Οι Προσωπικές Αξίες

Post on 27-Jul-2015

664 Views

Category:

Documents

4 Downloads

Preview:

Click to see full reader

DESCRIPTION

Η 5η μου προσωπική ποιητική συλλογή

TRANSCRIPT

Οι

Προσωπικές

Αξίες

Εξώφυλλο: Οι προσωπικές αξίες, Rene Magritte

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Τα πουλιά του χρόνου 7

Ο απαγωγέας 8

Οι προσωπικές αξίες 9

Ένα παράθυρο με θέα 11

Ο θεραπευτής 14

Ωδή στο ξεχασμένο καλοκαίρι 15

Εκ του σύνεγγυς 16

Το τραγούδι της καταιγίδας 18

Ήρεμη ζωή γρήγορα που τρέχεις 19

Ο ψεύτικος καθρέφτης 22

Περιστασιακά σαν ευτυχία

23

Κάθετες ρίψεις σε παράλληλους κόσμους 24

Σκέψη που αναρρώνεις μέσα από τα τραύματα 26

Νεφέλες που σπέρνονται ανθρώπινες διαθέσεις 27

Το συμμετρικό αντίγραφο της σιωπής 29

Απίστευτης προέλευσης ιπτάμενα αντικείμενα 30

Ο σουρεαλιστικός κήπος με τις ορχιδέες 31

Κάτι από την ψυχή των ληστών 32

Το ποίημα που χάθηκε πάνω στη στροφή 33

Κάτι από την ερμηνεία των ονείρων 35

Μαρσιποφόροι κένταυροι 36

Κόσμοι εναλλάξ στο κόκκινο της μοναξιάς 38

Ωδή στην αγωνία για το χώρο και το χρόνο 40

Ωδή στην απλότητα της τελειότερης σκέψης 41

Άνιμα 42

Κατάλογος των εξαφανισμένων πληρωμάτων 44

Η αρχή της ηδονής 46

Η συλλογική εφεύρεση 48

Ορίζοντες του σύμπαντος 50

Καλοκαιρινές στιγμές γεμάτες εντροπία 52

Η ευαίσθητη χορδή 54

Η απρόσμενη απάντηση 55

Το ματογυάλι 56

Λεκτικές χίμαιρες ενός υβριδικού ποιήματος 57

Αυθόρμητη ρήξη της συμμετρίας 58

Η σχέση ανάμεσα στην ιδέα και στο αντικείμενο 59

Δεν ήθελα να σκοτώσω το διαστημικό ελέφαντα 61

Το ρήμα της αντήχησης 62

Οι προσωπικές αξίες(2009)

«Φαντάσου μια κλίμακα όπου τα ύψη βαραίνουν»

Τα πουλιά του χρόνου

Τα πουλιά μπορούν να είναι όχι μόνο τ’ αστέρια

Μπορούν να τρέχουνε στον ήλιο δίχως να καίγονται

Μπορούνε να παράγουνε το απαραίτητο φως

Κι ο ήλιος να είναι εκεί τα βράδια που μαζεύονται

Μέσα στη ζεστή φωλιά κρυφών τους συναθροίσεων

Κι όταν τα όνειρα σκορπάν να ξεκινάει η μέρα

Απλώνοντας μία ταπετσαρία καλοκαιριού

Τα πουλιά μπορούν να είναι όχι μόνον οι σκέψεις

Γιατί πετούν ταχύτερα του κλέφτη συνειρμού

Όπου περνούν σκεπάζουνε τις πόλεις νυσταλέα

Όταν ξανάρχονται πέφτουν τραγούδια φευγαλέα

Όταν σβήνουν είναι τ’ ουρανού αποτυπώματα

Γλιστράνε μέσα στης σιωπής τα φτερουγίσματα

Μπαίνουν και βγαίνουνε κάθε στιγμή απ’ τα ρολόγια

Τα πουλιά μπορούν να είναι κι ας μην ξέρουν πώς πετούν.

Πίνακας: M.C. Escher

6

Ο απαγωγέας

Θα έρθω μια μέρα από την ξεχασμένη θάλασσα

Από το άγνωστο νερό των παιδικών μου χρόνων

Μ’ ένα ξύλινο σκαρί που τόσο καιρό που χάλαγα

Θα έρθω κάποια μέρα από το βάθος των αιώνων

Με τα πανιά σβησμένα μέσα σε μαύρα σύννεφα

Όταν αστράφτουν κλαγγές απ’ τ’ αύριο καταιγίδων

Μ’ αφήνω τα συντρίμμια των παλιών μου ναυαγίων

Και το σπαραχτικό βουητό των θελκτικών γοργόνων

Πώς τραγουδάνε οι ψυχές όταν ηχούν κανόνια

Πώς λαχταράνε οι καρδιές στης πλώρης τον αγώνα

Και πνίγονται οι σκέψεις μες στ’ αφρισμένα ίσαλα

Μη ρωτάς πιο αμπάρι έχω γεμίσει με τα λάφυρα

Μην περιμένεις από τον καιρό Φαιάκων δώρα

Ευτυχισμένα τα πουλιά όταν βουτάν στα κύματα

Και ο καλός ο ναυτικός σαν φουρτουνιάζει η ώρα.

Πίνακας: René Magritte, The Seductor

7

Οι προσωπικές αξίες

Μέσα στο δωμάτιο έχω διάφορα πράγματα

Η τακτοποίηση είναι από τις δύσκολες δουλειές

Θα πρέπει να συγυρίζω τακτικά και με τρόπο

Έτσι ώστε όλα να βρίσκονται στη σωστή θέση

Κι αυτό όχι για να βρίσκω εύκολα τα πράγματα

Μα να μην προσβάλλω την αίσθηση του επισκέπτη

Που θ’ αρχίσει να ψάχνει μέσα σε άγνωστο κουτί

Σε ποια γωνιά να βολευτεί σε ποια μεριά να πέσει

Μα το σπίτι μου δεν έχει έπιπλα αναφοράς

Δεν έχει ούτε πάγκο το ποτήρι σου ν’ αφήσεις

Μέσα στο οποίο μπορείς εύκολα να κολυμπάς

Κι αν βοηθήσεις σύννεφα θα βάψουμε τους τοίχους

Αρκεί να βρούμε το πινελάκι του ξυρίσματος

Αρκεί να γίνεις σπίρτο αναμμένο στο χαλί μου

Αν μπορείς να βγάλεις τη χτένα από το κρεβάτι

Για να ξαπλώσει η ταιριαστή μας αυταρέσκεια

Αν θα φυσήξεις ίσως ξεκολλήσει το ταβάνι

Όταν ο αέρας ανακατανέμει την τάξη

Αραδιάζοντας τα πράγματα πάλι απ’ την αρχή

Πριν ακόμη τα παιδιά ν’ αντιληφθούνε τα βάρη

8

Κι η απόσταση απαριθμήσει τα γεγονότα

Πριν σπάσει το παράθυρο του μύθου η οπτική

Ας βγούμε έξω γυμνοί όσο είναι άδειοι οι δρόμοι

Όταν μια γάτα σιωπή τον κόσμο αφουγκράζεται

Όπου να ‘ναι θα συνθέσουν τα σχήματα τα φώτα

Κι η σπιτονοικοκυρά θ’ αρχίσει το καθάρισμα

Συγυρίζοντας τα πράγματα στην ίδια λογική

Που ιεραρχεί τις πέτρες στη μεγάλη πυραμίδα

Και διαβάζει τα εισιτήρια η ταξιθέτρια

Ενώ τα μάτια κλείνουνε σαν σε υπερθέαμα

Κι αρχίζουνε τα χέρια και τα πόδια να θυμούνται

Τις απαιτήσεις του κορμιού που ρέει στην κίνηση

Το σπουργίτι του μυαλού βουτά στα φτερουγίσματα

Ένα αεροπλάνο καθώς απογειώνεται

Κι ο κόσμος φαίνεται μικρός καθόσο ξεμακραίνει

Δεν έχει ψεγάδια ο καθρέφτης μόνο θρύψαλα

Και τα καράβια στ’ ανοικτά θα γίνουνε συντρίμμια

Από το γιαλό θα έρθουνε οι σώοι ναυαγοί

Για να χαθούν στο δάσος που σκέπασε η παλίρροια

Το κάθε ξύλο έχει τη δική του ιστορία

Τα δέντρα αγκαλιάζουν τα ξέφωτα κι είναι αμίλητα

Σαν τα έπιπλα που φύτρωσαν στο δωμάτιό μου

Το δάσος δεν έχει όρια μόνο θροΐσματα

Στην ομίχλη που οι ψυχές θυμούνται τα ταξίδια

Που γίνονται άυλα στον καπνό των επισκεπτών

Και των υλοτόμων που κόβουν νέες πολιτείες

Ένα μικρό πουλί πετάει απ’ τα καθίσματα

Που έπεσα μαζί με όλα τα στήθια του κόσμου.

