ΒΚΜ

65
1 Ένας Βοτανικός Κήπος στη Μονεμβασιά Αριστείδης Ζωγραφίδης, Γεωπόνος Ph.D. «Η εικασία μου, συνεπώς, είναι ότι η φύση της Ελλάδας, η μεγάλη ποικιλία και μοναδικότητα της πανίδας και της χλωρίδας της, αποτελεί σε τέτοιο βαθμό κομμάτι της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, όσο αποτελούν και τα αρχαία κείμενα, τα μνημεία και τα έργα τέχνης αυτής της χώρας. Και πράγματι, προς υποστήριξη αυτής της υπόθεσης, η Ελλάδα είναι υπέρμετρα πλούσια σε μοναδικά φυτά, είδη που απαντούν εδώ και πουθενά αλλού στον κόσμο. Ονομάζονται ενδημικά από εμάς τους βιολόγους, και γενικώς αναγνωρίζεται ότι είναι ιδιαιτέρως πολύτιμα, εν μέρει επειδή πολλά είναι σπάνια, που φύονται μόνο σε μικρές, διασκορπισμένες ή μοναδικές τοποθεσίες, και το σημαντικότερο, επειδή, αν χαθούν είτε από πρόθεση είτε κατά λάθος, εξαφανίζονται ανεπιστρεπτί. «Η εξαφάνιση είναι για πάντα» ήταν ένα αρχικό ισχυρό σύνθημα του Παγκοσμίου Ταμείου για τη Φύση (WWF), το οποίο από τότε δεν έχει χάσει τίποτα από την σπουδαιότητά του.» Werner Greuter, από τον πρόλογο του Βιβλίου Ερυθρών Δεδομένων των Σπάνιων και Απειλούμενων φυτών της Ελλάδας, 1995 (1) . Πειραιάς, Φεβρουάριος 2013

Upload: aris-zografidis

Post on 01-Nov-2014

273 views

Category:

Documents


1 download

DESCRIPTION

Πρόταση δημιουργίας ενός Βοτανικού Κήπου στη Μονεμβασιά.

TRANSCRIPT

1

Ένας Βοτανικός Κήπος στη Μονεμβασιά Αριστείδης Ζωγραφίδης, Γεωπόνος Ph.D.

«Η εικασία μου, συνεπώς, είναι ότι η φύση της Ελλάδας, η μεγάλη ποικιλία και μοναδικότητα της πανίδας και της χλωρίδας της, αποτελεί σε τέτοιο βαθμό κομμάτι της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, όσο αποτελούν και τα αρχαία κείμενα, τα μνημεία και τα έργα τέχνης αυτής της χώρας. Και πράγματι, προς υποστήριξη αυτής της υπόθεσης, η Ελλάδα είναι υπέρμετρα πλούσια σε μοναδικά φυτά, είδη που απαντούν εδώ και πουθενά αλλού στον κόσμο. Ονομάζονται ενδημικά από εμάς τους βιολόγους, και γενικώς αναγνωρίζεται ότι είναι ιδιαιτέρως πολύτιμα, εν μέρει επειδή πολλά είναι σπάνια, που φύονται μόνο σε μικρές, διασκορπισμένες ή μοναδικές τοποθεσίες, και το σημαντικότερο, επειδή, αν χαθούν είτε από πρόθεση είτε κατά λάθος, εξαφανίζονται ανεπιστρεπτί. «Η εξαφάνιση είναι για πάντα» ήταν ένα αρχικό ισχυρό σύνθημα του Παγκοσμίου Ταμείου για τη Φύση (WWF), το οποίο από τότε δεν έχει χάσει τίποτα από την σπουδαιότητά του.»

Werner Greuter, από τον πρόλογο του Βιβλίου Ερυθρών Δεδομένων των Σπάνιων και Απειλούμενων φυτών της Ελλάδας, 1995 (1).

Πειραιάς, Φεβρουάριος 2013

2

Στους εκκολαπτόμενους ερασιτέχνες και επιστήμονες σπουδαστές της ελληνικής φύσης και σε όσους θα ήθελαν να δουν την ιδέα του Βοτανικού Κήπου Μονεμβασιάς να γίνεται και πράξη.

3

Περίληψη της πρότασης.

Με την παρούσα εργασία διασαφηνίζεται και αναπτύσσεται η ιδέα της δημιουργίας ενός

Βοτανικού Κήπου αυτοφυών και ενδημικών ελληνικών φυτών στη νησίδα της Μονεμβασιάς.

Ειδικότερα, προτείνεται η ανάπτυξη ενός μη-παρεμβατικού στο τοπίο Βοτανικού Κήπου Μονεμβασιάς

(ΒΚΜ) στο πλάτωμα της εγκαταλειμμένης άνω πόλης, κυρίως με τη μορφή βοτανικών μονοπατιών στα

μονοπάτια που ήδη υπάρχουν. Στη διατήρηση των βοτανικών συλλογών περιλαμβάνονται η in situ

διατήρηση, η ex situ διατήρηση καθώς και η φύλαξη σπερμάτων. Συμπληρωματικά, προτείνεται η

ένταξη ενός τμήματος των ανατολικών κρημνών της νησίδας (κρημνών του Κάστρου), τμήμα το οποίο

θα μπορεί να φιλοξενήσει υποχρεωτικά χασμοφυτικά είδη, υλοποιώντας ένα σχέδιο πρότυπου

«κρεμαστού» Βοτανικού Κήπου. Η επιλογή των φυτικών taxa έγινε πρωτίστως βάση κριτηρίων της

καταλληλότητας του ενδιαιτήματος, ενδημισμού και σπανιότητας. Οι καλλιεργητικές ενέργειες στον

προτεινόμενο ΒΚΜ δεν περιλαμβάνουν την άρδευση για τη διατήρηση των συλλογών και οι ανάγκες

των φυτών σε νερό, μετά την εγκατάστασή τους, θα καλύπτονται από τη βροχή.

Ο ρόλος που θα καλούνταν να επιτελέσει ο ΒΚΜ είναι πολλαπλός και περιλαμβάνει αφενός την

ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των πολιτών ως προς τις πλούσιες ελληνικές φυτοκοινότητες του

ξηρο-θερμο-μεσογειακού κλίματος και αφετέρου την επιστημονική μελέτη και την προστασία

ελληνικών φυτών πολλά εκ των οποίων είναι ενδημικά, σπάνια ή/και απειλούμενα της χερσονήσου του

Μαλέα. Θεωρούμε ότι καθώς η Μονεμβασιά είναι ένας προσφιλής προορισμός, η εξασφαλισμένη

επισκεψιμότητα του ΒΚΜ θα τον καθιστούσε σύντομα γνωστό ενώ θα ανατροφοδοτούσε παράλληλα

το ενδιαφέρον του κοινού για τη Μονεμβασιά στις περιόδους της χαμηλότερης τουριστικής κίνησης.

Όσον αφορά τη βοτανική επιστήμη, ο ΒΚΜ θα είχε τη δυνατότητα να αναδειχθεί σε πανελλήνιο και

πανευρωπαϊκό κέντρο μελέτης της ελληνικής χλωρίδας, η οποία είναι από τις πλουσιότερες της

Ευρώπης, με ιδιαίτερη έμφαση στη χλωρίδα της Λακωνίας που αξίζει να σημειωθεί ότι είναι από τις

πλουσιότερες και πιο ιδιαίτερες της Ελλάδας. Το σχέδιο μπορεί να υλοποιηθεί με την εργασία τριών

βοτανικών επιστημόνων, ενός αρχαιολόγου και άλλων δύο ατόμων βοηθητικού προσωπικού.

4

Γλωσσάρι.

taxon (το), πληθυντικός, taxa: Ταξινομική μονάδα που στο παρών κείμενο αναφέρεται είτε σε φυτικά

είδη π.χ. το είδος Stachys spreitzenhoferi ή σε υποείδη π.χ. το υποείδος Stachys spreitzenhoferi ssp.

virella.

in situ και ex situ διατήρηση: in situ είναι η διατήρηση μιας βοτανικής συλλογής στο φυσικό χώρο όπου

αυτοφύονται τα taxa. Αντίθετα, ex situ είναι η διατήρηση της συλλογής σε τοποθεσία όπου τα taxa αυτά

δεν αυτοφύονται.

ΒΚΜ: Βοτανικός Κήπος Μονεμβασιάς (προτείνεται η δημιουργία του με το παρών έγγραφο).

Πλάτωμα (Μονεμβασιάς): Ολόκληρη η περιοχή της άνω πόλης Μονεμβασιάς και περιμετρικά των

ερειπίων έως τους κρημνούς.

Αυτοφυές (μιας περιοχής αναφοράς): taxon του οποίου η φυσική κατανομή περιλαμβάνει την περιοχή

αναφοράς, π.χ. το είδος Ceratonia siliqua (χαρουπιά) είναι αυτοφυές στη χερσόνησο του Μαλέα, αλλά

φύεται επίσης και σε όλη την Μεσόγειο.

Ενδημικό (μιας περιοχής αναφοράς): taxon το οποίο αυτοφύεται αποκλειστικά και μόνο στην περιοχή

αναφοράς. Όπου δεν αναφέρεται συγκεκριμένα η περιοχή τότε εννοείται πως το taxon είναι ενδημικό

της Ελλάδας, δηλαδή αυτοφύεται αποκλειστικά εντός των συνόρων της χώρας.

Στενοενδημικό: taxon το οποίο είναι ενδημικό μιας μικρής μόνο περιοχής, π.χ. το taxon Stachys

spreitzehoferi ssp. virella το οποίο αυτοφύεται αποκλειστικά στη νησίδα της Μονεμβασιάς.

Βλάστηση: Συνολικά η φυτική κάλυψη ή/και η φυτική βιομάζα μιας περιοχής. Για παράδειγμα, ένα

πυκνό πευκοδάσος αντιπροσωπεύει μια πλούσια βλάστηση αλλά ενδεχομένως να εμπεριέχει μικρό

αριθμό άλλων φυτικών taxa, δηλαδή να έχει φτωχή χλωρίδα (βλ. παρακάτω).

Χλωρίδα: Το σύνολο των διαφορετικών taxa μιας περιοχής. Για παράδειγμα τα φρυγανικά

οικοσυστήματα της Ελλάδα μπορεί να υπερτερούν όσον αφορά τη χλωρίδα σε σχέση με ένα

πευκοδάσος ή ελατοδάσος αν και υστερούν όσον αφορά τη βλάστηση.

Χασμόφυτο: taxon που αυτοφύεται κυρίως σε σχισμές βράχων (ή τοίχων στα ανθρωπογενή

περιβάλλοντα). Ένα τέτοιο φυτό είναι η κάππαρη (Capparis orientalis). Υποχρεωτικό χασμόφυτο είναι

το taxon το οποίο έχει βρεθεί να φύεται αποκλειστικά σε σχισμές βράχων και τοίχων. Ένα τέτοιο taxon

είναι το στενοενδημικό της Μονεμβασιάς Stachys spreitzenhoferi ssp. virella.

5

Πίνακας περιεχομένων

σελ

Περίληψη της πρότασης.………………………………………………................................................ 3

Γλωσσάρι……………………………………………………………………………………………………………………. 4

Πίνακας περιεχομένων ………………………………………………………………………………………………. 5

Α. Εισαγωγή………………………………………………………………………………………………………………… 6

Α.1. Η ιδιαιτερότητα της Μονεμβασιάς και της φύσης της………………………………..……….. 6

Α.2. Ορισμός του Βοτανικού Κήπου……………………………………………………………………………. 7

Α.3. Γιατί ένας Βοτανικός Κήπος στη Μονεμβασιά;…………………………………………………… 7

Α.3.1. Η επιλογή της Μονεμβασιάς…………………………………………………………………………… 7

Α.3.2. Οφέλη……………………………………………………………………………………………………………… 8

Α.4. Η φυσιογνωμία του ΒΚΜ……………………………………………………………………………………… 10

Α.4.1. Το γενικό πλαίσιο της εγκατάστασης των συλλογών………………………………………… 10

Α.4.2. Η φυσιογνωμία της αυτοφυούς βλάστησης και οι συλλογές…………………………… 10

Β. Τεχνικό μέρος…………………………………………………………………………………………………………. 13

Β.1. Πλάτωμα Μονεμβασιάς – τοπογραφικά στοιχεία………………………………………………… 13

Β.2. Χαρακτηριστικά του ενδιαιτήματος……………………………………………………………………… 15

Β.2.1. Γεωλογικό υπόβαθρο………………………………………………………………………………………… 15

Β.2.2. Κλίμα………………………………………………………………………………………………………………… 16

Β.3. Βλάστηση – Χλωρίδα…………………………………………………………………………………………… 17

Β.3.1. Βλάστηση………………………………………………………………………………………………………… 17

Β.3.2. Δυο ιδιαιτέρως σημαντικά taxa………………………………………………………………………… 19

Β.4. Η Ειδική Ζώνη Διαχείρισης GR2540001………………………………………………………………. 24

Β.5. Προτάσεις υλοποίησης του ΒΚΜ…………………………………………………………………………. 25

Β.5.1. Ανατολικοί κρημνοί – τμήμα πρότυπου κρεμαστού Βοτανικού Κήπου…………….. 26

Β.5.2. Πλάτωμα – Δίκτυο μονοπατιών…………..……………………………………………………………. 30

Β.5.3. Οι συλλογές………………………………………………………………………………………………………. 38

Β.5.4. Ανθρώπινο δυναμικό……………………………………………………………………………………….. 60

Β.5.5. Ενημερωτικό περίπτερο στην κάτω πόλη – εργαστηριακοί χώροι ΒΚΜ…….……… 62

Β.5.6. Βασικά έξοδα υλοποίησης………………………………………………………………………………… 63

Β.6. Θεσμικό και νομικό πλαίσιο………………………………………………………………………………… 63

Ευχαριστίες…………………………………………………………………………………………………………………. 64

Βιβλιογραφία - παραπομπές διαδικτυακού υλικού……………………………………………………. 64

6

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ.

Α.1. Η ιδιαιτερότητα της Μονεμβασιάς και της φύσης της.

Ο «βράχος» και η καστροπολιτεία της Μονεμβασιάς αποτελούν από τα πλέον ιδιαίτερα ελληνικά τοπία

όπου η φύση και τα έργα των ανθρώπων μπολιάστηκαν και εναρμονίστηκαν με έναν μοναδικό τρόπο

και δημιούργησαν έναν τόπο ιλιγγιώδους ομορφιάς. Εξαιτίας της ιδιαιτερότητας του τόπου και της

ιστορικής του σημασίας, η Μονεμβασιά είναι ένα μέρος εξαιρετικά ευαίσθητο στην οποιαδήποτε

επέμβαση. Κάτι, ωστόσο, το οποίο δεν είναι ακόμα ευρέως γνωστό είναι ότι το κάστρο της

Μονεμβασιάς, ένα ανθρωπογενές περιβάλλον το οποίο σεβάστηκε τη φύση αλλά και αγαπήθηκε από

τη φύση όσο λίγα, είναι και τόπος κατοικίας εξαιρετικά σπάνιων φυτών, θησαυρών της φυσικής μας

κληρονομιάς. Το taxon Stachys spreitzenhoferi ssp. virella, φυτρώνει μόνο στους ασβεστολιθικούς

κρημνούς και στους τοίχους της Μονεμβασιάς και πουθενά αλλού στον κόσμο (βλ. και παρ. Β.3.2). Το

υποείδος αυτό αναφέρεται ως κινδυνεύον στον πρώτο «κόκκινο κατάλογο» των σπάνιων και

απειλούμενων φυτών της Ελλάδας[1] και προστατεύεται βάση του Νόμου 3937/2011, άρθρο 10 παρ.1,

αλλά και βάση του Προεδρικού Διατάγματος 67/1981. Πιστεύουμε ότι οι Μονεμβασίτες θα ήταν

περήφανοι για αυτό το τόσο σπάνιο φυτό που ζει στο κάστρο τους και θα το προστάτευαν εφόσον

πρώτα το γνώριζαν. Επιπρόσθετα, στο πλάτωμα φύεται τουλάχιστον ένα ακόμα taxon το οποίο

αναφέρεται στον πρώτο «κόκκινο κατάλογο» των σπάνιων και απειλούμενων ελληνικών φυτών και

προστατεύεται βάση του Π.Δ 67/1981. Πρόκειται για τον Κρόκο του Γουλιμή (Crocus goulimyi),

ενδημικού των χερσονήσων του Ταινάρου και του Μαλέα, ο οποίος εξαιτίας της καλλωπιστικής του

αξίας πέφτει συχνά θύμα κλοπής και παράνομου εμπορίου (βλ. και παρ. Β.3.2). Ανεξαρτήτως όμως των

φυτών των ερυθρών καταλόγων, τα οποία βρίσκονται στη πρώτη γραμμή προτεραιοτήτων μιας

περιβαλλοντικά ευαισθητοποιημένης πολιτείας, οι κρημνοί και το πλάτωμα της Μονεμβασιάς βρίθουν

στην κυριολεξία από πλήθος αυτοφυών και ενδημικών ελληνικών taxa, ενώ πολλά περισσότερα

πιστεύουμε πως θα καταγραφούν με μια συστηματική μελέτη της χλωρίδας του μέρους, που απ’ όσο

γνωρίζουμε δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα (βλ. παρ. Β.3.1). Στο πλάτωμα, οι συστάδες της δενδροειδούς

Ευφόρβιας (Euphorbia dendroides) ανάμεσα στα εκατοντάδες χαμόπευκα (Ptilostemon chamaepeuce)

και τους αζόγερους (Anagyris foetida) συνθέτουν ένα μοναδικό τοπίο επανεγκατεστημένης βλάστησης,

ενώ ειδικά οι ευφόρβιες αυτές θεωρούνται ένα αξιοσημείωτο λείψανο της τριτογενούς περιόδου. Για

όλους αυτούς του λόγους που αναφέρθηκαν συνοπτικά, η νησίδα της Μονεμβασιάς με το κάστρο της

είναι ένας εξαιρετικά ιδιαίτερος τόπος, όχι μόνο εξαιτίας της ιστορίας, της γεωμορφίας και της

αρχιτεκτονικής της αλλά και όσον αφορά τη μοναδικότητα της φύσης της.

7

Α.2. Ορισμός του Βοτανικού Κήπου.

Η Διεθνής Ένωση Βοτανικών Κήπων (BGCI) ορίζει τον Βοτανικό Κήπο ως ένα σύνολο επιστημονικά

οργανωμένων και βοτανικά αναγνωρισμένων συλλογών φυτών που έχουν καταγραφεί και σημανθεί

κατάλληλα με σκοπό την επιστημονική έρευνα, τη διατήρηση και την εκπαίδευση. Η Ελλάδα, ενώ έχει

μια από τις πλουσιότερες χλωρίδες της Ευρώπης και την πλουσιότερη όσον αφορά τον απόλυτο αριθμό

ενδημικών ειδών και το ποσοστό ενδημισμού, υστερεί σημαντικά σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες

ως προς το θεσμό των Βοτανικών Κήπων. Σημειώνεται ότι ελάχιστοι από τους ήδη λίγους ελληνικούς

Βοτανικούς Κήπους διατηρούν στις συλλογές τους σημαντικό αριθμό ελληνικών ενδημικών taxa –

κυρίως αυτοί είναι ο Βοτανικός Κήπος του Μεσογειακού Αγρονομικού Ινστιτούτου Χανίων και ο

Βαλκανικός Βοτανικός Κήπος Κρουσσίων.

Πίνακας 1. Στοιχεία έκτασης και αριθμού φυτικών ειδών τεσσάρων μεσογειακών χωρών (2), και αριθμός

Βοτανικών Κήπων στις χώρες αυτές (3).

Α.3. Γιατί ένας Βοτανικός Κήπος στη Μονεμβασιά;

Α.3.1. Η επιλογή της Μονεμβασιάς.

