1 ªåì. 7-328τσιγάρο του Τάσου. 9 «Ξανθιά, σύνελθε!»...

20

Upload: others

Post on 22-Jun-2020

11 views

Category:

Documents


0 download

TRANSCRIPT

Page 1: 1 ªåì. 7-328τσιγάρο του Τάσου. 9 «Ξανθιά, σύνελθε!» πρόσταξε τον εαυτό της, προσδί-δοντάς του ένα χαρακτηρισµό
Page 2: 1 ªåì. 7-328τσιγάρο του Τάσου. 9 «Ξανθιά, σύνελθε!» πρόσταξε τον εαυτό της, προσδί-δοντάς του ένα χαρακτηρισµό

∆Ô Î¿ÓÈÛÌ·

«Όπου φτωχός κι η µοίρα του», θα έλεγε τώρα η για-γιά της – άσχετο βέβαια µε την περίσταση –, αλλά γιακάποιο λόγο το µυαλό της Ειρήνης, εδώ και τρεις ώρες,κατέβαζε µόνο παροιµίες, µα τώρα η Ειρήνη σκεφτόταντο άλλο, πως δηλαδή καπνός χωρίς φωτιά δεν υπάρχει, κιαυτό είναι σίγουρο από όποια σκοπιά κι αν το δει κανείς,διότι πώς δηλαδή να ΥΠΑΡΞΕΙ ΚΑΠΝΟΣ ΧΩΡΙΣ ΦΩΤΙΑ;

Κι εκεί που κόλλησε σ’ αυτή τη σκέψη και άρχισε νασκέφτεται όλα τα πιθανά και απίθανα σηµεία και τρό-πους από όπου µπορεί να βγει καπνός, και εξέταζε µε λε-πτοµέρειες την πηγή τους – καπνός στο τζάκι, καπνόςστο δάσος, καπνός σε διαδήλωση µε πολλά δακρυγόνα –,έφτασε αναπόφευκτα και στο πιο οικείο και καθηµερινό,καπνός στο τασάκι – από τι; Από το στραβοπατηµένοτσιγάρο του Τάσου.

9

Page 3: 1 ªåì. 7-328τσιγάρο του Τάσου. 9 «Ξανθιά, σύνελθε!» πρόσταξε τον εαυτό της, προσδί-δοντάς του ένα χαρακτηρισµό

«Ξανθιά, σύνελθε!» πρόσταξε τον εαυτό της, προσδί-δοντάς του ένα χαρακτηρισµό που δεν του άξιζε, ίσως καιγι’ αυτό το µυαλό της την αγνόησε πανηγυρικά, συνεχίζο-ντας ακάθεκτο την αλόγιστη πορεία του, που σήµερα ει-δικά έµοιαζε µε αυτοκίνητο που το οδηγεί νεκρός, νεκρόςαπό έµφραγµα, µέχρι να καρφωθεί στην πρώτη κολόνα.

«Ποτέ δεν τον έπεισες να κόψει το κάπνισµα», συνέχι-σε το µυαλό της, παντελώς αδιάφορο για τα συναισθήµα-τα που προκαλούσε, «αν το είχε έστω ελαττώσει, ίσως νασήµαινε πως ενδιαφερόταν να παλέψει παραπάνω και τησχέση σας», δηλαδή αγώνας ο ένας, αγώνας κι ο άλλος...

Τι σχέση είχε τώρα η συνήθεια του καπνίζειν του πρώηντης µε το πόσο πάλευε την καθηµερινότητα µαζί της ήτανδύσκολος να λυθεί γρίφος, αλλά µυαλό είναι αυτό, όπουθέλει πάει.

Η Ειρήνη παράτησε την προσπάθεια να τα βάλει µετις ασυνάρτητες, και παρ’ όλα αυτά οδυνηρές, σκέψειςτης και άναψε τσιγάρο.

Τέντωσε το πόδι της µε τα φρεσκοβαµµένα σκούροµοβ νύχια και έπαιξε µε το µπροστινό τσουλούφι, µακρύ-τερο από τα υπόλοιπα.

Το πόδι της, µακρύ, καλλίγραµµο και εξαιρετικά περι-ποιηµένο, έµοιαζε εντελώς άσχετο µε την υπόθεση πουτην απασχολούσε, µέχρι και που τη συγκεκριµένη υπόθε-ση την περιγελούσε φανερά, απλώς και µόνο µε την τε-λειότητά του.

10

A N £ O Y § A A £ A N A ™ I A ¢ O Y

Page 4: 1 ªåì. 7-328τσιγάρο του Τάσου. 9 «Ξανθιά, σύνελθε!» πρόσταξε τον εαυτό της, προσδί-δοντάς του ένα χαρακτηρισµό

Αποφάσισε να συγκεντρωθεί στο πόδι της και να ξεχά-σει όλα τα υπόλοιπα – ένας νέου τύπου διαλογισµός,αποκλειστικά δικής της εφεύρεσης.

Τη διέκοψε όµως το τηλέφωνο, που το απάντησε χω-ρίς να τραβήξει το βλέµµα της από τα µοβ νύχια.

