84.205.248.284.205.248.2/books/eidikh-agwgh-pi/books/a... · ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...

188
ΜΙΧ. Χ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ-ΛΥΚΕΙΟΥ Τόμος 1ος

Upload: others

Post on 15-Aug-2020

8 views

Category:

Documents


0 download

TRANSCRIPT

  • ΜΙΧ. Χ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

    ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ-ΛΥΚΕΙΟΥ

    Τόμος 1ος

  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

  • ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΓΙΑ ΜΑΘΗΤΕΣ ΜΕ ΜΕΙΩΜΕΝΗ ΟΡΑΣΗ

    Ομάδα Εργασίας Υπουργείου Παιδείας, δια Βίου Μάθησης

    και Θρησκευμάτων

  • ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

    ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ

    MIX. Χ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

    ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

    ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ – ΛΥΚΕΙΟΥ

    Τόμος 1ος

  • Το βιβλίο αυτό είναι συνοψισμέ-νη μορφή του έργου «Γραμματική της αρχαίας ελληνικής» του Μιχ. Χ. Οικονόμου, έκδοσης 1971 του Ινστι-τούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη).

    Η συνόψιση του βιβλίου έγινε με ευθύνη του Κέντρου Εκπαιδευτικών Μελετών και Επιμορφώσεως (ΚΕΜΕ).

  • ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

    (Ανεξάρτητα από το γένος, τον αριθμό και την πτώση της κάθε συ-ντομογραφίας, νοούνται ανάλογα με τα συμφραζόμενα, και τα άλλα γένη, οι πτώσεις και οι αριθμοί, κα-θώς και τα παράγωγα επιρρήματα).

    αδύν(ατο) απαρ-έμφ(ατο) αθροιστ(ικό) αποθετ(ικό) αιγυπτ(ιακός) απρόσ(ωπο) αιτ-ιατ(ική) αριθμ-ητ(ικό) αιτιολογ(ικός) αρ-ιθμ(ός) αι(ώνας) αρσ-εν(ικό) αμετάβ(ατο) αρχ(αίος) αναδιπλ(ασιασμός) αρχ(ικός) αναφορ(ικός) ασυναίρ(ετος) αντίθ(ετο) αττ(ικός) αντων(υμία) αύξ(ηση) ανώμ(αλο) αφηρημ(ένο) αόρ(ιστος) αφωνόλ(ηκτα)

    5 / 5

  • άχρ(ηστος) επιθ(ετικός) αχώρ(ιστο) επίρρ(ημα) βαρύτ(ονα) επιρρ(ηματικός) βλ(έπε) επιφων(ήματα) γεν(ική) επιφωνηματ(ικός) γραμμ(ατικός) ευκτ(ική) δευτερόκλ(ιτα) εύχρ(ηστος) δηλ(αδή) θ(έμα) διαζευκτ(ικός) θέμ(ατος) διάθ(εση) θεματ(ικό) δικατάλ(ηκτα) θετ(ικός) δοτ(ική) θηλ(υκό) δυϊκ(ός) ιστ(ορικοί) ελλ-ην(ικός) ιων(ικό) εμπρόθ(ετος) κ(αι) α(κόλουθα) ενεργ-ητ(ικός) [ύστερα από ενεστ-ώτ(ας) αριθμό] ενεστ-ωτ(ικός) κ(αι) ά(λλα) εν-ικ(ός) κ(αι) α(λλού) ενν(οείται) κ(αι) ε(ξης) ενρινόλ(ηκτα) κ(αι) τ(α) λ(οιπά) επίθ(ετο) κατ-άλ(ηξη)

    6 / 5

  • κατάλ(ογος) Νεοελλ-ην(ική) καταχρηστ(ικός) Γραμμ(ατική) κάτ(οικος) νεοελλ(ηνικός) κεφ(άλαιο) νεότ(ερα) κλ-ητ(ική) οδοντ(ικός) κλ-ίσ(η) Ο(ργανισμός) κύρ(ιο) Ε(κδόσεως) κυριολ(εκτικά) Σ(χολικών) λ(έξη) Β(ιβλίων) λ(όγου) χ(άρη) ομηρ(ικό) μέλλ-οντ(ας) όν(ομα) μέσ(ος) ον-όμ(ατα) μεταβ(ατικό) ον-ομ-αστ(ική) μ(ε)τ(α)β(ατικό) οξύτ(ονα) μεταγ-εν(έστερος) ορθογραφ μ(ε)τ(α)γ(ε)ν(έστερο) (ικός) μετάθ(εση) οριστ(ική) μεταφορ(ικά) ουδ-έτ(ερο) μ(ε)τ(α)φ(ορικά) ουσ-ιαστ(ικό) μ(ετά) Χ(ριστόν) παθ-ητ(ικός) μετ(οχή) π(αρά)β(αλε) μονολεκτ(ικός) παράγ(ωγα)

    7 / 5-6

  • παραγωγ(ικός) προφ(ορά) π(αραδείγματος) π(ρο) Χ(ριστού)

    χ(άρη) ρ-ήμ(α) παρακ-είμ(ενος) ρ-ημ-ατ(ικός) π(α)ρ(α)κ(εί)μ(ενος) σ-ελ(ίδα) παρασύνθ(ετο) σημ(είωση) παρατ-ατ(ικός) σημασ(ία) π(α)ρ(α)τ(ατικός) σιγμόλ(ηκτα) παραχωρητ(ικός) σπάν(ια) παροξύτ(ονα) σπανιότερα) περισπώμ(ενα) στερητ(ικό) περιφρ-αστ(ικός) συγκρ(ιτικός) πίν(ακας) συγχων πλ-ηθ-υντ(ικός) (ευμένη) ποιητ(ικός) συζ(υγία) πρόθ(εση) συμπερασματ προσδ(ιορισμός) (ικός) προσηγορικό) σύμφ(ωνο) προστ-ακτ(ική) συμφωνόλ προσ-ωπ(ικός) (ηκτα) πρόσ(ωπο) συναίρ(εση) προφ(έρεται) σύνδ(εσμος)

    8 / 6

  • συνηθ(έστερα) φων(ήεν) συνήθ(ως) φωνηεντόλ(ηκτα) συνηρ-ημ(ένος) χαρακτ(ήρας) συνθ-ετ(ικό) χρον(ικός) σύνθ(ετο) χρ(όνοι) συντ-ελ-εσμ(ένος) συνών(υμα) τρικατάλ(ηκτα) υγρόλ(ηκτα) υπερθ(ετικός) § παράγραφος υπερσ-υντ-έλ §§ παράγραφοι

    (ικος) ˘ θέση υποθετ(ικός) βραχύχρονου υποκείμ(ενο) φωνήεντος υποκορ(ιστικό) ‾ θέση υποσημ(είωση) μακρόχρονου υπ-οτ-ακτ(ική) φωνήεντος

    9 / 6

  • ΕΙΣΑΓΩΓΗ

    1. Λόγος. Προφορικός και γραπτός λόγος

    1. Ο άνθρωπος είναι προικισμένος με κατάλληλα όργανα, για ν’ αρθρώ-νει τη φωνή του και να μιλεί.

    Η έναρθρη ομιλία, που μ’ αυτήν ο άνθρωπος μπορεί να συνεννοείται με τους ομοίους του, ονομάζεται

    λόγος. Στην αρχή η συνεννόηση με το

    λόγο ανάμεσα στους ανθρώπους γινόταν μόνο προφορικά, υπήρχε

    δηλ. μόνο προφορικός λόγος. Έπειτα, αλλού ενωρίτερα και αλ-

    λού αργότερα, χρησιμοποιήθηκε η γραφή και δημιουργήθηκε ο

    γραπτός λόγος.

    2. Γενικές φωνητικές έννοιες 2. Όταν ο άνθρωπος μιλεί, βγαίνει από τους πνεύμονες αέρας, που

    10 / 7

  • περνάει απο τα φωνητικά όργανα και βρίσκει κάθε φορά κάποιαν αντίσταση σ’ ένα ή περισσότερα από αυτά. Έτσι παράγονται ήχοι και ακούονται φωνές.

    Καθεμιά από τις απλές και αμέρι-στες φωνές που ακούονται, όταν μι-

    λούμε, λέγεται φθόγγος (από το φθέγγομαι = μιλώ). Όταν π.χ. λέμε τό, ακούονται δύο φθόγγοι (τ-ο)· όταν λέμε μένε, ακούονται τέσσερις φθόγγοι (μ-ε-ν-ε) κτλ.

    3. α) Οι φθόγγοι που παράγονται με το στόμα ανοιχτό ή μισοανοιχτό και μόνο με τις φωνητικές χορδές του λάρυγγα (χωρίς να βρίσκει παραπέ-ρα εμπόδιο ο αέρας που βγαίνει από

    τους πνεύμονες) λέγονται φωνήε-ντα. Π.χ. α,ε,ι,ο,ου.

    β) Οι φθόγγοι που παράγονται με το στόμα κλεισμένο εντελώς ή κά-που φραγμένο και με τη βοήθεια όχι

    11 / 7

  • μόνο των φωνητικών χορδών του λάρυγγα, αλλά και μέρους του στό-ματος ή της ρινικής κοιλότητας (όπου ο αέρας που βγαίνει βρίσκει κάποιο εμπόδιο), λέγονται

    σύμφωνα. Π.χ. β,γ,δ,ζ,θ κτλ. 4. Εκτός από τα φωνήεντα και τα σύμφωνα υπάρχουν και μερικοί διά-

    μεσοι φθόγγοι που λέγονται ημίφω-να. Τέτοια π.χ. έχουμε εμείς σήμερα τό ι και το ου, όταν λέμε μιά, μοιάζω (όσο δεν προφέρονται μνιά, μνιάζω), άκουα (όταν προφέρεται δισύλλα-βο: ά-κουα) κτλ. Στο ημίφωνο ι η ρά-χη της γλώσσας αγγίζει ελαφρά τον ουρανίσκο. Στο ημίφωνο ου τα δύο χείλια αγγίζουν λίγο. Έτσι τα ημίφω-να δεν είναι ούτε καθαρά σύμφωνα ούτε καθαρά φωνήεντα. Ημίφωνα είχαν στην ομιλία τους και οι αρχαί-οι Έλληνες (βλ. § 16, σημ.).

    5. Δύο αλλεπάλληλα φωνήεντα

    12 / 7-8

  • που προφέρονται γρήγορα σε μία

    συλλαβή αποτελούν δίφθογγο (§7). Όταν π.χ. εμείς σήμερα λέμε χαϊδεύω, τά δύο φωνήεντα α και ι προφέρονται μαζί, σχεδόν στον ίδιο χρόνο που θα προφέραμε ένα μόνο φωνήεν· δέν ακούονται δηλ. χωρι-στά τα δύο φωνήεντα α και ι (χα-ι-δεύω), παρά ακούεται πιο έντονα ο φθόγγος α και μαζί του πιο αδύνατα και πιο γρήγορα ο φθόγγος ι· έτσι σχηματίζεται ο δίφθογγος αϊ. Επί-σης, όταν λέμε λεϊμόνι (όπως συνη-θίζουν σήμερα να λένε σε μερικά μέρη), τα φωνήεντα ε και ι προφέ-ρονται μαζί σ’ ένα χρόνο, ακούεται δηλ. πιο έντονα ο φθόγγος ε και μα-ζί του πιο αδύνατα και πιο γρήγορα ο φθόγγος ι· έτσι σχηματίζεται ο δί-φθογγος εϊ. Το ίδιο γίνεται, όταν λέμε νεράιδα, κελαηδώ, βόιδι, ρόιδι κτλ. Ακόμη, όταν λέμε παιδιά, ματιά

    13 / 8

  • κτλ., τα δυό τελευταία φωνήεντα ι και α προφέρονται μαζί σ’ ένα χρό-νο, αποτελούν δηλ. και αυτά ένα εί-δος δίφθογγο. (Βλ. Νεοελληνική Γραμματική Ο.Ε.Δ.Β. §17 και §18). Διφθόγγους είχαν στην ομιλία τους και οι αρχαίοι Έλληνες (βλ. §25 κ.α.).

