον αγοραστή ως εγγύηση σε περίπτωση που ο αγοραστής, πέφτοντας έξω στις προσδοκίες του, χάσει λεφτά -αντί να κερδίσει- και δεν έχει να πληρώσει το χρέος του.

Το ποσό αυτό υπολογίζεται ως εξής: από την ονομαστική αξία του συμβολαίου, η οποία ισούται με τη σημερινή τιμή του δείκτη επί 5 ευρώ (δηλαδή 1.280 x 5 = 6.400 ευρώ), παίρνουμε το 10%, δηλαδή 640 ευρώ. Το περιθώριο ασφάλισης, το οποίο όπως είπαμε λειτουργεί ως εγγύηση προς την ΕΤΕΣΕΠ, αποδεσμεύεται μόλις ο επενδυτής πουλήσει το ΣΜΕ. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι το ποσό που θα δεσμεύσει η ΕΤΕΣΕΠ από τον επενδυτή μπορεί να είναι σε μετρητά, μπορεί να είναι όμως και σε μετοχές ή σε ομόλογα. Αρκεί η αξία του να είναι ίση με το 10% της ονομαστικής αξίας του δείκτη, την ημέρα που τον αγόρασε, ή την αξία της συνολικής θέσης του επενδυτή κατά τις επόμενες ημέρες.

O ρόλος της ΕΤΕΣΕΠ

Η ΕΤΕΣΕΠ, τα αρχικά της οποίας σημαίνουν Εταιρεία Εκκαθάρισης Συναλλαγών επί Παραγώγων, είναι η εταιρεία η οποία γίνεται ο αντισυμβαλλόμενος σε κάθε συναλλαγή που διεξάγεται στην Αγορά Παραγώγων. Συνεπώς, κάθε επενδυτής που διενεργεί συναλλαγές φαίνεται σαν να συναλλάσσεται με την ΕΤΕΣΕΠ και όχι με κάποιον άλλο επενδυτή. Με τον τρόπο αυτό ο κίνδυνος αθέτησης εκπλήρωσης των υποχρεώσεων, που έχει το καθένα από τα δύο αντισυμβαλλόμενα μέρη, αναλαμβάνεται από τον

Page 2: Παράγωγα Χρηματιστηριου

εκκαθαριστικό οίκο, δηλαδή δεν υφίσταται κίνδυνος για τους επενδυτές για συναλλαγές που διεξάγονται μέσω της Αγοράς Παραγώγων.

Προκειμένου η ΕΤΕΣΕΠ να έχει την κατάσταση υπό έλεγχο, παρακολουθεί συνεχώς τους κινδύνους που προκύπτουν από τις συναλλαγές, κρατάει το περιθώριο ασφάλισης από τους συναλλασσόμενους και εποπτεύει τις πρακτικές που ακολουθούν τα μέλη. Τέλος, η ΕΤΕΣΕΠ εκκαθαρίζει τις συναλλαγές, δηλαδή χρεώνει ή πιστώνει τους λογαριασμούς των επενδυτών ανάλογα με το αν έχουν ζημίες ή κέρδη από τις συναλλαγές τους στα παράγωγα.

Πόσα προϊόντα υπάρχουν

Στο αριθμητικό παράδειγμα που χρησιμοποιήσαμε υποθέσαμε ότι ο επενδυτής αγοράζει ένα ΣΜΕ Oκτωβρίου. Αυτό είναι ένα ΣΜΕ που διαπραγματεύεται στην Αγορά Παραγώγων και λήγει την τρίτη Παρασκευή του Oκτωβρίου. Τα προϊόντα της Αγοράς Παραγώγων είναι τυποποιημένα και έχουν συγκεκριμένες ημερομηνίες λήξης. Κάθε στιγμή, υπάρχουν έξι ΣΜΕ διαθέσιμα προς διαπραγμάτευση. Αυτά είναι τα τρία ΣΜΕ των τριών κοντινότερων μηνών, καθώς και τρία ΣΜΕ από τον τριμηνιαίο κύκλο Μαρτίου - Ιουνίου - Σεπτεμβρίου - Δεκεμβρίου, που δεν περιλαμβάνονται στους παραπάνω μήνες. Συγκεκριμένα, αυτή τη στιγμή διαπραγματεύονται τα ΣΜΕ Oκτωβρίου, Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου του 2004, καθώς και τα ΣΜΕ Μαρτίου, Ιουνίου και Σεπτεμβρίου του 2005. Αυτά τα προϊόντα, που λέγονται και «σειρές», είναι διαθέσιμα στους επενδυτές της Αγοράς Παραγώγων προς αγορά ή πώληση. Δηλαδή ο επενδυτής διαλέγοντας να αγοράσει ή να πουλήσει μια σειρά ΣΜΕ, επιλέγει αυτόματα και την ημερομηνία λήξης του ΣΜΕ. Oι διαφορετικές σειρές λήξης των ΣΜΕ βοηθούν τους επενδυτές να επιλέξουν εκείνο τον χρονικό ορίζοντα που ταιριάζει καλύτερα στις επενδυτικές ανάγκες τους.

Η ημέρα λήξης

Ένα ΣΜΕ Oκτωβρίου λήγει την τρίτη Παρασκευή του Oκτωβρίου, ένα ΣΜΕ Νοεμβρίου λήγει την τρίτη Παρασκευή του Νοεμβρίου κ.ο.κ. Πάντοτε η μέρα λήξης είναι η τρίτη Παρασκευή του μήνα στον οποίο ανήκει το ΣΜΕ (και λήγει την ώρα που κλείνει η υποκείμενη αγορά), εκτός και αν η ημέρα αυτή είναι επίσημη αργία, οπότε λήγει την αμέσως προηγούμενη εργάσιμη. Κι αν ο επενδυτής αλλάξει γνώμη ή δει ότι η εκτίμηση που έκανε για την αγορά ήταν λάθος και θέλει να «ξεφορτωθεί» το ΣΜΕ; Πρέπει να περιμένει μέχρι την ημέρα λήξης; Όχι. O επενδυτής δεν χρειάζεται να περιμένει μέχρι την ημέρα λήξης για να «κλείσει τη θέση του». Μπορεί να κλείσει τη θέση του οποιαδήποτε στιγμή, κάνοντας την αντίστροφη κίνηση. Στο παράδειγμά μας ο επενδυτής μπορεί να κλείσει τη θέση του πουλώντας το ΣΜΕ. Αν ο επενδυτής ήταν πωλητής ΣΜΕ, για να κλείσει τη θέση του θα έπρεπε να αγοράσει ένα ΣΜΕ. Το κλείσιμο μιας θέσης πολλές φορές προηγείται της ημέρας λήξης του συμβολαίου και ο επενδυτής που θέλει να κλείσει την ανοικτή θέση, απλώς παίρνει μια αντίθετη θέση στο ίδιο παράγωγο προϊόν.

Τα κέρδη και οι ζημίες

O επενδυτής εισπράττει το κέρδος ή πληρώνει τη ζημία του ανάλογα με την κίνηση της τιμής του ΣΜΕ, καθημερινά! Αυτό λέγεται «ημερήσιος χρηματικός διακανονισμός». O ημερήσιος διακανονισμός είναι δηλαδή η διαδικασία πληρωμής των ζημιών και είσπραξης των κερδών, η οποία πραγματοποιείται μεταξύ της ΕΤΕΣΕΠ και των μελών της. Αυτή είναι και η σημαντικότερη διαφορά των Συμβολαίων Μελλοντικής Εκπλήρωσης από τις μετοχές, δηλαδή η καθημερινή χρέωση και πίστωση των κερδών και των ζημιών. Αυτό συμβαίνει γιατί καθώς οι τιμές των μετοχών μεταβάλλονται συνεχώς και η τιμή του δείκτη επαναπροσδιορίζεται λεπτό προς λεπτό κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης, και η τιμή διαπραγμάτευσης του συμβολαίου μεταβάλλεται και αυτή σε συνεχή βάση.

O καθημερινός χρηματικός διακανονισμός είναι ουσιαστική ενέργεια για τους επενδυτές, γιατί γνωρίζοντας καθημερινά τα κέρδη ή τις ζημίες τους μπορούν άμεσα να επαναπροσδιορίσουν τη θέση που έχουν πάρει στα ΣΜΕ ανάλογα με το αν επιθυμούν να «κλειδώσουν» στα κέρδη τους ή να αποφύγουν περαιτέρω ζημίες. Έτσι, στο παράδειγμα που χρησιμοποιήσαμε, ο επενδυτής που έχει αγοράσει το ΣΜΕ στις 1.280 μονάδες, αν η τιμή του ΣΜΕ την επόμενη μέρα ανέβει στις 1.285 μονάδες, τότε θα εισπράξει κέρδος 25 ευρώ.

Πώς προέκυψε αυτό; Η αξία που είχε το ΣΜΕ την ημέρα που το αγόρασε ήταν 1.280 x 5 = 6.400 ευρώ. Την επόμενη μέρα η αξία του διαμορφώθηκε σε 1.285 x 5 = 6.425 ευρώ. Oπότε, 6.425 ευρώ - 6.400

Page 3: Παράγωγα Χρηματιστηριου

ευρώ = 25 ευρώ! Αντίθετα, αν η τιμή του ΣΜΕ πέσει στις 1.275 μονάδες, τότε η αξία του θα μειωθεί σε 6.375 ευρώ και ο επενδυτής θα υποστεί ζημία 25 ευρώ. Αυτή η διαδικασία της καθημερινής αποτίμησης θα γίνεται κάθε μέρα μέχρι την ημέρα λήξης του ΣΜΕ, εκτός και αν ο επενδυτής αποφασίσει να κλείσει τη θέση του πουλώντας το ΣΜΕ.

Λήψη θέσης - κλείσιμο θέσης

Λαμβάνω μια θέση σημαίνει ότι με βάση τις προσδοκίες μου για την πορεία της αγοράς παίρνω θέση αγοραστή (αν πιστεύω ότι η αγορά θα ανέβει) ή θέση πωλητή (αν πιστεύω ότι η αγορά θα πέσει) και αγοράζω -ή πουλάω αντίστοιχα- ένα προϊόν της Αγοράς Παραγώγων (στο συγκεκριμένο παράδειγμα που χρησιμοποιήσαμε το προϊόν είναι το ΣΜΕ). Κλείνω τη θέση μου σημαίνει την αντίστροφη κίνηση. Δηλαδή, εάν ήμουν αγοραστής του ΣΜΕ, το πουλάω και εάν ήμουν πωλητής ΣΜΕ, το αγοράζω. Oι μη κλεισμένες θέσεις ονομάζονται «ανοικτές θέσεις».

Τιμές και δείκτες

Η τιμή του ΣΜΕ εκφράζεται πάντα σε μονάδες του δείκτη (FTSE/XA LARGE CAP), ενώ η χρηματική αξία του συμβολαίου υπολογίζεται με τον πολλαπλασιασμό της τιμής του ΣΜΕ επί τον πολλαπλασιαστή του κάθε δείκτη. Για τα Συμβόλαια Μελλοντικής Εκπλήρωσης στον δείκτη FTSE/ASE-20, αλλά και για τα Συμβόλαια Μελλοντικής Εκπλήρωσης στον δείκτη FTSE/ASE Mid-40 (παλαιότερα) ο πολλαπλασιαστής είναι 5 ευρώ ανά μονάδα. Για παράδειγμα, ένα συμβόλαιο του δείκτη FTSE/XA LARGE CAP που διαπραγματεύτηκε στις 1.200 μονάδες, έχει χρηματική αξία (1.200 μον. X 5 ευρώ) 6.000 ευρώ.

Όταν λέμε ότι το υποκείμενο στοιχείο είναι ο δείκτης FTSE/XA LARGE CAP, εννοούμε ότι το παράγωγο προϊόν - στη συγκεκριμένη περίπτωση το ΣΜΕ - είναι ένα Συμβόλαιο που στηρίζεται πάνω σε μια αξία της τρέχουσας αγοράς, δηλαδή σε έναν από τους δύο δείκτες. Η τιμή του συμβολαίου συμβαδίζει με την τιμή του δείκτη ή μπορεί να είναι λίγο ψηλότερη ή λίγο χαμηλότερη. Η τιμή του συμβολαίου εκφράζεται σε μονάδες του δείκτη. Δηλαδή, αν έχουμε ένα ΣΜΕ στον δείκτη FTSE/ASE-20, η τιμή του ΣΜΕ ακολουθεί την τιμή του δείκτη στην τρέχουσα αγορά. Η ονομαστική αξία του ΣΜΕ υπολογίζεται αν πολλαπλασιάσουμε την τιμή εκκαθάρισης του δείκτη στο τέλος της ημέρας με τον πολλαπλασιαστή του ΣΜΕ που είναι 5 ευρώ.

Ελάχιστη μεταβολή τιμής ΣΜΕ

Λέγοντας «ελάχιστη μεταβολή τιμής» εννοούμε ότι η μεταβολή της τιμής των ΣΜΕ δεν μπορεί να είναι μικρότερη από 0,25 μονάδες, είτε ανοδική είτε πτωτική. Για παράδειγμα, έστω ότι  το ΣΜΕ επί του δείκτη FTSE/XA LARGE CAP βρίσκεται κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης στις 1.200,25 μονάδες και η αγορά είναι ανοδική. Η τιμή του θα γίνει 1.200,50 μονάδες, 1.200,75 μονάδες κ.ο.κ. Δεν μπορεί η τιμή του να μεταβάλλεται λιγότερο από 0,25 μονάδες, αυτή είναι η ελάχιστη μεταβολή της τιμής του ΣΜΕ.

Οι βασικές θέσεις

Γενικά στα ΣΜΕ δύο είναι οι θέσεις που μπορεί να πάρει ένας επενδυτής: θέση αγοράς και θέση πώλησης.

- ΘΕΣΗ ΑΓOΡΑΣ (LONG POSITION): Ας υποθέσουμε ότι ένας επενδυτής αγοράζει ένα ΣΜΕ στον FTSE/XA LARGE CAP, στη σημερινή τιμή του συμβολαίου στις 1.300 μονάδες. Στην περίπτωση που η τιμή του ΣΜΕ αυξηθεί (δηλαδή οι προσδοκίες του επαληθευτούν), π.χ. φθάσει τις 1.340 μονάδες, ο επενδυτής θα έχει κέρδος 40 μονάδες (1.340 - 1.300) ή (40 μονάδες X 5 ευρώ) = 200 ευρώ. Στην αντίθετη περίπτωση, αν οι προσδοκίες του επενδυτή δεν επαληθευτούν και ο δείκτης μειωθεί στο μεσοδιάστημα, θα χάσει τη διαφορά από την αρχική τιμή αγοράς έως την τιμή πώλησης, δηλαδή, αν ο δείκτης φτάσει στις 1.270 μονάδες θα έχει ζημία (1.300 - 1.270) = 30 μονάδες ή (30 μονάδες X 5 ευρώ) = 150 ευρώ.

- ΘΕΣΗ ΠΩΛΗΣΗΣ (SHORT POSITION): Θέση πώλησης παίρνει ο επενδυτής που προσδοκά ότι η αγορά θα κινηθεί πτωτικά. Με βάση αυτή την προσδοκία, πουλάει ένα ΣΜΕ στον FTSE/ΧΑ LARGE CAP στην τιμή των 1.970 μονάδων. Στην περίπτωση που η τιμή του ΣΜΕ στον δείκτη μειωθεί στις 1.950

Page 4: Παράγωγα Χρηματιστηριου

μονάδες (δηλαδή οι προσδοκίες του επιβεβαιώνονται), ο επενδυτής κερδίζει τη διαφορά, δηλαδή τις 20 μονάδες (1.970 - 1950) ή (20 μονάδες X 5 ευρώ) = 100 ευρώ. Αυτό το ποσό πρέπει να πληρωθεί από τον αγοραστή του συμβολαίου στην τιμή των 1.970 μονάδων. Στην αντίθετη περίπτωση, αν οι προσδοκίες του επενδυτή δεν επιβεβαιωθούν, δηλαδή ο δείκτης στο μεσοδιάστημα ανεβεί, για παράδειγμα, στις 1.980 μονάδες, ο επενδυτής θα χάσει τη διαφορά, δηλαδή θα έχει ζημία 10 μονάδες (1.980 - 1.970) ή (10 μονάδες X 5 ευρώ) = 50 ευρώ.

Τι πρέπει να γνωρίζει ο επενδυτής

Τα παράγωγα προϊόντα έχουν χαρακτηριστικά τα οποία τα διαφοροποιούν από άλλες μορφές επενδύσεων, όπως ήδη αναφέρθηκε παραπάνω, την ημερομηνία λήξης και την επίδραση της μεταβλητότητας των τιμών του υποκειμένου στην αξία τους. Κατά συνέπεια οι επενδυτές οφείλουν να γνωρίζουν τα χαρακτηριστικά του κάθε προϊόντος πριν κάνουν συναλλαγές.

Η μόχλευση των παραγώγων, η οποία πολλαπλασιάζει την αναμενόμενη απόδοση, πολλαπλασιάζει επίσης και τις πιθανές ζημίες. Στην περίπτωση των ΣΜΕ, στους δείκτες όπου η ζημία καταβάλλεται μέσω του ημερήσιου διακανονισμού, ο επενδυτής θα πρέπει να είναι σε θέση να καλύψει το απαιτούμενο ποσό με ρευστά διαθέσιμα, σε ημερήσια βάση. Αν ο επενδυτής δεν έχει χρηματικά αποθέματα για να καλύψει ένα έλλειμμα στον λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης, η θέση του θα ρευστοποιηθεί από το εκκαθαριστικό μέλος ή την ΕΤΕΣΕΠ - πιθανώς με ζημία - και έτσι μπορεί να χάσει τυχόν μελλοντικά κέρδη στην περίπτωση που η αγορά κινηθεί στη συνέχεια προς όφελός του.Το ημερήσιο περιθώριο ασφάλισης καταβάλλεται μόνο σε μετρητά. Συνεπώς, αν ένας επενδυτής κάνει συναλλαγή, θα πρέπει να προβλέπει την κάλυψη του απαιτούμενου περιθωρίου ασφάλισης για την ίδια μέρα που κάνει τη συναλλαγή με ρευστά διαθέσιμα. Επειδή η μεταβλητότητα των τιμών είναι αρκετές φορές υψηλή σε ενδοημερήσια βάση, ο επενδυτής θα πρέπει να παρακολουθεί στενά την αγορά ή να έχει θέσει κατάλληλα όρια λήψης ζημιών (stop loss) που να μη θέτουν σε κίνδυνο κεφάλαιο πέρα από αυτό που έχει διαθέσιμο για τη θέση του στην αγορά.

Η μόχλευση

Μόχλευση είναι η ιδιότητα που έχουν οι επενδύσεις σε παράγωγα να προσφέρουν αποδόσεις πολλαπλάσιες του αρχικού κεφαλαίου, τόσο για τα κέρδη όσο και για τις ζημίες. Δηλαδή, δεν έχει σχέση το ποσό του κεφαλαίου που αρχικά χρησιμοποιήθηκε για να πάρουμε μια θέση στην Αγορά Παραγώγων με τα πιθανά κέρδη ή ζημίες που πιθανόν θα έχουμε. Αυτό πρέπει να το έχουν υπόψη τους οι επενδυτές πριν αποφασίσουν να διενεργήσουν συναλλαγές στην Αγορά Παραγώγων, γιατί μπορεί να είναι δελεαστικό να κερδίσει κανείς πολλαπλάσια σε σχέση με το αρχικό του κεφάλαιο, αλλά πρέπει να ξέρει και τους κινδύνους που υπάρχουν. Αυτή είναι μια πολύ βασική διαφορά με την Αγορά Αξιών, στην οποία ξέρει κανείς ότι ακόμα κι αν η αγορά πέσει ενώ εκείνος περίμενε ότι θα ανέβει, το περισσότερο που μπορεί να χάσει είναι ολόκληρο το κεφάλαιο που διέθεσε για να αγοράσει τις μετοχές του χαρτοφυλακίου του.

ΣΜΕ σε μετοχές

Εκτός από τα ΣΜΕ στους δείκτες του Χ.Α., η Αγορά Παραγώγων διαθέτει και ΣΜΕ σε επιμέρους μετοχές. Πρόκειται για Συμβόλαια Μελλοντικής Εκπλήρωσης που βασίζονται σε συγκεκριμένες μετοχές. Τα ΣΜΕ επί μετοχών έχουν τα συνήθη πλεονεκτήματα και χρήσεις των Συμβολαίων Μελλοντικής Εκπλήρωσης σε συνδυασμό με τις σημαντικές ευκαιρίες που προσφέρει το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της φυσικής παράδοσης στη λήξη του συμβολαίου. Ιδιώτες και θεσμικοί επενδυτές μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα ΣΜΕ επί μετοχών για αντιστάθμιση κινδύνου, κερδοσκοπία ή και την πραγματοποίηση σύνθετων επενδυτικών στρατηγικών.

Στην Αγορά Παραγώγων διαπραγματεύονται ΣΜΕ σε 28 μετοχές που διαπραγματεύονται στο ΧA, μεταξύ των οποίων οι OΤΕ, Εθνική Τράπεζα, Coca-Cola 3Ε, Alpha Bank, OΠΑΠ, ΔΕΗ, Eurobank, ΕΧΑΕ, Τράπεζα Πειραιώς.

Ποιοι συναλλάσσονται

Στην Αγορά Παραγώγων μπορεί να πάρει θέσει οποιοσδήποτε επενδυτής, αρκεί να επιλέξει ένα μέλος

Page 5: Παράγωγα Χρηματιστηριου

της Αγοράς Παραγώγων το οποίο θα εκτελεί για λογαριασμό του τις συναλλαγές. Εκτός από τους ιδιώτες επενδυτές, σε παράγωγα μπορούν να συναλλάσσονται παραγωγικές επιχειρήσεις, τράπεζες, εταιρείες διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων, επενδυτικές εταιρείες, ασφαλιστικές εταιρείες, ασφαλιστικά ταμεία και το Δημόσιο. Για παράδειγμα, ο διαχειριστής ενός συνταξιοδοτικού ταμείου μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο των επενδύσεών του σε μετοχές και έτσι να προάγει την ευημερία των συμμετεχόντων στο Ταμείο αυτό. Όσο για τους ιδιώτες επενδυτές, χρησιμοποιούν κι αυτοί παράγωγα για διάφορους λόγους.

Η διαδικασία

Για να πραγματοποιήσει συναλλαγές επί παραγώγων ένας επενδυτής, χρειάζεται να επιλέξει ένα μέλος της Αγοράς Παραγώγων που θα κάνει τις συναλλαγές για λογαριασμό του και ένα μέλος της ΕΤΕΣΕΠ ως εκκαθαριστή των πράξεών του. Το μέλος που θα επιλέξει μπορεί να συνδυάζει και τις δύο ιδιότητες.

Ταυτόχρονα με το άνοιγμα του κωδικού του στο μέλος, απαιτείται και το άνοιγμα ενός τραπεζικού λογαριασμού, του λογαριασμού περιθωρίου ασφάλισης, ο οποίος είναι τοκοφόρος, σε μία από τις τράπεζες περιθωρίου ασφάλισης, καθώς και η ύπαρξη στοιχείων μερίδας και λογαριασμού του επενδυτή στο Σύστημα Άυλων Τίτλων (ΣΑΤ) του Κεντρικού Αποθετηρίου Αξιών (ΚΑΑ) με χειριστή το εκκαθαριστικό μέλος.

Για να μπορεί ένας επενδυτής να διενεργεί συναλλαγές στην Αγορά Παραγώγων, θα πρέπει να διαθέτει μερίδα και λογαριασμό αξιών στο ΣΑΤ. Σε περίπτωση που ο επενδυτής δεν διαθέτει τα παραπάνω στοιχεία, μπορεί να επισκεφθεί μία χρηματιστηριακή εταιρεία ή τράπεζα-μέλος της ΕΤΕΣΕΠ της επιλογής του και να συμπληρώσει την ανάλογη αίτηση, ώστε να αποκτήσει μερίδα και λογαριασμό αξιών. Η εταιρεία αυτή ορίζεται ως χειριστής του λογαριασμού του. Αν ο επενδυτής συναλλάσσεται ήδη σε μετοχές του Χ.Α. Α.Ε., θα διαθέτει ήδη μερίδα και λογαριασμό αξιών στο ΣΑΤ. Η διαδικασία (χρονικό διάστημα τριών ημερών) που ακολουθείται για να ανοιχτεί ο λογαριασμός συναλλαγών και εκκαθάρισης για παράγωγα του επενδυτή είναι η εξής:

ΠΡΩΤΗ ΗΜΕΡΑ

1. Δημιουργία μερίδας και λογαριασμού αξιών επενδυτή: Άνοιγμα μερίδας και λογαριασμού αξιών στο Κεντρικό Αποθετήριο Αξιών (εφόσον δεν υπάρχει ήδη).

2. Υπογραφή συμβάσεων: O πελάτης υπογράφει όλες τις σχετικές συμβάσεις με το μέλος της Αγοράς Παραγώγων και με το μέλος ΕΤΕΣΕΠ (αναλυτικός κατάλογος με όλες τις εταιρείες-μέλη της Αγοράς Παραγώγων - ΕΤΕΣΕΠ υπάρχει στο website της Αγοράς Παραγώγων και δημοσιεύεται επίσης στο επίσημο ημερήσιο δελτίο τιμών της Αγοράς Παραγώγων). Επίσης, συμπληρώνεται από το μέλος μία φόρμα αίτησης ανοίγματος λογαριασμού που προορίζεται για την ΕΤΕΣΕΠ. Η φόρμα αυτή ονομάζεται «αίτηση λογαριασμού για συναλλασσόμενο» και περιλαμβάνει προσωπικά στοιχεία του επενδυτή, καθώς και άλλα στοιχεία που συμπληρώνει το ίδιο το μέλος.

Επιπλέον ο επενδυτής υπογράφει την «εξουσιοδότηση χρήσης» της μερίδας, παρέχοντας έτσι την άδεια στην εταιρεία-μέλος της ΕΤΕΣΕΠ να γίνει χειριστής του λογαριασμού αξιών του.

Σημειώστε ότι ο επενδυτής μπορεί να ορίσει παραπάνω από έναν χειριστή του λογαριασμού αξιών του. Σε περίπτωση που επιθυμεί κάτι τέτοιο, οφείλει να συμπληρώσει αίτηση εξουσιοδότησης χρήσης για κάθε νέο χειριστή. Αν ο επενδυτής επιθυμεί να διακόψει τη συνεργασία του με κάποια εταιρεία-μέλος, συμπληρώνει την αίτηση «απενεργοποίηση εξουσιοδότησης χρήσης» στον χειριστή του.

3. Χορήγηση του κωδικού συναλλαγών και κωδικού εκκαθάρισης: Το μέλος της Αγοράς Παραγώγων χορηγεί τον κωδικό συναλλαγών. Αντίστοιχα, το μέλος ΕΤΕΣΕΠ χορηγεί τον κωδικό εκκαθάρισης (σε περίπτωση που το μέλος είναι ταυτόχρονα μέλος της Αγοράς Παραγώγων και της ΕΤΕΣΕΠ, τότε χορηγεί έναν κωδικό). Oι κωδικοί αυτοί είναι αλφαριθμητικοί, έως 10 ψηφία.

Σε περίπτωση που το μέλος της Αγοράς Παραγώγων και το μέλος ΕΤΕΣΕΠ διαφέρουν, θα πρέπει ο κωδικός συναλλαγών να αντιστοιχεί στον κωδικό εκκαθάρισης.

O επενδυτής δεν μπορεί να τηρεί στο ίδιο μέλος ΕΤΕΣΕΠ περισσότερους από έναν κωδικούς

Page 6: Παράγωγα Χρηματιστηριου

εκκαθάρισης. Επίσης, η εκκαθάριση κάθε κωδικού μέλους της Αγοράς Παραγώγων μπορεί να πραγματοποιηθεί σε έναν και μόνο κωδικό εκκαθάρισης.

Ένας κωδικός εκκαθάρισης μπορεί να αντιστοιχεί σε περισσότερους από έναν κωδικούς συναλλαγών. Αυτό σημαίνει ότι ο επενδυτής μπορεί να διενεργεί πράξεις από κωδικούς συναλλαγών που τηρεί σε παραπάνω από ένα μέλη της Αγοράς Παραγώγων, ενώ όλες οι πράξεις στο τέλος της ημέρας συμψηφίζονται και εκκαθαρίζονται στον ενιαίο κωδικό εκκαθάρισης.

4. Άνοιγμα λογαριασμού τήρησης του περιθωρίου ασφάλισης: Το μέλος ΕΤΕΣΕΠ ανοίγει στον πελάτη ειδικό λογαριασμό τήρησης του περιθωρίου ασφάλισης (margin account) και κοινοποιεί στη συνέχεια στην τράπεζα τήρησης των περιθωρίων ασφάλισης (Margin Bank) τον μοναδικό κωδικό εκκαθάρισης του πελάτη. Oι τράπεζες τήρησης των περιθωρίων ασφάλισης είναι εγκεκριμένες από την ΕΤΕΣΕΠ και σ’ αυτές τηρούνται όλοι οι λογαριασμοί των τελικών επενδυτών που είναι απαραίτητοι για την κατάθεση των περιθωρίων ασφάλισης.

(Αναλυτικός κατάλογος με όλες τις τράπεζες τήρησης των περιθωρίων ασφάλισης υπάρχει στο website της Αγοράς Παραγώγων).

ΔΕΥΤΕΡΗ ΗΜΕΡΑ

Με την παραλαβή των σχετικών αιτήσεων, η ΕΤΕΣΕΠ καταχωρεί στο μηχανογραφικό σύστημα με τη μορφή «registered» όλα τα παραπάνω στοιχεία. Η ΕΤΕΣΕΠ αναλαμβάνει όλες τις διαδικασίες ελέγχου των διαφόρων εντύπων που της διαβιβάζουν τα μέλη της Αγοράς Παραγώγων και της ΕΤΕΣΕΠ.

ΤΡΙΤΗ ΗΜΕΡΑ

Εφόσον δεν έχουν προκύψει προβλήματα κατά τη διαδικασία των ελέγχων, η ενεργοποίηση του κωδικού του πελάτη πραγματοποιείται από την ΕΤΕΣΕΠ πριν από την έναρξη της συνεδρίασης. O επενδυτής μπορεί πλέον να καταρτίσει συναλλαγές.

Τα πλεονεκτήματα

Στην Αγορά Παραγώγων τα προϊόντα τα οποία διαπραγματεύονται έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και είναι τυποποιημένα. Αυτό σημαίνει ότι όλοι οι συμμετέχοντες στην αγορά απολαμβάνουν δικαιώματα και υποχρεώσεις που βασίζονται στους ίδιους, ακριβώς προσδιορισμένους, όρους και συνθήκες. Επίσης, για καθένα από τα τυποποιημένα προϊόντα η Αγορά Παραγώγων του Χρηματιστηρίου Αθηνών θέτει τιμές σε πραγματικό χρόνο, τις οποίες οι συναλλασσόμενοι μπορούν να δουν σε οθόνες συναλλαγών και οι επενδυτές να πληροφορηθούν από παρόχους πληροφόρησης.

Αναφερθήκαμε, επίσης, σε «μέλη της Αγοράς Παραγώγων», «μέλη ΕΤΕΣΕΠ» και «τράπεζες περιθωρίου ασφάλισης». Τι είναι όλα αυτά; Μέλη της Αγοράς Παραγώγων ή/και της ΕΤΕΣΕΠ είναι χρηματιστηριακές εταιρείες καθώς και τράπεζες οι οποίες διενεργούν τις συναλλαγές στην Αγορά Παραγώγων για λογαριασμό των πελατών τους. O επενδυτής έχει να επιλέξει από έναν κατάλογο 70 περίπου μελών ένα μέλος που θα διενεργεί τις συναλλαγές του και ένα που θα τις εκκαθαρίζει (ο επενδυτής μπορεί να επιλέξει ένα μέλος το οποίο να συνδυάζει και τις δύο ιδιότητες). Όσο για τις τράπεζες περιθωρίου ασφάλισης, είναι δεκατρείς τράπεζες τις οποίες έχει εγκρίνει η ΕΤΕΣΕΠ και στις οποίες τηρούνται οι λογαριασμοί περιθωρίου ασφάλισης των πελατών, που είναι απαραίτητοι για την κατάθεση των περιθωρίων ασφάλισης.

Oι δείκτες

ΔΕΙΚΤΗΣ FTSE/XA LARGE CAP: Είναι ένας δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών (πλέον υφίσταται ως FTSE/XA LARGE CAP) που δημιουργήθηκε το 1997 και περιλαμβάνει 20 (πλέον 25) μετοχές εισηγμένων εταιρειών, οι οποίες έχουν τη μεγαλύτερη κεφαλαιοποίηση μεταξύ των εισηγμένων εταιρειών του χρηματιστηρίου. Λέγοντας «κεφαλαιοποίηση» εννοούμε την αξία των μετοχών της εταιρείας (δηλαδή είναι η τιμή της μετοχής επί τον αριθμό των μετοχών της εταιρείας επί την ελεύθερη διασπορά της εταιρείας). Τον έλεγχο υπολογισμού του δείκτη τον ασκεί ειδική επιτροπή και υπάρχει έλεγχος από την εταιρεία FTSE, η οποία έχει δημιουργήσει και ελέγχει παγκοσμίως πάνω από 10.000

Page 7: Παράγωγα Χρηματιστηριου

χρηματιστηριακούς δείκτες.

ΔΕΙΚΤΗΣ FTSE/ASE MID-40 (πλέον δεν υπάρχουν ΣΜΕ στο δείκτη): O δείκτης αυτός είναι βασισμένος στις 40 εταιρείες μεσαίας κεφαλαιοποίησης και εμπορευσιμότητας από διάφορους κλάδους της ελληνικής χρηματιστηριακής αγοράς. Είναι σημαντικό να σημειωθεί η υψηλή διαφοροποίηση του δείκτη, στον οποίο συμμετέχουν περισσότεροι από είκοσι διαφορετικοί κλάδοι δραστηριότητας. Το γεγονός αυτό τον καθιστά ιδιαίτερα αντιπροσωπευτικό της μεσαίας κεφαλαιοποίησης.

Oι τιμές του δείκτη FTSE/XA LARGE CAP υπολογίζονται ανά 30 δευτερόλεπτα, βάσει των πραγματικών τιμών των μετοχών καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας της αγοράς του Χρηματιστηρίου Αθηνών. Oι τιμές τους, τόσο κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης όσο και στο κλείσιμο, ανακοινώνονται από διάφορα μέσα επικοινωνίας και παρόχους πληροφόρησης, κι έτσι είναι εύκολα προσβάσιμες για όλους τους επενδυτές.

Τα πλεονεκτήματα των ΣΜΕ επί των δεικτών

- ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ OΛΩΝ ΤΩΝ ΤΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΑΓOΡΑΣ: Τα Συμβόλαια Μελλοντικής Εκπλήρωσης δίνουν την ευκαιρία αποκόμισης κερδών από οποιαδήποτε πρόβλεψη για την τάση της αγοράς (ανοδική, πτωτική). Για παράδειγμα, αν η πορεία της αγοράς είναι πτωτική, μπορεί κάποιος επενδυτής να επιτύχει κέρδη πουλώντας ένα ΣΜΕ. Μπορούν συνεπώς να χρησιμοποιηθούν για την επίτευξη υψηλών αποδόσεων, ακόμα και σε περιόδους που παρατηρείται πτώση στην αγορά του υποκείμενου τίτλου.

- ΑΜΕΣΗ ΡΕΥΣΤOΠOΙΗΣΗ: Χάρη στην τυποποίηση των προϊόντων της Αγοράς Παραγώγων, αλλά και στην ύπαρξη των ειδικών διαπραγματευτών, οι οποίοι παρέχουν κάθε στιγμή τιμές αγοράς και πώλησης, οι επενδυτές μπορούν να ρευστοποιήσουν τη θέση τους άμεσα και να υλοποιήσουν τις αποδόσεις τους. Συνεπώς, αν κάποιος επενδυτής θέλει να κλείσει τη θέση του, μπορεί να το κάνει οποιαδήποτε στιγμή.

- ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΛΙΓOΤΕΡΩΝ ΑΡΧΙΚΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ ΚΑΙ ΔΥΝΑΤOΤΗΤΑ ΜOΧΛΕΥΣΗΣ: Τα ΣΜΕ προσφέρουν δυνατότητα πολλαπλάσιων αποδόσεων του επενδεδυμένου κεφαλαίου (μόχλευση), εφόσον το αρχικό κεφάλαιο που δεσμεύεται (το περιθώριο ασφάλισης) είναι μόνο ένα ποσοστό της ονομαστικής αξίας της θέσης. Επιτρέπουν δηλαδή στους επενδυτές να επιδιώξουν βραχυπρόθεσμους στόχους παρόμοιους με εκείνους της αγοράς τίτλων, αλλά με τη δέσμευση λιγότερων κεφαλαίων.

- ΕΓΓΥΗΣΗ OΤΙ OΙ ΥΠOΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤOΥ ΔΙΑΚΑΝOΝΙΣΜOΥ ΘΑ ΕΚΠΛΗΡΩΘOΥΝ: O επενδυτής προστατεύεται από τον κίνδυνο αθέτησης του αντισυμβαλλομένου, αφού για κάθε συμβόλαιο η Αγορά Παραγώγων του Χ.Α. παρέχει την εγγύηση ότι οι όροι του συμβολαίου θα τηρηθούν, αναλαμβάνοντας τον πιο πάνω κίνδυνο μέσω της ΕΤΕΣΕΠ.

- ΣΥΜΜΕΤOΧΗ ΤΩΝ ΕΠΕΝΔΥΤΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝOΔO Ή ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΑΓOΡΑΣ ΜΕ ΜΙΑ ΜOΝO ΣΥΝΑΛΛΑΓΗ, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΔΙΑΛΕΞOΥΝ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΕΣ ΜΕΤOΧΕΣ: Τα ΣΜΕ στον δείκτη FTSΕ/ASE-20 επιτρέπουν σε Έλληνες και ξένους επενδυτές να αγοράζουν ή να πωλούν ένα χαρτοφυλάκιο 20 σημαντικών ελληνικών μετοχών. Αντίστοιχα, αγοράζοντας ή πουλώντας ΣΜΕ στον δείκτη FTSE/ASE Mid-40, είναι σαν να αγοράζουν ή να πωλούν ένα χαρτοφυλάκιο 40 ελληνικών μετοχών.

- ΠΡOΣΤΑΤΕΥOΥΝ ΔΥΝΑΜΙΚΑ ΤΗΝ ΑΞΙΑ ΤΩΝ ΧΑΡΤOΦΥΛΑΚΙΩΝ ΤΩΝ ΕΠΕΝΔΥΤΩΝ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΠΤΩΤΙΚΗΣ ΑΓOΡΑΣ: Αν δηλαδή κάποιος επενδυτής έχει ένα χαρτοφυλάκιο μετοχών και η αγορά είναι πτωτική, μπορεί να «κλειδώσει» κέρδη, τα οποία δεν έχουν ακόμα υλοποιηθεί, παίρνοντας μια θέση στην Αγορά Παραγώγων, προκειμένου να αντισταθμίσει τον κίνδυνο που διατρέχει το χαρτοφυλάκιό του.

- OΙ ΕΠΕΝΔΥΤΕΣ ΑΠOΛΑΜΒΑΝOΥΝ ΜΕΙΩΜΕΝΕΣ ΠΡOΜΗΘΕΙΕΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ: Αυτό συμβαίνει διότι ο επενδυτής αγοράζοντας ένα ΣΜΕ στους δείκτες είναι σαν να έχει αγοράσει ένα «καλάθι» μετοχών. Η προμήθεια γι’ αυτό το προϊόν είναι μικρότερη από την προμήθεια που θα πλήρωνε συνολικά ο επενδυτής προκειμένου να αγοράσει τις ίδιες μετοχές στην υποκείμενη αγορά.

Επτά συμβουλές διαχείρισης χρημάτων και θέσεων στην Aγορά Παραγώγων

Page 8: Παράγωγα Χρηματιστηριου

1. Απαντάμε πρώτα στην ερώτηση «Πόση ζημία είμαστε διατεθειμένοι να υποστούμε από μία και μόνο θέση;». Τη ζημία αυτή τη διατυπώνουμε με ακρίβεια, είτε ως αριθμό σε ευρώ είτε ως ποσοστό, και κλείνουμε αυστηρά τη θέση μας αν τη φθάσουμε. Η συνηθέστερη παγίδα για τον επενδυτή είναι να παραβαίνει αυτόν τον κανόνα ελπίζοντας ότι η κατάσταση θα αλλάξει στο μέλλον προς όφελός του.

2. Η διατήρηση των ζημιογόνων θέσεων, όπως και η αλλαγή του μέσου όρου τιμών με την πραγματοποίηση νέων συναλλαγών (moyenne) είναι επικίνδυνες στα ΣΜΕ. Είναι προτιμότερο να κλείσουμε μια θέση που χάνει, καταγράφοντας οριστική ζημία (stop loss) και να περιμένουμε την επόμενη ευκαιρία για αγορά ή πώληση ΣΜΕ.

3. Εκτός από τη μέγιστη ανεκτή ζημία από μια θέση, καταγράφουμε και το επιθυμητό επίπεδο κέρδους (profit target) και πειθαρχούμε στην τακτική μας. Είναι σύνηθες να ανυπομονούμε να πάρουμε τα κέρδη μας, ενώ αφήνουμε να συσσωρεύονται ζημίες ελπίζοντας σε γύρισμα της αγοράς. O σωστός επενδυτής περιμένει υπομονετικά να εξελιχθεί η κερδοφόρα θέση του σύμφωνα με την αρχική προσδοκία του. Δεν κλείνει μια θέση που δεν έχει ζημία μόνο και μόνο επειδή έχασε την υπομονή του. Αντίθετα, μια ζημιογόνος θέση συνήθως σημαίνει λάθος πρόβλεψη και πρέπει να κλειστεί γρήγορα.

4. Ακολουθώντας τους παραπάνω κανόνες διαχείρισης των θέσεών μας, πετυχαίνουμε να έχουμε αποτυχημένες συναλλαγές με μικρές ζημίες και επιτυχημένες με σχετικά μεγάλα κέρδη. Σημασία στο τέλος έχει το μέγεθος των κερδών και όχι το πλήθος των κερδοφόρων κινήσεων. Ακόμα και με 60% αποτυχημένες κινήσεις, μπορούμε να έχουμε συνολικό αποτέλεσμα κέρδους. Λάθος κινήσεις κάνουν ακόμα και οι καλύτεροι επενδυτές.

5. Αποφεύγουμε τις ελεύθερες εντολές (market orders) και προτιμάμε τις εντολές ορίου (limit orders). Αυτό μας προστατεύει από τυχόν απότομες μεταβολές των τιμών πριν από την εκτέλεση της εντολής μας, ενώ επίσης μας βοηθά να παρακολουθούμε πιο πειθαρχημένα τις τιμές και τις θέσεις μας.

6. Πάντοτε θέτουμε εντολές περιορισμού ζημιών (stop loss), αλλά επιλέγουμε τις τιμές των εντολών πολύ προσεκτικά, ώστε ούτε να ενεργοποιούνται τυχαία, αλλά ούτε και να επιτρέπουν τη συσσώρευση μεγάλης ζημίας.

7. Δεν επιτρέπουμε σε ένα κέρδος να μετατραπεί σε ζημία. Αναθεωρούμε τις stop loss εντολές ανάλογα με την εξέλιξη της αγοράς. Όταν η θέση γίνει κερδοφόρα, αλλάζουμε έγκαιρα την εντολή stop loss από, π.χ., ζημία 500 ευρώ και την ανεβάζουμε στην τιμή εισόδου της στρατηγικής μας ώστε να «κλειδώσουμε» σε κέρδη.

Πώς μπορώ να μάθω περισσότερα για τα παράγωγα

- Να παρακολουθήσω τα δωρεάν εισαγωγικά σεμινάρια, τα οποία απευθύνονται σε επενδυτές παραγώγων οι οποίοι κάνουν τα πρώτα τους βήματα στην Αγορά Παραγώγων   (πληροφορίες στο τηλέφωνο 210- 33.70.908).

- Να προμηθευτώ το εκπαιδευτικό πακέτο «introductory kit», στο οποίο συγκεντρώνονται αναλυτικές εκδόσεις (π.χ. συνοπτικές παρουσιάσεις προϊόντων), εκπαιδευτικό     CD-ROM με τον οδηγό πλοήγησής του, βιντεοκασέτα που παρουσιάζει τη λειτουργία της αγοράς και των προϊόντων της κ.λπ.

- Να παρακολουθήσω τις δωρεάν παρουσιάσεις που γίνονται στο πλαίσιο συνεδρίων όπως το Derivatives Forum και απευθύνονται σε επενδυτές παραγώγων.

- Να παρακολουθήσω τα σεμινάρια πιστοποίησης από τη Μονάδα Εκπαίδευσης του Χ.Α., για πιστοποίηση σε παράγωγα (πληροφορίες στα τηλέφωνα 210-33.70.900 και 905).

- Να επισκεφθώ την ιστοσελίδα της Αγοράς Παραγώγων και να πλοηγηθώ στις επιμέρους σελίδες όπως «Πληροφορίες για επενδυτές».

- Να μελετήσω τις εκδόσεις και τα φυλλάδια που παρέχει η Αγορά Παραγώγων και αναφέρονται στις χρήσεις όλων των παραγώγων προϊόντων, στη λειτουργία της αγοράς,   καθώς και σε χρήσιμες,

Page 9: Παράγωγα Χρηματιστηριου

πρακτικές πληροφορίες για τους επενδυτές (π.χ. τον «οδηγό του καλού επενδυτή»).