– Τι κάνεις, Νινάκι; – ∆εν είµαι η Νίνα, απάντησε η Ειρήνη µε πολύ σκο-

τεινή φωνή.– Αρχίσαµε πάλι;Η φωνή της Aµαλίας ακούστηκε πολύ αυστηρή µέσα

από το µαύρο ασύρµατο και άψυχο τηλέφωνο.– Από σήµερα και για πάντα είµαι η Μάχη. Και είµαι

και ξανθιά. Και έχω και υπέροχα µοβ νύχια – ακονισµέναγια κάθε χρήση, οκέι;

– Τι έγινε, Νινάκι;Η φωνή ξαφνικά µεταµορφώθηκε σε τρυφερό χνούδι,

σαν το µουσουδάκι νεογέννητου κουταβιού.– Κοίτα, δε φταίω εγώ. Ποιος τρελός θα βάφτιζε το

παιδί του Ειρήνη-Ανδροµάχη; ∆ιπλή προσωπικότητα απόκούνια. ∆εν το κάνεις αυτό σε έναν άνθρωπο που έχειγεννηθεί µε Αφροδίτη στους διδύµους, εκτός αν είσαι βα-θιά άστοργος γονιός.

– Θα σταµατήσεις λίγο;Η φωνή έγινε αυστηρή.– Πες µου τι έγινε, διέταξε.– Χωρίσαµε.

11

¶ P O ™ E ˘ X E

Page 5: 1 ªåì. 7-328τσιγάρο του Τάσου. 9 «Ξανθιά, σύνελθε!» πρόσταξε τον εαυτό της, προσδί-δοντάς του ένα χαρακτηρισµό

– Πάλι;– Για τα καλά αυτή τη φορά. ΤΕ-ΛΕΙ-Ω-ΣΕ, πώς το λέ-

νε; Αφού σου λέω είµαι ξανθιά. Και είµαι η Μάχη.– Καπνίζεις; ρώτησε σχεδόν έντροµη η φωνή, µε µια

ελπίδα στο βάθος της να έκανε λάθος.Η Ειρήνη-Ανδροµάχη ρούφηξε βαθιά τον καπνό και

τον έστειλε περιπαιχτικά στο ακουστικό.– Χµµµµµ..., έκανε η Αµαλία. Έρχοµαι από κει.Η Ειρήνη-Ανδροµάχη κατέβασε το ακουστικό και

έσβησε το τσιγάρο, προσέχοντας να το σβήσει απόλυτακαι οριστικά, να µη συνεχίζει να αργοσβήνει στο τασάκιξεψυχώντας, γιατί είπαµε, φωτιά χωρίς καπνό δεν υπάρ-χει, άσε που της έφερνε και κακές αναµνήσεις.

12

A N £ O Y § A A £ A N A ™ I A ¢ O Y

Page 6: 1 ªåì. 7-328τσιγάρο του Τάσου. 9 «Ξανθιά, σύνελθε!» πρόσταξε τον εαυτό της, προσδί-δοντάς του ένα χαρακτηρισµό

∫È ¤ÙÛÈ ¿Ú¯ÈÛ·Ó fiÏ·

Όταν το µεσηµέρι αποφάσισα να µεταµορφωθώ σεξανθιά και να ξεγράψω για πάντα απ’ το παρελθόν και τησκέψη µου τη γλυκανάλατη ροµαντική Νίνα, δεν υπολό-γιζα την Αµαλία. Είχα αποκλειστικά και µόνο στο µυαλόµου τον Τάσο και φανταζόµουν πως διαγράφοντας εµέναθα εξαφανιζόταν µαζί κι εκείνος, χωρίς αυτό να συνεπά-γεται απαραίτητα την απόλυτη απόγνωση που περνούσακάθε φορά που χωρίζαµε.

Λογικό; Μέχρι τώρα αυτή που χώριζε ήταν η Νίνα.Όχι η Ανδροµάχη!

Και η Νίνα ήταν µια λεπτεπίλεπτη κοπέλα µε καστα-νά µαλλιά µέχρι τους ώµους, καθωσπρέπει ντύσιµο καιευγενικούς τρόπους. Μια γυναίκα χωρίς αιχµές, µαλακήσαν λούτρινο αρκουδάκι, που µπορούσες άνετα να κοιµη-θείς στην αγκαλιά της νιώθοντας πως αποκλείεται να σε

13

Page 7: 1 ªåì. 7-328τσιγάρο του Τάσου. 9 «Ξανθιά, σύνελθε!» πρόσταξε τον εαυτό της, προσδί-δοντάς του ένα χαρακτηρισµό

πειράξει κανείς. Η Νίνα δεν ήταν επικίνδυνη, ούτεακραία, δε θα µιλούσε ποτέ χωρίς να αναλογιστεί τις συ-νέπειες και θα έπνιγε τον πόνο της στο µαξιλάρι της γιανα µη σε ενοχλήσει. ∆ε θα τα έκανε ποτέ γυαλιά καρφιάστο διαµέρισµά σου, ακόµη και αν σε έπιανε στο κρεβάτιµε ουρακοτάγκο.