    6. Ένας φθόγγος ή ένα σύνολο από φθόγγους που εκφέρονται μαζί και εκφράζουν μία μόνη έννοια ονομά-

    ζεται λέξη (από το λέγω). Όταν π.χ. λέμε ο Νίκος έγραφε το μάθημα, εκφωνούμε πέντε λέξεις, που η κα-θεμιά τους απαρτίζεται από έναν ή περισσότερους φθόγγους:

    ο Ν-ί-κ-ο-ς έ-γ-ρ-α-φ-ε φθόγγοι 1 5 6

    τ-ο μ-ά-θ-η-μ-α φθόγγοι 2 6

    7. Τα φωνήεντα, καθώς και τα συ-μπλέγματα φωνηέντων και συμφώ-νων που απαρτίζουν μια λέξη, εκ-

    14 / 8

  • φωνούνται με μικρότατες και ανεπαίσθητες διακοπές της πνοής που βγαίνει από το στόμα μας όταν μιλούμε. Έτσι η λέξη φαίνεται πως χωρίζεται σε τμήματα: θέ/λω - μα/θη/τής.

    Κάθε τέτοιο τμήμα μιας λέξης που αποτελείται από ένα μόνο φωνήεν ή από ένα φωνήεν μαζί με ένα ή περισ-

    σότερα σύμφωνα λέγεται συλλαβή. Έτσι π.χ. στη νέα μας γλώσσα: α-έ-ρας, έ-γρα-ψα, α-σφρά-γι-στος· και στην αρχαία: ἔ-αρ, ἀ-η-δών, ἐ-στρω-μέ-νος (πβ.§30 κ.α.).

    8. Στο γραπτό λόγο οι φθόγγοι πα-ριστάνονται με ορισμένα σημεία

    που λέγονται γράμματα. Π.χ. οι τέσ-σερις φθόγγοι που απαρτίζουν τη λέξη θεὸς παριστάνονται με τέσσε-ρα γράμματα: θ-ε-ο-ς· οι τρεις φθόγ-γοι της λέξης πῦρ παριστάνονται με τρία γράμματα: π-υ-ρ κτλ.

    15 / 8-9

  • 3. Γλώσσα και διάλεκτοι 9. Το σπουδαιότερο από τα φωνη-τικά όργανα του ανθρώπου είναι η γλώσσα. Αυτή εκτελεί το κυριότερο έργο κατά την εκφορά του λόγου. Γι’ αυτό και ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο κάθε λαός εκφέρει το λόγο

    ονομάστηκε γλώσσα. 10. Στην αρχαιότητα αναπτύχτηκαν και καλλιεργήθηκαν πολύ η αρχαία ελληνική και η λατινική γλώσσα. Την πρώτη τη μιλούσαν και την έγραφαν οι αρχαίοι Έλληνες, τη δεύ-τερη οι Ρωμαίοι.

    Από τις δύο αυτές γλώσσες

    σπουδαιότερη υπήρξε η αρχαία ελ-ληνική, που μιλήθηκε πολλούς αιώ-νες και χρησιμοποιήθηκε από αξιό-λογους συγγραφείς. Και επειδή δεν έπαψε να μιλιέται, πέρασε κατα και-ρούς από διάφορα στάδια και τέλος έφτασε στη σημερινή της μορφή,

    16 / 9

  • δηλ. τη νέα ελληνική γλώσσα. 11. Η γλώσσα κάθε λαού δε μιλιέται παντού κατά τον ίδιο ακριβώς τρό-πο. Παρουσιάζει από τόπο σε τόπο διαφορές στις λέξεις, στους γραμ-ματικούς τύπους, στη σύνταξη (πβ. τα νεοελληνικά: να σου πω - να σε πω· λέγονταν - λεγόντουσαν· τι λες - ίντα λες κτλ.). Οι τοπικές μορφές που παίρνει

    μια γλώσσα λέγονται διάλεκτοι. 12. Η αρχαία ελληνική γλώσσα πα-ρουσιάζεται εξαρχής χωρισμένη σε διαλέκτους. Σε κάθε τόπο μιλούσαν ορισμένη διάλεκτο και σ’ αυτή τη διάλεκτο έγραφαν, όταν έμαθαν να χρησιμοποιούν τη γραφή.

    Οι κυριότερες από τις αρχαίες ελ-

    ληνικές διαλέκτους ήταν η ιωνική, η αττική, η αιολική και η δωρική. 13. Στις αρχαίες ελληνικές διαλέ-κτους γράφηκαν αξιόλογα έργα πε-

    17 / 9

  • ζά και ποιητικά. Ιδιαίτερα η αττική διάλεκτος, που συγγενεύει με την ιωνική και διαμορφώθηκε στην Αθή-να, καλλιεργήθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό. Διαδόθηκε και επικράτησε σε όλη την Ελλάδα ως ο τελειότερος τύπος της ελληνικής γλώσσας. Σ’ αυτήν ακούστηκαν οι λόγοι των ατ-τικών ρητόρων και σ’ αυτή γράφη-καν τα έργα του Θουκυδίδη, του Πλά-τωνα, του Ξενοφώντα κ.ά.

    4. Γραμματική 14. Κάθε γλώσσα μιλιέται και γράφε-ται σύμφωνα με ορισμένους κανό-νες. Τη συστηματική εξέταση των κανόνων αυτών την ονομάζομε

    γραμματική. 15. Η γραμματική που διδάσκει πώς οι αρχαίοι μιλούσαν και έγραφαν την αρχαία ελληνική γλώσσα λέγε-

    ται γραμματική της αρχαίας ελλη-

    18 / 9-10

  • νικής γλώσσας. Ιδιαίτερα η γραμμα-τική που διδάσκει πώς οι αρχαίοι μιλούσαν και έγραφαν την αττική

    διάλεκτο λέγεται γραμματική της αττικής διαλέκτου.

    19 / 10

  • ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

    ΦΘΟΓΓΟΛΟΓΙΚΟ

    1ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ

    ΦΘΟΓΓΟΙ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

    1. Φθόγγοι. Γράμματα. Διαίρεση φθόγγων και γραμμάτων

    16. Οι φθόγγοι της αρχαίας ελληνι-κής παριστάνονται με 24 γράμματα, που είναι τα ίδια της νέας (βλ. §2 και §8). Το σύνολο των γραμμάτων αυτών λέγεται ελληνικό αλφάβητο.

    Σημ. Στην αρχή το ελληνικό αλφά-βητο είχε και το γράμμα F, που από το σχήμα του λέγεται δίγαμμα (γιατί μοιάζει με διπλό κεφαλαίο Γ) και από την προφορά του λέγεται βαῦ (γιατί παρίστανε ένα φθόγγο σαν το σημερινό β ή σαν μισό ου, όπως όταν τώρα λέμε Ουάσιγκτον, τρισύλ-λαβο, ή άκουα, δισύλλαβο· πβ. §4).

    20 / 11

  • Επίσης στην αρχαιότατη ελληνι-κή γλώσσα υπήρχε και ένας ακόμη φθόγγος που ακουόταν όπως ακού-εται τώρα ο φθόγγος ι, όταν λέμε μιά, μοιάζω (πβ. §4)· του φθόγγου αυτού δε μας προδόθηκε γραπτό σύμβο-λο, αλλά, όταν θέλουμε να τον παρα-στήσουμε, τον σημειώνουμε με το λατινικό j (γιότ).

    17. Τα γράμματα κατα τον τρόπο της γραφής τους ξεχωρίζονται σε κεφαλαία (Α,Β,Γ,Δ κτλ.) και σε μικρά (α,β,γ,δ κτλ.).

    18. Οι φθόγγοι της αρχαίας ελληνι-κής (όπως και της νέας) διαιρούνται

    σε φωνήεντα και σε σύμφωνα (βλ. §3).

    α) Τα φωνήεντα της αρχαίας, ως φθόγγοι, παριστάνονται με 7 γράμ-ματα, που λέγονται και αυτά φωνήε-ντα: α,ε,η,ι,ο,υ,ω.

    21 / 11

  • β) Τα σύμφωνα της αρχαίας, ως φθόγγοι, παριστάνονται με 17 γράμ-ματα, που λέγονται και αυτά σύμφω-να: β,γ,δ,ζ,θ,κ,λ,μ,ν,ξ,π,ρ,σ(-ς),τ,φ, χ,ψ.

    2. Διαίρεση φωνηέντων 19. 1) Τα φωνήεντα της αρχαίας ελ-ληνικής (δηλ. οι φθόγγοι που ακού-ονταν σαν φωνήεντα) διαιρούνται

    σε βραχύχρονα και μακρόχρονα.

    α) Τα βραχύχρονα φωνήεντα προ-φέρονταν σε σύντομο χρόνο και παριστάνονται με τα γράμματα α,ι,υ,-ε,ο· και τα γράμματα αυτά λέ-γονται βραχύχρονα.

    Το καθένα από αυτά ακουόταν σαν ένα απλό φωνήεν που προφέ-ρεται σύντομα: το βραχύχρονο α σαν ένα α, το βραχύχρονο ι σαν ένα ι, το βραχύχρονο υ σαν ένα ου, το ε σαν ένα ε, το ο σαν ένα ο.

    22 / 11-12

  • β) Τα μακρόχρονα φωνήεντα προ-φέρονταν σε μακρύτερο χρόνο, σε διπλάσιο περίπου από όσο τα βρα-χύχρονα, και παριστάνονται με τα γράμματα α,ι,υ-η,ω· και τα γράμματα αυτά λέγονται μακρόχρονα.

    Από αυτά το μακρόχρονο α ακου-όταν σαν μακρύ α (περίπου σαν αα) το μακρόχρονο ι σαν μακρύ ι (περί-που σαν ιι), το μακρόχρονο υ σαν μακρύ ου (περίπου σαν ουου), το η σαν μακρύ ε (περίπου σαν εε), το ω σαν μακρύ ο (περίπου σαν οο).

    2) Ο σύντομος ή μακρύς χρόνος της προφοράς των φωνηέντων λέ-

    γεται χρόνος ή ποσότητα των φω-νηέντων.

    3) Επειδή με τα ίδια γράμματα α, ι, υ, παριστάνονται και μακρόχρο-νοι και βραχύχρονοι φθόγγοι, γι’ αυ-

    τό τα γράμματα α, ι, υ λέγονται δί- χρονα.

    23 / 12

  • Σημ. Η μακρότητα του δίχρονου σημειώνεται με το σημάδι ‾ (χώρᾱ), η βραχύτητα με το σημάδι ̆ (γλῶσ-σᾰ).

    20. Ανασκόπηση. Από τα 7 γράμμα-τα α,ε,η,ι,ο,υ,ω που παριστάνουν φωνήεντα:

    α) Το ε και το ο ονομάζονται

    βραχύχρονα (γιατί παριστάνουν φθόγγους βραχύχρονους).

    β) Το η και το ω ονομάζονται

    μακρόχρονα (γιατί παριστάνουν φθόγγους μακρόχρονους).

    γ) Το α, το ι και το υ ονομάζονται

    δίχρονα, γιατί παριστάνουν φθόγ-γους άλλοτε μακρόχρονους και άλ-λοτε βραχύχρονους (δηλ. σε άλλες λέξεις ή τύπους λέξεων είναι μακρό-χρονα και σε άλλες βραχύχρονα).