Πίνακας: René Magritte, Personal Values

9

Ένα παράθυρο με θέα

Υπάρχει ένα μικρό σπίτι δίπλα στη θάλασσα

Και το σπίτι έχει ένα γαλάζιο παράθυρο

Οι κουρτίνες του χαριεντίζονται με τα σύννεφα

Στα σκαλοπάτια σαν ν’ ακούς αφρισμένα κύματα

Η αύρα έρχεται και φουσκώνει πανιά στα στήθια

Είναι ένα σπίτι καθαρό λευκό και όπως πρέπει

Σαν το κελί που κατοικούν οι μόνοι συλλογισμοί

Παρέα με κάτι αόρατα πουλιά παράξενα

Γράφοντας όλα τ’ ουρανού τα πτερόεντα έπη

Όμως δυστυχώς το παράθυρο έχει κάγκελα

Κι αυτός μέσα που κάθεται μπορεί μόνο να βλέπει

Τα καράβια να φεύγουνε σε μακρινά ταξίδια

Φανταστικά πλεούμενα πλασμένα από κύματα

Κι ο άνθρωπος κάθεται ολημερίς και σκέφτεται

Ποιος άραγε να του ’κτισε τα κάγκελα με θέα

Ποιοι αιμοβόροι πειρατές έτσι τον φυλάκισαν

Να μη μπορεί να ευτυχεί στην απεραντοσύνη

Και καθώς καθόταν και συλλογιζόταν όλα αυτά

Να σου ξαφνικά και τα κάγκελα υποχώρησαν

Φτιαγμένα λες κι αυτά από το ίδιο το τοπίο

10

Τα κάγκελα αφανίστηκαν και άνοιξε μια πόρτα

Η στέγη του σπιτιού σηκώθηκε κι έκανε φτερά

Ενώ οι τοίχοι ξάπλωσαν φαρδιοί πλατιοί στην άμμο

Κι έτσι έμεινε γυμνός αντικριστά στο πέλαγος

Ένας τρελός που χόρευε με τ’ άνεμου το πέπλο

Μόνος του με τα πουλιά που στα μαλλιά του έμπλεκαν

Έρημος στην ακρογιαλιά και ψάχνοντας για χνάρια

Και τότε το κατάλαβε οι πειρατές ποιοι ήταν

Ποια ήταν τα σημάδια του απειλητικού καιρού

Οι καταιγίδες όταν πύκνωνε ο συλλογισμός

Τα πελαγίσια τέρατα η φαντασία που θρέφει

Και τα γαλάζια τα πουλιά που τον κοροϊδεύαν

Άλλα δεν ήτανε παρά της ψυχής του οι φόβοι

Ενώ οι πειρατές που είχαν έρθει κάποια βραδιά

Δεν ήταν άλλοι παρά ο Οδυσσέας κι οι συντρόφοι

Και όταν εκείνοι πρότειναν να τους ακολουθήσει

Εκείνος είπε άστε με θα έρθω άλλη φορά

Θα γνέφω το μαντήλι μου στο σίγουρο λιμάνι

Εκεί που αράζουν οι βαρκούλες που βολεύονται

Κι όταν έρθουν τα όνειρα τα βλέφαρα σφαλάνε

Όλα βαριά είναι της ζωής μας τα σωσίβια

Κι όσοι άφησαν γιαλό λόγια πια δε μαρτυράνε

Παρά έρχονται μαζί με του μυαλού τους πειρατές

Μαζί με κείνα τα πουλιά μαντάτα τραγουδάνε

«Θα ‘ρθεις μια μέρα να με βρεις στου πέλαγου την άκρη

Σου ‘ χω φυλάξει μια μικρή στης λησμονιάς τα βάθη

Θα ‘ρθεις μια μέρα να με βρεις πριν να ‘ναι αργά η ώρα

Σου ‘χω φυλάξει μιαν ευχή στου πηγαιμού τη χώρα»

Ξέχασέ τ’ αυτά είπε και κλείστηκε στον εαυτό

Κι ο άνεμος γρήγορα ξανάφερε το τοπίο

Ένα σπίτι μικρό γαλαζόλευκο στα κύματα

Ένας γέρος καθισμένος στην άκρη της θάλασσας

Κάθεται πάνω στον κομμένο κορμό ενός δέντρου

Καπνίζει ένα τσιμπούκι γεμισμένο με φύκια

11

Στο ένα του μπράτσο χαϊδεύει μια γριά γοργόνα

Στ’ άλλο μπράτσο αγγίζει μια σκουριασμένη άγκυρα

Η παραλία έχει πλέον γεμίσει με κόσμο

Μαζί με βάρκες και πουλιά πετάνε μηχανάκια

Πίσω από το δρόμο υπάρχουνε πολλά σπίτια

Όλα τα σπίτια έχουνε παράθυρα ασφαλείας

Πιο πίσω οι πολυκατοικίες κόβουν τη θέα

Πασχίζει ο άνεμος αλλά δεν φτάνει στα δέντρα

Ο γέρος κάθεται στο τελευταίο π’ απέμεινε

Πετάει μία πετονιά για να περάσει η ώρα

Έχει μαζί του ένα κλουβί μ’ ένα παπαγάλο

Ο ορίζοντας μπροστά του είναι μαβής κι ανοιχτός

Σηκώθηκε- σαν ν’ ακούστηκε ένα φτερούγισμα

Στη θέση του υπάρχει ένα πανύψηλος βράχος.

12

Ο θεραπευτής

Όταν τελειώνουν της ημέρας οι ανιαρές δουλειές

Τότε ανοίγουνε των ματιών τα παλιοσίδερα

Ένας κλειδαράς σκυμμένος στην πόρτα των ονείρων

Ελευθερώνει απ’ τα κλουβιά κάτι καναρίνια

Που σκορπούν στης εικασίας τα θολά οράματα

Στολισμένες οι καρδιές στης θωπείας τα καμαρίνια

Ένας μπογιατζής βάφει τον πυρετό του δειλινού

Ενώ τα ψάρια μαρτυράν στο αναμμένο πέλαγος

Κι από τ’ αστέρια έρχονται των πειρατών τα πλοία

Ψαράδες μοιάζουν οι καημοί κι είναι τόσο άτυχοι

Τα δίχτυα πάλι γέμισαν με αδειανά πειστήρια

Μα στο κατάρτι ο κόκορας έχει ήδη λαλήσει

Απ’ του μυαλού τα πέρατα θα ‘ρθουν τα μυστήρια

Όταν αρχίζουν οι βαριές βραδιές δοκιμασίες

Οι εργάτες πιάνονται με τις δουλειές του φεγγαριού.

Πίνακας: René Magritte, The Healer

13

Ωδή στο ξεχασμένο καλοκαίρι

Είμαστε όλοι πλάσματα αφημένα στη θάλασσα

Ενώ ταξιδεύουμε σ’ ένα αόρατο καράβι

Κοιτάζουμε μακριά τα αγριεμένα σύννεφα

Ακούμε να βροντάνε στα κορμιά οι καταιγίδες

Μα τα μυαλά δεν λογαριάζουν τις κακοκαιρίες

Γιατί έχουμε όνειρα γεμάτα με ξαστεριές

Καθώς άπιαστες οι ευκαιρίες μας προσπερνάνε

Ενώ οι μάχες μαίνονται ψηλά στους ασβεστόλιθους

Άσπρες ξεδιπλώνονται της ζωής μας οι σελίδες

Πεταμένες οι σέλες του έρωτα κατάχαμα

Καθώς πετάμε πίσω από δικαιολογίες

Κι ενώ βιώνουμε τα καθημερινά δράματα

Πολύχρωμοι σαστίζουμε στου ήλιου τα οράματα

Έρημοι σαν κάτι παλούκια μπηγμένα στην άμμο

Αναπολώντας της νιότης τα γυμνά αρμυρίκια.

Πίνακας: Salvador Dali, The Persistence of Memory

14

Εκ του σύνεγγυς

Κάθε πρωί που η θέα ανοίγει το παράθυρο

Τα χέρια μας σκουπίζουνε τ’ ονείρου τη θαμπάδα

Ένα κορίτσι κρύωσε γρήγορα σκεπάζεται

Μα η λαχτάρα δε βαστά και τρέχει στη λιακάδα

Λευκά ταξιδεύουνε τα σύννεφα στη λήθη μας

Τα πουλιά κάθισαν στο σκοινί με τα υφάσματα

Την καλημέρα τραγουδάνε τα τιτιβίσματα

Τα γέλια μοιάζουν πούπουλα σ’ ανεμοσκορπίσματα

Το μεσημέρι ο ήλιος χείμαρρος πολύχρωμος

Τα παιδιά μέθυσαν κολυμπώντας στις ηλιαχτίδες

Ο κόσμος λούζεται κάτω από τα σιντριβάνια

Πίσω απ’ τις βιτρίνες λάμπουνε τα πρόσωπά μας

Μες στους καθρέφτες ποζάρουνε τα ινδάλματά μας

Η ομορφιά μάς γνέφει απ’ την απέναντι μεριά

Ένα καντήλι σβήνει καθώς έρχεται η βραδιά

Στους πίνακες απλώνονται τα δάση σιωπηρά

15

Τ’ αστέρια όσα πρόφτασαν ανάψανε τα φώτα

Ένα κοχύλι στο γιαλό γνωρίζει τα μυστικά

Όταν η νύχτα έρχεται και κλείνει μία πόρτα.

