ΑΝΑΤΥΠΟ
όβολός 8
Τ Ο Ν Ο Μ Ι Σ Μ Α Σ Τ Α Δ Ω Δ Ε Κ Α Ν Η Σ Α
ΚΑΙ Τ Η Μ Ι Κ Ρ Α Σ Ι Α Τ Ι Κ Η Τ Ο Υ Σ Π Ε Ρ Α Ι Α
Νομισματοκοπεία, Κυκλοφορία, Εικονογραφία Α ρ χ α ί ο ι - Β υ ζ α ν τ ι ν ο ί - Ν ε ώ τ ε ρ ο ι Χ ρ ό ν ο ι
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΤΗΣ Δ' ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ
Κως, 30 Μαίου - 2 Ιουνίου 2003
ΑΘΗΝΑ 2006
Υ Π Ο Υ Ρ Γ Ε Ι Ο Π Ο Λ Ι Τ Ι Σ Μ Ο Υ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΑΙΓΑΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
Η Λ Ι Α Σ Ε. Κ Ο Λ Λ Ι Α Σ
Η ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΉ Π Ο Λ Η ΤΗΣ ΚΩ*
Σύμφωνα με τον L. Morricone1, που ανέσκαψε την πόλη της Κω από το 1935 έως το 1943, δεν εντοπίστηκαν τεκμήρια συνέχειας του βίου της μετά τον ισχυρό
σεισμό του 554 μ.Χ. Υπέθεσα, παλαιότερα, ότι μετά απ' αυτή τη θεομηνία ή κατά τη διάρκεια των μεγάλων αραβικών επιδρομών στο Αιγαίο2, που αρχίζουν από τα μέσα του 7ου αι., η πόλη συρρικνώθηκε στο χώρο της νησίδας, όπου ορθώνεται σήμερα το μεσαιωνικό κάστρο (εικ. 1). Σήμερα, ο πολύ στενός πορθμός που χώριζε τη νησίδα από τη στεριά έχει επιχωματωθεί και έχει μεταβληθεί σε δρόμο, τη λεωφόρο των Φοινίκων.
Υπάρχει η πληροφορία ότι γύρω στα μέσα του 7ου αι. ο Άραβας στρατηγός Abou'L Awar κατέλαβε το φρούριο της Κω, μετά μάλιστα από προδοσία του επισκόπου της. Αυτό το γεγονός το αναφέρουν χρονικογράφοι που έγραψαν αρκετούς αιώνες μετά την εξιστορούμενη απ' αυτούς κατάληψη, ο Μιχαήλ ο Σύρος 3 (12ος αι.) και ο Abou'L Earaj Bar Hebraeus4 (13ος αι.). Ο τελευταίος μάλιστα χρησιμοποίησε το κείμενο του πρώτου ως κύρια πηγή. Η ορθότητα όμως αυτής της πληροφορίας έχει αμφισβητη-θεί5. Καμία άλλη ιστορική πηγή, ελληνική ή αραβική, πλησιέστερη μάλιστα χρονικά προς το εξιστορούμενο γεγονός, δεν επιβεβαιώνει όσα έχουν γράψει οι παραπάνω χρονικογράφοι. Αμφισβητήσιμη επίσης είναι η αναφερόμενη απ' αυτούς ύπαρξη κάστρου στο δωδεκανησιακό νησί στα μέσα περίπου του 7ου αι.6 Εχω την άποψη, την οποία υποστήριξα επανειλημμένα7, ότι τα νησιά της Ανατολικής Μεσογείου ήταν ανο-
χύρωτα και πέραν των μέσων του 7ου αι., διότι κανείς επιδρομέας, κατά τη γνώμη μου, δεν απείλησε σοβαρά επί αιώνες αυτή την περιοχή της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Οι επιδρομές των μεγάλων αραβικών στόλων από τα μέσα του 7ου αι. ανάγκασαν τους νησιώτες να καταφύγουν σε φύσει οχυρές θέσεις ή να οχυρώσουν τους παλαιούς οικισμούς τους. Πιθανώς όμως με τον όρο φρούριο ή κάστρο οι δύο χρονογράφοι δεν εννοούν τίποτε άλλο παρά πόλη 8. Την εποχή (12ος και 13ος αι.) που ζουν και γράφουν και οι δύο, κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί ανοχύρωτη πόλη. Από κάποια εποχή και ύστερα με τον όρο κάστρο οι βυζαντινοί χρονογράφοι εννοούν οικισμό ή μικρή πόλη.
Μέχρι στιγμής υπάρχει σχεδόν απόλυτη ιστορική σιωπή για την πόλη της Κω, περίπου από τα μέσα του 6ου μέχρι τα μέσα του 14ου αι. Μια χαμένη πια επιγραφή 9
Εικ. 1. Κως. Η Χώρα και το Κάστρο (φωτ. από La presenza italiana).
που βρέθηκε στη πόλη της Κω στα τέλη του 19ου αι. και έχει χρονολογηθεί από το 790/91 έως το 890/91 δίνει μια αόριστη ένδειξη ύπαρξης πόλης αυτή την εποχή στο χώρο της αρχαίας και της σημερινής. Οι περιηγητές, οι ιστορικοί και οι χρονικογράφοι συχνά αναφέρουν το νησί της Κ ω 1 0 και το λιμάνι της 1 1 ποτέ όμως την πόλη, που φαίνεται σαν να μην υπάρχει. Τα δέκα οκτώ έγγραφα που φυλάσσονται στο Αρχείο της μονής Πάτμου και αναφέρονται στην Κω χρονολογούμενα από το 1079 μέχρι τα μέσα περίπου του 15ου αι. δεν μνημονεύουν επίσης άμεσα ή έμμεσα την πόλη της Κω 1 2 . Στην εξιστόρηση των γεγονότων που διεξάγονται από τα τέλη του 13ου αι. έως τις αρχές του 14ου αι., για την κατοχή του νησιού από τους Βυζαντινούς και τους Βενετούς επίσης απουσιάζει η μνεία της πόλης 1 3 . Σε επιστολή του Μικρού Συμβουλίου της Βενετίας προς τον δούκα της Κρήτης με χρονολογία 7 Φεβρουαρίου 1310 μεταξύ των άλλων αναφέρονται δύο κάστρα του νησιού, τα οποία όμως δεν κατονομάζονται14.
Η Κως για ένα μικρό διάστημα από το 1310 ή το 1314-15 περιέρχεται στα χέρια των Ιωαννιτών ιπποτών 1 5. Το 1317/18 η βυζαντινή αυτοκρατορία ανακαταλαμβάνει το νησί, που θα περιέλθει οριστικά στην εξουσία των ιπποτών το 1337.
