ec.europa.euec.europa.eu/.../2013_gber/draft_regulation_el.docx · web viewΈχοντας...

127
ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠ ΙΤΡΟ Π Η Βρυξέλλες, XXX COM P A 3 […] (2013)XXX draft Κ ΑΝΟ Ν ΙΣΜ Ο Σ (ΕΕ)αριθ. … /… ΤΗ Σ ΕΠ ΙΤΡΟ Π Η Σ της XXX για την κήρυξη ορισμένω ν κατηγοριώ ν ενισχύσεω ν ω ςσυμβατώ ν με την κοινή αγορά κατ’εφαρμογή τω ν άρθρω ν 107 και108 τηςΣυνθήκης (Κ είμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟ Χ ) EL EL

Upload: others

Post on 28-Feb-2020

4 views

Category:

Documents


0 download

TRANSCRIPT

EL EL

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) ΑΡΙΘ. …/… ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ για την κήρυξη ορισμένων κατηγοριών ενισχύσεων ως συμβατών με την κοινή αγορά κατ’ εφαρμογή των άρθρων 107 και 108 της Συνθήκης3

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I18

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ Διαδικαστικές απαιτήσεις26

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ Ειδικές διατάξεις για τις διάφορες κατηγορίες ενισχύσεων28

Τμήμα 1 – Ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα28

Τμήμα 2 – Ενισχύσεις προς MME33

Τμήμα 3 – Ενισχύσεις για έρευνα και ανάπτυξη και καινοτομία40

Τμήμα 4 – Ενισχύσεις για επαγγελματική εκπαίδευση43

Τμήμα 5 – Ενισχύσεις για εργαζόμενους σε μειονεκτική θέση και εργαζόμενους με αναπηρία44

Τμήμα 6 – Ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος46

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV Τελικές διατάξεις55

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι Ορισμοί57

Ορισμοί για περιφερειακές ενισχύσεις61

Ορισμοί για ενισχύσεις σε ΜΜΕ66

Ορισμοί για ενισχύσεις για έρευνα και ανάπτυξη και καινοτομία68

Ορισμοί για ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος73

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IΙ Ορισμός ΜΜΕ75

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III Πληροφορίες σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις που απαλλάσσονται σύμφωνα με τους όρους του παρόντος κανονισμού80

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV Έντυπο αίτησης για χαρακτήρα κινήτρου (όπως ορίζεται στο άρθρο 6)87

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V Διατάξεις για τον ενιαίο δικτυακό τόπο του κράτους μέλους87

EL88 EL

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. …/… ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της XXX

για την κήρυξη ορισμένων κατηγοριών ενισχύσεων ως συμβατών με την κοινή αγορά κατ’ εφαρμογή των άρθρων 107 και 108 της Συνθήκης

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 4,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 994/98 του Συμβουλίου, της 7ης Μαΐου 1998, για την εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σε ορισμένες κατηγορίες οριζόντιων κρατικών ενισχύσεων[footnoteRef:1], και ιδίως το άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β), [1: ΕΕ L 142 της 14.05.1998, σ. 1. ]

[Μετά από δημοσίευση σχεδίου του παρόντος κανονισμού [παραπομπή ΕΕ],]

[Κατόπιν διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή κρατικών ενισχύσεων,]

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

Η κρατική χρηματοδότηση που πληροί τα κριτήρια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής η «Συνθήκη») συνιστά κρατική ενίσχυση και απαιτείται η κοινοποίησή της στην Επιτροπή βάσει του άρθρου 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης. Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 109 της Συνθήκης, το Συμβούλιο δύναται να καθορίζει τις κατηγορίες ενισχύσεων που εξαιρούνται από την εν λόγω υποχρέωση κοινοποίησης. Σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 4 της Συνθήκης, η Επιτροπή δύναται να εκδίδει κανονισμούς σχετικά με τις ανωτέρω κατηγορίες κρατικών ενισχύσεων. Κατ’ εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 994/98, το Συμβούλιο αποφάσισε, σύμφωνα με το άρθρο 109 της Συνθήκης, ότι δύνανται να απαλλάσσονται από την υποχρέωση κοινοποίησης οι ακόλουθες κατηγορίες ενισχύσεων: οι ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (εφεξής «ΜΜΕ»), οι ενισχύσεις για έρευνα και ανάπτυξη, οι ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος, οι ενισχύσεις για απασχόληση και επαγγελματική εκπαίδευση και οι ενισχύσεις που είναι σύμφωνες με τον χάρτη που έχει εγκρίνει η Επιτροπή για κάθε κράτος μέλος όσον αφορά τη χορήγηση περιφερειακών ενισχύσεων. Σε αυτή τη βάση, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 800/2008 για την κήρυξη ορισμένων κατηγοριών ενισχύσεων ως συμβατών με την κοινή αγορά κατ’ εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης (εφεξής «γενικός κανονισμός απαλλαγής κατά κατηγορία»)[footnoteRef:2] με ισχύ έως την 31η Δεκεμβρίου 2013. [2: ΕΕ L 214 της 9.8.2008, σ. 3.]

Με την ανακοίνωσή της για τον εκσυγχρονισμό των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις[footnoteRef:3], η Επιτροπή δρομολόγησε την ευρύτερη αναθεώρηση των κανόνων σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις. Οι κύριοι στόχοι του εκσυγχρονισμού είναι i) η επίτευξη βιώσιμης, έξυπνης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης σε μια ανταγωνιστική εσωτερική αγορά, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στις προσπάθειες των κρατών μελών για αποτελεσματικότερη χρήση των δημόσιων πόρων· ii) η εστίαση του εκ των προτέρων ελέγχου της Επιτροπής όσον αφορά τα μέτρα ενίσχυσης στις υποθέσεις με τον μεγαλύτερο αντίκτυπο στην εσωτερική αγορά και συγχρόνως η ενίσχυση της συνεργασίας των κρατών μελών στον τομέα της επιβολής της νομοθεσίας περί κρατικών ενισχύσεων· και iii) η απλούστευση των κανόνων και η εξασφάλιση της ταχύτερης λήψης καλύτερα τεκμηριωμένων και ισχυρότερων αποφάσεων που θα βασίζονται σε σαφή οικονομική αιτιολόγηση, κοινή προσέγγιση και ρητές υποχρεώσεις. [3: Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών με τίτλο «Εκσυγχρονισμός των κανόνων της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις», COM (2012) 209 τελικό της 8.5.2012.]

Ο παρών κανονισμός συμβάλλει στην καλύτερη ιεράρχηση των προτεραιοτήτων όσον αφορά τα μέτρα επιβολής της νομοθεσίας και σε περαιτέρω απλούστευση και θα πρέπει να συνδυάζεται με μεγαλύτερη διαφάνεια, αποτελεσματική αξιολόγηση και έλεγχο της συμμόρφωσης προς τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις σε εθνικό και ενωσιακό επίπεδο, παραμένοντας συγχρόνως αναλογικός και διατηρώντας τις θεσμικές αρμοδιότητες της Επιτροπής και των κρατών μελών.

Η εμπειρία που αποκόμισε η Επιτροπή κατά την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 800/2008 της έδωσε τη δυνατότητα, αφενός, να προσδιορίσει καλύτερα τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ορισμένες κατηγορίες ενισχύσεων μπορούν να θεωρηθούν συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά και να διευρύνει το πεδίο εφαρμογής των απαλλαγών κατά κατηγορία και, αφετέρου, κατέστησε σαφή την ανάγκη να ενισχυθεί η διαφάνεια και η παρακολούθηση και να διασφαλιστεί η ορθή αξιολόγηση των καθεστώτων ενίσχυσης μεγάλης κλίμακας, λαμβάνοντας υπόψη τις επιπτώσεις τους στον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά.

Οι γενικοί όροι εφαρμογής του παρόντος κανονισμού μπορούν να καθοριστούν με βάση ένα σύνολο κοινών αρχών που εξασφαλίζουν ότι οι ενισχύσεις εξυπηρετούν έναν σκοπό κοινού συμφέροντος, ανταποκρίνονται σε επαρκώς προσδιορισμένες αδυναμίες της αγοράς ή ανάγκες συνοχής, έχουν σαφή χαρακτήρα κινήτρου, είναι κατάλληλες και αναλογικές, χορηγούνται με απόλυτη διαφάνεια και υπόκεινται σε μηχανισμό ελέγχου και τακτική αξιολόγηση και δεν στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό και τις εμπορικές συναλλαγές πέραν των αποδεκτών ορίων από την άποψη του κοινού συμφέροντος.