Με βάση τον Πίνακα 1 της προηγούμενης παραγράφου (Α.2) γίνεται φανερό ότι οποιαδήποτε

προσπάθεια ανάπτυξης Βοτανικών Κήπων πανελλαδικά με συλλογές ενδημικών φυτών θα αποτελεί

βήμα προόδου σε ένα ευρύτερο πεδίο όπου η χώρα μας «έχει ξεχάσει» να προστατεύσει

αποτελεσματικά αλλά και να αναδείξει τη φυσική της κληρονομιά. Η επιλογή, ωστόσο, του κάστρου της

Μονεμβασιάς ως ιδιαίτερο σημείο για τη δημιουργία ενός Βοτανικού Κήπου διακρίνεται από τα

ακόλουθα στοιχεία:

1. Όπως προαναφέρθηκε στην παράγραφο Α.1, το κάστρο της Μονεμβασιάς είναι ήδη ένα πολύ

σημαντικό μέρος για την in situ διατήρηση φυτικών taxa, όπου αυτοφύονται δύο τουλάχιστον taxa με

Έκταση km2 Αυτοφυή είδη Ενδημικά είδη % Ενδημικά Βοτανικοί Κήποι Ελλάδα 132.700 5.855 913 15,6 11 Ιταλία 301.049 5.300 712 13,4 108 Γαλλία 551.700 4.650 133 2,9 95 Ισπανία (στην Ιβηρική χερσόνησο + Βαλεαρίδες)

501.000 7.920 550 6,9 26

8

αναφορά στους ερυθρούς καταλόγους των σπάνιων και απειλούμενων φυτών της Ελλάδας, ένα εκ των

οποίων είναι στενοενδημικό του κάστρου και κινδυνεύον.

2. Ολόκληρη η χερσόνησος του Μαλέα είναι ένα χλωριδικό hot spot της Ελλάδας με πλήθος

καταγραφών σε σπάνια ενδημικά φυτά, πολλά εκ των οποίων είναι απειλούμενα ή/και αναφέρονται

στους ελληνικούς ερυθρούς καταλόγους (1), (4). Αξίζει να αναφερθεί το Άλλιο του Ρίτσου (Allium ritsii),

στενοενδημικό taxon στους λόφους πλησίον της Γέφυρας (Μονεμβασιάς) το οποίο απειλείται από την

οικοδομική δραστηριότητα για την επέκταση της πόλης. Ο πλούτος αυτός της περιοχής εκτός από

μεγάλος θεωρείται και ως ένα βαθμό ανεξερεύνητος ακόμα, όπως υποδεικνύουν οι συνεχιζόμενες

ανακαλύψεις νέων ειδών (5).

3. Η νησίδα της Μονεμβασιάς συμπεριλαμβάνονται στο πανευρωπαϊκό δίκτυο της Natura 2000 και

συγκεκριμένα στην Ειδική Ζώνη Διατήρησης με κωδικό GR2540001 (Όρη Γιδοβούνι, Χιονοβούνι,

Γαϊδουροβούνι, Κορακιά, Καλογεροβούνι, Κουλοχέρα & περιοχή Μονεμβασίας) (6). Για τις περιοχές του

δικτύου κρίνεται επουσιώδης και ενθαρρύνεται η ανάπτυξη έργων προστασίας και διατήρησης της

βιοποικιλότητας (βλ. και παρ. Β.4).

4. Η επισκεψιμότητα της Μονεμβασιάς. Είναι οπωσδήποτε λυπηρό το γεγονός ότι οι ελάχιστοι

Βοτανικοί Κήποι της Ελλάδας δυσκολεύονται συχνά να διατηρήσουν την κρατική χρηματοδότησή τους

στους καιρούς της οικονομικής ύφεσης που διανύει η χώρα (7). Η σημαντική τουριστική ανάπτυξη του

κάστρου της Μονεμβασιάς αποτελεί μια εγγύηση για την επισκεψιμότητα του ΒΚΜ και για την

οικονομική του ενίσχυση από τους επισκέπτες (λ.χ. αγορά εκδόσεων σε ενημερωτικό περίπτερο που θα

λειτουργεί στην κάτω πόλη, εισιτήριο ξενάγησης κ.α.). Με τις δραστηριότητες αυτές δύναται να

καλύπτεται μέρος των εξόδων του ΒΚΜ.

5. Η πλούσια βλάστηση στο πλάτωμα έχει δημιουργήσει ήδη τη βάση ανάπτυξης στο προτεινόμενο

μοντέλο του ΒΚΜ (βλ. και παρ. Α.4.2).

6. Η ασυναγώνιστη ομορφιά του τοπίου η οποία αποτελεί κίνητρο σε κάθε ανθρώπινη προσπάθεια.

Α.3.2. Οφέλη.

Τα οφέλη από την υλοποίηση του ΒΚΜ για τον δήμο Μονεμβασιάς και ευρύτερα για την Ελλάδα

μπορούν να διακριθούν σε περιβαλλοντικά, επιστημονικά, πολιτιστικά και οικονομικά.

9

1. Περιβαλλοντικά οφέλη: Ο ΒΚΜ έχει συλληφθεί ως κατεξοχήν φορέας διαφύλαξης της φυσικής μας

κληρονομιάς με in situ και ex situ διατήρηση σπάνιων και απειλούμενων φυτών της Ελλάδας και με

έμφαση στα taxa που φύονται στην ευρύτερη περιοχή του Μαλέα και άλλων περιοχών της Νότιας

Ελλάδας. Η ex situ διατήρηση θα δύναται να εγγυηθεί την εκ νέου εισαγωγή των φυτών στο περιβάλλον

σε περιπτώσεις καταστροφής των φυσικών τους θέσεων. Σημειώνεται ότι οι θέσεις αυτές για διάφορα

στενοενδημικά taxa είναι συχνά πολύ περιορισμένες και ακόμα και μικρές διαταράξεις τους μπορούν

να αποβούν ακόμα και μοιραίες για αυτά (εξαφάνιση). Ο ΒΚΜ θα μπορεί να λειτουργήσει

συμπληρωματικά και ως πληροφοριακός φορέας επιθεώρησης των οικοσυστημάτων και των σπάνιων

φυτών της χερσονήσου του Μαλέα, συμπεριλαμβανομένης της περιοχής GR2540001 του δικτύου

Natura 2000.

2. Επιστημονικά οφέλη: Μια βασική παρατήρηση που γίνεται για τα περισσότερα από τα σπάνια

ενδημικά φυτά της Πελοποννήσου αλλά και της Ελλάδας γενικότερα είναι ότι αυτά δεν είναι επαρκώς

μελετημένα. Για παράδειγμα, ο αριθμός και η μορφολογία των χρωμοσωμάτων (καρυότυπος) δεν είναι

γνωστός για πολλά είδη, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις απουσιάζουν σημαντικές πληροφορίες σχετικές

με την οικοφυσιολογία των φυτών (1), (4). Η διαλεύκανση αυτών αλλά και άλλων ερωτημάτων που θα

προωθεί το προσωπικό του ΒΚΜ και οι συνεργάτες τους σε Πανεπιστήμια θα πλουτίσει σημαντικά τη

γνώση μας για τα ενδημικά φυτά, διαλευκαίνοντας παράλληλα και τα περιπλεγμένα ζητήματα της

ταξινομικής πολλών taxa (τη σχέση τους με συγγενή είδη και υποείδη).

3. Πολιτιστικά οφέλη: Ο ΒΚΜ με τις ξεναγήσεις στα βοτανικά του μονοπάτια (ενήλικο κοινό) αλλά και

με ενημερωτικές εκδηλώσεις, θα προωθεί τη συνειδητοποίηση αυτού του στοιχείου που είναι άγνωστο

ακόμα στον Έλληνα πολίτη και το οποίο είναι ο μοναδικός πλούτος της φύσης που τον περιβάλλει,

δηλαδή της φυσικής του κληρονομιάς. Θεωρούμε πως η επίτευξη αυτού του στόχου οδηγεί βεβαίως σε

περιβαλλοντικά οφέλη –εφόσον ευαισθητοποιεί περιβαλλοντικά τους πολίτες-, έχει ωστόσο και μια

ιδιαίτερη πολιτιστική δυναμική. Πιστεύουμε ότι η φυσική μας κληρονομιά διέπλασε ανά τους αιώνες

την ίδια μας την ταυτότητα. Πρόκειται για τα ερεθίσματα πίσω και πριν από τη σκέψη, τη γλώσσα και τα

έργα. Γνωρίζοντας τις μορφές της φύσης οι οποίες ζουν εδώ, γνωρίζουμε το ποιοι είμαστε εμείς οι ίδιοι

και το που ανήκουμε. Η συνείδηση ενότητας της ταυτότητας ήταν πάντα ένας σημαντικός πολιτιστικός

δείκτης των διάφορων κοινωνιών. Η Μονεμβασιά παρουσιάζει ήδη την σπανιότητα και το συγκριτικό

πλεονέκτημα του «διαλόγου» ανάμεσα σε θησαυρούς της φυσικής μας κληρονομιάς (τοπίο, σπάνια

φυτά) και σε θησαυρούς της ιστορίας μας (κάτω πόλη, Παναγία οδηγήτρια άνω πόλης). Συνεργατικά σε

αυτό το πλαίσιο, οι βοτανικές ξεναγήσεις του ΒΚΜ στο πλάτωμα προτείνεται να περιλαμβάνουν

παράλληλη ξενάγηση (ιστορική) του εγκαταλειμμένου οικισμού της άνω χώρας.

10

4. Οικονομικά οφέλη: ο ΒΚΜ θα διατηρεί ιστοχώρο στο διαδίκτυο όπου οι επισκέπτες θα

ενημερώνονται για τις περιόδους ανθοφορίας των συλλογών και των αυτοφυών φυτών και θα

ενθαρρύνονται να «κλείνουν» ξεναγήσεις ανά ομάδες με μονοήμερη η διήμερη διαμονή σε

συμβεβλημένα ξενοδοχεία της Μονεμβασιάς, τα οποία θα τους παρέχουν οικονομικές διευκολύνσεις. Η

γνωστοποίηση του ΒΚΜ πανελλαδικά και πανευρωπαϊκά θα τονώσει την τουριστική κίνηση στο κάστρο

της Μονεμβασιάς τις περιόδους της χαμηλότερης κίνησης (από τον Οκτώβριο μέχρι και τον Μάιο).

Σημειώνεται πως τους καλοκαιρινούς μήνες, τους οποίους η Μονεμβασιά έχει ούτως η άλλως ιδιαίτερα

αυξημένη τουριστική κίνηση, ο ΒΚΜ θα βρίσκεται στη φυσιολογική θερινή του «νάρκη» και θα

παρουσιάζει λιγότερο ενδιαφέρον (βλ. και παρ. Α.4.2).

Α.4. Η φυσιογνωμία του ΒΚΜ.

Α.4.1. Το γενικό πλαίσιο της εγκατάστασης των συλλογών.

Ο προτεινόμενος ΒΚΜ στο πλάτωμα της εγκαταλειμμένης άνω πόλης είναι ένας μη-παρεμβατικός στο

τοπίο, άνυδρος Βοτανικός Κήπος ο οποίος κυρίως θα κάνει χρήση των υφιστάμενων μονοπατιών και

ένα μέρος των κρημνών του κάστρου (βλ και τεχνικό μέρος παρ. Β.5.1, Β.5.2). Η σήμανση των συλλογών

(ταμπέλες) θα είναι ενδεχομένως το μοναδικό στοιχείο που θα δύναται να «προδώσει» την ύπαρξη του

ΒΚΜ σε όποιον επισκέπτη δεν έχει εξειδικευμένες γνώσεις βοτανικής. Δεν προβλέπεται κάποιο έργο

υποδομής ή τοποθέτηση οποιασδήποτε κατασκευής εντός ή εκτός του εγκαταλειμμένου οικισμού, ενώ

οι συλλογές θα φυτεύονται και θα σημαίνονται παραπλεύρως των μονοπατιών. Επιπροσθέτως, η

υπάρχουσα βλάστηση του πλατώματος και των μονοπατιών δεν θα διαταράσσεται παρά μόνο στα

σημεία όπου θα γίνονται οι σπορές/φυτέψεις των νέων taxa του Βοτανικού Κήπου. Με αυτόν τον τρόπο

θα εξασφαλίζεται η ακεραιότητα του πλούσιου οικοσυστήματος που έχει επανεγκατασταθεί στο

πλάτωμα μετά την εγκατάλειψη του οικισμού. Μελλοντικά, και σε συνεργασία με ειδικούς επιστήμονες

(αρχαιολόγος, τοπογράφος), θα μπορούσαν να διανοιχθούν επιπλέον μονοπάτια ανάμεσα στα

οικοδομικά τετράγωνα του εγκαταλειμμένου οικισμού. Κάτι τέτοιο θα ήταν σαφώς και προς όφελος της

αρχαιολογικής ανάδειξης του οικισμού. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι οι συλλογές που προτείνονται

είναι στην πλειονότητά τους ποώδη φυτά, ή μικροί θάμνοι (φρύγανα κ.α.) τα οποία σε καμία

περίπτωση δεν θα μπορούσαν να απειλήσουν τα παρακείμενα μνημεία, όπου αυτά υπάρχουν. Λίγα

δέντρα και μεγαλύτεροι θάμνοι προτείνεται να φυτευτούν σε σημεία του πλατώματος εκτός των ορίων

του εγκαταλειμμένου οικισμού.

11

Α.4.2. Η φυσιογνωμία της αυτοφυούς βλάστησης και οι συλλογές.

Α. Αυτοφυής βλάστηση: Η βλάστηση του πλατώματος είναι πλούσια και αποτελείται κυρίως από

μεσογειακούς θαμνώνες που καλύπτουν το σύνολο της έκτασης έχοντας επανεγκατασταθεί και

ανάμεσα στα ερείπια του εγκαταλειμμένου οικισμού. Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της μεσογειακής

βλάστησης είναι η θερινή διάπαυση κατά την οποία τα φυτά με διάφορους μηχανισμούς

αντιμετωπίζουν τις έντονα ξηροθερμικές συνθήκες που επικρατούν, δηλαδή την αυξημένη θερμοκρασία

και την έλλειψη υγρασίας. Για παράδειγμα, δύο από τα πιο αντιπροσωπευτικά είδη που συγκροτούν

τους θαμνώνες του πλατώματος –τα Euphorbia dendroides και Anagyris foetida- αποβάλλουν τα φύλλα

τους με την έλευση της ξηράς περιόδου στα τέλη του Μαΐου, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την

έντονη ξηρασία. Το φαινόμενο αυτό θα έλεγε κανείς πως δημιουργεί «φθινοπωρινούς τόνους» στο

τοπίο στα τέλη της άνοιξης. Η ποώδης βλάστηση έχει και αυτή σαφείς κύκλους. Τη θερινή περίοδο τα

ποώδη φυτά και ανάλογα με το είδος, είτε ολοκληρώνουν τον κύκλο τους, ξηραίνονται και διαβιώνουν

με τη μορφή σπερμάτων, είτε αποξηραίνεται μόνο το υπέργειο τμήμα τους και διαβιώνουν με τη μορφή

ριζωμάτων, κονδύλων ή βολβών. Σε κάθε περίπτωση η παρουσία τους το καλοκαίρι δεν γίνεται πλέον

αισθητή καθώς όσα ξερά φυτικά υπολείμματα παραμένουν δεν μπορούν πλέον να αναγνωριστούν και

συχνά παρασύρονται από τους ανέμους.

Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η βλάστηση των κρημνών της νησίδας όπου φύονται χασμοφυτικά είδη,

πολλές φορές ενδημικά και με πλέον σημαντικό το στενοενδημικό taxon Stachys spreitzenhoferi ssp.

virella (για περισσότερες πληροφορίες σχετικές με τη βλάστηση στους κρημνούς και το πλάτωμα ο

αναγνώστης παραπέμπεται στις παραγράφους Β3. Βλάστηση – Χλωρίδα, του τεχνικού μέρους της

πρότασης).

Πιστεύουμε ότι η πεζοπορία στα μονοπάτια του πλατώματος ήδη προσφέρει στον επισκέπτη ευκαιρίες

για αναψυχή υψηλού επιπέδου, καθώς τόσο η θέα από το πλάτωμα είναι εξαιρετική όσο και γιατί η

πλούσια θαμνώδης βλάστηση γύρω και μέσα στον εγκαταλειμμένο οικισμό παρουσιάζει σε κάθε εποχή

και μια ιδιαίτερη ομορφιά, παραμένοντας γραφική όλες τις εποχές του χρόνου. Ο ΒΚΜ θα αποτελεί

στην ουσία έναν εμπλουτισμό της υπάρχουσας χλωρίδας με συλλογές ελληνικών φυτών χωρίς να

αλλοιώνει τη γενική εικόνα της βλάστησης.

Β. Οι συλλογές: Τα προτεινόμενα taxa για ένταξη στον ΒΚΜ είναι στο σύνολό τους ελληνικά φυτά

αυτοφυή και ενδημικά. Πρόκειται για είδη και υποείδη τα οποία είτε φύονται αποκλειστικά σε χαμηλά

υψόμετρα, είτε που η κατανομή τους παρουσιάζει μεγαλύτερο υψομετρικό εύρος αλλά οπωσδήποτε

όταν έχουν παρατηρηθεί στη φύση και εντός της θερμομεσογειακής ζώνης της Ελλάδας. Το βασικό αυτό

κριτήριο επιλογής έχει ληφθεί υπόψη διότι ο ΒΚΜ προτείνεται ως άνυδρος Βοτανικός Κήπος, όπου οι

12

ανάγκες των εγκατεστημένων φυτών σε νερό θα καλύπτονται από τη βροχόπτωση. Μια καλή

αντιπροσώπευση στον ΒΚΜ θα έχουν τα φρύγανα της Ανατολικής Μεσογείου, πολλές φορές

υποενδημικά της Ελλάδας, δηλαδή που απαντούν στην Ελλάδα και σε μερικές ακόμα γειτονικές χώρες.

Το κατεξοχήν, ωστόσο, έργο του ΒΚΜ θα είναι η διατήρηση και η μελέτη των σπάνιων και

απειλούμενων ενδημικών φυτών. Η έμφαση που έχει δοθεί στην επιλογή των προτεινόμενων taxa είναι

από το κέντρο προς την περιφέρεια, δηλαδή πρώτα και κύρια τα ενδημικά είδη και υποείδη της

ευρύτερης περιοχής της χερσονήσου του Μαλέα, κατόπιν της ευρύτερης Λακωνίας και ούτω καθεξής.

(βλ. παρ. Β.5.3). Κλείνοντας το εισαγωγικό μέρος της πρότασης επισυνάπτουμε δυο φράσεις του

Καθηγητή Werner Greuter, κορυφαίου μελετητή της ελληνικής χλωρίδας, οι οποίες εκφράζουν απλά και

περιεκτικά τη σημασία ανάλογων προσπαθειών.

«Οι δράσεις για την προστασία πρέπει να έχουν πάντα τις ρίζες τους στη χώρα την οποία αφορούν,

πρέπει να υποστηρίζονται και να υλοποιούνται από τους κατοίκους της. Κάτοικοι άλλων χωρών μπορούν

ενίοτε να βοηθούν με συμβουλές που βασίζονται στις δικές τους εμπειρίες, αλλά θα πρέπει να είναι

προσεκτικοί, έτσι ώστε να μην δώσουν την εντύπωση ότι η διατήρηση, αντί να ανταποκρίνεται σε μια

ζωτική ανάγκη της ίδιας της χώρας, αποτελεί μια σοφιστεία που εισάγεται από το εξωτερικό» (4).

Εικόνα 1. Πλάτωμα Μονεμβασιάς, Δεκέμβριος 2012. Σε πρώτο πλάνο μια δενδροειδής ευφόρβια.

13

Β. ΤΕΧΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

Β.1. Πλάτωμα Μονεμβασιάς – τοπογραφικά στοιχεία.

