ananas comosus

13
1 Ananas sativus, Ananassa sativa, Bromelia ananas, Bromelia comosa Βρομελιοειδή (Bromeliaceae) Ο ανανάς είναι ένα ποώδες φυτό και το κορυφαίο βρώσιμο μέλος της οικογένειας Bromeliaceae. Ευδοκιμεί σε πολλές τροπικές και υποτροπικές χώρες, όπως Φιλιππίνες, Ταϋλάνδη, Ινδονησία, Μαλαισία, Κένυα, Ινδίες και Κίνα. To γένος Ανανάς περιλαμβάνει 5 είδη, τα οποία είναι ιθαγενή της τροπικής Αμερικής. Χαρακτηριστικό είδος είναι ο Aνανάς ο πολύκομος ή Ανανάς ο εύκομος (Ananas comosus) ή ο Ανανάς ο ήμερος (Ananas sativus). Ο ανανάς έχει μακρά παράδοση ως ιατρικό φυτό στους ιθαγενείς της Νότιας και Κεντρικής Αμερικής και οι θεραπευτικές του ιδιότητες αποδίδονται στην περιεχόμενη βρομελίνη. Η βρομελίνη (Bromelain) είναι το ακατέργαστο υδατικό διάλυμα του στελέχους και των ανώριμων καρπών του ανανά, περιέχει πολλά πρωτεολυτικά ένζυμα και έχει φιμπρινολυτικές, αντι-οιδηματικές, αντιθρομβωτικές και αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες, τόσο in vitro, όσο και in vivo. Η βρομελίνη απομονώθηκε το 1891 από τους καρπούς του ανανά από τον Βενεζουαλό χημικό Vicente Marcano. Το 1892, ο Chittenden, βοηθούμενος από τους Joslin και Meara, ερεύνησαν πλήρως την ουσία αυτή και την αποκάλεσαν «βρομελίνη». Η βρομελίνη αφθονεί στο στέλεχος του ανανά, από το οποίο και εξάγεται. Θεωρείται συμπλήρωμα διατροφής και διατίθεται ελεύθερα στο κοινό από τα καταστήματα υγιεινής διατροφής και φαρμακεία στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Σήμερα, είναι το 13 ο περισσότερο χρησιμοποιούμενο βοτανικό φάρμακο στη Γερμανία.

Upload: konstantin-tempos

Post on 22-Jul-2015

39 views

Category:

Documents


0 download

TRANSCRIPT

1

Ananas sativus, Ananassa sativa, Bromelia ananas, Bromelia comosa

Βρομελιοειδή (Bromeliaceae)

Ο ανανάς είναι ένα ποώδες φυτό και το κορυφαίο βρώσιμο μέλος της

οικογένειας Bromeliaceae. Ευδοκιμεί σε πολλές τροπικές και

υποτροπικές χώρες, όπως Φιλιππίνες, Ταϋλάνδη, Ινδονησία,

Μαλαισία, Κένυα, Ινδίες και Κίνα.

To γένος Ανανάς περιλαμβάνει 5 είδη, τα οποία είναι ιθαγενή της

τροπικής Αμερικής. Χαρακτηριστικό είδος είναι ο Aνανάς ο

πολύκομος ή Ανανάς ο εύκομος (Ananas comosus) ή ο Ανανάς ο

ήμερος (Ananas sativus).

Ο ανανάς έχει μακρά παράδοση ως ιατρικό φυτό στους ιθαγενείς της

Νότιας και Κεντρικής Αμερικής και οι θεραπευτικές του ιδιότητες

αποδίδονται στην περιεχόμενη βρομελίνη.

Η βρομελίνη (Bromelain) είναι το ακατέργαστο υδατικό διάλυμα του

στελέχους και των ανώριμων καρπών του ανανά, περιέχει πολλά

πρωτεολυτικά ένζυμα και έχει φιμπρινολυτικές, αντι-οιδηματικές,

αντιθρομβωτικές και αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες, τόσο in vitro,

όσο και in vivo.

