Πανεπιστήμιο και κοινωνία
DESCRIPTION
ΣυλλογικόTRANSCRIPT
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΥΛΙΚΑ ΤΟΥ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΦΛΕΒΑΡΗΣ ’87
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Τα υλικά του Συμποσίου που οργάνωσεστις 11, 13, 14 και 15 του Φλεβάρη 1987 το Τμήμα Παιδείας της ΚΕ του ΚΚΕ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ» ΑΘΗΝΑ 1987
Copyright: Εκδύσεις «ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ» Σόλωνος 130, Αθήνα - 10 681 Τηλ. 3620 835 - 3623 649
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Στις 11, 13, 14 και 15 του Φλεβάρη 1987 οργανώθηκε από το Τμήμα Παιδείας της ΚΕ του ΚΚΕ, Συμπόσιο για το ρόλο των ΑΕΙ σε μια Ελλάδα της αλλαγής με θέμα: «ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ».
Στη διάρκεια του Συμποσίου διεξήχθηκε μια πλατιά συζήτηση σχετικά με το ρόλο των ΑΕΙ στη χώρα μας σήμερα και την πολιτική της αλλαγής. Αναλύθηκαν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα πανεπιστήμια σήμερα, η σχέση της Ανώτατης Εκπαίδευσης με την ανάπτυξη της χώρας μας. την παραγωγή κα» την κοινωνία, οι μεταπτυχιακές σπουδές και η έρευνα, ειδικότερα ζητήματα των διαφόρων επιστημών, η σχέση των ΑΕΙ με τις άλλες εκπαιδευτικές βαθμίδες. Στο Συμπόσιο, επίσης, παρουσιάστηκαν και διεθνείς εμπειρίες από την ΕΣΣΔ και τη Γαλλία.
Κύριο χαρακτηριστικό του Συμποσίου ήταν ακριβώς ο διάλογος. Παρουσιάστηκαν περισσότερες από 40 εισηγήσεις, έγιναν περισσότερες από 120 παρεμβάσεις από το ακροατήριο, το οποίο ξεπέρασε, συνολικά, τα 7 χιλιάδες άτομα.
Οι εργασίες του Συμποσίου κατά την 1η, 3η και 4η μέρα (11, 14 και 15 του Φλεβάρη) πραγματοποιήθηκαν στην κεντρική αίθουσα των Συνεδρίων του ΚΚΕ. ενώ τη δεύτερη μέρα (13 του Φλεβάρη) έγι- ναν έξι ταυτόχρονες συζητήσεις σε αίθουσες των ΑΕΙ της πρωτεύουσας.
Τα υλικά του Συμποσίου παρουσιάζονται σε δύο τόμους.Ο πρώτος τόμος, που βρίσκεται στα χέρια του αναγνώστη τούτη
τη στιγμή, περιλαμβάνει τα υλικά της 1ης, 3ης και 4ης μέρας του Συμποσίου. Ειδικότερα, περιλαμβάνει τη συζήτηση πάνω στην κεντρική εισήγηση («Πανεπιστήμιο και Κοινωνία»), καθώς και τις συζητήσεις σχετικά με τις μεταπτυχιακές σπουδές, την έρευνα, τον κοινωνικό ρόλο των ΑΕΙ. τη σχέση τους με τις άλλες εκπαιδευτικές
5
βαθμίδες και τις εμπειρίες από την πανεπιστημιακή εκπαίδευση της ΕΣΣΔ και της Γαλλίας. Επιπλέον, περιλαμβάνεται το κλείσιμο των εργασιών του Συμποσίου, που έγινε από το σ. Γρηγόρη Φαράκο, μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ. Τέλος, τα υλικά του τόμου συμπληρώνονται με ένα παράρτημα, το οποίο περιλαμβάνει το κείμενο της αίτησης του ΚΚΕ για άμεση σύγκληση του ΣΑΠ, την εισήγηση του ΚΚΕ προς το ΣΑΠ για την έρευνα και το κείμενο με τις βασικές θέσεις του ΚΚΕ για τους εσωτερικούς κανονισμούς των ΑΕΙ.
Στον δεύτερο τόμο, που θα κυκλοφορήσει αργότερα, θα συμπερι- ληφΟεί η συζήτηση (εισηγήσεις - παρεμβάσεις) της 2ης μέρας του
(Συμποσίου. που είχε σαν θέμα τα ειδικότερα ζητήματα των διαφόρων επιστημών.
Τμήμα Παιδείας της ΚΕ του ΚΚΕ
6
ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ
Κεντρική Εισήγηση
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΝΙΚΟΣ ΚΟΤΖΙΑΣ, αναπληρωματικό μέλος
της ΚΕ του ΚΚΕ*
Αγαπητοί φίλοι και φίλες.συντρόφισσες και σύντροφοι,Θέλουμε να σας ευχαριστήσουμε για την παρουσία σας. Ελπί
ζουμε ν' ανταλλάξουμε τις γνώμες μας για τα ζητήματα που αφορούν τα ΑΕΙ.
Επιτρέψτε μας καταρχήν να σας παρουσιάσουμε τις βασικές μας σκέψεις για την κατάσταση στα ΑΕΙ, τους αυξανόμενους κινδύνους για το μέλλον τους, τις προτάσεις μας.
1. Η ΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΑΕΙ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΓΟΥΣΘέλουμε, απ’ αυτό το βήμα, να υπογραμμίσουμε τη θέλησή μας,
μ’ όλα τα μέσα που διαθέτουμε να μην επιτρέψουμε την υποθάθμιση και πολύ περισσότερο την κατάρρευση των ελληνικών ΑΕΙ. Μ' όλες τις δυνάμεις μας θα παλέψουμε για Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, αντάξια των παραδόσεων και απαιτήσεων της δημοκρατικής πανεπιστημιακής κοινότητας, ικανά να συμθάλουν στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, να επιτελέσουν το απαραίτητο σ’ αυτή την κατεύθυνση εκπαιδευτικό και ερευνητικό έργο. Στην ίδια κατεύθυνση, θα πρέπει να εξασφαλιστεί επιτέλους, η ολόπλευρη αξιοποίηση των ελλήνων επιστημόνων, όπου και αν αυτοί βρίσκονται σήμερα διασπαρμένοι.
Ό πως όλοι γνωρίζουμε, τα πανεπιστήμια και πολυτεχνεία είναι οι πιο μεγάλες μονάδες παραγωγής γνώσης· ανήκουν απ’ αυτή τη σκοπιά στην ευρύτερη σφαίρα της διαδικασίας της παραγωγής. Είναι ταυτόχρονα και εκπαιδευτές. Απ' αυτή τη σκοπιά, έμμεσα τουλάχιστον, γίνονται τμήμα της σφαίρας αναπαραγωγής της υψηλά ειδι-
’ Στην έκδοση αυτή οι ομιλητές αναφέρονται με την ιδιότητα που είχαν όταν διι:ς</γόταν το Συμπόσιο.
9
κευμένης εργατικής δύναμης για την καθαυτό σφαίρα παραγωγής (μηχανικοί, οικονομολόγοι, χημικοί, φυσικοί κλπ.), για τη σφαίρα αναπαραγωγής (παιδεία, υγεία, κοινωνικές υπηρεσίες), την έρευνα καθώς και τη διεύθυνση της κοινωνίας.
Τα ΑΕΙ. ταυτόχρονα, είναι πεδία ταξικής πάλης, αφού δεν είναι αδιάφορο πώς και προς τι εκπαιδεύονται οι νέοι σ ’ αυτά, προς όφελος τίνος και με ποιο στόχο γίνεται έρευνα, τι είδους γνώση και ιδεολογία παράγουν, πόσο σύγχρονα είναι και σε ποια κατεύθυνση θα εκσυγχρονίζονται.
Τα ΑΕΙ, κάτω από την επίδραση της γενικότερης κρίσης της ελληνικής κοινωνίας, βρίσκονται, όπως εξάλλου κι όλη η ελληνική εκπαίδευση, σε κρίση. Κρίση των εσωτερικών τους λειτουργιών και μη ανταπόκρισης στις νέες ανάγκες της κοινωνίας. Ο προσδιορισμός του ποιος φταίει γΓ αυτή την κρίση, και κυριότερα ποιος είναι ο δρόμος εξόδου απ’ αυτήν, είναι επίσης πεδίο διαλόγου και αντιπαράθεσης. Η κρίση είναι προϊόν του ίδιου του συστήματος, του μη θαθέ- ματος του εκδημοκρατισμού σ’ αυτά, των ταλαντεύσεων και υπαναχωρήσεων της κυβέρνησης, της προσπάθειας να τα υποτάξουν στις άμεσες και μακροπρόθεσμες ανάγκες του μεγάλου κεφαλαίου και στις οδηγίες - επιταγές της ΕΟΚ.
Η κρίση των ΑΕΙ είναι κρίση προοπτικών τους, είναι όμως και κρίση περιεχομένου τους. Η κρίση σήμερα δεν ξεπερνιέται πλέον σε ατομική βάση. με την καλή πρόθεση του ενός ή άλλου τομέα στα ΑΕΙ, αλλά με την πάλη της πλειοψηφίας της πανεπιστημιακής κοινότητας, για άνοδο του επιπέδου μόρφωσης, ειδίκευσης, έρευνας και παρεχόμενων προσόντων, έτσι ώστε να αποτραπεί η παραίτηση των πανεπιστημιακών δασκάλων από τα ουσιαστικά δημιουργικά καθήκοντά τους και των φοιτητών από τις σπουδές τους.
Η αντίδραση, με σημαία της το νεοσυντηρητισμό, τη ΝΔ, τους εραστές της έδρας, αυτούς όλους που απότυχαν με το Νόμο 815, στηριγμένη στην ΕΟΚ, όμως και στη σημερινή πολιτική της κυβέρνησης, επιτίθεται λαύρα στις δημοκρατικές κατακτήσεις. Παρουσιάζει σαν διέξοδο της σημερινής κρίσης από τα ΑΕΙ, κρίση στη δημιουργία της οποίας συνέβαλε η ίδια, την υποταγή των ΑΕΙ στην ιδιωτική πρωτοβουλία, την ένταξή τους στα σχέδια της ΕΟΚ, τη δημιουργία σχολών και κύκλων σπουδών για ελίτ, ενώ ταυτόχρονα θα υποβαθμίζονται παραπέρα οι σπουδές που κάνει η πλειοψηφία των φοιτητών. Σ' αυτό το σπάσιμο, θα αντιστοιχεί και ο ξαναδιαχωρι- σμός του Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ), ανάμεσα σ’ αυτούς που θα διδάσκουν τις ελίτ και θα κάνουν έρευνα, και σ’ αυτούς που θα ασχολούνται αποκλειστικά με τη «μάζα».
Την προώθηση των στόχων της, η αντίδραση θέλει να την κάνει
10
μέσα από τη συσπείρωση των πιο διαφορετικών δυνάμεων. Τόσο αυτών που είναι συνειδητά αντιδραστικές όσο και εκείνων που αγω- νιούν ειλικρινά σαν επιστήμονες και φοιτητές για το μέλλον των ΑΕΙ και που οι λύσεις των συντηρητικών τους φαίνονται με μια πρώτη ματιά λογικές και άμεσες. Σ' αυτή την κατεύθυνση συμβάλλει και σειρά επιλογών της ίδιας της κυβέρνησης που με τον ερασιτεχνισμό της, υποκλίνεται στις «επαγγελματικού» επιπέδου προτάσεις της αντίδρασης, συμβάλλει στην προώθησή τους και τη διεύρυνση των υποστηρικτών τους.
Οι συντηρητικές δυνάμεις δεν διατυπώνουν σήμερα ακόμα με ειλικρίνεια τη συνολική τους πρόταση για τα ΑΕΙ, πρόταση οπισθοχώρησης απ’ ό,τι έχει κατακτηθεί μέχρι σήμερα. Αντίθετα, δημόσια τουλάχιστον, προτείνουν λύσεις καταρχήν σε επιμέρους πανεπιστημιακά ζητήματα. Ταυτόχρονα, προκαλούν με ανορθολογικές κατηγορίες τη δημοκρατική πανεπιστημιακή κοινότητα (βρίζοντάς τη σαν φανατική, ανεύθυνη που έχει «σύγχυση φρενών, μόλυνση του εγκεφάλου... παρανοϊκό φανατισμό... με ορμές και πάθη»1.
Η κύρια κατεύθυνση των συντηρητικών δυνάμεων είναι να εξασφαλίσουν την όσο το δυνατό μεγαλύτερη αξιοποίηση και προσαρμογή των ΑΕΙ στις άμεσες ανάγκες του μεγάλου κεφαλαίου. Ταυτόχρονα την εξασφάλιση στελεχών για το σύστημα, που θα είναι πολιτικά στον μέγιστο δυνατό βαθμό αφοσιωμένα στο μεγάλο κεφάλαιο, είτε με ειδικές σπουδές στο εξωτερικό, είτε με τη δημιουργία σχολών ελίτ, και ακόμα, αν είναι δυνατό, με τη δημιουργία ολοκληρωμένων ιδιωτικών πανεπιστημίων και την αποφοίτηση απ’ αυτά.
2. Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΙΤΚΛΙ ΟΙ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Η σημασία των ΑΕΙ για τα μονοπώλια όλο και ανεβαίνει. Τα ΑΕΙ εντάσσονται στη συνολική στρατηγική τους. Μέσω των θεω- ριων περί ελίτ, θέλουν να δημιουργήσουν προϋποθέσεις ώστε να παραιτηθεί η κοινωνία από το αίτημα της έστω και τυπικής ισότητας στην εκπαίδευση. Να προωθήσουν μακρόχρονα μέτρα στρατηγικής σημασίας για την υποταγή της επιστήμης - τεχνικής - ΔΕΠ - φοιτητών στα συμφέροντά τους, την ενσωμάτωσή τους στο σύστημα. Να οργανώσουν καλύτερα την πολιτική συμμαχιών τους με τη διανόηση, αποσπόντας μαζί του πριν απ’ όλα το πιο μορφωμένο και ειδικευμένο τμήμα της και την επιστήμη, ιδιαίτερα μέσω της πλήρους υποταγής της έρευνας σ’ αυτά. Να προσαρμόσουν τα ΑΕΙ, στο επίπεδο ανάπτυ
I. Ολα αυτά μόνο σε μια στήλη ίου Ο ικονομικού Ταχυδρόμου στις 28.8.86 στη σελ. 54.
11
ξης του ελληνικού κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού (ΚΜΚ) συνολικά, που όπως λένε οι θέσεις για το 12ο Συνέδριο, γνώρισε σειρά επιμέρους αλλαγών. Σ’ αυτή την κατεύθυνση προτείνουν την καπιταλιστικοποίηση των λειτουργιών των ΑΕΙ. Τέλος επειδή δεν μπορούν να ανεχθούν άλλο τις δημοκρατικές κατακτήσεις στα ΑΕΙ, θέλουν, στο όνομα μάλιστα του αντιγραφειοκρατισμού, να σπάσουν τις προοδευτικές αντιστάσεις της πανεπιστημιακής κοινότητας.
Αμεσος κύριος στόχος του μεγάλου κεφαλαίου είναι να του α- ναγνωρισθεί το δικαίωμα της λεγάμενης «συνυπευθυνότητας» για την εκπαίδευση, η αποδοχή του σαν τον δεύτερο παράγοντα στην εκπαίδευση δίπλα στο κράτος. Αυτή η πρόθεση εκφράζει τη νέα ποιότητα σχέσεων ανάμεσα σ’ αυτό και το αστικό κράτος.
Η τάση αυτή διευκολύνεται και από το γεγονός, ότι η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ αφαίρεσε ουσιαστικά από το Κόμμα, τη νεολαία και την οργάνωσή του τα ζητήματα της επεξεργασίας της εκπαιδευτικής πολιτικής. Ό λο και πιο πολύ. η εκπαιδευτική πολιτική διαμορφώνεται από τεχνοκράτες στους κρατικούς μηχανισμούς, κάτω από την επιρροή του Σύνδεσμου Ελλήνων Βιομηχάνων (ΣΕΒ) και της ΕΟΚ, στα πλαίσια του συστήματος του ΚΜΚ. Το αποτέλεσμα είναι να συμβάλλει κι η πολιτική της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ στην προσπάθεια προώθησης της ένταξης των ΑΕΙ στο σύστημα εξουσίας του μεγάλου κεφαλαίου. Επιλογή που όπως υπογραμμίζουν οι θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 12ο Συνέδριο «στοχεύει στην υποθάθμιση του γενικού επιπέδου της παιδείας και την παραπέρα προώθηση μιας παιδείας για τους λίγους»1.
Η στρατηγική του κεφαλαίου για τα ΑΕΙ προωθείται ιδεολογικά με τις θεωρίες των ελίτ, θεωρίες οι οποίες επιδρούν έμμεσα σ’ έναν κύκλο ανθρώπων της πανεπιστημιακής κοινότητας, πολύ ευρύτερο απ’ αυτούς που κοινωνικά πραγματικά εκφράζει. Είναι μια θέση με την οποία ωραιοποιείται ο ανταγωνισμός ανάμεσα σε καθηγητές ή φοιτητές. Ουσιαστικά απορρίπτει την ενιαία καθημερινή πάλη για την καλυτέρευση των συνθηκών σπουδών και έρευνας. Πάλη που α- νταποκρίνεται στις ανάγκες των ίδιων των ΑΕΙ και ιδιαίτερα στα συμφέροντα εκείνων των φοιτητών που προέρχονται από τις πιο φτωχές οικογένειες.2
Η θεωρία των ελίτ. ερμηνεύει αντιδραστικά ακόμα και τα
1. θέ σ ε ις της ΚΕ του Κ ΚΕ για το 12ο Συνέδριο, Κεφ. 5ο, θέση 63.2. Η ίδια η Καθημερινή (7-8.6.86) αναφέρει, ότι το πρόβλημα που έχουν οι
εργαζόμενοι γονείς δεν είναι μόνο το αν θα πετύχουν τα παιδιά τους στα ΑΕΙ. πράγμα που φτάσαν ακόμα και να απεύχονται, αλλά το «πώς θα τα συντηρήσουν αν εισαχθούν».
12
συνθήματα της αστικής επανάστασης, ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα. Τα μετατρέπει για τα ΑΕΙ, στο τρίπτυχο ελίτ - ιεραρχία - πνευματική υπεροχή. Αρνείται ακόμα κι αυτήν την απλή χεγκελιανή αλήθεια ότι η επιστήμη (ο Χέγκελ λέει φιλοσοφία) «ενώ εμφανίζεται σαν ένα τεχνικό ταλέντο του ατόμου, μια μεγαλοφυία, που την διαθέτουν μόνο» ορισμένοι «στην πραγματικότητα το έδαφος της είναι η σκέψη και γΓ αυτό ακριβώς ο κάθε άνθρωπος είναι άνθρωπος»1.
Ο μύθος των ελίτ εκφράζει τη διαμόρφωση σε αντιδημοκρατική κατεύθυνση της αστικής συνείδησης, στη σύγχρονη εποχή, με βάση τις απαιτήσεις της κρίσης του ΚΜΚ. συστήματος. Η θεωρία των ελίτ, αποτελεί βασικό ιδεολογικό όπλο των μεγάλων συμφερόντων, για την προώθηση νέων μέτρων στα ΑΕΙ, με στόχο τη διεύρυνση των ταξικών φραγμών. Το σπάσιμο των ΑΕΙ και των σχολών τους σε δυο επίπεδα. Σ’ αυτό για την ελίτ και σ’ αυτό στο οποίο προορίζονται να εκπαιδεύονται οι «μάζες».
Το σπάσιμο αυτό, θα ’χει σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία δύο κατηγοριών αποφοίτων, που δεν θα χαρακτηρίζονται από διαφορές στο ταλέντο, στην επάρκεια και στις πραγματικές γνώσεις τους, αλλά από τις διαφορετικές δυνατότητες που είχαν. Ο χωρισμός σε δυο κατηγορίες εμφανίζεται να 'ναι χωρισμός κοινωνικοδαρβινικού τύπου. Η πάλη των ειδών στη φύση, μεταφέρεται μηχανικά και σκοταδι- στικά σαν πάλη στο εσωτερικό του είδους άνθρωπος, του κοινωνικού όντος. Τα ταξικά αποτελέσματα που θα προκύπτουν απ’ το σύστημα επιλογής των ΑΕΙ στα πλαίσια του εκπαιδευτικού συστήματος του ελληνικού ΚΜΚ εμφανίζονται σαν το αίτιο για την επιβολή εκπαίδευσης δύο ταχυτήτων στα προπτυχιακά και δυο κύκλων στα μεταπτυχιακά. Δεν ανήκουν πια. όπως λογουχάρη τον προηγούμενο αιώνα, όλοι οι απόφοιτοι των ΑΕΙ, ή τουλάχιστον η πλειοψηφία τους στις ελίτ. Ο τεχνικός διαχωρισμός, σε πνευματική ελίτ, και μη, γίνεται εξαιτίας της μαζικοποίησης των ΑΕΙ, στο ίδιο τους το εσωτερικό.
3. ΣΥΜΜΑΧΙΕΣ ΤΗΣ ΟΛΙΓΑΡΧΙΑΣΚΑΙ Ο ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΕΙ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΙΑΝΟΗΣΗΣΣΕ ΔΥΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ
Πολύ περισσότερο απ' ό,τι στο παρελθόν, οι ταξικοί φραγμοί και συστήματα επιλογών προς τα ΑΕΙ και ιδιαίτερα μέσα σ ’ αυτά, δεν έχουν να κάνουν μόνο με την προσπάθεια της αστικής τάξης να διατηρήσει σ’ έναν βαθμό το εκπαιδευτικό μονοπώλιο για τον εαυτό της. Ό λο και μεγαλύτερο ρόλο παίζει η προσπάθεια των μονοπωλίων να
1. Χέγκελ, Α παντα, «Μαθήματα γύρω από την ιστορία της φιλοσοφίας», μέρος λ. τ. 20. σι:λ. 425. Φριιγκφούρτη. 1970.
13
διαμορφώσουν κι άμεσα, μέσα από το σύστημα σπουδών, ορισμένες πλευρές των ταξικών συμμαχιών και των κοινωνικών στηριγμάτων τους. Είναι γνωστό, ότι η αστική τάξη αναγκάστηκε, στο παρελθόν, κάτω από την πάλη του λαϊκού κινήματος, να παραχωρήσει σειρά μορφωτικών δυνατοτήτων στην εργατική τάξη κι άλλους εργαζόμενους. Δυνατότητες, που μεταπολεμικά σ’ έναν περιορισμένο βέβαια βαθμό, επέτρεψαν την πρόσβαση του λαϊκού στοιχείου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Η κατάκτηση αυτών των δυνατοτήτων διευκολύνθηκε και εξαιτίας των ίδιων των αναγκών της παραγωγής, της αναπαραγωγής και της λειτουργίας του συστήματος. Της μετατροπής της επιστήμης σε άμεση παραγωγική δύναμη. Της μαζικοποίησης του διαταξικού στρώματος της διανόησης.
Βέβαια τις νέες μορφωτικές δυνατότητες των παιδιών των εργαζομένων, προσπαθεί η άρχουσα τάξη, να τις κρατά περιορισμένες, με τρόπο έτσι, ώστε να μη χάνει εντελώς τα μορφωτικά της προνόμια. Σ’ αυτήν την κατεύθυνση, αξιοποίησε με τις οικονομικές δυνατό- τητές της, για τα παιδιά της, τα πανεπιστήμια του εξωτερικού στα ιμπεριαλιστικά κέντρα, παίζει με τη σκέψη για τη δημιουργία νόμιμων ολοκληρωμένων ιδιωτικών πανεπιστημίων στη χώρα, που σ’ έναν βαθμό ήδη λειτουργούν αντισυνταγματικά (Σορθόνης, Μωραίτη και σειρά αγγλοσαξονικών), παλεύει να προωθήσει δυο κύκλους μεταπτυχιακών σπουδών, όπου δυνατότητες παρακολούθησης θα ’χουν βασικά οι απόγονοί της, καθώς και τα καλύτερα ταλέντα, κεφάλια του λαού, που θέλει και έχει ανάγκη να τα ενσωματώσει όχι μόνο στο σύστημα, αλλά και στην ίδια. Οι πιο πάνω παράγοντες αποτελούν μέρος της εξήγησης, γιατί στα ελληνικά ΑΕΙ υπάρχει έλλειψη συστήματος ειδίκευσης μέχρι το πτυχίο, και επικίνδυνα χαμηλό για το μέλλον της χώρας επίπεδο των προπτυχιακών1.
Σήμερα, το μεγάλο κεφάλαιο έχει ανάγκη από ειδικευμένο προσωπικό, που να ’χει αρκετές επιστημονικές γνώσεις στον τομέα δράσης του. Αυτό το ειδικευμένο προσωπικό, που παράγεται από τα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ, οι διανοοούμενοι, θέλει η αστική τάξη, να υποχρεώνει όχι μόνο να δουλεύουν κερδοφόρα γ ι’ αυτήν, αλλά να γίνονται όσο το δυνατό περισσότερο, και εκπρόσωποι της ιδεολογίας της. Οι φοιτητές, βέβαια δεν υπόκεινται σαν τέτιοι στη σχέση εκμετάλλευσης, αφού βρίσκονται στη σφαίρα της εκπαίδευσης. Επίσης ανάμεσά τους
I . Οταν η iiiiu η άρχουσα τάξη επισημαίνει ορισμένες αδυναμίες των ΑΕΙ. το κάνει με σκοπό να προωθήσει τις αντιλήψεις της για τα μεταπτυχιακά στα ΑΕΙ, τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, την πειθαρχικοποίηση του φοιτητικού κινήματος στα προπτυχιακά, τον περιορισμό των δημοκρατικών και συμμετοχικών δικαιωμάτων στα ΑΕΙ.
14
υπάρχουν διαφοροποιήσεις ανάλογα με την κοινωνική προέλευσή τους, τον κοινωνικό προορισμό τους, τις «δυνατότητες» που έχουν, ακόμα και τη σχολή που σπουδάζουν. Ταυτόχρονα όμως, έχουν σαν φοιτητές κοινά προβλήματα: Το επίπεδο και η ποιότητα σπουδών, τα οικονομικά - κοινωνικά προβλήματα, το γεγονός ότι η πλειοψηφία τους, όπως λένε οι θέσεις για το 12ο Συνέδριο, πάνω από 2'3, θα ενταχθούν στη σχέση μισθωτής εργασίας - κεφαλαίου, θα υπόκεινται στην εκμετάλλευση του δεύτερου. Κατά συνέπεια, σήμερα, συμπαρατάσσονται όλο και περισσότερο με το εργατικό κίνημα όχι στη βάση της «ατομικής προδοσίας» των ίδιων των προοπτικών τους, όπως λογουχάρη στο μεσοπόλεμο, αλλά μαζικά στη βάση των πραγματικών κοινωνικών συμφερόντων τους. Κι αυτό, γιατί η αντίθεση χειρωνακτικής - πνευματικής εργασίας, στα πλαίσια της επιστημονι- κοτεχνικής επανάστασης (ΕΤΕ), γίνεται όλο και πιο σχετική, δευτε- ρεύουσας σημασίας και κινείται όλο και πιο πολύ μέσα στα πλαίσια του πόλου μισθωτής εργασίας. Είναι δηλαδή υποταγμένη σε μεγάλο βαθμό στην αντίθεση κεφάλαιο - εργασία, γεγονός που γεννά τα κοινά της συμφέροντα και προοπτικές με την εργατική τάξη. Τάξη με την οποία συμβαδίζει στα νέα μέτωπα πάλης που γενιούνται σε κάθε εκδήλωση της κρίσης του ελληνικού ΚΜΚ. Ιδιαίτερα στους τομείς αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, στους οποίους απασχολείται το μεγαλύτερο μέρος της διανόησης, και ενδιαφέρει άμεσα την ίδια την εργατική τάξη (υγεία, παιδεία, άλλες κοινωνικές λειτουργίες).
Η μετατροπή της επιστημονικής τεχνικής επανάστασης (ΕΤΕ) σε βασικό τομέα ταξικής διαπάλης για τον τρόπο και προς το συμφέρον τίνος θα γίνει η ανάπτυξη, η χρήση και η αξιοποίησή της, ανεβάζει το ρόλο των ΑΕΙ, όσων δραστηριοποιούνται σ’ αυτά, και της διανόησης σαν το «προϊόν» τους. Η ανάπτυξη των κρατικών λειτουργιών, όπως αναλύονται στις θέσεις για το 12ο Συνέδριο, ιδιαίτερα της κοινωνικής και της ιδεολογικής, η εξασφάλιση και ο τρόπος που θα γίνεται η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, η παραγωγή και χρήση νέων τεχνολογιών, η κατεύθυνση διάδοσης της παλιάς και νέας γνώσης, το κατά πόσο στην παιδεία και ψυχαγωγία, πολιτισμό και αθλητισμό θα απελευθερώνονται και θα αναπτύσσονται ή όχι οι δυνατότητες της εργατικής τάξης, οξύνει την αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο βασικές τάξεις της ελληνικής κοινωνίας για το ποια θα τραβήξει μαζί της την πλειοψηφία της εργαζόμενης διανόησης, θα επηρεάσει περισσότερο τα ΑΕΙ.
Η άρχουσα τάξη, στα πλαίσια της κρίσης, εντείνει την προσπά- θειά της για πνευματική κυριαρχία, για την εξασφάλιση της εξουσίας της. Σήμερα, περισσότερο απ’ ό,τι πριν λίγες δεκαετίες,
15
χρειάζεται τμήματα της διανόησης, σαν άμεσα στηρίγματα αυτής της κυριαρχίας.
Η άρχουσα τάξη χρησιμοποιεί τη μάζα της διανόησης για τις παραγωγικές και ιδεολογικές ανάγκες της. Την καταπιέζει για την πιο μεγάλη δυνατή απόδοση και εντατικοποίηση με όσο το δυνατό λιγότερα χρήματα. Θέλει να ταυτίσει στα μάτια του πληθυσμού τα αντιδραστικά της συμφέροντα με την ίδια την επιστήμη.
Η άρχουσα τάξη λόγω Και της καπιταλιστικής αναρχίας, έχει ανάγκη τη διανόηση. Στόχος της άρχουσας τάξης, είναι να δεσμεύσει και την εργαζόμενη διανόηση να δρα βασικά ενάντια στα ίδια της τα αντικειμενικά συμφέροντα, σ' όλο και πιο πολλές σφαίρες κοινωνικής δραστηριότητας, πριν απ’ όλα στους καταπιεστικούς μηχανισμούς και αυτούς της ιδεολογικής παραπλάνησης. Να αναζητά και να βρίσκει τις καλύτερες δυνατές λύσεις στην υλοποίηση των επιλογών της ολιγαρχίας ακόμα και αυτών που έχουν στρατηγικό χαρακτήρα. Η ολιγαρχία χρειάζεται για την επίτευξη των πιο πάνω τεχνικούς, μηχανικούς, φυσικούς, γενικά ειδικούς για σειρά, καθοδηγη- τικών ή μη, παραγωγικών λειτουργιών. Για να εξασφαλίσει την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης με τα λιγότερα δυνατά χρήματα. Όμως η τάση της για αύξηση των κερδών της και η κρίση, την οδηγούν να εφαρμόζει την πολιτική λιτότητας, περιορισμού των κοινωνικών δαπανών, φτωχέματος του τρόπου ζωής και απέναντι στην πλειοψηφία της εργαζόμενης διανόησης.
Τα μονοπώλια ξεχωρίζουν ένα τμήμα της διανόησης, που επηρεάζεται από τις θεωρίες των ελίτ, και εξαιτίας των αντικειμενικών της συμφερόντων, στο οποίο παρέχουν ειδικά μορφωτικά προνόμια, με κύριο στόχο, να εξασφαλίσουν την εξουσία τους. Να εξασφαλίσουν την ενεργή ενσωμάτωση της εργαζόμενης διανόησης στο σύστημα. καθώς και την καλή λειτουργία του. Την επεξεργασία φιλο- μονοπωλιακών νόμων, και τέτιων μέτρων και ρυθμίσεων όπως του ουσιαστικού περιορισμού της δημοκρατίας. Να εξασφαλίσουν παραπέρα. την ανάπτυξη των κατασταλτικών λειτουργιών στη βάση των νέων τεχνολογιών, όπου απαιτούνται ειδικευμένοι στατιστι- κολόγοι, τεχνικοί, μηχανικοί, πληροφορικής. Την παραγωγή και διάδοση, προπαγάνδιση της κυρίαρχης ιδεολογίας, με κύριο στόχο το ιδεολογικό δέσιμο των λαϊκών μαζών στο σύστημα κοκ. Τα μονοπώλια θέλουν, έχουν αντικειμενικό συμφέρον και ανάγκη να ξεχωρίσουν ένα ειδικό κομμάτι από τη διανόηση, που δεν θα λειτουργεί στον κοινωνικό καταμερισμό μόνο σαν υψηλά ειδικευμένη εργατική δύναμη αλλά θα κάνει λειτουργίες και θα παίρνει αποφάσεις ακόμα και για λογαριασμό της ίδιας της άρχουσας τάξης και προς το συμφέρον της τελευταίας. Έ να τμήμα διανόησης που θα ’χει ανάμε
16
σα στ’ άλλα σαν φροντίδα της την ιδεολογικοπολιτική στήριξη της οργάνωσης των συμμαχιών της άρχουσας τάξης. Στο μεγάλο κεφάλαιο δεν επαρκεί αριθμητικά η κοινωνική του θάση, για να λειτουργήσει όλους τους μηχανισμούς πολιτικής και οικονομικής εξουσίας του. Σ' αυτούς, κρατά τις ανώτερες θέσεις για τον εαυτό του, ενώ τις μεσαίες τις χρεώνει στις ειδικές κατηγορίες (ελίτ) των μισθωτών διανοουμένων (όπως για την κάλυψη επιτροπών, συμβουλίων κλπ.). Αυτό το ειδικό τμήμα το εκπαιδεύει με ξεχωριστό τρόπο. Οι πιο πάνω ανάγκες του μεγάλου κεφαλαίου, αποτελούν μια ακόμα σπουδαία αιτία, εξαιτίας της οποΐας το ΚΜΚ-σύστημα θέλει να δια- σπάσει τις σπουδές σε σπουδές δύο ταχυτήτων και πολλούς κύκλους, να δημιουργήσει ιδιωτικά πανεπιστήμια, και οδηγεί τα παιδιά της αστικής τάξης και τα ταλέντα του λαού, σε σπουδές στο εξωτερικό. Όπως αναφέρεται σε γνωστό περιοδικό των νεοσυντηρητικών, το ζητούμενο είναι η «εκπαίδευση μιας εκλεκτής μερίδας λογιών»1.
Η τέτια πολιτική των μονοπωλίων, απέναντι σε «επίλεκτα» τμήματα της διανόησης, ακόμα και μη αστικής προέλευσης, δεν είναι καινούργια. Οπως αναλύει ο Κ.. Μαρξ στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου, πάντα στις κοινωνίες που στηρίζονταν στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, η σχετικά μικρή άρχουσα τάξη εξασφάλιζε την εξουσία της και με τη μέθοδο της υποδοχής στο εσωτερικό της των πιο μορφωμένων ανθρώπων της κοινωνίας, έστω κι αν είχαν διαφορετική ταξική προέλευση, ή έστω με τη δραστήρια στήριξή της σ’ αυτούς. Στον καπιταλισμό του ελεύθερου ανταγωνισμού, συνεχίζει ο Κ. Μαρξ, αυτό είχε σαν αποτέλεσμα «δίπλα στους υπάρχοντες ήδη ξεχωριστούς κεφαλαιοκράτες», την εισδοχή μιας «ανεπιθύμητης γ ι’ αυτούς σειράς από νέους ιππότες της τύχης», που «στερεώνει ωστόσο την κυριαρχία του ίδιου του κεφαλαίου, διευρύνει τη βάση της κυριαρχίας αυτής και της δίνει τη δυνατότητα να στρατολογεί διαρκώς νέες δυνάμεις από το κοινωνικό υπόστρωμα. Ακριβώς, όπως γινόταν με την καθολική εκκλησία το μεσαίωνα, που συγκροτούσε την ιεραρχία της από τα καλύτερα μυαλά που υπήρχαν στο λαό, χωρίς να κάνει διάκριση της τάξης στην οποία ανήκαν, αν ήταν γεννημένοι αριστοκράτες ή όχι, αν είχαν ή όχι περιουσία, πράγμα που αποτελού- σε ένα από τα κύρια μέσα εδραίωσης της παπαδοκρατίας και της καταπίεσης των κοσμικών. Ό σ ο πιο ικανή είναι μια κυρίαρχη τάξη να δέχεται στις γραμμές της τους πιο σημαντικούς ανθρώπους των κατα-
I. Επιστολή του καθηγητή Τ. Βατικιώτη στα Ε πίκεντρα, Ιούλης - Αύγουστος ‘86. τεύχος 45. σελ. 66. Δεν είναι τυχαίο, ότι στην ίδια επιστολή θεωρείται σαν περιεχόμενο των ΑΕΙ, η εκπαίδευση των νέων «στις μέθοδες και τεχνικές της έρευνας για την εξεύρεση πληροφοριών». Στο ίδιο, σελ. 68-7.
17
πιεζόμενων τάξεων, τόσο πιο στέρεη και πιο επικίνδυνη είναι η κυριαρχία της.»1 Πράγμα που υποστηρίζει και από μια άλλη σκοπιά την ανάγκη της πάλης για το τράβηγμά τους με την πλευρά του λαϊκού κινήματος.
Ανάλογα σήμερα στα ΑΕΙ. γενικότερα απέναντι στη διανόηση. Τα μονοπώλια ακολουθούν πολιτική κοινωνικών διαφοροποιήσεων. Αυτούς που άμεσα εξυπηρετούν και συμμετέχουν στη διεύθυνση της εξουσίας και ιδιοκτησίας, θέλουν να τους εξασφαλίζουν με ειδικές σπουδές (κλάδους, ερευνητικά κέντρα, ειδικές σχολές, όπως αυτή της δημόσιας διοίκησης, εξωπανεπιστημιακά ινστιτούτα ή κλάδους), με την απόδοση μορφωτικών προνομίων και τη στερέωση στο σύνολό τους ελιτίστικων αντιλήψεων, αρχής γενομένης την περίοδο στη διάρκεια της οποίας φοιτούν. Τους υπόλοιπους, θέλουν να τους στρέψουν ενάντια στα ίδια τους τα συμφέροντα. ΓΓ αυτόν το σκοπό, δίπλα στα ιδεολογικοπολιτικά μέτρα, γίνεται προσπάθεια να περιοριστούν τα συμμετοχικά δημοκρατικά δικαιώματα των φοιτητών, να ελέγχουν οι εκπρόσωποι του μεγάλου κεφαλαίου την οργάνωση και το περιεχόμενο των σπουδών, της έρευνας και μόρφωσης. Να αποφοιτούν οι μάζες από τα ελληνικά ΑΕΙ, έχοντας γίνει τα λιγότερα δυνατά έξοδα, έτοιμες να αξιοποιηθούν στην παραγωγή κερδών. Χωρίς αυτές οι σπουδές να 'ναι συνήθως ελκυστικές για τους φοιτητές2.
Στο βαθμό που δεν μπορεϊ να προωθήσει συνολικά την αντίληψή του, το μεγάλο κεφάλαιο αφήνει να υποβαθμίζεται η ελληνική εκπαίδευση και να λειτουργούν σαν σχολές ελίτ οι, πέραν της Ιταλίας, σπουδές στο καπιταλιστικό εξωτερικό. Σ’ αυτή την κατεύθυνση εντάσσεται και η τυπική αναγνώριση στην Ελλάδα των μάστερς σαν μεταπτυχιακών, ακόμα και για σχολές που έχουν σαν ελάχιστο χρόνο σπουδών, χρόνο ίσο ή και υψηλότερο απ’ αυτόν που απαιτεί- ται για την απόκτηση μάστερ στην Αγγλία και στις ΗΠΑ. Ο γνωστός συντηρητικός καθηγητής της Θεσσαλονίκης κ. Ξηροτύρης, αφού κι αυτός προσδιορίζει σαν σκοπό των ΑΕΙ τη μόρφωση πολιτών «που θα επωμιστούν τις ευθύνες για την ηγεσία της χώρας», ομολογεί, για τους δικούς του λόγους, την υποβάθμιση των πτυχίων των ελληνικών ΑΕΙ. Σαν διέξοδο σ’ αυτήν την υποβάθμιση παραθέτει δήλωση του πρώην προέδρου του ΣΕΒ, Γ. Δράκου, σύμφωνα με την οποία, τα μονοπώλια, στην υποβάθμιση των ΑΕΙ, έχουν στην ανάγκη σαν λύση,
1. Κ. Μαρξ, Κ εφάλαιο, τ. 3, σελ. 750.2. to περιοδικό Γυναίκα, σε έρευνα του (τεύχος 959, 12.11.86. σελ. 114-118,
και 185) αναφέρει παραδείγματα σύμφωνα με τα οποία, μόλις κάτι λ ιγότερο από το 10% των γυναικών αποφοίτων, ήθελε να ακολουθήσει το επάγγελμα για το οποίο υποτίθεται ότι σπούδασε.
18
απάντηση «πολύ γρήγορα, να φέρνουν ξένους επιστήμονες ή έλλη- νες οι οποίοι σπούδασαν σε πανεπιστήμια του εξωτερικού.»1
Σ’ αυτά τα πλαίσια, προωθείται από την κυβέρνηση του ΠΑ- ΣΟΚ. η ντιρεκτίβα της ΕΟΚ. σύμφωνα με την οποία αναγνωρίζεται ο τίτλος τρίχρονων σπουδών σε χώρα της Δ. Ευρώπης, ίσος με τις 4χρονες ή και 5χρονες σπουδές στην Ελλάδα. Βέβαια αυτή η ισοτί- μηση, ανισότιμων χρονικά τίτλων, εμφανίζεται σαν κάτι θετικό, αφού τάχα λειτουργεί και αντίστροφα απ' ό.τι καταγράφουν οι κομμουνιστές. Ό τι δήθεν και οι ελληνικοί 3χρονοι τίτλοι μπορούν να α- ναγνωρισθούν σαν ισότιμοι μ’ αυτών της Δυτικής Ευρώπης.
Αυτό θυμίζει μιαν άλλη απάτη, όταν η Ελλάδα εντασσόταν στην ΕΟΚ, διατυπωνόταν η θέση, ότι οι έλληνες επιχειρηματίες θα 'χουν ίσες δυνατότητες με τα δυτικοευρωπαϊκά μονοπώλια. Το επιχείρημα αυτό ξεκινά από τη στρεβλή τυπική καπιταλιστική ισότητα ανάμεσα σε δύο παρτενέρ διαφορετικών δυνατοτήτων, λογουχάρη ανάμεσα στους τυπικά εξίσου ανεξάρτητους στην αγορά καπιταλιστές - εργάτες. χάρη στην οποία εξασφαλίζεται η υποταγή και εκμετάλλευση του δεύτερου στον πρώτο. Ανάλογα οι τυπικά ίσες δυνατότητες στην ΕΟΚ. ανάμεσα στον μπακάλη της ελληνικής επαρχίας, ή αθηναϊκής γειτονιάς και της αγγλικής πολυεθνικής να επενδύσουν στις αντίστοιχες χώρες... Η πράξη διδάσκει πόσο ανισότιμη είναι η τυπική ισότητα ανάμεσα στο μεγάλο ψάρι και το μικρό. Ό τι και τα δύο κολυμπούν δεν σημαίνει καθόλου ότι οι πιθανότητες να φάει το μικρό το μεγάλο, είναι ίσες όσες και στην αντίστροφη περίπτωση. Ή για να το πούμε αλλιώς. Μια δυτικογερμανική πολυεθνική δεν είναι καθόλου απίθανο στο παράρτημά της στην Ελλάδα, να προτιμήσει να προσλάθει τον απόφοιτο του δυτικογερμανικού ΤΕΙ (Φαχοχσούλε) από τον απόφοιτο του Μετσόθιου. Δεν ξέρουμε όμως πια (ελληνική...) πολυεθνική, για το υποκατάστημά της στη Δυτική Γερμανία, θα προτιμήσει τον απόφοιτο των ελληνικών ΤΕΙ, από τον διπλωματούχο μηχανικό του ΑΕΙ λογουχάρη της Καρλσρούης,της Ζυρίχης. Μ’ άλλα λόγια, η ντιρεκτίβα της ΕΟΚ σημαίνει προχώρημα και στην τυπική θεσμοθέτηση της υποθάθμισης των ελληνικών ΑΕΙ.
Εμείς δεν λέμε ότι τα ελληνικά ΑΕΙ δεν είναι υποβαθμισμένα. Ίσα ίσα δεν θα κάνουμε τη χάρη στα μονοπώλια και τις κατά καιρό ελληνικές κυβερνήσεις να τους απαλλάξουμε από τις τεράστιες ευθύνες αυτής της υποβάθμισης. Επιμένουμε, όμως, ότι ενάντια στις όποιες καταστροφολογίες τα ελληνικά ΑΕΙ, έχουν τεράστιες δυ
I . I. Ξηροτύρης, «Η κομματικοποίηση φοιτητών και καθηγητών οδηγεί στην κα τα στροφ ή την Α νώ τατη Π α ιδεία μας.» Ο ικο ν ο μ ικ ό ς Ταχυδρόμος . 28.8.86, σι:λ. 54-6.
19
νατότητες να αναβαθμιστούν. Αντί λοιπόν για υποτίμηση στην τάση υποβάθμισής τους και μάλιστα θεσμοθέτησής της, καλούμε την πανεπιστημιακή κοινότητα, να παλέψει για την αναβάθμισή τους, άρα να παλέψουν και ενάντια στην στρατηγική των μονοπωλίων και της ΕΟΚ. για αντιδραστική αναδιάρθρωση των ελληνικών ΑΕΙ.
4. Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΑΕΙΟι πρώτες τεχνοκρατικές - ενσωματικές αλλαγές που προώθησε
η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αρχικά στα ΑΕΙ, που εμπεριείχαν και θετικά στοιχεία, αν και περιορισμένες, ήταν αξιοποιήσιμες. Τώρα πλέον, η κυβέρνηση περνά σε συντηρητικές θέσεις. Η υποχώρησή της από τις θέσεις του 1981, και η κρίση στην πολιτική της απέναντι στα ΑΕΙ, εκφράζει το φόβο αλλά και την αντιπαλότητά της απέναντι στο μαζικό πανεπιστημιακό κίνημα. Εκφράζει όμως πριν απ’ όλα την κρίση της ίδιας της πολιτικής της, της πολιτικής της μονόπλευρης λιτότητας. Ιδιαίτερα την προσπάθεια διαμόρφωσης νέων μηχανισμών παρέμβασης της ΕΟΚ και του μεγάλου κεφαλαίου για μια αντιδραστική αναδόμηση των ΑΕΙ.
Η τέτια διάρθρωση των ΑΕΙ, έχει σαν βασικό μοχλό την οικονομική πολιτική και την πολιτική έρευνας της κυβέρνησης. Πολιτική που συνδέεται με μια λανθασμένη αντίληψη για τη δομή των ΑΕΙ, και που προωθεί με τη βοήθεια σειράς οικονομικοερευνητικών μοχλών.
Η οικονομική λογική του μοντέλου αναδιάρθρωσης, που προωθεί η κρατικομονοπωλιακή ολιγαρχία και άρχισε να «αφομοιώνει» στην πολιτική της η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, επιτάσσει τη μετατροπή του πανεπιστημίου σ ' ένα μοντέλο επιχείρησης που θα λειτουργεί στη βάση της αρχής: με το μικρότερο δυνατό κόστος να εξασφαλίζεται για το μεγάλο κεφάλαιο η μεγαλύτερη δυνατή απόδοση.
Η ανάγκη ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων σημαίνει, σήμερα, πριν απ' όλα ανάπτυξη του ανθρώπου και της επιστήμης. Η όλο και μεγαλύτερη διεθνοποίηση της οικονομικής ζωής, όπως διαπιστώνουν και οι θέσεις της ΚΕ για το 12ο Συνέδριο, μεγαλώνει την ανάγκη ανάπτυξης της παραγωγικότητας, και κατά συνέπεια την ανάπτυξη των κονδυλίων για τα ΑΕΙ και την έρευνα. Οι δαπάνες σ’ αυτούς τους τομείς είναι δαπάνες πρωτεύουσας ανάγκης. Αντίθετα, οι ελληνικές κυβερνήσεις, και η σημερινή, τις αντιμετωπίζουν σαν δευ- τερεύουσες. Θέλουν να τις ελαχιστοποιήσουν, παρά το γεγονός ότι αντικειμενικά υπάρχουν τα αναγκαία χρήματα.
Η εκπαίδευση ανεβάζει την αξία της εργατικής δύναμης· το μεγάλο κεφάλαιο προσπαθεί με τα χαμηλά κονδύλια και την έλλειψη ειδίκευσης στις προπτυχιακές σπουδές να περιορίσει αυτή την άνοδο στα αναγκαία και «ανεκτά» για την καπιταλιστική παραγωγή όρια σε
20
αντίθεση με τις ανάγκες της κοινωνίας, και την αυξανόμενη απαιτη- τικότητα της προσωπικότητας των φοιτητών. Η προσπάθεια οργάνωσης των ΑΕΙ, στη θάση της λογικής και με τον τρόπο που οργανώνονται οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις, σημαίνει ότι το μεγάλο κεφάλαιο αντιμετωπίζει τον διανοούμενο, που δεν κάνει σπουδές με ειδικά προσόντα, και αφού δεν τον προορίζει για ρόλο-θέση ελίτ, σαν μια μηχανή. Η χαμηλού επιπέδου στενή ειδίκευση και η γενικό- λογη μόρφωση που δίνεται στην πλειοψηφία των φοιτητών, τους κάνει απόφοιτους μιας «χρήσης», που, όπως οι μηχανές, γνωρίζουν σήμερα, λόγω της ΕΤΕ, γρήγορα ηθική φθορά. Τους είναι αδύνατο να προσαρμοστούν στις γρήγορες αλλαγές της παραγωγής μ’ αποτέλεσμα να μπορεί να υποτιμηθεί γρήγορα η αξία της εργατικής τους δύναμης, ή ακόμα να υποαπασχολούνται ή να μείνουν άνεργοι.
Η κυβέρνηση που ακολουθεί πολιτική αστικού εκσυγχρονισμού, αντιτίθεται στην αύξηση των κονδυλίων που απαιτεί η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και προσπαθεί να διαδόσει νέα ιδεολογήματα. Όπως αυτό που ξεκόβει τη μόρφωση από το επάγγελμα και την αντιπαραθέτει μηχανιστικά σ’ αυτό, που δεν κατανοεί κατά συνέπεια (ή κάνει ότι δεν κατανοεί) τη σύνδεση της μόρφωσης με την ΕΤΕ και. κατά προέκταση, δεν τη βλέπει σαν στοιχείο της διαμόρφωσης της ίδιας της παραγωγικής δύναμης που λέγεται άνθρωπος. Εκφράζονται ακόμα από την προσπάθεια της κυβέρνησης και της ΕΟΚ να ορθολογικοποιήσουν τον έλεγχό τους πάνω στα κονδύλια που χρησιμοποιούν τα ΑΕΙ, και που η επικίνδυνη επίπτωσή του, καταγράφεται στο σημαντικό από κάθε κοινωνική πλευρά τομέα της έρευνας.
Για το μεγάλο κεφάλαιο, τα έξοδα της εκπαίδευσης και επιστημονικής έρευνας είναι μεν αναγκαία, αλλά ταυτόχρονα και ανταγωνιστικά ως προς τα κονδύλια που είτε αποφέρουν άμεσα κέρδη (όπως οι κρατικές επιδοτήσεις για ιδιωτικές επενδύσεις) είτε εξασφαλίζουν σχετικά πιο άμεσα την κυριαρχία του, (όπως οι άμεσες δαπάνες για τους κατασταλτικούς μηχανισμούς).
Τα συμφέροντα της πανεπιστημιακής κοινότητας συναντώνται με τις απαιτήσεις της κοινωνίας και τις ανάγκες των παραγωγικών δυνάμεων και είναι σ’ αντίθεση με τη σημερινή ανεπάρκεια των σπουδών. Ανεπάρκεια που οφείλεται κύρια (εδώ μιλάμε από τη σκοπιά των αντικειμενικών αιτιών) στη διάθεση του κεφαλαίου και του αστικού κράτους για φτηνή παραγωγή επιστημόνων, αξιοποιήσιμους σαν τις μηχανές, χωρίς πολλές επαγγελματικές προοπτικές σαν είλωτες, σ ’ αντίθεση με τις ελίτ1.
I. Η μάζα των φοιτητών προορίζεται να υποταχθεί στη σχέση κύριου - υπηρέτη, μονοπώλια - επιστήμη, και γ ι ' αυτό τους χαρακτηρίσαμε σαν είλωτες της επιστήμης.
21
ΓΥ αυτούς γίνεται προσπάθεια να περιοριστεί ο χρόνος σπουδών, η μόρφωση να ’ναι γενικόλογη, δεμένη το πολύ με τις άμεσες και μόνο ανάγκες της παραγωγής. Χωρίς υψηλό επίπεδο επαγγελματικών εφοδίων και συστηματική γενική εκπαίδευση που εξασφαλίζει τη μελλοντική δυνατότητα κινητικότητας της εργατικής δύναμης του αποφοίτου των ΑΕΙ και τον διευκολύνει να κατανοεί ακόμα και την ουσία του ίδιου του συστήματος. Η πάλη για σωστή και επαρκή μόρφωση για όλους τους φοιτητές, είναι κατά συνέπεια στόχος, που αντικειμενικά στρέφεται ενάντια στις προθέσεις και επιλογές της άρχουσας τάξης. Και απ' αυτή τη σκοπιά φαίνεται πόσο πλαστό είναι το δίλημμα που βάζουν οι ρεφορμιστές, μόρφωση ή επάγγελμα. Το πραγματικό δίλημμα είναι, γενικόλογη μόρφωση δεμένη το πολύ με άμεσες βραχυπρόθεσμες ανάγκες του κεφαλαίου ή υψηλού επιπέδου γενική μόρφωση, που θα εξασφαλίζει ταυτόχρονα και αντίστοιχη επαγγελματική ειδίκευση και ικανότητα;
Εμείς είμαστε υπέρ του δεύτερου. Γι’ αυτό αξίζει να δουλέψουν σκληρά τόσο οι φοιτητές όσο και οι εκπαιδευτικοί, και να αποδόσουν.
Αντίθετα, η μονοπωλιακή αστική τάξη, σπάει τα διλήμματα: Ό λο και πιο συστηματικά, προωθεί μαζικές σπουδές, χαμηλού επιπέδου για τους είλωτες, και υψηλές αποκλειστικές για την ελίτ. Σε μεγάλο βαθμό, μελλοντικά καταρχήν στόχος της, δεν θα είναι το τριτοβάθμιο εκπαιδευτικό σύστημα να μορφώνει επαρκώς το σύνολο των φοιτητών, όσο να επιλέγει ποιους τελικά σε ένα δεύτερο επίπεδο θα μορφώσει πραγματικά.
Σήμερα, τα πολλά λεφτά, δίνονται για ορισμένα ερευνητικά κέντρα και ινστιτούτα ιδιωτικού δικαίου, εκτός ΑΕΙ, ενώ τα κονδύλια για τα ΑΕΙ περιορίζονται. Λεφτά δίνονται επίσης για συνάλλαγμα για σπουδές ειδίκευσης στο εξωτερικό.1
Λεφτά «ίσως δοθούν» για ορισμένες κατηγορίες μεταπτυχιακών, όχι όμως και για υποτροφίες, που να διευκολύνουν τους φτωχούς φοιτητές να εξειδικεύονται. Τα λεφτά επίσης, υπάρχει η πρόθεση να δίνονται μόνο για ορισμένες από τις σχολές που ασχολούνται με θετικές και τεχνικές επιστήμες, και που εξασφαλίζουν πιο άμεσα την αξιοποίηση του κεφαλαίου. Ακόμα λιγότερα είναι τα χρήματα που
I. Α ρθρογράφος στο περιοδικό Α ντί, το μόνο που ανακάλυψε σαν πραγματικά ενοχλητικό, στην κατάσταση kui τις προοπτικές των ελληνικών ΑΕΙ ήταν η ροή συναλλάγματος στο εξωτερικό και αντ' αυτού, σαν λύση πρότεινε τη νομιμοποίηση και δημιουργία ιδιωτικού ΑΕΙ στην Ελλάδα. Λες και το πρόβλημα είναι ο γεωγραφικός χώρος υλοποίησης των πολιτικών εκπαιδευτικών... διαχωρισμών του Κ Μ Κ, και όχι ο ίδιος ο διαχωρισμός (Δ.Χ. Π αναγιωτόπουλος, «Π ολλοί τρόποι σ ' ένα ερώτημα »,Α ντί. τεύχος 327, 26.9.86. σελ. 35-6).
22
δίνονται για τις κοινωνικές επιστήμες. Κι αυτά, η πρόθεση είναι να δίνονται, μόνο εφόσον οι κοινωνικές επιστήμες είναι προσανατολισμένες ενάντια στα συμφέροντα της κοινωνίας, υποτάσσονται τάχα «ακομμάτιστα» στις ανάγκες του μεγάλου κεφαλαίου. Να συμβάλλουν δηλαδή για λογαριασμό του στην παραγωγή ιδεολογίας, τεχνικών μεθόδων κυριαρχίας και αύξησης της απόδοσης των εργαζομένων. Αλλιώς δεν θα τις ενισχύει και θα τους αναθέτει όπως και σήμερα το ρόλο του απλού μεταδότη ενός σταθερά προσδιορισμένου περιεχόμενου και μεθόδου (όπως οι εκπαιδευτικοί στο σχολείο).
Η μεγάλη αστική τάξη, προωθεί τύπους σπουδών που να διαχωρίζουν τους απόφοιτους των ΑΕΙ σε είλωτες και ελίτ, κι όχι τέ- τιους, που να ανταποκρΐνονται στις ανάγκες της κοινωνίας. Θέλει να υποτάξει τα ΑΕΙ στην καπιταλιστική αγορά και όχι στις κοινωνικές ανάγκες. Μ’ αυτό το κριτήριο καθορίζει τόσο τον αριθμό των εισακτέων (άνεργοι - απόφοιτοι) - κι όχι στη βάση του ότι οι κοινωνικές ανάγκες είναι μεγαλύτερες από τη σημερινή ζήτηση της καπιταλιστικής αγοράς - καθώς και τη χρηματοδότηση κατά ΑΕΙ και σχολή. Αδιαφορεί για την ειδίκευση της πλειοψηφίας των φοιτητών. Για τις ελίτ θέλει να εξασφαλίσει μακρόχρονες σπουδές, την ένταξή τους στην έρευνα και υψηλή σχετικά ειδίκευση. ΓΓ αυτό και το πλαστό δίλημμα μόρφωση ή ειδίκευση την εξυπηρετεί. Αποτελεί ένα μεγάλο άλλοθι για το διαχωρισμό της μόρφωσης της πλειοψηφίας από την έρευνα. Η άρχουσα τάξη επιδιώκει γΓ αυτήν την πλειοψηφϊα, τη σταθεροποίηση και φορμαλιστικοποϊηση του περιεχομένου των σπουδών τους. Μια τέτια τυποποίηση, την θεωρεί σαν την πιο «κατάλληλη λύση» στην αντίθεση ανάμεσα στην ανάπτυξη των δυνατοτήτων της επιστήμης, γνώσης και τεχνικής και τον καπιταλισμό. Σ' αυτή την πλειοψηφϊα. ναι μεν διδάσκεται στα ΑΕΙ η τεχνική και η μέθοδος της ιδιοποίησης της γνώσης (συχνά της παπαγάλησής της ή στην καλύτερη περίπτωση της αναζήτησής της στις πηγές της), δεν εξασφαλίζεται όμως και συχνά αποτρέπεται η απόκτηση της ικανότητας σκέψης και επιστημονικής δράσης. Δεν είναι τυχαίο, ότι ο κυριαρχούμενος από τους αντιδραστικούς σύλλογος διδασκόντων της σχολής θετικών επιστημών Πανεπιστημίου Κρήτης ορίζει σαν «πραγματική πανεπιστημιακή εκπαίδευση» αποκλειστικά την εξοικείωση των φοιτητών «με την επιστημονική μεθοδολογία».1
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της κατάστασης είναι η πλειοψηφϊα των οικονομικών σχολών, που στην ουσία παράγουν βασικά λογιστές. Είναι οι λεγάμενες καθηγητικές σχολές, που ουσιαστικά δεν βγάζουν ούτε ερευνητές ούτε εκπαιδευτικούς. Η ειδικότητα
I. Ο ικονομικός Ταχυδρόμος. 3.4.86. τεύχος 14, σελ. 25.
23
των τελευταίων απαιτεί άλλα προγράμματα σπουδών και πρακτικές παιδαγωγικής και διδακτικής. Είναι οι σχολές των νέων τεχνολογιών που αναπτύσσονται όχι σύμφωνα με τις κοινωνικές ουμανιστικές και τεχνικές τους δυνατότητες. Που αντίθετα, τα αποτελέσματά τους είναι υποταγμένα στο κεφάλαιο, δουλεύουν ξεκομμένα από τις υπόλοιπες κοινωνικές επιστήμες και χωρίς ουσιαστικό έλεγχο.
5. ΑΕΙ - ΕΠΙΣΤΗΜΗ - ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΤα ΑΕΙ είναι παραγωγοί νέας τεχνολογίας, αποφοίτων που είναι
φορείς της νέας τεχνολογίας και, τα ίδια ταυτόχρονα, χρήστες της. Οι νέες επιστήμες, όπως και παλιότερες, μέσω του ανθρώπου και των μέσων παραγωγής, χρησιμοποιούνται στον καπιταλισμό για την αύξηση της εκμετάλλευσης, μέσω της αύξησης της σχετικής υπεραξίας. Η ίδια η παραγωγή επιστημονικοποιείται. Η επιστήμη γίνεται άμεση παραγωγική δύναμη και κοινωνικοποιείται σαν τμήμα της ενιαίας διαδικασίας της κοινωνικοποίησης της εργασίας. Ο κοινωνικός χαρακτήρας της επιστήμης και κατά προέκταση των ΑΕΙ έρχεται σε αντίθεση με την ιδιωτική ιδιοποίηση της επιστήμης, των λειτουργιών και κοινωνικά παραγωγικών αποτελεσμάτων των ΑΕΙ. Οι επιστημονικές γνώσεις, προϊόν της ανάπτυξης της κοινωνίας είναι σε τελευταία ανάλυση κοινωνικές γνώσεις που δεν φθείρονται από τη χρήση τους, ούτε χάνουν λόγω χρήσης σε αξία. Ό σ ο ευρύτερη η διάδοσή τους, τόσο μεγαλύτερη η αξία τους κοινωνικά. Η σωστή μόρφωση και ειδίκευση στις προπτυχιακές, όπως προτείνουμε κατά συνέπεια, οφελεί όχι μόνο τους ίδιους τους σπουδαστές, αλλά και τις επιστήμες και την κοινωνία.
Η ανάπτυξη των επιστημών σήμερα, γίνεται μέσω της παραπέρα προώθησης του καταμερισμού σ ’ αυτές. Η εξέλιξή τους δεν είναι πλέον προϊόν τυχαίας ατομικής αντίληψης και εργασίας, αλλά προϊόν όλο και πιο συλλογικής και συστηματικής εργασίας. Απαιτεί, κατά συνέπεια, κοινωνικό πρόγραμμα και συνεργασία.
Ακριβώς αυτή η ανάπτυξη της επιστήμης μαζί με την ανάγκη εκδημοκρατισμού απαιτεί και τη διαμόρφωση συλλογικής συμμετοχικής οργάνωσης στη διεύθυνση της εκπαιδευτικής διαδικασίας και της έρευνας, καθώς και στη διοίκηση στα ΑΕΙ. Σ’ αυτά τα πλαίσια είναι πολιτικά άκρως αντιδραστική και επιστημονικά σκοταδιστική η προσπάθεια να επαναφερθεί με τον έναν ή άλλον έμμεσο τρόπο η έδρα. Να μην παίρνει υπόψη της η δομή και οργάνωση των τομέων και τμημάτων των ΑΕΙ, το γεγονός της κοινωνικοποίησης της πνευματικής εργασίας και τον απαιτούμενο καταμερισμό εργασίας που πρέπει να τη συνοδεύει.
Η κοινωνικοποίηση της επιστήμης, καθώς και η μετατροπή της
24
σε άμεση παραγωγική δύναμη απαιτεί τη δημιουργία σχολών και την ανάπτυξη των ΑΕΙ, με τέτιο τρόπο, ώστε να εξασφαλίζεται η όσο το δυνατό μεγαλύτερη απόκτηση γνώσης και η αξιοποίησή της απ' όλη την κοινωνία. Όμως η εκπαίδευση στα ΑΕΙ, αντικειμενικά, σε μεγάλο ακόμα βαθμό, καθορίζεται από τις ανάγκες αξιοποίησης του συνολικού κεφαλαίου και μάλιστα τις βραχυπρόθεσμες. Σ’ αυτή τη βάση γίνεται προσπάθεια από την αντίδραση να διαμορφώνεται και το αντίστοιχο περιεχόμενο σπουδών.
Τα ελληνικά ΑΕΙ δεν έχουν προσαρμοστεί στις νέες ανάγκες της κοινωνίας, ανάγκες στις οποίες δεν έχει προσαρμοστεί ούτε η ίδια η κοινωνία. Η χώρα χρειάζεται μια πολιτική παραγωγικής ανασυγκρότησης. Πέρασμά της από την εκτατική στην εντατική αναπαραγωγή. Ανοδο του ρόλου των ΑΕΙ και της σημασίας της επιστήμης - έρευνας. Ορθολογικότητα της επιστήμης ενάντια στον αστικό ανορ- θολογισμό. Τη δυνατότητα τα αποτελέσματα της εκπαιδευτικής, επιστημονικής, ερευνητικής δράσης των ΑΕΙ να αξιοποιούνται απ’ όλη την κοινωνία.
Να αναπτύσσεται η επιστημονική δράση στα ΑΕΙ στην κατεύθυνση ανάδειξης των αντιθέσεων στη φύση, στην κοινωνία, στη σχέση φύσης - κοινωνίας. Να συμβάλλει στην ανάδειξη λύσεων και να κατευθύνει σ’ αυτές, προς όφελος της κοινωνίας, κι όχι των στενών μονοπωλιακών συμφερόντων.
Να δημιουργείται στα ΑΕΙ κλίμα για την ελεύθερη επιστημονική ανάπτυξη. Βέβαια, με κανέναν τρόπο δεν πρέπει να νοείται η ελευθερία της επιστήμης, σαν η ελευθερία της από καθέδρας επιστημονικής αυθαιρεσίας. Ο ίδιος ο Δ. Ρόκος, πρώην Γ.Γ. του Υπουργείου Παιδείας και στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, ομολογεί με τον δικό του τρόπο τη μη ύπαρξη ουσιαστικής ελευθερίας στα ΑΕΙ και επί κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ. Σ’ άρθρο του το 1986, διατυπώνει τη θέση ότι «ελευθερία έχουν σήμερα μόνο οι καθηγητές, όλοι οι άλλοι... τελούν σε σχέση εξάρτησης».1
Η από καθέδρας αυθαιρεσία εμφανίζει σαν επιστημονική ελευθερία και μάλιστα αντικειμενική και απολιτική, τις αντιλήψεις της αστικής τάξης για τα ΑΕΙ, τις επιστημονικές μεθόδους και νοοτροπίες της. Πρόκειται για αντιλήψεις που απεύχονται τον ουσιαστικό, μαχόμενο επιστημονικό πλουραλισμό, που τάσσονται αποφασιστικά υπέρ ενός δήθεν επιστημονικού πλουραλισμού, ο οποίος ανέχεται μόνο όποιον παραμένει στο έδαφος του σημερινού κοινωνικού συστήματος. Που χαρακτηρίζουν ουσιαστικά σαν κομματικο
ί. Δ. Ρόκος. «Η αλλαγή στα πανεπιστήμια», τεύχος 4ο. «Ελεύθερη δ ιακίνηση ιδεών». Π ρώτη. 12.4.86).
25
ποίηση, την αναγωγή της αντιφατικότητας των διαδικασιών και προβλημάτων των ΑΕΙ, από την υποκειμενική εμπειρία του φοιτητή και εργαζόμενου σ’ αυτά στους κοινωνικούς όρους και αντιθέσεις που την καθορίζουν σε τελευταία ανάλυση.
Για μας ελευθερία της επιστήμης δεν σημαίνει «ελευθερία» από την επιστημονική κριτική, τον διάλογο και την αντιπαράθεση, μέσα με τα οποία θέλουν, η εργατική τάξη και η διανόηση που συμπαρατάσσεται μαζί της, να συμβάλουν στην απελευθέρωση της επιστήμης από τα στενά σημερινά δεσμά της, έτσι ακριβώς, όπως αρμόζει στον σύγχρονο Προμηθέα.
Πρέπει τα ΑΕΙ να μην επιτρέπουν τη δική τους υποταγή και των επιστημόνων που «παράγουν» στα στενά συμφέροντα του ΚΜΚ συστήματος. Η επιστήμη που διδάσκεται και εφαρμόζεται στα ΑΕΙ πρέπει να τείνει προς την αλήθεια. Χωρίς το ήθος της αναζήτησης της αλήθειας, ο επιστήμονας παύει να κάνει ουσιαστική επιστήμη, τα ΑΕΙ δεν είναι πια κέντρα γνώσης, γενικότερα δεν θα ’ναι δυνατό να υπάρξει η απαιτούμενη για τη χώρα μας επιστημονική ανάπτυξη. Η επιστημονική αλήθεια, βασικά είναι σε αντίφαση με τον καπιταλισμό.
Εξάλλου, σε συνεχή αντίφαση βρίσκονται οι επιστήμονες που θέλουν να τα ’χουν καλά ταυτόχρονα, τόσο με την επιστημονική αλήθεια όσο και με τον καπιταλισμό. Αντίφαση, που σπάνια μπορούν να τη λύσουν όλοι ατομικά. Για το ξεπέρασμά της απ’ αυτούς απαιτείται η προώθηση της αλλαγής, να δοθεί πλέον μια κοινωνική λύση. Η αλλαγή αυτή θα επεκτείνεται και θα επιδρά μέσα στα ίδια τα ΑΕΙ, στην αύξηση της αποτελεσματικότητάς τους, όχι βέβαια προς όφελος των κυρίαρχων του ΚΜΚ, αλλά προς όφελος των δημοκρατικών αναγκών των πολλών.
Σ' αυτά τα πλαίσια, είναι καθήκον των συνειδητά προοδευτικών δυνάμεων στα ΑΕΙ, να βοηθήσουν την πανεπιστημιακή κοινότητα συνολικά, να συνεχίσει την πάλη της, για ΑΕΙ στην υπηρεσία του τόπου και της επιστήμης. Να μην εγκαταλείψει η δημοκρατική της πλειοψηφία το πεδίο της πανεπιστημιακής πολιτικής, λόγω τυχόν απογοήτευσης από τη σημερινή κυβέρνηση, την κρίση των ΑΕΙ και τον άκρατο φιλοΕΟΚισμό ορισμένων δυνάμεων. Να μην αφήσει επιπλέον να χαθεί η εσωτερική της αλληλεγγύη και ο αυτοσεθασμός. Να αποτρέψουν την παραγωγή από τα ΑΕΙ επιστημόνων τυπικά απολιτικών. μονοδιάστατα και περιορισμένα μορφωμένων, αλλά να συμβάλουν στη διαμόρφωση τέτιων διανοούμενων που θα νιώθουν κοινωνικά υπεύθυνοι, που σε κάθε βήμα της επιστήμης τους θα βρίσκουν δρόμο, ώστε αυτή να 'χει στην εφαρμογή της θετικές συνέπειες. Που θα αντιπαλεύουν τις προσπάθειες να αποξενώσουν τη δη
26
μοκρατική πανεπιστημιακή κοινότητα από το γενικότερο δημοκρατικό κίνημα της αλλαγής, να το αποπροσανατολίσουν από την ανάγκη συνειδητής πάλης, στη βάση των αντικειμενικών ενδιαφερόντων και αναγκών τους, ενάντια στην απομόνωσή τους από τον κοινωνικό περίγυρο.
6. Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ6. I. Η κύρια τάση: Έρευνα έξω από τα ΑΕΙ
Σήμερα, η συντήρηση και η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, προσανατολίζονται στην υποβάθμιση των προπτυχιακών σπουδών από τη μια και στη μεγαλύτερη υποταγή των ελληνικών ΑΕΙ στα σχέδια του μεγάλου κεφαλαίου. Η διπλή αυτή επίθεση εκφράζεται κυρίαρχα στην πολιτική που ακολουθούν και προτείνουν, παραπέρα, για την έρευνα. Την έρευνα τη βγάζουν βασικά έξω από τα ΑΕΙ, με την ίδρυση ξεχωριστών, έξω απ’ αυτά, ερευνητικών κέντρων και ινστιτούτων. Στην περίπτωση που τη συνδέουν μ’ αυτά, το κάνουν μόνο προκειμέ- νου να αξιοποιήσουν την υλικοτεχνική υποδομή τους, πάντα μακριά από τις προπτυχιακές σπουδές.
Η κύρια ουσία μιας τέτιας πολιτικής βρίσκεται στην ανάγκη των μονοπωλίων, να καθορίζουν εκείνα την έρευνα, το τι, πότε, προς όφελος τίνος θα ερευνηθεί, μακριά από το δημοκρατικό έλεγχο των οργάνων των ΑΕΙ, σε συνδυασμό και εξαιτίας της αδιαφορίας τους αν όχι της αρνητικής τους στάσης απέναντι στην παροχή ειδίκευσης μέχρι το πτυχίο.
Εμείς είμασταν κατηγορηματικά αντίθετοι στο νομοσχέδιο του κ. Λιάνη, πρώην υπουργού της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, που έβγαλε την κύρια έρευνα από τα ΑΕΙ. Είμαστε επίσης κατηγορηματικά αντίθετοι στη νέα τάση της κυβέρνησης, τάση που διαμορφώθηκε από την ΕΟΚ και τον ΣΕΒ, να υποτάξουν την όποια έρευνα των ΑΕΙ στα προγράμματα των μονοπωλίων, με τρόπο μάλιστα, που να γίνεται διαχωρισμός ανάμεσα σε ΑΕΙ, σχολές, ακόμα και μέλη του ΔΕΠ, ανάλογα με τις αντιστάσεις και τις δημοκρατικές ευαισθησίες τους, που όσο μικρότερες είναι, τόσο μεγαλύτερη προγραμματίζεται να είναι η χρηματοδότηση.
Μια τέτια στάση στηρίζεται στην αντιεκπαιδευτική, αντιεπιστημονική αρχή του χωρισμού της έρευνας από τη διδασκαλία, και γενικότερα την εκπαιδευτική διαδικασία. Στην αρχή του ελέγχου της έρευνας στα ΑΕΙ από τα όργανα της ΕΟΚ και του μεγάλου κεφαλαίου, μακριά από το δημοκρατισμό και τον έλεγχο των συλλογικών, εκλεγμένων, άρα αιρετών και ελεγχόμενων από την πανεπιστημιακή κοινότητα, οργάνων των ΑΕΙ.
27
Ο απαιτούμενος συνολικός σχεδιασμός για την έρευνα, δεν γίνεται εκτός από ορισμένα επιμέρους στάδια που εκπονούν εξωπανεπι- στημιακά κέντρα εξουσίας.
Όμως, χωρίς έρευνα, στις σπουδές στα ΑΕΙ, για το πρώτο πτυχίο, δεν μπορούν να γίνουν σωστές και κοινωνικά ορθολογικές σπουδές. Ειδικά δεν μπορεί να εξασφαλιστεί και ουσιαστικά να δοθεί, η απαραίτητη ειδίκευση.
Έρευνα - ειδίκευση συμβαδίζουν και συγκαθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την ίδια την επιστημονικότητα των σπουδών, της γνώσης, που παρέχεται στους φοιτητές, και των δυνατοτήτων του ίδιου του ΔΕΠ ν’ ανταποκριθεί ακόμα και σ’ αυτό το επιστημονικό του ιδιαίτερο εκπαιδευτικό έργο. Γι’ αυτό δεν είμαστε μόνο αντίθετοι στη δημιουργία δύο κατηγοριών φοιτητών, αλλά και δύο κατηγοριών ΔΕΠ ανά βαθμίδα. Σ’ αυτούς που θα «επιτρέπεται» να κάνουν έρευνα και σ’ αυτούς που δεν θα επιτρέπεται, λόγω του ΑΕΙ στο οποίο δουλεύουν, ή και των κοινωνικών τους αντιλήψεων και πεποιθήσεων.
Η έρευνα δεν γίνεται για την έρευνα. Έ χει κάποιο ομολογημένο ή μη στόχο, κρύβει ελπίδες και προσδοκίες. Αλλο πράγμα λογουχάρη η έρευνα για το πώς εξασφαλίζεται η ειρήνη και άλλο για το πώς κερδίζεται ένας πόλεμος. Για την τελειοποίηση της εκμετάλλευσης στα οικονομικά ή τον εξανθρωπισμό των συνθηκών παραγωγής. Γ ια τα κοινωνικά μεγέθη ή ορισμένα στενά ατομικά (ιδιοκτησία, προπαγάνδα και διαφήμιση κοκ.).
Εξάλλου, η έρευνα στα ΑΕΙ που καθορίζεται μονόπλευρα από τα μεγάλα συμφέροντα, μπορεί ναΙεπηρεάσει και το ποιες επιστήμες και σχολές θα αναπτυχθούν. Οδηγούν στον κίνδυνο καθίζησης ορισμένων σχολών, που μπορεί όμως να ’ναι κανονικά άμεσης προτεραιότητας για την κοινωνία καθώς και στη μονόπλευρη ανάπτυξη ορισμένων άλλων.
Η τάση να υποταχθούν τα ΑΕΙ πιο άμεσα στα μεγάλα συμφέροντα συνδέεται επίσης με το γεγονός ότι η βασική έρευνα γίνεται σχεδόν αποκλειστικά στα ΑΕΙ. Πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι τα ΑΕΙ διαθέτουν το μεγαλύτερο και συνολικά κατά επιστήμη πιο διαφοροποιημένο και ειδικευμένο προσωπικό, απ’ όλα τα ιδρύματα και επιχειρήσεις της χώρας. Εξάλλου, μόνο τα ΑΕΙ μπορούν να παράγουν με τα μεταπτυχιακά τους ερευνητές για όλα τ’ άλλα ιδρύματα, τις επιχειρήσεις και τους κρατικούς μηχανισμούς.
Η επιμονή υποταγής των ΑΕΙ, στα εξωπανεπιστημιακά κέντρα, ακόμα κι αυτά της έρευνας, (βλέπε σχέση λογουχάρη Ερευνητικού Κέντρου Κρήτης, με το αντίστοιχο Πανεπιστήμιο, όπου οι σχέσεις είναι μονόδρομες) έχει σήμερα σαν στόχο να διευκολύνεται η πρόσβαση της βιομηχανίας στα ΑΕΙ, την αξιοποίησή τους απ’ αυτήν, με
28
τρόπο που να εξυπηρετείται μόνο το μεγάλο κεφάλαιο και όχι κύρια η κοινωνία σαν σύνολο.
6. 2. ΕΟΚ - Έρευνα - ανάγκες των σπουδώνΗ βιομηχανία θέλει να ελέγχει άμεσα μέρος των σπουδών των
φοιτητών, ιδιαίτερα ορισμένων ειδικών κατηγοριών, που προορίζονται για ρόλο ελίτ, όπως τον περιγράψαμε πιο πάνω. Αυτό το σκοπό έρχεται να εξυπηρετήσει το σχέδιο COMETT της ΕΟΚ. Σύμφωνα μ’ αυτό, ορισμένες χιλιάδες φοιτητές (στην πρώτη φάση 10 χιλιάδες από όλη την ΕΟΚ) θα εργαστούν σε ΕΟΚική βιομηχανία ένα εξάμηνο. Αντίστοιχα, στελέχη της βιομηχανίας θα διδάξουν στα πανεπιστήμια. Το σχέδιο προβλέπει αλλαγές στα προγράμματα σπουδών, με στόχο την κάλυψη άμεσων ειδικών αναγκών των μονοπωλίων. Προβλέπει ακόμα την ανάπτυξη κοινοτικού δικαίου για τη σύμπραξη μεταξύ ΑΕΙ και ιδιωτικής βιομηχανίας στον τομέα της κατάρτισης. Στο βαθμό που τα ΑΕΙ θα ανταποκρίνονται σ’ αυτό το σχέδιο, θα χρηματοδοτούνται ανάλογα.
Με το σχέδιο αυτό, οι απόφοιτοι των ΑΕΙ δεν θα κρίνονται από τις επιδόσεις τους στα ΑΕΙ που σπούδασαν ούτε από το επίπεδο των τελευταίων, αλλά από το βαθμό συμβολής τους «στη δημιουργία ευρωπαϊκής συνείδησης» και στην κατάργηση των εμποδίων που μπαίνουν στην επέμβαση της βιομηχανίας στα ΑΕΙ.1
Με το COMETT τα μονοπώλια και η ΕΟΚ ξεκινούν από μια υπαρκτή εκπαιδευτική - επιστημονική ανάγκη των ΑΕΙ, την οποία στρεβλώνουν, με σκοπό τη δημιουργία ΑΕΙ δύο ταχυτήτων και απόφοιτων δύο κατηγοριών. Την ανάγκη για ισότιμη παραγωγική σύνδεση ΑΕΙ - βιομηχανίας, τη μετατρέπουν σε δικαίωμα επέμβασης της βιομηχανίας στα προγράμματα σπουδών των ΑΕΙ. Επέμβαση που θα ενταθεί από την τυχόν εφαρμογή του σχεδίου ERASMUS.
Εμείς θεωρούμε αναγκαία την πρακτική άσκησή των φοιτητών στη βιομηχανία, αρνούμαστε όμως τη μετατροπή αυτής της ανάλυσης σε δικαίωμα της δυτικοευρωπαϊκής βιομηχανίας να επιλέγει και να εκπαιδεύει πρακτικά μόνο λίγους και, το κυριότερο, η εκπαίδευση να μη γίνεται στη βάση ενός προγράμματος σπουδών που ’χει εκπονηθεί στα ΑΕΙ ή έστω με τη συνεργασία ΑΕΙ - βιομηχανίας, αλλά αποκλειστικά στη βάση των επιλογών του μεγάλου κεφαλαίου.
Στη σημερινή φάση που βρίσκεται η κυβέρνηση, δεν προκαλεί καμιά απορία, που το Υπουργείο Παιδείας μπλέκει σκόπιμα, την ανάγκη διεθνών σχέσεων των ΑΕΙ και επαφής τους με τη βιομηχανία
I . Βλ. άρθρο Μ. Α σημακόπουλου στην Ε πιστημονική Σκέψη, τεύχος 30, σελ.82).
29
με το συγκεκριμένο τρόπο προώθησής τους από την ΕΟΚ. Φαίνεται, ότι η κυβέρνηση δεν είναι πλέον σε θέση ούτε καν να φαντασθεί ότι μπορούν να υπάρχουν στα σχέδια της ΕΟΚ εναλλακτικές δημοκρατικές λύσεις. Αλλιώς δεν εξηγούνται οι δηλώσεις του κ. Τρίτση, σύμφωνα με τις οποίες, το σχέδιο COM ETT είναι ο μόνος τρόπος για «να βγει το πανεπιστήμιο από τον απομονωτισμό του» ότι η τυχόν άρνησή του ισοδυναμεί τάχα «με το χτίσιμο τειχών ανάμεσα στη δική μας γνώση, την παρωχημένη πια, με την προηγμένη γνώση των αναπτυγμένων χωρών».1 Και εύλογα προκύπτει το ερώτημα, έξω από την ΕΟΚ δεν υπάρχει τεχνολογία προωθημένη; Η, ακόμα, κι αυτή η τεχνολογία της ΕΟΚ μαζεύτηκε μόνο στο COMETT; Η τέτια απολυτοποίηση δεν βρίσκεται μακριά από σειρά δημοσιευόμενες αντιδραστικές απόψεις όπως στην Καθημερινή, σύμφωνα, με την οποία, επειδή δεν συμφωνούμε με τα ιδιωτικά ΑΕΙ, όπως θέλει να προωθήσει η Σορθόνη στην Αθήνα, δεν «μας έμεινε διόλου μυαλό, θέλουμε να τα ισοπεδόσουμε όλα».2
Εμείς είμαστε υπέρ του να είναι η πρακτική εξάσκηση μέρος του εκπαιδευτικού προγράμματος όλων των ΑΕΙ κι όχι μέσο για το χωρισμό των φοιτητών σε κατηγορίες, για χτύπημα της αυτοτέλειας της εκπαιδευτικής διαδικασίας των ελληνικών ΑΕΙ. Γεγονός που θα ενι- σχυθεί και από την τυχόν εφαρμογή του ERASMUS που προβλέπει σπουδές ελλήνων για ένα χρόνο σε κοινοτικά ΑΕΙ, πράγμα βέβαια καθόλου κατακριτέο, όμως είναι ο στόχος στο όνομα αυτής της θετικής καταρχήν δυνατότητας (α) να θεωρείται το πτυχίο αυτής της κατηγορίας δηλαδή του 10% περίπου του συνόλου των φοιτητών, «αυξημένης αξίας», απέναντι στο πτυχίο του υπόλοιπου 90%. Αφού τέτιος στόχος εντάσσεται κι αυτός στα πλαίσια των προαναφερόμε- νων ελιτίστικων αντιλήψεων του μεγάλου κεφαλαίου, και, (β) που ’ναι το κυριότερο, το σχέδιο αυτό προβλέπει την αναγνώριση της ντιρεκτίβας υποβάθμισης των ελληνικών πτυχίων καθώς και την επιβολή κοινού προγράμματος σπουδών με τις χώρες της ΕΟΚ στη βάση των στόχων που διατυπώνουν οι δυτικοευρωπαϊκές πολυεθνικές.
Το κόμμα μας ήταν και είναι υπέρ της ανταλλαγής και αξιοποίη- σΓΙζ της διεθνούς πείρας, από τον αναπτυγμένο σοσιαλιστικό και καπιταλιστικό κόσμο. Ό χ ι βέβαια, για να αντιγραφεί μηχανιστικά και δογματικά, όπως για άλλη μια φορά προωθεί ο ελληνικός ΚΜ Κ,
1. Ο μιλία Τρίτση, σ την Ημερίδα για το CO M ETT, στις 2.2.87, βλ. Δημοκρατικός Λόγος, 3.2.87).
2. Κ αθημερινή, 4.1.87, άρθρο του Δ. Κατακή «Π ανεπιστημιακός Π αραλογι- σμός».
30
αλλά για να αξιοποιηθεϊ και ενσωματωθεί η πείρα τους, σ’ ένα πρόγραμμα σπουδών με βάση πριν απ’ όλα τις ανάγκες της παραγωγικής ανασυγκρότησης της οικονομίας γενικά της κοινωνίας μας.
6. 3. Η χρηματοδότηση της έρευναςΗ κυβέρνηση αδρανοποίησε το Εθνικό Γνωμοδοτικό Συμβούλιο
Έρευνας, εγκατέλειψε κάθε πρόθεση εθνικού σχεδιασμού της έρευνας. Ταυτόχρονα, έδοσε ΙΟπλάσια χρήματα στην ιδιωτική πρωτοβουλία για έρευνα, απ’ ό.τι στα ΑΕΙ μέσω του Υπουργείου Παιδείας. Μ' αυτόν τον τρόπο ανοίγει ο δρόμος παράδοσης των ΑΕΙ, σ ’ ένα βαθμό, όπως και στην υπόλοιπη καπιταλιστική Ευρώπη, στην «ιδιωτική πρωτοβουλία» του μεγάλου κεφαλαίου.
Σήμερα, για να χρηματοδοτηθεί από το κράτος ένα ερευνητικό πρόγραμμα των ΑΕΙ, βασικά, μπαίνει σαν προϋπόθεση η χρηματοδότησή του κατά 35"/0 από ιδιωτικό φορέα. Μ’ άλλα λόγια, στα πλαίσια του ελληνικού Κ. Μ Κ., τα ερευνητικά κονδύλια, πάνε σε ιδιώτες. ή δίνονται μέσω ΝΑΤΟ και ΕΟΚ. Κατόπιν, ιδιώτες, ΝΑΤΟ και ΕΟΚ, αναλαμβάνουν την επιλογή και χρηματοδότηση μέρους της έρευνας στα ΑΕΙ. Αναλαμβάνουν δηλαδή τον καθορισμό του περιεχομένου της. τον προσδιορισμό του φορέα της και τον έλεγχο της πανεπιστημιακής έρευνας. Σε μεγάλο βαθμό, αποκτούν δυνατότητα επιρροής στις μεταπτυχιακές, που δεν νοούνται χωρίς έρευνα, γενικά στα προγράμματα σπουδών. Ουσιαστικά περιπλέκεται κι άλλο η αυτοτέλεια των ΑΕΙ. Ό ποιος επιστήμονας, σχολή, ΑΕΙ (όπως ιδιαίτερα το Πολυτεχνείο) παλεύουν για τη διατήρηση της αυτοτέλειάς τους, του δικαιώματος να καθορίζουν εκείνα το εκπαιδευτικό και ερευνητικό πρόγραμμά τους, θεωρούνται «κομματικοποιημένοι», και «επιστημονικά καθυστερημένοι», πιο σωστά χρηματικά κομμένοι.
Το όλο τρυκ είναι ότι αντί τα χρήματα να δίνονται στα ΑΕΙ και τα δημοκρατικά εκλεγμένα συλλογικά τους όργανα, να καθορίζουν τα προγράμματα έρευνας και σπουδών, με βάση τις κοινωνικές ανάγκες, αυτά δίνονται μέσω των μελών του ΣΕΒ και του ξένου παράγοντα. Τα ΑΕΙ πρέπει να υποταχθούν σ’ αυτούς, αλλιώς ούτε χρήματα, ούτε έρευνα θα δουν. Να, πώς εκβιάζουν την κατάσταση οι μεγαλοκα- πιταλιστές, τα ειδικά υπουργεία, και μερίδα του τύπου. Ό ποιος δεν υποτάσσεται, δεν είναι σύγχρονος. Δεν έχει λεφτά για όποιον στα ΑΕΙ δεν δέχεται τα COMETT και ERASMUS, την αυστηρή λιτότητα στις επιχορηγήσεις και τις τροποποιήσεις στο Πρόγραμμα Ανάπτυξης Έρευνας και Τεχνολογίας (ΠΑΕΤ) που προβλέπει και προωθεί την απαίτηση της συμμετοχής των μεγάλων ιδιωτικών επιχειρήσεων και την προτεραιότητα των ΕΟΚικών ερευνητικών προγραμμάτων στο παραγωγικό έργο των ΑΕΙ, προκειμένου αυτά να μπο
31
ρούν να λειτουργούν μ’ ένα ελάχιστο πρόγραμμα έρευνας, να παραμείνουν σύγχρονα.
Ναι. είπε ο κ. Τρίτσης, λίγα είναι τα λεφτά που δίνει το κράτος στα ΑΕΙ, αλλά ας βρουν λεφτά κι απ’ αλλού. Εμείς ρωτάμε: Γιατί τα δίνετε εσείς αυτά τα λεφτά αλλού κι όχι στα ΑΕΙ; Για να ζητιανεύουν τα τελευταία; Γιατί αυτό το αλλού είναι μόνο το μεγάλο κεφάλαιο και η ΕΟΚ κι όχι οι επιστημονικοί φορείς και τα συνδικάτα; Γ ιατί εγκα- ταλείπεται κάθε εθνική πολιτική έρευνας στο όνομα της μεγαλοκαπι- ταλιστικής πρωτοβουλίας και της ευρωπαϊκής επιλογής; Για να χρησιμοποιούνται ελληνικές εγκαταστάσεις, έλληνες επιστήμονες, λεφτά του ελληνικού δημοσίου, στην παραγωγή ανεξέλεγκτου (κι αυτό είναι το κύριο) ερευνητικού έργου για λογαριασμό των ΕΟΚι- κών μονοπωλίων και των μεγάλων ιδιωτικών συμφερόντων; Μ ήπως για να ανακαλύπτει ο Οικονομικός Ταχυδρόμος,' ότι το όλο πρόβλημα είναι πώς οι καπιταλιστές Οα αξιοποιήσουν καλύτερα τις «σωρό ευκαιρίες», που φτιάχνει το Ερευνητικό Κέντρο Κρήτης (EKEK); Μια λογική που μετατρέπει, όπως έγραψε και ο Μ. Σοφού- λης,2 «Το πανεπιστημιακό σύστημα... σε μια αγορά αγοραστού».
Η πρόθεση για χρηματοδότηση των ΑΕΙ και της έρευνάς τους μέσω των μονοπωλίων και της ΕΟΚ, χωρίς έλεγχο από τα όργανα των ΑΕΙ για δέσμευση των ΑΕΙ όχι στην κοινωνία που φορολογείται και πληρώνει, αλλά στα στενά συμφέροντα των πιο πάνω. σημαίνει υποταγή της σ ’ αυτά. Σημαίνει, ότι δεν θα αξιολογούνται πια τα ΑΕΙ από την κοινωνία, αλλά από τους μεγαλοθιομήχανους και το διευθυντήριο της ΕΟΚ. Ό τι τα ΑΕΙ δεν θα πρέπει να ’χουν κοινωνικά κριτήρια, στην ανάπτυξή τους, αλλά αυτά των μεγάλων συμφερόντων, αφού τάχα όπως μας λένε αυτά τα τελευταία δεν είναι κομματικοποιημένα. Που με μοχλό κάποιους στην Κρήτη και τους πυρήνες ιδιωτικών πανεπιστημίων, πάνε να καταργήσουν κάθε κλίμα συνεργασίας ανάμεσα στα ΑΕΙ, να τα διαφοροποιήσουν, ιεραρχήσουν και οδηγήσουν σε σχέσεις καπιταλιστικού ανταγωνισμού, να παρακάμ- ψουν τις δημοκρατικές κατακτήσεις μέσα στα ΑΕΙ και να συνδέσουν βασικές λειτουργίες των ΑΕΙ με τα μονοπώλια και με διαδικασίες μυστικότητας. Όπως είχε πει και ο κ. Λιάνης «δημοκρατία και έρευνα δεν συμβαδίζουν».·1 Έ τσ ι, αντί του σχήματος: φόρος από τους ερ
1. Γ. Μαρίνος, «Μήνυμα α ισ ιοδοξίας από την Κρήτη», Οικ. Ταχυδρόμος. σελ. 38-43.
2. «Ο εκφυλισμός απειλεί την ανώτατη εκπαίδευση». Βήμα, 30.11.86, σελ. 35.3. Σ. Γεωργάτος, «Τα Ερευνητικά Κέντρα Κρήτης», Ιδνθήμερος πολίτης.
3. ΙΟ.86. τεύχος 74. σελ. 32-34. Εδώ. σελ. 32. ο κ. Σ. Γ. που γνωρίζει πολλά από τα παρασκήνια, είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικός για το πώς και γιατί θέλουν ορισμένοι υποταγή των ΑΕΙ στην έρευνα στα ιδιωτικά συμφέροντα. Να εξασφαλίσουν το
32
γαζόμενους - κράτος - χρηματοδότηση ΑΕΙ - ικανοποίηση κοινωνικών αναγκών, η κυβέρνηση προωθεί το σχήμα: φόροι - κράτος - επιδότηση μονοπωλίων - έλεγχος των ΑΕΙ - ικανοποίηση των μονοπωλιακών αναγκών σε βάρος της κοινωνίας, των ΑΕΙ και της επιστήμης.
6. 4. ' Ενα νέο κρατικομονοπωλιακό σύμπλεγμαΟυσιαστικά, και η κυβέρνηση από πλευράς της συμβάλλει στο
σχέδιο μετατροπής της καπιταλιστικής αγοράς σε ρυθμιστή και οργανωτή της μόρφωσης και επιστήμης - έρευνας. Η πρόοδος της επιστήμης θα εξαρτάται και θα υποστηρίζεται με βάση τις απαιτήσεις αυτής της αγοράς των μονοπωλίων κι όχι της κοινωνίας, των εργαζομένων. Ο ίδιος ο εκπρόσωπος της ομάδας στο ΑΕΙ της Κρήτης, που τάσσεται υπέρ μιας τέτιας ανασυγκρότησης, ο κ. Π. Δήτσας, δηλώνει ρητά, ότι σκοπός τέτιας έρευνας είναι οι «επιλεγμένοι τομείς αιχμής», η «προσφορά υπηρεσιών... και στην ελεύθερη αγορά» αξιο- ποιώντας «επιχορηγήσεις από ελληνικές και ξένες πηγές», όπως ΕΟΚ, ΝΑΤΟ κλπ.1 Με ανάλογο γράμμα στον Οικονομικό Ταχυδρόμο2 ο προαναφερόμενος κύριος καλεί την κοινωνία σε παραίτηση από τη δωρεάν παιδεία και τα ΑΕΙ να βρουν χρήματα «πέραν του κρατικού κορβανά». Να βρουν δηλαδή χρήματα, και να υποταγούν σ’ αυτούς που φαίνεται δεν έχουν πρόβλημα να βουτούν από το κράτος, δηλαδή στα μονοπώλια για να εξαγοράζουν μετά την έρευνα των κρατικών ΑΕΙ.
Να μετατραπούν τα ΑΕΙ από εκπαιδευτικά - ερευνητικά ιδρύματα σε «επιστημονικά επιχειρησιακά συγκροτήματα» κάτω από την καθοδήγηση των μονοπωλίων, όπως αυτά στις ΗΠΑ και την Ιαπωνία. Χαρακτηριστικά σ’ αυτήν την κατεύθυνση, μιλώντας ο Υπουργός Παιδείας των ΗΠΑ, Γ. Μπένετ, σε απευθείας συνέντευξη δορυφορικής σύνδεσης με δυτικοευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ανάμεσα στις οποίες και η Αθήνα, δήλωσε ότι «θα πρέπει να τονίσω ότι δεν είναι δική μου δουλιά (!) να θέσω τα πρότυπα στο εκπαιδευτικό σύστημα. Αυτά θα πρέπει να τεθούν από τα ιδιωτικά ιδρύματα» (!)3
Η τάση αυτή στην πολιτική απέναντι στα ΑΕΙ εκφράζει, σ’ έναν βαθμό, και τις γενικότερες αλλαγές του ελληνικού ΚΜΚ, όπως περι- γράφονται και στις θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 12ο Συνέδριο. Ο
χτύπημα των μη κερόυφόρων γι' αυτά σπουόων (όπως σπουδές πάνω σε τυχόν up- νητικές επιπτώσεις των νέων τεχνολογιών, παιδαγωγικές σπουδές κλπ.
1. Βλ. Π. Δήτσας, «Η πραγματικότητα για το Πανεπιστήμιο Κρήτης», Ι5νθήμερος πολίτης, τεύχος 73, 6.9.86, σελ. 19-23, εδώ σελ. 21.
2.Τεύχος 14, 3.4.86, σελ. 26.3. Καθημερινή. 10.12.86.
33
κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός βαθαίνει και προχωρεί. Τα ΑΕΙ γίνεται προσπάθεια να υποτάσσονται στον μονοπωλιακό ιδιωτικό τομέα, και πολύ περισσότερο μέσω της διεθνοποίησης, σε υπερεθνικές ρυθμίσεις. Η συνύφανσή τους με το κράτος τείνει να μη γίνεται μόνο στο γενικό και συνολικό επίπεδο, να μην περιορίζεται μόνο στις οικονομικές του λειτουργίες, αλλά επεκτείνεται και σ’άλλες, πιο ειδικές και συγκεκριμένες, με τη διαμόρφωση στα πλαίσια του Κ Μ Κ συστήματος, επιμέρους κρατικομονοπωλιακών συμπλεγμάτων. Τη διαμόρφωση ενός τέτιου σκοπεύουν να δημιουργήσουν και με τα Α Ε Ι και με τη βοήθεια υπερεθνικών ρυθμίσεων. Ενός Κ Μ Κ συμπλέγματος των τεχνολογικά πιο προχωρημένων τμημάτων των Α Ε Ι - της έρευνας και των μονοπωλίων. Η καπιταλιστική, αντιδραστική - εκ- συγχρονιστική απάντηση στο γεγονός ότι συνολικά, σήμερα ανεβαίνει ο ρόλος της επιστήμης των ΑΕΙ, της επιστήμης μέσα στα ΑΕΙ, του ρόλου των διανοούμενων στην κοινωνία, είναι η αύξηση του ρόλου της κρατικής πολιτικής και των ΕΟΚικών παρεμβάσεων για την πορεία των ΑΕΙ. Ο τρόπος που μεθοδεύεται αυτή η απαίτηση, σημαίνει προσπάθεια όξυνσης της ταξικής πάλης από τα πάνω, για μια διέξοδο των ΑΕΙ από την κρίση τους μέσα από το χτύπημα των δημοκρατικών κατακτήσεων, την παραπέρα ένταξη των ΑΕΙ στις άμεσες ανάγκες του ΚΜΚ, με τον περιορισμό της σχετικής αυτονομίας τους, το σπάσιμο τους σε ΑΕΙ, σχολές, κύκλους, ΔΕΠ πολλών ταχυτήτων. Πρόκειται για μια συντηρητική αντιμετώπιση των ΑΕΙ, η οποία έχει και την προσωπική υποστήριξη του υπουργού Παιδείας κ. Τρίτση, που ανακάλυψε αμέσως μετά την υπουργοποίησή του, ότι «στη σημερινή συγκυρία η επανάσταση περνάει μέσα... από τη συντήρηση».1
6. 5. Η άποψή μας στα οικονομικά της έρευναςΕμείς, σ’ αυτή την κατεύθυνση απαντάμε με την πάλη μας για το
δέσιμο της αναβάθμισης των σπουδών στα ΑΕΙ, με την αναβάθμιση της έρευνας. Τα λεφτά των φορολογουμένων για την έρευνα, πρέπει να πηγαίνουν πρώτα απ’ όλα στα ίδια τα ΑΕΙ και στα αντίστοιχα δημόσια ερευνητικά κέντρα. Η δυναμωμένη έρευνα στα ΑΕΙ, πρέπει να δεθεί με τη διδασκαλία και την όλη εκπαιδευτική διαδικασία, να συμβάλει στην ειδίκευση πριν από το πτυχίο. Πρέπει να εξασφαλιστεί η πραγματοποίηση της εφαρμοσμένης έρευνας στα ΑΕΙ σ’ όλες τις σχολές και με τη μεταξύ τους συνεργασία, καθώς και της αντίστοιχης άσκησης των φοιτητών. Η έρευνα στα ΑΕΙ πρέπει να εγκρί- νεται στη βάση κοινωνικών κριτηρίων σκοπιμότητας. Ταυτόχρονα,
1. Οι υπογραμμίσεις του Α.Τ. θλ. Α. Τρίτσης: «...ενοχλώ μερικούς γιατί τους χαλάω τη σούπα». Ένα, τεύχος 46, 13.11.86, σελ. 42-46, εδώ, σελ. 46.
34
να απαγορευθεί κάθε έρευνα για πολεμικούς, φιλονατοϊκούς στόχους.
Τα προβλήματα χρηματοδότησης των ΑΕΙ για έρευνα που προκύπτουν, όταν αυτή προέρχεται από τρίτους, (ιδιώτες, εθνικούς και διεθνείς οργανισμούς) πρέπει να λύνονται από τα ίδια τα συλλογικά όργανα των ΑΕΙ, χωρίς να κινδυνεύουν σε περίπτωση άρνησης αυτά να μαραζώσουν, να «τιμωρηθούν» από το κράτος. Ταυτόχρονα τα ΑΕΙ θα πρέπει να αξιοποιούν κάθε δυνατή χρηματοδότηση που δεν θίγει την αυτοτέλεια, τις λειτουργίες και τους προσανατολισμούς τους.
Εμείς πιστεύουμε ότι τα ΑΕΙ θα πρέπει να προωθούν αποδοτικές διαδικασίες σύνδεσης της έρευνας με την παραγωγή. Βασικοί στόχοι αυτής της σύνδεσης1 πρέπει να 'ναι η υποστήριξη του σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας. Αμεσα μπορούν να συνδεθούν τα ΑΕΙ και το ερευνητικό τους έργο με τις επιχειρήσεις του κρατικού τομέα, συμθάλοντας και με επιτόπια ερευνητική δραστηριότητα. Για να υπάρξει ανάλογη βοήθεια από τα ΑΕΙ στον ιδιωτικό τομέα, πρέπει τα σχετικά αναγκαία προγράμματα να ’ναι στα γενικά πλαίσια του εθνικού προγραμματισμού και τα αποτελέσματά τους να ’ναι διαθέσιμα για κρατικές επιχειρήσεις, επιχειρήσεις Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΤΑ), τις μικτές και τις συνεταιριστικές. Τα τέτια ερευνητικά προγράμματα, θα αποτελούν είδος μορφής κρατικής επιδότησης στις πιο πάνω επιχειρήσεις. Αν πρόκειται για μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις, το κόστος πρέπει να το καταβάλλουν οι ίδιες, εκτός αν υπάρχει γενικότερο κλαδικό ενδιαφέρον, οπότε μπορούν να υπάρξουν ειδικές ρυθμίσεις. Κοινωνικά ερευνητικά προγράμματα μπορούν να εκπονούνται για κοινωνικούς φορείς και μαζικά κινήματα.
Οι ίδιες αρχές πρέπει να ισχύουν για τη χρηματοδότηση των μεταπτυχιακών σπουδών από τρίτους που θα εγκρίνεται σε κάθε περίπτωση από τις συγκλήτους των ΑΕΙ. Ταυτόχρονα, χωρίς να υποκαθίσταται με κανέναν τρόπο η εκπαιδευτική διαδικασία των ΑΕΙ από τα κρατικά ερευνητικά κέντρα και ινστιτούτα, τα τελευταία, με έγκριση ΑΕΙ και σε συντονισμό με το Συμβούλιο Ανώτατης Παιδείας (ΣΑΠ), μπορούν να εξυπηρετούν τυχόν σχετικές ανάγκες μεταπτυχιακών σπουδών.2
1. Βλ. Εισήγηση Κ ΚΕ στο ΣΑΠ για την έρευνα.2. Βλ. πρόταση Τμ. Π αιδείας για τους εσωτερικούς κανονισμούς των ΑΕΙ,
σελ. 14.
35
7. Η ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΑΕΙ - ΕΙΔΙΚΕΥΣΗ - ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΑ
Για να μπορέσουν να αξιοποιηθούν ορθολογικά οι δυνατότητες των σημερινών ΑΕΙ για εκπαιδευτικό και ερευνητικό έργο, πρέπει να αναπτυχθούν σ’ αντίθετη φορά απ’ αυτά που θέλουν να επιβάλουν τα μεγάλα συμφέροντα, η ΝΔ και ως έναν βαθμό που προωθεί η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ.
Πρώτο, απαραίτητο, μέτρο, είναι να εφαρμοστούν ορισμένες βασικές αρχές εκπαιδευτικής πολιτικής. Εδώ αναφερόμαστε κύρια στις αρχές της ενότητας και αυτοτέλειας κάθε εκπαιδευτικής βαθμίδας, που ταυτόχρονα πρέπει να επιτρέπει και να εξασφαλίζει τους όρους για το πέρασμα και την παρακολούθηση της επόμενης πιο υψηλής εκπαιδευτικής βαθμίδας.
Σ’ αυτή τη βάση προτείνουμε την ύπαρξη ενός μόνο τύπου λυκείου, του ενιαίου πολυκλαδικού λυκείου, που θα ’χει τη δική του αυτοτέλεια και θα εξασφαλίζει στους αποφοίτους του μια πρώτη επαγγελματική ειδίκευση.
Με αφετηρία αυτή τη λογική θεωρούμε σαν θέση αρχής, ότι οι προπτυχιακές σπουδές θα ’ναι αυτοτελής βαθμίδα, θα δίνουν δηλαδή στα πλαίσιά τους την απαραίτητη γενική μόρφωση και ειδίκευση, μέσω συγκεκριμένων μαθημάτων επιλογής ενώ ταυτόχρονα θα εξασφαλίζουν μια πρώτη σύνδεση με την έρευνα. Έ τσι δεν θα μετατίθεται η πρώτη βασική ειδίκευση έξω απ’ αυτές, γιατί αυτόματα χάνουν την εκπαιδευτική αυτοτέλειά τους.
Για να αναβαθμισθεί η προπτυχιακή εκπαίδευση, απαιτείται, κατά τη γνώμη μας πάντα, όχι μόνο ειδίκευση, μέσα από τα μαθήματα, αλλά και υποχρεωτική γενίκευση σ’ όλες τις σχολές του θεσμού της διπλωματικής εργασίας, που θα υπάγεται στο γενικότερο εκπαιδευτικό ερευνητικό προγραμματισμό του τμήματος, με εξασφάλιση της πνευματικής εργασίας του (των) φοιτητή (ων) που την εκπόνησε (αν).
Απαραίτητες είναι επίσης σειρά αλλαγών στα προγράμματα σπουδών και στον τρόπο διδασκαλίας στα ΑΕΙ. Στόχος, η ανάπτυξη του εσωπανεπιστημιακού επιστημονικού διαλόγου. Η θεσμοθέτηση σεμιναρίων με μικρό αριθμό σπουδαστών και η γενίκευση των σπουδαστικών εργασιών σεμιναρίου.
Στην ίδια βάση, προτείνουμε οι σπουδές στα ΑΕΙ να ’ναι διβάθ- μιες πτυχίο - διδακτορικό. Δεν δεχόμαστε δηλαδή δυο κύκλους μεταπτυχιακών, που θα σημαίνει στις σημερινές συνθήκες τουλάχιστο, και το υπογραμμίζουμε αυτό το κριτήριο, την υποθάθμιση των προπτυχιακών, την ισοτίμησή τους,στη βάση της ντιρεκτίβας της ΕΟΚ, με τρίχρονες σπουδές στο εξωτερικό. Θα σήμαινε αποδοχή της σημε
36
ρινής αντιλαϊκής οικονομικής και εκπαιδευτικής πολιτικής της κυβέρνησης, και αναζήτηση μιας «φτηνής» - όχι μόνο οικονομικά αλλά και επιστημονικά - λύσης για τη δομή των ΑΕΙ. Οι δυο κύκλοι μεταπτυχιακών σπουδών θα σήμαιναν θεσμοθέτηση της υποθάθμισης των ήδη υποβαθμισμένων προπτυχιακών κατά προέκταση των ίδιων των ελληνικών ΑΕΙ, τεχνητή προσπάθεια αποτροπής της πάλης για την αναβάθμισή τους. Η ειδίκευση αντί να γίνεται πριν το πτυχίο, θα αναβάλλεται για μετά απ’ αυτό, σε ένα άλλο δεύτερο πτυχίο, το ονομαζόμενο πρώτο μεταπτυχιακό. Οι ελληνικές σπουδές 4χρονες ή 5χρονες όμως είναι ίσες ή και παραπάνω χρονικά σ’ ορισμένες δε περιπτώσεις και ποιοτικά απ’ ό,τι απαιτούνται στις αγγλοσαξωνικές χώρες γ ι’ αυτό το δεύτερο πτυχίο. Γ ι’ αυτό, η πρόταση δυο κύκλων μεταπτυχιακών δεν είναι καταρχήν πρόβλημα οργάνωσης των μεταπτυχιακών, αλλά το τι είδους προπτυχιακά προαπαιτούν και προϋποθέτουν. Γι’ αυτό το ερώτημα τι είδους μεταπτυχιακά χρειάζονται, περνά από το ερώτημα: οι πτυχιακές θα είναι ειδίκευση; Θα ’χουν σεμινάρια; Θα απαιτούν διπλωματική εργασία; Θα συνδέονται με την έρευνα και την παραγωγή; Αν ναι, είναι ολοφάνερο, ότι τα μεταπτυχιακά θα οδηγούν απευθείας στο διδακτορικό. Το γιατί όχι, δεν το α- κούσαμε ακόμα και θα ’ταν ενδιαφέρον να το ακούσουμε. Επειδή χρειάζεται δουλιά; Μα δεν την φοβόμαστε. Επειδή χρειάζονται κονδύλια; Μα αυτά υπάρχουν, μόνο που δίνονται αλλού...
Λέμε λοιπόν ναι στα μεταπτυχιακά ενός κύκλου, που οδηγούν άμεσα στο διδακτορικό, γιατί μόνο έτσι - κατά τη γνώμη μας - εξασφαλίζεται σήμερα η ενότητά τους σαν βαθμίδα. Για να μπορέσουν όμως να αποτελούν και «φυσική» συνέχεια των προπτυχιακών, είναι απαραίτητο να αναπτυχθεί ένα κοινωνικά δίκαιο και επιστημονικά αναγκαίο πλατύ σύστημα υποτροφιών, καθώς και οι απαραίτητες βιβλιοθήκες, χρήσιμες και για τα προπτυχιακά. Σ’ αυτά τα πλαίσια των δυο βαθμιδών - κύκλων στα ΑΕΙ, είμαστε υπέρ της συνεργασίας των τμημάτων και όπου είναι ανάγκη η δημιουργία νέων ειδικευμένων τμημάτων. Αποκλείσαμε όμως στο όνομα της ανάγκης ειδικευμένων τμημάτων, το χωρισμό των μεταπτυχιακών σπουδών στα ΑΕΙ στα δυο. έναν μηχανιστικό δηλαδή διαχωρισμό όπως κάνει το Υπουργείο ανάμεσα στη συνθετική και νέα γνώση. Κι αυτό γιατί κάθε σύνθεση και ανασύνθεση μπορεί να οδηγεί σήμερα σε νέα γνώση. Η νέα γνώση εξάλλου προκύπτει από την ανασύνθεση της μέχρι τώρα κατα- κτημένης. Αν αξίζει τον κόπο ένας χωρισμός είναι αυτός ανάμεσα στην απλή αναπαραγωγή των ήδη γνωστών και στην παραγωγή νέων γνώσεων, διαχωρισμός που καθορίζει τη διαφορά ανάμεσα στη διπλωματική εργασία και στη διδακτορική διατριβή και αποκλείει δεύτερο, ξεχωριστό κύκλο μεταπτυχιακών.
37
Στη βάση αυτών των γενικών αρχών,αρνούμαστε επίσης το σημερινό διάσπαρτο χαρακτήρα των περιφερειακών πανεπιστημίων. Πραγματικά, πιστεύουμε, ότι πρέπει να οργανωθούν με ευθύνη περιφερειακά πανεπιστήμια, συγκροτημένα και με ειδικό κάθε φορά προφίλ. Ό χ ι δηλαδή για τα μάτια των διάσπαρτων εκλογικών περιφερειών. Έ τσι όπως οικοδομούνται τα ΑΕΙ προ πάντων του Ιονίου και του Αιγαίου, δεν μπορούν να λειτουργήσουν αποδοτικά ούτε επιστημονικά, ούτε διοικητικά. Αυτό που χρειάζεται σήμερα είναι αυτοδύναμα κατά μικρή γεωγραφική ενότητα ιδρύματα, αν είναι δυνατό στην ίδια πόλη, με παρουσία όλων των απαραίτητων τμημάτων, ώστε να λειτουργούν πραγματικά σαν «πανεπιστήμια». Κι ας φτιαχτούν 3 και 4 τέτια, ένα σε κάθε χώρο, εφόσον είναι αναγκαίο. Πανεπιστήμια χωρίς την παρουσία ενός αριθμού ελάχιστων απαραίτητων συγγενών τμημάτων δεν μπορούν να λειτουργήσουν.
Ανάλογα, προτείνουμε, να υπάρξουν μόνιμες και σταθερές διεξαγόμενες συσκέψεις, ανάμεσα στα τμήματα της ίδιας επιστήμης ή κύκλου επιστημών του συνόλου των ΑΕΙ της χώρας, ώστε να υπάρχει καλύτερος συντονισμός τους. Πιο ορθολογική ειδίκευση και προγραμματισμός, θετική ανταλλαγή πείρας και γνώμης. Ανάλογες επαφές μπορούν να υπάρξουν και με σχολές των ΤΕΙ και ειδικά λύκεια.
Μέσα από μια τέτια ανταλλαγή των γνωμών, θα γίνεται ολοφάνερο, αυτό που ήδη εντοπίζουμε, η ανάγκη δημιουργίας νέων τμημάτων, η ανάγκη να ειδικευθούν περισσότερο τα ήδη υπάρχοντα, αφού κάτι τέτιο απαιτεί η ίδια η ανάπτυξη των επιστημών και του συστήματος τους. Απαιτείται επιπλέον και σε αντιστοιχία με το πρόγραμμα παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας.
8. ΤΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΣΤΑ ΑΕΙ ΚΑΙ Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥΣ
Για να λειτουργήσουν παραγωγικά τα ΑΕΙ, απαιτείται ο βαθύτερος εκδημοκρατισμός τους. Γι’ αυτό το σκοπό, σαν κόμμα, έχουμε κάνει συνολικές προτάσεις στα ΑΕΙ με το κείμενό μας «Βασικές θέσεις για τους εσωτερικούς κανονισμούς των ΑΕΙ».
Όπως εκτιμούμε ήδη σ’ αυτές τις βασικές θέσεις, το πρώτο που πρέπει άμεσα να γίνει, είναι η ενίσχυση του ρόλου και του κύρους των συλλογικών, αιρετών, οργάνων των ΑΕΙ. Η θέση αυτή είναι αυξημένης σημασίας, σήμερα που η κυβέρνηση δείχνει να συμφωνεί με τις συντηρητικές δυνάμεις, που ’χουν ανοίξει ολομέτωπο αγώνα ενάντιά τους, κατ’ αρχήν για την αποδυνάμωσή τους. Δυνάμεις που θέλουν τη μετατόπιση της συζήτησης και πολύ περισσότερο τη λήψη απόφασης για σοβαρά θέματα των ΑΕΙ (όπως θεσμικά, περιε-
38
χομένου και οργάνωσης σπουδών, έρευνας) σε κέντρα έξω απ’ αυτά και μακριά από κάθε δημοκρατικό έλεγχο. Τα συμμετοχικά όργανα και με τη σταθερή και δημιουργική παρουσία όλων των εκλεγμένων κομμουνιστών, πρέπει να αποκτήσουν ουσιαστική λειτουργία. Αντί της σημερινής συχνά τυπικής. Να εξασφαλιστεί σ’ αυτά απόλυτη διαφάνεια. Να δημιουργηθούν συνθήκες γόνιμου διαλόγου, στην υπηρεσία των μαζικών κινημάτων στα ΑΕΙ, κι όχι σε αντιπαράθεση μ’ αυτά. Δεν θα πρέπει, ούτε μπορούν, να υπάρχουν για τους φορείς και τα μέλη των ΑΕΙ απόρρητα. Επίσης, προτείνουμε δίπλα στο ΣΑΠ και για την υποβοήθηση της ουσιαστικοποίησης της λειτουργίας του, τη δημιουργία Ακαδημαϊκού Συμβουλίου από μέλη του ΔΕΠ, που θα συμθάλουν στην επιστημονική τεκμηρίωση συνολικά και κατά ομάδες σχολών των προβλημάτων ανάπτυξης των ΑΕΙ.
Βασικό συστατικό για την ανάπτυξη της επιστήμης είναι η εξασφάλιση όσο το δυνατό πιο δημοκρατικών δομών στις εκπαιδευτικές διαδικασίες, κι ακόμα περισσότερο στη διοίκηση των ΑΕΙ. Το βάθε- μα της δημοκρατίας στα ΑΕΙ, χωρίς ισοπεδωτικές απλουστεύσεις απαιτεί καλύτερη και πιο σταθερή ανάπτυξη των μαζικών κινημάτων σ’ αυτό. Ιδιαίτερα αδύναμη καταγράφεται η συνδικαλιστική παρουσία του ΔΕΠ, παρά το γεγονός ότι οξύνονται τα μισθολογικά του προβλήματα, τα ζητήματα ιατρικής περίθαλψης, πολιτιστικής δράσης και πριν απ’ όλα της παραπέρα επιστημονικής τους κατάρτισης. Προβλήματα που οξύνονται ακόμα περισσότερο και για τους άλλους - εκτός ΔΕΠ - εργαζόμενους στα ΑΕΙ.