Κάθε ενίσχυση η οποία πληροί όλες τις προϋποθέσεις του παρόντος κανονισμού, τόσο τις γενικές όσο και τις ειδικές προϋποθέσεις για την εκάστοτε κατηγορία ενισχύσεων, πρέπει να απαλλάσσεται από την υποχρέωση κοινοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης.

Οι κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης που δεν καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό εξακολουθούν να υπόκεινται στην υποχρέωση κοινοποίησης του άρθρου 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της δυνατότητας των κρατών μελών να κοινοποιούν ενισχύσεις των οποίων οι στόχοι ανταποκρίνονται στους στόχους που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό.

Λόγω του ενδεχόμενου στρέβλωσης του ανταγωνισμού από τα καθεστώτα ενίσχυσης μεγάλης κλίμακας, ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε καθεστώτα με προβλεπόμενες ή πραγματικές ετήσιες δαπάνες που υπερβαίνουν ένα καθορισμένο όριο βάσει του εθνικού ΑΕγχΠ και μια ορισμένη απόλυτη τιμή, ιδίως με σκοπό την υποβολή τους σε τακτική αξιολόγηση.

Ο παρών κανονισμός δεν πρέπει να εφαρμόζεται σε ενισχύσεις που ευνοούν τα εγχώρια έναντι των εισαγόμενων προϊόντων ή σε ενισχύσεις δραστηριοτήτων που συνδέονται με εξαγωγές. Ειδικότερα, δεν πρέπει να εφαρμόζεται σε ενισχύσεις που χρηματοδοτούν τη συγκρότηση και τη λειτουργία δικτύου διανομής σε άλλες χώρες. Κατά κανόνα, δεν πρέπει να θεωρούνται ενισχύσεις δραστηριοτήτων που συνδέονται με εξαγωγές οι ενισχύσεις για την κάλυψη του κόστους συμμετοχής σε εμπορικές εκθέσεις ή του κόστους μελετών ή συμβουλευτικών υπηρεσιών απαραίτητων για τη διάθεση ενός νέου ή ήδη υπάρχοντος προϊόντος σε μια νέα αγορά.

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται καταρχήν στους περισσότερους τομείς της οικονομίας. Ωστόσο, σε ορισμένους τομείς κρίνεται αναγκαίος ο περιορισμός του πεδίου εφαρμογής λόγω των ειδικών εφαρμοστέων κανόνων. Στον τομέα της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο στις ενισχύσεις για επαγγελματική εκπαίδευση, στις ενισχύσεις για την πρόσβαση ΜΜΕ σε χρηματοδότηση, στις ενισχύσεις στους τομείς της έρευνας και ανάπτυξης, στις ενισχύσεις καινοτομίας για ΜΜΕ και στις ενισχύσεις για εργαζόμενους σε μειονεκτική θέση και εργαζόμενους με αναπηρία. Στην πρωτογενή παραγωγή γεωργικών προϊόντων, ο παρών κανονισμός είναι σκόπιμο να εφαρμόζεται μόνο στις περιφερειακές ενισχύσεις λειτουργίας (αντιστάθμιση επιπρόσθετων δαπανών πλην των δαπανών μεταφοράς σε πλέον απομακρυσμένες περιοχές), στις ενισχύσεις για την έρευνα και ανάπτυξη, στις ενισχύσεις καινοτομίας για ΜΜΕ, στις ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος και στις ενισχύσεις για εργαζόμενους σε μειονεκτική θέση και εργαζόμενους με αναπηρία στον βαθμό που οι εν λόγω κατηγορίες ενίσχυσης δεν καλύπτονται από τον κανονισμό … της Επιτροπής [που αντικαθιστά τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1857/2006 της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 107 και 108 της Συνθήκης στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα της παραγωγής γεωργικών προϊόντων].

Με εξαίρεση τις ενισχύσεις για επαγγελματική εκπαίδευση, για τις οποίες υπάρχουν ειδικές διατάξεις στον κανονισμό της Επιτροπής [γεωργικός κανονισμός απαλλαγής κατά κατηγορία], ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται στη μεταποίηση και εμπορία γεωργικών προϊόντων, εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Οι δραστηριότητες στη γεωργική εκμετάλλευση, οι οποίες είναι απαραίτητες προκειμένου να προετοιμαστεί το προϊόν για την πρώτη πώληση, και η πρώτη πώληση από πρωτογενείς παραγωγούς προς μεταπωλητές ή προς μεταποιητικές επιχειρήσεις, ή οποιαδήποτε δραστηριότητα προετοιμασίας ενός προϊόντος για την πρώτη πώλησή του, δεν πρέπει να θεωρούνται ως μεταποίηση ή εμπορία για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει αποφανθεί ότι, από τη στιγμή που η Ένωση έχει θεσπίσει νομοθεσία για τη συγκρότηση κοινής οργάνωσης της αγοράς σε έναν συγκεκριμένο γεωργικό τομέα, τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να απέχουν από τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου το οποίο θα μπορούσε να υπονομεύσει ή να εισαγάγει εξαιρέσεις στην κοινή οργάνωση της αγοράς. Για τον λόγο αυτόν, είναι σκόπιμο να μην υπάγονται στον παρόντα κανονισμό ενισχύσεις των οποίων το ποσό καθορίζεται με βάση την τιμή ή την ποσότητα προϊόντων που αγοράζονται ή διατίθενται στην αγορά, ούτε περιπτώσεις ενισχύσεων οι οποίες συνοδεύονται από την υποχρέωση απόδοσης ενός μέρους τους σε πρωτογενείς παραγωγούς.

Λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Συμβουλίου, της 10ης Δεκεμβρίου 2010, σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις που διευκολύνουν την παύση λειτουργίας μη ανταγωνιστικών ανθρακωρυχείων[footnoteRef:4], ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε ενισχύσεις για τη διευκόλυνση της παύσης λειτουργίας μη ανταγωνιστικών ανθρακωρυχείων δυνάμει της απόφασης του Συμβουλίου της 10ης Δεκεμβρίου 2010. Πέραν αυτού του είδους ενίσχυσης, ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στον τομέα του άνθρακα, με εξαίρεση τις περιφερειακές ενισχύσεις. [4: ΕΕ L 336 της 21.12.2010, σ. 24.]

Η Επιτροπή πρέπει να εξασφαλίζει ότι οι εγκρινόμενες ενισχύσεις δεν νοθεύουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο αντίθετο προς το γενικό συμφέρον. Συνεπώς, οι ενισχύσεις που χορηγούνται σε δικαιούχους για τους οποίους εκκρεμεί εντολή ανάκτησης ενισχύσεων κατόπιν προηγούμενης απόφασης της Επιτροπής, με την οποία οι ενισχύσεις αυτές κηρύσσονται παράνομες και ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, θα πρέπει να εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

Είναι σκόπιμο να εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού οι ενισχύσεις που χορηγούνται σε προβληματικές επιχειρήσεις, δεδομένου ότι οι ενισχύσεις αυτές θα πρέπει να αξιολογούνται με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων[footnoteRef:5] ούτως ώστε να αποφεύγεται η καταστρατήγησή τους. Για λόγους ασφάλειας δικαίου, ενδείκνυται ο καθορισμός σαφών κριτηρίων, τα οποία δεν απαιτούν αξιολόγηση όλων των ιδιαιτεροτήτων της κατάστασης μιας επιχείρησης προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον η επιχείρηση θεωρείται προβληματική για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού. [5: ΕΕ C 244 της 1.10.2004, σ. 2, η ισχύς των οποίων παρατάθηκε από την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την παράταση της εφαρμογής των κοινοτικών κατευθυντηρίων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων της 1ης Οκτωβρίου 2004, ΕΕ C 296 της 2.10.2012, σ. 3.]

