7. Σπινόζα

12
Παρέκβαση: στοιχεία μιας θεωρίας ιδεολογίας μέσω Σπινόζα 1. Κυρίαρχη προβληματική της υπερβατικότητας . Υπερβατικότητα: διηνεκής και πανίσχυρος τρόπος σκέψης που θέτει μια «άυλη» διάσταση του Είναι, οντολογικά διακριτή από τον «υλικό» κόσμο, τον κόσμο της ανθρώπινης – κοινωνικής δράσης και γνώσης –μια δεύτερη πραγματικότητα, «βαθύτερη» ή «υψηλότερη», «εσωτερική» ή «εξωτερική», «πίσω» ή «επέκεινα», με μια λέξη, υπερβατική ως προς την πραγματικότητα που διανοίγεται στις κοινωνικές πρακτικές, την οποία ωστόσο [η πρώτη] καθορίζει. Η σκέψη της υπερβατικότητας είναι η μήτρα κάθε ιδεαλισμού, καθώς διαχωρίζει, και διαχωρίζοντας προσδιορίζει, το ιδεατό από το υλικό, σε όλες τις εκφάνσεις τους, ενώ παράλληλα εξιδανικεύει το ιδεατό και διακηρύσσει την προτεραιότητα και την κυριαρχία του επί του υλικού. A. Πρώτη βασική βαθμίδα της υπερβατικής προβληματικής : ο άνθρωπος. Καρτέσιος: ο άνθρωπος είναι μια σύνθεση δύο, τελείως διακριτών πραγμάτων ή υποστάσεων: νους και σώμα. [Υπόσταση: αυτόνομο «πράγμα», το οποίο υπάρχει έτσι ώστε η ύπαρξή του να μην εξαρτάται από κανένα άλλο πράγμα. Πρωταρχικώς, «υπόσταση» είναι μόνο ο Θεός. Ωστόσο, κατά μια διευρυμένη έννοια, υποστάσεις είναι όλα τα πράγματα που εξαρτώνται μόνο από τον Θεό για τη δημιουργία και τη συντήρησή τους –είναι δηλαδή διακριτά από άλλα πράγματα, καθώς μπορούν να συλληφθούν ανεξάρτητα από αυτά. Αντίθετα, π.χ., οι ποιότητες, τα κατηγορήματα, ή οι τροποποιήσεις, οι τρόποι, δεν μπορούν να νοηθούν χωρίς ένα υποκείμενο (με την αριστοτελική έννοια) επί του οποίου να προσφύονται ή να εφαρμόζονται. Η υπόσταση δεν εμφανίζεται αυτοπροσώπως: εκφράζεται μέσω των κατηγορημάτων ή των τρόπων, που ωστόσο είναι δευτερεύοντες ως προς αυτήν. Π.χ., το κομμάτι κερί, στον Καρτέσιο.] Άνθρωπος = νους [ψυχή, πνεύμα] και σώμα. Αυτά τα δύο «συστατικά» αναφέρονται σε δύο τύπους η είδη υποστάσεων: σκέψη (σκεπτόμενα πράγματα) και έκταση (εκτατά πράγματα). 1

Upload: straydog845284

Post on 13-Apr-2016

221 views

Category:

Documents


0 download

DESCRIPTION

sdfgdf

TRANSCRIPT

Page 1: 7. Σπινόζα

Παρέκβαση: στοιχεία μιας θεωρίας ιδεολογίας μέσω Σπινόζα

1. Κυρίαρχη προβληματική της υπερβατικότητας .

Υπερβατικότητα: διηνεκής και πανίσχυρος τρόπος σκέψης που θέτει μια «άυλη» διάσταση του Είναι, οντολογικά διακριτή από τον «υλικό» κόσμο, τον κόσμο της ανθρώπινης – κοινωνικής δράσης και γνώσης –μια δεύτερη πραγματικότητα, «βαθύτερη» ή «υψηλότερη», «εσωτερική» ή «εξωτερική», «πίσω» ή «επέκεινα», με μια λέξη, υπερβατική ως προς την πραγματικότητα που διανοίγεται στις κοινωνικές πρακτικές, την οποία ωστόσο [η πρώτη] καθορίζει. Η σκέψη της υπερβατικότητας είναι η μήτρα κάθε ιδεαλισμού, καθώς διαχωρίζει, και διαχωρίζοντας προσδιορίζει, το ιδεατό από το υλικό, σε όλες τις εκφάνσεις τους, ενώ παράλληλα εξιδανικεύει το ιδεατό και διακηρύσσει την προτεραιότητα και την κυριαρχία του επί του υλικού.

A. Πρώτη βασική βαθμίδα της υπερβατικής προβληματικής: ο άνθρωπος.Καρτέσιος: ο άνθρωπος είναι μια σύνθεση δύο, τελείως διακριτών πραγμάτων ή υποστάσεων: νους και σώμα.