Σημαντικά προβλήματα προκύπτουν στη σύνθεση και λειτουργία των συμμετοχικών οργάνων. Το κόμμα μας ήταν πάντα και είναι υπέρ της ισότιμης και δραστήριας συμμετοχής σε τέτια όργανα όλων των παραγόντων ενός κοινωνικού χώρου. Τόνιζε και τονίζει ότι η συμμετοχή σε τέτια όργανα δεν είναι αυτοσκοπός, ούτε πολύ λιγό- τερο μπορεί να αντιτίθεται στα μαζικά κινήματα, αλλά πρέπει να γίνεται δημιουργική πάλη σ’ αυτά, να τα στηρίζει και στον τομέα τους να τα εκφράζει. Σ’ αυτή τη βάση, είμαστε ενάντια σε νομικίστικες απαγορεύσεις, που το δικαίωμα συμμετοχής από πολιτικό - κοινωνικό ζήτημα, πάει να τ’ αναγάγει σε θέμα ειδικών. «Λογική», δηλαδή με την οποία αποκλείεται ουσιαστικά η δημιουργία οποιουδήποτε είδους συμμετοχικών οργάνων, αφού σε κάθε ζήτημα θα υπάρχει κάποιος πιο ειδικός από τους υπόλοιπους ή που οδηγεί σε ελιτίστικες - αντιδραστικές αντιλήψεις, σύμφωνα με τις οποίες, κάποιοι δικαιούνται αποκλειστικό λόγο για ζητήματα πρωτεύοντα, στα οποία υποτίθεται είναι οι πιο ειδικοί, αλλά και σε ζητήματα, που ’ναι άλλοι πιο ειδικοί επειδή αυτά θεωρούνται δεύτερης «στάθμης», ενώ άλλοι δικαιούνται να ’χουν γνώμη μόνο σε αυτά τα δευτερεύοντα ζητήματα.
39
Απ' αυτήν την άποψη, επιμένουμε στη συμμετοχή των φοιτητών με πλέρια δικαιώματα, σ ' όλες τις πανεπιστημιακές διαδικασίες. Οι νέοι άνθρωποι, μπορεί να μην ξέρουν πάντα το σωστό - σάμπως το ξέρουν οι καθηγητές όλοι και πάντα; - ξέρουν όμως ή τουλάχιστον το νιώθουν τι είναι σημαντικό, για το μέλλον, το δικό τους και του τόπου. Ξέρουν ποιοι είναι σήμερα και σε σημαντικό θαθμό τι πρέπει να γίνουν το 2000. Η παρουσία τους είναι όρος ζωής και ανανέωσης των ΑΕΙ. παράγοντας πάλης ενάντια στη ρουτίνα και το βόλεμα, σημαντικός συντελεστής του μετώπου της πάλης ενάντια στις αντιλαϊκές προσπάθειες κρατικομονοπωλιακής ρύθμισης της υποθάθμι- σης ή και υποταγής των ΑΕΙ σε τρίτους.
Είναι γνωστό, ότι οι φορείς της πλήρους υποταγής των ΑΕΙ στα μεγάλα συμφέροντα, εδώ και καιρό, έχουν ανοίξει μέτωπο στα δημοκρατικά δικαιώματα των φοιτητών, ιδιαίτερα μέσω των σελίδων του Οικονομικού Ταχυδρόμου, και της νεοσυντηρητικής Εποπτεϊας. Στόχος τους να χρεώσουν την κρίση των ΑΕΙ στο φοιτητικό δημοκρατικό κίνημα και τα συμμετοχικά του δικαιώματα.
Οι κατηγορίες είναι ότι οι φοιτητές δεν διαβάζουν, (ενώ, αν τυχόν διαβάζουν, «ντρέπονται» να το πουν).1 Οτι είναι αδιάφοροι και υπεύθυνοι για τη χαμηλή ποιότητα των ΑΕΙ,2 αφού είναι «αρχι- τεμπέληδες»* και δρουν μόνο προκειμένου να «ικανοποιήσουν τα συντεχνιακά τους συμφέροντα», πριν απ' όλα την εξασφάλιση «διευκολύνσεων» στις σπουδές.4 Γ ι' όλα αυτά τα κακά φταίει τάχα «η έμμονη ροπή του έλληνα προς τη ραθυμία».Πρόκειται για το γνωστό νεοσυντηρητικό αίτημα.5 Οι φοιτητές κατηγορούνται ακόμα ότι θέλουν «να επιβάλουν τη βούληση της μειοψηφίας στην πλειοψηφία».6
1. Βλ. Παν. Δρακόπουλος, Σημειώματα περ. Εποπτεία. Φλεβάρης 1986, σελ. 159-168. εδώ σελ. 163.
2. I. Τσιμαρας, «Ο κομμουνισμός έχει διαβρώσει τους περισσότερους φοιτητές», Ο ικονομικός Ταχυδρόμος. 11.12.86, σελ. 62-64.
3. Υπογράμ. του Α. Βλ. στο Αλ. Βλάχος, «Ούτε "προοδευτικοί" ούτε “σύγχρονοι..."». Οικ. Ταχυδρόμος, 28.8.86, σελ. 51-53, εδώ σελ. 52.
4. Βλ. I. Σακκά. «Ανωτάτη Παιδεία: Στο ναδίρ». Π ολιτικά θέματα , αρ. 4591, 18-24.4.86. σελ. 30-32.
5. Στο ίδιο σελ. 31.6. Γ. Μαρίνου, «Μας ανησυχεί η περίεργη μονόπλευρη ανησυχία...» Οικ.
Ταχυδρόμος. 11.12.86, σελ. 3,6, εδώ σελ. 3. Στο ίδιο άρθρο ο Γ. Μ αρίνος, χωρίς καμιά δημοσιογραφική δεοντολογία, μας καταλογίζει απόψεις, που ποτέ μας δεν διατυπώσαμε. και που στην πραγματικότητα είναι απόψεις της Ν εολαίας του ΠΑΣΟΚ και του «Εσωτερικού». Εμείς ποτέ δεν είπαμε ότι οι «καθηγητές είναι οι εκμεταλλευτές». Οτι υπάρχουν καθηγητές αντιδραστικών απόψεων, όπως εξάλλου και φοιτητές, είναι άλλο πράγμα από την πασόκικης και νεοδημοκρατικής έμπνευσης αντίληψη ότι ο αντίπαλος του φοιτητικού κινήματος είναι οι καθηγητές κι όχ ι τα
40
Γενικότερα υπάρχει η εκτίμηση, από αντιδραστικούς κύκλους, ότι τα προβλήματα των ΑΕΙ έχουν σαν αφετηρία «τα άρθρα του νόμου πλαίσιου για την παιδεία που δίνουν την απόλυτη πλειοψηφϊα στις εκλογές των πανεπιστημιακών αρχών στους φοιτητές»... με αποτέλεσμα «η ανεξαρτησία του διδακτικού σώματος να υπονομεύεται» και ο διδάσκων να «μην μπορεί να λέει ούτε την αλήθεια».' Πρόκειται - συνεχίζουν - για «βόμβα» σε βάρος των Α Ε Ι,2πράγμα που οδηγεί «τα πανεπιστήμια στη διάλυση» τα παραδίνει «στις διάφορες οργανωμένες συντεχνίες και συμ-φορείς»3 και στο χάσιμο από το φοιτητικό κίνημα της «αυτονομίας» του, και τη μετατροπή του σε «περιθώριο».4 Στον προσδιορισμό πλέον «των φοιτητικών αιτημάτων, φοιτητικά αιτήματα με γνώμονα την αμάθεια και ανεπάρκεια (ακόμα και διοικητική)» των εκπροσώπων του φοιτητικού κινήματος.5
Η αστική τάξη μίλησε. Μ’ όλη τη χυδαιότητα των στενών της συμφερόντων, διατύπωσε τις θέσεις: Ό λο ι αυτοί, οι αντίπαλοί μου, δουλεύουν σταθερά ενάντια στα συμφέροντά μου, τα βάζουν σε κίνδυνο. Πώς τα καταφέρνουν και κάνουν τόσο καλή δουλιά σε βάρος μου; Μα είναι απλό. Είναι «τεμπέληδες», «ανίκανοι», «αμαθείς». Τα ΑΕΙ έχουν κρίση. ΓΓ αυτήν δεν φταίει πριν απ’ όλα, κύρια το περιεχόμενό τους, η έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής, η κρίση της ίδιας της κοινωνίας, αλλά τα δημοκρατικά στοιχεία στα ΑΕΙ, που δεν επιτρέπουν στη μεγάλη αστική τάξη να επιβάλει τη θέλησή της Γ Γ αυτό τις δημοκρατικές κατακτήσεις της πανεπιστημιακής κοινότητας, τις νιώθει η τελευταία σαν έναν στενό κορσέ. ΓΓ αυτό και το θράσος της να καταγγέλει τη δημοκρατική πλειοψηφϊα στα ΑΕΙ, ότι με την παρουσία της, κρατά τη μειοψηφία σε μειοψηφία, ενώ αν έπαιρνε δρόμο, θα μπορούσε η μειοψηφία, μόνη της, πιστέψτε μας.
μονοπώλια, η ΕΟΚ και η κυβερνητική πολιτική. Η συνειδητή αυτή διαστρέβλωση (σελ. 6) γίνεται γιατί ο Γ.Μ. αρέσκεται να θεωρεί τους κομμουνιστές σαν τις ακριβές της Βίβλου (αιτίες όλων των δεινών), ενώ τον εαυτό του αντιακριδολόγο σε επάρκεια.
1. Οι υπογραμμίσεις όλες του ίδιου του Γ.Α. θλ. Γ. Αλεξανδράκης, «Α περιόριστες δυνατότητες». Οικ. Ταχυδρόμος. 16.10.86 σελ. 32-33. Ανάλογα Μ. Ρεζάν, Ένα. 21.8.86.
2. Βλ. Θ. Καλκάνης, «Το προβληματικό παρόν και το άγνωστο μέλλον...», Οικ. Ταχυδρόμος. 13.11.86. σελ. 31-32, εδώ σελ. 31.
3. Κύριο σχόλιο της Κ αθημερινής με τ ίτλο «Σύνταγμα, Υ πουργείο και ΑΕΙ»,17.11.86.
4. Βλ. Θ. Καλούδης. «Π οιος θυμάται το φο ιτητικό κίνημα;». Ένα. τεύχος 16,17.4.86. σελ. 15.
5. Γ. Μ αρίνος, «Νέες συγκλονιστικές καταγγελίες». Οικ. Ταχυδρόμος.30.10.86. σελ. 53-54.
41
χωρίς τη βοήθεια τρίτων, να μετατραπεί σε πλειοψηφία... όσο για την έλλειψη αλήθειας από τους σκοταδιστές διδάσκοντες, δεν τους φταίνε οι φοιτητές, όπως ήδη δείξαμε, αλλά το σύστημα.
Αντίθετα, ο καλύτερος δρόμος για να επιδρούν οι φοιτητές θετικά και αποτελεσματικά στο περιεχόμενο και στην οργανωτική διαμόρφωση της εκπαίδευσης, είναι να μπορούν να έχουν γνώμη ποιος και πώς να τους εκπαιδεύει, πού πρέπει να ’ναι το βάρος στην έρευνα, πώς να απασχολούνται δημιουργικά στη διάρκεια της εκπαίδευσής του. πώς θα γίνεται η κατανομή των κονδυλίων. Ό ποιος φωνάζει ό τ ι τάχα αποκλειστικά οι φοιτητές και μόνο, αποδιοργανώ- νουν τα ΑΕΙ - χωρίς να αποκλείουμε την ύπαρξη και φοιτητών με αρνητική στάση, όπως εξάλλου και καθηγητών - με τέτια επιχειρήματα. αποκαλύπτει τα πραγματικά αντιδημοκρατικά συμφέροντα που υπερασπίζεται. Τα συμφέροντα δηλαδή εκείνων των δυνάμεων που δεν είναι διατεθειμένες να ανεχθούν ούτε επιμέρους εκδημοκρατι- σμούς, που αρνούνται και στα εργοστάσια τα δικαιώματα των εργατών.
Μ' όσα ειπώθηκαν είναι ολοφάνερο, πώς αντιδρά η αντίδραση στα αιτήματα για ουσιαστική συμμετοχή, μ' όλα τα δικαιώματά τους, των εργαζομένων που δεν ανήκουν στο ΔΕΠ. Με αποφάσεις δικαστηρίων, φτάσαμε στο σημείο, οι διοικητικοί να αποκλείονται από την εκλογή του πρύτανη, που δεν είναι ο επικεφαλής επιστήμονας ενός ινστιτούτου αλλά ο επικεφαλής της διοίκησης των ΑΕΙ.
Στο πιο πάνω δημοκρατικό αίτημα απαντά το γνωστό επιχείρημα για το «θυρωρό», καθώς και το λεγόμενο «φάντασμα της καθαρίστριας». «Πώς», μας λένε, «θα βάλουμε μια καθαρίστρια να λύνει επιστημονικά ζητήματα;» Κανείς όμως και πουθενά δεν ζητά τη διαμόρφωση ενός τέτιου συσχετισμού που να δίνει τη δυνατότητα στους εργαζόμενους στα ΑΕΙ, μη εκπαιδευτικούς να επιβάλουν κάτι τέτιο. Ό ποιος όμως χρησιμοποιεί τέτια επιχειρήματα, μας δείχνει απλά τι θα ’κανε εκείνος αν ήταν καθαρίστρια. Μόνο που οι εργαζόμενοι στα ΑΕΙ είναι πιο έξυπνοι απ’ αυτούς. Ξέρουν γιατί και πού θα ’βαζαν υποψηφιότητα και θα δούλευαν, για ποιον και πότε θα ’χαν γνώμη.
Τέτιες αντιλήψεις στα ΑΕΙ έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση απ’ αυτήν που υποτίθεται ότι φοβούνται οι εραστές της παλιάς έδρας. Οι μη άμεσα εκπαιδευτικές και ερευνητικές λειτουργίες των ΑΕΙ και η τελειοποίησή τους (από τις βιβλιοθήκες μέχρι τα εργαστήρια) είναι ένα επιστημονικό πρόβλημα, που απαιτεί επιστημονική αντιμετώπιση. Αυτό όμως δεν μπορεϊ να γίνει από επιστήμονες που δεν αναγνωρίζουν το πρόβλημα και βλέπουν «φαντάσματα». Που θέλουν τις ικανότητες των «υπηρετών» στα ΑΕΙ να τις εμφανίζουν σαν δικές τους. Που θέλουν να αποκλείσουν
42
αυτούς που ’χουν πιο μόνιμη απ’ όλους τους άλλους και σταθερή σχέση και γνώση, με σειρά προβλημάτων οργάνωσης και διοίκησης των ΑΕΙ, όπως έχουν στα εργοστάσια και οι εργάτες των μηχανών και όχι μόνο οι μηχανικοί σχεδιασμού τους.
9. ΑΜΕΣΗ ΑΝΑΓΚΗ: ΜΟΡΦΩΣΗ ΚΑΙ ΕΚΔΗΜΟΚΡΑΤΙΣΜΟΣ ΣΤΑ ΑΕΙ
Εμείς, δεν παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι και οι φοιτητές και το προσωπικό, ακόμα και στις σημερινές συνθήκες, πρέπει και μπορούν να ανεβάσουν το μορφωτικό τους επίπεδο, να καταβάλουν ακόμα πιο πολλές φιλότιμες ατομικές προσπάθειες. Το αντίθετο. Αυτό που εμείς υπογραμμίζουμε είναι ότι αυτές οι προσπάθειες πρέπει να γίνουν παρά και ενάντια στην κρίση των ΑΕΙ, να ενταχθούν στην πάλη για θετικές αλλαγές στα ΑΕΙ. Απλά δηλαδή απορρίπτουμε κατηγορηματικά την αντίληψη που θέλει να εμφανίσει ορισμένα αρνητικά φαινόμενα και εκδηλώσεις της σημερινής κατάστασης, και σειρά καταστάσεων σαν τις δήθεν γενεσιουργές αιτίες της κρίσης στα ΑΕΙ.
Οι φοιτητές και εκπαιδευτικοί, κατά τη γνώμη μας, πρέπει να παλεύουν για περισσότερη μόρφωση, ώστε τα προσόντα που αποκτούν απ’ αυτήν, να τους επιτρέπουν τη σύνδεση με την παραγωγή, την παραπέρα ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους, τη συμμετοχή τους στην κοινωνική ιδιοποίηση της πολιτιστικής δημιουργίας και του κοινωνικού πλούτου.
Να εξασφαλίζουν ο καθένας από την πλευρά του και με την προσπάθειά του το δέσιμο της διδασκαλίας, της επιστημονικότητας των σπουδών, της έρευνας. Έ τσι ώστε ο φοιτητής να διευρύνει τον τρόπο σκέψης του. Να αναπτύσσει την ικανότητά του στην κοινωνική πράξη. Ό που πράξη σημαίνει, όχι μόνο την παραγωγή με τη στενή της έννοια, αλλά την παραγωγή και αναπαραγωγή όλων των συνθηκών ζωής. Την κατάκτηση κατά συνέπεια όχι απλώς επιμέρους γνώσεων, αλλά και επιστημονικών θεωριών και μεθόδων γνώσης, γνώση των νόμων ανάπτυξης της κοινωνίας, της φύσης και των μεταξύ τους σχέσεων, τις τεχνικές μέθοδες εργασίας, να ’ναι σε θέση να επιμορφώνεται στο επάγγελμα.
Αντί των σημερινών μαζικών μαθημάτων, να εξασφαλίζουν νέες δυνατότητες για συλλογικές εργασίες σε μικρές ομάδες και προοδευτικές μέθοδες διδασκαλίας, καθώς και την περιοδική επιμόρφωση μετά την αποφοίτηση των φοιτητών.
Να παλεύουν εκπαιδευτικοί και φοιτητές για καλύτερη γενική μόρφωση και ειδίκευση. Ό χ ι οικονομίστικα, απλά σαν μια οικονομική απαίτηση, αλλά σαν ένα αίτημα που εκφράζει και την παρουσία πολιτικής αντίληψης. Στο διπλό χαρακτήρα της εργατικής δύναμης.
43
απαντούμε με την ανάγκη για ικανότητες και μορφωτικά προσόντα διπλού χαρακτήρα, τόσο επαγγελματική ικανότητα όσο και δημοκρατική, κοινωνικά προοδευτική γενική αντίληψη. Τα μορφωτικά προσόντα τα θέλουμε, όχι απλά σαν επαγγελματικό προσόν, κάτι τέ- τιο θα ’ταν χειροτεχνισμός, αλλά και σαν στοιχείο συνολικής κοινωνικής προόδου, τμήμα της ίδιας της πολιτιστικής πολιτικής πάλης και της κουλτούρας μας. Η κατάκτηση μέσω των σπουδών αυτών των διπλών ικανοτήτων - προσόντων, είναι ένα αίτημα - στόχος και αντι- μονοπωλιακής κατεύθυνσης, στρέφεται ενάντια στη μορφωτική «γραμμή» του μεγάλου κεφαλαίου, μπορεί και πρέπει να προσανατολίζει στη συνεργασία με το εργατικό κίνημα. Ό χι σαν μια συντεχνιακή αντίληψη για την προώθηση κάποιων προνομίων της πνευματικής εργασίας, αλλά για να βρίσκει σ την επιστήμη το προλεταριάτο μια μηχανή κίνησης της κοινωνίας και η επ ιστήμη στο προλεταριάτο τον απελευθερωτή της. Αυτό σημαίνει εκτός των άλλων την πάλη και για την προώθηση, διάδοση και εκλαΐκευση στα ΑΕΙ της μόνης αληθινά επιστημονικής κοσμοθεωρίας του μαρξισμού - λενινισμού. Τη συμβολή μας για να αναπτύξει την ικανότητά της να αφομοιώνει δημιουργικά τα επιτεύγματα όλων των επιστημών στα ΑΕΙ. Το ότι τα ΑΕΙ κυριαρχούνται από την αστική κοσμοθεωρία δεν σημαίνει ότι δεν προάγουν ποτέ και με κανέναν τρόπο την επιστήμη. Κάθε άλλο. Το πρόβλημα δεν είναι ότι δεν υπάρχει ανάπτυξη και πρόοδος της γνώσης σ’ αυτά, και ακόμα περισσότερες δυνατότητες. Το πρόβλημα είναι οι στόχοι και οι μορφές που επιβάλλει το ΚΜΚ σύστημα και τα μονοπώλια στην πρόοδο της γνώσης. Το γεγονός ότι όλο και πιο πολύ, βρίσκονται σε αντίθεση με το ουμανιστικό νόημα επιστημονικής εργασίας και μόρφωσης. Αναμφίβολα, οι κυρί&ρχοι κύκλοι της ελληνικής κοινωνίας προτρέπουν την επιστήμη σε ανάπτυξη, μέτρο όμως μιας τέτιας προτροπής είναι το κέρδος και όχι η ικανοποίηση των αναγκών της κοινωνίας. Μια τέτια «προτροπή» οδηγεί σε κρίση τα ΑΕΙ και την επιστήμη, έστω κι αν απατηλά προσπαθεί να εμφανίσει αυτήν την κρίση σαν κρίση αξιών και όχι του ΚΜΚ συστήματος. Βάζει δεσμά και αλληλοαπομονώνει τις επιμέρους επιστήμες και την τυχόν ανάπτυξή τους. Γ Γ αυτό αξίζει να κατακτήσουμε όλες τις παρεχόμενες επιστημονικές γνώσεις και να τις απαλλάξουμε από τη στενή οπτική γωνία, των ξεπερασμένων αστικών θεωριών, προϊόντων ταξικών συμφερόντων.
Το δικαίωμα στη μόρφωση, είναι σήμερα βασικό ανθρώπινο δικαίωμα. Η διεύρυνσή του, αποτελεί πεδίο ανάπτυξης των κοινών συμφερόντων ανάμεσα στην πανεπιστημιακή κοινότητα και το εργατικό κίνημα. Κοινά συμφέροντα που συνδέονται με την κοινή πρόθεση να βοηθήσουν ο καθένας από πλευράς του στην ανάπτυξη της επιστή
μης, στον εκσυγχρονισμό των σπουδών και στην έκφραση στο περιεχόμενό τους των αναγκών της κοινωνίας. Επιδιώκει η επιστήμη, τα ΑΕΙ, να υπηρετούν την επιστημονική αλήθεια, τη γνώση και εφαρμογή της, σαν μοχλό κοινωνικής προόδου και εξασφάλισης μέσω όλων αυτών, της θετικής λύσης του πρωταρχικού προβλήματος της κοινωνίας, της ειρήνης.
Το δικαίωμα στη μόρφωση είναι ένα δημοκρατικό δικαίωμα. ΓΥ αυτό η πάλη στα ΑΕΙ είναι και πάλη για την υπεράσπιση και προώθηση των δημοκρατικών κατακτήσεων της πανεπιστημιακής κοινότητας. Είναι πάλη για ένα δημοκρατικό περιεχόμενο στην έρευνα και διδασκαλία. Απαιτεί την κοινωνική ασφάλιση της πανεπιστημιακής κοινότητας και την υλικοτεχνική εξασφάλιση των ΑΕΙ.
Η πάλη για πραγματικά δημοκρατικά ΑΕΙ θα υλοποιείται σε αλληλεπίδραση με τις δημοκρατικές αλλαγές σ’όλες τις σφαίρες κοινωνικής δράσης, μέσα από τη συμμαχία φοιτητών - πανεπιστημονικής κοινότητας - κινημάτων της αλλαγής - εργατικής τάξης, των μαζικών τους οργανώσεων. Βασικοί στόχοι μιας τέτιας συμμαχίας στα ΑΕΙ, θα πρέπει να είναι:
Ο δημοκρατικός έλεγχος των ΑΕΙ, της λειτουργίας και των δραστηριοτήτων τους, απ’όλη την πανεπιστημονική κοινότητα και τους εργαζόμενους. Για το δυνάμωμα της αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ, ενάντια στις προσπάθειες παρέμβασης του κράτους, και ακόμα περισσότερο ενάντια στις άμεσες παρεμβάσεις των μεγάλων συμφερόντων μέσω και ρυθμίσεων ΕΟΚικής έμπνευσης. Τα ΑΕΙ σε συνεργασία με την κοινωνία και όχι με εξωπανεπιστημιακά αντιλαϊκά ιδιωτικά συμφέροντα μπορεί και πρέπει να καθορίζουν τους στόχους και το περιεχόμενο της δράσης τους. Δεν είναι δυνατό το συμφέρον των ΑΕΙ να ταυτίζεται με αυτά του μεγάλου κεφαλαίου - και στη διαμόρφωση αποστάσεών τους από τις ανάγκες των εργαζομένων.
Αυτονομία και αυτοδιοίκηση των Α Ε Ι δεν σημαίνει ελευθερία δηλαδή αυθαιρεσία, από την κοινωνική υπευθυνότητα, αλλά απαλλαγή δηλαδή απελευθέρωση, από τα κυρίαρχα συμφέροντα του καπιταλισμού. Πρέπει να κατανοούνται σαν η μεγάλη ευκαιρία, τα ΑΕΙ να εξυπηρετούν τους εργαζόμενους, την επιστήμη και την αλήθεια.
Δημοκρατία στα Α Ε Ι σημαίνει ισότητα δικαιωμάτων συμμετοχής όλων όσων δρουν σ ' αυτά, σ ' όλα τα ζητήματα, χωρίς ισοπέδω- ση αρμοδιοτήτων και ικανοτήτων. Σημαίνει κατοχύρωση και εξασφάλιση των δικαιωμάτων των συλλογικών οργανώσεων των φοιτητών, του ΔΕΠ και του υπόλοιπου προσωπικού των ΑΕΙ.
Δημοκρατία στα ΑΕΙ, σημαίνει δημοκρατικός σχεδιασμός και έλεγχος της έρευνας. Η έρευνα και η επιστήμη δεν είναι πια ιδιωτική υπόθεση των ατομικών επιστημόνων και πολύ λιγότερο μπορεί
45
να 'ναι υπόθεση των μεγάλων ιδιωτικών συμφερόντων. Το ζήτημα γιά ποιους στόχους γίνεται η χρήση τους και πώς θα ελεγχθούν οι κοινωνικές επιπτώσεις τους είναι ένα ζήτημα επιβίωσης της κοινωνίας.
Ό χ ι στην προώθηση της έρευνας και διδασκαλίας που εξυπηρετεί καταστροφικούς και κατασταλτικούς - εκμεταλλευτικούς στόχους. Να δοθεί προτεραιότητα σε τέτιες επιστήμες, όπως η Ιατρική και η πρόληψη των ασθενειών, η πολεοδομία και μηχανική οικοδομών, η προστασία του περιβάλλοντος, η αξιοποίηση του ορυκτού και θαλάσσιου πλούτου της χώρας. Στις τέχνες. Στην παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας, στις γεωτεχνικές επιστήμες, στην ηλεκτρονική, πληροφορική και βιοτεχνολογία, στις νέες πηγές ενέργειας, για ειρηνικούς σκοπούς, στην παιδαγωγική και διδακτική. Εξασφάλιση κονδυλίων έρευνας για όλους τους επιστήμονες, που δρουν στα ΑΕΙ, χωρίς εκ των προτέρων προσδιορισμό, από τους χρηματοδότες, του αποτελέσματος και της μεθόδου της έρευνας.
Δημοκρατία στα ΑΕΙ, σημαίνει ύπαρξη ισότιμων και μόνο ΑΕΙ. Να μη ν επιτραπεί η ύπαρξη ιδιωτικών ή διατήρηση των παραρτημάτων Α Ε Ι των μητροπόλεων του ιμπεριαλισμού που ήδη λειτουργούν παράνομα στη χώρα. Ό χ ι σ’ αυτούς που θέλουν να φτιάξουν ερευνητικά κέντρα και ΑΕΙ, πολλών κατηγοριών, με ανταγωνιστικές μεταξύ τους σχέσεις. Σ’ όλα τα ΑΕΙ και ερευνητικά κέντρα να ισχύουν οι δημοκρατικές ρυθμίσεις που αναφέρουμε. Προώθηση της επιστη- μονικοποίησης της εκπαίδευσης σ’ αυτά, άρα και σύνδεση της διδασκαλίας με την έρευνα, αλληλοδιαπλοκή και αλληλοεπίδραση του εκπαιδευτικού με το ερευνητικό έργο. Ό χ ι στη διάσπαση των ΑΕΙ και του ΔΕΠ σε τμήματα διδασκαλίας σ’ αντίθεση μ’ αυτά της έρευνας.
Δημοκρατία στα Α Ε Ι σημαίνει πλάτεμα και βάθεμα της επιστη- μονικότητας της εκπαίδευσης, μέσω νέων, δημοκρατικότερων μορφών και περιεχομένου διδασκαλίας. Ό χ ι στις σπουδές διαφορετικών ταχυτήτων που δίνουν στους αποφοίτους μας διαφορετικές ικανότητες και προσόντα. Οι αναγκαίες διαφοροποιήσεις στη φοίτηση πρέπει να στηρίζονται στις ενιαίες αρχές και απαιτήσεις για την επιστημονικότητα και τον δημοκρατισμό της παρεχόμενης μόρφωσης. Ανάλογα και οι μορφές των εξετάσεων πρέπει να ’ναι τέτιες που να λειτουργούν όχι σαν μέσο καταπίεσης αλλά ελέγχου των γνώσεων και σαν ευκαιρία επανάληψής τους.
Για τη δημοκρατική και επιστημονική ανασυγκρότηση των ελ ληνικών ΑΕΙ, απαιτείται η αξιοποίηση των συμμετοχικών τους οργάνων σε συνδυασμό με την ανοιχτή μαζική πάλη. Κατανόηση των μεθόδων και στόχων της πολιτικής συμμαχιών στο πανεπιστήμιο και των δημοκρατικών πανεπιστημιακών κινημάτων με το εργατικό
46
κίνημα, μέσω και της καλύτερης συνδικαλιστικής τους οργάνωσης. Η αντικειμενική βάση για τις ενδοπανεπιστημιακές συμμαχίες, και του δημοκρατικού πανεπιστημονικού κινήματος με το εργατικό κίνημα, έχει διευρυνθεί ουσιαστικά. Αυτό είναι και αντικειμενικό ε- ξαιτίας της μαζικοποίησης των ΑΕΙ, του σημερινού κοινωνικού ρόλου και εισοδήματος των πιο πολλών μελών του ΔΕΠ, της παρουσίας της εργατικής τάξης, του λεγόμενου μη επιστημονικού δηλαδή προσωπικού, μέσα στα ίδια τα ΑΕΙ, τις επιπτώσεις της ΕΤΕ, όπως η προλεταριοποίηση σημαντικών τμημάτων της διανόησης και η άνοδος του μορφωτικού επιπέδου της εργατικής τάξης. Σ’ αυτή τη βάση διευκολύνεται σήμερα η οργανωμένη πάλη των κομμουνιστών, για την κατανόηση απ’ όλους αυτούς τους συντελεστές, των αντικειμενικά υπαρκτών κοινών συμφερόντων. Έ τσι ώστε τα ΑΕΙ, η έρευνα και διδασκαλία σ’ αυτά, η επιστήμη, να αναπτυχθούν ορθολογικά και ωφέλιμα για την κοινωνία. Να ’ναι αποτελεσματικά, να αναδείχνουν τα προβλήματα, να προτείνουν λύσεις γ ι’ αυτά στην κοινωνία και, με κριτήριο την πράξη, να στρατεύονται για την υλοποίηση αυτών των λύσεων.
Ό πω ς τόνιζε ο Λένιν, στη «συμμαχία επιστήμης, προλεταριάτου, τεχνικής, δεν θα μπορέσει να αντισταθεί καμιά δύναμη και εξουσία, ακόμα και η πιο σκοτεινή».
47
Εισήγηση
ΦΟΙΤΗΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ
ΠΑΝΟΣ ΜΑΥΡΟΕΙΔΗΣ, μέλος του ΚΣ της ΚΝΕ,
γραμματέας της Σπουδάζουσας
Φίλοι και φίλες,σύντροφοι και συντρόφισσες,Αυτή η σύντομη παρέμβαση δεν έχει στόχο να φωτίσει τη σημε
ρινή κατάσταση στην ανώτατη εκπαίδευση ή να δόσει τις βασικές πλευρές της πολιτικής του Κόμματος γι' αυτήν. Αλλωστε αυτό με πληρότητα αναπτύχθηκε από την κεντρική εισήγηση του σ. Ν. Κο- τζιά. Κυρίως θέλουμε να σταθούμε σε μερικές πλευρές που έχουν να κάνουν με τη σημερινή θέση και συμπεριφορά των φοιτητών - στο φόντο της όξυνσης των προβλημάτων στην ανώτατη εκπαίδευση - τη δράση και τις προοπτικές του φοιτητικού κινήματος και των κομμουνιστών φοιτητών. Αφετηρία και βάση γ ι’ αυτό έχουμε τις εκτιμήσεις για το κίνημα της νεολαίας που περιέχονται στις θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 12ο Συνέδριο και τις κατευθύνσεις της 8ης Συνόδου του ΚΣ της ΚΝΕ για το χτίσιμο του Ενιαίου Μετώπου Πάλης της νεολαίας.
Με την ολίσθηση της κυβέρνησης σε όλο και πιο συντηρητικές κατευθύνσεις, με την προώθηση στα ΑΕΙ των μέτρων ΕΟΚικής μονοπωλιακής προσαρμογής - που αναπτύχθηκαν στην κεντρική εισήγηση - και με την ένταση της οικονομικής της ασφυξίας, οξύνονται τα προβλήματα ζωής και σπουδών των φοιτητών, αποκτά μια νέα διάσταση το θέμα της αυριανής προοπτικής τους.
Περισσότερο από άλλες φορές, ακόμα και τους πρωτοετείς φοιτητές που μόλις μπήκαν στο πανεπιστήμιο απασχολεί το θέμα του δικαιώματος στην ολοκληρωμένη γενική μόρφωση και ειδίκευση, υπάρχει η ανησυχία τι θα γίνει μετά το πανεπιστήμιο. Οι επιδιώξεις της ΕΟΚ που προωθεί γοργά η κυβέρνηση, που οδηγούν στη δημιουργία «παιδείας δυο ταχυτήτων» γίνονται αντιληπτές από τη συντριπτική πλειοψηφία των φοιτητών μέσα από διάφορους δρόμους.
Στη βάση αυτών των οξυμένων προβλημάτων και με την επιδρά-
ση θέθαια της αναπτυσσόμενης δράσης του φοιτητικού κινήματος νέες μάζες φοιτητών ριζοσπαστικοποιούνται, αμφισβητούν την υπάρχουσα κατάσταση, ψάχνουν τις αιτίες της, έχουν διάθεση για πάλη. Αυτή η τάση θέθαια δεν είναι ευθύγραμμη συνοδεύεται και από αντιφατικά ή και αρνητικά φαινόμενα συμπεριφοράς.
Μπορεί να βρίσκει έδαφος και η συντηρητική άποψη της ατομικής πρόκρισης «μέσα στους πολλούς», ή η παθητικότητα και παραίτηση από την προσπάθεια για την κατάκτηση του δικαιώματος στη μόρφωση, ακόμα και περιπτώσεις εγκατάλλειψης των σπουδών και μάλιστα από το Α' έτος. Για παράδειγμα από τους 500 πρωτοετείς που πέρασαν φέτος στο πολιτικό τμήμα της Νομικής, οι 100 δεν γράφτηκαν καθόλου στη σχολή και από τους υπόλοιπους λιγότεροι από τους μισούς έχουν κάποια στοιχειώδη σχέση με την εκπαιδευτική διαδικασία.
Η άρχουσα τάξη σ ' αυτές τις συνθήκες και στο βαθμό που δεν καταφέρνει να δημιουργεί μέσα στους φοιτητές αντιλήψεις μαχητικής υπεράσπισης της πολιτικής της, προκρίνει την τακτική της περιθωριοποίησης των φοιτητών, το ξέκομμα από κάθε συμμετοχή στο φ ο ιτη τικ ό κ ίνημα και τη ν π ο λιτικ ή δράση. Εντείνει τη συκοφαντική εκστρατεία σε θάρος του φοιτητικού κινήματος σαν βασικού - αν όχι μόνου - υπεύθυνου για τα χάλια της εκπαίδευσης.
Έ τσι βλέπουμε ότι η άρχουσα τάξη εφαρμόζει και πάλι την παλιά δοκιμασμένη συνταγή: από τη μια μεριά η δική της πολιτική, το δικό της σύστημα, σπρώχνουν καθημερινά τη νεολαία μακριά από τη μάθηση και εδώ ας θυμηθούμε πέρα από τη γνωστή απωθητική εικόνα του σημερινού εκπαιδευτικού συστήματος, πέρα από την πολιτική της λιτότητας, που κάνει «πολυτέλεια» τη μόρφωση για πολλές λαϊκές οικογένειες, τα λόγια ανώτατου κυβερνητικού στελέχους ότι δεν είναι αναγκαίο να μορφώνονται όλοι, «αφού οι υδραυλικοί σήμερα αμοίθονται καλύτερα από τους απόφοιτους των ΑΕΙ». Ή ακόμα εκείνο το ανεκδιήγητο σλόγκαν της τηλεόρασης: «όταν δεν βλέπετε τηλεόραση διαβάστε ένα βιβλίο»!!!
Και από την άλλη πλευρά έρχεται η άρχουσα τάξη να κατακεραυνώσει τη νεολαία για απάθεια απέναντι στη μόρφωση, να χρεώσει σ ' αυτήν την ευθύνη για τα αποτελέσματα της δικής της πολιτικής.
Η επιδίωξη που έχει για φοιτητές και αποφοίτους δυο κατηγοριών δηλαδή από τη μια μεριά μιας ελίτ υψηλά ειδικευμένου επιστημονικού δυναμικού για τις ανάγκες της στην παραγωγή, την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, σε ιδεολογικά και κρατικά - διευθυντικά στελέχη και από την άλλη μιας τεράστιας μάζας μισοειδικευμέ- νου, φτηνού, χαμηλής στάθμης επιστημονικού δυναμικού που θα επιδιώκει να χρησιμοποιεί όπως θέλει, συνοδεύεται παράλληλα με μια
49
επεξεργασμένη ιδεολογική επίδραση, που έχει σκοπό να κερδίζει απόλυτα ιδεολογικά μαζί της αυτή την ελίτ, σε μια συνειδητή στάση υπεράσπισης των συμφερόντων της, και από την άλλη θέλει τους φοιτητές που καταδικάζει αντικειμενικά στην ημιμάθεια, ανθρώπους χαμηλών απαιτήσεων, παρατημένους από τη διεκδίκηση της μόρφωσης, χωρίς στοιχεία αντίστασης στην πολιτική της.
Δεν είναι τυχαίο από αυτήν την άποψη πρόσφατο δημοσίευμα του Βήματος, το οποίο αναφερόμενο στους φοιτητές που εγκαταλείπουν ή καθυστερούν τις σπουδές τους, αφενός τους ρίχνει απόλυτα την ευθύνη γ ι’ αυτό και αφετέρου μάλλον τους κολακεύει και τους παροτρύνει σε μια τέτια στάση εκτιμώντας πως ίσως «να είναι καλύτερα να κάνει κάποιος ημιτελείς σπουδές»!!
Οι κομμουνιστές φοιτητές πρέπει να είναι οι τελευταίοι που θα κλείσουν τα μάτια μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση που διαμορφώνεται σήμερα.
Σ’ αυτές τις συνθήκες είναι, πιστεύουμε, επιτακτική η ανάγκη για διεύρυνση των στόχων πάλης του φοιτητικού κινήματος, έτσι ώστε να στέκονται πιο πολύ απ’ ό,τι μέχρι τώρα στα ζητήματα του περιεχομένου, της κατάκτησης και της κριτικής αφομοίωσης της γνώσης.
Υποστηρίζουμε σταθερά ότι οι φοιτητές είναι ανάγκη - έστω και στα πλαίσια του σημερινού ταξικού εκπαιδευτικού συστήματος και παρά τις αντίξοες συνθήκες που υπάρχουν - να αφομοιώνουν τις κατακτήσεις της ανθρώπινης σκέψης. Διευρύνονται έτσι οι ορίζοντες της σκέψης τους, τονώνεται η εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους, η ε- νεργητικότητά τους, στοιχεία απαραίτητα για μια συνειδητή και σταθερή συμμετοχή στην πάλη για την κοινωνική αλλαγή. Μια τέτια θετική, ενεργητική στάση απέναντι στη μόρφωση δεν μπορεί παρά να βρίσκει την έκφρασή της και στις επιδόσεις στις σπουδές.
Το φοιτητικό κίνημα σήμερα πρέπει αποφασιστικά ν’ απαιτήσει και να παλέψει για ολοκληρωμένη μόρφωση για όλους τους φοιτητές, που θα συμβάλει στη διαμόρφωση, μιας πλούσιας δημιουργικής προσωπικότητας, ανοίγοντας μέτωπο με την παραμόρφωση της αλήθειας και της προσωπικότητας του νέου ανίθρώπου που καλλιεργεί το ταξικό εκπαιδευτικό σύστημα.
Το παραπάνω ζήτημα δένεται στενά με την ανάγκη το φοιτητικό κίνημα να συμβάλει και σ τη ν επιστημονική τεκμηρίωση - στο μέτρο του δυνατού βέβαια - των στόχων πάλης και των απαιτήσεων του λαϊκού κινήματος.
Μ ια τέτια ενεργητική στάση των φοιτητών απέναντι σ την παρεχόμενη μόρφωση θα βοηθάει, πιστεύουμε, και να γίνεται το φοιτητικό κίνημα ακόμη περισσότερο αξιόμαχη δύναμη του λαϊκού κινήματος, αλλά και να αποτελούν αύριο οι σημερινοί φοιτητές την ερ
50
γαζόμενη διανόηση που θα θέτει την επιστημονική της κατάρτιση, τη γνώση της και την αγωνιστική της διάθεση στην υπηρεσία του εργαζόμενου λαού και των κοινωνικών του αναγκών. Αντίθετα, μια αυριανή διανόηση δεύτερης και τρίτης κατηγορίας χωρίς επαρκή κατάρτιση, χωρίς απαιτήσεις και δημιουργική διάθεση για κοινωνική προσφορά, θα είναι πιο εύκολο να μπει με σκυμμένο το κεφάλι στην παραγωγή ή σ την εκπαίδευση.
Η στάση της σπουδάζουσας νεολαίας απέναντι στη μόρφωση, αποκτά λοιπόν κι αυτή την ευρύτερη διάσταση, γίνεται ζήτημα καθοριστικής σημασίας για τη συμμαχία της με την εργατική τάξη.
Μ’ αυτή την ευθύνη και την αφετηρία οι κομμουνιστές φοιτητές καθορίζουν τις κατευθύνσεις της δουλιάς τους στα ΑΕΙ, δίνουν τη μάχη για την ανάπτυξη και ενίσχυση της δράσης του φοιτητικού κινήματος.
Έχοντας υπόψη και μια σειρά γενικότερα νέα κοινωνικο-πολι- τικά δεδομένα στη ζωή και δράση της νεολαίας, χρειάζεται να δούμε πώς θα συμθάλει αποφασιστικά το φοιτητικό κίνημα στην οικοδόμηση του Ενιαίου Μετώπου Πάλης της νεολαίας όπως καθορίζεται στην απόφαση της 8ης Συνόδου του ΚΣ της ΚΝΕ.
Οι σημερινοί στόχοι πάλης των φοιτητικών συλλόγων αφορούν τα πιο καυτά προβλήματα της ανώτατης εκπαίδευσης και του φοιτητικού κόσμου. Η πολύμορφη δράση τους ασφαλώς δεν μπορεί να υποτιμηθεί. Ωστόσο, οι κομμουνιστές φοιτητές δεν μπορούν να νιώθουν κάποια αυτάρκεια. Αντίθετα, επιδιώκουμε να συμβίάλουμε στην προσέλκυση νέων τμημάτων του φοιτητικού κόσμου στη ζωή και δράση των συλλόγων, στην ενεργητική συμμετοχή τους σ’ αυτή, στην άνοδο της αυτενέργειας και της αγωνιστικής πρωτοβουλίας τους. Και εδώ δεν γίνεται λόγος για κάποιο μικρό αριθμό φοιτητών. Υπάρχουν σήμερα χιλιάδες φοιτητές, που παλιότερα ακολουθούσαν άλλες δυνάμεις, ιδιαίτερα τη Ν. ΠΑΣΟΚ, άλλοι επ ίσης νέοι σε ηλικία, χωρίς πείρα από πολιτική και μαζική δράση, που έχουν ειλικρινή αγωνία για τη σημερινή κατάσταση, για τις σπουδές τους και για τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις, έχουν γνώμη, προτάσεις και αγωνιστικές διαθέσεις.
Πώς αυτοί θα βρουν σταθερά τη θέση τους στο φοιτητικό κίνημα, θα ανεβάζουν παραπέρα την πολιτική τους συνείδηση; Η τακτική των κομμουνιστών πρέπει ν’ απαντάει σ’ αυτό το κρίσιμο ερώτημα. Προϋπόθεση βασική είναι ν’ απευθυνόμαστε μ ’ εμπιστοσύνη σ' αυτόν τον κόσμο, ανοιχτόκαρδα και συναγωνιστικά, με ειλικρινή διάθεση για ν’ αναλάθουν τις ευθύνες τους στην κοινή πάλη, με σεβασμό στη διαφορετική αντίληψη, με ενωτικό πνεύμα ισότιμου διαλόγου.
51
Σήμερα δεν είναι μόνο δική μας επιδίωξη, αλλά αναγκαιότητα και ρεαλιστική δυνατότητα, η προώθηση μιας πλατιάς αγωνιστικής ενότητας και συμπαράταξης των φοιτητών μέσα στο φοιτητικό κίνημα, πέρα από ιδεολογικές διαφορές.
Θέλοντας να συμβάλουμε σε κάτι τέτιο, απευθύνουμε και σήμερα μ ' αφορμή τη συζήτηση των κρίσιμων θεμάτων της εκπαίδευσης σ ' αυτό το Συμπόσιο, ένα προσκλητήριο διαλόγου και πάλης προς όλους τους φοιτητές που αγωνιούν για τη σημερινή κατάσταση στην ανώτατη εκπαίδευση, προς όλους τους ριζοσπάστες φοιτητές, που θέλουν ένα φοιτητικό κίνημα ακόμα πιο ζωντανό και πλούσιο στη δράση του, που να μπορεί να κάνει ακόμα πιο αποτελεσματική την πάλη για μια άλλη πορεία των ΑΕΙ, ενάντια στις ΕΟΚικές και μονοπωλιακές επιδιώξεις, που θα συμβάλει στη γενικότερη πάλη για μια λαϊκή παιδεία σε μια νέα Ελλάδα της αλλαγής.
Είναι πρόταση για μια ανοιχτή, δημιουργική συζήτηση, συσπείρωση και πάλη γύρω από τα κρίσιμα προβλήματα της ανώτατης εκπαίδευσης. Οι άμεσοι στόχοι που προτείνουμε, δεν αποτελούν επινόηση των κομμουνιστών φοιτητών, αλλά προκύπτουν από τη συμπύκνωση των ανησυχιών των φοιτητών, την πλατιά συζήτηση και το περιεχόμενο των διεκδικήσεων που έχουν γίνει. Που όμως πρέπει ν’ αναδειχτούν ακόμα πιο πολύ, να εμπλουτιστούν με τη σκέψη και τις προτάσεις και άλλων φοιτητών.
Ούτε αυτή μας η πρόταση έχει κάποιο πλατωνικό και αφηρημέ- νο χαρακτήρα. Επιδιώκουμε να πάρει σάρκα και οστά σε κάθε έτος και σχολή της Ελλάδας, έτσι ώστε ν’ ανοίξει μια πλούσια και θαρραλέα συζήτηση με χιλιάδες φοιτητές - άσχετα αν τώρα ακολουθούν ίσως άλλες δυνάμεις - να οργανώσουμε από κοινού τη δράση από δω και μπρος, να δόσουμε μαζί τους και τη μάχη των φοιτητικών εκλογών ώστε το ψηφοδέλτιο της ΠΣΚ ν ’ αποτελέσει έναν ευρύτερο πόλο συσπείρωσης ριζοσπαστών φοιτητών.συμβάλλοντας έτσι - και με την κατάκτηση απ' αυτό το ψηφοδέλτιο της πρώτης θέσης - στην εκλογή Διοικητικών Συμβουλίων (ΔΣ) των Συλλόγων, που να μπορούν ν' ανταποκριθούν στις ανάγκες της πάλης των φοιτητών σήμερα.
Ποια ζητήματα Οα μπορούσαν, κατά τη γνώμη μας. να αποτελέ- σουν ένα κοινό πλαίσιο συζήτησης και δράσης:
1. Αναμόρφωση των προπτυχιακών σπουδών, για την κατάκτηση σύγχρονης και ουσιαστικής επιστημονικής μόρφωσης. Απαίτηση ταυτόχρονα για δυο κύκλους σπουδών στην ανώτερη εκπαίδευση. Τον πρώτο, προπτυχιακό κύκλο, με νέα προγράμματα σπουδών, με περιεχόμενο τις σύγχρονες κατακτήσεις της επιστήμης και της τεχνικής, που να παρέχει την απαραίτητη ειδίκευση και να οδηγεί σε
52
πτυχίο ουσιαστικό εφόδιο για δουλιά. Δεμένο με την έρευνα, ικανό να εκπαιδεύει επιστήμονες, που να μπορούν να συμβάλουν σε μια νέα ανάπτυξη προς όφελος των εργαζόμενων.
Και ένα δεύτερο κύκλο, μεταπτυχιακό, που να οδηγεί κατευθείαν σε διδακτορικό χωρίς άλλο ενδιάμεσο τίτλο.
2. Τα προγράμματα σπουδών ν' αποφασίζονται όπως έχει κατακτηθεί μέχρι τώρα. στα τμήματα των σχολών με τη συμμετοχή φοιτητών και ΔΕΠ. Η ίδια η πανεπιστημιακή κοινότητα να έχει την ευθύνη της αναγκαίας συνεργασίας, των ανταλλαγών κλπ., με άλλα πανεπιστήμια και τη βιομηχανία, στη βάση της ισοτιμίας, της αμοιβαιότητας, χωρίς παρεμβάσεις από τρίτους στον καθορισμό των προγραμμάτων σπουδών και χωρίς την υποταγή τους στην εξυπηρέτηση των μονοπωλιακών συμφερόντων.
3. Ανάπτυξη της έρευνας μέσα στα ΑΕΙ, με την ευθύνη των πανεπιστημιακών οργάνων, με προσανατολισμό ιδιαίτερα σε τομείς χρήσιμους για μια αυτοδύναμη ανάπτυξη του τόπου.
4. Κατοχύρωση του δημόσιου χαρακτήρα της ανώτατης εκπαίδευσης ενάντια στα σχέδια ιδιωτικοποίησης που ήδη προωθούνται.
5. Μέτρα ενάντια στη μείωση της αξίας των πτυχίων, με την απόρριψη της γνωστής οδηγίας της ΕΟΚ.
6. Αποφασιστική αύξηση των δαπανών για τη δημόσια εκπαίδευση. σύμφωνα με τις προτάσεις των πανεπιστημιακών οργάνων.
7. Μέτρα ανακούφισης από την αυξανόμενη ανεργία των πτυ- χιούχων, σύμφωνα με τις προτάσεις των φοιτητικών συλλόγων, των επιστημονικών ενώσεων και με την υιοθέτηση γενικότερων προτάσεων που προβάλλει το εργατικό κίνημα.
Σ’ αυτή τη βάση αντικρούουμε τις επιδιώξεις της ΕΟΚ και της κυβέρνησης για παιδεία «δυο ταχυτήτων», με τη διαμόρφωση τριών κύκλων σπουδών, την αφαίρεση της έρευνας από τα ΑΕΙ, την περικοπή των δαπανών, την παραπέρα υποταγή των σπουδών στα ΕΟΚικά μονοπωλιακά συμφέροντα, όπως προωθείται με τα σχέδια ERASMUS και COMETT.
Ταυτόχρονα με αυτά τα ζητήματα νομίζουμε, πρέπει να τοποθετηθεί στο κέντρο της συζήτησης, και η ανάγκη να ζωντανέψει και να βελτιωθεί αποφασιστικά η λειτουργία και η δράση των φοιτητικών συλλόγων και της ΕΦΕΕ, να ενισχυθούν οι δεσμοί τους με τη μεγάλη πλειοψηφία των φοιτητών. Πρέπει ν’ απαλλαγούμε σύντομα από την τροχοπέδη των στείρων αντιπαραθέσεων για δευτερεύοντα ζητήματα, που αφήνουν έξω από τη συζήτηση τα κρίσιμα προβλήματα των φοιτητών, που μειώνουν έτσι το κύρος των μαζικών οργάνων και απομα- κρύνουν από τη δράση φοιτητές.
Βέβαια, δεν είναι μυστικό, πως υπάρχουν δυνάμεις μέσα στο φοι
53
τητικό κίνημα που επιδιώκουν την αποδυνάμωση της δράσης των συλλόγων, έχουν μεγάλη ευθύνη για προβλήματα που παρουσιάζονται σήμερα. Ωστόσο, δεν μπορεί οι κομμουνιστές φοιτητές απλά να επισημαίνουν κάτι τέτιο και να μην καταπολεμούν τα διασπαστικά και εκφυλιστικά φαινόμενα στηριζόμενοι στις ενωτικές, αγωνιστικές διαθέσεις των φοιτητών.
Ούτε μπορούμε να πούμε πως έχουμε κάνει ό,τι μπορούσαμε σ' αυτή την κατεύθυνση. Χρειάζεται με άλλο πνεύμα να δούμε το πρόβλημα, να υπάρξει στην πράξη μια ουσιαστική στροφή.
Το άνοιγμα μιας τέτιας πλατιάς συζήτησης, θα διευκολύνει νέες μάζες φοιτητών να προσεγγίζουν, να υιοθετούν προχωρημένους στόχους πάλης του φοιτητικού κινήματος, να εντάσσονται καθαρά σ ’ αυτό. Αυτή η τροφοδότηση των γραμμών του φοιτητικού κινήματος θα σταθεροποιεί ακόμη περισσότερο τον αντιιμπεριαλιστικό α- ντιμονοπωλιακό προσανατολισμό της πάλης του, θα δημιουργεί πιο στέρεο και διευρυμένο βάθρο πάνω στο οποίο θα βασίζεται και θα ανεβάζει τον ρόλο του, το αντιιμπεριαλιστικό - αντιμονοπωλιακό ρεύμα που υπάρχει και είναι ισχυρό στους φοιτητές. Θα αποκρούο- νται οι προσπάθειες της άρχουσας τάξης για περιχαράκωση αυτού του ρεύματος και απομόνωσής του από τις πλατιές μάζες των φοιτητών.
Αγαπητοί φίλοι και σύντροφοι,Η σημερινή σπουδάζουσα νεολαία είναι αυτή που θα ζει τα πιο δη
μιουργικά της χρόνια στο πέρασμα του αιώνα μας. Σήμερα βρίσκεται μπροστά σε μια μεγάλη πρόκληση: Ποτέ άλλη γενιά δεν βρέθηκε τόσο κοντά στην ολόπλευρη κατάκτηση της γνώσης, αλλά και τόσο μακριά της ταυτόχρονα. Είναι μια γενιά που ζει στην εποχή της ΕΤΕ, της μεγάλης έκρηξης των ανθρώπινων γνώσεων, της τεράστιας συσσώρευσης του κοινωνικού πλούτου.
Αλλά είναι επίσης μια γενιά που ζει στην εποχή μιας πρωτοφανούς κρίσης της καπιταλιστικής κοινωνίας, όπου η κυρίαρχη τάξη γίνεται ανοιχτά εχθρική απέναντι στην ουσιαστική μόρφωση, την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, την κριτική σκέψη, τις προοδευτικές αξίες. Σε μια εποχή όπου τα καλύτερα επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνικής χρησιμοποιούνται ενάντια στον εργαζόμενο λαό, απειλούν την ίδια την Ειρήνη. Ζει σε μια εποχή όπου το όραμα της άρχουσας τάξης για μια Ελλάδα - διαμετακομιστικό κέντρο των πολυεθνικών, υποβαθμισμένη επαρχία της ΕΟΚ, δεν αφήνει πολλά περιθώρια για την πρόοδο της εκπαίδευσης, την ανάπτυξη της επιστήμης, την αξιοποίησή της σ’ όφελος των κοινωνικών αναγκών.
Σήμερα λοιπόν, η υπόθεση της μόρφωσης βρίσκεται περισσότερο από κάθε άλλη φορά στα χέρια του εργαζόμενου λαού, στα χέρια των αριστερών προοδευτικών δυνάμεων. Το Κ Κ Ε που έχει συνδεθεί
54
σ ’όλη την πολυκύμαντη ιστορία του, με τους καλύτερους αγώνες του ελληνικού λαού και στο μεγάλο μέτωπο της μόρφωσης και του πολιτισμού, προτείνει σήμερα με το 12ο Συνέδριό του, την προοπτική της Ελλάδας της αλλαγής και του σοσιαλισμού, που θα απελευθερώσει και την παιδεία από την τροχοπέδη της αστικής κυριαρχίας.
Και είμαστε σίγουροι ότι η σημερινή σπουδάζουσα νεολαία και αυριανή εργαζόμενη διανόηση θα δόσει τη δική της δυναμική συμβολή σ’ αυτή την υπόθεση.
55
Παρεμβάσεις
ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΤΑΘΟΠΟΥ ΛΟΣ, πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθήνας
Αγαπητοί φίλοι, θα ήθελα πρώτα να πω ότι σε μεγάλο βαθμό βρίσκω πειστική την καταγραφή των κινδύνων που έγινε από τις δύο εισηγήσεις και περισσότερο απ’ όλα θα ήθελα να εντοπίσω αυτή την καταγραφή σε δύο, τους μεγαλύτερους, κινδύνους. Αλλά πριν τους πω θα ήθελα να κάνω μια διευκρίνιση. Τους κινδύνους αυτούς τους βλέπω αντικειμενικά να υπάρχουν. Δεν ξέρω αν μπορώ να τους α- ποδόσω σε σχέδια ή σε κακές προθέσεις, δηλαδή'δεν αποκλείω όσοι αποδέχονται τους κινδύνους αυτούς να είναι και καλόπιστοι, ορισμένοι τουλάχιστον από αυτούς. Αντικειμενικά όμως υπάρχει πρώτα ο κίνδυνος πραγματικά να υποβαθμιστούν οι προπτυχιακές σπουδές. Υπάρχει από ορισμένες πλευρές ένα μειωμένο ενδιαφέρον για την προσπάθεια να αναβαθμίσουμε τις προπτυχιακές σπουδές και συγκεντρώνεται το ενδιαφέρον στην οργάνωση των μεταπτυχιακών και μάλιστα με δύο ταχύτητες, με κίνδυνο να αφεθούν οι προπτυχιακές σπουδές χωρίς προβληματισμούς, χωρίς έρευνα, χωρίς διπλωματικές εργασίες, όπως ακούσαμε, να αφεθούν σαν σπουδές για τη μεγάλη μάζα, ενώ για την ελίτ θα είναι οι μεταπτυχιακές σπουδές. Πρόκειται δηλαδή για έναν κίνδυνο να καταλήξουμε σ’ ένα αριστοκρατικό, ελιτίστικο σύστημα. Ο άλλος κίνδυνος έχει σχέση με τις δυσχέρειες χρηματοδότησης των ΑΕΙ. Το δημόσιο μας έχει δόσει αυτά που μας έχει δόσει από τον κρατικό προϋπολογισμό. Τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα έχουν εκφράσει τη διαφωνία τους, έχουν διαμαρτυρη- θεί ότι δεν είναι επαρκή τα ποσά αυτά. Η απάντηση είναι ότι υπάρχουν και άλλες πηγές, οι ιδιωτικοί φορείς (βιομηχανία) οι οποίοι μπορούν να χρηματοδοτήσουν.
Βεβαίως δε θα έπρεπε εκ των προτέρων να αποκλείσει κανένας και άλλες δυνατότητες - πολύ περισσότερο όταν αυτές συνδέονται με συνεργασία με την παραγωγή, με τη βιομηχανία. Αλλά κάποιος αντικειμενικός κίνδυνος εξάρτησης από ιδιωτικούς φορείς και ιδιωτικο
56
ποίησης ή πορείας προς την ιδιωτικοποίηση των πανεπιστημίων, αν δεν προσέξουμε, δεν μπορεί να αποκλειστεί. Τα πανεπιστήμια - και αυτό το προβλέπει από παλιά το σύνταγμα, μια από τις πιο σωστές και δημοκρατικές διατάξεις του συντάγματος μας - είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Τελούν υπό τον έλεγχο του δημοσίου, που σημαίνει σε τελευταία ανάλυση του ελληνικού λαού. Εμείς δεν φοβόμαστε την εξάρτηση, την οποία δημιουργεί η χρηματοδότηση από το δημόσιο, από το κράτος. Γιατί όταν το κράτος είναι δημοκρατικό, αυτό σημαίνει εξάρτηση από τον ίδιο το λαό. Και αν με τη συγκεκριμένη, Α ή Β κυβέρνηση, έχουμε διαφωνίες, υπάρχει η δυνατότητα στις επόμενες εκλογές να την καταψηφίσουμε. Τελικά δηλαδή η εξάρτηση από το κράτος είναι εξάρτηση από το λαό. Ενώ, πώς μπορούμε, αν δημιουργήσουμε εξαρτήσεις από ιδιωτικούς φορείς και βιομηχανίες, και εξαρτάται η λειτουργία και η συνέχιση της λειτουργίας του εκπαιδευτικού έργου του πανεπιστημίου από τη χρηματοδότηση και τη ροή της χρηματοδότησης από ιδιωτικούς φορείς, πώς μπορούμε να απεμπλακούμε από μια τέτια εμπλοκή. Αυτά για την καταγραφή των κινδύνων.
Θα ήθελα όμως - χωρίς να θέλω να μετακινήσω το κέντρο βάρους από αυτά που ειπώθηκαν στις εισηγήσεις - να επισημάνω και ένα κενό που μας αφήνουν, σ’ ένα πολύ μεγάλο καυτό πρόβλημα, το οποίο μας απασχόλησε τελευταία και στο ΣΑΠ. Δεν περιορίζονται τα πανεπιστημιακά προβλήματα μόνο στο χρόνο μετά την είσοδο των φοιτητών στην προπτυχιακή εκπαίδευση. Τα προβλήματα αρχίζουν και πιο πριν. Υπάρχει μια αναντιστοιχία ανάμεσα στον αριθμό αυτών που θέλουν να προχωρήσουν σε πανεπιστημιακές σπουδές και στον αριθμό αυτών που μπορεί να εκπαιδεύσει ένα πανεπιστήμιο, αλλά και των αποφοίτων που μπορεί να απορροφήσει η κοινωνία. Αν για το πρώτο, για το πόσους μπορεί να εκπαιδεύσει ένα πανεπιστήμιο, μπο- ρείτε να μου δόσετε την εύκολη απάντηση - όλοι μας το υποστηρίζουμε αυτό - πως είναι δυνατό να αυξηθούν οι δυνατότητες ενός πανεπιστημίου με περισσότερες παροχές, περισσότερο προσωπικό, καλύτερη υποδομή κλπ., πώς είναι δυνατό να αυξήσουμε την απορροφητικότητα της κοινωνίας; Ορισμένη είναι η χωρητικότητα των επιστημονικών επαγγελμάτων. Π.χ. ο αριθμός των γιατρών που χρειαζόμαστε, των ηλεκτρολόγων, των πολιτικών μηχανικών κλπ. είναι κατά βάση δεδομένος από τις κοινωνικές ανάγκες, και δεν αυξάνεται ανάλογα με τις επιθυμίες της νεολαίας. Τι γίνεται με αυτή την αναντιστοιχία; Η επισήμανση αυτή είναι και ερώτημα, αν θέλετε, προς τους εισηγητές, αλλά είναι και μια αφορμή να σας πω με δυο λόγια τη δική μου τη γνώμη.
Για λόγους συντομίας θα γενικεύσω και θα δω το πρόβλημα μα
57
κροσκοπικά και μ’ αυτή την έννοια καταλαβαίνω ότι υπόκειμαι σε κίνδυνο να θεωρηθώ ότι απλουστεύω ή ότι υπεραπλουστεύω. Σήμερα, ξεκινάμε τις πανεπιστημιακές σπουδές με γενικές, θεωρητικές γνώσεις, πρώτα μαθαίνουμε το γενικό μέρος του μαθήματος και προ- χωράμε σιγά-σιγά στην εξειδίκευση. Δυνατότητα να ασκήσουμε το επάγγελμα όμως στη σημερινή κοινωνία, που γνωρίζει τον μεγάλο καταμερισμό της εργασίας, αρχίζουμε να αποκτούμε από τη στιγμή που θα έχουμε την εξειδίκευση. Στα πρώτα έτη των σπουδών, πολλές φορές και σ’ όλη τη διάρκεια των προπτυχιακών σπουδών, αν δεν αρχίζει η εξειδίκευση πριν από το πτυχίο, δεν έχουμε τη δυνατότητα να ασκήσουμε επάγγελμα, να βρούμε μια κατάλληλη δουλιά. Μ’ αυτό τον τρόπο αποκτά πραγματικά μεγαλύτερη σημασία η μεταπτυχιακή επαγγελματική προπαίδεια. Έ τσι έχουμε δύο μειονεκτήματα συγχρόνως. Απ’ τη μια μεριά μεταθέτουμε το χρόνο που αρχίζει να γίνεται παραγωγικός ο νέος στα μέσα ή στα τέλη της τρίτης δεκαετίας της ηλικίας του και οι ηλικίες οι πολύ δυναμικές και γεμάτες ζωτικότητα, δηλαδή ανάμεσα στα 20 και 30, αξιοποιούνται ελάχιστα από επαγγελματική άποψη. Και από την άλλη μεριά μπαίνει κανένας στο επάγγελμα από την επιστήμη, (επιστημονικό επάγγελμα) και αυτό δημιουργεί ακριβώς τους επαγγελματικούς διαχωρισμούς, δηλαδή το προνομιακό επάγγελμα που είναι το επιστημονικό και το άλλο, το μη επιστημονικό, δηλαδή δημιουργεί κοινωνικές διακρίσεις και ελιτισμούς. Σκέφτομαι μήπως μια αντίθετη πορεία θα μπορούσε να αντιμετωπίσει κάπως το πρόβλημα της αναντιστοιχίας ανάμεσα στο πόσοι θέλουν να σπουδάσουν και πόσους μπορεί να απορροφήσει η κοινωνία. Αν αρχίζαμε δηλαδή τις σπουδές από την ειδίκευση, και δεν νομίζω ότι κάτι τέτιο θα ήταν εκ των προτέρων αντιπαιδαγω- γικό. Κατά μια άποψη μάλιστα η επανειλημμένη προσέγγιση ενός αντικειμένου και ιδίως των δύσκολων αντικειμένων, κάθε φορά και σε μεγαλύτερο βάθος, κάθε φορά και με καθολικότερη θεώρηση, είναι εκπαιδευτικά αποτελεσματικότερη. Αλλωστε έχουμε και το παράδειγμα των επαγγελματικών σχολείων ακόμη και των ΤΕΙ, θα έλεγα, που παράγουν επαγγελματίες, χωρίς να τους προσφέρουν τις υψηλές θεωρητικές βάσεις, τη φιλοσοφική διάσταση και τη σε βάθος γνώση του γενικού μέρους των μαθημάτων. Από τη στιγμή που θα έχει εξειδικευτεί σ’ ένα επάγγελμα ο νέος, από το επάγγελμα μπορεί να ανέβει στην επιστήμη, ίσως και σταδιακά. Μπορούν να προθλε- φθούν δηλαδή παραπέρα στάδια, ώστε χωρίς ποσοτικούς περιορισμούς να ανέρχεται τις βαθμίδες της γνώσης προς την ολοένα καθολικότερη θεώρηση, παίρνοντας π.χ. άδειες εκπαιδευτικές για επιμόρφωση, διακόπτοντας το επάγγελμα για ένα διάστημα κλπ. Έ τσι και οι νεαρές δυναμικές ηλικίες αξιοποιούνται για την παραγωγή και το
58
πρόβλημα του κοινωνικά άδικου numerus clausus για την είσοδο στα ΑΕΙ ξεπερνιέται. Ακόμη γενικεύεται για λίγο έστω χρόνο, αλλά γιά όλους ή σχεδόν όλους, η άσκηση λιγότερο δημοφιλών, αλλά κοινωνικά αναγκαίων απασχολήσεων.
Παράλληλα μ’ αυτό τον τρόπο μπορεί να αντιμετωπιστεί κάτι το οποίο είπε ο Νίκος Κοτζιάς προς το τέλος της εισήγησής του. Οι σπουδές στα πανεπιστήμια δεν γίνονται μόνο για λόγους αναπτυξιακής πολιτικής, για το πώς θα πετύχουμε δηλαδή μεγαλύτερη ανάπτυξη, μεγαλύτερη παραγωγή. Οι σπουδές στα πανεπιστήμια γίνονται διότι η μόρφωση, η συμμετοχή στην ανώτατη παιδεία είναι δικαίωμα του καθενός, είναι ατομικό δικαίωμα και είναι αυτοσκοπός, ανεξάρτητα από το αν αυτό έχει τις οποιεσδήποτε συνέπειες για την παραγωγή στην κοινωνία. Αν είναι έτσι, μπορεί κάποιος από το επάγγελμα το οποίο θα ασκεί να προχωρήσει στην ανώτερη μόρφωση είτε θα τη χρησιμοποιήσει επαγγελματικά, όπως συχνά θα χρειάζεται, είτε όχι. Μ’ αυτό τον τρόπο νομίζω ότι μπορούμε να φτάσουμε μακροπρόθεσμα σ’έναν νέο καταμερισμό της εργασίας, σε κάποια απάλειψη της διάκρισης που κάνουμε σε επαγγέλματα υψηλά, επιστημονικά, ευγενή και επαγγέλματα ταπεινά. Σήμερα όλοι σχεδόν ρέπουμε προς τα πρώτα. Πολλοί από σας είστε νέοι, άλλοι μεγαλύτεροι και έχετε τα παιδιά σας, ποιος θα ήθελε να επιφυλάξει για τον εαυτό του ή για το παιδί του το ταπεινό επάγγελμα και να μην προχωρήσει στο υψηλό; Αυτή η διάκριση την οποία γνωρίζει η κοινωνία μας σήμερα πρέπει να ξεπεραστεί. Και εγώ το βλέπω μακροπρόθεσμα εφικτό, αν αντιστραφεί η πορεία από την καθολική θεώρηση στην εξειδίκευση που έχουμε σήμερα, και αρχίζουμε με την εξειδίκευση και προχωρούμε στην ανώτερη, καθολικότερη γνώση. Αν οι κάτοχοι της υψηλής αυτής γνώσης γίνουν πάλι πολλοί, αφενός θα έχουν περάσει ήδη από την προηγούμενη επαγγελματική απασχόληση που χρειάζεται κι αυτή έμψυχο δυναμικό και αφετέρου θα μπορούν να μοιράζονται μεταξύ τους τη νέα, θεωρητικότερη, επαγγελματική απασχόληση. Αλλά ο χρόνος δεν μου επιτρέπει να προχωρήσω σε παραπέρα ανάπτυξη της γνώμης μου. Μένω στην έκφραση της γενικής ιδέας, η οποία καταλαβαίνω ότι κάθε άλλο παρά θα συναντά συμφωνία, επειδή ίσως ξενίζει. Αλλά ήθελα, σαν ερέθισμα μπροστά στο μεγάλο, ώς τώρα άλυτο πρόβλημα του numerus clausus, να την έχω εκφράσει. Σας ευχαριστώ.
Ερώτηση: Για το σημείο που αναφέρατε σε σχέση με δύο τάσεις, επιθυμία για μόρφωση, κοινωνική ανάγκη για απορρόφηση, εκεί
. θέλω να σας ρωτήσω. Για ποια κοινωνία μιλάτε και ποιες κοινωνικές ανάγκες; Εγώ θα μιλήσω απ’ τη σκοπιά της επιθυμίας και θα σας
59
κάνω την εξής απλή ερώτηση. Αν αυτή τη στιγμή είχαμε χτίσει το πετροχημικό εργοστάσιο, που λόγω ΕΟΚ δεν χτίστηκε, αν αυτή τη στιγμή είχαμε ξεκινήσει εθνική βιομηχανία φαρμάκων, αν αυτή τη στιγμή βάζαμε θεμέλια για μια εθνική βιομηχανική ανάπτυξη, θα φτάναν οι χημικοί ή θα μας χρειάζονταν και άλλοι ψηλότερου επιπέδου;. Αυτό είναι ένα λεπτό σημείο που μπορεί εγώ να το εντόπισα σ’ ένα τομέα, αλλά ισχύει και για άλλους τομείς.
Προεδρείο: Προφανώς για το ότι δεν έγιναν αυτά, δεν είναι υπεύθυνος ο κ. Σταθόπουλος.
Απάντηση: Ασφαλώς με μια σωστότερη πολιτική και μ’ έναν προγραμματισμό μακροπρόθεσμο μπορεί να μεταβάλουμε και να αυξήσουμε τις ανάγκες της κοινωνίας σε πολλά επαγγέλματα και για πολλούς επιστημονικούς κλάδους και ειδικότητες, αλλά νομίζω ότι οι κοινωνικές ανάγκες όπως και να διαφοροποιηθούν δεν μπορεί να έχουν μόνο οδηγό την επιθυμία των νέων να ασκήσουν ένα επάγγελμα ή να σπουδάσουν. Αυτό είναι ένα ανεξάρτητο κριτήριο. Έστω ότι καταλήγουμε κάπως, κάποτε με τον τρόπο που εσείς πολύ σωστά υποδείξατε σε μια παγίωση στη δεδομένη στιγμή των κοινωνικών αναγκών. Παγιώνεται π.χ. η ανάγκη που υπάρχει για χημικούς. Είναι αναγκαίο οι επιθυμίες των νέων να είναι ακριβώς αυτές που προσαρμόζονται στις ανάγκες; Αν εκεί υπάρχει αναντιστοιχία, τι κάνουμε; Και νομίζω ότι πράγματι γίνεται ολοένα και μεγαλύτερη η τάση και η επιθυμία για συμμετοχή στην ανώτερη παιδεία. Το βλέπουμε και στην Ελλάδα, 150.000 υποψήφιους έχουμε κάθε χρόνο. Ενώ απ’ την άλλη μεριά δεν μπορείτε ποτέ να εξαφανίσετε την ανάγκη, την κοινωνική ανάγκη για τις χειρωνακτικές εργασίες ή για τα θεωρούμενα ταπεινά επαγγέλματα. Ποιοι θα τα κάνουν αυτά, αν κανένας δεν εν- διαφέρεται και όλοι θέλουν να σπουδάσουν; Γ Γ αυτό ακριβώς νομίζω ότι μια ανακατανομή, ένας νέος καταμερισμός της εργασίας, με νέα επαγγέλματα, είναι αναγκαίος. Να σας δόσω και ένα παράδειγμα. Υπάρχει σήμερα ο απλός τεχνίτης, ο υπομηχανικός του επαγγελματικού σχολείου, ο μηχανικός του ΤΕΙ και ο επιστήμονας μηχανικός του Πολυτεχνείου. Μιλάω αυτή τη στιγμή όχι σαν εκπρόσωπος πανεπιστημίου, αλλά από εξωπανεπιστημιακή σκοπιά, και μάλιστα νομίζω ότι έρχομαι σε αντίθεση με πολλούς συναδέλφους πανεπιστημιακούς που βλέπουν το πανεπιστήμιο και υποστηρίζουν μόνο τα συμφέροντα του πανεπιστημίου. Έ τσι στο παράδειγμά μου θα έβλεπα ένα μόνο επάγγελμα, το επάγγελμα του μηχανικού, που θα το άρχιζε κανείς με απλούστερη επαγγελματική κατάρτιση και θα προχωρούσε τις βαθμίδες της γνώσης προς την καθολικότερη γνώση. Ο νέος θα επιλέγει όχι τη βαθμίδα, το επίπεδο του επαγγέλματος και της γνώσης, π.χ. επιστήμονας μηχανικός, γιατρός κλπ., αλλά την κατη
60
γορία του επιστητού, τη δέσμη, αν θέλετε, τον επαγγελματικό κλάδο ανεξάρτητα από επίπεδο. Έ τσι θα μπαίνει π.χ. στο χώρο της υγείας, (μπορεί να μη λέγεται γιατρός, αλλά νοσηλευτής) της μηχανικής, της φυσικής, των γραμμάτων, των τεχνών, του δικαίου, της οικονομίας, της διοίκησης κλπ., και θα ανεβαίνει σκαλοπάτια ανάλογα με το πόσο θέλει και μπορεί (χωρίς numerus clausus) να προχωρήσει. Είναι μια νέα αντίληψη του καταμερισμού της εργασίας. Το Τεχνικό Επιμελητήριο θα έχει αντιρρήσεις και πολλοί άλλοι θα έχουν αντιρρήσεις, όπως ο δικηγορικός σύλλογος, ο ιατρικός σύλλογος, κλπ. αλλά σκέφτομαι μήπως η επιλογή δέσμης - και όχι η επιλογή επιπέδου, είναι κάτι που επιτρέπει να ξεπεραστούν διλήμματα και αδιέξοδα για τη σημερινή ή μάλλον την αυριανή νεολαία.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΟΥΔΟΥΡΗΣ, πρύτανης του Εθνικού Μέτσόθιου Πολυτεχνείου
Σας ευχαριστώ που μου δίνετε το λόγο σ' αυτή τη συνάντηση. Αισθάνομαι πάρα πολύ άνετα σ’ αυτήν εδώ την αίθουσα. Βλέπω πάρα πολλούς γνωστούς, παλιούς, της δικής μου γενιάς, αλλά αυτό που με ευχαριστεί πάρα πολύ είναι ότι βλέπω και πολλούς άγνωστους νέους, φοιτητές φαντάζομαι ή και άλλους νέους που δεν είναι φοιτητές. Αυτό είναι πάρα πολύ ενθαρρυντικό.
Πραγματικά δεν θέλω να χάσω την ευκαιρία για να πω δυο-τρία πράγματα που θα ήθελα να ακουσθούν σ’ αυτή τη συγκέντρωση. Πρώτα-πρώτα θέλω να υπογραμμίσω ότι μιλάμε σήμερα, το 1987, όταν έχει προηγηθεί μια ορισμένη σημαντικότατη θεσμική αλλαγή στην Παιδεία, το 1982. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτή η θεσμική αλλαγή, που συνεχίζεται άλλωστε με διάφορες τροποποιήσεις, συμπληρώσεις και αναπροσαρμογές, είναι ένα βασικό γεγονός. Αυτή η αλλαγή του 1982 άνοιξε μια νέα περίοδο και πιστεύω ότι σήμερα πραγματικά στα πανεπιστήμια ζούμε μια μεταβατική περίοδο, η οποία χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση νέων βέβαια προβλημάτων, από την όξυνση κάποιων παλιών, από την επίλυση επίσης κάποιων άλλων παλιών. Είναι μια νέα κατάσταση σε διαρκή εξέλιξη.
Έχουμε πάρα πολλά προβλήματα. Εγώ δεν Οα καταναλωθώ να τα αναφέρω για άλλη μια φορά εδώ, είτε αυτά τα προβλήματα είναι οικονομικά, είτε είναι εκπαιδευτικά, είτε είναι διοικητικά. Θα σας πω μόνο ότι είναι πάρα πολύ καλό και παρήγορο και σοβαρό το ότι στα 4 αυτά περίπου χρόνια αντισταθήκαμε σε παντός είδους πιέσεις που ασκήθηκαν για να μην προχωρήσει αυτή η θεσμική αλλαγή. Νομίζω ότι φτάσαμε σ’ ένα σημείο όπου επιτύχομε μια κάποια γενικότερη συνεννόηση μέσα στα πανεπιστήμια, ιδιαίτερα όσον αφορά το διδα
61
κτικό προσωπικό. Δυστυχώς δεν μπορώ να πω το ίδιο και στο χώρο τον φοιτητικό, όπου υπάρχουν ακόμα πάρα πολύ οξείες αντιπαραθέσεις.
Αυτή η επιτυχία, το να καταφέρουμε δηλαδή να αντισταθούμε και να μπορούμε να αντιμετωπίζουμε σήμερα πολύ θετικότερα τα πράγματα σε συνεργασία με τους συναδέλφους μας, είναι πάρα πολύ σημαντική και οφείλεται στη σταθερή θέλησή μας, αλλά και στη διάθεση των συναδέλφων να συνεργαστούμε για να αντιμετωπίσουμε επιτέλους το κεντρικό πρόβλημα των πανεπιστημίων. Έχουμε ξε- περάσει κατά τη γνώμη μου τις πρώτες βασικές δυσκολίες και βρισκόμαστε στην αρχή μιας νέας περιόδου, με θετικά χαρακτηριστικά. Έ τσι αν κάνετε μια σύγκριση με την κατάσταση πριν από δύο δεκαετίες, είτε πιο πριν με τα χρόνια που εμείς οι παλιότεροι εδώ είμα- σταν φοιτητές, θα καταλάβετε αμέσως τι εννοώ όταν λέω ότι συ- ντελέστηκε μια πολύ σημαντική πρόοδος.
Αυτά είναι μερικές γενικές διαπιστώσεις από τις όποιες μπορούμε να παίρνουμε κουράγιο υπό ορισμένους όρους. Ό τι αφ’ ενός εμείς οι ίδιοι θα επιμείνουμε να κρατήσουμε αυτή την κατάσταση και να μην πάμε παραπέρα και ότι πραγματικά δεν θα είμαστε μόνοι μας, δηλαδή θα έχουμε τη συνεργασία των συναδέλφων μας (και την έχουμε ως ένα μεγάλο βαθμό), αλλά και των φοιτητών. Και εδώ νομίζω ότι στη συνάντηση αυτή πρέπει να μιλήσουμε λίγο περισσότερο ανοιχτά για τη συνεργασία με τους φοιτητές, για την ανταπόκριση των φοιτητών στα πραγματικά τους καθήκοντα, για την αξιοποίηση από τους φοιτητές των δυνατοτήτων που τους δίνονται σήμερα, εννοώ τη συμμετοχή και γενικά το ρόλο τους μέσα στα σημερινά ιδρύματα. Π ιστεύω ότι δεν είναι αυτός που έπρεπε να είναι, το λέω καθαρά και λυπάμαι γιατί το λέω. Το θεωρώ μεταβατικό φαινόμενο, το θεωρώ φαινόμενο που οφείλεται σε κάποιες ιδιομορφίες της σημερινής κοινωνίας. Μελετήστε το, αλλά εν πάση περιπτώσει δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτό, πρέπει να ξεπεραστεί αυτή η κατάσταση (η οποία δεν σημαίνει βέβαια ότι η νεολαία μας είναι κακή).
Θα πω δυο λόγια για τη χρηματοδότηση διαφόρων εκδηλώσεων του πανεπιστημίου, είτε πρόκειται για μεταπτυχιακές σπουδές, είτε για έρευνα. Είναι πραγματικά συνταγματική υποχρέωση του κράτους να εξασφαλίζει τους πόρους της ανώτατης παιδείας. Τελευταία ακούμε πολλές φορές να γίνεται λόγος για κάποιες παράλληλες δραστηριότητες που θα διευκολύνουν τις αυξημένες ανάγκες που δη- μιουργούνται στα πανεπιστήμια. Νομίζω ότι μπορεί να εξεταστεί αυτό το θέμα της κάποιας εξωτερικής, παράλληλης, συμπληρωματικής χρηματοδότησης ή εξεύρεσης πόρων, αλλά αυτό με κανέναν τρόπο δεν απαλλάσσει την πολιτεία από τη βασική της υποχρέωση
62
να στηρίζει οικονομικά και να τροφοδοτεί τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Δεν είναι άλλοθι αυτό, είναι μια άλλη πλευρά που μπορούμε ίσως κάπως, κάπου να την εξετάσουμε χωρίς να ξεφύγουμε από τον προορισμό μας. Στο σημείο αυτό θα προτείνω και σ’ αυτή τη συνάντηση και στους φορείς που παίρνουν μέρος και μπορούν να θέτουν και να αγωνίζονται μαζί μας για ορισμένα ζητήματα, να επανεξεταστεί το ζήτημα της κατάργησης του προληπτικού ελέγχου του κράτους στη διαχείριση των οικονομικών μας (του δημόσιου λογιστικού). Είναι ένας φραγμός τρομερός, ο οποίος μας φθείρει πολύ και πρέπει να σας πω ότι στη μοναδική συνάντηση που οι πρυτάνεις είχαμε ως τώρα με τον Πρωθυπουργό το Δεκέμβρη του 1983 μας δήλωσε ότι θα καταργήσει τον προληπτικό έλεγχο, αλλά ως τώρα δεν καταργήθηκε. Τον τελευταίο Νοέμβρη είχε πει ότι θα ξαναεξετάσου- με το θέμα σε νέα συνάντηση.
Ό σον αφορά τις μεταπτυχιακές σπουδές και την έρευνα, δεν θα ανοίξω εδώ όλη τη συζήτηση, που είναι πάρα πολύ μεγάλη, θα πω όμως ότι η απαρχή συζήτησης του θέματος αυτού στο τελευταίο Συμβούλιο Ανωτάτης Παιδείας ήταν καλή, ήταν αισιόδοξη, παρόλο που δεν ήταν καθ’ όλα σύμφωνη με τις απόψεις της μιας ή της άλλης πλευράς. Εντούτοις ήταν αρκετά ενθαρρυντική και θετική και πιστεύουμε ότι με την επιμονή μας - είναι δυόμισυ χρόνια που ζητάμε να μπει το θέμα στο ΣΑΠ - οι πρυτάνεις θα επιτύχουμε να μπούμε στην ουσία αυτού του θέματος τουλάχιστο σ’ αυτό το όργανο, που είναι ένα σοβαρό όργανο. Έ να όργανο δηλαδή που μπορεί να αξιο- ποιηθεί. Σήμερα ίσως δεν είναι τόσο σοβαρό όργανο, αλλά μπορεί να γίνει. Ως θεσμός είναι αξιόλογος, εξαρτάται από μας να τον αξιο- ποιήσουμε.
Δυο λόγια για τις αντιλήψεις που είπε ο συνάδελφός μου, ο αγαπητός φίλος Μιχάλης Σταθόπουλος, για το θέμα της ειδίκευσης με την έννοια ότι αρχίζουμε με την ειδίκευση και πάμε προς τη γενίκευση. Θα το περίμενε βέβαια ότι θα του απαντήσω σ’ αυτό, όχι γιατί η ιδέα αυτή δεν είναι αξιόλογη, αλλά γιατί αλλιώς εμφανίζεται για έναν νομικό και αλλιώς για έναν μηχανικό. Η νομική επιστήμη εξελίσεται βέβαια και αυτή, αλλά δεν εξελίσεται με τους ρυθμούς της τεχνικής επιστήμης. Η τεχνική επιστήμη εξελίσεται με ρυθμούς διπλασιασμού του όγκου των γνώσεων κάθε τέσσερα-πέντε χρόνια ας πούμε, (δεν είναι ίσως ακριβώς η αλήθεια, αλλά εν πάσει περιπτώ- σει).
Ένας τεχνικός του επιπέδου του μηχανικού δεν αντέχει σ’ αυτούς τους ρυθμούς εξέλιξης, εάν δεν έχει μια στέρεη θεμελίωση της γενικής γνώσης πρώτα απ’ όλα, κι όταν λέμε της γενικής γνώσης δεν εννοούμε βέβαια τη φιλοσοφία - γ ι’ αυτό είπα ότι έχουμε μια δια
63
φορά - εννοούμε κάποιες άλλες αρχικές συνθήκες, εννοούμε τα μαθηματικά, τη φυσική, τη μηχανική κλπ. Μόνον εάν οι μηχανικοί μας μπορέσουν να θεμελιώσουν τη γενική γνώση και την τεχνική γενική γνώση φυσικά, σ’ έναν πολύ γερό βαθμό, θα μπορέσουν ν’ αντιμετωπίσουν τις σημερινές γρήγορες εξελίξεις για να φτάσουμε σε μια εξέλιξη τεχνική, οικονομική, κοινωνική η οποία να είναι αυτοδύναμη. Μόνον έτσι θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τις τεχνικές αιχμής, αλλά θα πω και μη αιχμής. Γιατί δεν σημαίνει ότι στην Ελλάδα λύσαμε όλα τα ζητήματα τεχνικών μη αιχμής και μας λείψα- νε μόνο τα ζητήματα των τεχνικών αιχμής. Ευχαριστώ.
Ερώτηση: Θα ήθελα κάτι να ρωτήσω τον κύριο Βουδούρη, πάνω στο θέμα της χρηματοδότησης των πανεπιστημίων από άλλους χώρους. Ό ταν οργανώθηκε το Πανεπιστήμιο της Πάτρας που χρηματο- δοτήθηκε από τη Διεθνή Τράπεζα, ο κύριος Βουδούρης ήταν εκεί σε μια επιτροπή και αρνήθηκε τα σχέδια των ξένων που ήθελαν - των Αμερικάνων κυρίως - να γίνει διγλωσσία στα μεταπτυχιακά του πανεπιστήμιου. Δηλαδή να δίνουμε στα αγγλικά, οι Έλληνες να παίρνουν το πτυχίο τους στα αμερικάνικα. Και πώς το ΣΑΠ ή κάποιοι πολιτικοί φορείς μπορούν να μας απαλλάξουν απ’ τον κίνδυνο ότι μια χρηματοδότηση από μια πολυεθνική μπορεί να φτάσει σ’ επίπεδα - χρηματοδοτώντας κάποιους καθηγητές, εν σειρά, από εκείνους που ανήκουν στο ΕΣΑΠ, ΣΑΠ πώς το λένε, μέχρι εκείνους που ανήκουν στα πανεπιστήμια να περάσουμε παραδείγματος χάρη - κάτι ακού- στηκε κάποτε, δεν έχουμε ακριβείς πληροφορίες - κάποια πειράματα που θέλει μια πολυεθνική βιολογικού πολέμου ή κάποιες μελέτες που να λένε ασεισμική την περιοχή της Καρύστου· άρα να φτιάξουμε εκεί πυρηνικό εργοστάσιο - μέχρι που έγινε πέρσι τον Απρίλη κάποιος σεισμός και άλλαξε αυτή η εντύπωση. Δηλαδή η χρηματοδότηση αυτή που λέμε απ' τον ιδιωτικό τομέα δεν είναι μόνο η ελληνική βιομηχανία, δεν είναι μόνο ο παραγωγικός χώρος, είναι και ο κόσμος που μας εξαρτά, υπαγορεύει στους ιδεολογικούς μηχανισμούς μας να γίνουμε μια χώρα αποικιοκρατούμενη, και μάλιστα πιθανώς πολλές φορές να νιώθουμε κάτω από μια τέτια υπαγόρευση, ότι τα μεταπτυχιακά μας θα 'ναι οπωσδήποτε σαν τα αμερικάνικα, μια αποικιοκρατία. μια αποικία τρίτης κατηγορίας.
Απάντηση: Αγαπητέ φίλε, έστω και αν δεν το θέτετε ευθέως το πρόβλημα, με αυτά που λέτε, αυτό το πρόβλημα που θα σας πω θέτετε. Θέτετε το πρόβλημα της ευθύνης του επιστήμονα και του πώς πρέπει ο επιστήμονας να ελέγχει την επιστημονική γνώση, την οποία κατέχει, μεταδίδει, παράγει. Θυμηθήκατε τα χρόνια της δεκαετίας του ’60. Δεν θέλω να επανέλθω σ ’ εκείνη την εποχή η οποία ωστόσο θα είχε
64
πράγματι να μας διδάξει ορισμένα πράγματα και για τη χρηματοδότηση και για την απομίμηση κάποιων ξένων συστημάτων και για πολλά πράγματα. Είναι γεγονός ότι κάποια εποχή, προτάθηκε σ’ αυτόν τον τόπο τα μαθήματα στα πανεπιστήμια, απ’ το πρώτο έτος (από το πρώτο έτος κι όχι στα μεταπτυχιακά) να διδάσκονται στα αγγλικά. Διότι αυτή είναι η γλώσσα που περνάει κλπ.
Ας μη μπούμε σ’αυτό το θέμα και ας παραμείνουμε στο πώς ελέγχεται μια χρηματοδότηση η οποία μπορεί να προέρχεται από μια πολυεθνική, μπορεί να προέρχεται από μια ελληνική βιομηχανία, μπορεί να προέρχεται από μια ξένη βιομηχανία. Δεν υπάρχει κατά τη γνώμη μου καμιά συνταγή. Δεν είναι δυνατό κατά τη γνώμη μου αυτή τη στιγμή να βρείτε μια συνταγή η οποία να λέει ότι αυτή η χρηματοδότηση είναι καλή ή αυτή είναι κακή. Η ευθύνη ανήκει στο ίδιο το πανεπιστήμιο, και νομίζω ότι πρέπει να κινητοποιηθούν οι φοιτητές, πρέπει οι καθηγητές να έχουν πραγματικά τη βαθύτερη συνείδηση που απαιτείται και που δεν είναι μόνο η επιστημονική συνείδηση, είναι και η συνείδηση να ελέγχουν, όπως είπα πριν, τον προορισμό και τη χρήση της γνώσης. Έ τσι το-Πολυτεχνείο έχει δόσει κάποια δείγματα ότι αυτές οι απόψεις που λέτε το απασχολούν. Κανείς δεν ξεχνάει φαντάζομαι ότι το Πολυτεχνείο ήταν το πρώτο ίδρυμα, ίσως και το μοναδικό ακόμα, που ’χει πάρει θέσεις για τις έρευνες που προτείνει το ΝΑΤΟ, και τις έχει απορρίψει.
Επίσης, το Πολυτεχνείο είναι από τα ιδρύματα εκείνα τα οποία προχθές ακόμα έβγαλε μια ανακοίνωση, αμέσως την άλλη μέρα, στις 4 Φεβρουάριου, για να καταδικάσει τη νέα πυρηνική δοκιμή στις 3 Φεβρουάριου στις ΗΠΑ. Νομίζω ότι τα προβλήματα τα οποία θέτετε είναι βαθύτατα και ουσιαστικότατα και δεν λύνονται με κάποιες γενικές αρχές και απαντήσεις. Είναι προβλήματα για τα οποία, ενωμένη η πανεπιστημιακή κοινότητα (και εννοώ τους δασκάλους, τους φοιτητές, τους διοικητικούς, τους τεχνικούς) κάθε φορά θα βρίσκει έναν τρόπο να αντιστέκεται.
ΘΟΔΩΡΟΣ ΛΙΑΝΟΣ, πρύτανης της Ανώτατης Σχολής
Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών
Άκουσα και τις δύο εισηγήσεις, την εισήγηση την κεντρική και την εισήγηση του ΚΣ της ΚΝΕ. Θα ’θελα να πω ότι συμφωνώ σχεδόν στο σύνολο των όσων άκουσα. Η ανάλυση αυτή καλύπτει και τις δικές μου απόψεις σε μεγάλο βαθμό. Υπάρχουν όμως δυο πράγματα στα οποία όμως νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να διατυπώσω την άποψη
65
μου αφού το πανεπιστήμιο είναι ένας χώρος όπου ζω εδώ και 20 χρόνια. Είναι ένα θέμα επομένως που με αφορά και προσωπικά πέραν του ότι αφορά όλους μας. Οι συζητήσεις της ημέρας είναι η έρευνα και οι μεταπτυχιακές σπουδές. Ό πως όλοι, και εγώ πιστεύω ότι πρέπει ν’ αρχίσουμε να συζητάμε σοβαρά και να παίρνουμε αποφάσεις για τις μεταπτυχιακές σπουδές. Όμως θα πρέπει να σας μεταφέρω λίγο την κατάσταση που επικρατεί ακόμα μέχρι και σήμερα στα πανεπιστήμια. παρότι τα τελευταία πέντε χρόνια υπάρχει μια σαφής διαφορά από το παρελθόν. Λοιπόν αγαπητοί φίλοι, το ελληνικό πανεπιστήμιο σήμερα δεν είναι ο ιδανικός τόπος για να κάνει κανείς μεταπτυχιακές σπουδές, ή να κάνει σοβαρή έρευνα. Ό χ ι ότι δεν υπάρχουν σοβαροί επιστήμονες ή ότι δεν υπάρχουν σοβαροί ερευνητές ή ότι δεν υπάρχουν σοβαροί μεταπτυχιακοί φοιτητές, ασφαλώς υπάρχουν. Όμως η οργάνωση και ο τρόπος που γίνονται τα πράγματα, δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική. Οι περισσότερες βιβλιοθήκες έχουν τα χάλια τους και το λέω αυτό κυριολεκτικά. Αναγκαζόμαστε να παραγγέλνουμε μέσω φίλων ή μέσω φοιτητών που πάνε στο εξωτερικό, κείμενα που χρειαζόμαστε..Ο λόγος δεν είναι μόνο η έλλειψη κονδυλίων, (παρότι αυτός είναι ο σημαντικότερος) είναι και το γεγονός ότι κανείς δεν εν- διαφέρεται να μπει στη βιβλιοθήκη, και να δει τι λείπει απ’ τη βιβλιοθήκη, και να παραγγείλει τα βιβλία που του χρειάζονται. Δεν θα βρείτε καθηγητές εύκολα στα γραφεία τους. Παρά την κατάργηση της διπλοθεσίας. θα τους βρείτε σύμβουλους σε κάποια τράπεζα, σε κάποιο υπουργείο, ή σε κάποιο δικό τους γραφείο.
Βοηθάνε όσο μπορούνε και την οικονομία και την προσωπική τους οικονομική θέση. Δεν υπάρχουν, έτσι, αυτή τη στιγμή προγράμματα σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, ή ηλεκτρικοί υπολογιστές ή προγραμματιστές, αναλυτές που θα μπορούσες εύκολα να τους χρησιμοποιήσεις, (παρότι τα ζητήματα ρουτίνας σε πάρα πολλές σχολές υπάρχουν αλλά όχι σε όλες) έτσι ώστε ένα καινούργιο πρόβλημα που αντιμετωπίζεις στην έρευνά σου, να μπορείς να το αντιμετωπίσεις ικανοποιητικά. δηλαδή, σύντομα και σωστά. Επομένως ας μην νομίζουμε ότι είναι τόσο ώριμες οι συνθήκες για σοβαρές μεταπτυχιακές σπουδές.
Πιστεύω, όπως και οι δύο εισηγητές (όπως και στο ΣΑΠ συ- ζητήθηκε) ότι πρέπει να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε για το ζήτημα αυτό σοβαρά. Προτάθηκαν από τον Υπουργό και από άλλα μέλη του ΣΑΠ ή μάλλον η τάση ήταν για δύο κατηγορίες σπουδών στα ελληνικά πανεπιστήμια, προπτυχιακές και μεταπτυχιακές που θα οδηγούν σε διδακτορικό δίπλωμα. Αυτή ήταν και η σημερινή εισήγηση και από τους δύο εισηγητές. Εδώ είναι που βρίσκεται και η σοβαρή μου αντίρρηση.
66
Μεταπτυχιακές σπουδές που θα οδηγούν στο διδακτορικό απαιτεί σοβαρή οικονομική επιβάρυνση για τον ενδιαφερόμενο, σημαντική προσπάθεια απ’ τη δική του πλευρά και ταυτόχρονα προετοιμασία διεξόδου όταν θα τελειώσει. Δεν μπορείς δηλαδή να στείλεις ένα φοιτητή που 'χε πάρει το πρώτο πτυχίο να σπουδάσει άλλα πέντε χρόνια - έτσι έχει υπολογιστεί το διδακτορικό δίπλωμα - και στη συνέχει να του πεις, «τελείωσες το διδακτορικό σου, είσαι ένας θαυμάσιος επιστήμονας, πήγαινε τώρα στο υπουργείο να κρατάς καταστάσεις». Πρέπει προηγουμένως να γνωρίζουμε τι προοπτική ανοίγουμε γΓ αυτούς τους ανθρώπους. Επιπλέον, του είδους αυτού οι σπουδές έχουν ένα σοβαρό κόστος. Τουλάχιστον οι μισοί - σε παγκόσμια κλίμακα - από τους φοιτητές που αρχίζουν μεταπτυχιακές σπουδές τα εγκαταλείπουν. Και θα ’ναι νομίζω μεγάλο λάθος να εμπλέξουμε έναν φοιτητή για ένα-δύο χρόνια ν’ αγωνίζεται να ξενυ- χτάει και ξαφνικά να του λέμε, «ξέρεις ναι μεν είσαι καλός, αλλά δεν κάνεις για διδακτορικό δίπλωμα».
Λέω αυτά για να καταλήξω σε μια εμπειρία, που νομίζω ότι είναι γενική, ότι είναι σκόπιμο να ξεκινά κανείς μεταπτυχιακές σπουδές έχοντας στο μυαλό του ένα πρώτο κύκλο μεταπτυχιακών σπουδών (δεν ξέρω αν χρειάζεται να το πούμε dea, ή masters, ή οτιδήποτε άλλο) που θα μπορεί να είναι τα ένα-δυο πρώτα χρόνια ενός 5ετούς προγράμματος, που θα οδηγήσει σε διδακτορικό, που όμως θα δίνει την ευκαιρία σ’ όποιον ενδιαφέρεται, είτε για λόγους οικονομικούς, είτε για λόγους επαγγελματικούς, είτε για λόγους οικογενειακούς, είτε για άλλους λόγους, να σταματήσει και να πει: «πήρα αρκετά, το πρόγραμμα που ακολούθησα μου δίνει μια αρκετά προχωρημένη επιστημονική γνώση αλλά δεν μπορώ ή δεν θέλω να γίνω ακαδημαϊκός» και να πάει ν’ ακολουθήσει το δρόμο του και να βρει την πορεία του. Δηλαδή η δική μου πρόταση είναι, μέσα στο πρόγραμμα που θα οδηγεί στο διδακτορικό, να υπάρχει ένα υποσύνολο μαθημάτων που θα μπορούσε εάν ήθελε ο φοιτητής να το δεχτεί, να τον οδηγεί σ’ ένα πρώτο πτυχίο που θα 'χει λιγότερο ή περισσότερο πρακτικό ή θεωρητικό χαρακτήρα. Νομίζω αυτό θα μας δόσει μια σοβαρή εμπειρία για τη διαμόρφωση των σπουδών, για την επιλογή των φοιτητών όπως πρέπει να γίνεται για τα μαθήματα, η σχέση με την οικονομία, η σχέση με τη βιομηχανία ή τα διάφορα επαγγέλματα.
Ένα ακόμα πράγμα θέλω να πω και θα σταματήσω, δηλαδή ότι μεταπτυχιακές σπουδές και διδακτορικό δίπλωμα -προϋποθέτουν αφοσίωση. Είναι-δηλαδή για 5 χρόνια ένα καινούργιο στυλ ζωής, είσαι μαθητής ξυπνάς στη βιβλιοθήκη, κοιμάσαι στη βιβλιοθήκη. Σε παίρνει ο ύπνος δηλαδή στη βιβλιοθήκη και ξημερώνεσαι εκεί πέρα. Δεν ξέρω αν είμαστε προετοιμασμένοι όλοι μας να ακολουθήσουμε
67
ένα τέτιο πρόγραμμα. Επιπλέον χρειάζεται ανάλογη προσπάθεια, και αυτό το τονίζω επειδή συνήθως το παρεμελούμε, από τον καθηγητή. Οι μεταπτυχιακές σπουδές δεν είναι υπόθεση του φοιτητή μόνο, είναι υπόθεση κυρίως του καθηγητή. Ο καθηγητής θα καθοδηγήσει το φοιτητή τι θα διαβάσει, πόσο θα διαβάσει, πού θα στρέψει την προσοχή του, πού θα βρει τη βιβλιογραφία, ποιά είναι τα θέματα που απασχολούν την έρευνα. Η γνώμη μου είναι, και λυπάμαι αν μ’ αυτό το πράγμα προσβάλλω συναδέλφους που θεωρούν πως δεν ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία και φυσικά υπάρχουν πολλοί που δεν ανήκουν, ότι δεν είναι οι έλληνες καθηγητές σήμερα σε θέση σε μεγάλο αριθμό, να προσφέρουν αυτή την υπηρεσία. Ό χ ι πως οι ίδιοι δεν είναι ικανοί, αφού οι ίδιοι έχουν περάσει από ένα τέτιο πρόγραμμα πιθανότατα είναι σε θέση να το αναπαράγουν, αλλά γιατί απλούστατα δεν υπάρχουν αυτή τη στιγμή στα ελληνικά πανεπιστήμια οι συνθήκες έρευνας σε ρυθμό ρουτίνας. Ό χ ι έρευνα που επαφύεται στον πατριωτισμό του κάθε καθηγητή, αλλά οργανωμένη. Δεν υπάρχουν τα ποσά, δεν υπάρχουν δυνατότητες και επομένως αυτή τη στιγμή μεταπτυχιακό πρόγραμμα που να οδηγεί κατ’ ευθείαν στο διδακτορικό, η γνώμη μου είναι πως θα οδηγήσει σε αποτυχία. Τώρα για την έρευνα. Το Υπουργείο πάντοτε θα μας πει. φαντάζομαι όλα τα υπουργεία και το νυν υπουργείο ότι τα λεφτά είναι περιορισμένα και μοιραία τέθηκε προηγουμένως το θέμα του πώς αντλείς πηγές για έρευνα. Και νομίζω ότι εδώ είναι το σημείο που θέλω να διαφοροποιηθώ, ότι απορρίψα- με, έτσι το αντιλήφθηκα, οποιαδήποτε ιδιωτική χρηματοδότηση. Η γνώμη μου είναι ότι αυτό είναι λάθος. Θα πρέπει να απορρίπτουμε εκ των προτέρων οποιαδήποτε δέσμευση συνοδεύει την χρηματοδότηση. Αλλά αν υπάρχει χρηματοδότηση χωρίς δέσμευση ηθικού, πολιτικού ή επιστημονικού χαρακτήρα νομίζω πως πρέπει να γίνεται δεκτή.Ευχαριστώ.
ΑΛΕΚΟΣ ΠΟΥΛΟΒΑΣΙΛΗΣ, πρύτανης της Ανωτάτης Γεωπονικής
Σχολής Αθήνας
Αγαπητοί φίλοι.Θα ήθελα πρώτα-πρώτα να συγχαρώ το ΚΚΕ για την οργάνωση
αυτού του Συμποσίου με θέμα «Κοινωνία και Πανεπιστήμιο» ένα θέμα πάντα επίκαιρο και σημαντικό μα που αυτή τη στιγμή με την ολοκλήρωση της ένταξης της χώρας μας στην ΕΟΚ αποκτά κατά τη γνώμη μου ιδιαίτερη βαρύτητα και επικαιρότητα για όλους μας.
68
Πιστεύω πως σήμερα η ελληνική κοινωνία βρίσκεται κάτω από μια ολομέτωπη απειλή που αν δεν αντιμετωπισθεί έγκαιρα είναι δυνατό να οδηγήσει στην ολοκληρωτική απορρόφηση και αφομοίωσή της από την ευρύτερη ευρωπαϊκή κοινότητα.
Είναι ίσως η πρώτη φορά στην ιστορία της που η Ελλάδα και οι κοινωνικές δομές της (οικονομικές και πολιτιστικές), που ο ελληνικός λαός ο ίδιος, περνούν μια τόσο έντονη δοκιμασία γιατί ίσως για πρώτη φορά βρέθηκαν μέσα σ’ ένα ευρύτερο περιβάλλον με κοινωνικές δομές σημαντικά πιο οργανωμένες και πιο αναπτυγμένες απ’ ότι οι αυτόχθονες. Κάτω από τους υφιστάμενους κανόνες λειτουργίας της ΕΟΚ είναι βέβαιο πως οι διαφορές συνεχώς θα μεγαλώνουν κι αν περιοριστούμε στο πανεπιστήμιο, μια ζωτική κοινωνική εκδήλωση και δραστηριότητα, μπορούμε ασφαλώς να πούμε ότι οι διαφορές ανάπτυξης ανάμεσα στο δικό μας πανεπιστήμιο και στα πανεπιστήμια των άλλων χωρών συνεχώς μεγαλώνουν.
Παρά το γεγονός ότι εφαρμόσαμε έναν καινούργιο νόμο, πρέπει σήμερα ύστερα από 4 χρόνια εφαρμογής του να παραδεχτούμε όλοι ότι με νόμους και μόνο δεν είναι δυνατό να προχωρήσουνε τα ελληνικά πανεπιστήμια. Μπορεί ο νόμος να εξασφάλισε δημοκρατικές διαδικασίες, μπορεί να εξασφάλισε μια πολυφωνία και μια πολύπλευρη συμμετοχή, που πρώτα δεν υπήρχε, μπορεί μ’ αυτόν τον τρόπο να ανοιχτήκανε καινούργιοι ορίζοντες και να χαράχτηκαν λαμπροί ορα- ματισμοί, αλλά οι οραματισμοί για να γίνουνε πραγματικότητα χρειάζονται υποδομή, χρειάζονται μέσα, χρειάζονται κατά βάση υποστήριξη από το κράτος. Απ’ αυτήν την πλευρά μπορούμε να πούμε, ότι έχουνε γίνει πολύ λίγα. Αυτή τη στιγμή νομίζω ότι όλα τα ΑΕΙ, τουλάχιστον τα παλιά, έχουν ένα επιστημονικό προσωπικό μικρότερο σε αριθμό απ’ ό,τι πριν 4 χρόνια. Αυτό δεν νομίζω ότι είναι πρόοδος κι ούτε η πρόοδος μετριέται με στατιστικά στοιχεία που συνήθως καλύπτουν την ωμή πραγματικότητα.
Ό σον αφορά τις προπτυχιακές σπουδές μπορώ να πω ότι συμφωνώ απόλυτα με όσα ειπώθηκαν εδώ. Αυτή ήταν και εξακολουθεί να είναι η επιδίωξή μας: ένας γερός, γενικός κορμός, μια εξειδίκευ- ση, που θα ολοκληρώνεται με μια πτυχιακή, ουσιαστική όμως πτυχιακή μελέτη. Μια μελέτη η οποία είτε θα συνδυάζεται με έρευνα μέσα στα εργαστήρια των σχολών, των πανεπιστημίων, είτε θα συνδυάζεται με την επίλυση προβλημάτων του ελληνικού χώρου. Για παράδειγμα από τη δική μας τη σχολή κάθε χρόνο αποφοιτούν γύρω στους 300 φοιτητές. Ένα ποσοστό τους θα μπορούσε να απασχοληθεί μέσα στα προγράμματα τα ερευνητικά της Σχολής, για τα οποία δεν παίρνουμε ούτε μια δεκάρα από το Υπουργείο Παιδείας, για να αποκτήσουν πρόσθετες γνώσεις κι εμπειρίες και παράλληλα να
69
συμβάλουν στην έρευνα. Οι υπόλοιποι θα μπορούσαν να ασχοληθούν με την επίλυση προβλημάτων, που απασχολούν την ελληνική γεωργία, μέσα στα πλαίσια της πτυχιακής τους μελέτης. Δυστυχώς οι εισηγήσεις μας δεν εισακούστηκαν και η οικονομική ενίσχυση που ζητούμε από χρόνια ποτέ δεν δόθηκε. Και μια και μιλάμε για ελληνική γεωργία, μια και όλοι ξέρουμε τη σημασία της, μια και όλοι στοχεύουμε σε αυτοδύναμη ελληνική γεωργία, θέλω να σας πω το εξής: ότι αυτή τη στιγμή στον ελληνικό χώρο υπάρχουν γύρω στους 300 επιστήμονες, που ασχολούνται με την εκπαίδευση, με την έρευνα και την επίλυση όλων των προβλημάτων που απασχολούν την ελληνική γεωργία, γιατί όλοι, το Υπουργείο Γεωργίας, οι συνεταιρισμοί, συνεταιριστικά εργοστάσια, καταφεύγουν σε μας για να βοηθηθούν. Ε, καταλαβαίνετε, κύριοι, αν είναι δυνατό, το Ά της ελληνικής οικονομίας να υποστηριχθεί από 300 ανθρώπους ακόμη κι αν ήταν σαν εκείνους που είπε ο κ. Λιανός, που δεν θα κάνανε τίποτε άλλο από το να ξενυχτάνε στα εργαστήρια και στις βιβλιοθήκες δηλαδή αν όλοι τους ήταν σοφοί.
Για τις μεταπτυχιακές σπουδές, όσο και για τις προπτυχιακές μπορεί να πει κανείς ότι δεν υπάρχει ένα και μοναδικό και γενικά παραδεκτό καλούπι ανάπτυξης κι αυτό είναι φυσικό μια και κάθε περιοχή γνώσης, κάθε χώρα, κάθε τομέας κοινωνικής δραστηριότητας μιας χώρας, παρουσιάζουν τις δικές τους ιδιαιτερότητες. Πιστεύω πως η πανεπιστημιακή κοινότητα είναι η πιο αρμόδια για να κρίνει και να επιλέξει το πιο κατάλληλο υπόδειγμα ανάπτυξης των μεταπτυχιακών σπουδών. Όμως θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι μεταπτυχιακές σπουδές για να ευδοκιμήσουν θα πρέπει να υποστηρίζονται από άρτιες προπτυχιακές.
Και τελειώνοντας ήθελα να κάνω και απ’ αυτό το βήμα μια και βλέπω πολλούς νέους και βλέπω και πολλούς φοιτητές της Γεωπονικής, να κάνω πάλι μια έκκληση: είναι αμαρτία μ’ αυτά τα μέσα που διαθέτουμε στα πανεπιστήμια, μ’ αυτές τις γνώσεις που έχουμε, μ’ αυτό το επιστημονικό προσωπικό που έχουμε, που πολλές φορές μπορεί να είναι καλό, μπορεί να είναι άριστο, είναι αμαρτία αν ο φοιτητής δεν προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποκτήσει ό,τι είναι δυνατό να αποκτήσει από το ελληνικό πανεπιστήμιο. Και μ’ αυτά, ευχαριστώ.
70
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗΣ, αντιπρύτανης του Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης
1. Τον τελευταίο καιρό επιχειρείται ένας επαναπροσδιορισμός της έννοιας τουτιανεπιστημίου. Η προσπάθεια αυτού του του επαναπροσδιορισμού περιέχεται ως κυρίαρχη πολιτική βούληση στις υπερεθνικές προτάσεις της ΕΟΚ που διατυπώνονται κυρίως ως ρυθμιστικές παρεμβάσεις στην τριτοβάθμια εκπαίδευση με το τελικό κείμενο της ντιρεκτίβας και τις πολύ λίγο γνωστές περιγραφές του προγράμματος COM ETT. Η ίδια αυτή όμως προσπάθεια του επαναπροσδιορισμού υπολανθάνει και ως πολιτική επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης κι αυτό είναι πολύ καθαρό στην πρόκληση του Υπουργείου Παιδείας που προωθεί τον τελευταίο καιρό με ασθμαίνοντα ρυθμό και τη βοήθεια των γνωστών τηλεοπτικών χάπενινγκς το μεγάλο εθνικό διάλογο και ιδιαίτερα το ποιοτικό άλμα. Υπάρχει όμως μια ανησυχαστική προχειρότητα και ένα θλιβερό λάθος σ’ αυτήν την προσπάθεια: Πρώτα και κύρια γιατί το πανεπιστήμιο αντιμετωπίζεται σαν πρόβλημα γνώσης, και όχι σαν πραγματικό πρόβλημα της ζωής, γιατί αντιμετωπίζεται σαν αφηρημένη έννοια το περιεχόμενο της οποίας δεν προσδιορίζεται από την εκπαιδευτική και ερευνητική του ουσία, άρα τον επιστημονικό και τον κοινωνικοπολιτικό του χαρακτήρα, που συνιστούν αυτή την ουσία, αλλά από μια βεβιασμένη αναγωγή του στο πεδίο της θεωρίας, καίρια αντιδραστικής και πρόχειρα διατυπωμένης. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή το πανεπιστήμιο αντιμετωπίζεται απλά και πρόχειρα, όπως είπα, ως ιδεολογικός μηχανισμός, φορέας της κυρίαρχης ιδεολογίας, άρα σαν αυτόνομη και αυτορυθμιζόμενη εποικοδομηματική δραστηριότητα. Αντιμετωπίζεται ακόμα σαν χώρος θεσμοποιημένων ερευνητικών αυτοσχε- διασμών, όπου τα ερευνητικά προγράμματα προσανατολίζονται από τις πρωτοβουλίες των ερευνητών και την οποιαδήποτε ιδ ιοσυγκρασία τους. Μιας ιδιοσυγκρασίας που στα πλαίσια της προετοιμασίας του άλματος δεν αναγνωρίζεται ως πρακτική κοινωνικά δημιουργική, αλλά ως γνωστική και αφηρημένα κοσμοθεωρητική άσκηση. Στην ίδια αυτή συζήτηση και κάτω από την ίδια αντίληψη που σας περιέγραψα το πανεπιστήμιο αναγκαστικά ορίζεται ως ίδρυμα προετοιμασίας υπαλλήλων με μια θεσμοποιημένη συμβατική ειδίκευση. Και φυσικά προορισμός των υπαλλήλων αυτών σε μια μόνιμη συνθήκη οικονομικής κρίσης καθορίζεται κάθε φορά από συγκυρίες που δεν προκύπτουν ασφαλώς από έναν δεδομένο κοινωνικό προγραμματισμό, αλλά από τις δυνάμεις του φιλελευθεροποιημένου ανταγωνισμού, όπως αυτός διαμορφώνεται στα πλαίσια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
71
2. Ό ταν αποφασίσει όμως κανείς να προσεγγίσει το πανεπιστήμιο και τα προβλήματα του, τις προοπτικές και τον ιστορικό του προορισμό στα πλαίσια ενός συγκεκριμένου κοινωνικού συστήματος, και στην προκείμενη περίπτωση του δικού μας, τότε οι όροι της οποιοσδήποτε ανάλυσης πρέπει ν’ αλλάξουν. Και στην περίπτωση αυτή το πανεπιστήμιο αντιμετωπίζεται μεν ως αυτοτελές σύστημα παραγωγής γνώσης, όχι όμως αφηρημένα. Ό χ ι δηλαδή ως δομή τα στοιχεία της οποίας αυτορυθμίζονται, ούτε ως μια γνώση που παράγεται για χάρη αυτής της ίδιας της γνώσης. Ό πως ακριβώς, όταν ανα- φερόμαστε στη δεξιά δεν υπονοούμε μια αυτοάναπτυσσόμενη και αυ- τοαναλισκόμενη ομάδα ανθρώπων, που απλά και τυχαία συνιστούν έναν κομματικό σχηματισμό που διακρίνεται από ένα άλλον μέσα από μια συνθηματική επωνυμία. Υπονοούμε ασφαλώς, στην περίπτωση αυτή, το σχεδιασμό και την εκδήλωση μιας συγκεκριμένης πολιτικής πρακτικής, μια συγκεκριμένης αντιμετώπισης των προβλημάτων της κοινωνίας. Υπονοούμε τέλος μια σαφή και ξεκάθαρα εκφρασμένη προοπτική πράξεων σχετικών με τα προβλήματα που απασχολούν όλον το λαό στη δεδομένη ιστορική του στιγμή.
Έ τσι και όταν αποφασίσουμε να ασχοληθούμε με το πανεπιστήμιο είμαστε υποχρεωμένοι, είναι υποχρεωμένο κάθε αριστερό και προοδευτικό άτομο, μέλος ενός συγκεκριμένου και ιστορικά προσδιορισμένου κοινωνικού σχηματισμού, να το προσεγγίσει στη σχέση του με αυτόν ακριβώς το σχηματισμό. Να αναλύσουμε την ουσία αυτής της σχέσης, γιατί αυτή η σχέση και μόνο αυτή σημασιοδοτεί και ιστορικοποιεϊ τις δραστηριότητες που αναπτύσσονται μέσα σ’ αυτό. Τις δραστηριότητες δηλαδή που προγραμματίζονται και πραγματοποιούνται κατά την εκπαιδευτική διαδικασία και κοινωνικοποιούνται σε τελευταία ανάλυση ως παιδευτική πληροφόρηση, ως επιστημονική γνώση, είτε ακόμα και ως πολιτική αντίθεση με προοπτική τη μεταφορά τους στην περιοχή της κοινωνικής παραγωγής ή γενικότερα την περιοχή του μαζικού κινήματος, όπου εκδηλώνονται και περιμένουν τη λύση τους τα προβλήματα του εργαζόμενου λαού αλλά και όλα τα προβλήματα των θεωρητικών αντιθέσεων.
Αρα η συνθηματική διατύπωση «Πανεπιστήμιο και Κοινωνία» δεν συνιστά μια συμβατική περιγραφή, δεν υπονοεί δηλαδή έμμεσα την παρουσία δυο δομών που αναπτύσσονται αυτόνομα. Θέλει οπωσδήποτε να υπογραμμίσει τη σχέση δυο διαδικασιών που πρέπει να αναπτύσσονται διαλεκτικά μέσα στα πλαίσια μιας αυστηρά προσδιορισμένης αυτοτέλειας. Μόνο στο πεδίο ενός τέτιου συσχετισμού θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε την ιστορική σημασία του πανεπιστημίου, που προκύπτει από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά και των κοινωνικών σχέσεων. Και τότε ακριβώς θα μπο
72
ρούσαμε να κατανοήσουμε την κοινωνική ουσία του πανεπιστημίου, τη σημασία της συμμετοχής του όχι μόνο στην ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας αλλά και στην ανάπτυξη μιας νέας κοινωνίας. Γιατί μόνο μέσα από ένα τέτιο συσχετισμό, ιστορικά πραγματοποιημένο, μόνο μέσα στις συνθήκες μιας κοινωνικής αλλαγής, «όπου η κοινότητα των οικονομικών πολιτικών και πολιτιστικών βάσεων και δραστηριοτήτων όλων των τάξεων και κοινωνικών ομάδων και η σύμπτωση των συμφερόντων των επιστημόνων με αυτά των εργατών και των αγροτών...» μπορεί να καθορίζεται συγκεκριμένα και με ιστορική σαφήνεια η μορφή της πανεπιστημιακής διανόησης.