Η πρώτη μνεία της μεσαιωνικής πόλης της Κω, της Νεραντζιάς, που έχω υπόψη μου γίνεται σε έγγραφο του Ιωαννίτικου Αρχείου της 25ης Οκτωβρίου 1358 1 6 , όπου αναφέρεται ότι οι ιππότες έκτισαν το κάστρο της Arangea. Πιθανώς υπονοείται κάποια ανακαίνιση ή επισκευή του και όχι η εκ θεμελίων οικοδόμηση του. Ο Nicolo de Mar-toni που επισκέφθηκε τη Κω το Φεβρουάριο του 1395 1 7 , είναι εκείνος που για πρώτη
φορά κάνει μια σύντομη περιγραφή της πόλης, από την οποία διακρίνεται σαφώς ότι βρισκόταν οπωσδήποτε στη σημερινή θέση της. Ακολουθεί μια επίσης βραχεία περιγραφή από τον Ισπανό Ruy Gonzales de Clavijo1 8 που πέρασε από την Κω το 1403. Ο Ch. Buondelmonti στην πρώτη εικοσαετία του 15ου αί. δικαιολογεί το όνομα της πόλης της Κω Νεράντζια από την ύπαρξη γύρω απ' αυτήν κήπων με νεραντζιές1 9. Συχνά καθ' όλη της διάρκεια της Ιπποτοκρατίας στα ιπποτικά έγγραφα ή πόλη ονομάζεται Narangia, Narangie, Arangia, Arangea κλπ. 2 0 , αλλά και κατά ένα μεγάλο μέρος της περιόδου της Τουρκοκρατίας η πόλη της Κω διατηρεί την ίδια ονομασία2 1.
Η πόλη της Κω (εικ. 1) από το Μεσαίωνα μέχρι το σεισμό του 1933 χωριζόταν σε δύο τμήματα: στο κάστρο ή Castello των ιπποτικών εγγράφων και στη χώρα, που τώρα μετά τις ανασκαφές της Ιταλικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, είναι ένας μεγάλος αρχαιολογικός χώρος. Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας και πιθανώς και κατά την Ιπποτοκρατία υπήρχαν εκτός της τειχισμένης πόλης προάστια.
Βορειοανατολικά της χώρας ορθώνεται το κάστρο 2 2 (εικ. 2) κτισμένο πάνω σε μια νησίδα, που την χώριζε, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, από τη στεριά ένας στενός πορθμός επιχωματωμένος σήμερα. Διακρίνονται με πρώτη ματιά σαφώς δόο τουλάχιστον οικοδομικές φάσεις. Η νεότερη φάση ή καλύτερα το νεότερο κάστρο (εικ. 2, Β) έχει εγκλωβίσει το παλαιότερο κατά τις τρεις πλευρές, τη νότια, τη δυτική και το σωζόμενο τμήμα της βόρειας, ενώ η ανατολική πλευρά φαίνεται να ανήκει στη νεότερη οικοδομική φάση. Το παλαιότερο κάστρο 2 3 (εικ. 2, Α), σύμφωνα με τα οικόσημα των μεγάλων μαγίστρων και των πρεκεπτόρων της Κω που είναι εντοιχισμένα πάνω του, φαίνεται να ανήκει στην περίοδο μεταξύ των ετών 1457 και 1478. Εντούτοις οι πληροφορίες που μας παρέχουν οι γραπτές ιστορικές πηγές για την ύπαρξη του κάστρου της Κω στη σημερινή του θέση, είναι τουλάχιστον έναν αιώνα παλαιότερες, όπως ανα-
Εικ. 2. Κως. Το Κάστρο.
φέρθηκε παραπάνω, από εκείνες που μας προσφέρουν τα μέχρι τώρα εντοπισμένα αρχαιολογικά τεκμήρια. Κατά την περίοδο μάλιστα που πρεκέπτορας ήταν ο Βενετός ιππότης Fantino Quirini 2 4 (1436-1451), η πληροφόρηση των ιστορικών πηγών χωρίς να είναι εξαντλητική και απόλυτα ακριβής εμφανίζει μια έντονη ανησυχία της ηγεσίας του τάγματος των Ιωαννιτών και του ίδιου του Quirini για την ενίσχυση της άμυνας του κάστρου της Νεραντζιάς, αλλά και των υπολοίπων κάστρων της πρεκεπτορίας της Κω και συγχρόνως διαφαίνεται μια επίσης έντονη οικοδομική δραστηριότητα στις οχυρώσεις τους. Αυτή η έντονη δραστηριότητα διακρίνεται επίσης την ίδια εποχή και στις οχυρώσεις της μεσαιωνικής πόλης της Ρόδου 2 5 . Επάνω όμως στο παλιότερο κάστρο δεν διακρίνεται εντοιχισμένο ούτε ένα οικόσημο του Quirini, που θα πιστοποιούσε μέρος τουλάχιστον αυτής της προσπάθειας ενίσχυσης του. Εντούτοις, δύο οικόση-μά του έχουν εντοιχιστεί σε μεταγενέστερους του F. Quirini χρόνους, στην ανατολική πλευρά του νεότερου κάστρου 2 6. Το ένα απ' αυτά τοποθετημένο ανάποδα έχει χαραγμένη επάνω του την επιγραφή: F(rater) Fantinus Quirinus preceptor a fu(n)tame(n)to edi(p)h(i)cav(it) MCCCCXLV 2 7. To παραπάνω οικόσημο πρέπει να ήταν εντοιχισμένο σε κτήριο ή σε τμήμα της οχύρωσης που οικοδόμησε εκ θεμελίων (a funtamento ediphicavit) ο F. Quirini το 1445 και το αγνοούμε σήμερα.
Επίσης έχουν περισυλλέγει και φυλάσσονται μέσα στον αρχαιολογικό χώρο του κάστρου πέντε ακόμα οικόσημα (εικ. 3 και 4) του Βενετού ιππότη, των οποίων δεν γνωρίζουμε την αρχική τους θέση.
Βέβαια αυτή η φάση του κάστρου της Νεραντζιάς (εικ. 2, Α) διαθέτει κάποια αναχρονιστικά, απηρχαιωμένα στοιχεία, όπως το ορθογώνιο σχήμα του με γωνιαίους κυλινδρικούς πύργους και τείχος που ορθώνεται κατακόρυφα και δεν ενισχύεται από «σκάρπα» (από κεκλιμένο τοίχο) στη βάση του, αμυντικά στοιχεία που μας οδηγούν αρκετά πίσω στο παρελθόν. Είναι βέβαιο όμως ότι είναι ένα κάστρο της περιόδου της χρήσης του πυροβόλου όπλου. Είναι οικοδομημένο με επιμέλεια, με άφθονο κονίαμα και έχει συνολικό πάχος 4,60 μ. Διαθέτει κανονιοθυρίδες, που δεν ανήκουν σε μετασκευές της οχύρωσης, αλλά είναι σύγχρονες με αυτή.
Εξω από τη δυτική και τη βόρεια πλευρά του «παλαιοτέρου» κάστρου και σε απόσταση 6,00-6,10 μ. διακρίνονται τα λείψανα οχύρωσης 2 8. Δυτικά, τείχος πλάτους
Εικ. 3. Κως. Φουρούσι με το οικόσημο του πρεκέπτορα της Κω F. Quirini.
Εικ. 4. Κως. Δύο πλάκες με τα οικόσημα του πρεκέπτορα της Κω F. Quirini.
1,78-1,80 μ. (εικ. 2, γ) εκτείνεται μεταξύ των γωνιαίων κυλινδρικών πύργων. Το βόρειο άκρο του απολήγει σε πύργο (εικ. 2, δ και εικ. 5) ημιεξαγωνικής κάτοψης. Βόρεια διακρίνεται επίσης τμήμα τείχους (εικ. 2, γ) πλάτους 1,80 μ. που στο ανατολικό του άκρο προβάλλει ορθογώνιος, μακρόστενος πύργος (εικ. 2, δ και εικ. 6).