Η εφαρμογή της νομοθεσίας για τις κρατικές ενισχύσεις εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τη συνεργασία των κρατών μελών. Συνεπώς, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε να διασφαλίζεται η συμμόρφωση προς τον παρόντα κανονισμό, συμπεριλαμβανομένης της συμμόρφωσης μεμονωμένων ενισχύσεων στο πλαίσιο καθεστώτων απαλλαγής κατά κατηγορία.

Λόγω του υψηλότερου κινδύνου στρέβλωσης του ανταγωνισμού, οι ενισχύσεις που ανέρχονται σε μεγάλα ποσά και χορηγούνται είτε μεμονωμένα είτε σωρευτικά πρέπει να αξιολογούνται από την Επιτροπή κατόπιν κοινοποίησης. Συνεπώς, θα πρέπει να καθοριστούν όρια για κάθε κατηγορία ενισχύσεων εντός του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, λαμβάνοντας υπόψη την κατηγορία της σχετικής ενίσχυσης και τις πιθανές επιπτώσεις της στον ανταγωνισμό. Κάθε χορηγούμενη ενίσχυση που υπερβαίνει τα όρια αυτά εξακολουθεί να υπόκειται στην υποχρέωση κοινοποίησης του άρθρου 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης.

Για λόγους διαφάνειας, ίσης μεταχείρισης και αποτελεσματικής παρακολούθησης, ο παρών κανονισμός πρέπει να εφαρμόζεται μόνο σε ενισχύσεις για τις οποίες είναι δυνατός ο ακριβής υπολογισμός του ακαθάριστου ισοδύναμου επιχορήγησης εκ των προτέρων χωρίς να είναι αναγκαία η διενέργεια αξιολόγησης κινδύνου («διαφανείς ενισχύσεις»). Για κάποια συγκεκριμένα μέσα ενίσχυσης, όπως τα δάνεια, οι εγγυήσεις, τα μέτρα φορολογικού τύπου, τα μέτρα χρηματοδότησης επιχειρηματικού κινδύνου και, ειδικότερα, οι επιστρεπτέες προκαταβολές, στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να προσδιορίζονται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι εν λόγω ενισχύσεις μπορούν να θεωρηθούν διαφανείς. Ενισχύσεις που περιλαμβάνονται σε εγγυήσεις πρέπει να θεωρούνται διαφανείς εφόσον το ακαθάριστο ισοδύναμο επιχορήγησης έχει υπολογιστεί με βάση τις προμήθειες ασφαλείας που καθορίζονται για τον αντίστοιχο τύπο επιχείρησης. Για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, παραδείγματος χάριν, στην ανακοίνωση της Επιτροπής για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων[footnoteRef:6] υποδεικνύονται επίπεδα ετήσιας προμήθειας πάνω από τα οποία μια κρατική εγγύηση μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν αποτελεί ενίσχυση. [6: ΕΕ C 155 της 20.06.2008, σ. 10.]

Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι ενισχύσεις είναι αναγκαίες και ότι χρησιμεύουν ως κίνητρο για την περαιτέρω ανάπτυξη δραστηριοτήτων ή σχεδίων, ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε ενισχύσεις για δραστηριότητες τις οποίες θα ανέπτυσσε, ούτως ή άλλως, ο δικαιούχος υπό τις επικρατούσες στην αγορά συνθήκες. Είναι σκόπιμο οι ενισχύσεις να απαλλάσσονται από την υποχρέωση κοινοποίησης δυνάμει του παρόντος κανονισμού μόνον εάν οι εργασίες για το ενισχυόμενο σχέδιο ή δραστηριότητα ξεκινούν μετά την υποβολή γραπτής αίτησης για ενίσχυση από τον δικαιούχο.

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΕΠΙΛΟΓΗ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΟΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΚΙΝΗΤΡΟΥ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ: Όσον αφορά ενισχύσεις που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό και οι οποίες χορηγούνται σε δικαιούχο που είναι μεγάλη επιχείρηση, το κράτος μέλος θα πρέπει, πέραν των όρων που ισχύουν για τις ΜΜΕ, να εξασφαλίζει επίσης ότι ο δικαιούχος έχει αναλύσει, σε εσωτερικό έγγραφο, τη βιωσιμότητα του ενισχυόμενου σχεδίου ή δραστηριότητας τόσο με την υπόθεση χορήγησης της ενίσχυσης όσο και χωρίς αυτήν. Το κράτος μέλος πρέπει να εξακριβώνει ότι σε αυτό το εσωτερικό έγγραφο επιβεβαιώνεται ουσιώδης αύξηση του μεγέθους ή του πεδίου του σχεδίου / της δραστηριότητας, ουσιώδης αύξηση του συνολικού ποσού που κατέβαλε ο δικαιούχος για το επιδοτούμενο σχέδιο ή τη δραστηριότητα ή ουσιώδης αύξηση στην ταχύτητα ολοκλήρωσης του υπόψη σχεδίου ή δραστηριότητας. Όσον αφορά τις ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα, η δημιουργία κινήτρων πρέπει επίσης να επιβεβαιώνεται βάσει του γεγονότος ότι το επενδυτικό σχέδιο καθ' εαυτό δεν θα είχε υλοποιηθεί στη συγκεκριμένη ενισχυόμενη περιφέρεια εάν δεν είχε χορηγηθεί η ενίσχυση.

Δεδομένου ότι τις περισσότερες φορές είναι δύσκολο να διαπιστωθεί κατά πόσον μια ενίσχυση ad hoc που χορηγείται σε μεγάλη επιχείρηση έχει χαρακτήρα κινήτρου, αυτό το είδος ενίσχυσης θα πρέπει να εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Η Επιτροπή θα εξετάζει κατά πόσον η εν λόγω ενίσχυση έχει χαρακτήρα κινήτρου στο πλαίσιο της κοινοποίησης και με βάση τα κριτήρια που έχουν θεσπιστεί στις ισχύουσες κατευθυντήριες γραμμές, πλαίσια ή άλλα κοινοτικά μέσα. ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΕΠΙΛΟΓΗ ΓΙΑ ΤΙΣ AD HOC ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ ΣΕ ΜΕΓΑΛΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ: Οι ενισχύσεις ad hoc που χορηγούνται σε μεγάλες επιχειρήσεις πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού υπό την προϋπόθεση ότι το κράτος μέλος έχει επαληθεύσει προηγουμένως ότι τα έγγραφα που συνέταξε ο δικαιούχος αποδεικνύουν ουσιώδη αύξηση του μεγέθους, του πεδίου ή του ποσού του σχεδίου ή της δραστηριότητας.

Τα αυτόματα καθεστώτα φορολογικού τύπου θα πρέπει να εξακολουθήσουν να πληρούν συγκεκριμένο όρο όσον αφορά τον χαρακτήρα κινήτρου, δεδομένου ότι η χορήγηση ενισχύσεων στο πλαίσιο των καθεστώτων αυτών διέπεται από διαφορετικές διαδικασίες σε σχέση με άλλες κατηγορίες ενίσχυσης. Σύμφωνα με τον ανωτέρω όρο, τα εν λόγω καθεστώτα θα πρέπει να έχουν εγκριθεί πριν ξεκινήσουν οι εργασίες για το ενισχυόμενο σχέδιο ή δραστηριότητα. Ωστόσο, ο εν λόγω όρος δεν ισχύει στην περίπτωση διάδοχων φορολογικών καθεστώτων, υπό την προϋπόθεση ότι η δραστηριότητα καλυπτόταν ήδη από τα προηγούμενα φορολογικά καθεστώτα. Για την αξιολόγηση του χαρακτήρα κινήτρου των εν λόγω καθεστώτων, η κρίσιμη στιγμή είναι εκείνη κατά την οποία το φορολογικό μέτρο θεσπίστηκε για πρώτη φορά στο αρχικό καθεστώς και κατόπιν αντικαταστάθηκε από το διάδοχο καθεστώς.

Όσον αφορά τις ενισχύσεις για την πρόσληψη εργαζομένων σε μειονεκτική θέση με τη μορφή επιδότησης μισθού, τις ενισχύσεις για την αντιστάθμιση των πρόσθετων δαπανών που συνεπάγεται η απασχόληση ατόμων με αναπηρία, τις ενισχύσεις για την πρόσβαση ΜΜΕ σε χρηματοδότηση και τις ενισχύσεις με τη μορφή μειώσεων περιβαλλοντικών φόρων, μπορεί να θεωρείται ότι έχουν χαρακτήρα κινήτρου εφόσον πληρούνται οι συγκεκριμένοι όροι που θεσπίζονται στον παρόντα κανονισμό για τις εν λόγω κατηγορίες.

