n e o e & f f l n i k f c Γ Ρ Δ Μ Μ Δ Τ λ Ε Β Δ Ο Μ Α Δ Ι

9
N e o e & f f l N I K f c Γ Ρ Δ Μ Μ Δ Τ λ Ε Β Δ Ο Μ Α Δ ΙΑ ΙΑ Φ ΙΛ Ο Λ Ο Γ ΙΚ Η ; Κ Α Λ Λ ΙΤ Ε Χ Ν ΙΚ Η . Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ο Ν Ι Κ Η Ε Φ Η Μ Ε Ρ Ι Δ Α ΓΡΑΦΕΙΑ: ΠΑΤΗΣΙΩΝ 8 ΤΗΛ'.30.46! ΙΔΡΥΤΗΣ: Κ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: ΔΗΛΛΗΤΡΗΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ ΣΑΒΒΑΤΟ 13 Μ Α ΊΌ Υ 1939 ΕΦΗΜΕΡΑ ΕΔΙΜΒΟΥΡΓΟ Τό προπερασμένο Σάββατο μιά εύ- χενική πρόσκληση μ’ έφερε σχήν Ά - ναργύρειο Σχολή Σπετσών, δπου έδω σα μιά διάλεξη. Ή επαφή μου μέ τά νέιάτα πού κατέχουν τά θρανία του πολιτισμένου αύτοΰ σχολειού, καθώς και μέ τό διδαχτικό προσωπικό του,· μού ήταν μιά πραγματική χαρά καί λύτρωση. Μου τόνωσε την έλπίδα μου πώς κάποτε θ’ άντιληφθούμε τέλος, πόιά είναι ή σωστή κΓ αληθινή μάθη ση καί ποιά ή πρωταρχική σημασία της γιά τά πεπρωμένα, ε.νός λαού. Γιατί — άδίσταχτα τό λέω — άν καί τ’ άλλα σχολεία τοϋ τόπου μας ήταν σάν αύτό, ή μοΤρα όλων μας θά ήταν διαφορετική. Ό παραπάνω όμως έπαινος, όπως τίποτα δέν καθορίζει, δύσκολα βέβαια πείθει. ΓΓ αυτό καί θά μιλήσω, άμεσως παρακάτω, πιό συγκεκριμένα, γιά ό,τι είδα κΓ άντελήψθηκα τις δυό μέρες πού έμεινα έκεϊ. Τά πέντε περίφημα κτίρια τής σχο λής βρίσκουνται στήν πλαγιά ένος κατάφυτου άπό πεΰκα λόφου, δυό βή ματα άπό τ’ ακρογιάλι τών Σπετσών. Τά παιδιά φεύγοντας άπό τό μάθημα τής άλγεβρας, ρίχνουνται στή θάλασ σα γιά νά κολυμπήσουν — γιατί βέ βαια δέν καρτερούν νά φτάξει Ιού νιος γιά νάρθοΰν σ' έπαφή μέ τόν ει ρηνικό μας πόντο. Τή γραμματική πά λι τή. ακολουθεί μιά γενναία κωπη λασία ή μιά βαρκάδα μέ πανί. Πάνω άπό τά κτίρια, στήν πλαγιά τού λό φου πού ισοπεδώθηκε, υπάρχουν ένα περίφημο γήπεδο γιά ποδόσφαιρο, στί βος καί έξη θαυμάσια «κόρτ» γιά τέν- νις. Άπ’ όλες τις αίθουσες τών παρα δόσεων, τά παιδικά μάτια χαίρουνται, άπό τά μεγάλα παράθυρα, τόν πορθμό τών Σπετσών καί τήν καταπράσινη ακτή τής Πελοποννήσου, δπου είναι ή Κόστα. Μά ή μεγάλη άποκάλυψη βρί σκεται δέκα λεπτά μακρυά άπό τά κτί ρια τής σχολής, μέσα σ’ ένα πευκόφυ το φαράγγι. Μέ ξερολιθιά χτίστηκε ένα... « ά ρ χ α ΐ ο Ιλληνικό θέατρο». Τί έπιτυχία! Δέν πρόκειται μονάχα γιά τή μοναδική πανοραματικη θέα. παρά γιά τήν έξοχη ακουστική του. Είναι τέτοια πού ασφαλώς θά τή ζήλευαν κΓ αυτοί άκόμα οί πρόγονοί μας. πού κάτι ήξεραν γι’ αύτή... Άρκει ν’ ανα φέρω πώς οί κουβέντες τών παιδιών πού έτυχε, τή γλυκεία εκείνη ώρα του σούρουπου πού έμεινα εκεί — δέ μοΰ- κανε καοδιά νά φύγω!—νά περνούν μέ βάρκες σέ μιά άπόσταση ένος χι λιομέτρου, άκούνονταν όλες. ώς τήν τελευταία συλλαβή. Ό Περικλής, όπως άναφέρει ό ’Αρι στοτέλης στή Ρητορική του, καθόρισε, μ’ αύτά έδώ τά έπιγραμματικά λόγια, τό ρόλο τών νεϊάτων στή ζωή ενός τό που: «Ά ν χαθούν τά νειάτα άπό μιά πολιτεία» είπε «είνάι σά νά λείψει ή άνοιξη άπό μιά χρονιά». Βέβαια ή έχ- θρική διάθεση άπέναντί τους —έμας τών πολλών — δέ φτάνει ώς τή σωμα τική εξόντωσή τους. "Ομως, συχνά, μέ μιά στεγνή δασκαλική μάθηση πού δέ φροντίζει οχεδόν ποτέ γιά τήν ομορ φιά τού κορμιού καί τής ψυχής τους, μαραίνουνε τις ώραιότερες προθέσεις των. Πλησιάζοντάς τα μέ τό λίβα τής φθοράς μας, αποξηραίνουμε όλη τή χλόη τής ύπαρξής τους. Γι’ αύτό, σάν άντικρύσεις, ο’ όσους ή πολιτεία άνά- θεσε τήν άποστολή νά τά διαπλάσουν. τήν καλή προαίρεση καί τή σωστή κα τεύθυνση, δέ μπορείς παρά νά νοιώ θεις, σάν άνθρωπος πού πονάς τόν τό πο σου και πού πιστεύεις πώς τό έμψυ- τοΟ κ. Δημήτρη Φωτιάδη. χο ύλικό του γίνεται νά σταθεί καλύ τερο, τήν πιό βαθειά εύννωμοσύνη. Γιατί, βέβαια, όλα τά κτίρια κ’. οί στίβοι, τά καλά γήπεδα κ’ οι βάρκες πού διαθέτει ή σχολή, δέ θά είχαν πα ρά ελάχιστη σημασία, άν τυχόν τό εκ παιδευτικό πνεύμα πού ύπάρχει σ’ αύ τή, ήταν στενόκαρδο, σχολαστικό κΓ ά- ναχρονιστικό. Ή «έξωσχολική» κατεύ θυνση τών παιδιών έχει άνατεθεΐ στόν 'Ά γγλο συνδιευθυντή τής σχολής, τόν κ. Πέτον. Γιά νά χαρείτε τόν άνθρωπο, τόν ώριμο στήν ήλικία αυτόν άντρα, πρέπει νά τόν δείτε μαζί μέ τά παι διά. Ή ψυχή του είναι νέα όπως κΓ αύ-. τών. Γελά, κουβεντιάζει, διασκεδάζει μαζί τους, σάν ίσος πρός ίσους. Δέν φανερώνει ποτέ καμμιά υπεροχή. Μιά στιγμή χρειάστηκε ένας μπάγκος. Δέ διάταξε κανένα νά τόν φέρει: τόν άρ παξε άπό τή μιά άκρη αύτός κΓ άπό τήν άλλη ένα παιδί καί τόν κουβάλησε γελώντας. Μού είπαν πώς τά βράδυα πηγαίνει στούς θαλάμους τών μικρών μαθητών καί... παίζει μαξιλαριές μαζί τους! Ασφαλώς πολλά σεπτά κόκκα- λα τού εκπαιδευτικού συστήματος τού δόλου κα! τού φάλαγγα θά έτριζαν, οπ; μπορούσαν νά τό πληροφορηθούν αύτό, άπό Ιερή άνανάχτηση μέσα στούς τάφους τους. Μά πόσοι καί πό σοι άκόμα σοβαροφανείς καθηγητά- δες μας. κατασυγχισμένοι δέ θ’ άνα- κοάξουν: «Άλλίμονον, άπώλετο ό σε βασμός!». ’Όχι, γραφικοί -φίλοι μου. Δέν εΐναι ό σεβασμός πού πάει περί πατο έτσι, παρά ή στενοκεφαλιά κ’ ή βαρβαοότητα. Γιατί πρέπει νά δείτε ποιά είναι ή άγάπη κ’ ή λατρεία τών μαθητών γιά τόν 'Ά γγλο διευθυντή τους. Μά πώς μπορούσε νά ήταν δια φορετικά; Γιατί τόν αληθινό σεβασμό δέν τόν γέννα, βέβαια, ούτε ό τρόυος, ούτε ό εξαναγκασμός, παρά ή -αυθόρ μητη καί πολιτισμένη συμπεριφορά ά'θοώπου πρός άνθρωπο. Μέσα στόν πεοίβολο τής σχολής ύπάο- χουν ένα σωρό καοποφόρα δέντρα. Ό πρώην διευθυντής, όπως μού είπαν,άπα- γόσευε αύστηοά νά κόβουν τούς καρ πούς. Ούαί κι’ άλίμονο σ’ όποιο παι δί θά τολμούσε νά άπλωνε τό χέρι του πρός έναν καοπό. όσο ώοιμος καί προ- ( ΣΥΝΕΧΕΙ Α ΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 3> (Μέ μεγάλη χαρά δημοσιεύουμε παρα κάτω άρθρο του κ. Τζών Κάτφορντ, είδικά γραμμένο γιά τό περιοδικό μας καί μετα- σμένο άπό τόν κ. Β. Λ. Καζαντζήν. ‘Ο κ. Κάτφορντ είναι ό νεώτερος καθηγητής τοϋ ‘Ινστιτούτου Αγγλικών Σπουδών, ειδικός στά ζητήματα τών ρδοηέϋο καί τής γλώσ σας κι’ ένας μεγάλος φίλος της 'Ελλαδας καί τής δημοτικής, μέ τήν έκμάΟηση τής όποιας καταπιάστηκε άπό τήν πρώτη μέρα τής άφιξής του). "Ενας παγερός άνεμος έστελνε σύν νεφα ύγροΰ άτμού πανω στή μελαγ- χοΛίκή πλατφόρμ, μιά νύχτα σκοτεινή τού Φλεβάρη πουπαιρνα τό τραίνο γιά τόν πρώτο σταθμό τού ταξιδιού μου, άπό τόν ζοφερό χειμώνα τού Βορρά πρός τόν γαλάζιον ουρανό καί τόν ή λιο τής 'Ελλάδας. Πήγαινα στήν ’Αθή να, κΓ ή πόλη μέ τον παγερό άνεμο πού άφηνα πίσω μου ήταν τό ’Εδιμ βούργο, ή περήφανη γκρίζα πρωτεύ ουσα τής Σκωτίας. Περιτριγυρισμένο, κι’ άπό τις τρεις μεριές μέ λόφους, τό ’Εδιμβούργο βρίσκεται στις πλατείες όχθες τού πο ταμού Φόρθκι· έχει μπροστά του, σ’ αυτήν τήν πλευρά, όλη τή Βόρεια θά λασσα. Γιά τήν τοποθεσία του, τή γε νική του διαρρύθμιση καί τήν κλασσι κή του αρχιτεκτονική, όπως, άκόμα, καί γιά τόν μεγάλο του πολιτισμό, ά- πόχτησε, δίκαια ή άδικα, σ' όλο τόν κόσμο, τήν προσωνυμία «ή ’Αθήνα τοΰ Βορρά». "Ισως γι’ αύτό τό λόγο ήμου να βέβαιος πώς θάμουν σάν στό σπίτι μου όταν θά έφτανα στό τέλος τού τε τραήμερου ταξιδιού μου. Αργότερα πείστηκα περισσότερο... Πραγματικά, τό ’Εδιμβούργο μοιά^- ζει πολυ μέ τήν ’Αθήνα. Τό ρόλο τοΰ Ιερού Βράχου παίζει τό Άρτουρς Σήτ (= ό θρόνος τού ’Αρθούρου). Εί- ,ναι ένας λόφος βραχώδης, άλλοτε έ- νεργό ήφαιστειο, πού σάν πλαγιασμέ νο λιοντάρι άγρυπνάει πάνω άπό τήν παλιά πολιτεία. Κομμάτια απ’ τήν ή- φαιστειώδη του δράση, μεγάλοι τετρά γωνοι βράχοι άπαλυμένοι άπό τά χιό νια της άπέραντης ’Εποχής τών Πάγων, εΐναι σκορπισμένα σ’ ολόκλη ρη τήν πόλη. ΚΓ όπως ή άρχική ζωή τής Αθήνας συγκεντρώθηκε πάνω και Τδ μνιμιείο τοΟ Νέλιωνα (δεζ<ά ) καί τδ ‘ Εθνικδ τοΟ Παρβενώνα) στό μντμιεΐο tfcv τteodvwv, < μισοτελειωμένο Λντίγμαφο ’Ε6ΐιμ£ο0?γα. το0 κ. Τζών Κάτφορντ γύρω στήν ’Ακρόπολη, έτσι κΓ άπό τό σκοτεινό, ξεχασμένο παρελθόν ή ζωή τοΰ 'Εδιμβούργου συγκεντρώθηκε γύ ρω άπό τό θρόνο τού ’Αρθούρου μέ τό περίφημο κάστρο του. Στήν κορφή του, ένα προϊστορικό χωριό κΓ ένας Σαξωνικός Πύργος διαδέχτηκαν τό ένα τό άλλο, καί μέ τόν καιρό μιά μι κρή πόλη διαμορφώθηκε κάτω άπό τήν προστατευτική σκιά του. Άκόμα κΓ ώς τό 1450, όταν χτίστηκε ένα τεί χος κυκλικό, όλόκληρη ή πόλη ήταν συγκεντρωμένη στήν πλάγιά πού κα τεβαίνει άπό τό Κάστρο καί φτάνει ώς τά Ανάκτορα τού Χόλυρουντ, γνωστά άπό τή σχέση τους μέ τήν ιστορία τής άτυχης Μαίρης Στούαρτ. Καί. μιά καί τό τείχος έμπσδιζε τήν επέκταση, σπί τια ψηλά χτίστηκαν τό ένα έπάνω στό άλλο, κΓ η Σκωτική άριστοκρατία τοΰ 15ου καί 16ου αιώνα έκανε τις έπισκέ- ψεις της μέ φορεία, άφού τ’ άμάξια δέν μπορούσαν νά κυκλοφορήσουνε μέσα στούς στενούς δρόμους, (ή κα λύτερα διαδρόμους) που περνούσαν μέσα καί κάτω άπό τά κρεμάμενα σπίτια. "Ετσι τό ’Εδιμβούργο διαμορ φώθηκε σέ μιά μάζα από δρόμους μι κρούς καί σπίτια ψηλά, δπου ό σπά νιος ήλιος τής Σκωτίας δύσκολα εισ χωρούσε. Αύτά ώς τις άρχές τού 19ου αίωνα. Τότε άρχισε νά χτίζεται ή καινούρ για πόλη. "Ητανε μιά περίοδος πλού σια κΓ όμορφη (πού αλλοίμονο, πολύ γρήγορα τή διαδέχτηκε ήύλιστική ε ποχήτής βιομηχανίας). Στά βορεινά του Κάστρου, πάνω στήν πλαγιά πού κατεβαίνει πρός τόν ποταμό Φόρθ, χτί στη καν_ μέγαρα καί κήποι ανθισμένοι και δρόμοι πλατειοί, σχηματίζοντας κανονικα παραλληλόγραμμα σάν τό ομορφο άθηναϊκό τετράγωνο τών ό- δων Σταδίου, Πανεπιστημίου καί Α καδημίας καί τών παρόδων τους. Δυό μεγάλοι Σκώτοι άρχιτέκτονες, κ_ οι δυό φιλέλληνες, καί θαυμαστές της άπλής κλαόσικής έλληνικής όμορ- φιας, ό κομπερτ Άνταμς καί ό Πλέϋ- φαιρ, δώσανε τήν όριστική μορφή τής καινούργιας πόλης. Άπό τά καλύτερά τους κτίρια σέ κλασσικά ρυθμό είναι ή Playfairs National Gallery of Scot- «and, καί, κοντά, τό κτίριο όπου ή Βα σιλική Σκωτική ’Ακαδημία δίνει τις εκθεσεις της. Τό δεύτερο είναι σέ ά- γνο Δωρικό ρυθμό τής εποχής τού Πε ρικλή, με τή διαφορά πώς οί Βικτω ριανοί, με τη γνωστή τους άδιαφορία και επιπολαιότητα, βάλανε ένα άπίθα- νο άγαλμα της Μεγάλης Βασίλισσας πάνω στήν πρόσοψη που βλέπει στήν Πρινσες Στρητ. ' Αύτός _ό δρόμος, ή κυριώτερη άρ- τηρια του< Εδιμβούργου, δίκαια θεώ- 0710 τους καλύτερους δρόμους *ης Ευρώπης. Στη βορεινή του πλευρά είναι μια σειρά άπό καταστήματα οε- στωραν καί λέσχες, ένώ στήν άλλη έκ- τεινουνται κήποι απέραντοι, καταπρά- σινοι απο τη χλόη το χειμώνα καί πο λύχρωμοι την άνοιξη καί τό καλοκαίρι. Καμπέρα άπο τούς κήπους, τό Κά στρο, σταθερό καί δυνατό στό άπότομο υψος του, πότε τριγυρισμένο άπ’ τήν ομίχλη (γιατί τό Έδιμβούογο δέν έχει τη διαφανή ατμόσφαιρα τής Αττικής), και ποτε φωτισμένο άπλετα, τή νύχτα, καί κρεμασμένο ψηλά στό σκοτεινό ουρανό σάν κάποιος ιπτάμενος μαγι κός πύργος. _Μονάχα ή θέα πού έχει κανείς άπό την Πρινσες Στρήτ είναι ικανή γιά νά δικαιώσει τήν προσωνυμία «Αθήνα τού Βορρά». Στό πρώτο πλάνο οΐ γκρίζες (ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 3) «ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ» ΑΘΗΠΛ. ΠΕΡΙΟΔΟΣ Β' ΑΡΙΘ. ΦΥΛΛΟΥ 128 ΤΙΜΗ ΦΥΛΛΟΥ ΔΡΑΧΜ. 4.

Upload: others

Post on 18-Nov-2021

1 views

Category:

Documents


0 download

TRANSCRIPT

N e o e & f f l N I K f c Γ Ρ Δ Μ Μ Δ Τ λ

Ε Β Δ Ο Μ Α Δ Ι Α Ι Α Φ Ι Λ Ο Λ Ο Γ Ι Κ Η ; Κ Α Λ Λ Ι Τ Ε Χ Ν Ι Κ Η . Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ο Ν Ι Κ Η Ε Φ Η Μ Ε Ρ Ι Δ ΑΓΡΑΦ ΕΙΑ : Π Α Τ Η Σ ΙΩ Ν 8 ΤΗΛ'.30.46! Ι Δ Ρ Υ Τ Η Σ : Κ . Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ο Υ Δ Α Κ Η Σ Δ Ι Ε Υ Θ Υ Ν Τ Η Σ : Δ Η Λ Λ Η Τ Ρ Η Σ Φ Ω Τ Ι Α Δ Η Σ Σ Α Β Β Α Τ Ο 13 Μ Α Ί Ό Υ 1939

Ε Φ Η Μ Ε Ρ Α Ε Δ Ι Μ Β Ο Υ Ρ Γ Ο

Τό π ροπ ερα σμ ένο Σ ά β β α το μ ιά εύ- χενική π ρόσκληση μ’ έφ ερ ε σχήν Ά - ναργύρειο Σ χ ολή Σ π ε τσ ώ ν , δπου έδ ω ­σα μ ιά δ ιά λ ε ξη . Ή επαφή μου μέ τ ά νέιάτα πού κ α τέχ ου ν τ ά θ ρ α ν ία το υ πολιτισμένου α ύ τοΰ σχολειού , κ α θώ ς και μέ τ ό δ ιδ α χ τικ ό π ροσω π ικ ό του,· μού ή τα ν μ ιά π ρ α γμ α τικ ή χ α ρ ά κα ί λύτρωση. Μ ου τό ν ω σ ε τη ν έλπ ίδα μου πώς κ ά π ο τε θ’ ά ν τιλη φ θ ού μ ε τέ λ ο ς , πόιά ε ίνα ι ή σ ω σ τή κΓ αληθινή μάθη­ση καί π ο ιά ή π ρ ω τα ρ χ ικ ή ση μ ασ ία της γ ι ά τ ά π επ ρω μ ένα , ε.νός λαού . Γιατί — ά δ ίσ τα χ τα τ ό λ έ ω — ά ν κα ί τ ’ ά λ λ α σ χ ο λ ε ία το ϋ τόπ ου μ ας ή τα ν σάν αύτό, ή μοΤρα ό λ ω ν μας θ ά ή τα ν διαφορετική.

Ό π α ρ α π ά νω ό μ ω ς έπα ινος, όπ ω ς τίποτα δ έν κ α θ ο ρ ίζε ι, δύ σκ ολα β έβ α ια πείθει. ΓΓ α υ τό καί θά μ ιλήσω , ά μ εσ ω ς παρακάτω , π ιό συ γκ εκ ρ ιμ ένα , γ ι ά ό ,τι είδα κΓ άντελή ψ θη κα τ ι ς δυό μ έρες πού έμ ε ινα έκεϊ.

Τ ά π έν τε π ερ ίφ ημ α κ τ ίρ ια τή ς σχο ­λής β ρ ίσκ ου ντα ι σ τή ν π λ α γ ιά ένο ς κατάφυτου άπό π εΰκα λόφου, δυό βή­ματα άπό τ ’ α κ ρ ο γ ιά λ ι τ ώ ν Σ π ετσ ώ ν . Τά π α ιδ ιά φ εύ γ ο ν τα ς άπό τ ό μάθημα τής ά λ γ εβ ρ α ς , ρ ίχ νου ντα ι σ τή θ ά λ α σ ­σα γ ιά νά κολυμπήσουν — γ ια τ ί βέ­βαια δ έν κ α ρ τερ ο ύ ν ν ά φ τά ξε ι Ι ο ύ ­νιος γ ι ά νάρθοΰν σ ' έπαφή μέ τό ν ε ι ­ρηνικό μας πόντο . Τή γρ α μ μ α τικ ή π ά ­λι τή . α κ ολου θ ε ί μ ιά γ ε ν ν α ία κω π η­λασ ία ή μ ιά β α ρ κ ά δα μέ πανί. Π ά νω άπό τ ά κ τίρ ια , σ τή ν π λ α γ ιά το ύ λ ό ­φου πού ισοπεδώ θηκε, υπάρχουν ένα περίφημο γή π εδο γ ι ά π οδόσφ α ιρο , σ τ ί­βος καί έξη θα υμ ά σ ια «κ ό ρ τ » γ ιά τέν- νις. Ά π ’ ό λ ε ς τ ις α ίθου σες τ ώ ν π α ρ α ­δόσεων, τ ά π α ιδ ικ ά μ ά τια χα ίρου ντα ι, άπό τ ά μ ε γ ά λ α π αράθυ ρα , τ ό ν πορθμό τών Σ π ε τσ ώ ν κ α ί τή ν κα ταπ ράσ ινη ακτή τή ς Π ελοποννήσου, δπου ε ίνα ι ή Κόστα. Μ ά ή μ εγά λη άποκάλυψη βρ ί­σκεται δ έκ α λ ε π τά μακρυά άπό τ ά κ τί­ρια τή ς σχολής, μ έσα σ’ έ ν α πευκόφυ­το φ α ρ ά γ γ ι. Μ έ ξ ε ρ ο λ ιθ ιά χ τίσ τη κ ε ένα... «ά ρ χ α ΐο Ιλ λ η ν ικ ό θ έα τρ ο ». Τ ί έπ ιτυχία ! Δ έ ν π ρ ό κ ε ιτα ι μ ονάχα γ ιά τή μοναδική π α νορα μ α τικ η θέα. π α ρ ά γ ιά τή ν έξοχη ακ ουσ τικ ή του . Ε ίνα ι τέτο ια πού α σ φ α λ ώ ς θ ά τή ζή λ ευ α ν κΓ α υ το ί ά κ όμ α ο ί π ρ ό γο νο ί μ ας. πού κάτι ή ξερ α ν γ ι ’ αύτή... Ά ρ κ ε ι ν’ α να ­φέρω π ώ ς ο ί κ ου β έν τες τ ώ ν π α ιδ ιώ ν πού έτυχε, τή γ λ υ κ ε ία εκείνη ώ ρ α του σούρουπου πού έμ ε ινα εκ ε ί — δέ μοΰ- κανε κ α ο δ ιά ν ά φ ύ γ ω ! — ν ά περνούν μέ β ά ρ κ ες σ έ μ ιά ά π όσ τα σ η ένο ς χ ι­λιομέτρου, ά κ ο ύ ν ο ν τα ν ό λ ες . ώ ς τή ν τελ ευ τα ία συλλαβή .

Ό Π ερ ικλής, ό π ω ς ά να φ έρ ε ι ό ’Α ρ ι­σ το τέλη ς σ τή Ρ η τορ ική του , καθόρισε, μ’ α ύ τά έ δ ώ τ ά έπ ιγρ α μ μ α τικ ά λ ό γ ια , τό ρόλο τ ώ ν ν ε ϊά τω ν σ τή ζω ή ενό ς τ ό ­που: « Ά ν χαθούν τ ά ν ε ιά τα ά π ό μιά π ολ ιτε ία » ε ίπ ε «ε ίνά ι σ ά ν ά λείψ ει ή άνοιξη ά π ό μ ιά χ ρ ο ν ιά ». Β έβ α ια ή έχ- θρική δ ιάθεση ά π ένα ν τί το υ ς — έμ ας τώ ν π ο λλώ ν — δ έ φ τά νε ι ώ ς τή σ ω μ α ­τική ε ξό ν τω σ ή τους. "Ο μ ω ς , συχνά, μέ μιά σ τεγ νή δα σκ α λ ικ ή μάθηση πού δέ φ ροντίζε ι οχεδόν π ο τέ γ ιά τή ν ομ ορ ­φιά τού κορμ ιού κα ί τή ς ψυχής τους, μαραίνουνε τ ις ώ ρ α ιό τ ε ρ ε ς π ροθέσεις των. Π λ η σ ιά ζο ν τά ς τ α μέ τ ό λ ίβ α τή ς φθοράς μας, α π οξηρα ίνουμ ε όλη τή χλόη τή ς ύ π α ρ ξή ς τους. Γ ι’ αύ τό , σάν άντικρύσεις, ο ’ όσους ή π ο λ ιτ ε ία άνά- θεσε τή ν ά π οσ τολή νά τ ά δ ιαπλάσουν. τήν καλή προα ίρεση καί τή σ ω σ τή κα­τεύθυνση, δ έ μ π ορε ίς π α ρ ά ν ά νο ιώ ­θεις, σά ν ά νθ ρω π ο ς πού π ονά ς τό ν τ ό ­πο σου κ α ι πού π ισ τεύ ε ις π ώ ς τ ό έμψυ-

το Ο κ. Δ η μ ή τ ρ η Φ ω τιάδη.χο ύλ ικό το υ γ ίν ε τα ι ν ά σ τα θ ε ί καλύ ­τερ ο , τή ν π ιό β α θε ιά εύννω μ οσύνη .

Γ ια τί, β έβα ια , ό λ α τ ά κ τ ίρ ια κ’. ο ί σ τίβο ι, τ ά κ α λ ά γή π εδ α κ’ ο ι βά ρκ ες π ού δ ια θ έ τε ι ή σχολή , δ έ θά ε ίχ α ν π α ­ρ ά ελά χ ισ τη σημασία , ά ν τυχόν τ ό εκ ­π α ιδ ευ τικ ό πνεύμα πού ύπ άρχει σ ’ αύ­τή , ή τα ν σ τενόκ α ρ δο , σ χ ο λ α σ τικ ό κΓ ά- να χρον ισ τικ ό . Ή «έ ξω σ χ ο λ ικ ή » κ α τεύ ­θυνση τ ώ ν π α ιδ ιώ ν έχ ε ι ά να τεθ ε ΐ σ τό ν 'Ά γ γ λ ο συνδιευθυντή τή ς σχολής, τό ν κ. Π έτον . Γ ιά ν ά χ α ρ ε ίτ ε τό ν άνθρω πο, τ ό ν ώ ρ ιμ ο σ τή ν ή λ ικ ία α υ τόν ά ν τρ α , π ρέπ ει ν ά τό ν δ ε ίτε μ α ζ ί μέ τ ά π α ι­δ ιά . Ή ψυχή το υ ε ίνα ι νέα ό π ω ς κΓ αύ-. τώ ν . Γ ελά , κ ο υ β εν τιά ζε ι, δ ια σ κ εδ ά ζε ι μ α ζί τους, σ ά ν ίσ ο ς π ρ ό ς ίσους. Δ έ ν φ α ν ερ ώ νε ι π ο τέ καμ μ ιά υπεροχή. Μ ιά σ τ ιγμ ή χ ρ ε ιά σ τη κ ε ένα ς μ π άγκος. Δ έ δ ιά τα ξ ε κ α νένα νά τό ν φέρει: τό ν ά ρ ­π α ξε ά π ό τή μ ιά άκρη α ύ τό ς κΓ άπό τή ν ά λλη έ ν α π α ιδ ί κα ί τό ν κουβάλησε γ ε λ ώ ν τα ς . Μ ού ε ίπ αν π ώ ς τ ά βράδυα π η γα ίν ε ι σ το ύ ς θα λά μ ου ς τ ώ ν μ ικρώ ν μ α θη τώ ν καί... π α ίζε ι μ α ξ ιλ α ρ ιέ ς μ α ζί το υ ς ! Α σ φ α λ ώ ς π ο λλά σ επ τά κόκκα- λ α το ύ εκπ α ιδευ τικ ού συ σ τή μ α το ς τού δόλου κα! τού φ ά λ α γ γ α θά έ τρ ιζα ν , οπ; μπορούσαν ν ά τ ό πληροφορηθούν αύ τό , ά π ό Ιερή ά να νά χ τη σ η μ έσα σ τού ς τά φ ο υ ς τους. Μ ά π όσο ι κα ί π ό ­σο ι ά κ όμ α σοβ α ροφ α νείς καθη γη τά - δ ες μ α ς . κ α τα σ υ γχ ισ μ ένο ι δέ θ’ άνα- κ οά ξου ν : «Ά λ λ ίμ ο ν ο ν , ά π ώ λ ε το ό σ ε ­β α σ μ ό ς !» . ’Ό χ ι, γρ α φ ικ ο ί -φίλοι μου. Δ έ ν ε ΐνα ι ό σ εβ α σ μ ό ς πού π ά ε ι π ερ ί­π α το έτσ ι, π α ρ ά ή σ τενοκ εφ α λ ιά κ’ ή β α ρ β α ο ό τη τα . Γ ια τ ί πρέπει νά δ ε ίτε π ο ιά ε ίνα ι ή ά γά π η κ’ ή λ α τρ ε ία τώ ν μ α θη τώ ν γ ι ά τό ν 'Ά γ γ λ ο διευθυντή του ς. Μ ά π ώ ς μπορούσε νά ή τα ν δ ια ­φ ο ρ ε τ ικ ά ; Γ ια τ ί τ ό ν αληθ ινό σ εβ α σμ ό δέν τό ν γέννα , βέβα ια , ού τε ό τρ όυ ος, ού τε ό ε ξα να γκ α σ μ ό ς , π α ρ ά ή -αυθόρ­μητη κα ί π ολιτισμ ένη συμ π ερ ιφ ορά ά 'θ ο ώ π ο υ π ρός άνθρωπο.

Μ έσ α σ τό ν π εο ίβ ολο τή ς σχολής ύπάο- χουν ένα σ ω ρ ό καοπ οφ όρα δ έντρα . Ό π ρώ η ν διευθυντής, όπ ω ς μού είπαν,άπα- γόσ ευ ε α ύ σ τη οά νά κόβουν τού ς καρ ­πούς. Ο ύαί κ ι’ ά λ ίμ ονο σ ’ όποιο π α ι­δί θά τολμ ούσε νά ά π λω νε τ ό χ έρ ι του πρός ένα ν καοπό. ό σο ώ ο ιμ ο ς κα ί προ-

( ΣΥΝΕΧΕΙ Α ΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 3>

(Μέ μεγάλη χαρά δημοσιεύουμε παρα­κάτω άρθρο του κ. Τζών Κάτφορντ, είδικά γραμμένο γ ιά τό περιοδικό μας καί μετα- σμένο άπό τόν κ. Β. Λ. Καζαντζήν. ‘Ο κ. Κάτφορντ είναι ό νεώτερος καθηγητής τοϋ ‘Ινστιτούτου Αγγλ ικώ ν Σπουδών, ειδικός στά ζητήματα τών ρδοηέϋο καί τής γλώσ­σας κ ι’ ένας μεγάλος φίλος της 'Ελλαδας καί τής δημοτικής, μέ τήν έκμάΟηση τής όποιας καταπιάστηκε άπό τήν πρώτη μέρα τής άφιξής του).

"Ε ν α ς π α γ ερ ό ς ά νεμ ος έ σ τε λ ν ε σύν­νεφ α ύ γροΰ ά τμ ού π α νω σ τή μ ελα γ- χοΛίκή πλα τφ όρμ , μ ιά νύ χ τα σκοτεινή τού Φ λεβάρη π ου π α ιρνα τ ό τρ α ίν ο γ ιά τό ν π ρ ώ το σ τα θμ ό το ύ τα ξ ιδ ιο ύ μου, άπό τό ν ζο φ ερ ό χ ε ιμ ώ να τού Β ορρά π ρός τό ν γ α λ ά ζ ιο ν ουρανό κα ί τό ν ή ­λ ιο τή ς 'Ε λ λά δα ς . Π ή γα ινα σ τή ν ’Α θή ­να, κΓ ή πόλη μέ το ν π α γ ερ ό άνεμο πού άφ ηνα π ίσω μου ή τα ν τ ό ’ Εδιμ ­βούργο , ή περήφανη γ κ ρ ί ζα π ρ ω τεύ ­ου σα τή ς Σ κ ω τ ία ς .

Π ερ ιτρ ιγυ ρ ισμ ένο , κ ι’ άπό τ ις τρ ε ις μ ερ ιές μέ λόφους, τ ό ’Ε δ ιμ β ού ργο β ρ ίσ κ ετα ι σ τ ις π λ α τε ίε ς όχθες το ύ πο­τα μ ού Φόρθκι· έχ ε ι μ π ροστά του , σ ’ αυ τή ν τή ν πλευρά , όλη τή Β όρ ε ια θ ά ­λα σ σ α . Γ ιά τή ν το π ο θ εσ ία του, τή γ ε ­νική του δ ιαρρύθμ ιση κα ί τή ν κ λα σσ ι­κή το υ α ρχ ιτεκ τον ικ ή , όπ ω ς, άκόμα, κ α ί γ ιά τό ν μ εγά λο του π ολ ιτισμ ό , ά- π όχτησε, δ ίκ α ια ή ά δ ικα , σ ' όλο τό ν κόσμο, τή ν π ροσω νυμ ία «ή ’Α θή να τοΰ Β ο ρ ρ ά ». " Ι σ ω ς γ ι ’ αύ τό τ ό λ ό γ ο ήμου­να β έβα ιος π ώ ς θάμουν σά ν σ τό σπ ίτι μου ό τα ν θά έφ τα να σ τό τ έ λ ο ς τού τ ε ­τρα ήμ ερου τα ξ ιδ ιο ύ μου. Α ρ γ ό τ ε ρ α π ε ίσ τη κ α περ ισσότερο ...

Π ρ α γμ α τικ ά , τ ό ’ Ε δ ιμ β ού ργο μοιά^- ζ ε ι πολυ μέ τή ν ’Α θήνα . Τ ό ρ όλο τοΰ Ι ε ρ ο ύ Β ράχου π α ίζε ι τ ό Ά ρ τ ο υ ρ ς Σ ή τ ( = ό θ ρ ό ν ο ς το ύ ’Α ρ θ ού ρ ο υ ). Εί- ,ναι έ να ς λόφ ος βραχώδης, ά λ λ ο τε έ- ν ερ γό ήφ α ισ τειο , πού σά ν π λ α γ ια σ μ έ ­νο λ ιο ν τά ρ ι ά γρυ π νά ε ι π ά νω άπό τήν π α λ ιά π ολ ιτε ία . Κ ομ μ ά τια απ ’ τή ν ή- φ α ισ τε ιώ δη του δράση , μ εγ ά λ ο ι τ ε τ ρ ά ­γ ω ν ο ι β ρά χο ι άπαλυμένοι άπό τ ά χ ιό ­ν ια τη ς ά π έρ α ντη ς ’ Εποχής τώ ν Π ά γω ν , ε ΐνα ι σκορπ ισμ ένα σ ’ ο λό κ λη ­ρη τή ν πόλη. ΚΓ ό π ω ς ή άρχ ική ζω ή τή ς Α θ ή ν α ς σ υ γκ εν τρ ώ θ η κ ε π ά νω κα ι

Τδ μνιμιείο τοΟ Ν έλιωνα (δεζ<ά ) καί τδ ‘Εθνικδ τοΟ Παρβενώνα) στό

μντμιεΐο tfcv τteodvwv, < μισοτελειωμένο Λντίγμαφο ’Ε6ΐιμ£ο0?γα.

τ ο 0 κ. Τ ζ ώ ν Κ ά τ φ ο ρ ν τ

γ ύ ρ ω σ τή ν ’Α κρόπ ολη , έ τσ ι κΓ ά π ό τό σκο τεινό , ξεχ α σ μ ένο π α ρ ελθόν ή ζω ή το ΰ 'Ε δ ιμ β ού ργου σ υ γκ εν τρ ώ θ η κ ε γύ ­ρ ω ά π ό τ ό θ ρ ό ν ο το ύ ’Α ρθούρου μέ τ ό περίφημο κ ά σ τρ ο του . Σ τή ν κορφή του, έ ν α π ρ ο ϊσ τορ ικ ό χ ω ρ ιό κΓ ένα ς Σ α ξω ν ικ ό ς Π ύ ρ γο ς δ ια δ έχ τη κ α ν τό έ ν α τ ό ά λλο , κα ί μέ τό ν κ α ιρό μ ιά μι­κρή πόλη δ ιαμ ορφ ώ θη κε κ ά τω άπό τή ν π ρ οσ τα τευ τ ικ ή σ κ ιά του . Ά κ ό μ α κΓ ώ ς τ ό 1450, ό τα ν χ τ ίσ τη κ ε ένα τ ε ί ­χ ο ς κυκλικό, όλόκληρη ή πόλη ή τα ν σ υ γκ εν τρω μ ένη σ τή ν π λ ά γ ιά πού κα­τεβ α ίνε ι άπό τ ό Κ ά σ τρ ο καί φ τά νε ι ώ ς τ ά Α ν ά κ τ ο ρ α το ύ Χ όλυρουντ, γ ν ω σ τ ά ά π ό τή σχέση το υ ς μέ τή ν ισ το ρ ία τή ς ά τυ χη ς Μ α ίρης Σ το ύ α ρ τ . Κ α ί. μ ιά κα ί τ ό τε ίχ ο ς έμ π σδ ιζε τή ν επ έκ ταση , σπί­τ ια ψηλά χ τίσ τη κ α ν τ ό ένα έπ ά νω σ τό ά λλο , κΓ η Σ κ ω τ ικ ή ά ρ ισ το κ ρ α τ ία το ΰ 15ου κα ί 16ου α ιώ ν α έκ α νε τ ις έπ ισκέ- ψ εις τη ς μέ φορεία , άφού τ ’ ά μ ά ξ ια δ έν μπορούσαν νά κυκλοφορήσουνε μ έσ α σ το ύ ς σ τενού ς δρόμους, (ή κα­λ ύ τερ α δ ια δρόμ ου ς) που π ερνούσα ν μ έσα καί κ ά τω ά π ό τ ά κρεμ άμ ενα σπ ίτια . "Ε τ σ ι τ ό ’Ε δ ιμ β ούργο δ ιαμ ορ­φ ώθηκε σ έ μ ιά μ ά ζα από δρόμους μι­κρούς κα ί σ π ίτ ια ψηλά, δπου ό σπ ά ­ν ιο ς ήλ ιος τή ς Σ κ ω τ ία ς δύ σκ ολα ε ισ ­χω ρούσε. Α ύ τά ώ ς τ ις ά ρ χ ές το ύ 19ου α ίω να .

Τ ό τε ά ρ χ ισ ε νά χ τ ί ζ ε τα ι ή κα ινούρ­γ ι α πόλη. "Η τα ν ε μ ιά π ερ ίοδος πλού­σ ια κΓ όμορφη (πού αλλο ίμ ονο , πολύ γ ρ ή γ ο ρ α τή δ ια δ έχ τη κ ε ή ύ λ ισ τ ικ ή ε ­π ο χ ή τ ή ς β ιομ η χ α ν ία ς ). Σ τ ά β ορε ινά το υ Κ ά σ τρου , π ά νω σ τή ν π λ α γ ιά πού κ α τεβ α ίνε ι π ρός τό ν π ο ταμ ό Φόρθ, χ τ ί­στη καν_ μ έγ α ρ α κα ί κήποι α νθ ισμ ένο ι και δρόμ ο ι π λα τε ιο ί, σ χ η μ α τίζο ν τα ς κανονικα π α ρ α λ λ η λ ό γρ α μ μ α σά ν τ ό ομορφο άθη να ϊκ ό τ ε τ ρ ά γ ω ν ο τ ώ ν ό- δ ω ν Σ τα δ ίου , Π α νεπ ισ τημ ίου κ α ί Α ­καδημ ίας καί τ ώ ν π α ρ όδω ν τους.

Δ υ ό μ εγά λ ο ι Σ κ ώ το ι ά ρ χ ιτέκ το ν ες , κ_ ο ι δυό φ ιλέλλη νες , κα ί θα υ μ α στές τη ς άπλής κ λα όσ ικ ή ς έλλη ν ικ ή ς όμορ- φιας, ό κ ομ π ερ τ Ά ν τ α μ ς κα ί ό Πλέϋ- φαιρ, δώ σ α νε τή ν όρ ισ τ ικ ή μορφή τή ς κ α ινο ύ ρ γ ια ς πόλης. Ά π ό τ ά κ α λύ τερ ά του ς κ τ ίρ ια σ έ κλασσ ικά ρυθμό ε ίνα ι ή Playfairs National Gallery of S co t- «and, καί, κοντά , τ ό κ τίρ ιο όπου ή Β α­σ ιλ ική Σ κ ω τ ικ ή ’Α κ α δ η μ ία δ ίνει τ ις εκ θ εσε ις της . Τ ό δ εύ τερ ο ε ίνα ι σ έ ά- γ ν ο Δ ω ρ ικ ό ρυθμό τή ς εποχής τού Πε­ρικλή, με τή δ ια φ ορ ά π ώ ς ο ί Β ικ τω ­ρ ιανοί, με τη γ ν ω σ τή του ς ά δ ια φ ορ ία και επ ιπ ολα ιό τη τα , β ά λα νε έ ν α άπ ίθα- νο ά γ α λ μ α τη ς Μ εγά λ η ς Β α σ ίλ ισ σ α ς π ά νω σ τή ν πρόσοψη που β λέπ ει σ τή ν Π ρ ινσ ες Σ τρ η τ . '

Α ύ τό ς _ό δρόμος, ή κυρ ιώ τερη άρ- τη ρ ια το υ < Εδ ιμβούργου , δ ίκ α ια θεώ-

0710 του ς κ α λύ τερου ς δρόμους *ης Ευρώπης. Σ τη βορεινή του π λ ευ ρά ε ίνα ι μ ια σ ε ιρ ά άπό κ α τα σ τή μ α τα οε- σ τω ρ α ν κα ί λέσχες , έ νώ σ τή ν ά λλη έκ- τε ινο υ ν τα ι κήποι α π έρα ντο ι, κα τα π ρά - σ ινο ι α π ο τη χλόη τ ο χ ε ιμ ώ να κα ί πο­λύ χρω μ ο ι τη ν ά νο ιξη κα ί τ ό καλοκ α ίρ ι. Κ α μ π έ ρ α άπο το ύ ς κήπους, τ ό Κ ά ­σ τρ ο , σ τα θ ερ ό κα ί δυ να τό σ τό άπ ότομ ο υψος του , π ό τε τρ ιγυ ρ ισ μ ένο άπ ’ τή ν ομ ίχλη (γ ια τ ί τ ό Έ δ ιμ β ο ύ ο γο δ έν έχ ε ι τη διαφανή α τμ ό σ φ α ιρ α τή ς Α τ τ ικ ή ς ) , κα ι π ο τε φ ω τισμ ένο ά π λ ετα , τή νύχτα , κ α ί κρεμ ασμ ένο ψ ηλά σ τό σ κ ο τε ινό ουρα νό σ ά ν κάπ οιος ιπ τά μ ενος μ α γ ι­κός π ύργος.

_Μ ονά χα ή θ έα πού έχ ε ι κανείς άπό τη ν Π ρ ινσ ες Σ τ ρ ή τ ε ίνα ι ικανή γ ι ά ν ά δ ικ α ιώ σ ε ι τή ν π ροσω νυ μ ία «Α θ ή ν α τού Β ο ρ ρ ά ». Σ τ ό π ρ ώ το π λά νο ο ΐ γ κ ρ ί ζ ε ς

(ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 3)

«ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ» ΑΘΗΠΛ. ΠΕΡΙΟΔΟΣ Β' ΑΡΙΘ. ΦΥΛΛΟΥ 128 ΤΙΜΗ ΦΥΛΛΟΥ ΔΡΑΧΜ. 4.

2 Τΐ6Ο0?(ΛΗΝΙΚ2ί ΓΜΜΜ&ΤΛ

Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑτο Ο κ. Ν τ ίν ο υ Κ ο υ τ σ ο ΰ μ η

Τά δημοτικά τραγούδια καθρε- ’Αχαλίνωτη ή δύναμη του πόθου κ«ρά®ι β ώ * « « μέ ta nowà à- τα ™ ,« . -Αρκεί Ενα πικρό, βαθύ άνέκικληπες διαταγές του μέσα « faχτίζοντας πίστα τήν ψυχή του I- γλυστρα άπ την καρδιά, γίνεται ζύ- Λ ^ ‘âK S S ï’ <*» «Καν παράΊτονο πού ξί,χ εΛ ίζ« άπ* τήν ικιβαρχικές λεγεώνες του, μέ μι*

τ η ι ι η τ η ι ι π τ ι μ ι ι Α m » i » · ' . “ τ . . . κ α ρ β ί ά ΐ * - · — •·!" ---------- - * ■*— ------

ίν ' Αρμενίσου».

^ Τ ό σ η είναι ή σ α γή νη το ΰ πάθους τή ς νησιω τοποσλας μας, πού ή φω- νή της ξυπ νά άπό τ ά βάθη το ΰ τρ ι-

Δέτ ih m η/Λφα Λ βιψΰ

νερό νά μήν μ*ορώ

θνους μέσ α σ τις ά πλοχυμένες ρ ίμες μ η ά δ ιά π λα σ τη μ ά τή ν σ τ ιγ μ ή πού (τέτβιβ κάλλη.τους, πα ρουσιά ζουν, ά νά μ εο α ά π ' τή ν δονούν ο ί π ρ ώ το ι κρα δ α σ μοί το ΰ Αληβμονο&ν« τΑ «τν ι* « ' Αφήνουν , « κου­τ ή ν ό μ ίχ λ η του θρύλου κ α ί τ ή ν σ κ ιά ένστικτου, β υθ ίζετα ι σ ’ ένα ρ ω μ α ντι- _. ... . . (π11* ’ ***:·τ ή ς παράδοσης, τόν Ιρ ω τ α κ α ί τό ν κ ό π α ρ α λή ρ η μ α γ ιά νά μετα ρσιω θεί ξΆέψουν δέν μ«ορο©ν δέν ξέρουν τρ α γο υ δ ο ύ ν μ έ τό πάθος κα ί τό ν π ό - κα τό π ι σ ’ ¿να κορύφ ω μα λυ ρ ικ ό : ν ο πού έμπνέει σ ’ α ύτούς πού Ι ρ - βά γίνω γή ν* μέ γιοψύ,« νά «*#.»<*;χ ο ν τ α ι το τιε ινο ι ικετες σ τον ©ωμο ©& γ4νν> άχπχιόκονιιο νά πίν|4ς νά κτρνάς.τοο. Ό λαϊκός βάρδος ττού ξημερώ· κ., *ΊΝ Μ»υ ιν* ν *ν»ι ιυυ »μι- ------- ·— /*- · ·* * *τ γ - — ■■■» γ - , . Α ^ ,· · - ·* · ·, .νεται στό καλντερίμι, κάτω άπ’ τό Ή λαγνεία τού ^κορμιού πού ό κομισμένου πελάγους τίς γλυκόλα- ^ χών έξη βασικών πόθων της ψυ* ** ίν“ ™ *’Ρ00ΐζ » «

βαβί.ιά ό μ ο ιά τη τα μ έ τ ή ν άπεικάιτ- ση το ύ κ α φ α λλά ρ η Χ ά ρ ο ν τ α ποό

Ä M w -τ11 ^ ές &ενένϋ ° ™ κ™ ±νά πιώ μιγΛλος « λια του άλογου του, άδιαψορώνιας χιά δ,τι γίνεται γύρω του:

μιγΛλος (καΟμός μου...

Τ ο ύ Κ α ρ τέσ ιο υ ή φ υ σ ιο λο γία πού θέλει τά ν γ ιό τη ς ’Α φ ρ ο δ ίτη ς μ«τοο-

~λχί ούρανέ μή βρέξεις «κΑ, κ ά κ μ » (αύτή τή χάρη

(χορτάρι.

. . , ^ Ή δ ύ να μ η τω ν μ α τ ιώ ν ε ίν α ι τότίς Ν α ϊά δ ες πού τ ίς έβ λεπ α ν ο ί π ρ ό - γα ν ο ν τρ α χ ή λ ίμ » δέν ο υ γ κ ιν ε ι τή ν πειά το υς ατούς π ερ α σ τικ ο ύς Ά ρ γ ο - ΥΠ ικ>υ τρ ικ υ μ ίζε τα ι πάτε απα/ΛΧσαν ά νβ ξά ντλη το θ έ μ α πούγο ν ο ί το υ μέσ α σ τή ν π ρ ω τό γο νη παρθένα μας πού ζ η τ ά ν ά ζή σ ει λ ί - ναύτες ‘ ' “ . . . α - . . .φ α ντα σ ία τους νά π ροβα ίνουν ά π ’ τ ά γε ς _ σ τιγ μ έ ς μέσ α σ τήν Ιδέα κ α ί τό μήσειβάθη τών άντρων καί των ψαραγγι- πνεύμα τού αίσθήματος μιά ζωή στήθη » w »»μ κ ,« ,· · ... ·... - , - = . ν ι μ ν ν ι , ν γ » . » · ι » Η « « Λ» ν ι ι » σών, άλλά πλάθει έναν όλόκληρο πού ύπαρχει μόνο στά χρυσά ρόδινα τό άφθαστο εκείνο χορικό της Ά ν τ ι · OT€1PeJ έξ,οιμοΛΛγηαεις που στη μρυ- ^ μέ to0 κοθαρού ρωμαντισμοϋ τόνέο κόσμο μέ στυλοβάτες τόν ρυθ- όνειρα.. Ας βογγα στό πέρασμά γόνης τού Σοψοκλέους «"Ερως ά- 3 τ χωρίου διηγείται κόκκινη άπ μαγνάδι γ ιά κορώνα:μό καί τό αίσθημα... Σάν έγερτή- της ό καλός της καί 6ς τόν παίρ- νίκαγε μάχαν» καί ξεσπά στις μαν- παρθενικη ντροπή η κοπέΛλαριο σ ά λπ ισ μ α ά ν τη χ ε ΐ στούς Ι λ λ η - νε ι τ ό πα ρά π ονο: τινάδες πού ά ν τ ιλα λο ύ ν σ τά σ τα υ ρό - σΤ ις Φ*Αενά&ες( τη ς που τ η ν α κ ο υ ν ·0 ,οταμός σέρνει κλαδιά κ Γ ή βάλαστ*

Αρρωοτημένος τοβ γιβτροΟ «όντα ζητΑβι δ ρ ό μ ια τή νύ χ τα μέ τή ν κουφή λ α - μ *£**Φή « χ τ α ρ α . ^ ^ „¿ρη ^ ^ aipvti tA. . . (^orcm χ τ ά ρ α νά π ρ ο β ά λει ά νά μεο α ά π ’ τ ίς (-ταλληκάριιχ,

ι , -ε γ Α ,ο υ ζ ή τ η υ α ^ ,^ σ ο υ κ α κ ο φ Α « , . μ £ λ όχ6ς κ α Γ το ύ ς β α σ ιλικ ο ύς ή λ υ σ ί- ^ . , . A T - , .κομη χα μ η λο β λεπ ο ύ σ α ά γ α π η τικ ιά . (διάβα ' ._ τ ^ ρ ιε ρ γ η ά νά λυ σ η τοΟΤ ό άψύ δυω ς μύρο το ΰ κο ρμιού, ά λ - κι’ β^λοι ι* λένε ούννεφο κι’ Αλλοι τΑ λέν Σ ο τιενα ο νερ (« τ η ν ιώια σ τ ιγ μ ή πού

ν ικ ο ύ ς κά μπους ή φωνή τού τρ α γ ο υ ­δισ τή πού μ ’ ά σ β υ σ τη τή ν ’Α ρ ισ το - τέ λ ε ια φ λό γ α <τού είδέναι ό ρ έγεσ θ ε» άφ ήνει τ ή ν π λ ή μ μ υ ρ α τω ν α ίσ θημά - τω ν το υ ν ά ξεχειλίσ ει:

Φ οβατα ι ή κό ρη τό φ ιλί γ ιά ν ά μή τ ή ν προδώ σει το ΰ ένστικτου τό ρ ΐ-^ πρσοω σει το υ ένστικτου το ρ ι- χ { ' ά ν ία λ ίσ ε ι τ η Γ ^ Γ Γ ώ ’ τ ά (Α'ντΑρ«, δ ια σ τα υρώ νοντα ι γ ε μ ά τ α πάθος τά

T * y i m ΑγΑρια «ττδ χορδ., κορίτσια οτά ΥΟ ς κα ι ή π α ρ α ζά λη κ α ι μέσ α στή Χ μσ°τα° . ,a ν ^ Γ τ ά πασασύοε σ τ ί *Λ * Μ ν *lvm OÚmt?Z¿ 8ÍV t!v“ 1 ρ λ έ μ μ α ί^ π ρ ο α γ γ έ λ λ ε τ α ι μ ιά μ ε λ ·(τρογουδια σ ιω π ηλή μ υ σ τ α γ ω γ ία ρίξουν τ α ο - ® λα σ τα ρια κ α ι τ α π α ρα σύρει σ τις (ΛντΑρβ Γο υ τικ ύ ύ η α ο ίη ΐΛ ν ιά τ Υ

■έστ* καί τραγοοβήοειε πώς π,Ανειαι ή π λ α ο ί «,,όλακες κ α ί παραδώ σουν τ ά κα κοτοπ ιές το υ . Η τ ιμ ω ρ ία είνα ι «<*ρΑ ^ Ί κίρη tou « « * , «δρχετβι Απ ιο ν τ ικ ή Μ τα ρ ς η »; ■γ ια ^ τις . ματιές(άγάπη. wi φ ύλακες κ α ι πα ρα δ ώ σ ου. , .

κ ά σ τρ α τη ς όμορφ ιάς. Φ οβάται ό - Ρεγ ό λ η :( τ ' ά μ π έ λ ι . τω ν έρω τευμένω ν δ έν φ αίνεται πσι>

, . · ν . · ·, ,. , r . . θενά νά συννεφ ιάζει τ ή ν ά γνό τηταΚ α ί ά μέσω ς μέ τ ή ν έ το ιμ ό τη τα Μω5 κα ι 2° π α λ λ ή κ α ρ ι γ ια το ζω η ρ ό Πώς φιλησβ ρ Ά κοκελιΑ δέκο χρονών Κ ι ’ δ τα ν π ιά τό κ ρ α σ ί φ ουντώσει το ΰ α ισ θ ή μ α το ς το ΰ τροβαδούρου

κ α ί τ ό π λά το ς τή ς λ α ϊκ ή ς φ ιλοσο- χ ρ ώ μ α τω ν χ ε ιλ ιω ν πού τ ά θελει νά ^ TÍH£rvT0Via. ^ ζ ^ η « Ό πάθους κοΑ άνάψ ει τ ό ν μα ς. πού στή β α σ ίλ ισ σ α τώ ν αόσθΑ-φίας, που χ α λ κ ε ύ ε ι τή ν ψυχοσυνθε- σ τά ζο υ ν κ ρ α ο ι κό κ κ ινο κ ι ο χ ι ο - ά σβυστο ποθο σ τήν κα ρδ ιά , σ ί π α · σε ο ν δίνει κ ά τι τ ό ύπερφ υσικό γιασ η τή ς φ υλής, ή δημώ δης φ υσιολο- πω ς ά λ λ ο ίμ ο ν ο σή μ ερα κ ο υ μ α ντα - Τ ά τρ α γ ο ύ δ ια κα ί τ ά σ ο υ λά τσ α ρέες πού ξεχύ νο ντα ι ά π ’ τό κα π η - ν ά μάς σ υ γκ ιν ή σ ε ι π ερισσ ότερο καίγ ί α π ρ ο β ά λλε ι, ρ εα λισ μ ό ς κα ί σ υ - p ío ψ εύτικια κ α ί πού θ ά τα ν γ ι ’ α ύ - δέν παρασέρνουν τ ίς βασικές ά ρ χές λ ε ιό δ έ ν θ ά τρ α γο υ δ ή σ ο υ ν τό ν άφ η- ν ά μάς δείξει τή σ η μ α σ ία τη ς γιάνα ίσ θ η μ α , έπος κ α ί λυ ρ ισ μ ό ς μ α ζ ί: τόν ά ξέ χ α σ τη ντρ ο π ή: το ύ έ λ λ η ν ικ ο ΰ σ πιτιού, κ α ί τό α ί- ρηιμενο έρ ω τα , μ ά θα άφ ήσουν τ ή ν τή δύνα μη τή ς ά γά π η ς:

, . Ε ίχ« τό χείλια κΑκκινα, τ* χ*(λια της σ θ η μ α γ ο ν α τ ίζε ι μ π ρ ο σ τά στό ν ο : · φ αντα σία νά π λα νεθ εϊ στό λα β ύ ρ ιν -μ » te μ Ατια “ S ’ . ™ X«*“ 1 (ββμμένβ κο κυρ ιό γ ιά ν ά σκύψει κ α ί ν ά λ ο υ - θθ τού κο ρμιού κα ί ο ί έφ ιάλτες θ ά ««O p a μ Arrie Εχεις φώς μου, μαΟρο1 νη

m" Ató ΤΑ χιίλη oti>y καρδΛ ριζώνίΐ « « ί ^ κθ1 τά Φ ^ κ Α ^ Α φ σ » τΑ δι- σθεϊ σ τά νερά τής ήθικής κα ί ν ά ξ ε - τ « ^ ξ ο « υ ν ,σ υ θ έμ ελα τ ό , π α ρθ εν.κό ^ ^ «Φ(δέν ßyobti. σ . „„¿ ,μ ,β ^ χ υ ν α καί βΑφα» κοΛ π ε τα χ τε ι π ιό γραφ ικό* κ ι’ ά ς π ε ρ ι- κρ εβ ά τι που ή κ α ν τή λ α ρ ίχνε ι έπάυω . , λ

Τ, . . . , . , (ΤΑ AÍVIE μένει 6 άγαπητικός στό πρώτο σο- τ°ύ τ® γλυικό φως της γαλήνης:Τ ίπ ο τε ά π ό τό ν ά κ ρ ά τη το ή δ ο νι- Κ<Λ T i to ta n o γέμ»σβ» «ο ί βώμα» τΑ ^ ά κ ι πιό

ΓοΗτΑοί ηλέηω καί δέν Αδειάζω eáv τ ’ Αηοηλέζω ui χουβεντιΑζω.