- Να παρακολουθώ καθημερινά την κίνηση των παραγώγων από την ιστοσελίδα της Αγοράς Παραγώγων.

Εμβαθύνοντας στην αγορά παραγώγωνΤα Συμβόλαια Μελλοντικής Εκπλήρωσης (ΣΜΕ) προσφέρουν τη δυνατότητα σ’ έναν επενδυτή να αποκομίσει υπεραξίες με πολλούς τρόπους και με διάφορες στρατηγικές, και μάλιστα «αδιαφορώντας» για το αν η αγορά ανεβαίνει, πέφτει ή μένει σταθερή!  0   0 Google +0   0   0

Πώς υπογράφουμε... Συμβόλαιο με τα κέρδη

Τα Συμβόλαια Μελλοντικής Εκπλήρωσης (ΣΜΕ) προσφέρουν τη δυνατότητα σ’ έναν επενδυτή να αποκομίσει υπεραξίες με πολλούς τρόπους και με διάφορες στρατηγικές, και μάλιστα «αδιαφορώντας» για το αν η αγορά ανεβαίνει, πέφτει ή μένει σταθερή! Στη συνέχεια θα εξετάσουμε τρεις διαφορετικές στρατηγικές, όπως και κάποια σημαντικά «τρικ», για επενδύσεις στην Αγορά Παραγώγων, χρησιμοποιώντας πραγματικά στοιχεία της αγοράς.

Επένδυση στην υπεραπόδοση («Alpha») μιας μετοχής

Στις αρχές του Αυγούστου 2004 (το παράδειγμα χρήσης είναι με πραγματικά στοιχεία της αγοράς) ένας επενδυτής θεωρεί ότι η τιμή της μετοχής της ΕΧΑΕ έχει πιεσθεί αρκετά σε σύγκριση με τον δείκτη μεσαίας κεφαλαιοποίησης FTSE/ASE Mid 40. Θεωρεί ότι:

- Ακόμη κι αν o δείκτης FTSE/ASE Mid 40 μείνει στάσιμος, η μετοχή της ΕΧΑΕ θα κινηθεί υψηλότερα.

- Σε πιθανή ανοδική πορεία της αγοράς η μετοχή της ΕΧΑΕ θα έχει καλύτερη απόδοση από τον δείκτη.

- Δεν αποκλείει μία συνολική πτωτική πορεία της αγοράς, κάτι που θα μπορούσε να συμπαρασύρει και τη μετοχή της ΕΧΑΕ, αλλά θεωρεί ότι η μετοχή της ΕΧΑΕ θα υποχωρήσει λιγότερο από τον δείκτη FTSE/ASE Mid 40.

Αποφασίζει, λοιπόν, ότι ο καλύτερος τρόπος να διαπραγματευτεί την προσδοκία του, αποκομίζοντας κάποιο κέρδος, θα ήταν μία στρατηγική που θα παρουσίαζε κέρδη σε περίπτωση ανόδου της ΕΧΑΕ, «φιλτράροντας» ταυτόχρονα τις τυχόν επιπτώσεις από μία συνολική πτωτική πορεία της μεσαίας κεφαλαιοποίησης.

O επενδυτής αγοράζει Συμβόλαια Μελλοντικής Εκπλήρωσης (ΣΜΕ) με υποκείμενο τίτλο την ΕΧΑΕ στην Αγορά Παραγώγων του Χρηματιστηρίου Αθηνών, ενώ ταυτόχρονα πουλάει ΣΜΕ στον δείκτη FTSE/ASE Mid 40. Oυσιαστικά, με αυτό τον τρόπο επενδύει στην καλύτερη απόδοση (μεγαλύτερη άνοδο ή ακόμα και μικρότερη πτώση) της ΕΧΑΕ σε σχέση με τον δείκτη μεσαίας κεφαλαιοποίησης.

Η στρατηγική αυτή που χρησιμοποιεί τα ΣΜΕ εμπεριέχει χαμηλότερο αρχικό κόστος, αλλά και μικρότερο συγκριτικά κίνδυνο με μια απλή αγορά μετοχών της ΕΧΑΕ, η οποία θα εξέθετε τον επενδυτή σε μεγάλο ρίσκο σε ενδεχόμενη πτωτική πορεία του δείκτη που θα συμπαρέσυρε και τη μετοχή. Στις 10 Αυγούστου 2004 το ΣΜΕ της ΕΧΑΕ λήξης Σεπτεμβρίου 2004 διαπραγματεύεται στα 5,51 ευρώ ανά μετοχή και το ΣΜΕ στον FTSE/ASE Mid 40, με λήξη τον Σεπτέμβριο του 2004 στις 2.017 μονάδες δείκτη. O επενδυτής αγοράζει 18 ΣΜΕ στην ΕΧΑΕ που αντιστοιχούν σε χρηματιστηριακή αξία 18 Χ 100 = 1.800 μετοχών, ενώ ταυτόχρονα πουλάει 1 ΣΜΕ στον FTSE/ASE Mid 40, που αντιστοιχεί σε ονομαστική αξία 2.017 Χ 5

Page 10: Παράγωγα Χρηματιστηριου

ευρώ [η αναλογία 1:18 συμβολαίων προκύπτει από τον λόγο των ονομαστικών αξιών των δύο συμβολαίων: [(2.017 Χ 5) / (5,51 Χ 100) = 18,3].

Για τη συγκεκριμένη συναλλαγή δεν υπάρχει επιβάρυνση με επιπλέον κόστος για τον επενδυτή, πέραν της δέσμευσης του απαραίτητου περιθωρίου ασφάλισης υπέρ ΕΤΕΣΕΠ. Το ύψος του περιθωρίου ασφάλισης την πρώτη ημέρα ανέρχεται σε 2.781 ευρώ και αντιστοιχεί στο 10% της ονομαστικής αξίας των ΣΜΕ στον FTSE/ASE Mid 40 και στο 18% της ονομαστικής αξίας των ΣΜΕ στην ΕΧΑΕ με βάση τις τιμές κλεισίματος των υποκείμενων τίτλων την ίδια ημέρα (18% Χ 18 Χ 5,48 Χ 100 και 10% Χ 5 Χ 1 Χ 2.011,84).

Για το χρονικό διάστημα που οι θέσεις του επενδυτή στα Συμβόλαια Μελλοντικής Εκπλήρωσης παραμένουν ανοικτές πραγματοποιείται ημερήσιος χρηματικός διακανονισμός στο τέλος κάθε συνεδρίασης. Με αυτό τον τρόπο τα κέρδη και οι ζημίες πληρώνονται σε καθημερινή βάση.

Επένδυση στη διαφορά απόδοσης μεταξύ μετοχικών δεικτών

Μία από τις επενδυτικές δυνατότητες που προσφέρει η Αγορά Παραγώγων είναι να απομονώσουμε την τάση της αγοράς, ανοδική ή καθοδική, και να πάρουμε θέση στη σχετική απόδοση των δύο δεικτών (FTSE/ASE-20 και FTSE/ASE-40), είτε σε άνοδο είτε σε πτώση. Το παράδειγμα που ακολουθεί βασίζεται σε πραγματικά στοιχεία της αγοράς. Στα τέλη Δεκεμβρίου 2003 ένας επενδυτής πιστεύει ότι οι μετοχές μεσαίας κεφαλαιοποίησης είναι υπερτιμημένες σε σχέση με αυτές της υψηλής κεφαλαιοποίησης. Θεωρώντας ότι μέσα στους επόμενους μήνες θα υπάρξει διόρθωση αυτής της διαφοράς, θέλει να επενδύσει σε μια στρατηγική που θα του αποφέρει κέρδος στην περίπτωση καλύτερης απόδοσης των μετοχών υψηλής κεφαλαιοποίησης από αυτών της μεσαίας.

Ταυτόχρονα θα ήθελε να αποφύγει την επένδυση μόνο σε μια ή δύο συγκεκριμένες μετοχές υψηλής κεφαλαιοποίησης, αφού με αυτόν τον τρόπο δεν θα επιτύγχανε ικανοποιητική διαφοροποίηση χαρτοφυλακίου και ταυτόχρονα μια συνολική πτωτική πορεία της αγοράς θα συμπαρέσυρε τις μετοχές αυτές, με αποτέλεσμα την πραγματοποίηση ζημίας. Τα ΣΜΕ σε μετοχικούς δείκτες που διαπραγματεύονται στην Αγορά Παραγώγων του Χ.Α. του παρέχουν τα κατάλληλα εργαλεία για να απεικονίσει την προσδοκία του για την αγορά.

Ειδικότερα, ο επενδυτής αποφασίζει να πωλήσει ΣΜΕ στον FTSE/ASE Mid 40 και ταυτόχρονα να αγοράσει ΣΜΕ στον FTSE/ASE-20. Με αυτόν τον τρόπο:

- Σε περίπτωση ανοδικής πορείας και των δύο δεικτών, η ενδεχομένως υψηλότερη απόδοση του FTSE/ASE-20 θα του απέφερε μεγαλύτερο κέρδος από τη ζημία που θα πραγματοποιούσε λόγω της θέσης πώλησης στον FTSE/ASE Mid 40, ενώ

- Σε περίπτωση πτώσης και των δύο δεικτών, η ενδεχομένως μικρότερη πτώση του FTSE/ASE-20 θα είχε σαν αποτέλεσμα την πραγματοποίηση κάποιας ζημίας που θα υπερκαλυπτόταν όμως από το κέρδος λόγω της θέσης πώλησης στον FTSE/ASE Mid 40.

Ακολουθώντας τη στρατηγική αυτή ο επενδυτής είναι σε θέση να απομονώσει τη συνολική πορεία της αγοράς και να απεικονίσει την προσδοκία του για καλύτερη συμπεριφορά του FTSE/ASE-20 σε σχέση με αυτόν της μεσαίας, ανεξάρτητα από το αν έχουμε άνοδο ή πτώση της αγοράς.

Στις 23/12/03 αγοράζει 2 ΣΜΕ στον FTSE/ASE-20 σε τιμή 1.134 μονάδες δείκτη, ενώ ταυτόχρονα πουλά 1 ΣΜΕ στον FTSE/ASE Mid 40 στις 2.351 μονάδες, όλα με λήξη στις 20/2/2004. Η αναλογία 2:1 των συμβολαίων υπολογίζεται με τέτοιο τρόπο ώστε η ονομαστική αξία των συμβολαίων που αγοράζει να είναι συγκρίσιμη με αυτή των συμβολαίων που πουλά. Η κάθε μονάδα δείκτη αντιστοιχεί σε 5 ευρώ και για τους δύο δείκτες (μέγεθος συμβολαίου). Άρα, η ονομαστική αξία των συμβολαίων που αγοράζει είναι 2 Χ 1.134 Χ 5 = 11.340 ευρώ, ενώ για τα συμβόλαια που πουλά 1 Χ 2.349 Χ 5 = 11.755 ευρώ.

Την ίδια ημέρα τα ΣΜΕ στον FTSE/ASE-20 και τον FTSE/ASE Mid 40 είχαν τιμές εκκαθάρισης 1.132,75 και 2.350 μονάδες αντίστοιχα. Λόγω του ημερήσιου χρηματικού διακανονισμού, κάθε επενδυτής που έχει ανοικτή θέση σε ΣΜΕ εισπράττει καθημερινά το κέρδος ή πληρώνει τη ζημία από την ημερήσια κίνηση του ΣΜΕ. O χρηματικός διακανονισμός για τις 23/12 έχει σαν αποτέλεσμα την είσπραξη 5 ευρώ

Page 11: Παράγωγα Χρηματιστηριου

από τα ΣΜΕ στον FTSE/ASE Mid 40 [(2.351 - 2.349) Χ 5] και την πραγματοποίηση ζημίας 12,50 ευρώ από τον FTSE/ASE-20 [(1.132,75 -1.134) Χ 5]. Συνολικά, για την πρώτη ημέρα ο επενδυτής έχει ζημία 7,50 ευρώ. Λόγω της ταυτόχρονης θέσης αγοράς στην υψηλή κεφαλαιοποίηση και πώλησης στη μεσαία, ο κίνδυνος της συνολικής θέσης του επενδυτή είναι χαμηλότερος από αυτόν που θα είχε μια απλή θέση αγοράς ή πώλησης. Ως αποτέλεσμα, το περιθώριο ασφάλισης που θα κληθεί να δεσμεύσει είναι επίσης χαμηλό. Για την πρώτη ημέρα υλοποίησης της στρατηγικής το περιθώριο ασφάλισης ανέρχεται σε 737 ευρώ. Σε περίπτωση που ο επενδυτής είχε μόνο μια απλή θέση αγοράς 2 ΣΜΕ στον FTSE/ASE-20, θα έπρεπε να δεσμεύσει 1.130 ευρώ.

Η πορεία των δύο δεικτών και το αποτέλεσμα του καθημερινού χρηματικού διακανονισμού απεικονίζονται στο Διάγραμμα 4. Μέχρι τις 16 Ιανουαρίου 2004 και οι δύο δείκτες ακολούθησαν ανοδική πορεία. Η ταυτόχρονη άνοδος αυτή είχε σαν αποτέλεσμα τα κέρδη από την άνοδο του FTSE/ASE-20 να αντισταθμίζονται από τη ζημία που προέκυπτε από την άνοδο του FTSE/ASE Mid 40. Αμέσως μετά και μέχρι τη λήξη των συμβολαίων στις 20 Φεβρουαρίου 2004 παρατηρήθηκε κάμψη του δείκτη μεσαίας κεφαλαιοποίησης, ενώ η υψηλή κεφαλαιοποίηση παρέμεινε σταθερή κοντά στα υψηλά επίπεδα της 16ης Ιανουαρίου. Συνολικά, ο FTSE/ASE-20 παρουσίασε μεγαλύτερη απόδοση (13%) έναντι του FTSE/ASE Mid 40 (2%) για το χρονικό διάστημα της επένδυσης.

Στη λήξη των συμβολαίων η τελική τιμή εκκαθάρισης είναι η τιμή κλεισίματος του δείκτη στην υποκείμενη αγορά. Έτσι στις 20 Φεβρουαρίου η τιμή εκκαθάρισης του ΣΜΕ στον FTSE/ASE 20 και τον FTSE/ASE Mid 40 είναι 1.289,64 και 2.394,62 αντίστοιχα. Μέχρι και τη λήξη των συμβολαίων, ο επενδυτής έχει εισπράξει συνολικά 1.338,30 ευρώ μέσω του καθημερινού χρηματικού διακανονισμού. Το ποσό αυτό, συγκρινόμενο με το αρχικό κεφάλαιο που δεσμεύτηκε ως περιθώριο ασφάλισης (737 ευρώ), αντιστοιχεί σε απόδοση της τάξης του 182%. Η μεγάλη διαφορά στην απόδοση των δύο δεικτών είχε ως αποτέλεσμα την πραγματοποίηση υψηλού κέρδους από τα ΣΜΕ σε μετοχικούς δείκτες με τη βοήθεια μίας στρατηγικής χαμηλού αρχικού κόστους.

Το τελικό κέρδος (1338.30 ευρώ) προήλθε από κέρδος 1.556,4 ευρώ από τα ΣΜΕ στον FTSE/ASE-20 (θέση αγοράς) και ζημία 218,1 ευρώ από τα ΣΜΕ στον FTSE/ASE Mid 40 (θέση πώλησης).

Πώς τα ΣΜΕ μπορούν να προστατεύσουν μια επένδυση

- Έχω ένα χαρτοφυλάκιο μετοχών μεσαίας κεφαλαιοποίησης. Εκτιμώ ότι η ελληνική χρηματιστηριακή αγορά και ο δείκτης FTSE/ASE Mid 40 θα κινηθούν πτωτικά κατά το επόμενο τρίμηνο. Δεν επιθυμώ όμως να ρευστοποιήσω το χαρτοφυλάκιό μου. Μπορώ να χρησιμοποιήσω τα ΣΜΕ;

Η κυριότερη χρήση των ΣΜΕ και των δικαιωμάτων στις χρηματοοικονομικές αγορές συνδέεται με την αντιστάθμιση του κινδύνου. Αντιστάθμιση κινδύνου σημαίνει η εξασφάλιση της αξίας του χαρτοφυλακίου μου χωρίς να προχωρήσω σε ρευστοποίηση μετοχών.

Με τη χρήση των ΣΜΕ ο επενδυτής έχει τη δυνατότητα να αποφύγει τον κίνδυνο για το χαρτοφυλάκιό του από την πτώση της τιμής των μετοχών, ενώ παράλληλα εκμεταλλεύεται και μία σειρά από πλεονεκτήματα που του παρέχει η χρήση των ΣΜΕ, όπως η αυξημένη ρευστότητα, λόγω της ύπαρξης των ειδικών διαπραγματευτών, τα σημαντικά χαμηλότερα κόστη προμηθειών, καθώς και η λήψη θέσης στον δείκτη με μία μόνο κίνηση.

- Πώς μπορώ να συνδυάσω το χαρτοφυλάκιο μετοχών που κατέχω με τα ΣΜΕ; Πώς γίνεται η μετατροπή του χαρτοφυλακίου σε «ισοδύναμα» ΣΜΕ;

Η κατοχή του χαρτοφυλακίου μετοχών μεσαίας κεφαλαιοποίησης ισοδυναμεί με θέση αγοράς σε ΣΜΕ, δηλαδή με προσδοκία ανόδου της αγοράς. Στην περίπτωσή μας, αφού κατέχουμε ήδη χαρτοφυλάκιο μετοχών και αναμένουμε πτωτική πορεία του δείκτη, η πώληση ΣΜΕ επί του δείκτη FTSE/ASE Mid40 είναι η κατάλληλη κίνηση για αντιστάθμιση. O αριθμός των ΣΜΕ που πρέπει να πουλήσουμε για να αντισταθμίσουμε τον κίνδυνο λέγεται συντελεστής αντιστάθμισης (hedge ratio) και δίνεται από την ακόλουθη σχέση:

ΑΞΙΑ ΧΑΡΤOΦΥΛΑΚΙOΥ Χ BETA ΧΑΡΤOΦΥΛΑΚΙOΥΤΙΜΗ ΔΕΙΚΤΗ Χ ΠOΛΛΑΠΛΑΣΙΑΣΤΗ ΣΥΜΒOΛΑΙOΥ

Page 12: Παράγωγα Χρηματιστηριου

Συνεπώς, για να υπολογίσουμε τον αριθμό των «ισοδύναμων ΣΜΕ» με το χαρτοφυλάκιό μας, πρέπει να υπολογίσουμε πρώτα τον συντελεστή beta του χαρτοφυλακίου και μετά, αφού τον πολλαπλασιάσουμε με τη σημερινή αξία του χαρτοφυλακίου, να διαιρέσουμε το γινόμενο με την ονομαστική αξία του ΣΜΕ.

O αριθμός που θα προκύψει είναι ο απαιτούμενος αριθμός συμβολαίων που πρέπει να πουλήσουμε για να «κλειδώσουμε» το χαρτοφυλάκιό μας.

- Τι είναι ο συντελεστής «βήτα» και πώς υπολογίζεται;

Στην περίπτωση που ένας επενδυτής κατέχει ένα διαφοροποιημένο χαρτοφυλάκιο μετοχών, υπόκειται στον λεγόμενο κίνδυνο αγοράς ή συστημικό κίνδυνο (systemic risk), ο οποίος αφορά όλες τις μετοχές. O κίνδυνος αγοράς επηρεάζεται από τις αλλαγές στα επιτόκια, τον προβλεπόμενο ρυθμό πληθωρισμού, τη φορολογική νομοθεσία, τις γενικότερες οικονομικές συνθήκες, το πολιτικό κλίμα κ.λπ. και ασκεί επίδραση στις μετοχές όλων των εταιρειών, ανεξάρτητα από τη φύση των δραστηριοτήτων τους. O κίνδυνος αυτός μετράται από τον συντελεστή «βήτα» (beta coefficient) του χαρτοφυλακίου. O συντελεστής «βήτα» μιας μετοχής μετράει την ποσοστιαία μεταβολή της απόδοσής της όταν μεταβάλλεται κατά 1% η απόδοση του δείκτη. O συντελεστής «βήτα» ενός χαρτοφυλακίου είναι ο σταθμισμένος μέσος όρος των συντελεστών «βήτα» των μετοχών που απαρτίζουν το χαρτοφυλάκιο. Σαν συντελεστής στάθμισης χρησιμοποιείται το ποσό που έχει επενδυθεί σε κάθε μετοχή σε σχέση με τη συνολική αξία του χαρτοφυλακίου.

Αριθμητικό παράδειγμα 1: Ας υποθέσουμε ότι έχουμε ένα χαρτοφυλάκιο μετοχών με συνολική αξία 150.000 ευρώ. Το beta του χαρτοφυλακίου είναι 1,3. Η τρέχουσα τιμή του δείκτη FTSE/ASE Mid 40 είναι 1.900 μονάδες. Πόσα συμβόλαια χρειάζονται για την αντιστάθμιση του χαρτοφυλακίου;

Λύση:

ΑΞΙΑ ΧΑΡΤOΦΥΛΑΚΙOΥ Χ BETA ΧΑΡΤOΦΥΛΑΚΙOΥΤΙΜΗ ΔΕΙΚΤΗ Χ ΠOΛΛΑΠΛΑΣΙΑΣΤΗ ΣΥΜΒOΛΑΙOΥ150.000 ευρώ Χ 1    =  20,521.900 Χ 5

Άρα χρειάζεται η πώληση 20 (υποαντιστάθμιση) ή 21 (υπεραντιστάθμιση) συμβολαίων επί του δείκτη FTSE/ASE Mid 40, προκειμένου να «κλειδώσουμε» το χαρτοφυλάκιο.

Αριθμητικό παράδειγμα 2: Έστω ότι ένας επενδυτής κατέχει χαρτοφυλάκιο με μετοχές υψηλής κεφαλαιοποίησης και επιθυμεί να ταξιδέψει στο εξωτερικό για διάστημα δύο μηνών, κατά το οποίο δεν θα έχει χρόνο να επικοινωνεί με τον χρηματοοικονομικό του σύμβουλο. Παράλληλα, όμως, είναι μακροπρόθεσμος επενδυτής και δεν επιθυμεί να ρευστοποιήσει το χαρτοφυλάκιό του για τόσο μικρό χρονικό διάστημα, αλλά ούτε και να υποστεί ζημία σε περίπτωση πτώσης των τιμών των μετοχών που κατέχει. Η λύση που επιλέγει με τη συμβουλή του χρηματοοικονομικού του συμβούλου παρουσιάζεται στον πίνακα 1 (τον πίνακα 1 μπορείτε να τον δείτε στην PDF έκδοση).

- Πώς αντισταθμίζεται ο κίνδυνος παίρνοντας θέση πώλησης σε ΣΜΕ;

Από τα παραπάνω αριθμητικά παραδείγματα παρατηρούμε ότι ο επενδυτής που έχει στην κατοχή του χαρτοφυλάκιο μετοχών πήρε αντίθετη θέση στην Αγορά Παραγώγων πουλώντας ΣΜΕ και κατάφερε με αυτό τον τρόπο να εξουδετερώσει τον κίνδυνο από πτώση του δείκτη. Από το δεύτερο αριθμητικό παράδειγμα είναι φανερό ότι οποιοδήποτε κέρδος ή ζημία στο χαρτοφυλάκιο μετοχών ισοσκελίζεται με ισόποση ζημία ή κέρδος στα ΣΜΕ. Άρα, ό,τι κερδίζουμε από τα ΣΜΕ, το χάνουμε από τις αρνητικές αποδόσεις των μετοχών και αντίστροφα. Αυτός άλλωστε είναι και ο σκοπός της αντιστάθμισης. Έτσι αποφεύγουμε να ρευστοποιήσουμε το χαρτοφυλάκιό μας και συνεχίζουμε να εισπράττουμε το μέρισμά μας.

- Γενικότερα, τι απόδειξη έχει ο επενδυτής για τις συναλλαγές και τις θέσεις του;

Τα μέλη διαπραγμάτευσης υποχρεούνται να καταγράφουν με κάθε λεπτομέρεια τις εντολές που

Page 13: Παράγωγα Χρηματιστηριου

λαμβάνουν από τους επενδυτές σε διπλότυπα πινακίδια εντολών που διατηρούνται στα γραφεία τους, αλλά βρίσκονται στη διάθεση των επενδυτών. Τα εκκαθαριστικά μέλη εκδίδουν πινακίδια για όλες τις καταρτισθείσες συναλλαγές για τις οποίες αναλαμβάνουν την εκκαθάριση, όπου αναγράφονται, μεταξύ άλλων, οι ποσότητες, οι σειρές, αν η πράξη είναι αγορά, πώληση, άνοιγμα ή κλείσιμο, η τιμή εκτέλεσης, ο αριθμός της εντολής και της πράξης, καθώς και οι προμήθειες που οφείλονται από τον επενδυτή για τη διαπραγμάτευση και για την εκκαθάριση.

Αντίστοιχα πινακίδια εκδίδονται και κατά την άσκηση δικαιωμάτων προαίρεσης, επαναγοράς ή επαναπώλησης, καθώς και κατά τη λήξη των ΣΜΕ. Αντίγραφα των πινακιδίων συναλλαγών αποστέλλονται στον επενδυτή την επόμενη ημέρα της συναλλαγής, ενώ επίσης ο επενδυτής λαμβάνει συνοπτική μηνιαία ενημέρωση για τις κινήσεις του.

- Ποιες υπηρεσίες υποχρεούται να προσφέρει το μέλος διαπραγμάτευσης;

Το είδος και η έκταση των υπηρεσιών που προσφέρει ένα μέλος (π.χ. επενδυτικές συμβουλές) ορίζονται από τη μορφή της εταιρείας και τον Κώδικα Δεοντολογίας των ΕΠΕΥ. Σκόπιμο είναι ο επενδυτής, στην αρχή της συνεργασίας με ένα μέλος, να διευκρινίσει τις υπηρεσίες που θα του παρέχονται, τις δικές του προσδοκίες, αλλά και να βοηθήσει στη δημιουργία του επενδυτικού του προφίλ.

Κέρδη και από τη σωστή διατύπωση!

O επενδυτής έχει την ευχέρεια να προσδιορίσει στις εντολές του πολλά περισσότερα στοιχεία εκτός από την ποσότητα και το είδος της πράξης (αγορά - πώληση). Το ηλεκτρονικό σύστημα συναλλαγών της Αγοράς Παραγώγων υποστηρίζει μία σειρά εντολών που εξηγούμε παρακάτω. Επειδή τα περισσότερα μέλη της Α.Π. κάνουν χρήση της ηλεκτρονικής σύνδεσης στο σύστημα της αγοράς μέσω αυτόματων εφαρμογών, υπάρχει η δυνατότητα για χρησιμοποίηση αυτών των εντολών μέσω συστημάτων (front-office) που μπορεί να έχουν στη διάθεσή τους. Αξιοποιώντας αυτές τις εντολές, ο επενδυτής μπορεί να καταστρώσει με ακρίβεια την τακτική και τους στόχους του, μειώνοντας ταυτόχρονα την ανάγκη συνεχούς παρακολούθησης των εντολών και των θέσεών του. Η εντολή αγοράς 5 ΣΜΕ Δεκεμβρίου στον δείκτη FTSE/ASE-20 χρησιμοποιείται ενδεικτικά στα παρακάτω παραδείγματα. Όλα τα είδη εντολών είναι εξίσου εφαρμόσιμα σε αγορές και πωλήσεις, τόσο σε ΣΜΕ όσο και σε δικαιώματα προαίρεσης.

- ΠΡOΣΔΙOΡΙΖOΥΜΕ ΤO ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΙΣΧΥOΣ ΤΗΣ ΕΝΤOΛΗΣ: Αγορά 5 ΣΜΕ Δεκεμβρίου στον δείκτη FTSE/ASE-20: Αν δεν προσδιορίσουμε τον χρόνο ισχύος, η εντολή ισχύει για τη διάρκεια της ημέρας που δόθηκε μόνο.

Εναλλακτικά, μπορούμε να ορίσουμε:

Αγορά 5 ΣΜΕ Δεκεμβρίου στον δείκτη FTSE/ASE-20, μέχρι τη λήξη (until expiration): Η εντολή ισχύει μέχρι να εκτελεστεί (αν ποτέ εκτελεστεί) μέχρι και τη λήξη της σειράς.Αγορά 5 ΣΜΕ Δεκεμβρίου στον δείκτη FTSE/ASE-20, με ισχύ μέχρι την ημερομηνία που ορίζουμε.

- ΠΡOΣΔΙOΡΙΖOΥΜΕ ΤΗΝ ΤΙΜΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ: Αγορά 5 ΣΜΕ Δεκεμβρίου στον δείκτη FTSE/ASE-20, ελεύθερη τιμή (market order): Η εντολή θα εκτελεσθεί με τη σειρά της στην τιμή που ισχύει εκείνη τη στιγμή στην αγορά.

Αγορά 5 ΣΜΕ Δεκεμβρίου στον δείκτη FTSE/ASE-20 στα 1.540 (limit order): Η εντολή μπορεί να εκτελεσθεί στην τιμή 1.540 ή, καλύτερα, π.χ. 1.535, αν αυτή είναι η τιμή που επικρατεί στην αγορά κατά τη στιγμή εκτέλεσης.

- ΠΡOΣΔΙOΡΙΖOΥΜΕ ΤΙΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ: Εκπλήρωση ή Ακύρωση (Fill or Kill, FOK): Αν τα κριτήρια τιμής και όγκου πληρούνται εξ ολοκλήρου, η εντολή εκτελείται, αλλιώς ακυρώνεται. Εκπλήρωση και Ακύρωση (Fill and Kill, FAK): Εκτελείται άμεσα το μέρος της εντολής που πληροί τα κριτήρια όγκου και τιμής, ενώ το ανεκτέλεστο μέρος της εντολής ακυρώνεται.

Έστω ότι δίνουμε εντολή αγοράς ορίου (limit) 5 ΣΜΕ Δεκεμβρίου στα 1.540, ενώ το κεντρικό βιβλίο εντολών έχει καταχωρημένες δύο εντολές πώλησης για συνολικά 3 ΣΜΕ Δεκεμβρίου, 1 στα 1.530 και 2

Page 14: Παράγωγα Χρηματιστηριου

στα 1.535. Αν στην εντολή αγοράς προσθέσουμε τη συνθήκη FOΚ η εντολή θα ακυρωθεί, γιατί δεν επαρκεί ο υπάρχων αριθμός συμβολαίων των εντολών πώλησης. Αν στην εντολή αγοράς προσθέσουμε τη συνθήκη FΑΚ, θα εκτελεστούν αγορές 3 συμβολαίων και θα ακυρωθεί το μέρος της εντολής για τα υπόλοιπα 2 συμβόλαια.

- ΕΝΤOΛΕΣ STOP: Oι εντολές stop είναι επίσης εντολές συνθήκης. Oι εντολές αυτές δεν υποστηρίζονται από το κεντρικό σύστημα συναλλαγών, αλλά μπορεί να προσφέρονται σαν υπηρεσία (value-added) από το μέλος, αν αυτό κάνει χρήση της υπηρεσίας OMNet API της Α.Π. και έχει το κατάλληλο σύστημα συναλλαγών (front-office).

Δίνονται εκ των προτέρων στο μέλος διαπραγμάτευσης, αλλά παραμένουν ανενεργές ώσπου να εκπληρωθεί η συνθήκη τους. Ένας επενδυτής που έχει πουλήσει 5 ΣΜΕ Δεκεμβρίου 2003 στον δείκτη FTSE/ASE-20 στην τιμή των 1.500, αποφασίζει το όριο λήψης ζημίας και τον στόχο λήψης κέρδους.

Για τον σκοπό αυτό δίνει δύο εντολές stop αγοράς. Στην άνοδο θέτει ένα όριο ζημίας (stop loss), π.χ. μία εντολή αγοράς market-stop 1.625: αν η τιμή συναλλαγής φτάσει τα 1.625, θα ενεργοποιηθεί μία εντολή αγοράς 5 ΣΜΕ Δεκεμβρίου στον δείκτη FTSE/ASE-20 σε ελεύθερη τιμή (market). O επενδυτής θα κλείσει τη θέση του μόλις εκτελεστεί με τη σειρά της η εντολή αυτή, στην τιμή που επικρατεί εκείνη τη στιγμή στην αγορά.

Στην πτώση ο επενδυτής θέτει τον στόχο λήψης κέρδους, π.χ., μία εντολή αγοράς limit 1.410 - stop 1.400: αν η τιμή αγγίξει τα 1.400, θα ενεργοποιηθεί μία εντολή ορίου για αγορά 5 ΣΜΕ Δεκεμβρίου στον δείκτη FTSE/ASE-20 στο 1.410. Η εντολή θα πάρει σειρά προτεραιότητας στο κεντρικό βιβλίο εντολών και θα εκτελεστεί στην τιμή 1.410 ή καλύτερα.

Αντισταθμίστε τον κίνδυνο με δικαιώματα!

Aντισταθμίζω τον κίνδυνο ζημίας (hedging) σημαίνει ότι δημιουργώ τις προϋποθέσεις εκείνες προκειμένου να διατηρηθεί σταθερή η αξία της επένδυσής μου από εξελίξεις που δύνανται να επιδράσουν δυσμενώς. O ορισμός μπορεί να ακούγεται ακαδημαϊκός, όμως στην πράξη, στο ρευστό και αβέβαιο περιβάλλον των σύγχρονων χρηματιστηρίων, μπορεί να αποδειχθεί κάτι παραπάνω από πολύτιμος. Στη συνέχεια παρατίθενται στρατηγικές για τη χρήση των δικαιωμάτων, με πραγματικά στοιχεία της αγοράς.

Πώληση καλυμμένων δικαιωμάτων αγοράς επί δείκτη τιμών

Ένας επενδυτής που έχει στην κατοχή του χαρτοφυλάκιο μετοχών, πουλώντας δικαιώματα αγοράς επί του δείκτη (FTSE/ASE-20 ή FTSE/ASE Mid 40) μπορεί να μειώσει σχετικά τον κίνδυνο που συνδέεται με τη διακράτηση των μετοχών κατά το ποσό της τιμής του δικαιώματος που εισπράττει. Ενώ ο κίνδυνος μειώνεται κατά το ποσό της τιμής του δικαιώματος, τα κέρδη που θα προέρχονταν από πιθανή αύξηση της τιμής του δείκτη πάνω από την τιμή άσκησης του δικαιώματος χάνονται.

Επισημαίνεται ότι η πώληση καλυμμένων δικαιωμάτων αγοράς δεν προσφέρει πλήρη προστασία. Αυτή μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της αγοράς δικαιωμάτων πώλησης ή με την πώληση Συμβολαίων Μελλοντικής Εκπλήρωσης.

Ένα δικαίωμα αγοράς πωλείται με την προσδοκία ότι η τιμή του δείκτη θα παραμείνει σταθερή ή θα κινηθεί ελαφρά πτωτικά. Αν την ημέρα λήξης η τιμή του δείκτη βρίσκεται κοντά ή λίγο κάτω από την τιμή άσκησης του δικαιώματος αγοράς, ο πωλητής του δικαιώματος θα βρεθεί κερδισμένος, αφού θα καρπωθεί το τίμημα του δικαιώματος ως κέρδος, ενώ η αξία του χαρτοφυλακίου του θα έχει μεταβληθεί πολύ λίγο.

Αντίστοιχα, εάν την ημέρα λήξης του συμβολαίου η τιμή του δείκτη βρίσκεται πάνω από την τιμή άσκησης, ο επενδυτής θα χάσει μεν από την πώληση του δικαιώματος αγοράς, αλλά θα κερδίσει από την αύξηση της αξίας του χαρτοφυλακίου του. Σε αυτή την περίπτωση θα έχει σταθερό κέρδος ίσο με το τίμημα του δικαιώματος.

Έστω ότι ένας επενδυτής κατέχει χαρτοφυλάκιο μετοχών του δείκτη FTSE/ASE Mid 40, ο οποίος

Page 15: Παράγωγα Χρηματιστηριου

βρίσκεται στις 1.900 μονάδες. O επενδυτής αναμένει ότι ο δείκτης δεν θα μεταβληθεί σημαντικά στο κοντινό μέλλον. Αποφασίζει να πουλήσει ένα δικαίωμα αγοράς με τιμή άσκησης τις 1.900 μονάδες (στο χρηματικό του ισοδύναμο/at the money), για το οποίο εισπράττει την τιμή του δικαιώματος, η οποία είναι ίση με 30 μονάδες ή 150 ευρώ (1 μονάδα = 5 ευρώ).

Εάν κατά την ημέρα λήξης ο υποκείμενος δείκτης βρεθεί πάνω από τις 1.900 μονάδες, ο επενδυτής θα κερδίσει 30 μονάδες ανεξάρτητα από την ανοδική πορεία, αφού τα κέρδη του χαρτοφυλακίου του θα ισοφαρίζουν τη ζημία από την πώληση του δικαιώματος αγοράς.

Εάν την ημέρα λήξης ο υποκείμενος δείκτης βρεθεί μεταξύ των 1.870 (1.900-30) και των 1.900 μονάδων, ο επενδυτής θα έχει μετριάσει τη ζημία του, αφού οι 30 μονάδες που εισέπραξε από την πώληση του δικαιώματος τον προφύλαξαν από την πτώση του δείκτη και θα έχει και κάποιο μικρό κέρδος (από 0 έως 30 μονάδες) ανάλογα με το επίπεδο τιμών του δείκτη.

Εάν την ημέρα λήξης ο υποκείμενος δείκτης βρεθεί κάτω από τις 1.870 μονάδες, ο επενδυτής θα αρχίσει να χάνει εξαιτίας της πτώσης της αξίας των μετοχών του χαρτοφυλακίου του. Το «νεκρό σημείο» της συνολικής θέσης είναι, συνεπώς, οι 1.870 μονάδες δείκτη. Το διάγραμμα κερδών/ζημιών της συνολικής θέσης είναι πανομοιότυπο με αυτό μίας θέσης πώλησης σε ένα δικαίωμα πώλησης (συνθετική πώληση δικαιώματος πώλησης).

- Σε τι διαφέρει η νέα θέση του επενδυτή σε σχέση με την προηγούμενη (σύγκριση αντισταθμισμένων θέσεων και μη αντισταθμισμένων);

O μέγιστος κίνδυνος για τον επενδυτή που κατέχει τις μετοχές μειώνεται, σε επίπεδο τιμών δείκτη FTSE/ASE Mid 40, από το 1.900 στο 1.870. Σε άνοδο του δείκτη ο επενδυτής λαμβάνει το σταθερό έσοδο 30 μονάδων, ανεξαρτήτως του ύψους της ανόδου, ενώ σε πτώση του δείκτη αρχίζει να έχει συνολική ζημία από το 1.870 και κάτω (αντί για το 1.900, στην περίπτωση που κατείχε μόνο μετοχές). Επομένως, η αποφυγή ζημίας για μικρή πτωτική κίνηση του FTSE/ASE Mid 40 από το 1.900 μέχρι το 1.870 πληρώνεται με τη μορφή του διαφυγόντος κέρδους σε πιθανή άνοδο του δείκτη πάνω από το 1.900.

Αγορά δικαιωμάτων πώλησης (Protective put)

O αγοραστής του δικαιώματος πώλησης πληρώνει ένα ποσό, το ασφάλιστρο (premium), για να αποκτήσει το δικαίωμα να πουλήσει τον υποκείμενο τίτλο (είτε δείκτη είτε μετοχή) σε μία καθορισμένη τιμή (τιμή άσκησης του δικαιώματος). Αυτό εξαλείφει τον κίνδυνο ο οποίος είναι συνδεδεμένος με πτώση της τιμής του υποκείμενου τίτλου (δείκτη ή μετοχής) κάτω από την τιμή άσκησης του δικαιώματος πώλησης.

Το κόστος της αντιστάθμισης του κινδύνου εξαρτάται από την επιλογή που θα κάνει για την τιμή άσκησης. Η αντιστάθμιση του κινδύνου με ένα δικαίωμα πώλησης που είναι εκτός του χρηματικού του ισοδύναμου (out of the money) προσφέρει μία πιο φθηνή λύση απ’ ό,τι θα πρόσφερε ένα δικαίωμα πώλησης που είναι στο χρηματικό του ισοδύναμο, αλλά το εν λόγω δικαίωμα παρέχει προστασία μόνο στην περίπτωση μιας πιο μεγάλης πτώσης της τιμής του δείκτη ή της μετοχής.

Έστω ότι ένας επενδυτής κατέχει 500 μετοχές του OΤΕ, τις οποίες έχει αγοράσει στα 10 ευρώ την κάθε μία. Φοβάται ότι η τιμή της μετοχής του OΤΕ θα μειωθεί, αλλά δεν θέλει να ρευστοποιήσει τη θέση του, ενώ επιθυμεί να προστατεύσει την αξία των μετοχών του. Στην περίπτωση αυτή έχει την επιλογή να αγοράσει δικαιώματα πώλησης στη μετοχή του OΤΕ.

Αν αγοράσει δικαίωμα πώλησης επί της μετοχής του OΤΕ με τιμή άσκησης τα 10 ευρώ, θα καταβάλει ασφάλιστρο 0,51 ευρώ. Το κάθε συμβόλαιο δικαιώματος περιλαμβάνει 100 μετοχές του OΤΕ. Άρα, ο επενδυτής για να ασφαλίσει πλήρως την αξία των 500 μετοχών του OΤΕ που ήδη κατέχει, θα πρέπει να αγοράσει 5 δικαιώματα. Το συνολικό κόστος της συναλλαγής ανέρχεται σε 255 ευρώ (= 5 Χ 100 Χ 0,51). Είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί ότι επειδή έχει αγοράσει δικαιώματα πώλησης, δεν απαιτείται η κατάθεση περιθωρίου ασφάλισης προς την ΕΤΕΣΕΠ.

Με αυτή τη συναλλαγή έχει αποφύγει οποιονδήποτε κίνδυνο ζημίας σε περίπτωση που η τιμή της

Page 16: Παράγωγα Χρηματιστηριου

μετοχής πέσει κάτω από τα 10,00 ευρώ. Για παράδειγμα, αν η τιμή της μετοχής μειωθεί στα 8,00 ευρώ, τότε θα ασκήσει τα δικαιώματα πώλησης που κατέχει και θα πουλήσει την κάθε μετοχή στα 10,00 ευρώ. Δηλαδή, η απώλεια που θα έχει από την αξία των μετοχών θα καλυφθεί από το κέρδος που θα έχει από την άσκηση των δικαιωμάτων. Άρα, το κέρδος του από το δικαίωμα πώλησης αντιστάθμισε την απώλεια από την πτώση της μετοχής του OΤΕ.

Αντίστοιχα, αν η τιμή της μετοχής ανέλθει πάνω από τα 10,00 ευρώ, τότε δεν θα ασκήσει τα δικαιώματα πώλησης που κατέχει και θα έχει κέρδος από την άνοδο της τιμής των μετοχών που κατέχει. Σε αυτή την περίπτωση, όμως, θα υποστεί ζημία ίση με το κόστος αγοράς των δικαιωμάτων, δηλαδή τα 255 ευρώ.

Συνεπώς, η αγορά των δικαιωμάτων πώλησης προστατεύει το χαρτοφυλάκιό μας σε περίπτωση πτώσης της τιμής των μετοχών, ενώ σε περίπτωση ανόδου έχουμε μικρή ζημία, ίση με το ασφάλιστρο που έχουμε πληρώσει για την αγορά των δικαιωμάτων.

Με την αγορά δικαιωμάτων πώλησης ένας επενδυτής έχει τη δυνατότητα να προστατεύσει τη θέση που κατέχει στις μετοχές από μία πτώση της τιμής της μετοχής κάτω από την τιμή άσκησης του δικαιώματος πώλησης. Επομένως, για τον επενδυτή σε ένα δικαίωμα πώλησης, το οποίο βρίσκεται στο χρηματικό του ισοδύναμο, η μέγιστη ζημία που μπορεί να πραγματοποιηθεί είναι ακριβώς ίση με την τιμή του δικαιώματος που πληρώθηκε. Η τιμή του δικαιώματος, το οποίο αντιπροσωπεύει το κόστος της αντιστάθμισης του κινδύνου, μειώνει το κέρδος που επιτυγχάνεται με την άνοδο της τιμής της μετοχής.

Πρέπει να διευκρινίσουμε επίσης ότι ο επενδυτής μπορεί να επιλέξει το κόστος της αντιστάθμισης της θέσης του, δηλαδή πόσο θα του στοιχίσει η αντιστάθμιση, δεδομένου ότι έχει τη δυνατότητα να επιλέξει την τιμή άσκησης του δικαιώματος πώλησης. Ανάλογα δηλαδή του πόσο υψηλή τιμή άσκησης του δικαιώματος επιλέξει, τόσο υψηλή θα είναι η τιμή του.

Η κατοχή μετοχών και η αγορά δικαιώματος πώλησης αποτελεί μία σύνθετη θέση. Το διάγραμμα κερδών/απωλειών για την εν λόγω θέση είναι πανομοιότυπο με αυτό μίας θέσης αγοράς σε ένα δικαίωμα αγοράς (συνθετική αγορά δικαιώματος αγοράς). Δηλαδή, όπως είδαμε παραπάνω, στην περίπτωση της αγοράς δικαιώματος αγοράς ο επενδυτής πληρώνει κάποιο ασφάλιστρο για την αγορά του δικαιώματος και στη συνέχεια συμμετέχει μόνο σε κέρδη, σε περίπτωση που η τιμή της μετοχής σημειώσει άνοδο, και αποφεύγει οποιαδήποτε ζημία σε περίπτωση που η τιμή της μετοχής σημειώσει πτώση.