Το πλάτωμα αποτελεί στην ουσία μια ανωφέρεια στην κορυφή του «βράχου» της Μονεμβασιάς

έκτασης 161 περίπου στρεμμάτων (Εικόνα 2, Εικόνα 3). Ένας γρήγορος τριγωνομετρικός υπολογισμός

βάση σημείου του πλατώματος σε υψόμετρο 100μ κοντά στην είσοδο της άνω πόλης και σημείου σε

υψόμετρο 160μ κοντά στην ακρόπολη (απόσταση σημείων περίπου 380μ.) μας δίνει γενική γωνία

κλίσης του πλατώματος ίση περίπου με 9,1ο ή διαφορετικά κλίση ανηφόρας ίση με 16%, όσον αφορά

τη συγκεκριμένη διαδρομή με κατεύθυνση Ανατολή – Δύση. [Τα δεδομένα ελήφθησαν από τη

διαδικτυακή εφαρμογή «Google Earth» (8).]

Εικόνα 2. Αεροφωτογραφία του πλατώματος και κατά προσέγγιση υπολογισμός υψομετρικών

καμπύλων 110μ, 130μ, και 150μ που βασίστηκε στη διαδικτυακή εφαρμογή «Google Earth».

14

Το πλάτωμα κατοικήθηκε από την αρχαιότητα, ενώ επί βυζαντινής περιόδου ο οικισμός -άνω πόλη-

παρουσίασε ιδιαίτερα μεγάλη ανάπτυξη και συγκέντρωνε την αριστοκρατία της Μονεμβασιάς.

Παρήκμασε ραγδαία επί τουρκοκρατίας και τελικά ερημώθηκε (9). Στις μέρες μας, το μοναδικό κτίσμα

της άνω πόλης που διασώζεται σε άρτια κατάσταση είναι η εκπληκτική εκκλησία της Παναγίας

Οδηγήτριας ή αλλιώς Αγία Σοφία (12ου αιώνα). Αν εξαιρεθεί η πυριτιδαποθήκη που βρίσκεται κοντά

στην ακρόπολη και κάποιες κινστέρνες (δεξαμενές συλλογής του νερού της βροχής), τα υπόλοιπα

κτίσματα του πλατώματος είναι ερείπια από τα οποία διασώζονται μόνο τα θεμέλια ή και κάποια

τμήματα τοίχων και πλέον καλύπτονται σχεδόν εξολοκλήρου από τη βλάστηση.

Εικόνα 3. Ορθοφωτοχάρτης Μονεμβασιάς από τον ιστοχώρο του Κτηματολογίου (10). Με κίτρινο

πλαίσιο έχει οριοθετηθεί το πλάτωμα με εμβαδό κατά προσέγγιση 161 στρεμμάτων, όπως

υπολογίστηκε από τα εργαλεία του ιστοχώρου. Οι αριθμοί σημαίνουν σημαντικά σημεία, κτίσματα ή

ερείπια κτισμάτων. 1: Είσοδος στην άνω πόλη / ανώνυμος ναός /κεντρική πλατεία άνω πόλης, 2:

ερειπωμένη οικία βενετού διοικητή S. Renieri, 3: Παναγία οδηγήτρια ή Αγία Σοφία, 4: Λουτρό (χαμάμ),

5: Ανώνυμος ναός, 6: Ερειπωμένη οικία, 7: Ερειπωμένη οικία Κρητικού, 8: Μαυσωλείο, 9: Κινστέρνα

«Κάτεργο», 10: Κινστέρνα «Καράβι», 11: Κινστέρνα «Κερατσίνι», 12: Ανώνυμος ναός, 13: Ακρόπολη, 14:

Πυριτιδαποθήκη. Οι πληροφορίες ελήφθησαν από ανάλογη εικόνα-σχεδιάγραμμα της άνω πόλης που

βρίσκεται στο πλάτωμα προς ενημέρωση του κοινού.

15

Β.2. Χαρακτηριστικά του ενδιαιτήματος.

Β.2.1. Γεωλογικό υπόβαθρο.

Η νησίδα της Μονεμβασιάς είναι το αποτέλεσμα ενός γεωλογικά πρόσφατου τεκτονικού σεισμού (4ος

αιώνας μ.Χ.) ο οποίος προκάλεσε βύθιση της γύρω περιοχής λόγω ολίσθησης στο σεισμικό ρήγμα και

κατάκλιση του εδάφους από τη θάλασσα, με αποτέλεσμα τη φαινομενική «αποκοπή» της χερσονήσου

από τη στεριά. Τα πετρώματα της Μονεμβασιάς είναι στο σύνολό τους ασβεστολιθικά και χωρίζονται:

α) σε σκουρόχρωμους δολομιτικούς ασβεστόλιθους Κρητιδικού – Ηωκαίνου οι οποίοι και απαρτίζουν

το μεγαλύτερο μέρος της νησίδας και β) σε ασβεστόλιθους Ιουρασικού που βρίσκονται σε μια

σφηνοειδή λωρίδα διεύθυνσης ΒΔ-ΝΑ από το σημείο πρόσβασης –Γέφυρα (Εικόνα 4). Τη νησίδα

διατρέχουν δυο ρήγματα διεύθυνσης ΒΑ-ΝΔ και Α-Δ. Οι ασβεστόλιθοι υπό την επίδραση των

κλιματολογικών φαινομένων υπόκεινται σε καρστική διάβρωση και αναπτύσσουν κατά τόπους

ερυθρωπούς χρωματισμούς (weathering) (11). Το ίδιο παρατηρείται και στο έδαφος του άνω

πλατώματος του βράχου με συχνή την παρουσία της ερυθρογής (terra rossa, κοκκινόχωμα).

Συστηματικά στοιχεία για το πάχος του εδάφους στο άνω πλάτωμα απουσιάζουν, όμως αυτό

αναμένεται να είναι γενικά μικρό όπως υποδεικνύει η συχνή εμφάνιση του μητρικού πετρώματος στην

επιφάνεια. Ωστόσο, μια τυχαία καταμέτρηση του εδαφικού βάθους υπέδειξε ότι κατά τόπους αυτό

μπορεί να ξεπερνά τα 20 cm.

Εικόνα 4. Γεωλογικός χάρτης κλίμακας 1:50.000 Μονεμβασιάς. J.k: ασβεστόλιθοι Ιουρασικού. K-E.d,k:

δολομιτικοί ασβεστόλιθοι Κρητιδικού-Ηωκαίνου (11).

16

Β.2.2. Κλίμα.

Στην Ελλάδα, η πεδινή ζώνη των ηπειρωτικών και νησιωτικών περιοχών της κεντρονότιας χώρας

εμφανίζει ξηρο-θερμο-μεσογειακό κλίμα με διάρκεια ξηρής περιόδου μεγαλύτερη των 150 ημερών (12).

Παρακάτω, στον Πίνακα 2 παρουσιάζονται τα συγκεντρωτικά στοιχεία από δεδομένα που λήφθηκαν

από το μετεωρολογικό σταθμό Μονεμβασίας για την περίοδο Ιανουάριος 2008 – Οκτώβριος 2012 (13).

Σημειώνεται ότι ο σταθμός λειτούργησε με ασυνέχειες, και ειδικά η γραμμή «μέση μηνιαία

βροχόπτωση» του πίνακα αντανακλά μέσους όρους μετρήσεων κατά προσέγγιση τριετίας. Σε κάθε

περίπτωση, και εφόσον δεν υπάρχουν στοιχεία τριακονταετίας, τα συγκεντρωτικά του σταθμού που

παρατίθενται είναι μόνο ενδεικτικά για το κλίμα της Μονεμβασιάς.

Πίνακας 2. Στοιχεία μετεωρολογικού σταθμού Μονεμβασιάς περιόδου Ιαν2008-Οκτ2012 (13).

Ιαν Φεβ Μαρ Απρ Μαι Ιουν Ιουλ Αυγ Σεπ Οκτ Νοε Δεκ Μέση μηνιαία θερμοκρασία oC

12.5 12.4 14.8 17.1 20.8 25.4 28.5 28.4 25 21.7 17.7 15.2

Μέση μέγιστη oC 18.8 19.6 22 26.2 29.3 36 36.2 35.8 31 29.2 25.2 23 Μέγιστη oC 21.4 22.8 24.6 29.5 31.3 38.6 38.1 37.8 34.1 30.6 29.3 24.9 Μέση ελάχιστη oC 6.5 5.2 7.7 11.3 14.1 18.9 22.6 23.4 19.4 15.5 12.5 6.8 Ελάχιστη oC 4.8 1.6 4.4 9.8 12.1 18 22.2 22.8 16.7 14.1 10.6 4.7 Μέση μηνιαία βροχόπτωση mm

96 131 29 49 9.4 0.1 0 0.3 21 75 48 77

Μεγ. Βροχ. mm 179.1 197.8 37.9 99.6 12.2 0.4 0 1.2 42 176 74.4 87.8 Ελαχ. Βροχ. mm 34.4 61 23.4 18.2 3.8 0 0 0 8.8 5.8 3.6 66.1

Ένας μήνας θεωρείται γενικά ξηρός -μη λαμβάνοντας υπόψη το υδατικό απόθεμα από προηγούμενες

βροχοπτώσεις- όταν η μέση μηνιαία βροχόπτωση σε χιλιοστά (mm) είναι μικρότερη από το διπλάσιο

της μέσης μηνιαίας θερμοκρασίας σε oC. Στην Εικόνα 5 παρουσιάζεται ραβδόγραμμα κατ’ αντιστοιχία

του ομβροθερμικού διαγράμματος των Bagnols & Gaussen. Η ελάχιστη θερμοκρασία που μετρήθηκε

από τον σταθμό είναι 1.6οC αλλά και γενικότερα οι μετρήσεις των ελάχιστων και μέσων ελάχιστων

θερμοκρασιών υποδεικνύουν ότι ο παγετός αποτελεί σπάνιο και σύντομο φαινόμενο στην περιοχή. Για

την εκτίμηση αυτή συνηγορεί και η παρουσία του πολυετούς και ευπαθούς στον παγετό φυτικού είδους

Withania somnifera στο πλάτωμα. Ένα άλλο αξιοσημείωτο στοιχείο των μετρήσεων του

μετεωρολογικού σταθμού είναι η μεγάλη διακύμανση των βροχοπτώσεων του Οκτωβρίου και του

Νοεμβρίου με τις ελάχιστες τιμές βροχόπτωσης που παρατηρήθηκαν στα 5.8 και 3.6 mm αντίστοιχα.

Ενδεχομένως και ανάλογα με τη χρονιά να παρουσιάζονται ξηρές υποπερίοδοι μέσα σε αυτούς τους

μήνες, δεδομένου i) του ανύπαρκτου ή μικρού υδατικού αποθέματος αμέσως μετά την ξηρή περίοδο

Μαΐου-Σεπτεμβρίου και ii) των σχετικά υψηλών ακόμα θερμοκρασιών ως τα μέσα του Νοεμβρίου.

17

Εικόνα 5. Ραβδόγραμμα των μέσων μηνιαίων βροχοπτώσεων σε χιλιοστά (μπλε ράβδοι) και του

διπλασίου των μέσων μηνιαίων θερμοκρασιών σε βαθμούς Κελσίου (κόκκινοι ράβδοι) της

Μονεμβασιάς. Με πλέγμα έχει σημειωθεί αδρά η ξηρή περίοδος (Μάιος – Σεπτέμβριος). Τα στοιχεία

λήφθηκαν από το μετεωρολογικό σταθμό Μονεμβασιάς για την περίοδο Ιαν2008- Οκτ2012.

Β3. Βλάστηση – Χλωρίδα

Β.3.1. Βλάστηση

Ανατολικοί κρημνοί. Στη βλάστηση των ανατολικών κρημνών της Μονεμβασιάς κυριαρχούν τα τυπικά

χασμοφυτικά είδη Ptilostemon chamaepeuce, Euphorbia dendroides, Capparis spinosa ssp. rupestris,

Inula methanaea*, με συμμετοχή των taxa Brachypodium retusum, Scrophularia heterophylla ssp.

heterophylla*, Campanula andrewsii ssp. hirsitula*, Stachys spreitzenhoferi ssp. virella*, Phagnalon

rupestre ssp. graecum, Onosma frutescens, Asperula taygetea*, Allium sp., Anagyris foetida, Centranthus

ruber, Drimia maritima, Phlomis fruticosa, Ephedra foeminea, Salvia pomifera, Ceratonia siliqua, Olea

europaea κ.α.. Χαρακτηριστική είναι επίσης η παρουσία του επιγενούς Opuntia ficus-barbarica

(φραγκοσυκιά) στην εγγύς βορινή περιοχή των ανατολικών κρημνών.

* Ελληνικό ενδημικό taxon.

020406080

100120140

Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν Δ

Βρ (mm)2*Θ (oC)

18

Πλάτωμα. Τα πλέον χαρακτηριστικά είδη της βλάστησης στο πλάτωμα της Μονεμβασιάς είναι οι

θάμνοι Anagyris foetida (αζόγερος) και Ptilostemon chamaepeuce (χαμόπευκο). Ειδικότερα, το

χαμόπευκο το οποίο εξάλλου κάνει αισθητή την παρουσία του στους κρημνούς περιμετρικά στο βράχο,

κυριαρχεί στο βόρειο, το βορειοανατολικό και το ανατολικό τμήμα του πλατώματος, ενώ ο αζόγερος

κυριαρχεί στο κεντρικό τμήμα, το νότιο, το νοτιοδυτικό και το δυτικό. Χαρακτηριστική είναι επίσης η

παρουσία της δενδροειδούς Ευφόρβιας (Euphorbia dendroides) καθώς και του νάρθηκα (Ferula

communis), δύο είδη τα οποία αξίζει να αναφερθεί ότι προσδίδουν ιδιαίτερη γραφικότητα στα τοπία

όπου φύονται. Οι ευφόρβιες στο πλάτωμα βρίσκονται συχνότερα σε συσχέτιση με το χαμόπευκο και

λιγότερο συχνά στα ενδότερα και δυτικότερα σημεία του εγκαταλειμμένου οικισμού, όπου και φύονται

κατά προτίμηση πάνω στα χαλάσματα. Οι νάρθηκες απαντώνται διάσπαρτοι στο πλάτωμα. Οι συστάδες

των χαμόπευκων και των αζόγερων είναι συχνά συμπαγείς και αν εξαιρεθούν τα χαλάσματα, τα

μονοπάτια και μερικά μόνο μικρά ανοίγματα, η θαμνώδης βλάστηση καλύπτει εξ’ ολοκλήρου το

πλάτωμα. Στα ανοίγματα και τις ξερολιθιές παρατηρήθηκαν συχνά τα Origanum onites (νησιώτικη

ρίγανη) και Phlomis fruticosa, ενώ σημειώνονται ακόμα τα Ballota acetabulosa, Erysimum corinthium*,

Centranthus ruber. Στον ποώδη υποόροφο στα ανοίγματα και τα μονοπάτια κυριαρχούν τα Arisarum

vulgare και Mercurialis annua, το τελευταίο ιδιαίτερα σε συσχέτιση με τον αζόγερο. Σημειώνεται ότι το

M. annua θεωρείται φυτο-δείκτης εδαφών πλούσιων σε άζωτο (14) και ενδεχομένως η έντονη παρουσία

του εγγύς των αζόγερων να υποδηλώνει πλούσια αζωτοδέσμευση στα ριζικά φυμάτια των τελευταίων.

Κατά μήκος κάποιων μονοπατιών παρατηρήθηκαν συγκεντρωμένα άτομα του αγρωστώδους είδους

Piptatherum miliaceum, ενός τουλάχιστον είδους Allium sp., καθώς και αξιόλογος αριθμός ώριμων

ατόμων του είδους Withania somnifera σε εσωτερικά σημεία του εγκαταλειμμένου οικισμού. Επίσης, το

Cyclamen graecum συμμετέχει συχνά στα ανοιχτά, βραχώδη σημεία και ιδιαίτερα στα βορινά,

βορειοδυτικά και δυτικά τμήματα του πλατώματος. Αξιόλογα φυτικά είδη που εντοπίστηκαν σε

σημαντικούς αριθμούς στον ποώδη υποόροφο του πλατώματος είναι τα Crocus goulimyi*, Crocus

laevigatus*, Colchicum cupanii, Lamyropsis cynaroides, Drimia maritima και Asphodelus aestivus, ενώ με

μικρότερη αντιπροσώπευση εμφανίζονται τα Cynara cornigera, Bellevalia hyacinthoides*, Narcissus

tazetta, Sternbergia lutea, Alcea sp.. Στα μονοπάτια συμμετέχουν επίσης διάφορα κοινά είδη της

κρασπεδικής βλάστησης όπως Glebionis coronaria, Calendula arvensis, Senecio leucanthemifolius,

Reichardia picroides, Helminthotheca echioides, Heliotropium hirsutissimum, Echium parviflorum,

Bituminaria bituminosa, Erodium malacoides. Στους μισογκρεμισμένους τοίχους του εγκαταλειμμένου

οικισμού παρατηρήθηκαν τα Asplenium ceterach, Cosentinia vellea (σε ξερολιθιά), Campanula andrewsii

ssp. hirsitula*, Capparis orientalis, Scrophularia heterophylla ssp. heterophylla*, Stachys spreitzenhoferi

ssp. virella*, Silene sp., Onosma frutescens, Satureja juliana. Τέλος σημειώνονται τα είδη των λιγοστών

19

δέντρων του πλατώματος (αριθμός κάθε είδους <5): Ceratonia siliqua, Olea europaea, Prunus dulcis,

Eucalyptus sp. (προφανώς φυτεμένος).

Συμπερασματικά, η βλάστηση των κρημνών και του πλατώματος της Μονεμβασιάς συνίσταται από

σχηματισμούς θάμνων χαρακτηριστικών της Θέρμο-Μεσογειακής ζώνης (κωδικός «Natura 2000»: 5330)

και ειδικότερα από θαμνώνες με είδη των Pistacio-Rhamnetalia, και των Cisto-Micromerietalia, με

ιδιαίτερα χαρακτηριστική τη συμμετοχή των ειδών Ptilostemon chamaepeuce, Anagyris foetida,

Euphorbia dendroides και Ferula communis. Η βλάστηση στο πλάτωμα αποτελεί πιθανότατα ένα στάδιο

επανεγκατάστασης των υψηλών θαμνώνων της κλάσης Quercetea ilicis και της τάξης Ceratonio-

Rhamnion (Oleo-Ceratonion). Στον παρακάτω πίνακα (Πινακας 3) αναγράφονται οι πλησιέστερες

φυτοκοινωνιολογικές κατατάξεις και κωδικοί της βλάστησης για τους κρημνούς και το πλάτωμα της

Μονεμβασιάς, ύστερα από τη χρήση τεχνικού οδηγού αναγνώρισης, περιγραφής και χαρτογράφησης

τύπων οικοτύπων της Ελλάδας (15).

Πίνακας 3. Συστηματικές κατατάξεις της βλάστησης στους ανατολικούς κρημνούς και το πλάτωμα της

Μονεμβασιάς.

Κλάση Τάξη Σύνδεσμος Κωδικός συνδέσμου

Ένωση Κωδικός ένωσης

QUERCETEA ILICIS

Pistacio-Rhamnetalia alaterni

Rhamno graeci-Juniperion lyciae

533140 Inulo-Ptilostemetum chamaepeucis

533142 Κρημνοί + πλάτωμα

QUERCETEA ILICIS

Pistacio-Rhamnetalia alaterni

Ceratonio-Rhamnion 533120 Phlomido fruticosae-Euphorbietum dendroidis

533121 Κρημνοί + πλάτωμα

QUERCETEA ILICIS

?Quercetalia ilicis ? 533011 Spartium junceum-Anagyris foetida-Ferula communis

533011 Πλάτωμα

Β.3.2. Δυο ιδιαιτέρως σημαντικά taxa.