3. Με βάση αυτές τις γρήγορες, περιληπτικά διατυπωμένες σκέψεις θα μπορούσε ο καθένας από μας να αναζητήσει, όσα επιχειρήματα χρειάζονται, για να αποδείξει την εσκεμμένη αφαίρεση που χαρακτηρίζει τις προσπάθειες για την αναβάθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Μια αφαίρεση που μέσα στην αδυναμία της να υλοποιηθεί ως πρακτική, τείνει να απολυτοποιήσει τη λειτουργία του επιστήμονα πανεπιστημιακού, να τον απομακρύνει ως άτομο από τους αναγκαίους κοινωνικούς συσχετισμούς και να τον μετατρέψει σε ιστορική άρα αντιλαϊκή πηγή αφηρημένων ή απλά τεχνοκρατικών γνώσεων και στείρων μεταρρυθμιστικών προτάσεων. Είναι μια αφαίρεση αυτή που οδηγεί αυτόματα τη δημιουργιή σκέψη κάθε μαρξιστή στη γνωστή 3η θέση για τον Φόυερμπαχ που διατυπώνει ο Μαρξ στη μελέτη του για τη γερμανική ιδεολογία. Οι άνθρωποι, λέει ο Μαρξ, είναι ακριβώς εκείνοι που αλλάζουν τις περιστάσεις και ότι ο παιδαγωγός έχει και αυτός την ανάγκη να παιδαγωγηθεί".. να εμπλουτίζεται θα έλεγα, με τις πληροφορίες που παρέχει ασταμάτητα η κοινωνική εξέλιξη. Η σύμπτωση της αλλαγής των περιστάσεων και της ανθρώπινης δραστηριότητας ή αυτοαλλαγής μπορεί να εξεταστεί και να κατανοηθεί ορθολογικά μονάχα σαν επαναστατική πρακτική.
4. Το πανεπιστήμιο λοιπόν με τους ανθρώπους που συνιστούν την εκπαιδευτική-παιδαγωγική και ερευνητική του διαδικασία μέσα στη δική μας καπιταλιστική κοινωνία καλείται να εγκαταλείψει τη θέση της δύσκαμπτης αυθεντίας, τη θέση ενός παραδοσιακά εγκατεστημένου υπερκοινωνικού γνωσεοπαραγωγικού στρώματος και να λειτουργήσει επαναστατικά. Να παρέμβει δηλαδή δημιουργικά στην αλλαγή των περιστάσεων, όπως θα έλεγε ο Μαρξ να παλέψει για την παιδαγώγηση και την αυτοαλλαγή του. Αλλιώς δεν μπορεί να εννοηθεί το ποιοτικό του άλμα. η ποιοτική του αναβάθμιση. Θέλω να πω και να τελειώσω, πως πανεπιστήμιο σωστά ενταγμένο μέσα σε μια κοινωνία είναι μόνο αυτό που αποφασίζει με τις θεωρητικές και τεχνολογικές του γνώσεις, να προωθήσει την κοι
73
νωνία μέσα σε μια συγκεκριμένη διαδικασία αλλαγής με σαφή κατεύθυνση το σοσιαλισμό. Εννοώ δηλαδή το πανεπιστήμιο που συμβάλει στην αλλαγή των περιστάσεων ή στην αυτοαλλαγή του, άρα το επαναστατικό πανεπιστήμιο.
ΑΛΚΗΣ ΑΡΓΥΡΙΑΔΗΣ, πρόεδρος του Νομικού Τμήματος
του Πανεπιστημίου Αθήνας
Ευχαριστώ που μου δίνετε το λόγο, αγαπητοί φίλοι. Δεν είχα σκοπό να μιλήσω- έπειτα από όλους τους πρυτάνεις, εγώ τι να πω. Ό μως είχα μερικούς ερεθισμούς και θα ήθελα να τους εκφράσω εδώ. Ό λοι μας ακούσαμε και ακούστηκαν πράγματι πολύ ενδιαφέροντα πράγματα, και από την εισήγηση και από τις παρεμβάσεις. Ό λ ο ι μας συμφωνήσαμε με την εισήγηση και την επαινέσαμε.
Εκείνο που δεν ακούστηκε, και ίσως γΓ αυτό να σηκώθηκα να μιλήσω, είναι κατά τη γνώμη μου, ότι πρέπει να πούμε ένα μεγάλο μπράβο και σ’ αυτόν που οργάνωσε τον σημερινό διάλογο και συμπόσιο, το ΚΚΕ. Κι αυτό το λέω, όχι για να δρέψω χειροκροτήματα, αλλά γιατί είναι πεποίθησή μου ότι έπρεπε να λεχθεί, και ότι αν παρόμοια στάση κρατούσαν και τ’ άλλα κόμματα, ίσως να μην είμαστε σ’ αυτό το σημείο της κακοδαιμονίας της ελληνικής ανώτατης παιδείας, που είμαστε σήμερα. Και για να πω, μ’ αυτή την ευκαιρία, μερικά σημεία. Το είπε ο κ. Χουρμουζιάδης αυτό, δεν είναι μόνο η ΕΟΚ, μην τα φορτώνουμε όλα στην ΕΟΚ, είναι και μια συγκεκριμένη πολιτική, είναι η πολιτική της υποταγής του πανεπιστήμιου στην κυρίαρχη ιδεολογία, και όχι το να αφήσουμε το πανεπιστήμιο φυτώριο νέων ιδεών και επαναστάσεων. Για να το πω κάπως πιο άγαρμπα, όταν Υπουργός Παιδείας είναι ο τάδε, τι να μας φταίξει η ΕΟΚ. Ένα σημείο: Δεν έχουμε χρήματα. Παραδείγματα: 27 θέσεις έχει ζητήσει το Τμήμα Νομικής νέων μελών του ΔΕΠ, και έχουν μπλοκαριστεί στο Υπουργείο Παιδείας, εδώ και μήνες δεν προχωράνε. Εκδρομή στη Γερμανία ζητά το γερμανικό τμήμα, δεν εγκρϊνονται εκπαιδευτικές εκδρομές. Φωτοτυπικό μηχάνημα ζητά το τάδε σπουδαστήριο, δεν έχει λεφτά. Λοιπόν, πώς θα γίνει όταν λείπει το μέτρο των πραγμάτων, όπως έλεγαν οι Ρωμαίοι, στις καπιταλιστικές τους αντιλήψεις. Δεν έχουμε λοιπόν χρήματα. Αυτό είναι το ένα.
Το άλλο είναι ότι λόγος της σημερινής κρίσης είναι ασφαλώς και η ορισμένη κοινωνική δομή. Μίλησε και ο κ. Σταθόπουλος στην αρχή, κάπως, πάνω σ ’ αυτό το θέμα. Θα ήθελα να προσθέσω ότι και ο
74
περιορισμός των εισαγομένων στο πανεπιστήμιο, αλλά και η μη απορρόφηση μετά των πτυχιούχων, είναι αποτέλεσμα ορισμένων κοινωνικών δομών. Είναι χαρακτηριστικά της σημερινής ελληνικής κοινωνίας αυτά. Ποια είναι αυτή: Είναι μια κοινωνία ορισμένου τύπου κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού σε ένα στάδιο εξάρτησης. Δεν είναι μόνο η ΕΟΚ, αγαπητοί φίλοι, και εδώ διαφοροποιούμαι κάπως με την εισήγηση, να μην τα φορτώσουμε όλα στην ΕΟΚ· εμείς εδώ; Θα τα παγιοποιήσει ίσως η ΕΟΚ, θα τα κάνει περισσότερο επιστημονικά, αλλά μη νομίζουμε ότι μόνοι μας θα βαδίζαμε σε πελάγη ευτυχίας, γιατί αυτό θα οδηγούσε σε αποπροσανατολισμό.
Είναι φυσικό, εφόσον κάνουμε ακόμη τη διάκριση σε ευγενή και σε ταπεινά επαγγέλματα, όλοι μας να θέλουμε να γίνουμε ευγενείς. Και να μη θέλει κανένας να μείνει ταπεινός. Πόσο μάλλον που δεν υπάρχει επαγγελματική παράδοση στην Ελλάδα, δεν υπάρχει και μεγάλη, να πω ταξική συνείδηση, δεν θέλω να το πω, αλλά συνείδηση που να δένει κάποιον στο χώρο του σε μεγάλο βαθμό. Υπάρχει μια εναλλαγή και το να φτάσει κανείς προς τα πάνω, σε μεγάλο βαθμό εξαρτιέται ή από το χρήμα ή από την υποτιθέμενη παιδεία. Εάν αλλάξουν και οι αντιλήψεις ακόμα οι κοινωνικές και φτάσουμε στο σημείο, την ίδια κοινωνική καταξίωση και μεγαλύτερη, να έχει ο εργάτης και ο επιστήμονας, τότε ίσως να μη θέλαν όλοι να γίνουν φτωχοπρόδρομοι, δικηγόροι ή γιατροί. Και γιατί παρακαλώ, οι γιατροί, είναι πολλοί; Οι γιατροί είναι πολλοί; Για δέστε, στη Σοβιετική Ένωση, πόσο περισσότεροι είναι, στην Πολωνία, σε άλλες σοσιαλιστικές χώρες, αλλά και άλλες καπιταλιστικές χώρες. Ο αριθμός τους είναι μεγαλύτερος από τον δικό μας. Απλώς, πηγαίνουνε και στις επαρχίες, και δέχονται και με λίγα λιγότερα χρήματα. Δεν είμαι κατά των γιατρών, αλλά εδώ πάει η μάνα μου σε έναν γιατρό και της παίρνει 9.000 τη βίζιτα. Θα μου πείτε, ότι τώρα έχουμε το ΕΣΥ. Α, μάλιστα! Τώρα εντάξει^ Για να μην μακρυγορώ πάνω σ’αυτά. Δυο λόγια πάνω στα μεταπτυχιακά και την έρευνα.
Είναι απαραίτητο να διαμορφωθούν, γιατί η εξάρτηση της ελληνικής κοινωνίας, οικονομίας, επιστήμης, οφείλεται και στο ότι δεν έχουμε μεταπτυχιακά, έρευνα - μας είπε ο κ. Λιανός, ότι υπάρχει στην ΑΣΟΕΕ, μπράβο, δεν το ξέραμε, και στη Θεσσαλονίκη γίνεται- λοιπόν, χρειαζόμαστε να μην πηγαίνει το επιστημονικά πιο ανήσυχο κομμάτι της Ελλάδας, της ελληνικής νεολαίας, στο εξωτερικό και ή θα μένουν εκεί οι καλύτεροι, ή θα γυρίζουν πίσω πάρα πολλοί, θα ξαναγυρίσουν φέρνοντας ξένα προβλήματα και ξένες λύσεις. Και εδώ, φίλοι μου, το δεύτερο σημείο, που θέλω να συμφωνήσω με τον κ. Λιανό είναι μια βαριά κουβέντα η διδακτορία. Και στις χώρες που το διδακτορικό είναι εύκολο, παίρνεται σε 1-2 χρόνια, δεν έχει και
75
μεγάλη εκτίμηση και δεν θα είναι και το τελευταίο χαρτί, θα πρέπει να υπάρχει και κάτι παραπάνω. Ό που είναι δύσκολο και υπάρχει και ενδιάμεσο χαρτί, π.χ. το εγγλέζικο Ph.D. ή το γαλλικό d’ 6tat τότε φυσικά είναι χαρτιά που έχουν κάποια βαρύτητα. Δεν παραγνωρίζω τους κινδύνους της υποβάθμισης σχετικά. Αλλά να το δούμε και αυτό. Δεν μπορούμε να αφήνουμε τα παιδιά να φεύγουν με το αίσθημα της αποτυχίας. Ίσως, θα πρέπει να παίρνουν κάποιο μεταπτυχιακό ενδιάμεσο. Αυτά ήθελα να πω. Θα περιμένουμε με πάρα πολύ ενδιαφέρον τη συνέχεια αυτού του τόσο ωραίου συμποσίου. Ευχαριστώ.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΙΑΜΠΑΚΟΣ, απόφοιτος του Εθνικού Μετσόθιου Πολυτεχνείου
Πιστεύω, συναγωνιστές, σύντροφοι, φίλοι, όλο αυτό το μεγάλο κομμάτι που ζει μες στα πανεπιστήμια, και πραγματικά τα πονάει, και θέλει ένα καλύτερο αύριο γι’ αυτά, όχι μόνο για τα πανεπιστήμια, αλλά καλύτερα πανεπιστήμια για το λαό μας, ότι η σημερινή κουβέντα, το σημερινό άνοιγμα του συμποσίου πραγματικά ανταποκρίνεται στα μεγάλα ερωτήματα που υπάρχουν και στους φοιτητές και στους καθηγητές, σ’ όλον τον κόσμο που ζει και σπουδάζει μες στα πανεπιστήμια. Το συμπόσιο του Κόμματος αποκτά μια ιδιαίτερη χρησιμότητα σ’ αυτή την περίοδο. Κι αυτό δεν είναι μια εκτίμηση που τη βγάζουμε από το μυαλό μας. Είναι τα ίδια τα προβλήματα που την επιβάλλουν. Αναφέρθηκαν πάρα πολλά παραδείγματα από τους πρυτάνεις προηγούμενα και πιστεύουμε ότι τα λόγια των ανθρώπων αυτών που έχουν αναλώσει τη ζωή τους μέσα στα πανεπιστήμια, και πραγματικά τα πονάνε, έχουν μια ιδιαίτερη βαρύτητα. Βέβαια οι φοιτητές μπορούν να τα χρωματίσουν ακόμα πιο έντονα. Τα συγγράμματα του 1948, το κουπόνι των 225 δρχ. κι όλη αυτή η φιλολογία για τη δωρεάν παιδεία, μπορούν να συμπληρώσουν αυτή την εικόνα. Θα ’θε- λα να πω και κάτι άλλο.
Πραγματικά σήμερα γίνεται μια μεγάλη κουβέντα για την έρευνα. Πιστεύω ότι αυτό δεν είναι τυχαίο. Από ποια σκοπιά: σήμερα η κρίση των πανεπιστημίων είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο. Το παραδέχονται όλοι.
Και πραγματικά, οποιαδήποτε προσπάθεια για την αναβάθμιση των σπουδών μέσα στα πανεπιστήμια, δεν μπορεί παρά να συνδέεται με το ζήτημα της έρευνας. Κι ας αναλογιστούμε πραγματικά τι είναι εκείνο που ξεχωρίζει τα πανεπιστήμια από ένα τύπο λυκείου σε ανώτερο επίπεδο. Δεν είναι άραγε η δημιουργική γνώση που πρέπει να
76
τα διαπνέει και πρέπει να τροφοδοτεί τους φοιτητές; Και πραγματικά μια τέτια γνώση και σκέψη δεν εξασκείται μέσα απ’ την παραγωγή νέας γνώσης; Και μέσα απ’ αυτό το πρίσμα αποδείχνεται έτσι ποιος είναι ο ρόλος της έρευνας στη διαδικασία της εκπαίδευσης. Θα ’θελα να φέρω ένα συγκεκριμένο παράδειγμα από τις εξελίξεις στο Πολυτεχνείο, μιας και, σαν απόφοιτος του ΕΜΠ έχω μια συγκεκριμένη εμπειρία. Προωθείται αυτή την περίοδο η ίδρυση ενός Ακαδημαϊκού Ερευνητικού Ινστιτούτου Πληροφορικής στο τμήμα ηλεκτρολόγων. Να σημειώσουμε τον βασικό, τον πρωταρχικό όρο με τον οποίο θα χρηματοδοτηθεί αυτό το ακαδημαϊκό ερευνητικό ινστιτούτο, από τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα (ΜΟΠ), δηλαδή από χρήματα του ελληνικού λαού. Ο όρος αυτός λέει το εξής: μια τέτια λειτουργία πρέπει να ’ναι αποστειρωμένη από οποιαδήποτε παρέμβαση του φοιτητικού κινήματος. Ένας τέτιος όρος πού μπορεί να οφείλεται; Σίγουρα σε κανέναν ιδιότυπο μυστικισμό αυτών που θα συμμετέχουν στο ακαδημαϊκό ερευνητικό ινστιτούτο. Έ νας τέτιος όρος αποκαλύπτει ότι μια βασική έρευνα που δεν έχει να κάνει μόνο με το επιστημονικό ενδιαφέρον των φοιτητών και των καθηγητών του Πολυτεχνείου, αλλά με ζωτικά συμφέροντα του λαού μας, βγαίνει έξω απ’ το πανεπιστήμιο. Ή ας δούμε πραγματικά από μια άλλη πλευρά το ζήτημα αυτό. Ντιρεκτίβα για την ιδιωτικοποίηση. Αυτό περνάει παντού στην ελληνική κοινωνία σήμερα. Και έχει αίτιους, έχει ένοχους. Είναι ο ΕΟΚικός ενορχηστρωτής και η κυβερνητική πολιτική που ακολουθεί και υλοποιεί. Παράδειγμα το Ακαδημαϊκό Ερευνητικό Ινστιτούτο: για μια βασική πλευρά της εκπαίδευσης στα Πανεπιστήμια, για την έρευνα και την ανάπτυξή της, εναποτίθενται οι ελπίδες στην όποια χρηματοδότηση των μεγάλων βιομηχανιών και - ας μην κρυβόμαστε - με τους όρους που αυτές επιβάλλουν. Καταλαβαίνουμε πώς και μέσα απ’ ηυτό, προωθείται μια τέτια ιδιωτικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, κι αν σήμερα είναι η έρευνα, σίγουρα αυτό είναι το πρώτο σκαλοπάτι για μια παραπέρα ιδιωτικοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης. Θέλω να κλεϊσω με το εξής. Σήμερα πραγματικά στα πανεπιστήμια υπάρχει μια διαφορετική κατάσταση. Η κατσαρόλα βράζει κι απειλεί το καπάκι. Η αγανάκτηση που υπάρχει κι είναι συσσωρευμένη από πολλά χρόνια τώρα και που διογκώνεται από χιλιάδες ρεύματα κι από χιλιάδες προβλήματα που ούτε μπορεί κανείς να φανταστεί και να περιγράψει, δημιουργεί ένα δεδομένο. Αυτό το δεδομένο βάζει μπροστά στους κομμουνιστές φοιτητές αλλά και γενικότερα στο φοιτητικό κίνημα και σ’ όλο το δημοκρατικό πανεπιστημιακό κίνημα ένα καθήκον: αυτή η αγανάκτηση να μην καταλαγιάσει, να γίνει ένα μεγάλο, ορμητικό αγωνιστικό ρεύμα μέσα στα πανεπιστήμια, ένα ρεύμα που θα μπορέσει να κου
77
βαλήσει και να υλοποιήσει τους μεγάλους στόχους της αλλαγής, που γι’ αυτό δεν έχουν συμφέρον μόνο οι φοιτητές κι οι δημοκράτες πανεπιστημιακοί δάσκαλοι αλλά όλος ο λαός μας και πρώτα απ’ όλα η εργατική τάξη της χώρας μας.
ΦΩΤΗΣ ΜΗΤΣΗΣ, πρόεδρος του Οδοντιατρικού Τμήματος
της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθήνας, πρώην πρύτανης
Ευχαριστώ για την ευκαιρία που μου δίνετε να λάβω μέρος σ’ αυτή την ενδιαφέρουσα συζήτηση. Με πολλή προσοχή άκουσα τις εισηγήσεις αλλά και τις παρεμβάσεις των πρυτάνεων. Πιστεύω ότι η εκδήλωση αυτή πραγματικά αποτελεί μια σημαντική προσφορά στο διάλογο, σ’ ένα πάντα επίκαιρο θέμα όπως είναι «το Πανεπιστήμιο και η σχέση του με την Κοινωνία». Η παρέμβασή μου δεν έχει την έννοια να πάρω θέσεις και να συμφωνήσω ή να διαφωνήσω με τα όσα ακούστηκαν. Θα μπορούσε κανείς πολλά να πει. Σεβόμενος το χρόνο, θα προσπαθήσω να σταθώ σε τρία μόνο σημεία και να θέσω μάλλον μερικούς προβληματισμούς, πάντοτε βέβαια από μια θέση μεταξύ του ιδεατού και του εφικτού στο χώρο της ανώτατης παιδείας.
Με προβλημάτισε πραγματικά η θέση της εισήγησης στο θέμα «σχέσεις ΕΟΚ και Ανώτατης Παιδείας» και οι συνάδελφοί μου πριν από μένα πήραν ορισμένες θέσεις πάνω σ’ αυτά. Εγώ θα θέσω μερικούς προβληματισμούς. Μήπως μεγιστοποιούμε ορισμένους κινδύνους, που είναι ένα μέρος αυτής όλης της σχέσης, από τους οποίους κινδύνους θα μπορούσαμε ίσως με την επαγρύπνηση να προφυλα- χτούμε; Και πρώτα σε ό,τι αφορά την ιδιωτικοποίηση της ανωτάτης παιδείας, καθώς και ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθήνας κ. Σταθόπουλος ανέφερε και πολύ σωστά, το σύνταγμά μας κατοχυρώνει την ανώτατη παιδεία, επομένως δεν βλέπω τον μεγάλο κίνδυνο για την ιδιωτικοποίησή της. Μήπως λοιπόν μεγιστοποιώντας τους κινδύνους αποπροσαντολίζουμε τους νέους μας από τα πραγματικά προβλήματα που μας δημιουργεί σήμερα αυτή η σχέση, η οποία είναι μια πραγματικότητα; Γ ιατί το τρένο φεύγει και εμείς μπορούμε μέσα απ’ αυτή τη σχέση να αντιμετωπίσουμε τα πραγματικά προβλήματα και να εκμεταλλευτούμε τα θετικά σημεία. Και για παράδειγμα θα αναφέρω το πρόγραμμα ERASMUS για την ανταλλαγή των φοιτητών.
Κάπου νομίζω δίνεται μεγάλη έμφαση, ότι δηλαδή θα πάει ο φοιτητής μας στη βιομηχανία κι από κει και πέρα θα τον χρησιμο
78
ποιήσουν τα μονοπώλια. Μα γιατί όμως είναι μόνο ο φοιτητής που θα πάει στη βιομηχανία; Δεν θα είναι και ο φοιτητής μας που θα πάει σε ένα καλό νοσοκομείο και θα φέρει μια καινούρια εμπειρία; Δεν θα είναι και ο φοιτητής μας που θα πάει σε ένα καλό φιλοσοφικό ή νομικό κέντρο, μιας προοδευτικής και δημοκρατικής χώρας, που θα πάρει μια παιδεία, που δεν θα μπορούσε να την πάρει διαφορετικά; Και το ερώτημα πάλι είναι- αυτόν το φοιτητή που θα στείλουμε ποιος θα τον επιλέξει; Νομίζω εμείς. Επομένως αν εμείς λειτουργήσουμε σωστά και δημοκρατικά μέσα στα ιδρύματα - και το πλαίσιο σήμερα που έχουμε μας παρέχει αυτή τη δυνατότητα - θα μπορέσουμε αυτούς τους μηχανισμούς να τους χρησιμοποιήσουμε για το δικό μας όφελος. Βέβαια μπορεί να εκφράσει κανείς μια ανησυχία, για το ό,τι λέγεται ότι το προσόν του φοιτητή που παρακολούθησε έξω θα αποτε- λεί κριτήριο για την επιλογή του μετά, για την επαγγελματική του σταδιοδρομία. Αυτό κάνει πράγματι μια διάκριση. Αλλά είναι κάτι που παλεύεται και πρέπει να μη ξεχνάμε ότι μέσα στα όργανα της ΕΟΚ έχουμε το δικαίωμα σαν χώρα να το τροποποιήσουμε. Αλλά ε- ξαρτάται από μας, που θα επιλέξουμε τον φοιτητή, ο οποίος θα πάει έξω, να μην είναι ο φοιτητής που θα ανήκει στην ελίτ, όπως αναφέρθηκε, αλλά να είναι ο καλός φοιτητής, ο οποίος θα επιλεγεί μέσα από το ίδρυμα με διαφανείς διαδικασίες και ο οποίος δεν θα είχε και την ευκαιρία ίσως να πάει με άλλον τρόπο. Αυτός είναι ένας από τους προβληματισμούς μου.
Θα σταθώ, πολύ σύντομα, σε δύο ακόμα σημεία: Στον εκδημοκρατισμό των ΑΕΙ και στην αναβάθμιση των σπουδών.
Βέβαια ο εκδημοκρατισμός παραμένει πάντα ο στόχος. Σήμερα όμως δεν είναι μόνο στόχος, είναι και μια κατάκτηση. Το είπε αυτό και ο κ. Βουδούρης, πρύτανης του Πολυτεχνείου. Και φυσικά, πρέπει να επαγρυπνούμε, αλλά κυρίως οφείλουμε να εδραιώσουμε αυτή την κατάκτηση και να τή βελτιώσουμε, αν θέλετε. Το ερώτημα όμως το οποίο πάλι προβάλλει και μπορεί να μας προβληματίζει είναι, αν εμείς αξιοποιούμε σωστά αυτόν τον εκδημοκρατισμό μέσα στα ΑΕΙ, και στα επιμέρους τμήματα, τόσο από την πλευρά των μελών του ΔΕΠ, όσο και από την πλευρά των φοιτητών. Ο νέος νόμος έδοσε μια συμμετοχή και εκπροσώπηση πάρα πολύ μεγάλη, μεγαλύτερη από τις θέσεις τις επίσημες που είχε η ΕΦΕΕ κάποτε. Αξιοποιήθηκε όμως σωστά; Ας εξετάσουμε αν στα διάφορα τμήματα και στα ΑΕΙ, οι εκπρόσωποι των .φοιτητών συμμετέχουν στις επιτροπές για να δουλέψουν, όπως για τα προγράμματα σπουδών, και για όλα τα άλλα θέματα και αν υλοποιείται αυτή η έννοια του εκδημοκρατισμού. Ή μπαίνει μόνο σαν αυτοσκοπός - που δεν πρέπει να είναι - όπως και εσείς είπατε, ο εκδημοκρατισμός;
79
Φοθούμαι ότι αν θελήσουμε να κάνουμε αυτή την αυτοκριτική, ο καθένας στο χώρο του και από την υπευθυνότητά του; δεν ξέρω τι συμπεράσματα θα εξάγουμε. Αλλά νομίζω ότι είναι κάτι που θα πρέπει να το προσέξουμε.
Το τελευταίο σημείο, το οποίο νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό και τονίσθηκε με την ανάλογη έμφαση από την εισήγηση, είναι η ανάγκη της αναβάθμισης των σπουδών. Η αναβάθμιση μαζί με τη συμφιλίωση που πολύ σωστά τονίσθηκε από τον εκπρόσωπο της νεολαίας, είναι αυτό που ζητούν σήμερα τα ΑΕΙ. Βεβαίως, η αναβάθμιση έχει πολλά σκέλη. Αναβάθμιση σημαίνει υποδομή και φυσικά, όπως είπαν και οι πρυτάνεις οι οποίοι είναι και περισσότερο αρμόδιοι, σ’ αυτό είναι αλήθεια ότι χωλαίνουμε. Αναβάθμιση όμως σημαίνει και υπευθυνότητα των μελών του ΔΕΠ για να κάνουν σωστή χρήση των δικαιωμάτων που απέκτησαν. Αναβάθμιση ακόμα σημαίνει, οι φοιτητές στο πόστο τους, να ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους. Και εδώ έρχεται πάλι το ερώτημα κι ο προβληματισμός. Εκεί που υπάρχουν, το είπε κάποιος συνάδελφος φίλος πρύτανης, αυτές οι δυνατότητες, δηλαδή το αμφιθέατρο, το εργαστήριο, το καλά οργανωμένο σεμινάριο, ανταποκρίνονται σήμερα οι φοιτητές μας σ ’ αυτές τις προσφορές;
Είναι μέσα στα αμφιθέατρα; Έχουν τη συμμετοχή του διαλόγου που πρέπει στα σεμινάρια; Ακουσα τους φίλους τους πρυτάνεις οι οποίοι έκαναν έκκληση στους φοιτητές για να ανταποκριθούν σ’ αυτόν τον στόχο της αναβάθμισης και προσθέτω κι εγώ τη φωνή μου. Στην αναβάθμιση κύριο λόγο παίζουν τα προγράμματα σπουδών και ο σωστός προγραμματισμός των σπουδών. Θεωρώ ότι είναι από τα βασικότερα και νομίζω ότι αυτό είναι που θα μας βοηθήσει και θα μας προφυλάξει από κάθε κίνδυνο οιασδήποτε επίδρασης. Κι αυτό είναι αποκλειστικά έργο δικό μας. Και είναι έργο όλων, των καθηγητών, των μελών του ΔΕΠ, όλων των βαθμιδών, και των φοιτητών. Και για να έχει η αναβάθμιση σωστό προσανατολισμό και για να είμαστε και μέσα στο θέμα μας, «Πανεπιστήμιο και κοινωνία» θα πρέπει να γίνει σύνδεση της εκπαίδευσης με τους κοινωνικούς φορείς. Και φυσικά δεν μιλάμε μόνο για τη βιομηχανία, αλλά και για τους άλλους χώρους. Ας πούμε λογουχάρη για τις σπουδές που αφορούν την υγεία, δεν μπορούμε να μιλάμε σήμερα για σωστό προσανατολισμό και για αναβάθμιση, εάν δεν διασυνδέσουμε σωστά την εκπαίδευση και τα προγράμματα σπουδών με τους κοινωνικούς φορείς παροχής της περίθαλψης.
Τελειώνοντας, αφού σας ευχαριστήσω και πάλι, θα ’θελα να εκ- φράσω την ευχή μου. το σύνθημα που είχε κάποτε η κομμουνιστική
νεολαία, «πρώτοι στους αγώνες και πρώτοι στα μαθήματα», να ξαναζωντανέψει και να υλοποιηθεί και όχι να μείνει μόνο σύνθημα. Ευχαριστώ.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΟΥΔΟΥΡΗΣ, (δεύτερη παρέμβαση)
Χάρηκα πολύ που είδα τον Δημήτρη τον Καλιαμπάκο που τον είχαμε χρόνια ολόκληρα στο Πρυτανικό Συμβούλιο. Αλλά αυτό που είπε για τα ακαδημαϊκά ινστιτούτα δεν είναι ακριβώς έτσι. Αντιτα- χτήκαμε από την πρώτη στιγμή στη δημιουργία ακαδημαϊκού ινστιτούτου στο Πολυτεχνείο, πληροφορικής ή μη πληροφορικής, δεν έχει σημασία, και πήραμε την εξής θέση σαν πρυτανεία: Θέλουμε αυτά τα λεφτά, γιατί, όπως είπε κι ο Καλιαμπάκος, είναι λεφτά του ελληνικού λαού, αλλά υπό τον όρο ότι θα τα ελέγχει το Πολυτεχνείο, θα είναι υπό τον έλεγχο των πανεπιστημιακών οργάνων και ότι το όλο σύστημα θα τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργείου Παιδείας. Έχουμε, κατά το Σύνταγμα, ένα εποπτεύον υπουργείο και όχι δύο. Ένα το Υπουργείο Παιδείας. Αυτό το ζήτημα δεν πήγε παραπέρα, γιατί το θέσαμε στο Συμβούλιο Ανώτατης Παιδείας (ΣΑΠ) το οποίο εξέτασε το θέμα κι έχει πάρει τη θέση, το ΣΑΠ, ότι το θεσμικό πλαίσιο των ακαδημαϊκών ερευνητικών ινστιτούτων, είναι υπό επανεξέταση. Δηλαδή, ο Νόμος 1514 είναι υπό επανεξέταση. Και επομένως δεν πρόκειται να δημιουργηθούν ακαδημαϊκά ερευνητικά ινστιτούτα στα πανεπιστήμια, αφού ο νόμος που τα δημιουργεί είναι υπό επανεξέταση. Αυτό, νομίζω, έπρεπε να το ξέρουμε, κι αυτό δείχνει το πόσο ορισμένα όργανα όπως το ΣΑΠ, όταν χρησιμοποιηθούν σωστά, μπορεί να δόσουν πραγματικά πάρα πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Ή - τανε κι ο Θανάσης Βλάχος στη συνεδρίαση αυτή και ξέρει όλες τις λεπτομέρειες. Νομίζω ότι είναι πάρα πολύ χρήσιμο να γίνει γνωστό.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΖΑΓΚΟΣ, πρόεδρος της Ομοσπονδίας
Ειδικού Διοικητικού Τεχνικού Προσωπικού
Α γαπητοίφΐλοι.Η ομοσπονδία παρασκευαστών με χαρά δέχθηκε την πρόσκλη
ση του Τμήματος Παιδείας της ΚΕ του ΚΚΕ για να παραθρεθεί στο συμπόσιο που διοργανώνεται για τα προβλήματα του ελληνικού πανεπιστημίου.
81
Τέτιες πρωτοβουλίες πιτεύουμε ότι είναι πολύ θετικές, όταν μάλιστα γίνονται στην κατεύθυνση της ουσιαστικής συζήτησης για να φωτιστούν όλα τα προβλήματα της Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΑΕ) που μέρα τη μέρα οξύνονται περισσότερο. Εκ των προτέρων σας παρακα- λούμε να μας κοινοποιήσετε τα πορίσματα που θα βγουν από αυτό το συμπόσιο.
Μακάρι ανάλογες πρωτοβουλίες να πάρουν και τα άλλα κόμματα της βουλής.
Όμως να κάνουμε κάτι καθαρό δεν συμφωνούμε με τον υποτιθέμενο διάλογο που προτείνει το Υπουργείο Παιδείας και αυτό για δύο λόγους.
Πρώτο: Δεν γίνεται με τη συμμετοχή όλων των φορέων του πανεπιστημίου. αντίθετα γίνεται προσπάθεια να μπει στη γωνιά το συνδικαλιστικό κίνημα, μιας και δεν δέχεται τις ομοσπονδίες των εργαζομένων ούτε για να εκθέσουν τα προθλήματά τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η δική μας ομοσπονδία. Έ χει να μας δεχθεί ο Υπουργός Παιδείας από το 1982.
Δεύτερο: Αυτή η πρόταση διαλόγου δεν γίνεται στην κατεύθυνση να ξεπεραστούν τα προβλήματα των πανεπιστημίων, αλλά πώς θα εφαρμοστούν καλύτερα οι επιλογές της κυβέρνησης.
Σαν εργαζόμενοι στο χώρο της Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΑΕ) ανησυχούμε ιδιαίτερα για την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στα πανεπιστήμια. Η κρίση που μαστίζει για πολλές δεκαετίες, δεν ξε- περάστηκε αλλά αντίθετα οξύνθηκε περισσότερο. Ο νόμος-πλαϊσιο που τελικά εφαρμόστηκε αποδείχθηκε ότι δεν ήταν τέτιος που θα μπορούσε να φέρει τον εκδημοκρατισμό στα πανεπιστήμια, την κατάργηση ουσιαστικά της έδρας, αφού αγνοήθηκαν οι προτάσεις των φορέων.
Αντίθετα, η κυβέρνηση με τις πιέσεις της αντίδρασης προχώρησε στην παραπέρα αλλοίωση του νόμου σε συντηρητικότερη κατεύθυνση με τις γνωστές τροπολογίες που πέρασε από τη Βουλή.
Έτσι, τα λίγα επιμέρους αποσπασματικά μέτρα εκσυγχρονισμού που πήρε η κυβέρνηση αποδείχθηκαν ότι δεν ήταν αρκετά για να βγάλουν τα πανεπιστήμια από την κρίση.
Αντίθετα, συνεχώς οξύνεται και εντείνεται η υποβάθμιση των σπουδών. Το μορφωτικό επίπεδο παραμένει χαμηλό, οι συνθήκες δουλιάς των εργαζομένων χειροτερεύουν. Τα κονδύλια για την έρευνα διατηρούνται σε πολύ χαμηλά επίπεδα και γίνεται προσπάθεια να βγει η έρευνα από τα πανεπιστήμια.
Η κατεύθυνση της εκπαίδευσης των φοιτητών και το περιεχόμενο των σπουδών δεν είναι αυτό που πρέπει. Γιατί δεν υπάρχει προγραμματισμός της κυβέρνησης για το τι επιστημονικό δυναμικό έχει
82
ανάγκη ο τόπος και κύρια δεν υπάρχει σύνδεση της εκπαίδευσης που παρέχεται με την παραγωγή, φυσικά στην κατεύθυνση της ανεξάρτητης οικονομικής ανάπτυξης. Και γ ι’ αυτό το ζήτημα εμείς λέμε ότι ο δημόσιος τομέας θα πρέπει να είναι ο βασικός μοχλός αυτής της ανάπτυξης.
Οι δαπάνες για την παιδεία είναι πολύ μικρές, φέτος ακόμα λιγότερες, μόλις το 8,6% του προϋπολογισμού και τα αποτελέσματα φαίνονται στην υποβάθμιση των σπουδών, στις κακές συνθήκες εκπαίδευσης και ζωής των εργαζομένων και των φοιτητών. Η έρευνα και η τεχνολογία για μας αποτελεί τη βάση για την αυτοδύναμη ανάπτυξη της χώρας. Η έρευνα πρέπει να είναι στενά συνδεμένη με την ΑΕ και να βοηθά στο ανέθασμά της.
Να είναι προσανατολισμένη στην εξυπηρέτηση της εθνικής παραγωγής. Μέσα σ’ αυτή τη λογική εμείς λέμε να μη γίνεται έρευνα για το ΝΑΤΟ και γενικότερα οποιαδήποτε ερευνητικά προγράμματα έρχονται σε αντίθεση με την εθνική ανεξαρτησία της πατρίδας μας. Για την υλοποίηση των σκοπών της εκπαίδευσης και της έρευνας, για την αναβάθμισή τους, χρειάζονται δαπάνες για τη δημιουργία της κατάλληλης υλικοτεχνικής υποδομής, για επαρκές προσωπικό για την απρόσκοπτη λειτουργία των πανεπιστημίων, για τις απαραίτητες παροχές στους φοιτητές και τους εργαζόμενους. Αν με αυτό το πνεύμα αντιμετωπίσουμε τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, τότε όλοι θα συμφωνήσουμε για αύξηση των δαπανών για την παιδεία στο 15% του γενικού κρατικού προϋπολογισμού.
Η οξυμένη κρίση στα πανεπιστήμια είχε σαν αποτέλεσμα την υ- ποβάθμιση των σπουδών, αλλά, και την υποβάθμιση του ρόλου των εργαζομένων και ιδιαίτερα του Ειδικού Διοικητικού Τεχνικού Προσωπικού (ΕΔΤΠ). Γνώμη μας είναι ότι ο κλάδος μας πρέπει να έχει μια σημαντικότερη θέση στην εκπαιδευτική και ερευνητική διαδικασία. και να παίζει το ρόλο για τον οποίο είναι ταγμένος. Ρόλος αναβαθμισμένος σύμφωνα με τις πραγματικές ανάγκες των πανεπιστημίων. Τα τελευταία χρόνια αντί να πραγματοποιηθεί αυτή η αναβάθμιση του ΕΔΤΠ. γίνεται εντονότερη η αποειδίκευση των εργαζομένων. Γ ια την αναβάθμιση λοιπόν του ρόλου μας μέσα στα πανεπιστήμια θα πούμε μερικές σκέψεις. Πρέπει άμεσα να καταρτιστούν και με τη δική μας συμμετοχή οι εσωτερικοί κανονισμοί λειτουργίας στην κατεύθυνση της διεύρυνσης του νόμου-πλαίσιου, στην κατοχύρωση των ήδη κατακτημένων.
Απαραίτητος όρος για να πάμε μπροστά είναι η ουσιαστική συμμετοχή των εργαζομένων σε όλα τα όργανα διοίκησης οπωσδήποτε στη Γενική Συνέλευση (ΓΣ) του τμήματος και του τομέα. Πιστεύουμε ότι ο τομέας, πρέπει να γίνει εκείνο το ουσιαστικό αποφασιστικό όρ
83
γανο που θα προωθεί στη σωστή κατεύθυνση τις εκπαιδευτικές και ερευνητικές διαδικασίες των ΑΕΙ με τη συμμετοχή όλων των εργαζομένων σ' αυτόν. Και όχι όπως σε μερικές (αν όχι στις περισσότερες) είναι σήμερα μια απλή «συγκόλληση εδρών».
Τα καθήκοντα του ΕΔΤΠ πρέπει να είναι σύμφωνα με τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα των εργαζομένων. Έτσι, ο κάθε εργαζόμενος θα προσφέρει το μέγιστο των δυνατοτήτων του και θα αποφεύγεται το φαινόμενο του «ανθρώπου για όλες τις δουλιές», δηλαδή η α- ποειδίκευση των εργαζομένων. Μέσα από το Ν. 1404/84 στα μέλη του ΕΔΤΠ μπορεί να ανατίθεται εκπαιδευτικό εργαστηριακό έργο. Στην πραγματικότητα αυτό γίνεται αλλά ανεπίσημα και κύρια όταν υπάρχει ανάγκη από προσωπικό, όμως δεν αναγνωρίζεται. Εμείς, λοιπόν, λέμε με την ευκαιρία του σημερινού συμποσίου ότι αυτό θα πρέπει να γίνεται επώνυμα. Είναι δηλαδή μέσα στα πλαίσια του ρόλου του ΕΔΤΠ που έχουν ειδικά προσόντα (τυπικά και ουσιαστικά).
Με όλα τα παραπάνω επιχειρήθηκε μια αναφορά στην κατάσταση που βρίσκονται σήμερα τα πανεπιστήμια. Τα συμπεράσματα που βγαίνουν είναι ότι η κρίση που υπάρχει σήμερα στα ΑΕΙ είναι δεμένη με την κρίση της οικονομίας της χώρας μας. Έ χει σχέση με τις πολιτικές επιλογές που κάνει η ίδια η κυβέρνηση.
Για να βγουν τα πανεπιστήμια από την κρίση πρέπει όλοι να συμφωνήσουμε πως πρέπει να αλλάξει ο προσανατολισμός της εκπαίδευσης και της έρευνας στην κατεύθυνση της εξυπηρέτησης του λαού και της ανεξάρτητης οικονομικής ανάπτυξης. Φυσικά δεν θα πρέπει να μείνουμε μόνο στη συμφωνία αυτή, αλλά θα πρέπει να αγωνιστούμε γΓ αυτό, και οι εργαζόμενοι μέσα από τα συνδικαλιστικά τους όργανα αυτό κάνουν.Ευχαριστώ.
84
Κλείσιμο των εργασιών της πρώτης μέρας
από τον ΝΙΚΟ ΚΟΤΖΙΑ, αναπληρωματικό μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ
Νομίζω ότι υπήρξε μια αρχή του διαλόγου που ελπίζουμε να προχωρήσει πιο πολύ τις επόμενες 3 μέρες του συμποσίου μας. Σ’ αυτόν φάνηκε μια καταρχήν συμφωνία ανάμεσα σ’όλους μας ότι το καυτό πρόβλημα της παιδείας πρέπει να μας ανησυχήσει ακόμα πιο πολύ απ’ ό,τι μέχρι σήμερα, ότι είναι ανάγκη να βάλουμε κάτω κι άλλο τη σκέψη μας, κι άλλο την ιδεολογία μας, κι άλλο τους προβληματισμούς μας, να δούμε πώς μπορεί να προχωρήσει περισσότερο. Πήρα ένα σημείωμα στη διάρκεια των ομιλιών των φίλων κ. πρυτά- νεων που τους κάνει μια πρόταση, ότι, εάν συμφωνούν με την ανάγκη της προώθησης της πάλης για την αναβάθμιση των σπουδών μες στα πανεπιστήμια, μήπως θα μπορούσαν να πάρουν μια κοινή πρωτοβουλία για το πώς θα υλοποιηθεί αυτή η αναβάθμιση, τουλάχιστον στα προπτυχιακά. Η ανάγκη ειδίκευσης στον πρώτο κύκλο σπουδών όπως και η θεσμοθέτηση πριν απ’ το πτυχίο υποχρεωτικής διπλωματικής εργασίας είναι ένα προϊόν συμφωνίας σύμπτωσης στη σημερινή μας συζήτηση.
Ένα δεύτερο πρόβλημα που νομίζω ότι παρά τις διαφορετικές γνώμες ή ερμηνείες της εισήγησης μπορούμε στον βασικό πυρήνα του να συμφωνήσουμε, αφορά τη χρηματοδότηση των ΑΕΙ και ιδιαίτερα της έρευνας. Εμείς δεν διαφωνούμε με τη χρηματοδότηση, έρευνας στη βιομηχανία ή της σύνδεσής της με τα ΑΕΙ γενικά. Αντίθετοι είμαστε, και αυτό εντοπίζει η εισήγηση, στην πρακτική της κυβέρνησης να δίνει λεφτά ουσιαστικά μόνο στη βιομηχανία για να κάνει έρευνα και όχι στα ΑΕΙ.
Σε μια βιομηχανία που δεν κάνει η ίδια έρευνα αλλά μ’ αυτά τα λεφτά χρηματοδοτεί ερευνητικά προγράμματα που καθορίζει η ίδια στα πανεπιστήμια. Εδώ είναι το πρόβλημα. Δεν είναι ότι η βιομηχανία απ’ τα κέρδη της έρχεται στο ελληνικό πανεπιστήμιο και του λέει πάρε χρήματα για να κάνεις έρευνα, αλλά ότι το ελληνικό κρά
85
τος, αντί να δόσει τα λεφτά απευθείας στο πανεπιστήμιο, και αυτό να εντάσσει την έρευνα στην όλη λειτουργία του με θάση πριν απ’ όλα τις κοινωνικές ανάγκες, τα δίνει σε τρίτους με το δικαίωμα αυτοί να υποτάσσουν τα ΑΕΙ, στις δικές τους στενές ανάγκες. Τρίτους που δεν βάζουν καν απ’ τα κέρδη τους για να χρηματοδοτήσουν την έρευνα. Απλώς παίρνουν απ' τον κρατικό κορβανά και τα δίνουν στα πανεπιστήμια καθορίζοντας τι θα κάνουν αυτά. Και προσέξτε τώρα ποιο είναι το ωραίο: Βγαίνουν οι συνάδελφοι από την Κρήτη, απ’ το ερευνητικό κέντρο και λένε: τέρμα η δωρεάν παιδεία - τέρμα να βουτάμε λεφτά απ’ τον κορβανά του κράτους - τώρα πρέπει να πάρουμε λεφτά απ’ τον ιδιωτικό τομέα. Δηλαδή: ν’ αφήσουμε να ’ναι πιο πονηρός ο ιδιωτικός μονοπωλιακός τομέας να παίρνει απ’ τον κρατικό κορβανά τα χρήματα, και να εξαγοράζει μετά μ’ αυτά τα πανεπιστήμια. Και το ερώτημα που ’βάλε η εισήγηση, το πρωταρχικό που εμάς μας ενοχλεί σήμερα, είναι το εξής απλό: Γιατί η κυβέρνηση δίνει λεφτά, χρηματοδότηση ερευνητικών προγραμμάτων των ΑΕΙ στη βιομηχανία για να καθορίσει τα προγράμματα των ΑΕΙ. Και γιατί τα λεφτά που σκοπεύει να δοθούν στα πανεπιστήμια να μην τα δίνει απευθείας στα πανεπιστήμια; Γιατί τι άλλο γίνεται σήμερα. Η κυβέρνηση λέει στα ΑΕΙ: για να πάρεις λεφτά από το κράτος, πρέπει πρώτα να βρεθεί ένα πρόγραμμα που θα το χρηματοδοτεί κατά 35% ο ιδιώτης κι εγώ έρχομαι μετά να το επιδοτήσω. Ποιο πρόγραμμα; Ό χ ι του πανεπιστήμιου, αλλά αυτό που έχει καθορίσει ο ιδιώτης με το 35% μόνο που θα δόσει και το οποίο 35% δεν είναι απ’ τα δικά του κέρδη αλλά από το κράτος. Αυτό είναι τώρα το σύστημα που διατυπώνεται τους τελευταίους μήνες και ιδιαίτερα για τις θετικές επιστήμες και για τις νέες τεχνολογίες. Κι εδώ εμείς λέμε: Αεφτά του δημοσίου που πάνε για έρευνα, και νομίζω ότι πρέπει να συμφωνήσουμε, να πηγαίνουν στα πανεπιστήμια. Ο ιδιώτης, αν θέλει να δόσει λεφτά, να δόσει και να συνεννοηθεί με το πανεπιστήμιο. Πώς όμως; Να συνεννοηθεί με το πανεπιστήμιο και να ενταχτεί αυτό που ζητάει στο πρόγραμμα το εκπαιδευτικό, ερευνητικό, του πανεπιστήμιου. Εάν δεν το χρειάζεται το πανεπιστήμιο, αν δεν είναι στην επιστημονική ερευνητική του κατεύθυνση, δεν θα το πάρει, γιατί να το πάρει; Αλλά εδώ έρχονται και λένε το εξής στο πανεπιστήμιο: Δεν θα κάνεις εσύ προγράμματα, θα σου κάνει ο ιδιώτης που τον χρηματοδοτώ εγώ, και θα τ’ αποδεχτείς. Κι εδώ είναι η δεύτερη διαφωνία μας, σ’ αυτό το ζήτημα. Αλλιώς - και το γράφει κι η εισήγηση - από τους ιδιώτες είμαστε σύμφωνοι να παίρνει κονδύλια το πανεπιστήμιο. Αλλά, να τα εντάσσει στα προγράμματά του. Θα ’θελα να αναφέρω ένα τρίτο ζήτημα σχετικά με τη χρηματοδότηση: αφορά την πρακτική άσκηση στη βιομηχανία.
Το κόμμα μας είναι υπέρ της πρακτικής στη βιομηχανία, στο νοσοκομείο. παντού. Αλλά ποιος θα καθορίζει τι θα κάνει ο σπουδαστής της ιατρικής; Η ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών ή ο διευθυντής του νοσοκομείου και της ιδιωτικής κλινικής όπου πάει να κάνει πρακτική ειδίκευση; Αυτό είναι το ερώτημα; Διότι, αν την καθορίζει ο διευθυντής του νοσοκομείου ή ο ιδιοκτήτης του εργοστασίου. θα το καθορίζει με βάση τις δικές του ανάγκες για φτηνή εργατική δύναμη. Εάν το καθορίζει το πανεπιστήμιο, θα το καθορίζει με βάση το εκπαιδευτικό του πρόγραμμα. Και ή η πρακτική του φοιτητή στον κοινωνικό φορέα, στο νοσοκομείο, τη βιομηχανία, είναι κομμάτι της εκπαιδευτικής διαδικασίας και άρα πρέπει να το καθορίζει το εκπαιδευτικό ίδρυμα. Ή αν εδώ δεν ήταν κομμάτι της εκπαιδευτικής διαδικασίας, τότε απλώς δεν μας αφορά εδώ. Έχουμε ένα κακό παράδειγμα, τα ΤΕΙ. Οι σπουδαστές των ΤΕΙ κάνουν πρακτική. Ξέρετε ποια είναι συχνά η πρακτική τους; Να καθαρίζουν τασάκια των διευθυντών και των αρχιμηχανικών. Κι αφού τελειώσει, 6 μήνες δηλαδή, λένε «τώρα πήρε την πρακτική του ειδίκευση». Ό χ ι έτσι. Η πρακτική ειδίκευση αυτών που πάνε ν’ αποφοιτήσουν απ’ τα ΑΕΙ και ΤΕΙ πρέπει να γίνεται με πρόγραμμα απ’ τα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ. θ α πει ο καθηγητής, θα πει το τμήμα, θα πει ο τομέας· χρειάζεται αυτή η πρακτική εξάσκηση για να συμπληρώσει ο απόφοιτος την επιστημονική του μόρφωση! Αυτή είναι η γνώμη μας, βέβαια θα ’χουμε το Σάββατο παραπέρα συζήτηση για τα γενικά ζητήματα έρευνας - μεταπτυχιακών, και την Κυριακή για πανεπιστήμιο - κοινωνία, οπότε μπορούμε να συνεχίσουμε τη συζήτηση.
Το λέω αυτό και για το πρόγραμμα ERASMUS. Δεν είναι που μας ενοχλεί να πάει ο φοιτητής να σπουδάσει στο εξωτερικό, θ α μας πειράξει να πάει ο φοιτητής να σπουδάσει στο εξωτερικό έναν χρόνο όταν πάνε 40.000 ' Ελληνες και σπουδάζουν για 5; θ α ’μασταν εξωπραγματικοί. Μας πειράζει όμως αυτός ο ένας χρόνος να μην εντάσσεται στο πρόγραμμα του πανεπιστημίου αλλά να καθορίζεται απ’ την ΕΟΚ και η ΕΟΚ να λέει μετά: στο όνομα αυτού του χρόνου πρέπει να φτιάξουμε κι ενιαία προγράμματα σπουδών. Και μεις δεν λέμε να μην πάρουμε υπόψη μάς πάλι τα προγράμματα σπουδών των πανεπιστημίων της Δυτικής Ευρώπης. Αλλά είμαστε ενάντια στο να μπει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα σπουδών, ενιαίο για όλες τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Γ ιατί έχουμε τις ελληνικές ιδιομορφίες έχουμε τις ανάγκες της δικής μας ανασυγκρότησης. Δεν είναι το ίδιο πράγμα και δεν σημαίνει αναβάθμιση της επιστήμης να πάρει το ΕΜΠ το πρόγραμμα του πανεπιστημίου της Ζυρίχης. Γιατί αυτό είναι προσανατολισμένο σε άλλες ανάγκες.
Επίσης, επειδή έγινε αρκετή συζήτηση να διευκρινίσουμε κι
87’
αυτό, με ιδιωτικοποίηση εννοούμε, πρώτα απ’ όλα κι αυτό φοβόμαστε, την υποταγή του ελληνικού πανεπιστημίου στα ιδιωτικά και όχι στα κοινωνικά συμφέροντα. Εδώ υπάρχουν ακόμα και κίνδυνοι παραβίασης του Συντάγματος. Κι αυτό αφού πρώτα-πρώτα οι ΕΟΚικοί νόμοι είναι πάνω απ’ το Σύνταγμα, μου φαίνεται, αν και δεν είμαι νομικός, αλλά έτσι καταλαβαίνω πολιτικά, ότι εδώ, σ’ αυτήν την περίπτωση ο ελληνικός νόμος μπορεί να υπάρχει, αλλά «προηγείται» ο ΕΟΚικός. Και για τα βέτα του κ. Τρίτση, στο ERASMUS δεν είμαι σίγουρος πως θα τα χρησιμοποιήσει. Μια παρατήρηση ακόμα για το πρόβλημα cou διαλόγου καθώς και για τα μεταπτυχιακά' θέλω να πω δυο λόγια και τελειώνω.
Γ ια το διάλογο: Πραγματικά, θέλουμε το διάλογο κι ίσως πρέπει να μάθουμε να τον κάνουμε ακόμα καλύτερο. Κι ελπίζω στις 3 μέρες τις επόμενες με τη σημερινή πείρα να γίνουμε καλύτεροι. Αλλά ανησυχούμε με το διάλογο του Υπουργείου Παιδείας. Για την επόμενη Δευτέρα ξέρετε τι έχει κάνει; Έ χει καλέσει 6 προέδρους λυκείου να συζητήσει στην τηλεόραση μ’ ανοιχτά τα χαρτιά. Για ν’ αποδείξει τι ο κ. Τριτσης; Οτι «κόλλησε στον τοίχο» ένα 17χρονο μαθητή; Ή τι; θέλει διάλογο που να έχει αποτελέσματα για την παιδεία; Μα δεν χρειάζεται να τον κάνει στην τηλεόραση, όπου κατ’ ανάγκη σε βάζει σ’ αντιπαράθεση. Εξάλλου γιατί δεν κάλεσαν στα μέσα μαζικής ενημέρωσης όλα αυτά τα χρόνια το ΚΚΕ να κουβεντιάσουν για την παιδεία; Αυτό που κάνει τώρα το ΠΑΣΟΚ είναι σαν να κάτσει τώρα εδώ το προεδρείο του Συμποσίου να πάρουμε κι ένα νεολαίο του ΠΑΣΟΚ 17χρονο 2ας ή 3ης λυκείου και να πούμε: τον κολλήσαμε στον τοίχο, του ’παμε γΙα το ERASMUS του ’παμε για το COMETT και δεν ήξερε τίποτα... Αυτό είναι; Έ τσι είναι η διαπαιδαγώγηση των νέων που θέλει ο υπουργός;
Τώρα: διαφωνία μία και σοβαρή, καθώς καταλαβαίνω, υπάρχει όσον αφορά τα μεταπτυχιακά, θα τα κουβεντιάσουμε ειδικά το Σάββατο.
Εμείς αυτό που θέλουμε να καταλάβουν όλοι είναι από πού ξεκινάμε σ’ αυτό το πρόβλημα. Ξεκινάμε όχι από τι μεταπτυχιακά θα έχουμε, αλλά τι προπτυχιακά θέλουμε. Δηλαδή, αν η ειδίκευση δεν θα είναι πριν απ’ το πτυχίο, είναι ολοφάνερο ότι χρειάζονται δυο κύκλοι μεταπτυχιακών. Εμείς όμως επιμένουμε για ειδίκευση πριν απ’ το πτυχίο, και να πω ένα παράδειγμα μόνο για τα οικονομικά. Έ χει μου φαίνεται, 6 σχολές Οικονομικών Επιστημών η Ελλάδα. Αφότου μετάτρεψαν (μεταθάφτισαν;) τα ΚΑΤΕΕ σε ΤΕΙ, η μόνη σχολή που υπάρχει σ’ όλα τα ΤΕΙ της Ελλάδας ξέρετε ποια είναι; των οικονομικών. Ό λα και τα 10-12 γίναν τώρα ΤΕΙ. Δεν ξέρω πώς προχωρήσαν- θα μας πουν οι φίλοι και σύντροφοι απ’ τα ΤΕΙ. Κι αναρωτιέται κα-
νεΐς τώρα, τα 6 πανεπιστήμια και τα 10 ΤΕΙ οικονομικών, τι οικονομολόγους θα βγάλουν; Βοηθούς λογιστών. Εγώ έτσι καταλαβαίνω, στην πλειοψηφϊα τους. Και βοηθός λογιστών μπορούσε να μη σπουδάσει οικονομικά. Μπορούσε να πάει σε μια επαγγελματική σχολή και να γίνει και καλύτερος. Κατά συνέπεια χρειάζεται μια εξι- δείκευση ανάμεσα στις σχολές - αυτό πιστεύουμε εμείς, και μέσα στη διάρκεια των σπουδών επίσης μια εξειδίκευση. Και μ’ αυτή την έννοια λέμε ότι αν δοθεί εξειδίκευση μέχρι το πτυχίο, πραγματικά θα φανεί και τι δυνατότητες έχει για το διδακτορικό, αλλά δε θέλω να προτρέξω των άλλων συζητήσεων. Τώρα μου υποβλήθηκαν και δυο ερωτήματα. Δύο λόγια λοιπόν για τη σχέση αυτονομίας, αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ και ένταξης της δράστηριότητάς τους σε πανεθνικό προγραμματισμό για την ανάπτυξη νέου τόπου στα πλαίσια της αλλαγής. Πιστεύω ότι ο πανεθνικός προγραμματισμός πρέπει να φτιάχνεται μέσα από πανεθνικά όργανα, όπως το ΣΑΠ, που πραγματικά να ουσιαστικοποιηθεί η λειτουργία του. Να παίξει το ΣΑΠ, από κει κι ύστερα το ρόλο του σ ’ αντιστοιχία μ’ ένα πρόγραμμα παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας. Και το κάθε πανεπιστήμιο και ΑΕΙ θα προσανατολίζεται με βάση αυτό το πρόγραμμα θα το ’χει ανάγκη και θα εξυπηρετείται, και το ίδιο να προσανατολίζεται στο πώς θα σ υ μ β ά λ ε ι , με τι ειδικεύσεις, ερευνητικές διδακτικές κατευθύνσεις, και προγράμματα σπουδών σ ’ αυτή την ανασυγκρότηση του τόπου. Και κει μέσα θα ’χει την αυτοδιοίκηση και την αυτονομία του. Υπάρχει κι ένα πιο μεγάλο ερώτημα, τελευταίο, το διαβάζω: «Το κεντρικό σημείο της εισήγησης του κ. Κοτζιά ήταν η αναγκαιότητα της αναβάθμισης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μ' ανάπτυξη της έρευνας, ειδίκευση κλπ. Υπάρχουν σήμερα δυνατότητες αναβάθμισης μέσα σ’ αυτό το σύστημα; Αν όχι γιατί τη ζητάμε και δε βάζουμε πρώτη προϋπόθεση μια πορεία μετάβασης σ’ ένα άλλο σύστημα; Αν ναι, μήπως η αναβάθμιση συντάσσεται αντικειμενικά σε μια κατεύθυνση αστικού εκσυγχρονισμού; Μήπως βοηθά απλά σε μια παραπέρα ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής; Οι δυτικές χώρες δεν έχουν πανεπιστήμια αναβαθμισμένα;» Νομίζω ότι θα μπορούσε να γίνει και μια ομιλία πάνω σ’ αυτό το ερώτημα το Σάββατο, θ α πω σύντομα την άποψή μου.
Θα ’λεγα καταρχήν ότι δεν είναι σωστό να ξεκινάμε ότι οι δυτικές χώρες έχουν πανεπιστήμια αναβαθμισμένα, άρα η αναβάθμιση στην Ελλάδα είναι απλώς εκσυγχρονισμός. Οχι, γιατί η αναβάθμιση του ελληνικού πανεπιστημίου σημαίνει και προϋποθέτει μια αναβάθμιση που θα πηγαίνει κόντρα στα σχέδια της εξάρτησης. Οι ΗΠΑ δεν έχουν πρόβλημα εξάρτησης απ’ την Ελλάδα όταν φτιάχνουν το εκπαιδευτικό τους σύστημα κι όταν το αναβαθμίζουν - αυτή είναι μια
πλευρά. Το δεύτερο στοιχείο που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας είναι ότι η εκπαίδευση και σ' αυτές τις χώρες πάει για υποβάθμιση. Και σ’ αυτές τις χώρες, και μάλιστα εγώ θα έλεγα ότι όλο αυτό που περιγρά- ψτηκε στην I η εισήγηση είναι η αμερικανοποίηση των δυτικοευρωπαϊκών πανεπιστημίων και των ελληνικών, το χαρακτηριστικό είναι ακριβώς μαζικά πανεπιστήμια για τους πολλούς που να βγάζουν απλώς ανειδίκευτους γενικής μόρφωσης εργαζόμενους, υποβαθμισμένα, και σχολεία υψηλής ειδίκευσης, πανεπιστήμια που προϋποθέτουν δίδακτρα μέχρι 20.000 και 30.000 δολάρια το χρόνο. Τώρα: μπορεί να γίνει αναβάθμιση στο σημερινό σύστημα; Μα κι ο καπιταλισμός, σύντροφοι και φίλοι, δεν είναι ο ίδιος πάντα. Υπάρχει και χειρότερος και καλύτερος θα μου πείτε. Διαλέγουμε έναν απ’ τους δύο; Ασφαλώς και όχι. Αλλά π.χ. τα πανεπιστήμια σήμερα δεν είναι υποταγμένα χάρη και στους καθηγητές μας και καθηγητές μας εννοώ τους καθηγητές του λαού μας, όχι τους κομμουνιστές μόνο, χάρη και στις πρυτανικές αρχές πέρα από τις επιμέρους διαφωνίες που μπορεί να έχουμε. Κρατάνε τη δίκιά τους αυτοτέλεια και αυτονομία, παλεύουν ενάντια σ ’ αυτή την ιδιωτικοποίηση και στα σχέδια - τα χοντρά τουλάχιστον - της ΕΟΚ. Αν υποχωρήσεις σ’ αυτά, δεν θα ’ναι άλλη η κατάσταση στα πανεπιστήμια; Το να μην υποχωρήσεις σ’ αυτά σημαίνει ότι έπαψε να ’χει καπιταλισμό η Ελλάδα; Ασφαλώς και όχι. Αλλά σημαίνει ότι παλεύεις κάτω από καλύτερες συνθήκες και με καλύτερες προϋποθέσεις για να πραγματοποιήσεις μια αλλαγή με κατέυθυνση το σοσιαλισμό στη χώρα μας.
Και κάτι άλλο: η δική μας πρόταση δεν είναι μια ακόμα πρόταση εκσυγχρονισμού του συστήματος, είναι η πρότασή μας για το Πανεπιστήμιο, το Πολυτεχνείο, ενταγμένα στη συνολική πρόταση που κάνει το κόμμα μας, το 12ο Συνέδριο. Θα δείτε ότι αυτά που αναπτύξαμε στην ουσία είναι αναπτυγμένα, στη θέση 63 νομίζω του 5ου κεφαλαίου, όπου αναφέρεται ότι η χώρα χρειάζεται μεταπτυχιακές σπουδές, ανάπτυξη κ.ο.κ. Κατά συνέπεια η πρότασή μας είναι πρόταση αλλαγής των ΑΕΙ σε μια κατεύθυνση αλλαγής της ελληνικής κοινωνίας και σε συνδιάσμο μ’ αυτήν ταυτόχρονα είναι και μια πρόταση άμεσης πάλης και διεκδίκησης καθημερινής, ένας μπούσουλας να υπερασπιστούμε αυτά τα θετικά που έχει, το ελληνικό πανεπιστήμιο σήμερα, και να δούμε την καλυτέρευσή τους.
90
ΤΡΙΤΗ ΜΕΡΑ
Εισήγηση
Η ΑΝΩΤΑΤΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΑ - ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ
ΠΟΛ ΦΡΕΣ, γραμματέας της Οργάνωσης
του 5ου Διαμερίσματος Παρισιού του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος
Αγαπητοί σύντροφοι.Ευχαριστώ που μας καλέσατε στις εργασίες σας. Τα όσα άκουσα
εδώ, καθώς και σε συζητήσεις που πήρα μέρος, επιβεβαιώνουν τα διδάγματα που μπορεί κανείς να βγάλει. Είναι βέβαιο πως για μας θα ’ναι χρήσιμα για ν’ αναπτύξουμε και τη δική μας δραστηριότητα.
Ανταποκριθήκαμε στο κάλεσμά σας με τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση. Σας βεβαιώνω, αγαπητοί σύντροφοι, ότι είμαστε πολύ ευχαριστημένοι γ ι’ αυτό.
Περιμένετε, ασφαλώς, από έναν άλλο σύντροφο να σας μιλήσει για τους πρόσφατους αγώνες των φοιτητών μας. Έ να μεγάλο μέρος της παρέμβασής μου θ’ αναφέρεται σ ’ αυτούς. Θα προσπαθήσω όμως, στην αρχή, να περιγράψω σε αδρές γραμμές το γενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσεται το φοιτητικό κίνημα.
Στη Γαλλία ο καπιταλισμός έχει σαν στρατηγικό στόχο να δόσει μια νέα καπιταλιστική απάντηση στην ίδια του την κρίση. Οι δυνάμεις του κεφάλαιου καταβάλλουν μακρόπνοες προσπάθειες σε όλους τους τομείς, για να εφαρμοστεί ένα κοινωνικό πρόγραμμα που θα μπορούσε να καταλήξει, για τη χώρα μας, σ’ ένα πραγματικό πι- σωγύρισμα του πολιτισμού. Η φράση αυτή ανήκει στον Ανρί Κραζί- σκι, γραμματέα της Σε-Ζε-Τε (Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας).
Στα πλαίσια αυτού του προγράμματος οι δυνάμεις του καπιταλισμού θεωρούν ότι η επιστημονικοτεχνική επανάσταση πρέπει να μπει στην υπηρεσία μιας άλλης οικονομικής ανάπτυξης. Μιας ανάπτυξης που επαναπροσδιορίζει τη θέση της Γαλλίας στον κόσμο, και φυσικά στην Ευρώπη, σε σχέση με τη νέα εξάπλωση του κεφαλαίου.
Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε ότι πρόκειται για την τάση του κεφαλαίου να έχει το μέγιστο κέρδος από μια κοινωνία, για την ανάπτυξη της οποίας δεν είναι πια κινητήρια δύναμή της. Μιας κοι-
93
νωνΐας, όπου τα επιστημονικοτεχνικά επιτεύγματα θέτουν νέους όρους για την αξιοποίηση της εργατικής δύναμης.
Να γιατί επιδιώκουν να σπάσουν την αλληλεγγύη των εργαζομένων να συντρίψουν τα κεκτημένα κοινωνικά δικαιώματα. Να κάνουν τη Γαλλία μια χώρα που δεν θα έχει καμιά σχέση μ’ αυτό που είναι σήμερα.
Θέλω όμως να σας διαβεβαιώσω, κι αυτό το κάνω με πλήρη συναίσθηση της ευθύνης, πως το χαρακτηριστικό στοιχείο της κατάστασης στη Γ αλλία είναι τούτο: οι δυνάμεις του καπιταλισμού βρίσκονται μακριά από την επίτευξη του στόχου τους. Οι αγώνες των φοιτητών, των σιδηροδρομικών και άλλων εργαζομένων το αποδείχνουν.
Η εφαρμογή του κοινωνικού προγράμματος του κεφαλαίου προϋποθέτει τη δημιουργία ενός εκπαιδευτικού και ερευνητικού συστήματος που δεν θα έχει τίποτα το κοινό μ’ αυτό που υπάρχει σήμερα. Αυτό το σύστημα θα μπορούσε να ’ναι ένας δυναμικός παράγοντας για την καπιταλιστική αναδόμηση. Και σ' αυτές τις διεργασίες οι σοσιαλιστές έχουν σημαντική ευθύνη.
Είναι ο Φ. Μιτεράν που, το 1985, ζήτησε από ορισμένους καθηγητές του κολεγίου της Γαλλίας, να συντάξουν μια έκθεση στην οποία θα διατυπώνονταν μια σειρά από μέτρα τα οποία θα προσάρμοζαν τις δομές και το περιεχόμενο στις ανάγκες του κεφαλαίου.
Το πλαίσιο είχε χαραχτεί, ο δρόμος ήταν ανοιχτός. Η Δεξιά, που ήρθε στην εξουσία το Μάρτη του 1986. δεν είχε, πια. παρά να συγκεκριμενοποιήσει την κατάσταση, πράγμα που έκανε με το νόμο Ντε- 0ακέ.
Ας χρησιμοποιήσουμε καλύτερα, εδώ,τα λόγια του ίδιου του Υπουργού Παιδείας κ. Μονορί: «Το πανεπιστήμιο πρέπει να ’ναι μια επιχείρηση όπως όλες οι άλλες! Η ελευθερία του πρέπει να περνάει από τις πηγές χρηματοδότησης κι ελπίζω πως θα καταφέρω να βάλω τους μαικήνες στην ανώτατη εκπαίδευση.» Σ’ αυτές τις δηλώσεις βρίσκεται, τελικά, και όλη η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Με άλλα λόγια, το κάθε πανεπιστήμιο μόνο του θα ’πρεπε να καθορίζει τη δομή του, το δικό του πρόγραμμα σπουδών, το δικό του καταστατικό και να βρίσκει και το χρηματοδότη του! Το κάθε πανεπιστήμιο, κατά συνέπεια, θα ’πρεπε μόνο του να καθορίζει τα κριτήρια εισαγωγής των φοιτητών με καθιέρωση συστήματος εξετάσεων.
Μ’ αυτόν τον τρόπο τα εθνικά πτυχία θα ήταν η εξαίρεση και τα «πτυχία εκλεκτών οίκων» ο κανόνας. Και δεν χρειάζεται, φυσικά, να πούμε πως δεν θα είχαν όλα τα πτυχία την ίδια αξία στην αγορά εργασίας.
Το νομοσχέδιο Ντεβακέ απέθλεπε ακριβώς να βάλει, μακρο
94
πρόθεσμα, τέλος στο Εθνικό Σύστημα Παιδείας. Έ να σύστημα που όριζε, χοντρικά, κοινά προγράμματα, ίδια ποιότητα σπουδών στα διάφορα πανεπιστήμια ολόκληρης της Γαλλίας. Με το νομοσχέδιο Ντεβακέ, επίσης, θα καταργούνταν και τα κεκτημένα δικαιώματα των εκπαιδευτικών. Ό σ ο για τους φοιτητές, θα οξυνόταν παραπέρα η ανισότητα στο σύστημα επιλογής. Η μάζα θα στριμωχνόταν σε πανεπιστήμια, που θα ’μοιαζαν με πάρκινγκ αυτοκινήτων, και ελάχιστοι εκλεκτοί θα ’χαν το προνόμιο για σπουδές με υψηλή στάθμη. Κι αυτό στις παραλλαγές του. που μπορούν να χρακτηριστούν σκάνδαλο, ήδη τσ δοκιμάσαμε.
Έ να παράδειγμα: Η σοσιαλιστική κυβέρνηση καθιέρωσε «μά- στερς» σε καμιά εικοσαριά πανεπιστήμια. Αυτά τα τμήματα μάστερ προορίζονταν για τους εκλεκτούς, γ ι’ αυτό και είχαν 30-60 φοιτητές και απολάμβαναν σημαντικές πιστώσεις. Στο πανεπιστήμιο «Παρίσι III» οι πιστώσεις για ένα τμήμα μάστερ, με 40 περίπου φοιτητές ήταν μεγαλύτερες από κείνες που δίνονταν για 1-200 φοιτητές του ίδιου κύκλου και του ίδιου πανεπιστήμιου.
Επιτρέψτε μου ν’ αναφέρω, εδώ, τις απόψεις, δυο πανεπιστημιακών Ολλανδών, που αποδείχνουν πως ο στόχος του νομοσχέδιου Ντεβακέ συναντιέται και πέρα απ’ τα γαλλικά σύνορα. Η πρώτη: «Το πανεπιστήμιο έχει ανάγκη από λεφτά για να μπορεί να παρέχει γνώσεις. Η βιομηχανία έχει ανάγκη τ<£ γνώσεις για ν’ αυξήσει τα κέρδη της. Το πρόβλημα, λοιπόν, είναι να οργανωθεί η αλληλοεξάρτησή τους.» (αντιπρύτανης του Πανεπιστήμιου Τεντ). Και η δεύτερη: «Η συμφιλίωση ανάμεσα στην επιστήμη και στις οικονομικές φιλοδοξίες, χρειάζεται χρόνο. Αλλά τα πράγματα ωριμάζουν.» (επιστημονικός διευθυντής Πανεπιστήμιου Γκρονγκέ). Είναι φανερό πως, με παρόμοια επιχειρήματα, δεν απευθύνεται κάποιος στην κοινή γνώμη. Και η ιδεολογία που αναπτύσσει τόσο η Δεξιά όσο και το Σοσιαλιστικό Κόμμα σκοπεύει ακριβώς στο να κρύψει αυτούς τους στόχους.
Αλλά ποιοι είναι αυτοί;Πρώτα απ’ όλα, η κριτική σε μια ορισμένη πραγματικότητα που
υπάρχει. Κριτική που η εμβέλειά της είναι τόσο μεγαλύτερη όσο θίγει πραγματικές αδυναμίες που κι εμείς καταγγέλλουμε. Δεύτερο, είναι η πρόσκληση για ένα εκσυγχρονισμένο ανοιχτό πανεπιστήμιο με σωστή διαχείριση. Το ιαπωνικό μοντέλο προτείνεται συχνά, εκείνο των σοσιαλιστικών χωρών δεν προβάλλεται ποτέ. Ξέρουμε το γιατί.
Το μέσο γ ι’ αυτόν τον εκσυγχρονισμό είναι η σύνδεση του πανεπιστήμιου με τους «οικονομικούς παράγοντες», τον «βιομηχανικό κόσμο». Αυτή η σύνδεση του πανεπιστήμιου με την παραγωγή, σε θεωρητικό επίπεδο, δεν είναι λάθος. Μόνο που στην πραγματικότητα, ο «βιομηχανικός κόσμος», στις καπιταλιστικές χώρες, δεν είναι
95
κάτι αφηρημένο αλλά τα συγκεκριμένα «μεγάλα αφεντικά». Ό σοι δεν παραδέχονται αυτή την αλήθεια, δεν είναι παρά συντηρητικοί, δεμένοι μ’ ένα αξιοθρήνητο κατεστημένο ή, ίσως, εξαρτημένοι από προσωπικά οφέλη. ΓΥ αυτό και κατηγορείται, σαν υπεύθυνο για την κατάσταση, το επιστημονικό προσωπικό. Κι αυτή η μέθοδος συ- κοφάντησης χρησιμοποιείται ευρύτατα.
Μέσα σ’ αυτό το γενικό πλαίσιο, που έχει σαν βασικό χαρακτηριστικό του τη σφοδρή επίθεση του καπιταλισμού ενάντια στο λαό μας, ξέσπασε το φοιτητικό κίνημα. Δεν μας προξένησε έκπληξη. Η ΚΕ του κόμματός μας είχε δείξει πολύ παραστατικά και σ’ όλη τη διάσταση τη σημασία αυτών των επιθέσεων και συγχρόνως είχε επι- σημάνει τη θέληση αντίστασης που αύξαινε στη χώρα.
Από το Μάρτη του 1986 καταργήθηκαν 60.000 θέσεις στη βιομηχανία. Σε κατασκευές ηλεκτρονικών καταργήθηκε το 14% των θέσεων και στις τηλεπικοινωνίες προθλέπεται να καταργηθούν 70.000 θέσεις. Η ανεργία αυξήθηκε κατά 4%. Η Γαλλία είναι η χώρα, όπου οι επενδύσεις των ΗΠΑ αυξήθηκαν περισσότερο από 26%.
Με τους φοιτητές, λοιπόν, έγινε η πρώτη σύγκρουση. Ίσως, γιατί ήταν και είναι διπλά χτυπημένοι απ’ το κεφάλαιο: Σαν φοιτητές από το νομοσχέδιο Ντεθακέ, αλλά και σαν νέοι. Από τους απόφοιτους του 1985, 40,4% είναι άνεργοι, 18% έχουν προσωρινή απασχόληση, 26% έχουν μόνιμη εργασία, 15,6% έχουν διάφορες θέσεις (στρατιωτική θητεία κλπ.).
Τα πανεπιστήμια έχουν 900.000 φοιτητές. Οι πανεπιστημιακές κοινότητες χάνουν το 40% από το δυναμικό τους τον πρώτο χρόνο και 20% στον καθένα από τα τρία επόμενα έτη σπουδών. Ο αριθμός διπλωμάτων δεύτερου κύκλου που χορηγούνται από τα τμήματα φ ιλολογίας, φυσικών και νομικών επιστημών διαρκώς μειώνεται.
Αυτό που όλο και περισσότερο, με λίγα λόγια, χαρακτηρίζει το μέλλον των φοιτητών είναι η αποτυχία, η έλλειψη διεξόδου. Ό λο και περισσότερο αντιμετωπίζει κάποιος το πανεπιστήμιο σαν ένα είδος άσυλου, όπου προσπαθεί να παραμείνει, περιμένοντας κάτι, μη ξέροντας όμως τι.
Έξω, πάλι, αποδιαρθρώνονται τα πάντα. Έχουν αφεθεί στα χέρια των αμερικάνων η δορυφορική, η βιομηχανική κυριαρχία, οι τηλεπικοινωνίες μας. Επίσης, έχει εγκαταλειφθεί η κατασκευή εργα- λειομηχανών. Η χημική βιομηχανία απειλείται, με τη σειρά της. Το ίδιο και η αεροναυπηγική στην οποία η Γαλλία κατείχε τη 3η θέση στον κόσμο.
Πού θα μπορούσαν οι νέοι να βρουν δουλιά;Η ομάδα Elf (πετροχημικά) απασχολεί 27.000 μισθωτούς. Σ’ αυ
τούς τους 27.000,400 μονάχα είναι κάτω των 25 χρόνων. Οσο για τις
96
ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες, που θα μπορούσαν να προσφέρουν αναμφισβήτητες διεξόδους, και απ’ αυτές όπως και από άλλες, πρέπει να βγουν «προϊόντα» που φέρνουν κέρδη και που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στον ιδεολογικό πόλεμο.
Γνωρίζοντας όλα αυτά, θα ’μασταν ένοχοι αν μας ξάφνιαζαν οι φοιτητικές κινητοποιήσεις που ήταν το πρώτο δείγμα μαζικής αντίστασης απέναντι στη στρατηγική αναδόμησης του κεφαλαίου. Ή ταν η πρώτη εκδήλωση, που σύντομα την ακολούθησαν κι άλλες, του φαινομένου που ονομάστηκε «τέλος της κατάστασης υποταγής». Ή ταν ένα κίνημα «διεκδίκησης» που η δύναμή του στηριζόταν στο γεγονός ότι κατευθυνόταν ενάντια στ’ αποτελέσματα της κρίσης που είχε επιβάλλει το κεφάλαιο. ΓΓ αυτό κι όλοι οι φοιτητές, ανεξάρτητα από τις πεποιθήσεις τους, συσπειρώθηκαν. Αυτή ήταν η κοινή τους αντίδραση και ο κοινός τους στόχος πολύ καθαρός: η υποχώρηση του Ντεθακέ. Σ’ όποιον απομακρυνόταν απ’ αυτόν το στόχο στάθηκαν ανελέητοι. Ό σο για τις προσπάθειες των σοσιαλιστών να χειραγωγήσουν το κίνημα, απέτυχαν παταγωδώς.
Εμείς, απ’ την αρχή, πήραμε σαφή θέση: θα υποστηρίζαμε το κίνημα ώσπου να πετύχει το στόχο του: ν’ αποσυρθεί το νομοσχέδιο Ντεθακέ. Συμμετείχαμε, ανυποχώρητα στις κινητοποιήσεις, κι αυτό δεν ήταν εύκολο. Οι σοσιαλιστές και οι ηγέτες ενός φοιτητικού συνδικάτου που σοσιαλίζει (Unef-Id) έκαναν πονηρούς χειρισμούς για να εναγκαλιστούν με τους φοιτητές και να πετύχουν συμβιβαστικές λύσεις. Μπορεί κάποιος να πει ότι σε μας οφείλεται το ότι οι φοιτητές έφτασαν ως το τέλος, ως την επιτυχία. Κι αυτό αρχικά αναγνωρίστηκε από τους πιο προοδευτικούς φοιτητές, στην πορεία όμως όχι μόνο απ’ αυτούς. Κι αρκετοί από τους άλλους αναγνώρισαν το ρόλο μας καθώς και το ρόλο της Σε-Ζε-Τε.της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργασίας. Αυτό δεν ευχαριστούσε, βέβαια, τους αντιπάλους μας, τα γεγονότα όμως ήταν τέτια που έπρεπε να τα παραδεχτούν.
Για ορισμένους, μάλιστα, αυτές οι κινητοποιήσεις ήταν και μια πραγματική συνάντηση με τό επαναστατικό κίνημα, συνάντηση που έδοσε ήδη τους καρπούς της και θα δόσει κι άλλους. Η εφημερίδα μας, η Ουμανιτέ, ανέβηκε στην εκτίμηση του κόσμου. Και πρέπει να πούμε πως κάλυψε το φοιτητικό κίνημα με επάρκεια. Καθημερινά, οι απεργιακές επιτροπές τοιχοκολλούσαν την εφημερίδα μας πλάι στις άλλες εφημερίδες και φυσικά αυτή διαβαζόταν.
Στη διάρκεια των κινητοποιήσεων διαφοροποιούνταν η γνώμη των φοιτητών για μας. Στην αρχή μας αντιμετώπιζαν με αδιαφορία, ίσως και κάποια εχθρότητα. Τα συναισθήματα αυτά τα διαδέχτηκαν στο τέλος ο σεβασμός, η εκτίμηση, ακόμη και η συμπάθεια. Η κομ
97
μουνιστική νεολαία κέρδισε τη θέση της μέσα απ’ τη δράση. Σήμερα αναγνωρίζεται σαν πραγματική πολιτική δύναμη μέσα στο πανεπιστήμιο. Ισχυροποιήθηκε με νέες στρατολογίες. Θα μπορέσει να καταλάβει κανείς τι σημαίνει αυτό, αν λάβει υπόψη του πως η επιρροή μας στους φοιτητές ήταν ιδιαίτερα αδύνατη.
Αυτό το κίνημα «διεκδίκησης» που είχε εξαιρετική επιτυχία δεν μπόρεσε ν’ αφομοιωθεί απ’ ο,τιδήποτε άλλο. Ας μη του ζητάμε περισσότερα απ’ όσα μπορούσε να δόσει. Πολιτικά, οι φοιτητές βρίσκονται ακόμη στην αναζήτηση λύσεων, για τις δυσκολίες τους, για την κρίση μέσα στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Και σ’ αυτό το σημείο συμπίπτουν μ’ έναν μεγάλο αριθμό Γ άλλων.
Τα πέντε χρόνια της σοσιαλιστικής διακυβέρνησης, μ’ αυτό που ονομάζουμε «παιδαγωγική της εγκατάλειψης», οδήγησαν τη γαλλική κοινωνία σε μια διολίσθηση προς τα δεξιά. Αυτή η διολίσθηση δεν εκφράζεται μόνο εκλογικά, ρίζωσε και στις συνειδήσεις.
Οι φοιτητές, περισσότερο ίσως απ’ όλους τους άλλους, ήταν θύματα αυτής της νοοτροπίας κι αυτή δεν εξαφανίζεται ως δια μαγείας απ’ την πρώτη κιόλας μάχη, ακόμη κι αν η μάχη έχει το'εύρος που είχε. Είμαστε μακριά απ’ το να πετύχουμε μια αλλαγή νοοτροπίας, αυτό όμως δεν μας εκπλήσει.
' Αλλωστε, εκτιμάμε πως οι αγώνες που έγιναν στη Γαλλία δεν ανατρέψανε τον υπάρχοντα συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων. Αλλά και οι δυνάμεις του κεφάλαιου έβγαλαν το συμπέρασμά τους: δηλαδή ότι έχουν ανάγκη από μια πιο γερή πολιτική εξουσία που θα γίνεται ευρύτερα αποδεκτή. ΓΓ αυτό κι επιχειρείται συμμαχία διάρκειας ανάμεσα στη Δεξιά και το Σοσιαλιστικό Κόμμα. Αυτή η συμμαχία κρύβεται και μέσα στο νόημα προσέγγισης ανάμεσα στο Σοσιαλιστικό Κόμμα και σ’ ό,τι ονομάζεται σεμνά το «Κέντρο». Δεν είναι εκπληκτικό: Κατά βάθος Δεξιά και Σοσιαλιστικό Κόμμα παίρνουν την ίδια θέση απέναντι στο κεφάλαιο. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο αυτό που είπε ο Μιτεράν, ότι εύχεται να υπάρξει στα ζητήματα της παιδείας μια συναίνεση με την ίδια ευρύτητα μ’ εκείνη που είχε εξασφαλιστεί με τη Δεξιά, για την άμυνα. Εμείς, βέβαια, εξακολουθούμε ν’ αναπτύσσουμε δράση στο εκπαιδευτικό προσωπικό και τους φοιτητές. Ό σο για το διάδοχο του Ντεβακέ, καθώς έγινε προσεκτικότερος. βιάστηκε να δηλώσει πως δεν θα υπάρξει νομοσχέδιο με τ’ όνομά του.
Η πολιτική εξουσία, μη μπορώντας να επιβάλει δυναμικά το νομοσχέδιο, προσπαθεί να το προωθήσει, παρακάμπτοντας τα εμπόδια, και να προχωρήσει όταν και όπου μπορεί. Αλλά οι ρυθμίσεις που πρόβλεπε το νομοσχέδιο δεν μπορούν να καθυστερήσουν. Ή δη ο προϋπολογισμός για τα πανεπιστήμια, μειώθηκε κατά μέσο όρο 3%.
Αυτό σημαίνει για ορισμένα πανεπιστήμια ακόμα μεγαλύτερες περικοπές. Έ τσι στο «Παρίσι VIII» θα υπάρξουν περικοπές του ύψους του 17%. Απ’ αυτό θα προκύψουν νέες δυσκολίες για τους φοιτητές και το επιστημονικό προσωπικό και μερικά πανεπιστήμια θα βρεθούν στην άμεση ανάγκη να ζητήσουν χρηματοδότηση από ιδιώτες. Γι’ αυτό το ζήτημα η Δεξιά και το Σοσιαλιστικό Κόμμα δεν λένε τίποτα. Ό σο για μας θα υποβάλλουμε τις προτάσεις μας.
Στο τέλος του Μάρτη θα γίνουν συνελεύσεις που προετοιμάζονται από τις τοπικές επιτροπές των πανεπιστήμιων. Θα δόσουμε σ ’ αυτές δυναμικά το παρών. Θα εκθέσουμε τις απόψεις μας στα παρακάτω θέματα:
1. Ποιο πανεπιστήμιο, για ποια κοινωνία;Αν κάποιος αναλογιστεί τις μεγάλες ανάγκες που υπάρχουν για
μια ποιότητα της παρεχόμενης γνώσης που ν’ ανταποκρίνεται στην ανάπτυξη της εποχής μας μπορεί να καταλάβει το μεγάλο άλμα που πρέπει να γίνει για να μορφωθούν οι νέοι.
Η Γαλλία δεν έχει πολλούς σπουδαστές. Μάλλον της λείπουν. Προτείνουμε να διπλασιαστεί σταδιακά ο αριθμός τους. Είμαστε υπέρ ενός πανεπιστημίου ανοιχτού στη ζωή, ικανού να παρεμβαίνει έγκαιρα στην κοινωνία. Δεν αρκεί να βγάλουμε περισσότερους φοιτητές πρέπει και να τους εξοπλίσουμε επαρκέστερα.
2. Στη λιτότητα αντιπροτείνουμε την αύξηση των δαπανών για την παιδεία.
Τίποτα νέο δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς τα αναγκαία υλικά και ανθρώπινα μέσα. Κι αυτό είναι δυνατό να γίνει από τον κρατικό προϋπολογισμό, αφού η Γαλλία είναι η τελευταία στη σειρά, ανάμεσα στις χώρες της κοινότητας, στις εκπαιδευτικές δαπάνες, ενώ ξοδεύει δισεκατομμύρια για εξοπλισμούς. Και ακόμα πρέπει να υπάρξει συμβολή των επιχειρήσεων στον τομέα της ειδίκευσης. Αυτό. βέβαια, δεν θα ’χει τίποτα το κοινό με την «επίβλεψη» που θα επιθυμούσαν να επιβάλουν η Δεξιά και το Σοσιαλιστικό Κόμμα.
Λεφτά υπάρχουν! Δύο παραδείγματα:α. 100.000 οικογένειες κατέχουν το 50% των επενδύσεων κεφα
λαίου. Σε τρία χρόνια η περιουσία τους αυξήθηκε από 425 δισ. γαλλικά φράγκα σε 991 δισ. γαλλικά φράγκα. Βάλανε στην τσέπη τους 466 δισ. γαλλικά φράγκα, δηλαδή 22 φορές τον προϋπολογισμό της ανώτατης παιδείας. Και τι κάνουν μ’ αυτά τα χρήματα; Δεν κάνουν επενδύσεις στη Γαλλία. Είναι πολύ επικίνδυνο. Κάνουν κερδοσκοπία. Αποτέλεσμα: Προβλέπουν για το 1991, στη Γαλλία,3.500.000 άνεργους.
θ. Η παράνομη εξαγωγή κεφαλαίων στο εξωτερικό έχει φτάσει
99
ορισμένες καταθέσεις στο ύψος των 35 δισ. γαλλικών φράγκων, δηλαδή σχεδόν δυο φορές ο προϋπολογισμός της ανώτατης παιδείας.
Και θα μπορούσαμε ν’ αναφέρουμε και άλλα παραδείγματα απ’ την πολεμική βιομηχανία.
3. Στον αυταρχισμό αντιπαραθέτουμε τη δημοκρατία.Η αποτελεσματικότητα είναι η δημοκρατία. Να πολεμήσουμε
τον αυταρχισμό, την κηδεμονία των αφεντικών και του κράτους. Να δόσουμε σ’ όλους, φοιτητές, επιστημονικό προσωπικό, τα μέσα και τις δυνατότητες να σχεδιάσουν, ν’ αποφασίσουν, να φτιάξουν κάτι καινούργιο. Να πάμε για ένα πανεπιστήμιο που θ’ ανανέωνε τις παραδόσεις του για την ελευθερία και το κριτικό πνεύμα.
Ερώτηση: Σε αντίθεση με ό,τι ξέρουμε για τις αγγλοσαξωνικές χώρες (Αμερική, Αγγλία), στη Γαλλία υπάρχει ένα ενιαίο κέντρο, ένα εθνικό κέντρο για την έρευνα, το CNRS. Ποια είναι η εκτίμηση από την καθοδήγηση τής έρευνας σε πανεθνικό επίπεδο;
Απάντηση: Πιστεύω ότι λίγο ή πολύ σε όλη την Ευρώπη στον τομέα της έρευνας, η Γ αλλία πρέπει να έχει μια κάποια ιδιαιτερότητα, την οποία όμως δεν θα πρέπει πια να την υπερβάλλουμε. Και θα πρέπει να πούμε ότι η δημόσια έρευνα στη Γαλλία παίζει έναν ρόλο πάρα πολύ σημαντικό, θα μπορούσα|ϊε να πούμε ότι παίζει έναν ρόλο κινητήριο. Σ’ αυτό το κέντρο στο οποίο αναφερθήκατε (Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Έρευνας) γίνεται ιατρική έρευνα, έρευνα στους κλάδους της βιολογίας, της γεωτεχνικής, κλπ. 'Οπως καταλαβαίνετε με όλους αυτούς τους τομείς ήταν ένα δυναμικό κέντρο έρευνας, που όμως έχει αρχίσει να έχει δυσκολίες. Θα ήθελα να σας πω με πολύ λίγα λόγια τι σκέφτονται οι καπιταλιστές γι’ αυτό το κέντρο έρευνας, ποια είναι η προοπτική τους, ο στόχος τους. Έτσι όπως λειτουργεί το κέντρο σήμερα, με όλες τις δομές του - για παράδειγμα το προσωπικό που εργάζεται εκεί είναι όλοι δημόσιοι υπάλληλοι - και με την αυτονομία που το χαρακτηρίζει τόσο στη χρηματοδότηση όσο και στον καθορισμό των προγραμμάτων, αυτονομία σχετική βέβαια, είναι ένα εμπόδιο για τον καπιταλισμό στη Γαλλία. Είναι ένα εμπόδιο που πρέπει να υπερπηδήσει, /α σπάσει και έτσι να μπορέσει να υποτάξει την έρευνα στη Γαλλία πιο άμεσα στα συμφέροντά του, στις προοπτικές του. Φυσικά αυτές δεν είναι προοπτικές άμεσες, αλλά όμως είναι μέσα στη στρατηγική του. Όμως είναι αναγκασμένοι να ακολουθήσουνε αυτό το δρόμο απαρέγκλιτα. Και όλες οι επιθέσεις που γίνονται σήμερα ενάντια στο σύστημα της έρευνας εντάσσονται σ’ αυτή τη στρατηγική προοπτική. Και αυτό είναι μια σοβαρή ενόχληση, απειλή. Φυσικά η δική μου άποψη είναι εντελώς αντίθετη. Εμείς θέλουμε να διαθέτει η Γαλλία έναν δυνατό τομέα έρευνας, έναν δυ
100
νατό οργανισμό έρευνας. Αυτό θέθαια είναι ρεαλιστικό, γιατί διαθέτουμε βάσεις πραγματικά ισχυρές. Είμαστε πραγματικά προνομιούχοι, γιατί αυτό το σύστημα της έρευνας είναι ένας τομέας δυναμικός, όχι μόνο ικανός να συμθάλει στην εθνική και κοινωνική ανάπτυξη, αλλά ταυτόχρονα ικανός να αναπτύξει τις αναγκαίες συνεργασίες με τις σοσιαλιστικές και με τις αναπτυσσόμενες χώρες. Επομένως είναι οι καπιταλιστές που εναντιώνονται σ’ αυτή την προοπτική και εμείς είμαστε ενάντιά τους.
ΙΟΙ
Κεντρική Εισήγηση
ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ
ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, μέλος του Τμήματος Παιδείας
της ΚΕ του ΚΚΕ
Είναι κοινός τόπος ο αυξημένος ρόλος της επιστήμης και τεχνικής στην υπεύθυνη και οικονομική ανάπτυξη, καθώς επίσης και το συνολικά χαμηλό επίπεδο της ερευνητικής δραστηριότητας στη χώρα μας. πέρα από τις ατομικές προσπάθειες των ερευνητών. Είναι ανοιχτό λοιπόν ζήτημα και η ενίσχυση της ανάπτυξης της έρευνας στη χώρα καθώς και το ποιος-ποια κοινωνική τάξη ή τάξεις θα οφε- ληΟούν από αυτή.
Ο διάλογος που διεξάγεται στη χώρα μας για τα θέματα πολιτικής της έρευνας συνήθως αποκρύπτει την ταξική τους διάσταση ενώ τελευταία προβάλλονται απόψεις που θεωρούν την επιστήμη γενικά και ιδιαίτερα τις νέες τεχνολογίες σαν μέσο για την προώθηση νεοσυντηρητικών απόψεων και πρακτικών στην ελληνική κοινωνία. Οι τελευταίες έντονα προσπαθούν να υποτιμήσουν σε θεωρητικό επίπεδο τον κοινωνικό ρόλο της εργατικής τάξης, με ταυτόχρονη προσπάθεια να δημιουργήσουν νέες κοινωνικές συμμαχίες ανάμεσα στους εργαζόμενους συνολικά στις νέες τεχνολογίες και το μεγάλο κεφάλαιο, όπως επισημαίνουν και οι θέσεις της ΚΕ για το 12ο Συνέδριο (θέση 43). Ιδιαίτερη έμφαση δίνουν οι νεοσυντηρητικοί στην προσπάθεια ιδεολογικής επίδρασης της νεολαίας, που η έμφυτη τάση της για την αναζήτηση του νέου, του συνεχώς μεταβαλλόμενου, γίνεται προσπάθεια να κατευθυνθεί στο δέος προς τους μονοπωλιακούς φορείς της νέας τεχνολογίας, στο ότι τάχα η πρόοδος είναι συ- νυφασμένη μαζί τους.
Ιδιαίτερη οξύτητα εμφανίζεται σαν συνέπεια των παραπάνω στα θέματα δημοκρατικού ελέγχου της έρευνας. Συγκρούεται η θέληση των εργαζομένων, των επιστημόνων, των φοιτητών για συμμετοχή στον έλεγχο και προγραμματισμό της ερευνητικής δραστηριότητας και η θέληση των κυρίαρχων κύκλων και του συστήματος της εξάρτησης που με βάση τη «θεωρία των ειδικών» που αναλύθηκε στην
102
κεντρική εισήγηση του σ. Ν. Κοτζιά προσπαθεί να εξαιρέσει από τον καθορισμό της πολιτικής έρευνας και τους πραγματικούς ειδικούς ακόμα.
Ό σον αφορά τα άμεσα πολιτικά προβλήματα της έρευνας κυ- ριότερο αναδείχνεται το χτύπημα της αυτοτέλειας των δημόσιων ερευνητικών ιδρυμάτων και των ΑΕΙ και η προσπάθεια συνολικής υπαγωγής τους στις απαιτήσεις του εξαρτημένου ΚΜΚ της χώρας έξω από κάθε εθνικό προγραμματισμό και δημοκρατικό έλεγχο.
Θα αναπτύξουμε στη συνέχεια τα κύρια χαρακτηριστικά της επι- στημονικοτεχνικής επανάστασης (ΕΤΕ) ώστε να στηρίξουμε τις προτάσεις μας για την ανάπτυξη της έρευνας και των μεταπτυχιακών σπουδών στην πραγματικότητα της χώρας μας. Ο όρος ΕΤΕ σήμερα είναι σχεδόν καθολικής αποδοχής και υποδηλώνει το γεγονός ότι η επιστήμη από τη θέση της απλά στο εποικοδόμημα της κοινωνίας, συνδέεται άμεσα με την υλική της βάση, γίνεται εσωτερικό στοιχείο της παραγωγικής διαδικασίας. Σαν φαινόμενο η ΕΤΕ δρα καθολικά και στο σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό καθώς και τις αναπτυσσόμενες χώρες με διαφορετικές επιπτώσεις.
Η επιστήμη που είχε στα πρώτα στάδιά της κίνητρο ανάπτυξης την επίλυση άμεσων κοινωνικών προβλημάτων, έμεινε κύρια στο εποικοδόμημα όλη την περίοδο μέχρι την Αναγέννηση για να συνδεθεί μετά έμμεσα αλλά και άμεσα με την υλική παραγωγή, δηλαδή και από την άποψη της μόρφωσης των άμεσα παραγωγών και από την άποψη της αξιοποίησης των αποτελεσμάτων και από το κεφάλαιο. Ενώ η επιστήμη είναι προϊόν πάντα της κοινωνικής εργασίας φαίνεται και αξιοποιείται σαν δύναμη του κεφαλαίου, τόνιζε ο Μαρξ στον Ιο τόμο του Κεφαλαίου, ενώ στα Grundrisse δίνεται για πρώτη φορά η θέση για τη μετατροπή της επιστήμης σε άμεση παραγωγική δύναμη. Σ’ όλη αυτή τη μακρόχρονη περίοδο η επιστήμη είναι στην υπηρεσία της κάθε φορά άρχουσας τάξης και ο επιστήμονας στον καταμερισμό της εργασίας κατέχει ειδική κοινωνική θέση στο πλευρό αυτής της τάξης. Σήμερα με την ΕΤΕ κλείνει ένας κύκλος και ο κόσμος της εργασίας και της επιστήμης αντικειμενικά και άμεσα συνενώνονται στην παραγωγική διαδικασία και σε εργοστασιακό και σε πανκοινωνικό επίπεδο. Αυτή η σύνδεση είναι η βάση για την κοινωνικοποίηση των επιστημονικών δραστηριοτήτων σε νέα ποιότητα, κοινωνικοποίηση που αντικειμενικά ξεφεύγει από τις δυνατότητες ελέγχου της επιστήμης στα στενά συμφέροντα μιας κυρίαρχης τάξης. Αυτή επίσης είναι η βάση που δίνει νέο ρόλο στην ανθρώπινη εργασία, που απαιτεί επιτακτικά την ολόπλευρη ανάπτυξη του ατόμου σε νέο επίπεδο, γεγονός που αυτό και μόνο υπονομεύει αντικειμενικά την αξιοποίηση της επιστήμης από τα μονοπώλια και τον ιμπε
103
ριαλισμό. Από τον περασμένο αιώνα ο Μαρξ σημείωνε τον ιδιαίτερο ρόλο της συσσώρευσης τεχνικών και επιστημονικών γνώσεων των ίδιων των εργατών σαν κύρια μορφή συσσώρευσης.
Είναι γνωστό ότι στον καπιταλισμό η ΕΤΕ αξιοποιείται επιθετικά απέναντι στο εργατικό κίνημα και μάλιστα με σημαντικές επιπτώσεις που καθορίζει αντικειμενικά και νέα πλαίσια δράσης του, ε- πισημαίνεται και στις θέσεις της ΚΕ (θέση 7). Είναι όμως επίσης γνωστό και νομοτελειακό, ότι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων του επόμενου τρόπου παραγωγής, και από την άποψη τεχνολογικών συνθηκών και από την άποψη της οικονομικής επιχειρηματικής διάρθρωσης, δημιουργείται μέσα στον προηγούμενο σχηματισμό. Από αυτή την άποψη δεν μπαίνει θέμα αποδοχής ή άρνησης της ΕΤΕ, αλλά ΕΤΕ πώς και για ποιον.
Η ουσία της ΕΤΕ μπορεί να δοθεί σαν ένα ειδικό κοινωνικό φαινόμενο που σχετίζεται με την μετατροπή της επιστήμης σε άμεση παραγωγική δύναμη τον ριζικό μετασχηματισμό της δομής των παραγωγικών δυνάμεων και τις αλλαγές στο περιεχόμενο της ανθρώπινης εργασίας. Μια αντίληψη σαν την παραπάνω είναι φανερό ότι μελετά την ΕΤΕ στην βάση της διαλεκτικής παραγωγικών δυνάμεων παραγωγικών σχέσεων. Αστικές αντιλήψεις για την έρευνα και ανάπτυξη όπως π.χ. αυτή του National Science Foundation των ΗΠΑ που την ορίζουν σαν «συστηματική χρήση της επιστημονικής γνώσης που στοχεύει στην παραγωγή χρήσιμων υλικών - προϊόντων - διαδικασιών» είναι φανερά ανεπαρκείς κατά την άποψή μας.
Η ΕΤΕ επιδρά σήμερα κύρια στους παρακάτω κλάδους: α) αυτοματοποίηση παραγωγής με χρήση μικροηλεκτρονικών
της πληροφορικής και επικοινωνίες.θ) δημιουργία νέων υλικών χημικής βιομηχανίας και βιοτεχνο
λογίας, κάλυψη δηλαδή των ορίων των φυσικών διαθέσιμων πρώτων υλών.
γ) αλλαγή της ενεργειακής βάσης της κοινωνίας με την αξιοποίηση της εσωπυρηνικής ενέργειας.
δ) στην αξιοποίηση του διαστήματος.Οι κοινωνικές επιπτώσεις της μπορεί να ξεχωριστούν σε επίπτω
ση καθολικού χαρακτήρα και ειδικές επιπτώσεις στον καπιταλιστικό και σοσιαλιστικό κόσμο. Καθολικού χαρακτήρα επιπτώσεις κύρια είναι:
α) Η αλλαγή του χαρακτήρα της εργασίας, θ) Η αξιοποίηση της σύγχρονης μηχανικής βάσης σ’ όλες τις
σφαίρες της υλικής παραγωγής.γ) Η δημιουργία επιστημονικών παραγωγικών συμπλεγμάτων. Στον καπιταλισμό η ΕΤΕ επιτείνει τον κοινωνικό χαρακτήρα
104
της παραγωγής, οξύνει τη βασική αντίθεση του καπιταλισμού. Κυ- ριότερες ιδιαίτερες επιπτώσεις είναι:
α) Αύξηση του ποσοστού της μισθωτής εργασίας με παράλληλη πτώση του αριθμού των συνολικά εργαζομένων. Στοιχεία της ΕΟΚ εκτιμούν ότι στις ΗΠΑ μόνο το 5% των νέων θέσεων εργασίας είναι θέσεις εργασίας σε νέες τεχνολογίες.
θ) Αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και του μονοπωλιακού υπερκέρδους. Στις ΗΠΑ το 1977 ο βαθμός εκμετάλλευσης στη βιομηχανία ηλεκτρονικών υπολογιστών ήταν 735%, στη βιομηχανία ημιαγωγών 354% ενώ στη Χαλυβουργία - αυτοκινητοβιομηχανία 117% και 267% αντίστοιχα (στοιχεία του Political Affairs 12/84 αναφέρονται στο άρθρο του Μπ. Αγγουράκη στην ΚΟΜΕΠ 6/86).
γ) Δημιουργία προβλημάτων σε σχέση με την ανάγκη μακροπρόθεσμου σχεδιασμού. Ο υπουργός έρευνας της ΟΔ Γερμανίας δικαιολογούσε στα 1983 ότι το πρόγραμμα μικροηλεκτρονικής της χώρας του έγινε με βάση την πρόταση της Siemens «γιατί αυτή ξέρει». Να σκεφτεί κανείς ποια είναι η δυνατότητα ελληνικού προγραμματισμού στα πλαίσια της ΕΟΚ π.χ. για το αντίστοιχο πρόγραμμα Esprit.
δ) Όξυνση των προβλημάτων ανισόμετρης ανάπτυξης του καπιταλισμού και των διαμαχών ανάμεσα στα 3 ιμπεριαλιστικά κέντρα. (Χαρακτηριστικά στοιχεία δίνει η εισήγηση Μέτεν στις 30.9.85 στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο).
ε) Νέα πλαίσια εξάρτησης του μη μονοπωλιακού τομέα της οικονομίας από το μονοπώλιο με τη δημιουργία «στεφάνης» εξαρτόμε- νων τυπικά νομικά ανεξάρτητων επιχειρήσεων. Η IBM π.χ. έχει40.000 προμηθεύτριες εταιρείες, ενώ στα ίδια πλαίσια οι επιχειρήσεις υψηλού ρίσκου, που προβάλλουν σαν αναζωογόνηση του καπιταλισμού οι νεοσυντηρητικοί, δεν ξεφεύγουν από τα πλαίσια των ΚΜΚ ρυθμίσεων που ενισχύουν το ρόλο των μονοπωλίων, δεν αποτελούν επιστροφή στην ελεύθερη αγορά. Τέτια φαινόμενα υπάρχουν και στη χώρα μας και επισημαίνονται στις θέσεις της ΚΕ.
στ) Τέλος είναι φανερές οι αλλαγές στη σύνθεση της εργατικής τάξης λόγω ΕΤΕ της προσέγγισης όχι ομοιόμορφα της διανόησης με την εργατική τάξη. Οι θέσεις της ΚΕ τονίζουν ότι τα % της ελληνικής διανόησης είναι σε μισθωτές μη διευθυντικές θέσεις.
Η παραπάνω γενική σκιαγράφηση των κοινωνικών επιπτώσεων της ΕΤΕ δεν θέλει να υποτιμήσει την σοβαρότερη πλευρά της, τις επιπτώσεις δηλαδή στην αλλΛγή στον χαρακτήρα της εργασίας. Είναι γνωστή η αντίληψη του Μαρξ στην Αθλιότητα της Φιλοσοφίας ότι όλες οι νέες ανακαλύψεις ήταν αποτέλεσμα συγκρούσεων ανάμεσα
105
στον εργάτη και το αφεντικό που ζητούσε να υποτιμήσει την ειδίκευση του εργάτη και διατηρεί την ισχύ της. Στις νέες συνθήκες όμως ο ρόλος της Ε+Τ αποκτά και νέα χαρακτηριστικά. Ο άνθρωπος απομακρύνεται από την άμεση παραγωγή, γίνεται ελεγκτής και σχεδιαστής της. Απαιτείται από τον παραγωγό πέρα από τη φυσική του δύναμη όλο και σε πιο αυξημένη κλίμακα να αντικαταστήσει λογικές λειτουργίες της παραγωγικής διαδικασίας.
Αυτή είναι η βάση για μια ταξική αντιμετώπιση της ΕΤΕ συνολικά και στα εκπαιδευτικά προγράμματα ιδιαίτερα. Όπως τονίζει οI. Φ ρόλοφ, της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ στο Humanism, a new synthesis (1986, σ. 84), «Το ανώτερο τεχνολογικό επίπεδο της παραγωγής και όλων των άλλων ουμανιστικών δραστηριοτήτων πρέπει να συναντιέται με αντίστοιχες αλλαγές σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής και ανθρώπινης ανάπτυξης, στην αλληλεπίδρασή τους με την φύση, με ένα νέο πολιτισμό και ανθρωπιστική κουλτούρα που να πηγάζει από το γεγονός που τόνιζε και ο Μαρξ ότι ο άνθρωπος είναι ο σκοπός καθ’ εαυτό της κοινωνικής ανάπτυξης.»
Η αφετηρία από μια τέτια αντίληψη δείχνει ότι η ΕΤΕ στον αναπτυγμένο καπιταλισμό κάθε άλλο παρά τις ανθρώπινες ανάγκες στο σύνολό τους ικανοποιεί. Σε ό,τι αφορά τα εκπαιδευτικά ζητήματα είναι γνωστό, αναλύθηκε και στην κεντρική εισήγηση, ότι ο καπιταλισμός κατανοεί την ανάγκη ανεβάσματος του επιπέδου κατάρτισης των εργαζομένων μέσα στα οικονομικά όρια της «βελτίωσης» των όρων εκμετάλλευσής τους, ενώ το κόστος των κοινωνικών δαπανών για την εκπαίδευση είναι οικονομικά ανταγωνιστικό με τις επιδιώξεις του μεγάλου κεφαλαίου και άμεσα αλλά και μακροπρόθεσμα γιατί ιστορικά αυξάνει την αξία της εργατικής δύναμης της εργατικής τάξης όπου συμπεριλαμθάνονται και οι δαπάνες για την εκπαίδευση. Ακόμα υπάρχουν και καθαρά πολιτικοί λόγοι για τον περιορισμό του δικαιώματος για μόρφωση αφού είναι δοσμένο ότι το ανώτερο μορφωτικό επίπεδο των εργαζόμενων δημιουργεί καλύτερες προϋποθέσεις για τη συμμετοχή τους στην κοινωνικοπολιτική ζωή που τονίζουν και οι θέσεις της ΚΕ για την σημερινή ελληνική πραγματικότητα.
Αυτές τις γενικές αλήθειες οι μελετητές της ΕΟΚ (στο CEDEFOP στην έκδοση της ΕΟΚ στα 1985 «Τεχνολογικές αλλαγές - απασχόληση εξειδίκευση και επαγγελματική κατάρτιση») τις βλέπουν με τον δικό τους τρόπο. Στην παραπάνω έκδοση (σελ. 32) διαβάζουμε: «Στις σημερινές οικονομικές δυσχέρειες της στασιμότητας των μαζικών αγορών, η παραγωγή και η απασχόληση μπορούν να διατηρηθούν και να αυξηθούν μόνο εάν οι επιχειρήσεις προσφέρουν αγαθά και υπηρεσίες... Η κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών απαιτεί ένα
106
εργατικό δυναμικό με βασικό επίπεδο επαγγελματικής κατάρτισης πολύ υψηλότερο απ’ ό,τι απαιτεί η μαζική παραγωγή στα τμήματα των αντίστοιχων τομέων της οικονομίας.»
Αντί δηλαδή οι ΕΟΚικοί μελετητές να αρχίζουν από τον άνθρωπο και την ολόπλευρη ανάπτυξή του αντιμετωπίζουν την κατάρτιση στα πλαίσια των νόμων της αγοράς σε σχέση με τα προβλήματα της καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Η αντιστροφή των αξιών, η αντικατάσταση των ζωντανών από το νεκρό σ’ όλη την κλίμακα. Σ’ αυτά τα πλαίσια αξίζει να αναφερθούν στοιχεία από μελέτες της ΕΟΚ όπως η «The old world and the new technologies» των Γ κοντέ και Ρύ- σεν, επίσημη έκδοση ΕΟΚ 1981, όπου γίνεται αναφορά σε μελέτες που ρητά δηλώνουν ότι λόγω ΕΤΕ θα υπάρξει μείωση κατά 20% του Οικονομικά Ενεργού Πληθυσμού (ΟΕΠ) περίπου των εργατών υψηλής ειδίκευσης, με αντίστοιχη αύξηση κατά 15% των εργατών χαμηλής ειδίκευσης και κατά 5% επίσης των μηχανικών και τεχνολόγων. Ανάλογες μελέτες επιστημόνων από σοσιαλιστικές χώρες εκτιμούν ότι στόχοι των κυρίαρχων κύκλων των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών είναι το 50% του ΟΕΠ να είναι λειτουργικά αναλφάβητοι, δηλαδή εργαζόμενοι οι οποίοι δεν κατανοούν τη βάση των λειτουργιών της μηχανής που χειρίζονται. Οι τελευταίοι είναι φανερό ότι βγαίνουν εκτός παραγωγικής διαδικασίας σε κάθε αλλαγή λόγω οικονομικής φθοράς των μηχανημάτων και η όποια αναγκαία επανεκπαίδευση είναι στην απόλυτη διάθεση των μονοπωλίων παραγωγής των νέων μηχανών. Αυτό το γεγονός από μόνο του αδυνατίζει τη θέση αυτών των εργατών στον αγώνα κεφάλαιο-εργασία. Να σημειώσουμε ότι η εισήγηση επί του θέματος, στην ειδική σύνοδο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου του Οκτώθρη 85, του Τσιανγκαλίνι αναφέρει ότι οι μισθωτοί θα πρέπει να επιβαρύνονται με το οικονομικό κόστος της επανεκπαίδευσής τους.
Σε αυτά τα πλαίσια με τις ιδιαιτερότητες βέβαια της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης θα πρέπει να τονιστεί η συνολική σε ΕΟΚική κλίμακα υποτίμηση της αξίας της εργατικής δύναμης των επιστημόνων που νομοθετικά επιχειρεί η γνωστή οδηγία της ΕΟΚ για την αναγνώριση των πτυχίων, οδηγία που υποστηρίζουν τα κόμματα του δι- κομματισμού καθώς και οι δυνάμεις που τα όρια των «αλλαγών» τους είναι το ευρωπαϊκό ιδεώδες. Το θέμα αναλύθηκε στην κεντρική εισήγηση. Εδώ θέλουμε να τονίσουμε και από αυτή την πλευρά τον κεντρικό πολιτικό στόχο του ΚΚΕ τον αγώνα για τη μόρφωση της νεολαίας και από την άποψη των άμεσων συμφερόντων της εργατικής τάξης και όλων των εργαζομένων και από την άποψη των ιστορικών προοπτικών τους. Αυτόν τον αγώνα το κόμμα μας τον δίνει σήμερα και σε γενικό κοινωνικό - πολιτικό επίπεδο και στο επίπεδο
107
της ατομικής ευθύνης των εκπαιδευομένων αλλά και των εκπαιδευτών.
Θέλουμε στη συνέχεια να σταθούμε στη νέα σχέση του επιστήμονα με την κοινωνία που δημιουργεί η ΕΤΕ. Η νέα σχέση ανάμεσα στην επιστήμη και τον τρόπο αξιοποίησής της, η άμεση αλληλεπίδρασή τούς μέσω του ανθρώπου παραγωγού, δίνουν νέα χαρακτηριστικά στη σχέση αλληλεπίδρασης φύση - άνθρωπος, υπονομεύουν φιλοσοφικές θεωρίες για την απόλυτη αλήθεια έξω από την ανθρώπινη πρακτική, χτυπάνε θετικιστικές απόψεις για την ουδετερότητα της επιστήμης, για τον κλειστό «ενδοεπιστημονικό» χαρακτήρα της εξέλιξής της. Ο χαρακτήρας της επιστήμης των προηγούμενων περιόδων ξεκομμένος από την άμεση πράξη αντικειμενικά γεννούσε και φιλοσοφικές αντιλήψεις όπου η αλήθεια φαινόταν να είναι έξω από την πράξη, έξω από τον ιστορικό και κοινωνικό χαρακτήρα της γνωστικής διαδικασίας. Η σχέση επιστήμης - πράξης που επιβάλλει η ΕΤΕ δείχνει μια σχέση όπου οι άνθρωποι δεν στέκονται σε θεωρητική σχέση με τα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου αλλά «βρίσκονται σε συγκεκριμένη σχέση με βάση την ενεργητική τους δράση...» όπως τονίζει ο Μαρξ στα 1880 στα σχόλια του Για το βιβλίο του Αντολφ Βάγκνερ (MEW, τόμ. 19, σ. 362).
Το παραπάνω γενικό πλαίσιο σχετίζεται άμεσα και με προβληματισμούς για τα θέματα εξέλιξης της επιστήμης συνολικά καθώς και των επιμέρους κλάδων. Η εξέλιξη της επιστήμης επηρεάζεται κατα- ρχήν από την ανάπτυξη της ίδιας της κοινωνίας συνολικά, από ιδιαιτερότητες του επιμέρους επιστημονικού κλάδου καθώς και από τον ρόλο των επιστημονικών προσωπικοτήτων. Η αναγωγή του προ- βλημάτος εξέλιξης της επιστήμης στην ανάπτυξη της υλικής βάσης της κοινωνίας μπορεί να γίνει μόνο με μια λογική μέσου όρου ώστε να ξεφύγει κανείς από μηχανιστικές αντιλήψεις για τη σχέση βάσης- εποικοδομήματος. ι
Η αναφορά στις παραπάνω γενικές μεθοδολογικές αρχές γίνεται για να επισημανθεί ο ρόλος των επιμέρους παραγόντων για τη χάραξη μιας πολιτικής της επιστημονικής έρευνας, δηλαδή και τον ρόλο του κοινωνικού παράγοντα συνολικά και των ειδικών και των προσωπικοτήτων. Στην ΚΜΚ πραγματικότητα της χώρας μας όπου ποτέ σχεδόν δεν γίνεται ανοιχτός δημόσιος διάλογος για θέματα επιστημονικής έρευνας, από την άποψη του προγραμματισμού της παραμερίζονται ουσιαστικά και οι τρεις σχετικοί αναγκαίοι παράγοντες, είτε γίνεται προσπάθεια υποταγής τους, στην κυρίαρχη πολιτική θέση με άμεσο τίμημα συνήθως τον παραμερισμό σε περίπτωση μη υποταγής.
Ένας τέτιος γενικός συλλογισμός είναι αυτός που στηρίζει τη
θέση μας για τη συμμετοχή όλων των φορέων σ’ επίπεδο ΑΕΙ στη συζήτηση των θεμάτων έρευνας και όλων των κοινωνικών παραγόντων σε εθνικό επίπεδο. Το θέμα αναλύθηκε στην κεντρική εισήγηση σχετικά με τις θεωρίες των «ειδικών».