Η βρομελίνη απομονώθηκε το 1891 από τους καρπούς του ανανά

από τον Βενεζουαλό χημικό Vicente Marcano. Το 1892, ο

Chittenden, βοηθούμενος από τους Joslin και Meara, ερεύνησαν

πλήρως την ουσία αυτή και την αποκάλεσαν «βρομελίνη».

Η βρομελίνη αφθονεί στο στέλεχος του ανανά, από το οποίο και

εξάγεται. Θεωρείται συμπλήρωμα διατροφής και διατίθεται

ελεύθερα στο κοινό από τα καταστήματα υγιεινής διατροφής και

φαρμακεία στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Σήμερα, είναι το 13ο

περισσότερο χρησιμοποιούμενο βοτανικό φάρμακο στη Γερμανία.

2

Το εκχύλισμα της βρομελίνης είναι ένα μείγμα πρωτεολυτικών

ενζύμων (σουλφυδρυλικές πρωτεάσες) :

Αναστολείς πρωτεάσης

Ασβέστιο

Γλυκοπρωτεΐνες

Γλυκοσιδάσες

Οξινη φωσφατάση

Σελλουλάσες

Υπεροξειδάσες

Υδατάνθρακες

Φωσφατάσες

Βρομελίνη στελέχους - EC 3.4.22.32

Βρομελίνη καρπών - EC 3.4.22.33

Από το στέλεχος του φυτού ανανά έχουν ανιχνευθεί 8 βασικά

πρωτεολυτικά ενεργά συστατικά. Τα κυριότερα εξ αυτών είναι το

F4 (24,397 dalton) και το F5 (24, 472 dalton). Οι πρωτεϊνάσες που

θεωρούνται το περισσότερο ενεργό κλάσμα χαρακτηρίζονται ως

F9 και αποτελούν το 2% των συνολικών πρωτεϊνών.

Υπολογίζεται ότι το 50% των πρωτεϊνών στα συστατικά F4 και F5

είναι γλυκοζυλιωμένο, ενώ το F9 δεν είναι γλυκοζυλιωμένο. Το F9

(αναναΐνη) έχει μοριακό βάρος 23,464 dalton και την μεγαλύτερη

ειδική δραστηριότητα πρωτεϊνάσης.

3

Η βρομελίνη είναι μείγμα θειολικών ενδοπεπτιδασών και άλλων

ουσιών (φωσφατάσες, γλυκοσιδάση, υπεροξειδάσες, σελλουλάσες,

γλυκοπρωτεΐνες, υδατάνθρακες και διάφοροι αναστολείς της

πρωτεάσης) [Bhattacharyya BK, 2008].

Η βρομελίνη του στελέχους (EC.3.4.22.32) διαφέρει από την

βρομελίνη των καρπών (EC.3.4.22.33) [Rowan AD and Buttle DJ;

1994]. Η βρομελίνη δρά στο ινωδογόνο παράγοντας προϊόντα τα

οποία είναι παρόμοια, τουλάχιστον από πλευράς δράσης, με τα

σχηματιζόμενα από την πλασμίνη [Taussig SJ, 1980].

Ο ανθρώπινος οργανισμός μπορεί να απορροφήσει σημαντικές

ποσότητες βρομελίνης. Ο άνθρωπος μπορεί να καταναλώσει

περίπου 12 gr βρομελίνης ημερησίως, χωρίς σοβαρές επιπλοκές

[Castell JV et al, 1997].

Η βρομελίνη απορροφάται από το ανθρώπινο έντερο χωρίς να

αποδομηθεί και χωρίς να χάσει τις βιολογικές της δραστηριότητες

[Castell JV et al, 1997; Chobotoya K et al, 2010] και συνδέεται με την

α2-μακροσφαιρίνη και την α1- αντιχυμοθρυψίνη [Castell JV et al,

1997].