€ μ ό τή ς λ α γ γ ε μ έ ν η ς ’Α ν α το λ ή ς , τ ί - (χορτάρια« ο τ ε α π ό τ ά άμορφ α, ά ρ ρ υ θ μ α Απ’ έβοσκα έβάψαν τΛ μαλλιά«π έ ρ μ α τ α τω ν έλξεω ν κ α ί τώ ν μ ί- κα1 χ* ΚΟύρ€ψ« δ βίσκδς φαφε τΑ ζδω ν τω ν Α σ ια τ ικ ώ ν λα ω ν. Τ ό 6 ισ · (ψαλίδια.λ ο γ ικ ό κ α ί φ υ σ ιο λο γικ ό σ φ ρ ίγο ς . . μ π ορεί ν ά νοιώ σει κα νένα φ ρ α γμ όκ ά τω ά π ό τό ν α ισ θησ ια κό χ ιτώ ν α ύ - Η ^ ^ ΐ Υ α !α κ ί ό κ λο ν ί)- στόυ ΐ5ΕΛχ ο ν ικ ή έκεϊνο δοΑιιο πούψώνει σ τό ν " Ε ρ ω τ α λα τρ ε ία

Τ ό έρ ω τικ ό χ ρ ώ μ α τή ς Ά λ ε ξ α ν - οτήβη^σου^ ιιού ζχουν δρι-νής ποιήσεω ς πού μένει μοναδι*

Ι μΧαρώτα κεϊν’ τάκριχοϋ » ’ Αγγίοω η * ν ω ^ Υ« ύ θ ,» ζωή» o è .KC* £ .έ ^ ιε υ σ η , ξα-

, , , „ «Λ - (μ · έβγΑλαν. να γ υ ρ ίζε ι ά π λσ , ákXa ζωη,ρο μέσαίο χ ω ρ ια τό π ο υ λό μ α ς ομω ς δεν χ * ¡(ίίλη σου tív’ ζΐζυρον. τ* μάοΑΑ σου σ τις άναρίιθμητες π α ρ α λ ο γ έ ς τών

ιορει ν ά νοιώ σει κα νένα « o a v u ó («ήλο » > δ η μ ο τικ ώ ν μ α ς τ,ρά γουδ ιώ ν, δπου τότη ^ ο Γ « ^ ’ E w S « : « f v ίδ ε ο λο γικ ό έκεΐνσ δρόμο π ο ύ ΤΑ γέλιο σου π α ρ ά δ ε ^ ι τδ , ο « , ί σου ^ W o κώάβει τίς

Ä KÔ τ ζ ά κ ι όρθώ νεται π ά ντοτε ά κ ο ί- " Τ ? ? , - _ , .

> σκύβ ει ντο ο π α λά τ ό ^ ά λ Γ σ τ ό π ^ ώ - ^ ^ «τ α λ ά β ε ι .τόν έρω τα ά λ - χ σ ν τα άκρα >τήρια το ύ γ υ ν α ικ ε ίο υ τ ω ν βορείω ν λ α ώ ν τή ς Ευρώ π ης- μέ« β ε ι ά π τό μεθύσι τη ς ό ρ γ ια σ τικ η ς Ρ _ _ a D J f ¿ , c , λοιω ς, π α ρ ά σ ά ν μ ιά ά μ ο ιβ α ία θ υ - β α σ ιλείου ώ ς το ύ ς π ιό κρυφούς κςά τ ίς υπ ο κλίσ εις τώ ν φεουδαρχώ ν καίδιεγέροεω ς στους φ ιλήδονους Ο- » .¿ Ρ Η * ® ·τβ υ ^ π α ρ α Φ υ ρ ιο υ γ ι α v a QÍa κ α · y ( . β ύ τό δ τα ν μ ιά σ χ ,γ μ ή ύπήνεμους κό λπ ους γ ιά ν ά μάς θ υ - τ ίς έπιδεικτικές ¿ξο μ ο λο γή σ ε ις , δεν

γ ι α υ τό κ ή κ ο π έ λ λα το υ υ · τ r Υ π λα νώ μ ενο νο μ ίζε ι πώ ς έχει γ ε λ α - μίοβι τό ν Φ ρόϋντ πού π α ρα δ έχετα ι β ρ ίσ κ ει άπήχηα η κ α μ μ ιά μέσα ρτή»στεί, τό π α ίρ νει I v a βαθύ μ ά σ το χ α - γ ιά «ά τια δ λω ν τώ ν ψυχνκών ·φοηνο· ε λ λ η ν ικ ή ψυχή πού π λά θ ει τό αίάθη-

μνους, γ ι περηφ α νεύεται: Ζτή γειτονιά σου μ ί οβυλοΟ» σκλάβο κι’ ά

(γΑρασί μ«Φαμάζομ* Αίαν περπατεΐς «ως S i» ArvAoO» y„j, jvo φιλί μ ί δίνουνε. 6ώοε to κι’ Ι · 01:1 κο π α ΡατΙ°ν(λ:

(οί ροΟγες moA ι^ς 6èv yivee« df*ôç μά τ'κ

(οτεροδγες.

Κ ά τω ά π ’ τό π η γ α ίο α ίσ θ η μ α δ

(καρέ με.

Α ύ τ δ π ’ ά ρνήθηκε δμω ς ή χ ω ρ ια - τσ π ο ύ λά μας στόν τρ α γ ο υ δ ισ τή τό ν

Όποιος Ακούει τούς λόγους ο«* τούς δάκους σου κιοτεύει «τή βάλοοσσα πιάνει λαγούς καί στΑ βουνά ψαρεύει.

μ ένω ν τ ή ν έρω τική έπ ιθυμία πού δ εν μ α μ έ τ ά ε υ γε ν ικ ά έ λ α τή ρ ια τής ¡ικανοποιήθηκε Kcd φέρνει τ ό α ϊσ θη- πνευ'ματικής ηδονής κ α ί τη ς κ «Λ α -μ α τή ς λύ π η ς:

Πύργος δέν θεμελιώνεται χωρίς μασίόροο

- 9 » « η » · " η ; . · « s — -ψιας, τό ν π α λ μ ό κά π οια ς ε ίδ υ λ λ ια - λ ί « « μ* δόξες κα ί τιμές, π ρ ά γ μ α £ 5κ ή ς α ισ θ η μ α τικ ό τη τα ς πού κ α ίγ ε τα ι που ξάφ νιασε τή μ ά να τη ς : 0XeTl! £ f γ ιά τ ή ν ^ ί τ ε υ ξ ^ τή ς ή ΐο - ΕΙΥ?°“ °4 «ο ύ τ ρ ι ·λ ιβ ά ν ι σ τον Ε ρ ω τα κα ι γ ίν ε τα ι κ α - Τ ’ Λεουσε ή μάνα της καί κλαίει, δίν τύ * L , vve¿ .A / ·-, T ¡c β λέιίβ ισ το υ α υχνά τ α π έ λ α γ η τη ς ευ.π νό ς κ α ί χ ά ν ε τα ι μέσ α σ τά σ ύνορα „ t ^ , <8<Χ "»κ*. SL··, „ a , „ „ í τυ χ ισ ς τω ν έρω τευμένω Υ κα ί π ο ύ Ο λεπ τό ς σ α ρ κ ικ ό ς έρ ω τα ς τήττ ή ς λ ο γ ικ ή ς κ α ί το ύ φόβου: 5 ? ? ^ ^ π ® ? ή Γ ι 2 ξ ε χ ύ ν ε ^ ι ^ ο τό έ λ λ η ν ,κ ό α ίσ θ η μ α έ χ ο υ ν ,μ ιά θέ- ’ Ισ π α νία ς κ α ί τή ς Π ρ ο β η γκ ία ς ,π ό ό"Η Αγάπη θέλει φρόνηση, θέλει ταπεινοσύνη, . AS_ , £ V α μ β έυ τικ ό ς ¿¿σ ά 2 τ Χ · ό μ ίχ λ η ^ Χ « Ρ ^ 1 · Υ > « « ί μ ’ α ύ τά ξ « ν β · Ο ι "Α ρ α β ε ς το ν ά γ κ ά λ ια σ α ν ^ κ α ί τόν•éxtt KvyoO γΚηγο^οούνη.* Α λ λ α ή κόρη αψηφέΐ αμέσω ς τ ις το ^ ixás&ooc 6 tloo odkxió c xric α ν ά - θ ερ μ α ίνετα ι τό πάθος κ α ι óicem pei- οιατϊ>ρηισαν σ α ν π α ρ α κ α τα θ ή κ ηΔίν εΐν· 4 ίρωτας « » Υ * νά κ α τη γο ρ ίε ς κ α ί χω ρ ίς φόβο έ ξω τε ρ .- γ ιά ν> „ α ς θ υ μ ^ ι ό ν ύ λισ μ ό Τα ι άσβυστη ή φ λ ό γ α τής άγάττης. ° “ σ τά κ ύ μ α τα του γ α λ λ ικ ο ύ ρω-βον* είναι βά ος μ' ά ^ α ^ έ ς 'κ.; άλλοίμσνό ^ ι _ τ ό ν ποθ° πού φ λο γ ίζε ι τή ν το ο π ρ ώ το υ ώ ιθρώ π ο υ πού μάς ου- Π α ίρ ν ο υ ν παλλές_φ ορές ένα χ ρ ώ μ α ^ ? ? X^ . v á7r’ . τη. Χνρα

ρ ή ς βιω τικ ής ψ υ χ α γω γία ς που μάς θυψιίζει eró υπ έρ τα το άγτοθόν» τ φ Ρ ε νά ν:

Ό τσν σέ «ρωτσγάπησσ. Ασπρε γολάζιε (κρίνε.

πΐοω μου δέ» έκ,ύττοίσ ε ίν « κόσμος δίν (είναι.

( σ ο υ άν μ π λ έ ξ ε ις . ψυχή τη ς : νοδεύει π α ντο ύ κα ί π ά ντοτε

λ ε ΐ ν ά ξεσκεπά σει δ λ α τ ά μ υ σ τικ ά κνημου σ ’ ε ν α ν κοσμο «ά γ γ ε λ ικ ά κα ί τή γ κ ο π έ λλα νά ά μ ύ ν ε τα ι δπω ς Κ(Ι' ή^λκά π λ α α μ έ ν ο », δπως λέει ό α π ο ο ει: π ο ιη τή ς . Τ ό έρ ο τέ υ μ έ νο π α λλη χ ά ρ ιμ.πορει:

“Αν ιτάί€ΐς κι* άγκολέοεις μβ κκ’ çiniioto ιιώς σ’ dyánoov λαλώ κι* έγώ πώς μ' Ι^ρεχες οής σ-ρότες iioù περπατούν.

ώλληικάριμ α ς π α ρ α μ έ νει π ά ντο τε « ικ έ τ η ς » τα­πεινός κα ί ευ λα β ή ς μ π ρ ο σ τά ο τό ν ι­ερό βω μό τή ς κα ρδ ιά ς μ έ τή ν ένερ- γ η τ ικ ή φ αντα σία πού φτάνει κάποτε τ ά δ ρ ια ένός βαθύτα του ψυχικοο

πού μάς π ρ ο κ α λε ϊ τό χ α μ ό γ ε λ ο , ά λ - τ®υ βάρδου μ α ς μ έ τ ή ν χά ρ α κ τη ρ ι- . . , , Σώπα, σώκα κυρ* μάνα μήν ντροπιάζισαι λ ά μ ά ς σ υ γ κ ιν ε ί σ υ γχρ ό νω ς - Β λ έ - σ τικ ή έκείνη λυ ρ ικ ή διάθεση πού ά-

τ ι γ η τ ε ι ά πού α νθίζει α τά ν ε ια · Ά γ ά άν βέλω κ «ι ^ον Αγ<τηώ. ΠΑι5 ^ τά νεό « « Λ ( , τάμορφο «αλληκάρι ποομε π . χ . τόν 'ά γ α π η τ ικ ό νά όατει* νυφώνει τ ά ρη,χα έ λ α τή ρ ια το υ θετι·τ α κ α ί ή έμφυτη δ η μ ιο υ ρ γικ ή φαν* γιά νά γίνω &σ壩δίνα μέσ* ιά Γι«η^να . ^ ταΐζω ζ*χαρ>>» νά ματίζω μ«λι <------------ -ί— ν·. - - · νίΛΜπ..»τα σ ία , ά π λώ νετα ι σέ σ υ μ β ο λικ ές . , * >Α σε χορτάσω ψίλημα: νά σέ σψιχταγκα-μορφές στά . π ο λυ κ ύ μ α ντα σ τά δ ια ^ £ν μο:ς λέβι ο λ α ϊκ ό ς δαρδος τ ί ι «σ .το υ α ίσθήμα το ς κα ί π ρ ο χω ρεί οτή « κο;με ή ^ ? μπ ροστά σ τήν π α ρ ά · » η ψυνή τοΰ Π ^τρ ά ρ χ η στό ά κου- €ουβή τ ρ ικ υ μ ία το ΰ μυσ τικ ισ μ ο υ α π α ίτη ση , α λ λ ά ά π ό οιμοε το υ βάρδου μας θά σ κ ιρ τά ά*τή ς . θρησκεία ς γ ιά ν ά δώ σει δ ρ κ ο "κολλά ά λ λ α τρ α γ ο ύ δ ια τη ν β λεπ ο υ - οφ αλώ ς άτι* τά βάθη του τάφου, για>τή ς πιστεω ς πάνω στό μ υσ τήρ ιο το υ ^ ya ^ α '-ζε(· εν^ σπουδαίο ρό λο β ρίσκει στό βάθος κά ποια κ> ·§ α π τ(σ μ α το ς : στους έρω τες τω ν π α ιδιώ ν της, που σ τ α λ γ ικ ή ο μ ο ιό τητα μέ τ ό ν φ λο-γ«·Έ γ ώ γιΔ τήν Αγόρπη <τοο

(ώμορφιάθέ νά ββφτίςτω Ινα παιδί νά βγάλω . ..... . .

(μά σου. ώ τερο χ ρ ώ μ α το ΰ έ λ λ η ν ικ ο ύ α ίσ θή- π ε ρ ιβ ά λ λ ο ν τό ψ υχικό δ η μ ιο υ ρ γο ύ ν τ ά τ ρ α γ ο ύ δ ια 'μ α ; στο α ϊσ θ η μ α !" θ 7Τ1ς ’ ®να τιερ ιδ ά λλο ν διαφο-Σ τ έ κ ε τ α ι εύσεβής μ π ρ ο σ τά στό μα τος, τ ή ν ά γ ν ό τη τα : γ ι ά τό ν ερω τευμένο μ,ιάν άτμόσφ αι- έρω τα ς σέ π ο λ λ ά μ α ς τρ α γ ο ύ δ ια Ρεπικό. ό^ο υ ά ντα να κ λο ϋ ν ο ί ποΛι>

μ ε γ α λ ε ίο τοϋ Δ η μ ιο υ ρ γ ο ύ κα ί γ ι ά Μ*»α την κόρη πού εΐ&α Εγώ άλλος νά Ρα θερμή πού το ύ έμπνέει μ ιά θ λ ί - ¿αφ α νίζετα ι πάθος βαθύ κα ί σ κ ο τει- π ο ικ ίλο ι χ ρ ω μ α τισ μ ο ί τής έ λ λ η ν ι ·'ύ π έρτα το δ ε ίγ μ α άφοσιώσεως. μ ό λις . (μ η 'τή » πάρει ψη χ σ ρ α χ τη ρ ισ τ ικ ή μέσα στούς κα - νο, όπου ή λύπ η π λέκει ένα π ένθ.μο κίΚ ψύ’χήρ χω ρ ίς ψ ιμμύδιο. χω ρίς ·το λμ ά ν ά ψ ιθυρίσει: στείλε νά κράξεις ά ρ χ ο ι^ καί μητροπολι- ^νούς τή ς όπ ο ια ς ύψώνει τή ν θεά τής στεφάνι κ α ί ή έγκ α τά λειψ η τή ς ά - τε ρ τ ίπ ια . Ο ί έρω τευμένοι τώ ν τρα -

Τ ίν Λν π»τνΓ,ν,Λ Μ ^ ,ι - 11« ,π ΐ νά πάν νά κάνου» προξενιά γυναίκα ν* κα ρδιά ς του ψ ηλά, π ο λύ ψ ηλά σάν γατπηπικιάς τρ α γ ο υ δ ιέ τα ι μέ δ ύ να μ η γ ο υ δ ιώ ν μας πού ξεκινο ύ ν γ ιά τόνΜαρία λέν τήν Παναγία,^ Μαρία λέν καί (τήν πάρω. σ ύ μ β ο λο και σ α ν ιδεα καί έκεινος κα ί περιπά θεια πού σ υ γ κ ιν ε ί καί Η » κΡϋ δρόμο τη ς ζω ης. δέν Ιχο υ ν*ι’ Αν άρνη&ώ τήν Παναγιά, 9έ » ’ Αιρνηθώ Τ ,, , , . σ κ επ π κ ό ς μ έ μ ιά μ ικ ρ ή δόση μ υ ο τι- τ ή ν άψυχη φύση. Τ ά μ ο ιρ ο λ ό γ ια ν ιά “ λ λ ο Η ό ύ ιο άπό τή ν ά γά π η . Σ τή ν

(καί σένα. ,<χ « « ή ρ ιτ ο ια τη ς α γα π η ς ά τε - κισμου άφήνει τό θ υ μ ία μ ά το υ νά τό ν ά π ισ το κα ρδ ιο κλέφ τη υ ο ιά ζο υ ν έποχη μας ένα τέτο ιο ζε υ χ ά ό ι ιαό-ρ * . „ , , . λ ε ιω τα π α ιτο τε , ά ρ γο π λε κ ο ντα ς τις ά νεβ α ίνει. Ε ίν α ι ό έρω τα ς α ύτό ς τρ ικ υ μ ισ μ ένες θ ά λα σσες πού β ο γ - κ-α ί Ρετά βίας θά μποοοΰσε νάΕ ίν α ι τό ά γρ α φ ο ,ά μ ετά κλι^το σ υ υ - λύπ ες κ α ι τ ις χα ρές τη ς νεότητα ς τώ ν νησ ιώ ν μας πού διαμορφ ώ θηκε γ ο ΰ ν ά π ’ τή ν ν ο σ τ α λ γ ία τη ς γ α ιιέ - εξοικονομηθ εί λ ίγ ε ς μ έρ ες . Ή λαί-

6*λα.'° Τ'00 ^ΥΥυοτται ό χ ε ίμ α ρ ρ ο ς που βλέπ ει τη ν π ρ α γ μ α τικ ό τη τα δ ια - κά τω ά π ’ τήν έπίδραση τή ς π α ρ θ ε- νης εύ τυ χία ς · κΐΙ Μ ούσα βλέπει τά π ο ά ν υ ο π α μέτης Ε λ λ η ν ικ ή ς Ισ το ρ ία ς π ο υ το υς φορετικη ά π τ,ίς βλέψεις της, ά λ λ ά νικής τω ν ζω ής καί τή ς φύσεως: Ό ά λ λ ο ν φακό' είναι τταοα’ΐύ'&ι κοιί ή'ά Λ σ ο λ ί Λ Τ Λ . » Λ τ Ρ Λ / Λ , ε Λ Λ β Λ « ο η ο ^ ν ί π Α ν Λ ν ν Λ Γ σ τ ι ν . » Α „ . Α . , £ - , · . - Λ . . ο ---------------------------------. · . ---------------------------- · ■ ■ - ' · » - - Α ν κάμω Α χ κάνει σεισμό καί βάχ χαλά ζω ή ή σημερινή ΤΟ ύλά χιΟΤΟ ν άπέχεί

(ή πλάση, κ ι ’ ά π ’ τά δύο. Γ ιά μάς πού μείναμεάναστενάζω σεΐονται όρη, βουνά καί δάση... τού ννμφ ώ νο ς» ά ο κ εί γ ιά νά

• Α ν ά μ ε ^ ατούς πολυά ριθμους σ τί- ^ τ ^ έ ρ ω τ ® χ α ρ ^ ί ^χ ο υ ς τ η ς λ α ικ η ς ά ν € ο λ ο γ(α ς σ ν « κ α - αύτ^ ¿πωΔ , . . μ ι | , μ μ * Π

το υ Δ α ο β ιν ο υ τό ν έ-

ν ά δείξει τή ν π ρ ω τό γο νη , ά κ ρ ά τη τη χο υ ς καί νά μερώ νει τά θ ε ρ ιά ». Χω -δύνα μη το ΰ α ίσθήμα το ς, δέν φοβά- ρ ίς α ιμ α το χυσ ίες, χω ρ ίς μαύρες θα- Σάν άγαπάς γνωρίζεσαι σαραν αίνα μίλι, .. ..t a i ν ’ ά ρ π ά ξει ά π ’ τ ό β α σ ίλε ιό τη ς νοτερές σκέψεις, ύψώνεται άπ’ τό Χ61 ,α μοαα χαμηλά καί μαραμμίνα χε.λη χους τη ς λ α ϊκ ή ςμ ιά ν άδερφή το ύ Ε λ έ ο υ ς πού ρούφη- μ π ου ζού κι κ Γ άπ’ τή λ ύ ρ α ό ϋμνος · η λ . , λ υπτ ουμε και τ(ξ ε μ ιά νύ χ τά ά νοίξεω ς τό β ο τά νι τή ς S tó v ξα νθ ό γ ,ό τή ς ’ Α φ ρ ^ ίτ η ς ’ ζω ή ^ά γά π η ς:

οετεί" τή ν ά να π α ρ α - Κι' άν ίσως καί διψάσουμε(βά πιούμε.

ιό τί νερόm e ητιλυ írrvfiñ -νιΑ r ñ r Ά Λ Λ Λ ^ Ιτ η τ · ΓκιΛ - i i « Kw s,p.- μ ω ια ιιν υ εουπί-υετει τη ν α να π α ρ α -1 5 a t a Αφ ροοίτης, ζω ή νει Τ0 γειτο νο π ο υ λο που παραφ υ- γ ω γ ή κα ί τή ν έ π ιλο γή κρυμμένον 6-

γ ε μ ά τ η χα ρ ά , ζω ή πιό έντα τικη μ α - λά ε ι_ σ τό χ α γ ιά τ ι τή ν κ α λή τού γ ιά μω ς π ά ντοτε καί ά π α ο α τή ο η το ν ν ά Τώ δάκρ-’ <’ ου tó 5* κξ,υ >*eS v:cé 94 ^Ευιτνδν τ ’ Αηδόνια άτιές φωλιές, τά λάψια ’A v -o o u a ía r ^ ^ á X n f l iv T '^ 'í i íT n n ϊ * Τ^ζ TrStór Sl vct γ λ υ κ ό λ ο γ ο , δέν διευθύνει ά π ’ τά π α ρ α σ κ ή νια . Σ κ λ η - Τ I,,0UUE-. ' . , (ά® ά λαγκάβια τη ς Α χ-.ρ ο υ σια ς ώ ληθινη μ ε τα ρ - έχει κ α μ μ ιά σ υ γ γ έ ν ε ια μ έ τό ν έ γ ω ι- ρός π ά ντοτε καί όχι μόνον «ώ ο α ιό - Ό έρω τα ς τώ ν δ η μ ο τικ ώ ν μας τρα-ίυπνάει ,α , μ,ά κ α λ ο ν ο ^ π ^ ρίσα άπ το σ .ω σ η ^ ^ ^ ^ ^ ^ το ύ ς Ν εο έλλη νες μέ τα τος μέ χρυσδς π τ έ ρ υ γ α ς » όπως γο υ δ 'ώ ν ξεπ ετιέτα . σέ π ο λ λ ά μέρηακύφτΐΐ ικχάει χά póna της. κόφτει τ Δ ¡Smoo κι' δν δοΟν τόν dryowa' νά τής τΔν τ σ ο^μψίΛΊο^οο κ σ ι τους ρι* το ν 0έλε t ό ΠΧοττων. ϋϋ'ον€τσί σά ν άτι* τή ν ψυ^η του δ^*συς καί ή λύ ο σ

(,κομ«ολΔν»Λ- (χοιρΐτοΟνεκ ϊν € ΐ σ τα ουιχνά ¿ ν κ λ η ^ α τ ικ ά όράιμα· ά ληιθ ηός σατρό*ττϊ>ς άφήνοντσ-ς τίς του άννα>οτου οαψωόου αέ tic σ»>

BOKWHHPAtTMiflÄMÄ

Η ΑΟΗΝΑ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ(ΕΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΒΛΤΔΑ 1)

κολόνες τή ς Σ κ ω τ ικ ή ς Β α σ ιλ ι­κής ‘Α κ α δη μ ία ς , δ ε ξ ιά σ έ ά- κόσταση, ό θ ρ ό ν ο ς το ΰ ’Α ρ θ ού ­ρου π ά νω σ τ ις σ τ έ γ ε ς κ α ί τ ίς καπνοδόχους τ ώ ν π α λ ιώ ν σπ ι­τιών, κα ι σ τή ν έπ έκ ταση τή ς Πρίνσες Σ τ ρ ή τ έ να ς ά λ λ ο ς λ ό ­φος, τ ό Κ ώ λ το ν Χ ίλλ , μέ π λ α ­γιές φ υ τεμ ένες μέ δ έ ν τρ α κ ι’ Iva σύ νολο ά π ό κ τ ίρ ια σ τή ν κορφή του . 'Έ ν α ά π ό α ύ τά τ ά κτίρια τ ρ α β ά ε ι ά μ έσ ω ς καί κράτάει τή ν προσοχή. Μ ιά σ ε ι­ρά άπό έλ λη ν ικ ές κ ολόνες σ τό γκ ρ ίζο φ όν το το ΰ ούρανοΰ Ι(φωτισ{αένες κι’ α υ τέ ς τή νύ­χτα ) σα ν τ ά έρ ε ίπ ια έ ν ό ς ναού μαγικά μ εταφ ερμ ένου ά π ό τή ν Αθήνα, τό σ ο μ ακρυά ά π ό τή ν ’Ακρόπολη. Ε ίνα ι τ ό ’ Εθνικό μνημείο τ ώ ν Σ κ ώ τ ω ν πού έπ ε­σαν σ τού ς Ν α π ολ εό ν τε ιου ς πο­λέμους. Ά ρ χ ιν ισ μ έ ν ο σ ά ν άν- τίγραφο το ϋ Π α ρθενώ να , δέν κατορθώθηκε π ο τέ ν ά τ ε λ ε ιώ ­σει. Ό Δ ή μ ο ς το ϋ ’ Ε δ ιμ βούρ­γου δ έ ν ε ίχ ε ά ρ κ ε τά χρή μ α τα γ ιά ν α φ έο ε ι σ έ τ έ λ ο ς τ ό φ ι­λόδοξο σχ έδ ιό του . Κ α λ ύ τερ α δμως ετσ ι. Γ ια τ ί έ νώ μ ισο τε­λειωμένο έχ ε ι μ ιά δική του π ροσω π ικότη τα κ α ί μ εγα λο - ποέπεια, ά π ο τελ ε ιω μ ένο δ έν θά μποροΰσε π ο τέ ν ά φ τά σ ε ι τήν ομ ορφ ιά το ϋ Π α ρθενώ να , άιτοχτημένη σ τό π έρ α σ μ α τ ώ ν αιώνων.

Δ ίπ λ α σ ’ α ύ τό τ ό έκπ ληκτι- κά έλλη ν ικ ό κομμάτι, σ ’ έκνευ- ριστική α ντίθ εση , β ρ ίσ κ ετα ι έ ­νας ά κ α λα ίσ θ η το ς σ τρ ο γ γ υ λ ό ς πύργος, τ ό μνημείο το ϋ Λ ό ρ ­δου Ν έλ σ ω να . Μ ά έ ίο υ δ ε τερ ώ - νεται, σ τή ν ό τ ια π λ α γ ιά τοΰ Κ ώ λτον Χ ίλλ , ά π ό έ ν α ά λ λ ο κτίριο έλλη ν ικ οΰ ρυθμοΰ : Ε ί­ναι ή Ά ν ω τ έ ο α Β ασιλική Σ χ ο ­λή τοΰ ’ Ε δ ιμ βούργου , μέ ισ το ­ρία έ ξα κ ο σ ίω ν χρόνω ν , σ τ ε γ α ­σμένη σ ’ ε ν α ο ικοδόμ ημ α κ τι­σμένο τό ν 19ο α ίώ να , πού εΐνα ι άκο ιβές ά ν τ ίγ ρ α φ ο το ΰ Ναοϋ τοΰ θη σ ε ίου . Κι* ό γ ι μονάχα Ιγει ή σ νολή έ ν α κ τίρ ιο κ λα σ ­σικό, ά λ λ ά κ* ή κ λασσ ική π α ­ράδοση έπ ικ ρ α τε ΐ σ τή - δ ιδ α ­σκαλία , κ α ί τ ά ’Α ρ χ α ία Ε λ λ η ­νικά μέ τ ά Λ α τ ιν ικ ά άπ οτελοΰ - νε τό μ ε ν α λ ε ίτ ε ρ ο μ έρος τοΰ π ο^νοάμ μ ατος.

‘ν π ά ογου ν κ α ί σ τό Έ δ ια - βοΰονο ά ο χ ιτεκ το ν ικ έ ς ά '-τιθέ- σεις, δ π ω ς κ α ί σ τή ν Ά θ ^ ν α . Κ λασσικές, Β υ ζα ντινές , Μ ε­σα ιω ν ικ ές κ α ί σ ύ γχ ρ ο νες έπι-

δ ρ ά σ ε ις β ρ ίσκ ου ντα ι ή μ ιά κ ο ν τά σ τή ν ά λλη . Τ ό μνημείο το ΰ Ν έλ σ ω να , δ π ω ς είπαμε, υ­ψ ώ νετα ι π λ ά ι σ τό μνημείο τώ ν π εσ ό ν τω ν . Τ ά μ έ γ α ρ α τή ς Π ρ ίνσ ες Σ τ ρ ή τ ε ίνα ι έκ α τό δ ιά φ ο ρ ε τ ικ ώ ν ρυθμών, Ιν ώ , σ τή ν ά π ένα ν τι π λευρά , ή ά γνή Δ ω ρ ικ ή ά π λ ό τη τα τή ς ’Α κ α δ η ­μ ίας σ υ γκ ρ ο ύ ε τα ι μ’ ί ν α ψηλο, χ τη π η τά δ ιακοσμ ημ ένο Γ ο τθ ι­κό μνημείο, τ ό μνημείο τοΟ Σ έ ρ Ο ύ ώ λ τερ Σ κ ώ τ .

Α’ Ε κ τό ς δ μ ω ς ά π ’ αύχές τ ίς έ ·

ξω τ ε ρ ικ έ ς όμ ο ιό τη τες , τ ό *Ε - δ ιμ β όΰ ργο , σά ν τή ν ’Α θ ή να τοΟ Π λ ά τω ν α κα ί τό ΰ Π ερ ικλή , ε ί ­να ι ένα κ έν τρ ο μ όρφ ω σης καί π ολ ιτισμ ού . Τ ό Π ανεπ ιστήμ ιο το ΰ ’ Ε δ ιμ β ού ργου ε ίνα ι τ ό νεώ- τε ρ ο ά π ό τ ά τ έ σ σ ε ρ α Σ κ ω τ ικ ά Π α νεπ ισ τή μ ια ("ιδρύθηκε π ρός τ ό τ έ λ ο ς το ΰ 18ου α ίώ ν α ), ά λ ­λ ά τ ά σ υ ν α γ ω ν ίζ ε τα ι σ έ σπου- δ α ιό τη τα . ’ Ιδ ια ίτ ε ρ α ή ’ Ια τρ ι­κή το υ Σχολή , μέ τ ό Β α σ ιλ ικ ό Κ ο λ λ έ γ ιο γ ι ά χ ειρ ού ργου ς , μ α ­ζε ύ ε ι κάθε χ ρόνο νέου ς κα ί ν έ ε ς ά π ό δ λ α τ ά μέρη τοΰ κό­σμου, κι’ δχ ι μ ονάχα τή ς Εύ- ρώπ ης. ‘Ό σ ο δ ια ρ κ ε ί ή Π α νε­π ισ τημ ιακή π ερ ίοδος, ή κ εν τρ ι­κή συνο ικ ία τοΰ. ’Ε δ ιμ βούργου , γ υ ρ ω άπό τ ό Π ανεπ ιστήμ ιο , ε ίνα ι έ ν α κοσμ οπ ολ ίτικ ο καρ- τ ιέ , δπου νέο ι ά νθ ρ ω π ο ι κάθε ρ ά τσ α ς κα ί χ ρ ώ μ α το ς συ να ν­τ ιο ύ ν τα ι σ έ μ ιά φ ιλική συνερ­γ α σ ία , τό σ ο σ τό μάθημα, ό σ ο κ α ί σ τό δ ιάλε ιμ μ α . Ο ι φ ο ιτη ­τ έ ς ε ίν α ι σχ εδόν ίδ ιο ι σ ’ δ λ ε ς τ ίς π ο λ ιτ ισ μ ένες χ ώ ρ ες , κΓ έ τσ ι σ τό ’ Ε δ ιμ β ού ργο δ π ω ς κα ί π αντοΰ άλλοΰ , σ υ γκ εν τρώ νου ν- τ α ι τ ί ς ώ ρ ε ς τή ς σχ όλη ς σ έ με­γ ά λ α κ α φ ενε ία κα ί τή -ρούμ ς γ ύ ρ ω σ τό Π ανεπ ιστήμ ιο . ’ Εκεί, σ έ μ ιάν α τμ ό σ φ α ιρ α γ α λ ά ζ ια άπ ό τ ό ν καπνό, τ ά μ ε γ ά λ α π ροβ λή μ α τα τή ς ζω ή ς π α ίρ ­νουν τ ό δρόμο τή ς συ ζή τησης, πού ύποβοηθοΰν ο ί μ α κ ά ρ ια ξεκ ο υ ρ α σ τ ικ έ ς β α θ ε ιές π ολυ ­θρόνες. Π ολιτική , φ ιλοσοφ ία , έπ ιστήμη, θρησκεία , τέχνη , έ ­ρ ω τα ς , α κ όμ α κα ί τ ό χθεσινο- βραδυνό φ ιλμ κ ι’ ό έπ όμ ενος χορός. Γ ια τ ί ή μ εγά λη ά ξ ια τή ς Π α νεπ ισ τη μ ιακ ή ς ζω ή ς δέν β ρ ίσ κ ετα ι σ τή ν π λή ξη τ ώ ν μα­θ η μ ά τω ν ή σ τή νεκρή ήσυχ ία μ ια ς βιβλιοθήκης. Β ρ ίσ κ ε τα ι σ ’ αύ τή τή ν πολύτιμη έπαφή α νθ ρ ώ π ω ν νέω ν. ξύ π ν ιω ν κι’ ά- νήσυχων, σ’ αύτή τή ν ά ν τα λλ α -

γή ιδ εώ ν μ’ ά νθρώ π ου ς δ ιαφο- μ ες κ α ί φ ώ τα έκ τυ φ λω τικ ά , π ερ ίπ α τό το υ ς σ τά π ερ ίχ ω ρα ρ ετικ ή ς π ε ίρ α ς κ α ί νοο τροπ ία ς, ένα ά π έρ α ν το πλήθος_ κ ιν ε ίτα ι τή ς πόλης. Μ ά ή ν εο λ α ία φευ- σ ’ α ύ τό τ ό π νεΰμ α τή ς φ ιλ ίας, κα ί δ ια σ κ εδ ά ζε ι. Ν α ΰ τε ς κ α ί γ ε ι π ρ ός τή ν εξοχή . , , π ο δ ν α ι δύσκολο κ α τόπ ιν ν ά σ τ ρ α τ ιώ τ ε ς ά ρ κ ετο ί, κ ι’ ά κό - Γ ια τ ο καλοκ α ίρ ι, ο εν υπάρι έκλείψ ει. "Α ν κ’ ο ί φ ο ιτη τές μα π ερ ισ σ ό τερ ες ν ε α ρ ές κυρίες χ ε ι ένα Φ άληρο ή μ ια I Αυ'φα- δ έν ά π ο τελοΰ νε π α ρ ά μ ονά χα πού τ ό έ π ά γ γ ε λ μ ά το υ ς ε ίνα ι δα . Κ ο ν τά σ τη ν π ο λ η ^ θ ά λ α σ - τ ό 1)100 το ΰ πληθυσμού το ΰ λ ιγ ώ τ ε ρ ο ά μ φ ίβολο ά π ό τή ν ή- σ α ε ίνα ι βρώ μ ικη κ ι α κ α τά λ - Τ δ ’ μβούο-'Ό” βρί/τκοηντ ο * ' θική χους Δ έ ν υπάρχουν κο- ληλη γ ι α μπάνιο. Σ έ ν α δμ ω ς π,ν.Τ-Γτ, οε τ ΐ τ ο ' ι κ ι»Γοη καί σ ιιικα (>: π ω ρ α ν ή μπάρ, μόνο π α ο α θ α λ α σ σ ιο π ρ οα σ τε ιο , τό

~ ά -■ '" .T - y it r I,!5 í¡T :.-> · ' Y W m m m a m M Π ορ τομ π ελλο , ύπαρχε^, ,μια μ_ε-γά λ η π ισ ίνα μέ τ εχ ν η τά κύμα-

’ Ρέρτ α κα ί τεχ νη τή θέρμανση . ’Α ­κόμ α κα ί τ ό κ α λ ο κ α ίρ ι τ ό ν ε ­ρό δ έν ε ίν α ι ά ρ κ ε τά θερμό γ ι ά το ύ ς λ ιγ ώ τ ε ρ ο ριψ οκίνδυνους κολυμβητές. Π ρέπ ει λο ιπ όν ν ά θερμ ανθεί, κα ί ό τρ ό π ο ς μέ τ ό ν όπ ο ιον θ ερ μ α ίν ετα ι ε ίνα ι έ ν α ά ρ ισ το ύ ρ γη μ α τή ς Σ κ ω τ ι ­κής π ροσοχή ς κ α ί τή ς γ ν ω σ τή ς ά ο χ ή ς νά μήν π η γα ίν ε ι χαμένη ο ΰ τε μ ιά πεννα. Ά ν τ λ ο ΰ ν τ ό νερό ά π ό τή θ ά λ α σ σ α γ ι ά νά ψ υχράνει τ ί ς του ρμ π ίνες το ΰ σ τάθμ ου , κ ι’ α ύ τό τ ό ίδ ιο τ ό ν ε ­ρό, πού έχ ε ι έ ν τ ώ μ ε τα ξύ θ ερ ­μανθεί, τ ό π ερνά νε ά π ό ε ιδ ικ ά φ ίλ τρ α κ α ί τ ό δ ιοχ ετεύουνε σ τή ν π ισσ ίνα .

ΑΈ π ισ κ έφ τη κ α π ο λ λ ές φο­

ρές, ά π ό τ ό τ ε πού ήρθα. τή ν α ρ χ α ία πόλη κ α ί τ ά μνημεία της. Σ τά θ η κ α σ τή ν ’Α κρόπ ολη , τ ό δειλ ινό , κ υ τ τώ ν τα ς απ έναντι εκ ε ί πού ό ‘Ά η -Γ ιώ ρ γ η ς φρου­ρ ε ί τή ν κορφή το ΰ Λ υκαβη ττού , κ ι’ ά ρ γ ό τ ε ο α , κ α θ ώ ς κ α τέβ α ι­να ν ο ί σκ ιές, γ ύ ρ ισ α ά ρ γ ά κι* ά ν τ ίκ ρ υ σ α τό ν ή λ ιο νά β α σ ι­λ εύ ε ι π ίσ ω άπό τή ν καθαρή

δράση ώ σ τε δ ίνουν σ τό Έ δ ιμ - μ ε γ ά λ ε ς τα β έρ νες , δπου ο ί έρ - γρ α υ μ ή τ ώ ν νησιών. βοΟ ργο τή ν α τμ ό σ φ α ιρ α μ ια ς γ ά τ ε ς π ίνουν ήσυχα τή μπυρα Δ έ ν ε ίνα ι β έβ ο τα ή μουντή, π ρ α γμ α τικ ή ς π ανεπ ισ τη μ ιακή ς το υ ς ή τ ό καλό Σ κ ω τσ έ ζ ικ ο γ κ ρ ί ζ α π έ τρ α το υ Ε δυ»βουρ- πόλης. ού ΐσκυ κ ά τω ά π ό το υ ς ήχους γο υ σ α ν τ ο γ υ α λ ισ τ ε ρ ό I Ιεντε-

•Η Π ρ ίνσ ες Σ τρ ή τ δ έν ε ΐνα ι έ ν ό ς π α ρά φ ω νου β ιολ ιοΰ ή λ ικ ό μάρμ αοο, κα ί τ ο ΆθηνοΛ - μ α κ ρ υ ά ^ χ ό f « v ^ n > o κ ο ν τσ ερ τίνα ς . κο

κα ι τ ο Σ α β β α το τ ο π ρ κ . . Σ α β β α τό β ρ α δ ο σ τό δ ε ιλ ινό τή ς Σ κ ω τ ία ς .

κυρΓε? πΦά ΐτ?ρτχ ο ν ΐα ι μ Τ τά πο- ’ Ε δ ιμ βούργο, ε ίνα ι χαοοόμ ενο , Κ ι\ δ ρ ω ς κ ά π κοινό νο μ ίζω τηιΐΓ ίτΛτπκίυπτα νά ή Κυριακή, ά π ό τή ν ά λλη με- π ω ς υπάρχει, κα ι ξ ε ρ ω π ω ς δ-

kAw S τ ά φών?α το υ ς σ τά ά- ρ ι* . ε ίνα ι μ ιά μ έρα ά π ελπ ισ τ ι- τ α ν γυ ρ ίσ ω στη βροχή κα ι σ το ν κανουν τ α ψων γ κής π ου ρ ιτα ν ικ η ς ήσυνισο . Κα- άνεμ ο τη ς «Α θ ή ν α ς το υ Βορ-κρ ιβ α μ α γ α ζ ιά τη ς βορεινής τ σ σ τ ήμ α τα κ λ ε ισ τά , ε λ ά χ ισ τα ρ α », τη ς π α τρ ίδ α ς μου, θ ά χ ω π λευρά ς. Τ ό Σ α β β α τό β ρ α δ ό 6 0?σχωρά ν οΰ τε ν τά νσ ιγκ . οΰ τε ν ο ιώ σ ε ι β α θ ύ τερ α τή ν π ρ α γμ α - δρόμ ος έχ ε ι μ εγα λύ τερη κινη- 9 έα τοα , οΰ τε κ ινη α α τογρά φ ο ι. τ ικ ό τη τα , πού δ ίνε ι μ ιά και- ση, ά λ λ ά δ ια τη ρ ε ί π ά ν το τε (Έ ξ α ίο ε σ η ιιοναδική ά π ο τελ ε ΐ ν ο ύ ρ γ ια ση μ ασ ία σ τ ις δ ω ρ ικ έ ς ιιιά σ νε τικ ή σ ο β α ρ ό τη τα . Δ έ ν χό «Φ ιλμ Γ κ ίλ ν τ» . τ ό κηο ιακά- κ ολόνες κα ί σ τά κ λ α σ σ ικ ά μ α ς ύπ ά ονου ν π ολύ χ ρ ω μ ες ρ εκ λά - τ .κ ο οα ντεβ οΰ δ λ ω ν τ ω ν -ntel- κχ ίρ ια με τη ν κλασσ ική το υ ς υπαρχουν πο χμ^μ s μ lectueis πού σ υ γκ εν το ω νο υ ν τα ι π αράδοση , θ α χ ω ν ο ιώ σ ε ι βα·μες κ α ι θόρυ βός υπ ερβολικός. ^ ^οΰνε εκ λ εκ τέ ς χαινίεο. τ ις θ ύ τερ α τ ό γ ια τ ί , δχ ι μ ονά να τό Α ύ τά τ ά β ρ ίσκ ε ι κ ά νε ις π ιό πέ- ¿ πο ες π α ίζου νε σ ί ά λ λ ο ι ’ Ε δ ιμ βούργο , ά λ λ ά κι’ ό κό­ρ α σ τό Λέ'ίθ Σ τρ ή τ , πού όδη- κ ινη μ α τογρά φ ο ι, ν ο -tl δ έν έ- σμ0ς ολόκλη ρος, ευπ νεύ στηκαν ν ε ΐ άπό τή μ ιάν άκρη τή ς νου νε έιιποοική ά π ό δ ο σ η ). Τ ή ν καί έ ιιπ νέον τα ι ,ά π ό τό ν Ε λ · Π α ίνοεο Σ χ ο ό τ π ρός τ ό έπ ίνειο Κ υριακή τ ό Α π όγευμα , *η σε; λη νικ ό Π ολ ιτισμ ό .Vo I I iS S y w . τ ό Λ έϊθ . β ά σ α ι ο . ^ σ το ί. υέ τ ά κ α λ υ τεο α , .

Κ ά τω £ ό π ο ? ϊχ ρ ώ μ ε ς ρ εκ λά - το υ ς ροΰγα , κάνουν ά ρ γ α το ν

Τό ΚΛοιρο ιοϋ 'Εδιμβούργου.

Τ Ζ Ω Ν Κ Α Τ Φ Ο Ρ Ν Τ

λες τκτνειλ'λήνιες χορδ ές τι>ς π ά λ λ ε ι άπ’ τό ν ρυθμό τή ς ζω ής μ α ς κα ί ξε- οπα ατό α ίσ θ η μ α εκείνο τκ>ύ δέν I - γει τίπ ο τε τό κοινό μ έ τ ά «κ ο ύ ρ ν τ ’ αμούρ» το ύ Λ ο υ δ ο β ίκο υ τού Ι Δ ’ , μέ τους ίπ π ο τικ ο ύ ς φ εου&αρχ:κούς έ- ρω τιαμοός:Διψάν οί κάμποι γιά ντρ4 κοί τά βουνά

(γιά χιόνια καί τά γεράκια γιά πουλιά κι’έγώ βλάχα μ'

(γιά «4να.Ή ά γά π η πού α νά β ει σ τή ν ψυχή

τοΰ τρ α γ ο υ δ ισ τή μ α ς θερμα ίνετα ι μέσα σ τά βάθη τοϋ Ι γ ώ το υ , γ ίν ε ­ται σκοπός τή ς ζω ής κα ί άπορροφά κάθε σκέψη κ α ί φ ροντίδα' ε ΐνα ι α ­ληθινή ά π ο θέοση το ΰ α ίσ θήμα το ς. Ά π ό μ α κ ρ υ ά π α ρ α κ ο λο υ θ εί τή ν ά - γα π η τικ ιά το υ , τή ν κ α μ α ρ ώ νει, ά λ ­λά ώ ν έχει τό θ ά ρρος νά τή ν π λ η ­σιάσει. Τ ό π α ρά π ονο κα ί ή λ α χ τ ά ­ρα τό ν κ α ίε ι, το ύ φ λο γ ίζε ι τ ά οω - θικά κα ί δέν μ π ο ρ ε ί π ο λ λ έ ς φορές νά κρα τηθεί:Δ4ν «!·.·αι πόνος νά πονιΐ, «όνος νά θανα-

(ιώνιι,«ά» τήν άγάιτη τήν κρυψή «τού Δέν ξ(ψα-

(νερώνει,Π α ρα φ υλά ει π α ντού μέ όπομονή'

στό π η γ ά δ ι τή ς πετά ει λ ίγ α γ λ υ κ ό ­λ ο γ α σ τή ν Ιικ κ λη σ ία , τ ή ν τρ ώ ε ι μέ τίς μα τιές το υ , στό χο ρ ό τή ν σ ηκώ ­νει μ έ κ α μ ά ρ ι κ α ί σέ λ ίγ ο μ π ορεί νά δώσει τ ις π ιό μ υ σ τικ έ ς 1 πληροφ ο­ρίες:Κόκκινο φονστάνι £χει «αρδατλή ηοδιΔ κι' Ιχει Ανάμεοα στή στή$η μ;Δ μικρή έλιά.

Ό Ιρ ω τα ς άφήνει π ιά τό ν χιτώ να , τής ντροπής κοκ το ύ φόβου κα ί μ δ ς π α ρουσιά ζετα ι μ ε γα λο π ρ ε π ή ς καί παραπ ονιά ρικος ό μ ω ς μ α ζ ί, γ ια τ ί «τόν είδε τ ά σ τρο ίή ς νο χ τό ς , τό ν_ε ί- δε τό φ ε γ γ ά ρ ι» κα ί ο ί καικές γ λ ώ σ -

σες σ κό ρ π ισ α ν π ικ ρ ό χ ο λα σ χό λια γ ι ά τή ν κοπέ'λλα. Ή α υσ τηρότητα το ύ π ε ρ ιβ ά λλο ντο ς , τά άπόρθητα τε ίχη το ύ π α λιο ΰ έ λ λ η ν ικ ο ύ σ πιτιού, τή ς Ιμ π νέ ο υ ν τή ν Ιδέα πώς δέν μπο­ρεί νά σκεφ τεΐ δ ,τ ι θέλει κα ί πολύ π ερισσ ότερο νά χα ρ ίσ ει κά τι ά π ' τό κ ο ρ μ ί τη ς . τή ν κ α ρδ ιά χης; ά δ ά φ ο - ρο ά ν μ έ σ α τη ς β ρ ά ζε ι Ιν α ήφαί- α τειο πού κά νει ν ά ύπτοφέρει μ έ τή ν ά ν τα ν ά κ λ α σ η τής θέρμης το υ , Ιν α ν άνθρω πο:Στάλοι τ#ι ο άλο τό ντ|>ό JKroiei τό λιθάρι κι’ ή κόρη μέ τά νάζι* της «ψάζει'τό «<*λ-

(ληκάρι.Α ύ τ ά είνα ι χά χαρα χτηιρκττικά

γ ν ω ρ ίσ μ α τα το ύ Ε ρω τα τω ν δ η μ ο τι­κώ ν τραίγουδιώ ν μα ς, ά λ λ ά ξεφ υλ­λ ίζο ν τ α ς τή μ ε γ ά λ η λ α ϊκ ή ά νθό λο - γίθ ! μας δέν μπορούμε νά μή σ τα ­θούμε μ π ρ ο σ τ ά ατό Επος το ύ Δ ιγ ε - νή, το υ άντιπροσω πευτί'κσύ τύπου τή ς φ υλής μ α ς , β λέπ ο ντα ς τό ά δ ά - μ α σ το α ύ τό θηρίο τής Ε λλη ν ικ ή ς α ν ­τρ εία ς ι ά σέρνετα ι π λ η γ ω μ έ ν ο κ ά ­τω ά π ’ τό π α ρα θ ύρι μ ι « ς κόρης. Τ ό χέρ ι το υ πού ήξερ ε μ έ τόση δύναμη κ α ί τέχνη ν ά ρ ίχ νε ι τό κ ο ντά ρ ι, ά - π α λο σ έρ νετα ι τώ ρ α πάνω σ τό μπου­ζο ύ κ ι:

"Ελα λοιπόν κόρη «εντάμορψπ πού τόσο σ ' Ιχιο άγαπ(ρ®τι n p iv ή οηΥ/ή poStoei νά ψύγουμι μοικρυά.Κ ι’ δ τα ν τ ίς μέρες τή ς ευτυχίας

ά κ ο λο ύ θ η σ α ν ο ι μαύρες το ύ χ ω ρ ι­σμού, κ ι’ ό Δ ιγ ε ν ή ς Εφυγε νά π ο λε ­μ ήσει τό ν Χ ά ρο ντα , τ ά δ ά κ ρ υ α ά - σ τείρ ευ τα ά π ό τ ά μ ά τια τή ς ά ρ χο ν- το π ο ύ λα ς μας κυ λο ύσα ν στά π ο τή ρι το ΰ πόνου κ α ί ξεχειλο ϋ σ α ν σ τά πιό π α θ η τικ ά τρ α γ ο ύ δ ια τή ς μ ά τα ιης προσμονής. Μ ά ό Δ ιγ ε ν ή ς δέν γ υ ρ -

νοϋσε ά π ’ τό μ ε γ ά λ ο το υ τα ξ ίδ ι. Ο Ερω τας Ε γινε α γ ιο κ έ ρ ι πού τρ εμ ο - σβυνε στό φ ύσημα τή ς ά γω νία ς . π ά ρ χό ντισ σ α Εστειλε μ ερ ικ ο ύ ς σ τρ α ­τιώ τες ν ά δοΰν τ ί Εγινε ό κ ά λο ς της φόβος τή ν Ε κ α ιγε , κ Γ δ τα ν κ Γ αυτοί γ ύ ρ ισ α ν ά π ρ α χ το ι, ή πεντάμορφη κο­π έ λ λ α άφήνει τά π α λ ά τ ι κ α ι μονη π ά ει νά βρει τό ν Δ ιγ ε ν ή τη ς . Ή φύ­ση κ α τά τό ν ποιητή μ α ς συμμετεχει σ τή λύ π η τη ς κ α ι ο τό ν κα ϋμ ό της:Καί μόν’ ίνα «ουλ!* τής λέει: τΐ καρι&ρά;; τ( καρ- εράς, νυχτώνει, ξτμνρώνεη κι' ό Χάρος κι' ό άντρειωμένος « άγ««ας βτό μαρμβρένιο «όλεμοΟν τ' άλώνι.

" Ε τ σ ι ή ά ρ χό ντισ σ α μα θ α ίνει τήν σ κοτεινή ά λή θ εια κ α ί ρ α γ ίζ ε ι ή κα ρ­δ ιά τη ς . Ή Ιδέα γ ιά τή ν ά ντρεία το ύ ά γ α π η τικ ο ύ τη ς τή ς δίνει κ ά ­π ο ια έλπ ίδα , ά λ λ ά φ οβαται, κα ί π ρ ο ­χ ω ρ ε ί νά προφ τάσει τό ν ά γ ώ ν α , νά τό ν Ενθαρρύνει:ΚΓ είπε της τό τρεχούμενο νερό :Καρτέρα καί ιόν Χάοο κοφολλάρι? οάν τόν άνθό «ού παίρνω τόν χλωμό μακρυά μί *όν καλό σου νά σέ πάρει.

Π ροδ ια τεθειμένη π ιά γ ιά τή ν φοβε­ρ ή είδηση, σκύβει σ ιω π η λά τό κεφά­λ ι κ α ί π εριμένει. Ό έ λλη ν ικ ό ς Ερω­τα ς γ ίν ε τα ι π ιά θυσ ία κ α ί πα ίρνει το ύς γ λυ κ ύ τε ρ ο υ ς χρ ω μ α τισ μ ο ύ ς. 'Η ά ρ χό ντισ σ α γ ιά ν ά Εχει κο ντά τόν Δ ιγ ε ν ή τη ς π ρ ο τ ιμ ά τό ν θά να το, καί σέ λ ίγ ο τό σ κελεθρω μένο τό ά τι του μ έ το ύς δυό έρω τευμένους ά γ κ α λ ια - σμένους, χά νετα ι μ έ σ α σ τά πένθιμα κ υ π α ρ ίσ σ ια τή ς μ ε γ ά λ η ς π ο λιτε ία ς τώ ν νεκρώ ν, πού:

Γί| ·νσνε καί βμίγοτν καί χωρίζανε καί πάλι ξανασμίγανε μέ πονο

καί τδνα πλά( μέ τάλλο μουρμουρίζανε » 'Αγάπη είναι ή ζωή. κ«' άγάπη μόνο.

Ν Τ ΙΝ Λ Τ γ κ π ν τ τ η ν Μ Η Σ

ΠΟΛΙΤΙΣΜ ΟΣ(λΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 1)

κ λη τικ ό ς κι’ ά ν ή τα ν . ’ Επειδή δ α ω ς , ά κ ρ ιβ ώ ς , ή τα ν εΰ^υμοι καί... Α π αγορευμ ένο ι, κόβον­τα ν σ έ π ε ίσμ α τοΰ κ. διευθυν- τοΰ . "Ε τ σ ι τ ά π α ιδ ιά έ ξο ικ ε ιω - νο ν τα ν μέ τή ν κλοπή. Ό κ. Πέ- το ν δ ιό ρ θ ω σ ε τ ό κακό α ύ το με τό ν π α ρ α κ ά τω τρ όπ ο : «Σ υ ν ι­σ τ ώ » ¿ γ ρ ά φ ε σ έ μ ιά δ ια τα γ ή πού έ β γ α λ ε « σ τ ά π α ιδ ιά ν’ ά - νεβα ίνουν ο τ ά δ έ ν τρ α κα ί νόί κόβουν φ ρού τα . Τ ά συμβου­λ εύ ω δ μ ω ς νά ρήν τρ ώ ν ε π ολ­λά κι’ ά ρ ρ ω σ τη σ ο υ ν > κ α ί νά προσέχουν νά μήν π έσουν κα ι χ τυπήσουν».

Τ ό έλ εύ θ ερ ο κα ί π ολ ιτ ισμ ένο α ύ τά πνεΰμα εχ ει γ ίν ε ι, δπ ω ς ά ντελή φ θηκα , κ τή μ α κ α ι π ο λ ­λ ώ ν έ λ λ ή ν ω ν κ α θ η γη τώ ν . Σ τή σχολή λ ε ιτο υ ρ γο ύ ν ά ρ κ ετο ί σ ύ λλο γο ι. "Ε ν α ς κι’ ό φ ιλο λο ­γ ικ ό ς . Τ ά π α ιδ ιά ε ίνα ι έλεύθε- ρ α ν ά γρ α φ το ύ ν σ έ κάπ οιον άπ ’ αυτούς, σύμ φ ω να μέ τ ίς π ρο τιμ ή σεις τους. Σ τ ό φ ιλο λο ­γ ικ ό σ ύ λ λ ο γο , πού ϊχ ε ι Ι ν α Ι­δ ια ίτε ρ ο θαυμ ά σ ιο έντευκ τή - ρ ιο, έχουν γ ρ α φ τ ε ί σ α ρ ά ν τα μ αθη τές. Σ τ ό σ ύ λ λ ο γο α ύ τόν Ανήκουν κ α ί τρ ε ϊς κοτθηγητές: Λί κ ν ΥλγτΓιΛΑκ ί£. Μαυοοείί*

δής, Κ ω νσ τα ν τ ιν ίδ η ς . Κ 'ο ί τρ ε ΐ ί ά νθ ρ ω π ο ι νέοι, μ’ ευ ρ ύ τα τες άντιλή ψ εις. Π ρ ό εδ ρ ο ς το υ συλ­λ ό γο υ ε ίνα ι δνας μαθητής: ό κ. Β ιγκ όπ ου λος . ‘Έ ν α σεμ νό ποιι- δΐ. Τ ή ν έπομένη τή ς δ ιά λ ε ξη ς μου ό σ ύ λ λ ο γ ο ς συνεδρ ία σε, γ ι ά ν ά συ ζη τήσουμ ε δ λο ι μ α ζί π ά νω σ έ γ ε ν ικ ά π νευ μ α τικ ά θ έμ α τα . Ο ί κ α θ η γη τές ζη το ΰ - σ α ν τ ό λ ό γ ο Από τόν... μαθητή πού π ρ ο ή δ ρ ευ ε ! Σ τ ό εν τευ ­κ τή ρ ιο α ύ τό γ ν ώ ρ ισ α , τ ό ίδ ιο Α π όγευ μ α , κα ί τό ν ποιητή Π ερ- γ ια λ ίτη , πού μόνιμα π ιά μ ένει σ τ ίς Σ π έ τσ ες . Δ ιά β α ζ ε ποιή- μ α τά του σ το ύ ς μ α θη τές κ α ί κ ο υ β έν τια ζα ν , τ α ώ ρ α ΐα γ ε ρ ά ­μ α τα u l τ ά ώ ρ α ΐα ν ε ια τα , υ έ τ ό ν π ιό φ ιλ ικ ό τρ όπ ο , γ ι ά Ι ν α σ ω ο ό φ ιλ ο λ ο γ ικ ά ζη τή μ α τα .