Καταρχάς πρέπει να επισημανθεί ότι τα στοιχεία της βλάστησης και της χλωρίδας της παρούσας

πρότασης συγκεντρώθηκαν από μία μοναδική μονοήμερη επίσκεψη στη Μονεμβασιά στις 6/12/2012

κατά την οποία ο σκοπός ήταν μία στοιχειώδης καταγραφή της βλάστησης, δηλαδή της αποτύπωσης

των βασικών φυτοκοινωνιών [σημειώνεται ότι είχε προηγηθεί τουριστική επίσκεψη στο κάστρο στις

11/11/2012 κατά την οποία σχηματίστηκε η ιδέα ενός Βοτανικού Κήπου στη Μονεμβασιά]. Για την

καταγραφή της χλωρίδας του πλατώματος, του συνόλου δηλαδή των διαφορετικών φυτικών taxa που

φύονται, θα απαιτούνταν συστηματική έρευνα με πολλαπλές επισκέψεις καθ’ όλη τη διάρκεια του

έτους, καθώς η αναγνώριση πολλών φυτικών taxa γίνεται σε συγκεκριμένα μόνο στάδια του κύκλου

τους ή και γιατί πολλά είδη «απουσιάζουν» τελείως από το πεδίο αρκετούς μήνες του έτους, λ.χ. πολλά

γεώφυτα και θερόφυτα τα οποία βρίσκονται σε διάπαυση το καλοκαίρι με τη μορφή βολβών-

ριζωμάτων και σπερμάτων αντίστοιχα. Σημειώνεται, επίσης, ότι απ’ όσο γνωρίζουμε δεν έχει γίνει

20

συστηματική καταγραφή της χλωρίδας στο πλάτωμα της Μονεμβασιάς, ενώ η ευρύτερη περιοχή της

χερσονήσου του Μαλέα θεωρείται ως χλωριδικό hot spot με αναμονή για ανακαλύψεις νέων ειδών (5).

Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις διευκρινίσεις, τα πλέον σημαντικά taxa του κάστρου της Μονεμβασιάς

είναι τα εξής:

Stachys spreitzenhoferi ssp. virella.

Το υποείδος virella του ελληνικού ενδημικού είδους S. spreitzenhoferi είναι αναμφισβήτητα το

σημαντικότερο taxon καθώς ζει αποκλειστικά και μόνο στη νησίδα της Μονεμβασιάς, γεγονός που το

καθιστά από τα πλέον στενότοπα, σπάνια αλλά και εύτρωτα φυτά της Ελλάδας (1). Πρόκειται για ένα

πολυετές υποχρεωτικό χασμόφυτο το οποίο φύεται στους κατακόρυφους ασβεστολιθικούς βράχους και

στους τοίχους του κάστρου, σχηματίζοντας προσκεφαλιόμορφους κρεμαστούς θάμνους. Εντοπίστηκε

και στο πλάτωμα πάνω σε μισογκρεμισμένους τοίχους του εγκαταλειμμένου οικισμού καθώς και σε

κορυφαία σημεία των περιμετρικών κρημνών. Αναφέρεται στον πρώτο ερυθρό κατάλογο των σπάνιων

και απειλούμενων φυτών της Ελλάδας (1) ως κινδυνεύον. Το τυπικό υποείδος S. spreitzenhoferi ssp.

streitzenhoferi είναι ενδημικό της χερσονήσου του Μαλέα και των Κυθήρων. Το υποείδος της

Μονεμβασιάς προστατεύεται βάση του Νόμου 3937/2011, ενώ το είδος συνολικά (με τα δυο του

υποείδη) προστατεύεται βάση του Π.Δ. 67/1981.

Εικόνα 6. Stachys spreitzenhoferi ssp. virella.

Βράχοι νότια έκθεσης της νησίδας της

Μονεμβασιάς έξω από το κάστρο, 11/11/2012.

21

Εικόνα 7. Stachys spreitzenhoferi ssp. virella. Σε «νέο» τοίχο στην κάτω πόλη του κάστρου, 11/11/2012.

22

Εικόνα 8. Λεπτομέρεια του στενοενδημικόυ της νησίδας της Μονεμβασιάς S. spreitzenhoferi ssp. virella.

Crocus goulimyi.

Ο όμορφος Κρόκος του Γουλιμή είναι ένα ελληνικό ενδημικό είδος που αυτοφύεται αποκλειστικά στις

χερσονήσους του Ταινάρου και του Μαλέα και το οποίο αναφέρεται στο πρώτο βιβλίο των ερυθρών

δεδομένων των σπάνιων και απειλούμενων φυτών της Ελλάδας (1) ως σπάνιο. Με έκπληξη

διαπιστώσαμε ότι βρίσκεται σε αξιόλογο πληθυσμό στο πλάτωμα της Μονεμβασιάς [πιθανώς είναι η

πρώτη καταγραφή του είδους από το πλάτωμα]. Προστατεύεται βάση του Π.Δ. 67/1981.

Εικόνα 9. Crocus goulimyi,

πλάτωμα Μονεμβασιάς,

11/11/2012

23

Εικόνα 10. Crocus goulimyi, πλάτωμα Μονεμβασιάς, 11/11/2012

Εικόνα 11. Crocus goulimyi, πλάτωμα Μονεμβασιάς, 11/11/2012

24

Β.4. Η Ειδική Ζώνη Διατήρησης GR2540001 της Natura 2000.

Το δίκτυο της Natura 2000 αποτελεί την υλοποίηση δύο Κοινοτικών Οδηγιών οι οποίες αποσκοπούν

αφενός στην προστασία των αποδημητικών πτηνών [Οδηγία για τα πτηνά (79/409)] και αφετέρου στην

προστασία των ειδών της άγριας ζωής και των φυσικών ενδιαιτημάτων τους [Οδηγία για τους

Οικότοπους (92/43)].Τα κράτη μέλη καλέστηκαν να ορίσουν αντιστοίχως i) Ζώνες Ειδικής Προστασίας

(ΖΕΠ) για τα αποδημητικά πτηνά και ii) Ειδικές Ζώνες Διατήρησης (ΕΖΔ) σημαντικών οικοτόπων. Ειδικά

για τις ΕΖΔ ενθαρρύνεται ο σχεδιασμός στρατηγικών προγραμμάτων διατήρησης που να συνδυάζουν τη

μακροπρόθεσμη προστασία των οικοσυστημάτων με τις κοινωνικοοικονομικές δραστηριότητες των

κατοίκων, ώστε να είναι εφικτή η αειφόρος ανάπτυξη στις περιοχές αυτές (16). Η ΕΖΔ GR2540001

βρίσκεται στο νότιο άκρο της οροσειράς του Πάρνωνα και περιλαμβάνει μια ομάδα από μικρά βουνά με

υψόμετρα κοντά στα 1000μ. (Γιδοβούνι, Χιονοβούνι, Γαϊδουροβούνι, Κορακιά, Καλογεροβούνι,

Κουλοχέρα), καθώς και την περιοχή της Μονεμβασιάς. Τα βουνά είναι γενικά ακάλυπτα από υψηλή

βλάστηση, με κατά τόπους μόνο υπολείμματα δασών με κεφαλληνιακή ελάτη και άλλα είδη. Η

βλάστηση μπορεί να είναι σχετικά φτωχή, ωστόσο, η περιοχή διακρίνεται για τον ιδιαίτερα μεγάλο

χλωριδικό και πανιδικό πλούτο της. Εξαιρετικά σπάνια, ιδιαίτερα ενδιαφέροντα, φυτά των εθνικών

ερυθρών καταλόγων ή/και νέα φυτικά taxa έχουν χαρτογραφηθεί στην GR2540001, με κυριότερα τα

Achillea occulta, Klasea moreana, Minuartia kamariana, Minuartia pichleri, Omphalodes verna ssp.

graeca, Centaurea subsericans, Centaurea pseudocadmea, Bubon arachnoideum, Campanula

asperuloides, Asperula elonea, Linum hellenicum, Hypericum taygeteum, Consolida tuntasiana, Draba

strasseri, Potentilla arcadiensis, Teucrium aroanium, Cephalaria setulifera, Bupleurum greuteri,

Colchicum psaridis, Petrorhagia grandiflora, Teucrium francisci-werneri, Astragalus maniaticus, Allium

optimae, Allium ritsii, Stachys spreitzenhoferi ssp. virella, Crocus goulimyi, Tulipa goulimyi, Mollucella

spinosa, Lilium candidum. (1), (4), (5), (6), (17), (18)

Εικόνα 12. Η Ειδική Ζώνη Διατήρησης GR2540001 [Όρη Γιδοβούνι, Χιονοβούνι, Γαϊδουροβούνι, Κορακιά, Καλογεροβούνι, Κουλοχέρα, και περιοχή Μονεμβασιάς] του δικτύου Natura 2000. Με αστερίσκο σημαίνεται η νησίδα της Μονεμβασιάς.

25

Β.5. Προτάσεις υλοποίησης του ΒΚΜ.

Εικόνα 13.

Στην παραπάνω εικόνα (Εικονα 13), από αεροφωτογραφία της Μονεμβασιάς, έχουν σημανθεί με Α, Β,

Γ, Δ, τέσσερεις περιοχές και στοιχεία ενδιαφέροντος Η κύρια πρόταση ανάπτυξης του ΒΚΜ αφορά τη

χρησιμοποίηση του υπάρχοντος δικτύου δρόμων-μονοπατιών (Β, μπλε χρώμα) του εγκαταλειμμένου

οικισμού. Επιπροσθέτως προτείνεται η ανάπτυξη ενός πρότυπου «κρεμαστού» Βοτανικού Κήπου σε

τμήμα των ανατολικών κρημνών της καστροπολιτείας (Α, σήμανση με καφέ λωρίδα). Με Γ και Δ έχουν

σημανθεί δυο περιοχές πιθανού μελλοντικού ενδιαφέροντος για περαιτέρω ανάπτυξη του ΒΚΜ και

εκμετάλλευσης του χώρου. Συγκεκριμένα, με Γ έχει σημανθεί μια αρκετά μεγάλη έκταση νοτιοδυτικής

και νότιας έκθεσης στο πλάτωμα από την οποία φαίνεται να απουσιάζουν ερείπια κτισμάτων και δεν

υπάρχουν μονοπάτια. Η πιθανή ένταξη της έκτασης αυτής στον ΒΚΜ θα προϋπόθετε αρχαιολογική

εκτίμηση και τοπογραφική μελέτη και θα απαιτούσε τη διάνοιξη ενός νέου δικτύου μονοπατιών. Με Δ

έχει σημανθεί περιοχή των κρημνών βόρειας έκθεσης κοντά στην ακρόπολη, όπου στο παρελθόν

ανέβαινε δρόμος και υπήρχε είσοδος στο πλάτωμα. Ενδεχομένως, στην περιοχή αυτή θα μπορούσε να

υλοποιηθεί ένα ακόμα τμήμα του πρότυπου «κρεμαστού» Βοτανικού Κήπου που προτείνεται για τους

ανατολικούς κρημνούς (Α). Κάτι τέτοιο θα προϋπόθετε τοπογραφική μελέτη του σημείου και

επαναδιάνοιξη του παλαιού δρόμου έως κάποιο σημείο του. Για τις περιοχές Γ και Δ δεν θα γίνει

26

περαιτέρω αναφορά στην παρούσα πρόταση. Παρακάτω περιγράφεται αναλυτικότερα η πρόταση

υλοποίησης του ΒΚΜ στους ανατολικούς κρημνούς και στο δίκτυο των μονοπατιών.

Β.5.1. Ανατολικοί κρημνοί – τμήμα πρότυπου κρεμαστού Βοτανικού Κήπου.

Η κάτω πόλη του κάστρου διατρέχεται κατά μήκος από τρεις κύριους οδικούς άξονες: ο υψομετρικά

κατώτερος ακολουθεί τα θαλάσσια τείχη, ο μεσαίος αποτελεί τον κύριο οδικό άξονα της

καστροπολιτείας, ενώ ο ανώτερος οριοθετεί ουσιαστικά προς τα πάνω την κάτω πόλη και στον οποίο

εφάπτονται οι ανατολικοί κρημνοί την νησίδας (κρημνοί καστροπολιτείας). Ο οδικός άξονας αυτός

καταλήγει βορειοανατολικά και νότιο-νοτιοδυτικά σε πύλες εισόδου-εξόδου, ενώ από το μέσο του

περίπου ξεκινάει ο ελικοειδής ανηφορικός δρόμος που οδηγεί στο πλάτωμα (Εικόνα 14).

Εικόνα 14. Ο ανώτερος οδικός άξονας (μονοπάτι) της κάτω πόλης έχει σημανθεί με κίτρινο. ΝΔ: νότιο-

νοτιοδυτική πύλη του κάστρου. ΒΑ: βορειοανατολική πύλη του κάστρου. Με μπλε σημαίνεται ο

ελικοειδής δρόμος που οδηγεί στην άνω πόλη και με αστερίσκο η αρχή του.

Οι παρακάτω φωτογραφίες (Εικόνα 15, Εικόνα 16) τραβήχτηκαν από τον ανώτερο οδικό άξονα, προς

την νότιο-νοτιοδυτική πύλη (Εικόνα 15) και προς την βορειανατολική πύλη του κάστρου (Εικόνα 16).

Διακρίνονται οι κρημνοί της καστροπολιτείας.

27

Εικόνα 15. Ανώτερος οδικός άξονας (μονοπάτι) της κάτω πόλης προς τη άνω ΝΔ πύλη του κάστρου .

28

Εικόνα 16. Φωτογραφία από σημείο του ανώτερου οδικού άξονα της κάτω πόλης προς την ΒΑ πύλη του

κάστρου ( ο φωτογράφος είναι στραμμένος νότιο-νοτιοδυτικά). Με αστερίσκο έχει σημανθεί σημείο του

ανηφορικού ελικοειδή δρόμου που οδηγεί στο πλάτωμα.

Όπως διακρίνεται από τις παραπάνω φωτογραφίες (Εικόνα 15, Εικόνα 16) οι κάθετοι κρημνοί

εφάπτονται ακριβώς δίπλα στο μονοπάτι και ο επισκέπτης έχει τη σπάνια ευκαιρία να παρατηρήσει

από κοντά τα διάφορα χασμοφυτικά είδη που φύονται πάνω στα βράχια. Αυτό το συγκεκριμένο

χαρακτηριστικό ενέπνευσε την ιδέα δημιουργίας ενός πρότυπου «κρεμαστού» Βοτανικού Κήπου, ως

ιδιαίτερο παράρτημα του ΒΚΜ, το οποίο θα περιλαμβάνει συλλογές υποχρεωτικών χασμοφυτικών taxa.

Προτείνεται να χρησιμοποιηθεί τμήμα των κρημνών ύψους ενάμιση μέτρου περίπου (από ένα μέτρο

από το έδαφος έως δυόμιση μέτρα περίπου), όπως σημειώνεται αδρά στην Εικόνα 17 παρακάτω με

ημιδιαφανές πλαίσιο. Η πρόταση είναι πειραματική. Προτείνεται η απευθείας τοποθέτηση των

σπερμάτων των χασμοφυτικών ειδών σε σχισμές των βράχων, η σήμανση και η παρακολούθηση της

φύτρωσής τους. Ο βοτανικός επιστήμονας θα μπορούσε να δουλέψει έως τα 2,5μ με τη βοήθεια μιας

φορητής σκάλας.

29

Εικόνα 17. Με κίτρινο ημιδιαφανές πλαίσιο έχει σημανθεί αδρά το τμήμα των ανατολικών κρημνών του

κάστρου στο οποίο θα μπορούσε να αναπτυχθεί ένα πειραματικό τμήμα του ΒΚΜ για συλλογές

υποχρεωτικών χασμόφυτων.

In situ διατήρηση: Όπως έχει αναφερθεί, οι κρημνοί της Μονεμβασιάς αλλά και πολλοί τοίχοι της

καστροπολιτείας αποτελούν το μοναδικό ενδιαίτημα του Stachys spreitzenhoferi ssp. virella. Ένα από τα

βασικά έργα του ΒΚΜ, ανεξαρτήτως της υλοποίησης ή μη του πρότυπου «κρεμαστού» βοτανικού

παραρτήματος στους ανατολικούς κρημνούς, θα είναι ασφαλώς και η παρακολούθηση, η προστασία

και η ενίσχυση του πληθυσμού αυτού του τόσο σημαντικού taxon.

30

Β.5.2. Πλάτωμα – Δίκτυο μονοπατιών.

Το δίκτυο των οδικών αξόνων, δηλαδή των μονοπατιών στον αρχαιολογικό χώρο της άνω πόλης

αποτελεί το κύριο τοπογραφικό στοιχείο ανάπτυξης του ΒΚΜ στα πλαίσια της παρούσας πρότασης. Στις

παρακάτω 9 φωτογραφίες (Εικόνα 18 – Εικόνα 26) παρουσιάζονται ενδεικτικά σημεία διάφορων

μονοπατιών του πλατώματος (Δεκέμβριος 2012).

Εικόνα 18.

31

Εικόνα 19.

Εικόνα 20.

32

Εικόνα 21.

33

Εικόνα 22.

34

Εικόνα 23.

Εικόνα 24.

35

Εικόνα 25.

36

Εικόνα 26.

Υπολογίζεται ότι το συνολικό μήκος των μονοπατιών αθροιζόμενο ενδέχεται να υπερβαίνει τα 2.5

χιλιόμετρα. Χρησιμοποιώντας ένα εύρος 30cm κατά μέσο όρο εκατέρωθεν των μονοπατιών,

εξασφαλίζεται ένας συνολικό εμβαδό εν δυνάμει φυτεύσεως ίσο με 2 x 0,3m x 2500m = 1500m2,

δηλαδή ενάμιση στρέμματος.

Η εγκατάσταση των συλλογών θα πραγματοποιείται με επιτόπιες σπορές ή φυτέψεις μοσχευμάτων ή

βολβών, ριζωμάτων κτλ, στις τελικές θέσεις των φυτών. Η ενδελεχής σήμανση και το κράτημα ακριβούς

χαρτογραφικού και φωτογραφικού αρχείου θα είναι από τις πλέον σημαντικές εργασίες, απαραίτητες

για την υλοποίηση ενός Βοτανικού Κήπου με τα χαρακτηριστικά του ΒΚΜ. Ωστόσο, κάποια πολύ

σημαντικά ενδημικά taxa που φύονται στην ευρύτερη περιοχή της χερσονήσου του Μαλέα και

αναφέρονται στα βιβλία ερυθρών δεδομένων των σπάνιων και απειλούμενων φυτών της Ελλάδας,

όπως λ.χ. ο Astragalus maniaticus και το Bupleurum greuteri θα ενθαρρύνονται να επεκταθούν πιο

ελεύθερα στα μονοπάτια, πέρα από τις θέσεις της σημάνσεώς τους. Αυτό θα εξασφάλιζε ένα

μεγαλύτερο πληθυσμό για τα taxa αυτά και θα ενίσχυε τη γονιδιακή τους δεξαμενή.

37

Εφόσον ο ΒΚΜ έχει νοηθεί ως κατεξοχήν άνυδρος Βοτανικός Κήπος, οι φυτέψεις των σπερμάτων και

του λοιπού πολλαπλασιαστικού υλικού θα πραγματοποιούνται αναγκαστικά με την έναρξη της υγρής

περιόδου μέσα στον Οκτώβριο και ως και τον Δεκέμβριο το αργότερο. Αυτή η στρατηγική ακολουθείται

έτσι ώστε να εκμεταλλευτούν τα φυτά όσο το δυνατόν περισσότερο τις βροχές εξασφαλίζοντας με

αυτόν τον τρόπο την επιβίωσή τους, όπως ακριβώς παρατηρείται στη φύση στα μεσογειακά

οικοσυστήματα. Τοπικό πότισμα αμέσως μετά τη φύτευση και ενδεχόμενα 1-2 ακόμα ποτίσματα μέσα

στο φθινόπωρο, εάν καθυστερούν οι βροχές, θα γίνονται με φορητά δοχεία νερού. Επαναλαμβάνεται

ότι το πότισμα –εάν χρειαστεί- θα γίνεται κατ’ εξαίρεση και θα αφορά μόνο την αρχική εγκατάσταση

των φυτών και όχι τη διατήρησή τους. Συνεπώς, δεν θα απαιτηθεί η χρήση κάποιου αρδευτικού δικτύου

στον ΒΚΜ.