Ο Α. Maiuri 2 9 πίστευε ότι το παραπάνω οχυρωματικό έργο δεν ήταν τίποτε άλλο παρά το προτείχισμα του «παλαιότερου» κάστρου. Κατά τη γνώμη μου όμως, δεν έχει δίκιο. Εάν και τα δόο οχυρώματα ήταν σύγχρονα, οι δύο πύργοι του «προτειχίσματος» εξαιτίας της θέσης τους θα εμπόδιζαν τις βολές των όπλων των πύργων του τείχους που ορθώνονται πλάι και πίσω τους. Ενδεχομένως, λοιπόν, τα λείψανα πύργων και τείχους, που υπάρχουν εξωτερικά στη δυτική και βόρεια πλευρά του «παλαιότερου» κάστρου, είναι ό,τι έχει απομείνει μιας προγενέστερης οχύρωσης- είναι τα λείψανα πιθανώς του βυζαντινού κάστρου. Είναι ίσως το κάστρο του ιπποτικού εγγράφου της 25ης Οκτωβρίου 1358 3 0 , που αναφέρθηκε παραπάνω, είναι εκείνο που επισκέφτηκαν ο Nicolo da Martoni (1395), ο Ruy Gonzales de Clavijo (1403) και ο Buondelmonti (πρώτη εικοσαετία 15ου αι.). Αυτό το κάστρο πιθανώς ενίσχυσε ο Ε Quirini που κατεδαφίστηκε όταν ολοκληρώθηκε η νέα οχύρωση κατά το χρονικό διάστημα 1454-1478. Τότε θα αφαιρέθηκαν όχι μόνο τα οικόσημα του Ε Quirini, αλλά και των προγενεστέρων του πρεκεπτόρων και μεγάλων μαγίστρων που πιθανώς ήταν εντοιχισμένα επάνω του. Δεν πρέπει να αποκλείσουμε την περίπτωση η θεμελίωση του να φθάνει σε βάθος χρόνου μέχρι τον 7ο αι. μ.Χ., μέχρι δηλαδή την εποχή των μεγάλων αραβικών ναυτικών επιδρομών.
Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται εξάλλου και στις οχυρώσεις της Ρόδου 3 1 . Ενώ γνωρίζουμε από τις ιστορικές πηγές ότι οι οχυρώσεις της πρωτεύουσας του ιπποτικού κράτους ενισχύθηκαν σχεδόν απ' όλους τους μεγάλους μαγίστρους του 14ου αι., εντούτοις απουσιάζουν από αυτές τα οικόσημα των μεγάλων μαγίστρων που ηγήθηκαν του Ιωαννίτικου ιπποτικού Τάγματος κατά το χρονικό διάστημα από την κατάληψη της Ρόδου (1309) μέχρι το θάνατο του μεγάλου μαγίοτρου Robert de Juillac (1377). Μόνο ένα οικόσημο του δεύτερου μεγάλου μαγίοτρου Helion de Villeneuve (1319-1346) 3 2 εντοιχίστηκε ξανά μαζί με εκείνο του Giovanni Batista degli Orsini (1467-1476)
πάνω από τη νοτιοανατολική πύλη (πύλη της Καστελλανίας) του Κολλάκιου, όταν ο τελευταίος ανακαίνισε το τμήμα αυτό της οχύρωσης, το οποίο φαίνεται είχε οικοδομήσει ο πρώτος και είχε εντοιχίσει το οικόσημο του. Αυτή την πράξη σεβασμού προς τους προγενέστερους του μεγάλους μαγίστρους επαναλαμβάνει ο Orsini εντοιχίζοντας μαζί με το οικόσημο του εκείνο του Philibert de Naillac (1396-1421) στον πύργο που προβάλλει στο τείχος του λιμανιού 3 3. Η έντονη οικοδομική δραστηριότητα της επέκτασης και της ενίσχυσης της στεριανής οχύρωσης της πόλης της Ρόδου 3 4 , που αρχίζει κατά τη γνώμη μου από τα χρόνια του μεγάλου μαγίοτρου Antoni de Fluvian (1421-1437) και συνεχίζεται μέχρι το τέλος της Ιπποτοκρατίας (1522), εξαφάνισε κάθε στοιχείο δηλωτικό της μέριμνας για τις οχυρώσεις των προγενεστέρων του Fluvian μεγάλων μαγίστρων. Διασώθηκαν βέβαια, πιθανώς τυχαία, οικόσημα των Juan Fernadez Heredia (1377-1396) και Philibert de Naillac (1396-1421) (εκτός απ' αυτό που αναφέρθηκε παραπάνω), αλλά αυτά είναι εντοιχισμένα επάνω σε τμήματα των ανατολικών πρώιμων βυζαντινών οχυρώσεων, ενισχυμένα από τους δύο παραπάνω μεγάλους μαγίστρους, που δεν κατεδάφισαν και δεν μετασκεύασαν σε χρόνους μεταγενέστερους οι Ιππότες.
Στο δεύτερο λοιπόν μισό του 15ου αι., ενώ διευρύνουν και ενισχύουν τον οχυρωματικό περίβολο της πόλης της Ρόδου, οικοδομούν στην Κω νέο κάστρο, διότι πιθανώς το παλαιό δεν ήταν πια αξιόμαχο και έτσι εξηγούνται οι πληροφορίες, που μας παρέχουν οι ιστορικές πηγές, για τη συχνή εγκατάλειψη του από τους κατοίκους του σε περίπτωση εχθρικής επιδρομής 3 5.
Ο δεύτερος, νεότερος οχυρωματικός περίβολος που περικλείει πλέον όλο το νησάκι, χτίστηκε μετά τον ισχυρό σεισμό του 1493 που έπληξε ιδιαίτερα την Κω κάνοντας μεγάλες ζημιές στις οχυρώσεις της πόλης και της υπαίθρου 3 6. Το νεότερο κάστρο είναι έργο των μεγάλων μαγίστρων Pierre d'Aubusson, Emery d'Amboise και Fabrizio del Carretto 3 7, των οποίων τα οικόσημα είναι εντοιχισμένα στα τείχη, στους προμαχώνες και στους πύργους του. Είναι πλέον ένα ισχυρό κάστρο δομημένο και οργανωμένο σύμφωνα με τις σύγχρονες αμυντικές αρχές που επέβαλε η χρήση του πυροβόλου όπλου.
Εικ. 5. Κως. Λείψανα πύργου στο βορειοδυτικό άκρο του «παλαιότερου» Κάστρου.
Εικ. 6. Κως. Λείψανα πύργου στη βόρεια πλευρά του «παλαιότερου» Κάστρου.
Στον αναπεπταμένο χώρο των 25.000 τ.μ. που περικλείουν τα τείχη του κάστρου της Νεραντζιάς (εικ. 2) έχουν διασωθεί ακέραια ελάχιστα μεσαιωνικά κτήρια. Στη μέση περίπου του παλαιού περιβόλου ορθώνονται δύο εφαπτόμενοι καμαροσκέπαστοι χώροι και στο βορειοανατολικό άκρο του κάστρου διατηρείται ακόμη ένα καμαροσκέ-παστο μεσαιωνικό κτίσμα, στο οποίο έχουν προσκολληθεί νεότερες προσθήκες.