Για να εξασφαλιστεί ότι η ενίσχυση ανταποκρίνεται στην αρχή της αναλογικότητας και περιορίζεται στο αναγκαίο ποσό, τα μέγιστα ποσά ενίσχυσης θα πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να ορίζονται ως εντάσεις ενίσχυσης σε σχέση με μια σειρά επιλέξιμων δαπανών. Σε περίπτωση που δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί η μέγιστη ένταση ενίσχυσης, λόγω αδυναμίας προσδιορισμού των επιλέξιμων δαπανών ή προκειμένου να διατίθενται απλούστερα μέσα για τα μικρά ποσά, πρέπει να προσδιορίζονται μέγιστα ποσά ενίσχυσης σε ονομαστικούς όρους, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η αναλογικότητα των μέτρων ενίσχυσης. Η ένταση της ενίσχυσης και τα μέγιστα ποσά ενίσχυσης θα πρέπει να τεθούν σε τέτοιο ύψος ούτως ώστε, με βάση την πείρα της Επιτροπής, να ελαχιστοποιούνται οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στον ενισχυόμενο τομέα και να αντιμετωπίζεται η ανεπάρκεια της αγοράς ή το πρόβλημα συνοχής που έχει διαπιστωθεί. Όσον αφορά τις επενδυτικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα, η ένταση των ενισχύσεων πρέπει να είναι σύμφωνη με την επιτρεπόμενη ένταση των ενισχύσεων με βάση τους χάρτες περιφερειακών ενισχύσεων.

Για τον υπολογισμό της έντασης των ενισχύσεων, όλα τα στοιχεία πρέπει να υπολογίζονται πριν από την αφαίρεση φόρων ή άλλων επιβαρύνσεων. Οι ενισχύσεις που καταβάλλονται σε περισσότερες δόσεις θα πρέπει να ανάγονται στην αξία τους κατά τον χρόνο χορήγησης της ενίσχυσης. Οι επιλέξιμες δαπάνες θα πρέπει επίσης να ανάγονται στην αξία τους κατά τον χρόνο χορήγησης της ενίσχυσης. Το επιτόκιο που πρέπει να εφαρμόζεται για την αναγωγή και για τον υπολογισμό του ύψους της ενίσχυσης στην περίπτωση ενισχύσεων που δεν λαμβάνουν τη μορφή επιχορήγησης, πρέπει να είναι το επιτόκιο αναφοράς που ισχύει κατά τον χρόνο χορήγησης της ενίσχυσης, σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στην ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την αναθεώρηση της μεθόδου καθορισμού των επιτοκίων αναφοράς και προεξόφλησης[footnoteRef:7]. Ο προσδιορισμός των επιλέξιμων δαπανών πρέπει να τεκμηριώνεται εγγράφως με σαφή, συγκεκριμένο και επικαιροποιημένο τρόπο. Σε περίπτωση που η ενίσχυση χορηγείται μέσω φορολογικών πλεονεκτημάτων, οι δόσεις της ενίσχυσης πρέπει να ανάγονται στην αξία τους με βάση τα επιτόκια αναφοράς που ισχύουν κατά τις ημερομηνίες υλοποίησης των διαφόρων φορολογικών πλεονεκτημάτων. Είναι σκόπιμο να ενθαρρύνεται η χρήση ενισχύσεων με τη μορφή επιστρεπτέων προκαταβολών, διότι τα συγκεκριμένα μέσα επιμερισμού του κινδύνου συντελούν στην ενίσχυση του χαρακτήρα κινήτρου των ενισχύσεων. Συνεπώς, ενδείκνυται να θεσπιστεί ότι, στις περιπτώσεις χορήγησης ενισχύσεων με τη μορφή επιστρεπτέων προκαταβολών, επιτρέπεται η αύξηση των εφαρμοστέων εντάσεων ενίσχυσης που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, με εξαίρεση τις ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα (διότι οι τελευταίες απαλλάσσονται μόνο εφόσον είναι σύμφωνες με τους εγκεκριμένους χάρτες). [7: ΕΕ C 14 της 19.1.2008, σ. 6.]

Στην περίπτωση φορολογικών πλεονεκτημάτων σε σχέση με μελλοντικούς φόρους, το εφαρμοστέο επιτόκιο αναφοράς και το ακριβές ύψος των δόσεων της ενίσχυσης ενδέχεται να μην είναι γνωστά εκ των προτέρων. Στην περίπτωση αυτή, τα κράτη μέλη πρέπει να θεσπίζουν εκ των προτέρων ένα ανώτατο όριο για την προεξοφλημένη αξία της ενίσχυσης με τήρηση της εφαρμοστέας έντασης ενίσχυσης. Στη συνέχεια, όταν καταστεί γνωστό το ποσό της δόσης της ενίσχυσης για μια συγκεκριμένη ημερομηνία, μπορεί να γίνει προεξόφληση του ποσού αυτού βάσει του εφαρμοστέου τη στιγμή εκείνη επιτοκίου αναφοράς. Η προεξοφλημένη αξία κάθε δόσης ενίσχυσης πρέπει να αφαιρείται από το συνολικό ύψος του ανώτατου ορίου («ανώτατο ποσό»).

Για να εξακριβωθεί κατά πόσον τηρούνται τα όρια κοινοποίησης μεμονωμένων ενισχύσεων και οι μέγιστες εντάσεις ενίσχυσης που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το συνολικό ποσό των μέτρων κρατικής ενίσχυσης για την ενισχυόμενη δραστηριότητα ή το ενισχυόμενο σχέδιο, ανεξάρτητα από τον τρόπο χρηματοδότησης της εν λόγω στήριξης. Στον βαθμό που η Επιτροπή αξιολογεί σφαιρικά το συνολικό ποσό της δημόσιας στήριξης κατά την έγκριση ενωσιακών πόρων που τελούν υπό την κεντρική διαχείριση της Επιτροπής και διασφαλίζει συνέπεια με τους κανόνες των κρατικών ενισχύσεων, η χρηματοδότηση της Ένωσης που δεν υπάγεται άμεσα ή έμμεσα στον έλεγχο του κράτους μέλους και δεν συνιστά κρατική ενίσχυση δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εξακρίβωση της τήρησης των ορίων κοινοποίησης και των μέγιστων εντάσεων των ενισχύσεων.

Επιπλέον, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προσδιορίζει τις περιστάσεις υπό τις οποίες μπορεί να υπάρχει σώρευση διαφόρων κατηγοριών ενισχύσεων. Οι ενισχύσεις που εξαιρούνται από τον παρόντα κανονισμό και οποιεσδήποτε άλλες συμβιβάσιμες ενισχύσεις οι οποίες απαλλάσσονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού ή έχουν εγκριθεί από την Επιτροπή, μπορούν να σωρευθούν εφόσον τα εν λόγω μέτρα αφορούν διαφορετικές προσδιορίσιμες επιλέξιμες δαπάνες. Σε περίπτωση που διαφορετικές πηγές ενίσχυσης αφορούν τις ίδιες προσδιορίσιμες επιλέξιμες δαπάνες –που αλληλεπικαλύπτονται πλήρως ή εν μέρει– η σώρευσή τους πρέπει να επιτρέπεται εφόσον δεν υπερβαίνει την ανώτατη ένταση ενίσχυσης ή το ποσό ενίσχυσης που ισχύει για τις εν λόγω ενισχύσεις βάσει του παρόντος κανονισμού. Στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει επίσης να θεσπίζονται ειδικοί κανόνες για τη σώρευση μέτρων ενίσχυσης με και χωρίς προσδιορίσιμες επιλέξιμες δαπάνες, με σκοπό τη σώρευση με ενισχύσεις de minimis και τη σώρευση με ενισχύσεις για εργαζόμενους με αναπηρία.