Καλυμμένη πώληση δικαιώματος αγοράς (Covered call)

Τα δικαιώματα προαίρεσης σε μετοχές (stock options), που ξεκίνησαν τη διαπραγμάτευσή τους στην Αγορά Παραγώγων του Χρηματιστηρίου Αθηνών στις αρχές του 2004, αποτελούν νέα αποτελεσματικά χρηματοοικονομικά εργαλεία στη διάθεση των επενδυτών. Η εμπειρία από τις διεθνείς χρηματιστηριακές αγορές δείχνει ότι αυτά τα προϊόντα, τα οποία διακανονίζονται με φυσική παράδοση τίτλων, επιτρέπουν την αποτελεσματική αντιστάθμιση του κινδύνου σε μετοχικά χαρτοφυλάκια, αλλά και την ανάληψη ρίσκου μέσω πληθώρας στρατηγικών, συμβάλλοντας παράλληλα στην αποτελεσματικότερη διαμόρφωση των τιμών στις αγορές μετοχών και παραγώγων.

Θα παρουσιάσουμε ένα ενδεικτικό παράδειγμα χρήσης των δικαιωμάτων σε μετοχές για αντιστάθμιση κινδύνου μετοχικού χαρτοφυλακίου όταν αναμένεται μικρή πτώση της αγοράς.

Βρισκόμαστε στα τέλη Φεβρουαρίου 2004. Ένας επενδυτής διαθέτει μετοχικό χαρτοφυλάκιο 10.000 μετοχών του OΤΕ, τις οποίες έχει αγοράσει παλαιότερα με μέση τιμή κτήσης τα 11,70 ευρώ. Η μετοχή του OΤΕ διαπραγματεύεται κοντά στα 12,80 ευρώ και ο επενδυτής πιστεύει πως βραχυπρόθεσμα η τιμή της θα κινηθεί ελαφρώς πτωτικά με σημείο στήριξης τα 12,00 ευρώ. Δεν επιθυμεί όμως να ρευστοποιήσει το χαρτοφυλάκιό του, αλλά δεν έχει και στη διάθεσή του επιπλέον χρηματικό ποσό για την αντιστάθμιση κινδύνου.

O επενδυτής επιλέγει να χρησιμοποιήσει τη στρατηγική της καλυμμένης πώλησης δικαιώματος αγοράς. Η στρατηγική αυτή έγκειται στην πώληση δικαιωμάτων αγοράς (calls) της μετοχής, τα οποία, σε περίπτωση που ασκηθούν, θα καλυφθούν με τη φυσική παράδοση των μετοχών του χαρτοφυλακίου.

Page 17: Παράγωγα Χρηματιστηριου

Oυσιαστικά, ο επενδυτής πουλώντας δικαιώματα εισπράττει το τίμημα (premium) των δικαιωμάτων, παρέχοντας στον αντισυμβαλλόμενό του τη δυνατότητα απόκτησης μετοχών του OΤΕ (μέσω άσκησης του δικαιώματος) έναντι της τιμής άσκησης οποιαδήποτε στιγμή μέχρι τη λήξη (δικαιώματα αμερικανικού τύπου).

O επενδυτής επιλέγει τα δικαιώματα αγοράς λήξης Μαρτίου 2004 με τιμή άσκησης 12,00 ευρώ ανά μετοχή. Με αυτό τον τρόπο υλοποιεί την προσδοκία του ότι η τιμή της μετοχής του OΤΕ ενδέχεται να κινηθεί πτωτικά, αλλά όχι πολύ κάτω των 12 ευρώ μέχρι τη λήξη των δικαιωμάτων.

O αριθμός των δικαιωμάτων που πωλούνται καλύπτει τον αριθμό μετοχών στο χαρτοφυλάκιο, έτσι ο επενδυτής προβαίνει σε πώληση 100 δικαιωμάτων (το μέγεθος συμβολαίου είναι 100 μετοχές ανά δικαίωμα). Στις 20/2/2004 το τίμημα των πωληθέντων δικαιωμάτων αγοράς του OΤΕ είναι 0,95 ευρώ ανά μετοχή (το τίμημα αυτό καθορίζεται από την προσφορά και τη ζήτηση στην Αγορά Παραγώγων του Χ.Α.). Έτσι ο επενδυτής εισπράττει συνολικά 9.500 ευρώ (=0,95 Χ 100 Χ 100).

Βέβαια, ως πωλητής δικαιωμάτων, ο επενδυτής αναλαμβάνει σημαντικό ρίσκο σε περίπτωση ανόδου της μετοχής και οφείλει να δεσμεύσει περιθώριο ασφάλισης, το οποίο υπολογίζεται από την ΕΤΕΣΕΠ στα 15.900 ευρώ. Για την κάλυψη του ποσού αυτού ο επενδυτής δεσμεύει τις μετοχές του στο ΚΑΑ υπέρ ΕΤΕΣΕΠ, δεδομένου ότι δεν διαθέτει περαιτέρω ρευστότητα.

Αν η αγορά κινηθεί πτωτικά μέχρι τα όρια που προβλέπει ο επενδυτής (δηλαδή τα 12,00 ευρώ), το τίμημα που εισπράχθηκε ενδέχεται να καλύψει τη ζημία του από την αναμενόμενη -περιορισμένη- πτώση της μετοχής. Αν η αγορά κινηθεί εντονότερα πτωτικά, τότε το τίμημα που εισπράχθηκε ενδέχεται να μην καλύψει πλήρως τη ζημία του από την - μεγαλύτερης έκτασης - πτώση της μετοχής.

Τέλος, αν η τιμή της μετοχής του OΤΕ κινηθεί ανοδικά (παραμένοντας αρκετά πάνω από τα 12.00 ευρώ), ο επενδυτής έχει ουσιαστικά οριοθετήσει τα μέγιστα κέρδη του, διότι είναι πολύ πιθανό να του ασκηθεί το δικαίωμα αγοράς από τον αντισυμβαλλόμενό του και ν’ αναγκαστεί να παραδώσει τις μετοχές του έναντι του ποσού των 12,00 ευρώ τη μετοχή.

Εάν ο επενδυτής δεν επιθυμεί να κλείσει τη θέση του, μπορεί να περιμένει τη λήξη του δικαιώματος την τρίτη Παρασκευή του Μαρτίου 2004 (19 Μαρτίου 2004), όπου θα πρέπει να προχωρήσει σε διακανονισμό με φυσική παράδοση μετοχών.

Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να παραδώσει 10.000 μετοχές του OΤΕ (100 δικαιώματα Χ 100 μετοχές ανά δικαίωμα) στην τιμή άσκησης του δικαιώματος (12,00 ευρώ ανά μετοχή), ανεξαρτήτως από την άνοδο ή πτώση της τιμής του OΤΕ στο μεσοδιάστημα.

Θα εξετάσουμε δύο ενδεχόμενα:

- ΤO ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΔΕΝ ΑΣΚΕΙΤΑΙ: O επενδυτής παρακολουθεί την πτωτική κίνηση της μετοχής του OΤΕ, μέχρι τα 12 περίπου ευρώ στις 3/3/2004, ενώ παράλληλα δεν του ασκείται το δικαίωμα στο μεσοδιάστημα. Στις 3 Μαρτίου 2004, κρίνοντας ότι τα 12 ευρώ αποτελούν ένα ισχυρό επίπεδο στήριξης για τη μετοχή, ο επενδυτής επαναγοράζει τα δικαιώματα για να κλείσει τη θέση του στην Αγορά Παραγώγων. Η τιμή στην οποία διαπραγματεύεται το δικαίωμα αγοράς του OΤΕ λήξης Μαρτίου 2004 με τιμή άσκησης τα 12,00 ευρώ είναι τα 0,31 ευρώ ανά μετοχή. Για να κλείσει τη θέση του ο επενδυτής οφείλει ν’ αγοράσει 100 δικαιώματα, επομένως το συνολικό του κόστος είναι 3.100 ευρώ (= 0,31 Χ 100 Χ 100).

Κατά τη διάρκεια αυτού του χρονικού διαστήματος (20/2 - 3/3/2004), το μετοχικό χαρτοφυλάκιο έχει υποστεί ζημία 7.200 ευρώ από την πτώση της μετοχής [ = 10.000 Χ (12,02 - 12,74)]. Από την καλυμμένη πώληση και επαναγορά του δικαιώματος ο επενδυτής είχε ένα κέρδος 6.400 ευρώ ( = 9.500 - 3.100). Το έσοδο αυτό αντισταθμίζει σε μεγάλο βαθμό τη ζημία που έχει υποστεί το μετοχικό του χαρτοφυλάκιο.

- ΤO ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΣΚΕΙΤΑΙ: O επενδυτής παρακολουθεί την πτωτική κίνηση της μετοχής του OΤΕ, όμως στις 27/2/2004, και ενώ η μετοχή του Oργανισμού διαπραγματεύεται στα 12,30 ευρώ, τα πωληθέντα δικαιώματα αγοράς ασκούνται στον επενδυτή. O επενδυτής οφείλει να παραδώσει όλες τις

Page 18: Παράγωγα Χρηματιστηριου

μετοχές του χαρτοφυλακίου του στον αντισυμβαλλόμενο εισπράττοντας 12,00 ευρώ ανά μετοχή (τιμή άσκησης δικαιώματος).

Σε αυτή την περίπτωση το συνολικό έσοδο του επενδυτή θα είναι 120.000 ευρώ, ρευστοποιώντας το χαρτοφυλάκιό του. O επενδυτής, όμως, έχει εισπράξει και το τίμημα των δικαιωμάτων στις 20/2 (συνολικά 9.500 ευρώ), επομένως έχει συνολικά κάποιο κέρδος, δεδομένου ότι η μέση τιμή κτήσης του μετοχικού χαρτοφυλακίου ήταν τα 11,70 ευρώ, ενώ η μέση τιμή πώλησής του είναι τα 12,95 ευρώ (συνυπολογίζοντας τα έσοδα από τα δικαιώματα).

Tα δικαιώματα προαίρεσης παρέχουν ένα αποτελεσματικό μέσο αντιστάθμισης κινδύνου. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η δυνατότητα συνδυαστικών συναλλαγών, που επιτρέπουν την αποτελεσματική διαχείριση του κινδύνου σε σύνθετα μετοχικά χαρτοφυλάκια. Στο παραπάνω παράδειγμα ο επενδυτής επιτυγχάνει να περιορίσει τελικά το ρίσκο του από την πτώση τιμών, διατηρώντας ουσιαστικά ανέπαφη τη χρηματιστηριακή αξία του χαρτοφυλακίου του παρά την έντονη πτώση.

Πιθανότητες   κέρδους καλύτερες   κι από... λαχείο

Eίδαμε ότι η αγορά δικαιωμάτων προαίρεσης δίνει στον επενδυτή τη δυνατότητα και όχι την υποχρέωση να αγοράσει (αν πρόκειται για δικαιώματα αγοράς) ή να πουλήσει (για δικαιώματα πώλησης) την υποκείμενη αξία στην ημερομηνία λήξης, σε τιμή ίση με την τιμή άσκησης.

Έτσι, για παράδειγμα, στην περίπτωση των δικαιωμάτων αγοράς (call option) ο αγοραστής επενδύει στην άνοδο της υποκείμενης αξίας, με στόχο να καταγράψει κέρδη λόγω του δικαιώματος που αποκτά να αγοράσει την υποκείμενη αξία σε χαμηλότερη τιμή. Για να προχωρήσει στην επένδυση, ο αγοραστής πρέπει να καταβάλει το τίμημα του δικαιώματος, το οποίο είναι ένα μικρό ποσοστό της αξίας του υποκείμενου τίτλου και το ύψος του καθορίζεται από πολλούς παράγοντες, ο κυριότερος των οποίων είναι η τιμή στην οποία θα έχει το δικαίωμα να αγοράσει στην ημερομηνία λήξης. Η απαίτηση για καταβολή μόνο ενός ποσοστού και όχι της συνολικής αξίας του υποκείμενου τίτλου δημιουργεί το φαινόμενο της μόχλευσης.

Μικρές μεταβολές στην τιμή του υποκείμενου τίτλου προς την προσδοκώμενη κατεύθυνση προκαλούν πολλαπλάσια κέρδη, ενώ, αντίθετα, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χαθεί ποσό μεγαλύτερο από την αρχική επένδυση.

Για παράδειγμα, στις 2/1/2004 ο δείκτης υψηλής κεφαλαιοποίησης είναι στις 1.194,24 μονάδες. O επενδυτής αγοράζει ένα δικαίωμα αγοράς με τιμή άσκησης 1.200 σε τιμή 39,90, πληρώνοντας 39,90 Χ 5 = 199,50 ευρώ, προσδοκώντας με αυτόν τον τρόπο να καταγράψει κέρδος από άνοδο του υποκείμενου δείκτη. O δείκτης ανέβηκε στις 8/1/2004 στις 1.248,63 μονάδες καταγράφοντας άνοδο 4,5%. Αυτή είναι και η βέλτιστη κίνηση της αγοράς για τον επενδυτή, αφού υπήρξε σημαντική άνοδος σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η τιμή του δικαιώματος έχει διαμορφωθεί πλέον στις 59,30 μονάδες λόγω της ανόδου του δείκτη. Πουλώντας το δικαίωμα που είχε αγοράσει, εισπράττει 59,30 Χ 5 = 296,50 ευρώ. Η απόδοση της επένδυσης ανέρχεται σε 48%, ενώ η άνοδος του υποκείμενου δείκτη ήταν μόνο 4,5%. Ταυτόχρονα, σε αντίθετη κίνηση της αγοράς, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χάσει περισσότερα από αυτά που είχε πληρώσει στην αρχή για την αγορά του δικαιώματος, τα 199,50 ευρώ.

Oι άλλοι παράγοντες

Η τιμή ενός δικαιώματος και κατά συνέπεια τα κέρδη ή οι ζημίες που θα προκύψουν από την επένδυση εξαρτώνται και από άλλους παράγοντες, ένας εκ των οποίων είναι και η μεταβλητότητα του υποκείμενου τίτλου. Η μεταβλητότητα είναι ένα μέτρο του εύρους της διακύμανσης της υποκείμενης αξίας. Όσο μεγαλύτερη διακύμανση παρουσιάζει ο υποκείμενος δείκτης, τόσο μεγαλύτερη είναι και η αξία ενός δικαιώματος. Στο παράδειγμα που προαναφέρθηκε ένα μέρος της υπεραξίας του δικαιώματος αγοράς προέρχεται από την απότομη άνοδο του υποκείμενου τίτλου μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η αύξηση της διακύμανσης προσέθεσε αξία στο δικαίωμα που καρπώθηκε ο επενδυτής. Όταν κάποιος επενδυτής αγοράζει ένα δικαίωμα, είτε αγοράς είτε πώλησης, το τίμημα που πληρώνει εμπεριέχει μια εκτίμηση για τη μελλοντική μεταβλητότητα του υποκείμενου δείκτη, όσο και αν δεν θέλει να το καταλάβει ή να το παραδεχθεί! Όσο μεγαλύτερη είναι η εκτίμηση για τη μελλοντική μεταβλητότητα του δείκτη μέχρι τη λήξη του δικαιώματος, τόσο μεγαλύτερο είναι και το αντίστοιχο τίμημα που θα κληθεί να πληρώσει

Page 19: Παράγωγα Χρηματιστηριου

κατά το άνοιγμα της θέσης ο αγοραστής δικαιώματος.

Ένα εμπόδιο

Το άνοιγμα μεταξύ τιμής αγοράς και τιμής πώλησης (Bid/Ask Spread) αποτελεί τροχοπέδη στην πραγματοποίηση κερδών. Κάθε στιγμή, η καλύτερη τιμή στην οποία μπορεί να αγοράσει κάποιος είναι ακριβότερη από την καλύτερη τιμή στην οποία μπορεί να πουλήσει. Επίσης, η αυξομείωση της μεταβλητότητας μπορεί με τη σειρά της να αυξήσει ή να μειώσει τα περιθώρια κέρδους ανεξάρτητα από την κίνηση της αγοράς. Αυτό που ενδιαφέρει έναν επενδυτή κερδοσκόπο είναι να γνωρίζει την πιθανότητα να κερδίσει από την αγορά ενός δικαιώματος.

Εξετάζοντας την περίοδο από την αρχή του έτους μέχρι και τις 30/9/2004 με τη βοήθεια των ιστορικών δεδομένων για τις τιμές κλεισίματος των δικαιωμάτων του FTSE/ASE-20 της Αγοράς Παραγώγων, παρατηρούμε τα εξής:

- Επενδυτής που κάθε ημέρα θα αγόραζε ένα δικαίωμα αγοράς με τιμή άσκησης κοντά στην τιμή κλεισίματος του υποκείμενου δείκτη (at the money) και θα έκλεινε τη θέση του 10 ημέρες αργότερα, θα κέρδιζε στο 42% των περιπτώσεων και θα έχανε στο 58% των περιπτώσεων. Δηλαδή, αν ένας επενδυτής αποφάσιζε να αγοράσει μια τυχαία ημέρα, χωρίς να λάβει υπόψη του την πορεία της αγοράς, ένα δικαίωμα αγοράς και το κρατούσε για 10 ημέρες, θα είχε πιθανότητες να κερδίσει/να χάσει 42%/58%.

- Για τις κερδοφόρες συναλλαγές το μέσο κέρδος είναι 83 ευρώ, ενώ για τις ζημιογόνες η μέση ζημία είναι μικρότερη, ίση με 68 ευρώ. Επίσης για την ίδια περίοδο το μέγιστο κέρδος ανά συναλλαγή είναι 328 ευρώ, ενώ η μέγιστη ζημία μόλις 160 ευρώ. Επομένως, τα ενδεχόμενα κερδοφόρων συναλλαγών προσφέρουν σε απόλυτη τιμή μεγαλύτερες αποδόσεις από αυτά των ζημιογόνων.

- Αν προσθέσει κανείς και τις προμήθειες συναλλαγών (τόσο ως προμήθειες όσο και ως bid-offer spread στην τιμή αγοράς και πώλησης του δικαιώματος) για το άνοιγμα και το κλείσιμο της θέσης, θα πρέπει να μειώσει την πιθανότητα κέρδους του κατά 6%. Δηλαδή, αν ένας επενδυτής αποφάσιζε να αγοράσει μια τυχαία ημέρα, χωρίς να λάβει υπόψη του την πορεία της αγοράς, ένα δικαίωμα αγοράς και το κρατούσε για 10 ημέρες, θα είχε πιθανότητες να κερδίσει/να χάσει 36%/64%, συμπεριλαμβανομένου του κόστους προμηθειών. Δηλαδή, έχει καλύτερες πιθανότητες να κερδίσει απ’ ό,τι έχει με ένα λαχείο ή ένα «τυχερό παίγνιο».

Oι βασικές κινήσεις

Σε κάθε περίπτωση η πιθανότητα να κερδίσει ένας επενδυτής από την αγορά ενός δικαιώματος αγοράς εξαρτάται από την επαλήθευση ή όχι της εκτίμησης για άνοδο της αγοράς και αύξηση της μεταβλητότητας της αγοράς. Γι’ αυτό, καλό είναι:

1. Να χρησιμοποιήσει μια μέθοδο τεχνικής ανάλυσης για να διαπιστώσει αν η αγορά είναι υπερ-αγορασμένη ή υπερ-πουλημένη και να υπολογίσει το ενδεχόμενο σημείο αναστροφής της τάσης. Αν η αγορά είναι υπερ-αγορασμένη και αναμένει διόρθωση και αναστροφή τάσης, οι πιθανότητες να κερδίσει αγοράζοντας put (δικαίωμα πώλησης) είναι αυξημένες. Αν η αγορά είναι υπερ-πουλημένη και αναμένει διόρθωση και αναστροφή τάσης, οι πιθανότητες να κερδίσει αγοράζοντας call (δικαίωμα αγοράς) είναι αυξημένες.

2. Να μάθει αν η τεκμαρτή μεταβλητότητα με βάση την οποία υπολογίζεται η τιμή του δικαιώματος είναι μικρότερη από την ιστορική μεταβλητότητα ή αν βρίσκεται σε σχετικά χαμηλά επίπεδα σε σύγκριση με τις προηγούμενες ημέρες ή μήνες. Επομένως, σε αυτή την περίπτωση αν η κίνηση της αγοράς (η αναστροφή της βραχυπρόθεσμης τάσης) είναι απότομη και γίνει σύντομα, ο επενδυτής θα επωφεληθεί από την αύξηση της μεταβλητότητας και συνεπώς την αύξηση της αξίας του δικαιώματος. Για να βρει ο επενδυτής την ημερήσια ιστορική και τεκμαρτή μεταβλητότητα μπορεί να επισκεφθεί την ιστοσελίδα μας στην ενότητα ADEXResearch (ADEX Daily Report).

3. Κίνηση της αγοράς προς την προσδοκώμενη κατεύθυνση και αύξηση της μεταβλητότητας είναι διπλό καλό για τον αγοραστή δικαιώματος και οι πιθανότητες γυρνούν συντριπτικά υπέρ του. O επενδυτής σε

Page 20: Παράγωγα Χρηματιστηριου

δικαιώματα που θέλει να εντρυφήσει και να καταλάβει, απλουστευμένα, τους συντελεστές ευαισθησίας των δικαιωμάτων και το μαθηματικό υπόβαθρο που βρίσκεται πίσω από την αποτίμηση των δικαιωμάτων, δεν έχει παρά να προμηθευτεί το υλικό Introductory Kit που παρέχει το Χ.Α. (με CD ROM και οδηγό πλοήγησης) ή να παρακολουθήσει τα προχωρημένα σεμινάρια για δικαιώματα που παρέχουμε (Μονάδα εκπαίδευσης: 210 3370900).

Το γλωσσάρι των παραγώγωνΤο γλωσσάρι των παραγώγων  6   0 Google +0   0   0

ΑΓOΡΑ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ (Α.Π.): Έτσι ονομάζεται η αγορά στην οποία διαπραγματεύονται, ηλεκτρονικά, τα παράγωγα προϊόντα. Η Α.Π. του Χρηματιστηρίου Αθηνών προέκυψε από τη συγχώνευση του Χρηματιστηρίου Παραγώγων Αθηνών Α.Ε. (ΧΠΑ) και του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών Α.Ε. (ΧΑΑ) το 2002. Άλλες αγορές του Χρηματιστηρίου Αθηνών είναι η Αγορά Αξιών και η Αγορά Oμολόγων, οι οποίες είναι και αυτές ηλεκτρονικές.

ΑΝΑΘΕΣΗ (ASSIGNMENT): O όρος αυτός αναφέρεται αποκλειστικά σε επενδυτές οι οποίοι έχουν πωλήσει δικαιώματα αγοράς (short call) ή έχουν πωλήσει δικαιώματα πώλησης (short put) επί μετοχών (stock options). Tα δικαιώματα αυτά είναι αμερικανικού τύπου, δηλαδή ο αγοραστής του δικαιώματος μπορεί να τα ασκήσει οποιαδήποτε ημέρα επιθυμεί, ΠΡΙΝ ή ΚΑΤΑ την ημερομηνία λήξης τους. Εάν ένας αγοραστής δικαιώματος αγοράς (long call) ή αγοραστής δικαιώματος πώλησης (long put) αποφασίσει να ασκήσει το δικαίωμά του (call exercise), τότε αφού με τυχαίο τρόπο, από την ΕΤΕΣΕΠ, βρεθεί/ούν ένας ή περισσότεροι επενδυτές που έχουν την αντίθετη θέση (είναι δηλαδή πωλητές δικαιωμάτων), θα ειδοποιηθούν από την ΕΤΕΣΕΠ ηλεκτρονικά τα μέλη τους (και στη συνέχεια οι ίδιοι από τα μέλη τους) ότι το δικαίωμα το οποίο έχουν πωλήσει έχει εξασκηθεί από τον αγοραστή. Αυτή ακριβώς η ειδοποίηση λέγεται ανάθεση. Ας δούμε τι σημαίνει πρακτικά η ανάθεση:

- Τυχόν ανάθεση δικαιώματος αγοράς σημαίνει ότι ο επενδυτής (ο οποίος έχει θέση short call) θα πρέπει να ετοιμαστεί να παραδώσει τις υποκείμενες μετοχές την Τ+3 στον αγοραστή του δικαιώματος αγοράς και να εισπράξει το αντίτιμό τους με βάση την τιμή άσκησης του δικαιώματος (call assignment - ανάθεση δικαιώματος αγοράς).

- Τυχόν ανάθεση δικαιώματος πώλησης σημαίνει ότι ο επενδυτής (ο οποίος έχει θέση short put) θα πρέπει να παραλάβει τις υποκείμενες μετοχές στον αγοραστή του δικαιώματος πώλησης την Τ+3 και να ετοιμαστεί να καταβάλει το αντίτιμό τους με βάση την τιμή άσκησης του δικαιώματος (put assignment - ανάθεση δικαιώματος πώλησης).

ΑΝOΔΙΚO ΑΝOΙΓΜΑ (BULL SPREAD): Είναι στρατηγική με χρήση δικαιωμάτων (είτε δικαιωμάτων αγοράς είτε δικαιωμάτων πώλησης). Ένα κάθετο άνοιγμα είναι σχεδιασμένο ώστε να είναι κερδοφόρο σε ανοδική πορεία της αγοράς. Κύριο χαρακτηριστικό της στρατηγικής αυτής είναι ότι τόσο το μέγιστο κέρδος (σε άνοδο της αγοράς) όσο και η μέγιστη ζημιά (σε πτώση της αγοράς) είναι συγκεκριμένα. Επομένως ο επενδυτής πληρώνει αρχικά ένα μικρό ποσό για τη στρατηγική αυτή, ξέροντας πάντα πόσο το πολύ θα χάσει και πόσο το πολύ θα κερδίσει.

ΑΝOΙΓΜΑ (HΜΕΡOΛOΓΙΑΚO) ΜΕ ΣΜΕ (CALENDARSPREAD): Είναι μία σύνθετη θέση αγοράς ενός Συμβολαίου Μελλοντικής Εκπλήρωσης (ΣΜΕ) επί μιας υποκείμενης αξίας (δείκτη, μετοχής ή ισοτιμίας) και ταυτόχρονα πώλησης του ΣΜΕ επί της ίδιας υποκείμενης αξίας, με άλλη, όμως, ημερομηνία λήξης. O επενδυτής κάνει αυτή τη στρατηγική επειδή πιστεύει ότι η διαφορά τιμών των δύο ΣΜΕ είτε θα ανοίξει είτε θα κλείσει. Αρα, είτε αγοράζει το ημερολογιακό άνοιγμα είτε το πωλεί, ανάλογα με το τι πιστεύει για τη διαφορά τιμών των δύο ΣΜΕ.

AΝOΙΓΜΑ ΤΙΜΗΣ ΠΡOΣΦOΡΑΣ - ΖΗΤΗΣΗΣ (BID-ASK SPREAD): Είναι η διαφορά μεταξύ των τιμών προσφοράς και ζήτησης κατά τη διαπραγμάτευση οποιουδήποτε χρηματοοικονομικού προϊόντος, μετοχής, Συμβολαίου Μελλοντικής Εκπλήρωσης ή δικαιώματος. O επενδυτής βλέπει πάντα στην οθόνη

Page 21: Παράγωγα Χρηματιστηριου

δύο τιμές. Η τιμή bid είναι πάντα χαμηλότερη από την τιμή ask. O επενδυτής μπορεί να αγοράσει, αν επιθυμεί, το προϊόν στην υψηλότερη από τις δύο τιμές (την τιμή ask) ή να πουλήσει το προϊόν στη χαμηλότερη από τις δύο τιμές (την τιμή bid).

ΑΝOΙΚΤΗ ΘΕΣΗ (OPEN INTEREST, OPEN POSITION): Είναι το σύνολο των θέσεων, είτε από πλευράς αγοραστών είτε από πλευράς πωλητών, ανά συμβόλαιο παραγώγου προϊόντος. Αν διαβάσουμε δηλαδή στην εφημερίδα ότι η ανοικτή θέση για τα Συμβόλαια Μελλοντικής Εκπλήρωσης για τον μήνα Μάρτιο 2005 είναι 14.000 συμβόλαια, αυτό σημαίνει ότι οι αγοραστές ΣΜΕ Μαρτίου έχουν συνολικά αγοράσει 14.000 συμβόλαια και ότι πωλητές ΣΜΕ Μαρτίου έχουν συνολικά πωλήσει 14.000 συμβόλαια. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι για να γίνει μια πράξη σε οποιοδήποτε παράγωγο προϊόν πρέπει να υπάρχει και αγοραστής και πωλητής. Επομένως, η συνολική θέση των πωλητών ισούται με τη συνολική θέση των αγοραστών, ενώ και οι δύο εκφράζουν τη συνολική ανοικτή θέση.

ΑΝOΙΚΤΗ ΠΩΛΗΣΗ (SHORT SELLING): Συναλλαγή κατά την οποία ο επενδυτής, περιμένοντας πτωτική κίνηση της αγοράς, δανείζεται μετοχές και τις πουλάει στην αγορά αξιών στην τρέχουσα τιμή τους. Σε περίπτωση που η αγορά είναι όντως πτωτική, ο επενδυτής θα κερδίσει, αφού μπορεί να τις αγοράσει σε χαμηλότερη τιμή. Σε αντίθετη περίπτωση, αν η αγορά κινηθεί ανοδικά, ο επενδυτής θα σημειώσει ζημία, και μάλιστα αν η αγορά ξεφύγει έντονα ανοδικά, θα αναγκαστεί να επαναγοράσει τις μετοχές με εντολή market (δηλαδή «όσο-όσο») προκειμένου να μετριάσει τη ζημία του. Κλείνοντας τη θέση του, με την επαναγορά των μετοχών, ανεξάρτητα από το αν έχει κέρδος ή ζημία, θα πρέπει να επιστρέψει τις μετοχές που δανείστηκε στην ΕΤΕΣΕΠ, η οποία και εγγυάται στον αρχικό δανειστή ότι θα πάρει πίσω τις μετοχές του.

ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ (SWAP): Συμβόλαιο σύμφωνα με το οποίο δύο αντισυμβαλλόμενοι αναλαμβάνουν την υποχρέωση, σε προκαθορισμένες μελλοντικές ημερομηνίες, να ανταλλάσσουν χρηματορροές βασισμένες σε διάφορες χρηματοοικονομικές μεταβλητές, όπως επίπεδα επιτοκίων και ισοτιμιών.

ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΗ ΚΙΝΔΥΝOΥ (HEDGING): Συναλλαγή κατά την οποία ένας επενδυτής ο οποίος ήδη έχει ή επιθυμεί να αποκτήσει θέση στην υποκείμενη αξία (για παράδειγμα σε μετοχές), προσπαθεί να προστατεύσει την αξία του χαρτοφυλακίου του από κίνηση των τιμών, λαμβάνοντας μια θέση στην αγορά παραγώγων, είτε με ΣΜΕ είτε με δικαιώματα επί της ίδιας ή συναφούς υποκείμενης αξίας. Με την πράξη πλήρους αντιστάθμισης κινδύνου ο επενδυτής «κλειδώνει» τη συνολική αξία του χαρτοφυλακίου του (μετοχών και παραγώγων) και επομένως, είτε η αγορά ανέβει είτε η αγορά κατέβει, η αξία του χαρτοφυλακίου του παραμένει αμετάβλητη.

ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΤΙΚΗ ΘΕΣΗ ΑΓOΡΑΣ (LONG HEDGE): Αντισταθμιστική θέση, η οποία λαμβάνεται από επενδυτές που θέλουν να συμμετάσχουν με θέση αγοράς στην υποκείμενη αξία, αλλά δεν έχουν τους πόρους να το κάνουν τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Αποκτώντας θέση αγοράς σε ΣΜΕ στην υποκείμενη αξία, καταφέρνουν να «κλειδώσουν» τη συμμετοχή τους στην αγορά στην τιμή στην οποία βρίσκεται στο ΣΜΕ. Σε κατοπινή χρονική στιγμή κατά την οποία έχουν τους οικονομικούς πόρους προβαίνουν σε κλείσιμο της θέσης στα ΣΜΕ (με πώληση ίσου αριθμού ΣΜΕ με αυτά που είχαν αγοράσει) και αγορά της υποκείμενης αξίας. Με αυτό τον τρόπο:

- Σε περίπτωση που η αγορά κινηθεί ανοδικά, οι long hedgers θα κερδίσουν από τη θέση αγοράς στο ΣΜΕ, ενώ θα αναγκαστούν να αγοράσουν τις μετοχές σε υψηλότερη τιμή μόλις έρθουν τα χρήματα. Επομένως, ούτε χάνουν ούτε κερδίζουν συνολικά.

- Σε περίπτωση που η αγορά κινηθεί καθοδικά, οι long hedgers θα χάσουν από τη θέση αγοράς στο ΣΜΕ, ενώ θα αναγκαστούν να αγοράσουν τις μετοχές σε χαμηλότερη τιμή μόλις έρθουν τα χρήματα. Επομένως, ούτε χάνουν ούτε κερδίζουν συνολικά. Δηλαδή, και στις δύο περιπτώσεις απλώς «κλειδώνουν» την τιμή στην οποία μπαίνουν στην αγορά, μέσω αγοράς ΣΜΕ, λόγω του ότι δεν έχουν ακόμα τα χρήματα για να τοποθετηθούν τοις μετρητοίς στην υποκείμενη αξία.

ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΤΙΚΗ ΘΕΣΗ ΠΩΛΗΣΗΣ (SHORT HEDGE): Αντισταθμιστική θέση, η οποία λαμβάνεται από επενδυτές που έχουν ήδη χαρτοφυλάκιο και θέλουν να προστατευτούν από ενδεχόμενη πτώση της αγοράς, άρα και του χαρτοφυλακίου τους. Με την πώληση ΣΜΕ στην υποκείμενη αξία καταφέρνουν να «κλειδώσουν» την αξία του χαρτοφυλακίου τους. Με αυτό τον τρόπο:

Page 22: Παράγωγα Χρηματιστηριου

- Σε περίπτωση που η αγορά κινηθεί ανοδικά, οι short hedgers θα χάσουν από τη θέση πώλησης στο ΣΜΕ, ενώ θα κερδίσουν από την άνοδο της αξίας του χαρτοφυλακίου τους. Επομένως, ούτε χάνουν ούτε κερδίζουν συνολικά.

- Σε περίπτωση που η αγορά κινηθεί καθοδικά, οι short hedgers θα κερδίσουν από τη θέση πώλησης στο ΣΜΕ, ενώ θα χάσουν από την πτώση της αξίας του χαρτοφυλακίου τους. Άρα, ούτε χάνουν ούτε κερδίζουν συνολικά.

Δηλαδή, και στις δύο περιπτώσεις απλώς «κλειδώνουν» την τιμή στην οποία βρίσκεται η αγορά, μέσω πώλησης ΣΜΕ, και αποφεύγουν να ρευστοποιήσουν το χαρτοφυλάκιό τους.

ΑΞΙΑ ΧΡOΝOΥ (TIME VALUE): Είναι μία έκφραση των προσδοκιών του συμμετέχοντος στην αγορά μέρους από την αξία του δικαιώματος, η οποία λαμβάνει υπόψη της την εκτίμηση για τη μεταβλητότητα τιμών της υποκείμενης αξίας, η οποία αναμένεται να επικρατήσει μέχρι τη λήξη του δικαιώματος και τον χρόνο που υπολείπεται μέχρι τη λήξη του δικαιώματος. Η αξία του χρόνου είναι η διαφορά μεταξύ του τιμήματος του δικαιώματος και της εσωτερικής του αξίας. Η αξία του χρόνου μειώνεται όσο πλησιάζει η ημερομηνία λήξης του δικαιώματος. Όσο πιο κοντά η ημερομηνία λήξης, τόσο μεγαλύτερη είναι η μείωση στην αξία του χρόνου. Την ημερομηνία λήξης το τίμημα (premium) του δικαιώματος ισούται με την εσωτερική αξία.

ΑΠΛΑ ΜΕΛΗ (ΠΑΡΑΓΓΕΛΙOΔOΧOΙ): Κατηγορία μελών της Α.Π., τα οποία έχουν τη δυνατότητα να εισάγουν εντολές αποκλειστικά για λογαριασμό των επενδυτών-πελατών τους.

ΒΑΣΗ (BASIS): Η βάση ισούται με την τιμή του ΣΜΕ μείον την τιμή της υποκείμενης αξίας του ΣΜΕ. Καθώς το ΣΜΕ πλησιάζει προς την ημέρα λήξης του, η βάση συγκλίνει στο μηδέν. Πριν από τη λήξη του συμβολαίου, το ΣΜΕ μπορεί να βρίσκεται είτε υψηλότερα είτε χαμηλότερα από την τιμή του υποκείμενου τίτλου. Oυσιαστικά, μέσω της αντιστάθμισης (αντιστάθμισης αγοράς ή αντιστάθμισης πώλησης) μετατρέπουμε τον κίνδυνο αγοράς που έχουμε ως επενδυτές σε κίνδυνο βάσης, που είναι σημαντικά μικρότερος και σε αρκετές περιπτώσεις σχεδόν μηδενικός.

ΔΑΝΕΙΣΜOΣ ΤΙΤΛΩΝ (STOCK LENDING): Συμφωνίες μεταξύ δύο αντισυμβαλλομένων (του δανειζόμενου και του δανειστή), με τις οποίες η κυριότητα μετοχών που βρίσκονται στην κατοχή του δανειστή μεταβιβάζεται στον δανειζόμενο έναντι ποσού που εξαρτάται από τον χρόνο μέχρι την επιστροφή της κυριότητας των μετοχών στον δανειστή και προσδιορίζεται από την τιμή δανεισμού, η οποία δίνεται σε μορφή ετήσιου επιτοκίου. Στην ελληνική αγορά η διαδικασία δανεισμού τίτλων γίνεται μέσω των προϊόντων stock repos και reverse stock repos.

ΔΕΛΤΑ (DELTA): Για μικρή μεταβολή της τιμής της υποκείμενης αξίας ενός δικαιώματος προαίρεσης, το δέλτα (δ) του δικαιώματος εκφράζει τον λόγο της αντίστοιχης μεταβολής της τιμής του δικαιώματος ως προς τη μεταβολή της τιμής της υποκείμενης αξίας. Στην ουσία, ο συντελεστής δ μετράει την απόλυτη μεταβολή του τιμήματος (premium) του δικαιώματος όταν η τιμή του υποκείμενου τίτλου μεταβάλλεται κατά μία μονάδα. Το δ των δικαιωμάτων αγοράς κυμαίνεται μεταξύ 0 και +1. Το δ των δικαιωμάτων πώλησης κυμαίνεται μεταξύ 0 και -1. Το δ μιας θέσης αγοράς του υποκείμενου τίτλου είναι πάντα +1, ενώ για μια θέση πώλησης είναι -1.

ΔΙΑΓΩΝΙO ΑΝOΙΓΜΑ (DIAGONAL SPREAD): Μία σύνθετη θέση σε δικαιώματα που αποτελείται από μία θέση αγοράς ενός δικαιώματος προαίρεσης και μία θέση πώλησης ενός δικαιώματος προαίρεσης, με διαφορετική τιμή άσκησης και διαφορετική ημέρα λήξης, στην ίδια υποκείμενη αξία.

ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΓOΡΑΣ (CALL OPTION): Δικαίωμα προαίρεσης που δίνει στον αγοραστή το δικαίωμα, αλλά όχι την υποχρέωση, να αγοράσει από τον πωλητή συγκεκριμένη ποσότητα της υποκείμενης αξίας, μέχρι μία προκαθορισμένη μελλοντική ημερομηνία (αμερικανικού τύπου) ή σε μία συγκεκριμένη μελλοντική ημερομηνία (ευρωπαϊκού τύπου), σε προκαθορισμένη τιμή (την τιμή άσκησης - exercise price).

ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΠΩΛΗΣΗΣ (PUT OPTION): Δικαίωμα προαίρεσης που δίνει στον αγοραστή το δικαίωμα, αλλά όχι την υποχρέωση, να πουλήσει στον πωλητή συγκεκριμένη ποσότητα της υποκείμενης αξίας, μέχρι μία προκαθορισμένη μελλοντική ημερομηνία (αμερικανικού τύπου) ή σε μία συγκεκριμένη

Page 23: Παράγωγα Χρηματιστηριου

μελλοντική ημερομηνία (ευρωπαϊκού τύπου), σε προκαθορισμένη τιμή (την τιμή άσκησης).

ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΠΡOΑΙΡΕΣΗΣ (OPTIONS): Συμφωνίες μεταξύ δύο αντισυμβαλλομένων (ενός αγοραστή και ενός πωλητή), που δίνουν στον αγοραστή το δικαίωμα, αλλά όχι την υποχρέωση, να αγοράσει (αν πρόκειται για δικαίωμα αγοράς - call) ή να πουλήσει (αν πρόκειται για δικαίωμα πώλησης - put) στον πωλητή συγκεκριμένη ποσότητα (το μέγεθος του συμβολαίου) της υποκείμενης αξίας σε προκαθορισμένη μελλοντική ημερομηνία (η ημέρα λήξης του συμβολαίου), σε προκαθορισμένη τιμή (η τιμή άσκησης).

ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΕΠΙ ΜΕΤOΧΩΝ: Είναι συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης αμερικανικού τύπου. Όλα τα συμβόλαια δικαιωμάτων έχουν τιμή άσκησης και ημερομηνία λήξης. Το μέγεθος συμβολαίου είναι 100 μετοχές.

ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΜΕ ΘΕΤΙΚΗ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΞΙΑ (IN-THE-MONEY OPTION): Ένα δικαίωμα αγοράς (πώλησης), το οποίο αν εξασκηθεί θα αποφέρει αξία στον κάτοχό του, επειδή η τιμή της υποκείμενης αξίας είναι μεγαλύτερη (μικρότερη) από την τιμή εξάσκησης του δικαιώματος. Το αναφέρουμε και ως δικαίωμα εντός του χρηματικού του ισοδύναμου.

ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΜΕ ΜΗΔΕΝΙΚΗ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΞΙΑ (OUT-OF-THE-MONEY OPTION): Ένα δικαίωμα αγοράς (πώλησης), το οποίο αν εξασκηθεί δεν θα αποφέρει αξία στον κάτοχό του, επειδή η τιμή της υποκείμενης αξίας είναι μικρότερη (μεγαλύτερη) από την τιμή εξάσκησης του δικαιώματος. Το αναφέρουμε και ως δικαίωμα εκτός του χρηματικού του ισοδύναμου.

ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡOΑΙΡΕΣΗΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚOΥ ΤΥΠOΥ (AMERICAN OPTION): Ένα δικαίωμα προαίρεσης που μπορεί να εξασκηθεί οποιαδήποτε στιγμή μέχρι την ημέρα λήξης του συμβολαίου. Όλα τα δικαιώματα (είτε δικαιώματα αγοράς είτε δικαιώματα πώλησης) μπορούν να ασκηθούν μόνο από τον αγοραστή τους.

ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡOΑΙΡΕΣΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚOΥ ΤΥΠOΥ (EUROPEAN OPTION): Ένα δικαίωμα προαίρεσης που μπορεί να εξασκηθεί μόνο κατά την ημέρα λήξης του συμβολαίου.

ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΤΡΕΧOΥΣΑ ΤΙΜΗ (AT-THE-MONEY OPTION): Από μία σειρά δικαιωμάτων αγοράς (ή πώλησης) με την ίδια ημέρα λήξης και διαφορετικές τιμές άσκησης, εκείνο το δικαίωμα αγοράς (ή πώλησης) του οποίου η τιμή άσκησης βρίσκεται πιο κοντά στην τρέχουσα τιμή της υποκείμενης αξίας. Το αναφέρουμε και ως δικαίωμα επί του χρηματικού του ισοδύναμου.

ΔΙΩΝΥΜΙΚO ΜOΝΤΕΛO (BINOMIAL MODEL): Μέθοδος αποτίμησης δικαιωμάτων προαίρεσης, που βασίζεται στην υπόθεση ότι σε κάθε χρονική στιγμή η τιμή της υποκείμενης αξίας ή του συμβολαίου μελλοντικής εκπλήρωσης μπορεί να πάρει μόνο δύο δυνατές τιμές, μια υψηλότερη και μια χαμηλότερη από την τρέχουσα τιμή. Χρησιμοποιείται για την αποτίμηση δικαιωμάτων αμερικανικού τύπου.

ΕΙΔΙΚOΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΗΣ (ΜARKET MAKER): Εκπρόσωπος εταιρείας-μέλους της Αγοράς Παραγώγων με την υποχρέωση να παρέχει συνέχεια τιμές στις οποίες είναι διατεθειμένος να αγοράσει και να πουλήσει καθορισμένα προϊόντα, εξασφαλίζοντας έτσι επαρκή ρευστότητα στην αγορά. O ειδικός διαπραγματευτής της αγοράς είναι διατεθειμένος να αναλάβει τον κίνδυνο να αγοράσει ή να πουλήσει ένα συγκεκριμένο ΣΜΕ (δικαίωμα) για λογαριασμό του, προκειμένου να διευκολύνει τις συναλλαγές αυτού του ΣΜΕ (δικαιώματος).

ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΜΕ ΡΕΥΣΤΑ ΔΙΑΘΕΣΙΜΑ (CASH SETTLEMENT): Όρος σε ορισμένα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης και δικαιώματα προαίρεσης, που καθορίζει ότι η καθημερινή εκκαθάριση ή/και η τελική εκκαθάριση δεν γίνεται με φυσική παράδοση της υποκείμενης αξίας, αλλά με απλή μεταβίβαση χρηματικού ποσού, όπως καθορίζεται από τις καθημερινές τιμές εκκαθάρισης ή/και την τελική τιμή εκκαθάρισης.

ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΣΥΜΒOΛΑΙOΥ ΜΕΛΛOΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΛΗΡΩΣΗΣ (ΣΜΕ) ΜΕ ΦΥΣΙΚΗ ΠΑΡΑΔOΣΗ (SETTLEMENT BY PHYSICAL DELIVERY): Κατά τη λήξη ενός ΣΜΕ που εκκαθαρίζεται με φυσική παράδοση, το συμβόλαιο εκπληρούται με τον πωλητή να παραδίδει στον αγοραστή την υποκείμενη αξία και τον αγοραστή να καταβάλει στον πωλητή το ισοδύναμο σε ευρώ της τελικής τιμής εκκαθάρισης του

Page 24: Παράγωγα Χρηματιστηριου

ΣΜΕ.

ΕΝΤOΛΗ ΜΕ OΡΙO (LIMIT ORDER): Εντολή βούλησης αγοράς ή πώλησης που διαβιβάζεται προς την αγορά από τον επενδυτή, με βάση την οποία προσδιορίζεται ένα όριο τιμής πέραν του οποίου ο αγοραστής δεν επιθυμεί να αγοράσει ή ο πωλητής να πουλήσει, αντίστοιχα, το συγκεκριμένο συμβόλαιο. O τύπος αυτός της εντολής ισχύει τόσο στην αγορά μετοχών όσο και στην αγορά παραγώγων.

ΕΞΑΣΚΗΣΗ (EXERCISE): Διαδικασία κατά την οποία ο αγοραστής δικαιώματος αγοράς ή δικαιώματος πώλησης αποφασίζει να ζητήσει από τον πωλητή του δικαιώματος να αγοράσει (αν ασκήσει δικαίωμα αγοράς) ή να πουλήσει (αν πρόκειται για δικαίωμα πώλησης) την υποκείμενη αξία στην τιμή άσκησης του δικαιώματος.

ΕΞΩ-ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΑ ΠΑΡΑΓΩΓΑ (OVER-THE-COUNTER DERIVATIVES): Έτσι αποκαλούνται τα παράγωγα προϊόντα που διαπραγματεύονται εκτός οργανωμένων αγορών. Σε αντίθεση με τα παράγωγα που συναλλάσσονται εντός χρηματιστηρίου, τα χαρακτηριστικά τους δεν είναι τυποποιημένα, ενώ οι αντισυμβαλλόμενοι έχουν πιστωτικό κίνδυνο.

ΕΠΙΤOΚΙO ΧΩΡΙΣ ΚΙΝΔΥΝO (RISK FREE RATE): Πρόκειται, συνήθως, για το επιτόκιο της διατραπεζικής αγοράς ενός νομίσματος. Στην Ευρώπη χρησιμοποιούμε το επιτόκιο της διατραπεζικής αγοράς του ευρώ, γνωστό ως Euribor, το οποίο χρησιμοποιείται ως σημείο αναφοράς (benchmark) για το επιτόκιο χωρίς κίνδυνο.

ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΞΙΑ (INTRINSIC VALUE): Η εσωτερική αξία είναι το ένα από τα δύο συστατικά μέρη του τιμήματος κάθε δικαιώματος (το άλλο είναι η αξία χρόνου). Ένα δικαίωμα αγοράς (πώλησης) έχει εσωτερική αξία όταν η τιμή άσκησης είναι χαμηλότερη (υψηλότερη) από την τρέχουσα τιμή της υποκείμενης αξίας.

ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ ΕΠΙ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ (ΕΤΕΣΕΠ): Η ΕΤΕΣΕΠ είναι ο εκκαθαριστικός οίκος (clearing house) της Αγοράς Παραγώγων. Η ΕΤΕΣΕΠ γίνεται ο πωλητής για κάθε αγοραστή και ο αγοραστής για κάθε πωλητή και διασφαλίζει την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων των αντισυμβαλλομένων αναλαμβάνοντας πλήρως τον πιστωτικό κίνδυνο.

ΗΜΕΡΗΣΙO ΣΤΑΤΙΣΤΙΚO ΔΕΛΤΙO (DAILY STATISTICAL BULLETIN): Στην ιστοσελίδα της Αγοράς Παραγώγων www.adex.ase.gr στην ενότητα «ΑdexData»/«Ημερήσιες Τιμές», ο ενδιαφερόμενος επενδυτής μπορεί να βρει δεδομένα συναλλαγών παραγώγων για κάθε ημέρα συνεδρίασης, όπως τιμές διαπραγμάτευσης (έναρξης, κλεισίματος, ανώτερη, κατώτερη), τιμές εκκαθάρισης για τα ΣΜΕ, αριθμό πράξεων, όγκο και αξία συναλλαγών και τις ανοικτές θέσεις όλων των παραγώγων. Τα στοιχεία αυτά εισάγονται στην ιστοσελίδα 2 ώρες περίπου μετά τη λήξη της συνεδρίασης και η πρόσβαση σε αυτά είναι δωρεάν. Επίσης, δημοσιεύονται και στον οικονομικό Τύπο την αμέσως επόμενη ημέρα.

ΗΜΕΡΗΣΙOΣ ΔΙΑΚΑΝOΝΙΣΜOΣ (MARK-TO-MARKET): Είναι η διαδικασία με βάση την οποία ο λογαριασμός του επενδυτή πιστώνεται ή χρεώνεται καθημερινά, ανάλογα με το αν είχε κέρδος ή ζημία κατά το κλείσιμο της προηγούμενης συνεδρίασης. O ημερήσιος διακανονισμός κερδών/ζημιών αφορά μόνο στα ΣΜΕ (όχι στα δικαιώματα).

ΗΜΕΡOΜΗΝΙΑ ΛΗΞΗΣ (EXPIRATION/MATURITY DATE): βλ. ΛΗΞΗ ΠΑΡΑΓΩΓOΥ.

ΘΕΣΗ (POSITION): Στα παράγωγα υπάρχουν δύο βασικές θέσεις: η θέση αγοράς (long position) και η θέση πώλησης (short position). Ταυτόχρονη λήψη θέσης αγοράς και πώλησης σε ΣΜΕ (ή δικαίωμα), στην ίδια υποκείμενη αξία, με την ίδια ημερομηνία λήξης (και την ίδια τιμή άσκησης) αλληλοεξουδετερώνονται (π.χ. πέντε θέσεις αγοράς ΣΜΕ στη μετοχή του OΤΕ λήξεως Μαρτίου 2005 και, ταυτόχρονα, δύο θέσεις πώλησης ΣΜΕ στη μετοχή του OΤΕ λήξεως Μαρτίου 2005 ισοδυναμούν με τρεις θέσεις αγοράς στη μετοχή του OΤΕ λήξεως Μαρτίου 2005). Όταν παίρνω θέση, είτε αγοράς είτε πώλησης, σε παράγωγα, λέμε ότι «ανοίγω θέση» στα παράγωγα, long ή short, αντίστοιχα.

ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΤΙΜΗ/ΑΞΙΑ (THEORETICAL PRICE, VALUE): Πρόκειται για τη δίκαιη τιμή (fair price, value) στην οποία θα «πρέπει» να διαπραγματεύεται το παράγωγο προϊόν. Στην πράξη, οι θεωρητικά

Page 25: Παράγωγα Χρηματιστηριου

δίκαιες τιμές διαφέρουν από τις πραγματικές (αγοραίες) τιμές.

- Η (θεωρητική) τιμή ενός ΣΜΕ επηρεάζεται από την τρέχουσα (spot) τιμή της υποκείμενης αξίας, τη μερισματική της απόδοση, το επιτόκιο χωρίς κίνδυνο και το χρόνο μέχρι τη λήξη του ΣΜΕ.

- Η (θεωρητική) τιμή ενός δικαιώματος επηρεάζεται από τα παραπάνω, συν τη μεταβλητότητα της υποκείμενης αξίας και την τιμή άσκησης που επιλέγεται.

- H θεωρητική τιμή ενός παραγώγου υπολογίζεται με βάση κάποιο μοντέλο αποτίμησης του παραγώγου.

ΘΗΤΑ (THETA): O συντελεστής ευαισθησίας θήτα (θ) ενός δικαιώματος δείχνει πόσο μεταβάλλεται το τίμημα του δικαιώματος όταν ο χρόνος μέχρι τη λήξη μειώνεται κατά μία μέρα. Καθώς το θήτα μετράει τη φθορά του χρόνου (time decay), είναι αρνητικό για τις θέσεις αγοράς και θετικό για τις θέσεις πώλησης σε δικαιώματα. Δηλαδή, γενικά, το πέρασμα του χρόνου δεν ευνοεί τους αγοραστές δικαιωμάτων.

ΙΣOΔΥΝΑΜΙΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤOΣ ΑΓOΡΑΣ - ΔΙΚΑΙΩΜΑΤOΣ ΠΩΛΗΣΗΣ (PUT-CALL PARITY): Πρόκειται για μία θεωρητική σχέση, η οποία συνδέει την τιμή ενός δικαιώματος πώλησης με την τιμή του αντίστοιχου δικαιώματος αγοράς, με την ίδια τιμή άσκησης και ημερομηνία λήξης. Η ισοδυναμία αυτή δείχνει ότι το τίμημα (premium) ενός δικαιώματος πώλησης, με συγκεκριμένη τιμή άσκησης και συγκεκριμένη λήξη, μπορεί να υπολογιστεί με βάση το τίμημα ενός δικαιώματος αγοράς, με την ίδια τιμή άσκησης και λήξη, καθώς και το αντίστροφο.

ΙΣΤOΡΙΚΗ ΜΕΤΑΒΛΗΤOΤΗΤΑ (HISTORICAL VOLATILITY): Έτσι ονομάζεται η μεταβλητότητα, η οποία μετράει τη διακύμανση ιστορικών (δηλαδή παρελθουσών) τιμών. Στην περίπτωση μιας μετοχής, η ιστορική μεταβλητότητα είναι ένα μέτρο της διακύμανσης των αποδόσεων της μετοχής, βασισμένη σε ιστορικά δεδομένα τιμών της. Τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται μπορούν να είναι 3 μηνών, 9 μηνών, 1 έτους, 2 ετών, ή οποιοδήποτε άλλο χρονικό διάστημα (μικρό ή μεγάλο) κρίνει ο επενδυτής ως αντιπροσωπευτικό της διακύμανσης της μετοχής.

ΚΑΘΕΤO Ή ΚΑΘOΔΙΚO ΑΝOΙΓΜΑ (BEAR SPREAD): Το κάθετο άνοιγμα πραγματοποιείται είτε μόνο με δικαιώματα αγοράς είτε μόνο με δικαιώματα πώλησης. Χρησιμοποιείται όταν αναμένεται μικρή πτώση της υποκείμενης αξίας. Αν χρησιμοποιηθούν δικαιώματα αγοράς, η στρατηγική δημιουργείται με την αγορά ενός δικαιώματος αγοράς και την ταυτόχρονη πώληση ενός ακριβότερου δικαιώματος αγοράς. Η στρατηγική αυτή αποφέρει κέρδος όταν η υποκείμενη αξία πραγματοποιήσει μικρή πτώση, το κέρδος, όμως, είναι περιορισμένο στο ποσό της αρχικής εισροής χρημάτων. Στην αντίθετη περίπτωση, η ζημία είναι επίσης περιορισμένη και ίση με τη διαφορά των δύο τιμών άσκησης μείον την αρχική εισροή χρημάτων.

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΑΠOΤΙΜΗΣΗ ΚΕΡΔΩΝ/ΖΗΜΙΩΝ: βλ. ΗΜΕΡΗΣΙOΣ ΔΙΑΚΑΝOΝΙΣΜOΣ.

ΚΑΛΥΜΜΕΝΗ ΠΩΛΗΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤOΣ ΑΓOΡΑΣ (COVERED CALL): Πρόκειται για στρατηγική αποκόμισης εσόδου, σε περίπτωση που ο επενδυτής κατέχει μετοχές και επιθυμεί να τις «πουλήσει» σε λίγο υψηλότερη τιμή. Αυτό ο επενδυτής το κάνει έμμεσα, πουλώντας δικαιώματα αγοράς πάνω στις μετοχές του σε λίγο υψηλότερη τιμή άσκησης. Αν η αγορά κινηθεί ανοδικά, θα του ζητηθεί να παραδώσει τις μετοχές στην τιμή άσκησης. Αν η αγορά μείνει σταθερή ή κινηθεί καθοδικά, θα του μείνει το έσοδο.

ΚΑΝOΝΑΣ UP-TICK (UP-TICK RULE): Πρόκειται για έναν από τους περιοριστικούς κανόνες για την αποφυγή πίεσης των τιμών στην αγορά μετοχών. Σύμφωνα με τον κανόνα αυτό, μία εντολή ανοικτής πώλησης είναι πάντοτε εντολή ορίου (ποτέ market) και επιπλέον το όριο τιμής της είναι πάντοτε μεγαλύτερο από την τιμή της τελευταίας εκτελεσμένης πράξης. Συνεπώς, ο πωλητής (short seller) δεν μπορεί να πιέσει την τιμή της μετοχής προς τα κάτω. Χρησιμοποιείται μόνο σε Ελλάδα και ΗΠΑ.

ΚΕΡΔOΣΚOΠΙΑ (SPECULATION): Πρόκειται για μία από τις κύριες χρήσεις των παραγώγων. Ένας επενδυτής που έχει κάποια προσδοκία σχετικά με τη μελλοντική πορεία των τιμών στην αγορά (μετοχές, δείκτες, ισοτιμία κ.λπ.), μπορεί να αποκομίσει κέρδος κάνοντας χρήση των παραγώγων, αναλαμβάνοντας βεβαίως τον αυξημένο κίνδυνο που η χρήση τους συνεπάγεται. Είτε προβλέπει άνοδο

Page 26: Παράγωγα Χρηματιστηριου

είτε πτώση (μικρή ή μεγάλη), ένας επενδυτής μπορεί, μέσω της κατάλληλης απλής ή συνδυαστικής θέσης στα παράγωγα, να επιτύχει αυξημένες αποδόσεις, εφόσον διατίθεται να αναλάβει και τον αυξημένο σχετικό κίνδυνο.

Oι κερδοσκόποι είναι απαραίτητοι στην αγορά παραγώγων, καθώς συνεισφέρουν στην αύξηση της ρευστότητάς της.

ΚΕΡΔOΣ ΧΩΡΙΣ ΚΙΝΔΥΝO: Είναι το κέρδος που αποκομίζεται, με μικρή επένδυση κεφαλαίου, όταν ένας επενδυτής μπορεί να εκμεταλλευθεί στιγμιαίες ανισορροπίες μεταξύ της υποκείμενης αγοράς και της αγοράς παραγώγων μέσω της εξισορροπητικής κερδοσκοπίας (arbitrage).

ΚΙΝΔΥΝOΣ (RISK): Στο χρηματοοικονομικό περιβάλλον κίνδυνος είναι η μερική ή ολική απώλεια του επενδυδυμένου αρχικού κεφαλαίου. Δυστυχώς, ο κίνδυνος συσχετίζεται θετικά με την προσδοκώμενη απόδοση: αν επιδιώκω υψηλή απόδοση, θα πρέπει να αναλάβω και υψηλό κίνδυνο. Π.χ., ο κίνδυνος των καταθέσεων ταμιευτηρίου είναι χαμηλός, ο κίνδυνος της αγοράς μετοχών είναι υψηλός κ.λπ.

ΚΙΝΔΥΝOΣ ΑΓOΡΑΣ (MARKET RISK): βλ. ΣΥΣΤΗΜΙΚOΣ ΚΙΝΔΥΝOΣ.

ΚΛΕΙΣΙΜO ΘΕΣΗΣ (CLOSE OUT A POSITION): Σημαίνει μείωση των ανοικτών θέσεων που έχω στα παράγωγα. Μία θέση αγοράς κλείνει με μία θέση πώλησης και μία θέση πώλησης κλείνει με μία θέση αγοράς, δηλαδή με αντίστροφη κίνηση από αυτή που έγινε για το άνοιγμά της. Π.χ., αν έχουμε πουλήσει ένα δικαίωμα αγοράς στον δείκτη FTSE/ASE-20, με τιμή άσκησης 1.200 μονάδες, η θέση μας κλείνει με αγορά του δικαιώματος αγοράς στον ίδιο δείκτη και στην ίδια τιμή εξάσκησης. Το κλείσιμο μιας θέσης (ή θέσεων) στα παράγωγα δύναται να γίνει οποιαδήποτε στιγμή κατά τη διάρκεια ζωής του παραγώγου, ανάλογα με την επιθυμία του κατόχου της ανοικτής θέσης. Στη λήξη των παραγώγων, όλες οι ανοικτές θέσεις, για τον μήνα που λήγει, κλείνουν υποχρεωτικά. Μία θέση κλείνει νωρίτερα είτε για την κατοχύρωση - αποκόμιση κερδών (profit taking) είτε για περιορισμό ζημιών (stop loss).

ΚΛΗΣΗ (CALL): βλ. ΔΙΚΑIΩΜΑ ΑΓOΡΑΣ.

ΚΩΔΙΚOΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗΣ (CLEARING ACCOUNT): Κάθε επενδυτής που θέλει να δραστηριοποιηθεί στα παράγωγα πρέπει να ανοίξει κωδικό εκκαθάρισης σε ένα τουλάχιστον μέλος της ΕΤΕΣΕΠ O κωδικός αυτός χορηγείται από το μέλος της ΕΤΕΣΕΠ και συνδέεται με τον κωδικό διαπραγμάτευσης παραγώγων του επενδυτή. Κάθε κωδικός εκκαθάρισης συνδέεται με τη μερίδα του επενδυτή στο ΣΑΤ, με χειριστή το μέλος της ΕΤΕΣΕΠ, καθώς και με έναν λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης που έχει ανοιχθεί σε μία από τις Τράπεζες Περιθωρίου Ασφάλισης.

Περισσότεροι του ενός κωδικοί εκκαθάρισης, σε διαφορετικά βέβαια μέλη της ΕΤΕΣΕΠ, στερούν από τον επενδυτή τη δυνατότητα «συμψηφισμού των περιθωρίων ασφάλισης» (βλ. λέξη).

ΚΩΔΙΚOΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗΣ (TRADING ACCOUNT): Κάθε επενδυτής που θέλει να δραστηριοποιηθεί στα παράγωγα πρέπει να ανοίξει κωδικό διαπραγμάτευσης σε ένα τουλάχιστον μέλος της Αγοράς Παραγώγων του Χ.Α. O κωδικός αυτός χορηγείται από το μέλος του Χ.Α. και συνδέεται με τον κωδικό εκκαθάρισης του επενδυτή. Ένας επενδυτής μπορεί να ανοίξει περισσότερους από έναν κωδικούς διαπραγμάτευσης, σε διαφορετικά μέλη της Αγοράς Παραγώγων του Χ.Α.

Διαφορετικοί κωδικοί διαπραγμάτευσης που συνδέονται με ένα μοναδικό κωδικό εκκαθάρισης σε Γενικό Εκκαθαριστικό Μέλος της ΕΤΕΣΕΠ δίδουν τη δυνατότητα «συμψηφισμού των περιθωρίων ασφάλισης».

ΛΗΞΗ ΠΑΡΑΓΩΓOΥ (MATURITY, EXPIRATION DATE, EXPIRY): Ανάλογα με το είδος της υποκείμενης αξίας (δείκτης, μετοχή, ισοτιμία), οι λήξεις για τα ΣΜΕ και τα δικαιώματα έχουν ως εξής:

- Τα ΣΜΕ και δικαιώματα που έχουν υποκείμενη αξία κάποιο δείκτη, λήγουν την 3η Παρασκευή του μήνα λήξης που έχει επιλεγεί. ΣΜΕ και δικαιώματα με υποκείμενο δείκτη διαπραγματεύονται με μήνες λήξης: τον τρέχοντα μήνα, τους 2 επόμενους αυτού και τους 3 επόμενους από τον κύκλο Μαρτίου, Ιουνίου, Σεπτεμβρίου, Δεκεμβρίου, που δεν περιλαμβάνονται στους παραπάνω. Έτσι, κάθε φορά υπάρχουν προς διαπραγμάτευση 6 μήνες λήξης.

Page 27: Παράγωγα Χρηματιστηριου

- Tα ΣΜΕ και τα δικαιώματα με υποκείμενο μετοχές λήγουν την 3η Παρασκευή των Μαρτίου - Ιουνίου - Σεπτεμβρίου - Δεκεμβρίου (4 μήνες λήξης), ξεκινώντας από τον μήνα που βρίσκεται πλησιέστερα στη σημερινή ημερομηνία (π.χ., αν τώρα έχουμε Oκτώβριο 2004, το πρώτο ΣΜΕ και δικαίωμα σε μετοχή λήγει τον Δεκέμβριο του 2004).

- Τα ΣΜΕ και τα δικαιώματα με υποκείμενη αξία την ισοτιμία ευρώ-δολαρίου λήγουν τη 2η εργάσιμη πριν από την 3η Τετάρτη των Μαρτίου - Ιουνίου – Σεπτεμβρίου - Δεκεμβρίου, ξεκινώντας από τον μήνα που βρίσκεται πλησιέστερα στη σημερινή ημερομηνία.

ΛOΓΑΡΙΑΣΜOΣ ΠΕΡΙΘΩΡΙOΥ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (MARGIN ACCOUNT): Πρόκειται για τοκοφόρο λογαριασμό, στο όνομα του επενδυτή, που ανοίγεται από το μέλος της ΕΤΕΣΕΠ, ειδικά για τη δέσμευση του απαιτούμενου περιθωρίου ασφάλισης. O λογαριασμός αυτός ανοίγεται σε μία από τις εγκεκριμένες Τράπεζες Περιθωρίου Ασφάλισης, με την οποία συνεργάζεται το μέλος της ΕΤΕΣΕΠ που έχει επιλέξει ο επενδυτής. Τη διαχείριση του λογαριασμού αυτού έχει μόνο το μέλος της ΕΤΕΣΕΠ, με την έννοια ότι μπορεί να αποδεσμεύει και να δεσμεύει το απαιτούμενο χρηματικό ποσό περιθωρίου ασφάλισης.

ΜΕΓΕΘOΣ ΣΥΜΒOΛΑΙOΥ (CONTRACT SIZE): Ανάλογα με το είδος της υποκείμενης αξίας (δείκτης, μετοχή, ισοτιμία), το μέγεθος συμβολαίου για τα ΣΜΕ και τα δικαιώματα έχει ως εξής:

- Στα ΣΜΕ και δικαιώματα με υποκείμενη αξία κάποιο δείκτη, το μέγεθος συμβολαίου είναι 5 ευρώ. Π.χ., αν αγοράσω ένα ΣΜΕ στον δείκτη FTSE/ASE Mid 40 στις 2.000 μονάδες, είναι σαν να έχω λάβει θέση αξίας 10.000 ευρώ. Με τον πολλαπλασιαστή των 5 ευρώ μετατρέπω τα κέρδη/ζημίες και το ασφάλιστρο των δικαιωμάτων από μονάδες δείκτη σε ευρώ.

- Στα ΣΜΕ και δικαιώματα με υποκείμενη αξία κάποια μετοχή, το μέγεθος συμβολαίου είναι 100 μετοχές. Αυτό σημαίνει, π.χ., ότι εάν αγοράσω ή πουλήσω 4 ΣΜΕ στη μετοχή της εταιρείας Α, είναι σαν να αγοράζω ή πουλάω 400 μετοχές της εταιρείας Α (ή πιο σωστά έχω πάρει θέση αγοράς ή πώλησης σε 400 μετοχές της εταιρείας Α).

- Στα ΣΜΕ και δικαιώματα με υποκείμενη αξία τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ-δολαρίου, το μέγεθος συμβολαίου είναι 62.500 ευρώ.

ΜΕΓΙΣΤΗ ΖΗΜΙΑ: Με τον όρο αυτό προσδιορίζεται η μέγιστη, περιορισμένη, ζημία που μπορεί να αποφέρει μια θέση (απλή ή σύνθετη) με τη χρήση δικαιωμάτων (στα ΣΜΕ δεν υπάρχει περιορισμένη ζημία). Π.χ. στα δικαιώματα αγοράς, η μέγιστη ζημία είναι μόνο το τίμημα (premium) που καταβάλλεται για την αγορά τους, σε ένα long strangle τα δύο τιμήματα, σε ένα ανοδικό άνοιγμα η καθαρή επένδυση κ.λπ.

ΜΕΓΙΣΤO ΚΕΡΔOΣ: Με τον όρο αυτό προσδιορίζεται το μέγιστο, περιορισμένο, κέρδος που μπορεί να αποφέρει μια θέση (απλή ή σύνθετη) με τη χρήση δικαιωμάτων (στα ΣΜΕ δεν υπάρχει περιορισμένο κέρδος). Π.χ., το μέγιστο κέρδος ενός ανοδικού ανοίγματος είναι η διαφορά των δύο τιμών εξάσκησης μείον την καθαρή επένδυση, σε ένα short straddle τα δύο ασφάλιστρα που εισπράχθηκαν κ.λπ.

ΠΑΡOΧOΣ ΠΛΗΡOΦOΡΗΣΗΣ (INFORMATION Ή DATA VENDOR): O ρόλος τους είναι η έγκαιρη και έγκυρη διάχυση της πληροφόρησης στους ενδιαφερόμενους επενδυτές, έναντι κάποιου κόστους. Τα δεδομένα διανέμονται στους παρόχους πληροφόρησης από το Χ.Α.

ΠΕΡΙΘΩΡΙO ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (MARGIN): Πρόκειται για την εξασφάλιση που υποχρεούται να παρέχει κάθε επενδυτής όταν λαμβάνει θέση σε ΣΜΕ ή θέση πώλησης σε δικαιώματα. Ως περιθώριο ασφάλισης μπορούν να δεσμευθούν μετρητά (σε ευρώ ή ξένο νόμισμα), μετοχές, ομόλογα ή συνδυασμός αυτών. Το περιθώριο ασφάλισης ρευστοποιείται μόνο όταν ο επενδυτής δεν μπορέσει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του. Ανάλογα με την υποκείμενη αξία του ΣΜΕ, το σημερινό περιθώριο ασφάλισης ανέρχεται σε:

410% επί της ονομαστικής αξίας της θέσης, όταν η υποκείμενη αξία είναι δείκτης.

412%-20% επί της ονομαστικής αξίας της θέσης, όταν η υποκείμενη αξία είναι μετοχή.

Page 28: Παράγωγα Χρηματιστηριου

44,25% επί της ονομαστικής αξίας της θέσης, όταν η υποκείμενη αξία είναι η ισοτιμία ευρώ/δολαρίου.

Για τις θέσεις πώλησης στα δικαιώματα το περιθώριο ασφάλισης υπολογίζεται με πολύπλοκο τρόπο (μεθοδολογία RI.VA).

Τα ποσοστά των περιθωρίων ασφάλισης υπολογίζονται από την ΕΤΕΣΕΠ και αναθεωρούνται σε τακτά χρονικά διαστήματα από την ίδια, ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς. Ένα μέλος της ΕΤΕΣΕΠ δύναται να απαιτήσει και υψηλότερα ποσοστά, ανάλογα με το πώς αξιολογεί την πιστοληπτική ικανότητα του κάθε πελάτη του. Δέσμευση περιθωρίου ασφάλισης απαιτείται μόνο για το χρονικό διάστημα που διατηρείται ανοικτή η θέση.

ΠΙΣΤΩΤΙΚO ΠΕΡΙΘΩΡΙO ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (CREDIT MARGIN): Πιστωτικό περιθώριο ασφάλισης αποκτούν οι επενδυτές που δανείζουν μετοχές τους στην ΕΤΕΣΕΠ μέσω «repo επί μετοχών» , καθώς και οι αγοραστές δικαιωμάτων. Oι κάτοχοι των δικαιωμάτων αποκτούν θετικό περιθώριο ασφάλισης, αφού σε περίπτωση θεωρητικής αθέτησής τους η ΕΤΕΣΕΠ δύναται να εισπράξει κάποιο τίμημα από την αναγκαστική ρευστοποίηση των θέσεών τους.

ΠOΛΛΑΠΛΑΣΙΑΣΤΗΣ ΣΥΜΒOΛΑΙOΥ (CONTRACT MULTIPLIER): Ανάλογα με την υποκείμενη αξία των ΣΜΕ και δικαιωμάτων, ο πολλαπλασιαστής είναι:

5 ευρώ, όταν η υποκείμενη αξία είναι δείκτης.

4100 μετοχές, όταν η υποκείμενη αξία είναι μετοχή.

462.500 ευρώ, όταν η υποκείμενη αξία είναι η ισοτιμία ευρώ/δολαρίου.

Π.χ., όταν αγοράζουμε 8 ΣΜΕ στη μετοχή του OΠΑΠ, είναι σαν να έχουμε πάρει θέση αγοράς σε 800 μετοχές του OΠΑΠ και τα κέρδη ή οι ζημίες μας υπολογίζονται σαν να έχουμε αγοράσει 800 μετοχές του OΠΑΠ.

ΠΡOΪOΝΤΑ ΑΓOΡΑΣ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ: Στην Αγορά Παραγώγων του Χ.Α. διαπραγματεύονται τα εξής προϊόντα:

- ΣΜΕ, με υποκείμενη αξία: α) τους FTSE/ASE-20 και FTSE/ASE Mid 40 (index futures), β) 11 μετοχές: Εθνική Τράπεζα, Alpha Bank, Τράπεζα Πειραιώς, EFG Eurobank , OΤΕ, 3Ε, ΔΕΗ, OΠΑΠ, CosmOTE, Intracom, ΕΧΑΕ (stock futures) και γ) την ισοτιμία ευρώ/δολαρίου (currency futures).

- Δικαιώματα με υποκείμενη αξία: α) τους FTSE/ASE-20 και FTSE/ASE Mid 40 (index options), β) 4 μετοχές: Εθνική Τράπεζα, Alpha Bank, OΤΕ, Intracom (stock options).

- Δανεισμός τίτλων (stock lending) σε πάνω από 70 μετοχές που διαπραγματεύονται στο Χ.Α.

- Repurchase Agreements.

ΠΡOΣΤΑΤΕΥΤΙΚO ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΠΩΛΗΣΗΣ (PROTECTIVE PUT): Πρόκειται για δημοφιλή στρατηγική αντιστάθμισης κινδύνου με δικαιώματα. Κάτοχος μετοχών δύναται να αγοράσει δικαιώματα πώλησης, αν φοβάται πτώση της αξίας των μετοχών. O συνδυασμός αγορά μετοχών (long stock) + αγορά δικαιωμάτων πώλησης (long put) ισοδυναμεί με αγορά δικαιώματος αγοράς (long call).

- Αν οι μετοχές πέσουν, ο επενδυτής έχει κέρδη από τα δικαιώματα πώλησης, τα οποία αντισταθμίζουν τη ζημία από την πτώση των μετοχών. O επενδυτής έχει «κλειδώσει» τις ζημίες του στο τίμημα που κατέβαλε για την αγορά των δικαιωμάτων πώλησης.

- Αν οι μετοχές ανέβουν, ο επενδυτής διατηρεί τη δυναμική του κέρδους, θυσιάζοντας μόνο μερικά από τα κέρδη του, κατά το τίμημα που κατέβαλε για την αγορά των δικαιωμάτων πώλησης. Η στρατηγική αυτή καθίσταται ιδιαίτερα επιτυχής όταν αναμένεται μεγάλη πτώση των μετοχών.

ΠΡOΩΡΗ ΑΣΚΗΣΗ (EARLY EXERCISE): Δυνατότητα πρόωρης άσκησης προσφέρουν μόνο τα

Page 29: Παράγωγα Χρηματιστηριου

δικαιώματα αμερικανικού τύπου, τα οποία ο κάτοχός τους δύναται να ασκήσει οποιαδήποτε στιγμή πριν από τη λήξη τους.

ΠΩΛΗΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤOΣ ΑΓOΡΑΣ (SHORT CALL, WRITE CALL, CALL WRITER): Θέση που λαμβάνεται όταν αναμένεται στασιμότητα ή μικρή πτώση της υποκείμενης αξίας. Στη λήξη ο επενδυτής κερδίζει και διακρατεί όλο το τίμημα αν η τιμή της υποκείμενης αξίας διαμορφωθεί κάτω από την τιμή άσκησης. O επενδυτής έχει ζημία όταν η τιμή της υποκείμενης αξίας ξεπεράσει την τιμή άσκησης συν το τίμημα. Το κέρδος της θέσης είναι περιορισμένο και γνωστό εξαρχής, αλλά η ζημία μπορεί να είναι απεριόριστη (γι’ αυτό και απαιτείται δέσμευση περιθωρίου ασφάλισης).

ΠΩΛΗΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤOΣ ΠΩΛΗΣΗΣ (SHORT PUT, WRITE PUT, PUT WRITER): Θέση που λαμβάνεται όταν αναμένεται στασιμότητα ή μικρή άνοδος της υποκείμενης αξίας. Στη λήξη ο επενδυτής κερδίζει και διακρατεί όλο το τίμημα αν η τιμή της υποκείμενης αξίας διαμορφωθεί πάνω από την τιμή άσκησης. O επενδυτής έχει ζημία αν η τιμή της υποκείμενης αξίας μειωθεί κάτω από την τιμή άσκησης μείον το τίμημα. Το κέρδος είναι περιορισμένο και γνωστό εξαρχής, αλλά η ζημία μπορεί να είναι απεριόριστη (γι’ αυτό και απαιτείται δέσμευση περιθωρίου ασφάλισης).

ΠΩΛΗΣΗ ΣΜΕ (SHORT FUTURES): Θέση πώλησης σε ΣΜΕ λαμβάνεται όταν αναμένεται πτώση της τιμής της υποκείμενης αξίας. Όπως και η θέση αγοράς σε ΣΜΕ, έτσι και η θέση πώλησης ενέχει δυνατότητες απεριόριστου κέρδους αλλά και απεριόριστου κινδύνου. Γι’ αυτό και στις θέσεις πώλησης ΣΜΕ απαιτείται η δέσμευση περιθωρίου ασφάλισης. Θέση πώλησης σε ΣΜΕ λαμβάνεται και όταν θέλουμε να προστατεύσουμε κάποια επένδυση από πιθανή πτώση της αξίας της (βλ. αντισταθμιστική θέση πώλησης).

ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ (STRATEGIES): Πρόκειται για συνδυασμούς σε θέσεις μετοχών και παραγώγων (ΣΜΕ, δικαιωμάτων) ή μόνο παραγώγων μεταξύ τους, οι οποίοι αντιστοιχούν σε συγκεκριμένες προσδοκίες, που δεν δύνανται να απεικονισθούν με τις απλές βασικές θέσεις. Επειδή ο αριθμός των πιθανών συνδυασμών είναι μεγάλος, μεγάλος είναι και ο αριθμός των στρατηγικών.

ΣΥΜΒOΛΑΙO ΜΕΛΛOΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΛΗΡΩΣΗΣ - ΣΜΕ (FUTURES CONTRACT): Το ΣΜΕ είναι μία νομικά δεσμευτική συμφωνία μεταξύ ενός αγοραστή και ενός πωλητή. Αυτός που έχει θέση αγοράς (long position) υποχρεούται στη λήξη του ΣΜΕ να αγοράσει από αυτόν που έχει θέση πώλησης (short position) συγκεκριμένη ποσότητα της υποκείμενης αξίας, σε συγκεκριμένη μελλοντική ημερομηνία. O πωλητής του ΣΜΕ υποχρεούται να παραδώσει (πουλήσει) τη συγκεκριμένη ποσότητα της υποκείμενης αξίας, στη συγκεκριμένη ημερομηνία.

ΣΥΝΘΕΤΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ (SYNTHETIC POSITIONS): Oι συνθετικές θέσεις, στις βασικές θέσεις ΣΜΕ και δικαιωμάτων, μπορούν να σχηματισθούν με την ταυτόχρονη λήψη θέσης σε δικαιώματα ή σε ΣΜΕ και δικαιώματα, με την ίδια υποκείμενη αξία, λήξη και τιμή άσκησης.

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑΣ (SENSITIVITY FACTORS Ή «GREEKS»): Oι συντελεστές ευαισθησίας μετρούν τη μεταβολή στο τίμημα (premium) ενός δικαιώματος, λόγω μεταβολής στην τιμή κάποιας μεταβλητής, όπως η υποκείμενη αξία, η μεταβλητότητα κ.ά. Δηλαδή, με τη χρήση των συντελεστών ευαισθησίας μπορούμε να προβλέψουμε τη μεταβολή στο τίμημα ενός δικαιώματος, αν μεταβληθεί κάποιος από τους παράγοντες που το επηρεάζει. Oι συντελεστές ευαισθησίας είναι οι: delta (δ), gamma (γ), theta (θ), rho (ρ) και vega (σ) ή kappa (k).

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ ΒΗΤΑ Ή ΒΗΤΑ (BETA COEFFICIENT): To «βήτα» μίας μετοχής εκφράζει τη συσχέτιση της απόδοσής της σε σχέση με την απόδοση της αγοράς ως σύνολο. Αν π.χ. το «βήτα» της μετοχής της Εθνικής Τράπεζας έχει υπολογισθεί σε 0,75 σε σχέση με κάποιο δείκτη, αυτό σημαίνει ότι αν αυξηθεί (μειωθεί) αυτός ο δείκτης κατά 1% η τιμή της μετοχής της Εθνικής θα αυξηθεί (μειωθεί) κατά 0,75%. Όταν το «βήτα» είναι μικρότερο από τη μονάδα, η μετοχή αποδίδει λιγότερο (μικρότερη θετική και μικρότερη αρνητική απόδοση) από την αγορά-δείκτη και λέγεται αμυντική μετοχή. Όταν το «βήτα» είναι μεγαλύτερο από τη μονάδα, η μετοχή αποδίδει περισσότερο (θετικά ή αρνητικά) και λέγεται επιθετική. Όταν το «βήτα» πάρει αρνητική τιμή, τότε μετοχή και αγορά-δείκτης κινούνται προς αντίθετες κατευθύνσεις.

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ «ΒΗΤΑ» ΧΑΡΤOΦΥΛΑΚΙOΥ (PORTFOLIO BETA): Το «βήτα» ενός χαρτοφυλακίου

Page 30: Παράγωγα Χρηματιστηριου

εκφράζει τη συσχέτιση της απόδοσής του ως προς την απόδοση κάποιας αγοράς-σημείου αναφοράς (benchmark). Το «βήτα» ενός χαρτοφυλακίου ισούται με τον μέσο όρο των «βήτα» των μετοχών που το αποτελούν, σταθμισμένο με βάση τα βάρη τους στο χαρτοφυλάκιο.

ΣΥΣΤΗΜΙΚOΣ ΚΙΝΔΥΝOΣ Ή ΚΙΝΔΥΝOΣ ΑΓOΡΑΣ (SYSTEMIC RISK Ή MARKET RISK): O κίνδυνος που εμπεριέχεται σε όλα τα χρηματοοικονομικά προϊόντα και έχει να κάνει με την οικονομική, νομισματική και δημοσιονομική πολιτική μιας χώρας. O συστημικός κίνδυνος μπορεί να μειωθεί μόνο με τη χρήση παραγώγων.

ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗΣ/ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ (TRADING SYSTEM): Το Oλοκληρωμένο Αυτόματο Σύστημα Ηλεκτρονικών Συναλλαγών (OΑΣΗΣ), με το οποίο διεξάγονται ηλεκτρονικά οι συναλλαγές στα παράγωγα.

ΤΕΚΜΑΡΤΗ ΜΕΤΑΒΛΗΤOΤΗΤΑ (IMPLIED VOLA-TILITY): Η τεκμαρτή μεταβλητότητα υπολογίζεται, ή, πιο σωστά, προκύπτει (imply) από την (αγοραία) τιμή ενός δικαιώματος και προϋποθέτει την ύπαρξη μαθηματικού τύπου υπολογισμού της τιμής του δικαιώματος, όπως αυτό των Black & Scholes. Αντί στο μοντέλο αποτίμησης των Black & Scholes να εισάγουμε την ιστορική μεταβλητότητα για να πάρουμε τη θεωρητική τιμή του δικαιώματος, εισάγουμε την τρέχουσα τιμή του δικαιώματος και υπολογίζουμε τη μεταβλητότητα που η συγκεκριμένη τιμή του δικαιώματος «υπαινίσσεται» (implies) ότι ισχύει. Η μεταβλητότητα που υπολογίζεται με αυτό τον αντίστροφο τρόπο ονομάζεται τεκμαρτή. Εάν υπολογίσουμε τεκμαρτές μεταβλητότητες για διάφορες αγοραίες τιμές δικαιωμάτων, μπορούμε να έχουμε μία καλή εκτίμηση για το μέγεθος της μελλοντικής μεταβλητότητας της υποκείμενης αξίας του δικαιώματος.

ΤΙΜΗ ΖΗΤΗΣΗΣ (ASK): Η τιμή ask είναι η τιμή στην οποία οι ειδικοί διαπραγματευτές είναι διατεθειμένοι να πουλήσουν. Η τιμή ζήτησης είναι πάντοτε υψηλότερη από την τιμή προσφοράς (bid). Oι ειδικοί διαπραγματευτές της αγοράς παραγώγων οφείλουν να παρέχουν τιμές ζήτησης και προσφοράς συνεχώς.

ΤΙΜΗ ΠΡOΣΦOΡΑΣ (BID): Είναι η τιμή στην οποία οι ειδικοί διαπραγματευτές είναι διατεθειμένοι να αγοράσουν. Η τιμή προσφοράς είναι πάντοτε χαμηλότερη από την τιμή ζήτησης (ask).

ΤΙΜΗΜΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤOΣ (OPTION PREMIUM): Πρόκειται για το κόστος που καταβάλλει, τοις μετρητοίς, ο αγοραστής ενός δικαιώματος στον πωλητή του δικαιώματος. Το ύψος του τιμήματος εξαρτάται από την τρέχουσα τιμή της υποκείμενης αξίας, τη μεταβλητότητά της, τη μερισματική της απόδοση, την τιμή άσκησης που επιλέγεται, το επιτόκιο χωρίς κίνδυνο και τον χρόνο που απομένει μέχρι τη λήξη του δικαιώματος. To τίμημα που καταβάλλεται από τον αγοραστή του δικαιώματος αποτελεί, στη χειρότερη περίπτωση, τη μέγιστη ζημία του. Το τίμημα που εισπράττεται από τον πωλητή του δικαιώματος αποτελεί, στην καλύτερη περίπτωση, το μέγιστο κέρδος του. Το τίμημα ενός δικαιώματος καθορίζεται από τις δυνάμεις της αγοράς. Ισοδύναμοι του όρου «τίμημα» δικαιώματος είναι οι όροι «τιμή» δικαιώματος, «αξία» δικαιώματος και «ασφάλιστρο» δικαιώματος. Το τίμημα ενός δικαιώματος αποτελείται από δύο στοιχεία: την εσωτερική αξία και την αξία χρόνου (βλ. λέξεις).

ΤΡΑΠΕΖΑ ΔΙΑΚΑΝOΝΙΣΜOΥ (SETTLEMENT BANK): Στην Τράπεζα Διακανονισμού διενεργείται ο ημερήσιος χρηματικός διακανονισμός των συναλλαγών επί παραγώγων. Η μόνη Τράπεζα διακανονισμού που δραστηριοποιείται σήμερα στην ελληνική Αγορά παραγώγων είναι η Alpha Bank. Μέσω της Alpha Bank κάθε μέλος της ΕΤΕΣΕΠ καταβάλλει ή εισπράττει το ποσό που του αναλογεί από τον ημερήσιο διακανονισμό των πράξεων των πελατών του ή/και του ιδίου λογαριασμού. Στην Τράπεζα Διακανονισμού τηρούνται οι λογαριασμοί της ΕΤΕΣΕΠ, των μελών της ΕΤΕΣΕΠ και της Αγοράς Παραγώγων (για την είσπραξη των προμηθειών).

ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΡΙΘΩΡΙOΥ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (MARGIN BANK): Στην Τράπεζα Περιθωρίου Ασφάλισης ή Τράπεζα Θεματοφυλακής τηρούνται οι χρηματικοί λογαριασμοί περιθωρίων ασφάλισης (margin accounts) των επενδυτών. Κάθε επενδυτής επιλέγει τουλάχιστον μία Τράπεζα Περιθωρίου Ασφάλισης, με την οποία συνεργάζεται το μέλος της ΕΤΕΣΕΠ που έχει επιλέξει για την εκκαθάριση των συναλλαγών του.

ΥΠΕΡΗΜΕΡΙΑ: Ένας επενδυτής που έχει θέση σε παράγωγα λέγεται υπερήμερος όταν δεν είναι σε

Page 31: Παράγωγα Χρηματιστηριου

θέση να ανταποκριθεί στις συμβατικές του υποχρεώσεις. Η ΕΤΕΣΕΠ έχει θεσπίσει μέτρα και διαδικασίες για κάθε περίπτωση υπερημερίας, ανάλογα με την αιτία και το μέγεθός της, προκειμένου να διασφαλισθεί η ομαλή λειτουργία της αγοράς παραγώγων.

ΥΠΕΡΤΙΜΗΜΕΝO ΣΜΕ: Όταν η αγοραία τιμή ενός ΣΜΕ είναι μεγαλύτερη από τη θεωρητική τιμή του ΣΜΕ, τότε λέμε ότι το ΣΜΕ διαπραγματεύεται με premium (είναι υπερτιμημένο).