Πίνακας: René Magritte, The Human Condition

16

Το τραγούδι της καταιγίδας

Η μελωδία της ψυχής ηχεί μ’ ομοβροντία

Πηγάζοντας από μακρινό πεδίο των μαχών

Πυκνά φτερουγίσματα μέσα στα γκρίζα σύννεφα

Αγριεμένα έρχονται τα πουλιά των κεραυνών

Σκέψεις άμοιρες που σας κυνηγούν οι Ερινύες

Έρημες καρδιές αφημένες στη μοίρα των καιρών

Γυμνά κορμιά που τραγουδάνε σαν θλιμμένες λύρες

Μια γυναίκα στύβει τα μαλλιά της στον ορίζοντα

Σκυμμένη στ’ άγαλμα της ατέλειωτης υπομονής

Το πρόσωπό της κρύβει η έκφραση της θύελλας

Τα πόδια της χάνονται σε δίνες αναμνήσεων

Κομμένα χέρια που πέταξαν στις επιθυμίες

Στο βυθό της θάλασσας του όνειρου τα ρήγματα

Μετέωρα τα κουφάρια ναυαγών στον ουρανό

Κόσμοι λυγμών αλύτρωτοι στ’ όραμα του Κύκλωπα

Σπονδές ανέμων πρησμένες στο ασκί του Αιόλου.

Πίνακας: PEETERS Bonaventura the Elder, Storm on the Sea

17

Ήρεμη ζωή γρήγορα που τρέχεις

Υπάρχει μια μεγάλη σπηλιά σε μέρος μακρινό

Που αφήνουν οι ελέφαντες τους χαυλιόδοντες

Πάνω σε θρυμματισμένα κουφάρια αγαλμάτων

Σπασμένα γόνατα των κουρασμένων μας βημάτων

Με το σούρουπο πυκνά σμάρια νυχτερίδες ορμούν

Φτερουγίζοντας τις παλιές καταραμένες σκέψεις

Υπάρχει ένας τόπος μακρινός που καταλήγουν

Οι εντυπώσεις ξεβρασμένες σε μια νύχτα πλατιά

Ριπωμένη που ανοίγει την κουρτίνα της κοίμησης

Είμαστε όλοι μας πλάσματα ανυποψίαστα

Τρικυμισμένοι μέσα στους καιρούς και παρείσακτοι

Στριφογυρνάμε πεισματικά με φάρους στα μάτια

Μη τυχόν και ναυαγήσουν της ζωής μας τα πλοία

Βρίσκουμε λόγια προσδοκίας βαρυσήμαντα

Κι αν μπορέσουν την κρούστα του κενού να διαπεράσουν

Μα στο βυθό μακάριοι οι πνιγμένοι δε μιλούν

Κάνουμε σκέψεις ανάλαφρες σαν αερόστατα

Και τα κεφάλια μας αποθέσαμε στα σύννεφα

Μπλεγμένα τα μαλλιά με άγρια θαλασσοπούλια

Είμαστε όλοι μόνον ανυπόφοροι άνθρωποι

18

Γαντζωμένοι κάτω από τις κοιλιές διαστημοπλοίων

Περιμένοντας κάπου στο βάθος κάποιαν άγνωστη

Ελπιδοφόρα διάσταση μήπως και χαράξει

Ενώ κάτω από τη λάσπη των χαμένων μας χναριών

Περιμένουν τα μυστήρια της αρχαίας Ατλαντίδας

Είμαστε μόνο κάτι πλάσματα κουτά που ψάχνουν

Μια φτωχή γωνιά στην πλούσια αυλή του παραδείσου

Το δωμάτιο με θέα στις αιώνιες διακοπές

Εκεί που το πρωί γεννάει νέες ηλιαχτίδες

Κι από το παράθυρο μπαίνει το μετέωρο πουλί

Στ' απόκοσμο φως που κάνει τα πράγματα να στέκουν

Είμαστε κάτι πλάσματα φτιαγμένα από το πείσμα

Του θεού και μίας τρελής ευχής την ψευδαίσθηση

Μισό είναι λευκό και μισό κόκκινο απλωμένο

Της ζωής το ανοιξιάτικο τραπεζομάντιλο

Γαλάζια αόρατα πανιά αρμενίζει μια πλημμύρα

Ξαπλωμένοι σαν παιδιά σε μια γωνιά στα ξέφωτα

Και γύρω μας βομβίζουν των λουλουδιών οι μέλισσες

Νιώθοντας ανάλαφροι όταν πιάνει η ψιλή βροχή

Που κάνει και αχνίζουνε τ’ ουρανού τα σωθικά

Μ’ ένα φύσημα απαλό να διαπερνάει την ψυχή μας

Μ’ ένα αεράκι ανεπαίσθητο ο θυμός φεύγει

Με μια χαώδη κίνηση χάνεται το βάρος μας

Ενώ τα σώματά μας είναι σαν καμένα δάση

Πάνω στο πράσινο χαλί μιας θλιμμένης θάλασσας

Που προχωράνε τα κύματα μ' αρμυρά κουδούνια

Ποιες κλαγγές των καλπασμών οι πόθοι μας ν’ ακούσουνε

Ποια καμπανάκια μουσικής κρεμά στ’ αυτί ο πόνος

Δεν υπάρχει μέθη δίχως της ακτής τον ίλιγγο

Δεν υπάρχει μια γλυκιά φωνή χωρίς απόγνωση

Ούτε και μνήμη αν κάποιος δε φτάσει στο κόκαλο

19

Είμαστε μικρά σκυφτά σουλούπια με στήθια λευκά

Παραταγμένα στο μακελειό του βασιλέματος

Ας είναι το μαχαίρι απαλό που βγάζει ο φόνος.

Πίνακας: Salvador Dali, Still Life Fast Moving

20

Ο ψεύτικος καθρέφτης

Αν σκέφτηκες μήπως βλέπουμε τα ίδια οράματα

Τα σύννεφά μας είναι φτιαγμένα μ’ άλλα υλικά

Τα δικά μου μπαμπάκια σ’ ανοιχτές επιθυμίες

Τα δικά σου ίδιες οι επιθυμίες άδηλες

Ίσως ανήκω μέσα στο βαθύ συλλογισμό σου

Κι ο ουρανός που βλέπω να μην είναι ο ουρανός

Αλλά το γαλάζιο δέρμα της επιδερμίδας σου

Που κολυμπάνε τα τρικυμισμένα μου όνειρα

Λόγια στα βότσαλα που τρίβονται γλυκές σκέψεις

Χαμένες μες στη νύχτα μίας άγνωστης αλήθειας

Που τριγυρνάει μόνος και καρτερικός ο πόθος

Ο δικός μου μοιάζει σαν ήλιος εκτυφλωτικός

Εσένα μαύρη τρύπα μέσα στο βυθό της κόρης

Ίσως αυτά που βλέπω είναι μόνο μια ιδέα

Από αυτά που βλέπεις κοιτάζοντας στα μάτια μου

Κι ίσως μας παρακολουθεί ολόκληρος ο κόσμος

Μα οι καλλίτερες στιγμές ποτέ δεν μαρτυρούνται

Κι ας φαίνονται οι σπινθήρες στην τριβή του έρωτα

Σαν όνειρα που έρχονται όταν πέφτουν τα βλέφαρα

Πίσω από την κουρτίνα που περιμένει ο κλέφτης

Στον καθρέφτη που ρωτάμε κι απαντά ένας ψεύτης.

Πίνακας: René Magritte, The False Mirror

21

Περιστασιακά σαν ευτυχία

Κάτω στην ακροποταμιά φυτρώνει μία ιτιά

Και κάτω απ’ την ιτιά μια γυναίκα καθισμένη

Κλαίγουσα μολονότι δεν είναι δυστυχισμένη

Η θλίψη χαμογελαστή με τα χείλια σφαλιστά

Την πλησιάζω και κάθομαι στο πλάι της σεμνά

Η ιτιά και η γυναίκα πλέον δεν ξεχωρίζουν

Ούτε κι ο κόσμος από εμάς σαν στάλες στο νερό

Και στα βουνά τα σπίτια μοιάζουνε με οράματα

Μορφές αγγέλων κατεβαίνουνε απ’ τον ουρανό

Ένα πρόσωπο κείται στης ερημιάς τα θαύματα

Και το κορμί του κόσμου σαν κρίνο στις ηλιαχτίδες

Πολλές μικρές καρφίτσες πάνω σε μια κουβαρίστρα

Το σκίρτημα της έκστασης στους θάμνους των ματιών

Στη δίνη του καπνού σκόρπια πέταλα και βλέφαρα

Στο μονοπάτι της βροχής που περπατά η θύμηση

Η λησμονιά που ανοίγει κυκλικά στα βλέμματά μας.