Δεδομένου ότι οι κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης απαγορεύονται καταρχήν, είναι σημαντικό να παρέχεται σε όλα τα μέρη η δυνατότητα να επαληθεύουν εάν οι ενισχύσεις χορηγούνται σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες. Ως εκ τούτου, η διαφάνεια των κρατικών ενισχύσεων είναι ουσιώδης για την ορθή εφαρμογή των κανόνων της Συνθήκης και συνεπάγεται βελτίωση της συμμόρφωσης, ενίσχυση της λογοδοσίας, αξιολόγηση από ομότιμους και, εντέλει, μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα των δημόσιων δαπανών. Προκειμένου να εξασφαλιστεί διαφάνεια, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να επιβάλλει σε κάθε κράτος μέλος τη δημιουργία ενιαίου δικτυακού τόπου για τις κρατικές ενισχύσεις. Ο εν λόγω δικτυακός τόπος θα πρέπει είτε να είναι αυτόνομος είτε να ανακτά πληροφορίες από άλλους δικτυακούς τόπους (διαδικτυακή πύλη). Στον συγκεκριμένο δικτυακό τόπο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να δημοσιεύουν σε τυποποιημένη μορφή συνοπτικές πληροφορίες σχετικά με κάθε μέτρο ενίσχυσης που απαλλάσσεται βάσει του παρόντος κανονισμού, το πλήρες κείμενο κάθε μέτρου ενίσχυσης, καθώς και πληροφορίες σχετικά με τη χορήγηση κάθε μεμονωμένης ενίσχυσης. Είναι σκόπιμο η ανωτέρω υποχρέωση να συνιστά προϋπόθεση για το συμβιβάσιμο κάθε μεμονωμένης ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά. Οι σύνδεσμοι προς τους δικτυακούς τόπους κρατικών ενισχύσεων όλων των κρατών μελών θα πρέπει να αναρτώνται στον δικτυακό τόπο της Επιτροπής. Σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 994/98, συνοπτικές πληροφορίες για κάθε μέτρο ενίσχυσης που απαλλάσσεται βάσει του παρόντος κανονισμού πρέπει να δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Προκειμένου να διασφαλιστεί αποτελεσματικός έλεγχος των μέτρων ενίσχυσης σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 994/98, ενδείκνυται η θέσπιση απαιτήσεων σχετικά με την υποβολή εκθέσεων από τα κράτη μέλη όσον αφορά τα μέτρα ενίσχυσης που απαλλάσσονται βάσει του παρόντος κανονισμού και την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Προκειμένου να παρέχεται στην Επιτροπή η δυνατότητα καλύτερου ελέγχου των σωρευτικών αποτελεσμάτων των ενισχύσεων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποβάλλουν εκθέσεις σχετικά με τις χορηγήσεις μεμονωμένων ενισχύσεων οι οποίες υπερβαίνουν ένα ορισμένο ποσό ενίσχυσης. Επιπλέον, ενδείκνυται να θεσπιστούν κανόνες σχετικά με τα αρχεία που πρέπει να τηρούν τα κράτη μέλη για τις ενισχύσεις που απαλλάσσονται βάσει του παρόντος κανονισμού, λαμβανομένης υπόψη της προθεσμίας παραγραφής που προβλέπεται στο άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999[footnoteRef:8]. [8: ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1.]

Προκειμένου να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα των γενικών διατάξεων συμβατότητας που θεσπίζονται στο κεφάλαιο Ι του παρόντος κανονισμού, καθώς και των διατάξεων σχετικά με τις διαδικαστικές απαιτήσεις που προβλέπονται στο κεφάλαιο ΙΙ, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα ανάκλησης του ευεργετήματος της απαλλαγής κατά κατηγορία για τα μελλοντικά μέτρα ενίσχυσης σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις που καθορίζονται στα εν λόγω κεφάλαια. Η Επιτροπή δύναται να περιορίζει την ανάκληση του ευεργετήματος της απαλλαγής κατά κατηγορία σε μέτρα που εγκρίνονται υπέρ ορισμένων δικαιούχων ή εγκρίνονται από ορισμένες αρχές. Εάν δεν πληρούνται οι γενικές προϋποθέσεις συμβατότητας που προβλέπονται στο κεφάλαιο Ι, η χορηγούμενη ενίσχυση δεν καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό και, κατά συνέπεια, συνιστά παράνομη ενίσχυση, την οποία η Επιτροπή θα εξετάσει στο πλαίσιο της σχετικής διαδικασίας που ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 659/1999. Σε περίπτωση μη εκπλήρωσης των απαιτήσεων του κεφαλαίου ΙΙ, η ανάκληση του ευεργετήματος της απαλλαγής κατά κατηγορία για τα μελλοντικά μέτρα ενίσχυσης δεν επηρεάζει το γεγονός ότι τα προηγούμενα μέτρα υπόκειντο σε καθεστώς απαλλαγής κατά κατηγορία.

Για να εξαλειφθούν οι διαφορές που ενδέχεται να προκαλέσουν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και για να διευκολυνθεί ο συντονισμός μεταξύ των διαφόρων ενωσιακών και εθνικών πρωτοβουλιών όσον αφορά τις ΜΜΕ, καθώς και για λόγους διοικητικής σαφήνειας και ασφάλειας δικαίου, ο ορισμός των ΜΜΕ που χρησιμοποιείται για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού πρέπει να βασίζεται στον ορισμό της σύστασης 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2003, σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων[footnoteRef:9]. [9: ΕΕ L 124 της 20.5.2003, σ. 36.]

Με την αντιμετώπιση των προβλημάτων μειονεκτουσών περιοχών, οι ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα προωθούν την οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή των κρατών μελών και της Ένωσης στο σύνολό της. Οι ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα αποσκοπούν στην υποβοήθηση της ανάπτυξης των πλέον μειονεκτουσών περιοχών με την υποστήριξη των επενδύσεων και της δημιουργίας θέσεων εργασίας σε ένα βιώσιμο πλαίσιο. Στις περιοχές που πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο α) της Συνθήκης, οι ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα μπορούν να χορηγούνται για την προώθηση νέας εγκατάστασης, την επέκταση υφιστάμενης εγκατάστασης, τη διαφοροποίηση της παραγωγής μιας εγκατάστασης ή τη θεμελιώδη αλλαγή στη συνολική παραγωγική διαδικασία υφιστάμενης εγκατάστασης. Δεδομένου ότι τα περιφερειακά προβλήματα έχουν μικρότερο αντίκτυπο στις μεγάλες επιχειρήσεις από ό,τι στις ΜΜΕ κατά την υλοποίηση επενδύσεων σε περιοχή που πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης, οι ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα σε μεγάλες επιχειρήσεις θα πρέπει να απαλλάσσονται από την υποχρέωση κοινοποίησης μόνο όσον αφορά αρχικές επενδύσεις για την έναρξη νέων δραστηριοτήτων στις συγκεκριμένες περιοχές (ενισχύσεις για επενδύσεις σε αναξιοποίητες ζώνες ή για διαφοροποίηση της παραγωγής υφιστάμενων εγκαταστάσεων σε νέα προϊόντα).

Όταν ένα καθεστώς περιφερειακών ενισχύσεων απευθύνεται σε συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας, ο στόχος και τα πιθανά αποτελέσματα του καθεστώτος ενδέχεται να έχουν περισσότερο τομεακό και λιγότερο οριζόντιο χαρακτήρα. Ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατή η απαλλαγή τομεακών καθεστώτων από την υποχρέωση κοινοποίησης. Ωστόσο, η Επιτροπή δύναται, κατόπιν κοινοποίησης, να προβεί σε αξιολόγηση των δυνητικών θετικών τους αποτελεσμάτων βάσει των εφαρμοστέων κατευθυντήριων γραμμών ή πλαισίων. Αυτό ισχύει, ειδικότερα, στην περίπτωση των καθεστώτων περιφερειακών ενισχύσεων που καλύπτουν οικονομικές δραστηριότητες στον τομέα του άνθρακα, στον τομέα της ναυπηγίας, στον τομέα των μεταφορών και στις υποδομές αερολιμένων. Ωστόσο, λόγω των ειδικών χαρακτηριστικών ορισμένων τομέων, όπως ο τομέας του χάλυβα και ο τομέας των συνθετικών ινών, θεωρείται ότι οι αρνητικές επιπτώσεις των ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα στους εν λόγω τομείς δεν μπορούν να αντισταθμιστούν από τον θετικό αντίκτυπο της συνοχής· για τους λόγους αυτούς, δεν είναι δυνατή η χορήγηση περιφερειακών ενισχύσεων στους συγκεκριμένους τομείς. Ωστόσο, ο τομέας του τουρισμού διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στις εθνικές οικονομίες και έχει εν γένει ιδιαίτερα θετική συμβολή στην περιφερειακή ανάπτυξη. Συνεπώς, τα καθεστώτα ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα που αφορούν τουριστικές δραστηριότητες θα πρέπει να απαλλάσσονται από την υποχρέωση κοινοποίησης.