Η Ανδροµάχη όµως! Α, αυτήν έπρεπε να τη σκηνοθε-τήσω καλύτερα. Με τη Νίνα δεν τα είχα πάει καθόλουκαλά µέχρι τώρα, η ζωή όµως µου έδινε κι άλλη µια ευ-καιρία. Το γεγονός ότι µε φώναζαν Νινάκι από βρέφοςδεν µπορούσε να αναιρέσει το γεγονός ότι είχα επισήµωςδύο ονόµατα: Ειρήνη-Ανδροµάχη. Αποκλείεται να είχεσυµβεί αυτό τυχαία, και τώρα, µια ανάσα από τα τριάνταµου, ήταν καιρός να το εκµεταλλευτώ επιτέλους.

Η Ανδροµάχη θα είναι ξανθιά, επικίνδυνη και κοφτερήσαν µαχαίρι. Θα σκέφτεται πρώτα τον εαυτό της και µε-τά... τα νύχια της. Που παρεµπιπτόντως πρέπει να είναιαπολύτως εντυπωσιακά.

Η Ανδροµάχη-Μάχη θα είναι ο καινούργιος µου εαυ-τός, που θα µε βγάλει επιτέλους ασπροπρόσωπη και θαεκδικηθεί ως ορίτζιναλ ξανθιά για όλα τα δάκρυα που ηΕιρήνη-Νίνα έχυσε µέχρι τώρα στη ζωή της.

Και µια χαρά τα πήγαινε µέχρι τώρα, τουλάχιστον µέ-χρι που τηλεφώνησε η Αµαλία.

Η Αµαλία καταφτάνει σε λιγότερο από τριάντα λεπτά– χρόνος ρεκόρ και για την ίδια αλλά και για την Αθήνα,

14

A N £ O Y § A A £ A N A ™ I A ¢ O Y

Page 8: 1 ªåì. 7-328τσιγάρο του Τάσου. 9 «Ξανθιά, σύνελθε!» πρόσταξε τον εαυτό της, προσδί-δοντάς του ένα χαρακτηρισµό

απόγευµα καθηµερινής, ώρα που τα µαγαζιά είναι ανοι-χτά και τα τρόλεϊ απεργούν.

∆εν έχω το κουράγιο ούτε καν να το σχολιάσω. Βρί-σκοµαι ακόµα στην ίδια θέση, κοιτάζοντας τα νύχια µου.Μόνο που οι γόπες στο τασάκι είναι τώρα τέσσερις.

(Περιττό να σηµειώσουµε ότι η Νίνα είχε κόψει το κά-πνισµα εδώ και χρόνια.)

Εγώ όµως εν τω µεταξύ, καθώς απολαµβάνω τον κα-πνό στα πνευµόνια µου, ξαναφρεσκάρω εσωτερικά όλεςτις παροιµίες που έχω ακούσει στη ζωή µου.

Η Αµαλία µπαίνει φέρνοντας µια αύρα φρεσκάδας στοκλειστό σπίτι, κουβαλώντας µια τεράστια σακούλα µεφρέσκα πορτοκάλια.

Μου ρίχνει µια µατιά και πιάνει αµέσως δουλειά στηνκουζίνα µε το λεµονοστύφτη, χωρίς κανένα σχόλιο. Οήχος της σιωπής δεν ενοχλούσε καθόλου µέχρι τώρα τηνΕιρήνη, τώρα όµως που την έσπαγε έτσι βάρβαρα ο ήχοςτου λεµονοστύφτη, άρχισε να της δίνει στα νεύρα.

– Πού βρήκες να παρκάρεις; ρωτάω.– Ήρθα µε το µετρό, κατέφτασε η απάντηση µαζί µε

ένα υπέρδιπλο ποτήρι χυµού. Πιες! µε διατάζει. – ∆ε θέλω! – Το ξέρω, συνεχίζει απτόητη η Αµαλία. Μια όµως

που αποφάσισες να το ρίξεις στο κάπνισµα, µπορείς του-λάχιστον να πάρεις καµιά βιταµίνη C...

Πιάνω (η Ειρήνη πιάνει) πειθήνια το ποτήρι, το κοιτά-

15

¶ P O ™ E ˘ X E

Page 9: 1 ªåì. 7-328τσιγάρο του Τάσου. 9 «Ξανθιά, σύνελθε!» πρόσταξε τον εαυτό της, προσδί-δοντάς του ένα χαρακτηρισµό

ζω σαν να περιέχει δηλητήριο, κατεβάζω το µισό µαζί µετα κρυµµένα µου δάκρυα, και εκεί κάπου στη µέση τα δά-κρυα ξεχειλίζουν.

Η – µόλις σήµερα – ξανθιά Ειρήνη-Ανδροµάχη παρα-τάει την πορτοκαλάδα και κάθε ελπίδα να νιώσει καλάκαι σωριάζεται στον καναπέ, κουβαριασµένη από πόνοκαι κλαίγοντας σαν µικρό παιδί.

– Γιατί; Γιατί; Μα γιατί, πες µου; Γιατί; Γιατί σ’ εµέναόλα; Γιατί; ΓΙΑΤΙ;

Η Αµαλία φαίνεται απρόθυµη προς στιγµή να απαντήσεισε αυτό το γιγάντιο γιατί, που µοιάζει να µην είναι ένα επα-ναλαµβανόµενο, αλλά τουλάχιστον δέκα διαφορετικά γιατί.Αρκείται να µε πάρει αγκαλιά και να µου χαϊδεύει απαλάτην πλάτη και τον αυχένα, που ταλαιπωρούνται απόασταµάτητους σπασµούς.