Αναφερόμενος στα θέματα της ΕΤΕ δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να υποτιμηθεί ο ρόλος των κοινωνικών επιστημών οι οποίες, λόγω ακριβώς της ΕΤΕ αποκτούν και νέο περιεχόμενο. Οι κοινωνικές επιπτώσεις της επιστημονικής πρακτικής απαιτούν νέες μελέτες και την ανάπτυξη συνολικά μιας κουλτούρας που θα αφομοιώσει θετικά όλες τις πρακτικές επιπτώσεις της επιστήμης, θα συμβάλει στην απόκρουση της απειλής δημιουργίας μονόπλευρα αναπτυγμένων ατόμων που απλά θα χρησιμοποιούν στην παραγωγή τα επιστημονικά επιτεύγματα.
Κλείνοντας τη σύντομη εξέταση των χαρακτηριστικών της ΕΤΕ θα πρέπει να σημειώσουμε ορισμένα σύγχρονα χαρακτηριστικά της ερευνητικής πράξης.
α) Βιομηχανικός χαρακτήρας της, κύρια λόγω αλλαγής των οργάνων της έρευνας.
β) Συλλογικότητα που αντικειμενικά βάζει το θέμα του νέου τύπου επιστήμονα, σε σύγκριση με τον παλιό μεμονωμένο ερευνητή, που αυξάνει και το ειδικό βάρος των ειδικευμένων τμημάτων της εργατικής τάξης στην ερευνητική διαδικασία. Αυτό το τελευταίο στην πραγματικότητα της χώρας μας, όπου, όπως αναφέρει η ομοσπονδία ΕΔΤΠ των ΑΕΙ, έχουμε αύξουσα αποειδίκευση του κλάδου αυτού, δείχνει μια άλλη πλευρά του προβλήματος ανάπτυξης της έρευνας στη χώρα.
γ) Απαίτηση μεγάλων οικονομικών πόρων για την έρευνα. Οι πλευρές που αναφέρθηκαν δίνουν νέα διάσταση στα θέματα ηθικής της επιστήμης, ατομικής ευθύνης και ελευθερίας του επιστήμονα. Η ειδική απόφαση της UNESCO στα 1974 για το θέμα αναφέρει ότι η δράση των επιστημόνων πρέπει να καθορίζεται από:
- την ελευθερία να ερευνήσουν να εκφράσουν και να υποστηρίξουν την επιστημονική αλήθεια όπως την βλέπουν
- τη συμμετοχή τους στον καθορισμό των ερευνητών προγραμμάτων και στη χρήση μεθόδων που να βασίζονται σε ουμανιστικές - κοινωνικές - οικολογικές θεωρήσεις
- την ελευθερία της αποχώρησης από ερευνητικά προγράμματα εάν οι αντιλήψεις τους για τις επιπτώσεις τους το επιβάλλουν
- καθήκον να συμβάλλουν στην επίλυση εθνικών προβλημάτων ιδιαίτερα της κουλτούρας και εκπαίδευσης.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να τεθεί το ερώτημα. Τι κοινό μπορεί να έχει η απόφαση αυτή της UNESCO με την άποψη διευθυντή του
109
Ερευνητικού Κέντρου Κρήτης ο οποίος σε πρόταση φοιτητικού συλλόγου για το σταμάτημα συμμετοχής του ΕΚΕΚ στο ΝΑΤΟικό πρόγραμμα «Επιστήμη για τη σταθερότητα» απαντούσε μέσα από τα επίσημα πρακτικά (συνεδρίαση ’87 του μαθηματικού τμήματος, σελ. 7) «Δυστυχώς αυτή τη στιγμή δεν ξέρουν ούτε τι πρόγραμμα είναι ούτε από πού έχουν δοθεί τα χρήματα. (Περισσότερα στοιχεία υπάρχουν σε άρθρο στην ΚΟΜΕΠ 10/86).
Τα θέματα ηθικής της επιστήμης πέρα από την αδιαμφίσβητη ατομική τους πλευρά έχουν σοβαρή κοινωνική διάσταση. Από αυτή την άποψη το εργατικό κίνημα είναι κατά την άποψή μας η κυριότε- ρη δύναμη που μπορεί να στηρίζει τις προσπάθειες των επιστημόνων για μια ουμανιστική αξιοποίηση της επιστήμης, για την επιστήμη στην υπηρεσία του λαού και του τόπου, όπως συμπυκνωμένα εκφράζει το γνωστό σύνθημα.
Θα προχωρήσουμε τώρα στην εξέταση της συγκεκριμένης ελληνικής πραγματικότητας στα θέματα έρευνας και θα δόσουμε συγκεκριμένες προτάσεις.
Τη μεταπολεμική περίοδο η κατάσταση για την έρευνα και ανάπτυξη περιγράφεται εύγλωτα από αυτό που έλεγε παλιότερα ο καθηγητής του Πολυτεχνείου Θ. Σκουλικίδης ότι δηλαδή στο καταστατικό του βασιλικού τότε ιδρύματος ερευνών (σημερινού Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (ΕΙΕ)) αναφερόταν ρητά η απαγόρευση διεξαγωγής εφαρμόσμενης έρευνας. Στά 1977 η ΝΔ ψήφισε νόμο πλαίσιο για την έρευνα (τον 706/77) που μένει βασικά ανεφάρμοστος ενώ οι δημόσιες δαπάνες για έρευνα για μια 20ετία περίπου μένουν στα 0,2% του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος (ΑΕΠ) πολύ κάτω από το κρίσιμο όριο του 1%. Τα προγράμματα έρευνας που καταρτίζονται εκείνη την εποχή γίνονται στη βάση των ΕΟΚικών προδιαγραφών της εποχής. Παράλληλα δημιουργείται στρώμα νέας γενιάς ερευνητών με υψηλότερο επίπεδο κατάρτισης και δυνατότητες ανάπτυξης.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ στα 1981-82 κάνει πολλές διακηρύξεις για την έρευνα. Στο ψηφισμένο 5ετές τονίζεται ότι θα υπάρξει αύξηση δαπανών για έρευνα στα 0,7% το 1987 και 1,2% στα 1992, αρχίζουν διαδικασίες κατάρτισης εθνικού προγράμματος έρευνας, καταρτίζονται σχέδια νόμου για τη μεταφορά τεχνολογίας, υπογράφονται σημαντικές διακρατικές συμφωνίες συνεργασίας με σοσιαλιστικές χώρες, προθλέπεται η ίδρυση κρατικών βιομηχανικών εργαστηρίων μεταλλουργίας, κλωστοϋφαντουργίας κλπ.
Για τα παραπάνω οι δαπάνες στα 1986 είναι στα 0,26%. Ουσιαστικά καταργείται η έννοια εθνικού προγραμματισμού έρευνα τα αρχικά σχέδια νόμου για μεταφορά τεχνολογίας αλλάζουν σε έντονα φιλομονοπωλιακή κατεύθυνση, όπου ο εργοδότης έχει την από
110
λυτη ουσιαστική δυνατότητα εκμετάλλευσης εφεύρεσης του μισθωτού εργαζόμενου και τώρα ο ΣΕΒ πιέζει για την ψήφισή τους1. Οι διακρατικές συμφωνίες με τις σοσιαλιστικές χώρες είναι βασικά ανενεργές, αντί για κρατικά εργαστήρια ιδρύθηκαν πρόσφατα αντίστοιχες εταιρίες (ΑΕ) όπου αποκλείστηκε κάθε συμμετοχή του εργατικού - επιστημονικού - γενικότερα λαϊκού κινήματος. Πρέπει να σημειώσουμε όμως ότι από τα τέλη 1981 ήταν φανερή η έντονα επιθετική στάση του κ. Αιάνη, υφυπουργού παιδείας και μετέπειτα εισηγητή του νόμου πλαίσιου για την έρευνα (ν. 1514/85), απέναντι σε κάθε αναφορά που ήταν ένδειξη σε μια ταξική θεώρηση των θεμάτων έρευνας.
Η ψήφιση του ν. 1514 ήταν από μια άποψη η ανοιχτή εμφάνιση των συντηρητικών απόψεων της κυβέρνησης για θέματα έρευνας. Ψηφίστηκε κάτω από συνεχείς απεργίες των ερευνητών και με σαφή καταδίκη του νομοσχεδίου από το σύνολο σχεδόν των επιστημονικών φορέων της χώρας στη γνωστή κοινή διακήρυξή τους. Ο νόμος αυτός προβλέπει και υλοποιήθηκε στα σημεία που επιτρέπουν την εκχώρηση ερευνητικών αρμοδιοτήτων των ΑΕΙ σε ανεξέλεγκτους από τα ΑΕΙ μηχανισμούς ελέγχου του έργου των πανεπιστημιακών, των γνωστών ακαδημαϊκών ερευνητικών κέντρων. Κέντρα, που πέρα από την επίδρασή τους για τη δημιουργία δυο κατηγοριών φοιτητών, δημιουργούν και δυο κατηγορίες ΔΕΠ, μια και η ερευνητική δραστηριότητα των ΑΕΙ, όπου υπάρχουν τέτια κέντρα ουσιαστικά ελέγχεται. από διοίκηση αποκομένη από τους φοιτητές και όποιους του ΔΕΠ δεν είναι αρεστοί στις διορισμένες διο ική σεις των ακαδημαϊκών ερευνητικών κέντρων. Επίσης ο νόμος προβλέπει αυταρχικές διοικητικές δομές στα ερευνητικά κέντρα που δεν έγινε δυνατό να εφαρμοστούν. Παράλληλα είναι χαρακτηριστικό ότι κατακτήσεις του μαζικού κινήματος που τελικά συμπεριλήφτηκαν στο νόμο,όπως η διεύρυνση της σύνθεσης του Εθνικού Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Έ ρευνας, και ο δημόσιος χαρακτήρας των κέντρων ερευνών,καταστρα- τηγήθηκαν από την κυβέρνηση στην πράξη με την άρνησή της να συγκαλέσει το ΕΓΣΕ και με τις επίμονες προσπάθειες να επιβάλλει καθεστώς νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου (ΝΠΙΔ) στα ερευνητικά κέντρα. Μετά την τροπολογία Παπανδρέου για τον δημόσιο τομέα τα ερευνητικά κέντρα κινδυνεύουν άμεσα να υπαχθούν στην αυθαίρετη θέληση του κάθε αρμόδιου υπουργού ενώ είναι γνωστές οι προθέσεις της κυβέρνησης για τροποποίηση του νόμου 1514 σε ό,τι αφορά τα ΕΓΣΕ χωρίς πρόθεση να το συζητήσει με τον κόσμο της επιστήμης τουλάχιστον. Οι δηλώσεις του νέου υφυπουρ
I Τ ο νομ οσχέδ ιο ψ η φ ίσ τη κε τον Α ύγουστο του '87 (σημ. της σύνταξης).
111
γού κ. Πέτσου για τη στήριξη στην ιδιωτική πρωτοβουλία υλοποιούν στο χώρο τους το πνεύμα της πρωθυπουργικής ομιλίας στο Νταβάς.
Αυτές οι εξελίξεις που αναφέρθηκαν συνδυάζονται με έντονη κινητικότητα στο χώρο της έρευνας που οφείλεται από τη μια στην ενίσχυση της δεξιάς στροφής της κυβερνητικής πολιτικής και επίσης στις επιταγές της ΕΟΚ που έχουν αποκτήσει νέα χαρακτηριστικά μετά την απόφαση για την αναθεώρηση της συνθήκης της Ρώμης στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης.
Κύριες πλευρές είναι η ουσιαστική και τυπική κατάργηση του εθνικού προγραμματισμού της έρευνας στο νέο Πρόγραμμα Ανάπτυξης Έρευνας Τεχνολογίας (ΠΑΕΤ), όπου αυτόματα εντάσσονται στο ΠΑΕΤ τα οποία ερευνητικά προγράμματα έχουν οικονομική στήριξη από την ελληνική ή ΕΟΚική βιομηχανία βάση του Προγράμματος Προγραμματισμένης Έρευνας (ΠΡΟΠΕ). Παράλληλα στα ίδια πλαίσια δημιουργείται νέος κύκλος κινήτρων στο ελληνικό μεγάλο κεφάλαιο με το Πρόγραμμα Ανάπτυξης Βιομηχανικής Έρευνας (ΠΑΒΕ) (ΠΔ 558/85) όπου δίνεται άφθονο χρήμα στις βιομηχανίες για έρευνα. Στα 1986 δόθηκαν 500 εκατ. δρχ. όπως έχει αναφερθεί και μάλιστα από επιτροπή κρίσεων «απόρρητη», όπου επίσημα συμμετέχει εκπρόσωπος του ΣΕΒ, επιτροπή δηλαδή απλά στεγανή στο λαϊκό κίνημα. Το ποσό των 500 εκατ. είναι δεκαπλάσιο του ποσού που δίνει το υπουργείο Παιδείας στα ΑΕΙ με βάση το ΠΔ 432/81 για χρηματοδότηση έρευνας που τα ίδια θα αποφασίσουν τουλάχιστον για το 1986. Το στοιχείο αυτό το έχουμε αναφέρει και στην επίσημα κατατεθειμένη εισήγησή μας στο ΣΑΠ και ο Υπουργός Παιδείας το παρακάμπτει, ενώ δηλώνει επίσημα στην ΕΦΕΕ ότι θα πρέπει να συνηθίσει ότι τα ΑΕΙ θα στηρίζονται οικονομικά και σε ιδιωτικούς παράγοντες. Αυτή είναι και η οικονομική αυτοτέλεια των ΑΕΙ που ζητά η ΝΔ.
Η κατάργηση του προγραμματισμού που απαιτεί ο ΣΕΒ, επιτείνεται και από την πολιτική της ΕΟΚ, όπου τα πλαίσια του προγραμματισμού της («Η Siemens ξέρει» π .χ .) είναι αδύνατο να συμβά- λει στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Το παράδειγμα της πολυσυζητημένης πληροφορικής είναι το πιο χα ρακτηριστικό. Αφού η κυβέρνηση δεν υλοποίησε τη συμφωνία που υπόγραψε με τη Βουλγαρία για συμπαραγωγή στην Ελλάδα Ηλεκτρονικών Υ πολογιστών (Η/Υ) με σημαντική μεταφορά τεχνολογίας - τεχνογνωσίας, ένταξε ουσιαστικά όλο το επιστημονικό προσωπικό του κλάδου των Η/Υ, προσωπικό καθόλου αμελητέο, το αντίθετο μάλιστα, στα ΕΟΚικά προγράμματα και κύρια στο Esprit. Χωρίς κανέναν απολογισμό της ελληνικής συμμετοχής στο Esprit στη πρώτη του φάση που τελειώνει, η κυβέρνηση αποδέχεται το
112
Esprit II και παράλληλα πιέζει για δημιουργία και άλλου στεγανό» ακαδημαϊκού κέντρου σχετισμένου με αυτό το πρόγραμμα.
Αυτό που επισημαίνει πλατύ φάσμα ειδικών της πληροφορική ; είναι ότι ελληνική συμμετοχή στο Esprit συνέβαλε ώστε η μία ελλ ΐ|- νική ερευνητική ομάδα να μη γνωρίζει το έργο της διπλανής της, να υπάρξει απόλυτη αδυναμία εθνικού συντονισμού έστω και στα πλαίσια του Esprit. Τελικά οι 12 μεγάλοι της πληροφορικής θα ενσωματώσουν την αξία της ελληνικής επιστημονικής εργασίας στα προϊόντα που θα μας πουλήσουν στη συνέχεια με διπλό κέρδος.
Η όλη συζήτηση που γίνεται για χρηματοδότηση της ελληνικής έρευνας από την ΕΟΚ έχει και άλλες δυο σημαντικές πλευρές. Πρώτο η ελληνική κυβέρνηση πήρε από το κοινοτικό ταμείο για έρευνα το 0,65% του συνολικού ποσού, ποσοστό δηλαδή 5 φορές κάτω της πληθυσμιακής αναλογίας, σε δόξα της πολιτικής της σύγκλισης των οικονομιών. Από την άλλη επανειλημμένα έχει τονιστεί και από τον πρωθυπουργό ότι στόχοι μας είναι το 40% των εθνικών δαπανών για έρευνα να το παίρνουμε από την ΕΟΚ. Αυτή η θέση απλά σημαίνει, στη βάση της νομολογίας που ισχύει, ότι δηλαδή η ΕΟΚ δίνει μόνο τα 40-50% του κόστους ενός ερευνητικού προγράμματος και ότι τα άλλα συμθάλει το εθνικό ταμείο, ότι το σύνολο της ελληνικής έρευνας θα ελέγχεται από την ΕΟΚ. Αυτή είναι η εθνική πολιτική της έρευνας και η νεοσυντηρητική ΝΔ δύσκολα θα έχει να προσθέσει κάτι. Κάτω από αυτές τις εξελίξεις η στάση της ελληνικής κυβέρνησης στα θέματα έρευνας - τεχνολογίας είναι χαρακτηριστική. Ό πως δήλωνε πρόσφατα ο Γ. Γ. της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ) στα πλαίσια μιας πολιτικής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης η Ελλάδα απλά προβάλλει το στόχο της απόσπασης μεγαλύτερης κοινοτικής χρηματοδότησης. Σε τέτια πλαίσια συμμετέχει η χώρα μας στο δεύτερο πενταετές 1987-91 πρόγραμμα πλαίσιο της ΕΟΚ για την έρευνα, COM (86) 129 τελικό /24.3.86 και COM (80) 430 τεχνικό 27.10.86.
Οπως φαίνεται απ’ τα παραπάνω κείμενα η ελληνική κυβέρνηση συμφωνεί:
- Για την υποταγή όλης της προσπάθειας για έρευνα και ανάπτυξη στην ενιαία εσωτερική αγορά του 1992 μέσω συμπαραγωγών, κοινοτικών τυποποιήσεων, και αξιοποίησης των νέων τεχνολογιών κύρια στον τομέα των επικοινωνιών.
- «Ευέλικτα» χρηματοδοτικά πλαίσια όπου καταργείται η αρχή της ομοφωνίας και όπου με «χρήση νέων χρηματοοικονομικών μηχανισμών θα επιτραπεί να υπάρχει σύγκλιση μεταξύ της δημόσιας και ιδιωτικής χρηματοδότησης» (σελ. 10).
- Ενίσχυση ερευνών, που αφ’ ενός ξεπερνούν τις οικονομικές δυ
113
νατότητες ενός κράτους μέλους (σελ. 12) και από την άλλη στοχεύουν άμεσα για προϊόντα της αγοράς και όχι για προανταγωνι· στικές έρευνες, όπως π.χ. το Esprit I .
- Νέα ΕΟΚικά κίνητρα για επιχορήγηση επιχειρήσεων, venture capital, μέχρι 80% της συνολικής επένδυσης.
- Παρέμβαση στην εκπαίδευση, όπου η Κοινότητα θα αποφασίζει επιλεκτικά την ανάπτυξη τομέων (σελ. 11).
- Προσπάθεια υποβάθμισης των ενεργειακών ερευνών και υποταγής τους στην πολιτική της ενιαίας αγοράς. Στα ίδια πλαίσια, αξιοποίηση του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πυρηνικών Ερευνών (CERN).
- Ιδιαίτερες προσπάθειες επαγγελματικής και ιδεολογικής εν- σωμάτωσης των ερευνητών των χωρών της ΕΟΚ στην πολιτική και πρακτική της Κοινότητας.
- Αναθεωρήσεις παλιών αποφάσεων στην κατεύθυνση υλοποίησης της ενιαίας αγοράς (π.χ. η νομολογία για την καινοτομία).
Αναφερόμενοι στις γενικές επιπτώσεις της πολιτικής της ΕΟΚ για την έρευνα που αποδέχεται η κυβέρνηση και είναι σύμφωνη η ΝΔ θα πρέπει να δόσουμε ορισμένες πρόσθετες ερμηνείες για το σχέδιο COMETT, σχέδιο γενικά γνωστό στους πανεπιστημιακούς φορείς γύρω από το οποίο αναπτύσσεται μια ιδιαίτερη οξύτητα από πλευράς κυβέρνησης. Το ομόφωνα ψηφισμένο αυτό κοινοτικό πρόγραμμα εκπαίδευσης και κατάρτισης στον τομέα της τεχνολογίας 1986-92 ανοίγει το δρόμο της άμεσης και όχι έμεσης όπως γίνεται κύρια μέχρι τώρα, παρέμβασης του μεγάλου κεφαλαίου στα σοβαρότατα θέματα της πρακτικής άσκησης φοιτητών στη βιομηχανία της αμοιβαίας ανταλλαγής πανεπιστημιακών και βιομηχανικών στελεχών από τα ΑΕΙ στις βιομηχανίες, της επιμόρφωσης των εργαζομένων. Το πρόγραμμα για τη 4ετία έχει προϋπολογισμό 45 εκ-ECU ενώ δηλαδή αντιστοιχούν στη χώρα μας, εάν πάρει το 3",,. 44 εκ. δρχ. το χρόνο για όλα τα ΑΕΙ- ΤΕΙ της χώρας. Το κόστος για μια μετακίνηση φοιτητή υπολογίζεται σε 0,5 εκ. δρχ. και για τα στελέχη πανεπιστημιακά ή βιομηχανίας 1,5 εκ. Δηλαδή το «μέγεθος» του προγράμματος αφορά τη μετακίνηση 75 φοιτητών το χρόνο και 5 στελεχών. Το ΚΚΕ στην εισήγηση του στο ΣΑΠ προτείνει την συζήτηση του προγράμματος COMETT στο όργανο αυτό, και αντ’ αυτού είχαμε αμέσως μετά την συνεδρίαση του ΣΑΠ σε ειδική ημερίδα στις 2 Φλεβάρη στο ΕΒΕΑ απρόκλητη επίθεση του κ. Τρίτση στα ΑΕΙ, σαν χώρους ιδεολογικής τρομοκρατίας σε αναφορά στο πρόγραμμα COMETT. Λίγο αργότερα ο ίδιος υπουργός δήλωσε σε σύσκεψη πρυτανικών αρχών ότι όποιο ΑΕΙ δεν συναινέσει στο COMETT να μην έχει άλλες οικονομικές απαιτήσεις.
Αυτά χωρίς να έχει γίνει καμία συζήτηση του σχεδίου στα πανε
114
πιστημιακά όργανα, ενώ η πλειοψηφία των φοιτητικών συλλόγων αντιτίθεται στις επιπτώσεις του COMETT.
Η πρόταση που υποθάλαμε στο ΣΑΠ ζητά την υλοποίηση της πρακτικής άσκησης των φόιτητών, για το σύνολο των φοιτητών σε εθνικό, είτε διεθνές επίπεδο, σαν σοβαρό στοιχείο της εκπαιδευτικής διαδικασίας, κάτω από τον έλεγχο απο εκπαιδευτική άποψη από το πανεπιστημιακό τμήμα του φοιτητή. Μια τέτια πρόταση αναβάθμισης συνδυάζεται με συγκεκριμένες εθνικές προτεραιότητες που θα αφορούν την άσκηση των φοιτητών και είναι αντικειμενικό το γεγονός ότι τέτια προσπάθεια είναι πρώτα απ’ όλα ευθύνη της κυβέρνησης και των ΑΕΙ.
To COMETT αντ’ αυτών απαγορεύει ρητά την ιεράρχηση των εθνικών αναγκών από το Υπουργείο Παιδείας. Ο ΣΕΒ στην ημερίδα του ΕΒΕΑ προθυμοποιήθηκενα συντονίσει και τους κρατικούς φορείς με βάση την πείρα που έχει από τους ιδιωτικούς, ενώ τα κριτήρια αποδοχής συμμετοχής σ’ αυτό το πρόγραμμα είναι ρητά «η ενδυνάμωση της ευρωπαϊκής συνείδησης» (παράρτημα απόφασης COM 86/ 365 8.8.86).
Παράλληλα στόχος του προγράμματος είναι «η διαμόρφωση ατόμων ικανά να αντιμετωπίσουν τις κοινωνικές επιπτώσεις στον τομέα των τεχνολογικών καινοτομιών... Αυτή η τάση, αναφέρει η επιτροπή της ΕΟΚ, (COM 85'431 1.8.85...) είναι ιδιαίτερα αισθητή στον τομέα της πολιτικής πρόσληψης της βιομηχανίας και πρέπει να ενισχυθεί σε κοινοτικό επίπεδο». Λόγια καθαρά που δεν χρειάζονται ερμηνεία. Αυτά είναι που αναγκάζουν το υπουργείο σε τέτια συμπεριφορά απέναντι στα ΑΕΙ και όχι βέβαια οι 75 φοιτητές το χρόνο που ίσως μετακινηθούν και μερικοί απ’ αυτούς ίσως μάθουν να «αντιμετωπίζουν τις νέες εργασιακές συνθήκες στη βιομηχανία», πράγμα που μπορεί να γίνει και γίνεται και με «άτυπους» τρόπους.
Στα παραπάνω πλαίσια το κόμμα μας ζητά συζήτηση στα πανεπιστημιακά όργανα για το COM ETT ώστε να γίνει φανερός ο χαρακτήρας του σ’ όλα τα μέλη των ΑΕΙ ανεξάρτητα από την στάση του καθένα απέναντι στο συνολικό θέμα ΕΟΚ. Μια απόφαση των ΑΕΙ για ουσιαστική πρακτική άσκηση υπό τον έλεγχό τους όλων των φοιτητών υπό εθνικό προγραμματισμό μπορεί να δείξει έμπρακτα τι σημαίνει COMETT και 44 εκ. δρχ. και παράλληλα να αξιοποιήσει και αυτά τα μικρά κονδύλια. Πάντως οι εκβιασμοί του υπουργείου προωθούν μια νεοσυντηρητική στην ουσία της πολιτική, για την άμεση παρέμβαση των μονοπωλίων στα ΑΕΙ.
Ό σον αφορά το επίσης ιδιαίτερης σημασίας ζήτημα της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης προτείναμε άμεσα εθνική συζήτηση για το
115
θέμα, που όπως αναλύθηκε στο πρώτο μέρος αυτής της ομιλίας κάτω από την επίπτωση των ΕΤΕ, είναι θέμα αναγκαιότητας σήμερα. Να τονίσουμε κλείνοντας το θέμα ΕΟΚ ότι δεν είναι απλό το θέμα της περιγραφής ενός μηχανισμού καπιταλιστικής ολοκλήρωσης. Η κυ- ριότερη πλευρά του είναι το ότι η ελληνική κυβέρνηση, ο δικομ- ματισμός γενικά και η άρχουσα τάξη, στη βάση μιας πολιτικής εξαρτημένης συμπληρωματικής λειτουργίας της οικονομίας της χώρας που προωθούν, αποδέχονται αυτή την πολιτική και σ ’ αυτούς είναι οι ευθύνες. Μια γενική παρατήρηση που μπορεί να γίνει για τα κόμματα του δικομματισμού και την ολιγαρχία είναι ότι στα θέματα έρευνας παρά τις όποιες μικροδιαφορές συγκλίνουν στα βασικά: - προτεραιότητα στην ιδιωτική πρωτοβουλία, άρνηση του εθνικού προγραμματισμού και του δημοκρατικού ελέγχου στην έρευνα, αποδοχή της έρευνας facon για την ΕΟΚ. Αυτή η στάση αναδεΐχνει καταρχή σαν αποφασιστικής σημασίας ιδεολογικό και πολιτικό ζήτημα, τη θέση ότι πρέπει να αναπτυχθεί ουσιαστικά, και αυτοτελώς, η ερευνητική δραστηριότητα στη χώρα, παρά τον εξαρτημένο χαρακτήρα της οικονομίας και τις αντιλήψεις που θέλουν την εισαγωγή στη χώρα όλων των προϊόντων υψηλής τεχνολογίας.
Και κάτω από μια τέτια προοπτική μπροστά στο 12ο Συνέδριο δίνουμε τις παρακάτω θέσεις για συζήτηση στην προσπάθεια δημιουργίας μιας κοινής εναλλακτικής πολιτικής της αριστεράς στα θέματα έρευνας.
1. Η έρευνα και τεχνολογία πρέπει να υποβοηθά την εθνική παραγωγή και τη λύση των μεγάλων λαϊκών προβλημάτων στα πλαίσια μιας νέου τύπου ανάπτυξης. Ιδιαίτερη μέριμνα να ληφθεί για την έρευνα στις κοινωνικές επιστήμες ώστε να αναβαθμιστεί και να συμβάλει, στην επισήμανση και επίλυση λαϊκών προβλημάτων, να μην αποτελεί μέσο για την ιδεολογική σταθεροποίηση του συστήματος.
2. Να αυξηθεί η δημόσια δαπάνη για έρευνα από τα 0,26 στα 1% του ΑΕΠ και να δίνεται κύρια στον δημόσιο τομέα. Ό ταν κατ’ εξαίρεση δίνεται στον ιδιωτικό τομέα η υλοποίηση της επένδυσης να είναι υπό εργατικό έλεγχο.
3. Να λειτουργήσει το ΕΓΣΕ με ουσιαστικές αλλαγές στον τρόπο συγκρότησής του ώστε να αποτελεί όργανο που να εγγυάται την αξιοποίηση των προσπαθειών έρευνας και ανάπτυξης προς όφελος του λαού. Κύριος στόχος του ΕΓΣΕ πρέπει να είναι η κατάρτιση του εθνικού προγράμματος έρευνας το οποίο θα πρέπει να εγκρίνεται από τη Βουλή. Στα πλαίσια του οργάνου αυτού θα πρέπει να διορ- γανώνονται ανάλογες εθνικές συσκέψεις για κλαδικά θέματα έρευνας και ανάπτυξης.
116
4. Η δημιουργία νέων ερευνητικών κέντρων, ο εκδημοκρατισμός των υπαρχόντων, το πέρασμα των ακαδημαϊκών ερευνητικών κέντρων στα ΑΕΙ, η ενίσχυση ιδιαίτερα της πανεπιστημιακής έρευνας και σε σχέση με την ανάπτυξη των μεταπτυχιακών σπουδών και την επαφή με την έρευνα των προπτυχιακών φοιτητών.
5. Μέτρα σύνδεσης ερευνητικών δραστηριοτήτων με την παραγωγική διαδικασία, όπου τα δημόσια ερευνητικά ιδρύματα και ΑΕΙ διατηρούν την ουσιαστική αυτοτέλειά τους και τον προγραμματισμό τους, εκπαιδευτικό και ερευνητικό, μέσα από σχέσεις αμοιβαίου οφέλους.
6. Αξιοποίηση διακρατικών συνεργασιών σε ισότιμη βάση για τη μεταφορά τεχνολογίας. Μια σωστή βάση καταρχήν είναι η συνεργασία που ολοκληρώνεται στη συμπαραγωγή προϊόντος.
7. Μέτρα για την προσέλκυση των Ελλήνων επιστημόνων του εξωτερικού.
8./Δημιουργία ελληνικών τραπεζών πληροφοριών.Το θέμα των μεταπτυχιακών σπουδών έχει αναλυθεί στην κε
ντρική εισήγηση και αποτελεί αντικείμενο ζωηρών συζητήσεων. Σε συντομία θα δόσουμε τα κύρια προβλήματα για τις μεταπτυχιακές.
1. Η μη λειτουργία τους. Προσχέδια μεταπτυχιακών σπουδών κυκλοφορούν τουλάχιστον από τα 1964 αλλά μεταπτυχιακά δεν έχουμε. Η μη λειτουργία τους οφείλεται κύρια στο ότι η άρχουσα τάξη στα πλαίσια της εξάρτησης απλά αντλεί τα ειδικά στελέχη μετά από εκπαίδευση στο εξωτερικό ενισχύοντας και τις κοινωνικές της συμ- μαχίες. Ακόμα είναι γεγονός ότι ο χαρακτήρας των μεταπτυχιακών σπουδών αλλάζει κάτω από τις γενικότερες κοινωνικές - οικονομικές εξελίξεις. Το πρωταρχικό ζήτημα σήμερα είναι οι μεταπτυχιακές σπουδές να γίνουν συνέχεια υψηλού επιπέδου προπτυχιακών σπουδών και όχι απλά οι σπουδές τύπου Masters και να είναι οι κύριες σπουδές και οι άλλες να υποβαθμιστούν πάρα πέρα, πράγμα που επιδιώκει η άρχουσα τάξη. Αυτή είναι και η κύρια πλευρά της αιτιολόγησης της γνωστής θέσης μας για σύστημα σπουδών δύο κύκλων.
2. Είναι ανοιχτό το πρόγραμμα του θεσμικού πλαίσιου λειτουργίας των μεταπτυχιακών. Θα πρέπει να εντάσσεται σε εθνικό σχεδίασμά στα πλαίσια του ΣΑΠ και την ευθύνη λειτουργίας τους να έχουν τα ΑΕΙ. Τα σημερινά όργανα των ΑΕΙ και όχι άλλα, στεγανά στο φοιτητικό κίνημα, θα πρέπει να είναι αρμόδια για τις μεταπτυχιακές εκφράζοντας, έτσι και την ενότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
117
Η πολιτική της κυβέρνησης με τη συμφωνία της ΝΔ. που προωθούν το μεταπτυχιακό δίπλωμα, σαν επαγγελματικό εφόδιο για μερίδα των φοιτητών, προωθεί σ’ όλους τους νόμους την οργανωτική έκφραση αυτής της πολιτικής. Δηλαδή ειδικά πανεπιστημιακά όργανα για τις μεταπτυχιακές χωρίς [ουσιαστική] συμμετοχή σ’ αυτά των προπτυχιακών φοιτητών. Στην πρόσφατη εισήγηση του Υπουργείου Παιδείας στο ΣΑΠ διατυπωνόταν η αστήρικτη άποψη για τον χαρακτήρα των κατηγοριών των μεταπτυχιακών σπουδών σαν σπουδών σύνθετης γνώσης σε αντιπαράθεση με τη νέα γνώση, για να προταθεί οργανωτικά ότι η πολιτεία και όχι τα ΑΕΙ θα πρέπει να έχουν τον πρώτο λόγο για τον πρώτο κύκλο μεταπτυχιακών, πρόταση η οποία στα πλαίσια των γενικότερων προσπαθειών παρέμβασης του μεγάλου κεφαλαίου στα ΑΕΙ δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη.
3. Σοβαρά είναι επίσης τα θέματα των ίδιων των μεταπτυχιακών σπουδαστών όπου υπάρχουν οξύτατα προβλήματα, με κυριότερο τη δυσκολία επιστημονικής τους στήριξης από τα ΑΕΙ ενώ ορισμένοι κύκλοι ανοιχτά προωθούν την αντίληψη ότι οι μεταπτυχιακοί είναι φτηνό διδακτικό προσωπικό. Οι προτάσεις μας σε ειδική έκδοση, η εισήγησή μας στο ΣΑΠ καθώς και το σχέδιο εσωτερικού κανονισμού που προτείναμε αναλυτικά δίνουν τις θέσεις μας στο πρόβλημα των μεταπτυχιακών. Στην πρότασή μας για τη δομή των σπουδών σε δυο κύκλους υπάρχουν αντιρρήσεις και είναι γνωστές. Κύρια πλευρά πολλών καλής θέλησης αντιρρήσεων είναι η ουσιαστική αποδοχή της σημερινής πραγματικότητας των ΑΕΙ, που στη συνέχεια δείχνει σαν ανέφικτη την πρόταση και για αναβάθμιση των σπουδών για όλους τους φοιτητές. Να επισημάνουμε ότι από πολιτική άποψη η πρότασή μας είναι πρόταση για τα ΑΕΙ στην Ελλάδα της αλλαγής, όπως είναι ο υπότιτλος του Συμποσίου και η προβολή της. πέρα από επιμέρους κατακτήσεις, αφορά και στην διαμόρφωση εκείνων των πολιτικών δυνάμεων οι οποίες να είναι ικανές και μέσα στα ΑΕΙ να υλοποιήσουν μια τέτια πρόταση. Αυτά τα τονίζουμε χωρίς να υποτιμάμε τις δυσκολίες της σημερινής πραγματικότητας.
Σε σχέση με τις μεταπτυχιακές σπουδές ειδικά, αλλά και με τις σπουδές γενικότερα, υπάρχει ακόμα το σοβαρό πρόβλημα που διατυπώνεται με τη θέση άλλο μόρφωση άλλο επάγγελμα, το οποίο μάλιστα νομοθέτησε η κυβέρνηση στο πενταετές πρόγραμμα. Αυτό στην πραγματικότητα της σημερινής Μ. Βρετανίας υλοποιείται με απόφοιτους ιατρικής να αναζητούν εργασία τραπεζικού όπως μας ενημέρωσε ο γάλλος σ. Π. Φρες.
Η εργασία αποτελεί κατά την άποψή μας την κύρια κοινωνική δραστηριότητα του ατόμου, είναι η βάση της ανάπτυξης της προσω
118
πικότητάς του. Από αυτή την άποψη τα μορφωτικά εφόδια κύρια πρέπει να αντανακλούνται σ’ αυτήν και να την αναβαθμίζουν, και αυτό να συμβαίνει για όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και για όλη τη ζωή του ατόμου. Στην ΚΜΚ πραγματικότητα οι δυνατότητες αυτές μειώνονται σημαντικά. Το σύστημα απαιτεί ένα ελάχιστο γνώσεων σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, ώστε το μονοπώλιο να έχει τη δυνατότητα επιλογής της όποιας αναγκαίας επιμόρφωσης ενι- σχύοντας τον ρόλο του στην κοινωνία συνολικά.
Σήμερα τα επιστημονικά επαγγέλματα απαιτούν, σε σχέση με τις βασικές επιστήμες που διδάσκονται στα ΑΕΙ, ειδίκευση για την άσκησή τους. Αυτή την ειδίκευση αγωνιζόμαστε να δόσει μαζικά το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα. Το σοβαρό θέμα της ευρύτερης μόρφωσης των εργαζόμενων και από την πλευρά της επαγγελματικής επιμόρφωσής τους και από την πλευρά της καθεαυτής ευρύτερης μόρφωσης είναι ανοιχτό στην πατρίδα μας. Πιστεύουμε ότι θα πρέπει να αρχίσει διάλογος για το θέμα σε εθνικό επίπεδο λαβαίνοντας υπόψη την πείρα των σοσιαλιστικών χωρών καθώς και ορισμένων καπιταλιστικών.
Κλείνοντας το θέμα θα πρέπει συνοψίζοντας να δηλώσουμε ότι το κόμμα μας αγωνίζεται:
- για τον εθνικό σχεδίασμά της επιστήμης και της έρευνας συσχετισμένης με τα προβλήματα οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης του τόπου
- για τη σύσφιξη των σχέσεων ανάμεσα στον κόσμο της επιστήμης και την εργατική τάξη, στη βάση των πραγματικών προβλημάτων του τόπου με τρόπο ώστε η γνώμη των ειδικών επιστημόνων για τα μεγάλα προβλήματα να δίνεται αβίαστα στη βάση της επιστημονικής αλήθειας για να ανεβεί το κύρος των επιστημόνων στο λαό.
- πιστεύουμε ότι η ίδια η λογική της επιστήμης οδηγεί αντικειμενικά σε ανάπτυξη της κοινωνικής ευθύνης του επιστήμονα, ορισμένοι καταλήγουν ότι διαμορφώνει ηθική. Σ’ αυτά τα πλαίσια τα λόγια του μεγάλου φυσικού και αγωνιστή της ειρήνης Μ. Born αποκτούν ιδιαίτερη σημασία.
«Στην πραγματική επιστήμη και την ηθική της ... επήλθαν αλλαγές, οι οποίες καθιστούν αδυνάτη τη διατήρηση του παλιού ιδανικού της ανάλυσης της γνώσης χάρην αυτής της ίδιας της γνώσης, ιδανικού που πίστευε η γενιά μου. Εμείς είμασταν πεπεισμένοι ότι αυτό δεν θα μπορέσει ποτέ να οδηγήσει σε κακό εφ’ όσον η αναζήτηση της αλήθειας είναι πράγμα καλό καθ’ εαυτό. Αυτό ήταν ένα θαυμάσιο όνειρο, από το οποίο μας ξύπνησαν τα παγκόσμια γεγονότα.» (Physic my generation, 1986, σ. 130.)
119
Εισήγηση
ΑΝΩΤΑΤΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ,ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ
ΑΛΚΗΣ ΑΡΓΥΡΙΑΔΗΣ, πρόεδρος του Νομικού Τμήματος
του Πανεπιστημίου Αθήνας
Το θέμα της ειρήνης είχε πάντα κεντρική σημασία για τη ζωή των ανθρώπων και, όπως είναι φυσικό, απασχόλησε πάντα απ’ όλες του τις απόψεις την ανθρώπινη σκέψη. Ό χ ι μόνο στις πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές, αλλά και στις φιλοσοφικές, τις φιλολογικές, τις νομικές του παρεμέτρους. Τα τελευταία όμως χρόνια, στην εποχή των πυρηνικών όπλων, το θέμα της ειρήνης πήρε μια εντελώς καινούργια, δραματική μορφή, σηκώθηκε σε ζήτημα επιβίωσης ή εξα- φανισμού της ανθρώπινης ζωής γενικά, ξεσήκωσε την παγκόσμια κοινή γνώμη, έγινε πρόβλημα αριθμός ένα της παγκόσμιας πολιτικής. Διεκδικεί έτσι στη σκέψη μας, και στη ζωή μας, συνακόλουθα και στην παιδεία, στη διδασκαλία,' στην αγωγή, στην έρευνα μια θέση εντελώς ξεχωριστή, μια και το παλιό δίλημμα ειρήνης ή πολέμου δίνει σήμερα τη θέση του σε μια άλλη διάζευξη: Ειρηνική συνύπαρξη ή πυρηνικό ολοκαύτωμα.
Οι αρνητές αυτής της καινούργιας ολοκληρωτικής διάστασης, τα συμφέροντα κυρίως και ο φανατισμός, οι κρυφοί νοσταλγοί, οπαδοί - αν υπάρχουν τέτιοι - του περιορισμένου πυρηνικού πολέμου και πάντως οι ζηλωτές της πολιτικής του περιδιαβάσματος στα χείλη της αβύσσου, με ταυτόχρονη συνέχιση της παγκόσμιας επιβολής και των υπερκερδών τους από τον ανταγωνισμό των εξοπλισμών, δεν είναι
•βέβαια πρόθυμοι να παραχωρήσουν στην ιδέα και στην πρακτική της ειρήνης τη θέση που της πρέπει, ιδιαίτερα μάλιστα στην παιδεία. Αλλά για κάθε φρόνιμο άνθρωπο η παραχώρηση αυτή φαίνεται πια να αποτελεί ιστορική ανάγκη. Πολύ περισσότερο σήμερα, που η πολιτική των ΗΠΑ, αφήνοντας τη σαραντάχρονη θεωρία της ισορροπίας του τρόμου και την σχετικά πρόσφατη στρατηγική του πρώτου πλήγματος και του περιορισμένου, δήθεν, πυρηνικού πολέμου προχωρεί στην πραγμάτωση του SDI, του σχεδίου δηλαδή εγκατάστασης αντιπυραυλικών συστημάτων στο διάστημα, που θα της δό-
120
σει, όπως ελπίζει, αν όχι την ατιμωρησία, πάντως την υπεροπλία και επομένως τη δυνατότητα εξαπόλυσης του ολέθρου. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες αναβολή πια δεν χωρεί: Η αγωγή του παιδιού, η ανάπτυξη του νέου ανθρώπου σε πνεύμα ειρήνης και φιλίας με τους συνανθρώπους του πρέπει ν ’ αρχίσει ήδη από την προσχολική ηλικία. Δεν αρκεί εδώ, όπως πολλοί γονείς σωστά κάνουν, να μη χαρίζουμε πολεμικά παιχνίδια στα παιδιά μας. Και οι κουβέντες «των μεγάλων», και ο θαυμασμός τους προς τούτες ή εκείνες τις ιδιότητες του παιδιού, όπως λογουχάρη ο συνήθης ελληνικός θαυμασμός προς τις «ανδρικές» ιδιότητες, δηλαδή τους εγωισμούς, του αγοριού, παίζουν το ρόλο τους. Πώς να νιώσει άνετα σήμερα στη μαζική, απρόσωπη πολυκατοικία ο «ένας», ο δήθεν σπουδαίος και μοναδικός;
Ακόμα πιο σύνθετα είναι ίσως τα προβλήματα στη σχολική ηλικία. Κι εδώ αρμοδιότητες κι ευθύνη δεν είναι μόνο - κύρια - του Υπουργείου Παιδείας για την κατάρτιση του προγράμματος και του περιεχομένου της διδασκαλίας, αλλά και του διδακτικού προσωπικού. Σημαντική πρόοδος έχει βέβαια συντελεστεί στον τομέα αυτό, στο ανθρώπινο υλικό, έπειτα από τη μαζική έξοδο δημοκρατικών καθηγητών και δασκάλων από τα πανεπιστήμια κυρίως και τις άλλοτε παιδαγωγικές ακαδημίες σε ορισμένο βαθμό. Δεν χωρεί αμφιβολία πως τα βιβλία πρέπει να ξαναγραφούν από την αρχή, ιδίως της ιστορίας, ώστε να μην απονέμουν εύσημα στους μεγάλους πολέμαρχους, αλλά στα μεγάλα πνεύματα, που προώθησαν τις επιστήμες και ευεργέτησαν την ανθρωπότητα, στη δράση των λαών και τη δημιουργία των πολιτισμών. Το όλο πνεύμα του σχολείου θα πρέπει να εξυπηρετεί την ειρήνη, την καλώς εννοούμενη αγάπη όχι μόνο για την πατρίδα αλλά και την ανθρωπότητα όλη, να βοηθά στην ένταξη του νέου σ’ ένα κόσμο ειρήνης και σεβασμού προς τον συνάνθρωπο. Θα πρέπει ακόμα τα σχολεία να δόσουν στους μαθητές αυτό που η ίδια η μαθητική νεολαία επιθυμεί, τη δυνατότητα να βοηθήσουν στην υπόθεση της ειρήνης. Και σωστά βέβαια η νεολαία αντιλαμβάνεται ότι η υπόθεση της ειρήνης και της ζωής είναι πρώτα απ’ όλα υπόθεση δική της.
Στην ανώτατη παιδεία το θέμα της ειρήνης πρέπει να προσεχτεί ανάλογα με τη σημασία του και στη διδασκαλία και στην έρευνα. Είναι πολλές επιστήμες, όπως η κοινωνιολογία, η φιλοσοφία, η φιλολογία, τα οικονομικά, αλλά και η φυσική, η χημεία, η βιολογία, η μηχανική κ.α. που έχουν άμεση σχέση είτε με τα ανθρωπιστικά είτε με τα υλικοτεχνικά ζητήματα της ειρήνης και των σύγχρονων πυρηνικών όπλων και οπλικών συστημάτων. Στη νομική λογουχάρη θα πρέπει το διεθνές δίκαιο να γίνει αντικείμενο νέας επεξεργασίας στο φως των πυρηνικών εκρήξεων. Η φιλοσοφία πρέπει να ξανασκεφτεί
121
το αιώνιο θέμα του πολέμου και της ειρήνης κάτω απ’ τις νέες, τις πυρηνικές συνθήκες, και να αναλύσει, κυρίως, την έννοια της ειρηνικής συνύπαρξης λαών και χωρών με διαφορετικά κοινωνικά και οικονομικά συστήματα, σαν μόνη εναλλακτική λύση στο πυρηνικό ολοκαύτωμα.
Στο πεδίο της έρευνας η χρησιμοποίηση ερευνητών, η διάθεση οικονομικών και τεχνικών μέσων για πολεμικούς σκοπούς παίρνει τραγικές διαστάσεις, ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου ένα τρίτο των ερευνητών απασχολούνται σε πολεμική έρευνα, αλλά και στις άλλες χώρες που θέλοντας ή μη μετέχουν στον ανταγωνισμό των εξοπλισμών. Ανεξάρτητα από τη διάλυση του ψυχικού κόσμου αυτών των ανθρώπων, που απεργάζονται εξ’ ορισμού την καταστροφή των συνανθρώπων τους, πόση χαμένη για τη ζωή, για την υγεία και την ευτυχία της ανθρωπότητας έρευνα.
Βέβαια είναι ένα ερωτηματικό, σε ποιο βαθμό μπορεί μια χώρα να απαρνηθεί την έρευνα για την άμυνά της και σε ποιο βαθμό μπορεί η πολεμική έρευνα να διαιρεθεί σε επιθετική έρευνα απαγορευμένη και σε αμυντική έρευνα επιτρεπόμενη, αν όχι επιβαλλόμενη. Αυτό έχει ασφαλώς να κάνει με τη γενικότερη πολιτική κατεύθυνση και τους στρατηγικούς και διεθνείς προσανατολισμούς κάθε χώρας.
Στον ελληνικό χώρο πρέπει να γίνει προσπάθεια περιορισμού της έρευνας, στο βαθμό που υπάρχει, σε αμυντικούς σκοπούς και όχι επιθετικούς, όσο αυτή η διάκριση είναι δυνατή. Θα πρέπει όμως παράλληλα να αναπτυχθεί η έρευνα και στα θέματα της ειρήνης, να κάνει στο σύνολό της η έρευνα μιαν ειρηνική στροφή. Να οργανωθούν στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα μεταπτυχιακά μαθήματα, διαλέξεις και σεμινάρια στα πλαίσια κάθε επιστημονικού κλάδου ή και διεπιστημονικά με αντικείμενο τη μελέτη των προβλημάτων της ειρήνης, της διεθνούς ύφεσης και του αφοπλισμού, ιδιαίτερα του πυρηνικού, χημικού και βιολογικού. Να γραφούν μελέτες και άρθρα, να εκδοθούν νέα επιστημονικά περιοδικά ή να πάρουν τα υπάρχοντα νέο περιεχόμενο. Να ιδρυθεί ίσως, όπως ήδη έχει γίνει σε άλλες χώρες, ερευνητικό κέντρο μελέτης των προβλημάτων της ειρήνης και της ειρηνικής συνύπαρξης.
Το θέμα είναι πολύ μεγάλο και πολύ σοβαρό για να εξαντληθεί σε μια εισήγηση. Θα πρέπει να το δούμε και από άποψη προγραμμάτων και περιεχομένου σπουδών αλλά και γενικότερα. Γιατί δεν είναι μόνο η προγραμματική πλευρά του θέματος. Είναι και η αγωνιστική. Τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα με όλες τους τις δυνάμεις και ιδιαίτερα τις φοιτητικές πρέπει να παίρνουν αποφασιστικά μέρος στον αγώνα, στις κινητοποιήσεις για την ειρήνη, για την κατάπαυση των πυρηνικών δοκιμών, για τη μη στρατιωτικοποίηση του διαστή
122
ματος. Αγώνα που στον τόπο μας συνδέεται άρρηκτα με τον αγώνα για εθνική ανεξαρτησία, λαϊκή κυριαρχία, για το διώξιμο των ξένων βάσεων και των πυρηνικών από τη χώρα μας. Γ ια μια Ελλάδα ελεύθερη από την εξάρτηση, σε έναν κόσμο ειρήνης και φιλίας των λαών.
123
Παρεμβάσεις
ΙΩΑΚΕΙΜ ΓΡΥΣΠΟΛΑΚΗΣ, καθηγητής του Πολυτεχνείου Κρήτης
Πριν πάω στα Χανιά ήμουν στο Ηράκλειο από όπου έφυγα πριν από δυόμισι χρόνια από το Πανεπιστήμιο Κρήτης ελπίζοντας ότι θα απαλλαγώ απ' το Ερευνητικό Κέντρο Κρήτης (ΕΚΕΚ). Αυτό όμως δεν το βάζει κάτω, μας ακολουθεί. Αποφάσισα να φάω λίγο απ’ τον πολύτιμο καιρό σας για τον απλό λόγο ότι ελάχιστα ειπώθηκαν για το Ερευνητικό Κέντρο Κρήτης. Χθες ο κ. Παπαθεοδώρου είπε λίγα πράγματα για το Ερευνητικό Ινστιτούτο στην Πάτρα του οποίου είναι διευθυντής, και βέβαια εκεί, απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι και απ’ ό,τι ξέρω, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι είναι στο ΕΚΕΚ. Βλέπετε τα ερευνητικά κέντρα και τα ερευνητικά ινστιτούτα είναι νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και εξαρτάται από τους ανθρώπους που τα διευθύνουν, το αν θα παίζουν σωστό ρόλο στο θέμα της έρευνας στη χώρα μας. Το ΕΚΕΚ ιδρύθηκε το 1982, το εξήγγειλε μάλιστα τον Οκτώβρη του ’82 λίγο πριν από τις δημοτικές εκλογές στο Ηράκλειο, ο κ. Λιάνης και είπε χαρακτηριστικά, ότι «τους τέσσερις καθηγητές, που θα διευθύνουν το ΕΚΕΚ, τους φέραμε ακριβώς για να οργανώσουν το ΕΚΕΚ». Υπ’ όψη ότι αυτοί οι άνθρωποι ξέραμε ότι θα ’ρθουν από το 1980, όταν δηλαδή ακόμα στην κυβέρνηση ήταν η ΝΔ και μετακλήθηκαν όντας καθηγητές σε άμερικάνικα ή ελληνικά πανεπιστήμια τον Ιούλιο του 1981. Αυτό δείχνει, βέβαια όπως καταλαβαίνετε, τη συνέχιση του έργου που άρχισε η ΝΔ από τη «σοσιαλιστική» κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Το ΕΚΕΚ, κατά την άποψη πολλών και τη δική μου, παίζει έναν ιδιαίτερο ρόλο μέσα στην Ελλάδα. Αν πάρουμε υπ’ όψη μας την προσπάθεια «λιβανοποίησης» της Κρήτης και γενικότερα της Ελλάδας, βλλά ειδικότερα της Κρήτης και υποκατάστασης του αμερικάνικου πανεπιστήμιου της Βηρυτού από τα ΑΕΙ της Κρήτης, τότε θα καταλάβετε τον ρόλο του Ερευνητικού Κέντρου Κρήτης. Το ΕΚΕΚ χρηματοδοτείται κατά κύριο λόγο από το ΝΑΤΟ και την ΕΟΚ. Έ χει πάρει πάρα πολλά χρήματα τα οποία
124
έχουν αποδόσει ελάχιστα και μάλιστα ο αγαπητός συνάδελφος Στρατής Κούνιάς, όντας και μέλος της διοικούσας επιτροπής του Πανεπιστημίου Κρήτης, επί χρόνια προσπαθούσε να τους εκμαιεύσει μιαν απάντηση ζητώντας εξηγήσεις για τα ερευνητικά προγράμματα του ΕΚΕΚ και τις πηγές χρηματοδότησης. Ποτέ όμως δεν κατάφερε να πάρει απάντηση. Είναι μεγάλη η τιμή τους, όπως λένε, των διευ- θυνόντων το ΕΚΕΚ, ότι επεξεργάζονται και προγράμματα του ΝΑΤΟ, αυτό δεν είναι κρυφό, και το δέχονται και οι ίδιοι μάλιστα. Ιδιαίτερα στο Ινστιτούτο Πληροφορικής τα 3 από τα 5 εκπαιδευτικά προγράμματα είναι ΝΑΤΟικά προγράμματα. Θα κάνω μια παρένθεση τώρα, για να πω και μια παρανοϊκή ιστορία, την οποία μπορείτε να ξεχάσετε μετά από λίγο. Ο κ. Αργυριάδης αναφέρθηκε για λίγο στον πόλεμο των άστρων στην ομιλία του. Έ χω την εντύπωση ότι έχουμε κι εμείς το μερτικό μας, ότι παίζουμε κι εμείς εκεί στην Κρήτη έναν ρόλο σχετικά με το SDI.
Ξέρετε ότι πολύ σημαντικό ρόλο στον πόλεμο των άστρων παίζουν τα πυρηνικά υποβρύχια που θα δόσουν και μέρος του πρώτου χτυπήματος, και τα οποία θα εδρεύουν υποτίθεται στη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου και στο Αιγαίο και φυσικά χρειάζονται μια χαρτογράφηση του βυθού, ώστε να εντοπίσουν σημεία του βυθού, που είναι κοιλότητες κατά κάποιον τρόπο, που δεν έχουν ρεύματα και που μπορούν να επικοινωνούν μεταξύ τους. Σταματώ εδώ, το αφήνω αυτό να αιωρείται στον αέρα, κρατήστε το για λίγο και ας πάμε τώρα λίγο πίσω στο ΕΚΕΚ. Μια παρανοϊκή ιστορία λέω, τίποτε παραπάνω. Ξέρετε ότι το ΕΚΕΚ πήρε 5.000.000 δολάρια από το ΝΑΤΟ και άλλα τόσα από την ελληνική κυβέρνηση για να κατασκευάσει αυτό το ερευνητικό σκάφος που ανήκει στο Ινστιτούτο Βιοτεχνολογίας και το οποίο έχει σαν στόχο, όπως λένε, τη διερεύνηση της συμπεριφοράς των ψαριών του Αιγαίου. Και θα πρέπει να γνωρίζετε ότι αυτό το πρόγραμμα τελεί υπό άκρα μυστικότητα και γίνεται από κοινού από το Ινστιτούτο Βιοτεχνολογίας του ΕΚΕΚ και το Πεντάγωνο. Δεν ξέρω αν βρίσκεται καμιά σχέση μεταξύ SDI και αυτού. Αν τη βρείτε είναι δικό σας θέμα, όχι δικό μας. Και τώρα έρχομαι σε κάτι άλλο. Μέσα στα πλαίσια του Μεσογειακού Ολοκληρωμένου Προγράμματος Κρήτης δόθηκαν στο Πολυτεχνείο Κρήτης περίπου 750.000.000 δραχμές για απορρόφηση μέχρι το 1992 προκειμένου να επιδοτηθεί έρευνα στην περιβαλλοντολογική φυσική, τις πετροχημικές και γεωλογικές επιστήμες. Η προσπάθεια αυτή τη στιγμή, ακόμη και αυτή τη στιγμή που μιλάμε, ορισμένων κύκλων του ΕΚΕΚ και της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας, είναι το πώς αυτά τα χρήματα, θα διοχετευθούν στο ΕΚΕΚ για να ιδρύσει ινστιτούτο υπό την ομπρέλα του ΕΚΕΚ στα Χανϊά και το οποίο θα ασχολείτα ι με
125
περιθαλοντολογική φυσική (δες φυσική των λέιζερς), αποκλειστικά και μόνο. Και λέω ότι δεν το έχουν θάλει κάτω, διότι ακόμα συνεχίζεται η προσπάθεια και ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Βιομηχανίας, ο κ. Παπαηλιού, ισχυρίζεται, όπως και η τέως αναπληρωτής υπουργός κ. Παπανδρέου, ότι ο μόνος τρόπος απορρόφησης των χρημάτων είναι να δοθούν στο ΕΚΕΚ. Εμείς φυσικά, και εννοώ η μεγάλη πλειοψηφϊα του ΔΕΠ του Πολυτεχνείου Κρήτης, προτείνουμε αυτά τα χρήματα να δοθούν για χρηματοδότηση του ίδιου του Πολυτεχνείου Κρήτης και των ερευνητικών εργαστηρίων του, τα οποία έχουν θεσμοθετηθεί ήδη. Είμαστε αντίθετοι στη διεξαγωγή έρευνας εκτός Πολυτεχνείου, έτσι ώστε αυτή να ελέγχεται από τα εκλεγμένα όργανα του ιδρύματος. Ευχαριστώ.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΥΣΙΡΛΗΣ, αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Πάτρας
Θα δόσω μερικά στοιχεία που ίσως φανούν αποσπασματικά, αλλά δείχνουνε το πώς η πολιτεία βλέπει την έρευνα.
Πρώτο στοιχείο: Ό τα ν το ’82-’83 ήταν να υπογράφει η επιστημονική συνεργασία μεταξύ Ελλάδας και ΕΣΣΔ, διαβάζοντας το κείμενο το σοθιετικό.|νόμιζε κανείς ότι το ’χαν γράψει Έ λληνες ξέροντας τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία. Αναφερό- ταν μέσα σε ζητήματα ιχθυοκαλλιέργειας, αντισεισμικής προστασίας, δασοπονίας, υγείας, κλπ. Η ελληνική πλευρά, που τα μέλη της παρεπιμπτόντως ήταν επιλεγμένα όλα απ’ τον τότε Υπουργό Έ ρευνας και Τεχνολογίας και η πλειονότητά τους είναι σήμερα μέλη του ΕΚΕΚ, ζητούσαν μικροηλεκτρονική, λέιζερ, κλπ.
Δεύτερο στοιχείο: Πριν λίγες βδομάδες υπογράφηκε τεχνολογική συνεργασία Ελλάδας - Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας, στην οποία ήμουνα παρών. Ο τότε Γ ενικός Γ ραμματέας αφού κάθησε 15 λεπτά της ώρας σε ένα τραπέζι, όπου υπήρχε ο αντίστοιχος ομόλογός του με μία ομάδα, έφυγε και είπε ότι έχει δουλιά και θα ’ναι πάνω στο γραφείο του και αν χρειαστεί κάτι να τον ειδοποιήσουμε να κατέθει. Για τα προγράμματα που μπήκαν, σχεδόν δεν υπήρχε καμία προεργασία από ελληνικής πλευράς.
Τρίτο στοιχείο: Ό ταν στα πανεπιστήμια αποφασίζουμε να συνεργαστούμε με άλλα πανεπιστήμια, άλλων χωρών, ευρωπαϊκών, ανατολής και δύσης, σχεδόν δεν υπάρχει καμιά οικονομική υποστήριξη από το Υπουργείο. Ντρεπόμαστε, και νομίζω εκφράζω ένα γενικό συναίσθημα αυτή τη στιγμή, να υπογράφουμε τέτιες συμφωνίες, γιατί όταν εμείς στείλουμε κάποιον ερευνητή εκεί, του παρέχονται τα
126
μέσα ακόμα να ζήσει λίγες μέρες για να συνεργαστεί ερευνητικά και όταν έρχονται οι αντίστοιχοι, όπως γράφει η συμφωνία, στην Ελλάδα δεν ξέρουμε ούτε πού να τους βάλουμε να κοιμηθούν. Πολλές φορές μένουν στα σπίτια μας.
Τέταρτο ζήτημα: Το σύστημα κατάρτισης των προγραμμάτων. Αν δείτε σήμερα στις εφημερίδες το ΠΑΕΤ αυτό που είπε και η εισήγηση, είναι πολύ σημαντικό το προς τα πού έχει κατευθυνθεί, γίνεται από επιλογές και κατευθύνσεις του ΟΟΣΑ και της ΕΟΚ. Αυτό είναι κοινό μυστικό. Οι κριτές των όποιων προγραμμάτων βγαίνουνε και η τελική χρηματοδότηση επαφύεται στον εκάστοτε υπουργό. Η επιλογή γίνεται στις επιτροπές της ΕΟΚ.
Πέμπτο ζήτημα: Δεν βασίζονται ποτέ σε αξιολογικά κριτήρια, αλλά στην ευχέρεια του κάθε υπουργού να επιλέγει ή να καταργεί αν του ξεφεύγει κανένας με τα γνωστά κριτήρια. Κανένα συμπέρασμα της όποιας έρευνας πραγματοποιήθηκε στα διάφορα ΠΑΕΤ, δεν έχει ανακοινωθεί, δεν υπάρχει ακόμα κανένας τρόπος αξιολόγησης της όποιας έρευνας χρηματοδοτήθηκε. Κι αυτό είναι σημαντικό. Δηλαδή δίνουμε κάποια χρήματα κύρια για να σφαλίσουμε με το καπάκι το καζάνι που βράζει, δηλαδή τη δίψα και την πείνα των ερευνητών να έχουν με κάτι να ασχοληθούν. Αλλά όχι για την ουσία, δεν ενδια- φερόμαστε. Να πω λίγα για το Πανεπιστήμιο της Πάτρας. Γ ια το Πανεπιστήμιο της Πάτρας δεν έγινε κανένας σχεδόν σχεδιασμός, το πώς θα εξελιχθεί. Τα προγράμματα σπουδών και οι έδρες φτιάχνονταν ανάλογα με τις θελήσεις των καθηγητών που πρωτοήρθαν και του εκάστοτε υπουργού. Βέβαια κάπως έχει αλλάξει αυτό το πράγμα μετά το ’82, αλλά όχι πάρα πολύ. Έ τσι όσοι ήρθανε με την τάση για έρευνα που τους διέκρινε, εννοώ όσοι γίναν μέλη ΔΕΠ, στην πλειονότητα από ξένες χώρες, αλλά και αρκετοί από ελληνικά πανεπιστήμια, δεν εντάχθηκε αυτή τους η προσπάθεια σε κάποιο σχεδια- σμό, τον όποιο σχεδιασμό. Δεν υπήρχε καν αυτή η έννοια. Η πείνα για έρευνα είναι τέτια που βρίσκει πρόσφορο έδαφος και το ΝΑΤΟ και η ΕΟΚ και άλλοι οργανισμοί τελευταία να εισβάλλουν προσφέ- ροντας στοιχειώδη χρηματοδότηση. Είναι προς τιμή του προοδευτικού πανεπιστημιακού κινήματος της Πάτρας, που κατάφερε να βγάλει απόφαση η Σύγκλητος για την απαγόρευση κάθε ΝΑΤΟικής Έ ρευνας.
Πριν από λίγο καιρό, ένα δυο μήνες, ένα πρόγραμμα του ΝΑΤΟ για τον έλεγχο των πυρκαϊών στα δάση της Ελλάδας που προόριζε η Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας για την Πάτρα, δεν κατάφερε να έρθει στην Πάτρα μετά απ’ αυτή την απόφασή μας, και υλοποιείται στο ΕΚΕΚ της Κρήτης. Έ να άλλο πάλι αθώο πρόγραμμα ελληνικό, που θα γινόταν στην Πάτρα, αλλά γινόταν στην Αθήνα,
127
όταν προσπαθήθηκε να μπει κάποιος στοιχειώδης έλεγχος, τι γίνεται μ’ αυτό το πρόγραμμα, με απόφαση της διοίκησης αυτού του οργανισμού, πάρθηκε από την Πάτρα και θα γίνεται στο ΕΚΕΚ.
Έ χω κι άλλα να πω, δεν θα τα πω. Μόνο μερικές προτάσεις, γιατί πρέπει κάποια στιγμή να καταλήγουμε σε προτάσεις. Νομίζω: πρώτο , ότι το φοιτητικό κίνημα πρέπει να θοηθηθεί και να μελετήσει το ίδιο, αλλά και οι σύγκλητοι των πανεπιστημίων θα πρέπει να προτείνουμε πολιτική έρευνας και σχεδίασμά, αυτόν που πρέπει να έχει η κυβέρνηση και δεν τον έχει. Είναι υποχρέωσή μας να αναγκάσουμε, να δείξουμε εμείς ότι πρέπει να υπάρξει αυτός ο σχεδιασμός! Νομίζω ότι το μπορούμε. Δεύτερο , να ενημερώσουμε και αυτό σημαίνει να απομυθοποιήσουμε την έρευνα, να ενημερώσουμε εννοώ το λαό, την εργατική τάξη, τους φορείς από το υστέρημα των οποίων χρηματοδοτείται η έρευνα. Και να δείξουμε, κι αυτό είναι δίκιά μας υποχρέωση, ότι η έρευνα δεν είναι κάτι που το κάνουν μόνο οι ειδικοί, αλλά είναι μια σύνθετη κοινωνική εργασία με αναπόσπαστη τη δουλιά εκεί, και αυτού που δίνει την ιδέα και αυτού που την υλοποιεί, και αυτού που καθαρίζει τον ερευνητικό χώρο, γιατί μόνο έτσι θα γίνει κτήμα και τα αποτελέσματά της θα είναι καλύτερα κατανοητά από τον εργαζόμενο λαό.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΑΜΑΡΑΣ, καθηγητής του Οικονομικού Τμήματος
του Πανεπιστημίου Αθήνας
Ευχαριστώ που μου δίνεται η δυνατότητα να πω κάτι που ήθελα να το πω χτες που συζητούνταν τα θέματα της αναβάθμισης σπουδών και ιδιαίτερα τα θέματα της αναβάθμισης των οικονομικών σπουδών στα πανεπιστήμια της Ελλάδας. Λέχθηκε από τον χτεσινό πρώτο ομιλητή που αναφερόταν στα προβλήματα των οικονομικών σπουδών ότι η μαρξιστική οικονομική διδασκαλία ουσιαστικά σήμερα είναι εκτός προγράμματος σπουδών των ΑΕΙ. Είναι μια θλιβερή διαπίστωση αν και κατά τη γνώμη μου περιέχει κάποια υπερβολή γιατί κάτι κινείσαι κι εδώ, κάτι γίνεται. Βέβαια είμαστε μακριά από εκεί που πρέπει να φτάσουμε, και θα πω περίπου πώς φαντάζομαι το πού πρέπει να φτάσουμε, αλλά δεν πρέπει να υποτιμούνται τα πρώτα βήματα που άρχισαν να γίνονται και στο χώρο αυτόν της κοινωνικής μας ζωής που είναι ο χώρος των ΑΕΙ. Είναι γεγονός - κι ας μου επιτραπεί να κάνω αυτή τη διάκριση - ότι η ιδέα η μαρξιστική, με τη φιλοσοφική, την κοινωνιολογική, την οικονομολογική κλπ. έννοιά της περνά με εξαιρετική θα έλεγα ταχύτητα στην κοινωνική μας ζωή. Δεν
128
είναι μικρής σημασίας γεγονός ότι το 1981 στις εκλογές τα % περίπου των εκλογέων ψήφισαν τα κόμματα εκείνα τα οποία λέγαν τη λέξη «σοσιαλισμό». Δεν εξετάζω ποιος, ποια σημασία έδινε στη λέξη, εξετάζω τη λογική του εκλογέως που είπε: «εδώ θα ψηφίσω». Δεν είναι καθόλου υποτιμητικό, ίσα ίσα τιμά τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις εκείνες οι οποίες όπως σ’ αυτό το συμπόσιο όχι απλώς δέχονται την ιδέα αλλά και την προβάλλουν.
Για μας που κινούμαστε στα ψυχρά πολλές φορές, με τη μεταφορική έννοια της λέξης, κτίρια των πανεπιστημίων, η υποστήριξη, κοινωνική και πολιτική που δίνεται από τέτιες πολιτικές δυνάμεις όπως αυτή του ΚΚΕ είναι άκρως ενθαρρυντική. Και για να περάσω στην κύρια δύναμή μας. γιατί σε μεγάλο βαθμό, αν όχι κατά κύριο βαθμό, σ’ αυτή τη δύναμη οφείλεται το γεγονός ότι ακούγεται ο μαρξιστικός λόγος και στα ΑΕΙ, είναι η φοιτητική δύναμη, η πάλη των φοιτητών. Ό ταν τους βλέπω στις αίθουσες που γίνεται η διδασκαλία πάντα ξέρω ότι απευθύνομαι όχι απλώς σε συμμάχους αλλά σε μια κινητήρια δύναμη, σε μια δύναμη η οποία θα είναι το παρόν και η υπεύθυνη πνευματική ηγεσία του τόπου αύριο και σ’ αυτή τη δύναμη μπορούμε να χτίσουμε. Είναι αυταπάτη να νομίζουμε ότι λύθηκε το πρόβλημα της εισόδου της μαρξιστικής οικονομολογικής σκέψης στα πανεπιστήμια, αν πετύχουμε και μπορούμε να το πετύχουμε να μπουν ένας-δυο-τρεις άνθρωποι στα διάφορα ιδρύματα και να διδάξουν την οικονομική διδασκαλία του Μαρξ, θα έλεγα, την πολιτική οικονομία. Το θέμα είναι η ερμηνεία και η μεθοδολογία που μας κληρονόμησε ο Μαρξ και που αναπτύχθηκε σε όλη την μεταμαρξική περίοδο μέχρι σήμερα και που δεν θα κλείσει ποτέ αυτό το κεφάλαιο, θα είναι πάντα ανοιχτό, επομένως επιδέχεται περαιτέρω ανάπτυξη.
Θα είναι, λέγω, ευχής έργο και στόχος και, αυτό ήθελα να πω όταν είπα προηγούμενα πού πρέπει να φτάσουμε, η ερμηνεία και η μεθοδολογία των κοινωνικών και, ιδιαίτερα αυτό που άμεσα ενδιαφέρει, των οικονομικών φαινομένων της κοινωνίας, που έδοσε η μαρξιστική σχολή να αποτελέσει τη βάση όλων μα όλων των διδασκόμενων αντικειμένων στα ΑΕΙ. Είναι ένα έργο επίπονο, θέλει μόχθο και χρόνο βεβαίως αλλά εκεί πρέπει να φτάσουμε. Θα ήθελα να απευθυνθώ ιδιαίτερα στο φοιτητικό κίνημα. Ό ταν λέω πολιτική οικονομία κι όχι μαρξιστική οικονομική θεωρία εννοώ την πολιτική οικονομία με κεφαλαίο Π και κεφαλαίο Ο, τη μοναδική επιστημονική προσέγγιση των οικονομικών φαινομένων, των οικονομικών σχέσεων της κοινωνίας. Ό ταν λέμε μαρξιστική οικονομική θεωρία, εμείς, επιτρέπουμε να θέσουμε αυτήν την πολιτική οικονομία, την κατεξοχήν πολιτική οικονομία στη σειρά των διαφόρων θεωριών που υπάρχουν. Κατά τα άλλα οποιαδήποτε θεωρία που υπάρχει είναι υπαρκτή, αλλά
129
δεν είναι επιστημονική. Κι όταν λέω να διδάξουμε πολιτική οικονομία, εγώ έχω κατά νου - τώρα δηλαδή, ας το μαρτυρήσω γιατί προτίθεμαι να το πω στην επόμενη συνέλευση του Οικονομικού του Πανεπιστημίου Αθηνών - δεκαέξι αντικείμενα τα οποία καλύπτουν διάφορους χώρους και τα οποία θα διδάξουν διάφοροι άνθρωποι οι οποίοι μπορούν. Τα αντικείμενα αυτά αποτελούν μέρη του γενικού κεφαλαίου, του συνολικότερου κεφαλαίου, που ονομάζω πολιτική οικονομία, που ίδρυσε ο Μαρξ αλλά σήμερα βρίσκεται σε πολύ ανώτερα επίπεδα από εκείνα που μας άφησε ο Μαρξ.
Επιμένω, και για τη μεταμαρξιστική πρόοδο της οικονομικής επιστήμης που ίδρυσε ο Μαρξ. Θέλω να πω ότι, πέρα από τους ορισμένους πατενταρισμένους σε εισαγωγικά μαρξιστές οι οποίοι επαναλαμβάνουν συνεχώς ότι είναι μαρξιστές αλλά τα κείμενά τους δείχνουν τουλάχιστον άγνοια αν όχι συνειδητή προσπάθεια διαστρέβλωσης, υπάρχουν και μια σειρά άλλοι εργάτες στο χώρο των ΑΕΙ, και της επιστήμης οι οποίοι ίσως να μη δηλώνουν ότι είναι μαρξιστές ή τουλάχιστον να μην έφτασαν ακόμη στο επίπεδο να ενστερνιστούν αυτόν τον τίτλο, ωστόσο όμως στις εργασίες τους με μια προσεκτική ματιά φαίνεται ότι μέρα με τη μέρα περνά αυτή η ερμηνεία,, αυτή η μέθοδος κι αυτό είναι μια εφεδρική δύναμη που από άποψη επιστημονικής προόδου λέει πολλά για το μέλλον.
Επιμένω στο ότι δεν πρέπει να δημιουργήσουμε κόκκινες έδρες δίπλα στις διάφορες άλλες έδρες που υπάρχουν στα ΑΕΙ. Αλλά να προσπαθήσουμε και στον τομέα των κοινωνικών επιστημών και στον τομέα των φυσικών επιστημών, θεωρητικών και εφαρμοσμένων, (διότι έχει να δόσει πολλά) να περάσει η ερμηνεία, να περάσει η μεθοδολογία, η ερμηνεία η υλιστική στη διδασκαλία όλων των αντικειμένων στα ΑΕΙ.
Και για να τελειώνω, θα ήθελα οι φοιτητές οι προοδευτικοί και, ιδιαίτερα οι μερίδες εκείνες οι οποίες είναι πρωτοπόρες όχι απλώς να μας φανούν σύμμαχοι και συνεργάτες αλλά να είναι και η κύρια δύναμη που θα μας πάει πιο μπροστά. Με λύπη στην πρώτη ομιλία μου, παρθενική ομιλία μου στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών συναντήθηκα με το εξής περιστατικό. Αρχισα λέγοντας ότι. πρέπει να αναπτύξετε ακόμα περισσότερο ,τον^οινωνικό σας ρόλο αλλά να αξιοποιήσετε έστω τις πενιχρές δυνατότητες που παρέχει σήμερα το εκπαιδευτικό μας σύστημα για να γίνετε επιστήμονες με υψηλή κατάρτιση. Απ’ τα πίσω μέρη μια φωνή βαρύγδουπη λέει «για ποιον για το κεφάλαιο;» Του είπα ότι, αν νομίζετε, αγαπητέ φίλε, ότι σ’ αυτή την αίθουσα εσείς είστε ο μοναδικός που τάσσεστε κατά του κεφάλαιου κάνετε μεγάλο λάθος, αλλά αν νομίζετε ότι αν δεν έχετε υψηλή ειδίκευση, κατάρτιση,θα παλέψετε καλύτερα κατά του κεφαλαίου τότε κάνετε τραγικώτατο λάθος.
130
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΡΚΗΣ. πρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης
Κυρίες και κύριοι, επιτρέψτε μου να μην τοποθετηθώ σε όσα ειπώθηκαν μέχρι τώρα γύρω από το Ερευνητικό Κέντρο. Θα προσπαθήσω να κάνω ορισμένες παρατηρήσεις στις δύο ομιλίες των συναδέλφων μας. (Επιτρέπεται κύριε πρόεδρε να τα κάνω μαζί και για τους δύο ομιλητές ή να τα ξεχωρίσουμε;)
Ό χ ι η επιστήμη είναι ενιαία. Κατ’ αρχήν στην ομιλία του κ. Ασημακόπουλου είχα να κάνω δυο-τρεις κριτικές παρατηρήσεις. Βέβαια συμφωνώ με τον τρόπο με τον οποίο εξέθεσε τη μιζέρια, θα λέγαμε, της έρευνας στον τόπο μας, κι όλες αυτές τις δυσκολίες που προκύπτουν απ’ αυτές τις τριβές της, τόσο της βιομηχανίας όσο και της γραφειοκρατίας με την επιστήμη. Εκείνο που δεν ήταν καθαρό στην ομιλία του και θα ήθελα εδώ να το διευκρινήσω, είναι πως η έννοια της επιστήμης, την οποία αυτός εδώ μας ανέπτυξε είναι κάπως περιορισμένης εμβέλειας θα έλεγα, δεν μπορούμε δηλαδή να σκε- φτούμε πάνω στην επιστήμη ή να κάνουμε συγκεκριμένη πανεπιστημιακή πολιτική εάν ξεκινήσουμε από την προϋπόθεση ότι η επιστήμη είναι δύναμη παραγωγής. Στο σημείο αυτό μπορεί ακριβώς ο Μαρξ να μας βοηθήσει ίσως περισσότερο από καθε άλλο θεωρητικό των επιστημών, ότι σαφώς η επιστήμη δεν έχει σχέση μόνο με την παραγωγή αλλά κι αυτό που λέμε διαμόρφωση των σχέσεων παραγωγής. Κι όχι μόνο αυτό αλλά υπάρχει και στη σημερινή μας συγκυρία ένας ανταγωνισμός μεταξύ αυτών των δύο, αν θέλετε απόψεων της επιστήμης. Απ’ τη μια μεριά η επιστήμη σαν όργανο της παραγωγής με τη βοήθεια της βιομηχανίας προσπαθεί σαφώς να διεισδύ- σει στο πανεπιστήμιο και να το εξουσιάσει κι από την άλλη μια μορφή κριτικής επιστήμης την οποία ο Μαρξ σαφώς ανέλυσε στα πλαίσια της δικιάς του εποχής την οποία όμως κριτική επιστήμη καλούμαστε εμείς σήμερα να ξαναγράψουμε σε σχέση σαφώς με τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Βέβαια σε μια υποσημείωσή σας κάπως αναφέρατε το ρόλο των κοινωνικών επιστημών αλλά δεν βγήκε καθαρά από την ομιλία σας αυτός ο ανταγωνισμός, ότι δηλαδή δεν μπορούμε να αναγάγουμε αφηρημένα τις κοινωνικές επιστήμες στις φυσικές, υπάρχει ένας θεωρητικός ανταγωνισμός όπου όμως βρίσκει την έκφρασή του και στο θεσμικό, θα έλεγα τρόπο με τον οποίο προσπαθούμε να οργανώσουμε το πανεπιστήμιο. Νομίζω ότι το κράτος, διότι κρατική είναι κατά κάποιο τρόπο η παιδεία, έχει και το ενδιαφέρον και την ανάγκη και την υποχρέωση, θα έλεγα, ενάντια ή παράλληλα με τη βιομηχανία να προσπαθήσει ρυθμίσει ακριβώς αυτές τις επιστήμες τις κοινωνικές που έχουν σαφώς ένα κρι
131
τικό ενδιαφέρον, προσπαθούν δηλαδή να ορίσουν τρόπους διαβίωσης των ανθρώπων, να μας πουν τι μοντέλο κοινωνίας θέλουμε, πώς θα διοργανώσουμε τις διαπροσωπικές μας σχέσεις σ’ όλα τα επίπεδα της κοινωνικής μας συμβίωσης. Υπάρχει λοιπόν γύρω από το τεχνικό ενδιαφέρον των φυσικών επιστημών ένα κριτικό ενδιαφέρον των κοινωνικών επιστημών και αυτό θα πρέπει να το καλλιεργήσουμε μέσα στο πανεπιστήμιο. Διότι αν κυρίες και κύριοι πούμε, θα έλεγα, καταπιούμε αυτό το οποίο η βιομηχανία γενικά και το κεφάλαιο θέλει να μας παρουσιάσει ότι μόνο η παραγωγική επιστήμη είναι επιστήμη τότε φοβούμαι θα βρεθούμε σε ένα αδιέξοδο1 π.χ. δεν θα μπορούμε να προσδιορίσουμε τι κάνουμε αυτή τη στιγμή με το να μιλάμε πάνω στο πρόγραμμα της επιστήμης, τη διοργάνωση του πανεπιστήμιου, διότι σαφώς δεν θα είναι επιστημονική συζήτηση με την πλατιά έννοια, διότι σαφώς αν θέλετε είναι αντιπαραγωγική συζήτηση.
Το τελευταίο σημείο επίσης, τη μετάβαση που κάνατε από αυτού του είδους την επιστήμη, την ηθική: Μας αναφέρατε κάποιο μεγάλο φυσικό και είπατε ότι απ’ αυτόν τον τρόπο ανάλυσης της φύσης μπορούμε να βγάλουμε μια ηθική που θα μας δεσμεύσει στη σημερινή μας πρακτική. Αυτό εγώ, κύριε συνάδελφε, το αμφισβητώ. Δεν πιστεύω ότι η επιστήμη αυτή αν θεωρηθεί σαν μέσο παραγωγής είναι σε θέση να δόσει κριτήρια διυποκειμενικής σωστής πράξης. Τα κριτήρια μπορούμε να τα πάρουμε μόνο από μια παραδοσιακή φιλοσοφία ή θεωρία της κοινωνίας μας. Εδώ καλούμεθα να αξιοποιήσου- με όλα τα ιδανικά αυτής της κριτικής παράδοσης από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα και ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα ή ενδιαφέροντα του πανεπιστημίου μας τα θεωρώ εγώ ακριβώς στην αξιοποίηση αυτής της κριτικής παράδοσης. Αυτό όσον αφορά τη δική σας ομιλία.
Ό σον αφορά την ομιλία του κ. Αργυριάδη, σαφώς συμφωνώ σε όσα είπατε, αλλά αυτή η πρόκληση στο φιλόσοφο, ότι ο φιλόσοφος θα πρέπει κι αυτός να ασχοληθεί με το θέμα αυτό, ίσως να το γνωρίζετε αλλά να μην το αναφέρετε σαφώς η φιλοσοφία έχει ασχοληθεί με το πρόβλημά της... Αυτό Λου δεν κατάλαβα από την ομιλία σας είναι πώς θα ορίζατε την ιδέα της ειρήνης, για να μιλήσουμε λίγο φιλοσοφικά. Είναι για σας η ιδέα της ειρήνης απλώς μια Illusion κατά την οποία κινούμεθα. Είναι ένα όνειρο, έχει καμιά κανονιστική ή δεσμευτική σημασία για την πολιτική πράξη και ποιοι θα είναι οι τρόποι αυτοί με τους οποίους θα μπορούσαμε εμείς να βοηθήσουμε στην πραγματοποίηση αυτής της ιδέας;
Η πρότασή σας αν κατάλαβα καλά είναι μια παιδαγωγική άποψη να περάσουμε το μήνυμα της ειρήνης μέσα από τα πλατιά στρώματα. Σαφώς αυτό είναι καλό, αλλά εγώ νομίζω ότι αυτό δεν επαρκεί.
132
Χρειαζόμαστε ένα άλλο είδος πολιτικής, μια νέα πολιτική πράξη διότι το πρόβλημα δεν μπορεί να λυθεί μόνο με την υποκειμενική διαπαιδαγώγηση των ατόμων αλλά πρέπει να μεταφραστεί αυτό σε συγκεκριμένη πολιτική, σε νόμο, σε δίκαιο διεθνές με μια ορισμένη πολιτική βούληση. Κι ας θεωρήσουμε ότι το βάζουμε στα σχολεία - πανεπιστήμια, ότι κάνουμε μια έδρα ειρηνολογίας, αλλά έτσι τείνουμε σε μια ακαδημακοποίηση του προβλήματος, ενώ το πρόβλημα είναι πώς η συγκεκριμένη πολιτική θα οδηγήσει σε δεσμεύσεις των κρατών για να έχουμε πραγματική ειρήνη.
ΝΙΚΟΣ ΘΕΟΤΟΚ ΑΣ, εκπρόσωπος των μεταπτυχιακών φοιτητών
Ως εκπρόσωπος του συντονιστικού των μεταπτυχιακών φοιτητών θα ήθελα να μεταφέρω κάποιες σκέψεις σχετικά με το πρόβλημα των μεταπτυχιακών σπουδών και της έρευνας στα ΑΕΙ.
Έχουμε μπροστά μας την κατατεθημένη στο ΣΑΠ εισήγηση του Υπουργείου Παιδείας για τα μεταπτυχιακά. Η εισήγηση αυτή δίνει μια πρώτη εντύπωση για τις κατευθύνσεις που η κυβέρνηση φαίνεται να υιοθετεί. Πρόκειται για ένα κείμενο γεμάτο αοριστολογίες και νεολογισμούς, που συσκοτίζουν το πραγματικό του περιεχόμενο. Η πρόταση του Υπουργείου Παιδείας για τις μεταπτυχιακές σπουδές προβλέπει δύο κατευθύνσεις μεταπτυχιακών σπουδών: α) εκείνες που θα οδηγούν στην «ανάπτυξη νέας γνώσης», και 6) εκείνες που θα οδηγούν «στη δημιουργία σύνθετης γνώσης». Αυτή η τελευταία κατεύθυνση αποτελεΐ και το ειδοποιό χαρακτηριστικό των μελετούμενων ρυθμίσεων. Η πρόταση αυτή αυτονομεί από το πανεπιστήμιο μια διαδικασία εξειδίκευσης πτυχιούχων, που την ονομάζει «μεταπτυχιακές σπουδές». Αυτή η εξειδϊκευση οδηγεί σε επαγγελματικό τίτλο, που από πλευράς βάρους αντιστοιχεί προς το Master’s του διεθνούς χώρου. Πρόκειται δηλαδή για μια διαδικασία δημιουργίας μεταπτυχιακών ειδικοτήτων εκτός ΑΕΙ με το πρόσχημα της μη θεραπείας σε προπτυχιακό επίπεδο αναγκαίων γνωστικών αντικειμένων (δημόσια υγεία, χωροταξία κλπ.). Το πρόβλημα είναι υπαρκτό, η λύση όμως που προτείνεται είναι η χειρότερη δυνατή. Στην πραγματικότητα επιλογή του Υπουργείου φαίνεται να είναι η εγκατάληψη της προοπτικής θεσμοθέτησης ενός δημοκρατικού και επιστημονικού πλαισίου ανάπτυξης των μεταπτυχιακών σπουδών, επιλογή που εντάσσεται κι αυτή στο σημερινό κλίμα αδιαφορίας για την αναβάθμιση των πανεπιστημιακών μας πραγμάτων. Ως μεταπτυχιακές
133
σπουδές προβάλλονται αποκλειστικά οι σπουδές ειδίκευσης, που στο υπουργικό κείμενο μνημονεύονται ως «δημιουργία σύνθετης γνώσης».
Η επιλογή αυτή ανοίγει έναν επικίνδυνο δρόμο αυτονόμησης των σπουδών ειδίκευσης από τα ΑΕΙ, βασιζόμενη στο γεγονός ότι τα προγράμματα σπουδών των πανεπιστημίων μας δεν θεραπεύονται οι ανάγκες ειδίκευσης των πτυχιούχων. Στο όνομα αυτών των αναγκών επιχειρείται η αυτονόμηση των σπουδών ειδίκευσης από τις λειτουργίες των πανεπιστημίων και η υποκατάσταση, των μεταπτυχιακών σπουδών με προγράμματα μεταπτυχιακής επαγγελματικής ειδίκευσης. Με την επιχειρούμενη ρύθμιση παραπέμπονται στις καλένδες τόσο η αναγκαία αναδιάρθρωση και αναβάθμιση των προπτυχιακών σπουδών όσο και η ανάπτυξη της έρευνας και των μεταπτυχιακών προγραμμάτων στα πανεπιστήμια.
Είναι γεγονός πως υπάρχει ανάγκη ανάπτυξης κάποιων νέων γνωστικών αντικειμένων στα ΑΕΙ. Όμως αυτό δεν μπορεί να υποκα- ταστήσει την έρευνα και τις μεταπτυχιακές σπουδές. Και ασφαλώς δεν επιτρέπεται να πραγματοποιηθεί μακριά από τις παρεμβάσεις και τον έλεγχο της πανεπιστημιακής κοινότητας. Στόχος πρέπει να είναι η δημιουργία των προϋποθέσεων για τη διεύρυνση και τον εκσυγχρονισμό της παρεχόμενης γνώσης στο προπτυχιακό επίπεδο.
Μια δεύτερη παρατήρηση αφορά τα προτεινόμενα κριτήρια εγγραφής των μεταπτυχιακών φοιτητών. Η λογική των «αρίστων» της προπτυχιακής διαδικασίας είναι ένα φάντασμα του παρελθόντος. Ο βαθμός πτυχίου αποτελεί μόνο ένα από τα στοιχεία που διαμορφώνουν την εικόνα του κάθε υποψηφίου. Και είναι ένα στοιχείο εξαιρετικά αμφισθητήσιμο. Δεν μπορεί να προθλέπεται από το νόμο ως κριτήριο εγγραφής στις μεταπτυχιακές σπουδές. Η λογική αυτή αναπαράγει τελικά και στο επίπεδο των μεταπτυχιακών σπουδών το πανεπιστήμιο - εξεταστικό κέντρο. Μια τέτια λογική υποβαθμίζει τη σημασία που έχουν οι ερευνητικές προτάσεις των υποψηφίων, οι οποίες και θα πρέπει να αποτελέσουν το βασικό κριτήριο εγγραφής τους στις μεταπτυχιακές σπουδές.
Το σημερινό πανεπιστήμιο δεν μπορεί να είναι μόνο χώρος αναμετάδοσης εγκύκλιων γνώσεων. Οφείλει να είναι και χώρος παραγωγής νέας γνώσης αλλά και πεδίο κριτικής και διαλόγου. Η αγωνία λοιπόν για το μέλλον των μεταπτυχιακών σπουδών και της έρευνας στα ΑΕΙ δεν είναι κάποιο ρομαντικό καπρίτσιο, είναι αγωνία για το μέλλον και τις προοπτικές των πανεπιστημιακών μας πραγμάτων στο σύνολό τους.
Δεν είναι δυστυχώς ανώφελη κοινοτυπία να επαναλάθουμε πως το ελληνικό πανεπιστήμιο περνά μια βαθιά και χρόνια κρίση, που τη
134
συνιστούν η ανυπαρξία εκπαιδευτικής και ερευνητικής πολιτικής, η στενότητα οικονομικών πόρων, οι αντιφάσεις και οι ανεπάρκειες του ισχύοντος νομικού πλαισίου λειτουργίας των ΑΕΙ αλλά και της εκπαίδευσης συνολικά, η δοκιμαζόμενη αυτοτέλεια των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, οι εκπαιδευτικές και λειτουργικές αδυναμίες των σχολών.
Το νέο θεσμικό πλαίσιο, μετά το 1982, δεν οδήγησε στην ανατροπή των παραδοσιακών ιεραρχιών στα πανεπιστήμια. Αντίθετα, όπως τόνισε κι ο κ. Σταμάτης, η παραδοσιακή νοοτροπία της έδρας φαίνεται ότι αναπαράγεται στην ανώτερη βαθμίδα του ΔΕΠ μέσα από τις αυστηρές σχέσεις εξάρτησης κάθε πανεπιστημιακής βαθμίδας από τις ανώτερες. Η πανεπιστημιακή ζωή χτίζεται και σήμερα πάνω σε μικρούς ιδιωτικούς χώρους. Σε μια προοπτική θεσμοθέτησης των μεταπτυχιακών σπουδών το γεγονός αυτό έχει βαρύνουσα σημασία. Από κάποιους καθηγητικούς κύκλους η μεταπτυχιακή διδασκαλία εκλαμβάνεται ήδη ως προνόμιο και σύμβολο της αυθεντίας τους. Δεν μπορούμε να οραματιζόμαστε το 2000 διακατεχόμενοι από νοοτροπίες προεστών.
Συζητώντας για τα μεταπτυχιακά πρέπει να ξανατεθεί το πρόβλημα της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης συνολικά. Νέα προγράμματα σπουδών, βαθμίδες διδασκόντων, εισαγωγή της έρευνας και στην προπτυχιακή διδασκαλία, συγγράμματα, νέες μορφές αξιολόγησης της προόδου των φοιτητών, όλα αυτά βαρύνουν στην εξέλιξη των προτάσεών μας για τις μεταπτυχιακές σπουδές. Οι μεταπτυχιακές διδασκαλίες πρέπει να βασίζονται σε έρευνα και να αρθρώνονται σε προγράμματα αντίστοιχα με αυτά των προπτυχιακών σπουδών. Ό λα τα μέλη του ΔΕΠ μπορούν να αναλαμβάνουν μεταπτυχιακή διδασκαλία. Οι μεταπτυχιακοί φοιτητές πρέπει να αξιοποιηθούν σε ερευνητικά προπτυχιακά σεμινάρια ή εργαστηριακά μαθήματα. Η διδακτική εμπειρία και οι μεταπτυχιακές υποτροφίες δεν μπορούν να μείνουν προνόμιο των ειδικών μεταπτυχιακών υπότροφων (EM Υ). Σήμερα τόσο οι ΕΜΥ με 20.000 δρχ. μηνιαίως, όσο όμως και μεγάλος αριθμός μεταπτυχιακών φοιτητών χωρίς καμία οικονομική ενίσχυση, έχουν αναλάθει τα καθήκοντα του παλιού ΔΕΠ. Αυτή είναι μια απαράδεκτη κατάσταση που πρέπει να σταματήσει.
Φοβάμαι ότι ήδη έχω μιλήσει παραπάνω από όσο προέβλεπε η διαδικασία, τελειώνω λοιπόν εδώ με τη βεβαιότητα πως η συζήτηση που έχει ξεκινήσει θα συνεχιστεί διευρυμένη με νέες ιδέες και νέους διαλεγόμενους τόσο στα πανεπιστήμια, όσο και στο πεδίο των νέων πολιτικών και κοινωνικών αντιπαραθέσεων που φαίνονται να ανοίγονται μπροστά μας.
Σας ευχαριστώ πολύ.
135
ΘΑΝΑΣΗΣ Κ. ΓΕΡΑΝΙΟΣ, επίκουρος καθηγητής Πυρηνικής Φυσικής
του Πανεπιστημίου Αθήνας
... Εΐσαστε ικανοποιημένοι από την παρέμβαση του πανεπιστημίου στα κοινωνικά προβλήματα και ιδιαίτερα στο πρόβλημα των πυρηνικών εξοπλισμών; Στην ερώτηση αυτή, που απηύθυνε στο κοινό ομάδα φοιτητών του Φυσικού Τμήματος του Πανεπιστημίου της Αθήνας, σε δημοσκόπηση, η απάντηση σ' ένα σύνολο 12.000 ερωτήσεων ήταν κατά 88% κατηγορηματικά ΟΧΙ.
Αγαπητοί φίλες και φίλοι.Δεν περιμέναμε βέβαια μια δημοσκόπηση για να διαπιστώσουμε
την ανύπαρκτη παρέμβαση του πανεπιστημίου στην κοινωνία, ιδιαίτερα σε τόσο σημαντικά θέματα όπως είναι της ειρήνης και του αφοπλισμού. Το μεγάλο όμως αυτό ποσοστό, κάνει ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη πληροφόρησης του κόσμου από το πανεπιστήμιο, ιδιαίτερα στη σημερινή και τόσο κρίσιμη φάση των εξοπλισμών.
Το νέο πρόγραμμα σπουδών των φοιτητών του Φυσικού Τμήματος επέτρεψε την εισαγωγή δυο καινούργιων μαθημάτων με θέματα την ειρήνη και τα πυρηνικά σε σχέση με την κοινωνία.
Ίσως εύλογα θα ρωτούσε κανείς,σε ποιαίμαθήματα μπορούσε να διαφοροποιηθεί η εκπαίδευση ενός φυσικού, για παράδειγμα, ώστε ν’ απευθύνεται στα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα, αφού όλα τα μαθήματα είναι καθαρά φυσικομαθηματικού περιεχομένου; Εκ πρώτης όψεως φαίνεται πως κάτι τέτιο θα μπορούσε να γίνει μόνο σε μαθήματα πολιτικών και κοινωνικών επιστημών. Αν κανείς όμως α- ναλογιστεί, πόσες φορές και πόσο καθοριστικό ρόλο έπαιξαν στο παρελθόν και παίζουν ακόμα και σήμερα οι επιστήμονες των θετικών κλάδων σε κρίσιμες φάσεις της κοινωνίας, όπως είναι οι πόλεμοι και οι πυρηνικοί εξοπλισμοί, συμμετέχοντας στην έρευνα και ανάπτυξη πολεμικών καταστρεπτικών όπλων, σίγουρα θα παραδεχτεί ότι η πανεπιστημιακή τους μόρφωση μπορεί να συνδεθεί άμεσα με τα κοινωνικά προβλήματα που δημιουργούνται από την κακή χρήση της επιστήμης τους.
Οι φοιτητές στα πλαίσια αυτά των μαθημάτων, αφού κατανοήσουν τα βασικά θέματα που πηγάζουν από επιστημονικές αλήθειες, στη συνέχεια διαπραγματεύονται και παρουσιάζουν θέματα, είτε με τη μορφή διαλέξεων, είτε με τη μορφή διπλωματικών εργασιών, που αναφέρονται σε κεφάλαια άμεσου κοινωνικού ενδιαφέροντος. Όπως για παράδειγμα.
Τα αποτελέσματα της ραδιενέργειας στον άνθρωπο.
136
Εγκατάσταση ευρωπαϊκών πυραύλων.Πυρηνικές δοκιμές.Οι εξοπλισμοί στο διάστημα.Προτάσεις για συμφωνίες αφοπλισμού, κ.ά.Η δημοσκόπηση που προανάφερα ήταν κι αυτή μέρος τέτιων
θεμάτων.Ο στόχος και η σημασία τέτιων μαθημάτων και δραστηριοτήτων
είναι τριπλός. Πρώτ’ απ’ όλα, στοχεύει στην ίδια τη διαμόρφωση και ευαισθητοποίηση του φοιτητή πάνω στα προβλήματα που μπορεί να δημιουργήσει η επιστήμη του, δεύτερο , στην τεκμηριωμένη επιστημονική ενημέρωση του κοινού και του περίγυρού του, και τρίτο , αποβλέπουν στη μετάδοση αυτής της ευαισθησίας και στους μελλοντικούς μαθητές του που πρόκειται να διδάξει αύριο στο γυμνάσιο και λύκειο.
Είμαι της άποψης, πως ανάλογες πρωτοβουλίες και μαθήματα θα μπρούσαν να γίνουν και στη μέση εκπαίδευση, αφού πρώτα βέβαια και άλλα ΑΕΙ της χώρας μας τα υιοθετήσουν. Η αρχή πάντως έγινε από την ανώτατη βαθμίδα και ο χρόνος θα δείξει τ’ αποτελέσματα που θα προκύψουν από αυτή την προσπάθεια.
Τέλος, πιστεύω πως μια εκπαίδευση στην ειρήνη χωρίς έρευνα, θα καταλήξει γρήγορα σε μια στασιμότητα και επανάληψη της ύλης χωρίς τη δυνατότητα δυναμικής προσέγγισης του θέματος.
Κάτω από τις σημερινές επιτακτικές ανάγκες για πληροφόρηση στα θέματα ειρήνης και αφοπλισμού, οι μόνες ίσως πηγές είναι τα κινήματα ειρήνης και το γραφείο του ΟΗΕ στην Αθήνα. Αυτή η έλλειψη φάνηκε και στην αναζήτηση βιβλιογραφίας από τους φοιτητές που είχαν αναλάβει την εκπόνηση σχετικών θεμάτων. Προτείνω λοιπόν, τη δημιουργία κέντρου έρευνας για την ειρήνη, που σε πρώτη φάση θα έχει σαν σκοπό τη συλλογή και διάθεση ελληνικής και παγκόσμιας βιβλιογραφίας για όλα τα θέματα που έχουν σχέση με την ειρήνη. Τουλάχιστον στο χώρο των βαλκανίων, αλλά και άλλων κρατών, δεν υπάρχει τέτιο κέντρο, και θα ήταν και σκόπιμο να δημιουργηθεί στην Ελλάδα. Την πρωτοβουλία γι’ αυτό το κέντρο θα μπορούσε να την πάρει το πανεπιστήμιο.
Θα ήθελα τέλος να συγχαρώ το τμήμα παιδείας για την πρωτοβουλία και οργάνωση αυτού του συμποσίου, γιατί σίγουρα κανείς μας δεν αμφιβάλλει πως η παιδεία, μαζί με την κοινωνική πρόνοια, είναι η βάση για μια υγιή κοινωνία.
137
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΠΥΡΟΥ, λέκτορας του Μαθηματικού Τμήματος
του Πανεπιστημίου Αθήνας
Θα ήθελα να επισημάνω ένα θέμα που μάλλον δεν θίχτηκε όσο θα έπρεπε. Ρωτάμε λοιπόν πόσοι πανεπιστημιακοί, σ’ όλους τους τομείς της έρευνας και της διδασκαλίας έχουν σπουδάσει μεταπτυχιακά σε σοσιαλιστικές χώρες. Να είναι το 1 %; Οι καθηγητές μας δηλαδή στη συντριπτική τους πλειοψηφϊα είναι σπουδαγμένοι σε καπιταλιστικές χώρες. Οι συνέπειες του γεγονότος αυτού είναι τόσο προφανείς όσο και αφανείς.
Προφανείς γιατί έχουν ανάγκη τα ερευνητικά προγράμματα των καπιταλιστικών χωρών για την εξέλιξή τους, για τις δημοσιεύσεις τους τα δυτικά περιοδικά, για τις όποιες κρίσεις και συστάσεις τα δυτικά κέντρα αξιολόγησης με όλες τις συνέπειες που τέτιες εξαρτήσεις μπορεί να έχουν. Ακούσαμε εδώ πολλά αναφερόμενα στα διάφορα προγράμματα του ΝΑΤΟ με τα παραπλανητικά ονόματα, όπως το πρόγραμμα «Ειρήνη και Μεσόγειος».
Επίσης όταν οι νέοι φοιτητές απευθύνονται σ’ αυτούς για να ενημερωθούν για τις εξελίξεις της σύγχρονης επιστήμης πάλι σε αυτές τις χώρες τους παραπέμπουν για να συνεχίσουν μεταπτυχιακές σπουδές. Και αυτό γίνεται ανεξάρτητα απ’ την πολιτική ιδεολογία φοιτητών ή καθηγητών.
Συμμετέχουν σε επιτροπές αγοράς προϊόντων, τεχνολογίας είτε γνωμοδοτικές επιτροπές υπουργείων. Αναφέρθηκε πρωτύτερα από κάποιον ομιλητή, συμφωνία συνεργασίας για την κατασκευή ηλεκτρονικών υπολογιστών που δεν τηρήθηκε. Κάποια πολυεθνική θα κάλυψε σίγουρα το κενό.
Ακόμη υπάρχει γνώση μόνο των δυτικών γλωσσών, με αποτέλεσμα να διαβάζουν τις κατακτήσεις της επιστήμης στις σοσιαλιστικές χώρες μόνο απ’ ό,τι μεταφράζεται από τα δυτικά περιοδικά. Έ τσι θα δούμε το γιατρό τον νευροπαθολόγο να μη γνωρίζει για τις έρευνες στη Σοβιετική Ένωση πάνω στην πολλαπλή σκλήρυνση και να το διαβάζει απ’ τις εφημερίδες.
Το πρόβλημα λοιπόν είναι ότι δεν υπάρχουν συμφωνίες για επιστημονική συνεργασία σ’ ερευνητικό επίπεδο ή αν υπάρχουν τέτιες συμφωνίες δεν τηρούνται. Αυτό γίνεται για πολλούς λόγους κι ένας σημαντικός, ο οποίος δεν βοηθάει καθόλου την ειρήνη, είναι για να περιφρουρηθούν μυστικά και πληροφορίες σε υψηλά επίπεδα έρευνας.
Κάποιες προσπάθειες έγιναν, για τη διεύρυνση των διαπανεπι- στημιακών σχέσεων, όχι τόσο βέβαια από το επίσημο κράτος, αλλά
138
από μεμονομένους δημοκρατικούς καθηγητές, οι οποίοι πρωτοθου- λιακά αλλά ωστόσο συστηματικά κάλεσαν καθηγητές από σοσιαλιστικές χώρες που ήρθαν κι έκαναν διαλέξεις στα πανεπιστήμια ή πρότειναν ερευνητικές συνεργασίες. Έτσι ήρθε ένα πλήθος σημαντικών καθηγητών από σοσιαλιστικές χώρες. Ενδεικτικά θ’ αναφέρω τον Μπογκολιούμποφ, μέλος του ανώτατου Σοβιέτ, ακαδημαϊκό της ΕΣΣΔ. επίτιμο μέλος της Ακαδημίας των ΗΠΑ. Επρόκειτο δηλαδή συχνά για επιστήμονες με τέτιες διακρίσεις που τους καθιστούσαν μύθους στον κλάδο τους και ωστόσο συχνά τέτιες διαλέξεις δεν έβρισκαν την υποστήριξη και τη συμμετοχή ακόμη και των ανθρώπων του στενά δημοκρατικού χώρου.
Θα ήθελα λοιπόν να καταθέσω ότι θα πρέπει οι κομμουνιστές και οι δημοκρατικοί άνθρωποι στα πανεπιστήμια να επιδιώξουν τη διεύρυνση της συνεργασίας σε ερευνητικό επίπεδο με τις σοσιαλιστικές χώρες. Θα τελειώσω μ’ εκείνο που και ο γάλλος σύντροφος έκλεισε την ομιλία του, ότι για ν’ αντισταθούμε στον πλήρη έλεγχο των πανεπιστημίων από τα μονοπώλια θα πρέπει, εκτός των άλλων, να υποστηρίζουμε προγράμματα τέτια ώστε να βοηθούν την ισοδύναμη συνεργασία μ’ όλες τις χώρες.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΕΤΑΞΑΣ, αντιπρύχανης της Ανώτατης Βιομηχανικής
Σχολής Πειραιά
Είναι αργά και δεν θα σας κουράσω πολύ. Ή θελα να σταθώ μονάχα σε μερικά σημεία που σχετίζονται με τον εκδημοκρατισμό των ΑΕΙ που κατά την ταπεινή μου γνώμη είναι βασική και κυρίαρχη προϋπόθεση για να αναπτυχθεί η έρευνα και το κλίμα που πρέπει να υπάρχει για να γίνει η πραγματική έρευνα. Το πρώτο είναι, φίλες και φίλοι, ότι μεγάλος αριθμός από δημοκράτες καθηγητές, με την πλατιά έννοια της λέξης, είναι υπό ένα σύγχρονο διωγμό, έχουν προσφυγές στο συμβούλιο επικρατείας και κοντεύουν από μέρα σε μέρα να χάσουν τη δουλιά τους. Πώς λοιπόν θα κάνεις έρευνα όταν δεν ξέρεις αν θα είσαι σε ένα ΑΕΙ σε ένα δοσμένο χρονικό διάστημα που χρειάζεται για να γίνει η έρευνα; Έ να δεύτερο σημείο βραχυπρόθεσμης φύσης που ήθελα να σταθώ είναι το ζήτημα του τι είναι φανερό και τι δεν είναι. Μια μοντέρνα λέξη της ελληνικής πολιτικής σκηνής τελευταία είναι η διαφάνεια, δόστου διαφάνεια δόστου διαφάνεια και όλο λιγότερα πράγματα γίνονται φανερότερα στον ακαδημαϊκό χώρο όσον αφορά από πού προέρχονται τα λεφτά για την έρευνα. Ούτε ξέρω εγώ που είμαι αντιπρύτανης, από πού ήρθαν τα λεφτά στο ΑΕΙ
139
στο οποίο υπηρετώ. Πώς μπορεί να το αντιμετωπίσουμε αυτό το πράγμα; Συμφωνώ με τη γενική πρόταση του φίλου μου συνάδελφου Σαμαρά.
Χρειαζόμαστε περισσότερο την ενίσχυση της φοιτητικής δύναμης με τη συμμετοχή της στην επιτροπή ερευνών π.χ. ή στις τακτικές συνελεύσεις του τμήματος όταν συζητούνται ζητήματα της έρευνας. Είναι όμως μόνο η φοιτητική δύναμη στην οποία πρέπει να αποταν- θεί κανείς; Θα πρέπει να αποτανθεί κανείς ίσως, συνάδελφοι, στη συνδικαλιστική συνείδηση όλων μας στα ΑΕΙ. Γνωρίζω τις πρωτοπόρες προσπάθειες του ΚΚΕ προς αυτήν την κατεύθυνση αλλά σύντομα πρέπει να υπάρχει ένα συνδικάτο από όλους μας, από πρυτάνεις μέχρι βοηθούς, μέλος της δημοκρατικά εκλεγμένης ΓΣΕΕ. Τότε μπορεί καλύτερα να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα της έρευνας και τα προβλήματα του εκδημοκρατισμού των ΑΕΙ.
Γενικά, να μην σας κουράσω περισσότερο, είμαι σύμφωνος με την πρόταση των προλαλησάντων ακαδημαϊκών αγωνιστών της ειρήνης. Ό σ ο το συντομότερο βάλουμε στην πράξη το θέμα για την έρευνα και την ειρήνη τόσο το καλύτερο.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΚΚΙΝΕΛΗΣ, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Οικοδόμων
και Συναφών Επαγγελμάτων Ελλάδας
Ευχαριστούμε το Τμήμα Παιδείας της ΚΕ του ΚΚΕ για την οργάνωση αυτού του τόσο σημαντικού συμποσίου καθώς και για την πρόσκληση, που μας δίνει τη δυνατότητα να παρεβρεθούμε και να παρέμβουμε στη συζήτηση.
Επιτρέψτε μας στη σύντομη παρέμβασή μας να μη σταθούμε γενικά στα θέματα που θίγονται στη διάρκεια του συμποσίου, αλλά σύντομα να εκθέσουμε ορισμένες σκέψεις από την πείρα εφαρμογής των νέων τεχνολογιών στον τομέα της οικοδομής και των κατασκευών καθώς και στις επιπτώσεις τους στην εργατική τάξη του χώρου.
Αναμφισβήτητα ο τομέας οικοδομή - κατασκευές δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν πρώτυπο τομέα σ’ ότι αφορά την α- πορόφηση και την εφαρμογή νέων τεχνολογιών. Αν αφαιρέσουμε το στάδιο των μελετών και ειδικά το αντικείμενο εργασίας των πολιτικών μηχανικών που σε ένα τμήμα του έχει εφαρμοστεί η προηγμένη τεχνολογία των κομπιούτερ, γενικά ο τομέας θεωρείται απ’ αυτούς που με καθυστέρηση και από τους τελευταίους αφομοιώνουν και εφαρμόζουν τα επιτεύγματα της τεχνολογίας. Αυτό είναι φυσικό αν
140
πάρουμε υπόψη μας ότι ο τομέας γενικά δεν έχει αλλάξει τη μέθοδο παραγωγής, συνεχίζοντας να παράγει με το μονολιθικό τρόπο την ο ικοδομή και τα έργα, και οι εργασίες του αποροφούν σε μεγάλο ποσοστό χειρωνακτική δουλιά.
Παρ’όλα αυτά και στον κατασκευαστικό τομέα έχουμε τα τελευταία 15-20 χρόνια μια συνεχή μηχανοποίηση της παραγωγής και εφαρμογή νέων τεχνολογιών που έχουν επιφέρει σημαντικές αλλαγές. Η ευρεία χρησιμοποίηση γερανών για την ανύψωση των υλικών που χρησιμοποιούνται στην οικοδομή και τα έργα, η χρησιμοποίηση έτοιμου σκυροδέματος και η ανύψωσή του με πρέσες, η χρησιμοποίηση βενζινοκίνητων ή ηλεκτροκίνητων μηχανών για το ίσιωμα, το κόψιμο και την κάμψη του σιδηρού οπλισμού, η χρησιμοποίηση με- ταλικών πλαισίων και τυποποιημένων τεμαχίων... για τα ικριώματα (σκαλωσιές) και τον ξυλότυπο, η χρησιμοποίηση μηχανών για το σοθάντισμα κ.ά., είναι ορισμένα απ’ τα δείγματα της μηχανοποίησης και των νέων τεχνολογιών που εφαρμόστηκαν στον τομέα. Η εφαρμογή αυτή εκτόπισε μεγάλο ποσοστό χειρονακτικής δουλιάς και κύρια ανειδίκευτης. Είχε σαν αποτέλεσμα την ανακατάταξη ανάμεσα στις ειδικότητες που υπάρχουν στον κλάδο. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των εργατών μπετόν - αρμέ που η ειδικότητά τους, από την πιο πολυάριθμη πριν μια 20ετία, σήμερα έχει εντελώς εξαφανιστεί.
Η εφαρμογή νέων τεχνολογιών, η μηχανοποίηση και η χρησιμοποίηση νέων υλικών στον τομέα της οικοδομής και των κατασκευών είχε σαν αποτέλεσμα τη μεγάλη αύξηση της παραγωγικότητας της δουλιάς. Η εφαρμογή όμως νέων τεχνολογιών, και η αύξηση της παραγωγικότητας που αυτή συνεπάγεται, όταν γίνεται με αποκλειστικό στόχο το καπιταλιστικό κέρδος, στο βαθμό που δεν υπάρχει διεύρυνση της παραγωγής ή μείωση του εργάσιμου χρόνου οδηγεί σε αύξηση της ανεργίας. Ο τομέας της οικοδομής και των κατασκευών δεν ξέφυγε απ’ αυτόν τον κανόνα. Με τη γενικότερη κρίση που μαστίζει την οικονομία δεν μπορεί να μιλάμε για διεύρυνση της παραγωγής στον τομέα ανεξάρτητα απ’ τις ανάγκες που υπάρχουν σε κατοικία και σε έργα. Έτσι μια απ’ τις αιτίες της μαζικής ανεργίας του κλάδου είναι και η συνεχής αύξηση της παραγωγικότητας απ’ την εφαρμογή των νέων τεχνολογιών χωρίς να υπάρχει αντίστοιχα διεύρυνση της παραγωγής ή μείωση του εργάσιμου χρόνου.
Έ να λοιπόν απ’ τα μέτρα, για την αντιμετώπιση της ανεργίας, που προώθησε ο κλάδος μας ήταν η ντεφάκτο μείωση των ωρών εργασίας σε 35 τη βδομάδα, ενώ παράλληλα με τους αγώνες πιέζει για περισσότερα κονδύλια απ’ τον προϋπολογισμό για δημόσια, αναπτυξιακά και κοινωφελή έργα.
141
Με το να επισημαίνουμε τις επιπτώσεις της εφαρμογής νέων τεχνολογιών στον τομέα δεν σημαίνει ότι στρεφόμαστε ενάντια στην εφαρμογή νέων τεχνολογιών. Κάθε άλλο μάλιστα, η εφαρμογή νέων τεχνολογιών και η μηχανοποίηση,απαλλάσσει'ως έναν βαθμό απ’τη βαριά εξουθενωτική χειρο>νακτική δουλιά τους εργαζόμενους του κλάδου. Η εφαρμογή νέων τεχνολογιών είναι στοιχείο προόδου. Αυτό που θέλουμε να τονίσουμε είναι ότι η εφαρμογή νέων τεχνολογιών δεν μπορεί να γίνεται σε βάρος των εργαζομένων του κλάδου αυξάνοντας την εκμετάλλευσή τους και μεγαλώνοντας την ανεργία.
Σε μια Ελλάδα με μια νέου τύπου οικονομική ανάπτυξη όπως αυτή περιγράφεται στις θέσεις της ΚΕ για το 12ο Συνέδριο, ο τομέας των κατασκευών θα καλεστεί να παίξει αποφασιστικό ρόλο στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας και την εξασφάλιση της απαραίτητης υποδομής. Για να ανταποκριθεί σ ’ αυτόν το ρόλο ο τομέας θα πρέπει πιο αποφασιστικά να αποροφίσει και να εφαρμόσει νέες τεχνολογίες ώστε η παραγωγικότητά του να ανέβει και να μπορεί να εκπληρώνει τον όγκο των καθηκόντων που θα μπαίνουν μπροστά του.
Οι ανάγκες σε έργα κτίρια και κατοικίες είναι τέτιες και τόσες που η εφαρμογή των τεχνολογιών όχι μόνο δεν θα προκαλεί ανεργία αλλά θα απασχολήσει παραγωγικά το άνεργο εργατικό και επιστημονικό δυναμικό του τομέα και ίσως χρειαστεί και η διεύρυνσή του: ζητήματα που απαιτούν συζήτηση για το πόσο γρήγορα και σωστά θα εφαρμοστούν νέες τεχνολογίες στον τομέα είναι:
- Η χρησιμοποίηση και άλλων μεθόδων παραγωγής των οικοδομών και της κατοικίας όπως, προκατασκευή, μικτός τρόπος κλπ.
- Η επαγγελματική εκπαίδευση των εργαζομένων του κλάδου που σήμερα είναι ανύπαρκτη, ώστε να γνωρίζουν τα μέσα και τα υλικά που χρησιμοποιούν.
- Η έγκαιρη έρευνα για τις επιπτώσεις πάνω στην υγεία των εργαζομένων από τη χρησιμοποίηση νέων μηχανών και υλικών και η λήψη των απαραίτητων προστατευτικών μέτρων.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΥΡΟΣ, υφηγητής του Ινστιτούτου Τηλεπικοινωνιών
Τασκένδης (ΕΣΣΔ), έκτακτος καθηγητής ΤΕΙ
Θα σταθώ μόνο στο τελευταίο μέρος της εισήγησης του φίλου Μιχάλη. Σχετικά με τις μεταπτυχιακές σπουδές. Η επιστημονικοτε- χνική επανάσταση βάζει βέβαια επιτακτικά το καθήκον της δη-
142
μιουργΐας επιστημονικού δυναμικού ικανού ν’ ανταπεξέλθει, ν’ αντα- ποκριθεϊ στις απαιτήσεις αυτής της επανάστασης. Θα ήθελα να πω ότι είναι απαραίτητη μια πολύ πιο μελετημένη ταξινόμηση κατά κλάδους και η επισήμανση των ιδιαίτερων, ειδικών προβλημάτων βέβαια που αφορούν τον κάθε κλάδο.