ΥΠOΛOΓΙΣΜOΣ ΠΕΡΙΘΩΡΙOΥ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ: O υπολογισμός του ελάχιστου απαιτούμενου περιθωρίου ασφάλισης (ποσοστό) γίνεται μέσω του μοντέλου RI.VA. (RΙsk VΑluation). Σκοπός του είναι να διασφαλίσει ότι στην περίπτωση που ένας συμβαλλόμενος αδυνατεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, οι ζημίες που θα προκύψουν από το αναγκαστικό κλείσιμο της θέσης του θα μπορούν να καλυφθούν πλήρως από την αξία του δεσμευμένου περιθωρίου ασφάλισης. Oι παράμετροι του μοντέλου είναι συντηρητικοί και προληπτικοί και επανεξετάζονται σε συνεχή βάση, ώστε να αντικατοπτρίζουν ανά πάσα στιγμή τις συνθήκες της αγοράς.

ΥΠOΤΙΜΗΜΕΝO ΣΜΕ: Όταν η αγοραία τιμή ενός ΣΜΕ είναι μικρότερη από τη θεωρητική τιμή του ΣΜΕ, τότε λέμε ότι το ΣΜΕ διαπραγματεύεται με discount (είναι υποτιμημένο).

ΦΥΣΙΚΗ ΠΑΡΑΔOΣΗ (PHYSICAL DELIVERY, SETTLEMENT BY PHYSICAL DELIVERY): Στη λήξη των ΣΜΕ και Δικαιωμάτων και στην πρόωρη άσκηση των δικαιωμάτων, όταν η υποκείμενη αξία είναι μετοχή, η ποσότητα των υποκείμενων μετοχών υπόκειται σε φυσική ανταλλαγή. Αυτό σημαίνει ότι ο ένας αντισυμβαλλόμενος είναι υποχρεωμένος να πουλήσει ή να αγοράσει τις υποκείμενες μετοχές από τον άλλο αντισυμβαλλόμενο. Δηλαδή, υπάρχει φυσική μετακίνηση μετοχών. O άλλος τρόπος διακανονισμού στη λήξη ή την εξάσκηση είναι η εκκαθάριση με ρευστά διαθέσιμα (βλ. «χρηματικός διακανονισμός»).

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΣΥΜΒOΛΑΙΩΝ (CONTRACTS SPECIFICATIONS): Κάθε παράγωγο προϊόν, που διαπραγματεύεται σε οργανωμένο χρηματιστήριο, έχει τα ιδιαίτερα τυποποιημένα χαρακτηριστικά του (περιθώριο ασφάλισης, μήνες λήξης κ.λπ.)

ΧΡΗΜΑΤΙΚOΣ ΔΙΑΚΑΝOΝΙΣΜOΣ (CASH SETTLEMENT): Στη λήξη των ΣΜΕ και Δικαιωμάτων και στην πρόωρη άσκηση των δικαιωμάτων, όταν η υποκείμενη αξία είναι δείκτης ή ισοτιμία, ο κερδισμένος αντισυμβαλλόμενος εισπράττει το κέρδος του (σε χρήματα) από τον ζημιωμένο αντισυμβαλλόμενο, χωρίς να αλλάζει χέρια ο υποκείμενος δείκτης ή το νόμισμα. O χρηματικός διακανονισμός για τους δείκτες γίνεται σε ευρώ, ενώ για την ισοτιμία ευρώ/δολαρίου σε δολάρια ΗΠΑ. O άλλος τρόπος διακανονισμού στη λήξη ή την εξάσκηση είναι η εκκαθάριση με φυσική παράδοση της υποκείμενης αξίας (βλ. «φυσική παράδοση»).

ΧΡΗΣΕΙΣ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ: Τα παράγωγα προϊόντα χρησιμοποιούνται, κυρίως, για αντιστάθμιση κινδύνου (hedging) και για κερδοσκοπία (speculation). Oι χρήσεις αυτές απευθύνονται σε όλους τους επενδυτές. Επίσης, όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν, οι επαγγελματίες της αγοράς δύνανται να χρησιμοποιήσουν τα παράγωγα με σκοπό την εξισορροπητική κερδοσκοπία (arbitrage).

ΧΡOΝOΣ ΜΕΧΡΙ ΤΗ ΛΗΞΗ (TIME TO EXPIRATION): Είναι το χρονικό διάστημα που απομένει για να φθάσει το παράγωγο προϊόν στη λήξη του (βλ. λέξη). Oποιαδήποτε ανοικτή θέση κλείνει αυτόματα με την έλευση της λήξης του παραγώγου.

ΩΡΕΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΗΣ (TRADING HOURS): Όλα τα παράγωγα προϊόντα της αγοράς παραγώγων του Χ.Α. καθημερινά από τις 10:45 έως τις 16:15, ώρα Ελλάδος, εκτός από τα ΣΜΕ που διαπραγματεύονται στο ευρώ/δολαρίου, για τα οποία οι ώρες συναλλαγής είναι από τις 10:30 έως τις 16:30.

CROSS MARGIN: Υπάρχουν μετοχές με υψηλό βαθμό συσχέτισης μεταξύ τους, όπως συμβαίνει με μετοχές του τραπεζικού κλάδου (π.χ. Alpha Bank, Εθνική, EFG Eurobank Ergasias, Τράπεζα Πειραιώς), του κλάδου των τηλεπικοινωνιών (π.χ. OΤΕ, Cosm-OTE) κ.λπ. Ένας επενδυτής που θα πάρει αντίθετες θέσεις σε παράγωγα σε δύο μετοχές του τραπεζικού κλάδου, π.χ. αγοράσει ΣΜΕ στην Εθνική Τράπεζα και πουλήσει ΣΜΕ στην Τράπεζα Πειραιώς, το συνολικό περιθώριο ασφάλισης που θα πρέπει να δεσμεύσει είναι μικρότερο από το άθροισμα των περιθωρίων ασφάλισης των δύο επιμέρους θέσεων. Αυτό το μικρότερο περιθώριο ασφάλισης προκύπτει ως αποτέλεσμα του «cross margin», καθώς η

Page 32: Παράγωγα Χρηματιστηριου

υψηλή συσχέτιση των αποδόσεων των δύο υποκείμενων μετοχών συμβάλλει στη μείωση του συνολικού κινδύνου των δύο αντίθετων θέσεων. Oι υπολογισμοί για το cross margin είναι περίπλοκοι και για τον υπολογισμό τους χρησιμοποιείται η μέθοδος RI.VA.

REPO ΕΠΙ ΜΕΤOΧΩΝ (STOCK REPO Ή STOCK LENDING): Το «repo» επί μετοχών είναι μία σύμβαση μεταξύ της ΕΤΕΣΕΠ και ενός επενδυτή που κατέχει μετοχές. O επενδυτής δύναται να παραχωρήσει τις μετοχές του στην ΕΤΕΣΕΠ, για όσο χρονικό διάστημα επιθυμεί, με αντάλλαγμα τη συμμετοχή του σε πιθανά κέρδη από τους τόκους που θα εισπράξει η ΕΤΕΣΕΠ από τον περαιτέρω δανεισμό των μετοχών αυτών. Έτσι, πλέον της μερισματικής απόδοσης των μετοχών, οι επενδυτές πιθανόν να αποκομίσουν ένα ακόμη έσοδο, και μάλιστα χωρίς κίνδυνο! Το πιθανό αυτό έσοδο αποδίδεται στον επενδυτή σε μηνιαία βάση. Ένα συμβόλαιο repo επί μετοχών είναι τυποποιημένο και αντιστοιχεί σε 100 μετοχές (π.χ., αν θέλουμε να δανείσουμε 630 μετοχές της Τιτάν, θα πάρουμε θέση σε 6 repos επί μετοχών, τις 30 επιπλέον μετοχές δεν μπορούμε να τις δανείσουμε).

Oι μετοχές που δανείζουμε στην ΕΤΕΣΕΠ δημιουργούν πιστωτικό περιθώριο ασφάλισης. Η ΕΤΕΣΕΠ αποδέχεται για δανεισμό όλες τις κοινές μετοχές της Κύριας Αγοράς του Χ.Α., πλην όσων βρίσκονται υπό επιτήρηση.

REVERSE REPO ΕΠΙ ΜΕΤOΧΩΝ (REVERSE STOCK REPO Ή STOCK BORROWING): Τις μετοχές που συγκεντρώνει η ΕΤΕΣΕΠ μέσω του «repo επί μετοχών» τις δανείζει σε άλλους επενδυτές μέσω του «reverse repo επί μετοχών». Επενδυτές δανείζονται μετοχές από την ΕΤΕΣΕΠ (σε πολλαπλάσιο των 100) για κάλυψη ανοικτών πωλήσεων (short selling) ή για να εκπληρώσουν τυχόν υποχρέωση φυσικής παράδοσης μετοχών. Από τον δανεισμό των μετοχών η ΕΤΕΣΕΠ λαμβάνει κάποιο έσοδο με τη μορφή τόκου, το οποίο διανέμει ως έσοδο στους επενδυτές, ανάλογα με τις μετοχές που παραχώρησαν.

Δικαιώματα, στρατηγικές και συναλλαγέςH αγορά ενός δικαιώματος προαίρεσης είναι παρόμοια με αυτήν ενός λαχείου ή ενός ασφαλιστήριου συμβολαίου. O επενδυτής πληρώνει ένα ποσό για να αποκτήσει μία ενδεχομένως υψηλή απόδοση υπό προϋποθέσεις.  0   0 Google +0   0   0

Δικαιώματα:   Επιλογές για όλες τις τάσεις   της αγοράς!

H αγορά ενός δικαιώματος προαίρεσης είναι παρόμοια με αυτήν ενός λαχείου ή ενός ασφαλιστήριου συμβολαίου. O επενδυτής πληρώνει ένα ποσό για να αποκτήσει μία ενδεχομένως υψηλή απόδοση υπό προϋποθέσεις. Αν εκπληρούνται οι προϋποθέσεις, ξέρει εκ των προτέρων το ποσό της αποζημίωσης που θα εισπράξει. Αν δεν εκπληρούνται οι προϋποθέσεις, το συμβόλαιο απλώς δεν θα αξιοποιηθεί. Σε κάθε περίπτωση ξέρει ποιο είναι το μέγιστο ποσό που μπορεί να χάσει, το οποίο έχει μάλιστα προπληρώσει.

Τα δικαιώματα προαίρεσης (options) είναι μία νομικά δεσμευτική συμφωνία μεταξύ δύο αντισυμβαλλομένων (επενδυτών). Πάντοτε, ο ένας έχει θέση αγοράς (long) και ο άλλος θέσης πώλησης (short). Αυτός που έχει τη θέση αγοράς (long) έχει μόνο δικαιώματα και όχι υποχρεώσεις. Αντίθετα, αυτός που έχει θέση πώλησης (short) έχει μόνο υποχρεώσεις και κανένα δικαίωμα.

Τα δικαιώματα διακρίνονται σε δικαιώματα αγοράς - calls (τα οποία έχουν αγοραστές και πωλητές) και δικαιώματα πώλησης - puts (τα οποία επίσης έχουν αγοραστές και πωλητές). Oι αγοραστές δικαιωμάτων είναι σαν τους ασφαλιζόμενους: πληρώνουν ένα μικρό ποσό για να εξασφαλίσουν κάποιες αποδόσεις.

Oι πωλητές δικαιωμάτων είναι σαν τις ασφαλιστικές εταιρείες: εισπράττουν μικρά ποσά από τους αγοραστές των δικαιωμάτων και παίρνουν τον κίνδυνο να πληρώσουν πολλαπλάσια ποσά.

Page 33: Παράγωγα Χρηματιστηριου

Επομένως στην Αγορά Παραγώγων διαπραγματεύονται δικαιώματα προαίρεσης αγοράς (calls) και πώλησης (puts) στον FTSE/ΧΑ LARGE CAP, καθώς και στις μετοχές της Εθνικής Τράπεζας, της Alpha Bank, του OΤΕ και της Intracom.

Τα είδη

Αν αγοράσουμε ένα δικαίωμα αγοράς (δηλαδή πάρουμε θέση αγοράς στο δικαίωμα αγοράς, long call), θα έχουμε το δικαίωμα να αγοράσουμε, αν θέλουμε, κάποια στιγμή στο μέλλον, την υποκείμενη αξία σε κάποια συγκεκριμένη τιμή, την τιμή άσκησης (exercise price). Δρούμε σαν ασφαλιζόμενοι: πληρώνουμε κάτι και περιμένουμε άνοδο της αγοράς. Τη σχετική υποχρέωση (πώλησης της υποκείμενης αξίας) αναλαμβάνει ο πωλητής του δικαιώματος αγοράς (δηλαδή αυτός που έχει πάρει θέση πώλησης στο δικαίωμα αγοράς, short call). Δρα σαν ασφαλιστική εταιρεία, εισπράττει και απεύχεται... άνοδο της αγοράς. Με λίγα λόγια, η αγορά δικαιώματος αγοράς είναι σαν λαχείο για άνοδο της αγοράς.

Αν αγοράσουμε ένα δικαίωμα πώλησης (δηλαδή πάρουμε θέση αγοράς στο δικαίωμα πώλησης, long put), θα έχoυμε το δικαίωμα να πουλήσουμε, αν θέλουμε, κάποια στιγμή στο μέλλον, την υποκείμενη αξία, σε συγκεκριμένη τιμή άσκησης. Δρούμε σαν ασφαλιζόμενοι: πληρώνουμε κάτι και περιμένουμε πτώση της αγοράς. Την αντίστοιχη υποχρέωση (αγοράς της υποκείμενης αξίας) έχει ο πωλητής του δικαιώματος πώλησης (δηλαδή αυτός που έχει πάρει θέση πώλησης στο δικαίωμα πώλησης, short put). Δρα σαν ασφαλιστική εταιρεία: εισπράττει και απεύχεται... πτώση της αγοράς. Με λίγα λόγια, η αγορά δικαιώματος πώλησης είναι σαν λαχείο για κάθοδο της αγοράς.

Το κόστος

Σε αντίθεση με τα ΣΜΕ, η θέση αγοράς στα δικαιώματα έχει κάποιο κόστος, το λεγόμενο ασφάλιστρο (premium). Το ασφάλιστρο το καταβάλλουμε τοις μετρητοίς την Τ+1 και άμεσα στον πωλητή του δικαιώματος. Για παράδειγμα, το τίμημα του δικαιώματος σε δείκτη εκφράζεται σε μονάδες με δύο δεκαδικά ψηφία, π.χ. 32,75 μονάδες. Το ποσό που πληρώνει ο αγοραστής και εισπράττει ο πωλητής του δικαιώματος την επομένη της ημέρας συναλλαγής προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του τιμήματος (σε μονάδες δείκτη) με τον πολλαπλασιαστή του συμβολαίου 5 ευρώ για το δείκτη FTSE/ΧΑ LARGE CAP. 

Oι αγοραστές δικαιωμάτων (οι «ασφαλιζόμενοι») δεν έχουν υποχρέωση καταβολής περιθωρίου ασφάλισης. Αντίθετα, οι πωλητές δικαιωμάτων (οι «ασφαλιστικές εταιρείες») υποχρεούνται να παρέχουν περιθώριο ασφάλισης ανάλογο της ανοικτής θέσης τους, το οποίο μπορεί να υπολογιστεί από τον «Υπολογιστή περιθωρίου ασφάλισης» (ADEX Margin Calculator) που παρέχει δωρεάν η Αγορά Παραγώγων στην ιστοσελίδα της (www.adex.ase.gr).

Γιατί αγοράζουμε δικαιώματα

Όταν αγοράζουμε δικαιώματα, διασφαλίζουμε από την αρχή ότι η μέγιστη ζημία μας δεν θα ξεπεράσει κάποιο συγκεκριμένο όριο. Αυτή η σιγουριά στοιχίζει βεβαίως. Επιπλέον, αν η αγορά κινηθεί έτσι όπως την περιμένουμε, θα μπορέσουμε να συμμετάσχουμε στην κίνηση (άνοδο ή πτώση), χωρίς περιορισμούς στο δυνητικό μας κέρδος. Δηλαδή, με την αγορά δικαιωμάτων έχουμε απεριόριστα κέρδη - περιορισμένη ζημία. Για να επιτύχουμε κέρδη, όμως, θα πρέπει η κίνηση να είναι αρκετά μεγάλη. Γι’ αυτό λέμε ότι τα δικαιώματα απαιτούν υψηλή μεταβλητότητα της υποκείμενης αξίας για να αποφέρουν κέρδη. Η μέγιστη ζημία στα δικαιώματα είναι το ασφάλιστρο που καταβάλλουμε στην αρχή για να αγοράσουμε το δικαίωμα (αγοράς ή πώλησης). Η ύπαρξη αυτού του ασφαλίστρου είναι και ο λόγος που χρειαζόμαστε μεγάλη κίνηση της υποκείμενης αξίας για να αποκομίσουμε κέρδη.

ΤΑ ΠΛΕOΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

- Εκμετέλλευση όλων των τάσεων  (ανοδικών ή καθοδικών) της αγοράς.

- Αμεση ρευστοποίηση.

Page 34: Παράγωγα Χρηματιστηριου

- Δέσμευση πολύ μικρότερων κεφαλαίων.

- Δυνατότητα μεγάλης μόχλευσης.

- Δυνατότητα αντιστέθμισης κινδύνων.

- Ταχύτητα και απλούστευση συναλλαγών.

Πώς κερδίζουμε

Oι αγοραστές δικαιωμάτων μπορούν να εισπράξουν το αποτέλεσμα της προσδοκίας τους με δύο τρόπους:

1. Κάνοντας την αντίστροφη κίνηση, δηλαδή πουλώντας ίσο αριθμό δικαιωμάτων με την ίδια τιμή άσκησης και λήξη μόλις κρίνουν ότι η τιμή τους ευνοεί.

2. Κρατώντας το δικαίωμα μέχρι τη λήξη του, οπότε αν είναι κερδισμένοι θα εισπράξουν από τους ζημιωμένους (τους πωλητές του δικαιώματος) τη διαφορά μεταξύ της τιμής άσκησης και της τρέχουσας τιμής του υποκείμενου δείκτη ή της μετοχής την ημέρα λήξης.

Η τιμή άσκησης (exercise ή strike price) είναι η τιμή στην οποία θα αγοράσουμε (αν είμαστε αγοραστές δικαιώματος αγοράς) ή θα πουλήσουμε (αν είμαστε αγοραστές δικαιώματος πώλησης) την υποκείμενη αξία. Και στις δύο περιπτώσεις είμαστε αγοραστές δικαιώματος (δρούμε δηλαδή σαν ασφαλιζόμενοι).

Το δικαίωμά μας μπορούμε να το εξασκήσουμε είτε μόνο στη λήξη του (δικαίωμα ευρωπαϊκού τύπου) είτε οποιαδήποτε στιγμή πριν από τη λήξη του (δικαίωμα αμερικανικού τύπου). Στην Ελλάδα, τα δικαιώματα που έχουν υποκείμενη αξία μετοχή είναι αμερικανικού τύπου, ενώ τα δικαιώματα που έχουν υποκείμενη αξία δείκτη είναι ευρωπαϊκού τύπου. Μόνο οι αγοραστές δικαιωμάτων μπορούν να ασκήσουν το δικαίωμά τους, αν θέλουν.

Ένας επενδυτής, ωστόσο, έχει τη δυνατότητα να ζητήσει από το μέλος της ΕΤΕΣΕΠ να μη γίνει αυτόματη άσκηση στις θέσεις του, για οποιονδήποτε λόγο, π.χ. εάν βρίσκεται οριακά in-the-money και κρίνει ότι οι προμήθειες που θα χρειασθεί να καταβάλει καθιστούν ασύμφορη την άσκηση του δικαιώματος. Το Μέλος Εκκαθάρισης, μέσω της εφαρμογής DCW που του παρέχουν η Αγορά Παραγώγων και η ΕΤΕΣΕΠ, έχει τη δυνατότητα εισαγωγής άρνησης δικαιώματος άσκησης ανά πελάτη στη συγκεκριμένη σειρά προϊόντος.

Oι τιμές άσκησης

Σε κάθε δικαίωμα υπάρχουν πάντοτε τουλάχιστον 11 διαφορετικές τιμές άσκησης: μία κοντά στην τιμή της υποκείμενης αξίας, 5 τιμές πάνω και 5 τιμές κάτω από την υποκείμενη αξία. Μπορούμε να επιλέξουμε μία τιμή άσκησης, η οποία δεν μπορεί να αλλάξει καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής του δικαιώματος. Φυσικά αν επιλέξουμε κάποια σύνθετη στρατηγική με τη χρήση των δικαιωμάτων, τότε έχουμε τη δυνατότητα να επιλέξουμε περισσότερες τιμές άσκησης. Η τιμή άσκησης είναι μία από τις παραμέτρους που επιδρούν στην αξία, άρα και στην τιμή των δικαιωμάτων. Για τα δικαιώματα αγοράς, όσο υψηλότερη τιμή άσκησης επιλέξουμε, τόσο πιο φθηνό θα είναι το δικαίωμα. Αντίθετα, στα δικαιώματα πώλησης, όσο υψηλότερη τιμή άσκησης επιλέξουμε, τόσο πιο υψηλό ασφάλιστρο θα καταβάλλουμε. Η επιλογή της τιμής άσκησης έχει να κάνει με την προσδοκία μας για το πόσο έντονη αναμένεται η άνοδος ή η πτώση της υποκείμενης αξίας και, φυσικά, με το διαθέσιμο κεφάλαιό μας.

Πόσο κοστίζει ένα δικαίωμα

Το κόστος ενός δικαιώματος εξαρτάται από την τιμή άσκησης που επιλέγουμε σε σχέση με το πού βρίσκεται εκείνη τη στιγμή η υποκείμενη αξία, πόση είναι η μεταβλητότητα της υποκείμενης αξίας, πόσος είναι ο χρόνος μέχρι τη λήξη του δικαιώματος κ.λπ. Π.χ.: Στις 20 Σεπτεμβρίου 2004 ο FTSE/XA LARGE CAP βρίσκεται στις 1.273 μονάδες. Αν επιλέξουμε ένα δικαίωμα αγοράς με τιμή άσκησης τις 1.275 μονάδες, δηλαδή κοντά στην τιμή του υποκείμενου δείκτη, το ασφάλιστρο έχει περίπου 28 μονάδες δείκτη ή 140 ευρώ (κάθε μονάδα δείκτη αξίζει 5 ευρώ). Αν επιλέξουμε υψηλότερη τιμή άσκησης, έστω τις

Page 35: Παράγωγα Χρηματιστηριου

1.300 μονάδες, το ασφάλιστρο είναι χαμηλότερο, στις 15 μονάδες (ή στα 75 ευρώ), ενώ αν επιλέξουμε χαμηλότερη τιμή άσκησης, έστω τις 1.250 μονάδες, το ασφάλιστρο στοιχίζει ακριβότερα, 43 μονάδες (ή 215 ευρώ). Αν επιλέξουμε μακρύτερης λήξης δικαίωμα αγοράς, θα πληρώσουμε πιο ακριβό ασφάλιστρο για τις ίδιες τιμές άσκησης, ήτοι 210, 150 και 265 ευρώ περίπου, αντίστοιχα.

Η επιλογή μακρύτερης λήξης αυξάνει την τιμή ενός δικαιώματος, διότι όσο περισσότερο χρόνο έχουμε μέχρι τη λήξη, τόσο πιο πιθανό είναι η τιμή του υποκείμενου να διαμορφωθεί στο επίπεδο που μας ευνοεί. Επομένως, ως αγοραστές του δικαιώματος («ασφαλιζόμενοι») πρέπει να πληρώσουμε στον πωλητή του δικαιώματος (την «ασφαλιστική εταιρεία») αυτόν τον κίνδυνο που θα πάρει.

Η μεταβλητότητα της υποκείμενης αξίας επιδρά σημαντικά στην τιμή των δικαιωμάτων. Όσο πιο έντονα κινείται η υποκείμενη αξία, από σήμερα μέχρι την ημερομηνία λήξης, τόσο πιο πιθανό είναι η τιμή του υποκείμενου να διαμορφωθεί στο επίπεδο που μας ευνοεί, ακόμη και αν έχουμε επιλέξει τιμή άσκησης μακριά από την τρέχουσα τιμή του υποκείμενου. Να τονίσουμε ότι για τα δικαιώματα σε μετοχές και δείκτες ισχύουν οι ίδιες ημερομηνίες λήξης που ισχύουν και για τα ΣΜΕ, δηλαδή υπάρχουν 6 ημερομηνίες λήξης και ότι το ασφάλιστρο το εισπράττει ο πωλητής του δικαιώματος αγοράς ή πώλησης (η «ασφαλιστική εταιρεία»), ο οποίος αναλαμβάνει και την αντίστοιχη υποχρέωση να αποδώσει το όποιο κέρδος στον αγοραστή.

Το κλείσιμο των θέσεων

Μπορούμε να κλείσουμε τη θέση μας οποιαδήποτε στιγμή πριν από τη λήξη της. Στην πράξη, οι περισσότεροι επενδυτές στα δικαιώματα κλείνουν τη θέση τους πριν από τη λήξη. Προσοχή: άλλο είναι το κλείσιμο θέσης στα δικαιώματα (που μπορεί να γίνει οποιαδήποτε στιγμή) και άλλο η πρόωρη ή μόνο στη λήξη εξάσκησή τους.

- ΑΓOΡΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤOΣ ΑΓOΡΑΣ (LONG CALL)- ΠΩΛΗΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤOΣ ΑΓΟΡΑΣ

- ΠΩΛΗΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤOΣ ΑΓOΡΑΣ (SHORT CALL)-  ΑΓOΡΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤOΣ ΑΓOΡΑΣ

- ΑΓOΡΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤOΣ ΠΩΛΗΣΗΣ (LONG PUT)- ΠΩΛΗΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤOΣ ΠΩΛΗΣΗΣ

- ΠΩΛΗΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤOΣ ΠΩΛΗΣΗΣ (SHORT PUT)- ΑΓOΡΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤOΣ ΠΩΛΗΣΗΣ

Το πότε κλείνουμε τη θέση μας στα δικαιώματα πριν από τη λήξη τους εξαρτάται από διάφορους παράγοντες. Αν το δικαίωμα αγοράς στο δείκτη που αγοράσαμε στα 190 ευρώ, αξίζει σήμερα π.χ. 235 ευρώ και δεν αναμένουμε να ανέλθει κι άλλο ή νιώθουμε ήδη ικανοποιημένοι, μπορούμε να κλείσουμε τη θέση μας και να εισπράξουμε το κέρδος των 45 ευρώ (235 - 190), μείον την προμήθεια του χρηματιστή. Αντίθετα, αν διαγνώσουμε έγκαιρα ότι δεν θα επαληθευτούν οι προσδοκίες μας, πάλι είναι σκόπιμο να κλείσουμε τη θέση μας για να περιορίσουμε τη ζημία.

Η τελευταία επιλογή ενός κατόχου δικαιώματος είναι να αφήσει το δικαίωμα να εκπνεύσει. Αυτό σημαίνει ότι χάνει την αξία του και ο κάτοχος του δικαιώματος υφίσταται μία ζημία κατά το ποσό της τιμής του δικαιώματος που πληρώθηκε. Αν ο κάτοχος του δικαιώματος δεν αποφασίσει να εξασκήσει το δικαίωμα μέσω μίας εντολής πώλησης ή να κλείσει τη θέση μέσω μίας συναλλαγής κλεισίματος, ολόκληρη η τιμή του δικαιώματος χάνεται.

Option series

Τα τυποποιημένα δικαιώματα ονομάζονται και σειρές δικαιωμάτων (option series). Τα τυποποιημένα στοιχεία περιλαμβάνουν:

- Την υποκείμενη αξία (underlying asset).- Το μέγεθος του συμβολαίου (contract size).

Page 36: Παράγωγα Χρηματιστηριου

- Τη διάρκεια του συμβολαίου (δικαιώματα αμερικανικού τύπου) ή την ημερομηνία λήξης (expiration day) - (δικαιώματα ευρωπαϊκού τύπου). - Τις διαθέσιμες τιμές άσκησης (exercise prices).

Η αγορά διαμορφώνει, ανάλογα με την προσφορά και τη ζήτηση, την τιμή του δικαιώματος (premium) για κάθε σειρά δικαιωμάτων, δηλαδή για δικαιώματα του ίδιου τύπου (αγοράς ή πώλησης) τα οποία έχουν το ίδιο υποκείμενο προϊόν, ίδια τιμή εξάσκησης και ίδια ημερομηνία λήξης. Ένα σημαντικό στοιχείο είναι ότι η τιμή του δικαιώματος (premium) δηλώνεται πάντα σε σχέση με την τιμή μιας μετοχής ή ενός δείκτη.

O διακανονισμός

Στις συναλλαγές σε δικαιώματα ο επενδυτής εισπράττει ή πληρώνει το ασφάλιστρο. Συγκεκριμένα, όταν αγοράζουμε ένα δικαίωμα είμαστε υποχρεωμένοι την επόμενη ημέρα να καταβάλουμε το ασφάλιστρο (premium), το οποίο εισπράττει αυτός που μας πουλά το δικαίωμα. Το ασφάλιστρο είναι το μοναδικό ποσό που λαμβάνει μέρος στη συναλλαγή.

Αντίστοιχα, στη λήξη του δικαιώματος, εφόσον ο αγοραστής ζητήσει την άσκησή του, τότε: αν το δικαίωμα είναι στο δείκτες FTSE/ASE-20 ή FTSE/ASE Mid 40 (παλαιότερα) έχουμε χρηματικό διακανονισμό κερδών/ζημιών, ενώ, αν το δικαίωμα είναι επί συγκεκριμένης μετοχής, ο επενδυτής πληρώνει την τιμή που έχει συμφωνηθεί (τιμή άσκησης) και παραλαμβάνει τη μετοχή.

Βασική διαφορά λοιπόν των ΣΜΕ από τα δικαιώματα είναι ότι στα ΣΜΕ τυχόν κέρδη ή ζημίες καταβάλλονται ή απαιτούνται καθημερινά, ενώ στα δικαιώματα καταβάλουμε στην αρχή μόνο το ασφάλιστρο και εφόσον ασκήσουμε το δικαίωμά μας, καταβάλλουμε την τιμή άσκησης και παραλαμβάνουμε τη μετοχή.

Ασφάλιστρο και τιμές

Ασφάλιστρο (premium) ονομάζουμε το ποσό που πρέπει να πληρώσει ο αγοραστής και εισπράττει ο πωλητής κατά την αγοραπωλησία του δικαιώματος. Παράγοντες που επηρεάζουν την τιμή ενός δικαιώματος σε μετοχικές αξίες (stock option) είναι:

- Η τιμή του υποκείμενου τίτλου.- Η τιμή άσκησης του δικαιώματος προαίρεσης.- O υπολειπόμενος χρόνος μέχρι τη λήξη του δικαιώματος.- Η διακύμανση της τιμής του υποκείμενου τίτλου.- Το επιτόκιο δίχως κίνδυνο.- Αναμενόμενα μερίσματα στη διάρκεια ζωής του δικαιώματος.

Η αξία ενός δικαιώματος αποτελείται από την εσωτερική αξία (intrinsic value) και την αξία του χρόνου (time value), δηλαδή: τιμή δικαιώματος = εσωτερική αξία + αξία του χρόνου. Όταν η τιμή άσκησης ενός δικαιώματος αγοράς είναι χαμηλότερη από την τιμή του υποκείμενου τίτλου, τότε το δικαίωμα έχει εσωτερική αξία. Στην περίπτωση ενός δικαιώματος αγοράς ο κανόνας είναι: όσο υψηλότερη είναι η αξία του υποκείμενου τίτλου σε σχέση με την τιμή άσκησης, τόσο μεγαλύτερη είναι η εσωτερική αξία και η αξία του δικαιώματος. Στην περίπτωση ενός δικαιώματος πώλησης, το δικαίωμα έχει εσωτερική αξία αν η τιμή άσκησής του είναι υψηλότερη από την τιμή του υποκείμενου τίτλου. Όσο μεγαλύτερη είναι η διαφορά, τόσο υψηλότερη είναι η τιμή δικαιώματος.

Αν η αξία του υποκείμενου τίτλου είναι μικρότερη από την τιμή άσκησης ενός δικαιώματος αγοράς, η εσωτερική αξία του δικαιώματος είναι μηδέν. Αντίστοιχα, αν η τιμή άσκησης σε ένα δικαίωμα πώλησης είναι μικρότερη από την τιμή του υποκείμενου τίτλου, η εσωτερική αξία του δικαιώματος πώλησης είναι μηδέν. Η αξία του χρόνου είναι η διαφορά μεταξύ της τιμής δικαιώματος και της εσωτερικής αξίας. Η αξία του χρόνου μειώνεται όσο πλησιάζει η ημερομηνία λήξης του και είναι πάντοτε μηδέν στην ημερομηνία λήξης. Συνήθως, για ένα δικαίωμα με μεγαλύτερη εναπομένουσα ζωή θα ζητείται μεγαλύτερη τιμή δικαιώματος απ’ ό,τι για ένα που πρόκειται να εκπνεύσει σύντομα, καθώς η πιθανότητα να υπάρξει μία ευνοϊκή μεταβολή της τάσης της τιμής μειώνεται ενώ η ημερομηνία λήξης πλησιάζει.

Page 37: Παράγωγα Χρηματιστηριου

Όταν η τιμή άσκησης ενός δικαιώματος αγοράς είναι χαμηλότερη από την τρέχουσα τιμή του υποκείμενου τίτλου, το δικαίωμα έχει εσωτερική αξία. Το δικαίωμα πώλησης έχει εσωτερική αξία αν η τιμή άσκησης είναι μεγαλύτερη από την τρέχουσα τιμή του υποκείμενου τίτλου. Αυτά τα δικαιώματα λέγεται ότι βρίσκονται in-the-money. Η αντίθετη περίπτωση: όταν ένα δικαίωμα έχει μηδενική εσωτερική αξία λέμε ότι βρίσκεται out-of-the-money, κι αυτό συμβαίνει όταν η τιμή άσκησης ενός δικαιώματος αγοράς είναι υψηλότερη από την τιμή του υποκείμενου τίτλου ή, στην περίπτωση ενός δικαιώματος πώλησης, όταν η τιμή άσκησης είναι χαμηλότερη από την αξία του υποκείμενου τίτλου. Όταν η τιμή ενός τίτλου ταυτίζεται με την τιμή άσκησης, λέμε ότι το δικαίωμα βρίσκεται at-the-money.

Το περιθώριο ασφάλισης

Όταν αγοράζουμε ένα δικαίωμα αγοράς ή πώλησης δεν χρειάζεται να δεσμεύσουμε μετρητά ή μετοχές ως περιθώριο ασφάλισης. Ενεργούμε ως ασφαλιζόμενοι... Αντίθετα, η κατάθεση (δέσμευση) περιθωρίου ασφάλισης είναι υποχρεωτική όταν πουλάμε δικαιώματα αγοράς ή πώλησης, δηλαδή αναλαμβάνουμε υποχρεώσεις έναντι του αγοραστή, για τις οποίες πρέπει να δώσουμε εγγυήσεις ότι θα είμαστε σε θέση να καλύψουμε. Ενεργούμε ως ασφαλιστική εταιρεία... O υπολογισμός του απαιτούμενου περιθωρίου ασφάλισης γίνεται βάσει του σχετικού προγράμματος λογισμικού που διαθέτει η ΕΤΕΣΕΠ.

Oι επενδυτές έχουν τη δυνατότητα να υπολογίσουν οι ίδιοι το απαιτούμενο περιθώριο ασφάλισης μέσω της χρήσης ειδικού λογισμικού που βρίσκεται στην ιστοσελίδα της Αγοράς Παραγώγων και ονομάζεται Υπολογισμός Περιθωρίου Ασφάλισης (Margin Calculator). Σημειώνεται ότι το περιθώριο ασφάλισης συνυπολογίζεται με τυχόν λοιπές θέσεις του επενδυτή σε άλλα παράγωγα προϊόντα του Χ.Α. Το περιθώριο ασφάλισης κατατίθεται σε μία από τις Τράπεζες Περιθωρίου Ασφάλισης, σε έναν λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης (margin account) στο όνομα του επενδυτή, που έχει ανοιχθεί ειδικά για τον σκοπό αυτό. O λογαριασμός αυτός είναι τοκοφόρος. Αν δεσμευθούν μετοχές, τότε αυτές δεσμεύονται στη μερίδα και στον λογαριασμό αξιών που κατέχει ο επενδυτής στη χρηματιστηριακή ή στην τράπεζα με την οποία συνεργάζεται.

Το περιθώριο ασφάλισης δεσμεύεται υπέρ της ΕΤΕΣΕΠ. Το περιθώριο ασφάλισης (με οποιαδήποτε μορφή) πρέπει να είναι δεσμευμένο το αργότερο πριν από την έναρξη της επόμενης συνεδρίασης και αποδεσμεύεται μόνο όταν ο επενδυτής κλείσει τις θέσεις του.

Δικαιώματα και υποχρεώσεις

Η μόνη υποχρέωση που έχει ο αγοραστής των δικαιωμάτων είναι να καταβάλει την επόμενη ημέρα (Τ+1) το ασφάλιστρο (premium). Από εκεί και πέρα έχει το δικαίωμα/επιλογή να κλείσει τη θέση του όποτε επιθυμεί (δηλαδή να πουλήσει το δικαίωμα που κατέχει), να ασκήσει το δικαίωμά του και να παραλάβει τον υποκείμενο τίτλο ή να περιμένει μέχρι τη λήξη του δικαιώματος.

Αντίθετα, ο πωλητής δικαιωμάτων εισπράττει το ασφάλιστρο (premium) και στη συνέχεια πρέπει να περιμένει μέχρι τη λήξη του δικαιώματος ή όποτε ο κάτοχος του δικαιώματος προβεί στην άσκησή του (εφόσον το δικαίωμα είναι αμερικανικού τύπου). Βέβαια, ο πωλητής έχει την επιλογή να κλείσει τη θέση του (δηλαδή να επαναγοράσει το δικαίωμα πριν εκπνεύσει και συνεπώς να σταματήσει με αυτόν τον τρόπο τη δέσμευσή του), δηλαδή να πραγματοποιήσει αντίστροφη συναλλαγή.

O επενδυτής που συναλλάσσεται σε δικαιώματα πρέπει γενικώς να γνωρίζει τα παρακάτω:

- Την υποκείμενη αξία του δικαιώματος (δηλαδή τον δείκτη ή τη μετοχή).

- Το μέγεθος συμβολαίου (την ονομαστική αξία).

- Την ημερομηνία άσκησης (ευρωπαϊκού και αμερικανικού τύπου δικαιώματα).

- Την τιμή άσκησης.

- Το τίμημα του δικαιώματος.

Oι ωφέλειες από τα δικαιώματα

Page 38: Παράγωγα Χρηματιστηριου

Η αγορά δικαιωμάτων δίνει στον επενδυτή μοναδικά πλεονεκτήματα:

- Προσφέρει πολλαπλάσιες αποδόσεις επί του επενδυμένου κεφαλαίου (μόχλευση), αφού ο επενδυτής πληρώνει, από την αρχή, μόνο ένα μικρό ασφάλιστρο.

- Δεν κινδυνεύει να χάσει ποσό μεγαλύτερο απ’ αυτό που έχει πληρώσει, δηλ. η μέγιστη ζημία του είναι το ποσό του ασφαλίστρου (που μπορεί να είναι και 50 ευρώ!).

- Δίνει τη δυνατότητα εκμετάλλευσης όλων των τάσεων της αγοράς (ανοδικής με αγορά call και καθοδικής με αγορά put).

- Είναι απλώς ευέλικτα στη χρήση και έχουν χαμηλό κόστος στις συναλλαγές.

- Η λήψη ή η αντιστάθμιση μιας θέσης μπορεί να κλείσει οποιαδήποτε στιγμή πριν από τη λήξη του συμβολαίου, χάρη στη ρευστότητα που παρέχουν στην αγορά οι ειδικοί διαπραγματευτές (market makers).

- Δεν απαιτούν μεγάλα κεφάλαια, αφού, για παράδειγμα, η αγορά ενός συμβολαίου δικαιώματος προαίρεσης μπορεί να μην ξεπερνά τα 50 ευρώ.

- Επιτρέπουν την επιδίωξη βραχυπρόθεσμων στόχων, παρόμοιων με την αγορά μετοχών, αλλά με τη δέσμευση κατά πολύ μικρότερων κεφαλαίων.

- Ακόμη και μικρές μεταβολές στις τιμές μίας μετοχής ή ενός δείκτη μπορούν να προκαλέσουν σημαντικές αλλαγές στην αξία των δικαιωμάτων. Για τον κάτοχο του δικαιώματος η μόχλευση δικαιώματος υπονοεί ότι με τις «κατάλληλες» τάσεις της αγοράς τα κέρδη θα αυξηθούν πολύ γρήγορα, ενώ οι ζημίες σε κάθε περίπτωση παραμένουν περιορισμένες στην τιμή του δικαιώματος (premium) που προπλήρωσε.

Τι επηρεάζει το premium του δικαιώματος

- Η ΤΙΜΗ ΤOΥ ΥΠOΚΕΙΜΕΝOΥ ΤΙΤΛOΥ: Η τιμή του υποκείμενου τίτλου έχει τη μεγαλύτερη επίπτωση στην τιμή δικαιώματος. Κάθε μεταβολή στην τιμή του υποκείμενου τίτλου αντανακλάται στις μεταβολές στην τιμή δικαιώματος. Η έκταση της μεταβολής εξαρτάται από τη διαφορά μεταξύ της τιμής άσκησης και της τιμής του υποκείμενου τίτλου, καθώς και της εναπομένουσας ζωής του δικαιώματος. Λίγο πριν εκπνεύσει το δικαίωμα, η τιμή δικαιώματος καθορίζεται αποκλειστικά και μόνο από τη διαφορά της τιμής άσκησης και της τιμής του υποκείμενου τίτλου (δηλ. την εσωτερική του αξία). Ενώ σε απόλυτους όρους η μεταβολή στην τιμή δικαιώματος είναι μικρότερη από την απόλυτη μεταβολή της τιμής του υποκείμενου τίτλου, η ποσοστιαία μεταβολή της τιμής του δικαιώματος είναι μεγαλύτερη από την αντίστοιχη μεταβολή της τιμής του υποκείμενου τίτλου (αποτέλεσμα μόχλευσης).

- Η ΤΙΜΗ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤOΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤOΣ: Η διαφορά μεταξύ της τιμής άσκησης και της τιμής του υποκείμενου τίτλου καθορίζει την εσωτερική αξία του δικαιώματος. Υπάρχουν πάντα στην αγορά δικαιώματα με διαφορετικές τιμές άσκησης (τουλάχιστον 11) για να επιλέγουν οι επενδυτές. Το δικαίωμα αγοράς με τη χαμηλότερη τιμή άσκησης είναι το πιο ακριβό, καθώς έχει την υψηλότερη εσωτερική αξία. Αντίθετα, το δικαίωμα πώλησης με τη χαμηλότερη τιμή άσκησης είναι και το φθηνότερο, καθώς έχει τη χαμηλότερη εσωτερική αξία.

- Η ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΖΩΗΣ ΤOΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤOΣ: Η αξία του χρόνου και συνεπώς η τιμή του δικαιώματος είναι υψηλότερη όσο περισσότερος χρόνος απομένει μέχρι την ημερομηνία λήξης. Η αξία του χρόνου μειώνεται όσο ο εναπομένων χρόνος ζωής του δικαιώματος μικραίνει. Όσο πιο κοντά είναι η ημερομηνία λήξης, τόσο μεγαλύτερη είναι η μείωση στην αξία του χρόνου. Την ημερομηνία λήξης η τιμή του δικαιώματος ισούται με την εσωτερική αξία.

- Η ΜΕΤΑΒΛΗΤOΤΗΤΑ ΤOΥ ΥΠOΚΕΙΜΕΝOΥ ΤΙΤΛOΥ: Η μονάδα μέτρησης που αντανακλά το μέγεθος και τη συχνότητα των διακυμάνσεων της τιμής του υποκείμενου τίτλου μέσα σε μία συγκεκριμένη περίοδο χρόνου ονομάζεται μεταβλητότητα (volatility). Η ιστορική μεταβλητότητα

Page 39: Παράγωγα Χρηματιστηριου

υπολογίζεται από τις ιστορικές τιμές του υποκείμενου τίτλου. Ωστόσο, στον υπολογισμό μίας «δίκαιης» τιμής δικαιώματος η μελλοντική μεταβλητότητα (από την ημέρα συναλλαγής ως τη λήξη) είναι αυτή που καθορίζει τα κέρδη ή τις ζημίες. Η μεταβλητότητα που «διαισθάνεται» η αγορά ονομάζεται τεκμαρτή (implied) μεταβλητότητα και μπορεί να υπολογιστεί μέσω ενός μοντέλου αποτίμησης δικαιωμάτων. O υπολογισμός της βασίζεται στην υπόθεση ότι, δεδομένου επαρκούς ενδιαφέροντος από τους συναλλασσόμενους, η τιμή δικαιώματος που ζητείται για το δικαίωμα που βρίσκεται στην ισοδύναμη χρηματική του αξία (at-the-money) αντιπροσωπεύει μία «δίκαιη τιμή δικαιώματος». Η τιμή δικαιώματος επηρεάζεται σημαντικά και άμεσα από την έκταση των διακυμάνσεων της τιμής. Αν η αγορά προσδοκά σε μεγάλη μεταβλητότητα της τιμής του υποκείμενου τίτλου, όχι μόνο θα είναι υψηλή η αξία του χρόνου, αλλά και η τιμή δικαιώματος.