    24 / 12

  • 3. Διαίρεση συμφώνων 21. 1) Τα σύμφωνα της αρχαίας (δηλ. οι φθόγγοι που ακούονταν σαν σύμφωνα) διαιρούνται:

    α) σε 9 άφωνα· αυτά παριστάνο-νται με τα γράμματα κ,γ,χ - π,β,φ, - τ,δ,θ, που λέγονται και αυτά άφωνα·

    β) σε 5 ημίφωνα· αυτά παριστά-νονται με τα γράμματα λ, ρ - μ, ν, σ(ς), που λέγονται και αυτά ημίφωνα.

    2) Εκτός από τα παραπάνω γράμ-ματα υπάρχουν τρία ακόμα, τα ζ, ξ, ψ, που παριστάνουν σύμφωνα· αυ-

    τά λέγονται διπλά.

    Τα γράμματα ζ,ξ,ψ ονομάστηκαν διπλά, γιατί το καθένα από αυτά πα-ριστάνει δύο φθόγγους συγχωνευ-μένους: το ξ έγινε από το κ+σ ή γ+σ ή χ+σ (πίνακς = πίναξ, φλόγς = φλόξ, ὄνυχς = ὄνυξ), το ψ από το π+σ ή β+σ ή φ+σ (κώνωπς = κώνωψ, Ἄραβς

    25 / 12-13

  • = Ἄραψ, γράφσω = γράψω) και το ζ από το σ+δ (Ἀθήνασδε = Ἀθήναζε) ή από το δ+j (φροντίδjω = φροντίζω) κτλ.

    22. Τα άφωνα υποδιαιρούνται: α) κατά το φωνητικό όργανο με το

    οποίο κυρίως προφέρονται: στα

    ουρανικά κ, γ, χ, στα χειλικά π, β, φ

    και στα οδοντικά τ, δ, θ· β) κατά το είδος της πνοής που

    συνοδεύει την εκφώνηση τους: στα

    ψιλόπνοα δηλ. λεπτά κατά την πνοή) κ, π, τ, στα δασύπνοα (δηλ. παχιά κατά την πνοή) χ, φ, θ και στα μέσα β, γ, δ.

    23. Τα ημίφωνα υποδιαιρούνται στα υγρά λ, ρ, στα ένρινα μ, ν και

    στο συριστικό σ(ς).

    26 / 13

  • 24. ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΩΝ ΣΥΜΦΩΝΩΝ

    Είδη φθόγγων

    Κατά το φωνητικό όργανο

    Κατά το είδος της πνοής

    Ουρανικά

    Χειλικά

    Οδοντικά

    Άφωνα

    κ π τ ψιλόπνοα γ β δ μέσα χ φ θ δασύπνοα

    Ημίφωνα

    υγρά: λ, ρ

    ένρινα: μ, ν (και γ πριν από τα κ, γ, χ, ξ)

    συριστικό: σ (ς)

    παλαιότερα ημίφωνα: F, j

    Διπλά ζ, ξ, ψ

    27 / 14

  • 4. Δίφθογγοι 25. Οι δίφθογγοι (§5) της αρχαίας ελληνικής είναι έντεκα:

    α) οχτώ κύριοι: αι, ει, οι, υι - αυ, ευ, ηυ, ου.

    β) τρεις καταχρηστικοί: ᾳ, ῃ, ῳ. 26. Οι δίφθογγοι γενικά είναι μακρό-χρονοι (βλ. §19): παιδεύει, ὦ βασι-λεῦ, ὦ γραῦ, ὦ βοῦ. Μόνο οι δίφθογ-γοι αι και οι λογαριάζονται βραχύ-χρονοι, όταν βρίσκονται εντελώς στο τέλος ασυναίρετης κλιτής λέ-ξης: οἱ ναῦται, οἱ κῆποι - αλλά: τοῖς ναύταις,τοῖς κήποις - οἱ Ἑρμαῖ, τῇ ἠχοῖ, τῇ αἰδοῖ (συνηρημ.). Είναι όμως το αι και το οι μακρόχρονα στην κατάληξη της ευκτικής και στο τέλος των επιρρημάτων και επιφω-νημάτων: παιδεύοι, παιδεύσοι, παι-δεύσαι (ευκτ.) - οἴκοι. Ἰσθμοῖ, εὐοῖ, παπαῖ· έτσι και οἷ (προσωπ. αντων.) Πβ. και §165, 2.

    28 / 14

  • 2ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ

    ΛΕΞΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΛΛΑΒΕΣ

    1. Λέξη. Γράμματα της λέξης 27. Ο λόγος, προφορικός ή γρα-πτός, απαρτίζεται από λέξεις (βλ. §6): φείδου χρόνου (2 λέξεις), τοὺς γονεῖς τίμα (3 λέξεις).

    28. Κάθε λέξη αποτελείται από έναν ή περισσότερους φθόγγους, που παριστάνονται με τα αντίστοιχα

    γράμματα (βλ. §2 και §8). Το πρώτο γράμμα της λέξης λέγε-

    ται αρχικό, το τελευταίο λέγεται τε-λικό και όλα τα άλλα λέγονται εσω-τερικά. 29. α) Κάθε φωνήεν μπορεί να είναι τελικό: σῶμα, φέρε, μάχη, περί, ὑπό, δόρυ, ἐγώ.

    β) Τελικά σύμφωνα στην αρχαία ελληνική είναι τα ν, ρ, ς (και τα δι-πλά ξ, ψ): πλοῖον, ῥήτωρ, ἄνθρωπος,

    29 / 15

  • φύλαξ (κς), κώνωψ (πς)· (βλ. §21, 2).

    2. Συλλαβή 30. α) Συλλαβή λέγεται το τμήμα της λέξης που απαρτίζεται από ένα ή περισσότερα σύμφωνα μαζί με ένα φωνήεν ή δίφθογγο: φῶ-τα, φῶς· ναῦ-ται· Ἕλ-λη-νες· ἄν-θρω-πος, στρά-τευ-μα, σάλ-πιγξ, στρό-φιγξ.

    β) Η συλλαβή μπορεί ν’ αποτε-λείται και από ένα μόνο φωνήεν ή ένα δίφθογγο: ἴ-α, ἀ-εί, υἱ-οί, οὐ (=όχι), εἰ (=αν). Βλ. και §7.

    31. Η λέξη, αν έχει μία μόνο συλλα-βή, λέγεται μονοσύλλαβη (νοῦς,

    φῶς)· αν έχει δύο συλλαβές, δισύλ-

    λαβη (τι-μή, φέ-ρω)· άν έχει τρεις,

    τρισύλλαβη (ἄν-θρω-πος, παι-δεύ-ω)· αν έχει περισσότερες από τρεις,

    πολυσύλλαβη· (σω-φρο-σύ-νη, ἀ-γω-νί-ζο-μαι, ἀ-γω-νι-ζό-με-θα).

    32. Σε κάθε λέξη με περισσότερες

    30 / 15

  • συλλαβές από μία, η τελευταία λέ-

    γεται λήγουσα, η προτελευταία παραλήγουσα, η αντιπροτελευταία προπαραλήγουσα· η πρώτη συλλα-βή λέγεται αρχική. 33. Η συλλαβή, από το χρόνο του φωνήεντος που έχει, λέγεται:

    α) φύσει μακρόχρονη ή απλώς μακρόχρονη, άν έχει μακρόχρονο φωνήεν ή δίφθογγο: θή-κη, τρώ-γω, χαί-ρω, κοί-τη, ὥ-ρα, εὐ-θυ-μῶ·

    β) θέσει μακρόχρονη, αν έχει βραχύχρονο φωνήεν, αλλά ύστερ’ από αυτό ακολουθούν στην ίδια λέ-ξη δύο ή περισσότερα σύμφωνα ή ένα διπλό (ζ, ξ, ψ): ἄλ-λος, θερ-μός, ἐ-χθρός· ὄ-ζω (=μυρίζω), τό-ξον·

    γ) βραχύχρονη, αν έχει βραχύ-χρονο φωνήεν και ακολουθεί άλλο φωνήεν ή απλό σύμφωνο ή τίποτε: νέ-ος, φέ-ρο-μεν, λό-γος, ἔ-χε.

    31 / 15-16

  • 3. Συλλαβισμός 34. Το χώρισμα μιας λέξης στις συλ-λαβές της λέγεται συλλαβισμός. Ο συλλαβισμός των λέξεων στην αρ-χαία ελληνική γίνεται κατά τους εξής κανόνες:

    α) Ένα ή περισσότερα σύμφωνα, όταν είναι στην αρχή της λέξης, συλ-λαβίζονται με το ακόλουθο φωνήεν (ή δίφθογγο)· όταν είναι στο τέλος της λέξης, συλλαβίζονται με το προ-ηγούμενο φωνήεν (ή δίφθογγο) να-ός, ναύ-της, βρα-δύς, βα-φεύς, στρα-τός, σάλ-πιγξ.

    β) Ένα μόνο σύμφωνο ανάμεσα σε δύο φωνήεντα (ή διφθόγγους) συλλαβίζεται με το ακόλουθο φωνή-εν (ή δίφθογγο): ἀ-γω-νι-ζό-με-θα, δύ-να-μαι, ἄ-πει-ροι.

    γ) Δύο σύμφωνα ανάμεσα σε δύο φωνήεντα (ή διφθόγγους) συλλαβί-ζονται με το ακόλουθο φωνήεν (ή

    32 / 16

  • δίφθογγο), όταν αρχίζει από αυτά (αρχαία) ελληνική λέξη: ἀ-γροὶ (γράφω), ἀ-στὴρ (στέλλω), γί-γνο-μαι (γνῶ-σις), Ἀ-ρι-ά-δνη (δνοφερός). Αλλιώς, χωρίζονται: ἐλ-πίς, ὁρ-μή, ἵπ-πος, θάρ-ρος.

    δ) Τρία σύμφωνα ανάμεσα σε δύο φωνήεντα (ή διφθόγγους) συλλαβί-ζονται με το ακόλουθο φωνήεν (ή δίφθογγο), όταν και από τα τρία αυ-τά σύμφωνα ή μόνο από τα δύο πρώτα αρχίζει αρχαία ελληνική λέ-ξη: ἀ-στρα-πή (στρέφω), ἐ-χθρός (χθές), ἰ-σχνός (σχῆμα). Αλλιώς, χω-ρίζονται· και το πρώτο από αυτά συλλαβίζεται με το προηγούμενο φωνήεν ή τον προηγούμενο δίφθογ-γο: ἄν-θρω-πος, δέν-δρον, πορ-θμός, στιλ-πνός.

    ε) Οι σύνθετες λέξεις χωρίζονται στα συνθετικά τους μέρη, αν κατά τη σύνθεση δεν έχει αποβληθεί το

    33 / 16

  • τελικό φωνήεν του θέματος του α΄ συνθετικού· αλλιώς, συλλαβίζονται σαν απλές λέξεις: ἐξ-έρχομαι, συν-άγω, προσ-φέρω, δυσ-τυχής, Ἑλλήσ-ποντος, νουν-εχής· αλλά: πα-ρέρχο-μαι, ἀ-πέχω, κά-θοδος, νο-μάρχης, φί-λιππος, πρω-ταγωνιστής.