Πίνακας: Salvador Dali, Paranoiac Visage

22

Κάθετες ρίψεις σε παράλληλους κόσμους

Η λάμψη που τρεμοπαίζει στην άκρη ενός σπίρτου

Στο σύμπαν ο δρομέας μ’ ένα τεράστιο δαδί

Μες στις σπηλιές φωτιές που βγάζουν έξω τα θηρία

Μικρόβια διαφεύγουν από τα εργαστήρια

Πλατάνια αιώνια θρηνούν την ιστορία μας

Άνθρωποι βαριοί στα σύννεφα πολίτες τ’ ουρανού

Ελαφριά τα βάσανα πετάν σαν χελιδόνια

Οι σκέψεις μας ταξιδεύουν κύματα στα κύματα

Αστραφτερά κυλάνε τα όνειρα στα σώματα

Μνήμες που χάνονται στη σκόνη και στους απόηχους

Μακρινές εκστρατείες του μεγάλου Αλεξάνδρου

Μυρμήγκια λιώνουν κάτω από τις ρόδες των κάρων

Τη μοίρα που διαλέξαμε θ’ αντιμετωπίσουμε

Οι πρώτες στάλες από μια μεγάλη καταιγίδα

Επάλληλα τα βλέφαρα στο χώμα των αγώνων

Ομογενές το δάκρυ μας στη λίμνη των αιώνων

Βάζουμε δυναμίτες μες σ’ ατάραχα στόματα

Ο γύρος του θριάμβου με των εχθρών τα πτώματα

Το μωρό στον κόσμο κλάμα της μεγάλης έκρηξης

Φεύγουμε μακριά με σωτήρια φτερουγίσματα

Ύστερα με δίψα σταματάμε στα ραγίσματα

Σκύβουμε κοιτάμε μέσα σ’ ένα βαθύ πηγάδι

23

Κάποτε κλείνουν τα μάτια κι ελεύθερα πέφτουμε

Στα χείλια π’ ανταμώνουνε το ύψος και το βάθος.

Πίνακας: Salvador Dali, Hyperxiological Sky

24

Σκέψη που αναρρώνεις μέσα από τα τραύματα

Χθες το βράδυ μ’ επισκέφτηκε το άπαρτο πουλί

Κανείς δεν ξέρει τη μουσική των συναρτήσεων

Ούτε των κορμιών μας τη μυστική τοπολογία

Σαν ξυπνάνε τα κενά μας τότε θέλουν πιο πολύ

Ήρθε καθώς σκάλιζα μια φλόγα μες στις τρύπες

Απ’ του μυαλού τις άγνωστες πτυχές πηδάει η φωτιά

Πυκνότεροι είναι οι καπνοί π’ ανοίγουν τα φτερά μας

Σαλεύοντας στην ομίχλη ενός παλιού ονείρου

Όταν χαράζει ορθώνεται ο λαιμός του παγωνιού

Κανείς δεν ξέρει την ομορφιά των συναισθήσεων

Ούτε των αναρίθμητων εκφράσεων το χάος

Χαρά που βρίσκεσαι μες στης μέθης μας τα κλάσματα

Μες στις ρωγμές που αφήνουνε οι ρόδες απ’ τα φώτα

Κι απ’ τις τραυματικές δομές του ίδιου μας εαυτού

Το αίμα που πετάγεται είναι ζεστό σαν πρώτα.

(fractal made by 'Zero' at zerolines.blogspot.com)

25

Νεφέλες που σπέρνονται ανθρώπινες διαθέσεις

Η βλέννα που τρέχει από το ράμφος μιας σύριγγας

Τα μάτια που γυρίζουν στο βάθος μίας σήραγγας

Σ’ αναμμένα κάρβουνα ο άγγελος της φωτιάς

Ο νέος Κρόνος κρατάει τον ουρανό στα χέρια

Από το δάσος του κορμιού ξεπηδάνε τέρατα

Τα μέλη μας βγάζουνε νύχια και τα όνειρα φτερά

Μια μέρα κατέβηκα στην εξοχή και φώναξα

Σήμερα δίνω μορφή σ’ όλες τις επιθυμίες

Κάθε καλοκαίρι μας μυρίζει τόσο υπέροχα

Γιατί κανείς δεν ξέχασε του έρωτα τα κέρατα

Σκέψεις στραγγαλίζονται από πουλιά εφιάλτες

Άραγε πού κρύφτηκαν του πρωινού τα περιστέρια

Όταν η νύχτα έρχεται δεν λάμπουνε τ’ αστέρια

Που είναι τα λευκά ξωκλήσια των αγνών βλεμμάτων

Τα μαγεμένα δείπνα μας στη χώρα των θαυμάτων

Απλής ζωής μυστήριο σε τύφλωσε το σέλαγος

Απ’ την άκρη του γκρεμού σε τράβηξε το πέλαγος

Η μέθη σαν φτάνουνε του Διόνυσου οι μαινάδες

Ένας λαιμός που αφήνει το κασκόλ στις καμινάδες

Πόσο ψηλά την πίστη μας κόβει ένας μιναρές

Τ' ασκί του Αιόλου γέννησε ξωτικά και χίμαιρες

26

Τον πανάγαθο Θεό μας ξαποστείλαμε μ’ ευχές

Ένα παιδί θυμωμένο που έφτυσε τον τοίχο

Στον ίδιο που αλαφρώνουμε κοιτώντας ζωγραφιές.

Πίνακας: Max Ernst, L'Ange du Foyer ou Le Triomphe du Surréalisme

27

Το συμμετρικό αντίγραφο της σιωπής

Σαν μια γυναίκα με άκρα ανοικτά και μέση λεπτή

Η γυναίκα μια κλεψύδρα που μετρά το χρόνο μας

Είναι η θεά των φιδιών που κρατά τον πόνο μας

Οι δυο μαύρες πλεξίδες της φτάνουν μέχρι την άμμο

Στα πόδια της ένας ζητιάνος της επιθυμίας

Στα χέρια της ένας τυχοδιώχτης της ευτυχίας

Φέρνει μια γυροβολιά και μαζεύει τον αέρα

Ξεθυμασμένες γλώσσες έρχονται απ’ το πέλαγος

Γλείφουν το νερό των τελευταίων αποθεμάτων

Μια κλεψύδρα κι η θάλασσα αδειανή και άγονη

Από δυο παλάμες πέφτουν οι τελευταίοι κόκκοι

Ο χρόνος θα ξανάρθει μες τα βουητά και γέλια

Σ’ ένα λιβάδι στρώνονται οι πράσινες μερίδες

Ένα μικρό διάστημα με άπειρες ελπίδες.

28

Απίστευτης προέλευσης ιπτάμενα αντικείμενα

Αιρόταν στο κενό που είχε χρώμα μολυβί

Από το βάθρο κοίταζε εκείνη η διάσημη

Ύστερα ένα θόρυβος τράβηξε τα βλέμματα

Η νύχτα κατηφόρισε κι έσβησε τα χρώματα

Τα σταυρωμένα μας κορμιά σ’ αόρατα καρφιά

Όνειρα ασπρόμαυρα καρό αποτυπώματα

Του μυαλού ο άξονας μετράει τις συμμετρίες

Και στις ψυχές μας καίγονται απόλυτες αξίες

Ένα κεφάλι βγαίνει έξω από τον ουρανό

Πιο μακρύ δεν είναι ένα πλοίο απ’ το νερό

Δεν υπάρχουν σκέψεις απ’ τις σκέψεις πιο πολλές

Και οι αισθήσεις μέθυσες χορεύουν στις σκιές

Ίσως φταιν τα δέντρα μας που γέρνουν στις πλαγιές

Φλεγόμενα διανύσματα ρητορικές ελπίδες

Οι κόποι μας σταυρώνονται ψηλά στις τετρακτίδες.

Πίνακας: Salvador Dali, Corpus Hypercubicus (Crucifixion)

29

Ο σουρεαλιστικός κήπος με τις ορχιδέες

Μέσα στην ευτυχία κατοικεί κι η ευτυχία

Μα ώρα με την ώρα μαζεύονται μυρμήγκια

Μικροσκοπικά κι επίμονα κεντριά μ’ ερεθίζουν

Τα χέρια δεν αντέχουνε και πιάνουν εργασία

Πέφτουν μεγάλα πέταλα στα επίμαχα σημεία

Μια λίμνη γεμάτη βογγητά στριμμένων λαρυγγιών

Μα τι ωραία ακούγεται αυτή η ικεσία

Στον ουρανό τινάζεται ένας πίδακας ψυχών

Ω! μυστικών μας λέξεων σημασιολογία

Με την ονειροθεραπεία του κασετοφώνου

Μέσα στην ευτυχία κατοικεί κι η δυστυχία

Και στο μυαλό μας τόσα άχρηστα αντικείμενα

Όσο διάστημα μια λάμπα μασουλάει σφαίρες

Αν θα συμβεί κάποια συναισθηματική ταραχή

Τότε οι ελέφαντες πηδάνε στις φλογέρες.