- ΤO ΕΠΙΤOΚΙO: Όσο υψηλότερο είναι το επιτόκιο, τόσο μεγαλύτερη είναι η αύξηση στις τιμές των δικαιωμάτων αγοράς - λόγω της αύξησης του κόστους χρηματοδότησης που αντιμετωπίζει ο πωλητής - και τόσο μεγαλύτερη είναι η πτώση στις τιμές των δικαιωμάτων πώλησης, καθώς ο πωλητής του δικαιώματος μπορεί να επενδύσει και να κερδίσει τόκους από ένα κεφάλαιο ισοδύναμο του μεγέθους του συμβολαίου. Η αγορά αντανακλά τα οφέλη ή τα κόστη του πωλητή σε κάθε περίπτωση.

- Η ΠΛΗΡΩΜΗ ΜΕΡΙΣΜΑΤΩΝ: Ως έναν βαθμό, τα μερίσματα που πληρώνονται σε μία μετοχή έχουν και αυτά επίπτωση στην τιμή δικαιώματος, καθώς προκαλούν πτώση της τιμής του υποκείμενου τίτλου. Με βάση τις παραπάνω παραμέτρους μπορούμε να εκτιμήσουμε τη θεωρητική τιμή δικαιώματος. Όμως στην πράξη, η τιμή ενός δικαιώματος επηρεάζεται από τις προσδοκίες των επενδυτών, τις εναλλακτικές επενδυτικές ευκαιρίες, το κόστος συναλλαγής και τη διάθεση μετοχών, δηλαδή από την προσφορά και τη ζήτηση. Είναι δυνατόν να υπολογισθεί η θεωρητική αξία με διάφορους τρόπους, αλλά η πραγματική τιμή δικαιώματος πάντοτε θα καθορίζεται από την αγορά.

Πώς γίνονται οι συναλλαγές

Υπάρχουν αρκετοί τρόποι μέσω των οποίων ένας επενδυτής μπορεί να πάρει θέση στην πορεία της τιμής μιας μετοχής ή ενός δείκτη, είτε αναμένει άνοδο είτε αναμένει πτώση: συναλλαγή τοις μετρητοίς, συναλλαγή τοις μετρητοίς και χρήση λογαριασμού περιθωρίου, προθεσμιακή συναλλαγή, Συμβόλαιο Μελλοντικής Εκπλήρωσης, Δικαιώματα Προαίρεσης.

1. ΣΥΝΑΛΛΑΓΗ ΤOΙΣ ΜΕΤΡΗΤOΙΣ (CASH TRANSACTION)

O αγοραστής αποκτά (την ημέρα Τ) τον χρηματοοικονομικό τίτλο (τη μετοχή ή το καλάθι μετοχών ενός δείκτη) και καταβάλλει την πλήρη αξία της αγοράς του με την εκκαθάριση της συναλλαγής τρεις ημέρες αργότερα (την Τ+3). O πωλητής παραδίδει τον τίτλο και λαμβάνει τα χρήματα. Για τη συναλλαγή αυτή, η οποία για τις μετοχές γίνεται στην οργανωμένη ρηματιστηριακή αγορά του Χ.Α., η παράδοση των τίτλων και η παραλαβή των χρημάτων γίνονται ταυτόχρονα. Η διαδικασία αυτή λέγεται «παράδοση έναντι πληρωμής» (delivery versus payment - DVP) και διενεργείται με τη βοήθεια του Αποθετηρίου (ΚΑΑ). O μηχανισμός DVP εγγυάται ότι δεν δίνεις τα χρήματα αν δεν λάβεις τους τίτλους και αντίστροφα, επομένως προσφέρει μιας μορφής εγγύηση στους δύο αντισυμβαλλομένους.

2. ΣΥΝΑΛΛΑΓΗ ΤOΙΣ ΜΕΤΡΗΤOΙΣ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΛOΓΑΡΙΑΣΜOΥ ΠΕΡΙΘΩΡΙOΥ (MARGIN ACCOUNT)

Στην περίπτωση αυτή ο αγοραστής αποκτά (την ημέρα Τ) τη μετοχή και καταβάλλει το 50% της πλήρους αξία της με την εκκαθάριση της συναλλαγής, η οποία διενεργείται τρεις ημέρες αργότερα (δηλαδή την Τ+3). O πωλητής παραδίδει τον τίτλο και λαμβάνει το 100% των χρημάτων.

Και σε αυτή την περίπτωση ο μηχανισμός DVP του KAA εγγυάται ότι δεν δίνεις τα χρήματα αν δεν λάβεις τους τίτλους και αντίστροφα, επομένως και σε αυτή την περίπτωση προσφέρει μιας μορφής εγγύηση στους αντισυμβαλλομένους. Η διαφορά με τη συναλλαγή τοις μετρητοίς είναι ότι ο αγοραστής καταβάλλει μόνο το 50% της αξίας της συναλλαγής. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ο κίνδυνος να μην καταβληθεί το υπόλοιπο 50%, σε περίπτωση π.χ. που η αγορά είναι πτωτική και ο αγοραστής δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να το κάνει. Γι’ αυτό η πληρωμή του 50% της πλήρους αξίας της συναλλαγής συνοδεύεται με την καταβολή των ίδιων των μετοχών ως εγγύηση καλής εκπλήρωσης της υποχρέωσης του αγοραστή. Αυτή η διαδικασία προσφέρεται ως υπηρεσία από τα μέλη μέσω των οποίων ο επενδυτής κάνει τη συναλλαγή (το λεγόμενο margin μετοχών). Αν η αγορά υποχωρεί και επομένως και η

Page 40: Παράγωγα Χρηματιστηριου

αξία του ενεχύρου μειώνεται, το μέλος ζητά από τον επενδυτή και πρόσθετες εγγυήσεις, αλλιώς του ρευστοποιεί μέρος του ενεχύρου.

3. ΠΡOΘΕΣΜΙΑΚΗ ΣΥΝΑΛΛΑΓΗ (FORWARD CONTRACT)

Μέσω προθεσμιακής συναλλαγής ένας αγοραστής και ένας πωλητής μπορούν να συμφωνήσουν σε μια τιμή, με βάση την οποία ο αγοραστής αγοράζει και ο πωλητής πουλάει την υποκείμενη αξία, χωρίς όμως την ίδια μέρα να υπάρξει ανταλλαγή είτε χρημάτων είτε της κυριότητας της αξίας μεταξύ των δύο αντισυμβαλλομένων. Ταυτόχρονα, οι δύο αντισυμβαλλόμενοι συμφωνούν για μια μελλοντική ημερομηνία κατά την οποία θα πρέπει να συμβεί η ανταλλαγή της υποκείμενης αξίας και των χρημάτων. Επομένως, σε αυτού του τύπου τη συναλλαγή υπάρχει μόνο η συμφωνία για παράδοση σε συγκεκριμένη μελλοντική ημερομηνία. Σε αυτή την περίπτωση έχουμε τις εξής διαφοροποιήσεις:

- H συναλλαγή γίνεται με απευθείας επικοινωνία των αντισυμβαλλομένων (δεν υπάρχει οργανωμένη αγορά και τυποποίηση των συμφωνιών αυτών). Τα επιμέρους χαρακτηριστικά της συναλλαγής συμφωνούνται αποκλειστικά και μόνο από τους αντισυμβαλλομένους.

- Δεν υπάρχει κεντρικός μηχανισμός ο οποίος να εγγυάται προς τους δύο αντισυμβαλλομένους την καλή εκπλήρωση της συμφωνίας τους. Επομένως, θα πρέπει και οι δύο να διαθέτουν μηχανισμό ο οποίος να μπορεί να μετρήσει τον κίνδυνο αθέτησης της υποχρέωσης από τον αντισυμβαλλόμενο και να το λάβουν υπόψη τους στους ισολογισμούς τους και στη συνολική διαχείριση του κινδύνου.

- Δεν υπάρχει ρευστή αγορά στην οποία να μπορούν να κλείσουν όποτε θελήσουν την παραπάνω θέση. Θα πρέπει να καταφύγουν είτε στον ίδιο αντισυμβαλλόμενο είτε σε άλλο αντισυμβαλλόμενο, με τον οποίο θα πάρουν αντίθετη θέση από την προηγούμενη. Στη δεύτερη περίπτωση, ο πιστωτικός κίνδυνος αυξάνεται.

Τα προθεσμιακά συμβόλαια θεωρούνται παράγωγα προϊόντα εφόσον η συναλλαγή γίνεται επί κάποιας υποκείμενης αξίας και εφόσον η εκκαθάριση της συναλλαγής δεν γίνεται τοις μετρητοίς ή με λογαριασμό περιθωρίου.

4. ΣΥΜΒOΛΑΙO ΜΕΛΛOΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΛΗΡΩΣΗΣ (FUTURES CONTRACT)

Τα ΣΜΕ χρησιμοποιούνται για να καλύψουν μερικές από τις αδυναμίες των προθεσμιακών συμβολαίων, δηλαδή την έλλειψη τυποποίησης, κεντρικού αντισυμβαλλομένου και ρευστής αγοράς. Είναι στην ουσία τυποποιημένα προθεσμιακά συμβόλαια τα οποία διαπραγματεύονται σε οργανωμένες αγορές, με επαρκή συνήθως ρευστότητα και με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο τον Oίκο Εκκαθάρισης της Αγοράς Παραγώγων.

Tα ΣΜΕ αποτελούν υποχρεώσεις τόσο για τον αγοραστή όσο και για τον πωλητή και διαθέτουν τόσο ημερήσιο διακανονισμό, όπου τα κέρδη και οι ζημίες πληρώνονται σε ημερήσια βάση από τον αγοραστή και τον πωλητή, όσο και περιθώριο ασφάλισης παραγώγου (derivatives margin) ως εγγύηση καλής εκτέλεσης, η οποία καταβάλλεται και από τον αγοραστή και από τον πωλητή. Τα πλεονεκτήματα των ΣΜΕ μπορούν να συνοψιστούν στα εξής:

- Απαιτούν καταβολή σχετικά μικρού αρχικού κεφαλαίου (ως περιθώριο ασφάλισης - margin) για τη λήψη είτε θέσης αγοράς είτε θέσης πώλησης.

- Δεν απαιτείται κατά την αρχική συναλλαγή η ανταλλαγή χρημάτων. Υπάρχει όμως ημερήσιος διακανονισμός, με βάση τον οποίο καταβάλλονται και εισπράττονται σε καθημερινή βάση οι ζημίες και τα κέρδη και από τους δύο συναλλασσομένους (αγοραστή και πωλητή).

- Oι συναλλασσόμενοι δεν λαμβάνουν υπόψη τους πιστωτικούς κινδύνους, αφού ο Oίκος Εκκαθάρισης (η ΕΤΕΣΕΠ) παρέχει απόλυτη εγγύηση για τη συναλλαγή τους.

- Επιτρέπουν υψηλή μόχλευση θέσης, αφού ως περιθώριο ασφάλισης μπορούν να χρησιμοποιηθούν μετοχές, ομόλογα και μετρητά (σε τοκοφόρο λογαριασμό). Έτσι, αφού δεν απαιτείται υψηλό αρχικό κεφάλαιο, ο επενδυτής μπορεί να πάρει θέση σε πολλαπλάσιας αξίας συναλλαγή. Επομένως, ο

Page 41: Παράγωγα Χρηματιστηριου

επενδυτής μπορεί μέσω της υψηλής μόχλευσης να κυνηγήσει και υψηλές αποδόσεις, πολλαπλάσιες αυτών της υποκείμενης αγοράς.

Τα μειονεκτήματα των ΣΜΕ είναι:

- Απαιτούν την καταβολή αρχικού κεφαλαίου (margin) για τη λήψη είτε θέσης αγοράς είτε θέσης πώλησης. Το ιδανικό για έναν επενδυτή θα ήταν το αρχικό αυτό κεφάλαιο να είναι όσο το δυνατόν μικρότερο.

- Λόγω του ημερήσιου διακανονισμού πρέπει να υπάρχει συνεχής παρακολούθηση, ώστε ο επενδυτής είτε να φροντίσει να κλείσει τη θέση του, σε περίπτωση που δεν επαρκούν τα κεφάλαιά του για να καλύψει ζημία πέρα από ένα συγκεκριμένο σημείο, είτε να πάρει τα κέρδη του σε περίπτωση που η προσδοκία του επαληθευτεί και δεν επιθυμεί να κρατήσει τη θέση για περισσότερο χρονικό διάστημα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η υψηλή μόχλευση θέσης μπορεί να προσφέρει υψηλές αποδόσεις, αλλά μπορεί να προσφέρει και υψηλές ζημίες, επομένως απαιτείται παρακολούθηση των θέσεων.

6. ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡOΑΙΡΕΣΗΣ (OPTIONS)

Τα δικαιώματα προαίρεσης είναι σύγχρονα χρηματοοικονομικά εργαλεία τα οποία διαπραγματεύονται σε οργανωμένες αγορές και προσφέρουν τη δυνατότητα σε επενδυτές να καθορίσουν ακριβώς το επίπεδο κινδύνου που επιθυμούν να αναλάβουν. Oι επενδυτές μπορούν να υπολογίσουν το αρχικό ποσό το οποίο επιθυμούν να επενδύσουν, να περιγράψουν την προσδοκία τους για την πορεία της τιμής της υποκείμενης αξίας, το μέγιστο ποσό το οποίο είναι διατεθειμένοι να χάσουν και, εάν επιθυμούν, να λάβουν κίνδυνο πολλαπλάσιο της αρχικής τους επένδυσης. Τα δικαιώματα προσφέρουν μη γραμμικότητα στις αποδόσεις, δηλαδή ο επενδυτής μπορεί να προπληρώσει ένα ποσό για να συμμετέχει απεριόριστα σε κέρδη σε άνοδο ή κάθοδο της τιμής της υποκείμενης αξίας, χωρίς να κινδυνεύει να χάσει ποσό μεγαλύτερο από αυτό που έχει ήδη προπληρώσει. Αυτή η συμπεριφορά θυμίζει κατά κάποιο τρόπο το «λαχείο» ή την «αγορά ασφάλειας». Όμως, για τα δικαιώματα υπάρχει πλειάδα στρατηγικών, οι οποίες προσαρμόζονται στις επιδιώξεις και στην οικονομική δυνατότητα του επενδυτή. Κατά κάποιον τρόπο, τα δικαιώματα είναι το πιο ολοκληρωμένο χρηματοοικονομικό προϊόν, αφού μπορεί να προσομοιάσει σε οποιαδήποτε από τις αποδόσεις των προηγούμενων χρηματοοικονομικών εργαλείων.

Στρατηγικές για την άνοδο και την πτώση

Τόσο τα Συμβόλαια Μελλοντικής Εκπλήρωσης όσο και τα Δικαιώματα Προαίρεσης μας επιτρέπουν, με τους κατάλληλους χειρισμούς και στρατηγικές, να αποκομίσουμε κέρδη ανεξαρτήτως της πορείας που θα ακολουθήσει η αγορά. Τα παραδείγματα που ακολουθούν (με πραγματικά στοιχεία της αγοράς στον FTSE/ASE Mid-40) δείχνουν τον τρόπο.

Eπένδυση στην ανοδική προσδοκία

- ΑΓOΡΑ ΣΜΕ: Βρισκόμαστε στις αρχές Δεκεμβρίου 2003. Η αγορά το τελευταίο χρονικό διάστημα έχει κινηθεί με σταθεροποιητικές τάσεις και ο δείκτης FTSE/ASE Mid-40 βρίσκεται στα επίπεδα των 2.350 μονάδων. Κάποιος επενδυτής που χρησιμοποιεί δείκτες τεχνικής ανάλυσης και συγκεκριμένα τον δείκτη MACD (κινητός μέσος όρος σύγκλισης - απόκλισης), προσδοκά μια σύντομη ανάκαμψη των τιμών της μεσαίας κεφαλαιοποίησης. Για να υλοποιήσει την προσδοκία του και έχοντας διαθέσιμο κεφάλαιο 6.500 ευρώ, αγοράζει στις 4 Δεκεμβρίου 2003 5 ΣΜΕ στον δείκτη FTSE/ASE Mid-40 με μήνα λήξης τον Ιανουάριο 2004, στις 2.370 μονάδες δείκτη. Η τιμή εκκαθάρισης του ΣΜΕ την ίδια ημέρα καθορίζεται στις 2.376 μονάδες και η τιμή κλεισίματος του υποκείμενου δείκτη στην Αγορά Μετοχών του Χ.Α. στις 2.354 μονάδες.

Το απαιτούμενο περιθώριο ασφάλισης (margin) που οφείλει να δεσμεύσει ο επενδυτής υπέρ ΕΤΕΣΕΠ ορίζεται στο 10% της τιμής κλεισίματος του δείκτη για κάθε συμβόλαιο. Μέχρι το επόμενο πρωί, ο επενδυτής θα πρέπει να καταβάλει ως περιθώριο ασφάλισης στον αντίστοιχο τραπεζικό λογαριασμό 5 x 2.354 x 10% x 5 ευρώ = 5.885 ευρώ (εφόσον μια μονάδα του δείκτη ισοδυναμεί με 5 ευρώ). Ταυτόχρονα, μέσω του ημερήσιου διακανονισμού της 4ης Δεκεμβρίου, ο επενδυτής θα εισπράξει και τα κέρδη από την ημερήσια άνοδο του ΣΜΕ σε σχέση με την τιμή που αγόρασε. Τα κέρδη αυτά ανέρχονται

Page 42: Παράγωγα Χρηματιστηριου

σε 5 x (2.376 - 2.370) x 5 ευρώ = 150 ευρώ.

Να σημειώσουμε ότι ο επενδυτής έχει διαθέσιμα 6.500 - 5.885 = 615 ευρώ για να καλύψει τυχόν ζημίες από τον ημερήσιο διακανονισμό, με βάση το αρχικό του κεφάλαιο. Αν αποφασίσει ότι χρειάζεται μεγαλύτερο κεφάλαιο για τον διακανονισμό, τότε είτε αγοράζει λιγότερα συμβόλαια είτε χρησιμοποιεί σαν αρχικό περιθώριο ασφάλισης μετοχές που ήδη έχει (τις δεσμεύει υπέρ ΕΤΕΣΕΠ).

Για κάθε ημέρα που ο επενδυτής διατηρεί τη θέση του ανοικτή στην Αγορά Παραγώγων, θα εισπράττει τα κέρδη ή θα καταβάλει τις ζημίες από τον ημερήσιο διακανονισμό του ΣΜΕ. Ταυτόχρονα το απαιτούμενο περιθώριο ασφάλισης θα καθορίζεται πάντα με βάση την τιμή κλεισίματος του δείκτη στην υποκείμενη αγορά.

Oι προσδοκίες του επενδυτή τελικά πραγματοποιούνται και οι τιμές του δείκτη FTSE/ASE Mid-40, αλλά και του ΣΜΕ Ιανουαρίου κινούνται ανοδικά, όπως μπορούμε να δούμε στο Διάγραμμα 1 (μπορείτε να το δείτε στην PDF έκδοση). Μάλιστα, μέχρι τη λήξη του ΣΜΕ Ιανουαρίου στις 16/1/2004, ο δείκτης μεσαίας κεφαλαιοποίησης έχει παρουσιάσει άνοδο κατά 377 μονάδες (απόδοση 16%). Έτσι, ο επενδυτής που ανέμενε την άνοδο της αγοράς μέχρι τη λήξη του Ιανουαρίου, πιστεύει πλέον ότι το μεγαλύτερο μέρος της ανόδου έχει ολοκληρωθεί. Oι εναλλακτικές για τον επενδυτή είναι είτε να κλείσει τη θέση του την τρίτη Παρασκευή του Ιανουαρίου 2004, οπότε και λήγει τελικά το ΣΜΕ, είτε να μετακυλίσει τη θέση του στον επόμενο μήνα περιμένοντας περαιτέρω άνοδο. Με βάση και τα διαγράμματα τεχνικής ανάλυσης, αποφασίζει να κλείσει τη θέση του στο ΣΜΕ, «κλειδώνοντας» τα ως εκείνη την ημέρα κέρδη του και αποδεσμεύοντας παράλληλα το περιθώριο ασφάλισης (αρχικό κεφάλαιο).

Η τιμή εκκαθάρισης του ΣΜΕ στη λήξη Ιανουαρίου είναι η τιμή κλεισίματος του δείκτη στην υποκείμενη αγορά εκείνη την ημέρα, δηλαδή οι 2.631 μονάδες δείκτη. Το συνολικό κέρδος που εισέπραξε μέχρι εκείνη την ημέρα από τον καθημερινό χρηματικό διακανονισμό είναι 5 Χ (2.631 - 2.370) Χ 5 ευρώ = 6.525 ευρώ. Ταυτόχρονα, το μέγιστο περιθώριο ασφάλισης που κλήθηκε να δεσμεύσει ήταν το πρωί της 15ης Ιανουαρίου και ανήλθε σε 5 Χ 2.611,30 x 10% Χ 5 = 6.543,25 ευρώ, δεδομένου ότι ο δείκτης την προηγούμενη εργάσιμη (14 Ιανουαρίου) έκλεισε στις 2.611,30 μονάδες. Η συνολική απόδοση του επενδυτή στο κεφάλαιό του, λοιπόν, ήταν 6.525/6.543,25 = 99,7%, μέσα σε χρονικό διάστημα 28 ημερών, ενώ η αντίστοιχη ποσοστιαία άνοδος του δείκτη ήταν περίπου 16%.

Aξίζει να σημειωθεί ότι η χρήση παραγώγων στον δείκτη επιτρέπει την αποτελεσματική διαφοροποίηση στο χαρτοφυλάκιο, εφόσον δεν βασίζεται σε αποδόσεις επιμέρους μετοχών, αλλά στη συνολική απόδοση του κλάδου της μεσαίας κεφαλαιοποίησης. Η στρατηγική αγοράς ΣΜΕ επιτρέπει την υλοποίηση υψηλών αποδόσεων σε άνοδο τιμών (λόγω της μόχλευσης), αλλά παράλληλα εμπεριέχει και μεγάλο ρίσκο για τον επενδυτή σε περίπτωση πτώσης τιμών. Έτσι, ο επενδυτής ενδέχεται να κληθεί να καταβάλει ζημίες που υπερβαίνουν το αρχικό του κεφάλαιο σε περίπτωση μεγάλης πτώσης του δείκτη. Επομένως, πρέπει πάντα να θέτει και σημείο όπου κλείνει τη θέση του (stop loss) με βάση το διαθέσιμο κεφάλαιο που έχει.

- ΑΓOΡΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤOΣ: Ας εξετάσουμε τώρα την περίπτωση που στις αρχές Δεκεμβρίου 2003 ο επενδυτής μας έχει ανοδικές προσδοκίες για την τιμή του δείκτη μεσαίας κεφαλαιοποίησης μέχρι και τα μέσα Ιανουαρίου, διαθέτει περίπου 6.500 ευρώ ως αρχικό κεφάλαιο, αλλά δεν επιθυμεί να αναλάβει κίνδυνο ζημιών μεγαλύτερων του αρχικού διαθεσίμου κεφαλαίου.

O επενδυτής αποφασίζει στις 4 Δεκεμβρίου 2003 να αγοράσει δικαιώματα αγοράς (long call) στον δείκτη FTSE/ASE Mid-40 με λήξη τον Ιανουάριο 2004 και τιμή άσκησης 2.300 μονάδες, τη στιγμή που ο δείκτης την προηγούμενη εργάσιμη, δηλαδή στις 3 Δεκεμβρίου, έκλεισε στις 2.346 μονάδες. Αυτά τα δικαιώματα είναι In-the-money (ΙTM), διότι εμπεριέχουν κάποια εσωτερική αξία (2.346 - 2.300 = 46 μονάδες δείκτη), πέραν της αξίας χρόνου.

Με άλλα λόγια, ο επενδυτής θα είχε όφελος 46 μονάδων (= 46 x 5 ευρώ = 230 ευρώ) εάν μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμα τη στιγμή εκείνη, όταν ο δείκτης διαπραγματεύεται στις 2.346 μονάδες. Αν επιθυμεί ο επενδυτής να χρησιμοποιήσει μικρότερο μέρος από το κεφάλαιο που έχει, μπορεί είτε να αγοράσει μικρότερο αριθμό δικαιωμάτων είτε να επιλέξει υψηλότερη τιμή άσκησης, out-of-the-money, ώστε το δικαίωμα να του στοιχίσει λιγότερο. Βέβαια, σε αυτή την περίπτωση η πιθανότητα να κερδίσει είναι μικρότερη, αλλά η απόδοση μπορεί να είναι σημαντικά υψηλότερη (αφού το αρχικό κεφάλαιο μειώνεται).

Page 43: Παράγωγα Χρηματιστηριου

Η τιμή διαπραγμάτευσης του συγκεκριμένου δικαιώματος (premium) στις 4 Δεκεμβρίου στην Αγορά Παραγώγων του Χ.Α. κινήθηκε στα επίπεδα των 110 - 130 μονάδων δείκτη. Έστω ότι ο επενδυτής αγόρασε τελικά 10 δικαιώματα αγοράς, για τα οποία δαπάνησε το τίμημα (premium) των 130 μονάδων ανά δικαίωμα. Αυτό σημαίνει ότι το συνολικό κόστος του επενδυτή είναι 10 Χ 130 Χ 5 ευρώ = 6.500 ευρώ (εφόσον μια μονάδα του δείκτη αντιστοιχεί σε 5 ευρώ). Λόγω του γεγονότος ότι ο επενδυτής αγοράζει δικαιώματα προαίρεσης, ο κίνδυνός του περιορίζεται στο αρχικό κόστος της στρατηγικής. Έτσι, δεν υποχρεούται να δεσμεύσει κάποιο περιθώριο ασφάλισης υπέρ ΕΤΕΣΕΠ.

O δείκτης FTSE/ASE Mid-40 στο επόμενο χρονικό διάστημα κινείται ανοδικά και τελικά στη λήξη της 16ης Ιανουαρίου 2004 ο δείκτης κλείνει στις 2.631 μονάδες. O επενδυτής που ανέμενε μέχρι τη λήξη του Ιανουαρίου, πιστεύει ότι η άνοδος αυτή του δείκτη ενδέχεται να σταματήσει στα τρέχοντα επίπεδα και αποφασίζει να μη μετακυλίσει τη θέση του, «κλειδώνοντας» τα ως εκείνη την ημέρα κέρδη. Στις 16 Ιανουαρίου ασκεί τα δικαιώματα αγοράς και εισπράττει την εσωτερική αξία των δικαιωμάτων στη λήξη. Η εσωτερική αξία για τα δικαιώματα αγοράς του επενδυτή υπολογίζεται ως η διαφορά μεταξύ της τιμής κλεισίματος του δείκτη και της τιμής άσκησης των δικαιωμάτων. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα, ο επενδυτής εισπράττει από την άσκηση των δικαιωμάτων 10 Χ (2.631 - 2.300) Χ 5 ευρώ = 16.550 ευρώ.

Αν αναλογιστούμε το αρχικό κόστος αγοράς των δικαιωμάτων, ο επενδυτής «κλειδώνει» έτσι κέρδος που ανέρχεται στα 16.550 - 6.500 = 10.050 ευρώ. To κέρδος αυτό αντιστοιχεί σε μια απόδοση επί του αρχικού κεφαλαίου: 10.050/6.500 = 155%, τη στιγμή που ο δείκτης κατά την ίδια περίοδο παρουσίασε άνοδο 16%. Ας σημειώσουμε ότι και σε περίπτωση που η αγορά είχε κινηθεί έντονα πτωτικά (ο δείκτης FTSE/ASE Mid-40 κάτω από τις 2.300 μονάδες στις 16 Ιανουαρίου), η μέγιστη ζημία του επενδυτή θα ήταν το αρχικό ποσό της επένδυσης, δηλαδή τα 6.500 ευρώ.

Επένδυση στην πτωτική προσδοκία

- ΠΩΛΗΣΗ ΣΜΕ: Βρισκόμαστε στα τέλη Ιανουαρίου 2004. Η αγορά το τελευταίο χρονικό διάστημα έχει κινηθεί με ιδιαίτερα ανοδικές τάσεις και ο FTSE/ASE Mid 40 βρίσκεται στα επίπεδα των 2.600 μονάδων. Κάποιος επενδυτής που χρησιμοποιεί δείκτες τεχνικής ανάλυσης, και συγκεκριμένα τον δείκτη MACD (κινητός μέσος όρος σύγκλισης - απόκλισης) προσδοκά σε μια σύντομη διόρθωση των τιμών της μεσαίας κεφαλαιοποίησης. Για να υλοποιήσει την προσδοκία του με το κεφάλαιο των 6.500 ευρώ που διαθέτει, πουλά στις 27 Ιανουαρίου 2004 5 ΣΜΕ στον FTSE/ASE Mid 40 με μήνα λήξης τον Μάρτιο 2004 στις 2.675 μονάδες. Η τιμή εκκαθάρισης του ΣΜΕ την ίδια ημέρα καθορίζεται στις 2.664,5 μονάδες και η τιμή κλεισίματος του υποκείμενου δείκτη στην Αγορά Μετοχών του Χ.Α. στις 2.581,20 μονάδες. Το απαιτούμενο περιθώριο ασφάλισης (margin) που οφείλει να δεσμεύσει ο επενδυτής υπέρ ΕΤΕΣΕΠ ορίζεται στο 10% της τιμής κλεισίματος του δείκτη για κάθε συμβόλαιο.

Μέχρι το επόμενο πρωί ο επενδυτής θα πρέπει να καταβάλει στον τραπεζικό του λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης 5 x 2.581,20 x 10% Χ 5 ευρώ = 6.453 ευρώ (εφόσον μια μονάδα του δείκτη ισοδυναμεί με 5 ευρώ). Ταυτόχρονα, μέσω του ημερήσιου διακανονισμού της 27ης Ιανουαρίου, ο επενδυτής θα εισπράξει και τα κέρδη από την ημερήσια πτώση του ΣΜΕ σε σχέση με την τιμή που αυτός εκτέλεσε την πώληση. Τα κέρδη αυτά ανέρχονται σε 5 Χ (2.675 - 2.664,5) Χ 5 ευρώ = 262,5 ευρώ.

Για κάθε ημέρα που ο επενδυτής διατηρεί τη θέση πώλησης ΣΜΕ ανοικτή στην Αγορά Παραγώγων, θα εισπράττει τα κέρδη ή θα καταβάλλει τις ζημίες που προκύπτουν από τον ημερήσιο διακανονισμό του ΣΜΕ. Ταυτόχρονα, το απαιτούμενο περιθώριο ασφάλισης θα καθορίζεται πάντα με βάση την τιμή κλεισίματος του δείκτη στην υποκείμενη αγορά.

Oι προσδοκίες του επενδυτή τελικά πραγματοποιούνται και οι τιμές του FTSE/ASE Mid 40, αλλά και του ΣΜΕ Μαρτίου κινούνται πτωτικά, όπως μπορούμε να δούμε στο Διάγραμμα 3. Μάλιστα, μέχρι τις 8/3/2004 ο FTSE/ASE Mid 40 έχει παρουσιάσει πτώση κατά 200 περίπου μονάδες (που αντιστοιχούν σε απόδοση -8%). O επενδυτής, που εξακολουθεί να παρακολουθεί μέσω τεχνικής ανάλυσης τον δείκτη, εντοπίζει ένα «σήμα αγοράς» μέσω του δείκτη MACD, κάτι που ενδέχεται να καθορίζει βραχυπρόθεσμα το τέλος της πτωτικής πορείας του δείκτη.

Page 44: Παράγωγα Χρηματιστηριου

Έτσι, αποφασίζει να κλείσει τη θέση του, κλειδώνοντας τα ως εκείνη την ημέρα κέρδη και αποδεσμεύοντας παράλληλα το περιθώριο ασφάλισης (αρχικό κεφάλαιο).

Για το κλείσιμο θέσης πώλησης του ΣΜΕ ο επενδυτής πραγματοποιεί στην Αγορά Παραγώγων του Χρηματιστηρίου Αθηνών την αντίθετη συναλλαγή. Αγοράζει δηλαδή στις 8/3/2004 5 ΣΜΕ λήξης Μαρτίου 2004 στην τιμή των 2.400 μονάδων δείκτη. Το συνολικό κέρδος που εισέπραξε μέχρι εκείνη την ημέρα από τον καθημερινό χρηματικό διακανονισμό είναι 5 Χ (2.675 - 2.400) Χ 5 ευρώ = 6.875 ευρώ.

Ταυτόχρονα, το μέγιστο περιθώριο ασφάλισης που κλήθηκε να δεσμεύσει ήταν το πρωί της 28ης Ιανουαρίου και ανήλθε στο αρχικό ποσό επένδυσης των 6.453 ευρώ, δεδομένου ότι ο δείκτης την προηγούμενη εργάσιμη (27/1) έκλεισε στις 2.581,20 μονάδες.

Η συνολική απόδοση του επενδυτή στο κεφάλαιό του ήταν λοιπόν 6.875 / 6.453 = 107%, μέσα σε διάστημα 29 ημερών, ενώ η αντίστοιχη ποσοστιαία πτώση του δείκτη ήταν περίπου 8%.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η χρήση παραγώγων στον δείκτη επιτρέπει την αποτελεσματική διαφοροποίηση στο χαρτοφυλάκιο, εφόσον δεν βασίζεται σε αποδόσεις επιμέρους μετοχών, αλλά στη συνολική απόδοση του κλάδου της μεσαίας κεφαλαιοποίησης.

Η στρατηγική πώλησης ΣΜΕ επιτρέπει την υλοποίηση υψηλών αποδόσεων σε πτώση τιμών (λόγω της μόχλευσης), αλλά παράλληλα εμπεριέχει και μεγάλο ρίσκο για τον επενδυτή σε περίπτωση ανόδου τιμών.

Έτσι, ο επενδυτής ενδέχεται να κληθεί να καταβάλει ζημίες που υπερβαίνουν το αρχικό του κεφάλαιο σε περίπτωση μεγάλης ανόδου του δείκτη. Στο επόμενο παράδειγμα θα δούμε την αντίστοιχη στρατηγική με δικαιώματα προαίρεσης που επιτρέπει τον περιορισμό της μέγιστης ζημίας σε γνωστά εκ των προτέρων επίπεδα, χωρίς να αφαιρεί τη δυνατότητα για υψηλές αποδόσεις.

ΑΓOΡΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤOΣ: Ας εξετάσουμε τώρα την περίπτωση όπου, στα τέλη Ιανουαρίου 2004, ένας επενδυτής έχει πτωτικές προσδοκίες για την τιμή του δείκτη μεσαίας κεφαλαιοποίησης μέχρι και τις αρχές Μαρτίου, διαθέτει περίπου 6.500 ευρώ ως αρχικό κεφάλαιο, αλλά δεν επιθυμεί να αναλάβει κίνδυνο ζημιών μεγαλύτερο του αρχικού διαθεσίμου κεφαλαίου. O επενδυτής αποφασίζει στις 27 Ιανουαρίου 2004 να αγοράσει δικαιώματα πώλησης (put) στον δείκτη FTSE/ASE Mid 40 με λήξη τον Μάρτιο 2004 και τιμή άσκησης 2.700 μονάδες, τη στιγμή που ο δείκτης την προηγούμενη εργάσιμη (26 Ιανουαρίου) έκλεισε στις 2.576 μονάδες. Αυτά τα δικαιώματα είναι in-the-money (ΙTM) διότι εμπεριέχουν κάποια εσωτερική αξία (2.700 - 2.576 = 124 μονάδες δείκτη) πέραν της αξίας χρόνου. Με άλλα λόγια, ο επενδυτής θα είχε όφελος 124 μονάδων (= 124 Χ 5 ευρώ = 620 ευρώ) εάν μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμα, τη στιγμή που ο δείκτης διαπραγματεύεται στις 2.576 μονάδες.

Η τιμή διαπραγμάτευσης του συγκεκριμένου δικαιώματος (premium) στις 27 Ιανουαρίου στην Αγορά Παραγώγων του Χ.Α. κινήθηκε στα επίπεδα των 112 με 135 μονάδων δείκτη. Έστω ότι ο επενδυτής αγόρασε τελικά 9 δικαιώματα πώλησης για τα οποία δαπάνησε το τίμημα (premium) των 135 μονάδων ανά δικαίωμα. Αυτό σημαίνει ότι το συνολικό κόστος του επενδυτή είναι 9 Χ 135 Χ 5 ευρώ = 6.075 ευρώ (εφόσον μια μονάδα του δείκτη αντιστοιχεί σε 5 ευρώ). Λόγω του γεγονότος ότι ο επενδυτής αγοράζει δικαιώματα προαίρεσης, ο κίνδυνός του περιορίζεται στο αρχικό κόστος της στρατηγικής. Έτσι, δεν υποχρεούται να δεσμεύσει κάποιο περιθώριο ασφάλισης υπέρ ΕΤΕΣΕΠ.

O FTSE/ASE Mid 40 στο επόμενο χρονικό διάστημα κινείται πτωτικά και τελικά μέχρι τις 8/3/2004 έχει παρουσιάσει πτώση κατά 200 περίπου μονάδες (που αντιστοιχούν σε απόδοση -8%). O επενδυτής, που εξακολουθεί να παρακολουθεί μέσω τεχνικής ανάλυσης τον δείκτη, εντοπίζει ένα «σήμα αγοράς» μέσω του δείκτη MACD, κάτι που ενδέχεται να καθορίζει βραχυπρόθεσμα το τέλος της πτωτικής πορείας του δείκτη. Έτσι, αποφασίζει να κλείσει τη θέση του, κλειδώνοντας τα ως εκείνη την ημέρα κέρδη από τα δικαιώματα.

Για το κλείσιμο της θέσης προβαίνει στην αντίθετη συναλλαγή. Έτσι, στις 8 Μαρτίου πουλά τα δικαιώματα πώλησης και εισπράττει το τίμημα διαπραγμάτευσης (premium). Στο συγκεκριμένο παράδειγμα ο επενδυτής εισπράττει από την πώληση των δικαιωμάτων 9 x 285 x 5 ευρώ = 12.825

Page 45: Παράγωγα Χρηματιστηριου

ευρώ, εφόσον το premium πώλησης ανέρχεται σε 285 μονάδες δείκτη (η εσωτερική αξία των δικαιωμάτων έχει αυξηθεί λόγω της πτώσης του δείκτη).

Αν αναλογιστούμε το αρχικό κόστος αγοράς των δικαιωμάτων, ο επενδυτής κλειδώνει έτσι κέρδος που ανέρχεται στα 12.825 - 6.075 = 6.750 ευρώ. Το κέρδος αυτό αντιστοιχεί σε μια απόδοση επί του αρχικού κεφαλαίου: 6.750/6.075 = 111%, τη στιγμή που ο δείκτης κατά την ίδια περίοδο παρουσίασε πτώση κατά 8%. Ας σημειώσουμε ότι ακόμη και σε περίπτωση που η αγορά είχε κινηθεί έντονα ανοδικά (ο δείκτης FTSE/ASE Mid 40 πάνω από τις 2.700 μονάδες στις 8 Μαρτίου), η μέγιστη ζημία του επενδυτή θα ήταν το αρχικό ποσό της επένδυσης, δηλαδή τα 6.075 ευρώ.

Μέθοδοι επιλογής Α/ΚΠαλαιότερα, οι επενδυτές αξιολογούσαν τις επιδόσεις του χαρτοφυλακίου τους, βασιζόμενοι αποκλειστικά σχεδόν στο ποσοστό της απόδοσης τους. Ήταν ενήμεροι για τον κίνδυνο, αλλά δεν ήξεραν πως να τον ποσοτικοποιήσουν και συνεπώς, δεν μπορούσαν να υπολογίσουν τις επιδράσεις του με ακρίβεια.  0   0 Google +0   0   0

- Μέθοδοι επιλογής Α/Κ- Δέκα «εντολές» για πετυχημένες επενδύσεις σε Α/Κ

- Ποιοι είναι οι τρόποι μέτρησης της συνολικής επίδοσης ενός χαρτοφυλακίου;

Παλαιότερα, οι επενδυτές αξιολογούσαν τις επιδόσεις του χαρτοφυλακίου τους, βασιζόμενοι αποκλειστικά σχεδόν στο ποσοστό της απόδοσης τους. Ήταν ενήμεροι για τον κίνδυνο, αλλά δεν ήξεραν πως να τον ποσοτικοποιήσουν και συνεπώς, δεν μπορούσαν να υπολογίσουν τις επιδράσεις του με ακρίβεια.

Πιο συγκεκριμένα, οι μελετητές τοποθετούσαν τα χαρτοφυλάκια σε κατηγορίες ανάλογα με το είδος του κινδύνου που τα επηρέαζε {π.χ. κλαδική κατάταξη, διακύμανση της απόδοσης} και έπειτα συνέκριναν τα ποσοστά απόδοσης για κάθε χαρτοφυλάκιο, ανάλογα με την κατηγορία του κινδύνου στην οποία ανήκαν. Η ανάπτυξη όμως της θεωρίας του χαρτοφυλακίου στις αρχές του 1960, κατέστησε ικανή την ποσοτικοποίηση του κινδύνου σε όρους μεταβλητότητας των αποδόσεων.

Η γνώση του επιπέδου του κινδύνου των Αμοιβαίων Κεφαλαίων, μας επιτρέπει τη χρήση κατάλληλων μεθόδων αξιολόγησης της επίδοσής τους. Οι μέθοδοι αυτοί που έχουν προταθεί από τη διεθνή βιβλιογραφία, λαμβάνουν υπ' όψιν τους την προσαρμογή της απόδοσης του Α/Κ σε τυχούσες διαφορές στον κίνδυνο τον οποίο ενσωματώνουν.

Για το σκοπό αυτό, έχουν αναπτυχθεί στη διεθνή αρθρογραφία διάφορες μέθοδοι, οι κυριότερες των οποίων είναι:α) η μέθοδος της απόδοσης ανά μονάδα κινδύνου (return per unit of risk) καιβ) η μέθοδος της διαφορικής απόδοσης (differential return).Οι δύο προσεγγίσεις πολλές φορές συσχετίζονται και οδηγούν συχνά σε παρόμοια συμπεράσματα. Ας τις δούμε όμως, πιο αναλυτικά.

* Η προσέγγιση της Απόδοσης ανά Μονάδα Κινδύνου

Η προσέγγιση της απόδοσης ανά μονάδα κινδύνου συσχετίζει το απόλυτο επίπεδο της απόδοσης του Αμοιβαίου Κεφαλαίου που επιτεύχθηκε μέσα σε μια χρονική περίοδο, με το επίπεδο του κινδύνου που ενσωματώνεται σε αυτό.

Page 46: Παράγωγα Χρηματιστηριου

Στη διεθνή βιβλιογραφία έχουν προταθεί κυρίως δύο μέτρα της απόδοσης ανά μονάδα κινδύνου των Α/Κ, τα οποία έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά. Το πρώτο μέτρο είναι ο λόγος του Treynor (1965), ο οποίος απεικονίζετα από την παρακάτω σχέση:

Treynor Ratio (TR) = Rp-Rf/Bp

ενώ το δεύτερο μέτρο είναι ο λόγος του Sharpe (1966): Rp-Rf/Sr         όπου:Rpείναι η πραγματοποιηθείσα απόδοση του Α/ΚRfείναι το επιτόκιο χωρίς κίνδυνοSr είναι ο συνολικός κίνδυνος (τυπική απόκλιση) του Α/Κ καιBp είναι ο συντελεστής συστηματικού κινδύνου (βήτα) του Α/Κ.

Ο λόγος του Treynor εκφράζει την υπερβάλλουσα απόδοση του Α/Κ, η οποία προκύπτει από τη διαφορά της πραγματοποιηθείσας απόδοσης από το επιτόκιο χωρίς κίνδυνο, δια της μεταβλητικότητας των αποδόσεων του Α/Κ, όπως αυτή προσεγγίζεται από το συστηματικό κίνδυνο.

Επειδή ο αριθμητής του λόγου αυτού εκφράζεται σε ποσοστά και ο παρανομαστής σε καθαρό αριθμό, ο δείκτης του Treynor εκφράζεται τελικά σε ποσοστά.

Ο λόγος του Sharpe εκφράζει και αυτός την υπερβάλλουσα απόδοση του Α/Κ δια της μεταβλητικότητας των αποδόσεων, όπως αυτή προσεγγίζεται από την τυπική απόκλιση των αποδόσεων του. Επειδή ο αριθμητής και ο παρανομαστής του δείκτη του Sharpe υπολογίζονται σε ποσοστά, ο λόγος του δείκτη είναι τελικά ένας καθαρός αριθμός.

Όπως είναι φανερό, η μόνη διαφορά των δύο προαναφερθέντων δεικτών βρίσκεται στην προσέγγιση του κινδύνου του Α/Κ. Ο Sharpe θεωρεί ως κατάλληλο μέτρο του κινδύνου τον συνολικό κίνδυνο του Α/Κ, ενώ ο Treynor εκτιμά ως καταλληλότερο μέτρο του κινδύνου τον συστηματικό του κίνδυνο.

Προτείνεται όπως χρησιμοποιούνται και τα δύο προαναφερθέντα μέτρα, στο βαθμό που οι πληροφορίες που αντλούμε από αυτά είναι διαφορετικές.

Για την αξιολόγηση Α/Κ, αλλά και γενικότερα χαρτοφυλακίων με τους δείκτες Sharpe και Treynor, Α/Κ που παρέχουν μεγαλύτερη απόδοση ανά μονάδα κινδύνου κρίνονται ως αυτά με την καλύτερη διαχείριση, ενώ Α/Κ που παρέχουν τη χαμηλότερη απόδοση ανά μονάδα κινδύνου κρίνονται ως αυτά με τη χειρότερη διαχείριση.