    3ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ

    ΤΟΝΟΙ, ΠΝΕΥΜΑΤΑ, ΣΤΙΞΗ

    Α΄. Οι τόνοι και ο τονισμός

    1. Τόνοι 35. Σε κάθε λέξη που έχει δύο ή πε-ρισσότερες συλλαβές μία από αυτές τονίζεται, δηλ. προφέρεται πιο δυ-νατά από τις άλλες. Για να φανερώ-σουμε στο γραπτό λόγο ποια είναι η συλλαβή που τονίζεται, γράφουμε πάνω στο φωνήεν ή το δίφθογγο

    34 / 16-17

  • της συλλαβής αυτής ένα σημάδι που

    λέγεται τόνος: φέ-ρω, φε-ρό-με-θα, φε-ρο-μέ-νη, φεῦ-γε, ἀ-πό-φευ-γε, ἀ-γα-θός, ἀ-νήρ.

    36. Οι τόνοι είναι τρεις: η οξεία (΄), η βαρεία (`) και η περισπωμένη (῀): Ἀρταξέρξης καὶ Κῦρος.

    2. Ονομασία τών λέξεων από τον τόνο τους

    37. Σε κάθε λέξη πάνω στο φωνήεν ή το δίφθογγο της συλλαβής που το-νίζεται σημειώνουμε κάθε φορά έναν ορισμένο τόνο (πβ. §38 και §39). Κα-τά τη θέση που έχει ο τόνος σε μια λέξη και κατά το είδος του η λέξη αυτή λέγεται:

    1) οξύτονη, αν έχει οξεία στη λήγουσα: πατήρ·

    2) παροξύτονη, αν έχει οξεία στην παραλήγουσα: μήτηρ·

    35 / 17

  • 3) προπαροξύτονη, αν έχει οξεία στην προπαραλήγουσα: λέγομεν·

    4) περισπώμενη, αν έχει περι-σπωμένη στη λήγουσα: τιμῶ·

    5) προπερισπώμενη, αν έχει περι-σπωμένη στην παραλήγουσα: δῶρον·

    6) βαρύτονη, αν δεν τονίζεται στη λήγουσα: ἄνθρωπος, λύω, κελεύω.

    3. Τονισμός. Γενικοί κανόνες τονισμού

    38. Ο τονισμός των λέξεων στην αρχαία ελληνική γίνεται κατά τους εξής γενικούς κανόνες:

    1) Καμιά λέξη δεν τονίζεται πιο πάνω από την προπαραλήγουσα (όπως και στην κοινή νέα ελληνι-κή): λέγομεν, ἐλέγομεν, ἐλεγόμεθα, ἐπικίνδυνος, ἐπικινδυνότατος.

    2) Όταν η λήγουσα είναι μακρό-χρονη, η προπαραλήγουσα δεν το-

    37 / 116 36 / 17-18

  • νίζεται: (ἡ βασίλισσα, αλλά) τῆς βασιλίσσης, (ἄμεσος, αλλά) ἀμέσως.

    3) Η προπαραλήγουσα, όταν το-νίζεται, παίρνει πάντοτε οξεία: τιμώμεθα, παρήγορος, πείθομαι.

    4) Κάθε βραχύχρονη συλλαβή, όταν τονίζεται, παίρνει πάντοτε οξεία: νέφος, τόπος, ἀγαθός.

    5) Η μακρόχρονη παραλήγουσα, όταν τονίζεται, παίρνει οξεία εμπρός από μακρόχρονη λήγουσα: θήκη, κώμη, παιδεύω, κλαίω.

    6) Η μακρόχρονη παραλήγουσα, όταν τονίζεται, παίρνει περισπωμέ-νη εμπρός από βραχύχρονη λήγου-σα: κῆπος, χῶρος, φεῦγε, κῶμαι.

    7) Η θέσει μακρόχρονη συλλα-βή ως προς τον τονισμό λογαριά-ζεται βραχύχρονη: αὖλαξ, κλῖμαξ, μεῖραξ, τάξις, λύτρον (βλ. §33,β).

    8) Η βαρεία σημειώνεται στη θέ-

    37 / 18

  • ση της οξείας μόνο στη λήγουσα, όταν δεν ακολουθεί στίξη ή λέξη εγκλιτική (βλ. § 3,1 και §50): ὁ βα-σιλεὺς τὴν μὲν πρὸς ἑαυτὸν ἐπιβου-λὴν οὐκ ᾐσθάνετο - τοῖς μὲν Ἕλλησιν ἔσει πιστός, τοῖς δὲ βαρβάροις φο-βερός - τό τε βαρβαρικὸν καὶ τὸ ἑλ-ληνικόν - ναός τις.

    4. Ειδικοί κανόνες τονισμού 39. 1) Η ασυναίρετη ονομαστική, αιτιατική και κλητική των πτωτι-κών, όταν τονίζεται στη λήγουσα, κανονικά παίρνει οξεία: ὁ ποιητής, τὸν ποιητήν, ὦ ποιητά· οἱ ποιηταί, τοὺς ποιητάς, ὦ ποιηταί· ἡ φωνή, τήν φωνήν, ὦ φωνή· αἱ φωναί, τάς φωνάς, ὦ φωναί· πατήρ, λιμήν, ἀνδριάς· καλήν, καλάς, καλά· αὐτή, αὐτήν, αὐτάς· λαβών, ἰδών, λελυκώς, λυθείς. Εξαιρέσεις βλ. §144.

    38 / 18

  • 2) Η μακροκατάληκτη γενική και δοτική των πτωτικών, όταν τονίζε-ται στη λήγουσα, παίρνει περι-σπωμένη: τοῦ ποιητοῦ, τῷ ποιητῇ· τῶν ποιη-τῶν, τοῖς ποιηταῖς· τῆς φωνῆς, τῇ φωνῇ· τῶν φωνῶν, ταῖς φωναῖς· τοῦ ἀγαθοῦ, τῆς ἀγαθῆς, τῷ ἀγαθῷ, τῇ ἀγαθῇ· τῶν ἀγαθῶν, τοῖς ἀγα-θοῖς, ταῖς ἀγαθαῖς κτλ. αὐτοῦ, αὐτῆς, αὐτῷ, αὐτῇ· αὐτῶν, αὐτοῖς, αὐταῖς κτλ.

    Εξαιρέσεις βλ. §102, 2 (τοῦ λεώ, τῷ λεῴ κτλ.).

    3) Στα πτωτικά (βλ. §74), όπου τονίζεται η ονομαστική του ενικού εκεί τονίζονται και οι άλλες πτώ-σεις του ενικού και του πληθυντι-κού, εκτός αν εμποδίζει η λήγουσα:

    39 / 116

  • λέων, λέοντος, λέοντες κτλ. - αλλά: λεόντων (βλ. § 38, 2)· ἄρρην, ἄρρενος, ἄρρενες κτλ. - αλλά: ἀρρένων ἕκαστος, ἕκαστον, ἕκαστοι κτλ. - αλλά: ἑκάστου, ἑκάστων, ἑκάστους· ὁ λύων, τοῦ λύοντος, οἱ λύοντες κτλ. - αλλά: τῶν λυόντων.

    Εξαιρέσεις βλ. §88, 3 και §145.

    4) Η λήγουσα που προέρχεται από συναίρεση, όταν τονίζεται, κανονικά παίρνει περισπωμένη: (τιμάω) τιμῶ, (τιμάων) τιμῶν, (ἐπιμελέες) ἐπιμελεῖς·

    παίρνει όμως οξεία, αν πριν από τη συναίρεση είχε οξεία η δεύτερη α-πό τις συλλαβές που συναιρούνται: (ἑσταώς) ἑστώς, (κληίς, κλῄς) κλείς.

    5) Στις σύνθετες λέξεις ο τόνος κανονικά ανεβαίνει ως την τελευ-ταία συλλαβή του πρώτου συνθε-

    40 / 19

  • τικού, αν επιτρέπει η λήγουσα: (σοφός) πάνσοφος, (πόλις) ἀκρόπο-λις, μεγαλόπολις, (πῆχυς) εἰκοσάπη-χυς· (ἐλθὲ) ἄπελθε, (δὸς) ἀπόδος· (φρὴν) ὁ μεγαλόφρων, τὸ μεγαλό-φρον (βλ. §432).

    5. Άτονες λέξεις 40. Δέκα μονοσύλλαβες λέξεις της αρχαίας ελληνικής δεν παίρνουν

    τόνο και γι’ αυτό λέγονται άτονες λέξεις. Αυτές είναι 1) τα άρθρα ὁ, ἡ, οἱ, αἱ· 2) οι προθέσεις εἰς, ἐν, ἐκ (ή ἐξ)· 3) τα μόρια εἰ, ὡς, οὐ (ή οὐκ ή οὐχ).

    6. Εγκλιτικές λέξεις. Έγκλιση του τόνου

    41. Μερικές μονοσύλλαβες ή δισύλ-λαβες λέξεις συμπροφέρονται τόσο στενά με την προηγούμενη, ώστε ακούονται σαν ν’ αποτελούν μαζί

    41 / 19

  • της μία λέξη· γι’ αυτό ο τόνος τους κανονικά ή χάνεται ή ανεβαίνει στη λήγουσα της προηγούμενης λέξης ως οξεία (πβ. τα νεοελληνικά: ὁ ἀδερφός μου, ὁ δάσκαλός μου).

    Οι λέξεις αυτές λέγονται εγκλιτι-κές λέξεις ή απλώς εγκλιτικά. 42. Συχνότερα εγκλιτικά της αρχαί-ας ελληνικής είναι:

    1) οι τύποι των προσωπικών αντωνυμιών μοῦ, μοί, μέ - σοῦ, σοί, σὲ - οὗ οἷ, ἓ (βλ. §222)·

    2) όλες οι πτώσεις ενικού και πληθυντικού της αόριστης αντωνυ-μίας τὶς - τὶ εκτός από τον τύπο του ουδέτ. πληθ. ἄττα (=τινὰ =μερικά) (βλ. §237)·

    3) όλοι οι δισύλλαβοι τύποι της οριστικής του ενεστώτα των ρημά-των εἰμὶ (=είμαι) και φημὶ (=λέγω) (βλ. §275 και §351, 3).

    42 / 19-20

  • 4) τα επιρρήματα πού, ποί, ποθὲν - πώς, πή (ή πῄ), ποτὲ (βλ. 363,α)·

    5) τα μόρια γέ, τέ, τοί, πέρ, πώ, νὺν και το πρόσφυμα δὲ (διαφορε-τικό από το σύνδεσμο δὲ) (βλ. §370, 1 και 6).

    43. 1) Ο τόνος των εγκλιτικών χά-νεται: α) σε όλα τα εγκλιτικά (μονο-σύλλαβα ή δισύλλαβα), όταν η προ-ηγούμενη λέξη είναι οξύτονη ή πε-ρισπώμενη: ναός τις, καλόν ἐστι (με οξεία και όχι βαρεία στην προηγούμενη λέξη· βλ. §38, 8) - τιμῶ σε, τιμῶ τινας·

    β) μόνο στα μονοσύλλαβα εγκλι-τικά, όταν η προηγούμενη λέξη εί-ναι παροξύτονη: γέρων τις, παιδεύω σε.

    2) Ο τόνος των εγκλιτικών ανε-βαίνει στη λήγουσα της προηγού-μενης λέξης (ως οξεία), όταν η προ-ηγούμενη λέξη είναι προπαροξύτο-

    43 / 20

  • νη ή προπερισπώμενη ή άτονη ή εγκλιτική: ἔλαφός τις, ἔλαφοί τινες - κῆπός τις, κῆποί τινες, Ἀριαῖός τε καὶ οἱ ἄλλοι στρατηγοί - ἔν τινι τόπῳ - εἴ τις βού-λεται - εἴ τίς ἐστί μοι φίλος.