Πίνακας: Salvador Dali, Swans reflecting Elephants

30

Κάτι από την ψυχή των ληστών

Κάποια μέρα θα χωρίσω απ’ την ψεύτικη ζωή

Κλείνοντας στο σεντούκι του εαυτού τ’ ανδρείκελα

Μεταμορφωμένος σε μία κιθάρα ζωντανή

Και θα γίνω εγώ ξανά του δρόμου τροβαδούρος

Θα κατεβώ στο πέλαγος να ψέλνω ραψωδίες

Δίχως χέρια δίχως πόδια δίχως άτακτη φυγή

Χωρίς χάδια όταν ζητούν τα σώματα ευκολίες

Δε θέλει χειροκρότημα καμία γνήσια ανταμοιβή

Ακούστε μόνο την ψυχή που παίζει σ’ αντηχεία

Κι η μελωδία που σκορπά καρδιάς το πολυβόλο

Δεν υπάρχει λύτρωση προτού ν’ αδειάσουν οι καημοί

Κανένα πάθος έρωτα δεν έχει τιμωρία

Μα το τίμημα γνωρίζουν όσοι λέγονται τρελοί

Κάποια μέρα θα χτυπήσω την ευαίσθητη χορδή

Του κοριτσιού που πάλλει και χορεύει στα γαρύφαλλα .

31

Το ποίημα που χάθηκε πάνω στην στροφή

Ένα κορίτσι χθες το βράδυ μου έκανε ωτοστόπ

Μα ίσως ήταν ο άνεμος που κούναγε τις βέργες

Από τις λεύκες μέσα θα περάσω έτσι κι αλλιώς

Αλήτισσες με ξέφτια οι γυμνές μας ευκαιρίες

Οχιές κουλουριασμένες στης ζωής μας τις γωνίες

Στα πεζοδρόμια γόβες πεταμένες εμπειρίες

Ελάφια μαγεμένα που λακτίζουν πιο μπροστά

Σάστισα και στάθηκα εκστατικά στα σύννεφα

Ιδανικά μες στα καρό σκορπίζουνε τα γέλια

Στον ουρανό κοιτάχτηκα και χάθηκα στ’ αστέρια

Μακρινά βουνά σαν εξογκώματα είναι οι πόνοι

Ένα ρυάκι που κυλάει μέσα αλαφρώνει

Ο ωκεανός που χύνεται απλώνει πάντα αμίλητος

Ένα κορίτσι στην προκυμαία κουνάει το μαντήλι

Από τ’ οποίο πετάν οι γλάροι που τη φέρανε

Ένα καράβι που έρχεται και κάπου αναφέρεται

Της μοίρας τα μαντάτα τυλιγμένα μες τα κύματα

Κανένα φονικό δεν ακούγεται στους καταρράχτες

32

Στο θόρυβό τους σκόρπισαν και πάλι οι αναμνήσεις

Σε γνώριζα από πάντοτε το ξέρω θα γυρίσεις

Κάποιες φορές μένουμε άναυδοι χαϊδεύοντας

Του διπλανού άδειου καθίσματος την πολυτέλεια.

33

Κάτι από την ερμηνεία των ονείρων

Εκατόν είκοσι μέρες καυτής πολιορκίας

Όσο διαρκούνε και οι σχολικές μας διακοπές

Χωρίς ορισμένη κατεύθυνση η φαντασίωση

Τα μαυρισμένα μας κορμιά με τα κόκκινα φτερά

Πεταγμένα στο καυτό οδόστρωμα της νύχτας

Στα όνειρα τα βλέφαρα θροούν εκστατικά

Ο ύπνος πάλι έσπειρε σεντόνια παπαρούνες

Από τα χέρια τ’ άνεμου φιλιά σαν πεταλούδες

Μονόκεροι στα σύννεφα ο πόθος πάντα ίδιος

Οι πανοπλίες των ιπποτών θαμμένες στα ξέφωτα

Στο κύπελλο το πρόσωπο μια λέξη τελευταία

Χρυσές βελόνες της οδύνης ράβουνε τα χείλια

Σφουγγάρια πίνουν τον αφρό στην άκρη της θάλασσας

Ένα μετέωρο κάστρο στο βάθος του ορίζοντα

Κραυγές καθώς οι άγγελοι βουτάν στο παφλασμό.

Πίνακας: Salvador Dali, The Dream

34

Μαρσιποφόροι Κένταυροι

Είμαστε όλοι μας μισοί άγγελοι μισοί ζώα

Ο κόπος μας ακούγεται που τρίζει στις κλειδώσεις

Ένα κλαρί στα κόκαλα που σπάζει η μουσική

Απ’ τα τραγούδια συναρπάζει πιο πολύ η σιωπή

Μέσα στην καρδιά καλπάζουν κούρσες των αλόγων

Κι οι σκέψεις ανεμίζουνε με χαίτη παραλόγων

Ότι μισούμε το πατάμε κάτω απ’ τις οπλές

Οι μνήμες νυχτερίδες κρεμασμένες στις σπηλιές

Τα βογγητά ανάκατα με το βραχνά των βράχων

Χέρια και πόδια βγαίνουν σαν ανοίγουν οι κοιλιές

Όλο τον κόσμο κυβερνάνε δυνάμεις μυστικές

Αντένες προεκτάσεις των αυτιών μας στις κορφές

Κάτι κινήθηκε μέσα στ’ όνειρο του βάλτου

Καλάμια που θροούνε τις μιμήσεις τ’ αυτομάτου

Δεν υπάρχει πόνος όποιος τρέχει λέγεται τρελός

Μέσα στο πιάτο μας πάντοτε ο ίδιος πειρασμός

Αρχέγονες μανάδες μας βυζαίνουν με αγάπη

35

Κάποτε φαντάζομαι ο κόσμος θα ‘τανε μικρός

Και όλοι θα κοιμόμασταν στο ίδιο το κρεβάτι.

Πίνακας: Salvador Dali, Family of Marsupial Centaurs

36

Κόσμοι (Εναλλάξ) στο κόκκινο (της μοναξιάς)

Η πνοή των πλανητικών σωμάτων του σύμπαντος

-Μακρινές κι ανέμελες φωνές παιδιών στις εξοχές

Είναι συγχρονισμένη με τις ατομικές ανάσες

-Οι εραστές μεθύσανε και τρέχουν στις γωνιές

Στο ρυθμό με τον οποίο ταλαντώνονται οι καρδιές

-Κρυφά πάνω στην πλάτη σκαρφαλώνουν οι σκιές

Στην ίδια την ταχύτητα που ταξιδεύει η σκέψη

-Γι’ αυτό και οι καλές στιγμές μας μοιάζουνε μικρές

Στο σκοπό που γυρεύει του ανθρώπου η προσδοκία

-Στον ίλιγγο του χορού μίας μαύρης μπαλαρίνας

Τ’ αστέρια που φέγγουν καθρεφτίζονται στα μάτια μας

-Το βλέμμα μας σταμάτησε στο φράγμα του φωτός

Το φράγμα της νύχτας αν ποτέ θα ξεπεράσουμε

-Φτερά και φύλλα έρμαια της ματαιοδοξίας μας

Κι αν στη ζωή θα βρούμε μια προνομιούχα θέση

-Ατέρμονος ο δρόμος ανεβαίνει και κατεβαίνει

Στο δράμα τ' ουρανού π’ απλώνει η απειροσύνη

-Το ρολόι κι αν χτυπάει δεν αλλάζει εποχές

Αμίλητο είναι το νερό κι άρρητη η θάλασσα

37

-Όσο κι αν είμαστε ηρωικοί κάποτε λιποψυχούμε

Ένα πουλί που πέταξε λευκό σαν τις ευχές

-Καθώς ο ήχος μιας καμπάνας εξαϋλώνεται

Θυμάμαι ότι μου είπες πως θα φύγεις σαν εχθές

-Ένα χαμένο πόλεμο οι μάχες δεν θυμούνται

Το πρόσωπό σου έγειρε στο ηλιοβασίλεμα

-Όπως περνά ο άνεμος και θροούν οι παπαρούνες

Στ’ απέραντο κενό που βρίθει η ανασφάλεια.