Στο κάστρο της Νεραντζιάς η Ιταλική Αρχαιολογική Υπηρεσία δεν έκανε ανασκαφές. Στις αρχές της Ιταλικής κατοχής κατεδαφίστηκαν τα κτίσματα που βρίσκονταν πάνω στις οχυρώσεις και μέσα στο κάστρο και στέγαζαν την τουρκική φρουρά 3 8 . Ο Α. Maiuri περιορίστηκε στο σκάψιμο μικρής έκτασης διερευνητικών τομών στη δυτική πλευρά του παλαιού περιβόλου και έφερε στο φως τα ερείπια μιας μονόχωρης «βυζαντινής», όπως την ονομάζει, εκκλησίας και πιθανώς ελάχιστα λείψανα κοσμικών κτισμάτων 3 9. Όλα αυτά με την πάροδο του χρόνου καλύφθηκαν από νεότερη επίχωση.
Ένα τυχαίο γεγονός έδωσε την ευκαιρία να αρχίσει ανασκαφή στον ίδιο χώρο που είχε σκάψει ο Α. Maiuri. Κατά τον ετήσιο καθαρισμό του χώρου από την ανεπιθύμητη βλάστηση, τον Φεβρουάριο του 1998, εμφανίστηκαν πυρομαχικά που πιθανώς ο ιταλικός στρατός είχε εγκαταλείψει στη διάρκεια του τελευταίου πολέμου. Μετά την απομάκρυνση τους από πυροτεχνουργούς άρχισε η ανασκαφή. Εντοπίστηκε τμήμα ενός πυκνοκατοικημένου οικισμού επί του παρόντος έκτασης 875 τ.μ. (ο οικισμός εκτείνεται προς όλες τις κατευθύνσεις). Ήλθε στο φως τμήμα ενός χαλικόστρωτου δρόμου (εικ. 7) πλάτους 1,60-1,80 μ. και αποκαλυφθέντος μήκους 19 μ. περίπου. Έχει κατεύθυνση από βορρά σε νότο. Είναι ευθύς και δεξιά και αριστερά του διακρίνονται πόρτες κτηρίων. Το νότιο άκρο του καταλήγει σε μια μικρή πλατεία εμβαδού 40 τ.μ. Στο κέντρο της αποκαλύφθηκε πηγάδι που ήταν ασφαλώς δημόσιας χρήσης. Ήλθε επίσης ξανά στο φως το μονόχωρο εκκλησάκι που είχε αποκαλυφθεί από τον Α. Maiuri και έχει μήκος 8 μ. και πλάτος 3 μ. Στο κατώτερο τμήμα του βόρειου τοίχου του διακρίνονται ελάχιστα τμήματα του ζωγραφικού του διακόσμου. Δυτικότερα του αποκαλυφθέντος δρόμου διακρίνονται άλλοι δύο παράλληλοι προς τον πρώτο και του ίδιου περίπου πλάτους. Η ανασκαφή έχει διακοπεί, αλλά στο στάδιο που βρίσκεται μας επιτρέπει να διακρίνουμε τα περιγράμματα μικρών κτηρίων, που φαίνεται ότι τα περισσότερα ήταν κατοικίες. Ορισμένα ήταν διώροφα. Διασώζεται σ' αυτά τμήμα της πέτρινης σκάλας που οδηγούσε στον όροφο. Το εμβαδόν του ισογείου, ενός απ' αυτά που ήλθε στο φως, δεν ξεπερνά τα 60-70 τ.μ. Το σωζόμενο ύψος των τοίχων του φθάνει σε ορισμένες περιπτώσεις τα 1,80 μ. και έχουν πάχος 0,50-0,60 μ. Είναι χτισμένοι με αργούς λίθους και το συνδετικό υλικό τους είναι άφθονο ασβεστοκονίαμα.
Το υλικό της ανασκαφής βρίσκεται ακόμη στο στάδιο της συντήρησης και της μελέτης, γι' αυτό το λόγο επί του παρόντος είναι πολύ δύσκολο και επισφαλές να διατυπωθούν συμπεράσματα για το χρόνο χρήσης των κτισμάτων που ήλθαν στο φως. Είναι πολύ πιθανό να αποκαλύπτεται μια μεσαιωνική συνοικία, της οποίας συνεχίστηκε η ζωή και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Μέχρι τώρα υποθέταμε από έμμεσες πληροφορίες των ιστορικών πηγών του 15ου αι. 4 0 ότι μέσα στο κάστρο κατοικούσαν μόνο οι ιππότες και ο πρεκέπτορας, όπως συνέβαινε δηλαδή με το χώρο του Κολλάκιου στη Ρόδο. Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας δεν γνωρίζουμε αν το κάστρο ήταν χώρος κατοικίας. Οι περιηγητές που περνούν από την Κω κατά τον 18ο και 19ο αι. αναφέρουν μόνον ότι το κάστρο απαγορευόταν να το επισκεφτεί Ευρωπαίος 4 1, αλλά δεν γίνεται λόγος για οικισμό, που ασφαλώς, αν υπήρχε, θα ήταν μουσουλμανικός. Στην αρχή του 20ού αι. ο ιταλικός στρατός κατοχής βρήκε μέσα στο κάστρο μόνο την τουρκική φρουρά 4 2 που στεγαζόταν σε νεότερα κτίσματα. Τί συνέβαινε όμως κατά τους τέσσε-ρεις προηγούμενους αιώνες τουρκικής κατοχής, 16ο-19ο αι.; Οι πρώτες ενδείξεις μας κάνουν να υποθέτουμε ότι η αρχή αυτού του οικισμού ανάγεται στα μεσαιωνικά χρόνια, αλλά η ζωή του συνεχίζεται και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Η Χ ώ ρ α (εικ. 1) βρίσκεται νότια του κάστρου. Είναι αρκετά δύσκολο, αν όχι αδύνατον, να καθορίσουμε έστω και με σχετική ακρίβεια πότε άρχισε η οίκηση της 4 3 . Από την οχύρωση της διατηρείται μεγάλο μέρος της νότια πλευράς, τμήμα της δυτικής και από το βόρειο τείχος έχει απομείνει μόνο ένα τμήμα του απέναντι από το κάστρο 4 4, που συγκρατεί το ανάχωμα πάνω στο οποίο βρίσκεται ο λεγόμενος πλάτανος του Ιπποκράτη. Από την ανατολική πλευρά δεν έχει διατηρηθεί ούτε ίχνος του πια. Η οχύρω-
ση της χώρας δεν φαίνεται ιδιαίτερα ισχυρή. Το πάχος του τείχους δεν ξεπερνά τα 0,60 μ. Η νότια πλευρά ήταν ενισχυμένη με μικρούς ορθογώνιους πύργους, από τους οποίους έχουν διατηρηθεί δύο. Προμαχώνες ενίσχυαν τη νοτιοανατολική, νοτιοδυτική και βορειοανατολική γωνία. Δεν σώζεται από αυτούς ο τελευταίος. Σήμερα δεν διακρίνεται ούτε ίχνος του και στη θέση του ορθώνεται το διοικητήριο της Κω, που χτίστηκε επί Ιταλόκρατίας. Επίσης η Χώρα διέθετε πέντε πύλες 4 5 , από τις οποίες διασώζονται δύο, εκείνη του Φόρου στη δυτική πλευρά του οχυρωμένου περιβόλου και άλλη μία στο νοτιοανατολικό άκρο της οχύρωσης.