– Να σου κάνω ένα τσάι; ψιθυρίζει µόνο, αλλά αυτόείναι αρκετό για να προκαλέσει ξαφνική έκρηξη.

– ∆Ε ΘΕΛΩ ΤΣΑΪ! ∆Ε ΘΕΛΩ ΠΟΡΤΟΚΑΛΑ∆Α! ΚΑΙ ∆ΕΝ

ΕΙΣΑΙ Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ!

Σηκώνοµαι απότοµα, σκουπίζω τα µάτια µου και ψά-χνω για χαρτοµάντιλο.

Η Αµαλία χαµογελάει, πρώτη φορά από τη στιγµή πουµπήκε στο σπίτι.

– Επιτέλους! Φώναξε, παιδί µου, βρίσε µε, αν σε κάνεινα νιώθεις καλύτερα, λέει. Και... φυσικά δεν είµαι η µάνασου, προσθέτει.

16

A N £ O Y § A A £ A N A ™ I A ¢ O Y

Page 10: 1 ªåì. 7-328τσιγάρο του Τάσου. 9 «Ξανθιά, σύνελθε!» πρόσταξε τον εαυτό της, προσδί-δοντάς του ένα χαρακτηρισµό

– Ούτε ο ψυχοθεραπευτής µου είσαι! φωνάζω. Καισταµάτα να έχεις αυτό το γελοίο συµπονετικό ύφος, «φώ-ναξε, βρίσε µε... εγώ είµαι εδώ και σε καταλαβαίνω...βγάλε τα απωθηµένα σου πάνω µου». ΜΟΥ ΤΗ ΣΠΑΣ!!!!!

– Γιατί; ρωτάει ψύχραιµη ακόµα η Αµαλία.– Γιατί; Για πες µου εσύ, γιατί είσαι πάντα τόσο υπε-

ράνω; Γιατί εσένα δε σε παρατάνε οι γκόµενοι; Γιατί δεθέλεις ποτέ να θαφτείς κάτω απ’ τη γη; Ποια νοµίζειςπως είσαι τέλος πάντων, ε;

– Η φίλη σου; Από το δηµοτικό;Η φωνή της Αµαλίας ακούγεται λίγο πιο τρεµάµενη

από πριν, λιγότερο σίγουρη και καθησυχαστική. Αυτός οτρεµάµενος τόνος µε συνεφέρνει. Την πλήγωσα δηλαδή;Όσο αιχµηρή και αν προσπαθεί να γίνει η ξανθιά Ανδρο-µάχη, η γλυκερή Ειρήνη δεν αντέχει να βλέπει κανένανπληγωµένο, πόσο µάλλον την καλύτερή της φίλη.

– Οκέι, σόρι. Το παρατράβηξα, σόρι, εντάξει;– Αν έλεγες και µια συγγνώµη, θα ήταν καλύτερα, ση-

κώνει τα µάτια της η Αµαλία.– Είπα σόρι!– Άλλο σόρι, άλλο συγγνώµη. Το σόρι το λέµε έτσι, η

συγγνώµη βγαίνει πιο δύσκολα.– Χµ. Ναι. Οκέι, συγ-γνώ-µη, εντάξει; Είµαι χάλια,

εντάξει; Με ξέρεις όταν είµαι χάλια.Η Αµαλία κάθεται δίπλα µου και παίρνει τα παγωµένα

χέρια µου στα ζεστά δικά της.

17

¶ P O ™ E ˘ X E

Page 11: 1 ªåì. 7-328τσιγάρο του Τάσου. 9 «Ξανθιά, σύνελθε!» πρόσταξε τον εαυτό της, προσδί-δοντάς του ένα χαρακτηρισµό

– Για πες τώρα, τι έγινε; – Τι να γίνει; Έγινε ότι η ζωή είναι γεµάτη πόνους και

απογοητεύσεις. Και όσο µεγαλώνεις, τόσο περισσότεροτο αντιλαµβάνεσαι και τόσο πιο συχνά σου συµβαίνει. Κιεγώ... δε θέλω άλλο!

– Αυτό έγινε, Νίνα;– Μπορείς να µη µε ξαναπείς Νίνα; Σε θερµοπαρακα-

λώ. Θα βοηθήσει την κατάστασή µου, αν ήρθες για να µεβοηθήσεις.

– Μπορώ να σε φωνάζω και Αλή Μπαµπά, αν σε βοη-θάει αυτό, αλλά θα µου πεις;

– Αµαλία, θέλεις να τα φτιάξουµε;Η Αµαλία έσκασε για πρώτη φορά ένα χαµόγελο.– ∆εν µπορώ, έχω φίλο. Εξάλλου, πόσο ακόµη να τα

«φτιάξουµε» εµείς οι δυο;– Κανονικά. Να παρατήσεις τον ∆ηµήτρη – πριν σε

παρατήσει αυτός – και να έρθεις να συζήσουµε. Να υιο-θετήσουµε και όσα παιδάκια θέλεις...