" Ο λ α α ύ τά έκ α να ν τό ν φυγή μου νά χ α ρεί, κ α θ ώ ς ε ίδ ε π ώ ς ε ΐ^α ι δ υ να τό κ ά π ο τε ν ά Ανέ­βουμε σ έ ψ η λό τερο επ ίπ εδο πο­λ ιτ ισμ ού κ’ έμ είς . N at, ίδρύ- 'σ ε τε τ έ τ ο ια σχ ολ ε ιά , π ολλά , ©σο μ π ορε ίτε π ερ ισ σ ό τερ α κα ί μ έσα σ έ μ ιά γ ε ν εά , μ ιά μόνη, ό τό π ο ς μ α ς θ ά ε ίνα ι Α γ ν ώ ρ ι­σ τος .

Λ Μ Μ Η Τ Ρ Η Υ Φ Ω Τ ΙΑ Δ Η Σ

Α Μ Π Ρ Ο Υ Α Ζ Β Ο Λ Λ Α Ρ

ΠΑΥΛΟΣ ΣΕΖΑΝΜΕΡΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠ’ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ

Μ ε τ α φ ρ . τ ο υ κ. Ή λ Ι α Ζιώγα

-> -··. ■»-......... · . · · · - ...............— - 1 - ·■ ’ ■ — ' ............... > · — ■--------- >· · - ι ·> ---------- 1·» - ·> - / γ · · τ — . — λ - — — ΐ“ ' · · - · - τά σ η μ εία πού έψαυε. Προιί·ση+ιαοία ίου χε τό δ ικ α ίω μ α ν ά ξανοφ έρει ένα πιστεω ς ή τσ ν , ύπόθέτω , κ α ί τ α μ έλη πο ιό ν Ρ ενουά ρ. " Α ς προσθέσουμε, μ ησ ε ένα «Ε ν τ ύ π ω σ η νερών», ζ»

όλόκληρος"1δί Γ'τύπο’ς! t o í í O T í κ£ Γπ £ άπορρημένο πίνα κα , πήρε, άπό «μ ε - εκείνα τή ς Ιπ ιτρ ο π η ς τού « Σ α λ ό ν ό τι ό κ . Σ ο κ έ , εχε κ α τα κ τη θ εί σέ γρ α φ ισ μ ένο κα τά π λά το ς τ ο ύ ’ μ »_ _ β . - . ΐ Γ -I- - . ______ . - ___ » - η . * . Μ , ____ _ \ ί Γ * ϊ ϊ 1 V / V í^ V Í V ^ \ ι^ ι Λ < η Α ι * Λ c/ k K , W I^ T C M l t A I « tA > \ n Í M i - n m i K « . \ Í Í T A I A / ν « * λ « - Λ . . , Λ _____ !*1 . · *OIO&LK ρΐέρώνουν ά ρ β ρ «, μδλέης , κλπ.. γ ά λ η χ ά ρ η », ένα άπό τά έ ρ γ α τοΟ ντέ Μ π ο υ γκ ε ρ ώ », πού πίστευα ν άτι ό τέτοιο σ ημείο ά π ό τή ζω γρ α φ ικ ή το ΰ σ α μ ά . « Έ τ σ ι , έίπε, τό νερό

— ....... ........ ............... ςω γράφ ου τ ο υ ζω γρά φ ος το ΰ Α ϊξ , χρησιμοπ οιούσε Σ ε ζ ά ν , ώ στε, ότα ν το ΰ μ ιλο ύ σ α ν κ α λ λ ίτε ρ α ν ά ξα π λω θ εί».**■» ^ Β β Ο Alt Μμτ-κ\ι· Vt* t-* 1*1. CU/*> iiuwliA τευ\ι/ν/*ι ia ιιΧ »A «.A SU IV λΤιαΑ K m Al im —*1*1.—A /~l5 Δ _ t 1_ > .μΐΐορίι

Α ϊξ . Μ ήπω ς κ ι ’ α ύ - 6να έξυπνο τέχνα σ μ α , μέ τό ν ά σ κ ο - γ ιά έναν π α λη ό ή μοντέρνο κ α λ λ ιτ έ - Ο ί πιό π α ρ ά δ ο ξο ι έπισκέπτες δέν τό μπορεί νά βεω - πεύει έναν ά σ π ρο μουσαμά , μ ’ ένα χνη, άμέσω ς άναφωνοΰσε: « Κ α ί ό έπα υα ν ν ά περνούν ά π ’ τό κατόστΐ|· ρηθεί πώ ς έγινε π ισ τό λ ι γ ε μ ά τ ο διάφορα χρ ώ μ α τα . Σ ε ζ ά ν ; » μ ά μου. Μ π ή κ α ν δυό περαστικοί." Γ . » / ν ι’ι - τ Α Λ « ι Α , , ο , Χ · » . ι Λ . · * Α ^ 1 Α * * * * " « · · . * —Γ ι ’ α ύτό ό νό μ α ζα ν τή ν τεχνο τρ ο π ία

το υ «ή ζω γρ α φ ικ ή μέ τό π ισ τό λ ι».

ΑΜοπροσωπογροφία τοΟ Σεζάν. ( Συλλογή ΣαοΛ Γκιτρύ).γιώ τήν ϊίρεκτοίτικόιη'ΐσ τον Σεζάν. Καί τό ίπίσικιο Κράτος, ή Γαλλία, μή έίλοντας τό όσιερήαει. άλλ' ύλωοδιόλου Αντίθετα, νά τιμήσει ιή μνήμη τοΟ μεγαλοφυούς τε­κνού τής, που. καθώς είναι γνωστό, παρε- ίηγήθη.κε στή ζωή, ίθισε ήδη σέ κυκλο­φορία ϊνα ειδικό γραμματόσημο, μί τήν ¿Ικόνα τοΰ διδασκάλου τοΟ Αϊξ. Τό άνα- μ νηστικό αυτό γραμ,μοπόσημο. έργο του ζωγράφου—χαράκτη ΟΟβρε. είναι τό δεύ­τερο κατά σειρά; μέ ιό όποιο ή Γαλλία τιμά τοός καλλιτέχνες της. Τό πρώτο γραμ. φβτόσηιμο, ηταν γιά τόν Αδγο-σ ο Ροντέν.

Τά «Νεοελληνικά Γράμματα», ίπι&υμών- τας νά κάμουν γνωστό στους άναγνωστες των ιόν άνθρωπο Σεζάν. δίνουν σήμερα με­ρικές χαρακτηριστικές σημειώσιις τοΰ βιο­γράφου του. τοΰ 'Αμπρονάζ Βολλάρ. στον όποιον και όφείλεται ή άποκάλυψη τής με­γαλύτερης ζωγραφικής συνείδησης ·ο0 αι­ώνα μας, πού ύπηρξε, κατά παγκόσμια ά- φαγνώρηση. ό τιμώμενος μεγάλος καΛλν- τέχνης, 6 ζωγράφος Παύλος Σεζάν),

Ήλ. Ζ.

δ εκτό ς ;Π α ρ ’ δλες α υ ­

τές τ ις άποτυχίες του, ο ί γονείς- τοΰκ α λλ ιτέ χ ν η , π ο λύ Τ ό 1892, γ ιά πρώ τη φορά, είδα γ λ ή γ ο ρ α ά ρ χισ α ν π ίνα κες το ύ Σ ε ζ ά ν , μέσα σ ’ ένα μ ι- ν ά μ ή ν ά μ φ ιβ ά λ- κ ρ ο μ ά γα ζο , κ ο ντά σέ διάφορα είδη λο υ ν γ ιά τ ό μ έ λ - ζω γρ α φ ικ ή ς. Ή τ α ν τό χ ρ ω μ α το π ω - λ ο ν τού γ ιο ύ τους. λ ε ίο ένός έμπόρου, το ΰ Τ α ν γ κ ο υ ϊ, « Έ γ ώ , ό Σ ε ζ ά ν , σ τήν όδό Κ λ ω ζ έ λ . Π ε ρ ίε ρ γο ς τύπος δέν μ π ορεί νά χω αυτός ό γέ ρ ω — Τ α ν γ κ ο υ ϊ- Φ ιλή - κ ά μ ει ένα η λ ίθ ιο », συχος π ο λίτη ς , π α ρ α λ ίγ ο νά τουφε- Ι λ ε γ ε ό π α τέρα ς, κ ίζο ντα ν σ τήν έποχή τή ς «Κ ο μ μ ο ύ - πού 6ν κ α ί ή τα ν. να ς», άπό τό κό μμα τής τά ξεω ς. Ά · στήν ά ρ χή , ένας πό τό τε, θεω ρούσε τόν εα υτό του, μικρός κα π έλλα ς, σ ά ν ένα είδος έπανα στάτου, κα ί γ ι ’ ύπερηφανεύοντα ν αύτό, σ ά φυσική συνέπεια, ένινεν δ πού έγινε τρ α π ε- ύπ έρμα χος τω ν «π ροοδ ευ τικώ ν» ζω - ζ ίτη ς . 'Ό σ ο γ ιά γρ ά φ ω ν — έκείνω ν πού τ ά έ ρ γ α τή ν κυ ρ ία Σ ε ζ ά ν , το υς έκα μ να ν το ύς καθυστερημένους είχε ένα έπ ιχείρη - νά ο ύρ λιά ζο υν.μ α πού. τό θεω ρού- ’ Επειδή δέν ή τα ν ά κ ό μ α τή ς μό- σε ά κ α τα ψ ώ νιστο: δας ν ά π λη ρ ώ νω ντα ι ο ί «φ ρ ίκες» π ο-« Έ , κ α λ ά ’ Μ ή - λύ ά κ ρ ιδ ά , δέν έβλεπε κανείς φιλό- πω ς' τά χ α δέν λ έ - τεχνους νά περνούν τό δρόμο γ ιά τήν γ ε τ α ι Π α ΰλο ς, ο - όδό Κ λ ω ζ ε λ . " Α ν ώ στόσο κανείς

πως ό Β ερονέζε κ ι’ ό Ρ ο ΰ μ π ε νς ;» ά π ’ αυτούς, π α ρου σια ζότα ν γ ιά κα - «Μ ιά ν ώ ρ α ία π ρ ω ία », 6 Σ ε ζ ά ν νό- νένα έ ρ γ ο τοΰ Σ έ ζ α ν , λ . χ ., ό γέ ρ ω

μισε δ τι β ρήκε τ ό μέσον νά έκθέσει — Τ α ν γ κ ο υ ϊ τό ν οδηγο ύσε ο τό ά τε- έπί

Α λ λ ά ή φωνή το υ δέν ε ΐχεν ά ν τ ί- Ά φ ο ΰ κ ύ ττα ξα ν τούς πίνακες, έν· λ α λ ο , κα ί μόνο πολύ_ ά ρ γό τε ρ α , κ α - τα λ λ ά ξ α ν ε μ ιά μ α τ ιά : «Δ έ ν λογο· τόπι, όρ γα νώ θ ηκε έκθεση ό λ ό κ λ η - ρ ιά ζετα ι, λο ιπ ό ν, τώ ρ α τό σχέδιο; «ί· ρου το ΰ έρ γο υ το ΰ Σ ε ζ ά ν . πε ό ένας μέ θυμω μένο ύφος. Ό όί·

Λ λο ς , μέ ήρ εμ ία ; «Υ π ο μ ο ν ή , ό χρόΣ ή μ ε ρ α , πού τ ά Μ ουσεία δ λο υ νος δέν φείδεται γ ιά δ ,τ ι γίνεται

«-............ — = = Μ * » ΠΜΜλΤΛ ■ "

να έπιφω νημα έ κ π λή ξεω ς . ’ / ϊν ε γν ώ - κτήσει ένα το π είο το ΰ Ζά ς ντέ Μ που- π α λ λ ά ξ ε ι άπό «π α λ ιο π ρ ά μ α τ α » που ρίζα σ τό πρόσω πό το υ έναν π ε ρ α σ τι- φάν. Τ ό ά νεκοίνω σα σ τόν Σ ε ζ ά ν Kod ε ίχα ν μ α ζεμ ένα σ ’ ένα μ ικ ρ ό χώ ρο, κό, πού π ρό δύο έτώ ν μ π ήκε σ τό κ α - έ λεεινο λο γο ΰ σ α τή σφοδρή ά ντιπ ά - δ ίπ λ α σ τη ν ο κ ά λα , πού γε ν ικ ώ ς στό τάστημά μου νά δεί μ ιά έκθ εσηέρ- θεια τοΰ α ύ τοκρά τορος τή ς Γ ε ρ μ α ν ί- Α ϊξ , χρ η σ ιμ εύ ει γ ιά Α π ο χω ρ η τή ρ ιο , γων τοΰ Φ οραίν. Ά φ ο ΰ έξέτα σε τ ά α ς έναντίον τή ς «Ιμ π ρ ε σ σ ιο ν ισ τ ικ ή ς ’Ε π ί π λέον, μοΰδω σαν ένα κ ο μ μ ά τι πάντα μ έ τή μ ε γα λ ε ίτε ρ η π ροσοχή, σ χ ο λή ς ». « ’Έ χ ε ι δ ίκιο, διέκοψε ό σ π ά γ γ ο γ ι ά νά δέσω το ύς Σ ε ζ ά ν . βγαίνοντας μοΰ είπ ε: « Σ τ ό 75, ό ν - Σ ε ζ ά ν . Τ ά χ ά ν ε ι κανείς μέ το ύς « Ε ίν α ι κ α λό ς σ π ό γ γ ο ς » είπε ή γ υ - τας μ ιά μ έρ α ο τό Λ ο ύβ ρ ο , είδα ένα Ιμ π ρ εσ σιο νισ τά ς. ’ Ε κ ε ίν ο πού χ ρ ε ιά - ν α ΐκ α . Τ ή σ τ ιγ μ ή πού έ β γα ιν α άπό νέο ν’ ά ντιγρ ά φ ει Σ α ρ ν τ έ ν . Π λ η σ ία - ζετα ι, ε ίνα ι νά ξα να γίνο υ ν έ ρ γ α το ΰ τό σ π ίτι αύτό, τ ή ν ά κουσα ν ά μέ φ ω · οα κ Γ άφοΰ είδα τή ν έ ρ γ α σ ία του, Π ουσέν έκ το ΰ φ υσικοΰ — έκεϊ δ ρ ί- ν ά ζξ ΐ ά π ό τ ό πα ρά θυρό τη ς : « Έ ! είπα μέσα μ ο υ: θ ά έπ ιτύχει, γ ια τ ί σ κ εΤα ι τό μ υ σ τικ ό » κ α λλ ιτέ χ ν η , ξέχα σες ε ν α !» Κ α ί μοΰπροσπαθεί νά σ χεδ ιά ζει τή φ ό ρμ α ! Π ο λ λ έ ς φορές έπαίνεσαν μ π ρ ο σ τά £ΡΡ'Αε ένα το π είο το υ Σ ε ζ ά ν . Μ οΰ • Ηταν ύ Φ ορα ιν σ α ς !» μου, τ ΐς συνθέσεις κ α τά τό ν τρόπ ο μ ιλή σ ει γ ιά κά ποιον ά λ λ ο πού

Σ ά ν μ π ή κ α ο τό σ π ίτι του, 6 π α · το ΰ Πουσέν, το ΰ Π ο υ δ ί ντέ Σ α β ά ν , κα τείχε μερικές σπουδές το υ Σ ε ζ ά ν . ιέοας Σ ε ζ ά ν μέ ύπ ο δέχτηκε μ ’ ά · ά λ λ ’ ά π έφ υγα νά προφέρω α ύτό τ ό Π ή γ α στό -σπ ίτι το υ : «Ρ ω τ ά ς άν νοιχτά χ έ ρ ια : « Ό γ ιό ς μου σ υχνά όνομα . Ό Ρ ενουά ρ μοΰ δ ιηγήθ ηκε, γ ν ώ ρ ισ α τό Σ ε ζ ά ν ; Β ε β α ιό τ α τ α !» μου μίλησε γ ιά σάς. Σ υ γ γ ν ώ μ η ν μ ιά ό τ ι μ ιά μέρα , σ τό έ ρ γα σ τή ρ ιο ένός ά πά ντησε σ τις πρώ τες μου λέξεις .

' οτιγμή. κύοιε Β ο λ λ ά ρ , θά πά ω νά φ ίλου τω ν έπ λεκα ν τό έ γ κ ώ μ ιο το ΰ « Α λ λ ά όσο γ ιά σπουδές, δέν μοΰ έ- ξεκουραστω ώς τή ν ώ ρ α το ΰ δεί- «Φ τω χο ύ ψ α ρά ». Ό Σ ε ζ ά ν , τό ν ό - τυΧε η « ρ ά μ ιά μ ονά χα πού πούλησα πνου. ‘Ώ ς τώ ρ α έπ όζα ρα . Ό Π α ΰ - π ο ιο ν ν ό μ ιζα ν ό τ ι είχε ά ποκοιμηθεί, Υ|ά ν ά πάρω κ ά τ ι» . Σ τ ό τέλο ς , κα - λυος θ ά σ ά ς δείξει τά έ ρ γ α σ τή ρ ιο » . μ ισο σηκώ θηκε κα ί είπε: «Ν α ι, ε ίνα ι τά λα δ α ,_π ώ ς ή σπουδή γ ιά τή ν ό-

Ό Σ ε ζ ά ν ά γα π ο ΰ σ ε μ έ πάθος τ ’ κ α λή ά π ο μ ίμ η σ ις !» π ο ία μοΰ μιλούσε, ή τα ν μ ιά σπουδήάντικείμενα τέχνης, ά λ λ ά τ ά ήθελε Π ρ έπ ει νά προσθέσω, ό τι σ τήν ε κ - κά ποιον κ λ η τή ρ α ,στή φυσική το υ ς θέση, σ τά Μ ουσεία, θεσή υου τώ ν έ ρ γω ν Σ ε ζ ά ν ό Π ο υ - » Η τα ν κ α ι ^ ια καθώςΓι’ αύτό, σ τό Ιρ γ α σ τή ρ ιό το υ δέν ε- δ ί ντέ Σ α δ ά ν , άφοΰ έξέτα σε π ρ ο σ ε- « ί 100« ’. 1,CÜ ειΧε στιί ν κα τοχή της

Ο

Ν Α Γ Ρ Α Μ Μ Α

ΓΙΑ ΤΗΝ "ΟΔΥΣΕΙΑ

Ό κ. Π. Πρεδελάκης έστειλε τό άκόλουθο γράμμα στόν κ. Ν. Κα- ζαντζάκη έξ αφορμής της επιστο­λής τής κυρίας Ε. Λαμπρίδη πού δημοσίευσαν τά «Ν. Γ.» στό προπε­ρασμένο τεΰχος τους:

Α γα π ητέ μου άδερφέ,Στό τελευταίο γράμμα τής Κας

Λαμπρίδη, πού δημοσιεύτηκε στά «Νεοελληνικά Γράμματα» τής 29) 4)39 καί πού δέν έπεσε στό μάτι μου παρά κάπως άργά, γ ιατί £-

βλεπε κανείς ο ύτε σπάνιους π ίνα κες χ τ ικ ά το ύς πίνακες, έφυγε ο η κώνον- μ ε Ρ ^ ούς Π ρ α γ μ α τ ικ ά όμω ς λειπα άπό τήν ’Αθήνα, διαβάζω τήοΰτε π ο λ ύ τ ιμ α έπ ιπ λα , τίπ ο τα , τέ - τα ς το ύς ώ μους το υ ήθελε να τους π ου λήσ ει: « Κ ύ - φράση:

κ8ίνα ^ Ρ « Υ μ α · Ό Σ ε ζ ά ν δεν συμπαθούσε περ,σ- β" Ε ν ^ ϊσ ω ^ «νβρωπος ύπαρχειπού τρ α δ ο ΰ ν, το ύς «φθασμένους

L ν « Λ ΧΑ i Χ α μ ° . * · τέ ν Λ α το ό ρ , πού όμω ς, το υ άντα πώι^χα ρ τό νι^ φ ουσκω μένο ά π ο ά κ ο υ α - &ιδσν τ ά ^ α _

στήν 'Ελλάδα — τόν ξέρετε δσο κΓ έγώ — πού θά μπορούσε νά μι-

£Ε ΖΑ Ν : «Ν ίκ ρ ά φόοη. > ^ uaauvii ι ιω/ι

Ιπ ί τέλου ς «κ α ν ο ν ικ ά ». Γρά φ τηκε σ ’ λ ιέ το ΰ ζω νρά φ ου, πού τοΰ Ιμ π ισ τεύ - Ιν α σ ύ λ λ ο γ ο ζω γρ ά φ ω ν' το ΰ Α Τξ , οτα ν τό κλειδ ί. Έ κ ε ϊ . άνά μεσα σέ πληρώ νοντα ς γ ιά τά σ χετικ ά του δυό σ τή λες ά π ό πίνακες, εκανε κα- δ ικ α ιώ μ α ια , μ ιά γ ε ν ν α ία συνδρομή, νείς τή ν ε κ λ ο γ ή του, σ τήν ώ ρισμένη Ά λ λ ’ ότα ν έφτασε μ έ τ ά έ ρ γ α του, τ ιμ ή : σ α ρ ά ντα φ ρ ά γκ α γ ιά τούς μι- πού έν’ ά π ’ α ύτά , δέν ή τα ν ά λ λ ο ά - κρούς, κ ι’ έ κα τό φ ρ ά γκ α γ ιά τούς πό τό .π ερίφ ημο «Μ ό ν Σ α ΐ ν ι Β ικ το υ - μ ε γ ά λ ο υ ς ! Υ π ή ρ χ α ν έκεϊ καί π ίνα -ά ρ »._π ο ύ σή μ ερα ά π ο τελεί τό κ α μ ά - κες μέ μ ικρές σπουδές τοΰ Σ ε ζ ά ν το ΰ κ ό τ ιο υ ύπερηφανεύονται νά - χ ω ρ ίς α ύτό ν»ρ ι τή ς σ υ λ λο γ ή ς Σ α μ ο υ έ λ Κ ουρτώ , πού άνέθετε τό ν κόπο στόν Τ α ν γ κ ο υ ϊ χού ν στην κατοχή τους πίνακες τοΰ Ά ν τ έ θ ε τ α , ένας π α λιό ς θαμών ™ο ί συνάδελφ οί του, ο ί γερο ντο κό ρ ες π ά λι, γ ι ά ν ό τούς π ουλήσει. διδα σ κά λου τοΰ Α ίξ , πού μπήκε στό όδυΰ Λαφ ιτ, έκανε π ρ ο γνω ο υ κ α λ»κ α ί ο ί μ ικ ρ ο ί είσοδηματίες το υ Α ίξ , Α ύ τέ ς ο ί μ ικρές σπουδές, π ρ ο ω - Λοΰδρο, κ Γ έγινε ή έκθεση έ ρ γω ν γ ώ τε ρ ο α ύ ο τη ρ ά : «Δ έ ν άνοραίον· ά να γκ α σ ιιέ νο ι άπό τδ κ α τα σ τα τικ ό ρ ίζο ντα ν ν ιά το ύς Λΐλότεχυοος έκεί- το υ στό θέα τρο Π ιγ κ ά λ , δέν μπορώ τα ι ά κ ό μ α ο ί έμπρεσοιονιστσί, -<·«» του σ υ λ λό γ ο υ νά δεχτούν to u c π ιν α - νους πού δέν υποροΰσα ν ν ά π λη ρ ώ - νά μή θυμηθώ, εκείνο πού γ ιά π ρ ώ - τ ί ζω γρ α φ ίζο υ ν ά σ χη μ α ., θ ά δήτέι» κες όποιου είχε π ληρώ σει, β ρ ή κα ν σουν οΟτε 100, οότε καί 40 φ ρά ν- τη φορά π σρουσιά σθηκε στό κ α τά - μω ς ν ' ά νορά ζουντα ι έ ρ γ α , έστω καί

,τ< ,.α<ζτ0 ή το ν σωστό. Ο ι α - κα . Κ ι έτσι μπορούσε νά δεϊ κανείς σ τη μ ά μου, σ τήν όδό Λα φ ίτ, έδώ κ α ί ά σ χη μ α , έως δτου μ ια μέρα οί άγ> π λ ο ϊκ ο ί α ύτοί άνθρω πος ά γ α ν α κ το υ - τό ν Τ α ν γ κ ο υ ϊ. μ’ ένα ψ α λλίδι στό τρ ιά ντα χρ ό νια . ρ α σ τα ί θα τά ζη το ύ ν έπιμόνως ¡ί

“ Α ς μή φαντασθεΐ κανείς, ό τι θ ά σ α ν «κ α λ ή τή ιϊίο τε ι» . Α λ λ ά κ α λή ς χέρ ι, νά κόφτει μ ικ ρ ά «θ έ υ α τα », I - Ο ι π ίνα κες περισσότεροι άπό ί - υ,ύιή τήν ά σ χ ή μ ια τους, μέ τήν >κ ά μ ω έδώ «κ ρ ιτ ικ ή τέχ νης ». Καθώ ς πίστεω ς έπίσης, ή τα ν άσφ αλώ ς _κΓ νώ κά ποιος λ ιν ο τά λ α ν το ς Μ α ικ ή να ς κα τό, μοΰ παραδόθηκαν τυ λ ιγ μ έ ν ο ι σ τερ ο β ο υλία ό τι αύτή άκριδώ ς

R i i ΙΛ1 « · Α α ν Α · 1 A 1 Α / ν λ /ft. A /VV l l / A J · ! i f . . 1 - 1 I - . . .κ α ί σ τά έ ρ γ α πού άφ ιέρω σα προη­γο υ μ ένω ς σ τό Σ ε ζ ά ν , σ τό Ρενουά ρ κ α ί σ τό Ν τε γ κ ά ,δ έ ν θά διακινδυνεύ­σω ν ά μπω σέ μ ιά περιοχή πού δέν μ οΰ ά νήκει. 'Ε π ε ιδ ή ε ίχ α τό μ ε γά λο ε ύ τύ χ η μ α νά συναντώ τό Σ ε ζ ά ν , ά - π λώ ς θ έλησ α νά ύ π ο γρ α μ μ ίσ ω , στίς π α ρ α κ ά τω σελίδες, κά π ο ια χ α ρ α ­κ τ η ρ ισ τικ ά , «μ ε ρ ικ έ ς ’ άντιθέσεις ά - γα θ ό τη το ς κα ί είρω νίας πού σ ημα ­δεύουν τή λεπ τή κ Γ ένθουσιώδη φύ­σ η » το ΰ δ ιδ α σ κ ά λο υ τοΰ Α ϊξ .

ΑΚ ά π ο ια χε ιμ ω νιά τικ η μέρα, άπό

τ ις π ιό τσ ου χτερές, σ τα μ ά τη σ α στή «Β α σ ιλ ικ ή Γέφ υ ρ α » γ ιά νά θα υμά-

. οω τό Σ η κ ο υ ά ν α πού παράσερνε κ ο μ μ ά τια π ά γο υ , κ α ί είδα κάποιον, σ κυμ μ ένο σ τήν όχθη το ΰ π οτα μού. Ά ν ε γ ν ώ ρ ισ α τό Σ ε ζ ά ν , κα ι τό ν π λ η ­σ ία σα . « Τ ό νερό είναι π α γω μ ένο στό έ ρ γα σ τή ρ ιό μου, εϊπε. Τ Η ρ θ α έ­δ ώ νά ξεπ λύνω τ ά π ιν έ λ λ α μου.. ’Α ­κούστε, κύριέ Β ο λ λ ά ρ , έχω κά ποια σπουδή, πού . δέν είναι τόσο κ α κ ή .. “ Α ν μπορέσω ν ά τή ν άποτελειώ σω , Φ α σίζο μ α ι σέ σάς; γ ιά νά τή ν οδη­γ ή σ τ ε σέ κα νένα φ ιλόξενο λ ιμ ά ν ι» .

Ε ίν α ι γνω σ τό , πώ ς τό όνειρο τοΰ 'Σ ε ζ ά ν , ή τα ν π ά ντα νά έκθέσει τά έ ρ γ α του, κ α ί μ ά λ ισ τα νά τ ά έκθέ- σει σέ έπίσημα Σ α λ ό ν . Τ ό νά <έκ- θ έσ ει» κα νείς σ τό « Σ α λ ό ν ντέ Μ π ο υ ρ γ κ ε ρ ώ » ήτα ν, γ ι ’ αύτόν, κάτι σ ά ν μ ιά κ λ ω τσ ιά σ τά όπίσθια’ στό Ιν σ τ ιτ ο ύ τ ο , μ ιά νόμιμη ικα νοπ οίη ­ση, «ό σ τε ρ ’ άπ’ .δ λ ε ς τ ις κα κές ύπο- δ οχές πού δέν έπαυαν νά το ΰ κά­μ ο υ ν ή « Έ κ ό λ » κ α ί τ ά «Μ π ώ , — ζ ά ρ » . “ Α ς προσθέσουμε ώ στόσο, ό τι έ ξ α ιτ ία ς τή ς έπίμονης έχθρότητας. τής 'Ε λ λ α ν ο δ ίκ ο υ 'Ε π ιτρ ο π ή ς . 6 Σ ε -. ξά υ ποτέ δέν έγινε δεκτός σ τό Σ α ­λ ό ν . Γ ια τ ί δέν- μπορεί ..νά τ;εϊ κά­νεις, δ τ ι έγ ινε δεκτός, ότα ν «π έρ α ­σ ε » μέ τή ν .έ π ιδ ο λ ή ένός ά π ό τούς σ π ά ν ιο υ ς 'θ α υ μ α σ τέ ς του, το ΰ κ. ΙΣ ο κ έ , πού σ ά ν τόν παρεκάλεσ.αχ νά δα νείσει ένα σ π ά νιο έπ ιπ λο γ ι ά 'τ ή ν , - έκθεση τοΰ 1889, έθεσε ώς όρο τήν

τέ ζ , ότα ν έπρότεινε τή ν άπόρριψη παίρνε τρ ία μ ή λ α τοΰ

τη σ α ν ά μου τά δείξει, «θ ά το *κσνα ευχα ρίστω ς, μοΰ άπά ντησε, όν -» π ή ρ χ α ν ά κ ύ μ η , ά λ λ ά δέν μοΰ άοέικι

ένας άπό τούς κρ ιτά ς του. > κ. Μ ο · δίνοντα ς του ενα ε ίκ ο σ ό ο ρ α γκ ο , ff- σέ ρόλους. ’Έ τ σ ι είχε τ ά έ ο γ α το υ ο χή υ ια , ά π ο τελεί έ γ γ ύ η σ τ νιελλοι»« Γ χ,Α,ι, i-AÁrc,^ --Αι, λ -Α α α ,.ι,.ι — — "~1 ------ λ π-κΑ... -is ¿ ζ ω γ ρ ό φ £ ) ς στό σπίτι του, καί τοΰ- τικής μεγάλης άξίας».

το γ ια τ ί πίστευε πώς στίς μ ετα κο - Έ ν πάση π εριπτώ σει, δέν σκέπτ«· μίσεις τά τε λ λ ά ρ α έπ ια να ν π ο λύ τα ν τό ίδιο ένας ζω γρά φ ος, ó Ν, τόπο. στόν οποίον ό Σ ε ζ ά ν είχε δώαι

"Ε μ ε ν ε ν ά ό ρ γα νω θ ε ί ή έκθεσή δυό · τρ ία έ ρ γ α του. “ Ο τ α ν τοΰ ζή- μου, πού δέν μπορούσε νά είναι π α ­ρά πενιχρή, γ ια τ ί τά μέσα πού διέ· θ ε τ α 1 τό τε, ή ο α ν περιορισμένα . Ε ί - . . . . . .χ α δ ά λει σέ π ερίβ λεπ τη θέση το ύς ν ά φ ορτώ νουμαι μέ π ρ ά γ μ α τα τά·ό· περίφ ημους «Λ ο υ σ μ ένο υ ς» τή ς σ υ λ - α ο ϊα ποτέ δέ θά χουν ά ξ ια . Έπειτα, λ ο γ ή ς Κ α γ ιε μ π ό τ κα ί τή «Λ ύ δ α μέ άέν υποφέρω νά π ε ρ ιγε λο ύ ν τούςφ · τό ν Κ ύ κ νο ». Φ ώ ναζαν πώ ς ή ίκ θ εο ή λο υς μου μπ ροστά μου. Γ ι ’ αύτό, κϊ μου ή τα ν μ ιά π ροσβολή γ ιά τή ν Τ έ - Επειδή ό λο ς ό κόσμος έπέμενε νά χνη, κα ί μερικοί μ ά λισ τα , δέν δ ίσ τα · μ°ΰ λ έ γ ε ι μπ ροστά στά Σεζάν: σα ν νά τήν χ α ρ α χ τη ρ ίσ ο υ ν κ Γ ώς «Π ο ιό γο υ ρ ο ΰ νι τό ζω γράφ ισε αύ· προσβολή γ ιά τήν «δ η μ ο σ ία α ιδ ώ 1» τ ° ; » τά εξα φ ά νισα ». «Έ κ ά ψ α τε τους

Μ ιά φορά, πα ρα σ ύρθ ηκ α σ τήν ε ϊ- πίνακές τ ο υ ; » « Ώ , ό χ ι ! θά ήταν'ζφ σοδο τοΰ κ α τα σ τήμ α το ς μου άπό τή μ ‘ja νά χα θ εί τόσον ώ ρα ίος μοιχχκ φ ασαρία ένός μ ικ ρ ο κ α υ γά . Μ ιά νέα μάς. Ζ ω γρά φ ισ α έ π ά ν ω ! Κυπάξπ γ υ ν α ίκ α , μ π ρ ο σ τά στόν πίνα κα τώ ν αύτή τή νεκρά φύση, προηγουμένως «Λ ο υ ο μ ένω ν», κ α κ ο λο γο ύ σ ε τό συνο- ή σ α ν κ ά τι ό λό σ τρ α β α σ π ίτια ..» · δό τη ς : « Ν ά μ ’ ά να γκ ά σ εις νά δω Τ ή ν τελευ τα ία μέρα τή ς έκθέσεως, αύτό, έ γώ πού π ήρα τ ό πρώ co δ ρ α - δ έχ τη κ α έναν επισκέπτη που μ'λοί- βεϊο σ τό σ χ έ δ ιο !» Μ ιά ν ά λ λ η μέρα . σε μέ μ ιά χ τυ π η τή μεσημβρινή προ· ένα ζ ε υ γ ά ρ ι στάθηκε στή β ιτρ ίνα φορά. Σ ά ν τό ν ρώ τησα ά ν ήταν προ· μου: ή τα ν ζε υ γ ά ρ ι κ α λλιτεχνώ ν, ά ν δ η γκ ια νό ς, κ Γ ά ν γ ν ώ ρ ιζε τό ί » · έκρινε κα νείς άπό τό κ α π έ λλο μέ ζά ν, μου ά πήντησε: «Χ ό μ ο ooOu'ir φαρδειά μπορ καί τή γ ρ α β ά τ-ca « λ α - ν ίχ ιλ χο υ μ σνι ά μέ άλιένι ποίιο δ α λέ ρ » τοΰ άντρός. «Κ ύ τ τ α ξ ε τ ί (άνθρω πος ε ίμ α ι κα ί τ ίπ ο τα τό ό» π ουλιέτα ι σ ή μ ε ρ α !» είπε ή γ υ ν α ίκ α , θρώ πινο δέν μοΰ είναι ά γνω σ το ) άί· « Κ α ι στό μετα ξύ, μέ τή ν έπιμονή λ ά στό Α ϊξ δέν συναναστρεφόμεθι σου νά κάνεις ύψηλή \έχνη. τά π α ι- π α ρ ά μ ετα ξύ κ α θ η γ η τώ ν 1» δ ιά σου πεθαίνουν τής π ε ίν α ς ! »Ε ύ τ υ - Λ (γ ο Α ρ γό τε ρ α έπρόκε,το νά m χως, αυτή ή σ υ ύ υ γ,κ η έπ .κριση δεν -παρουοιαστεί ε ύ κ α ιρ ία γ ν ω ρ ιμ ία ς « έγινε ά ντιλη π τη άπό ενα σοδα ρο πε- ά λλο υ ς συμπα τριώ τες το ΰ Σεζάν. λα τη , το ν πρώ το άπο τό ά ν ο ιγ μ α τη ς Γιατ1 g „ x noic[r s ή ώ ρ σ πο0. μ έκθεσεως. που έρχοντα ν μ α ζ ι μέ κα τόρθω σα ν ’ άποκαλύψ ω οτοχ το ν υπηρέτη το υ . Π α ρισινού ς τή ζω γρ α φ ικ ή τοΰ διδα·

Ή τ α ν ένας έκ γενετή ς τυφλός, σ κά λο υ , θά έβ λεπ α τή ν άποκάλνιΐς πού έκανε σ υ λ λο γ ή . Ά λ λ ά ώς γ ιό ς τοΰ ϊδιου το ΰ ά τόμου του. Κ α τ’ άν κ Γ έ γ γ ο ν ό ς κ α λλιτε χ νώ ν ή ια ν γ ε ν - τίθεση πρός τό ν Σ τ α ν τ ά λ , πού δρί· νημένος μέ τή ν ά γά π η γ ιά τ ’ ά ν τ ι- σ κει ά π ο κρ ο υσ τικά ά «χ η μ ο τό δρό κείμ ενα Τέ χ ν η ς . Μ οΰ έμπιοτεύθηκε, μο Μ α σ σ α λία ς — Α ϊξ , ή διαδρομή πώς ά ν έπηρεάσθηκε γ ιά τήν α γ ο ρ ά αύτή ή τα ν γ ιά μένα μ ιά Απόλαυοί). ένός Σ ε ζ ά ν . αύτό τό έκανε άπό σε- Μ οΰ φ αινόταν πώ ς ο ί γρ α μ μ έ ς τοί δα σμό πρός τό Ζο λά . πού τιμοΰσε σιδηροδρόμου ξ ε τυ λ ίγ ο ν τ α ν άνάμέοα μ έ τή φ ιλία το υ τό ζω γρ ά φ ο . « Κ ι ' έ· σέ τα μ π λ ώ το ΰ Σ ε ζ ά ν . μένα, κύριε, μοΰ άρέσει ή ε ίλ ικ ρ ι- '" Ο τα ν βρέθηκα’ μ π ρ ο σ τά οτό Ce· νής ό ρ α σ ις » — κα ί κα ί πέρνοντας ό γρά φ ο, μ έ δ υ σ κ ο λία σ υγκρότησα ?·

ς. Σ ’ ένα π ιά το μ ε ρ ικ ά σαπι­σμένα μ ή λα , σέ θέση π ό ζα ς. Κ οντά στό παράθυρο, κ ς έ υ ο ντα ν ιιιά κο υ ρ · τίνβ πού χρησίμευε ώ ς φόντο γ ιά

Έ ίς . προσω πογρα φ ίες ή τις νεκρές ίφόσεις. Τ έ λ ο ς , στούς το ίχο υ ς κρέ- μονταν ξυ λο γρ α φ ίες ή φ ω τογρα φ ί-

• ες, πού α π εικ ό νιζα ν ώ ρ α ία ή ά σ χη · ·; μά (μ ά λ λ ο ν ά σ χ η μ α ), το ύς « Β ο - ςοκοός τή ς Α ρ κ α δ ία ς » τοΰ Πουσέν, 3Τόν «Ζω ντα νό φέρονπα τό ν ν εκ ρ ό »

Λ ονκά ς Σ ιν ιο ρ έ λ ι, έ ρ γ α τοΰ λα κρ ο υ ά , ένα « " Ε ρ ω τ α » το ΰ Π υ ·

ζέ,. έ ρ γ α το ΰ Φ οραίν. τή ν «Ψ υ χ ή » τοΟ. Προυντόν, κ α ί τ ά « Ρ ω μ α ϊκ ά δρ-

τοΰ Κ ουτύρ.Σ τά θ η κ α μ π ρ ο σ τά σ τήν πρόσω πό-

4νός «Χ ω ρ ικ ο ύ » τρυπ ημένη μα χα ιρ ιές. Α ύ τέ ς όφ είλονταν στό ό Σ ε ζ ά ν π α ρ α φ ίρο ντα ν κα ί γ ιά

Τις π α ρα υ .κ ρές α ιτίες , κα ί· μ ά λισ τα .δ ίχω ς.λόγο, έκδ ηλώ νο ντα ς τό θυμό ντου έπάνω στούς π ίνα κές του. ‘Ό τ α ν λ. χ., βλέπ οντα ς τό γ ιό του νά χει ύ­φος κουοασμένο, φ α ντα ζότα ν ό τ ι ό

■«αράς ξε »υχτοΟσε, τό τε, ά λλο ίμ ο νο στά ε ο γ α πού δ ρ ίο κ ο ντα ν μπ ροστά του. θ ά προσθέσω , ό τι ε ίνα ι α ξ ιο ­κατάκριτος κ α ί ό μ ικ ρ ό ς Π α ΰ λο ς νιά τήν κα ταστροφ ή μερικώ ν Σ ε ­ζάν. 1 ά τρυπ οΰσε πρός ά γ α λία σ η

ir

το Ο κ. Π. Π ρ ε β ε λ ά κ η

Δ ε ύ τ ε ρ ο : ’Επειδή δέν έπι- θυμώ ή άναδολή αύτή νά έρμηνευ- τεϊ έτσι ή άλλιώς άπό κανένοτν, έ- πιτρέψετέ μου νά μεταφέρω έδώ τά λόγια πού σάς έγραψα πριν ενα μήνα περίπου καί πού συγκε­φαλαιώνουν τήν άδιαίρετη αϊστη- ση πού έχω άπό τό έργο Σας. « Α ­θήνα, 13 τοΰ ’Απρίλη 1939 (...)ί “Εχω συνάμα τή μελαγχολία πώς μουλειψε 6 καιρός νά βυθιστώ Α­κέραια στήν «Όδύσεια» καί νά Σ ά ς Αποδώσω μέ τήν πλήρη συμ­μετοχή μου στήν όδυνηρήν αύτή Α­νάβαση (τήν αισθητή τοΰ ποιήμα­τος καί τή διαισθητή — κ’ Ισχυρό­τερη — τοΰ ποιητή) τή μεγάλη δωρεά πού έκάματε στή ζωντανή

“ Ο τ α ν κά ποτε το ΰ δόθηκε ή εύκα ι­ρ ία νά δεί σ τό κ α τά σ τη μ ά μου

μ ’ ένα ύφος π ειρ α γμ ένο . Κ ι ' έπειδή τή ς α π ά ντησα ό τ ι στή σοφίτα θά κα ταστρέφ οντα ν άπό τά π οντίκ ια ,

μοΰ ξα να π ε ζω η ρ ά : « " Ισ ω ς . κύριε, λήσει μέ μεγαλείτερην αύθεντία ‘Ελλάδα. Ε ίχα πάρει μαζί μου τό ά λ λ ’ εΐναι τά π ο ντίκ ια μ ο υ !» γ ιά τό έργο αύτό (τήν «Ό6ύ· βιβλίο τις λίγες μέρες ποΰλειψα

Ά ^ η σ α τήν^έπηρμέυη αύτή κυρία σεια») καί πού θά Αποχωρούσα άπό τήν Αθήνα καί κάθε φορά πούπούΤόσο°περίε^αΡμοιάζει0 ^ « ν α I ^ ^ s Jaa στί,ν κΡ ίσΊ τουπρόθυμα..Άλλά εϊνε τό άκκούμπησα στά χλοϊσμέναΓκ ρ έ κ ο , 6 Χ ο ύ ϊσ τλερ είπε σ ο β α ρ ά : « ’Ά ν ένα π α ιδ ί δέκα χρονώ είχε κά­μει αύτή τή ζω γρ α φ ιά στήν π λά κ α του, ή μ ητέρ α του, ά ν ή τα ν κ α λή μ η ­τέρ α , θά τό μ α σ τίγω ν ε ». Τ ή ν ίδ ια α ύ σ τη ρ ό τη τα έδειχνε κΓ 6 Φαντέν Λα το ύρ . Σ υ ν α ν τή θ η κ α κά ποτε στοΰ ζω γρ ά φ ο υ α ύτοΰ μ ' έναν ίπ ιμ ε λ η τή τοΰ Λούβρου, ά π ’ τό ν όποιον ζη το ύ ­σα τή ν ά δ εια νά μεταφέρω στό μου­σείο έ’να - δυό Σ ε ζ ά ν γ ιά ν ά τούς ά ντιπ α ο α δ ά λω μέ έ ρ γ α τοΰ Σ α ρ ν τ έ ν κα ί το ΰ Ρ έμ π ρ α ντ. "Ο Φ αντέν Λ α ­τούρ, ή τα ν ή προσω ποποίηοη τής κα λω σύνης, κ α ί έκφ ράζοντα ν πάντα μέ μέτρο, ιδίω ς π ροκειμένου περί ζω γρά φ ω ν, ά λ λ ά σέ μόνη τή σκέψη νά περιφ έρουν ένα έ ρ γ ο τοΰ Σ ε ζ ά ν ΰΓίά νά μεσ α σ τίς αίθουσες τοΰ Λούβρου ξέσπασε: «Μ η ν π α ίζετε, σάς π α ρ α ­κ α λώ , μέ τό Λούβρο, μέσα σ τό σπί­τι μου ί»

Φ α ντα ζόμουν ό τι στό Α ίξ , δέν εί­χ α π α ρ ά νά σκύψω ν ιά νά μαζέψω έ ρ γ α Σ ε ζ ά ν , γ ια τ ί Οπήρχεν ή. φήμη

όποιο κά να με π ερίπ α το κ α τά μήκος το ΰ ποταιιοΰ “ Α ρ κ . Ξ α φ ν ικ ά μοΰ είπ ε: :« Κ υ τ ά ξ τ ε α ύτό τό οΰννεφο, θ ά ή θ ελα νά τό άπο&ώσω. Ό Μονέ μπορεί νά τό κ ά μ ε ι». Σ υ χ ν ά ό Σ ε ­ζά ν π α ρα σύροντα ν σ ' έκψ ράσεις όχι εύνοϊκές γ ιά τόν ζω γρ ά φ ο τώ ν « 'Ω ­ρ ώ ν». Σ έ μ ιά σ τ ιγ μ ή εύθυμίας, μοΰ εΐπε: « Ό Μ ονέ έχει ένα μ ά τ ι» , διορ­θώ νοντας όμω ς άιιέσω ς, πρόσθεσε : « Ά λ λ ά τ ί μά τι. θεέ μ ο υ !»

" Ο τ α ν 6 Σ ε ζ ά ν έπανήλθε στό Π α ­ρίσι, ε ίχα τή ν τό λ υ η νά τοΰ ζητήσω νά μοΰ κάνει τό π ο ρ τρ α ϊτο μου. Δ έ ­χθ ηκε, κα ί είπαμε ν ά συναντηθούμε τήν ά λ λ η ιιέοα σ τό έ ρ να σ τή ο ιό του σ τήν όδό Έ ζ ε ζ ί π Μ ορώ . Σ ά ν έφτα-

εϊδα στή μέση τοΰ δω ματίου,

του π α τέρα το υ : « Ό γ ιό ς μου ά νο ι- δ τι γ ιά κάμ^ 0αο κ α ιρ ό .'ό ζω γράφ ου ςε τα π α ρά θ υρα κα ι τα τ ία κ ια . Κ α - · ·· - ·ισλαβαίνει 6 μ ικ ρ ό ς διά βολος, ότι

ν άφηνε μέσα »στόν κήπο, τα ς στούς βρά χο υς τής Έ σ τ ό κ . Γ ε - κά νει γ ιά ν ά κ ο υ νιέτα ι».μέσα στή θ ερ μ ά σ τρα τοΰ λά σ τη κ α σ τ;ς προσδοκίες μου. Ο ί Μέ τό π ινέ λλο σηκω μένο

ίου του, κα νένα κ ο μ μ ά τια - κ ά το ικ ο , το ΰ Α ίξ τής έποχής έκείνης έ κο ττο 0 σ ί μέ μ ιά μ α τιά/ Α ■ Αν ,1α ΑΝ , ΑΝ , « Α Λ. 1 Α* ΜΛΑ 1 ν .. / Λ _ _ . .V 1 I « «

Ζ,ΕΖΛΝ : «ΚαΟήμενο« ι£ιώλ«>η'Α|φ. Βολλάρ).

πρόκειται π ερί σ π ιτ ιο ύ !»Σ τ ο π ε ρ ιβ ά λλο ν το υ έπικρατοΰσε

τέτοιος σεβασμός γ ιά τό ζω γρά φ ο, δοτέ ο τα ν άφηνε μέσα »στόν ñ ápptyvs έργσστηρίου σ.ιένο έρ γο , ο ί δ ικο ί του έπ έδ λεπ ο γ οτό νά καταστραψ εΐ.

(V α ύτό μ π ορεί κα νείς ν ’ άναφέ- pti ώς μοναδική περίπ τω ο η, τή διά- οοση μ ιο ς να τύ ρ μ όρτ. Ό Σ ε ζ ά ν την είχε π ετά ξει ά π ’ τό παράθυρο και γ ιά κερό έμεινε κρεμασμένη σ’ ένα κ λα δ ί μ ια ς κερα σιάς. Μ ερικοί τγοΟϊ : τό ν είδαν νά β η μ α τίζε ι γ ύ ρ ω άπ τό δέντρο, ο π λισ μ ένο μ ’ ενα

κοντάρι, κ α τά λα β α ν ό τ ι είχε σκοπό να κατεβάσει τό ν π ίν α κ ά του κ ι’ ά · πέόυγαν ν ά τό ν α γ γ ίξ ο υ ν .

i t j ϊπνο π ο '; μ ' έκά λεσε, 6 Σ ε ­ζάν η τυ ν εύθυμος. Ε κ ε ίν ο πού μ’ & καυε Ιδ.αίτε|·η έ ,τέπ ω σ ή , Γταν ή ·ί · πτοβολική εύ γέ νε ιά του. Ή προσ­φιλής του έκφοαση ή τα ν : « Σ υ γ γ ν ώ ­μην!» Π α ρ ’ ό λη α ύτή τή ν ά γα θ ό - τητα κα ί χή φ ιλοφ ροούνη, δέν π ρ ό - ο?χσ λ ιγ ώ τ ε ρ ο τά λ ό γ ια μου, άπό φόβο μήν π ρ ο κ α λέσ ω τό θυμό τοΰ οικοδεσπότη, πού ή τα ν π ά ντα το υ ί · τοιμυς. καθώς μοΰ είπαν, νά ξεσ π ά ­σει, Ά λ λ ’ δ λε ς μου ο ί προφ υλάξεις δέν μ ’ έμπόδισαν νά δ ια π ρ ά ξω μιά «σοβαρή γ κ ά φ α ». Μ ιλο ύ σ α μ ε - γ ιά τόν Γκ ιο υ ο τά β Μ ορώ . «Φ α ίνετα ι πώς είναι έξοχος κ α θ η γη τή ς », ε ίπ α . Τ ή στινιιή πού πρόφ ερνα α ύ τά χά λ ό γ ια 6 Σ ε ζ ά ν έφερνε τό π ο τή ρ ι του στά χείλη. Σ τ α μ ά τ η σ ε χω ρ ίς ν ά τό ά - κούμπήσει, ένώ μέ τ ’ ά λ λ ο του χέρι, σχημάτισε ένα είδος χω νιοΰ σ τό α ύ · τί του γ ιά ν’ ακούσει κ α λλ ίτε ρ α , γ ι ­ατί ή τα ν λ ίγ ο δα ρύκοος. Ή λέξη «καθηγητής* τό ν ξάφ νιασε, το ΰ έκα ­με. Ιντύπω ση ή λ ε κ τρ .κ ή ς έκκενώ σε- ος; « Ο ί κ α θ η γη τα ί, άνεφώνησε, ά - οίνοντας τό π ο τή ρι του στό τρ α π έζι τόσον ά π ο τομα , ώ στε νά σπάσει, είναι βρω μάνθρω ποι, ευνουχισμένος άοίλότιιιοι. Δ έ ν Ιχ ο υ ν τ ίπ ο τα μέσα τους..» Κ Γ έπειτα . Α λ λ ά ζο ν τα ς ξα ­φνικά θέιια : « Ά χ ! π ό τε λο ιπ ό ν θά δ «· έναν π ίν α κ ά μου σ’ ένα υου· σενο;»

’ \κοιδ·ώς, 6 δ ιευθοιπής τή ς ’Ε θ ν ι­κής Π ινα κο θήκης το ΰ Β ερ ο λίνο υ , ό Κ. Ντέ Τσ ο ύ ν τι. έπιθυιιοΰσε ν’ ά π ο -

προσεφερε έ ρ γ α του σ τον τυ χόντα , κα ί μ ά λ ισ τ α ό τι τ ά έ γκ α τέ λε ιπ ε στό μ ο ν τέ λλο του, όπω ς τή ν ά κ υυα ρ έλ- λ α τώ ν «Λ ουομένω ν γ υ ν α ικ ώ ν », πού άνεκάλυψ εν ό Ρ ενουά ρ π ερπα τώ ν-

ιαιά κ α ρ έ κ λα τοποθετημένη πάνω σ' ένα κι.3ώ»ι.ο πού ή τα ν σ τη ρ ιγμ ένο πάνω σέ τέσσερα ά μ φ ίβ ο λα σ τ η ρ ίγ ­μ α τα . Ή Α νη σ υχία πού μοΰ ένέπνευ- σε αύτό τό βάθρο, φ αίνεται νά ζω ­γρ α φ ίσ τηκ ε στό πρόσω πό μου, γ ι α ­τ ί ό Σ ε ζ ά ν , νόμισε κ α λό νά μέ κ α ­θησυχάσει. « Έ γ ώ ό ίδιος έτο ίμα σα τήν κ α ρ έ κ λα γ ιά τή ν π ό ζα . " Ο ,τ ι χρ ειά ζετα ι, κύριε Β ο λ λ ά ρ , είναι νά Ίοα τήσετε τή ν ισο ρροπ ία σας. ’Ά κ ­

λω στε, ότα ν π οζά ρει κανείς, δέν τό

σοφώτερος άπό μένα καί σωπαί­νει». Ή προβληματική αύτή φρά­ση είναι βέβαιο γ ιά Σ ά ς και γ ιά μένα πώς μέ υπονοεί, αίστάνουμαι λοιπόν τήν ύποχρέωση νά ξεκαθα­ρίσω δυό πράματα.

Π ρ ώ τ ο : Ή σιωπή μου γ ιά τήν «Όδύσεια» δέν όφείλεται σέ «σοφία», άλλά στόν άπλούστατο λόγο πώς οΐ καθημερινές και πιε­στικά έπείγουσες φροντίδες μου δέ μοΰ έπιτρέπουν ν ' άσχοληθώ, καί μάλιστα μέ τήν αϊστηση τής εύτύνης πού μοΰ ρίχνει ή Κ α Λαμ­πρίδη καί πού τήν αποδέχομαι, μ ’ ένα έργο πού ή γνωριμία του μαζί του δέν εϊναι χτεσινή καί πού ή άπογραφή τών συναιστημάτων πού μοΰ γεννά θά εϊταν ή άνασκόπηση τοΰ ’ίδιου τοΰ πνευματικού και ψυ- χικοΰ βίου μου. ’Επειδή δέ κανέ­νας δέν μέ θεωρεί έ ζ επαγγέλμα­τος κριτικό κ’ έπειδή ή «Όδύσεια» κ’ οΐ κρίσεις γ Γ αύτήν δέ δουλεύ­ουν στήν έπικαιρότητα, σκέφτηκα πώς δεν είχα λόγο νά βιαστώ νά πώ τή γνώμη μου.

κο-τρώνια καί τό διάβασα, κατάλαβα πόσο έχετε Σ ε ις δίκιο καί πόσο ή ύπαιθρική ψυχή τοΟ ποιήματος εί­ναι αίώνια, ακριβώς γ ια τ ί είναι έξω άπό τά μέτρα τών ξεριζωμέ­νων.

« Ά λ λ ά αύτό πού μοΰ μένει άπό τήν «Όδύσεια» σάν. Απόχτηση πο­λύτιμη κι Αναλλοίωτη, εϊναι τό δί­δαγμα της πίστης γ ιά τις Αμά­ραντες άξιες, πού δέ γνωρίζουν άντιμέτρημα, ή νοσταλγία γ ιά τό' άνθισμένο δέντρο τής ποίηοης πού πολλοί άπό μάς είδαμε στίς καλές μας ώρες καί μόνο 'Εσ ε ίς δέν ξε­καρφώσατε ποτέ τά μάτια σας άπό πάνω του. Τό δίδαγμα αύτό Αξίζει νά τά φορεΐ κανείς σά δα- χτυλίδι σ’ όλη του τή ζωή καί νά τό παραδώσει σ’ ένα ζωντανό πρ) νά πεθάνει. (...)»

Τό γράμμα αύτό, άν τό κρίνετε καί Σ ε ίς σκόπιμο. Σ ά ς παρακαλώ νά τό δημοσιέψετε στά «Νεοελλη­νικά Γράμματα».

Δικός Σ α ς 1 Π. Π Ρ Ε Β Ε Λ Α Κ Η Σ 1

δέν ή τα ν άνθρω π οι πού σ υ γ κ ιν ο υ ι- τα ν άπό «ά σ χ η μ α έ ρ γ α » . Β ο ή κ α ώ­στόσο μερικούς π ίνα κες σέ κάποιο α νδ ρ ό γυ νο πού έπειδή συνδέονταν

ό Σ ε ζ ά νμέ κυττοΰσε μέ μ ιά μ α τιά σταθερή, λ ίγ ο σ κ λη ρ ή ... Π ή ρ α μ ιά π ό ζα , π ρο­σπαθώ ντας νά μείνω ά κ ίνητο ς. Ά λ ­λο ίμ ο νο ό μ ω ς ! ή ά κ ινη σ ία μου αύ-

μέ σ υ γ γ έ ν ε ια μέ τό Σ ε ζ ά ν , δέν ε ίχ α ν τ ή, δέν ά ρ γη σ ε ν ά π ρ ο κ α λέσ ει μιάτό θά ρρος ν ’ άρνηθοΰν όσους ό κ α λ ­λ ιτέ χ νη ς τούς χά ρισε. ’Ά λ λ ω σ τ ε , καθώ ς είναι γνω σ τό , ο ί μεσημβρινοί συμπα τριώ τες μας, αποφ εύγουν νά πατάξουν ή ν ά κα ταστρέφ ουν δ,τιδή - ποτε τούς ά νήκει.

