cyprus in greek digenis and the crab monster

3

Click here to load reader

Upload: mariajoaocosta

Post on 19-May-2015

148 views

Category:

Documents


8 download

TRANSCRIPT

Page 1: Cyprus in greek digenis and the crab monster

Μια παραδοσιακή ιστορία γραμμένη και εικονογραφημένη

από τους μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Τριμίκλινης, στα

πλαίσια της Πολυμερούς Σύμπραξης Comenius

«Κάτω από τον Ίδιο Ουρανό»

Μάιος 2011

Page 2: Cyprus in greek digenis and the crab monster

Πέρα την άκρη του μεγάλου ποταμού, σ’ ένα δασερό καλαμιώνα γεννήθηκε ένας θεόρατος Κάβουρας. Ήτανε τόσο μεγάλος που έπιανε ίσαμε ένα αλώνι. Με τις δαγκάνες του έκοβε τα δέντρα πελώρια. Τα ρουθούνια του έμοιαζαν με σπηλιές και τα μάτια του ήταν κατακόκκινα σαν φωτιά.

Στην αρχή, έκανε επιδρομές στα κοπάδια που βόσκανε στην περιοχή και ρήμαζε τα ζωντανά. Έγινε ο φόβος και ο τρόμος των βοσκών. Δεν περνούσε μέρα που κάποιος τσοπάνος, εκεί γύρω, να μην έχανε καμιά δωδεκάδα πρόβατα ή γίδια.

Όμως σιγά - σιγά ξεθάρρεψε πιο πολύ κι άρχισε να κυνηγάει και τους ανθρώπους. Οι χωρικοί δεν τολμούσαν να περάσουν απ’ το ποτάμι. Τρία παλικάρια από τα χωριά τριγύρω πήρανε την απόφαση, να τον ξεπαστρέψουν. Του στήσανε, λοιπόν, καρτέρι. Σαν πρόβαλε ο Κάβουρας βγάλανε τα

σπαθιά τους και του ‘κοψαν το δρόμο.

Σαν τους είδε ο Κάβουρας έβγαλε μια δυνατή κραυγή κι όρμησε κατά πάνω τους. Τα παλικάρια πάγωσαν από το φόβο τους! Πριν προλάβουν να το βάλουν στα πόδια, άρπαξε τα δυο με τις δυνατές του δαγκάνες και τα ‘κανε μια χαψιά.

Το τρίτο παλικάρι γλύτωσε και σε κακά χάλια έτρεξε στο παλάτι. Έπεσε στα πόδια του Βασιλιά και του είπε όλη την ιστορία. Ο Βασιλιάς τρόμαξε κι έστειλε μ’ ένα μαντατοφόρο μήνυμα στο Διγενή Ακρίτα, να πάει στο παλάτι.

Ο Διγενής παράτησε τις δουλειές του, πήρε τ΄ άρματα του, καβάλησε τον μαύρο του και με μια σπιρουνιά ξεχύθηκαν στον απέραντο κάμπο. Με μια δεύτερη σπιρουνιά το άλογο σαν σίφουνας πέταξε πάνω από φαράγγια και βουνά και μέσα σε λίγα λεπτά τον έφερε μπροστά στο παλάτι.

-Τι θέλεις, Βασιλιά μου, ρώτησε ο Διγενής κάνοντας υπόκλιση.

Ο Βασιλιάς σκυθρωπός του είπε την ιστορία με τον Κάβουρα.

-Σε παρακαλώ, Διγενή, να πας να τον βρεις κι αν μπορέσεις να τον σκοτώσεις, είπε στο τέλος ο Βασιλιάς.

-Η επιθυμία σου προσταγή, είπε ο Διγενής και σηκώθηκε.

Πήδηξε ο Διγενής στ’ άλογό του και σαν άνεμος κάλπασε πάνω από κάμπου και βουνά, μέχρι τη φωλιά του Κάβουρα.

Ο Κάβουρας καθόταν έξω από την σπηλιά του και λιαζόταν. Σαν τον αντίκρισε, άπλωσε τις δαγκάνες του, για να τον γραπώσει.