Οι επενδύσεις σε ενισχυόμενες περιοχές για την παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, τη συμπαραγωγή και για αποδοτικά συστήματα τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης επιτρέπονται υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο τμήμα του παρόντος κανονισμού σχετικά με το περιβάλλον· με την εν λόγω διάταξη μειώνεται στο ελάχιστο ο υψηλός στρεβλωτικός τους αντίκτυπος στην εσωτερική αγορά ενέργειας και διασφαλίζεται η αυξημένη εστίαση στη σχέση κόστους-αποδοτικότητας. Λόγω του δυνητικά υψηλού στρεβλωτικού αντίκτυπου τους στην εσωτερική αγορά ενέργειας, οι κρατικές ενισχύσεις για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από μη ανανεώσιμες πηγές και για ενεργειακές υποδομές δεν απαλλάσσονται από την υποχρέωση κοινοποίησης του άρθρου 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης.

Δεδομένης της σημασίας των στρατηγικών περιφερειακής ανάπτυξης, οι επενδύσεις που δεν πραγματοποιούνται στο πλαίσιο επιχειρησιακών προγραμμάτων πρέπει να επιλέγονται σύμφωνα με τη συμβολή τους στις στρατηγικές περιφερειακής ανάπτυξης των αντίστοιχων περιοχών. Για τον σκοπό αυτόν, τα κράτη μέλη δύνανται να βασίζονται σε αξιολογήσεις προγενέστερων καθεστώτων κρατικών ενισχύσεων, σε εκτιμήσεις αντικτύπου που διενεργούν οι χορηγούσες αρχές ή σε γνωμοδοτήσεις εμπειρογνωμόνων. Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα καθεστώτα ενισχύσεων ανταποκρίνονται στους στόχους των στρατηγικών περιφερειακής ανάπτυξης, οι στόχοι πρέπει να προσδιορίζονται με σαφήνεια. Είναι σκόπιμη η εφαρμογή ενός συστήματος βαθμολόγησης, το οποίο θα παρέχει στη χορηγούσα αρχή τη δυνατότητα να ιεραρχεί τις προτεραιότητες και να επιλέγει επενδύσεις σύμφωνα με τους στόχους.

Για να μην ευνοείται περισσότερο ο συντελεστής «κεφάλαιο» μιας επένδυσης έναντι του συντελεστή «εργασία», θα πρέπει να προβλεφθεί δυνατότητα υπολογισμού των επενδυτικών ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα με βάση είτε το κόστος της επένδυσης είτε το μισθολογικό κόστος των νέων θέσεων εργασίας που δημιουργούνται άμεσα με την υλοποίηση του επενδυτικού σχεδίου.

Οι επενδυτικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα δεν πρέπει να απαλλάσσονται από την υποχρέωση κοινοποίησης όταν χορηγούνται σε δικαιούχο που έχει προβεί σε παύση της ίδιας ή παρεμφερούς παραγωγικής δραστηριότητας σε άλλη περιοχή του ΕΟΧ κατά τη διετία πριν από την υποβολή της αίτησης για τη χορήγηση ενίσχυσης ή σε περίπτωση που ο δικαιούχος έχει προγραμματίσει να προβεί σε παύση της εν λόγω δραστηριότητας εντός μέγιστου χρονικού διαστήματος δύο ετών από την ολοκλήρωση της επένδυσης.

Η Επιτροπή έχει αποκτήσει επαρκή πείρα κατά την εφαρμογή του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχεία α) και γ) της Συνθήκης όσον αφορά τις περιφερειακές ενισχύσεις λειτουργίας για την αντιστάθμιση τόσο των δαπανών μεταφοράς των προϊόντων που παράγονται στις πλέον απομακρυσμένες περιοχές ή σε αραιοκατοικημένες περιοχές όσο και των πρόσθετων δαπανών παραγωγής και λειτουργίας (πλην των δαπανών μεταφοράς) που επιβαρύνουν τους δικαιούχους οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι στις πλέον απομακρυσμένες περιοχές. Οι ενισχύσεις για την αντιστάθμιση των πρόσθετων δαπανών στις πλέον απομακρυσμένες περιοχές μπορούν να συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά και να απαλλάσσονται από την υποχρέωση κοινοποίησης του άρθρου 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης μόνο στο μέτρο που το επίπεδο των εν λόγω ενισχύσεων περιορίζεται σε ορισμένο ποσοστό των εσόδων των εμπλεκομένων επιχειρήσεων στις συγκεκριμένες πλέον απομακρυσμένες περιοχές. Προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις και οι εκπομπές, οι ενισχύσεις υπολογίζονται με βάση το μεταφορικό μέσο που συνεπάγεται το χαμηλότερο εξωτερικό κόστος για το περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης ενέργειας.

Οι επενδύσεις που ανταποκρίνονται στις προτεραιότητες της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» όσον αφορά τις πράσινες τεχνολογίες, την Ε&Α&Κ και τη στροφή προς μια οικονομία με χαμηλά επίπεδα ανθρακούχων εκπομπών, και οι οποίες πραγματοποιούνται σε λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές, δύνανται να λαμβάνουν υψηλότερα ποσά ενισχύσεων μέσω περιφερειακής πριμοδότησης. Οι εν λόγω αρχικές επενδύσεις δύνανται να λαμβάνουν στήριξη υπό τους όρους που προβλέπονται στα διάφορα τμήματα του παρόντος κανονισμού, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα κανονισμό.

Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις συμβάλλουν καθοριστικά στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης και, γενικότερα, αποτελούν παράγοντα κοινωνικής σταθερότητας και οικονομικού δυναμισμού. Ωστόσο, η ανάπτυξή τους μπορεί να παρεμποδιστεί από ανεπάρκειες της αγοράς, με αποτέλεσμα οι ΜΜΕ να αντιμετωπίζουν ορισμένα τυπικά προβλήματα. Οι ΜΜΕ αντιμετωπίζουν συχνά δυσκολίες να εξασφαλίσουν κεφάλαια ή δάνεια λόγω της απροθυμίας ορισμένων χρηματοπιστωτικών αγορών να αναλάβουν σχετικούς κινδύνους και των περιορισμένων εγγυήσεων που είναι σε θέση να προσφέρουν οι ΜΜΕ. Οι περιορισμένοι πόροι τους ενδέχεται επίσης να περιορίζουν την πρόσβασή τους σε πληροφορίες, ειδικότερα όσον αφορά νέες τεχνολογίες και δυνητικές αγορές. Προκειμένου να διευκολυνθεί η ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων των ΜΜΕ, ο παρών κανονισμός θα πρέπει, συνεπώς, να απαλλάσσει ορισμένες κατηγορίες ενισχύσεων όταν χορηγούνται υπέρ των ΜΜΕ.

Λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων προβλημάτων και των διαφορών που υφίστανται μεταξύ μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, επιτρέπεται η εφαρμογή διαφορετικών εντάσεων ενίσχυσης και διαφορετικών πριμοδοτήσεων.