[Υπόσταση: αυτόνομο «πράγμα», το οποίο υπάρχει έτσι ώστε η ύπαρξή του να μην εξαρτάται από κανένα άλλο πράγμα. Πρωταρχικώς, «υπόσταση» είναι μόνο ο Θεός. Ωστόσο, κατά μια διευρυμένη έννοια, υποστάσεις είναι όλα τα πράγματα που εξαρτώνται μόνο από τον Θεό για τη δημιουργία και τη συντήρησή τους –είναι δηλαδή διακριτά από άλλα πράγματα, καθώς μπορούν να συλληφθούν ανεξάρτητα από αυτά. Αντίθετα, π.χ., οι ποιότητες, τα κατηγορήματα, ή οι τροποποιήσεις, οι τρόποι, δεν μπορούν να νοηθούν χωρίς ένα υποκείμενο (με την αριστοτελική έννοια) επί του οποίου να προσφύονται ή να εφαρμόζονται. Η υπόσταση δεν εμφανίζεται αυτοπροσώπως: εκφράζεται μέσω των κατηγορημάτων ή των τρόπων, που ωστόσο είναι δευτερεύοντες ως προς αυτήν. Π.χ., το κομμάτι κερί, στον Καρτέσιο.]

Άνθρωπος = νους [ψυχή, πνεύμα] και σώμα. Αυτά τα δύο «συστατικά» αναφέρονται σε δύο τύπους η είδη υποστάσεων: σκέψη (σκεπτόμενα πράγματα) και έκταση (εκτατά πράγματα).

Υπερβατικότητα νου ή σκέψης ως προς σώμα / ύλη ή έκταση. Στον άνθρωπο, το σώμα, στην ολότητά του, ανήκει στην έκταση, αλλά το ανθρώπινο σώμα ξεχωρίζει από όλα τα άλλα υλικά ή «εκτατά» πράγματα από το γεγονός ότι «συνδέεται» με ένα σκεπτόμενο πράγμα, τον νου ή την ψυχή, που κατά τα άλλα είναι υπερβατικό, ως προς το σώμα. Ο άνθρωπος, στην ειδικότητά του, ως ανθρώπινο υποκείμενο, είναι ο νους του.Άρα, η ελευθερία του ανθρώπου, έγκειται στη σχετική ανεξαρτησία του από υλικούς καθορισμούς.Κυριαρχία του νου επί του σώματος: η ελεύθερη βούληση διατάσσει το σώμα, το οποίο πραγματοποιεί τη βούληση [του πνεύματος]. Σκόπιμη πράξη, διεπόμενη από «τελικό αίτιο».

[Η ψυχή και το σώμα σε σχέση αντίστροφης ενεργητικότητας ή παθητικότητας: όταν η ψυχή είναι ενεργητική το σώμα είναι παθητικό αντιστρόφως, όταν το σώμα ενεργεί η ψυχή «παθαίνει» : τα «πάθη της ψυχής». Η ψυχή, ωστόσο, μπορεί, δια της

1

Page 2: 7. Σπινόζα

αυτενέργειάς της, να υπερνικήσει τα πάθη της και να βρεθεί εκ νέου σε θέση «οδηγού» του σώματος.]

Η σχέση του σώματος προ; τον νου είναι σχέση υποταγής [πολιτικής φύσης: όπως ένας υπήκοος υπακούει στον ηγεμόνα του]. Όπως συνοψίζει ο Σπινόζα (στο πλαίσιο της κριτικής του προς τον Καρτέσιο), ο Καρτέσιος θεωρεί τον άνθρωπος ως βασίλειο μέσα σε βασίλειο (imperium in imperio), κράτος εν κράτει (όπου το πρώτο κράτος είναι ο αυτεξούσιος νους και το δεύτερο η «φύση»).

B. Δεύτερη βαθμίδα: ο Θεός. Εάν ο άνθρωπος είναι ένα, πεπερασμένης ισχύος, κράτος εν κράτει, ο Θεός είναι ο απόλυτος και παντοδύναμος άρχων. Παντοδύναμη διάνοια, της οποίας (θα λέγαμε) ο κόσμος ή η φύση είναι το σώμα. Η παντοδυναμία φτάνει στο σημείο μιας διάνοιας που δημιουργεί το ίδιο της το σώμα. Αυτή καθαυτή η δημιουργία συλλαμβάνεται κατ’ αναλογία της ανθρώπινης δημιουργικότητας: ο Θεός προσομοιάζεται με έναν τεχνίτη (άνθρωπο), ο οποίος δημιουργεί τον κόσμο βάσει ενός σχεδίου που προϋπάρχει στο νου του [λογική ή/και χρονική προτεραιότητα της ιδέας], και ο οποίος προχωρά στην εκτέλεση του σχεδίου. Ο κόσμος εκφράζει τους σκοπούς του Θεού. Ανθρωπομορφισμός: ελεύθερο υποκείμενο, σκόπιμη πράξη, τελεολογία (με όλα τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά ανυψωμένα σε άπειρη δύναμη).

Γ. Ενδιάμεση βαθμίδα: πολιτική κοινωνία. Ο κυρίαρχος ως υπερβατική, διανοητική βαθμίδα, που διατάσσει και η διαταγή υλοποιείται από έναν υλικό (εκτελεστικό) μηχανισμό, ο οποίος υπακούει στις διαταγές του.