Στο στάδιο που βρίσκεται η επιστημονική έρευνα σχετικά με τη μεσαιωνική πόλη της Κω δεν μου επιτρέπει να ορίσω με ακρίβεια τη χρονική περίοδο κατά την οποία οχυρώθηκε η Χώρα. Επί του παρόντος θα θέσω τα προβλήματα και θα περιοριστώ σε υποθέσεις. Πριν μερικά χρόνια αμφισβήτησα την απόλυτη βεβαιότητα4 6, με την οποία οι ερευνητές μέχρι τότε χρονολογούσαν την οικοδόμηση της οχύρωσης της Χώρας στη δεκαετία 1386-1396 4 7. Αυτή η αμφισβήτηση στηρίχτηκε κυρίως στις συχνές απο-
φάσεις των ιπποτών κατά τον 15ο αι., διά των οποίων προέτρεπαν το λαό να εγκαταλείπει την πόλη σε επικείμενη εχθρική επιδρομή και να αναζητεί καταφύγιο σε ισχυρότερα και ασφαλέστερα κάστρα του νησιού (Αντιμάχειας και Πυλίου) ή σε εκείνο της Ρόδου 4 8 . Οι Κώοι εγκατέλειψαν την πόλη βεβαιωμένα τουλάχιστον πέντε φορές κατά τον 15ο αι., το 1444, το 1449, το 1457, το 1461 και το 1471. Υπήρχε έντονη λοιπόν ανασφάλεια στη διοίκηση του νησιού και στο λαό, διότι, κατά τη γνώμη μου, δεν ήταν οχυρωμένη η Χώρα και το κάστρο που υπήρχε τότε ήταν μικρό και ανίσχυρο για να προστατεύσει όλους τους κατοίκους της πόλης.
Αυτή η υπόθεση μου ενισχύθηκε από τα κείμενα δύο επισκεπτών της Κω του τέλους του 14ου και των αρχών του 15ου αι., που έχουν αναφερθεί ήδη παραπάνω, De Martoni 4 9 και De Clavijo5 0. Αμφότεροι, περιγράφοντας με πολύ λίγα λόγια την πόλη της Κω, αναφέρουν ένα κάστρο που περιβάλλεται από τη θάλασσα και μια πέτρινη γέφυρα που οδηγούσε από το κάστρο στην πόλη, αλλά δεν φαίνεται σε όσα γράφουν, τουλάχιστον, με σαφήνεια αν η Χώρα ήταν οχυρωμένη ή όχι. Μέσα από τη σιωπή τους, κατά τη γνώμη μου, διαφαίνεται η ανυπαρξία οχύρωσης στη Χώρα 5 1 .
Φυσικά η πόλη της Κω δεν θα ήταν το μοναδικό παράδειγμα κατά το Μεσαίωνα στην Ανατολική Μεσόγειο ανοχύρωτου οικισμού πλησίον ενός κάστρου, όπου κατέ-φευγε ο πληθυσμός σε περίπτωση εχθρικής επιδρομής, αντίθετα ήταν ο κανόνας.
Αρχικά η ίδια η πόλη της Ρόδου στα τέλη του 7ου αι. διέθετε μόνο ένα φρούριο εμβαδού 96.400 τ.μ. και ο κυρίως οικισμός απλωνόταν έξω απ' αυτό 5 2 . Υποθέτουμε ότι στη μεσοβυζαντινή περίοδο (τέλη 11ου ή αρχές 12ου αι. περίπου) οχυρώθηκε και ο οικισμός της Ρόδου που βρισκόταν έξω από το φρούριο με ισχυρό περίβολο. Αυτή την οχυρωμένη πόλη αντιμετώπισαν οι Ιωαννίτες ιππότες στις αρχές του 14ου αι., την οποία φαίνεται ότι διατηρούσαν με μικρές επεκτάσεις και μετασκευές μέχρι το τέλος περίπου της πρώτης τριακονταετίας του 15ου αι. 5 3 Στο σημερινό σχήμα και μέγεθος η μεσαιωνική πόλη της Ρόδου έφθασε γύρω στα 1457 με 1465 5 4 , χωρίς βέβαια να παύσει να ενισχύεται και να προσαρμόζεται προς τους νέους αμυντικούς κανόνες μέχρι την πτώση της στα χέρια των Οθωμανών (1522).
Τα χαρακτηριστικότερα, κατά τη γνώμη μου, παραδείγματα στον ελλαδικό χώρο ανοχύρωτων οικισμών πλησίον ενός κάστρου είναι οι μεγάλες πόλεις της βενετοκρατούμενης Κρήτης: το Ηράκλειο 5 5 (ο Χάνδακας), τα Χανιά 5 6 και το Ρέθυμνο 5 7. Διατηρούσαν και οι τρεις το παλιό βυζαντινό κάστρο που το συντηρούσαν, το ενίσχυαν κάθε τόσο και το χρησιμοποιούσαν ως αμυντικό καταφύγιο κατά τη διάρκεια ενός μεγάλου τμήματος του πρώτου μισού του 16ου αι., ενώ η πόλη μεγάλωνε και απλωνόταν έξω από αυτό. Οι νέες οχυρώσεις, παρά τις διαμαρτυρίες της διοίκησης του νησιού και του λαού προς τη Βενετία, άργησαν αρκετά να τελειώσουν και να περικλείσουν όλο τον οικισμό, που επί αιώνες είχε διαμορφωθεί εκτός της βυζαντινής οχύρωσης.
Το «ακαταμάχητο» βέβαια στοιχείο για τη χρονολόγηση της οχύρωσης της Χώρας στη δεκαετία 1386-1396 είναι η εντοιχισμένη πάνω από την ανατολική παραστάδα της νοτιοανατολικής πύλης μαρμάρινη πλάκα (εικ. 8) με σκαλισμένα επάνω του τους θυρεούς (εικ. 9 ) 5 8 : στο μέσον του Ιωαννίτικου Τάγματος, αριστερά του μεγάλου μαγίοτρου Juan Fernadez Heredia (1377-1396) και δεξιά του πρεκέπτορα της Κω Hesso Schlegelholtz που διοίκησε το νησί από το 1386 έως το θάνατο του το 1412. Δεν αμφισβητείται βέβαια ότι αυτή η πλάκα χρονολογείται μέσα στη δεκαετία 1386 (έτος ανάληψης της διοίκησης της Κω από τον Η. Schlegelholtz) και 1396 (έτος θανάτου του Heredia). Υποθέτω όμως ότι η θέση στην οποία βρίσκεται δεν είναι η αρχική. Τοποθετήθηκε πιθανώς αδέξια σε μεταγενέστερους χρόνους πάνω από την ανατολική παρα-στάδα της πύλης και όχι όπως συνηθιζόταν πάνω από το ανώφλι και στο μέσον του. Ενισχύει αυτή την υπόθεση μου επίσης το γεγονός ότι οικόσημα του Ε Quirini (1436-1451) και ένα ακόμα του Η. Schlegelholtz έχουν εντειχιστεί στο βορειοανατολικό άκρο του νεότερου περιβόλου του κάστρου που χρονολογείται με βεβαιότητα στο τέλος του 15ου ή στις αρχές του 16ου αι. 5 9
Η πενία πληροφοριών από τις ιστορικές πηγές και την αρχαιολογική έρευνα δεν μας επιτρέπει επί του παρόντος, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, να ορίσουμε τεκμηριωμένα πότε ακριβώς οχυρώθηκε η χώρα 6 0 . Στα εναπομείναντα τμήματα της οχύρωσης
Εικ. 8. Κως. Νοτιοανατολική πύλη της Χώρας.