Στους αρουραίους, η βρομελίνη ανιχνεύεται (έως 40%) στο αίμα μετά

την per os χορήγησή της. Οι συγκεντρώσεις της βρομελίνης

κορυφώνονται στο αίμα 1 ώρα μετά την χορήγησή της.

Εως 40% της λαμβανόμενης per os βρομελίνης απορροφάται από τον

γαστρεντερικό σωλήνα. Μετά την per os χορήγηση 8.6 gr

βρομελίνης ημερησίως, ο ΧΗΖ της ανέρχεται σε 6-9 ώρες και οι

συγκεντρώσεις της στο πλάσμα, σε 2.5-4 ng/ml (Seifert J et al,

1979; White RR et al, 1988; Castell JV, 1995].

Στους ποντικούς τα αντιόξινα, όπως το διττανθρακικό νάτριο,

διατηρούν την πρωτεολυτική δραστηριότητα της βρομελίνης στον

γαστρεντερικό σωλήνα [Hale LP, 2004].

4

Η βρομελίνη, χορηγούμενη per os σε ποντικούς, αρουραίους και

κουνέλια σε δόσεις έως 10 mg/kg, είναι ατοξική [Moss CV et al,

1963].

Η LD50 της βρομελίνης είναι 37 mg/kg στους ποντικούς και 85 mg

/kg, στους αρουραίους. Στην ενδοφλέβια χορήγηση είναι 30 mg/kg

στους ποντικούς και 20 mg/kg, στα κουνέλια.

Στον άνθρωπο, χορηγούμενη επί 10 ημέρες σε δόσεις 3.000 FIP

μονάδες ημερησίως, δεν μεταβάλλει σημαντικά τις παραμέτρους

της πήξης του αίματος (Eckert K et al, 1999].

Σε αρουραίους, η βρομελίνη, σε δόσεις έως 1.500 mg/kg/24ωρο, δεν

έχει καρκινογόνο ή τερατογόνο δράση, δεν επηρεάζει την

πρόσληψη της τροφής και τις αιματολογικές παραμέτρους και δεν

προκαλεί βλάβες στα διάφορα όργανα (καρδιά, σπλήνας, νεφροί)

[Moss IN et al, 1963].

Η βρομελίνη έχει αντιφλεγμονώδεις, αναλγητικές, αντι- οιδηματικές,

αντιθρομβωτικές και φιμπρινολυτικές ιδιότητες τόσο in vitro, όσο

και in vivo [Maurer HR, 2001; Brien S et al, 2004].

Αναστρέψιμη αναστολή συγκόλλησης αιμοπεταλίων

Αύξηση απορρόφησης φαρμάκων, ιδιαίτερα αντιβιοτικών

Βρογχίτιδα

Διάρροια

Θρομβοφλεβιτιδα

Κακοήθη νοσήματα

Καρδιαγγειακά νοσήματα

Οστεοαρθρίτιδα

Πυελονεφρίτιδα

Στηθάγχη

Χειρουργικά τραύματα

5

Μειώνει τον σχηματισμό και το μέγεθος του όγκου και προκαλεί

αποπτωτικό κυτταρικό θάνατο σε δερματικά θηλώματα, σε

ποντικούς [Beez R et al, 2007].

Μειώνει σημαντικά την ανάπτυξη των κυττάρων του γαστρικού

καρκινώματος Kato III [Taussig SJ et al, 1985].

Μειώνει την εισδυτική ικανότητα των κυττάρων του

γλοιοβλαστώματος και την de novo σύνθεση των πρωτεϊνών

[Tysnes BB et al, 2001].

Αυξάνει την έκφραση της p53 και Bax (ενεργοποιητές της

απόπτωσης) στο δέρμα ποντικών [Beez R et al, 2007]

Μειώνει την δραστηριότητα των ρυθμιστών της κυτταρικής

επιβίωσης, όπως Akt και Erk, προάγοντας επομένως τον

κυτταρικό αποπτωτικό θάνατο στους όγκους.