    3) Ο τόνος των εγκλιτικών μέ-νει στη θέση του (δηλ. δε γίνεται έγκλιση τόνου):

    α) όταν η προηγούμενη λέξη εί-ναι παροξύτονη και το εγκλιτικό δι-σύλλαβο: λόγοι τινές, ἀνθρώπων τινῶν, φίλοι εἰσίν·

    β) όταν η προηγούμενη λέξη έχει πάθει έκθλιψη ή όταν πριν από το εγκλιτικό υπάρχει στίξη: καλόν δ’ ἐστίν – Ὅμηρος, φασί, τυφλὸς ἦν·

    γ) όταν υπάρχει έμφαση ή αντιδι-αστολή: παρὰ σοῦ, πρὸς σε· ταῦτα σοὶ λέγω, οὐκ ἐκείνῳ.

    44 / 20

  • Β΄. Τα πνεύματα και η χρήση τους

    1. Πνεύματα 44. Κάθε λέξη που αρχίζει από φω-νήεν ή δίφθογγο ή από το σύμφω-νο ρ παίρνει πάνω σ’ αυτό ένα ιδι-

    αίτερο σημάδι, που λέγεται πνεύμα. 45. Τα πνεύματα είναι δύο, η ψιλή (’) και η δασεία (‛): ἀήρ, εἰκών – ἁγνός, εὑρίσκω· ῥέω.

    2. Λέξεις με ψιλή και λέξεις με δασεία

    46. Από τις λέξεις που αρχίζουν από φωνήεν ή δίφθογγο οι περισ-σότερες παίρνουν ψιλή.

    47. Δασύνονται (δηλ. παίρνουν δασεία) κανονικά:

    1) Οι λέξεις που αρχίζουν από υ ή από ρ: ὑβρίζω, ῥόδον.

    2) Τα άρθρα ὁ, ἡ, αἱ και οι δεικτι-κές αντωνυμίες ὅδε, ἥδε, οἵδε, αἵδε· οὗτος, αὕτη.

    45 / 21

  • 3) Οι αναφορικές αντωνυμίες και τα αναφορικά επιρρήματα (εκτός από τα ἔνθα, ἔνθεν): ὅς, ἥ, ὃ κτλ. (βλ. §240), ὅπου, ὅθεν κτλ. (βλ. §363, α).

    4) Οι τύποι της προσωπικής αντωνυμίας ἡμεῖς, ἡμῶν κτλ., οὗ,οἷ, ἕ, οι αντωνυμίες ἕτερος, ἑκάτερος, ἕκαστος και οι λέξεις που σχηματί-ζονται από αυτές (ἡμέτερος, ἑαυ-τοῦ, ἑτέρωθεν, ἑκάστοτε κτλ.).

    5) Οι σύνδεσμοι ἕως, ἡνίκα, ἵνα, ὅμως, ὁπότε, ὅπως, ὅτε, ὅτι, ὡς, ὥστε.

    6) Τα αριθμητικά εἷς, ἕν, ἕξ, ἑπτά, ἑκατόν· επίσης τα παράγωγα από αυτά· ἕνδεκα, ἑξακόσιοι, ἑβδομήκο-ντα, ἑκατοντάκις κτλ.

    7) Οι ακόλουθες λέξεις (και όσες είναι παράγωγες από αυτές ή σύν-θετες με α΄ συνθετικό τις λέξεις αυτές):

    Α.- ἁβρός, ἅγιος, ἁγνός, ᾍδης,

    46 / 21

  • ἁδρός, ἁθρόος (στην αττική διάλε-κτο), αἷμα, Αἷμος, αἱρέω-ῶ, αἱ ἅλαι (=η αλυκή), ἅλας, Ἁλιάκμων, γεν. -ονος, Ἁλίαρτος, ἁλιεύω (μτγν.). Ἁλι-καρνασσός, ἅλις (=αρκετά), ἁλίσκο-μαι, ἅλωσις, ἅλλομαι (=πηδώ), Ἁλόν-νησος, ἁλουργίς, γεν. -ίδος (μτγν.), ὁ ἅλς, γεν. τοῦ ἁλὸς (=αλάτι· συχνά σε πληθ. οἱ ἅλες =αλάτι, αλυκή), ἡ ἅλς, γεν. τῆς ἁλὸς (=θάλασσα), ἁλ-τήρ, πληθ. ἁλτῆρες, ἅλυσις, ἡ ἅλως (=αλώνι), ἅμα, ἅμαξα, ἁμαρτάνω, ἅμιλλα, ἅμμα (=δέσιμο, κόμπος· από το ἅπτω), ἁνύτω (αλλά και ἁνύ(τ)ω), ἁπαλός, ἅπαξ, ἁπλοῦς, ἅπτω ἅπτομαι, ἅρμα, ἁρμόζω, ἁρμο-νία, ἁρμός, ἅρπαξ – ἁρπάζω, ἁφή, ἁψίκορος, ἁψίς, γεν. ῖδος.

    Ε.- (Ἑβραῖος), τὸ ἕδος (=θρόνος, ναός, άγαλμα), ἕδρα, ἑδώλιον, ἕζο-μαι (=κάθομαι), εἱλόμην (αόρ. β΄ του αἱροῦμαι), εἵμαρται - εἱμαρμένη, εἵρ-

    47 / 21-22

  • γνυμι και εἱργνύω (=εμποδίζω την έξοδο, κλείνω μέσα· ενώ εἵργω =εμποδίζω την είσοδο, αποκλείω), εἱρκτή, Ἑκάβη, ἑκάς (=μακριά), Ἑκά-τη, ἑκών, Ἑλένη, Ἑλικών (γεν. -ῶνος), ἡ ἕλιξ, ἑλίττω (=τυλίγω, στρέφω), ἕλκος, ἕλκω (μεταγ. ἑλκύω), Ἑλλάς, Ἕλλην, ἡ ἕλμινς (γεν. -ινθος =σκου-λήκι των εντέρων), τὸ ἕλος, ἕνεκα ή ἕνεκεν, ἑξῆς, ἕξω (μέλλ. του ρ. ἔχω), ἑορτή, ἕρκος (=φραγμός), ἕρμα, ἑρ-μηνεύω, Ἑρμῆς, ἕρπω, ἑσπέρα, ἕσπε-ρος, ἑσπόμην (αόρ. β΄ του ἕπομαι), ἑστιάω-ῶ, ἑταῖρος, ἕτοιμος και ἑτοῖ-μος, εὑρίσκω, ἑφθός (=βραστός· για τα μέταλλα =καθαρισμένος με φω-τιά, καθαρός), ἕψω (=βράζω), ἕωλος (=παλιός, όχι πρόσφατος), ἡ ἕως (=πρωί).

    Η. Ἥβη, ἡγέομαι -οῦμαι, ἥδομαι, ἥκιστα, ἥκω, ἧλιξ (=συνομήλικος, σύντροφος), Ἡλιαία, ἥλιος, ἧλος

    48 / 22

  • (=καρφί), ἡμέρα, ἥμερος, ἡμι-(αχώ-ριστο μόριο), ἥμισυς, ἡ ἡνία και τὰ ἡνία (=χαλινός), ἧπαρ, Ἥρα, Ἡρα-κλῆς, Ἡρόδοτος, ἥρως, Ἡσίοδος, ἥσυχος, ἧττα, ἡττάομαι -ῶμαι, ἥτ-των, Ἥφαιστος.

    Ι.- ἱδρύω, ἱδρώς, ἱέραξ, ἱερός, ἵημι, ἱκανός, ἱκέτης, ἱκνέομαι -οῦμαι, ἱλά-σκομαι, ἱλαρός, ἵλεως, ἱμάς, ἱμάτιον, ἵμερος (=πόθος), ἵππος, (μεταγεν. ἵπταμαι), ἵστημι, ἱστός - ἱστίον, ἱστο-ρία, ἱστορέω -ῶ, ἵστωρ (γεν. -ορος =έμπειρος, γνώστης).

    Ο.- ὁδός, ὁλκάς (=πλοίο που ρυ-μουλκείται, φορτηγό), ὁλκὴ (=έλξη, εισπνοή, βάρος), ὁ ὁλκός (=μηχάνη-μα με το οποίο έσερναν τα πλοία, λουρί, χαλινός, τροχιά, αυλάκι), ὅλ-μος, ὅλος, ὁρμαθός, ὁρμή, ὁ ὅρμος, ὁ ὅρος, τὸ ὅριον, ὁρίζω, ὁράω -ῶ, ὅσιος.

    Ω.- ὥρα, ὡραῖος, ὥριμος.

    49 / 22

  • 3. Θέση του τόνου και του πνεύματος

    48. α) Στα απλά φωνήεντα και τους καταχρηστικούς διφθόγγους, όταν γράφονται με μικρά γράμματα, ο τό-νος ή το πνεύμα σημειώνεται από πάνω: ἀρετή, ἑορτή, τῷ ἀνθρώπῳ, ἠώς, ᾠδεῖον· όταν είναι κεφαλαία, σημειώνεται εμπρός και προς τα πάνω: Ἀθηνᾷ, Ἑλλάς, Ἠώς, Ὠιδεῖον ή Ὠδεῖον.

    β) Στους κύριους διφθόγγους ο τόνος ή το πνεύμα σημειώνεται πά-νω στο δεύτερο φωνήεν: αὐτός, αἱρετός, εὑρίσκω, ναύτης, σφαίρα, Αἰγεύς.

    γ) Όταν ο τόνος και το πνεύμα βρίσκονται στην ίδια συλλαβή, τότε η οξεία ή η βαρεία σημειώνεται ύστερ’ από το πνεύμα και η περι-σπωμένη από πάνω του: ἄνθρω- πος, Ἕλλην, αὔριον, Αἴας ὃς ἥρως

    50 / 22-23

  • ἦν, εὖρος, Ἥρα, ἧπαρ. δ) Ο τόνος και το πνεύμα παρα-

    λείπονται σε λέξεις που γράφονται ολόκληρες με κεφαλαία: ΕΛΛΑΣ, ΑΙΓΙΝΑ, ΠΑΡΘΕΝΩΝ.

    Γ΄. Άλλα σημεία στο γραπτό λόγο

    1. Βοηθητικά ορθογραφικά σημεία 49. Στο γραπτό λόγο χρησιμοποι-ούνται και τα ακόλουθα βοηθητικά ορθογραφικά σημεία:

    1) Η υποδιαστολή (,), που είναι όμοια με το κόμμα και σημειώνεται συνήθως στην αναφορική αντωνυ-μία ὅ,τι, για να την ξεχωρίσει από τον ειδικό σύνδεσμο ὅτι.

    2) Τα διαλυτικά ( ̈ )που σημειώ-νονται πάνω στο ι ή υ, όταν χρειά-ζεται να δηλωθεί ότι το ι ή το υ δε σχηματίζει δίφθογγο με το προη-γούμενο φωνήεν μιας λέξης: Ἀχαΐα, δυϊκός, πραΰνω, προϋπάρχω.

    51 / 23

  • 3) Ο απόστροφος (’), που σημει-ώνεται στην έκθλιψη (§57).

    4) Η κορωνίδα (’), που σημειώνε-ται στην κράση (§55).

    5) Το ενωτικό (-), μια γραμμούλα, μικρότερη από την παύλα, που χρη-σιμεύει για να ενώνει τις συλλαβές στις οποίες χωρίζεται μια λέξη: θά-λασ-σα. Το ενωτικό χρησιμεύει κυρί-ως στο τέλος της γραμμής, όταν δε χωρεί ολόκληρη η λέξη και είναι ανάγκη να κοπεί και να χωριστεί (κατά τους κανόνες του συλλαβισμού).