Εικ. 9- Κως. Νοτιοανατολική πύλη. Λεπτομέρεια. Τα οικόσημα
του μεγάλου μαγίοτρου ]. Η. Heredia και του πρεκέπτορα της Κω Η. Schlegelholtz.
της δεν έχουν διατηρηθεί εντοιχισμένα οικόσημα μεγάλων μαγίστρων και πρεκε-πτόρων, εκτός από τα αμφιλεγόμενα του Heredia και του Schlegelholtz. Υποθέτω ότι αυτό το έργο άρχισε παράλληλα με την οικοδόμηση του νέου εξωτερικού περιβόλου του κάστρου μέσα στα πλαίσια των μεγάλων οχυρωματικών έργων, που άρχισαν να εκτελούνται στη Ρόδο κυρίως, αλλά και στα υπόλοιπα νησιά της ιπποτικής Ιωαννί-τικης επικράτειας και συνεχίστηκαν μέχρι το τέλος της Ιπποτοκρατίας στα Δωδεκάνησα.
Μετά το σεισμό του 1933, όπως αναφέρθηκε, τα ερειπωμένα κτίσματα της Χώρας κατεδαφίστηκαν ολοσχερώς και στη συνέχεια μετά από ανασκαφή ήλθε στο φως τμήμα της υστεροελληνιστικής και παλαιοχριστιανικής αγοράς της πόλης της Κω, που διαμορφώθηκε σε ένα μεγάλο αρχαιολογικό χώρο. Τα κτίσματα που αποτελούσαν τον οικισμό της Χώρας, σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες 6 1, ήταν χτισμένα με ευτελή υλικά, δεν είχαν θεμέλια και τα συγκρατούσαν παρόδια τόξα. Απ' αυτά διεσώθη στη νοτιοανατολική πλευρά της Χώρας μόνο το ισόγειο ενός κτίσματος που αποτελείται από δύο καμαροσκέπαστους χώρους 6 2 . Στη δυτική του όψη είναι εντοιχισμένο το οικόσημο του πρεκέπτορα της Κω Fr Sans (1513-1515) με τη χρονολογία 1514.
Από τις εννέα εκκλησίες που υπήρχαν μέσα στη Χώρα 6 3 , οι τρεις (ο Αγ. Δημήτριος 6 4, η Παναγία του Φόρου 6 5 και ο Αγ. Νικόλαος 6 6) καταστράφηκαν εντελώς μετά το σεισμό του 1933. Από τις υπόλοιπες έξι, μία ο Αγ. Γεώργιος ο Σιγοκρεβαττάς67 στέκει ημιερειπωμένος στο μέσον περίπου της νότιας πλευράς της Χώρας. Ήταν μονόχω-ρος καμαροσκέπαστος με προσκτίσματα βόρεια. Έχουν απομείνει ελάχιστα τμήματα του ζωγραφικού του διακόσμου. Η Παναγία η Κατεβατή6 8 διατηρείται στο μέσον περίπου του αρχαιολογικού χώρου. Είναι μονόχωρη καμαροσκέπαστη και αυτή. Πιθανώς έχει χρησιμοποιηθεί παλαιότερο υστερορωμάίκό ή παλαιοχριστιανικό κτίσμα με
την προσθήκη ανατολικά μιας αψίδας. Στο δυτικό άκρο της Χώρας ορθώνεται η μονόχωρη καμαροσκέπαστη εκκλησία του Αγ. Κωνσταντίνου και της Αγ. Ελένης 6 9. Διατηρείται στο εσωτερικό της σε κακή κατάσταση τμήμα του ζωγραφικού της διακόσμου. Στο νότιο τοίχο διακρίνεται η ολόσωμη μορφή του αρχαγγέλου Μιχαήλ 7 0, που κρατά με το δεξί χέρι ρομφαία και με το αριστερό ποτήριον, το οποίο παραπέμπει στη Θεία Μετάληψη και στο βιβλίο της Αποκάλυψης. Με κάθε επιφύλαξη αυτή η μορφή μπορεί να χρονολογηθεί στο 15ο αι.
Στο ανατολικό άκρο της Χώρας διατηρείται η ανοικοδομημένη το 1892, σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή της, μονόχωρη με τρούλο εκκλησία του Αγ. Γεωργίου7 1.
Απείραχτη από το σεισμό στέκει βορειότερα του Αγ. Γεωργίου η μονόχωρη καμαροσκέπαστη εκκλησία της Παναγίας της Γοργοεπηκόου7 2. Διατηρείται τμήμα του εσωτερικού ζωγραφικού της διακόσμου. Έχει διατυπωθεί η άποψη, σωστή κατά τη γνώμη μου, ότι υπάρχουν δύο φάσεις στο ζωγραφικό διάκοσμο της 7 3 . Η πρώτη φάση στο βόρειο τοίχο έχει χρονολογηθεί στο 15ο αι. και σε αυτήν ανήκουν η μορφή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, μία δεομένη μορφή νέου άνδρα δίπλα του (εικ. 10), μία αδιά-γνωστη αγία και μια τρίμορφη Δέηση. Ακολουθεί η δεύτερη φάση, στην οποία ανήκουν στο βόρειο τοίχος η Κοίμηση της Παναγίας με τρεις μορφές δεομένων αφιερω-τών στο κάτω μέρος της παράστασης και η Δευτέρα Παρουσία. Στο ιερό βήμα ο ημί-σωμος Χριστός κοσμεί το τεταρτοσφαίριο της κόγχης, ενώ στην κατώτερη ζώνη του ημικυλίνδρου απεικονίζονται συλλειτουργούντες ιεράρχες (εικ. 11). Ψηλότερα σε στενότερη ζώνη διακρίνεται η παράσταση της Μετάδοσης και της Μετάληψης.
Η πρώτη φάση, πιθανώς, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, χρονολογείται στον 15ο αι. και φαίνεται έργο έμπειρου και ευαίσθητου ζωγράφου. Η δεύτερη φάση χρονολογείται στις αρχές του 16ου αι. και ανήκει σε ένα «εργαστήριο» του οποίου έργα έχουν εντοπιστεί κυρίως στην Κάλυμνο και στην Κω (Παναγία των Καστριανών)7 4. Στο πρώτο νησί έχουν διασωθεί εννέα ζωγραφικά σύνολα σε ισάριθμες εκκλησίες75. Δύο
Εικ. 10. Κως. Παναγία η Γοργοεπήκοος.
Νεανική μορφή δεομένου.
Εικ. 11. Κως. Παναγία η Γοργοεπήκοος.
Μορφή Ιεράρχη.
από αυτά χρονολογούνται ακριβώς από τις κτητορικές τους επιγραφές 7 6. Το ένα έχει περατωθεί το 1506 και το άλλο το 1519. Αυτό το «εργαστήριο» αντιπροσωπεύεται από απλούς λαϊκούς τεχνίτες, που λίγο ή πολύ δεν διαθέτουν έμπνευση και δημιουργικότητα. Το σχέδιο γενικά είναι αδέξιο και υπάρχει άγνοια των αναλογιών. Οι μορφές κατά κανόνα είναι επίπεδες, δεν έχουν όγκο. Στην εικονογραφία επαναλαμβάνονται κοινοί τύποι, γνωστοί από την παλαιολόγεια ζωγραφική.