Συμπληρώνοντας το σχήμα της υπερβατικότητας: βασίλειο μέσα σε βασίλειο μέσα σε βασίλειο (Άνθρωπος, Κοινωνία, Φύση ή Κόσμος) και τρεις αντίστοιχα βασιλιάδες: Νους ή Ψυχή, Κυρίαρχος (πολιτική εξουσία) και Θεός.

Προβληματική περί υπακοής (βάσει του σχήματος της υπερβατικότητας): «για να καταλάβουμε τη σχέση υπακοής που υποτάσσει ορισμένους ανθρώπους σε άλλους (τον σκλάβο στον αφέντη, τη γυναίκα στον άνδρα, τα παιδιά στον πατέρα, τους υπηκόους στον βασιλιά), χρειάζεται πρώτα να καταλάβουμε την υπακοή του σώματος στην ψυχή, δηλαδή την ‘εκούσια’ δύναμη της ψυχής (ή του πνεύματος) επί του σώματος. Εξουσιάζω σημαίνει έτσι κατ’ αρχάς βούλομαι, και ‘υποτάσσω’ σώματα με τη βούλησή μου. Ενώ υπακούω σημαίνει κινώ το σώμα μου σύμφωνα με μια ιδέα που σχημάτισε η ψυχή μου αναγνωρίζοντας τη βούληση του άλλου και κάνοντάς την ‘δική μου’, είτε οικειοθελώς είτε δια της βίας.» [Μπαλιμπάρ, Ο Σπινόζα και η πολιτική, σ, 131-132]

2. Η αντίθεση του Σπινόζα προς την προβληματική της υπερβατικότητας.

Ο Σπινόζα αναλαμβάνει να «σπάσει» αυτό το σύστημα «προκαταλήψεων», όπως ο ίδιος το χαρακτηρίζει, τη σκέψη της υπερβατικότητας και της τελεολογίας, όπου: Πρώτον, «ο άνθρωπος διασαλεύει μάλλον παρά ακολουθεί την τάξη της φύσης, έχει απόλυτη δύναμη επί των ενεργειών του και ότι δεν καθορίζεται από οτιδήποτε άλλο παρά από τον εαυτό του». Δεύτερον, ότι ο Θεός είναι ο δημιουργός και «κυβερνήτης της φύσης, προικισμένος με ανθρώπινη ελευθερία».

2

Page 3: 7. Σπινόζα

Τρίτον, ότι η φύση ή ο κόσμος συνιστά (ή τείνει προς την) εκπλήρωση των σκοπών του Θεού: «[Η βασική προκατάληψη είναι ότι] οι άνθρωποι υποθέτουν κοινώς πως όλα τα φυσικά πράγματα ενεργούν όπως οι ίδιοι, για έναν τελικό σκοπό υποστηρίζουν μάλιστα ως βέβαιο ότι ο ίδιος ο Θεός διευθύνει τα πάντα προς κάποιον συγκεκριμένο τελικό σκοπό: λένε πράγματι ότι ο Θεός έκανε τα πάντα για τον άνθρωπο και τον άνθρωπο για να τον λατρεύει». [Σπινόζα, Ηθική, Ι, Παράρτημα]

«Το πρόβλημα με αυτήν την αντίληψη είναι διπλό: όχι μόνο επιβάλλει μια τελεολογική τάξη σε μια φύση που είναι στην πραγματικότητα άπειρη και αιώνια και, συνεπώς, χωρίς απαρχή [προέλευση] και τέλος ή προορισμό, αλλά και αποδίδει στον Θεό μια «ανθρώπινη ελευθερία» η οποία δεν υπάρχει ως τέτοια. Αλλά το πράγμα δεν τελειώνει εδώ: η προκατειλημμένη αντίληψη περί Θεού αποδίδει τέτοια ελευθερία στον Θεό ακριβώς για να μπορέσει αυτός να λειτουργήσει ως εγγυητής της δικής μας ελευθερίας, καθώς έχουμε δημιουργηθεί κατ’ ομοίωσή του. Ο Θεός, που βρίσκεται επέκεινα του (υλικού) κόσμου και είναι ελεύθερος ώστε να τον κατευθύνει σύμφωνα με την απροϋπόθετη [απεριόριστη] επιθυμία του, καθίσταται έτσι η κατοπτρική εικόνα του ανθρώπου που υπερβαίνει τον φυσικό κόσμο και κυβερνά το ίδιο του το σώμα με απόλυτη κυριαρχία, ο ίδιος μια κατοπτρική εικόνα του Θεού: ένας φαύλος θεολογικο-ανθρωπολογικός κύκλος. Ο καθρέφτης καθρεφτίζει έναν άλλο καθρέφτη που τον καθρεφτίζει…» [Montag, W., Bodies, Masses, Power: Spinoza and His Contemporaries, σ. 39]

Το φιλοσοφικό σύστημα του Σπινόζα, επικεντρωμένο κατ’ αρχήν στον Θεό, αποσκοπεί στην υποστήριξη μιας εναλλακτικής αντίληψης.