38

Ωδή στην αγωνία για το χώρο και το χρόνο

Τ’ απεγνωσμένο σήμα της μεταξύ μας κατανόησης

Είναι σαν το καράβι που το γέλασαν οι φάροι

Έγινε στοιχειό που ερημώνει τα λιμάνια μας

Στέκει μετέωρο μέσα στου καημού το πέλαγος

Χωρίς να μένει τέλος ούτε κι ένας ενδοιασμός

Όταν τ’ αστέρια χάνουν τη μεταξύ τους θέαση

Αφού δεν ξέρει σύνορα ο μεγάλος χωρισμός

Ούτε μπαίνει πάλι σ’ αγκαλιά η απελπισία

Κραυγές γλάρων και φευγάτος στα πανιά ο σπαραγμός

Πρέπει τώρα να χτίσουμε καινούργια θεωρεία

Όχι το παλιό μας σύστημα με κρίματα κι ευχές

Οι ιδέες μας μεγάλωσαν σε πλούσιες φυλακές

Η μοναξιά μας κατοικεί στων αετών τις κορυφές

Οι ανάγκες βόσκουνε χαμηλά στις πεδιάδες

Που φυτρώνει πάντα η ελπίδα ν’ ανταμώσουμε.

Πίνακας: Salvador Dali, Woman at the Window

39

Ωδή στην απλότητα της τελειότερης σκέψης

Η συμμετρία των ψυχών σ’ επίπεδο σύμπαντος

Ένας αγώνας έκστασης απ’ την ουρά στη ρόδα

Μες στο συρτάρι αφήσαμε τα χέρια και τα πόδια

Καθώς ξεκινάει του μυαλού η περιπέτεια

Από ένα αγκίστρι κρέμεται ψηλά η περιέργεια

Ένας χορός που στήσανε ιθαγενείς των σπίρτων

Τον κόσμο ζωγραφίζει ένα πινέλο μαγικό

Κι ένας σπινθήρας είναι του τσακμακιού το μυστικό

Ο κόσμος είναι ασήμαντος στην ηρεμία των φίλων

Μία μουσούδα χώνεται στο πήδημα των ψύλλων

Οι επιθυμίες έχουνε στα οπίσθια φτερά

Μία ακρίδα σέρνεται στων χαυνωμένων την κοιλιά

Ένα βαρίδι κρατά του πόνου μας το αντίβαρο

Ένα κουπί στ’ απόβραδο η σκέψη κι ένα πλοίο

Το χτύπημα στ’ απόκαμα κι ένα χυμένο αιδοίο.

Πίνακας: Salvador Dali, The Great Masturbator

40

Άνιμα

Συνειδητοποίησα πως είμαι ερωτευμένος με τη γυναικεία πλευρά

του εαυτού μου:

Δυναμική

Μεγαλύτερη από εμένα

Παιδεράστρια και πρόστυχη

Καλλιεργημένη

Καθηγήτρια φιλολογίας

Που διδάσκει με γλώσσα γλαφυρή και κολλώδη

Σαρώνοντας την αντρική δασοκάλυψη

Ωσότου να απομείνω γυναίκα σαν εκείνη

Ίσος προς ίση

Ενώ εκείνη θα έχει μεταμορφωθεί στον αντρικό της

εαυτό:

Παθητικός

Νάρκισσος

Ευφυέστερος και λεπτότερος στις σκέψεις και στους τρόπους

Άεργος σαν τον αέρα

Που ξέρει πάντως πώς να ξετυλίγει το μαλλί της πυρκαγιάς

Αναλύοντας τη θεωρία του χάους με ακαταμάχητα επιχειρήματα

41

Θα έχουμε ανταλλάξει πλήρως το μεδούλι και τα ρεύματα της

ύπαρξης

Αγκαλιασμένοι στην αρχέγονη κοιλιά της αιωνιότητας

Από την οποία όλοι καταγόμαστε

Και μας μέλλει να χωρίζουμε και πάλι στη ζωή

Γιατί άραγε;

Ίσως έτσι-

Για να διαιωνιστεί όλο το φως κι ο θόρυβος της πλησμονής

μέσα στην απάθεια του κόσμου.

Πίνακας: Blue Forest, James G. Davis

42

Κατάλογος των εξαφανισμένων πληρωμάτων

Θα πρέπει να περάσουμε από χείλια κύματα

Μες από θύελλες δάκρυα κι αγάπες αστραπές

Μήπως η γαλήνη και χαράξει στον ορίζοντα

Ένα νησί λίγο πριν να βυθιστεί στο δειλινό

Μέσα στου μυαλού άλικο των θεϊκών δαχτύλων

Και μες από ένα αυγό γεννιέται η φαντασία

Ένα όνειρο πίσω στο παιδικό δωμάτιο

Σενάρια του μέλλοντος που τείνουν στο άπειρο

Ένα πουλί πετάει με κάθε νέα σκέψη μας

Ένα βουνό ορθώνεται με κάθε αντίρρηση

Η μουσική που παίζει στα σκαλιά του καταρράχτη

Από τον ατμό ανεβαίνει μία νέα κλίμακα

Ταξίδια διάφορα σχεδίες νέων επιπέδων

Επάλληλες εικόνες που λάμπουνε στα κρύσταλλα

Παραμορφωτικοί καθρέφτες πραγματικότητας

Κατασκευές στην αμμουδιά που σκούπισε το κύμα

43

Πίσω από κάθε αστέρι και μία κρυφή πληγή

Σκοτισμένο το μυαλό αυτοπαθές και νάρκισσο

Τα σταυρωμένα σκιάχτρα οι φοβισμένες μας σκιές

Κυπαρίσσια της ανάστασης αλεξικέραυνα

Τεντωμένοι κοκοριών λαιμοί λαλούν τα μέλλοντα

Αυτά που δεν μας αφορούνε μένουν μετέωρα

Μία νύξη ασαφή αφήνει τ’ ανεπαίσθητο

Σαν μια οσμή καμένου όταν φεύγει το ασημί

Εννιά στους δέκα ψίθυρους ζητάν περιπέτεια

Τόσο πιο βαθιά κρυμμένο ό, τι ψάχνουμε πολύ

Κάθε βραδιά με το άρωμα σαν άσπρο γιασεμί.

Πίνακας: Salvador Dali, The Invisible Man

44

Η αρχή της ηδονής

Η καταγωγή κι η εξέλιξη όλων των ιδεών

Ζούμε να διαιωνίζουμε πιστά την ευτυχία

Η επικράτηση άγιων κι αιθέριων μορφών

Τα αγγελικά παιδιά μας ούτε που γνωρίσαμε

Στις διαβολικές συμπτώσεις της καθημερινότητας

Τα όνειρά μας σκόρπισαν αμέσως σαν ξυπνήσαμε

Μα τ’ αεράκι να θυμίζει κάποια φτερουγίσματα

Από τη θεία χώρα της προηγούμενης νύχτας

Ευδαιμονισμός στο μοναστήρι της συνήθειας

Διαλογισμός στις μαγικές στιγμές της αγιοσύνης

Ένα ποτήρι μία γεμάτο και μια έρημο

Η ιδανική για τη χαρά των άλλων αγωνία

Το ανεξερεύνητο κοχύλι της κενότητας

Το πολυπόθητο σφουγγάρι της πληρότητας

Ο σουρεαλιστικός κήπος με τις ορχιδέες

Του Edward James η πολυθρύλητη ιστορία

Ο ατέλειωτος περίπατος στα δάση των σκιών

45

Μια εκκένωση ιδέας στου κεφαλιού το γλόμπο

Τι όμορφα αισθανόμαστε τόσες πολλές φορές

Φορώντας το κουστούμι του απραγματοποίητου

Στο κόκκινο βαμμένοι μ’ ιλαρή μελαγχολία

Η σταύρωση στου ορίζοντα τα τέσσερα σημεία

Γύμνωσαν τα χέρια- να μην έχουμε τίποτα είναι

Εξίσου υπέροχο με το να έχουμε τα πάντα

Παράδοξα η αισιοδοξία περισσεύει.