    2. Σημεία της στίξης 50. Στο γραπτό λόγο, εκτός από τους τόνους, τα πνεύματα και τα παραπάνω βοηθητικά σημεία, χρη-σιμοποιούνται και μερικά άλλα ση-μάδια που ευκολύνουν το διάβα-σμα, δείχνοντας πού και πόσο πρέ-

    52 / 23-24

  • πει να σταματά κάθε φορά ή φωνή μας και πώς να χρωματίζεται κατά το νόημα. Τα σημάδια αυτά λέγο-

    νται σημεία της στίξης. Τέτοια σημεία είναι τα ακόλουθα:

    1) Η τελεία στιγμή ή απλώς τε-λεία (.)· σημειώνεται εκεί όπου τε-λειώνει περίοδος, δηλ. τμήμα του λόγου που περιέχει ένα ακέραιο νόημα.

    2) Η μέση ή άνω στιγμή ή επάνω τελεία (·)· χρησιμεύει για να δείξομε ότι πρέπει να γίνει μικρότερη δια-κοπή απ’ ό,τι με την τελεία και ση-μειώνεται στο τέλος τμήματος μιας περιόδου με νόημα κάπως ανεξάρ-τητο, που συμπληρώνεται με το επόμενο τμήμα.

    3) Η υποδιαστολή ή το κόμμα (,)· χρησιμεύει για να δείξομε πολύ μι-κρή διακοπή, εκεί όπου λογικά χω-ρίζονται μεταξύ τους οι προτάσεις

    53 / 24

  • μιας περιόδου ή ορισμένες λέξεις στην ίδια πρόταση.

    Παράδειγμα για τη χρήση της τε-λείας, της επάνω τελείας και του κόμματος: Μηδέποτε μηδὲν αἰσχρὸν ποιήσας ἔλπιζε λήσειν· καὶ γὰρ, ἂν τοὺς ἄλλους λάθῃς, σεαυτῷ συνει-δήσεις. Τοὺς μὲν θεοὺς φοβοῦ, τοὺς δὲ γονεῖς τίμα, τοὺς δὲ φίλους αἰσχύ-νου, τοῖς δὲ νόμοις πείθου.

    4) Το ερωτηματικό (;)· σημειώνε-ται ύστερ’ από μια ερωτηματική λέ-ξη ή στο τέλος μιας φράσης, όταν με αυτήν εκφέρεται ευθεία ερώτηση: τί; πῶς; - Ὁ Πατήρ σε ἄρχοντα τοῦ οἴκου κατέλιπε;

    5) Το θαυμαστικό ή επιφωνημα-τικό (!)· σημειώνεται ύστερ’ από τα επιφωνήματα και από κάθε επιφω-νηματική λέξη ή φράση που εκφρά-ζει θαυμασμό, αναφώνηση, χαρά, φόβο, έκπληξη και γενικά κάποιο

    54 / 24

  • ψυχικό πάθος: οἴμοι! φεῦ! Ἡράκλεις! Ὡς καλός μοι ὁ πάππος!

    6) Τα αποσιωπητικά (...)· φανε-ρώνουν διακοπή του λόγου ή σκό-πιμη αποσιώπηση λέξεων από φό-βο, εντροπή, περιφρόνηση κτλ., ή για να δοθεί περισσότερη έμφαση σ’ εκείνο που παραλείπεται: Καὶ ἐὰν μὲν ἑκὼν πείθηται…, εἰ δὲ μή, ὥσπερ ξύλον διαστρεφόμενον καὶ καμπτό-μενον εὐθύνουσιν ἀπειλαῖς καὶ πληγαῖς.

    7) Η παύλα (–)· φανερώνει διακο-πή του λόγου μετά την οποία ακο-λουθεί κάποιο επιπρόσθετο συ-μπλήρωμα των προηγουμένων ή μια απότομη στροφή του λόγου: Ἐλέγετο δὲ ὁ στόλος (=η εκστρατεία) εἶναι εἰς Πισίδας. Ἐστρατεύετο μὲν δὴ (ενν. ὁ Ξενοφῶν) οὕτως ἐξαπατη-θείς – οὐχ ὑπὸ Προξένου.

    55 / 24

  • 8) Η παρένθεση ((...))· χρησιμεύει για να περικλείσει λέξη ή φράση που επεξηγεί ή συμπληρώνει τα λε-γόμενα, αλλά και που μπορεί να λεί-πει: Ἐν δὲ τούτοις τοῖς νομοθέταις μὴ θῆσθε νόμον μηδένα (εἰσὶ γὰρ ὑμῖν ἱκανοί), ἀλλὰ τοὺς εἰς τὸ παρὸν βλάπτοντας ὑμᾶς λύσατε.

    9) Η διπλή παύλα (–…–)· χρησι-μεύει για ν’ απομονώνει μια φράση, όπως γίνεται και με την παρένθεση· χρησιμοποιείται ιδίως, όταν η φρά-ση που απομονώνεται δεν έχει τό-σο δευτερεύουσα σημασία, ώστε να κλειστεί σε παρένθεση: Ὁ δὲ Πρόξε-νος – ἔτυχε γὰρ ὕστερος προσιὼν καὶ τάξις αὐτῷ ἑπομένη τῶν ὁπλιτῶν – εὐθὺς οὖν εἰς τὸ μέσον ἀμφοτέρων ἄγων ἔθετο τὰ ὅπλα καὶ ἐδεῖτο τοῦ Κλεάρχου μὴ ποιεῖν ταῦτα.

    10) Τα εισαγωγικά («...»), μέσα στα οποία μνημονεύονται κατά λέξη

    56 / 25

  • οι λόγοι ενός προσώπου: Εὐθὺς οὐκ ἠνέσχετο (ενν. ὁ Κῦρος), ἀλλ’ εἰπὼν «Τὸν ἄνδρα ὁρῶ» ἵετο ἐπ’ αὐ-τόν. «Τί οὖν», ἄν τις εἴποι, «ταῦτα λέγεις ἡμῖν;»

    4ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ

    ΦΘΟΓΓΙΚΑ ΠΑΘΗ

    51. Οι λέξεις δε μένουν πάντοτε αμε-τάβλητες, όπως σχηματίστηκαν εξαρχής. Συχνά αλλάζουν μορφή, γιατί οι φθόγγοι τους χάνονται ή συγχωνεύονται ή με οποιονδήποτε τρόπο μεταβάλλονται (πβ. τα νεο-ελλ.: ημέρα - μέρα, από αυτού – απ’ αυτού· λέγω – λέω· το έφερα – το ’φε-ρα· φωνάξετε - φωνάξτε - φωνάχτε κτλ.).

    57 / 25-26

  • Οι διάφορες αποβολές, συγχω-νεύσεις και κάθε είδους μεταβολές

    των φθόγγων λέγονται φθογγικά πάθη.

    Α΄. Πάθη φωνηέντων και διφθόγγων

    1. Χασμωδία. Πάθη φωνηέντων και διφθόγγων για την αποφυγή

    της χασμωδίας 52. Όταν σε μια λέξη ή ανάμεσα σε δύο γειτονικές λέξεις βρεθούν στη σειρά φωνήεντα ή δίφθογγοι, λέμε

    ότι υπάρχει χασμωδία: ἀγαπάει, ὁ

    ἀνήρ, ἐπὶ αὐτοῦ, ἔλεγε ἐκεῖνος, ἔλε-

    γε οὗτος, ἀεί. Για την αποφυγή της χασμωδίας

    συμβαίνουν ορισμένα πάθη των

    φωνηέντων και διφθόγγων (συναί-ρεση, κράση, έκθλιψη κτλ.), που με μία λέξη λέγονται συναλοιφή. Άλλοτε πάλι για την αποφυγή της

    58 / 26

  • χασμωδίας γίνεται πρόσληψη

    ευφωνικών συμφώνων. Όλα αυτά εξετάζονται παρακάτω.

    α) Συναίρεση 53. Συναίρεση λέγεται η συγχώνευ-ση μέσα στην ίδια λέξη δύο στη σει-ρά φωνηέντων ή φωνήεντος και δι-φθόγγου σ’ ένα μακρόχρονο φωνή-

    εν ή σ’ ένα δίφθογγο: συκέα - συκῆ,

    τιμάομεν - τιμῶμεν, ποιέομεν, - ποι-

    οῦμεν, τιμάει – τιμᾷ· προέλεγον -

    προύλεγον, προεθυμήθην – προυθυ-μήθην.

    54. Η συλλαβή που προέρχεται από τη συναίρεση κανονικά τονίζε-ται, αν πριν από τη συναίρεση το-νιζόταν η μία από τις δύο συλλαβές που συναιρούνται: τιμάω - τιμῶ, συκεῶν - συκῶν αλλά τίμαε – τίμα, Σωκράτεος - Σωκράτους (πβ. §39, 4, §100, 2, καθώς και §164 και §183, 2)

    59 / 26-27

  • β) Κράση 55. Κράση λέγεται η συγχώνευση του τελικού φωνήεντος ή διφθόγ-γου μιας λέξης με το αρχικό φωνήεν ή τον αρχικό δίφθογγο της ακόλου-θης: τὰ ἄλλα - τἆλλα, τὸ ὄνομα - τοὔνομα, μέντοι ἂν - μεντἄν, ἐγὼ οἶμαι - ἐγᾦμαι.

    Πάνω στο φωνήεν που προκύ-πτει από την κράση γράφεται ένα σημάδι που είναι όμοιο με την ψιλή

    και λέγεται κορωνίδα (βλ. §49, 4): καὶ ἐγώ - κἀγώ· αν από την κράση προκύπτει κύριος δίφθογγος, η κο-ρωνίδα σημειώνεται στο δεύτερο φωνήεν του διφθόγγου: τὰ αὐτά - ταὐτά.

    Όταν όμως η πρώτη από τις λέ-ξεις που συγχωνεύονται είναι τύ-πος που αποτελείται μόνο από ένα φωνήεν ή ένα δίφθογγο με δασεία (π.χ. ὁ, οἱ, ἡ, αἱ, ἥ, ὅ, οὗ κτλ.), τότε

    60 / 27

  • στη θέση της κορωνίδας σημειώνε-ται η δασεία: ὁ ἀνήρ - ἁνήρ· ὁ ἄνθρωπος – ἅνθρωπος· ἅ ἄν - ἅν· οὗ ἕνεκα - οὕνεκα.

    56. Κράση με τις αμέσως επόμενες λέξεις παθαίνουν συνήθως:

    1) Οι τύποι του άρθρου και της

    αναφορικής αντωνυμίας ὅς, ἥ, ὅ, που λήγουν σε φωνήεν ή δίφθογγο,

    καθώς και το κλητικό ὦ: ὁ ἄνθρω-πος = ἅνθρωπος, τοῦ ἀνδρός = τἀν-δρός, τὰ ἐμὰ = τἀμά, ἅ ἐγὼ = ἁγώ, οὗ ἕνεκα = οὕνεκα, ὦ ἀγαθὲ = ὠγαθέ·

    2) η λέξη ἐγὼ με τη λέξη οἶδα (=γνωρίζω) ή με τη λέξη οἶμαι (=νο-μίζω): ἐγὼ οἶδα = ἐγᾦδα, ἐγὼ οἶμαι = ἐγᾦμαι,·

    3) ο σύνδεσμος μέντοι με το μό-ριο ἄν: μέντοι ἄν = μεντἄν·

    4) ο σύνδεσμος καί: καὶ ἐγὼ = κἀγώ, καὶ εἶτα = κᾆτα·

    61 / 27

  • 5) η πρόθεση πρό: πρὸ έργου = προὔργου.

    57. Έκθλιψη λέγεται η αποβολή του τελικού βραχύχρονου φωνήε-ντος μιας λέξης εμπρός από το αρ-χικό φωνήεν ή τον αρχικό δίφθογγο της ακόλουθης: ἀπό ἐμοῦ = ἀπ’ ἐμοῦ, οὔτε αὐτὸς = οὔτ’ αὐτός.