Θεός ή Φύση [Deus sive Natura]: Ο Θεός δεν είναι διακριτός από τη Φύση, όπως ο νους από το σώμα ή όπως ο τεχνίτης προς το τέχνημά του. Ο Θεός δεν είναι πρότερος της Φύσης, και η Φύση δεν έχει αρχή ή τέλος, αλλά είναι εξίσου άπειρη και αιώνια με τον Θεό. Σύμφωνα με τον Σπινόζα, οι προθέσεις του Θεού [ή Φύσης] συμπίπτουν απολύτως με τις πράξεις του. Ο Θεός δεν είναι σαν ένας χειροτέχνης που «πρώτα» συλλαμβάνει μια ιδέα και «μετά» την καθιστά πραγματική μέσω της δραστηριότητάς του, και την κρίνει σύμφωνα με τον βαθμό στον οποίο ανταποκρίνεται στην αρχική του πρόθεση. Ο Θεός κατά κανένα τρόπο δεν προ-υπάρχει των πραγματώσεών του, πράγμα που μας αναγκάζει να απορρίψουμε την ίδια την έννοια της ατέλειας: «Με πραγματικότητα και τελειότητα εννοώ το ίδιο πράγμα».Ο Θεός ή Φύση δεν δρα με έναν σκοπό κατά νου, πραγματώνοντας σε υλική μορφή μια πνευματική πρόθεση, και συνεπώς δεν υπάρχει πρώτα ως πνεύμα και μόνο κατόπιν ως ύλη. Ο Σπινόζα όχι μόνον αποδεικνύει ότι η διάνοια του Θεού δεν προ-υπάρχει ως δυνατότητα (αλλά είναι σύγχρονη και συνεκτατή με τις πράξεις του), αλλά επιπλέον, «εφ’ όσον το αιώνιο δεν επιδέχεται ενός ‘πότε’, ενός ‘πριν’ ή ‘μετά’, από την τελειότητα του Θεού έπεται απλώς ότι ο Θεός δεν μπορεί να αποφασίσει διαφορετικά ούτε θα μπορούσε να είχε αποφασίσει διαφορετικά με άλλα λόγια, ο Θεός δεν θα μπορούσε να έχει υπάρξει πριν από τις αποφάσεις του, ούτε μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτές» (Ηθική, Ι, Πρ. 33, Σχόλιο 2).

Ο Θεός είναι η εμμενής αιτία [και όχι η μεταβατική αιτία] όλων των πραγμάτων. [Ηθική, Ι, Πρ. 18]

3

Page 4: 7. Σπινόζα

Εμμενής αιτιότητα ή εκφραστική αιτιότητα: ανάμεσα στην αιτία και τα αποτελέσματα, ανάμεσα σε αυτό που εκφράζεται και στην έκφρασή του, δεν υπάρχει οντολογικό χάσμα ή ιεραρχία, δεν υπάρχει καμία απώλεια ή υποβάθμιση πραγματικότητας, καμία προτεραιότητα, λογική ή χρονική: η αιτία δεν έχει ύπαρξη έξω ή πέραν των αποτελεσμάτων της, όπου κάθε έκφραση συνιστά την ύπαρξη αυτού που εκφράζεται.

Υπάρχει μόνο μια, απολύτως άπειρη και απείρως παραγωγική, Υπόσταση (Θεός ή Φύση), η οποία εξαντλεί το «είναι» [δεν υπάρχουν δύο ασύμβατες οντολογικές επικράτειες ή δύο υποστάσεις (ή είδη υποστάσεων), όπως στον Καρτέσιο]. Η Υπόσταση δεν παραμένει κρυμμένη στα βάθη της ύπαρξης, έτσι ώστε να γίνεται γνωστή μόνο μέσω των κατηγορημάτων της ή των τρόπων της [όπως το κομμάτι κερί, στον Καρτέσιο]. Η Υπόσταση είναι η εμμενής αιτία όλων των πραγμάτων: η Υπόσταση εκφράζεται στα άπειρα κατηγορήματά της (από τα οποία τα μόνα προσβάσιμα από εμάς είναι η έκταση και η σκέψη) τα κατηγορήματα είναι οντολογικά ταυτόσημες, ποιοτικά διακριτές και μεταξύ τους μη-αναγώγιμες μορφές ύπαρξης, που εκφράζουν εξίσου (αλλά το καθ’ ένα με τον τρόπο του) την ουσία της Υπόστασης η σκέψη δεν μπορεί πλέον να θεωρηθεί ως υπερβατική και καθοριστική ως προς την έκταση (ή ύλη). Τα κατηγορήματα, με τη σειρά τους, εκφράζονται (εμμενώς) στους τρόπους τους, ιδέες στη σκέψη και σώματα στην έκταση. Για κάθε σώμα υπάρχει η αντίστοιχη ιδέα, έτσι ώστε το σώμα να αποτελεί το αντικείμενο της ιδέας ανάμεσά τους δεν υφίσταται κανένα πρωτείο, πρωτοκαθεδρία ή καθορισμός, αλλά ισότητα του «είναι» βασισμένη στην οντολογική ενότητά τους: « ένας τρόπος της έκτασης και η ιδέα αυτού του τρόπου είναι ένα και το αυτό πράγμα, αλλά εκφρασμένο κατά δύο τρόπους» (Ηθική, ΙΙ, Πρ. 7, Σχόλιο). Οι αιτιακές σχέσεις λαμβάνουν χώρα μεταξύ των «πραγμάτων» και εκφράζονται και στα δύο κατηγορήματα, έτσι ώστε η αλληλουχία («η τάξη και η σύνδεση») των ιδεών να είναι η ίδια με εκείνη των σωμάτων. Τίποτε δεν μπορεί να είναι υπερβατικό ως προς την Υπόσταση, ούτε καν ο Θεός, ο οποίος είναι η Υπόσταση (ή το άλλο όνομά της) έτσι, δεν υπάρχει τίποτε που θα μπορούσε να εξαναγκάσει ή να παρεμποδίσει, να επιτρέψει ή να απαγορεύσει, τη δύναμη της Υπόστασης να υπάρχει και να παράγει αποτελέσματα, να εκφράζει τον εαυτό της.