Επειδή άκουσα και την πρώτη ομιλία του κυρίου Λιανού στην πρώτη συνεδρίαση εδώ στο συμπόσιο, ο οποίος ζωγράφισε πολύ σωστά βέβαια την αδύνατη υλικοτεχνική βάση, την αδυναμία στα βιβλία κλπ. Αυτό είναι μια πλευρά του ζητήματος, βιβλιογραφία, βιβλιοθήκες, κλπ. που αφορούν τις κοινωνικές επιστήμες, τις γενικές θεωρητικές επιστήμες αλλά υπάρχουν οι τεχνικές θετικές επιστήμες οι οποίες βέβαια απαιτούν τη δημιουργία υλικοτεχνικής βάσης ικανής να εξασφαλίσει ακριβώς την έρευνα. Η διατριβή δεν είναι η συγγραφή, να καθίσουμε να ξημερώσουμε να τη γράψουμε, αλλά η συγγραφή είναι τα αποτελέσματα της έρευνας που μπορεί να είναι η μακροπρόθεσμη και η οποία μπορεί να είναι μερικές σελίδες. Αν σας πως ότι ο Γκλουσκόφ που ήταν ένας από τους μεγάλους επιστήμονες στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές στο Κίεβο - μακαρίτης βέβαια τώρα - είπε ότι η διδακτορική του διατριβή ήταν 60 σελίδες κι όλο το νόημα το βασάνιζε πολλά χρόνια αλλά στο αποτέλεσμα έφτασε καθήμενος σε μια πέτρα όταν ξεκουραζόταν στον Καύκασο και τότε του ήρθε η ιδέα να γράψει αυτές τις 60 σελίδες οι οποίες κι αποτέλε- σαν τη διδακτορική του συγγραφή. Αγαπητοί φίλοι, ήθελα να εκ- φράσω μια πρόταση, μια γνώμη. Θα πρέπει να φιλοδοξήσουν τα ΑΕΙ της Ελλάδας να πρσελκύσουν κι επιστήμονες από άλλες χώρες. Και παραδείγματα έχουμε από μικρές χώρες, και σοσιαλιστικές και καπιταλιστικές, την Ουγγαρία, τη Βουλγαρία, τη Σουηδία στα τηλεπικοινωνιακά συστήματα μεταγωγής που έχει σχεδόν την πρώτη θέση. Θα μπορούσαν βέβαια και τα ελληνικά ΑΕΙ αφού βέβαια θα πιέσουμε εκείνους τους φορείς οι οποίοι θα πρέπει να λύσουν τα βασικά προβλήματα, να διακριθούν στους τομείς αυτούς, έτσι που να έχουμε και κάποια διεθνή διάκριση σε ορισμένα από τα θέματα αυτά. Για τα στάδια, αγαπητοί φίλοι, και τις βαθμίδες ήθελα να πω ότι κι εδώ θα πρέπει να διατυπωθούν σωστά οι απαιτήσεις που θα έχουμε από έναν επιστήμονα είτε α' είτε β' βαθμίδας. Δεν ξέρω τώρα βέβαια κατά πόσο το master είτε άλλος τίτλος θ’ ανταποκρίνεται, αλλά πρώτο και κύριο βάρος θα πρέπει να είναι το πτυχίο του μηχανικού είτε του επιστήμονα. Εδώ θα πρέπει να είναι το κύριο βάρος. Αυτό αφορά όλη τη μάζα των αποφοίτων. Από εκεί και πέρα νομίζω ότι θα πρέπει να χωρίσουμε δυο βαθμίδες. Τη μια βαθμίδα που θα πρέπει να είναι για τη βασική μάζα των ερευνητών, θεωρητικών ή τεχνιτών και τη δεύτερη βαθμίδα την ανωτάτη που θ’ αφορά τους επιστήμονες με μεγάλη,
143
πολύχρονη, επιστημονική πείρα καθοδήγησης μεγάλων τμημάτων ερευνών, οι οποίοι βέβαια δεν ξέρω πώς θα λέγονται, δόκτορες όπως είναι στη Σοβιετική Ένωση είτε διδάκτορες η προηγούμενη βαθμίδα, αλλά λέω ότι θα πρέπει να μελετήσουμε το μοντέλο του επιστήμονα αυτού; τι θα πρέπει αυτός να κατέχει και τι θα πρέπει να κάνει στη ζωή. Αγαπητοί φίλοι, επειδή έχουμε και μια νύξη από τον σεβαστό πρύτανη του πανεπιστημίου, κ. Σταθόπουλο, για την εκπαίδευση αρχίζοντας από την τεχνική ειδίκευση ήθελα να πω ότι θα ήταν μεγάλο λάθος να τυποποιήσουμε ένα τέτιο σύστημα, στην αρχή να δόσουμε στο νεολαίο μια ειδίκευση και μετά να τον κάνουμε επιστήμονα. Δεν γίνεται αυτό. Η βασική πανεπιστημιακή μόρφωση θα πρέπει να είναι γενική σχεδόν για όλους, στα 2-3 έτη και μετά θα πρέπει ν’ αρχίσει η βαθιά ειδίκευση. Επειδή έχουμε και το σύνθημα εδώ «Πανεπιστήμιο και κοινωνία» πρέπει να πω ότι μέσα στα προβλήματα της εκπαίδευσης πρέπει να ’χουμε και την διαπαιδαγώγηση του ανθρώπου, τη διαπαιδαγώγηση του σύγχρονου επιστήμονα, του προοδευτικού αγωνιστή, για την ειρήνη, για την πρόοδο. Εδώ καλώ όλους τους φοιτητές και σπουδαστές (επειδή εγώ διδάσκω τώρα στα ΤΕΙ) να δείξουν καλό παράδειγμα στη διαμόρφωση ενός τέτιου σύγχρονου επιστήμονα που να έχει αυτά τα προτερήματα και βέβαια οι κομμουνιστές φοιτητές οπλισμένοι με τη θεωρία του μαρξισμού - λενινισμού, θα πρέπει να είναι οι πρωτοπόροι σ’ αυτή την κατεύθυνση.
ΠΕΤΡΟΣ ΝΤΟΥΣΚΟΣ, πολιτικός μηχανικός,
Δρ. Οικονομικών Επιστημών
Αγαπητοί φίλοι, πολλά σπουδαία πράγματα ακούστηκαν απόψε. Θέλω ιδιαίτερα να σταθώ σε δυο προτάσεις που έγιναν: αναφορικά με την προσέγγισή μας με τις σοσιαλιστικές χώρες και ειδικά με τη Σοβιετική Ένωση, πράγμα που σχετίζεται με τη ρωσική γλώσσα στα πανεπιστήμια. Μια κι είναι πολλοί καθηγητές εδώ και πρυτάνεις, αυτό το αίτημα, νομίζω, πρέπει να γίνει αίτημα προτεραιότητας. Μπορώ ακόμα να πληροφορήσω ότι ο Ελληνοσοθιετικός Σύνδεσμος αυτή την προσπάθεια την προβάλλει, διαθέτει και βιβλία, και στα μέλη του διδάσκει τη ρωσική γλώσσα. Είμαστε προς το παρόν το μόνο ίδρυμα που κάνουμε αυτό το έργο στη χώρα μας. Μπορείτε να επισκέπτεστε τη βιβλιοθήκη του συνδέσμου μας. Το δεύτερο θέμα το οποίο πράγματι, το βλέπω πολύ σοβαρό, ήταν η πρόταση του κύριου Μεταξά. για το ένα συνδικάτο και συνένωσή του. με την εργατική τάξη. Θα έλεγα, ήμουν έτοιμος να κάνω μια τέτια πρόταση, κάποια
144
προέκταση αυτής, για συνένωση της Ακαδημίας με τη ΓΣΕΕ. Ανεξάρτητα από το ποιοι είναι σήμερα, όπως είπε ο φίλος ο κ. Σαμαράς, αλλά για το ρόλο που επιφυλάσσει σ ’ αυτά τα δυο ιδρύματα, η Ελλάδα της αλλαγής και κυρίως η σοσιαλιστική Ελλάδα. Πρόκειται για την ενότητα θεωρίας και πράξης. Αυτό θα πραγματοποιηθεί αργά ή γρήγορα. Εμείς δίνουμε το σύνθημα: Κι όπως έλεγε ο Μαρξ, η συνείδηση αργά ή γρήγορα θα ’ρθει ούτως ή άλλως.
Αγαπητοί φίλοι, σχετικά με την επιστημονικο-θιομηχανική επανάσταση σήμερα, ξέρουμε ότι συνίσταται σε τούτο, ξεπερνάει τριών ειδών όρια. Το όριο των φυσικών πρώτων υλών, δίνοντας τις συνθετικές πρώτες ύλες, το όριο της εργατικής δύναμης, το όριο της ενέργειας, δίνοντας τις συνθετικές πηγές από το μικρόκοσμο κι από το μακρόκοσμο. Σ’ αυτό συνίσταται η ουσία της, και άλλες, θέβαια, διακρίσεις έχει. Πώς όμως αυτό το ζήτημα, λύνεται στα δύο συστήματα; (Πρόκειται για διαδικασία που διέπει και τα δυο συστήματα). Τελευταία, θα πω, ότι σαν συνέπεια της κρίσης και σε σχέση μ’ αυτή, εγκαινιάζεται, τη δεκαετία του ’70, στο σύνολο της ανθρωπότητας, το πέρασμα στις εντατικές μέθοδες παραγωγής. Αυτό ονομάστηκε πολιτική ορθολογισμού. Σ’ ότι αφορά τις κεφαλαιοκρατικές χώρες, ονομάστηκε καπιταλιστικός ορθολογισμός, που ύψιστο κριτήριο αυτού του ορθολογισμού είναι το κέρδος. Μια του πλευρά είναι ο τεχνολογικός ορθολογισμός, και αυτός καταπιάνεται με την έρευνα, την επιστήμη, τα ΑΕΙ και όλα τα συναφή στοιχεία που την ενώνουν. Πώς εξειδικεύτηκε αυτή η κατάσταση στη χώρα μας; Στις χώρες της ΕΟΚ. και σ ' όλο το κεφαλαιοκρατικό σύστημα: Αγαπητοί φίλοι, αν από όσες ομιλίες άκουσα εδώ, και χθες και σήμερα, προβάλλεται το εθνικό στοιχείο, η προσωπική μου γνώμη είναι ότι δεσπόζει το υπερεθνικό στοιχείο. Διότι, πώς λειτουργεί το σύστημα της επιστήμης και της έρευνας στην Ελλάδα; Κατ’ επιταγήν της ΕΟΚ, και κατ’ επιταγήν του τριπλευρισμού παραπέρα. Δηλαδή σε πανκαπιταλιστική κλίμακα, ενώνονται ΗΠΑ, ΕΟΚ και Ιαπωνία, κάνουν αυτό που λέγεται την τεχνολογική πλευρά της νεοαποικιοκρατίας, κρατούν οι ΗΠΑ τις θασικές έρευνες, διαθέτουν τις εφαρμοσμένες, και τις υπόλοιπες έρευνες στα άλλα κέντρα. Αυτό μεταφράζεται και στην Ελλάδα. Αυτό το «τρίγωνο» μεταφράζεται και μέσα στην ΕΟΚ, σαν συλλογική, τεχνολογική νεοαποικιοκρατία της ΕΟΚ. Πώς γίνεται; Τα τρία, τα μεγάλα μονοπώλια κρατάν πάλι τις θασικές έρευνες, και τα υπόλοιπα τα στέλνουν στις μικρές χώρες. Στη χώρα μας τι στέλνεται; Η τεχνολογία δεύτερης ποιότητας, η εργασιοφόρα η μεταβατική, όπως λέγεται. Και με βάση την αντιστοιχία, της οικονομίας μας, που είναι συμπληρωματικού τύπου, συμπληρωματική εκείνης της ΕΟΚ, συμπληρωματική κι η.τεχνολογία μας εδώ. Έ τσι λοιπόν
145
και τα πανεπιστήμιά μας, και η έρευνά μας, κατ’ ανάγκη και εξ ορισμού, είναι και θα γίνονται συμπληρωματικά. Τι απομένει να κάνουμε εμείς: Ισως, ορισμένες λειτουργικές έρευνες (και η λειτουργική έρευνα συνίσταται σε τούτο: ότι εξειδικεύει την καινούρια τεχνολογία, στην παραγωγή.) Κι επειδή η τεχνολογία είναι ξένη και έι- σαγόμενη, τα ΤΕΙ μας χρειάζονται. Δεν χρειάζονται επιστήμονες, ερευνητές στην Ελλάδα, (εξού η υποβάθμιση των ΑΕΙ), χρειάζονται όμως κάποιοι άλλοι ερευνητές μικρότερου επιπέδου (εξού, η αναβάθμιση, δήθεν, των ΚΑΤΕΕ, και η δημιουργία των ΤΕΙ). Έ τσι, λοιπόν, αυτή η διαδικασία πραγματοποιείται μέσα από πολλούς δρόμους, κυρίως όμως με βάση το άρθρο 1 της Συνθήκης της Ρώμης, που λέει για την ΕΟΚική αγορά εργασίας. Ποια είναι η εντολή που δίνεται: ότι η εργατική δύναμη πρέπει να αναπαράγεται στα πλαίσια της ΕΟΚ, και να διακινείται στα πλαίσια της ΕΟΚ. Πρέπει να έχει και φυσική βάση του πληθυσμού υγιή, (εξού και μεταρρύθμιση στα ΑΕΙ και το ΕΣΥ κι οι παλινδρομήσεις του), πρέπει να κοιτάζομε και την άλλη πλευρά της ειδικευμένης εργατικής δύναμης, την εξειδίκευσή της και μόρφωσή της, (εξού η βροχή των νομοσχεδίων για τα ΑΕΙ και την τεχνική εκπαίδευση) έτσι λοιπόν οι προδιαγραφές του Έ λ ληνα επιστήμονα σήμερα, του Έλληνα ειδικού, του Έλληνα διανοούμενου,πρέπει να είναι: α) Μετακινήσιμος σε ΕΟΚική κλίμακα, θ) Οχι με εθνική ταυτότητα, όχι τεχνοκράτης, αλλά ευρωκράτης. Αυτή είναι καινούργιαπροδιαγραφή που μπαίνει στην ελληνική εργατική δύναμη.
Επίσης, πρέπει να είναι πολλή αυτή η δύναμη, γιατί ο καπιταλισμός θέλει να έχει πληθώρα, εφεδρική στρατιά.
Έ τσι λοιπόν, αγαπητοί φίλοι, για να τελειώνουμε, μ’ αυτό το πράγμα, πρέπει σ’ όλη αυτή τη διαδικασία, κατά τη γνώμη μου, να επισημάνουμε το κύριο. Και το κύριο είναι η απώλεια της εθνικής ανεξαρτησίας, η συνολική, σφαιρική υποβάθμιση. Είναι για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας μας, που γίνεται αυτό το πράγμα: η άρχουσα τάξη εκχωρεί την πολιτική της κυριαρχία, πιστεύοντας ότι θα διασφαλίσει την οικονομική της κυριαρχία. Είναι η μόνιμη ιδιότητα της άρχουσας τάξης να το κάνει, αυτό όμως που γίνεται στην Ελλάδα είναι μοναδικό. Κι αν συμφωνήσουμε σ’ αυτό το μοναδικό, θα συμφωνήσουμε στα υπόλοιπα, αν η εξιδείκευση θα γίνει προπτυχιακή ή μεταπτυχιακή. Είναι ζητήματα δεύτερα. Αλλη φορά θα τα ξαναπού- με σ’ αυτά τα ζητήματα. Ευχαριστώ.
146
ΘΑΝΑΣΗΣ ΧΑΤΖΗΑΑΚΟΣ, διδάκτωρ Πληροφορικής
στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας Υπολογιστών Πάτρας
Ο αριθμός των ελλήνων ερευνητών σε πληροφορική σ’ όλο τον κόσμο και η υψηλή ποιότητα του έργου τους είναι εντυπωσιακά. (Κι ίσως θα ’ταν ενδιαφέρον για τους μελετητές του χαρακτήρα του λαού μας και του εκπαιδευτικού μας συστήματος να μας πουν γιατί). Οι περισσότεροι, θέθαια, ανάμεσά τους ζουν και εργάζονται στο εξωτερικό και κυρίως στις ΗΓΙΑ. Υπάρχουν όμως και ορισμένοι που βρίσκονται μόνιμα στην Ελλάδα (προέρχονται κυρίως από την ομάδα που δούλεψε στον Δημόκριτο τη δεκαετία του 1970) όπως κι ένας αριθμός από επιστήμονες που πηγαινοέρχονται.
Έ τσι λοιπόν, η ποσότητα και η ποιότητα της έρευνας στην πληροφορική και την επιστήμη των υπολογιστών που γίνεται στην Ελλάδα ή έστω από έλληνες ερευνητές που ζουν και στην Ελλάδα, είναι αξιόλογες. Όμως η κατεύθυνση και το περιεχόμενο της έρευνας αυτής δεν έχει και μεγάλη σχέση με τις ανάγκες της χώρας μας, πράγμα που, όπως είναι γνωστό, είναι από τα βασικά ζητήματα που βάζει το προοδευτικό κίνημα για την έρευνα. Πώς λοιπόν έχει η κατάσταση, και τι μπορεί να γίνει για να αλλάξει προς τη σωστή κατεύθυνση;
Πρώτα απ’ όλα τι είδους έρευνα γίνεται σήμερα στα ελληνικά ΑΕΙ και ερευνητικά ιδρύματα για την πληροφορική; Κυρίως δύο ειδών. Η πρώτη είναι έρευνα που στρέφεται γύρω από τα θέματα με τα οποία ασχολούνταν ο ερευνητής όταν σπούδαζε ή ερευνούσε στο εξωτερικό (στην πληροφορική είναι σχεδόν ανύπαρκτες οι περιπτώσεις ερευνητών που δεν έχουν σπουδάσει ή ζήσει στο εξωτερικό). Τέτιου είδους έρευνα συνήθως έχει τα εξής χαρακτηριστικά:
- Είναι σε θεωρητικά κυρίως θέματα.- Απασχολεί μονάχα τον ίδιο τον ερευνητή ή και ένα-δυο συ
νεργάτες του.- Δεν συνδέεται ούτε σαν αφορμή αλλά ούτε και σαν αποτέλεσμα
με τις ανάγκες της χώρας, ερευνητικές ή παραγωγικές.Η δεύτερη κατηγορία ερευνών είναι ερευνητικά προγράμματα
διεθνή, σε κάποιο βαθμό εφαρμοσμένα και χρηματοδοτούμενα από το εξωτερικό - κυρίως πρόκειται για προγράμματα της ΕΟΚ (Esprit, Race κ.ά.) σπανιότερα του ΝΑΤΟ ή άλλων οργανισμών. Το πρόβλημα με αυτού του είδους την έρευνα - από τη σκοπιά της ανεξάρτητης ανάπτυξης της χώρας μας πάντοτε - είναι ότι ούτε αυτά δεν έχουν μεγάλη σχέση με τις ανάγκες της Ελλάδας.
147
Συζητώντας το θέμα αυτό με επιστήμονες του κλάδου στην Ελλάδα - που, πρέπει να σημειώσουμε, πολλοί ανάμεσά τους είναι προοδευτικοί και τους απασχολεί το ερώτημα - πήρα την απάντηση ότι, πέρα από τις γενικότερες δυσκολίες που υπάρχουν για την έρευνα στην Ελλάδα - χρηματοδότηση, συνθήκες κλπ. - υπάρχει κι ένα άλλο σοβαρό θέμα:
«Τι εννοείς», μου είπαν, «έρευνα που να 'χει σχέση με τις ανάγκες της χώρας; Μπορείς να το συγκεκριμενοποιήσεις;»
(Καμιά φορά,όταν συζητάς με ανθρώπους με τους οποίους καταρ- χήν συμφωνείς, η συζήτηση γίνεται πιο δύσκολη. Η γενικότητα, τα άυνθήματα, δεν βοηθάν καθόλου.)
Η προσπάθεια για συγκεκριμενοποίηση των ερευνητικών θεμάτων σε πληροφορική που θα ήταν συνδεμένα με τις ανάγκες της χώρας χτυπούσε σε ένα σημαντικό εμπόδιο. Κάθε φορά που πρότεινα κάτι η αντίδραση του συνομιλητή μου ήταν:
«Μα αυτό δεν είναι έρευνα, είναι εφαρμογή.»Επειδή η συζήτηση έγινε πολλές φορές και με διάφορα πρόσω
πα, νομίζω ότι η αντίδραση αυτή έχει κάποια αντικειμενική βάση.Το πρόβλημα είναι ότι ο ορισμός της έρευνας, υπεραπλου
στεύοντας λιγάκι, είναι «ό,τι είναι δημοσιεύσιμο στο Journal του ACM» το εγκυρότερο ίσως διεθνώς αμερικανικό περιοδικό για τα θέματα της επιστήμης της Πληροφορικής. Και πράγματι, νομίζω ότι τα προβλήματα της έρευνας και της παραγωγής της χώρας μας δεν είναι δημοσιεύσιμα στο Journal του ACM. Αυτό λοιπόν είναι ένα πραγματικό πρόβλημα που έχουν να αντιμετωπίσουν οι προοδευτικοί ερευνητές της χώρας μας.
Θα ’θελα να καταλήξω κάνοντας μια πρόταση για το πώς ίσως μπορεί να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα. Προτείνω να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης και μακροπρόθεσμης επιλογής καριέρας για τους φτασμένους ερευνητές και καθηγητές μας στην πληροφορική το να ασχοληθούν ερευνητικά με τέτια προβλήματα. Δηλαδή να επιλέξουν ότι για 5-10 χρόνια δεν θα συνεχίσουν την ατομική τους έρευνα, σε βάρος ίσως της προσωπικής τους ερευνητικής εξέλιξης, ούτε θα α- ναλάβουν χρηματοδοτούμενα έργα της ΕΟΚ (το πρόβλημα δεν είναι ποιος χρηματοδοτεί αλλά ποιος καθορίζει το περιεχόμενο της έρευνας. Δεν θα πείραζε αν πρόκειται για έρευνα που ορίσαμε εμείς και χρηματοδοτεί η ΕΟΚ). Αλλά θα καθήσουν να μελετήσουν τις ανάγκες της ελληνικής βιομηχανίας, και θα «βγάλουν» ερευνητικά αντικείμενα από εκεί με τα οποία θα ασχοληθούν οι ίδιοι, οι νεώτεροι ερευνητές και οι μεταπτυχιακοί φοιτητές τους.
Καταλαβαίνω ότι κάτι τέτιο δεν είναι απλό. Ούτε από προσω
148
πική άποψη, ούτε από επιστημονική. Ίσως όμως είναι αναγκαίο - πάντοτε από τη σκοπιά της ανεξάρτητης οικονομικής και τεχνολογικής ανάπτυξης της χώρας μας.
Γραπτή Παρέμβαση
ΘΥΜΙΟΣ ΛΙΑΡΟΚΑΠΗΣ, επίκουρος καθηγητής του Τομέα Φυσικής
του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου
Τον τελευταίο καιρό γίνεται πολύς λόγος από την κυβέρνηση για την ανάγκη να προλάβει η χώρα το τρένο της τεχνολογίας με την έννοια της ανάγκης εισαγωγής των νέων τεχνολογιών στην παραγωγή. Γίνεται λοιπόν πρωτεύον το ζήτημα αν, και με ποιο τρόπο, θα μπορέσουν να μεταφερθούν οι νέες τεχνολογίες στη χώρα μας. Για να δοθεί μια απάντηση σ’ αυτό το καυτό θέμα είναι χρήσιμο να ανατρέξουμε στο παρελθόν και να δούμε αν έγινε μεταφορά τεχνολογίας στην Ελλάδα, με ποιο τρόπο επιτεύχθηκε, και αν πέτυχε η προσπάθεια αυτή. Έ τσι θα μπορέσουμε να αποφύγουμε τα λάθη που έγιναν μέχρι τώρα.
Τα στατιστικά στοιχεία μας λένε λοιπόν τα εξής χαρακτηριστικά:
1). Από τα Διπλώματα Ευρεσιτεχνίας (ΔΕ) που κατοχυρώνονται, μόνο ένα μικρό ποσοστό χρησιμοποιείται από τη χώρα. Δηλαδή όταν κατοχυρωθούν δεν υπάρχει η ανάγκη να γίνει η αντίστοιχη επένδυση για την παραγωγή τους, αφού έχει εξασφαλιστεί η αγορά των προϊόντων.
2) Η ίδια τεχνογνωσία μπορεί να αγοραστεί από διάφορες επιχειρήσεις ανεξάρτητες η μια από την άλλη.
149
3) To 70% των royalties στην Ελλάδα έχουν κάποιο περιοριστικό όρο. Αυτός μπορεί να αφορά την τιμή πώλησης, τον τρόπο διαφήμισης, τον περιορισμό των εξαγωγών, την απαγόρευση να πω- λούνται ανταγωνιστικά προϊόντα κ.ά. Οι περισσότεροι περιορισμοί αφορούν προϊόντα που προέρχονται από τις ΗΠΑ.
4) Το σύνολο σχεδόν των δαπανών για royalties πηγαίνουν στις ΗΠΑ (30%), ΕΟΚ (50%) και Ελβετία (18%).
Δηλαδή η τεχνολογική μας εξάρτηση είναι κάτι παραπάνω από προφανής.
5) Το '/λ περίπου των royalties αφορούν εμπορικά σήματα, (το 44% πηγαίνει για πληρωμές σε know-how και εμπορικά σήματα, και μόνο 22% για καθαρό know-how).
Αυτό σημαίνει ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των royalites πληρώνεται για την αγορά του ονόματος της ξένης φίρμας χωρίς κανένα όφελος από άποψη τεχνογνωσίας για τη χώρα. Από την άλλη μεριά με την κατάλληλη διαφήμιση εκτοπίζονται παραδοσιακά ελληνικά προϊόντα (π.χ. παπούτσια, ρούχα) από την αγορά.
6) Οι μεγαλύτερες πληρωμές για royalties αλλά και το μεγαλύτερο μέρος των ΔΕ γίνονται από θυγατρικές εταιρίες πολυεθνικών ή μικτές με συμμετοχή ξένου κεφαλαίου μεγαλύτερη από 50%. Π.χ. αυτές οι επιχειρήσεις αποτελούσαν το 1978 το 19% του συνόλου των επιχειρήσεων, είχαν όμως συμμετοχή στις πληρωμές των royalties 57%. Αν λάβουμε υπόψη και το γεγονός ότι οι ξένες εταιρίες συνεργάζονται με άλλες ελληνικές εταιρίες πολύ λιγότερο από τις αντίστοιχες ελληνικές, καθίώς και ότι τα εργοστάσια των πολυεθνικών είναι συνήθως κατασκευασμένα με το κλειδί στο χέρι, καταλαβαίνουμε ότι είναι περιορισμένη η διάχυση της τεχνογνωσίας στην υπόλοιπη χώρα.
Με το συγκεκριμένο θέμα έχει σχέση και η περίφημη ιστορία για τα αντισταθμιστικά οφέλη από της αγορές του αιώνα, την κατασκευή δηλαδή σούπερ ηλεκτρονικών συστημάτων για οπλικά συστήματα. Ακόμη και αν πραγματοποιηθεί αυτή η επένδυση είναι αμφίβολο αν 0α προσφέρει τίποτα στη μεταφορά τεχνολογίας στη χώρα μας.
7) Τα πανεπιστήμια, τα ερευνητικά κέντρα και γενικότερα ολόκληρη η εκπαιδευτική διαδικασία είναι αποκομμένη από την παραγωγή. Δηλαδή η όποια μεταφορά τεχνολογίας δεν έχει δεθεί με την εκπαίδευση και την ερευνητική πολιτική της χώρας. Δεν θα μπορούσε όμως να γίνει διαφορετικά, αφού δεν πρόκειται για πραγματική μεταφορά τεχνολογίας αλλά για απλή αγορά μηχανημάτων με το κλειδί στο χέρι. Και σ' αυτήν την περίπτωση υπάρχει ανάγκη για α-
150
πλους χρήστες των μηχανημάτων και όχι για εξειδικευμένο προσωπικό που Οα 'χει στόχο να αναπαράγει νέα μηχανήματα ώστε να πά- ψει η τεχνολογική εξάρτηση της χώρας. Και μάλιστα το κράτος στο όνομα της βιομηχανικής ανάπτυξης ενθάρρυνε με χαριστικά δάνεια τη συνεχή αγορά νέων μηχανημάτων, υποσκάπτοντας τα θεμέλια της όποιας προσπάθειας δημιουργίας τεχνικής υποδομής για την κατασκευή ανάλογων μηχανημάτων. Έ τσι η βιομηχανία στηρίζεται αποκλειστικά στην εισαγωγή νέων μηχανημάτων όλων με το κλειδί στο χέρι, για την αύξηση της παραγωγής. Η τεχνολογία όμως αλλάζει ραγδαία, η χώρα δεν προλαβαίνει να προσαρμοστεί, τα προϊόντα γίνονται μη ανταγωνιστικά και οι βιομηχανίες προβληματικές.
Με αυτά τα δεδομένα τι κάνει η κυβέρνηση;
α) Ρίχνει τα βάρη στους εργαζόμενους που είναι οι χειρότερα α- μοιθόμενοι στην ΕΟΚ. ελπίζοντας να περιορίσει έτσι το κόστος και την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων.
θ) Χαρίζει νέα χρήματα στους βιομήχανους για εκσυγχρονισμό, δηλαδή για νέες αγορές μηχανημάτων με το κλειδί στο χέρι.
γ) Αναγκάζει τους ερευνητές να ασχοληθούν με τα ΕΟΚικά προγράμματα Esprit, Race κλπ. τα αποτελέσματα των οποίων μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο από τις αναπτυγμένες χώρες της ΕΟΚ.
δ) Ουσιαστικά παραιτείται από τη χάραξη αναπτυξιακής ερευνητικής πολιτικής με την παράδοση των ερευνητών στα χέρια των μονοπωλίων ντόπιων και ξένων.
Τι θα ’πρεπε να γίνει:
- Να αυξηθούν οι δαπάνες για έρευνα που αποτελούν μόλις το0.28“„ του ΑΕΠ. καθώς και ο αριθμός των ερευνητών (0,3°' της ΕΟΚ)Ί
- Να χαραχτεί αναπτυξιακή ερευνητική πολιτική με οδηγό τις κρατικές επιχειρήσεις.
- Να κοπούν τα χαριστικά δάνεια ώστε να στραφούν οι βιομηχανίες στην ανάπτυξη νέας τεχνολογίας από μόνες τους.
- Να μπουν φραγμοί που να προφυλάξουν τα ελληνικά προϊόντα ώστε να βελτιωθούν και να γίνουν ανταγωνιστικά.
I. Τα στατιστικά στοιχεία έχουν παρθεί από το βιβλίο Licensing και Βιομηχανική Ανύπτοξη. Η περίπηοση της Ελλάδας. Δ. Κάξη, X. Περράκη, ΚΕΠΕ 1984
1S1
ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΙΚΟ ΟΡΓΑΝΟ ΣΥΝΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ
ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ (ΣΟΣΣΕΙ)
Το Συντονιστικό Ό ργανο των Συνεργαζομένων Σωματείων Ερευνητικών Ιδρυμάτων συντονίζει τη δράση των συλλόγων των εργαζομένων στον Δημόκριτο , το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (ΕΙΕ), το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), το Εθνικό Αστεροσκοπείο (ΕΑ) το Εθνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών (ΕΚΘΕ, πρώην ΙΩΚΑΕ) και το Ινστιτούτο Παστέρ.
Η κυβέρνηση ύστερα από παλινδρομήσεις 2 περίπου χρόνων έφερε στη Βουλή και ψήφισε με την κοινοβουλευτική της πλειοψηφία στις αρχές του 1985 το νόμο 1514/85 που αναφέρεται στην «Ανάπτυξη της Επιστημονικής και Τεχνολογικής Έρευνας στην Ελλάδα». Η καθυστέρηση αυτή οφείλεται στις εσωτερικές αντιθέσεις της κυβέρνησης αλλά και περισσότερο στους αγώνες των εργαζομένων, που διεκδικούσαν την ψήφιση ενός νόμου που θα προέβλεπε δημοκρατικές δομές στις ερευνητικές διαδικασίες και θα διευκόλυνε την ανάπτυξη του τόπου. Η κυβέρνηση απέρριψε τις προτάσεις των εργαζομένων στην έρευνα αλλά και των σημαντικότερων επιστημονικών και πανεπιστημιακών φορέων της χώρας, οι οποίοι σε κοινή διακήρυξή τους* πρότειναν συγκεκριμένες ρυθμίσεις και διατάξεις.
Δύο χρόνια μετά την ψήφιση του νόμου 1514/85 τα βασικά προβλήματα στο χώρο της έρευνας είναι τα εξής:
I. Η έλλειψη δημοκρατικού προγραμματισμού και ελέγχου
Η κυβέρνηση με το νόμο 1514/85 θεσμοθέτησε το Εθνικό Γνωμο- δοτικό Συμβούλιο της Έρευνας (ΕΓΣΕ) στο οποίο συμμετέχουν και εκπρόσωποι φορέων (όπως του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας (ΤΕΕ), της ΓΣΕΕ κλπ.). Οι εργαζόμενοι στα ερευνητικά κέντρα με την ενεργό συμμετοχή και συμπαράσταση όλου του επιστημονικού κόσμου της χώρας αγωνίστηκαν ώστε να υπάρξει μεγαλύτερη συμμετοχή των εκπροσώπων των εργαζομένων στο ΕΓΣΕ και να αυξηθούν οι αρμοδιότητες του οργάνου αυτού.
• ΙΙι/|Ί/πΟι;τ«ι στο χι.'/λΚ της πι/ρι':μΗ«ιπιι;.
152
Η κυβέρνηση όμως, μέχρι σήμερα δύο χρόνια μετά την ψήφιση του νόμου, δεν συγκρότησε σε σώμα το ΕΓΣΕ, καθιστώντας αδύνατη έστω και μια πενιχρή συμμετοχή των εργαζομένων στη διαμόρφωση των κυβερνητικών επιλογών που αφορούν την έρευνα και την ανάπτυξη.
Επίσης στα όργανα διοίκησης των ερευνητικών κέντρων η συμμετοχή των εργαζομένων είναι ανύπαρκτη. Παράλληλα οι εκδηλώσεις αυταρχισμού στα κέντρα είναι συνηθισμένες. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι η μεγάλη επιστημονική εξειδίκευση και η άρτια επαγγελματική κατάρτιση που απαιτείται στο χώρο της έρευνας καθιστά ολοένα και περισσότερο επιτακτική τη συμμετοχή των εργαζομένων στη λήψη των αποφάσεων. Η έλλειψη δημοκρατικών διαδικασιών λειτουργεί πραγματικά σαν τροχοπέδη που εμποδίζει την ανάπτυξη.
Ο αυταρχισμός της κυβέρνησης εκδηλώθηκε και στη διαμόρφωση των ΠΔ για την οργάνωση των ερευνητικών κέντρων, που προβλέπει ο νόμος 1514/85, μερικά απ’ τα οποία έχουν ήδη δημοσιευθεί. Αυτά τα διατάγματα έγιναν ουσιαστικά ερήμην των εργαζομένων στα κέντρα που αφορούν.
Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθούν οι σημαντικοί αγώνες των εργαζομένων στον Δημόκριτο που στόχευαν και στοχεύουν στη βελτίωση του προεδρικού διατάγματος που αφορά το κέντρο αυτό. Οι αγώνες αυτοί που έγιναν με τη συμπαράσταση των εργαζομένων και στα άλλα ερευνητικά κέντρα, με το συντονισμό του ΣΟΣΣΕΙ, το περασμένο καλοκαίρι πέτυχαν την απάλειψη ορισμένων μόνο διατάξεων που θα ήταν καταστρεπτικές για την απόδοση του Δημόκριτου. Τα υπόλοιπα αιτήματα και υποδείξεις των εργαζομένων του Δημόκριτου δεν ικανοποιήθηκαν. Έτσι στο διάταγμα που προωθείται, προ- βλέπεται η κατάργηση της Διεύθυνσης Υγειοφυσικής σαν αυτοτελούς τμήματος, η υποθάθμιση του Εργαστηρίου Ελέγχου Ραδιενέργειας του Περιβάλλοντος και άλλων εργαστηρίων, ενώ απαλείφθηκε καίρια διάταξη που δίνει τη δυνατότητα μονιμοποίησης του τεχνικού και διοικητικού προσωπικού.
Εξάλλου είναι φανερό ότι η κυβέρνηση προωθεί επιλεκτικά την έκδοση των προεδρικών διαταγμάτων για τους οργανισμούς των ερευνητικών κέντρων. Είναι χαρακτηριστικό ότι καμία διαδικασία για την έκδοση του προεδρικού διατάγματος για το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (ΕΙΕ) δεν έχει προχωρήσει. Με το διάταγμα αυτό θα γίνει δυνατή στην πράξη η λειτουργία του ΕΙΕ ως ΝΠΔΔ, όπως προβλέπει ο
153
ν. 1514 και όπως ζητούν επίμονα οι εργαζόμενοι στο ΕΙΕ και το σωματείο τους. Έτσι εξακολουθεί το καθεστώς ιδιωτικού δικαίου στο ΕΙΕ, που επιτρέπει ανεξέλεγκτες αυθαιρεσίες των διευθυντών του.*
2. Η ανεπαρκέστατη χρηματοδότηση
Είναι γνωστό ότι η Ελλάδα συγκαταλέγεται μεταξύ των χωρών που αποδίνουν ελάχιστη σημασία στην έρευνα και ανάπτυξη. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι οι δαπάνες για έρευνα το 1986 υπολογίζονται γύρω στο 0,25% του ΑΕΠ, και ότι όλα τα τελευταία χρόνια παραμένουν γύρω και συνήθως κάτω από το απαράδεκτα χαμηλό αυτό ποσοστό. Είναι εξάλλου κοινά παραδεκτό ότι οι ελάχιστες δαπάνες για τις ερευνητικές δραστηριότητες μιας χώρας πρέπει να είναι γύρω στο 1% του ΑΕΠ, προκειμένου να αρχίσουν να αποδίδουν, ενώ στις αναπτυγμένες χώρες είναι πάνω από 2%. Είναι επίσης γνωστό ότι οι πραγματικές δαπάνες για έρευνα στο Δημόκριτο, πέρα από μισθούς, μειώθηκαν πάνω από 20% σε σταθερές τιμές, ενώ στο ΕΙΕ η αντίστοιχη μείωση ξεπέρασε το 30%. Αλλά και στα άλλα ερευνητικά κέντρα (ΕΚΚΕ, Παστέρ, Εθνικό Αστεροσκοπείο) οι δαπάνες ήταν μειωμένες. Εξάλλου οι προϋπολογισμοί για το 1987 προδικάζουν την ίδια ή και μεγαλύτερη λιτότητα.
Έ τσι η ελλειπέστατη χρηματοδότηση της έρευνας και ανάπτυξης από την κυβέρνηση οδηγεί σε διεύρυνση του χάσματος που χωρίζει τη χώρα μας από τις αναπτυγμένες χώρες. Ουσιαστικά η πολιτική αυτή υποθηκεύει όχι μόνο το παρόν, αλλά και το μέλλον της χώρας.
3. Εργασιακά προβλήματα
Η πολιτική της λιτότητας και του αυταρχισμού που εφαρμόζεται οξύνει και τα εργασιακά προβλήματα. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τις απαράδεκτες συμβάσεις έργου που εφαρμόζονται για πολλούς εργαζόμενους στα περισσότερα ερευνητικά κέντρα. Με τις συμβάσεις αυτές υποβαθμίζονται ακόμη περισσότερο οι όροι εργασίας και οι αμοιβές ικανού προσωπικού που εργάζεται με υποχρεώσεις πλήρους απασχόλησης.
Είναι επίσης γνωστό ότι αρκετές φορές έχουν διωχθεί εργαζόμενοι μεταξύ των οποίων και συνδικαλιστές. Οι διώξεις αυτές εστό-
* Με τροπολογία που ψηφίστηκε τον Αύγ. '87, το καθεστώς του ΕΙΕ καθορίζεται σαν ιδιωτικού δικαίου (σημ.της σύνταξης).
154
χευαν στον παραδειγματισμό και των άλλων εργαζομένων, ώστε να γίνει δυνατή η απρόσκοπτη λειτουργία των αυταρχικών δομών που προπαγανδίζει και θεσμοθετεί η κυβέρνηση.
Σημαντικό πρόβλημα που απασχολεί τους εργαζόμενους στην έρευνα είναι οι προθλεπόμενες κρίσεις του επιστημονικού προσωπικού. διότι οι διατάξεις του ν. 1514 85 δεν παρέχουν εγγυήσεις για διαφάνεια και αξιοκρατία. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού οι εργαζόμενοι προτείνουν τη θεσμοθέτηση δευτεροβάθμιας κρίσης και τη συμμετοχή εκπροσώπων τους στις επιτροπές κρίσης.
Τέλος θα πρέπει να αναφερθεί ότι η κυβέρνηση σχεδιάζει να τροποποιήσει τον ν. 1514/85. Ό λες όμως οι σχετικές διεργασίες προχωρούν με απόλυτη μυστικότητα. Έτσι οι εργαζόμενοι στα ερευνητικά κέντρα, έχοντας υπόψη τους τις εξελίξεις τις κυβερνητικής πολιτικής στα θέματα της έρευνας, υποψιάζονται ότι με τις τροπολογίες αυτές επιδιώκεται να αφαιρεθούν και οι ελάχιστες θετικές διατάξεις που περιέλαβε ο νόμος, μετά τις έντονες προσπάθειές τους στο χώρο της έρευνας.
Το ΣΟΣΣΕΙ υπέβαλε πρόσφατα στο Υπουργείο Βιομηχανίας Ενέργειας και Τεχνολογίας (ΥΒΕΤ) συγκεκριμένες ολοκληρωμένες προτάσεις για την τροποποίηση του ν. 1514/85, ύστερα από πρόσκληση του νέου υπουργού ΥΒΕΤ. Παρ' όλο όμως που πέρασαν πάνω από δύο μήνες, καμία ένδειξη για την έναρξη διαλόγου για το βασικό αυτό θέμα δεν υπάρχει.
Έ τσι η πολιτική της λιτότητας του αυταρχισμού και της αυθαιρεσίας στο χώρο της έρευνας συνεχίζεται, με αποτέλεσμα την υ- ποβάθμιση και το μαρασμό των ερευνητικών κέντρων. Η κυβέρνηση φαίνεται ότι αδυνατεί να βγάλει το βασικό συμπέρασμα, ότι κανένα νομοθετικό πλαίσιο και καμιά πρακτική δεν μπορεί να αποδόσει όταν συναντά την καθολική αντίδραση των εργαζομένων σ’ αυτό τον χώρο. Οι εργαζόμενοι όμως στα ερευνητικά κέντρα είναι αποφασισμένοι με τον ενωμένο αγώνα τους να συμβάλουν στην αντιστροφή αυτής της πορείας και στην ανάπτυξη της έρευνας σαν βασική προϋπόθεση για την ίδια την ανάπτυξη της χώρας.
ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΓΙΑ ΜΙΑ ΣΩΣΤΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΜΑΣ
Οι φορείς που υπογράφουν τη διακήρυξη αυτή πιστεύουν ότι:Ο ρόλος της Έρευνας και Τεχνολογίας (Ε & Τ) είναι σήμερα απο
φασιστικός κι αναντικατάστατος προκειμένου να πετύχουμε την παρα
155
γωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας μας. τη στήριξη και διεύρυνση του δημόσιου τομέα της παραγωγής και την επιστημονική, πολιτιστική και κοινωνική ανάπτυξη προς όφελος του λαού και του τόπου. Μια ανάπτυξη της Ε & Τ στην κατεύθυνση αυτή είναι επομένως ζήτημα που αφορά, πολύ πέρα από την επιστημονική κοινότητα, όλους τους εργαζόμενους αλλά και τον λαό στο σύνολό του. Μια τέτια ανάπτυξη, χαρακτηριστικά παραμελημένη μέχρι σήμερα πρέπει πλέον να ξεκινήσει άμεσα και ουσιαστικά και για το σκοπό αυτό χρειάζονται α) ένα θεσμικό πλαίσιο βασισμένο στις αρχές του δημοκρατικού προγραμματισμού και του λαϊκού ελέγχου, που Οα αςιοποιεί σωστά το εθνικό επιστημονικό δυναμικό και θα διασφαλίζει την ενεργή συμμετοχή του στις διαδικασίες προγραμματισμού, υλοποίησης και αποτίμησης της Ε & Τ και β) μια εξασφάλιση πόρων πολλαπλάσιων του σημερινού απαράδεκτα χαμηλού 0,2"ο του ΑΕΠ ώστε να μπορέσει να λειτουργήσει αποδοτικά ένα πλέγμα Ε & Τ δραστηριοτήτων στη χώρα. Οι πηγές χρηματοδότησης δεν πρέπει βέβαια να υπονομεύουν με κανένα τρόπο την ανεξαρτησία των επιλογών μας στην Ε & Τ όπως το ΝΑΤΟ και η ανεξέλεγκτη χρηματοδότηση από τον ιδιωτικό τομέα. Το πλέγμα αυτό θα στοχεύει στο να περιορίζει προοδευτικά αλλά ταχύρυθμα την τεχνολογική εξάρτηση της χώρας μας, στηριγμένο στο εθνικό επιστημονικό δυναμικό και την ισότιμη διεθνή συνεργασία και συνδεδεμένο άμεσα με την εκπαίδευση και την παραγωγή.
Το θεσμικό πλαίσιο πρέπει να διαμορφωθεί με την ενεργό συμμετοχή και συνδρομή των φορέων των εργαζομένων στα ερευνητικά ιδρύματα και τα ΑΕΙ, κύρια των ερευνητών και των σπουδαστών, των λοιπών επιστημονικών οργανώσεων και των επιστημόνων που στελεχώνουν βασικούς τομείς της παραγωγής. Το πλαίσιο αυτό:
α) Πρέπει να δημιουργεί κεντρικά καθοδηγητικά όργανα προγραμματισμού και ελέγχου όπου να συμμετέχουν οι φορείς αυτών που επωμίζονται τα καθήκοντα υλοποίησης της Ε & Τ καθώς και αυτών που είναι αποδέκτες των προϊόντων αυτής της δραστηριότητας, δηλαδή οι φορείς των εργαζομένων, της ΤΑ καθώς και τα κόμματα. Χρειάζονται όργανα με δημοκρατικό κύρος ώστε να εγγυώνται και να μεριμνούν αυστηρά για μια αξιοκρατική και αποδοτική λειτουργία της Ε & Τ.
θ) Πρέπει να δημιουργεί δημοκρατικές δομές και στους τόπους άσκησης της Ε & Τ, που είναι τα κάθε φύσης ερευνητικά εργαστήρια, ινστιτούτα και κέντρα και να κατοχυρώνει τέτιες δομές σε χώρους που ήδη υπάρχουν, όπως τα ΑΕΙ.
γ) Το πλαίσιο αυτό πρέπει να κατοχυρώνει τα εργασιακά θέματα με τρόπο που να εξασφαλίζει τους εργαζόμενους στην έρευνα και να επιτρέπει την επαγγελματική τους εξέλιξη μέσα από αξιοκρατικές και δίκαιες κρίσεις.
Για μια σωστή ανάπτυξη της Ε & Τ στη χώρα μας θεωρούμε σαν ένα από tu πρώτα απαραίτητα βήματα την άμεση προώθηση ενός θεσμικού νόμου με περιεχόμενο και διαδικασίες σύνταξης σύμφωνα με όσα εκθέτουμε παραπάνω. Σε πλήρη αντίθεση με αυτόν βρίσκεται εντούτοις
156
το περιεχόμενο και η διαδικασία σύνταξης του σχ. νόμου «Για την ανάπτυξη της επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας» που έχει καταθέσει το ΥΠΕΤ (Υπουργείο Προγραμματισμού Ερευνας και Τεχνολογίας) για συζήτηση στη Βουλή διότι:
I. Το Σχέδιο Νόμου συντάχθηκε πίσω από κλειστές πόρτες από μια μικρή ομάδα «ειδικών», ερήμην των άμεσα ενδιαφερομένων, δηλαδή των εργαζομένων στα ερευνητικά ιδρύματα και τα ΑΕΙ, αλλά και των λοιπών επιστημονικών, κοινωνικών και πολιτικών φορέων και στη συνέχεια προωθήΟηκε στη Βουλή αιφνιδιαστικά και με τη διαδικασία του επείγοντος. πράγμα απαράδεκτο για ένα θεσμικό σχ. νόμου εθνικής σημασίας.
Ό χ ι μόνο δεν ζητήθηκε η γνώμη των άμεσα ενδιαφερομένων αλλά είναι χαρακτηριστικό της στάσης του ΥΠΕΤ απέναντι τους ότι στην εισηγητική έκθεση του σχ. νόμου αποκρύβονται τα πραγματικά αίτια της κατάστασης της έρευνας στη χώρα μας και επιχειρείται με απαράδεκτους ισχυρισμούς να επιρριφθεί η ευθύνη για τα κακώς κείμενα αποκλειστικά σχεδόν στο επιστημονικό προσωπικό των ερευνητικών ιδρυμάτων και των ΑΕΙ.
II. Το περιεχόμενο του Σχ. Νόμου:1. Περιορίζεται στα θέματα έρευνας και τα αποσυνδέει από τα θέμα
τα τεχνολογικής ανάπτυξης, για τα οποία εντούτοις δίνει στο άρθρο 3, «εν λευκώ», όλες τις σχετικές αρμοδιότητες στο ΥΠΕΤ.
2. θεσμοθετεί ένα αυταρχικό και συγκεντρωτικό πλαίσιο προγραμματισμού και λειτουργίας της έρευνας με κύρια χαρακτηριστικά:
α) Ένα ανίσχυρο και πρακτικά απόλυτα ελεγχόμενο από τον Υπουργό Ε & Τ. Εθνικό Γνωμοδοτικό Συμβούλιο Έρευνας (ΕΓΣΕ, Αρθρο 4).
β) μια αυταρχική δομή στα ερευνητικά κέντρα και ινστιτούτα βασισμένη σε διευθυντές - αφεντικά που επιλέγονται από διαδικασίες έμμεσα ελεγχόμενες από τον Υπουργό Έρευνας και Τεχνολογίας (άρθρα 9 έως 12) και μία αντίστοιχη δομή για τα ακαδημαϊκά κέντρα και μεταπτυχιακά ινστιτούτα των ΑΕΙ (άρθρα 13 και 14), με τα οποία επιχειρεί να α- ποσπάσει την έρευνα από τα ΑΕΙ, δηλαδή να την κρατήσει έξω από τον έλεγχο των δημοκρατικών πανεπιστημιακών οργάνων (ας σημειωθεί ότι σύμφωνα με το άρθρο 8 τα ΑΕΙ δεν συγκαταλέγονται ανάμεσα στους ερευνητικούς και τεχνολογικούς φορείς), αλλά και να ελέγξει λειτουργίες που επιδρούν άμεσα στην απόδοση και εξέλιξη των μελών του ΔΕΠ.
γ) Διαδικασίες αξιολόγησης και αποτίμησης ερευνητικών προγραμμάτων καθώς και κρίσεις για πρόσληψη και προώθηση ερευνητών, μέσα από όργανα έμμεσα (μέσω ΕΓΣΕ) ελεγχόμενα από τον Υπουργό Έ ρευνας και Τεχνολογίας (άρθρα 5 και 16).
δ) Εξουσιοδοτήσεις του Υπουργού Έρευνας και Τεχνολογίας ώστε με Π Δ να «συνιστώνται, ενοποιούνται, χωρίζονται, μεταφέρονται, μετα- τρέπονται και καταργούνται» κέντρα και ινστιτούτα όλων των κατηγοριών (άρθρο 28).
3. Στα θέματα προσωπικού το Σχέδιο Νόμου προβλέπει κατηγορίες ερευνητών με υποβαθμισμένη σχέση με το κέντρο ή ινστιτούτο όπου
157
εργάζονται και ακαθόριστες διαδικασίες επιλογής και κρίσης τους, όπως οι συνεργαζόμενοι ερευνητές και οι μεταπτυχιακοί υπότροφοι των οποίων τη συμμετοχή αποκλείει ρητά από οποιοδήποτε όργανο διοίκησης (άρθρα 19 και 25). Επίσης δημιουργεί εργασιακή ανασφάλεια στην Δ' βαθμίδα, κάτι που θίγει τους νέους βασικά ερευνητές. Τέλος το σχέδιο νόμου περιέχει απαράδεκτες μεταβατικές διατάξεις για το προσωπικό που ήδη υπηρετεί διότι αφήνει μεγάλο αριθμό εργαζομένων σε συνταξιο- δοτική εκρεμμότητα, καθώς καταργεί όλες τις θέσεις των ήδη υπηρετού- ντων και το κυριότερο, διότι ανοίγει το δρόμο για «εκκαθαρίσεις» ερευνητών τους οποίους εντάσσει στις βαθμίδες μόνο μετά από επιτυχή κρίση (άρθρο 29).
Γ ια όλα τα παραπάνω θεωρούμε απαράδεκτο το να προχωρήσει η κυβέρνηση στην κατ' άρθρο συζήτηση με βάση το σημερινό περιεχόμενο του σχεδίου νόμου που βρίσκει αντίθετο σε ουσιαστικά σημεία του το σύνολο σχεδόν των ενδιαφερομένων φορέων. Ζητούμε να παραταθεί η κράτηση του σχ. νόμου στη Βουλή μέχρι να εξασφαλιστούν συνθήκες ουσιαστικού και ολοκληρωμένου διαλόγου έτσι ώστε το αναμορφωμένο μετά το διάλογο κείμενο του σχ. νόμου να έχει στα ουσιαστικά τουλάχιστον σημεία του τη συναίνεση των ενδιαφερομένων φορέων σαν εγγύηση για μια αναβάθμιση και ανάπτυξη της Ε & Τ προς όφελος του λαού και του τόπου.
(Ακολουθούν οι υπογραφές 22 ενώσεων και συνδικαλιστικών φορέων επιστημόνων).
158
Κλείσιμο των εργασιών της τρίτης μέρας
από τον ΜΙΧΑΛΗ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟ, μέλος του Τμήματος Παιδείας
της ΚΕ του ΚΚΕ
Θα σταθώ σύντομα σε δυο θέματα. Καταρχήν στην παρέμβαση του κ. Μαρκή όπου θίχτηκαν κύρια θέματα φιλοσοφικού περιεχομένου και αφέθηκε να εννοηθεί ότι οι απόψεις της εισήγησης υποτιμούν τις κοινωνικές επιστήμες, ίσως μάλιστα επηρεάζονται από μηχανιστικές αντιλήψεις χωρίς βέβαια ο κ. Μαρκής να χρησιμοποίησε τον όρο.
Στην εισήγηση τονίστηκε η ανάπτυξη των κοινωνικών επιστημών και λόγω των ιδιαιτεροτήτων της ΕΤΕ και στις προτάσεις η ανάπτυξη των επιστημών αυτών υπάρχει σαν πρώτη προτεραιότητα. Μακριά από μας η υποτίμηση των κοινωνικών επιστημών και εδώ συμφωνούμε απόλυτα με τον κ. Μαρκή. Έ γινε από τον ομιλητή αναφορά ότι γίνεται αναγωγή των κοινωνικών στις φυσικές επιστήμες χωρίς πάρα πέρα διευκρίνιση. Το θέμα είναι γνωστό από τους κλασσικούς, από την πολεμική του Ένγκελς απέναντι στους χυδαίους υλιστές. Είναι ξένη για μας μια τέτια αντίληψη. Η επιστήμη, στοιχείο του εποικοδομήματος, διατηρεί τη σχετική της αυτοτέλεια από την υλική βάση την κοινωνίας. Η ΕΤΕ εξάλλου αναπτύσσοντας τις παραγωγικές δυνάμεις επιδρά στις κοινωνικές σχέσεις, δημιουργεί νέες απαιτήσεις για τις κοινωνικές επιστήμες. Αμεσα εξάλλου οι κοινωνικές επιστήμες διατηρούν σοβαρό κοινωνικό ρόλο αφού συμβάλλουν στην ανάπτυξη της. κύριας παραγωγικής δύναμης, της εργατικής δύναμης. Παρουσιάζει διαλεκτική ενότητα ή σχέση ανάμεσα στις κοινωνικές και φυσικές επιστήμες και δεν νομίζω ότι πρέπει να θεωρούνται ανταγωνιστικές. Πιστεύω ότι μια σχολή κοινωνικών επιστημών, όπου κυριαρχεί ο εμπειρισμός ή διδάσκονται εκλεκτικά ορισμένα αστικά ρεύματα προκαλεί στένεμα των ιδεολογικών προσανατολισμών των εργαζομένων ανάλογο μ’ αυτό που προκαλούν οι οξύ- τατα τεχνοκρατικές διδασκαλίες των φυσικών επιστημών. Δεν εννοεί βέβαια τέτιες σπουδές ο κ. Μαρκής αλλά υπάρχουν προβλήματα
159
στη χώρα μας. Τέλος για το πρόβλημα εάν η επιστήμη δημιουργεί ηθική, το θέμα είναι ανοιχτό σε διεθνή επιστημονικό διάλογο. Εμείς είμαστε αντίθετοι σε μια κανονιστική ουδετερότητα της επιστήμης και αγωνιζόμαστε (όχι μόνοι μας) ώστε η επιστημονική γνωστική διαδικασία να συνδυάζεται με ένα ευρύτερο προγραμματισμό.
Τέθηκε γραπτά το σοβαρότατο ερώτημα σχετικά με τις μορφές των αγώνων της εργατικής τάξης σε σχέση με μια ανάπτυξη της έρευνας προς όφελος του λαού. Χωρίς να είμαι ειδικός στα θέματα οργάνωσης των αγώνων θέλω να σημειώσω ότι η όλη πολιτική που ακολουθείται δείχνει ότι ο δικομματισμός αυτό που περισσότερο αποφεύγει στις διαδικασίες θεμάτων έρευνας είναι η συμμετοχή του εργατικού κινήματος και αυτό από την πλευρά του δείχνει τη σοβαρότητα και αναγκαιότητα άμεσης ενασχόλησης της εργατικής τάξης με το πρόβλημα. Λίγο πιο συγκεκριμένα, σε κλαδικό π.χ. επίπεδο οι σκέψεις του σ. Κοκκινέλη είναι χαρακτηριστικές. Η έρευνα μπορεί να συμβάλει στην βελτίωση των συνθηκών εργασίας για εκσυγχρονισμό της παραγωγής κλπ.
Οι εταιρίες ΑΕ που ίδρυσε η κυβέρνηση αντί για τα εθνικά εργαστήρια για τη ναυτιλία, το μέταλλο κλπ. θα μπορούσαν στα πλαίσια μιας άλλης πολιτικής να παίξουν θετικό ρόλο για την εργατική τάξη. Σήμερα είναι ανοιχτό το θέμα της συμμετοχής των εργαζομένων στη διοίκηση αυτών των κρατικών μονάδων. Σε επίπεδο εργοστάσιου έχουμε τα νέα κίνητρα για έρευνα της κυβέρνησης στις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Η πείρα του εργατικού κινήματος είναι πλούσια σχετικά με το θέμα «κίνητρα».Στη συγκεκριμένη περίπτωση αναγκαία νομίζω είναι η απαίτηση εργατικού ελέγχου και για να γίνει έρευνα και για να λάβει υπόψη της τις ανάγκες των εργατών.
Σε εθνικό επίπεδο προσπάθησε να δόσει μια μικρή συμβολή όλη η εισήγηση.
160
ΤΕΤΑΡΤΗ ΜΕΡΑ
Εισήγηση
Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΕΒΑΣΜΑ ΤΗΣ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΝ- ΠΑΙΔΑΓΩΓΊΚΩΝ ΣΤΕΛΕΧΩΝ - ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ
ΣΕΡΓΚΕΙ Γ. ΦΟΜΙΤΣΟΦ, υποδιευθυντής του Υπουργείου
Ανώτατης Εκπαίδευσης της ΕΣΣΔ
Αγαπητοί φίλοι και σύντροφοι,Η σοβιετική ανώτατη εκπαίδευση, όπως κι ολόκληρος ο σοβιε
τικός λαός, υλοποιεί στη ζωή τις ιστορικές αποφάσεις του 27ου Συνέδριου του ΚΚΣΕ. Μπαίνοντας στο νέο επαναστατικό στάδιο, στο στάδιο της αναδιάρθρωσης της επιτάχυνσης της κοινωνικο-οι- κονομικής ανάπτυξης οι σοβιετικοί άνθρωποι κάτω από την καθοδήγηση του Κομμουνιστικού Κόμματος δουλεύουν με αυτοθυσία για την εκπλήρωση των καθηκόντων του 12ου πεντάχρονου.
Τώρα που η χώρα μας προϋπαντά τα 70 χρόνια της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης, ο σοβιετικός λαός με τη δημιουργική του δουλιά πολλαπλασιάζει τις κατακτήσεις του Μεγάλου Οκτώβρη.
Ο δρόμος που διήνυσε η Σοβιετική ' Ενωση στα 70 χρόνια είναι μια ολόκληρη εποχή. Τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά επι- τεύγματά της είναι η πειστική επιβεβαίωση της ζωτικότητας, της μαρξιστικής - λενινιστικής διδασκαλίας, του τεράστιου δυναμικού που εμπεριέχεται στο σοσιαλισμό. Η σοβιετική χώρα μετατράπηκε στην κύρια δύναμη σωτηρίας της ανθρωπότητας απ’ τον πυρηνικό πόλεμο. Οι σοβιετικοί άνθρωποι έχουν όλους τους λόγους να είναι περήφανοι γ ι’ αυτά τα επιτεύγματα.
Μεγάλες επιτυχίες είχε και το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας μας. Για την κλίμακα της ανάπτυξης της παιδείας στην ΕΣΣΔ ανάγλυφα μιλάει το γεγονός ότι στις διάφορες βαθμίδες εκπαίδευσης σήμερα φοιτούν 108 εκατομμύρια άνθρωποι, δηλαδή το 40 περίπου τοις εκατό όλου του πληθυσμού της χώρας. Σημαντική θέση σ’ αυτή κατέχει η ανώτατη εκπαίδευση. Ό λη η ζωή και η δραστηριότητα των σοβιετικών ΑΕΙ συνδέεται με τις μεγάλες υποθέσεις του κόμματός μας και του λαού. Σ’ όλα τα στάδια ανάπτυξης της σοβιετικής
163
κοινωνίας εκπλήρωνε με επιτυχία τα καθήκοντα που της έθετε το Κομμουνιστικό Κόμμα.
Το 27ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ που χάραξε τη νέα στρατηγική γραμμή του κόμματος για επιτάχυνση της κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης της χώρας στη βάση της επιτάχυνσης της επιστημονικο- τεχνικής προόδου, έθεσε καινούργια, πιο πολύπλοκα καθήκοντα μπροστά στην ανώτατη και μέση ειδική εκπαίδευση, στο επιστημονικό και διδακτικό τους προσωπικό.
Το νέο στάδιο στην ανάπτυξη της σοβιετικής κοινωνίας, η πραγματοποιούμενη αναδιάρθρωση όλων των σφαιρών της κοινωνικής ζωής, εξηγούν επίσης την ζωτικής σημασίας αναγκαιότητα αναδιάρθρωσης της ανώτατης και μέσης ειδικής εκπαίδευσης. Οι κύριες κατευθύνσεις ανάπτυξης της της ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα εκτίθενται με εξαντλητική πληρότητα στις «Βασικές κατευθύνσεις αναδιάρθρωσης της ανώτατης και μέσης ειδικής εκπαίδευσης στη χώρα», στα διατάγματα που ετοίμασε η ΚΕ του ΚΚΣΕ και το Υπουργικό Συμβούλιο της ΕΣΣΔ.
Σ’ αυτά τα ντοκουμέντα υπογραμμίζεται ότι στην ημερήσια διάταξη τέθηκε το καθήκον της βελτίωσης της ποιότητας προετοιμασίας των φοιτητών, της δημιουργίας ενιαίου συστήματος αδιάκοπης εκπαίδευσης.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα νέα καθήκοντα που τέθηκαν από την ΚΕ του ΚΚΣΕ μπροστά στην ανώτατη εκπαίδευση θα εκπληρωθούν, γιατί υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις για την παραπέρα κίνηση προς τα μπρος.
Σήμερα παιδαγωγική και επιστημονική δουλιά στα 900 ΑΕΙ κάνει μια στρατιά από πάνω από 500 χιλιάδες μέλη του ΔΕΠ. Κάθε χρόνο αποφοιτούν απ’ αυτά τα ΑΕΙ πάνω από 850 χιλιάδες νέοι ειδικοί. Διαρκώς ανοίγουν νέα ΑΕΙ. Μόνο στο I Ιο πεντάχρονο στη χώρα άνοιξαν 14 ΑΕΙ μεταξύ των άλλων πανεπιστήμια, τεχνικά, βιομηχανικά και άλλα ΑΕΙ. Αλλά οι ποσοτικοί δείκτες είναι άρρηκτα δεμένοι με τους ποιοτικούς.
Ταυτόχρονα με την αύξηση του αριθμού των διδασκόντων στα ΑΕΙ, βελτιώνεται και η ποιοτική τους σύνθεση. Τώρα στα ΑΕΙ της ΕΣΣΔ πάνω από το 50% των διδασκόντων είναι δόκτορες και διδάκτορες επιστημών.
Πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι εκτός από το διδακτικό προσωπικό των ΑΕΙ πάνω από 100.000 και απ’ αυτούς γύρω στο Ά δόκτω- ρες και διδάκτορες επιστημών, απασχολούνται σε επιστημονική ερευνητική δουλιά, στα επιστημονικά - ερευνητικά ινστιτούτα, στα κλαδικά εργαστήρια και στα εργαστήρια μελέτης συγκεκριμένων προβλημάτων.
164
Μάλιστα οι δόκτορες και διδάκτορες επιστημών που δουλεύουν στα ΑΕΙ είναι το 50%, αυτών που υπάρχουν στη χώρα. Ο γενικός αριθμός του ΔΕΠ των ΑΕΙ είναι πάνω από μισό εκατομμύριο. Στα χρόνια του πεντάχρονου προετοιμάσθηκαν 10,5 εκατομμύρια ειδικοί με ανώτατη και μέση ειδική εκπαίδευση, μεταξύ των οποίων και 4,2 εκατομμύρια με ανώτατη.
Κάθε χρόνο αυξάνεται το επιστημονικό - στελεχικό δυναμικό στις φυσικομαθηματικές, τεχνικές, κοινωνικές, οικονομικές και άλλες επιστήμες. Αυξάνεται το ποιοτικό επίπεδο του διδακτικού προσωπικού των ΑΕΙ και των ινστιτούτων που άνοιξαν πρόσφατα παίρνοντας μεγάλα μέτρα για την ενίσχυση με στελέχη υψηλής ειδίκευσης των ΑΕΙ της Σιβηρίας, του Βοφά, της Απω Ανατολής.
Μεγάλη προσοχή δίνεται στην ενίσχυση των διευθυντικών στελεχών των ΑΕΙ. Τώρα ανάμεσα στους πρυτάνεις των ΑΕΙ το 70% είναι ακαδημαϊκοί, και αντεπιστέλλοντα μέλη της ακαδημίας, δόκτορες επιστημών, καθηγητές.
Μεγάλο ρόλο στην άνοδο του επιστημονικού - στελεχικού δυναμικού της χώρας μας παίζει το ισχύον στην ΕΣΣΔ σύστημα μεταπτυχιακής εκπαίδευσης του ΔΕΠ των ΑΕΙ. Το σύστημα αυτό περιλαμβάνει διάφορες μορφές μετεκπαίδευσης του διδακτικού και βοηθητικού προσωπικού, την προετοιμασία δοκτόρων και διδακτόρων επιστημών.
Οι μεταπτυχιακές σπουδές για την απόκτηση διδακτορικού στα ΑΕΙ είναι μια από τις σημαντικότερες μορφές μεταπτυχιακής εκπαίδευσης. Έχουν την αρχή τους στο 1925. Κάθε χρόνο ανάλογα με την ανάπτυξη της ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα τελειοποιούνταν το περιεχόμενό τους και η μορφή της δουλιάς.
Σήμερα η προετοιμασία διδακτόρων πραγματοποιείται σχεδόν σε 2000 ανώτατα ιδρύματα και επιστημονικά - ερευνητικά ινστιτούτα - απ’ αυτά πάνω από 600 είναι ΑΕΙ.
Το Υπουργείο Ανώτατης Παιδείας της ΕΣΣΔ κάνει δουλιά για τη συγκέντρωση της προετοιμασίας διδακτόρων στα μεγάλα πανεπιστήμια και τεχνικά ΑΕΙ.
Έ γιναν σημαντικές αλλαγές στη δομή της προετοιμασίας των υποψήφιων διδακτόρων. Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται στην προετοιμασία στελεχών πάνω στις καινούριες κατευθύνσεις ανάπτυξης της επιστήμης και της τεχνικής, που συνδέονται με την επιτάχυνση της ε- πιστημονικοτεχνικής προόδου. Σημαντικά διευρύνθηκε το μέτωπο των επιστημονικών ερευνών των υποψηφίων διδακτόρων στις πρωταρχικής σημασίας κατευθύνσεις της επιστήμης και της τεχνικής. Ανέβηκε το επιστημονικό επίπεδο των διδακτορικών διατριβών.
165
Εκτός από την οργανωμένη προετοιμασία διδακτόρων μέσα από τις μεταπτυχιακές σπουδές, σ’ ένα ορισμένο θαθμό προσφέρει στην αύξηση του επιστημονικού - στελεχικού δυναμικού της χώρας η υπεράσπιση διδακτορικών χωρίς μεταπτυχιακές σπουδές. Σήμερα κάνουν διδακτορικό μ' αυτό τον τρόπο 60 χιλιάδες άτομα. Κάθε χρόνο αυτοί υπερασπίζουν ένα σημαντικό μέρος των διατριβών, γύρω στο χΛ.
Σημαντικό ρόλο στη βελτίωση του επιστημονικού στελεχικού δυναμικού παίζει ένα τέτιο κρατικό σύστημα μεταπτυχιακής εκπαίδευσης του ΔΕΠ των ΑΕΙ της χώρας, όπως είναι η μετεκπαίδευση. Μια από τις πρώτες οργανωμένες μορφές μετεκπαίδευσης ήταν η δημιουργία το 1949 των ινστιτούτων μετεκπαίδευσης των καθηγητών μαρξισμού - λενινισμού στα πανεπιστήμια της Μόσχας, του Λένιν- γκραντ και του Κιέθου.
Αργότερα τα ινστιτούτα μετεκπαίδευσης καθηγητών μαρξισμού- λενινισμού που οργανώθηκαν στη Μόσχα και το Λένινγκραντ μετα- τράπηκαν σε ινστιτούτα μετεκπαίδευσης καθηγητών κοινωνικών επιστημών 5μηνης διάρκειας. Τα κατοπινά χρόνια ινστιτούτα μετεκπαίδευσης οργανώθηκαν στα πανεπιστήμια του Λένινγκραντ, των Ου- ραλίων, του Ροστόφ στον Δον, της Τασκένδης, της Λευκορωσίας, του Νοβοσιμπίρσκ και αλλού.
Σήμερα στη χώρα λειτουργούν 9 ινστιτούτα μετεκπαίδευσης καθηγητών κοινωνικών επιστημών. Στα χρόνια της ύπαρξής τους σ’ αυτά μετεκπαιδεύτηκαν περίου 30 χιλιάδες άτομα.
Το σύστημα μεταπτυχιακών σπουδών αναπτύχθηκε παραπέρα μετά την απόφαση της ΚΕ του ΚΚΣΕ και του υπουργικού συμβουλίου το 1966 «Για τα μέτρα βελτίωσης της προετοιμασίας ειδικών και την τελειοποίηση της καθοδήγησης της ανώτατης και μέσης ειδικής εκπαίδευσης στη χώρα», στην οποία ξεκάθαρα και συγκεκριμένα προσδιορίστηκαν οι οργανωτικές βάσεις του σημερινού συστήματος μετεκπαίδευσης του ΔΕΠ των ΑΕΙ.
Στα πανεπιστήμια και στα άλλα ΑΕΙ οργανώθηκαν σχολές μετεκπαίδευσης διδασκόντων στα ΑΕΙ, διάρκειας μέχρι 4 μήνες. Για τους καθηγητές των ειδικών μαθημάτων καθιερώθηκε μετεκπαίδευση στις πρωτοπόρες επιχειρήσεις της λαϊκής οικονομίας, στα κυριότερα ΑΕΙ και στο επιστημονικά - ερευνητικά ινστιτούτα, διάρκειας μέχρι 3 μήνες.
Σήμερα στα κυριώτερα ΑΕΙ λειτουργούν 150 τέτιες σχολές. Κάθε χρόνο σ’ αυτές μετεκπαιδεύονται περίπου 35-40 χιλιάδες καθηγητές και 25-30 χιλ. κάνουν πρακτική εξάσκηση.
Η μετεκπαίδευση των καθοδηγητών των ΑΕΙ (πρυτάνεων, α- ντιπρυτάνεων, προέδρων τμημάτων και διευθυντών τομέων) και των
166
διευθυντών των μεσαίων ειδικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων οργανώνεται σε συνδιασκέψεις - σεμινάρια, που γίνονται κάθε 5 χρόνια κατά περιοχές και διαρκούν 10 μέρες.
Το 1981 καθιερώθηκε η μετεκπαίδευση των καθοδηγητικών στελεχών και των ειδικών του εκπαιδευτικού βοηθητικού και τεχνικού προσωπικού των ανώτατων και μεσαίων ειδικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στις σχολές διαρκούς λειτουργίας, με απόσπαση και διάρκειας μέχρι 1 μήνα που οργανώθηκαν στα ΑΕΙ. Έ τσι δημιουργήθηκε ενιαίο σύστημα μετεκπαίδευσης για όλους από τον παρασκευαστή, μέχρι τον πρύτανη.
Είναι πέρα για πέρα κατανοητό ότι αυτό σε σημαντικό βαθμό βοήθησε στην αύξηση του επιστημονικού - στελεχικού δυναμικού των ΑΕΙ της χώρας, στην ανάπτυξη των επιστημονικών ερευνών και στη βελτίωση της εκπαιδευτικής - παιδαγωγικής εργασίας.
Μια ορισμένη επίδραση στην άνοδο του επιπέδου του επιστημονικού στελεχικού δυναμικού των ΑΕΙ έχει η αμοιβαία ανταλλαγή επιστημόνων ΑΕΙ και επιστημονικών ιδρυμάτων, όταν γνωστοί επιστήμονες πηγαίνουν σε περιφεριακά ΑΕΙ για να παρουσιάσουν κύκλο διαλέξεων, να βοηθήσουν στην τελειοποίηση της εκπαιδευτικής - παιδαγωγικής δουλιάς και στην οργάνωση της επιστημονικής έρευνας. Αυτή η πρακτική, παρά τις τεράστιες διαστάσεις της χώρας μας αναπτύχθηκε πλατιά.
Αυτός είναι ο κάθε άλλο παρά πλήρης χαρακτήρας του επιστη- αονικού στελεχικού δυναμικού της σοβιετικής ανώτατης εκπαίδευσης και των αποτελεσμάτων της δράστη ριότητάς της το περασμένο πεντάχρονο. Αλλά η ζωή δεν σταματά. Τώρα που εκπληρώνονται τα ιεράστια καθήκοντα της επιτάχυνσης της κοινωνικο - οικονομικής ανάπτυξης της σοβιετικής κοινωνίας, όταν υλοποιείται η αναδιάρ- 3ρωση όλων των πλευρών της κοινωνικής ζωής, στο στελεχικό δυναμικό της ανώτατης εκπαίδευσης προβάλλονται πιο ψηλές απαιτήσεις για την ποιότητα της προετοιμασίας ειδικών. Αυτοί καθορίζουν τη μοίρα της ανόδου της Ανώτατης εκπαίδευσης και των επιστημονικών ερευνών. Στην Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΣΕ που έγινε το Γενάρη εκτέθηκαν μ’ όλη την πληρότητα τα καθήκοντα, οι δρόμοι, οι μέθοδοι και τα μέσα δουλιάς με τα επιστημονικά εκπαιδευτικά στελέχη της Ανώτατης εκπαίδευσης.
Ξεκινώντας απ’ αυτό πρέπει να παρθούν μια σειρά μέτρα στον τομέα της επιλογής, της προετοιμασίας, της μετεκπαίδευσης, και της επανάκρισης των επιστημονικών - εκπαιδευτικών στελεχών κι έτσι ν’ ανέβει το επίπεδο του στελεχικού δυναμικού σ ’ ένα νέο ποιοτικό σκαλοπάτι. Σ’ αυτά τα προβλήματα και τους τρόπους επίλυσής τους θα ’θελα να σταθώ.
167
Όπως είναι γνωστό η διαμόρφωση ειδικών με πλατιά μόρφωση απαιτεί πριν απ’ όλα βαθιές γνώσεις στον τομέα των θεμελιακών επιστημών - των μαθηματικών, της φυσικής, της χημείας, της βιολογίας, της φιλοσοφίας και άλλων.
Σε σχέση μ’ αυτό ιδιαίτερη σημασία αποκτά η βελτίωση της ποιοτικής σύνθεσης του ΔΕΠ ακριβώς σ’ αυτές τις ειδικότητες. Πρέπει αυτοί που διδάσκουν αυτά τα μαθήματα να έχουν κατά κανόνα πανεπιστημιακή μόρφωση. Αυτό θα επιτρέψει να αυξηθεί το επίπεδο των επιστημονικών ερευνών στον τομέα των θεμελιακών επιστημών.
Το επίπεδο προετοιμασίας ειδικών σύμφωνα με τις σύγχρονες απαιτήσεις, ιδιαίτερα στις συνθήκες επιτάχυνσης της επιστημονικοτε- χνικής και κοινωνικής προόδου, όταν οι γνώσεις ανανεώνονται κάθε πέντε - εφτά χρόνια, εξαρτόνται κυρίως από την επαγγελματική τους προετοιμασία. Η διαμόρφωση δε των επαγγελματικών γνώσεων του ειδικού, η ικανότητά του να αποκτήσει βαθιές και πολύπλευρες γνώσεις πάνω στην ειδικότητα που διάλεξε εξαρτάται ολοκληρωτικά από αυτόν που διδάσκει. Ό μως η πείρα δείχνει ότι δεν κατέχουν ε- παρκώς όλοι οι διδάσκοντες την παιδαγωγική και την ψυχολογία της ανώτατης εκπαίδέυσης κι αυτό αναμφισβήτητα επιδρά στην εκπαιδευτική - παιδαγωγική διαδικασία. Επομένως έχουμε καθήκον να ανεβάσουμε το επίπεδο της παιδαγωγικής και ψυχολογικής προετοιμασίας αυτών που διδάσκουν ειδικά μαθήματα, έτσι ώστε η εκπαιδευτική και παιδαγωγική διαδικασία που επιτελούν να ανταποκρΐνεται στις σύγχρονες απαιτήσεις και να επιδρά δραστικά στους μελλοντικούς ειδικούς.
Η μελέτη της σύνθεσης του διδακτικού προσωπικού σε μια σειρά ειδικότητες δείχνει ότι ένα σημαντικό μέρος τους δεν έχει πείρα πρακτικής δουλιάς άμεσα στην παραγωγή. Είναι κατανοητό ότι αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να μας ικανοποιεί. Επομένως είναι απαραίτητο να βελτιωθεί η επιλογή διδασκόντων για τα ειδικά μαθήματα, να προσελκύονται πιο πλατιά στη διδακτική δραστηριότητα ειδικοί από τη λαϊκή οικονομία και τέλος να οργανωθεί γ ι’ αυτούς τους διδάσκοντες πρακτική εξάσκηση στις αντίστοιχες επιχειρήσεις διάρκειας 1-2 χρόνων έτσι ώστε να γνωριστούν καλά με την τεχνολογία, το σύγχρονο εξοπλισμό, την οικονομία και την οργάνωση της παραγωγής. Η υλοποίηση αυτών των μέτρων θα βοηθήσει στην άνοδο του επιπέδου προετοιμασίας μηχανικών.
Ιδιαίτερη σημασία στην προετοιμασία ειδικών έχουν οι κοινωνικές επιστήμες. Η ιδεολογική ωριμότητα είναι αναπόσπαστο χαρακτηριστικό του ειδικού. Αυτός, κατά κανόνα, παίζει το ρόλο του δια- παιδαγωγητή, του προπαγανδιστή στην εργατική κολεκτίβα. Γι’ αυτό πρόκειται να ανεβάσουμε ουσιαστικά το ιδεολογικοθεωρητικό
168
και μεθοδολογικό επίπεδο διδασκαλίας του μαρξισμού - λενινισμού σαν αδιαμφισβήτητης βάσης διαμόρφωσης της επιστημονικής κοσμοθεωρίας των σοβιετικών ειδικών. Κι αυτό σ’ αποφασιστικό βαθμό εξαρτάται από τα στελέχη - κοινωνιολόγους.
Το νέο στάδιο στην ανάπτυξη της σοβιετικής κοινωνίας, το στάδιο της επιτάχυνσης προβάλλει σήμερα και θα προβάλλει στο μέλλον νέα καθήκοντα κι απαιτήσεις μπροστά τους κοινωνιολόγους στον τομέα της κομμουνιστικής διαπαιδαγώγησης των φοιτητικών μαζών. Θα εμφανισθούν νέες μέθοδες και μορφές ιδεολογικοπολιτικής διαπαιδαγώγησης. Αυξάνεται ο χρόνος των φροντιστηριακών μαθημάτων, θα αυξηθεί σημαντικά το ποσοστό της προσωπικής δουλιάς με τους φοιτητές, όλο και περισσότερο θα μπολιάζονται με το αίσθημα της αναγκαιότητας και τη συνήθεια της συστηματικής και θεμελιακής μελέτης των έργων του Κ. Μαρξ, του Φ. Ένγκελς, του Β. I. Λένιν, των ντοκουμέντων του ΚΚΣΕ. Σε σχέση μ’ αυτό θα αυξηθούν και θα διευρυνθούν οι επιστημονικές έρευνες στις έδρες των κοινωνικών επιστημών πράγμα που, με τη σειρά του, θα οδηγήσει στη βελτίωση της ποιοτικής σύνθεσης των διδακτικών στελεχών στις κοινωνικές επιστήμες.
Ταυτόχρονα σε πρώτο πλάνο περνάει το καθήκον, στο άμεσο μέλλον η απόλυτη πλειοψηφία αυτών που διδάσκουν κοινωνικές επιστήμες να έχουν την αντίστοιχη θεμελιακή πανεπιστημιακή εκπαίδευση.
Σε σχέση με την αναδιάρθρωση θα αυξηθεί ουσιαστικά ο ρόλος των πανεπιστημίων στην προετοιμασία θεωρητικών στελεχών στον τομέα του μαρξισμού - λενινισμού και των φυσικών επιστημών για την ακαδημαϊκή και κλαδική επιστήμη, τα ιδεολογικά ιδρύματα και τη σύγχρονη παραγωγή.
Το επιστημονικό στελεχικό δυναμικό της σοβιετικής ανώτατης εκπαίδευσης συμπληρώνεται αδιάκοπα με νέα επιστημονικά στελέχη. Και εδώ εμφανίζονται τα προβλήματα της προετοιμασίας τους. Η πολυετής πείρα δείχνει, ότι βασική μορφή προετοιμασίας των εκπαιδευτικών στελεχών, όπως πριν έτσι και τώρα είναι οι μεταπτυχιακές σπουδές.
Σ’ αυτές και τώρα και στο μέλλον θα γίνονται ποιοτικές διαρθρωτικές αλλαγές. Σκοπεύουμε να θεωρούμε τις μεταπτυχιακές σπουδές όχι μορφή προετοιμασίας επιστημονικών - εκπαιδευτικών στελεχών, αλλά εκπαίδευση. Αυτοί που τελειώνουν τις μεταπτυχιακές σπουδές θα παίρνουν την αντίστοιχη ειδίκευση και τίτλο π.χ. «μηχανικός ερευνητής», «οικονομολόγος ερευνητής». Σκοπεύουμε να διευρύνουμε την προετοιμασία διδακτόρων μέσα από πτυχιακές σπουδές κύρια με απόσπαση από την παραγωγή. Θα αυξηθεί η κλί
169
μακά της με τον συνυπολογισμό των αυξανόμενων αναγκών των κλάδων της παραγωγής που απαιτούν σημαντική συνεισφορά της επιστήμης. Θα τελειοποιείται η επιλογή στις μεταπτυχιακές σπουδές των ικανών νέων κατά πρώτο λόγο από τους ειδικούς, "που έχουν, κατά κανόνα πείρα δουλιάς στην κατεύθυνση που διαλέγουν, θα αναθεωρηθεί ο τρόπος επιλογής για τις μεταπτυχιακές σπουδές χωρίς απόσπαση από την παραγωγή. Θα ανέβει σημαντικά το επίπεδο της επιστημονικής και ιδεολογικής προετοιμασίας. Η θεματολογία των ερευνών για απόκτηση διδακτορικού θα συγκεντρωθεί στις κύριες κατευθύνσεις της επιστήμης και της τεχνολογίας. Σκοπεύουμε να εφαρμόσουμε ετήσια προμεταπτυχιακή μετεκπαίδευση.
Εκτός απ’ αυτά θα βελτιωθεί η οργάνωση και θα διευρυνθεΐ η πρακτική προετοιμασίας νέων ειδικών για αυτοτελή επιστημονική και εκπαιδευτική δραστηριότητα με την αξιοποίηση της πρακτικής εξάσκησης.
Με μεγαλύτερη επιτυχία θα εκπληρώνεται το καθήκον της προετοιμασίας στελεχών υψηλής ειδίκευσης, που φέρουν τον τίτλο του δόκτορα των επιστημών. Για την προετοιμασία διατριβών για τον τίτλο του δόκτορα στα κυριότερα ΑΕΙ, τα ακαδημαϊκά και κλαδικά επιστημονικά ιδρύματα, δημιουργούνται ειδικοί κύκλοι σπουδών, στους οποίους θα στέλνονται οι διδάκτορες επιστημών, που έχουν δημιουργικές επιτυχίες και ικανή επιστημονική προετοιμασία πάνω στο θέμα που έχουν επιλέξει.
Σημαντικά προβλήματα εμφανίζονται και στον τομέα ανόδου της ειδίκευσης του διδακτικού προσωπικού, γιατί αυτή σε σημαντικό βαθμό βοηθάει στην άνοδο του επιστημονικού στελεχικού δυναμικού. Γίνεται λόγος όχι μόνο για την τελειοποίηση των μορφών μετεκπαίδευσης, αλλά πριν απ’ όλα για το περιεχόμενό της, την απο- τελεσματικότητά της για την επεξεργασία της οργάνωσης, των μορφών και των μεθόδων συνεχούς μετεκπαίδευσης, διαρκούς ανανέωσης και συμπλήρωσης των γνώσεων. Ό πως αναφέρεται στα ντοκουμέντα για την αναδιάρθρωση της ανώτατης εκπαίδευσης είναι απαραίτητο να βελτιωθεί σημαντικά η οργάνωση και να ανέβει η δραστικότητα της μετεκπαίδευσης στη βάση του συνδυασμού της θεωρητικής και πρακτικής επανεκπαίδευσης.
Είναι, επομένως, απαραίτητο να ανέβει το επίπεδο της δουλιάς των σχολών και των ινστιτούτων μετεκπαίδευσης σαν βασική μορφή θεωρητικής επανεκπαίδευσης των διδασκόντων, να μετατρα- πούν σε πραγματικά κέντρα επιστημονικής, εκπαιδευτικής και μεθοδολογικής δουλιάς, διάδοσης της πρωτοπόρας πείρας. Από την άλλη πλευρά είναι απαραίτητη η ριζική βελτίωση της πρακτικής εξάσκησης των διδασκόντων σαν σημαντική μορφή πρακτικής επανεκπαί
170
δευσης. Σκοπεύουμε αυτή κιόλας τη χρονιά να επεξεργαστούμε προτάσεις για την πρακτική εξάσκηση του ΔΕΠ που διδάσκει ειδικά μαθήματα στα ΑΕΙ, στους κλάδους της λαϊκής οικονομίας, στις θέσεις ειδικών, με την άμεση συμμετοχή τους στην εκπλήρωση παραγωγικών καθηκόντων. Θα παρθούν επίσης μέτρα για την αδιάκοπη μετεκπαίδευση των διδακτικών στελεχών. Θα ενταθεί η προσοχή στην πολιτική μόρφωση του διδακτικού προσωπικού, στο να μελετήσει τα επίκαιρα προβλήματα της μαρξιστικής - λενινιστικής θεωρίας, της πολιτικής του ΚΚΣΕ και άλλων προβλημάτων.
Επιτρέψτε μου να σταθώ στο ακόλουθο πρόβλημα. Είναι το πρόβλημα της συμπλήρωσης του ΔΕΠ.
Ό πως είναι γνωστό στη βάση της συμπλήρωσης του ΔΕΠ των ΑΕΙ βρίσκεται ο συναγωνισμός για την κάλυψη των κενών θέσεων και η περιοδική επανάκριση του ΔΕΠ. Στη ΕΣΣΔ υπάρχει ο νόμος ότι κάθε 5 χρόνια τα μέλη του ΔΕΠ κρίνονται. Αυτό επιτρέπει να προσελκύουμε στην επιστημονική και παιδαγωγική δράστη ριότητά τους, πιο ειδικευμένους και προετοιμασμένους ειδικούς, να ελέγχουμε περιοδικά πώς φέρουν σε πέρας την υπόθεση που τους έχει ανατεθεί, να συμπληρώνουν τις γνώσεις τους, να τελειοποιούν την ειδίκευση και την επαγγελματική τους κατάρτιση, να βοηθούν την εισροή νέων στελεχών στην έδρα.
Μ’ όλη τη θετική του σημασία, όμως, αυτό το σύστημα χρειάζεται σημαντική βελτίωση και τελειοποίηση. Εδώ σκοπεύουμε να ενι- σχύσουμε τις απαιτήσεις προς τα επιστημονικά διδακτικά στελέχη, στην παιδαγωγική και επιστημονική ειδίκευση, την ιδεολογική και ηθική συμπεριφορά τους, την πραγματική συνεισφορά τους στην προετοιμασία και διαπαιδαγώγιση των ειδικών. Στις επιστημονικές παιδαγωγικές κολεκτίβες θα εδραιωθεί η ατμόσφαιρα πρωτοβουλίας και δημιουργίας, υψηλής πειθαρχίας, αμοιβαίας απαιτητικότητας και στάσης αρχών, πάλης ενάντια στην εμφάνιση ρουτίνας, προστατευτισμού κι άλλων αρνητικών φαινομένων. Αυτή τη στιγμή γίνεται η επεξεργασία νέας απόφασης για τον τρόπο κάλυψης των θέσεων του ΔΕΠ των ΑΕΙ, στην οποία θα βρουν την αντανάκλασή τους οι αυξημένες απαιτήσεις προς το ΔΕΠ των ΑΕΙ. Γυρίζοντας από την Ελλάδα πρέπει να εισηγηθώ στο Συμβούλιο του Υπουργείου αυτό το σχέδιο.
Η άνοδος του επιστημονικού - στελεχικού δυναμικού είναι αδιανόητη χωρίς την παραπέρα τελειοποίηση της δουλιάς των εδρών των ΑΕΙ. Η έδρα είναι η βασική υποδιαίρεση, ο κύριος κρίκος του ΑΕΙ, που καθορίζει το περιεχόμενο και την ενότητα της εκπαιδευτικής, επιστημονικής και διαπαιδαγωγιτικής διαδικασίας. Σε σχέση μ’ αυτό μπαίνει το καθήκον οι έδρες των ΑΕΙ να διοικούνται από δό-
171
κτορες επιστημών, καθηγητές, δηλαδή από κατόχους ανώτατων παιδαγωγικών και επιστημονικών τίτλων. Πρέπει να πούμε ότι τα τελευταία χρόνια οι έδρες των ΑΕΙ συμπληρώθηκαν από υψηλά ειδικευμένα στελέχη. Οι ρυθμοί ποιοτικής βελτίωσής τους σχεδόν 2 φορές ξε- περνούσαν την ποσοτική τους αύξηση.
Υλοποιώντας τα μέτρα για την αναδιάρθρωση της ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα, το Υπουργείο Ανώτατης και Μέσης Ειδικής Εκπαίδευσης της ΕΣΣΔ και στο μέλλον θα συνεχίσει το έργο της παραπέρα ενίσχυσης των εδρών με στελέχη ανώτατης ειδίκευσης. Θα προωθήσει παραπέρα στις έδρες την ατμόσφαιρα πρωτοβουλίας και δημιουργίας. Θα συγκεντρώσει τις προσπάθειες τοιν κολεκτίβων των εδρών στην εκπλήρωση των καθηκόντων επιτάχυνσης της κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης, στη βελτίωση της ποιότητας της προετοιμασίας ειδικών και στην ανάπτυξη της επιστήμης. Ό λα αυτά θα βοηθήσουν στην παραπέρα ανάπτυξη των υπαρχουσών και στηνΚα- θιέρωση νέων επιστημονικών και παιδαγωγικών σχολών.
Υπάρχει ακόμη ένα σημαντικό πρόβλημα, το πρόβλημα της πιο ισομερούς κατανομής του επιστημονικού στελεχικού δυναμικού των ΑΕΙ της χώρας. Οπως είναι γνωστό η έκταση της χώρας μας είναι τεράστια, ωστόσο οι παραγωγικές δυνάμεις σε τέτιες περιοχές, όπως η Σιβηρία,ο Βορράς και η Απω Ανατολή αναπτύσονται με ταχύτατους ρυθμούς. Αυτό εξηγεί και την αναγκαιότητα ίδρυσης ΑΕΙ σ’ αυτές τις περιοχές, δημιουργίας συνθηκών για την ανάπτυξη των επιστημονικών ερευνών, για την ποιοτική προετοιμασία στελεχών. Είναι αρκετό να πούμε ότι μόνο στα χρόνια των 2 προηγούμενων πεντάχρονων από τον συνολικό αριθμό των νεοϊδρυθέντων στη χώρα ΑΕΙ το ένα τέταρτο αναλογεί σ’ αυτές τις περιοχές. Ιδρύθηκαν πολυτεχνικά, οικοδομικά, βιομηχανικά, τεχνολογικά και άλλα ΑΕΙ.
Σχετικά μ’ αυτό υλοποιήθηκαν μια σειρά μέτρα έτσι ώστε στη βάση της ανάπτυξης των επιστημονικών ερευνών να ανέβει το ποιοτικό επίπεδο των διδακτικών στελεχών της Σιβηρίας,του| Βορρά,της Απω Ανατολής. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την αύξηση του αριθ
μού των δοκτόρων και των διδακτόρων επιστημών. Αυξήθηκε το επιστημονικό στελεχικό δυναμικό. Ό μως η εξίσωση της ποιοτικής σύνθεσης των επιστημονικών εκπαιδευτικών στελεχών των ΑΕΙ αυτών των περιοχών γίνεται ακόμη αργά και καθυστερεί σε σύγκριση με τη γενική κατάσταση που επικρατεί στα ΑΕΙ της χώρας.
Έχουμε καθήκον να δημιουργήσουμε για τα επιστημονικά και εκπαιδευτικά στελέχη των ΑΕΙ αυτών των περιοχών ευνοϊκές συνθήκες για καρποφόρα επιστημονική και ερευνητική εργασία. Σ’ αυτή την κατεύθυνση δουλεύει το υπουργείο.
Οπως φαίνεται τα προβλήματα στον τομέα της ανόδου του επι
172
στημονικού και στελεχικού δυναμικού των σοβιετικών ΑΕΙ είναι αρκετά σημαντικά. Η επίλυσή τους απαιτεί κάποιο χρόνο. Τώρα στα ΑΕΙ, στα Υπουργεία Ανώτατης Εκπαίδευσης των Ενωσιακών Δημοκρατιών, στο Υπουργείο Ανώτατης Εκπαίδευσης της ΕΣΣΔ γίνεται μεγάλη δουλιά για την αναδιάρθρωση της ανώτατης και της μέσης ειδικής εκπαίδευσης στη χώρα.
Καθοδηγούμενοι από τις αποφάσεις του 27ου Συνέδριου του ΚΚΣΕ. της Ολομέλειας του Γενάρη (1987) της ΚΕ του ΚΚΣΕ. οι εργαζόμενοι στην ανώτατη εκπαίδευση θα καταβάλουν όλες τις προσπάθειες ώστε να υλοποιήσουν με επιτυχία και συνέπεια την υπόθεση της αναδιάρθρωσης της ανώτατης εκπαίδευσης, να τελειοποιήσουν το ήδη υπάρχον σύστημα της αδιάκοπης μεταπτυχιακής εκπαίδευσης κι έτσι ν’ ανεβάσουν το επιστημονικό στελεχικό δυναμικό της ανώτατης εκπαίδευσης.
Σας ευχαριστώ για την προσοχή.
Ερώτηση: Οταν οι καθηγητές επανακρίνονται κάθε 5 χρόνια με ποια κριτήρια γίνεται αυτή η επανάκριση;
Απάντηση: Οπως ήδη αναφέρθηκε κάθε σοβιετικός διδάσκων στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα κάθε 5 χρόνια επανακρίνεται, επανεκλέγεται. Ποιες είναι οι βασικές πλευρές που εκτιμού- νται κατά την επανάκρισή του: Είναι πρώτον η εκπαιδευτική δουλιά του, η επιστημονική δουλιά του, η μεθοδολογική δουλιά, η ιδεολογική, διαπαιδαγωγιτική δουλιά και η προσωπική δουλιά που κάνει για την αύξηση της ειδίκευσής του. Επομένως ένας καθηγητής που πρέπει να επανακριθεί, ένας διδάσκων που πρέπει να επανακριθεί στη διάρκεια των 5 χρόνων πρέπει να προετοιμάσει εγχειρίδια εκπαιδευτικά και βοηθητικά και διάφορα άλλα βοηθήματα. Πρέπει να διεξάγει επιστημονική δουλιά, πρέπει να βγάζει ο ίδιος διδάκτορες και δόκτορες επιστημών, πρέπει να περνάει την μετεκπαίδευση στις σχολές που ανέφερα προηγούμενα ή πρακτική δουλιά στις επιχειρήσεις και τα ιδρύματα ή πρέπει ο ίδιος να κάνει την διδακτορική του διατριβή ή να υπερασπίζει τη διατριβή του για να πάρει τον τίτλο του δόκτορα. Ό λα αυτά παίρνονται υπόψη κατά την κρίση του στα 5 χρόνια. Ο σκοπός είναι ένας: ο καθηγητής της ανώτατης εκπαίδευσης διαρκώς να ανεβάζει το επίπεδό του, το επιστημονικό, το παιδαγωγικό και τα λοιπά.
Ερώτηση: Ποιο είναι το σώμα που κρίνει ας πούμε τους καθηγητές α - βαθμίδας; Στη συνέχεια, πόσο ουσιαστικά γίνονται τέτιες κρίσεις γιατί αναφέρθηκε ότι υπάρχει ρουτίνα, προστατευτισμός και τα λοιπά. Για παράδειγμα ποιο ποσοστό δεν έχει επανεκλεγεί και ποια η διαδικασία;
173
Απάντηση: Με τη σειρά που κάνατε τις ερωτήσεις θα αρχίσω ν’ απαντάω. Ποιός κρίνει λοιπόν. Κάθε διδάσκων λογοδοτεί στον τομέα του δηλαδή στην κολλεχτίβα στην οποία στη διάρκεια των 5 χρόνων δούλευε. Και η κολλεχτίβα παίρνει την απόφαση να τον επανεκλέξει για άλλα 5 χρόνια ή να μην τον επανεκλέξει. Ποιος άλλος εκτός από αυτούς μπορεί να πάρει αυτή την απόφαση; Ταυτόχρονα όμως για μεγαλύτερη αντικειμενικότητα και ύστερα από την απόφαση του τομέα ότι αυτός ο άνθρωπος επανεκλέχθηκε για άλλα 5 χρόνια, αυτή η απόφαση έρχεται για συζήτηση στην επιτροπή διαγωνισμού του επιστημονικού συμβουλίου του τμήματος.
Και ύστερα από την απόφαση του τομέα, ύστερα από την απόφαση ας το πούμε που βγάζει η επιτροπή διαγωνισμού ότι όλα αυτά που αναφέρονται είναι σωστά, η τελική απόφαση παίρνεται από το επιστημονικό συμβούλιο με μυστική ψηφοφορία. Αναμφισβήτητα υπάρχουν καταστάσεις συγκρούσεων και δεν θα ήταν σωστό να πούμε ότι όλα γίνονται ομαλά και ωραία και όλοι επανεκλέγονται για καινούργιες 5ετίες. Βέβαια αν κάποιος δεν εκλεγεί μπορεί να μείνει στον τομέα αλλά να ασχοληθεί με άλλη δουλιά δηλαδή να μην ασχοληθεί με εκπαιδευτική διαδικασία αλλά μόνο με επιστημονική δουλιά. Κανένας δεν τον διώχνει. Αλλά σε μας, στη χώρα μας, όπως και στη δική σας χώρα προφανώς υπάρχουν εξαιρετικοί καθηγητές, εξαιρετικοί επιστήμονες οι οποίοι όμως δεν μπορούν να κάνουν διαλέξεις, να κάνουν μαθήματα και το αντίστροφο.
Αν όμως αυτή η σύγκρουση βγαίνει έξω από τα όρια του ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος τότε, αναγκαζόμαστε να ασχοληθούμε εμείς μ’ αυτό και ειδικότερα η διεύθυνσή μου. Τότε, εμείς δημιουργούμε επιτροπές από έγκυρους επιστήμονες, προσπαθούμε να πάμε ε- πιτόπου να διευκρινήσουμε τι γίνεται και τι έγινε. Αν είχα λίγο χρόνο θα μπορούσα να πω πολλά γΓ αυτό. Κάθε διδάσκων ξέρει ότι μια φορά στα 5 χρονιά θα περάσει αυτή την επανάκριση, ξέρει ακριβώς πότε θα γίνει αυτό, ξέρει ότι πριν από ένα χρόνο γίνεται ο κατάλογος των υποψηφίων, ξέρει όλες τις λεπτομέρειες και είναι έτοιμος γΓ αυτό. Έ να μήνα πριν ο πρόεδρος του τμήματος με ενυπόγραφο σημείωμα του το υπενθυμίζει: Σύντροφε Πετρόφ Ιβανόφ σε 1 μήνα ακριβώς θα έχετε την επανεκλογή σας. Και μπορεί να δημιουρ- γηθεί μία τέτια κατάσταση. Ισως να μην τον ειδοποιήσουν 1 μήνα πριν, να τον ειδοποιήσουν 28 μέρες πριν. Αυτό μπορεί να αποτελέσει τη βάση για την ανάκληση της απόφασης για την επανεκλογή ή τη μη επανεκλογή. Είναι βέβαια μία κάποια γραφειοκρατία αλλά είναι και η τήρηση του νόμου ταυτόχρονα. Σ’ αυτή την περίπτωση λέμε ότι πρέπει να ξεκαθαρίσει τα πράγματα το υπουργείο και οι διάφορες άλλες οργανώσεις για την απόφαση που πάρθηκε.
174
Επιτρέψτε μου να απαντήσω στη θ ερώτηση. Η μετεκπαίδευση των πρυτάνεων των ΑΕΙ έχει έναν σκοπό. Αυτές τις 10 μέρες και η μετεκπαίδευση γίνεται μόνο με απόσπαση από τη δουλιά. Σ’ αυτά τα σεμινάρια προσκαλούμε επιστήμονες και ειδικούς διαφόρων επιστημονικών κατευθύνσεων και κλάδων της λαϊκής οικονομίας, καθοδηγητές κομματικούς και διοικητικούς. Και βέβαια εμείς δεν ανακατεύουμε όλους τους πρυτάνεις μαζί, έχουμε ένα πλάνο δουλιάς για 5 χρόνια. Στη διάρκεια αυτών των 5 χρόνων, τη μια φορά μαζεύουμε τους πρυτάνεις των πανεπιστημίων, την άλλη τους πρυτάνεις των ιατρικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, οικονομικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, πολυτεχνείων και τα λοιπά και έτσι μπορούμε να έχουμε μία πραγματικά σωστή μετεκπαίδευσή τους. Εμείς ετοιμάζουμε ένα σχέδιο, όπως σας είπα, και έρχονται εκεί οι ειδικοί, οι μεγάλοι επιστήμονες, καθοδηγητές κομματικοί των Σοβιέτ και ενημερώνουν τους πρυτάνεις των τεχνικών ιδρυμάτων για τη σύγχρονη τεχνολογία που χρησιμοποιείται σήμερα στην εκπαίδευση, για την οικονομία, για ζητήματα διεύθυνσης, ακόμα και ζητήματα διαβίωσης. Γίνεται δηλαδή μία τέτια ενημέρωση γιατί όπως εμείς λέμε ο πρύτανης, είναι σαν τηλεγραφόξυλο, μπορείς να κρεμάσεις πάνω του ό,τι θες. Επίσης το ίδιο γίνεται για συνδιασκέψεις και σεμινάρια αντιπρυτάνεων, προέδρων τμημάτων και διευθυντών εδρών. Και βέβαια καταλαβαίνετε ότι όσο κατεβαίνουμε την κλίμακα τόσο πιο ειδικότερη γίνεται αυτή η μετεκπαίδευση. Αν συγκεντρώσουμε τους διευθυντές των τομέων της βιομηχανίας εξόρυξης, που ασχολούνται με την εξόρυξη, τότε έρχονται ειδικοί απ’ όλη τη χώρα, τους μιλάνε για την καινούργια τεχνολογία, ανταλλάσουνε πείρα, μια και οι ίδιοι οι καθηγητές πολλές φορές συμμετέχουνε σ ’ αυτή τη διαδικασία και σαν αποτέλεσμα κέρδος έχουν οι φοιτητές. Γιατί καταλαβαίνετε ότι όταν ο καθηγητής γυρίσει στο ΑΕΙ του αμέσως θέλει να μεταφέρει αυτά στους φοιτητές οι οποίοι αναμφισβήτητα κερδίζουν.
Ερώτηοη: Ποια είναι η σύνθεση, το μέγεθος των 2 σωμάτων που κάνουν την εκλογή - τομέα και τμήματος - που αναφέρατε και συγκεκριμένα αν συμμετέχουν και φοιτητές με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
Απάντηση: Το πρόβλημα της εκλογιμότητας των καθοδηγητικών στελεχών στη χώρα μας γενικά αντήχησε στην Ολομέλεια που έγινε το Γενάρη. Επιτρέψτε μου να απαντήσω στην ερώτησή σας αντίστροφα. Τώρα αρχίσαμε να εκλέγουμε τους πρυτάνεις των ΑΕΙ, παίρνοντας υπόψη τη γνώμη της κολλεχτίβας, των κομματικών, κομ- σομόλικων οργανώσεων, των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Παίρνοντας υπόψη τα ποιοτικά χαρακτηριστικά τους, παίρνοντας υπόψη την επιστημονική αξία τους. Τέτιες εκλογές πρυτάνεων άρχισαν στη Σοβιετική Ένωση όχι και τόσο πρόσφατα. Και τώρα το τμήμα του
175
υπουργείου, καθοδηγητής του οποίου είμαι εγώ, κάνει την επεξεργασία των κριτηρίων για την εκλογή των πρυτάνεων στα ΑΕΙ της χώρας μας. Χτες είχα τη δυνατότητα να γνωρίσω τον τρόπο εκλογής των πρυτάνεων στη χώρα σας. Και νομίζω ότι ένα μέρος από την πείρα που έχετε εσείς θα το χρησιμοποιήσω εγώ για την προετοιμασία του ντοκουμέντου που περιμένει από μένα το υπουργείο.
Και το δεύτερο ζήτημα είναι ποιος εκλέγει τους διευθυντές των τομέων και τους προέδρους των τμημάτων. Τους διευθυντές των τομέων τους εκλέγει το μεγάλο συμβούλιο του Ινστιτούτου με μυστική ψηφοφορία. Είναι ο τρόπος αυτός που σας είπα πριν λίγο. Ενώ οι πρόεδροι των τμημάτων διορίζονται από τον πρύτανη· είναι δικαίωμά του. Και όσον αφορά τους αντιπρυτάνεις στον τομέα της επιστήμης, της εκπαίδευσης της ιδεολογικής διαπαιδαγώγησης και μια σειρά άλλους αντιπρυτάνεις δίπλα στους πρυτάνεις, αυτό σήμερα είναι στη δικα*οδοσία του Υπουργείου Ανώτατης Εκπαίδευσης και καθορίζεται από το συμβούλιο του υπουργείου. Και εάν βέβαια δεν τα καταφέρνουνε τους απολύει το συμβούλιο του υπουργείου.
Ερώτηση: Πώς γίνεται η κρίση και η επανάκριση του διδακτικού προσωπικού;
Απάντηση: Στην επανάκριση των καθηγητών συμμετέχουν οπωσδήποτε οι κομματικές οργανώσεις, οι κομσομόλικες οργανώσεις μέσα στις οπρίες υπάρχουν βέβαια και φοιτητές.
Ερώτηση: Μόνο κομσομόλοι φοιτητές συμμετέχουν και όχι άλλοι φοιτητές.
Απάντηση: Στη χώρα μας όλοι οι φοιτητές είναι κομσομόλοι.Ερώτηση: Πώς καθορίζεται ο αριθμός εισακτέων σε κάθε ειδικό
τητα;Απάντηση: Μπορώ να σας πω ότι σ ’ αυτή την ερώτηση μπορώ να
απαντάω στη διάρκεια 1 βδομάδας. Επειδή στη χώρα μας υπάρχει ένα ολόκληρο σύστημα για την προετοιμασία των ειδικών, υπάρχουν μεθοδολογίες και οδηγίες. Ας προσπαθήσω να σας διηγηθώ σε περίληψη πώς γίνεται αυτό στην πράξη. Κάποιος κλάδος της οικονομίας, ας πούμε συμβατικά το Υπουργείο Βιομηχανίας Άνθρακος, χρειάζεται για την επεξεργασία των κοιτασμάτων άνθρακα 15 άτομα. Η αντίστοιχη αίτηση έρχεται στα όργανα σχεδιασμού, στο κρατικό όργανο σχεδιασμού της Σοβιετικής Ένωσης. Ο κρατικός οργανισμός σχεδιασμού στέλνει αυτή την αίτηση στο Υπουργείο Ανώτατης και Μέσης Ειδικής Εκπαίδευσης της Σοβιετικής Ένωσης, εκεί δηλαδή ακριβώς που μπορεί να γίνει η προετοιμασία των ειδικών. Και επειδή αυτό περνάει από τα όργανα σχεδιασμού αυτό σημαίνει ότι για μας είναι νόμος και ότι εμείς είμαστε υποχρεωμένοι να βγάλουμε τέ- τιο αριθμό ειδικών που απαιτείται για τη χώρα. Δηλαδή πρακτικά
176
παίρνουμε φοιτητές στα ΑΕΙ σύμφωνα με τα αιτήματα των υπουργείων και των διάφορων οργανισμών. Επειδή μετά από 5 χρόνια - όταν τελειώσει ο φοιτητής τη μόρφωσή του - αυτό το υπουργείο, αυτός ο οργανισμός σχεδιάζει πού και σε ποια θέση θα χρησιμοποιηθεί ο απόφοιτος.
Στο σχέδιο της αναδιάρθρωσης της ανώτατης εκπαίδευσης υπάρχει και ένα καινούργιο στοιχείο, το στοιχείο της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στους κλάδους της παραγωγής και στην ανώτατη εκπαίδευση. Εμείς βάζουμε μέσα στις βασικές μας θέσεις και στα ντοκουμέντα την εξής αρχή: ότι για κάθε ειδικό που προετοιμάζει η ανώτατη εκπαίδευση για το συγκεκριμένο κλάδο, ο αντίστοιχος κλάδος θα πληρώνει κάποιο ποσό χρημάτων ή θα αποζημιώνει την ανώτατη εκπαίδευση σε υλικοτεχνική υποδομή κλπ. Και αυτό λύνει 2 προβλήματα: α) οι κλάδοι θα προγραμματίζουν πιο αυστηρά και πιο ορθολογικά τις ανάγκες τους, δηλαδή δεν θα έχουμε πληθώρα σε μία επιστημονική περιοχή ενώ σε άλλη περιοχή θα έχουμε ανεπάρκεια. Δυστυχώς αυτό υπάρχει στη χώρα μας. Πρέπει να λέμε την αλήθεια. Και η β' πλευρά του ζητήματος είναι ότι η ανώτατη εκπαίδευση θα αναπτύσσεται με τη βοήθεια των κλάδων της λαϊκής οικονομίας. Δηλαδή θα εφοδιάζεται, θα παίρνει καινούργιο εξοπλισμό, βιβλιοθήκες, αθλητικούς χώρους κλπ. Και φυσικά έχουμε την πείρα και ξέρουμε ότι όπου υπάρχει καλή υλικοτεχνική υποδομή, όπου υπάρχει καλός εξοπλισμός, όπου υπάρχουν καλές υπολογιστικές μηχανές αποφοιτούν και ειδικοί υψηλότερης ειδίκευσης σε σχέση με άλλα ιδρύματα που δεν έχουν αυτή την υλικοτεχνική υποδομή. Με δυο λόγια να βγάλουμε και το συμπέρασμα: Εμείς τώρα θα καθορίζουμε τον αριθμό των εισακτέων κατά κανόνα ύστερα από αιτήσεις των ιδρυμάτων, ύστερα από αιτήσεις των διαφόρων κλάδων της οικονομίας.
177
Κεντρική Εισήγηση
ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΑΕΙ
ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΛΑΧΟΣ, μέλος του Τμήματος Παιδείας
της ΚΕ του ΚΚΕ
Ο κύριος ρόλος των ΑΕΙ μέσα στην κοινωνία μας είναι η προώθηση της επιστήμης της τεχνολογίας και της έρευνας, η μόρφωση και επιμόρφωση επιστημόνων με υψηλή κατάρτιση και ειδίκευση, η μελέτη και επίλυση προβλημάτων της κοινωνίας, καθώς και η άμεση προσφορά υπηρεσιών σ ’ αυτήν. Η άμεση και έμμεση προσφορά των ΑΕΙ στην κοινωνία συνθέτουν τον κοινωνικό τους ρόλο (με τη γενικότερη έννοια του όρου) που δεν συμβαδίζει όμως με τις ανάγκες της. Αυτός ο ρόλος βέβαια δεν καθορίζεται κυρίως από τα ίδια τα ΑΕΙ αλλά απ’ τις γενικότερες επιλογές της άρχουσας τάξης και την πολιτική που ακολουθεί και η κυβέρνηση.
Ωστόσο έχει και τις δικές της εσωτερικές νομοτέλειες ανάπτυξης η ανώτατη εκπαίδευση.
1. Ποιοι παράγοντες προσδιορίζουν τον κοινωνικό ρόλο των ΑΕΙ
Ο κοινωνικός ρόλος των ΑΕΙ προσδιορίζεται από την αντικειμενική αναγκαιότητα της ανθρωπότητας, κάθε κοινωνίας - και της ελληνικής - για αναπαραγωγή και μεταβίβαση της συσωρευμένης επιστημονικής γνώσης και την παραγωγή νέας γνώσης μέσα απ' την έρευνα. Προσδιορίζεται ιδιαίτερα στην εποχή μας απ’ τις συνθήκες που επιβάλλει η Επιστημονικοτεχνική Επανάσταση (ΕΤΕ) και η νέα φάση της. Προσδιορίζεται απ' τις ανάγκες και τα προβλήματα του λαού μας. Η αντικειμενική αναγκαιότητα αυτή δίνει σχετική αυτονομία στην ανώτατη εκπαίδευση που βέβαια δεν αλλοιώνει τον ταξικό της χαρακτήρα, ούτε είναι σε θέση από μόνη της. η ανώτατη εκπαίδευση, ν’αναμορφώσει ριζικά την κοινωνία και τους θεσμούς της. Μπορεί όμως να κατευθύνει μερικές πλευρές των κοινωνικών διαδικασιών που σήμερα στις συνθήκες της ΕΤΕ αποκτούν ιδιαίτερη σημασία.
Ό σ ο πιο άμεσα γίνεται η επιστήμη παραγωγική δύναμη, όσο
178
πιο άμεσα εφαρμόζονται στην παραγωγή και την κοινωνία συνολικά τα αποτελέσματα της έρευνας, τόσο πιο άμεσα συγκεντρώνεται το ενδιαφέρον των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων γύρω απ’ το ρόλο το)ν πανεπιστημκον. Γι' αυτό εντείνεται η προσπάθεια απ’ τη μια μεριά των μονοπωλίων (στον ΚΜΚ) να υποταχθεί η τριτοβάθμια εκπαίδευση στα άμεσα, στενά, συμφέροντά τους κι απ’ την άλλη του λαϊκού κινήματος να εξυπηρετήσει τα γενικότερα συμφέροντα τη; κοινωνίας.
Ο κοινωνικός ρόλος των ΑΕΙ προσδιορίζεται λοιπόν πιο συγκεκριμένα απ' το κατά πόσο αυτά βρίσκονται στην κατεύθυνση εξυπηρέτησης των αναγκών του λαού και της ανάπτυξης της κοινωνίας μας στην ιστορική περίοδο που διανύουμε. Σ’ αυτή τη βάση προκύπτει αντίθεση μεταξύ πολιτικής /ια τα ΑΕΙ - κοινωνίας στον ΚΜΚ.
Δεν μπορούμε ούτε θέλουμε μ’ αυτό να πούμε ότι τα ΑΕΙ δεν παίζουν κοινωνικό ρόλο και άρα άδικα μοχθούν οι διδάσκοντες το προσωπικό των πανεπιστημίων και οι φοιτητές. Μια τέτια άποψη δεν Οα ήταν σωστή και θα οδηγούσε σε απογοήτευση και μηδενισμό των προσπαθειών που καταβάλονται μέσα στα ιδρύματα κάτω από δυσμενείς συνθήκες.
Σαν γενική τοποθέτηση πρέπει να πούμε ότι τα ΑΕΙ παίζουν σ’ έναν βαθμό κοινωνικό ρόλο. Το ζήτημα όμως είναι κατά πόσο αυτός ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της εποχής μας και τις ανάγκες της συγκεκριμένης σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας.
Δηλαδή η αντικειμενική πορεία μεταβίβασης και προώθησης της γνοισης στα ΑΕΙ δεν είναι από μόνη της ικανή και αναγκαία συνθήκη για να εκπληρώνουν τα ΑΕΙ τον κοινωνικό τους ρόλο. Το ότι προα>θούν γενικά τη γνώση είναι νομοτελειακό φαινόμενο προς το συμφέρον (ιστορικά) της ανθρωπότητας αλλά το πόσο. πώς. σε ποιο επίπεδο και με ποιο τρόπο γίνεται αυτό στα πανεπιστήμια θέτει το ζήτημα του κοινωνικού τους ρόλου στην ταξική του βάση. Αυτό τίθεται πολύ πιο συγκεκριμένα σήμερα που η πολιτική που προωθείται στον ΚΜΚ για την ανώτατη εκπαίδευση, την επιστήμη και την έρευνα σκοπεύει στο ν’ αφαιρέσει με νέους τρόπους κατακτήσεις απ’ το λαϊκό κίνημα και να περάσει ένα συντηρητικό μοντέλο προσαρμοσμένο στα άμεσα και στενά συμφέροντα των μονοπωλίων.
Με τη σειρά της μια τέτια πολιτική αποκαλύπτει πιο πλατιά την κρίση, την ανεπάρκεια και τα στενά πλαίσια του συστήματος του ΚΜΚ, θέτει το ζήτημα του υπεύθυνου αυτής της κρίσης και των πολιτικών υποστηρικτών και διαχειριστών της, που δεν είναι άλλοι απ’ την ΕΟΚ. τη ΝΔ και την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.
179
Οι σύγχρονες εξελίξεις θέτουν ταυτόχρονα την πιο αισιόδοξη πλευρά του ζητήματος την άμεση αναγκαιότητα της «Αλλαγής με κατεύθυνση το Σοσιαλισμό» όπως διατυπώνεται στις θέσεις για το 12ο Συνέδριο του ΚΚΕ.
Η εργατική τάξη, ο λαός μας δεν έχει κανέναν λόγο να φρενάρει, να στενέψει τα πλαίσια της επιστήμης και της έρευνας. Αντίθετα έχει κάθε λόγο να πλαταίνει τους ορίζοντες του κοινωνικού ρόλου των ΑΕΙ γιατί έχει πολλά προβλήματα και απαιτήσεις.
Συμφέρον ym το καναλιζάρισμα στα δικά τους νερά του ρόλου των ΑΕΙ έχουν οι δυνάμεις της εξάρτησης και της ολιγαρχίας και το προωθούν αυτό με αντιλαϊκά πολιτικά σχέδια σε βάρος της μόρφωσης και του ανεβάσματος του γενικού επιπέδου της κοινωνίας.
2. Κριτήρια της προσφοράς του πανεπιστημίου στην κοινωνίαΗ προσφορά του πανεπιστημίου στην κοινωνία, όπως τονίσαμε
από την αρχή κρίνεται πρώτα και κύρια απ’ το επίπεδο των επιστημόνων που παρέχει σ’ αυτήν και την πρόοδο της έρευνας μέσα στα ιδρύματα ιδιαίτερα στις συνθήκες της ΕΤΕ. Κρίνεται από το επίπεδο της μόρφωσης και ειδίκευσης που παρέχει στους φοιτητές, από το πώς διαπαιδαγωγεί τους νέους επιστήμονες ιδιαίτερα σήμερα που η απαιτούμενη μεγαλύτερη ειδίκευση επιβάλλει την πλατύτερη μόρφωση και ολοκλήρωση της προσωπικότητάς τους. Από τη γενικότερη προσφορά στο μορφωτικό - πολιτιστικό επίπεδο του λαού μας και τη φυσική αγωγή του. Από την ανάπτυξη και εξέλιξη του διδακτικού- ερευνητικού προσωπικού του. Απ’ το μελετητικό έργο που γίνεται στα ΑΕΙ πάνω σε ζητήματα που αφορούν την παραγωγή και την κοινωνία μας, όπως λογουχάρη ζητήματα που αφορούν την τοπική αυτοδιοίκηση, τις δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς κοινής ωφέλειας. την ανάπτυξη των διαφόρων κλάδων της βιομηχανίας και της αγροτικής οικονομίας, του πολιτισμού και της τέχνης, του περιβάλλοντος, του βιοτικού επιπέδου και της υγείας του λαού μας. (Για παράδειγμα προσφέρουν άμεσο κοινωνικό έργο οι πανεπιστημιακές κλινικές, τα γεωδυναμικά ινστιτούτα κλπ.).