Μειορυθμίζει την έκφραση του NF-κB και της Cox-2 στα θηλώματα

ποντικών [Beez R et al, 2007] και σε μοντέλα δερματικής

ογκογένεσης [Bhui K et al, 2009].

Αναστέλλει την δράση του NF-κΒ την επαγόμενη από την

βακτηριδιακή ενδοτοξίνη (LPS), όπως και την έκφραση της PGE2

και της COX-2 σε ανθρώπινα κύτταρα μονοκυτταρικής λευχαιμίας

και murine μικρογλοιακά κύτταρα [Hou RCW et al, 2006; Huang JR

et al, 2008].

Η βρομελίνη έχει σημαντική αντινεοπλασματική δράση στα εξής

νοσήματα, in vivo :

Λευχαιμία P-388

Σάρκωμα (S-37)

Ασκιτικός όγκος του Ehrlich

Καρκίνωμα πνεύμονα του Lewis

ADC-755 αδενοκαρκίνωμα μαστού

Οι αντικαρκινικές ιδιότητες της βρομελίνης οφείλονται πιθανώς στην

άμεση δράση της στα καρκινικά κύτταρα και το μικροπεριβάλλον

τους, όπως και στην τροποποίηση των ανοσιακών, φλεγμονωδών

και αιμοστατικών συστημάτων [Chobotova K et al, 2010].

6

Οι αναλγητικές ιδιότητες της βρομελίνης έχουν δειχθεί σε διάφορα

μοντέλα και πιστεύεται ότι οφείλονται σε άμεση δράση της στους

μεσολαβητές του πόνου (π.χ. βραδυκινίνη) [Kumakura S et al,

1988], όπως και σε έμμεσες δράσεις μέσω της αντιφλεγμονώδους

δράσης της (π.χ. μείωση του οιδήματος, των νεκρωμένων ιστών

και των ανοσοσυμπλεγμάτων).

Περιορίζει την μετανάστευση των ουδετεροφίλων σε περιοχές

οξείας φλεγμονής [Fitzugh DJ et al, 2008]

Καταστέλλει τον πόνο της φλεγμονής, σε αρουραίους [Inoue K et

al, 1994) και τον μετεγχειρητικό πόνο και το οίδημα (Seltzer AP,

1962].

Χαμηλώνει τα επίπεδα του κινινογόνου και της βραδυκινίνης στον

ορό και τους ιστούς και επηρεάζει την σύνθεση των

προσταγλανδινών, στην οποία οφείλεται η αντιφλεγμονώδης της

δράση [Lotz-Winter H, 1990]

Μειώνει την έκκριση των προφλεγμονωδών κυτταροκινών και τις

χημειοκίνες [Onken JE et al, 2008].

Οι αντιφλεγμονώδεις της δράσεις πιστεύεται ότι επάγονται μέσω:

Μείωσης των επιπέδων των προσταγλανδινών και της θρομβοξά-

νης Α2 και τροποποίησης ορισμένων μορίων συγκόλλησης, τα

οποία παίζουν ρόλο στη παθογένεση της αρθρίτιδας [Kumakura et

al,1988; Hale et al, 2002].

Aύξησης της ινωδολυτικής δραστηριότητας του ορού, μειώνοντας

τα επίπεδα του ινωδογόνου στο πλάσμα και τα επίπεδα της

βραδυκινίνης (με αποτέλεσμα μείωση της αγγειακής

διαπερατότητας) και επομένως το οίδημα και ανακουφίζοντας

από τον πόνο [Kumakura S et al, 1988].

Αναστέλλει την συγκόλληση των αιμοπεταλίων, τόσο in vitro, οσο

και in vivo (Heinicke RM et al, 1972; Morita AH et al, 1979; Metzig C

et al, 1999].