Τα ανθρώπινα όντα δεν αποτελούν προνομιούχες εξαιρέσεις : κάθε ένα από αυτά αποτελεί έναν τρόπο της υπόστασης, εμμενώς εκπεφρασμένο ως ένα σώμα και μια ιδέα, όπου το ανθρώπινο σώμα αποτελεί «το αντικείμενο της ιδέας που συνιστά τον ανθρώπινο νου» (Ηθική, ΙΙ, Πρ. 12). Η ψυχή και το σώμα δεν αποτελούν δύο υποστάσεις, «αλλά ένα και το αυτό πράγμα» (ένα και το αυτό άτομο), το οποίο άλλοτε νοείται ως πλέγμα ιδεών (ο Σπινόζα λέει «υπό το κατηγόρημα της σκέψης») και άλλοτε ως υλικό πλέγμα («υπό το κατηγόρημα της έκτασης»), πράγμα που οδηγεί στο να οριστεί η ψυχή ως η ιδέα του σώματος. (Ηθική, II, Πρ. 11-13, και 15-21 ΙΙΙ, πρ. 3)».

Ριζοσπαστική αντίληψη: οι ψυχές δεν δρουν επί των σωμάτων, ούτε τα σώματα επί των ψυχών: «Ούτε το Σώμα μπορεί να καθορίσει την Ψυχή στο να σκέφτεται ούτε η Ψυχή το Σώμα στο να κινείται ή στο να ηρεμεί ή σε κάποια άλλη κατάστασή του (εάν υπάρχει άλλη)». (Ηθική, ΙΙΙ, Πρ. 2)

4

Page 5: 7. Σπινόζα

Κρίσιμη συνέπεια: «αντί να φανταστούμε την ψυχή ενεργητική στο μέτρο που το σώμα είναι παθητικό, και αντιστρόφως, πρέπει να σκεφτούμε μια ενεργητικότητα ή παθητικότητα που να αφορούν ταυτόχρονα τις ψυχές και τα σώματα». [Μπαλιμπάρ, 133]

Πολιτικές συνεπαγωγές. Ας ξαναγυρίσουμε στο ζήτημα της υπακοής (του σώματος στην ψυχή, του υπηκόου στην εξουσία, του κόσμου στον Θεό) και της ελευθερίας (της ψυχής, της εξουσίας και του Θεού).Η θεωρία του Σπινόζα καταργεί την ιδέα περί «τελικών αιτίων»: πιστεύουμε ότι οι πράξεις μας είναι σκόπιμες (δηλαδή υπακούουν σε ενσυνείδητους σκοπούς) επειδή αγνοούμε τις πραγματικές αιτίες που μας κάνουν και να σκεφτόμαστε και να πράττουμε, και έτσι «φανταζόμαστε» ότι οι αιτίες των πράξεών μας είμαστε εμείς οι ίδιοι, δηλαδή η ελεύθερη σκέψη ή συνείδησή μας. Φαντασία: αντιστροφή αιτιών και αποτελεσμάτων, μια «πρώτη μορφή γνώσης» που διέπεται από την κατηγορία των τελικών αιτίων και της ελεύθερης βούλησης: αυτά που φανταζόμαστε ως (τελικές) αιτίες [ή λόγους] των πράξεών μας είναι τα αποτελέσματά τους. «Η μόνη αιτία που οι άνθρωποι πιστεύουν ότι είναι ελεύθεροι είναι επειδή έχουν συνείδηση των ενεργειών τους και άγνοια των αιτίων από τα οποία καθορίζονται και επιπλέον, πως οι αποφάσεις του Πνεύματος δεν είναι τίποτα πέρα από τις ίδιες τις ορέξεις τους που … ποικίλουν ανάλογα με τις προδιαθέσεις του σώματος» (Ηθική, ΙΙΙ, Πρ. 2, Σχόλιο).