    Πάνω από τη θέση του φωνήε-ντος που παθαίνει έκθλιψη γράφε-ται ένα σημάδι που είναι όμοιο με

    ψιλή και λέγεται απόστροφος (βλ. §49, 3): ἀπὸ ἐμοῦ = ἀπ’ ἐμοῦ· όταν όμως η έκθλιψη γίνεται κατά τη σύνθεση λέξεων, δε σημειώνεται ο απόστροφος: ἀπὸ ἔχω = ἀπέχω.

    58. Ο τόνος του φωνήεντος που παθαίνει έκθλιψη (αν τούτο τονιζό-ταν πριν από την έκθλιψη):

    1) στις άκλιτες λέξεις χάνεται μαζί με το φωνήεν που εκθλίβεται: παρὰ

    62 / 27-28

  • ἐμοῦ = παρ’ ἐμοῦ, ἐπὶ αὐτοῦ = ἐπ’ αὐτοῦ, ἀλλὰ ἐκεῖνος = ἀλλ’ ἐκεῖνος·

    2) στις κλιτές λέξεις και στο αριθ-μητικό ἑπτὰ ανεβαίνει στην προη-γούμενη συλλαβή, πάντα ως οξεία: δεινὰ ἔπαθον = δείν’ ἔπαθον, φημὶ ἐ-γὼ = φήμ’ ἐγώ, ἑπτὰ ἦσαν = ἕπτ’ ἦσαν.

    59. Αν ύστερ’ από την έκθλιψη απο-μένει στο τέλος της λέξης άφωνο ψι-λόπνοο (κ,π,τ) και η ακόλουθη λέξη δασύνεται, τότε το ψιλόπνοο τρέπε-ται στό αντίστοιχό του (ομόφωνο) δασύπνοο, δηλ. το κ σε χ, το π σε φ, το τ σε θ: ἀπὸ ἡμῶν = ἀφ’ ἡμῶν, κα-τὰ ἡμῶν = καθ’ ἡμῶν· αν ύστερ’ από την έκθλιψη απομένουν δύο ετερό-φωνα ψιλόπνοα (κτ ή πτ), τότε εμπρός από λέξη που έχει δασεία τρέπονται και τα δύο στα αντίστοι-χά τους δασύπνοα: νύκτα ὅλην = νύχθ’ ὅλην, νύκτα (καὶ) ἡμέραν = νυ-

    63 / 28

  • χθημερόν, ἑπτὰ ἡμέραι = ἑφθήμερος.

    δ) Αφαίρεση, υφαίρεση 60. 1) Κάποτε, και ιδίως στην ποίη-ση, γίνεται αφαίρεση, δηλ. αποβολή του αρχικού βραχύχρονου φωνήε-ντος μιας λέξης, όταν η προηγούμε-νη λήγει σε μακρόχρονο φωνήεν ή σε δίφθογγο. Τότε πάνω από τη θέ-ση του φωνήεντος που χάθηκε ση-μειώνεται ο απόστροφος: αὕτη ’κεί-νη, ὦ ’γαθέ, εἴη ’ξ ἐμοῦ (αντί εἴη ἐξ ἐμοῦ), ποῦ ’κείνη ἐστίν; (Πβ. Τα νεο-ελλ.: να ’μουν, πού ’ναι;).

    2) Γίνεται κάποτε κάι μέσα στην ίδια λέξη αποβολή ενός από δύο όμοια βραχύχρονα φωνήεντα ή αποβολή του ι των διφθόγγων εμπρός από φωνήεν· η αποβολή

    αυτή λέγεται υφαίρεση: βοηθόος - βοηθός, Ἡρακλέεα - Ἡρακλέα, αἰεὶ - ἀεί, ἐλαία - ἐλάα, πλείονος – πλέο-

    64 / 28

  • νος, Ἀρειοπαγίτης - Ἀρεοπαγίτης κτλ. (πβ. τα νεοελλ.: αλκοολισμός - αλκολισμός, χρυσοχόος - χρυσοχός, αρματολό(γ)ος - αρματολός κτλ.).

    ε) Πρόσληψη προσθετών ή ευφωνικών συμφώνων

    61. Μερικές λέξεις που λήγουν σε φωνήεν, όταν βρεθούν εμπρός από λέξεις που αρχίζουν από φωνήεν ή δίφθογγο, παίρνουν στο τέλος ορι-σμένα σύμφωνα που συντελούν

    στην ευφωνία, δηλ. στην αποφυγή της χασμωδίας. Τέτοια σύμφωνα είναι το ν και το κ (ή χ), που λέγο-

    νται προσθετά ή ευφωνικά σύμφωνα.

    Από αυτά:

    1) Το ευφωνικό ν το παίρνουν εμπρός από φωνήεν: α) οι τύποι κλιτών και άκλιτων λέξεων που λή-γουν σε -σι: ἀνδράσι(ν), εὐγενέσι(ν),

    37 / 116 65 / 28-29

  • ἅπασι(ν), εἴκοσι(ν), ἐλθοῦσι(ν), λέ-γουσιν οὗτοι, παντάπασι(ν), Ἀθήνη-σι(ν), πέρυσι(ν)·

    β) οι τύποι του γ΄ εν. προσ. των ρημάτων που λήγουν σε -ε και ο ρηματικός τύπος ἐστί: ἔλυε(ν), ἔλυ-σε(ν), λέλυκε(ν), ἦλθεν οὗτος, ἐστὶν ἀγαθός.

    2) Το ευφωνικό κ το παίρνει το αρνητικό οὐ εμπρός από φωνήεν που έχει ψιλή· όταν όμως το οὐ βρεθεί εμπρός από φωνήεν με δα-σεία, τότε το ευφωνικό κ τρέπεται στο αντίστοιχό του δασύπνοο, δηλ.

    γίνεται χ: οὐ λέγω - οὐκ ἔχω - οὐχ ὑπομένω (βλ. §59).

    2. Άλλα πάθη των φωνηέντων 62. Πολλές φορές τα φωνήεντα πα-ρουσιάζουν διάφορα πάθη στο θέ-μα των λέξεων. Τέτοια πάθη είναι τα εξής:

    66 / 29

  • 1) Η συγκοπή, δηλ. η αποβολή του βραχύχρονου φωνήεντος ανά-μεσα σε δύο σύμφωνα: πατέρ-ος = πατρός· γι-γέν-ομαι = γίγνομαι· ἔ-σεχ-ον = ἔσχον (πβ. τα νεοελλ.: κορυφή - κορφή, φέρετε - φέρτε).

    2) Η ανάπτυξη, δηλ. η πρόσληψη ενός φωνήεντος ανάμεσα σε δύο σύμφωνα, που γίνεται συνήθως για να διευκολυνθεί η προφορά· π.χ. στους τύπους πατρ-ά-σι, μητρ-ά-σιν, ἀνδρ-ά-σι κτλ. αναπτύχθηκε το φω-

    νήεν α ανάμεσα στο συγκομμένο θέ-μα και στην κατάληξη (βλ. §131, 2).

    3) Η μετάθεση, δηλ. η μετατόπιση ενός βραχύχρονου φωνήεντος σε άλλη θέση μέσα στη λέξη: Μυτιλήνη = Μιτυλήνη,. Πνύκα = Πύκνα (πβ. τα νεοελλ.: Ιθάκη - Θιάκι, όνειρο - είνορο).

    4) Η αφομοίωση, δηλ. η μεταβο-

    67 / 29

  • λή ενός βραχύχρονου φωνήεντος σε φωνήεν όμοιο με το φωνήεν της επόμενης ή προηγούμενης συλλα-βής του θέματος: ἅτερος = ἕτερος, Ἐρχομενός = Ὀρχομενός, ὀβελὸς = ὀβολὸς (πβ. το νεοελλ.: σιρόκος - σορόκος).

    5) Η αντιμεταχώρηση, δηλ. η αμοιβαία αλλαγή του χρόνου ενός μακρόχρονου φωνήεντος με το χρό-νο του αμέσως επόμενου βραχύχρο-

    νου φωνήεντος: τοῦ βασιλῆος - τοῦ

    βασιλέως· τὸν βασιλῆᾰ - τὸν βασιλέα·

    τῆς πόληος - τῆς πόλεως (§112, 2).

    6) Η ποιοτική μεταβολή ή απλώς τροπή, δηλ. η μεταβολή ενός φωνή-εντος σε άλλο φωνήεν του ίδιου χρόνου (ενός βραχύχρονου σε άλ-λο επίσης βραχύχρονο ή ενός μα-κρόχρονου σε άλλο επίσης μακρό-

    χρονο): λέγω – λόγος· βρέχω – βρο-

    68 / 29-30

  • χή· ἀμείβω – ἀμοιβή· λείπω – λέλοι-

    πα, λοιπός· σπεύδω – σπουδή·

    ῥήγνυμι – ῥωγμή. 7) Η ποσοτική μεταβολή, δηλ. η

    μεταβολή του μακρόχρονου φωνηε-ντος σε βραχύχρονο ή του βραχύ-χρονου σε μακρόχρονο· έτσι η πο-σοτική μεταβολή είναι:

    α) βράχυνση ή συστολή, δηλ. μεταβολή του μακρόχρονου φωνήε-ντος ή του διφθόγγου σε βραχύχρο-

    νο φωνήεν: δίδωμι, δῶρον, δίδομαι,

    δόσις· ἵστημι - ἵστᾰμαι, τίθημι – τίθε-

    μαι, θέσις· λείπω - ἔλῐπον· φεύγω -

    ἔφῠγον, φῠγή· ἀκούω - ἀκοή·

    β) έκταση, δηλ. μεταβολή του βραχύχρονου φωνήεντος σε μακρό-

    χρονο: ποιέω - ποιήσω, ποιητής· δη-

    λόω - δηλώσω, δήλωσις· ἐλπίζω -

    ἤλπιζον, ἤλπισα· στοά - στωικός. Κάποτε η έκταση ενός βραχύ-

    69 / 30

  • χρονου φωνήεντος σε μακρόχρονο φωνήεν ή σε δίφθογγο γίνεται ύστερ’ από την αποβολή ενός ή πε-ρισσότερων συμφώνων που ακο-λουθούν: η τέτοιου είδους έκταση

    λέγεται αντέκταση ή αναπληρωτι-κή έκταση: τάλᾰν-ς = τάλᾱς· ἕν-ς = εἷς· λυθέντ-ς = λυθείς· λέοντ-σι = λέου-σι.

    Β΄. Πάθη συμφώνων 63. Όπως στα φωνήεντα, έτσι και στα σύμφωνα παρουσιάζονται διά-φορα πάθη. Αυτά τις περισσότερες φορές συμβαίνουν για να διευκο-λυνθεί η προφορά, όταν συμπέσουν ορισμένα σύμφωνα στην ίδια λέξη.

    Τα κυριότερα πάθη των συμφώ-

    νων είναι η αποβολή, η ανάπτυξη,

    70 / 30

  • η μετάθεση, η ένωση ή συγχώνευ-ση, η αφομοίωση, η ανομοίωση και η τροπή.