7

Αυξάνει την ινωδολυτική δραστηριότητα, αναστέλλει την σύνθεση

του ινωδογόνου και έχει αποδομητική δράση στην ινική και το

ινωδογόνο [De-Guili M and Pirotta F, 1978; Taussig SJ and Batkin S,

1988].

Παρατείνει σημαντικά τον χρόνο προθρομβίνης και

ενεργοποιημένης μερικής θρομβοπλαστίνης (σε μεγάλες

συγκεντρώσεις) (Livio M et al, 1978].

Μειώνει τα επίπεδα της πλασμακινίνης (Oh-Ishi Sachiko et al, 1979]

Χορηγούμενη per os, μπορεί να μειώσει τα επίπεδα των PGE2 και

της θρομβοξάνης Β2.

Απομακρύνει τα CD44 μόρια των Τ-κυττάρων και προσβάλλει την

ενεργοποίηση των Τ-κυττάρων.

Προάγει την παραγωγή των κυτταροκινών σε μονοπύρηνα

κύτταρα του περιφερικού αίματος, οδηγώντας σε παραγωγή TNF-

α, IL-1β και IL-6. Η ιδιότητα αυτή της βρομελίνης μπορεί να

ερμηνεύσει τις αντιογκωτικές δράσεις που παρατηρούνται μετά

την χορήγηση πολυενζυμικών σκευασμάτων (Desser L and

Rehberger A, 1990; Desser L et al, 1995].

Τροποποιεί την διαπερατότητα των οργάνων και ιστών σε

διάφορα φάρμακα. π.χ. σε ποντικούς, εάν χορηγηθεί ταυτόχρονα

με πεντοβαρβιτάλη, παρατείνει την διάρκεια του ύπνου (Moss JN et

al, 1963] και αυξάνει τα επίπεδα της πενικιλλίνης και της

γενταμυκίνης.

Αυξάνει τα επίπεδα των αντιβιοτικών στο αίμα και τα ούρα και τα

επίπεδα της τετρακυκλίνης και της αμοξυκιλλίνης στο αίμα και

τους ιστούς, στον άνθρωπο (Tinozzi S and Venegoni A, 1978].

Επουλώνει τα γαστρικά έλκη, σε πειραματόζωα (Seligman B,

1962].

8 Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πεπτικό ένζυμο μετά από

παγκρεατεκτομή, σε περιπτώσεις ανεπάρκειας του εξωκρινούς

παγκρέατος και σε άλλα νοσήματα (Knill-Jones RP et al, 1970].

Περιορίζει την βαρύτητα της φλεγμονής και τον αριθμό των

καρκινωματωδών αλλοιώσεων του παχέος εντέρου σε ποντικούς

με πειραματική κολίτιδα [Hale LP et al, 2010]

Εξουδετερώνει μερικές από τις δράσεις ορισμένων εντερικών

παθογόνων, όπως ηVibrio cholera και η Escherichia coli, τα οποία

προκαλούν διάρροια σε πειραματόζωα. Η δράση αυτή ασκείται

μέσω αλληλεπίδρασης με τις οδούς της εντερικής εκκριτικής

σηματοδότησης [Mynott TL et al, 1997].

Εχει αντι-συγκολλητικές δράσεις στις λοιμώξεις από E. coli, οι

οποίες παρεμποδίζουν τα βακτηρίδια να προσκολληθούν σε

ειδικούς γλυκοπρωτεϊνικούς υποδοχείς στον εντερικό βλεννογόνο

τροποποιώντας πρωτεολυτικά τις περιοχές προσκόλλησης στους

υποδοχείς [Mynott TL et al, 1996; Chandler DS and Mynott TL,

1998].

Προλαβαίνει ή μειώνει την βαρύτητα της στηθάγχης και των

παροδικών ισχαιμικών επεισοδίων.