– Χµµµµµµ. Καλά. Ακόµα όµως δε µου είπες...– Και δε θα σου πω! Τι σηµασία έχει; Μία απ’ τα ίδια!

Απλώς κουράστηκα. Κουράστηκα τα ψέµατα, τις δικαιο-λογίες, την παρουσία του όταν τον βολεύει, την απουσίατου, πάλι όταν τον βολεύει.

– ∆ηλαδή εσύ χώρισες; προσπαθεί να διευκρινίσει ηΑµαλία.

Εγώ όµως έχω πάρει φόρα και δεν ακούω.

18

A N £ O Y § A A £ A N A ™ I A ¢ O Y

Page 12: 1 ªåì. 7-328τσιγάρο του Τάσου. 9 «Ξανθιά, σύνελθε!» πρόσταξε τον εαυτό της, προσδί-δοντάς του ένα χαρακτηρισµό

– ...το παθιασµένο σεξ µετά τις αδικαιολόγητες απου-σίες και µετά τις ζήλιες, τους όρκους, τις µετάνοιες, καιξανά πάλι από την αρχή...

– Ωραία, τότε γιατί θρηνούµε; απορεί εύλογα η Αµαλία.Γυρίζω απότοµα και την κοιτάζω πολύ µα πολύ στραβά.

– Πλάκα µου κάνεις; ΧΩ-ΡΙ-ΣΑ-ΜΕ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ! Τι δενκαταλαβαίνεις;

– Οκέι, οκέι! Μην τα παίρνεις. Συγγνώµη που δεν κα-ταλαβαίνω, αλλά τα ίδια ακριβώς λέγαµε και πριν απότρεις βδοµάδες, αν δε µε γελάει η µνήµη µου. Και ξανάπιο πριν, τον Νοέµβριο, και το καλοκαίρι... Καλά, ας µηθυµηθώ το καλοκαίρι...

– Ε, αυτό δεν είπα µόλις κι εγώ;– Ναι, αλλά γιατί τόσος τζερτζελές τώρα; Έβαψες µαλ-

λί, αγόρασες πακέτο... και βλέπω και νύχι µοβ ή κάνω λά-θος;

– This is the end... τραγούδησα µελοδραµατικά. Απο-φάσισα να γίνω λεσβία. Και είσαι η πρώτη που σου κάνωεπίσηµη πρόταση!

Η Αµαλία µε κοιτάζει καλά καλά κι εγώ ανάβω τσιγά-ρο. Έχω να το κάνω αυτό µπροστά της από την τρίτη λυ-κείου. Εκείνη µου τραβάει το τσιγάρο και το σβήνει, εγώανάβω άλλο.

– Μην είσαι ανόητη! της λέω. Έχω ολόκληρο πακέτο.Και µετά, έχω κούτα. Και µετά, το περίπτερο της γωνίαςτο ξενυχτάει...

19

¶ P O ™ E ˘ X E

Page 13: 1 ªåì. 7-328τσιγάρο του Τάσου. 9 «Ξανθιά, σύνελθε!» πρόσταξε τον εαυτό της, προσδί-δοντάς του ένα χαρακτηρισµό

– Εσύ µην είσαι ανόητη! εκνευρίζεται στο τέλος. ∆εφτάνει που έγινες ξανθιά – κατάξανθη – καλά, αυτό αςτο αντέξουµε, αλλά έγινες ξαφνικά και πολύ dramaqueen. To τσιγάρο το κόψαµε στις πανελλήνιες, οκέι;Και τέλος πάντων, παρ’ όλο που δε βγαίνει ακριβώς άκρηαπ’ τα λεγόµενά σου, συµπεραίνω πως αυτός ο χωρισµός– αν είναι τελειωτικός, που αµφιβάλλω – σε βρίσκει σύµ-φωνη. Οκέι; Τι τρέχει λοιπόν και είσαι σ’ αυτή την κατά-σταση, ε; Γιατί δεν είσαι καλά, το βλέπουµε όλοι, οκέι;

– Μου λείπει, ψιθυρίζω. Και ξέρω πως δε θα περάσειγρήγορα, αλλά πρέπει να τον κόψω. Για πάντα. Το ήξερααπό καιρό, αλλά το έκανα σήµερα. Και είµαι σχεδόντριάντα, Αµαλία, δεν έχω άλλο χρόνο. Εσύ έχεις τον ∆η-µήτρη, και µπράβο σας, θα γίνεις σε λίγο µια χαρωπήνοικοκυρά και επισήµως, εγώ όµως όλο τραβιέµαι µεάχρηστους που µου ρουφάνε το µεδούλι και µένω µετάένα άδειο πράµα, ενώ αυτοί πάνε γι’ άλλα. Πιο άδειο κιαπ’ αυτό το πακέτο...

Και τα δάκρυα ξαναγυρίζουν, µαζί µε τους λυγµούς,τις µύξες, τα χαρτοµάντιλα, τα ζεστά χέρια της Αµαλίαςνα µου τρίβουν το σβέρκο µέχρι να ηρεµήσω.