Μ έ λ ίγ α λ ό γ ια , τό ά ντρ ό γυ νο χ ά ­θ ηκε πού ένας Απροσδόκητος ά γ ο - ϋ α σ τής, προσψέ.ρονταν ν ά τούς ά ·

χα ύνω οη, έπ ειτα μ ιά νύσ τα κα ί. ξ α ­φνικά, τό κ ιβ ώ τιο κ Γ έ γώ , β ρεθήκ α ­με χ ά μ ω ! "Ο Σ ε ζ ά ν ετρεξε κοντά μου: «Κ α Ο μ έ νε, κο υνηθήκα τε. Π ρ έ ­πει νά σταθείτε σ ά ν ένα μ ή λο ' μήπως τό μ ή λο κ ο υ ν ιέ τα ι;»

ώς τ ις ίντε κ ά μ ισ υ . "Ο τ α ν έφτανα, ύ μοΰ έ λ ε γ ε » .Ό Σ ε ζ ά ν ή τα ν θρήσκος, τό « Σ τ α υ ρ ό » , β ιβ λ ία θρησκευτικά πού προτιμούσε ν ά δια β ά ζει. «Α ύ τ ο ί έκεί οί άνθρω ποι είναι πολύ δυνατοί, μοΰ Ι λ ε · , ε » . Ό Σ ε ζ ά ν ή τα ν θρήσκος. Εβ ρ ισ κε πώς ή θ ρησ κεία ε ίνα ι ενα «σ το ιχ ε ίο σεβασμού, ένα ήθικό άπο κο υ μ π ί».. « Γ ιά μένα πού ε ίμ α ι Αδύ­νατος στή ζω ή , ά γα π οΰσ ε νά έπα- να λα μ β ά νει, ε ίνα ι ά π λο ύ σ τα το : στη-

θε Κ υ ρ ια κ ή τή λ ε ιτο υ ρ γ ία . Ώ σ τ ό σ ο « ά ν αύτή τή μέρα , ό κα ιρός ή τα ν ά- κα τώ οτατος, ό εφημέριος εΐχεν έ ν « ένορίτη λ ιγ ώ τε ρ ο .

Τ α χ τ ικ ά ,,κ ά θ ε ά π ό γεμ α , δ Σ ε ζ ά ν π ή γα ιν ε στό Λ ο ΰ δ ρ ό ή στό 7 ρ ο κ α ν - τερό γ ιά ν ά σχεδιάσει καθώ ς ο ί δι­δ ά σ κ α λο ι. Κ α τ ά τις πέντε τό άττόγε- μ α . τό ν έβ λεπ α κά π οτε ν ά μπ α ίνει στό κ α τά σ τη μ ά του. Τ ό πρόσωπό του α κτινοβ ολούσ ε: «Κ ύ ρ ιε Β ο λ λ ά ρ , έχω εύ χά ρισ τα νέα ν ά σάς μετα δώ -

. Ί

μ ίζο μ α ι σ τήν άδελψή μου, ή όποιαστηρίζετα ι στόν ¿ξο μ ο λο γη τή τη ς , έ - σ ω . Ε ίμ α ι ά ρ κ ε τά ευχα ριστημένος να ν Ιησουίτη, ό όποιος σ τη ρ ίζετα ι Από τή σπουδή πού έκ α μ α π ρ ιν άπό στή Ρ ώ μ η !» Γ ιά το ύ το ό ζω γρ ά φ ο ς χ ιγ ο , Ά ν 6 κα ιρός α ύο ιο ε ίνα ι λ ίγ ο

Π ό ζα ρ α κάθε π ρ ω ί. Α π ’ τ ις ό χτώ δέν πα ο έλειπε νά πα ρα κολουθ εί κ α - συννεφιασμένος, ν ο μ ίζω πώ ς ή έ ρ ­γ α σ ία μου θά να ι κ α λή ».

Τ ό κ υ ρ ιύ τε ρ δ το υ μ έ λη μ α . ό τα ν τέλέιω νε τή δ ο υ λειά του, ή τα ν νά μάθει τ ί κ α ιρ ό θά έκα μνε τή ν έπο- μένή. Σ ά ν ξυπνοΰσε κ α μ μ ιά φορά τή νύχτα , ά ν ο ιγε τό π α ρά θ υρο γ ιά ν ά έξετά σει τόν ούρανό. Κ Γ ό τα ν σ χ η μ ά τιζε γν ώ μ η , π ή γα ιν ε μέ τό κε­ρ ί στό χέρ ι, ν ά ξα να δ εΐ τή σπουδή πού ζω γρ ά φ ιζε . “Α ν ή εντύπωσή το υ ή τ α ν κ α λή , τό τε ξυπνοΰσε γ ρ ή γ ο ρ α τή γ υ ν α ίκ α του, γ ιά νά σ υ μ μ ετά σ χ ει κ Γ αύτή τή ς ίκανοπ οιήσεώ ς του.

Ε ίν α ι δύσ κολο ν ά φ ανταστεί κα­νείς σέ τ ι σ ημείο ό Σ ε ζ ά ν δυσκο­λεύο ντα ν κά ποτε νά ε ρ γα σ τε ί. Σ τ ό το ρ τρ α ίτο .μ ο υ υπ ή ρ χα ν, έπάνω στ4 χέρι, δυό μ ικ ρ ά σ η μ ε ία πού έμ εινα » άνέπαφα. Τ ό ν ρ ώ τησ α γ ι ά τή ν α ιτ ία Κ α ί μοΰ ά π ά ντησ ε: « ’Ά ν ή δ ο υ λειά πού θά κά νω σέ λ ίγ ο στό Λ ο ΰ δ ρ ο

πά ει κ α λά , ίσω ς α ϋρ ιο ν ά δρώ τό ν άπα ιτοόμενο τόνο γ ιά ν ά σκεπά σω α ύτά - τά ά σ π ρα . Πιστέψ τε με, κύ ριέ Β ο λ λ ά ρ , πώ ς ά ν έβ α ζα κ ά τ ι έκεϊ στήν τύ χ η , θά μουν ύποχρέω μέυος νά ξα να φ τιά ξω τό έ ρ γ ο μου, Α ρ χ ίζο ν ­τα ς ά π ’ α ύτό τό σ η μ ε ίο !» .

‘ a · * · ·

a i

ΛΕΛΛΧ DAT.ΚΑΛΗ · «Ά π ό tíi B ' Πανελλήνια Α Μ Π Ρ Ο Υ Α Ζ Β Ο Α Λ Α 0

Neoe?«irföj!WÄrA

Τ Ο Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Ο Μ Υ Θ Ι Σ Τ Ο Ρ Η Μ Α #

ο A t c r r o c M G l ó r d ú p o rΤ Ο Υ κ. ΘΑΝΑΣΗ Π Ε Τ Σ Α Λ Η

1 6 « Κ α ί μήν ξέροντας τ ί ν ά «εΐ, δ υ * δωμάτια, Έ δ ω τό κρεβάτ* - Ή , νά φροντίσω γ ιά διτοια «ου, νά στηλωθεϊ. "Ε π εσ ε σ’ αό- « j · ε \ χ - ι , , " Ρ 6«®*«« μονοκομμοαα: άψτειαχτο, ύστερα άπό ύπνο. Έ · λύση νομίοω μονάχος μου καλή, τό τόν άγνω στο καί π ιάστηκε ά ·

* « ϊ ? ^ τσνΤοΓν ξαπλω μέ- — Ε ίν α ι αποκριές. κει το ψλυτζάνι μέ τα ρέστα τού απόσωσε άπ®φασιστικά, Κατα - πάνω του. Ν αυαγός σέ σωσίβιαvrj ατό δεξ ι πλευρό. Σ τό χαμηλό- - Βέβα ια, έκανε ό άνθρωπος πρωινού, άνάμεσα σ έ ψ ίχουλα λαχα ίνετε κα ί σείς, ό τ ι δέν ε ίνα ι - Σ ά ς βεβαιώνω ότι δέν ένε-τερο ράφι της σέρας. Τ ά πόδια άμφ ώ άλλοντας πάντα y iá tó σκόρπια. σωστό ν ' άνακατευθώ σέ δου- τ ε νά φοβηθείτε τίποτα του εί-της μαζεμενα. Τ ά μπράτσα οταυ. μυαλό τη ς γυναίκας, έχουμε ά- Ή Ε λ έ ν η πήγε Τσια στήν πολυ. λειές... όπου δέ μέ σπέρνουν. Τό πε λαχανιασμένα ’Ακούστε. Ε ί. ρωμένα μπρός στό στήθος. Σ τό «άκριες. Κ ι έσυ μασκαρεύτηκες. θρόνα κα ί κάθησε. Τά πόδ ια της λιγώ τερο δηλαδή... Έ χ ω π ε ρ ά - μ α ι μ ιά έλεΟθερη γυνα ίκα ναίστήθος άκουμποΟσε κσ* τό πη- - Ναι, βλέπετε, ε ίμα ι μασκα- εϊταν κομμένα. Τό στόμα πικρό, σ ε ι κι’ έγώ άπό φουρτούνες, κα ί Τόν ε ίχε π ιά σε ι άπό τό πέτογουνι. α εχω ρ ιζε καθαρά τό προ- ρεμένη. Δ εν ξέρω πως θά φύγω ξεραμένο. "Υ σ τερ α άπό τό νεύ- δέν πάω γυρεύοντας, πιά. Ε ίπα- τού σακακιού του κα ί τόν τοα-φίλ. Ζω ηρά χρω ματισμένο τώρα, από δω. r » n m , r , τ *» A,».*» » . w »¿-· * »- *— κ ^ ¿. . . . r . — - - - — 2. » ~ ' rσ τό φ ω ς τή ς ήμέρας, μέ τ ις πού­δρ ες καί τ ά κροτγιόνια.

— Πώς ε ίνα ι ντυμένη έ τσ ι ; ά- ναρωτήθηκε ό άνθρωπος. Κοψ- μ ιά τρελλή θά ε ίν α ι · · .

Μπλέχτηκε σέ δίλημμα. Τέλμα, τώθηκε στήν ώμΦίβολία.

Είπε νά φύγει, π ά πάει, νά

Ό άνθρωπος νόμ ισε μ ιά σ τ ιγ ­μή ό τ ι ξεχ ώ ρ ισ ε τή σωφροσύνη σ’ α ύ «ά τ ά λ ό γ ια τή ς γυναίκας. Κ ι’ ή πρώτη άπορία τού ξα νάρθε σ τά χείλη.

— Μπορώ νά ξέρ ω , τή ς είπε, πώς έτυχε νά σά ς βρω κοιμισμέ­νη μέσα σ τή σ έρα μου;... ε ίνα ι

ρ ιασμα τή ς άρχής, τώ ρ α τή ν έ- τ ε ένα δνομα. θ ά μού π είτε π ο ιά βούσε TV JS st μ ιά σωματική καί μ ιά ψυ- ε ϊσ α σ τε άληθ,νά* ~

νά ξε ι κανένα γε ίτονα . Μπορεί λ ιγά κ ι περ ίεργο, έ;... κα ί νά β ιά ζε ι τό πράμα: Ν ά εί- ‘Η Ε λένή φάνηκε βυθισμένη να» άνάγκη. σ έ μ ιά σκέψη. "Υ σ τερ α με άψέ-

Χωρ ’ις νά χαλοσκεφτεΐ, έσκυψε λεια , είπε: κα ί τή ς σκούντηξε λ ίγ ο τ ό κε- — Δ έ ν ξέρ ω κι’ έ γ ώ πώς βρέ» φάλι. Σχεδόν μέ φρίκη. Μέ τήν θηκα έδώ μέσα. άκρια τού μεσιανού του δαχτύ- Ό άνθρωπος άρχ ισε π άλ ι ν ’ λου. "Ε πειτα , ξεθαρρεμένος, τή ς άμφ ιβάλλει γ ιά τ ό μυαλό τή ς έπιασε τό μέτωπο καί τή ς γύ ρ ισ ε γυναίκας.τ ό κεφάλι κοιτά πρόσωπο. ~ Μέθυσες χ τές τ ό βράδυ; εί-

Αύτή έπ α ιξε τ ά βλέφαρα, τέν- πε γελώ ντα ς . Ή κοιλιά του χο- τω σ ε λ ίγ ο τ ά πόδια. Κ α ί ξαφνι- ρσπήδησε λ ίγο κά τινάχτηκε. Γύρισε άνάσκελα. *- Μή γελά τε , άποκρίθηκε ή Έ . Ο ποδόγυρος τού πλούσιου φου- λένη αύστηρά, βρέθηκα—βριοκο- στανιού ξεδ ίπ λω σε κα ί χύθηκε μα ι σ έ μ ιά πολύ δύσκολη crtiy- άπο τ ό ράφ ι ώ ς σ τό χώμα. Ή μ ή - καί ζή τη σα καταφύγιο... κά. “Ελένη, ανάσκελα: έντρομη, α τέ ­νισε τό ν ά γ νω σ το πού τή ν κο ίτα ­ζε , σκυμένος άπάνω της.

— Ποιά ε ίσ α ι; τή ρώτησε. "Ε ­χ εις Ί τ το τα ;

που... όπου βρήκα... νά, έδώ.Ό άνθρωπος άκουγε προσεχτι­

κά. Κ ο ίτα ζε τή γυνα ίκα έπίμο- να. “Η “Ελένη έν ιω σε ά ξο φ να μιά τέ το ια κούραση (σω μ ατική κού-

Έ'κείνη είχε συνέρθει άμέσως. ραση, γ ια τ ί ή ψυχική ταραχή Ή πραγματικότητα , σημερινή δέν είχε κ α τα λα γ ιά σ ε ι μέσα καί περασμένη, ξαναπηρε β ία ια Τι1<;) τ*00 ξομολογήθηκε άβαστα-τή ν κυριαρχία μ έσα της.

—Ποιος ε ίσ τε ; ρώ τησε φοβι- σμένη.

Ε ίχε τέ το ια ά γρ ιά δ α σ τά μά­τ ια τη ς πού τό βλέμμα τη ς γ έ ­μ ιζε κακία. Ό φόβος καί ή φυ­γή . ’Ανασηκωμένη στους ά γκ ώ

χτοκ— Δ έν μπορώ ν ά φύγω άπό

δώ , .. ’Ε δώ θά μείνω.... κάντε ό,- τ ι θέλετε... δέν μ π ο ρ ώ .,.

Ε ίχε τέ το ιο πείσμα ή φωνή της, πού μόνο ή απελπ ισία τ ό δικαιολογούσε. Ο άνθρωπος νό-

νες, ά ντιμ ετώ π ιζε τό ν ά γνω στα . μ ισε ό τ ι κατάλαβε.Ε κ ε ίνο ς άπολογήθηκε:

— Ε ίναι τό σπ ίτι μου έδώ.— " Λ σ Τ ε ; . ..

— 'Έ κ α νες κανένα κακό καί σ έ κυνηγάνε... κρύβεσαι;

— "Οχι, ά ν τ ιτα ξ ε αύτή σά δ ι·Μ ά ό άνθρωπος, βλέποντας δ- «μ α ρ τυ ρ ία . Έ μ ένα νε μού συμ

τ ι ή γυνα ίκα δέν είχε τίπ οτα , ξα - βα ίνει κακό I

— Λέπεοα... -άφησα τό ν άντρα μου, τ ό πα ιδ ί μου, τό σπ ίτι μου— κα ί γλύ σ τρ η σα τό ν κατήφορο...

Μ ιλούσε γρή γορα , μέ κομμένη Τήν άνάσα. Ό άνθρωπος τή ν ά­κουγε. Ενοχλημένος. Μ α ζί τή λυπόταν, θ ά προτιμούσε νά πά- ψει αύτή ή έξομολογηση. Μά ή Ε λ ένη , γα ντζω μ ένη άπάνω του, ξερνούσε τό ν πόνο της:

— Κ α ί φαντάσου... συνάντησα τ ό πα ιδ ί μου, χ τές τό βράδι, σ’ ένα χορό... τό γ ιό μου... μασκα- ρεμένοι κι' ο ί δυό... καί κουβεντι­άσα μ ε σάν δυό άγνωστο ι... καί κ ά τι μάς τρ ά β η ξε καί φιληθήκα­με... Μά, ύστερα κοθώς κουβεν­τιά ζα μ ε , τό ν άνογνώριοα ... ναί, ό τα ν ε ΐτα ν τ ό πα ιδ ί μου... φρί­κη... καταλαβα ίνετε;... έλειπε ά­πό χρόνια στήν Εύρώπη. ΤΗρθε προχτές. Α ό τό ς δ έ μέ κατάλαβε» έφ υ γα », τού ξέφυγα... άκούτε;... έφ υ γα σάν τρ ελλή άπό κεί μέ­σα... καί χω ρ ίς νά καταλαβαίνω πώς, ήρθα έδώ... σ τό ν κήπο σας..'.

Ό άνθρωπος προσπαθούσε νά β γάλει ένα νόημα άπό τ ά μπερ­δεμένα λ ό γ ια τή ς Ε λένη ς.

— Καλά, καλά, τή ς έλ εγ ε πα­ρηγορητικά , καθώς τού μιλούσε, μονο καί μόνο γ ιά νά τή ν κάνει νά σ ταμ α τήσει μ ιά σ τιγμ ή , νό ξελαχανιάσει.

"Α ρ χ ιζε νά β α ρ ιέ τα ι αύτή τήν · περιπέτεια , όπου βρισκόταν άθέ- λ ά του μπλεγμένος καί σκεπτό­τα ν πώς θά μπορούσε νά ξεφορ­τω θ ε ί αύτή Τή δυστυχισμένη γυ ­ναίκα. ’Εκείνη όμ ω ς ξεχειλούσε, Α βάσταχτα :

( — Τ ίποτα δ έ μ’ έμποδίζει νά ,„ . . _ σ ά ς πώ τή ζω ή μου, έξακολβυ-^ ,^ λ έ ν η ^ ν ιω θ ε μ έσ α τη ς μ * βο^ τε β η μ ^ τίζσ ίτ^ ς μ έά σ τό μι-

fPt&t-JOCe

χική ά τονία σά μούδιοοσμα. Πιό---------------- Δκόμα, άφοΟ ξά π λω σε σ τ ιγμ ια ία γαλήνη. Ποθούμε' να Χρ6 δώμέιτιο. Ε ίμαι πού είμαι

νασκέφτηκε ό τ ι θάνα ι τρελλή . Μέ μ ιάς σηκώθηκε άπάνω καί ^ η ν πολυθρόνα. Ω σ τόσο γύ ρ ισ ε μείνει έ τσ ι, ά ναλλοχ τα . κ α τα ο τρ Βμένη. Μόνο δέν ήθελα— Π ώ ς βρέθηκες έδώ μέσο*, στάθηκε πολυ κοντά σ τόν άνθρω . αμέσως το κεφάλι τη ς προς τό ν — θ έλ ε τε , το σ ο άπστομα ν ά ^ μ^ ε ι ¿, μου μάβει...

παιδί μου; . , πο. Ε ίταν κοντή καί γεμάτη . Πε- α γ νω σ το και το ν ευχαριστησε. σα ς πω τή ζω η μου; είπε μέ κεύ- κα ταλάβα τε;... είμα ι μητέρα...Ή φωνή του ε ΐτα ν πολύ βραχ- τάχ τηκε άπό τή μ ιά κουβέντα « ί ? 1«* * * Η* συΥ * Ρ?**1· - · 'Ε ίνα ι σα να γυ ρεύετε Κάποτε εϊμουνα παιδί κι’ έγώ

νή, κ Γ έ ν ιω θ ε ό τ ι π ολέμ αγε νά σ τή ν άλλη, χω ρ ίς σύνδεση. χωρειστε... γ ιά τήν ένόχληση. να γυμνωθω ξαφ ν ικα μπροστάτήν κάνει μαλακιά. Ή γυνα ίκα - Κύριέ μου, είπε παρακαλε- ? ^ γν<?<ηο5 "λ ή 0,1? 06 . τό τε σας·Μ, „ - .μέ τ ρ π αρά ξενα φ ορέμ ατα μέ στά , μπορείτε νά μού κάνετε μ ιά κ<*1 τη ζ ε1™ε ζωηροί, φ ιλικά: -Μ ή π ω ς έχ ετε τη ν Απαίτησηκουρασμένο, τό κοταβόμμένοπρό χάρη; θ ά μέ σώ σετε. Ζητώ νά Τ Η*®!®· λο ι!,ον· τι^ λε τε ^ νά σάς, π ω έ γ ώ τή δική μου τήσωπο, άνακάθησε σ τό Τ ά φ ι, ά ίυ μέ βοηθήσετε... είμα ι μ ιά δυστυ- 1 ^ · ^ α τ ι πρεπει νά γίνει. Δ έ ζω ή ; εκανε αυτός λ ιγ ο είρωνι-θώνοντας τά πόδια κα τά γης. χισμένη γυναίκα... ® « βραδιαστούμε έτσ ι, βέβαια, κά.

Φαινόταν ταραγμένη . "Ο μως, Ό άνθρωπος γύρεψε νά τή ν ή- “ κοιταζόμαστε... Ποιον πρέπει «Η Ε λένη δέν άποκρίθηκε. Ότώ ρα , ή άνησυχία δέν τ ή ς ά γ ρ ί - συχάσει : νσ ε1. ^ Π[ί>ιΓ1σω Ι . . . „ κ . άνθρωπος σηκώθηκε,ευε τόσο τό μάτι. — Μή·ν κάνετε έτσu ν Η , Ε ^ ν η του έξή νη σε ο τ ι ήθε- _ Καλά. είπε. Κ αθείσ τε νά ξ ε ·

καί μ εγά λω σ α μέσα σ τά χάδια καί τ ίς φροντίδες... Μ’ είχαν πο­λύ περιορισμένη οί δικοί μου, καί δέν ή ξερα τίπ οτα άπό τή ζωή. Κ ι’ έτυχε, σάν έ γ ινα δεκα­οχ τώ χρόνων, νά συναντήσω έ­ναν νέο καί νά τό ν άγσ τή σω ... ν’ Αγαπηθούμε Α ληθ ινά .·.

Ό άνθρωπος χω ρ ίς νά τό θέλει/C > v v u ι υ U l A l U * ' j · . s »«? , * · — » , J Ε ■*’ . . . . . . . . ^ π · * ν χ μ / ρ ί ί , ν > Α ι ν v c a c (

- Κύριε, άρχ ισε νά λέει, μέ Ε ΐταν ή πρώτη φορά πού τή ς ^ voc ειόοτοιησουν πρω τ άπ δ · κουραστείτε. Έ γ ώ θά π εταχ τώ ξΧχε ξα ναρχ ίσει νά ποοσέχει τάj -νχω ρεϊτε... μιλούσε στόν πληθυντικό. Σ ά ν Α · ν . κ’ .Κ<1υε. Δοαννου. Ε- μ ια στιγμ ή νά τηλεφωνήσω στόν λ ό γ ια της Ε λένη ς. “ Ο λο κα ίμέΔ έν μπόρεσε νά τελ ε ιώ σει. Ξέ- « ό σεβασμό μπρός σ τόν πόνο. ° &>σε το ν * Ρ ι®Ρ° του τηλεφώνου κ. Δοάννου». Δοάννου, δέν είπα- πίό βαθειά συμπάθεια, δλο καί μέιασε σέ κλάμα. "Εσκυψε τ ό — Εύχαρίστως, νά κάνω δ ,τι εί- °,^· „ τ ε : Σκ εφ τείτε σ τό Αναμεταξύ τ ί πιό μεγάλη προσοχή, κοιτάζον-.2______ -λ .— ..2 « . . . » - τα κ ά , ί ίΛ . . , λ . Υ στερα τό ν παρακαλεσε ν ια ο λ K A v t r e η ή η -re ...λ· * ·. j ____

σπάσεπρόσωπο, χω ρ ίς νά τό κρύψει μέ­σ α σ τά χέρια. Πιό πολύ άναφυλ- λη τό, παρά δάκρυα. Νευρικό ξ έ ­σπασμα. "Ε να άδυναμο πράμα. Ό άνθρωπος ξα να ρώ τη σε βραχ­ν ά ά λλά μολακά:

να ι σ τό χέρ ι μου.., Βέν ξέρ ω 6- Υστερα^ τό ν παρακάλεσε γ ιά ©ά κάνετε. Π άρτε μ ιά άπόφαση μως... Π εράστε έξω . Ε λ ά τ ε σ τό Ia ® πιό δύσκολη δουλειά. Ιο ύ έ- *Η Ε λένη τόν είδε έτοιμο νά σπ ίτι, θ ά ε ϊσα σ τε καλλίτερα . ^ δ ε ίξε τα βυ ζαντινά τη ς φορέμα- φύγει. Τρομαγμένη, πετάχτηκε

Ε ίχε δεϊ τ ά χέρ ια της, με τά τα · ,H?ot· άπο-κριθηκε: _ _ άπό τή θέση της. Τόν κράτησεεΰγενικά ροδόνυχα. Κάποια πε- — ^·°που νά μού πείτε, πού άπό τό μανίκι τού σακακκύ του. ρηφάνεια στόν τρόπο της. Δ ια ι- πάω νά βρώ τά άλλα , θά φο- — Πάτε νά ειδοποιείστε... τήν

- Δ έ μσύ λ ές άπό πού είσα ι;., σθάνθηκε ό τ ι είχε νά κάνει μέ Ρεσ τε ενα φουστάνι τή ς άθερφής Αστυνομία;... Δ έν πιστεύω. ”Ανπως σέ λένε; κυρία. Ε πειδή , όμως, ή 'Ελένη Ρου· Θέλετε π έστε μου καλλίτερα νά

Κ ,· έπειΚτι Α Ε λένη δέν άποκοί δ ίσ τα σε νά β γ ε ΐ άπό τή σέρα, ό Πήγε καί ξεκρέμασε άπό τό ν φύγω... έτσ ι, τώ ρ α δά άμέσως, Θηκε κοαιιέντι άπό τό άναΦυλλη· άνθρωπος πρόσθεσε: . ^οιχο ένα σ τα χ τί φ ου στάν ι' καί μονάχη μου. Δ έν ε ίνα ι άνάγκη

.. Η-Η ^1 . . . . r 1. — Δ έ θά σά ς δει κανένας. Μ έ· το έρ ρ ιξε στή ράχη μιάς καρέ- να μου κάνετε κακό κι’ έσεϊς.νω μόνος. κλσς. "Ε π ειτα τρά β η ξε τήν καρέ. ‘Έ να ν σπαραγμό βαθύ πρόδι-

Πέρασε πρώ τος κι* ή Ε λ ένη ά- κλα καί κάθησε δίπλα στήν Έ - νε ή φωνή της. Ό άνθρωπος τα- . κολούθησε. Μ ερικά βήματα. Ή λένη. ράχτηκε.

γ ια τ ί πόρτ,-,. Xoq μικρού σπιτιού εΐταν — Ζώ μόνος. Μ ιά ζω ή άπλή. Γι’ — Π ήγαινα νά τηλεφ ω νήσω έ- , δίπλα.. Μπήκαν μέσα. Π ρώ τος αότό ή ξαφνική συνάντηση μαζύ κεί πού μού είπατε,

που λέγο ντα ν και αΰτός. ’Εκείνη ζω π ίσω . σας, μέσα σ τό περιβόλι μου, κα- — "Οχι, καθείστε, μή μ’ άφήνε-

τό ό άνθρωπος ξακολούθησε νά ρω τά ει:

— θ έλ ε ις τ ίπ ο τα ;“..'μπορώ νά κάνω τίπ ο τα γ ιά σένα; κ λ α ϊς ; . ..

Ρω τήμ α τα

τά ς την, όλο καί πιό έντατικά σ τά μάτια. ’Εκείνη ξε τύ λ ιγ ε τό νήμα. ,

— Μά έτυχε νά είνα ι μπεκρής ό νέος αΰτός, έ λ ε γ ε ασυγκράτη­τη ή Ε λ ένη , νά είνα ι ξεπεσμέ­νος... άκριβώς, όπως είμαι έγώ τώρα... καί οί γονείς μου, άπό ά- γάπη ο ί καημένοι, τό όμολογώ, φαγώθηκαν νά μάς χωρίσουν, νσ μάς έυττίιδίσουν...

Ό άνθρωπος άκουγε προσεχτι­κά τώ ρα , κο ιτά ζο ντά ς την, παρα­κολουθώντας τ ίς κινήσεις της τήν έκφρο-σή της.

— "Επινε, ξοτνάπέ ή “Ελένη βη­μ α τίζοντα ς ταοσγμένη , δ ίχως νό γυ ρ ίσ ε ι τό πρόσωπο. Κ α ί είχε τσακ ω θεί μέ τήν ο ΐκογένειά του.. μέ τόν π α τέρα του... Δ έ θά τό πι­στέψ ετε ίσω ς. ά λλά ή άγοπη εί-

γ ια παρηγορ ιά μοναχα, δ ίχω ς να "Ε να φω τερό τε τρ ά γω νο δω- τα ν τά ε ι περιπέτεια, γεγονός. Δ έν τε μόνη, τόν παρακάλεσε ή “Ε-ζη τοϋν Απάντηση. ‘Η Ελένη Ανα- μάτιο. Ξύλινο κρεβάτι. Ράφ ι μέ ξέρ ω ποιες μπορεί νά είναι σΐ λένη. Νά σά ς πώ μιά σ τιγμ ή τ ίσήκωσε τό τε το κεψαλι. Κ ο ίτα ξε λ ιγ ο σ τά βιβλία. Κομός τού πά- συνέπειες, ά λλά π άντω ς θά ήθε- συμβαίνει.το ν ά γ νω σ το καλά σ τά μ άτια : λιοΰ καιρού. Μ ιά πολυθρόνα. "Ε - λα νά μάθω τ ίς άφσρμές... τ ίς ά- Δ έν είχε τή δύναμη ν’ άγωνι-

— Μέ συγχω ρεϊτε , ξανάπε, πού να ώ ρα ϊο χ α λ ί κάτω. Κ ουρτίνες φορμές πού σά ς έφεραν ώ ς έδώ , σ τεΐ, νά παλαίψει. Κ αθώς ξανα- χ ε ξυπνήσει μέσα του τόν τίμιο,μπήκα έ τσ ι σ τό σπ ίτι σας... Βέν κρέ^ι. Τό τζά κ ι. σάν κυνηγημένο .πουλί, μοσκαρε- μπήκε μέσα της, ολοζώντανο, τό σω σ τό τό ν άνθρωπο... καί εϊ·ή ξερ α ό τ ι . . . Μέ κ ο ιτά τε πού εί- Δ ίπ λα Από μιά μικρή πόρτα μένη, τρομαγμένη... δυστυχισμέ- ζεσ τό , σκληρό τό παρελθόν, σά χε κατορθώσει τό τε , άπό Αγάπημαι ντυμένη, έτσ ι, έ ; . . . . άνο.ιχτή, δ ιακρ ίνετα ι ένα στενό- νη, καθώς μού είπατε. "Ε τσ ι θά μαχαίρι, τήν πλήγωσε, τής σκό- γ ιά μένα... γ ιά νά γίνε ι άξιος

Χ αμ ογέλασαν τά δακρυσμένα μακρο δωματιάκι. Μέ τρ α π έζι μπορέσω καί νά σά ς βοηθήσω ί- τω σ ε τ ά νεύρα. Δ έν τό περίμενε. γ ιά τό Αθώο κορίτσ ι πού είμου-ίη ς μάτια. μπρός σ τό παράθυρο καί μ ιά με- σως, άν είνα ι σ τό χ έρ ι μου ή . .. Κ ι’ έμενε σά ζαλισμένη άπό τό να εκείνο τό ν καιρό, νά πεσιορί-

— Δ έν είμα ι τρελλή... τόσο γά λη ντουλάπα σ τό βάθος. Κόμπιασε. Ή “Ελένη ρώ τη σε: ξάφνιασμά. Σχεδόν παραλυμένη, σει τό κρασί, νά τό σταματήσειτρελλή, όσο φαίνομαι.» Πρωινή Α κα τα στασ ία καί σ τά — " Η ; . . „ · Ε ΐταν Ανάγκη ν’ άκουμπήσει κά- σχεδόν, καί νά τά ξανσψ τειάσει

HeO&WMKä Π^ΜΜλΤλ

Φ Ρ Α Ν Κ X A P P I S

ΜΙΑ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ ΘΙΟΓΡΑΦ’Α

Μ ΠΕΡΝΑΡ ΖΩΜ ε τ ά φ ρ α σ η Γ . Κ ο τ ζ ι ο ό λ α

Τέλος ¿μπήκαμε στό Ιδιο δωμάτιο, τήν ίδια στιγμή. Ή ύποδοχή είταν Αρκετά θερμή, μά δέν είχαμε άπό· λυτη άνεσή οΟτ’ ό ένας οότ’ ό άλ­λος. γιατί πρίν άπό κάμποσα χρό­νια ή γυναίκα του είχε κάψει έπιμε- λέστατα ένα έργο μου γ ιά νά μήν πέσει στά μάτια των ύπηρετριών ΐης: μού τό γνωστοποίησε ό ίδιος μέ γράμμα του. Αυτό είναι πολύ χαραχτηριστικό. Ό Σ ώ ψαχουλεύει τά αίσθήματα των φίλων τόυ μέ τήν Αναισθησία ένός χειρουργού καί ε­ξετάζει τίς υποθέσεις των μέ τήν τραχύτητα ένός γηραιού οικογενεια­κού συμβολαιογράφου. Ή έλλειψη τάκτ άπό μέρους του κάποτε οέ πνίγει. Αύτή ή περιπέτεια μού πλή­γωσε τόν έγωΐομό καί δέν τού έ­κρυψα πώς άν ή γυναίκα μου εΐγε καταστρέψει έν’ άπ’ τά διόλία του, θά τά κατάψερνα έτσι που νά μήν τό μάθει.

Ά ν ή γυναίκα σας δέν άγαπδ τό φίλο σας, αΰτό δυσκολεύει κάπως τήν Ανταλλαγή έπισκέψεων. Ό Ζ ώ ήρθε παλλη καρίσια μόνος του στή ΙΗίκαια. "Οπως τό εχω πεϊ κιόλας, είχαμε δεκατέσσερα χρόνια νά συ­ναντηθούμε καί περάσαμε μαζί ένα ωραιότατο άπόγεμα. 'Η άδυναμία μου, άν πρόκειται γιά άδυναμία, εί­ναι νά λεπτολογώ κάθε Αντίληψη πού τήν ύποψιάζουμαι αντίθετη μέ τή δική μου. Οί στενοκέφαλοι πειρά- ζουνται άπ’ αΰτό καί βρίσκουν πώς είμαι καυγατζής, πράμα πού μέ ύ- περευχαριστεί. Μά ό Σ ώ δέν Αντι­λέγει ποτέ. Είναι ό πιό έπιδέζιος λογοκλόπος, ό πιό επιτήδειος φιλο­λογικός συμπαίχτης τού κόσμου. "Οσο προκλητική, άκόμα κι’ έχθρι- κή καί νά είναι ή άποψή σας, αύτός τήν οίκειοποιεΐται Ακαριαία, τή δια­φωτίζει, τή διασκευάζει χαριτωμένα, τή χαϊδεύει καί σάς τήν έπιστρέσει μ’ εναν τρόπο τόσο θελκτικό πού ξεχνάτε πώς τήν έχει ύποκλέψει ά-

ijó σάς καί μένετε γοητευμένος άπό τήν πλούσια φαντασία του.Συνεννοη- θηκαμε πςρίφημα οί δυό μας.

Έ ξ άλλου ξέρει νά κουβεντιάζει γιά τό Σαίξπηρ, θέμα Ανεξάντλη­της Χ®Ρ«ς κι’ ένδιαφέροντος γιά μένα. Ά ν ό Σ ώ έχει τήν πεποίθηση πώς ορισμένα έργα του ξεπερνούν τά καλύτερα άπ’ όσα παρουσίασε ό Σαίξπηρ, ή κρίση αύτή δίνει πε­ρισσότερη άξια στή συγκαταβατική του γνώμη πώς ό «Μάκβεθ» καί ό «Βασιλιάς Λήρ» είναι (Ανυπέρβλητα.

-Διατύπωσε τήν έπιθυμία νά ξανα­γράψει καμμιά μέρα, όποτε θάχε καιρό, τόν «Ά μ λέτο » γιά νά κάμει να φανεί ή πραγματική του σημασία. "Ολα αύτά μού δείχνανε πώς αι­σθανότανε τό ίδιο ένδιαφέρο μ’ έ­μ ενα γιά τό Σαίξπηρ καί δέν τού ζητούσα τίποτε περισσότερο. Συζη­τήσαμε πέντε ώρες γιά όλα καί γιά τίποτα, παίρνοντας αφορμή άπό ά- βώνταστες άσημαντότητες. Οί φιλο­φρονήσεις μας ήταν μέ τό παραπά­νω περιποιητικές. Ό Σ ώ παραξε­νευόταν πού είχα διατηρήσει τέτοιον άερα νειότης. (Είμαι εξη μήνες με* γαλείτερός του).

—Καλό κρέας, καλό ούίσκυ, κβ- λό κρασί καί μέσα σ’ όλα, τού άπο- κρίθηκα. Έ νώ έσεϊς, κατάχλωμος, σχεδόν φαλακρός κι’ αδύνατος σάν ένα μπαστούνι..

—Τό χρώμα τού προσώπου μου προκαλεΐ τό θαυμασμό τής Ευρώ­πης. διαμαρτυρήθηκε. Δέν υπάρχει ουτ’ ένα οημείο άτριχο στήν κόκα μου καί ή ίσχνότητά μου είναι προ­τέρημα, όχι ελάττωμα. Έ ξ άλλου, έσεϊς πάτε καί μιλάτε όλοόθε (ΐέ ζήλεια γιά τή σεξουαλική μου άνε- παρκεια.

—Δέν έκαμα λόγο σέ κανένα γ ι’ αύτό, φώναξα.—Πώς σέ μιά διάλεξη στό Βερο­

λίνο, τόν περασμένο χειμώνα.—"Ε, λοιπόν, κι’ άν τό είπα, είναι

άλήθεια.—Είναι ψέμματα. ’Απεναντίας,

πάσχω άπό έρωτικά πληθωρισμό! ποτέ γιά τόν Ούάϊλντ, καί ξέρω πώς Τόν κοίταξα Αποσβολωμένος. Τό ήΟ,κά είναι άνώτερός του. ίίαρακι-

έλεγε στά σοβαρά. νήθηκα ν’ άναλάβω τήν ύπεράσπιση—Πληθωρισμό; τού είπα. Πώς, ά- τού Ούά·λντ όταν καταδιώχτηκε, - · - · - * - - - τάγτηκε άπ.φού έσεϊς ό ίδιος μού όμολογήσατε

πώς ήρθατε στό Λονδίνο δεκαεφτά χρόνων καί πώς τό πρώτο σας πα­ράπτωμα δέν έγινε παρά όταν έφτά- σατε τά είκοσιεφτά, ϋστερ’ άπό δέ­κα χρόνια δηλαδή! Ά ν είχαμε νά κάνουμε μέ τό Σαίξπηρ, » άρκοΟ-

φυλακίστηκε, παραπετάχτηκε άπό τήν κοινωνία: έπειδή εϊταν ένας πα- ρί·»ς, είχε δικαίωμα στή συμπάθεια μου, σέ όλη τήν ύλική μου συν­δρομή.

Τό έργο μου: «Ή ζωή καί οί έ- ξομολογήσεις τού "Οσκαρ Ούάίλντ»

σαν δέκα μήνες, κ»’ όσο γιά τό δέ μπορούσε ν’ αναπηδήσει παρά ά· Φράνκ λάρρις, ή κανέναν άλλο γε- πά ενα βίυθη).α βαθύ. Είναι βέ­

βαιο πώς ό Σώ, τουλάχιστο άφότου τόν γνωρίζω, σπά­νια έχει Ινσαρκώ- σει τόν παρία καί ή κλίση μου μ' έ­σπρωξε νά· τόν δαγ­κάσω περισσότερο παρά νά γαυγίσω μαζί του. ’Αλλά δέν είχε πάντα τήν οι­κουμένη ώς κοινό του. μήτε τά ταμεία των θεάτρων χρη­ματοκιβώτια- Η­ταν ένας καιρός πού γνώρισε δυσκο­λίες καί . άκόμα πρωτήτερα ένα εί­δος περήφανης ά- χρηματίας, πιό τα­πεινωτικής κάποτε Απτό τή φτώχεια. Καί έννοώ τά πρώ­τα του χρόνια στήν •Ιρλανδία.

( ’ -■ í w S s 's . ' ¡ í •''•ί»

Ό ΟόόΤιλντ ιΡος

ροκολασμένο, θά φτάναν δέκα μέ­ρες ή καί δέκα ώρες ί

—Ά Ι είπε. Μά έσεϊς, έσείς δέν έχετε μεγαλώσει μέ Χαίντελ, Μό· ζαρτ, Μιχαήλ — "Αγγελο, Ραφαήλ τήν ιστορία τού Μπέρναρ Σώ , είναι

Η ΙΡ Λ Α Ν Δ ΙΑ Σ Τ Α 1860

Αν θελήσει νά διηγηθεί κανείς

μέ τό ν πατέρα: του... Μ άλιστοε "ώσπου μάς χώρισαν. Μ ικρό κο­ρ ιτσάκ ι έγώ . Μέ πήραν στήν Ε6- ρώτεη. "Ε λειψ α έναν όλόκληρο χρόνο. Χάσαμε τ ά ϊχνη μας. Χα­θήκαμε... Ξύπνησε ή αντίδραση μέσα μου, μ ετά τό μ εγάλο καη­μό, κι’ Α ρχ ιοα νά δ ιασκεδά ζω , νά γλεντάω ... Γύρ ισα στήν “Ε λ ­λάδα καί ποιντρεύτηκα. Σχεδόν άμέσως. Τό νέο πού είχα Αγαπή­σει δέν τό ν ξα νά δα πιά. ‘Η ζω ή μ:α> είχε π άρει άλλο δρόμο... "Ε - «cotva ενα παιδί, αύτό τό γ ιό πού συνάντησα χ τές βράδι...

Κόμπιασε ξαφνικά. “Ή ρθε καιί στάθηκε μπροστά του:

— Τ ί κάθομαι κα ί σά ς τ ά λ έω αύτά;

Σκέφτη,κε μ ιά στιγμή .— Ξ ομολογούντα ι οί άνθρωποι

πριν παραδώσουν τήν ψυχή τους, I;... "Ε π ειτα παντρεμένοι, μέ τ ις παρέες πού είχαμε, μέ τή ζω ή πού κάναμε, διαλυθήκαμε... Γ έ­λασα τό ν ά ν τρα μου. Παρασύρ­θηκα. ’Έ π εσα άσκημα. Ό δεύ τε­ρες έρωμένος ε ίτα ν κατώ τερος άνθρωπος. Κατέβηκα ένα σκαλί. Μέ τρά β η ξε σ τό χαρτοπαίγνιο . Κ ι’ έ τσ ι κοπέβηκα τ ά σκολοπά- Τια ένα ένα... "Ε φ υ γα Από τό σπίτι μου, άφησα τό ν ά ν τρα μου, τό παιδί μου, κΓ έ ζη σ α μόνη, έ- λεύθερη. Α ύ τό πού λένε: «έλεύ- θερη γυναίκα»... Ω σ τό σ ο , δέν «ή ρα δ ια ζύγ ιο . "Ε σβυσα γ ιά τό σπίτι μου, γ ιά τό πα ιδ ί μου. Ζη­τούσα νά μήν ξέ ρ ε ι δ τ ι ζώ . Α ύ ­τό ζητούσα. K a i νά, χ τές τή νύ­χτα έπεσα κατάμουτρα σ τό πα­ρελθόν... μέ τό γ ιό μου... μέ τήν Απειλή νά γυμνωθώ έ λ ε ε ν ά μπρός σ τό πα ιδί μ:υ... "Εφυγα. Χωρίς νά σκεφ τώ τίπ οτα άλλο. Νά κρυφτώ. Ν ά χσθώ.

Ό άνθρωπος είχε Ακούσει αύ­τή τή θλιβερή Ισ τορ ία μέ νευρι­κή προσήλωση. Τού θύμισε τίπο­τα ; Ξύπνησε μέσα του παλιάν ήχώ; Μ ιά σύσπαση, ένας μορ-- φασμός είχε κολλήσει σ τό σ τρ ο γ ­γυλό του πρόσωπο. Αλλοιώνον­τας τήν έκφραση. Είτοτν λύπη μο. νάχα, συμπόνοια; Δ έ μίλησε. Μά

άφοΟ έμεινε λ ίγ ε ς σ τ ιγμ ές σκε­πτικός, σάν Αναποφάσιστος, έ ­σπ ρ ω ξε σ ιγα νά τήν Ε λένη προς τήν πολυθρόνα, γ ιά νά καθήσει.

Σ τενοχώ ρ ια είχε Απλωθεί στό πρόσωπό του τώ ρα , κι’ αμηχα­νία. Μ ιά έκφραση πλαδο>ρή, Ανό­ητη. “Η “Ελένη είχε σ τη λώ σει τό βλέμμα τη ς χάμω. Ασάλευτη, σά νά μή ζοΰσε. Π έρασαν μερικά λεπτά.

Σ τό τέλος 6 άνθρωπος έκανε δυό βήματα πρός τ ά πίσω.

— Κ α ί τ ί μπορεί νά γ ίν ε ι; είπε άθελα.

Ε κείνη δέ σάλεψε.— Μπορώ νά κάνω τίπ οτα , έ ­

γ ώ ;Καμμιάν Απόκριση. Π άλι ή σ ι­

γή , Ατελεύτητη.— "Α ν μπορώ, ξανάπε ό άν­

θρωπος δυνατά, πές μουί θ ά κά­νω δ ,τι γ ίν ε τα ι. Άκοΰς:... Είσαι μ ιά δυστυχισμένη γυναίκα, τό ν ώ θ ω . Πρέπει νά σ έ βοηθήσει κανένας.

“Η.“Ελένη σήκωσε τ ά μάτια καί τό ν κοίταξε.

— Δ έ γ ίν ε τα ι τίποτα.Φανέρωνε τόση Απελπισία τό

βλέμμα της, πού ό άνθρωπος τρόμ αξε.

— Μήν κάνεις έτσ ι. τή ς είπε Α­πότομα. θ ά φ ροντίσω έγώ .

Κ α ι καθώς τό ν ε πιο σ ε μ ιά δυ­σφορία μέσα σ τό μικρό δωμάτιο μπροστά στή γυνα ίκα σύτή πό­θησε νά Φύγει, νά β γε ι σ τον κα­θαρόν Αέρα, έσ τω καί γ ιά λ ίγο .

— θ ά ειδοποιήσω αύτό τό ν κύ­ριο, πού μού είπες, θ ά πάω. Ά - κούς;... Τ ίποτα ά λλο θέλεις;

Εκείνη τόν κ ο ίτα ζε χαζά .—θ ά τού πώ νάρθεϊ νά σ έ βρει.

"Ε τσ ι;Δ έν περίμενε Απάντηση. Β ια ­

σ τικ ά βγήκε Από τό δωμάτιο.Ή πόρτα Απάμενε άνο χτή. “Η

“Ελένη είχε καρφώσει τ ό βλέμ­μα της, σ τεγνό , γυαλισ τερό , κρύο, κα τά κεί πού είχε φ ύγει 6 άνθρωπος, σάν νά τό ν παρακο­λουθούσε.

(ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΣΤΟ ΕΡΧΟΜΕΝΟ) (EUovoypájpjcJH τοΟ κ Γ. ΣΒΟΡΏΝΟΥ)

καί μέ τήν έλληνική γλυπτική, ό­πως έγώ. Ά ν ή αίσθησή σας ώς πρός τήν δμορφιά είχε ένισχυθεϊ ό­σο χρειάζονταν δέ θά μπορούσατε σ’ αύτή τόν ηλικία ν’ Αγγίξετε κά­τι τό τόσο πεζό, όσο μιά άληθινη γυναίκα.

Τή οτιγμή πού άλλάζαμε αύτά τά λόγια, ήμουν έβδομήντα δυό καί μισό καί ό Σ ώ έβδομήντα χρονών. Τώρα πού ξαναθυμοΰμαι αύτή τή

Απαραίτητο νά γυρίσει κάμποσες γενιές πίσω καί νά σχεδιάσει μιά σκιαγραφία τής Ιρλανδίας όπου γεννήθηκε.

Ή Ιρλανδία έδώ κι’ έβδομηντα- πέντε χρόνια, δέν έμοιαζε καθόλου μέ τή σημερινή. Δέ χρειάζουμαι κα­θόλου νά συμβοολευθώ ένα εγχειρί­διο γιά να έπιβεβαιώσω δ,τι ύπο- στηρίζω, γιατί γεννήθηκα κι’ έ->ώ σέ μιά γονίτσα αύτής τής χώρας έ-

φιλονεικία δυό γερόντων σ’ ενα θέ- ξη μήνες πρίν γεννηθεί ό Σ ώ σέ μι- μα τόσο νεαρό, όπου τό ένδιαφέρο άν άλλη.τους δέ μπορούσε νάναι πιά παρά’ Δέν είμασταν ο! μόνοι, καί άνα- σχεόόν μοναχα άκαόημαϊκό, μού ρωτιέμαι, άν πρέπει ν’ αποδοθεί σέ παρουσιάζεται άπό τήν άστεία της καθαρή σύμπτωση τής Ιστορίας, τό όψη. Έ ξ άλλου, σκοπεύω νά έξετά- ότι καμμιά δωδεκαριά πρόσωπα πού σω πιό κάτου καί μ’ εναν τρόπο πιό κυριάρχησαν στήν πνευματική ζωή σφιχτοδεμένο τήν πλευρά αύτή τού τής Α γγλ ία ς μιά γενιά, καί ό Σώ Σώ . Τό γράμμα πού μού έγραψε ειδικά ώς τή σύγχρονη έποχή, ξε- πρνου στό ζήτημα αύτό, κατά τό προβάλαν όλοι τους άπ’ αύτή τήν1930, θά είναι έξάπαντος τό κείμενο τό πιό συχναμνημόνευτο τής βιογρα­φίας του, Αύτό τό γράμμα Αντιπρο­σωπεύει σίγουρα τό πιό άλαζονικό σεξουαλικό πιστεύω του.

Ιρλανδία μεταξύ τού 1850 καί τού 1860.

“Η κοινή Αντίληψη δέχεται πώς ή Ιρλανδία είναι φυτώριο καλλιτε­χνών, έξαιρέσει των ποιητών, όχι

Στήν τελευταία μας αύτή συνάν- όμως καί των ζωγράφων. Ό Σ ώ μο. τηση παρευρισκόταν καί ή "Εμμα λαταύτα στά νιάτα του ήθελε νά Γκόλντμαν. ’Αναρωτιόμουνα τί θά γίνει ζωγράφος’ ό Ρούσσελ έπέμει- γινόταν όταν ή "Εμμα καί ό Σ ώ θά νε σ’ αύτόν τό δρόμο Ισαμε τά σή- φτάνανε οτήν πολιτική. Μά ό Σ ώ μερα καί άν ό Τ ζώ ρ τζ Μούρ, όπως κρίνε πώς ή σιωπή έμφοτνίζει τήν διηγείται στις «Εξομολογήσεις έ- ώραιότερη μορφή του θάρρους. νός νέου» δέν πέτυχε σ’ αύτήν τήν

Ό Σ ώ στάθηκε πάντα του ένας τέχνη, δέ σημαίνει καί πώς δέν τό τέλειος ήθοποιός, όπως Αρέσει καί δοκίμασε μέ πείσμα.στόν Ιδιο νά τό λέει, καί τρελλαί- νεται νά σπαταλά τό ταλέντο του αΰτό’ μά γιά νά παίξει κωμωδία ή νά έκφωνήσει λόγο ή νά μιλήσει σέ λέσχες, Αποποιείται κάθε Αμοιβή.

Κατά τή διάρκεια τού πολέμου, θυμάμαι, ιό πρόβλημα πού όρθωθη-

Οί περισότεροι μεγάλοι άνδρες αύτής τής ’Αναγέννησης πού μνη­μονεύω, Οποχρεώθη καν, όπως κι’ ό Σώ , νά έγκαταλείψουν τήν ’ Ιρλαν­δία, γιά νά δώσουν, τό μέτρο τών Ι­κανοτήτων των. Δέν έχει νά κάμει. Τουλάχιστο γεννήθηκαν έκεί καί Α-

κε μπροστά μου όταν ό Χήρστ τού πό τίς πρώτες των ήμερες ξιαποτί- μετρηοε χίλιες λίρες γ ιά ένα άρθρο, στηκαν μέ τήν παράξενη άτμόσφαι- Ακόμα καί μιά μεγαλοφυία δέ μπο- ρά της, τη γεμάτη ρεαλισμό καί μυ- ρεϊ νά γράψει παραπόνου άπό έναν στικισμό, μέ τήν Αξιοπρέπεια μές όρισμένο αριθμό σελίδων τήν ήμέρα. στή φτώχεια, με τήν Αγάπη τής με- "Αν ό Σ ώ μούστελνε άλλοτε Αράδα λέτης, μέ το σκωπτικό πνεύμα πού δωρεάν άρθρα, μέ αύτό ΑφαιροΟσε δέν είναι καθόλου χαρούμενο, ίδιό- άπό τόν καιρό πού μπορούσε νά τητες πού δέ μπόρεσαν ποτέ νά τίςδιαθέτει γιά νά βγάζει τό ψωμί του’ θά ήμουν ενθουσιασμένος, έλεγα τό ­τε, νά τόν χάσω άπό συνεργάτη μου, μα «δέ μπορώ νά τόν πληρώσω ό­σο ΐ ιύ άξίζει».

Σ τό τέλος, άναπολώντας τίς ή- μέρες όπου έγινα άφορμή νά ξανα- βρεί ώς θεατρικός κριτικός τήν έπι- τυχία του ώς μουσικοκριτικού, δ Σ ώ διακήρυξε: « ’Ό σο θά έκδίδετε κάποιο περιοδικό, σέ όποιοδήποτε μέρος τής γης, μπορείτε νά ύπολο- γίζετε στή συνεργασία μου».

Δέ μπορεί- κανείς νά ζητήσει πε­ρισσότερα άπό έναν φίλο. Αύτό τό κράμα είναι πού σάς τραβάει ν’ ά- γαπήσετε τό Σώ . "Εχω μεγαλύτε-

έξαλείψουν άπό τήν άτομικότητά τους όλοκληρωτικά.

Τί εΐταν αύτή ή ’ Ιρλανδία τού 1860,· Σ τα μάτια τού Σ ώ είταν, ά­πό κάθε άποψη, ένας τόπος φριχτός, γνώμη προερχόμενη, κατά ένα με­γάλο μέρος, άπό τίς ιδιομορφίες τής οικογένειας του, πού τά μέλη της, όχι μόνο άναμεταξύ τους καβ­γαδίζανε, μά βρίσκονταν σέ. μικρο- φιλονικίες καί μέ τήν όπόλοιπη κοι­νωνία, Σ έ μιά χώρα έντονα και ποι­ητικά θρησκευτική, όπου ύπερισχύει μιά άριστοκρατική προτεστάντικη μειοψηφία καταδικάζοντας σέ έξο- στρακισμό τή φτωχή, άλλά περήφα­νη καθολική πλειονότητα, ό καθο-

ρη φιλία γ ι ' αύτόν, άπ όσην είχα λικός καταντά νά παίζει ένα ρόλο

παρόμοιον μέ τού αιρετικού στίς έ* παρχιες τής ’Αγγλίας. Ό Σ ώ στάλ­θηκε σ’ ένα θρησκευτικό σχολείο τού Δουβλίνου, σ’ ένα άπ’ τά κομ­ψά ιδρύματα τών προτεσταντών. 'Ο πατέρας τού Σώ. δέν εΐταν ώστόσο μεθοδιοτής κι.’ ό πιτσιρίκος οΟτ’ αύ­τός σκέφτηκε ποτέ να γίνει τέτοιος. Στήν ίδια θέση βρίσκουνταν κι' οί μιοοί άπό τούς συμμαθητές του: εί­ταν προτεοτάντες, αύτό εΐταν δλο. Δέ μιλούσαν μέ τά καθολικά παι­διά, γιατί πίστευαν πώς όλα τους προοριζόνταν γ ιά τήν αιώνια κατα­δίκη.

Δέν ιΐταν άνάγκη νά είναι κανείς 'Ιρλανδός άπό έφτακόσια χρόνια Ytá νά συμμεριστεί τήν έμφυτη άγά- πη τους προς τήν έλευθερία, τήν παι­δεία ή τήν ύπερηφάνεια τής ράτσας των. Άρκούσε νά είχες γεννηθεί έ- κεϊ καί, μολονότι ό πατέρας κ’ ή μητέρα σου μπορούσαν νά είναι οί mu συντηρητικοί καί αύτοκρατορι- κοί "Αγγλοι, έσύ θά μεγάλωνες μέ τη λατρεία του γενέθλιου χώματος, γιατί οϊ ’ I ρλανδοί είναι δ περισσό­τερο όλων άξιαγάπητος λαός.

Πρέπει νά θυμηθούμε πώς κατά τό 1840 ή Ιρλανδία είχεν ύποστεϊ τή «μαύρη πείνα» καί γύρω άπό τό 1860, όταν δ Σ ώ είτανε παιδί, ή κατάσταση είταν άκόμη ζόρική. «Ο ι κουβέντες δέ στοιχίζουν τίποτε, λέ- γαν, άλλά τό ψωμί στοιχίζει Ακρι­βά». Ή συντήρηση αποτελούσε πρό­βλημα καθημερινό. Οί περισσότερες οικογένειες ζούσαν μέ τήν Αναμονή τού ταχυδρομείου τής ’Αμερικής. Τις ήμερες πού πιάναν τά καράβια, μπρός στά ταχυδρομικά γραφεία σχηματίζουνταν μακριές συνοδείες άπό ανθρώπους πού περιμένανε γράμμα άπ’ τά παιδιά τους, φευ- γά τα γιά δουλειά στήν ’Αμερική. "Α ν τούς έρχουνταν οί ειδικοί κί­τρινοι φάκελλοι μέ τίς ταχυδρομικές Ιπιταγές, Αντιπροσώπευαν μιά ρέγ­κα νωπή καί πατάτες βουτηγμένες στή σάλτσα. "Α ν τό χρήμα δέν έ­φτανε, έπακολουθούσε ένα δείπνο Α­πό ‘.ατάτες λυωμένες μέσ’ στή σάλ­τσα μιάς φανταστικής ρέγκας.' Τόν καιρό τού λιμού τους έλειπαν άκόμα κ’ οί πατάτες οί μαυρισμένες Από τήν έρυσίβη πού έκανε καταστροφές στήν καλλιέργεια.

Ή Ανυπόφορη όργάνωση τής έγ- γειας ιδιοχτησίας δέν Ανακούφιζε καθόλου αύτή τήν κατάντια τής Α­νέχειας. Ά ν ένας ’ Ιρλανδός κολί­γος βελτίωνε τήν παραγωγή του ή έπιδιόρθωνε τό καλυβόσπιτο όπου κατοικούσε, όλες αύτές τίς βελτιώ­σεις τίς ώφελιόταν. ό ίδιοχτήτης, σχεδόν πάντα κανένας "Α γγλος Αρι­στοκράτης, πού δέν παρουσιαζότανε ποτέ. πού Ανάθετε όλες αύτές τίς λεπτομέρειες τής έπιχείρησης σ' έ­ναν διαχειριστή λίγο - πολύ αύταρ- χικό, κι’ έκεϊνος, έπικρίνοντας άκό­μα κι’ αύτές τίς βελτιώσεις, Ανέβα­ζε άμετάκλητα τό νοίκι καί πετουσε στό δρόμο τόν κολίγο άν ό δυστυχι­σμένος δέ μπορούσε νά τό έξοικονο- μήσει.