Πολιτική λειτουργία της αντίληψης περί ελευθερίας, τελικών αιτίων κλπ.: «Η ψευδαισθητική ελευθερία που αποδίδουμε στον Θεό, έτσι ώστε να την εγγυηθεί με τη σειρά του σε εμάς τους ίδιους, αποτελεί μια αιτία, ή μέρος ενός δικτύου αιτιών, που «κάνει τους ανθρώπους να παλεύουν τόσο γενναία για την υποδούλωσή τους ως εάν να επρόκειτο για τη σωτηρία τους» [Σπινόζα, Θεολογικο-Πολιτική Πραγματεία [ΘΠΠ], Πρόλογος). Γιατί, δεν είναι μόνο που οι άνθρωποι καθορίζονται (με τρόπους που μένει να προσδιοριστούν) να υπακούουν τον τύραννο που τους καταπιέζει, δηλαδή να επιτελούν τις πράξεις, συμπεριλαμβανομένων και των πράξεων λόγου, που αυτός διατάσσει, αλλά επιπλέον αυτός ο καθορισμός μεταμφιέζεται (ή βιώνεται) ως μια πράξη της θέλησης του υπήκοου ατόμου (μια πράξη που απορρέει από τον νου του, θεωρούμενου ως ελεύθερου και κυρίαρχου επί του σώματος), ως εάν η καταπίεσή του να μην είχε άλλη πηγή από τον ίδιο τον εαυτό του. Όπως ‘ένα βρέφος νομίζει ότι ελεύθερα αναζητά γάλα, ένα θυμωμένο παιδί ότι ελεύθερα αναζητά εκδίκηση και ένας δειλός ότι ελεύθερα αναζητά τη φυγή’ [Ηθική, ΙΙ, Πρ. 2, Σχόλιο], έτσι και ο άνθρωπος που υπακούει τον αφέντη του νομίζει ότι το κάνει οικειοθελώς, ότι έχει ‘συναινέσει’ σε (και έτσι έχει επιλέξει) μια υποδούλωση η οποία στην πραγματικότητα παράγει το αποτέλεσμα της συναίνεσης, τη νοητική απόφαση που είναι το αναγκαίο σύστοιχο της φυσικής υποταγής». [Montag, 41]

«Ο Σπινόζα σπάει αυτόν τον κύκλο της υποταγής, στον οποίο ανακηρυσσόμαστε ελεύθεροι έτσι ώστε να έχουμε πάντοτε διαλέξει να υποταχθούμε». [Montag, ό.π.]

Το ερώτημα που θέτει είναι: τι σημαίνει να μην θεωρούμε πλέον το νου υπερβατικό ως προς το σώμα, όταν οι νοητικές αποφάσεις θεωρούνται ως εντελώς εμμενείς στις φυσικές πράξεις (των οποίων υποτίθεται ότι αποτελούν τις αιτίες), μη έχοντας -όπως ο Θεός σε σχέση με τη «δημιουργία» του, τα αποτελέσματά του- καμία ύπαρξη πέραν ή πριν από αυτά.

5

Page 6: 7. Σπινόζα

Ο Σπινόζα βάζει το σώμα ως ισότιμο παράγοντα στις πράξεις των ανθρώπων, και συνεπώς και στις πολιτικές πράξεις που συνιστούν την υποταγή ή υπακοή. Το σώμα δεν είναι απλώς ένα παθητικό όργανό της ψυχής, αλλά ενεργητικός παράγοντας. Συχνά μάλιστα ο Σπινόζα, για να καταδείξει αυτή τη θέση φτάνει να υπονοήσει μια αντίστροφη προτεραιότητα, αυτή του σώματος έναντι του πνεύματος ή της ψυχής. Το σώμα μπορεί να κάνει πράγματα, και για να υποστηρίξει αυτήν την ενεργητικότητα του σώματος, ο Σπινόζα χρησιμοποιεί ορισμένες ισχυρές εικόνες, μεταξύ των οποίων αυτή του υπνοβάτη: το γεγονός ότι «οι υπνοβάτες συχνά επιτελούν πράξεις κατά τη διάρκεια του ύπνου τις οποίες δεν θα αποτολμούσαν ξύπνιοι … δείχνει επαρκώς ότι το σώμα, από τους νόμους της ίδιας του της φύσης, μπορεί να κάνει πράγματα τα οποία ο νους θαυμάζει» [Ηθική, ΙΙ, Πρ. 2, Σχόλιο]. Άλλα παραδείγματα είναι οι τρελοί, οι παραληρηματικοί, οι μεθυσμένοι, και οι «εμμονές» σε πράξεις, που συχνά υπερνικούν τη θέληση των ανθρώπων.Το σημαντικό, ωστόσο, είναι ότι ο Σπινόζα χρησιμοποιεί αυτές τις εξαιρετικές καταστάσεις, που συχνά θεωρούνται και παθολογικές [των οποίων η παθογένεια πηγάζει από το σώμα: το σώμα είναι πηγή στρεβλώσεων ως προς την ορθή πράξη] για να φτάσει να υποστηρίξει ότι «όλες οι πράξεις, συμπεριλαμβανομένων των ‘σκόπιμων’ και δημιουργικών πράξεων, των πράξεων που φέρονται να επιτελούνται προς όφελος του ατομικού ή συλλογικού καλού, ακόμα και οι πράξεις που προτίθενται να υπηρετήσουν τον Θεό ή επιτελούνται ως συμμόρφωση προς τις επιταγές του, καθορίζονται από φυσικές, σωματικές αιτίες» [Montag, 44]. Ο Σπινόζα αναγορεύει την εξαίρεση, το μη-κανονικό, σε κανόνα.