    α) Αποβολή συμφώνων 64. Σε ορισμένες περιπτώσεις

    αποβάλλονται, δηλ. χάνονται, ένα ή περισσότερα σύμφωνα στην αρχή της λέξης, στο εσωτερικό ή στο τέ-λος της· το φαινόμενο αυτό λέγεται

    αποβολή. 1) Το σ, όταν βρίσκεται μέσα στη

    λέξη ανάμεσα σε δύο σύμφωνα ή ανάμεσα σε δύο φωνήεντα, συχνά αποβάλλεται· επίσης στους αρχαιό-τατους χρόνους, όταν βρισκόταν στην αρχή της λέξης εμπρός από φωνήεν, συχνά έπαυε ν’ ακούεται, και τη θέση του την έπαιρνε η δα-σεία (η οποία συνόδευε το φωνήεν που έμενε ως αρχικό):

    (ανάμεσα σε δύο σύμφωνα)

    71 / 30-31

  • γέγραφσθε = γέγραφθε- ἐστάλσθαι = ἐστάλθαι·

    (ανάμεσα σε δύο φωνήεντα)

    ἐλέγεσο = ἐλέγεο και με συναίρεση

    = ἐλέγου· γένεσος = γένεος και με συναίρεση = γένους·

    (στην αρχή της λέξης)

    σέπομαι = ἕπομαι· σίστημι = ἵστημι. 2) To j (βλ. §16, σημ.) από τους

    παλαιότατους χρόνους αποβλήθη-κε στην αρχή της λέξης εμπρός από φωνήεν και τη θέση του την πήρε η δασεία· μέσα όμως στη λέξη ανάμε-σα σε δύο φωνήεντα αποβλήθηκε ολότελα: jῆπαρ = ἧπαρ· jίjημι = ἵημι (=ρίχνω)· τιμάjω = τιμάω -ῶ· ποιέjω = ποιέω -ῶ· δηλόjω = δηλόω -ῶ.

    3) To F (βλ. §16, σημ.) στην αρχή της λέξης εμπρός από φωνήεν ή μέ-σα στή λέξη ανάμεσα σε δύο φωνή-εντα αποβλήθηκε: Fέργον = ἔργον· Fοῖνος = οἶνος· πνέFω (προφ. πνεύω,

    72 / 31

  • πβ. πνεῦμα) = πνέω· FεFοικα = ἔοικα.

    4) Το ν εμπρός από το σ κανονι-κά αποβάλλεται, άλλοτε με αντέκτα-ση του προηγούμενου βραχύχρο-νου φωνήεντος και άλλοτε χωρίς αντέκταση (βλ. §62, 7, β):

    (με αντέκταση, συνήθως στην ονομ. του εν.) μέλᾰν-ς = μέλᾱς, κτὲν-ς = κτείς· ἓν-ς = εἶς.

    (χωρίς αντέκταση, συνήθως στη δοτ. του πληθ.) κτεν-σὶ = κτεσί· ποι-μέν-σι = ποιμέσι· γείτον-σι = γείτοσι.

    5) Τα οδοντικά τ, δ, θ εμπρός από το σ αποβάλλονται: τάπητ-ς = τάπης, ἐλπίδ-ς = ἐλπίς, ὄρνιθ-ς = ὄρ-νις· τάπητ-σι = τάπησι· έτσι και νύκτ-ς = νύκ-ς = νύξ, ἄνακτ-ς = ἄνακ-ς = ἄναξ (βλ. §21, 2).

    6) Τα συμπλέγματα ντ, νδ, νθ εμπρός από το σ αποβάλλονται πά-ντοτε με αντέκταση του προηγούμε-νου βραχύχρονου φωνήεντος (βλ.

    73 / 31

  • §62, 7, β): τοῖς λεόντ-σι = λέουσι, τοῖς ἀνδριάντ-σι = ἀνδριᾶσι, ὁ λυ-θέντ-ς = λυθείς, ὁ χαρίεντ-ς = χαρί-εις· σπένδ-ω (=κάνω σπονδή), μέλλ. σπένδ-σω = σπείσω· πάσχω, μέλλ. (από το θ. πενθ-) πένθ-σομαι = πεί-σομαι (= θα πάθω).

    7) Σύμφωνα όχι τελικά ελληνι-κών λέξεων (βλ. §29, β), όταν βρε-θούν στο τέλος μιας λέξης, χωρίς άλλη κατάληξη, αποβάλλονται: (τοῦ σώματ-ος) τὸ σῶματ = τὸ σῶμα· (τοῦ λέοντος) ὦ λέοντ = ὦ λέον· (τοῦ γάλακτ-ος) τὸ γάλακτ = τὸ γάλα· (τοῦ παντ-ὸς) τὸ πᾶντ = τὸ πᾶν.

    β) Ανάπτυξη συμφώνων 65. Η εμφάνιση νέου συμφώνου, που δεν υπήρχε αρχικά, στο θέμα

    μιας λέξης λέγεται ανάπτυξη (το σύμφωνο αναπτύσσεται, δηλ. παρουσιάζεται εκεί όπου πριν δεν

    74 / 31-32

  • υπήρχε). Η ανάπτυξη συνήθως γί-νεται για να διευκολυνθεί η προ-φορά (πβ. §62, 2):

    1) Ανάμεσα στο μ και το ρ ή ανάμεσα στο μ και το λ αναπτύσ-σεται σε μερικές λέξεις ο φθόγγος

    β: (από το μεσημερία =) μεσημ-ρία = μεσημ-β-ρία· (ἔ-μολ-ον = ήρθα· πβ. μολὼν λαβέ· θ. μολ- = μλω-· από αυτό ο παρακείμ. μέ-μλω-κα =) μέμ-β-λωκα· γαμ-ρός = γαμ-β-ρός (πβ. το ιδιωματικό νεοελλ. χαμηλά = χαμλά = χαμπλά).

    2) Ανάμεσα στο ν και το ρ ανα-πτύσσεται ο φθόγγος δ: (από το ἀνέρ-ος με συγκοπή: ἀνρ-ός =) ἀνδρός (βλ. §130, 1).

    3) Εμπρός από το αρχικό ρ μιας λέξης αναπτύσσεται και ένα άλλο ρ, δηλ. το αρχικό ρ διπλασιάζεται, όταν βρεθεί πριν από αυτό βραχύχρονο

    75 / 32

  • φωνήεν από αύξηση ή αναδιπλασι-ασμό ή από σύνθεση με άλλη λέξη: ῥίπτω - ἔρριπτον - ἔρριφα· ῥητός - ἄρρητος - ἀπόρρητος· ῥυθμός - ἄρρυθμος· ῥωστός - ἄρρωστος· αλλά: εὔρυθμος, εὔρωστος.

    γ) Μετάθεση του j (επένθεση) 66. Μετάθεση, δηλ. μετατόπιση σε άλλη θέση μέσα στη λέξη, μπορεί να πάθει όχι μόνο ένα βραχύχρονο φω-νήεν (όπως είδαμε στην §62, 3), αλ-

    λά και το ημίφωνο j (βλ. §16, σημ.). Τούτο, όταν βρίσκεται ύστερ’ από

    τους φθόγγους -αν-, -αρ-, -ορ-, με-τατοπίζεται πριν από το ν ή το ρ· τότε ενώνεται με το προηγούμενο α ή ο σε δίφθογγο αι ή οι.

    Η μετάθεση αυτή του j και η τοπο-θέτησή του ανάμεσα στο φωνήεν α ή ο και στο σύμφωνο ν ή ρ λέγεται

    76 / 32-33

  • και επένθεση1: (θ. μαραν-, πβ. ἐ-μαράν-θην)

    μαράν-jω = μαραίνω· (θ. μελαν-, πβ. μέλαν-ος), ἡ

    μέλαν-jα = μέλαινα· (θ. χαρ-, πβ. χαρ-ά, ἐ-χάρ-ην)

    χάρ-jω = χαίρω· (θ. μορ-, πβ. μόρ-ιον) μόρ-jα =

    μοῖρα. (Πβ. το νεοελλ. χαμαϊλί = χαϊμαλί).

    δ) Ένωση ή συγχώνευση συμφώνων

    67. Σε μερικές περιπτώσεις ένα σύμ-φωνο ενώνεται ή συγχωνεύεται με

    άλλο. Τέτοιες ενώσεις ή συγχωνεύ- σεις συμφώνων είναι συνήθως οι ακόλουθες:

    1) Ουρανικό (κ, γ, χ) όταν βρί-

    1. Από το ρήμα ἐπεντίθεμαι = παίρ-νω θέση ανάμεσα, παρεμβάλλομαι.

    77 / 33

  • σκεται εμπρός από το σ, ενώνεται με αυτό σε ξ· χειλικό (π, β, φ) εμπρός από το σ ενώνεται με αυτό σε ψ: πίνακ-ς = πίναξ, πίνακ-σι = πί-ναξι, ἔλεγ-σα = ἔλεξα, ὄνυχ-ς = ὄνυξ· κώνωπ-ς = κώνωψ, κώνωπ-σι = κώνω-ψι, Ἄραβ-ς = Ἄραψ, ἔγραφ-σα = ἔγραψα (βλ. §21, 2).

    2) Το ημίφωνο j (βλ. §16, σημ.) σε αρχαιότατους χρόνους:

    α) ύστερ' από τα ουρανικά (κ, γ, χ) ή πιο σπάνια ύστερ’ από τα οδο-ντικά τ και θ συγχωνεύτηκε με αυτά σε σσ ή ττ:

    φυλάκ-jω = φυλάσσω ή φυλάττω, ἀλλάγ-jω = ἀλλάσσω ή ἀλλάττω, ταράχ-jω = ταράσσω ή ταράττω, ἐλάχ-jων = ἐλάσσων ή ἐλάττων·χαρίετ-jα = χαρίεσσα, πυρέτ-jω = πυρέσσω ή πυρέττω, πλάτ-jω ή πλάθ-jω = πλάσσω.

    78 / 33

  • β) ύστερ’ από το οδοντικό δ συγχωνεύτηκε με αυτό σε ζ:

    παίδ-jω = παίζω, ἐλπίδ-jω = ἐλπίζω, ἐρίδ-jω = ἐρίζω·

    γ) ύστερ’ από τα συμφωνικά συ-

    μπλέγματα ντ, νδ, νθ συγχωνεύτηκε πρώτα με το οδοντικό τ, δ, θ σε σ και έπειτα έγινε αποβολή του ν με αντέκταση του προηγούμενου βρα-χύχρονου φωνήεντος:

    πᾰ΄ντ-jα = πᾰ΄νσα = πᾶσα, παι-δευθέντ-jα = παιδευθένσα = παιδευ-θεῖσα, ἑκόντ-jα = ἑκόνσα - ἑκοῦσα (πβ. §64, 4).

    ε) Αφομοίωση συμφώνων 68. Αφομοίωση συμφώνου λέγεται η μεταβολή του σε σύμφωνο όμοιο με άλλο αμέσως επόμενο ή προη-γούμενο στην ίδια λέξη (πβ. §62, 4). Σε τέτοια περίπτωση λέμε ότι το σύμφωνο αφομοιώνεται μέ το άλλο.

    79 / 33-34

  • 80 / 34

    1) Χειλικό (π, β, φ), όταν βρεθεί εμπρός απο το ένρινο μ αφομοιώ-νεται με αυτό, δηλ. γίνεται και αυτό

    μ: βλέπ-μα = βλέμμα· τρῖβ-μα = τρῖμ-μα· γεγραφ-μένος = γεγραμμένος.

    2) Το συριστικό σ ύστερ’ από υγρό (λ, ρ) ή ένρινο (μ, ν) σε αρχαι-ότατους χρόνους αφομοιώθηκε πρώ-τα με αυτό, έπειτα όμως έγινε απλο-ποίηση των δύο όμοιων συμφώνων (λλ, ρρ - μμ, νν) και αντέκταση του προηγούμενου βραχύχρονου φωνήεντος (§62, 7, β): (στέλλω, θ. στέλ-) ἔ-στελ-σα = ἔστειλα· (καθαίρώ, θ. καθᾰρ-) ἐ-κάθαρ-σα = ἐκάθαρρα = ἐκάθηρα· (νέμω, θ. νεμ-) ἔ-νεμ-σα = ἔνεμμα = ἔνε