Οι δείκτες Sharpe και Treynor κατατάσσουν χαρτοφυλάκια, αλλά δεν προσφέρουν μια σαφή οικονομική ερμηνεία. Υπάρχει, όμως, ένας εναλλακτικός δείκτης, ο οποίος βασίζεται στο συντελεστή βήτα και μας επιτρέπει να απαντήσουμε στην ερώτηση: “Πόσο μεγαλύτερη (ή μικρότερη) ήταν η απόδοση του Α/Κ ως προς την αναμενόμενη με βάση το συστηματικό του κίνδυνο;”. Η εναλλακτική αυτή προσέγγιση είναι γνωστή ως δείκτης άλφα του Jensen ή μέθοδος της διαφορικής απόδοσης.

Page 47: Παράγωγα Χρηματιστηριου

* Η μέθοδος της Διαφορικής Αποδοσης (Jensen’s Performance Index)

Μια εναλλακτική προσέγγιση για την αξιολόγηση της επίδοσης των Αμοιβαίων Κεφαλαίων είναι η μέθοδος της διαφορικής απόδοσης. Το πρώτο βήμα της προσέγγισης αυτής είναι ο υπολογισμός της απόδοσης που θα έπρεπε να είχε το Α/Κ με βάση το συστηματικό κίνδυνο τον οποίο εμπεριείχε. Η απόδοση αυτή ονομάζεται στη διεθνή βιβλιογραφία “φυσιολογική απόδοση” (normal return).

Στη συνέχεια υπολογίζεται η διαφορά της πραγματοποιηθείσας από τη φυσιολογική απόδοση. Η απόδοση αυτή ονομάζεται “μη φυσιολογική απόδοση” (abnormal return).

Χρησιμοποιώντας μαθηματικούς τύπους, η μέθοδος της διαφορικής απόδοσης παρουσιάζεται από τις εξισώσεις:

N(ri) = rf + βi (rm - rf)   

ai = ri - N(ri)    

όπου: N(ri) η φυσιολογική απόδοση του Α/Κ,ai  η μη φυσιολογική απόδοση, ri   η πραγματοποιηθείσα απόδοση του Α/Κ rf  το επιτόκιο χωρίς κίνδυνο και rm  η απόδοση του χαρτοφυλακίου της αγοράς.

Για την αξιολόγηση Α/Κ, αλλά και γενικότερα χαρτοφυλακίων με τη μέθοδο της διαφορικής απόδοσης, Α/Κ που παρέχουν υψηλότερη και θετική μη φυσιολογική απόδοση κρίνονται ως αυτά με την καλύτερη διαχείριση, ενώ Α/Κ που παρέχουν αρνητική μη φυσιολογική απόδοση κρίνονται αρνητικά.Εναλλακτικά, ο Jensen προτείνει την εκτίμηση της παρακάτω παλινδρόμησης:

ri,t – rf = ai + βi (rm,t – rf ) +ei,t                                   

όπου οι μεταβλητές έχουν ήδη αναλυθεί.

Ο συντελεστής άλφα εκφράζει και στην εξίσωση αυτή τον δείκτη του Jensen. Εφόσον ο συντελεστής αυτός είναι θετικός και στατιστικά σημαντικός, τότε ο διαχειριστής επέτυχε καλύτερη απόδοση από αυτήν που θα αναμέναμε με βάση τον συστηματικό κίνδυνο που ανέλαβε.

Εάν ο συντελεστής αυτός είναι στατιστικά ίσος με το μηδέν, τότε ο διαχειριστής επέτυχε την αναμενόμενη απόδοση, ενώ τέλος εάν ο συντελεστής άλφα είναι μικρότερος του μηδενός και στατιστικά σημαντικός, ο διαχειριστής επικρίνεται για τη διαχείρισή του.

* O Δείκτης Αποτελεσματικότητας κατά Sortino

Το Sortino ratio υπολογίζεται ως εξής: Rp-Rf/Sdown

όπου:Rp είναι η πραγματοποιηθείσα απόδοση του Α/ΚRf είναι το επιτόκιο χωρίς κίνδυνο καιSdown είναι η downside semi-standard deviation του Α/Κ

Αντί να χρησιμοποιεί την τυπική απόκλιση στον παρονομαστή, το Sortino ratio χρησιμοποιεί την downside semivariance. Αυτή είναι μια μέτρηση της απόκλισης της τιμής κάτω από μια ελάχιστη αποδεκτή τιμή. Χρησιμοποιώντας αυτή την αξία, το Sortino ratio επιβάλλει ποινή μόνο στην επιζήμια

Page 48: Παράγωγα Χρηματιστηριου

μεταβλητότητα. Είναι μια μέτρηση της απόδοσης ανά μονάδα κινδύνου on the downside.

Οι κινήσεις προς τα πάνω θεωρούνται επιθυμητές και δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν στη μεταβλητότητα. Αυτό το μέτρο επιτρέπει στους επενδυτές να αποτιμήσουν τον κίνδυνο με καλύτερο τρόπο από το να κοιτάζουν απλά τις υπερβάλλουσες αποδόσεις στον συνολικό κίνδυνο, αφού το μέτρο αυτό δεν λογαριάζει πόσο συχνά ανεβαίνει η τιμή του αξιογράφου εν αντιθέσει προς το πόσο συχνά πέφτει.  Ένα υψηλό Sortino ratio δείχνει μικρό κίνδυνο να πραγματοποιηθούν μεγάλες ζημιές.

Κεφάλαια που αναφέρουν το Sortino ratio είναι αυτά που έχουν την ελάχιστη ανεκτικότητα στον κίνδυνο. Σε αυτές τις περιπτώσεις το Sortino ratio μπορεί να παρουσιαστεί σαν φιλοφρόνηση σε μια επενδυτική θέση που δίνει έμφαση στο περιεχόμενο των ζημιών στο ελάχιστο.

To Sortino ratio είναι χρήσιμο σε περιπτώσεις όπου οι αποδόσεις του χαρτοφυλακίου δεν είναι κανονικά κατανεμημένες. Σε αυτές τις περιπτώσεις ένα καλύτερο μέτρο από την τυπική απόκλιση για τον κίνδυνο της επένδυσης είναι η downside semi-variance ή downside semi-standard deviation.

* Modigliani

Λόγω της δυσκολίας κατανόησης του Sharpe ratio από τον μέσο επενδυτή προτάθηκε ένα νέο μέτρο από τους Modigliani & Modigliani  το οποίο εκφράζεται ως εξής:

όπου: Rp-Rf/Sp x SmRp η πραγματοποιηθείσα απόδοση της μετοχήςRf το επιτόκιο χωρίς κίνδυνοSp  η τυπική απόκλιση της μετοχήςSm η τυπική απόκλιση του δείκτη αναφοράς

Το μέτρο αυτό εκφράζει την πορεία ενός κεφαλαίου σε σχέση με την αγορά σε ποσοστιαίους όρους και θεωρήθηκε από τους Modigliani & Modigliani πιο εύκολο στην κατανόηση. Αν και οι Modigliani & Modigliani πρότειναν τη χρησιμοποίηση ενός ευρύ δείκτη αγοράς όπως ο S & P 500 μπορούν να χρησιμοποιηθούν και άλλοι δείκτες αναφοράς για τον υπολογισμό του μέτρου αυτού.

Για ένα κεφάλαιο με οποιοδήποτε κίνδυνο και απόδοση το μέτρο αυτό είναι ισοδύναμο με την απόδοση που το κεφάλαιο θα είχε πετύχει αν είχε τον ίδιο κίνδυνο με αυτόν του δείκτη της αγοράς. Επομένως, το κεφάλαιο με το υψηλότερο Modigliani measure όπως και το κεφάλαιο με το υψηλότερο Sharpe ratio θα είχε την υψηλότερη απόδοση για οποιοδήποτε επίπεδο κινδύνου. Το γεγονός ότι το Modigliani measure εκφράζεται σε ποσοστιαίους όρους καθιστά πιο εύκολη την κατανόησή του από τους επενδυτές.

Το Modigliani measure έχει τον ίδιο περιορισμό με το Sharpe ratio όσον αφορά τη χρησιμοποίησή του από επενδυτές που δεν έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν μόχλευση στην επένδυση των αμοιβαίων κεφαλαίων τους.

- Πως θα επιλέξετε ένα επιτυχημένο Αμοιβαίο Κεφάλαιο;

Ενα πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο σημερινός επενδυτής, ο οποίος πλέον λειτουργεί σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, δεν είναι απλά η αγορά ενός Α/Κ, αλλά η επιλογή εκείνου του συνδυασμού των καλύτερων Αμοιβαίων Κεφαλαίων που θα ταιριάζει σε αυτόν.

Η επιλογή του κατάλληλου ή πιο σωστά του άριστου συνδυασμού των καταλληλότερων Αμοιβαίων Κεφαλαίων για έναν υποψήφιο επενδυτή είναι μία διαδικασία αρκετά πολύπλοκη αλλά σίγουρα αξίζει τον κόπο.

Ο σκοπός του τμήματος αυτού του κεφαλαίου είναι η παρουσίαση των βασικών κριτηρίων επιλογής και απόρριψης Α/Κ. Θα πρέπει να τονισθεί ότι η διαδικασία αξιολόγησης και επιλογής Α/Κ (Fund Picking) απαιτεί εξειδικευμένες συμβουλές από οργανισμούς, οι οποίοι κατέχουν τη σχετική τεχνογνωσία.

Στο πρώτο στάδιο θα πρέπει οι επενδυτές να καταλάβουν τις βασικές τους ανάγκες, κάτι που μπορεί να

Page 49: Παράγωγα Χρηματιστηριου

επιτευχθεί απαντώντας στα παρακάτω απλά ερωτήματα:

• Τι είδους απόδοση ζητά ο επενδυτής; Μερισματική ή κεφαλαιακή; • Πόσο κίνδυνο προτίθεται να αναλάβει;• Ποιος είναι ο επενδυτικός του ορίζοντας; • Σε ποια φορολογική κλίμακα ανήκει; (για τις ΗΠΑ).• Ποιες είναι οι ανάγκες του σε επίπεδο ρευστότητας; Μήπως χρειάζεται τακτικές μηνιαίες ή δεκαπενθήμερες πληρωμές; Kαι τέλος • Υπάρχουν κάποιες ιδιαίτερες προσωπικές πεποιθήσεις; Μήπως επιθυμεί δηλαδή Α/Κ, τα οποία επενδύουν με βάση κάποιες οικολογικές αρχές;

Αφού έχουν καταγραφεί οι ανάγκες του επενδυτή απαντώντας στα παραπάνω ερωτήματα, το επόμενο βήμα είναι η ενδελεχής έρευνα εκείνων των Α/Κ που καλύπτουν τις προαναφερθείσες προυποθέσεις. Όπως είναι φυσικό στα πλαίσια ενός παγκοσμιοποιημένου περιβάλλοντος υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός Α/Κ που καλύπτει τα συγκεκριμένα κριτήρια. Η διαδικασία εύρεσης και επιλογής των καλύτερων Αμοιβαίων Κεφαλαίων από μία συγκεκριμένη κατηγορία, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, ονομάζεται Fund Picking.

Σύμφωνα με την διαδικασία αυτή επιχειρείται η εύρεση εκείνων των Α/Κ τα οποία αναμένεται να αποδώσουν στο μέλλον καλύτερα από τον μέσο όρο της κατηγορίας τους. Πρέπει να τονισθεί ότι η διαδικασία αυτή είναι ιδιαίτερα δύσκολη στον βαθμό που οι παρελθούσες επιδόσεις ενός Α/Κ δεν αποτελούν ένα αξιόπιστο δείκτη των μελλοντικών επιδόσεων του.

Για τον προσδιορισμό των κατάλληλων Αμοιβαίων Κεφαλαίων χρησιμοποιούνται συγκεκριμένα κριτήρια αξιολόγησης τα οποία μπορούν να χωρισθούν σε ποσοτικά (quantitative) και ποιοτικά (qualitative).

Ποσοτικά Κριτήρια Επιλογής Α/Κ

Επίδοση ( performance)

Το χρονικό διάστημα μεταξύ πέντε και δέκα ετών θεωρείται άριστο για την ανάλυση και την αξιολόγηση ενός αμοιβαίου κεφαλαίου. Ως ελάχιστη περίοδος αποτελεσματικής αξιολόγησης ενός Α/Κ θεωρείται η τριετία. Στοιχεία τα οποία στηρίζονται σε περιόδους μικρότερες των τριών ετών δεν θεωρούνται ικανά για την επιστημονική αξιολόγηση ενός Α/Κ, στον βαθμό που οι αποδόσεις του μπορούν να θεωρηθούν ως αποτέλεσμα της τύχης.

Κίνδυνος ( risk )

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει η χρησιμοποίηση των Χρηματοοικονομικών μαθηματικών μας επιτρέπει την ποσοτικοποίηση του κινδύνου των αμοιβαίων κεφαλαίων.

Η τυπική απόκλιση (standard deviation) του Α/Κ μετρά την έκταση στην οποία οι αποδόσεις του αποκλίνουν από την μέση του τιμή. Το πιο κοινό μέτρο που χρησιμοποιείται για την μέτρηση της απόδοσης προσαρμοσμένης στον κίνδυνο είναι ο λόγος του Sharpe. Ως γνωστόν ο λόγος αυτός υπολογίζεται απλά ως η διαφορά της απόδοσης του Α/Κ από το έντοκο γραμμάτιο του δημοσίου, δια της επικινδυνότητας του Α/Κ, όπως αυτή μετράται από την τυπική του απόκλιση.

Ο συντελεστής βήτα, είναι ένα άλλο μέτρο κινδύνου, το οποίο μετρά την σχετική μεταβλητότητα του Α/Κ ως προς έναν σχετικό δείκτη αναφοράς (benchmark). Ο συντελεστής βήτα μετρά τον κίνδυνο της αγοράς και ως εκ τούτου δείχνει την εξάρτηση του Α/Κ από την συγκεκριμένη χρηματιστηριακή αγορά. Ένα άλλο μέτρο που χρησιμοποιείται για την μέτρηση της απόδοσης του Α/Κ προσαρμοσμένης στον κίνδυνο, είναι ο λόγος του Treynor. Ο λόγος αυτός προκύπτει ως η διαφορά της απόδοσης του Α/Κ από το έντοκο γραμματιο του δημοσίου δια του συντελεστή βήτα του.

Όσο μεγαλύτερος είναι οι δείκτης Sharpe και Treynor ενός Α/Κ ως προς άλλα εξεταζόμενα Α/Κ  τόσο καλύτερα αξιολογείται το συγκεκριμένο  Αμοιβαίο Κεφάλαιο.

Αλλοι παράγοντες κινδύνου είναι ο συναλλαγματικός κίνδυνος (currency risk), ο κίνδυνος που

Page 50: Παράγωγα Χρηματιστηριου

προκύπτει από την επένδυση σε μία χώρα αποκλειστικά (country risk), καθώς και οι ειδικοί κίνδυνοι που προκύπτουν από την λειτουργία των επί μέρους εταιριών. Ως γνωστόν η εφαρμογή της σύγχρονης θεωρίας του χαρτοφυλακίου ελαχιστοποιεί την πλειοψηφία των ειδικών αυτών κινδύνων.

Ένας επιπλέον παράγοντας κινδύνου είναι ο κίνδυνος ρευστότητας (liquidity risk) της αγοράς, ο οποίος συνδέεται στενά με τις συνθήκες που επικρατούν στην χρηματιστηριακή αγορά. Χαρακτηρίζεται η αγορά από βάθος, πλάτος και επαρκή εμπορευσιμότητα, ώστε να επιτρέπει στα αξιόγραφα που διαπραγματεύονται να τιμολογούνται στις δίκαιες τιμές καθ’όλη την περίοδο; Μήπως υπάρχουν συγκεκριμένοι περιορισμοί στην αγορά τους οποίους πρέπει να γνωρίζουμε;

Στις επενδύσεις σταθερού εισοδήματος ( fixed rate investments ) οι πιο σημαντικοί κίνδυνοι είναι ο κίνδυνος απόδοσης και ο κίνδυνος διακύμανσης των επιτοκίων.

Θυμηθείτε ότι οι υψηλοί κίνδυνοι αποφέρουν μακροπρόθεσμα υψηλά κέρδη, αλλά παράλληλα έχουν τις ανεπιθύμητες τάσεις να δημιουργούν σημαντικές ζημίες σε πτωτικές αγορές. Η πρόσφατη εμπειρία της αποκλειστικής επένδυσης, τόσο απο ιδιώτες όσο και θεσμικούς, σε μετοχές του Χ.Α, πρέπει να αποτελέσει ένα διδακτικό παράδειγμα προς αποφυγήν.

Κόστη

Ιδιαίτερα σημαντικές πληροφορίες είναι τα διάφορα κόστη του Α/Κ. Επειδή τα έξοδα του Α/Κ μειώνουν την καθαρή απόδοση του, η ενημέρωση του επενδυτικού κοινού για τα έξοδα διαχείρισης , τα κόστη συναλλαγών κλπ. είναι ιδιαίτερης σπουδαιότητας. Τα κόστη εισόδου /εξόδου ή πιο γνωστά ως προμήθειες διάθεσης και εξαγοράς κυμαίνονται από Α/Κ σε Α/Κ της ιδίας κατηγορίας αλλά και από χώρα σε χώρα. Μάλιστα σε ορισμένες χώρες οι χρεώσεις των περισσότερων Α/Κ κυμαίνονται από 5-10%. Χαμηλά κόστη δεν σημαίνει κατ’ανάγκην καλύτερες αποδόσεις και αντίστροφα υψηλά κόστη δεν σημαίνει ότι αυτά θα έχουν τελικά αρνητική επίδραση στην απόδοση του αμοιβαίου. Όμως σε γενικές γραμμές έχει αποδειχθεί ότι υψηλές τιμές των δεικτών του expense ratio και του turnover ratio επηρεάζουν αρνητικά την τελική επίδοση του Α/Κ.

Τελικά αυτό που είναι σημαντικό για τον επενδυτή είναι η καθαρή απόδοση του Α/Κ προσαρμοσμένη στον κίνδυνο, αφού έχουν αφαιρεθεί όλων των ειδών τα κόστη.

Ποιοτικά Κριτήρια Επιλογής Α/Κ

Τα τρία βασικά ποιοτικά κριτήρια επιλογής αμοιβαίων κεφαλαίων είναι η αποτελεσματική οργάνωση της ΑΕΔΑΚ, η σωστή ή μη διάρθρωση της επενδυτικής διαδικασίας και τέλος η ποιότητα εξυπηρέτησης των μεριδιούχων.

Οργάνωση της ΑΕΔΑΚ

Για την αξιολόγηση της οργάνωσης μιας ΑΕΔΑΚ απαιτείται άμεση και προσωπική συζήτηση/έρευνα με το προσωπικό της εταιρίας,  η οποία θα αποκαλύψει εάν πληρούνται τα παρακάτω κριτήρια :

• η ποιότητα και η σταθερότητα της οργάνωσης της ΑΕΔΑΚ• η διάρθρωση της ιδιοκτησίας της ΑΕΔΑΚ• η εταιρική φιλοσοφία που την διέπει• η εκπαίδευση και η ποιότητα της ομάδας των διαχειριστών των Α/Κ• η προσωπική ηθική και ακεραιότητα των ανθρώπων – κλειδιά της ΑΕΔΑΚ

Επενδυτική διαδικασία

Η επενδυτική διαδικασία πρέπει να είναι διαρθρωμένη με ξεκάθαρους κανόνες και αντίστοιχες ευθύνες. Τα παρακάτω κριτήρια είναι ιδιαίτερης σπουδαιότητας :

• Ύπαρξη ξεκάθαρης επενδυτικής φιλοσοφίας.• Η ύπαρξη κανόνων για λήψη των αποφάσεων.• Αποτελεσματική χρηματοοικονομική ανάλυση.

Page 51: Παράγωγα Χρηματιστηριου

• Αποτελεσματική επιλογή μετοχών.• Κατάλληλη χρονική στιγμή τοποθέτησης.• Αποτελεσματική μείωση και έλεγχος του κινδύνου της επένδυσης.

Τέλος τα κριτήρια αυτά πρέπει να έχουν τεθεί με συνέπεια και με έναν πειθαρχημένο τρόπο, ώστε  η αποτελεσματική εφαρμογή τους να φανεί στην τελική επίδοση του Α/Κ.

Ποιότητα Παροχής Υπηρεσιών

Με τον όρο ποιότητα παροχής υπηρεσιών εννοούμε την έγκαιρη παραγωγή εύκολα κατανοήσιμων αναφορών και αναλύσεων για τους μεριδιούχους. Επί πλέον πολλά Α/Κ παρέχουν πληροφορίες για τις τρέχουσες εγχώριες και διεθνείς εξελίξεις.

Η ύπαρξη οικογένειας Α/Κ η οποία  προσφέρει διαφορετικού τύπου Α/Κ και η ευκολία μεταφοράς των  κεφαλαίων  τους από το ένα Α/Κ σε άλλο της ιδίας οικογενείας, είναι από τα θετικά εκείνα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπ’όψιν στην επιλογή ενός Α/Κ.

Κριτήρια Απόρριψης Αμοιβαίων Κεφαλαίων

Τα προαναφερθέντα κριτήρια επιλογής Α/Κ χρησιμοποιούνται για την επιλογή Α/Κ, αλλά ταυτόχρονα χρησιμοποιούνται συγκεκριμένα κριτήρια απόρριψης τους. Στη διαδικασία απόρριψης ενός Α/Κ λαμβάνονται υπ’όψιν :

• Οι συχνές αλλαγές των διαχειριστών  • Οι μη ικανοποιητικές αποδόσεις του Α/Κ ως προς ένα χαρτοφυλάκιο αναφοράς ή σε σχέση με τους ανταγωνιστές του• Παραβιάσεις των επενδυτικών κανονισμών ή ανήθικες ενέργειες και συμπεριφορές• Μη ικανοποιητική ποιότητα παροχής υπηρεσιών • Ασυνεπές και διαχρονικά μεταβαλλόμενο επενδυτικό ύφος (investment style)• Μία  ξαφνική υπερβολική αύξηση ή μείωση  στο ενεργητικό των διαχειριζόμενων κεφαλαίων.

Συμπεράσματα

Η πολύπλοκη αυτή διαδικασία απαιτεί κατάλληλη τεχνογνωσία, υποδομή αλλά και απόλυτη ανεξαρτησία  ώστε να παρέχονται αμερόληπτες και αποτελεσματικές συμβουλές σε ένα διευρυμένο παγκοσμιοποιημένο επενδυτικό περιβάλλον.

- Δέκα εντολές για πετυχημένες επενδύσεις σε Α/Κ

Είναι χρήσιμο στο σημείο αυτό να καταγράψουμε τις “δέκα εντολές” για επιτυχημένες επενδύσεις σε Α/Κ, οι οποίες φαίνεται να ισχύουν ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου.

1. Να κατανοείς πάντα σε τί επενδύεις.Μπορείς να χάσεις αρκετά χρήματα εάν επιλέξεις λανθασμένο είδος αμοιβαίου κεφαλαίου, σε σχέση με αυτό που πραγματικά ταιριάζει στο επενδυτικό σου προφίλ. Διάβασε προσεκτικά τα δωρεάν ενημερωτικά φυλλάδια που διανέμουν οι εταιρείες διαχείρισης σχετικά με τα Αμοιβαία Κεφάλαια που διαθέτουν, καθώς και τις ακολουθούμενες επενδυτικές στρατηγικές τους. Για πιο εξειδικευμένες ερωτήσεις μπορείς να απευθυνθείς στις ίδιες τις εταιρείες διαχείρισης.

2. Μη βιαστείς να αγοράσεις το πρώτο Αμοιβαίο Κεφάλαιο που σου φαίνεται ή σου λένε ότι είναι “καλό”.Μη λαμβάνεις παρορμητικά τις επενδυτικές σου αποφάσεις. Πρέπει πρώτα να συγκεκριμενοποιήσεις τους επενδυτικούς σου στόχους, να αποφασίσεις πόσα επιθυμείς να κερδίσεις από την επένδυσή σου, ταυτόχρονα με το ποσό που μπορείς να ρισκάρεις.

3. Αγόραζε όταν οι τιμές των μετοχών είναι χαμηλά.Η εντολή αυτή αφορά ιδιαίτερα τα μικτά και μετοχικά Αμοιβαία Κεφάλαια, στο βαθμό που υπάρχει ισχυρή εξάρτηση της πορείας της απόδοσής τους με αυτή της χρηματιστηριακής αγοράς.

Page 52: Παράγωγα Χρηματιστηριου

4. Μη προσπαθήσεις να αποκομίσεις γρήγορα κέρδη.Επένδυε πάντα μακροπρόθεσμα. Θα ήταν προτιμότερο να προγραμματίσεις την επένδυση σου σε ορισμένα είδη Αμοιβαίων Κεφαλαίων, τουλάχιστον για μια περίοδο πέντε έως δέκα ετών.

5. Ανέμιξε τις επενδύσεις σου.Μπορείς να περιορίσεις τις δυσάρεστες συνέπειες απώλειας των χρημάτων σου, επενδύοντας σε διαφορετικά είδη Αμοιβαίων Κεφαλαίων.

6. Επένδυε τακτικά με κάθε πληρωμή σου, πριν να σου δοθεί η ευκαιρία να ξοδέψεις όλα τα χρήματά σου.Μπορείς με αυτόν τον τρόπο να σχηματίσεις σταδιακά ένα κεφάλαιο μεγάλης αξίας, ιδιαίτερα χρήσιμο για την περίοδο συνταξιοδότησης σου.

7. Ασχολήσου με τις επενδύσεις σου.Αφού αποφασίσεις πόσα χρήματα χρειάζεσαι και μέχρι πότε, όπως και πόσα είσαι διατεθειμένος να χάσεις, ψάξε τις καλύτερες εναλλακτικές επενδύσεις που ανταποκρίνονται στον επενδυτικό σου στόχο. Στη συνέχεια παρακολούθησε την εξέλιξη της επένδυσης σου, αλλά και των υπολοίπων ομοειδών Α/Κ, από τις οικονομικές στήλες του ημερήσιου τύπου.

8. Απέφυγε την πληρωμή υψηλών προμηθειών.Με τη διεύρυνση του θεσμού και την παράλληλη αποδοχή του από το ευρύ επενδυτικό κοινό, οι εταιρείες διαχείρισης υιοθετούν όλο και μικρότερα ποσοστά προμηθειών.

9. Βεβαιώσου ότι το Αμοιβαίο Κεφάλαιο που έχεις επιλέξει, εξασφαλίζει ικανοποιητική απόδοση, ούτως ώστε η απόδοση που λαμβάνεις να ακολουθεί την πορεία των τιμών.Η ποσοστιαία απόδοση της επένδυσής σου θα πρέπει να υπερβαίνει τουλάχιστον το ποσοστό του πληθωρισμού που επικρατεί στην εγχώρια οικονομία και να αυξάνει την πραγματική αξία των χρημάτων σου.

10. Να γνωρίζεις πότε πρέπει να πουλήσεις τα μερίδιά σουΠροσπάθησε να εκτιμήσεις την πορεία του Αμοιβαίου Κεφαλαίου, στο οποίο έχεις επενδύσει, συγκριτικά με την πορεία των επιτοκίων και των τιμών των μετοχών, κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να γνωρίζεις πότε πρέπει να “απαλλαγείς” από τα μερίδια ενός Α/Κ, ή να τα μεταφέρεις σε άλλη κατηγορία, αποφεύγοντας την παραμονή σου σε ένα Αμοιβαίο Κεφάλαιο που ακολουθεί σταθερή πτωτική πορεία.

Κατηγοριοποιήσεις, πλεονεκτήματα - μειονεκτήματα των Α/ΚΣτην αναπτυγμένη αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών τα Αμοιβαία Κεφάλαια διακρίνονται σε δύο βασικές κατηγορίες: σε Αμοιβαία Κεφάλαια επιβάρυνσης (load funds) και σε Αμοιβαία Κεφάλαια μη επιβάρυνσης (non load funds).  0   0 Google +0   0   0

- Είδη Αμοιβαίων Κεφαλαίων- Κατηγοριοποίηση Αμοιβαίων Κεφαλαίων- Πλεονεκτήματα και Μειονεκτήματα Αμοιβαίων Κεφαλαίων

- Ποια είναι τα είδη των Αμοιβαίων Κεφαλαίων;

Page 53: Παράγωγα Χρηματιστηριου

Στην αναπτυγμένη αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών τα Αμοιβαία Κεφάλαια διακρίνονται σε δύο βασικές κατηγορίες: σε Αμοιβαία Κεφάλαια επιβάρυνσης (load funds) και σε Αμοιβαία Κεφάλαια μη επιβάρυνσης (non load funds). Στην περίπτωση των Α/Κ επιβάρυνσης η τιμή διάθεσης των μεριδίων είναι ίση με την καθαρή τιμή συν ένα ποσοστό το οποίο ανέρχεται σε 7,5 - 8 % της καθαρής τιμής.

Σε τέτοιες καταστάσεις συνήθως δεν υπάρχει προμήθεια εξαγοράς γεγονός που σημαίνει ότι ο μεριδιούχος μπορεί να εξαγοράσει τα μερίδια του στην καθαρή τιμή.

Από την άλλη μεριά, σε ένα Α/Κ μη επιβάρυνσης δεν υπάρχει προμήθεια αρχικής εισόδου, με αποτέλεσμα τα μερίδια να πωλούνται στην καθαρή τιμή. Σε τέτοιες περιπτώσεις όμως υπάρχει μία μικρή προμήθεια εξαγοράς η οποία δεν ξεπερνά το 1%. Ο διαχωρισμός μεταξύ των δύο κατηγοριών έχει ατονήσει τα τελευταία χρόνια με την είσοδο νέων μεθόδων πώλησης (π.χ. μέσω τηλεφώνου, internet κλπ).

Στα Α/Κ επιβάρυνσης, η αγορά του κατάλληλου Α/Κ γίνεται με τη βοήθεια του συμβούλου ο οποίος διενεργεί σχετική έρευνα αγοράς και αμοίβεται για αυτό. Η αγορά ενός Α/Κ μη επιβάρυνσης γίνεται με ατομική έρευνα αγοράς, χωρίς τον εξειδικευμένο σύμβουλο και η πώληση γίνεται κατ' ευθείαν από την εταιρεία διαχείρισης. Πρέπει να σημειωθεί ότι μεταξύ των ακραίων καταστάσεων της πλήρους επιβάρυνσης (full load) και της μηδενικής επιβάρυνσης υπάρχουν σημαντικά διαφορετικές καταστάσεις.

Η πιο σημαντική είναι τα Α/Κ χαμηλών προμηθειών (low load) τα οποία χρεώνουν μια προμήθεια εισόδου τυπικά γύρω στο 3%. Ορισμένα Α/Κ έχουν καθιερώσει διαχρονικά μειούμενες επιβαρύνσεις πωλήσεων γεγονός που σημαίνει ότι το ποσοστό προμήθειας είναι συνάρτηση των ετών διακράτησης του Α/Κ, π.χ. εάν κάποιος το κρατήσει για ένα χρόνο θα πληρώσει προμήθεια εξαγοράς 5%, εάν όμως το κρατήσει για πέντε χρόνια θα πληρώσει 2%.

Στην ελληνική αγορά των Α/Κ δεν υφίσταται διάκριση Αμοιβαίων Κεφαλαίων επιβάρυνσης και Αμοιβαίων Κεφαλαίων μη επιβάρυνσης.

Τα Α/Κ προωθούνται κυρίως μέσω δύο καναλιών διανομής: των υποκαταστημάτων των τραπεζών και των ασφαλιστικών δικτύων ζωής. Συνήθως οι προμήθειες που χρεώνουν τα τραπεζικά δίκτυα είναι ελαφρά χαμηλότερες από τις αντίστοιχες των ασφαλιστικών δικτύων.

Αυτό είναι ιδιαίτερα έντονο στα μικτά και μετοχικά Α/Κ, όχι όμως στα Α/Κ διαχείρισης διαθεσίμων όπου ο ανταγωνισμός τείνει να εξαφανίσει τις σχετικές προμήθειες.

Ο ίδιος παράγοντας του ανταγωνισμού έχει καταστήσει τις προμήθειες μεταβαλλόμενες και υπό διαπραγμάτευση, εξαρτώμενες από τα ποσά τα οποία επενδύονται.

Στα πλαίσια του ανταγωνισμού αυτού και δεδομένης της μεγέθυνσης του ενεργητικού των Α/Κ αναμένουμε περαιτέρω πτώση των προμηθειών αυτών. Τέλος, ορισμένες ΑΕΔΑΚ διαθέτουν πλέον τα Α/Κ τους χωρίς προμήθεια διάθεσης.

Εκτός από τις προμήθειες εισόδου - εξόδου, όλες οι Εταιρείες Διαχείρισης χρεώνουν μία ετήσια αμοιβή διαχείρισης ως αποζημίωση της επαγγελματικής διαχείρισης που προσφέρουν. Η αμοιβή διαχείρισης τυπικά κυμαίνεται σε ποσοστά 0,5 έως 1% αλλά ορισμένα Α/Κ έχουν προμήθειες που πλησιάζουν το 1,5%.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, υπάρχουν σημαντικές οικονομίες κλίμακας στη διαχείριση των χρηματοπιστωτικών κεφαλαίων, είναι δε προς όφελος των εταιρειών διαχείρισης να επεκτείνουν την προσφερόμενη ποικιλία Α/Κ.

Παρά τη σημαντική μεγέθυνση της αγοράς των Α/Κ στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, ο αριθμός των Α/Κ παραμένει ακόμα σχετικά μικρός και η εξειδίκευση τους περιορισμένη.

Αντίθετα, στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, ο αριθμός των Α/Κ ανέρχεται σε μερικές δεκάδες χιλιάδες, ενώ παράλληλα υπάρχει μια σημαντική εξειδίκευση, ούτως ώστε αυτά να καλύπτουν όλες σχεδόν τις ανάγκες των επενδυτών.

Page 54: Παράγωγα Χρηματιστηριου

Ας δούμε όμως τις βασικές κατηγορίες Α/Κ, οι οποίες είναι γνωστές στις διεθνείς κεφαλαιαγορές (κυρίως στις Η.Π.Α.) και στις οποίες μπορούμε να κατατάξουμε οποιοδήποτε Α/Κ:1) Αμοιβαία Κεφάλαια χρηματαγοράς (money market funds)2) Αμοιβαία Κεφάλαια ομολογιών (bond funds)3) Αφορολόγητα Αμοιβαία Κεφάλαια ομολογιών (tax exempt bond funds)4) Αμοιβαία Κεφάλαια κοινών μετοχών (common stock funds)5) Αμοιβαία Κεφάλαια μικτού τύπου (balanced funds)6) Διεθνή Αμοιβαία Κεφάλαια (international funds)7) Άλλα Αμοιβαία Κεφάλαια.

Πρέπει να τονίσουμε ότι η κυρίαρχη διαφορά των επιμέρους κατηγοριών των Α/Κ, είναι η διαφορετικότητα στην επιλογή και τη στάθμιση των επί μέρους κινητών αξιών που περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιό τους, γεγονός που δημιουργεί διαφορετικότητα στο επίπεδο του κινδύνου που ενσωματώνουν.

Αμοιβαία Κεφάλαια Χρηματαγοράς ή Διαχείρισης Διαθεσίμων.

Τα Α/Κ του τύπου αυτού, έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τις τράπεζες. Είναι η πιο απλή μορφή Α/Κ εισοδήματος και επενδύουν σε βραχυπρόθεσμα χρεόγραφα, τα οποία πωλούνται σε διάφορες χρηματαγορές.

Τα χρεόγραφα τα οποία αγοράζουν, είναι σε γενικές γραμμές τα πιο ασφαλή και ταυτόχρονα έχουν τη μικρότερη χρονική διάρκεια λήξης. Τέτοιου είδους χρεόγραφα είναι κυρίως τα Έντοκα Γραμμάτια του Δημοσίου, τα πιστοποιητικά καταθέσεων μεγάλων τραπεζών και τα εμπορικά γραμμάτια.

Συνοψίζοντας, επισημαίνουμε ότι τα Α/Κ Χρηματαγοράς, προσφέρουν στους επενδυτές:• ελάχιστο κίνδυνο,• ασφάλεια και • ρευστότητα.

Αμοιβαία Κεφάλαια Ομολογιών.

Τα χρήματα τα οποία επενδύονται σε μερίδια Α/Κ χρηματαγοράς, χρησιμοποιούνται για βραχυπρόθεσμα δάνεια, πράγμα που σημαίνει ότι θα αποπληρωθούν σύντομα. Το γεγονός αυτό μας επιτρέπει να χαρακτηρίσουμε την αγορά μεριδίων Α/Κ χρηματαγοράς ως μία επένδυση η οποία έχει  μηδενικό σχεδόν κίνδυνο.

Τα χρήματα όμως τα οποία επενδύονται σε μερίδια Α/Κ ομολογιών χρησιμοποιούνται για την αγορά ομολογιών, γεγονός που σημαίνει ότι χρησιμοποιούνται για μακροπρόθεσμα δάνεια τα οποία έχουν εκδοθεί από το κράτος, από δημόσιες εταιρείες ή από μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες. Κάθε ομολογία φέρει ένα συγκεκριμένο επιτόκιο, το οποίο πρέπει να πληρωθεί σε κάποιο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.

Στην ουσία, η αγορά μιας ομολογίας ισοδυναμεί με “κλείδωμα” των χρημάτων με το συγκεκριμένο επιτόκιο για όλη τη διάρκεια ζωής της ομολογίας, η οποία συνήθως κυμαίνεται από 20 έως 30 έτη. Η δέσμευση των χρημάτων για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα αποτελεί μία σημαντική πηγή κινδύνου, ο οποίος, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, ονομάζεται κίνδυνος του επιτοκίου.

Όπως είναι φυσικό, η διακύμανση του επιτοκίου θα οδηγήσει και στη διακύμανση της αγοραίας τιμής της ομολογίας. Εάν τα επιτόκια αυξηθούν ενώ κάποιος έχει ήδη αγοράσει μια ομολογία με συγκεκριμένο επιτόκιο, η τρέχουσα τιμή των παλαιών ομολογιών θα μειωθεί, αφού οι επενδυτές θα μπορούν να αγοράσουν νέες ομολογίες με υψηλότερο επιτόκιο.

Από την άλλη μεριά, εάν τα επιτόκια μειωθούν, η τρέχουσα τιμή των παλαιών ομολογιών θα αυξηθεί. Πρέπει να σημειώσουμε ότι η πρόβλεψη της πορείας των επιτοκίων δεν είναι μια εύκολη υπόθεση, εξαρτάται δε κυρίως από μακροοικονομικούς παράγοντες όπως: τον ρυθμό του πληθωρισμού, τη συναλλαγματική ισοτιμία, τις επενδύσεις, τις εξαγωγές κ.α.

Page 55: Παράγωγα Χρηματιστηριου

Αυτά που ήδη έχουμε αναφέρει για τις επενδύσεις «σταθερού» εισοδήματος ισχύουν ως ένα βαθμό και για τα Α/Κ ομολογιών, τα οποία δεν είναι τίποτε άλλο από ένας συνδυασμός διαφόρων τύπων μακροπροθέσμων ομολογιών.

Τα Α/Κ ομολογιών έχουν ως σκοπό την παροχή εισοδήματος στους επενδυτές, θεωρούνται δε ως μία επένδυση χαμηλού γενικά κινδύνου. Σε μακροπρόθεσμη βάση είναι πολύ πιθανό να επιτύχουν υψηλότερες αποδόσεις από τα Α/Κ χρηματαγοράς, μπορεί όμως η αγοραία τιμή των μεριδίων των Α/Κ ομολογιών να μειωθεί.

• Α/Κ Ομολογιών Υψηλής Απόδοσης (High Yield Bond Funds.

Μία ειδική κατηγορία Α/Κ ομολογιών, είναι τα Α/Κ ομολογιών υψηλής απόδοσης. Τα Α/Κ της κατηγορίας αυτής διατηρούν τουλάχιστον τα 2/3 των χαρτοφυλακίων τους σε ομολογίες οι οποίες εκδίδονται από ιδιωτικές εταιρείες οι οποίες κατατάσσονται ως χαμηλής πιστοληπτικής ικανότητας από τους κατάλληλους οργανισμούς αξιολόγησης (ΒΑΑ ή χαμηλότερα από την Moody's και ΒΒΒ ή χαμηλότερα από την Standard and Poor's).

Για την επίτευξη υψηλών αποδόσεων, οι επενδυτές πρέπει να αναλάβουν ένα μεγαλύτερο βαθμό κινδύνου ως προς τις ομολογίες υψηλής πιστοληπτικής ικανότητας που είναι πιο ασφαλείς και προσφέρουν χαμηλότερες αποδόσεις

• Αφορολόγητα Α/Κ Ομολογιών

Μία ειδική κατηγορία Α/Κ ομολογιών η οποία είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στις Η.Π.Α. αλλά ακόμη δεν έχουν δημιουργηθεί στην Ελλάδα, είναι τα Α/Κ δημοτικών ομολογιών. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται οι παρακάτω υποκατηγορίες:

• Α/Κ Βραχυπροθέσμων Δημοτικών Ομολογιών (Short Term Municipal Bond Funds)

Τα Α/Κ αυτά, επενδύουν σε δημοτικά χρεόγραφα με μικρή χρονική διάρκεια λήξης και είναι γνωστά και ως Α/Κ χρηματαγοράς απαλλαγμένα από φόρους (Tax - Exempt Money Market Funds).

• Α/Κ Μακροπροθέσμων Δημοτικών Ομολογιών (Long Term Municipal Bond Funds)

Οι επενδύσεις των Α/Κ αυτών είναι ομολογίες των Δήμων της Αμερικής , οι οποίες εκδίδονται για τη χρηματοδότηση σχολείων, νοσοκομείων, αεροδρομίων, γεφυρών, δρόμων και άλλων δημοσίων έργων.

Στις περισσότερες των περιπτώσεων, το εισόδημα που προέρχεται από τα χρεόγραφα αυτά δεν φορολογείται από την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση, αλλά μπορεί να φορολογείται από την πολιτεία και τους τοπικούς νόμους. Για κάποιους φορολογούμενους μέρος των χρημάτων τους που προέρχεται από τα χρεόγραφα αυτά, υπόκεινται στον ελάχιστο εναλλακτικό ομοσπονδιακό φόρο.

• Βραχυπρόθεσμα Πολιτειακά Α/Κ Ομολογιών (State Municipal Bond Funds - Short Term)

Έχουν τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά με τα αντίστοιχα προαναφερθέντα, εκτός του ότι τα χαρτοφυλάκια τους εμπεριέχουν εκδόσεις μιας μόνο πολιτείας. Ένας κάτοικος μίας τέτοιας πολιτείας έχει το πλεονέκτημα να λαμβάνει αφορολόγητο εισόδημα, τόσο από την Ομοσπονδία, όσο και από την Πολιτεία. Για κάποιους φορολογούμενους, μέρος του εισοδήματος υπόκειται στον ελάχιστο εναλλακτικό ομοσπονδιακό φόρο.

• Μακροπρόθεσμα Πολιτειακά Δημοτικά Α/Κ Ομολογιών (State Municipal Bond Funds - Long Term)

Έχουν τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά με τα προαναφερθέντα μακροπρόθεσμα Α/Κ δημοτικών ομολογιών, με τη διαφορά ότι τα χαρτοφυλάκια τους εμπεριέχουν εκδόσεις μόνο μίας πολιτείας. Ένας κάτοικος μιας τέτοιας πολιτείας έχει το πλεονέκτημα να λαμβάνει αφορολόγητο εισόδημα, τόσο από την Ομοσπονδία, όσο και από την Πολιτεία. Και σε αυτή την περίπτωση ισχύει ότι για κάποιους φορολογούμενους, μέρος του εισοδήματος υπόκειται στον ελάχιστο εναλλακτικό ομοσπονδιακό φόρο.

Page 56: Παράγωγα Χρηματιστηριου

Α/Κ Κοινών Μετοχών.

Έχει ήδη αναφερθεί ότι η επένδυση σε μετοχικούς τίτλους περιλαμβάνει υψηλούς κινδύνους, στο βαθμό που δεν υπάρχει ούτε εγγύηση αλλά ούτε και ασφάλεια για το επίπεδο της απόδοσης του συγκεκριμένου περιουσιακού στοιχείου.

Τότε γιατί κάποιος επενδυτής αναλαμβάνει αυτούς τους κινδύνους; Η εξήγηση είναι απλή. Τα Α/Κ τα οποία επενδύουν σε μετοχικούς τίτλους, παρέχουν ίσως τις πιο σημαντικές ευκαιρίες για μεγαλύτερη υπεραξία από οποιοδήποτε άλλο Α/Κ. Η ιστορία των διεθνών κεφαλαιαγορών έχει δείξει ότι μακροπρόθεσμα, οι αποδόσεις σε μετοχικούς τίτλους ήταν (κατά μέσο όρο) αισθητά ανώτερες από τις αντίστοιχες αποδόσεις των τραπεζικών καταθέσεων, των χρεογράφων της χρηματαγοράς και των ομολόγων. Όμως, πολλές φορές οι επενδυτές μετοχικών τίτλων σε μικρά χρονικά διαστήματα έχουν υποστεί σημαντικές απώλειες.

Στο σημείο αυτό πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η τιμή της μετοχής μιας συγκεκριμένης εταιρείας τείνει να μεταβάλλεται, εξαρτώμενη από την πορεία του κλάδου στον οποίο ανήκει, καθώς επίσης και από τα σχετικά αποτελέσματα της εταιρείας αυτής καθ' εαυτής.