Άδεια. Αυτό ακριβώς ένιωθα. Άδεια και παγωµένη. Κιενώ η αγάπη της φίλης µου ήταν εκεί, τη συγκεκριµένηστιγµή µε ζέσταινε όσο φωτίζει ένα κεράκι ένα κατασκό-τεινο δωµάτιο. Μη µε παρεξηγήσετε, είµαι ευγνώµων γιατο κεράκι. Απλώς τώρα χρειάζοµαι πολυέλαιο.

20

A N £ O Y § A A £ A N A ™ I A ¢ O Y

Page 14: 1 ªåì. 7-328τσιγάρο του Τάσου. 9 «Ξανθιά, σύνελθε!» πρόσταξε τον εαυτό της, προσδί-δοντάς του ένα χαρακτηρισµό

– Γλυκιά µου..., λέει τρυφερά και χαµηλόφωνα η Αµα-λία. Πες µου, τι θα ’θελες τώρα; Πες πως είµαι η ΜαίρηΠόπινς, η καλή σου νεράιδα, η νονά σου, κάνε µια ευχή!

Σκέφτοµαι. ∆ε θέλω να πω καµιά βλακεία, του στιλµια τούρτα καραµέλα µε µαύρη σοκολάτα, γιατί είναι ικα-νή να τρέξει να µου την πάρει. Και για κάποιο λόγο ψή-νοµαι προς στιγµήν πως η Αµαλία είναι η καλή µου νε-ράιδα και θέλω να κάνω µια ευχή που να πιάσει τόπο.Θέλω να ζητήσω αυτό που αλήθεια θέλω. Σκέφτοµαι λοι-πόν. Η Αµαλία περιµένει υποµονετικά, όπως οφείλει κά-θε καλή νεράιδα.

– Θέλω... Θέλω έναν άντρα που να είναι σύντροφος,φίλος και εραστής, αλλά µε αυτήν ακριβώς τη σειρά. Ναµε συντροφεύει στην καθηµερινότητά µου, στα κάτω καιστα πάνω µου, όταν έχω γρίπη και όταν έρχοµαι σπιντά-τη από τo γυµναστήριο, όταν θέλω να χουχουλιάσω καινα δω ταινία ή όταν θέλω νυχτερινό µπάνιο στη θάλασ-σα, να µπορεί να µε συντροφεύει στα ψώνια και να µπο-ρεί να µαγειρέψει όταν είµαι κουρασµένη, να µην ντρέπο-µαι να τον παρουσιάσω στις φίλες µου ή στους γονείςµου, να καταλαβαίνει την ανάγκη µου να µείνω λίγο µόνηχωρίς να ζηλεύει, να κάνει έρωτα τρυφερά και να µη µεπερνάει πάνω από ένα κεφάλι!

– Ωραία, απαντάει ψύχραιµα η Αµαλία. Κάτι άλλο;– Να σκέφτεται, να έχει ανοιχτό µυαλό και να µην είναι

ρατσιστής. Α, και να αγαπάει τα παιδιά. Τουλάχιστον να

21

¶ P O ™ E ˘ X E

Page 15: 1 ªåì. 7-328τσιγάρο του Τάσου. 9 «Ξανθιά, σύνελθε!» πρόσταξε τον εαυτό της, προσδί-δοντάς του ένα χαρακτηρισµό

µην αποκλείει την πιθανότητα να τα αγαπήσει στο µέλλον...– Τίποτε άλλο; επιµένει η Αµαλία. Από εµφάνιση, πώς

τον θέλεις;– Χµ, είπαµε, όχι θεόρατο, να τον φτάνω, έστω αν ση-

κωθώ στις µύτες. Προτιµώ καστανό, προς το ανοιχτότου, µε ευγενικό πρόσωπο και, οπωσδήποτε, ωραίο χαµό-γελο. Το χρώµα µατιών το αφήνω στην επιλογή σου, τοχαµόγελο, όµως, είναι must!

– Τελείωσες; ρωτάει η Αµαλία.Γνέφω καταφατικά.– Ωραία, λέει. Γιατί δεν κάνεις µια προσευχή;– Ορίστε; Νόµιζα πως εσύ ήσουν η καλή µου νεράιδα.

Τώρα µε παραπέµπεις αλλού; αστειεύοµαι, αλλά η Αµα-λία δε γελάει.

– Σοβαρά σου µιλάω, Νινάκι. Γιατί δεν κάνεις µιαπροσευχή;

– Άσ’ το πια αυτό το Νινάκι, είπαµε! – Εντάξει, Μάχη, επιµένω όµως. – Το ξέρεις πως δεν το ’χω µε τις προσευχές. Τι σου

’ρθε τώρα;– Τίποτα, έτσι το σκέφτηκα. Μου ’ρθε, ρε παιδί µου!

Τι έχεις να χάσεις δηλαδή;– Αφού σου ’ρθε, σε ποιον να προσευχηθώ;– Στο σύµπαν, ξέρω ’γώ;– Και να πω όλα αυτά που σου είπα πριν; Θα βαρεθεί

να µ’ ακούει!