Οι χώροι φυτεύσεως στα μονοπάτια θα καθαρίζονται από την υπάρχουσα βλάστηση μόνο στα σημεία

της εγκατάστασης των συλλογών και αφού προηγουμένως έχει ελεγχθεί ότι δεν υπάρχουν στα σημεία

αυτά σημαντικά taxa όπως ο Κρόκος του Γουλιμή (Crocus goulimyi) ή και άλλα αυτοφυή είδη που

θεωρούνται σπάνια ή είναι ενδημικά ή με ιδιαίτερη καλλωπιστική αξία για τον Βοτανικό Κήπο. Στην

Εικόνα 27 σελ. 38 δίνεται μια ζωγραφική αναπαράσταση υλοποίησης του ΒΚΜ σε τμήμα μονοπατιού.

Ως βάση χρησιμοποιήθηκε το μονοπάτι της Εικόνας 19, σελ31, και αντιπροσωπεύονται είδη που

αναφέρονται στους ερυθρούς καταλόγους των σπάνιων και απειλούμενων φυτών της Ελλάδας – τα

περισσότερα αυτοφυή της χερσονήσου του Μαλέα.

Β.5.3. Οι Συλλογές.

Οι προτεινόμενες συλλογές του ΒΚΜ αποτελούνται αποκλειστικά από ελληνικά αυτοφυή φυτά. Για τις

επιλογές των taxa προτεραιότητα δόθηκε: i) στα ενδημικά ελληνικά taxa που αναφέρονται στους

ερυθρούς καταλόγους των σπάνιων και απειλούμενων φυτών της Ελλάδας, ii) στα ενδημικά ελληνικά

taxa που αυτοφύονται στην ευρύτερη περιοχή της χερσονήσου του Μαλέα, iii) γενικότερα στα ενδημικά

ελληνικά φυτά της κεντρονότιας ηπειρωτικής και νησιωτικής χώρας κυρίως. Εκτός από τα ενδημικά

φυτά, στην πρόταση συμπεριλαμβάνονται επίσης χαμηλοί μεσογειακοί θάμνοι, υποθάμνοι και ποώδη

είδη, αντιπροσωπευτικά της βλάστησης της χερσονήσου του Μαλέα αλλά και ευρύτερα της

κεντρονότιας ηπειρωτικής και νησιωτικής χώρας -σε αρκετές περιπτώσεις πρόκειται για υπενδημικά

είδη. Φυτεύσεις ενός μικρού αριθμού αυτοφυών δενδρωδών ειδών της περιοχής, όπως λ.χ. ελιές

(Olea europaea) και χαρουπιές (Ceratonia siliqua), προτείνονται για κάποια σημεία του πλατώματος

περιφερειακά του ερειπωμένου οικισμού.

38

Εικόνα 27.

39

Λεζάντα Εικόνας 27, σελ. 38. Ζωγραφική αναπαράσταση τμήματος μονοπατιού του ΒΚΜ με φυτά που αναφέρονται στους καταλόγους των ερυθρών δεδομένων των σπάνιων και απειλούμενων φυτών της Ελλάδας. α: Fritillaria conica, ενδημική ΝΔ Πελοποννήσου μεταξύ Πύλου και Μεθώνης και της νήσου Σαπιέντζα, με μια αναφορά από τον Μαλέα. β: Arum purpureospathum, ενδημικό ΝΔ Κρήτης. γ: Onobrychis peloponnesiaca, στενοενδημική στο βόρειο τμήμα της χερσονήσου του Μαλέα δ: Lilium candidum, ο κρίνος του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου που αυτοφύεται στην ευρύτερη περιοχή της Μονεμβασιάς. ε: Astragalus drupaceus, ενδημικός Πελοποννήσου. ζ: Tulipa goulimyi, ενδημική Μαλέα, Ελαφονήσου, Κυθήρων και ΒΔ Κρήτης. η: Astragalus maniaticus, ενδημικός Πελοποννήσου, κυριότερα στη χερσόνησο του Μαλέα και στην περιοχή Γερολιμένα Μάνης. Η εικονογράφηση βασίστηκε στη φωτογραφία του μονοπατιού της Εικόνας 19, σελ.31 και αναπαριστά το βοτανικό μονοπάτι την άνοιξη. Οι αυτοφυείς θάμνοι του πλατώματος που διακρίνονται είναι αζόγεροι (Anagyris foetida).

Σε κάθε περίπτωση οι επιλογές αφορούν taxa τα οποία είτε είναι φυτά αποκλειστικά χαμηλών

υψομέτρων, είτε είναι φυτά με πιο ευρεία υψομετρική κατανομή, τα οποία όμως κατανέμονται και

εντός του θερμομεσογειακού ορόφου. Εξαιρέσεις σε αυτόν τον βασικό κανόνα αφορούν κάποια

ιδιαίτερα σημαντικά ενδημικά taxa όπως λ.χ. είδη που φύονται στην ΕΖΔ GR2540001 (Campanula

asperuloides, Athamanta arachnoidea, Linum hellenicum, Hypericum taygeteum, Consolida tuntasiana)

τα οποία, έχοντας χαρτογραφηθεί και σε υψόμετρα κοντά στα 500μ., εισέρχονται έστω οριακά στον

θερμομεσογειακό όροφο και θα άξιζε να δοκιμαστούν. Η επίδραση της θάλασσας με την αύξηση της

ατμοσφαιρικής υγρασίας και τη συνεπακόλουθη μείωση της εξατμισοδιαπνοής των φυτών,

ενδεχομένως να βοηθήσει την επιβίωση κάποιων ειδών το θέρος. Αξίζει να αναφερθεί εδώ το

παράδειγμα του είδους Silene spinescens στον Υμηττό, το οποίο ενώ εντοπίζεται κανονικά πάνω από τα

300μ., στους πρόποδες του βουνού μεταξύ Βάρης και Βουλιαγμένης φύεται σχεδόν από την επιφάνεια

της θάλασσας (19). Η συντριπτική πλειοψηφία των ειδών και υποειδών που προτείνονται φύονται σε

βραχώδη, ασβεστολιθικά, ξηρά εδάφη ή είναι υποχρεωτικά χασμόφυτα. Σημειώνουμε ότι τα

χασμοφυτικά είδη μπορούν να εγκατασταθούν και σε λιγότερο βραχώδη σημεία αρκεί να μην

ανταγωνίζονται από άλλα φυτά μέχρι να μεγαλώσουν και το υπόστρωμά τους να αποστραγγίζεται

καλά. Εξαιρέθηκαν από την επιλογή κάποια σημαντικά taxa που αυτοφύονται αποκλειστικά σε

οφιολιθικά (σερπεντινικά) υποστρώματα, όπως λ.χ. τα Onosma stridii και Dianthus haematocalyx ssp.

phitosianus – ενώ θα άξιζε, σαφώς, να γίνει πειραματισμός και με αυτά μελλοντικά.

Ως προς τις βιομορφές, τα περισσότερα από τα είδη και υποείδη που προτείνονται είναι:

1. Χαμαίφυτα (C). Χωρίζονται κυρίως σε μικρούς ξυλώδεις θάμνους (Cfrut) όπως λ.χ. το κεφαλωτό

θυμάρι (Thymbra capitata) και σε ημιξυλώδεις υποθάμνους (Csuff) όπου μόνο οι κατώτερες

διακλαδώσεις τους είναι ξυλώδεις, όπως λ.χ. η νησιώτικη ρίγανη (Origanum onites).

40

2. Ημικρυπτόφυτα (H). Είναι πολυετείς πόες που ανανεώνονται κάθε χρόνο από οφθαλμούς που

βρίσκονται κοντά στην επιφάνεια του εδάφους και τα στελέχη τους ξηραίνονται την ξηροθερμική

περίοδο, αφού πρώτα ανθίσουν και καρποφορήσουν. Χωρίζονται κυρίως σε βλαστοειδή

ημικρυπτόφυτα (Hscap) όπως λ.χ. το βούγλωσσον του Θεόφραστου (βοϊδόγλωσσα, Anchusa azurea) και

σε θυσσανώδη ημικρυπτόφυτα (Hcaesp) που παράγουν άφθονους βλαστούς κάθε χρόνο όπως λ.χ. το

αγρωστώδες φυτό ορύζοψη (Piptatherum miliaceum).

3. γεώφυτα (G). Είναι πολυετείς πόες που τη δύσκολη περίοδο του θέρους διαβιούν με τη μορφή

διογκωμένων, αποταμιευτικών οργάνων θαμμένων στη γη, όπως είναι οι βολβοί λ.χ. στις τουλίπες και

οι κόνδυλοι λ.χ. στα κυκλάμινα.

4. θερόφυτα (Τ). Είναι μονοετείς πόες που το θέρος ολοκληρώνουν τον κύκλο τους και διαβιούν με τη

μορφή σπερμάτων όπως λ.χ. οι μαντηλίδες (Glebionis coronaria).

Στον Πίνακα 4, αναγράφονται 500 αυτοφυή ελληνικά taxa που προτείνονται για τον ΒΚΜ. Η βασική

επιλογή έγινε έτσι ώστε να συμπεριλάβει 260 ελληνικά ενδημικά taxa, 90 εκ των οποίων αναφέρονται

στους ερυθρούς καταλόγους των σπάνιων και απειλούμενων φυτών της Ελλάδας. Άλλα 20 taxa

αναφέρονται επίσης στους κόκκινους καταλόγους και είναι σπάνια στη χώρα μας υπενδημικά ή

μεσογειακά είδη . Από τα 500 taxa ένα 78% είναι αυτοφυή της Πελοποννήσου, ενώ από τα αυτοφυή της

Πελοποννήσου τουλάχιστον ένα 64% είναι αυτοφυή της χερσονήσου του Μαλέα -καθώς τα στοιχεία

μας είναι ελλειπή ως προς τη χλωρίδα του Μαλέα. Από το σύνολο (260) των ελληνικών ενδημικών

φυτών που προτείνονται το 65% είναι αυτοφυή της Πελοποννήσου.

Ιδιαίτερα σημαντικά taxa, αυτοφυή της χερσονήσου του Μαλέα που αναφέρονται στους κόκκινους

καταλόγους ή προκύπτει από βιβλιογραφικά δεδομένα ότι είναι απειλούμενα και προτείνονται για τον

ΒΚΜ είναι τα Allium circinatum ssp. peloponnesiacum, Allium ritsii (στενοενδημικό Μονεμβασιάς),

Asperula elonea, Astragalus laconicus, Astragalus maniaticus, Athamanta arachnoidea, Bupleurum

greuteri, Campanula asperuloides, Colchicum psaridis, Consolida tuntasiana, Crocus goulimyi

(αυτοφύεται στο πλάτωμα), Fritillaria conica, Helichrysum taenari, Hypericum taygeteum, Klasea cretica

(Klasea moreana), Lilium candidum, Linaria hellenica, Linum hellenicum, Linum phitosianum, Minuartia

pichleri, Moluccella spinosa, Onobrychis peloponessiaca, Ophrys argolica, Petrorhagia grandiflora,

Potentilla arcadiensis, Saponaria jagelii (ενδημική Ελαφονήσου), Silene integripetala ssp. elaphonesiaca

(Ενδημική Ελαφονήσου), Stachys spreitzenhoferi ssp. virella (στενοενδημικό Μονεμβασιάς), Teucrium

francisci-werneri, Thymus laconicus, Tulipa goulimyi.

Άλλα σημαντικά taxa, ελληνικά ενδημικά και προστατευόμενα βάση του Προεδρικού Διατάγματος

67/1981, τα οποία αυτοφύονται στη χερσόνησο του Μαλέα και προτείνονται για τον ΒΚΜ είναι τα

41

Asperula taygetea, Bolanthus fruticulosus, Bolanthus laconicus, Colchicum parlatoris, Delphinium

hellenicum, Ebenus sibthorpii, Galium capitatum, Helianthemum hymettium, Heptaptera colladonioides,

Inula rotundifolia, Leontodon graecus, Nepeta scordotis, Onopordum messeniacum, Papaver nigrotictum,

Ranunculus millii, Scorzonera crocifolia, Scutellaria rupestris ssp. caroli-henrici, Stachys crysantha (με

επιφύλαξη καθώς είναι είδος πολύ συγγενές με το στενότοπο της Μονεμβασιάς S. spreitzenhoferi ssp.

virella), Teucrium aroanium.

Σημειώνεται, ότι πέρα από τα ελληνικά ενδημικά taxa και αυτά των ερυθρών καταλόγων, η επιλογή

των υπολοίπων 220 taxa της παρούσας πρότασης θα μπορούσε να είναι μόνο ενδεικτική για όσα

αυτοφυή ελληνικά είδη θα μπορούσαν να εισαχθούν στον ΒΚΜ και να τον πλουτίσουν. Τις

περισσότερες φορές πρόκειται για είδη χαρακτηριστικά του θερμομεσογειακού ορόφου της

Πελοποννήσου ή άλλων χλωριδικών περιοχών της χώρας μας, τα οποία είναι σε αρκετές περιπτώσεις

υπενδημικά ελληνικά (αυτοφύονται και σε λίγες ακόμα γειτονικές μας χώρες). Ακόμα, ωστόσο, και για

τις περιπτώσεις όπου τα είδη είναι κοινά τόσο στη χώρα μας όσο και σε διάφορες άλλες μεσογειακές

χώρες, θεωρούμε σημαντική, λ.χ. για εκπαιδευτικούς σκοπούς, την αντιπροσώπευσή τους στον ΒΚΜ. Η

βιβλιογραφία στην οποία βασίστηκε κυρίως η επιλογή των συλλογών δίνεται στις αναφορές: (1), (2),

(4), (5), (17), (18), (20), (21), (22), (23), (24), (25), (26).

Επεξήγηση στοιχείων του Πίνακα 4 σελ. 42-60.

Στήλη Taxon: δίνεται το επιστημονικό όνομα του κάθε είδους ή υποείδους και η συντομογραφία του/των επιστήμονα/ων που το χαρακτήρισαν.

Στήλη Οικογένεια: δίνεται η οικογένεια στην οποία ανήκει το taxon.

Στήλη Βιομορφή: N/MP νάνο- ή μέσο- φανερόφυτο (θάμνοι, δέντρα), C χαμαίφυτο (μικροί θάμνοι), H

ημικρυπτόφυτο, T θερόφυτο, G γεώφυτο, b διετές, scap βλαστοειδές (δενδρώδες για τα N/MP), caesp

θυσσανώδες (θαμνώδες για τα N/MP), ros ροδακοειδές, sem ημιροδακοειδές, frut ξυλώδες θαμνώδες,

suff ημιξυλώδες θαμνώδες, rhiz ριζωματώδες, bulb βολβώδες , lian λιάνα-αναρριχώμενο, rept έρπων,

pulv στρωματώδες.

Στήλη Χωρολογία: η φυσική κατανομή του taxon. taxon ελληνικό ενδημικό, ^ taxon πιθανώς

υπενδημικό, taxon υπενδημικό, taxon ενδημικό της χλωριδικής ομάδας Πελοποννήσου

(Πελοπόννησος +Αίγινα, Μέθανα, Σπέτσες, Ύδρα, Σπέτσες, Ελαφόνησος, Κύθηρα, Σαπιέντζα και γύρω

νησίδες), taxon αυτοφυές της χλωριδικής ομάδας Πελοποννήσου, taxon ενδημικό της

χερσονήσου του Μαλέα (Δήμος Μονεμβασιάς συμπεριλαμβανομένων των εκτάσεων της πρώην

Επαρχίας Επιδαύρου – Λιμηράς, της Ελαφονήσου και της Ειδικής Ζώνης Διατήρησης Natura 2000 με

42

κωδικό GR2540001), taxon αυτοφυές της χερσονήσου του Μαλέα (ελλειπή στοιχεία), taxon

ενδημικό περιοχής Μονεμβασιάς (νησίδα και γύρω λόφοι), taxon αυτοφυές της περιοχής

Μονεμβασιάς (ελλειπή στοιχεία), Μed μεσογειακό, Οmed ανατολικό μεσογειακό, Wmed δυτικό

μεσογειακό, Eurymed ευρυμεσογειακό, Balk βαλκανικό, Balk-ita, βαλκανικό-ιταλικό, eurymed-turan

ευρυμεσογειακό-τουρανικό, Euro-Ca ευρωκαυκασικό, paleosubtrop παλαιοϋποτροπικό, Eurasian

Ευρασιατικό, Eurymed-subatl ευρυμεσογειακό-υποατλαντικό, Med-asia, μεσογειακό ασιατικό.

Στήλη σημειώσεις:. taxon το οποίο αναφέρεται σε ερυθρό κατάλογο των σπάνιων και

απειλούμενων φυτών της Ελλάδας, taxon το οποίο προστατεύεται βάση νόμου 3937/2011 άρθρο 10 παρ.1, που ισχύει για τα απειλούμενα φυτά των τελευταίων (2) εθνικών ερυθρών καταλόγων, ή/και

βάση προεδρικού διατάγματος 67/1987, taxon το οποίο θεωρείται απειλούμενο βάση του διεθνούς ερυθρού καταλόγου IUCN 2012 (27), ή εντάσσεται σε μια από αυτές τις κατηγορίες σύμφωνα με βιβλιογραφικά δεδομένα (όχι για τα φυτά των ελληνικών ερυθρών καταλόγων που ήδη έχουν σημανθεί στον πίνακα).

Πίνακας 4. Προτεινόμενα αυτοφυή ελληνικά taxa για τον ΒΚΜ.