Με βάση την πείρα που αποκτήθηκε κατά την εφαρμογή των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται για την προώθηση επενδύσεων επιχειρηματικών κεφαλαίων σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις, φαίνεται να υπάρχει μια σειρά συγκεκριμένων ανεπαρκειών στην αγορά επιχειρηματικών κεφαλαίων στην Ένωση όσον αφορά ορισμένα είδη επενδύσεων για συγκεκριμένες φάσεις ανάπτυξης των επιχειρήσεων. Οι εν λόγω ανεπάρκειες της αγοράς οφείλονται στην ατελή αντιστοίχιση προσφοράς και ζήτησης επιχειρηματικών κεφαλαίων. Ως αποτέλεσμα, το ύψος των επιχειρηματικών κεφαλαίων που διατίθεται στην αγορά μπορεί να είναι υπερβολικά περιορισμένο και οι επιχειρήσεις δεν εξασφαλίζουν επαρκή χρηματοδότηση παρότι διαθέτουν ένα αξιόλογο επιχειρηματικό μοντέλο και προοπτικές ανάπτυξης. Η ανεπάρκεια αυτή που παρατηρείται στις αγορές επιχειρηματικών κεφαλαίων και η οποία επηρεάζει ιδίως την πρόσβαση των ΜΜΕ σε κεφάλαια και μπορεί να δικαιολογήσει παρέμβαση του δημοσίου, οφείλεται κυρίως στην ατελή ή ασύμμετρη πληροφόρηση. Δεν έχει μόνο αντίκτυπο στην εξασφάλιση επιχειρηματικών κεφαλαίων, αλλά παρεμποδίζει επίσης την πρόσβαση ορισμένων ΜΜΕ σε χρηματοδότηση με δανειακά κεφάλαια. Κατά συνέπεια, τα μέτρα χρηματοδότησης επιχειρηματικού κινδύνου, με τα οποία επιδιώκεται η προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων για την παροχή χρηματοδότησης επιχειρηματικού κινδύνου σε μη εισηγμένες στο χρηματιστήριο ΜΜΕ που υφίστανται τις συνέπειες από το κενό χρηματοδότησης και με τα οποία διασφαλίζεται η λήψη επενδυτικών αποφάσεων με γνώμονα την κερδοφορία και η εμπορική διαχείριση των χρηματοπιστωτικών διαμεσολαβητών, πρέπει να απαλλάσσονται από την υποχρέωση κοινοποίησης υπό ορισμένες προϋποθέσεις.

Ομοίως, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, θα πρέπει να θεωρούνται συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά και να απαλλάσσονται από την υποχρέωση κοινοποίησης οι ενισχύσεις εκκίνησης για ΜΜΕ, οι ενισχύσεις για εναλλακτικές πλατφόρμες συναλλαγών που ειδικεύονται στις ΜΜΕ και οι ενισχύσεις για δαπάνες που συνδέονται με την αναζήτηση ΜΜΕ πριν από την πρώτη εμπορική τους πώληση ή ΜΜΕ που δραστηριοποιούνται λιγότερο από πέντε έτη από την πρώτη εμπορική τους πώληση σε μια αγορά.

Οι ΜΜΕ που συμμετέχουν στα σχέδια ευρωπαϊκής εδαφικής συνεργασίας αντιμετωπίζουν συχνά δυσχέρειες όσον αφορά τη χρηματοδότηση πρόσθετων δαπανών που συνεπάγεται η συνεργασία μεταξύ εταίρων που είναι εγκατεστημένοι σε διαφορετικές περιφέρειες και σε διαφορετικά κράτη μέλη. Δεδομένης της σημασίας της ευρωπαϊκής εδαφικής συνεργασίας στο πλαίσιο της πολιτικής συνοχής της Ένωσης, οι ενισχύσεις για τις δαπάνες συνεργασίας που αφορούν σχέδια τα οποία καλύπτονται από τον κανονισμό [COM(2011)611 ΕΤΠΑ/ΕΕΣ] της Επιτροπής θα πρέπει να απαλλάσσονται από την υποχρέωση κοινοποίησης.

Η προώθηση της έρευνας, της ανάπτυξης και της καινοτομίας αποτελεί σημαντικό στόχο κοινού συμφέροντος. Οι ενισχύσεις για έρευνα και ανάπτυξη και οι ενισχύσεις καινοτομίας για ΜΜΕ μπορούν να συμβάλουν στη βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη, να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα και να τονώσουν την απασχόληση. Η πείρα που αποκτήθηκε κατά την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 800/2008 και του κοινοτικού πλαισίου για τις κρατικές ενισχύσεις για έρευνα και ανάπτυξη και τις ενισχύσεις καινοτομίας για τις ΜΜΕ καταδεικνύει ότι οι ανεπάρκειες της αγοράς μπορεί να μην επιτρέπουν την επίτευξη του βέλτιστου όγκου παραγωγής στην αγορά και να οδηγούν σε αναποτελεσματική λειτουργία. Τα ανεπαρκή αυτά αποτελέσματα συνδέονται εν γένει με εξωγενείς παράγοντες, με διάχυση δημόσιων αγαθών/γνώσεων, ατελή και ασύμμετρη πληροφόρηση και με αδυναμίες συντονισμού και ανεπάρκειες δικτύων.

Οι ενισχύσεις για την έρευνα και ανάπτυξη και την καινοτομία έχουν ιδιαίτερη σημασία για τις ΜΜΕ που ενδέχεται να αντιμετωπίζουν δυσχέρειες όσον αφορά την πρόσβασή τους σε νέες τεχνολογικές εξελίξεις, στη μεταφορά γνώσεων και σε προσωπικό υψηλής ειδίκευσης. Οι ενισχύσεις για σχέδια έρευνας και ανάπτυξης, οι ενισχύσεις για μελέτες σκοπιμότητας, καθώς και οι ενισχύσεις καινοτομίας για ΜΜΕ, συμπεριλαμβανομένων των ενισχύσεων για την κάλυψη των δαπανών των ΜΜΕ που συνδέονται με δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας, μπορούν να επιλύσουν αυτά τα προβλήματα και θα πρέπει, συνεπώς, να απαλλάσσονται από την υποχρέωση κοινοποίησης υπό ορισμένες προϋποθέσεις.

Όσον αφορά τις ενισχύσεις για σχέδια έρευνας και ανάπτυξης, το ενισχυόμενο τμήμα του σχεδίου έρευνας θα πρέπει να εμπίπτει πλήρως εντός των κατηγοριών της βασικής έρευνας, της βιομηχανικής έρευνας ή της πειραματικής ανάπτυξης. Όταν ένα σχέδιο περιλαμβάνει διάφορες δραστηριότητες, για κάθε δραστηριότητα θα πρέπει να προσδιορίζεται εάν εμπίπτει στην κατηγορία της βασικής έρευνας, της βιομηχανικής έρευνας ή της πειραματικής ανάπτυξης ή εάν δεν εμπίπτει σε καμία από τις κατηγορίες αυτές. Η υπαγωγή στις εν λόγω κατηγορίες δεν είναι απαραίτητο να ακολουθεί χρονολογική σειρά, ξεκινώντας από τη βασική έρευνα και καταλήγοντας σε δραστηριότητες που είναι εγγύτερες στην αγορά. Συνεπώς, μια δραστηριότητα που εκτελείται σε μεταγενέστερο στάδιο του σχεδίου μπορεί να θεωρηθεί ως βιομηχανική έρευνα. Ομοίως, μια δραστηριότητα που ασκείται σε προγενέστερο στάδιο μπορεί να αποτελεί πειραματική ανάπτυξη. Το ενισχυόμενο τμήμα του σχεδίου μπορεί επίσης να περιλαμβάνει μελέτες σκοπιμότητας για την προετοιμασία ερευνητικών δραστηριοτήτων.

Η ανάγκη για ερευνητικές υποδομές υψηλής ποιότητας καθίσταται ολοένα επιτακτικότερη για πρωτοποριακή έρευνα και καινοτομία, διότι οι υποδομές αυτές προσελκύουν ταλέντα παγκόσμιου επιπέδου και είναι καίριας σημασίας ειδικότερα για τις νέες τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνιών, καθώς και για τις βασικές τεχνολογίες γενικής εφαρμογής. Είναι σκόπιμο να συνεχιστεί η ανάπτυξη εταιρικών σχέσεων μεταξύ των δημόσιων ερευνητικών υποδομών και της βιομηχανικής έρευνας. Η πρόσβαση σε δημόσια χρηματοδοτούμενες ερευνητικές υποδομές θα πρέπει να παρέχεται σε διαφανή βάση που δεν εισάγει διακρίσεις και υπό όρους της αγοράς. Εάν οι ανωτέρω προϋποθέσεις δεν πληρούνται, τότε δεν είναι δυνατή η απαλλαγή του μέτρου ενίσχυσης από την απαίτηση κοινοποίησης. Επιτρέπεται η ιδιοκτησία, διαχείριση και χρήση μιας δεδομένης ερευνητικής υποδομής από πολλαπλά μέρη, ενώ δημόσιοι φορείς και επιχειρήσεις μπορούν να χρησιμοποιούν την υποδομή στο πλαίσιο συνεργασίας.