Η ιδέα αυτή μπορεί να έχει δραματικές επιπτώσεις στον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε τον άνθρωπο και την κοινωνία.

Στη Θεολογικο-Πολιτική Πραγματεία, ο Σπινόζα συζητά τη σχέση μεταξύ πίστης και έργων στη θρησκευτική πρακτική, και απορρίπτει την ιδέα ότι η πίστη μπορεί να υπάρξει έξω και πριν από τις εκδηλώσεις της, σε αντίθεση με το κυρίαρχο μοντέλο κατανόησης, όπου οι πρακτικές εκδηλώσεις απλώς εκφράζουν (και μάλιστα ατελώς) την προϋπάρχουσα πίστη. «Μόνο με τα έργα μπορούμε να κρίνουμε εάν κάποιος είναι πιστός ή άπιστος. Εάν τα έργα του είναι καλά, είναι πιστός, όσο και εάν διαφέρει ως προς το θρησκευτικό δόγμα από άλλους πιστούς ενώ, εάν τα έργα του είναι κακά, είναι άπιστος, όσο και εάν συμφωνεί λεκτικά [με θρησκευτικά δόγματα]. Γιατί εάν η υπακοή τεθεί, η πίστη τίθεται αναγκαστικά, και πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή» (ΘΠΠ, κεφ. 15) «Η πίστη έτσι δεν έχει καμία εσωτερική, νοητική ή πνευματική ύπαρξη πρότερη των ενσαρκώσεών της σε πράξεις. Απεναντίας, δεν έχει ύπαρξη πέραν των υλικών εκδηλώσεων σε σχέση με τις οποίες, όπως ο ίδιος ο Θεός, το Πνεύμα των πνευμάτων, είναι η εμμενής αιτία». [Montag, 46]«Βλέπουμε τώρα ότι η ιδέα του υπνοβατισμού, που εκ πρώτης όψεως μοιάζει τελείως ακατάλληλη για τις σκόπιμες ανθρώπινες πράξεις, καθίσταται η πλέον επαρκής για την περιγραφή των κοινωνικών πρακτικών (εδώ της θρησκευτικής κοινωνικής πρακτικής): άπιστοι που πιστεύουν ότι πιστεύουν, ακόμα και εάν επιτελούν πράξεις απιστίας, και πιστοί που αμφιβάλλουν για την ίδια τους την πίστη, ακόμα και αν ασκούν ανεπίγνωστα την υπακοή στους νόμους του Θεού». [Montag, 46-47]

Ας πάρουμε ένα σοβαρό αντιπαράδειγμα, το οποίο ο ίδιος ο Σπινόζα αναφέρει, ως υποστηρικτικό της ακλόνητης άποψης ότι ο νους καθοδηγεί το σώμα: την καλλιτεχνική δημιουργία.

6

Page 7: 7. Σπινόζα

Ο ζωγράφος πιστεύει ότι η ζωγραφική είναι η πραγμάτωση ή η υλοποίηση μιας νοητικής, πνευματικής απόφασης, μιας «έμπνευσης», μέσω μια ηθελημένης πράξης, αλλά, σύμφωνα με τον Σπινόζα, δεν υπάρχει πρόθεση πέραν της πραγμάτωσής της. «Ο ζωγράφος παρατηρεί το σώμα του να ζωγραφίζει και φαντάζεται, επειδή αγνοεί την αληθινή αλυσίδα των καθορισμών που τον έφεραν σε αυτήν την κατάσταση, ότι είναι ο ίδιος, η ελεύθερη βούλησή του, η μοναδική αιτία των σωματικών κινήσεων, οι οποίες κατευθύνονται έτσι ώστε να μιμηθούν ένα σχέδιο που έχει κατά νου. Οι προθέσεις τις οποίες ο καλλιτέχνης φαντάζεται ως αιτίες του έργου του είναι στην πραγματικότητα οι συνέπειές του» [Montag, 47]. Η έμπνευση ως αποτέλεσμα της δημιουργίας (και όχι το αντίστροφο)!

Στη ΘΠΠ, ο Σπινόζα συζητά την ιστορική σταθερότητα του εβραϊκού λαού, και ανατρέχει στην πρώιμη ιουδαϊκή κοινωνία, την οποία περιγράφει ως ένα «καθεστώς πειθαρχίας», στην οποία η προκατάληψη κυριαρχούσε στα μυαλά των μελών της αλλά και στα σώματά τους, οργανώνοντας κάθε στιγμή της φυσικής ζωής τους [Montag, 48].

[Δεν είναι τυχαίο ότι αυτές τις παρατηρήσεις τις χρωστάμε στον Αλτουσέρ, έναν από τους πλέον διορατικούς αναγνώστες του Σπινόζα, ο οποίος θα χρησιμοποιήσει τη σπινοζική αντίληψη για να διατυπώσει εκ νέου τη μαρξική έννοια της ιδεολογίας.]