Taxon Οικογένεια Βιομορφή Χωρολογία Σημειώσεις 1. Acanthus spinosus L. Acanthaceae Grhiz

Omed

2. Acer sempervirens L. Aceraceae Pcaesp/scap Omed

3. Achillea cretica L. Asteraceae Cfrut

4. Achnatherum fallacinus H. Scholz & Raus

Poaceae Hcaesp

5. Aethionema retsina Phitos & Snogerup

Brassicaceae Csuff

6. Aethionema saxatile ssp. creticum (Boiss. & Heldr.) I. A. Andersson et al.

Brassicaceae Csuff

7. Agrostemma githago L. ssp. githago

Caryophyllaceae Tscap Balc

8. Ajuga iva (L.) Schreber Lamiaceae Hcaesp Med

9. Alkanna graeca ssp. graeca Boiss. & Spruner

Boraginaceae Hcaesp/ Hsem

10. Alkanna methanaea Hausskn. Boraginaceae Hscap/ Hsem

11. Alkanna sartoriana Boiss. & Heldr. Boraginaceae Hcaesp/ Hsem

12. Alkanna sfikasiana Tan, Vold & Strid Boraginaceae Hcaesp/ Hsem

13. Allium amethystinum Tausch Alliaceae Gbulb Omed

43

14. Allium chamaemoly L. Alliaceae Gbulb Med

15. Allium circinatum ssp. peloponnesiacum Tzanoud.

Alliaceae Gbulb

16. Allium gomphrenoides Boiss. & Heldr. Alliaceae Gbulb

17. Allium maniaticum Brullo & Tzanoud. Alliaceae Gbulb

18. Allium nigrum L. Alliaceae Gbulb Med

19. Allium optimae Greuter Alliaceae Gbulb

20. Allium ritsii Iatroú & Tzanoud. Alliaceae Gbulb

21. Allium roseum L. Alliaceae Gbulb Med

22. Alyssoides cretica (L.) Medik. Brassicaceae Csuff

23. Alyssum tenium Halácsy Brassicaceae Csuff

24. Amelanchier parviflora ssp. chelmea (Halácsy) Ziel.

Rosaceae NPcaesp

25. Ammi majus L. Apiaceae Tscap/ Hscap Med

26. Anacamptis boryi (Rchb. f.) R. M. Bateman et al

Orchidaceae Gbulb

27. Anacamptis papilionacea (L.) R. M. Bateman et al

Orchidaceae Gbulb Med

28. Anacamptis pyramidalis (L.) Rich. Orchidaceae Gbulb Eurymed

29. Anacamptis sancta (L.) R. M. Bateman et al

Orchidaceae Gbulb Omed

30. Anagyris foetida L. Fabaceae NPcaesp Med

31. Anchusa aegyptiaca (L.) DC.A Boraginaceae Tscap Omed

32. Anchusa azurea Mill. Boraginaceae Hscap Eurymed

33. Anchusa hybrida Ten Boraginaceae (b)-Hscap Med

34. Anchusella variegata (L.) Bigazzi & al. Boraginaceae Tscap ^

35. Anemone appenina ssp. blanda (Schott & Kotschy) Nyman

Ranunculaceae Grhiz Med

36. Anemone coronaria L. Ranunculaceae Grhiz Med

37. Anemone hortensis ssp. heldreichii (Boiss.) Rech.f.

Ranunculaceae Grhiz

38. Anthemis scopulorum Rech.f. Asteraceae Tscap

39. Anthriscus tenerrimus Boiss. & Spruner

Apiaceae Tscap

40. Anthyllis hermanniae L. Fabaceae Cfrut Med

41. Anthyllis splendens Willd. Fabaceae Cfrut

44

42. Arbutus andrachne L. Ericaceae NPcaesp Omed

43. Arenaria muralis (Link) Spreng. Caryophyllaceae Tscap

44. Arenaria peloponnesiaca Rech. f. Caryophyllaceae Tscap

45. Aristolochia elongata (Duch.) E. Nardi Aristolochiaceae Grhiz

46. Aristolochia cretica Lam. Aristolochiaceae Grhiz

47. Aristolochia microstoma Boiss. & Spruner

Aristolochiaceae Grhiz

48. Artemisia herba-alba Asso Asteraceae Cfrut Med-turan

49. Arum creticum Boiss. & Heldr. Araceae Grhiz

50. Arum purpureospathum P. C. Boyce Araceae Grhiz

51. Asphodeline lutea (L.) Rchb. Xanthorrhoeaceae

Grhiz Omed

52. Asperula crassula Greuter & Zaffran Rubiaceae Csuff

53. Asperula elonea Iatrou & T.Georgiadis Rubiaceae Csuff

54. Asperula lilaciflora ssp. coa (Rech.f.) Ehrend.

Rubiaceae Csuff

55. Asperula lutea ssp. rigidula (Halácsy) Ehrend.

Rubiaceae Csuff

56. Asperula naufraga Ehrend. & Guterm. Rubiaceae Hcaesp/ Csuff

57. Asperula taygetea Boiss. & Heldr. Rubiaceae Csuff

58. Asplenium ceterach L. Polypodiaceae Hros/caesp Eurymed

59. Asplenium petrarchae DC. Polypodiaceae Hros/caesp Med

60. Astragalus drupaceus Boiss. Fabaceae Csuff

61. Astragalus laconicus Iatrou & Kit Tan Fabaceae Csuff

62. Astragalus maniaticus Kit Tan & Strid Fabaceae Hrept

63. Asyneuma giganteum (Boiss.) Bornm. Campanulaceae (b)-Hscap

64. Athamanta arachnoidea Boiss. & Orph.

Apiaceae Hsem

65. Atractylis cancellata L. Asteraceae Tscap Med

66. Atriplex halimus L. Chenopodiaceae NPcaesp Med

67. Atriplex recurva d'Urv Chenopodiaceae Tscap

68. Aubrieta scyria Halácsy Brassicaceae Csuff

69. Aurinia saxatilis ssp. orientalis (Ard.) T. R. Dudley

Brassicaceae Csuff/ Hcaesp Omed

45

70. Ballota acetabulosa (L.) Benth. Lamiaceae Csuff

71. Ballota pseudodictamnus ssp. pseudodictamnus (L.) Benth.

Lamiaceae Csuff ^

72. Bellardia trixago (L.) All. Scrophulariaceae Tscap Med

73. Bellevalia hyacinthoides (Bertol.) K. Perss. & Wendelbo

Asparagaceae Gbulb ^

74. Bellevalia sitiaca Kypriotakis & Tzanoud.

Asparagaceae Gbulb

75. Biarum davisii Turrill Araceae Grhiz

76. Biarum fraasianum (Schott) Nyman Araceae Grhiz

77. Biarum rhopalospadix K. Koch Araceae Grhiz

78. Biarum tenuifolium ssp. abbreviatum (Schott) K. Richt.

Araceae Grhiz ^

79. Blackstonia perfoliata (L.) Hudson Gentianaceae Tsem Eurymed-subatl

80. Bolanthus fruticulosus (Bory & Chaub.) Barkoudah

Caryophyllaceae Csuff

81. Bolanthus laconicus (Boiss.) Barkoudah

Caryophyllaceae Csuff

82. Bonannia graeca (L.) Halácsy Apiaceae Hsem

83. Borago officinalis L. Boraginaceae Tscap Med

84. Brassica cretica ssp. laconica M. A. Gust. & Snogerup

Brassicaceae Csuff

85. Bromus fasciculatus C. Presl. Poaceae Tcaesp/scap Omed

86. Bryonia cretica L. Cucurbitaceae Hlian Omed

87. Bupleurum aira Snogerup Apiaceae Tscap

88. Bupleurum fruticosum L. Apiaceae NPcaesp Med

89. Bupleurum glumaceum Sm. Apiaceae Tscap

90. Bupleurum greuteri Snogerup Apiaceae Tscap

91. Calicotome villosa (Poir.) Link Fabaceae NPcaesp Med

92. Campanula versicolor Andrews Campanulaceae Hscap Omed

93. Campanula andrewsii ssp. hirsutula Phitos

Campanulaceae b-Hcaesp

94. Campanula asperuloides (Boiss. & Orph.) Engl.

Campanulaceae Hcaesp

95. Campanula celsii A. DC. Campanulaceae b-Hcaesp/ Hrept

96. Campanula cretica (A. DC.) D. Dietr.

Campanulaceae Hscap

97. Campanula drabifolia Sm. Campanulaceae Tscap ^

46

98. Campanula incurva A. DC. Campanulaceae (b)-Hcaesp

99. Campanula laciniata L. Campanulaceae Hscap

100. Campanula merxmuelleri Phitos Campanulaceae (b)-Hcaesp/ Hrept

101. Campanula pelviformis Lam. Campanulaceae b-Hscap

102. Campanula ramosissima Sm. Campanulaceae Tscap Omed

103. Campanula sartorii Boiss. & Heldr. Campanulaceae Hcaesp/rept

104. Campanula saxatilis ssp. cytherea Rech. f. & Phitos

Campanulaceae Hcaesp

105. Campanula spatulata ssp. spruneriana (Hampe) Hayek

Campanulaceae Hscap

106. Capparis spinosa ssp. rupestris (Sm.) Nyman

Capparaceae Cfrut Med

107. Cardopatium corymbosum (L.) Pers. Asteraceae Hsem Omed

108. Carlina diae (Rech. f.) Meusel & Kästner Asteraceae Csuff

109. Carlina tragacanthifolia Klatt Asteraceae Csuff

110. Carthamus dentatus ssp. ruber (Link) Hanelt

Asteraceae Tscap

111. Carthamus leucocaulos Sm. Asteraceae Tscap

112. Centaurea achaia ssp. corinthiaca (Boiss. & Heldr.) Phitos & T. Georgiadis

Asteraceae Hscap

113. Centaurea aetolica Phitos & T. Georgiadis

Asteraceae Hcaesp

114. Centaurea argentea ssp. argentea L.

Asteraceae Hcaesp/ Csuff

115. Centaurea laconica ssp. laconica Boiss.

Asteraceae Hscap

116. Centaurea lactucifolia Boiss. Asteraceae Hcaesp

117. Centaurea leonidia Kalpoutz. &Konstantin.

Asteraceae Hcaesp

118. Centaurea niederi Heldr. Asteraceae Hscaesp

119. Centaurea poculatoris Greuter Asteraceae Hrept

120. Centaurea raphanina ssp. mixta (DC.) Runemark

Asteraceae Hros

121. Centaurea rechingeri Phitos Asteraceae Hscap

122. Centaurea redempta ssp. cytherea (Rech. f.) Routsi & T. Georgiadis

Asteraceae Hscap

123. Centaurea spinosa L. Asteraceae Cfrut

124. Centranthus ruber (L.) DC. Valerianaceae Csuff Med

125. Centaurium erythraea ssp. limoniiforme (Greuter) Greuter

Gentianaceae Hscap/ Hbien

47

126. Cerastium brachypetalum ssp. atheniense (Lonsing) P. D. Sell & Whitehead

Caryophyllaceae Tscap

127. Cerastium illyricum ssp. brachiatum (Lonsing) Jalas

Caryophyllaceae Tscap

128. Ceratonia siliqua L. Fabaceae N/MPscap/caesp Med

129. Cercis siliquastrum L. Fabaceae N/MPscap/caesp Med

130. Cheilanthes acrostica (Balbis) Tod. Polypodiaceae Hros/caesp Eurymed-turan

131. Chondrilla ramosissima Sm. Asteraceae Csuff

132. Cicer graecum Boiss. Fabaceae Hscap

133. Cichorium spinosum L. Asteraceae Cfrut Med

134. Cionura erecta (L.) Griseb Apocynaceae Csuff Omed

135. Cirsium hypopsilum Boiss. & Heldr. Asteraceae B-Hscap

136. Cistus creticus L. Cistaceae Cfrut Med

137. Cistus parviflorus Gaterau Cistaceae Cfrut Omed

138. Cistus salviifolius L. Cistaceae Cfrut Med

139. Clematis cirrhosa L.

Ranunculaceae Plian Med

140. Clematis flammula L.

Ranunculaceae Plian Euro-Ca

141. Clinopodium creticum (L.) Kuntze Lamiaceae Hscap/ Csuff

142. Colchicum cupanii Guss. Colchicaceae Gbulb Med

143. Colchicum parlatoris Orph. Colchicaceae Gbulb

144. Colchicum peloponnesiacum Rech. f. & P. H. Davis

Colchicaceae Gbulb

145. Colchicum psaridis Heldr. ex Halácsy Colchicaceae Grhiz/ Gbulb

146. Colchicum sfikasianum Kit Tan & Iatroú

Colchicaceae Gbulb

147. Colchicum variegatum L. Colchicaceae Gbulb

148. Conringia orientalis (L.) Andrz. ex DC. Brassicaceae Tscap Omed

149. Consolida brevicornis (Vis) Soó Ranunculaceae Tscap

150. Consolida tenuissima (Sm.) Soó Ranunculaceae Tscap

151. Consolida tuntasiana (Halácsy) Soó Ranunculaceae Tscap

152. Convolvulus dorycnium L. Convolvulaceae Hcaesp Omed

48

153. Convolvulus elegantissimus Miller Convolvulaceae Hlian Med

154. Convolvulus oleifolius Desr. Convolvulaceae Csuff

155. Cosentinia vellea (Aiton) Tod. Polypodiaceae Hros/caesp Eurymed

156. Crepis dioscoridis L. Asteraceae Tscap Omed

157. Crepis hellenica Kamari Asteraceae Tsem ^

158. Crocus boryi J. Gay Iridaceae Gbulb ^

159. Crocus cartwrightianus Herb. Iridaceae Gbulb

160. Crocus goulimyi Turrill Iridaceae Gbulb

161. Crocus hadriaticus Herb. Iridaceae Gbulb

162. Crocus laevigatus Bory & Chaub. Iridaceae Gbulb

163. Crocus niveus Bowles Iridaceae Gbulb

164. Crocus olivieri J. Gay ssp. olivieri Iridaceae Gbulb Omed

165. Crocus tournefortii J. Gay Iridaceae Gbulb

166. Cupressus sempervirens L. Cupressaceae MPscap Omed

167. Cyclamen creticum Hildebr. Primulaceae Gbulb

168. Cyclamen graecum Link Primulaceae Gbulb

169. Cyclamen persicum Mill. Primulaceae Gbulb Omed

170. Cyclamen repandum ssp. peloponnesiacum Grey-Wilson

Primulaceae Gbulb

171. Cymbalaria microcalyx ssp. microcalyx (Boiss.) Wettst.

Scrophulariaceae Hscap

172. Cynanchum acutum L. Asclepiadaceae NPlian Paleosubtrop

173. Cynara cardunculus L. Asteraceae Hsem Wmed

174. Cynara cornigera Lindl. Asteraceae Hsem/ Hscap

175. Cynara cyrenaica Maire & Weiller Asteraceae Hsem/ Hscap

176. Cynoglossum creticum Miller Boraginaceae Hscap Med

177. Cytisus creticus Boiss. & Heldr. Fabaceae Cfrut

178. Daphne gnidioides Jaub. & Spach Thymelaeaceae Cfrut

179. Daphne jasminea Sm. Thymelaeaceae Cfrut

180. Daucus guttatus Sm. ssp. guttatus Apiaceae Tcaesp/scap Omed

181. Daucus involucratus Sm. Apiaceae Tcaesp/scap

49

182. Delphinium hellenicum Pawl. Ranunculaceae Tscap

183. Dianthus cinnamomeus Sm. Caryophyllaceae Csuff ^

184. Dianthus diffusus Sm. Caryophyllaceae Hscap ^

185. Dianthus elegans d'Urv. Caryophyllaceae Csuff

186. Dianthus fruticosus ssp. occidentalis Runemark

Caryophyllaceae Cfrut

187. Dianthus tripunctatus Sm. Caryophyllaceae Tscap Omed

188. Dianthus xylorrhizus Boiss. & Heldr.

Caryophyllaceae Csuff

189. Dictamnus albus L. Rutaceae Csuff Eurasian

190. Drimia maritima (L.) Stearn Asparagaceae Gbulb Med

191. Ebenus cretica L. Fabaceae Cfrut

192. Ebenus sibthorpii DC. Fabaceae Csuff

193. Ecballium elaterium (L.) A. Richard Cucurbitaceae Hrept Med

194. Echinops graecus Mill. Asteraceae Hscap

195. Echium angustifolium Miller Boraginaceae Hscap/caesp Omed

196. Elaeoselinum asclepium (L.) Bertol. Apiaceae Hsem Med

197. Ephedra foeminea Forssk. Ephedraceae NPcaesp Omed

198. Erica manipuliflora Salisb. Ericaceae Cfrut Omed

199. Εrodium gruinum (L.) L’ Hér. Geraniaceae Tscap/Hscap Omed

200. Eryngium amorginum Rech. f. Apiaceae Hscap

201. Eryngium ternatum Poir. Apiaceae Hscap

202. Erysimum corinthium (Boiss.) Wettst. Brassicaceae Csuff

203. Erysimum graecum Boiss. & Heldr. Brassicaceae b-Hscap

204. Erysimum senoneri ssp. amorginum Snogerup

Brassicaceae Cfrut

205. Euphorbia acanthothamnos Heldr. & Sart.ex Boiss.

Euphorbiaceae Cfrut

206. Euphorbia aulacosperma Boiss. Euphorbiaceae Tscap Omed

207. Euphorbia characias L. Euphorbiaceae Hscap Med

208. Euphorbia dendroides L. Euphorbiaceae NPscap Med

209. Euphorbia sultan-hassei Α. Strid & al.

Euphorbiaceae Cfrut

50

210. Ferula communis L.

Apiaceae Hscap/ Hsem Med

211. Ferulago sartorii Boiss.

Apiaceae Hscap

212. Ferulago thyrsiflora (Sm.) W. D. J. Koch

Apiaceae Hscap

213. Fibigia lunarioides (Willd.) Sweet

Brassicaceae Csuff

214. Filago cretensis ssp. cretensis Gand. Asteraceae Tscap

215. Fritillaria conica Boiss. Liliaceae Gbulb

216. Fritillaria davisii Turrill Liliaceae Gbulb

217. Fritillaria elwesii Boiss. Liliaceae Gbulb

218. Fritillaria graeca ssp. graeca Boiss. & Spruner

Liliaceae Gbulb

219. Fritillaria obliqua ssp. tuntasia (Heldr. ex Halácsy) Kamari

Liliaceae Gbulb

220. Fritillaria rhodia A. Hansen Liliaceae Gbulb

221. Fritillaria rhodocanakis Orph. ex Baker

Liliaceae Gbulb

222. Fritillaria spetsiotica Kamari Liliaceae Gbulb

223. Fritillaria sporadum Kamari

Liliaceae Gbulb

224. Fumana thymifolia Spach

Cistaceae Csuff Med

225. Fumaria macrocarpa Parl. ssp. macrocarpa

Papaveraceae Tcaesp/rept Omed

226. Gagea graeca (L.) Irmsch. Liliaceae Gbulb

227. Galanthus reginae-olgae Orph. ssp. reginae-olgae

Amaryllidaceae Gbulb

228. Galium capitatum Bory & Chaub.

Rubiaceae Tscap

229. Galium citraceum Boiss. Rubiaceae Tscap

230. Galium melanantherum Boiss. Rubiaceae Hscap

231. Galium peloponnesiacum Ehrend. & Krendl

Rubiaceae Hscap

232. Galium taygeteum var. violaceum (Krendl) Greuter

Rubiaceae Hscap

233. Genista acanthoclada DC. Fabaceae Cfrut

234. Geranium tuberosum L. Geraniaceae Gbulb Eurymed

235. Gladiolus italicus Miller Iridaceae Gbulb Med

236. Globularia alypum L.

Globulariaceae Cfrut Med

237. Gynandriris sisyrinchium (L.) Parl. Iridaceae Gbulb Med

51

238. Haplophyllum megalanthum Bornm.

Rutaceae Csuff

239. Helianthemum hymettium Boiss. & Heldr.

Cistaceae Csuff

240. Helichrysum amorginum Boiss. & Orph.

Asteraceae Csuff

241. Helichrysum heldreichii Boiss. Asteraceae Csuff

242. Helichrysum stoechas ssp. barrelieri (Ten.) Nyman

Asteraceae Csuff Omed

243. Helichrysum taenari Rothm. Asteraceae Csuff

244. Helictochloa agropyroides (Boiss.) Romero Zarco

Poaceae Hcaesp ^

245. Heliotropium hirsutissimum Grauer Boraginaceae Tscap/ Tcaesp Omed

246. Hellenocarum multiflorum (Sm.) H. Wolff

Apiaceae Hsem Omed

247. Heptaptera colladonioides Margot & Reut.

Apiaceae Hscap

248. Hesperis laciniata ssp. secundiflora (Boiss. & Spruner) Breistr.

Brassicaceae (b)-Hscap ^

249. Himantoglossum robertianum (Loisel.) P. Delforge

Orchidaceae Gbulb Med

250. Hirtellina fruticosa (L.) Dittrich Asteraceae Cfrut

251. Hymenonema laconicum Boiss. & Heldr.

Asteraceae Hsem

252. Hypericum atomarium Boiss. Clusiaceae Hscap

253. Hypericum empetrifolium Willd. Clusiaceae Csuff Omed

254. Hypericum taygeteum Quézel & Contandr.

Clusiaceae Csuff

255. Iberis acutiloba Bertol. Brassicaceae Tcaesp Omed

256. Inula methanaea Hausskn. Asteraceae Csuff

257. Inula rotundifolia (Halácsy) Greuter Asteraceae Csuff

258. Iris germanica L. (+ Iris hellenica Mermygkas et al., πειραματικά)

Iridaceae Grhiz Unknown

259. Iris unguicularis ssp. cretensis (Janka) A. P. Davis & Jury

Iridaceae Grhiz

260. Johrenia distans (Griseb.) Halácsy Apiaceae Hsem

261. Juniperus phoenicea L. Cupressaceae N/MPcaesp/scap Med

262. Juniperus oxycedrus ssp. macrocarpa (Sm.) Ball

Cupressaceae N/MPcaesp/scap Med

263. Klasea cretica (Turrill) Holub [Klasea moreana Greuter]

Asteraceae Grhiz ?