Πίνακας: René Magritte, The Pleasure Principle, Portrait of Edward James

46

Η συλλογική εφεύρεση

Αν σκέφτηκες ποτέ τι είναι η πραγματικότητα

Κατασκευή φτιαγμένη από την άμμο του γιαλού

Που τρέχει μες από τα χέρια μ’ άγνωστη ταυτότητα

Αν ξεπερνά τη θάλασσα που φέρεται τις νύχτες

Ο άνθρωπος καθώς υπερχειλίζουνε τα όνειρα

Χίμαιρες των βιοχημικών μας αντιδράσεων

Απύθμενη και μυστική γλιστρά η ψυχή στα σώματα

Και οι αλήθειες δεν υπερβαίνουν τις απόψεις μας

Αν σκέφτηκες πού φτάνουν οι πομπές του λογισμού

Και αν μας κυβερνάν της φαντασίας τα πλάσματα

Η εμπιστοσύνη μας απέναντι στα θαύματα

Έρμαιη στο διάστημα ψηλά η αναγκαιότητα

Η μικρότητά μας απέναντι στην απεραντοσύνη

Η απόγνωση της θάλασσας στο σκόπελο του φόβου

Παρασυρμένα είναι από τα ρεύματα τα κότερα

Του σπαραγμού ο απόηχος μέσα στην κενότητα

Η αίσθηση παγιδευμένη μπροστά στην αγωνία

Απέναντι στις προσδοκίες μας η ματαιότητα

Ζωές που επιπλέουνε στου ύπνου την αιώρα

Καθώς αρχίζει η βροχή από τα απώτερα

Μια γιγάντια μαύρη ομπρέλα που κατεβαίνει

Ψυχές που κείνται στην αποδερμάτωση της νύχτας

47

Αν σκέφτηκες μήπως υπάρχει κάποιος άλλος κόσμος

Η αδυναμία της προηγούμενης υπόθεσης

Η ακατανίκητη έλξη μας για το άγνωστο

Τα μέλλοντα που έρχονται παφλάζοντας στ’ απόνερα

Το φως του χρυσαφένιου χρώματος της μοναξιάς

Αν σκέφτηκες ποτέ τι είναι η πνευματικότητα

Πυκνότεροι συλλογισμοί βαρύτερα τα στρώματα

Από τα ψάρια του πελάγου ως τα ψάρια τ’ ουρανού.

Πίνακας: René Magritte, Collective Invention

48

Ορίζοντες του σύμπαντος

Εκεί που πέφτει η σκόνη σηκώνεται ένα σύννεφο

Από τον καπνό των τρένων που πάντα προηγούνται

Οχλαγωγία επιβατών που τρέχουν να προφτάσουνε

Πατήματα μυριάδων ελεφάντων που θυμούνται

Στον καταρράχτη του πρωινού πλένονται οράματα

Σαστίσματα των ελαφιών πετιόνται και σκορπίζουν

Σκιές των γυπαετών μαζεύουν τα θηράματα

Τηλεσκόπια βγαίνουνε κι αρχίζουνε πειράματα

Όποιος μετρά τ’ αγνάντεμα θα βλέπει μιαν απόκλιση Ασύμπτωτες

τροχιές της πλάνησης των άστρων

Όλες οι ευθείες τ’ ουρανού κάποτε θα ενώνονται

Μες στης αβύσσου τ’ άπλωμα τα πλοία θα κοιμούνται

Στο χάρτη υπάρχει πάντα μια σβησμένη περιοχή

Σχολαστικά κι αν κάποιος μελετά ένα ταξίδι

Στο βάθος της σήραγγας το φως που απομακρύνεται

Και παγωμένη στις κορφές η ανάμνηση γδύνεται

Πίσω από κάθε τρύπα υπάρχει κι ένας πίδακας

Πίσω από κάθε πίδακα και μια πληγή που κλείνει

Ένα σημείο θα διαφεύγει από την προσοχή

Καψαλισμένο είναι το χόρτο που κοιτάζουν οι φακοί

Και ζαλισμένος ο απώτερος σκοπός από το ύψος

49

Εκεί που τελειώνει της λογικής ο σιδηρόδρομος

Αναλαμβάνει η τροπή του παραδείγματος

Εκεί που πέφτει η φυγή θα τρέχουν οι αγκαλιές

Μεταθέσεις του ενδιαφέροντός μας άγνωστες χαρές

Εκεί που πέφτει η σιωπή θα υπάρχει ένας ψίθυρος

Απ’ το στροβιλισμό που κάνουν ανεμογεννήτριες

Κι απ’ το γουργουρητό που βγάζουν οι κλεψύδρες

Κούπες τραπουλόχαρτα τ’ ανέμου και του χρόνου

Στα σηκωμένα κύπελλα η πρόποση του πόνου

Ένα αυτί που στέκει στο πλευρό του τηλεφώνου.

Πίνακας: Salvador Dali, Imperial Violets

50

Καλοκαιρινές στιγμές γεμάτες εντροπία

Τα κλαδιά τα ζάρια και τα πιόνια από το σκάκι

Οι άχρονες διακοπές στις μασχάλες των δέντρων

Το χάος απ’ τους τζίτζικες της θερινής γιορτής

Στα μάτια αστραποβόλημα μιας μακρινής κορφής

Οι μεγάλες ζεστές μέρες στ’ απλωμένα χρώματα

Πόδια καλλίγραμμα που αρχίζουν τα καμώματα

Απόσταγμα σωμάτων σε μια κούπα με κρασί

Οι φιδίσιες μας ορμές αναρριχώμενοι κισσοί

Οι σταλαγματιές τ’ άπειρο και νεφών η πύκνωση

Στόχος για όλες τις αγκαλιές μια απέραντη ψυχή

Θεριά ιπτάμενα μες απ’ το στεφάνι της φωτιάς

Οι κάμπιες τα γεφύρια και του φωτός οι ελιγμοί

Ο ουρανός τα θρύψαλα και το γαλάζιο αίμα

Στιγμές της αναπόλησης για πρόσωπα χαμένα

Στο τέρμα του πελάγου θα υπάρχει ένα χωνί

Πέρα από κει που νιώθουμε τραβάει ένα σκοινί

Ένα δάχτυλο και το περίγραμμα της έκστασης

Απ’ το λαρύγγι της σιωπής τα μυστικά βγαλμένα

51

Λόγια που φτάνουν στο μακρινό αυτί εξαντλημένα

Αλήθειες που χάνονται στο βήμα της μετάδοσης

Οι πορείες τα μυρμήγκια και το κύμα της θάλασσας

Ποτάμια χθεσινού ιδρώτα χύνονται στη λήθη

Ένα μπαλόνι φουσκώνει και απογειώνεται

Μες στο οποίο φαίνονται τα ιδεατά μας πλήθη

Τα βομβητά οι μέλισσες τα κέρινά μας κάστρα

Ορίζοντες του σύμπαντος συντετριμμένα τ’ άστρα

Στροβιλισμός της θύμησης του πλοίου επιστροφή

Ευλογημένος θα 'ρθει πάλι ο αέρας λυτρωτής

Ένας σπινθήρας στην κορυφή ενός παγόβουνου

Από τους όγκους τις γωνιές δεν έβγαλε κανείς

Τα βράχια της ακτής το κύμα κι οι κάστορες του χρόνου

Του χρόνου ας ελπίσουμε πως θα ‘μαστε μαζί

Κι ας είναι πάντα η γνώση μας στο χώρισμα του πόνου.

Πίνακας: Salvador Dali, Melting Space-Time

52

Η ευαίσθητη χορδή

Υπάρχει μια μεγάλη καρδιά που μοιράζει τα κρίματα

Και ο καιρός θα είναι έτοιμος να βρέξει

Στα τρυγημένα αμπέλια των παλιών μας εποχών

Π’ ανεβαίνουν το χειμώνα των απόμακρων βουνών

Υπάρχει ένας σάκος χοντρός που γεμίζει κλάματα

Κι ένα κουρδισμένο γέλιο που ώριμο θα παίξει

Τη μουσική που ακολουθεί το βήμα των χορευτών

Στο ηλιοβασίλεμα σβήνουν οι φιγούρες εραστών

Στη νύχτα ξεπλένονται οι ματωμένες παλάμες

Υπάρχει μια υπέροχη μέρα πάνω στ' αγάλματα

Και πανύψηλους φράχτες δοκιμάζουνε τ' άλματα

Μαντατοφόροι ελπίδας επάνω σ’ ακόντια

Καθώς οι νέες πορείες κατεβαίνουν στους δρόμους

Υπάρχει μια ακτίνα φωτός που χωρίζει στα εμπόδια

Και μια τσάντα φυγής που γεμίζει μ’ εφόδια

Μες τα κλαριά γεννιέται η ιστορία των νερών

Το γένος μας όταν οι ρίζες φοράνε τις μπότες

Υπάρχει μια αίσια μνήμη που θυμάται τα θύματα

Κι ένα σύννεφο κάθεται στο ποτήρι του κόσμου.

Πίνακας: Rene Magritte, Le Corde Sensible

53

Η απρόσμενη απάντηση

Ο ήχος από το καρφί του πίνακα στον τοίχο

Ο χτύπος στην πόρτα ενός επισκέπτη- φάντασμα

Καθώς ανοιγοκλείνουνε τα παραθυρόφυλλα

Η επαλληλία του πλήθους των συνεστιάσεων

Οι επιλογές του γεύματος των συνδαιτυμόνων

Υποθέσεις τολμηρές βαθμοί της ελευθερίας

Λευκά πανιά στα πέλαγα σαρίδια ευκαιρίας

Τα πνιγμένα μας κορμιά μες σ’ αμπάρια καραβιών

Η μουσική σου ελπίδα σε φωλιά αηδονιών

Αποκρυστάλλωση ζωής στο χτύπο ποτηριών

Δυο κεριά εκφράζουν τη ρομαντική διάθεση

Των αμήχανων μελών ορχηστρική μας κάλυψη

Φτερούγισμα στο πράσινο που σμίγουνε τα δάση

Τα μάτια μας ανοίγουν στον καθρέφτη των λιμνών

Ωσότου μείνουν μόνοι η αρμονία κι ο θαυμασμός

Υπάρχει ένα χερούλι για κάθε επιθυμία μας

Κι ο πίδακας πετάγεται στα ξύλα και στις φλέβες.