Κοντά στίς σιτοδείες δέν είχαν ού­τε λίπασμα γιά τή γή.γιατί όπως τό καθορίσανε σωστά, ό Ιδρώτας εϊταν τό μόνο λίπασμα πού μπορούσε νά παράσχει ό Αγρότης. Ά ρχ ισαν τό­τε νά εισάγουν «γκουάνο» (2 ) ώς τήν ήμέρα όπου ή χώρα μπόρεσε νά προμηθευτεί Αρκετά κατοικίδια ζώ α γιά νά λύσει τό πρόβλημα. _ ·

Μιά άπό τίς κυριώτερ^ς βιοτεχνί­ες όσων έπρεπε νά δουλέψουν στή σκληρή ¿κείνη έποχή ήταν ή λαθρο­θηρία, πού συνίσταται στό νά κυνη­γάς καί νά ψαρεύεις παρόπΌμα σέ ξίνες Ιδιοχτησίες. Οί εύγενεϊς πού είχαν άφαιρέσει τή γή άπό τούς ’ Ιρ­λανδούς έκριναν πώς τό κυνήγι εί­ναι κλεψιά, πού πέφτει στήν Αρπα­γή τού νόμου. Γιά τούς ‘Λμεοικά- νους κλέφτες κοπαδιων, όπως ήμου­να κι έγω σέ ηλικία δεκαοχτώ χρό­νων, στό Μεξικό, ή λαθρσθηιρία'μΌΐ» άζει μ’ ένα παιδιάτικο παιγνίδι, έ­νώ στήν Εύρώπη αύτό τό παράπτω­μα λογαριάζεται σάν ένα αίσχος Α­φάνταστο.

"Ενας άπό τούς περιφημότερους λαθροθήρες αύτού τού είδους , 6 Τζϊμ Κόνελλ, άποτόλμηαε—ΰψιστη βλασφημία γιά τήν Αγγλική νοο­τροπία—νά γράψει ένα βιβλίο yi* αύτό τό θέμα, όπου Αποκαλύπτει τά μυστικά τού έπαγγέλματος' δείχνει πώς ένας πού κατέχει τ ’ Λπαιτοΰμ«-

(1 ) Λίποχχμα πηοΐρχΛμτνο A s i περιττώ ­ματα ποιΑ ιών πού βρίακουνται ο τ * νησιά τον Φαλο&σΔν tüO Nótfry κ<Α otá. λια τής Ν6τ«κς ‘Αμβριχής ( Ι Λ ) ·

S IfâXMWIKà (Μ Μ λ Τ λ

i.

Ε Ν Α Γ Ρ Α Μ Μ Α Δ Υ Ο Ε Ρ Γ Α Σ Τ Α Π Α Ρ Ι Σ Ι Ν Α Θ Ε Α Τ Ρ Α

ΓΙΑ ΤΟΝ "ΔΟΝ ΖΟΥΑΝ„ "ΑΜΛΕΤ,, ΤΟΥ Ζ Υ Λ Λ Α Φ Ο Ρ Γ Κ

τ ο υ κ. Γ ιώ ρ γ ο υ Θ ε ο τ ο κ ά Ι/Π£ΙΝΑιι Δ ΙΑ Σ Κ Ε Υ Η Α Π Ο ΤΟ Μ Υ Θ ΙΣ Τ Ο Ρ Η Μ Α T O Y X Ä M X 0 Y N'( ‘Ο ουνεργατης μας κ. ι . θεοτοκας τα ι σ τ ίς μ έρ ες μ ας έ ρ γ α αύτοΟ έστειλε στόν κ. Γ. Σαραντίδη, σκη- το 0 εύγενικοΟ ε ίδους κ α ί να ί- νοβέτη του θεάτρου Μαρικας Κοτο- ' , , , . Λ„ούλη! τό άκόλουθο γραμμα, σχετι- ρ ο^ μ α ι επ ίση ς που β ρ ίσ κ ετα ι κά μέ τήν παράσταση του «Δόν κάπ ο ιος ν α τ α γ ν ω ρ ίσ ε ι σ το ¿ουάν») ελ λη ν ικ ό κοινό.

Ί 9

Τ Ο Υ Μ Ο Ρ Ι Σ Μ Α Ρ Τ Ε Ν Ν Τ Υ Γ Κ Α Ρ

’Α γ α π η τ έ Σ α ρ ά ντίδ η , Δ έ ν ε ίμ α ι ά νθ ρ ω π ο ς του

Μ ε τ α φ ρ . τ ή ς μ* Γ. Δεληγιάννΐ|Πιοτέ δέ θ ά ξεράσω στο σ α λό ν ν τί το ΰ Μ π ρ υνετιέρ , Θά π α ρ ά σ τα ινα χ ω - σ ήμ ερα δ έν μ δ ς το ν έχει δώσει. Ε·

Μ π α ρά ς τό Β-οναπάρτη το υ μέ τ ά ρίς νά γ ε λά σ ω τόν κ α θ η γη τή τοΰ Χ£ ι j ó δ ικ α ίω μ α να μάς τόν δύσα μα-κρυά μ α λ λ ιά , δ λ ο δ ε ιλ ία κα ί πά - Π α νεπ ισ τη μ ίο υ καί θά έ β γ α ζ α τ έ λ ι- Τ α δυο έ ρ γ α , που παρουσιάζει ο κ-

U θ ε ά - θος γ ιά τή δ η μ ο κ ρ α τία , νά φ λέ γ ε - κά τή ν απόφαση πώ ς ό κ . Ζάιν Λ ο υ ΐ Μποιρω κα ι που εξ ά λλο υ δεν Είχα­νε μ ά έχουνε τώ ρ α π ροσεχτεί χίψ|τρ ο υ κ α ί & έν UTïOOCO ν ά έ 'γ ω τα ι γ ια τή ν κ.ρεολή πού τόν τά ρ α ζε . Μ πα ρώ , πού τ ά κοροϊδεύει α ύ τ ά ·.

- έ ν κ υ ο ε ο v v S i j f c ν ι α τ η ν -γττυ- Κ ι ’ ^ τ ε ρ α « Τ ά Μ α ρ γα ρ ιτά ρ ια ® τοΰ γ ια τ ά κ α λ ά , ε ίνα ι ηθοποιός τή ς ° α υ τό ν κα ι στον κ . Γκ ρ α νβ ό λ, toΠ α ρα κ ολού θη σα μ ε ζεχ ω ρ Η - έ γ κ υ ρ ε ς γ ν ώ μ ε ς γ ι α τή ν πα- Γ κ ιτ ρ ύ '' ίο ύ ’ΐδίακε τη ν εύκαΤρία ο ϊδ π α λια ς μόδας κ σ Γ π ώ ς 'ό Λα<ρόργκ άπιευθύνοντες μήτε στούς χόρτσσμ-

σ τή ευχα ρ ίσ τη ση _ τη ν π αρα- ρά σ τα ση , ε ίμ α ι μ ονάχα Ιν α ς Ζ ά ν-Λ ο υ ί Μ π α ρ ώ ν ’ ά πα καλυφ τεϊ δεν ά ξίζε ι τό ν κόπο. Κ ι ’ α ύτό δέν μ ητε στους αρτηριοσκληρυψί·

I tνους κ ι ’ ά κ ό μ α λιγώ τε.ρο οτίς ψυ πού δέν έχουν υποφέρει π ο τέ. Τό αμ>α είνα ι τέ λ ε ιο , μέ πλα ίσιο τήν

•«Πείνα» γ ιά τό ν " Α μ λ ε τ αύτόν πού π α ίζετα ι γ ιά π ρ ώ τη φορά. θέαμα γ ιά διανοούμενους, γ ιά άνθρωποι; τώ ν γ ρ α μ μ ά τ ω ν , είπ α νε μέ κάπο,β περιφρόνηση εκείνοι πού περνούσα«1 μέχρι τώ ρ α γ ιά διανοούμενοι καί άνθρω ποι τω ν γ ρ α μ μ ά τ ω ν . Ξέρομε ευτυχώ ς πώς υπ ά ρχουν άνθρωποι μί λεπ τό κ α ι ά π λη σ το πνεύμα, μέ κα·

σ τά σ η το υ « Δ ό ν Ζ ο υ ά ν » κ α ί θ εα τή ς κα ι σάυ θ εα τή ς β ρ ίσκ ω χάρη οτόν έπεισοδιακό κείνο ρόλο, είναι σω στό;κ α θώ ς β λέπ ε ις α ίσθά νου μ α ί π ώ ς Κ* έσυ Κ ’ ο ί σ υ ν ερ γά τε ς τό ν «Π ουριτανό® , δπου ό νέος αύτός Β ρ ίσ κ ο υ ν « μ ερ ικ ο ί πώς είνα ι τό - τή ν ά νά γκ η ν ά σου τ ό π ώ . σου κ ά να τε π ο λ λ ά Ξ αναθυ- ^τανε καταπληκτικός, κι’ άλλες δη- σο εύκ ολο να παραφ ορτώ νουμε έτσι

Β ρ ίσ κ ω τ ό I p y o έ ξ σ ίσ .ο ίε ΐ- μ ο Ο μ α .^ .Β α σ ίλ ισ σ α Έ λ ισ ά - S f S ^ ’S S k S S S i ^να ι η λ ε ξη που άπ οδ ιδ ε ι καλυ- β ε τ» , τ ο « Ο π ω ς ά γ α π α τε » , τ ο τα . “ Υ σ τερ α ήρθε τό «Ν υ μ ά ν ς » ο τό ά ρ » τώ ν Β ρ υ ξ ε λ λώ ν ένα έξα ίρέτοΓερα τ ό α ίσθη μ ά μ ου ). Ε ίχ α « Ό κόσμ ος ά να π ο δα ». "Ο λ α & ί«τ ρ ο ’Α ν τσ υ ά ν , ένας θ ερ β ά ντες άρθρο γ ι ά τή ν κα ταστροφ ική κ'ριτι-β ια β ά σε ι π έρσ ι, κ α τά σύστα σή α ύ τά , κ α ι ό «Δ ό ν Ζ ου ά ν » σά ν άγνωστος κ α ι μ ια π α ντοτεινα ζωυ- κή. « θ ά πίστευε κανένας, έ λε γε ,

οου, τ ρ ία ά λ λ α έ ρ γ α το υ Ά ν - επ ισ τέγα σ μ α , έκ φ ρ ά ζου ν τή 3 Λ ^ “/ κ ; ΚτΛ ,,«η τό τούτη Απερίσκεπτη■ ./ -Γ _ ι ·γ “ ' u , , , _ , , , ο χ κ Γ - π - Ρ Χ ε Λ ίγ ο ς ρ,ακτω μ α ςι με κ α τι το στάθηκε Α νίκα νη να σκεψ τει πως άντ ρ ε Ο μπέ, ν ο μ ίζω δ τ ι ο « Δ ό ν συμβολή το υ Σ α ρ α ν τιδ η σ τή λ α ϊκ ό . Φ λ ε γό τα ν , α ύτό ή τα νε ψανε- y i & π ο λλο ύ ς καί διάφορους λό γο υ ς Ζ ο υ α ν » ε ίνα ι τ ό ά ν ώ τερ ο α π ’ δ- θ εα τρ ικ ή κίνηση τη ς π όλης ρό. Φ λ έ γε τα ι άικόμα, έδώ καί κάιμ- έσ & ,νε 0 · ένα άπό τ ά τέσ σ ερα το ΰ τα ?Λ " ι~ λα . Μ έ θ έ λ γ ε ι ή έλεύθερη φαν- μας, συμβολή προσωπ ική , και- στο άπελ,έ δπου άνα- βραδυά τό κ α λό π α λιό θέατρο, θά

^ #yv Ιδ ι^j—l | ν Α __. ιφ ι ^ λ I I I I ft I W’I I W* λνΐ \ / r~ * Ν τυ λέ υ καί άποσπά τή φ ιλία . ο Γ ^ χ τ ε ς ^ Τ ά Ι ρ μ η ι ί ε υ τ ^ γ ρ α φ τ ά Υ ί ^ | ουνε · ,γη fanta.Sfe του , η ποιη τικη α - άφ ήνει μ ^ π λού σ ια κα ι χα- Π ρ έπ ει λο ιπ ό ν ν ά δ ικ α ιο λο γ η θ ώ : μ ε ρ ικ ή ν άπό το 6Ρς μ ά γο υ ς τ η ^ Ι ί ρ ή ς Ζ ΐ ϊ τ Λτμ ο σ φ α ιρ α μ ες σ τή ν ό π ο ια ζ ε ι ρουμενη άνάμνηση ά π ό δυνα- θά δυοαςνεοτήκκο άκώ μα μ ιά φορά φ ά λ α γ γ α ς , τ ά α π οφ ασιστικά ή μ α - ^ έ ρ γ ο υ μ έ τ ^ ^ φ ί χ γ ο

τη ς σκηνοθεσίας. Μ ά νά ουμβαίπι α υτό τ ά χ α ; Δ έ βά ινπορσΰόε κανείς ν ά σειβαστεϊ πιό -πολύ άπό ιό* Γκ,ραυβάλ τό ν Λ α φ ό ρ γκ καί νά τοΟ αρέσει μ α ζί. “ Ο σ ο γ ιά τή ν ερμηνεία τοΰ -Μπταιρώ θά τό ν είχε μαγέψει. Ό τ ίτ λ ο ς τής κ α τά παράδσσιν ήθκχ είναι "Α μ λ ε χ ή ο ί συνέπειες τής ιόν κής σ το ρ γή ς · Μ π ορείτε ν ά τταιίξετϊ

μέ τά λ ό γ ια . Π ρ ό κ ε ιτα ι άλήθινά χά σ τ ο ρ γ ή !

ό "Α ιμ λετ αύτός δ έ γράφτηκε . ■ „ , , , , ν ά π α ιχ τε ί στό θέα τρο. "Ολχ

χε ό κ. Μ πα ρω ν α μας ξαναθυ,μίσει 6 δ ιά λ ο γο ς ή τα νε θεατιρνκός καθώς τη ν ύπα ρξη τοΰ Λ α φ ό ρ γκ - ’ Α π ’ I - K ai 0 ; σ κ ηνικές ύποδείξεισ, τά κο- να ντια ς , τ ί κ α λή ιδ έα ! *0 κ . Μ π α - σχούμια κα ί τά ντ& κόρ. ’ Ϋ π ιν χ ««

Σ ω σ τ ή κ ο υ τα μ ά ρα 1 ρώ έχει τή ν πεποίθηση πω ς υ π α ρ- π ά ρ α π ο λ λ ά ά π ’ δ λ α α ύ τά και δ#

τ ό έ ρ γ ο του , ή έ ξα ίρ ε τη μου- τ έ ς χ ρ ω μ α τικ ές άρμονίες, ζω η - τούς ά νόητους πού μ ’ ,έπιδοκιμάζου- Μ α κά τους μ ή ρ υ κ ά ο μ α τα θά χρ έ ια - σ ικ ό τη τα α ύ τοΰ το ΰ θ εα τρ ικ ού ρούς δρα μ α τικ ού ς ρυθμούς-κα'ι νε τό τε μονάχα δ τα ν σ α τυ ρίζω κ ά - ζότα νε ν ά μετάφερθσΰν άμέαω ς σ ’ ρυθμού. Χ α ίρου μ α ι πού γ ίνου ν- Ιλ ε ύ θ ε ρ α π α ιχ ν ίδ ια το ύ πνεύ- Τ ° θίαμ^ ónJ f ^ ¿ ^ έ π ε τ ε ά λ λ α , Μνώτεοο ευ χά ρισ τα μονοπά- ~ r r r 7 . " . - Λ , ^ , τ ίπ ο τα too εύκ ο λο . Ν α ένα π α ρ ά - τ ια » . Κ α ι -βέβαια, πρεπει ν ά νοιω -~~· — — μ α το ς κ α ί τη ς τέχνης. Υπαρ- δ ε ίγ μ α : τήν περασμένη βδομάδα ε ΐ- οουμε θέρμη, ν ά βοηθήσουμε1 κεί-¿HX προσόντα μ α ζ ί μ έ τή Θέληση τής Χε ί μ έσα σ ’ '8λη αύτή τή ν έρ- Xa π ειρ ά ξει σ τά π ετα χ τά τόν κ- ντί νους πού μ έ σ α σ τίς δύσκολες συν- 'έπιτυχίας μ π ορεί νά γ ίν ε ι ά ρ χ ιλ α - γ α σ ία σου μ ιά έντονη νεανική Μ τκχ* λ ιέ . «Π ο λ ύ κ α λ α , ιμοΰ έγρα φ ε Θήκες πού γ ν ω ρ ίζο μ ε Θ υσιάζονται

ΘραΘήρας κ α ί ά κ ύ μ α ν ’ dveßei σ’ έ - δ ιάθεση π ο ύ δ έν μ π ο ρ ε ί ν ά μήν ^ Τ π2,ς Υ/ ά · τ0 Α ί? τ. ^ Σά τ θά ήνα σ κ α λ ί τής λη σ τε ία ς περισσότερο . · , κ . εΪ0Τε- Κ ι ά λ λ ο β ιτρ ιό λι!® . Δ ια β ο - είρη.νη κ α ι η ά σ ρ α λε ια θα μπορεσε-ά ξιοσ έβ α σ το . Ο ί εύγενέοτερες ο ίκ ο - α / α 7π 1σ ε ’ ? - . , , ^ έ χ ο υ ν λε ι Γ ια τ ί δχι καί ά σ φ υ ξιο γό να ; Κ Γ τε τότε ν ά κ ρ ιτικ ά ρ ετε π ά λ ι χω ρίς

« i , . __ ν ε α Κ α Ο ο ιά . Ά λ λ α ή ν ρ Α τ η τ α α ϋ τ0 Γ ό v a n

λαθροθήρία λοιπόν δέν πρέπει νά .w 'n Ó F η Γ , π Γ κ Λ > > 3 , , ν Α διαβάζει; Σύαψωνα μέ κάποιον άλ- ^πισύρει τήν περιφρόνηση' έχει μέλ- ! σ ε Η.1“ κ°λ λ ΐτε χ ν ικ ή λο, τό να τα βρίσκει κάνεις δ λ α γ ιάλον. Α ύ τή τουλάχιστο ήταν ή θεω- συνείδηση κ α λλ ιεργη μ ένη κα ι π έτα μ α , α ύτό τοΰ δ ίνε ι δ ίπ λ ω μ α ά- ρ ία τοΰ Τ ζ ί μ . ~ Λ ■ « - -αυστηρη νεζσ ρ τηο ια ς,_ ’ Ε κείνη τ ή ν έποχή κυκλοφ ορούσαν E Ö Y O U u a i m à τ έ τ ο ι α π α σ ά - Γιατέ αύ,τ6 ΦανεΡώ νει ά π λ ο ς ένα χου ν 'ά κ ό μ σ νέοι άνθρω ποι πού ά - άι>κΓτά. “ Ο χ ι ά ρ κ ε τά . Μ ά τό μάτι

οχετίικά α νέκ δ οτα , μ ετα ξύ τω ν ά λ - Α λ ιΓ _ „ m , χ_____ , , δυστυχισμένο που α να κουφ ίζετα ι δ - γαπτοΟν δπως κι’ αύτός τή ν ποίηση. Τσδ Γκρανβόά. πήρε τό ν dmaposnijtoγ λ ' · « " * , '*r='7Y Y 1“ ’ ιω » w , , Λ ? v c , — „ I 1 Λ Χ „ , „ iiwi» ανακσυ^,ι-ςε m i υ - ya iiu u v υιιως κι υ υ ιυ ς ιη ν ιιυ,ηυιμ Του | κρανθοά. πηρε Του OmOJpOSUMiλων και το έξη ς: κ α τα τη δ ια ρ κ εια u i w i j ν α ε χ ε ι π ο Λ Λ η ^ ε π ι τ υ χ ία πως μ π ορεί γ ια το -κακό που το υ έ - Ε χ ε ι δι-κηο. Ο ι νέοι υπάρχουνε κα ί π ρ ό λ ο γ ο στό ψ ύλλο τή ς 22 τού Ό·ΤοΟ π ρω ινού το υ περιπ ά το υ ένα ς Κ α ι ν ά μ π ο ρ έ σ ο υ ν ν α έ π α ν α - χ « ι κά μει τ ό θέατρο ή κάθε ά λ λ ο βάζουνε τόν Λ α φ ό ρ γκ στή θέση το υ . χχώ βρη τοΰ 1886 τοΰ «Συμι&σλιοτιρ.γα ιο κ τή μ ο ν α ς σ υ να ντα έναν λα θ ρ ο - λ α μ β ά ν ο υ ν τ α ί δ σ ο τ ό δ υ ν α τ ό π Ρ ° ^ α · « Σ δ Ρ 'α γα π ο ύμε κ α κ έ ». Ά - Ό Λ α φ ό ρ γκ ά ξ ιζε ι τούς ά π ο γόνους ^ Η τ α ν ή χ ρ ο ν ιά (ή τελευ τα ία «0«υνητνό. σ τό ν όποιο έ ξ π ν ε ϊ πώο κ ά - σ υ χ ν ό τ ε ρ α ο ί ε κ δ η λ ώ σ ε ι ς τ ο ύ ν α ά -Ρ ω τή ψ,ρκάση α ύτή ένός ά λλο υ πού θά δη μ ιο υρ γή σ ει. Μ ά π α ίξετε -----------»-·. κ--------λ ---------- .„ι,

cl'R.'T,,,.. „ ,,,1 . ? χτεά ινοϋ α λλη λο γρ ά φ ο υ πού ύπό- λο ιπ ό ν τό ν " Α μ λ ε τ τοΰ Σ α ίξ π η ρ έ-ε ΐδ ο υ ς α σ τ ο ύ π ο υ μ ο ρ φ ώ ν ο υ ν ^ ρβψ€ τό γ ρ ά μ μ α τ ο Γ φ α ί ^ τ α ι πώς κεί Ζ ο θά π α ίξετε Τ ό ν ‘"Α μ λ ε τ α ύ-τ η ν ε υ α ι σ θ η σ ία τ ω ν σ η μ ε ρ ι ν ώ ν π?Ληψ ανεύεται γ ιά τή φράση το υ τόν τό η-κιιΛη.Χίοτή λ ι

.προσπαθώ ν ά βρώ κα νένα π ρ ό γ ε υ - ’ Α θ η ν α ί ω ν κ α ι τ ο ύ ς β ο η θ ο ύ ν ν ά ^ 0 J εώ α ι έξ ά λλο υ ά ρ κ ε τά έκπ λη-μ α γ ι ά ν ά κατσπιραΰνω τ ή ν ό ρεξή χ α ρ ο ΰ ν τ ή ζ ω ή τ ή ς φ α ν τ α σ ία ς . χ 'π κ ’ί - <Σδίς άγα-ποζν =, κ α κ έ ». Τ Ι

κ υ ν η γ ό , σ τό ν όποιο έ ξ η γ ε ί πώς κ ά - σ υ χ ν ό τ ε ρ α ο ί έκδηλώ σε'ις τ ο ύ ν α Φ; Ρω_ τή φ ράση α ύτή ένός ά λλο υ πού θά δη μ ιο υρ γή σ ει. Μ ά π α ίξετε χ ρ ο ν ιά ί 'δπου ό ^Λ α φ ό ρ γκ εϊχε’ τβξ- νει α υ τό ν το δρόμο γ ια νόιχει διρβξη 2ί δ ο ΐ )Γ α σ τ ο π . π ο ι’ι ι .ο η Λ ώ ν η . « , χτεσινου α λλη λο γρ α ψ ο υ που ύπό- λο ιπ ό ν τό ν " Α μ λ ε τ τοΰ Σ α ίξ π η ρ έ- δέψει στή Δ α ν ία . Μ ο υ φαίνεται «Χ

γυ ρ ίζο ν τα ς άπό τό Β ε ρ ο λίν ο , ©itou ή τ α ν ά να γνώ σ τη ς τή ς αύτοκρού ρι-σοας Α ό γ ο ύ ο τα ς , τή ς γ ια γ ιά ς tai

,. , . ,. , Γο υ λ ιέ λ μ ο υ το ΰ 2ου, π ή γ ε στό ΈΑ·Ve? : . . . *.λ . χτυριτο^ιενη ψυχή φανερώνει σ υ ιο - θά τά καταφ έρει κ Γ έκεΐ ά σ κη μ α , σενέρ. Ό Ά μ λ ε τ , πού είνα ι ό πό

φ-ιλολογι-κός άπό δλους τούς φιλο­λ ο γ ικ ο ύ ς ήρω ες, είχε κυριέψει γιά

Φ ιλ ικ ώ τα τα

Γ ΙΩ Ρ Γ Ο Σ Θ Ε Ο Τ Ο Κ Α Σ

πού είναι π ρ α γ μ α τ ικ ά στό -βάθος τρ α γω δ ό ς . Σ ίγ ο υ ρ α δέν

χα ρ ιτω μένη ψυχη φανερώνει αύτό- θά τά καταφ έρει κ ι ' έκε ί άσ-κημα,’ Α λ η θ ιν ά δέ θά π λή ρ ω να φ όρο. Γ ιά γ Γ α ύτό είμα στε βέβα ιοι, μ ά δένν α ευ χα ρισ τή σ ω α ύτό τόν κύ ριο , θά π ρόκειτα ι γ ι ' αύτό. Π 'ΐιζ κ ι τόν “ Α μ - tiw , βσ ιρ ο γ γυ λο α ιά θ ιζα ο τή » π ολυθ ρό να λ ε τ τοΰ Λ α φ ό ρ γκ καί κανένα«- u ¿ x jx π ά ν τ ίΤ τ ή ν ’κα ρδ ιά "το ΰ Λαφ όργκ'«*

φοσ.-κά έπρεπε νά συναντηιθϊΰ«

"Αν 6 Σώ είχε προσαρμοστεί σ’ ίαύτή τήν ιρλανδική παράδοση τοΟ γέλιου, θά είχε έξαιπαντος φτάσει πιό νωρίς Καί θά εΐχε περάσει άμέ· σως' παίρνοντας δμ-ως ένα δρόμο δυσκολώτερο, ξφ τασε πιό ψηλά, μά ύστερώτερα κσέ _μόνος. Χειρίοτη,κε ¡Γ^ν άγ>λική γλοσ-σα μέ τό πλεονέ· χτήμα έκείνο τών ’ Ιρλανδών νά τή μεταχιειρίζουνται σέ μιά κλασικά τε­λ ε ί« μορφή,- συνηθισμένη δδώ κι έ­ναν αιώνα στήν ’Αγγλία. Τή χρησι­μοποίησε σάν £να βργοτνο καί οχι σάν τέχνη. «Ν ά β&βαιώνεις μέ δύ- ,νοψιη, αύτό είναι τό μυστικό τού ύ­φους», θά πει ό Ιδιος άργότερα, καί ίτό ύψος του είναι έζάπιοττος άκατα- μάχητο.

Βλέπει κανείς πόσο διαφορετικός, ήταν δ Σώ άπό τόν παραδεγμένο θεατρικό τύπο τοΰ Ιρλανδού, άν

' μει τις άκόλουθες άπλές διαπι- εις: δέν· έπινε καθόλου, δέν ή­

ταν άλλεπάλληλα σοβαρός καί εύθυ- μοςμέσα σ’ ένα λεπτό, τό χαμόγελό του συγγένευε περισσότερο μέ τόν καγχασμό παρά μέ τό γέλιο, δέ δι­αφήμιζε τή λατρεία γιά τή «μιχνού- λά » του καί μολονότι οί πρόγονοί .του είχαν τραφεί άπό τό χώμα τοΰ1 Δουβλίνου, ό ίδιος ήταν άντιρωμαν- τικός. "Α ν περπατούσε κομπαστικά τήν ήμέρα τής'γιορτής τοΰ Ά γ . Πα­τρικίου, τό γεγονός αύτό δέν κατα» γράφηκε πουθενά, καί άν έφύτευ*6να κλωνί τριφύλλι στό τσαλακωμέ­νο καπελλο ή βαστούσε στό στόμα •¿ου μιά πίπα χωματένια, κανένας ¡φωτογράφος δέν άποκάλυψε ποτέ |ιιά τέτια είκόνα γιά νά κοροϊδεύει μα ζί της ή χλευαστική ύστεροφημία-

"Οταν 6 Σώ διακηρύττει πώς εί­μαι ’ Ιρλανδός, θέλει νά πεί πώς έχει γεννηθεί στήν Ιρλα νδ ία καί πώς ή γενέθλια γλώσσα του είναι τά Αγ­γλικά τοΰ Σουίφτ, πού μιλιούνται δ- μοια μ* έκκλησιαστική . ψαλμωδία καί δχι τό Ακατανόητο Ιδίωμα της ^Οξφόρδης ή τοΰ καθημερινού Λον- ¿ίίκου.

ΑΧνη,ΕΧΕΙΑ ΧΤΟ ΕΡΧΟΜΕΝΟ* ό «ΤΛμΧε-ν·. &η«*ς ιι’ «ητυκία οτό «Άέίλίφι. Διαοκεόί) τ«ϋ~ ύ κ ύ »» «έ.βιήγιιμα « Λ Λβ*όί·νε»

σ τή ν τα ρ ά τσ α .Πιρίν δούμε τό ν Λ α φ ό ρ γκ μέ τά

χ α ρ α χ τη .ρ ισ τικα του " Α μ λ ε τ («ό το ύ κ . Μ π α ρ ώ ), τόν βλέπομε στό 4 τε λ ιέ μ π ρ ο σ τά σ τήν α ύ λ α ία μέ ήι έιμ-φάνιση τοΰ Λ α φ ό ρ γκ όπως μά; τόν θυμ ίζει ένα τρ ά κ τοΟ Σκαρμτί- να , μέ τό ψ ηλό σ τό κεφ άλι, σφιγμέ­νο μέσα σ ’ ένα ίσιο σ α κ κ ά κ ι μέ μι­κ ρ ά οεβέρ καί πέντε κουμπιά, ,μί σ κ λη ρ ό ψ ηλό κ ο λλά ρ ο -καί μέ ένα ά π λό μπα σ τοΰνι στό χ έ ρ ι, χωρίς 'ο- β ή . . . Ό Λ α φ ό ρ γκ δ ιη γε ίτα ι τή ο» νά ντη σ ή το υ . Μ ιλ ά γ ιά τή ν Όψ.Άά καθώς ή τα νε κ Γ αύτός πολύ ¿ρω- τευμένος μέ μ ιά νεαρή Ά γγλΒ α , πού τή ν πεοντρέφτηκε τό ν ίδιο κείνο

.χρό νο. Σ τ ίχ ο ι πού τούς ξαναβρίσκο­με στή «Σ ύ ν α ξ η τώ ν Ν ερά ιδω ν» κλ*. Κ α ί καθώ ς φ εύ γει δ Λ α φ ό ρ γκ . ταί τό ν π α ίζε ι ό σ υμπα θητικώ τστος ι. Μ π λ έ ν , π α ρουσιά ζετα ι μέσα Anoím μισόιφωτο ό Ά μ ιλ ε τ . Φ άουστ á&úna- τος κα ί ε ιρη νικό ς . Δ έ ν θά διηγηβό τή ν ισ το ρ ία πού δέν είναι όλότελοί ισ το ρ ία το ΰ Ά ,μ λ ε τ πού ό Σαυκοοψ τό ν έκα νε σ ύ γ γ σ ο ν ό του-

Ό 'Α μ λ ε τ τοΰ Λ α φ ό ρ γκ εΐνσί κί α ύτό ς σ ύ γχ ρ ο νο ς μέ τούς γλυκού; κα ί λεπ το ύς σ υμβολιστές, τούς όν> π ό · α κτους στόγ Τ α ίν , ε ίνα ι άντιρο;

•μαντικός κα ί λ ιγ ώ τε ρ ο αίνιγμα» κός άπό τό ν ά λ λ ο . 'Ό π ω ς 6 άρ'χον. τα ς το ΰ Σ α ίκ σ π η ο συνθέτει μιά, τρ α γ ω δ ία πού θά ξαναπαρουοιό* τό ψοδερό δρα μα , μπ ροστά στά μά­τια τώ ν δολοφόνων τοΰ πα τέρα ται Κ α ί τή συνθέτει, τόσο καλύτερα. 4 σο είναι κ ι ' ό ίδ ιο ς άνθρωπος τώ νρ α μ μ ά τω ν . Έ ξ ά λ λ ο υ δέν βλέπει π ιά τή ν π ρ α γ μ α τικ ό τη τα πού εχει ζω γρ α φ ίσ ει. Β λέπ ει τό ν ίδιο τέι π ίνα κ α πού τό ν μ α γεύ ει πάνω W δ λ α . Ε ρ ω τ ε ύ ε τ α ι τή ν κυριώτερη έρ μ η νεΰ τρ ιά του κα ί θά φύγει μσ’ί τη ς όσχεο' άπό τό σκά νδ α λο τά f ρ νυ υ . Δ έ θά πάνε μ α κ ρυ ά . Γιστί i “ Α μ λ ε τ θ ά δολοφονηθεί ά π ό τό Λα- έοτ-ι. στό νεκροταφ είο, πάνω στό μνή­μ α τή ς Ό φ η λ ία ς . "Ε τ σ ι τελειώνει συνέχεια τώ ν τρ α γ ικ ώ ν παοεξηγήί

IX V N E X E IA Σ ΤΗ Σ Ε Λ ΙΔ Α 11)

Ε Ν Α Κ Α Λ Λ Ι Τ Ε Χ Ν Ι Κ Ο Ζ Ε Υ Γ Ο Σ Κ I Ν Η Μ Α Τ Ο Γ Ρ Α Φ Ο Σ

9

ΒΑΣΟΣ ΚΑΙ ΞΕΝΙΑ ΚΑΝΕΛΛΟΥτ ο υ ν . Φ ιλο ιί. Μ η τ σ ο π ο ύ λ ο υ

Η ΚIΝΗΜΑΤΟΥΡΓΙΑ, ΤΟΥ ΠΑΝΙΟΛΒ ’

t « v ελλπ-νικέ; μϊλωάίες ένορχη-

I · · · * » · * ν » ÿ · * · · y i w · i| « ' a - p w o v s · ' « >VS « V M . V v v V w l » VV

τό χωριό tou, yià va î i- xocTwp-riosi μιά καλλιτεχνικήν è- -ότ&ρα τό ελληνικό όνο- μ ά & χ, π·οχ> νά μπορεί νά ερμηνεύει

Ό καλλιτέχνης τβδ έλληνικευ κής ήθβποιου. Σ τή ν προσευχή τής γυρίσει ή μεγάλη ιέρεια. Ό πρόω- χοροδράματος Βάσος Κανέλλος, έ- Ήλέκτρας,δίχως κραυγές υστερικό;, ρος θάνατος τής Τανάγρας ήταν «ε-ιτ« άπβ πολύχρονη άπιουσία « τή ν μ ’ όλη τή θεριμ-ή φωνή της. μετ-άδω- άπώλεια γιά τήν ελληνική τέχνη- ’Αμερική, έχανε καί πάλι τήν έμ- σε στούς θεατές τό τραγικό ρίγος. Μά είπαμε' νά ή «νέα Τανάγρα» φάνισή του μέ τήν κόρη του 3 ε ν ί« , Τ ο ίύι© τραγικό ρίγος προχάλε- πβύ έρχεταε νά συνεχίσει καί νά πού, δπως είδαμε, άν καί σέ μιά χορευτική έπίδειξη, «ου ύό- σε ό Βάσος Κανέλλος. σάν Οίόίπβ- όλοχληρώο-ει τό έργο τη ; μητέ-ρας οτική, δέ στερήθηκε ούτε &ΐ)χε στό θέατρο Κοτοπούλη τήν όας, οτό θρήνο τοΰ Οίδίποόα Τυ- της. πίας, ούτε καί άσυνήθιστο«εραβμέτ'η βδομάδα. ράν-νου. Είναι τόοο γνωστός όκαλ- ‘Ο Βάσος Κανέλλος, χάρη « τή ν' Οί χοροί τοΰ προγράμματος ήταν λιτέχνης αύτός τοΰ "έλληνιχοΰ χο- άσβεστη φλόγα πού τόν θερμαίνει,

έμπνευση καί σκηνοθεσία τοΰ Βά- ροόράματος, ώστε νά μή χρειάζε- ξεκινάει 'πάντα γιά νέες θήμ-ιουρ- σου καί τής Τανάγρας Κανέλλου, ταα νά ειπωθούν πολλά. Ό Κανέλ- γίες. Τή φορά τούτη «είναι βέβαιο απ’ τούς μύθους, τις αναπαραστά- λος είναι ένας μύστης τή : Τέχνης, πώ; θά ίύρύσε-ι τή σχολή του, πβύ σει: αρχαίων γλυπτών καί άγγεί- Μά ας παρακολουθήσουμε τήν έξέ- θ’ άποτελέσε.ι ένα είόος ορμητήριο « ν κΓ άπ’ τούς πατφ^παράδοτους λιίξή του, γιά νά ίόούμε πώς ·ξεκί- γιά την 'προσπάθεια του. ¿>έλει νά χορούς. Ή μουσική τώ ν χορών ή- νησε άπ’ τό

μήσει άργόμα μέ τήν τέχνη του. __ μέ τήιν έλληνική τεχνοτροπία τής

Τό καλλιτεχνικό δα-ιμόνι© του όρχησης, πβύ έχει δημιουργήσει Κανέλλου έκδηλώ&ηκε βταν, πολύ αύτός καί -ή άληβμόνητη Τανάγρα, μικρός ακόμα, άρχισε μέ τ ’ άλλα ’Α ξίζει μεγάλη προσοχή ή πρ-οβ- παιόια, πού τού αναγνώριζαν τήν... πάθεια τοΰ Κανέλλου καί πρώτα άρχηγία, ν ' Ανεβάζει δράματα πά- άπ’ δλα γιατί ή τέχνη του είναι νω σε μιά μικροσκοπιχή σκηνή, μονάχα ελληνική' πάνω σ’ έλληνι- στημένη σέ κάποιον κήπο·.. κά μοτίβα έργάξετα-ι, μ’ ελληνικό

“Οταν. έφηβος πιά, είχεν έρθει μουσική, πάνω στήν ελληνική πρα- στήν ’Αθήνα καί σπούδαζε ζωγρά- γματικότητα.φος, ή Ίσιόώρα Δούγκαν βρισκο- ‘Η Ίσιύώρα Δομγκιαν έρμήνευε ταν στο ζε-νίθ τής δόξας της. Ή τέ- τό κλασσικό πνεύμα μέ θαυμαστή χνη τής Δούγκαν δέν ήταν δυνατό τέχνη καί μέ δυναμικότητα τέτοια, νά μή-ν έπηρεάσει τήν εύαίσθητιη πού δέν άφη«>·ε «άσυγκίνιγτο κανέ- ψυχη τοΰ νεαρού Κανέλλου, πού να. Έχόρευ,ε όμως μέ μουσικές συν­είχε ποτιστεί άπ’ τήν Άρκαδ-υκή θέσεις Μ πετοέεν. Σούμπερτ κλπ- παράδβση. "Ενοιωσε, λοιπόν, νά Δ έν είχε καταλάβει πόσο <ή έλλη- ξυπνάει μέσα του ή άνηβυχία γιά νική μουσική θά ταίριαζε στήν έλ- τή μελέτη τής ελληνικής όρχησης, ληνικη δημιουργία. Άρκέ-σΐπικε Ά ργό τερα έφυγε γιά τη Γαλλία, ο- στήν ερμηνεία τού κλασσικού πνεύ- που μαθήτεψε κοντά στό μεγάλο ματος, νομίζοντας πώς απέδιδε κα- χορβγράφβ Μιχαήλ Φοκίν, τόν δη- βολικά τό ελληνικό πνεύμα, μιουργό τοΰ ρωσσικβΰ μπαλλέτου. Μ ιά άπ’ τις επιδιώξεις πού είχε Ά π ό κεί έφυγε γιά τήν Αμερική, τό καλλιτεχνικό ζεύγος Κανέλλου, δπου φοίτησε^ στί,: χορευτικέ; _σχο- ήταν κι’ ή μελέτη τη ; τραγωδίας.

τοΟ κ. Ά λ . χ α τ ζ η γ ε ω ρ γ ίο υδ η μ ιο υ ρ γό σ τόν όττοίο δίδα ξε ή ιτεΐ-

Ά π ό τή θεω ρία το υ - μ ιά θεω ρία Ρ « ™ ΰ Κ ινη μ α το γρ ά φ ο υ τή μ ετρ ιό -κ α ί : *

πίας, ούτε κα ί Ασυνήθιστου έποχή μας θάρρους — δέν

Ό καλλιτέχνης toC χορού κ. Βάσος Κα- «έλλος. οέ μ ιό χορίΐιική έπίδειξή -ιου,

σάν ΠόΛ·.

ο τριω μ«ν«$ den* μβλ¡c & jp y c v iΒάρβογλην, Ζκαλκωταν,Βάν Γκρό.

ψ»-ι.·ια& ν ιι, ν»/,»-- ήταν κι η μεΛετη της τοανσίοιας. . „ ,. , , , .ές το ύ Κ ο σ λώ φ κ α ί τοΰ Μ ό τ κ ιν . Τ ώ ρ α έ τ ο ιμ ά ζ ο ν τ α ι γ ια ν ά δοθούν 6 Π α νιό λ νά μεταπηδήσει σ τήν π ρ ά - χε ια στον «Μ ά ρ ιο » κ α ί τή «Φανηφ Ε π ε ιτ α έ π ή γ ε σ τ ή ν Α γ γ λ ί α κ α ί ή τ ρ ιλ ο γ ία τού Α ισ χ ύ λ ο υ μ έ τ ις ° ι βεστ ρ ι ·« ς του αφ ανταστες ε- κ ι Ιτ σ ι κλείνει ή τ ρ ιλ ο γ ία μέ το ν

' — ' * ■ πιτυχίες το ΰ χο ρ η γο ύσ α νε τ ά Ο λικ ά « Σ ε ζ ά ρ » .μέσα γ ιά ν ' ά ιιοβ ει μα ική να ς τή ς θ ε · Τ ρ ία έ ρ γ α σ τή ν ούσ ία το υς μ ε λο -

., τριλογία τού Αισχύλου με τις σπούδασε τό Σαιξπήρειο δρά,ιια Χοηφόρους καί τις Βάκχος τού Εύ-

f,r ^ . Π - „ κοντά στόν Ρίτσαρντ Κήν. τής φη- ριπίδη. Ή μουσική τών ΧοηφόρωνÎ L Ï ' Î L f » ; πρόγραμμα. μι0μ5νης σχολής τβΰ σερ Χενρυ £ίναι έμπν-ευσμένη άπ’ τή λαϊκήΞλί Α1 · ” ^ ' β· 5ΤΧ -βΛ με Ερβινγκ. Μ ετα άπ’ τ ι ; σπουδές παράδοση. Οί σκηνογραφίες έχουν τον Δελφικό υμνβ στον Α πόλλωνα του αύτες έπιδόθη-κε μέ ζήλο στή ν ,νει ά « ' τήν Τανάγρα^ και το χβρο της Π&ρσεφονης για μελέτη τώ ν αναπαραστάσεων τώ ν ή -τραγικδία είναι ή μεγαλύτερηνα τελειώσει μ’ ένα σύγχρονο Αρ- γλυπτών καί τώ ν αγγείων, πού ά- ............χαΛικ« £ΐ£υλλιβ, « τ « μαντήλι tng φόονα *Μάρως»· ®ώς χ,

Μ ια αποκάλυψη στάθηκε ή πρώ- κειμένων. "Ετσι, άπ’ τις παρατη

πνευματική άκδήλωση τού άνθρώ- 5ΐσκ·οΐ’ται_ στα μουσεία, κα- που. ΚΓ άιν βρίσκει τόσο μεγάλη

ω ρίας του. δ ρ α μ α τικ ά , πού άποπνέουν δμω ς.Κ α ί π ρ ώ τα κινημα το γρά φ ησε, μέ π α ρ ά τ ις κοινοτοπίες τους, τή γ ν ώ ·

σ υ νερ γα σ ία σκηνοθέτη κ ιν η υ α τ ο γ ρ α - οη το ΰ ανθρώ που άπό τό δ η μ ιο υ ρ γό ψικοΰ, τ ά θ εα τρ ικ ά του έ ρ γ α « Τ η - τους. "Ο π ω ς λ έ γ ε ι ό κ. θ . ·Κ α σ τ α - π ά ζ » , «Μ ά ρ ιο ς » κα ί «Φ α νή ». Ή ά - νά κ ης σ' ένα π ρό δ ιετία ς χρ ο νικ ό ο χ ο λία αύτή τό ν π ρ οσ α να τόλισ ε κ ά - το υ «τό ν ξέρ ει ό Π α νιό λ ά λη θ ινά τό ν

κ α ί σ τή μ ε λ έ τ η τώ ν áe-χ α ίω ν α π ή χ η σ η στό λ α ό κ α ί τ ο ν σ υ να ρ π ά - σ τήν τεχ νικ ή τή ς άποτύπω σης. ά νθρω πο. Τ ό πώ ς ν ’ άποδώ σει τή ν,ενων. "Ε τσ ι. άπ ’ τις πα&ατη-'.-^. :. . .., , c Γιά τι r ctn'/ic τγ-γ rsvnnñr νσλλι- ρσίΛτρητι νησΑικήτητα êvàr τή-πτ.ι «■;..ζει, εή α ι γιατί συνδυάζει πολλά

καλλιτεχνικά στοιχεία. 'Έ να άπ' τά κ-υριώτερα είνα ι ή όρχηση Γι

τής Περσεφόνης, πού επετυχε να έρμηνέψει άριστουργη-ματικά τόν ερχομό της ελληνικής άνοιξης στήν «Ά τθ ;δα »' στό «Σάτυρο καί τή Νύμφη»' στήν «Ά ρ τέμ ιδα »' στό «Διονυσιακό χορό»’ στό «μαντήλι τής Μάρως». Σ τή ν «Ά τθ ίδα »—μιά

Φ , * « -9W — , Μ · « . 4Κ* 9 j «W ψ 9 · * 9 φΤ 99 9 Μ |

Tij seo ε μ φ » ν non x ñ ; Ζ ζ ν ι * ζ Κ « · pr^oiic τβυ και τά ^ιαδάσματα, τ>©0 vtAAcv, new οννεχιζβι τ© κ*λλιτ^- yevviy&nvcs n nie tu ηω c ήτανε öv··

cpy© τή ; μητέρα; τη$, τή^ νατ© νά Java ζωντανέψει η έρχποΤϊ«ΡΒληομ©νι\Τ'η$ Τανάγρα;. Είναι ά- τέχνη· ΚΓ άπ© t©ts , ^ τήν ίύέα πολυτα δικαιολογημένος ό τίτλος t<¡útti αφιέρωσε ©λες του τις δυνα­τής «νεας Ταναγρας», όπως τή βά- μει5.ρτισαν οί κριτικοί τής 'Αμερικής. Έκεί. στήν ’Αμερική, στό μαγι- Έδοθηκε και σέ μα; ή ευκαιρία νά κ ό ... Έλντοράιντ© μέσα στην πα- θαυμάσβυμε το πολύμορφο ταλέντο ρ«ζάλη τού κόσμου καί τό μεγάλο της, που επιτρέπει καί τις πιό αί- καύμο τού πλουτισμού, ό Κανέλλο; οιό-δοξε; προβλέψεις γιά μιά μεγά- ¿ ¿ ν κύτταξε κΓ αύτό; νά θησαυρί- λη Σ^Σλιξη. Ε ϊχ ε πραγματικά π^λύ ¿si μ·©νάχα άφιέρω^δ öXgg τ©ν τι ζ ωραίες εμφανίσεις, ©πως στό χορό δυνάμεις γιά μιάν ίδανικώτερη έ-

πιδίώξη-Έ π ε ιτα άπό πολύμοχθη προσπά­

θεια, έκανε την πρώτη επίσημη εμφάνισή του στό Κάρνετζη Χώλλ, μέ τή μεγάλη χορευτική του ομάδα καί τή συμφωνική όρχήστρα ύπότή διεύθυνση τού "Ερνο Ραπέ, παρου-

φαντασία της Τανάγρας, πού τήν βιάζοντας έλληνικές χορογραφύε;, πρωτοπαρουσιασε ή ίδια τό 1928 πού άφησαν έποχή στά κ-αλλιτε- στβ θέατρο τοΰ Διονύσου—απόδωσε χνικά χρονικά. Πάνω στόν καλλι­όλη τήν αβρότητα καί τή χάρη τής τεχνικό του θρίαμβο, συνάντησε λεπτοκαμωμένη 'Αθηναίας, όλη τήν Τανάγρα, πού ήταν τότε καθη- τή φροντίδα για τόν καλλωπισμό γήτρ-ta στή Σχολή Καλών Τεχνών της, όλ© κείνο το άγέρωχο κΓ εύ- τής Μιλγώκης. Ή Τανάγρα Μάρκ- γενικβ μαζί ύφος πού δίνει ή συ- χ «μ. πού καταγόταν άπό μιά πα-ναίσΦηση τής ανωτερότητας. ^Στίς λ.ιάν άρχοντιική · οικογένεια τής _____ ,______ . . . . . . Γ ,, r.._ ,στιγμές πού καθισμένη χάμου έπαι- 'Αγγλίας, ,βίχε κληρονομήσει άπ' χ&ι μυηθσί στήν κλασσική τέχνη θά κινηματογραφικά, θέατρο κου- 6ρ{σκει καταφύγιο έκεί. «Ή συνεν» ?ε Ira. π;εVTC,eoXa; ήτανε πραγμα- τού; γοκ'ΐούς τη-ς τήν άγάπη τους μπορέσει νά έρμηνέψει τό βαδύτε- αερβαριομένο._ Του χρησίμεψαν δ- νόηση τών δυό αύτών υπάρξεων ά- τικα υπέροχη, Μ ε τ ι ; χαλαρέ; κι-, γιά τήν Ελλάδα, κΓ οί κλασσικέ; ρο πνείμικ τή ' τραγωδίας. "Ενα Υιδ τιί ν εκμάθηση της τεχνι- -πλων καί ρωμαλέων, σάν τά δέντρα,νησει;, με m v εκφραστική της δύ- σπουδέ: πού έκανε στήν Ευρώπη ζωντανό παράδειγμα σήμερα είναι K’fc· σάν Ολες οί στοιχειώδεις δυνάμειςναμη, ενωκο ζωντανή τήν εικόνα καί «τήν Αμερική τήν βοηθήσανε τό κινεζικό θέατρο, πού έχει μιάν Δυό νουβέλλες τοΰ Ζάν Ζιονό, φί- τής γης, δημιουργούν τό θαύμα®.Tr,J..8W* ΠίΗα£· . . , νά μυηθεϊ πραγματικά στό έλληνι- άδιάκοπη παράδοση πάνω άπό δυό λου καί συμπατριώτη του, ό «Ζο- θέμα άντάξιο ένός Ντοβζένκο,

' ^ G VX1=*ye_ Α ρ κ * ί ·ίΛ 0 ^ ε 1 ^ λ λ κ > κβ πνεύ,μα. Ή πνευματική έπαφή. χιλιάδ-ες χρόνια. Σ ’ αύτό ά καλλι- φρουά» καί ή « ’Α γγέλα », τοΰ έμ- ένός Κ ίγ κ Βιντόρ, ένός Φράνγ Κά-·— - - ................... » ................................ ■ - . . . . πρα, ένός Ντυβιβιέ, ένός Φλαχέρτυ.

Τό άποτέλχσμα; Ή προβηγκιανή Ατμόσφαιρα πού πλημμυρίζει τό

. . . , , . . . . - έργο. δπως καί πολλά Ιρ γα του_ Αύτοκρατορα» και το γος σε πλαίσια φυσικά, έδωσε έργα Ζιονό, δέ βρίσκεται στήν ταινία, γι-

«Μαρμαρωμενο Βασιλοππευλο»- Ε- δχι εύκαταφρόνητα. « Ή όμορφιά βχ·, ¿δω ή ατμόσφαιρα δέν είναι δια-π-ειρ: ή καδι-ερωση της Παναρκα- των τοπίων καί μιά ψιλήδοιη διά- λογική, δπως στόν «Μάριο». Etvai

Σ ’ δλους τού: χορούς, ή μουσική, σημειώθηκε πάντα σάν'π'σωτότυπη να λό^οληΓηπ ά^ - ί ί ' θεσΐ,ι.· άδ^ , Kais, δΡ«σερή, ένα άλο- φυοιοκρατική. Ή προβηγκιανή ψύ-τό χρώμα5τό ένδυμα, 'ή πλαστική κΓ αύ^ενπκή ^ ^ V t , ^ 1’ , . ^ Ρ 0' ^ Ρ 0001’ ^ είχε. όρισμένα χαραχτηρ,στικά.

Γ ιά τ ις ά ρ χές τή ς ηχηρής γ α λ λ ι - εσώτερη γρ α φ ικ ό τη τα ένός τύ π ο υ », κής τα ινία ς, τ ά έ ρ γ α α ύτά δέν ήσα ν ’Α δ ιά φ ορο δ ν ή γρ α φ ικ ό τη τα αύτή Α σ ή μ α ντα δ ε ίγμ α τα . Μ α ζί μέ τό εκφ ρά ζετα ι λ ε κ τ ικ ά , δπως κ α ί ή κΖάν ντέ λ ά λ ύ ν » τοΰ ’Α σ ά ρ κ α ί τά μ α ρ σ ε γιέ ζικ η ά τμόσφ α ιρα . Π ροοθ έ- «Π ο υ ά λ ντέ κ α ρ ό τ» σκηνοθεσίας οτε τή ν έπ ιτυχημένη έ κ λ ο γ ή βέρω ν Ν τυ β ιβ ιέ , ή τα ν ο ί πρώ τες ύποσχέ- π ρ ο β η γκ ια νώ ν ήθοποιώ ν, σ ά ν τόν, σεις μιας μ ε λλο ν τικ ή ς ά να νέννησης, Ρ α ιμ υ κα ί τό ν Σ α ρ π έ ν , πού δ λ α α ύ- ά να γέννηοης, δμω ς, πού π,οοσεται- τ ά π ρ ο σ α να τό λιζα ν μ ά λ λ ο ν τό κοινό ρ ίζε τα ι τή ν έτοιμη θεα τρική π είρ α το ΰτο μ ελό δ ρ α μ α προς μιά ν εύθυμη κα ί τ ά θ εα τρ ικ ά θέμ α τα , γ ιά νά ηθογρα φ ία πολύ εύπρόσδεκτη, κ α ί φτάσει μ ’ αύτόν τό ν εύκ ολο τρ ό π ο σ τήν όπ ο ια δέν έμεινα ν ώ σ υ γκ ίνη το ι σ τήν εξύψωση τοΰ περιεχομένου τώ ν ο ϊ ·, ά λ λ ο ι, κα ί ιδ ια ίτερ α ο ι ο υ μ π α - έρ γω ν. Κ α ί το ΰτο γ ιά ν ’ άποδειχθεί τρ ιώ τε ·; τοΰ Π α νιό λ . Γ Γ α ύ τό κα ί ή μιά φορά άκόμη έκεΐνο ποΰχε ό μ ο - έ ιπ τυ χ ία τους.λ ο γ ή σ ε ι δ Ν τε λ λ ύ κ , πώς ή Γ α λ λ ία η , ‘-ποιητική δ ,ά 'Γ.υ η το ΰ έρ γο υ κ ι ν η μ α τ ο γ ρ α φ ι ώ ν τ α ς , Χ0(- ζ .ο ν ό « ι ’ ?> κέν», ίΞ α ν ά ν ιω μ α ), γ υ ρ ε υ ε ι τ ό θ έ α τ ρ ο . _ Τ « . , έμπν?.ει ένα κ -ν ιιο ύ ρ γ ιο έ ρ γ ο .Τ ό

Κ ι έδω δμω ς ή σ ύγκρ ο υ ση το ΰ θ έμ α Λ ο υ είνα ι γ ι ά π ρ ώ τη φορά Π α νιό λ μέ τό ν σ υ νερ γά τη του σ κ η - σύμφωνο μέ τ ις κ ινη μ α το γρ α φ ικές νοθέτη, ή τα ν έ'κδηλη. "Ε χ ο ν τα ς τή δυνα τότητες. Τ ό ξα νά νιω μ ά ένός γνώ μ η πω ς τό κείμενο είνα ι ιερό, χω ρ ιο ΰ τή ς Π ρ ο β η γ κ ία ς , έ γ κ α τα - μέ συντριβή θ ά π α ρα χώ ρησε σ α ΰ - λειμμένο υ ά π ’το ύς κα τοίκο υς το υ κ α ί τόν όρησμένες άβα ρίες. _ μ ισ ο γκρ εμ ισ μ ένο υ , πά νω σ’ ένα γ ρ α -

Κ α ί τό τε, σάν ά π ό πείσ μα , σ ά ν φικό λόφ ο. Ή γ η ς πού τή ν ε ίχα ν άπο ά ντίδρα ση, κα τα π ια σθηκε, μ ό - π ν(ξ ει χά χ ό ρ τα κ α ί τ ά Α γ κ ά θ ια ,

δ. Ξενία ΚανίλΑου έιίδειξή ιης, σάν

νος πιά, μέ δυό - τ ρ ία έ ρ γ α σ ά ν τό μέ μιά χορευιικήν « I α μπρός το ΰ κ. Π ο υ α ρ ιέ», έ ρ γ α κα - 1 Αρτέμιδα. θα ρά θεα τρικά , πού δέν ε ίχα ν τ ί ·

ξαναπέρνει ζω ή καί καρποφορεί χά­ρη σ τήν άγάπη τοΰ λαθροθήρα

.. , Παντύρλ, τοΰ μόνου κατοίκου, πρός αύτό μοί’άχα έν-αι; ορχηστή; πού ε- ποτε τδ έξαιρετικό. Η τα ν άντιγρα- τήν Άρσούλη, μιάν άγνωστη πού

άρεσε κε,γρβμψα νε καί τβΰμά; έκανε νά πιστέψουμε πώ; βρ-ι- Κανέλλου αξιοσημείωτη. Ένών--·.·- σκόμαστε στό άγνό κι' άδολο περι- τ-α; τ ί ; 11 φωτισμένε; εμπνεύσεις βάλλον τβΰ βουνού. - του;, παρουσιάσανε εργασία πού

πρόγραμμα ©πω; ήτάν κων έορτών έκάλεσε τό ζεύγος Κα- καταρτισμένο, μέ χορού; τή : Ά ρ - νέλλου'νά λάβουν μέρβ; στί,: γιβρ-χ α ϊκ ή -, τ ή ; Κ λ α σ σ ικ ή Γ , τ ή ; Β υ ζ α ν - τ β ; κ α ί κ ε ίν ο ι ποό&υμο· ήρθα ν κ Γ λ - _ - . . ... .τινή; καί τής σημερινή; έποχή;, έ,ρμήνεψαν τόν πρόλογο καί τόν έ- £ Μβι * 9 * , «*λε; τιφανερώνει τήν πίστη τού Κανέλ- πίλογβ μέ τη ρωμαλέα τέχνη του; κατευθύνσεις για νά ξαναγυρίσου λου. πού θεωρεί τήν ’Ελλάδα σάν πού τόσο θαυμάστηκε. στί- < T ,r ,rT .r r » ™ v ) f «u - ..s

Επειτα τβ πρόγραμμα ©πω; ήταν κών βοοτών έκάλεσε τό ίεύνβο Κα- Ά & νου · γεωργικά επη . δέν ήταν έδω χρέος των ήθοποιωνΤώρα”'πού γ ίνετα ι μ»ά προσπ^ .Μ ε τά ?Ρ *ον™ ^ «Ρ Υ « «Υ Ρ ^ * «^ «ρ ικ έψ ο υ ν άλλά ήταυ

’ ^ ^ μενα και έκτελεσμενα» άπο τον χρέος του σκηνοθέτη αν ήταν τούτοςτ ι; Πανιόλ, τό «Μερλούς» καί τό «Σ ιγ - κινηματοτέχνης άληθινός. Ό Πανι*

ναγυρίσου- καλόν», δυό έργα μέτρια μέ έλλιπέ- όλ έδώ δέν ήταν στό στοιχείο τού. μ ε σ τί; πρώτε; πηγές, πού θά μάς στε*τη τεχνική καί πληθωρικό διά- Νά τΓ λέγει ό κριτικός Π. Ζερέυ:>

χές, τήν ’Αρχαία, τή Βυζαντινή έ|η χρόνια σειρά παραστάσεων οτό κ ι' * ερχομό; τοΰ Κανέλλου ναι πιό εύκολο νά έπιτύχει κοπείς έκφραστικη δύναμη μιας όργανωμε- κ*ί τή σημερινή. θεατεο τβΰ Διονύσου, τώ ν Δελφών, στήν ’Ελλάδα, 'β Βάσο; καί ή 3 ε- τή συγκίνηση,- παρά τό χαμόγελο νης συνέχειας εικόνων, πού νά ξέ*

Α να β ιώ νο υ ν τίπ Π α να η ν,α Λ ινλι- w_ ν \ ... χ. . τηΠ κοιυηΓι τΑ «Μ ίο λ ο ύ ς » ύτιοφέρει ρει νά θεμελιώ σει έναν ρυθμό, ένώιγκαλόν» άπό στό «Ρ εγκέν» δέν ύπάρχει κανένας

δοθεί ρυθμός. Χρειαζόταν 1 νά προσδέσει Σιγκα- πιό γερά τόν μΰθο πρός τό τοπίο,

σκηνοθέτη, άς νά κάμει τή γη έναν συνεργάτη κι* ύπο^ιβασθεί τό κείμενο άπ’ έναν δχι iva πλαίσιο. Είχε τό «Ρ εγκ έν»

ι ο w eoe?«ánw (ttóTA H

το Ξ Ε Ν Ο Μ Υ Θ Ι Σ Τ Ο Ρ Η Μ Α

ΟΙ ΓΙΟΙ Τ Ο Υ Β Α Γ Κ -Λ Ο Υ Γ ΚΤ Η Σ ΤΤτΡΛ ΜΓΓΑΚ ( Β Ρ Α Β Ε ΙΟ Ν Ο Μ Π Ε Λ 1938)

{(ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ) Κα ί λέγοντα; αύτά 6 Βάγκ 6 Τ ί­

γρη; τράβηξε τβ σπαθί του τόσο yopyäc, &σο κάνει ή άστρ««ή για νά ακίσει τά εύννεψκ καί τ© ϊβει* αε απειλητικά μπροστά στού© αν­θρώπου; του, neu τον κυττάζανε «ρβββχτικά, έτσι ώστε «ύτοί ταρα­χτήκανε πβλυ κ ι ' άλληλοκυτάχτη- κχν έπ»τιμητικά καί τιρομοκρατη- μένα- Ό Βάγκ ¿ Τ ίγρη; έμεινε έ­τσι περιμένοντα; καί xuttoJovt«; τους a té μεταξύ κι’ ένΰ περίμενε, e i πιο γέροι άνάμεβά του; κμττά- χτηκαν Απορημένα. καί ρίχνοντας κατόπιν μ ιά ματιά ατό αστραφτερό οηαθι πού κρατούσε πάνω τους, ση­κώθηκαν χωρίς νά neuve λέξη κι’ άποβνρθηκαν μέσ’ άπό τις γραμμές καί κ-χτεβήκανε άπ1 rè βουν© καί κανένας Δέν τού; ξτχναεϊόε nt«·

‘Ο Βάγκ ό Τίγρης τούς άκολοΰ* S n « μέ τό βλέιμμα κρατώντας πάν­τα τ© σπαθί του ακίνητο πάνω του; καί κραύγασε:

— E iv« i κανείς άλλος;Μεγάλη σιωπή βασίλεψε πάνω

άβρό τούς άντρες καί κανένας όέν σάλεψε για ένα λεπτό. Τότε ξα­φνικά μ 1« σκυφτή ισχνή σιλουέττα άπασπασβηκε από το πλήβος και βιάστηκε νά πρβοπεράοει. τΗ τ«νό γιός του Βάγκ τού πρεσβύτερουί "Ο ταν τόν εώε è Βάγκ ό Τίγρης έ- yuve καταικόκκινος :

— Ό χ ι έβύ ήλίθι© π λά σ μ α . Ό

πατέρας σου σ’ έμπιβτεύτηκε σέ μέ­να και όέν είσαι έλεύ&ερος.