22

A N £ O Y § A A £ A N A ™ I A ¢ O Y

Page 16: 1 ªåì. 7-328τσιγάρο του Τάσου. 9 «Ξανθιά, σύνελθε!» πρόσταξε τον εαυτό της, προσδί-δοντάς του ένα χαρακτηρισµό

– Πρώτον, δε νοµίζω πως το σύµπαν βαριέται. Κιέπειτα, µάλλον δε θα χρειάζονται τόσα λόγια...

Αλλάζω θέση και κοιτάζω την Αµαλία από άλλη γωνία.Εκείνη δεν αλλάζει θέση, ούτε ύφος. Ξαφνικά η σκηνήµου φαίνεται σουρεαλιστική. ΤΙ ΛΕΜΕ ΤΩΡΑ;

– Να σου πω, φτάνει µε αυτό το αστείο, αποφασίζω.Ούτε εσύ είσαι η Μαίρη Πόπινς ούτε το σύµπαν ακούεικανενός τις προσευχές, αλλιώς θα ήµασταν όλοι ευτυχι-σµένοι. Θα κάναµε κάθε λίγο µια προσευχούλα καιτσουπ! Να οι γκόµενοι, να τα λεφτά, να οι γονείς µας σεµελιστάλαχτη βερσιόν, να οι λαχταριστές τούρτες σοκο-λάτα που δεν παχαίνουν...

Η Αµαλία παραδόξως µοιάζει να διαφωνεί, παρ’ όλητην ατράνταχτη λογική που της παραθέτω.

– Ας υποθέσουµε ότι έχεις δίκιο σε κάποιο βαθµό, λέ-ει. Τι χάνεις όµως να δοκιµάσεις; Το χειρότερο που θασυµβεί είναι το σύµπαν να παραµείνει βουβό και αδιάφο-ρο στις επικλήσεις σου. Εσύ πάντως δε χάνεις τίποτα!

– Πώς δε χάνω; διαµαρτύροµαι. Χάνω το χρόνο µου!Άσε που έτσι που πάω, θα χάσω και τα λογικά µου! ∆εµου λες – ξαφνικά την κοιτάζω µε υποψία –, µήπως τιςτελευταίες δύο βδοµάδες που ήµουν τόσο απασχοληµένηνα γοητεύω τον Τάσο, προσχώρησες σε καµιά παραθρη-σκευτική οργάνωση και µου το κρατάς για έκπληξη;

– Όχι, δεν προσχώρησα σε καµία οργάνωση, γελάει ηAµαλία. Απλώς έριξα µια ιδέα, άσ’ το, ξέχνα το.

23

¶ P O ™ E ˘ X E

Page 17: 1 ªåì. 7-328τσιγάρο του Τάσου. 9 «Ξανθιά, σύνελθε!» πρόσταξε τον εαυτό της, προσδί-δοντάς του ένα χαρακτηρισµό

Μείναµε για λίγο σιωπηλές. Σιγά σιγά άρχισα να χα-λαρώνω και να γλιστράω στο µαλακό καναπέ, αγκαλιάζο-ντας το αγαπηµένο µου µαξιλάρι µε τις δυο γάτες, άσπρηκαι καφέ, κεντηµένες πάνω του. Η Αµαλία συνέχισε ναµου χαϊδεύει αµίλητη την πλάτη, και αυτό ήταν το καλύ-τερο πράγµα που µου είχε προσφέρει κάποιος τουλάχι-στον τις τελευταίες δύο βδοµάδες. Αυτή η αµίλητη στορ-γή που ήταν εκεί διαθέσιµη, χωρίς ερωτήσεις και χωρίςαπαιτήσεις, ήταν ό,τι το καλύτερο. Έκλεισα λοιπόν γιαλίγο τα µάτια µου για να το απολαύσω.

Όταν τα ξανάνοιξα, το δωµάτιο φωτιζόταν µόνο απότη λάµπα του δρόµου, επάνω µου ήταν ριγµένη η κόκκινηκουβέρτα που κρατάω εφεδρικά στην ντουλάπα για τουςεπισκέπτες και η Αµαλία είχε φύγει.

Ένιωθα πολύ παράξενα ήρεµη. Ίσως ο τρόπος που µεείχε πάρει ο ύπνος, µε το τρυφερό χάδι της Αµαλίας πουµόνο έδινε χωρίς να ζητάει τίποτα, ίσως η θέση µου στονκαναπέ αντί στο κρεβάτι µου µε έκαναν να νιώθω ξένηστο ίδιο µου το σπίτι. Είµαι στον καναπέ, σκεπασµένη µετην κουβέρτα των επισκεπτών, σκέφτοµαι. Μήπως είµαικι εγώ επισκέπτης;

Παράξενη σκέψη... Είµαι επισκέπτης στο σπίτι µου;Μήπως και στο δρόµο µου και στη γειτονιά µου; Και στηχώρα µου και στον πλανήτη; Και αν είµαι επισκέπτης,

24

A N £ O Y § A A £ A N A ™ I A ¢ O Y

Page 18: 1 ªåì. 7-328τσιγάρο του Τάσου. 9 «Ξανθιά, σύνελθε!» πρόσταξε τον εαυτό της, προσδί-δοντάς του ένα χαρακτηρισµό