Απ' αυτή την εκκλησία πιθανώς προέρχονται δύο φορητές εικόνες7 7, έργα αξιόλογου ζωγράφου. Στη μία παριστάνεται ο παντοκράτορας ημίσωμος και στην άλλη η βρεφοκρατούσα Παναγία με την επιγραφή: «Η ΓΟΡΓΟΕΠΗΚΩΟC. Έχουν χρονολο-γηθεί και οι δύο στο δεύτερο μισό του 14ου αι. ή στον 15ο αι.
Λίγο πιο κει, βορειότερα, στέκει η μονόχωρη εκκλησία του Αγ. Ιωάννου του Προδρόμου 7 8 , που μετονομάστηκε μετά την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου με την Ελ-
Εικ. 12. Κως. Αγ. Ιωάννης ο Πρόδρομος (σήμερα ο Ναύκληρος).
Η αψίδα με τις τοιχογραφίες (φωτ. από Livadiotti).
Εικ. 13. Κως. Αγ. Ιωάννης ο Πρόδρομος (σήμερα Ναύκληρος).
Σχέδιο του εικονογραφικού προγράμματος της κόγχης του ιερού (φωτ. από Livadiotti).
λάδα σε Άγ. Ιωάννη το Ναύκληρο. Αυτό το εκκλησάκι αναστηλώθηκε και μεταφέρθηκε από την αρχική του θέση, από το λεγόμενο αρχαίο «Ιερό του λιμένος», εκεί που βρίσκεται τώρα από την Ιταλική Αρχαιολογική Υπηρεσία μετά το σεισμό. Πριν την απο-ξήλωση του ναού αποτοιχίστηκαν όσες τοιχογραφίες 7 9 (εικ. 12) είχαν διασωθεί στην αψίδα του Ιερού βήματος. Οι ζημιές που έχουν πάθει είναι πάρα πολύ σοβαρές και με μεγάλη δυσκολία διακρίνει κανείς τις μορφές. Ένα σχέδιο (εικ. 13) όμως, που έχει διασωθεί, καμωμένο από τον συνεργάτη του L. Morricone, Traiano Finamore μας αποκαλύπτει το εικονογραφικό πρόγραμμα. Στην κατώτερη ζώνη του ημικύλινδρου έχουν διασωθεί τμήματα μόνο συλλειτουργούντων ιεραρχών. Ψηλότερα, σε μια στενότερη ζώνη διακρίνεται η παράσταση της Μετάδοσης και της Μετάληψης. Στο τεταρτοσφαί-ριο είχε διατηρηθεί ένα μικρό τμήμα της παράστασης που το κοσμούσε. Διακρίνονται τα γυμνά πέλματα μιας μορφής που πατούν πάνω σε φτερωτούς τροχούς. Ο κάθετος άξονας της παράστασης περνά ανάμεσα από τα δύο πέλματα, που ανήκουν, απ' ό,τι φαίνεται στην κεντρική μορφή της. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι απεικονίζεται στο τεταρ-τοσφαίριο του Αγ. Ιωάννη αποκαλυπτικό προφητικό όραμα 8 0. Ο Χριστός κάθεται σε θρόνο ή σε δόξα, περιβάλλεται από Σεραφείμ, Χερουβείμ και εξαπτέρυγα και πατά πάνω σε φτερωτούς τροχούς. Συνήθως περιβάλλεται από προφήτες που αναφέρουν το όραμα, όπως ο Ησαΐας, ο Αββακούμ, ο Δανιήλ, ο Δαυίδ και κυρίως ο Ιεζεκιήλ. Συχνά αυτή η αποκαλυπτική παράσταση συνδυάζεται με τη Δέηση.
Η Ανατολή (Αίγυπτος, Συρία και Παλαιστίνη) δημιούργησε και καλλιέργησε αυτήν εδώ τη σύνθεση στα παλαιοχριστιανικά χρόνια τοποθετώντας την συνάμα στη σημαντική θέση του τεταρτοσφαιρίου της κόγχης του Ιερού βήματος. Ο ελλαδικός χώρος σχεδόν την αγνοεί με εξαίρεση την ψηφιδωτή απεικόνιση της στον Όσιο Δαυίδ της Θεσσαλονίκης.
Στη μεσοβυζαντινή περίοδο επανέρχεται το προφητικό όραμα στα τεταρτοσφαίρια των κογχών των εκκλησιών της Καππαδοκίας, της Τραπεζούντας και της Γεωργίας.
Η νησιωτική Ελλάδα δεν χρησιμοποιεί, απ' όσο ξέρω, αυτό το θέμα, που εμφανίζεται ξαφνικά στο τέλος του 15ου αι. και στην αρχή του 16ου αι. στη Ρόδο και την Κω. Στη Ρόδο απεικονίζεται το προφητικό όραμα στο τεταρτοσφαίριο των αψίδων του Αγ. Νικολάου στα Τριάντα 8 1 (εικ. 14), στην Αγ. Τριάδα 8 2 (εικ. 15) της μεσαιωνικής πόλης, στο καθολικό της μονής του Αρχαγγέλου Μιχαήλ (εικ. 16) στο Θάρι 8 3 και πιθανώς και στον Άγ. Αρτέμιο στη μεσαιωνική πόλη 8 4 .
Ει. 14. Ρόδος. Άγ. Νικόλαος στα Τριάντα.
Το Όραμα του Ιεζεκιήλ στην κόγχη του
Ιερού.
Εικ. 15. Ρόδος. Άγ. Τριάδα στη μεσαιωνι
κή πόλη. Το όραμα του Ιεζεκιήλ στην κόγ
χη του Ιερού.
Εικ. 16. Ρόδος. Μονή Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο θάρι. Το όραμα του Ιεζεκιήλ στην κόγχη
του Ιερού.
Αναρωτιέμαι αν αυτή η αιφνίδια εμφάνιση του αποκαλυπτικού αυτού θέματος στις εκκλησίες του κράτους των Ιωαννιτών ιπποτών οφείλεται στο γεγονός της μεγάλης κρισιμότητας της εποχής για το χριστιανικό κόσμο; Απειλείται με εξουθένωση από την πανίσχυρη Οθωμανική αυτοκρατορία, που έχει φθάσει στο απόγειο της δύναμης της ιδιαίτερα στην πρώτη εικοσαετία του 16ου αι. Αυτό τον κίνδυνο τον αισθάνονταν έντονα ο λαός της Δωδεκανήσου και η ηγεσία του. Η αγωνία και οι φήμες για το επερχόμενο τέλος του κόσμου φαίνεται ότι είχαν αρχίσει να καλλιεργούνται στη Ρόδο ήδη από τις αρχές του τελευταίου τετάρτου του 15ου αι. Πληροφοριοδότες των Ιπποτών ανήγγειλαν στη Ρόδο ότι μία ηλικιωμένη γυναίκα την 1η Δεκεμβρίου 1477 γέννησε στη Χαλδαία ένα παιδί με πρόσωπο τρομακτικό και μάτια σπινθηροβόλα, που σε δύο μήνες μιλούσε σαν ώριμος άνθρωπος 8 5. Ο μεγάλος μάγιστρος Pierre dAubusson δεν είχε καμία αμφιβολία, ότι αυτό το παιδί ήταν ο Αντίχριστος και ειδοποίησε σε συμφωνία με το Συμβούλιο του όλα τα μέλη του Τάγματος για την επερχόμενη Δευτέρα Παρουσία.
Τα ελάχιστα μεσαιωνικά μνημεία, που έχουν διασωθεί δεν φαίνεται να είναι παλαιότερα της περιόδου της Ιπποτοκρατίας και ο ζωγραφικός τους διάκοσμος, με κάθε επιφύλαξη, δεν πρέπει να είναι παλαιότερος του 15ου αι. Τα έξι εκκλησάκια, που διατηρούνται στη Χώρα, καθόλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας λειτουργούσαν ως χώροι χριστιανικής λατρείας. Δεν διακρίνονται να έχουν διατηρηθεί σε αυτά, έστω και λείψανα, μουσουλμανικών λατρευτικών αρχιτεκτονικών στοιχείων (μιχράμπ, μιναρές κ.ά.) Επίσης, όπως συχνά αναφέρθηκε παραπάνω, έχουν διασωθεί εκκλησιαστικές γραπτές αποφάσεις για ορισμένα απ' αυτά, που χρονολογούνται από το τέλος του 17ου αι.
Η ύπαρξη μέσα στη Χώρα ενεργών κατά την Τουρκοκρατία λατρευτικών κτισμάτων, εκκλησιών, καταρρίπτει την άποψη ότι οι Τούρκοι μετά την κατάληψη του νησιού απ' αυτούς υποχρέωσαν του Κώους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους της Χώρας, όπως στη Ρόδο και να εγκατασταθούν εκτός τειχών 8 6. Είναι σχεδόν βέβαιο, κατά τη γνώμη μου, ότι οι Έλληνες δεν μετακινήθηκαν από τη Χώρα και ότι οι Τούρκοι έποικοι πιθανώς εγκαταστάθηκαν μέσα στο ασφαλές Κάστρο.
ΗΛΙΑΣ Ε. ΚΟΛΛΙΑΣ
SUMMARY
THE MEDIEVAL CITY OF Cos
I. E. KOLLIAS
Until recently there has been almost total historical silence about the city of Cos from the middle years of the sixth century AD (earthquake of AD 554) to the mid-four
teenth century. There is frequent reference by Medieval historians and chroniclers to the island of Cos
and its harbour, but never to its city. The first mention of the Medieval city of Cos, Nerantzia, that I know of is in a document dated 25 October 1358, in the Archive of the Hospitaller Knights of St John of Jerusalem. After this there are very brief descriptions of the city by Nicolo de Martoni (1395), Ruy Gonzales de Clavijo (1403) and Christoforo Buondelmonti (first twenty years of the 15th century).
From the Middle Ages until the destructive earthquake in 1933, the city of Cos was divided into two parts: the Castro (castle) and the Chora.
The Castro stands northeast of Chora, built on a small islet that was separated from the landmass by a narrow channel, now silted up. At least two building phases can be distinguished in the Castro. The more recent phase, or better the later castle, has enclosed the earlier one, which according to the coats of arms of the grand masters and the preceptors of Cos incorporated in its walls, seems to date from the period 1457-1478. Nonetheless, information in the historical sources considers it at least one century earlier.
About six metres outside the west and north sides of the "earlier" castle are the visible remnants of a defensive wall, approximately 1.80 metres wide, and two towers. A. Maiuri believed that this was the outwork of the "earlier" castle. In my view it is what remains of a much earlier fortification, pre-1457 and possibly going back as far as the second half of the seventh century AD, that is to the time of the Arab incursions. I think that it is the castle described by Nicolo de Martoni (1395), Ruy Gonzales de Clavijo (1403) and Christoforo Buondelmonti (first twenty years of 15th century).
The second, later enceinte, which circumvallates the entire islet, was possibly built after the severe earthquake of 1493. This later castle is the work of Grand Masters Pierre dAubusson (1476-1503), Emery d'Amboise (1503-1512) and Fabrizio del Carretto (1513-1521).
Excavations in progress in the northwest sector of the earlier castle have brought to light part of a densely built-up settlement, which seems to date to Medieval times, but was possibly where the Turkish population of the city resided in the period of Ottoman rule.
The Chora is located south of the castle and at present it is difficult to determine, at
least approximately, when settlement began. Only one section of its fortification is preserved. On the basis of research to date it is not possible to define the period when Chora was fortified. The fortification was formerly dated to the decade 1386-1396, on the basis of the marble plaque incorporated in the wall above the marble anta of the southeast gateway, on which are carved the coats of arms of Grand Master Juan Fernandez Heredia (1377-1396) and the Preceptor of Cos Hesso Schlegelholtz (1386-1412). I assume that the plaque was put in this place much later, as is the case with other plaques bearing the coats of arms of H. Schlegelholtz and Fantino Quirini (1436-1451), which were built into the northeast part of the fortification of the castle, dated to the late fifteenth or the early sixteenth century. Descriptions of the city by visitors to Cos in the late fourteenth or the early fifteenth century, as well as continuous desertions of the city by its inhabitants, in the face of imminent enemy attack, until the third quarter of the fifteenth century, reinforce my hypothesis that fortification of Chora commenced in the closing years of the fifteenth century. Many settlements in the Aegean and on Crete spread extra muros.
Of the nine churches in Chora, three were destroyed completely in the 1933 earthquake. Of the six that remained, one had been built in 1892. The other five are single-aisle vaulted-roofed churches that preserve remnants of their painted decoration, which is dated with reservations to the fifteenth century. None of these churches seems to predate the Hospitaller period (1337-1522). From the Virgin the Swift-hearing (Panagia Gorgoepikoos), which stands at the southeast edge of Chora, come two icons in the Collection of the Metropolis of Cos. Works by an accomplished painter, on one is the representation of Christ Pantocrator in half body, and on the other of the Virgin and Child, both are dated to the second half of the fourteenth or the fifteenth century.
Another church, of the Panagia Katevati, houses an icon of the Virgin, in poor condition, that is dated to the thirteenth century. In the church of St John the Baptist, which the Italian Archaeological Service removed from its original position and restored north of the Gorgoepikoos, there are wall-paintings of the early sixteenth century. The Italians detached those that decorated the semi-dome and the semi-vault of the holy bema. Depicted in the conch was the Vision of Ezekiel, a popular subject in the East in Early Christian times but unknown on the Greek mainland except for the mosaic representation in Hosios David in Thessaloniki. In the Middle Byzantine period it returned to the semi-domes of conches of churches in Cappadocia, Trebizond and Georgia. The subject was not used in the Greek islands, where it appeared suddenly in the late fifteenth and the early sixteenth century on Rhodes (St Nicholas at Trianda, Holy Trinity in the Medieval city, the katholikon of the monastery of Archangel Michael at Thari, and possibly in St Artemios in the Medieval city) and on Cos.
The six little churches surviving in Chora were used for Christian worship throughout the period of Ottoman rule. Indeed, for some of them there exist written ecclesiastical decisions, dating from the late seventeenth century.
The existence in Chora of churches that were operating during the Ottoman period refutes the view that the Turks, after their conquest of the island, forced the Coans to vacate their houses in Chora and to settle extra muros, as happened in Rhodes. In my opinion, it is almost certain that the Greeks did not move out of Chora and that the Turkish incomers possibly settled in the secure Castro.