Είναι χρήσιμη στην πρόληψη και θεραπεία της θρομβοφλεβίτιδας,

γιατί μπορεί να διαλύσει τις χοληστερινικές πλάκες και έχει

ινωδολυτικές ιδιότητες

Χορηγούμενη μακροχρόνια έχει αντιϋπερτασική δράση στα

πειραματόζωα (Giacca S, 1965; Taussig SJ and Nieper HA, 1979].

Σε συνδυασμό με άλλα ιχνοστοιχεία προστατεύει από την

ισχαιμία/επαναιμάτωση των σκελετικών μυών [Neumayer C et al,

2006].

Επειδή αναστέλλει την συγκόλληση των αιμοπεταλίων, είναι

αποτελεσματική στη θεραπεία των καρδιαγγειακών νοσημάτων,

μειώνοντας τον κίνδυνο αρτηριακών θρομβώσεων και εμβολισμού

[Heinicke RM et al, 1972].

Σε ποντικούς με αλλεργική νόσο των αεραγωγών μειώνει τον

ολικό αριθμό των λευκών αιμοσφαιρίων, των ηωσινοφίλων και

των CD4 και CD8 λεμφοκυττάρων στο BAL, την αναλογία

CD4+/CD8+ και την IL-13 [Secor ER et al, 2005].

9 Εχει καρδιοπροστατευτική δράση έναντι της ισχαιμίας -

επαναιμάτωσης μέσω της οδού Akt/Foxo στο μυοκάρδιο

αρουραίων [Juhasz B et al, 2008].

Τροποποιεί τα μόρια συγκόλλησης της επιφάνειας των Τ

κυττάρων, τα μακροφάγα και τα φυσικά κύτταρα – φονείς και

προκαλεί έκκριση IL-1b, IL-6 και TNF-a από τα μονοπύρηνα

κύτταρα του αίματος [Eckert K et al, 1999; Engwerda CR et al, 2001;

Engwerda CR et al, 2001].

Μειώνει την έκφραση των CD25 σε ενεργοποιημένα CD4+ Τ

κύτταρα, in vitro [Secor ER et al, 2009]. Ακόμα, χορηγούμενη per os,

φαίνεται ότι έχει ορισμένες αναλγητικές και αντιφλεγμονώδεις

δράσεις στη ρευματοειδή αρθρίτιδα [Leipner J et al, 2002].

Χορηγούμενη προεγχειρητικά, μπορεί να μειώσει το χρονικό

διάστημα που απαιτείται για την πλήρη υποχώρηση του πόνου και

της μετεγχειρητικής φλεγμονής [Tassman BC et al, 1964; Tassman

GC et al, 1964].

Μειώνει το οίδημα, τις εκχυμώσεις και τον πόνο που συνοδεύουν

την περινεοτομία [Howat RCL and Lewis GD, 1972].

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη θεραπεία της οξείας φλεγμονής και

στις αθλητικές κακώσεις [Brien S et al, 2004].

Η κρέμα βρομελίνης (35% σε λιπιδική βάση) βοηθά στην

απομάκρυνση των εγκαυματικών νεκρωμένων ιστών και

επιταχύνει την επούλωση.

Η δράση αυτή οφείλεται στην εσχαράση, η οποία περιέχεται στη

βρομελίνη και είναι ένα μη πρωτεολυτικό ένζυμο χωρίς ενζυμική

δραστηριότητα σε φυσιολογικά πρωτεϊνικά υποκατάστατα ή

διάφορα υποκατάστατα γλυκοζαμινογλυκάνης [Houck JC et al,

1983].

Στους χοίρους, το Debriding Gel Dressing και Debrase Gel Dressing

(σκευάσματα που περιέχουν βρομελίνη) βοηθούν στην ταχεία

απομάκρυνση των νεκρωμένων στιβάδων της επιδερμίδας και στη

10

διατήρηση των υγιών (μη εγκαυματικών) ιστών [Singer AJ et al,

2010; Rosenberg L et al, 2012].