Κα ί λέγοντας αύτά έβαλε πάλε τό σπαθί στο θηκάρι του καί μουρ­μούρισε περιφρονητικά:

— Δ ιν ¿άθελα νά βυθίσω τό-κο­φτερό αύτό λεπίδι σ’ ένα τόσο ξέ­θωρο αίμα- Ό χ ι, θά σέ δείρω γε­ρά όπως δέρνουν τά μικρά παιδιά.

Κ α ί περίμενε ώσπου τό παιδί νά πάει στη θέση του μέ τό κεφάλι σκυμμένο όπως πάντα. Τότε ό Βάγκ ό Τίγρης ξανάπε ήσυχα:

— Καλά, λοιπόν. Προσοχή, νάφυλάγετε καλά τά όπλα σας, νάδέσετε' στερεά τά παπούτσια στά πόδια σας καί νά σφίξετε καλά τούς ζωστήρες σας, γ ιατί ττι νύχτα θά άρχίσουμε μια μεγάλη πορεία, (θά κοιμώμαστε τη μέρα καί θάπερπατάμε τή νύχτά, γιά νά μήμάς πάρουν είδηση οί άνθρωποι πού θά περνάμε τή χώρα τους. Κάθε φο­ρά όμω; πού θά μπαίνομε στήν πε­ριοχή ένός άρχοντα του πολέμου, θά σάς λέω ποιό είναι τ’ όνομά του κ ι’ άν-σάς ρωτήσει κανένας θ' ά- παντεΐστε:

— Είμαστε ένα περιπλανώμενο σώμα πού ήρθε νά ενωθεί μέ τόν άρχοντα του τόπου αύτοΰ.

Έ τ σ ι γίνηκε λοιπόν, καί τήν ώ­ρα πού ό ήλιος είχε πιά πέσει, πού φέγγει άκόμα λιγάκι, τ ’ άστρα ό­μως Αρχίζουν πιά νά φανερώνον­ται, χωρίς σελήνη, οί άντρες ξεκί-

ένα ύλικό τόσο πλούσιο,δσο ή «Καλή ,yfj> (ύπό τό Βλέμμα τοϋ Βουδδα). Δείτε τά δυό έργα καί θά οας φα­νερωθεί ή διαφορά».

Παράδειγμα έλλειψης κιυηματο- Τεχνικης συνείδησης στόν Παυιόλ : τό μυθιστόρημα τοϋ Ζιονό τελειώ­νει μέ τά έξης λόγια:

«Κ α ί τότε μονομιάς, έκεί όρθιος 6 Παντϋρλ, ένοιωσε τή μεγάλη νίκη. Τοϋ πέρασε μπροστά απ’ τά μάτια ή εικόνα τής παλιάς γης, τής βλο­συρής καί όλόχνουδης μέ τά στρυ­φνά της σπαρτά καί τά σπαθωτά της χόρτα. Γνώρισε μέ μιας τή χέρ­σα γη ποδταν ό Ιδιος έαυτός του, όρθάνοιχτος στόν λυσοιασμένον Α­γέρα, παραδομένος σ’ δλα έκεΐνα πού δέν είναι βολετό νά κατανικήσει κοινένας χωρίς μιάν έμψυχη βοή­θεια.

»Σ τέκ ετα ι έκεΐ όλόρθος μπροστά στά χωράφια του. Μέ τά φαρδυά του σταχτιά βελουδένια πανταλόνια μοιάζει ντυμένος μέ κομμάτια άπ’ τά άγροτικά του έργα.

»Τά χέρια του κρέμονται βαρυά, δίπλα στό κορμί. Δέ σαλεύει. Τε­λείωσε: ή νίκη είναι δική του, όλά- κερη. Είναι πιά τώρα βαθειά μπηγ­μένος μέσ’ στό χώμα, μπηγμένος σάν μιά κολώνα».

"Ορίστε μιά σκηνή σιωπηλή, γε­μάτη όράματα καί νοιίιιατα. όμοια κινηματογραφική καί συμβολικά 0- ποβλητική σάν την τελευταία έκείνη σκηνή του «Ιπποδρομίου» τοϋ Τσά- πλιν, δπου ό Σαρλώ άκίνητος, στό κέντρο του κύκλου πού διαγράψανε οί χυμένοι σανοί των ζώων, βλέπει νά φεύγει καί νά χάνεται 6 τσίρκος. Ό τσίρκος πού είναι πιά γ ι’ αύτόν χαμένα δνειρα.

"Η κινηματογραφική πρωτοτυπία τής σκηνής έκείνης, πού μπορούσε νά δώσει στό έργο ένα έπισφράγι- σμα Ανώτερα ποιητικό, παραβλε- φθηκε άπ’ τόν Πανιόλ κΓ άντικατα- στάθηκε άπ’ τά ζευγάρι των χωρι­κ ό » πού βαδίζει άγκαλιασμένο ά· νάμεσα στά στάχυα, εικόνα δχι τό­σο πρωτότυπη γ ια μιά ταινία.

Καί γενικά, οί κριτικές τονίζουν πώς άνάμεσα άπ’ την έκτέλεση τοϋ έργου αύτοΰ διαφαίνεται άπό μιά μεριά ό ένθουσιασμός τοϋ Πανιόλ γ ιά τό.θέμα τοϋ φίλου του, κι’ άπό τήν άλλη, ή διάσπαση τής δημιουρ­γικής του ζέσης πρός δυό διαφορε­τικές διευθύνσεις: ή μιά νά διατη­ρηθεί τό θέμα όπως τό φαντάσθηκε Ο Ζιονό, δηλαδή κινηματογραφικό, κ’ ή άλλη, ή τάση του — έμφυτη τάση —νά έκψράσει τό παν μέσον τοϋ δια­λόγου. Έ δώ δέν πρόκειται πιά νά έκμεταλλευθεΐ τόν καμβά θεατρικού έτοιμου έρνου, φιλοδωρώντας του λίγες προσθαφαιρέσεις.

Ουτε ή μουσική τοϋ Όνεγκέρ I- πίτηδες γραμμένη, οϋτε τό Αληθινό χωριό πού ανοικοδόμησε πάνω σ’ έ­ναν λόφο κοντά στήν Μασσαλία, ©ϋτε μιά φροντισμένη ήθοποιΐα οϋτε ή κινητή κινηματογράφηση [(travelijng) οδτε ή συχνή παρέλαση

τοπίων, φτάνουν γ ιά νά έπηρεάσουν τόν θεατή, νά τόν κάμουν νά βρεί καί νά νοιώσει κατά βάθος τό πραγ­ματικά άψηλό νόημα τοΰ θέματος, πού άνάλογά του θέματα άλλοι κι- νηματοτέχνες χειρίσθηκαν μέ περισ­σότερη δεξιότητα καί εύχέρεια.

« ‘Η Γυναίκα τοϋ ψωμά» έρχεται κατόπιν. Σ ’ ένα χωριό τής Προβηγ­κίας ή γυναίκα τοϋ ψωμά φεύγει μ' έναν βοσκό. Ό ψωμάς (Ραιμύ) Α­πελπισμένος παραδίνεται στό πιοτό καί παραμελεί τό φούρνο. Τά χωριό γ ιά νά ξαναβρεΐ τό ψωμί του, σύσ­σωμο άναζητά καί βρίσκει τήν ψω- μοΰ καί τήν ξαναφέρνει οτόν άντρα της.

Σ τήν ταινία αύτή σημειώνεται μιά μεγάλη προσπάθεια τής τεχνικής, παρά τήν ατέλειά της άκόυη. «Ό Πανιόλ κατάλαβε πιά, δέν παραμε­λεί τήν εικόνα. Καί τό Αποτέλεσμα μιλεί στήν καρδιά».

«Τό σύνολο τοϋ έργου είναι ά­θροισμα άπό σχεδόν αυτοτελείς σκηνές — πράξεις, τών όποίωι ένω- τικός κρίκος είναι ό Ραιμύ στό ρό­λο τοϋ ψωμά».

«"Ενα πρόσχημα λαμπρά πού χρη­σιμοποίησε ό Πανιόλ, γιά νά μάς Αποδείξει πώς είναι ένας θαυμάσιος άκροβάτης λέξεων».

’Ακροβάτης λέξεων καί φράσεων, κι’ όχι άκροβάτης εικόνων καί σκη-· νών.

01 τϋποι όμως πού παρουσιάζει, δέν είναι συμβατικοί. "Ο δάσκαλος Τσπάζ είναι ό Πανιόλ ό ίδιος. Ό Μάριος καί ό Σεζάρ, είναι οί μαρ- σεγιέζοι φίλοι του. Γι’ αύτά καί οί ιστορίες του δέν είναι Αδιάφορες. Είναι όμως πολύ βαθειά ζυμωμένος μέ τήν θεατρική παράδοση γιά νά νοιώσει τήν Κινηματοτέχνη καί πο­λύ περισσότερο νά γίνει πιστός της θεράποντος. Ό ρόλος του. ρόλος Α­γνοημένος σιγουριά άπ' τόν ίδιο, εί­ναι νά έπιτύχει τήν πλήρη προσαρ- μογή τοϋ θεάτρου στόν Κινηματο­γράφο, νά γίνει 6 πρωτεργάτης τοΰ Κινηματοθεάτρου. Στήν Ιστορία τοϋ Κινηματογράφου, πού ή πορεία της είναι άνωφερική, καί τά παραστρα­τήματα άκόμη έχουν τήν άξια τους. Δείχνουν τόν σωστό δρόμο.

Ό Πανιόλ, με τήν άπόλυτή του θεωρία καί μέ τά έργα του, πού δύ­σκολα Αποδείχνουν τή θεωρία του αύτή, γίνεται άψορμή νά διαλυθεί μίά σύγχυση καί νά στερεωθεί βαθ­μηδόν μιά αλήθεια πού σίγουρα θά- χει τόν άντίχτυπό της στήν ποιότητα καί ένότητα τών έργων.

Ή τελειοποίηση καί. κωδικοποίη­ση τοϋ κινηματοθεάτρου είναι έπά- μενο ν' άφήσει ξέσκεπη τήν Κινημα- τοτέχνη, νά βαδίσει καί κείνη Απε­ρίσπαστη πρός τά πεπρωμένα της, πού μάς φαίνονται Ασυναγώνιστα σέ λάμψη καί σ' έπίδραση.

Ενα πράγμα εύχόμαστε γ ιά τήν κινηματοτέχνη: Μά βρει έναν όμοια φανατικόν Ιργάτη καί σύγχρονα μαικήνα της.

ΑΛ. ΧΑΤΖΗΓΕώΡΠΟΥ

μ ε γ α φ ρ . κ. Ι Ω Ν Ο Σ Δ Ρ Α Γ Ο Υ Μ Η ν.

νησαν καθέν«; ζωσμένο; μέ τόν τβ- τιώτε; ή τ ΐ θά πρββτάζανβ νά φδ- καλύτερα νά μ *; δφινε λίγον χο» λαμώνα του με τό γυλιό στόν ώμο νε, ή ποιέ; γυναΐκε; θά έπιβυμού- ρό νά κοιμηθούμε καί νά ξεκβυ. και τό ντουφέκι στό χέρι. σανέ. Ό B a y * ό Τ ίγρη; ωστόσο τ ι; ραστοΰμε καί νά μή μά; άναναάξπ.

Ό B a ya é Tiypnç όέν είχε όώ- πρώτε; *ύτέ; μέρε; είχε ευγενικέ; ολοένα νά περπατούμε μέχρι; ό σει τά συμπληρωματικά ντουφέκια όιαθέσει; καί κρατούσε σφιγμένα του φαγωθούνε τά πόόια μα; δ; tà παρά μόνο σέ άνθρωπον; πού ήξε- τα χαλινάρια τών άντρών, κ ι’ αύ- γόνατα κΓ «; μήν είχαμε και νέ ρε καλά καί στού; όποιου; μποροϋ- τό άκόμα περισσότερο γιατί μέ τήν φάμε!σε νά έμπιστενθεί, ywtTi ήταν «· παράξενη ψυχρότητά του πρό; τι; Ε ίνα ι αλήθεια πώ; ©I &νθρ«Μβι κόμα πολλοί άπ’ τού; άνθρώπου; γυναίκε; θύμωνε σαν έβλεπε τού; αύτοί ήτανε πολύ κουρασμένοι.Δέν- του πού όέν τού; είχε έξετάσει ά- άλλου© άνθρώπου© νά ερεθίζονται είχανε συνηθίσει νά περπατάνε τά κόμα καί προτιμούσε πολύ περισ- άπ’ αυτέ; καί του; έλεγε: σο πολύ συνέχεια, γιατί άπό άρχοσότερβ νά χάσει έναν άνθρωπο πα- - — Δέν είμαστε ούτε κλέφτες, ού- τά χρόνπα τώρα ό γέρο-στρατηγό; ρά ένα όπλο. τε ληστέ; καί γώ δέν είμαι αρχπ- τού; είχε επιβάλει μιά ζωή τόκ

Αυτοί πού είχανε κΓ άλογο όι·κβ γό; ληστοσυμμορία;. Ό χ ι , θά χα- μαλθακή καί τόσο τεμπέλικη, wù του; τό πήρανε άπ' τό χαλινάρι ώ ;. ράξομε ένα όρόμο καλύτερο άπ’ στό τέλο; κατάντησε νά γίνβι« τά ριζά τού βουνού. Σάν,.φτάσανε αύτόν πού θμ μά; οδηγήσει στή δό- σάν κ ι’ αύτόν. Κα ί βλέποντας πόα· έκεί, πριν νά πάρουνε τήί, δημοσιά ξα καί στό ι&γαλεϊο καί θά έπικρα-· ήταν« κουτοί, έ Βάγκ ό Τίγρη; τού; γιά τό Βορρά, ό Βάγκ ό Τίγρη·» δι- τήσομε μέ την έπιστήμη τών ό- καταριότανε μέσα του, γιατί τώρ* άταξε στάση κ Γ είπε μέ τή σκληρή πλων καί μέ τίμια μέσα κ ι' όχι «ρ- πού πλησιάζανε στά χώματά ton; φωνή του: πάζοντα; τήν περιουσία τού άλλου, άρχιζαν νά παραπονιούνται- Ζ ι ·

— Κανένα; άπό σά; δέν π,ρέπει Ό , τ ι έχετε ανάγκη άγοράστε το χνβύσε τώρα πώ; ενώ αύτό; χ«ι· νά σταματήσει παρά άμα τό διατά- καί γώ θά τό πληρώσω. Φά πέρνε- ρόταν« πού έφθανε στά βόρεια χύ·· ξω καί δεν θά κάνουμε καμμιά με- τε κάθε μήνα τόν μισθό σα; καί δέν ματα κ Γ ήτανε ευτυχισμένο; πο4 γάλη στάση ώ; τήν αύγή πού θά θ’ αγγίζετε παρά μόνο έκεϊνε; τι; θά ξβονάτρωγε τό αγαπημένο τ» φτάσουμε στό χωριό τή; έκλογή; γυναίκε; πού θά τό δέχονται καί σταρένιο ξεροψημένο ψωμί καί πάι. μου. 'Εκε ι θα μπορέσετε νά φάτε κ«ίν&; πού είναι δουλειά του; νά θά ξαναμύριζε τήν μεθυστική μυρ» καί νά πιείτε καί θά τό πληρώσω πηγαίνουν μέ τού; άντρες για νά διά τοΰ σκόρδου, όλα αύτά τά πρό· ; έγώ αύτό. παίρνουνε λεφτά. ’Αλλά καί σ’ αύ- y ματα ήταν άγνωστα στού; στρατί-

Κα ί μέ τά λόγια αύτά πήδηξε τέ; δέν θά καταφεύγετε waipà μ©- ώτε; του.πάνω στό άλογό του, ένα με γαλό- ναχά «μα θάχετε απόλυτη ν άνάγ- Μ ια νύχτα πού ξεκουράζονταν, σωμο ζώο, κοκκχνότριχβ, μέ μακρυά κ-η. ’Ακόμα νά προσέχετε νά μήν κάτω άπό ένα άγριοκυπάρισσο, i κατσαρή χαίτη πού έδειχνε τήν κα- πηγαίνετε στί; ηιό φτηνέ;, γιατί άνθρωπος τής εμπιστοσύνη·: του τον ταγωγή του άπό τήν πεδιάδα τή; έχουνε βρωμερέ; άρρώστειε; πού πλησίασε και τούπε κρυφά:

, ',φήσαΐίμέ?«ί

εναμυέκείνη τή νύχτα, γιατί κάτω άπό τρε; μου άρπαξε παράνομα μιάν έ- γάλο γεύμα καί νά τού; δώσομε τή β έ λ λ χ , σ’ ένα δισάκι, είχε βά- νάρετη σύζυγο ή ένα παρθένο κβρί- μιά-συμπληρωματική άμουβή._ λει τά φλουριά του κι' ήταν κάμπο- τσι, αύτόν τόν άντρα θα τόν σκο- Ό Βάγκ ό T iypn-ς ορθώθηκε μ’ ϊ>' σα αύτά, τόσο, πού λίγα είχαν χω- τώσω, χωρί; να τοΰ δώσω ούτε τον να πήδημα καί φώναξε: ρέσει μέσα κ ι ' όσα περίσσεψαν τά- καιρό ν ' άπολογηθεΐ- — Δείξε μου τόν άνθρωπο πού δέν·δώσε νά τα κουβαλήσουν ό ανθρω- μίλαγε έτσι ό Βάγκ ό Τ ί- θέλει νά προχωρήσει καί τούπο; τη; εμπιστοσύνη; του καί κάτι ypn- καθένα; άπό τού; άνθρώπου; ψώ-νω μιά σφαίρα στήν πλάτη, άλλα παλληκάρια μέ λιγώτερη ση- TOU στεκότανε γιά νά τον ίκούσει «νθρωπο: τή; έμπιστοσύνιι;μασία, έτσι πού άν κανένα; του; ύ- γι* ν* α>(£φτε; yl4CTi βλέπανε 'r'e'u 0»*ιωί τράβηξε κατά μέρβ; τό»πόκυπτε στόν πειρασμό, πράγμα μ ά η χ του να βγάζουν απίθε; Βάγκ τόν Τ ίγρη καί τού ψιθύρισεπβύ μπορεί νά συμβεϊ σ’_δλβ_ τον κ« τω ^ ^ φρύάιιχ του καί οί άν- Υ1« ν* τόν καθησυχάσει:κόσμο, νά μήν ήταν μεγάλη ή X«· θρωποί του ξέρανε καλά ότι παρ’ — ’Έ λα , έλα άρχηγέ μου μήν τ4.ββ· ? * ' - ,. . όλη του τήν καλή καρδιά, ό άρχπ- λ«; αύτό. Κάνε τόπο στήν όργή ©eu.

Παιρ' όλο ομω;. παι το άλογο^του του; δέν θά δίσταζε πολύ νά Ο ί στρατιώτες αυτοί δέν είναι χα* Βαγκ τού Τίγρη ήταν βαρβάτο, '<Γ,κ<,τώσει έναν άνθρωπο. Τ ά νέα τά βάθος παρά παιδιά, καί δέν ψανΓ' αυτό; δει· τ ’ άφησε ν ανοίξει πολύ παλληκάρια βγάζανε ψιθυρίσματα τάζεσαι πώς θά κεντούσε; τήν ΐ*’ τό βηματισμό του Οχι, κατα βά- θαυμασμού, γιατί έκεΐνβ τόν καιρό νεργητικότητά του; άν τού; έ>5 θο; ήταν πολύ καλόκαρδο; και το ç Βάγκ ό Τίγρη; ήτανε τό ίνδαλ- νε; την ελπίδα μιά; μικρή; εύχϊ-j κρατούσε όσο μί^.ρλ>σ·ε πιο δυνατα μκ του; καί τοϋ φωνάζανε: ρίστηση;, ά; είναι καί μια πολύ μ*

ΤΟ S E N O Δ Ι Η Γ Η Μ Α

Κ Α Π Ο ΙΑ Ν Υ Χ Τ Α Τ Η Σ Α Ν Ο ΙΞ Η Σ ΟΙ Ν ΕΟ Ι

γιά ν ’ ακολουθεί τό βήμα τών άν­τρων του, πού δέν είχαν άλογο κ ι’ έπρεπε νά διανύσσυνε όλο το διά»

Ά ! ό Τ ίγρη ;... ό Τίγρη; μαυροφρύδη;!

κρή άνταμοιβή, σάν ένα πιάτο κ?έ·. α; ή μιά νταμιτζάνα καινούρνιβ

. Κ Γ έτσι πσοχωρβύσανε καί στα- x 5owi ^ όλάκε.ρη μέρια άνάπαι»; στημα πε,οι· Πλάι στον Βαγκ τον ούμφωνα μέ τά π-ροστάγ- 3IV’ V‘« να μπορέσουν νά παίξαΐ»Τίγρη ήτανε τ« δυο του «νηψ.α Β ά ν ΐ τ Λ T íyw i άΐή κα- καί νά διασκεδάσουν- Ε ίνα ι τό»;πανω στα γαϊδούρια^ που τού; ειχε &¿ υπάκουε σ’ αύτόν ή φρόντιζε απλοϊκοί, τόσο όλιγαρκει; στήν εύ άγορασει και που τα κοντά ποδιά να ,3· ¿ ν.«ντια περί- χαριστησή τους καί τόσο εύκολα,τον; μόλι; πρβφτάνανε τό βήμα του _τω,_ ? «τή λύπη τους! Τά μάτια τή; ψυ·

-Α Γ ιά πολλούς λόγου: ό Βάγκ ό Χ Ή * W x í «νοιχτα σαν «πηλή νύχτα τό ένα χιλιόμετρο με- σχεδίαζε νά έγκχτασταθεί δικά σου. άρχηγέ μου, καί δέν ώτά άπό τ’ άλλο σταματώντας πότε ®6 ,μ£? η ’£’χι Τ ?λυ Απομακρυσμένα ,.αι νά δουν πιό μακρυά wáπότε άμα ό Βάγκ ό Τίγρη; Φώνα- τ β υ » ενα; an thv έ ^ ν,η μέρα_ζε πώ; μπορούσαν νά ξε^ υ ρ ^ το ϋ ν ητανε γιατί θα βρισκότανε ^λιγάκι γ ιά ν ά ξαναφύγουν μόλι; έ- αδερφούς του._ βέβαιο;δινε τό ποόσταγμαί Κ Γ οί άνθρω- ^ θα του δίνανε

, i v í r S i Äρι; va παραπονιούνται, γιατί έλ- Z . J Λ : . . · v ,.w 5o-π ίζα ιε άπ’ αύτόν πολλά, μά όΒάγκ nÄVW ^ ¿ χ χ χ ύ τ £ & ν τ υ χ &ν βυν|1 κουράζονταν ξαπλωμένοι κάτω άπόστη μ ί ν ϊκ à γΓ^αύτβύς κ α Π λ ί^ * ) ίέ " &* ,ve XÆV«VÂ σοβαρό κΓ άπροσδό- τ ’ άγριοκυπάρισσα. κατάκοποι

Ό Βάγκ 6 Τίγρης κατάλαβε πώ; 6 άνθρωπο; τή; εμπιστοσύνη; του είχε δίκη«, γι’ αύτό σηκώθηκε χαί. πλησίασε τού; άντρτ; του πού {«■

κ ό τ η τ * θά έ-ίκνε ά ξιώ μ α τα σέ κ α θ έ- nï0tve 6 U W A e v.« Xw 9 îî .ν α άπό το ύ ; σ τ ρ α τ ιώ τ ε ; πβύ πρώ - νά μ ε σ α σ το υ ; σ υ μ π ο λίτε ς του κ α ί μβ π ια σ χ ε δ ό ν σ τ η ν π α τρ ίδ α ματ ο ι τ ό ν ά κ ο λο υ θ ή σ α νε. Κ ι’ έ νώ τ ο ύ ; μ ιά πβύ ή ο ίκ ο γ έ ν ε ιά του ή τ α ν τό - σ τό χ ω ρ ιό πού γ ε ν ν ή θ η κ α καί έ π έ β λε π ε έτσ ι κ α ί π ίσ τευ ε π ώ ; έ - 3β ά ξιοσέβα στη κ α ί π λο ύσ ια θ α ϋ ρ ι- γ ν ω ρ ίζω κ α λ ά ό λ ο υ ; το ύ ; δρόμο;

öÄS i v ? * * * * * * xj * r *"· δλ51 τ·ΐ κν 4λΛ τά μζπβύ έ μ π ισ τε ύ ο ν τα ι σ ’ έ κ ε ίν ο ν πβύ Υ"0 · η * ύΓ« ν ΐ β λ ® Υ » κα τευ θ χΐ'θ η - « « τ ι α ® «β τ ο υ τ ε ; τ ι ; μ ερ ιες . Φα· Φ ρ ο ν τ ίζε ι γ ι ’ α ΰτά ; ό Β ά γ κ έ Τ ί - κ ε χ ω ρ ί ; ν ά δ ισ τά σ ει πρός τ ή ν π ό - ν ή κ α τ ε π ο λύ γ ε ν ν α ίο ι , άκούρασια V p n ; ένο ιω θ ε ν ’ α ν ε β α ίν ε ι σ τ ή ν λ η , δπου έ μ ε ν α ν τ ' αδέρφ ια τ β » . κ α ί κ α ρ τ ε ρ ικ ο ί ό λ ε ; α ΰ τ έ ; τ ί ; μό

γ ^ ^ ϊ τ ά ΐ ά β Tfi; ^ ΐ5: ^ Ρ£? KXÍ TlS νύχτΕί *ή τ α ν σ π λ α χ τ 'ΐκ β ; κ α ί κ α λ ό ; σ το ύ ; ,Τβυ * ά ν τ ικ ρ ύ ζα ν ε τα τ ε ίχ η τ η ; κ ιμ α σ ια ;, κ α ι τώ ρα γ ιά το λ©yo αύ σ τ ρ α τ ιώ τ ε ; του κ α ί τ ο ύ ; ά ρ ιν ε ν ά π ό λ η ;, ό Β ά γ κ ό Τ ί γ ρ η ; θύμω σε μ έ τό θ* ε το ιμ ά σ ω τ ή ν ά ιτ α μ ο ιβ η σ*;. ξεκβ ύ ρ ά ζο υ ντα ι λ ίγ ο π ερισσ ότερο τ ο ύ ; σ τ ρ α τ ιώ τ ε ; του γ ια τ ί π ε ρ π α - © ά σ ά ; ό δ η γή σ ω στά χσ^σιά πού εί· π ο τ ε -π ό τε , που π λ ά γ ια ζ α ν σε μ ια ν κ α τσ ο υ φ ια σ μ ένο ι κ α ί μ β υ ρ - ν « ι στά π ε ρ ίγυ ρ α τού χω ριού «ώα κ ρ η κοοποια; χ λ ω ρ ικ π ε δ ιά δ ά ; Η 7Τ · . . - , . - « . . . .κ ά τω ά π ό κ α ν έ ν α ά γρ ιο κ υ π ά ρ ισ σ ο , »»βυριζονται; ό λο β να κ α ι τ η ν ύ χ τ α γ ε ν ν ή θ η κ α , ό χ ι έμω ς σ ’ αυτ® τβ » σ ά ν α ύ τά πού β ρ ίσ κ ο ν τα ι γύρω à - σ ά ν το ύ ; πρόστα ζε ν ά σηκω θούνε δ ιο , γ ια τ ί ο ί άνθρω π οι ε ίν α ι δικοί πό τά μ ν ή μ α τ α . γ ιά ν ά ξ ε κ ιν ή σ ο υ ν ε κ ά ν α ν ε π ο λύ μ α ; κ α ί δ έ ν θα ή θ ελα ν ά τ ο ύ ; πρββ·. Π ε ρ π α τ ά γ α ν ε έ τσ ι _ π ερισσότερο ράθυμα τ ί ; π ρ ο ε το ιμ α σ ίε ; κ ι ’ ό β ά λω . © ά πώ ν ’ ά γο ρά σ ο υ ν ζώα πββ

α π ό είκ ο σ ι ν ύ χ τ ε ; κ α ί τ ή ν η μ έ ρ α Β ά γ κ ό Τ ί γ ρ η : άκβυσε μ ε ρ ικ ο ύ ; ά - θά τά σφάξου® έ μ ε ί ; ο ί ίδ ιο ι, άχό κ ο ιμ ό ν το υ σ α ν σ τά χ ω ρ ία που δ ια - \ Γ„ . . ^ , .λ ιεγε ό Β ά γ κ ό Τ ί γ ρ η ; . Μ ά π ρ ιν ν<» ίι'5α« τους ν ά μ ο υ ρμουρίζουν κ α ι μ α κ α ι γο υ ο ο υ νια κ α ι π α π ιε ; καιφτάσουνε σ’ ενα άπ’ αύτά τα χω- νά παραπονιούνται: χήνες ψητές καί θά φάτε ώ; πούριΐά, φρόντιζε νά ’μαθαίνει ποιό; — Καλά, νά δούμε τ ί θά κάνει ά- νά τήν τυλώσετε γιά καλά. ©άχυ ήταν ό άρχοντα; τή; περιφέρει«;, κ φ α ύπάρχβυν καί καλϋ- άκόμα καί κρασί καί νά ξέρε«κ ι’ άν ρωτούσε κανένα© ποια ήταν , *’ , , . , , ,ή συμμορία αύτή καί πού πήγαινε, τβΡ'* κραγματα άπ© τή δοξα και ά- πω; έδω γίνεται τό καλύτερο κραάό Βάγκ ό Τίγρη; είχε έτοιμη τήν ναρωτιέμαι άν κάναμε καλά ν ’ ά- τής χώρα; πού είνα ι καθάριο καίάπόπτηση. κολουθήσομε έναν άνθρωπο τόσο δυνατό καί πβύ ή μέθη του ώστόσο

Σ έ κάθε χωριό λοιπόν, όταν οί σκληρό καί τόσο φιλόδοξο σάν κι’ διαλύεται πολύ εύκολα. Χώρια Λ*1άνθρωπο» του: εβλεπαν νά φτανβυ- . . , .. _ve Α ρ χ ίζ α ν ε τ ί ; κλά ψ ες, y i¿ t i δ έ ν . α υ τ«,_ καθε ά ν τρ α ς θ α χει κ α ι τρι*ξέ ρ α ν ε πόσον κ α ιρ ό θά μ έ ν α ν ε έ - Κ *’ έκ·ας ά λ λ ο ; έ λ ε γ ε : ά σ η μ έ ν ια γ ιά δώρο·κ ε ί ο ί π ε ρ ιπ λ α ν ώ μ ε ν ο ι α ύ το ί στρβι- — Μ β δ μ α ίν ε τ α ι π ώ ; θ ά τα ν π ο λύ <ς υ ν ε χ ε ι λ σ τ ο ε ρ χ ο μ ε μ ο ;

Μιά άνο*ξιάτικη νύχτα, χω ρίς κγγάρι, χω ρίς αστέρια, τύλ ιγε Ηφειά τήν πόλη πού έμο ια ζε μ* ένα χοντρό κουρασμένο ζώο πού ίναστεναζες μέ θόρυβο πριν ά- »κοιμηθεί.

Κατάμ<η>ρα σύννεφα πλεκνιό- om Αργά-άργά στόν χα μηλό ού· ρενό, σπρωγμένα Απ ' τόν πένβι- μονάέρα.Τά δέντρα τού κήπου Α- ηνητοϋν κατάξερα, Ατάραχα, βώλο δέν κουνιέται, σάν δλα γύρω νά πέθαναν, πνιγμένα κά- τω dnT τό μαΟρο βάρος τής σω­ριασμένης σκόνης. Σ τή σκοτεινή άκαλλιέργητη γω νιά τοΰ κήπου, *ού κάθουμαι τσακ ισμένος Απ’ τήν κούραση, πάνω στό παγκάκι, μέ φτάνουν άπό μακρυά σκόρπι­α τόνοι μ ιά ς πολεμ ικής-μουσ ι- «ης κάτι ανάκατο άπό άλογίσ ιο κόοβολητό, τραγούδι άποχαιρε- Βσιήριο, γυνα ικε ία κλάμματα ιι’ άνάμεσά τους πάνω άπ’ δλα ( λαχανιασμένη άνάσα τοΰ μο- ιέρ κάποιου κοντινού έργοστα* Λ&υ.Πέρα βαθειά στό σκοτάδι, βλέ­

ω φωτιές νά τρεμοσβύνουν ά- «ϋμεσα άπ ' τά δέντρα, σά νά ζη- τάν νά φύγουν άπό τή γη, νά πε- αχτρΰν ψηλά στόν πένθιμο- ού· ρανό. ’Ακ ίνητος πάνου στό σκε­βρωμένο παγκάκι, πού τρ ίζε ι πνθιμα στήν έλάχιστη κίνηση, ιάτω άπ’ τ ις χαμηλές Ακακίες, Ακούω χω ρίς νά θέλω τά βαρειά κφάπονα, πού βγαίνουν Απ’ „τά κινασμένα σπλάχνα μου. Ή ζα ­λάδα μέ σφ ίγγει δλο κ α ί πιό πο­λύ, μεγαλώ νει άπό σ τιγμή σέ ίΐιγμή. Νοιώθω μ ιά τόσο μεγά- λη Αδυναμία^ πού τό μ ίσος μου γιά τή ζωή κα ί τή ν άνθρωπότη- ια, πού μέ τυραννοΰσε άλλοτε, (έως μέ δοτγκάνει τώ ρα ή πείνα, (ύ μίσος μου σβϋνει τώ ρα βα· θειά μέσα στή μαραμένη Ανα ι­μική καρδιά μου.

"Αξαφνα, στό στρίψ ιμο μ ιά ς ίλλέας κεί κοντά, μ ιά Ανθρώπι­νη σκιά. Μ ιά γυνα ίκα μικρόσω­μη παχουλούλα. Δ έ β ιάζεται, «ροχωρεϊ σ ιγ ά -σ ιγ ά ταλαντεύ- οντας τό κορμί τη ς κα ί σ ιγοτρα- γουδώντας χαμηλόφωνα κάποιο ιραγουδάκι. Μ όλ ις μέ φτάνουν Αριστα τά λ ό γ ια του:Χωρίς νά κάνω τίποτα δλη μέρα «έταξα τά λεφτά μου στόν Αέρα..Τραγουδούσε μελαγχολικά, σ’

{ναν νοσταλγικό τόνο, μ ά σάν έ­φτασε κοντά μου κα ί μ ' άντίκρυ- « ξέσπασε μέ μ ιά φωνή χαρού­μενη, χαδιάρα.— ”ίλ ! πατερούλη μου, ώστε

κσιοιος ε ίνα ι δώ λοιπόν;Δέ μιλώ, δέν κουνιέμαι.Περνάει μπρός μου, χω ρίς νά

σταθεΐ, στηλώνει τό βλέμμα της «άνω μου, κάνει άκόμη λ ίγ α βή­ματα, κι’ έπειτα ξα να ρχ ίζε ι πάλι τό τραγούδι, π ιό δυνατά τώρα, «ροκλητικά.

Τ6 χρυσούλι μου μέ δέρνει άμα [δέ φάει

τά χρυσούλι μου κο ιμά τα ι άμα [θά φάει.

Σκέπτομαι πώς ίσω ς πονοΟσα «ιό λ ίγο άν σηκωνόμουν καθι­στά κ ι' έσφ ιγγα τήν κοιλ ιά μου μέ Τά χέρια. Βάζω τά δυνατά μου, σηκώνομαι, και κάθουμαι «άνω στόν πάγκο. Κ Γ αύτός φυ­σικά βγάνει ένα τέτοιο μακρό- συρτο Αναστεναγμό πού κάνει τή γυνσΐκα νά στρίψει π ά λ ι πρός ιό μέρος μου.

Κάποια σ τάλά άπό βροχή, μ ίά μονάχα πέφτει βαρειά . πάνω στό χέρι μου, τή γλύφω χω ρίς καί γώ νά ξέρω καλά γ ια τ ί τό κάνω. 'Έ π ε ιτα σηκώνω τό κεφά­λι μου καί τή βλέπω όλό ϊσ ια στη- ΐή μπροστά μου.

- Τί κάνεις έκεί; μέ ρωτάει. Είσα· μεθυσμένος;

— ’Αφήστε με ήσυχο, τής λέω. Δέν ε ίμα ι μεθυσμένος, κΓ ουτε ίχετε σείς Ανάγκη άπό μένα.

- Μ ά δέν έχω κανέναν άνάν-

κη, θυμώνει. Ξ έρ ε ις πόσο σάς.... όλους σας.

Κ Γ όμως κάνει Ακόμη ένα βή­μα κατά μένα, κάθεται στόν πάγκο πλάχ μου, Ανάβει ένα σπίρ το καί ιιέ κο ιτάει στό πρόσωπο μέ περιέργεια.

— θ ε έ μου, τ ί βρώμικο κεφάλι, γ ελά ε ι κοροϊδευτικά.

Α ν ά β ε ι τσιγάρο, στριφογυρί-

ζε ι πάνω στόν πάγκο, πού ξεφω­ν ίζε ι άδιάκοπα, καί νοιώθω κάτι το βρώμικο ν’ άναδύετα ι μέσα μου. Τό τσ ιγάρο φωτίζει κάθε τόσο τό πρόσωπό της, ένα νό­στιμο στρογγυλό πρόσωπο ξαν­θής, μ έ φωτεινά μά τ ια καί πα ι­διάστικο πηγούνι.

— Ε ίσ α ι άρρωστος; κα ί μέ κοι­τά ζε ι λο ξά μέ περιέργεια.

— Ναί, άρρωστος.

«θ ά ξαναγόρ ιζα στή χώ ρα μου πές μου, τήν ξέρεις, ποΰ είνα ι;

Ακούεται π ά λ ι ή φωνή της, βγαλμένη Από τή μύτη.

Κ α ί έπειτα ρω τάει ξανά γυρ ί­ζοντας άλλου τό κεφάλι.

— Δέν έχεις ποΰ νά κοιμηθείς, « ;

— Ναί, ναί.— Ναί. Ε ίδ ες πού τό κατάλα ­

βα; Έ γ ώ άν ήθελα θοόβρισκα ό- πωσδήποτε μ ιά μ ικρούλα όμορφη γωνίτσα.... μ ά δέν ήθελα.

Κουνάει το κεφάλι πίσω μέ πε­ριφρόνηση, πετάει τό τσ ιγάρο πάνω σ τις Ακακίες.

— Δ έ θέλω, γ ια τ ί δέ μ ’ ένδια- φέρει. Προτιμώ νά τριγυρνάω, έτσι... Π ές μου πεινάς;

— Ναί, λέω σιγανά.— Έ γώ , δχι, δέν πεινώ. Π άει

μ ιά ώ ρα πού έφ αγα σέ μ ιά μπυ- ραρία. Κροκέτες μέ κρέας καί κρεμμυδάκια. Νόστιμες, ξέρεις, πολύ νόστιμες κροκέτες, ζεστές- ζεστές. θ ά θ ελες τόσο νά τ ις ε ί­χες-, έ; Ε ίμ α ι βέβαιη.

Γελάει, καί τό γέλ ιο της ά- κοϋγετα ι τόσο ξερό, τόσο κρύο σ ά γυαλ ικό πού σπάζει. Πώς ή­θελα νά ’φεύγα άπό κοντά της. Ση·κώνουμαι όρθιος, παραπατάω, κι’ έπειτα σκέπτομαι πώς θά έκα­να πιό καλά νά μείνω κεί δά ποΰ βρίσκομαι, παρά νά τρέχω ά λ ­λου.

— ”A I τά πόδια σου λοιπόν δέ σέ βαστάνε;

Κ Γ ή φωνή της ξεσπάει μ ’ ένα χαρούμενο παλμό. "Ε π ε ιτα παύει μ ιά στιγμή. Κ Γ ή μουσική κι’ αύτή έχε ι τώ ρα πάψει. Ά κ ο ύ - γετά ι μονάχα ή βαρειά κουρα­σμένη άνάσα τής φάμπρικας έ- κεϊ κοντά.

— ’Ά κου , λ έε ι ξαφνικά μέ μ ιά χα ϊδευτική φωνή πού μέ ξαφνί- ζει, θές νά σου δώσω...

Σκύβε ι άκόμη πιό πολύ κοντά μου κα ί συνεχίζει:

— Ε ίκοσ ι καπ ίκ ια; Ε ίκοσ ι κα­πίκια, άκοΰς, θέλεις;

— ! ναί- λέω συνεπαρμένος

τ ο Ο Μ α ξ Ι μ Γ κ ό ρ κ ι

δλος Απ ' τήν έλπίδα. Δώ στε τά μου. θ ά σά ς τά δώσω πάλ ι τ ’ όρκίζομαι.

Σκέπτομα ι ένα φαί ζεστό-ζε* στό... Τό στόμα μου γ ε μ ίζ ε ι νερό, ρ ίγος περνάει τό κορμί μου.

— Τά βλέπεις; Νά, είκοσ ι κα­πίκια. Μ ’ αύτό θά μπορείς νά τρως δυό μέρες τό λιγώτερο, ψέμματτα; Λοιπόν, θές νά σου τά

δώσω;Ά π λ ώ ν ω τ ά

χέρια...— Μ ά βέβαιο;

φυσικά...Ξαφνικά ξ ε ­

σπάει σ’ ένα γ έ ­λιο τρελλό, μου δ ίνει μ ιά στά χέρ ια καί πετάει τό νόμ ισμα πέ­ρα μακρυά άνά­μεσα στοΰς θά­μνους. Ά κ ο υ ω τό μεταλλικό ή­χο πού κάνει πέ­φτοντας στη γή, μές στό σκοτάδι

Δέν μπορώ νό νοιώσω τίποτα, στηλώνω μονά­χα τ ’ άγρ ιεμένα μου μά τια πάνω της. Έ κε ίνη ση­κώνεται Απ’ τή θέση της, /κάνει

ένα βήμα, γ υ ρ ίζε ι πάλι πίσω καί λέε ι σά νά μοΰ πετάει κατάμου­τρ α ένα-ένα τά λ ό γ ια της.

— Βλέπεις; Βλά κα ς που ε ίσα ι! Πίστεψες σ τ ' Αληθινά πώς θά σοΰδινα λεφτά γ ιά νά χορτάσεις τήν πείνα σου; Ή λ ίθ 'ε ΐ ού νά χαθείς. Μ άθε λοιπόν, πώς άκόμα κ ι’ άν έβλεπα δώ χάμου ξαπλω­μένους ένα κοπάδι Από σάς τούς σερνικούς, ψόφιους Απ’ τήν πεί­να, δέ θέ νά μου καιγότανε καρ- φί.

Π ετάει άκόμα μ ιά β λ α σ τή μ ια κα ί φεύγει παλ ι κουνώντας Α λα ­φρά τά γοφ ιά της. "Επ ειτα , δέ­κα βήματα πιό πέρα, στέκεται, κΓ Ακούγετα ι ή φωνή της τρε- μουλιαστή, σά μές Από πνιγμένα κρυφά δάκρυα.

— "Ισω ς, νά ε ίσα ι καλό παιδί, καί ποτέ νά μήν έκανες κακό σέ κανένα. Μ ’ αύτό δέ μ ’ έμποδίζει νά ευχαριστιέμα ι, πού σέ κάνω νά ύποφέρεις. Ε κ δ ικ ο ύ μ α ι σέ σέ­να γ ιά όλους σας, καταλαβα ί­νεις; θ ά ήμουνα εύχαριστημένη άν μπορούσα— έστω καί μ ιά φο­ρά μοναχά—νά βασανίσω ένα σκύλο.

Ή φωνή της σβύνει δσο πάει σ ιγά-σ ιγά, άκούγετα ι δλο καί πιό ύπόκωφα. Κ α ι γώ νοιώθω σάν κάποιο χέρ ι άόρατο νά ρ ίχ ­νει απάνω μου βαρειά κομμάτια άπό γλυστερή λάσπη. Τρέμω. Ε ίν α ι τάχα ή πείνα ή ή ταπείνω­ση, ποΰ μέ κάνουν τόσο άρρω­στο, τόσο άρρωστο πού μούρχε- τσ ι νά φωνάξω λυσσασμένα.

Φεύγει, πάει πιά, χάθηκε μές στό σκοτάδι. Μ ά τήν άκουω γ ια μ ιάν άκόμα φορά νά φωνάζει:

— Πές τους, σ’ δλους αύτοΰς τούς σάτυρους, άν δέν τά τ ινά ­ξε ις άπόψε άπό τήν πείνα, πές τους πώς τούς μισώ δλους, ό ­λους... Ν ά ! .

Κ Γ έπειτα τίποτα, γαλήνη. Π έ­ρα μακρυά, ο ί φωτιές τρεμο- σβύνουν σά φοβισμένες. Ή γή γυρ ίζε ι ή τό κεφάλι μου είνα ι πού γυρ ίζε ι; Δέν ξέρω τίποτα πιά, τ ίποτα δέ νοιώθω, οϋτε άν είνα ι τά χέρ ια μου έτσ ι ύγρά, ή μοναχά τό πρόσωπό μου.

’Αργότερα μοΰ ήρθε κάποια στιγμή στό νοϋ νά ψάξω γ ιά τό νόμισμα, ίσως κα ί τό βρώ μές στά χαμόκλαδα. Τρικλίζω , θέλω' νά φωνάξω, νά ζητήσω βοήθεια, μ ά δέ μπορώ. Δ έ μπορώ γ ιά τ ί­ποτα π ιά κα ί πέφτω Ατόφιος κα­τά γης κεί δά πλά ϊ στό π αγκά ­κ ι - Μετ.: Ε Υ Α Σ Π Α Τ Ρ ΙΝ Ο Υ

Π Ο Ρ Ε Ι Α— Πάμε νά φύγουμε στά σκοτεινά έκεΐνα μέρη έλα νά ξεκινήσουμε μέσ’ τό θερμό τό μεσημέρι νά στήσουμε σταυρούς.— "Οχι, Αγαπημένε μου γλυκέ, ροδίζει 6 ήλιος πρίν νά βγει καί μέσ’ τή μάγισσαν αύγή, οί στοχασμοί και τά πουλιά φιλιούνται.— Πάμε, πάμε νά φύγουμε πρός τ ’ άϋλα τά μέρη έλα νά ξεκινήσουμε κάποιο γαλάζιο μεσημέρι, νά στήσουμε βωμούς. ,— ΝΑ στήσουμε βωμούς;Ποιόν τάχα ΘΑ λατρέψουμε θεό;καί τήν καρδιά μας τ ί θά συγκινήσει,δταν τό κλάμμα τοϋ μωροϋ δέρνεται στό καλύβικ ι’ δταν ή όλόμορφη κοπέλλα μέσ’ τήν ήβησέρνεται στής πορνείας τό χορό.Κύτταξε, τώρα τό α ίμα ρέει κΓ Απ’ άκρη σ’ άκρη μέσα στ* Ατέλειωτα τά μάκρη κοίτεται 6 άνθρωπος νεκρός...Μ Α πρόσμενε, μά πρόσμενε τή γαλανήν έλπίδα καί πίστεψε τόν οόρανό. γ ιά μακρυνή πατρίδα έξορισμένων Αδελφών.θ ’ Αναστηθεϊ ό άνθρωπος, θ’ Αναστηθεϊ μ ιά μέρα καί πάν’ Από τά σύννεφα καί πέρ" Από τ’ Αστέρια μ ’ όλάνοιχτα τά χέριο; θά πάρει τή μορφή του ’Ιεχωβά...Τότε ΘΑ κάψουμε λιβάνια στούς βωμούς,ΘΑ τρέξουμε χαρούμενοι στα δάση θ’ Ανάψουμε λαμπάδες στή χαρά.Τώρα, πάμε νά φύγουμε στά σκοτεινά έκεΐνα μέρη, έλα νά ξεκινήσουμ’ Αδελφή, μέσ’ τό θερμό τό μεσημέρι. Ισως νά· βρούμε τή γαλήνη, στοΰς σταυρούς.

Ν. Π Α Π Α Μ IΚ Ρ ΟΠΟΥΛΟ X

Ζ Ω Γ Ρ Α Φ Ι ΑΧαριτωμένη ζωγραφιά, πού μού κρατούσες συντροφιά, στή μοναξιά τού δειλινού μου, έρχεσαι Ακάλεστη ξανά, ώ παιδιακίσια μου χαρά, κρυφά στό νοϋ μου.

Κ ι’ Αναθυμοΰμαι τ ί στιγμές γλυκείες, τέλειωτες, χρυσές, που πέρασα σιμά σου, πού ταξιδεύαμε κ’ οΐ δυό μέ τόν καλό μας τόν καιρό στά πέλαγά σου.

"Λ , τή βαρκούλα τή φτενή I Πώς ήξερε, μέ τό πανί, πώς μπόρειε νά μέ φέρει,

ΙΑ ήταν ή θάλασσα γυαλί Γ ήταν το κύμα τό μαβί

στά πιό παλιά καί ξακουστά, στά πιό καινούργια, θαυμαστό χΓ ωραία μέρη I

ΜΑκ ι’παιδί π’ Αχνοκόιμάται.Κ ' ήταν ό νους μου ένός ποΤιάνοδ, Αχ! κ’ ή ψυχή μου κοριτσιού, που συλλογάται...

Πού συλλογάται ώς κι’ αότή τή χλωμοπράσινη στιγμή, πού ή μέρα κλαίει κα) σβυέτας πώς η καρδιά του πού χτυπά είναι πλασμένη ν’ Αγαπά καί ν ’ Αγαπιέται.

Μ ΙΛ ΙΑ Ρ Ο Λ ΙΔ Η

ΔΥΟ ΕΡΓΑ ΣΤΑ ΠΑΡΙΣΙΝΑ ΘΕΑΤΡΑ('ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 8)

σεων τοΰ τέλειου αύτοΰ καλλιτέχνη πού ψάχνει νά βρει στα χαμένα .μιά μέθοδο ζωής, πού είναι πολύ έξυπνος καί πολύ εύαίσθητος γιά νά μή πα­ραληρεί σ' δλο τό μάκρος τής ύ­παρξης. γιατί όνειρεύτηκε πάντα νά είνε ήρωας καί τά κατάφερε πάντα νά είνε ήρωας μονάχα γιά τόν έ- αυτό του, πράμα πού μπορεί νά εί­ναι καί Αρκετό.. Άφοΰ τράβηξεν ό "Αμλετ γιά τόν άλλο κόομο, ξανα- παρουσιάζεται ό Λαφόργκ δπως καί στόν πρόλογο. "Ολα μπαίνουνε σέ τάξη. "Ενας "Αμλετ λιγώτερος; Ή ράτσα δέ χάθηκε άναλογίζεται κα­νείς. Ό Λαφόργκ εχει σοβαρούς λό­γους νά τό πιστεύει. ΚΓ άπό τό 1887 γιατί πέθανε στά είκοσιεφτά του χρόνια, δέν τούς λογαριάζουν Αλη­θινά στή φιλολογία τούς λόγους αυ­τούς.

Ή «Πείνα» είνε ή «δραματική πρά­ξη» πού έβγαλε ό κ. Μπάρώ άπό τό πασίγνωστο ρομάντσο τοϋ Κνούτ Χάμσουν καί πού τήν παίζει ύστεο’ άπό κείνο τό θελκτικό, τό γλυκό, τόν έκπληχτικό καί παθητικό στό κάτω κάτω "Αμλετ. Ξεχωρίζει έκεΐ μιά ψυχική ευκινησία, μιά τέχνη κα­θώς καί μιά σωματική δύναμη. Τί θραδυά! ’Αθλητική δοκιμασία! Ό κ. Σάν Λουΐ Μπαρώ παρασταίνει μέ άληθινά τρομερό ταλέντο τις κραυ­γές. τις στάσεις, δλους τούς πόνους κΓ δλο τόν ίλ ιγγο ένός άνθρώπου πού πείνασε στόν ϋπνο καί στό ξύ­πνιο του. Σ τόν άιθρωπο τούτο πού μοιάζει μέ τόν Κνούτ Χάμσουν σάν Αδερφός, — πρίν φυσικά πάρει 6 τε­λευταίος τό βραβείο Νόμπελ — κόν­τεψε νά μοιάσει καί ό Λαφόργκ. Καί 6 κ. Μπαρώ έπίσης γνώρισε τήν πείνα, δπως μδς τό μολόγησε 6 ί­διος σέ μιά άβάν πρεμιέρ. Τό πρό­σωπο είναι ένας νέος διανοούμενος, ένας φιλόλογος δημοσιογράφος. Μά σ’ αύτό δέν ύπά’ρχει καθόλου φιλο­λογία. ’Αλλοίμονο! Τό πρόσωπο &'■>■ τό ύπάοχει κι’ άλλοϋ έζόν άπό γ*

σκηνή τοΰ ’Ατελιέ. Ό κ. Ά ντρ έ Μπελσόρ είναι αίσιόδοξος. Σ τις «Συζητήσεις» γράφει: «Μάς φαίνε­τα ι παράξενο πώς μέσα σέ μιά πό­λη δπου διασκεδάζουνε τόσοι άν­θρωποι μπορεί νά πεινά ένας νέος, χωρίς ν' άπογτήσει κανένα γιά νά τοΰ δώσει βοήθεια, χωρίς νά βρεϊ καμμιά φιλάνθρωπη πόρτα γ ιά νά χτυπήσει». Εμείς γνωρίσαμε καί βλέπομε άκόμα καί πολύ συχνά μά­λιστα συναδέλφους πού πεινούνε, πού προσμείναν καί που προομένου- νε ίσαμε τήν τελευταία στιγμή γιά νά ζητήσουν βοήθεια, γιατί τους εμ­ποδίζει νά τό κάνουν ένας ευκολο­νόητος εγωισμός. Ό Κνούτ Χάμ- αουν ήτανε τσοτγκάρης, χειμώνα·· κτας, καρροτσέρης, δάσκαλος, έρ- γάτης γής, όδηγός στά τράμ, ψαράς στη Νέα Γή καί δημοσιογράφος. Μιά μέρα πού ήταν αξιολύπητος, έ­νας καπετάνιος τόν μπαρκάρισε στό καράβι του δπου τόν περίμεναν οί χειρότερες δουλειές, πού ώστόσο ήτανε καλύτέρες άπό τήν πείνα. Ό κ. Μπαρώ σκηνοθέτησε θαυμάσια τό μπαρκάρισμα τοϋτο μέσα σέ μι­άν Αξέχαστη αύγή. Τώρα μπορεί ή θορυβώδικη καί στυλιζαοισμένη άν μπορούμε νά πούμε αισθητική τούτη νά έχει ξεπεραστεΐ. 'Από τι δμως: Άπό τούς συρρεαλιστές, τόν Πισκατόρ καί τό Ζάν Κοκτώ πού συνεργάζονται, ξαφνιασμένοι λιγά­κι πού βρίσκονται μαζί, άπό τούς ρώσσους. πολλούς ρώσσους. Μά δ- λοι αύτοί είναι πρίγκηπες στό’ θέα- τρο, είναι πΐίιητές. Χρειάζεται ν’ Αλ­λάζει κανένας τόπο άπό-καιρό σέ καιρό. Καί προτιμώ τούς πίνακες αύτοΰς, αύτά τά ξετοπίσματα πού άν διαρκούσανε θά ήτανε χωρίς άλ­λο ανυπόφορα, αυτές τις όνειροπ» λήσεις πού δέν είναι πάντα τόσο γλυκές άπό τόν αστικό ή τόν προ- λεταρ:ακό ρεαλισμό τοΰ έλεόθερου θεάτρου, πού μοϋ φαίνεται άκόμα πιό ντεμοντέ.