Αλλά και το ίδιο το κίνημα που αναπτύσσεται στα πανεπιστήμια στο πλάι του λαϊκού κινήματος για την αλλαγή ανεβάζει τον κοινωνικό ρόλο των ΑΕΙ. Δεν είναι τυχαίο που ΑΕΙ όπως το Πολυτεχνείο, έχουν συνδέσει το όνομά τους με λαϊκούς αγώνες.
Ένα βασικό ζήτημα σε σχέση με τον κοινωνικό ρόλο των ΑΕΙ είναι η δυνατότητα πρόσβασης των λαϊκών στρωμάτων στα πανεπι
180
στήμια, στην επιστήμη και την έρευνα σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο. Η ταξική προέλευση των φοιτητών και του ΔΕΠ όπως και η θέση τους στην ελληνική κοινωνία καθορίζει σε έναν βαθμό, πέρα απ’ την ακολουθούμενη πολιτική που είναι το κύριο, τον κοινωνικό ρόλο των ΑΕΙ. Η στάση και η ευαισθησία τους απέναντι στα λαϊκά προβλήματα, η προσπάθεια για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας, ο προοδευτικός προσανατολισμός τους ή αντίθετα η άκριτη αποδοχή της πολιτικής των μονοπωλίων ή ακόμη η τεχνοκρατική αντιμετώπιση των ζητημάτων ε- ξαρτάται απ’ αυτόν τον παράγοντα, την ύπαρξη δηλαδή ή όχι λαϊκής διανόησης.
3. Η κρίση του κοινωνικού ρόλου των ΑΕΙ και οι υπεύθυνοιΕνώ ο κοινωνικός ρόλος των ΑΕΙ είναι, ιστορικά και σύμφωνα
με τις ανάγκες της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, καθορισμένος, η πολιτική που ακολουθιέται στην χώρα μας από την κυβέρνηση, αλλά και γενικότερα στα πλαίσια της ΕΟΚ και των χωρών του ΚΜΚ, προσπαθεί να τον στρέψει σε κατευθύνσεις αντίθετες. Μάλιστα επειδή είναι κάτι παραπάνω από εξώφθαλμη η κατάσταση στα πανεπιστήμια και η λειψή δυνατότητά τους να παίξουν τον κοινωνικό τους ρόλο γίνεται προσπάθεια να φορτωθούν οι ευθύνες σ’ οποιονδήποτε άλλον εκτός απ’ τους κατ’ εξοχήν υπεύθυνους.
Έ τσι βλέπουμε μια συντονισμένη πολύπλευρη προσπάθεια τόσο απ’ τον Υπουργό Παιδείας όσο και από διάφορα έντυπα (Οικονομικός Ταχυδρόμος, Αυριανή, ΕΝΑ κλπ.) να ριχτούν οι ευθύνες στο μαζικό κίνημα με λαϊκϊστικο τις περισσότερες φορές τρόπο και να διαφημιστεί το μοντέλο του πανεπιστημίου που θέλει ο ΚΜΚ και η ΕΟΚ.
Γ ια την κατάσταση στα πανεπιστήμια φταίει η κομματικοποίηση, λένε, που παρεμποδίζει τη λειτουργία τους. Εκείνο όμως που πραγματικά εννοούν είναι ότι η αντίσταση του πολιτικοποιημένου αντιιμπεριαλιστικού - αντιμονοπωλιακού φοιτητικού κινήματος εμποδίζει το πέρασμα της πολιτικής τους και της υποβάθμισης των ΑΕΙ. Ο κ. Μαρίνος τον τελευταίο χρόνο σε κάθε τεύχος του Οικονομικού Ταχυδρόμου δεν χάνει ευκαιρία να προβάλλει το μοντέλο του Ερευνητικού Κέντρου Κρήτης που «προοδεύει» επειδή παίρνει χρηματοδότηση κι απ’ το ΝΑΤΟ. Και να «χτυπήσει» το ΚΚΕ και την ΚΝΕ που αντιστέκονται 1 σ’ αυτό.
Δεν μπαίνει βέβαια στον κόπο να εξηγήσει στους αναγνώστες του σε τι οφελείται ο ελληνικός λαός από τέτιου είδους έρευνες του ΕΚΕΚ και σε τι αντιστέκεται το ΚΚΕ και η ΚΝΕ, στην ανάπτυξη της επιστήμης και της έρευνας ή στην υποταγή της στα σχέδια του
181
ΝΑΤΟ και των μονοπωλίων που το λιγότερο που κάνουν είναι να μας τραβάνε εκεί που θέλουν κι όχι εκεί που έχουμε ανάγκη:
Ο Υπουργός Παιδείας στο Συμβούλιο Ανώτατης Παιδείας (ΣΑΠ) είπε ότι υπάρχει σύγκρουση ανάμεσα στην ανώτατη εκπαίδευση και την ελληνική κοινωνία. Ά ρα (με τη λογική αυτή του κ. υπουργού) φταίνε τα ΑΕΙ που δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας. Και γι’ αυτό φταίνε οι φοιτητές και το διδακτικό προσωπικό, τα κόμματα και οι παρατάξεις μέσα στα πανεπιστήμια. Όμως φταίει επίσης κατά τον κ. υπουργό και η λαθεμένη αντίληψη της «Μικροαστικής» ελληνικής κοινωνίας που θέλει «ντε και καλά» να σπουδάσει τα παιδιά της. Αρα φταίει και η ελληνική κοινωνία...
Η αντίθεση της κυβερνητικής πολιτικής με τα λαϊκά συμφέροντα και τα συμφέροντα των ΑΕΙ γίνεται προσπάθεια να μετατοπιστεί σ£ αντίθεση ΑΕΙ και ελληνικής κοινωνίας με φταίχτες και τους δυο και μοναδικό υπεράνω όλων κριτή την κυβέρνηση. Σ’ αυτά τα πλαίσια βέβαια δεν δίνεται καμιά εξήγηση στον αν έχουν τα ΑΕΙ τις δυνατότητες να παίξουν τον κοινωνικό τους ρόλο, και ποιος ευθύνεται γ ι’ αυτό. Τα ΑΕΙ στη χώρα μας κατά κανόνα αγωνίζονται κάτω από δύσκολες συνθήκες να εκπληρώσουν στο μέτρο των δυνατοτήτων τους το ρόλο τους. Η κυβέρνηση στερεί τις δυνατότητες και προωθεί αντίθετες πολιτικές επιλογές. (Αυτό είναι ένα στοιχείο που βγήκε από τις μέχρι τώρα συζητήσεις στο Συμπόσιο). Οι δυνάμεις που αντιπαλεύουν την ανάπτυξη του κοινωνικού ρόλου των ΑΕΙ αν κάποτε πρόβαλαν αντιστάσεις στη βάση κατεστημένων συμφερόντων σήμερα πατάνε και στην κυβερνητική πολιτική. Οι τελευταίες τοποθετήσεις της ΝΔ είναι ότι συμφωνεί με την κυβερνητική πολιτική στα ΑΕΙ αλλά πρέπει και ν’ αποκηρύξει δημόσια και τις παλιές διακηρύξεις της ότι η ΑΕ και συνολικά η παιδεία είναι μοχλός για τον «σοσιαλιστικό μετασχηματισμό». Υπάρχει συναίνεση βέβαια να γίνει μοχλός για την αύξηση των κερδών των μονοπωλίων. Η αντίληψη της ελληνικής κοινωνίας για την ανώτατη εκπαίδευση δημιουργείται πάνω στη βάση της θέσης του επιστήμονα στη χώρα μας από την άποψη της αμοιβής, του κύρους, της από παράδοση εκτίμησης του λαού μας στη μόρφωση κλπ. Κάθε άλλη αντιμετώπιση είναι ιδεαλι- στική περιπλάνηση και σκόπιμος αποπροσανατολισμός.
Δημιουργείται επίσης απ’ την ανυπαρξία άλλων προοπτικών και δρόμων προς την ειδικευμένη εργασία μιας και ο χαρακτήρας της μέσης εκπαίδευσης είναι υποταγμένος στις εισαγωγικές εξετάσεις για την τριτοβάθμια εκπαίδευση χωρίς να παρέχει ειδίκευση στην πλειοψηφία των νέων.
Γίνεται προσπάθεια επίσης λόγω της ανεργίας, υποαπασχόλη
182
σης και ετεροαπασχόλησης των επιστημόνων, των αλλαγών στην ταξική σύνθεση της ελληνικής κοινωνίας και των ανακατατάξεων να καλλιεργηθούν αντιπαραθέσεις συντεχνιακού χαρακτήρα μεταξύ των επιστημόνων και τεχνολόγων (αποφοίτων ΑΕΙ και ΤΕΙ).
Ακόμη γίνεται προσπάθεια να παρουσιαστούν σαν ανταγωνιστικές αντιθέσεις η τάση της ελληνικής κοινωνίας για σπουδές και η επαγγελματική εξασφάλιση των αποφοίτων. Ό σ ο όμως κι αν ανακα- τανεμιθεί η ανεργία και υποαπασχόληση ανάμεσα στους διαφορετικού επιπέδου ειδίκευσης εργαζόμενους, ο συνολικός αριθμός ανέργων δεν αλλάζει. Το πρόβλημα βρίσκεται στην κυβερνητική πολιτική και στο σύστημα του ΚΜΚ που αδυνατεί να αξιοποιήσει τόσο το επιστημονικό προσωπικό όσο και συνολικά το εργατικό δυναμικό.
Νέα ζητήματα που θέτουν οι θέσεις για το 12ο Συνέδριο και που πρέπει να συζητηθούν πλατιά είναι οι επιδράσεις στη διανόηση αυτής της πολιτικής και το ζήτημα των κοινωνικών συμμαχιών. Αναλύθηκε πλατιά απ’ την κεντρική εισήγηση η στρατηγική του ΚΜΚ στον τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης και οι αντιφάσεις της στη σύγχρονη έκφρασή τους. Θα θέλαμε να προσθέσουμε δυο λόγια για την ιστορική εξέλιξη αυτής της πολιτικής τους και την αλλαγή της τακτικής του ΚΜΚ στη νέα φάση της ΕΤΕ ως προς την ανώτατη εκπαίδευση και γενικότερα την παιδεία.
Στο πρώτο διάστημα της ΕΤΕ και μέχρι πριν από μερικά χρόνια επικρατούσε η αντίληψη ότι αυτή απαιτεί τη γρήγορη κι όσο το δυ- νατόν μεγαλύτερη διεύρυνση του στρώματος των επιστημόνων. Η πάλη του λαϊκού κινήματος σε συνδυασμό μ' αυτή την αντίληψη επέφεραν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70 και μια αισθητή αλλαγή της προηγούμενης (της μέχρι την αρχή της δεκαετίας του ’60) ταξικής σύνθεσης (από άποψη προέλευσης) των φοιτητών. Οι υλικοί πόροι της ανώτατης εκπαίδευσης και της έρευνας όμως δεν είναι γενικά απεριόριστοι ούτε στην ΕΤΕ η λύση είναι η ύπαρξη κύρια επιστημόνων σαν εργατικού δυναμικού. (Δεν μιλάμε βέβαια εδώ για τις απαράδεκτες χαμηλές δαπάνες για την ανώτατη εκπαίδευση).
Η πολιτική που ακολούθησαν οι σοσιαλιστικές χώρες είναι η συνεχής ανύψωση του μορφωτικού επιπέδου και της ειδίκευσης του εργατικού δυναμικού συνολικά από κάθε βαθμίδα εκπαίδευσης με καθιέρωση σαν υποχρεωτικής της μέσης εκπαίδευσης με ειδίκευση, η εντατικοποίηση της επιστημονικοτεχνικής προόδου και η ολόπλευρη ανάπτυξη του κύριου παράγοντα των παραγωγικών δυνάμεων του ανθρώπου.
Αντίθετα στον ΚΜΚ προωθείται η αντιλαϊκή «λύση» της συνε
183
χούς υποθάθμισης του επιπέδου σπουδών της πλειοψηφίας και η δημιουργία ελίτ για τις ανάγκες των μονοπωλίων.
Η πολιτική αυτή μέσα στις αντιφάσεις του συστήματος προωθείται μέσα απ’ το περιεχόμενο σπουδών, προωθείται με δομικές αλλαγές μεταξύ προπτυχιακών και μεταπτυχιακών σπουδών αλλά και με επιχειρήματα του τύπου «άλλο μόρφωση άλλο επάγγελμα» (όπως αναφέρει το πενταετές πρόγραμμα της κυβέρνησης). Προωθείται με την ιδιωτικοποίηση, την προσπάθεια αφαίρεσης κατακτήσεων, κοινωνικών παροχών, (όπως τα δωρεάν συγγράμματα) τη δημιουργία πα- ρασχολών, με την άμεση παρέμβαση των μονοπωλίων.
4. Η πολιτική μας για την ανάπτυξη του κοινωνικού ρόλου των ΑΕΙ
Η πολιτική μας για την ανώτατη εκπαίδευση σε μια Ελλάδα της Αλλαγής στοχεύει στο να μπορέσουν τα ΑΕΙ να παίξουν όσο γίνεται περισσότερο τον κοινωνικό τους ρόλο. Πρώτα και κύρια αυτό σημαίνει αναβάθμιση των προπτυχιακών σπουδών και δημιουργία σ’ όλα τα τμήματα υψηλού επιπέδου μεταπτυχιακών για διδακτορικό. Ανάπτυξη της έρευνας στα πλαίσια ενός εθνικού σχεδιασμού ώστε με απαιτήσεις να μπορούμε να πάρουμε μέρος στον διεθνή καταμερισμό. Το κύριο ζήτημα αυτό αναλύθηκε ήδη στο Συμπόσιο. Μια τέτια πολιτική για τα ΑΕΙ θα τα καταστήσει ικανά να λύνουν σοβαρά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας.
- Να δεθούν με την παραγωγή, συμβάλλοντας στην άνοδο του δημόσιου τομέα σαν μοχλού νέου τύπου ανάπτυξης.
- Να βοηθήσουν με μελέτες προβληματικούς κλάδους και επιχειρήσεις.
- Να βοηθήσουν αποφασιστικά την ΤΑ στο έργο της.- Να μελετήσουν κοινωνικά και λαϊκά προβλήματα της χώρας
μας.- Να αναλάβουν την επιμόρφωση και μετεκπαίδευση του επι
στημονικού και εκπαιδευτικού δυναμικού.- Να ανταποκριθούν στις ανάγκες της συνεχιζόμενης εκπαί
δευσης.
Η σύνδεση με την παραγωγή και τις κοινωνικές ανάγκες απαιτεί, τα προγράμματα σπουδών, εκτός απ’ το γενικό περιεχόμενο κάθε επιστήμης να παίρνουν υπόψη τους τις συγκεκριμένες ανάγκες της κοινωνίας μας. Απαιτεί ταυτόχρονα τη συνεχή διαδικασία εκσυγχρονισμού και αναμόρφωσής τους όπως και των συγγραμμάτων. Υπάρχουν χώρες, όπως οι σοσιαλιστικές, που έχουν σαν μέτρο αναπροσαρμογής τους την πενταετία.
- Απαιτεί τη συνεχή επαφή με την πράξη, μέσα από πρακτικές
184
ασκήσεις για όλους τους φοιτητές ενταγμένες στα προγράμματα σπουδών.
- Την καθιέρωση διπλωματικής εργασίας, σ’ όλα τα τμήματα των ΑΕΙ, πάνω σε πραγματικά προβλήματα έτσι ώστε και η διπλωματική εργασία να είναι κοινωνικά οφέλιμη. Θα μπορούσε π.χ. να είναι πάνω σε διάφορα επιμέρους προβλήματα της ΤΑ.
- Την άμεση, αναβαθμισμένη παροχή κοινωνικών υπηρεσιών όπως στην υγεία, στην ενημέρωση, στην τεκμηρίωση.
- Τη δημιουργία νέων τμημάτων για σύγχρονες επιστήμες όπως επίσης και για τομείς που λείπουν παντελώς απ’ την ανώτατη εκπαίδευση (π.χ. δημοσιογραφία).
- Τη δημιουργία τμημάτων για όλες τις καλές τέχνες που επίσης απουσιάζουν απ’ την ανώτατη εκπαίδευση (π.χ. θέατρο, κινηματογράφος, χορός κλπ.).
Η προώθηση των παραπάνω απαιτεί δημοκρατική λειτουργία των ΑΕΙ και εξασφάλιση απ’ το κράτος των αναγκαίων πόρων. Η εξασφάλιση πόρων από άλλες πηγές εκτός του κρατικού προϋπολογισμού δεν πρέπει να ’ναι όρος ζωής για τα ΑΕΙ αλλά να γίνεται στη βάση του αμοιβαίου όφελους και προγραμματισμού χωρίς να απαλο- τριώνει τον δημοκρατικό έλεγχο στα ΑΕΙ.
Η πρόοδος ενός ΑΕΙ ή ερευνητικού κέντρου αλλά και κάθε μεμο- νομένου επιστήμονα δεν νοείται σε βάρος του κοινωνικού ρόλου των ιδρυμάτων πολύ περισσότερο δεν μπορεί να καλλιεργείται σκόπιμα μια τέτια άποψη. Η ανάπτυξη της προσωπικότητας είναι συνυφα- σμένη με την κοινωνική πρόοδο και η ατομική άνοδος δεν πρέπει να αντιπαρατίθεται στην κοινωνική. Πρέπει να αντιμετωπιστούν σε σωστή κατεύθυνση οι τάσεις που καλλιεργούνται στα πλαίσια της κρίσης των ΑΕΙ να αντιπαρατεθούν οι ατομικές λύσεις με τις κοινωνικές, η ατομική επίδοση στην επιστήμη και την έρευνα με τους αγώνες.
Ο βασικός άξονας της πολιτικής μας είναι η κατάκτηση της επιστημονικής γνώσης και η επίτευξη υψηλών επιδόσεων σ’ αυτόν τον τομέα.
Αυτό επιβάλλει η κοινωνία για το πανεπιστήμιο σε σχέση με το ρόλο του αλλά και η πάλη ενάντια στην πολιτική των μονοπωλίων που προσπαθούν να υποβαθμίσουν τη γνώση με κάθε τρόπο. Δεν υπάρχει άλλη πιο αποτελεσματική πολιτική που να εξυπηρετεί και τα σημερινά και τα αυριανά συμφέροντα της κοινωνίας μας σε σχέση με το ρόλο της ανώτατης εκπαίδευσης.
18S
Παρεμβάσεις
ΣΧΕΣΕΙΣ ΑΕΙ-ΤΕΙ
ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΚΛΗΜΟΠΟΥΛΟΣ, μέλος του Τμήματος Παιδείας
της ΚΕ του ΚΚΕ
Αγαπητοί φίλοι, συνάδελφοι και σύντροφοι,Στον περιορισμένο σχετικά χρόνο, που εξαντικειμένου μου διέ
θεσαν οι οργανωτές του σημαντικού αυτού Συμποσίου, θα προσπαθήσω να αναφερθώ στο συγκεκριμένο θέμα, χωρίς φυσικά να φιλοδοξώ να το εξαντλήσω σε όλη του την έκταση.
Η ιστορία της τριτοβάθμιας τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα, μπορούμε να πούμε ότι ουσιαστικά αρχίζει το 1959 όταν η τότε κυβέρνηση επανασυστήνει τις καταργημένες από την ίδια το 1956, δύο σχολές υπομηχανικών, στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, και καθιερώνει για πρώτη φορά και τέταρτη εκπαιδευτική βαθμίδα του την ονομάζει «Ανωτέρα». Στη βαθμίδα αυτή εντάσσονται στη συνέχεια και αρκετές ιδιωτικές σχολές, όπως ηλεκτρονικών, ναυπηγών κλπ., που δημιούργησε η «ιδιωτική πρωτοβουλία» φροντίζοντας να αξιοποιήσει για δικό της βέβαια λογαριασμό, το ενδιαφέρον της νεολαίας για νέους επαγελματικούς ορίζοντες που άρχισαν πράγματι να διαφαίνονται στη δεκαετία του ’60 με την ανάπτυξη στο διεθνή χώρο των νέων τεχνολογιών.
Στο μεταξύ, στο ίδιο διάστημα, ο ΟΟΣΑ με κύριο στόχο το δυνάμωμα της κυριαρχίας των αμερικάνικων μονοπωλίων στον καπιταλιστικό κόσμο, αρχίζει να παίρνει ενεργό μέρος και στη διαμόρφωση της πολιτικής για την ελληνική παιδεία.
Έ τσ ι με σχέδιο που ετοίμασε το 1965 ο οργανισμός αυτός, ιδρύονται το 1970 από τη Χούντα και με την οικονομική βοήθεια της Διεθνούς Τράπεζας τα KATE (Κέντρα Ανωτέρας Τεχνικής Εκπαίδευσης) με το ν. 652/70. Τα KATE αντικαθιστούν, εκτός από τις δύο σχολές υπομηχανικών, και τις 12 σχολές εργοδηγών που υπήρχαν ανά την Ελλάδα. Παράλληλα δημιουργούνται και νέες κατευθύνσεις σπουδών όπως παραϊατρικών επαγγελμάτων, οικονομίας και διοίκησης, γραφικών τεχνών κλπ. Ωστόσο όμως
η διάρθρωσή τους, η λειτουργία τους, τα προγράμματα σπουδών, ακόμη και οι κτιριακές τους εγκαταστάσεις, δεν ήταν παρά μια αντιγραφή ενός εκπαιδευτικού μοντέλου, από τα πρότυπα της Διεθνούς Τράπεζας για τις εξαρτημένες χώρες. Ό χ ι μόνο ολοκληρωμένη μελέτη των αναγκών και των προοπτικών της ελληνικής παραγωγής και οικονομίας, δεν είχε προηγηθεί, αλλά ούτε προσπάθεια για προσαρμογή του μοντέλου στα ελληνικά δεδομένα έγινε.
Μετά τη μεταπολίτευση και κάτω από την έντονη αντίδραση του μαζικού κινήματος και κύρια των σπουδαστών που φοιτούσαν στα KATE, η κυβέρνηση της ΝΔ επιχειρεί με το ν. 576 του 1977 να διαφοροποιήσει το καθεστώς της τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης. Όμως, το μόνο που κατορθώνει, είναι η προσθήκη ενός ακόμα Ε στον τίτλο των σχολών της «Ανώτερης» εκπαίδευσης, που γίνονται τώρα ΚΑΤΕΕ. Κατά τα άλλα, η ίδια ασφυκτική εξάρτηση από τη Διεθνή Τράπεζα, τα ίδια προγράμματα σπουδών, το ίδιο εκπαιδευτικό προσωπικό, η ίδια υποδομή, η ίδια αβεβαιότητα για το μέλλον των αποφοίτων τους. Η φυσική συνέπεια της κατάστασης αυτής, ήταν η χρεωκοπία των ΚΑΤΕΕ σαν θεσμού, όχι μόνο στη συνείδηση των σπουδαστών που φοιτούσαν σ’ αυτά αλλά και στη συνείδηση ολόκληρου του ελληνικού λαού.
Το 1983 ψηφίζεται από τη σημερινή κυβέρνηση νέος νόμος για την «τριτοβάθμια τεχνολογική εκπαίδευση», όπως πλέον ονομάζεται η τρίτη βαθμίδα της τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης, που μετονομάζει τα ΚΑΤΕΕ σε ΤΕΙ (Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα), βελτιώνει τις διαδικασίες στη διοίκηση και τη λειτουργία τους, αλλά δεν διαφοροποιεί σχεδόν καθόλου την ίδια την ουσία του τριτοβάθμιου τεχνολογικού εκπαιδευτικού μας συστήματος.
Δεν θα αναφερθώ εδώ στα ειδικότερα προβλήματα που παρουσιάζονται σήμερα στα ΤΕΙ, μια και ελπίζω να το κάνω αυτό σε κάποιο επόμενο συμπόσιο, για την τεχνολογική εκπαίδευση που σύμφοινα με τις πληροφορίες μου ετοιμάζει ήδη το τμήμα παιδείας της ΚΕ του ΚΚΕ.
Το κύριο χαρακτηριστικό της μέχρι σήμερα, σύντομης σχετικά, ιστορίας της τριτοβάθμιας τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης, εκτός από τις συχνές αλλαγές του νομικού της καθεστώτος, είναι η έντονη πάλη των σπουδαστών και των αποφοίτων της για την αναγνώριση του ρόλου τους στην παραγωγική διαδικασία.
Παρέμειναν μέχρι σήμερα γνωστοί οι αγώνες των σπουδαστών, στις αρχές τις δεκαετίας του ’60, που με πορείες, απεργίες πείνας, και άλλες έντονες διαμαρτυρίες, συγκίνησαν βαθιά την ελληνική κοινή γνώμη.
Οι αγώνες αυτοί συνεχίζονται, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο και
187
στις μέρες μας, με τον ίδιο πάντα στόχο, που είναι όχι μόνο η τυπική αναγνώριση των επαγγελματικών τους δικαιωμάτων, αλλά κυρίως η ορθολογική τους ένταξη στην παραγωγική διαδικασία, σε αντιστοιχία με τα προσόντα τους.
Όμως, η συνεχιζόμενη και εντεινόμενη, και σήμερα, επιστημο- νικοτεχνική εξάρτηση της χώρας, η αδυναμία αφομοίωσης και σωστής αξιοποίησης των σύγχρονων επιτευγμάτων της νέας τεχνολογίας, ο χαμηλός βαθμός ανάπτυξης της παραγωγής και των υπηρεσιών, έχουν σαν αποτέλεσμα στην υποθάθμιση του ρόλου και την αύξηση της ανεργίας στο επίπεδο των παραγωγικών στελεχών και επομένως αποτελούν ανασταλτικούς παράγοντες σε μια προοπτική ορθολογικής τους αξιοποίησης.
Παράλληλα, το αστικό κράτος, για να κρύψει τις πραγματικές αιτίες της υποθάθμισης του ρόλου των αποφοίτων, όχι μόνο της τεχνολογικής αλλά και της πανεπιστημιακής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που δημιουργεί η πολιτική της εξάρτησης, καλλιέργησε τε- χνητέςαντιθέσεις ανάμεσά τους.
Με εντελώς αντιεπιστημονικά κριτήρια, καθιερώνει μηχανη- στικές διακρίσεις στο χώρο της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, με βάση τους «ορόφους» ή τις «θερμίδες», προσπαθώντας να στρέψει τους μεν ενάντια στους δε, και να δικαιολογήσει έτσι την ανεργία και την υποαπασχόληση, που πλήττει και τις δυο κατηγορίες αποφοίτων.
Η αντικειμενική επιστημονική πραγματικότητα και η όλο και σε μεγαλύτερο βαθμό υπαλληλοποίηση των τεχνικών, αλλά και των άλλων επαγγελματιών, κάνει σήμερα σαφές ότι κύρια αιτία της κακοδαιμονίας, ήταν και παραμένει η ανεργία. Αυτό άλλωστε, αποδείχνεται και από το γεγονός ότι σε αποφοίτους που δεν είναι ακόμη αρκετά οξυμένο το πρόβλημα της ανεργίας, όπως για παράδειγμα στις σχολές υγείας, δεν παρατηρούνται αντίστοιχα φαινόμενα. (Μαίες, επόπτες ΔΥ. οπτικοί, φυσικοθεραπευτές κλπ.)
Πρέπει επομένως να γίνει κατανοητό, ότι όπως και αν κατανεμη- θεί η ανεργία μεταξύ της μιας ή της άλλης κατηγορίας ανέργων, το γενικό ποσοστό της παραμένει αμετάβλητο. Και βέβαια δεν λύνεται με τέτιο τρόπο το πρόβλημα.
Το θέμα της σωστής αξιοποίησης των επαγγελματικών στελεχών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, πανεπιστημιακής ή τεχνολογικής, είναι κυρίως πρόβλημα γενικότερου προσανατολισμού της οικονομικής πορείας της χώρας. Μόνο μια ανεξάρτητη οικονομική ανάπτυξη, μπορεί να διασφαλίσει και την επιστημονική και τεχνολογική μας ανεξαρτησία, και επομένως να δημιουργήσει τις κατάλλη
λες προϋποθέσεις σωστής ένταξης στην παραγωγή, όλων των αποφοίτων.
Σε μια πραγματικά ανεξάρτητη οικονομική πορεία της χώρας, η οικονομία, η παραγωγή και οι υπηρεσίες, έχουν ανάγκη τόσο από στελέχη με πλήρη πανεπιστημιακή κατάρτιση, όσο και από τεχνολογικά ή επαγγελματικά στελέχη, με επαρκή θεωρητική γνώση, σωστή μόρφωση, αλλά προπαντός ολοκληρωμένη εξειδίκευση, και εξάσκηση στις πραγματικές συνθήκες του επαγγέλματος.
Στην κατεύθυνση αυτή θα πρέπει χωρίς καθυστέρηση να προχωρήσει η κυβέρνηση στη κατάρτιση ενός «εθνικού χάρτη επαγγελμάτων» σε συνεργασία με όλους τους αρμόδιους φορείς.
Θα πρέπει δηλαδή, παίρνοντας υπόψη και τη διεθνή εμπειρία, να προσδιοριστούν πλήρως και σε όλη τους την έκταση, τα επαγγέλματα που ανταποκρίνονται στην ελληνική πραγματικότητα, κατά κατηγορία επαγγελμάτων ή κατά επιστημονική ή τεχνολογική ενότητα, με παράλληλο προσδιορισμό του ρόλου τους και του επιπέδου κατάρτισης που απαιτείται για το καθένα. Από τη μέση εκπαίδευση μέχρι την πανεπιστημιακή.
Παράλληλα να καταρτιστεί «οργανόγραμμα» κατά οργανισμό ή υπηρεσία του δημόσιου φορέα, με όλα τα επαγγέλματα που εντάσσονται στη σφαίρα των δραστηριοτήτων του, καθώς και με τον αριθμό των θέσεων εργασίας κατά επάγγελμα, που απαιτούνται για τη σωστή λειτουργία του.
Στην προσπάθεια αυτή θα πρέπει φυσικά να παρθούν υπόψη όχι μόνο οι σημερινές ανάγκες, αλλά και αυτές που θα προκύψουν στο μέλλον, στα πλαίσια της παραγωγικής ανασυγκρότησης της οικονομίας της χώρας μας.
Η αποσπασματική και μεμονωμένη αντιμετώπιση των «επαγγελματικών δικαιωμάτων» (και όχι του δικαιώματος για δουλιά) κατά εκπαιδευτική βαθμίδα, είναι εκ των πρωτέρων καταδικασμένη, χωρίς τη συνολική θεώρηση του ζητήματος.
Τα τελευταία 10 χρόνια οι εναλλασόμενοι επικεφαλής του Υπουργείου Παιδείας υπόσχονται τη σύντομη έκδοση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων των KATE, των ΚΑΤΕΕ και τώρα των ΤΕΙ. Μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει τίποτα.
Ζήτημα επαγγελματικών δικαιωμάτων υπάρχει και για τμήματα των ΑΕΙ. Είναι γνωστά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν ήδη οι πρώτοι απόφοιτοι του τμήματος «Πληροφορικής» του Πανεπιστημίου Πάτρας.
Με βάση τα επαγγέλματα που θα εκτιμηθεί ότι απαιτούν εκπαίδευση τρίτης βαθμίδας, θα πρέπει να αναδιοργανωθεί το περιεχόμενο
σπουδών και να αναπροσαρμοστούν ανάλογα, τα τμήματα των ΤΕΙ και σε αρκετές περιπτώσεις και τμήματα των ΑΕΙ.
Η ίδρυση νέων τμημάτων, χωρίς προγραμματισμό και ουσιαστική μελέτη των πραγματικών αναγκών και των προοπτικών της ελληνικής παραγωγής, τόσο στα ΤΕΙ όσο και στα ΑΕΙ, κινδυνεύει ανάμεσα στα άλλα να μεταφέρει τα προβλήματα των αντιθέσεων και σε άλλους χώρους, ιδιαίτερα μάλιστα όταν δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια ο συγκεκριμένος ρόλος των αποφοίτων τους.
Τέτια παραδείγματα έχουμε δυστυχώς αρκετά τον τελευταίο καιρό. Ίδρυση για παράδειγμα τμημάτων «Ενεργιακής Τεχνικής». «Αυτοματισμού» κ.ά. στα ΤΕΙ. χωρίς συγκεκριμένο προσδιορισμό του περιεχομένου των σπουδών και του επαγγελματικού ρόλου των αποφοίτων. Ίδρυση αντίστοιχα στα ΑΕΙ τμημάτων όπως «Νοσηλευτικής», «Βιβλιοθηκονομίας», «Τουριστικών Επιχειρήσεων» κλπ., που υπάρχουν ήδη στα ΤΕΙ. Σχεδόν παράλληλα ίδρυση, σε ΑΕΙ και ΤΕΙ τμημάτων όπως «ΣυντήρησηΈργων Τέχνης» κλπ.
Η κλιμάκωση αυτής της πολιτικής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν είναι τυχαία. Υπαγορεύεται από συγκεκριμένες δεσμεύσεις προς το ΕΟΚικό διευθυντήριο, που θέλουν την υποταγή του εκπαιδευτικού μας συστήματος στις δικές τους μονοπωλιακές επιδιώξεις.
Η κατάρτιση ολοκληρωμένων επαγγελματιών με πλήρη εξειδί- κευση και σαφώς προσδιορισμένο ρόλο στην παραγωγική διαδικασία δεν διευκολύνει τους σκοπούς τους.
Θέλουν να συντηρήσουν και να επεκτείνουν το θεσμό του «υπό>: ή «παρά» επιστήμονα, χωρίς συγκεκριμένο προσδιορισμό του παραγωγικού του ρόλου, για να μπορεί έτσι να αποτελεί εύκολη λεία στη μονοπωλιακή εκμετάλλευση, με μειωμένη δυνατότητα αντίστασης στην ανεργία. Αυτούς άλλωστε τους στόχους υπηρετεί και η ΕΟΚική ντιρεκτίβα για την αναγνώριση των πτυχίων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που υποβαθμίζει, συνολικά τα πτυχία και των ΑΕΙ και των ΤΕΙ. Δεν κάνει ούτε τα ΤΕΙ, ΑΕΙ, όπως λένε μερικοί, αλλά ούτε και τα ΑΕΙ, ΤΕΙ όπως λένε άλλοι. Με υποβαθμισμένα ΑΕΙ δεν μπορεί να υπάρξουν καν ΤΕΙ. ΓΓ αυτό απαιτείται κοινή προσπάθεια και δράση, από όλους, για να αποκρουστούν τα ΕΟΚικά σχέδια, στο σύνολό τους.
Η τριτοβάθμια τεχνολογική εκπαίδευση δεν ανταγωνίζεται και πολύ περισσότερο δεν αντικαθιστά την πανεπιστημιακή. Η κάθε μια πρέπει να έχει τον δικό της ιδιαίτερο ρόλ*' που απαιτεί στενή σχέση και συνεργασία μεταξύ τους και μεταξύ των αποφοίτων τους.
Η σχέση ΑΕΙ-ΤΕΙ πρέπει να είναι σχέση συνεργασίας, που θα στηρίζεται στη βάση του προσδιορισμού του ρόλου τους στην παρα
190
γωγή και στην κατάλληλη διαμόρφωση του περιεχομένου της εκπαίδευσης.
Η τριτοβάθμια τεχνολογική εκπαίδευση, σαν μια εκπαίδευση που στοχεύει στην παραγωγή επαγγελματικών στελεχών, θα πρέπει να συνδέεται στενά με την παραγωγή, να παίρνει υπόψη της τα πραγματικά δεδομένα, να διαμορφώνει ανάλογα το περιεχόμενο των σπουδών και κάτω από σωστές συνθήκες να συμβάλλει με τη σειρά της σε μια παραπέρα τεχνολογική και οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Στα πλαίσια της σύνδεσης των ΤΕΙ με την παραγωγή, θα πρέπει η πρακτική άσκηση, μια απ’ τις σημαντικότερες κατακτήσεις του σπουδαστικού κινήματος, να πάρει ουσιαστικό χαρακτήρα και να δεθεί με τις σπουδές.
Στην κατεύθυνση της παραπέρα σύσφιξης των σχέσεων ΑΕΙ- ΤΕΙ θα πρέπει να αναληφθούν κοινά προγράμματα έρευνας, ιδιαίτερα εφαρμοσμένης, με περισσότερη βαρύτητα για τα ΤΕΙ στην ανάπτυξη ή υλοποίηση νέων καινοτομιών ή πειραματικών εφαρμογών.
Θα μπορούσαμε ακόμη να δούμε και τη διεξαγωγή κοινών μαθημάτων σε σπουδαστές ΑΕΙ-ΤΕΙ, πάνω σε ειδικά θέματα ή σεμινα- ριακά μαθήματα. Ακόμη, η οργάνωση κοινών συνεδριάσεων μεταξύ των οργάνων διοίκησης ΑΕΙ-ΤΕΙ, σε επίπεδο ομοειδών τμημάτων ή σχολών ή και ιδρυμάτων που εδρεύουν στην ίδια πόλη, θα ήταν ένα επίσης θετικό στοιχείο στην κατεύθυνση αυτή.
Στις συνεδριάσεις αυτές θα μπορούν να συζητούνται θέματα όπως:
- Η ανταλλαγή εκπαιδευτικών εμπειριών.- Ο συντονισμός της έρευνας.- Η καλύτερη οργάνωση του περιεχομένου της εκπαίδευσης.- Η επιμόρφωση του εκπαιδευτικού προσωπικού.- Η ανταλλαγή απόψεων σε θέματα επιλογής εκπαιδευτικού προ
σωπικού.- Και τέλος, αλλά όχι τελευταίο σε σημασία, ο συντονισμός για
τη διεκδίκηση της επίλυσης των προβλημάτων.Με τις προϋποθέσεις αυτές θα μπορέσει η εκπαίδευση στα ΤΕΙ
να πάψει να είναι εκπαίδευση δεύτερης κατηγορίας, που προορίζεται για τους αποτυχόντες των ΑΕΙ, και για την παραγωγή δυναμικού με χαμηλό βαθμό μόρφωσης και ειδίκευσης, εύκολο στην εκμετάλλευση και χωρίς σοβαρές απαιτήσεις για επαγγελματική εξασφάλιση.
Σήμερα όλο και περισσότερο, οι εκπαιδευτικοί φορείς της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, και στα ΑΕΙ και στα ΤΕΙ, συνειδητοποιούν την αναγκαιότητα της κοινής δράσης για το ξεπέρασμα των προβλημάτων τους.
191
Η κοινή αυτή δράση συνδέεται στενά με την πάλη όλου του λαού για τη χάραξη μιας άλλης πολιτικής, που θα υπηρετεί τα λαϊκά συμφέροντα, θα είναι ενάντια στην εξάρτηση και τα σχέδια της ΕΟΚ και θα συμβάλλει στην αναβάθμιση και τον εκδημοκρατισμό της δημόσιας ζωής και της εκπαίδευσης.
ΣΧΕΣΗ ΜΕΣΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ - ΑΕΙ
ΑΡΓΥΡΗΣ ΓΚΟΓΚΟΣ, μέλος του Τμήματος Παιδείας
της ΚΕ του ΚΚΕ
Κυρίες και κύριοι, φίλοι και σύντροφοι.Πολλά απ’ τα ζητήματα που συζητήθηκαν μέχρι τώρα στο
Συμπόσιό μας, δεν μπορούν να μελετηθούν σε βάθος, δίχως την αναγκαία σύνδεσή τους και το φώτισμα της σχέσης τους, με την προηγούμενη απ’ την πανεπιστημιακή εκπαίδευση και κύρια μ’ αυτήν του Λυκείου. Δίχως αυτή την απαραίτητη προέκταση της συζήτησής μας, θα έμοιαζε το Συμπόσιο - επιτρέψτε μου μια παρομοίωση - με τον μελετητή πολιτικό μηχανικό που ασχολείται με τα φορτία της οροφής ενός οικοδομήματος, χωρίς να παίρνει υπόψη του την αντοχή των στηριγμάτων της.
Τρία ερωτήματα που κατά τη γνώμη μας συνοψίζουν και καθορίζουν τη σχέση μέσης εκπαίδευσης - ΑΕΙ θα μας απασχολήσουν και γύρω απ’ αυτά θα στραφούν οι σκέψεις και οι προτάσεις αυτής της εισήγησης.
- Ποια μορφωτικά ή άλλα γνωρίσματα, πρέπει να διαθέτει ο απόφοιτος της μέσης βαθμίδας και κατά συνέπεια τι είδους λύκειο εξυπηρετεί την ανάγκη μιας κοινωνικής οικονομικής και πολιτιστικής ανασυγκρότησης της χώρας, τι είδους λύκειο θα συντελέσει στην αναβάθμιση των πανεπιστημίων μας σε όφελος του λαού μας;
- Πώς και σε ποιο βαθμό το περιεχόμενο σπουδών του λυκείου πρέπει να συνδέεται με κείνο των πανεπιστημίων, ώστε να υπάρχει ομαλή συνέχεια στην εμβάθυνση της γνώσης και να εξασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα των διδακτικών στόχων της κάθε βαθμίδας;
- Ποιες δυσκολίες, σχετικές με τα παραπάνω ερωτήματα, αντιμετωπίζει σήμερα ο καθηγητής της μέσης εκπαίδευσης και ποια πρέπει να είναι η επιστημονική και παιδαγωγική του κατάρτιση στο πανεπιστήμιο;
Κρίνουμε σκόπιμο να υπογραμμίσουμε, ευθύς εξαρχής, μια βα
192
σική μας θέση: Αμεσα πρέπει να σταματήσει η σχέση υποταγής στην εισαγωγή στα ΑΕΙ και της διάσπασης, της λυκειακής γνώσης. Είναι ανάγκη να εξασφαλιστεί η αυτοτέλεια της μόρφωσης στη μέση εκπαίδευση, να αποκατασταθεί η ενότητά της μέσα στο λύκειο και σε αντιστοιχία με την πανεπιστημιακή γνώση.
I. Το λύκειο προθάλαμος των ΑΕΙ-ΤΕΙ.Το κυρίαρχο πρόβλημα του σημερινού λυκείου είναι η ουσια
στική και τυπική κατάργηση της αυτοτέλειάς του, σαν ανεξάρτητης ως προς τους διδακτικούς στόχους εκπαιδευτικής βαθμίδας. Η θεσμοθέτηση των δεσμών μαθημάτα ν επιλογής στη Γ' Λυκείου, μείωσε κατά έναν τουλάχιστον χρόνο την τριετή λυκειακή φοίτηση. Μετέτρεψε την Γ' Λυκείου σε προπανεπιστημιακή δοκιμαστική, όπως το μπακαλωρεά, ανεξάρτητη βαθμίδα. Ερμήνευσε κατά έναν στρεβλό τρόπο την υπάρχουσα στρεβλή πραγματικότητα, που διαμορφώθηκε οριστικά στα μέσα της δεκαετίες 1970-1980. Μια πραγματικότητα που η εκπαιδευτική πολιτική των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ δεν μπορούσε ν’ αλλάξει εφόσον δεν προχωρούσε στη συνολική κοινωνική και οικονομική ριζική αλλαγή. Το λύκειο απ’ τα τέλη ακόμα της δεκαετίας 1960-1970 είχε πάψει πια ν’ αποτελεί, όπως το παλιό εξατάξιο γυμνάσιο, μια διέξοδο όχι εύκολη βέβαια, όμως πιθανή προς τις διάφορες υπηρεσίες του δημοσίου, της κοινής οφέλειας ή τις τράπεζες με την βοήθεια των κομματικών ρουσφετολογικών μηχανισμών των κυθερνώντων. Η λύση της υπαλληλοποίησης έσχατη για ορισμένους, ενώ για άλλους φυσική κατάληξη, με προσόν το «χαρτί» - απολυτήριο της μέσης εκπαίδευσης, ανήκε ήδη στο παρελθόν. Τα λύκεια, κάθε τύπος λυκείου που λειτούργησε τα τελευταία χρόνια, ήταν και είναι μόνο προθάλαμος για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Μοναδική επαγγελματική διέξοδός του ήταν και είναι η επιτυχία στις εξετάσεις για τα ΑΕΙ ή οι σπουδές στο εξωτερικό. Ό σοι απ’ τους αποφοίτους του δεν έμπαιναν σ’ αυτό το μονόδρομο ήταν και είναι υποχρεωμένοι να αναζητούν θέσεις ανειδίκευτου εργάτη ή υπάλληλου, να αντιμετωπίζουν το φάσμα της ανεργίας ή να επιχειρούν απεγνωσμένα την εκπόρθηση των πυλών των ΑΕΙ σαν υποψήφιοι παρελθόντων ετών. Είναι χαρακτηριστική η πλήρης αποτυχία των τεχνικών - επαγγελματικών λυκείων που σχεδίασε στα 1976 η ΝΔ και είναι γνακττά. αφού πρόσφατα απασχόλησαν την Γ.πικαιρότητα. τα προβλήματα των πολυκλαόικών λυκείων που καθιέρωσε το ΠΑΣΟΚ. Οι μαθητές και οι γονείς επέλεγαν και εξακολουθούν να επιλέγουν τη μόνη επαγγελματική διέξοδο που οδηγεί σήμερα μέσα απ’ τις δέσμες, όπως και παλιότερα μέσα απ’ τη λογική τους, στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, κι αυτό παρά τις δυσκολίες που μεγάλωναν λόγω της
193
κρίσης του ΚΜΚ και τις επιπτώσεις του (ανεργία, αδιοριστία, υπό και ετεροαπασχόληση) που μαστίζουν και τα επιστημονικά επαγγέλματα.
Ακούγονται παράφωνα αφού διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα τα όσα κατά καιρούς λέγονται, όπως πρόσφατα κι απ’ τα χείλη του Υπουργού Παιδείας, τα σχετικά με την «κακή νοοτροπία» μαθητών και γονιών που πρέπει ν’ αλλάξει. Σύμφωνα μ’ αυτή την αντίληψη, δεν πρέπει να θέλουν όλοι να γίνουν επιστήμονες. Ηχούν κακόηχα και εκ του πονηρού τα σχετικά με «χρήσιμους και ευτυχισμένους υδραυλικούς» σ’ αντίθεση με «άχρηστους και δυστυχείς επιστήμονες». Οι φορείς αυτής της αντίληψης αγνοούν, ή απλά προσποιούνται, ότι δεν γνωρίζουν την πραγματικότητα. Σήμερα ελάχιστοι μαθητές του λυκείου βλέπουν την τριτοβάθμια εκπαίδευση σαν επιστημονική συνέχεια. Ό λοι βλέπουν τα ΑΕΙ-ΤΕΙ σαν τη μόνη πιθανή επαγγελματική συνέχεια.
2. Τι είδους απόφοιτους χρειάζονται τα πανεπιστήμια;
Ένα κεντρικό ζήτημα που άνέδειξαν οι συζητήσεις του Συμποσίου, αφορά το μορφωτικό επίπεδο των φοιτητών, τη στάση τους στα ζητήματα της μόρφωσης, το ενδιαφέρον τους σαν μελλοντικών επιστημόνων για τη γνώση, την αναζήτησή της, τη δημιουργική της αξιοποίηση. Όμως ο σημερινός φοιτητής είναι ο χτεσινός μαθητής του λυκείου. Τέλειωσε κάποια δέσμη, αρίστευσε κατά τεκμήριο, ε- πιλέχτηκε για τη σχολή που βασικά ήθελε. Έ χει λοιπόν τις τυπικές προϋποθέσεις για να γίνει ένας καλός επιστήμονας. Θα επιμείνουμε σ’ αυτό το τελευταίο, το τυπικό μέρος. Ορισμένοι μαθητές έμαθαν πολλά μαθηματικά, φυσική, χημεία και πέτυχαν στην Α' δέσμη, άλλοι έμαθαν πολλά αρχαία ελληνικά, ιστορία και μπήκαν στη Β' δέσμη κοκ. Έγιναν δηλαδή μικροί μαθηματικοί, φυσικοί και φιλόλογοι. Γιατί λοιπόν οι πανεπιστημιακοί μας δάσκαλοι δεν είναι, κι έχουν δίκιο, ευχαριστημένοι απ’ τις επιδόσεις των σπουδαστών και φοιτητών τους; Θ’ απαντήσουμε άμεσα. Γιατί ελάχιστοι, όπως ήδη είπαμε, μαθητές προετοιμάστηκαν να γίνουν επιστήμονες απ’ τα λύκειά τους. Προετοιμάστηκαν, σκληρά μάλιστα, με ξενύχτια και κόπους και οι πιο δυνατοί το κατόρθωσαν για να περάσουν τις εξετάσεις, μαθαίνοντας κομμάτια, αποσπώντας ρινίσματα της ενιαίας γνώσης. Αυτό το κομμάτιασμα της γνώσης, που αρχίζει απ’ την Α' λυκείου, δεν μπορεί παρά να σημαδεύει την εξέλιξή τους σαν φοιτητές. Πολλοί περισσότεροι θα ενδιαφέρονταν πραγματικά για την επιστήμη και πολλοί λιγότεροι για το επιστημονικό επάγγελμα. αν άλλαζε το περιεχόμενο της μόρφωσης στο λύκειο, αν άλλαζε το σύστη
194
μα επιλογής για τα ΑΕΙ, αν διαμορφωνόταν ανάλογα και το περιεχό- μενο της μόρφωσης του πανεπιστημίου.
3. Τι είδους Λύκειο;
Για μια κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ανόρθωση της πατρίδας μας χρειάζονται όλα τα επαγγέλματα. Η βάναυση και από φιλοσοφική άποψη χυδαία αντίθεση «υδραυλικός - επιστήμονας», έκφραση της γνωστής ιδεαλιστικής αντίθεσης χειρωνακτική - πνευματική εργασία που εδώ μεταφράζεται στην αντίθεση «αμόρφωτος - μορφωμένος», είναι αναχρονιστική ακόμη και στα πλαίσια των προσπαθειών εκσυγχρονισμού του καπιταλισμού. Χρειαζόμαστε χρήσιμους επαγγελματίες μέσης μόρφωσης και ανώτερης μόρφωσης σε μια ποικιλία επαγγελμάτων, που εφόσον θα εξασφαλίζουν στους φορείς τους εργασία και αποδοχές ικανοποιητικές, θα μπορούν να είναι ελκυστικά καί όσο γίνεται σύμφωνα με τις ιδιαίτερες κλίσεις τους.
Χρειαζόμαστε ένα άλλο λύκειο. Που θα δίνει ενιαία γενική μόρφωση σ’ όλους τους μαθητές του, που θα εξασφαλίζει επαγγελματικά εφόδια στους αποφοίτους του και θα προετοιμάζει όσους από αυτούς θα συνεχίσουν τις σπουδές τους. Το αίτημα για ειδίκευση μέσα από τα Λύκεια, που διατυπώθηκε από χιλιάδες μαθητές στις πρόσφατες κινητοποιήσεις τους, βρίσκει στην αναλυτική πρόταση του Τμήματος Παιδείας, της ΚΕ, στο φυλλάδιο για τα Λύκεια, μια λεπτομερή απάντηση. Σύμφωνα με την πρόταση του ΚΚΕ πρέπει ν’ αλλάξουν αυτά που θεωρούνται σήμερα σαν γενικά μαθήματα. Να προστεθούν νέα που να δίνουν σ ’ όλους τους μαθητές του Λυκείου χρήσιμες και σύγχρονες γνώσεις. Να εξασφαλίζουν ταυτόχρονα στον απόφοιτό τους μια επαγγελματική κατάρτιση η οποία, συνδυασμένή με τη γενική λυκειακή μόρφωση και με την πρακτική εξάσκηση, θα ανοίξει επαγγελματικούς δρόμους παράλληλους, με κείνους που θα οδηγούν σε μια παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας μας.
Προϋπόθεση για τη ριζική αναμόρφωση του προγράμματος σπουδών αυτού του ενιαίου λυκείου, είναι η κατάργηση των δεσμών μαθημάτων επιλογής στην Γ' Λυκείου. Το ανέβασμα της στάθμης των σπουδών στα πανεπιστήμιά μας θα γίνει, πέρα από την αναγκαία αύξηση των δαπανών για την παιδεία και μέσα απ’ την αλλαγή του τρόπου επιλογής όσων είναι κατάλληλοι για επιστήμονες. Αυτό σημαίνει ότι οι εξετάσεις δεν μπορούν να συνεχίσουν να περιορίζονται στενά στα μαθήματα της μελλοντικής ειδικότητας. Χρειάζεται να διευρυνθούν τα κριτήρια της εξεταστέας, αναγκαίας και απαραίτητης γνώσης, και με άλλα μαθήματα μέσα από αυτά του κορμού μαθημάτων του λυκείου, να βρεθούν τρόποι που θα εξασφαλίζουν την καταλληλότητα των μελλοντικών επιστημόνων. Τα κριτήρια επιλογής δεν
195
μπορούν να είναι μόνο ποσοτικά όπως σήμερα, πρέπει να γίνουν ποιοτικά. Τα θέματα των εξετάσεων θα πρέπει εκτός απ’ την ποσότητα της γνώσης, να αναζητούν τις δυνατότητες δημιουργίας του μαθητή, να ελέγχουν την κριτική αφομοίωση της λυκειακής γνώσης. Πρέπει να πάψουν να δημιουργούν όπως συμβαίνει με τα ανακλαστικά του Παθλόφ, άκριτους «πολύξερους» παπαγάλους.
3. Ο καθηγητής της μέσης εκπαίδευσηςΣ’ ένα τέτιο λύκειο, ο καθηγητής της μέσης εκπαίδευσης θα ξα-
ναγίνει εκπαιδευτικός. Θα πάψει να μηχανεύεται τρόπους φορμαλιστικής μετάδοσης της γνώσης, του χειρότερου είδους, φροντιστηριακού χαρακτήρα, όπως στην υπερβολή του συμβαίνει στην Γ' λυκείου. Θα υπάρξουν περιθώρια να αισθανθεί ο καθηγητής του λυκείου ότι εκτός από εκπαιδευτής σε κάποια ειδική γνώση πρέπει να είναι και παιδαγωγός, όταν αυτός κι οι μαθητές του απαλλαγούν απ’ το άγχος του μονόδρομου των εισαγωγικών. Βέβαια όλ’ αυτά δεν θα γίνουν αυτόματα ούτε μόνο με την αλλαγή του περιεχομένου σπουδών του λυκείου ούτε μόνο με την αλλαγή του συστήματος των εξετάσεων.
Η σημερινή πραγματικότητα των λεγόμενων καθηγητικών σχολών του πανεπιστημίου και των νέων παιδαγωγικών τμημάτων που αντικαθιστούν τις παιδαγωγικές ακαδημϊες και τις σχολές νηπιαγωγών, διόλου δεν ανταποκρΐνεται στην ανάγκη ενός ολόπλευρα προετοιμασμένου καθηγητή και δάσκαλου. Εξακολουθούν ν' αποφοιτούν μαθηματικοί, φιλόλογοι και άλλες ειδικότητες, κι όχι εκπαιδευτικοί όπως θα 'πρεπε. Απουσιάζουν τα μαθήματα ειδικής διδακτικής στα πανεπιστήμια σχετικά με τα μαθήματα που θα διδάξουν οι μελλοντικοί καθηγητές στις μέλλουσες μαθητικές γενιές. Στην Ελλάδα εξακολουθούν παιδαγωγοί να θεωρούνται μόνο όσοι τελειώνουν φιλολογικές σπουδές ή παιδαγωγικά τμήματα σαν δάσκαλοι. Δεν υπάρχουν μεταπτυχιακές σπουδές στην Ελλάδα για παιδαγωγική και διδακτική των θετικών επιστημών. Πρέπει συνεπώς ν’ αλλάξουν ριζικά τα προγράμματα σπουδών και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση στις σχολές που όλοι ή ορισμένοι σπουδαστές και φοιτητές τους, θα μπορούν να στραφούν προς την εκπαίδευση. Πρέπει τα ζητήματα της παιδαγωγικής να μπουν και σε σχολές του Πολυτεχνείου και κοινωνικών επιστημών, σαν μαθήματα επιλογής. Τα μαθήματα της παιδαγωγικής θ’ αποτελούν βεβαίωση ότι όσοι τα παρακολούθησαν μ’ επιτυχία, μπορούν να εργαστούν σαν εκπαιδευτικοί στη μέση εκπαίδευση. Και βέβαια μέχρι τότε, υπάρχει το ζήτημα της μετεκπαίδευσης και της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών που ήδη απασχολούνται. Οι σχετικές λύσεις που προτείνονται μέσα απ’ το ν. 1566/85, με τη δη
196
μιουργία των περιφερειακών εκπαιδευτικών κέντρων (ΠΕΚ) διόλου δεν θ’ αλλάξει την μέχρι σήμερα ανεπαρκή έως ανύπαρκτη επιμόρφωση. Χρειάζεται φορέας καταρτισμού των επίσης μονικών προγραμμάτων της επιμόρφωσης να είναι τα ΑΕΙ. Δεν μπορούν να ανατίθενται τα καθήκοντα της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών σε ιδιώτες, όπως προθλέπεται απ’ το νόμο του ΠΑΣΟΚ, ούτε χωρούν ερασιτεχνισμοί και απόσειση των ευθυνών του Υπουργείου Παιδείας, με την ανάθεση μέρους των ευθυνών του για την επιμόρφωση σε αναρμόδιους. Στην τοπική αυτοδιοίκηση ';\α δαπάνες, στους σχολικούς συμβούλους και σε υπηρεσιακούς παράγοντες του υπουργείου για ζητήματα περιεχομένου και διδασκαλίας. Τα ζητήματα της επιμόρφωσης και της μετεκπαίδευσης των εκπαιδευτικών, ακριβώς όπως και η μόρφωσή τους, είναι ολοφάνερα στην ευθύνη των αρμόδιων πανεπιστημιακών οργάνων.
Τελειώνοντας αγαπητοί φίλοι και σύντροφοι κρίνω σκόπιμο να επισημάνω ένα τελευταίο ζήτημα. Αφορά τη σχέση της πανεπιστημιακής κοινότητας με την κοινότητα της μέσης εκπαίδευσης, ακόμη και της βασικής, με τα όργανα εκπροσώπισής τους σε επιστημονικό και σε συνδικαλιστικό επίπεδο. Η πρακτική της άρχουσας τάξης, για γνωστούς λόγους, έχει καταφέρει σε σημαντικό βαθμό την αποξένωση των εκπαιδευτικών των διαφόρων βαθμιδών, απ’ τα προβλήματα των άλλων, εκτός της δικής τους.
Από αυτό το βήμα κάνουμε έκκληση στους δασκάλους των παιδιών μας, σ’ όποια βαθμίδα κι αν ανήκουν, να συνταχθούν με τους σπουδαστές φοιτητές και μαθητές, τους γονείς τους, με κάθε εργαζόμενο. Ν’ αναλάθουν το μέρος της ευθύνης που τους αναλογεί, κι είναι αλήθεια μεγάλο. Να πρωτοστατήσουν στην επεξεργασία προτάσεων για την εκπαιδευτική αλλαγή σ’ όφελος του λαού και του τόπου μας. Να αντισταθούν σε κάθε προσπάθεια παραχάραξης των πραγματικών λαϊκών συμφερόντων. Ν’ αποκρούσουν τα εκπαιδευτικά σχέδια που με τον ελκυστικό μανδύα του κοσμοπολιτισμού ή του ακραιφνούς υ- περπατριωτισμού μεθοδεύονται στο χώρο της παιδείας. Να συνταχθούν με τις αριστερές προοδευτικές δυνάμεις, τις μόνες που μπορούν να δόσουν ελπίδα όνειρα και προοπτική στον καθένα μας, στον παιδαγωγό, στο φοιτητή, το μαθητή, τον εργαζόμενο, τον εργάτη.
197
ΣΥΝΕΧΙΖΟΜ ΕΝΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΑΕΙ
ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΑΓΓΟΣ, μέλος του Τμήματος Παιδείας
της ΚΕ του ΚΚΕ
1. Τι είναι η Συνεχιζόμενη Εκπαίδευση;Με τον όρο Συνεχιζόμενη Εκπαίδευση εννοούμε ολόκληρο το
φάσμα των εκπαιδευτικών διαδικασιών, οποιουδήποτε περιεχομένου, επιπέδου και μεθόδου, είτε αυτές αφορούν αναγνωρισμένες ή ελεύθερες σπουδές, είτε συνεχίζουν ή αναπληρώνουν αρχική εκπαίδευση σε σχολεία ή σχολές οποιουδήποτε τύπου ή θαθμίδας, με τη βοήθεια των οποίων (διαδικασιών), άτομα που συμμετέχουν σ’ αυτές αναπτύσσουν τις ικανότητές τους, πλουτίζουν τη γνώση τους, βελτιώνουν τα τεχνικά και επαγγελματικά τους εφόδια ή τα στρέφουν σε νέα κατεύθυνση και επιφέρουν αλλαγές στη στάση τους ή τη συμπεριφορά τους με τη διπλή προοπτική της πλήρους προσωπικής ανάπτυξης από τη μια μεριά και της συμμετοχής τους από την άλλη σε μια ισορροπημένη και ανεξάρτητη κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη.
Με βάση τον ορισμό αυτό μπορούμε να ξεχωρίσουμε τρεις τομείς παρέμβασης των ΑΕΙ στη συνεχιζόμενη εκπαίδευση:
α) Η δημιουργία δυνατοτήτων πρόσβασης των εργαζόμενων στην ανώτατη εκπαίδευση. Αυτό αφορά κυρίως τέτιες μορφές συνεχιζόμενης εκπαίδευσης, όπως η νυχτερινή ανώτατη εκπαίδευση και οι σπουδές στα ΑΕΙ μ’ αλληλογραφία.
θ) Η ανανέωση και ο εκσυγχρονισμός των γνώσεων των αποφοίτων των ΑΕΙ, κι αυτό μπορεί να γίνει με σεμινάρια μικρής ή μεγάλης διάρκειας, ημερίδες, συμπόσια, διαλέξεις κλπ.
γ) Η συμβολή των πανεπιστημίων στο ανέθασμα του μορφωτικού επιπέδου του λαού και των εργαζόμενων. Εδώ μπρούν να αξιο- ποιηθούν όλες οι μορφές εκπαίδευσης: αυτές που προαναφέραμε, αλλά και άλλες, όπως λογουχάρη τα ραδιοτηλεοπτικά μαθήματα.
Στη συνέχεια θα επιχειρήσουμε να τεκμηριώσουμε την αναγκαιότητα της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης. Ωστόσο, πριν απ’ αυτό είναι κατά τη γνώμη μας απαραίτητο να κάνουμε τρεις διευκρινήσεις, προκειμένου να αποφευχθούν κάποιες ενδεχόμενες παρανοήσεις.
2. Τρεις διευκρινήσεις
Η πρώτη διευκρίνηση αφορά τον όρο Συνεχιζόμενη Εκπαίδευση: τόσο στην εθνική, όσο και στη διεθνή βιβλιογραφία όροι όπως
198
Συνεχής Εκπαίδευση, Διαρκής Εκπαίδευση, Εκπαίδευση Ενηλίκων, Επιμόρφωση Ενηλίκων, Λαϊκή Επιμόρφωση κλπ., χρησιμοποιούνται σαν συνώνυμοι του όρου Συνεχιζόμενη Εκπαίδευση.
Οι όποιες διαφορές υπάρχουν σχετίζονται με το περιεχόμενο που δίνεται κατά περίπτωση στον όρο κι όχι στον ίδιο τον όρο. Εξάλλου αυτή είναι η δεύτερη διευκρίνιση που θέλουμε να κάνουμε. Δηλαδή, να επισημάνουμε πως δεν υπάρχει ένας ορισμός της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης, ο οποίος είναι απ’ όλους αποδεκτός. Υπάρχουν διάφοροι ορισμοί. Οι διαφορές προκύπτουν από πολλούς και διαφορετικούς λόγους: διαφορετική επιστημονική προσέγγιση, διαφορετική πολιτική ή και ιδεολογική τοποθέτηση κλπ. Επιπλέον το περιεχόμενο του όρου προσδιορίζεται και ιστορικά. Γ ια παράδειγμα, τα πρώτα χρόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση το κύριο καθήκον της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης στη Σοβιετική Ένωση ήταν η εξάλειψη του αναλφαβητισμού. Σήμερα, ασφαλώς, τα καθήκοντά της είναι εντελώς διαφορετικά.
Ωστόσο, παρ’ όλους τους διαφορετικούς ορισμούς που υπάρχουν, παραθέσαμε προηγούμενα έναν απ’ αυτούς·. Δεν πρόκειτα, βέβαια, για μια παρέμβαση του κόμματός μας σε μια συζήτηση που είναι εν πολ- λοίς επιστημονική, για να λήξει το ζήτημα. Είμαστε ανοικτοί να συζητήσουμε οποιονδήποτε άλλον ορισμό. Ωστόσο, για να γίνει τούτη η παρέμβαση, έπρεπε να ορίσουμε με κάποιον τρόπο την έννοια της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης. Διαλέξαμε τον ορισμό, που παραθέσαμε, επειδή, κατά τη γνώμη μας, είναι πιο κοντά στις ανάγκες και τις ιδιομορφίες τη: ελληνική: πραγματικότητα: και επιπλέον είναι κατά τεκμήριο ο ορισμός εκείνος που γίνετια αποδεκτός από τους περισσότερους, μιας και εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση της Unesco, στη 19η Σύνοδό τη: (Ναϊρόμπι. Κένυα. 1976).
Η τρίτη διευκρίνιση αφορά τις μεταπτυχιακές σπουδές. Θέλουμε να ξεκαθαρίσουμε πως άλλο πράγμα είναι οι μεταπτυχιακές σπουδές κι άλλο η συνεχιζόμενη εκπαίδευση. Η κύρια διαφορά τους βρίσκεται στο ότι οι μεν μεταπτυχιακές σπουδές συνδέονται με την έρευνα και άρα την παραγωγή νέας γνώσης, η δε συνεχιζόμενη εκπαίδευση αφορά μετάδοση γνώσεων, που ήδη είναι γνωστές.
Είναι καιρός, όμως, να περάσουμε στο ζήτημα της αναγκαιότητας της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης.
3. Η αναγκαιότητα της συνεχιζόμενης εκπαίδευσηςΗ βάση, πάνω στην οποία θεμελιώνεται η αναγκαιότητα της συ
νεχιζόμενης εκπαίδευσης, είναι η διαπίστωση πως πλέον η εκπαίδευση δεν μπορεί να είναι μια εφάπαξ διαδικασία: η ιδέα μιας εκπαίδευσης που περατώνεται σε ορισμένο χρόνο ή ηλικία είναι στην εποχή
199
μας ξεπερασμένη. Αυτό οφείλεται σ’ ένα «απλούστατο» γεγυνυν αρχίσαμε να διδασκόμαστε από τη φύση πιο γρήγορα απ’ό-τι ο ένας από τον άλλο.
Ας σκεφθουμε, φίλοι και σύντροφοι, τι μπορεί να σημαίνουν τα ακόλουθα δεδομένα: σ’ ολόκληρο τον κόσμο το 1964 δημοσιεύτηκαν 24 εκατομμύρια επιστημονικές εργασίες και το 1970 60 εκατομμύρια. Ο αριθμός αυτός έφτασε, ήδη, τα 420 εκατομμύρια το 1985. Κάθε μέρα τυπώνονται περισσότερα από 500 εκατομμύρια τετραγωνικά μέτρα χαρτί.
Τι μπορεί να σημαίνουν αυτές οι εξελίξεις; Ν’ αναφέρουμε ενδεικτικά πως ένας ερευνητής μπορεί να έρθει σ’ επαφή μόνο με το 10% περίπου, της βιβλιογραφίας που τον ενδιαφέρει. Κι αυτό επειδή αν διάβαζε όλη τη βιβλιογραφία του τομέα του, δεν θα του έμενε καθόλου χρόνος για έρευνα...
Ωστόσο, το ζήτημα δεν περιορίζεται μόνο στην εξέλιξη της επιστήμης. Έ χει σοβαρότατες κοινωνικές επιπτώσεις. Κι αυτό δεν είναι παράξενο: στις μέρες μας η μετατροπή της επιστήμης σε άμεση παραγωγική δύναμη και, γενικότερα, η επιστημονικοτεχνική επανάσταση βάζει όλη τη ζωή των ανθρώπων σε δυναμική θώση, αλλάζει τον χαρακτήρα της σύγχρονης παραγωγής, μεταβάλλει τις πραγματικές μορφές της εργασίας, τις υλικές συνθήκες της ζωής του ανθρώπου, συντομεύει τις αποστάσεις και τα χρονικά όρια, αντικαθιστά το φυσικό περιβάλλον με τεχνητό, δημιουργεί νέες συνθήκες για αλλαγές στις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους, αγκαλιάζει όλο το προτσές της κατάκτησης της φύσης από τον άνθρωπο, όλο το προτσές των κοινωνικών σχέσεων, ολόκληρο τον τρόπο της αυτοπραγμάτωσής τους.
Η εκπαίδευση δεν μπορεί ή, πιο σωστά, δεν πρέπει να μένει αδιάφορη και να μην παίρνει υπόψη της αυτές τις εξελίξεις. Για παράδειγμα, αν βασικό καθήκον της εκπαίδευσης είναι η προετοιμασία για το μέλλον, πώς μπορεί να παραγνωρίσει το γεγονός ότι από τα 90 χιλιάδες περίπου διαφορετικά επαγγέλματα που υπάρχουν στη σημερινή κοινωνία, τα μισά δεν υπήρχαν στις αρχές του αιώνα μας; Κάτι περισσότερο: από τα επαγγέλματα που σήμερα υπάρχουν, περίπου τα μισά θα εξαφανιστούν στις αρχές του επόμενου αιώνα και στη θέση τους θα εμφανιστούν άλλα, τα οποία σήμερα δεν τα γνωρίζουμε. Να προσθέσουμε ακόμα ότι έχει υπολογιστεί πως οι απόφοιτοι μιας μέσης σχολής είναι υποχρεωμένοι πολλές φορές ν’ αλλάζουν επάγγελμα 4 ή 5 φορές σε όλη τους τη ζωή.
Είναι φανερό, λοιπόν, πως δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί σήμερα η εκπαίδευση σαν μια εφάπαξ διαδικασία. Και θα πρέπει να υπογραμμίσουμε, πως αν κάτι τέτιο ισχύει μια φορά για την πρω-
200
τοθάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ισχύει πολλές φορές περισσότερο '/ m την ανώτατη εκπαίδευση.
Σκεφθείτε, φίλοι και σύντροφοι, το εξής γεγονός: τα προγράμματα σπουδών ενός πανεπιστημίου προβλέπουν, συνήθως, πεντάχρονη φοίτηση και, στην καλύτερη περίπτωση, περιλαμβάνουν όλο τον όγκο γνώσεων που υπάρχει σ’ έναν επιστημονικό κλάδο η σε μια ειδίκευση, την πρώτη μέρα του πρώτου ακαδημαϊκού έτους. Σκεφτεί- τε τον απόφοιτο των ΑΕΙ. Σκεφτείτε, επίσης, ότι ο όγκος των τεχνολογικών γνώσεων διπλασιάζεται κάθε δέκα χρόνια, ότι ο όγκος των γνώσεων στη βιολογία διπλασιάζεται κάθε πέντε χρόνια, στη γενετική κάθε δύο χρόνια και στις επιστήμες του διαστήματος ακόμα πιο γρήγορα...
Ωστόσο, αυτή είναι μόνο η μια πλευρά του ζητήματος. Κι αυτό επειδή πρέπει να υπογραμμίσουμε πως στις συνθήκες της εντεινόμε- νης επιστημονικοτεχνικής επανάστασης αλλάζουν οι αντιλήψεις σχετικά με την ειδίκευση. Η ιδέα ότι μια επιστήμη μπορεί να μελετηθεί από όλες τις πλευρές έχει ή πρέπει να εγκαταλειφθεί: από τα πράγματα οι φοιτητές μπορούν να ειδικευθούν σε ορισμένους μόνο κλάδους της επιστήμης που σπουδάζουν. Ποιος μπορεί στ’ αλήθεια σήμερα ν’ αποκαλέσει τον εαυτό του μαθηματικό ή φυσικό ή βιολόγο, χωρίς να προσθέτει σ’ αυτό έναν παραπέρα προσδιορισμό; Μαθηματικός μεν, αλλά ειδικός στη γεωμετρική τοπογραφία ή στον γραμμικό προγραμματισμό. Φυσικός μεν, αλλά όχι μόνο: ακτινοφυσικός ίσως ή πυρηνικός φυσικός. Βιολόγος, αλλά ειδικός στην κυτταρολογία ή θιοφυσικός, κ.ο.κ.
Όμως η στενότητα της ειδίκευσης δεν γίνεται δίχως συνέπειες, για την προσωπικότητα: την εμποδίζει να προσανατολίζεται ελεύθερα στην επιστήμη, δεν την αφήνει να έχει ευρύτητα αντίληψης των γεγονότων και των φαινομένων. Αυτή η εξέλιξη ζημιώνει πολύ την προσωπικότητα, επειδή ενθαρρύνει τη μονομερή ανάπτυξή της: άνθιση ορισμένων ικανοτήτων με την κατάπνιξη των άλλων. Απ’ αυτήν την άποψη μπορούμε να πούμε πως το μέλλον της ανθρώπινης διάνοιας μπαίνει σε κίνδυνο. Και το ζήτημα είναι πως η διαδικασία διακλάδωσης των επιστημών, της εμφάνισης νέων ειδικοτήτων όχι μόνο δεν σβήνει, αλλά αντίθετα γίνεται ολοένα και πιο έντονη.
Και, όμως: οι επιστήμες «κομματιαζόμενες» απαιτούν, ταυτόχρονα, καθολικότητα των γνώσεων. Η ίδια λογική της ανάπτυξης της επιστήμης, που υπαγορεύει το «κομμάτιασμα», υπαγορεύει και την απαίτηση για καθολικότητα των γνώσεων. Κι αυτό επειδή ο καταμερισμός των ευρύτατων τομέων της γνώσης σε κλάδους και σε τμήματα γίνεται παράλληλα με το δυνάμωμα των θέσεών τους στα σημεία που συνορεύουν. Η σύμπλεξη και η αλληλοεπίδραση των συναφών επι
201
στημονικών κλάδων ενισχύεται και επιδρά ενεργά στον αντίστοιχο τομέα της γνώσης στο σύνολό του. Συντελεΐται και μια αμοιβαία διείσδυση των επιστημών: της φυσικής στη χημεία, στη βιολογία και αντίστροφα.
Στις συνθήκες αυτές, δηλαδή της ραγδαίας ανάπτυξης της επιστήμης στο σύνολό της και των ξεχωριστών κλάδων της, ο επιστήμονας είναι υποχρεωμένος αναπόφευκτα να επανειδικεύεται, να μεταπηδά από ένα κύκλο προβλημάτων σ ’ άλλον.
Συμπερασματικά, λοιπόν, μπορούμε να πούμε πως αν η ιδέα της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης υπήρχε από πολύ παλιά στη σκέψη της ανθρωπότητας - θυμίζω το «γηράσκω αεί διδασκόμενος» των αρχαίων Ελλήνων - σαν συστατικό στοιχείο μιας ουμανιστικής κοσμοαντίληψης, σήμερα το πράγμα δεν περιορίζεται μόνο σ’ αυτό. Η επιστημονικοτεχνική επανάσταση είναι ένας ιδιόμορφος καταλύτης που επιταχύνει τη διαδικασία ανανέωσης των γνώσεων και, αν θέλετε, εξαναγκάζει τόσο το ξεχωριστό άτομο, όσο και τις κοινωνίες ν’ αντιμετωπίσουν και να επιχειρήσουν τη λύση αυτού του προβλήματος. Μια λύση που μπορεί να δοθεί, επίσης, τόσο σε ατομικό επίπεδο (λογουχάρη με την αυτομόρφωση), όσο και σε κοινωνικό με τη διαμόρφωση ενός συστήματος συνεχιζόμενης εκπαίδευσης.
Στο σημείο αυτό προκύπτει το ερώτημα: αν όλα αυτά, που είναι ίσως σωστά στη θεωρία, ισχύουν και για την πραγματικότητα της χώρας μας; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι ανεπιφύλακτη και καταφατική.
Αυτό μπορούμε να το τεκμηριώσουμε αν δούμε, λογουχάρη, το ρόλο που παίζουν οι επιστήμονες και, γενικά οι απόφοιτοι των ΑΕΙ στην οικονομική ζωή του τόπου. Και δεν χρειάζεται να δούμε τα ποιοτικά χαρακτηριστικά τους, αφού αυτά, ήδη, έχουν παρουσιαστεί και αναλυθεί τόσο στις θέσεις της ΚΕ για το 12ο Συνέδριο του ΚΚΕ, όσο και στην εισήγηση της πρώτης μέρας του Συμποσίου. Είναι αρκετό να υπενθυμίσουμε πως το ειδικό βάρος των αποφοίτων των ΑΕΙ στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό της χώρας συνεχώς αυξάνει και από 2,85% που ήταν το 1961, ανέβηκαν στα 7,47% το 1981, ενώ σύμφωνα με την έρευνα του εργατικού δυναμικού της ΕΣΥΕ (Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας Ελλάδας) το 1984 αποτελοΰσαν το 9.22%. Αυτό σημαίνει πως σήμερα πρέπει να έχουν ξεπεράσει την αναλογία ένας απόφοιτος ΑΕΙ σε κάθε 10 ανθρώπους που παίρνουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο μέρος στην οικονομική ζωή της χώρας. Κι αν πάρουμε υπόψη μας τους ξεχωριστούς κλάδους οικονομικής δραστηριότητας θα διαπιστώσουμε πως από το σύνολο των απασχολούμενοι στις τράπεζες και τις ασφάλειες το 43.6",, είναι απόφοιτοι των ΑΕΙ, ενώ στις λοιπές υπηρεσίες το ποσοστό αυτό είναι επίσης
202
πολύ υψηλό αφού φθάνει τα 35,3%. Κάτι τέτιο δεν είναι τυχαίο: ο δρόμος, που περνά από το πανεπιστήμιο, οδηγεί <ν. νήΟοις στη συμμετοχή των αποφοίτων του στην οικονομική ζωή. Ετσι, αν χωρίσουμε σε επίπεδα εκπαίδευσης τον πληθυσμό της χώρας, θα διαπιστώσουμε πως το μεγαλύτερο ποσοστό συμμετοχής στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό της χώρας έχουν ακριβώς οι απόφοιτοι των ΑΕΙ. Πιο συγκεκριμένα από το σύνολο των αποφοίτων των ΑΕΙ το 82% ανήκει στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό της χώρας μας. ενώ το ίδιο ποσοστό για τους απόφοιτους μέσης εκπαίδευσης είναι μόνο 60% και για τα άλλα επίπεδα εκπαίδευσης ακόμα πιο λίγο.
Οι αριθμοί δείχνουν με αρκετά παραστατικό τρόπο την ανάγκη για συνεχιζόμενη εκπαίδευση, που έχουν οι απόφοιτοι των ΑΕΙ. Η δυνατότητα και τα όρια της όποιας κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης, και πολύ περισσότερο της ανάπτυξης προς όφελος του λαού καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό απ’ αυτό το θέμα: θα αναπτυχθεί ή όχι ένα ολοκληρωμένο σύστημα συνεχιζόμενης εκπαίδευσης;
Ωστόσο, θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε και σε δυο άλλους λόγους που επιβάλλουν τη συνεχιζόμενη εκπαίδευση. Δυο λόγους που δεν έχουν γενική ισχύ για όλες τις χώρες, αλλά οπωσδήποτε πρέπει να τους πάρουμε υπόψη μας στη χώρα μας.
Ο πρώτος σχετίζεται με το επίπεδο της ελληνικής πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, ειδικά, όσον αφορά την επιστημονικότητά της. Είναι γνωστό και τις προηγούμενες τρεις μέρες του Συμποσίου αναλύθηκε στις λεπτομέρειές του, το ζήτημα της επιστημονικής καθυστέρησης της πατρίδας μας. Καθυστέρηση, που εκφράζεται τόσο στο περιεχόμενο της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, όσο και στο επίπεδο της επιστήμης και των τεχνολογικών εφαρμογών γενικά.
Απ’ αυτήν την άποψη και για να μπορούν οι Έ λληνες επιστήμονες να παρακολουθούν τις επιστημονικές εξελίξεις του σύγχρονου κόσμου, επιβάλλεται ν’ αναπτυχθεί ένα πλατύτατο σύστημα συνεχιζόμενης εκπαίδευσης, το οποίο, εκτός των άλλων, πρέπει να καλύψει και την καθυστέρηση της χώρας μας από επιστημονική άποψη. Δίχως αυτό, πολύ φοβόμαστε, πως κινδυνεύει η σοβαρότητα όποιων κάνουν λόγο για τρένα της τεχνολογίας, τα οποία πρέπει να προλάβουμε, για Ελλάδα του 2000 και άλλα τέτια εύηχα.
Ο δεύτερος λόγος που επιβάλλει τη συνεχιζόμενη εκπαίδευση στην χώρα μας είναι η ανεργία των νέων επιστημόνων. Πού βρίσκεται το πρόβλημα; Ας το δούμε.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΣΥΕ, το 1984, στο σύνολο των ανέργων το 7,6% ήταν απόφοιτοι των ΑΕΙ. Αν τώρα χωρίσουμε τους άνεργους σ ’ αυτούς που έχουν εργαστεί στο παρελθόν και σ’ αυτούς
203
που δεν έχουν εργαστεί ποτέ στο παρελθόν θα διαπιστώσουμε πως στην πρώτη ομάδα οι άνεργοι απόφοιτοι των ΑΕΙ, που είχαν εργαστεί στο παρελθόν (ΐποτελοί.σα\· μόλις το 4.4",, του συνόλου των ανέργων της ίδιας ομάδας, ενώ στη δεύτερη ομάδα οι άνεργοι απόφοιτοι των ΑΕΙ, που δεν έχουν εργαστεί ποτέ στο παρελθόν, αποτελούν το 12,8% του συνόλου των ανέργων αυτής της ομάδας. Αυτό σημαι- ν α πως οι απόφοιτοι τον AFI μπαίνουν στην οικονομική ζωή. όχι μόνο με την καθυστέρηση των πέντε χρόνων, που απαιτούν- ται για την απόκτηση του πτυχίου τους, αλλά με μεγαλύτερη, που επιμηκύνεται τόσο όσο και το διάστημα της ανεργίας τους, αμέσως μετά την αποφοίτησή τους από το πανεπιστήμιο. Έτσι, όταν θα μπούνε στην οικονομική ζωή οι γνώσεις που θα έχουν αποκτήσει στη διάρκεια των σπουδών τους θα είναι οι περισσότερες ξεπερασμένες. Για να μπορέσουν αυτοί οι άνθρωποι να αποδόσουν χρειάζεται να ανανεώσουν και να εκσυγχρονίσουν τις γνώσεις τους. Πλευρά του ίδιου ζητήματος αποτελεί η ετεροαπασχόληση των επιστημόνων. Καθώς οι απόφοιτοι των ΑΕΙ δεν βρίσκουν δουλιά στην ειδικότητά τους, αναγκάζονται να εργαστούν όπου βρουν. Κάποια στιγμή αργότερα, που επιτέλους βρίσκουν μια θέση εργασίας, πάνω στην ειδικότητά τους, διαπιστώνουν, συχνά με απόγνωση, πως έχουν ξεχάσει αυτά που κάποτε διδάχθηκαν στο πανεπιστήμιο. Είναι επιτακτική ανάγκη γΓ αυτούς τους ανθρώπους να ξαναφρεσκάρουν τις γνώσεις τους και να ενημερωθούν για τις όποιες εξελίξεις σημειώθηκαν στο μεταξύ στον κλάδο τους.
Απ’ όλα όσα είπαμε μέχρι εδώ, νομίζουμε, πως σαφέστατα προκύπτει το συμπέρασμα ότι τόσο γενικά, όσο και ειδικά στις συνθήκες της χώρας μας η συνεχιζόμενη εκπαίδευση αποτελεί αναγκαιότητα. Αναγκαιότητα, που όσο δεν λαμβάνεται υπόψη στη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής συνεπάγεται κόστος. Κόστος όλων των ειδών: οικονομικό, κοινωνικό, πολιτιστικό, επιστημονικό και, τελικά, ιδεολογικοπολιτικό. Μια μοντέρνα έκδοη της θεωρίας της ψωροκώσταινας είναι πολύ πιθανόν να ξανακυκλο- φορήσει στην πιάτσα. Ωστόσο, τούτη τη φορά θα είναι μια ψωροκώσταινα σύγχρονη, κοσμοπολΐτισσα, και με ένα κομπιουτεράκι της IBM στο χέρι.
Αλήθεια όμως στη χώρα μας δεν γίνεται τίποτα όσον αφορά τη συνεχιζόμενη εκπαίδευση; Αυτό είναι το κακό, σύντροφοι: πως κάτι γίνεται. Ας δούμε τι ακριβώς.
4. Η Συνεχιζόμενη Εκπαίδευση στη χώρα μας
Εξετάζοντας την πραγματικότητα της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης στη χώρα μας θα θέλαμε να ξεχωρίσουμε και να υπογραμμίσουμε
204
απ’ την αρχή πως «χτυπάει στο μάτι» η απουσία μιας πολιτικής για τη συνεχιζόμενη εκπαίδευση. Για την ακρίβεια ο χώρος της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης μοιάζει με ξέφραγο αμπέλι, στο οποίο μπαίνει ο καθένας και κάνει κυριολεκτικά ό,τι θέλει. Φυσικά, δεν πρόκειται για κάποιο παράδεισο ελευθερίας. Αντίθετα, πρόκειται για πολύ βολική κατάσταση, η οποία επιτρέπει στα μονοπώλια, στις κρατικές υπηρεσίες και στους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς ν’ αναπτύσσουν μια ασύδοτη δραστηριότητα σε αντιλαϊκή κατεύθυνση, ενώ, ταυτόχρονα, αποκρύθονται οι ευθύνες του κράτους για τη μη ύπαρξη ολοκληρωμένου συστήματος συνεχιζόμενης εκπαίδευσης.
Με μια έννοια, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως οι προανα- φερθείσες διαπιστώσεις αφορούν κατεξοχήν τα ΑΕΙ και τους αποφοίτους τους.
Πρώτ’ απ’ όλα τα ίδια τα ΑΕΙ δεν πραγματοποιούν τη συνεχιζόμενη εκπαίδευση, παρόλο που αυτή, σύμφωνα με το ν. 1262/82 είναι μια από τις αποστολές τους. Ο λαλίστατος κατά τα άλλα Υπουργός Παιδείας δεν λέει κουβέντα γΓ αυτό το ζήτημα. Και θα πρέπει να υπογραμμίσουμε πως η κύρια ευθύνη γΓ αυτό δεν βαρύνει τα πανεπιστήμια: σ’ αυτά έχει διαμορφωθεί, μ’ ευθύνη της κυβερνητικής πολιτικής, μια κατάσταση, που σε κάνει ν ’ απορείς ακόμα για το πώς διεκ- παιρεώνονται οι τρέχουσες λειτουργίες τους. Για σκεφθείτε μια σύγκλητο να συζητά για τη συνεχιζόμενη εκπαίδευση, όταν τα ΑΕΙ με δυσκολία παρέχουν και την αρχική εκπαίδευση: θα ήταν θέατρο του παράλογου.
Ωστόσο, στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε την υπευθυνότητα των ίδιων των επιστημόνων, οι οποίοι με τις ενώσεις τους (όπως λογουχάρη η Ένωση Ελλήνων Φυσικών ή το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας), με τις συνδικαλιστικές τους οργανώσεις (όπως, λογουχάρη, οι ιατρικοί σύλλογοι ή οι εκπαιδευτικοί συνδικαλιστικοί φορείς). με τα επιστημονικά περιοδικά, με τα επιστημονικά ερευνητικά κέντρα (όπως ο «Δημήτρης Γληνός» ή το ΚΜΕ) προσπαθούν ν’ αναπτύξουν κάποια δραστηριότητα με τη μορφή Συνεδρίων, Συμποσίων, Σεμιναρίων κλπ. - δραστηριότητα που πολλές φορές καλύπτει ανάγκες και της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης.
Από κει και πέρα υπάρχει το χάος:Τα μεγάλα μονοπωλιακά συγκροτήματα οργανώνουν στο εσωτε
ρικό τους σεμινάρια, συναντήσεις, διαλέξεις και άλλες μορφές συνεχιζόμενης εκπαίδευσης. Συχνά τα σεμινάρια φιλοξενούνται σε πολυτελή ξενοδοχεία και δεν περιλαμβάνουν μόνο μαθήματα, αλλά και διασκεδάσεις, ας πούμε, διαφόρων μορφών. Επίσης, πολλές φορές αυτή η δραστηριότητα περιλαμβάνει ταξίδια και στο εξωτερικό.
205
Υπάρχουν περιπτώσεις που τα μονοπώλια οργανώνουν μόνα τους τα σεμινάρια και τις άλλες μορφές της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης, ενώ άλλοτε τις αναθέτουν σε ειδικευμένους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς και επιμορφωτικούς φορείς. Σ’ όλες τις περιπτώσεις όμως, το περιεχόμενο και οι στόχοι αυτών των ενεργειών καθορίζονται από τα ίδια τα μονοπώλια.
Είναι σαφές το τι επιδιώκουν οι μονοπωλιακές επιχειρήσεις μ’ αυτές τους τις ενέργειες. Πέρα από την επιδιωκόμενη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, οι ιδεολογικοί στόχοι είναι πιο σημαντικοί. Κατ’ αρχήν δεν πηγαίνουν όλοι οι εργαζόμενοι ενός μονοπωλίου σ’ αυτά τα σεμινάρια. Έτσι, σ’ ένα πρώτο επίπεδο μπορούμε να διαπιστώσουμε την απόπειρα δημιουργίας δυο κατηγοριών εργαζόμενων: αυτοί που πηγαίνουν στα σεμινάρια και άρα έχουν τις προϋποθέσεις για βελτίωση της θέσης τους στην εταιρία και σ’ αυτούς που δεν πηγαίνουν και άρα θα μείνουν στάσιμοι. Σ’ ένα πρώτο επίπεδο, λοιπόν, έχουμε απόπειρα διάσπασης των εργαζόμενων.
Μετά είναι τα κριτήρια επιλογής: στα σεμινάρια θα πάει εκείνος ο εργαζόμενος που δίνει όρκους πίστης στην εταιρία, που «πονάει» την εταιρία του, που το ενδιαφέρον του θα πρέπει να εκδηλωθεί πολύ συγκεκριμένα. Λογουχάρη αν οι κακοί κομμουνιστές εργαζόμενοι της επιχείρησης οργανώσουν κάποια απεργία. ε. οι καλοί εργάτες πρέπει να είναι οι πρώτοι που θα διεκδικήσουν το δικαίωμα για εργασία, δηλαδή να είναι απεργοσπάστες. Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, λοιπόν, επιδιώκουν την αποδοχή της θέσης πως τα συμφέροντα εργαζόμενων - επιχείρησης είναι κοινά και, άρα, δεν πρέπει να δη- μιουργούνται προβλήματα στην «ομαλή» λειτουργία της εταιρίας.
Σ’ ένα τρίτο επίπεδο έχουμε την «στρατολογία» εργαζομένων, που θα υπερασπίζονται ενεργητικά τα συμφέροντα της επιχείρησης με ποικίλους τρόπους. Η στρατολογία γίνεται και με τη συνεχή επιλογή, ανάμεσα στους κατ’ αρχήν επιλεγμένους εργαζόμενους, που θεωρούνται από το μονοπώλιο σαν οι «κατάλληλοι» να ενταχθούν στα προγράμματα της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης της εταιρείας. Σ’ αυτήν τη δεύτερη επιλογή ξεδιαλέγονται αυτοί που θα παρακολουθήσουν τις πιο πολυτελείς - ας πούμε - μορφές συνεχιζόμενης εκπαίδευσης (διαμονή σε πολυτελή ξενοδοχεία, ταξίδια στο εξωτερικό, επαφή με τα μεγάλα «κεφάλια» της εταιρίας κλπ.).
Το περιεχόμενο αυτής της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης καλύπτει ήδη τη γκάμα ενδιαφερόντων - όχι των εργαζόμενων, αλλά - της διοίκησης του μονοπωλίου: από εκπαίδευση πάνω σε ένα νέο μηχάνημα μέχρι τη διευθέτηση των εργατικών διαφορών, δηλαδή το σπάσιμο, λογουχάρη, των απεργιών.
Αυτή συνεχιζόμενη εκπαίδευση δεν εξυπηρετεί τους εργαζόμε
206
νους και σε τελευταία ανάλυση στρέφεται εναντίον τους. Πρώτα απ’ όλα επειδή δεν παίρνουν μέρος στα προγράμματα συνεχιζόμενης εκπαίδευσης όλοι οι εργαζόμενοι του μονοπωλίου, αλλά και επειδή ανεβαίνει η αποτελεσματικότητα της διοίκησης του μονοπωλίου να σπάει το συνδικαλιστικό κίνημα ή να το ενσωματώνει στη λειτουργία της επιχείρησης, με στόχο την αύξηση της αποδοτικότητας, δηλαδή την αύξηση των κερδών για τους μετόχους. Ακόμα και η «καθαρή» κατάρτιση, γίνεται με τέτιο τρόπο ώστε να «δένει» τους εργαζόμενους με το μονοπώλιο, αφού πρόκειται για μια στενή κατάρτιση, αυστηρά προσαρμοσμένη στις συνθήκες του δοσμένου μονοπωλίου. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για μια επαγγελματική κατάρτιση ή μετεκπαίδευση, τέτια που θα επιτρέπει στον εργαζόμενο ν’ αναζητήσει, ίσως, εργασία, σύμφωνα με τα εφόδια αυτά, και σε άλλα μονοπώλια ή σε άλλους χώρους απασχόλησής του.
Δίπλα σ’ αυτήν τη δραστηριότητα των μονοπωλιακών συγκροτημάτων του ιδιωτικού τομέα, υπάρχει μια ανάλογη δραστηριότητα συνεχιζόμενης εκπαίδευσης και στον δημόσιο τομέα. Οι μορφές είναι οι ίδιες, οι στόχοι είναι οι ίδιοι και η μόνη διαφορά που μπορεί κανείς να θρει είναι ο σκοπός αυτής της δραστηριότητας. Ά ν, δηλαδή, στον ιδιωτικό τομέα ο σκοπός είναι να εξασφαλιστεί το μέγιστο δυνατό - οικονομικό κέρδος, στον δημόσιο τομέα ο θασικός σκοπός είναι να εξασφαλιστεί το μέγιστο δυνατό πολιτικό κέρδος. Σ’ αυτήν την περίπτωση, έχουμε μια εκσυγχρονισμένη έκδοση ελέγχου των πολιτικών φρονημάτων, ιδιαίτερα αποτελεσματική μάλιστα, μια και σήμερα η οξύτατη οικονομική κρίση και η φιλομονοπωλιακή οικονομική πολιτική της κυβέρνησης έχει υποβαθμίσει δραματικά το βιοτικό επίπεδο των εργαζόμενων ακόμα και του - υποτιθέμενου κάποτε προνομιακού - χώρου των δημοσίων επιχειρήσεων και του κρατικού μηχανισμού.
Εδώ οι διαδικασίες επιλογής, οι όροι και οι προϋποθέσεις συμμετοχής των εργαζόμενων σε σεμινάρια, συνέδρια και τις άλλες μορφές επιμόρφωσης αποσκοπούν στον ιδεολογικοπολιτικό έλεγχό τους, καθώς και η προώθηση των πολιτικών φίλων της εκάστοτε κυβέρνησης. Πρόκειται για μια δραστηριότητα, η οποία, εν πολλοϊς, θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί από τα πανεπιστήμια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί απ’ αυτήν την άποψη η Σχολή Δημόσιας Διοίκησης: αντί το έργο επιμόρφωσης των δημοσίων υπαλλήλων ν’ ανατεθεί στην Πάντειο, δημιουργήθηκε μια σχολή, η οποία βρίσκεται μακριά από τον έλεγχο του λαϊκού κινήματος και της οποίας τα προγράμματα σπουδών, το εκπαιδευτικό προσωπικό, η διοίκησή της κλπ., καθορίζονται εν κρυπτώ και πάντως με αδιαφανείς διαδικασίες.
Η δραστηριότητα του δημόσιου τομέα όσον αφορά τη συνε
207
χιζόμενη εκπαίδευση δεν περιορίζεται μόνο σ’ αυτό. Αντίθετα, έχει δημιουργήσει μηχανισμούς παροχής επιμόρφωσης και προς τρίτους. όχι μόνο σ»; εργαζόμενους του δημόσιου τομέα. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί το Ελληνικό Κέντρο Παραγωγικότητας, (ΕΛΚΕΠΑ), το οποίο εποπτεύεται από το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και έχει εςειδικευΟεί στη μετεκπαίδέκτη των μεσακον και ανώτερων στελεχών ιδιωτικών επιχειρήσεων, καθώς και την επιμόρφωση των άνεργων πτυχιούχων των ΑΕΙ. Η πρώτη από τις δυο δραστηριότητες χρηματοδοτείται από τον ιδιωτικό τομέα ο οποίος καθορίζει και το περιεχόμενο της επιμόρφωσης. Αυτός που καθορίζει τα πράγματα στη δεύτερη περίπτωση είναι το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το οποίο χρηματοδοτεί εν μέρει αυτά τα προγράμματα.
Θα πρέπει να υπογραμμίσουμε πως ειδικά τα προγράμματα του ΕΛΚΕΠΑ, που απευθύνονται σε άνεργους πτυχιούχους των ΑΕΙ, α- ξιοποιούνται σαν ρουσφετολογικός μηχανισμός και ισχυρό μέσο παρέμβασης για τον πολιτικό τους έλεγχο, ιδιαίτερα σε προεκλογικές περιόδους. Είναι γνωστό πως τα προγράμματα αυτά είναι επιδοτούμενα - δηλαδή, όσοι τα παρακολουθούν πληρώνονται - και για ένα μικρό διάστημα - συνήθως για ένα εξάμηνο - αποτελούν μια ανακούφιση των άνεργων πτυχιούχων, αφού παίρνουν μέρος σε μια α- μειθόμενη δραστηριότητα. Οι διαδικασίες επιλογής αυτών που θα τα παρακολουθήσουν είναι αδιαφανείς και γίνονται είτε στους διαδρόμους των υπουργείων είτε στα γραφεία των τοπικών οργανώσεων του κυθερνώντος κόμματος.
Πόση σημασία και ποια είναι η προτεραιότητα που δίνει η κυβέρνηση στα προγράμματα του ΕΛΚΕΠΑ φαίνεται από το ότι, ενώ οι δαπάνες για την ανώτατη εκπαίδευση - σύμφωνα με στοιχεία που έδοσε πρόσφατα το Υπουργείο Παιδείας - αυξήθηκαν σε ονομαστικές τιμές κατά 357% την περίοδο 1981-1987, οι δαπάνες για το ΕΛΚΕΠΑ αυξήθηκαν την ίδια περίοδο κατά 1000%. Είναι επίσης χαρακτηριστικά τα στοιχεία που ανέφερε προχθές την Παρασκευή ο σ. Μπάμπης Αγγουράκης, στην εισήγησή του για τις νέες τεχνολογίες. Σύμφωνα μ’ αυτά, ενώ μόλις τώρα υπάρχουν οι 30 πρώτοι απόφοιτοι στην Πληροφορική από τα ΑΕΙ, αντίθετα, από το ΕΛΚΕΠΑ μόνο το 1985 πήραν κάποιο τίτλο σπουδών πάνω στην πληροφορική πάνω από 5.000 άτομα. Και μάλιστα υπάρχει το ενδεχόμενο, μ’ όλες αυτές τις ντιρεκτίβες της ΕΟΚ, να αναγνωριστούν αυτοί οι τίτλοι - που στην πραγματικότητα είναι βεβαιώσεις παρακολούθησης κάποιου μικρής ή μεγάλης διάρκειας σεμινάριου σαν τίτλοι μεταπτυχιακών σπουδών.
Τόσο στην περίπτωση της Σχολής Δημόσιας Διοίκησης, όσο και στην περίπτωση του ΕΛΚΕΠΑ, εκδηλώνεται με χαρακτηρι
208
στικό τρόπο η τάση να μεταφέροναι οι εκπαιδευτικές λειτουργίες έξω από το εκπαιδευτικό σύστημα, μακριά από τον έλεγχο του λαϊκού κινήματος. Οι επιλογές αυτές συμπληρώνουν και βρίσκονται στην ίδια λογική με την πολιτική που θέλει να κρατήσει την έρευνα έξω από τα ΑΕΙ. Πρόκειται, τελικά, για πολιτικές επιλογές, οι οποίες δεν βρίσκονται σε φιλολαϊκή κατεύθυνση και αποσκοπούν στην καλύτερη και ανετότερη εξυπηρέτηση των «αναγκών» του εξαρτημένου κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού, σύμφωνα με τις κατευθύνσεις της ΕΟΚ και των μονοπωλίων. Η «υψηλή» εκτίμηση που συχνά εκφράζει ο ΣΕΒ για το «έργο» του ΕΛΚΕΠΑ, η συνεχής προβολή από τέτια έντυπα όπως ο Οικονομικός Ταχυδρόμος κλπ., αποτε- λούν ενδείξεις για το πού πάει το πράγμα.
Πέρα απ’ αυτά, όμως, πρέπει να επισημάνουμε πως μορφές της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης - και, ιδιαίτερα, ορισμένα σεμινάρια και συνέδρια - αξιοποιούνται σαν μηχανισμοί διείσδυσης των ιμπεριαλιστικών οργι/νισμών. ^δώ κ'ύνοίμε λόγο /κ/ σι·νέδρια. σεμινάρια κλπ. που οργανώνονται από τέτια «ευαγή» ιδρύματα όπως η ΕΟΚ, το ΝΑΤΟ, ο ΟΟΣΑ, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο κλπ. Κανένας φυσικά δεν έχει αντίρρηση γι ο την επιστημονική σι.νε,ν/ασία σε διεΟνέ; επίπεδο. Ισα - ίσα το αντίθετο: η συνεργασία αυτή θα μπορούσε και πρέπει να αποτελέσει σημαντικότατο παράγοντα εξομάλυνσης των διεθνών σχέσεων, προώθησης της αλληλοκατανόησης των λαών, ενίσχυσης του φιλειρηνικού κινήματος, επιτάχυνσης της ίδιας της ε- πιστημονικοτεχνικής προόδου σε μια κατεύθυνση εξυπηρέτησης των πανανθρώπινων αναγκών και αντιμετώπισης των οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων όλων των λαών.
Ωστόσο, εδώ δεν πρόκειται για κάτι τέτιο. Αντίθετα, πρόκειται για μορφές, που αξιοποιούνται σαν μηχανισμός έντασης της εξάρτησης της χώρας μας, παραπέρα υποταγής της στα συμφέροντα του ιμπεριαλισμού σ’ όλα τα επίπεδα: οικονομικό, επιστημονικό, στρατιωτικό, πολιτιστικό κλπ.
Έ τσι, συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε πως αναλύοντας την πραγματικότητα της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης στη χώρα μας καταλήγουμε στις ακόλουθες διαπιστώσεις:
- Απουσιάζει μια πολιτική για τη συνεχιζόμενη εκπαίδευση, και η σχετική δραστηριότητα αναπτύσσεται αποσπασματικά. Η αποσπασματικότητα αυτή επιτρέπει τη μεθοδευμένη παρέμβαση ιδιωτικών, κρατικών και ιμπεριαλιστικών φορέων σε μια κατέυθυνση εξυπηρέτησης των δικών τους συμφερόντων, ενώ την ίδια ώρα μένουν ακάλυπτες οι βασικές ανάγκες για συνεχιζόμενη εκπαίδευση, αρμονικά ενταγμένη σε ένα πρόγραμμα κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης προς όφελος όλου του λαού.
209
- Η συνεχιζόμενη εκπαίδευση αξιοποιείται για τον ιδεολογικό και πολιτικό έλεγχο των επιστημόνων και γενικά των αποφοίτων των ΑΕΙ.
- Η συνεχιζόμενη εκπαίδευση στο εσωτερικό των μονοπωλιακών συγκροτημάτων αξιοποιείται για τον ιδεολογικό έλεγχο των εργαζόμενων και την υποταγή και χειραγώγηση του συνδικαλιστικού κινήματος.
- Επιπλέον η συνεχιζόμενη εκπαίδευση αξιοποιείται για τον ιδεολογικοπολιτικό έλεγχο των εργαζόμενων του δημόσιου τομέα με όργανα τους εξειδικευμένους φορείς που δημιουργήθηκαν για τον σκοπό αυτό, όπως η Σχολή Δημόσιας Διοίκησης και το ΕΛΚΕΠΑ.
- Ιδιαίτερα επικίνδυνη είναι η αξιοποίηση μορφών της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης για τη διείσδυση των ιμπεριαλιστικών οργανισμών, την προώθηση των επιλογών τους και την παραπέρα πρόσδε- ση της χώρας μας στα ιμπεριαλιστικά κέντρα.
- Η μεθόδευση της παράκαμψης του εκπαιδευτικού συστήματος για την όποια ανάπτυξη δραστηριότητας στη συνεχιζόμενη εκπαίδευση, αποτελεί συστατικό στοιχείο της πολιτικής της άρχουσας τάξης, μιας και αποφεύγεται μ’ αυτόν τον τρόπο ο έλεγχος του λαϊκού κινήματος.
Αυτή η κατάσταση πρέπει ν’ αλλάξει.
5. Για μια πολιτική αλλαγής στη συνεχιζόμενη εκπαίδευση
Η συνεχιζόμενη εκπαίδευση μπορεί και πρέπει να γίνει σοβαρότατο μέσο εξυπηρέτησης των αναγκών αλλά και της πνευματικής ανάπτυξης των εργαζόμενων, της νεολαίας, ολόκληρου του λαού. Γ ια να γίνει αυτό χρειάζεται:
- Διαμόρφωση ενιαίας και ολοκληρωμένης πολιτικής για'τη συνεχιζόμενη εκπαίδευση, σαν μέρος της γενικότερης εκπαιδευτικής πολιτικής, η οποία με τη σειρά της πρέπει να είναι ενταγμένη στα πλαίσια ενός προγράμματος για την κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη προς όφελος όλου του λαού.
- Διασφάλιση πλήρους διαφάνειας και δημοκρατικού ελέγχου στη δομή, την οργάνωση και τη λειτουργία της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης.
- Το περιεχόμενο της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης πρέπει να είναι σύμφωνο με τις ανάγκες του λαού μας, να εξυπηρετεί την κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη του τόπου και να ικανοποιεί τις προσωπικές επιδιώξεις των εργαζόμενων και της νεολαίας.
- Το κράτος πρέπει να εξασφαλίσει όλα τα υλικά μέσα - τρέχου- σες δαπάνες και διαμόρφωση της αναγκαίας υποδομής - και να πάρει μέτρα ενθάρρυνσης και διευκόλυνσης των εργαζόμενων και της νεο-
210
λαΐας για την παρακολούθηση των προγραμμάτων της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης.
- Βασικός παράγοντας για την ανάπτυξη της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης είναι η αλλαγή στην παιδαγωγική διαδικασία του σχολικού συστήματος. Πρέπει από την πρωτοβάθμια εκπαίδευση ακόμα να προετοιμάζονται οι μαθητές για τη συνεχιζόμενη εκπαίδευση. Αυτό σημαίνει εγκατάλειψη της απομνημόνευσης σαν την αποκλειστική μέθοδο διδασκαλίας. Το σχολείο πρέπει να προσανατολιστεί όχι στην απλή αύξηση του όγκου των γνώσεων που οφείλει να αφομοιώσει ο μαθητής, αλλά και να τον διδάξει πώς να μαθαίνει. Κάτι περισσότερο: πρέπει να του καλλιεργεί τη σταθερή ανάγκη για μια αδιάκοπη μόρφωση και αυτομόρφωση, να στοχεύει στην ανάπτυξη της δημιουργικότητας και στην αφύπνιση των ενεργητικών δυνάμεων της προσωπικότητας των νέων.
Στα παραπάνω σημεία συνοψίζεται η αντίληψη του κόμματός μας για τη συνεχιζόμενη εκπαίδευση.Επιπλέον το ΚΚΕ, πέρα από τις γενικότερες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές προϋποθέσεις, οι οποίες αναλύονται στις θέσεις της ΚΕ για το 12ο Συνέδριο, θεωρεί πως σημαντικότατη προϋπόθεση για την εφαρμογή μιας πολιτικής αλλαγής στη συνεχιζόμενη εκπαίδευση είναι η ουσιαστική και ισότιμη συμμετοχή στη λήψη και στην εποπτεία εφαρμογής των αποφάσεων για τη συνεχιζόμενη εκπαίδευση, όχι μόνο των κυβερνητικών υπηρεσιών, αλλά και εκπροσώπων των πολιτικών κομμάτων, της τοπικής αυτοδιοίκησης, των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, των επιστημονικών φορέων και των κεντρικών οργανώσεων των εργαζόμενων, των αγροτών, των επαγγελματοβιοτεχνών, των εκπαιδευτικών, των γονιών, των σπουδαστών, των γυναικών και του πολιτιστικού κινήματος.
Ειδικότερα, για την ανώτατη εκπαίδευση, πρέπει άμεσα το ζήτημα της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης να συζητηθεί στο ΣΑΠ. Επιση- μαίνοντας πως ποτέ μέχρι σήμερα το ΣΑΠ - αν και είναι το αρμόδιο όργανο - δεν συζήτησε το ζήτημα αυτό, το ΚΚΕ εκφράζει την ε- τοιμότητά του να συμβάλλει με τον προβληματισμό και τις προτάσεις του σε μια τέτια συζήτηση.
Κεντρικό σημείο της άποψής μας είναι η χάραξη και η υλοποίηση σ’ εθνικό επίπεδο ενιαίας πολιτικής των ΑΕΙ για τη συνεχιζόμενη εκπαίδευση με τρεις θασικές κατευθύνσεις.
Η πρώτη κατεύθυνση στοχεύει στο να δοθεί η δυνατότητα πρόσβασης των εργαζομένων στην ανώτατη εκπαίδευση. Αυτό αφορά, κυρίως, τη δημιουργία συστήματος σπουδών στα ΑΕΙ μ’ αλληλογραφία. καθώς και συστήματος νυχτερινής ανώτατης »:κπ(πδπ·σης. Μέτρο, που μπορεί να ληφθεί στα πλαίσια της ίδιας κατεύθυνσης,
211
είναι η υιοθέτηση του αιτήματος των εργαζόμενων μαθητών, οι οποίοι ζητούν να εισάγονται στα ΑΕΙ οι απόφοιτοι των νυχτερινών λυκείων, σε αναλογικά ίσο αριθμό με τους απόφοιτους των ημερήσιων λυκείων.
Η δεύτερη δασική κατεύθυνση αφορά την ανάπτυξη από τα ΑΕΙ συντονισμένης δραστηριότητας στον τομέα επιμόρφωσης των αποφοίτων τους. με την αξιοποίηση όλων των μορφών, όπως, λογουχάρη, οργάνωση σεμιναρίων, συνεδρίων, ημερίδων κλπ. Η δραστηριότητα αυτή, κατά τη γνώμη μας, πρέπει να έχει σαν στόχους:
- Τον εκσυγχρονισμό και την ανανέωση των γνώσεων των αποφοίτων με την ενημέρωσή τους για τις νέες εξελίξεις, που σημειώνονται στην επιστήμη τους.
- Την ενημέρωσή τους για τις κατακτήσεις της επιστήμης σε κλάδους που σχετίζονται, στον έναν ή τον άλλο βαθμό, με τον κλάδο τους.
- Τον εμπλουτισμό της ευρύτερης πολιτιστικής τους συγκρότησης, μέσω της επαφής τους με τα επιτεύγματα της επιστημονικής, καλλιτεχνικής και γενικότερα του συνόλου της πολιτιστικής δημιουργίας της ανθρωπότητας.
Εδώ, πρέπει να σημειώσουμε, ότι στα πλαίσια αυτής της κατεύθυνσης περιλαμβάνονται - εκτός των άλλων - τα επιμορφωτικά προγράμματα για τους απόφοιτους των ΑΕΙ που σήμερα γίνονται από το ΕΛΚΕΠΑ, καθώς και η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και, γενικότερα, των δημοσίων υπαλλήλων. Γ ι’ αυτήν την τελευταία περίπτωση, θυμίζουμε πως άποψη του κόμματός μας είναι η κατάργηση της Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και ανάληψη του έργου της από την Πάντειο.
Η τρίτη βασική κατεύθυνση της πολιτικής για τη συνεχιζόμενη εκπαίδευση, που προτείνουμε ν’ ακολουθήσουν τα ΑΕΙ, αφορά τη συμβολή των πανεπιστημίων για το ανέθασμα του μορφωτικού επιπέδου των εργαζόμενων, της νεολαίας κι ολόκληρου του λαού.
Βασικός τομέας δραστηριότητας στα πλαίσια αυτής της κατεύθυνσης είναι η πραγματοποίηση επιμορφωτικών προγραμμάτων για την επαγγελματική μετεκπαίδευση και επανακατάρτιση των εργαζόμενων. Εννοείται πως δεν μπορεί να περνά το σύνολο της επαγγελματικής επιμόρφωσης των εργαζόμενων από τα ΑΕΙ: και άλλοι φορείς αναπτύσσουν σχετική δραστηριότητα, όπως η Λαϊκή Επιμόρφωση. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μας, πρέπει τα ΑΕΙ ν’ αναλάβουν ένα μέρος από την επαγγελματική επιμόρφωση των εργαζόμενων κι αυτό για δυο τουλάχιστον λόγους:
Πρώτον, επειδή θ’ αποτελεί έναν κρίκο σύνδεσης των ΑΕΙ με
212
την παραγωγική διαδικασία και γενικότερα την οικονομική ζωή του τόπου.
Και, δεύτερον, επειδή μπορεί να αξιοποιηθεί αυτή η δραστηριότητα και για τον εμπλουτισμό, με πολυτιμότατα στοιχεία, της εκπαιδευτικής διαδικασίας των ΑΕΙ. Είναι ολοφάνερα τα οφέλη που θα προκόψουν αν εξασφαλιστεί η ταυτόχρονη παρακολούθηση αυτών των προγραμμάτων όχι μόνο από τους εργαζόμενους αλλά και από τους φοιτητές.
Πρέπει, λοιπόν, τα ΑΕΙ να πραγματοποιούν προγράμματα επαγγελματικής επιμόρφωσης. Εννοείται πως αυτά πρέπει να εντάσσονται στο γενικότερο πρόγραμμα επαγγελματικής επιμόρφωσης που θα έπρεπε να υπάρχει, ενώ στη λήψη οποιοσδήποτε σχετικής απόφασης, πρέπει να συμμετέχει οπωσδήποτε και η συνδικαλιστική οργάνωση των εργαζομένων, στους οποίους απευθύνεται το πρόγραμμα.
Πέρα από την επαγγελματική επιμόρφωση των εργαζόμενων και στα πλαίσια της τρίτης βασικής κατεύθυνσης της πολιτικής για τη συνεχιζόμενη εκπαίδευση μπορούν να περιληφθούν ποικιλόμορφες δραστηριότητες, οι οποίες, βέβαια, πρέπει να εντάσσονται σ’ ένα γενικότερο πρόγραμμα κάλυψης των επιμορφωτικών αναγκών του λαού μας.
Εδώ δεν μπορούμε να περιγράψουμε όλες τις μορφές και όλους τους τομείς παρέμβασης, που μπορούν να κάνουν τα ΑΕΙ, επειδή θα μας έπαιρνε πάρα πολύ χρόνο.
Λογουχάρη, όσον αφορά τις μορφές, μπορούν να αναφερθούν ενδεικτικά: οι διαλέξεις, η οργάνωση σεμιναρίων, η έκδοση εκλαϊκευτικών περιοδικών, η παραγωγή και μετάδοση ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων κλπ.
Ό σον αφορά τους τομείς παρέμβασης, θα θέλαμε να υπογραμμίσουμε την πραγματικά τεράστια συμβολή που μπορούν να έχουν τα ΑΕΙ για την εκλαΐκευση της επιστήμης, ιδιαίτερα σήμερα που προωθείται και προβάλλεται ο ανορθολογισμός και ο άκρατος υποκειμενισμός σ’ όλους τους τομείς της ζωής μας. Σκεφτείτε πόσο απαραίτητη, αλλά και πόσο ευεργετική συνάμα είναι η παρέμβαση των ΑΕΙ και η προσέγγιση με επιστημονικό τρόπο τέτιων θεμάτων όπως το πρόβλημα του Aids, το ατύχημα του Τσερνομπίλ, οι σεισμοί, τα ναρκωτικά, η μυθοποίηση των νέων τεχνολογιών και η ενημέρωση του λαού γΓ αυτές κλπ.
Τελειώνοντας, φίλοι και σύντροφοι, θα ήθελα να σημειώσω πως οι παραπάνω θέσεις δεν αποτελούν την τελευταία λέξη των κομμουνιστών πάνω στο ζήτημα της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης. Αντίθετα, πρέπει να ειδωθούν σαν μια πρόταση για συζήτηση με τους μαζικούς φορείς, τις δημοκρατικές και αριστερές πολιτικές δυνάμεις. Μια
213
συζήτηση, ωστόσο, που πρέπει να καταλήξει σ’ ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα, σ’ ένα συγκεκριμένο πλαίσιο διεκδίκησης. Γιατί, κακά τα ψέματα* δίχως τους λαϊκούς αγώνες τα προβλήματα της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης - όπως και όλα τα άλλα λαϊκά προβλήματα - δεν πρόκειται να λυθούν.
Σας ευχαριστώ.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΑΤΟΥΡΟΣ, πρύτανης του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Φίλοι και φίλες, δεν βρισκόμουνα στην Ελλάδα να παρακολουθήσω και τις δύο πρώτες μέρες, αλλά ήδη δύο μέρες που παρακολούθησα το Συνέδριο δείχνουν πολλά πράγματα. Και μόνο το γεγονός ότι το ΚΚΕ αποφασίζει και κάνει αυτό το ανοιχτό συνέδριο είναι κάτι παραπάνω από σημαντικό, δείχνει έναν τρόπο σκέψης και το δρόμο για να γίνουν και άλλες μικρότερες, παράλληλες συζητήσεις. Ισως εδώ πρέπει να πω ότι το πανεπιστήμιό μου στη Θεσσαλονίκη έχει αποφασίσει να κάνει ένα Συμπόσιο, μάλλον στα τέλη του Απρίλη, με θέμα «Το πανεπιστήμιο και τα πολιτικά κόμματα». Τώρα μόλις ξεκινάει η οργανωτική του δουλιά, ελπίζουμε να το βγάλουμε πέρα. Βλέπω εδώ και συναδέλφους και τον Γιώργο τον Χουρμουζιά- δη, μαζί με τους οποίους έχουμε σκεφτεί τι πρέπει να γίνει. Και τώρα για το συνέδριο.
Υπάρχουν ορισμένες παρατηρήσεις στα όσα μέχρι τώρα έχω α- κούσει, που πραγματικά βοηθάνε να μπορέσει να συγκροτηθεί μια λογική για το θέμα του Συνεδρίου. Πρέπει λοιπόν να πω ότι σήμερα στην εισήγηση του Θανάση του Βλάχου στο πρώτο μέρος, οι χαρακτηρισμοί και οι διακρίσεις για τις σχέσεις του Πανεπιστημίου με την κοινωνία, ήταν πάρα πολύ δημιουργικές, Ξεπερνάγανε το δεοντολογικό, δηλαδή το τι πρέπει να γίνει, και μπαίνανε στο θέμα με δημιουργικό τρόπο, δηλαδή πώς να φτιάξεις πράγματα και να δεις την πραγματικότητα. Το ίδιο, για μένα, ήταν πολύ χρήσιμα αυτά που είπε ο Αργύρης Γκόγκος για τις σχέσεις με τη μέση εκπαίδευση. Βρίσκονται πραγματικά στις σχέσεις με τη μέση εκπαίδευση ηολλά από τα κρισιμότερα ίσως ζητήματα, από όσα ζούμε στο ελληνικό πανεπιστήμιο όλοι όσοι είμαστε εδώ κι όσοι δεν είμαστε αλλά και όσοι είναι έξω από το ελληνικό πανεπιστήμιο, με τους χουλιγκανισμούς και τα άλλα. Βέβαια, φίλοι και φίλες, και αν μου επιτρέπετε, σύντροφοι του μεγάλου ονείρου, η παρουσία του σοβιετικού υπεύθυνου για τα πανεπιστήμια ήτανε μια κρίσιμη παρέμβαση. Δεν χρειάζεται εγώ να επισημάνω το πόσο έδειξε τη συστηματικότητα της δουλιάς, το πόσο
214
έδειξε την ελευθερία της κριτικής, της αυτοκριτικής, που δεν είναι' λόγος δεοντολογίας, αλλά είναι λόγος πραγματικός, αυτοκριτική που φτάνει μέχρι τα εντόσθια του καθενός και τα αποκαλύπτει. Είχα την τύχη να θρεθώ, για λίγο καιρό πριν από δύο, τρεις μήνες, στη Σοβιετική Ένωση και έζησα με πραγματική χαρά ένα πολύ μικρό κομμάτι από αυτά που ο Σοβιετικός υπεύθυνος της ανώτατης εκπαίδευσης παρουσίασε. Η παρουσίασή του με οδηγεί να παρατηρήσω ότι θα μπορούσε το ΚΚΕ να ξεκινήσει μια άλλη προσπάθεια για ένα επιμέρους συμπόσιο. Ας πούμε, για το πώς γίνεται η κρίση των καθηγητών για αξιολόγηση κάθε 5 χρόνια, ή 10 χρόνια. Αλλά να γίνει μια συζήτηση, όπως έλεγαν παλαιότερα, και δεν πειράζει αν το λέμε και τώρα, «εκ θαθέων», δηλαδή αληθινή αυτοκριτική. Θα προσπαθήσω να κάνω τρία σχόλια για τα ζητήματα του συνεδρίου.