Σε άλλη μελέτη πάλι σε χοίρους, η τοπική εφαρμογή βρομελίνης σε

χειρουργικές τομές επιτάχυνε την αποκατάσταση της διάχυσης

του αίματος και του pO2, έθεσε υπό έλεγχο την έκφραση του TNF-

a και αύξησε την έκφραση του TGT- [Wu SY et al, 2012].

Η βρομελίνη έχει αναλγητικές ιδιότητες οι οποίες πιστεύεται ότι είναι

αποτέλεσμα της άμεσης δράσης μεσολαβητών του πόνου, όπως η

βραδυκινίνη [Bodi T, 1966; Kumakura S et al, 1988].

Ο συνδυασμός πρωτεολυτικών ενζύμων, όπως βρομελίνης, θρυψίνης,

χυμοθρυψίνης και παπαΐνης, έχει μελετηθεί στην θεραπεία του

καρκίνου του μαστού, του ορθοκολικού καρκίνου και του

πλασματοκυττώματος [Beuth J, 2008].

Είδος μελέτης : Διπλή – τυφλή, σε ασθενείς με οστεοαρθρίτιδα του

γόνατος.

Θεραπευτικό σχήμα : Βρομελίνη (Phlogenzym) 945 mg ή

δικλοφαινάκη 100 mg ημερησίως.

Αποτέλεσμα : Η βρομελίνη βελτίωσε σημαντικά τον πόνο στην

ανάπαυση, την κίνηση, την βάδιση και τον νυχτερινό πόνο και την

ευαισθησία εξίσου με την δικλοφαινάκη [Singer F, 1996].

Είδος μελέτης : Τυχαιοποιημένη, διπλή – τυφλή, ελεγχόμενη σε 73

ασθενείς με οστεοαρθρίτιδα του γόνατος.

Θεραπευτικό σχήμα : 36 ασθενείς πήραν Phlogenzym και άλλοι 37,

δικλοφαινάκη (100–150 mg/24ωρο) Χ 3 εβδομάδες.

Αποτέλεσμα : Η βρομελίνη βελτίωσε τον δείκτη Lequesne και

ανακούφισε από τον πόνο εξίσου με την δικλοφαινάκη [Klein G and

Kullich W, 2000].

11

Είδος μελέτης : Τυχαιοποιημένη, διπλή – τυφλή, παράλληλη μελέτη

σύγκρισης της βρομελίνης με την δικλοφαινάκη σε 63 ασθενείς με

οστεοαρθρίτιδα των γονάτων.

Θεραπευτικό σχήμα : 31 ασθενείς πήραν Phlogenzym και 32,

δικλοφαινάκη Χ 27 ημέρες.

Αποτέλεσμα : Η βρομελίνη βελτίωσε τον δείκτη Lequesne και VAS

εξίσου με την δικλοφαινάκη [Singer F et al, 2001].

Είδος μελέτης : Ανοιχτή, τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη, απλή – τυφλή,

διάρκειας 7 εβδομάδων, σε 50 ασθενείς με οστεοαρθρίτιδα του

γόνατος.

Θεραπευτικό σχήμα : Δισκία Phlogenzym (2-3 φορές ημερησίως) ή

δικλοφαινάκη (50 mg bid).

Αποτέλεσμα : Οι ασθενείς που θεραπεύθηκαν με Phlogenzym είχαν

ελάττωση του πόνου, της ευαισθησίας και της διόγκωσης των

αρθρώσεων εξίσου με την δικλοφαινάκη (Tilwe GH et al, 2001].

Είδος μελέτης : Ανοιχτή μελέτη διάρκειας <3 μηνών σε 77 ασθενείς

με ήπιο οξύ πόνο του γόνατος.

Θεραπευτικό σχήμα : Βρομελίνη 200 ή 400 mg ημερησίως επί 1

μήνα.