-Μέριασε, Κάβουρα, κανείς δε σε φοβάται, είπε ο Διγενής.

Ο Κάβουρας κατάλαβε πως έχει να κάνει μ’ αντρειωμένο παλικάρι και του είπε:

-Κόπιασε στο κονάκι μου να φάμε και να πιούμε αντάμα.

-Δεν ήρθα δω πέρα, για να φάω και να πιω μαζί σου, Κάβουρα, ήρθα για να παλέψουμε κι όποιος νικήσει, είπε άφοβα ο Διγενής.

Ο Κάβουρας γέλασε και τα βουνά γύρω σείστηκαν σύγκορμα.

Page 3: Cyprus in greek digenis and the crab monster

Βγήκαν σ’ ένα πλάτωμα κι άρχισε η μεγάλη πάλη. Εκεί που κτυπούσε ο Διγενής σπούσανε κόκαλα. Εκεί που δάγκωνε ο Κάβουρας το αίμα ανάβλυζε σαν πίδακας. Η γης έτρεμε κι ο κουρνιαχτός πυκνός σηκωνόταν σύννεφο. Τρέμοντας απ’ το φόβο τους οι κάτοικοι των γύρω χωριών, παρακολουθούσαν κρυμμένοι πίσω απ’ τα δέντρα.

Βράδιασε κι η πάλη του Διγενή με τον Κάβουρα συνεχιζόταν. Ο Διγενής ένοιωσε να τον εγκαταλείπουν οι δυνάμεις του. Ύψωσε στον ουρανό τα χέρια και προσευχήθηκε με βαθιά πίστη στο Θεό:

-Δώσε μου δύναμη, Παντοδύναμε, να νικήσω τον Κάβουρα και να σώσω τον τόπο απ’ αυτή τη μεγάλη συμφορά.

Ανοίξανε τότε τα ουράνια κι ακούστηκε τρανή φωνή από ψηλά, που έλεγε:

-Ψάξε στο ζωνάρι σου, Διγενή, κι εκεί θα βρεις ένα ασημένιο θηκάρι. Μέσα έχει ασημένιο μαχαίρι. Πάρ’ το και χώσε το στον ομφαλό του Κάβουρα. Εκεί είναι το αδύνατο του σημείο.

Αρπάζει τότε, Ο Διγενής το ασημένιο του μαχαίρι απ’ τη θήκη και με μιαν επιδέξια κίνηση το μπήγει στον ομφαλό του Κάβουρα. Ο Κάβουρας ούρλιαξε τόσο δυνατά, που η κραυγή του ακούστηκε ίσαμε την άκρη του νησιού. ‘Ύστερα έπεσε στο χώμα

σφαδάζοντας απ’ τον πόνο του. Το αίμα έτρεχε απ’ την πληγή ποτάμι.

-Το παραδέχομαι, Διγενή, πως είσαι πιο δυνατός από μένα. Πάρε, λοιπόν, το καβούκι μου και κάντο ασπίδα. Μήτε σπαθί το τρυπά, μήτε του κονταριού ατσάλι.

Είπε ο Κάβουρας και μ’ ένα δυνατό βρυχηθμό ξεψύχησε.

Σαν είδανε, τότες, οι χωρικοί τον Κάβουρα νεκρό ξεθάρρεψαν και βγήκαν απ’ τις κρυψώνες τους.

-Ζήτω, ζήτω ο Διγενής, φώναζαν χαρούμενοι και γελαστοί. Και σηκώνοντας τον Διγενή στους ώμους τους, οδήγησαν στο παλάτι.

Ο Βασιλιάς υποδέχτηκε με χαρά το Διγενή Ακρίτα, τον ευχαρίστησε για το μεγάλο του κατόρθωμα κι έστησε προς τιμή του τραπέζια με λογιών φαγητά και πιοτά. Το γλέντι βάσταξε τρεις μέρες και τρεις νύχτες. Όλοι τρέξανε να δουν και να θαυμάσουν τον μεγάλο αυτό ήρωα, που έσωσε τον τόπο απ’ τον κακό Κάβουρα.