Στις ερευνητικές υποδομές μπορούν να ασκούνται τόσο οικονομικές όσο και μη οικονομικές δραστηριότητες. Προκειμένου να αποτρέπεται η αδικαιολόγητη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων σε οικονομικές δραστηριότητες μέσω της δημόσιας χρηματοδότησης μη οικονομικών δραστηριοτήτων, πρέπει να γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ των δαπανών και της χρηματοδότησης οικονομικών και μη οικονομικών δραστηριοτήτων. Σε περίπτωση που μια υποδομή χρησιμοποιείται τόσο για οικονομικές όσο και για μη οικονομικές δραστηριότητες, η δημόσια χρηματοδότηση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις μόνο στον βαθμό που καλύπτει δαπάνες που συνδέονται με τις οικονομικές δραστηριότητες. Εάν η υποδομή χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά για μη οικονομική δραστηριότητα, μπορεί να μην εμπίπτει καθόλου στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις, ακόμη και αν χρησιμοποιείται για αμιγώς επικουρική οικονομική δραστηριότητα, ήτοι για δραστηριότητα που συνδέεται άμεσα με τη λειτουργία της υποδομής και είναι απαραίτητη για αυτήν ή είναι συνυφασμένη με την κύρια μη οικονομική χρήση της, και είναι περιορισμένου πεδίου εφαρμογής.

Η προώθηση της επαγγελματικής εκπαίδευσης και της πρόσληψης/απασχόλησης εργαζομένων σε μειονεκτική θέση και εργαζομένων με αναπηρία αποτελεί κεντρικό στόχο των οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών της Ένωσης και των κρατών μελών της.

Η επαγγελματική εκπαίδευση έχει θετικές επιπτώσεις για το σύνολο της κοινωνίας, δεδομένου ότι αυξάνει τη δεξαμενή του ειδικευμένου εργατικού δυναμικού από την οποία άλλες επιχειρήσεις δύνανται να αντλούν προσωπικό, βελτιώνει την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας της Ένωσης και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη στρατηγική απασχόλησης της Ένωσης. Κατά συνέπεια, οι εν λόγω ενισχύσεις πρέπει να απαλλάσσονται από την υποχρέωση κοινοποίησης υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Λαμβάνοντας υπόψη τα ειδικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ΜΜΕ και τις υψηλότερες σχετικές δαπάνες που πρέπει να επωμισθούν όταν επενδύουν στην επαγγελματική εκπαίδευση, οι εντάσεις των ενισχύσεων που απαλλάσσονται βάσει του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να αυξηθούν για τις ΜΜΕ. Επιπλέον, οι εντάσεις των ενισχύσεων που απαλλάσσονται βάσει του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να αυξάνονται εάν η εκπαίδευση παρέχεται σε εργαζόμενους σε μειονεκτική θέση ή σε εργαζόμενους με αναπηρία. Τα χαρακτηριστικά της εκπαίδευσης στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών δικαιολογούν την εφαρμογή ειδικής προσέγγισης για τον συγκεκριμένο τομέα.

Ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων με αναπηρία ή εργαζομένων σε μειονεκτική θέση εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες δυσχέρειες εισόδου και παραμονής στην αγορά εργασίας. Για τον λόγο αυτόν, οι δημόσιες αρχές μπορούν να εφαρμόζουν μέτρα τα οποία να παρέχουν κίνητρα στις επιχειρήσεις ώστε να αυξήσουν το επίπεδο της απασχόλησης αυτών των κατηγοριών εργαζομένων, ιδίως νέων ατόμων. Το κόστος απασχόλησης αποτελεί μέρος του συνήθους λειτουργικού κόστους οποιασδήποτε επιχείρησης. Συνεπώς, έχει ιδιαίτερη σημασία η ενίσχυση για την απασχόληση εργαζομένων με αναπηρία ή εργαζομένων σε μειονεκτική θέση να έχει θετικό αποτέλεσμα στα επίπεδα απασχόλησης των εν λόγω κατηγοριών εργαζομένων και όχι να επιτρέπει απλώς στις επιχειρήσεις να μειώνουν το κόστος που διαφορετικά θα χρειαζόταν να επωμιστούν. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω ενισχύσεις θα πρέπει να απαλλάσσονται από την υποχρέωση κοινοποίησης όταν είναι πιθανό να βοηθούν αυτές τις κατηγορίες εργαζομένων να εισέλθουν για πρώτη φορά ή να εισέλθουν εκ νέου στην αγορά εργασίας και να παραμείνουν σε αυτήν.

Η βιώσιμη ανάπτυξη για την προώθηση μιας πιο πράσινης, ανταγωνιστικής και αποτελεσματικής στη χρήση πόρων οικονομία αποτελεί έναν από τους βασικούς πυλώνες της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» για την ανάπτυξη. Η βιώσιμη ανάπτυξη στηρίζεται, μεταξύ άλλων, σε ένα υψηλό επίπεδο προστασίας και βελτίωσης της ποιότητας του περιβάλλοντος. Ο τομέας της προστασίας του περιβάλλοντος βρίσκεται αντιμέτωπος με ανεπάρκειες της αγοράς εξαιτίας των οποίων, υπό κανονικές συνθήκες αγοράς, οι επιχειρήσεις ενδέχεται να μην έχουν απαραιτήτως κίνητρο να μειώσουν τη ρύπανση που προκαλούν, δεδομένου ότι οιαδήποτε σχετική μείωση μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των δαπανών τους χωρίς αντίστοιχα οφέλη.

Με βάση την πείρα που έχει αποκομίσει η Επιτροπή κατά την εφαρμογή των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος, στην απαλλαγή από την υποχρέωση κοινοποίησης μπορούν να συμπεριληφθούν αρκετά μέτρα ενίσχυσης. Τα εν λόγω απαλλασσόμενα μέτρα καλύπτουν τους τομείς της αποδοτικής χρήσης των πόρων, της αλλαγής του κλίματος και των ενεργειακών μέτρων με θετικό περιβαλλοντικό αντίκτυπο.

Ειδικότερα, τα μέτρα που αφορούν την εξοικονόμηση ενέργειας και την ενεργειακή απόδοση, καθώς και τα μέτρα στον τομέα της συμπαραγωγής και της τηλεθέρμανσης στοχεύουν στην αποδοτική χρήση των πόρων. Τα μέτρα που παρέχουν κίνητρα σε επιχειρήσεις για την επίτευξη υψηλότερου επιπέδου προστασίας του περιβάλλοντος από εκείνο που απαιτείται σύμφωνα με τα πρότυπα της Ένωσης μπορούν να αποφέρουν ευρύτερα οφέλη για την αποδοτική χρήση των πόρων και το περιβάλλον, ενώ οι ενισχύσεις για την απορρύπανση μολυσμένων χώρων –οι οποίες μπορούν να αιτιολογηθούν σε περιπτώσεις που δεν είναι εφικτό να προσδιοριστεί ο ρυπαίνων– αποσκοπούν ειδικά στην αποκατάσταση της περιβαλλοντικής ζημίας. Σε αυτό το πλαίσιο, γίνεται παραπομπή, μεταξύ άλλων, στην οδηγία 2004/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την περιβαλλοντική ευθύνη όσον αφορά την πρόληψη και την αποκατάσταση περιβαλλοντικής ζημίας[footnoteRef:10], όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2006/21/ΕΚ[footnoteRef:11] και την οδηγία 2009/31/ΕΚ[footnoteRef:12]. [10: ΕΕ L 143 της 30.4.2004, σ. 56.] [11: Οδηγία 2006/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, σχετικά με τη διαχείριση των αποβλήτων της εξορυκτικής βιομηχανίας και την τροποποίηση της οδηγίας 2004/35/ΕΚ, ΕΕ L 102 της 11.4.2006, σ.