πού είναι το σπίτι µου; ΑΠΟ ΠΟΥ ΗΡΘΑ; Για να βρεθώεπισκέπτρια, στις τρεις το πρωί µιας ∆ευτέρας, σε ένανκαναπέ, σκεπασµένη µε κόκκινη κουβέρτα;

Αυτή η σκέψη καρφώνεται στον εγκέφαλό µου, σαν νατην κόλλησα ξαφνικά µε logo, και δεν ξεκολλάει µε τίπο-τα. Από πού ήρθα; ΑΠΟ ΠΟΥ ΗΡΘΑ; Εγώ, η επισκέπτρια;Γιατί όσο περνάει η ώρα, τόσο και πιο σαφής και ξεκάθα-ρη µου γίνεται η αίσθηση της επισκέπτριας. Και δεν µπο-ρώ να πω ότι είναι µια δυσάρεστη αίσθηση. Είναι πρωτό-γνωρη, αλλά όχι δυσάρεστη. Είναι µια αίσθηση που απόκάπου µακριά θυµίζει κάτι οικείο, κάτι που κάποτε ήξερακαι έχω ξεχάσει. Κάτι που θέλει εξερεύνηση, σαν να ανα-καλύπτεις ξαφνικά έναν κρυµµένο κήπο στο από πίσω οι-κόπεδο που δεν τον είχες προσέξει ποτέ. Και µαζί τηςπάει πακέτο κι η ερώτηση: από πού ήρθα;

«Από το σύµπαν», ακούγεται ο απόηχος της φωνήςτης Αµαλίας και βγάζει απόλυτο νόηµα. Ακόµη κι οι γά-τες πάνω στο µαξιλάρι γνέφουν καταφατικά.

∆εν έχω πρόθεση να διαφωνήσω, το θέµα όµως είναι πωςούτε η Νίνα ούτε η Μάχη είχαν ποτέ στο παρελθόν ασχο-ληθεί µε παρόµοιες ερωταπαντήσεις, και τούτος ο νυχτερι-νός εσωτερικός διάλογος µου κάνει τεράστια εντύπωση.

Βασικά, εκτός από επισκέπτρια νιώθω λίγο σαν µιαάλλη, ή µάλλον σαν µια άλλη µέσα σ’ εµένα που µιλάειγια λογαριασµό µου, µια που εγώ δεν ξέρω πια τι λέω.

«Από το σύµπαν», ακούγεται πάλι µες στο µυαλό µου.

25

¶ P O ™ E ˘ X E

Page 19: 1 ªåì. 7-328τσιγάρο του Τάσου. 9 «Ξανθιά, σύνελθε!» πρόσταξε τον εαυτό της, προσδί-δοντάς του ένα χαρακτηρισµό

Και η λέξη «σύµπαν» περιέχει ξαφνικά τόσα νοήµατα, τό-σο βάθος, τόσο δέος, που δεν έχω ξανανιώσει ποτέ. Τοσύµπαν είναι οπωσδήποτε κάτι που πρέπει να σκύψω καινα υποκλιθώ µπροστά του, και αισθάνοµαι απέραντη ευ-γνωµοσύνη απέναντί του που µπήκε στον κόπο να µεκουβαλήσει τόοοσο δρόµο, τόσα χρόνια µέχρι αυτό τοναναπαυτικό καναπέ. Και, φυσικά, είναι οπωσδήποτε κάτιπου µπορώ να του απευθύνω κάθε µου σκέψη, κάθε µουεπιθυµία και – γιατί όχι; – και την προσευχή που µε πα-ρότρυνε προηγουµένως η φίλη µου.

Αγαπηµένο µου σύµπαν, σκέφτοµαι, πολύ χαίροµαιπου µου συστήθηκες απόψε. Πού είχες χαθεί τόσον και-ρό; Εντάξει, ίσως να είχα χαθεί κι εγώ, οκέι! Μια που τοέφερε όµως η στιγµή να πρωτογνωριστούµε, θα ’θελα νασου ζητήσω µια χάρη: εκεί πέρα που κατασκευάζειςόλους εµάς, σίγουρα θα έχεις και καλύτερα µοντέλα. Ξέ-ρεις εσύ από ποιον εννοώ καλύτερα. Στείλε µου ένα βελ-τιωµένο είδος, έτσι όπως το περιέγραψα προηγουµένως,να µη σ’ τα ξαναλέω. Α, κι αν γίνεται, σύµπαν, να µην κα-πνίζει, σε παρακαλώ! Αυτά.

Σιγά που θα ξαναρχίσω εγώ το κάπνισµα για τον Τάσο,σκέφτοµαι και σηκώνοµαι να πετάξω το τασάκι µε τα απο-τσίγαρα, µαζί µε το πακέτο που αγόρασα, στα σκουπίδια.Μετά γυρίζω στον καναπέ, αγκαλιάζω σφιχτά τις γάτες, πουγουργουρίζουν απ’ το µαξιλάρι, και αποκοιµιέµαι γλυκά.

26

A N £ O Y § A A £ A N A ™ I A ¢ O Y

Page 20: 1 ªåì. 7-328τσιγάρο του Τάσου. 9 «Ξανθιά, σύνελθε!» πρόσταξε τον εαυτό της, προσδί-δοντάς του ένα χαρακτηρισµό