ΜΩΡ1Σ ΜΑΡΤΕΝ Ν ΐ¥ ΓΚΑΒ

η NeoewHNiiarRMiffliaa

Α Γ Ν Ω Σ Τ Α ΙΣ ΤΟ Ρ ΙΚ Α Ε Γ Γ Ρ Α Φ Ατ ο υ κ . N i x . Ε. Κ α ρ α ν τ ι ν ο Ο

' ( Δ ν * ^ * ^ * «φ**4τ» t o t e n * σκεπάσουν τά -ματω μένα χέρ ια τείχος του κάστρου. Ά ψ ’ οΟ λοι- τό μέρος εκείνο, κα ί ε δ ρ ε τό τη ς ήμέοοκ: Μ ένω ιιέ Β α & ύ τα κ Λ ••no?«* .γγραφ*. te*. *ημ*-π<χά -w τΐς τους, yioc τοστ ο κατοψαλουν μ ιάν ττόν οϋτως μάς ώμολόγησαν ο ΐ τττώ ματου κοπ’ αύτόν τόν τρό- σέ&αο ραΟυτακΚ:ΓΓά Γϋ λβ™ μ6?51ίί * · χ » ™ νά « P . o ^ < ^ ‘«· *Η Σ. Δ ιο ίκη- Γουάρδιαι, κα ι άφ’ οΟ ε ϊδ ομεντό πον κείμενον, ώ ς ήταν κα ί τήν τή 5 ’Ιουνίου 1925: Έ ν Άβήνακt s j c U o w ; οτή ζωη καί τή δ^ατη ο?ι- ση μέ μ ιαν έπιση-μη άνακοίνωσπ σώμα του πεσιιένον είσ τέτοιον σ τ ιν ιιή ν κ·<τΡΓ «ν ¿-rrS-un· ¿·,η\ --Α c s . . ^_______: _____ .έηίσημη άνακοίνωσή σώμα του πεσμένον είς τέτοιον στιγμήν, καθ ' ήν’έπ ήγα έγώ, τό E tc (άπουσίαν του Έπάοναιϊt r * : « " » W « « · * τ * ' E U ^ της τους σκεπάζει άλλα έτσ ι τρόπον, κα ι καλεσθείς ό 'Ια τρ ό ς όποιον άφέθη επίτηδες ά νέγγ ι- Δ r S S T r S S i u S S S 1ΙΜ , τ α , η - , **?.χωρημΕ>, «νγοκχΑ φαίνονται πιό πολύ. “Λ<; παρα- τής, καί είπών « τ ι Ιπεσεν χω ρίς κτον. Ή ρώ τηόα τούς ε ίς Φύλάξίν (Τ. Σ > Δ η Κ ^ & *

Γ β Τ ' ‘Τ 1“” ' |,έ : ήν 1Τ* ^λουβ η σ ου με .τήν προσπάθεια άλλο έδόθη ή ά δε ια τοΟ ένταφι- του σ τρ ίτ ιώ τας, καί μοί Τ ίπ ονδ - “ Ισον άπαοάλλακ ίον & ^ S S *»w>i α.,δτμης Δ'.ε>»υ-3τ(ς, ¿πό τον τους. Μ ια σειρά άπό Ιστορ ικά ασμοϋ του ή άνήκουσα είς τό ύ- τ ι έκοιμήθησαν ό μέν όπισθεν της τύπω “ ρωτο·6π»».λνμ» των «Γίν.χΛν 'Αρχείων το5 έγγραφ α την δείχνει καθαρά, πσκείμενόν του, κα ί έστω είς εΐ- πόρτας, ο ί δέ είς τό αύτό μέρος μέ *Εν Μ or

Π ΐΟ ά σω Τ ΓΛ ΤΓΛΙΙ Λ λ * f t n m i ) Τ Λ Ι ι ¿?Λ \/Λ Ι ι iW a h A m c i a i · «τ Α·.. ¿ - . . . . ¿ a . y ____Κ ίχΗ οο;» X. Ν ,* . E. Kx-,«vTtv¿v, πού *ά- Κ α ί τό πρώτο πρόσωπο πού άρ- δησιν του έξοχου όπουργείου. τόν καταπεσόντα, ώς ¿συνήθ ιζαν ο Γεν Γοαιιτιατε«·v u χ λ ι \ι·Λ rf -πομη προιιοαγωγή χχΐ έ- χ ιζ ε ι να τους σκεπάζει ε ίνα ι ό μέ τό προσηκον σέβας μένοί1«» -λ*»·***···* — ■·■ *>■.. ~ n J _ . _ Λ , τ - , _.. μέ τό προσηκον σέβας μένομεν πάντοτε καΓι δέν έκατάλαβαν πό- (Τ. Σ )

-τή 3φ0(>(ι»η :öv Ιγ- Ιτα λό ς γ ια τρός Β ιτάλης, πού εϊ. Tg 5 ‘Ιουνίου 1925 _ τε έσηκώθη καί έκρεμάσθη μ έ (ύ π ο γ ρ .)

Ναοπλίψ τή 8: ’Ιουνίου 1825 Γεν. Γραμμαπεύ

τών Εσω τερ ικώ ν

Γεώ ργιος Γλαράκης

Α ρ ιθ μ ό ς : 1908Προσωρινή Δ ιο ίκησ ις

τής Ε λ λ ά δ ο ς.. . . . . ,του Τό Ύπουργεΐον τ ώ ν ’Εσωτερικών

■ σχ<Κν,θυ π ερ ι.τ° "εμπ τον τ ρΐτον Πρύς τό ξ . 'Εκτελεστικόν ΣώμαΚ α τά χρέος άναφέρω, «τι ση- κατεπεσεν κα ι έσυνθλασθη, ως ^ κλείετοα έντα0θα ά ν τ ί γ Γ;ρον πολλά πρωι περι τα ς 9 % φαίνεται και άπό το δεύτερον .Ε _,___;·Γ~

*Μήϊ*)σή τους. __

γράφω» κο*ιψί*μ* ιή-, άρβογ?χφία χ*ι -.ή χε μέρος ένεργό οπή ςώη τής Ά - Ό Γεν. Α σ τυ νόμο ς Αθηνώ ν τό σχο ιν ί δ ιά νά 'φ υνηΤ Τους ή " ουνίτη τβν πρωτοτύπων): βήνας. Ε ίν α ι γνωστή ή ίατροδι- Π. Μοναστηριώτης ρώτησα, άν είχαν εϊδησιν περί* - καστική του έκθεση πού δημοσι- (Τ. Σ .) Ό Γραμματευς .τών οχοινίων κα ί μο ί άπεκρίθη· " Ο λ α αύτά δ ιαβ ιβάζοντα ι άπόA ·—■ Γ ΙΑ ΤΟ Ιί Θ Α Μ Α Τ Ο Τ Ο Υ εύτηκε στά 18^5 dità τόν αερ«- Δ. ΤριανταφύλλΌΟ σ<χν ένόρκως όχι. τ®ν Γεν. Α σ τυ νόμ ο κα ί τόν

Ο Δ Υ Σ Σ Ε Α Α Μ Δ Ρ Ο Υ Τ Σ Ο Υ στό μας ίστορκ*ίφ>η κ. Γιάννη Μ , , . ■; Έ κ τών συνθλασθέντων του λοι- παρχο σ τις προϊσταμένες τουςΒλαχογιάννη. ^ Μ ετά τόν Αστυνόμο, ό Επαρ- λών μελών, ώς έρρέθη άνωτέρω, 'Αρχές.

Μ ια συνοδεία άπ’ άνθρώπους "Ε ν α άλλο πρόσωπο τώ ρα μέ .Αθήνας άναφέρει στο έκ τή ς θέσεωςΤοΰ πτώ ματός του Τό Υ π ουργείο τών ’Εσωτερι­κού Γκουρα έφερνε στήν Α θ ή ν α τή σειρά του έρχετα ι νά άναφέ- » ^ υ ρ γ ε ιο ίω ν Εσωτερικών τά (δ ιότι ¿ Ταν έπ1 το0 ^ ¿ ¿ ν ο ς τή ς κών λαβα ίνε ι τ ά έγγραφ α του έ-δεμενο τον Οδυσσέα. Ο Ι πρόκρι- ρει κ ι’ ούτό στήν προϊστάμενη ^ υ σ α ν ά το υ . ΕΙνα ι μ ιά λεπτομε- ά ρ ^ ερά ό w άτ£ éîtl - πάρχου καί τά δ ια β ιβ ά ζε ι πρόςt o i τή ς ’Αθήνας κΓ ο ί κληρικοί του ’Αρχή τά συμβάντα. ρέστερη έκθεοη: όλης άρ ιστεράς χε ιρός του, κα ί τό 'Εκτελεστικόν:της με χα ρ ά είδαν τόν παλιό Ε ίνα ι ô Γενικός 'Αστυνόμος Ά - Περ. Γ ’ . έπί κεφαλής έρυγμένον) καί έκτους φίλο: Κ είνο τό βράδυ κοι- θηνών Π. Μοναστηριώτης, πού Ά ρ ίθ . 210 του κρεμομένου άπό τήν έπαλ- Περίοδος Γ ’μήθηκαν ήσυχοι, χω ρ ίς έφιάλ- στέλνει τήν άναφορά του στό ύ· Προσωρινή Δ ιο ίκησ ις ξ ιν τοϋ Πύργου κεκομμένου έξτε^· . _ πουργεϊο τής ‘Αστυνομίας. Ή ά- τής Ε λ λ ά δ ο ς α ιτ ία ς τής παλαιότητος σχοινιού

Η συνοδεία ιτηρ£ to δρόμο y ià vcc^opà'orÛTrj ε ίνα ι ό^έκδοττίτ Πρός τό "Ε ξοχον Ύιταυργεΐον ξα ίν ε τα ι φανερά ότι έκρεμάσθη τήν Ακρόπολη. Ό δεσμώτης ό- Τήν παραθέτουμε: τών ’Εσωτερικών νά φύγΐ), καί έκκοπέντοςπλαρχηγός όβηγείτα ι προς τό Τό Έ π αρχείον ’Αθηνών.Γολγοθά του. Μ έσα σ’ ένα Έ νε τ ι· Περίοδος Γ ............................κό Πύργο τόν καθήλωσαν κα ί Αρ ιθμός 108 μερον πολλά πρωΐ περί τά ς 9 ν. φαίνεται καί άπό τό δεύτερον - .FTrrt. _ -- ,μ ια ζωη τυραννισμενη γεμάτη Προσωρινή Δ ιο ίκησ ις ώρας έπροσκολέσθην άπό τόν σχοινί, τό όποιον είχε δ ιά νά κα- τόν Αποί^νφόβους κ ι υποψίες, συνεχίστηκε της Ελλάδος Γενναιότατον Άντιφρουραρχον ταβή καί άπό τό τε ίχο ς τή ς Ά - * ίένα μήνα γ ι ' αύτόν. Πάνω στήν . _ Προς . _ κύριον Ί . Μαμούρην είς τήν *Α · κρσίόλεως. $ L t^-Y ’ * 5’Ακρόπολη βρίσκονται γ ιά φρου- το Εξοχον Υπουργειον της Α · κρόπολιν, όπου είδον τό πτώ μα Πρός τήν βάσιν τοϋ Πύργου, «„ρο ί του ό Γκ-νύρας, ό Μαμούρης, στυνομιος. . τοϋ Ό δυσσέω ς Ά νδ ρ ίτζου συν- αντίκρυ τής οποίας Ικ ε ιτο τό ρη- IL ··.™ ™ , m , ’Α^ωτ ί - Λ, 'ό Παπακωστας κ ι' ό Τριαντα· Η Γεν. Α στυνομ ία Αθηνών. θλασμένον κατά τόν δεξιόν μη· θέν πτώ μα είνα ι μ ία έξοχή πε· Π ο αΓ^τ^ ^ ^ψύλλου. ‘Ό λ ο ι τοϋτοι γυρίζουν Σήμερον τό πρωΐ είδοποιηθέν- ρόν καί κατά τό δεξιόν ήμ ικρά- τρώδης πολλά άνώ μολος επ ί τής ί ΐγύρω του κ α ί ζητούν μ ιάν ώρα τες τό συμβεβηκός τοϋ Ό δυσσέ- νιον, κοτακείμενον κάτωθεν τοϋ όποίας έπεσεν κατά τό δεξιόν · ^ της αναφορας τουπ ιό γλήγορα ν’ απαλλαχτούνε ά- ως έπήγαμεν ε ίς τήν άκρόπολιν Πύργου (γουλά) τής Άκροπόλε- πλευρόν μέ εκείνην τήν μεγίστην τ λ ί™ ™ , Ζ « · η »Τν«“ ν νπό χό πρόσωπό του κΓ άπό τή έ- οτου εΰρομεν τό πτώ μα τ-ου ύπο- ως, άπέχον τής βάσεως τοϋ πύρ- όρμήν κατά τόν νόμον τών έπί VA R«. αγ τ ' λ ¡ · y v ia του. Μ προστά σέ κριτήρ ιο κάτω τοϋ Γουλά(τόπος είς τόν ό- γου τέσσαρα ή πέντε βήματα, δε· τής γή ς πιπτόντων σωμάτων, ώ· ® λ ■ η 2 ^ ° , ^Δικα ιοσύνης δέν θά στεκόταν ό ποΐον τον εϊχον φυλαγμένον) κα ί δεμένον άπό τό ζωνάρι του έν στε έσυνθλάσθησαν τά ρηθέντα αντίγραφ α προςΌ δυσσέας, γ ια τ ί τούτο ήταν έπι· έρω τήσα ιτες τα ίς Γουάρδ ια ις ώ· σχοινί άρκετά μακρύ, κα ί έν ε· μέλη του, καί άντικρουσθεν κα- ^ .1<ΧνβΤ?^ ΚΟιν°'υ·κίνδυνο γ ιά τή Δ ιο ίκηση Ή κοι- μολόγησσν ότ ι χθές είς τά ς 5: χερον μαζωμένον κα ί δεμένον κα ί τ ά τόν αύτόν νόμον άπετινάχθη Οθεν υποβάλλει τήν γνώμην- νή γνώμη θά έκφραζότανε κ ι’ ο ί ώρας τής νυκτός θέλοντας νά αύτό άπό τό ζωνάρι του. τό ρηθέν δ ιάστημα άπό τήν άνώ- τ °^ ταύτην ύπό τήν έπίκρισινφ ίλοι του όπλαρχηγο ί θά λάβαι- κρεμαοθη άπό τόν Γουλάν δ ιά Ά π ό δέ τήν έπαλξιν τοϋ Πύρ- μαλον ¿κείνην εξοχήν τήν συγ· τούτου Σώ ματος κα ί άνα·ναν ένεργό μέρος στή δίκη κΓ νά φύγη έκόπη τό σχοινί καί έ· γου έκρέματο έν σχοινί κεκομμέ- κεκρατουμένην μέ τήν πλευράν !ιέυει "^ v ^ Ρ 1 τ°ύτου άπόφασίν ένοπλα θά ζητούσαν στό τέλος πεσεν κάτω κα ί έσκοτώθη, καί νον κατά τό πρώτον τρίτον τοϋ τοϋ Πύργου. J c v 'τήν άθώωσή του. Ό Καρα ϊσκά- άπό δώδεκα όργιών πέσιμ-ον τοϋ ϋψους Τοϋ Πύργου τό άπό κορυ* Έ κρά χθη καί ô ’Ια τρός τής Εν Π<χυπλίω τή 8 ’Ιουνίου 1825 κης μά λ ισ τα τδχε δ ε ίξε ι άπό ϋψους έτζακίσθη ό δεξιός μηρός φής πρός τήν βάσιν. Τό δέ ϋψος πολιτείας κύριος Β ιτά λη ς δ ιά νά Ε ι(ί άπουσίοιν τοϋ 'Υπουργού

' - - ■ - . . . . . . Έ σωχερ1κών(Τ. Σ.) Ό Γενικός Γροομματεύς

Γεώ ργιος Γλαράκης

Τό ’Εκτελεστικόν στήν πρότα-· Εξοχον Ύπουρ- ση τοϋ ύπουργείου τών ’Εσωτε­

ρικών δίνει τήν έγκρισή του:

πριν ποιές ήταν οί δ ιαθέσεις του. του κα ί έσυντρίφθη τό μ ελ ίγ γ ι τοϋ Πύργου ε ίνα ι περίπου τών 18 παρατηρήση τά ς συνθλάσεις τοϋ “Ε τσ ι έπρεπε νά τελειώνουν. Σ τή του, τό σχο:νί έκόπη έως είς τά ς οργιών, καί τό σχοινί ήταν κε- πτώματος, άν έκ τοϋ πεσίματοςσκοτεινή καί πολυκύμαντη ζωή πέντε όργ ιά ς κατεβαίνοντας, έ- κομμένον κατά τό 6)18. είναι, καί έδωκεν τήν μαρτυρίαντου προστέθηκε καί τό τραγ ικό πάνω του είχεν ένα φυσεκλίκι Ή ρώ τησα τόν Άντ.φρούραρχον του έγγράφως, τήν οποίαν περι-τέλος τοϋ θανάτου του. Τά χα· καί δύο τοκάδες άσημένα, 56ο καί μοί άπεκρίθη, δ τι περί τήν κλείω πρός τόράμοιτα τής 4 πρός τήν 5 Ίο υ ν ί- ζω νάρια κα ί ένα κεμέρ ι άδεια- πέμπτην ώραν τής νυκτός μ ία γεΐον. r .....ου τό κορμί του κομματιασμένο νόν, ένα συλάχι καί π ιστολόκλι- φυλακή ή τ ις ήτον δχι πολλά μα- Έ δόθη δέ παρά τοϋ Έ π α ρ χου Περίοδος Γ 'βρισκόταν ριγμένο, πάνω στό λι- φαν παλαιά, καί τέσσαρους πα- κράν τοϋ πύργ:υ, τόν εδωκε τήν άδεια νά ταφή μέ Ιερείς δ ιά τό ..θόστρωτα, ράδες, κα ί όπισθέν του εϊχεν ένα εϊδησιν, δτι ήκουσεν ένα κρότον « Ό άποθανών δεδικαίω ται ’ άπό P

Ο ί δράστες άρχίζουν τώρα νά σχοινί κρεμασμένον μέ τό όποΐ- πρός τήν βάσιν τοϋ Πύργου, καί τής άμαρτίας» κατά τόν θειον παίζουν τό δεύτερο μέρος τού δρά ον συμπεραίνουμεν δτι χό εϊχεν ένα μούγγρισμα. “Ετρεξε λοιπόν ’Απόστολον καί έτάφη μέ πέντε ματος. Σκοπός τους είνα ι π ιά νά δ ιά νά κρεμασθη καί άπό τό έξω ή Γενναιότης χου, ώς εύρέθη πρός Ιερείς σήμερον ~ '- '1 -·λ (τμμ - 'ρ α ν

Προσωρινή Δ ιο ίκησ ις τής Ε λ λ ά δ ο ς

<ΣΥΜ ΕΧΕΙ Α ΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 151

Αόμο-ηεΟουμε τΙς 'itotpotuávc ' δυ6 ■ Φίες άπ6 τό ρ-Γ'ητ<υ.wonvo-Κιενο «ύλλο u«c utàm íkisiti Αηαπόκριση, soO vOcnyv έντώιωοη tspo*4Ae«s_

μαύρης καλΧι-έχ μ»5ο:ς Mcrpiorv "AvTtpaov., μπροσιΔ .oto μνη μ«ϊο ou. Λί^ιολν σιήν ΟύΔ^Ύκτων, ρχετ-κΔ Α ρ ι o I ι ο ά Φαίνονται ueväXa cP ή ίο κοϋ «αοακολούβηοαν .haviaokía αχ>ιή.

ΙΜψΐ^ηνιζ'

. ... Μ. Πολίτης ένροτψε Α ιαλλιτίχνι&ϊ μπροατΟ

Τ Ο Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Ο Δ Ι Η Γ Η Μ Α

Ο Κ Υ Ρ ΙΟ Σ Τ Ε Λ Η Σ ΚΙ’ Ο Ε Α Υ Τ Ο Σ Τ Ο Υτ ή ς 5 . Μ ό ν ο ς Μ η τ ρ ο π ο ύ λ ο ι

“ Ελεγαν πολλά γ ι ’ «ότόν.ϊ τ ί ξ Ίνόίειζ ηουχ-ε η δράσε* τή

Υειότη χου, χάπβιον πλςύ-οιβ, τοϋ πήρε τά λεφτά κτ’ έφυγε. *Η εγγλέζικη άστυχιομία τόν χυνη-

Μ ιά μέρα πσϋ έλειπε και είπαν βί γειτόνιοοεξ πώ; ήρθε

«οάν Ε γγλέζος » καί τον ζητοΰοε, δέν είπε τίποτα βπ«ς πάν­τα, μα γίνηκε κατακίτ.ρινος κ1 έφυ­γε βφέοως γιά πολύ &ιάοτημα,

Μέ μαγγανείες είχε καταφέρει . V ανακαλύψει, οτήν "Ηπειρο ένα . πηγάδι μέ θησαυρούς τοϋ ’Αλή-

naca.Καδένας είχε καί μιά δική του

εκδοχή ανάλογη μέ τή φαντασία του, τά γούστα του καί τις ιδέες του γιά τή ζωή.

Καί μέ τό δίκη« τους «4 άνθρω­ποι.

Μιά μέρα μάθανε στή γειτονιά πώς τό σπίτι τής χήροι; Ντάρια πουλήθηκε. Μά άδικα πρέομεναν νά δουν τόν αγοραστή· Κλειστό έ­μενε τό σπίτι όπως πριν καί δουδό.

Μόνο σάν πέρασε καιρός, ήρθαν μιά νύχτα κάτι κάρρα καί ξεφόρ-

. τωναν, ξεφόρτωναν ώς τά.ξημερώ­ματα θαρειές κασόνες. Τ ό πρωΐ

. έγηκε καί ψώνισε άπ1 τό μανάβη μιά γριά, ούτε κυρία, ούτε υπηρέ­τρια. Κ οίτη , γεμάτη,άσπρβγάλανη γυναίκα μ’ άθόρυδο περπάτημα, σάν γλύστρημα γάτας, Μά μουγγή. Μέ νοήματα έξηγιόταν μ’ όλους τού; προμηθευτές καί τά κατάφερ- νε περίφημα.

Μόνο σάν άρχιζαν νά τήν ρω­τούν χιά τόν κύριό της οί γειτό- νισβες, έπαυαν τά νοήματα καί τά μάτια της, τά τόσο φλύαρα-άλλοτε, έπαιρναν μιάν έκπληκτη έκφραση, θά νά μην ένοιωθε ελληνικά.

Εκείνος έρχόταν πάντα βράδυ κ’ έμενε κλεισμένο; στό σπίτι βδο­μάδες, πολλέ: φορές καί μήνες ό- λόκληρους, "Επειτα έφευγε πάλι

. βράδυ καί ξαναγύριζε μετά άπό καιρό.

Τόν έλεγαν Τέλη · Τέλη ‘Α να ­στασίου. Τουλάχιστον αύτό ήταν τό όνομα πούδωσε ό δικηγόρος πού άγόρασε τό σπίτι γιά λογαριασμό «·υ.

Γράμματα δέ λάβαινε.Επισκέψεις δέ δεχόταν.Δουλειά φανερή δέν έκανε.ΚΓ άν τού έλειπε κάτι, δέν ή­

ταν βέβαια τό.χρήμα.Σ έ κανένα δέ μιλούσε.Έηλός, μελαχροινός, μέ κάτα-

οπρα λινά τό καλοκαίρι καί τό χει­μώνα αλαφριά μάλλινα στήν άπό χρώση τής άμμου, χωρίς καπέλλο, μέ πυκνά γυαλιστερά μαύρα μαλ­λιά όλο μικρού:-μικρούς βόστρυ· χους.

Βάδισμα πότε γοργό καί ρυθμι­κέ. πότε άιργό κΓ άκυβέρνητο.

Τό σπίτι μας ήταν αντίκρυ τους καί κάθε πρωί πού έφευγα γιά τό στολειό κ ’ ή γριούλα πότιζε τόν κήπο, περνούσα άπ’ .έξω καί τήν καλημέριζα χαρούμενα- Δ έν τήν έ­βλεπα, μά άκουγα τό τραγούδι τού νερού πάνω στά φύλλα καί τή γή καί καταλάβαινα πώς ήταν έκεΐ.

Εκείνη σ’ απόκριση μοϋ πετβΰσε ένα λουλούδι πάνω άπ· την μάν- τϊα . Ή γαλάζια μου ποδιά Απλω­μένη δεχόταν ένα χιονάτο ρόδο, έ-, να κλωνί σκουλαρίκια τή ; βασί-, λισσαι. μιά τούφα γιασευίά, πάντα ένα άσπρο λουλούδι. Τόπιανα, κα? τέ'βαζα τήν ποδιά κ' έ πέρνα πάλι τό δρόμο κινώντας σ ’ άποχαιρέτί- sue τ© χέρ·ι μέ τό ανθισμένο κλωνί καί ναμογελώντας φιλικά.

"Ενα πρωινό ©μως δέν είχα ά- «όκι-ιση στήν καληιιέοα μου καί πολλές μέρες στή σειρά ή ποδιά μου έμενε άνανθη, Μά γώ έξακβ- λουθίΰαα νά περνώ καί νά καλη­μερίζω πάντα, μέ τή ν έλπίβα πώς θαπτόταν ή απόκριση.

Κάποτε ήρθε: Μ ιά γκαοντένια πάναγνη σάν παραστρατημένο ά- στέοι.

Καί μιά φωνή, βαθειά φωνή άν- τίές είπε: «Ή βάγια είνε άρρωστη καί βί ζητάει· "Α ν θές νά τή ν δεις

.έλα μέσα»Πλησίασα βτή 6-οβιά σιδερένια

πόρτα μέ λίγο φόβο.Μ ’ άνοιξε εκείνος. 'Φορούσε μ·ά

ρόμπα άπό-βαρύ μετάξι σέ χρώμα μπλε παγωνιού, κατάστιχτη άπό ά- σημοκέντητου* ήλιους καί τά μά-, τ α του έλαμπαν αγνά καί καλό­βολα...-■Μέ ππρε άπ-’ τό χέρι. Τ ά νευρι­κά δάχτυλά του κ’ ή λιπόσαρκη πά­

του ά» άδ«ναν μιά θερμή στοφ-

γή πού μέ γέμισε έμπιβτοσύνη^ κυρίου Τέλη , τρεμούλιαζε σάν μι- “ Εκλεψα, άνθρώπινο. Ά πάτησα,‘‘Έ νοιωοα αμέσως πώς μπορούσα κροϋ παιδιού. άνθρωπος είμαι. Προκάλεσα κχτα-

νά τόν ακολουθήσω στήν άκρη του —Ό ραία τάχε,ις καταφέ,ρει, έλε- στροφές, ανθρώπινα ενέργησα, κόσμου καί πώς ήμουν έτοιμη νά γ ε ή φωνή τού ξένου, κλείστηκες — Κ ι' όμως πόσομεγαλείο κλεί-κάνω ό,τι κι’ άν μούλεγε. έόώ μέσα κι’ άφίνεις τις δουλειές νουν μέσα τους οί λέξεις αυτές.

Πριν ακόμη τελειώσ«>ι τό άμμο- σου έρημες καί στή διάθεση τού συ- ’Ανθρώπινη δέν ε ίν ’ ή ταπεινή στρωμένο δρομάκι π«ύ άκολουθού- ναγωνισμβύ. Κυνηγάς, λέει, τήν ά- κΓ άκατέργαστη πλευρά μας, ή σαμε γιά νά μπούμε στό σπίτι, τοϋ γνβτητα. πείνα, οί φυσικές, άνάγκο; πού μάςπρότεινα μέ τη ν άξετίμητη είλι- —Ναι. τήν άγνότητα, είπε έ κύ- έξισώνουν μέ τά κτήνη- Άνδρώπι- κρί\·βι* τώ ν παιδιών: « "Α ς γίνου- ριβς Τέλης. Τ ό πιό δύσκολο καί γε- νο είναι εκείνο τό κάτι πού μάς μ.ε φίλοι». μ άτ* πάθος κυνήγι στόν κόσμο. κάνει να πιστεύουμε στούς άλλους,

Μέ κύτταξε ξαφνιασμένος. —Καί σίγουρα τό πιό άκατόρθω- τούς όμοιου; μας. νά τούς άγαπά-Μπήκαμε σπίτι- Πρώτα-πρώτα έ­

να άπλβ κάτασπρο μεγάλο δωμά­τιο μέ τοξωτά παράθυρα αραβικού ρυθμού και δυό-τρία ανάκλιντρα ά­πό άσπρο ξύλο καί καραβόπανο.Σ έ κάτα έσωχές τώ ν τοίχων πού επαναλάμβαναν τίε ανάλαφρες καμπύλες τώ ν παραθυριών, ήταν τοποθετημένα γαλάζια πήλινα αγ­γεία.

Σ τή μέση τοϋ δαπέδου μέ τις ά­σπρες πλάκες^ μιά τετράγωνη δε­ξαμενή χτισμένη μέ γαλάζιες πλά­κες. Σ τ ’ ακύμαντο νερό την- π έντ’- έςη νούφαρα άπλωναν τή σιωπηλή καί πάλλευκη γοητεία τους.

Προχωρήσαμε. Μ ιά τετράγωνη ' καμαρούλα μέ τοίχους βαμμένους σ τ ' απαλό φωτεινό πράσινο χρώμα τώ ν καινούργιων φύλλων, πού σέ γέμιζε ελπίδα. "Ενα κρεββάτι άπό λαδί ξύλο καί κάτω άπ’ ανοιχτά πράσινα σκεπάσματα ή βάγια πού σάν μάς ειδε πήρε τά χέρια τού αφέντη της καί τά φιλούσε γιά νά τόν ευχαριστήσει. ’Εκείνος έφυγε- κ’ έμεινα κοντά της.

’Απ ' τήν άρρώστεια τά χαραχτη- ριστικά της. είχαν ςανάβρει κάτι ά- πο τήν περασμένη τους χάρη κΓ ώς κείτονταν «δύναμη καί μουγγτ έμοιαζε μέ μεγάλο παιδί. Αυθόρμη­τα σά νά ξύπνησε πρώιμα μέσα,μου ή στοργή τής μελλοντικής μητέρας βάλθηκα νά κάνω τή μεγάλη· Τής είπα ίστορί«:, τής έκανα άστεία. τής χαΐδευα τό κεφάλι, τήν άπο- κοίμισα.'

Πατώντας στις μύτες τώ ν ποδιών ξαι·αγύρισα στήν άσπρη κάμαρη καί γονάτισα μπ,ρός στή δεξαμενή κυττώντας τά νούφαρα. Μ ιά α τιγ μι) παρασυρμένη άπό τήν ώμορφια τευς, άπλωσα τά χέρια σά ναθελα να τ ’ άγκαλιάαω.

Τό τε άκούστηκε ή φωνή του:«Είσαι «κόμη σάν πουλί, σάν λου­λούδι. Μπορούμε νά γίνουμε φί­λοι».

Τόν κύτταξα ευτυχισμένη.Μά τήν άσπρογάλαζη ευδαιμονία

τής στιγμής έσπασαν οί μετάλλινες νότες τής μεσημεριάτικης καμπά­νας. ' * I ¿κίτσο της S. APT. ΣΤΡΙΦΤΟΥ)_ Κάπου πολύ μοωιρυά βρισκόταν TC_ |·;ίνε * * νά δεις κάποιον σ τ’ έ- με, νά θυσιαζόμαστε γ ι ' αυτούς,ε ια σχολείο που μ αναζητούσε και οου καί νά ξυπνήσεις καί ν’ 'Ανθρώπινο ε ίν ’ ή στοργή πού νοι-μι_α μαννα που μ. προσμενε^©λιμ- ¿.,ρχίσεις νά τόν κυνηγάς στό ο ρ έ- ώθουμε γιά τούς γοιπούς καί τούςμενη πήρα τη σακκα μου και γυρι- μβ ca νά ή ιαν πραγματικός. 'Ό σο φίλους πού δέν μάς δί,νουν τίποτασα σπίτι. eivai κανείς μικρό: μπορεί νά ξε- υλικό αντάλλαγμα. Ή χαρά πού

γελιέτα ι, μά εσύ, έπειτα άπό όσα νοιώθουμε στ’ άντίκρυσμα τής ώ- είδαν τά μάτια σου, ε ίν ’ απίστευτο, μορφιά;. Ό πόνος γιά τή δυστυχίαΚαί νά σκέφτεται κανεί; πόσα τώ ν άλλων. Τ ό δάκρυ μας ε ίν ’ άν-πράγματα σέ περιμένουν κεϊ κάτω- θρώπινο καί το χαμόγελο μας. Ή

—Βέβαια, ή σύμβαση μέ τό φύ- ίκαινότητα νά ξεπερνάμε τις φυσί­λαρχο γιά τό μεταλλείο του. κές ανάγκες μας, νά τις καταφρο-

— 'Ό χ ι μόνο ή σύμβαση, μά καί νάμε κα» νά θυσιαζόμαστε γιά κάτιή κόρη τού φυλάρ- άϋλβ, γιά τή λευτεριά, γιά τή δι­

καιοσύνη- ’Ανθρώπινα είναι ή Ί -

Μά ξαναγΰρισα· "Ε τσι κλεφτά περνούσα σχεδόν κάθε πρωΐ. Τις Κυριακές όμως κρυφά άπ’ όλους τις περνούσα εκεί. Ή βάγια δού­λευε. εκείνος κλεινόταν στήν κά­μαρά του κα» γώ τριγύρ,ιζα.. Σ τό σαλόνι μέ τ ' αλαφρό γκρίζο μαργαριταρένιο χρώμα, τις πολύ- το χρυσάφι κ θρόνε; καί τού; καναπέδες άπό 6ε- χου.λοϋδο_στό ίδιο χρώμα, το μεγάλο “Α , ναι, είναι κΓ αύτη. Πρέ- βέα χ·Γ ό Λόγος.τραπέζι άπό ξανθό ξύλο μέ το βάζο „ ει νά φορέσω τή μάσκα τού Ρω- —Ό λόγος ναί. Τ ά λόγια, είμαιάπβ οοδιν© κουσταλλι στη ιιεση. , ..¿ -ι..ι. γ> . ______........... .......

χόρτασε. · . * . , ; . * ( · » ” · · » - · ·| · · · * · } * · ι — » « ^ · « * | ι · ν » · » ν ν ν * ν . ι ν ν ^ ι ι *

τη λουσμένη *πβ ρο&ινβ _φως (ε.ρ- ’ ίςολιέττα, γιά νά τήν μεταχει,ρι- μπορεί νά ικανοποιεί κάί μέ τό πα- γβ_ κάποιου μεσημβρινού ςωγραφου 5Γω γιά σκάλα πού θά μέ φέρει στό ραπ άνω τήν ποταπή, όπως λές. που βρισκόταν στη συννεφιασμένη μεταλλείο τού πατέρα της. πλευρά του, αρχίζουν νά πέρνβυνδύση κι εβαλε σ αυτο Ολη τη νο- —Μά θά τήν κάνεις εύτυχισμέ- τά μυαλά του άέρα. Τ ’ άντίκρυσμα σταλχια του για τ ι ; ανατολές της νη. Νάναι σκλ,άβα σου θάναι έ πα- της ώμορφιάς, τό χαμόγελο- Μ ’ αύ- πατριδα;) στον ενα τοίχο και στον ραόεισος γ ι ’ αυτήν. Κ ’ έπειτα, άλ- τά κοστίζουν άκριβά καί πρέπει νά

πορτραιτο μιας νεαι; γυ- χΦΤε ¿έν ήσουν καί τόσο δύσκολο«, κάνει κανεί« πολλές άλλες θετικέςμπορέσει νά τ ’ άπο-

; σου είπε νά. . ,. .. ώραία νά

δικαίωμα ταχείς καί τά δυό. Νά πηγαίνει; να νομιςεις πω; μπορείς να με πα- νά κυττάζεις τις δουλειές σου

κ’ έπειτα ένα-δυο καί τρείς καί

ν VH •'iwNvii/lCA /UA» ν e>WA4l&^ np'IV \^ r r ^ ^ i να μέ Fsi? * ‘S ' ’ά κάνω τον χάψει. Κ ' έπειτα, ποιο; «*

Τ Π ; ερωΐεΐΓμ! νο με τη,.ν τη ν χ· άφίσεις. Μπορείς πολύπρο καπελλάκι από ροζ <ϊ>«\ νυ, δεν σου δίνει το δικαίωμα τα νε ι: καί τά δυό Νά ■

λοτε δεν ήσουν καί τόσο δύσκολος, κάνει κανείς «ι ναικας ντυμένης με γκρίζο βέλου- _ Τ ό ότι στάθηκα δειλός καί σ’ δβυλε^ς πριν δενιο φόρεμα του παλιού καιρού άοιισα νά ui πείσει« νά κάνω τόν »¿.ι... ν που τήν εκαν ρι κ’ ένα μικρό φτερά.

ρασυρεις γιά δεύτερη φορά..— Μά παρασύρεται ένας άνθρω­

πος τριανταπέντε χρονών, κΓ άν πούμε ότι παρασύρθηκε εξακολου­θεί τό παιχνίδι πέντε χρόνια;Μπορούσες νά τής τά μαρτυρήσεις

δικήΣ τή ν άσπρη κάμαρα, οτής

γιας, στόν κήπο. Μόνο στή του κάμαρα δέν έμπαινα.

Μιά Κυριακή πρωί ή βάγια έλει­πε καί μπήκα χωρίς νά μέ νοιώσει εκείνος.

’Έπαιζα στόν κήπο καί μιά στιγ- καί ν ’ αρχίσεις άπό τό τε τό κυνήγι μή πού βρέθηκα κάτω απ’ τό πα- τής άγνότητας. Μά τό τε προτιμού- ράθϋρό του (τό μόνο πούχε κάγ- σες νά κυνηγάς πιό θέτικά πράμα- •κελλα σάν κελλί φυλακής) άκουσα τ « · Τις φυτείες, τά μπαμπάκια, δυό φωνές ανθρώπων- πού μάλλω- τή ν καπριτσιόζα τύχη στά Χρημα- ναν· τιστήρία. Κ ’ έκανες πολύ καλά, πβ-

Ή τα ν δυό φωνές πού έμοιαζαν λύ ανθρώπινα, καταπληκτικά, μόνο πού ή μιά ή- —Μή λερώνεις τή λέξη- «Ά νθρώ - ταν λίγο πιό σκληρή - - · - - -ρες-ώρε; είρωνικέι νώ ή άλλη, πού

τέσσερις άκόμη μήνες τό χρβνο νά επιδίδεσαι άνενόχλητβ; στις μανίες σου. Οί άνθρωποι μόλις άποχτήσβυν μιά σχετική ύλικήν ανεξαρτησία, άρχίζουν νά περι- φρονβϋν τό χρήμα πού πριν λά­τρευαν σάν θεό καί τρέχουν πί­σω άπό χίμαιρες καί κάνουν συλ- λογές κΓ άλλα ξεμωράματα. θυμά­σαι τόν γέρο Φ ιλντ, τόν Ε γγλέζο , πού κοροΐδευες για τί μάζευε φτερά;

—Τ ό ν καύμένο. Ειχε τόσο συρ­θεί γ ιά νά κάνει τήν περιουσία του,

ή ταν πολύ - φυσικό νά -λαχτβο- φτερά. Ά να ζη τά ει κανείς χαμένο.

—"Ε τσ ι καί σύ μέ τήν ά γνό τη τ» · "Αιν πούμε ότι ύπάρχει καθόλου τέ­τοιο πράμα, για τί δέν τό παραδέ- χουμαι. Αύτό πού λέμε αγνότητα στά παιδιά είνα ι κουταμάρα, στά νέα κορίτσια καί τούς έφηβουξ ά­γνοια καί άπό κεϊ καί πέρα υπο­κρισία. «»

— Λέγε. ό.τι θέλεις. Έ γώ θά τή ν βρω, θά τήν Απεχτήσ'ω. ©ά ξοινα- γεννηβώ. Είναι σά νάσαι μές τή νύχτα κα» νά περνάς ευχάριστα. Κάπου μακ,ρυά ή πρώτη υπόσχεση τής αύγής ξεφεύγει άπ’ τό λαρύγ­γι τού κορυδαλλού καί σάν άχτίίδ» τρυπάε» τό σκοτάδι. Είναι αδύνατο πιά νά ξαναγυρίσε«,: στή νύχτα· Ό ’ άτναζητήσεις τήν ήμερα, ©ά τήν προσμένεις, θά τήν προσμένεις ώς τή ν τελευταία σου στιγμή.

—Κ Γ άν τά ’ παραδεχτούμε όλ' αυτά γιά σωστά, τή ν προσμένεις πιό άνετα άν έχεις εξασφαλισμένο ένα περιβάλλον σάν τό δικό σου, παρά νάσαι υποχρεωμένος νά δου­λεύει; σκληρά γιά τό ψωμί σου. Κα» ξέρε το, αύτό πάς νά κατορ­θώσεις. "Αιν αύριο δέν μπεϊς στό βαπόρι, σέ οχτώ μέρες ό Γκάρταια ό ’ Ιταλό ; θά πάρει τήν κόρη τοϋ φυλάρχου πού θάχει απελπιστεί, νά σέ περιμένει. Πάει το. μεταλλείο καί μαζί του όλοι οί κόποι σου ώς τά σήμερα. Οί φυτείες σου, οί με­τοχές ε ίν ’ όλα υποθηκευμένα γιά νά πετύχει; τό κόλπο τοϋ μεταλ­λείου. Σ ένα μήνα είναι ξήτπιμα άν θά σού μένουν λίγα ψίχουλα. Κ ι’ όλα εκείνα τά όνεψρα γιά τά σχολειά, γιά τ ’ άναρρωτήρια ηού θάχτιζε; μέ τά λ ε φ τ ά σου;

—-©ά τά μεταχειριζόμουνα . γιά συχωροχάρτι. ’Αφβϋ δημιουργούσα τήν καταστροφή έκατό—διακβστων ανθρώπων, ύ σ τ ε ρ α θά φρόντιζα γ ι ' άλλους τόσους ή και περισσότερους καί θά νόμιζα πώς ήμουν κΓ ευερ­γέτης. ©ά διαιώνιζα. κΓ έγώ τό δειλό: Ό σκοπός Αγιάζει τά μέσα. Καί τά παιδάκια, βγαί ινουτας άοΓ τά σχολειά μου, θά μάθαιναν νά βρίσκουν περίφημα κάτι κόλπα μου σάν εκείνο στό χρηματιστή,ρο® τοϋ Μ άντσεστερ, όταν έφτασα τά μπα­μπάκια στις πιό χαμηλές τιμές τούς καί κατάστρεψα χιλιάδες Φελλά- χου; καί μικρούς μεσίτες. "Οταιν νοιώσω πώς γίνηκα άνθρωπος, ό­τα ν δηλαδή άπό σκουλήκι, άπο έρπ πετβ πονηρό, ταπεινό κοι» υπολογι­στικό κατορθώσω ν’ άποχτήσω φτε­ρά ( νά γ ίνω άνθρωπος μέ άγνή σκέψη, απέραντη καλωσύνη, πίστη βαθύτατη καί τόλμη, τό τε ίσως ξα­ναρχίσω νά κάνω περιουσία καί νά χτίσω τά σχολειά.

—Τ ό ξέρεις καί μόνος σ«π», πώς οί περιουσίες, ο ί'μ εγάλε; μάλιστα, δέν γίνοντα ι μέ τίς άγΐ'ότητες κα» κοροϊδεύεσαι πιστεύοντας τό . αντί­θετο. Σκέψου κ ι’ αποφάσισε ώ ; αϋ- ριο τό πιρωΐ-

—©ά σκεφτώ, τό σκέφτομαι, · γίΓ αύτό βασανίζουμαι τόσον καιρό, ά- ποκρίβηκε ό κύριο; Τέλης.

Κατόπιν απλώθηκε σιωπή. hΉ περιέργεια μου είχε κεντρι­

στεί καί περίμεινα νά δω τόν ξένο.Μ ά μονάχο; ό κύριος Τέλης

βγήκε ώχρός, άναμαλλιασ μένος, βασανισμένος.·■ Ή ρθε κοντά μου ..καί μέ κύτταζβ ώρα πολλή, σά νάθελε νά δει "ώςτά κατάβαθά μου.

"Επειτα ξαφνικά έφυγε σά ■ νά πήρε μιάν απόφαση.

Δέν είχαν περάσει λίγα. λεπτά καί πύρινε; γλώσσες άρχισαν νά βγαίνουν άπό τό δωμάτιό του.

Περίμενα νά τόν δώ νά βγαίνε* τρέχοντα;.

Μ ά οι φλόγες μεγάλωναν, θέρβ- ευαν κΓ αύτό; δέν φαινόταν.

Ό άλλος, ό ξένος ό κακός θάχ« βάλει τή φωτιά χκι τόν κράτουβ® νά μή φύγει.

"Ορμησα άσυλλόγιστα καί χύθη­κα στήν πόρτα. Είχε μισοκαεί κ* εύκολα υποχώρησε.

Μές τόν καπνό διάκρινα τόν κύ­ριο Τέλη δεμένο στά κάγκελλάτοΟ παραθυριού του. · -

Πάσχισα νά τό ν λύσω, μά στάθη­κε αδύνατο.. 'Εκείνος όλη τή ν ώρα μοϋ φώνακ

ί * : · , ό—Φύγε, φ ύ γ ε , θά καείς. ’S—"Ο χ ·, θά φύγουμε μαζί, ίκέτευσβ

έγώ. 'Τέλος, σάν είδε πώς δέν ξεκολΗ

λοϋσα « « ό πάνω του w.' # n βέ λ£»

14 ΝώεΜΗΝΙΚλ ΙΤΛΜΜλΤΑ

¿ h a π ρο γο τυπ ο β βαιο

“TO 0ΕΑΤΡ0 Μ ΣΧΟΛΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ,, 7 D / Ο

Heoewä'rmi&m 15

(Ε ΙΡ Η Ν Η Σ ΓΤλ Τ Δ Ο Υ Σ μ )

Ή κυρία Είρκηνη Πάύδούση δέν εΐναι, δπως φαίνεται, άπό τ ίς καβθηγήτριες πού άκολου&οΰν π ι­σ τά τό σκοπό «έφ’ δν έτάχθη- σαν». 'Α νή κ ε ι στήν άραιή κα ί έ- κλεκτή έκείνη κατηγορ ία τών ζωντοίνων καί φωτισμένων δα ­σκάλων, πού σκέπτονται κα ί α ι­σθάνονται κα ί πού ή δράση τους δέν περ ιορ ίζετα ι μέσα στά κα ­θήκοντα, πού έπ ιβαλλει τό «ώρο- λάγιον πρόγραμμα». Ε Ισχω ρεΐ μ έ λεπτότητα κα ί μέ στοργή στήν πα ιδ ική ψυχή, κα ί άπ’ έκε ΐ ανα­σύρει δ,τι αύτή άναδ ίδει δροσε­ρό, αύθόρμητο κα ί πηγαίο. Β λέ­π ε ι τό π α ιδ ί όν ι σάν ύλικό, πού έρχετα ι στό σχολείο γ ιά να «δι· απλσσθεΐ» μά κα ί σάν δημιουρ­γό, σάν οντότητα πού άπάνω σέ δ,τι γνωρίζει, σ ’ 6,τ ι μαθαίνει κα ί σ’ δ,τι νοιώθει σκέπτετα ι καί π λά θε ι καί δημιουργεί.

Τήν πολύπλευρη καλλ ιέργεια τών έμφυτων Ικανοτήτων τοΰ παι. &ιού—όπως τονίζει ή συγγραφεύς — πετυχα ίνει τό σχολικό θέατρο. Γ ια τ ί τό θέατρο προσθέτει ένα στο ιχείο καθαρά δημιουργικό κ α ί μπορεί νά λειτουργήσει Α ­ξ ιό λογα μέ τή φ ιλική έπίβλεψη κΓ δχ ι μέ τήν αύστηρή έπιβολή τοΰ δασκάλου. Έ κ ε ΐ «γ ίνετα ι χ τή μ α κάθε χαρούμενη εκδήλω­ση τών παιδιών, έντρύφημα τόσο τών μαθητών, δσο καί τών δα­σκάλάν, έξυψωμένο κα ί μέ νόη­μα, άφοΰ παρουσιάζετα ι μέ μ ι­άν άνώτερη μορφή τή ς τέχνης». Ά κ ό μ α δίνει στό π α ιδ ί τήν πιό άληθινή ψυχαγωγία, ψυχαγω γία πού π ηγάζε ι άπ’ αύτό τό ίδ ιο καί τή δική του ζωή. Ή συγγραφεύς σημειώ νει πολύ σωστά: «Ψ υχα­γ ω γ ία γ ιά τό πα ιδ ί είνα ι κα ί τά χ ίλ ια μύρ ια τής Ιδ ια ίτερης ζω ­ής, έκεΐ δπου άνάμεσα σέ δυό λεπ τά κα ί κάποια κλεφτή (ΐατιά ώστραποβολά κά τι τό πολύ ξυ­πνά, τό θερμό κ ι’ άνάλαφρο, ποϋ- > ε ι στόχο του τό συμμαθητή, τό δάσκαλο, τ ίς σχολικές συνθήκες, τήν έξωσχολικί) κίνηση, κάτι πού προκάλεΐ το τρανταχτό γ έ ­λιο, τό ρόδινο σύννεφο τοΰ κε­φιού».

Κ Γ έκτός άπ’ δλον αύτό τόν ζωντανό, φωτεινό καί ρόδινο κό­σμο πού δημιουργεί, καλλιεργεί τήν πρωτοβουλία, τήν προσπά­θεια, τό ένδιαφέρον, τό γενναίο άντίκρυσμα τή ς εύβύνης. Δ ίνε ι ά κόμα στό δάσκαλο τήν πιό σ ί­γουρη εύκοαρία νά δεί τό χα- ραχτήρα, τή διανόηση, τήν κρίση τοΰ παιδιοΰ, άκριβω ς τήν ώρα τοΰ Θεάτρου, πού ή σκέψη του κ α ί κάθε του πράξη έκδηλώνεται έλεύθερα κα ί άβίαστα. Τό σχο ­λ ικ ό θέατρο (Αναγκαστικά συνυ- φασμένο μέ τή ζωή τοΰ σκολειού, α ναδ ίνετα ι αύθόρμητα άπό τή ζω ή του κ Γ άπό τήν έξωσχολική ζωή του παιδιοΰ, καθρεφτίζει κάθε τ ι πού άκούει, μαθαίνει, βλέπει κα ί σκέπτεται. Τό πα ιδ ί γράφοντας τό θεατρικό έργάκ ι

γο οί φλόγες δά μ *ς έζωναν και τούς δώ:

— Σ τό ντουλιχπάκι, μοΰ φώναξε, Ε ίνα ι τό ξ»ρ*φι μου·

Βαοπάταψα με$ τή ψωτιά, τό βροκα, τοΰκβψα τα δεβμά.

Μ έβ όκω σ ε «τά χέρια τβω καί περνώντας μέα’ «πό τις φλόγες βγήκαμε οτόν κήπο.

Σ ε λίγες ώρες τό απίτι είχε γί­νε» οτάχτη.

Έ γ ώ είχα καψίματα «τά χέρια, <5τό πρόσωπο καί γιά πολύν καιρόν άκόμη έμοιαζα μ ' αγόρι μέ τά κομ­μένα βύρριζα μαλλια μου.

Ό κύριος Τέλης έμεινε μόρες σπίτι μας &ς νά γίνει καλά.

Ό τ α ν μάς άποχαιρετηβε φεύγον­τας τάχε χάσει όλα, τό σπίτι, τίς φυτείες, τίς μετοχές, τό μεταλλείο, μά είχε ξχνάβρει τόν εαυτό του, τόν καλό κ ι’ άγνόν έαυτό του (ό άλλος είχε καεί) κ’ έτσι καθώς ξε­μάκραινε είχε τόν άέρα καταχτη­τή ... ΜΟΝΑ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛβΥ

του τ ’ άντικρύζει δλα «παιγνιοι- άρικα, σέ μ ιά θαυμαστή ούγχι-

Κ Ω Σ Τ Α Β Α Ρ Ν Α Λ Η . «Ζ ω ν τ α- νό καί παραστατικό τρόπο μας τρα ίτα αύτά, οσα κυρίως άναψέ* ν ο ί ά ν θ ρ ω π ο ι » , φιλολο- δίνουν τήν είκόνα μιάς όλόκληρης ρονται στά σημαντικώτερα «ρό· γ ικά πορτραΐτα, 1939. πνευματικής γενιάς καί τά γεμά- σωπα, είνα ι άληθινές μελέτες, ο»

τα Από ραφινατο πνεύμα, Από Α- που οί βαθειές κρίσεις τοΰ ποιητή . - α·. Ε ίνα ι χαραχτηριστικό τό γεγονός, γάπη καί κατανόηση τοΰ έργου έ- θίγουνε γενικώτερα προδλήμοπο,

ση, οπου συνενώνεται παραμύθ ι „¿,ς £ΐδος τών «φιλολογικών κείνων πού σκιαγραφεί, πού μάς ά- έτσι καθώς έξετάζουνε τό έργο καί ζωή, πραγματικότητα καί πορτραίτων» δέν έχει καλλιεργη- ψησεν ό Παύλος Νιρβάνας — γ ιά τών ανθρώπων αύτών άπό μιά κοι- φαντασία». ' θει οσο θάπρεπε στον τόπο μας, Α- ν* περιοριστώ σ’ αύτά μονάχα τά νωνική σκοπιά, καί δίνουν άποκρί·

Γ ίνετα ι όλότελα φανερό πώ ς νάλογα δηλαδή μέ τήν έκταση της παραδείγματα άπό τή φιλολογία σεις, έπιγραμματικές, όξύτατις τό σχολικό θέοετρο ε ίνα ι Ανάγκη φιλολογικής μας ζωής, τούς πολ- μα<ί είναι Αληθινά ύποδείγματα καί φωτεινές. Ά π ’ αύτή τήν πλεο καί δημιουργικό στο ιχείο μέσα λαπλούς έκπροσώπους της καί τής του είδους. Ικανά νά πεισοον καί ρά, θά συνιστοΟσα Ιδιαίτερα τ4 στίιν όλη σνολικό δουλειά Μ ά σημασίας πού παίρνει γ ιά τό με- ™ ν πιό μεμψίμοιρον έπικριτή πώς διάβασμα τών «Ζωντανών Ανθρώ-

' . 1 Λ 1, - . · „ ’ γάλο κοινό Λ μ’ αύτό τόν τοόπο όεν υπάρχουν τόσο κατώτερα είδη πων» οτους νέους, που ούτε μπο·π*τν,.. / τ° συνοπτική γνωριμία ένός πνεύμα- στόν γραφτό λόγο, δσο άνθρωποι ροΰν νά Ανατρέξουν στά σχετικέ ν >_______ * , * « . . · ν ν ς υ ρ ι μ ί ΐ Λ ς ν υ έ , Η ν £ ΐ ' Ι Λ Ι ( · ν ^ ^ β·"-’-’ ^ λ . » ^ -- λ ~ · · · · * *

Ε ίνα ι απαραίτητο γ ιά νά όλο- τικοΰ έργάτη. Τό γεγονός αύτό ϊ- Μέ άξία ή δίχως Αξία, Ικανοί νά κείμενα, ούτε είναι σέ θέση Ακόμα κληρωθεί ένα σχολείο; σως νά όφείλεται στό ότι τό «φι· δώσουνε τή σφραγίδα τη® τέχνης νά μορφώσουνε μιά δική τους Αμι-

¿ τ ί ς δυό αύτές ¿ρωτήσεις, ή λολογικό πορτραΐτο» κινδυνεύει, κ« ί στά πιό άχαρα καί πεζά είδη. ρόληπτή κ ι' άντικειμενιχή γνώμη,συγγραφεύς άπαντά μέ τήν πιό σέ Ανάξια χέ’ριά, νά ξεπέσει στήν Μήπως τάχα στήν πιό πεζή καθη- "Α λ λα πάλι, άπό τά δεκατρία πειστική κατηγορηματικότητα, εύκολη δημοσιογραφία, μέ όλα τά μερινότητα τής ζωής ό Αασκαοά- .αύτά πορτραΐτα, χρησιμεύουνε γιά Τό σχολικό θέατρο ε ίνα ι μ ιά άν- £™ζήμ«* ¿«ακόλουθα, εϊτε καί στό τος δέν έδωσε τήν πνοή τής άσύν- νά σκιτσάρουν άδρα μια χάρο-

Α Γ Γ R , . · _ ? . . . . . _ 5 ο . V A i n n n © c M i m y · · α ι ι Λ ι A X Τ v i f t i A i N T l v n ©ΤΑ ε * ι f\C T Τ η Λ f f Α Α Ι Τ Α Ι Κ Ι ί Ι ·τιδραση στη σοβαρότητα,Ανάγκη της πειθαρχίας, καθηκοντολογία, γενικά,σχολείου. Δ ίν ε ι στό πα ιδ ί τήν μείωση. ’ 1 r Κοντυλάκης, μέ τίς όξΰτατες ίκα- ρόλο διαδραμάτισε στή φιλολογίαευκαιρία; τής δημιουργίας, έπι- Κ Γ όμως, τίποτα δέν εΐναι άνα- νότητές του, δέν τό Ανύψωσε στό μας), ή νά σατιοίσουνε μιά κα· βάλλει τή μετουσίωση τών ά- ληθέστερο άπ’ αύτό τό τελευταίο. έτ,ΰ*εδο τής τέχνης; τάσταση (όπως το πορτραΐτο το«πλών κα ί κοινών πραγμάτω ν σέ Τα φιλολογικά πορτραΐτα τοΰ Δ. Δέν χρειάζονται πολλά παρα- ’·<■>· Άρσένη, όπου σατιριζοντοαοι δημ ιουργήματα μέ μορφή καί Ταγκόπουλου, πού μέ τόσο ζωντα- δείγματα, ν ιά νά μάς πείσουνε λογιότατοι καί ή νεκρή κα&σρεί“ u * BocöiVi«m έννοια ίπ ίιίακ.νεΐ Υ · * τόν Αλήθεια αύτοΰ τοϋ κανό- ουσα). όλα ο.ιως έχουνε μ ιά συν.Τόν άνάνχη V . « Τόν i . w ™ τό Ι --------------------------------------------- - να. "Ε να ς πραγματικός καλλ.τέ- δετική γραμμή Ανάμεσα τους. πώ

νά θερμανει ένα ταλέντο κα ί νά yvnc. ένας Αληθινός δη.ηουρνός, τά κάνει ένα ένιαιο και άδων«· S e i« γ ^ τ°ΰ δώσει τή δυνατότητα ν ' άνα- σ’ δ,τ. κΓ «ν νοάψε., είναι *δύ- άσχετο J v γ ^

Προκαλεί την δική έργασ ία

* _ Χ ια διαμόρφωση. πχιίχθεΐι ^ δέν ε Ινα ι ένα άπλό νο(το' νά μή βάλει τή σφραγίδα *« ν σέ διάφορε® έπονές καί άπο- ·ε ι την ατομική και όμα- νεανικδ ξεπέταγμα Α λλά έχε ι τ7*ς προσωπικότητάς του καί τοϋ σπασματικα, καθώς ε^ιναι ννωοτό. -γασια, υπ: βοηθει τή συ- κό; ο . « ¿θ ύ τ ε ο ^ Βάση κα! ^ ταλέντου του. Μ ιά Ακόυα άπόδει- Κ ι αυτο τό συνο 'ο.εινα ι διαποτι· ·... ξ.·.Λ.-.___ ·. καποια ραιυυτερη υαση και πη- ... « -,,ίνη λ -,λ νηαταλνία καί ποιηοιινεργασία, έπ ιβάλλει έύθΰνες κα ί ξη ’ ίναΤ τΓ ώ ρ α ϊο “βίβλίο σμένο άπό νοσταλγία καί ποίηοη

συνηθίζει τό π α ιδ ί στήν πάλη, τό έσωτεΡ»Ι καλλιτεχνική ^ μβ ,,προστά μας. Ό κ.’ άπό υ.ά μεγά>ην (δεα, την tfiteσυνηθίζει άκόμα στό Αντίκρυ- συνγραψέας του δέν κΐναι ένας τυ- του δημοτικισμού, που κιν .ιτσισμα τοΰ ε λ έ γ χ ο υ κα ί τών έπικρί- Ή δλτ) &«χτρική δουλειά ά ρ - χαΐος έρνάτης τής πέννας. Ε ίνα ι Μέσα σ όλες τις σ ^ δ ε ς αυτοιι,το«

° V- τό ¿ φ ρ ά ζ ε ι μέ Ο π ε ρ η ^ ; ? Γ γ ^ Ά ^ ^ ο ° Χ^ Κο^ ίνας H Ä , π Τ ε Γ χ Ι Χ - ο ι άλλοι Α « Τ τό γενιά μας, ^ α π ε . ν * παραθέσω ενα μ,κςμικρό Α•I VC* ίνι )4V.Vi Γ * , , α «

χτηση των αυυορμητι- — ; ----> - -γ -τ— 1> *--λ~ τα ν«ιότη ιιας ιιέ τό ποσπασμα άπο τό πορτραΐτο τοϋσμων καί τών πρωτόγονων ένστί- 0πως ψαινεται, σημαντικήν έπι- τήσον ^ 0ώ„ιν0 gpvo Του. ΡΓναι Ψυχάρη, γ ιά νά χαταδεινθεΐ κο-κτων, Αναδ ίδει τήν Ανάγκη Τή^ τυχιος άφου παρακίνησε στην ¿κείνος .πού μέ τό χΰ->ώδες ταλέν- λύτερα μέ πόσην άναπη καί μέ πο-πειθαρχ ίας κα ί τής ύποταγής, έμφανιση πολλών άλλων, που ά- τ0 του ρκβμε ί ( ι νεοελληνικό λυοι- <” 1 κατανοηιτη μιλάει γ ια τό δη-τήν Ανάγκη τής άντάπόκριοης σέ ^λουθησαν. Δ ιαβάζοντας τα κα. κό ποίηση καί ποοχωρήσει ηέ άλ- Ι^ ^ ά ο ν α λ ημ ιά σύνθεση συνειδητών κα ί ά- ^ ’Ä^ R Kal τΚ κΡισε^ κα ι Μ·««, γ ιά νά ξεΦύνει από τόν κα- ^ ^ ‘δ ^ ^ α λ ο Γ τοΟ' Γένους,, συνειδητών άποιτήσεων. δ,τι άλλο δημοσιεύτηκε στο πε- κό έπ,σοοό της παράδοσης κβ ι νά νρ" φ1ειδ0καί οί «ότοηρο1 σκαππ!