Θα θυμηθώ για το σκοπό αυτό ορισμένα χαρακτηριστικά, που θα τα ’λεγα αξιώματα, της σημερινής πραγματικότητας. Τα παίρνω μέσα από τελευταίες προσπάθειες του παγκόσμιου προοδευτικού κινήματος. Λοιπόν το πρώτο: «Εκείνος που δεν είναι πρωτοπόρος στις επιστημονικές ιδέες κινδυνεύει να υστερήσει σε όλα.» Είναι μια διατύπωση που μπορεί να τη βρει κανένας σε τελευταία ειδική έκδοση του Ριζοσπάστη και να την κρατήσει σαν πρώτο και μοναδικό αποτέλεσμα του σημερινού συνεδρίου. Από κει και πέρα ας την πάρει ο καθένας από μας στην τσέπη του κι ας δουλέψει στο πανεπιστήμιο. «Εκείνος», λοιπόν, «που δεν είναι πρωτοπόρος στις επιστημονικές ιδέες, κινδυνεύει να υστερήσει σε όλα», το ένα, το άλλο: «Η πραγματική αλλαγή βάζει περίπλοκους στόχους. Η πραγματικότητα είναι περίπλοκη και πολύπλοκη, δεν είναι απλή και ούτε αναλύεται εύκολα. Πρέπει να εξαλείψουμε τον διδακτικό τόνο και τις διδακτικές μεθόδους». Αυτό το γνώρισμα το έχουνε και μικροί σε ηλικία, μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας, και μεγαλύτεροι, σαν εμένα. Ό λοι εύκολα έχουμε διδακτικό τόνο και διδακτικές μεθόδους. Ακόμη άλλη μία παρατήρηση -αξίωμα, απαραίτητη για να καταλάβουμε ότι οι πολιτισμικές διαδικασίες με τις οποίες ζούμε συνέχεια, λέει ότι αυτές «είναι πολύπλοκες και αντιφατικές από τη φύση τους» και ότι στην καθημερινή ζωή, με την οποία ζει και το πανεπιστήμιο, «η παράδοση, ο τρόπος ζωής, η ψυχολογία και η συμπεριφορά παίζουνε έναν σημαντικό ρόλο». Και τέλος, ότι «υπάρχουνε διεθνείς ποιοτικές απαιτήσεις που δεν μπορούμε να τις ξεχνάμε». Υπάρχει δηλαδή μια διεθνής ποιοτική στάθμη, που δεν μπορεί κανένα κράτος, μικρό ή μεγάλο, λιγότερο ή περισσότερο εξαρτημένο ή ανεξάρτητο, με καλύτερο ή χειρότερο κοινωνικό σύστημα, να τις βγάλει έξω, να μην τις λογαριάσει. Υπάρχει μια διεθνής πραγματικότητα ποιοτικών σταθερών.
215
Με θάση αυτά τα χαρακτηριστικά, η πραγματική κοινωνική αλλαγή, που το προοδευτικό κίνημα ζητάει, είναι πραγματικά μια δύσκολη και πολύπλοκη δουλιά και έχει ανάγκη κάθε τόσο κριτική της δράσης του και των συνθηκών, κάθε πενταετία ή δεκαπενταετία, δηλαδή ανατοποθετήσεις κάτω από τις καινούργιες πραγματικότητες που διαμορφώνονται, γιατί η πραγματικότητα δεν είναι σταθερή, είναι πολύπλοκη.
Αν η διαδικασία της κοινωνικής αλλαγής έχει μια τόσο σύνθετη πολυπλοκότητα και ανάγκη τεκμηρίωσης και μελέτης και ανάλυσης και συνεχούς αναπροσαρμογής και κριτικής, όταν έχει αρχίσει η μεγάλη κοινωνική αλλαγή και στον τόπο μας αυτό βέβαια δεν συμβαίνει, τότε πόσο πολύπλοκη και καθημερινά δημιουργική πρέπει να είναι η καθημερινή δουλιά, αυτή που οραματίζεται την αλλαγή και την προχωράει, με μικρά έστω βήματα. Το ερώτημα, που μπαίνει για κάθε προοδευτικό, για κάθε πραγματικό αγωνιστή της αλλαγής, είναι τι γίνεται στην υπάρχουσα κατάσταση, όχι στο γενικό «δέον», ούτε όταν αρχίσει να πραγματοποιείται η κοινωνική αλλαγή. Τότε είναι ένα άλλο πρόβλημα. Μπορούμε να μελετάμε αυτή τήνπροοπτική αλλά τι γίνεται στην υπάρχουσα κατάσταση; Περιμένουμε, περιμένει ο καθένας, το φοιτητικό κίνημα, περιμένει το πανεπιστημιακό κίνημα, να αρχίσει η κοινωνική αλλαγή και μέχρι τότε δεν γίνεται τίποτα, δηλαδή, 0,00 και τίποτα άλλο; Και είναι αυτό επαναστατική τακτική; Νομίζω ότι ο παλιός δάσκαλος της οικονομίας, ο Γιάννης Σαμαράς, στην παρέμβασή του χθες το τόνισε: το κύριο πρόβλημα για να πραγματοποιηθεί κάποτε η αρχή μιας προοπτικής της κοινωνικής αλλαγής είναι το σήμερα, θα έλεγα και το χθες για να τονίσω το σήμερα, είναι η υπάρχουσα πραγματικότητα, πώς δουλεύουμε μέσα στην υπάρχουσα πραγματικότητα. Δουλεύουμε λιγότερο π.χ. απ' ό,τι δουλεύουν στη Σοβιετική Ένωση, επειδή δεν έχουμε την πραγματικότητα της Σοβιετικής Ένωσης; Κάνουμε λιγότερη έρευνα, κάνουμε λιγότερο τη δουλιά μας μέσα στο πανεπιστήμιο, εμείς οι δάσκαλοι, δουλεύουμε λιγότερες ώρες; Οι συνθήκες δεν είναι καλές, τα εργαστήρια δεν είναι καλά, η αμοιβή των διδασκόντων δεν είναι καλή, αλλά είδαμε ότι και στη Σοβιετική Ένωση, π.χ. αυτό έχει φανεί και αποφασίζουν να αυξήσουνε τις αμοιβές, άλλωστε αναφέρεται και στην ειδική έκδοση του Ριζοσπάστη. Λοιπόν, πολλά δεν είναι καλά, αν θέλετε, τίποτα δεν είναι καλό, που δεν είναι αυτό η πραγματικότητα. Αλλά υπάρχουν ορισμένα στοιχεία με τα οποία ζούμε και επιζού- με και δημιουργούμε και καλλιεργούμε την πνευματική συγκρότηση και την ικανότητα του καθενός και της κοινωνίας μέσα από την υπάρχουσα πραγματικότητα. Την αφήνουμε με μηδέν ή μετριότατη γνώση και δεξιοτεχνία και όλα τα άλλα;
216
Λοιπόν, ανεξάρτητα από το πόσα είναι δυνατόν να θεωρηθούν, έστω και κατά μία σταγόνα θετικά, υπάρχει η υπάρχουσα πραγματικότητα. Σ’ αυτή την υπάρχουσα πραγματικότητα ποια είναι η ευθύνη μιας επαναστατικής πανεπιστημιακής λογικής; Δεν θέλω τίποτα άλλο να προσθέσω, σας ευχαριστώ.
ΧΡΟΝΗΣ ΣΤΡΑΝΤΖΑΛΟΣ, καθηγητής του Μαθηματικού Τμήματος
του Πανεπιστήμιου Αθήνας
Καταρχήν ευχαριστώ για την πρόσκληση ν’ απευθυνθώ, έστω και σύντομα, στο Συμπόσιό σας. Στο λίγο χρόνο που έχω στη διάθεσή μου θ’ αναφερθώ αναγκαστικά επιγραμματικά στο θέμα «Σχέσεις Μέσης Εκπαίδευσης - ΑΕΙ» του συμποσίου σας. Η κατεύθυνση του προβληματισμού, στον οποίο υπάγεται η παρέμβασή μου, είναι: «σταδιακή διερεύνηση και υλοποίηση της ανάδρασης ανάμεσα στη μέση εκπαίδευση και στα ΑΕΙ, με στόχο την αμφίπλευρη ποιοτική αναβάθμιση και των δυο αυτών βαθμιδών της εκπαίδευσής μας». Λόγω του περιορισμένου χρόνου, θα θίξω μια μόνο πτυχή του θέματος αυτού, που είναι προφανώς κρίσιμο και ιδιαίτερα πολυσχιδές.
Ακούμε τελευταία να γίνεται πολύς λόγος για «διάλογο για την παιδεία». Έ χω τη γνώμη ότι, αν δεν θέλουμε ν’ αναφερόμαστε σε υποθετικά πράγματα ή ευσεβείς πόθους, θα ήταν πιο σωστό να μιλάμε για «εκπαίδευση» αντί για «παιδεία». Σε κάθε περίπτωση, πρέπει κάποτε ν’ αντιμετωπισθεί συστηματικά και μακριά από τη διάθεση της δημιουργίας εντυπώσεων και το ζητούμενο του «διαλόγου μέσα στον κορμό της εκπαίδευσης», με φυσικούς πρωταγωνιστές τους διδάσκοντες και τους διδασκόμενους.
Ειδικά για τη μέση εκπαίδευση, ένα ευρύ φάσμα σοβαρών λόγων συνηγορεί για την ενεργητική συμμετοχή των εκπαιδευτικών και των μαθητών σε ό,τι αφορά την εκπαίδευση και την προοπτική της παιδείας. Χωρίς να υποτιμώ καθόλου τη σημασία της συμβολής των μαθητών, θα περιορισθώ στη συνέχεια στους εκπαιδευτικούς μας.
Ένας από τους πολλούς λόγους για την προώθηση της ουσιαστικής συμμετοχής των εκπαιδευτικών μας κατά την προεργασία και τη διαδικασία λήψης αποφάσεων που αφορούν το λειτούργημά τους είναι: η μεθόδευση και η υλοποίηση της συλλογικής προσπάθειας για τη σταδιακή κάλυψη ορισμένων ατελειών στην ειδική, αλλά και τη γενική συγκρότηση των εκπαιδευτικών μας, η οποία δεν μπορεί παρά ν’ αποτελεί «δια βίου» προσπάθεια.
Οι ατέλειες αυτές οφείλονται, ανάμεσα στ’ άλλα, και στις κραυ
217
γαλέες και από καιρό ενδημικές ανεπάρκειες της αποσπασματικής και απλώς θεωρητικολογούσας εκπαίδευσης που υφΐστανται οι εκπαιδευτικοί μας. Η κάλυψη των ατελειών αυτών μπορεί να επιχειρη- θεί με διαδικασίες ισότιμης, αλλά όχι ισοπεδωτικής, συνεργασίας εκπαιδευτικών και ΑΕΙ. Μια τέτια συνεργασία θα είχε σίγουρα ευεργετικές επιπτώσεις τόσο στην εκπαιδευτική πρακτική όσο και στην έρευνα, προωθώντας ποιοτικά και τη «δεύτερη» και την «τρίτη βαθμίδα» της εκπαίδευσής μας. Είναι προφανές ότι τα προηγούμενα επε- κτείνονται και στη διασύνδεση της, πολύ πιο σημαντικής, «πρώτης βαθμίδας» με τις υπόλοιπες.
Η θεσμοθέτηση μιας ισότιμης συνεργασίας εκπαιδευτικών και ΑΕΙ, εκτός από επιτακτική ανάγκη, είναι και εφικτή, αν υπάρξει στοιχειώδης πολιτική βούληση εκ μέρους της πολιτείας και λογική αποστασιοποίησή της από τη μέχρι σήμερα πρακτική του ασφυκτικού κεντρικού ελέγχου, κυρίως στις δυο πρώτες βαθμίδες της εκπαίδευσής μας.
Υπάρχουν ήδη και σίγουρα θα υπάρξουν και άλλες προτάσεις για το πώς θα μπορούσε να μεθοδευτεί κάτι τέτιο με συνέχεια, με συνέπεια και με προοπτικές ελπιδοφόρας δυναμικής. Μερικές από τις προτάσεις αυτές στηρίζονται στην από χρόνια συνειδητοποιημένη αναγκαιότητα για μια επιμόρφωση του συνόλου των εκπαιδευτικών μας, που δεν θα είναι ευκαιριακή (όπως γίνεται τώρα), αλλά περιοδική με σχετικά μικρή περίοδο (π.χ. ετήσια), ώστε να μην απο- τελέσει «στιγμιαίο αδίκημα» επί της ουσίας και να μη γίνει «άλλοθι» για όσους (και είναι πολλοί) έχουν καθήκον και ευθύνη να»σκύψουν με φροντίδα και επάρκεια πάνω από τη χρονίζουσα αναποτελεσματικότητα της εκπαίδευσής μας.
Δεν είναι, βέβαια, δυνατό ν’ αναλυθούν εδώ τέτιες προτάσεις. Είναι, ωστόσο, σκόπιμο για να υποδηλωθεί η υφή τους, να παραθέσουμε δειγματοληπτικά ορισμένα βασικά σημεία τους, όπως είναι τα επόμενα:
1. Η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών συντελείται σε Επιμορφωτικά Ινστιτούτα (ΕΙ), που είναι διοικητικά και χωροταξικά αποκεντρωμένα. Το πρώτο δεκαπενθήμερο του Σεπτεμβρίου προσφέρεται, για πολλούς λόγους, ως κύρια περίοδος (αλλά, ενδεχομένως, όχι αποκλειστική) για την ετήσια επιμόρφωση του συνόλου των εκπαιδευτικών.
2. Στα ΕΙ υπηρετούνται κατά προτεραιότητα στόχοι που αναφέ- ρονται άμεσα στην εκπαιδευτική διαδικασία και στη διαρκή προώθηση της γενικής συγκρότησης των εκπαιδευτικών. Παράλληλα, όμως, επιδιώκεται η διασύνδεση της έρευνας με τη διδασκαλία, προωθείται η επαφή εκπαίδευσης και κοινωνικού συνόλου (π.χ. σε συσχετισμό
218
με τη Λαϊκή Επιμόρφωση) και ενισχύονται οι όποιες τάσεις υπάρξουν για τη συμμετοχή ομάδων εκπαιδευτικών στη συγγραφή των σχολικών βιβλίων.
3. Για να υπηρετηθούν οι προηγούμενοι στόχοι, τα ΕΙ διοικού- νται από συμβούλια, στα οποία συμμετέχουν αντιπρόσωποι των εκπαιδευτικών, των ΑΕΙ, της τοπικής αυτοδιοίκησης και κοινωνικών και συνδικαλιστικών φορέων.
4. Για την κατοχύρωση της ισοτιμίας,σε όλα τα στάδια του προγραμματισμού (που γίνεται από ένα κεντρικό όργανο) και της υλοποίησης (που γίνεται αποκεντρωμένα) της επιμόρφωσης συμμετέχουν οπωσδήποτε αντιπρόσωποι των εκπαιδευτικών, των ΑΕΙ και αρμόδιων επιστημονικών ενώσεων και εταιριών.
Εξυπακούεται ότι ένα τέτιο εγχείρημα έχει το κόστος του, το οποίο, πάντως, δεν θα είναι και τόσο μεγάλο όσο φαντάζει με την πρώτη ματιά. Αλλωστε, τουλάχιστον από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 αναμένει τη δικαίωσή του το λαϊκό αίτημα για παραπέρα δραστική αύξηση των δαπανών για την παιδεία. Γ ιατί, λοιπόν, να μη δικαιωθεί το αίτημα αυτό, έστω και μερικώς, με την ανάληψη πρωτοβουλιών, που θα τείνουν να καλύψουν πανθομολογούμενες και καίριες ελλείψεις στο νευραλγικό τομέα της εκπαίδευσής μας;
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΕΩΡΓΟΥΛΗΣ, επιστημονικός συνεργάτης
της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Εθνικού Μετσόθιου Πολυτεχνείου
Για να μην κλέβω το χρόνο θα έπρεπε να πω ότι καλύφθηκα πλήρως από τον καθηγητή Σαμαρά ή τον πρύτανη Φατούρο αν δεν διαφωνούσα ή μάλλον αν δεν είχα μια αντίρρηση με το 5% των όσων είπε ο συνάδελφος Μιχάλης Λσημακόπουλος- και νομίζω ότι αυτή η αντίρρηση είναι κι αυτό που επιδιώκει και το Κόμμα απ’ αυτό το διάλογο, τη δημιουργία ενός συλλογικού προβληματισμού μέσα από τις εναλλακτικές προτάσεις που δημιουργούνται μέσα από τη συνοχή των απόψεων. Κι είναι κι αυτή η ποιοτική διάσταση που ξεχωρίζει το Κόμμα απ’ τη γενικότερη πολιτική συγκυρία, η αποδοχή και συζήτηση της άλλης γνώμης.
Πράγματι όπως τόνισε ο Μιχάλης Ασημακόπουλος ζούμε σε μια επαναστατική εποχή, τόσο στον τομέα της επιστήμης όσο και στο περιεχόμενο των γενικότερων κοινωνικών σχέσεων. Κι όταν βλέπουμε το θέμα της παιδείας και της κοινωνίας μέσα από τη μαρξιστική οπτική θα πρέπει να το δούμε σε σχέση με την ανάπτυξη τόσο των
219
παραγωγικών σχέσεων όσο και με τη διάρθρωση των παραγωγικών δυνάμεων όπως αυτές διαμορφώνονται και εξελίσσονται σήμερα.
Αν μιλάμε σήμερα για επιστημονική τεχνολογική επανάσταση, πρέπει να μην ξεχνάμε ότι αυτή σ’ ένα μεγάλο μέρος της οφείλεται, όπως σημειώνει ο Μαρξ, ότι «ο καπιταλισμός δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς διαρκώς να επαναστατικοποιεί τα μέσα παραγωγής και μέσα απ’ αυτά τις σχέσεις παραγωγής και μαζί μ’ αυτές το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων». Για να μπορέσουμε να παρέμθουμε μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία θα πρέπει όχι μόνο να γνωρίσουμε, όχι μόνο να κατακτήσουμε την επιστήμη και τα επιτεύγματα του καπιταλισμού αλλά και να τα υπερθούμε. Μόνο τότε θα έχουμε συμβάλει απ’ τη δίκιά μας πλευρά στην ωρίμανση των υλικών σχέσεων στους κόλπους της παλιάς κοινωνίας και στην επιτάχυνση της ιστορικής διαδοχής του καπιταλισμού από τον σοσιαλισμό. Γ ι’ αυτό χρειάζεται τόσο το βάθεμα της μαρξι<χτικής σκέψης, όσο κι η σύνδεση των σταθερών του σημείων με τη σύγχρονη πραγματικότητα.
Και σήμερα η πραγματικότητα αυτή συναρθρώνεται από το ότι η ανθρωπότητα βρίσκεται για πρώτη φορά μπροστά σε μια ιστορική συγκυρία. Στον καπιταλισμό οι σχέσεις παραγωγής δεν μπορούν πια με κανένα τρόπο να επιλύσουν τις κρίσεις τους χωρίς την παρέμβαση του κράτους, το οποίο παράγει κεφάλαιο, μετατρεπόμενο έτσι σε πρωταρχικό όρο της συσσώρευσης. Δεύτερο, η μαζική παραγωγή και Π χρήση της θερμοπυρηνικής ενέργειας βάζει την ανθρωπότητα μπροστά στην επιλογή, ειρήνη ή ραδιενεργό στάχτη. Και τρίτο, η ύπαρξη του συστήματος των χωρών του εφαρμοσμένου σοσιαλισμού δημιουργεί σχέσεις τέτιες που καμιά απόφαση δεν μπορεί να ληφθεί χωρίς να μετρήσει η σύμφωνη ή αντίθετη γνώμη τους. Είναι μια πραγματικότητα που το πανεπιστήμιο οφείλει να γνωρίσει, να μελετήσει και να διερευνήσει μέσα στο πλέγμα των δυνατοτήτων και των περιορισμών της. Κι πρέπει να το καταλάβουμε και να το πούμε ότι αυτό δεν γίνεται με εύκολες σπουδές. Ας μην ξεχνάμε τη ρήση του Λένιν: «Μελετάμε, μελετάμε και πάλι μελετάμε.»
Ό πω ς κι αυτό που σημείωνε ο Μαρξ, στον πρόλογο στην Κ ριτική της πολιτικής οικονομίας, σ ’ αυτό το τετρασέλιδο που είναι ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα που έχει να καταθέσει η ανθρώπινη σκέψη, ότι «ο δρόμος προς τ ις επιστήμες δεν είναι στρωμένος βασιλικό χα λί, αντίθετα η είσοδος στην επιστήμη είναι ίδια με την είσοδο στην κόλαση». Ας μου συγχωρεθεί η προέκταση της τοποθέτησής μου αλλά οι αντιρρήσεις μου βασίζονται κύρια σ ’ αυτές τις θέσεις. Έ χω αντιρρήσεις σχετικά με την εισήγηση των δυο κύκλων στην κατεύθυνση για την ανάπτυξη των μεταπτυχιακών σπουδών για τους εξής λόγους: α) Γιατί οι δυο αυτοί κύκλοι
220
περιορίζουν τις επιλογές μέσα στο ακαδημαϊκό πλαίσιο που σχηματίζεται στον α' κύκλο σπουδών. Ενώ η αντικειμενική επιλογή για μεταπτυχιακές σπουδές δεν μορφοποιείται μέσα στην εξέλιξη των γενικών σπουδών αλλά τις περισσότερες φορές από τη συμμετοχή στην παραγωγική διαδικασία, β) Πώς μπορούμε ν’ αναπτύξουμε την ε- ξειδίκευση χωρίς να έχει ολοκληρωθεί η γενική γνώση σε σχέση με το περιεχόμενο της επιστημονικής ύλης και μάλιστα σε μια εποχή όπου οι επιστήμες χαρακτηρίζονται από τη διεπιστημονικότητα που κάνει όλο και πιο πολύπλοκη όλο και πιο απαιτητική τη γενική παιδεία.
Αν δεχθούμε ότι η εξειδίκευση γίνεται στα πλαίσια των προπτυχιακών σπουδών τότε δεχόμαστε έναν άτυπο κύκλο βασικής παιδείας τριών ετών κι έναν κύκλο δυο ετών οπότε πέφτουμε μέσα στην παιδεία της ΕΟΚ. Γιατί η βασική παιδεία είναι τρία χρόνια και με μια απλή διοικητική πράξη αποκόθονται τα δυο επόμενα χρόνια απ’ αυτή κι έτσι υλοποιείται η ντιρεκτίβα της ΕΟΚ για τα ΑΕΙ. Η πρότασή μου είναι η εξής: μια θεσμοθέτηση προπτυχιακών σπουδών, ανάλογης φοίτησης, που κυμαίνεται ανάλογα με το αντικείμενο της επιστήμης, δεν λέω πενταετούς ή κάτι άλλο γιατί αυτό μπορεί να ποικίλλει, έρχεται σε σύγκρουση με την ντιρεκτίβα της ΕΟΚ κι υπερβαίνει τις νόρμες της.
Η παράλληλη ανάπτυξη δυο επιλογών μεταπτυχιακών σπουδών όπου η μία να οδηγεί σε εξειδίκευση κι η άλλη στην ανάπτυξη της βασικής έρευνας της ακαδημαϊκής προοπτικής που είναι έξω από την αγγλοσαξωνική προοπτική των masters κλπ. θα δόσει την ευκαιρία μέσα από την υπέρβαση της ΕΟΚικής νόρμας να παρακολουθήσουν την πρώτη επιλογή και δεν μιλάω για πρώτο κύκλο, αυτοί που επιλέγουν συγκεκριμένη εξειδίκευση, αυτοί που συνεχίζουν την πανεπιστημιακή τους εξέλιξη είτε αυτοί ή αυτές που επιστρέφουν για θεσμοθετημένες σπουδές μεταπτυχιακής εξειδίκευσης αντί παραγωγής της στο πανεπιστήμιο για αντικειμενικούς και υποκειμενικούς λόγους.
Η δεύτερη επιλογή του προγράμματος διδακτορικών σπουδών θα δόσει την ευκαιρία ανάπτυξης βασικής έρευνας κι ακαδημαϊκής προοπτικής σε όσους κάνουν αυτή την επιλογή ευθύς εξ αρχής μετά από το τέλος των βασικών σπουδών αλλά ταυτόχρονα θ’ αφήνει ανοιχτή την πόρτα της παρακολούθησης αυτού του προγράμματος και σ’ εκείνους που θα επιθυμούσαν, μετά το τέλος του προγράμματος της μεταπτυχιακής εξειδίκευσης. Πιστεύω ότι ένα τέτιο πρόγραμμα ενσωματωμένο μέσα στη δυναμική του λαϊκού κινήματος, υπερβαίνει τη λογική που διατρέχει τις ΕΟΚικές ντιρεκτίβες για την ανώτατη παιδεία του τόπου μας, που τη θέλει ισχνή, εξαρτημένη κι ύποταγμέ-
221
νη στη λογική της θετικιστικής μιζέριας. Πιστεύω ότι μια τέτια διάρθρωση μεταπτυχιακών σπουδών θ’ ανεβάσει μέσα από την άμιλλα τις προπτυχιακές σπουδές και θα χαράξει μαζί με όλο το δημοκρατικό κίνημα μια νέα πορεία στην έρευνα και στην επιστήμη με στόχο την ολόπλευρη ανάπτυξη τόσο της ακαδημαϊκής κοινότητας όσο και της κοινωνίας.
222
Κλείσιμο των εργασιών του συμποσίου
από τον ΓΡΗΓΟΡΗ ΦΑΡΑΚΟ, μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ
Αγαπητοί φίλοι και φίλες.Ειλικρινά αισθάνομαι πολύ δύσκολα να μιλήσω στο τέλος των
εργασιών του Συμποσίου. Θεωρώ λιγάκι πως είναι και άχαρος ο ρόλος αυτός. Δεν ξέρω ακριβώς τι πρέπει να επιλέξω να πω σ’ αυτή την ομιλία. Θα μπορούσε να ήταν μια ομιλία, που να επιχειρούσε να συνοψίσει τη γενική μας σκέψη γύρω από το θέμα «Πανεπιστήμιο και κοινωνία» του Συμποσίου, παίρνοντας υπόψη και ορισμένες γνώμες που ακούστηκαν. Δεν είμαι έτοιμος για κάτι τέτιο και δεν θα το κάνω. Εξάλλου, νομίζω ότι οι βασικές μας θέσεις αρκετά αναλύθηκαν. Θα μπορούσε επίσης να είναι μια ομιλία που να συνοψίζει, κατά κάποιο τρόπο, τα βασικά συμπεράσματα, που βγήκαν απ’ αυτές τις συζητήσεις. Και είναι γνωστό ότι υπήρξαν σε πάρα πολλά σημεία συμπτώσεις γνωμών, αλλά και σε αρκετά σημεία διαφορές, αποχρώσεις. Αλλά ξέρετε, σκέφτομαι ότι δεν θα είχα δικαίωμα να προσπαθήσω να σχηματοποιήσω αυτές όλες τις σκέψεις σε κάποια συγκεκριμένα συμπεράσματα. Γιατί δεν είναι αυτός και ο χαρακτήρας τούτης της δουλιάς μας. Είναι ένα Συμπόσιο (είναι μια ωραία κι αυτή αρχαία ελληνική διαδικασία το Συμπόσιο) - όπου ο καθένας λέει ελεύθερα και συζητάει τις απόψεις του.
Και πρέπει να πούμε ότι είναι καλό κι από την άποψη ότι δείχνει έναν πραγματικά καινούργιο, νέο τρόπο σκέψης για ν’ αντιμετωπίζει κανείς τα πραγματικά πολύπλοκα και περίπλοκα προβλήματα της σημερινής πραγματικότητας και στην κάθε χώρα και διεθνώς.
Και, ξέρετε, τώρα που λέω γ ι’ αυτό το ζήτημα, για την ελευθερία της συζήτησης σ’ ένα τέτιο Συμπόσιο, συνειρμικά έρχεται στο μυαλό μου ότι ακριβώς χτες, σήμερα, αύριο γίνεται στη Μόσχα το τεράστιο,μεγαλειώδες φόρουμ στο οποίο είχαν συγκεντρωθεί γύρω στις χίλιες σχεδόν προσωπικότητες της παγκόσμιας πολιτικής, πολιτιστικής και πνευματικής ζωής. Με μοναδικό στόχο να συζητήσουν
223
το τεράστιο πρόβλημα της ειρήνης στις μέρες μας. Και χωρίς στόχο να βγάλουν κάποια ειδική απόφαση ή ειδικά συμπεράσματα αλλά ο καθένας ελεύθερα να πει τη γνώμη του για όποιο ζήτημα από τη σύγχρονη παγκόσμια πραγματικότητα νομίζει ότι μπορεί να την πει.
Νομίζω κι εγώ ότι καλό είναι που το κόμμα μας, όλο και περισσότερο αφομοιώνει έναν τέτιο τρόπο σκέψης και δουλιάς με την ελεύθερη συζήτηση και το διάλογο. Φυσικά δεν εννοώ μ’ αυτό ότι δεν πρέπει, σαν υπεύθυνη πολιτική δύναμη, το ΚΚΕ να καταλήγει σ’ ορισμένα συμπεράσματα, ύστερα από τον ανοιχτό διάλογο και την πολλή συζήτηση. Και να μπορούμε έτσι να προχωράμε σε μια πρακτική δραστηριότητα.
Πάντως νομίζω - θα ήθελα να σημειώσω κι αυτή τη σκέψη - ειδικά στο ζήτημα της παιδείας μπορεί να ξεδιπλώσουμε ακόμα περισσότερο το διάλογο. Γιατί - δεν ξέρω αν είναι υπερβολική η γνώμη που θα διατυπώσω τ- δεν νομίζω ότι και το πρόβλημα της παιδείας απέχει πολύ απ’ το να γίνεται σήμερα ένα οικουμενικό πρόβλημα δίπλα στα άλλα μεγάλα οικουμενικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα. Έστο) και μόνο -/ιατί η ειρήνη και η υπεράσπισή τη; απαιτούν γνώση, και η παιδεία δίνει γνώση, θα μπορούσε κανείς να καταλήξει στην άποψη για την οικουμενικότητα του προβλήματος της παιδείας. Κι ακόμα στο παραπάνω ζήτημα, γιατί η γνώση του κινδύνου του πυρηνικού πολέμου, με την παιδεία, θα μπορούσε περισσότερο να συνειδητοποιηθεί. Πόσα δεν ακούσαμε στις συζητήσεις για τα πειράματα που γίνονται με λέιζερ και στη χώρα μας;
Πιστεύουμε, λοιπόν, ότι με το διάλογο, με τις γνώμες τις διαφορετικές που εδώ διατυπώνονται, θα δύσουμε τη συμβολή μας σ ’ αυτό το πολύ σοβαρό πρόβλημα της παιδείας. Δεν θα έπρεπε, επομένως, με κάποιο τρόπο να τον κλείσω και να τον σχηματοποιήσω σ’ ορισμένα συμπεράσματα.
Επιτρέψτε μου, γ ι’ αυτό, στην ομιλία μου, να προσπαθήσω, απλώς, κάπως αποσπασματικά, να κάνω αναφορές σε μερικά μόνο από τα θέματα που συζητήθηκαν και σε όσες σκέψεις μου προκάλεσε και η μερική έστω παρακολούθηση των εργασιών του Συμποσίου που είχα τη δυνατότητα να κάνω.
Πρώτο: Νομίζω ότι έχουμε την υποχρέωση πρώτα και βασικά να ευχαριστήσουμε όλους όσους παρακολούθησαν τις εργασίες του Συμποσίου και προπαντός όλους εκείνους που συνέθαλαν με τις παρεμβάσεις τους, τις ομιλίες τους, τις ερωτήσεις τους. Πιστεύω όμως ότι δεν κάνω καμιά διάκριση - ειδικά επειδή ήταν τέτιο το θέμα - αν ευχαριστήσουμε ιδιαίτερα τους πρυτάνεις, προέδρους τμημάτων, μέλη του διδακτικού επιστημονικού προσωπικού, καθηγητές γενικότερα όλων των βαθμιδών και συνολικά τα μέλη της πανεπιστημιακής
κοινότητας, που με πολύτιμες παρεμβάσεις και προσθήκες που έκαναν, ή και με ερεθίσματα που έδοσαν για παραπέρα σκέψη, συνέβαλαν στην επιτυχία του Συμποσίου. Να ευχαριστήσουμε, επίσης, τους φοιτητές, που με το δυναμισμό και τη γεμάτη φρεσκάδα σκέψη τους, είναι και δημιουργοί του μέλλοντος της παιδείας, αλλά - δυστυχώς αυτή τη στιγμή - είναι και υποκείμενα μιας άσχημης κατάστασης. Να ευχαριστήσουμε ακόμη τους εκπρόσωπους των μαζικών φορέων, που έδοσαν τη συμβολή τους σ ’ αυτή την προσπάθεια.
Μιλώντας γενικά, γΓ αυτή την πλατιά συμμετοχή, δεν μπορώ να μην κάνω κάποιες συγκρίσεις - αφού από τη μεριά της Κεντρικής Επιτροπής πάρα πολλά χρόνια - απ’ όταν ξεκινήσαμε - παρακολουθώ αυτή την προσπάθεια. Ποια ήταν άλλοτε τα πρώτα χρόνια, και ποια είναι η σημερινή απήχηση των προσπαθειών μας σ’ αυτό τον τομέα. Σήμερα είναι εκατοντάδες οι πανεπιστημιακοί που συμμετέχουν σ’ αυτές μας τις προσπάθειες, ενώ άλλοτε ήταν ελάχιστες μονάδες... Πιστεύω ότι αυτό οφείλεται και στο γεγονός ότι η ζώνη της παιδείας είναι τόσο διακεκαυμένη, αλλά και γιατί - ας παινέψουμε λίγο και το σπίτι μας, αρκεί να φυλαχτούμε από τον εφησυχασμό - το κόμμα μας προσπαθεί συστηματικά να παρακολουθεί τις εξελίξεις σ’ αυτόν τον σοβαρό τομέα, να τις μελετάει και να επεξεργάζεται επιστημονικά τις προτάσεις και παρεμβάσεις του.
Είχαμε επίσης τη χαρά ν’ ακούσοι ,ι.: και τους όι ο προσκαλεσμέ- νους μας. Το σύντροφο από το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας και το σύντροφο από τη Σοβιετική Ένωση, υπεύθυνο του τμήματος για τα στελέχη της ανώτατης εκπαίδευσης. Νομίζω ότι ήταν σημαντική η συμβολή τους, γιατί μας έδειξαν την πείρα από τη χώρα τους - σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες στην καθεμιά και γιατί, όπως είπα και πριν, πολλά από τα προβλήματα αυτά έχουν μια παγκοσμιότητα, έστω κι αν στη χώρα μας υλοποιούνται μέσα σε διαφορετικές συνθήκες. Πολλά κι από τις δικές τους ομιλίες μπορεί κανείς να τα σκε- φτεί και να βοηθηθεί στο δικό του προβληματισμό. Αν, λογουχάρη, είναι έτσι τα πράγματα στη Γ αλλία κι αν βλέπουν εκεί να διακινδυνεύει η εθνική, τους ταυτότητα, η εθνική τους ανεξαρτησία, τι θα μπρούμε να πούμε εμείς; Αν στη Σοβιετική Ένωση, ύστερα από εβδομήντα χρόνια επιτυχιών σ’ αυτόν τον τομέα, αισθάνονται την ανάγκη να κάνουν αναδιάρθρωση, σημαντική και ριζική, σ’ αυτόν τον τομέα, πόσα εμείς δεν πρέπει να σκεφτούμε; Αλλά ξέρετε, να πάρουμε και κάποια αποτελέσματα. Ευχαριστούμε, λοιπόν, όλους και είναι γεγονός ότι δεν πρόκειται να κλείσουμε εδώ το διάλογο, όπως και κάθε φορά κάνουμε στις ανάλογες εκδηλώσεις. Δεν θεώρούμε ότι κλείνει ο διάλογος στο τέλος των εργασιών τους, αλλά αντίθετα, ανοίγουμε το διάλογο για μια νέα, ποιοτικά ανώτερη βαθμίδα.
225
Δεύτερο: Για ένα δεύτερο ζήτημα, αγαπητοί φίλοι, ήθελα να μιλήσω. Ποιος είναι ο στόχος αυτή τη στιγμή για μας, για το ΚΚΕ; Έχουμε μπροστά μας το 12ο Συνέδριο, υπάρχουν οι Θέσεις, γίνεται διάλογος, κάνουμε έναν σημαντικό διάλογο αυτές τις μέρες για τα ζητήματα της παιδείας. Πιστεύω ότι είναι χρήσιμο για όλους τους φίλους μας να ξέρουνε, ότι όλα αυτά εντάσσονται σε μια γενικότερη σκέψη και πρόταση του κόμματός μας, που προβάλλεται τώρα ενόψει του 12ου Συνέδριου. Δεν θέλω να σας κουράσω, αλλά νομίζω ότι θα χρειαστεί να πω μερικά πράγματα γΓ αυτές τις βασικές μας σκέψεις.
Η κύρια ιδέα που προβάλλεται στις Θέσεις μας,εϊναι η λύση της αλλαγής με κατεύθυνση το σοσιαλισμό. Για αλλαγή μιλούσαμε και άλλοτε, αλλά τώρα την προβάλλουμε με έναν τρόπο που υπογραμμίζουμε ότι στις σημερινές συνθήκες και με βάση τις αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια, τις οικονομικοκοινω- νικές αλλαγές και τις πολιτικές, μπορούμε να πούμε πως αυτή παίρνει ένα πιο ριζοσπαστικό περιεχόμενο. Η σημασία της είναι ακόμα μεγαλύτερη.
Παίρνει ακόμα μεγαλύτερη στρατηγική σημασία, συνδέεται και προσεγγίζει περισσότερο - αν θέλετε και πιο άμεσα - στην ενιαία επαναστατική διαδικασία με στόχο το σοσιαλισμό, που τον έχει σαν στρατηγικό στόχο το κόμμα μας.
Είναι, λοιπόν, αυτή η κεντρική μας ιδέα, η αλλαγή με κατεύθυνση το σοσιαλισμό. Θεωρούμε, βέβαια ότι δεν μπορούμε να πραγματοποιήσουμε την αλλαγή μόνοι μας. Και προτείνουμε τις προσπάθειες για τη δημιουργία ενός συνασπισμού δυνάμεων της Αριστεράς και της προόδου - ο οποίος θα εκφράζει και τη συμμαχία κοινωνικών δυνάμεων - που θα αναλάθει το έργο της πραγματοποίησης της αλλαγής. Στηριγμένος πάντα, ο συνασπισμός αυτός, στο λαϊκό μαζικό κίνημα.
Θεωρούμε σημαντική την κατάκτηση τέτιων κοινωνικών συμμα- χιών μέσα στην καθημερινή ζωή. Κι εννοούμε συμμαχίες των βασικών κοινωνικών δυνάμεων που ενδιαφέρονται για την αλλαγή. Την εργατική τάξη, την εργαζόμενη αγροτιά, επαγγελματίες, μικρέμπορους και βιοτέχνες, τη ριζοσπαστική νεολαία, την εργαζόμενη διανόηση. Δεν είναι πρόταση που τη σκεφτόμαστε και τη βγάζουμε από το μυαλό μας. αλλά που ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανά- •/κτ.ς τη; κοινωνικής π ρ οόδ οι. ποι·. -ιστ.-.ι.οι μ.:, ότι κι/ι γ, π,νιξη και η πείρα μας τα τελευταία χρόνια, την έχει αποδείξει. Μέσα στους καθημερινούς αγώνες δημιουργούνται και δυναμώνουν τέτιες κοινωνικές συμμαχίες. Ας θυμίσουμε με την ευκαιρία, ότι είχαμε τέτιες εμπειρίες ιδιαίτερα από τον Οκτώβρη του '85 κι ύστερα, ότι και η αυριανή (σ.σ. προχτεσινή) κινητοποίηση πολλών στρωμάτων εργα
226
ζομένων είναι ακόμη μία απόδειξη για την προώθηση τέτιων κοινωνικών συμμαχιών.
Αλλά φυσικά βλέπουμε και τον τρόπο που αυτές μπορεί να εκφράζονται με ένα συνασπισμό πολιτικών δυνάμεων, των δυνάμεων της Αριστερός και της προόδου. Δεν πάμε με τις Θέσεις μας να κάνουμε κάποιο κατάλογο τέτιων αριστερών δυνάμεων ή αριστερών τάσεων και μ’ αυτές να σχηματοποιήσουμε ένα συνασπισμό. Βλέπουμε πως αυτές οι δυνάμεις βρίσκονται σε μια κινητικότητα, σε μια δυναμική ανάπτυξη, ανάπτυξη διάφορων τάσεων και πολιτικών σχηματισμών και πιστεύουμε πως είναι ρεαλιστικό, στη βάση ενός κοινού προγράμματος, να προωθηθεί ένας τέτιος συνασπισμός.
Για το κοινό πρόγραμμα αναλυτικά μιλάμε στις Θέσεις. Δεν θα σταθώ εδώ αναλυτικά στις τρεις βασικές κατευθύνσεις που δίνουμε στις Θέσεις, την ανεξαρτησιακή, την αναπτυξιακή και την κατεύθυνση του ολόπλευρου εκδημοκρατισμού. Το μόνο που θα ’θελα να παρατηρήσω, που κάπως είναι και καινούργιο σε σχέση με τα προηγούμενα, είναι ότι βλέπουμε τους στόχους του, αυτές τις κατευθύνσεις απόλυτα συνδεμένες, στενά συνδεμένες τη μια με την άλλη, δεν βλέπουμε τους στόχους του προγράμματος ξεχωριστούς, αποσπασματικούς, που πρέπει ξεχωριστά τον καθένα να τον επιδιώκεις. Τους βλέπουμε σαν ενιαίο επομένως σύνολο, ένα σύνολο που το χαρακτηρίζουμε ανάπτυξη νέου τύπου για την ελληνική κοινωνία, σήμερα. Κάνουμε αυτή την πρόταση και πιστεύουμε πως μπορεί να είναι βάση για συζήτηση. Αυτό σημαίνει πως μετά από τη συζήτηση και με τις άλλες δυνάμεις, θα διαμορφωθεί το κοινό πρόγραμμα της αλλαγής, που βέβαια δεν το βλέπουμε σαν ένα οποιοδήποτε ελάχιστο πρόγραμμα, αλλά σαν ένα πρόγραμμα που ξεπερνάει ορισμένα όρια και οπωσδήποτε εντάσσεται στην προοπτική του σοσιαλισμού. Και ακόμα κάτι: Δεν πιστεύουμε πως θα ξυπνήσουμε αύριο το πρωί και θα δούμε να φυτρώνει αυτός ο συνασπισμός και να υπάρχει το κοινό πρόγραμμα κι άρα να μπορούμε να προχωρήσουμε στη λύση της αλλαγής.
Πιστεύουμε πως αυτό θα γίνει μέσα από μια συνεχή πάλη, με συγκρούσεις, με διαφωνίες, αλλά και με σκληρή πάλη για ν’ αντιμετωπίσουμε όσα άμεσα σημερινά ζητήματα βάζει η ελληνική πραγματικότητα. Κι αυτό πάλι, μ’ έναν τέτιο τρόπο, που να πετυχαίνουμε στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την κοινή δράση.
Εμείς πιστεύουμε πως αυτό είναι μία λύση που μπορεί να βγάλει τη χώρα μας από την κρίση, κρίση ολόπλευρη σ’ όλους τους τομείς της ζωής, και ν’ ανοίξει το δρόμο προς την πρόοδο, προς την κατεύθυνση του σοσιαλισμού.
Τρίτο: Στη γενική αυτή πρότασή μας, που ελάχιστα - τηλεγρα
227
φικά αν θέλετε - διατύπωσα εδώ, μεγάλο χώρο καταλαμβάνουν τα θέματα της παιδείας. Δεν μπορώ να σταθώ συνολικά, αλλά, επιτρέψτε μου, επειδή έχει σημασία πώς αυτά διατυπώνονται στις Θέσεις, να αναφέρω δυο-τρία ζητήματα. Στη Θέση 63 λέμε ότι, οι ανάγκες για την παιδεία και τη μόρφωση αποκτούν σήμερα μια ιδιαίτερη οξύτητα ε- ξαιτίας των συνθηκών που αναλύουμε. Λέμε ακόμα, ότι στις συνθήκες αυτές, το μέτωπο της κοινής δράσης για τα ζητήματα της παιδείας γίνεται βασικό μέτωπο πάλης του λαού μας για την πρόοδο, την αλλαγή και το σοσιαλισμό. Και πρέπει ν’ αναπτύσσεται με τον καθημερινό και επίμονο αγώνα από το πιο μικρό και μερικό πρόβλημα κατά σχολείο και μάθημα, ως τη συνολική ποιοτική και ποσοτική αναβάθμιση της παιδείας.
Αυτές οι προτάσεις, νομίζουμε, συνδέονται με το σύνολο των προτάσεών μας για την αλλαγή. Στις Θέσεις μας για το 12ο Συνέδριο, διατυπώνουμε τη σκέψη ότι θα χρειαστεί ένα σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης, ώστε ανάμεσα στα άλλα ν’ ανανεωθεί τεχνολογικά η βιομηχανία, να δημιουργηθούν νέοι βιομηχανικοί κλάδοι και να εκσυγχρονιστούν οι παραδοσιακοί, ν’ αναδιαρθρωθούν οι αγροτικές καλλιέργειες.
Καταλαβαίνουμε όμως, ότι οι επιστήμονες που θα είναι ικανοί να την πραγματοποιήσουν, θα βγουν απ’ τα ΑΕΙ, επομένως και αυτά θα χρειάζονται ανάλογη τεχνολογία, όπως αυτή χρειάζεται και για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Αν όμως αυτή εισάγεται- όπως γίνεται ως τώρα - η επιλογή της δεν θα γίνεται σωστά και δεν θα παίρνονται τα μέτρα για την ορθολογική εφαρμογή και αξιοποίησή της.
Το ίδιο ισχύει όταν κάνουμε - στο βαθμό που κάνουμε - προσπάθεια για την ανανέωση της τεχνολογίας. Σε κάθε περίπτωση, ο καθένας καταλαβαίνει, πως ο ρόλος των ΑΕΙ σ’ αυτή την προσπάθεια θα είναι σημαντικός.
Το ίδιο θα μπορούσε κανείς ν’ αναφερθεί και σε άλλα ζητήματα σύνδεσης των θεμάτων που βάζουμε για την ανώτατη εκπαίδευση με τα προβλήματα που θίγουμε στη γενική μας πρόταση για την αλλαγή.
Ποιος, λογουχάρη, δεν καταλαβαίνει ακόμα, ότι για να πραγματοποιηθούν όλα αυτά χρειάζεται η επιτάχυνση των ερευνητικών δραστηριοτήτων των ΑΕΙ, τέτιων δραστηριοτήτων έρευνας που να συνδέονται με τις νέες τεχνολογίες και ότι όλη αυτή η προσπάθεια πρέπει να συνδέεται με το εκπαιδευτικό πρόγραμμα και τη διδασκαλία.
Όπως είπα ήδη, εμείς μιλάμε για ανάπτυξη νέου τύπου, την εννοούμε σ’ όλους τους τομείς. Την εννοούμε ακόμα και στους θεσμούς και τις δομές της κοινωνίας. Στη δική μας αντίληψη επομένως και οι
228
κοινωνικές επιστήμες, παίζουν έναν σημαντικό, πολλαπλάσιο από τον σημερινό, ρόλο. Εμείς βλέπουμε ότι και οι σχολές κοινωνικών σπουδών πρέπει να γίνουν και κέντρα δημιουργικής έρευνας. Να πά- ψουν δηλαδή να θεωρούνται, όπως συχνά ως τώρα γίνεται, ότι είναι σχετικά σχολές ανέξοδες, που εκεί μπορούν να φοιτούν μαζικά και να βγαίνουν μαζικά επιστήμονες.
Και ανάλογα, επομένως, να λύνεται για την άρχουσα τάξη κάποιο πρόβλημα - όπως νομίζει ότι γίνεται - να δίνει κάποια διέξοδο στη νεολαία, παρέχοντάς της ένα «χαρτί» χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα στην παραγωγική εργασία, στη ζωή.
Πιστεύουμε, πως οι οικονομικές, φιλοσοφικές, παιδαγωγικές, πολιτικές και άλλες επιστήμες, πρέπει να γίνουν πραγματικά στηρίγματα του όλου σχεδιασμού των κοινωνικών αλλαγών και να συμβάλλουν στη σωστή αξιοποίηση των θετικών επιστημών.
Έχουμε όλοι μια σκληρή πείρα και ζούμε έναν τεράστιο κίνδυνο σήμερα, όσο ξέρουμε πώς μπορούν από ορισμένους να χρησιμοποιηθούν οι μεγάλες κατακτήσεις του ανθρώπου γύρω από την πυρηνική ενέργεια.
Αλλά θα ήθελα εδώ να θυμίσω και να προσθέσω, πως το πρόβλημα αυτό υπάρχει και από παλιότερα. Να θυμίσω ότι ο μεγάλος ρώσος επιστήμονας Μεντελέγιεφ, στα τέλη του περασμένου αιώνα, έλεγε πως αν οι θετικές επιστήμες δεν στηρίζονται και'στις ανθρωπιστικές, τις θεωρητικές επιστήμες, μπορεί να καταντήσουν όπλο στα χέρια ενός τρελού. Βλέπετε, παρ’ όλο που τότε το πρόβλημα της πυρηνικής καταστροφής δεν ήταν άμεσο, η πρόβλεψή του ήταν μεγαλοφυής.
Και, αν θέλετε, έτσι κάπως γενικότερα, θα μπορούσε κανείς παίρνοντας υπόψη και όλα αυτά τα στοιχεία, ν ’ αντιμετωπίσει, και από φιλοσοφική άποψη - επειδή έγινε και μια κάποια συζήτηση στο Συμπόσιο - τη σχέση της επιστήμης με την παραγωγή.
Ειπώθηκαν ενδιαφέρουσες σκέψεις και προβληματισμοί, αλλά νομίζω και ότι πρέπει να δούμε πως, παρ’ όλο που οι επιστημονικές θεωρίες δεν παύουν ν’ αποτελούν συστατικό στοιχείο του εποικοδομήματος, όλο και περισσότερο η επιστήμη, αυτή καθεαυτή, συνδέεται, πιο στενά και άμεσα, με τη βάση, τις παραγωγικές δυνάμεις και τις σχέσεις παραγωγής. Και με αυτή την έννοια, πραγματικά, η επιστήμη γίνεται άμεσα παραγωγική δύναμη.
Για να κλείσω κάπως αυτή την αναφορά μου στη γενική μας αντίληψη για τα πανεπιστήμια στην προοπτική της πάλης για την αλλαγή, θα ήθελα να προσθέσω και τούτο. Κάπου, πολλές φορές, όταν μιλάμε εμείς οι κομμουνιστές, αν θέλετε καμιά φορά και στις εισηγήσεις μας, προσπαθώντας να οξύνουμε την κατάσταση που υπάρχει σήμερα στο εξαρτημένο κρατικομονοπωλιακό σύστημα της χώ
229
ρας μας - που σωστά το καταδικάζουμε - δίνουμε την εντύπωση πως όλα πηγαίνουν στο βάραθρο... Και το μόνο που φαίνεται να μένει, είναι να μπορούσαμε, αύριο το πρωί, να γίνει μια γενική εξόρμηση και ν’ ανατρέψουμε αυτή την εξουσία, να φέρουμε την εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, που έτσι θα φέρει - πάλι αυτόματα - κάποια τέλεια μορφή και στην ανώτατη εκπαίδευση, στα ΑΕΙ. Θα ήθελα να διαθεθαιώσω ότι το Κόμμα μας δεν το βλέπει έτσι το ζήτημα, παρ’ όλο, που όπως είπα, πολλές φορές δίνουμε αυτή την εντύπωση, προσπαθώντας να οξύνουμε τις δυσκολίες και τα προβλήματα που υπάρχουν. Το ότι το κόμμα μας δεν το βλέπει έτσι, φάνηκε νομίζω κι απ’ όσα ανάφερα πριν.
Δεν κλείνουμε δηλαδή, τα μάτια στην πραγματικότητα. Πρώτα, πρώτα, ήθελα να πω ότι δεν είναι όλα μαύρα. Έχουμε πάρα πολλά κατακτήσει, και κατακτούμε καθημερινά όσο κι αν μεγαλώνουν οι δυσκολίες και τα εμπόδια. Μήπως αυτό το ίδιο το Συμπόσιο που πραγματοποιούμε, δεν είναι μια απόδειξη για τις κατακτήσεις; Και τι θα πείτε, όταν όχι απλώς γίνονται κάποιες μαρξιστικές διαλέξεις σήμερα στα πανεπιστήμια, αλλά γίνονται και εξετάσεις στη μαρξιστική πολιτική οικονομία. Ποιος από μας τους παλιότερους θα μπορούσε να σκεφτεί τέτιες δυνατότητες; Νομίζω ότι όλα αυτά αποτε- λούν μια βάση, ένα δυναμικό πολύ σοβαρό, που μπορεί να μας βοηθήσει. Και γι* αυτό δεν πρέπει να το υποτιμούμε στην παραπέρα πάλη μας για αναβάθμιση της παιδείας, πάλη που πρέπει να την ξεκινάμε από σήμερα. Δεν είναι, δηλαδή, μόνο η πάλη για το πρόγραμμα της αναβαθμισμένης παιδείας που εμείς προτείνουμε σε μια κυβέρνηση αλλαγής με κατεύθυνση το σοσιαλισμό. Από σήμερα, ακόμα, υπάρχουν δυνατότητες για κατακτήσεις σε αυτή την κατεύθυνση. Ό ταν, μάλιστα, υπάρχει μια τέτια σύμπτωση σε πολλά βασικά ζητήματα ανάμεσα στους εκπροσώπους της πανεπιστημιακής κοινότητας - που, πολλοί ξεκινάνε από διάφορες πολιτικές τοποθετήσεις - τότε, πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι, ότι υπάρχει μια μεγάλη δύναμη που μπορεί με την πάλη της να ανατρέψει, ή τουλάχιστον να παρεμποδίσει σε μεγάλο βαθμό, την εφαρμογή σχεδίων που εξυφαίνονται από την άρχουσα τάξη και από τα ξένα διευθυντήρια της ΕΟΚ, πριν και πάνω απ’ όλα.
Τέταρτο: Κι έρχομαι τώρα σ ’ αυτό το ζήτημα. Θα παρατηρήσετε ότι μόλις τώρα ανάφερα τη λέξη ΕΟΚ. Ίσως δεν έγινε τυχαία. Συχνά ξεκινάμε όλοι μας την τοποθέτηση από την ΕΟΚ, συνεχώς α- ναφερόμαστε σ ’ αυτή και τελειώνουμε με αυτό το «τέρας». Σε μεγάλο βαθμό έχουμε δίκιο. Προπαντός εμείς που ζούμε αυτή την πραγματικότητα, υποφέρουμε, την συναντάμε σε κάθε μας βήμα σε κάθε προσπάθεια. Αλλά υπάρχει και κάποιος κίνδυνος, αν δεν προσέξουμε
230
και σχηματοποιήσουμε τη σκέψη μας, να σταματήσουμε εκεί, να μην κατακτήσουμε ό,τι είναι δυνατό να κατακτήσουμε στον τομέα της γνώσης, της έρευνας. Να μην αξιοποιήσουμε ό,τι είναι δυνατό σ ’ αυτούς τους τομείς, αλλά να περιμένουμε μόνο την έξοδο από την ΕΟΚ για να προχωρήσουμε σ’ αυτή την κατεύθυνση.
Από αυτή την άποψη, νομίζω ότι οι παρατηρήσεις που έγιναν σ’ όλη τη διάρκεια του Συμποσίου από αρκετούς πανεπιστημιακούς, που προσπαθούσαν να μας πουν και γ ι’ αυτή την πλευρά, ανεξάρτητα από ποια αφετηρία ξεκινούσαν - ίσως να διαφωνούμε στην αφετηρία που ξεκινούν στο θέμα αυτό - νομίζω ήταν, σε μεγάλο βαθμό, σωστές. Πάντως, ούτε η πρόθεση, ούτε η πρόταση του ΚΚΕ είναι σχηματοποιημένες.
Η ΕΟΚ αναμφισβήτητα είναι σήμερα μια μορφή διεθνοποίησης του μεγάλου κεφαλαίου, για δικό του όφελος. Αλλά αυτή καθεαυτή η διεθνοποίηση της πολιτικής, οικονομικής ζωής, είναι μια αντικειμενική ανάγκη μέσα στη σημερινή παγκόσμια πραγματικότητα. Και αυτήν εμείς πρέπει να την κατανοήσουμε όσο και να πολεμάμε - και καλά κάνουμε -. τη διεθνοποίηση, με τη μορφή της ΕΟΚ.
Θα ήθελα να θυμίσω τι λέμε γενικά στις Θέσεις της ΚΕ γ ι’ αυτό το ζήτημα. Εμείς αναγνωρίζουμε την ανάγκη της ένταξής μας στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας, ένταξη που να είναι βασισμένη στο αμοιβαίο όφελος, τις ανάγκες και τις δυνατότητες της χώρας. Μια τέτια ένταξη της χώρας μας προσκρούει στο καθεστώς της ένταξης στην ΕΟΚ. Γ Γ αυτό ακριβώς το κόμμα μας είναι υπέρ της αποδέσμευσης από την ΕΟΚ. Αυτή τη θεωρεί αναγκαία για όλο το δημοκρατικό προγραμματισμό μας. Ταυτόχρονα όμως, στις θέσεις λέμε ότι το ΚΚΕ είναι έτοιμο να συνεργαστεί με δυνάμεις της Αριστεράς και της προόδου που δεν αντιτίθενται στην ένταξη στην Κοινή Αγορά, που αποδέχονται, ή απλώς δεν αντιτίθενται, στην ένταξη στην Κοινή Αγορά. Και επιδιώκουμε τη συνεργασία για την άμεση προώθηση μιας ενεργούς πολιτικής που θ’ αποβλέπει στην από κοινού αντιμετώπιση αρνητικών συνεπειών από αυτή την ένταξη. Και ακόμα κάτι παραπάνω. Αποβλέπουμε στη συμπαράταξη δυνάμεων του εργατικού και λαϊκού κινήματος από τις άλλες χώρες της ΕΟΚ για τη διεκδίκηση τέτιων αιτημάτων εφ’ όσον ισχύει η πραγματικότητα της ένταξης στην ΕΟΚ.
Νομίζω ότι, επειδή το θέμα έχει άμεση σχέση με τα ΑΕΙ, πρέπει και στα ζητήματα που βάζουμε για την ανώτατη εκπαίδευση να παίρνουμε υπόψη και αυτή την τοποθέτηση του κόμματός μας. θ α ήθελα σε σχέση με αυτή την τοποθέτηση για τα ΑΕΙ να θίξω δυο πλευρές.
Εμείς βλέπουμε, και σωστά βλέπουμε, πως γίνεται μια γενικότερη προσπάθεια από το διευθυντήριο της ΕΟΚ για υποθάθμιση της
231
ανώτατης παιδείας, με απώτερο στόχο την εξασφάλιση μιας «ελίτ» ανώτατης μόρφωσης και μιας «μάζας» επιστημόνων που θα είναι ή άνεργοι ή φτηνή εργατική δύναμη για τις πολυεθνικές εταιρείες. Η υπόθεση, βέβαια της προσπάθειας δημιουργίας μιας «ελίτ», που τη θέλει το μεγάλο κεφάλαιο για να το υπηρετεί, δεν είναι καινούργια. Από πάρα πολλές δεκαετίες, απ’ όταν τουλάχιστον ο καπιταλισμός άρχισε περισσότερο να δείχνει τις αντιδραστικές του πλευρές, αυτό ισχύει. Θυμηθείτε ακόμη στη δεκαετία του ’50, εργασίες που και εμείς οι κομμουνιστές κάναμε γΓ αυτό το ζήτημα και πόσο μιλούσαμε για προσπάθειες δημιουργίας τέτιων «ελίτ», από την άρχουσα τάξη. Που θέλει με αυτή την αντίληψη να συσκοτίσει και να υποκαταστή- σει το ρόλο που παίζουν οι τάξεις και τα κοινωνικά στρώματα στην πάλη για την πρόοδο. Και να εξασφαλίσει να τις έχει να υπηρετούν τα δικά της συμφέροντα. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που πασχίζουν, και μέσα στις νέες συνθήκες, να ετοιμάσουν, να διαμορφώσουν αυτή την «ελίτ», όσοι κατευθύνουν τις ενέργειες της ΕΟΚ. Μόνο που τη δημιουργία αυτών των «ελίτ» άλλοτε την ανάθεταν συνολικά στα ΑΕΙ, ενώ τώρα περισσότερο στα μεταπτυχιακά.
Από αυτή την άποψη, νομίζω ότι είναι πολύ καλή η συζήτηση που έγινε εδώ και η ανησυχία που εκφράστηκε για την υποβάθμιση των προπτυχιακών. Έ χω την εντύπωση πως όλους μας απασχολεί το πρόβλημα αυτό και η ανάγκη αναβάθμισης των προπτυχιακών και, αν κατάλαβα καλά, νομίζω ότι δεν διατυπώθηκαν αντίθετες γνώμες σε βασικές μας θέσεις που προτείνουμε για τα ΑΕΙ, όπως την ανάγκη να συνδεθούν οι προπτυχιακές σπουδές με την έρευνα και να εξασφαλιστεί στη διάρκειά τους η ειδίκευση, με σειρά άλλα μέτρα, όπως την αλληλοβοήθεια και συνεργασία των τμημάτων ίδιας κατεύθυνσης στα ελληνικά ΑΕΙ, την υποχρεωτική ειδίκευση της πτυχιακής εργασίας, των ομαδικών σεμιναρίων κλπ. Είναι καλό, ευχάριστο, ότι σ’ αυτό συμφώνησαν πρυτάνεις, καθηγητές κλπ. Είναι φανερό ότι, παρά τις προθέσεις της ΕΟΚ, υπάρχει η δυνατότητα να δυναμώσει η κοινή πάλη όλης της πανεπιστημιακής κοινότητας για ν’ αποκρου- στεί η προσπάθεια υποβάθμισης των προπτυχιακών και γενικότερα, συντηρητικής ανασυγκρότησης στα ΑΕΙ, κάτω από αυτές τις επιλογές της ΕΟΚ. Για ν’ αποκρουστεί η προσπάθεια υποταγής της ανώτατης εκπαίδευσης στα ιδιωτικά συμφέροντα, για να μην καταλήξουμε σ’ αυτό που αρκετά εύστοχα αποκαλείται «ΑΕΙ διαφορετικών ταχυτήτων».
Νομίζω ότι παρ’ όλα αυτά, πρέπει να βλέπουμε ότι υπάρχουν δυνατότητες, εφόσον ισχύει το καθεστώς της ένταξης στην ΕΟΚ, αξιοποίησης έστω της χρηματοδότησης που δίνει - όσο είναι υποχρεωμένη ή είναι θέμα δικής μας πάλης να τη δίνει - ή είναι θέμα πά
232
λης να την υποχρεώσουμε να δίνει περισσότερα. Πρωταρχικό ζήτημα εδώ, όπως από πολλούς τονίστηκε και από μας υπογραμμίζεται, είναι ο έλεγχος, ο τελευταίος λόγος να είναι στα ΑΕΙ ώστε αυτά τα προγράμματα να εντάσσονται στα προγράμματα της έρευνας των ΑΕΙ. Και μάλιστα αυτό θα μπορούσε κανείς ως ένα βαθμό, να το επεκτείνει και σε σχέση με τη χρηματοδότηση από ιδιωτικές επιχειρήσεις. Μην ξεχνάμε ότι και στην αλλαγή θα υπάρχουν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις. Εκείνο όμως που εμείς, πρώτα και κύρια, υπογραμμίζουμε - και καλά κάνουμε - είναι ότι δεν μπορεί η κυβέρνηση να υποχρεώνει, έτσι ή αλλιώς, τα ΑΕΙ να υποταχθούν σε οποιαδήποτε ιδιωτική «προσφορά», κι αν δεν υποτάσσονται, να τα στερεί από κάθε κρατική επιχορήγηση για έρευνα. Κι ακόμα, απαιτούμε κι επιμένουμε, τυχόν τέτιες χρηματοδοτήσεις, να γίνονται αποδεκτές, αν εξασφαλίζουν στα ΑΕΙ τη δυνατότητα να εντάσσουν τις προτάσεις για έρευνα στα δικά τους προγράμματα ερευνών, αυτά που απαιτούν πραγματικά η φυσιογνωμία του ιδρύματος, η αποστολή του, οι ανάγκες της ανώτατης εκπαίδευσης στο συγκεκριμένο ίδρυμα.
Έχουν ασφαλώς το σκοπό τους και το διευθυντήριο της ΕΟΚ και οι καπιταλιστές, που κάνουν τέτιες προσφορές. Ας μην ξεχνάμε όμως, ότι πολλές φορές είναι αναγκασμένοι να δίνουν κάποια χρήματα, είτε για να τηρούν ορισμένα προσχήματα, είτε γιατί θέλουν με αυτό τον τρόπο, να επιτύχουν άλλες επιδιώξεις. Εμείς δεν έχουμε κανένα λόγο να μην αξιοποιήσουμε και αυτές τις πλευρές. Και στην περίπτωση που δούμε ότι αυτοί οι κύριοι πάνε να παρέμθουν κυνικά στο έργο μιας πραγματικά αναβαθμισμένης παιδείας και έρευνας, νομίζω ότι το πανεπιστημιακό κίνημα, ενωμένο, είναι δυνατό να αντιμετωπίσει τέτιες απόπειρες, να τις αποκρούσει και να τις αποκαλύ- ψει. Και αυτό θα είναι μια σημαντική κατάκτηση. Δεν είναι, αγαπητοί φίλοι, αυτό λογική οπορτουνισμού. Είναι λογική σύγκρουσης, πάλης δοκιμασμένης παγκόσμια, αλλά και από μας.
Πέμπτο: Θα το θεωρούσα λάθος, αν και σ ’ αυτήν την ομιλία, τελειώνοντας, δεν αναφερόμουν ξανά - έχει γίνει πολλές φορές αλλά πιστεύω ότι αξίζει τον κόπο να γίνει και σήμερα - στο καθήκον που έχουμε όλοι, που έχουν οι νέοι φοιτητές, οι νέοι επιστήμονες, να καταχτούν τη γνώση μέσα στις σημερινές και στις οποιεσδήποτε συνθήκες. Ακούσαμε χτες κάτι πολύ χαρακτηριστικό. Μια ερώτηση σ’ ένα πανεπιστημιακό αμφιθέατρο: «Καταχτούμε τη γνώση για ποιον, για το κεφάλαιο;» Και βέβαια ακούσαμε την πολύ σωστή και ολοκληρωμένη απάντηση που δόθηκε. Θέλω να ελπίζω ότι δεν ήταν κομμουνιστής ο φοιτητής που έκανε την ερώτηση. Είμαι όμως σίγουρος πως, παρά την πρόοδο που έχουμε κάνει σ’ αυτόν τον τομέα, δεν έχει ακόμα κατανοηθεί το ζήτημα αυτό πλήρως απ’ όλα τα μέλη της
233
ΚΝΕ, απ’ όλους τους κομμουνιστές φοιτητές. Ό τι δηλαδή, χρειάζεται μια τεράστια προσπάθεια για να καταχτούμε τις γνώσεις, αυτές που δίνονται σήμερα, ώστε να τις αφομοιώνουμε κριτικά. Δεν είναι πολύς καιρός από το περιστατικό στο περσινό Φεστιβάλ της ΚΝΕ, όταν ο X. Φλωράκης, ο Γενικός Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ, κάλε- σε για καλύτερες επιδόσεις, μαθητές και φοιτητές. Έχουμε από τότε προχωρήσει σε καλό δρόμο. Αλλά ακόμα πιστεύω, δεν πήρε το βάθος πο(· έπρεπι: η κατανόηση αυτού του θέματος.
Θέλουμε πραγματικά να έχουμε τους άριστους μαζί.μας. Και οι Κνίτες να είναι άριστοι. Αυτό δεν είναι αντίφαση σε όσα λέμε - και σωστά τα λέμε - για τους ταξικούς φραγμούς. Ο Νίκος Κοτζιάς στην κεντρική εισήγηση, μας θύμισε ένα ωραίο απόσπασμα του Μαρξ για το πώς η άρχουσα τάξη θέλει να πάρει τους καλύτερους στην υπηρεσία της. Νομίζω πως, πολύ περισσότερο σήμερα, πρέπει να το δούμε και μεις αυτό το ζήτημα. Να κερδίσουμε εμείς τους καλύτερους. Να γίνουμε εμείς οι καλύτεροι στην κατάκτηση και την κριτική αφομοίωση και των σημερινών γνώσεων. Να γίνει κατανοητό, ότι όποιος δεν είναι πρωτοπόρος στην επιστήμη, θα υστερήσει γενικά σε πάρα πολλά πράγματα.
Θέλω να προσθέσω και κάτι άλλο: Ασφαλώς είναι λάθος μεγάλο για έναν επιστήμονα, να κλείνεται μόνο στην επιστήμη του, να νομίζει πως δεν έχει κανένα άλλο κοινωνικό ρόλο να παίξει και πως αυτή είναι η αποστολή του. Αλλά θα ήταν τραγικό λάθος, πολύ μεγαλύτερο λάθος, αν ένας επιστήμονας, ή ένας που σπουδάζει για να γίνει επιστήμονας, που λέει, ότι κατανοεί τον κοινωνικό του ρόλο, ότι είναι προοδευτικός, ότι είναι κομμουνιστής, ότι παλεύει, αν αυτός δεν καταλαβαίνει ότι πρέπει να κατακτά άριστα και τη σύγχρονη γνώση και όλα όσα έχει συσσωρεύσει η ανθρωπότητα.
Δεν θα ήθελα να σας κουράσω περισσότερο. Ακόμα μια φορά να ευχαριστήσω όλους και να ευχηθώ καλές επιτυχίες στην κοινή μας προσπάθεια για αναβάθμιση της ανώτατης εκπαίδευσης.
234
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
1. Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΤΟΥ ΚΚΕΓΙΑ ΑΜΕΣΗ ΣΥΓΚΛΗΣΗΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ(ΣΑΠ)*
Το ΚΚΕ ζητά την άμεση σύγκληση του ΣΑΠ ώστε να γίνει δυνατή η συζήτηση των οικονομικών των ΑΕΙ πριν από την ψήφιση του νέου κρατικού προϋπολογισμού, καθώς και για τη συζήτηση σ’ αυτό σειράς άλλων καίριων θεμάτων των πανεπιστημίων.
Ο Υπουργός Παιδείας με τη στάση του, τη μη σύγκληση του ΣΑΠ τον Ιούνη και το Σεπτέμβρη ’86 σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία (ΠΔ 2/83), τη συνεχή αναβολή της ημερομηνίας σύγκλησής του. τελευταία για τις 21 Δεκέμβρη, (λίγο πριν τις διακοπές ) καΓτην άρνησή του να περιλάθει στα θέματα ημερήσιας διάταξης τα κυριό- τερα ζητήματα των ΑΕΙ, όπως αυτό των μεταπτυχιακών σπουδών και έρευνας, αποδείχνει ότι υποβαθμίζει τη λειτουργία του συλλογικού αυτού οργάνου, περιορίζει ακόμα και τα τυπικά συμμετοχικά δικαιώματα των φορέων της εκπαίδευσης.
Την ίδια περίοδο η κυβέρνηση προχωρεί σε ενέργειες καίριας σημασίας για τα ΑΕΙ, ιδιαίτερα στη βάση των αποφάσεων των οργάνων της ΕΟΚ, όπου λαμβάνονται αποφάσεις για το μέλλον των ΑΕΙ χωρίς ίχνος διαλόγου. Τελευταία κατέθεσε νομοσχέδιο σχετικό με τα ΑΕΙ. με βασικά αρνητικές επιπτώσεις στα ιδρύματα παρά το ότι λύνει θετικά ορισμένες εκκρεμότητες, χωρίς διάλογο στο ΣΑΠ.
Είναι εμφανείς οι κυβερνητικές προσπάθειες υποκατάστασης του ΣΑΠ από μια νέα «Σύνοδο των Πρυτάνεων» ενώ ταυτόχρονα το Υπουργείο Παιδείας αρνείται να συζητά με τους φοιτητικούς συλλόγους.
Το ΚΚΕ ζητά την άμεση σύγκληση του ΣΑΠ για τη συζήτηση των παρακάτω θεμάτων:
* Στάλθηκε στις 26 του Νοέμβρη 1986 στη Γραμματεϊα του ΣΑΠ για συζήτηση στην πρώτη του σύγκληση.
237
1. Επιχορηγήσεις ΑΕΙ στον νέο κρατικό προϋπολογισμό.2. Νομοθετικές ρυθμίσεις που κατάθεσε το Υπουργείο Παιδείας.3. Δομή ανώτατης εκπαίδευσης - ζητήματα εθνικού σχεδιασμού.4. Μεταπτυχιακές σπουδές και έρευνα.5. Συγγράμματα.6. Λειτουργία ΣΑΠ.Είναι φανερό ότι η συζήτηση των επιτακτικών αυτών προ
βλημάτων απαιτεί περισσότερες από μια συνεδριάσεις του ΣΑΠ.Δίνουμε στη συνέχεια σε συντομία τα βασικά σημεία των ει-
σηγήσεών μας στα προτεινόμενα θέματα για διευκόλυνση της τοποθέτησης των μελών του ΣΑΠ. Για το λόγο αυτό παρακαλούμε η γραμματεία, να διανέμει στη βάση και των υποχρεώσεών της το κείμενο αυτό, στα μέλη του ΣΑΠ.
Επιχορηγήσεις ΑΕΙ
Είναι γνωστό σ’ όλους ότι τα ΑΕΙ αντιμετωπίζουν μεγάλα οικονομικά προβλήματα. Αυτά οξύνονται εξαιτίας και της επικείμενης (τουλάχιστον έτσι είναι διακηρυγμένο) λειτουργίας των μεταπτυχιακών σπουδών και των σοβαρών προβλημάτων της φοιτητικής μέριμνας λόγω της γενικότερης κοινωνικής πολιτικής της κυβέρνησης. Οι προτάσεις των ΑΕΙ για την οικονομική τους επιχορήγηση πε- ρικόπηκαν την περασμένη χρονιά συνολικά κατά 50%, ενώ υπάρχουν και προβλήματα στην καταβολή ακόμα και αυτών των εγκριμμένων πιστώσεων κύρια για τα κονδύλια των δημόσιων επενδύσεων.
Η κυβέρνηση πρόσφατα μετάΟεσε στα ΑΕΙ νέα κονδύλια όπως αυτό των συγγραμμάτων και προτίθεται, όπως δηλώνει, να μεταβιβάσει και άλλα. Η θετική καταρχήν αυτή ρύθμιση αν συνδυαστεί με περικοπή δαπανών θα καταλήξει απλά σε μια προσπάθεια μετάθεσης ευθυνών και χρεών.
Τα ΑΕΙ σήμερα αντιμετωπίζουν οξύ πρόβλημα προσωπικού. Υπάρχει σοβαρή ανάγκη προσλήψεων νέων μελών ΔΕΠ καθώς και διοικητικών υπαλλήλων και ΕΔΤΠ.
Η κυβέρνηση αρνείται να υλοποιήσει το ν. 1268 και να προκηρύξει τις θέσεις ΔΕΠ τις οποίες επέβαλε ο ν. 1268. Ακόμα καθυστερεί σημαντικά για οικονομικούς λόγους την υπογραφή των όποιων νέων διορισμών.
Ό σον αφορά το ΕΔΤΠ και τους Διοικητικούς Υπαλλήλους η κυ,θέρνηση αντί να προχωρήσει σε κάλυψη των κενών οργανικών θέσεων προωθεί την πρόσληψη έκτακτου προσωπικού στα πλαίσια γενικότερα αρνητικών ρυθμίσεων που κάνει στους εργασιακούς χώρους.
238
Ό σον αφορά την επιχορήγηση της πανεπιστημιακής έρευνας το Υπουργείο Παιδείας χρηματοδοτεί στο ύψος (περίπου) των 50 εκατ. τα ΑΕΙ, τη στιγμή που αρμόδια υπουργός δηλώνει ότι η επιχορήγηση για έρευνα στην ιδιωτική πρωτοβουλία μέσα στο 1986 στα πλαίσια των ΠΑΒΕ είναι του ύψους του 1 δισεκ.
Τα προβλήματα σίτισης και στέγασης των φοιτητών παίρνουν νέα διάσταση. Υποστηρίζουμε τα αιτήματα των φοιτητών για κάρτα σίτισης δυο γευμάτων, άμεση ανέγερση φοιτητικών εστιών, στεγαστικό επίδομα με κοινωνικά κριτήρια σε φοιτητές. Είναι ανάγκη ακόμα να αξιοποιηθεί ουσιαστικότερα η ιδιαίτερη πανεπιστημιακή περιουσία. Εκκρεμεί ακόμα η χορήγηση δανείων σε δικαιούχους φοιτητές.
Αφαιρείται το ανθυγιεινό επίδομα από τους δικαιούχους εργαζόμενους στα ΑΕΙ και δεν ικανοποιείται το αίτημα των ΑΕΙ για ίδρυση βρεφονηπιακών σταθμών.
Οι μεταπτυχιακοί φοιτητές, ειδικοί μεταπτυχιακοί υπότροφοι (ΕΜΥ), έχουν ουσιαστικά σταματήσει να προσλαμβάνονται ενώ η ανάγκη για μεταπτυχιακές σπουδές αυξάνει. Η επιχορήγηση των ΕΜΥ παραμένει στις 20.000 δρχ. το μήνα, ενώ το κονδύλι έχει μεταφερθεί στον προϋπολογισμό των ΑΕΙ. Είναι αναγκαία η οικονομική ενίσχυση των μεταπτυχιακών φοιτητών στο επίπεδο των 45.000 δρχ. Η άρνηση χορήγησης υποτροφιών οδηγεί αντικειμενικά σε νέους ταξικούς φραγμούς σ’ αυτή τη βαθμίδα της εκπαίδευσης.
Η κυβέρνηση, όπως έχει ανακοινωθεί, έχει συζητήσει τα θέματα του προϋπολογισμού Παιδείας. Οφείλει να συζητήσει στο ΣΑΠ την οικονομική της πολιτική απέναντι στα ΑΕΙ. Η συζήτηση κατανομής ψηφισμένου προϋπολογισμού χωρίς προηγούμενη συζήτηση είναι επίφαση διαλόγου.
Το ΚΚΕ απαιτεί αύξηση των δαπανών για τα ΑΕΙ στη βάση των προτάσεων των ιδρυμάτων με στόχο ένα προγραμματισμό σταδιακής ικανοποίησης των αναγκών τους. Η κυβέρνηση τουλάχιστον θα πρέπει να δηλώσει εάν προτίθεται να αυξήσει ή να μειώσει τις δαπάνες για τα ΑΕΙ.
Για το σχέδιο νόμου: «Ρύθμιση θεμάτων ΑΕΙ και άλλες διατάξεις»
Στο σχέδιο νόμου αυτό έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής:1. Η θετική ρύθμιση της παρ. 1 άρθρο 1 που μεταβιβάζει στον
πρύτανη την αρμοδιότητα της έκδοσης των πράξεων διορισμού κλπ., θα ’ναι χωρίς αντικείμενο αν δεν εξασφαλιστούν οι αντίστοιχες δαπάνες. Αλλωστε γ ι’ αυτό το λόγο καθυστερούσε την έκδοσή τους και το ΥΠΕΠΘ προφασιζόμενο διάφορες ανεπίτρεπτες δικαιολογίες.
2. Είναι απαράδεκτη η ρύθμιση του εδαφ. (α) της παρ. 2, αρ. 1
239
τόσο ως προς τη διάρκεια της άδειας (3 μήνες στα τρία χρόνια) όσο και ως προς την αφαίρεση των αποδοχών για τους 2 από τους 3 μήνες.
3. Είναι προφανές ότι με την παρ. 7 του αρ. 1 και το προβλεπόμε- νο ΠΔ θα επιχειρηθεΐ η εισαγωγή των διδακτικών μονάδων. Είμαστε αντίθετοι σε μια τέτια ρύθμιση γιατί θα περιπλέξει το ζήτημα της Βαρύτητας του κάθε μαθήματος.
4. Στην παρ. 9 του αρ. 1 πέρα απ’ τη σωστή ρύθμιση της ισοτιμίας του πτυχίου ΕΑΣΑ με το πτυχίο ΤΕΦΑΑ (επειδή δεν υπήρχε ΤΕΦΑΑ) προωθείται η γνωστή οδηγία της ΕΟΚ για την ισοτιμία των πτυχίων, με υποβάθμιση του πτυχίου του ΤΕΦΑΑ. Γεγονός με επικίνδυνες επιπτώσεις για το μελλοντικό κύρος της ελληνικής εκπαίδευσης.
5. Προωθείται η κύρωση της υπουργικής απόφασης για τις μεταγραφές πριν ολοκληρωθεί η εξέταση των περιπτώσεων στο ΣΑΠ (από την προηγούμενη συνεδρίαση). Στην υπουργική απόφαση αυτή μας βρίσκει αντίθετους ο τρόπος που γίνεται η ρύθμιση για τη μεταγραφή λόγω συζύγου και αδελφού.
Λομή Ανώτατης Εκπαίδευσης - Ζητήματα Εθνικού Σχεδιασμού
Σοβαρές αρνητικές εξελίξεις υπάρχουν στο θέμα της δομής της ανώτατης εκπαίδευσης καθώς και του γενικότερου σχεδιασμού της, που προωθούνται από την κυβέρνηση χωρίς να γίνονται αντικείμενο διαλόγου.
Σ’ αυτές τις ενέργειες σημαντικό ρόλο παίζει η πολιτική της κυβέρνησης απέναντι στην ΕΟΚ μετά την υπογραφή το Δεκέμβρη '85 στο Λουξεμβούργο της αναθεώρησης της συνθήκης της Ρώμης και την αποδοχή του στόχου της ενιαίας εσωτερικής αγοράς μέχρι το 1992.
Η πολιτική της ΕΟΚ, που αποδέχεται και η ελληνική κυβέρνηση, στα ζητήματα των ΑΕΙ εκφράζεται κύρια από τα αλληλοσυμπλη- ρούμενα μέτρα όπως την πρόταση οδηγίας για αναγνώριση των πτυχίων, τα προγράμματα ERASMUS και COMETT, το ψήφισμα για την ανώτατη εκπαίδευση στην Κοινότητα κ.ά.
Η οδηγία για αναγνώριση των πτυχίων που λαμβάνονται στις χώρες της ΕΟΚ, αφορά ένα θέμα που πρέπει να λύνεται από εθνικά όργανα στη βάση της προστασίας των συμφερόντων της συγκεκριμένης χώρας, λαμθάνοντας βέβαια υπόψη την αντικειμενικότητα της διεθνοποίησης της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Σε αντίθεση με τα παραπάνω, μέσα από την οδηγία που ήρθε σαν απόρροια της σύσκεψης του Μιλάνου για την Ευρώπη της ενιαίας εσωτερικής αγοράς, επιδιώκεται η υποβάθμιση των πτυχίων συνολικά, αφού σαν μέτρο αναγνώρισής τους θα είναι η τρίχρονη σπουδή σε όποιο δημό
240
σιο ή ιδιωτικό εκπαιδευτικό ίδρυμα μετά από το τέλος της συνήθους δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Ό πως λένε χαρακτηριστικά οι φοιτητές «θα σπουδάζεις πέντε χρόνια και θα μετράνε τρία».
Η Σύγκλητος του ΕΜΠ ομόφωνα καταδίκασε αυτή την οδηγία και απαιτεί το δίπλωμα του ΕΜΠ να διατηρήσει την ουσιαστική και τυπική ισοτιμία του με το Master των αγγλοσαξωνικών ΑΕΙ. Η κυβέρνηση στο εξαγγελόμενο νομοσχέδιό της προωθεί και στην εθνική νομοθεσία τις οδηγίες μέσα από την ισοτιμία του ΤΕΦΑΑ με οποιεσδήποτε τρίχρονες σπουδές σε ανάλογο τμήμα του εξωτερικού.
Το σχέδιο ERASMUS προωθεί τυπικά την κινητικότητα των σπουδαστών στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, με στόχο μέχρι το 1992 το 10",' των φοιτητών της Κοινότητας να έχει κάνει I χρόνο σπουδών του σε άλλη κοινοτική χώρα.
Οι ανταλλαγές σπουδαστών, προπτυχιακών και μεταπτυχιακών, μέσα από ισότιμες διακρατικές συμφωνίες για σπουδές σε κλάδους που θα απορρέουν από εθνικό προγραμματισμό είναι αναμφισβήτητα ωφέλιμες. Η εισηγητική έκθεση όμως του ERASMUS δηλώνει καθαρά τους στόχους τους:
«Επιπλέον στα έγγραφα που παραδίδονται στους σπουδαστές στο τέλος των σπουδών τους, είναι σημαντικό να αναφέρονται οι περίοδοι που έχουν πραγματοποιηθεί σε άλλο κράτος μέλος και ενδεχομένως η συμμετοχή σε πρόγραμμα από το οποίο ενισχύθηκε χρηματικά από την Κοινότητα, προκειμένου να αυξάνεται η αξία των διπλωμάτων αυτών, τόσο για τους ίδιους τους σπουδαστές, όσο και για τους ενδεχόμενους εργοδότες τους. Οι δικαιούχοι κοινοτικής υποτροφίας καθώς και οι σπουδαστές που συμμετέχουν στα διαπανεπι- στημιακά προγράμματα ανταλλαγών, που θα χρηματοδοτούνται από το ERASMUS θα λαμβάνουν ειδική βεβαίωση. Είναι ένα από τα καλύτερα μέσα προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι μελλοντικές γενιές των υπευθύνων στη λήψη αποφάσεων θα θεωρούν τις συμπράξεις με τις επιχειρήσεις άλλων χωρών της Κοινότητας σαν τελείως φυσική και θετική γραμμή, αντί να βλέπουν σ’ αυτές μια πηγή ενδεχόμενων κινδύνων. Επιπλέον είναι επίσης ένα από τα καλύτερα μέσα για την πρόληψη των παρορμητικών εκστρατειών προώθησης των εθνικών συμφερόντων εις βάρος του κοινοτικού συμφέροντος.»
Πρόκειται δηλαδή για τη δημιουργία ελίτ κατηγορίας φοιτητών σε αντιπαράθεση με το 90% των σπουδαστών που δεν θα έχει «την ειδική βεβαίωση».
Ο Υπουργός Παιδείας, όταν αποδεχόταν πρόσφατα αυτά τα σχέδια την ίδια στιγμή πρόβαλε παρωχημένες ελληνοκεντρικές αντιλήψεις.
241
Παράλληλα, το σχέδιο, προωθεί κοινά προγράμματα σπουδών, όπου προφανώς, οι ανάγκες.των ισχυρών της ΕΟΚ θα επιβάλλουν τη θέλησή τους. Την όποια σοβαρή υλικοτεχνική υποδομή διαθέτουν, δεν πρόκειται προφανώς να τη μεταφέρουν στην Ελλάδα. Ακόμα, με τα κοινά προγράμματα, θα προωθήσουν σε ιδεολογικό επίπεδο την αντιδραστική ιδεολογία των ευρωπαϊκών μονοπωλίων. Ιδιαίτερα, το σχέδιο επιμένει στη δημιουργία προϋποθέσεων για την υλοποίηση της οδηγίας «αναγνώρισης» - υποθάθμισης των πτυχίων που τίθεται και σαν όρος για την προώθηση των σχεδίων.
Το θέμα βέβαια, όσον αφορά τα κοινά προγράμματα σπουδών, δεν είναι η αξιοποίηση από κάθε χώρα της πείρας άλλων, που για χώρες σαν την Ελλάδα είναι ιδιαίτερα αναγκαία, αλλά η επιβολή του κοινού προγράμματος.
Το σχέδιο COMETT αφορά:Α. Ανάπτυξη κοινοτικού δικαίου Συμπράξεων - Συνεργασίας
μεταξύ πανεπιστημίων και βιομηχανίας στον τομέα της κατάρτισης.Β. Έναρξη εφαρμογής κοινοτικών προγραμμάτων ανταλλαγών
μεταξύ των πανεπιστημίων και της βιομηχανίας που θα αφορούν τόσο τους φοιτητές, όσο και το πανεπιστημιακό και βιομηχανικό προσωπικό.
Γ. Σχεδιασμός, ανάπτυξη και αξιολόγηση ειδικών κοινών προγραμμάτων κατάρτισης που συνδέονται άμεσα με τις ανάγκες της βιομηχανίας υψηλής τεχνολογίας της Κοινότητας.
Δ. Συνεργασία των πανεπιστημίων και της βιομηχανίας με στόχο την ανάπτυξη συστημάτων ελεύθερης εκμάθησης και συντονισμό των προσπαθειών με στόχο την κατάρτιση των εκπαιδευτών, καθώς και τη δημιουργία σχετικής κοινοτικής τράπεζας δεδομένων.
Το σχέδιο, στην πρώτη φάση ανάπτυξής του, αφορά 10.000 φοιτητές, που θα εργαστούν σε ΕΟΚική βιομηχανία ένα εξάμηνο κατά τη διάρκεια των σπουδών τους και 350 πανεπιστημιακούς και στελέχη της βιομηχανίας που θα εργαστούν στη βιομηχανία και στα πανεπιστήμια. Για την Ελλάδα αναλογικά η αντιστοιχία σε αριθμούς είναι 350 και 12 περίπου.
Το σχέδιο προβλέπει αλλαγές στα προγράμματα σπουδών που θα αποβλέπουν στην κάλυψη ειδικών αναγκών σε εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό. Παράλληλα, ο στόχος για τη δημιουργία ενός αποτελεσματικότερου συστήματος τοποθέτησης φοιτητών στη βιομηχανία σχετίζεται άμεσα με την πολιτική προσλήψεων της βιομηχανίας.
Τα κριτήρια κοινοτικής χρηματοδότησης των προγραμμάτων αυτών είναι η «ποιότητά τους, ο βαθμός στον οποίο συμβάλλουν στη δημιουργία σταθερής ευρωπαϊκής συνείδησης, οι νεοτεριστικές πλευρές τους και η συμβολή τους στην κατάργηση των εμποδίων που
242
παρεμβάλλονται στη συνεργασία μεταξύ ανώτατης εκπαίδευσης και βιομηχανίας».
Ιδιαίτερη μέριμνα έχει το σχέδιο για τη δημιουργία συστήματος Ευρωπαϊκού Τεχνολογικού Ελεύθερου Πανεπιστήμιου, το οποίο θα δημιουργήσει ένα εύκαμπτο πλαίσιο, με έμφαση στην κατάρτιση των εκπαιδευτών.
Το σχέδιο COMETT ρητά προωθεί την υποταγή των ΑΕΙ στις ανάγκες των μονοπωλίων της ΕΟΚ με άμεσες επεμβάσεις στα προγράμματα σπουδών και έρευνας των ΑΕΙ. Παράλληλα, και εδώ έχουμε τη λογική της επιλογής των φοιτητών που θα μετέχουν στο σχέδιο με αντάλλαγμα, αν είναι άτομα «ικανά να αντιμετωπίσουν τις κοινωνικές επιπτώσεις των τεχνολογικών αλλαγών», την πρόσληψη από την επιχείρηση.
Αλλά, η αναγκαία επαφή των φοιτητών με τη βιομηχανία θα πρέπει να γίνεται για το σύνολο των φοιτητών, όπως αυτό έχει επιτευχθεί σε πολλές σοσιαλιστικές χώρες, και ακόμα η εργασία στη βιομηχανία να είναι μέρος του εκπαιδευτικού προγράμματος υπό τον έλεγχο των ΑΕΙ. Να μη χρησιμοποιείται σαν μέσο για την υποταγή φοιτητών στις ευρύτερες επιδιώξεις των μονοπωλίων, όπως αυτό διαγράφεται σαν απαίτηση στα ντοκουμέντα της ΕΟΚ.
Κανείς δεν αρνείται, το αντίθετο μάλιστα, τη συνεργασία βιομηχανίας - τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με τρόπο που αυτή να σέβεται την αυτοτέλεια και τα όργανα των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Η συνεργασία μπορεί να γίνει ευρύτερα επωφελής στα πλαίσια μιας πολιτικής παραγωγικής ανασυγκρότησης της οικονομίας. Αυτά και τα δυο κτυπά η ΕΟΚ, στοχεύοντας στην υποταγή της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στα τρέχοντα συμφέροντα των μονοπωλίων, πριν απ’ όλα των πολυεθνικών.
Τα σχέδια αυτά συνολικά αποβλέπουν για όλες τις χώρες της ΕΟΚ:
1. Στη μείωση της αξίας της εργατικής δύναμης των αποφοίτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μαζικά, με παράλληλη ενίσχυση των μηχανισμών επιλογής για επιστημονική - επαγγελματική ειδίκευση ενός ποσοστού φοιτητών για την ικανοποίηση αναγκών των μονοπωλίων.
2. Αύξηση της παρέμβασης των μονοπωλίων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση με άμεσο καθορισμό από τα πριν των κατευθύνσεων προπτυχιακών σπουδών - μεταπτυχιακών ερευνών. Ενίσχυση των δυνατοτήτων επιλογής από τα μονοπώλια αποφοίτων των ΑΕΙ που θα εργαστούν σ’ αυτά με ιδεολογικοπολιτικά κριτήρια. Παράλληλα, υποτίμηση του δημόσιου χαρακτήρα των ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με την άμεση παρέμβαση σ’ αυτά και οικονομική «στή
243
ριξή» τους από μονοπώλια. Χτύπημα ουσιαστικό στην όποια αυτοτέλεια έχουν τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
3. Προώθηση της ιδιωτικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με ενίσχυση των ταξικών φραγμών στη μόρφωση, στα πλαίσια της γενικής υποβάθμισης των σπουδών στα δημόσια ιδρύματα.
Το τελευταίο προωθείται έντονα στη χώρα μας με την ίδρυση ιδιωτικών ΑΕΙ με συνεργασίες ελληνικών ιδιωτικών φορέων με ξένα ΑΕΙ.
Ιδιαίτερα σαν άμεσες συνέπειες θα πρέπει να επισημανθούν:- Η πτώση του επιπέδου σπουδών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση,
με γενικότερες επιπτώσεις στο μορφωτικό επίπεδο του λαού, ακριβώς λόγω της εξάρτησης, σε αντίθεση με τους κυρίαρχους της ΕΟΚ, όπου είναι φανερή η δυνατότητα και αναγκαιότητα διατήρησης ορισμένων κλάδων σπουδών σε ορισμένα ιδρύματα σε υψηλή στάθμη για την ικανοποίηση των αναγκών των μονοπωλίων και του συστήματος της κυριαρχίας τους.
- Αύξηση της ανεργίας μέσω της δυνατότητας εξαγωγής ανεργίας των ισχυρών της ΕΟΚ.
- Αύξηση της τεχνολογικής εξάρτησης, απώλεια κάθε έννοιας εθνικού προγραμματισμού στην έρευνα.
Το ΚΚΕ αγωνίζεται μέσα και έςω από τα ΑΕΙ για την ενίσχυση της αυτοτέλειάς τους, ώστε τα ίδια να μπορούν να καθορίζουν τα προγράμματα σπουδών τους και τους βασικούς στόχους της έρευνας στα πλαίσια ενός εθνικού προγραμματισμού έρευνας χωρίς να παραβιάζε- ται η ακαδημαϊκή ελευθερία.
Ζητάμε ουσιαστική διατήρηση του δημόσιου χαρακτήρα των ΑΕΙ με επαρκή κρατική χρηματοδότηση ώστε να μην είναι όρος ζωής για τα ΑΕΙ η προσφυγή στον ξένο παράγοντα και την ιδιωτική πρωτοβουλία. Την τήρηση της συνταγματικής διάταξης για την απαγόρευση της ιδιωτικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που καταστρατηγείται.
Η δομή της ανώτατης εκπαίδευσης που προτείνουμε είναι διθάθ- μια. πτυχίο - διδακτορικό. Οι προπτυχιακές σπουδές πρέπει να συνδυάζουν ουσιαστικές γνώσεις της συγκεκριμένης επιστήμης και ειδίκευση μέσα από τη δυνατότητα τον φοιτητή για συγκεκριμένες επιλογές μαθημάτων. Προϋποθέτουν απαραίτητους όρους για την υλοποίηση αυτής της αντίληψης των προπτυχιακών σπουδών και απαιτούν σοβαρή ενίσχυση των ΑΕΙ σε προσωπικό και υλικοτεχνική στήριξη.
Είμαστε κατηγορηματικά αντίθετοι στις προσπάθειες που δια- φαίνονται η ειδίκευση να μεταφερθεί σε κύκλο σπουδών μετά το πτυχίο και οι απόφοιτοι του πρώτου κύκλου σπουδών να μένουν α
244
νειδίκευτοι. Επιμήκυνση πιθανή 1-2 εξάμηνα του πρώτου κύκλου σπουδών ίσως απαιτηθεϊ για την υλοποίηση των σπουδών όπως τις προτείνουμε ύστερα από συγκεκριμένες μελέτες των πανεπιστημιακών τμημάτων.
Θέματα συνεχιζόμενης εκπαίδευσης και ειδίκευσης των πτυ- χιούχων δεν συνιστούν άλλη βαθμίδα εκπαίδευσης και θα πρέπει να θεσμοθετηθούν με τη συνεργασία ΑΕΙ και επιστημονικών φορέων.
Ακόμα σταδιακά θα πρέπει να επιδιωχθεί η προσέγγιση των προπτυχιακών φοιτητών στην έρευνα όπως γίνεται στις αναπτυγμένες χώρες. Ιδιαίτερα σοβαρά ειδικά εκπαιδευτικά θέματα των ΑΕΙ κατά την άποψή μας είναι:
1. Η καθιέρωση και ενίσχυση της διδασκαλίας παιδαγωγικών μαθημάτων σ’ όλες τις σχολές όπου οι απόφοιτοί τους έχουν δυνατότητα διδασκαλίας στη βασική και μέση εκπαίδευση, δηλαδή το σύνολο σχεδόν των σχολών, και όταν η παιδαγωγική μπορεί να είναι ειδική κατεύθυνση του πτυχίου.
2. Η διδασκαλία βασικών στοιχείων της πληροφορικής σ’ όλες τις σχολές των ΑΕΙ είναι εντελώς αναγκαία. Η ανάπτυξη των τμημάτων πληροφορικής για αποφοίτηση ειδικών πρέπει να μας απασχολήσει σε μια ειδική συζήτηση στα πλαίσια μιας πολιτικής αυτοτελούς ανάπτυξης στη χώρα μας αυτού του κλάδου.
3. Απαιτούνται σύγχρονες βιβλιοθήκες στα ΑΕΙ καθώς και η σύνδεσή τους με διεθνείς τράπεζες πληροφοριών χωρίς αποκλεισμούς.
Μεταπτυχιακές σπουδές - έρευνα
Το ΚΚΕ έχει εκδόσει σε μπροσούρα τις απόψεις του. Σύντομα θα δόσουμε εδώ τις θασικές μας θέσεις.
Οι μεταπτυχιακές σπουδές και η πανεπιστημιακή έρευνα θα πρέπει να συμβάλλουν στην αυτοτελή οικονομική και πολιτική ανάπτυξη της χώρας και να αναπτυχθούν άμεσα. Οι βασικές τους κατευθύνσεις θα πρέπει να συζητιούνται στο ΣΑΠ και το πρόγραμμά τους να αποφασίζεται από τα αρμόδια πανεπιστημιακά όργανα. Σταδιακά θα πρέπει να αναπτυχθούν σ’ όλους τους επιστημονικούς κλάδους. Οι μεταπτυχιακές σπουδές πρέπει να οδηγούν σε διδακτορικό δίπλωμα και να είναι συνέχιση υψηλού επιπέδου προπτυχιακών σπουδών. Ό ποια επιμόρφωση πτυχιούχου γίνεται στα ΑΕΙ δεν συνι- στά άλλη βαθμίδα εκπαίδευσης, απλά επικυρώνεται με πιστοποιητικό φοίτησης.
Σοβαρή μέριμνα θα πρέπει να ληφθεί για τους μεταπτυχιακούς φοιτητές όπου θα πρέπει να γενικευτεί ο θεσμός των υποτροφιών σε ύψος, σήμερα 45.000 δρχ. Οι μεταπτυχιακοί φοιτητές θα πρέπει να
245
προσλαμβάνονται, μετά από προκήρυξη, με ενιαία κριτήρια επιλογής από τη ΓΣ του σχετικού τμήματος. Το κράτος θα πρέπει να μεριμνά για την επαγγελματική τους αποκατάσταση σε θέσεις ανάλογες των προσόντων τους.
Τα αποφασιστικά όργανα για τις μεταπτυχιακές σπουδές θα πρέπει να είναι η ΓΣ Τμήματος και η Σύγκλητος του ΑΕΙ για διατμη- ματικά προγράμματα σε αντίθεση με τα στεγαστικά όργανα που προβλέπει ο ν. 1566. Δίπλα στα αποφασιστικά αυτά όργανα, ειδικά εισηγητικά όργανα από όλους τους φορείς θα πρέπει να συσταθούν.
Η χρηματοδότηση των μεταπτυχιακών σπουδών κύρια πρέπει να γίνεται από την κρατική επιχορήγηση των ΑΕΙ. Ιδιωτική χρηματοδότηση εγκρίνεται κεντρικά από το ΑΕΙ και αφορά συγκεκριμένο πρόγραμμα και όχι μεμονωμένα άτομα.
Ό σον αφορά την έρευνα (δραστηριότητα άμεσα συνδεδεμένη με τις μεταπτυχιακές σπουδές), πρωταρχική σημασία έχει ο εθνικός προγραμματισμός της.
Η έρευνα θα πρέπει να αναπτυχθεί και στις νέες τεχνολογίες και στις βασικές επιστήμες, καθώς και σαν εφαρμοσμένη έρευνα συμβά- λει στην ανανέωση του τεχνολογικού δυναμικού της χώρας.
Ο δημόσιος τομέας της οικονομίας θα πρέπει κύρια να στηρίζει και να αξιοποιεί την ερευνητική προσπάθεια. Ο ιδιωτικός τομέας σε εξαιρετικές περιπτώσεις θα χρηματοδοτείται για έρευνα και τα κονδύλια θα πρέπει να χρησιμοποιούνται σε συνεργασία με αρμόδιο κρατικό φορέα έρευνας.
Η κυβέρνηση προσανατολίζεται και με δηλώσεις αρμοδίων στην υποταγή κάθε ερευνητικής προσπάθειας στον προγραμματισμό της ΕΟΚ χωρίς ποτέ να χρησιμοποιεί και το δικαίωμα του νόμου.
Σ' αυτά τα πλαίσια η κυβέρνηση έχει αδρανοποιήσει το Εθνικό Γνωμοδοτικό Συμβούλιο Έρευνας (ΕΓΣΕ) του ν. 1514 παρ’ όλο που η σύνθεσή του είναι αντίθετη με τις απαιτήσεις του συνδικαλιστικού κινήματος.
Παράλληλα χρηματοδοτεί έντονα την ιδιωτική πρωτοβουλία, εντελώς ανεξέλεγκτα, σύμφωνα με την πολιτική των «νέων τζακιών», ενώ συμμετέχει στο EUREKA, ευρωπαϊκή παραλλαγή του πόλεμου των άστρων.
Η ρύθμιση του ΠΡΟΠΕ ότι όποιο ερευνητικό πρόγραμμα χρηματοδοτηθεί από τη βιομηχανία κατά 35°„ εντάσσεται αυτόματα στο ΠΑΕΤ και χρηματοδοτείται κατά το υπόλοιπο, δείχνει, στα πλαίσια και της ΙΟπλάσιας χρηματοδότησης που πήρε η ιδιωτική πρωτοβουλία απ’ ότι τα ΑΕΙ για έρευνα, ότι τα ΑΕΙ για την ερευνητική τους προσπάθεια παραδίνονται σ’ έναν βαθμό στην ιδιωτική πρωτοβουλία έξω από κάθε προγραμματισμό.
246
Το ΣΑΠ 0α πρέπει σε επόμενη σύνοδό του ύστερα από σαφείς προτάσεις των ΑΕΙ, να συντάξει ένα πρόγραμμα πανεπιστημιακής έρευνας. Ειδικότερα ζητήματα ερευνητικής πολιτικής των ΑΕΙ κατά τη γνώμη μας είναι:
1. Τα προβλήματα εξωτερικής χρηματοδότησης των ΑΕΙ για έρευνα που θα πρέπει να εγκρίνονται κεντρικά από το ΑΕΙ, από αρμόδια επιτροπή της Συγκλήτου ή την ίδια τη Σύγκλητο.
Όπως και πολλά ΑΕΙ ζητούν θα πρέπει να απαγορευτεί έρευνα μυστική για το ΝΑΤΟ και άλλους ξένους στρατιωτικούς οργανισμούς. Η έρευνα στα ΑΕΙ να εγκρίνεται και με κοινωνικά κριτήρια σκοπιμότητας.
2. Να επιδιωχθεί η άσκηση εφαρμοσμένης έρευνας στα ΑΕΙ, πρότυπων μελετών κλπ., στα πλαίσια και ανάλογης άσκησης των φοιτητών. Η έγκριση της χρηματοδότησης να γίνεται όπως περι- γράψαμε, ενώ τυχόν πατέντα να ανήκει στο ΑΕΙ και τον εφευρέτη.
Συγγράμματα
Το σύστημα συγγραφής και διανομής των πανεπιστημιακών βιβλίων δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες των ΑΕΙ και στις δίκαιες απαιτήσεις του ΔΕΠ και των φοιτητών. γΓ αυτό πρέπει να αλλάξει. Η αναγκαιότητα αλλαγής αυτού του συστήματος σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να συνεπάγεται την αφαίρεση μιας κατακτημένης κοινωνικής παροχής προς τους φοιτητές, αλλά αντίθετα τη σωστή οργάνωση και την επέκτασή του για τη διευκόλυνση της επιστημονικής κατάρτισης.
Αναφέρουμε επιγραμματικά τις προτάσεις του ΚΚΕ:1. Να υπάρχει ένα βασικό σύγγραμα - βιβλίο σε κάθε μάθημα
σαν οδηγός για την εξέλιξη της διδασκαλίας του. Αυτό μπορεί να είναι είτε του διδάσκοντα, είτε συλλογικό ομοειδών επιστημόνων, είτε μετάφραση κάποιου καλού συγγράμματος από τη διεθνή βιβλιογραφία.
2. Να δίνονται κι άλλα βιβλία και άρθρα στους φοιτητές γύρω από το συγκεκριμένο μάθημα.
3. Να δίνεται βιβλιογραφία κατά μάθημα και κατά θεματική ενότητα κάθε μαθήματος.
4. Να οργανωθούν οι βιβλιοθήκες των ΑΕΙ με ευρύτητα σε τίτλους και επαρκή σε ποσότητα βιβλία και περιοδικά έτσι ώστε να μπορούν να ανατρέξουν για να διαβάσουν ή να δανειστούν οι φοιτητές.
5. Οι τομείς και τα τμήματα στη βάση του προγράμματος σπουδών θα αποφασίζουν για τα βιβλία που χρειάζονται σύμφωνα με τις εισηγήσεις των διδασκόντων, (χωρίς αυτό να ’χει την έννοια της
247
λογοκρισίας, αλλά της ουσιαστικής τήρησης του προγράμματος σπουδών).
6. Η αμοιβή των συγγραφικών δικαιωμάτων των διδασκόντων είτε να γίνεται εφ’ άπαξ από το κράτος όσον αφορά τη χρήση του σαν διδακτικό βιβλίο για τη δωρεάν διανομή) με αναφαίρετο, παράλληλα, το δικαίωμα του συγγραφέα να το κυκλοφορήσει στο ελεύθερο εμπόριο, είτε μέσω της αγοράς του ανάλογου αριθμού αντιτύπων από τον εκδοτικό οίκο με σύμβαση.
7. Το ύψος της αμοιβής των συγγραφικών δικαιωμάτων να καθορίζεται από το Ακαδημαϊκό Συμβούλιο που έχουμε προτείνει να λειτουργεί στα πλαίσια του ΣΑΠ με συγκρότηση ειδικών επιτροπών.
8. Η διανομή όλων των συγγραμάτων, βιβλίων, σημειώσεων, βοηθημάτων κλπ., να γίνεται δωρεάν από τα τμήματα.
9. Να λειτουργήσουν πανεπιστημιακά τυπογραφεία για την κάλυψη συνολικά ή εν μέρει των εκδοτικών αναγκών των ΑΕΙ.
10. Να ανταποκριθεί το υπουργείο στις υποχρεώσεις που ήδη έχει απέναντι στους συγγραφείς συγγραμμάτων και τα εκδοτικά.
Λειτουργία ΣΑΠ
Είναι αναγκαία η ουσιαστικοποίηση της λειτουργίας του ΣΑΠ, το οποίο μέχρι σήμερα δεν έχει επιτελέσει ουσιαστικό έργο.
Πιστεύουμε ότι οι αρμοδιότητες του ΣΑΠ θα πρέπει να διευρυν- θούν και τυπικά και ουσιαστικά. Η αναγγελία του πρόσφατου νομοσχέδιου χωρίς γνώμη του ΣΑΠ είναι κραυγαλέο παράδειγμα υποτίμησης του οργάνου.
Κατά τη γνώμη μας το ΣΑΠ θα πρέπει να εισηγείται και να γνω- μοδοτεί για όλα τα ζητήματα της ανώτατης εκπαίδευσης και η κυβέρνηση υποχρεώνεται να ζητά τη γνώμη του για το γενικότερο προγραμματισμό της, τις απαιτούμενες δαπάνες για τα ΑΕΙ πέρα από τις αρμοδιότητες που του καθορίζει η σημερινή νομοθεσία.
Ακόμα είναι αναγκαία η οικονομική στήριξη του ΣΑΠ και η δημιουργία προϋποθέσεων εκπόνησης συγκεκριμένων μελετών - εισηγήσεων. Η αντίληψη του Υπουργείου Παιδείας για ανάθεση των εισηγήσεων του ΣΑΠ σε διευθύνσεις του υπουργείου υποβαθμίζει το όργανο, ενώ βέβαια η υποστήριξη της αυτοτέλειάς του από διευθύνσεις του υπουργείου είναι αναγκαία.
Επίσης κατά την άποψή μας, αναγκαία για την επιστημονική στήριξη του έργου του ΣΑΠ είναι η δημιουργία Ακαδημαϊκού Συμβουλίου από πανεπιστημιακούς καθηγητές στα πλαίσια του ΣΑΠ. προτεινόμενους από τα ΑΕΙ.
248
2. Η ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΚΚΕ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΑΠ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ*
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
ΕισαγωγήΗ ανθρωπότητα διανύει σήμερα, στα μέσα του τελευταίου τετάρ
του του 20ού αιώνα, μια εποχή που η τεράστια ανάπτυξη της Επιστήμης και της Τεχνικής συνιστά ένα ποιοτικό άλμα στις παραγωγικές της δυνάμεις. Κι αυτό γιατί η νέα φάση που μπήκε εδώ και πολύ λίγα χρόνια η επιστημονικοτεχνική επανάσταση (ΕΤΕ), με τη γοργή ανάπτυξη ορισμένων νέων τεχνολογιών ή τεχνολογιών αιχμής, κύρια της πληροφορικής - μικροηλεκτρονικής, της βιοτεχνολογίας και της τεχνολογίας νέων υλικών, οδηγεί σε μια γιγαντιαία αύξηση των υλικών και πνευματικών δυνατοτήτων της ανθρωπότητας.
Είναι φανερό λοιπόν ότι η Έρευνα και η Τεχνολογία (Ε-Τ). οι κοινωνικές δηλαδή διαδικασίες που παράγουν τη νέα γνώση και τη βάζουν στην υπηρεσία της παραγωγής, αποκτά αντικειμενικά ένα ολοένα και αυξανόμενο ειδικό βάρος στις σύγχρονες κοινωνίες.
Η πραγματικότητα αυτή αναγνωρίζεται σήμερα από όλες τις πλευρές. Οι θεωρητικοί όμως του ιμπεριαλισμού προσπαθούν να αποκρύψουν ή να διαστρεβλώσουν σημαντικότατες πλευρές του φαινομένου αυτού, να το παρουσιάσουν σαν μια διαδικασία που συντε- λείται έξω και πέρα από τις σχέσεις παραγωγής, την ταξική πάλη και τα κοινωνικά συστήματα. Καλλιεργούν μάλιστα την αυταπάτη για «ουδέτερη» έρευνα που με τα τεράστια επιτεύγματά της θα λύσει όλα τα εκρηκτικά προβλήματα και τις ανάγκες της ανθρωπότητας.
Σήμερα όμως η ανάπτυξη της έρευνας και της τεχνολογίας γίνεται περισσότερο από ποτέ πεδίο ανταγωνισμού από τη μια μεριά ανάμεσα στις χώρες του ιμπεριαλισμού, που εντάσσουν τα επιτεύγματα της ΕΤΕ πρώτα και κύρια στην τελειοποίηση και συσσώρευση οπλικών συστημάτων μαζικής καταστροφής και στις χώρες του σοσιαλισμοί). που δημιουργούν τις συνθήκες για να θέσουν την επιστή
* Κατατέθηκε στη Συνεδρίαση του ΣΑΠ στις 26 και 27 του Γενάρη 1987.
249
μη και την τεχνολογία αποκλειστικά στην υπηρεσία της ολόπλευρης ανάπτυξης της φιλειρηνικής τους κοινωνίας και γενικότερα της ανθρωπότητας.
Στις χώρες του καπιταλισμού η ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνικής χρησιμοποιείται για να διευκολύνει όλο και περισσότερο τη συγκέντρωση του πλούτου και της εξουσίας στα χέρια λίγων τεράστιων πολυεθνικών εταιρειών, δημιουργεί νέες στρατιές ανέργων, εντατικοποιεί την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης και εκσυγχρονίζει τους μηχανισμούς καταπίεσης των εργαζομένων. Η ραγδαία τεχνολογική πρόοδος χρησιμοποιείται για να διευρύνει το οικονομικό χάσμα ανάμεσα στα 3 ιμπεριαλιστικά κέντρα και τις λιγό- τερο αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες που, στο όνομα και του δήθεν τεχνολογικού εκσυγχρονισμού τους. σύρονται με νέα και ισχυρότερα δεσμά εξάρτησης στο δρόμο της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης με τα κέντρα αυτά. Με τα νέα επιτεύγματα της ΕΤΕ ο ιμπεριαλισμός προσπαθεί να εντείνει την καταλήστευση του πλούτου των αναπτυσσόμενων χωρών, ισχυροποιώντας τα νεοαποικιακά του ερείσματα σ’ όλη την υφήλιο.
Μέσα σ’ αυτό το γενικό παγκόσμιο πλαίσιο, πώς όμως κινούνται οι αντίστοιχες διαδικασίες στη χώρα μας; Γίνονται κάποιες προσπάθειες ανάπτυξης της Ε-Τ και προς ποια κατεύθυνση; Πώς διαμορφώνεται η σχετική κυβερνητική πολιτική; Ποια η στάση των πολιτικών δυνάμεων;
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΝ ΤΗΣ ΔΕΞΙΑΣ
Το κοινωνικοπολιτικό καθεστώς, που επιβλήθηκε στη χώρα μας με τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, προδιαγράφει για πολλά χρόνια και τον τρόπο αντιμετώπισης των θεμάτων της Ε-Τ.
Μέσα στα πλαίσια της ολοκληρωτικής εξάρτησης της χώρας η έρευνα και τεχνολογία αντιμετωπίζονται σαν ένα διακοσμητικό, το πολύ, στοιχείο της κοινωνικής ζωής. Η άρχουσα τάξη και οι πολιτικοί εκφραστές της, που ταυτίζουν την τύχη τους με την παρουσία και τα συμφέροντα του ξένου (αμερικάνικου) παράγοντα στη χώρα, υλοποιούν την πολιτική της προώθησης της απόλυτης τεχνολογικής εξάρτησης. Έτσι δεν επιχειρείται αρχικά καμιά προσπάθεια ανάπτυξης ουσιαστικών ερευνητικών δραστηριοτήτων, ούτε και στην κατεύθυνση της δημιουργίας μιας υποδομής που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την εξυπηρέτηση κάποιων αναγκών του ντόπιου ή ξένου κεφαλαίου. Η επιλογή είναι απόλυτη. Ολόκληρη η τεχνολογία θα εισάγεται με τους όρους των ξένων. Το όποιο επιστημονικό δυνα
5̂0
μικό Οα πρέπει να εςειδικευθεί στις «προστάτιδες» χώρες, κατά προτίμηση τις ΗΠΑ.
Έ τσι τα πρώτα ερευνητικά κέντρα ιδρύονται στις αρχές της δεκαετίας του ’60 (Δημόκριτος, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών -ΕΙΕ) για να εξυπηρετήσουν βασικά λόγους γοήτρου και θιτρίνας. Στα κέντρα αυτά όπως και στα πανεπιστήμια διεξάγεται κάποια ελάχιστη, θεωρητικού κύρια χαρακτήρα, έρευνα, απόλυτα ξεκομμένη από την παραγωγή ή τη δημιουργία εξειδικευμένου επιστημονικού δυναμικού. Το όποιο ερευνητικό έργο στηρίχθηκε στις ατομικές προσπάθειες των ελάχιστων ερευνητών. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι η κατάσταση αυτή συνοδεύεται και με το ανάλογο σκοταδιστικό ιδεολογικό πλαίσιο, που παρουσιάζει την εφαρμοσμένη έρευνα περίπου σαν «χυδαία ενασχόληση». Έ τσι στο ιδρυτικό του Εθνικού (Βασιλικού τότε) Ιδρύματος Ερευνών καθορίζεται ότι απαγορεύεται να διεξάγεται εφαρμοσμένη έρευνα.
Παράλληλα ιδιαίτερα από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, παρα- τηρείται ένα διογκούμενο μεταναστευτικό ρεύμα νέων προικισμένων πτυχιούχων για μεταπτυχιακές σπουδές, σε προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, που στο μεγαλύτερο μέρος τους απορροφούνται από τις χώρες αυτές.
Από τα μέσα της δεκαετίες του ’70, μετά τη «μεταπολίτευση» οι κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας επιχειρούν κάποια βήματα ανάπτυξης Ε +Τ δραστηριοτήτων στην κατεύθυνση της εξυπηρέτησης των νέων αναγκών του εξαρτημένου κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού στη χώρα και της ΕΟΚικής επιλογής. Έ τσι ψηφίζονται στη βουλή ο νόμος 707/77 «Περί Προώθησης της Επιστημονικής Έρευνας και της Τεχνολογίας», ιδρύεται η Υπηρεσία Επιστημονικής έρευνας και τεχνολογίας στο Υπουργείο Συντονισμού και εισάγεται το «Εθνικό Πρόγραμμα Ερευνών και Τεχνολογίας».
Κάτω όμως από τις συνθήκες της οξυμένης οικονομικής κρίσης, οι εκσυγχρονιστικές αυτές προσπάθειες ελάχιστα αποδίδουν. Το ερευνητικό έργο στη χώρα παραμένει ελάχιστο και αποσπασματικό. Η χρηματοδότηση για Έρευνα και Τεχνολογία κινείται στο απαράδεκτα χαμηλό επίπεδο του κάτω από 0,2% του ΑΕΠ, ο αριθμός των εργαζομένων στις ερευνητικές δραστηριότητες παραμένει εξαιρετικά χαμηλός.