264. Knautia integrifolia ssp. mimica (Borbás) Greuter

Dipsacaceae Tsem

265. Lagoecia cuminoides L. Apiaceae Tscap Med

52

266. Lamyropsis cynaroides (Lam.) Dittrich Asteraceae Hsem

267. Lathyrus clymenum L. Fabaceae Tlian Med

268. Lavandula cariensis Boiss. Lamiaceae Cfrut

269. Legousia pentagonia (L.) Druce Campanulaceae Tscap Omed

270. Leontice leontopetalum L. ssp. leontopetalum

Berberidaceae Gbulb Omed-turan

271. Leontodon graecus Boiss. & Heldr. Asteraceae Grhiz/ Hscap

272. Leopoldia cycladica (P. H. Davis & D. C. Stuart) Garbari

Asparagaceae Gbulb

273. Lilium candidum L. Liliaceae Gbulb Omed

274. Limonium aphroditae R. Artelari & Georgiou

Plumbaginaceae Hcaesp

275. Limonium corinthiacum (Boiss. & Heldr.) O. Kuntze

Plumbaginaceae Hsem

276. Limonium messeniacum R. Artelari & G. Kamari

Plumbaginaceae Hcaesp

277. Limonium runemarkii Rech. f. Plumbaginaceae Hsem

278. Limonium sinuatum (L.) Mill. Plumbaginaceae Hsem Med

279. Linaria hellenica Turrill Scrophulariaceae Tscap

280. Linum hellenicum Iatrou Linaceae Csuffr

281. Linum phitosianum Christodoulakis & Iatrou

Linaceae Csuffr

282. Lithodora hispidula (Sm.) Griseb. Boraginaceae Cfrut Omed

283. Lithodora zahnii (Halácsy) I. M. Johnst. Boraginaceae Cfrut

284. Lobularia maritima (L.) Desv. Brassicaceae Hcaesp Wmed 285. Lomelosia brachiata (Sm.) Greuter &

Burdet Dipsacaceae Tscap

Omed

286. Lomelosia crenata ssp. breviscapa (Boiss. & Heldr.) Greuter & Burdet

Dipsacaceae Cfrut

287. Lomelosia hymettia (Boiss. & Spruner) Greuter & Burdet

Dipsacaceae Cfrut

288. Lonicera etrusca G. Santi Caprifoliaceae NPcaesp/lian Med

289. Lotus cytisoides L. Fabaceae Cpulv Med

290. Lunaria annua ssp. pachyrhiza (Borbás) Hayek

Brassicaceae Hscap Balk-Ita

291. Lupinus albus ssp. graecus (Boiss. & Spruner) Franco & P. Silva

Fabaceae Tscap Omed

292. Lycium schweinfurthii Dammer Solanaceae NPcaesp/ Cfrut

Omed

293. Lysimachia serpyllifolia Schreb.

Primulaceae Csuff

53

294. Malcolmia graeca ssp. bicolor (Boiss. & Heldr.) Stork

Brassicaceae Tscap

295. Malcolmia flexuosa ssp. naxensis (Rech. f.) A. Stork

Brassicaceae Tscap

296. Malva unguiculata (Desf.) Alef. Malvaceae Pcaesp Omed

297. Mandragora autumnalis Bertol. Solanaceae Hros Med

298. Matthiola longipetala ssp. bicornis (Sm.) P. W. Ball.

Brassicaceae Tscap/caesp Omed

299. Medicago carica (HUB.-Mor) E. Small Fabaceae Tscap

300. Medicago strasseri Greuter & al. Fabaceae Cfrut

301. Melica rectiflora Boiss. & Heldr. Poaceae Hcaesp

302. Μesembryanthemum nodiflorum L.

Aizoaceae Tsucc/caesp Med

303. Micromeria acropolitana Halácsy Lamiaceae Csuff

304. Micromeria juliana (L.) Benth. ex Rchb.

Lamiaceae Csuff Med

305. Minuartia attica (Boiss. & Spruner) Vierh.

Caryophyllaceae Csuff Balk-Ita

306. Minuartia pichleri (Boiss.) Maire & Petitm.

Caryophyllaceae Csuff

307. Moluccella spinosa L. Lamiaceae Tscap/ Hscap Med

308. Muscari pulchellum Heldr. & Sart. Asparagaceae Gbulb

309. Myosotis cadmea Boiss. Boraginaceae Tsem

310. Myosotis incrassata Guss. Boraginaceae Tsem Omed

311. Myrtus communis L. Myrtaceae NPcaesp Med

312. Narcissus serotinus L. Amaryllidaceae Gbulb Med

313. Narcissus tazetta L. Amaryllidaceae Gbulb Med

314. Neatostema apulum (L.) I. M. Johnston

Boraginaceae Tscap Med

315. Neotinea tridentata (Scop.) R. M. Bateman, Pridgeon & M. W. Chase

Orchidaceae Gbulb Euri-med

316. Nepeta melissifolia Lam. Lamiaceae Hscap

317. Nepeta scordotis L. Lamiaceae Hscap

318. Nigella damascene L. Ranunculaceae Tscap Euri-med

319. Nigella arvensis ssp. brevifolia Strid Ranunculaceae Tscap

320. Odontites linkii Boiss. Scrophulariaceae Csuff

321. Olea europaea ssp. oleaster (Hoffmanns. & Link) Negodi

Oleaceae NPcaesp/scap Med

54

322. Onobrychis ebenoides Boiss. & Spruner

Fabaceae Hscap

323. Onobrychis peloponnesiaca Iatroú & Kit Tan

Fabaceae Csuff

324. Ononis pubescens L. Fabaceae Tscap Med

325. Ononis spinosa ssp. antiquorum (L.) Arcangeli

Fabaceae Csuff Omed

326. Onopordum laconicum Rouy Asteraceae b-Hscap

327. Onopordum messeniacum Halácsy Asteraceae b-Hscap

328. Onopordum myriacanthum Boiss. Asteraceae b-Hscap

329. Onosma erecta Sm. Boraginaceae Csuff

330. Onosma frutescens Lam. Boraginaceae Csuff Omed

331. Onosma sangiasensis Teppner & Iatroú

Boraginaceae Csuff

332. Onosma spruneri Boiss. Boraginaceae b-Hcaesp

333. Ophioglossum lusitanicum L. Ophioglossaceae Hrhiz Eurymed-subatl

334. Ophrys argolica ssp. argolica H. Fleischm.

Orchidaceae Gbulb

335. Ophrys bombyliflora Link Orchidaceae Gbulb Med

336. Ophrys ferrum-equinum ssp. gottfriediana (Renz) E.Nelson

Orchidaceae Gbulb

337. Ophrys fusca Link Orchidaceae Gbulb Med

338. Ophrys fuciflora ssp. candica E. Nelson ex Soó

Orchidaceae Gbulb

339. Ophrys kotschyi ssp. cretica (Soó) H. Sund.

Orchidaceae Gbulb

340. Ophrys lutea Cav. Orchidaceae Gbulb Med

341. Ophrys scolopax ssp. cornuta (Steven) E. G. Camus

Orchidaceae Gbulb Omed

342. Ophrys sphegodes ssp. aesculapii (Renz) Soó ex J. J. Wood

Orchidaceae Gbulb

343. Ophrys sphegodes ssp. helenae (Renz) Soó & D. M. Moore

Orchidaceae Gbulb

344. Ophrys sphegodes ssp. spruneri (Nyman) E. Nelson

Orchidaceae Gbulb

345. Ophrys tenthredinifera Willd.

Orchidaceae Gbulb Med

346. Orchis fragrans Pollini Orchidaceae Gbullb Med

347. Orchis pauciflora Ten. Orchidaceae Gbulb Omed

348. Orchis punctulata Steven ex Lindl. Orchidaceae Gbulb Omed

349. Orchis quadripunctata Cirillo ex Ten. Orchidaceae Gbulb Omed

55

350. Origanum calcaratum Juss. Lamiaceae Csuff

351. Origanum dictamnus L. Lamiaceae Csuff

352. Origanum microphyllum (Benth.) Vogel

Lamiaceae Csuff

353. Origanum onites L.

Lamiaceae Csuff

354. Origanum symes Carlström Lamiaceae Csuff

355. Ornithogalum atticum Boiss. & Heldr.

Asparagaceae Gbulb

356. Ornithogalum arabicum L. Asparagaceae Gbulb Μed

357. Ornithogalum prasinantherum Zahar. Πιθανή συγχώνευση με O. narbonense

Asparagaceae Gbulb

358. Orobanche baumanniorum Greuter Orobanchaceae Tpar

359. Paeonia clusii ssp. rhodia (Stearn) Tzanoud.

Paeoniaceae Grhiz

360. Papaver apulum Ten.

Papaveraceae Tscap Med

361. Papaver nigrotinctum Fedde Papaveraceae Tscap

362. Parapholis incurva (L.) C. E. Hubbard Poaceae Tcaesp Med

363. Parietaria cretica L. Urticaceae Tcaesp/Hcaesp Omed

364. Peganum harmala L. Nitrariaceae Csuff Med-turan

365. Petromarula pinnata (L.) A. DC. Campanulaceae Hscap

366. Petrorhagia fasciculata (Margot & Reut.) P. W. Ball & Heywood

Caryophyllaceae Hcaesp

367. Petrorhagia glumacea (Chaub. & Bory) P. W. Ball & Heywood

Caryophyllaceae Tscap ^

368. Petrorhagia graminea (Sm.) P. W. Ball & Heywood

Caryophyllaceae Hcaesp

369. Petrorhagia grandiflora Iatroú Caryophyllaceae Hcaesp

370. Phagnalon rupestre ssp. graecum (Boiss. & Heldr.) Batt

Asteraceae Csuff Omed

371. Phillyrea latifolia L. Oleaceae NPscap/caesp Med

372. Phleum exaratum ssp. aegaeum (Vierh.) Doğan

Poaceae Tcaesp

373. Phlomis fruticosa L. Lamiaceae Cfrut Med

374. Phlomis cretica C. Presl Lamiaceae Csuff

375. Phlomis lanata Willd. Lamiaceae Cfrut

376. Pimpinella rigidula (Boiss. & Orph.) H. Wolff

Apiaceae Hsem

377. Pistacia lentiscus L. Anacardiaceae N/MPcaesp/Med

56

scap 378. Piptatherum miliaceum (L.) Coss. Poaceae Hcaesp

Med

379. Polygala crista-galli Chodat Polygalaceae Hscap

380. Polygala helenae Greuter Polygalaceae Hscap

381. Polypodium cambricum L. Polypodiaceae Grhiz Eurymed

382. Potentilla arcadiensis Iatroú Rosaceae Csuff

383. Prasium majus L. Lamiaceae Csuff Med

384. Prunus webbii (Spach) Vierh. Rosaceae NPcaesp Omed

385. Pterocephalus perennis ssp. perennis Coulter

Dipsacaceae Crept

386. Ptilostemon chamaepeuce (L.) Less. Asteraceae Cfrut Omed

387. Ptilostemon gnaphaloides ssp. pseudofruticosus (Pamp.) Greuter

Asteraceae Cfrut

388. Putoria calabrica (L. f.) DC. Rubiaceae Cpulv Euri-med

389. Quercus ilex L. Fagaceae N/MPscap/caesp Med

390. Quercus ithaburensis ssp. macrolepis (Kotschy) Hedge & Yalt.

Fagaceae MPscap Omed

391. Quercus trojana ssp. euboica (Papaioann.) K. I. Chr.

Fagaceae NPcaesp

392. Ranunculus asiaticus Bory & Chaub. Ranunculaceae Gbulb Omed

393. Ranunculus isthmicus Boiss. Ranunculaceae Gbulb Omed

394. Ranunculus millii Boiss. & Heldr. Ranunculaceae Gbulb

395. Reseda odorata L. Resedaceae Tscap/ (b)-Hscap

396. Rhamnus lycioides ssp. graecus (Boiss. & Reuter) Tutin

Rhamnaceae Cfrut

397. Rhus coriaria L. Anacardiaceae NPcaesp Eurymed

398. Ricotia cretica Boiss. & Heldr. Brassicaceae Tscap

399. Roemeria hybrida (L.) DC. ssp. hybrida

Papaveraceae Tscap Med

400. Romulea linaresii ssp. graeca Bég. Iridaceae Gbulb

401. Rosa sempervirens L. Rosaceae Pcaesp Med

402. Rosmarinus officinalis L. Lamiaceae NPcaesp/Cfrut Med ?

403. Rosularia serrata (L.) A. Berger Crassulaceae Csucc

404. Ruta chalepensis ssp. fumariifolia (Boiss. & Heldr.) Nyman

Rutaceae Csuff

57

405. Salvia argentea L. Lamiaceae Hscap Med

406. Salvia fruticosa Mill. Lamiaceae Cfrut Omed

407. Salvia pomifera ssp. calycina (Sm.) Hayek

Lamiaceae Cfrut

408. Sanguisorba cretica Hayek Rosaceae Hsem

409. Sarcopoterium spinosum (L.) Spach Rosaceae Cfrut Omed

410. Saponaria jagelii Phitos & Greuter Caryophyllaceae Tscap

411. Satureja thymbra L.

Lamiaceae Cfrut Omed

412. Scaligeria moreana Engstrand Apiaceae b-Gbulb

413. Scaligeria napiformis (Sprengel) Grande

Apiaceae b-Gbulb Omed

414. Scilla autumnalis ssp. latifolia Iatroú & Kit Tan

Asparagaceae Gbulb

415. Scilla messeniaca Boiss. Asparagaceae Gbulb

416. Scorzonera crocifolia Sm. Asteraceae Grhiz/ Hsem

417. Scorzonera scyria M. A. Gust. & Snogerup

Asteraceae Grhiz/ Csuff

418. Scrophularia heterophylla ssp. heterophylla Willd.

Scrophulariaceae Hscap/ Hcaesp

419. Scutellaria rupestris ssp. caroli-henrici Bothmer

Lamiaceae Grhiz

420. Securigera globosa (Lam.) Lassen Fabaceae Hscap

421. Sedum creticum var. creticum C. Presl

Crassulaceae (b)-Csucc

422. Sedum eriocarpum ssp. eriocarpum Sm.

Crassulaceae Tscap

423. Sedum laconicum. ssp. laconicum Boiss. & Heldr

Crassulaceae Csucc

424. Selaginella denticulata (L.) Spring Selaginellaceae Crept Med

425. Serapias bergonii Camus

Orchidaceae Gbulb Omed

426. Serapias lingua L. Orchidaceae Gbulb Med

427. Serapias orientalis (Greuter) H. Baumann & Künkele

Orchidaceae Gbulb Omed

428. Serapias parviflora Parl. Orchidaceae Gbulb Med

429. Seseli gummiferum ssp. crithmifolium (DC.) P. H. Davis

Apiaceae Hscap

430. Sideritis curvidens Stapf Lamiaceae Tscap Omed

431. Sideritis romana ssp. purpurea (Talbot ex Benth.) Heywood

Lamiaceae Tscap

432. Silene congesta Sm. Caryophyllaceae Csuff

58

433. Silene corinthiaca Boiss. & Heldr. Caryophyllaceae Tscap ^

434. Silene echinosperma Boiss. & Heldr. Caryophyllaceae Tscap

435. Silene gigantea ssp. hellenica Greuter

Caryophyllaceae b-Hros

436. Silene goulimyi Turrill Caryophyllaceae Csuff

437. Silene holzmannii Boiss. Caryophyllaceae Tscap

438. Silene integripetala ssp. elaphonesiaca Oxelman

Caryophyllaceae Tscap

439. Silene laconica Boiss. & Orph. Caryophyllaceae Tscap

440. Silene linoiodes Otth Caryophyllaceae Hcaesp

441. Silene niederi Boiss. Caryophyllacea Csuff

442. Silene nutabunda Greuter Caryophyllaceae

443. Silene sartorii Boiss. & Heldr. Caryophyllaceae Tscap

444. Silene spinescens Sibth. & Sm. Caryophyllaceae Hcaesp

445. Silene vulgaris ssp. suffrutescens Greuter & al.

Caryophyllaceae Csuff

446. Sixalix atropurpurea ssp. maritima (L.) Greuter & Burdet

Dipsacaceae (b)-Hscap Med

447. Solenopsis laurentia (L.) C. Presl Campanulaceae Tscap Med

448. Solenopsis minuta ssp. annua Greuter & al.

Campanulaceae Tros

449. Spartium junceum L. Fabaceae NPcaesp Med

450. Smilax aspera L. Smilacaceae Plian Paleosubtrop

451. Stachys candida Bory & Chaub. Lamiaceae Csuff

452. Stachys canescens Bory & Chaub. Lamiaceae Hscap

453. Stachys chrysantha Boiss. & Heldr. Με επιφύλαξη

Lamiaceae Csuff

454. Stachys euboica Rech. f. Lamiaceae Csuff

455. Stachys graeca Boiss. & Heldr. Lamiaceae Hscap ^

456. Stachys parolinii Vis. Lamiaceae Hscap

457. Stachys spinosa L. Lamiaceae Csuff

458. Stachys spreitzenhoferi ssp. virella D. Perss.

Lamiaceae Csuff

459. Stachys swainsonii ssp. argolica (Boiss.) Nyman

Lamiaceae Csuff

460. Staehelina petiolata (L.) Hilliard & B. L. Burtt

Asteraceae Csuff

59

461. Sternbergia lutea (L.) Ker Gawl. ex Spreng.

Amaryllidaceae Gbulb Med

462. Stipa capensis Thunb. Poaceae Tscap Med

463. Symphytum creticum (Willd.) Greuter & Rech. f.

Boraginaceae Hscap

464. Symphytum davisii ssp. cycladense (Pawł.) Stearn

Boraginaceae Hscap/ Hsem

465. Teucrium aroanium Orph.ex Boiss. Lamiaceae Cpulv

466. Teucrium brevifolium Schreb. Lamiaceae Cfrut Omed

467. Teucrium capitatum L. Lamiaceae Csuff Med

468. Teucrium cuneifolium Sm. Lamiaceae Cfrut

469. Teucrium divaricatum ssp. divaricatum Sieber ex Heldr.

Lamiaceae Cfrut

470. Teucrium flavum ssp. hellenicum Rech. f.

Lamiaceae Cfrut

471. Teucrium francisci-werneri Rech. f. Lamiaceae Csuff

472. Teucrium halacsyanum Heldr. Lamiaceae Csuff

473. Thalictrum orientale Boiss. Ranunculaceae Grhiz

474. Thesium bergeri Zucc. Santalaceae Hscap/rept Omed

475. Thymbra calostachya (Rech. f.) Rech. f.

Lamiaceae Cfrut

476. Thymbra capitata (L.) Cav. Lamiaceae Cfrut Med

477. Thymelaea tartonraira ssp. argentea (Sm.) Holmboe

Thymelaeaceae Cfrut

478. Thymus laconicus Jalas Lamiaceae Cfrut

479. Tragopogon longifolius Boiss. Asteraceae b-Grhiz

480. Trigonella balansae Boiss. & Reut. Fabaceae Tscap

481. Trigonella graeca (Boiss. & Spruner) Boiss.

Fabaceae Tscap

482. Trigonella rechingeri Širj. Fabaceae Tscap ?

483. Trifolium infamia-ponertii Greuter Fabaceae Tcaesp Med

484. Tripleurospermum conoclinium (Boiss. & Balansa) Hayek

Asteraceae (b)-Hscap

485. Tuberaria guttata (L.) Fourr. Cistaceae Tsem Eurymed

486. Tulipa goulimyi Sealy & Turrill Πιθανή συγχώνευση με T. orphanidea

Liliaceae Gbulb

487. Tulipa saxatilis Sieber ex Spreng. Liliaceae Gbulb

488. Tulipa undulatifolia Boiss. Liliaceae Gbulb

60

489. Umbilicus chloranthus Heldr. & Sart. ex Boiss.

Crassulaceae Gbulb Omed

490. Urtica pilulifera L. Urticaceae Tscap Med

491. Valeriana asarifolia Dufr. Valerianaceae Gbulb

492. Velezia quadridentata Sm. Caryophyllaceae Tscap

493. Verbascum arcturus L. Scrophulariaceae Hscap

494. Verbascum graecum Boiss. Scrophulariaceae b-Hsem

495. Verbascum spinosum L. Scrophulariaceae Cfrut

496. Verbascum undulatum Lam. Scrophulariaceae (b)-Hsem

497. Veronica glauca ssp. peloponnesiaca (Boiss. & Orph.) Maire & Petitm.

Scrophulariaceae Tscap

498. Vicia villosa ssp. maniatissa Kit Tan & Lassen

Fabaceae Tlian

499. Viola scorpiuroides Coss. Violaceae Csuff

500. Withania somnifera (L.) Dunal Solanaceae Cfrut Med-Asia

Β.5.4. Ανθρώπινο δυναμικό.