Αποτέλεσμα : Η βρομελίνη εμείωσε σημαντικά τα συμπτώματα

(πόνος, δυσκαμψία, λειτουργικότητα) (Walker AF et al, 2002].

Είδος μελέτης : Διπλή – τυφλή, προοπτική τυχαιοποιημένη μελέτη

διάρκειας 6 εβδομάδων σε 103 ασθενείς με επώδυνη

οστεοαρθρίτιδα των γονάτων.

Θεραπευτικό σχήμα : 52 ασθενείς θεραπεύθηκαν με ένα

συνδυασμένο σκεύασμα που περιείχε ρουτοσίδη, βρομελίνη και

θρυψίνη και 51 ασθενείς, με δικλοφαινάκη.

Αποτέλεσμα : Το συνδυασμένο σκεύασμα ήταν εξίσου

αποτελεσματικό και ασφαλές με την δικλοφαινάκη (Akhtar NM et

al, 2004].

12

Είδος μελέτης : Τυχαιοποιημένη, διπλή–τυφλή, πλασέμπο

ελεγχόμενη μελέτη διάρκειας 12 εβδομάδων σε 47 ασθενείς με

οστεοαρθρίτιδα του γόνατος

Θεραπευτικό σχήμα : 800 mg βρομελίνης ημερησίως.

Αποτέλεσμα : Η θεραπεία με βρομελίνη δεν είχε καμιά διαφορά στον

πόνο, συγκριτικά με πλασέμπο [Brien S et al, 2006]

Είδος μελέτης : Τυχαιοποιημένη, διπλή – τυφλή, παράλληλη μελέτη,

διάρκειας 6 εβδομάδων με Phlogenzym ή δικλοφαινάκη σε 90

ασθενείς με οστεοαρθρίτιδα του ισχίου.

Αποτέλεσμα : Οι ασθενείς που πήραν Phlogenzym είχαν ανακούφιση

από τον πόνο και την δυσκαμψία παρόμοια με την δικλοφαινάκη

[Klein G et al, 2006].

Οι ασθενείς που θεραπεύονται με αντιπηκτικά ή

αντιαιμοπεταλιακά φάρμακα (ασπιρίνη, βαρφαρίνη, ηπαρίνη,

κλοπιδογρέλη, ιμπουπροφαίνη, ναπροξένη και άλλα ΜΣΑΦ) πρέπει

να χρησιμοποιούν την βρομελίνη κάτω από ιατρική

παρακολούθηση.

Η βρομελίνη πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς

που παίρνουν βότανα και συμπληρώματα διατροφής που

αυξάνουν τον κίνδυνο αιμορραγίας, όπως το ginkgo biloba και το

σκόρδο.

Βρομελίνη (90 mg/δισκίο), θρυψίνη και ρουτίνη

Βρομελίνη (45 mg/δισκίο), παπαΐνη, θρυψίνη, χυμοθρυψίνη,

παγκρεατίνη, λιπάση και αμυλάση

13 Βρομελίνη (45 mg/δισκίο), θρυψίνη, χυμοθρυψίνη, παγκρεατίνη

και ρουτίνη

250-500 mg 3 φορές ημερησίως μεταξύ των γευμάτων.

Στις κλινικές μελέτες σε ασθενείς με οστεοαρθρίτιδα η βρομελίνη

έχει χρησιμοποιηθεί σε δόσεις 270 mg έως >1.800 mg ημερησίως

Η βρομελίνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εναλλακτικός

παράγοντας στη θεραπεία της οστεοαρθρίτιδας, όπου είναι εξίσου

αποτελεσματική με τα παραδοσιακά ΜΣΑΦ

Η βρομελίνη μπορεί να προκαλέσει ήπιες ανεπιθύμητες ενέργειες,

κυρίως από το γαστρεντερικό, αλλά σοβαρές επιπλοκές δεν έχουν

αναφερθεί