Πίνακας: Rene Magritte, The Unexpected Answer

54

Το ματογυάλι

Κάθε φορά που ανοίγει ένα παράθυρο

Ένα μικρό πουλί πετάει από το πρεβάζι

Χτυπάμε τα βλέφαρα και το ακολουθούμε

Αέρηδες γεμίζουνε κι αδειάζουνε τα στήθια

Στρέφουμε το βλέμμα από τα ανοικτά τοπία

Στου εσωτερικού κόσμου τις απεικονίσεις

Βρίσκουμε πως υπάρχει καλή αντιστοιχία

Κλείνουμε τα μάτια και η ψυχή μας δραπετεύει

Μια σπίθα στην παλάμη μας άπιαστη χορεύει

Όσα ξέρουμε θα είναι στην επαφή μαζί της

Αρνούμαστε τον κόσμο και χανόμαστε στη λήθη

Η χορεύτρια γίνεται δεινή κολυμβήτρια

Μες στα δάκρυα καθρεφτίζεται ο χαρακτήρας

Το επίπεδο του πολιτισμού στους πίνακες

Ενσαρκωνόμαστε μέσα από αγκαλιές στις σχέσεις

Κοιτάζουμε τους άλλους κι αναγνωρίζουμε εαυτούς

Παράθυρα ανάμεσα στον κόσμο και στις σκέψεις.

Πίνακας: René Magritte, La Lunette d' Approche

55

Λεκτικές χίμαιρες ενός υβριδικού ποιήματος

«Ο όρος «χίμαιρα» χρησιμοποιείται για να περιγράψει αντικείμενα

ή πλάσματα που δημιουργήθηκαν από το συνδυασμό ετερόκλητων

στοιχείων»

Το φεγγάρι τα βράδια που λάμπουν τα πρόσωπα

Κάτω απ’ το φως των κεριών που λιώνουν οι σκιές

Είναι ερωτευμένες με κρυφά λογοπαίγνια

Με βελόνια πουλιών που δολοπλέκουν σκέψεις

Μαρτυρικά κορμιά αντιλαλούν οι ρεματιές

Λίμνες αίματος και αγκάθια κάτω απ’ τα δάχτυλα

Απέναντι μας υπάρχει μια ηλεκτρική καρέκλα

Κι οι πάσσαλοι φορέσανε τα ψάθινα καπέλα

Μέσα στην οθόνη που τα μάτια μαστιγώνονται

Μες το κλουβί που η σιωπή αιχμαλωτίζει

Και τo καρύδι που σπάμε αφήνει μια αίσθηση κενού

Μας μεταφέρουν σύννεφα σε φράχτες ελεφάντων

Καθώς θα ταξιδεύουμε σε πλοίο φαντασμάτων

Η αγάπη είναι μία λέξη δίχως κέρατα

Στα στήθια του μινώταυρου που βόσκουνε παρθένες.

Πίνακας: Max Ernst, Oedipus Rex

56

Αυθόρμητη ρήξη της συμμετρίας

Ξεδιπλώνοντας την κορδέλα του χώρου και χρόνου

Μια γυναικεία μορφή πέρα από τον ορίζοντά μας

Άφεση των ψυχών απαγωγή στα σύννεφα

Οι ζωές μας επιπλέουν μέσα σ’ όνειρο κενού

Ακούγοντας το λυπητερό τραγούδι μιας φάλαινας

Καταρράχτες των πηγών και τρελοί των σκιών

Γλιστρά η νύχτα μέσα μας κι αφήνει ένα πυρσό

Που φωτίζει χταπόδια γαλαξίες στο κεφάλι μας

Όστρακα των αστερίων πάνω στη βιβλιοθήκη

Στην επόμενη σελίδα ίσως είναι το πρωινό

Καθώς ρίχνει το φως τον απροσπέλαστο κώνο του

Ένα σημείο αστράφτει στην κορφή ενός βουνού

Σιντριβάνια απλώνουν το μπλε ενός ψαροκόκαλου

Ελέφαντες σε κύκνους στο κρασί ενός καθρέφτη

Απίθανα σπαθιά που δεν μπορούμε ν’ αψηφήσουμε.

Πίνακας, M.C. Escher

57

Η σχέση ανάμεσα στην ιδέα και στο αντικείμενο

Έλεγα- το πουλί είναι μια λέξη που δεν πιάνεται

Αλλά μας τρώνε τόσο του πρωινού οι μικρές τσιμπιές

Ύστερα από τα σύννεφα έρχονται οι ελέφαντες

Έστω πατάν στους ώμους μας ανάλαφρα- σου έλεγα

Μια μεταφορά που μπορεί να μας συνεπάρει

Γιατί κι οι λέξεις γίνονται πουλιά και φεύγουνε

Μες απ’ το κλουβί που συνηθίσαμε γι’ αλήθεια

Χίμαιρες των αστεριών μας πότισαν με ψέματα

Απατηλά σεντόνια που φορέσανε φαντάσματα

Ταμπέλες σκέψεις π’ οριοθετούνε τα οράματα

Μα τα τοπία ανοικτά χάνονται στα κύματα

Κοχύλια και φλουριά στις τσέπες των ονείρων μας

Πέτρες που θρυμματίζουνε παιδιών τα θαύματα

Όταν τα λόγια γίνονται βαριά σαν τα βουνά

Πάνω απ’ το έδαφος στέκονται- γι’ αυτούς έλεγα

Ο διάφανος κύβος που αιωρείται και γυρίζει

58

Το παλάτι στην κορφή ενός μετέωρου βράχου

Ένα ανθρώπινο κορμί πετάει στο διάστημα

Σου έλεγα απλά για τα άπιαστα αντικείμενα

Ρυάκια και φωτιές που τρέχουν μες από τις τρύπες

Ενός τοίχου που νομίσαμε πως ήτανε νεκρός.

Πίνακας: René Magritte, Le Château des Pyrenees

59

Δεν ήθελα να σκοτώσω το διαστημικό ελέφαντα

Ένας ελέφαντας γλυπτός με πολύ λεπτά πόδια

Και μια πυραμίδα που φτάνει τα διαμαντένια άστρα

Η επιτυχία δεν βρίσκεται στο βάθρο της άνεσης

Είναι το βάρος που κάποιος κερδίζει στα ύψη

Σε μια αιχμηρή κορφή ισορροπεί η απόφαση

Ένα στραβοπάτημα και γκρεμίζεται το θαύμα

Η παλινόρθωση βγαίνει απ’ τα φλεγόμενα κάστρα

Στο επίπεδο των φτερών ζει μία μεταφορά

Και χάνεται από κάποιους ανέμους που φταίνε

Σαν πολλές πεταλούδες η φήμη σκορπίζει λεφτά

Κάτω από τη στέγη άσε τους άλλους να κλαίνε

Μα δεν ήθελα να σκοτώσω το διαστημικό ελέφαντα

Χτίζοντας ένα θανατηφόρο επιχείρημα

Καθώς αρχίζει το κυνήγι του ελεφαντόδοντου

Τρόπαια της φαντασίας οι χαυλιόδοντες που κρατάμε.

Image: Salvador Dali, Space Elephant

60

Το ρήμα της αντήχησης

Τι να σημαίνει των μακρινών κορφών η απάντηση

Η εξοστρακιζόμενη σιγή του σ’ αγαπώ

Το χτύπημα στην πλάτη που κανείς δεν είναι εδώ

Ο λαιμός τραβηγμένος χάνεται στα σύννεφα

Ο καπνός των τρένων γοργά περνά στα στήθια

Μια γυναίκα λούζεται ποτάμι στα μαλλιά

Το πρωινό ξυπνάει στης ζωής τα σώματα

Με κάθε στόμα άφωνο υπάρχει κι ένα κύμβαλο

Με κάθε ταίρι ενός χορού μισή μία αγκαλιά

Κάθε μετρημένο αστέρι κουκίδα μες στα μάτια

Ψάρια στη λίμνη του κρασιού που πίνει ένα όνειρο

Μνήμες των ανθρώπων στων γυαλιών τα θρύψαλα

Η έκκληση στο σούρουπο που τα βουνά ματώνουν

Η πληρότητα της έκφρασης δεν έχω τίποτε

Το τίποτε στα ψίχουλα που τα πουλιά μαλώνουν.

Πίνακας: Rene Magritte, The Glass Key

61

Οι Προσωπικές Αξίες ξεκίνησαν το φθινόπωρο του 2008

και ολοκληρώθηκαν το καλοκαίρι του 2009

Copyright © 2009, Χρήστος Τσελέντης

top related