Το επιστημονικό προσωπικό του ΒΚΜ πρέπει αφενός να είναι υψηλού επιπέδου και αφετέρου να είναι

διατεθειμένο να δεσμευτεί σε ένα πολυετές επιστημονικό πλάνο για την υλοποίηση, διατήρηση και

επέκταση του έργου. Προτείνεται ένας αριθμός τουλάχιστον 3 νέων ερευνητών με τα παρακάτω γενικά

βιογραφικά.

Ερευνητής 1. Ένας ερευνητής με διδακτορικό τίτλο σπουδών σε μελέτη πεδίου της ελληνικής

χλωρίδας (λ.χ. μιας περιοχής, ενός όρους , νησιού κτλ.).

Ερευνητής 2. Ένας ερευνητής με διδακτορικό τίτλο σπουδών στη βιοσυστηματική, συγκριτική

μελέτη φυτών, με καλή εμπειρία στην ανάλυση καρυότυπου.

Ερευνητής 3. Ένας ερευνητής με διδακτορικό τίτλο σπουδών στη μοριακή βιολογία φυτών και με

ενδιαφέρον να ασχοληθεί με ταξινομικές μελέτες βάση γονιδιακού υλικού.

Ιδανικά, οι βασικοί τίτλοι σπουδών των ερευνητών θα πρέπει να καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα

επιστημονικής γνώσης (λ.χ. βιολόγος + γεωπόνος + δασολόγος). Κρίνεται απαραίτητο και για τους τρεις

ερευνητές η επίδειξη ισχυρού ενδιαφέροντος για την ελληνική χλωρίδα, για τη μελέτη και την προβολή

της. Για την εγκατάσταση, σήμανση, παρακολούθηση και καλλιεργητική φροντίδα των φυτικών

συλλογών, καθώς και για την ξενάγηση του ΒΚΜ προτείνεται να είναι υπεύθυνοι και οι τρεις ερευνητές.

61

Βασικές εργασίες και υποχρεώσεις Ερευνητή 1:

Μελέτη της χλωρίδας της Μονεμβασιάς και της γύρω περιοχής.

Οργάνωση της φυτοθήκης και της συλλογής σπερμάτων του ΒΚΜ.

Εγκατάσταση φυτικών συλλογών στο ΒΚΜ και κράτημα του τοπογραφικού τους αρχείου.

Ξενάγηση του ΒΚΜ – ενημέρωση κοινού.

Ταξίδια στην Ελλάδα για τη συλλογή φυτικού υλικού (λ.χ. σπερμάτων ενδημικών φυτών άλλων

περιοχών) για τον ΒΚΜ. Εννοείται ότι ειδικά για τα απειλούμενα φυτικά taxa ο ερευνητής 1 θα

είναι σε θέση να εκτιμήσει την ποσότητα του πολλαπλασιαστικού υλικού που θα μπορεί να

μεταφερθεί στον ΒΚΜ χωρίς να απειλήσει τα εύτρωτα αυτά φυτά στη φύση.

Περιοδική επιθεώρηση των οικοσυστημάτων και των σπάνιων φυτών της χερσονήσου του

Μαλέα, συμπεριλαμβανομένης της περιοχής GR2540001 του δικτύου Natura2000.

Βασικές εργασίες και υποχρεώσεις Ερευνητή 2:

Μελέτη της χλωρίδας της Μονεμβασιάς και της γύρω περιοχής.

Καρυοτυπική μελέτη ελληνικών ενδημικών, υπενδημικών, σπάνιων και απειλούμενων φυτών

των συλλογών του ΒΚΜ.

Συγκριτική μελέτη συγγενών taxa βάση μορφολογίας, ανατομίας, καρυότυπου, οικολογίας κτλ.

Εγκατάσταση φυτικών συλλογών στο ΒΚΜ και κράτημα του τοπογραφικού τους αρχείου.

Ξενάγηση ΒΚΜ – ενημέρωση κοινού.

Ταξίδια στην Ελλάδα για τη συλλογή φυτικού υλικού ή να συνοδεύει τον Ερευνητή 1 στα

επαγγελματικά αυτά ταξίδια, όταν αυτό θα κρίνεται απαραίτητο.

Περιοδική επιθεώρηση των οικοσυστημάτων και των σπάνιων φυτών της χερσονήσου του

Μαλέα, συμπεριλαμβανομένης της περιοχής GR2540001 του δικτύου Natura2000.

Βασικές εργασίες και υποχρεώσεις Ερευνητή 3:

Μελέτη της χλωρίδας της Μονεμβασιάς και της γύρω περιοχής.

Δημιουργία αρχείου γενετικού αποτυπώματος των taxa του ΒΚΜ με τη χρήση μοριακών

δεικτών. Θα επιτρέψει την γρήγορη ταυτοποίηση των φυτών πριν την ανάπτυξη των

μορφοδιαγνωστικών χαρακτήρων τους (λ.χ. άνθη) καθώς και τον έλεγχο υβριδισμών συγγενών

taxa του Βοτανικού Κήπου.

Φυλογενετική ανάλυση των taxa βάση μοριακής ανάλυσης.

In vitro καλλιέργεια φυτών (λ.χ. σπάνιων και απειλούμενων φυτών ή άλλων υπό μελέτη taxa).

Εγκατάσταση φυτικών συλλογών στο ΒΚΜ και κράτημα του τοπογραφικού τους αρχείου.

Ξενάγηση ΒΚΜ – Ενημέρωση κοινού.

Να συνοδεύει τον Ερευνητή 1 ή 2 στα επαγγελματικά ταξίδια τους, όταν αυτό θα κρίνεται

απαραίτητο.

62

Περιοδική επιθεώρηση των οικοσυστημάτων και των σπάνιων φυτών της χερσονήσου του

Μαλέα, συμπεριλαμβανομένης της περιοχής GR2540001 του δικτύου Natura2000.

Επικουρικά, για τις καλλιεργητικές φροντίδες, το καθάρισμα των μονοπατιών αλλά και για τις ανάγκες

φύλαξης του χώρου θα απαιτούνταν άλλα δύο άτομα:

Ένας κηπουρός με ενδιαφέρον για τα αυτοφυή ελληνικά φυτά και ιδανικά με γνώσεις κηπουρικής

άνυδρων κήπων.

Ένας φύλακας οικολογικά ευαισθητοποιημένος και διατεθειμένος για επικουρική βοήθεια στο έργο

των ερευνητών και του κηπουρού.

Στο επιστημονικό προσωπικό του ΒΚΜ προτείνεται να συμμετέχει και:

ένας αρχαιολόγος με γνώσεις βυζαντινολογίας, ο οποίος θα μελετήσει τον οικισμό της

εγκαταλειμμένης άνω πόλης στο πλάτωμα αλλά και τη σημασία των φυτών στην αρχαία και

βυζαντινή Ελλάδα και θα είναι ικανός να μεταδώσει αυτή τη γνώση με ξεναγήσεις στον ΒΚΜ.

Μελλοντικά, ο αρχαιολόγος θα μπορεί να εισηγηθεί για τη διάνοιξη νέων οδικών αξόνων

(μονοπατιών) στο πλάτωμα για την επέκταση του δικτύου των βοτανικών μονοπατιών αλλά και για

την ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου.

Ως άρτια εξοπλισμένο υλικοτεχνικά και στελεχωμένο επιστημονικά κέντρο διατήρησης και μελέτης της

ελληνικής χλωρίδας ο ΒΚΜ θα είναι ανοιχτός σε ερευνητικές συνεργασίες με πανεπιστήμια, ενώ

υποψήφιοι διδάκτορες μελετητές της ελληνικής χλωρίδας θα μπορούν να εκπονούν μέρος της

διατριβής τους στο ΒΚΜ υπό την καθοδήγηση του επιστημονικού προσωπικού του κέντρου.

Β.5.5. Ενημερωτικό περίπτερο στην κάτω πόλη – εργαστηριακοί χώροι ΒΚΜ.

Κρίνεται απαραίτητο η ενημέρωση του κοινού για τον ΒΚΜ να γίνεται σε χώρο που θα διατεθεί στην

κάτω πόλη του κάστρου της Μονεμβασιάς. Εκεί το κοινό θα μπορεί να ενημερώνεται για το έργο, τις

προγραμματισμένες ξεναγήσεις, καθώς και για ενδεχόμενες έντυπες εκδόσεις του ΒΚΜ ή άλλες

σχετικές εκδόσεις. Ο χώρος αυτός αρκεί να είναι λίγων τετραγωνικών μέτρων. Ιδανικά, το εργαστήριο

του ΒΚΜ θα έπρεπε και αυτό να στεγαστεί σε χώρο της κάτω πόλης, ωστόσο, αν κάτι τέτοιο ήταν

ανέφικτο, θα έπρεπε να αναζητηθεί κατάλληλος χώρος στη Γέφυρα. Στον χώρο αυτό της απαιτούμενης

έκτασης των περίπου 50τμ. θα υλοποιούνταν το εργαστήριο μοριακής βιολογίας φυτών, ο χώρος in

vitro καλλιέργειας φυτών και θα φυλασσόταν το αρχείο, η φυτοθήκη (ερμπάριο) του ΒΚΜ καθώς και οι

συλλογές των σπερμάτων. Η εύρεση χώρου για το εργαστήριο του ΒΚΜ στην κάτω πόλη θα έδινε

σαφώς μεγαλύτερη ευελιξία στους ερευνητές για τις διάφορες υποχρεώσεις και εργασίες τους.

63

Β.5.6. Βασικά έξοδα υλοποίησης.

Η παρούσα πρόταση δεν φιλοδοξεί να είναι και οικονομοτεχνική ανάλυση ανάπτυξης του

προτεινόμενου ΒΚΜ λ.χ. δεν γνωρίζουμε το καθεστώς με το οποίο θα μπορούσε να γίνει η στέγαση του

εργαστηρίου και του ενημερωτικού περιπτέρου στη Μονεμβασιά. Εδώ θα αναφερθούν ενδεικτικά μόνο

οι βασικότερες πηγές εξόδων που θα έπρεπε να καλυφθούν άπαξ ή καθ’ έτος. Ο ΒΚΜ έχει νοηθεί ως

άνυδρος Βοτανικής Κήπος για τον οποίο δεν απαιτείται κανένα έργο υποδομής στο πεδίο, ενώ οι

φυτεύσεις των συλλογών θα πραγματοποιούνται επιτόπια στα μονοπάτια, ύστερα από τον καθαρισμό

τους από την αυτοφυή βλάστηση στα συγκεκριμένα σημεία. Ως εκ τούτου, αν εξαιρεθεί το κόστος των

ταμπελών (σήμανση των συλλογών), δεν προβλέπεται κόστος έργων και εργατικών υποδομής λ.χ.

αρδευτικών δικτύων, κατασκευής παρτεριών ή άλλων κατασκευών. Το βασικότερο εφ’ άπαξ κόστος για

τη δημιουργία του ΒΚΜ, όπως αυτός προτείνεται, είναι αυτό του υλικοτεχνικού εξοπλισμού για την

οργάνωση του εργαστηρίου μορφοανατομικής μελέτης, μοριακής βιολογίας και in vitro καλλιέργειας

των φυτών, το οποίο ανέρχεται ενδεικτικά στα 80.000-90.000€ ευρώ. [Ενδεικτικές τιμές εξοπλισμού σε

ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ. Συσκευή PCR ~4.000-4.500, συσκευή ηλεκτροφόρησης ~800,

τράπεζα υπεριώδους ακτινοβολίας ~1.000, στερεοσκόπιο ~4.000-6.000, μικροσκόπιο οπτικό-

υπερϊώδους ακτινοβολίας με software και ψηφιακή κάμερα~20.000-30.000, θάλαμος καλλιέργειας

φυτών ~12.000-30.000, κλίβανος αποστείρωσης ~1.500-3.000, θάλαμος νηματικής ροής ~5.000-8.000,

υπερκαταψύκτης~ 8.000, λοιπός εξοπλισμός ~10.000, στοκ χημικών ~5.000]. Τα βασικότερα καθ’ έτος

κόστη αφορούν τις πληρωμές του προσωπικού, το κόστος των αναλώσιμων αντιδραστηρίων και

χημικών του εργαστηρίου καθώς και τα έξοδα για τα ταξίδια των ερευνητών στην Ελλάδα για τη

συλλογή του φυτικού υλικού (λ.χ. σπέρματα ενδημικών φυτών) και υπολογίζεται ενδεικτικά στα

100.000-120.000€.

Β.6. Θεσμικό και νομικό πλαίσιο.

Η νησίδα της Μονεμβασίας περιλαμβάνεται στον Εθνικό κατάλογο των περιοχών που έχουν ενταχθεί

στο κοινοτικό δίκτυο «Natura 2000» το οποίο αποτελεί υλοποίηση της οδηγίας 92/43ΕΟΚ. Συγκεκριμένα

εντάσσεται ως Ειδική Ζώνη Διατήρησης (ΕΖΔ) με κωδικό GR2540001 [Όρη Γιδοβούνι, Χιονοβούνι,

Γαϊδουροβούνι, Κορακιά, Καλογεροβούνι, Κουλοχέρα & περιοχή Μονεμβασίας]. Η πρόταση

δημιουργίας συγκεκριμένου τύπου Βοτανικού Κήπου συμμορφώνεται με το γενικό πλαίσιο του νόμου

3937/2011 περί διατήρηση της βιοποικιλότητας και άλλων διατάξεων. Ειδικότερα και όσον αφορά την

προστασία και τη διατήρηση των ενδημικών ελληνικών taxa η πρόταση εναρμονίζεται με το άρθρο 11

παρ. 2 του Νόμου 3937/2011.

64

Ευχαριστίες.

Ευχαριστώ θερμά την δρ. Πηνελόπη Δεληπέτρου, ερευνήτρια της ελληνικής χλωρίδας, για την ιδιαίτερα

γενναιόδωρη βοήθειά της, αλλά και για την πίστη της στην ιδέα ενός Βοτανικού Κήπου στη

Μονεμβασιά.

Βιβλιογραφία - παραπομπές διαδικτυακού υλικού.

[1] Phitos D, Strid A, Snogerup S and Greuter W. 1995. The Red Data Book of Rare and Threatened Plants

of Greece. World Wide Fund for Nature Greece. ISBN: 9607506049

[2] Georghiou K and Delipetrou P. 2010. Patterns and traits of the endemic plants of Greece. Bot. J. Linn.

Soc. 162, 130–422.

[3] Botanic Gardens Conservation International. BGCI: The global network http://www.bgci.org/global/

[4] Φοίτος Δ, Κωνσταντινίδης Θ, Καμάρη Γ. 2009. Βιβλιο Ερυθρων Δεδομενων των Σπανιων &

Απειλουμενων Φυτων της Ελλαδας. Ελληνικη Βοτανικη Εταιρεια.

[5] Greuter W. Results of the Seventh “Iter Mediterraneum” in the Peloponnese, Greece, May to June

1995. Bocconea 25: 5-127 doi: 10.7320/Bocc25.005 Version of Record published online on 9 July 2012

[6] Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (ΕΜΠ)- Τομέας Υδατικών Πόρων & Περιβάλλοντος, 2010. Βάση

Δεδομενων για την Ελληνική Φύση ΦΙΛΟΤΗΣ: Περιοχή Νatura 2000 GR2540001

http://filotis.itia.ntua.gr/biotopes/c/GR2540001/

[7] Παπασταθοπούλου Χ. Παράδεισος στα αζήτητα για 300.000 ευρώ. Ελευθεροτυπία 2009.

http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=5726

[8] Διαδικτυακός ιστοχώρος «Google Earth» http://www.google.com/earth/index.html

[9] Μονεμβασιά [Αρχείο ντοκιμαντέρ της Ε.Ρ.Τ.] http://www.ert-archives.gr/V3/public/main/page-

assetview.aspx?tid=0000007563&tsz=0&autostart=0

[10] Ιστοχώρος Κτηματολογίου http://www.ktimatologio.gr/ktima/

[11] Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (Ι.Γ.Μ.Ε) και προσωπική επικοινωνία με τον

Δρ. Αλέξη Χατζηπέτρο.

[12] Γιαλαμάς Ι.Η διάρκεια της ξηρής περιόδου στον Ελλαδικό χώρο

http://www.meteoclub.gr/themata/egkyklopaideia/4306-diarkia-ksiri-periodos-ellada

65

[13] Μετεωρολογικός Σταθμός Μονεμβασιάς http://penteli.meteo.gr/meteosearch/stationInfo.asp

[14] Schaffers A P and Sýkora K V. 2000. Reliability of Ellenberg indicator values for moisture, nitrogen

and soil reaction: a comparison with field measurements. Journal of Vegetation Science 11: 225-244

[15] Ντάφης Σ, Παπαστεργιάδου Ε, Λαζαρίδου Ε, Τσιαφούλη Μ. 2001. Τεχνικός Οδηγός Αναγνώρισης,

Περιγραφής και Χαρτογράφησης Τύπων Οικοτύπων της Ελλάδας. Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων-Υγροτόπων

(ΕΚΒΥ).

[16] Σφήκας Γ. 2004. Οι προστατευόμενες περιοχές Natura 2000 στην Ελλάδα. Ελληνική Εταιρία

Προστασίας της Φύσης. ISBN: 960-7197-08-9

[17] Kalpoutzakis E & Constantinidis T. 2006. Additions and annotations to the flora of Peloponnisos (S

Greece) – Willdenowia 36 (Special Issue): 271-284. – ISSN 0511-9618; © BGBM Berlin-Dahlem.

[18] Vladimirov V, Tan K, & Stevanović V. New floristic records in the Balkans: 1. PHYTOLOGIA

BALCANICA 12 (1): 107–128, Sofia, 2006

[19] Γκουβας ΑΜ. 2001. Οι φυτοκοινωνίες του όρους Υμηττός. Διδακτορική διατριβή. Αριστοτέλειο

Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

[20] Γεωργίου, Κ & Δεληπέτρου Π. Chloris: Βάση Δεδομένων για τα ενδημικά, υπενδημικά, σπάνια,

απειλούμενα και προστατευόμενα φυτά της Ελλάδας [1992- Δεκ2012]

[21] Γεωργίου Κ & Δεληπέτρου Π. 2000. Πρόγραμμα ARCHI-MED, Δράση 2.1 ΑΠΕΙΛΟΥΜΕΝΑ ΕΝΔΗΜΙΚΑ

ΕΙΔΗ ΤΗΣ ΧΛΩΡΙΔΑΣ ΣΤΗ ΝΟΤΙΑ ΕΛΛΑΔΑ.

[22] Strid A, Tan K. 1997. Flora hellenica, Volume 1. Königstein: Koeltz Scientific Books. ISBN: 3874293912

[23] Strid A, Tan K. 2002. Flora hellenica, Volume 2. Königstein: Koeltz Scientific Books. ISBN: 3904144928

[24] Euro+Med (2006-): Euro+Med PlantBase - the information resource for Euro-Mediterranean plant

diversity. Published on the Internet http://ww2.bgbm.org/EuroPlusMed/ [December 2012].

[25] Trigas P., Tsiftsis S., Tsiripidis I., Iatrou G. 2012. Distribution Patterns and Conservation Perspectives

of the Endemic Flora of Peloponnese (Greece). Folia Geobot 47:4, 421-439

[26] Chilton L. 2010. Plant list for the Peloponnisos. ISBN: 978-1-905333-12-7

[27] Bilz, M., Kell, S.P., Maxted, N. and Lansdown, R.V. 2011. European Red List of Vascular Plants.

Luxembourg: Publications Office of the European Union.