Επιπροσθέτως, η τιμή μιας μετοχής ενδέχεται να επηρεάζεται από τις γενικότερες οικονομικές, κοινωνικές, αλλά και πολιτικές εξελίξεις. Τέλος τα διεθνή γεγονότα και οι ψυχολογικές καταστάσεις που διαμορφώνονται στη χρηματιστηριακή αγορά επηρεάζουν τις τιμές των μετοχών.

Είναι λοιπόν λογικό, τα Α/Κ που περιλαμβάνουν στο χαρτοφυλάκιό τους μετοχικούς τίτλους να υφίστανται πολλές από τις προαναφερθείσες επιδράσεις. Όμως, επειδή ένα Α/Κ διαφοροποιείται κατέχοντας πολλές διαφορετικές μετοχές, οι διακυμάνσεις των τιμών των μεριδίων του είναι ηπιότερες και ο κίνδυνος μικρότερος.

Αξίζει να αναφέρουμε ότι, υπάρχουν διεθνώς πολλοί τύποι μετοχικών Α/Κ, οι οποίοι διακρίνονται ανάλογα με το είδος των μετοχών που περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιό τους.

Οι τύποι αυτοί είναι οι εξής:• επιθετικά υπεραξίας Α/Κ (aggressive growth funds)• Α/Κ υπεραξίας ή αναπτυξιακά Α/Κ (growth funds)• Αμοιβαία Κεφάλαια εισοδήματος (income funds)• Αμοιβαία Κεφάλαια υπεραξίας και εισοδήματος (growth and income funds)• κλαδικά Αμοιβαία Κεφάλαια (sector funds)• δεικτοποιημένα Αμοιβαία Κεφάλαια (index funds).Ας δούμε όμως  τις κατηγορίες αυτές πιο αναλυτικά:

• Επιθετικά Υπεραξίας Α/ΚΤα Α/Κ του τύπου αυτού έχουν ως επενδυτικό σκοπό την επίτευξη μέγιστων κεφαλαιακών κερδών (υπεραξίας), αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα υψηλούς επενδυτικούς κινδύνους. Για την επίτευξη υψηλών κεφαλαιακών κερδών επενδύουν σε μετοχές υψηλού κινδύνου όπως: κερδοσκοπικές μετοχές, μετοχές αναπτυσσόμενων εταιρειών, μετοχές εταιρειών οι οποίες περνούν προσωρινά δύσκολες στιγμές κ.λπ. Πολλές φορές τα Α/Κ του τύπου αυτού αυξάνουν τη σχετική τους επικινδυνότητα χρησιμοποιώντας την χρηματοοικονομική μόχλευση ή χρησιμοποιώντας στρατηγικές short selling.

Όπως είναι φυσικό, τα επιθετικά Α/Κ είναι υψηλού κινδύνου με αποτέλεσμα να επιτυγχάνουν σημαντικές αποδόσεις σε ανοδικές αγορές (bull markets) και να υπόκεινται σε ανάλογες απώλειες όταν οι αγορές είναι καθοδικές (bear markets).

Πολλές φορές, τα Α/Κ επιθετικού τύπου τείνουν να συγκεντρώνουν το ενεργητικό τους σε εξειδικευμένους κλάδους όπως: τεχνολογίας, υγείας κ.α. ή σε μετοχές μικρών εταιρειών και μετοχές εταιρειών σημαντικής  μεγέθυνσης. Τα επιθετικά Α/Κ υπεραξίας, όπως είναι φυσικό, προσφέρουν χαμηλές μερισματικές αποδόσεις.

Τα Α/Κ του τύπου αυτού προτείνονται και αφορούν επενδυτές με μακροπρόθεσμο ορίζοντα, οι οποίοι δέχονται να αναλάβουν υψηλούς κινδύνους με την προοπτική να αποκομίσουν υψηλές υπεραξίες.

Page 57: Παράγωγα Χρηματιστηριου

Επιπροσθέτως, προτείνονται σε επενδυτές οι οποίοι έχουν την ικανότητα να προβλέπουν την κίνηση της χρηματιστηριακής αγοράς.

Συνοψίζοντας, οι ειδικοί προτείνουν την χρησιμοποίηση των επιθετικών Α/Κ για τον συνδυασμό των παρακάτω στρατηγικών διαχείρισης χαρτοφυλακίων: εάν κάποιος επενδυτής έχει την ικανότητα να προβλέψει τέλεια την κίνηση της αγοράς, τότε προτείνεται όπως επενδύσει το 100% των χρημάτων του σε επιθετικά Α/Κ σε περιόδους ανόδου της χρηματιστηριακής αγοράς και 100% των χρημάτων του σε Α/Κ χρηματαγοράς, σε περιόδους πτώσης των χρηματιστηριακών αγορών.

Εάν η δυνατότητα πρόβλεψης της κίνησης της χρηματιστηριακής αγοράς δεν είναι τέλεια, τότε προτείνονται οι παρακάτω στρατηγικές: Μερική επένδυση σε επιθετικά Α/Κ και το υπόλοιπο σε αναπτυξιακά Α/Κ ή σε μικτά Α/Κ .

• Α/Κ Υπεραξίας

Ο αντικειμενικός σκοπός των Α/Κ υπεραξίας είναι η μακροπρόθεσμη αύξηση των κεφαλαιακών τους κερδών. Όμως, τα Α/Κ του τύπου αυτού, σε αντίθεση με τα επιθετικά, δεν χρησιμοποιούν κερδοσκοπικές τακτικές όπως μόχλευση ή short selling. Τα αναπτυξιακά Α/Κ, όπως είναι φυσικό είναι λιγότερο ευμετάβλητα από τα επιθετικά, στον βαθμό που επιλέγουν μετοχές εταιρειών οι οποίες έχουν καλό παρελθόν, υψηλή κερδοφορία και πολύ καλό όνομα.

Από τα προαναφερθέντα, καθίσταται φανερό ότι τα Α/Κ του τύπου αυτού ενέχουν υψηλό κίνδυνο, απευθύνονται σε επενδυτές οι οποίοι αποβλέπουν σε μακροχρόνια κεφαλαιακά κέρδη και αδιαφορούν σχετικά με τις τρέχουσες μερισματικές αποδόσεις.

• Α/Κ Εισοδήματος.

Τα Αμοιβαία Κεφάλαια εισοδήματος είναι πιο γνωστά ως Α/Κ εισοδήματος από μετοχές (common stock income funds), για λόγους διάκρισης από άλλα Α/Κ τα οποία προσφέρουν και αυτά εισόδημα, αλλά επενδύουν σε άλλα αξιόγραφα.

Το μεγαλύτερο τμήμα του χαρτοφυλακίου των Α/Κ αυτού του τύπου αποτελείται συνήθως από μετοχές εταιρειών οι οποίες διανέμουν το υψηλότερο ποσοστό των κερδών τους με τη μορφή μερισμάτων. Το υπόλοιπο τμήμα του χαρτοφυλακίου τους αποτελείται από προνομιούχες μετοχές και ομολογίες. Είναι προφανές ότι, τα Α/Κ του τύπου αυτού ενέχουν χαμηλότερο κίνδυνο από τα προαναφερθέντα Α/Κ κοινών μετοχών.

• Α/Κ Υπεραξίας και Εισοδήματος

Τα Α/Κ της κατηγορίας αυτής, επενδύουν κυρίως σε κοινές μετοχές εταιρειών οι οποίες έχουν δείξει σημαντικές παρελθούσες αυξήσεις στις τιμές των μετοχών τους, αλλά και ταυτόχρονα μια σταθερή μερισματική πολιτική. Ο τύπος των Α/Κ αυτών, προσπαθεί να συνδυάσει μακροπρόθεσμα κεφαλαιακά κέρδη και ταυτόχρονα μια σταθερή ροή εισοδήματος με τη μορφή μερισμάτων. Γενικά, τα Α/Κ του τύπου αυτού επενδύουν κυρίως σε μετοχές εταιρειών δημοσίων υπηρεσιών (public utilities), σε εταιρικές μετατρέψιμες ομολογίες, καθώς και σε μετατρέψιμες προνομιούχες μετοχές.

• Κλαδικά Α/Κ

Στην κατηγορία των μετοχικών Α/Κ περιλαμβάνονται ορισμένα Α/Κ τα οποία εξειδικεύονται σε συγκεκριμένους κλάδους όπως ενέργεια, τεχνολογία, υγεία κ.α. Τελευταία, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν Α/Κ τα οποία επενδύουν σε κλάδους όπως βιοτεχνολογία, σε οικολογικά προϊόντα κ.λπ.

• Δεικτοποιημένα Αμοιβαία Κεφάλαια (Index Funds)

Τα Δεικτοποιημένα αμοιβαία κεφάλαια (Index Funds) είναι μία νέα μορφή επενδυτικών κεφαλαίων ανοικτού τύπου, τα οποία, όπως προδίδει η ονομασία τους,  προσπαθούν να «μιμηθούν» τη συμπεριφορά ορισμένων δεικτών.

Page 58: Παράγωγα Χρηματιστηριου

Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της σύνθεσης του χαρτοφυλακίου τους, δεδομένου ότι οι μετοχές που έχουν αγοραστεί και αποτελούν την περιουσία τους (ενεργητικό τους) επιλέγονται μεταξύ εκείνων που απαρτίζουν τον δείκτη τον οποίο προσπαθούν να ακολουθήσουν. Μάλιστα, τα ποσοστά συμμετοχής των μετοχών είναι τέτοια που να εξασφαλίζουν ότι, σε καθημερινή βάση, η μεταβολή της αξίας του μεριδίου τους θα είναι ανάλογη της μεταβολής του δείκτη αναφοράς.

Τα Index Funds πρέπει να επενδύουν ποσοστό τουλάχιστον 95% του καθαρού ενεργητικού τους σε μετοχές οι οποίες περιλαμβάνονται στο συγκεκριμένο χρηματιστηριακό δείκτη.

Η τεχνική της δεικτοποίησης χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1971 από τα συνταξιοδοτικά ιδρύματα, ενώ το 1976 εφαρμόστηκε στα Α/Κ της αγοράς των Η.Π.Α. το πρώτο  Index Fund κατασκευάστηκε για να ακολουθεί την πορεία του δείκτη S&P 500.

Στη συνέχεια, οι ανάγκες της αγοράς οδήγησαν στην δημιουργία Index Funds που επενδύουν σε διεθνείς δείκτες. Το 1986 η τεχνική της δεικτοποίησης επεκτάθηκε και στις ομολογίες με ένα Index Fund που βασιζόταν στον Aggregate Bond Index της Lehman Brothers.

Τα δεικτοποιημένα αμοιβαία κεφάλαια συνεχώς κερδίζουν έδαφος στις προτιμήσεις των επενδυτών και εξελίσσονται ακολουθώντας δείκτες που στηρίζονται σε μέταλλα, εταιρείες φυσικού αερίου, έργα τέχνης και άλλα πρωτότυπα προϊόντα.

Στην Ελλάδα επετράπη η λειτουργία τους με το νόμο 3283/2004 και ο θεσμός είναι ακόμα περιορισμένος συγκριτικά με τις διεθνείς αγορές.

Ωστόσο, σταδιακά γίνονται προσπάθειες από ορισμένες ΑΕΔΑΚ (Eurobank, Alpha, Alico, Π&K) οι οποίες προχωρούν στην δημιουργία δεικτοποιημένων Α/Κ που ακολουθούν τον FTSE/ASE-20, τον S&P100 καθώς και άλλους δείκτες.

Τα Index Funds αποτελούν Α/Κ Παθητικής Διαχείρισης.  Από  τη στιγμή που θα συγκροτηθούν απαιτούν μικρή διαχειριστική προσπάθεια δεδομένου ότι ο ρόλος του διαχειριστή περιορίζεται σε δύο βασικές αποφάσεις. Οι αποφάσεις αυτές αφορούν, πρώτον, το ποιες μετοχές θα ενταχθούν στο χαρτοφυλάκιο και, δεύτερον, σε τι ποσοστό συμμετοχής.

Και τα δύο αυτά πεδία είναι προαποφασισμένα στην περίπτωση ενός Index Fund, αφού το ποιες μετοχές θα επιλεγούν το καθορίζει ο δείκτης αναφοράς, ενώ το ποσοστό συμμετοχής τους είναι ανάλογο της συμμετοχής κάθε μετοχής στη συνολική κεφαλαιοποίηση (χρηματιστηριακή αξία) των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο επιχειρήσεων.

Λόγω της παθητικής διαχείρισής τους, τα Index Funds διεθνώς βαρύνουν τους επενδυτές με ιδιαίτερα χαμηλές προμήθειες, σε σύγκριση με εκείνες των περισσοτέρων από τα υπόλοιπα Α/Κ. Η παράμετρος αυτή, σε συνδυασμό με την αντιστάθμιση του κινδύνου που επιτυγχάνεται λόγω της διαφοροποίησης, κάνουν αυτά τα προϊόντα πολύ ελκυστικά για τους επενδυτές.  Όσον αφορά την απόδοση, για ένα Index Fund που ακολουθεί τον Γενικό Δείκτη του χρηματιστηρίου, η τύχη του είναι απόλυτα συνδεδεμένη με τη γενική πορεία του Χρηματιστηρίου.

Οι διορθωτικές επεμβάσεις που γίνονται από τις επιλογές της διαχείρισης του αμοιβαίου δεν παίζουν ρόλο σε αυτή την περίπτωση, ανεξάρτητα αν μπορούν να οδηγήσουν και σε αποδόσεις καλύτερες από αυτές του γενικού δείκτη. Δηλαδή, ο επενδυτής που θα αγοράσει μερίδια αμοιβαίων δείκτη δεν έχει να αναρωτηθεί αν ο διαχειριστής του αμοιβαίου που διάλεξε θα κάνει καλά τη δουλειά του.

Ωστόσο, τα Index Funds παρουσιάζουν και ορισμένα μειονεκτήματα, όπως η απουσία εγγυημένου κεφαλαίου ή απόδοσης, καθώς και η δυσκολία τους να ακολουθήσουν τον δείκτη αναφοράς σε περιόδους υψηλών διακυμάνσεων της αγοράς.

* Funds of Funds

Τα Funds of Funds ξεκίνησαν από τις Η.Π.Α. στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα, αλλά παρουσίασαν µεγάλη ανάπτυξη µέσα στη δεκαετία του ενενήντα, όπου και εµφανίσθηκαν στην Ευρώπη, µε

Page 59: Παράγωγα Χρηματιστηριου

µεγαλύτερη συγκέντρωση στην Μ.Βρετανία και στην Αυστρία. Η λειτουργία αυτής της νέας κατηγορίας Α/Κ, που είναι αρκετά δημοφιλής στο εξωτερικό, επετράπη στην Ελλάδα με το νόμο 3283/2004 που ενσωμάτωσε στην ελληνική νομοθεσία τις νέες Οδηγίες της  Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα Αμοιβαία Κεφάλαια, σημειώνει επιτυχία και έχει κινήσει το ενδιαφέρον των επενδυτών.

Με τα FoF παρέχεται η δυνατότητα στις ΑΕΔΑΚ να δημιουργήσουν ολοκληρωμένα χαρτοφυλάκια A/K που επενδύουν σε άλλα αμοιβαία. Υπάρχουν διαφορετικές κατηγορίες επενδυτικής στρατηγικής και ο επενδυτής μπορεί να διαλέξει από το πλέον συντηρητικό έως το πλέον επιθετικό, ανάλογα με το κίνδυνο που είναι διατεθειμένος να αναλάβει.

Αντί λοιπόν ο επενδυτής να αγοράζει διαφορετικά αμοιβαία για να συνθέσει το δικό του χαρτοφυλάκιο ανάλογα με το επενδυτικό του προφίλ και τους στόχους του, μπορεί να αγοράσει μερίδια του παραπάνω αμοιβαίου.

Τα FoF, όπως και τα κοινά A/K, κατηγοριοποιούνται ανάλογα µε τον τύπο και την µορφή των funds που επενδύουν. Μπορούµε να τα διαχωρίσουµε σε μετοχικά, σε οµολογιακά, και σε µικτά Funds of Funds. Ανάλογα µε την γεωγραφική κατανοµή του ενεργητικού τους, τα δαχωρίζουμε σε Funds of Funds Εσωτερικού και Εξωτερικού.

Ο στόχος του διαχειριστή ενός FoF είναι να επιλέγει τα καλύτερα αμοιβαία κεφάλαια που διατίθενται τόσο στην ελληνική όσο και στις διεθνείς αγορές. H επιλογή γίνεται με μηχανισμούς που εξετάζουν κριτήρια όπως είναι η απόδοση, οι ικανότητες των διαχειριστών, η συνέπεια των αποδόσεων, η συσχέτιση των διαχειριστών με άλλους διαχειριστές της αγοράς και η συσχέτιση των διαχειριστών με την αγορά.

Επιπλέον, τα FoF αποτελούν ένα επενδυτικό προϊόν ενεργητικής διαχείρισης. Συνεπώς, οι επενδυτικοί στόχοι είναι κοινοί με αυτούς των συμβατικών Α/Κ που ακολουθούν ενεργητική διαχείριση, όπως είναι η επίτευξη µεγαλύτερων αποδόσεων σε σχέση µε την αγορά ή κάποιο δείκτη αναφοράς, ο εντοπισµός υποτιµηµένων χρεογράφων και τοµέων της χρηµαταγοράς, ο εντοπισµός ανισορροπιών στις αγορές συναλλάγµατος και χρεογράφων καθώς και η πρόβλεψη των μελλοντικών τάσεων της χρηµαταγοράς. Απώτερος σκοπός είναι πάντα να επιτευχθεί ο καλύτερος συνδυασμός απόδοσης-κινδύνου.

Συγκριτικά με τα παραδοσιακά Α/Κ, τα FoF προσφέρουν στον επενδυτή σημαντικά πλεονεκτήματα όπως :• Μεγαλύτερη διαφοροποίηση• Χαµηλότερα επίπεδα επενδυτικού κινδύνου• Σταθερότερες αποδόσεις• Μεγαλύτερη πρόσβαση σε έµπειρους διαχειριστές• Μεγαλύτερη ρευστότητα• Δυνατότητα επένδυσης σε µια µεγαλύτερη ποικιλία A/K • Επένδυση σε ένα προϊόν το οποίο έχει βαθµολογηθεί από αξιόπιστους οίκους του εξωτερικού.

Είναι, λοιπόν, εμφανές ότι πλεονεκτούν τόσο στον περιορισμό του επενδυτικού κινδύνου όσο και στην ποιότητα της διαχείρισης. Ο κίνδυνος που αναλαμβάνει ένα FoF επιμερίζεται σε πολλά αμοιβαία κεφάλαια, που και αυτά από τη φύση τους ασκούν ενεργή διαχείριση κινδύνου.

Από την πλευρά του ο επενδυτής δεν απαιτείται να κάνει κινήσεις, όπως θα έκανε αν είχε συνθέσει ο ίδιος ένα αντίστοιχο χαρτοφυλάκιο και δεν απαιτείται να διαθέτει εξειδικευμένες γνώσεις. Το μόνο που παρατηρεί είναι η μεταβολή τις τιμής του FoF και όχι των μεμονωμένων στοιχείων που το απαρτίζουν. Συνεπώς,  επιτυγχάνει επαγγελματική διαχείριση, μεγαλύτερη διασπορά του κινδύνου και εύκολη παρακολούθηση της επένδυσής του, με χαμηλότερο διαχειριστικό κόστος.

Εντούτοις, τα FoF παρουσιάζουν και κάποια μειονεκτήματα όπως: • Υψηλότερα κόστη (λόγω κόστους υποκείµενων Α/Κ)• ?υσκολία στην παρακολούθηση του συνολικού αριθµού των µεµονωµένων αξιόγραφων του χαρτοφυλακίου • Έλεγχος εξάρτησης (correlation) από Αγορές• Μικρός αριθμός FoF στην Ελλάδα , περιορισμένες επιλογές

Page 60: Παράγωγα Χρηματιστηριου

Α/Κ Μικτού Τύπου

Η βασική αρχή ότι η διαφοροποίηση ελαχιστοποιεί τον κίνδυνο βρίσκει την πιο κατάλληλη εφαρμογή της στα Α/Κ μικτού τύπου. Το χαρτοφυλάκιο των Α/Κ του τύπου αυτού, περιλαμβάνει ισόρροπα κοινές και προνομιούχες μετοχές, ομόλογα και ομολογίες, απευθύνεται δε σε συντηρητικούς κατά βάση επενδυτές.

Τα Α/Κ του τύπου αυτού έχουν δύο κυρίως επενδυτικούς σκοπούς: α) να διατηρήσουν το αρχικό κεφάλαιο του επενδυτή καιβ) να συμβάλλουν αποφασιστικά στη μακροπρόθεσμη αύξηση, τόσο του αρχικού κεφαλαίου του επενδυτή όσο και του εισοδήματος του.

Διεθνικά Α/Κ

Στην κατηγορία αυτή, διακρίνουμε δύο υποκατηγορίες:α) τα διεθνικά Α/Κ ομολογιών καιβ) τα διεθνικά Α/Κ μετοχικών τίτλων.

Τα Α/Κ της πρώτης υποκατηγορίας στοχεύουν στην επένδυση σε χρεόγραφα, τα οποία εκδίδονται και διαπραγματεύονται σε πολλές χώρες του κόσμου. Τα διεθνικά Α/Κ μετοχικών τίτλων επενδύουν σε μετοχές, οι οποίες διαπραγματεύονται στα διάφορα χρηματιστήρια του κόσμου.

Οι διαχειριστές των Α/Κ αυτών επιτυγχάνουν με αυτό τον τρόπο διεθνική διαφοροποίηση, παρά το γεγονός ότι στο χαρτοφυλάκιο αυτό ενσωματώνονται δύο επιπρόσθετοι κίνδυνοι: ο συναλλαγματικός και ο πολιτικός κίνδυνος.Άλλου τύπου Αμοιβαία Κεφάλαια

• Α/Κ Κτηματικών Ομολογιών

Τα Α/Κ αυτά επενδύουν σε κτηματικά χρεόγραφα.

• Ευέλικτα Α/Κ (Flexible Portfolio Funds)

Μια ενδιαφέρουσα κατηγορία  Α/Κ είναι τα ευέλικτα Α/Κ τα οποία προσφέρουν στους διαχειριστές τους τη μέγιστη ευελιξία διάρθρωσης και διαχείρισης του χαρτοφυλακίου τους. χωρίς θεσμικούς ή άλλους περιορισμούς.

• Αμοιβαία Κεφάλαια Πολυτίμων Μετάλλων (Precious Metals Funds)

Τα εξειδικευμένα αυτά Α/Κ επενδύουν σε πολύτιμα μέταλλα όπως ο χρυσός ή ο άργυρος, αλλά και σε μετοχές εκμετάλλευσης ορυχείων των μετάλλων αυτών. Πολλά από αυτά τα Α/Κ περιορίζουν γεωγραφικά τις επενδύσεις τους συγκεντρώνοντας τες σε χώρες όπως η Νότια Αφρική ή η Βόρεια Αμερική, ενώ άλλα επενδύουν σε ολόκληρο τον κόσμο. Αξίζει να σημειώσουμε ότι οι συντελεστές συστηματικού κινδύνου των Α/Κ αυτών είναι πολύ χαμηλοί.

Το γεγονός αυτό οφείλεται στη χαμηλή συσχέτιση των αποδόσεων των μετοχών των εταιρειών εκμετάλλευσης πολυτίμων μετάλλων με τις μετοχές του Dow Jones ή του S&P.

- Πως κατηγοριοποιούνται τα Αμοιβαία Κεφάλαια;

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στα πλαίσια της καλύτερης κατανόησης του θεσμού των Αμοιβαίων Κεφαλαίων από το ευρύ επενδυτικό κοινό και της ελαχιστοποίησης της αυθαιρεσίας στην ονομασία των Αμοιβαίων Κεφαλαίων προέβη, στις 9/07/96, στην ονοματολογική κατάταξη των Α/Κ.

Οι εταιρείες διαχείρισης υποχρεώθηκαν στην προσαρμογή του ονόματος των Α/Κ στη νέα ονοματολογία και την αλλαγή των ενημερωτικών τους δελτίων. Σήμερα η συγκεκριμένη κατηγοριοποίηση και ονοματολογία των Α/Κ θεωρείται ξεπερασμένη από τις ταχύτατες εξελίξεις που έλαβαν μέρος στις

Page 61: Παράγωγα Χρηματιστηριου

εγχώριες και διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίου αλλά και από την είσοδο του ευρώ στην χώρα μας.

Mε νέο νόµο για τις Ανώνυµες εταιρίες διαχείρισης αµοιβαίων κεφαλαίων, οργανισµούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες» αντικαθίστανται συνολικά οι παλαιότερες διατάξεις που αφορούν τις ΑΕΔΑΚ και τα αµοιβαία κεφάλαια και ενσωµατώνονται στην Ελληνική Νοµοθεσία οδηγίες του Ευρωπαϊκού  Κοινοβουλίου.

Μερικά από τα πιο σηµαντικά θέµατα που εισάγει ο Νόµος είναι: α) Η διεύρυνση των δραστηριοτήτων των ΑΕΔΑΚ όπου επιτρέπεται η διαχείριση ατοµικών χαρτοφυλακίων ιδιωτών αλλά και κεφαλαίων των συνταξιοδοτικών ταµείων. β) Η νέα κατηγοριοποίηση των Α/Κ όπου καταργείται η κατηγορία των διεθνών Α/Κ και τα Α/Κ ειδικού τύπου. Επιπλέον απαγορεύεται στα Α/Κ διαχείρισης διαθεσίµων να επενδύουν σε µετοχικούς τίτλους και τίθενται πλέον ανώτατα-κατώτατα όρια στις επενδύσεις των µικτών Α/Κ σε µετοχικούς τίτλους (10-65%).

γ) Η µεγαλύτερη διαφάνεια και ενηµέρωση των µεριδιούχων, αφού πλέον θα αναφέρονται ρητά οι κάθε είδους προµήθειες, αµοιβές και έξοδα που βαρύνουν το Α/Κ. Επιπλέον καθιερώνεται το απλοποιηµένο ενηµερωτικό δελτίο. δ) Η αυξηµένη δυνατότητα ανάπτυξης νέων προϊόντων στα Χαρτοφυλάκια των Α/Κ όπως: futures, swaps, προθεσµιακά συµβόλαια επιτοκίου (FRA's), κλπ. Επιπλέον παρέχεται η δυνατότητα ανάπτυξης νέων προϊόντων που µε το ισχύον θεσµικό πλαίσιο δεν ήταν επιτρεπτή. Ενδεικτικά αναφέρονται: τα χρηµατιστηριακώς διαπραγµατεύσιµα Α/Κ (Exchaπge Traded Fuπds), τα εξειδικευµένα Α/Κ που επενδύουν σε άλλα Α/Κ (Fuπds of Fuπds), τα Α/Κ που αναπαράγουν την σύνθεση χρηµατιστηριακών δεικτών µετοχών ή οµολόγων (lπdex Fuπds) και τα Α/Κ ακίνητης περιουσίας (Rea! Estate Fuπds).

- Ποια τα πλεονεκτήματα των Αμοιβαίων Κεφαλαίων;

Ο θεσμός των Α/Κ έχει γνωρίσει τεράστια επιτυχία στις αναπτυγμένες κεφαλαιαγορές αλλά σημαντικά μικρότερη στην Ελλάδα.

Η επιτυχημένη πορεία των Α/Κ παγκοσμίως οφείλεται αποκλειστικά στα σημαντικά πλεονεκτήματα τα οποία προσφέρουν στο ευρύ επενδυτικό κοινό, τα κυριότερα των οποίων είναι:• συνεχής επαγγελματική διαχείριση των χρημάτων των επενδυτών (professional management),• ελαχιστοποίηση του κινδύνου μέσω της διαφοροποίησης των επενδύσεων (diversification),• επιπρόσθετη μείωση του κινδύνου μέσω της διεθνούς διαφοροποίησης (international  diversification),• πρόσβαση σε επαγγελματική διαχείριση με μικρό αρχικό κεφάλαιο,• άμεση ρευστότητα (liquidity),• απλουστευμένες διαδικασίες παρακολούθησης της εξέλιξης της επένδυσης και• μεταφορά των χρημάτων από το ένα Αμοιβαίο Κεφάλαιο σε άλλο της ίδιας οικογένειας με ελάχιστο ή μηδενικό κόστος.

Συνεχής Επαγγελματική Διαχείριση των Χρημάτων των Επενδυτών

Ένα από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα που προσφέρουν τα Α/Κ στους επενδυτές, είναι η ύπαρξη συνεχούς επαγγελματικής διαχείρισης των χρημάτων τους. Οι διαχειριστές των Α/Κ είναι εξειδικευμένα στελέχη με σημαντική πείρα στην επιλογή και διαχείριση των επενδύσεων και ως εκ τούτου οι επενδυτές απαλλάσσονται από το άγχος της συνεχούς παρακολούθησης των εξελίξεων.

Τα στελέχη αυτά εργάζονται για το συμφέρον των επενδυτών. Οι διαχειριστές των Α/Κ επιλέγουν τα συγκεκριμένα αξιόγραφα τα οποία πρέπει να αγορασθούν την κατάλληλη χρονική στιγμή, καθώς και τα ποσοστά κάθε κατηγορίας αξιογράφων που θα περιληφθούν στο χαρτοφυλάκιό τους.

Ελαχιστοποίηση του Κινδύνου μέσω της Διαφοροποίησης των Επενδύσεων

Ένα από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα που προσφέρουν τα Α/Κ είναι η ελαχιστοποίηση του επενδυτικού κινδύνου, η οποία επιτυγχάνεται με την ταυτόχρονη επένδυση σε διαφορετικά αξιόγραφα.

Page 62: Παράγωγα Χρηματιστηριου

Είναι γνωστό ότι ο επενδυτικός κίνδυνος ενός περιουσιακού στοιχείου μπορεί να μετρηθεί σε όρους μεταβλητικότητας (τυπική απόκλιση) των αποδόσεών του. Όσο μεγαλύτερη είναι η μεταβλητικότητα των αποδόσεων ενός περιουσιακού στοιχείου, τόσο μεγαλύτερος είναι και ο επενδυτικός του κίνδυνος.

Όπως ήδη έχει αναφερθεί, η σύγχρονη θεωρία του χαρτοφυλακίου υποστηρίζει ότι, ο συνολικός κίνδυνος μιας μεμονωμένης επένδυσης μπορεί να διαχωριστεί σε δύο επί μέρους:• στον συστηματικό κίνδυνο ή κίνδυνο αγοράς και • στον μη-συστηματικό ή ειδικό κίνδυνο.

Σύγχρονες μελέτες επισημαίνουν ότι ο συνολικός κίνδυνος μιας μετοχής αποτελείται κατά μέσο όρο κατά 30% από συστηματικό κίνδυνο και κατά 70% από μη-συστηματικό κίνδυνο. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το 30% της συνολικής μεταβλητικότητας της τιμής μιας μετοχής οφείλεται στη μεταβλητικότητα της χρηματιστηριακής αγοράς, ενώ το υπόλοιπο 70% οφείλεται σε παράγοντες που σχετίζονται με την εταιρεία αυτή καθ’εαυτή.

Το γεγονός αυτό έχει σημαντικές επιπτώσεις αφού ο μη-συστηματικός κίνδυνος μπορεί να εξαλειφθεί με την κατασκευή αποτελεσματικών χαρτοφυλακίων.

Στο βαθμό που ο μη-συστηματικός κίνδυνος δεν αμείβεται από την αγορά, οι κάτοχοι καλά διαφοροποιημένων χαρτοφυλακίων θα επιτύχουν αποδόσεις οι οποίες θα αντιστοιχούν σε αποδόσεις περιουσιακών στοιχείων υψηλού κινδύνου, ενώ ταυτόχρονα αναλαμβάνουν μόνον το 1/3 του αντίστοιχου κινδύνου.

Η εμπειρία των αναλύσεων των διεθνών Α/Κ αποκαλύπτει ότι τα Α/Κ μέσω της αποτελεσματικής διαφοροποίησης, μειώνουν τον μη-συστηματικό κίνδυνο του χαρτοφυλακίου τους από 70 σε 15%. Αντίθετα, ένας ιδιώτης ο οποίος κατέχει μια μεμονωμένη μετοχή συγκεκριμένου επιπέδου κινδύνου, αναλαμβάνει τρεις φορές υψηλότερο κίνδυνο από έναν άλλο επενδυτή, ο οποίος κατέχει ένα καλά διαφοροποιημένο χαρτοφυλάκιο, το οποίο αποτελείται από μετοχές του ιδίου επιπέδου κινδύνου.

Επιπρόσθετη Mείωση του Kινδύνου μέσω της Διεθνούς Διαφοροποίησης

Η δυνατότητα διεθνούς διαφοροποίησης των επενδύσεων των Α/Κ αποτελεί ένα ακόμη σημαντικό πλεονέκτημα που προσφέρουν αυτά στους μεριδιούχους τους. Ο λόγος είναι διττός. Κατ' αρχάς, είναι γνωστό ότι μέσω της επένδυσης σε διεθνή χρηματιστήρια επιτυγχάνεται επιπρόσθετη μείωση του κινδύνου, λόγω της διεθνούς διαφοροποίησης.

Διεθνείς μελέτες έχουν δείξει ότι μέσω της διεθνούς διαφοροποίησης, επιτυγχάνεται επιπρόσθετη μείωση του κινδύνου κατά 33% ως προς την αντίστοιχη εγχώρια.Επιπροσθέτως, οι Έλληνες επενδυτές αγοράζοντας διεθνικά ή διεθνή Α/Κ στην Ελλάδα, στην ουσία έχουν επενδύσει σε μετοχές και ομολογίες γιγαντιαίων επιχειρήσεων, οι οποίες διαπραγματεύονται στα διεθνή χρηματιστήρια της Νέας Υόρκης, του Τόκυο, του Λονδίνου, της Γενεύης, της Φρανκφούρτης και αλλού.

Πρόσβαση σε Επαγγελματική Διαχείριση με Μικρό Αρχικό Κεφάλαιο.

Είναι γνωστό ότι τα Αμοιβαία Κεφάλαια είναι η κατάλληλη επένδυση για επενδυτές μικρών και μεσαίων οικονομικών δυνατοτήτων. Ο λόγος είναι ότι η επένδυση σε Α/Κ προσφέρει πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας τεχνογνωσία και επαγγελματική διαχείριση με ελάχιστο ποσό χρημάτων.

Σήμερα υπάρχουν στην Ελλάδα Αμοιβαία Κεφάλαια που με συνολικό κεφάλαιο 150 ευρώ παρέχουν τη δυνατότητα στο επενδυτικό κοινό να έχει πρόσβαση στις εγχώριες και διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίου. Αξίζει να τονισθεί ότι, για αυτό το επίπεδο καταθέσεων, οι περισσότερες τράπεζες δεν παρέχουν ούτε τόκο.

Άμεση Ρευστότητα

Ένα άλλο σημαντικό πλεονέκτημα που προσφέρει ο θεσμός των Α/Κ στους επενδυτές είναι η ρευστότητα. Ρευστότητα σημαίνει να μπορείς να τοποθετήσεις τα χρήματά σου σε μία επένδυση και να

Page 63: Παράγωγα Χρηματιστηριου

μπορείς να τα αποσύρεις εύκολα, γρήγορα και χωρίς ποινή. Επιπλέον, μία επένδυση θεωρείται εύκολα ρευστοποιήσιμη όταν η ικανότητα της να αγορασθεί ή να πωληθεί είναι υψηλή. Με την έννοια αυτή η επένδυση σε μερίδια Α/Κ είναι μία εύκολα ρευστοποιήσιμη επένδυση.

Πρέπει να σημειώσουμε ότι, δεν υπάρχει ελάχιστο χρονικό όριο πώλησης των μεριδίων. Βάσει του ισχύοντος νόμου, η εξαγορά των μεριδίων μπορεί να γίνει ανά πάσα στιγμή κατόπιν αίτησης του μεριδιούχου στην τιμή εξαγοράς της επόμενης εργάσιμης ημέρας από τη λήψη της αίτησης. Το αντίτιμο καταβάλλεται στο δικαιούχο εντός του διαστήματος των πέντε εργάσιμων ημερών.

Απλουστευμένες Διαδικασίες Παρακολούθησης της Εξέλιξης της Επένδυσης

Ένα πολύ σημαντικό πλεονέκτημα της επένδυσης σε μερίδια Α/Κ είναι η ευκολία παρακολούθησης της εξέλιξης των χρημάτων που έχουν επενδυθεί σε αυτά. Μετά το κλείσιμο του χρηματιστηρίου, υπολογίζονται οι καθαρές τιμές, οι τιμές εξαγοράς και οι τιμές διάθεσης των μεριδίων των Α/Κ. Οι τιμές αυτές δημοσιεύονται την μεθεπόμενη ημέρα σε όλες τις οικονομικές αλλά και τις πολιτικές εφημερίδες.

Ως εκ τούτου, ο μεριδιούχος ενός Α/Κ για να υπολογίσει τη συνολική αξία των χρημάτων του αρκεί να πολλαπλασιάσει τον αριθμό των μεριδίων που κατέχει επί την τιμή εξαγοράς του κάθε μεριδίου.

Από την άλλη μεριά, φαντασθείτε έναν επενδυτή του οποίου το χαρτοφυλάκιο περιλαμβάνει 20 με 30 μετοχές. Τα προβλήματα αλλά και τα κόστη παρακολούθησης της πορείας των αξιογράφων αυτών είναι σημαντικά. Όλα αυτά τα προβλήματα επιλογής και παρακολούθησης των αξιογράφων αντιμετωπίζονται επενδύοντας σε μερίδια Α/Κ.

Επιπλέον η ΑΕΔΑΚ αναλαμβάνοντας όλες τις γραφειοκρατικές διαδικασίες που αφορούν τα αξιόγραφα (είσπραξη τόκων, μερισμάτων, διανομή δωρεάν μετοχών κ.λπ.)  διευκολύνει σημαντικά τον επενδυτή.

Μεταφορά των Χρημάτων από το ένα Αμοιβαίο Κεφάλαιο σε άλλο της ιδίας Οικογένειας με Ελάχιστο ή Μηδαμινό Κόστος.

Η εξάπλωση των Αμοιβαίων Κεφαλαίων δημιούργησε την ανάγκη ύπαρξης “οικογένειας” Αμοιβαίων Κεφαλαίων. Η προσφορά εναλλακτικών Αμοιβαίων Κεφαλαίων στον επενδυτή είναι ιδιαίτερης σπουδαιότητας στο βαθμό που προσφέρει στον μεριδιούχο δύο επιπλέον δυνατότητες: 1. να εκμεταλλευθεί αποτελεσματικά τις επικρατούσες συνθήκες στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου π.χ. σε μια περίοδο οικονομικής στασιμότητας να μεταφέρει τα χρήματά του σε Αμοιβαίο Κεφάλαιο διαθεσίμων ή ομολογιών, ενώ σε μια περίοδο ανάκαμψης της οικονομίας να μεταφέρει όλα ή μέρος των χρημάτων του σε μετοχικά Αμοιβαία Κεφάλαια.2. Να επιλέξει τους δικούς του συνδυασμούς Αμοιβαίων Κεφαλαίων ώστε να επιτύχει ακόμα μεγαλύτερη διαφοροποίηση του κινδύνου.Ας σημειωθεί ότι η Fidelity, η μεγαλύτερη εταιρεία διαχείρισης στον κόσμο, προσφέρει στο επενδυτικό κοινό πάνω από 180 διαφορετικά Αμοιβαία Κεφάλαια και ως εκ τούτου χιλιάδες δυνατούς συνδυασμούς !!

Άλλα Πλεονεκτήματα

Άλλα πλεονεκτήματα που προσφέρουν τα Α/Κ αλλά που θα μπορούσαν να θεωρηθούν μικρότερης σημασίας είναι τα παρακάτω: Τα Α/Κ λόγω του σημαντικού μεγέθους τους, μπορούν να επιτύχουν χαμηλότερες χρηματιστηριακές προμήθειες (brokerage commissions) ως προς έναν ατομικό επενδυτή. Επιπροσθέτως, λόγω της μεγάλης αγοραστικής δύναμης που διαθέτουν, επιτυγχάνουν καλύτερες τιμές αγοράς των ομολόγων ή πακέτων μετοχών.

Η μεταβίβαση μεριδίων Α/Κ εν ζωή χωρίς φορολογική επιβάρυνση επιτρέπεται μόνο μεταξύ συζύγων και συγγενών α’ και β’ βαθμού. Επιτρέπεται η μεταβίβαση μεριδίων Α/Κ “λόγω θανάτου” χωρίς φορολογική επιβάρυνση, ανεξαρτήτως του βαθμού συγγένειας. Οι επενδυτές έχουν τη δυνατότητα να ανταλλάξουν χρεόγραφα ή μετοχές με μερίδια Α/Κ. Τέλος οι επενδυτές μπορούν να αγοράζουν μερίδια σε κοινό λογαριασμό, καθώς επίσης να τα ενεχυριάζουν για να πάρουν δάνειο.

Page 64: Παράγωγα Χρηματιστηριου

- Ποια τα μειονεκτήματα των Αμοιβαίων Κεφαλαίων;

Παρά το γεγονός ότι τα Αμοιβαία Κεφάλαια παρέχουν σημαντικά πλεονεκτήματα στο ευρύ επενδυτικό κοινό δεν μπορούν να προσφέρουν τα πάντα. Πράγματι, υπάρχουν κάποιες ανάγκες οι οποίες δεν μπορούν να καλυφθούν από τα «κλασσικού» τύπου Αμοιβαία Κεφάλαια.

Κατ’ αρχάς δεν επιθυμούν όλοι οι επενδυτές επαγγελματική διαχείριση. Πολλοί άνθρωποι θέλουν να επιλέγουν μόνοι τους τις προσωπικές τους επενδύσεις, πιστεύοντας ότι η επιλογή και η διαχείριση του χαρτοφυλακίου τους με αυτόν τον τρόπο είναι πιο αποδοτική. Το φαινόμενο αυτό έχει ονομασθεί διεθνώς ως “η γοητεία του ξεχωριστού λογαριασμού”.

Τα Αμοιβαία Κεφάλαια δεν είναι η απάντηση για κάποιον επενδυτή ο οποίος θέλει να αναλάβει ιδιαίτερα υψηλούς κινδύνους επενδύοντας τα χρήματά του σε μερικούς μόνο τίτλους.

Ίσως ο επενδυτής αυτός να μην επιθυμεί διαφοροποίηση, όμως πρέπει να τονισθεί ότι τα Αμοιβαία Κεφάλαια είναι δημοφιλή επειδή ακριβώς η πλειοψηφία των μεμονωμένων επενδυτών υπέστησαν σε διάφορες περιόδους σημαντικές ζημίες αρνούμενοι να διαφοροποιήσουν τις επενδύσεις τους.

Η ανοικτή δομή των Αμοιβαίων Κεφαλαίων εγκυμονεί προβλήματα στον διαχειριστή επενδύσεων σε περιόδους έντονων ψυχολογικών διακυμάνσεων. Έχει παρατηρηθεί παγκοσμίως ότι σε περιόδους που η αγορά είναι ανοδική, οι επενδυτές έχουν την τάση να τοποθετούν τα κεφάλαιά τους σε μετοχικά Α/Κ με άμεσο αποτέλεσμα οι διαχειριστές να τα επενδύουν αγοράζοντας μετοχές σε υψηλά επίπεδα.

Αντιθέτως, όταν η αγορά είναι καθοδική, οι μεριδιούχοι προβαίνουν σε εξαγορές αναγκάζοντας τους διαχειριστές να ρευστοποιήσουν πρόωρα μέρος του χαρτοφυλακίου τους και να υφίστανται ζημίες από την πώληση μετοχών καθώς και από την προεξόφληση άλλων χρεογράφων, σε τιμή χαμηλότερη από την τιμή αγοράς.

Στο βαθμό που η ΑΕΔΑΚ οφείλει να εξαγοράζει όσα μερίδια επιθυμούν να ρευστοποιήσουν οι μεριδιούχοι του Α/Κ,  οι διαχειριστές είναι υποχρεωμένοι να διατηρούν υψηλά ρευστά διαθέσιμα, προκειμένου να είναι σε θέση να καλύψουν ένα μεγάλο αριθμό δυνητικών εξαγορών.

Έτσι η δομή των Αμοιβαίων Κεφαλαίων οδηγεί τους διαχειριστές σε καταστρατήγηση των προσωπικών τους επιλογών και πολλές φορές σε κακές επενδυτικές αποφάσεις: αγοράζουν σε υψηλές τιμές, πωλούν σε χαμηλές και κρατούν μεγάλα ποσά χωρίς να τα επενδύουν αποτελεσματικά.

Ένα μικρής σημασίας μειονέκτημα των Αμοιβαίων Κεφαλαίων είναι ότι οι αμοιβές διάθεσης, εξαγοράς και διαχείρισης μειώνουν την καθαρή απόδοση του Αμοιβαίου Κεφαλαίου. Αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία για επενδυτές οι οποίοι για διάφορους λόγους αποφασίσουν να ρευστοποιήσουν τα μερίδια τους σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Τέλος, υπάρχει ένα ακόμα πρόβλημα με τα Αμοιβαία Κεφάλαια το οποίο δεν είναι ακριβώς μειονέκτημα αλλά χρειάζεται να αναφερθεί. Για να το θέσουμε απλά: ακόμη και οι επαγγελματίες πρέπει να παρακολουθούνται και να ελέγχονται. Μερικοί πιστεύουν ότι επειδή τα Αμοιβαία Κεφάλαια τα διαχειρίζονται επαγγελματίες, μπορεί να αγορασθούν και να ξεχασθούν.