«Μεταξύ των λόγων της παρατεταμένης σταθερότητας του εβραϊκού κράτους ήταν η ‘η εκπαίδευση [του λαού] στην πειθαρχημένη υπακοή, η οποία υποχρέωνε τον καθένα να κάνει τα πάντα σύμφωνα με έναν παγιωμένο, προδιαγεγραμμένο νόμο. Δεν ήταν τυχαίο πότε θα οργώσει κανείς, αλλά μόνο σε καθορισμένες εποχές και στιγμές, και πάλι με ένα μόνο ζώο τη φορά ομοίως θα έσπερνε και θα θέριζε μόνο με έναν ορισμένο τρόπο και σε έναν ορισμένο χρόνο’ [ΘΠΠ, κεφ. 7]. Η πειθαρχία, που καθόριζε «τα πάντα», δεν άφηνε καμία φυσική δραστηριότητα, όσο ασήμαντη και εάν ήταν φαινομενικά, εκτός της εποπτείας της: ‘Δεν μπορούσαν ούτε να φάνε, να ντυθούν, να κουρευτούν, να ξυριστούν, να διασκεδάσουν ή να κάνουν οτιδήποτε παρά μόνο σύμφωνα με επιταγές και οδηγίες που καθορίζονται από το νόμο’ [ΘΠΠ, κεφ. 5]. Δεδομένου του επιχειρήματος του Σπινόζα [Ηθική, ΙΙΙ, Πρ. 2, Σχόλιο] ότι ‘οι αποφάσεις του Πνεύματος δεν είναι τίποτε από τις ίδιες τις ορέξεις, που ποικίλουν ανάλογα με τις ποικίλες προδιαθέσεις του Σώματος’, και δεδομένου ότι οι προδιαθέσεις του σώματος καθορίζονταν μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια από τον νόμο του εβραϊκού κράτους, προκύπτει αναγκαστικά ότι ‘κανείς δεν ήθελε αυτό που ήταν απαγορευμένο και όλοι επιθυμούσαν αυτό που επιτασσόταν’ (ΘΠΠ, κεφ. 17). Επιπλέον, ‘σε ανθρώπους τόσο εκπαιδευμένους στην υπακοή, δεν θα έμοιαζε με υποταγή αλλά με ελευθερία’ (ό.π.). Θα φαντάζονται, επειδή αγνοούν τις αιτίες που τους υποχρεώνουν να πιστεύουν ότι έχουν απόλυτη εξουσία επί των πράξεών τους, όπως έχει ο Θεός επί της δημιουργίας του, ότι είναι ελεύθεροι. Αυτή η ιδέα της ελευθερίας είναι η ασφαλέστερη απόδειξη του υπνοβατισμού που συνοδεύει την κατάσταση της υποταγής». [Montag, 48]

Έτσι η θρησκεία αλλά και η κυριαρχία πρέπει να κατανοηθούν μέσω της διευθέτησης των σωμάτων τα οποία οργανώνουν και του βαθμού στον οποίο αυτή η διευθέτηση παράγει τη νοητική απόφαση της υπακοής στον ιερέα ή στον βασιλιά. Το μυστικό του δεσποτισμού δεν είναι η ικανότητά του να πείθει μυαλά αλλά η ικανότητά του να παρακινεί σώματα, να εξορύσσει από αυτά τη δύναμη και την ικανότητά τους, να

7

Page 8: 7. Σπινόζα

στρέφει την ισχύ τους προς όφελός του, ενώ ταυτόχρονα παράγει το αναδρομικό αποτέλεσμα μιας συναίνεσης που αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως την προέλευση των δράσεων των σωμάτων. Και αυτή η «πειθαρχημένη υπακοή» μπορεί να γίνει ακόμα πιο αποτελεσματική εάν το σύστημα του δεσποτισμού λειτουργεί χωρίς δεσπότη, ένα παιγνίδι δυνάμεων που παράγει έναν κόσμο υποταγμένων χωρίς αφέντη.

Η ιδέα αυτή, μιας ιδεατής συναίνεσης και αυτόβουλης συμμετοχής, η οποία είναι συνεκτατή με το σύνολο της κοινωνικής δραστηριότητας, με την κοινωνική πρακτική στο σύνολό της, θα αποτελέσει σημείο εκκίνησης της θεωρίας του Αλτουσέρ για την ιδεολογία.

Πηγές:L. Althusser, L’ Avenir dure longtemps. Stock/IMEC, Paris 1994.

Ε. Μπαλιμπάρ, Ο Σπινόζα και η πολιτική (μετ. Α. Στυλιανού). Εστία, Αθήνα 1996W. Montag, Bodies, Masses, Power: Spinoza and His Contemporaries. Verso, London 1999.

G. Fourtounis, “On Althusser’s Immanentist Structuralism: Reading Montag ReadingAlthusser Reading Spinoza”. Rethinking Marxism 17/ 1, 2006

8