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ
Η πρώτη περίοδοςΤα πρώτα 1-2 χρόνια της διακυβέρνησης της χώρας από το
ΠΑΣΟΚ η κυβέρνηση εμφανίζεται με τις διακηρύξεις της και σ’ ένα
251
μικρότερο θαθμό και με ορισμένες δειλές ενέργειές της να επιδιώκει κάποια ανάπτυξη της έρευνας που φαινομενικά τουλάχιστον εμπεριέχει θετικά στοιχεία: (προοπτική αύξησης της χρηματοδότησης, εκσυγχρονισμοί, αχνές προοπτικές μιας αυτοδύναμης ανάπτυξης).
Έ τσι από το 1982 ορίζεται υπουργός «άνευ χαρτοφυλακίου» μόνο για θέματα έρευνας και τεχνολογίας. Παράλληλα αρχίζει μία διαδικασία για τη δημιουργία νομοθετικού πλαισίου σε θέματα Ε+Τ (ερευνητικά κέντρα, υπόσταση ερευνητών, ερευνητικά προγράμματα, μεταφορά τεχνολογίας, πατέντες κλπ.) με σχετικά ανοικτό τρόπο και διάλογο με το μαζικό κίνημα. Η διαδικασία αυτή ακολουθούσε παράλληλο δρόμο με το νόμο για τα ΑΕΙ.
Την πρώτη αυτή περίοδο στα ερευνητικά κέντρα διορίζονται διοικήσεις σε ορισμένες περιπτώσεις με σχετικά δημοκρατική σύνθεση και προοδευτική αντίληψη για την ανάπτυξη της έρευνας (ΕΙΕ, Δημόκριτος κατά 2ο λόγο), και μπαίνουν σε εφαρμογή κάποιες δημοκρατικές και αξιοκρατικές διαδικασίες στη λειτουργία των κέντρων (γνωμοδοτικά συμβούλια, άτυπη εκπροσώπηση εργαζομένων).
Παράλληλα στο πενταετές πρόγραμμα Ανάπτυξης και Έρευνας και Τεχνολογίας (ΠΑΕΤ), παρά τις αντιφάσεις, προθλέπεται μια προοδευτική σημαντική αύξηση της χρηματοδότησης (0,7% του ΑΕΠ μέχρι το 1987 και 1,2% του ΑΕΠ μέχρι το 1982), καθώς και κά- ποια άλλα θετικά στοιχεία, όπως η ίδρυση κρατικών κλαδικών βιομηχανικών εργαστηρίων (μεταλλουργίας, κλωστοϋφαντουργίας, υλικών, κατασκευών κλπ.).
Ό λη αυτή θέθαια η πορεία ακολουθεί τις αντιφάσεις που χαρακτήριζαν τη γενικότερη κυβερνητική πολιτική εκείνης της περιόδου. Έ τσι π.χ. στο νόμο Ι262'82 προθλέπονται χαριστικές διατάξεις με τη μορφή κινήτρων για τα μονοπώλια στο όνομα της διευκόλυνσης ερευνητικών δραστηριοτήτων της ανάπτυξης υψηλής τεχνολογίας. Ενώ στο νόμο 1268'82 για τα ΑΕΙ οι μεταπτυχιακές σπουδές προθλέ- πεται να διεξάγονται σε χωριστές μεταπτυχιακές σχολές ξεκομμένες από τα πανεπιστημιακά τμήματα και τον έλεγχο των δημοκρατικών τους οργάνων, διάταξη που κατάργησε ο αγώνας του πανεπιστημιακού κινήματος και της οποίας γίνεται σήμερα προσπάθεια επαναφοράς.
Το 1983 ιδρύεται υπουργείο Ε+Τ. Η διαδικασία προετοιμασίας και ψήφισης του θεσμικού πλαισίου μπαίνει σε πιο συγκεκριμένη πορεία.
Αρχίζουν να διαφαίνονται πιο καθαρά οι συντηρητικές πτυχές της γενικότερης στροφής και στην ερευνητική πολιτική. Πιο συγκεκριμένα:
252
u. Ξεχώρισμα του νομοθετικού πλαισίου, σε χωριστό νόμο για την έρευνα και άλλο για την τεχνολογία - πατέντες κλπ.
6 · Σαφής προσπάθεια προβολής «ιδιωτικής πρωτοβουλίας» στην έρευνα.
γ. Πιο συγκεκριμένη υλοποίηση ΕΟΚικών κύρια κατευθύνσεων, με προβολή της προοπτικής να προσανατολισθεϊ το όποιο ερευνητικό έργο της χώρας σε παρακλάδι προγραμμάτων της ΕΟΚ.
δ. Πισωγυρίσματα στα πρώτα δειλά δημοκρατικά ανοίγματα. Προοδευτική ένταση του αυταρχισμού (τρόπος αντιμετώπισης του συνδικαλιστικού κινήματος, αλλαγές στις διοικήσεις των κέντρων, ουσιαστική αφαίρεση κάποιων συμμετοχικών διαδικασιών μέχρι και διώξεις συνδικαλιστών).
Αυτή η πολιτική συνοδεύεται με τις γνωστές συχνές φραστικές αντιφάσεις για «το τρένο της τεχνολογίας» που πρέπει να προλάβουμε, για τις «Τεχνολογίες Αιχμής» που πρέπει να αναπτύξουμε κλπ.
Ο νόμος 1514/85Ύστερα από παλινδρομήσεις 2 σχεδόν χρόνων ψηφίστηκε το
Φλεβάρη του 1985 ο νόμος για την «Ανάπτυξη της Επιστημονικής και Τεχνολογικής Έρευνας» (ν. 1514 85).
Κύρια γνωρίσματα του νόμου αυτού είναι:1. Μια κατεύθυνση για ανάπτυξη (;) της έρευνας σε πλαίσια εκ-
συγχρονισμού της εξάρτησης και της εξυπηρέτησης μονοπωλιακών συμφερόντων.
2. Έντονα αυταρχικές δομές διοίκησης από πάνω στα κέντρα χάραξης ερευνητικής πολιτικής μέχρι κάτω στους φορείς διεξαγωγής της έρευνας:
- Υπερεξουσίες στον Υπουργό.- Αυταρχικές διοικήσεις και συγκεντρωτικές δομές στα ερευνη
τικά κέντρα και τα τμήματά τους,τα ινστιτούτα.3. Προσπάθεια αφαίρεσης θετικών κατακτήσεων από το νόμο
για τα ΑΕΙ, κύρια στην κατεύθυνση απόσπασης του ερευνητικού έργου των πανεπιστημίων και του ελέγχου από τα δημοκρατικά τους όργανα, με την εισαγωγή των ανεξέλεγκτων ακαδημαϊκών ερευνητικών κέντρων, σαν ανεξάρτητων νομικών προσώπων, ιδιωτικού δικαίου δίπλα στα πανεπιστήμια, τα οποία με τη γνωστή «τροπολογία του πρωθυπουργού» γίνονται τώρα εντελώς... φέουδα της όποιας υπουργικής θέλησης.
4. Διαδικασίες κρίσης για το ερευνητικό προσωπικό χωρίς ελάχιστες εγγυήσεις διαφάνειας και αξιοκρατίας.
Οι όποιες (ελάχιστες) θετικές προβλέψεις του νόμου αυτού (κατοχύρωση, του δημόσιου χαρακτήρα των ερευνητικών κέντρων με
253
την πρόβλεψη καθεστώτος ΝΓΙΔΔ, διεύρυνση της αντιπροσώπευσης στο Εθνικό Γνωμοδοτικό Συμβούλιο Έρευνας (ΕΓΣΕ) κατακτήθη- καν ύστερα από επίμονους αγώνες των εργαζομένων. Κορυφαία στιγμή των αγώνων αυτών ήταν η διακήρυξη αρχών για την ανάπτυξη της έρευνας που συνυπόγραψαν οι 25 μεγαλύτεροι ερευνητικοί, πανεπιστημιακοί και επιστημονικοί φορείς της χώρας.Η κατάσταση μετά την ψήφιση του Νόμου
Η συντηρητική στροφή, που επισημάνθηκε παραπάνω, ολοκληρώθηκε και πήρε πιο συγκεκριμένο εξαρτησιακό και αντιαναπτυ- ξιακό χαρακτήρα μετά τις εκλογές του 1985. Στη νέα κυβέρνηση κα- ταργείται το υπουργείο Έρευνας και Τεχνολογίας και δημιουργείται Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ) στο υπουργείο Βιομηχανίας Ενέργειας και Τεχνολογίας (ΥΒΕΤ).
Η νέα στροφή της κυβερνητικής πολιτικής δεν αντέχει ούτε καν τον υποτυπώδη έλεγχο που προβλέπει το Εθνικό Γνωμοδοτικό Συμβούλιο (ΕΓΣΕ), και έτσι αυτό δεν δημιουργείται ούτε διαφαίνεται προοπτική να δημιουργηθεί.
Τα κρατικά ερευνητικά κέντρα στο δρόμο της υποβάθμισης
Επιχειρείται σταδιακά η εφαρμογή κάποιων επί μέρους δευτε- ρευόντων στοιχείων του νόμου, και συνήθως αυτών και που κόστος δεν απαιτούν και διευκολύνουν όπου χωρεί την υλοποίηση μιας πολιτικής, που με τον εκβιαστικό τρόπο της περικοπής των κονδυλίων εξαναγκάζει τα ερευνητικά κέντρα είτε στο μαρασμό είτε στην αγκαλιά της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας» και των ΕΟΚικών επιδιώξεων.
Συγκεκριμένα:- Δοκιμάζονται αρχικά απόπειρες να συγχωνευθούν 3 από τα με
γαλύτερα κέντρα ερευνών ο Δημόκριτος, το ΕΙΕ και Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ) σε 2, ένα κέντρο φυσικών επιστημών και ένα κοινωνικών, στο όνομα δήθεν του καλύτερου συντονισμού και της αποφυγής επικαλύψεων, στην ουσία με σαφή κατεύθυνση τη συρρίκνωση του ερευνητικού έργου και των τριών κέντρων. Η σθεναρή αντίσταση των εργαζομένων στα κέντρα αποτρέπει αυτή την επιδίωξη.
- Αρνούνται να μετατρέψουν στην πράξη το νομικό καθεστώς του ΕΙΕ σε ΝΠΔΔ, όπως επιβάλλει ο νόμος, παρά την εκφρασμένη απαίτηση της συντριπτικής πλειοψηφίας των εργαζομένων του ιδρύματος. Παράλληλα προπαγανδίζουν τα προτερήματα της ιδιωτικοποίησης γενικότερα των ερευνητικών φορέων (δηλώσεις της κ. Πα- πανδρέου στους εκπρόσωπους του ΕΙΕ. Έπανειλλημένη αρθρογραφία σε «έγκυρα έντυπα» όπως ο Οικονομικός Ταχυδρόμος, η Καθημερινή
254
κλπ.) στο όνομα της ευελιξίας και αντιγραφειοκρατικής αποδοτικό- τητας (διάβαζε στην πραγματικότητα για μια πιο ευέλικτη και αποδοτική εισχώρηση των μονοπωλιακών συμφερόντων στα ερευνητικά κέντρα.)
- Με την προώθηση το καλοκαίρι του 1986 ενός απαράδεκτου ΠΔ για τον οργανισμό του Δημόκριτου επιχειρούν να μετατρέψουν το μεγαλύτερο ερευνητικό κέντρο της χώρας, στο μεγαλύτερο μέρος του, σ’ ένα υποβαθμισμένο κέντρο παροχής υπηρεσιών ρουτίνας σε τρίτους (διάβαζε κύρια τα μονοπώλια) και να καταργήσουν σημαντικές και χρήσιμες ερευνητικές του δραστηριότητες.
Ο ενωμένος και αποφασιστικός αγώνας των εργαζομένων στο Δημόκριτο και η αλληλεγγύη στα υπόλοιπα κέντρα απέτρεψε προσωρινά (;) τον κίνδυνο αυτό.
Πρόσφατα όμως αρχίζουν να διαφαίνονται πάλι προσπάθειες να παραδοθούν τα εργαστήρια και γενικότερα το ερευνητικό δυναμικό του Δημόκριτου σε μια ανεξέλεγκτη εισβολή της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας», με τους όρους που θα θελήσει αυτή να επιβάλει. Τι άλλο μπορεί να σημαίνει η διαβεβαίωση της διοίκησης του Δημόκριτου και του Γενικού Γραμματέα της ΓΓΕΤ προς την ηγεσία του ΣΕΒ σε πρόσφατο συμπόσιο για τη «Σύνδεση της Έρευνας με τη Βιομηχανία» που διοργανώθηκε στο Δημόκριτο, ότι σε κοινά ερευνητικά προγράμματα ιδιωτικών επιχειρήσεων με το Δημόκριτο θα δοθεί απόλυτη χρηματοδοτική προτεραιότητα και ότι τέτιες συμφωνίες μπορούν να κλεισθούν άμεσα.
Η πορεία αυτή που όλο και πιο καθαρά φαίνεται να έχει επιλέξει για τα κρατικά ερευνητικά κέντρα η κυβέρνηση, συνδυάζεται με την επιβολή σ’ αυτά μιας ολοένα αυξανόμενης λιτότητας κι ενός συνεχώς εντεινόμενου αυταρχικού κλίματος.
Έ τσι οι πραγματικές δαπάνες για ερευνητικά προγράμματα, πέρα από τους μισθούς, στα κέντρα αυτά διαρκώς μειώνονται. Πιο συγκεκριμένα τα κονδύλια για ερευνά στο Δημόκριτο ήταν μειωμένα κατά 25% σε σταθερές τιμές το 1986 σε σχέση με το 1985, ενώ στο ΕΙΕ η μείωση αυτή έφθασε το 40%. Αλλά και στα μικρότερα κέντρα (ΕΚΚΈ, Εθνικό Αστεροσκοπείο, ΕΚΘΕ, - πρώην ΙΩΚΑΕ - Ινστιτούτο Παστέρ) οι δαπάνες του 1986 σε σταθερές τιμές μπορεί να μην ήταν τόσο μειωμένες αλλά πάντως ήταν μικρότερες απ’ό,τι το 1985. Εξάλλου ο προϋπολογισμός του 1987 δείχνει ότι η ίδια τάση (ίσως και χειρότερη) θα συνεχιστεί και την επόμενη χρονιά.
Αποτέλεσμα της κατάστασης αυτής είναι να οδηγούνται στην υ- πολειτουργία και το μαρασμό και να συρρικνώνεται αντί να ανανεώνεται το προσωπικό τους. Και τα σκληρά αυτά μέτρα λιτότητας για
255
να περάσουν συνοδεύονται από την αντικειμενικά απαραίτητη ένταση του αυταρχισμού του συγκεντρωτισμού και της αυθαιρεσίας.
Έ τσι η κυβέρνηση αρνεΐται να υλοποιήσει στην πράξη κι αυτή την ελλειπέστατη συμμετοχή των εργαζομένων στις Διοικήσεις των κέντρων, που προβλέπει ο ν . 1514, ενώ οι διορισμένες διοικήσεις των κέντρων κατανέμουν τα πενιχρά κονδύλια ανάμεσα στα ερευνητικά προγράμματα, χωρίς να ρωτήσουν κανέναν από τους ενδιαφερόμε- νους.
Η πολιτική αυτή πέρα από το ότι είναι απόλυτα συνεπής με τη γενικότερη πολιτική της λιτότητας και του αυταρχισμού που ακολουθεί με συνέπεια η κυβέρνηση, φαίνεται ότι χρησιμοποιείται εδώ για να εξυπηρετήσει κι άλλους παράλληλους σημαντικούς στόχους, επιδιώκει να εξαναγκάσει τους ερευνητές να πάψουν να ενδιαφέρο- νται για το πώς χρησιμοποιείται το έργο τους, και έτσι, προκειμένου να μην οδηγηθούν στην αχρηστεία και την αδράνεια, να αποδεχθούν πιο εύκολα την ένταξη της δουλιάς τους στην εξυπηρέτηση των ΕΟ- Κικών συμφερόντων και των επιδιώξεων της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας». Είναι χαρακτηριστικό ότι στο αδιάκοπο αίτημα των ερευνητών για ουσιαστική αύξηση της χρηματοδότησης, η απάντηση του υπεύθυνου είναι στερεότυπα:
«Πάρτε λεφτά από την ΕΟΚ» ή «ετοιμάστε κοινά προγράμματα με τη βιομηχανία».
Αλλά και η εικόνα από την πολιτική έρευνας που ακολουθείται στα ΑΕΙ δεν είναι καλύτερη. Η κρατική επιχορήγηση για τις ερευνητικές τους δραστηριότητες παραμένει απαράδεκτα χαμηλή. Οι δαπάνες για έρευνα σε όλα τα πανεπιστήμια της χώρας μόλις ξεπερνούν τα 3 δισεκ. δραχμές (όσο δηλαδή είναι ο προϋπολογισμός σε ένα μόνο πανεπιστημιακό τμήμα π.χ. του ΜΙΤ των ΗΠΑ). Είναι δε χαρακτηριστικό, για παράδειγμα ότι το ποσοστό συμμετοχής της πανεπιστημιακής έρευνας στις συνολικές δαπάνες για έρευνα στη χώρα από 30,6% το 1983 έπεσε στο 25,4% το 1985.
Εξάλλου προωθούνται προσπάθειες υλοποίησης ΕΟΚικής έμπνευσης σχεδίων για τη δημιουργία ενός μεταπτυχιακού κύκλου σπουδών μεταξύ πτυχίου και διδακτορικού, που θα οδηγεί στη μαζική υποθάθμιση των πτυχίων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με παράλληλη επαγγελματική ειδίκευση ενός περιορισμένου αριθμού φοιτητών αποκλειστικά για την ικανοποίηση των σημερινών αναγκών του μεγάλου κεφαλαίου.
Προς αυτή την κατεύθυνση θα λειτρουγήσει άλλωστε και η επι- χειρούμενη εφαρμογή των σχεδίων COMETT και ERASMUS στα ΑΕΙ, παράλληλα με τη διευκόλυνση της εισχώρησης της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας» τόσο στα προγράμματα σπουδών όσο και στα ερευνη
256
τικά προγράμματα στα ΑΕΙ. Αλλωστε με την πολιτική της αυστηρής λιτότητας στις επιχορηγήσεις και τις τροποποιήσεις στο Πρόγραμμα Ανάπτυξης Έρευνας και Τεχνολογίας (ΠΑΕΤ) έτσι που να απαι- τείται η απαραίτητη συμμετοχή ιδιωτικών εταιρειών προκειμένου να χρηματοδοτηθούν ερευνητικές προτάσεις καθώς και με την πρακτική της προτεραιότητας στη συνχρηματοδότηση σε ΕΟΚικά ερευνητικά προγράμματα εξαναγκάζονται και τα πανεπιστήμια, όπως και τα ερευνητικά κέντρα, να «στηριχτούν» σε εξωπανεπιστημιακά συμφέροντα προκειμένου να επιβιώσουν και να διατηρήσουν κάποια σύγχρονη ερευνητική δραστηριότητα, άσχετα αν είναι αντίθετη με τις ανάγκες μιας αυτοδύναμης οικονομικής ανάπτυξης.
Ανάλογη διαγράφεται και η πολιτική έρευνας που ακολουθεί η κυβέρνηση σε άλλους βασικούς για την οικονομία και την ποιότητα ζωής στη χώρα τομείς. Έ τσι οι δαπάνες για έρευνα στους κρατικούς φορείς της βιομηχανίας και της ενέργειας (ΙΓΜΕ, ΔΕΠ, μεταλλεία, κλπ.) ήταν μειωμένες κατά 25% σε σταθερές τιμές το 1986 σε σχέση με το 1985. Η νοσηλευτική έρευνα είναι περίπου ανύπαρκτη. (Ο προϋπολογισμός του απαράδεκτα χαμηλού ποσού των 150 εκατ. του 1985 έγινε 140 εκατ. σε τρέχουσες τιμές το 1986).
Η γεωργική έρευνα, που παραδοσιακά απορροφά ένα πολύ σημαντικό μέρος των όλων δαπανών για Ε +Τ (γύρω στο 25%) παραμένει γενικά σε χαμηλό επίπεδο ποιότητας, σε μια εποχή που η βιοτεχνολογία εξελίσσεται με ραγδαίους ρυθμούς. Εξάλλου κι εδώ οι προτεραιότητες γενούν σοβαρά ερωτηματικά- φαίνεται ότι και εδώ η προσαρμογές γίνονται κατά τις ΕΟΚικές επιταγές.
Η υποτυπώδης οικονομική έρευνα που γίνεται στη χώρα επιχει- ρείται να υποβαθμιστεί ακόμα περισσότερο. Είναι χαρακτηριστικό ότι πρόσφατα μπήκαν σε εφαρμογή σχέδια που στοχεύουν στη μετατροπή του μόνου εξωπανεπιστημιακού κέντρου οικονομικής έρευνας της χώρας του ΚΈΠΕ σε λειτουργική διεύθυνση του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας.
Τέλος τα λεγόμενα κέντρα έρευνας στον τομέα της άμυνας (ΚΕΕΘΑ, ΚΕΤΑ) στα οποία σημειώνεται μια σημαντική αύξηση της χρηματοδότησης (π.χ. από 24 εκατ. δρχ. το 1983, 360 εκατ. δρχ. το 1985) παραμένουν υπό τον ασφυκτικό έλεγχο των στεγανών του Υπουργείου Αμυνας, παρά τις συγκεκριμένες προτάσεις των εργαζομένων σε αυτά για αποστρατικοποΐησή τους, ώστε να υλοποιούν χωρίς κανέναν έλεγχο τις επιλογές που προορίζει το ΝΑΤΟ για αυτή.
Εκείνο εξάλλου που ίσως είναι εξίσου σημαντικό με την εικόνα της καθυστέρησης και της υποβάθμισης σε όλους τους τομείς της κρατικής ερευνητικής δραστηριότητας, είναι η παντελής σχεδόν έλλειψη κάθε είδους προγραμματισμού και συντονισμού έστω και
257
αυτών των υποβαθμισμένων ερευνητικών δραστηριοτήτων, fcivat χαρακτηριστικό ότι το 50% περίπου του υποτιθέμενου ερευνητικού έργου στη χώρα διεξάγεται σε σκόρπιους φορείς, που εποπτεύονται από διαφϋρετικά υπουργεία, χωρίς καμιά ουσιαστική παρέμβαση από την ΓΓΕΤ.
Στην τροχιά της εξάρτησης και της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας»
Η πολιτική όμως που ακολουθεί η κυβέρνηση στην έρευνα και τεχνολογία συνολικά δεν είναι δυνατό να εκτιμηθεί σωστά., αν δεν συνεκτιμηθεί και η πρακτική της στους λεγάμενους τομείς της «διεθνούς επιστημονικής συνεργασίας» και της «έρευνας στη βιομηχανία». Τους εύηχους αυτούς όρους χρησιμοποιεί συνήθως η κυβέρνηση για να εξωραϊσει μια πολιτική που όλο και πιο καθαρά, ιδιαίτερα τα 2 τελευταία χρόνια, οδηγεί στον εκσυγχρονισμό και το βάθαι- μα της εξάρτησης από τα γνωστά ιμπεριαλιστικά κέντρα (κύρια της ΕΟΚ αλλά και του ΝΑΤΟ) αλλά και την ανεξέλεγκτη εξυπηρέτηση των ντόπιων και ξένων μονοπωλίων στο όνομα του τεχνολογικού τους εκσυγχρονισμού.
Έ τσι οι ντιρεκτίβες της ΕΟΚ γίνονται νόμος για την ΓΓΕΤ. Το ΠΑΕΤ προσαρμόζεται σύμφωνα με τις ΕΟΚικές συμβουλές και τις παρενέσεις του ΣΕΒ. Οι χρηματοδοτικές προτεραιότητες, η δημιουργία, η δομή και το αντικείμενο νέων κέντρων προχωρούν σύμφωνα με τη γραμμή των Βρυξελλών και της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας».
Πιο συγκεκριμένα:Δεν είναι πια κανένα μυστικό (το ’χει διακηρύξει συχνά η κ. Πα-
πανδρέου, αλλά και ο ίδιος ο πρωθυπουργός πρόσφατα) ότι άμεσος στόχος είναι το 40% της χρηματοδότησης στην Ε+Τ να προέρχεται από κοινοτικούς πόρους.
Τι σημαίνει όμως πραγματικά μια τέτια επιλογή; Αν πάρει κανείς υπόψη του ότι στα χρηματοδοτούμενα από την ΕΟΚ προγράμματα, η χρηματοδότηση γίνεται σε ποσοστό περίπου 40% (στην καλύτερη περίπτωση και πολύ σπάνια 50%) από τα κοινοτικά ταμεία και το υπόλοιπο από τα ελληνικά κρατικά κονδύλια, εύκολα συμπεραίνει ότι ο στόχος αυτός σημαίνει ότι ολόκληρο σχεδόν το ερευνητικό έργο στη χώρα πρέπει να ενταχθεί στις κοινοτικές επιλογές. Αλλωστε το δήλωσε ξεκάθαρα το διευθυντικό στέλεχος της ΓΓΕΤ που είναι υπεύθυνος για τα ζητήματα της ΕΟΚ στο πρόσφατο συμπόσιο του ΣΕΒ - Δημόκριτου με την αποκαλυπτική φράση ότι: «Χρειάζεται ολόκληρο το ερευνητικό και τεχνολογικό δυναμικό της χώρας να προσανατολιστεί και να είναι έτοιμο σύντομα προς μια τέτια προοπτική...»
258
Ούτε λίγο ούτε πολύ κάθε εθνική πολιτική έρευνας εγκαταλείπε- ται στο όνομα της ευρωπαϊκής επιλογής.
Το τι σχέση όμως έχουν οι ερευνητικές επιλογές της κοινότητας με τις ανάγκες της τεχνολογικής ανάπτυξης της χώρας, μπορεί να καταφανεί από τα λόγια της ίδιας της αρμόδιας υπουργού Β. Παπαν- δρέου στη συνεδρίαση της Επιτροπής Ενέργειας Έρευνας και Τεχνολογίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στη χώρα μας, στις 16/9/85, όπου στην ομιλία της μεταξύ άλλων δηλώνει «... Τα αποτελέσματα ή προϊόντα που θα μπορούσαν να προκύψουν από τη συμμετοχή των ελλήνων ερευνητών και τεχνολόγων στα μεγάλα νέα κοινοτικά προγράμματα, όπως π.χ. ESPRIT, BRIGHT, βιοτεχνολογία και RACE παρουσιάζουν περισσότερο θεωρητικό και πολύ λιγότερο άμεσο όφελος για τη χώρα μας...» Και σε προηγούμενο σημείο τονίζει ότι και στο υπόλοιπο πολύ μεγάλο τμήμα του κοινοτικού προϋπολογισμού έρευνας και ανάπτυξης που καλύπτει προγράμματα πυρηνικής έρευνας υπάρχουν ελάχιστες δυνατότητες ελληνικής συμμετοχής.
Και πράγματι τόσο στο τετραετές κοινοτικό πρόγραμμα 83-87, όσο και στο υπό έγκριση πενταετές 87-92, το 90 έως 95% των δαπανών καλύπτονται από τα προγράμματα ESPRIT (μικροηλεκτρο- νική - πληροφορική) RACE (τηλεπικοινωνίες) BRIGHT (βιομηχανική έρευνα), βιοτεχνολογία, JET (πυρηνική σύντηξη και πυρηνική σχάση). Τα προγράμματα όμως αυτά που έχουν επιβληθεί από τα μεγάλα ΕΟΚικά μονοπώλια, ελάχιστη σχέση έχουν με τις ανάγκες της χώρας για μια αυτοδύναμη οικονομική ανάπτυξη.
Και όμως παρ’ όλα αυτά η κυβέρνηση επιμένει ΕΟΚικά και μάλιστα με πιο σταθερό προσανατολισμό από άλλους τομείς στην έρευνα και τεχνολογία.
Τι δείχνει όμως η ως τώρα πείρα από την ελληνική συμμετοχή στα ΕΟΚικά προγράμματα;
Πρώτο: Η συμμετοχή παραμένει ακόμα αρκετά χαμηλή. Συγκεκριμένα η χρηματοδότηση από την ΕΟΚ ήταν:ΕΤΟΣ 1983 1984 1985 1986Σύνολο κονδυλίων(εκατ.δρχ.) 69 375 628 1500
Ενώ την περίοδο αυτή οι δαπάνες της ΕΟΚ υπερθήκαν τα 3 δι- σεκ. ευρωπαϊκές νομισματικές μονάδες (ΕΝΜ). Δηλαδή στην Ελλάδα δόθηκε το 0,65% των συνολικών δαπανών του κοινοτικού ταμείου για Ε+Τ (;!) λιγότερα δηλαδή 5 φορές από μια αναλογία στη βάση π.χ. του πληθυσμού της χώρας.
Δεύτερο: Τα κονδύλια προέρχονται κύρια από τα προγράμματα BRIGHT, ESPRIT και RACE. Απορροφούνται κατά κανόνα από λίγους ερευνητικούς φορείς, κύρια τα λεγόμενα ακαδημαϊκά ερευνητικά
259
κέντρα και ινστιτούτα, με προεξέχον το Ερευνητικό Κέντρο Κρήτης (ΕΚΕΚ), και σε πολύ μικρότερο βαθμό από ορισμένες ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Τρίτο: Οι σχετικές ερευνητικές δραστηριότητες δεν είναι ενταγμένες σε κανένα εθνικό πρόγραμμα ερευνών, προχωρούν απόλυτα ανεξέλεγκτα, παρά το γεγονός ότι 50-60% της χρηματοδότησης προέρχεται από ελληνικά κονδύλια. Έ τσι στην ουσία με τα προγράμματα αυτά χρησιμοποιούνται ικανοί έλληνες ερευνητές με χρήματα κύρια από το ελληνικό δημόσιο, για να παράγουν ερευνητικό έργο που καρπώνονται σχεδόν αποκλειστικά ΕΟΚικά μονοπώλια.
Εκείνο δε που είναι ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι ότι όσοι ερευνητικοί φορείς αντιστέκονται στην εξυπηρέτηση μιας τέτιας πολιτικής (κύρια τα ΑΕΙ με τις δημοκρατικές τους διοικήσεις και τα κρατικά ερευνητικά κέντρα μέσα από τον αγώνα των εργαζομένων σε αυτά) βαφτίζονται οπισθοδρομικά και αδυνατούντα να κάνουν έρευνα και καταδικάζονται στο μαρασμό, μήπως και υποκύψουν στην αποδοχή των όρων του παιχνιδιού.
Αντίθετα τα κέντρα που φτιάχτηκαν ακριβώς για να εξυπηρετήσουν αυτή την πολιτική, τα ακαδημαϊκά κέντρα, ξεκομμένα από τα πανεπιστήμια και το δημοκρατικό τους έλεγχο, με καθίεστώς ιδιωτικού δικαίου, προβάλλονται σαν το παραδειγματικό μοντέλο ανάπτυξης της έρευνας.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ΕΚΕΚ (Κρήτη), όπου το 48% της έρευνας χρηματοδοτείται από το ΝΑΤΟ και την ΕΟΚ. Το κέντρο λοιπόν αυτό που αποτελεί παράδειγμα τόσο για τον πιο ειδικό στα θέματα έρευνας και τεχνολογίας της ΕΟΚ, γνωστό νεοσυντηρητικό κ. Μισέλ Πονιατόφσκι (πρόεδρο της επιτροπής έρευνας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου) καθώς και τον πιο έγκυρο θεωρητικό προπαγανδιστή των συμφερόντων του κρατικομονοπω- λιακού καπιταλισμού στην Ελλάδα, όσο και για την κ. Β. Παπαν- δρέου (βλέπε Οικονομικό Ταχυδρόμο), επιβραβεύεται μόνο το 1985 με το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 550 εκατ. δρχ., από τα πενιχρά κρατικά κονδύλια για την έρευνα· το ποσό αυτό είναι περίπου ίσο με ολόκληρη τη χρηματοδότηση (πέρα από μισθούς) των 2 μεγαλύτερων ερευνητικών κέντρων της χώρας, του Δημόκριτου και του ΕΙΕ, άσχετα αν απασχολούν υπερδεκαπλάσιους ερευνητές από το ΕΚΕΚ.
Η εικόνα όμως της διατυμπανιζόμενης σαν... πολυδιάστατης διεθνούς επιστημονικοτεχνικής πολιτικής της κυβέρνησης μπορεί να ολοκληρωθεί, αν ρίξει κανείς μια ματιά στην πορεία των λεγάμενων διακρατικών συμφωνιών στον τομέα της Ε+Τ.
260
Παρά το γεγονός ότι έχουν υπογράφει μια σειρά τέτιες συμφωνίες με αμοιβαία επ ω φ ε λ ές περιεχόμενο, με αρκετές χώρες (ορισμένες από πολλά χρόνια ήδη, κι από προηγούμενες κυβερνήσεις), όπως με γειτονικές βαλκανικές χώρες, την ΕΣΣΔ κλπ. στην πράξη έχουν σχεδόν αδρανοποιηθεϊ πλήρως. Κάθε πρωτοβουλία για υλοποίηση κοινών προγραμμάτων στα πλαίσια των συμφωνιών αυτών αποθαρρύνεται, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει καμία ουσιαστική πρόοδος, ακόμα και στις περιπτώσεις που υπήρχαν συγκεκριμένες προτάσεις και το όφελος μπορούσε να είναι άμεσο (π.χ. στη μικροη- λεκτρονική με τη Βουλγαρία).
Την ίδια όμως ώρα η κυβέρνηση προσπαθεί να εντάξει όσες ερευνητικές δραστηριότητες μπορέσει στο EUREKA, ιδρύοντας ειδικό γραφείο για το σκοπό αυτό στην ΓΓΕΤ. Η περίπτωση του EUREKA και της συμμετοχής της χώρας σ’ αυτό αποτελεί ένα ακόμα βήμα στην πολιτική της πρόθυμης παράδοσης της χώρας στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αφού εδώ τα πράγματα προχωρούν πιο ευέλικτα, χωρίς αρχές ομοφωνίας με αδιαμφισβήτητη την κυριαρχία των μεγάλων πολυεθνικών μονοπωλίων και ανοιχτό το δρόμο της στρατικοποίησης.
Ανεξέλεγκτη πριμοδότηση των μονοπωλίων για να ... κάνουν έρευνα!
Αλλά και η πολιτική της κυβέρνησης για τη λεγόμενη «έρευνα και ανάπτυξη υψηλής τεχνολογίας στη βιομηχανία», στην οποία η κυβέρνηση εμφανίζεται και με διακηρύξεις της να δίνει μεγάλη προτεραιότητα, στην πράξη μεταφράζεται από μια συνεχώς διευρυνόμε- νη πριμοδότηση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, κύρια των μεγάλων μονοπωλιακών επιχειρήσεων, για να κάνουν δήθεν έρευνα και να αναπτύξουν προϊόντα υψηλής τεχνολογίας· τα χρήματα όμως αυτά κατά κανόνα καταβροχθίζονται με τους γνωστούς αντιπαραγωγικούς τρόπους που χρόνια τώρα χρησιμοποιεί η ολιγαρχία.
Έ τσι με βάση τις χαριστικές διατάξεις, του νόμου 1262/82 που για πρώτη φορά προβλέπονται επιδοτήσεις και κίνητρα στις επιχειρήσεις για να κάνουν έρευνα, μέχρι τα μέσα του 1985 δόθηκαν πολλές εκατοντάδες εκατ. σε 32 επιχειρήσεις για το σκοπό αυτό. Από αυτά τη μερίδα του λεόντος πήραν 4 μονοπωλιακές επιχειρήσεις. Το πώς χρησιμοποίησαν τα κονδύλια αυτά οι επιχειρήσεις κανείς δεν ξέρει να πει, αφού ποτέ δεν έγινε κανένας ουσιαστικός έλεγχος.
Εξάλλου από το καλοκαίρι του 1985 και τη μετατροπή του ΥΒΕΤ σε ΓΓΕΤ, όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι η πολιτική της ανεξέλεγκτης και χαρισματικής χρηματοδότησης κύρια μεγάλων επιχειρήσεων
261
παίρνει πολύ σημαντικότερες διαστάσεις και ότι ασκείται με περισσότερο ευέλικτο και αδιαφανή τρόπο.
Επειδή όμως για τον ΣΕΒ το κονδύλι αυτό δεν είναι αρκετό η ΓΓΕΤ προχωρεί παραπέρα και θεσμοθετεί το ΠΔ 558/85 το λεγόμενο Πρόγραμμα Ανάπτυξης της Βιομηχανικής Έρευνας (ΠΑΒΕ), με το οποίο χαρίζει στους μεγάλους ιδιώτες επενδυτές μέχρι και 60% από τα ποσά που θα επενδύσουν για να κάνουν δήθεν έρευνα. Ό σ ο δε για τις διαδικασίες έγκρισης είναι αποκαλυπτικό ότι οι επιτροπές είναι ολιγομελείς και απόρρητης σύνθεσης (τριμελείς ή πενταμελείς), συμμετέχει απαραίτητα εκπρόσωπος του ΣΕΒ και ότι για το μόνο που ελέγχονται, και δεσμεύονται είναι η «διαφύλαξη του βιομηχανικού απόρρητου των προτάσεων». Για την ευελιξία αυτή και την ελκυ- στικότητα που φαίνεται να έχει στο κεφάλαιο το νέο αυτό κανάλι, η αρμόδια υπουργός εμφανίζεται ιδιαίτερα ικανοποιημένη. Χαρακτηριστικά αποκαλύπτει στο Βήμα της 27/7/86 ότι με το ΠΑΒΕ οι αιτήσεις χρηματοδότησης είναι πολύ περισσότερες και ότι μέχρι το καλοκαίρι μέσα σε ένα εξάμηνο είχαν εγκριθεί ποσά πολλών εκατοντάδων εκατομμυρίων.
Τώρα το πώς συμβιβάζεται η εξέλιξη αυτή, με τη δήλωση που κάνει σε άλλο σημείο της συνέντευξης ότι στην Ελλάδα οι εταιρίες που μπορούν να κάνουν έρευνα μετριούνται το πολύ στα δάκτυλα του ενός χεριού είναι άλλη ιστορία.
Αλλά και οι άλλες τροποποιήσεις που έγιναν πρόσφατα στο ΠΑΕΤ λειτουργούν προς την κατεύθυνση της εξυπηρέτησης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και του περιορισμού της χρηματοδότησης κύρια της πανεπιστημιακής έρευνας, για την οποία το ΠΑΕΤ μέσα στο γενικό κλίμα της λιτότητας ήταν ένα πενιχρό μεν αλλά όχι ασήμαντο κανάλι χρηματοδότησης. Έ τσι με το Πρόγραμμα Προσανατολισμένης Έρευνας (ΠΡΟΠΕ) καθορίζεται ότι στις ερευνητικές ομάδες που απευθύνονται στο ΠΑΕΤ πρέπει να συμμετέχει απαραίτητα βιομηχανική επιχείρηση. Είναι και αυτός ένας εύσχημος τρόπος που επιτάσσει ότι η έρυνα στα πανεπιστήμια, ή άλλους δημόσιους ερευνητικούς φορείς (εκτός εποπτείας ΓΓΕΤ), ή θα γίνεται για λογαριασμό της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας», ή δεν πρόκειται να χρηματοδοτείται.
Απόλυτα αναντίστοιχη με τα μέτρα αυτά για την «ιδιωτική πρωτοβουλία» είναι η πρακτική που ακολουθείται για τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό και την υποβοήθηση του ερευνητικού έργου των δημόσιων επιχειρήσεων. Είναι ενδεικτικό ότι οι διευθύνσεις ερευνών της ΔΕΗ και του ΟΤΕ υποβαθμίζονται συνεχώς- ακόμα πιο αποκαλυπτικό ότι δημιουργία της υψηλής τεχνολογίας στις τηλεπικοινωνίες της γνωστής ΕΛΒΗΛ, που προοριζόταν να γίνει αυτό από τον ΟΤΕ,
262
ανατίθεται τελικά στην ΖΙΜΕΝΣ την ΕΡΙΚΣΟΝ και την ΙΤΡΑ- ΚΟΜ...
Χαρακτηριστική είναι ακόμα η πορεία που ακολούθησε η κυβερνητική πρακτική στον τομέα της ερευνητικής και τεχνολογικής υποβοήθησης παραδοσιακών κλάδων της ελληνικής βιομηχανίας.
Στο πενταετές πρόγραμμα υπήρχε η θετική πρόβλεψη της δημιουργίας μιας σειράς εθνικών κλαδικών βιομηχανικών εργαστηρίων όπως εργαστήρια ελέγχου υλικών, κλωστοϋφαντουργίας, τροφίμων, ποτών, σχεδιασμού κατασκευών, τηλεπικοινωνιών, μεταλλουργίας χάλυβα κλπ. με κύρια συμμετοχή του κρατικού παραγωγικού φορέα. Μετά από επίμονες παρεμβάσεις κύκλων της ΕΟΚ, του ΣΕΒ, στη θέση των κρατικών αυτών εργαστηρίων αρχίζουν μόλις πρόσφατα να εμφανίζονται ανώνυμες εταιρίες, που στην ουσία ελέγχονται από τις μεγάλες επιχειρήσεις και τα συμφέροντα του αντίστοιχου κλάδου: Συγκεκριμένα η (μεταλουργεία). Εταιρεία Κλωστοϋφαντουργίας, Εταιρεία Ναυτικής Τεχνολογίας και ΕΚΕΠΥ (Εταιρία κεραμικών και πυρίμαχων υλικών, χωρίς καμία συμμετοχή των εργαζόμενων των κλάδων αυτών στις διοικήσεις τους.
Τέλος ένα ακόμα σημαντικό βήμα στην πολιτική του εκσυγχρονισμού της εξάρτησης και της μονοπωλιακής κυριαρχίας στα θέματα της τεχνολογίας φαίνεται ότι θα είναι ο νόμος για τη «μεταφορά τεχνολογίας, της εφεύρεσης και την τεχνολογική καινοτομία» που από καιρό τώρα ετοιμάζει η κυβέρνηση. Στο σχετικό νομοσχέδιο προθλέπονται απαράλακτα φιλομονοπωλιακές διατάξεις και δεν είναι βέβαια καθόλου τυχαίο ότι ο ΣΕΒ πιέζει για την άμεση ψήφισή του.
Οι κυβερνητικές αποφάσεις, ενέργειες και σχέδια που προσπαθήσαμε να σκιαγραφήσουμε παραπάνω, μπορούν να συνθέσουν αρκετά καθαρά νομίζουμε την εικόνα της κυβερνητικής πολιτικής στην έρευνα και τεχνολογία. Ό λα τα στοιχεία δείχνουν πως η ουσία της πολιτικής αυτής μπορεί εύκολα να συνοψιστεί ως εξής:
Απ’ τη μια μεριά επιβάλλεται μια πολιτική ολοένα και μεγαλύτερης λιτότητας, υποβάθμισης και αυταρχισμού στους κρατικούς φορείς έρευνας (ΑΕΙ, ερευνητικά κέντρα) κι από την άλλη επιχειρού- νται διαδικασίες εκσυγχρονισμού και στην ουσία βαθέματος του μηχανισμού της εξάρτησης στους τομείς αυτούς καθώς και υποβοήθησης της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας» να αναλάβει έναν δυναμικό ρόλο σε τομείς που παραδοσιακά στην Ελλάδα δεν έδειχνε ενδιαφέρον.
Ό λα αυτά βέβαια συντελούνται σε διαλεκτική σύνδεση με τη γενικότερη πολιτική της κυβέρνησης, και η πορεία και τα αποτελέ- σματά τους συναρτώνται άμεσα με τη γενικότερη πορεία του κρατι-
263
κομονοπωλιακού καπιταλισμού στη χώρα μας, της βαθιάς και παρα- τεταμένης κρίσης που περνά.
Έ τσι και αυτές οι σαφείς προσπάθειες εκσυγχρονισμού, κάτω από τις συνθήκες της οξείας κρίσης ελάχιστα μεταβάλλουν το εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης των ερευνητικών και τεχνολογικών δραστηριοτήτων στη χώρα.
Ό λο ι οι σχετικοί βασικοί δείκτες συνηγορούν για την ορθότητα της διαπίστωσης αυτής:
α· Το ποσοστό των δαπανών για Ε +Τ δραστηριότητες στη χώρα παρέμεινε για το 1986 στο επίπεδο του 0,27-0,28 του ΑΕΠ. (Το χαμηλότερο στην Ευρώπη. Σύγκρινε με 2,6% στην ΟΔΓ και Βρετανία με 2% μέσο στην ΕΟΚ με 2,8% στις ΗΠΑ. Και ακόμα με πάνω από 2% τη Βουλγαρία και περίπου 4% στην ΕΣΣΔ).
β · Ο αριθμός των εργαζομένων σε Ε +Τ δραστηριότητες παραμένει εξαιρετικά χαμηλός (2.700-2.800 ερευνητές, 5.500 συνολικό προσωπικό).
γ. Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις χρηματοδοτούν ερευνητικές προσπάθειες σ’ ένα ποσοστό 12-13% των συνολικών δαπανών.
δ. Το 98% των προϊόντων υψηλής τεχνολογίας εισάγονται (ομιλία Γ. Γραμματέα Ε + Τ στο συμπόσιο ΣΕΒ - Δημόκριτου).
Έ τσι γίνεται νομίζουμε ολοφάνερο ότι η κυβερνητική πολιτική στην έρευνα και τεχνολογία, όχι μόνο δεν συντελεί στην ανάπτυξη των ζωτικών αυτών για την ανάπτυξη κλάδων, όχι μόνο δεν τους αντιμετωπίζει σαν εργαλεία που μπορούν να βοηθήσουν αποφασιστικά σε μια πορεία αυτοδύναμης οικονομικής ανάπτυξης στην κατεύθυνση της αλλαγής αλλά οδηγεί με γρηγορότερους τώρα ρυθμούς, λόγω των ραγδαίων εξελίξεων στη διεύρυνση της τεχνολογικής εξάρτησης της χώρας.
Χρειάζεται μια πολιτική αναπτυξιακή, φιλολαϊκή μια πολιτική αλλαγής.
Οι εργαζόμενοι στα ερευνητικά κέντρα και τα πανεπιστήμια, ο επιστημονικός και φοιτητικός κόσμος της χώρας γενικότερα, δεν μένουν απαθείς απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση. Αντιστέκονται με αποφασιστικότητα στην πολιτική της κυβέρνησης και στα σχέδια της άρχουσας τάξης. Εντείνουν την επαγρύπνηση και τον ενωμένο αγώνα τους, επεξεργάζονται προτάσεις, διεκδικούν λύσεις.
Ακόμα παραπέρα συντονίζουν τη δράση τους με το ευρύτερο λαϊκό μαζικό κίνημα, αποκρούοντας τις θεωρίες του ελιτισμού ή της απογοήτευσης.
Βασικά σημεία των προτάσεών μας είναι:1. Ο δημοκρατικός προγραμματισμός και ο λαϊκός έλεγχος.
Μόνο μια πολιτική που θα χαράσεται με την ουσιαστική συμμετοχή
264
των εργαζομένων και θα ελέγχεται ασταμάτητα από τους μαζικούς του φορείς μπορεί να εξασφαλίζει έναν προσανατολισμό φιλολαϊκό, ανοιχτό στην ανάπτυξη και στην πρόοδο.
Σχετικά απαραίτητη θεωρείται η δημιουργία ενός Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας και Τεχνολογίας, που θα αποτελείται από εκπροσώπους των εργαζομένων της χώρας, της τοπικής αυτοδιοίκησης, των ερευνητικών και πανεπιστημιακών φορέων, των επιστημονικών συλλόγων και των πολιτικών κομμάτων.
Βασική αρμοδιότητα του οργάνου αυτού θα πρέπει να είναι η κατάρτιση ενός Εθνικού Προγράμματος Ε+Τ.
Ένα τέτιο εθνικό πρόγραμμα θα πρέπει να καθορίζει τις προτεραιότητες στην προσπάθεια ανάπτυξης των ερευνητικών και τεχνολογικών δραστηριοτήτων, να καθορίζει τους φορείς που θα τις ε- κτελέσουν και να κατανέμει τις πιστώσεις ανάμεσά τους.
Οι βασικές κατευθύνσεις αυτού του προγράμματος θα πρέπει να στοχεύουν στην υποβοήθηση της εθνικής παραγωγής με κορμό τον δημόσιο τομέα στη μείωση της τεχνολογικής εξάρτησης καθώς και στη λύση των μεγάλων λαϊκών προβλημάτων.
Σχετικά ιδιαίτερο βάρος χρειάζεται να δοθεί στους κλάδους αξιοποίησης των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας (ορυκτός πλούτος, μεταλλουργία, ενέργεια, γεωργία) καθώς και στους τομείς που σχετίζονται με το βιοτικό επίπεδο του λαού (υγεία, προστασία περιβάλλοντος, κατασκευές καθώς και κοινωνικές επιστήμες).
Παράλληλα είναι απαραίτητο να προγραμματιστεί η συμμε- τοχή της χώρας, στην ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών, ιδιαίτερα της πληροφορικής - μικροηλεκτρονικής, της βιοτεχνολογίας και της τεχνολογίας ορισμένων σύγχρονων υλικών, με την ενίσχυση ερευνητικών δραστηριοτήτων και διαδικασιών μεταφοράς τεχνολογίας, που θα στοχεύουν στην υποβοήθηση της παραγωγής συγκεκριμένων - κατάλληλα επιλεγμένων - νέων τεχνολογικών προϊόντων στη χώρα, με κύρια βάση τις υπάρχουσες και νέες δημόσιες επιχειρήσεις.Μια τέτια ιδιαίτερη δύσκολη προσπάθεια, θα μπορέσει να καρποφορήσει και να αποβεί σε όφελος του λαού και του τόπου μόνο αν κινητοποιήσει ολόκληρο το επιστημονικό δυναμικό της χώρας και αν στηριχτεί σε διαδικασίες ισότιμης επιστημονικής συνεργασίας. Το Εθνικό Συμβούλιο θα πρέπει ακόμα να ελέγχει την εκτέλεση των ερευνητικών προγραμμάτων και τη χρήση των σχετικών κονδυλίων. και με ειδικές επιτροπές να αποτιμά τα αποτελέσματά τους.
2. Ουσιαστική αύξηση της χρηματοδότησης των Ε +Τ δραστηριοτήτων.
Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι για να είναι αποδοτικές οι ερευ
265
νητικές και τεχνολογικές δραστηριότητες σε μια χώρα απαιτεϊται μια «κρίσιμη μάζα» τουλάχιστον 1% του ΑΕΠ.
Πρέπει λοιπόν να δοθεί γενναία αύξηση στα κονδύλια για έρευνα και τεχνολογία έτσι που σε λίγα χρόνια η χρηματοδότηση να ξε- περάσει το 1% του ΑΕΠ.
Ικανά κονδύλια απαιτούνται:- Για τον εκσυγχρονισμό και τη διεύρυνση του ερευνητικού έρ
γου των δημόσιων ερευνητικών και τεχνολογικών ιδρυμάτων.- Την άμεση δημιουργία και υποστήριξη σύγχρονων μεταπτυ
χιακών σπουδών στα ΑΕΙ και την ολόπλευρη ενίσχυση του ερευνητικού τους έργου.
-Τ η ν ίδρυση νέων ερευνητικών κέντρων και ιδιαίτερα κλαδικών εργαστηρίων βιομηχανικής έρευνας, σύμφωνα με τις προτεραιότητες του Εθνικού Προγράμματος Ε+Τ.
- Την αξιοποίηση του υπάρχοντος επιστημονικού δυναμικού που, ιδιαίτερα το νεότερο, σε σημαντικό βαθμό παραμένει άνεργο ή ετεροαπασχολείται και τη θέσπιση κινήτρων για τον επαναπατρισμό έμπειρων ελλήνων ερευνητών που εργάζονται στο εξωτερικό.
Παράλληλα πρέπει να μπει φραγμός στην ανεξέλεγκτη χρηματοδότηση της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας» για να κάνει... έρευνα.
Για τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό της είναι αναγκαίο επιτέλους να πληρώσει και η ίδια.
3. Δημοκρατική διάρθρωση των ερευνητικών φορέων.Η οργάνωση της Ε +Τ πρέπει να εξασφαλίζει μια ουσιαστική
συμμετοχή των εργαζομένων από τη μια, και τον αποδοτικό έλεγχο της παράδοσής τους από την άλλη. Ιδιαίτερα στην έρευνα η εξασφάλιση ενός αυξημένου βαθμού αυτοδιαχείρησης στο επίπεδο των βασικών ερευνητικών μονάδων (εργαστήριο, ινστιτούτο, πανεπιστημιακό τμήμα ή τομέας) θα αναδείξει τη δημιουργική ικανότητα των ερευνητών και εκπαιδευόμενων (μεταπτυχιακών ή προπτυχιακών φοιτητών για τα ΑΕΙ).
Ακόμη θεωρείται απαραίτητο:Οι μεταπτυχιακές σπουδές και τα ερευνητικά προγράμματα στα
ΑΕΙ να εντάσσονται και να νσ διοικούνται από τα δημοκρατικά πανεπιστημιακά όργανα.
- Στα ερευνητικά κέντρα η παρουσία εκλεγμένων εκπροσώπων των εργαζομένων στη διοίκηση να είναι τουλάχιστον ισοδύναμη με τους εκπροσώπους της κυβέρνησης.
- Τα υπάρχοντα ακαδημαϊκά ερευνητικά κέντρα πρέπει να ενταχθούν απόλυτα μέσα στα πανεπιστήμια και να υπαχθούν στη διοικητική τους διάρθρωση.
266
Να καταργηθεί ο θεσμός, και να ενισχυθεϊ η πανεπιστημιακή έρευνα.
4. Αποδοτικές διαδικασίες σύνδεσης της έρευνας με την παραγωγή.
Βασικός στόχος των ερευνητικών δραστηριοτήτων πρέπει να είναι η υποβοήθηση της παραγωγικής ανασυγκρότησης της οικονομίας. Σχετικά χρειάζεται να προχωρήσουν διαδικασίες άμεσης σύνδεσης του ερευνητικού έργου στα ΑΕΙ και τα ερευνητικά κέντρα με τις θασικές δημόσιες επιχειρήσεις και η παράλληλα ανάπτυξη Ε+Τ δραστηριοτήτων μέσα στις παραγωγικές μονάδες.
Ερευνητική υποβοήθηση των ιδιωτικών επιχειρήσεων από τα ΑΕΙ και τα δημόσια ερευνητικά κέντρα, μπορεί να εννοηθεί μόνο εφόσον τα σχετικά προγράμματα εντάσσονται στο γενικό πλαίσιο του εθνικού προγραμματισμού, το κόστος καταβάλλεται αποκλειστικά από τις ίδιες και τα αποτελέσματα είναι διαθέσιμα για αξιοποίηση από το κράτος.
5. Αξιοποίηση της ισότιμης διεθνούς συνεργασίας (επιστημονικής).
Σχετικά χρειάζεται να ενεργοποιηθούν οι διακρατικές συμβάσεις που έχουν υπογράφει και να τεθούν σε εφαρμογή κοινά προγράμματα στα πλαίσια του εθνικού προγραμματισμού.
Η συμμετοχή στα ΕΟΚικά προγράμματα,για όσο καιρό η χώρα παραμένει στην ΕΟΚ έχει νόημα όταν εντάσσεται στον εθνικό προγραμματισμό και αξιοποιεΐ διοικητικά τα ελάχιστα περιθώρια που αφήνονται για εξυπηρέτηση' αναπτυξιακών αναγκών της χώρας. Η ΝΑΤΟική έρευνα στη χώρα πρέπει να απαγορευτεί.
6. Θεσμοθέτηση διαδικασιών για τη μεταφορά τεχνολογίας και την αξιοποίηση τεχνολογικών καινοτομιών σε αντιμονοπωλιακή α- ντιεξαρτησιακή κατεύθυνση.
Γίνεται βέβαια καθαρό ότι μια πολιτική που θα διακρίνεται από τις παραπάνω βασικές αρχές και κατευθύνσεις δεν είναι δυνατό να μπει σ’ εφαρμογή παρά από μια κυβέρνηση αλλαγής.
Είναι όμως απαραίτητο το κίνημα να στρέφει την προσοχή του σε ορισμένους άμεσους στόχους για ν’ αρχίσουν τουλάχιστον να βγαίνουν από το τέλμα οι ερευνητικές δραστηριότητες. Συγκεκριμένα:
1. Αμεσος διπλασιασμός των κονδυλίων για Ε+Τ.2. Τροποποίηση του ν. 1514, τουλάχιστον ως προς τη σύνθεση
του ΕΓΣΕ, τ ’ ακαδημαϊκά ερευνητικά κέντρα και τις διαδικασίες κρίσης των ερευνητών. Αμεση συγκρότηση του ΕΓΣΕ.
3. Κατάργηση των χαρισματικών προβλέψεων του ν. 1262/82 του ΠΑΒΕ και ΠΡΟΠΕ.
267
3. ΒΑΣΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΚΕΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣΤΩΝ ΑΕΙ*
Οι θέσεις για τους εσωτερικούς κανονισμούς (ΕΚ), που παρουσιάζονται στο κείμενο αυτό. είναι μια συμβολή του ΚΚΕ στις σχετικές συζητήσεις που γίνονται αυτή την περίοδο στα πανεπιστημιακά όργανα και τους φορείς των ΑΕΙ της χώρας.
Οι προτάσεις αυτές γίνονται απο θέση ευθύνης του κόμματος μας για το ρόλο των ΑΕΙ στην ελληνική κοινωνία, και τη συμβολή τους σε μια πορεία ανάπτυξης του τόπου πρός όφελος του λαού. Θεωρούμε αναγκαία την ολόπλευρη ενίσχυση της υλικοτεχνικής βάσης των ΑΕΙ και τη δημιουργία μηχανισμών στήριξης του έργου τους.
Οι θέσεις που δίνονται εδώ για τους ΕΚ εντάσσονται στη σταθερή προσπάθειά μας για ενίσχυση της δημοκρατίας στα ΑΕΙ και της αυτοτέλειάς τους, για αποτελεσματικότερη λειτουργία ελκυστικού περιβάλλοντος σπουδής και εργασίας.
Ειδικότερα, θεωρούμε αναγκαία την ενίσχυση του ρόλου και του κύρους των πανεπιστημιακών οργάνων, γιατί η κυβέρνηση και οι συντηρητικές δυνάμεις συμφωνούν σε μια πορεία αποδυνάμωσης τους, όπου σοβαρά θέματα των ΑΕΙ θεσμικά ή περιεχομένου σπουδών και έρευνας θα αποφασίζονται σε κέντρα εκτός ΑΕΙ, έξω από κάθε διαδικασία δημοκρατικού ελέγχου.
Είναι φανερό, ότι η ενίσχυση του ρόλου των πανεπιστημιακών είναι θεμιτή και εφικτή μόνο κάτω από συνθήκες απόλυτης διαφάνειας και δημιουργίας στα όργανα, συνθηκών γόνιμης συζήτησης, διευκόλυνσης των μαζικών φορέων των ΑΕΙ και κύρια του οργανωμένου φοιτητικού κινήματος στις παρεμβάσεις τους.
Οι συνολικές προτάσεις μας λαμβάνουν υπόψη τους το σημερινό νομικό πλαίσιο και την πείρα από τη λειτουργία των ΑΕΙ. Σε
• Μ οιράστηκε στα ΑΕΙ (συγκλήτους και μαζικούς φορείς) στις 5 του ΓενάρηΙ9Κ7
268
ορισμένα σημεία απλά διευρύνουν διατάξεις του σημερινού νομικού πλαισίου, ενώ σε άλλα σημεία οι προτάσεις μας απαιτούν νομοθετική ρύθμιση.
Πιστεύουμε ότι η αποδοχή των προτάσεων από τα ΑΕΙ συμβάλλει στην διεκδίκηση της νομοθετικής κατοχύρωσής τους εφ’ όσον αυτή απαιτείται.
1. Πανεπιστημιακά όργανα - ΔιοίκησηΠροτείνουμε κατ’ αρχήν την γενική αρχή της διαφάνειας στην
διοίκηση και την λειτουργία των ΑΕΙ με την έννοια ότι για τους φορείς και τα μέλη των ΑΕΙ δεν υπάρχουν απόρρητα. Πρακτικά συνεδριάσεων κλπ. στοιχεία δίνονται στα μέλη των ΑΕΙ με αίτηση τους υποχρεωτικά.
Επίσης είναι ανγκαία η θέσπιση της αρχής της πλήρους συμμετοχής όλων των φορέων των ΑΕΙ σ’ όλα τα θέματα των ΑΕΙ και στα σχετικά όργανα και επιτροπές. Είναι γνωστή η από θέση αρχής αντίθεση μας στην άποψη περί «ειδικών» που αποφασίζουν ενώ είναι φανερό ότι είναι αναγκαία η τεκμηρίωση μιας θέσης εισηγητικά από τους κατ’ εξοχή ειδικούς.
Θεωρούμε αναγκαία την ενίσχυση του ρόλου των κύριων αποφα- στικών οργάνων των ΑΕΙ, Σύκλητο και ΓΣ Τμήματος, με προσπάθειες ουσιαστικοποίησης των συζητήσεων σ’ αυτά όπως και με δραστική βελτίωση της διαδικασίας τους. Θεωρούμε ωφέλιμη την σύσταση από αυτά τα όργανα βοηθητικών επιτροπών μόνιμων ή παροδικών που θα επεξεργάζονται θέματα εισηγητικά προς τα όργανα ή και θα αποφασίζουν για ζητήματα που το όργανο τους αναθέτει με αυξημένη πλειοψηφία ή τέλος θα παραπέμπουν το θέμα στο κύριο όργανο. Υποστηρίζουμε την αναγκαιότητα συμμετοχής των εκπροσώπων όλων των μαζικών φορέων στα όργανα των ΑΕΙ και τον έλεγχο της δράσης τους από τους αντίστοιχους φορείς.
Ειδικότερα προτείνουμε:Πρυτανικό Συμβούλιο: Τακτική σύγκλιση κάθε βδομάδα με δια
νομή δύο εργάσιμες μέρες πριν ημερισίας διάταξης (ΗΔ) και εισηγήσεων. Έκτακτη σύγκληση με αντίστοιχη διανομή την προηγούμενη μέρα. Ο πόλος του είναι κύριά εισηγητικός στη Σύγκλητο, ενώ είναι σκόπιμο να πάρει αποφασιστικές αρμοδιότητες για θέματα που θα του παραχωρήσει η Σύγκλητος. Εάν φορέας ΑΕΙ διαφωνεί με απόφαση του Πρυτανικού Συμβουλίου έχει δικαίωμα παραπομπής του θέματος στη σύγκλητο.
Προτείνουμε την ενιαία εκπροσώπηση διοικητικών και ΕΔΤΠ στο Πρυτανικό από κοινό εκπρόσωπο, ενώ η γραμματειακή υποστήριξή του θα πρέπει.να ανατεθεί σε διοικητικό προσωπικό.
269
Σύγκλητος: Τακτική συνεδρίαση κάθε 2 βδομάδες με ΗΔ και εισηγήσεις 7 μέρες πριν. Έκτακτη σύγκληση με ΗΔ και εισηγήσεις 2- 3 εργάσιμες μέρες πριν. Δυνατότητα σύγκλησης αν το ζητήσουν το 1/3 των μελών της Συγκλήτου με την διαδικασία της έκτακτης. Οι γενικές αρμοδιότητες της σύμφωνα με το νόμο.
Γ. Σ. Τμήματος: Τακτική συνεδρίαση κάθε μήνα με ΗΔ και εισήγηση 7 μέρες πριν κύρια για θέματα προγραμματισμού εκπαίδευσης - έρευνας του τμήματος. Έκτακτες συγκλίσεις με διαδικασία ανάλογη της συγκλήτου.
Οι κρίσεις ΔΕΠ γίνονται μετά 7 μέρες τουλάχιστον από την κατάθεση της εισηγητικής έκθεσης σε σειρά προκαθορισμένη. Η εκλογή των μελών ΔΕΠ της Γ.Σ. τμήματος περιορισμένης σύνθεσης γίνεται με ενιαίο ψηφοδέλτιο αλλά με δυνατότητα σταυροδότησης του 40% των εκλεγόμενων για την αναλογικότερη εκπροσώπιση όλων των απόψεων στα ΓΣ.
Γ. Σ. Τομέα: - Διαδικασίες σύγκλισης αντίστοιχες με αυτές της ΓΣ Τμήματος.
- Οι αρμοδιότητες να διευρυνθούν: Να έχει εισηγητικό ρόλο για πρόγραμμα σπουδών - έρευνας, για διανομή συγγραμμάτων, θέσεων ΔΕΠ ως προς το περιεχόμενο και βαθμίδα.
- Συμμετοχή με δικαίωμα λόγου όλων των μελών του τομέα.- Δημιουργία Διοικητικής Επιτροπής Τομέα για τομείς με ΔΕΠ
περισσότερο του 15 από όλους τους φορείς, με αρμοδιότητες εισηγητικές και εκτελεστικές των αποφάσεων του τομέα.
- Είμαστε αντίθετοι στη δημιουργία υποτομέων. Αν χρειάζεται λόγω διαφοράς γνωστικών αντικειμένων να δημιουργηθούν περισσότεροι τομείς.
Δ. Σ. Τμήματος: Σύγκλιση κάθε 2 βδομάδες με ΗΔ και θέματα, 3 εργάσιμες μέρες πριν. Η ΓΣ του τμήματος αναθέτει με απόφαση της θέματα στο ΔΣ τμήματος για απόφαση με αυξημένη πλειοψηφΐα αλλιώς αναπέμπεται το θέμα στη ΓΣ τμήματος.
Οι εκπρόσωποι του ΕΔΤΠ μετέχουν με ψήφο σ’ όλα τα θέματα. Για τα θέματα που αφορούν ΕΜΥ, ΕΔΤΠ, φοιτητές εφόσον διαφωνεί ο εκπρόσωπος του αντίστοιχου κλάδου, έχει δικαίωμα παραπομπής του στη ΓΣ Τμήματος.
Ρυθμίσεις ειδικές
1. Γ ενικά όλα τα όργανα σε έκτακτες περιπτώσεις να μπορούν να συγκληθούν άμεσα με συμφωνία προεδρεύοντα και φορέων του ΑΕΙ, για συζήτηση συγκεκριμένου θέματος.
2. Συνδικαλιστικός φορέας σε επίπεδο κάθε οργάνου μπορεί να
270
ζητήσει θέμα για συζήτηση το οποίο συζητιέται την επόμενη τακτική συνεδρίαση του οργάνου με ευθύνη του προεδρεύοντα.
Η ΗΔ των οργάνων καταρτίζεται σε συνεργασία του προεδρεύοντα με τα μέλη του Πρυτανικού, ΔΣ Τμήματος, Δ. Επιτρ. Τομέα για τη Σύγκλητο, Γ. Σ. Τμήματος, Γ. Σ Τομέα αντίστοιχα. Κατώτερο πανεπιστημιακό όργανο δικαιούται να θάλει θέμα για συζήτηση σε ανώτερο μέσα σε ένα μήνα από τότε που θα υποβληθεί το αίτημα.
3. Τα όργανα προγραμματίζουν σε εξάμηνη λογουχάρη βάση τα κύρια θέματα που θα τα απασχολήσουν στις συνεδριάσεις τους και τα κοινοποιούν στο χώρο ευθύνης τους.
Οι επικεφαλεϊς των οργάνων και τα αντίστοιχα διοικητικά όργανα, μεριμνούν για την υλοποίηση και γνωστοποίηση των αποφάσεων.
4. Τα όργανα έχουν δικαίωμα με απόφασή τους. να καλούν άλλα μέλη του ΑΕΙ ή και εκτός ΑΕΙ στις συνεδριάσεις τους με δικαίωμα λόγου. Οι εκτός ΑΕΙ αποχωρούν στην έναρξη της ψηφοφορίας.
5. Τα ΑΕΙ μεριμνούν ώστε οι φοιτητές εκπρόσωποι στα όργανα να μη χάνουν μαθήματα (π.χ. καθορισμένη ώρα τακτήςσύγκλησης), και οι συνεδριάσεις να γίνονται κατά βάση σε εργάσιμες ώρες.'
6. Τα όργανα θα πρέπει σε ετήσια βάση να κάνουν συνεδριάσεις:- προγραμματισμού εκπαιδευτικού - ερευνητικού έργου- απολογισμού εκπαιδευτικού - ερευνητικού έργου- οικονομικού προϋπολογισμού - απολογισμού7. Διαδικασία ψηφοφορίας - απαρτίας οργάνων.α. Αν όργανο δεν έχει απαρτία συγκαλείται ξανά σε διάστημα 7
ημερών και είναι αναγκαία επίσης η παρουσία του 50/,; των μελών για την απαρτία. Η τρίτη σύγκλιση οργάνου μπορεί να έχει απαρτία με όσους είναι παρόντες.
θ. Αλλαγή σειράς θεμάτων ΗΔ γίνεται δεκτή με πλειοψηφϊα ·ν4 των παρόντων.
Ψηφίσματα που ζητά το Ά των παρόντων, συζητιούνται στο τέλος της συνεδρίασης.
γ. Η ψηφοφορία είναι πάντα φανερή πλην των θεμάτων εκλογής διοικητικών οργάνων. Γίνεται ονομαστική και αιτιολογημένη ψηφοφορία να ζητηθεί από το ' 5 των παρόντων.
δ. Οι αποφάσεις παίρνονται με σχετική πλειοψηφϊα. Τα λευκά υπολογίζονται.
8. Σε περίπτωση παραίτησης μέλους ΔΕΠ από διοικητικό όργανο, συνέρχεται σε μια βδομάδα το αντίστοιχο εκλεκτορικό σώμα για εκλογή. Σε περίπτωση παραίτησης εκπροσώπου συλλόγου, ο σύλλογος μεριμνά για την αντικατάστασή του.
9. Προτείνουμε με νομοθετική ρύθμιση την αύξηση συμμετοχής
271
ΕΔΤΠ - διοικητικών στο 20% συνολικά του ΔΕΠ στις εκλογές πρυ- τανικών αρχών και προέδρων τμημάτων. Η κατανομή του ποσοστού των διοικητικών να γίνεται ανάλογα με τον αριθμό των εργαζομένων στην κεντρική διοίκηση και τα τμήματα. Επίσης προτείνουμε τη συμμετοχή 2 ΕΔΤΠ και 1 διοικητικού στη ΓΣ τμήματος, καθώς και συμμετοχή 1 εκπροσώπου του ΕΔΤΠ στη ΓΣ του Τομέα.
Ακόμα τη συμμετοχή 3 εκπροσώπων των συλλόγων διδακτικού προσωπικού στη σύγκλητο των ΑΕΙ. Να διατηρηθεί η εκπροσώπηση μεταβατικά ΕΔΠ - ΕΜΥ ως έχει.
Είναι φανερό ότι όλοι οι εκπρόσωποι εκλέγονται με διαδικασίες που καθορίζουν οι αντίστοιχοι μαζικοί φορείς και είναι υπόλογοι σ’ αυτούς.
10. θεωρούμε σκόπιμη την επισήμανση σ’ αυτό το σημείο της αναγκαιότητας ενίσχυσης του ρόλου του ΣΑΠ στο χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης. Νομοθετικά θα πρέπει να ρυθμιστεί ότι το ΣΑΠ ει- σηγείται και γνωμοδοτεί για όλα τα ζητήματα της ανώτατης εκπαίδευσης.
Η κυβέρνηση υποχρεώνεται να ζητά τη γνώμη του για:- το γενικότερο προγραμματισμό της ανώτατης εκπαίδευσης.- τον αριθμό των εισαγόμενων στα ΑΕΙ.- τις απαιτούμενες δαπάνες για την ανώτατη εκπαίδευση και την
κατανομή τους.- την ίδρυση νέων ΑΕΙ και τμημάτων.Το ΣΑΠ γνωμοδοτεί συνολικά για τον προγραμματισμό και συ
ντονισμό των προπτυχιακών και μεταπτυχιακών σπουδών και της πανεπιστημιακής έρευνας.
Επίσης προτείνεται η δημιουργία Ακαδημαϊκού Συμβουλίου από καθηγητές ΑΕΙ που θα συμβάλλει στην επιστημονική τεκμηρίωση συνολικά τον θεμάτων των ΑΕΙ. Το Ακαδημαϊκό συμβούλιο συγκροτεί ομάδες που αντιστοιχούν σε ευρύτερους επιστημονικούς κλάδους. Η επιλογή των μελών του γίνεται από το ΣΑΠ ύστερα από προτάσεις πον ΓΣ Τμημάτων AF.I. Το Ακαδημαϊκό συμβούλιο λειτουργεί στα πλαίσια του ΣΑΠ. Το Ακαδημαϊκό συμβούλιο διενεργεί τη δευτεροβάθμια κρίση ΔΕΠ που προβλέπει ο ν. 1268. Το Ακαδημαϊκό συμβούλιο εκδίδει επιστημονικά περιοδικά. Προτείνουμε οριστική απάλειψη της Εθνική Ακαδημίας Γ ραμμάτων και Επιστημών (ΕΑΓΕ).
11. Ό σον αφορά τα θέματα διοίκησης τα μέτρα που προτείνο- νται σκοπεύουν σε μια αντιγραφειοκρατική λειτουργία και τη στήριξη από διοικητικής πλευράς της εν γένει εκπαιδευτικής και ερευνητικής δραστηριότητας των ΑΕΙ.
272
Κατά θάση οι διοικητικές υπηρεσίες των ΑΕΙ θα πρέπει να έχουν τις διευθύνσεις:
- διεύθυνση προσωπικού (όλων των κατηγοριών).- διεύθυνση οικονομικών - προϋπολογισμών - ιδιαιτ. περιουσίας
- προμηθειών.- διεύθυνση τεχνικών έργων.- διεύθυνση τεχνικής στήριξης - συντήρηση ηλεκτρονικών υπο
λογιστών.- διεύθυνση ακαδημαϊκών υποθέσεων. Σε συνεργασία με τις
γραμματείες τμημάτων, παρακολουθεί θέματα σπουδών, προγραμμάτων, βιβλιοθήκης, φροντίζει για τις σχέσεις του ΑΕΙ με άλλα ΑΕΙ, ή τρίτους για παρόμοια θέματα. Είναι υπέυθυνη για το εκδοτικό του ΑΕΙ.
- διεύθυνση έρευνας.- μέριμνας φοιτητών, εργαζομένων.- πρυτανείας - συγκλήτου, δημοσίων σχέσεων - νομικής υπη
ρεσίας.Ιδιαίτερα επισημαίνουμε την ανάγκη δημιουργίας γραφείου, στη
διεύθυνση ακαδημαϊκών υποθέσεων, εκπαιδευτικής τεκμηρίωσης. Το γραφείο αυτό πρέπει να διαθέτει βιβλιοθήκη συγγραμμάτων και περιοδικών, πρακτικών συνεδρίων και οδηγών σπουδών ξένων ΑΕΙ σχετικών με το αντικείμενό του.
Σκοπός του πρέπει να είναι η τεκμηρίωση θεμάτων εκπαιδευτικού σχεδιασμού, η επικοινωνία του με άλλα όργανα ευρύτερου σχε- διασμού. Το θέμα έχει προταθεί από το 1975, από πανεπιστημιακούς.
Ακόμα ιδιαίτερης σημασίας θα είναι η δημιουργία διευθύνσεων έρευνας για διοικητική στήριξη όλων των προσπαθειών αναβάθμισης της πανεπιστημιακής έρευνας, των θεμάτων σχετικά με τις διπλωματικές εργασίες, τις πρότυπες μελέτες εφαρμογών των ΑΕΙ, τη συμμετοχή προπτυχιακών φοιτητών στην έρευνα.
Προτείνουμε ακόμα τη δημιουργία σε γενικές γραμμές των παρακάτω επιτροπών από τη σύγκλητο του ΑΕΙ με συμμετοχή σ’ αυτές όλων των φορέων:
- οικονομικών - προϋπολογισμού.- έρευνας.- τεχνικών έργων.- βιβλιοθήκης.- εκδόσεων - με πρόταση δημιουργίας εκδοτικών.- δημοσίων σχέσεων.- φοιτητικής λέσχης - φοιτητικής μέριμνας.- ηλεκτρονικού υπολογιστή.- νομική επιτροπή (σχετική με νομικό συμβούλιο ΑΕΙ).
273
Να σημειωθεί ότι η δημιουργία ουσιαστικού τεχνικού συμβούλιου του ΑΕΙ απαιτεί την τροποποίηση του ΝΔ 463/70 και του ΝΔ 360/71.
Πιστεύουμε ακόμα ότι οι διευθύνσεις των υπηρεσιών θα πρέπει να αναβαθμιστούν και οι επικεφαλείς τους να είναι εισηγητές στις αντίστοιχες επιτροπές της συγκλήτου. Θεωρούμε αναγκαία τη ρητή αναφορά ότι τα νομικά πρόσωπα του Αρ. 3 παρ. 7, 8 του ν. 1268 να είναι κάτω από τη διοικητική εποπτεία της συγκλήτου του ΑΕΙ.
12. Επίσης θα πρέπει να δημιουργηθούν βιβλιοθήκες κεντρικές των ΑΕΙ καθώς και των τμημάτων με ενιαία καταλογογράφιση. Να αξιοποιηθούν προτάσεις της Ένωσης Βιβλιοθηκονόμων. Το ωράριο λειτουργίας των βιβλιοθηκών θα πρέπει να είναι συνεχές (πρωί - απόγευμα) το πενθήμερο (εκτός του καλοκαιριού) και επίσης να είναι ανοιχτές οι κεντρικές βιβλιοθήκες το Σάββατο πρωί. Παράλληλα είναι αναγκαία η σύνδεση των ΑΕΙ με διεθνείς τράπεζες πληροφοριών χωρίς αποκλεισμούς. Αναγκαία είναι η δημιουργία εκδοτικών μηχανισμών στα ΑΕΙ κύρια στα μεγάλα.
13. Ο εσωτερικός κανονισμός 0α πρέπει δίνοντας περιεχόμενο και στην έννοια του πανεπιστημιακού ασύλου, να διασφαλίζει ρητά την πλήρη έκφραση των πολιτικών δικαιωμάτων των μελών των ΑΕΙ όλοιν το)\· κατηγοριών στον τόπο της σπουδής και εργασίας τους.
14. Χρήση εγκαταστάσεων ΑΕΙ για εκδήλωση φοιτητών γίνεται με άδεια του αρμόδιου παν. οργάνου (πρυτανικό, ΔΣ τμήματος), ύστερα από αίτηση του αρμόδιου φοιτητικού συλλόγου. Η χορήγηση της άδειας είναι υποχρεωτική.
Αλλοι φορείς, εκτός ΑΕΙ, ζητούν άδεια με την παραπάνω διαδικασία (μέσω φοιτ. συλλόγων), ή απευθείας.
Οι εργαζόμενοι στα ΑΕΙ έχουν δικαίωμα άμεσης άδειας για εκδήλωση των συλλόγων τους.
Η διοίκηση των ΑΕΙ υποβοηθά υλικοτεχνικά τους συλλόγους των φορέων των ΑΕΙ.
15. Τα ΑΕΙ, στα πλαίσια του ευρύτερου κοινωνικού ρόλου τους θα πρέπει να θεσμοθετήσουν την επιστημονική βοήθεια σε αιτήματα του μαζικού λαϊκού κινήματος και της τοπικής αυτοδιοίκησης.2. ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ
Οι προπτυχιακές σπουδές των ΑΕΙ θα πρέπει να συνδυάζουν ουσιαστικές γνώσεις της συγκεκριμένης επιστήμης και ειδίκευση μέσα από τη δυνατότητα των φοιτητών για συγκεκριμένες επιλογές μαθημάτων. Είμαστε κατηγορηματικά αντίθετοι στις προσπάθειες που διαφαίνονται να μεταφερθεί η ειδίκευση σε κύκλο σπουδών μετά το πτυχίο και οι απόφοιτοι του πρώτου κύκλου σπουδών να μένουν ανειδίκευτοι. Επιμήκυνση πιθανή 1-2 εξάμηνα του πρώτου κύκλου
274
σπουδών ίσως είναι αναγκαία για την υλοποίηση των σπουδών που προτείνουμε.
Σύμφωνα με τα παραπάνω η δομή της ανώτατης εκπαίδευσης που προτείνουμε είναι διαθάθμια - πτυχίο - διδακτορικό. Θέματα συνεχιζόμενης εκπαίδευσης και ειδίκευσης των πτυχιούχων δεν συνι- στούν άλλη βαθμίδα εκπαίδευσης, ενώ είναι αναγκαία η θεσμοθέτησή της με την συνεργασία ΑΕΙ και επιστημονικών φορέων.
Θεωρούμε αναγκαίες αλλαγές στον τρόπο της διδασκαλίας με ενίσχυση του διαλόγου στην πανεπιστημιακή διδασκαλία. Η μετάδοση των γνώσεων θα πρέπει να γίνεται σε ορισμένο αριθμό φοιτητών και να ενισχυθεί ο θεσμός των σπουδαστικών εργασιών σεμιναρίου.
Παράλληλα θα πρέπει να γενικευτεί σ’ όλες τις σχολές ο θεσμός της διπλωματικής εργασίας. Οι διπλωματικές εργασίες θα πρέπει να υπάγονται στον γενικότερο εκπαιδευτικό ερευνητικό προγραμματισμό του τμήματος. Οι διπλωματικές εργασίες σε ανάλογες επιστήμες θα πρέπει να ασχολούνται και με συγκεκριμένα προβλήματα εφαρμογών στα πλαίσια της ευρύτερης συνεργασίας ΑΕΙ - παραγωγικών μονάδων - κοινωνίας γενικότερα. Θα πρέπει να διασφαλίζεται η πνευματική ιδιοκτησία της διπλωματικής από την αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της από τρίτους με άγνοια του συγγραφέα της. Επίσης σταδιακά θα πρέπει να επιδιωχθεί η συστηματική προσέγγιση των προπτυχιακών φοιτητών στην έρευνα όπως γίνεται σε άλλες χώρες. Είναι αναγκαία η θεσμοθέτηση στα ΑΕΙ της επαφής των φοιτητών με παραγωγικές μονάδες για το σύνολο των φοιτητών, με συγκεκριμένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα υπό τον έλεγχο του ΑΕΙ.
Για τους εργαζόμενους φοιτητές, το ΑΕΙ μεριμνά ώστε να διευκολύνεται η παρακολούθηση μαθημάτων - σεμιναρίων, παράλληλα με τα μέτρα για πληρωμένες άδειες στις εξεταστικές περιόδους.
Το σύστημα συγγραφής και διανομής των πανεπιστημιακών βιβλίων δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες των ΑΕΙ και στις δίκαιες απαιτήσεις του ΔΕΠ και των φοιτητών, γ ι’ αυτό πρέπει να αλλάξει. Η αναγκαιότητα αλλαγής αυτού του συστήματος σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να συνεπάγεται την αφαίρεση μιας κατακτημένης κοινωνικής παροχής προς τους φοιτητές, αλλά αντίθετα τη σωστή οργάνωση και την επέκτασή του για τη διευκόλυνση της επιστημονικής κατάρτισης.
Επιγραμματικά θα πρέπει:1. Να υπάρχει ένα βασικό σύγγραμμα - βιβλίο σε κάθε μάθημα
σαν οδηγός για την εξέλιξη της διδασκαλίας του. Αυτό μπορεί να είναι είτε του διδάσκοντα, είτε συλλογικά ομοϊδών επιστημόνων, είτε μετάφραση κάποιου αξιόλογου συγγράμματος απ’ τη διεθνή βιβλιογραφία.
275
2. Να δίνονται κι άλλα θιθλϊα και άρθρα στους φοιτητές γύρω από το συγκεκριμένο μάθημα.
3. Να δίνεται βιβλιογραφία κατά μάθημα και κατά θεματική ενότητα κάθε μαθήματος.
4. Να οργανωθούν οι βιβλιοθήκες των ΑΕΙ με ευρύτητα σε τίτλους και επάρκεια σε ποσότητα βιβλίων και περιοδικών έτσι ώστε να μπορούν να ανατρέξουν για να διαβάσουν ή να δανειστούν οι φοιτητές.
5. Οι τομείς και τα τμήματα στη βάση του προγράμματος σπουδών θα αποφασίζουν για τα βιβλία που χρειάζονται σύμφωνα με τις εισηγήσεις των διδασκόντων, (χωρίς αυτό να ’χει την έννοια της λογοκρισίας αλλά της ουσιαστικής τήρησης του προγράμματος σπουδών).
6. Η αμοιβή των συγγραφικών δικαιωμάτων των διδασκόντων είτε να γίνεται εφ’ άπαξ απ’ το κράτος όσον αφορά τη χρήση του σαν διδακτικό βιβλίο (για τη δωρεάν διανομή) με αναφαίρετο, παράλληλα, το δικαίωμα του συγγραφέα να το κυκλοφορήσει στο ελεύθερο εμπόριο, είτε μέσω της αγοράς του ανάλογου αριθμού αντιτύπων απ’ τον εκδοτικό οίκο με σύμβαση.
7. Το ύψος της αμοιβής των συγγραφικών δικαιωμάτων να καθορίζεται από το ακαδημαϊκό συμβούλιο που προτείνουμε να λειτουργεί στα πλαίσια του ΣΑΠ με συγκρότηση ειδικών επιτροπών.
8. Η διανομή όλων των συγγραμμάτων, βιβλίων, σημειώσεων, βοηθημάτων κλπ., να γίνεται δωρεάν απ’ τα τμήματα.
Ειδικότερα θέματα:1. Διδακτικές μονάδες: εκφράζουμε την αντίθεσή μας γιατί οδη
γεί σε άσκοπο χωρισμό των μαθημάτων σε κύρια και δευτερεύοντα. Ο υπολογισμός του βαθμού πτυχίου να παραμείνει όπως είναι σήμερα.
2. Εξεταστικό: Συμφωνούμε με την απόφαση της ΕΦΕΕ τον Οκτώβριο ’83 όπως αυτή ψηφίστηκε από τη Σύγκλητο του Πανεπιστημίου Αθήνας το Φλεβάρη ’84 (κατ’ αναλογία να εφαρμοστεί σε όλα τα ΑΕΙ). Επίσης θα πρέπει να καθιερωθεί ότι η μορφή της έ κ τ α σης θα είναι αντικείμενο απόφασης του τομέα.
3. Απώλεια μαθημάτων λόγω φοιτητικών κινητοποιήσεων - απεργιών θα πρέπει να ρυθμίζονται με τον διδάσκοντα σε εθελοντική βάση. Το θέμα να συζητείται στο τμήμα και σε ορισμένες περιπτώσεις να υπάρχει μετάθεση του μαθήματος.
4. Ανταλλαγές φοιτητών με ξένα ΑΕΙ: Είναι αναγκαίο να ενισχυ- θούν οι διαπανεπιστημιακές ανταλλαγές με διατήρηση της αυτοτέλειας του ΑΕΙ.
5. Ξένη γλώσσα: Τα ΑΕΙ να μεριμνούν οι απόφοιτοί τους να
276
γνωρίζουν μια τουλάχιστον από τις ξένες γλώσσες Αγγλικά - Γαλλικά - Γερμανικά - Ρωσικά - Ιταλικά - Ισπανικά. Να υπάρχουν δυνατότητες παρακολούθησης δεύτερης γλώσσας.
6. Η/Υ: Να δημιουργηθούν κέντρα Η/Υ στα ΑΕΙ για την επιμόρ- φωση στη χρήση τους όλων των φοιτητών των ΑΕΙ.
3. ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ
Οι μεταπτυχιακές σπουδές θα πρέπει να αναπτυχθούν άμεσα μετά από πανελλαδικό συντονισμό - προγραμματισμό τους στο ΣΑΠ, όπου θα πρέπει να συζητιούνται οι βασικές τους κατευθύνσεις ενώ το πρόγραμμά τους να αποφασϊζεται από τα αρμόδια πανεπιστημιακά όργανα. Σταδιακά θα πρέπει να αναπτυχθούν σε όλους τους επιστημονικούς κλάδους. Οι μεταπτυχιακές σπουδές πρέπει να οδηγούν σε διδακτορικό δίπλωμα και να είναι συνέχιση υψηλού επιπέδου προπτυχιακών σπουδών. Τυχόν μη περάτωση διδακτορικών σπουδών πιστοποιείται με σχετικό πιστοποιητικό φοίτησης στο σπουδαστή. Τα θέματα των μεταπτυχιακών σπουδών αποφασίζονται από τα αντίστοιχα ακαδημαϊκά όργανα: ΓΣ τομέα, ΓΣ τμήματος, σύγκλητος για διατμηματικά προγράμματα, καθώς και για ίδρυση νέων προγραμμάτων.
Εισηγητικά σ’ αυτά τα όργανα σκόπιμη είναι η σύσταση επιτροπών απ’ όλους τους φορείς με ουσιαστική συμμετοχή των προπτυχιακών φοιτητών.
Χρηματοδότηση μεταπτυχιακών σπουδών από τρίτους εγκρίνε- ται από τη σύγκλητο του ΑΕΙ. Είναι σκόπιμη η διαπανεπιστημονική συνεργασία σε μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών.
Οι μεταπτυχιακές σπουδές περιλαμβάνουν παρακολούθηση μαθημάτων, σεμιναρίων, οργάνωση διαλέξεων, εμπέδωση της μεθοδολογίας της έρευνας καθώς και παραγωγή πρωτότυπου επιστημονικού έργου.
Κάθε ΑΕΙ ορίζει τον κανονικά αναγκαίο χρόνο για απόκτηση διδακτορικού καθώς και τη λεπτομερέστερη δομή του συνολικού μεταπτυχιακού προγράμματος. Βάση θα μπορούσε να είναι 1 χρόνος αφιερωμένος κύρια για μαθήματα και άλλα 2 χρόνια για την εκπόνηση της διατριβής εφόσον πρόκειται για συνέχιση του υψηλού επιπέδου προπτυχιακών σπουδών που περιγράψαμε στο σχετικό κεφάλαιο.
Τα ΑΕΙ κάτω από το συντονισμό του ΣΑΠ μπορούν να συμθλη- θούν με κρατικά κέντρα ερευνών ή ινστιτούτα για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων αναγκών σχετικών με τις μεταπτυχιακές σπουδές, χωρίς αυτό σε καμιά περίπτωση να υποκαθιστά την εκπαιδευτική διαδικασία των ΑΕΙ από τα ερευ νητικά κέντρα.
Επίσης τα ΑΕΙ για τις μεταπτυχιακές σπουδές συνεργάζονται με
τη
ομότιμα ΑΕΙ του εξωτερικού στη βάση της ισοτιμίας. Οι εξεταστικές και συμβουλευτικές επιτροπές των μεταπτυχιακών σπουδαστών απο- φασίζονται από τη ΓΣ του τμήματος μετά εισήγηση του τομέα. Στην εξεταστική επιτροπή μπορούν να μετέχουν 2 επιστήμονες από άλλα ΑΕΙ ή κρατικά ερευνητικά κέντρα και οπωσδήποτε ο επιβλέπων κα- θηγητής.
Μεταπτυχιακοί σπουδαστέςΓια τους μεταπτυχιακούς φοιτητές θα πρέπει να προθλέπονται υ
ποτροφίες ύνους σήμερα 45.000 δρχ. και οι σχετικές θέσεις να προ- κηρύσονται από τη ΓΣ τμήματος κατά τακτά χρονικά διαστήματα. Μεταβατικά θα πρέπει να προκηρύσσονται ενιαία οι θέσεις που προβλέπουν ή όχι οικονομική ενίσχυση των μεταπτυχιακών φοιτητών. Προφανώς υποτροφία δεν χορηγείται σε μεταπτυχιακούς φοιτητές μερικής απασχόλησης οι οποίοι εργάζονται στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα και οι οποίοι παρακολουθούν πρόγραμμα σπουδής με μικρότερο φόρτο εργασίας ανά έτος από τους μεταπτυχιακούς ολικής απασχόλησης. Οι γνώσεις που αποκτούνται από τις δύο κατηγορίες φοιτητών είναι ισότιμες καθώς και οι τίτλοι που χορηγούνται.
Κριτήρια πρόσληψης μεταπτυχιακών σπουδαστών:- Βαθμοί σχετικών μαθημάτων, βαθμός πτυχίου και διπλωμα
τικής.- Επιστημονικές εργασίες υποψηφίου.- Γνώση μιας ξένης γλώσσας.- Σε ειδικές περιπτώσεις μετά από απόφαση του τομέα διενερ-
γούνται γραπτές εξετάσεις για την επιλογή των μεταπτυχιακών σπουδαστών.
Οι υπότροφοι μεταπτυχιακοί υποχρεούνται σε βοηθητικό διδακτικό έργο 1 εργάσιμη μέρα τη βδομάδα κύρια σε θέματα σχετικά με την ερευνητική τους εργασία ή με το γνωστικό αντικείμενο του προγράμματος μεταπτυχιακών που παρακολουθούν.
Η επιλογή των μεταπτυχιακών σπουδαστών γίνεται από τη ΓΣ του τμήματος μετά από εισήγηση του τομέα, ενώ ο τομέας παρακολουθεί την ετήσια πρόοδο του σπουδαστή.
Οι μεταπτυχιακοί φοιτητές έχουν όλες τις παροχές των προπτυχιακών φοιτητών και αναγνωρίζονται τα χρόνια μεταπτυχιακών σπουδών σαν συντάξιμα. Η φοίτηση είναι δωρεάν.
Αλλοδαποί μεταπτυχιακοί φοιτητές έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους έλληνες, τηρουμένων των σχετικών διατάξεων του Συντάγματος.
Τα ΑΕΙ μεριμνούν για την εκπαίδευση των μεταπτυχιακών σπουδαστών και στο εξωτερικό με παρακολούθηση σχετικών σεμιναρίων
278
- καλοκαιρινών σχολείων - συνεδρίων, ενώ προβλέπονται παροχές για ιη δημοσίευση των διδακτορικών διατριβών.
Οι μεταπτυχιακοί σπουδαστές όλων των κατηγοριών υπότροφοι- μερικής ή ολικής απασχόλησης, εκπροσωπούνται ενιαία στα πανεπιστημιακά όργανα από αντίστοιχους συλλόγους.
Τέλος η πολιτεία μεριμνά για την επαγγελματική αποκατάσταση των κατόχων διδακτορικών διπλωμάτων σε θέσεις αντίστοιχες των επιστημονικών τους προσόντων και του ρόλου που καλούνται να διαδραματίσουν σ' όλη την παραγωγική και επιστημονική διαδικασία.
4. ΘΕΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΑΣΚαταρχήν αναγκαίος όρος της ορθολογικής ανάπτυξης της έ
ρευνας είναι η ύπαρξη εθνικού προγραμματισμού έρευνας στα πλαίσια του ΣΑΠ ή άλλου ευρύτερου οργάνου και η ουσιαστική επιχορήγηση όπως και η χρηματοδότησή της ευρύτερα από τον δημόσιο τομέα της οικονομίας.
Αντίληψή μας για την ενίσχυση της αυτοτέλειας των ΑΕΙ είναι ότι οι οικονομικές σχέσεις των ΑΕΙ με τρίτους περνούν τελικά από την κεντρική διοίκηση του ΑΕΙ από όργανο απευθείας υπόλογο στη σύγκλητο. Θεωρούμε αναγκαία τη θέσπιση της απαγόρευσης της έρευνας στα ΑΕΙ για το ΝΑΤΟ και άλλους ξένους στρατιωτικούς οργανισμούς. Να υπάρχουν κριτήρια ευρύτερα κοινωνικά για την έγκριση των ερευνητικών προγραμμάτων των ΑΕΙ, τα αποτελέσματα της πανεπιστημιακής έρευνας θα πρέπει να είναι δημοσιεύσιμα ενώ οι όποιες πατέντες θα πρέπει να ανήκουν στο ΑΕΙ και τον ερευνητή.
Διαδικασία έγκρισης της χρηματοδότησης από τρίτους ερευνητικών προγραμμάτων πρέπει να είναι η συζήτηση σε ΓΣ Τομέα - ΓΣ Τμήματος, με τελική έγκριση από την επιτροπή ερευνών του ΑΕΙ. Σε περίπτωση σοβαρής διαφωνίας στην επιτροπή ερευνών το θέμα πα- ραπέμπεται στη σύγκλητο. Για ερευνητικά κονδύλια ύψους μέχρι 200.000 το χρόνο, η διαδικασία να ολοκληρώνεται στο τμήμα.
Η ΓΣ τμήματος ασκεί την ουσιαστική επιστημονική κρίση του προγράμματος ενώ η επιτροπή της συγκλήτου κρίνει εάν αυτό εντάσσεται στο γενικότερο προγραμματισμό του ΑΕΙ και στα κριτήρια αποδοχής ερευνητικών προγραμμάτων του ΑΕΙ.
Σύνθεση της επιτροπής έρευνας του ΑΕΙ, ανάλογα του μεγέθους του, μπορεί να είναι ο αρμόδιος αντιπρύτανης, 3 μέλη ΔΕΠ, 2 φοιτητές - 1 μεταπτυχιακός - 1 ΕΔΤΠ - 1 διοικητικός.
Μεταβατικά η επιτροπή του ΠΔ 432/81 μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν διαχειριστική.
Θεωρούμε αναγκαία την ενίσχυση της ανάθεσης!πρωτότυπου επιστημονικού έργου εφαρμογής, στα ΑΕΙ, από το δημόσιό τομέα,
279
στην υλοποίηση του οποίοι* μετέχουν μέλη ΑΕΙ και κατά εξαίρεση ειδικοί εκτός ΑΕΙ. Οι συμφωνίες ανάθεσης γίνονται κεντρικά με αμοιβές ανάλογες του κόστους του προσφερόμενου έργου, με παράλληλη αξιοποίηση του ΠΔ 159 84 για τις αμοιβές εργαστηρίων από παροχή υπηρεσιών σε τρίτους. Θα πρέπει σοβαρά να υλοποιηθεί το ΠΔ 37/84 που δίνει τη δυνατότητα έρευνας σε προπτυχιακούς φοιτητές.
Το ΑΕΙ παρακρατεί 15"0 από κάθε εισροή για ερευνητικό πρόγραμμα σαν αντιμισθία για τη χρήση των εγκαταστάσεών του. ' Ενα ποσοστό 5"„ παραμένει σε κεντρικό ταμείο ενώ το υπόλοιπο πηγαίνει στο ταμείο του αντίστοιχου τμήματος. Τα ποσά αυτά χρησιμοποιούνται για υποτροφίες μεταπτυχιακών, επιστημονικά ταξίδια κλπ.
Ό σον αφορά τα εργαστήρια των ΑΕΙ εφόσον θεσμοθετούνται αυτά θα πρέπει να αντιστοιχούν σε ένα ενιαίο γνωστικό αντικείμενο και να έχουν μια σοβαρή υλικοτεχνική βάση. θ α πρέπει να ανήκουν με το αντικείμενό τους στους τομείς (τα περισσότερα),στα τμήματα και στο ΑΕΙ.
Η διαχείρισή τουςνα γίνεται από διοικητική επιτροπή από όλους τους φορείς του τομέα - τμήματος ή ΑΕΙ. εκλεγμένους από το αντίστοιχο συλλογικό όργανο, ενώ διοικητικά τα εργαστήρια υπάγονται στα αντίστοιχα συλλογικά όργανα των μονάδων όπου ανήκουν.
ΛιαιΟυντής του εργαστηρίου Οα πρέπει να εκλέγεται μέλος ΔΕΠ των καθηγητικών βαθμιδών.
Προτείνεται επίσης με απόφαση του ΣΑΠ ορισμένα βασικά εργαστήρια των ΑΕΙ να χαρακτηριστούν εθνικά, να υπάγονται στη σύγκλητο των ΑΕΙ και να έχουν ειδική χρηματοδότηση.
Τα σπουδαστήρια θα πρέπει να υπαχθούν στις βιβλιοθήκες των τμημάτίον. Συνολικά Οα πρέπει να λυθούν προβλήματα κτηματολογίου στα εργαστήρια - τομείς των ΑΕΙ.
5. ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΣΤΑ ΑΕΙ
I. ΔΕΠ: υποχρεώσεις εκπαιδευτικές - ερευνητικές - διοικητικές.- Διδασκαλία σε φοιτητές 6 ώρες τη βδομάδα ελάχιστο, 10 μέγι
στο.- Συμμετοχή σε καθοδήγηση διπλωματικών εργασιών.- Συνεργασίες ατομικές με φοιτητές προπτυχιακούς, διπλωματι
κούς. μεταπτυχιακούς 5 ώρες τη βδομάδα.- Ερευνητική δραστηριότητα.- Συμμετοχή σε όργανα και επιτροπές διοίκησης του ΑΕΙ.Θέματα απασχόλησης εκτός ΑΕΙ.Για τη μερική απασχόληση στο Δημόσιο (ν. 1268 α 17, 113, 413)
280
είναι απαραίτητη έγκριση ΓΣ τμήματος καθώς και η αιτιολόγηση της απόλυτης ανάγκης από πλευράς Δημοσίου. Αδειες 5 βδομάδες το καλοκαίρι και 10 μέρες κατά τη διάρκεια του ακαδημαϊκού έτους για έκτακτους λόγους συνολικά για όλους τους εργαζόμενους στα ΑΕΙ. Επίσης δυνατότητα δίμηνης άδειας κάθε χρόνο με απλές αποδοχές για λόγους επιστημονικής ενημέρωσης ή συνεργασίες με έγκριση και απολογισμό στη ΓΣ του τμήματος. Για πλήρη απασχόληση στο Δημόσιο η πολιτεία να αναλάβει την υποχρέοκτη κάλυψης των αντίστοιχων αναγκών του ΑΕΙ. Τα ΑΕΙ αναλαμβάνουν εκτέλεση συγκεκριμένου πρότυπου έργου εφαρμογής με συνεργασία όλων των μελών τους στα πλαίσια της εκπαιδευτικής - ερευνητικής εργασίας τους ύστερα από έγκριση της ΓΣ του τμήματος. Σ' αυτά τα πλαίσια το ΔΕΠ καθώς και οι άλλοι συμμετέχοντες στο πρόγραμμα αμοίθονται. Για τους εργαζόμενους στα ΑΕΙ η πρόσθετη αυτή αμοιβή δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη του 50/ο των αποδοχών τους και εισπράττεται μέσω του ΑΕΙ.
Σε όλες τις περιπτώσεις αςιοποίηση πανεπιστημιακής περιουσίας από μέλος ΔΕΠ υπόκειται στον έλεγχο των πανεπιστημιακών οργάνων.
Οι φοιτητές του τμήματος που διδάσκει το μέλος ΔΕΠ με ευθύνη του φοιτητικού συλλόγου συζητούν 2 φορές τουλάχιστον κατά τη διάρκεια του .ακαδημαϊκού εξάμηνου θέματα προγραμματισμού απολογισμού της εκπαιδευτικής εργασίας, με το διδάσκοντα. Οι φοιτητές έχουν δικαίωμα ψήφου στις κρίσεις ΔΕΠ 5% στο σύνολο των εκλεκτόρων ΔΕΠ με ευθύνη του φοιτητικού συλλόγου. Η κρίση των φοιτητών γίνεται με ευρύτερα ακαδημαϊκά κριτήρια και στηρίζεται και στην πείρα των φοιτητών όπου δίδαξε ο κρινόμενος.
Η σύγκλητος του ΑΕΙ καθώς και το πρυτανικό συμβούλιο μεριμνά για την τήρηση από το μέλος ΔΕΠ το>ν υποχρεώσεών του που απορρέουν από τη νομοθεσία και τον εσωτερικό κανονισμό του ΑΕΙ.
Οσον αφορά τις κρίσεις ΔΕΠ ορίζεται ότι η εισηγητική επιτροπή οφείλει σε δΐμηνο να παρουσιάσει έκθεση και ότι η κρίση θα πρέπει να ολοκληρωθεί σε I ή 2 μήνες σε έκτακτες περιπτώσεις, από την υποβολή της εισηγητικής έκθεσης έστω και όχι από όλα τα μέλη της επιτροπής.
Με νομοθετική ρύθμιση θα πρέπει να προθλέπονται προσωποπαγείς κρίσεις για τους λέκτορες επίκουρους που προσλήφθηκαν μετά το ν. 1268 και σε περίπτωση αρνητικής κρίσης μετάταξη στο δημόσιο.
II. Μη διδάκτορες βοηθοί - επιστημονικοί συνεργάτες.Θεωρούμε αναγκαία τη δημιουργία προϋποθέσεων για λήψη δι
δακτορικού όπου δεν υπάρχουν. Τα τμήματα να ελέγχουν το βαθμό
281
υλοποίησης αυτής της διαδικασίας και σε περιπτώσεις όπου δεν υπάρχουν αντικειμενικς προϋποθέσεις για λήψη διδακτορικού να μην υπολογίζεται ο χρόνος αυτός για τη μετάταξη στο δημόσιο που προβλέπει η νομοθεσία.
Να ρυθμιστεί νομοθετικά η απόλυτη εξομοίωση βοηθών επιστημονικών συνεργατών.
III. Διοικητικοί υπάλληλοι.Είναι απαραίτητη η νομοθετική ρύθμιση της συμμετοχής τους
στην επιλογή των αρχών του ΑΕΙ (πρυτανεία και πρόεδροι τμημάτων).
Να δημιουργηΟεί σε κάθε ΑΕΙ Συντονιστική Επιτροπή Διοικητικού έργου που να μεριμνά για τη μόνιμη βελτίωση και αντιγραφειο- κρατική λειτουργία των υπηρεσιών. Να αποτελείται από τον αρμόδιο αντιπρύτανη. τον προϊστάμενο γραμματείας, τους διευθυντές διευθύνσεων, έναν εργαζόμενο από κάθε διεύθυνση.
Να συγκαλούνται παράλληλα, ολομέλειες των διευθύνσεων των υπηρεσιών για θέματα λειτουργίας τους. υποβολής προτάσεων και λήψη ορισμένων αποφάσεων.
Μετακινήσεις διοικητικών υπαλλήλων να γίνονται με απόφαση του πρυτανικοΰ συμβουλίου μετά γνώμη του ΔΣ συλλόγου διοικητικών ενώ θα υπάρχει μέριμνα για την καλύτερη αξιοποίηση των προσόντων των εργαζομένων. Μετά από εργασία 4 χρόνια σε ορισμένη θέση ο εργαζόμενος στο ΑΕΙ δικαιούται να ζητήσει μετακίνηση σε άλλη θέση στα ΑΕΙ.
Τα ΑΕΙ μεριμνούν για την επιμόρφωση μετεκπαίδευση των εργαζομένων σ' αυτά διοικητικών και ΕΔΤΠ. Κριτήρια προαγωγών στα ΑΕΙ υπάρχουν μόνο για κατάληψη θέσης προϊσταμένου και είναι:
- αποδειγμένη ικανότητα σε ανατειθέμενο έργο- τυπικά προσόντα, αρχαιότητα.Για το υπηρεσιακό συμβούλιο διοικητικών προτείνουμε να είναι
5μελές και να απαρτίζεται από τον αρμόδιο αντιπρύτανη, 2 εκλεγμένους αντιπροσώπους του συλλόγου διοικητικού με το σύστημα της απλής αναλογικής και 2 μέλη του ΑΕΙ που ορίζει η σύγκλητος.
Μονιμοποίηση των εκτάκτων και κατάργηση του θεσμού. Είμαστε αντίθετοι στην πρόσληψη προσωπικού μερικής απασχόλησης.
Οι εργαζόμενοι στις βιβλιοθήκες ή στους Η/Υ εργάζονται και απογεύματα και Σάββατο πρωινό. Η ρύθμιση γίνεται σε συνεννόηση με τους αντίστοιχους συλλόγους και Οα πρέπει να ληφΟεί σοβαρή μέριμνα για ενίσχυση των ΑΕΙ με προσωπικό. Εργασία απογευματινή αποτελεί πλήρες ημερήσιο ωράριο δεν είναι διακοπτόμενη. Εργασία τα Σάββατα πληρώνεται προσαυξημένη και δίνεται άδεια άλλο πρωινό κατά κανόνα η επόμενη Δευτέρα.
282
IV. ΕΔΤΠ.Το ΕΔΤΠ εργάζεται κύρια στους τομείς και τα εργαστήρια. Θα
πρέπει να δημιουργηθούν από τα μέλη ΕΔΤΠ του τομέα, γραμματείες στους τομείς και επιτροπές τεχνικής στήριξης του τομέα και να προ- θλέπεται προϊστάμενος. ΕΔΤΠ.
Η κατανομή αρμοδιοτήτων γίνεται από τον τομέα. Τα διοικητικά θέματα του ΕΔΤΠ αντιμετωπίζονται από το ΔΣ και ΓΣ τμήματος ή το πρυτανικό και τη σύγκλητο.
Να αντιμετωπίζονται οι ανθυγιεινές συνθήκες εργασίας. Ωράριο του ΕΔΤΠ, θα πρέπει να είναι αυτό του δημόσιου τομέα λαμθανομέ- νου υπόψη των ιδιαιτεροτήτων λειτουργίας του ΑΕΙ και των προτάσεων του συνδικαλιστικού φορέα του.
V. ΕΕΠΤο ΕΕΠ του ΑΕΙ θα πρέπει να συνέρχεται σε ολομέλεια ή κατά
κλάδους ΕΕΠ και να εισηγείται σχετικά με τις αρμοδιότητές του στον αντιπρύτανη εκπαιδευτικών ή στο πρυτανικό συμβούλιο.
Να υπάρχει δυνατότητα και κίνητρο στα μέλη του ΕΕΠ για εκπόνηση διδακτορικού.
6. ΜΕΡΙΜΝΑ ΦΟΙΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ
Θα πρέπει να βελτιωθούν οι συνθήκες σίτισης και στέγασης των φοιτητών. Μέτρα σ’ αυτή την κατεύθυνση που υποστηρίζουμε είναι:
1. Κτίσιμο νέων φοιτητικών εστιών, υπαγωγή τους διοικητικά στα ΑΕΙ. Μεταβατικά να δίνεται στεγαστικό επίδομα στους φοιτητές που η κατοικία των γονιών τους είναι άλλη από την έδρα του ΑΕΙ, με κοινωνικά κριτήρια.
2. α. Τα εστιατόρια ανήκουν στη φοιτητική λέσχη και συνεπώς στην ευθύνη του ΑΕΙ.
θ. Ο έλεγχος ποιότητας - ποσότητας φαγητού και προμηθειών γίνεται από επιτροπή όπου οι φοιτητές έχουν την πλειοψηφία.
γ. Θεσμοθέτηση της κάρτας σίτισης δύο γευμάτων.δ. Τιμαριθμοποίηση των ορίων εισοδήματος για κάρτα σίτισης
και κάλυψη των μέχρι τώρα απωλειών στο εισόδημα.3. Επέκταση του φοιτητικού εισιτηρίου και στα θεάματα.4. Θα πρέπει να θεσμοθετηθεί ειδικό κονδύλι στον προϋπολογι
σμό των ΑΕΙ για την ενίσχυση των πολιτιστικών και αθλητικών δραστηριοτήτων των φοιτητικών συλλόγων.
Γενικά πιστεύουμε ότι στα θέματα φοιτητικής μέριμνας συνολικά οι φοιτητές Οα πρέπει να έχουν αυξημένες δραστηριότητες που να εκφράζονται και στα σχετικά διοικητικά όργανα όπου οι εκπρόσωποι των φοιτητών θα πρέπει να έχουν την απόλυτη πλειοψηφία.
Για τους εργαζόμενους στα ΑΕΙ προτείνουμε:
283
1. Μέτρα προστασίας των παιδιών των εργαζομένων - και φοιτητών.
α. Ίδρυση βρεφονηπιακών σταθμών και παιδικών κατασκηνώσεων. Μεταβατικά, μέχρι την ίδρυση των σταθμών, να δίνεται επιδότηση που να καλύπτει τα % του μέσου κόστους του παιδικού σταθμού.
θ. Αδειες λόγω ασθένειας παιδιού μέχρι 10 χρονών και δυνατότητα λήψης άδειας χωρίς αποδοχές για γονιό παιδιού μέχρι 3 χρονών, με υπολογισμό των χρόνων σαν συντάξιμων.
2. Χαρακτηρισμός ανθυγιεινών χώρων από επιτροπές όπου θα μετέχουν και εκπρόσωποι των εργαζομένων του ΑΕΙ.
- Δημιουργία επιτροπών χώρου που θα μεριμνούν για την τήρηση υγιεινών όρων εργασίας.
3. Διατήρηση του καθεστώτος ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στο δημόσιο και όχι πέρασμά της σε ειδικό λογαριασμό του ΑΕΙ.
4. Δυνατότητα δανειοδότησης εργαζομένων από τα ΑΕΙ.
284
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 5ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ 7Κ Ε Ν Τ Ρ ΙΚ Η Ε ΙΣ Η Γ Η Σ Η : Π Α Ν Ε Π ΙΣ Τ Η Μ ΙΟ Κ Α Ι Κ Ο ΙΝ Ω Ν ΙΑ(Ν. Κ οτζιάς) 9
1. Η κρίση των ΑΕΙ και ο ρόλος τους 92. Η θεωρία των ελίτ και οι ανάγκες του μεγάλου κεφαλαίου 113. Ιυμμιιχίες της ολιγαρχίας kui ο χωρισμός των ΑΕΙ και της διανόησης
σε δύο λειτουργίες 134. Η προσπάθεια καπιταλιστικοποίησης των ΑΕΙ 205. ΑΕΙ - Επιστήμη - Ελευθερία 246. Η πολιτική της έρευνας 27
6.1. Η κύρια τάση: Ερευνα έξω από τα ΑΕΙ 276.2. ΕΟΚ - cpcuvu - ανάγκες σπουδών 296.3. Η χρηματοδότηση της έρευνας 3 16.4. Έ να νέο κρατικομονοπωλιακό σύμπλεγμα 33 6 5 Η άποψή μας <rtu οικονομικά της έρευνας 34
7. Η προτεινόμενη δομή των ΑΕΙ - ειδίκευση - μεταπτυχιακά 368. Τα συμμετοχικά δικαιώματα στα ΑΕΙ και η κρίση τους 389. Αμεση ανάγκη: Μόρφωση και εκδημοκρατισμός στα ΑΕΙ 43
Ε ΙΣ Η Γ Η Σ Η : Φ Ο ΙΤ Η Τ ΙΚ Ο Κ ΙΝ Η Μ Α (Π . Μ αυροειδής) 48 Π Α ΡΕ Μ Β Α Σ Ε ΙΣ 56 Μ. 1:ΜΐΙόποι>/.ος 56 Γ. Β ουδούρης 61 Θ. Λ ιανός 65 Α. Π ουλ οβ α σ ίλ η ς 68 Γ. Χ ουρμουζιάδης 71 Α. Α ργυριάδης 74 Δ. Κ αλιαμ πάκος 76 Φ. Μ ή τσ η ς 78 Γ . Βουδούρης (δεύτερη παρέμ βαση) 81 Δ. Ζ ά γκος 81 Κ Λ Ε ΙΣ ΙΜ Ο ΤΩ Ν Ε ΡΓ Α Σ ΙΩ Ν Τ Η Σ Π ΡΩ Τ Η Σ Μ Ε ΡΑ Σ (Ν. Κ οτζιάς) 85 ΤΡΙΤΗ ΜΕΡΑ 91 Ε ΙΣΗ ΓΗ ΣΗ : Η Α Ν Ω Τ Α Τ Η Ε Κ Π Α ΙΔ Ε Υ ΣΗ ΣΤΗ ΓΑ Λ Λ ΙΑ - Ε Μ Π Ε ΙΡ ΙΕ Σ Α Π Ο Τ ΙΣ Π ΡΟ ΣΦ Α Τ Ε Σ Κ ΙΝ Η Τ Ο Π Ο ΙΗ Σ Ε ΙΣ (Π. Φ ρες) 93
285
Κ Ε Ν Τ Ρ ΙΚ Η Ε ΙΣ Η Γ Η Σ Η : Ε ΡΕ Υ Ν Α Κ Α Ι Μ Ε Τ Α Π Τ Υ Χ ΙΑ Κ Ε ΣΣΠ Ο Υ Δ Ε Σ (Μ . Α ση μ α κόπουλος) 102 Ε ΙΣ Η Γ Η Σ Η : Α Ν Ω Τ Α Τ Η Ε Κ Π Α ΙΔ Ε Υ ΣΗ , Ε ΡΕ Υ Ν Α Κ ΑΙ Ε ΙΡΗ Ν Ηί.Λ Λ ρ γιρ κ '/δη ;) 120Π Α ΡΕ Μ Β Α Σ Ε ΙΣ 124I. Γ ρυσπολά κη ς 124Γ. Μ υ σ ιρ λ ή ς 126Γ. Σ αμαράς 128Δ. Μ α ρ κή ς 131Ν .θ ε ο τ ο κ ά ς 133Θ. Κ. Γεράνιος 136Π .Σ π ύρ ο υ 138Β. Μ εταξάς 139Γ. Κ ο κκ ινέλη ς 140Γ. Σ ύρος 142Π . Ν τού σκος 144Θ. Χ ατζηλάκος 147Γ Ρ Α Π Τ Η Π Α ΡΕ Μ Β Α Σ Η 150θ . Λ ιαροκ άπη ς 150 Σ υντον ιστικό Ό ρ γ α ν ο Σ υνεργαζομένω ν Σωματείω νΕ ρευνητικώ ν Ιδρυμάτων (ΣΟ ΣΕΙ) 152
1. Η έλλειψη δημοκρατικού προγραμματισμού και ελέγχου 1532. Η ανεπαρκέστατη χρηματοδότηση 1543. Εργασιακά προβλήματα 155
Δ ΙΑ Κ Η Ρ Υ Ξ Η . ΓΙΑ Μ ΙΑ ΣΩ Σ ΤΗ Α Ν Α Π Τ Υ Ξ Η Τ Η Σ ΕΡΕ Υ Ν Α ΣΚ Α Ι Τ Ε Χ Ν Ο Λ Ο Γ ΙΑ Σ Σ ΤΗ ΧΩΡΑ Μ Α Σ 156 Κ Λ Ε ΙΣ ΙΜ Ο ΤΩ Ν Ε ΡΓ Α Σ ΙΩ Ν Τ Η Σ Τ ΡΙΤ Η Σ Μ Ε ΡΑ Σ(Μ . Α σημ ακόπουλος) 159ΤΕΤΑΡΤΗΜΕΡΑ 161 Ε ΙΣ Η Γ Η Σ Η : Η Π ΡΟ Ε Τ Ο ΙΜ Α Σ ΙΑ Κ Α Ι Τ Ο Α Ν ΕΒ Α ΣΜ Α Τ Η Σ Ε ΙΔ ΙΚ Ε Υ Σ Η Σ ΤΩ Ν Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Ο Ν ΙΚ Ω Ν - Π Α ΙΔ Α Γ Ω ΓΙΚ Ω ΝΣ Τ Ε Λ Ε Χ Ω Ν -Μ Ε Τ Α Π Τ Υ Χ ΙΑ Κ Ε Σ Σ Π Ο Υ Δ Ε Σ (Σ. Γ. Φ ομ ιτσόφ ) 163 Κ Ε Ν Τ Ρ ΙΚ Η Ε ΙΣ Η Γ Η Σ Η : Κ Ο Ν Ω Ν ΙΚ Ο Σ ΡΟ Λ Ο Σ ΤΩ Ν ΑΕΙ(Θ. Β λάχος) 178
1. Ποιοι irupfiyovTi:: kiiOopuoiv τον κοινωνικό ρόλο των ΛΕΙ 1782. Κριτήρια της προσφορά; του πανεπιστημίου στην κοινωνία 1803. Η κρίση του κοινωνικού ρόλου των ΑΕΙ και οι υπεύθυνοι 1814. Η πολιτική μιι: /κι την ιινάπτιόΐ το» κοινωνικοί ρόλοι· των AF.I 184
Π Α ΡΕ Μ Β Α Σ Ε ΙΣ 186 ΣΧ Ε ΣΕ ΙΣ ΑΕΙ - ΤΕΙ (Σ. Κ λημ όπουλος) 186 ΣΧΕΣΗ Μ Ε Σ Η Σ Ε Κ Π Α ΙΔ Ε Υ ΣΗ Σ - ΑΕΙ (Α. Γκόγκος) 192
286
ΣΥ Ν Ε Χ ΙΖ Ο Μ Ε Ν Η Ε Κ Π Α ΙΔ Ε Υ ΣΗ ΚΑΙ Α ΕΙ (Β. Τ σά γγος) 198Δ. Φ α τούρος 214X. Σ τρ ΰντ ίιι/.ο ς 217Δ. Γεω ργούλης 219Κ Λ Ε ΙΣ ΙΜ Ο Τ Ω Ν ΕΡΓ Α Σ ΙΩ Ν Τ Ο Υ Σ Υ Μ Π Ο Σ ΙΟ Υ (Γ. Φ αράκος) 223ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 235
1. Η παρέμβαση του ΚΚΕ για άμεση σύκλιση του συμβουλίουτη ; ανώτατη; παιδεία; (ΣΑΠ) 237
2. Η εισήγηση του ΚΚΕ προ; το ΣΑΠ για την έρευνα 2493.' Βασικέ; θέσει;του ΚΚΕ για τους εσωτερικού; κανονισμού; των ΑΕΙ 268
287
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ Υλικά του Συμποσίου Φλεβάρης ’87
Σεπτέμβρης 1987 ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ»