Download - Mythoplasies - Jorge Luis Borges
Μυθοπλασίες
ΰψιλον / βιβλία
ΕΡΓΑ ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΙΣ ΜΠΟΡΧΕΣ
Τίτλος τού πρωτοτύπου • Ficciones, 1944 Copyright 1990 • ϋψιλον / βιβλία
Μετάφραση • 'Αχιλλέας Κνριακίδης Φωτοστοιχειοθεσία • Φωτοκύτταρο ΕΠΕ
Εκτύπωση • Ζαχαρόπουλος - Σιταράς Τυπογραφική διόρθωση - επιμέλεια • Πόπη Βουτσινά
Α' έκδοση • 'Ιανουάριος 1990
Κεντρική διάθεση Ζωοδόχου Πηγής 34,106 81, 'Αθήνα, τηλ. 3638257
Printed in Athens, Greece
ο 1 / V) i - 1
Χόρχε Λονίς Μπόρχες
Μυθοπλασίες Μετάφραση 'Αχιλλέας Κνριακίοης
6 0 &
* Ν •λΛΛ
ΰψιλον / βιβλία
Α θ ή ν α , 1990
Στην Esther Zemborain de Torres
Ο ΚΗΠΟΣ ΜΕ ΤΑ ΔΙΑΚΛΑΔΩΤΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ (1941)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Τά εφτά κομμάτια αύτοϋ του βιβλίου δεν χρειάζονται περαιτέρω διευκρίνιση. Τό έβδομο (Ό κήπος με τά διακλαδωτά μονοπάτια) είναι αστυνομικό- οι αναγνώστες του θά παρευρεθούν στην εκτέλεση καί σέ δλα τά προκαταρκτικά ενός φόνου, τά αίτια τοϋ οποίου δέν θά αγνοούν, αλλά καί δέν θά κατανοούν, μου φαίνεται, μέχρι την τελευταία παράγραφο. Τά άλλα κομμάτια είναι φανταστικά• ενα απ' αυτά- Τό Λαχείο στη Βαβυλώνα - δέν είναι εντελώς άμοιρο συμβολισμού. Δέν είμαι ό πρώτος συγγραφέας του αφηγήματος Ή Βιβλιοθήκη της Βαβέλ • όσοι είναι περίεργοι γιά τήν ιστορία καί τήν προϊστορία του μπορούν νά συμβουλευτούν κάποια σελίδα τοϋ τεύχους 59 τοϋ περιοδικοϋ SUR, πού περιλαμβάνει τά ετερογενή ονόματα τού Λεύκιππου καί τού Λάσβιτς, τοϋ Λούις Κάρρολ καί τού 'Αριστοτέλη. Στά Κυκλικά ερείπια, τά πάντα είναι εξωπραγματικά- στό Pierre Ménard, συγγραφεύς τοϋ Δόν Κιχώτη, εξωπραγματική είναι ή μοίρα πού επιφυλάσσει ό πρωταγωνιστής στον εαυτό του. Ό κατάλογος τών έργων πού τοϋ αποδίδω μπορεί νά μήν είναι υπερβολικά διασκεδαστικός, δέν είναι όμως καί αυθαίρετος- είναι ενα διάγραμμα της διανοητικής του πορείας.
Τί κοπιώδης καί εκφυλιστική πού 'ναι κι αυτή ή μανία νά συνθέτουν τεράστια βιβλία, νά αναπτύσσουν σέ πεντακόσιες σελίδες μιά ιδέα, ή τέλεια προφορική έκθεση τής οποίας δέν θά 'παίρνε παραπάνω άπό λίγα λεπτά! Προτιμητέο είναι νά φαντάζεσαι πώς αυτά τά βιβλία υπάρχουν ήδη καί νά προσφέρεις μιά περίληψη τους, ενα σχόλιο. Αυτή τή μέθοδο ακολούθησε ό Καρλάιλ στό Sartor Resartus• τό ίδιο καί ό Μπάτλερ στό The Fair Haven- πρόκειται γιά έργα πού κι αυτά έχουν τήν ατέλεια νά 'ναι βιβλία, νά 'ναι εξίσου ταυτολογικά μέ όλα τά άλλα. Πιό λογικός, πιό ανίκανος, πιό φυγόπονος, ό υπογράφων προτίμησε νά γράψει σημειώσεις πάνω σέ φανταστικά βιβλία. Οι σημειώσεις αυτές είναι τό Tlôn, Uqbar, Orbis Tertius καί τό 'Εξετάζοντας τό 'έργο τοϋ Herbert Quain.
Χ. Λ. Μπ.
11
Μ Η
TLÔN, UQBAR, ORBIS TERTIUS
I
Χρωστώ τήν ανακάλυψη τής Uqbar από κοινοϋ σε έναν καθρέφτη καί σέ μιά εγκυκλοπαίδεια. Ό καθρέφτης αναστάτωνε τό βάθος τοϋ διαδρόμου μιας έπαυλης στην όδό Γαόνα, στό Ράμος Μεχία- ή εγκυκλοπαίδεια είναι αυτή πού εσφαλμένα αποκαλείται The Anglo-American Cyclopaedia (Νέα Υόρκη, 1917) καί δεν είναι παρά μία κυριολεκτική, αν καί φυγόπονη, αντιγραφή τής έκδοσης τοϋ 1902 τής Encyclopaedia Britannica. Τό γεγονός συνέβη πρίν πέντε περίπου χρόνια. Ό Μπιόι Κασάρες είχε δειπνήσει μαζί μου εκείνο τό βράδυ καί μας πήρε ή νύχτα νά λογομαχούμε μέ τίς ώρες, σχετικά μέ τή συγγραφή ενός μυθιστορήματος σέ πρώτο πρόσωπο, ό αφηγητής τοϋ οποίου θά αποσιωπούσε ή θά διαστρέβλωνε τά γεγονότα καί θά 'πέφτε σέ χίλιες δυό αντιφάσεις, πού θά 'διναν τή δυνατότητα σέ λίγους αναγνώστες - σέ πολύ λίγους αναγνώστες - νά μαντέψουν μιά αποτρόπαιη ή κοινότοπη πραγματικότητα. Ά π ' τό μακρινό βάθος τοϋ διαδρόμου, ό καθρέφτης μας παραμόνευε. 'Ανακαλύψαμε (τίς μικρές ώρες τής νύχτας τέτοια ανακάλυψη είναι αναπόφευκτη) δτι οί καθρέφτες έχουν κάτι τό τερατώδες. Τότε, ό Μπιόι Κασάρες θυμήθηκε ότι ένας άπ' τους αίρεσιάρχες τής Uqbar είχε διακηρύξει πώς οί καθρέφτες καί ή συνουσία είναι απεχθείς, γιατί πολλαπλασιάζουν τόν αριθμό των ανθρώπων. Τόν ρώτησα πού είχε διαβάσει αυτή τήν εκπληκτική φράση καί μοϋ απάντησε πώς τήν είχε βρει στην Anglo-American Cyclopaedia, στό λήμμα Uqbar. Ή έπαυλη (πού τήν είχαμε νοικιάσει επιπλωμένη) διέθετε ενα αντίτυπο αυτής τής εγκυκλοπαίδειας. Στίς τελευταίες σελίδες τοϋ τόμου XLVI, βρήκαμε τό λήμμα Upsala• στίς πρώτες τοϋ τόμου XLVII, τό λήμμα Ural-Altaic Languages- ούτε λέξη γιά τήν Uqbar. 'Ελαφρώς ταραγμένος, ό Μπιόι προσέφυγε στους τόμους τής «μικροπαιδείας». Ύστερα, εξάντλησε ατελέσφορα όλες τίς πιθανές ορθογραφίες: Ukbar, Ucbar, Ookbar, Oukbahr... Πρίν φύγει, μοϋ είπε πώς ήταν μιά περιοχή τοϋ 'Ιράκ ή τής Μικράς
13
'Ασίας. 'Ομολογώ πώς συγκατένευσα μέ κάποια αμηχανία. Φανταζόμουν πώς αυτή ή ατεκμηρίωτη χώρα κι ό ανώνυμος αίρεσιάρχης της ήταν αποκυήματα της μετριοφροσύνης του Μπιόι, προκειμένου νά δικαιωθεί μιά φράση. Ή μάταιη έξονύχιση ενός άπό τους "Ατλαντες του Justus Perthes ενίσχυσε τίς υποψίες μου.
Τήν άλλη μέρα, ό Μπιόι μου τηλεφώνησε άπ' τό Μπουένος "Αιρες. Μου είπε πώς είχε εκείνη τή στιγμή μπροστά του τόν τόμο XXVI τής εγκυκλοπαίδειας, μέ τό λήμμα Uqbar. Μου είπε πώς δεν ήταν γραμμένο τό όνομα τοΰ αίρεσιάρχη, άλλα αναφερόταν ή θεωρία του, διατυπωμένη περίπου όπως τήν είχε επαναλάβει εκείνος, αν καί (ενδεχομένως) όχι τόσο καλά άπό λογοτεχνικής απόψεως. Εκείνος τή θυμόταν έτσι: Copulation and mirrors are abominable. Τό άρθρο τής εγκυκλοπαίδειας έλεγε: Γιά έναν άπ' αυτούς τους Γνωστικούς, τό ορατό σύμπαν ήταν μιά ψευδαίσθηση η (ακριβέστερα) ενα σόφισμα. Οι καθρέφτες καί ή πατρότητα είναι απεχθείς (mirrors and fatherhood are hateful) γιατί τό πολλαπλασιάζουν καί τό διασπείρουν. Του είπα, μέ κάθε ειλικρίνεια, πώς θά 'θελα νά τό δώ αυτό τό άρθρο. Σέ λίγες μέρες, μοϋ τό 'φέρε. Ή έκπληξη μου ήταν μεγάλη, γιατί οί λεπτομερειακοί χαρτογραφικοί οδηγοί τοΰ Erdkunde τοϋ Ρίττερ αγνοούσαν πανηγυρικά τό όνομα Uqbar.
Ό τόμος πού είχε φέρει ό Μπιόι ήταν πράγματι ό τόμος XXVI τής Anglo-American Cyclopaedia. Ή αλφαβητική ένδειξη στον ψευδότιτλο καί στή ράχη ήταν ίδια μ' εκείνη του δικού μας αντίτυπου (Tor-Ups), άλλα ό τόμος, αντί νά έχει 917 σελίδες, είχε 921. Αυτές οί τέσσερις πρόσθετες σελίδες περιλάμβαναν τό άρθρο γιά τήν Uqbar- ή αλφαβητική ένδειξη,,όπως θά πρόσεξε ό αναγνώστης, δέν τό πρόβλεπε. Στή συνέχεια, διαπιστώσαμε ότι δέν υπήρχε καμιά άλλη διαφορά ανάμεσα στους δύο τόμους. Καί οί δύο (τό 'χω ξαναπεί, νομίζω) είναι ανατυπώσεις τής δέκατης Encyclopaedia Britannica. Ό Μπιόι είχε αγοράσει τή δικιά του σ' έναν άπ' τους τόσους πλειστηριασμούς.
Διαβάσαμε τό άρθρο μέ αρκετή προσοχή. Τό απόσπασμα πού θυμόταν ό Μπιόι ήταν ίσως καί τό μοναδικό ενδιαφέρον. Τό υπόλοιπο άρθρο έμοιαζε πολύ αληθοφανές, πολύ παοσαριιο-σμένο στό όλο πνεϋμά τής έκδοσης καί, όπως είναι ευνόητο,
λίγο ανιαρό. "Οταν τό ξαναδιαβάσαμε, ανακαλύψαμε κάτω άπ' τήν ακαδημαϊκή γραφή του μιά θεμελιώδη ασάφεια. 'Απ' τίς δεκατέσσερις ονομασίες πού περιέχονταν στό γεωγραφικό τμήμα τοϋ άρθρου, μόνο τρεις μάς ήταν οικείες (Χορασάν, 'Αρμενία, Έρζερούμ) - κι αυτές είχαν παρεισφρύσει στό κείμενο μ' έναν τρόπο αμφιλεγόμενο. 'Απ' τά ιστορικά ονόματα, ενα μόνο: ό απατεώνας Έσμερδίς ό Μάγος, πού κι αυτός αναφερόταν μάλλον μεταφορικά. Τό σημείωμα φαινόταν πώς προσδιόριζε τά σύνορα τής Uqbar, άλλα κι εκείνα ακόμη τά νεφελώδη σημεία αναφοράς του δέν ήταν παρά ποταμοί, κρατήρες καί οροσειρές αυτής τής ίδιας περιοχής. Διαβάσαμε, λόγου χάρη, πώς τά φυσικά σύνορα προς νότον τής Uqbar ήταν ό κάμπος τοϋ Tsai Jaldun καί τό δέλτα τοϋ Axa, κι ακόμα πώς αυτό τό ϊδιο δέλτα ήταν τόπος αναπαραγωγής αγρίων άλογων. Αυτά, στην αρχή τής σελίδας 918. Στό ιστορικό τμήμα (σελίδα 920), μάθαμε πώς, εξαιτίας τών θρησκευτικών διωγμών τού δέκατου τρίτου αιώνα, οί ορθόδοξοι κατέφυγαν στά νησιά, όπου έχουν σωθεί οί οβελίσκοι τους κι όπου συχνά οί ανασκαφές φέρνουν στό φώς τους πέτρινους καθρέφτες τους. Τό τμήμα «Γλώσσα καί Λογοτεχνία» ήταν σύντομο. Συγκρατήσαμε ενα μόνο στοιχείο: ή λογοτεχνία τής Uqbar ήταν φανταστικού χαρακτήρα• τά επη καί οί θρύλοι της δέν αναφέρονταν ποτέ στην πραγματικότητα, άλλα στίς δύο φανταστικές περιοχές Mlejnas καί Tlôn... Ή βιβλιογραφία αριθμούσε τέσσερα έργα, τά όποια δέν έχουμε ακόμα κατορθώσει νά βρούμε, μόλο πού τό τρίτο (Σίλας Χάσλαμ, History of the Land called Uqbar, 1874) περιλαμβάνεται στους καταλόγους τού βιβλιοπωλείου τοΰ Μπέρναρντ Κουόριτς*. Τό πρώτο (Lesbare und lesenwerthe Bemerkungen uber das Land Ukkbar in Klein-Asien) χρονολογείται άπ' το 1641 καί είναι έργο τού Γιοχάνες Βαλεντίνους 'Αντρέα. Τό γεγονός έχει σημασία• λίγα χρόνια αργότερα, ξαναβρήκα αυτό τό όνομα στίς αναπάντεχες σελίδες τού Ντε Κουίνσυ (Writings, δέκατος τρίτος τόμος). 'Εκεί έμαθα πώς πρόκειται γιά ενα γερμανό θεολόγο ό όποιος, στίς αρχές τού 17ου αιώνα, περιέγραψε τή φανταστική κοινότητα τών Ροδο-
* Ό Χάσλαμ έχει επίσης εκδώσει τό: A general History of Labyrinths.
15
m
σταυρών - πού αργότερα έμελλε νά ιδρύσουν άλλοι πάνω στά δικά του πρότυπα.
Τό ίδιο βράδυ, επισκεφθήκαμε τήν Εθνική Βιβλιοθήκη. Μάταια ξεψαχνίσαμε "Ατλαντες, καταλόγους, επετηρίδες γεωγραφικών εταιρειών: κανείς, ποτέ, δέν είχε πάει στην Uqbar. Τό όνομα αυτό δέν υπήρχε οΰτε στό γενικό ευρετήριο τής εγκυκλοπαίδειας τοΰ Μπιόι. Τήν άλλη μέρα, ό Κάρλος Μαστρονάρδι (στον όποιο είχα μιλήσει γιά τό θέμα) διέκρινε σ' ενα βιβλιοπωλείο, στή γωνία τών οδών Κοριέντες καί Ταλκαουάνο, τίς μαύρες καί χρυσόδετες ράχες τής Anglo-American Cyclopaedia... Μπήκε μέσα κι έψαξε τόν τόμο XXVI. Φυσικά, δέν βρήκε τήν παραμικρή μνεία τής Uqbar.
II
Στό ξενοδοχείο του Άντρογκέ, ανάμεσα στά διάχυτα αγιοκλήματα καί τήν απατηλή βαθύτητα τών καθρεφτών, πλανιέται ακόμα μιά αμυδρή καί φθίνουσα ανάμνηση του Χέρμπερτ "Ας, μηχανικού στους σιδηροδρόμους τού νότου. "Οσο ζούσε, έπασχε άπό πλήρη έλλειψη τής αίσθησης τοΰ πραγματικού, όπως τόσοι καί τόσοι "Αγγλοι- τώρα πού πέθανε, δέν είναι πιά τό φάντασμα πού ήταν πρίν. Ήταν ψηλός, βαριεστημένος, κι ή ταλαιπωρημένη τετράγωνη γενειάδα του ήταν κάποτε ρούσα. Θαρρώ πώς ήταν χήρος, άτεκνος. Κάθε μερικά χρόνια πήγαινε στην Αγγλία: γιά νά επισκεφθεί (αν κρίνω άπ' τίς φωτογραφίες πού μας έδειχνε) ενα ηλιακό ρολόι καί κάτι βελανιδιές. Ό πατέρας μου είχε συνάψει μαζί του (τό ρήμα είναι υπερβολικό) μιά άπ' αυτές τίς αγγλικές φιλίες, πού ευθύς εξαρχής αποκλείουν τήν οικειότητα καί, λίγο αργότερα, παραλείπουν τόν διάλογο. Συνήθιζαν ν' ανταλλάσσουν βιβλία καί περιοδικά-
συνήθιζαν νά παίζουν σκάκι, αμίλητοι... Τόν θυμάμαι στό διάδρομο τού ξενοδοχείου, μ' ενα βιβλίο μαθηματικών στό χέρι, νά κοιτάζει πού καί πού τ' ανεξιχνίαστα χρώματα τού ουρανού. Ένα απόγευμα, μιλήσαμε γιά τό δωδεκαδικό σύστημα αρίθμησης (όπου τό δώδεκα γράφεται 10). Ό "Ας μού είπε πώς, εκείνο ακριβώς τόν καιρό, μετέτρεπε κι έγώ δέν ξέρω τί δωδεκαδικούς πίνακες σέ δεκαεξαδικούς (όπου τό δεκάξι γράφεται 10). Καί πρόσθεσε πώς ή εργασία αυτή τού είχε ανατεθεί άπό ενα
Νορβηγό, στό Ρίου Γκράντε ντου Σούλ. Όχτώ χρόνια τόν γνωρίζαμε καί δέν μας είχε πεϊ ποτέ πώς είχε κάνει σ' αυτή τήν περιοχή... Μιλήσαμε γιά τήν αγροτική ζωή, γιά capangas, γιά τή βραζιλιανή ετυμολογία τής λέξης gaucho (πού ορισμένοι ούρου-γουανοί γέροντες επιμένουν νά προφέρουν gaucho), καί δέν ξαναείπαμε κουβέντα - ό Θεός νά με συγχωρέσει - γιά δωδεκαδικές συναρτήσεις. Τό Σεπτέμβρη τού 1937 (εμείς δέν ήμαστε στό ξενοδοχείο), ό Χέρμπερτ "Ας πέθανε άπό ρήξη ανευρύσματος. Λίγες μέρες πρίν τό θάνατο του, είχε παραλάβει ενα σφραγισμένο καί συστημένο δέμα άπό τή Βραζιλία. Ήταν ενα βιβλίο μεγάλου σχήματος. Ό "Ας τό είχε αφήσει στό μπαρ, όπου τό πήρε τό μάτι μου μετά άπό μήνες. "Επιασα νά τό ξεφυλλίζω κι ένιωσα έναν ελαφρό καί κατάπληκτο ίλιγγο, πού δέν θά σας περιγράψω, γιατί εδώ δέν έχουμε νά κάνουμε μέ τήν ιστορία τών αισθημάτων μου άλλα μέ τήν ιστορία τής Uqbar, τού ΤΙδη καν τού Orbis Tertius. Στό Τσλάμ λένε πώς μιά νύχτα, πού τήν αποκαλούν Νύχτα τών νυχτών, ανοίγουν διάπλατα οι μυστικές πύλες τού ουρανού καί τό νερό είναι πιό γλυκό στίς στάμνες• αν άνοιγαν αυτές οί πύλες, δε θά 'νιωθα αυτό πού ένιωσα κείνο τό απόγευμα. Τό βιβλίο ήταν στ' αγγλικά κι είχε 1.001 σελίδες. Στή κίτρινη δερμάτινη ράχη του διάβασα αυτές τίς περίεργες λέξεις, πού επαναλαμβάνονταν στον ψευδότιτλο: A First Encyclopaedia of Tlôn. Vol. XI. Hluer to Jangr. Δέν υπήρχε καμία ένδειξη ούτε τόπου ούτε χρονολογίας. Στην πρώτη σελίδα, πάνω σ' ενα φύλλο χαρτί άπό μετάξι πού κάλυπτε μιαν άπ' τίς έγχρωμες εικόνες, ήταν τυπωμένος ένας γαλάζιος ωοειδής κύκλος μέ τήν επιγραφή Orbis Tertius. Πρίν δύο χρόνια είχα ανακαλύψει σ' έναν τόμο μιας πειρατικής εγκυκλοπαίδειας τή συνοπτική περιγραφή μιας ψευδοχώρας-
τώρα ή τύχη έφερνε μπροστά μου κάτι πιό πολύτιμο καί πιό δύσβατο. Τώρα κρατούσα στά χέρια μου ένα τεράστιο, μεθοδικό απόσπασμα ολόκληρης τής ιστορίας ενός άγνωστου πλανήτη, μέ τίς αρχιτεκτονικές καί τίς χαρτομαντείες του, μέ τόν τρόμο τών μυθολογιών του καί τόν ψίθυρο τών γλωσσών του, μέ τους αυτοκράτορες καί τίς θάλασσες του, μέ τά μέταλλα, τά πουλιά καί τά ψάρια του, μέ τήν άλγεβρα του καί μέ τή φωτιά του, μέ τίς θεολογικές καί μεταφυσικές διαμάχες του. Κι όλα αυτά, καταστρωμένα, μέ ειρμό, χωρίς καμία προφανή διάθεση ακαδημαϊσμού ή παρωδίας.
17
Σ' αυτόν λοιπόν τόν «Ενδέκατο Τόμο», γίνονται αναφορές σέ τόμους προηγούμενους καί επόμενους. Ό Νεστόρ Τμπαρρά, σ' ενα ήδη κλασικό άρθρο του στην N.R.F., αρνείται ότι υπάρχουν αυτοί οί περιβάλλοντες τόμοι- ό Έζεκιήλ Μαρτίνες Έστράδα καί ό Ντριέ Λά Ροσέλ κατέρριψαν, ϊσως θριαμβευτικά, αυτή τήν αμφισβήτηση. Γεγονός είναι, πάντως, ότι μέχρι σήμερα ακόμα καί οί πιό ενδελεχείς έρευνες απέβησαν άκαρπες. Μάταια αναστατώσαμε τίς βιβλιοθήκες των δύο Άμερικών καί τής Ευρώπης. Ό Άλφόνσο Ρέγιες, εξαντλημένος άπ' αυτές τίς ευτελείς αστυνομικές έρευνες, προτείνει ν' αναλάβουμε όλοι μαζί τό έργο νά ανασυνθέσουμε τους πολυάριθμους καί ογκώδεις τόμους πού έλειπαν: ex ungue leonem. Υπολογίζει, μεταξύ αστείου καί σοβαρού, ότι μία γενεά τλον ιστών μπορεί νά επαρκέσει. Αυτός ό παρακινδυνευμένος υπολογισμός μας οδηγεί πίσω στό θεμελιώδες πρόβλημα: Ποιοί ήσαν οί εφευρέτες τοϋ Tlôn; Ό πληθυντικός είναι αναπόφευκτος, γιατί ή εκδοχή του ενός καί μόνου εφευρέτη - ενός άπειρου Λάιμπνιτς, πού εργάζεται ταπεινά, στό ήμίφως - απορρίφθηκε ομόφωνα. Ή εκδοχή πού επικράτησε είναι πώς αυτός ό brave new world είναι έργο μιας μυστικής εταιρείας αστρονόμων, βιολόγων, μηχανικών, μεταφυσικών, ποιητών, χημικών, άλγεβριστών, ηθικολόγων, ζωγράφων, γεωμετρών... υπό τόν συντονισμό μιας σκοτεινής ιδιοφυΐας. Οί άνθρωποι πού κατέχουν αυτές τίς επιστήμες αφθονούν - όχι όμως οί άνθρωποι με εφευρετικές ικανότητες, πόσο μάλλον οί ικανοί νά υποτάξουν τήν εφεύρεση τους σ' ενα αυστηρό, συστηματικό σχέδιο. Αυτό τό σχέδιο είναι τόσο αχανές, πού ή συμβολή κάθε συγγραφέα είναι άπειροστή. Στην αρχή, πιστευόταν πώς τό Tlôn δέν είναι παρά ενα χάος, μιά ανεύθυνη ασυδοσία τής φαντασίας• σήμερα είναι γνωστό πώς πρόκειται γιά έναν ολόκληρο κόσμο καί πώς οί απόκρυφοι νόμοι πού τόν διέπουν έχουν διατυπωθεί, έστω καί πρόσκαιρα. 'Αρκεί νά θυμίσω πώς ή τάξις πού παρατηρείται στον Ενδέκατο Τόμο είναι τόσο ευκρινής καί τόσο ορθολογική, πού οί προφανείς αντιφάσεις αυτού τοϋ τόμου είναι ό θεμέλιος λίθος τής απόδειξης πώς υπάρχουν οί άλλοι. Τά λαϊκά περιοδικά διέδωσαν, μέ συγγνωστή υπερβολή, τή ζωολογία καί τήν τοπογραφία τού Tlôn' απλώς αναρωτιέμαι άν οί διάφανες τίγρεις του ή οί αιμάτινοι πύργοι του αξίζουν πράγματι τήν
18
αδιάλειπτη προσοχή δλων των ανθρώπων. Παίρνω τό θάρρος νά ζητήσω λίγα λεπτά άπ' τό χρόνο σας, γιά νά σάς αναπτύξω πώς εννοούσαν τό σύμπαν.
Ό Χιούμ έγραψε, άπαξ καί διά παντός, ότι τά επιχειρήματα τού Μπέρκλεϋ δέν επιδέχονται τήν παραμικρή ανασκευή καί δέν ασκούν τήν παραμικρή πειθώ. Τό απόφθεγμα αυτό είναι πέρα γιά πέρα σωστό, άν μιλάμε γιά εφαρμογή του επί τής γής• προκειμένου περί τού Tlôn, είναι πέρα γιά πέρα λάθος. Τά έθνη αυτού τοϋ πλανήτη είναι, εκ γενετής, ιδεαλιστικά. Ή γλώσσα του καί τά παράγωγα τής γλώσσας του - ή θρησκεία, τά γράμματα, ή μεταφυσική - προϋποθέτουν τόν ιδεαλισμό. Γι' αυτούς, ό κόσμος δέν είναι μιά συνάθροιση αντικειμένων στον χώρο- είναι μιά ετερογενής σειρά αυτόνομων πράξεων. Είναι διαδοχικός, χρονικός - όχι χωρικός. Δέν υπάρχουν ουσιαστικά στην επαγωγική Ursprache τοϋ Tlôn, άπ' τήν οποία πηγάζουν οί «σύγχρονες» γλώσσες καί οί διάλεκτοι: υπάρχουν ρήματα απρόσωπα, πού σημασιοδοτούνται άπό μονοσύλλαβα προθή-ματα ή επιθήματα έπιρρηματικής υφής. Παραδείγματος χάριν, δέν υπάρχει λέξη αντίστοιχη μέ τή δική μας φεγγάρι, υπάρχει όμως ενα ρήμα πού, στή γλώσσα μας, θά ήταν φεγγαρίζει ή φεγγαρώνει. Τό φεγγάρι βγήκε πάνω άπ' τό ποτάμι λέγεται: hlôr ufang axaxaxas mlô, πού, κατά λέξιν, μεταφράζεται: προς τά άνω (upward) πίσω άπ' τό διαρκώς ρεϊν φεγγάρωσε. ( Ό Ξούλ Σολάρ τό απέδωσε συντομογραφικά: ώπλα πίσω διαρκορ-ροή φεγγάρωσε. Upward, behind the onstreaming it mooned.)
Τά προηγούμενα αναφέρονται στίς γλώσσες τού νοτίου ημισφαιρίου. Σ' εκείνες τοϋ βορείου ημισφαιρίου (γιά τήν Ursprache τού οποίου ό Ενδέκατος Τόμος περιέχει ελάχιστα στοιχεία), τό πρωταρχικό κύτταρο δέν είναι τό ρήμα, άλλα τό μονοσύλλαβο επίθετο. Τό ουσιαστικό σχηματίζεται διά τής συσσωρεύσεως επιθέτων. Δέν λέγεται φεγγάρι άλλα: αίθέριο-λαμπερό πάνω σέ σκοϋρο-στρόγγυλο, ή: ουράνιο αχνό πορτοκαλί ή μ' οποιοδήποτε άλλον συνδυασμό. Στό παράδειγμα πού διάλεξα, τό πλήθος τών επιθέτων αντιστοιχεί σ' ενα πραγματικό αντικείμενο- αυτό είναι τελείως συμπτωματικό. Στή λογοτεχνία τού βορείου ημισφαιρίου (όπως στον στοιχειώδη κόσμο τού Μάινονγκ), αφθονούν τά ιδεατά αντικείμενα, πού συντίθενται καί άποσυντίθενται σ' ενα δευτερόλεπτο, ανάλογα μέ τίς
19
ποιητικές ανάγκες. Είναι φορές πού καθορίζονται απλώς άπό έναν ταυτοχρονισμό. 'Υπάρχουν αντικείμενα συντεθειμένα άπό δύο όρους - έναν οπτικής φύσεως καί έναν ακουστικής: τό χρώμα τής αυγής καί τό μακρινό κελάηδισμα ενός πουλιού. 'Υπάρχουν κι άλλα, μέ περισσότερους τών δύο όρους: ό ήλιος καί τό νερό πάνω στό στήθος τού κολυμβητή, ή άχνη τρεμάμενη ρόδινη ανταύγεια πού βλέπουμε όταν έχουμε κλειστά τά μάτια, ή αίσθηση ν' αφήνεσαι νά σέ πάρει τό ποτάμι, άλλα καί τό όνειρο. Αυτά τά δευτεροβάθμια αντικείμενα μπορούν νά συνδυαστούν μέ άλλα- ή διαδικασία, μέ τη χρήση καί κάποιων συντμήσεων, είναι κυριολεκτικά άπειρη. 'Υπάρχουν περίφημα ποιήματα, πού αποτελούνται άπό μία καί μόνη τεράστια λέξη. Ή λέξη αυτή αποτελεί ταυτόχρονα καί ενα ποιητικό αντικείμενο, δημιούργημα τού συγγραφέα. Κατά παράδοξο τρόπο, τό ίδιο τό γεγονός ότι κανένας δέν πιστεύει στην πραγματικότητα τών ουσιαστικών, καθιστά τον αριθμό τους ατέρμονα. Οι γλώσσες τού βορείου ημισφαιρίου τού Tlôn περιλαμβάνουν όλα τά ονόματα, όχι μόνο τών ινδοευρωπαϊκών, άλλα καί πολλών άλλων γλωσσών.
Μπορούμε νά πούμε ότι, χωρίς υπερβολή, ή κλασική παιδεία τού Tlôn περιλαμβάνει ενα μόνο κλάδο: την ψυχολογία. "Ολοι οι άλλοι υπάγονται σ' αυτόν. "Εχω ξαναπεί πώς οι άνθρωποι αυτού τού πλανήτη αντιλαμβάνονται τό σύμπαν ως μία σειρά νοητικών διεργασιών πού δέν αναπτύσσονται στό χώρο, άλλα στό χρόνο, μέ διαδοχικό τρόπο. Ό Σπινόζα αποδίδει στην ανεξάντλητη θεότητα του τίς ιδιότητες τής έκτασης καί τής σκέψης• κανένας, στον Tlôn, δέν θά καταλάβαινε την αντιδιαστολή τής πρώτης (πού είναι χαρακτηριστική ορισμένων μόνο καταστάσεων) μέ τη δεύτερη, πού είναι ενα τέλειο συνώνυμο τού κόσμου. Μ' άλλα λόγια: δέν διανοούνται ότι τό χωρικό μπορεί νά διαρκεί χρονικά. Ή αντίληψη ενός σύννεφου καπνού στον ορίζοντα, ύστερα τού καμένου χωραφιού, ύστερα τού αποτσίγαρου πού προκάλεσε την πυρκαγιά, θεωρείται παράδειγμα απλής συνάφειας ιδεών.
Αυτός ό μονισμός ή ολοκληρωτικός ιδεαλισμός ακυρώνει τήν επιστήμη. Ή εξήγηση (ή ή κρίση) ενός γεγονότος προϋποθέτει τήν πρόσδεση του σ' ενα άλλο γεγονός• γιά τόν Tlôn, ή συσχέτιση αύτη είναι μιά μεταγενέστερη κατάσταση τού ύποκει-
20
μένου, πού δέν μπορεί νά επηρεάσει ή νά διαφωτίσει τήν προγενέστερη. Κάθε νοητική κατάσταση είναι ανεπίδεκτη αναγωγής: τό ϊδιο τό γεγονός τής ονομασίας της (δηλαδή τής ταξινόμησης της) περικλείει μιά παραποίηση. Ά π ' αυτό θά μπορούσαμε νά συναγάγουμε πώς δέν υπάρχουν επιστήμες στον Tlôn - ίσως ούτε κάν συλλογισμοί. "Ομως, ή παράδοξη αλήθεια είναι πώς υπάρχουν, καί μάλιστα σχεδόν αναρίθμητες. Γιά τίς φιλοσοφίες, ισχύει τό 'ίδιο μέ δ,τι γιά τά ουσιαστικά στό βόρειο ημισφαίριο. Τό γεγονός ότι κάθε φιλοσοφία είναι έξ ορισμού ενα διαλεκτικό παιχνίδι, μία Philosophie des Als Ob, συνέβαλε στον πολλαπλασιασμό τους. Τά απίστευτα συστήματα είναι πάμπολλα, έχουν όμως μιά ευχάριστη δομή ή είναι εντυπωσιακά. Οι μεταφυσικοί τού Tlôn δέν αναζητούν τήν αλήθεια, ϊσως ούτε καί τήν αληθοφάνεια: αναζητούν τήν κατάπληξη. Θεωρούν τή μεταφυσική κλάδο τής φανταστικής λογοτεχνίας. Γνωρίζουν ότι ενα σύστημα δέν είναι τίποτ' άλλο άπ' τήν υπαγωγή όλων τών πτυχών τού σύμπαντος σέ μιά άπ' όλες τους. Ήδη όμως ή φράση «όλες οι πτυχές» είναι άπορρίψιμη, γιατί προϋποθέτει τήν άθροιση τής παρούσας χρονικής στιγμής μέ τίς παρελθούσες, πού είναι αδύνατη. Τό ϊδιο αθέμιτος είναι καί ό πληθυντικός «παρελθούσες», γιατί κι αυτός υπονοεί μιά εξίσου αδύνατη πράξη... Μία άπό τίς σχολές τού Tlôn φτάνει μέχρι τού σημείου νά αρνείται τό χρόνο: υποστηρίζει πώς τό παρόν είναι ακαθόριστο, τό μέλλον είναι εκτός πραγματικότητος, ει μη μόνον ώς παρούσα ελπίδα, τό ϊδιο καί τό παρελθόν, ει μη μόνον ως παρούσα ανάμνηση*. Μιά άλλη σχολή διακηρύσσει πώς ήδη έχει διανυθεί συμπάς ό χρόνος καί πώς ή ζωή μας είναι μόλις καί μετά βίας ή ανάμνηση ή ή δειλινή ανταύγεια (τό δίχως άλλο παραποιημένη καί ελλιπής) μιας ανέκκλητης εξέλιξης. Μιά άλλη πώς ή Ιστορία τού σύμπαντος - περιλαμβανομένης, φυσικά, τής ιστορίας τής ζωής μας καί τής πιό μικρής λεπτομέρειας τής ζωής μας - είναι ή γραφή ενός κατώτερου θεού, στην προσπάθεια του νά επικοινωνήσει μέ ενα δαίμονα. Μιά άλλη πώς τό σύμπαν μοιάζει μ' εκείνα τά κρυπτογραφήματα, στά όποια δέν ισχύουν όλα τά σύμβολα, καί τό μόνον αληθές
* Ό Ράσσελ (The Analysis of Mind, 1921, σελ. 159) εικάζει πώς ό πλανήτης έχει δημιουργηθεί εδώ καί λίγα λεπτά, επανδρωμένος μέ μιά ανθρωπότητα πού «θυμάται» ενα απατηλό παρελθόν.
21
είναι αυτό πού συμβαίνει κάθε τριακόσια χρόνια. Μιά άλλη πώς, ένώ κοιμόμαστε εδώ, είμαστε ξύπνιοι άλλου, κι έτσι καθένας μας είμαστε δύο άνθρωποι.
'Απ' όλες τίς θεωρίες τοϋ ΤΙόη, καμιά δεν προκάλεσε μεγαλύτερο σκάνδαλο άπ' δ,τι ό υλισμός. Ή θεωρία αυτή διατυπώθηκε άπό μερικούς στοχαστές, μέ περισσότερη θέρμη καί λιγότερη σαφήνεια, όπως κάποιος πού σπεύδει νά διηγηθεί ενα παράδοξο. Γιά νά διευκολύνει τήν κατανόηση αυτής της αδιανόητης δοξασίας, ένας αίρεσιάρχης τοΰ ενδέκατου αιώνα* εμπνεύστηκε τό σόφισμα τών εννέα χάλκινων νομισμάτων, ή σκανδαλώδης φήμη τοΰ οποίου αντιστοιχεί στον ΤΙδη μ' εκείνη τών ελεατικών παράδοξων. Υπάρχουν πολλές εκδοχές αυτού τοΰ «ευλογοφανούς συλλογισμού», στίς οποίες ποικίλλουν ό αριθμός τών νομισμάτων καί ό αριθμός τών ευρέσεων ακολουθεί ή πιό διαδεδομένη:
Την Τρίτη, ό Α διασχίζει έναν έρημο δρόμο καί χάνει εννέα χάλκινα νομίσματα. Τήν Πέμπτη, ό Β βρίσκει στό δρόμο τέσσερα νομίσματα, λίγο σκουριασμένα άπ' τή βροχή της Τετάρτης. Τήν Παρασκευή, ό Γ ανακαλύπτει τρία νομίσματα στό δρόμο. Τό πρωί της Παρασκευής, ό Α βρίσκει δυό νομίσματα στό διάδρομο τοϋ σπιτιού του. Ό αίρεσιάρχης ήθελε ν' αποδείξει μ' αυτή τήν ιστορία τήν πραγματικότητα - id est τή συνέχεια - τών εννέα νομισμάτων πού ξαναβρέθηκαν. Είναι παράλογο (έλεγε) νά φανταστεί κανείς πώς τέσσερα άπό τά νομίσματα δέν υπήρχαν μεταξύ Τρίτης καί Πέμπτης, τρία μεταξύ Τρίτης καί απογεύματος Παρασκευής, δύο μεταξύ Τρίτης καί Παρασκευής πρωί. Τό λογικό είναι νά σκεφτείς πώς υπήρχαν - ϊσως μ' έναν τρόπο μυστικό, ακατανόητο γιά τους ανθρώπους - όλες τίς στιγμές αυτών τών τριών χρονικών περιόδων.
Ή γλώσσα τοΰ ΤΙδη αντιστάθηκε στή διατύπωση αυτού τοΰ παράδοξου• οι πιό πολλοί δέν τό κατάλαβαν. Οι υπέρμαχοι της κοινής λογικής περιορίστηκαν, στην αρχή, νά αμφισβητήσουν τήν ακριβολογία τού ανεκδότου. Δέν έχαναν ευκαιρία νά επαναλαμβάνουν πώς επρόκειτο γιά λεκτική άπατη, βασισμένη
* «Αιώνας», σύμφωνα μέ τό δωδεκαδικό σύστημα, σημαίνει εκατόν σαράντα τέσσερα χρόνια.
22
στην απροκάλυπτη χρησιμοποίηση δύο νεολογισμών, πού ούτε ή χρήση είχε καθιερώσει ούτε γίνονταν αποδεκτοί άπό οποιαδήποτε συγκροτημένη σκέψη: τά ρήματα βρίσκω καί χάνω. Κατ' αυτούς, εδώ έχουμε εφαρμογή της αρχής της λήψεως τοϋ ζητουμένου, άφοΰ προϋποτίθεται δτι τά εννέα πρώτα νομίσματα καί τά εννέα τελευταία είναι τά 'ίδια. Υπενθύμισαν πώς όλα τά ουσιαστικά (άνθρωπος, νόμισμα, Πέμπτη, Τετάρτη, βροχή) δέν έχουν παρά μεταφορική αξία. Κατήγγειλαν τή δόλια λεπτομέρεια λίγο σκουριασμένα άπ' τή βροχή τής Τετάρτης, πού προϋποθέτει τό προς άπόδειξιν. Εξήγησαν πώς άλλο ισότητα κι άλλο ταυτότητα, καί διατύπωσαν ενα οιονεί reductio ad absurdum: τήν υποθετική περίπτωση εννέα ανθρώπων πού, επί εννέα συνεχείς μέρες, βασανίζονται άπό ένα δυνατό πόνο. Δέν θά 'ταν γελοίο, ρωτούσαν, νά ισχυριστεί κανείς πώς πρόκειται γιά τόν ίδιο πόνο; Είπαν πώς τό κίνητρο τοΰ αίρεσιάρχη ήταν ή βλάσφημη επιθυμία του νά προσδώσει τήν θεία κατηγορία τοΰ είναι σέ μερικά κοινά νομίσματα, καί πώς άλλες φορές αρνιόταν τήν πολλαπλότητα, άλλες όχι. Πρόβαλαν τό επιχείρημα: αν ή ισότητα περιλαμβάνει τήν ταυτότητα, δέν γίνεται παρά νά δεχτούμε πώς τά εννέα νομίσματα εϊναι ενα καί μόνο.
"Οσο κι άν φαίνεται απίστευτο, οι ανασκευές αυτές δέν ήσαν τελεσίδικες. Εκατό χρόνια μετά τήν έγερση τοΰ ζητήματος, ένας στοχαστής, εξίσου ευφυής μέ τόν αίρεσιάρχη άλλα ορθόδοξης παράδοσης, διατύπωσε μιά πολύ τολμηρή υπόθεση. Ό ευτυχής αυτός συλλογισμός δέχεται πώς υπάρχει ενα μόνο υποκείμενο, πώς αυτό τό αδιαίρετο υποκείμενο είναι καθένα άπό τά όντα τοΰ σύμπαντος καί πώς τά όντα αυτά είναι τά όργανα καί τά προσωπεία τής θεότητας. Ό Α είναι ό Β καί ό Γ. Ό Γ ανακαλύπτει τρία νομίσματα γιατί θυμάται πώς τά έχασε ό Α. Ό Α βρίσκει δύο στό διάδρομο γιατί θυμάται ότι τά άλλα βρέθηκαν... Ό Ενδέκατος Τόμος αφήνει νά εννοηθεί ότι τρεις κεφαλαιώδεις λόγοι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ολοσχερή νίκη αυτού τοΰ ίδεαλιστικοΰ πανθεϊσμού. Ό πρώτος ήταν ή άπάρνηση τοΰ σολιψισμού- ό δεύτερος, ή δυνατότητα διατήρησης τοΰ ψυχολογικού υπόβαθρου τών επιστημών ό τρίτος, ή δυνατότητα διατήρησης τής λατρείας τών θεών. Ό Σοπενάουερ (ό παθιασμένος καί διαυγής Σοπενάουερ) διατύπωσε μιά παρόμοια θεωρία στον πρώτο τόμο τού Parerga und Paralipome-na.
23
Ή γεωμετρία τοΰ ΤΙδη περιλαμβάνει δύο κλάδους αρκετά διαφορετικούς: τόν οπτικό καί τόν άπτικό. Ό δεύτερος αντιστοιχεί με τόν δικό μας καί υπάγεται στον πρώτο. Βάση της οπτικής γεωμετρίας δεν είναι τό σημείο άλλα ή επιφάνεια. Ή γεωμετρία αύτη αγνοεί τίς παράλληλες ευθείες καί διακηρύσσει πώς ό άνθρωπος πού μετατοπίζεται μεταβάλλει τά σχήματα πού τόν περιβάλλουν. Βάση τής αριθμητικής τοΰ ΤΙδη είναι ή έννοια των απροσδιορίστων αριθμών. 'Εξαίρεται ή σημασία τών εννοιών μείζον καί έλασσον, πού οι δικοί μας μαθηματικοί συμβολίζουν με τό: > καί τό: <. Είναι παραδεκτό ότι ή πράξη τής μέτρησης μεταβάλλει τίς ποσότητες καί τίς μετατρέπει άπό απροσδιόριστες σέ καθορισμένες. Τό γεγονός ότι διαφορετικοί άνθρωποι, πού μετρούν τήν 'ίδια ποσότητα, καταλήγουν σ' ενα ίσο αποτέλεσμα είναι γιά τους ψυχολόγους ενα παράδειγμα τής συνάφειας τών ιδεών ή καλής άσκησης τής μνήμης. "Ηδη γνωρίζουμε ότι, στον πλανήτη ΤΙδη, τό υποκείμενο τής γνώσης είναι ενα καί αιώνιο.
'Αλλά ή ιδέα τοΰ μοναδικού υποκειμένου κυριαρχεί καί στίς φιλολογικές συνήθειες. Τά υπογεγραμμένα βιβλία σπανίζουν. Ή λογοκλοπία είναι αδιανόητη: έχει καθιερωθεί ότι όλα τά έργα είναι έργα ενός καί μόνου συγγραφέα, πού είναι άχρονος καί ανώνυμος. Συχνά οι κριτικοί επινοούν συγγραφείς: διαλέγουν δύο ανόμοια έργα - φέρ' ειπείν, τό Τάο Τέ Κίνγκ καί τίς 1001 Νύχτες -, τά αποδίδουν στον 'ίδιο συγγραφέα κι ύστερα αναλύουν λεπτομερώς τήν ψυχολογία αυτού του ενδιαφέροντος homme de lettres...
Διαφορετικά, επίσης, είναι καί τά βιβλία τους. Τά μυθοπλαστικά έχουν μία καί μόνη πλοκή, μέ όλες τίς παραλλαγές πού μπορεί νά φανταστεί κανείς. Τά βιβλία φιλοσοφικής φύσεως περιέχουν στερεότυπα τή θέση καί τήν αντίθεση, τό τεκμηριωμένο υπέρ καί τό κατά μιας δοξασίας. "Ενα βιβλίο, στό όποιο δέν εμπεριέχεται τό άντι-βιβλίο του, θεωρείται ατελές.
Αιώνες καί αιώνες ιδεαλισμού δέν ήταν δυνατόν νά μήν επηρεάσουν τήν πραγματικότητα. Στίς πιό αρχαίες επαρχίες τού ΤΙδη, δέν είναι ασυνήθης ή αναπαραγωγή χαμένων αντικειμένων. Δυό άνθρωποι ψάχνουν ενα μολύβι- ό πρώτος τό βρίσκει καί δέν λέει τίποτα• ό δεύτερος βρίσκει ενα δεύτερο μολύβι, εξίσου πραγματικό μέν άλλα πλησιέστερο στην προσδοκία του.
24
Αυτά τά δευτερεύοντα αντικείμενα ονομάζονται hrônir, δέν είναι πολύ καλής ποιότητας κι είναι λίγο μεγαλύτερα. Μέχρι τώρα τελευταία, τά hrônir ήσαν τυχαία παράγωγα τής άφηρημά-δας ή τής λήθης. Φαίνεται απίστευτο ότι ή μεθοδική παραγωγή τους άρχισε μόλις εδώ κι εκατό χρόνια, αυτό όμως μας λέει ό Ενδέκατος Τόμος. Τά πρώτα πειράματα απέτυχαν οικτρά. 'Αξίζει όμως, σίγουρα, νά θυμηθούμε τό modus operandi. Ό διευθυντής μιας άπό τίς κρατικές φυλακές γνωστοποίησε στους φυλακισμένους πώς υπήρχαν αρχαίοι τάφοι στην παλιά κοίτη ενός ποταμού, κι έταξε τήν ελευθερία σέ όποιους τού 'φερναν κάποιο σημαντικό εύρημα. 'Αρκετούς μήνες πρίν τήν ανασκαφή, έδειχναν στους κρατούμενους φωτογραφίες τών αντικειμένων πού επρόκειτο νά βρουν. Τό πρώτο αυτό πείραμα απέδειξε ότι ή ελπίδα καί ή απληστία μπορούν νά είναι ανασταλτικοί παράγοντες• μιά βδομάδα δουλειάς μέ τήν άξί-να, καί τό μόνο hrôn πού ξεθάφτηκε ήταν ένας σκουριασμένος τροχός, πού άνηκε σέ μιά περίοδο μεταγενέστερη τού πειράματος. Αυτό κρατήθηκε μυστικό κι αργότερα επαναλήφθηκε σέ τέσσερα κολέγια. Στά τρία, ή αποτυχία ήταν σχεδόν πλήρης-
στό τέταρτο (ό διευθυντής τού οποίου πέθανε άπό ενα ατύχημα κατά τή διάρκεια τών ανασκαφών), οι μαθητές ξέθαψαν - ή παρήγαγαν - ενα χρυσό προσωπείο, ενα αρχαϊκό σπαθί, δύο ή τρεις πήλινους αμφορείς καί τή μουχλιασμένη κι ακρωτηριασμένη προτομή ενός βασιλιά, μέ μιά επιγραφή στό στήθος, πού κανείς ως τώρα δέν μπόρεσε ν' αποκρυπτογραφήσει. "Ετσι αποκαλύφθηκε ή αναξιοπιστία τών μαρτύρων πού γνώριζαν τόν πειραματικό χαρακτήρα τών ανασκαφών... Οι μαζικές έρευνες παράγουν αντιφατικά αντικείμενα- σήμερα, προτιμάται ή κατά μόνας καί σχεδόν αυτοσχέδια εργασία. Ή μεθοδική κατασκευή τών hrônir (λέει ό Ενδέκατος Τόμος) πρόσφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στους αρχαιολόγους. Κατέστησε δυνατή τήν αναψηλάφηση καί τήν τροποποίηση τοΰ παρελθόντος, τό όποιο τώρα είναι εξίσου ελαστικό καί εύπλαστο μέ τό μέλλον. Καί κάτι περίεργο: τά hrônir δεύτερου καί τρίτου βαθμού (δηλαδή τά παράγωγα ενός hrôn καί τά παράγωγα τού hrôn ενός hrôn) διογκώνουν τά μειονεκτήματα τού πρώτου- τά hrônir πέμπτου βαθμού είναι σχεδόν ομοιόμορφα- τά ένατου συγχέονται μέ τά δεύτερου βαθμού- καί στά hrônir ενδέκατου βαθ-
25
μοϋ παρατηρείται μιά καθαρότητα στη γραμμή πού δέν την έχουν τά αρχικά. Ή διαδικασία είναι περιοδική: στον δωδέκατο βαθμό, τό hrôn αρχίζει ήδη νά φθίνει. Πιό παράξενο καί πιό αγνό άπό οποιοδήποτε hrôn είναι πολλές φορές τό ur: τό παράγωγο τής υποβολής, τό εξαγόμενο τής ελπίδας. Διαβόητο παράδειγμα είναι τό μεγάλο χρυσό προσωπείο πού ανάφερα πιό πάνω.
Τά πράγματα στον Ήδη αναπαράγονται• έχουν επίσης τήν τάση νά σβήνονται ή νά χάνουν τίς λεπτομέρειες τους, όταν οί άνθρωποι τά ξεχνούν. Κλασικό είναι τό παράδειγμα μέ τό κατώφλι, πού υπήρχε μόνο όσον καιρό καθόταν εκεί ένας ζητιάνος, καί εξαφανίστηκε όταν ό ζητιάνος πέθανε. Συνέβη μάλιστα συχνά λίγα πουλιά ή ενα άλογο νά σώσουν τά ερείπια ενός αμφιθεάτρου.
Salto Oriental, 1940
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ ΤΟΥ 1947: Παρέθεσα τό πρηγούμενο άρθρο όπως δημοσιεύτηκε στην 'Ανθολογία Φανταστικής Λογοτεχνίας (1940), παραλείποντας μόνο μιά δυό μεταφορές κι ενα είδος σαρκαστικής ανακεφαλαίωσης, πού σήμερα θά φαινόταν εντελώς επιπόλαιη. Συνέβησαν τόσα πολλά άπό τότε... Θά περιοριστώ νά τά καταγράψω.
Τόν Μάρτη τού 1941, μέσα σ' ενα βιβλίο τού Χίντον πού άνηκε στον Χέρμπερτ "Ας, ανακαλύφθηκε μιά ιδιόχειρη επιστολή τού Γκούναρ "Ερφγιορντ. Ό φάκελος είχε τή σφραγίδα τού ταχυδρομείου τού Ούρου Πρέτου- ή επιστολή διαφώτιζε πλήρως τό μυστήριο τού Tlôn. Τό περιεχόμενο της επιβεβαίωνε τίς εικασίες τού Μαρτίνες Έστράδα. Ή υπέροχη ιστορία ξεκίνησε στίς αρχές τού Που αιώνα, μιά νύχτα τής Λουκέρνης ή τού Λονδίνου. Τότε ιδρύθηκε μιά μυστική αγαθοεργός εταιρεία (ανάμεσα στά μέλη τής οποίας συγκαταλέγονταν ό Νταλ-γκάρνο καί - αργότερα - ό Μπέρκλεϋ) μέ σκοπό νά εφεύρει μιά χώρα. Στό συγκεχυμένο καταστατικό της εμφανίζονταν οί ερμητικές σπουδές, ή φιλανθρωπία καί ή καββάλα. Ά π ' αυτή τήν πρώτη εποχή χρονολογείται τό περίεργο βιβλίο τού 'Αντρέα. Μετά άπό μερικά χρόνια μυστικών κογκλαβίων καί
26
πρόωρων συνθέσεων, συνειδητοποίησαν πώς δέν επαρκούσε μιά γενεά γιά νά αρθρωθεί μιά χώρα. 'Αποφάσισαν πώς καθένας άπ' τους δάσκαλους πού απάρτιζαν τήν εταιρεία θά διάλεγε ενα μαθητή γιά τή συνέχιση τού έργου. Ή καταπιστευματι-κή αυτή διευθέτηση εύοδόθηκε" μετά άπό ένα διάλειμμα δύο αιώνων, ή κυνηγημένη αδελφότητα ανασυστήθηκε στην 'Αμερική. Τό 1824, στό Μέμφις τού Τεννεσσή, ένας άπό τους προ-σήλυτους συζητά μέ τόν ασκητικό εκατομμυριούχο Έζρα Μπάκλεϋ. Ό Μπάκλεϋ τόν ακούει μέ κάποια περιφρόνηση καί σαρκάζει τήν ταπεινότητα τού σχεδίου. Τού λέει πώς είναι παράλογο νά 'σαι στην 'Αμερική καί νά θέλεις νά εφεύρεις μιά χώρα καί τού προτείνει τήν εφεύρεση ενός πλανήτη. Σ' αύτη τή γιγάντια ιδέα προσθέτει μιά άλλη, απότοκο τού νιχιλισμοΰ του*: τήν αποσιώπηση αυτής τής κολοσσιαίας επιχείρησης. 'Εκείνη τήν εποχή, κυκλοφορούσαν οί είκοσι τόμοι τής Encyclopaedia Britannica- ό Μπάκλεϋ ρίχνει τήν ιδέα μιας μεθοδικής εγκυκλοπαίδειας τού φανταστικού πλανήτη. Θά τους κληροδοτήσει τίς χρυσοφόρες οροσειρές του, τά πλωτά ποτάμια του, τά λιβάδια του μ' όλους τους ταύρους καί τους βίσονες, τους νέγρους, τά πορνεία καί τά δολάρια του, μ' έναν όρο: «Τό έργο δέν θά συνθηκολογήσει μέ τόν απατεώνα 'Ιησού Χριστό». Ό Μπάκλεϋ δέν πιστεύει στό Θεό, θέλει όμως ν' αποδείξει στον ανύπαρκτο Θεό πώς καί οί θνητοί είναι ικανοί νά συλλάβουν έναν κόσμο. Ό Μπάκλεϋ δηλητηριάζεται στό Μπατόν Ρούζ, τό 1828- τό 1914, ή εταιρεία παραδίδει στους συνεργάτες της, γύρω στους τριακόσιους, τόν τελευταίο τόμο τής Πρώτης 'Εγκυκλοπαίδειας τού Tlôn. Ή έκδοση είναι μυστική: οί σαράντα τόμοι πού περιλαμβάνει (τό πιό κολοσσιαίο έργο πού έφεραν ποτέ άνθρωποι σέ πέρας) θά χρησίμευαν ώς βάση γιά τή σύνταξη μιας άλλης εγκυκλοπαίδειας, πιό αναλυτικής καί γραμμένης όχι πιά στ' αγγλικά άλλα σέ μιά άπ' τίς γλώσσες τού Tlôn. Αυτή ή αναθεώρηση ενός φανταστικού κόσμου παίρνει τόν προσωρινό τίτλο Orbis Tertius, κι ένας άπ' τους ταπεινούς δημιουργούς της ήταν καί ό Χέρμπερτ ' Ας• δέν ξέρω αν έδρασε ώς μέλος ή γιά λογαριασμό τού Γκούναρ Ερφγιορντ. Ή άπο-
* Ό Μπάκλεϋ ήταν έλευθερόφρων, μοιρολάτρης καί υπέρμαχος τής δουλείας.
27
στολή σ' αυτόν τοϋ Ενδέκατου Τόμου δείχνει νά ενισχύει την πρώτη εκδοχή. Μά κι οι άλλοι τόμοι; Τό 1942, τά γεγονότα πήραν έναν καλπάζοντα ρυθμό. Θυμάμαι ενα άπ' τά πρώτα γεγονότα μ' εκπληκτική διαύγεια καί θαρρώ πώς είχα διαγνώσει άπό τότε κάτι άπ' τόν προοιωνιστικό του χαρακτήρα. Συνέβη σ' ενα διαμέρισμα της όδοϋ Λαπρίδα, μπροστά σ' ενα όλοφώ-τεινο ψηλό μπαλκόνι πού έβλεπε στη δύση. Ή πριγκίπισσα Ντέ Φοσινύ Λυσένζ είχε παραλάβει άπ' τό Πουατιέ τ' ασημικά της. Ά π ' τό απύθμενο βάθος μιας κασέλας, πού είχε πάνω της όλες τίς σφραγίδες τοϋ κόσμου, αναδύονταν τά λεπτουργήμα-τα: ασημικά άπ' τήν Ουτρέχτη καί τό Παρίσι, μέ σκαλισμένη τήν εραλδική πανίδα, ενα σαμοβάρι. 'Ανάμεσα τους, μιά πυξίδα παλλόταν μυστηριωδώς, μέ τό ευδιάκριτο κι ανάλαφρο τρέμουλο ενός κοιμώμενου πουλιού. Ή πριγκίπισσα δέν τήν αναγνώρισε. Ή γαλάζια βελόνα έψαχνε άγωνιωδώς τόν μαγνητικό βορρά• ή μεταλλική θήκη της ήταν κοίλου σχήματος• τά γράμματα πάνω στην περιφέρεια αντιστοιχούσαν σ' ενα άπ' τά αλφάβητα τοϋ Tlôn. Αυτή ήταν ή πρώτη παρείσδυση τού φανταστικού κόσμου στον πραγματικό. Μιά ανησυχητική σύμπτωση θέλησε νά είμαι παρών καί στή δεύτερη. Συνέβη λίγους μήνες αργότερα, στό μαγαζί ενός Βραζιλιάνου, στην Κουτσίγια Νέγρα. Ό Άμορίμ κι εγώ επιστρέφαμε άπ' τήν Σάντ' Άννα. Ό ποταμός Τακουαρεμπό είχε πλημμυρίσει, κι έτσι μάς υποχρέωσε νά γευτούμε (καί νά υποστούμε) αυτή τήν υποτυπώδη φιλοξενία. Ό μαγαζάτορας μας έστρωσε κάτι ράντζα πού έτριζαν, σ' ενα μεγάλο δωμάτιο, γεμάτο βαρέλια καί προβιές. Ξαπλώσαμε, άλλα δέν κλείσαμε μάτι όλη νύχτα - ένας μεθυσμένος διπλανός μας, πού δέν βλέπαμε, ανακάτευε κάτι ακατάληπτες βλαστήμιες μέ κομμάτια άπό milongas - ή, μάλλον, μέ κομμάτια τής ίδιας milonga. "Οπως είναι φυσικό, αποδώσαμε αυτό τό ασταμάτητο παραλήρημα στό πυρπόλο ρούμι τού μαγαζά-τορα... Τό ξημέρωμα, ό άνθρωπος ήταν νεκρός στό διάδρομο. Ή τραχύτητα τής φωνής του μας είχε ξεγελάσει: ήταν νέος. Μές στην παράφορα του, τοϋ 'χαν πέσει άπ' τό ζωνάρι μερικά νομίσματα κι ένας αστραφτερός μεταλλικός κώνος στό μέγεθος ενός ζαριού. Άδικα προσπάθησε νά τόν σηκώσει ενα παιδί• ένας μεγάλος άντρας τά κατάφερνε μέ τό ζόρι. Έγώ τόν κράτησα στή φούχτα μου γιά λίγα λεπτά. Θυμάμαι πώς τό βάρος
28
του ήταν αβάσταχτο καί πώς ή πίεση παρέμεινε όταν μοΰ τόν πήρανε. Θυμάμαι ακόμα τόν τέλειο κύκλο πού αποτυπώθηκε στό δέρμα τής παλάμης μου. Αυτό τό γεγονός, πώς κράτησα στό χέρι μου ενα αντικείμενο τόσο μικρό καί, ταυτόχρονα, τόσο απίστευτα βαρύ, μού γέννησε μιά δυσάρεστη αίσθηση φόβου καί αποστροφής. "Ενας χωριάτης πρότεινε νά πετάξουμε τόν κώνο στον χειμαρρώδη ποταμό. Ό Άμορίμ τόν αγόρασε γιά λίγα πέσος. Κανείς δέν ήξερε τίποτα γιά τόν νεκρό, έκτος ότι «είχε έρθει άπ' τά σύνορα». Αυτοί οι μικροσκοπικοί καί ασήκωτοι κώνοι (φτιαγμένοι άπό ενα μέταλλο πού δέν είναι αυτού τοϋ κόσμου) είναι, σύμφωνα μέ ορισμένες θρησκείες τού Tlôn, ή εικόνα τής θεότητας.
'Εδώ τελειώνω τό προσωπικό μέρος τής αφήγησης μου. Τά υπόλοιπα είναι στή μνήμη (αν όχι στην ελπίδα ή τόν φόβο) όλων τών αναγνωστών μου. Νά θυμίσω μόνο ή νά αναφέρω μέ απλή συντομία τά ακόλουθα γεγονότα, πού ή κοίλη γενική μνήμη θά εμπλουτίσει ή θά ενδυναμώσει. Τό 1944, ένας ερευνητής τής εφημερίδας The American τοϋ Νάσβιλ, Τεννεσσή, ξετρύπωσε σέ μιά βιβλιοθήκη τού Μέμφις τους σαράντα τόμους τής πρώτης Εγκυκλοπαίδειας τού Tlôn. Ακόμα καί σήμερα αποτελεί θέμα συζήτησης αν αύτη ή ανακάλυψη ήταν τυχαία ή άν συναίνεσε τό διευθυντήριο τού πάντα νεφελώδους Orbis Tertius. Τό δεύτερο είναι πολύ πιθανό. Μερικά απίστευτα στοιχεία τού Ενδέκατου Τόμου (λόγου χάρη, ό πολλαπλασιασμός τών hrônir) έχουν τελείως αφαιρεθεί ή αμβλυνθεί στό αντίτυπο τοϋ Μέμφις• είναι λογικό νά υποθέσει κανείς ότι αυτές οι περικοπές εντάσσονται στό σχέδιο νά επιδειχθεί ένας κόσμος πού δέν είναι υπερβολικά ασύμβατος μέ τόν πραγματικό. Τό σχέδιο θά συμπληρωνόταν μέ τή διασπορά αντικειμένων άπ' τόν Tlôn σέ διάφορες χώρες*... Γεγονός είναι ότι ό διεθνής Τύπος διέδωσε τό «εύρημα» ως τά πέρατα. Εγχειρίδια, ανθολογίες, συνόψεις, αποδόσεις κατά λέξιν, εγκεκριμένες καί πειρατικές επανεκδόσεις τού Μείζονος Έργου τών Ανθρώπων κατέκλυσαν κι εξακολουθούν νά κατακλύζουν τή γη. Σχεδόν αμέσως, σέ περισσότερα τού ενός σημεία, ή πραγματικότητα ενέδωσε. Σίγουρα, αυτό περίμενε. Δέκα χρόνια πρίν, οι άνθρωποι εκστασιάζονταν μέ κάθε συμμετρία πού φο-
* Μένει, φυσικά, τό πρόβλημα τοϋ υλικού ορισμένων αντικειμένων.
29
ροϋσε τό ένδυμα της Τάξεως: διαλεκτικός υλισμός, αντισημιτισμός, ναζισμός. Πώς, λοιπόν, νά μην υποκύψουν στον ΤΙδη, στην τεκμηριωμένη, κολοσσιαία διατράνωση της ύπαρξης ενός συστηματικού πλανήτη; Μιά απάντηση μπορεί νά είναι ότι καί ή πραγματικότητα είναι συστηματική, έχει τάξη. Κι αν είναι έτσι, αυτό οφείλεται σέ θεϊκούς νόμους - μεταφράζω: μη ανθρώπειους - πού ακόμα δέν έχουμε κατορθώσει νά κατανοήσουμε. Ό ΤΙδη μπορεί καί νά 'ναι ένας λαβύρινθος - ένας λαβύρινθος, ωστόσο, πού επινοήθηκε άπό ανθρώπους, ένας λαβύρινθος πού προορίζεται ν' αποκρυπτογραφηθεί άπό ανθρώπους.
Ή επαφή καί ή εξοικείωση μέ τόν ΤΙδη αποσύνθεσαν τελικά τούτον δω τόν κόσμο. Μαγεμένη άπ' όλη αυτή τή συστηματικότητα, ή ανθρωπότητα ξεχνά όλο καί πιό πολύ πώς πρόκειται γιά συστηματικότητα σκακιστών, όχι αγγέλων. Ήδη, έχει διεισδύσει στά σχολεία ή (επαγωγική1) «πρωτόγονη γλώσσα» τοΰ ΤΙδη- ήδη, ή διαδικασία της αρμονικής (καί πλήρους συγκινητικών επεισοδίων) 'Ιστορίας τοϋ Ήδη έβαλε στό περιθώριο τήν Ιστορία πού κυριαρχούσε στά σχολικά χρόνια μου• ήδη, στίς μέρες μας, ένα φανταστικό παρελθόν έχει πάρει τή θέση τοΰ άλλου, αυτού γιά τό όποιο δέν γνωρίζουμε τίποτα μέ βεβαιότητα - οΰτε ϊσως κι ότι είναι κίβδηλο. Ή νομισματολο-γία, ή φαρμακολογία, ή αρχαιολογία έχουν υποστεί σημαντικές αναθεωρήσεις. Ά π ' ό,τι μπορώ νά καταλάβω, ή βιολογία καί τά μαθηματικά περιμένουν μέ τή σειρά τους τή μεταμόρφωση τους... Μιά διασκορπισμένη δυναστεία μοναχικών ανθρώπων έχει αλλάξει τήν όψη τοϋ κόσμου. Τό έργο τους συνεχίζεται. "Αν δέν πέφτουμε έξω στίς προβλέψεις μας, σέ εκατό χρόνια άπό τώρα κάποιος θά ανακαλύψει τους εκατό τόμους τής Δεύτερης 'Εγκυκλοπαίδειας τοϋ ΤΙδη.
Τότε, τ' αγγλικά, τά γαλλικά, ακόμα καί τά ισπανικά θά εξαφανιστούν άπ' τόν πλανήτη. Ό κόσμος θά είναι ΤΙδη. "Οσο γιά μένα, δέν μού καίγεται καρφί. Περνώ τίς ήσυχες μέρες μου στό ξενοδοχείο τοϋ Άντρογκέ, διορθώνοντας μιά αβέβαιη «κεβεδιανή» μετάφραση (πού δέν σκέφτομαι νά εκδώσω) τοϋ Urn Burial τοϋ Μπράουν.
30
PIERRE MENARD, σ υ γ γ ρ α φ ε ύ ς ΤΟΥ «ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗ»
Στη Σιλβίνα Όκάμπο
Τό ορατό έργο πού άφησε αυτός ό μυθιστοριογράφος απαριθμείται ευκόλως καί εν συντομία. Κατά συνέπειαν, είναι άσύγ-γνωστες οι παραλείψεις καί προσθήκες πού διέπραξε ή Madame Ά ν ρ ί Μπασελιέ σ' έναν παραπειστικό κατάλογο, τόν όποιο μιά συγκεκριμένη εφημερίδα (πού δέν κρύβει τίς προτεσταντικές της τάσεις) είχε τήν έλλειψη σεβασμού νά επιδικάσει στους αξιοθρήνητους αναγνώστες της - έστω κι αν αυτοί είναι λίγοι καί καλβινιστές, αν δέν είναι έλευθεροτέκτονες καί περίτμη-τοι. Οί αυθεντικοί φίλοι τοϋ Μενάρ είδαν μέ ανησυχία αυτόν τόν κατάλογο, καθώς καί μέ κάποια θλίψη. Νά σκεφτεί κανείς πώς μόλις χτες ήμαστε συγκεντρωμένοι μπροστά στό τελικό μάρμαρο, ανάμεσα στά κυπαρίσσια τής δυστυχίας, καί ήδη τό Λάθος άρχισε νά αμαυρώνει τή Μνήμη του... Τό δίχως άλλο, μιά σύντομη επανόρθωση είναι αναπότρεπτη.
Έχω επίγνωση ότι είναι πολύ εύκολο ν' αμφισβητηθεί ή φτωχή μου αυθεντία. Ελπίζω, πάντως, ότι θά μού επιτραπεί νά καταθέσω δύο υψηλές μαρτυρίες. Ή βαρώνη Ντέ Μπακούρ (στά αξέχαστα vendredis τής οποίας είχα τήν τιμή νά γνωρίσω τόν πολύκλαυστο ποιητή) είχε τήν καλοσύνη νά εγκρίνει τίς γραμμές πού ακολουθούν. Ή κόμισσα Ντέ Μπανιορέτζιο, ένα άπ' τά πιό εκλεπτυσμένα πνεύματα τού πριγκιπάτου τοϋ Μονακό (καί τώρα τού Πίτσμπεργκ τής Πενσυλβανίας, μετά τόν πρόσφατο γάμο της μέ τόν διεθνή φιλάνθρωπο Σάιμον Κάουτς, πού, αλίμονο, συκοφαντήθηκε τόσο πολύ άπό τά θύματα των ανιδιοτελών στρατηγημάτων του), θυσίασε «στή φιλαλήθεια καί στον θάνατο» (αυτά ήταν τά ϊδια της τά λόγια) τήν αρχοντική επιφυλακτικότητα πού τή διακρίνει καί, μέ μιά ανοιχτή επιστολή της πού δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Luxe, μού δίνει ωσαύτως τή συγκατάθεση της. Πιστεύω πώς τά διαπιστευτήρια αυτά δέν είναι ανεπαρκή.
Είπα καί πιό πάνω πώς τό ορατό έργο τού Μενάρ είναι εύα-ρίθμητο. Μετά άπό σχολαστική έρευνα στό ιδιωτικό του άρ-
31
χεΐο, διαπίστωσα πώς τό έργο αυτό αποτελείται άπό τά εξής: α) "Ενα συμβολιστικό σονέτο πού δημοσιεύτηκε δυό φορές
(μέ παραλλαγές) στην επιθεώρηση La conque (τεύχη Μαρτίου καί 'Οκτωβρίου 1899).
β) Μία μονογραφία, μέ θέμα τή δυνατότητα σύνταξης ενός ποιητικού λεξικού εννοιών, πού δέν θά ήταν συνώνυμα ή περιφράσεις, σάν κι αυτές πού διαμορφώνουν τήν τρέχουσα γλώσσα, «άλλα ιδεατά αντικείμενα, πλασμένα κατά συνθήκην καί προορισμένα κατά βάσιν νά καλύψουν ποιητικές ανάγκες» (Νίμ, 1901).
γ) Μία μονογραφία, μέ θέμα «σχέσεις καί συγγένειες» στή σκέψη των Ντεκάρτ, Λάιμπνιτς καί Τζόν Ούίλκινς (Νίμ, 1903).
δ) Μία μονογραφία, μέ θέμα τό Characteristica universalis του Λάιμπνιτς (Νίμ, 1904).
ε) Ένα τεχνικό άρθρο, μέ θέμα τή δυνατότητα εμπλουτισμού τοϋ σκακιού, διά τής καταργήσεως ενός άπό τά δύο πιόνια τών πύργων. Ό Μενάρ προτείνει, εισηγείται, συζητά καί, έν τέλει, απορρίπτει τήν καινοτομία.
στ) Μία μονογραφία, μέ θέμα τό Ars magna generalis τού Ραμόν Λούλ (Νίμ, 1906).
ζ) Μία μετάφραση (μέ πρόλογο καί σημειώσεις) τού έργου τοϋ Ρούι Λόπες ντέ Σεγούρα Τό βιβλίο τής ελεύθερης επινόησης καί ή τέχνη τον σκακιού (Παρίσι, 1907).
η) Τά σχεδιάσματα μιας μονογραφίας, μέ θέμα τή συμβολική λογική τού Τζόρτζ Μπούλ.
θ) Μία εξέταση τών βασικών μετρικών νόμων τής γαλλικής πεζογραφίας, διανθισμένη μέ παραδείγματα άπ' τόν Σαίν-Σι-μόν {Revue des langues romanes, Μονπελλιέ, 'Οκτώβριος 1909).
ι) Μία απάντηση στον Λύκ Ντυρτέν (πού είχε αρνηθεί τήν ύπαρξη τέτοιου είδους νόμων), διανθισμένη μέ παραδείγματα άπ' τόν Λύκ Ντυρτέν {Revue des langues romanes, Μονπελλιέ, Δεκέμβριος 1909).
ια) Μία χειρόγραφη μετάφραση τού Aguja de navegar cultos τού Κεβέδο, μέ τίτλο La boussole des précieux.
ιβ) "Εναν πρόλογο στον κατάλογο τής έκθεσης λιθογραφίων τού Καρολύς Ούρκάντ (Νίμ, 1914).
ιγ) Τό έργο Les problèmes d'un problème (Παρίσι, 1917),
32
πού συζητά μέ χρονολογική τάξη τίς λύσεις τού περίφημου προβλήματος τοϋ 'Αχιλλέα καί τής χελώνας. Δύο εκδόσεις αυτού τού βιβλίου έχουν κυκλοφορήσει μέχρι στιγμής• ή δεύτερη έχει ώς προμετωπίδα τή συμβουλή τού Λάιμπνιτς «Ne craignez point, monsieur, la tortue», καί αναθεωρεί τά κεφάλαια πού είναι αφιερωμένα στον Ράσσελ καί τόν Ντεκάρτ.
ιδ) Μία πεισματική ανάλυση τών «συντακτικών ηθών» τού Τουλέ {N.R.F., Μάρτιος 1921). Ό Μενάρ - θυμίζω - διακήρυσσε πώς ό ψόγος καί τό εγκώμιο είναι συναισθηματικές λειτουργίες πού δέν έχουν καμία σχέση μέ τήν κριτική.
ιε) Μία μεταγραφή σέ αλεξανδρινούς στίχους τού Cimetière marin τού Πόλ Βαλερύ {N.R.F., Ιανουάριος 1928).
ιστ) Ένα υβρεολόγιο κατά τού Πόλ Βαλερύ, στό Φύλλα γιά τήν καταστολή τής πραγματικότητας τού Ζάκ Ρεμπούλ. (Τό υβρεολόγιο αυτό, ειρήσθω έν παρενθέσει, είναι τό ακριβές αντίστροφο τής πραγματικής γνώμης του γιά τόν Βαλερύ. Έτσι τό κατάλαβε κι ό Βαλερύ, καί ή παμπάλαιη φιλία τους δέν διέτρεξε κίνδυνο.)
ιζ) Έναν «ορισμό» τής κόμισσας Ντέ Μπανιορέτζιο, στον «τροπαιούχο τόμο» - ό χαρακτηρισμός ανήκει σ' έναν άλλο συνεργάτη της, τόν Γκαμπριέλε Ντ' Άννούντσιο - πού ή κυρία αυτή εξέδιδε κατ' έτος γιά ν' αποκρούει τά αναπόφευκτα ψεύδη τών δημοσιογράφων καί νά παρουσιάζει «στον κόσμο καί στην Ιταλία» μιά αυθεντική εικόνα τής προσωπικότητας της, πού είναι τόσο εκτεθειμένη (ακριβώς λόγω τού κάλλους καί τών δραστηριοτήτων της) σέ εσφαλμένες ή βιαστικές ερμηνείες.
ιη) Έναν κύκλο θαυμάσιων σονέτων γιά τήν βαρώνη Ντέ Μπακούρ (1934).
ιθ) Έναν χειρόγραφο κατάλογο στίχων, πού οφείλουν όλη τους τήν αποτελεσματικότητα στην στίξη*.
'Ιδού λοιπόν (χωρίς καμιά παράλειψη, εκτός άπό κάνα δυό ασαφή, περιστασιακά σονέτα, γραμμένα γιά τό φιλόξενο - ή αχόρταγο - λεύκωμα τής Madame Άνρί Μπασελιέ) τό ορατό
* Ή Madame Άνρί Μπασελιέ απαριθμεί επίσης μία κατά λέξιν απόδοση της κατά λέξιν απόδοσης πού έκανε ό Κεβέδο στό Introduction à la vie dévote τοϋ San Francisco de Sales. Όμως, στή βιβλιοθήκη τοϋ Πιέρ Μενάρ δέν υπάρχουν ϊχνη αυτού τοϋ έργου. Μάλλον πρόκειται γιά ενα αστείο τοϋ φίλου μας, πού ή Madame παρεξήγησε.
33
έργο τοϋ Μενάρ, κατά χρονολογική τάξη. Τώρα περνάω στό άλλο έργο: τό υπόγειο, τό ατελείωτα ηρωικό, τό ασύγκριτο. Κι ακόμα - αχ, οι πεπερασμένες δυνατότητες τοϋ άνθρωπου! - τό ημιτελές. Τό έργο αυτό, τό σημαντικότερο ίσως τοϋ καιρού μας, αποτελείται από τό ένατο καί τριακοστό όγδοο κεφάλαιο τοϋ Πρώτου Μέρους τοϋ Δόν Κιχώτη, καθώς καί ένα απόσπασμα άπ' τό εικοστό δεύτερο. Τό ξέρω πώς αυτό πού λέω ακούγεται παράλογο- βασικός στόχος τοϋ παρόντος είναι, ακριβώς, νά αποσαφηνίσει αυτό τό «παράλογο»*.
Δύο κείμενα άνισης αξίας μοΰ ενέπνευσαν τήν επιχείρηση. Τό πρώτο είναι ενα φιλολογικό απόσπασμα τοϋ Νοβάλις -εκείνο πού, στην έκδοση της Δρέσδης, φέρει τόν αριθμό 2005 -στό όποιο θίγεται εν σχεδία) τό θέμα τής πλήρους ταύτισης μ' έναν δεδομένο συγγραφέα. Τό δεύτερο είναι ενα άπό αυτά τά παρασιτικά βιβλία πού τοποθετούν τόν Χριστό σέ μιά λεωφόρο, τόν "Αμλετ στην Cannebière ή τόν Δόν Κιχώτη στην Wall Street. Όπως κάθε άνθρωπος μέ καλό γοϋστο, ό Μενάρ απεχθανόταν αυτά τά άχρηστα καρναβάλια, πού σκοπός τους είναι - όπως θά 'λέγε ό ϊδιος - νά προκαλέσουν τήν πληβεία απόλαυση τού αναχρονισμού ή (ακόμα χειρότερα) νά μας σαγηνεύσουν μέ τήν πρωτόγονη ιδέα ότι όλες οί εποχές είναι ίδιες - ή διαφέρουν. Πιό ενδιαφέρουσα, άν καί έβρισκε τήν εκτέλεση της αντιφατική καί επιφανειακή, θεωρούσε τήν περίφημη πρόταση τοϋ Ντοντέ: νά ένωθόΰν σέ ενα πρόσωπο, στον Ταρταρίνο, ό Πολυμήχανος Ίδαλγός καί ό ίπποκόμος του... "Οσοι υπαινίσσονται ότι ό Μενάρ ανάλωσε τή ζωή του γιά νά γράψει έναν σύγχρονο Δόν Κιχώτη προσβάλλουν τήν άσπιλη μνήμη του.
Ό Μενάρ δέν ήθελε νά συγγράψει έναν άλλο Δόν Κιχώτη -πού δέν είναι δύσκολο - άλλα τ ό ν Δόν Κιχώτη. Είναι περιττό νά πώ ότι αυτό πού είχε στό νού του δέν ήταν μιά μηχανική μεταγραφή τού πρωτοτύπου- ό σκοπός του δέν ήταν νά τό αντιγράψει. Ή αξιοθαύμαστη φιλοδοξία του ήταν νά γεννήσει μερικές σελίδες, πού θά συνέπιπταν - λέξη προς λέξη, γραμμή προς γραμμή - μέ εκείνες τού Μιγκέλ ντε Θερβάντες.
* Δεύτερος στόχος μου είναι νά σκιαγραφήσω τόν Πιέρ Μενάρ. Πώς, όμως, μπορώ νά 'χω τό θράσος νά συναγωνιστώ τις χρυσές σελίδες πού, άπ' ό,τι μου λένε, ετοιμάζει ή βαρώνη Ντε Μπακούρ ή τή λεπτεπίλεπτη καί εύστοχη πένα τοϋ Καρολύς Ούρκάντ;
34
«Ή πρόθεση μου είναι κυριολεκτικά εκπληκτική», μού έγραψε στίς 30 Σεπτεμβρίου 1934 άπ' τήν Μπαγιόν. « Ή κατάληξη μιας θεολογικής ή μεταφυσικής απόδειξης - ό εξωτερικός κόσμος, ό Θεός, ή αιτιότητα, οί αρχέτυπες μορφές - είναι εξίσου προγενέστερη καί κοινή μέ τό θρυλικό μου μυθιστόρημα. Ή μόνη διαφορά είναι ότι οί φιλόσοφοι εκδίδουν σέ εύάρε-στους τόμους τά ενδιάμεσα στάδια τής εργασίας τους, ένώ έγώ αποφάσισα νά τά χάσω». Καί πράγματι, δέν έχει σωθεί ούτε ενα σχεδίασμα, πειστήριο αυτής τής πολύχρονης δουλειάς.
Ή αρχική μέθοδος πού σκέφτηκε ήταν σχετικά απλή: Μαθαίνεις καλά τήν ισπανική γλώσσα, ανακτάς τήν καθολική πίστη, πολεμάς εναντίον τών Μαυριτανών ή εναντίον τού Τούρκου, ξεχνάς τήν 'Ιστορία τής Ευρώπης μεταξύ τών ετών 1602 καί 1918, εϊσαι ο Μιγκέλ ντέ Θερβάντες. Ό Πιέρ Μενάρ μελέτησε αυτή τή διαδικασία (ξέρω πώς χειριζόταν αρκετά πιστά τά ισπανικά τού δέκατου έβδομου αιώνα), εν τέλει όμως τήν απέρριψε ώς πολύ εύκολη. Μάλλον ως απραγματοποίητη! θά πει ό αναγνώστης. Σύμφωνοι, άλλα καί τό ίδιο τό εγχείρημα ήταν a priori απραγματοποίητο, κι άπ' όλους τους δυνατούς τρόπους νά τό οδηγήσει κανείς σέ αίσιο τέλος, αυτός ήταν ό λιγότερο ενδιαφέρων. Τό νά είσαι, έν μέσω εικοστού αιώνος, ένας λαϊκός μυθιστοριογράφος τού δέκατου έβδομου τού φάνηκε υποβιβασμός. Τό νά είσαι, κατά κάποιον τρόπο, ό Θερβάντες καί νά οδηγηθείς στον Δόν Κιχώτη τού φάνηκε λιγότερο επίπονο - καί, κατά συνέπεια, λιγότερο ενδιαφέρον - άπ' τό νά συνεχίσει νά είναι ό Πιέρ Μενάρ καί νά οδηγηθεί στον Δόν Κιχώτη μέσ' άπ' τίς εμπειρίες τού Πιέρ Μενάρ. (Αυτή ή πεποίθηση, ειρήσθω έν παρόδφ, τόν ώθησε νά παραλείψει τόν αυτοβιογραφικό πρόλογο τού Δεύτερου Μέρους τού Δόν Κιχώτη. "Αν τόν περιλάμβανε αυτόν τόν πρόλογο, θά σήμαινε ότι δημιουργεί ενα άλλο πρόσωπο - τόν Θερβάντες - κι ακόμα, ό Δόν Κιχώτης θά παρουσιαζόταν σέ συνάρτηση μέ αυτό τό πρόσωπο, κι όχι μέ τόν Μενάρ. Φυσικό ήταν, λοιπόν, νά παραιτηθεί άπ' αυτή τήν ευκολία.) «Βασικά, τό εγχείρημα μου δέν είναι δύσκολο», διαβάζω σ' άλλο σημείο τής επιστολής του. «Θά μού αρκούσε νά 'μαι αθάνατος γιά νά τό ολοκληρώσω». Νά ομολογήσω πώς συχνά φαντάζομαι ότι πράγματι τό ολοκλήρωσε καί πώς έκτοτε διαβάζω τόν Δόν Κιχώτη - όλον
35
τόν Δόν Κιχώτη - σάν νά τόν είχε συλλάβει ό Μενάρ; Πρίν λίγα βράδια, ξεφύλλιζα τό κεφάλαιο 26 - πού εκείνος ούτε τό άγγιξε - κι αναγνώρισα τό στυλ του φίλου μας και κάτι άπ' τή δική του φωνή σ' αυτή τήν εξαιρετική φράση: Οι ποταμίσιες νύμφες, ή λυπητερή καί νοτισμένη Ήχώ. Αυτός ό αποτελεσματικός συνδυασμός ενός επιθέτου ηθικής καί ενός φυσικής τάξεως μου έφερε ατό νοϋ ένα στίχο τοϋ Σαίξπηρ πού κουβεντιάσαμε ένα βράδυ:
Where a malignant and a turbaned Turk...
Μά, γιατί ειδικά τόν Δόν Κιχώτη; θά αναρωτηθεί ό αναγνώστης μας. Γιά έναν 'Ισπανό, αυτή ή εκλογή δέν θά 'ταν ανεξήγητη• σίγουρα όμως είναι γιά έναν συμβολιστή άπ' τή Νίμ, αφοσιωμένο οπαδό του Πόου, ό όποιος έγέννησε Μποντλαίρ, ό όποιος έγέννησε Μαλλαρμέ, ό οποίος έγέννησε Βαλερύ, ό όποιος έγέννησε Έδμόνδο Τεστ. Ή επιστολή πού προανέφερα διαφωτίζει αυτό τό σημείο. « Ό Δόν Κιχώτης», εξηγεί ό Μενάρ, «μ' ενδιαφέρει βαθύτατα, άλλα δέν μοϋ φαίνεται - πώς νά τό πω; - αναπόφευκτος. Μοϋ είναι αδύνατο νά φανταστώ τό σύμπαν χωρίς τήν αναφώνηση τοϋ Πόου:
Ah, bear in mind this garden was enchanted!
ή χωρίς τό Bateau ivre ή τό Ancient Mariner, μπορώ όμως κάλλιστα νά τό φανταστώ χωρίς τόν Δόν Κιχώτη. (Μιλώ, φυσικά, γιά τήν προσωπική μου δεκτικότητα, όχι γιά τήν ιστορική απήχηση αυτών τών έργων.) Ό Δόν Κιχώτης είναι ένα βιβλίο τυχαίο, ένα βιβλίο περιττό. Μπορώ νά προσχεδιάσω τή συγγραφή του, μπορώ νά τό γράψω, χωρίς νά περιπέσω ούτε σέ μιά ταυτολογία. Τό 'χω διαβάσει, ίσως μάλιστα ολόκληρο, όταν ήμουν δώδεκα ή δεκατριών χρόνων. Έκτοτε, έχω ξαναδιαβάσει προσεκτικά κάποια κεφάλαια, αυτά πού, προς τό παρόν, δέ θά επιχειρήσω νά γράψω. "Εχω επίσης μελετήσει τά ιντερ-λούδια, τίς κωμωδίες, τή Γαλάτεια, τίς υποδειγματικές νουβέλες, τά αναμφιβόλως καλοδουλεμένα Πέρσιλες καί Σιγισμούν-δη καί Ταξίδι στον Παρνασσό... Ή γενική μου εντύπωση άπ' τόν Δόν Κιχώτη, άποφορτωμένη εξαιτίας τής λήθης καί τής αδιαφορίας, μπορεί κάλλιστα νά παρομοιαστεί μέ τήν ακαθόριστη εικόνα ενός βιβλίου πού δέν έχει ακόμα γραφτεί. Τής ει
κόνος αυτής δοθείσης (πού κανείς καλόπιστος δέν μπορεί νά μοϋ αρνηθεί), δέν χωράει συζήτηση πώς τό δικό μου πρόβλημα είναι πολύ πιό δύσκολο άπό εκείνο πού είχε ν' αντιμετωπίσει ό Θερβάντες. Ό φιλόφρων πρόδρομος μου δέν αρνήθηκε τή συνδρομή τοϋ τυχαίου: συνέθεσε τό αθάνατο έργο του ελαφρώς à la diable, μέ τή βοήθεια καί τής αδράνειας τής γλώσσας καί τής έμπνευσης. 'Ανέλαβα τό μυστηριώδες καθήκον νά ξαναγράψω τό αυθόρμητο έργο του. Αυτή ή "πασιέντσα" μου διέπεται άπό δύο αντίποδες νόμους. Ό πρώτος μοϋ επιτρέπει νά δοκιμάσω παραλλαγές λεκτικού ή ψυχολογικού τύπου• ό δεύτερος μέ υποχρεώνει νά θυσιάσω όλες τίς παραλλαγές στο" "πρωτότυπο" κείμενο καί νά τεκμηριώσω αυτή τήν εξουδετέρωση μέ αδιάσειστα επιχειρήματα... Σ' όλα αυτά τά τεχνητά εμπόδια, νά προστεθεί κι άλλο ένα, κληρονομικό. Τό νά γράψεις τόν Δόν Κιχώτη στίς αρχές τοϋ 17ου αιώνα, ακούγεται ώς ένα εγχείρημα λογικό, αναγκαίο, ενδεχομένως προδιαγεγραμμένο- τώρα, στίς αρχές τού 20οϋ, είναι σχεδόν ακατόρθωτο. Δέν μεσολάβησαν ματαίως τριακόσια χρόνια, γεμάτα άπό τά πιό περίπλοκα γεγονότα. Μοϋ άρκεϊ ν' αναφέρω ένα μόνο: τόν ίδιο τόν Δόν Κιχώτη».
Παρά τά τρία αυτά προσκόμματα, ό αποσπασματικός Δόν Κιχώτης τού Μενάρ είναι ευφυέστερος άπό εκείνον τού Θερβάντες, ό όποιος αντιτάσσει αδέξια στά ρομάντσα τής ιπποσύνης τή φτωχή, επαρχιώτικη πραγματικότητα τής χώρας του. Ό Μενάρ, αντίθετα, διαλέγει ώς «πραγματικότητα» τή γή τής Κάρμεν, τήν εποχή τού Λεπάντο καί τού Λόπε. Πόσες καί πόσες espanoladas δέν θά ένέπνεε αυτή ή επιλογή στον Μορίς Μπαρρές ή στον δόκτορα Ροδρίγκες Λαρέτα! Ό Μενάρ τίς άντιπαρέρχεται μέ απόλυτη φυσικότητα. Στό έργο του δέν υπάρχουν ούτε τσιγγαναριά ούτε «κονκισταδόρες» ούτε μυστικιστές ούτε Φίλιππος Δεύτερος ούτε autos da fé. Ό Μενάρ καταφρονεί ή εξαλείφει κάθε γραφικότητα. Ή περιφρόνηση αυτή οδηγεί σέ νέες σφαίρες τό ιστορικό μυθιστόρημα. Ή περιφρόνηση αυτή καταδικάζει τήν Salammbô, ανεκκλήτως.
Τήν ίδια έκπληξη δοκιμάζει κανείς εξετάζοντας μεμονωμένα κεφάλαια. "Ας δούμε, γιά παράδειγμα, τό τριακοστό όγδοο τού Πρώτου Μέρους, «πού μιλά γιά τήν περίεργη ομιλία, πού έδωσε ό Δόν Κιχώτης, γιά τ' άρματα καί γιά τά γράμματα».
36 37
Είναι γνωστό πώς ό Δόν Κιχώτης (όπως κι ό Κεβέδο, σε ενα ανάλογο, μεταγενέστερο σημείο στό La hora de todos) αποφάσισε νά κλίνει τη ζυγαριά του υπέρ τών όπλων. Ό Θερβάντες ήτανε παλιός στρατιωτικός: ή ετυμηγορία του είναι κατανοητή. Νά πέφτει όμως στην ϊδια παγίδα τών νεφελωδών σοφισμάτων καί ό Δόν Κιχώτης του Πιέρ Μενάρ, συγχρόνου του La trahison des clercs καί του Μπέρτραντ Ράσσελ! Ή Madame Μπασελιέ διέκρινε εδώ μιά θαυμάσια καί χαρακτηριστική περίπτωση υποταγής του συγγραφέα στην ψυχολογία τοϋ ήρωα του- άλλοι (χωρίς ϊχνος οξυδέρκειας) μία μεταγραφή τον Δόν Κιχώτη• ή βαρώνη Ντε Μπακούρ τήν επιρροή του Νίτσε. Μετά άπ' αυτή τήν τρίτη ερμηνεία (πού θεωρώ ακαταμάχητη), δέν ξέρω άν μπορώ νά τολμήσω νά προτείνω μία τέταρτη, πού ταιριάζει απόλυτα στή σχεδόν θεία ταπεινοφροσύνη τοϋ Πιέρ Μενάρ: τήν ηττοπαθή ή ειρωνική συνήθεια του νά εκφράζει ιδέες πού ήταν τό ακριβές αντίθετο αυτών πού πίστευε. ("Ας θυμίσουμε άλλη μιά φορά τόν φιλιππικό του εναντίον τοϋ Πόλ Βαλερύ σ' εκείνο τό εφήμερο υπερρεαλιστικό φύλλο τοϋ Ζάκ Ρεμπούλ.) Τά κείμενα τοϋ Θερβάντες καί τοϋ Μενάρ είναι κατά λέξιν πανομοιότυπα, άλλα τό δεύτερο είναι σχεδόν απείρως πλουσιότερο. (Πιό έπαμφοτερίζον, θά πουν οι επικριτές του-
ωστόσο, καί ό έπαμφοτερισμός είναι πλοϋτος.)
Ή σύγκριση τοϋ Δόν Κιχώτη τοϋ Μενάρ μ' εκείνον τοϋ Θερβάντες είναι αποκαλυπτική. Ό δεύτερος, φέρ' ειπείν, γράφει (Δόν Κιχώτης, Πρώτο Μέρος, ένατο Κεφάλαιο):
...ή αλήθεια, πού μητέρα της είναι ή 'Ιστορία, ή ανταγωνίστρια τοϋ Χρόνου, ή παρακαταθήκη τών πεπραγμένων, ό μάρτυς γιά τό παρελθόν, τό παράδειγμα καί ή συμβουλή γιά τό παρόν, ή προειδοποίηση γιά τό μέλλον.
Γραμμένη τόν δέκατο έβδομο αιώνα, γραμμένη άπ' τόν Θερβάντες, τήν «άστοιχείωτη μεγαλοφυία», ή απαρίθμηση αυτή δέν συνιστά παρά ενα ρητορικό εγκώμιο τής 'Ιστορίας. Ό Μενάρ, απεναντίας, γράφει:
...ή αλήθεια, πού μητέρα της είναι ή 'Ιστορία, ή ανταγωνίστρια τοϋ Χρόνου, ή παρακαταθήκη τών πεπραγμένων, ό μάρτυς γιά τό παρελθόν, τό παράδειγμα καί ή συμβουλή γιά τό παρόν, ή προειδοποίηση γιά τό μέλλον.
38
Ή 'Ιστορία μητέρα τής αλήθειας! Ή ίδέα είναι εκπληκτική. Ό Μενάρ, σύγχρονος τοϋ Ούίλλιαμ Τζέιμς, δέν ορίζει τήν 'Ιστορία ως αναζήτηση τής πραγματικότητας άλλα ώς καταγωγή της. Ή ιστορική αλήθεια, κατ' αυτόν, δέν είναι αυτό πού συνέβη• είναι αυτό πού κρίνουμε ότι συνέβη. Οί τελευταίες λέξεις - τό παράδειγμα καί ή συμβουλή γιά τό παρόν, ή προειδοποίηση γιά τό μέλλον - είναι ασύστολα πραγματοκρατικές.
'Εξίσου έντονη είναι καί ή διαφορά τών δύο στυλ. Τό άρ-χαΐζον στυλ τοϋ Μενάρ (πολύ φυσικό, άφοΰ τοΰ είναι ξένο) πάσχει άπό μιά ελαφριά επιτήδευση. Δέν συμβαίνει τό ίδιο μέ τόν πρόδρομο του, πού χειρίζεται μέ άνεση τήν καθομιλούμενη ισπανική τής εποχής του.
Δέν υπάρχει πνευματική άσκηση πού νά μήν είναι, εν έσχατη αναλύσει, άχρηστη. Μιά φιλοσοφική θεωρία είναι κατ' αρχάς μιά αληθοφανής περιγραφή τοΰ σύμπαντος• μέ τό πέρασμα τοϋ χρόνου, καταντά ενα μικρό κεφάλαιο (άν όχι μιά παράγραφος ή ενα όνομα) στην Ιστορία τής Φιλοσοφίας. Στή λογοτεχνία, αυτή ή φθορά είναι ακόμα πιό κακόφημη. Ό Δόν Κιχώτης - μού έλεγε ό Μενάρ - ήταν ενα κατ' εξοχήν ευχάριστο βιβλίο. Σήμερα, δέν είναι παρά μιά αφορμή γιά πατριωτικές προπόσεις, γιά γραμματική γενοτυφία, γιά χυδαίες πολυτελείς εκδόσεις. Ή δόξα είναι μιά μορφή άκατανοησίας, ίσως ή χειρότερη.
Ουδέν καινόν υπάρχει σ' αυτές τίς νιχιλιστικές επαληθεύσεις• τό πρωτοφανές είναι ή αποφασιστικότητα πού άντλησε άπ' αυτές ό Πιέρ Μενάρ. Αποφάσισε νά προσπεράσει τή ματαιοδοξία πού στεφανώνει όλους τους μόχθους τών ανθρώπ ω ν καταπιάστηκε μ' ενα εγχείρημα περίπλοκο καί, εξ αρχής, μάταιο. 'Αφιέρωσε τίς τύψεις καί τίς αγρυπνίες του στό νά επαναλαμβάνει ένα βιβλίο προϋπάρχον, σέ μιά γλώσσα ξένη. Πολλαπλασίασε τά σχεδιάσματα• διόρθωνε μέ επιμονή καί έσκισε χιλιάδες χειρόγραφες σελίδες*. Δέν άφησε ποτέ νά τίς δει κανένας καί φρόντισε νά μήν αφήσει πίσω του ούτε μία. Μάταια προσπάθησα νά τίς ξανακολλήσω.
* Θυμάμαι τά καρέ τετράδια του, τίς μαύρες διαγραφές του, τά περίεργα τυπογραφικά του σύμβολα καί τά γραμματάκια του σάν έντομα. Τά βράδια, τού άρεσε νά κάνει περιπάτους στά προάστια τής Νίμ• συνήθως είχε μαζί του ενα τετράδιο κι άναβε μ' αυτό μιά χαρωπή φωτίτσα.
39
Τώρα πού τό σκέφτομαι, νομίζω πώς δέν είναι αθέμιτο νά δοϋμε τόν «τελικό» Δόν Κιχώτη ως ενα είδος παλίμψηστου, πάνω στό όποιο πρέπει κάποτε νά διαφανούν τά (αχνά αλλά όχι δυσανάγνωστα) ϊχνη τής «προτέρας» γραφής του φίλου μας. Δυστυχώς όμως, μόνο ένας δεύτερος Πιέρ Μενάρ, δουλεύοντας αντίστροφα άπ' τόν πρώτο, θά μπορούσε νά ξεθάψει καί ν' αναστήσει αυτές τίς Τροϊες...
«Τό σκέπτεσθαι, τό άναλύειν, τό έπινοεΐν», μού έγραψε επίσης, «δέν είναι ανώμαλες δραστηριότητες• αποτελούν τη φυσική αναπνοή του νού. Τό νά δοξολογούμε τήν ευκαιριακή εκπλήρωση αυτής τής λειτουργίας, τό ν' αποθησαυρίζουμε αρχαίους καί αλλότριους στοχασμούς, τό νά θυμόμαστε με αναξιόπιστη κατάπληξη ό,τι έχει σκεφτεί ό doctor universalis, αυτά ισοδυναμούν μέ ομολογία τής ραθυμίας ή τής βαρβαρότητας μας. Κάθε άνθρωπος είναι ικανός γιά όλες τίς ιδέες, καί θαρρώ πώς έτσι θά είναι στό μέλλον».
Ό Μενάρ (χωρίς νά τό θέλει ίσως) εμπλούτισε, μέσω μιας νέας τεχνικής, τή στοιχειώδη καί στερεότυπη τέχνη τής ανάγνωσης. 'Αναφέρομαι στην τεχνική τού εκούσιου αναχρονισμού καί τών εσφαλμένων αποδόσεων. Είναι μιά τεχνική μέ άπειρες εφαρμογές, πού μας καλεί νά διατρέξουμε τήν 'Οδύσσεια σάν νά ήταν μεταγενέστερη τής ΑΙνειάδας, καί τό βιβλίο Le jardin du Centaure τής Madame. Ά ν ρ ί Μπασελιέ σάν νά ήταν γραμμένο άπό τή Madame Ά ν ρ ί Μπασελιέ. Επιπλέον, ή τεχνική αυτή γεμίζει περιπέτειες ακόμα καί τά πιό φιλήσυχα βιβλία. "Αν αποδώσεις τό Imitatio Christi στον Λουί-Φερντινάν Σελίν ή στον Τζέιμς Τζόυς, δέν κάνεις μιά ένεση φρεσκάδας στίς χλωμές πνευματικές συμβουλές τού βιβλίου;
Nimes, 1939
40
ΤΑ ΚΥΚΛΙΚΑ ΕΡΕΙΠΙΑ
And if he left off dreaming about you... Through the Looking-Glass, IV
Κανένας δέν τόν είδε όταν ξεμπάρκαρε μέσα στην κατασκότεινη νύχτα, κανένας δέν είδε τό κανό άπό μπαμπού πού χωνόταν στην ιερή λάσπη, μά, λίγες μέρες αργότερα, όλοι ήξεραν ότι ό σιωπηλός άνθρωπος ερχόταν άπό τό νοτιά κι ότι πατρίδα του ήταν ενα άπό τ' αμέτρητα χωριά πού βρίσκονται προς τίς πηγές τού ποταμού, στην απότομη πλαγιά τού βουνού, εκεί όπου ή γλώσσα ζένδ δέν έχει διαβρωθεί άπό τά ελληνικά καί σπανίζει ή λέπρα. Τό βέβαιο είναι ότι ό μουντός εκείνος άνθρωπος φίλησε τή λάσπη, σκαρφάλωσε στην όχθη χωρίς νά παραμερίσει (ϊσως χωρίς νά αισθανθεί) τά κοφτερά χαμόδεντρα πού τού πλήγωναν τή σάρκα καί γλίστρησε, ζαλισμένος καί ματωμένος, ως τόν κυκλικό περίβολο πού πάνω του δεσπόζει ενα πέτρινο άλογο ή τίγρη καί πού, κάποτε, είχε τό χρώμα τής φωτιάς καί τώρα τό χρώμα τής στάχτης. Αυτός ό κύκλος είναι κάποιος ναός πού κατασπαράχτηκε, παλιά, άπό τίς πυρκαγιές καί τόν βεβήλωσε τό βαλτωμένο δάσος, καί πού τό θεό του δέν τόν τιμούνε πιά οι άνθρωποι. Ό ξένος ξάπλωσε κάτω άπ' τό βάθρο. Τόν ξύπνησε ό ήλιος ψηλά. Σιγουρεύτηκε, χωρίς νά παραξενευτεί, πώς οί πληγές του είχαν γιατρευτεί- έκλεισε τά ξεθωριασμένα του μάτια καί κοιμήθηκε, όχι γιατί δέν άντεχε τό σώμα του, άλλα γιατί έτσι είχε αποφασίσει. Ήξερε ότι εκείνος ό ναός ήταν ό τόπος πού ζητούσε ό ακατανίκητος σκοπός του. "Ηξερε ότι τά πυκνά δέντρα δέν μπόρεσαν νά στραγγαλίσουν τά ερείπια ενός άλλου ναού, στην κάτω μεριά τού ποταμού, ενός ναού κάποιων θεών πού κάηκαν καί πέθαναν κι εκείνοι• ήξερε ότι αυτό πού εβιαζε ήταν ό ύπνος. Γύρω στά μεσάνυχτα τόν ξύπνησε ή απαρηγόρητη στριγγιά ενός πουλιού. Χνάρια άπό ξυπόλυτα ποδάρια, λίγα σύκα, ενα σταμνί τόν έκαμαν νά καταλάβει πώς οί άνθρωποι τής περιοχής είχαν παραφυλάξει μέ σεβασμό τόν ύπνο του καί ζητούσαν τήν προστασία του ή φοβόντουσαν τά μάγια του. Ένιωσε τό σύγκρυο τού φόβου, έψαξε στά γκρεμισμένα τείχη τήν κόγχη ενός κενοταφίου καί σκεπάστηκε μέ κάτι παράξενα φύλλα.
Ό σκοπός του, αν καί υπερφυσικός, δέν ήταν κάτι τό άνέφι-
41
κτο. Ήθελε νά ονειρευτεί έναν άνθρωπο: ήθελε νά τόν ονειρευτεί ολόκληρο, με κάθε λεπτομέρεια καί νά τόν μεταφέρει στην πραγματικότητα. Αυτός ό μαγικός σκοπός είχε γεμίσει ολόκληρο τό χώρο της ψυχής του• αν κανείς τόν ρωτούσε τ' όνομα του ή κάτι χαρακτηριστικό άπό τήν περασμένη του ζωή, δέ θά κατάφερνε ν' απαντήσει. Ό εγκαταλειμμένος καί γκρεμισμένος ναός τού ταίριαζε, γιατί ήταν κάτι τό ελάχιστο τού ορατού κόσμου, κι ακόμη τόν βόλευε τό ότι ήταν κοντά οι ξυ-λοκόποι, γιατί είχαν αναλάβει νά καλύπτουν τίς μηδαμινές ανάγκες του. Τό ρύζι καί τά φρούτα των προσφορών τους ήταν αρκετή τροφή γιά τό κορμί του, πού τό 'χε τάξει σ' ένα μοναχά σκοπό- τόν ύπνο καί τό όνειρο.
Στην αρχή, τά όνειρα του ήταν ασυνάρτητα- λίγο μετά, έγιναν διαλεκτικής φύσης. Ό ξένος ονειρευόταν τόν εαυτό του στό κέντρο ενός κυκλικού αμφιθεάτρου πού, κατά κάποιον τρόπο, ήταν ό καμένος ναός. Σύννεφα σιωπηλοί μαθητές βάραιναν τίς κερκίδες. Τά πρόσωπα τών πιό μακρινών άπ' αυτούς κρέμονταν πολλούς αιώνες μακριά, σέ αστρικά ΰψη- τά χαρακτηριστικά τους όμως ξεχώριζαν ολοκάθαρα. Ό άνθρωπος τους δίδασκε ανατομία, κοσμογραφία, μαγεία: εκείνοι άκουγαν αχόρταγα καί προσπαθούσαν νά απαντήσουν έξυπνα, σάν νά μάντευαν τή σημασία αυτής τής εξέτασης, πού θά ελευθέρωνε κάποιον άπ' αυτούς άπό τή φύση τού φάσματος, παρεμβάλλοντας τον στον πραγματικό κόσμο. Ό άνθρωπος, όσο ήταν ξυπνητός άλλα καί όταν ήταν κοιμισμένος, μελετούσε τίς απαντήσεις τών φαντασμάτων του, χωρίς ν' αφήνει νά τόν ξεγελάσουν μέ πονηριές καί μάντευε μές στην αμηχανία τους μιά διαρκώς αυξανόμενη νοημοσύνη. Έψαχνε μιά ψυχή πού θ' άξιζε νά μπει μέσα στον κόσμο.
Εννιά δέκα νύχτες αργότερα, κατάλαβε μέ κάποια πίκρα πώς τίποτα δέν μπορούσε νά περιμένει άπό τους μαθητές του πού δέχονταν παθητικά τό μάθημα του, ούτε ακόμα κι άπό κείνους πού, καμιά φορά, αποτολμούσαν κάποια λογική άντι-λογία. Οί πρώτοι, άν καί αξιαγάπητοι καί καλοπροαίρετοι, δέ θά μπορούσαν νά θεωρηθούν τέλεια άτομα- όσο γιά τους άλλους, μόλις πού προϋπήρχαν κάπως περισσότερο. Ένα απόγευμα (τώρα καί τ' απογεύματα ήταν στην κυριαρχία τού ύπνου, τώρα δέν έμενε ξύπνιος παρά γιά δυό τρεις ώρες τά χα-
42
ράματα) σχόλασε γιά πάντα τό μεγάλο φανταστικό σχολείο του κι έμεινε μ' έναν μόνο μαθητή. Ήταν ενα σιωπηλό κιτρινιάρι-κο παιδί, δύστροπο μερικές φορές, μέ όψη κοφτερή όπως εκείνου πού τ' ονειρευόταν. Γι' αρκετό καιρό, δέν τό ανησυχούσε ή απότομη εξαφάνιση τών συμμαθητών του- μετά άπό λίγα ιδιαίτερα μαθήματα, ή πρόοδος του έκανε τό δάσκαλο νά εκπλαγεί. "Ομως ή καταστροφή δέν άργησε. Ό άνθρωπος, ξυπνώντας μιά μέρα άπό τόν ύπνο του, σάν μέσα άπό μιά παχύρρευστη έρημο, μέσα στό άδειο φώς τού απογεύματος πού μπερδεύτηκε ξαφνικά μέ τήν αυγή, κατάλαβε ότι δέν είχε ονειρευτεί. "Ολη κείνη τή νύχτα κι όλη τή μέρα τόν περιτύλιγε ή ανυπόφορη λάμψη τής αγρύπνιας. "Ηθελε νά εξερευνήσει τό δάσος, νά εξαντληθεί- μά ίσα 'ίσα πού πρόλαβε μέσα σέ θάμνους κώνειου κάτι ριπίσματα αδύναμου ύπνου, διανθισμένα μέ φευγαλέα, άχρηστα, συνηθισμένα όνειρα. Τού 'ρθε νά ξανασυγ-κεντρώσει τήν τάξη του, μά μόλις πού πρόλαβε νά συλλαβίσει δυό τρεις υποθήκες καί οί μορφές παραμορφώθηκαν κι έσβησαν. Στην απέραντη σχεδόν αγρύπνια ;ου, δάκρυα οργής τού πυρπολούσαν τά γερασμένα του μάτια.
Κατάλαβε πώς τό ν' αποφασίσει κανείς νά μορφοποιήσει τή συγκεχυμένη καί ιλιγγιώδη ύλη τού ονείρου είναι τό πιό δύσκολο πράγμα μέ τό όποϊο μπορεί νά καταπιαστεί, έστω κι άν μπορέσει νά διεισδύσει σ' όλα τά αινίγματα τής ανώτατης καί τής κατώτατης τάξης πραγμάτων: πιό δύσκολο άπ' τό νά πλέξεις άπό άμμο ενα σκοινί, ή νά αποτυπώσεις σέ νόμισμα τή μορφή τού άμορφου άνεμου. Κατάλαβε πώς, στην αρχή, μιά αποτυχία ήταν αναπόφευκτη. Υποσχέθηκε στον εαυτό του νά ξεχάσει τήν τεράστια παραίσθηση πού τόν έκαμε νά χάσει στην αρχή τό δρόμο του κι έψαξε άλλη μέθοδο εργασίας. Πρίν νά τή δοκιμάσει, αφιερώθηκε ενα μήνα στην ανανέωση τών δυνάμεων πού τού 'χε αντλήσει τό παραλήρημα. "Αφησε κατά μέρος κάθε λογής προετοιμασία νά ονειρευτεί καί, αμέσως σχεδόν, κατάφερε νά κοιμάται ενα λογικό διάστημα κάθε μέρα. Τίς σπάνιες φορές πού ονειρεύτηκε στην περίοδο αυτή, δέν έδωσε προσοχή στά όνειρα του. Γιά νά ξαναπιάσει δουλειά, περίμενε νά γιομίσει ολότελα ό δίσκος τού φεγγαριού. Τό απόγευμα έκανε λουτρό καθαρμού στά νερά τού ποταμού, δεήθηκε στους αστρικούς θεούς, πρόφερε τίς μυστικές συλλαβές ενός κραται-
43
ου ονόματος καί κοιμήθηκε. Σχεδόν αμέσως, ονειρεύτηκε μιά παλλόμενη καρδιά.
Την ονειρεύτηκε ζωντανή, θερμή, μυστική, στό μέγεθος γροθιάς, μέ χρώμα πορφυρό μές στό μισόφωτο ενός ανθρώπινου σώματος πού ακόμα δέν είχε οΰτε φύλο, ούτε πρόσωπο. Τήν ονειρεύτηκε δεκατέσσερις λαμπερές νύχτες, προσέχοντας στοργικά την κάθε λεπτομέρεια. Καί, κάθε νύχτα, τήν έβλεπε καθαρότερα. Δέν τήν άγγιζε, μονάχα βεβαιωνόταν γιά τήν παρουσία της, τη μελετούσε καί τή διόρθωνε μέ τό βλέμμα. Τήν ένιωθε, τή ζούσε άπό διαφορετικές αποστάσεις, άπό διαφορετικές οπτικές γωνίες. Τή δέκατη τέταρτη νύχτα ακούμπησε απαλά μέ τό δείχτη τού χεριού τήν πνευμονική αρτηρία κι ύστερα ολόκληρη τήν καρδιά, άπό έξω καί άπό μέσα. Ή εξέταση τόν ικανοποίησε. Μιά νύχτα, επίτηδες δέν ονειρεύτηκε. Μετά, ξαναπήρε τήν καρδιά, επικαλέστηκε τό όνομα ενός πλανήτη κι άρχισε νά ονειρεύεται άλλα βασικά μέλη τού σώματος. Σέ λιγότερο άπό ένα χρόνο έφτασε στό σκελετό, στά βλέφαρα. Τά αναρίθμητα μαλλιά ήταν 'ίσως ή πιό δύσκολη δουλειά. 'Ονειρεύτηκε έναν ολόκληρο άνθρωπο, ενα παλικάρι, πού όμως δέ σηκωνόταν, δέ μιλούσε, οΰτε μπορούσε ν' ανοίξει τά μάτια του. Νύχτα τή νύχτα τόν ονειρευόταν κοιμισμένο.
Στίς γνωστικές κοσμογονίες, οί δημιουργοί πλάθουν έναν κοκκινωπό 'Αδάμ πού δέν μπορεί νά σηκωθεί. Τόσο χοντρο-φτιαγμένος καί πρωτόγονος όπως κι εκείνος ό χωμάτινος 'Αδάμ, ήταν καί ό 'Αδάμ τού ονείρου πού έφτιαξαν οί νύχτες τού μάγου. "Ενα απόγευμα, κατέστρεψε σχεδόν ολόκληρο τό έργο του, άλλα μετάνιωσε. (Θά 'ταν καλύτερα γι' αυτόν νά τό 'χε καταστρέψει). "Εχοντας εξαντλήσει τίς επικλήσεις του στίς θεότητες της γής καί τού ποταμού, έπεσε στά πόδια τού ειδώλου, πού ήταν πουλάρι 'ίσως ή τίγρη, καί ζήτησε βοήθεια άπό τήν άγνωστη δύναμη του. Τά χαράματα ονειρεύτηκε τό άγαλμα. Τό ονειρεύτηκε ολοζώντανο, νά σπαρταρά: δέν ήταν μιά φοβερή διασταύρωση τίγρης καί άλογου άλλα, ταυτόχρονα, καί τά δύο άγρια όντα μαζί, καί μαζί ταύρος, τριαντάφυλλο καί καταιγίδα. Αυτή ή πολλαπλή θεότητα τού αποκάλυψε ότι τό γήινο όνομα της ήταν Πύρ κι ότι στον κυκλικό αυτό ναό (καί σ' άλλους ανάλογους) της έκαμαν θυσίες καί τή λάτρεψαν καί ότι, μέ τρόπο μαγικό, θά έδινε ζωή στό πλάσμα τού όνεί-
44
ρου του έτσι πού όλοι (εκτός άπό αυτόν τόν 'ίδιο πού τό ονειρεύτηκε κι έκτος άπό τήν ίδια τή φωτιά) νά τόν περνούν γιά άνθρωπο άπό σάρκα καί οστά. Πρόσταξε νά τόν στείλει νά μαθητέψει στίς τελετές πού γίνονταν στά χαλάσματα τού άλλου ναού, εκείνου πού οί πυραμίδες του ορθώνονταν στην κάτω μεριά τού ποταμού, γιά νά υπάρχει σ' εκείνο τό ερειπωμένο κτίριο μιά φωνή νά τήν δοξάζει. Μέσα στό όνειρο του, τό πλάσμα πού ονειρευόταν ξύπνησε.
Ό μάγος εκτέλεσε τίς εντολές. "Ορισε μιά προθεσμία (πού τελικά διάρκεσε δυό χρόνια) γιά νά αποκαλύψει στό παιδί τά μυστικά τού κόσμου καί τή λατρεία της φωτιάς. Μέσα του τόν πονούσε νά τό αποχωριστεί. Καί μέ τό πρόσχημα της παιδαγωγικής αναγκαιότητας, παράτεινε μέρα τή μέρα τίς ώρες πού αφιέρωνε στον ύπνο. 'Ακόμα, ξανάφτιαξε λιγάκι τό δεξή ώμο πού τού φαινόταν κάπως ατελής. Μερικές φορές τόν ανησυχούσε κάποια εντύπωση πώς όλα αυτά είχαν ξαναγίνει... Γενικά όμως, οί μέρες του ήταν ευτυχισμένες• όταν έκλεινε τά μάτια του, σκεφτόταν: Τώρα θά βρεθώ μέ τόν γιό μου. Ή , πιό σπάνια: Ό γιος πού γέννησα μέ περιμένει καί δέν υπάρχει αν δέν βρίσκομαι μαζί του.
Σιγά σιγά, άρχιζε νά τόν συνηθίζει στην πραγματικότητα. Κάποτε τόν διάταξε νά στήσει μιά σημαία σέ μιά μακρινή κορφή. Τήν άλλη μέρα, ή σημαία ανέμιζε απάνω στην κορφή. Δοκίμασε κι άλλα ανάλογα πειράματα, κάθε φορά καί πιό παράτολμα. Μέ πίκρα πιά κατάλαβε ότι ό γιος του ήταν έτοιμος κι ότι ίσως μάλιστα ν' αδημονούσε νά γεννηθεί. Κείνη τή νύχτα τόν φίλησε γιά πρώτη φορά καί τόν έστειλε στον άλλο ναό, στά ερείπια πού άσπριζαν στην κάτω μεριά τού ποταμού, μετά άπό λεύγες βάλτους καί δάσος πυκνό. Προηγουμένως όμως (γιά νά μήν καταλάβει ποτέ πώς ήταν πλάσμα ονείρου καί νά θεωρεί τόν εαυτό του άνθρωπο σάν τους άλλους) τού εμφυσά τήν απόλυτη λήθη τού χρόνου τής μαθητείας του.
Τή νίκη καί τήν ηρεμία του κηλίδωνε ή ανία. Τά δειλινά καί τά χαράματα, προσκυνούσε τήν πέτρινη μορφή καί φανταζόταν ότι ό ονειρικός του γιος τελούσε παρόμοιες τελετές, σέ άλλα κυκλικά ερείπια, στην κάτω μεριά τού ποταμού. Τή νύχτα δέν ονειρευόταν ή ονειρευόταν όπως όλος ό κόσμος. 'Αντιλαμβανόταν τους ήχους καί τίς μορφές τού σύμπαντος κάπως άτο-
45
να: γιατί ό γιος του, μακριά, τρεφόταν άπ' αυτές τίς ελαττώσεις της ψυχής του. Ό σκοπός της ζωής του είχε ολοκληρωθεί. Παράμενε σ' ένα είδος έκστασης. "Υστερα άπό καιρό, πού άλλοι αφηγητές της ιστορίας του προτιμούν νά τόν υπολογίζουν σέ χρόνια καί άλλοι σέ πενταετίες, τόν ξύπνησαν μές στά μεσάνυχτα δυό κωπηλάτες. Δέν μπόρεσε νά δει τά πρόσωπα τους, άλλα τοϋ μίλησαν γιά κάποιο μάγο, σ' ενα ναό στά βόρεια, πού μπορούσε νά περπατάει στη φωτιά, χωρίς νά καίγεται. Ό μάγος θυμήθηκε ξαφνικά τά λόγια τοϋ Θεού. Θυμήθηκε πώς, άπό όλα τά όντα τού σύμπαντος, μονάχα ή φωτιά ήξερε πώς ό γιος του ήταν φάντασμα. Αυτή ή ανάμνηση, πού τόν ηρεμούσε στην αρχή, τώρα τόν τυραννούσε. Φοβόταν μήπως συλλογιστεί ό γιος του αυτό του τό αφύσικο προνόμιο κι ανακαλύψει τήν πραγματική του φύση: ενα είδωλο. Νά μήν είσαι άνθρωπος άλλα προβολή τού ονείρου άλλου άνθρωπου - ταπείνωση φοβερή, 'ίλιγγος! Κάθε πατέρας νοιάζεται γιά τά παιδιά πού γέννησε (πού επέτρεψε νά υπάρξουν) μ' ενα απλό σύμπλεγμα ή σέ μιά στιγμή ευτυχίας. Είναι φυσικό λοιπόν νά φοβάται ό μάγος γιά τό μέλλον τού γιου του, πού τόν μελέτησε έντερο με έντερο, κάθε χαρακτηριστικό ξεχωριστά, σέ χίλιες καί μία μυστικές νύχτες.
Οι λογισμοί του σταμάτησαν απότομα, άν καί τό τέλος τους τό είχαν ήδη προμηνύσει κάποια σημάδια. Καί πρώτα (μετά άπό μεγάλη ξηρασία), φάνηκε πάνω σ' ενα λόφο ενα μακρινό σύννεφο, ανάλαφρο σάν πουλί. "Υστερα, προς τά νότια, ό ουρανός πήρε ενα χρώμα μενεξελί, όπως τά ούλα τής λεοπάρδαλης. Μετά οι καπνοί, πού σκούριασαν τό μέταλλο τής νύχτας. Κατόπιν ό πανικός των θηρίων πού φεύγαν. Γιατί έγινε πάλι εκείνο πού 'χει γίνει πολλούς αιώνες πρίν. Τά ερείπια τού ιερού τής φωτιάς πυρπολήθηκαν. Καί μιαν αυγή χωρίς πουλιά, ό μάγος είδε νά κυλάει, κυκλώνοντας τους τοίχους, ή φωτιά. Γιά μιά στιγμή σκέφτηκε νά καταφύγει στά νερά, ύστερα όμως •κατάλαβε ότι ό θάνατος ερχόταν νά στεφανώσει τά γηρατειά του καί νά τόν απαλλάξει άπό τους κόπους του. Περπάτησε προς τά λεπίδια τής φωτιάς. Μά εκείνα δέν τού δάγκωσαν τή σάρκα του- τόν χάιδεψαν καί τόν πλημμύρισαν χωρίς νά τόν κεντήσουν. Άλαφρωμένος, έντρομος, ταπεινός, κατάλαβε ότι κι ό ίδιος ήταν όνειρο πού κάποιος άλλος τό ονειρευόταν.
(Μετάφραση: Δημήτρης Καλοκύρης)
46
ΤΟ ΛΑΧΕΙΟ ΣΤΗ ΒΑΒΥΛΩΝΑ
"Οπως όλοι οι άνδρες τής Βαβυλώνας, έχω χρηματίσει ανθύπατος• όπως όλοι, σκλάβος• έχω όπως όλοι τους γνωρίσει τήν παντοδυναμία, τήν καταισχύνη, τά κάτεργα. Κοιτάξτε: άπ' τό δεξί μου χέρι λείπει ό δείκτης. Κοιτάξτε: μέσα άπό τούτη τή σχισμή τού μανδύα μου φαίνεται ενα κινναβάρινο σημάδι στό στομάχι μου: είναι τό δεύτερο σύμβολο, τό Beth. Τό γράμμα αυτό, τίς νύχτες μέ πανσέληνο, μοΰ δίνει εξουσία πάνω σ' όσους έχουν γιά σημάδι τους τό Ghimel, μέ υποτάσσει όμως σ' εκείνους μέ τό γράμμα Aleph, πού τίς άφέγγαρες νύχτες οφείλουν υπακοή στους Ghimel. Στό φώς τής χαραυγής, σ' ενα κελάρι, έχω τραχηλίσει ιερούς ταύρους, μπροστά σέ μιά μαύρη πέτρα. Γιά ένα ολόκληρο σεληνιακό έτος, έχω κηρυχθεί αόρατος: φώναζα καί δέ μοϋ άποκρίνονταν, έκλεβα ψωμί καί δέ μού παΐρναν τό κεφάλι. "Εχω γνωρίσει αυτό πού αγνοούν οι Έλληνες: τήν αβεβαιότητα. Σέ μιά μπρούντζινη αίθουσα, μπροστά στό σιωπηλό μαντίλι τού στραγγαλιστή, μοΰ στάθηκε πιστή ή ελπίδα- στον ποταμό τών απολαύσεων, ό πανικός. Ό Ηρακλείδης ό Ποντικός αναφέρει μέ θαυμασμό πώς ό Πυθαγόρας θυμόταν νά 'χει υπάρξει ώς Πύρρος, καί πρωτύτερα ώς Εύφορβος, καί πρωτύτερα ώς κάποιος άλλος θνητός• γιά νά θυμηθώ ανάλογες μεταλλαγές, δέν έχω ανάγκη νά προστρέξω ούτε στό θάνατο ούτε στή μαγγανεία.
Αυτή τή σχεδόν αποτρόπαιη ποικιλία τήν οφείλω σ' ένα θεσμό, πού άλλες πολιτείες αγνοούν ή πού μπορεί σ' αυτές νά λειτουργεί μ' έναν τρόπο ατελή καί μυστικό: τό Λαχείο. Δέν έχω αναδιφήσει τήν ιστορία του- ξέρω πώς οι μάγοι δέν μπορούν νά καταλήξουν σέ συμφωνία- ξέρω γιά τους ισχυρούς σκοπούς του ό,τι ξέρει καί γιά τή σελήνη ένας πού δέν έχει διατρίψει στην αστρολογία. Έρχομαι άπό μιά ιλιγγιώδη χώρα, όπου τό Λαχείο αποτελεί βασικό μέρος τής πραγματικότητας: ώς τώρα, τό σκεφτόμουν τόσο σπάνια, όσο καί τά καμώματα τών ανεξερεύνητων θεών ή τήν ίδια τήν καρδιά μου. Σήμερα,
47
μακριά άπ' τή Βαβυλώνα καί τ' αγαπημένα μου εθιμά της, φέρνω μέ κάποιο δέος στό νοϋ μου τό Λαχείο καί τίς βλάσφημες εικασίες πού μουρμουρίζουν μές στό σούρουπο οι πεπλοφόροι.
Ό πατέρας μου έλεγε πώς παλιά (μιλούσε γιά χρόνια; γιά αιώνες;) τό Λαχείο στη Βαβυλώνα ήταν παιχνίδι τών πληβείων. Έλεγε (δέν ξέρω αν είναι αλήθεια) πώς οι κουρείς, γιά μερικά χάλκινα νομίσματα, σοϋ 'διναν κάτι τετράγωνα άπό κόκαλο ή περγαμηνή, μέ ζωγραφισμένα σύμβολα. Ή κλήρωση γινόταν μέρα μεσημέρι: οί ευνοημένοι κέρδιζαν, χωρίς νά χρειάζεται άλλη συνδρομή της τύχης, ασημένια κέρματα. "Οπως βλέπετε, τό σύστημα ήταν στοιχειώδες.
Δεν είναι λοιπόν παράξενο πού τά «Λαχεία» αυτά απέτυχαν. Ή ηθική αξία τους ήταν μηδαμινή. Δέν απευθύνονταν σ' όλες τίς δυνατότητες τών ανθρώπων: αποκλειστικά καί μόνο στην ελπίδα τους. Πρό της γενικής αδιαφορίας, οί έμποροι πού είχαν ιδρύσει αυτά τά αργυρώνητα Λαχεία άρχισαν νά χάνουν χρήματα. Κάποιος εισηγήθηκε μιά καινοτομία: τήν πα-ρείσφρυση μερικών άτυχων λαχνών στον πίνακα τών τυχερών αριθμών. Χάρη σ' αυτή τήν καινοτομία, οί αγοραστές τών αριθμημένων τετραγώνων είχαν διπλή πιθανότητα: νά κερδίσουν ενα ποσό ή νά πληρώσουν ενα πρόστιμο, πού πολλές φορές δέν ήταν ευκαταφρόνητο. Αυτός ό ελαφρός κίνδυνος (σέ κάθε τριάντα τυχερούς αριθμούς αναλογούσε ένας μοιραίος) προκάλεσε, όπως ήταν φυσικό, τό ενδιαφέρον τοϋ κοινού. Οί Βαβυλώνιοι ρίχτηκαν στό παιχνίδι. "Οποιον δέν αγόραζε λαχνούς τόν έλεγαν λιπόψυχο, φοβιτσιάρη. Μέ τόν καιρό, αυτή ή δικαιολογημένη καταφρόνια πήρε διττή μορφή: περιφρονούσαν καί αυτόν πού δέν έπαιζε καί τους χαμένους πού πλήρωναν τό πρόστιμο. Ή Εταιρεία (έτσι άρχισαν τότε νά τή λένε) κατακρατούσε τά κέρδη καί δέν πλήρωνε τους τυχερούς, άν δέν είχε εισπράξει τό σύνολο περίπου τών προστίμων. Περνούσε τους χαμένους άπό δίκη: ό κριτής τους καταδίκαζε νά πληρώσουν τό αρχικό πρόστιμο καί τά έξοδα, αλλιώς φυλακίζονταν γιά μερικές μέρες. "Ολοι προτιμούσαν τή φυλακή γιά νά εξαπατήσουν τήν Εταιρεία. Αυτή ή παλικαριά μιας φούχ-ας ανθρώπων γέννησε τήν παντοδυναμία τής Εταιρείας: τήν εκκλησιαστική, μεταφυσική εξουσία της.
48
Λίγον καιρό αργότερα, τά ποσά τών προστίμων εξαφανίστηκαν άπό τους πίνακες τών κληρώσεων καί τή θέση τους πήραν οί μέρες φυλάκισης πού επέσυρε κάθε άτυχος λαχνός. Αυτή ή οικονομία, πού τότε πέρασε σχεδόν απαρατήρητη, είχε κολοσσιαία σημασία. Ήταν ή πρώτη φορά πού εμφανίστηκαν στό Λαχείο στοιχεία μη χρηματικά. Ή επιτυχία ήταν τεράστια. Παρακινημένη άπό τους παίκτες, ή Εταιρεία υποχρεώθηκε νά αυξήσει τους άτυχους αριθμούς.
Όλοι ξέρουν πώς οί Βαβυλώνιοι είναι παθιασμένοι μέ τή λογική, καθώς καί μέ τή συμμετρία. Τους φαινόταν ανακόλουθο οί τυχεροί αριθμοί νά εξαργυρώνονται σέ στρόγγυλα νομίσματα καί οί άλλοι σέ μερόνυχτα φυλακής. Κάποιοι ηθικολόγοι διακήρυσσαν πώς ή κατοχή νομισμάτων δε φέρνει πάντα τήν ευτυχία καί πώς υπάρχουν άλλες μορφές της, πιό άμεσες.
Ά λ λ ο υ είδους ανησυχία πλανιόταν στίς φτωχογειτονιές. Τά μέλη τού Ιερατείου πολλαπλασίαζαν τά στοιχήματα καί γεύονταν όλες τίς εναλλαγές τού τρόμου καί τής ελπίδας- οί φτωχοί (μέ μιά ζήλια δικαιολογημένη ή αναπόφευκτη) ένιωθαν ξεκομμένοι άπ' αυτό τό πασίδηλα απολαυστικό πάρε-δώσε. Τό δίκαιο αίτημα νά συμμετέχουν όλοι, πλούσιοι καί φτωχοί, μέ ίσους όρους στό Λαχείο, οδήγησε σέ μιά αγανακτισμένη εξέγερση, πού ή θύμηση της δέν έχει ξεθωριάσει μέ τά χρόνια. Μερικοί στενοκέφαλοι δέν κατάλαβαν (ή έκαναν πώς δέν καταλαβαίνουν) ότι επρόκειτο γιά μιά νέα τάξη, γιά ενα αναγκαίο ιστορικό στάδιο... Ένας σκλάβος έκλεψε έναν πορφυρό λαχνό καί κληρώθηκε νά τοϋ κάψουν τή γλώσσα. "Ομως ό κώδικας πρόβλεπε τήν ίδια ποινή γιά τους κλέφτες τών λαχνών. Μερικοί Βαβυλώνιοι ήταν τής γνώμης ότι, άν τοϋ άνθρωπου *t-αυτού τού άξιζε τό καυτό σίδερο, ήταν μέ τήν ιδιότητα του ώς κλέφτη- άλλοι, πιό μεγαλόψυχοι, πώς ό δήμιος έπρεπε νά δρά- * σει, γιατί έτσι τό θέλησε ή τύχη... Έτσι, ξεκίνησε μιά εποχή ταραχών καί αξιοθρήνητων αιματοχυσιών στό τέλος, ό λαός τής Βαβυλώνας επέβαλε τό θέλημα του, παρά τήν αντίσταση τών πλουσίων, καί πέτυχε όλους τους φιλόδοξους στόχους του. Πρώτα πρώτα, κατόρθωσε νά πάρει ή Εταιρεία όλη τήν κρατική εξουσία στά χέρια της. (Ή συγκέντρωση αυτή ήταν απαραίτητη, εξαιτίας τού τεράστιου εύρους καί τής πολυπλοκότητας τών νέων λειτουργιών). Κατά δεύτερο λόγο, τό Λαχείο νά
49
γίνει μυστικό, δωρεάν καί γιά όλους. Ή μαύρη αγορά των λαχνών πατάχθηκε άπ' τη ρίζα. Κάθε ελεύθερος άνθρωπος, πού είχε μυηθεί στά μυστήρια του Βέλ, συμμετείχε αυτομάτως στίς Εερές κληρώσεις, πού γίνονταν στους λαβυρίνθους του Θεού κάθε εξήντα νύχτες καί καθόριζαν τήν τύχη του ως τήν επόμενη φορά. Οί συνέπειες ήταν ανυπολόγιστες. Μιά ευνοϊκή κλήρωση μπορούσε νά σημαίνει μιά προαγωγή στό συμβούλιο τών μάγων, τή φυλάκιση ενός (δημόσιου ή ιδιωτικού) εχθρού ή τήν ανακάλυψη, μέσα στό γαλήνιο σκοτάδι της κάμαρας, εκείνης της γυναίκας πού έχει αρχίσει πιά νά μας στοιχειώνει καί πού δεν ελπίζαμε ποτέ νά ξαναδούμε. Μιά άτυχη κλήρωση μπορούσε νά επιφέρει ακρωτηριασμό, ατίμωση μ' όλους τους τρόπους, θάνατο. Καμιά φορά, μία καί μόνη πράξη - ή συρφετώ-δης δολοφονία τοϋ Γ, ή μυστηριώδης αποθέωση τού Β - κληρωνόταν άπό μιά ομάδα τριάντα σαράντα λαχνών. Ό συνδυασμός τών κληρώσεων δέν ήταν εύκολος• δέν πρέπει όμως νά ξεχνάμε πώς τά μέλη της Εταιρείας ήταν (καί είναι) παντοδύναμοι καί πανούργοι. Σέ πολλές περιπτώσεις, ή επίγνωση πώς κάποιες ευτυχίες δέν ήταν παρά προϊόντα της τύχης τους αποδυνάμωνε• γιά νά παρακάμψουν αυτό τό εμπόδιο, οί πράκτορες της Εταιρείας προσέφυγαν στην υποβολή καί στή μαγεία. Τά βήματα τους, οί χειρισμοί τους γίνονταν πιά στά μυστικά. Διέθεταν αστρολόγους καί κατάσκοπους γιά νά γνωρίζουν τίς κρυφές ελπίδες καί τους κρυφούς τρόμους τοϋ καθένα. Υπήρχαν κάτι πέτρινα λιοντάρια, υπήρχε ενα ιερό αποχωρητήριο πού τό λέγαν Qaphqa, υπήρχαν κάτι ρωγμές σ' ένα κονισαλέο υδραγωγείο πού, όπως πίστευε όλος ό κόσμος, έβγαζαν στην 'Εταιρεία- σ' αυτά τά μέρη, οί μοχθηροί ή οί καλοθελητές άφηναν καταγγελίες. Οί λίγο ή πολύ αξιόπιστες πληροφορίες κατέληγαν σ' ενα αλφαβητικό αρχείο.
Ό σ ο κι άν φαίνεται απίστευτο, τά παράπονα δέν έλειψαν. Με τή γνωστή της διακριτικότητα, ή Εταιρεία δέν απάντησε αμέσως. Προτίμησε νά χαράξει πάνω στον ερειπωμένο τοίχο ενός εργοστασίου προσωπείων μιά σύντομη δήλωση, πού σήμερα είναι καταχωρισμένη στά ιερά βιβλία. Τό δογματικό αυτό κείμενο αποφαινόταν πώς τό Λαχείο είναι μιά παρεμβολή της τύχης στην τάξη τού κόσμου καί πώς ή παραδοχή σφαλμάτων δέν αντικρούει τήν τύχη: τήν επιβεβαιώνει. Έλεγε ακόμα πώς
50
όλα αυτά τά λιοντάρια καί τό ιερό δοχείο, παρόλο πού δέν τά 'χε απαγορέψει ή Εταιρεία (καί, επομένως, διατηρούσε τό δικαίωμα νά τά συμβουλεύεται), λειτουργούσαν χωρίς επίσημη άδεια.
Ή δήλωση αυτή καταλάγιασε τίς ανησυχίες τού κόσμου. Είχε όμως κι άλλα αποτελέσματα, πού ίσως ό συντάκτης τους δέν είχε προβλέψει. "Αλλαξε ριζικά τους τρόπους σκέπτεσθαι καί ένεργεΐν τής Εταιρείας. Δέ μου μένει πολύς χρόνος- μας ειδοποίησαν πώς τό καράβι θά σηκώσει πανιά όπου νά 'ναι. Θά κάνω όμως μιά προσπάθεια νά εξηγήσω στά γρήγορα.
Ό σ ο απίθανο κι άν φαίνεται, κανείς ώς τότε δέν είχε επιχειρήσει νά διατυπώσει μιά γενική θεωρία τών παιγνίων. Οί Βαβυλώνιοι δέν είναι πολύ θεωρητικοί. Δέχονται τά κελεύσματα τής τύχης, τής εμπιστεύονται τή ζωή τους, τήν ελπίδα τους, τόν πανικό τους τρόμο, δέν τους περνά όμως ποτέ άπ' τό μυαλό νά ανιχνεύσουν τους λαβυρινθώδεις νόμους της, ούτε τίς περιστρεφόμενες σφαίρες πού τήν αποκαλύπτουν. Είναι ευνόητο ότι ή ημιεπίσημη δήλωση πού ανέφερα πιό πάνω ενέπνευσε πλείστες συζητήσεις νομικομαθηματικοΰ χαρακτήρα, μιά άπ' τίς όποιες οδήγησε στην εξής υπόθεση: "Αν τό Λαχείο είναι μιά επίταση τής τύχης, μιά περιοδική έγχυση τού χάους στον κόσμο, δέ θά 'ταν σωστό ν' αφήναμε τήν τύχη νά καθορίζει δλα τά στάδια τής κλήρωσης κι όχι μόνο ενα; Δέν είναι γελοίο ν' αποφασίζει ή τύχη τό θάνατο κάποιου, κι όλες οί περιστάσεις τού θανάτου του - άν θά εκτελεστεί μυστικά ή δημόσια, σέ μιά ώρα ή σ' έναν αιώνα - νά μήν καθορίζονται άπ' τήν τύχη; Αυτοί οί τόσο δίκαιοι προβληματισμοί επέφεραν τελικά σημαντικές αλλαγές. Ή εφαρμογή τους έδώ κι έναν αιώνα επιδείνωσε τήν αρχική τους πολυπλοκότητα, έτσι πού, σήμερα, δέν τίς καταλαβαίνουν παρά μόνο οί ειδικοί. Θά προσπαθήσω νά τίς συνοψίσω, έστω καί συμβολικά.
"Ας υποθέσουμε ότι γίνεται μιά κλήρωση, πού εντέλλεται τό θάνατο ενός ανθρώπου. Γιά νά υλοποιηθεί ή εντολή, διεξάγεται δεύτερη κλήρωση, πού προτείνει (ας πούμε) εννέα εκτελεστές. 'Απ' αυτούς τους εκτελεστές, τέσσερις μπορούν νά διεξαγάγουν μιά τρίτη κλήρωση, πού θά βγάλει τό όνομα τοϋ δήμιου, δύο μπορούν ν' αλλάξουν τόν δυσμενή κλήρο μ' έναν ευτυχή (τήν ανακάλυψη ενός θησαυροϋ, ας πούμε), ένας άλλος
51
μπορεί νά επιβαρύνει ακόμα πιό πολύ τό θάνατο (νά τόν έκχυ-δαΐσει, λόγου χάρη, ή νά τόν εμπλουτίσει με βασανιστήρια), άλλοι μπορούν νά αρνηθούν νά εκτελέσουν τήν εντολή... Αυτό είναι ένα συμβολικό σχήμα. Στην πράξη, ό αριθμός των κληρώσεων είναι άπειρος. Καμιά απόφαση δεν είναι τελική, όλες διακλαδώνονται σε άλλες. Οί άστοιχείωτοι θαρρούν πώς οι άπειρες κληρώσεις απαιτούν άπειρο χρόνο• στην πραγματικότητα, αρκεί ό χρόνος νά είναι απείρως διαιρετός, όπως μάς διδάσκει ή ξακουστή παραβολή τής Κούρσας μέ τή Χελώνα. Αυτό τό άπειρον συμφωνεί αξιοθαύμαστα μέ τους ελικοειδείς αριθμούς τής Τύχης καί τό Επουράνιο Αρχέτυπο τού Λαχείου, πού λατρεύουν οί πλατωνικοί... Θαρρώ πώς ένας παραμορφωμένος απόηχος τών ιεροτελεστιών μας έχει φτάσει ως τόν Τίβερη: ό Αϊλιος Λαμπρίδιος, στό έργο του Βίος Άντωνί-νον Ήλιογάβαλον, αναφέρει πώς αυτός ό αυτοκράτορας έγραφε πάνω σέ στρείδια τήν τύχη πού επιφύλασσε στους καλεσμένους του: ό ένας κέρδιζε δέκα πουγγιά χρυσάφι, ό άλλος δέκα μύγες, δέκα βερβερίτσες, δέκα αρκούδες. ('Αξίζει νά θυμηθούμε πώς ό Ήλιογάβαλος ανατράφηκε στή Μικρά 'Ασία, απ' τους ιερείς τού ομώνυμου θεού.)
'Υπάρχουν ακόμα απρόσωπες κληρώσεις, ακαθόριστου σκοπού: ένας κλήρος έλεγε νά ρίξουν ενα ζαφείρι απ' τήν Ταπρο-βάνη στά νερά τού Ευφράτη• ένας άλλος νά αφήσουν ενα πουλί άπ' τήν κορφή ενός πύργου- ένας άλλος νά παίρνουν (ή νά προσθέτουν) έναν κόκκο άμμο άπ' τήν ακρογιαλιά μιά φορά κάθε αιώνα. Κάπου κάπου, οί συνέπειες είναι φοβερές.
Κάτω άπ' τήν ευεργετική επιρροή τής Εταιρείας, τά ήθη μας έχουν εμποτιστεί άπ' τήν τύχη. Ό αγοραστής δέκα αμφορέων μέ δαμασκηνό κρασί δέν θά εκπλαγεί αν βρει μέσα σ' έναν άπ' αυτούς ενα φυλαχτό ή μιά οχιά- ό γραφιάς πού συντάσσει ένα συμβόλαιο δέν παραλείπει σχεδόν ποτέ νά παρει-σαγάγει κάποιο λάθος• ακόμα κι έγώ ό ίδιος, σ' αυτή τή βιαστική εξιστόρηση, κάποιο μεγαλείο, κάποια θηριωδία θά 'χω διαστρεβλώσει. "Ισως ακόμα καί κάποια μυστηριώδη μονοτονία... Οί ιστορικοί μας, πού είναι οί πιό οξυδερκείς τής οικουμένης, έχουν επινοήσει μιά μέθοδο νά ρυθμίζουν τήν τύχη• είναι πασίγνωστο πώς οί εφαρμογές αυτής τής μεθόδου είναι (κατά κανόνα) αξιόπιστες• φυσικά, δέν ανακοινώνονται δημο-
52
σίως χωρίς μιά κάποια δόση πλαστότητας. Κατά τά λοιπά, τίποτα δεν είναι πιό πορωμένο άπ' τή μυθοπλασία όσο ή ιστορία τής Εταιρείας... Τό παλαιογραφικό εύρημα ενός ναού μπορεί νά είναι έργο μιας κλήρωσης χτεσινής - ή προαιώνιας. Δέν εκδίδεται βιβλίο πού νά μήν έχει κάποια διαφορά άπό αντίτυπο σέ αντίτυπο. Οί γραφιάδες δίνουν μυστικό όρκο νά παραλείπουν, νά παρεισάγουν, νά παραλλάσσουν. Καλλιεργείται, επίσης, τό πλάγιο ψεύδος.
Ή Εταιρεία, μέ μιά θεία μετριοφροσύνη, αποφεύγει κάθε δημοσιότητα. Όπως είναι φυσικό, οί πράκτορες της είναι μυστικοί- οί διαταγές πού εκδίδονται ή μιά πίσω άπ' τήν άλλη -σχεδόν ασταμάτητα - δέν έχουν καμία διαφορά άπ' αυτές πού μοιράζουν απλόχερα οί απατεώνες. Στό κάτω κάτω, ποιος μπορεί νά καυχηθεί πώς είναι μόνο απατεώνας; Ό μεθύστακας πού αυτοσχεδιάζει μιά παράλογη εντολή, ό ονειρευτής πού πετάγεται στον ύπνο του καί στραγγαλίζει μέ τά χέρια του τή γυναίκα πού κοιμάται πλάι του μήπως εκτελούν μιά μυστική απόφαση τής Εταιρείας; Αυτή ή σιωπηλή λειτουργία, πού μοιάζει μ' εκείνη τού Θεού, μπορεί νά προκαλέσει κάθε είδους υποθέσεις. Μιά άπ' αυτές κάνει τόν αποτρόπαιο υπαινιγμό πώς ή Εταιρεία έχει πάψει νά υπάρχει έδώ καί αιώνες, πώς ή ιερή αταξία τής ζωής μας είναι πέρα γιά πέρα κληρονομική, παραδοσιακή• μιά άλλη, αντίθετα, θέλει τήν Εταιρεία αιώνια καί κηρύσσει πώς θά ζει μέχρι τήν τελευταία νύχτα, πού ό τελευταίος θεός θά σβήσει τόν κόσμο. Μιά άλλη δηλώνει πώς ή Εταιρεία είναι παντοδύναμη, άλλα άσκεΐ τήν εξουσία της μόνο πάνω σέ μικροσκοπικά πράγματα: στό κελάηδισμα ενός πουλιού, στίς αποχρώσεις τής σκουριάς καί τής σκόνης, στά όνειρα πού βλέπουμε τήν αυγή, μισόξυπνοι. Μιά άλλη, διά στόματος προσωπιδοφόρων αίρεσιαρχών, πώς ή 'Εταιρεία δέν υπήρξε κι ούτε θά υπάρξει ποτέ. Μιά άλλη, εξίσου απαίσια, πώς είναι αδιάφορο άν δέχεσαι ή αρνείσαι τήν ύπαρξη αυτού τού ζοφερού σωματείου, γιατί ή Βαβυλώνα δέν είναι τίποτ' άλλο παρά ένα άπειρο παιχνίδι τής τύχης.
53
ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ TOY HERBERT QUAIN
Ό Χέρμπερτ Κουέιν πέθανε στό Ροσκόμον διαπίστωσα, χωρίς τήν παραμικρή έκπληξη, ότι τό Φιλολογικό Παράρτημα των Times τού αφιερώνει μόλις καί μετά βίας ενα ήμίστηλο νεκρο-λογικοΰ ελέους, στό όποιο δεν υπάρχει οΰτε ενα υμνητικό επίθετο πού νά μην επαναφέρεται στην τάξη (ή νά μήν έπιπλήττε-ται αυστηρά) από ενα επίρρημα. Τό περιοδικό Spectator, στό οίκεϊο τεύχος του, είναι αναμφιβόλως λιγότερο λακωνικό καί ίσως πιό εγκάρδιο, συγκρίνει όμως τό πρώτο βιβλίο του Κουέιν {The God of the Labyrinth) μέ ενα τής Κας "Αγκάθα Κρίστι, καί άλλα του μέ τά βιβλία τής Γερτρούδης Στάιν: πρόκειται γιά υπομνήσεις πού κανένας δέ θά θεωρήσει αναπόφευκτες καί πού δέν θά χαροποιούσαν τόν εκλιπόντα. Εκείνος, άλλωστε, ποτέ δέν θεώρησε τόν εαυτό του ιδιοφυή• ούτε ακόμα καί σ' εκείνα τά περιπατητικά φιλολογικά βράδια, κατά τά όποια ένας'άνθρωπος πού έχει ήδη εξουθενώσει τά πιεστήρια υποδύεται στερεότυπα ή τόν Monsieur Τεστ ή τόν δόκτορα Σάμιουελ Τζόνσον... Είχε διαυγέστατη συναίσθηση τού πειραματικού χαρακτήρα των βιβλίων του, αξιοθαύμαστων 'ίσως γιά τήν πρωτοτυπία τους καί μιά κάποια λακωνική χρηστότητα, όχι όμως γιά τό πάθος τους. Είμαι σάν τις ωδές τον Κάουλυ, μού έγραψε άπό τό Λόνγκφορντ, στίς 6 Μαρτίου 1939. Δέν ανήκω στην Τέχνη άλλα μόνο στην 'Ιστορία τής Τέχνης. Κατά τή γνώμη του, δέν υπήρχε κατώτερος κλάδος επιστήμης άπό τήν Ιστορία.
Μόλις παρέθεσα ενα δείγμα τής μετριοφροσύνης τού Χέρμπερτ Κουέιν φυσικά, ή μετριοφροσύνη αυτή δέν εξαντλεί τή σκέψη του. Ό Φλομπέρ καί ό Χένρυ Τζέιμς μας συνήθισαν στην ιδέα πώς τά έργα τέχνης είναι σπάνια καί έπίμοχθα- ό δέκατος έκτος αιώνας (ας θυμηθούμε τό Ταξίδι στον Παρνασσό, ας θυμηθούμε τή μοίρα τού Σαίξπηρ) δέν συμμεριζόταν αυτή τή θλιβερή γνώμη. Ούτε καί ό Χέρμπερτ Κουέιν. Κατ' αυτόν, ή καλή λογοτεχνία είναι αρκετά συνηθισμένη καί δέν υπάρχει
οΰτε μία σχεδόν κουβέντα τοϋ δρόμου πού νά μήν είναι αντάξια της. Πίστευε ακόμα πώς τό αισθητικό γεγονός δέν μπορεί ν' άντιπαρέρχεται κάποιο στοιχείο έκπληξης καί πώς δέν είναι τόσο εύκολο νά εκπλήσσεται κανείς άπό μνήμης. Έλεεινολο-γοϋσε μέ χαμογελαστή ειλικρίνεια «τή δουλική καί επίμονη συντηρητικότητα» των βιβλίων του παρελθόντος... Δέν ξέρω άν ή αχανής θεωρία του μπορεί νά δικαιωθεί• αυτό που ξέρω είναι πώς τά βιβλία του αναζητούν μετά μανίας τήν έκπληξη.
Λυπάμαι πού εχω δανείσει σέ μιά κυρία, ανεπιστρεπτί, τό πρώτο πού εξέδωσε. "Εχω δηλώσει πώς πρόκειται γιά ενα αστυνομικό μυθιστόρημα: The God of the Labyrinth- μπορώ νά προσθέσω εδώ πώς ό εκδότης του τό δειγμάτισε τίς τελευταίες μέρες τοϋ Νοέμβρη τοϋ 1933. Τίς πρώτες τοϋ Δεκέμβρη, οι ευχάριστες καί δύσβατες περιπλοκότητες τοΰ Siamese Twin Mystery απασχόλησαν τό Λονδίνο καί τή Νέα 'Υόρκη• προτιμώ νά αποδίδω σ' αυτή τήν καταστροφική σύμπτωση τήν αποτυχία τού μυθιστορήματος τοΰ φίλου μας. Επίσης (γιά νά είμαι τελείως ειλικρινής), στό κακό γράψιμο καί σέ κάτι άχρηστες, παγερές καί πομπώδεις περιγραφές της θάλασσας. Έχουν περάσει εφτά χρόνια καί μού είναι αδύνατο νά θυμηθώ τίς λεπτομέρειες της πλοκής• θά κοιτάξω νά δώσω ενα περίγραμμα, έτσι όπως τώρα τό εξασθενίζει (έτσι όπως τώρα τό εξαγνίζει) ή λήθη μου. 'Υπάρχει μιά ανεξιχνίαστη δολοφονία στίς πρώτες σελίδες, μιά μακροσκελής συζήτηση στίς μεσαίες, μιά λύση στίς τελευταίες. Μετά τή διαφώτιση τού αινίγματος, διαβάζουμε μιά μεγάλη καί αναδρομική παράγραφο πού περιέχει τήν έξης φράση: "Ολοι τους πίστεψαν πώς ή συνάντηση των δύο σκακιστών είχε γίνει τυχαία. Ή φράση αυτή αφήνει νά εννοηθεί πώς ή λύση είναι εσφαλμένη. Ό αναγνώστης, ανήσυχος, ξαναδιαβάζει τά προηγούμενα κεφάλαια καί ανακαλύπτει μιά άλλη λύση, πού είναι καί ή σωστή. "Οθεν, ό αναγνώστης αυτού τού μοναδικού βιβλίου είναι πιό οξυδερκής άπ' τόν detective.
'Ακόμα πιό έτερόδοξο είναι τό «παλινδρομικό καί διακλα-δούμενο μυθιστόρημα» April March, τό τρίτο (καί μοναδικό) μέρος τού οποίου είναι τού 1936. Κανένας, κρίνοντας αυτό τό μυθιστόρημα, δέν παραβλέπει ν' ανακαλύψει πώς πρόκειται γιά ενα παιχνίδι- αξίζει έδώ νά θυμίσουμε πώς ό ίδιος ό συγγραφέας δέν τό θεωρούσε καί τίποτα άλλο. Γι' αυτό τό έργο,
56
•
τόν εχω ακούσει νά λέει, απαιτώ νά μοϋ αναγνωριστούν τά θεμελιώδη χαρακτηριστικά κάθε παιχνιδιού: ή συμμετρία, οι αυθαίρετοι κανόνες, ή ανία. Ό ίδιος ό τίτλος τού βιβλίου είναι ενα άσφαιρο calembour: April March δέν σημαίνει Άπριλιάτι-κη πορεία, αλλά αυτό ακριβώς πού λέει: 'Απρίλης Μάρτης. Κάποιος διέκρινε μές στίς σελίδες του έναν απόηχο των θεωριών τού Ντάν ό πρόλογος τού Κουέιν προτιμά νά παραπέμπει σέ κάποιον ανάποδο κόσμο τού Μπράντλεϋ, όπου ό θάνατος προηγείται της γέννησης, ή ουλή τής πληγής καί ή πληγή τοϋ χτυπήματος (Appearance and Reality, 1897, σελίδα 215)*. Οί κόσμοι πού προτείνει τό April March δέν είναι παλινδρομικοί- παλινδρομικός είναι ό τρόπος αφήγησης τής ιστορίας. Παλινδρομικός καί διακλαδούμενος, όπως ξαναεΐπα. Τό έργο περιλαμβάνει δεκατρία κεφάλαια. Τό πρώτο μεταφέρει έναν αμφίσημο διάλογο κάποιων άγνωστων σέ μιά αποβάθρα. Τό δεύτερο περιγράφει τά γεγονότα τής προτεραίας τού πρώτου. Τό τρίτο, πού είναι επίσης οπισθοδρομικό, τά γεγονότα μιας πιθανής άλλης προτεραίας τοΰ πρώτου• τό τέταρτο τά γεγονότα μιας άλλης. Καθεμιά άπ' αυτές τίς τρεις προτεραίες (πού ή μία αποκλείει αυστηρά τήν άλλη) διακλαδώνεται σέ άλλες τρεις προτεραίες, εντελώς διαφορετικού χαρακτήρα. "Ετσι, τό σύνολο έργο περιλαμβάνει εννέα μυθιστορήματα• κάθε μυθιστόρημα τρία μεγάλα κεφάλαια. (Τό πρώτο κεφάλαιο, εννοείται, είναι κοινό γιά όλα τά μυθιστορήματα.) Ά π ό τά μυθιστορήματα αυτά, τό ενα είναι συμβολικού χαρακτήρα- ενα άλλο, υπερφυσικού- ενα άλλο αστυνομικού- ενα άλλο ψυχολογικού-
* "Αχ, κακόμοιρη πολυμάθεια τοϋ Χέρμπερτ Κόυέιν, κακόμοιρη σελίδα 215 ενός βιβλίου τοϋ 1897! Ένας συζητητής στον Πολιτικό τού Πλάτωνα εχεί ήδη περιγράψει μιά παρόμοια παλίνδρομη: εκείνη των Αυτοχθόνων, οί όποιοι, συνεπεία μιας αντίστροφης περιστροφής τοϋ κόσμου, πέρασαν άπ' τά γηρατειά στην ωριμότητα, άπ' τήν ωριμότητα στην παιδική ηλικία, κι άπ' τήν παιδική ηλικία στην εξαφάνιση καί τό μηδέν. Ό Θεόπομπος επίσης, στά Φιλιππικά του, μιλά γιά κάποιους καρπούς τού βόρειου ημισφαιρίου πού προκαλούν σ' όποιον τους τρώει τήν ϊδια οπισθοδρόμηση... Έχει πιό ενδιαφέρον νά φανταζόμαστε μιά αντιστροφή τοϋ Χρόνου: μιά κατάσταση στην οποία θά θυμόμαστε τό μέλλον καί θά αγνοούμε (ή θά προαισθανόμαστε αμυδρά) τό παρελθόν. Πρβλ. τό "Ασμα Χ τής Κόλασης, στ. 97-102, δπου ή προφητική ενόραση παρομοιάζεται μέ τήν πρεσβυωπία.
57
ενα άλλο κομμουνιστικού- ενα άλλο άντικομμουνιστικού, καί ούτω καθεξής. Μιά σχηματική παράσταση μπορεί ίσως νά βοηθήσει νά γίνει κατανοητή ή δομή.
( χ 1
χ3
ψΐ
Ω ψ2
ψ3
χ4
Χ5
%6
Χ7
Χ8
Χ9
Σχετικά με τή δομή αυτή, ταιριάζει εδώ νά επαναλάβουμε αυτό πού έχει πεϊ ό Σοπενάουερ γιά τίς δώδεκα καντιανές κατηγορίες: θυσιάζει τά πάντα στή μανία τής συμμετρίας. Όπως θά τό περίμενε κανείς, ενα άπ' τά εννέα αφηγήματα είναι ανάξιο τού Κουέιν τό καλύτερο δεν είναι αυτό πού σκαρφίστηκε πρώτο (δηλαδή τό χ4), άλλα τό «φανταστικό», τό χ9. "Αλλα πάλι τά χαλάνε κάτι λογοπαίγνια καί άχρηστες ψευδοακρί-βειες. "Οσοι τό διαβάζουν κατά χρονολογική τάξη (λόγου χάρη: χ3, ψΐ, Ω) χάνουν όλη τή μοναδική γεύση αυτού τού παράξενου βιβλίου. Δύο αφηγήματα (τό χ7 καί τό χ8) στερούνται οποιασδήποτε αυτόνομης αξίας• ή αποτελεσματικότητα τους έγκειται στην αντιπαράθεση τους... Δέν ξέρω αν πρέπει ν' αναφέρω πώς, όταν είχε ήδη εκδοθεί τό April March, ο Κουέιν μετάνιωσε γιά τήν τριαδική τάξη καί προεΐπε πώς οι μιμητές του θά διάλεγαν τή διαδική:
. • ' I S Ω
*-Η5 ενώ οι δημιουργοί καί οί θεοί τήν άπειρη: άπειρες ιστορίες,
διακλαδούμενες έπ' άπειρον.
58
Πολύ διαφορετική, εξίσου όμως αναδρομική, είναι ή ηρωική κωμωδία του σε δύο πράξεις The Secret Mirror. Στά βιβλία γιά τά όποια μίλησα συνοπτικά ήδη, ή μορφική πολυπλοκότητα είχε ναρκώσει τή φαντασία τού συγγραφέα- έδώ, ή ανάπτυξη της είναι πιό ελεύθερη. Ή πρώτη πράξη (ή μεγαλύτερη σέ διάρκεια) διαδραματίζεται στό εξοχικό σπίτι τού στρατηγού Θρέιλ , C.I.E., κοντά στό Μέλτον Μαουμπρέι. Τό κεντρικό πρόσωπο τής πλοκής (πού δέν εμφανίζεται ποτέ) είναι ή Miss Οΰλρικα Θρέιλ, πρωτότοκη κόρη τού στρατηγού. Μέσα από κάποιο διάλογο, σχηματίζουμε τήν εικόνα της: αμαζόνα καί ψηλομύτα. Διαισθανόμαστε πώς έχει πάρει διαζύγιο μέ τή λογοτεχνία. ΟΕ εφημερίδες αναγγέλλουν τους αρραβώνες της μέ τόν δούκα τού Ράτλαντ. Οί εφημερίδες διαψεύδουν τους αρραβώνες. Τή λατρεύει ένας θεατρικός συγγραφέας, ό Ούίλ-φρεντ Κουόρλς• τού 'χε δώσει κάποτε ενα πεταχτό φιλί. "Ολα τά πρόσωπα είναι ζάπλουτοι καί γαλαζοαίματοι• τά αισθήματα ευγενή άν καί σφοδρά- ό διάλογος μοιάζει νά άμφιρρέπει μεταξύ τού φλύαρου βερμπαλισμού τού Μπόλουερ-Λίττον καί των αφορισμών τού Ούάιλντ ή τού Mr. Φίλιπ Γκουεντάλα. 'Υπάρχει ενα αηδόνι καί μιά νύχτα• υπάρχει μιά μυστική μονομαχία σέ μιά βεράντα. ('Υπάρχει μιά περίεργη αντίφαση καί κάτι ευτελείς λεπτομέρειες, πού είναι σχεδόν τελείως αδιόρατες.) Τά πρόσωπα τής πρώτης πράξης επανεμφανίζονται στή δεύτερη - μέ άλλα ονόματα. Ό «θεατρικός συγγραφέας» Ούίλ-φρεντ Κουόρλς είναι ένας παραγγελιοδόχος άπ' τό Λίβερπουλ• τό αληθινό του όνομα είναι Τζόν Ούίλλιαμ Κουίγκλι. Ή Miss Θρέιλ υπάρχει- ό Κουίγκλι δέν τήν έχει δει ποτέ, έχει όμως μιά νοσηρή συλλογή πορτρέτων της, πού κόβει άπ' τό Tatler ή τό Sketch. Ό Κουίγκλι είναι ό συγγραφέας τής πρώτης πράξης. Τό -άναληθοφανές ή απίθανο «εξοχικό σπίτι» είναι μιά έβραιο-ίρλανδέζικη πανσιόν, στην οποία διαμένει: τή μεταμόρφωσε καί τήν εξιδανίκευσε... Ή πλοκή τών δύο πράξεων είναι παράλληλη, στή δεύτερη όμως τά πάντα είναι ελαφρώς αποκρουστικά, τά πάντα αναβάλλονται ή ναυαγούν. "Οταν πρωτοανέ-βηκε τό The Secret Mirror, ή κριτική πρόφερε τά ονόματα τού Φρόυντ καί τού Ζυλιέν Γκρήν. Ή αναφορά τού πρώτου μοΰ φαίνεται ολωσδιόλου αδικαιολόγητη.
Γρήγορα διαδόθηκε ότι τό The Secret Mirror ήταν μιά φροϋ-
59
δική κωμωδία• σ' αυτή τήν ευνοϊκή (καί λανθασμένη) ερμηνεία οφείλει τήν επιτυχία του. Δυστυχώς όμως, ό Κουέιν είχε ήδη περάσει τά σαράντα• είχε εγκλιματιστεί στην αποτυχία καί δεν έβλεπε μέ καλό μάτι μιά αλλαγή στον τρόπο ζωής του. 'Αποφάσισε λοιπόν νά αντεπιτεθεί. Στά τέλη του 1939, εξέδωσε τό Statements: ϊσως τό πιό πρωτότυπο βιβλίο του, σίγουρα όμως τό λιγότερο εγκωμιασμένο καί τό πιό απόκρυφο. Ό Κουέιν ήθελε ν' αποδείξει πώς οι αναγνώστες είναι ενα εκλιπόν είδος. Δεν υπάρχει Ευρωπαίος (υποστήριζε) πού νά μην είναι συγγραφέας, εν δυνάμει η εν ενεργεία. "Ελεγε ακόμα πώς, άπ' τίς ποικίλες ευδαιμονίες πού μπορεί νά προσφέρει ή λογοτεχνία, ή πιό ευγενής είναι ή επινόηση. 'Αφού λοιπόν δέν είναι όλοι οι άνθρωποι ικανοί νά τή γευτούν, οί περισσότεροι θά πρέπει νά συμβιβαστούν μέ ομοιώματα. Γι' αυτούς τους «ατελείς συγγραφείς», πού αριθμούν λεγεώνες, ό Κουέιν έγραψε τά οχτώ αφηγήματα τού βιβλίου Statements. Καθένα άπ' αυτά προδιαγράφει ή υπόσχεται ένα καλό θέμα, πού καταστρέφεται άπ' τόν συγγραφέα επίτηδες. Ένα τους - όχι τό καλύτερο - υπαινίσσεται δύο θέματα. Παρασυρμένος άπ' τή ματαιοδοξία του, ό αναγνώστης πιστεύει πώς τά 'χει επινοήσει αυτός. Ά π ' τό τρίτο, τό The Rose of Yesterday, διέπραξα τήν εξυπνάδα νά αντλήσω Τά κυκλικά ερείπια, πού είναι ενα άπ' τά αφηγήματα τού βιβλίου Ό κήπος μέ τά διακλαδωτά μονοπάτια.
60
Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΒΑΒΕΛ
By this art you may contemplate the variation of the 23 letters...
The Anatomy of Melancholy, part 2, sect. II, mem. IV
Τό σύμπαν (πού άλλοι τό λένε Ή Βιβλιοθήκη) αποτελείται άπό έναν ακαθόριστο καί ίσως άπειρο αριθμό έξαγωνικών στοών, μέ τεράστιους αεραγωγούς στή μέση, περιφραγμένους μέ πολύ χαμηλά κάγκελα. Ά π ό οποιοδήποτε εξάγωνο, φαίνονται οί πάνω καί οί κάτω όροφοι, ατέλειωτα. Ή διαρρύθμιση τών στοών είναι απαράλλαχτη. Είκοσι μεγάλα ερμάρια, άπό πέντε ερμάρια σέ κάθε πλευρά, καλύπτουν όλες τίς πλευρές εκτός άπό δύο* τό ΰψος τους, πού φτάνει ως τήν οροφή, είναι ελάχιστα μεγαλύτερο άπ' τό ΰψος ενός μέσου βιβλιοθηκάριου. Μιά άπ' τίς ακάλυπτες πλευρές βλέπει σ' ενα στενό πρόδομο, πού βγάζει σέ άλλη στοά, πανομοιότυπη μέ τήν άλλη καί μέ όλες. Στ' αριστερά καί στά δεξιά τού πρόδομου υπάρχουν δύο μικρά δωμάτια. Τό πρώτο επιτρέπει έναν ύπνο στά όρθια- τό δεύτερο είναι γιά τίς σωματικές ανάγκες. Ά π ό δώ περνάει ή σπειροειδής σκάλα, πού βυθίζεται στην άβυσσο καί ανεβαίνει ώσπου χάνεται τό βλέμμα. Στον πρόδομο υπάρχει ένας καθρέφτης, πού διπλασιάζει πιστά. Οί άνθρωποι συνήθως συμπεραίνουν άπ' αυτόν τόν καθρέφτη πώς ή Βιβλιοθήκη δέν είναι άπειρη. ("Αν ήταν πράγματι, προς τί αυτός ό απατηλός διπλασιασμός;) 'Εγώ προτιμώ νά ονειρεύομαι πώς οί στιλβωμένες επιφάνειες εικονίζουν καί υπόσχονται τό άπειρο... Τό φώς βγαίνει άπό κάτι σφαιρικούς καρπούς πού λέγονται λάμπες. 'Υπάρχουν δύο σέ κάθε εξάγωνο: διαγωνίως απέναντι. Τό φώς τους είναι ανεπαρκές, αδιάκοπο,
Ό π ω ς όλοι οί άνθρωποι στή Βιβλιοθήκη, ταξίδεψα κι εγώ στά νιάτα μου. Περιπλανήθηκα γυρεύοντας ενα βιβλίο, ίσως τόν κατάλογο τών καταλόγων τώρα πού τά μάτια μου σχεδόν δέν μπορούν νά διακρίνουν αυτά πού γράφω, ετοιμάζομαι νά πεθάνω λίγο πιό κεϊ άπ' τό εξάγωνο όπου γεννήθηκα. "Οταν πεθάνω, δέν θά λείψουν τά σπλαχνικά χέρια πού θά μέ πετάξουν άπ' τό κιγκλίδωμα• τάφος μου θά 'ναι ό ανεξερεύνητος
61
αέρας• τό σώμα μου θά βυθίζεται ασταμάτητα, θά λιώσει καί θά διαλυθεί μέσα στον άνεμο της άπειρης πτώσης μου. Γιατί εγώ πιστεύω πώς ή Βιβλιοθήκη είναι απέραντη. Οι ιδεαλιστές υποστηρίζουν πώς οι έξαγωνικές αίθουσες είναι μιά αναγκαία μορφή του απόλυτου χώρου ή, έστω, της αίσθησης πού έχουμε γιά τό χώρο. Θεωρούν αδιανόητη μιά αίθουσα τριγωνική ή πενταγωνική. (Οι μυστικιστές, άπό την άλλη, ισχυρίζονται πώς ή έκσταση τους αποκάλυψε μιά κυκλική κάμαρα, όπου υπάρχει ενα μόνο τεράστιο κυκλικό βιβλίο μέ συνεχή ράχη, πού πιάνει ολόγυρα όλους τους τοίχους• ή μαρτυρία τους, ωστόσο, είναι ύποπτη καί σκοτεινά τά λόγια τους: τό κυκλικό αυτό βιβλίο είναι ό Θεός.) Γιά τήν ώρα, θά περιοριστώ νά επαναλάβω τό κλασικό απόφθεγμα: Ή Βιβλιοθήκη είναι μιά σφαίρα, τό ακριβές κέντρο της οποίας είναι οποιοδήποτε εξάγωνο, κι ή περιφέρεια της απροσπέλαστη.
Σέ καθέναν άπ' τους τοίχους κάθε εξαγώνου αναλογούν πέντε ερμάρια• κάθε ερμάριο χωράει τριάντα δύο βιβλία ομοιόμορφου σχήματος• κάθε βιβλίο έχει τετρακόσιες δέκα σελίδες-κάθε σελίδα σαράντα στίχους• κάθε στίχος γύρω στά ογδόντα μαύρα στοιχεία. Γράμματα επίσης υπάρχουν στη ράχη κάθε βιβλίου- όμως, τά γράμματα αυτά δέν προμηνύουν ούτε δίνουν ενδείξεις γι' αυτά πού θά πουν οι σελίδες. Ξέρω πώς, κάποτε, αυτή ή άσυνάφεια αποτελούσε μυστήριο. Πρίν συνοψίσω τή λύση του (πού ή ανακάλυψη της, παρά τίς τραγικές προεκτάσεις της, είναι ίσως τό κεφαλαιώδες γεγονός της Ιστορίας), επιθυμώ νά υπενθυμίσω κάποια αξιώματα.
Τό πρώτο: Ή Βιβλιοθήκη υπάρχει ab aeterno. Αυτή ή αλήθεια, πού τό άμεσο πόρισμα της είναι ή μέλλουσα αιωνιότητα τού κόσμου, δέν μπορεί νά αμφισβητηθεί άπό κανένα λογικό νοϋ. Ό άνθρωπος, ό ατελής βιβλιοθηκάριος, μπορεί νά είναι έργο τής τύχης ή τών καταχθόνιων δημιουργών τό σύμπαν, πού είναι τόσο κομψά προικισμένο μέ ερμάρια, μέ αινιγματικούς τόμους, μέ ανεξάντλητες σκάλες γιά τόν ταξιδιώτη καί αποχωρητήρια γιά τόν καθιστό βιβλιοθηκάριο, δέν μπορεί παρά νά είναι έργο ενός Θεού. Γιά νά γίνει αντιληπτή ή απόσταση ανάμεσα στό θείο καί τό ανθρώπινο, άρκεϊ νά συγκρίνει κανείς αυτά τά κακοφτιαγμένα, τρεμάμενα γράμματα, πού τά σφαλερά μου χέρια σκαλίζουν στό κάλυμμα ενός βιβλίου, μέ
62
τά συστηματικά γράμματα στό εσωτερικό του: ακριβή, λεπτά, κατάμαυρα, ασύγκριτα συμμετρικά.
Τό δεύτερο αξίωμα: Ό αριθμός τών ορθογραφικών συμβόλων είναι είκοσι πέντε*. Ή παρατήρηση αύτη επέτρεψε, πρίν τριακόσια χρόνια, νά διατυπωθεί μιά γενική θεωρία τής Βιβλιοθήκης καί νά λυθεί ικανοποιητικά τό πρόβλημα πού καμιά εικασία δέν είχε φωτίσει: τήν άμορφη καί χαοτική φύση όλων σχεδόν τών βιβλίων. Ένα πού είδε ό πατέρας μου, σέ κάποιο εξάγωνο τού πεντακοσιοστού ένενηκοστού τέταρτου κύκλου, άπετελεϊτο άπό τά γράμματα MCV, πού επαναλαμβάνονταν διεστραμμένα άπ' τόν πρώτο ως τόν τελευταίο στίχο. Ένα άλλο (πού τό συμβουλεύονται πολλοί σ' αυτή τή ζώνη) δέν είναι παρά ένας λαβύρινθος γραμμάτων, καί μόνο στην προτελευταία σελίδα υπάρχει ή φράση: ~Ω Χρόνε οι πυραμίδες σου. Αυτό είναι πιά γνωστό: γιά έναν ελλογο στίχο, γιά μιά πληροφορία μή παραπλανητική, πρέπει νά διατρέξεις χιλιάδες λεύγες μέ ανόητες κακοφωνίες, αναγραμματισμούς καί ασυναρτησίες. (Ξέρω μιά κακόφημη γειτονιά, πού οι βιβλιοθηκάριοι της απεχθάνονται τήν δεισιδαίμονα κι ανώφελη συνήθεια τής αναζήτησης νοήματος στά βιβλία καί τήν παρομοιάζουν μέ τή συνήθεια νά διαβάζουμε τά όνειρα ή τίς χαοτικές γραμμές τού χεριού... Παραδέχονται πώς οι εφευρέτες τής γραφής μιμήθηκαν τά είκοσι πέντε φυσικά σύμβολα, υποστηρίζουν όμως πώς ή εφαρμογή αυτή έγινε ευκαιριακά καί πώς τά βιβλία άφ' εαυτό δέν σημαίνουν τίποτα. Αυτή ή γνώμη, όπως θά δούμε, δέν είναι εντελώς εσφαλμένη.)
Γιά πολύ καιρό πιστευόταν πώς αυτά τά αδιαπέραστα βιβλία αντιστοιχούσαν σέ κάποιες γλώσσες περασμένες ή μακρινές. Είναι αλήθεια πώς οι αρχαίοι, οί πρώτοι βιβλιοθηκάριοι, χρησιμοποιούσαν μιά γλώσσα εντελώς διαφορετική άπ' αυτήν πού μιλάμε σήμερα- είναι αλήθεια πώς καμπόσα μίλια άπό δώ, προς τά δεξιά, ή γλώσσα εκφυλίζεται σέ διάλεκτο καί, ενενήντα ορόφους πάνω, είναι ακατανόητη. "Ολα αυτά, τό επαναλαμβάνω, είναι αλήθεια, όμως τετρακόσιες δέκα σελίδες μέ απαράλλαχτα MCV δέν μπορούν νά αντιστοιχούν σέ καμία
* Τό χειρόγραφο του παρόντος δέν έχει ούτε αριθμούς ούτε κεφαλαία. Ή στίξη περιοριζόταν στό κόμμα καί τήν τελεία. Τά δύο αυτά σημεία, τό διάστημα καί τά είκοσι δύο γράμματα τού αλφαβήτου είναι τά επαρκή είκοσι πέντε σύμβολα πού απαριθμεί ό άγνωστος συντάκτης (Σ.τ.Ε.).
63
1
γλώσσα, όσο «διαλεκτική» καί πρωτόγονη κι αν είναι. Κάποιοι ύπαινίχτηκαν πώς κάθε γράμμα μπορούσε νά επηρεάζει τό επόμενο καί πώς ή αξία των MCV τού τρίτου στίχου τής σελίδας 71 δεν είναι ίση μέ τήν αξία τής 'ίδιας ομάδας σε μιά άλλη θέση άλλης σελίδας• αυτή ή αόριστη άποψη δέν ευδοκίμησε. "Αλλοι τά θεώρησαν κρυπτογραφήματα- αυτό έγινε καθολικά αποδεκτό, όχι όμως έτσι όπως τό εννοούσαν οι εμπνευστές
του. Πεντακόσια χρόνια πρίν, ό επικεφαλής ενός ανώτερου εξα
γώνου* έπεσε σ' ένα βιβλίο εξίσου συγκεχυμένο μέ τά άλλα, πού είχε όμως σχεδόν δύο ολόκληρες σελίδες μέ ομοιογενείς στίχους. "Εδειξε τό εύρημα του σ' έναν πλανόδιο άποκρυπτο-γράφο, πού τού είπε πώς οι στίχοι ήταν γραμμένοι στά πορτογαλικά- άλλοι τού είπαν πώς ήταν γίντις. Περίπου έναν αιώνα αργότερα, βρέθηκε ή ακριβής γλώσσα: ήταν μιά σαμογετο-λι-θουανική διάλεκτος τής γουαρανί, μπολιασμένη μέ στοιχεία τής κλασικής αραβικής. Ταυτόχρονα, αποκρυπτογραφήθηκε καί τό περιεχόμενο: έννοιες συνδυαστικής ανάλυσης, διανθισμένες μέ παραδείγματα παραλλαγών μέ απεριόριστες επαναλήψεις. Τά παραδείγματα αυτά επέτρεψαν σ' έναν ιδιοφυή βιβλιοθηκάριο νά ανακαλύψει τό θεμελιώδη Νόμο τής Βιβλιοθήκης. Αυτός ό στοχαστής παρατήρησε πώς όλα τά βιβλία, όσο καί νά διαφέρουν μεταξύ τους, περιλαμβάνουν ορισμένα στοιχεία ϊσα: τό διάστημα, τήν τελεία, τό κόμμα, τά είκοσι δύο γράμματα τού αλφαβήτου. Υποστήριξε μάλιστα καί κάτι πού είχαν διαπιστώσει όλοι οι ταξιδιώτες: Δέν υπάρχουν, στην αχανή Βιβλιοθήκη, δύο βιβλία πανομοιότυπα. 'Απ' αυτές τίς αδιαμφισβήτητες προτάσεις, συμπέρανε πώς ή Βιβλιοθήκη είναι μιά ολότητα καί πώς τά ερμάρια της περιέχουν όλους τους δυνατούς συνδυασμούς των είκοσι τόσων ορθογραφικών συμβόλων (αριθμός ιλιγγιώδης αλλά όχι άπειρος), μ' άλλα λόγια δ,τι είναι δυνατόν νά εκφραστεί, σέ όλες τίς γλώσσες. Τά πάντα: τή λεπτομερή Ιστορία τού μέλλοντος, τίς αυτοβιογραφίες
* Παλιά, για κάθε τρία εξάγωνα υπήρχε ένας άνθρωπος. Οι αυτοχειριασμοί καί οι πνευμονικές ασθένειες χάλασαν αύτη τήν αναλογία. Μνήμη ανείπωτης μελαγχολίας: είναι φορές πού εχω ταξιδέψει νύχτες ολόκληρες σέ διαδρόμους καί γυαλισμένες σκάλες, χωρίς νά συναντήσω οϋτε έναν βιβλιοθηκάριο.
τών αρχαγγέλων, τόν πιστό κατάλογο τής Βιβλιοθήκης, χιλιάδες καί χιλιάδες σελίδες ψευδοκαταλόγων, τήν απόδειξη τού ψεύδους αυτών τών καταλόγων, τήν απόδειξη τού ψεύδους τού αληθινού καταλόγου, τό γνωστικό Ευαγγέλιο τού Βασιλεί-δη, τά ερμηνευτικά σχόλια αυτού τού Ευαγγελίου, τά ερμηνευτικά σχόλια τών ερμηνευτικών σχολίων αυτού τού Ευαγγελίου, τήν αληθινή ιστορία τού θανάτου σου, τήν εκδοχή κάθε βιβλίου σ' όλες τίς γλώσσες, τίς αναμείξεις κάθε βιβλίου σέ όλα τά βιβλία, τήν πραγματεία πού ό Βέδας θά μπορούσε νά γράψει (καί δέν έγραψε) πάνω στή μυθολογία τών Σαξόνων καί τά χαμένα βιβλία τού Τάκιτου.
"Οταν αναγγέλθηκε ότι ή Βιβλιοθήκη περιείχε όλα τά βιβλία, ή πρώτη αντίδραση ήταν μιά εξωφρενική ευτυχία. "Ολοι οι άνθρωποι ένιωσαν κύριοι ενός άθικτου καί μυστικού θησαυρού. Δέν υπήρχε προσωπικό ή παγκόσμιο πρόβλημα πού δέν θά 'βρίσκε τήν πειστική του λύση: σέ κάποιο εξάγωνο. Τό σύμπαν είχε δικαιωθεί, τό σύμπαν είχε κατακτήσει ξαφνικά τίς απεριόριστες διαστάσεις τής ελπίδας. Κάποια εποχή, έγινε πολύς λόγος γιά τίς Δικαιώσεις: βιβλία απολογητικά καί προφητικά, πού δικαίωναν μιά γιά πάντα τίς πράξεις κάθε άνθρωπου στό σύμπαν καί τού επιφύλασσαν θαυμάσια μυστικά γιά τό μέλλον του. Χιλιάδες ανυπόμονοι εγκατέλειψαν τό γλυκό πάτριο εξάγωνο καί ξεχύθηκαν στίς σκάλες, σπρωγμένοι από τή μάταιη λαχτάρα νά βρουν τή Δικαίωση τους. Οι προσκυνητές αυτοί τσακώνονταν στους στενούς διαδρόμους, ξεστόμιζαν κατάρες σκοτεινές, στραγγάλιζε ό ένας τόν άλλο στά θεία σκαλοπάτια, πέταγαν τά παραπλανητικά βιβλία στά βάθη τών σηράγγων, πέθαιναν ποδοπατημένοι άπ' τους ανθρώπους τών μακρινών εξαγώνων. Ά λ λ ο ι έχασαν τά λογικά τους... Οι Δικαιώσεις υπάρχουν (έγώ εχω δει δύο πού αφορούσαν πρόσωπα τού μέλλοντος, πρόσωπα ενδεχομένως μή φανταστικά), άλλα κανείς δέν φρόντισε νά προειδοποιήσει τους ανθρώπους πώς ή πιθανότητα νά βρει κάποιος τή δική του, ή έστω μιά ψευτοπαραλλαγή τής δικής του, λογίζεται μηδενική.
Τήν ϊδια εποχή, υπήρχαν διάχυτες ελπίδες πώς θά διαφωτίζονταν καί τά θεμελιώδη μυστήρια τής ανθρωπότητας: ή προέλευση τής Βιβλιοθήκης καί τού χρόνου. Δέν είναι απίθανο τά περίπλοκα αυτά μυστήρια νά μπορούν νά εξηγηθούν μέ λέξεις:
64 65
κι αν ή γλώσσα των φιλοσόφων δεν επαρκεί, ή πολύμορφη βιβλιοθήκη θά μπορεί νά προμηθεύσει την ανήκουστη γλώσσα πού απαιτείται, μαζί με τά λεξιλόγια καί τίς γραμματικές της. Πάνε τώρα τέσσερις αιώνες πού οί άνθρωποι έχουν εξαντλήσει τά εξάγωνα... 'Υπάρχουν κι οι επίσημοι ερευνητές, οί λεγόμενοι Εξεταστές. Τους εχω δει ν' ασκούν τά καθήκοντα τους: καταφτάνουν πάντα κουρασμένοι• μιλάνε γιά μιά σκάλα χωρίς σκαλοπάτια, όπου κόντεψαν νά σκοτωθούν κουβεντιάζουν μέ τόν βιβλιοθηκάριο γιά στοές καί σκάλες• κάπου κάπου, παίρνουν άπό ενα ράφι τό πλησιέστερο βιβλίο καί τό ξεφυλλίζουν, ψάχνοντας γιά πρόστυχες λέξεις. Είναι φανερό ότι κανείς δέν ελπίζει νά βρει τίποτα.
Ό π ω ς είναι φυσικό, τή χαμένη ελπίδα διαδέχτηκε μιά υπέρμετρη κατάθλιψη. Ή βεβαιότητα πώς κάπου, σέ κάποιο ερμάριο κάποιου εξαγώνου, υπήρχαν ανεκτίμητα βιβλία καί πώς αυτά τά ανεκτίμητα βιβλία ήταν απρόσιτα, είχε καταντήσει σχεδόν αφόρητη. Μιά βλάσφημη αίρεση κήρυσσε τή διακοπή τών ερευνών πρέσβευε ακόμα πώς, αν όλοι οί άνθρωποι ανακάτευαν γράμματα καί σύμβολα, κάποτε θά 'φταναν, μέ τήν απρόβλεπτη συνδρομή καί της τύχης, στην κατασκευή αυτών τών Κανονικών βιβλίων. Οι αρχές υποχρεώθηκαν νά λάβουν αυστηρά μέτρα. Ή αίρεση διαλύθηκε- όμως έγώ, όταν ήμουνα παιδί, έβλεπα κάτι γέρους πού κλείνονταν μέ τίς ώρες στά αποχωρητήρια καί, κρατώντας κάτι μετάλλινους δίσκους σ' ενα απαγορευμένο χωνί, πρόβαιναν σέ χλωμές μιμήσεις τής θείας αταξίας.
"Αλλοι, αντίθετα, πίστευαν πώς πρωταρχική σημασία είχε ή καταστροφή τών ανώφελων βιβλίων. Είσέβαλλαν στά εξάγωνα, δείχνοντας κάτι εντάλματα πού καμιά φορά ήταν αυθεντικά, ξεφύλλιζαν ανόρεχτα έναν τόμο καί καταδίκαζαν ερμάρια ολόκληρα: σ' αυτή τήν εξυγιαντική, ασκητική τους μανία, οφείλεται ή αστόχαστη απώλεια εκατομμυρίων τόμων. Τό όνομα τους προκαλεί ευεξήγητη αποστροφή, απ' τήν άλλη μεριά όμως, όσοι οδύρονται γιά τους «θησαυρούς» πού κατέστρεψε ή φρενίτιδα τους δείχνουν νά λησμονούν δύο πασίδηλα γεγονότα. Τό πρώτο: ή Βιβλιοθήκη είναι τόσο τεράστια, πού κάθε άπομείωσή της άπό χέρι ανθρώπινο λογίζεται άπειροστή. Τό δεύτερο: κάθε αντίτυπο μπορεί νά είναι μοναδικό, άναντικα-
66
τάστατο, αφού όμως ή Βιβλιοθήκη είναι ή Όλότητα, δέν μπορεί παρά νά περιέχει καί εκατομμύρια σχεδόν τέλεια αντίγραφα, πού δέν διαφέρουν άπό τό πρωτότυπο παρά μόνον ώς προς ενα γράμμα ή ενα κόμμα. 'Αντίθετα μέ ό,τι πιστεύει ή κοινή γνώμη, τολμώ νά υποθέσω πώς οί συνέπειες τών λεηλασιών τών Έξαγνιστών διογκώθηκαν άπό τή φρίκη πού προκάλεσαν αυτοί οί φανατικοί. Είχαν καταληφθεί άπ' τόν παροξυσμό νά κατακτήσουν τό Πορφυρό Εξάγωνο: βιβλία μέ σχήμα μικρότερο άπ' τό κανονικό• παντοδύναμα, εικονογραφημένα, μαγικά.
Γνωρίζουμε άλλη μιά δεισιδαιμονία τής εποχής: εκείνη τοΰ 'Ανθρώπου τοΰ Βιβλίου. Σέ κάποιο ερμάριο κάποιου εξαγώνου (έλεγαν οί άνθρωποι) θά πρέπει νά υπάρχει ενα βιβλίο πού εϊναι τό κλειδί καί ή τέλεια επιτομή δλων τών λοιπών: άν κάποιος βιβλιοθηκάριος τό 'χει διαβάσει, αυτό τόν εξομοιώνει μέ θεό. Στή γλώσσα εκείνης τής ζώνης διασώζονται ακόμα υπολείμματα τής λατρείας γι' αυτόν τόν μακρινό λειτουργό. Πολλοί προσκυνητές ξεκίνησαν νά τόν βρουν. "Εναν ολόκληρο αιώνα περιπλανιόνταν προς όλες τίς κατευθύνσεις. Πώς μπορούσαν νά εντοπίσουν τό λατρευτό μυστικό εξάγωνο όπου στεγαζόταν; Κάποιος εισηγήθηκε μιά παλινδρομική μέθοδο: Γιά νά εντοπίσεις τό βιβλίο Α, συμβουλέψου προηγουμένως ενα βιβλίο Β πού δείχνει τή θέση τοΰ Α• γιά νά εντοπίσεις τό βιβλίο Β, συμβουλέψου προηγουμένως ενα βιβλίο Γ, καί ούτω καθεξής έπ' άπειρον... Σέ κάτι τέτοιες περιπέτειες χαράμισα καί χάλασα τά χρόνια μου. Δέν θεωρώ απίθανο, σέ κάποιο ερμάριο του σύμπαντος, νά υπάρχει ενα ολοκληρωτικό βιβλίο*: ικετεύω τους αγνοημένους θεούς νά τό 'χει εξετάσει καί διαβάσει ένας άνθρωπος - άς είναι κι ένας μόνο, πρίν χιλιάδες χρόνια! "Αν ή τιμή, ή σοφία καί ή ευτυχία δέν προορίζονται γιά μένα, άς είναι γιά άλλους. "Ας υπάρχει ό ουρανός, ακόμα κι άν ή θέση μου είναι στην κόλαση. "Ας εξυβριστώ, ας καταστραφώ, αρκεί γιά έναν μόνο, έστω καί γιά μιά στιγμή, νά δικαιωθεί ή τεράστια Βιβλιοθήκη Σου.
* Τό επαναλαμβάνω: αρκεί νά είναι δυνατόν νά υπάρχει ενα βιβλίο, γιά νά υπάρχει. Τό μόνο πού αποκλείεται είναι τό αδύνατον. Παραδείγματος χάριν: κανένα βιβλίο δεν είναι ταυτόχρονα καί σκάλα, άν καί αναμφίβολα υπάρχουν βιβλία πού συζητούν καί αρνούνται καί αποδεικνύουν αύτη τή δυνατότητα, καθώς καί άλλα πού ή κατασκευή τους θυμίζει σκάλα.
67
Οί ασεβείς υποστηρίζουν πώς ό κανόνας στη Βιβλιοθήκη είναι τό "Αλογον καί πώς τό Έλλογον (ακόμα κι ό πιό ταπεινός καί απλός ειρμός) αποτελεί μιά σχεδόν εκ θαύματος εξαίρεση. Μιλούν (τό ξέρω) γιά την «πυρετώδη Βιβλιοθήκη, οί τυχαίοι τόμοι της οποίας διατρέχουν τόν διαρκή κίνδυνο νά μεταμορφωθούν σε άλλους, καί επαληθεύουν, καταρρίπτουν καί συγχέουν τά πάντα, σάν μιά θεότητα πού παραληρεί». Τά λόγια αυτά, πού όχι μόνο καταγγέλλουν τήν αταξία, άλλα καί τήν τεκμηριώνουν, αποκαλύπτουν μιά αξιοθρήνητη ακαλαισθησία καί μιά αθεράπευτη άγνοια. Στην πραγματικότητα, ή Βιβλιοθήκη περιλαμβάνει όλες τίς λεκτικές κατασκευές, όλες τίς δυνατές παραλλαγές των είκοσι πέντε ορθογραφικών συμβόλων, άλλα ούτε ενα απόλυτο "Αλογον. Θεωρώ περιττό νά τονίσω πώς οί καλύτεροι τόμοι όλων τών εξαγώνων πού διοικώ έχουν τίτλους όπως: Χτενισμένη θύελλα, Ή γύψινη κράμπα, Αχαχα-xas mlô. Οί προτάσεις αυτές, ασυνάρτητες εκ πρώτης όψεως, επιδέχονται αναμφισβήτητα μιά κρυπτογραφική ή αλληγορική δικαίωση• ή δικαίωση αύτη είναι λεκτική καί, ex hypothesi, υπάρχει ήδη κάπου στή Βιβλιοθήκη. Δέν μπορώ νά κάνω οποιονδήποτε συνδυασμό κάποιων χαρακτήρων, λ.χ.
δ χμγρλγ χτό ψ
πού νά μην τόν έχει προβλέψει ή Βιβλιοθήκη καί νά μήν εγκλείει ένα τρομερό νόημα σέ κάποια άπό τίς μυστικές της γλώσσες. Κανείς δέν μπορεί νά αρθρώσει ούτε μία συλλαβή πού νά μή σφύζει άπό τρυφεράδες κι άπό τρόμους, πού νά μή συνιστά σέ κάποιο μέρος τό κραταιό όνομα ενός θεού. Τό νά μιλάς σημαίνει ότι περιπίπτεις σέ ταυτολογίες. Αυτή ή μακροσκελής καί άχρηστη επιστολή πού τώρα γράφω υπάρχει ήδη σ' έναν άπ' τους τριάντα τόμους τών πέντε ερμαρίων κάποιου άπ' τ' αναρίθμητα εξάγωνα - τό ίδιο καί ή ανασκευή της. (Ένας αριθμός ν δυνατών γλωσσών χρησιμοποιεί τό ίδιο λεξιλόγιο• σέ κάποιο άπ' όλα τά λεξικά, τό σύμβολο Βιβλιοθήκη θά λάβει τόν ορθό ορισμό Οικουμενικό καί αέναο σύστημα έξαγωνικών στοών, άλλου όμως, ή Βιβλιοθήκη θά είναι ψωμί ή πυραμίδα ή κάτι άλλο, κι αυτές οί εξι λέξεις πού τήν ορίζουν θά έχουν άλλη «τιμή». Έσύ πού μέ διαβάζεις, είσαι σίγουρος πώς καταλαβαίνεις τή γλώσσα μου;)
68
Τό μεθοδικό γράψιμο μοΰ αποσπά ευτυχώς τήν προσοχή άπό τήν παρούσα κατάσταση τών ανθρώπων. Ή βεβαιότητα ότι τά πάντα έχουν γραφτεί μας ακυρώνει ή μας μετατρέπει σέ φαντάσματα. Ξέρω κάτι γειτονιές, όπου οί νέοι προσκυνούν τά βιβλία καί φιλούν βαρβαρικά τίς σελίδες τους, χωρίς νά είναι ικανοί ν' αποκρυπτογραφήσουν ούτε ενα γράμμα. Οί επιδημίες, οί αίρεσιομαχίες, τά προσκυνήματα πού εκφυλίστηκαν μοιραία σέ ληστρικές επιδρομές αποδεκάτισαν τόν πληθυσμό. Θαρρώ πώς μίλησα πιό πάνω γιά τους αυτοχειριασμούς, πού πληθαίνουν χρόνο μέ τό χρόνο. Μπορεί νά μ' απατούν ό φόβος καί τά γηρατειά μου, υποψιάζομαι όμως πώς τό ανθρώπινο είδος - τό μοναδικό είδος - πρόκειται νά εκλείψει, όχι όμως καί ή Βιβλιοθήκη, πού θά διαιωνίζεται: πάμφωτη, μοναχική, άπειρη, τέλεια ακίνητη, φορτωμένη μέ ανεκτίμητα βιβλία, άχρηστη, άφθαρτη, μυστική.
Μόλις έγραψα τή λέξη άπειρη. Δέν χρησιμοποίησα αυτό τό επίθετο άπό ρητορική συνήθεια• λέω πώς δέν στερείται λογικής ή σκέψη πώς ό κόσμος είναι άπειρος. "Οσοι τόν θεωρούν πεπερασμένο παίρνουν ως δεδομένο ότι κάπου, σέ τόπους μακρινούς, οί διάδρομοι κι οί σκάλες καί τά εξάγωνα πρέπει νοητά νά τελειώνουν - κάτι πού είναι τελείως παράλογο. "Οσοι τόν φαντάζονται απεριόριστο ξεχνούν πώς ό δυνατός αριθμός τών βιβλίων δέν είναι. Τολμώ νά ύπαινιχθώ τήν έξης λύση στό πανάρχαιο πρόβλημα: Ή Βιβλιοθήκη είναι απεριόριστη καί περιοδική. "Αν ένας αιώνιος ταξιδιώτης τή διέσχιζε προς μιά οποιαδήποτε κατεύθυνση, οί αιώνες θά τού δίδασκαν κάποτε πώς οί ίδιοι τόμοι επαναλαμβάνονται μέ τήν ίδια αταξία (πού, διά της επαναλήψεως, θά γίνει μιά τάξη: Ή Τάξη). Αυτή ή κομψή ελπίδα είναι ή παρηγοριά στή μοναξιά μου*.
Mar del Plata, 1941
* Ή Λετισία "Αλβαρες δε Τολέδο παρατήρησε κάποτε πώς ή αχανής Βιβλιοθήκη είναι άχρηστη• θά αρκούσε, σέ τελευταία ανάλυση, 'έναςμόνο τόμος, κανονικού σχήματος, τυπωμένος μέ στοιχεία τών εννέα ή δέκα στιγμών, πού θά περιείχε έναν άπειρο αριθμό απείρως λεπτών φύλλων. (Ό Καβαλιέρι, στίς αρχές τού 17ου αιώνα, έλεγε πώς κάθε στερεό σώμα δέν είναι τίποτ' άλλο άπό έπιτεθειμένα άπειρα επίπεδα.) Ό χειρισμός αυτού τού μεταξένιου vademecum δέν θά 'ταν καί πολύ εύκολος: κάθε εμφανής σελίδα θά ξεδιπλωνόταν σ' άλλες, ανάλογες• ή αδιανόητη μεσαία σελίδα δέν θά είχε πίσω πλευρά.
69
Ο ΚΗΠΟΣ ΜΕ ΤΑ ΔΙΑΚΛΑΔΩΤΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ
Στην Βικτόρια Όκάμπο
Στή σελίδα 242 της 'Ιστορίας τοϋ Ευρωπαϊκού Πολέμου τον Λίντελ Χάρτ, διαβάζουμε ότι μιά επίθεση δεκατριών βρετανικών μεραρχιών (μέ τήν υποστήριξη χιλίων τετρακοσίων πυροβόλων) κατά της γραμμής Σέρ-Μοντομπάν είχε σχεδιαστεί γιά τίς 24 Ιουλίου 1916, άλλα δεν πραγματοποιήθηκε παρά τό πρωί τής 29ης. Οί καταρρακτώδεις βροχές (σημειώνει ό λοχαγός Λίντελ Χάρτ) προκάλεσαν αυτή τήν αναβολή πού, σίγουρα, δεν έπαιξε κανένα σημαντικό ρόλο. Ή δήλωση πού ακολουθεί, υπαγορευμένη, θεωρημένη καί υπογεγραμμένη άπό τόν δόκτορα Γιου Τσούν, πρώην καθηγητή τής αγγλικής στό Hoch-schule του Τσίνγκ Τάο, ρίχνει ένα αναπάντεχο φώς στό θέμα. Οί πρώτες δύο σελίδες τής δήλωσης έχουν χαθεί:
...καί κατέβασα τό ακουστικό. 'Αμέσως μετά, αναγνώρισα τή (ρωνή πού είχε απαντήσει στά γερμανικά. ΤΗταν ή φωνή τοϋ λοχαγού Ρίτσαρντ Μάντεν. Ή παρουσία τοΰ Μάντεν στό διαμέρισμα τοϋ Βίκτορ Ρουνεμπεργκ σήμαινε τό τέλος τής αγωνίας μας καί (αυτό μοΰ φαινόταν - ή έπρεπε νά μοϋ φαίνεται -πολύ δευτερεύον) τής ζωής μας. Σήμαινε πώς ό Ρουνεμπεργκ είχε συλληφθεί ή δολοφονηθεί*. Σήμερα, πρίν δύσει ό ήλιος, θά 'χω κι έγώ τήν ίδια τύχη. Ό Μάντεν ήταν αμείλικτος. Γιά νά τό πώ καλύτερα, υποχρεώθηκε νά είναι αμείλικτος. Ένας Ιρλανδός στην υπηρεσία τής 'Αγγλίας, ένας άνθρωπος πού έχει κατηγορηθεί γιά χαλαρότητα καί, ίσως, γιά προδοσία, πώς νά μήν αδράξει καί νά μήν άγάλλεται γι' αυτή τή θαυμάσια ευκαιρία: νά ανακαλύψει, νά συλλάβει, ίσως καί νά σκοτώσει δύο πράκτορες τής Γερμανικής Αυτοκρατορίας; Γύρισα στό δωμάτιο μου- χωρίς νά τό καταλάβω, κλείδωσα τήν πόρτα καί έπεσα ανάσκελα στό στενό σιδερένιο ράντζο. Ά π ' τό πα-
* 'Ελεεινή καί εξωφρενική εικασία. Ό πρώσος κατάσκοπος Χάνς Ράμπε-νερ (γνωστός καί ώς Βίκτορ Ρουνεμπεργκ) επετέθη μ' ενα αυτόματο κατά τοΰ κομιστοΰ τοϋ εντάλματος συλλήψεως του, λοχαγού Ρίτσαρντ Μάντεν. Ό τελευταίος, έν άμύντ), τόν τραυμάτισε θανάσιμα (Σημείωση τον έκδοτη).
71
ράθυρο έβλεπα τίς ίδιες στέγες δπως πάντα καί τόν συννεφιασμένο ήλιο του απογεύματος. Δέν μπορούσα νά τό πιστέψω, πώς αύτη ή μέρα, χωρίς κανένα σύμβολο ή προμήνυμα, θά 'ταν ή μέρα τού αμείλικτου θανάτου μου. Μόλο πού είχε πεθάνει ό πατέρας μου, μόλο πού πέρασα τά παιδικά μου χρόνια στον συμμετρικό κήπο τού Χάι Φένγκ, τώρα λοιπόν θά πέθαινα κι εγώ; "Υστερα σκέφτηκα πώς όλα συμβαίνουν σ' έναν μοναχά, μονάχα τώρα. Αιώνες έπί αιώνων, κι όλα συμβαίνουν μόνο στό παρόν άνθρωποι αναρίθμητοι είναι στους αιθέρες, στή στεριά καί στή θάλασσα, κι ο,τι στ' αλήθεια συμβαίνει συμβαίνει σε μένα... Ή σχεδόν αφόρητη ανάμνηση τού άλογίσιου προσώπου τού Μάντεν διέκοψε τίς άεροβασίες μου. 'Ανάμεσα στό μίσος καί τόν τρόμο μου (τί νόημα έχει τώρα νά μιλώ γιά τρόμο, τώρα πού ξεγέλασα τόν Ρίτσαρντ Μάντεν, τώρα πού ό λαιμός μου λαχταράει τή θηλιά), σκέφτηκα πώς αυτός ό πολυτάραχος καί σίγουρα ευτυχής πολεμιστής δέν υποπτευόταν πώς έγώ κατείχα τό Μυστικό: τό όνομα της ακριβούς τοποθεσίας τού νέου όρχου τού βρετανικού πυροβολικού, στον ποταμό Ά ν κ ρ . "Ενα πουλί έσκισε τόν γκρίζο ουρανό κι έγώ τό μετέτρεψα τυφλά σέ αεροπλάνο κι αυτό τό αεροπλάνο σέ πολλά (στό γαλλικό ουρανό) πού ισοπέδωναν τόν όρχο τού πυροβολικού μέ κάθετες βόμβες. 'Αχ, καί νά μπορούσε τό στόμα μου, πρίν τό διαλύσει μιά σφαίρα, νά βγάλει μιά φωνή καί ν' ακουστεί τό όνομα ως τή Γερμανία... Ή ανθρώπινη φωνή μου ήταν πολύ φτωχή. Πώς θά την έκανα νά φτάσει στ' αυτιά τού 'Αρχηγού, στ' αυτιά εκείνου τού άρρωστου καί μισητού άνθρωπου, πού τό μόνο πού ήξερε γιά τόν Ρούνεμπεργκ καί γιά μένα ήταν πώς βρισκόμασταν στό Σταφορντσάιρ καί πού περίμενε μάταια νά μάθει νέα μας, καθισμένος στό παγερό γραφείο του στό Βερολίνο, ξεψαχνίζοντας αδιάκοπα τίς εφημερίδες...; Είπα δυνατά: Πρέπει νά φύγω. 'Ανασηκώθηκα αθόρυβα, μέσα σέ μιά περιττά τέλεια ησυχία, θαρρείς καί ό Μάντεν είχε αρχίσει νά μέ παραμονεύει. Κάτι - ίσως ή ματαιοδοξία μου ν' αποδείξω πώς δέν είχα κανένα εφόδιο - μ' έκανε νά αδειάσω τίς τσέπες μου. Βρήκα αυτά πού ήξερα πώς θά βρω: τό αμερικάνικο ρολόι, τή νικέλινη καδένα του μέ τό τετράγωνο νόμισμα, τήν κλειδοθήκη μέ τά άχρηστα, ενοχοποιητικά κλειδιά τού διαμερίσματος τού Ρούνεμπεργκ, τό σημειωματάριο, ένα γράμ-
72
μα πού αποφάσισα νά καταστρέψω αμέσως (καί δέν τό κατέστρεψα), τό πλαστό διαβατήριο, μία κορόνα, δύο σελίνια καί κάτι πένες, τό μπλε καί κόκκινο μολύβι, τό μαντίλι, τό περίστροφο μέ μία σφαίρα. Χωρίς νά τό καταλάβω, τό σήκωσα καί τό ζύγισα στό χέρι μου γιά νά πάρω κουράγιο. Σκέφτηκα τότε, έτσι αόριστα, πώς μιά πιστολιά μπορεί ν' ακουστεί πολύ μακριά. Σέ δέκα λεπτά, τό σχέδιο μου είχε καταστρωθεί. Ό τηλεφωνικός κατάλογος μού προμήθευσε τό όνομα τού μοναδικού ανθρώπου πού μπορούσε νά μεταδώσει τό μήνυμα: ζούσε σ' ενα προάστιο τού Φέντον, μισή ώρα περίπου μέ τό τρένο.
Είμαι ένας άνθρωπος δειλός. Τό λέω τώρα, τώρα πού έφερα σέ πέρας ένα σχέδιο πού όλοι θά τό 'λεγαν ριψοκίνδυνο. Ξέρω πώς ή εκτέλεση τού σχεδίου ήταν φοβερή. Δέν τό 'κάνα γιά τή Γερμανία, όχι. Τί μπορεί νά μ' ενδιαφέρει μιά βαρβαρική χώρα, πού μέ κύλησε στή χαμέρπεια νά γίνω κατάσκοπος! ('Εξάλλου, γνωρίζω έναν "Αγγλο - έναν σεμνό άνθρωπο - πού γιά μένα δέν είναι κατώτερος απ' τόν Γκαίτε. Δέν κουβεντιάσαμε παρά μιά ώρα μονάχα, κι όλη αυτή τήν ώρα ήταν ό Γκαίτε...) Τό 'κάνα γιατί κατάλαβα πώς ό 'Αρχηγός περιφρονούσε τους ανθρώπους τής φυλής μου - τους αναρίθμητους προγόνους πού συμβάλλουν μέσα μου. Ήθελα νά τού αποδείξω πώς ένας «κιτρινιάρης» μπορούσε νά σώσει τό στρατό του. Ά λ λ ω στε, έπρεπε νά ξεφύγω απ' τό λοχαγό. Τά χέρια κι ή φωνή του μπορούσαν νά χτυπήσουν τήν πόρτα μου άπό στιγμή σέ στιγμή. Ντύθηκα χωρίς νά κάνω θόρυβο, αποχαιρέτησα τόν καθρέφτη, κατέβηκα, έλεγξα τόν ήσυχο δρόμο καί βγήκα. Ό σταθμός δέν απείχε πολύ, προτίμησα όμως νά πάρω ένα ταξί. Σκέφτηκα πώς, έτσι, κινδύνευα λιγότερο νά μ' αναγνωρίσουν γεγονός είναι πώς στον έρημο δρόμο ένιωσα έκθετος καί απέραντα τρωτός. Θυμάμαι πώς είπα στον οδηγό νά μ' αφήσει λίγο πρίν τήν κεντρική είσοδο. Κατέβηκα άπό τό ταξί μέ μιά ηθελημένη, σχεδόν οδυνηρή, νωχέλεια- πήγαινα στό χωριό Ά σ -γκρόουβ, αλλά έκοψα εισιτήριο γιά ένα σταθμό πιό μακρινό. Τό τρένο έφευγε σέ λίγα λεπτά, στίς οκτώ καί πενήντα. Τάχυ-να τό βήμα μου- τό επόμενο θά 'φεύγε στίς έννιάμισι. Στην πλατφόρμα δέν υπήρχε σχεδόν ψυχή. Διέτρεξα τά βαγόνια: θυμάμαι κάτι αγρότες, μιά μαυροφορεμένη γυναίκα, ένα νεαρό πού διάβαζε πυρετωδώς τό Annales τον Τάκιτου, ένα στρατιώ-
73
τη τραυματία καί πανευτυχή. Κάποτε, τά βαγόνια τραντάχτηκαν. Ένας γνώριμος άντρας έτρεξε άδικα ως τό χείλος της πλατφόρμας. Ήταν ό λοχαγός Ρίτσαρντ Μάντεν. Τρέμοντας άπ' την ταραχή, ζάρωσα σ' ενα κάθισμα στό βάθος τοϋ κουπέ, μακριά άπ' τό επίφοβο τζάμι.
Ά π ' αυτή τήν ταραχή, πέρασα σέ μιά αίσθηση σχεδόν εξουθενωμένης ευτυχίας. Είπα μέσα μου πώς ή μονομαχία είχε ήδη αρχίσει καί πώς είχα κερδίσει τόν πρώτο γύρο αποφεύγοντας, έστω γιά σαράντα λεπτά, έστω χάρη σέ μιά εύνοια τής τύχης, τήν επίθεση τοϋ αντιπάλου μου. Έβγαλα τό συμπέρασμα πώς αυτή ή ελάχιστη νίκη προμήνυε τήν ολοκληρωτική. Έβγαλα τό συμπέρασμα πώς δέν ήταν ελάχιστη, αφού, χωρίς αυτή τήν ανεκτίμητη χρονική απόσταση πού μοϋ εξασφάλιζαν τά ωράρια των τρένων, θά 'μουνα στή φυλακή ή νεκρός. Έβγαλα τό (εξίσου σοφιστικό) συμπέρασμα πώς ή δειλή ευτυχία μου αποδείκνυε ότι ήμουν ένας άνθρωπος ικανός νά φέρω σέ αίσιο τέλος τήν περιπέτεια. Ά π ' αυτή τήν μειονεκτικότητα άντλησα δυνάμεις πού δέν μ' εγκατέλειψαν. Προβλέπω ότι ό άνθρωπος θά αφεθεί νά επιδίδεται, μέρα μέ τή μέρα, σέ όλο καί πιό αποτρόπαιες πράξεις• σέ λίγο καιρό, δέν θά υπάρχουν παρά μόνο πολεμιστές καί ληστές• τους δίνω αυτή τή συμβουλή: "Οποιος αναλαμβάνει μιά βδελυρή πράξη πρέπει νά φαντάζεται πώς τήν έχει ήδη εκπληρώσει, πρέπει νά επιβάλλει στον εαυτό του ενα μέλλον τόσο αμετάκλητο, όσο καί τό παρελθόν. "Ετσι πήγαινα κι εγώ, καθώς τά μάτια μου, τά μάτια ενός ήδη νεκρού, κατέγραφαν τό πέρασμα τής μέρας, ίσως τής τελευταίας, καί τή διάχυση τής νύχτας. Τό τρένο πήγαινε γλυκά, ανάμεσα άπό φλαμουριές, ώσπου σταμάτησε, σχεδόν μέσα στά χωράφια. Κανείς δέν φώναξε τό όνομα τού σταθμού. Ashgrove; ρώτησα κάτι παιδιά στην αποβάθρα. Ashgrove, αποκρίθηκαν. Κατέβηκα.
Μιά λάμπα φώτιζε τό «σταθμό», άλλα τά πρόσωπα τών παιδιών ήταν στην άφεγγιά. "Ενα τους μέ ρώτησε: Πηγαίνετε στό σπίτι τοϋ doctor Στίβεν "Αλμπερτ; Χωρίς νά περιμένει απάντηση, πετάχτηκε ενα άλλο: Τό σπίτι πέφτει κομμάτι μακριά, άλλα δέ θά χαθείτε, αν πάρετε αυτόν τόν δρόμο αριστερά καί σέ κάθε σταυροδρόμι στρίβετε αριστερά. Τους πέταξα ενα κέρμα (τό τελευταίο μου), κατέβηκα κάτι πέτρινα σκαλοπάτια καί βρέθη-
74
κα σ' έναν έρημο χωματόδρομο πού κατηφόριζε ελαφρά. Πάνω μου, πλέκονταν τά κλαδιά τών δέντρων, τό χαμηλό κι ολόγιομο φεγγάρι έμοιαζε νά μέ συντροφεύει.
Γιά μιά στιγμή, μοϋ πέρασε άπ' τό μυαλό πώς ό Ρίτσαρντ Μάντεν είχε διεισδύσει μέ κάποιο τρόπο στό απελπισμένο μου σχέδιο. Αμέσως όμως συνειδητοποίησα πώς ήταν αδύνατο. Ή συμβουλή νά στρίβω πάντα αριστερά μοϋ θύμισε πώς αυτή ήταν ή διαδεδομένη μέθοδος νά βρίσκεις τό κέντρο ορισμένων λαβυρίνθων. Κι εγώ κάτι ξέρω άπό λαβυρίνθους: δέν είμαι άδικα δισέγγονος εκείνου τού Τσούι Πέν, κυβερνήτη τοϋ Γιουννάν, ό όποιος απαρνήθηκε τήν πρόσκαιρη εξουσία γιά νά γράψει ενα μυθιστόρημα, πού θά γινόταν πιό κοσμαγάπητο κι άπ' τό Hung Lu Meng, καί γιά νά κατασκευάσει ενα λαβύρινθο, όπου θά χάνονταν όλοι οι άνθρωποι. Δεκατρία χρόνια αφιέρωσε σ' αυτούς τους ετερογενείς καμάτους, ώσπου μιά μέρα τόν σκότωσε ένας ξένος• τό μυθιστόρημα του δέν έβγαζε νόημα καί κανείς ποτέ δέν βρήκε τόν λαβύρινθο. Αυτόν λοιπόν τόν χαμένο λαβύρινθο σκεφτόμουν, καθώς πήγαινα κάτω άπ' τά αγγλικά δέντρα: τόν φαντάστηκα σκεπασμένο άπό όρυζώ-νες ή κάτω άπ' τό νερό, τόν φαντάστηκα άπειρο, φτιαγμένο όχι πιά άπό οκταγωνικά κιόσκια καί μονοπάτια πού παλινδρομούν, άλλα άπό ποτάμια κι επαρχίες καί βασίλεια... Σκέφτηκα ενα λαβύρινθο τών λαβυρίνθων, σκέφτηκα έναν αύξοντα ελικοειδή λαβύρινθο, πού θά περιέκλειε τό παρελθόν καί τό μέλλον, πού θά ένέπλεκε μέ κάποιον τρόπο καί τ' άστρα. Απορροφημένος άπ' αυτές τίς ψευδαισθητικές εικόνες, ξέχασα τή μοίρα μου τού κυνηγημένου. Γιά έναν απροσδιόριστο χρόνο, ένιωσα νά 'μαι ένας αφηρημένος θεατής τού κόσμου. Ή εξοχή, ρευστή κι ολοζώντανη, τό φεγγάρι, τά ερείπια τού απογεύματος δούλευαν μέσα μου- τό ίδιο κι ή κατηφοριά, πού μηδένιζε κάθε πιθανότητα νά κουραστώ. Ή βραδιά ήταν φιλική καί άπειρη. Ό δρόμος κατέβαινε καί διακλαδωνόταν μέσα στους ήδη άξεχώριστους λειμώνες. Μιά όξύτονη καί σάμπως συλλαβιστή μουσική ζύγωνε καί ξανάφευγε μέ τό πήγαιν' ελα τού άνεμου, εξασθενημένη άπό τίς φυλλωσιές καί τήν απόσταση. Σκέφτηκα πώς ένας άνθρωπος μπορεί νά είναι εχθρός άλλων ανθρώπων, κι άλλες φορές άλλων ανθρώπων, ποτέ όμως ενός τόπου: δέν έχθρεύεσαι πυγολαμπίδες, λέξεις, κήπους,
75
ρυάκια, ηλιοβασιλέματα. Με τά πολλά, έφτασα σέ μιά ψηλή, σκουριασμένη πύλη. Μέσ' άπ' τό κιγκλίδωμα, μπόρεσα νά ξεχωρίσω μιά δεντροστοιχία καί κάτι σάν σπιτάκι τοϋ κήπου. Κατάλαβα ξαφνικά δυό πράγματα - τό πρώτο ασήμαντο, τό δεύτερο σχεδόν απίστευτο: ή μουσική ερχόταν άπό κείνο τό περίπτερο, ή μουσική ήταν κινέζικη. Γι' αυτό τή δεχόμουν έτσι ανοιχτόκαρδα, χωρίς νά τής δίνω ιδιαίτερη προσοχή. Δέ θυμάμαι αν είχε καμπανίτσα ή κουδούνι ή αν φώναξα χτυπώντας τά χέρια μου. Ή μουσική συνέχιζε νά σπινθηροβολεί.
Όμως άπ' τό βάθος, άπ' τό μέσα σπίτι, ερχόταν τώρα ένα φαναράκι: ενα φαναράκι πού, στιγμές στιγμές, τό κόβαν ή τό εξαφάνιζαν οί κορμοί των δέντρων, ενα φαναράκι χάρτινο, πού είχε τό σχήμα τών ταμπούρλων καί τό χρώμα τής σελήνης. Τό κρατούσε ένας ψηλός άντρας. Δέν έβλεπα τό πρόσωπο του, γιατί μέ τύφλωνε τό φώς. "Ανοιξε τήν πύλη καί μίλησε αργά, στή γλώσσα μου.
«Βλέπω πώς ό φιλεύσπλαχνος Χσί Πένγκ τό 'χει βάλει σκοπό ν' απαλύνει τή μοναξιά μου. Θέλετε ασφαλώς νά δείτε τόν κήπο...»
'Αναγνώρισα τό όνομα ενός άπ' τους προξένους μας κι επανέλαβα αμήχανα:
«Τόν κήπο;» «Τόν κήπο μέ τά διακλαδωτά μονοπάτια». Κάτι σάλεψε στή μνήμη μου καί είπα μέ μιά ακατανόητη βε
βαιότητα: «"Α, τόν κήπο τού προγόνου μου Τσούι Πέν!» «Τοϋ προγόνου σας; τού ξακουστού προγόνου σας; Περά
στε».
Τό υγρό μονοπάτι έστριβε καί ξανάστριβε, όπως εκείνα τών παιδικών μου χρόνων. Φτάσαμε σέ μιά βιβλιοθήκη μέ ανατολικά καί δυτικά βιβλία. 'Αναγνώρισα, δεμένους μέ κίτρινο μετάξι, κάποιους χειρόγραφους τόμους τής Χαμένης 'Εγκυκλοπαίδειας, πού διηύθυνε ό Τρίτος Αυτοκράτορας τής Πεφωτισμένης Δυναστείας καί πού δέν δόθ.ηκε ποτέ γιά εκτύπωση. Ό δίσκος τού γραμμοφώνου γύριζε, δίπλα σ' έναν μπρούντζινο φοίνικα. Θυμάμαι ακόμα ενα βάζο famille rose καί ενα άλλο, πολλών αιώνων πρίν, μ' εκείνο τό γαλάζιο χρώμα πού οί τεχνίτες μας αντέγραψαν άπό τους πέρσες αγγειοπλάστες.
76
Ό Στίβεν "Αλμπερτ μέ παρατηρούσε χαμογελαστός. Ήταν (τό 'χω ξαναπεί) πολύ ψηλός, είχε έντονα χαρακτηριστικά, γκρίζα μάτια καί γκρίζα γενειάδα. Έφερνε λίγο προς ιερέα, λίγο προς ναυτικό. Μού είπε πώς, παλιά, ήταν ιεραπόστολος στό Τιεντσίν, ώσπου αποφάσισε «ν' αφοσιωθεί στή οινολογία».
Καθίσαμε- εγώ σ' ενα μεγάλο, χαμηλό ντιβάνι- εκείνος μέ τήν πλάτη στό παράθυρο καί σ' ενα ψηλό, στρογγυλό ρολόι. 'Υπολόγισα πώς ό διώκτης μου, ό Ρίτσαρντ Μάντεν, δέν θά 'ταν εδώ πρίν άπό μιά ώρα. Ή ανέκκλητη απόφαση μου μπορούσε νά περιμένει.
«'Εκπληκτική μοίρα αυτή τού Τσούι Πέν», είπε ό Στίβεν "Αλμπερτ. «Κυβερνήτης τής γενέθλιας επαρχίας του, αυθεντία στην αστρονομία, τήν αστρολογία καί τήν ακαταπόνητη ερμηνεία τών κανονικών βιβλίων, σκακιστής, ξακουσμένος ποιητής καί καλλιγράφος: τά εγκατέλειψε όλα γιά νά συνθέσει ενα βιβλίο κι ενα λαβύρινθο. 'Απαρνήθηκε τίς ηδονές τής καταπίεσης, τής δικαιοσύνης, τής πολυάριθμης κλίνης, τών συμποσίων, ακόμα καί τής πολυμάθειας, καί κλείστηκε γιά δεκατρία χρόνια στό Περίπτερο τής Λαγαρής Μοναξιάς. "Οταν πέθανε, οί κληρονόμοι του δέν βρήκαν παρά κάτι χαοτικά χειρόγραφα. Ή οικογένεια του, όπως ίσως ξέρετε, ήθελε νά τά ρίξει στή φωτιά: όμως ό εκτελεστής τής διαθήκης του - ένας ταοϊστής ή βουδιστής μοναχός - επέμεινε νά τά εκδώσουν».
«Όλο τό σόι τοϋ Τσούι Πέν», αποκρίθηκα, «ακόμα τόν καταριόμαστε αυτόν τόν μοναχό. Ή έκδοση ήταν μιά πράξη παραφροσύνης. Τό βιβλίο είναι ενα συνονθύλευμα προχειρολο-γιών καί αντιφάσεων. Τό 'χω διαβάσει μιά φορά: στό τρίτο κεφάλαιο, ό ήρωας πεθαίνει- στό τέταρτο, είναι ζωντανός. "Οσο γιά τό άλλο εγχείρημα τού Τσούι Πέν, τόν Λαβύρινθο του...»
«'Ιδού ό Λαβύρινθος», είπε, δείχνοντας μου ένα ψηλό λακαρισμένο γραφείο.
«Ένας λαβύρινθος άπό φίλντισι!» φώναξα. «Ένας μικροσκοπικός λαβύρινθος...»
«Ένας λαβύρινθος άπό σύμβολα», μέ διόρθωσε. «Ένας αόρατος λαβύρινθος άπό χρόνο. Σέ μένα, σ' ενα βάρβαρο "Αγγλο, δόθηκε ή χάρη ν' αποκαλύψω αυτό τό διάφανο μυστήριο. Έχουν περάσει πάνω άπό εκατό χρόνια κι οί λεπτομέρειες
77
έχουν σβήσει οριστικά• δέν είναι όμως δύσκολο νά υποθέσει κανείς τί συνέβη. Είπε λοιπόν κάποτε ό Τσούι Πέν: 'Αποσύρομαι νά γράψω ενα βιβλίο. Καί μιά άλλη φορά: 'Αποσύρομαι νά φτιάξω ενα λαβύρινθο. "Ολοι φαντάστηκαν δύο έργα' κανενός δέν πέρασε άπ' τό μυαλό ότι τό βιβλίο καί ό λαβύρινθος ήταν ενα καί τό αυτό αντικείμενο. Τό Περίπτερο της Λαγαρής Μοναξιάς βρισκόταν στή μέση ενός σχεδόν αδιέξοδου κήπου• αυτό τό γεγονός μπορούσε νά υποβάλει στους ανθρώπους τήν ιδέα ενός φυσικού λαβύρινθου. Ό Τσούι Πέν πέθανε• κανένας στίς απέραντες ιδιοκτησίες του δέν είδε τόν λαβύρινθο- ή σύγχυση πού επικρατεί στό μυθιστόρημα μού 'βαλε τήν ιδέα πώς αυτό ήταν ό λαβύρινθος. Δυό περιστάσεις μέ οδήγησαν στην ακριβή λύση τοΰ προβλήματος. Ή πρώτη: ό περίεργος θρύλος τοΰ "απόλυτου λαβύρινθου", πού είχε βάλει σκοπό ό Τσούι Πέν. Τό δεύτερο: ενα απόσπασμα μιας επιστολής πού ανακάλυψα».
Ό "Αλμπερτ σηκώθηκε. Γιά λίγες στιγμές, μού είχε γυρισμένη τήν πλάτη- άνοιξε ενα συρτάρι τοΰ μαύρου καί χρυσού γραφείου. Γύρισε κρατώντας ενα ξεθωριασμένο χαρτί, πού κάποτε ήταν κρεμεζί- ήταν άραχνένιο καί ριγωτό. Ή φήμη τοΰ καλλιγράφου Τσούι Πέν δικαιωνόταν. Διάβασα μέ θέρμη, αλλά χωρίς νά τίς καταλαβαίνω, τίς λέξεις πού είχε γράψει μέ τό πινε-λάκι του ένας όμοαίματός μου: 'Αφήνω ατά άφθονα μέλλοντα (δχι σε όλα) τόν κήπο μου μέ τά οιακλαδωτά μονοπάτια. Επέστρεψα τό φύλλο χωρίς νά πω τίποτα. Ό "Αλμπερτ συνέχισε:
«Πρίν ξεθάψω αυτή τήν επιστολή, αναρωτιόμουν πώς ενα βιβλίο μπορεί νά είναι άπειρο. Δέν μοΰ 'ρχόταν στό νού τίποτ' άλλο παρά ένας τόμος κυκλικός, κυκλοτερής. "Ενας τόμος πού ή τελευταία σελίδα του θά 'ταν ίδια κι απαράλλαχτη μέ τήν πρώτη, καί μέ δυνατότητα αυτό νά συνεχίζεται έπ' αόριστον. Μέχρι πού θυμήθηκα κι εκείνη τη νύχτα πού βρίσκεται στή μέση των 1001 Νυχτών, όταν ή βασίλισσα Σεχραζάτ (άπό μιά μαγική αβλεψία τού αντιγραφέα) πιάνει νά εξιστορήσει αύτολε-ξεί τήν ιστορία τών 1001 Νυχτών, μέ κίνδυνο νά φτάσει πάλι στή νύχτα πού τήν εξιστορεί, καί ούτω καθεξής έπ' άπειρον. Φαντάστηκα επίσης ενα βιβλίο πλατωνικό, κληρονομικό, πού πηγαίνει πάππου προς πάππου, κι όπου κάθε νέος κάτοχος προσθέτει ενα κεφάλαιο ή διορθώνει μέ ευλαβική φροντίδα τή
78
σελίδα τών προγόνων του. Οι υποθέσεις αυτές μέ απορρόφησαν καμιά όμως δέν έδειχνε νά ταιριάζει, ούτε άπό μακριά, μέ τά αντιφατικά Κεφάλαια τοΰ Τσούι Πέν. Έτσι όπως ήμουν μπερδεμένος, έλαβα άπ' τήν 'Οξφόρδη τό χειρόγραφο πού μόλις είδατε. Όπως καταλαβαίνετε, σταμάτησα στή φράση: 'Αφήνω ατά άφθονα μέλλοντα (δχι σε δλα) τόν κήπο μου μέ τά οιακλαδωτά μονοπάτια. Κατάλαβα, σχεδόν αυτοστιγμεί" ό κήπος μέ τά οιακλαδωτά μονοπάτια ήταν τό χαοτικό μυθιστόρημα• ή φράση: άφθονα μέλλοντα (δχι σέ δλα) μοΰ υπέβαλε τήν εικόνα τής διακλάδωσης στό χρόνο, όχι στό χώρο. Ξαναδιάβασα άπ' τήν αρχή όλο τό έργο κι επαλήθευσα τή θεωρία μου. Σ' όλες τίς μυθοπλασίες, κάθε φορά πού κάποιος βρίσκεται αντιμέτωπος μέ πολλές εναλλακτικές λύσεις, επιλέγει μία καί αποκλείει τίς άλλες• στό έργο τοΰ σχεδόν ανεξιχνίαστου Τσούι Πέν, επιλέγονται - ταυτόχρονα - δλες. Μ' αυτό τόν τρόπο, δημιουργούνται άφθονα μέλλοντα, άφθονοι χρόνοι, πού κι αυτοί πληθύνονται καί διακλαδώνονται. 'Από δώ πηγάζουν οι αντιφάσεις τού μυθιστορήματος. Ό Φάνγκ, άς πούμε, κρατά ενα μυστικό• ένας ξένος τού χτυπάει τήν πόρτα- ό Φάνγκ αποφασίζει νά τόν σκοτώσει. Έδώ, φυσικά, ό αριθμός τών δυνατών εκβάσεων είναι μεγάλος: ό Φάνγκ μπορεί νά σκοτώσει τόν απρόσκλητο επισκέπτη, ό απρόσκλητος μπορεί νά σκοτώσει τόν Φάνγκ, μπορεί νά τό σκάσουν κι οί δύο, μπορεί νά πεθάνουν κι οί δύο, καί τά λοιπά. Στό έργο τοΰ Τσούι Πέν, συμβαίνουν δλα. Κάθε έκβαση είναι τό σημείο αφετηρίας άλλων διακλαδώσεων. Κάπου κάπου, τά μονοπάτια αύτοΰ τού λαβύρινθου συγκλίνουν: παραδείγματος χάριν, φτάνετε στό σπίτι μου εσείς πού, σ' ενα άπό τά πιθανά παρελθόντα, είστε εχθρός μου, ενώ σ' ένα άλλο, φίλος μου. 'Αν ενδίδετε στην αδιόρθωτη προφορά μου, μπορούμε νά διαβάσουμε μερικές σελίδες».
Μέσα στό δυνατό φέγγος τής λάμπας, τό πρόσωπο του φαινόταν πολύ γερασμένο, άλλα ταυτόχρονα είχε καί κάτι πού τόν έδειχνε ανεξάντλητο, ακόμα κι αθάνατο. Διάβασε μέ αργή ακρίβεια δυό εκδοχές τού ίδιου επικού κεφαλαίου. Στην πρώτη, μιά στρατιά πηγαίνει στή μάχη, περνώντας άπό ένα έρημο βουνό- ή φρίκη τής ήσκιάδας καί τών βράχων τους κάνει ν' αψηφήσουν τή ζωή, καί νικούν μ' ευκολία- στή δεύτερη, ή ίδια στρατιά περνά άπό ένα παλάτι όπου γίνεται μιά γιορτή• ή
79
φαντασμαγορική μάχη τους φαίνεται σά συνέχεια τής γιορτής, καί νικούν. "Ακουγα μέ ανυπόκριτη λατρεία αυτές τίς παλιές μυθιστορίες. Αυτό πού τίς έκανε ακόμα πιό θαυμαστές, ήταν ότι τίς είχε επινοήσει ή φυλή μου καί ότι, τώρα, μου τίς επέστρεφε ένας άνθρωπος άπό μιά μακρινή αυτοκρατορία, πάνω σ' ενα δυτικό νησί, στή μέση μιας απεγνωσμένης περιπέτειας. Θυμάμαι τίς τελευταίες φράσεις, που επαναλαμβάνονταν αυτούσιες καί στή δεύτερη εκδοχή, σάν μυστική εντολή: "Ετσι πολέμησαν οι ήρωες, μέ ήσυχη τη θαυμάσια τους καρδιά, μέ λάβρο τό σπαθί, ορκισμένοι νά σκοτώσουν καί νά σκοτωθούν.
Ά π ό κείνη τή στιγμή, ένιωθα ολόγυρα μου καί μές στό σκοτεινό μου σώμα κάτι άπιαστο κι αόρατο νά πολλαπλασιάζεται. Δέν ήταν οί στρατιές, πού απέκλιναν, κινήθηκαν παράλληλα καί τελικά συγχωνεύτηκαν, άλλα μιά ταραχή πιό απροσδιόριστη, πιό ενδόμυχη, πού εκείνες είχανε μέ κάποιον τρόπο προδιαγράψει. Ό Στίβεν "Αλμπερτ συνέχισε:
«Δέν πιστεύω πώς ό επιφανής σας πρόγονος έπαιξε μέ τίς παραλλαγές γιά τό τίποτα. Δέν μπορώ νά πιστέψω πώς θυσίασε δεκατρία χρόνια απ' τή ζωή του σ' ενα ρητορικό πείραμα χωρίς τέλος. Στή χώρα σας, τό μυθιστόρημα θεωρείται δεύτερο είδος• εκείνη τήν εποχή μάλιστα, καταφρονητέο. Ό Τσούι Πέν υπήρξε ένας ιδιοφυής μυθιστοριογράφος, άλλα καί ένας άνθρωπος τών γραμμάτων, πού σίγουρα δέν θεωρούσε τόν εαυτό του αποκλειστικά καί μόνο μυθιστοριογράφο. 'Υπάρχουν μαρτυρίες τών συγχρόνων του (καί μάς τό επιβεβαιώνει ή ϊδια του ή ζωή) ότι είχε μεταφυσικά καί μυστικιστικά ενδιαφέροντα. Ή φιλοσοφική διαμάχη καλύπτει ένα σημαντικό κομμάτι του βιβλίου του. Καί ξέρω πώς, άπ' όλα τά προβλήματα, κανένα δέν τόν αναστάτωσε καί δέν τόν παίδεψε όσο τό αβυσσαλέο πρόβλημα του χρόνου. "Ε, λοιπόν, αυτό είναι καί τό μόνο πρόβλημα πού δέν παρουσιάζεται στίς σελίδες τοϋ Κήπου! Αφήστε πού δέν χρησιμοποιεί ποτέ τή λέξη πού σημαίνει Χρόνος. Εσείς πώς εξηγείτε αυτή τήν ηθελημένη παράλειψη;»
Πρότεινα δυό τρεις λύσεις- καμιά δέν ήταν ικανοποιητική. Τίς συζητήσαμε όλες. Στό τέλος, ό Στίβεν "Αλμπερτ μου είπε:
«Σ' ένα αίνιγμα πού τό θέμα του είναι τό σκάκι, ποια είναι ή
μόνη λέξη πού απαγορεύεται;» Σκέφτηκα μιά στιγμή κι αποκρίθηκα:
80
« Ή λέξη σκάκι». «Ακριβώς», είπε ό "Αλμπερτ. «Ό κήπος μέ τά διακλαδωτά
μονοπάτια είναι ένα τεράστιο αίνιγμα ή παραβολή, μέ θέμα τό χρόνο. Αυτή ή απόκρυφη αιτία απαγορεύει τή μνεία του. Ό πιό εμφαντικός τρόπος νά τονίσεις μιά λέξη είναι, ίσως, νά τήν παραλείπεις τελείως, νά προστρέχεις σέ αλυσιτελείς μεταφορές καί προφανείς περιφράσεις. Αυτόν τόν ελικοειδή τρόπο διάλεξε ό πανούργος Τσούι Πέν γιά τόν κάθε μαίανδρο του ανεξάντλητου μυθιστορήματος του. Έχω παραβάλει εκατοντάδες χειρόγραφα, έχω επισημάνει τά λάθη πού παρεισέφρυσαν άπό αβλεψία τών αντιγραφέων, εχω καταστρώσει τό σχεδιάγραμμα αυτού τοϋ χάους, εχω αποκαταστήσει (έτσι νόμισα) τήν πρωτογενή τάξη, εχω μεταφράσει ολόκληρο τό έργο: διαπίστωσα λοιπόν πώς τή λέξη χρόνος δέν τήν χρησιμοποίησε ούτε μία φορά. Ό λόγος είναι προφανής: Ό κήπος μέ τά διακλαδωτά μονοπάτια είναι μιά ατελής, όχι όμως καί εσφαλμένη εικόνα τού σύμπαντος, όπως τό συνέλαβε ό Τσούι Πέν. 'Αντίθετα άπ' τόν Νεύτωνα κι άπ' τόν Σοπενάουερ, ό προγονός σας πίστευε ότι ό χρόνος δέν είναι ούτε ομοιόμορφος ούτε απόλυτος. Πίστευε σέ άπειρες σειρές χρόνων, σ' ενα αύξον καί ιλιγγιώδες δίκτυο χρόνων, πού αποκλίνουν, συγκλίνουν καί κινούνται παράλληλα. Αυτό τό πλέγμα τών χρόνων, πού πλησιάζουν, διακλαδώνονται, κόβονται ή άλληλοαγνοοϋνται έπί αιώνες, αγκαλιάζει όλες τίς δυνατότητες. Εμείς δέν υπάρχουμε στην πλειονότητα αυτών τών χρόνων σέ κάποιους υπάρχετε εσείς, εγώ όμως όχι• σ' άλλους, εγώ καί όχι εσείς- σ' άλλους πάλι, υπάρχουμε κι οί δύο. Σέ τούτον εδώ, πού μού τόν χάρισε τύχη αγαθή, ήρθατε σπίτι μου- σέ κάποιον άλλο, όπως διασχίζατε τόν κήπο, βρήκατε τό πτώμα μου- σ' έναν τρίτο, λέω τά ίδια λόγια, άλλα είμαι ένα σφάλμα, ένα φάντασμα».
«Σ' όλους τους χρόνους πάντως», είπα κι ένιωσα ένα ρίγος, «ευλογώ τήν ανασύσταση πού κάνατε στον κήπο τού Τσούι Πέν, καί σας ευχαριστώ».
«"Οχι σέ όλους», ψιθύρισε χαμογελώντας. « Ό Χρόνος διακλαδώνεται αενάως προς μέλλοντα αναρίθμητα. Σ' ένα άπ' αυτά είμαι ό εχθρός σας».
Είχα πάλι εκείνη τήν πληθυντική αίσθηση πού έλεγα καί πρίν. Μοΰ φάνηκε πώς ό υγρός κήπος πού έζωνε τό σπίτι ήταν
81
έπ' άπειρον διαποτισμένος με αόρατους ανθρώπους. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν ό "Αλμπερτ κι εγώ - μυστικοί, πολυάσχολοι καί πολύμορφοι σ' άλλες διαστάσεις τοϋ χρόνου. Σήκωσα τό βλέμμα κι ό αχνός εφιάλτης διαλύθηκε. Στον κιτρινόμαυρο κήπο στεκόταν μόνο ένας άνθρωπος• όμως ό άνθρωπος αυτός ήταν δυνατός σάν άγαλμα, όμως ό άνθρωπος αυτός ανέβαινε τό μονοπάτι κι ήταν ό λοχαγός Ρίτσαρντ Μάντεν.
«Τό μέλλον υπάρχει ήδη», απάντησα, «έγώ όμως είμαι φίλος σας. Θά μπορούσα νά ξαναδώ τό γράμμα;»
Ό "Αλμπερτ σηκώθηκε. Πανύψηλος, άνοιξε τό συρτάρι τοϋ ψηλού γραφείου- μοϋ γύρισε γιά μιά στιγμή τήν πλάτη. Είχα τό περίστροφο έτοιμο. Πυροβόλησα μέ εξαιρετική προσοχή. Ό "Αλμπερτ σωριάστηκε άγόγγυστα, στή στιγμή. Παίρνω όρκο πώς ό θάνατος του ήταν ακαριαίος - σά νά κεραυνοβολήθηκε.
Τά υπόλοιπα είναι εξωπραγματικά, ασήμαντα. Ό Μάντεν μπήκε σπάζοντας τήν πόρτα καί μέ συνέλαβε. Καταδικάστηκα σέ άπαγχονισμό. Κατήγαγα όμως τόν φριχτό μου θρίαμβο: έστειλα στό Βερολίνο τό μυστικό όνομα τής πόλης πού έπρεπε νά χτυπήσουν. Τήν βομβάρδισαν χτες: τό διάβασα στίς ϊδιες εφημερίδες πού παρουσίαζαν στό αγγλικό κοινό τό αίνιγμα τής δολοφονίας τοΰ σοφού οινολόγου Στίβεν "Αλμπερτ άπό έναν άγνωστο, τόν Γιου Τσούν. Ό αρχηγός τό έλυσε αυτό τό αίνιγμα. Ξέρει πώς τό πρόβλημα μου ήταν νά τοϋ μηνύσω (μέσα στην αντάρα τοϋ πολέμου) τό όνομα τής πόλης - Albert -καί πώς δέν βρήκα άλλο μέσο παρά νά σκοτώσω έναν άνθρωπο μέ τό ίδιο όνομα. Αυτό πού δέν ξέρει (πού κανένας δέν μπορεί νά ξέρει) είναι ή άπροσμέτρητη κούραση καί ή συντριβή πού νιώθω.
ΤΕΧΝΑΣΜΑΤΑ (1944)
82
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Καίτοι λιγότερο αδέξια ώς προς την γραφή τους, τά κομμάτια αύτου τοΰ βιβλίου δεν διαφέρουν από εκείνα πού απαρτίζουν τό προηγούμενο. Δύο, ϊσως, επιτρέπουν νά σταθούμε λίγο: Ό θάνατος καί ή πυξίδα, Φοϋνες ο μνήμων. Τό δεύτερο είναι μιά εκτενής μεταφορά της αϋπνίας. Τό πρώτο, παρ' όλα τά γερμανικά καί σκανδιναβικά ονόματα, εκτυλίσσεται σ' ενα ονειρικό Μπουένος "Αιρες: ή φιδωτή Rue de Toulon είναι τό Paseo de Julio• τό Triste-le-Roy είναι τό ξενοδοχείο όπου ό Χερμπερτ "Ας παρέλαβε, καί ϊσως δέν διάβασε, τόν Ενδέκατο Τόμο μιας ανύπαρκτης εγκυκλοπαίδειας. Είχα ήδη γράψει αυτή την ιστορία, όταν σκέφτηκα πόσο ταιριαστή θά ήταν μιά διαπλάτυνση τοϋ χρόνου καί τοϋ χώρου όπου διαδραματίζεται: ή εκδίκηση θά μπορούσε νά κληροδοτείται από γενιά σέ γενιά- τά χρονικά διαστήματα θά μπορούσαν νά υπολογίζονται σέ έτη, ϊσως καί αιώνες• τό πρώτο γράμμα τοΰ 'Ονόματος θά μπορούσε νά προφερθεί στην 'Ισλανδία• τό δεύτερο στό Μεξικό' τό τρίτο στό Ίνδουστάν. Χρειάζεται νά προσθέσω ότι οι χασιντίμ είχαν καί αγίους στίς τάξεις τους καί πώς οί τέσσερις ανθρωποθυσίες γιά νά αποκτηθούν τά τέσσερα γράμματα τού 'Ονόματος είναι μιά φαντασία πού μού υπαγόρευσε ή μορφή της ιστορίας μου ;
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ ΤΟΥ 1956: Πρόσθεσα τρεις ιστορίες στή συλλογή: Ό Νότος, Ή αίρεση τοϋ Φοίνικα, Τέλος. "Αν εξαιρέσεις ενα χαρακτήρα - τόν Ρεκαμπάρεν - ή ακινησία καί παθητικότητα τού οποίου χρησιμεύουν γιά αντίθεση, τίποτα ή σχεδόν τίποτα στή σύντομη εξέλιξη της τελευταίας δέν είναι δική μου έμπνευση• όλα εκεί μέσα βρίσκονται ήδη εν περιλήψει σ' ενα ξακουστό βιβλίο πού πρώτος εγώ τό ξεψάχνισα ή, έστω, τό ξεσκέπασα. Στην αλληγορία τού Φοίνικα, φορτώθηκα τό πρόβλημα τού χειρισμού ενός συνήθους γεγονότος - τού Μυστικού - κατά έναν τρόπο διστακτικό καί βαθμιαίο, πού δέν
85
θά άφηνε όμως, εν τέλει, τήν παραμικρή αμφιβολία• δέν ξέρω μέχρι ποίου σημείου με συνόδεψε ή τύχη. Ό σ ο γιά τόν Νότο, που είναι ίσως ή καλύτερη ιστορία μου, θά αρκεστώ νά προειδοποιήσω πώς μπορεί νά διαβαστεί ως μία άμεση εξιστόρηση μυθιστορηματικών συμβάντων - ή μ' οποιονδήποτε άλλο τρόπο.
Ό Σοπενάουερ, ό Ντέ Κουίνσυ, ό Στίβενσον, ό Μάουτνερ, ό Σώ, ό Τσέστερτον, ό Λεόν Μπλουά απαρτίζουν τόν ετερογενή πίνακα τών συγγραφέων πού ξαναδιαβάζω συνεχώς. Στή χριστολογική φαντασία, πού τιτλοφορείται Τρεις εκδοχές τον 'Ιούδα, θαρρώ πώς διακρίνω τή μακρινή επίδραση τοϋ τελευταίου.
Χ.Λ. Μη. Μπουένος "Αιρες, 29 Αυγούστου 1944
86
ΦΟΥΝΕΣ 0 ΜΝΗΜΩΝ
Τόν θυμάμαι (δέν εχω δικαίωμα νά εκφέρω αυτό τό ιερό ρήμα-
μόνο ένας άνθρωπος στον κόσμο είχε δικαίωμα κι αυτός ό άνθρωπος έχει πεθάνει) νά κρατά στό χέρι ενα σκουρόχρωμο λουλούδι ρολογιάς, βλέποντας το όπως δέν τό 'χει δει κανείς, κι άς τό κοίταζε μιά ολόκληρη ζωή, άπό τό λυκαυγές ώς τό λυκόφως. Θυμάμαι τό ανέκφραστο, ινδιάνικο, μοναδικά απόμακρο πρόσωπο του, πίσω άπό ενα τσιγάρο. Θυμάμαι (θαρρώ) τά τραχιά χέρια του τοϋ πλέχτη. Θυμάμαι, δίπλα στά χέρια του, μιά κούπα τοϋ ματέ μέ τό έμβλημα τής Ουρουγουάης• θυμάμαι, στό παράθυρο τοϋ σπιτιού, μιά κίτρινη ψάθα, μ' ενα ακαθόριστο λιμνίσιο τοπίο. Θυμάμαι καθαρά τή φωνή του, τή βαθιά, πικραμένη, ένρινη φωνή, πού 'χαν παλιά οι άνθρωποι τής πιάτσας, χωρίς τά τωρινά ιταλιάνικα συρίγματα. Δέν τόν είχα δει πάνω άπό τρεις φορές• ή τελευταία ήταν τό 1887... 'Επικροτώ απόλυτα τήν πρωτοβουλία σας νά ζητήσετε άπ' όλους όσοι τόν γνώρισαν νά γράψουν κάτι γι' αυτόν ή δική μου μαρτυρία θά 'ναι τό δίχως άλλο ή πιό φτωχή καί ϊσως ή πιό σύντομη, όχι όμως ή λιγότερο αντικειμενική τοϋ τόμου πού θά εκδώσετε. Τό αξιοθρήνητο γεγονός τής άργεντίνικης καταγωγής μου θά μέ αποτρέψει άπ' τό νά κατατριβώ μέ διθυράμβους - είδος υποχρεωτικό στην Ουρουγουάη όταν πρόκειται γιά Ούρουγουανό. Κουλτουριάρης, χωραίτης, porteno' ό Φού-νες δέν ξεστόμισε ποτέ αυτές τίς προσβολές, ξέρω όμως πολύ καλά πώς συμβόλιζα γιά κεΐνον καί τίς τρεις συμφορές. Ό Πέ-δρο Λέανδρο Ίπούτσε έχει γράψει πώς ό Φοΰνες ήταν ένας πρόδρομος τών υπεράνθρωπων: «Ένας ατίθασος ιθαγενής Ζαρατούστρα»• δέν λέω όχι, καλό όμως είναι νά 'χουμε υπόψη μας πώς ô Φούνες ήταν καί compadrito άπ' τό Φράι Μπέντος, κάτι πού συνεπάγεται ορισμένους ανυπέρβλητους περιορισμούς.
Ή πρώτη μου ανάμνηση άπ' τόν Φούνες είναι πολύ καθαρή. Τόν βλέπω ενα σούρουπο τοϋ Μάρτη ή τοϋ Φλεβάρη τοϋ
87
ογδόντα τέσσερα. Εκείνη τη χρονιά, ό πατέρας μου με είχε πάει νά παραθερίσω στό Φράι Μπέντος. Γύριζα άπ' τό αγρόκτημα τού Σάν Φρανσίσκο, μέ τόν ξάδελφο μου Μπερνάρδο Ά έ δ ο . Γυρίζαμε καβάλα στ' άλογα καί τραγουδούσαμε, καί δέν ήταν μόνο αυτό πού μ' έκανε νά νιώθω ευτυχισμένος. Μετά από μιά αποπνικτική μέρα, μιά τεράστια σταχτιά θύελλα είχε σκεπάσει τόν ουρανό. Τήν επιβράδυνε ô νοτιάς, όμως τά δέντρα είχαν αρχίσει κιόλας ν' αναδεύονται σάν τρελά. Είχα ένα φόβο (μιά ελπίδα) πώς ή νεροποντή θά μας έπιανε στην ϋπαιθρο. Καλπάζαμε σάν νά κάναμε κούρσα μέ τή θύελλα. Πήραμε ένα δρομάκι πού βυθιζόταν ανάμεσα σέ δυό πανύψηλα πλίνθινα πεζοδρόμια. Είχε σκοτεινιάσει άπ' τή μιά στιγμή στην άλλη- άκουσα πάνω άπ' τό κεφάλι μου βήματα βιαστικά καί θαρρείς συνωμοτικά• σήκωσα τό βλέμμα κι είδα ενα αγόρι, πού έτρεχε πάνω στό στενό, σκαμμένο πεζοδρόμιο, σάν νά 'τρέχε πάνω σ' ένα στενό, σκαμμένο τοίχο. Θυμάμαι τήν bom-bacha, τά σκοινένια σαντάλια του, θυμάμαι τό τσιγάρο πάνω σ' ένα σκληρό πρόσωπο, μέ φόντο τήν πυκνή, απλωμένη συννεφιά. Χωρίς νά τό περιμένω, άκουσα τόν Μπερνάρδο νά τοϋ φωνάζει: "Ε, Ίρενέο, τί ώρα είναι; Χωρίς νά κοιτάξει τόν ουρανό, χωρίς νά σταματήσει νά τρέχει, ό άλλος αποκρίθηκε: Σέ τέσσερα λεπτά θά είναι οχτώ, joven Μπερνάρδο Χονάν Φρανσίσκο. Ή φωνή του ήταν διαπεραστική., κοροϊδευτική.
Είμαι ένας άνθρωπος τόσο αφηρημένος, πού ό διάλογος αυτός δέν θά 'χε τραβήξει τήν προσοχή μου, άν δέν επέμενε ό ξάδελφος μου, ωθούμενος (νομίζω) άπό έναν κάποιο τοπικισμό καί άπ' τή λαχτάρα του νά δείξει πώς ή τρισχιδής απάντηση τοϋ άλλου δέν τοϋ 'χε κάνει τήν παραμικρή εντύπωση.
Μού είπε λοιπόν πώς τό αγόρι πού είδαμε στό δρόμο ήταν κάποιος Ίρενέο Φούνες, γνωστός γιά τίς παραξενιές του, όπως λόγου χάρη νά μήν κάνει παρέα μέ κανένα ή νά ξέρει πάντα τή σωστή ώρα, σάν ρολόι. Ό ξάδελφος μου πρόσθεσε πώς ό Ίρενέο ήταν γιος μιας σιδερώτρας τοϋ χωριού, τής Μαρία Κλεμεντίνα Φοϋνες, καί πώς άλλοι έλεγαν γιά τόν πατέρα του, έναν Εγγλέζο, τόν Ό Κόνορ, ότι ήτανε γιατρός στά αλίπαστα, κι άλλοι τόν είχαν γιά ίπποδαμαστή ή ανιχνευτή τής επαρχίας τοϋ Σάλτο. Ό Ίρενέο ζούσε μέ τή μάνα του, δυό βήματα άπ' τή βίλα «Δάφνες».
Τό ογδόντα πέντε καί τό ογδόντα έξι, παραθερίσαμε στό Μοντεβίδεο. Τό ογδόντα εφτά, επέστρεψα στό Φράι Μπέντος. Όπως ήταν φυσικό, ρώτησα νά μάθω γιά όλους τους γνωστούς καί, τέλος, γιά τόν «χρονομετρικό Φούνες». Μού απάντησαν πώς τόν είχε ρίξει κάτω ένα μισοεξημερωμένο άλογο στό αγρόκτημα τοϋ Σάν Φρανσίσκο κι είχε μείνει παράλυτος γιά όλη του τή ζωή. Θυμάμαι πώς τό μαντάτο μού προκάλεσε μιά ενοχλητικά μαγική αίσθηση: τή μόνη φορά πού τόν είχα δει, εμείς γυρίζαμε άπ' τό Σάν Φρανσίσκο πάνω στ' άλογα κι εκείνος πήγαινε μέ τά πόδια πιό ψηλά άπό μάς• τό περιστατικό, στά χείλια τοϋ ξαδέλφου μου Μπερνάρδο, έπαιρνε μιά χροιά ονείρου, καθώς συγκεραζόταν μ' άλλα, προηγούμενα. Μού είπαν πώς ό Ίρενέο δέν σηκωνόταν άπ' τό κρεβάτι του κι είχε τό βλέμμα καρφωμένο στή συκιά τής αυλής ή σ' έναν ιστό αράχνης. Τό σούρουπο, άφηνε νά τόν πηγαίνουν στό παράθυρο. Ήταν τόσο περήφανος, πού συμπεριφερόταν θαρρείς κι ήταν ευεργετικό τό χτύπημα πού τόν είχε ισοπεδώσει... Τόν είδα δυό φορές μέσ' άπ' τή γρίλια, πού τόνιζε βάρβαρα τήν κατάσταση του τής αέναης κάθειρξης: τήν πρώτη φορά, ήταν ακίνητος, τά μάτια κλειστά- τήν άλλη, πάλι ακίνητος, απορροφημένος νά κοιτάζει ενα μυρωδάτο κλαράκι λεβάντας.
Εκείνη τήν εποχή, είχα αρχίσει, όχι χωρίς κάποια ματαιοδοξία, τή μεθοδική μελέτη τών λατινικών. Οί αποσκευές μου περιλάμβαναν τό De viris illustribus τοϋ Λομόν, τό Thesaurus στην έκδοση Quicherat, τά 'Απομνημονεύματα τού Ιουλίου Καίσαρος καί έναν άπαράβλητο τόμο τού Naturalis historia τού Πλίνιου, πού υπερέβαινε (καί εξακολουθεί νά υπερβαίνει) τίς ταπεινές μου γνώσεις ώς λατινιστού. Σ' ενα χωριό τά νέα διαδίδονται σάν αστραπή- ό Ίρενέο, στό κτήμα στά περίχωρα, δέν άργησε νά πληροφορηθεί τήν άφιξη αυτών τών εξωτικών βιβλίων. Μού έστειλε λοιπόν ένα διανθισμένο καί επίσημο γράμμα, στό όποιο μού θύμιζε τή δυστυχώς φευγαλέα συνάντηση μας «τής εβδόμης Φεβρουαρίου τού ογδόντα τέσσερα», εξυμνούσε τίς ένδοξες υπηρεσίες πού ό «άρτι αποθανών» θείος μου, ό Δόν Γρεγόριο 'Αέδο, «είχε προσφέρει στίς δύο χώρες μας, στή μάχη τών γενναίων τού Ίτουσαϊνγκό», καί παρακαλούσε νά τού δανείσω ένα οποιοδήποτε βιβλίο μου, μαζί μ' ένα λεξικό «γιά τήν καλύτερη αντίληψη τού πρωτοτύπου, επειδή
89
ακόμα δέν γνωρίζω τά λατινικά». Μοϋ υποσχόταν νά μου τά γυρίσει σε καλή κατάσταση, σχεδόν αμέσως. Ή γραφή ήταν λεπτοδουλεμένη, τέλεια• ή ορθογραφία του τύπου πού ευαγγελιζόταν ό Άντρες Μπέζο: i αντί y, / αντί g. Στην αρχή, όπως ήταν φυσικό, φοβήθηκα τή φάρσα. "Ομως τά ξαδέλφια μου μέ διαβεβαίωσαν πώς όχι, πώς έτσι ήταν ό Ίρενέο. Δέν ήξερα ποϋ έπρεπε ν' αποδώσω τήν ιδέα πώς τά δύσβατα λατινικά τό μόνο εργαλείο πού χρειάζονταν ήταν ένα λεξικό: σέ ίταμότητα, σέ άγνοια ή σέ ηλιθιότητα. Γιά νά τόν προσγειώσω εντελώς, τοΰ έστειλα τό Gradus ad Parnassum στην έκδοση Quicherat καί τόν τόμο του Πλίνιου.
Στίς 14 Φεβρουαρίου, πήρα ένα τηλεγράφημα άπ' τό Μπουένος Ά ι ρ ε ς , πού μέ καλούσε νά επιστρέψω αμέσως, γιατί ό πατέρας μου δέν ήταν «καθόλου καλά». Ό Θεός νά μέ συχωρέσει- τό καμάρι πού ήμουν ό αποδέκτης ενός επείγοντος τηλεγραφήματος, ή λαχτάρα μου νά μάθει όλο τό Φράι Μπέντος τήν αντίφαση ανάμεσα στην αρνητική μορφή τοΰ μηνύματος καί τό αδιάλλακτο επίρρημα, ό πειρασμός νά δραματοποιήσω τόν πόνο μου, ύποκρινόμενος μιά άντρίκεια στωικότητα, όλα αυτά μού απέκλεισαν κάθε περίπτωση νά νιώσω πραγματικό πόνο. Φτιάχνοντας τή βαλίτσα μου, θυμήθηκα πώς μού έλειπαν τό Gradus καί ό πρώτος τόμος τού Naturalis historia. Ό «Κρόνος» θά σάλπαρε τήν άλλη μέρα τό πρωί• εκείνο τό βράδυ, μετά τό δείπνο, πήγα στό σπίτι τού Φοϋνες. Μού έκανε εντύπωση πού ή νύχτα ήταν τό ίδιο βαριά μέ τή μέρα.
Στό καλοβαλμένο χωριατόσπιτο, μέ υποδέχτηκε ή μάνα τοΰ
Φοϋνες. Μού είπε πώς ό Ίρενέο ήταν στό πίσω δωμάτιο καί νά μήν
παραξενευτώ αν τόν βρω στά σκοτάδια, γιατί ό Ίρενέο ήξερε πώς νά περνάει τίς νεκρές ώρες, χωρίς ν' ανάβει τό κερί. Διέσχισα τό πλακόστρωτο προαύλιο, τό χαγιάτι- έφτασα στή δεύτερη αυλή. Είχε μιά κληματαριά" δέν μπορούσα νά δώ τή μύτη μου. "Ακουσα από κάπου κοντά μου τήν όξύτονη καί κοροϊδευτική φωνή τού Ίρενέο. Ή φωνή αυτή μιλούσε λατινικά- ή φωνή αυτή (πού ερχόταν άπ' τά σκοτάδια) άρθρωνε μέ μακρόσυρτη ηδονή μιά ομιλία, μιά προσευχή ή ένα ξόρκι. Οί ρωμαϊκές συλλαβές αντηχούσαν στή χωμάτινη αυλή• ό φόβος μου τίς θέλησε ν' ακούγονται ατελείωτες καί ακατάληπτες• αργότερα,
Ε
στή διάρκεια τοΰ απέραντου διαλόγου εκείνης τής νύχτας, έμαθα πώς οί συλλαβές αυτές σχημάτιζαν τήν πρώτη παράγραφο τοΰ εικοστού τέταρτου κεφαλαίου τού έβδομου βιβλίου τοΰ Naturalis historia. Θέμα αυτού τοΰ κεφαλαίου είναι ή μνήμη- οί τελευταίες λέξεις ήταν: ut nihil non iisdem verbis reddetur audi-tum.
Χωρίς τήν παραμικρή αλλαγή στον τόνο τής φωνής του, ό Ίρενέο μού είπε νά περάσω. Ήταν στό κρεβάτι του καί κάπνιζε. Μού φαίνεται πώς δέν είδα τό πρόσωπο του, παρά μόνο όταν ξημέρωσε. Θαρρώ πώς θυμάμαι τίς στιγμιαίες αναλαμπές τής κάφτρας τοΰ τσιγάρου του. Τό δωμάτιο είχε μιά ακαθόριστη μυρουδιά μούχλας. Κάθισα• είπα γι' άλλη μιά φορά τήν ιστορία μέ τό τηλεγράφημα καί τήν ασθένεια τοΰ πατέρα μου.
Έδώ, φτάνω στό πιό δύσκολο σημείο τής αφήγησης μου. Κι ή αφήγηση μου δέν έχει άλλο θέμα (καλό είναι ό αναγνώστης νά τό ξέρει απαρχής) άπό τόν διάλογο εκείνης τής νύχτας πρίν μισό περίπου αιώνα. Δέν θά επιχειρήσω ν' αναπαραγάγω τίς λέξεις, πού σήμερα έχουν χαθεί αμετάκλητα. Προτιμώ νά συνοψίσω μέ τή μεγαλύτερη δυνατή πιστότητα αυτά πού μοϋ είπε ό Ίρενέο. Ό έμμεσος τρόπος γραφής είναι παγερός καί άτονος- τό ξέρω πώς θυσιάζω τήν αποτελεσματικότητα τής αφήγησης μου- αφήνω τους αναγνώστες μου νά φανταστούν τίς αμήχανες σιωπές μου πού μ' εξουθένωσαν κείνη τή νύχτα.
Ό Ίρενέο ξεκίνησε απαριθμώντας μου, στά λατινικά καί στά ισπανικά, όλες τίς περιπτώσεις υπερφυσικής μνήμης πού καταγράφονται στό Naturalis historia: ό Κύρος, βασιλεύς των Περσών, πού φώναζε μέ τό μικρό τους όνομα όλους τους στρατιώτες του- ό Μιθριδάτης Εύπάτωρ, πού νομοθετούσε καί στίς 22 γλώσσες τής αυτοκρατορίας του- ό Σιμωνίδης, εφευρέτης τής μνημονικής- ό Μητρόδωρος, πού εξασκούσε τήν τέχνη νά επαναλαμβάνει αύτολεξεί ό,τι είχε ακούσει μόνο μιά φορά. 'Απολύτως καλοπροαίρετα, ό Φούνες μοΰ είπε πώς τοΰ προξενούσε κατάπληξη γιατί αυτές οί περιπτώσεις προξένησαν κατάπληξη. Μού είπε πώς, πρίν άπό κείνο τό βροχερό απόγευμα πού τόν γκρέμισε τό μολυβόχρωμο άλογο, ήταν κι αυτός σάν όλους τους άλλους χριστιανούς: τυφλός, κουφός, κλούβιος, ξε-χασιάρης. (Προσπάθησα νά τοΰ θυμίσω ότι είχε μιά ακριβή αντίληψη τού Χρόνου, ότι δέν ξεχνούσε ονόματα- ούτε πού μ'
90 91
άκουσε.) Είχε ζήσει δεκαεννιά χρόνια σάν μέσα σ' όνειρο: κοίταζε χωρίς νά βλέπει, άκουγε χωρίς ν' ακούει, τά ξεχνούσε όλα, σχεδόν όλα. Πέφτοντας, έχασε τίς αισθήσεις του' όταν συνήλθε, τό παρόν ήταν τόσο πλούσιο, τόσο λαγαρό, πού ήταν σχεδόν αφόρητο- τό ίδιο καί οι πιό παλιές, οί πιό ασήμαντες αναμνήσεις του. Λίγο αργότερα, κατάλαβε πώς είχε μείνει παράλυτος. Ούτε πού τόν ενδιέφερε. Λογάριασε (ένιωσε) πώς ή ακινησία ήταν τό ελάχιστο αντίτιμο. Τώρα, ή μνήμη του κι ή αντίληψη του ήταν αλάθητες.
Εμείς, μέ μιά ματιά, αντιλαμβανόμαστε τρία ποτήρια πάνω σ' ενα τραπέζι- ό Φοϋνες όλα τά φύλλα, όλες τίς ψαλίδες κι όλα τά σταφύλια μιας κληματαριάς. "Ηξερε τά σχήματα πού είχαν τά σύννεφα τού νοτιά τό ξημέρωμα τής 30ής 'Απριλίου χίλια οκτακόσια ογδόντα δύο, καί μπορούσε νά τά παραβάλει στή μνήμη του μέ τά «νερά» ενός δερματόδετου βιβλίου, πού τού 'χε ρίξει κάποτε μιά ματιά, καί μέ τά σχήματα τού αφρού πού σήκωσε ένα κουπί στό Ρίο Νέγρο, τήν παραμονή τής μάχης του Κεμπράτσο. Οί, αναμνήσεις αυτές δέν ήταν άπλες- κάθε εικόνα ήταν δεμένη μέ αντιδράσεις μυϊκές, θερμικές, κτλ. Μπορούσε ν' αναπλάσει κάθε του όνειρο, κάθε όνειροπόλημα. Δυό τρεις φορές, είχε αναπλάσει μιά ολόκληρη μέρα- δέν συνάντησε τό παραμικρό πρόβλημα, κάθε ανάπλαση όμως τού πήρε μιά ολόκληρη μέρα. Μού είπε: Μόνος μου εγώ εχω πιό πολλές αναμνήσεις απ' δσες είχαν όλοι οι άνθρωποι μαζί, από τότε πού ό κόσμος είναι κόσμος. Κι ακόμα: Τά όνειρα μου είναι όπως ό ξύπνος σας. Κι ακόμα, λίγο πρίν φέξει: Ή μνήμη μου, κύριε, είναι ένας σωρός από σκουπίδια. Μιά περιφέρεια πάνω σ' ενα μαυροπίνακα, ένα ορθογώνιο τρίγωνο, ένας ρόμβος -αυτά είναι σχήματα πού έμεϊς μπορούμε νά τά αντιληφθούμε πλήρως- τό ϊδιο συνέβαινε μέ τόν Ίρενέο καί μέ τήν αναμαλλιασμένη χαίτη ενός άλογου, μ' ενα κοπάδι γιδοπρόβατα σέ μιά μακρινή πλαγιά, μέ τήν πρωτεϊκή φωτιά καί τήν άπροσμέ-τρητη στάχτη, μέ τά πολλά πρόσωπα ενός νεκρού σέ μιά πολύωρη ξαγρύπνια. Κι έγώ δέν ξέρω πόσα αστέρια έβλεπε στον ουρανό.
Αυτά μοΰ είπε- δέν τ' αμφισβήτησα ποτέ - οΰτε καί τότε. 'Εκείνα τά χρόνια, δέν υπήρχαν οΰτε κινηματογράφοι, οΰτε φωνογράφοι- κι ωστόσο, μοΰ φαίνεται αδιανόητο κι άπίστευ-
92
το, πού κανείς δέν έκανε ενα πείραμα μέ τόν Φοϋνες. Τό σίγουρο είναι πώς όλοι μας ζούμε αναβάλλοντας γιά τήν έπαύριο ό,τι μπορεί ν' αναβληθεί- ϊσως ξέρουμε όλοι κατά βάθος πώς είμαστε αθάνατοι καί πώς, αργά ή γρήγορα, ό καθένας μας θά κάνει τά πάντα, θά ξέρει τά πάντα.
Μέσα άπ' τό σκοτάδι, ή φωνή τού Φούνες συνέχιζε νά μιλά. Μοΰ είπε πώς, γύρω στό 1886, είχε μηχανευτεί ένα πρωτότυ
πο σύστημα αρίθμησης καί πώς, σέ πολύ λίγες μέρες, θά 'χε ξεπεράσει τό είκοσι τέσσερις χιλιάδες. Δέν τό είχε γράψει, γιατί τό 'χε σκεφτεί μιά φορά, κι αυτό άρκοΰσε γιά νά μήν τό ξεχάσει ποτέ. Νομίζω πώς τό πρώτο του ερέθισμα ήταν ή δυσαρέσκεια πού ένιωσε, όταν σκέφτηκε ότι γιά τους τριάντα τρεις πρωτεργάτες τής Ουρουγουάης απαιτούνται δύο σύμβολα καί δύο λέξεις, αντί γιά μία μόνο λέξη καί ένα μόνο σύμβολο. Στή συνέχεια, εφάρμοσε αυτή τήν εξωφρενική μέθοδο καί στους άλλους αριθμούς. 'Αντί νά λέει εφτά χιλιάδες δεκατρία, έλεγε (λόγου χάρη) Μάξιμο Πέρες- αντί χίλια δεκατέσσερα, Ό Σιδηρόδρομος- άλλοι αριθμοί του ήσαν: Λονίς Μελιάν Λαφινούρ, Όλιμάρ, θειάφι, μπαστούνια, ή φάλαινα, τό γκάζι, τό καζάνι, Ναπολέων, Άγονστίν δέ Βεδία. 'Αντί νά λέει πεντακόσια, έλεγε εννέα. Κάθε λέξη σηματοδοτούσε κάτι ιδιαίτερο, είχε τό δικό της διακριτικό- οί τελευταίες ήταν πολύ περίπλοκες... Προσπάθησα νά τού εξηγήσω πώς αυτή ή ραψωδία άπό ασυνάρτητες εκφράσεις ήταν τό ακριβές αντίθετο ενός συστήματος αρίθμησης. Τοΰ είπα πώς τό νά λές 365 είναι σάν νά λές τρεις εκατοντάδες, εξι δεκάδες, πέντε μονάδες: ή ανάλυση αυτή δέν υπάρχει στους «αριθμούς» Ό Νέγρος Τιμόθεος ή Κουβέρτα άπό σάρκα. Ό Φούνες δέν μέ κατάλαβε ή δέν ήθελε νά μέ καταλάβει.
Ό Λόκ, τόν 17ο αιώνα, οραματίστηκε (καί αποκήρυξε) μιά άνεπίτευκτη γλώσσα, στην οποία κάθε πράγμα μεμονωμένο, κάθε πέτρα, κάθε πουλί, κάθε κλαδί, θά είχε τό αποκλειστικό του όνομα• ό Φοΰνες έβαλε μπροστά ένα ανάλογο σχέδιο, άλλα τό εγκατέλειψε, γιατί τοΰ φάνηκε υπερβολικά γενικό καί διφορούμενο. Στην πραγματικότητα, ό Φοΰνες όχι μόνο θυμόταν κάθε φύλλο κάθε δέντρου κάθε δάσους άλλα καί καθεμιά άπ' τίς φορές πού τό είχε δει ή τό είχε φανταστεί. 'Αποφάσισε λοιπόν νά περιορίσει καθεμιά άπ' τίς περασμένες μέρες του κά-
93
που στίς εβδομήντα χιλιάδες αναμνήσεις, πού, στή συνέχεια, θά προσδιόριζε με αριθμούς. Δυό εκτιμήσεις τόν έκαναν ν' αλλάξει γνώμη: ή συναίσθηση της άπεραντότητας αυτού τού έργου, ή συναίσθηση της αχρηστίας του. Σκέφτηκε πώς, όταν θά πέθαινε, δέν θά 'χε ακόμα τελειώσει τήν ταξινόμηση των παιδικών του αναμνήσεων.
Τά δύο σχέδια πού ανάφερα πιό πάνω (ένα άπειρο λεξιλόγιο γιά τή φυσική σειρά των αριθμών, ένας άχρηστος νοητικός κατάλογος όλων τών παραστάσεων της μνήμης) είναι βέβαια ασύλληπτα, προδίδουν όμως μιά κάποια ψελλή μεγαλοσύνη. Μας επιτρέπουν νά διαβλέψουμε ή νά εικάσουμε τόν ιλιγγιώδη κόσμο τού Φοϋνες• ό όποιος, νά μήν τό ξεχνάμε αυτό, ήταν σχεδόν ανίκανος νά έχει γενικές, πλατωνικές ιδέες. "Οχι μόνο τού ήταν δύσκολο νά καταλάβει πώς τό γενικό σύμβολο σκύλος περικλείει τόσα ανόμοια καί άνισομεγέθη άτομα, αλλά καί τόν ενοχλούσε πού ό σκύλος τών τρεις καί δεκατέσσερα λεπτά (ιδωμένος άπό πλάγια) μπορούσε νά έχει τό ίδιο όνομα μέ τόν σκύλο τών τρεις καί τέταρτο (ιδωμένο άπό μπρος). Κάθε φορά πού κοιταζόταν στον καθρέφτη, κάθε φορά πού κοίταζε τά χέρια του, αιφνιδιαζόταν. Ό Σουίφτ αναφέρει πώς ό αυτοκράτορας της Λιλιπούτης διέκρινε τήν κίνηση τοϋ λεπτοδείκτη- ό Φοΰνες διέκρινε συνεχώς τό αθόρυβο προχώρημα της διάβρωσης, τής σήψης, της κόπωσης. Σημείωνε τήν πρόοδο τοϋ θανάτου, της υγρασίας. Ήταν ό μοναχικός, διαυγής θεατής ενός κόσμου πολύμορφου, στιγμιαίου καί σχεδόν αφόρητα ακριβούς. Ή Βαβυλώνα, τό Λονδίνο καί ή Νέα 'Υόρκη εξουθένωσαν μέ θηριώδη μεγαλοπρέπεια τή φαντασία τών ανθρώπων κανείς όμως, μέσα στους πολυάνθρωπους πύργους τους ή τίς βιαστικές λεωφόρους, δέν έχει νιώσει ποτέ τή θέρμη καί τήν ένταση μιας τόσο ανεξάντλητης πραγματικότητας, όσο εκείνης πού έπεφτε μέρα καί νύχτα πάνω στον δύστυχο Ίρενέο, στή νοτιοαμερικάνικη φτωχογειτονιά του. Δυσκολευόταν πολύ νά κοιμηθεί. Νά κοιμάσαι σημαίνει ν' αφαιρείσαι άπ' τόν κόσμο-
ό Φοϋνες, ανάσκελα στό κρεβάτι του, μές στό σκοτάδι, έφερνε στό νού του κάθε ρωγμή, κάθε γλυφή τών γύρω σπιτιών. (Επαναλαμβάνω πώς ή πιό ασήμαντη άπ' τίς αναμνήσεις του ήταν πιό λεπτομερής καί πιό ζωντανή άπ' τή δική μας αίσθηση ενός φυσικού πόνου ή μιας φυσικής απόλαυσης.) Προς τ' άνα-
94
τολικά, σέ μιά περιοχή πού δέν είχε μπει ακόμα στό σχέδιο, είχαν χτιστεί κάτι καινούρια σπίτια. Ό Φοϋνες δέν τά 'χε δει ποτέ- τά φανταζόταν όμως μαΰρα, ογκώδη, χτισμένα άπό σκοτάδι συμπαγές καί, γιά νά κοιμηθεί, γύριζε πλευρό προς τά κει. Συνήθιζε ακόμα νά φαντάζεται τόν εαυτό του στον βυθό τού ποταμού, νά λικνίζεται εκμηδενισμένος άπ' τό ρεύμα.
Είχε μάθει χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια αγγλικά, γαλλικά, πορτογαλέζικα, λατινικά. 'Υποπτεύομαι ωστόσο πώς δέν ήταν πολύ ικανός στή σκέψη. Σκέψη είναι νά ξεχνάς τίς διαφορές, νά γενικεύεις, νά αφαιρείς. Στον υπερφορτωμένο κόσμο τού Φοΰνες, δέν υπήρχαν παρά λεπτομέρειες, σχεδόν σέ πλήρη ετοιμότητα.
Στην αυλή έπεσε τό συνεσταλμένο φώς τής αυγής. Καί τότε είδα τό πρόσωπο τής φωνής πού μιλούσε όλη τή νύ
χτα. Ό Ίρενέο ήταν δεκαεννιά χρονών είχε γεννηθεί τό 1868-
μού φάνηκε μνημειώδης σάν τόν μπρούντζο, πιό αρχαίος άπ' τήν Αίγυπτο, προγενέστερος τών προφητειών καί τών πυραμίδων. Σκέφτηκα πώς καθεμιά άπ' τίς λέξεις μου (καθεμιά άπ' τίς κινήσεις μου) θά επιζούσε στην αμείλικτη μνήμη του- μέ κυρίευσε ό φόβος όταν σκέφτηκα τίς περιττές χειρονομίες μου νά πολλαπλασιάζονται.
Ό Ίρενέο Φούνες πέθανε τό 1889, άπό συμφόρηση τών πνευμόνων.
1942
95
ΤΟ ΣΧΗΜΑ ΤΟΥ ΣΠΑΘΙΟΥ
Μιά μνησίκακη ουλή αυλάκωνε τό πρόσωπο του- ενα τόξο σταχτί, σχεδόν τέλειο, πού τόν ρυτίδωνε άπό τό μελίγγι ίσαμε τό μάγουλο. Τό αληθινό του όνομα δέν έχει σημασία- όλοι στό Τακουαρεμπό τόν έλεγαν «ό 'Εγγλέζος της Κολοράδα». Ό τσιφλικάς της περιοχής εκείνης, ό Καρδόσο, δέν πουλούσε-
εχω ακούσει πώς ό Εγγλέζος κατέφυγε τότε σ' ενα απρόβλεπτο επιχείρημα: του εκμυστηρεύτηκε τήν ιστορία τής ουλής. Ό Εγγλέζος είχε 'ρθεϊ άπ' τά σύνορα, άπ' τό Ρίο Γκράντε δέλ Σούρ- δέν έλειψαν κι αυτοί πού λέγανε πώς ήτανε κοντραμπα-ντιέρης στή Βραζιλία. Τά χωράφια ήταν χέρσα- τό νερό στίς ποτίστρες γλυφό- γιά νά φτιάξουν όλα αυτά, ό 'Εγγλέζος δούλεψε σκληρά, όσο καί olpeones του. Έλεγαν πώς ήταν αυστηρός μέχρι σκληρότητος, αλλά δίκαιος ως εκεί πού δέν παίρνει. Έλεγαν ακόμη πώς έπινε: κάμποσες φορές τό χρόνο κλειδωνόταν στή σοφίτα κι επανεμφανιζόταν μετά άπό δυό τρεις μέρες, θαρρείς κι έβγαινε μέσ' άπό μιά μάχη ή έναν ίλιγγο- χλωμός, τρεμάμενος, αποσβολωμένος κι έτσι αυταρχικός όπως πρίν. Θυμάμαι τά παγερά του μάτια, τη δραστήρια λιποσαρκία του, τό γκρίζο μουστάκι του. Δέν έκανε παρέα μέ κανέναν είναι αλήθεια πώς τά ισπανικά του ήταν υποτυπώδη, ανάκατα μέ βραζιλιάνικα. 'Εκτός άπό κανένα εμπορικό γράμμα ή τίποτα φυλλάδια, δέν έπαιρνε αλληλογραφία.
Τήν τελευταία φορά πού έκανα ενα ταξίδι βόρεια, μιά πλημμύρα του ποταμού Καραγουατά μ' ανάγκασε νά περάσω τή νύχτα στην Κολοράδα. Δέν χρειάστηκαν παρά λίγα λεπτά γιά νά αισθανθώ ανεπιθύμητος- προσπάθησα νά χαριεντιστώ μέ τόν Εγγλέζο - προσέφυγα στό λιγότερο διορατικό άπ' όλα τά πάθη: τόν πατριωτισμό. Είπα πώς μιά χώρα μέ τό πνεύμα τής 'Αγγλίας δέν μπορεί παρά νά είναι ακατανίκητη. Ό συνομιλητής μου δέν διαφώνησε, πρόσθεσε όμως μ' ενα χαμόγελο ότι εκείνος δέν ήταν "Αγγλος. Ήταν 'Ιρλανδός, άπ' τό Ντανγκάρ-βαν. Καί λέγοντας αυτό, σταμάτησε απότομα, σάν νά 'χε αποκαλύψει ενα μυστικό.
97
Μετά τό δείπνο, βγήκαμε νά δοϋμε τόν ουρανό. Είχε ξαστερώσει, πίσω όμως απ' τους λόφους, ό νοτιάς σκιζόταν καί χα-ρακωνόταν άπ' τίς αστραπές, έφερνε κι άλλη καταιγίδα. Στην ξεστρωμένη τραπεζαρία, ό peon πού μας είχε σερβίρει τό δείπνο έφερε ενα μπουκάλι ρούμι. Ήπιαμε αργά αργά, αμίλητοι.
Δέν ξέρω τί ώρα ήταν, όταν κατάλαβα πώς είχα μεθύσει- κι ούτε ξέρω ποια έμπνευση ή ποια ευφροσύνη ή ποια βαρεμάρα μ' έκανε ν' αναφέρω τήν ουλή. Τό πρόσωπο τοΰ Εγγλέζου άλλαξε έκφραση• γιά λίγα δευτερόλεπτα, πίστεψα πώς θά με πέταγε έξω. Στό τέλος, μού είπε με τή συνηθισμένη φωνή του:
«Θά σας πω τήν ιστορία τής λαβωματιάς μου, αλλά μέ έναν όρο: νά μήν απαλείψω κανένα περιστατικό ατιμίας, καμιά ταπείνωση».
Δέχτηκα. Καί νά ή ιστορία πού μού αφηγήθηκε, μέ ανάκατα αγγλικά κι ισπανικά, ακόμα καί πορτογαλέζικα:
«Γύρω στό 1922, σέ μιά πόλη τοϋ Κόνναχτ, ήμουν ένας άπ' τους τόσους πού συνωμοτούσαν γιά τήν ανεξαρτησία τής 'Ιρλανδίας. 'Απ' τους συντρόφους μου, κάποιοι επέζησαν ασχολούμενοι μέ φιλειρηνικά έργα• άλλοι - κι αυτό είναι πολύ παράδοξο - πολέμησαν στίς θάλασσες ή στην έρημο, κάτω άπ' τήν αγγλική σημαία• ένας άλλος, πού άξιζε πιό πολύ άπ' όλους, πέθανε μιά αυγή στό προαύλιο ενός στρατώνα, τουφεκισμένος άπό άντρες γεμάτους ΰπνο- άλλοι πάλι (όχι οι πιό δυστυχισμένοι) βρήκαν τό ριζικό τους στίς ανώνυμες, σχεδόν μυστικές μάχες τοϋ εμφύλιου. Ήμαστε δημοκράτες, καθολικοί-
ήμαστε, όπως υποψιάζομαι, ρομαντικοί. Γιά μάς, ή 'Ιρλανδία δέν ήταν μόνο τό ουτοπικό μέλλον καί τό αφόρητο παρόν: ήταν μιά πικρή καί τρυφερή μυθολογία, ήταν οι κυκλικοί πύργοι κι οι κόκκινοι βάλτοι, ήταν ή αποπομπή τού Παρνέλ καί τά τεράστια επη πού τραγουδούν τήν αρπαγή τών ταύρων, πού σέ μιά άλλη ενσάρκωση ήταν ήρωες, καί σ' άλλες ψάρια καί βουνά... Ένα σούρουπο, πού δέν θά ξεχάσω ποτέ στή ζωή μου, μας έφτασε ένας σύντροφος άπ' τό Μύνστερ: κάποιος Τζόν Βίνσεντ Μούν.
»Θά 'ταν δέ θά 'ταν είκοσι χρονώ. Ήταν ταυτόχρονα αδύνατος καί πλαδαρός• σού 'δίνε τή δυσάρεστη εντύπωση ότι ήταν ασπόνδυλος. Είχε μελετήσει μέ πάθος καί ματαιοδοξία όλες τίς σελίδες κι εγώ δέν ξέρω ποιου κομμουνιστικού έγχει-
98
ριδίου- ό διαλεκτικός υλισμός τοϋ χρησίμευε γιά νά κλείνει οποιαδήποτε συζήτηση. Οι λόγοι πού μπορεί νά 'χει ένας άνθρωπος γιά νά μισήσει κάποιον άλλο ή νά τόν αγαπήσει είναι άπειροι: ό Μούν συρρίκνωνε τήν Παγκόσμια 'Ιστορία σέ μιά βρομερή οικονομική διαμάχη. Έλεγε κατηγορηματικά ότι ή επανάσταση ήταν προορισμένη νά θριαμβεύσει. Τού είπα πώς ένας gentleman δέν μπορεί παρά νά ενδιαφέρεται μόνο γιά χαμένες υποθέσεις... Είχε κιόλα νυχτώσει• συνεχίσαμε τίς διχογνωμίες μας στό διάδρομο, στίς σκάλες, στους άδειους δρόμους. Δέν μ' εντυπωσίαζαν τόσο πολύ οι απόψεις τού Μούν όσο τό αδιαμφισβήτητο δογματικό του ΰφος. Ό καινούριος σύντροφος δέν συζητούσε: αποφαινόταν μέ άκαταδεξία καί μέ κάποια οργή.
»Καθώς φτάναμε στά τελευταία σπίτια, μιά ξαφνική όμοβροντία μας κατακεραύνωσε. (Λίγο πρίν ή λίγο μετά, πηγαίναμε σύρριζα στό γυμνό τοίχο μιας φάμπρικας ή ενός στρατώνα.) Στρίψαμε σ' ενα χωματόδρομο• άπό μιά φλεγόμενη παράγκα, ξεπρόβαλε ένας στρατιώτης, πελώριος μές στό φέγγος τής φωτιάς. Μάς φώναξε νά σταματήσουμε. Τάχυνα τό βήμα μου- ό σύντροφος δέν μ' ακολούθησε. Γύρισα νά δώ: ό Τζόν Βίνσεντ Μούν ήταν ακίνητος, σαγηνευμένος, μαρμαρωμένος θαρρείς άπ' τόν τρόμο. Έτρεξα αμέσως, έριξα χάμω τόν στρατιώτη μ' ενα χτύπημα, πήγα στον Βίνσεντ Μούν, τόν ταρακούνησα, τού 'βαλα τίς φωνές, τόν διέταξα νά μ' ακολουθήσει. Πήραμε τρέχοντας τους δρόμους, μέσα στή νύχτα πού ήταν διάτρητη άπό τίς φωτιές. Μιά άλλη όμοβροντία μάς πήρε στό κυνήγι• μιά σφαίρα έξυσε τόν δεξιό ώμο τού Μούν καθώς τρέχαμε μέσα στά πεύκα, άκουγα τ' αναφιλητά του.
»Έκεΐνο τό φθινόπωρο τού 1922, είχα βρει καταφύγιο στην έπαυλη τού στρατηγού Μπέρκλεϋ, ό όποιος (δέν τόν είχα δει ποτέ μου) ασκούσε κάποια διοικητικά καθήκοντα στή Βεγγά-λη• τό οίκημα δέν ήταν ούτε εκατό χρόνων, άλλα ήταν ρημαγμένο, θεοσκότεινο, γεμάτο μπερδεμένους διαδρόμους καί περιττούς προθαλάμους. Τό μουσείο κι ή τεράστια βιβλιοθήκη έπιαναν όλο τό ισόγειο: τά επίμαχα καί αντιφατικά βιβλία πού, κατά κάποιον τρόπο, είναι ή Ιστορία τοΰ 19ου αιώνα• τά γιαταγάνια άπό τό Νασιπουρ, πού τά λαφυραγωγημένα τους τόξα άνέδιδαν θαρρείς τόν άνεμο καί τή βία τών μαχών. Ά ν
99
θυμάμαι καλά, μπήκαμε άπ' τήν πίσω πόρτα. Ό Μούν, μέ τά χείλια του τρεμάμενα καί στεγνά, ψιθύρισε πώς τά νυχτερινά επεισόδια είχαν ενδιαφέρον του 'δεσα τήν πληγή, τοϋ 'φτιαξα ενα τσάι' τό "τραύμα" του ήταν επιπόλαιο. Ξαφνικά, ψέλλισε σάν νά τά 'χε χαμένα:
"Μά εσείς ριψοκινδυνεύσατε πολύ!" »Τού είπα νά μήν ανησυχεί. (Έκανα δ,τι έκανα, άπ' τη συ
νήθεια τού εμφύλιου• έπειτα, ή σύλληψη ενός μέλους μπορούσε νά κάνει κακό στον αγώνα μας.)
»Τήν άλλη μέρα, ό Μούν είχε ξαναβρεί τόν εαυτό του. Δέχτηκε ενα τσιγάρο πού τοϋ πρόσφερα καί μέ υπέβαλε σέ εξονυχιστική ανάκριση γιά τους "οικονομικούς πόρους τού επαναστατικού μας κόμματος". Τά ερωτήματα του ήταν πολύ ξεκάθαρα- του είπα (καί δέν έλεγα ψέματα) πώς ή κατάσταση ήταν σοβαρή. Βαριές όμοβροντίες συγκλόνιζαν τόν νότο. Είπα στον Μούν ότι οί σύντροφοι θά μας περίμεναν. Τό πανωφόρι μου καί τό περίστροφο μου ήταν στό δωμάτιο μου- όταν γύρισα, ό Μούν ήταν ξαπλωμένος στον σοφά, μέ τά μάτια κλειστά. Είπε πώς πρέπει νά είχε πυρετό• προφασίστηκε έναν οδυνηρό σπασμό στον ώμο.
»Τότε κατάλαβα πώς ή δειλία του ήταν αθεράπευτη. Τού συνέστησα αδέξια νά προσέχει κι έφυγα. Αυτός ό φοβισμένος άνθρωπος μ' έκανε νά ντρέπομαι, θαρρείς κι ήμουν εγώ ό δειλός, όχι ό Βίνσεντ Μούν. "Ο,τι κάνει ένας άνθρωπος είναι σάν νά τό 'χουν κάνει όλοι οί άνθρωποι. Δέν είναι άδικο λοιπόν πού ενα κρούσμα απειθαρχίας σ' έναν κήπο μόλυνε τό ανθρώπινο γένος- δέν είναι άδικο λοιπόν πού ή σταύρωση ενός καί μόνο 'Ιουδαίου ήταν αρκετή γιά νά τό σώσει. "Ισως έχει δίκιο ό Σοπενάουερ: εγώ είμαι οί άλλοι, κάθε άνθρωπος είναι όλοι οί άνθρωποι, ό Σαίξπηρ είναι κατά κάποιον τρόπο αυτός ό άθλιος Τζόν Βίνσεντ Μούν.
»Περάσαμε εννέα μέρες στό θεόρατο σπίτι τού στρατηγού. Δέν θά πώ τίποτα γιά τίς αγωνίες καί τίς εκλάμψεις τοϋ πολέμου: σκοπός μου είναι νά σας πώ τήν ιστορία τούτης δώ της ουλής πού μέ προσβάλλει. Αυτές λοιπόν οί εννέα μέρες μέσα στό μυαλό μου είναι μιά μέρα, άν εξαιρέσουμε τήν προτελευταία, πού οί δικοί μας μπήκαν σ' ενα στρατώνα καί καταφέραμε νά πάρουμε ακριβή εκδίκηση γιά τους δεκάξι συντρόφους
100
Ι
πού τουφεκίστηκαν στό Έλφιν. Έβγαινα άπ' τό σπίτι μέ τό συγκεχυμένο φως τού ξημερώματος καί γύριζα μέ τό πού βράδιαζε. Ό σύντροφος μου μέ περίμενε στό πρώτο πάτωμα: τό τραύμα δέν τού επέτρεπε νά κατέβει στό ισόγειο. Τόν θυμάμαι μ' ενα βιβλίο πολεμικής στρατηγικής στό χέρι: Φ.Ν. Μοντ ή Κλαούζεβιτς. "Τό όπλο πού προτιμώ είναι τό πυροβόλο", μοΰ εξομολογήθηκε μιά νύχτα. Ρωτούσε γιά τά σχέδια μας• τού άρεσε νά τά επικρίνει ή νά τά διορθώνει. Συχνά, επίσης, κατηγορούσε τήν "αξιοθρήνητη οικονομική μας βάση"• δογματικός καί σκυθρωπός, προφήτευε τό καταστροφικό τέλος. C'est une affaire flambée, μουρμούριζε. Γιά νά δείξει πόσο λίγο τόν ενδιέφερε ή φυσική του δειλία, μεγιστοποιούσε τήν πνευματική του αλαζονεία. Έτσι, καλά ή κακά, πέρασαν εννέα μέρες.
»Τή δέκατη μέρα, ή πόλη έπεσε οριστικά στίς δυνάμεις των Black and Tans. Ψηλοί, σιωπηλοί έφιπποι περιπολούσαν στους δρόμους• ό αέρας έφερνε στάχτη καί καπνιά• σέ μιά γωνιά είδα ενα πτώμα ριγμένο στό δρόμο. Πιό επίμονη όμως είναι ή θύμηση πού εχω άπό ενα ανδρείκελο: τό 'χαν πετάξει οί στρατιώτες στό κέντρο μιας πλατείας καί τό πυροβολούσαν ασταμάτητα... Είχα βγεϊ χαράματα άπ' τό σπίτι- πρίν μεσημεριάσει, είχα επιστρέψει. Ό Μούν ήταν στή βιβλιοθήκη καί μιλούσε μέ κάποιον άπ' τόν τόνο της φωνής του, κατάλαβα πώς μιλούσε στό τηλέφωνο. Τότε άκουσα τ' όνομα μου- ύστερα πώς θά γύριζα στίς εφτά, ύστερα τήν υπόδειξη νά μέ συλλάβουν όταν θά περνούσα τόν κήπο. Ό λογικός μου φίλος μέ πουλούσε σέ λογική τιμή. Τόν άκουσα νά ζητά εγγυήσεις γιά τήν προσωπική του ασφάλεια.
»Έδώ, ή ιστορία μου μπερδεύεται καί χάνεται. Ξέρω πώς κυνήγησα τόν καταδότη μέσα άπό σκοτεινούς εφιαλτικούς διαδρόμους, πάνω σέ ατέλειωτες ιλιγγιώδεις σκάλες. Ό Μούν γνώριζε πολύ καλά τό σπίτι, πολύ καλύτερα άπό μένα. Τόν έχασα μιά δυό φορές. Τόν στρίμωξα όμως, πρίν μέ σταματήσουν οί στρατιώτες. Ά π ό μιά κρεμασμένη στολή τού στρατηγού τράβηξα ενα γιαταγάνι- μ' εκείνο τό μισοφέγγαρο άπό ατσάλι χάραξα στό πρόσωπο του, γιά πάντα, ενα μισοφέγγαρο άπό αίμα. 'Ακουστέ, Μπόρχες: έκανα αυτή τήν εξομολόγηση σέ σας, πού είστε ένας άγνωστος. Ή περιφρόνηση σας δέν θά μέ λυπήσει τόσο πολύ».
101
!
'Εδώ, ό αφηγητής σταμάτησε. Πρόσεξα πώς τά χέρια του έτρεμαν.
«Καί ό Μούν;» τόν ρώτησα. «Πήρε τά τριάντα αργύρια καί τό 'σκάσε στή Βραζιλία.
'Εκείνο τό απόγευμα, στην πλατεία, είδα κάτι μεθυσμένους νά πυροβολούν ενα ανδρείκελο».
Μάταια περίμενα τή συνέχεια τής ιστορίας. Κάποια στιγμή, τού είπα νά συνεχίσει.
Καί τότε, ένας λυγμός τόν τάραξε σύγκορμο- καί τότε, μέ μιά αδύναμη πραότητα, μού έδειξε τήν καμπύλη, άσπριδερή ουλή.
«Δέν μέ πιστεύετε;» ψέλλισε. «Δέν εχω έδώ, στό πρόσωπο μου πάνω, τό σημάδι τής ατιμίας μου; Σας αφηγήθηκα τήν ιστορία μέ τέτοιον τρόπο, ώστε νά μ' ακούσετε ώς τό τέλος. Έγώ κατέδωσα τόν άνθρωπο πού μέ προστάτεψε- εγώ είμαι ό Βίνσεντ Μούν. Καί τώρα, περιφρονήστε με».
-.... 1942
102
ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΠΡΟΔΟΤΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΗΡΩΑ
So the Platonic Year Whirls out new right and wrong, Whirls in the old instead; All men are dancers and their tread Goes to the barbarous clangour of a gong.
W.B. Yeats: The Tower
'Υπό την σημαντική επίδραση τού Τσέστερτον (έπινοητή καί καλλωπιστή κομψών μυστηρίων) καί τού αυλικού συμβούλου Λάιμπνιτς (εφευρέτη τής προ-καθεστηκυίας αρμονίας), φαντάστηκα, κάτι αργόσχολα απογεύματα, αυτό τό θέμα γιά διήγημα, πού μπορεί νά τό αναπτύξω μιά μέρα, άλλα πού ήδη κατά κάποιον τρόπο μέ δικαιώνει. Λείπουν λεπτομέρειες, διορθώσεις, προσαρμογές- υπάρχουν ζώνες τής ιστορίας πού δέν μού, έχουν αποκαλυφθεί ακόμα- νά πάνω κάτω πώς τή βλέπω σήμερα, 3 'Ιανουαρίου τού 1944:
Ή δράση εκτυλίσσεται σέ μιά χώρα καταπιεσμένη καί ανένδοτη: Πολωνία, 'Ιρλανδία, 'Ενετική Δημοκρατία, κάποιο νο-τιοαμερικάνικο ή βαλκανικό κράτος... Μάλλον «έχει έκτυλι-χθεΐ» γιατί, μόλο πού ό αφηγητής είναι σύγχρονος, ή ιστορία πού αφηγείται συνέβη στά μέσα ή στίς αρχές τού 19ου αιώνα. "Ας πούμε (γιά λόγους αφηγηματικής ευκολίας) 'Ιρλανδία- ας πούμε 1824. Ό αφηγητής λέγεται Ράιαν είναι δισέγγονος τού παλικαριού, τού ηρωικού, τού ωραίου, τού δολοφονημένου Φέργκιους Κιλπάτρικ, πού ό τάφος του συλήθηκε μυστηριωδώς, πού τ' όνομα του άγλαΐζει τους στίχους τού Μπράούνινγκ καί τού Ούγκό, πού τό άγαλμα του δεσπόζει σ' έναν γκρίζο λόφο ανάμεσα σέ κόκκινους βάλτους.
Ό Κιλπάτρικ ήταν ένας συνωμότης, ένας μυστικός καί δοξασμένος αρχηγός συνωμοτών ίδια μέ τόν Μωυσή πού είδε άπό μακριά, άπό τή γή τού Μοάβ, αλλά δέν μπόρεσε νά πατήσει, τή Γή τής 'Επαγγελίας, έτσι καί ό Κιλπάτρικ χάθηκε τήν παραμονή τής νικηφόρας εξέγερσης πού είχε προαισθανθεΐ καί ονειρευόταν. Ή επέτειος τής πρώτης εκατονταετίας άπ' τόν θάνατο του πλησιάζει- οι περιστάσεις τής δολοφονίας είναι αινιγματικές- ό Ράιαν, πού έχει αφοσιωθεί στή συγγραφή μιας
103
βιογραφίας τοϋ ήρωα, ανακαλύπτει πώς τό αίνιγμα ξεπερνά τά όρια μιας καθαρά αστυνομικής έρευνας. Ό Κιλπάτρικ δολοφονήθηκε μέσα σ' ενα θέατρο- ή βρετανική αστυνομία δέν βρήκε ποτέ τόν δράστη• οί ιστορικοί δηλώνουν πώς ή αποτυχία της αύτη δέν αμαυρώνει τό καλό της όνομα, γιατί μπορεί καί νά τόν σκότωσε ή 'ίδια ή αστυνομία. "Αλλες πτυχές τοϋ αινίγματος άπασχολοϋν τόν Ράιαν. Ό χαρακτήρας τους είναι κυκλικός: φαίνεται σάν νά επαναλαμβάνονται ή σάν νά συνδυάζονται γεγονότα διαφορετικών τομέων, διαφορετικών εποχών. Κανένας, φέρ' ειπείν, δέν αγνοεί πώς οί αστυνομικοί πού εξέτασαν τό πτώμα τοϋ ήρωα βρήκαν πάνω του ενα σφραγισμένο γράμμα, πού τόν προειδοποιούσε γιά τόν κίνδυνο νά πάει στό θέατρο εκείνο τό βράδυ• τό ίδιο καί ό 'Ιούλιος Καίσαρας: καθώς πήγαινε στό μέρος όπου τόν περίμεναν τά στιλέτα τών φίλων του, πήρε ενα σημείωμα πού δέν διάβασε ποτέ καί πού ξεσκέπαζε την προδοσία, μέ όλα τά ονόματα τών προδοτών. Ή γυναίκα τοϋ Καίσαρα, ή Καλπουρνία' είδε στον ύπνο της νά γκρεμίζεται ένας πύργος πού τοϋ είχε αφιερώσει ή Σύγκλητος• την παραμονή τοϋ θανάτου τοϋ Κιλπάτρικ, ψευδείς καί ανώνυμες φήμες πληροφόρησαν όλη τή χώρα πώς ό κυκλικός πύργος τοϋ Κιλγκάρβαν είχε πάρει φωτιά - γεγονός πού μποροϋσε νά εκληφθεί καί ως οιωνός, άφοΰ ό Κιλπάτρικ είχε γεννηθεί στό Κιλγκάρβαν. Αυτοί (καί άλλοι) παραλληλισμοί της ιστορίας τοϋ Καίσαρα καί τής ιστορίας ενός ιρλανδού συνωμότη όδηγοΰν τόν Ράιαν νά υποψιαστεί ενα μυστικό σχήμα τοϋ χρόνου, ενα σχέδιο πού οί γραμμές του επαναλαμβάνονται. Βάζει μέ τό νοϋ του τή δεκαδική Ιστορία πού φαντάστηκε ό Κοντορ-σέ• τίς μορφολογίες πού πρότειναν ό Χέγκελ, ό Σπένγκλερ καί ό Βίκο- τους ανθρώπους τοϋ Ησιόδου, πού εκφυλίζονται άπό τό χρυσό στό χάλκινο γένος. Βάζει μέ τό νοϋ του τή μετεμψύχωση, τή θεωρία πού χαρίζει φρίκη στην κελτική λογοτεχνία καί πού ό ίδιος Καίσαρας απέδιδε στους βρετανούς δρυΐδες• βάζει μέ τό νοϋ του πώς, πρίν νά είναι ό Φέργκιους Κιλπάτρικ, ό Φέργκιους Κιλπάτρικ ήταν ό 'Ιούλιος Καίσαρας. Ένα περίεργο νέο στοιχείο έρχεται νά τόν σώσει απ' αυτούς τους κυκλικούς λαβυρίνθους, ενα στοιχείο πού δέν αργεί νά τόν βυθίσει σέ άλλους λαβυρίνθους, πιό ανεξιχνίαστους καί πιό ετερογενείς: τά λόγια πού είπε ένας ζητιάνος στον Κιλπάτρικ τή
104
μέρα τοϋ θανάτου του είχαν προλεχθεί άπό τόν Σαίξπηρ στην τραγωδία Μακμπέθ. Τό νά είχε αντιγράψει ή Ιστορία τήν Ιστορία ήταν ήδη κάτι εκπληκτικό- τό ν' αντιγράφει ή 'Ιστορία τή Λογοτεχνία είναι αδιανόητο... Ό Ράιαν ανακαλύπτει πώς, τό 1814, ό Τζέιμς 'Αλεξάντερ Νόλαν, ό πιό παλιός σύντροφος τοϋ ήρωα, είχε μεταφράσει στά γαελικά τά κυριότερα δράματα τοϋ Σαίξπηρ• ανάμεσα τους, ό 'Ιούλιος Καίσαρας. Βρίσκει ακόμα στά αρχεία ένα χειρόγραφο άρθρο τοϋ Νόλαν γιά τά Festspiele τής 'Ελβετίας• κολοσσιαίες καί πλανόδιες θεατρικές παραστάσεις, πού απαιτούν χιλιάδες ηθοποιούς καί αναπλάθουν ιστορικά επεισόδια στίς ίδιες πόλεις καί στά 'ίδια βουνά όπου συνέβησαν. "Ενα άλλο ανέκδοτο ντοκουμέντο τοϋ αποκαλύπτει πώς, λίγες μέρες πρίν τό τέλος, ό Κιλπάτρικ, προεδρεύοντας στην τελευταία σύναξη, είχε υπογράψει τή θανατική καταδίκη ενός προδότη, πού τό όνομα του ήταν σβησμένο. Ή καταδίκη αυτή δέν ταίριαζε μέ τίς εύσπλαχνικές συνήθειες τοϋ Κιλπάτρικ. Ό Ράιαν ερευνά τό θέμα (ή έρευνα αυτή είναι ενα άπό τά κενά τής δικής μου αφήγησης) καί κατορθώνει νά λύσει τό αίνιγμα.
Ό Κιλπάτρικ δολοφονήθηκε μέσα σ' ενα θέατρο, άλλα θέατρο ήταν κι ή πόλη ολόκληρη, κι οί ηθοποιοί ήταν μιά λεγεώνα, καί τό δράμα, πού κορυφώθηκε μέ τό θάνατο του, παιζόταν πολλά μερόνυχτα. Παραθέτω τά γεγονότα:
Στίς 2 Αυγούστου 1824, οί συνωμότες συγκεντρώθηκαν. Ή χώρα ήταν ώριμη γιά τήν εξέγερση• κάτι όμως δέν πήγαινε καλά: υπήρχε ένας προδότης στην ομάδα. Ό Φέργκιους Κιλπάτρικ είχε αναθέσει στον Τζέιμς Νόλαν νά τόν βρει. Ό Νόλαν έφερε σέ πέρας τό έργο του: ανακοίνωσε στή μέση τής συνεδρίασης πώς ό προδότης ήταν ό ίδιος ό Κιλπάτρικ. 'Απέδειξε μέ αδιαμφισβήτητα στοιχεία τήν αλήθεια τής κατηγορίας του• οί συνωμότες καταδίκασαν σέ θάνατο τόν πρόεδρο τους. 'Εκείνος προσυπέγραψε τήν ίδια του τήν καταδίκη, παρακάλεσε όμως ή τιμωρία του νά μή βλάψει τήν πατρίδα του.
Τότε, ό Νόλαν συνέλαβε ένα παράξενο σχέδιο. Ό Κιλπάτρικ ήταν τό είδωλο τών 'Ιρλανδών καί ή πιό αμυδρή υποψία τής ατιμίας του θά έθετε σέ κίνδυνο τήν εξέγερση• ό Νόλαν πρότεινε λοιπόν ενα σχέδιο, πού μετέτρεπε τήν εκτέλεση τοϋ προδότη σέ όπλο γιά τή χειραφέτηση τής πατρίδας. Εισηγήθη-
105
κε τη θανάτωση τού καταδικασμένου άπό έναν άγνωστο δολοφόνο, κάτω άπό εσκεμμένα δραματικές συνθήκες, πού θά 'με-ναν χαραγμένες στή λαϊκή φαντασία καί θά έπέσπευδαν τήν εξέγερση. Ό Κιλπάτρικ ορκίστηκε νά συνεργαστεί στην εφαρμογή αυτού τού σχεδίου, πού θά τού 'δίνε τήν ευκαιρία νά εξιλεωθεί καί πού ό θάνατος του θά τό βοηθούσε ν' άνθοβολήσει.
Ό Νόλαν, πιεσμένος άπ' τόν χρόνο, δέν κατάφερνε νά επινοήσει όλες τίς περιστάσεις τής πολλαπλής εκτέλεσης• χρειάστηκε λοιπόν νά προστρέξει σ' έναν άλλο δραματουργό, τόν άγγλο εχθρό Ούίλλιαμ Σαίξπηρ. 'Ιδιοποιήθηκε σκηνές άπ' τόν Μακμπέθ, τόν 'Ιούλιο Καίσαρα. Ή δημόσια καί μυστική παράσταση κράτησε πολλές μέρες. Ό θανατοποινίτης μπήκε στό Δουβλίνο, συζήτησε, δούλεψε, προσευχήθηκε, κατέκρινε, πρόφερε λόγια πάθους, καί καθεμιά άπ' αυτές τίς πράξεις, πού θά αντανακλούσαν στή δόξα του, είχε προκαθοριστεί άπό τόν Νόλαν. Εκατοντάδες ηθοποιοί συνεργάστηκαν μέ τόν πρωταγωνιστή• άλλων ό ρόλος ήταν σύνθετος, άλλων στιγμιαίος. "Οσα είπαν καί έπραξαν σώζονται στά βιβλία τής Ιστορίας, στην παράφορη μνήμη τής 'Ιρλανδίας. Παρασυρμένος άπ' αυτή τή μοίρα, πού είχε καταστρωθεί μέχρι καί τήν τελευταία της λεπτομέρεια, άπό τή μοίρα πού τόν εξιλέωνε καί τόν οδηγούσε στό χαμό, ό Κιλπάτρικ εμπλούτισε συχνά τό κείμενο τοϋ ρόλου του μέ αυτοσχέδιες πράξεις καί κουβέντες. "Ετσι έκτυλίχτηκε στό χρόνο τό πολυάνθρωπο δράμα, ώσπου, στίς 6 Αυγούστου 1824, σ' ενα θεωρείο μέ πένθιμες κουρτίνες, πού προοιώνιζε εκείνο τού Λίνκολν, μιά ευλογημένη σφαίρα σφηνώθηκε στό στήθος τού προδότη καί τού ήρωα πού μέ πολλή δυσκολία κατάφερε νά αρθρώσει, ανάμεσα σέ δύο απροσδόκητες αιμοπτύσεις, τά λόγια πού είχαν προβλεφθεί.
Στό έργο τού Νόλαν, οι δάνειες περικοπές άπό τόν Σαίξπηρ είναι οι λιγότερο δραματικές• ό Ράιαν υποψιάζεται πώς ό συγγραφέας τίς παρενέβαλε ακριβώς γιά νά μπορέσει κάποιος, στό μέλλον, νά βρει τήν αλήθεια. Συνειδητοποιεί τότε πώς κι αυτός ό ίδιος αποτελεί μέρος τής πλοκής τού Νόλαν... Μετά άπό πολλή περισυλλογή, αποφασίζει νά αποσιωπήσει τήν ανακάλυψη του. 'Εκδίδει ενα βιβλίο-άφιέρωμα στην δόξα τοϋ ήρωα- ίσως, ακόμα κι αυτό, νά είχε προβλεφθεί.
106
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΠΥΞΙΔΑ
Στην Μάντι Μολίνα Βεδία
Ά π ό τά τόσα καί τόσα προβλήματα πού εξάσκησαν τή ριψοκίνδυνη οξυδέρκεια τού Λόνροτ, κανένα δέν ήταν τόσο παράξενο - τόσο κυριολεκτικά παράξενο, θά λέγαμε - όσο ή περιοδική σειρά των αιματοχυσιών, πού κορυφώθηκαν στην έπαυλη Triste-le-Roy μέσα στην ανεξάντλητη ευωδιά των ευκαλύπτων. Είναι αλήθεια πώς ό Έρικ Λόνροτ δέν κατάφερε νά αποτρέψει τόν τελευταίο φόνο, κανείς όμως δέν μπορεί νά αμφισβητήσει ότι τόν είχε προβλέψει. Μπορεί επίσης νά μη μάντεψε τήν ταυτότητα τού δύστυχου δολοφόνου τοϋ Γιαρμολίνσκι, ανακάλυψε όμως τή μυστική μορφολογία τής σατανικής σειράς, καθώς καί τή συμμετοχή τού Ρέντ Σκάρλαχ, τό δεύτερο ψευδώνυμο τού οποίου είναι Σκάρλαχ ό Δανδής. Ό εγκληματίας αυτός (όπως καί τόσοι άλλοι) είχε πάρει όρκο στην τιμή του νά σκοτώσει τόν Λόνροτ, ό όποιος όμως δέν έδειχνε νά φοβάται. Ό Λόνροτ θεωρούσε τόν εαυτό του έναν διαλογιστή, έναν Όγκύστ Ντυπέν, κι άς είχε πάνω του κάτι τού τυχοδιώκτη καί τού τζογαδόρου.
Ό πρώτος φόνος έγινε στό Hotel du Nord. Τό πανύψηλο αυτό πρίσμα δεσπόζει στίς εκβολές τού πόταμου, πού τά νερά του έχουν τό χρώμα τής έρημου. Σ' αυτόν λοιπόν τόν πύργο (πού συνδυάζει εμφανέστατα τήν απεχθή λευκότητα των νοσοκομείων, τήν αριθμημένη κατάτμηση των φυλακών καί τή γενική εμφάνιση τών πορνείων) κατέφθασε στίς 3 Δεκεμβρίου ό αντιπρόσωπος τού Ποντόλσκ στό Τρίτο Ταλμουδικό Συνέδριο, δόκτωρ Μαρσέλ Γιαρμολίνσκι, ένας άντρας μέ γκρίζα γενειάδα καί γκρίζα μάτια. Δέν θά μάθουμε ποτέ αν τό Hotel du Nord τόν ικανοποίησε: τό δέχτηκε μέ τήν πανάρχαιη καρτερικότητα πού τού είχε επιτρέψει νά αντέξει τρία χρόνια στον πόλεμο τών Καρπαθίων καί τρεις χιλιάδες χρόνια καταπίεσης καί πογκρόμ. Τού έδωσαν ενα δωμάτιο στον όροφο R, απέναντι άπό τή suite πού είχε καταλάβει, όχι χωρίς μεγαλοπρέπεια, ό Τετράρχης τής Γαλιλαίας. Ό Γιαρμολίνσκι δείπνησε, ανέβαλε
107
γιά τήν επομένη την εξερεύνηση της άγνωστης πολιτείας, τακτοποίησε σ' ένα placard τά πολλά βιβλία του καί τά λίγα προσωπικά του είδη καί, πρίν τά μεσάνυχτα, έσβησε τό φως. (Αυτό κατέθεσε ό chauffeur τοϋ Τετράρχη, πού κοιμόταν στό διπλανό δωμάτιο.) Στίς 4 τοϋ μήνα, στίς 11.03' π.μ., τοϋ τηλεφώνησε ένας συντάκτης τής Yidische Zeitung• ό δόκτωρ Γιαρ-μολίνσκι δέν απαντούσε- τόν βρήκαν στό δωμάτιο του, μέ τό πρόσωπο του νά 'χει ήδη αρχίσει νά μπλαβίζει, σχεδόν γυμνό κάτω άπό μιά φαρδιά, αναχρονιστική μπέρτα. Ήταν πεσμένος όχι μακριά άπ' τήν πόρτα πού έβγαζε στό διάδρομο- μιά βαθιά μαχαιριά τού 'χε ανοίξει στά δυό τό στήθος. Λίγες ώρες αργότερα, στό 'ίδιο δωμάτιο, ανάμεσα σέ δημοσιογράφους, φωτορεπόρτερ κι αστυνομικούς, ό επιθεωρητής Τρεβιράνους καί ό Λόνροτ κουβέντιαζαν τό πρόβλημα μέ ηρεμία.
«Δέ χρειάζεται νά ψάχνουμε ψύλλους στ' άχυρα», είπε ό Τρεβιράνους κραδαίνοντας ενα αυτοκρατορικό ποϋρο. «"Ολοι ξέρουμε πώς ό Τετράρχης τής Γαλιλαίας διαθέτει τά καλύτερα ζαφείρια στον κόσμο. Κάποιος θέλησε νά τά κλέψει καί τρύπωσε έδώ κατά λάθος. Ό Γιαρμολίνσκι ξύπνησε- ό κλέφτης αναγκάστηκε νά τόν σκοτώσει. Πώς σας φαίνεται;»
«Πιθανόν, πλην ελάχιστα ενδιαφέρον», αποκρίθηκε ό Λόνροτ. «Θά μού πείτε πώς ή πραγματικότητα δέν πρέπει σώνει καί καλά νά είναι ενδιαφέρουσα. Κι εγώ θά σας απαντήσω πώς, όντως, ή πραγματικότητα μπορεί νά απαλλαγεί άπ' αυτή τήν υποχρέωση, όχι όμως καί ή εικοτολογία. Στή δική σας εικασία, ή τύχη παρεμβαίνει πλουσιοπάροχα. "Εχουμε έδώ έναν νεκρό ραβίνο- εγώ θά προτιμοϋσα μιαν αμιγώς ραβινική εξήγηση καί όχι τίς φανταστικές κακοτυχίες ενός φανταστικού λωποδύτη».
Ό Τρεβιράνους αποκρίθηκε κακοδιάθετος: «Καρφί δέν μού καίγεται γιά τίς ραβινικές εξηγήσεις. 'Εμέ
να μ' ενδιαφέρει νά πιάσω τόν άνθρωπο πού μαχαίρωσε αυτόν τόν άγνωστο».
«"Οχι καί τόσο άγνωστο», τόν διόρθωσε ό Λόνροτ. «Κοιτάξτε τ' "Απαντά του...»
Καί έδειξε στό placard μιά ολόκληρη σειρά ψηλά βιβλία: μία 'Υπεράσπιση τής καδδάλας, μία 'Εξέταση τής φιλοσοφίας τοϋ Ρόμπερτ Φλάντ, μία κατά λέξη μετάφραση τοϋ Σεφέρ Γιεζι-
108
ράχ, μία Βιογραφία τοϋ Μπάαλ Σέμ, μία 'Ιστορία τής αίρεσης των Χασιντίμ, μία μονογραφία (στά γερμανικά) μέ θέμα τό Τε-τραγράμματον κι άλλη μία γιά τή θεία ονοματολογία τής Πεντατεύχου. Ό επιθεωρητής τά κοίταξε μέ δέος, αν όχι μέ αποστροφή. Ύστερα, έβαλε τά γέλια.
«Έγώ είμαι ένας φτωχός χριστιανός», είπε. «Πάρ' τα όλα αυτά τά σκοροφαγωμένα βιβλία άμα τά θέλεις- δέν μπορώ νά χάνω τό χρόνο μου σέ έβραίικες δεισιδαιμονίες».
«Μπορεί κι αυτό τό έγκλημα ν' ανήκει στην ιστορία αυτών ακριβώς των δεισιδαιμονιών», μουρμούρισε ό Λόνροτ.
«Όπως κι ό χριστιανισμός», τόλμησε νά προσθέσει ό συντάκτης τής Yidische Zeitung. Ήταν μύωψ, άθεος καί πολύ ντροπαλός.
Κανείς δέν τού απάντησε. Ένας άπό τους αστυνομικούς είχε βρει στή μικρή γραφομηχανή ενα φύλλο χαρτί μέ τήν έξης μισοτελειωμένη φράση:
Τό πρώτο γράμμα τοϋ 'Ονόματος έχει προφερθεί
Ό Λόνροτ κρατήθηκε νά μή χαμογελάσει. Βιβλιόφιλος ή έβραϊστής άπ' τή μιά στιγμή στην άλλη, παράγγειλε νά τού φτιάξουν ενα δέμα μέ τά βιβλία τού νεκροϋ καί τά κουβάλησε στό διαμέρισμα του. 'Αδιάφορος γιά τήν πορεία τής αστυνομικής έρευνας, αφοσιώθηκε στή μελέτη τους. Ένα μεγάλο βιβλίο σέ όγδοο σχήμα τού αποκάλυψε τίς διδασκαλίες τού Ίσραέλ Μπάαλ Σέμ Τόμπχ, ιδρυτή τής αίρεσης των Ευλαβών ενα άλλο τίς αρετές καί τους τρόμους τοϋ Τετραγραμμάτου, πού είναι τό άπρόφερτο "Ονομα τού θεού - ένα άλλο τή θέση ότι ό θεός έχει ένα μυστικό όνομα, πού περικλείει (όπως ή κρυστάλλινη σφαίρα πού οι Πέρσες αποδίδουν στον 'Αλέξανδρο τόν Μακεδόνα) τήν ένατη ίδιότητά του, τήν αιωνιότητα - δηλαδή τήν άμεση καί ταυτόχρονη γνώση όλων τών πραγμάτων πού θά είναι, είναι καί ήταν στό σύμπαν. Ή παράδοση καταγράφει ενενήντα εννέα ονόματα τοϋ θεοϋ- οι έβραϊστές αποδίδουν αυτόν τόν ατελή αριθμό στον μαγικό τρόμο γιά τά άρτια ψηφία- οι Χασιντίμ υποστηρίζουν πώς αυτό τό χάσμα μαρτυρεί ένα εκατοστό όνομα - τό 'Απόλυτο "Ονομα.
'Απ' αυτή τήν όψιμη φιλομάθεια τόν διέκοψε ύστερα άπό λίγες μέρες ή επίσκεψη τού συντάκτη τής Yidische Zeitung. Ήθε-
109
λε νά κουβεντιάσουν γιά τη δολοφονία- ό Λόνροτ προτίμησε νά κουβεντιάσουν γιά τά διάφορα ονόματα του Θεού" σ' ενα τρίστηλο του επόμενου φύλλου, ό δημοσιογράφος δήλωνε πώς ό ερευνητής Έρικ Λόνροτ είχε αφοσιωθεί στή μελέτη των ονομάτων τοϋ Θεού γιά νά βρει τό όνομα τού δολοφόνου. Ό Λόνροτ, συνηθισμένος στίς απλουστεύσεις τού Τύπου, δεν αγανάκτησε. Ένας άπό αυτούς τους βιβλιοπώλες πού πιστεύουν πώς οποιοσδήποτε άνθρωπος είναι μοιραίο ν' αγοράσει κάποτε οποιοδήποτε βιβλίο, κυκλοφόρησε μιά λαϊκή έκδοση της 'Ιστορίας τής αίρεσης των Χασιντίμ.
Ό δεύτερος φόνος έγινε τή νύχτα της 3ης 'Ιανουαρίου, στό πιό εγκαταλελειμμένο καί άδειο άπ' τά έρημα δυτικά προάστια της πρωτεύουσας. Τά ξημερώματα, ένας άπ' τους αστυνομικούς πού φρουρούν έφιπποι τίς έρημίες είδε πεσμένο στό κατώφλι ενός παλιού χρωματοπωλείου έναν άνθρωπο τυλιγμένο σ' ενα poncho. Τό τραχύ του πρόσωπο ήταν σά νά φορούσε ενα προσωπείο άπό αίμα- μιά βαθιά μαχαιριά τού 'χε σκίσει τό στήθος. Στον τοίχο, πάνω στους κίτρινους καί κόκκινους ρόμβους, κάποιος είχε γράψει μιά φράση μέ κιμωλία. Ό αστυνομικός τή συλλάβισε... Τό ίδιο απόγευμα, ό Τρεβιράνους καί ό Λόνροτ πήραν τό δρόμο γιά τόν απομακρυσμένο τόπο τού εγκλήματος. Δεξιά κι αριστερά τού αυτοκινήτου έβλεπαν τήν πόλη ν' αποσυντίθεται• τό στερέωμα μεγάλωνε, τά σπίτια χάνονταν τό 'να πίσω άπ' τ' άλλο, πού καί πού ξεφύτρωνε καμιά τσιμινιέρα ή καμιά λεύκα. Έφτασαν στον θλιβερό προορισμό τους: ενα αδιέξοδο μέ ρόδινους τοίχους, πού 'μοιαζαν ν' άνταυγάζουν τό φαντασμαγορικό ηλιοβασίλεμα. Τό πτώμα είχε αναγνωριστεί. 'Ανήκε στον Ντανιέλ Σιμόν Άσεβέδο, άτομο κάποιας φήμης στά παλιά βόρεια προάστια, πού είχε εξελιχθεί άπό φορτηγατζής σέ προεκλογικό μπράβο, γιά νά ξεπέσει αργότερα σέ λωποδύτη, μέχρι καί χαφιέ. ( Ό τρόπος τού θανάτου του τους φάνηκε πολύ ταιριαστός: ό Άσεβέδο ήταν ό τελευταίος εκπρόσωπος μιας γενιάς ληστών πού ήξερε νά δουλεύει τό στιλέτο, όχι όμως τό περίστροφο.) Καί νά ποια ήταν ή φράση μέ τήν κιμωλία:
Τό δεύτερο γράμμα τοϋ 'Ονόματος 'έχει, προφερθεί
Ό τρίτος φόνος έγινε τή νύχτα τής 3ης Φεβρουαρίου. Λίγο
110
πρίν τή μία, χτύπησε τό τηλέφωνο στό γραφείο τού επιθεωρητή Τρεβιράνους. Στή γραμμή ήταν ένας λαρυγγόφωνος άνθρωπος, πού μιλούσε μέ υπερβολική μυστικότητα. Είπε πώς τόν έλεγαν Γκίντσμπεργκ (ή Γκίνσμπουργκ) καί πώς ήταν έτοιμος νά μιλήσει, έναντι μιας λογικής αμοιβής, γιά τίς δύο ανθρωποθυσίες: τού Άσεβέδο καί τού Γιαρμολίνσκι. Μιά κακοφωνία άπό σφυρίχτρες καί καραμούζες σκέπασε τή φωνή του. Α μ έ σως μετά, κόπηκε ή γραμμή. Χωρίς ν' απορρίπτει ακόμα τήν εκδοχή τής φάρσας (στό κάτω κάτω, καρναβάλι ήτανε), ό Τρεβιράνους ανακάλυψε πώς τό τηλεφώνημα είχε γίνει άπό τό Liverpool House, μιά ταβέρνα στή Rue de Toulon - αυτόν τόν πικάντικο δρόμο, όπου συνυπάρχουν τό κοσμικό κέντρο μέ τό γαλακτοπωλείο, τό μπορντέλο μέ τους πωλητές των Βίβλων. Ό Τρεβιράνους μίλησε μέ τό αφεντικό, κάποιον Μπλάκ Φίνε-γκαν, έναν παλιό ιρλανδό εγκληματία, πού τόν είχε απορροφήσει (σχεδόν ακυρώσει) ό «ίσιος δρόμος». Ό Φίνεγκαν τού είπε πώς τό τελευταίο πρόσωπο πού είχε χρησιμοποιήσει τό τηλέφωνο τού μαγαζιού ήταν ένας νοικάρης, ονόματι Γρύφιους, πού είχε μόλις βγει μέ κάτι φίλους. Χωρίς νά χάσει καιρό, ό Τρεβιράνους πήγε στό Liverpool House. Ό Φίνεγκαν τού είπε τά έξης: Πρίν οχτώ μέρες, ό Γρύφιους νοίκιασε μιά κάμαρα άπ' αυτές πάνω άπ' τό μπαρ. ΤΗταν ένας άντρας μέ έντονα χαρακτηριστικά, μέ ακατάστατη γκρίζα γενειάδα, φτωχοντυμένος στά μαύρα• ό Φίνεγκαν προόριζε τήν κάμαρα γιά άλλη χρήση (πού ό Τρεβιράνους δέν δυσκολεύτηκε νά μαντέψει) καί γι' αυτό τού ζήτησε ένα νοίκι σχεδόν εξωφρενικό" ό Γρύφιους πλήρωσε αμέσως τό συμφωνημένο ποσό. Δέν έβγαινε σχεδόν ποτέ" δειπνούσε καί γευμάτιζε στην κάμαρα του" είναι ζήτημα αν είδαν κάνα δυό φορές στό μπαρ τό πρόσωπο του. Εκείνη τή νύχτα, κατέβηκε γιά νά τηλεφωνήσει άπ' τό γραφείο τού Φίνεγκαν. Μιά κούρσα σταμάτησε εξω άπ' τήν ταβέρνα. Ό οδηγός δέν κουνήθηκε άπ' τή θέση του- μερικοί θαμώνες θυμήθηκαν πώς φορούσε μιά άρκουδοκεφαλή. Ά π ' τήν κούρσα κατέβηκαν δυό αρλεκίνοι- ήταν κοντόσωμοι καί δέν ήταν διόλου δύσκολο νά καταλάβεις πώς ήταν τύφλα στό μεθύσι. Μέ μιά συγχορδία άπό καραμούζες, όρμηξαν μέσα στό γραφείο τού Φίνεγκαν αγκάλιασαν τόν Γρύφιους, πού έδειξε ότι τους αναγνώρισε, όχι όμως καί ότι χάρηκε πολύ πού τους έβλεπε" κου-
111
βέντιασαν γιά λίγο στά γίντις - εκείνος χαμηλά καί λαρυγγό-φωνα, εκείνοι μέ φωνές φάλτσες, διαπεραστικές - κι υστέρα ανέβηκαν στην κάμαρα. Σ' ενα τέταρτο κατέβηκαν οί τρεις τους, πανευτυχείς• ό Γρύφιους τρέκλιζε' έδειχνε τό ίδιο μεθυσμένος μέ τους άλλους. Ψηλός καί ζαλισμένος, προχωρούσε ανάμεσα στους μασκοφόρους αρλεκίνους. (Μιά άπό τίς κυρίες του μπαρ θυμήθηκε τους κίτρινους, κόκκινους καί πράσινους ρόμβους.) Δυό φορές παραπάτησε- δυό φορές τόν συγκράτησαν οί αρλεκίνοι. Μπήκαν στην κούρσα καί εξαφανίστηκαν, τραβώντας κατά τή δεξαμενή μέ τό ορθογώνιο νερό. Κρεμασμένος έξω άπό τό αυτοκίνητο, ό τελευταίος αρλεκίνος χάραξε ενα πρόστυχο σκίτσο καί μιά φράση πάνω σέ μιά άπ' τίς πλάκες τής διπλανής καμάρας.
Χωρίς νά 'χει τήν παραμικρή αμφιβολία γιά τό τί θά διάβαζε, ό Τρεβιράνους πήγε νά δει:
Τό τελευταίο άπό τά γράμματα τον 'Ονόματος έχει προφερθεί
Ύστερα, πήγε νά ερευνήσει τήν καμαρούλα τοϋ Γρύφιους-Γκίντσμπεργκ. Στό πάτωμα υπήρχε ενα αναπάντεχο αιμάτινο άστρο- στίς γωνίες, γόπες άπό ουγγαρέζικα τσιγάρα- στό ντουλάπι, ενα βιβλίο στά λατινικά - τό Philologus hebraeograecus (1739) τοϋ Λόισντεν - μέ πολλές χειρόγραφες σημειώσεις. Ό Τρεβιράνους τό κοίταξε μέ αγανάκτηση κι έστειλε νά τοϋ φέρουν τόν Λόνροτ. Τούτος έδώ, χωρίς νά βγάλει τό καπέλο του, ρίχτηκε στό διάβασμα, τήν ώρα πού ό επιθεωρητής εξέταζε τους άντιφάσκοντες μάρτυρες τής ενδεχόμενης απαγωγής. Έφυγαν στίς τέσσερις. Στην φιδωτή Rue de Toulon, καθώς ποδοπατούσαν τίς νεκρές σερπαντίνες τής αυγής, ό Τρεβιράνους είπε:
«Κι αν ή αποψινή ιστορία ήταν θέατρο;» Ό Έρικ Λόνροτ χαμογέλασε καί τού διάβασε μέ επισημότη
τα μιά περικοπή τής τριακοστής τρίτης πραγματείας τού Philologus, πού ήταν υπογραμμισμένη: Dies Judaeorum incipit a solis occasu usque ad solis occasum diei sequentis.
«Πού σημαίνει», πρόσθεσε, «ή εβραϊκή μέρα αρχίζει τό ηλιοβασίλεμα καί διαρκεί ώς τό επόμενο ηλιοβασίλεμα».
Ό άλλος αποτόλμησε μιά ειρωνεία: «Αυτή είναι ή πιό πολύτιμη πληροφορία πού καταφέρατε νά
συλλέξετε όλη νύχτα;»
112
«"Οχι. Πιό πολύτιμη είναι μιά λέξη πού είπε ό Γκίντ-σμπεργκ».
Οί απογευματινές εφημερίδες δεν παραμέλησαν αυτές τίς περιοδικές εξαφανίσεις. Ή La Cruz de la Espada τίς αντιπαράθεσε μέ τήν αξιοθαύμαστη πειθαρχία καί τάξη πού επικράτησε στό τελευταίο Έρημιτικό Συνέδριο- ό Έρνστ Πάλαστ, στην El Martir, κατήγγειλε «τήν άσύγγνωστη βραδύτητα ενός παρασκηνιακού καί λιτοδίαιτου πογκρόμ, πού χρειάστηκε τρεις ολόκληρους μήνες γιά νά εξοντώσει τρεις Εβραίους» - ή Yidische Zeitung απέκλεισε τήν αποτρόπαιη εκδοχή μιας αντισημιτικής συνωμοσίας, «αν καί πολλά διεισδυτικά μυαλά δέν δέχονται άλλη λύση γιά τό τριπλό μυστήριο»• ό διασημότερος pistolero τού νότου, ό «Δανδής» Ρέντ Σκάρλαχ, ορκίστηκε πώς ποτέ δέν θά συνέβαιναν στην επικράτεια του τέτοιου είδους εγκλήματα καί κατηγόρησε τόν επιθεωρητή Φράντς Τρεβιράνους γιά εγκληματική αμέλεια.
Ό τελευταίος, τή νύχτα τής 1ης Μαρτίου, δέχτηκε έναν εντυπωσιακό σφραγισμένο φάκελο. Τόν άνοιξε: ό φάκελος περιείχε μιά επιστολή μέ υπογραφή Μπαρούχ Σπινόζα καί ενα λεπτομερή χάρτη τής πόλης, εμφανώς σκισμένο άπό έναν Όδηγό Baedeker. Ή επιστολή προφήτευε πώς δέν θά υπήρχε τέταρτος φόνος στίς 3 Μαρτίου, αφού τό χρωματοπωλείο στά δυτικά, ή ταβέρνα στή Rue de Toulon καί τό Hotel du Nord ήταν «οί τέλειες κορυφές ενός ισόπλευρου καί μυστικιστικού τριγώνου»- ό χάρτης αποδείκνυε μέ κόκκινο μελάνι τήν κανονικότητα τού τριγώνου. Ό Τρεβιράνους διάβασε μέ αγανάκτηση αυτό τό more geometrico επιχείρημα κι έστειλε τήν επιστολή μαζί μέ τό χάρτη στό σπίτι τού Λόνροτ - αδιαμφισβήτητου δικαιούχου τέτοιων ανοησιών.
Ό Έρικ Λόνροτ έπεσε στή μελέτη. Πράγματι, τά τρία σημεία ήταν ίσοδιάστατα. Συμμετρία στό χρόνο (3 Δεκεμβρίου, 3 'Ιανουαρίου, 3 Φεβρουαρίου)- συμμετρία καί στό χώρο... Έ νιωσε ξαφνικά πώς θά τό αποκρυπτογραφούσε τό μυστήριο. Ένας διαβήτης καί μιά πυξίδα συμπλήρωσαν αυτή τήν αιφνίδια διαίσθηση. Χαμογέλασε, ψιθύρισε τήν (νεοαποκτηθείσα) λέξη Τετραγράμματον καί τηλεφώνησε στον επιθεωρητή:
«Ευχαριστώ γι' αυτό τό ισόπλευρο τρίγωνο πού μού στείλατε χτες βράδυ. Χάρη σ' αυτό, έλυσα τό πρόβλημα. Αύριο Πα-
113
ρασκευή, οι δολοφόνοι θά 'ναι στή φυλακή- μπορούμε νά 'μα
στέ πολύ ήσυχοι». «"Ωστε λοιπόν δεν σχεδιάζουν τέταρτο φόνο;» «Μά ακριβώς επειδή σχεδιάζουν τέταρτο φόνο, μπορούμε
νά 'μαστέ πολύ ήσυχοι». Ό Λόνροτ κατέβασε τό ακουστικό. Μιά ώρα αργότερα, τα
ξίδευε μέ ενα τρένο των Σιδηροδρόμων τού Νότου προς τήν εγκαταλελειμμένη έπαυλη Triste-le-Roy. Στά νότια τής πολιτείας τής ιστορίας μου, κυλάει ενα τυφλό, λασπωμένο ποταμάκι, δυσώνυμο απ' τίς βρομιές καί τ' απόβλητα. Ά π ' τήν άλλη μεριά, είναι μιά βιομηχανική περιοχή όπου, υπό τήν αιγίδα ενός κομματάρχη άπό τή Βαρκελώνη, αλωνίζουν oi pistoleros. Ό Λόνροτ χαμογέλασε στή σκέψη πώς ό πιό περιβόητος άπό δαύτους - ό Ρέντ Σκάρλαχ - θά 'δίνε όσα όσα γιά νά μάθει τούτη τή λαθραία επίσκεψη. Ό Άσεβέδο ήταν πρωτοπαλίκαρο τού Σκάρλαχ- γιά μιά στιγμή, άπ' τό μυαλό τού Λόνροτ πέρασε ή αμυδρή πιθανότητα τό τέταρτο θύμα νά είναι ό Σκάρλαχ. Μόνο γιά μιά στιγμή όμως... Στην ουσία, τό 'χε λύσει τό πρόβλημα- οί περιστάσεις, ή πραγματικότητα (ονόματα, συλλήψεις, πρόσωπα, ποινικές διαδικασίες) οΰτε πού τόν ενδιέφεραν αυτή τήν ώρα. Ήθελε νά ταξιδέψει, ήθελε νά ξεκουραστεί άπό τρεις μήνες καθιστικής έρευνας. Συλλογίστηκε πώς ή εξήγηση τών φόνων βρισκόταν σ' ενα ανώνυμο τρίγωνο καί μιά αραχνιασμένη ελληνική λέξη. Τώρα τό μυστήριο τού φαινόταν σχεδόν κρυστάλλινο- ντρεπόταν πού τοϋ 'χε φάει εκατό μέρες.
Τό τρένο σταμάτησε σ' ενα σιωπηλό σταθμό ανεφοδιασμού. Ό Λόνροτ κατέβηκε. Ήταν ενα άπό εκείνα τά έρημα απογεύματα πού μοιάζουν μέ χαράματα. Ό αέρας άπό τή θαμπή πεδιάδα ήταν κρύος καί υγρός. Ό Λόνροτ πήρε νά βαδίζει μέσα άπ' τά χωράφια. Είδε σκυλιά, είδε ενα βαγόνι σέ μιά δευτερεύουσα, είδε τόν ορίζοντα, είδε ενα άσημόχρωμο άλογο πού ξεδιψούσε άπό ενα στάσιμο νερόλακκο. Είχε αρχίσει νά σκοτεινιάζει, όταν είδε τόν ορθογώνιο πυργίσκο τής έπαυλης Triste-le-Roy, πανύψηλο σάν τους μαύρους ευκαλύπτους πού είχε ολόγυρα του. Σκέφτηκε πώς ήταν ζήτημα αν ενα ξημέρωμα κι ενα σούρουπο (μιά αρχαία φαντασμαγορία στην ανατολή καί μιά στή δύση) τόν χώριζαν άπ' τή στιγμή πού τόσο λαχταρούσαν οί ζητητές τού 'Ονόματος.
114
Ένα σκουριασμένο κιγκλίδωμα όριζε τήν ακανόνιστη περίμετρο τής έπαυλης. Ή κεντρική πύλη ήταν αμπαρωμένη. Ό Λόνροτ, χωρίς πολλές ελπίδες νά πετύχει τίποτα, έκανε όλο τό γύρο. Όταν ξαναβρέθηκε μπροστά στην απαραβίαστη πύλη, πέρασε σχεδόν μηχανικά τό χέρι ανάμεσα στά κάγκελα κι έπιασε τόν σύρτη. Ό τριγμός τοϋ σίδερου τόν ξάφνιασε. Μέ μιά πολύβουη εγκατάλειψη, ολόκληρη ή πύλη υποχώρησε.
Ό Λόνροτ προχώρησε ανάμεσα στους ευκαλύπτους, πατώντας πάνω σέ συγκεχυμένες γενεές ξερών φύλλων. Ιδωμένη άπό κοντά, ή έπαυλη Triste-le-Roy έβριθε άπό περιττές συμμετρίες καί μανιώδεις επαναλήψεις: γιά κάθε παγερή Άρτεμι σέ μιά μουχλιασμένη κόχη, υπήρχε άλλη μία "Αρτεμις σέ μιά δεύτερη κόχη- ενα μπαλκόνι αντίκριζε ενα άλλο μπαλκόνι- μιά διπλή άναβάθρα έβγαζε σ' ενα διπλό πορτέλο. "Ενας διπρόσωπος Ερμής έριχνε μιά τερατώδη σκιά. Ό Λόνροτ έφερε ενα γύρο καί τό οίκημα. 'Εξέτασε τά πάντα- κάτω άπ' τό μπαλκόνι, είδε μιά στενή περσίδα.
Τήν έσπρωξε: κάτι μαρμάρινα σκαλοπάτια οδηγούσαν σ' ενα κελάρι. Ό Λόνροτ, πού είχε μάθει πιά τό γούστο τοϋ αρχιτέκτονα, μάντεψε πώς στον απέναντι τοίχο τού υπογείου θά υπήρχαν πάλι σκαλοπάτια. Τά βρήκε, τ' ανέβηκε, σήκωσε τά χέρια καί άνοιξε τήν καταπακτή.
Ένα δυνατό φώς τόν οδήγησε σ' ενα παράθυρο. Τό άνοιξε: μιά κίτρινη πανσέληνος περιέγραφε δυό βουλωμένα συντριβά-νια στον θλιβερό κήπο. Ό Λόνροτ εξερεύνησε τό σπίτι. Μέσα άπό θαλάμους καί στοές, βγήκε στή διπλή αυλή- κάθε λίγο καί λιγάκι, βρισκόταν στην ίδια αυλή. 'Ανέβηκε άπό αραχνιασμένες σκάλες σέ κυκλικούς προθάλαμους- πολλαπλασιάστηκε έπ' άπειρον σέ αντικριστούς καθρέφτες- κουράστηκε νά ανοίγει ή νά μισανοίγει παράθυρα, πού τοϋ αποκάλυπταν τόν ίδιο εςη-μο κήπο άπ' όλα τά ΰψη καί όλες τίς γωνίες- καί μέσα, έπιπλα ντυμένα μέ κίτρινα καλύμματα καί πολυέλαιοι τυλιγμένοι σέ κρετόν. Μιά κρεβατοκάμαρα τοϋ τράβηξε τήν προσοχή- μέσα στην κρεβατοκάμαρα, ενα μόνο λουλούδι σ' ενα πορσελάνινο βάζο- μέ τό πρώτο άγγιγμα, τά αρχαία πέταλα έγιναν σκόνη. Στό δεύτερο καί τελευταίο πάτωμα, άρχισε νά τού φαίνεται πώς τό σπίτι όλο καί μεγεθυνόταν, ήταν άπειρο. Τό σπίτι όέν είναι τόσο μεγάλο, σκέφτηκε. Τό μεγαλώνουν τό μισοσκόταδο,
115
ή συμμετρία, οί καθρέφτες, τά χρόνια, ή δική μου άγνοια, ή
μοναξιά. 'Από μιά περιστροφική σκάλα, ανέβηκε στον πυργίσκο. Τό
φεγγάρι διαπερνούσε τους ρόμβους των παραθύρων ήταν κίτρινοι, κόκκινοι καί πράσινοι. Μιά εκπληκτική, ιλιγγιώδης θύμηση τόν κεραυνοβόλησε.
Δυό κοντόσωμοι άντρες, άγριοι καί στιβαροί, χίμηξαν πάνω
του καί τόν αφόπλισαν ένας άλλος, πανύψηλος, τόν χαιρέτησε
βαριά καί του είπε: «Είστε πολύ καλός. Μας γλιτώσατε μιά νύχτα καί μιά μέρα». Ήταν ό Ρέντ Σκάρλαχ. Οι άλλοι πέρασαν χειροπέδες στον
Λόνροτ, πού κάποια στιγμή ξαναβρήκε τή φωνή του: «Σκάρλαχ, γυρεύεις τό Μυστικό "Ονομα;» Ό Σκάρλαχ ήταν πάντα όρθιος, ασυγκίνητος. Δέν είχε λά
βει μέρος στή σύντομη πάλη, κι ϊσα πού άπλωσε τό χέρι του γιά νά πάρει τό περίστροφο τοϋ Λόνροτ. "Αρχισε νά μιλά- ό Λόνροτ διέκρινε στή φωνή του μιά άποκαμωμένη νίκη, ένα μίσος μεγάλο σάν τό σύμπαν, μιά θλίψη πού δέν ήταν μικρότερη.
«Όχι», εϊπε. «Γυρεύω κάτι πιό εφήμερο καί πιό φθαρτό, γυρεύω τόν Έρικ Λόνροτ. Πάνε τρία χρόνια πού εσείς ό 'ίδιος, σέ μιά λέσχη της Rue de Toulon, συλλάβατε καί κλείσατε στή φυλακή τόν αδελφό μου. Μές στό πιστολίδι, οι άντρες μου κατάφεραν νά μέ φυγαδέψουν μ' ένα αμάξι, μέ μιά σφαίρα άπό μπάτσο στην κοιλιά μου. Εννιά μερόνυχτα αγωνίας πέρασα σ' αυτό τό θλιβερό, συμμετρικό σπίτι• μέ θέρισε ό πυρετός• ό μισητός διπρόσωπος 'Ιανός, πού φυλάει τά ηλιοβασιλέματα καί τά χαράματα, γέμιζε φρίκη τόν ύπνο καί τόν ξύπνο μου. Έφτασα στό σημείο νά σιχαθώ τό σώμα μου, έφτασα στό σημείο νά νιώθω πώς δυό μάτια, δυό χέρια, δυό πνευμόνια εΐναι τόσο τερατώδη όσο καί δυό πρόσωπα. Ένας 'Ιρλανδός αποπειράθηκε νά μέ προσηλυτίσει στην πίστη τοϋ 'Ιησού- μου 'λέγε καί μοΰ ξανάλεγε τό αξίωμα τών γκογίμ: "Ολοι οι δρόμοι όδηγοϋν στή Ρώμη. Τίς νύχτες, τά παραληρήματα μου τρέφονταν άπ' αυτή τή μεταφορά• ένιωσα πώς ό κόσμος είναι ένας λαβύρινθος, άπ' τόν όποιο δέν μπορείς νά δραπετεύσεις, άφοϋ όλοι οι δρόμοι, όσο κι αν καμώνονταν ότι τραβούσαν βόρεια ή νότια, στην πραγματικότητα πήγαιναν στή Ρώμη, πού ήταν μαζί καί ή τετράγωνη φυλακή όπου ψυχορραγούσε ό αδελφός
116
μου καί ή έπαυλη Triste-le-Roy. Κείνες τίς νύχτες, πήρα όρκο στό Θεό πού βλέπει μέ δυό πρόσωπα, πήρα όρκο σ' όλους τους θεούς τοϋ πυρετού καί τών καθρεφτών νά πλέξω ενα λαβύρινθο γύρω άπ' αυτόν πού είχε φυλακίσει τόν αδελφό μου. Τόν έπλεξα λοιπόν κι είναι αντοχής: τά υλικά του είναι ένας νεκρός αίρεσιολόγος, μία πυξίδα, μιά αίρεση τοϋ 18ου αιώνα, μιά ελληνική λέξη, ένα στιλέτο κι οί ρόμβοι ενός χρωματοπωλείου.
» Ό πρώτος όρος τής ακολουθίας μοΰ δόθηκε τυχαία. Είχα σχεδιάσει μέ μερικούς συνεργάτες - μεταξύ τών οποίων καί ό Ντανιέλ Άσεβέδο - νά κλέψουμε τά ζαφείρια τού Τετράρχη. Ό Άσεβέδο μας πρόδωσε: πήγε καί μέθυσε μέ τά λεφτά τής προκαταβολής του κι έπιασε δουλειά μιά μέρα νωρίτερα. Μπήκε στό τεράστιο ξενοδοχείο καί χάθηκε• γύρω στίς δύο τά ξημερώματα, τρύπωσε μέσα στό δωμάτιο τού Γιαρμολίνσκι. Ό γέρος, βασανισμένος άπ' τήν άυπνία, ήταν καθισμένος κι έγραφε. Δούλευε κάτι σημειώσεις του, πού είχαν νά κάνουν προφανώς μέ τό Όνομα τού Θεού• είχε ήδη γράψει τίς λέξεις: Τό πρώτο γράμμα τοϋ 'Ονόματος έχει προφερθεί. Ό Άσεβέδο τόν πρόσταξε νά μή βγάλει τσιμουδιά• ό Γιαρμολίνσκι άπλωσε τό χέρι του γιά τό κουδούνι πού θά ξεσήκωνε όλο τό ξενοδοχείο- ό Άσεβέδο τόν μαχαίρωσε στό στήθος μιά κι έξω. Ήταν σχεδόν μιά ανακλαστική κίνηση• μισός αιώνας βίας τόν είχε διδάξει πώς τό πιό εύκολο καί σίγουρο πράγμα είναι νά σκοτώσεις... Σέ καμιά δεκαριά μέρες, διάβασα στην Yidische Zei-tung πώς ψάχνατε στά γραπτά τού Γιαρμολίνσκι τό κλειδί τού θανάτου τού Γιαρμολίνσκι. Διάβασα τήν 'Ιστορία τής αίρεσης τών Χασιντίμ- έμαθα έτσι πώς ό ευσεβής φόβος νά προφερθεί τό "Ονομα τού Θεού πήγαζε άπό τή δοξασία ότι τό "Ονομα αυτό είναι παντοδύναμο καί απόκρυφο. Έμαθα πώς κάποιοι Χασιντίμ, αναζητώντας αυτό τό μυστικό "Ονομα, δέν δίστασαν νά διαπράξουν καί ανθρωποθυσίες... Ήξερα πώς θά υποθέτατε ότι οί Χασιντίμ είχαν θυσιάσει τόν ραβίνο• ανέλαβα νά σας επαληθεύσω τήν υπόθεση.
» Ό Μαρσέλ Γιαρμολίνσκι πέθανε τή νύχτα τής 3ης Δεκεμβρίου- γιά τή δεύτερη "θυσία" διάλεξα τή νύχτα τής 3ης 'Ιανουαρίου. Πέθανε κάπου στά βόρεια- γιά τή δεύτερη "θυσία" μάς έκανε ενα μέρος στά δυτικά. Ό Άσεβέδο ήταν τό κα-
117
τάλληλο θύμα. "Αξιζε νά πεθάνει: ήταν ένας άνθρωπος παρορμητικός, ένας προδότης- άν τόν έπιαναν, ολόκληρο τό σχέδιο μπορεί νά τιναζόταν στον αέρα. Ένας δικός μας τόν μαχαίρωσε- γιά νά συνδέσω τους δύο φόνους, έγραψα πάνω στους ρόμβους τοϋ χρωματοπωλείου: Τό δεύτερο γράμμα τοϋ 'Ονόματος έχει προφερθεί.
» Ό τρίτος "φόνος" κατασκευάστηκε στίς 3 Φεβρουαρίου. Σωστά μάντεψε ό Τρεβιράνους: ήταν θέατρο. 'Εγώ είμαι ό Γρύφιους-Γκίντσμπεργκ-Γκίνσμπουργκ- υπέφερα μιά ατέλειωτη βδομάδα (βάλε καί την ψεύτικη γενειάδα) σ' εκείνο τό διεστραμμένο κλουβί της Rue de Toulon, ώσπου νά 'ρθουν οι φίλοι μου καί νά μέ πάρουν. Κρεμασμένος εξω άπ' τ' αμάξι, ένας τους έγραψε σέ μιά κολόνα: Τό τελευταίο από τά γράμματα τοϋ 'Ονόματος έχει προφερθεί. Ή φράση αυτή άφηνε νά εννοηθεί ότι ή σειρά τών φόνων ήταν τριπλή. Έτσι τουλάχιστον την κατάλαβε ό κόσμος- εγώ, πάντως, σκόρπισα ενδείξεις άπό δώ κι άπό κει, γιά νά καταλάβεις έσύ4 ό Έρικ Λόνροτ, ό διαλογιστής, ότι ή σειρά είναι τετραπλή. Ένας οιωνός στό βορρά κι άλλοι δυό σ' ανατολή καί δύση απαιτούν έναν τέταρτο, στό νότο- τό "Ονομα τού Θεού, JHVH, είναι Τετραγράμματον - τό λέει κι ή ίδια ή ελληνική λέξη- οι αρλεκίνοι κι ή βιτρίνα τού χρωματοπωλείου ύπαινίσσονταν τέσσερις όρους. Υπογράμμισα μιά περικοπή στό εγχειρίδιο τού Λόισντεν ή περικοπή αυτή φανερώνει πώς οι Εβραίοι μετρούσαν τή μέρα άπό ηλιοβασίλεμα σέ ηλιοβασίλεμα- ή περικοπή αυτή αφήνει νά εννοηθεί πώς οί θάνατοι θά επέρχονται στίς τέσσερις κάθε μήνα. Έστειλα στον Τρεβιράνους τό ισόπλευρο τρίγωνο. Πρόβλεψα πώς θά βρίσκατε τό σημείο πού έλειπε. Τό σημείο μέ τό όποιο σχηματίζεται ό τέλειος ρόμβος- τό σημείο πού προκαθορίζει τόν τόπο όπου σας περιμένει ένας ακριβής θάνατος. Τά προμελέτησα όλα, Έρικ Λόνροτ, γιά νά σας παρασύρω εδώ, στίς ερημιές τού Triste-le-Roy».
Ό Λόνροτ απέφυγε νά τόν δει στά μάτια. Κοίταξε τά δέντρα καί τόν ουρανό, πού τεμαχίζονταν σέ θολούς κίτρινους, πράσινους καί κόκκινους ρόμβους. Ένιωσε λίγη ψύχρα καί μιά απρόσωπη, σχεδόν ανώνυμη, θλίψη. Είχε ήδη νυχτώσει-
άπ' τόν ρημαγμένο κήπο ακούστηκε τό μάταιο κρώξιμο ενός πουλιού. Γιά τελευταία φορά, ό Λόνροτ καταπιάστηκε μέ τό
118
πρόβλημα τών συμμετρικών καί περιοδικών θανάτων. «Στον λαβύρινθο σου πλεονάζουν τρεις γραμμές», είπε στό
τέλος. «Ξέρω έναν ελληνικό λαβύρινθο, πού είναι μία καί μοναδική ευθεία γραμμή. Πάνω σ' αύτη τή γραμμή έχουν χαθεί φιλόσοφοι καί φιλόσοφοι - πόσο μάλλον ένας απλός detective. Σκάρλαχ, όταν μέ καταδιώξεις σέ μιά άλλη ενσάρκωση, φρόντισε νά σκηνοθετήσεις (ή νά διαπράξεις) ενα φόνο στό σημείο Α, μετά ενα δεύτερο φόνο στό σημείο Β, 8 χιλιόμετρα άπ' τό Α, μετά έναν τρίτο στό Γ, 4 χιλιόμετρα άπ' τό Α κι άπ' τό Β, στή μέση ακριβώς τής απόστασης τους. Περίμενε με ύστερα στό Δ, στά 2 χιλιόμετρα άπ' τό Α κι άπ' τό Γ, ξανά στή μέση τής απόστασης. Έκεϊ, στό Δ, σκότωσε με, όπως θά μέ σκοτώσεις τώρα στό Triste-le-Roy».
«Γιά τήν άλλη φορά πού θά σέ σκοτώσω», απάντησε ό Σκάρλαχ, «σοϋ υπόσχομαι αυτόν τόν λαβύρινθο, πού αποτελείται άπό μία καί μοναδική ευθεία γραμμή καί είναι αόρατος κι ατέλειωτος».
Έκανε πίσω μερικά βήματα. Ύστερα, πολύ προσεχτικά, πυροβόλησε.
1942
119
;
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΘΑΥΜΑ
Καί ό Θεός τόν νέκρωσε γιά εκατό χρόνια, κι ίίστερα τόν ζωντάνεψε καί τοϋ είπε: - Πόσον καιρό έμεινες εδώ; - Μιά μέρα ή καί λιγότερο, απάντησε.
Τό Κοράνιον, Η, 261
Τη νύχτα της 14ης Μαρτίου 1939, σ' ενα διαμέρισμα της Zel-tnergasse της Πράγας, ό Γιάρομιρ Χλάντικ, συγγραφέας της ημιτελούς τραγωδίας Οι εχθροί, μιας 'Υπεράσπισης της αιωνιότητας καί μιας έρευνας των έμμεσων εβραϊκών πηγών τοϋ Γιάκομπ Μπέμε, είδε στ' όνειρο του μιά παρατεταμένη παρτίδα σκάκι. 'Αντίπαλοι δέν ήταν δύο άνθρωποι άλλα δύο επιφανείς οικογένειες• ή παρτίδα είχε ξεκινήσει πρίν πολλούς αιώνες• κανείς δέν μπορούσε νά πεϊ ποιο ήταν τό ξεχασμένο έπαθλο, ψιθυριζόταν δμως πώς ήταν πελώριο καί ίσως άπειρο- τά πιόνια κι ή σκακιέρα ήταν σ' ενα μυστικό πύργο• ό Γιάρομιρ (στό όνειρο) ήταν ό πρωτότοκος μιας απ' τίς δυό αντίπαλες οικογένειες• τά ρολόγια σήμαναν τήν ώρα γιά τό παιχνίδι πού δέν έπαιρνε αναβολή• ό ονειρευτής έτρεχε πάνω στίς άμμους μιας βροχερής ερήμου καί τοϋ ήταν αδύνατο νά θυμηθεί τόσο τά πιόνια όσο καί τους κανόνες τοϋ σκακιού. Στό σημείο αυτό, ξύπνησε. Τό άχολόι τής βροχής καί τών τρομερών ρολογιών έπαψε. Ένας ρυθμικός καί συντονισμένος θόρυβος, πού κάπου κάπου διακοπτόταν άπό μερικά προστάγματα, ανέβαινε τήν Zeltnergasse. Είχε ξημερώσει• ή τεθωρακισμένη εμπροσθοφυλακή του Τρίτου Ράιχ έμπαινε στην Πράγα.
Στίς δεκαεννέα τού μηνός, οι αρχές έλαβαν μιά καταγγελία-
τό ϊδιο βράδυ, ό Γιάρομιρ Χλάντικ συνελήφθη. Τόν οδήγησαν σ' ενα στρατώνα άπολυμασμένο καί κατάλευκο, στην απέναντι όχθη τού Μολδάβα. Δέν μπόρεσε νά άποσείσει οΰτε μία άπ' τίς κατηγορίες τής Γκεστάπο: ή μητέρα του ήταν τό γένος Γιαρο-σλάβσκι, είχε εβραϊκό αίμα, ή μελέτη του γιά τόν Μπέμε ήταν έβραΐζουσα, ή υπογραφή του μάκραινε τόν τελικό πίνακα μιας διαμαρτυρίας κατά τού Anschluss. Το 1928, είχε μεταφράσει τό Σεφέρ Γιεζιράχ γιά τόν εκδοτικό οίκο Hermann Barsdorf è διαχυτικός κατάλογος τού οϊκου αυτού υπερτόνιζε γιά έμπορι-
121
κούς λόγους τη φήμη τοϋ μεταφραστή• τόν κατάλογο αυτό έτυχε νά ξεφυλλίσει ό Γιούλιους Ρότ, ένας άπό τους αρχηγούς πού κρατούσαν στά χέρια τους τήν τύχη τού Χλάντικ. Δέν υπάρχει άνθρωπος πού εκτός τής ειδικότητας του νά μήν είναι εύπι-στος• δυό τρία επίθετα με γοτθικά στοιχεία ήταν αρκετά γιά νά παραδεχτεί ό Γούλιους Ρότ τή σημαντικότητα τού Χλάντικ καί ν' αποφασίσει τήν καταδίκη του σε θάνατο, pour encourager les autres. Ή εκτέλεση ορίστηκε γία τίς 29 Μαρτίου, στίς εννέα π.μ. Ή προθεσμία αυτή (τή σημασία τής οποίας θά εκτιμήσει ό αναγνώστης στή συνέχεια) οφειλόταν στην επιθυμία τής διοίκησης νά ενεργεί απρόσωπα καί σιγανά, όπως τά φυτά καί οι πλανήτες.
Τό πρώτο πράγμα πού αισθάνθηκε ό Χλάντικ ήταν ένας καθαρός τρόμος. Σκέφτηκε πώς δέν θά τόν είχαν τρομοκρατήσει τόσο πολύ ή κρεμάλα, ή γκιλοτίνα ή τό μαχαίρι - τοϋ ήταν αφόρητη ή ιδέα πώς θά πήγαινε τουφεκισμένος. "Αδικα έλεγε καί ξανάλεγε πώς τό φοβερό ήταν τό ίδιο τό γενικό γεγονός τοϋ θανάτου καί όχι οι συγκεκριμένες περιστάσεις του. Αυτές τίς περιστάσεις δέν κουραζόταν νά τίς φαντάζεται: προσπαθούσε εντελώς παράλογα νά εξαντλήσει όλες τίς παραλλαγές. Είχε δεϊ προκαταβολικά όλη τή διαδικασία άπειρες φορές, άπ' τό ξάγρυπνο ξημέρωμα μέχρι τή μυστηριώδη όμοβροντία. Πρίν έρθει ή μέρα πού είχε ορίσει ό Γιούλιους Ρότ, πέθανε εκατοντάδες θανάτους, σε αυλές πού τά σχήματα κι οί γωνίες τους εξαντλούσαν τή γεωμετρία, πολυβολημένος άπό ποικιλόμορφους στρατιώτες, πού ό αριθμός τους αυξομειωνόταν, πού άλλες φορές τόν σκότωναν άπό μακριά, κι άλλες άπό πολύ κοντά. 'Αντιμετώπιζε μέ αληθινό τρόμο (ϊσως μέ αληθινό κουράγιο) αυτές τίς φανταστικές εκτελέσεις• κάθε παράσταση διαρκούσε λίγα δευτερόλεπτα- όταν έκλεινε ό κύκλος, ό Γιάρο-μιρ ξαναγύριζε ατελείωτα στίς τρομώδεις παραμονές τού θανάτου του. "Υστερα σκέφτηκε πώς ή πραγματικότητα συνήθως δέν συμπίπτει μέ τίς προβλέψεις• μ' ένα διεστραμμένο συλλογισμό, συμπέρανε πώς, άν προβλέψεις μιά περιστασιακή λεπτομέρεια, τήν αποτρέπεις άπό τό νά συμβεί. Συνεπής σ' αυτή τήν αδύναμη μαγεία, επινοούσε, γιά νά μη σνμδοϋν, τά πιό αποτρόπαια περιστατικά" όπως είναι φυσικό, κατέληξε νά φοβάται μήπως ήταν προφητικά. Τίς νύχτες ήταν σέ άθλια κατάστα-
122
ση καί προσπαθούσε μέ κάθε τρόπο νά γαντζωθεί άπ' τή φευγαλέα υπόσταση τοϋ Χρόνου. Ήξερε πώς ό Χρόνος έτρεχε ολοταχώς προς τό ξημέρωμα τής εικοστής ένατης• κι έλεγε μέ δυνατή φωνή: Σήμερα είμαι στή νύχτα τής εικοστής δευτέρας• δσο διαρκεί αυτή ή νύχτα (κι άλλες εξι ακόμα) είμαι άτρωτος, αθάνατος. Σκεφτόταν πώς οί νύχτες τού ύπνου ήταν βαθιές καί σκοτεινές δεξαμενές, όπου μπορούσε νά καταδυθεί. Καμιά φορά, μ' ανυπομονησία λαχταρούσε τήν τελειωτική όμοβροντία, πού θά τόν γλίτωνε, γιά καλό ή γιά κακό, άπ' όλη αύτη τή μάταιη φαντασία. Στίς είκοσι οκτώ, τήν ώρα πού τό τελευταίο ηλιοβασίλεμα άνταύγαζε τά ψηλά καγκελωτά παράθυρα, ό νους του έφυγε άπ' αυτά τά ποταπά κι έπιασε νά στοχάζεται πάνω στό έργο του ΟΙ εχθροί.
Ό Χλάντικ είχε περάσει τά σαράντα. "Αν εξαιρέσεις μερικές φιλίες καί πολλές συνήθειες, ή ζωή του όλη ήταν ή προβληματική άσκηση τής λογοτεχνίας• όπως όλοι οί συγγραφείς, μετρούσε τίς αρετές τών άλλων μέ βάση τά ολοκληρωμένα έργα τους, καί ζητούσε άπ' τους άλλους νά τόν μετρούν μέ βάση αυτά πού οραματιζόταν ή σχεδίαζε. "Ολα τά βιβλία πού είχε στείλει στό τυπογραφείο τού ένέπνεαν μιά συγκεχυμένη μεταμέλεια. Στίς μελέτες του τών έργων τού Μπέμε, τού Άμπνέσρα καί τού Φλάντ, μπορεί νά διακρίνει κανείς μιά απλή νοικοκυ-ροσύνη• στην μετάφραση του τού Σεφέρ Γιεζιράχ, μιά αμέλεια, μιά κόπωση καί μιά αυθαιρεσία. "Ισως λιγότερο αδύνατη έκρινε τήν Υπεράσπιση τής αιωνιότητας: ό πρώτος τόμος απαριθμεί τίς ποικίλες αίωνιότητες πού φαντάστηκαν οί άνθρωποι, άπό ,ό 'Αμετάβλητο Ό ν τού Παρμενίδη ως τό μεταβλητό παρελθόν τού Χίντον ό δεύτερος αρνείται (μαζί μέ τόν Φράνσις Μπράντλεϋ) πώς όλα τά γεγονότα τού σύμπαντος απαρτίζουν μιά χρονική ακολουθία. 'Υποστηρίζει πώς ό αριθμός όλων τών εμπειριών πού είναι δυνατόν νά έχει ένας άνθρωπος δέν είναι άπειρος καί, επομένως, αρκεί μία καί μόνη «επανάληψη» γιά νά αποδειχθεί ότι ό Χρόνος είναι μιά πλάνη... Δυστυχώς, τά επιχειρήματα πού αποδεικνύουν αυτή τήν πλάνη είναι εξίσου πεπλανημένα- ό Χλάντικ συνήθιζε νά τά διατρέχει μέ ενα είδος περιφρονητικής αμηχανίας. Είχε γράψει επίσης μιά σειρά εξπρεσιονιστικά ποιήματα• προς μεγάλη του σύγχυση, τά ποιήματα αυτά τά περιέλαβε μιά ανθολογία τού 1924, καί δέν
123
υπήρξε μεταγενέστερη ανθολογία πού νά μην τά κληρονόμησε. Ό Χλάντικ ήθελε νά εξιλεωθεί γιά όλο αυτό τό αμφίβολης αξίας, ράθυμο παρελθόν του μέ τό έμμετρο δράμα του Οι εχθροί. (Θεωρούσε τόν στίχο επιτακτικό: οι θεατές δέν πρέπει νά ξεχνούν ούτε γιά μιά στιγμή τό εξωπραγματικό, πού είναι ή αναγκαία συνθήκη τής τέχνης.)
Τό θεατρικό αυτό τηρούσε τίς ενότητες τοϋ χρόνου, τοΰ χώρου καί τής δράσης• διαδραματιζόταν στό Χράντκανυ, στή βιβλιοθήκη τού βαρώνου Ρέμερστατ, ένα άπ' τά τελευταία βράδια τού δέκατου ένατου αιώνα. Στην πρώτη σκηνή τής πρώτης πράξης, ένας άγνωστος επισκέπτεται τόν Ρέμερστατ. ("Ενα ρολόι σημαίνει εφτά, μιά παράφορα τού τελευταίου ήλιου έξά-πτει τά τζάμια, ό αέρας φέρνει μιά γνωστή, παθητική ουγγαρέζικη μελωδία.) 'Ακολουθούν κι άλλες επισκέψεις• ό Ρέμερστατ δέν γνωρίζει τά πρόσωπα πού τόν ενοχλούν, έχει όμως τήν άβολη αίσθηση πώς κάπου τά 'χει ξαναδεί, ίσως σε κάποιο όνειρο. "Ολοι τόν κολακεύουν μέχρι υπερβολής, είναι όμως προφανές - πρώτα γιά τους θεατές τοΰ δράματος κι ύστερα γιά τόν ίδιο τόν βαρώνο - πώς είναι κρυφοί εχθροί του, ορκισμένοι νά τόν καταστρέψουν. Ό Ρέμερστατ κατορθώνει νά σταματήσει ή νά ξεγελάσει τίς πλεκτάνες τους• στή συζήτηση, γίνεται λόγος γιά τή γυναίκα του, Γιούλια ντε Βαϊντενάου, καί γιά κάποιον Γιάροσλαβ Κούμπιν, πού μιά εποχή τήν ενοχλούσε μέ τόν ερωτά του. Τώρα αυτός έχει τρελαθεί καί νομίζει πώς είναι ό Ρέμερστατ... Οι κίνδυνοι μεγαλώνουν. Στίς αρχές τής δεύτερης πράξης, ό Ρέμερστατ αναγκάζεται νά σκοτώσει έναν άπ' τους συνωμότες. 'Αρχίζει ή τρίτη καί τελευταία πράξη. Οι άσυνάφειες αυξάνουν βαθμιαία: επανέρχονται ηθοποιοί πού φαινόταν πώς είχαν αποσυρθεί άπ' τήν πλοκή• επανέρχεται, γιά μιά στιγμή, ό άντρας πού σκότωσε ό Ρέμερστατ. Κάποιος παρατηρεί πώς δέν έχει βραδιάσει ακόμα: τό ρολόι σημαίνει εφτά, στά ψηλά παράθυρα αντανακλάται ό δυτικός ήλιος, ό αέρας φέρνει τήν παθητική ουγγαρέζικη μελωδία. 'Εμφανίζεται ό πρώτος συνομιλητής καί επαναλαμβάνει τά λόγια πού είχε πεϊ στην πρώτη σκηνή τής πρώτης πράξης. Ό Ρέμερστατ συζητά μαζί του μέ απόλυτη φυσικότητα- ό θεατής αντιλαμβάνεται πώς ό Ρέμερστατ είναι ό άθλιος Γιάροσλαβ Κούμπιν. Τό δράμα δέν έχει συμβεί: είναι τό κυκλικό παραλήρημα πού ό Κούμπιν ζει καί ξαναζεί ατελείωτα.
124
Ό Χλάντικ δέν είχε αναρωτηθεί ποτέ αν αυτή ή τραγικωμω-δία τών λαθών ήταν ασήμαντη ή πρόχειρη. Στην υπόθεση τού έργου πού μόλις σκαρίφησα, έβλεπε τήν ιδεώδη ευκαιρία νά καλύψει τίς αδυναμίες του καί νά ασκήσει τίς ευτυχείς του εμπνεύσεις, τή δυνατότητα νά εξαγοράσει (συμβολικά) τό νόημα τής ζωής του. Είχε ήδη τελειώσει τήν πρώτη πράξη κι είχε γράψει μιά σκηνή άπ' τήν τρίτη• ή έμμετρη μορφή τού έργου τού επέτρεψε νά συνεχίσει νά τό αναθεωρεί, νά διορθώνει τά έξάμετρα, χωρίς νά 'χει μπροστά του τό χειρόγραφο. Σκέφτηκε πώς τού 'μεναν ακόμα δύο πράξεις καί πώς, πολύ σύντομα, θά πέθαινε. Μές στό σκοτάδι, μίλησε μέ τόν θεό: "Αν κατά κάποιον τρόπο υπάρχω, αν δέν είμαι 'ένα από τά παροράματα καί τίς επαναλήψεις Σον, τότε υπάρχω ώς συγγραφέας τών 'Εχθρών. Γιά νά. ολοκληρώσω αυτό τό έργο, γιά νά μπορέσω νά δικαιωθώ καί νά Σέ δικαιώσω, χρειάζομαι άλλον ένα χρόνο. Χάρισε μου αυτές τίς μέρες, 'Εσύ πού Σοϋ ανήκουν οι αιώνες καί ό Χρόνος. Ήταν ή τελευταία νύχτα, ή πιό φριχτή - κι ωστόσο, δέκα λεπτά αργότερα, ό ύπνος τόν σκέπασε σάν σκοτεινό νερό.
Κοντά ξημερώματα, ονειρεύτηκε πώς είχε κρυφτεί σ' ενα κλίτος τής βιβλιοθήκης τού Clementinum: Ένας βιβλιοθηκάριος μέ σκούρα γυαλιά τόν ρώτησε: Τί γυρεύεις; Ό Χλάντικ τού αποκρίθηκε: Γυρεύω τόν Θεό. Ό βιβλιοθηκάριος τοΰ είπε: Ό Θεός βρίσκεται σέ ενα από τά γράμματα μιας από τίς σελίδες ενός από τους τετρακόσιους χιλιάδες τόμους τής βιβλιοθήκης. Οι πατέρες μου καί οι πατέρες τών πατέρων μου γύρεψαν αυτό τό γράμμα • κι εγώ, απ' τό νά τό γυρεύω, τυφλώθηκα. Έβγαλε τά γυαλιά κι ό Χλάντικ είδε τά μάτια, πού ήταν νεκρά. Ένας αναγνώστης ήρθε νά επιστρέψει έναν "Ατλαντα. Αυτός ό "Ατλας είναι άχρηστος, είπε καί τόν παρέδωσε στον Χλάντικ, πού τόν άνοιξε στην τύχη. Έπεσε σ' έναν ιλιγγιώδη χάρτη τών 'Ινδιών. Μέ μιά αιφνίδια βεβαιότητα, άγγιξε ενα από τά μικροσκοπικά γράμματα. Μιά πανταχόθεν φωνή τού είπε: Ό χρόνος πού ζήτησες σοϋ χορηγείται. Σ' εκείνο τό σημείο, ό Χλάντικ ξύπνησε.
Θυμήθηκε πώς τά όνειρα τών ανθρώπων ανήκουν στον Θεό, θυμήθηκε αυτό πού είχε γράψει ό Μαϊμονίδης: τά λόγια τών ονείρων είναι θεϊκά, όταν είναι καθαρά καί ξάστερα κι όταν
125
δέν μπορείς νά δεις ποιος τά λέει. Ντύθηκε- δυό στρατιώτες μπήκαν στό κελί καί τόν πρόσταξαν νά τους ακολουθήσει.
Ό Χλάντικ είχε φανταστεί πίσω άπό την πόρτα ενα λαβύρινθο άπό σπιτάκια, σκάλες καί στοές. Ή πραγματικότητα ήταν πιό φτωχή: άπό μιά στενή σιδερένια σκάλα, κατέβηκαν σ' ενα προαύλιο. Μιά παρέα στρατιώτες - μερικοί είχαν τή στολή ξεκούμπωτη - εξέταζαν μιά μοτοσικλέτα καί τήν συζητούσαν. Ό λοχίας κοίταξε τό ρολόι του: ήταν οχτώ καί σαράντα τέσσερα. Έπρεπε νά περιμένουν ως τίς εννιά. Ό Χλάντικ, περισσότερο ασήμαντος παρά άξιολύπητος, κάθισε πάνω σ' ενα σωρό ξύλα. Πρόσεξε πώς οι στρατιώτες απέφευγαν νά τόν κοιτάξουν στά μάτια. Γιά νά άλαφρύνει τήν αναμονή του, ό λοχίας τοϋ πρόσφερε ενα τσιγάρο. Ό Χλάντικ δέν κάπνιζε- τό πήρε όμως, άπό ευγένεια ή άπό ταπεινοσύνη. Καθώς τ' άναβε, πρόσεξε πώς τά χέρια του έτρεμαν. Συννέφιασε- οί στρατιώτες κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα, σάν νά 'ταν ήδη νεκρός. Μάταια προσπάθησε νά φέρει στό μυαλό του τή γυναίκα πού σύμβολο της ήταν ή Πούλια ντέ Βαϊντενάου.
Το απόσπασμα παρατάχθηκε σέ στάση προσοχής. "Ορθιος, μέ τήν πλάτη στον τοίχο τοϋ στρατώνα, ό Χλάντικ περίμενε τήν όμοβροντία. Κάποιος παρατήρησε πώς ό τοίχος θά λεκιαζόταν άπ' τό αίμα- τού είπαν λοιπόν νά κάνει δυό τρία βήματα μπροστά. 'Εντελώς παράλογα, αυτό τοϋ θύμισε τίς προκαταρκτικές αναποφασιστικότητες τών φωτογράφων. Μιά χοντρή σταγόνα βροχής έπεσε στον κρόταφο του κι έπιασε νά γλιστράει στό μάγουλο του- ό λοχίας φώναξε τό «πυρ!».
Τό φυσικό σύμπαν σταμάτησε Τά όπλα σημάδευαν τόν Χλάντικ, άλλα οί άντρες πού θά τόν
σκότωναν ήταν ακίνητοι. Τό χέρι τοϋ λοχία διαιώνιζε μιά ανολοκλήρωτη χειρονομία. Πάνω στό λιθόστρωτο τής αυλής, μιά μέλισσα έριχνε έναν απλανή ίσκιο. Ό άνεμος είχε κοπάσει, όπως σέ μιά ζωγραφιά. Ό Χλάντικ δοκίμασε νά βγάλει μιά κραυγή, νά αρθρώσει μιά συλλαβή, νά κουνήσει τό ενα χέρι. Κατάλαβε πώς είχε παραλύσει. Δέν τοϋ ερχόταν ό παραμικρός •ψίθυρος άπ' τόν στάσιμο κόσμο. Σκέφτηκε είμαι στην κόλαση, είμαι νεκρός. Σκέφτηκε είμαι τρελός. Σκέφτηκε σταμάτησε ό χρόνος. "Υστερα συλλογίστηκε πώς, άν ήταν έτσι, θά 'πρεπε νά 'χε σταματήσει καί ή σκέψη του. Θέλησε νά κάνει ενα πείραμα-
126
απάγγειλε (χωρίς νά κουνάει τά χείλια του) τή μυστηριώδη τέταρτη Βουκολική 'Ωδή τοϋ Βιργιλίου. Φαντάστηκε πώς οί απόμακροι στρατιώτες θά συμμερίζονταν τήν αγωνία του- λαχτάρησε νά επικοινωνήσει μαζί τους. Τοϋ 'κάνε κατάπληξη πού δέν ένιωθε τήν παραμικρή κούραση, ούτε κάν τόν ί'λιγγο άπό τήν παρατεταμένη ακινησία του. Μετά άπό κάποιον ακαθόριστο χρόνο, αποκοιμήθηκε. "Οταν ξύπνησε, ό κόσμος εξακολουθούσε νά 'ναι ακίνητος καί κουφός. Ή σταγόνα τής βροχής ήταν ακόμα πάνω στό μάγουλο του- στό λιθόστρωτο, ό 'ίσκιος τής μέλισσας- ό καπνός άπ' τό αποτσίγαρο πού 'χε πετάξει δέν είχε διαλυθεί. Χωρίς νά τό καταλάβει, πέρασε άλλη μία «μέρα».
Είχε ζητήσει άπ' τόν Θεό ενα χρόνο ολόκληρο γιά νά τελειώσει τό έργο του: ή παντοδυναμία Του τοϋ παραχωρούσε ενα χρόνο. Ό Θεός πραγματοποιούσε γιά χάρη του ενα μυστικό θαύμα: το γερμανικό απόσπασμα θά τόν σκότωνε τήν καθορισμένη ώρα, μες στό μυαλό του όμως θά κυλούσε ένας χρόνος ανάμεσα στή διαταγή καί στην εκτέλεση τής διαταγής. Ά π ' τό σάστισμα πέρασε στό δέος, άπ' τό δέος στην παραίτηση, άπ' τήν παραίτηση στην ξαφνική ευγνωμοσύνη.
Δέν είχε άλλο εργαλείο έκτος άπό τή μνήμη του- ή εξάσκηση του ν' αποστηθίζει κάθε πρόσθετο εξάμετρο τόν έφερε τώρα κάτοχο μιας εύτυχοϋς τεχνικής, πού ούτε τήν υποψιάζονται όσοι γράφουν στό γόνατο καί δέν θυμούνται πρόσκαιρες καί αχτένιστες παραγράφους. Δέν δούλεψε ούτε γιά τήν υστεροφημία του, μά ούτε καί γιά τόν Θεό- στό κάτω κάτω, δέν ήξερε τίποτα γιά τίς φιλολογικές Του προτιμήσεις. Λεπτολόγος, ακίνητος, κρυφός, έπλεξε στον χρόνο τόν δικό του ύψιτενή καί αόρατο λαβύρινθο. Έγραψε δυό φορές τήν τρίτη πράξη. 'Απάλειψε ενα συμβολισμό πού τού φάνηκε κραυγαλέος: τους χτύπους τοϋ ρολογιού καί τή μελωδία πού επαναλαμβάνονταν. Τίποτα δέν τόν βίαζε. Παρέλειψε, συντόμεψε, ανέπτυξε- σέ μιά περίπτωση, έκλινε υπέρ τής εκδοχής πού πρωτοσκέφτηκε. Έφτασε ν' αγαπήσει τήν αυλή, τόν στρατώνα- ενα άπ' τά πρόσωπα πού είχε απέναντι του τόν έκανε να «δεϊ» διαφορετικά τόν χαρακτήρα τοϋ Ρέμερστατ. 'Ανακάλυψε πώς οί οδυνηρές κακοφωνίες, πού είχαν τόσο πολύ ταλαιπωρήσει τόν Φλομπέρ, δέν είναι παρά οπτικές δεισιδαιμονίες: αδυναμίες καί περιορι-
127
σμοί τού γραπτού, όχι τού προφορικού λογού... Κάποτε τε λείωσε: τού 'μένε μόνο ν' αποφασίσει για ενα επίθετο Το 6ρη-
κ ε Ή σταγόνα κύλησε στό μάγουλο του. Έβγαλε μια κραυγή ξετρελαμένη, τίναξε τό κεφάλι του, ή τετραπλή βολή τον σω-
οιασε χάμω. , . . Ό Γιάρομιρ Χλάντικ πέθανε στίς είκοσι εννέα Μαρτίου,
στίς εννέα καί δύο λεπτά τό πρωί. 1943
128
ΤΡΕΙΣ ΕΚΔΟΧΕΣ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ
There seemed a certainty in degradation.
T.E. Lawrence, Seven Pillars of Wisdom, CHI.
Στη Μικρά 'Ασία ή στην 'Αλεξάνδρεια, τόν δεύτερο αιώνα της πίστης μας, την εποχή δηλαδή πού ό Βασιλείδης διακήρυσσε πώς ό κόσμος ήταν προϊόν ενός παράτολμου ή κακόβουλου αυτοσχεδιασμού ανεπαρκών αγγέλων, ό Νίλς Ρούνεμπεργκ θά διηύθυνε, μέ αξεπέραστο διανοητικό πάθος, ενα άπό τά άσκη-τήρια των Γνωστικών. Μπορεί καί ό Δάντης νά τού επιφύλασσε ενα εμπυρο μνήμα- τό όνομα του θά εμπλούτιζε τόν κατάλογο τών ελασσόνων αίρεσιαρχών, κάπου μεταξύ τού Σατορνί-λου καί τού Καρποκράτη• κάποια περικοπή άπ' τίς διδασκαλίες του, στολισμένη μέ ύβρεις, θά διασωζόταν στό απόκρυφο Liber adversus omnes haereses ή θά 'χε χαθεί όταν ή πυρκαγιά σέ μιά μοναστική βιβλιοθήκη καταβρόχθισε τό έσχατο αντίτυπο τού Syntagma. 'Αντί γιά όλα αυτά, ό Θεός τού παραχώρησε τόν Εικοστό Αιώνα καί τήν Πανεπιστημιούπολη τού Λούντ. Έκεϊ, το 1904, είδε τό φώς ή πρώτη έκδοση τού βιβλίου του Kristus och Judas• εκεί, τό 1909, τό κορυφαίο του βιβλίο Den hemlige Fràlsaren. (Τό τελευταίο μεταφράστηκε τό 1912 στά γερμανικά άπό τόν Έμίλ Σέρινγκ. Ό τίτλος του είναι Der heimliche Heiland.)
Πρίν αποπειραθούμε μιά εξέταση τών προαναφερθέντων έργων, θεωρούμε αναγκαίο νά επαναλάβουμε ότι ό Νίλς Ρούνεμπεργκ, μέλος της 'Εθνικής Ευαγγελικής Ένωσης, ήταν βαθύτατα θρήσκος. Στους κύκλους τών διανοουμένων τού Παρισιού ή τού Μπουένος Άιρες, ένας άνθρωπος τών γραμμάτων θά μπορούσε κάλλιστα νά ανακαλύψει έκ νέου τίς θέσεις τού Ρούνεμπεργκ- καί σέ τέτοιους κύκλους, θέσεις σάν κι αυτές θά θεωρούνταν ελαφρές, άχρηστες ασκήσεις τής ολιγωρίας ή τής βλασφημίας. Όμως, γιά τόν Ρούνεμπεργκ, στάθηκαν τό κλειδί γιά τήν λύση ενός άπό τά κεντρικά μυστήρια τής θεολογίας" στάθηκαν θέμα διαλογισμού καί ανάλυσης, ιστορικής καί φιλολογικής διαμάχης, περηφάνιας, αγαλλίασης καί τρόμου. Δι-
129
καίωσαν καί κατέστρεψαν τή ζωή του. "Οσοι διαβάζουν τώρα αυτό τό άρθρο άς έχουν επίσης υπόψη τους ότι δεν περιλαμβάνει παρά μόνο τά συμπεράσματα τοΰ Ρούνεμπεργκ - ούτε τή διαλεκτική του οΰτε τίς αποδείξεις του. Θά πείτε: μά καλά, τό δίχως άλλο, τό συμπέρασμα προηγείται των «αποδείξεων»! Ποιος όμως αφοσιώνεται ν' αποδείξει κάτι, στό όποιο δέν πιστεύει ή τά κηρύγματα του δεν τόν ενδιαφέρουν;
Ή πρώτη έκδοση του Kristus och Judas φέρει τήν έξης κατηγορική προμετωπίδα, τό νόημα τής οποίας έμελλε νά διαπλατύνει τερατωδώς, χρόνια αργότερα, ό ίδιος ό Νίλς Ρούνεμπεργκ: "Οχι μόνο ένα πράγμα άλλα δλα τά πράγματα πού ή παράδοση αποδίδει στον Ιούδα 'Ισκαριώτη είναι ψευδή (Ντέ Κουίνσυ, 1857). 'Ακολουθώντας κάποιον Γερμανό, ό Ντέ Κουίνσυ διατύπωσε τήν άποψη πώς ό 'Ιούδας κατέδωσε τόν 'Ιησού Χριστό γιά νά τόν εξαναγκάσει νά διακηρύξει τή θεότητα του καί νά πυροδοτήσει μιά εξέγερση κατά τού ρωμαϊκού ζυγού• ό Ρούνεμπεργκ προτείνει μιά υπεράσπιση μεταφυσικής τάξεως. 'Αρχίζει επιδέξια, καταδεικνύοντας τήν περιττότητα τής ενέργειας τού 'Ιούδα. Παρατηρεί (όπως ό Ρόμπερτσον) πώς, γιά νά αναγνωριστεί ένας διδάσκαλος πού αγορεύει κάθε μέρα στην συναγωγή καί θαυματουργεί μπροστά σέ συγκεντρώσεις χιλιάδων ανθρώπων, δέν απαιτείται ή προδοσία ενός αποστόλου. Κι όμως, αυτό συνέβη. Τό νά υποθέσει κανείς ενα σφάλμα στην 'Αγία Γραφή είναι άσύγγνωστο• εξίσου άσύγγνωστο είναι νά δεχτείς ενα τυχαίο συμβάν στό πιό ανεκτίμητο επεισόδιο τής παγκόσμιας 'Ιστορίας. Ergo, ή προδοσία τού 'Ιούδα δέν ήταν τυχαία• ήταν ενα προκαθορισμένο συμβάν, πού κατέχει τή μυστηριώδη θέση του στην οικονομία τής Λύτρωσης. Καί συνεχίζει ό Ρούνεμπεργκ: "Οταν ενσαρκώθηκε ό Λόγος, πέρασε άπό τήν πανταχού παρουσία στον χώρο, άπ' τήν αιωνιότητα στην 'Ιστορία, άπό τήν απεριόριστη ευτυχία στην αλλαγή καί στον θάνατο• μιά τέτοια θυσία απαιτούσε τό αντίστοιχο της: ένας άνθρωπος, εκπροσωπώντας όλους τους ανθρώπους, έπρεπε νά προβεί σέ μιά θυσία αντάξια. Ό άνθρωπος αυτός ήταν ό 'Ιούδας 'Ισκαριώτης. Ό 'Ιούδας, ό μόνος άπό τους απόστολους πού διαισθάνθηκε τή μυστική θεότητα καί τόν τρομερό σκοπό τού 'Ιησού. Ό Λόγος είχε ταπεινωθεί ώς τόν εξανθρωπισμό• ό 'Ιούδας, μαθητής τού Λόγου, μπορούσε νά ταπεινωθεί ώς τήν
130
'
προδοσία (τή χειρότερη μορφή ατιμίας) καί νά ένοικήσει αιώνια τό πϋρ τό εξώτερον. Ή κατώτερη τάξη καθρεφτίζει τήν ανώτερη• οι μορφές τής γης αντιστοιχούν στις μορφές τού ουρανού- οι δερματικές κηλίδες μας είναι ένας χάρτης των ακατάλυτων αστερισμών κατά κάποιον τρόπο, ό 'Ιούδας αντικατοπτρίζει τόν 'Ιησού. Έ ξ ου τά τριάκοντα αργύρια καί τό φιλί- εξ ου ό εκούσιος θάνατος: έτσι είναι ακόμα πιό επάξια κολασμένος. Μέ αυτά τά επιχειρήματα, ό Νίλς Ρούνεμπεργκ διαφώτισε τό αίνιγμα τού 'Ιούδα.
Τόν πολέμησαν, φυσικά, οί θεολόγοι όλων των δογμάτων. Ό Λάρς Πέτερ Ένγκστρομ τόν κατηγόρησε ότι αγνοεί, ή αποσιωπά, τήν υποστατική ένωση• ό Ά ξ ε λ Μπορέλιους ότι αναζωπυρώνει τήν αίρεση τών Δοκητών, πού αρνούνται τήν ανθρώπινη υπόσταση τού 'Ιησού- ό αυστηρός επίσκοπος τού Λούντ ότι αντιστρατεύεται τόν τρίτο στίχο τού'εικοστού δεύτερου Κεφαλαίου τού Κατά Λουκάν Ευαγγελίου.
Αυτά τά ποικίλα αναθέματα επηρέασαν τόν Ρούνεμπεργκ, πού ξανάγραψε ενα μέρος τού κατάκριτου βιβλίου καί μετέβαλε τή θεωρία του. "Αφησε τό θεολογικό πεδίο στους επικριτές του καί πρόβαλε πλάγια επιχειρήματα ηθικής τάξεως. Παραδέχτηκε πώς ό 'Ιησούς, «ό όποιος διέθετε τά σημαντικά εφόδια πού μπορεί νά προσφέρει ή παντοδυναμία», δέν είχε τήν ανάγκη ενός ανθρώπου γιά νά λυτρώσει τήν ανθρωπότητα. Στην συνέχεια, διέψευσε όλους όσοι υποστηρίζουν πώς δέν γνωρίζουμε τίποτα γιά τόν αινιγματικό προδότη• γνωρίζουμε, είπε, πώς ήταν Ινας άπ' τους αποστόλους, ένας άπ' αυτούς πού επελέγησαν γιά νά αναγγέλλουν τή βασιλεία τών ουρανών, νά θεραπεύουν τους ασθενείς, νά καθαρίζουν τους λεπρούς, νά εγείρουν τους νεκρούς καί νά εξορκίζουν τά δαιμόνια (Ματθαίος ι': 7-8, Λουκάς θ': 1). Ένας άνθρωπος πού αξιώθηκε τέτοια προνόμια άπό τόν Λυτρωτή δικαιούται νά ερμηνεύσουμε τίς πράξεις του όσο μπορούμε καλύτερα. "Αν αποδώσουμε τό κρίμα του στην απληστία (όπως τό 'χουν κάνει κάποιοι, μνημονεύοντας τό ιβ': 6 τού Κατά Ίωάννην), ενδίδουμε στό πιό ποταπό κίνητρο. Ό Νίλς Ρούνεμπεργκ προτείνει τό αντίθετο κίνητρο: έναν υπέρμετρο, εκτός παντός ορίου ασκητισμό. Ό ασκητής, προς μείζονα δόξαν τού Θεού, τιμωρεί καί ταπεινώνει τή σάρκα- ό 'Ιούδας έκανε τό ίδιο μέ τό πνεύμα. Άπαρνή-
131
θηκε την τιμή, τό Καλό, την ειρήνη, τή βασιλεία τών ουρανών, όπως άλλοι - λιγότερο ηρωικά - απαρνούνται τίς ηδονές*. Προμελέτησε τά κρίματά του με μιά τρομερή διαύγεια. Συνήθως στή μοιχεία είναι συμμέτοχες ή τρυφεράδα κι ή αυταπάρνηση• στον φόνο, τό θάρρος• στή βλασφημία καί τίς άνοσιουρ-γίες, κάποια σατανική έκλαμψη. Ό 'Ιούδας επέλεξε τά αμαρτήματα εκείνα, πού καμιά αρετή δέν συγχρωτίστηκε ποτέ μαζί τους: τήν κατάχρηση εμπιστοσύνης (Ιωάννης, ιβ': 6) καί τήν προδοσία. Έδρασε μέ μιά γιγαντιαία ταπεινοσύνη• πίστευε πώς ήταν ανάξιος νά 'ναι καλός. Ό 'Απόστολος Παύλος έχει γράψει: Ό κανχώμενος εν Κυρίω καυχάσθω (Προς Κορινθίους Α ', α': 31)• ό 'Ιούδας γύρεψε τήν κόλαση, γιατί ή ευτυχία τού Κυρίου τοϋ αρκούσε. Σκέφτηκε πώς ή ευτυχία, όπως καί τό Καλό, είναι μιά θεϊκή ιδιότητα καί δέν πρέπει νά τήν σφετερίζονται οι άνθρωποι**.
Πολλοί ανακάλυψαν, post factum, πώς ή εξωφρενική κατάληξη τού Ρούνεμπεργκ ενυπήρχε στό συγγνωστό του ξεκίνημα καί πώς τό Den hemlige Fralsaren δέν είναι παρά μιά διαστροφή ή ένας παροξυσμός τοϋ Kristus och Judas. Στά τέλη τού 1907, ό Ρούνεμπεργκ τελείωσε καί αναθεώρησε τό χειρόγραφο κείμενο- πέρασαν σχεδόν δυό χρόνια χωρίς νά τό στείλει γιά εκτύπωση. Τόν 'Οκτώβριο τού 1909, τό βιβλίο έκανε τήν εμφάνιση του μ' έναν πρόλογο (τόσο χλιαρό, ώστε νά είναι αινιγματικός) τοϋ δανού έβραϊστή Έρικ Έρφγιορντ καί μέ αυτή τήν επίβουλη προμετωπίδα: Έν τω κόσμω ην, καί ό κόσμος δι' αν-
* Ό Μπορέλιους ρώτησε χλευαστικά: Καί γιατί δέν απαρνήθηκε τήν άπάρνηση; Γιατί δχι τήν άπάρνηση της άπάρνησης; ** Ό Ευκλείδης ντά Κούνζα, σε ίνα βιβλίο πού ό Ρούνεμπεργκ δέν είχε υπόψη του, σημειώνει πώς, γιά τόν αίρεσιάρχη τού Κανούντος, Άντόνιο Κονσεζέιρο, ή αρετή «ήταν μία οιονεί ασέβεια». Ό αργεντινός αναγνώστης θά θυμηθεί ανάλογα αποφθέγματα στό έργο τού Άλμαφουέρτε. Ό Ρούνεμπεργκ, στό συμβολιστικό φύλλο Sju insegel, δημοσίευσε ενα φροντισμένο περιγραφικό ποίημα, Τά μυστικά νερά• οι πρώτες στροφές αφηγούνται τά συμβάντα μιας περιπετειώδους μέρας' οϊ τελευταίες τήν ανακάλυψη μιας παγωμένης λιμνούλας• ό ποιητής υπαινίσσεται πώς ή άει-ζωία αυτών τών σιωπηλών νερών θεραπεύει τήν ανώφελη βία μας καί, κατά κάποιον τρόπο, τήν ανέχεται καί τήν συγχωρεί. Τό ποίημα καταλήγει έτσι: Τό νερό τον δάσους είναι ευτυχισμένο• μπορούμε να 'μαστέ βασανισμένοι καί κακοί.
\
τον έγένετο, καί ό κόσμος αυτόν ουκ εγνω ('Ιωάννης, α': 10). Ή γενική επιχειρηματολογία δέν είναι περίπλοκη, τό συμπέρασμα όμως είναι τερατώδες. Ό θεός, ισχυρίζεται ό Νίλς Ρούνεμπεργκ, ταπεινώθηκε ώς τόν εξανθρωπισμό, γιά τήν λύτρωση τού ανθρώπινου γένους• είναι εύλογο νά υποθέσουμε πώς ή θυσία Του ήταν τέλεια, πώς ούτε υπονομεύτηκε ούτε άπισχνάνθηκε άπό παραλείψεις. Τό νά περιορίζουμε όλα όσα υπέστη, στην αγωνία ενός δειλινού πάνω στό σταυρό είναι βλασφημία *. "Αν δεχόμαστε ότι ήταν άνθρωπος καί ότι ήταν ανίκανος νά αμαρτήσει, υποπίπτουμε σέ αντίφαση• οί ιδιότητες impeccabilitas και humanitas είναι ασύμβατες. Ό Κέμνιτς δέχεται ότι ό Λυτρωτής μπορούσε νά νιώσει κούραση, κρύο, στεναχώρια, πείνα και δίψα- γιατί λοιπόν νά μήν δεχτούμε ότι μπορούσε καί νά αμαρτήσει καί νά απολεσθεί; Τό περίφημο απόσπασμα: Άνηγγείλαμεν ώς παιδίον εναντίον αύτοϋ, ώς ρίζα εν γη διψώση • ουκ εστίν είδος αντφ ουδέ δόξα • καί εϊδομεν αυτόν, καί οϋκ εΐχεν είδος ουδέ κάλλος• άλλα τό είδος αύτοϋ. ατιμον καί έκλεϊπον παρά πάντας τους υιούς τών ανθρώπων άνθρωπος έν πληγή ων καί είδώς φέρειν μαλακίαν ( 'Ησαΐας, νγ': 2-3) αποτελεί γιά πολλούς ενα προείκασμα τοϋ 'Εσταυρωμένου, τήν ώρα τού θανάτου του- γιά άλλους (λόγου χάρη τόν Χάνς Λάσε Μάρτενσεν), μιά διάψευση τού κάλλους πού ή λαϊκή συναίνεση αποδίδει στον Χριστό- γιά τόν Ρούνεμπεργκ, τήν άψευδή προφητεία, όχι μιας στιγμής, άλλα ολόκληρου τού αποτρόπαιου μέλλοντος - στον Χρόνο καί στην Αιωνιότητα -τού ενσαρκωμένου Λόγου. Ό θεός έγινε ολοκληρωτικά άν-
* Ό Μορίς Άμπραμοβίτς παρατηρεί: Jésus, d'après ce Scandinave, a toujours le beau rôle; ses déboires, grâce à la science des typographes, jouissent d' une réputation polyglotte; sa résidence de trente-trois ans parmi les humains ne fut, en somme, qu' une villégiature. Ό Έρφγιορντ, στό τρίτο παράρτημα της Christelige Dogmatik, αντικρούει αύτη τήν περικοπή. Σημειώνει πώς ή θεία Σταύρωση δέν έχει πάψει, γιατί ο,τι συμβαίνει άπαξ στον Χρόνο επαναλαμβάνεται αδιάκοπα στην Αιωνιότητα. Τώρα, ό 'Ιούδας εξακολουθεί νά εισπράττει τά αργύρια• εξακολουθεί νά καταφιλεί τόν 'Ιησού Χριστό• εξακολουθεί νά ρίχνει τά αργύρια στον ναό• εξακολουθεί νά δένει βρόχο στον αγρό τού αίματος. (Γιά νά στηρίξει τήν άποψη του, ό Έρφγιορντ επικαλείται τό τελευταίο κεφάλαιο τού Πρώτου Τόμου της 'Υπεράσπισης της Αιωνιότητας, τού Γιάρομιρ Χλάντικ).
132 133
θρωπος - άνθρωπος, όμως, ως την ατιμία, άνθρωπος ώς τόν κολασμό καί την άβυσσο. Γιά νά μάς σώσει, θά μπορούσε νά επιλέξει οποιαδήποτε άπό τίς μοίρες πού συνθέτουν τό περίπλοκο δίκτυο της 'Ιστορίας- θά μπορούσε νά γίνει ό 'Αλέξανδρος η ό Πυθαγόρας ή ό Ρούρικ ή ό 'Ιησούς• διάλεξε τήν πιό ούτιδανή: έγινε ό 'Ιούδας.
Μάταια τά βιβλιοπωλεία της Στοκχόλμης καί τού Λούντ διατυμπάνισαν αύτη τήν αποκάλυψη. Οι δύσπιστοι τή θεώρησαν, a priori, ώς ενα ανούσιο καί επίπονο θεολογικό παιχνίδι- οί θεολόγοι τήν περιφρόνησαν. Ό Ρουνεμπεργκ διεΐδε σ' αυτή τήν οικουμενική αδιαφορία μιά σχεδόν θαυμαστή επιβεβαίωση. Αυτή τήν αδιαφορία τήν διέταξε ό Θεός - ό Θεός δέν ήθελε νά διαδοθεί στή γή τό τρομερό μυστικό Του. Ό Ρουνεμπεργκ κατάλαβε πώς δέν είχε έρθει ακόμα ή ώρα. "Ενιωσε νά πέφτουν πάνω του αρχαίες θεϊκές κατάρες- θυμήθηκε τόν Ηλία καί τόν Μωϋσή, πού κάλυψαν τό πρόσωπο τους πάνω στό βουνό γιά νά μή δουν τόν Θεό- τόν 'Ησαΐα, πού τρομοκρατήθηκε όταν τά μάτια του αντίκρισαν 'Εκείνον ου ή δόξα πληροί τήν γήν • τόν Σαούλ, πού τυφλώθηκε στον δρόμο τής Δαμασκού-
τόν ραβίνο Συμεών μπέν Ά ζ ά ι , πού είδε τόν Παράδεισο καί πέθανε- τόν ξακουστό μάγο 'Ιωάννη τού Βιτέρμπο, πού τρελάθηκε όταν αντίκρισε τήν 'Αγία Τριάδα- τους Μιντρασίμ, πού αποστρέφονται όσους ασεβείς προφέρουν τό Σέμ Χαμεφοράς, τό Μυστικό "Ονομα τού Θεού. Ήταν λοιπόν κι ό 'ίδιος ένοχος αυτού τού σκοτεινού εγκλήματος; Κι ήταν αυτή ή τον Πνεύματος βλασφημία, πού δέν θά συγχωρηθεί ποτέ {Ματθαίος, ιβ': 31); Ό Βαλέριος Σοράνος θανατώθηκε γιατί αποκάλυψε τό απόκρυφο όνομα τής Ρώμης- αυτόν ποια αιώνια τιμωρία τόν περίμενε, πού ανακάλυψε καί αποκάλυψε τό φοβερό όνομα τού Θεού;
Μεθυσμένος άπ' τήν άυπνία καί τους ιλιγγιώδεις συλλογισμούς, ό Νίλς Ρουνεμπεργκ βγήκε στους δρόμους τού Μάλμε, ικετεύοντας μέ δυνατές φωνές νά τού δοθεί ή χάρις νά μοιραστεί τήν Κόλαση μέ τόν Λυτρωτή.
Πέθανε άπό ρήξη ανευρύσματος, τήν 1η Μαρτίου 1912. Οί αίρεσιολόγοι θά τόν θυμούνται: είναι αυτός πού πρόσθεσε στην εξαντλημένη (όπως φαινόταν) εικόνα τού Υιού τίς επιπλοκές τής δυστυχίας καί τού Κακού.
1944
134
ΤΕΛΟΣ
Ό Ρεκαμπάρεν, ξαπλωμένος, μισάνοιξε τά μάτια κι είδε τό λοξό ψάθινο ταβάνι. 'Απ' τό διπλανό δωμάτιο, έφτανε στ' αυτιά του ενα γρατσούνισμα κιθάρας, σάν ένας πενιχρός λαβύρινθος, πού μπλεκόταν καί ξεμπερδευόταν ασταμάτητα... Σιγά σιγά ξαναγύρισε στην πραγματικότητα, στά καθημερινά, πού τώρα πιά δέν θά ξανάλλαζαν ποτέ. Κοίταξε ασυγκίνητος τό μεγάλο, άχρηστο σώμα του, τό φτηνό μάλλινο poncho πού σκέπαζε τά πόδια του. Έξω, πέρα μακριά άπ' τά κάγκελα τού παραθυριού, απλώνονταν ό κάμπος καί τ' απόγευμα- τόν είχε πάρει ό ύπνος, άλλα ό ουρανός έφεγγε πολύ ακόμα. Ψαχούλεψε μέ τ' αριστερό του χέρι, ώσπου νά βρει ενα μπρούντζινο κυ-προκούδουνο πού κρεμόταν στό πόδι τού κρεβατιού. Τό χτύπησε μιά δυό φορές- οί απλοϊκές συγχορδίες άπό δίπλα δέν σταμάτησαν. Ό κιθαριστής ήταν ένας μαύρος πού είχε εμφανιστεί μιά νύχτα καί καμωνόταν τόν τραγουδιστή κι είχε προκαλέσει έναν άλλο ξένο νά παραβγούν στην payada. "Εχασε, άλλα δέν έπαψε νά συχνάζει στό μαγαζί, σάν νά περίμενε κανέναν. Περνούσε τίς ώρες του παίζοντας κιθάρα, δέν ξανατρα-γούδησε όμως ποτέ- μπορεί καί νά 'χε πικραθεί άπ' τό χάσιμο. Ό κόσμος τόν είχε συνηθίσει πιά αυτόν τόν άκακο άνθρωπο. Ό Ρεκαμπάρεν, ό μαγαζάτορας, έμελλε νά μήν ξεχάσει ποτέ εκείνη τήν αναμέτρηση: τήν επομένη, καθώς δεμάτιαζε κάτι χόρτα, τού ξεράθηκε απότομα ή δεξιά πλευρά κι έχασε καί τή λαλιά του. 'Απ' τό πολύ νά κλαίμε τίς κακοτυχιές τών ηρώων στά μυθιστορήματα, καταλήξαμε νά κλαίμε τίς δικές μας υπερβολικά- όχι όμως κι ό καρτερικός Ρεκαμπάρεν, πού συμφιλιώθηκε μέ τήν παράλυση, όπως είχε συμφιλιωθεί καί παλιά μέ τή σκληράδα καί τίς ερημιές τής 'Αμερικής. Μαθημένος νά ζει στό παρόν, όπως τά ζώα, κοίταζε τώρα τόν ουρανό καί σκεφτόταν πώς τό κόκκινο τσέρκι πάνω στό φεγγάρι σήμαινε πώς θά βρέξει.
Ένα αγόρι μέ ινδιάνικα χαρακτηριστικά (μπορεί νά 'ταν
135
γιος του) μισάνοιξε την πόρτα. Ό Ρεκαμπάρεν τόν ρώτησε με τά μάτια αν είχε έρθει κάνας πελάτης. Τό αγόρι, λιγομίλητο, τοϋ 'κάνε νόημα πώς όχι' ό μαϋρος δέν μέτραγε. Ό κατάκοιτος έμεινε πάλι μόνος του- τό αριστερό του χέρι έπαιξε γιά λίγο με τήν κουδούνα, σάν νά 'ταν κάποιο σκήπτρο εξουσίας.
Ό κάμπος, στό φως του τελευταίου ήλιου, έμοιαζε ακαθόριστος, θαρρείς καί τόν έβλεπε στ' όνειρο του. Μιά κουκκίδα σάλεψε στον ορίζοντα καί μεγάλωνε ολοένα, ώσπου έγινε ένας καβαλάρης πού ερχόταν ή φαινόταν νά 'ρχεται κατά τό σπίτι. Ό Ρεκαμπάρεν έβλεπε τό chambergo του, τό φαρδύ σκούρο poncho του, τό μαυριτανικό άλογο, όχι όμως καί τό πρόσωπο τού άντρα, πού κάποτε σταμάτησε νά καλπάζει καί κοντοζύ-γωνε τροχάζοντας. Γύρω στά εκατόν πενήντα μέτρα έστριψε. Ό Ρεκαμπάρεν δέν τόν έβλεπε πιά, τόν άκουγε όμως πού εγρουξε, ξεπέζεψε, έδεσε τ' άλογο στον πάσσαλο καί μπήκε μέ βαριά περπατησιά στό μαγαζί.
Χωρίς νά σηκώσει τά μάτια άπ' τήν κιθάρα, όπου έδειχνε σάν κάτι νά 'ψάχνε, ό μαϋρος είπε μέ γλυκάδα:
«Τό 'ξέρα, σενιόρ, πώς μπορούσα νά βασίζομαι σέ σας». Ό άλλος, μέ τήν τραχιά φωνή του, απάντησε: «Κι εγώ σέ σένα, νέγρο. Σ' έκανα νά περιμένεις κάμποσο, νά
όμως πού ήρθα». Έπεσε σιωπή. Κάποια στιγμή, ό μαύρος ξαναμίλησε: «Έχω μάθει νά περιμένω. Περίμενα εφτά χρόνια». Ό άλλος εξήγησε χωρίς νά βιάζεται: «Έγώ είχα πάνω άπό εφτά χρόνια νά δώ τά παιδιά μου. Τ'
απάντησα κείνη τή μέρα, μά δέν θέλησα νά μέ δουν σάν μαχαι-ροβγάλτη».
«Τό κατάλαβα», είπε ό μαϋρος. «Ελπίζω νά τ' άφησες καλά στην υγεία τους».
Ό ξένος, πού είχε καθίσει πάνω στον πάγκο, γέλασε μέ τήν καρδιά του. Παράγγειλε ενα ρούμι καί τό δοκίμασε χωρίς νά τό πιει όλο.
«Τους έδωσα καλές συμβουλές», είπε, «πού δέν πάν ποτέ χαμένες καί δέν κοστίζουν τίποτα. Μές στό 'να καί στ' άλλο, τους είπα καί πώς ό άνθρωπος δέν πρέπει νά σκορπάει άνθρωπου αίμα».
Ένα αργό ακόρντο ακούστηκε πρίν τήν απάντηση τού μαύρου:
136
«Καλά έκανες. Έτσι δέ θά μας μοιάσουν». «Τουλάχιστον δέ θά μοιάσουν σέ μένα», εϊπε ό ξένος καί συ
νέχισε σάν νά σκεφτόταν μεγαλόφωνα: « Ή μοίρα μου τό θέλησε νά σκοτώσω, καί νά πού τώρα πάλι μού βάζει τόν σουγιά στό χέρι».
Ό μαύρος, σάν νά μήν τόν άκουσε, παρατήρησε: «Το φθινόπωρο μικραίνουν οί μέρες». «'Ακόμα καί μ' αυτό τό φώς, τήν κάνω τή δουλειά μου»,
αποκρίθηκε ό άλλος καί σηκώθηκε όρθιος. Στήθηκε μπροστά στό μαύρο καί τού 'πε σάν αποσταμένος: «"Ασε τήν κιθάρα στή μπάντα. 'Απόψε σέ περιμένει άλλου
είδους κοντραπούντο». Οί δυό τους τράβηξαν γιά τήν πόρτα. Βγαίνοντας ό μαύρος
μουρμούρισε: «Μπορεί κι απόψε νά τά πάω άσκημα, όπως καί τήν πρώτη
φορά». Ό άλλος τού απάντησε μέ σοβαρότητα: «Τήν πρώτη φορά, δέν τά πήγες άσκημα. Τό μόνο ήταν πού
ανυπομονούσες γιά τή δεύτερη». Βαδίζοντας δίπλα δίπλα, ξεμάκρυναν λίγο άπ' τά σπίτια.
"Ολα τά σημεία τοϋ κάμπου ήταν ϊδια καί τό φεγγάρι άστραφτε. Στή στιγμή, κοιτάχτηκαν, σταμάτησαν κι ό ξένος έβγαλε τά σπιρούνια του. Είχαν τυλίξει καί τά ponchos γύρω άπ' τίς πήχες τους, όταν ό μαύρος εϊπε:
«Θέλω νά σοϋ ζητήσω ενα πράγμα πρίν άρπαχτοϋμε. Θέλω σέ τούτη έδώ τήν πάλη νά βάλεις όλη τήν αποκοτιά κι όλη σου τήν καπατσοσύνη, όπως καί σ' εκείνη τήν άλλη πρίν εφτά χρόνια, τότε πού σκότωσες τόν αδελφό μου».
Ίσως ήταν ή πρώτη φορά σ' όλη τήν κουβέντα τους πού ό Μαρτίν Φιέρο άκουσε τό μίσος. Τό 'νιώσε σάν νά τού κέντριζαν τό αίμα. Ήρθαν στά χέρια- τό κοφτερό ατσάλι σημάδεψε τό πρόσωπο τοϋ μαύρου.
Είναι κάποια ώρα εκεί στό σούρουπο, πού θαρρείς κι ό κάμπος θέλει νά πεϊ κάτι- δέν τό λέει ποτέ• ή, πάλι, μπορεί καί νά τό λέει αδιάκοπα κι εμείς νά μήν τ' ακούμε, ή τ' ακούμε σάν μιά μουσική πού δέν μπορούμε νά ερμηνεύσουμε... 'Απ' τό κρεβάτι του, ό Ρεκαμπάρεν είδε τό τέλος. Μέ τήν πρώτη επίθεση, ό μαύρος τραβήχτηκε, έχασε τό βήμα του, προσποιήθηκε
137
πώς πήγαινε γιά τό κεφάλι καί τεντώθηκε σε μιά βαθιά μαχαιριά, πού τρύπησε τήν κοιλιά τοϋ άλλου. Ύστερα έπεσε άλλη μιά, πού ό μαγαζάτορας ϊσα πού τήν είδε, κι ό Φιέρο δεν ξανασηκώθηκε. 'Ακίνητος άπό πάνω του, ό μαύρος έδειχνε σάν ν' αγρυπνούσε τήν επιθανάτια αγωνία του. Σκούπισε στό χορτάρι τό ματωμένο μαχαίρι καί γύρισε στά σπίτια άργοπατών-τας, χωρίς νά κοιτάξει πίσω του. Τώρα πού είχε πάρει τό δίκιο του, τώρα δέν ήταν κανένας. Ή , μάλλον, ήταν ό άλλος: δεν είχε στον ήλιο μοίρα κι είχε σκοτώσει έναν άνθρωπο.
Η ΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΦΟΙΝΙΚΑ
Ι "Οσοι γράφουν ότι ή αίρεση τού Φοίνικα εκπορεύτηκε άπό τήν Ηλιούπολη καί τήν θεωρούν απότοκο τής θρησκευτικής παλινόρθωσης πού ακολούθησε τόν θάνατο τού άναμορφωτή Φαραώ Άμένωφι τού Δ', μπορεί νά μνημονεύουν κείμενα τού Ηρόδοτου, τού Τάκιτου καί επιγραφές άπό αιγυπτιακά μνημεία, αγνοούν όμως, ή θέλουν νά αγνοούν, πώς ή ονομασία της (Φοίνιξ) δέν είναι προγενέστερη τού Hrabanus Maurus καί πώς ακόμα κι οι πιό αρχαίες πηγές (τό Saturnales, ας πούμε, ή ό Φλάβιος Ίώσηπος) αναφέρουν απλώς τους 'Ανθρώπους τού Έθους ή τους 'Ανθρώπους τοϋ Μυστικού. Ό Γκρεγκορόβιους έχει ήδη βεβαιώσει, άπό τίς σκήτες τής Φεράρας, πώς ή αναφορά του Φοίνικα ήταν σπανιότατη στον προφορικό λόγο- έγώ ό ίδιος εχω συζητήσει μέ χειροτέχνες, στή Γενεύη, πού δέν μέ καταλάβαιναν όταν τους ρωτούσα άν ήταν άνθρωποι τού Φοίνικα, παραδέχονταν όμως παραυτίκα ότι ήταν άνθρωποι τού Μυστικού. "Αν δέν απατώμαι, τό 'ίδιο πράγμα ισχύει καί ώς προς τους βουδιστές• τό όνομα μέ τό όποιο τους ξέρει ό κόσμος δέν είναι αυτό πού προφέρουν οι ίδιοι.
Ό Μίκλοσιτς, σέ μιά υπέρ τό δέον διάσημη σελίδα, παρομοίασε τους αιρετικούς τού Φοίνικα μέ τους τσιγγάνους. Στή Χιλή καί στην Ουγγαρία υπάρχουν καί τσιγγάνοι καί αιρετικοί- άν εξαιρέσεις αυτό τό είδος τής πανταχού παρουσίας, ελάχιστα κοινά έχουν οί μέν μέ τους δέ. Οι τσιγγάνοι είναι άλογάρηδες, σιδεράδες, μπακιρτζήδες καί μοιρολόγοι- οί αιρετικοί συνήθως ασκούν μέ επιτυχία ελευθέρια επαγγέλματα. Οί τσιγγάνοι έχουν έναν ιδιαίτερο φυσικό τύπο καί ομιλούν, ή ομιλούσαν, μιά μυστική γλώσσα• οί αιρετικοί δέν ξεχωρίζουν άπό τους άλλους καί ή απόδειξη είναι ότι δέν υπέστησαν διωγμούς. Οί τσιγγάνοι είναι γραφικοί καί εμπνέουν τους κακούς ποιητές• τά ρομάντσα, οί χρωμολιθογραφίες καί τά μπολερό παραλείπουν τους αιρετικούς. Ό Μάρτιν Μπούμπερ δηλώνει ότι οί Εβραίοι είναι κατά βάσιν μοιρολάτρες• δέν είναι όλοι
138 139
οι αιρετικοί, καί μάλιστα αρκετοί άπ' αυτούς απεχθάνονται τή μοιρολατρεία- αυτή ή δημόσια καί πασίγνωστη αλήθεια αρκεί γιά νά αντικρουσθεϊ ή εσφαλμένη λαϊκή δοξασία (πού, εντελώς παράλογα, υπερασπίστηκε ό Οΰρμαν), κατά τήν οποία ό Φοίνιξ είναι παράγωγο τού 'Ισραήλ. Ό κοσμάκης συλλογίζεται πάνω κάτω ώς εξής: ό Οΰρμαν ήταν ένας άνθρωπος ευαίσθητος• ό Οΰρμαν ήταν Εβραίος• ό Οΰρμαν συναναστρεφόταν τους αιρετικούς στό γκέτο της Πράγας- ή συγγένεια πού αισθάνθηκε ό Οΰρμαν αποδεικνύει ενα πραγματικό γεγονός. Ειλικρινά, μού είναι αδύνατο νά συμφωνήσω μ' αυτό τό απόφθεγμα. Τό ότι οί αιρετικοί, σ' ενα εβραϊκό περιβάλλον, μοιάζουν μέ Εβραίους δέν αποδεικνύει τίποτα- τό αδιαφιλονίκητο γεγονός είναι πώς, όπως ό αέναος Σαίξπηρ τοϋ Χάζλιτ, μοιάζουν μέ όλους τους ανθρώπους τοϋ κόσμου. Ήταν, όπως ό 'Απόστολος, τοις πάσι τά πάντα' πρίν λίγες μέρες, ό δόκτωρ Χουάν Φρανσίσκο Άμάρο, άπ' τό Παϊσαντού, εκθείασε τήν ευκολία μέ τήν όποια «κρεολοποιοϋνταν».
Έχω ήδη πει πώς ή 'Ιστορία τής αίρεσης δέν καταγράφει διωγμούς καί είναι αλήθεια- καθώς όμως δέν υπάρχει ανθρώπινη ομάδα πού νά μήν περιλαμβάνει θιασώτες τοϋ Φοίνικα, πρέπει νά θεωρήσουμε βέβαιο ότι δέν υπήρξε διωγμός ή θηριωδία πού οί οπαδοί αυτοί δέν υπέστησαν καί δέν διέπραξαν. Στους δυτικούς πολέμους καί στους μακρινούς πολέμους τής 'Ασίας έχυναν τό αίμα τους κάθε εκατό χρόνια, κάτω άπό σημαίες εχθρικές• δέν τους ωφελεί λοιπόν καί πολύ πού ταυτίζονται μέ όλα τά έθνη τής οικουμένης...
Χωρίς ενα ιερό βιβλίο πού νά τους συσσωματώνει, όπως οί Γραφές τό 'Ισραήλ, χωρίς κοινή μνήμη, χωρίς εκείνη τήν άλλη μνήμη: μιά γλώσσα, σκορπισμένοι επί προσώπου Γής, ποικίλοι ώς προς τό χρώμα καί τά χαρακτηριστικά, δέν έχουν παρά ενα μόνο πράγμα - τό Μυστικό - πού τους ενώνει καί θά τους ενώνει εις τόν αιώνα τόν άπαντα. Παλιά, εκτός άπό τό Μυστικό, υπήρχε κι ένας θρύλος (καί ίσως ένας κοσμογονικός μύθος), όμως οί επιπόλαιοι άνθρωποι τού Φοίνικα τόν ξέχασαν, καί σήμερα τό μόνο πού κρατούν είναι ή σκοτεινή παράδοση μιας τιμωρίας. Μιας τιμωρίας, μιας συνθήκης ή ενός προνομίου -γιατί οί εκδοχές ποικίλλουν καί μόλις πού διαφαίνεται ή ετυμηγορία ενός θεού, πού εξασφαλίζει τήν αιωνιότητα σέ μιά
140
πατριά, εφόσον τά μέλη της, άπό γενεάς εις γενεάν, διεξάγουν μιά ιεροτελεστία. Έχω εντρυφήσει σέ αναφορές ταξιδιωτών, εχω συζητήσει μέ πατριάρχες καί θεολόγους• μπορώ νά πιστοποιήσω ότι ή εκπλήρωση τής ιεροτελεστίας είναι ή μόνη θρησκευτική πρακτική πού ακολουθούν οί αιρετικοί. Ή ιεροτελεστία αποτελεί τό Μυστικό. Αυτό, όπως έχω ξαναπεί, κληροδοτείται άπό γενεάς εις γενεάν, στην πράξη όμως δέν τό διδάσκουν οί μητέρες στά παιδιά οΰτε οί ιερείς• ή μύηση στό μυστήριο είναι έργο τών κατώτερων ανθρώπων. Μυσταγωγός μπορεί νά είναι ένας σκλάβος ή ένας λεπρός ή ένας ζητιάνος. Ένα παιδί, επίσης, μπορεί νά κατηχήσει ενα άλλο παιδί. Ή πράξη αύτη καθ' έαυτήν είναι κοινότοπη, στιγμιαία καί δέν έχει διατυπώσεις. Τά υλικά είναι ό φελλός, τό κερί ή τό αραβικό κόμμι. (Στή λειτουργία γίνεται λόγος καί γιά λάσπη• συνήθως, λοιπόν, χρησιμοποιείται καί λάσπη.) Δέν υπάρχουν ειδικοί ναοί γιά τήν άσκηση αυτής τής λατρείας, άλλα ενα ερείπιο, ενα κελάρι ή ένας πρόδομος θεωρούνται κατάλληλοι τόποι. Τό Μυστικό είναι ιερό, άλλα δέν παύει νά 'ναι συγχρόνως καί ελαφρώς γελοίο• ή μεταλαμπάδευσή του γίνεται κρυφά, ακόμα καί λαθραία, καί οί μυημένοι δέν μιλούν ποτέ γι' αυτό. Δέν υπάρχουν αρμόζουσες λέξεις γιά νά τό εκφράσουν, είναι όμως ευνόητο ότι όλες οί λέξεις τό εκφράζουν, ή μάλλον τό υπαινίσσονται αναπόφευκτα- έτσι, μπορεί νά πώ κάτι σέ μιά συζήτηση κι οί μυημένοι νά χαμογελάσουν ή νά αισθανθούν αμηχανία, γιατί καταλαβαίνουν πώς άγγιξα τό Μυστικό. Στίς γερμανικές λογοτεχνίες, υπάρχουν ποιήματα γραμμένα άπ' τους αιρετικούς, πού έχουν γιά ονομαστικό τους θέμα τή θάλασσα ή τό σούρουπο- χρειάζεται νά πώ ότι κατά κάποιον τρόπο αποτελούν σύμβολα τού Μυστικού; Ένα απόκρυφο απόφθεγμα πού περιέλαβε ό Δουκάγγιος στό Γλωσσάριο του λέει: Orbis terra-rum est speculum Ludi. Ένα είδος ιερού τρόμου αποτρέπει μερικούς πιστούς άπ' τό νά πραγματοποιήσουν τήν απλούστατη ιεροτελεστία" οί άλλοι τους περιφρονούν, οί ίδιοι όμως περιφρονούν ακόμα πιό πολύ τους εαυτούς τους. 'Αντίθετα, χαίρουν μεγάλης εκτίμησης όσοι οικειοθελώς αποκηρύσσουν τό Έθος καί έρχονται σέ απευθείας επαφή μέ τό Θείον. Προκειμένου αυτή ή επαφή νά πάρει πανηγυρικό χαρακτήρα, χρησιμοποιούνται σύμβολα τοϋ λειτουργικού• γι' αυτό καί ό John of the Rood έγραψε:
141
"Ας ξέρουν τά 'Εννέα Στερεώματα πώς ό Θεός είναι τερπνός δπως ή Λάσπη κι ό Φελλός.
Μ' έχουν τιμήσει με τή φιλία τους, σέ τρεις ηπείρους, ζηλωτές τοϋ Φοίνικα• τό ξέρω πώς τό μυστικό, στην αρχή, τους φάνηκε κοινότοπο, ενοχλητικό, χυδαίο καί (τί παράξενο, αλήθεια) απίστευτο. Δέν τους χωρούσε στό μυαλό ότι οί πατέρες τους είχαν καταδεχτεί τέτοια καμώματα. Είναι περίεργο πού, τόσον καιρό, τό Μυστικό δέν έχει χαθεί- παρ' όλες τίς διεθνείς αντιξοότητες, παρ' όλους τους πολέμους καί τίς 'Εξόδους, βρίσκει τόν τρόπο νά φτάσει, απόκοσμα, σ' όλους τους πιστούς. Κάποιος δέν δίστασε νά βεβαιώσει πώς, τώρα, τό Μυστικό έχει γίνει ενστικτώδες.
142
0 ΝΟΤΟΣ /
Ό άνθρωπος πού αποβιβάστηκε στό Μπουένος "Αιρες τό 1871 λεγόταν Γιοχάνες Ντάλμαν κι ήταν πάστορας τής Ευαγγελικής Εκκλησίας• τό 1939, ένας άπ' τους εγγονούς του, ό Χουάν Ντάλμαν, ήταν γραμματέας μιας δημοτικής βιβλιοθήκης στην όδό Κόρδοβα καί αισθανόταν βαθιά 'Αργεντινός. Παππούς του άπ' τή μεριά τής μητέρας του ήταν κάποιος Φρανσίσκο Φλόρες, τής Β' Γραμμής Πεζικού, πού σκοτώθηκε στά σύνορα τού Μπουένος "Αιρες, λογχισμένος άπό 'Ινδιάνους τής φυλής Κατριέλ- έχοντας νά διαλέξει ανάμεσα σέ δυό αντίθετες γενεαλογίες, ό Χουάν Ντάλμαν ('ίσως κατ' επιταγήν τού γερμανικού του αίματος) προτίμησε εκείνη μέ τό ρομαντικό παρελθόν, ή τόν ρομαντικό θάνατο. Μιά κορνίζα μέ τή δαγεροτυπια ενός άντρα ανέκφραστου καί γενειοφόρου, ενα γέρικο σπαθί, ή χαρά καί ή ανάταση άπό κάποιες μουσικές, μερικές οικείες στροφές του Μαρτίν Φιέρο, τά χρόνια, ή ανία κι ή μοναξιά, ύπέ-θαλψαν αυτόν τόν σχεδόν εκούσιο άλλα διόλου επιδεικτικό τοπικισμό. Μέ στερήσεις καί θυσίες, ό Ντάλμαν είχε καταφέρει νά σώσει τόν σκελετό μιας αγροικίας στον νότο, πού άνηκε στους Φλόρες• μιά άπ' τίς πιό συνήθεις αναμνήσεις του ήταν ή εικόνα τών εύωδιαστών ευκαλύπτων καί τό μεγάλο ρόδινο σπίτι, πού κάποτε ήταν κρεμεζί. Οί δουλειές, ίσως κι ή τεμπελιά, τόν κρατούσαν στην πόλη. Τά καλοκαίρια περνούσαν κι εκείνος αρκούνταν στην αφηρημένη ιδέα τής ιδιοκτησίας καί στή βεβαιότητα ότι κάπου, σ' ενα ορισμένο σημείο τού κάμπου, τό σπίτι του τόν περίμενε. "Ωσπου, τίς τελευταίες μέρες τού Φεβρουαρίου τού 1939, κάτι τού συνέβη.
Χωρίς νά καταλαβαίνει άπό λάθη, ή μοίρα μπορεί νά είναι ανελέητη, ακόμα καί γιά τήν παραμικρότερη απροσεξία. Εκείνο τό απόγευμα, ό Ντάλμαν είχε αποκτήσει μιά ελλιπή έκδοση τών Χιλίων καί μιας νυχτών, στή μετάφραση τού Βάιλ-άπ' τή λαχτάρα του νά ανασκαλέψει αυτόν τόν θησαυρό, δέν περίμενε τό ασανσέρ κι έπιασε ν' ανεβαίνει τρέχοντας τά σκα-
143
λιά- κάτι μες στό σκοτάδι - ενα πουλί; μιά νυχτερίδα; - τού έξυσε τό μέτωπο. Στό πρόσωπο της γυναίκας πού τοϋ άνοιξε την πόρτα είδε χαραγμένη τη φρίκη, καί τό χέρι του, πού τό πέρασε στό μέτωπο του, κατέβηκε κατακόκκινο άπ' τό αίμα. Τόν είχε βρει ή γωνιά ενός φρεσκοβαμμένου παραθυρόφυλλου, πού είχαν ξεχάσει νά τό κλείσουν. Ό Ντάλμαν τά κατάφερε νά κοιμηθεί, άλλα ξύπνησε, τά ξημερώματα, καί τά πάντα είχαν πάρει μιά χροιά αποτρόπαιη. Ό πυρετός τόν έλιωσε, κι οι εικόνες των Χιλίων καί μιας νυχτών έγιναν τά προπλάσματα γιά τους εφιάλτες του. Τόν επισκέπτονταν οι συγγενείς καί οι φίλοι καί μέ τό καλύτερο χαμόγελο τους τού έλεγαν στερεότυπα πώς τόν έβλεπαν μιά χαρά. Ό Ντάλμαν τους άκουγε μ' ενα είδος ανίσχυρης κατάπληξης καί τοϋ 'κάνε εντύπωση πού δέν καταλάβαιναν πώς βρισκόταν στην κόλαση. Πέρασαν οχτώ μέρες, πού τού φάνηκαν οχτώ αιώνες. Ένα απόγευμα, παρουσιάστηκε ό γιατρός του, μαζί μ' έναν καινούριο γιατρό, καί τόν πήγαν σέ μιά κλινική στην όδό Έκουαδόρ, νά βγάλει μιά ακτινογραφία. Στό αγοραίο πού τους πήγαινε, ό Ντάλμαν σκέφτηκε πώς σ' ενα δωμάτιο άλλο άπ' τό δικό του θά μπορούσε, επιτέλους, νά κοιμηθεί. Χάρηκε μ' αυτή τή σκέψη κι έπιασε τή συζήτηση- όταν έφτασαν, τόν έγδυσαν, τοϋ ξύρισαν τό κεφάλι, τόν έσυραν πάνω σ' ενα φορείο σιδηροδέσμιο, τόν φωταγώγησαν μέχρι τυφλώσεως καί ιλίγγου, τόν ακροάστηκαν κι ένας μασκοφόρος τού έμπηξε μιά βελόνα στό μπράτσο. Ξύπνησε μές στους επιδέσμους, μ' ενα αίσθημα ναυτίας, σ' ένα κελί πού 'μοιάζε μέ πηγάδι. Τίς μέρες καί τίς νύχτες πού ακολούθησαν τήν εγχείρηση, συνειδητοποίησε πώς όλο αυτόν τόν καιρό περιδιάβαζε στά πρόθυρα τής κόλασης. Ούτε ό πάγος δέν μπορούσε νά δροσίσει τά χείλια του. 'Εκείνες τίς μέρες, ό Ντάλμαν μίσησε καταλεπτώς τόν εαυτό του- μίσησε τήν ταυτότητα του, τίς σωματικές του ανάγκες, τόν εξευτελισμό του, τά γένεια πού τού αγρίευαν τό πρόσωπο. Ύπέμεινε στωικά τίς θεραπείες, πού ήταν πολύ επώδυνες, όταν όμως ό χειρούργος τού είπε πώς είχε σωθεί ως εκ θαύματος άπό μιά σηψαιμία, έβαλε τά κλάματα, οικτίροντας τή μοίρα του. Τά σωματικά του μαρτύρια κι οι ακατάπαυστοι φόβοι του γιά τίς άσχημες νύχτες δέν τόν είχαν αφήσει νά σκεφτεί κάτι τόσο αφηρημένο όπως ό θάνατος. Μιά άλλη μέρα, ό χειρούργος τού είπε πώς είχε άρχί-
144
σει ν' αναρρώνει καί πώς, πολύ σύντομα, θά μπορούσε νά πάει στό κτήμα, ν' αναλάβει. Πράγμα απίστευτο, ή μέρα τής επαγγελίας έφτασε.
Ή πραγματικότητα αρέσκεται στίς συμμετρίες καί στους ανεπαίσθητους αναχρονισμούς. Ό Ντάλμαν είχε πάει στην κλινική μέ αγοραίο καί τώρα ενα αγοραίο τόν πήγαινε στό σταθμό τής Κονστιτουσιόν. Ή πρώτη δροσιά τού φθινοπώρου μετά τήν πνιγηρότητα τοϋ καλοκαιριού ήταν σάν νά συμβόλιζε τό δικό του γλιτωμό άπό τόν πυρετό καί τόν θάνατο. Στίς εφτά τό πρωί, ή πόλη δέν είχε χάσει ακόμα εκείνο τόν αέρα τού παλιού αρχοντικού πού τής έπιπνέει ή νύχτα- οι δρόμοι ήταν σάν απέραντα χαγιάτια, οι πλατείες σάν αυλές. Ό Ντάλμαν τήν αναγνώρισε μέ αγαλλίαση καί μ' ενα έντονο ιλιγγιώδες προαίσθημα- λίγες στιγμές πρίν τίς αντικρίσει μέ τά μάτια του, έφερνε στό νού του τίς γωνίες, τίς ρεκλάμες, τίς μετρημένες αντιθέσεις τού Μπουένος "Αιρες. Ένα ενα, μέσα στό κίτρινο φώς τής νέας μέρας, τού ξανάρχονταν όλα.
Λένε πώς ό νότος αρχίζει άπ' τήν άλλη πλευρά τής Ριβαδά-βια. Ό Ντάλμαν συνήθιζε νά λέει πώς αυτό δέν είναι σχήμα λόγου καί πώς, πράγματι, όποιος διασχίσει αυτόν τόν δρόμο, μπαίνει σ' έναν κόσμο πιό παλιό καί πιό στέρεο. Μέσα άπ' τά τζάμια τού αυτοκινήτου, έψαχνε νά δει, ανάμεσα στά μοντέρνα κτίρια, τό κιγκλιδωτό παράθυρο, τό ρόπτρο, τήν καμάρα τής πόρτας, τό χαγιάτι, τό μεσαύλιο.
Στό hall τον σταθμού, είδε πώς είχε ακόμα μισή ώρα καιρό. Ξαφνικά θυμήθηκε πώς σ' ενα καφενείο τής όδοΰ Μπραζίλ (λίγο πιό κάτω άπ' τό σπίτι τού Ύριγκογιέν) ήταν ένας πελώριος γάτος, πού καθόταν νά τόν χαϊδεύουν οι περαστικοί, σάν καταχθόνια θεότητα. Πήγε. Ό γάτος ήταν εκεί, κοιμόταν. Παράγγειλε έναν καφέ, ανακάτεψε αργά αργά τή ζάχαρη, τόν δοκίμασε (αυτή τήν απόλαυση τήν είχε στερηθεί στην κλινική) καί, καθώς χάιδευε απαλά τό μαύρο τρίχωμα, σκέφτηκε πώς αυτή ή επαφή ήταν απατηλή, πώς ήταν σάν νά τους χώριζε ένα τζάμι, γιατί ό άνθρωπος ζει στον χρόνο, στην αλληλουχία, ένώ τό μαγικό ζώο στό παρόν, στην αιωνιότητα τής στιγμής.
Τό τρένο περίμενε στό βάθος, στην προτελευταία πλατφόρμα. Ό Ντάλμαν διέτρεξε τά βαγόνια καί βρήκε ένα μισοάδειο. Βόλεψε τή βαλίτσα στό δίχτυ- όταν οί συρμοί ξεκίνησαν, τήν
145
άνοιξε κι έβγαλε, με κάποιο δισταγμό, τόν πρώτο τόμο τών Χιλίων καί μιας νυχτών. Τό ότι ταξίδευε μ' αυτό τό βιβλίο, πού εϊχε συνδεθεί τόσο πολύ με τή δυστυχία του, σήμαινε πώς ή δυστυχία αυτή είχε πιά περάσει, σήμαινε πώς προκαλούσε, μυστικά καί ευφρόσυνα, τίς απογοητευμένες δυνάμεις τού Κακού.
Δεξιά κι αριστερά άπ' τό τρένο, ή πολιτεία διαμελιζόταν σέ προάστια- αυτό τό θέαμα άλλα καί, πιό κάτω, τό θέαμα τών περιβολιών καί τών επαύλεων έκαναν τόν Ντάλμαν νά ξεχάσει τό διάβασμα. Ή αλήθεια είναι πώς πρόλαβε νά διαβάσει λίγο• τό βουνό μέ τους μαγνήτες καί τό τζίνι πού 'χε πάρει όρκο νά σκοτώσει τόν ευεργέτη του ήταν θαυμάσια, ποιος λέει όχι, όμως δέν ήταν τίποτα πιό θαυμάσιο άπό κείνο τό πρωινό, άπ' τή ζωή. Ή ευτυχία του τόν απομάκρυνε άπ' τή Σεχραζάτ καί τά πληθωρικά της θαύματα- ό Ντάλμαν έκλεισε τό βιβλίο κι αφέθηκε, απλώς, νά ζει.
Τό γεύμα (μέ τόν ζωμό σερβιρισμένο σέ γυαλιστερά μετάλλι-να μπολ, όπως στά κιόλας μακρινά παιδικά καλοκαίρια του) στάθηκε άλλη μιά ήρεμη καί ευεργετική απόλαυση.
Ανριο θά ξυπνήσω στό κτήμα, σκεφτόταν, κι ήταν φορές πού 'νιώθε σάν νά 'χε γίνει δύο άνθρωποι: ό ένας Ντάλμαν διέσχιζε τή φθινοπωρινή μέρα καί τή γεωγραφία τής πατρίδας του, κι ό άλλος, έγκάθειρκτος σέ μιά κλινική, ζούσε μιά μεθοδική υποτέλεια. Είδε άσοβάντιστες πλινθοδομές, γωνιασμένες καί μεγάλες, πού κοίταζαν ατέρμονα τά τρένα νά περνούν είδε καβαλάρηδες στους χωματόδρομους• είδε ρεματιές καί λιμνοθάλασσες καί ζωντανά• είδε μεγάλα φεγγοβόλα σύννεφα, πού θαρρείς κι ήταν μαρμάρινα, κι όλα αυτά άμεθόδευτα καί σκόρπια, σάν νά 'ταν όνειρα τού κάμπου. 'Αναγνώρισε ακόμα δέντρα καί βλαστούς, πού δέν θά 'ξέρε τά ονόματα τους, γιατί ή εμπειρική γνώση του τής εξοχής ήταν πολύ υποδεέστερη τής νοσταλγικής καί τής ποιητικής του γνώσης.
Κάποια στιγμή αποκοιμήθηκε, κι ό ρυθμός τού τρένου έμπαινε μέσα στά όνειρα του. Τώρα ό αφόρητος άσπρος ήλιος τού μεσημεριού είχε γίνει ό κίτρινος ήλιος τού απογεύματος καί δέν θ' αργούσε νά κοκκινίσει. 'Ακόμα καί τό βαγόνι είχε αλλάξει- δέν ήταν πιά αυτό πού ξεκίνησε άπ' τήν αποβάθρα τής Κονστιτουσιόν: ό κάμπος καί οί ώρες τό 'χαν εμποτίσει καί
146
μεταμορφώσει. "Εξω, ή κινούμενη σκιά τού συρμού απλωνόταν ως τόν ορίζοντα. Ή γη ήταν άσπιλη άπό σπίτια, άπ' τό παραμικρό ανθρώπινο σημάδι. "Ολα ήταν αχανή, ταυτόχρονα όμως ήταν καί κλειστά καί, κατά κάποιον τρόπο, μυστικά. Ήταν φορές πού, στον απέραντο κάμπο, δέν υπήρχε παρά ένας ταύρος. Ή ερημιά ήταν απόλυτη καί, ίσως, εχθρική κι ό Ντάλμαν άρχισε νά υποψιάζεται μήπως δέν ταξίδευε μόνο κατά τόν νότο, άλλα καί κατά τό παρελθόν. 'Απ' τίς φαντασιώσεις αυτές τόν έβγαλε ό ελεγκτής πού, βλέποντας τό εισιτήριο του, τού επισήμανε πώς τό τρένο δέν θά τόν κατέβαζε στον γνωστό σταθμό, άλλα σ' έναν άλλο, λίγο πρίν, πού ό Ντάλμαν δέν τόν ήξερε σχεδόν καθόλου. ( Ό άνθρωπος πρόσθεσε μιά εξήγηση, πού ό Ντάλμαν δέν έκανε καμιά προσπάθεια νά καταλάβει, ούτε ίσως καί ν' ακούσει, γιατί δέν τόν ενδιέφερε ποσώς ό μηχανισμός τών γεγονότων.)
Τό τρένο σταμάτησε ξεφυσώντας, σχεδόν μέσα στά χωράφια. Ό σταθμός ήταν άπ' τήν άλλη μεριά: μιά πλατφόρμα, ένα παράπηγμα καί τίποτ' άλλο. Δέν υπήρχε ϊχνος μεταφορικού μέσου, άλλα ό σταθμάρχης ήταν τής γνώμης πώς μπορεί νά πετύχαινε κανένα «στό εμπορικό, εδώ πιό κάτω, καμιά δεκαριά, δωδεκαριά κουάρτα».
Ό Ντάλμαν δέχτηκε τό περπάτημα σάν μιά μικρή περιπέτεια. Ό ήλιος είχε βασιλέψει πιά, άλλα μιά ύστατη φεγγοβολή θαρρείς κι ανάγλυφε τόν ζωντανό καί σιωπηλό κάμπο, πρίν τόν σβήσει ή νύχτα. "Οχι τόσο γιά νά μήν κουραστεί, όσο γιά νά κάνει όλα αυτά νά διαρκέσουν, ό Ντάλμαν βάδιζε αργά, εισπνέοντας μέ άφατη ευτυχία τήν ευωδιά τού τριφυλλιού.
Τό μαγαζί θά 'ταν βαμμένο στην αρχή κόκκινο τής παπαρούνας, άλλα τά χρόνια είχαν κατευνάσει, γιά καλύτερα, αυτό τό βίαιο χρώμα. Κάτι στην υποτυπώδη αρχιτεκτονική του τού θύμισε μιά χαλκογραφία, ίσως μιας παλιάς έκδοσης τού Paul et Virginie. Μερικά άλογα ήταν δεμένα στους πασσάλους. "Οταν ό Ντάλμαν μπήκε μέσα, νόμισε γιά μιά στιγμή πώς ό μαγαζά-τορας ήταν γνωστός του• ύστερα κατάλαβε ότι τόν είχε μπερδέψει μ' έναν νοσοκόμο τής κλινικής. Ό άνθρωπος, μόλις τού 'πε ό ξένος τί ζητούσε, έβαλε νά ζέψουν τήν καρότσα• γιά νά πλουτίσει ακόμα περισσότερο εκείνη τή μέρα, άλλα καί γιά νά σκοτώσει τήν ώρα του, ό Ντάλμαν αποφάσισε νά φάει στό μαγαζί.
147
ι
Σε ενα τραπέζι, έτρωγαν κι έπιναν καί κάναν φασαρία κάτι νεαροί• ό Ντάλμαν δέν τους είχε προσέξει στην αρχή. Κάτω στό πάτωμα, ακουμπισμένος στον πάγκο, κουβαριασμένος, ακίνητος σάν άψυχο, ήταν ένας πολύ γέρος. Τά χρόνια τόν είχαν συρρικνώσει καί στιλπνώσει, όπως τό νερό τήν πέτρα ή οί γενεές των ανθρώπων εκείνη τήν καταδίκη. Ήταν μαυριδερός, κοντούλης καί ξερακιανός, κι ήταν θαρρείς εξω άπ' τόν χρόνο, σέ μιά αιωνιότητα. Ό Ντάλμαν δέν χόρταινε νά βλέπει τό κε-φαλομάντιλο, τό κετσεδένιο poncho, τό τεράστιο chiripa, τίς μπότες από άλογοτόμαρο, κι αναλογίστηκε, καθώς θυμόταν καί κάτι ανόητες συζητήσεις μέ ανθρώπους άπ' τά βόρεια ή άπ' τό Έντρε Ρίος, ότι τό μόνο μέρος πού έχουν απομείνει πιά gauchos σάν κι αυτόν είναι ό νότος.
Ό Ντάλμαν κάθισε κοντά στό παράθυρο. Τό σκοτάδι είχε πέσει, μέσα όμως άπ' τά κάγκελα του 'ρχονταν ακόμα ή μυρουδιά κι οί ψίθυροι του κάμπου. Τό αφεντικό τοϋ 'φέρε σαρδέλες καί μετά ψητό- ό Ντάλμαν τά κατέβασε μέ λίγα ποτηράκια κόκκινο κρασί. 'Απολάμβανε ράθυμα τήν τραχιά γεύση κι άφηνε τό κιόλας νυσταγμένο βλέμμα του νά πλανιέται ολόγυρα. Ή γκαζόλαμπα κρεμόταν άπό ενα δοκάρι- οί νεαροί στό άλλο τραπέζι ήταν τρεις• οί δύο φαίνονταν peones άπό κάποιο μικρό ράντσο- ό τρίτος, μέ μογγολικά χαρακτηριστικά, έπινε χωρίς νά 'χει βγάλει τό chambergo του. Ξαφνικά, ό Ντάλμαν ένιωσε ενα ελαφρό χτύπημα στό πρόσωπο. Δίπλα στό ποτήρι άπ' τό θαμπό γυαλί, πάνω σέ μιά ρίγα τού τραπεζομάντιλου, ήταν ενα μπαλάκι άπό ψίχα. Δέν ήταν βέβαια τίποτα, κάποιος όμως τό 'χε πετάξει.
Οί νεαροί έκαναν τους ανήξερους. 'Απορημένος, ό Ντάλμαν αποφάσισε νά μή δώσει συνέχεια κι άνοιξε τίς Χίλιες καί μία νύχτες, σάν νά 'θελε νά καπλαντίσει τήν πραγματικότητα. Δέν άργησε νά τοϋ 'ρθει καί δεύτερο μπαλάκι, κι αυτή τή φορά οί peones έβαλαν τά γέλια. Ό Ντάλμαν δέν φοβήθηκε, σκέφτηκε όμως πώς δέν θά 'ταν φρόνιμο, πάνω στην ανάρρωση του, ν' αφήσει νά τόν σύρουν κάποιοι άγνωστοι σ' έναν ανεξήγητο καβγά. 'Αποφάσισε νά βγει εξω- είχε ήδη σηκωθεί, όταν τόν πλησίασε ό μαγαζάτορας κι άρχισε νά τόν εκλιπαρεί μέ ταραγμένη φωνή:
«Σενιόρ Ντάλμαν, μήν τους συνερίξεστε, παιδιά είναι κι έχουν έρθει στό κέφι».
148
Ό Ντάλμαν δέν παραξενεύτηκε πού, τώρα, ό άλλος ήξερε τ' όνομα του, αισθάνθηκε όμως πώς οί κουβέντες του, αντί νά ήρεμίσουν, χειροτέρευαν τήν κατάσταση. Πρωτύτερα, ή πρόκληση τών peones απευθυνόταν στον πρώτο τυχόντα, σχεδόν σέ κανένα- τώρα πήγαινε σ' αυτόν, πήγαινε στ' όνομα του, κι οί διπλανοί τό 'ξεραν. Ό Ντάλμαν παραμέρισε τόν μαγαζάτο-ρα, πήγε πάνω άπ' τους peones καί τους ρώτησε τί θέλανε.
Τό μαγκάκι μέ τό μογγολικό πρόσωπο σηκώθηκε τρεκλίζοντας. Σίμωσε τόν Ντάλμαν στό ενα βήμα κι έπιασε νά τόν βρίζει φωναχτά, θαρρείς κι ήταν πολύ μακριά του. "Εκανε πώς ήταν τύφλα στό μεθύσι, κι αυτή ή υπερβολή ήταν μαζί κοροϊδία καί άντριλίκι. 'Ανάμεσα σέ προστυχιές καί σέ βλαστήμιες, έβγαλε ενα μεγάλο σουγιά, τόν πέταξε ψηλά, τόν παρακολούθησε μέ τό βλέμμα, τόν στριφογύρισε στό χέρι του, κι είπε στον Ντάλμαν νά μετρηθούνε. Ό μαγαζάτορας ψέλλισε πώς ό Ντάλμαν ήταν άοπλος. Καί τότε, έγινε κάτι πού δέν τό περίμενε κανένας.
Ά π ό μιά γωνιά, ό εκστατικός γερο-gaucho, εκείνος πού ό Ντάλμαν είχε δει σάν σύμβολο τού νότου (τού νότου πού ήταν δικός του), έβγαλε ενα γυμνό στιλέτο καί τού τό πέταξε στά πόδια. Θά 'λεγες ότι ό νότος είχε αποφανθεί νά δεχτεί ό Ντάλμαν νά μονομαχήσει. Ό Ντάλμαν έσκυψε νά σηκώσει τό στιλέτο καί τότε ένιωσε δυό πράγματα. Πρώτα πρώτα, πώς αυτή ή σχεδόν αυθόρμητη κίνηση του τόν έβαζε γιά τά καλά στον καβγά. Τό δεύτερο ήταν πώς εκείνο τό όπλο, στό αδέξιο χέρι του, δέν θά χρησίμευε νά τόν προστατέψει, άλλα νά δικαιολογήσει τόν σκοτωμό του. Μιά φορά είχε παίξει μ' ενα μαχαίρι, όπως όλοι οί άντρες, άλλα όλο κι όλο αυτό πού ήξερε ήταν πώς τά χτυπήματα πρέπει νά δίνονται άπό κάτω προς τά πάνω καί μέ τήν κόψη προς τά μέσα. Στην κλινική δέν θά τά 'χαν επιτρέψει αυτά τά πράγματα, σκέφτηκε.
«Πάμε εξω», είπε ό άλλος. Πήγαν εξω, κι όσο κι αν ό Ντάλμαν δέν είχε τήν παραμικρή
ελπίδα, άλλο τόσο δέν ένιωθε τόν παραμικρό φόβο. Τή στιγμή πού περνούσε τό κατώφλι, σκέφτηκε πώς, εκείνο τό πρώτο βράδυ στην κλινική πού τού κάρφωσαν τή βελόνα, ένας τέτοιος θάνατος, υπαίθριος, τήν ώρα πού χιμάς νά μαχαιρώσεις, θά τού φαινόταν σά μιά λύτρωση, μιά ευτυχία καί μιά γιορτή.
149
Σκέφτηκε πώς, αν μπορούσε, τότε, νά διαλέξει ή νά ονειρευτεί τόν θάνατο του, αυτός ήταν ό θάνατος πού θά διάλεγε ή θά ονειρευόταν.
Ό Ντάλμαν χουφτωνει γερά τό στιλέτο, πού μπορεί καί νά μην μάθει ποτέ νά τό δουλεύει, καί τραβάει γιά τόν κάμπο. ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
150
11. SUR [Νότος]• θρυλικό - από τίς τακτικές συνεργασίες του Μπόρχες - φιλολογικό περιοδικό τοϋ Μπουένος "Αιρες, πού διηύθυνε ή Victoria Ocampo, στην όποια ό Μπόρχες έχει αφιερώσει κάποια έργα του. Μεταξύ αυτών καί τόν Κήπο με τά διακλάδωνα μονοπάτια της παρούσας συλλογής.
11. Λεύκιππος- φιλόσοφος τοϋ ε' αί. π.Χ., διδάσκαλος τοϋ Δημόκριτου.
11. Τί κοπιώδης καί εκφυλιστική μανία...- ό Μπόρχες έχει, βέβαια, υπόψη του την «τέλεια έκθεση» ιδεών γιά διηγήματα τοϋ Nathaniel Hawthorne, πού «τόν κατέστρεψε ενα αισθητικό σφάλμα: ή πουριτανική του επιθυμία νά μεταπλάσει κάθε φαντασία σέ μύθο»... (Χ.Λ. Μπόρχες, «Nathaniel Hawthorne», άπό τή συλλογή δοκιμίων Otras Inquisiciones, 1952). Βλ. καί Nathaniel Hawthorne, «'Ιδέες γιά διηγήματα», στην 'Ανθολογία Σύντομες καί παράξενες ιστορίες τών Μπόρχες - Κασάρες, μετάφρ. Δημήτρης Καλοκύρης - Α.Κ., έκδ. «"Υψιλον», Αθήνα).
11. Λούις Κάρρολ- ό άγγλος συγγραφέας Lewis Carroll (1832-1898). 11. Προτιμητέο είναι νά φαντάζεσαι...- πρώτο δείγμα τοϋ είδους
(«φανταστικό δοκίμιο»), πού ό Μπόρχες υπηρέτησε πιστά καί μέ μιά εκπληκτικά καί ολοένα άνανεούμενη ευρηματικότητα, είναι ή ίξοχη «Πορεία προς τόν Άλ-Μουτάσιμ» (1935) τής συλλογής δοκιμίων 'Ιστορία τής Αιωνιότητας (1936). Είναι αξιοσημείωτο ότι ό Μπόρχες περιέλαβε αργότερα τήν «Πορεία» στή συλλογή διηγημάτων Ό κήπος μέ τά διακλαδωτά μονοπάτια (1941), καί τήν... αποκατέστησε στην έκδοση τών 'Απάντων του. "Οπως ήταν αναμενόμενο, αυτές οι (σκόπιμες;) παλινδρομήσεις προκάλεσαν μιά (αθεράπευτη εισέτι) διεθνή βιβλιογραφική σύγχυση... Έν πάση περιπτώσει, ό φιλομαθής Ιλληνας αναγνώστης μπορεί νά βρει τήν «Πορεία προς τόν Άλ-Μουτάσιμ» στην ελληνική έκδοση τής 'Ιστορίας τής Αιωνιότητας (έκδ. «'Ύψιλον», 'Αθήνα).
11. Καρλάιλ- ό άγγλος ιδεαλιστής ιστορικός καί συγγραφέας Thomas Carlyle (1795-1881).
153
J
11. Sartor Resartus• Ράφτης ξαναραμμένος. 11. Μπάτλερ- ο άγγλος συγγραφέας καί φιλόσοφος Samuel Butler
(1835-1902). 11. The Fair Haven- Τό όμορφο άραξοβόλι. 13. ΟΙ καθρέφτες 'έχουν κάτι τό τερατώδες- πρβλ. καί: «Είναι πραγ
ματικά φοβερό πού υπάρχουν καθρέφτες• εμένα μέ τρομοκρατούσαν ανέκαθεν... (Στην 'Αφήγηση τοϋ "Αρθουρ Γκόρντον Πύμ τοΰ Edgar Allan Poe) είναι μιά φυλή τής 'Ανταρκτικής, καί κάποιος άπό αύτη τή φυλή βλέπει καθρέφτη γιά πρώτη φορά στή ζωή του καί σωριάζεται στό χώμα έντρομος. Εμείς μπορεί νά είμαστε συνηθισμένοι στους καθρέφτες, δεν παύει όμως νά υπάρχει κάτι τρομαχτικό σ' αυτό τόν οπτικό διπλασιασμό τής πραγματικότητας» (Χ.Λ. Μπόρχες, « Ή Ποίηση», άπό τίς 'Εφτά Νύχτες, έκδ. «Ύψιλον», Αθήνα).
13. «Μικροπαιδεία» [Micropaedia]• πολύτομο σύστημα τής Encyclopaedia Britannica, τό όποιο παρέχει συνοπτικές πληροφορίες γιά κάθε λήμμα καί επέχει θέση Ευρετηρίου ως προς τό κύριο (καί αναλυτικό) τμήμα τής Εγκυκλοπαίδειας [Macropaedia].
14. Copulation and mirrors are abominable- αγγλικά στό κείμενο: Ή συνουσία καί οι καθρέφτες είναι αποτρόπαια.
14. Erdkunde- γερμανικά στό κείμενο: Γεωγραφία. 14. Ρίττερ- ο γερμανός γεωγράφος Karl Ritter (1779-1859). 15. Σίλας Χάσλαμ- ο φανταστικός αυτός ιστορικός (τί ωραία πού λει
τουργούν καμιά φορά οί λέξεις ερήμην μας!) φέρει τό επώνυμο τής αγγλίδας γιαγιάς τού Μπόρχες, Fanny...-
15. History of the Land called Uqbar 'Ιστορία τής χώρας τής καλούμενης Uqbar.
15. A General History of Labyrinths- Γενική 'Ιστορία των Λαβυρίνθων.
15.Lesbare und lesenwerthe...- Αναγνώσιμες καί αξιανάγνωστες σημειώσεις πάνω στή χώρα Uqbar τής Μικράς 'Ασίας.
15. 'Αντρέα- ό ροδόσταυρος ιππότης Johann Valentin Andrea (θ. 1659).
15. Ντέ Κουίνσν ό άγγλος συγγραφέας Thomas de Quincey (1785-1859). Νά θεωρείται πλέον ή βέβαιον ότι τό έργο του Writings δέν καλύπτει δεκατρείς τόμους...
16. Κάρλος Μαστρονάρδι- αργεντινός ποιητής, φίλος τοϋ Μπόρχες. 16. Τό ξενοδοχείο τοϋ 'Αντρογκε- πρόκειται γιά τό (κατεδαφισμένο
σήμερα) ξενοδοχείο Las Delicias στό προάστιο Adrogué τοϋ Μπουένος Άιρες, άπ' τό όποιο ό Μπόρχες διατηρούσε πάντα ζεστές καί τρυφερές αναμνήσεις καί στό δωμάτιο 19 τοΰ οποίου
154
ό ένας άπό τους «δύο Μπόρχες» τοΰ σπαραχτικού ονειρικού διαλόγου 25 Αυγούστου 1983 σχεδιάζει ν' αυτοκτονήσει! Πρβλ. καί τό ποίημα του «Άντρογκέ», στή συλλογή Ό Δημιουργός (1960).
16. Χέρμπερτ "Ας (Herbert Ashe)• £μμεση αναφορά στον αμερικανό Herbert Asbury, συγγραφέα τοΰ βιβλίου The Gangs of New York [Οί συμμορίες τής Νέας Υόρκης], στό όποιο βασίστηκε ό Μπόρχες γιά νά γράψει τήν ιστορία τοΰ θρυλικοϋ γκάγκστερ Monk Eastman στην Παγκόσμια 'Ιστορία τής Ατιμίας (1935).
17. capanga- βραζιλιάνικη λέξη: μπράβος, πρωτοπαλίκαρο. 17. gauchos- παλικαράδες κτηνοτρόφοι τής κοιλάδας τοΰ Ρίο ντέ λά
Πλάτα. 17. κατάπληκτο 'ίλιγγο- τολμηρή, χαρακτηριστική «ύπαλλαγή» τοΰ
Μπόρχες, κατ' έπιταγήν τοΰ «ή πράσινη σιωπή τών κάμπων» τοΰ Carducci ή τού «πήγαιναν σκοτεινοί κάτω άπ' τή μοναχική νύχτα» τοΰ Βιργιλίου (βλ. Χ.Λ. Μπόρχες, «Ή Ποίηση» άπό τίς 'Εφτά Νύχτες, έκδ. «"Υψιλον», Αθήνα).
17. Orbis Tertius- πιθανότατα Τρίτη Τροχιά, Τρίτος Κύκλος. Νά μήν αποκλεισθεί όμως ένας υπαινιγμός τής (παραγώγου) ισπανικής λέξης orbe (σφαίρα καί, κατ' έπέκτασιν, τό σύμπαν) καί τής αγγλικής orb* (σφαίρα, αλλά καί τό σταυροφόρο σφαιρικό σκήπτρο εξουσίας).
17. Νύχτα τών Νυχτών ή: Νύχτα τής Εξουσίας. 18. Νεστόρ Ίμπαρρά (Nestor Ibarra)• σύγχρονος γαλλο-ισπανός συγ
γραφέας, φίλος τοΰ Μπόρχες καί άπό τους μεταφραστές του στά γαλλικά. Έχει πει τό αμίμητο: « Ό Μπόρχες έπαψε νά είναι ριζοσπαστικός ποιητής, μέ τό πρώτο ριζοσπαστικό ποίημα πού έγραψε».
18. N.R.F.- τό περίφημο γαλλικό φιλολογικό περιοδικό Nouvelle Revue Française [Νέα Γαλλική 'Επιθεώρηση].
18. Έζεκιήλ Μαρτίνες Έστράδα- ό αργεντινός ποιητής Ezequiel Martinez Estrada (1895-1964).
18. Ντριέ λά Ροσέλ- ό αύτόχειρ γάλλος πεζογράφος Drieu La Rochelle. (1893-1945). Θεωρείται ό πρώτος πού γνώρισε τόν Μπόρχες στην Ευρώπη, όταν, προπολεμικά, έκανε ενα υπερατλαντικό ταξίδι καί επέστρεψε μέ τήν κλασική πιά φράση: «Borges vaut le voyage» («'Αξίζει [νά κάνεις] όλο αυτό τό ταξίδι, έστω καί μόνο γιά τόν Μπόρχες»).
18. Άλφόνσο Ρέγιες- ό φίλος τοΰ Μπόρχες μεξικανός διπλωμάτης καί συγγραφέας Alfonso Reyes. Κατά τόν Μπόρχες, «ό μεγαλύτερος ίσπανόγλωσσος πεζογράφος όλων τών εποχών». Βλ. καί τό
155
ποίημα «In memoriam A.R.» στη συλλογή Ό Δημιουργός (1960).
18. Ex ungue l e o n e m • λ α τ ι ν ι κ ά στό κείμενο: Έ ξ όνυχος τόν λέοντα. 18. Λάιμπνιτς• ο γερμανός φιλόσοφος καί μαθηματικός Gottfried-Wil-
helm Leibniz (1646-1716). 18. brave new world• αγγλικά στό κείμενο: Γενναίος καινούριος κό
σμος. "Αμεση αναφορά στό ομότιτλο μυθιστόρημα τοϋ Aldous Huxley.
19. Χιούμ- ό σκότος ιστορικός καί φιλόσοφος David Hume (1711-1776).
19. Μπέρκλεϋ• ό ιρλανδός φιλόσοφος George Berkeley (1685-1753). 19. Ursprache• γερμανικά στό κείμενο: Ή αρχέγονη, ή γλώσσα-πηγή. 19. Ξούλ Σολάρ•. ό αργεντινός συγγραφέας Alexandra Xul Solar, σύγ
χρονος καί φίλος τοϋ Μπόρχες (πού τόν έχει αποκαλέσει «ό δικός μας Μπλέικ»), έπινοητής δύο... γλωσσών! «Κάποιο ιδιαίτερα πνιγηρό απόγευμα, τόν ρώτησα τί είχε κάνει όλη μέρα. Μπά, τίποτα, απάντησε ό Ξούλ, αν εξαιρέσεις δτι ίδρυσα δώδεκα θρησκείες μετά τό μεσημεριανό φαγητό» (Χ.Λ. Μπόρχες, An autobiographical essay).
19. ...υπάρχουν ρήματα απρόσωπα...• πρβλ. καί: «Τό Έγώ (κατά τόν βουδισμό) είναι μία άπό τίς μείζονες πλάνες. Στό σημείο αυτό, ό βουδισμός συμφωνεί μέ τόν Χιούμ, τόν Σοπενάουερ καί τόν δικό μας Μασεδόνιο Φερνάντες. Δέν υπάρχει ένα σκεπτόμενο υποκείμενο, άλλα μιά σειρά νοητικών καταστάσεων(...) Δέν θά 'πρεπε νά λέμε "σκέφτομαι", γράφει ό Χιούμ, άλλα "σκέφτεται" - όπως λέμε "βρέχει". "Οταν λέμε "βρέχει", δέν υπονοούμε πώς ή βροχή εκτελεί μιά πράξη, άλλα δτι κάτι συμβαίνει» (Χ.Λ. Μπόρχες, « Ό βουδισμός», άπό τίς 'Εφτά νύχτες, έκδ. «Ύψιλον», Αθήνα).
20. Αυτά τά δευτεροβάθμια αντικείμενα...• γιά αντίστοιχες λεκτικές εξισώσεις δευτέρου βαθμού, βλ. «Τά Κέννινγκαρ», άπό τή συλλογή δοκιμίων Ιστορία της Αιωνιότητας (έκδ. «"Υψιλον», Αθήνα).
20. Σπινόζα- ό ολλανδός πανθεϊστής φιλόσοφος Baruch Spinoza (1632-1677).
21. Philosophie des Als Ob' γερμανικά στό κείμενο: Φιλοσοφία τού « Ώ ς ει».
21. ...φτάνει μέχρι τοϋ σημείου νά αρνείται τό χρόνο' αναφορά στή θεωρία τοϋ αγίου Αυγουστίνου, κατά τήν οποία δέν υπάρχει παρά μόνο παρόν, άφοϋ τό «παρελθόν» πρέπει νά ταυτιστεί μέ τή μνήμη, καί τό «μέλλον» μέ τήν αναμονή - αμφότερα παρόντα
156
ψυχικά γεγονότα. Κατά τόν Μπέρτραντ Ράσσελ, ή θεωρία αυτή τοϋ Αυγουστίνου υπερτερεί σέ σαφήνεια διατύπωσης άπό τήν υποκειμενική περί Χρόνου θεωρία τού Κάντ (Bertrand Russell, History of Western Philosophy, κεφ. IV).
21. Ράσσελ• ό άγγλος μαθηματικός, φιλόσοφος καί κοινωνιολόγος Bertrand Russell (1872-1970).
21. The Analysis of Mind• Ή Ανάλυση τοϋ Νοϋ. 21. ...πού «θυμάται» ενα απατηλό παρελθόν πρβλ. καί: « Ώ ς γνω
στόν, οι Λατίνοι χρησιμοποιούσαν τήν ίδια λέξη γιά τό ανακαλύπτω καί τό επινοώ. Κι αυτό είναι σύμφωνο μέ τήν πλατωνική δοξασία, δτι δηλαδή τό έπινοεϊν, τό άνακαλύπτειν δέν είναι παρά ένθνμεΐσθαι. Ό Francis Bacon συμφωνούσε ότι ή γνώση είναι ενθύμηση καί ή άγνοια είναι νά ξέρεις νά ξεχνάς- όλα εδώ εϊναι, αρκεί νά μπορούμε νά τά δοΰμε» (Χ.Λ. Μπόρχες, « Ή Ποίηση», άπό τίς 'Εφτά νύχτες, έκδ. «Ύψιλον», Αθήνα). Τό απόσπασμα τοϋ Francis Bacon (άπό τό Essays, LVIII) χρησιμεύει γιά τόν Μπόρχες ώς «μότο» στό διήγημα του « Ό αθάνατος» [Τό Άλεφ] καί εχει ώς έξης: «Solomon saith: There is no new thing upon the earth. So that as Plato had an imagination, that all knowledge was but remembrance; so Solomon giveth his sentence, that all novelty is but oblivion». (Στίς 'Εφτά Νύχτες, ή γεροντική, άλλα πάντα επινοητική μνήμη τοϋ Μπόρχες τό ανακαλεί ελαφρώς παραμορφωμένο.)
21. ...ήδη εχει διανυθείσύμπας ό χρόνος...• μπορεί νά γίνεται αναφορά στή μία άπό τίς πιθανές ερμηνείες τοϋ «ότι χρόνος ούκέτι εσται» τής 'Αποκάλυψης τού 'Ιωάννη (ι': 6).
22. id est λατινικά στό κείμενο: μ' άλλα λόγια. 23. reductio ad absurdum• λατινικά στό κείμενο: εις άτοπον απαγωγή. 23. σολνψισμός (ή: αντοκρατια)• φιλοσοφικό σύστημα, κατά τό όποιο
ή μόνη πραγματικότητα είναι ή σκέψη μας, καί τόν κόσμο τόν ονειρευόμαστε (βλ. Τά κυκλικά ερείπια, στην παρούσα συλλογή)•
23. Σοπενάουερ• ο γερμανός φιλόσοφος Arthur Schopenhauer (1778-1860), στον όποιο, σέ τέσσερα διαφορετικών εποχών κείμενα του, ό Μπόρχες αναφέρεται μέ τήν ίδια, στερεότυπη έκφραση: «διαυγής καί παθιασμένος»! Πρβλ. καί: «γιά τόν Σοπενάουερ πού ίσως καί νά αποκρυπτογράφησε τό σύμπαν...» (Χ.Λ. Μπόρχες: "Αλλο ποίημα των δώρων, μετάφρ. Δημήτρης Καλο-κύρης) καί «...ό νεαρός Σοπενάουερ πού ανακάλυψε τό γενικό μηχανισμό τοϋ σύμπαντος...» (Χ.Λ. Μπόρχες, Τό παρελθόν, μετάφρ. Δ. Καλοκύρης). Οί πέντε τόμοι των έργων τοϋ Σοπε-
157
νάουερ ανήκουν στά ανεκτίμητα «Φυλαχτά» τοϋ τυφλού ποιητή, όπως τ' απαριθμεί στό ομώνυμο ποίημα του.
24. Τάο Τέ Κίνγκ (ή: Τάο Τέ Τσίγκ)• τό μοναδικό γραπτό κείμενο τοϋ κινέζου φιλοσόφου Λάο Τσε (6ος ή 5ος π.Χ. αι.), αντίπαλου τοϋ Κομφούκιου καί ιδρυτή τοϋ ταοϊσμοϋ.
24. homme de lettres- γαλλικά στό κείμενο: άνθρωπο; των γραμμάτων, λογοτέχνης.
25. modus operandi- λατινικά στό κείμενο: τρόπος ενεργείας, μέθοδος. 26. 'Ανθολογία φανταστικής λογοτεχνίας- 'Ανθολογία πού επιμελήθη
κε ό ίδιος ό Μπόρχες, μαζί μέ τόν Adolfo Bioy Casares καί τή Silvina Ocampo.
26. Οϋρου Πρέτου- πόλη τής νότιας Βραζιλίας. 26. Μπέρκλεϋ- βλ. σημ. σελ. 19. 28. Ή πριγκίπισσα Ντέ Φοσινύ Λυσένζ- χάρη στή σοφά συγκροτημέ
νη μυθολογία τοϋ Μπόρχες, ή «ίδια» πριγκίπισσα «δέχεται» ενα απίστευτο δώρο άπό τόν εκ Σμύρνης παλαιοπώλη 'Ιωσήφ Καρτάφιλο, στό αριστουργηματικό διήγημα « Ό αθάνατος», πού ανοίγει τή συλλογή Τό "Αλεφ (1949)...
28. Άμορίμ- ό φίλος τοϋ Μπόρχες Enrique Amorim, στον όποιο ό συγγραφέας έχει αφιερώσει τό πρώτο διήγημα πού έγραψε στή ζωή του: « Ό άντρας τής ρόδινης γωνιάς» (στή συλλογή Παγκόσμια 'Ιστορία τής 'Ατιμίας, έκδ. «Ύψιλον», Αθήνα).
28. milonga- ιδιότυπο λαϊκό τραγούδι τής 'Αργεντινής καί λαϊκότρο-πο στιχούργημα. Ό Μπόρχες έχει εκδώσει μιά ολόκληρη συλλογή, αποκλειστικά μέ milongas: Para las seis cuerdas [Γιά τίς 'έξι χορδές, 1965].
30. «κεβεδιανή»- στά πρότυπα τοϋ ισπανού ποιητή Francisco de Que-vedo (1580-1645). Αυτή ή αβέβαιη «κεβεδιανή» μετάφραση τοϋ Μπόρχες δέν είναι, βέβαια, παρά ή εφαρμογή τοϋ δικοϋ του ύφους μπαρόκ.
30. Urn burial τοϋ Μπράουν ή περίφημη Νεκρική λήκυθος τοϋ Sir Thomas Browne, άγγλου ιατρού καί στοχαστή τοϋ Που αιώνα (1605-1682), κατ' εξοχήν εκπρόσωπου τοϋ μπαρόκ. Πρβλ. καί: Χ.Λ. Μπόρχες, «Religio Medici, 1643» (άπό τή συλλογή El oro de los tigres, 1972), ενα ποίημα αφιερωμένο στον (καί γραμμένο μέ τόν τρόπο τοϋ) Μπράουν. Ή αγωνιώδης επανάληψη τών λέξεων μας βοηθάει ν' ακούσουμε τήν κραυγή ενός ανθρώπου, πού συνειδητοποιεί πώς παραδέρνει σ' έναν κυκλικό λαβύρινθο: «Προστάτεψε με, Κύριε, άπ' τό νά γίνω αυτό πού ήδη υπήρξα / αυτό πού ήδη ανεπανόρθωτα υπήρξα. / Όχι άπό τό σπαθί μήτε άπ' τήν πυρωμένη λόγχη• / προστάτεψε με, Κύριε, άπ' τήν ελπίδα».
158
31. ...νά επιδικάσει στους αναγνώστες της- ή εκπληκτική αποτελεσματικότητα αύτοϋ τοϋ (εκ πρώτης όψεως) αταίριαστου ρήματος πρέπει νά αποδοθεί στην πλήρη αφομοίωση εκ μέρους τοϋ Μπόρχες τών κανόνων τής... προσβολής! Βλ. βέβαια τή θαυμάσια «Τέχνη τής προσβολής» στή συλλογή Ιστορία τής Αιωνιότητας (έκδ. «"Υψιλον», Αθήνα).
31. vendredis- γαλλικά στό κείμενο: Παρασκευές. 32. La conque- γαλλικά στό κείμενο: Ή κόγχη. 32. Τζόν Ονίλκινς- ό άγγλος «πανεπιστήμων» John Wilkins (1614-
1672), εφευρέτης μιας νέας «αναλυτικής» γλώσσας. Βλ. σχετικό δοκίμιο τοϋ Μπόρχες στή συλλογή Otras inquisiciones (1952). Οι «σχέσεις καί συγγένειες» στή σκέψη τών (συγχρόνων) Ντε-κάρτ καί Οΰίλκινς καί τοϋ (μεταγενέστερου) Λάιμπνιτς, πού ανιχνεύει ό Μενάρ-Μπόρχες, άφοροΰν στίς «κοινές» προσπάθειες συστηματοποίησης τών εννοιών (Ούίλκινς) καί τών ποσοτήτων (τά αριθμητικά συστήματα τών Ντεκάρτ-Λάιμπνιτς).
32. Characteristica universalis- λατινικά στό κείμενο: Καθολικά χαρακτηριστικά.
32. Ars magna generalis- τό σημαντικότερο έργο τοϋ Ramon Llull (βλ. αμέσως πιό κάτω), γραμμένο τό 1275.
32. Ραμόν Λούλ- ό καταλανός θεολόγος, αλχημιστής καί άγιος τής Καθολικής 'Εκκλησίας Ramon Llull (1235-1315).
32. Τζόρτζ Μπούλ- à άγγλος μαθηματικός George Boole (1815-1864). 32. Σαίν-Σιμόν ό γάλλος φιλόσοφος καί κοινωνιολόγος Claude-Henri
de Saint-Simon (1760-1825). Τώρα, τί παραδείγματα μπορούσε νά προσφέρει ό... Σαίν-Σιμόν στην ανίχνευση μετρικών νόμων στή γαλλική πεζογραφία (!), μόνο ό Θεός τοϋ Πιέρ Μενάρ μπορεί νά ξέρει...
32. Revue des langues romanes- γαλλικά στό κείμενο: 'Επιθεώρηση ρωμανικών γλωσσών.
32. Aguja de navegar cultos- Πυξίδα γιά τόν διάπλου τών λατρειών (άλλως: 'Οδηγός λατρειών).
32. La boussole des précieux- γαλλικά στό κείμενο: Ή πυξίδα τών σπουδαίων.
32. Les problèmes d'un problème- γαλλικά στό κείμενο: Τά προβλήματα ενός προβλήματος. Πρβλ. τό δοκίμιο τοϋ Μπόρχες «Οι μετενσαρκώσεις τής χελώνας» στή συλλογή Discusion (1932).
33. Ne craignez point, monsieur, la tortue- γαλλικά στό κείμενο: Μή φοβάστε καθόλου τή χελώνα, κύριε.
33. Τουλέ- ό γάλλος ποιητής καί πεζογράφος Paul-Jean Toulet (1867-1920).
159
33.
33.
33 33.
33,
34.
34. 34. 34.
35. 36.
36,
36.
36. 36.
36.
...σε αλεξανδρινούς στίχους• «παραδοσιακός» (άπό τόν ιβ' αιώνα) δωδεκασύλλαβος στίχος της γαλλικής ποίησης.
Cimetière marin- γαλλικά στό κείμενο: Ή κορυφαία ποιητική σύνθεση Θαλασσινό κοιμητήρι (κατ' άλλους: Παραθαλάσσιο νεκροταφείο) τού Paul Valéry (1871-1945).
N.R.F.- βλ. σημείωση σελ. 18. Γκαμπριέλε Ντ' Άννονντσιο- ό ιταλός ποιητής, πεζογράφος καί
δραματουργός Gabriele D' Annunzio (1863-1938), άκρως... συμβολιστής, εξίσου όμως καί απολογητής τοϋ φασισμού.
Introduction à la vie dévote- γαλλικά στό κείμενο: Εισαγωγή στην ευσεβή ζωή, έργο τοΰ αγίου Φραγκίσκου τοϋ εκ Σάλης, επισκόπου Γενεύης (1567-1622).
Νοβάλις (Novalis)• φιλολογικό ψευδώνυμο τοϋ γερμανοϋ ρομαντικού συγγραφέα Friedrich von Hardenberg (1772-1801). Ό Μπόρχες αρέσκεται νά μνημονεύει τό εξής (άλλο;) απόσπασμα του: «Τέλειος μάγος θά 'ταν εκείνος πού θά μπορούσε νά μαγέψει τόσο καλά τόν εαντό τον, ώστε νά εκλαμβάνει τίς ίδιες του τίς φαντασιώσεις γιά αυθύπαρκτες παρουσίες»!
Cannebière- ό παραλιακός δρόμος τής Μασσαλίας. Ντοντέ- ό γάλλος πεζογράφος Alphonse Daudet (1840-1897). Ταρταρίνος- ό ήρωας τού (κατά τά πρότυπα τοϋ Δόν Κιχώτη) μυ
θιστορήματος τοϋ Ντοντέ Ό Ταρταρίνος τής Ταρασκόνης. a priori- λατινικά στό κείμενο: εκ των προτέρων. Where a malignant...- αγγλικά στό κείμενο: "Οταν ένας τραμπού-
κος, σαρικοφόρος Τούρκος... (Σαίξπηρ, Όθέλλος, Πράξη Ε', σκηνή β' - μετάφρ. Β. Ρώτας).
Πόον ό αμερικανός ποιητής καί πεζογράφος Edgar Allan Poe (1809-1849). Πρβλ. καί: «Θαρρείς στην άλλη όχθη τοΰ καθρέφτη, / μοναχικός εγκαταλείφθηκε στην περίπλοκη / μοίρα του νά επινοεί εφιάλτες» (Χ.Λ. Μπόρχες, «Edgar Allan Poe», άπό τή συλλογή El otro, el mismo, 1964). Βλ. καί τό κείμενο μιας διάλεξης τοϋ Μπόρχες, μέ θέμα «Τό αστυνομικό διήγημα» (περιοδικό Χάρτης, τεύχος 8/1983).
Μποντλαίρ- ό γάλλος ποιητής Charles Baudelaire (1821-1864), έξοχος μεταφραστής στά γαλλικά τοΰ Πόου.
Μαλλαρμέ- ό γάλλος ποιητής Stéphane Mallarmé (1842-1898). Έδμόνδος Τεστ- τό κεντρικό πρόσωπο τής μεγάλης ποιητικής
σύνθεσης τού Paul Valéry (βλ. σημ. σελ. 33) La soirée avec Monsieur Teste [Ή βραδιά μέ τόν Κύριο Τεστ].
Ah, bear in mind...- αγγλικά στό κείμενο: "Α, νά 'χεις στό νού σου
πως αυτός ο κήπος ήταν μαγεμένος
160
36. Bateau ivre- γαλλικά στό κείμενο: τό ποίημα Μεθνσμένο καράβι τοΰ Arthur Rimbaud (1854-1891).
36. Ancient mariner αγγλικά στό κείμενο: τό ποίημα Ό παλιός ναντι-κόςτον Samuel Taylor Coleridge (1772-1834).
36. Πέρσιλες καίΣιγισμούνόη- ό Νεστόρ Ίμπαρρά γράφει κάπου πώς οφείλουμε χάριτες στον Μπόρχες πού δεν μας «κατέκλυσε» μέ τόν Θερβάντες αντοϋ τοϋ έργου, ένώ ό ϊδιος ό Μπόρχες, στό σπαρταριστό Λήμμα μιας φανταστικής μελλοντικής έγκυκλοπα-δείας, γράφει γιά... τόν εαυτό του: «Υπήρξε οπαδός τής θέσης τοΰ φίλου του Λουίς Ροσάριο, πού υποστήριζε πώς είναι αδύνατον ό συγγραφέας τών ανεξήγητων Ταξιδιών τοϋ Πέρσιλες καί τής Σιγισμούνδης νά έγραψε τόν Δόν ΚιχώτηΑ
37. à la diable- γαλλικά στό κείμενο: πρόχειρα, βιαστικά. 37. ...είναι ευφυέστερος άπό εκείνον τον Θερβάντες- ή παραδοξολο
γία αυτή (αλλά καί τοΰ όλου «έχειρήματος» τού Μενάρ καί, επομένως, δλου αύτοΰ τού θαμάσιου, «αλληγορικού ψευδοδο-κιμίου» τοΰ Μπόρχες) τεκμηριώνεται στό δοκίμιο « Ό Κάφκα καί οι πρόδρομοι του» (Otras inquisiciones, 1952). Έκεΐ, ό αναγνώστης θά πέσει πάνω στην απίστευτη φράση: «Κάθε συγγραφέας δημιουργεί τους προδρόμους του»...
37. Λεπάντο- φραγκική ονομασία τής Ναυπάκτου, στή θρυλική ναυμαχία τής οποίας (1571) πολέμησε - καί έχασε τό αριστερό του χέρι - ό Miguel de Cervantes (1547-1616).
37. Λόπε- ό σύγχρονος τοΰ Θερβάντες «χαλκέντερος» ισπανός δραματουργός Carpio Lope de Vega (1562-1635).
37. espanoladas- μιά υποχρεωτική μετάφραση τοΰ όρου θά μας έριχνε στά νύχια τοΰ «ισπανικούρες»: κατακριθείσα (όχι μόνο άπό τόν Μπόρχες) κατάχρηση τού ισπανικού φολκλόρ στά ισπανόφωνα γράμματα.
37. «κονκισταδόρες»- οί στρατιώτες πού «κατέκτησαν» καί εποίκισαν τά αμερικανικά εδάφη, τήν εποχή τών μεγάλων Εξερευνήσεων.
37. Φίλιππος Δεύτερος- βασιλεύς τής Ισπανίας (1556-1598), πού επε-ξέτεινε τίς «ανακαλύψεις» καί προσάρτησε τήν Πορτογαλία...
37. autos dafé (κατά λέξη: πράξεις πίστεως)• κατέληξε νά σημαίνει τίς τρομερές αποφάσεις τής 'Ιεράς Εξετάσεως καί - κατά μακάβρια επέκταση - τίς καταδίκες στην πυρά.
37. Salammbô- ιστορικό, «εξωτικό» μυθιστόρημα τοΰ Gustave Flaubert (1821-1880). 'Αντίθετα μέ άλλα έργα τοΰ Flaubert (Madame Bovary καί, κυρίως, Bouvard et Pécuchet), τό βιβλίο αυτό δέν Ιχαιρε τής παραμικρής εκτίμησης άπό τόν Μπόρχες. Πρβλ. καί: «...θά υποκύψεις στον ματαιόδοξο πειρασμό καί στή δει-
161
38 38
38
σιδαιμονία νά γράψεις τό μεγάλο σου βιβλίο• στη δεισιδαιμονία πού μας ανάγκασε νά υποστούμε τόν Φάουστ του Γκαίτε, τη Σαλαμπό, τόν 'Οδυσσέα» (Χ.Λ. Μπόρχες, 25 Αυγούστου 1983, μετάφρ. Νάσος Βαγενάς, περ. Χάρτης, τεύχος 8/1983. Ή υπογράμμιση στό «υποστούμε» είναι δική μας).
La hora de todos- Ή ώρα όλονών. La trahison des clercs• γαλλικά στό κείμενο: Ή προδοσία των δια
νοουμένων (1927). Έργο του γάλλου φιλοσόφου καί συγγρο• φέα Julien Benda (1867-1956).
...καί τον Μπέρτραντ Ράσσελ! Ή ειρωνεία στρέφεται κατά το Russell (βλ. σημ. σελ. 21) ώς αγωνιστή τής ειρήνης...
39. Ούίλλιαμ Τζέιμς- ό αμερικανός φιλόσοφος William James (1842-1910), άπό τους ιδρυτές του πραγματισμού (ή πραγματοκρα-τίας).
40. doctor universalis• λατινικά στό κείμενο: ό πανεπιστήμων. 40. ...τη στερεότνπη τέχνη τής ανάγνωσης- βλ. σημ. σελ. 37. 40. Le jardin du Centaure- γαλλικά στό κείμενο: Ό κήπος τοϋ Κενταν-
ρον. 40. Imitatio Christi- λατινικά στό κείμενο: Χριστού μίμησις. Χριστολο-
γικό καί κατηχητικό κείμενο τοϋ Μεσαίωνα. 40. Λονί-Φερντινάν Σελίν ό γάλλος πεζογράφος Louis-Ferdinand Cé
line (1894-1961). Τζέιμς Τζόνς- ό ιρλανδός συγγραφέας James Joyce (1882-1941).
Πρβλ. τό θαυμάσιο ποίημα τοϋ Μπόρχες «Επίκληση στον Τζέιμς Τζόυς», στη συλλογή Elogio de la sombra, 1969. («Τί σημασία έχει ή δειλία μας αν μές σ' αυτόν τόν κόσμο υπάρχει / έστω κι ένας γενναίος μονάχα...). Βλ. ακόμα, στην ϊδια συλλογή, καί τό ποίημα «Τζέιμς Τζόυς».
And if he left off... • αγγλικά στό κείμενο: Κι αν έπαυε νά σε ονειρεύεται. .. ( Ά π ό τό Μές στον καθρέφτη καί τί βρήκε ή 'Αλίκη εκεί τον Lewis Carroll).
'Ηρακλείδης ό Ποντικός- έλληνας φιλόσοφος τοΰ δ' αι. π.Χ., μαθητής τοϋ Πλάτωνα καί, αργότερα, οπαδός τοΰ 'Αριστοτέλη.
Βέλ• ό θεός Βήλος των Βαβυλωνίων, ό Βάαλ. Qaphqa- χρειάζεται νά επισημάνουμε τόν (αναπόφευκτο) συνειρ
μό; ...αρκεί ό χρόνος νά είναι απείρως διαιρετός- γιά τήν ιλιγγιώδη
έπ' άπειρον διαιρετότητα τοϋ χρόνου, βλ. καί τά έξης (τουλάχιστον) κείμενα τοϋ Μπόρχες: «Ή αέναη κούρσα τοϋ 'Αχιλλέα καί τής χελώνας», «Οι μετενσαρκώσεις τής χελώνας» (Discu-
40
41
47.
50. 50.
52.
162
52,
55,
55.
55. 55.
55.
55.
55.
55.
55.
56.
57. 57, 57.
siôn, 1932), « Ό χρόνος καί ό J.W. Dunne», «Νέα ανασκευή τοΰ χρόνου» (Otras inquisiciones, 1952).
Ταπροδάνη- αρχαία ονομασία τής Κεϋλάνης. The God of the Labyrinth- αγγλικά στό κείμενο: Ό Θεός τοΰ Λα-
βνρίνθον. Τής Κας "Αγκάθα Κρίστι- γιά τήν προσβλητική αποτελεσματικό
τητα ορισμένων λέξεων με τήν κατάλληλη χρήση (έν προκειμένω, τής λέξης Κα), ό αναγνώστης παραπέμπεται καί πάλι στην «Τέχνη τής Προσβολής» (Ιστορία τής Αιωνιότητας, έκδ. «Ύψι-λον», 'Αθήνα).
Γερτρούδη Στάιν ή αμερικανίδα συγγραφέας Gertrude Stein (1874-1946), ήγερία τής αμερικανικής παροικίας διανοουμένων στό μεσοπολεμικό Παρίσι.
Monsieur Τεστ- βλ. σημ. σελ. 36. Σάμιουελ Τζόνσον ό άγγλος συγγραφέας Samuel Johnson (1709-
1784). Κάουλυ- ό άγγλος ποιητής Abraham Cowley (1618-1667), έπινοη-
τής - όπως πίστευε ό ϊδιος - τής αγγλικής πινδαρικής ωδής. Φλομπέρ- βλ. σημ. σελ. 37. Βλ. καί τά δοκίμια τοΰ Μπόρχες: « Ό
Φλομπέρ καί ή υποδειγματική του μοίρα» καί «Μιά υπεράσπιση'τοΰ Bouvard et Pécuchet», στον τόμο Discusion, 1932.
Χένρυ Τζέιμς- ό αμερικανός πεζογράφος Henry James (1843-1916).
Ταξίδι στον Παρνασσό- άλλο ένα άπό τά (κατά τόν Μπόρχες) ασήμαντα έργα τοϋ Miguel de Cervantes.
τη μοίρα τοϋ Σαίξπηρ- ό Μπόρχες υπαινίσσεται τήν (όχι σταθερής ποιότητας) πολυγραφία τοΰ Βάρδου. Βλ. καί: «...ορισμένα αγγλικά πράγματα μοϋ είναι ολωσδιόλου ξένα: τό τσάι, ή βασιλική οικογένεια, τά "ανδροπρεπή" αθλήματα, ή λατρεία κάθε στίχου πού έγραψε ό Σαίξπηρ» (Χ.Λ. Μπόρχες, An Autobiographical Essay).
The Siamese Twin M y s t e r y α γ γ λ ι κ ά στό κείμενο: Τό μυστήριο των Σιαμαίων αδελφών, θρυλικό αστυνομικό μυθιστόρημα τοΰ αμερικανού Ellery Queen.
calembour γαλλικά στό κείμενο: καλαμπούρι. Άπριλιάτικη πορεία- ή: Άπριλιάτικο εμβατήριο. Ντάν ό άγγλος ψυχολόγος J.W. Dunne, κατά τόν οποίο ό Χρόνος
έχει άπειρες χωρικές διαστάσεις, καί τό μέλλον «υπάρχει ήδη». Πρβλ. Χ.Λ. Μπόρχες, « Ό χρόνος καί ό J.W. Dunne» (Otras inquisiciones, 1952) καί Ό J.W. Dunne καί ή αιωνιότητα (περ. ΕΙ Hogar, 18.11.1938).
163
57
57. Μπράντλεϋ- ό άγγλος φιλόσοφος Francis Herbert Bradley (1846 1924). Πρβλ.: « ( Ό Μπράντλεϋ) προτείνει την προσωπική του θέση: νά αποκλειστεί τό μέλλον, πού δεν είναι παρά μιά κατασκευή της ελπίδας, καί νά περιοριστεί ό χρόνος στην αγωνία τής παρούσας στιγμής πού διαλύεται στό παρελθόν» (Χ.Λ. Μπόρχες, 'Ιστορία τής αιωνιότητας, από την ομότιτλη συλλογή, έκδ. «Ύψιλον», Αθήνα).
Appearance and Reality- αγγλικά στό κείμενο: Τά φαινόμενα καί ή πραγματικότητα.
57. Θεόπομπος- ιστοριογράφος του δ' αϊ. π.Χ. εκ Χίου, πού συνέγραψε τήν ιστορία του βασιλέως Φιλίππου Β' τής Μακεδονίας (Φι-λιππικά).
57. "Ασμα Χ τής «Κόλασης», στ. 97-102:
"Αν ένιωσα καλά, θαρρώ τηράτε πιό πρίν τά κουβαλά ό καιρός μαζί του-γιά τωρινά δέν έχετε ετοια χάρη.» « Έμεϊς σά γεροντόματοι τηρούμε τ' άλαργινά μονάχα, μοϋ άποκρίθη, τόση μας δίνει ακόμα λάμψη ό Πλάστης. (Μετάφρ. Ν. Καζαντζάκη)
The secret mirror αγγλικά στό κείμενο: Ό μυστικός καθρέφτης. CLE.• αγγλικά αρχικά: Central Intelligence (of) England (Κεντρι
κή [Υπηρεσία] Άντικατασκοπεία[ς] τής Αγγλίας). Μπόλουερ-Λίττον ό άγγλος μυθιστοριογράφος (καί πολιτικός)
George Edward Bulwer-Lytton (1803-1873), συγγραφέας του Οί τελευταίες μέρες τής Πομπηίας (1834).
Ονάιλντ- ό άγγλος συγγραφέας Oscar Wilde (1854-1900), γιά τόν όποιο ό Μπόρχες έχει γράψει ότι «έχει σχεδόν πάντα δίκιο» καί ότι «παρ' όλη τήν εξοικείωση του με τό κακό καί τή δυστυχία, κρατάει μιαν άσηπτη αθωότητα» («Γιά τόν Oscar Wilde», στό Otras inquisiciones, 1952).
Φίλιπ Γκουεντάλα- ό Mr. αυτός δέν είναι άλλος άπό τόν συγγρα-φέα-έπινόημα του Μπόρχες, πού «κατακεραυνώνει» μ' ενα κριτικό σημείωμα τό... μυθιστόρημα The Approach to Al-Mu'tasim του «δικηγόρου Μίρ Μπαχαντούρ 'Αλί άπό τή... Βομβάη»! (Χ.Λ. Μπόρχες, «Ή πορεία προς τόν Άλ-Μουτάσιμ», στην 'Ιστορία τής Αιωνιότητας, έκδ. «Ύψιλον», Αθήνα).
Tatler, Sketch- σατιρικά περιοδικά τοϋ Λονδίνου, μέ πολλές γελοιογραφίες.
59. 59.
59.
59.
59.
59.
164
59. Ζυλιέν Γκρήν ό αμερικανικής καταγωγής γάλλος συγγραφέας Julien Green (γενν. 1900).
60. Statements αγγλικά στό κείμενο: 'Αναφορές. 60. ...πού καταστρέφεται απ' τόν συγγραφέα επίτηδες. Βλ. καί σημ.
τής σελ. 11 γιά τόν Nathaniel Hawthorne. 60. The Rose of Yesterday αγγλικά στό κείμενο: Τό ρόδο τον χτες. 61. By this art...- αγγλικά στό κείμενο: Μέ τήν τέχνη αυτή, μπορεί νά
γνωρίσεις τήν ποικιλία τών 23 γραμμάτων... 61. The Anatomy of Melancholy αγγλικά στό κείμενο: Ή 'Ανατομία
τής Μελαγχολίας, έργο τοϋ άγγλου στοχαστή Robert Burton (1577-1640).
62. Τό κλασικό απόφθεγμα, πού είναι μιά παραλλαγή τοϋ: Ή φύση είναι μιά σφαίρα χωρίς τέλος, πού τό κέντρο της βρίσκεται παντού καί ή περιφέρεια της πουθενά τον Pascal, πού είναι μιά παραλλαγή τοϋ: Τό κέντρο τοϋ σύμπαντος είναι παντού κι ή περιφέρεια τον πονθενά τοϋ Giordano Bruno, πού είναι μιά παραλλαγή τοϋ: Ό θεός είναι μιά νοητή σφαίρα, πού τό κέντρο της είναι παντού καί ή περιφέρεια πονθενά τοϋ Rabelais, πού παρέθεσε αύτολεξεί στό Pantagruel τή φράση τοϋ Alain de Lisle, πού τήν είχε ανακαλύψει στό Corpus Hermeticum καί αποδίδεται, φυσικά, στον Ερμή τόν Τρισμέγιστο, πού έτσι ερμήνευσε τόν άπειρο Σφαΐρο τοϋ 'Εμπεδοκλή, πού είναι μιά εικόνα τοϋ Παρμενίδη (Τό "Ον είναι όμοιο μέ τή μάζα μιας όλοστρόγ-γνλης σφαίρας, που ή δύναμη της είναι σταθερή άπό τό κέντρο προς οποιαδήποτε κατεύθυνση), πού ανέπτυξε τό θεό ώς αιώνια σφαίρα τοϋ Ξενοφάνη. ( Ό μέχρι ιλίγγου κατάπληκτος αναγνώστης παραπέμπεται στό δοκίμιο τοϋ Μπόρχες « Ή σφαίρα τοϋ Πασκάλ», άπό τό Otras inquisiciones, 1952.)
62. ab aeterno- λατινικά στό κείμενο: άπό αιώνων.
62. ...ή τών καταχθόνιων δημιουργών πρβλ. τά δέκα sephiroth τών καββαλιστών, τους ύποθεούς τοϋ αρχικού Θεοΰ (τοϋ Πληρώματος) τών γνωστικών, τό God is in the making ( Ό Θεός είναι υπό κατασκευήν) τοϋ Bernard Shaw, τό Μπορούμε νά δεχτούμε τήν Ιδέα μιας ανεπαρκούς θεότητας, πού έχει φτιάξει αυτό τόν κόσμο μέ υλικά τής πεντάρας τοϋ Μπόρχες («Ή Καββάλα», άπό τίς 'Εφτά Νύχτες, έκδ. «"Υψιλον», Αθήνα).
63. καί τά είκοσι δύο γράμματα τοϋ αλφαβήτου- υπονοείται τό εβραϊκό αλφάβητο, μέ τά 22 γράμματα τοϋ οποίου ό Θεός (κατά τό Βιβλίο τής Δημιουργίας τών καββαλιστών) έπλασε τά πάντα.
63. «~Ω Χρόνε οί πυραμίδες σον (Oh time thy pyramids)- φράση άπό τό Urn Burial τον Browne (βλ. σημ. σελ. 30).
165
64. 64.
64. «διαλεκτική»• άπό τη «διάλεκτο».
64. γίντις (yiddish)• μεικτή διάλεκτος των Εβραίων της Ευρώπης καί της 'Αμερικής• περιλαμβάνει λέξεις άπό τήν εβραϊκή, τη γερμανική καί τή σλαβονική γλώσσα.
64. σαμογετο-' άπό τους Σαμογέτες, μογγολικό πληθυσμό, πού ανήκει γλωσσικά στην φινο-ουγγρική ομάδα καί κατοικεί στή βορειοδυτική Σιβηρία.
γουαρανί- γλώσσα των Άμερινδών, κυρίως της Παραγουάης. Δεν υπάρχουν όνο βιβλία πανομοιότυπα• βλ. καί: «...τό εδάφιο
άπό τό έβδομο βιβλίο του Πλίνιου, πού βεβαιώνει πώς στον απέραντο κόσμο δέν υπάρχουν δύο πρόσωπα όμοια. Ό 'Ιωάννης της Παννονίας βεβαίωνε πώς δέν υπάρχουν ούτε δύο ψυχές όμοιες, καί πώς ό πιό ποταπός αμαρτωλός είναι πολύτιμος όσο καί τό αίμα πού έχυσε γι' αυτόν ό Χριστός» (Χ.Λ. Μπόρχες, «Οι θεολόγοι», άπό τή συλλογή El Aleph, 1949, μετάφρ.: Γ.Δ. Χουρμουζιάδης). Πρβλ. καί: «Φανταστείτε (λέει ό Leibniz) δύο βιβλιοθήκες. Ή πρώτη αποτελείται άπό χίλια αντίτυπα της ΑΊ-νειάδας, τήν ojtqiot ό Leibniz θεωρεί ως τό τέλειο βιβλίο - καί μπορεί νά εΓ "λλη περιέχει χίλια βιβλία ποικίλης αξίας,
ανάμεσα σ; , αί 'ένα αντίτυπο της Αίνειάόας. Ποια άπ' τίς δυό 6ι6,,. ,ξίζει περισσότερο; Προφανώς ή δεύτερη. Έτσι ό Leiu»,j;: ^ α ν ε ι στό συμπέρασμα πώς τό κακό είναι αναγκαίο γιά τήν ποικιλία του κόσμου» (Χ.Λ. Μπόρχες, «Ή Καββάλα», βλ. σημ. σελ. 62).
64. δ,τι είναι δυνατόν νά εκφραστεί, σε όλες τίς -γλώσσες• αργότερα, στό Otras inquisiciones (1952), ό Μπόρχες θά «ομολογήσει» ότι μ' αύτη τήν ιδέα της ολοκληρωτικής βιβλιοθήκης πρωτοέπαιξε ό Kurd Lasswitz, γύρω στά τέλη τοΰ περασμένου αιώνα. (Μιά σημείωση γιά τόν [προς τόν] Bernard Shaw).
65. Βασιλείδης• γνωστικός φιλόσοφος καί αίρεσιάρχης (τέλη Ιου-άρ-χές 2ου αί. μ.Χ.).
Βέδας• ό άγγλος θεολόγος, ιστορικός καί άγιος Βέδας ό Αίδέσιμος (Venerable Bede), περ. 673-735.
"Ας εξυβριστώ, ας καταστραφώ...• πρβλ. και: «Δέν έχουν όλοι οι άνθρωποι τήν έκσταση τοϋ Kirkegaard, πού είπε πώς, αν έπρεπε να υπάρχει έστω καί μία ψυχή στην κόλαση χάριν τής ποικιλίας τοϋ κόσμου, κι άν ή ψυχή αυτή ήταν ή δική του, θά υμνούσε άπ' τά βάθη τής Κόλασης τή δόξα τοΰ Μεγαλοδύναμου» (Χ.Λ. Μπόρχες, «Ή Καββάλα», βλ. σημ. σελ. 62). Βλ. καί: «"Ας υπάρχει ό Παράδεισος, κι ας είναι ή θέση μας στην Κόλαση» (Χ.Λ. Μπόρχες, «Deutsches Requiem», άπό τή συλλογή Ει Aleph, 1949).
166
65
67.
68. Τό νά μιλάς σημαίνει Οτι περιπίπτεις σε ταυτολογίες• γιατί, κατά τόν Μπόρχες, τά πάντα έχουν λεχθεί, κι εμείς δέν κάνουμε τί-ποτ' άλλο άπ' τό νά τά επαναλαμβάνουμε...
69. Αύτη ή κομψή ελπίδα...• βλ. Χ. Λ. Μπόρχες, «Ή θεωρία των κύκλων» καί « Ό κυκλικός Χρόνος» ('Ιστορία τής Αιωνιότητας, έκδ. «"Υψιλον», Αθήνα).
69. Θά άρκοϋσε ένας μόνο τόμος... ή ενα διήγημα: «Τό βιβλίο τής άμμου» (Χ.Λ. Μπόρχες, Τό βιβλίο τής άμμου, μετάφρ. Σπύρος Τσακνιάς, έκδ. «Νεφέλη», Αθήνα).
69. Καβαλιέρι• ό ιταλός μαθηματικός Francesco Bonaventura Cavalieri (1598-1647).
69. vademecum• λατινικά στό κείμενο: τό αναγκαίο εξάρτημα, αυτό πού κάποιος πρέπει νά 'χει πάντα μαζί του. Τό έγκόλπιον.
71. Ευρωπαϊκός Πόλεμος- ό Πρώτος Παγκόσμιος. 71. Hochschule• γερμανικά στό κείμενο: Γερμανική Σχολή 'Ανωτάτων
Σπουδών. 73. Annales• τά περίφημα Χρονικά τοϋ Τάκιτου (περ. 55-120). 75. Ή συμβουλή νά στρίβω πάντα αριστερά...• στή Θεία Κωμωδία
τοϋ Δάντη, οι αριστεροί δρόμοι όδηνοι~>ν στην Κόλαση, οι δεξιοί στό Καθαρτήριο.
82. Τό μέλλον υπάρχει ήδη- βλ. σημ. σελ. , I.W.Dunne. 82. Albert άφοϋ τό μυστικό αποκαλύπτε, '§•/• , όχι ακουστικά, ό
μέν κινέζος δολοφόνος δικαιούται Vu t ιώσει έναν διαθέσιμο άγγλο Albert ("Αλμπερτ) γιά νά υποδηλώσει τό γαλλικό τοπωνύμιο Albert (Άλμπέρ), ό δέ έλληνας μεταφραστής υποχρεούται ν' αφήσει τή λέξη μέ λατινικά στοιχεία.
85. Paseo de Julio- δρόμος τοϋ Μπουένος "Αιρες. Βλ. τό ομότιτλο ποίημα τοϋ Μπόρχες, πού «κλείνει» τή συλλογή Cuaderno San Martin (1929).
85. Χασιντίμ• εβραϊκή αίρεση (τών «Ευσεβών»), πού άκμασε τόν 18ο αιώνα στην ανατολική Ευρώπη καί κήρυσσε τήν απαρέγκλιτη τήρηση τοΰ Ίουδαϊκοΰ Νόμου.
85. ...α' ένα ξακουστό βιβλίο- εννοεί τό θρυλικό έπικολυρικό ποίημα Martin Fierro τοΰ José Hernandez πού υμνεί τά κατορθώματα καί τήν «μπραβούρα» τοΰ μεγαλύτερου λα'ίκοΰ ήρωα τής 'Αργεντινής, αρχέτυπου τών γκάουτσο. Στό διήγημα του Τέλος, ό Μπόρχες συνεχίζει - καί τελειώνει - τήν ιστορία άπό τό σημείο πού τήν αφήνει ό Έρνάντες. Ό Μπόρχες έχει γράψει πάμπολλα ποιήματα καί πεζά μέ θέμα ή αφορμή τόν Μαρτίν Φιέρο, καθώς καί μιά ολόκληρη μελέτη γιά τό ποίημα τοΰ Έρνάντες (El «Martin Fierro»), σέ συνεργασία μέ τήν Margarita Guerrero (1953).
167
86. Σοπενάονερ• βλ. σημ. σελ. 23. 86. Ντε Κονίνσν βλ. σημ. σελ. 15. 86. Στίδεναον ό σκότος πεζογράφος, δοκιμιογράφος καί ποιητής Ro
bert Louis Stevenson (1850-1894). 86. Μάουτνερ- ό Μπόρχες δείχνει ν' αγαπά πολύ αυτόν τόν όχι καί
πολύ γνωστό γερμανό φιλόσοφο Fritz Mauthner (1849-1923), συγγραφέα ενός Φιλοσοφικού Λεξικού. « (Ό Μάουτνερ) ήθελε τό λεξικό του νά διαβάζεται μέ τόν πιό σκεπτικιστικό τρόπο. Έξαλλου, τό λεξικό του είναι γεμάτο πνευματώδεις παρατηρήσεις. Νά, λ.χ., κάπου αναφέρεται στό ρήμα stehen (= ϊστα-σθαι), πού στά αγγλικά είναι to stand, άλλα στά γαλλικά καί στά ισπανικά δεν έχει αντίστοιχο - πρέπει νά τό πει κανείς περιφραστικά: être debout ή estar de pie, πού δέν ειν' καθόλου τό 'ίδιο πράγμα. Δέν παραλείπει όμως νά κάνει τήν παρατήρηση πώς, όσο νά 'ναι, ό Γάλλος καί ό 'Ισπανός πρέπει νά γνωρίζουν τήν έννοια τοϋ stehen, γιατί αλλιώς θά σωριάζονταν χάμω...» (Χ.Λ. Μπόρχες, σε μιά συνέντευξη του στον James Irby, 'Ιανουάριος 1962).
86. Σώ• ό ιρλανδός δραματουργός καί κριτικός George Bernard Shaw (1856-1950), γιά τόν όποιο ό Μπόρχες έχει γράψει δτι «τό έργο του μας αφήνει μέ μιά γεύση απελευθέρωσης - τή γεύση τών δοξασιών τής Στοάς, τή γεύση τών sagas» (Χ.Λ. Μπόρχες, «Μιά σημείωση γιά τόν [προς τόν] Μπέρναρντ Σώ», στή συλλογή Otras inquisiciones, 1952).
86. Τσέστερτον ό άγγλος συγγραφέας Gilbert Keith Chesterton (1874-1936). Βλ. καί τό σχετικό δοκίμιο τοϋ Μπόρχες («Γιά τόν Τσέστερτον») στό Otras inquisiciones, 1952.
86 Λεόν Μπλονά- ό «καταραμένος» γάλλος μυθιστοριογράφος καί στοχαστής Léon Bloy (1846-1917). Ή (όχι καί τόσο) μακρινή επίδραση τοϋ Μπλουά στον Μπόρχες δέν διαφαίνεται μόνο στό διήγημα «Τρεις εκδοχές τοϋ Ιούδα» (δπου, άλλωστε, πλανάται ή πληθωρική σκιά τοϋ Kirkegaard), άλλα καί, κυρίως, στό διήγημα «Οί θεολόγοι», άπό τή συλλογή El Aleph (1949).
87. ματέ- είδος αφεψήματος. Λέγεται καί τσάι τής Παραγουάης. 87. τά τωρινά Ιταλιάνικα συρίγματα• ή ιταλική είναι ή μεγαλύτερη πα
ροικία τής 'Αργεντινής. 87. porteno (κατά λέξη: λιμανίσιος)• ό κάτοικος τοϋ Μπουένος "Αι-
ρες. 87. compadrito (κατά λέξη: κουμπαράκι)• μάγκας, κουτσαβάκι. 88. bombacha- φαρδύ, χωριάτικο «φουφουλωτό» παντελόνι. 88. Joven• προσφώνηση πού δέν συνηθίζεται σέ μας: νεαρέ ή νεαρέ
κύριε.
168
89. De viris illustribus- λατινικά στό κείμενο: Περί τών ένδοξων ανδρών. ( Ό πλήρης τίτλος είναι De viris illustribus urbis Romae: Περί τών ενδόξων ανδρών τής πόλεως τής Ρώμης.)
89. Λομόν ό συγγραφέας τοϋ προηγουμένου, γάλλος λατινιστής Charles Lhomond (1727-1794).
89. Thesaurus- πλήρης τίτλος: Thesaurus linguae latinae [Θησαυρός τής λατινικής γλώσσας]. Λεξικό, πού εκδόθηκε τόν 16ο αιώνα άπό τόν Robert Estienne.
89. Naturalis historic λατινικά στό κείμενο: Φυσική 'Ιστορία. 90. Gradus ad Parnassum- Βήμα προς τόν Παρνασσό. Τίτλος λατινι
κού λεξικού ή βοηθήματος γιά τήν συγγραφή προσωδιών. 91. ut nihil non iisdem... • λατινικά στό κείμενο: Καί τίποτα πού ακού
στηκε δέν μπορεί νά ξαναλεχθεΐμέ τά 'ίδια λόγια. 93. ...γιά τους τριάντα τρεις πρωτεργάτες τής Ουρουγουάης- οί τριάν
τα τρεις ήρωες, πού 'ίδρυσαν τήν ανεξάρτητη 'Ανατολική Δημοκρατία τής Ουρουγουάης, τό 1814.
93. Λονίς Μελιάν Λαφινούρ- ο Μπόρχες, πού αρέσκεται νά μπλέκει ονόματα γνωστών του στίς φανταστικές ιστορίες του, αναμειγνύει εδώ έναν προγονό του, τόν Χουάν Κρισοστόμο Λαφινούρ (στον όποιο έχει αφιερώσει τό δοκίμιο του «Νέα ανασκευή τοϋ χρόνου», στό Otras inquisiciones, 1952) καί τόν θείο του "Αλβα-ρο Μελιάν Λαφινούρ, έναν «κορυφαίο ασήμαντο ποιητή» (An Autobiographical Essay).
93. Λοκ; ό άγγλος φιλόσοφος John Locke (1632-1704), θεμελιωτής τής έμπειριοκρατίας. Δέν είναι, ασφαλώς, τυχαία ή σύνδεση του μέ τόν Φούνες, πού οδηγεί τήν εμπειρία in extremis..:
94. Σουίφτ- ό άγγλος σατιρικός καί (μέχρι μισανθρωπίας) σαρκαστικός συγγραφέας Johnathan Swift (1667-1745).
94. Λιλιπούτη- ή (θρυλική) χώρα τών μικροσκοπικών ανθρώπων, πού επισκέπτεται ό Γκάλιβερ, στά Ταξίδια τοϋ Γκάλιβερ τοϋ Swift.
94. βιαστικές λεωφόροι- βλ. σημ. σελ. 17 γιά τίς «ύπαλλαγές» τοϋ Μπόρχες.
94. Νά κοιμάσαι, σημαίνει... • ό Μπόρχες θέλει τό Φοΰνες ό μνήμων νά είναι μιά παραβολή τής αϋπνίας (βλ. Πρόλογο). "Αν όμως ό ύπνος είναι θάνατος (ή, έστω, αδελφός τοϋ θανάτου), όπως τόν θέλουν ό "Ομηρος ή ό Σοπενάουερ, ή άυπνία τί είναι; Καί δέν είναι μιά ακραία μορφή ζωής αυτή ή «αβάσταχτη βαρύτητα» τής συσσωρευόμενης εμπειρίας πού αγνοεί (καί αγνοείται άπό) τή λήθη, ώσπου νά «συμφορηθοΰν οί πνεύμονες»...;
97. Ρίο Γκράντε δέλ Σούρ- ό τόπος είναι ήδη γνωστός, ως πεδίο δράσης τού Χέρμπερτ Ά ς στό Tlôn, Uqbar, Orbis Tertius, μέ τή
169
διαφορά ότι έκεϊ αναφέρεται με τή βραζιλιάνικη ονομασία του: Ρίου Γκράντε ντου Σούλ. "Οπως καί νά 'χει, δεν παύει νά 'ναι ή νοτιότερη επαρχία της Βραζιλίας, πόλος έλξης ευρωπαίων τυχοδιωκτών.
97. peones• δουλοπάροικοι. Σύστημα «μίσθωσης» εργασίας, πού άνθισε στή Νότια 'Αμερική. Ή αμοιβή της εργασίας ήταν εξόφληση χρεών, απελευθέρωση καταδίκων, σύντμηση τοϋ χρόνου κάθειρξης κτλ.
98. Παρνελ• ό ιρλανδός πολιτικός, ηγέτης τού 'Αγώνα 'Ανεξαρτησίας της πατρίδας του κατά τών "Αγγλων, Charles Stuart Parnell (1846-1891).
99. στρατηγός Μπέρκλεϋ• οί «μπερδεμένοι διάδρομοι καί περιττοί προθάλαμοι» τοϋ σπιτιοΰ του δέν είναι άσχετοι μέ τή λαβυριν-θώδη σκέψη τοϋ συνωνύμου του ιρλανδού φιλοσόφου George Berkeley (1685-1753), ενός ακόμα αγαπητού στον Μπόρχες ίδαλγοϋ, πού τά 'βαλε μέ τους «ανεμόμυλους» τοϋ Χρόνου (Principles of human knowledge ['Αρχές της ανθρώπινης γνώ-σης], 1713).
101. Φ. Ν. Μοντ- πρέπει νά εννοεί τόν άγγλο στρατηγό Sir Frederick Maude (1864-1917).
101. Κλαούζεδιτς- ό πρώσος στρατηγός καί θεωρητικός τού πολέμου Karl von Klausewitz (1780-1831).
101. C'est une affaire flambée• γαλλική ιδιωματική έκφραση: Είναι μιά χαμένη υπόθεση (ή: καήκαμε...).
101. Black and Tans• ειδικό αστυνομικό σώμα, πού χρησιμοποιήθηκε τό 1921 εναντίον τών ιρλανδών επαναστατών.
103. So the Platonic Year...• αγγλικά στό κείμενο:
"Ετσι, τό πλατωνικό έτος τινάζει έξω απ' την τροχιά τον την καινούρια ηθική, καί φέρνει πάλι μέσα την παλιά : όλοι οί άνθρωποι στροβιλίζονται στό ρυθμό της βάρβαρης κλαγγής ενός γκόνγκ.
W.B. Yeats, Ό Πύργος
103. Τσέστερτον βλ. σημ. σελ. 86. 103. Λάιμπνιτς• βλ. σημ. σελ. 18. 103. Μπράοννιγκ- ό άγγλος ρομαντικός ποιητής Robert Browning
(1812-1889). 103. Ονγκό- ό γάλλος ρομαντικός ποιητής καί μυθιστοριογράφος Vic
tor Hugo (1802-1885). 104. ...τή δεκαδική 'Ιστορία πού φαντάστηκε ό Κοντοραέ- στό έργο
170
του Σχέδιο μιας Ιστορικής απεικόνισης τών εξελίξεων τον ανθρώπινου πνεύματος, ο Marie-Jean-Antoine-Nicolas de Caritâ, marquis de Condorcet (1743-1795) υποστηρίζει πώς οί μεγάλες εποχές της 'Ιστορίας τής 'Ανθρωπότητας είναι συνολικά δέκα (άπ' τίς όποιες οί εννιά έχουν παρέλθει καί ή δέκατη θά σημάνει τήν απόλυτη κοινωνική ισότητα καί δικαιοσύνη, καθώς καί τήν πνευματική καί ηθική τελειοποίηση τοϋ ανθρώπου).
104. Χέγκελ- ό γερμανός φιλόσοφος Georg Wilhelm Friedrich Hegel (1770-1831), κατά τόν όποιο τό λογικόν είναι καί πραγματικόν, καί αντιστρόφως. Στό Θέμα, ό Ράιαν έχει νά παλέψει ανάμεσα στην εκτός πραγματικότητας λογική του καί σέ μιά κληροδοτημένη ιστορική «πραγματικότητα», πού δέν τοϋ φαίνεται καθόλου λογική...
104. Σπένγκλερ• στό κυριότερο έργο του Ή παρακμή τής Δύσης, à γερμανός φιλόσοφος Oswald Spengler (1880-1936) προβλέπει πώς, μετά τό δημιουργικό στάδιο τής παιδείας (Kultur), ή Δύση γλίστρησε σ' αυτό τής περισυλλογής καί τών υλικών απολαύσεων πού, μοιραία, θά τήν οδηγήσουν στην εξαθλίωση καί τήν παρακμή.
104. Βίκο• ό ιταλός φιλόσοφος Giambattista Vico (1668-1744), θεμελιωτής τών επιστημών τής 'Ανθρωπολογίας καί τής 'Εθνολογίας. Κατά τόν Βίκο, σέ κάθε κοινωνία παρουσιάζονται εποχές προόδου καί παρακμής, πού συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους καί διαδέχονται ή μία τήν άλλη. Προηγείται ή κτηνώδης κατάσταση καί ακολουθούν: ή εποχή τών θεών, ή εποχή τών ηρώων καί, τέλος, ή εποχή τών ανθρώπων. Ή τελευταία αυτή εποχή παρουσιάζεται άπό τόν Βίκο ώς «συνέπεια» τής πάλης τών τάξεων, ενδέχεται δμως τό στάδιο αυτό ν' αντιμετωπίσει χωρίς επιτυχία προβλήματα διαφθοράς καί άσωτείας, μέ πολύ πιθανό αποτέλεσμα τήν επιστροφή στην πρωτόγονη βαρβαρότητα. "Οπως δέν είναι δύσκολο νά φανταστεί κανείς, ό Βίκο λατρεύτηκε άπό τόν «νεαρό» Μαρξ, αλλά άποκηρύχτηκε άπό τόν «πρεσβύτερο»...
104. δρυΐδες (άπό τό κελτικό druveid, πού σημαίνει: οί τής δρυός)• κέλτες ιερείς.
105. τό ν' αντιγράφει ή Ιστορία τή Λογοτεχνία είναι αδιανόητο...• βλ. καί: «Δεκαεννιά αιώνες αργότερα (άπό τή δολοφονία τού Καίσαρα), στά νότια τής επαρχίας τού Μπουένος "Αιρες, ένας γκάουτσο δέχτηκε επίθεση άπό άλλους γκάουτσος καί, πέφτοντας, αναγνωρίζει έναν βαφτισιμιό του. Μέ βαθμιαία έκπληξη καί σιγανό παράπονο, τού λέει (τά λόγια αυτά πρέπει ν' άκου-
171
στοϋν, όχι νά διαβαστούν): Βρέ\ Τόν σκοτώνουν, καί δεν ξέρει πώς πεθαίνει γιά νά επαναληφθεί μιά σκηνή» (Χ.Λ. Μπόρχες, «Ή πλοκή», από τή συλλογή Ό δημιουργός, μετάφρ. Δ. Καλο-κύρης).
105. γαελικά (gaelic)• ή γλώσσα των Κελτών της Σκοτίας καί της 'Ιρλανδίας.
105. Festspiele- γερμανικά στό κείμενο: 'Εορταστικές παραστάσεις. 106. ίσως, ακόμα κι αυτό, νά εΐχε προβλεφθεί• πάνω στό Θέμα τον
προδότη καί τον ήρωα, ό ιταλός σκηνοθέτης Bernardo Berto-lucci βάσισε τό σενάριο της ταινίας του Ή στρατηγική της αράχνης [La strategia del ragno, 1969], μεταφέροντας τή δράση (κατά τήν «λευκή» επιταγή τού Μπόρχες) στή Βόρεια 'Ιταλία, τήν εποχή της μουσολινικής δικτατορίας.
«...Έκεΐ πού γιά τόν Μπόρχες Θέατρο σημαίνει Παράσταση, δηλαδή μιά πιστή αναπαράσταση αυστηρά προδιαγραμμένων δρώμενων πού επαναλαμβάνονται περιοδικά, γιά τόν (μαρξιστή) Μπερτολούτσι σημαίνει πρώτα άπ' όλα έναν "κλειστό" χώρο όπου, πίσω άπ' τά παχιά λόγια πού εκτοξεύονται άπό σκηνής, κρύβονται καλά οργανωμένα συμφέροντα (τού "θεατρώνη" καί τών θεματοφυλάκων-άστών) καί ισχύουν άτεγκτοι νόμοι καί μηχανισμοί γιά τήν περιφρούρηση τους. Έκεΐ πού ό Μπόρχες ανατρέχει στον Σαίξπηρ, τόν κατ' εξοχήν αντιγραφέα της 'Ιστορίας δραματουργό^..) ό Μπερτολούτσι προστρέχει στον Βέρντι, φωτεινότερο εκπρόσωπο της Grand' Opera, όπου τά πάντα λειτουργούν σάν πίσω άπό έναν μεγεθυντικό (καί διαστρεβλωτικό) φακό. (...)
» . . .Ό Μπερτολούτσι "είδε" καλά (μέσα στην ιστορία τοϋ Μπόρχες) τήν υπαρξιακή αγωνία πού διακατέχει τόν άπόγονο-έρευνητή καί πέρασε επιδέξια μέσα στή Στρατηγική της αράχνης τήν ίδέα-κληροδότημα τού Μπόρχες. Πώς νά μήν ερμηνεύσει κανείς μ' αυτό τό πρίσμα, τόσο τό γεγονός πώς ό "μακρινός απόγονος" τού Μπόρχες έγινε στην ταινία "γιος", όσο καί τό ότι ό πατέρας καί ό γιος φέρουν τό 'ίδιο όνομα καί ερμηνεύονται άπό τόν ίδιο ηθοποιό; Μήπως, τελικά, βρισκόμαστε μπροστά σέ μιά αλληγορία αντοαναζήτησης, σέ μιά αντίστροφη, περιελικτική ανίχνευση τού λαβυρίνθου;» (Α.Κ., «Ή στρατηγική τού Δαιδάλου», άπό τό Ή συνέχεια επί της οθόνης, έκδ. «Ύψιλον», Αθήνα).
107. Όγκύστ Ντνπέν (Auguste Dupin)• ήρωας τού Edgar Allan Poe, ίσως ό πρώτος detective στην 'Ιστορία τής 'Αστυνομικής Λογοτεχνίας.
172
107. Triste-le-Roy: «Αυτό τό ξενοδοχείο με τό ωραιότατο όνομα, πού είναι εύρημα τής Άμάντα Μολίνα Βεδία, είναι τό ξενοδοχείο Las Delicias στό Άντρογκέ» (Χ.Λ. Μπόρχες, Σχόλια στό Nueva antologiapersonal, 1968). Βλ. καί σημ. σελ. 16.
107. Hotel du Nord (Ξενοδοχείο τοϋ Βορρά)• «...είναι τό Hotel Plaza τού Μπουένος "Αιρες» (Χ.Λ. Μπόρχες, βλ. σημ. γιά τό Triste-le-Roy). Νά 'ναι καί φόρος τιμής στή θρυλική ταινία τού Marcel Carné (1938);
107. Ταλμούδ- θρησκευτικός κώδιξ τών Εβραίων, πού ερμηνεύει τους Νόμους τού Μωυσή.
108. placard- γαλλικά στό κείμενο: εντοιχισμένο ντουλάπι. 108. Yidische Zeitung• γερμανικά στό κείμενο: 'Εβραϊκή 'Ημερησία. 108. 'Υπεράσπιση της καβδάλας• τίτλος δοκιμίου τού... Μπόρχες
(Discusion, 1932). 108. Ρόμπερτ Φλάντ- 6 άγγλος καββαλιστής καί αλχημιστής Robert
Flood (1574-1637). 109. Σεφέρ Γιεζιράχ [Βιβλίο τής Δημιουργίας[• ή βίβλος τών καββαλι-
στών, έργο ανωνύμων, πού συντάχθηκε στή Συρία ή τήν Παλαιστίνη τόν στ' αιώνα μ.Χ.
109. Χασιντίμ• βλ. σημ. σελ. 85. 109. Τετραγράμματον τό τετραγράμματο, μυστικό (καί τρομερό) όνο
μα τού Θεού- «όποιος τό βρει καί ξέρει νά τό προφέρει σωστά, τότε θά μπορέσει κι αυτός νά δημιουργήσει έναν κόσμο, έναν άνθρωπο» (Χ.Λ. Μπόρχες, «Ή Καββάλα», άπό τίς 'Εφτά νύχτες, έκδ. «Ύψιλον», Αθήνα). Τό εβραϊκό όνομα τού Θεού (Ίαβέ ή Ίαχβέ ή Γιαχβέ ή Ίεχωβάς = ό όντως ων) «αντιστοιχεί» μέ τά λατινικά ψηφία JHVH.
109. Πεντάτευχος• συλλογική ονομασία τών πέντε πρώτων βιβλίων τής Παλαιάς Διαθήκης (Γένεσις, "Εξοδος, Λενιτικόν, 'Αριθμοί, Δ ευτερονόμιον).
109. τήν ένατη ιδιότητα του, τήν αιωνιότητα• στην (προγενέστερη) 'Ιστορία τής Αιωνιότητας, ό Μπόρχες αναφέρει ώς «ένατη ιδιότητα τού Θεού» τήν παντογνωσία. Δέν πρόκειται, πάντως, περί lapsus: αν δέν πρόκειται γιά έννοιες ταυτόσημες (σ' αυτά τά ιλιγγιώδη διαλεκτικά... υψόμετρα), οπωσδήποτε ή μία προϋποθέτει τήν άλλη. Οί απολογητές, πάντως, τής Αιωνιότητας τού Θεού δέν δίστασαν νά «διευρύνουν» τήν παντογνωσία Του: δέν πρόκειται μόνο (!) γιά τήν άμεση καί ταυτόχρονη γνώση όλων τών πραγμάτων πού θά είναι, είναι καί ήταν ατό σύμπαν (έχει ενδιαφέρον ή σειρά όπως τή θέλει ό Μπόρχες), άλλα καί αυτών πού θά μπορούσαν νά είναι!
173
109. στον μαγικό τρόμο γιά τά άρτια ψηφία- ό μαγικός αυτός τρόμος «διακατείχε» εξίσου τους αρχαίους Έλληνες, άλλα καί άλλους υπέροχα δεισιδαίμονες λαούς. Βλ. καί την εξήγηση πού δίνει ό Edward Lane γιά τίς Χίλιες καί μία νύχτες.
110. poncho- παραδοσιακό λατινοαμερικάνικο είδος πανωφοριοϋ, πού αποτελείται από ενα ορθογώνιο ύφασμα καί μιά τρύπα στη μέση γιά νά περνάει τό κεφάλι.
110. Άσεβέοο- άλλο ëva συγγενικό επώνυμο τοϋ Μπόρχες - αύτη τη φορά, τό πατρικό της μητέρας του - εμπλέκεται στους μυστηριώδεις μύθους του. Είναι πορτογαλικό, άλλα μέ εβραϊκές ρίζες, γιά νά τονίσει τίς όποιες ονόμασε τό «δεύτερο πτώμα» Ντανιέλ Σιμόν. (Πρβλ. καί τό ποίημα-άφιέρωμα στον παππού του Isidore Acevedo, στη συλλογή Cuaderno San Martin, 1929).
111. Rue de Toulon• «μετονομασία», γιά τίς ανάγκες της ιστορίας, ενός αγαπητού στον Μπόρχες δρόμου τοϋ Μπουένος "Αιρες: τοϋ Paseo de Julio (βλ. σημ. σελ. 85).
111. Γρύψιους- μέ άφορμ,ή αυτό τό ελληνορωμαϊκό.... γριφώδες όνομα, άς κάνουμε μιά ονοματολογική περιήγηση σ' αυτό τό διεθνές (εως βαβελικό) καί χρωματιστό διήγημα: Τό λατινοειδές όνομα τοϋ επιθεωρητή (Treviranus) είναι, κατά τόν Μπόρχες, γερμανικό• τοϋ detective σκανδιναβικό (ή κατάληξη rot σημαίνει «κόκκινο» στά γερμανικά, άλλα δλο τό ονοματεπώνυμο -Erik Lônnrot - παραπέμπει στον βίκινγκ θαλασσοπόρο Έρικ τόν Ερυθρό)• ό Daniel Simon Acevedo, είπαμε, είναι Έβραιο-πορτογάλος• τό όνομα Marcel Yarmolinsky είναι έβραιο-πολω-νικό, τό Finnegan - τί άλλο; - ιρλανδικό καί δή μαΰρο (Black)• λίγο πιό κάτω, κάνει τήν εμφάνιση του ένας τσέχος σχολιαστής εφημερίδας, ό Ernst Palast- τέλος, ό μυστηριώδους καταγωγής Red Scharlach δεν αφήνει τήν παραμικρή αμφιβολία γιά τήν... ερυθρότητα του, ονόματι καί έπωνύμω... (Νά μήν αγνοηθεί, πάντως, καί μιά αναφορά στον φινλανδό συγγραφέα τοϋ έπους Καλεδάλα Elias Lônnrot [1802-1884].)
112. Philologus hebraeograecus- λατινικά (;) στό κείμενο: Έλληνο-εδράίος φιλόλογος.
113. La Cruz de la Espada: Ό σταυρός τον σπαθιού. 113. El Mârtir: Ό ίερομάρτυς.
113. Μπαρούχ Σπινόζα- ό ολλανδός πανθεϊστής φιλόσοφος Baruch Spinoza (1632-1677). Κατά τόν Σπινόζα, άπό τίς άπειρες ιδιότητες τού Θεού, γνωρίζουμε μόνο δύο: τήν σκέψη καί τήν έκταση. Ό «Σπινόζα»-συντάκτης τής επιστολής αποκαλύπτει εμαέ-σως τή σκέψη του διά τής εκτάσεως (ό χάρτης, τό τρίγωνο)...
174
113. more geometrico- λατινικά στό κείμενο: γεωμετρικής φύσεως. 116. γκογίμ- εβραϊκή (περιφρονητική) λέξη γιά τους μή Εβραίους: οι
εθνικοί.
118. JHVH- βλ. σημ. σελ. 109. 119. ...άπό μία καί μοναδική ευθεία γραμμή- ό λαβύρινθος πού προ
τείνει δ Μπόρχες είναι εμπνευσμένος άπ' τό περίφημο σόφισμα τοϋ Ζήνωνα τού Έλεάτη γιά τήν άπειρη διαιρετότητα των πάντων, πού «ακυρώνει» τή δυνατότητα τής κίνησης. Είναι, ταυτόχρονα, καί ό θρίαμβος τής απλότητας: ή αίσθηση αυτής τής άπειρης ευθείας νικά κατά κράτος τήν άλυσιτέλεια των τριγώνων, τήν άσκοπη πολυχρωμία των ρόμβων, τή ματαιότητα των κύκλων (ό Λόνροτ κάνει μιά φορά τό γύρο τού κτήματος κι άλλη μιά τόν γύρο τού σπιτιού- καί τίς δυό φορές, ή λύση είναι ευθεία μπροστά του...), τή γιγαντιαία άνωφέλεια αυτού τού αποχαλινωμένου ροκοκό τού Triste-le-Roy. Παρ' δλα αυτά, ό Θάνατος καί ή πυξίδα δέν είναι, κατά τή γνώμη μας, τό πιό γεωμετρικό διήγημα τής συλλογής! Κανένας δέν μπορεί νά υποκαταστήσει τόν εφιάλτη τού δικού μας, προσωπικού, ιδιωτικού λαβυρίνθου - αυτό φαίνεται νά μάς ψιθυρίζει ή σοφή, ευκλείδεια συμμετρία τού διηγήματος Ό Νότος. "Οσοι, τέλος, είδαν τό Ό θάνατος καί ή πυξίδα ως μία «αλληγορία τής αυτοκτονίας», άφοϋ «ό θύτης καί τό θύμα, πού σκέπτονται μέ τόν ίδιο τρόπο, μπορεί καί νά 'ναι 'ένας άνθρωπος», μήν άποκαρδιώ-νονται: ό Μπόρχες δέν θά διαφωνούσε μαζί τους... (Χ.Λ. Μπόρχες: Σχόλια στό Nueva Antologia Personal, 1968).
121. τόν νέκρωσε- μέ τήν έννοια τοϋ «τόν θέλησε νεκρό», «αποφάσισε νά είναι νεκρός». Τό ρήμα νεκρώνω προτιμήθηκε άπ' τό θανατώνω, πού προδίδει έκδικητικότητα ή άσκηση κοσμικής εξουσίας ή πράξη «ελέους»...
121. Μιά μέρα ή καί λιγότερο...- γιά τήν ασυμβατότητα τοϋ θεϊκού μέ τόν ανθρώπινο χρόνο (πού είναι ενα άπό τά θέματα τού Μυστικού θαύματος), ό αναγνώστης παραπέμπεται στό δοκίμιο τοϋ Μπόρχες 'Ιστορία τής Αιωνιότητας στην ομότιτλη συλλογή (εκδ. «Ύψιλον», Αθήνα), καθώς καί στά έξης: α) Μία ημέρα παρά Κυρίω ώς χίλια ετη, καί χίλια ετη ώς ήμερα μία (Πέτρου 'Επιστολή Β', γ': 8)• β) "Οτι χίλια 'έτη έν όφθαλμοϊς σου ώς ή ημέρα ή εχθές, ήτις διήλθε, καί φυλακή έν νυκτί (Ψαλμοί, πθ': 4)• γ) τό θαύμα των 'Επτά Κεκοιμημένων τής 'Εφέσου, πού καταγράφει καί τό Κοράνι, καί αναφέρεται άπό τόν Μπόρχες στό διήγημα «Ή αναζήτηση τού Άβερρόη» (El Aleph, 1949)• δ) τά κάλπα της ινδικής κοσμογονίας κ.ά.
175
121. Anschluss• γερμανικά στό κείμενο: Προσάρτηση. 121. Σεφέρ Γιεζιράχ- βλ. σημ. σελ. 109. 122. pour encourager les autres• γαλλικά στο κείμενο: γιά νά ενθαρρυν
θούν οί άλλοι. (Κυριολεκτικά διεστραμμένη φράση. Συνήθως, προκείμενου περί καταδίκης ενεργειών, ή ετυμηγορία συνοδεύεται με τό σκεπτικό «γιά νά άπο-θαρρυνθοΰν οί άλλοι». Έδώ όμως πρόκειται περί καταδίκης τοϋ αίματος, της ταυτότητας, καί αυτοί πού «ενθαρρύνονται» είναι οί άλλοι «Γιού-λιους Ρότ», γιά νά θανατώσουν κι άλλους Εβραίους!!) .
123. Φλάντ- βλ. σημ. σελ. 108. 123.Μπράντλεϋ• βλ. σημ. σελ. 57. 125. Clementinum• αν δεν υπάρχει στην Πράγα τέτοια βιβλιοθήκη, e
ben trovata: ή ονομασία της μπορεί νά υποκρύπτει τή λατινική λέξη dementia (έλεος, οίκτος, επιείκεια) ή νά υπαινίσσεται, κατά τόν γνωστό παιγνιώδη τρόπο τοϋ Μπόρχες, τόν Κλήμεντα τόν 'Αλεξανδρέα, πού έγραψε (!) στους Στρωματεΐς: «Το φρονιμότερο είναι νά μη γράφεται τό παραμικρό, αλλά νά μαθαίνεις καί νά διδάσκεις προφορικά, γιατί τά γραπτά μένουν» καί: «Γράφοντας τά πάντα σ' ëva βιβλίο είναι σάν ν' αφήνεις ενα ξίφος στά χέρια ενός παιδιού»... (Χ. Λ. Μπόρχες, «Γιά τήν λατρεία των βιβλίων», άπό τό Otras inquisiciones [1952], μετάφρ. Δ. Καλοκΰρης, περ. Χάρτης, 8/1983).
125. Μαϊμονίδης- ό έβραιο-ισπανός νομομαθής, θεολόγος καί φιλόσοφος Moisés Maimonid.es (1135-1206).
127. τέταρτη βουκολική ώδή τοϋ Βιργίλιον τό ποίημα γράφτηκε σέ μιά εποχή πού στή Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία επικρατούσε ενα κλίμα απογοήτευσης καί απαισιοδοξίας (γύρω στό 713 π.Χ.)• μιλάει γιά τή γέννηση ενός παιδιού πού, στή διάρκεια της ζωής του, οί αιώνες θά κυλήσουν προς τά πίσω (καθώς είχε διακηρύξει καί ό Πλάτων στην Πολιτεία), ώσπου νά ξανάρθει ή Χρυσή Εποχή τής ειρήνης καί της ευημερίας (Jam redit et virgo, re-deunt Saturnia régna... [ Νά κιόλας επιστρέφει καί ή παρθένα, επιστρέφουν καί οί μέρες τής βασιλείας τοϋ Κρόνου...]).
127. Δέν είχε άλλο εργαλείο έκτος άπό τή μνήμη του- ό «νεκροζώντα-νος» Χλάντικ εξομοιώνεται μέ τυφλό... Ή μοίρα τοϋ Μπόρχες είναι προδιαγραμμένη, ή μοίρα του John Milton (1608-1674) είναι γνωστή: «Μπορούσε νά φυλάει στή μνήμη του σαράντα ή πενήντα άνομοιοκατάληκτους ένδεκασύλλαβους, περιμένοντας τόν πρώτο πού θά τόν επισκεπτόταν καί θά τοΰ τους υπαγόρευε» (Χ. Λ. Μπόρχες, «Ή τυφλότητα», άπό τίς 'Εφτά νύχτες, έκδ. «Ύψιλον», Αθήνα).
176
128. Τό βρήκε• βλ. καί: «Προσπάθησα κι εγώ νά κάνω τό ίδιο σέ πολλά διηγήματα καί προκάλεσα τό θαυμασμό γι' αυτό τό εύρημα μου πού, στην πραγματικότητα, χρονολογείται άπ' τό Μεσαίωνα καί ανήκει στον Δάντη: μιλώ γιά τό εύρημα τής παρουσίασης μιας χρονικής στιγμής ώς κλείδας μιας ολόκληρης ζωής» (Χ. Λ. Μπόρχες, «Ή Θεία Κωμωδία», άπό τίς 'Εφτά νύχτες, έκδ. «"Υψιλον», Αθήνα).
129. There seemed a certainty in degradation• αγγλικά στό κείμενο: Ή κατάπτωση έδειχνε να 'χει μιά σιγουριά (Τ.Ε. Lawrence, ΟΙ εφτά στύλοι τής σοφίας, CIII).
129. Βασιλείοης- βλ. σημ. σελ. 65. 129. Σατορνίλος (ή : Σατουρνίνος εξ Αντιοχείας)• γνωστικός θεολό
γος τοϋ β' αι. 129. Καρποκράτης• γνωστικός θεολόγος τοΰ β ' αΐ. Δίδαξε στην 'Αλε
ξάνδρεια. 129. Liber adversus omnes haereses- λατινικά στό κείμενο: Βίβλος κα
τά πασών των αιρέσεων. 129. Λούντ (Lund)• πόλη τής Ν. Σουηδίας μέ παλιό, περιώνυμο Πανε
πιστήμιο. 129. Kristus och Judas• σουηδικά στό κείμενο: Χριστός καί 'Ιούδας. 129. Den hemlige Fràlsaren (σουηδικά στό κείμενο) καί Der heimliche
Heiland (γερμανικά στό κείμενο): Ό μυστικός Σωτήρ. 130. Ντέ Κουίνσυ• βλ. σημ. σελ. 15. 130. Ρόμπερτσον μάλλον πρόκειται περί τού άγγλου ιεροκήρυκα Fre
derick William Robertson (1816-1853). 130. Ergo• λατινικά στό κείμενο: άρα, όθεν, επομένως. 131. υποστατική ένωση• ή ένωση στον Χριστό τής θείας καί τής αν
θρώπινης φύσης. 131. τόν τρίτο στίχο τοϋ κεφ. KB' τοϋ Κατά Λουκάν Ευαγγελίου: «Ει
σήλθε δέ ό σατανάς εις Ίούδαν τόν έπικαλούμενον Ίσκαριώ-την, όντα εκ τοΰ αριθμού τών δώδεκα».
131. μνημονεύοντας το ιβ': 6 τοϋ Κατά Ίωάννην: «Είπε δέ τούτο ούκ ότι περί τών πτωχών εμελεν αύτψ, άλλ' ότι κλέπτης ην, καί τό γλωσσόκομον είχε καί τά βαλλόμενα εβάσταζεν».
132. Ντά Κούνζα- ό βραζιλιάνος συγγραφέας Euclides da Cunha (1866-1909).
132. Sju insegel• σουηδικά στό κείμενο: "Εβδομη σφραγίδα. 132. Post Factum' λατινικά στό κείμενο: κατόπιν εορτής, έκ τών υστέ
ρων. 133. Μωρίς Άμπραμοβίτς- έλβετός, πολωνο-εβραϊκής καταγωγής, φί
λος τοΰ Μπόρχες, άπ' τά νεανικά του χρόνια στή Γενεύη (1914-1919).
177
133. Jésus, d' après ce Scandinave...- γαλλικά στό κείμενο: «Σύμφωνα μ' αυτόν τόν Σκανδιναβό, ό Ίησοϋς παίρνει πάντα τό καλύτερο κομμάτι" χάρη στη δεξιοτεχνία των τυπογράφων, οι απογοητεύσεις του χαίρουν μιας πολύγλωσσης φήμης" ή παραμονή του έπί τριάντα τρία χρόνια μεταξύ των ανθρώπων δεν ήταν, τελικά, παρά ένας παραθερισμός».
133. Christelige dogmatik• σουηδικά στό κείμενο: Χριστιανική Δογματική.
133. δ,τι συμβαίνει άπαξ στον χρόνο...- πρβλ. καί τη μυστηριώδη αμφισημία τοϋ: «νϋν δέ άπαξ έπί των αιώνων εις άθέτησιν αμαρτίας διά της θυσίας αύτοϋ πεφανέρωται» (Παύλου, Προς 'Εβραίους 'Επιστολή, θ' : 26).
133. «'Υπεράσπιση της αιωνιότητας» τοϋ Γιάρομιρ Χλάντικ- βλ. Τό μυστικό θανμα στην παρούσα συλλογή.
133. impeccabilitas, humanitas- λατινικά στό κείμενο: άναμαρτησία, ανθρώπινη φύση.
133. Χάνς Λάσε Μάρτενσεν ό δανός θεολόγος Hans Lasse Martensen (1808-1884).
134. Ρούρικ- αρχηγός των Βαράγγων καί ιδρυτής τής ρωσικής αυτοκρατορίας. Πέθανε τό 879.
134. Ματθαίος, ιβ':31: «Διά τούτο λέγω ύμϊν, πάσα αμαρτία καί βλασφημία άφεθήσεται τοις άνθρώποις, ή δέ τοϋ Πνεύματος βλασφημία ουκ άφεθήσεται τοις άνθρώποις».
135. Τέλος- γιά τη μεταφραστική επιλογή τής απάλειψης τού άρθρου άπό τόν πρωτότυπο τίτλο {Elfin ), βλ. σημ. σελ. 85.
135. Poncho- βλ. σημ. σελ. 110. 135. payada- αυτοσχέδια δίστιχα, ανάλογα μέ τίς δικές μας μαντινά
δες. 136. Chambergo- πλατύγυρο καπέλο. 137. Μαρτίν Φιέρο- βλ. σημ. σελ. 85. 137. ...πού θαρρείς κι ό κάμπος θέλει νά πει κάτι- πρβλ. καί: «Ή μου
σική, οι καταστάσεις ευτυχίας, ή μυθολογία, τά πρόσωπα τά σμιλεμένα άπ' τόν καιρό, κάποια δειλινά καί κάποιοι τόποι, θέλουν νά μας πουν κάτι, ή μας είπαν κάτι πού δεν έπρεπε νά τ' αφήσουμε νά χαθεί, ή κάτι είναι έτοιμα νά μας πουν αυτή ή αποκάλυψη, πού επίκειται μά δέν συντελείται, είναι ϊσως τό αισθητικό γεγονός» (Χ. Λ. Μπόρχες, «Τό Τείχος καί τά βιβλία», άπ' τό Otras inquisiciones, 1952).
139. Άμένωψις ό Δ' (ή Άκενατων)• οι μεταρρυθμίσεις τοΰ Φαραώ αύτοϋ (περ. 1372-1354 π.χ.) ήταν δτι μετέφερε τήν πρωτεύουσα άπό τίς Θήβες στην (νέα πόλη) Άκενατων, καί (κυρίως) δτι
178
υποκατέστησε τή λατρεία τοϋ Άμμωνος μέ τη μονοθεϊστική θρησκεία τοΰ Ατών.
139. Hrabanus Maurus (ή Rabanus Magnentius)" γερμανός θεολόγος (περ. 780-856).
139. Saturnales- ίσως νά πρόκειται γιά τό Saturnalia, έργο τού Αμβρόσιου Μακρόβιου (περ. 400), ανάλογο μέ τους Δειπνοσοψιστές τοϋ Αθηναίου.
139. Φλάβιος Ίώσηπος- ιουδαίος ιστορικός (37-100). 139ί Γκρεγκορόβιονς (ή Γρηγορόβιος)• ό γερμανός ποιητής καί ιστορι
κός Ferdinand Gregorovius (1812-1891). 139. Μάρτιν Μποϋμπερ- ό αυστριακής καταγωγής εβραίος φιλόσοφος
καί κοινωνιολόγος Martin Buber (1878-1965). 140. ό αέναος Σαίξπηρ τοϋ Χάζλιτ- κατά τόν μελετητή τού Σαίξπηρ
William Hazlitt, όποιος διαβάζει Σαίξπηρ εκείνη τή στιγμή είναι ό Σαίξπηρ. Γιατί ό Σαίξπηρ «δέν είχε τίποτα παραπάνω άπ' όλους τους ανθρώπους, έκτος τού δτι δέν είχε τίποτα παραπάνω άπ' όλους τους ανθρώπους - είναι δλα αυτά πού είναι όλοι οί άλλοι άνθρωποι κι αυτό πού θά μπορούσαν νά είναι».
140. Τοις πάσι τά πάντα- Παύλου Α 'Προς Κορινθίους (θ': 22). 140. κρεολοποιοϋνταν Κρεολοί (Criollos) λέγονται οί γηγενείς Αργε
ντινοί, οί πρώτοι πού αποίκισαν τή χώρα και οί απόγονοι τους, κατά κανόνα λευκοί, χωρίς δηλαδή έπιμειξίες.
141. Δουκάγγιος- ό γάλλος λόγιος Charles Du Cange (1610-1688). 141. Orbis terrarum est speculum Ludi- λατινικά στό κείμενο: Ή οι
κουμένη είναι κάτοπτρο παιχνιδιού. 143. Ό Νότος- τό διήγημα, μέχρις ενός σημείου βέβαια, είναι αυτο
βιογραφικό. Τά ονόματα είναι αλλαγμένα, καθώς καί ορισμένες περιστάσεις: λ.χ. τό ατύχημα στη σκάλα συνέβη πράγματι στον Μπόρχες, άλλα τόν Δεκέμβριο τοϋ 1938 (όχι τόν Φεβρουάριο τού 1939)• τό βιβλίο πού ξεφύλλιζε ό Μπόρχες ανεβαίνοντας τή σκάλα ήταν τό Out of the silent planet τοϋ C.S. Lewis (καί όχι τό Χίλιες καί μια νύχτες) κ.ά.
143. ατή μετάφραση τοϋ Βάιλ- τού γερμανού «βιβλιοθηκάριου, αν καί εβραίου» Gustav Weil (βλ. «Οί μεταφραστές τών Χιλίων καί μιας νυχτών», στον τόμο 'Ιστορία τής Αιωνιότητας, έκδ. «"Υψι-λον», Αθήνα).
145. Ύριγκογιέν ό δόκτωρ Yrigoyen χρημάτισε Πρόεδρος τής Αργεντινής Δημοκρατίας (1916-22 καί 1928-30).
145. ενώ τό μαγικό ζώο στό παρόν πρβλ. καί: « Ό Μάουτνερ, στό Werterbuch der Philosophie, III, σελ. 436, παρουσιάζει (αυτή τή θέση) μέ ειρωνεία: Φαίνεται, γράφει, πώς τά ζώα όέν έχουν πα-
179
ρά αμυδρά προαισθήματα της χρονικής διαδοχής καί της διάρκειας. 'Αντιθέτως, ό άνθρωπος, πόσο μάλλον αν τυχαίνει νά είναι καί ψυχολόγος τής νέας Σχολής, μπορεί νά διακρίνει στον χρόνο δύο εντυπώσεις, πού δέν απέχουν παρά ενα πεντα-κοσιοστό τοϋ δευτερολέπτου» (Χ.Λ. Μπόρχες, «Ή προτελευταία εκδοχή της πραγματικότητας», στό Discusion, 1932).
147. κουάρτο- ενα τέταρτο τοϋ μιλίου, περίπου 400 μέτρα.
147. Paul et Virginie- περιβόητο ερωτικό μυθιστόρημα του Jacques-Henri Bernardin de Saint-Pierre (1737-1814).
148. Poncho- βλ, σημ. σελ. 110. 148. Chiripà- δερμάτινο πρόσθετο παντελόνι πού φοροΰν οί gauchos
(καί οί cow-boys). 148. Έντρε Ρίος- επαρχία τής 'Αργεντινής (με πρωτεύουσα τήν Παρα-
νά), όπου πρωτοσυναντήθηκαν ό παππούς τοϋ Μπόρχες (Φρανσίσκο) μέ τή γιαγιά του Φάννυ Χάσλαμ, καί όπου γεννήθηκε ό πατέρας του.
148. peones- βλ. σημ. σελ. 97.
148. 150.
Chambergo- βλ. σημ. σελ. 136. καί τραβάει γιά τόν κάμπο- πώς τελειώνει λοιπόν αυτό τό ταξίδι
(στον Χώρο ή / καί στον Χρόνο); Πώς ανταμείβεται αυτό τό re-gressus; Μέ τή ζωή ή μέ τόν θάνατο; Μήπως ό Χουάν Ντάλμαν ζει τόν θάνατο του; "Ολη αυτή ή πορεία (προς τόν Νότο, προς τόν Άλ-Μουτάσιμ, προς τά γηρατειά καί τήν τυφλότητα) είναι άραγε ψευδαισθητική; Εϊναι όλα μήπως ενα παραλήρημα; Παγιδευμένος σε μιά συντριπτική γεωμετρία, ό Χουάν Ντάλμαν «επιστρέφει» στή ζωή μέ ενα δμοιο (όχι τό ίδιο) αγοραίο, αναγνωρίζει τήν ομοιότητα τής πολιτείας πού αγάπησε, χαϊδεύει τόν γάτο φέρνοντας στό νοΰ του τό ερώτημα τοϋ Keats (αν τό αηδόνι πού τ' ακούει νά γλυκολαλεΐ είναι τό 'ίδιο εκείνο αηδόνι πού άκουσε «ενα αρχαίο απόγευμα» ή Ρουθ ή Μωαβίτισσα), κατεβαίνει σ' έναν έρημο σταθμό λίγο πιό πρίν (όπως ή πορεία τοϋ φοιτητή στον Άλ-Μουτάσιμ, «ό κύκλος τών λευγών καί τών ετών», τελειώνει «λίγα βήματα πιό πέρα» άπό κει πού άρχισε- όπως ό Russell, πού αναρωτιέται άν ένας άνθρωπος, πού ξεκινά άπό ενα σημείο γιά νά κάνει τόν γύρο τοϋ κόσμου, καταλήγει στό ίδιο ή σέ παραπλήσιο σημείο), αναγνωρίζει τόν μα-γαζάτορα πού εϊναι όμοιος μ' ενα νοσοκόμο τής κλινικής, προσπαθεί γιά τρίτη (καί πάλι ανεπιτυχή) φορά νά διαβάσει τίς Χίλιες καί μιά νύχτες (θαρρείς καί κάτι τόσο ισχυρό, όσο τό ένστικτο τής επιβίωσης, τόν σπρώχνει σάν τόν Πέτρο ν' αρνηθεί τρίς τή φενάκη τοϋ Μύθου) - καί τραβάει γιά τόν κάμπο.
180
Μία άπό τίς πόρτες τοϋ Νότου ανοίγει μέ μιά φράση-κλειδί, τή φράση πού ξεκινά τήν τρίτη παράγραφο: Ή πραγματικότητα αρέσκεται στις συμμετρίες καί στους ανεπαίσθητους αναχρονισμούς. Καμιά φορά, ή γλώσσα τοϋ Μπόρχες σαρκάζει ανυπόφορα.
'Αχιλλέας Κυριακίδης, Μάιος 1989
181
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Ό κήπος μέ τά διακλαδωτά μονοπάτια
Πρόλογος 11
Ton, Uqbar, Orbis Tertius 13 Pierre Menard, συγγραφεύς τοϋ «Δόν Κιχώτη» 31 Τά κυκλικά ερείπια 41 Τό Λαχείο στη Βαβυλώνα •. 47
'Εξετάζοντας τό έργο τοϋ Herbert Quain 55 Ή Βιβλιοθήκη της Βαβέλ 61 Ό κήπος μέ τά διακλαδωτά μονοπάτια 71
Τεχνάσματα
Πρόλογος 85
Φοϋνες ό μνήμων 87 Τό σχήμα τοϋ σπαθιού 97
Ό θάνατος καί ή πυξίδα 107 Τό μυστικό θαϋμα 121 Τρεις εκδοχές τοϋ 'Ιούδα 129 Τέλος 135
Ή αίρεση τοϋ Φοίνικα 139 Ό Νότος 143
Σημειώσεις τοϋ Μεταφραστή 151