Τά προσεκτικά αύτό καταοτά- Χψ * * αΤι<η! μας ^ Η ^ α η \ "? γενεά μας ίοΟ νεΤς» πιστεύανε, «ώ ςη 6 άοχαΐοςλαγμ α 'Τσης παρατήρησης καί ν ο Χ ω ν τ Τ δ η κ τ ί 'κ Γ ^ ΰ ? 1 ^ τ ό ά ν ^ ^ ό ο σ ε κ α ίΧ έ τα έ ε ό δ η - πολιτ-σμός θά ξαναγεννηθει κ' ό τόσης σκέψης είναι ή πεΐρα μιάς Ι ΙΣ . Χ' 5ηΚ Κ0 της ^ Τό έ;ονί> ν0:1 μόνο μεις θά γινόμαστε άοναιοι, άν xi

S Y p ^ ^ f a ^ Ä = ^ äv έεετ εΐ· M t· Ä l ?4:σε έδω κοΑέΦτα ^ ό ν ι α κα ι συ- ^ Sv. " E tS i τά ζωντανά π ν εύ μ α τάνεχιζεται_σ ly « άπό τά άθηναι- Ζ ή σ η Λ π ίσ η ς πολυγράφου^ - «άνω Από θάλασσες, κ.νήυατα τής Ε-φωπης νενήκανίικά σχολεία, τη Σχολή Αηδονο- Ι , σκέωη τής δ ίδος Νί· πέρα άπό χώρες, σέ μας ένας σΐειοος σχολαστ-κι-πούλου, μέ τή στοογική φροντι- r j Κ ® Τή τή ζ ο ιΔος Γίι σμός κ ένας μελοδραματικός πα-δα δυό κυρίως καθηγητών: τής σας _Α ψτιά κα ί τήν παροαηρη- (στηοικό καί μεγάλο. τριωτισαός. μ ιά γραμματική μω-δεσποινίδας Σόφούλη κα ί T«¿G fn *«χι την ήθογραφική Ικ α ν ό ς - "Ετσ ι. λοιπόν, τό νέο του βιβλ.ο, ροφ.λοδοξία. .κυοίου Δεστούνη της διδος Μ αρ ικας Χρυσοχοι- που Ιρνετα ι νά μας σκιανραφόσει »Δέν ύπαρχει άμφιβολια. ποκ οί

Ρ _ δου, όπως φαίνεται σ’ ένα «Σκ ια - τούς πιό χαραχτηριστικούς έκποο· λογιώτατοι πιστεύανε είλικρινά,Ή έκταση τή ς ολης δουλειάς ©ίτικο» έργάκι, έμπνευσμένο Από σόπούς τιις περασμένης γενιάς, πώς ό προσπάθειά τους εϊτανε κ«1

δέν περ ιορ ίζετα ι μόνο στό θέα- τδν Παπαδιαμάντη Περ·σσότεοο πΓτίηνει στά μάτια μας ιιιάν έντε- έθνικό καί σωστή. Δέν εϊτανε δ·ιως τρο. Αλλά εκτείνετα ι κα ί στό πε- ή λ ιν ώ τ ε ™ RXin«. τά Κά λ(Τ,<Γ ϊδιαίτερην Α?ία. Μέσα στίς ούτε έθνική, γ ιατ ί δέ φροντίζανεοιοδικό τοΰ σχολείου— ·«τό Σγο- 1 , · ■ V σελίδες του θ’ Ακούσουμε τόν γ ιά όλάκερο τό έθνος πασά ιιο-λείο atrc»— κα ί^ττίς άλλες έκδη- ? προσοντα αναπτυγμε- Ποιητή νά μιλά, μέ τόν τόσο ννώ- νάχα γ ιά τόν ήγετική του όλινσρ-i ,\~n ñ nA U nn < ΐ> «roo να ^ δεσποινίδες Ελ ισάβετ ρ,μι, κΓ άναπηιιένη μας νλώσσα, ν ί« καί «εριφρονούσανε τό λαό λω σεις που υποβοήθησε η προ- Βακαλοπούλου καί Φανήν Παπα- τό νεμάτη ζωντάνια, χυμό καί * - καί τά πνευματικά του δημιουρ- καλεσε: τή σκηνοθεσία, τή μου- λουκά, Σ τ ίς άλλες έκδηλώσεις, πλότητα. θά γαοοΰμε τό Ανεπιτό- γήματα (γλώσσα, ποίηση, παραδό- σική, τ ό χ ο ρ ό κ ο ί τό σκίτσο. Το· πού αναπτύχθηκαν γύρω Από τό δ^οτο βάθος της σκέψης του, τ ίς σεις, παροιμίες κ.τ.λ.), γ ιά «γραι- σο στή Σχολή, που έ^ει υπ όψει υέςττρο, ή συγγραφεύς Αναφέρει δΕύτατες παοστηρήσεις του. τίς κοβάρβαρα» προϊόντα τής δοο- της ή συγγραφεύς, οσο καί σέ xp y 0£>¿ ^που Αναδείγτηκε ή δε- «άντα Ακριβοδίκαιες καί σωστές λείας ' καί δέν εϊτανε σωστή, νκκί ά λλα σχολεία, πού δουλεύουν μέ σποίνίδά Τατιάνο· Ráool-,το r h «Ρίβεις του γ ιά ποόσωπα καΐ πρά- δέν μπορούσε μ ιά νεκρή γλώσσα τό ίδ ιο σύστημα ή θεατρική δ Χ · · Icrriov« Βαρουτη, τή nctfl τ ά fC Κ σ ; 6 λόνος νά γίνει όργανο ένός ζωντανοΰ «ο-λε,α κΓ άλεομ ό·ι ,^ ε ^ κ έ ς π^ύ μΤ ^ έρ.μηνευσαν παντα ¿ q πΛ(ητή, μ· όποιον τρόπο κΓ άν λιτισμοΟ. Τό έθνος άντίς νά φ«·. ^ ν χ _ . ί1® ίδ ια ιτερη δύναμη οΐ δεσποι- μάς δίνεται, είναι πάντα πολύτι- τιστεΐ, σκοτίστηκε παραπάνου' κι'

Α ναπτυσσοντα ιγυρω Από τό σχο- ν^ ες Ε ιρήνη Νουρουλά κα ί Ά - μος. Αντίς νά λυτρωθεί πνευματικά, 6πολ ικό θέατρο, είνα ι κοθαρή οη- λ(Κη Σταμουλη. Ο Ι οκηνογραφί- “Α ς μή νομιστεί ό'ίως. πώς έπι- βουλώθηκε χειρότεοα σέ μιάν όλε- μ ιουργ ια των παιδιών. £ς Χοΰ θεάτρου κα ί ο ΐ σχολικές νε·οώ τόν κριτικό τών «Ζωντανών ,θρια οότοπία. "Εχα σ ε όλότελβ

Τ ά συμπεράσματα, ή σκέψη ρεκλάμες τών παραστάσεων στά- Ανθρώπων», κινούμενος Από έναν Από τά πόδια του τό έδαφος τήςκα ί τό κάθε τι, πού έκτίθετα ι μέ θηκαν ή Αφορμή νά Φανεί ό ά£ ί- άπλό συναιοθηιιατισμό. Έ κ 'ίν ο πραγματικότητας καί δέ μποροότόση φανερή στοργή στό πρώτο όλαγη καλλιτεχνική διάθεση τών ιτο(* νά τονίσω κυρίως, είναι σε ουτε τά τωρινά νά κρίνει, ο&ημέρος τοΟ βιβλάκι, ύποστηρίζε- δίδων Κλέας Χ ^ ο / ο ίδ ο υ δ Τ ήοόσιαστ.κή ά ψ τοΰ βιβλίου, που τά περασμένα νά έχτιμήσει, oC« “ “ - ο · · « Λρυσσχυιοοο, α ε _λ_ι ΧΛή· ¿οιοτό μέ νοήτευσε καί τά μελλουιιενα νά όρνςκνωσει σκ4·*® λ ^ ° ! ν πς· ^σΛ, αρΐΚΓ?ς Πεν ' Μέ συνάρπασε. Γραμμένα μέ άπλό π ιμα κ·’ Αποτελεσματικά. Είχε Ν­ατό δεύτερο. Το δεύτερο αυτό θερ ιυδακη κα ί Ρ ίτσας Παπαθεο- κκ( έπιγραμιιατικό τοόπο καί δι- κιο ό Σολωμός, ό «έθνικός ποιφ μέρος περ ιλαμβάνει όρ ισμένα φίλου. ανθισμένα Από ένα έξοχο χιούμορ, τής», πού Οεωοοΰσε τό ίδιο έχ·θεατρικά έρ γ ά κ ια των μαθητρι- Ή γόνιμη ούτή δουλειά έξύ- τά φιλόλονικά αύτά ποοτραΐτα Αν- χθοούς τοΰ "Εθνους τόν κατοηιτηή ών, οσα ή συγγραφεύς έδ ιάλεξε ψωσε τή διανοητικότητα τών κο- θρώπων τής περασμένης γενεάς καί τό λογιώτατο». σάν τά πιό πετυχημένα καί τ ά ριτσιών, συνέβαλε δσο τίποτε άλ. «°ύ έσβησαν, δίνουνε πολύ παρα- Κ α ί λ ίγο παρακάτω: π ό άντιπροσωπευτικά. Ε ίν α ι φυ- λο στήν Ανάπτυξη καί τόν άνά- ττβτικά τή συνοπτικόν είκόνα μ ιάς «Ή προσπάθεια τοϋ Ψυχάρη εί· σικό πώς τό Αχολικό θέατρο, δ- δειξη τών καλλιτεχνικών κα ί δλάκεοηε έπογής της προπολεμι- τανε πραγματικά ίθνικό καί σ«·irrw wn·! ΤΑ _ c„,rtR,w-A τη . „«.,««. ·» καΛκιχεχνικων κα ι - -Η ε(5υλλιακή ζωή. 6 μποειιι- στή. Γ<ατι δέ ζητούσε νά φώτιση«ως κα ι το περιοδικό του σχο- πνευματικών τασεω ν-οπου υπηρ. σμός τών ,ότε πνευματικών Αν- τόν άνώτεοη τάξη τοΰ Έ«νους, μά λείου, δινοντοις στα κορ ίτσ ια τήν χοτν— κ ι έτονωσε τή σκέψη, τήν θοώπων. ή άννότητά του® καί ή όλάκερο τό "Εθνος. Ν ά δώσει στό ευκα ιρ ία της δημιουργίας τά παροτήρηση κα ί τήν κοίση τους. πίστη τους σέ όρισμένα (δανικά, λαό τό γλώσσα του τόν έθνική. Μέ παρακίνησε σέ μ ιά πολύπλευρη "Ισ ω ς, Ανάμεσα σ’ δλες αύτές οί Ανώνες γ ιά τή δημοτική γλώσ- τόνε λυτρώσει πνευματικά καί ή·:. δουλειά, στήν όποια λίγο-πολύ τ ίς προσπάθειες, τ ίς πα ιδ ικές κα ί σ®· δλα Ιστορούνται Από τή γλα- θικά, νά τόνε συγχρονίσει καί νάί1 συνεργάστηκαν δλα. Κ Γ ε ΐνα ι ά- Ασχημάτιστες - αύτές πού πέ- Φ^οό «¿wer τοΰ συγγραφέα, ποιη- tóye κάνει άξ ιο νά νικάε, t0ÍJ κόμα φυσικό, νά δ ιακρ ίνει κα- ρ«σαν. πού εΐνα ι κα ί πού θάρ- *ντρούς του στόν Αγώνα τής έθ«-'νεΛς Ώ £σσ Τ? ί Ι ^ μΐ£ Βρίσκετα ι κα ί κά τι μέ ^ ^ ν 0* - « i? κής έπικράτησης καί νά πήγαινα.νά -όν άναΛέοει h π ύ ννοα »ε^ ®εΤικίΙ έσωτερική 6Ú- μάς παρουσιάζει—Άλήξ. Παπαδ·α- σ τ* πλάι τών προοδευμένων λαόν,ίνά τήν ά να^ρει ή συγγραφευς ναμη, πού νά δημιουογήσει κά- μάντην Ίωάν. Κονδυλάκν,ν. Μέ- ν· 6κολουθάει πίσω πάντα!καί προκαλει τήν προσοχή του τ ι μεστώτερο, συνδυάζοντας τήν Sov Φιλήνταν. Λάμπρον Πορφύραν,αναγνώστη, των όποιων ή δου- ώριμότερη παοατήρηση καί σκέ- Γεοάσ. Βώκον. Κωνστ. Χρηστο.ιά- ούρ«Υός. Ηθελε ρεβαια να κερβν λ ε ιά ξεπερνά κατά πολύ τά δρ ια ψη μέ τό οόδινη παιδική φρε- νον, Λορ. Μαδίλην. Κωνστ. Καβά- οει μέ τό μέρος του δσο περισσό· τών μαθητικώ ν έργασιών κα ί σκάδα "Ε τ σ ι δ θαυμαστός αώ- φ,1ν· ’!«άν. Άοσένην. Στέ©. Μαο- τεοους μποοοδσε άπό τόν άνώτερη μπαίνει πολύ ή λ ίγ ο στά π λα ίσ ια τός Θεσμός τού σνολικοΰ θεά- " >' ' :>κ η ν · Δημ. τ^γκήπω-λον. Γιάν. τάξη τής 'Επιστήμης, τής Λογοπ- ^ ς τέχνης Α π ’ σύτό μπορεί κα- K , w ! , a S S r J r ü ψ ^ ά ρ η ν καί Νικ. Πολίτην - μά χνίας, της Διοίκησης, τής Παιδεί- ν ?!ς v T ™ , .« ,Γντ ίΓν , ' ? ν« Λλλο ^ 8 4 Ί « γ ‘Γ μ Λ 5ΐΚα4ωσ^ και γΓά όλόκληρη τόν έπονή τους, ας κα ί τής 'Εκκλησίας. Μ ά του»' νεις να σημειώ σει κ ι ένα άλλο α κόκα π.Α fi-r-κό κ·’ ? - « σκοπό Τ* ν Υ ήαο 5ιάφορη Α-τό τό οημε- δέν τοΰ έΦτανε. "Ηθελε νά κερ8ί·| προσόν του σχολικού θεάτρου, περισσότερο ουσ ιαστικ ''. ρ,νό. σει τό σκολειό. Κ α ί ιιέ τό okoXeiJÍ«ου μπορεί νά καλλ ιεργήσει κα ι Τ. Ν. Τ. Μερικά μάλιστα Από τά πορ- νά μορφώσει τό λαό καί τ ’ άνώ>Τ

m i m t Γ Ρ Α Μ Μ Α Τ Α .ΕΡΛΦδΐΛ n M H s ia n *ΟΡΟΙ 2ΥΝ&ΡΟΜ&Νί

ΕΣΟΤΕΡΙΚΟΪΙ ΓιΔ (να χρόνο (p q , IPO[iá (ξ ι μή**« * IM

E HÜTE PIKOY I Γι& iv« χρόνο Alpa t

"Υ*ι00υνος AuvOuvAk AHMHTPllZ «αΤΙΑΔΗΖ -Ελληνικό, A* Etaoie

ΑκυΟυνπις IvmypeNlo« ΔΗΜΟΖΘ. ΑΠΟΖΤΟΛΙΔΗ2 WA« 'ApwnwMK — (lupia«

na tó ικρι«χόμ£νο t&> βιαφηρί· Kuv τβ ιΝ, 6&ν (row κβίαιιΑ Νβόνη.

ΧΐφόγρβΟα, 6ιη·οοι«νόμ«ι>β Q βχι,Uv AouiTpíTCrvTau

Κάθε έμβασμα πρβ; τό πε- ρκόικό ν’ Απευθύνεται στόν X. ’Αντώ νιον Νικολόπουλβν.

Π Ν Ε Υ Μ Α Τ Ι Κ Η Κ Α Ι Κ Α Λ Λ Ι Τ Ε Χ Ν Ι Κ Η Κ Ι Ν Η Σ Η— Δ ια λ έξε ις τοΰ κ. Ν. Κ α ζα ντζά - — Ν έα β ιβλ ία

κη στήν Α γ γ λ ία . π ε ζ ο ζ λ ο γ ο ζ ,■Ο κ. ΚσξονΤζΟισις «ροσ«λή»η dn& Td . J 'AMnH. βΦ^ΛΝΑΚΗ ! «Κ * « « Λ»’

ÖROOpv tov τής Αγγλίας 0«ως, 2 ^ KeSft w ΠασΛΚΛ1· · °Χ·ΠΙΝΔΑΡΟΥ «ΠΡΕΔΗΜΑ

·— Α λλη λο γ ρ α φ ία

ΦΑΝΟΝ ΧΑΤΖΗΜΗΤΣΟΝ: Τό ξί-ιύλιγμβ νής Ιστορίας σας ναμίςοέ/μ* πώς &èv δ χ«· tou κανονικά. Tè ιέλος ΐης npô πάντων bev el ναι δ, ti $άηΐ»«ικ. “Ετσι, κείνος που τή θ«φάζει, (κίοβα ctea Könoio κ£Υ&. ·αίν<τίΐΛW W V , « H W n «U A r L « *Μ * r V y V A I U K u ( pr.KÜJl l u , *< i

(ni te, μήνες «ei μ«λ*4σ*ι την «νετ^βηκίι π «» . μιΛοτόρημβ, αχ. to, σελ. 226, δροχ- πως περιοι>«Αή«οπε νΔ γροψετε μιάν l<nç-καί φιλολογωςή κίνηοη φής οόγχ^ονης μ«τα. κολ^μιχής Αγγλίας. *0 κ. Κ αζβντζάκης βά δ<κΌ8ΐ ατά διάφορα άγ>Α.ικά καί <τκ<>> τικά Πα^πιοτήμια δήθ)λέ<€ζς γιά τήν ττνίυ- μαπική καί φιλολογική ζωή τής 4£λλάδας.

— Ή «Ασκητ ική» στά Α γ γ λ ικ ά “Οπως πληροφορούμαστε, ό πρεαρειιτής

τής Μ. Βρεττανϊας ΖΙρ ΣίΔνεϋ Ούαιερ- λόου, μετάφρασε σ ο: Δτνγλικά την « ‘Ασκη­τικήν τσΟ κ. Ν. Κάςαντζάκη, καί τήν βστειλε ήβη σ{ Άγγλο έκδότη. προλογι· Ι^ντας το ερνο μί μακρυά φιλοσοφικήν ά- νάλυση καί βιο*)-ροφία τοΟ συγγραφέα. ΓιΔ τή σ^μ^ολή ιοΟ πρει^ευτη της Μ. Βρετ- φανίας στό Νεοελληνικό Γράμιματα δά (νποροοοε κανείς νά γράφει πολλά. Σημαν­τικός ‘Ελληνιστής, (χει μεταφράσει στά άγγλεκά τή «Μήδεια» και τόν . ‘ Ιππόλυτον τοΰ Ευριπίδη, καί γενικά &χει ιιολύ έν6ια- Φερδεϊ κα! βοηθήσει κάθε τί σχετικό μέ τά •Ελληνικά Γράμματα, Ή ν ί« του αότή ερ-

μές 50.

— Περιοδικά «ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ», μηνιαίο φίλο-

λαγβκο ftc to6bKÓ. δ»ευθν>ηρήσ Μλ««α Καλ.

μ« iντρ έμφάν»οη καί &ιάφ»ο 8ς ένφι<χ £ρου<»δς αυν$ργαοτ4ς. Άπό τά Β£ Η£χόμΕν*άτ χον <τψ ΜβιώνουμΕ τά ποιήματα τών κ. Ά ·λχξίου. Xpoc. Μπιζάκη, Κ. Ταατσα^ωνάκη, Άν». Μνστα«ί6ΐ), Κ. ΚαρΟαίου καί Κλ. Μιμύκου, ποίημα τοΟ Ρουμάνον Γρ. Άλ*· ξαντρέσκου, μ« αψρααμενο άπό φόν κ. Άντ. Μυοτοβκίΰην, δηιματικό ^οΑγαρψκό, μετα· φρααμένο άπό ιόν κ. Γιάνντ)ν Βαα«λάν, μ€* λίτη τού κ. Άνβρέα Ζωγράφου γιά τον παλιό Kipfyia λόγιο καί ποιητή Μβιχ. Κα· λϊϊμε,ράκην, «Αρχαία Κρητικά Έπιγράμ- μοττα» τού κ. Χρ. Ν. Πέτρου, άρβρο γιά τό

Εγχρωμο Φίλίμ» τού κ. Γιώργου Άν«μο- γιάνψη, διηγιρματα φών κ. Μιχ. Πετρίύη, Μ.

pía, χωρίς νά βαοαννοττϊΤΕ γιά νά τής όώ* «et« τήν άρτιοτήτα τής τέχνης. Γιά τή γλώοα« κ*ά τό βφος αας πολύ λίγα έχουμε νά παροηΐ|ρήοουμ<. Γενικά- βρόσκψοτ« ο' §·

λογικό τκριοαοκο. ç»ei*ô«pia ^άλτια Καλ© «w καλό δρόμο, που πιστεύουμε πώς &ά λιγιάννη, 'Ηράκλειο Κρήτης. Έλάβαμε τό όδηγήοέι ούντομα σέ καλύτερα áreo*νέο τριπλό τεύχος, τοΟ ι«χνουαρίον—Map·' χtíoü, τοΰ περιοδικού ocároO, μέ έπιμελημέ* · ΜΙΛΤΟΝ ΧΡΥΣΑΝβΗΗ: Τό πβζογράφη*

μά σας «Ό κοαετά^Γιακο-ιμής πού χ& θηκε», δέ μπορβι νά όνομαοτεί διήγημα. Τού Xctaei ή δράση καί ό ρυάμός. Kt’ oute άκόμα, κα ορβώνετε νά οώοετε, έντελώς, τόν τόπο σας. Απλώνεστε δυσανάλογα στήν περιγραφή τοΰ περιβάλΑΛντός του ένώ τόν ίδιο δέν ιόν φω,ιζεΐδ κοκάλου. Kai to τέλος )ου etvai πολυ σκοτεινό και συγκε* χυμένο. Ή γλώοσα σας είναι καλή. 0ά· πρεπε άμως ν’ ΛποψΈύγετε όρβσμένες έξ«· ζητηιμό-ες έκμράοεις. Τό értídeto «κάδρεφ* τένιος», λόγου χάφη. «Ινατ άνν>παρχτο.

Κ. Ν. X. î Τό «’’Εγκλημα δίχως τιμω­ρία» δέν μάς Ικανοποιεί έν-ικλώς. Τό θέμα τον είναι Αρκετά κοινό καί τό γράψιμό ίου πλαδαρό και κάπως Απρόσεχτο. Λέτε, λό-

» Βασιλικό θέα τρο

ír t Βασιλικό ©ίαιρο παίξιεται γιά te- |<υι«ίσ εφόαμάδα -tó βυζαντινό Δράμα τοΟ ι Αγγέλου Τερζάκη «Σταυρός καί Γικχ· b. ΜΙ τίς δυό τελευ αάς αΰριανίς παρα- ικΐκις, τό Β. θέατρο τερματίζει τήν έφε- Ε»ή χεψερινή περίοδο τών έργασιών του.

-θέατρο Μ αρ ίκα ς Κοτοπούλη

Μέ Τήν Rn« πάνια όιατυχία έζακο>.οι- μ5ν ο! ταραστάσι ις τοΰ «Δόν 2οι·ά»» του ‘Οΐπά οπό θέατρο της κ. Μαρίκας Κοτε- κόλ|.

Ή κ. Κοτοπούλη, δπως είνα* γνωστό, όβχώρηοε τήν περασμένη Τετάρτη γιά έ Παρίσι.

γασία etvai τό δίχως άλλο μιά σημαντική Μηλολιδάκη icai U n k n o w n ·’ μελί η"«Ό . . . .συμβολή γιά τήν διάδοση στό έζωτερικό έρωτας στή βουλγαρική ποίηση» τοΟ κ. Υόυ Χ*ΡΊ: «Ένα αύΛΚίνητη μέ σπασμένατής νεοελληνικής λογοτεχνίας. Γιάννη Βοκπλά, « ‘Ημιάγνωστοι σελίδες τής ** Ι**τρα του», «Ποτίστηκα μέ θάρρος».

Κρητικής Ιστορίας» τοΟ κ. ‘ Ιωάν. Κριτσω- κ-λ-π., πράγματα πού δείχνουνε έκζήτηση — Συναυλ ία έργων Καλομο ίρη ιάκη. τό τέλος τοΟ δίπρακτου ο*ηνι«οΟ ΚΛ* ϊλλενμη γούσιου. ‘Από τό τοσο άλη-

* έργου «Διαχείριση» τοΟ κ. Μ. Βάλσα καί 9ινδ Κ<Α πηγαίο ταλέντο σας. περιμέ-ο.-μεΤής μελέτης «Ή Λώτζα τοΰ Ηρακλείου» έργασία μέ περισσότερες Αξιώσεις, τοϋ κ. Στέργ. Σπανάκη, τό άρθρο «Ό ΗΛ· Κ0ΥΡΓ1ΑΛΗΝ: Άπό τά δυο στι-Γπαιτε καί ή Νέα Ελλάς» τοΰ κ. Άλ. χουργήματα πού μας στείλατε, τό «Κυνη- Στάέμνετς. κριτικές τοΟ κ. Π. γιά τά γητό» είναι κείνο πού μάς κάνει νά πιστέ- βιβλία «Τά Μαλάβαθρα» τοΟ κ θρασ. ψουμε τώς έχετε κάποιο ποιητικό ταλέντο, Γταυράκη καί «Τά χελιδόνια φεύγουν» τοΰ ά6ιαμ*ρφωτο βέβαια άκόμα καί άκαλλι- κ. Άργη Κόρακα, κριτική τής κ. θάλειας έργητο. άγνό όμως καϊ πηγαίο, παρ' όσα ΚοΔΛιγιάννη γιά τό βιβλίο «Ταξίδι στήν άν ίθετα μπορεί νά σας βεβαιώνουν άλλοι. Ελλάδα» τοΰ κ. Παντελή Μτάστη. διά»ορα Γι' αθτό Ακριβώς σάς συνιατοΰμε νά ®ρον· φιλολογικά σημειώματα, παρακολούθηση τίσεττ μέ τή σχετική μελέτη, >ά καλλιερ-

Τό έριχόμενο Σόφβςττο, 20 Matou, δ συν* θέτης κ. Μανώλης Κ αλομοίρης δίνει στά « ‘Ολύμπια» συναυλία ϊργων του, μέ σύμ­πραξη τών ,κ. Map, Κ αλφοποΰλου καί ’ Αλεξ. Μαντζουλίνου, τής δ. Έλλης Νικο- λα^ου καί τών κ. ό. θεόλογίδη καί Ζαν- νή ΚαμηάΐΜ.

Τό ρόλο τής ‘Είλβίρας ύποδύεται άτό τήν ■φβπμέτη Τρίτη ή κ. Ρίτα Μυράτ, Ή

Πληροφορούμαστε ζεύγος Λώρη καί “ Ιδας . . . στή Θεσσαλονίκη, τήν έρχόμενη Παρασκευή 19 ΜαΙου καί ώραν 7 μ-μ-, στήν αίθουσα «Ήλύσια», μιάν ένδιοόφέρουοα συναυλία, μέ πλούσιο καί έκλεκτό πρόγραμμα.

’Λρώιή άνπάοττάστησε τήν κ. Μυράτ . . . , ,«έ ρόλο τής Δόνας Άννας καί ή ιέ« — Μ ία δ ιάλεξη γ ΐα Τόν Φίλυροί ■Δλάέκνιδα 6. Λουίζα Πόδηματά έμφανί·πηκε στό ρόλο τής Μαρίας, πού ύποδυό- Τήν περοχκμέΜη Πέμπτη, οπή σειρά τών άν κρίν ή κ. Άρώνη. _ διαλέξεων τής Εταιρείας 'Ελλήνων Λογο-

'Οέως «ληροφορούμέθα, ό κ. Μ. Σκου- τεχνών, έαρόκειτο νά μιλήσει ό Πρόεδρος ΒΟδης προσελήψθηκε είοηγηπής τοΟ δρά· "Ι^άλογΙσυ στό θέατρο τής κ. Μαρίκας Κο,

Συνα υλ ία ζεύγους Μ αργαρ ίτη»X . . ι β . τής πνευματικής κβϊ κςώιλιτ?χνικης ζωής’ V ^ U tá ταλέντα υάς, όντας |U£aioc πώς

ότι το κσΑ,Γΐιτίχνικο φρκ πάσιμαπο: άπό διάβοοςς ννάβιες νιά τήν μ«·νά«ά μ’ άΟτό τόν τ£>άπ<ο δά κατορ^ώ<«τ< «ς Μαργαρίτη δίνει βκδεοη οχηνογραψίας τοΟ *. Γ. Άνεμο- νά δημ»<*>ργή«€τ€ κάτι τό άρτιο. íjvviWyti Παοβοκίυη J λάΚ * »'V._rmtun mí-imav. tíγιάννη, και άλλες ένδιαφ^ρουυες ουνεργα* ΠΟΤΚΗ ΜΑ ΞΙ ΜΟΥ: Τό «Άχάριοτσ παι*

βίες. διά» είναι άρκ&τά καλογραμμένο καί μέ

ηηγαΙ« ονγκίνηση. Είναι, φυοικά, Ννα ιφ<^ τάλειο διήγημα, ηυυ λίγο μα&ηιι·κήν &κάεοη, μά τά χαρίοματά του tîvou ά* ^ιόλογα καί μάς κάχουν νά περιμέινουμβ πολΰ καλά ερτ> έργο»ία άπό σάς. ΠροΟέ· χεπε μόνο ν’ άηοφ^άγετε γλωσσικές άκρά» τητες, όπως. λόγου χάρη, «στ«ρ*έιβι*, άντλ «aiepeitai», κ.λ.«.

ΠΛΓΚΡΑΤΗϋ: &ρ(ακθ^ ^>ς δέν U· νότε τήν πρέπουσα προσοχή ο ήν έκεξεργα- çiee töv στίχων σας. ~Ετσι. ό τονισμός τους είνοβι σέ άρκετά σημεία λαθεμένος — μρλσΰμε γιά τοΰς έντεκαουλλαβοός σας. Χτό πρωΛ» σονέτ ο, ό γ* στίχος «çOÔ tc* τράστιχου δέν εΓα* σωστός. Καλύτερο τικά είνοη, ή « ’ΕΛ&ρομή» σας. ’Αλλά μχ! er‘ αύτό, καβως καί σ\ά άλλα, συναντοΰμ« τήν έλλειψη μιάς άληθινης ποιη ικής πνοής rai μιά κάποια πεζολογία, πού τοΰς κσηά· στρέψει τίς τνχάτ χάρες των.

ΚΛΣΤΑιΗ ΔΟΔΟΓνΟΥΛΟ Ν : Τά πεζογρα* ψήματά σάς δέν είναι οϋτε. διηγήματα, οΰτπ πεζοτράγουδά —άκτός ιή ffáotv.aoia» Ιοως —. άλλα κάη άνάμεσα στά δυό. Οπου Ol συγκινήσεις καί έντυπώσεις σας &iv teto* κοο' ε τήν εύκαιρία ν’ άποτυπωΦοΟν« σέ μιά μυρψή. Tû γράψιμό σας είναι 6μ<Αό καέ ψροντισμε,νο. Καταπιαστείτε. Χοιπάν, οέ πιά συν^τνικός έργαισίες, γιά νά δαπίμάσέτβ τίς Ικανότητες σας καί τό ταλέντο σας.

ΓΕΛ ΡΓ. Κ ΑΦΤΑιΜΤΖΗ Ν : Τά ποιήμ<ηά σάς έχουν καί ποιητική πνοή, ιοίςλειη&ι όμως ή τεχντκη άρτιότ^α. Τό μέτρο το-’ς χωλοτίνΐΐ στούς περισσότερους στί­χους. χασμωδίες άψβονες τά συνοδεύουν ά έ ô ρυβμός τους δέν κυλάει όμαλά. Προσέ· χετε, λουπά ’. περισσότερο, άν βέλετε ή πη­γαία σας διάθεση ν’ άποδώσει άνάλογους καρπούς.

ΜΙΛΙΑΝ ΡΟΖΙΔΗ : Πήραμε 'ό '>ράμμα σας. Τό τραγούδι σας τό Εγκρίνουμε καί τό δημοσιεύουμε σήμερα. Έχετε ταλέντο. Mtà και μάς ζητάτς τή συμβουλή μας, γιά &να προσωπικό σας ζήτημα, σάς τή δ4· νουμε : Άα<ολουδήοιοΐ< τίς σπουδές σας· Αύτό δχι μονάχα δέν θά σάς ¿μποδίσει νά έκδηλώσετε τόν έσωττρικό σας κόσμο, μά άντίβετα θά σάς ένισχύσιι, όπως θά σάς είναι iva όπλο και μιά δύναμη στή ζωή.

Α ΓΝ Ω ΣΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΕΓΓΡΑΦ Α(ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 12)

ΜΠόλη καί ό κ. Κάρολο© Κοϋκ δίυάπρος ■πηόθότης τοΰ Ιδιου θεάτρου.

■ 01 δοκιψές ΤοΟ πρώτου άρμα­τος θέυπιδος

Στή δροιματική σχολή τοΟ Βαοιλικοΰ θε- φου άρχισαν οί δόκιμός τών (μγων πού ’ φιοΐίλίόουν τό ρεπερτόριο τής πρώτης

«Ηοόεάις τού άρματος βόοπιδος. άπό τήν ί Εΐεφΐ| τοΰ σκηνοθέτη κ. Πόλου Κάτσέλη. U πβιχτοΟν τά παρακάτω δργβ : Σοάς-

»Όθίλλοςί, καί «"Εμπορος τής Β -of.· οβς>, Γκόγκολ «’ Επιθεωρητής», θ ’ Νήλ fhtm ΚρΙατηο.

^ , % λ ιοτάκης. ’Ιω άννης Κωλέτης. μ ά ς μ ι» 6θεν Οποπτεύω κα ί δτΤωςτής .Εταιρείας κ. 1 ^ " 'Μ<Αακά»ης^“ητά Τό Ε κ τελεσ τ ικόν Σώ μ α Ό Γενικός Γραμματεύς ήμτιορέσω.τόν ποιητή ρώμο «Λύρα. Πρός τό Ύπουργεΐον τών Έ σ ω - Ά . ΜαυρσκιαρδάΤος τη 23 7βρίου 1823. Έ ν Τρ ιπολ ιτζά

τερικών. * ο ο (ύπαγρ. θ . κολακοτρώνηςΆ νεγνώ σθη ή ύπ ' άρ ιθμόν 1908 Όλόκλη,ρη ή σειρά αύτή τών Γίνετ<χι μ ιά έΏΤαμελί,ς έχιΤρο.

—Μ ιά δ ιάλεξη γ ιά τό Βυζάντιο

«ρο στρώματα της κοινωνίας...». Μ’ αύτό τόν ζωντανό καί άπλό

φόκο άναλύονται τά μεγαλύτερα Περιηγητικ ζητήματα πού «Ηιασχόλησαν τήν

γενεά, κρίνονται και ¿¡pov

χαιολονική Εταιρεία, στή σειρά διαλέξεων Σ ’- *— V " 1_ / — . i w . A »-. πη γ ια να βρει TOV σαΤυρίστη.τής Εταιρείας έυςάντινών Σπουδών, γω μετά των έμπερικλειστω ν έγγρά . Πλατεία τήν προσπάθεια δλω νέ. μ ! ¿ννοαΦ ό rn c fl έπτααελήο αύ-όξαιροτικοΟ ό^ιαφέροντοςδιάλεξη μέ.^μα φων, κα ί έγνώσθηάαν περκττατι- κείνων ποοκοηχαν τό έγκλημα. Τίι ¿ ^ 'C T T · ‘ϊ ίη»Λ·>ονΕίή Äen»

“ * " ‘ θ ' τοΟ ¿ανάτοϋ του ‘Ο - Τή ν Ο χ τ * S n 3 W O ‘K iv lo o T E S T ^δικτφέως. στήγ Ακρόπολη ήτ<κνε ό Μαιμου- γραμματικούς τοΰ υπουργείου

Ε ις άπαντησιν ειδοποιείτα ι a n ρης, ό Παπακω στας κΓ ό Μητσας τό νΓ εν ικ ό Γρ α μ μα ίέ« : ...... - .......... - ____ έγκρ ινει καΑ τό Εκτελεστικόν Τριαντάφυλλου. Ο Γκουρας I - μ μ f ~ r * r

τ ί!ν γνώμην ^ Υ π ο υ ρ γ ε ίο υ , τό λείπε κείνο τό βράδυ. Ε ίχ ε δ- up μέ τή γυναίκα τοο οτραΐηγοΰ του ζον να κοινοποιηθη δηλ. δ ιά του τυ- μως τους άνθρώπούς του. θρησκείας,Καταβάν. που ή άν αφόρα τοΰ Έ π άρχου Ά - "Ε τ σ ι πρίν άκόμη ό έξω μότης Ή έπτοεμελής Επιτροπή η τ ις

θηυών, καί ή μαρτυρ ία τοΰ Ί α - όπλαρχηγός δώσει λόγο κα ι διωρίσθη άπό τό Σεβαστόν Συμ* τροΰ. σταθεί μπρός στό κριτήριο τη ς βούλισν τών Υπουργώ ν δΓ ¿Υ ·

τή 8 ’Ιουνίου 1825. Ναύπλιον Δικαιοσύνης, ρίχτηκε τα χαρά- γράφου τοΰ έξόχου υπουργείου (Τ. Σ.) Ό Αντιπ ρόεδρος ματα τής 4ης προς τήν 5η’Ιουνίου τήζ Α σ τυνομ ία ς, ΐν α εύρη 6 ιά

γγ ηκ α ς μποτασι άπό τόν Έ νετ ικό Πύργο κάτω τακτικώ ν έξετάσεων της τόν κα- (ύπογραοφαί): αναγνώ στης ' Σπυ- στό πλακόστρωτο Ιδοφος. τ °ύ έκλοομπροτάτου Άντιπρο»

ΒυξανπινοΙ καί Σταυροφόροι γκ<κ τοΰ Μωριά».

Ή διάλεξη ούτή συνοδευόταν μ’ (νδια- φέρουαες προβολές άπό παλιές χαλκογρα- φΐες. Ή έκλεκτή Λμιλήτρια έποίκιλε τή σειρά τών ιστορικών γεγονότων, μέ τό εί

— Ή «Γιορτή τοΰ Νερσΰ»

Άπό τό τμή α έκδραμών τής Ελληνικής ■ης καί τό έπαγγελματι-

ις σχολής τής δ. Κούλας Πρά- „_,„.ώνεται νιά αύριο Κυριακή καί

κροσμενη γενεά, κρίνονται και ώραν y t y μ,μ. στήν όχθη τής λίμνης τοΰ ΙΜΕΟθετοΰνταί άνάλογα, ώστε νά Μαραθώνα ή «Γιορτή τ«0 Νερού», μέ τήν ολοκληρώνεται ή είκονα τής προ- είικαιρία τής συιμπλή,ρωσης δέκα χρόνων β ί ο ι ι κ τ κ - ¿Trrivñr "F ra i ni «Zr.-iv. τήν κατασκευή του φράγματος. Τό«λεμικης εποχής, tta i, οι «Δων- κρ6νρο;(1)ία Μ tpio μέρη, βά ί«τε.«vo l «νθρωίΤΟΙ» οέν εΐνΟΕΙ μονοτχοε οΟν άπό τή οχοΚή της 8. Πράτσιχα, π€· θβ ώραίο βιβλίο, γραμμένο άπό ριλαμβάνει: α-» τ * ξωτικά τού vrpoû, *ρ-

έδρου όμ ιλήσαντα σατυριστήν, παρακάλεΐ δ ιά του παρόντος της

Μ ίση παλιά, ο ικογενειακές χ ισ τράτηγος άναψέρεται μέ μ ιά T T

Β ’ . Ο K O A O K O T P Û N H Z Κ Α Ι H Σ Α Τ Υ Ρ Α

^ γ λ ^ υ ρ / π έ ν ν ά Κ ^ θ ι ν ^ ^ βεντέττες χώ ριζαν τόν Κολοκο- του μετρημένη άναφορά ύπό τήν ^ ι γ ω ρ ό τ ε ^ ν Ι ρ ό Γ % ν ε ίς¿ιητη κΓ ένός έκλεκτοΰ στοχα- ^ ^ ^ ε ο ό ^ Ρ ^ / Λ ^ . Τ ε ΐ μ Τ ρ ο ς Ρμ1 , ^ ζ„ ^ 15 - ° Τ “ γ°° σσν- άν: ίπΡ ? εδ^ ς τόν οΐκάν έν?σΟθα Γενικής«η , αλλά είναι κι ένα χρήσιμο συνοδεία μικρής όοχήστρας τυμπάνων καί Μωρία. Τ α μιση αυτά δυ ιαμω του Εκτελεστικού στήν Ανω τα- γ \ρχι;γΡιιία® δλουο τoύc νοοπι* «οκουμέντο τής φιλολογίας μας, σαν καί ξάναψαν πιό πολύ ο ί κα- τη Ε ξ ο υ σ ία κα ι ζη τε ί τή λήψη ά- „ « .κϊσ τ«ύ πετά τοΰ Γ ε ν Ώ

«έψη του, έκτελεΐ κι’ αύτή τήν ύ* ΐηρεσία. Πράγμα πού τοΰ δίνει ά- ώμα μεναλύτερην άξία.

Γ. Μ. Μ Υ Λ Λ Ν Ο Γ ΙΑ Ν Ν Η Σ

ματεις του μετά τοΰ Γενικού Γραμματέω ς δ ιά νά έξετασθώ σΐ παρ’ αύτής πρεπόντως έπι τήν ά* νω ρηθεΐσαν ύπόθεσιν. τή 25 7βρίου 1823. Έ ν Τριπόλει

‘Η Έ π τα μ ελ ή ς Ε π ιτρ οπ ή (ϋπογραφαί)

Ά ν δ ρ έα ς Καλαμογδάρτης Δημ. Σαρλής Κ. ΠολυάδηςΠ οναγ ιώ της Ποππαδάκης Π. ’Αναγνώ στης Ραυτόπουλος Ν. Κάλλος.

* * *Τίποτε άλλο πιό θετικά δέν ξέ ­

ρουμε γ ιά τή σάτυρα τούτη. ΤόΈ ^ μ ν ^ ^ α λ « ^ δ ^ 4 ? « ^ ; νί τσ ι’ 1823 άγνωστοι σ^τυρ ί- λιον, καί ε ίς ’άπαντας τούς 'πολ ί- μόνο πού μικφοΟμε νά ύποθέσου-πώς τό φθινόπωρο πρόκειται νά KiwXot» y~"· - λ '- « » 1 * . « » » / » » Λ ---------τ ··■ « ν ------- « --------------- ■'« φιτμτι η τι A rwVT.mnr rviiTfi fiTrVUρήσ«ι τρία βιβλίο; τοι> : ενο: Ιστορικόδρόμο, μιά βιογραφία μέ μετάφραση ξένης τραγωδίας κι’ iva σύγχρονο μυθιστόρημα.

«ραγματικό άπόκτημα τής λογο- ^ χβ 5 . τοπινές βαθειές αίτιες. · «¿φασιστικώ ν μέτρων γ ιά τόν«χνιας μας, γ ια τό οποίο κάθε ε- Μόχθος. Πανηγύρι, προσευχή. "Εξοδος. Τήν κατσλυση τής Τουρκικής σατυριστή του.Γ ά ί χ ό ϊ ^ ά ^ ^ έ ν ” όφε?λεταϊ ^ έξουσ ίας π’ άκολούθησε στά μέ- Παραθέτουμε τό Ιστορικό εγ-ά ^ π λ ^ η τ ά του δέν δ έ ε τ α ι ^ χόρ6ων ρη έκεινα που έπικρατησε ή Ε - γραφο. Τό έγγραφο τούτο βρί-κάπως β ιασηκά - όλα ^εδόν^τά _ φωτονοοΜ>ική έκθεση πανασταση ήτανε ^ '/ κ α ι σ συ- σκετα ι στό Α ρχείο του Υπουρ-πρτραϊτα είναι γραμμένα έπίκαι- φωτ«ΥΡ«φ ικη εκυεαΐ) νεπεια νά δ ιαδεχτεί ή άναδειξη γειου της Άστυνομια_ς:ρα, γιά νά δημοσιευτούν σότν έτει· Τό φωτογραφικό τμίΜΐο της ’Ελληνικές σ^ίρΛρης Ελληνικής Δ ιοί* Ο ΑνΤιιτρόεδρος του Εκτελε· υλλίδες σ’ έφημερίδα - δσο στό Πίοιηγη-,κόφ Λ·%χης δ.οργσνών-ι ί-θίοη κησης. ότικοΰη τό βιβλίο αύτό άπευθύνεται ίο -^ά ^ ν^ώ ν^ν“η'ς.1“Λίς0^θοεοσέΤίι“ ! Γύρω σ’ αύτό τό σημείο άρχι- Πρός τό Σεβαστόν Συμβούλιον

«υρίως στή νεότητα, πού δέν κά- ά«ό ι»ς μένοι 15 Ιουνίου, ηά «άθ» σγε- ςτε ό άνταγω νισμός κΓ ή πάλη τών ‘Υπουργών,^ ά ν ο α ΐ« 0 ά λ ίά λδ Γ ± ° ^ σε,1, ^ ,ής Λίσχης· Υ ι® Τήν κατάληψη τής αρχής. Τ ά Α ί κατ’ έμοΰ λυσσώ δεις καί

αλλα διααει να υπει προσωπικά πάθη πλήθαιναν τώ- μαν ικα ί ύβρεις άπό δ ιάθεσ ιν 5η-Μ 'ά δ’ευκρίνιση ρ« κΓ ό Κολοκοτρώνης, οάν πρό- λαδή έχθρικήν τινός ή τινών ύ-

Κ « Γ τό ';^ ν ;ύ ρ γ Γ ο ? ιβ λ (< ;^ ’Βάρ: ,α^χ ίλεΓ-νά^η^ ί'^ου^Τώ ς Χ ' τ ^ ® “' ? ικ6;. βέν ΓΓ«ν_δυνα· παγορευομένας κα ί έΥ ν ράφως έ.νβλη, εκτός ^ου μσς ττροσψέρει τή ^ών διηγημάτων τοο «Άμ«ράν’ο:», ποΰ έ· ογτο στόχο τών έπι· κτιθεμένσς ο^νιοστως εγ ινσνχαρά νά έπικοινωνήσουμε μέ τή ^ δ ...τ2 <~.-1^δέν*^ .νΛ,ΰΧε ®^σεων των άντιθέτων τςυ, "Ε - πλέον γνω σταί κα ί είς τό συμβού.

ΚΛΕΩΝΟΣ ΠΑΡΑΣΧ 5Υ

ΜΟΡΦΕΣ ΚΑΙ ΙΔΕΕΣΒ Ρ Α Β Ε ΙΟ Κ Ρ ΙΤ ΙΚ Η Σ ΤΟ Υ Υ Π Ο Υ Ρ Γ Ε ΙΟ Υ Τ Η Σ Π Α ΙΔ Ε ΙΑ Σ

Γ ΙΑ ΤΟ 1938

Περιεχόμενα: Μορεάς, Γιαννόπουλος, Ν ιρβάνας, Βαλαω -

ρίτης, Σαίκσπηρ, Πολίτης, Κήτς, Μ αβ ίλης Σατωβριάνδος,

Σ έ δλα τά βιβλιοπωλεία.

ζουν τόν Κολοκοτρώνη τσουχτε- τας, ήμπορεΐ μ ’ δλα ταΰτα δστις Ηε ε ναι· ό τ ι ή σάτυρα αύτή ήταν ρά κα ί κυκλοφορούν πλατε ία τή θέλει καί πάλιν νά τά ς παρστη- τσουχτερή γ ιά τόν Αντιπρόεδρο, σάτυρά τους ταχοκολλώ ντας ρήση. Ό θ ε ν τό συμβούλιον πα· ό τι κοινολογήθηκε άκόμη γρα- την. Ό κ. Γιάννης Βλοχογ ιάννης ροηςαλεϊται νά κάμη πάσαν αύ· φτά τοιχοκολλημένη στά κεντρι- στήν « Ισ το ρ ικ ή του Ά ν θ ιλ ο γ ία » στηράν έρευναν νά εΰρη τόν ύ- κό μέρη τής Τρίπολης. Η σάτυ- γράφει γ ιά τό περιστατικό τοΰ- βρ ισ ΐήν μου δσον ταχέω ς εί δέ Ρα ^ Ρ Χ 'ζ ε π ιά νά έχει τή θέση το (σελ ίδα 202 άρ. 424). κα ί άδυνατεΐ νά μέ είδοποιήση τήζ «ττή δημοσιογραφία.

Πειροτγμένος 6 Γέροντας άρ- δ ιά νά κάμω κα ί έγώ τά ς δοκι- N IK . Ε. Κ Α Ρ Α Ν Τ ΙΝ Ο Σ

( i

Π ρ ο σ ε χ ώ ς σ τ ά « Ν ε ο ε λ λ η ν ι κ ά Γ ρ ά μ μ α τ α »

Λ Ε Ρ Μ Ο Ν Τ Ο Φ

Ό ΗΡΩΑΣ Τ Η Σ ΕΠΟΧΗΣ ΜΟΥ,,Ή ά ρ ι σ τ ο υ ρ γ η μ α τ ι κ ή ν ο υ β έ λ λ α τ ο Ο μ ε γ ά λ ο υ σ υ γ γ ρ α φ έ α ς

Γ Ρ Α Φ Ε ΙΑ

Πατησίων 8

ΤΗΛ. 30-461.

Α Θ Η Π Α Ι Περίοδος !

Π Μ Η ΦΥΛΛΟΥ ΔΡν

Άρ ιθ. φύλλου 128

ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΕΚΔΟΤΕΣ ΤΩΝ

Μ Α Ρ Σ Ε Λ Π Ρ Ο Υ Σ ΤΔΙνουμ.« rffittpa. τδ iefltepo μ^ρος

τής ιοδ 'A-npi ί'Λ>)ΐιιώ ά-ν « [ ΐϋ α στοί>{ γ&Χλοσ; ¿κόόΐ»». Τδ

itpopS ΐδν μ^γά/.ο γ-άλλο μυθιοτοριοτρίκρο Μιροέλ Πρ&δσΐ, δ- πο>ς tirv γνώ?(®9 δ ¿»δύτης too, δ Ι'χ»®τδν Γκχλιμάρ.

Δείχνοντας πώς θεωρεί γ ιά Α ­σήμαντες τ ίς έικτγγελματικές του σχέσεις, πού είχε μέ τόν Προύστ, κατά τά πέντε χρόνια πού προηγήθηκαν Απ’ τό θάνατο του μεγάλου μυθιστοριογράφου ό κ. Γκαλιμάρ, δέν θέλησε νά Α ­ναπολήσει παρά τόν Προύστ των ώρών τής πρώτης τους συναντή- σεως, δταν δηλαδή ούτε ό ένας ούτε ό άλλος δέν σκέπτονταν την συνεργασία, πού τόσο στενά θά τούς συνέδεε Αργότερα.

— Στή Μπενερβίλ— μού είπε — συνάντησα γ ιά πρώτη φορά τόν Μ αρ σέλ Προύστ, κατά τά 1904 ή 1Θ05. Αύτή ή πρώτη μας έπαφή έμεινε γ ιά μένα τό σημείο, γύ ­ρ ω άτι' τό όποιο μαζώ χτηκαν ό ­λες μου οί έντυπώσεις.

» "Ε β γ α ινα μέ κάποιον φίλο μου άπό τή βίλλσ, πόύ έκέΐνος είχε νο ικ ιάσει γ ιά τό καλοκαίρι, κοντά στό δρόμο τού Βιλλέρ, ό­ταν ε ίδα ναρχετα ι πρός τό μέ­ρος μας έναν άνθρωπο παράξε- νον, ά λλά χαριτωμένου παρου- σιαστικοΟ. Ή τ α ν ό Μ αρσέλ Προύστ, πούρχόταν πεζός άπ’ τό Καμπούργκ, γ ιά νά προσκαλέσει τό φίλο μου νά δειπνήσουν μ α ζ ί στό Γκράντ-Ό τέλ πού έμενε. ’Α ­γνοούσα ώ ς τότε τό καθετί γ ι ΟΛίτόν έκτός άπ’ τδνομά του. Α λ ­λ ά μέ κατάπληιξε ή εξαιρετική τρυφερότητα τού ματιού του, καί σήμερα άκόμα τόν ξαναβλέπω ά- κριβώς δπως τόν είδα έκείνη τή φορά μέ τά στενά κ ι’ άσχημο- κουμπωμένα ρούχα του, μέ τή μακρυά του μπέρτα τή φοδραρι- σμένη μέ βελούδο, τό πολύ μικρό ψάθινο καπέλλο του, πού φορού­σε πολύ χα μηλά στό μέτωπο, τούς ψηλούς του ώμους, τά πυκνά μ α λ λ ιά του κα ί τά κάταα^ονι- σμένα σκαρπίνια τρυ. Τό ντύσι­μ ό του αύτό μπορούσε νάνα ι γ ε ­λο ίο έκείνη τήν ώρα κάτω απ’ τόν ήλιο, ώστόσσ, όμώς, δέν ήταν δ ίχω ς κάποια " χάρη. Δ ιά κρ υ ες πάνω του τήν τάση γ ιά τήν κομ­ψότητα, ά λλά κα ί τήν πλέρ ια Α ­διαφορία γ ι ' αύτήν. Δέν ήταν κα. θόλού παραξενιά, έκκεντρικότη- τα, τό ότι έκαμε αύτή τήν κούρ­σ α μέ τά πόδια. Δέν ύπήρχε έ- κείνη τήν έποχή κανένα άλλο μέ­σο γ ιά νά περάσει τά δεκαεπτά χ ιλ ιόμ ετρ α που χώ ριζαν τήν Μ πενερβ ίλ άπ* τό Καμπούργκ. Ά λ λ ά ή προσπάθεια στήν όποια ύποβλήθηκε φαινόταν καθαρά στό πρόσωπό του. Μ ά ς άφηγήθη- κε τό μαρτύριό του, χω ρίς νά φ α ίνετα ι πώς νομ ίζε ι ό τ ι τό τα ­ξ ίδ ι έκείνο κάτω άπ’ τόν ήλ ιο τού καλοκαιρ ιού ήταν μ ιά τρανή ά- πόθειξη φιλίας. Μ έ τήν δ ια ίσθη­ση πού τόν διάκρινε, ένοιωσε τήν έπ ιθυμιά μου νά μ έ καλέσει

κι’ έμένα στό δείπνο, πράμα πού σ τις ύποχωρήσεις, πού ή φυσικήφο. Π ρ α γμ α τ ικ ά τό μυθιστόρη- δέν παράλειψε νά τό κάμει μ έ του έλαττω ματικότητα έπέβαλλε μ α έκείνο, τό: «Du côté de chez

μ * « μ » , καί U -πτότητα έξαιρετική. άκατάπαυστα ε ίνα ι σχεδόν ένα τή ς Γαλλίας», ά π ' τόν Φασκελ

— Ε ίχα τε τήν εύκα ιρ ία νά τόν τέρας», έγραφε λίνουα μήνες κΓ άπ’ τόν Όλλεντόρφ, γ ιά νάξαναδεΐτε κι’ άλλες φορές ίδ ια έποχή;

—■ Τόν ξαναεΐδα στό δείπνο, πού προσκλήθηκα κι’ έγώ, καί πού δόθηκε μερ ικές μέρες άρ­γότερα. Τό περίμενα μέ μ ιά ανυ­πομονησία, πού δέν μπορούσα νά εξηγήσω. Ό Μ αρσέλ Προύστ μάς ύποδέχτηκε μ ’ άπερίγραπτη εύγένεια. Ε ίχ α μ ε φθάσει πρώτοι κα ί μάς είπε τά . όνόματα όλων του των καλεσμένων. Μ ά ς περιέ* γράψε τόν καθένα καί μάς Αφη­γήθηκε τήν Ιστορ ία του, Ά λ λ ά προπάντων μάς μ ίλησε έκτεταμέ- να γ ιά τόν γέρο μαρκήσιο Ν... Τό πρόσωπο αύτό φαινόταν νά ένδιαφέρει Ιδ ια ίτερα τήν περιέρ­γ ε ια του κα ί τήν καλωσύνη του. Καταστρεμμένος, έγκαταλελειμ- μένος άπ’ τή γυνα ίκα του κα ί τά π α ιδ ιά του, υστερ’ άπό μ ιά ζωή πού τή γέμ ισαν ώς πάνω ο ί γυ-

Ό Μαροέλ Προύβτ (tiopipoito ιοδΖ. Μιτλάνς).

καααλήξει σ τ ις εκδόσεις Γκρασ- σ έ , δπου κα ί τυπώθηκε μέ έξοδα τού συγγραφέα, πριν ό κ. Γκα- στόν Γκαλιμάρ, πού έγ ινε κύριος τών έκδόσεων τής «Ν. Γ. Ε.», έ- ξασφ αλίσει τήν Αποκλειστικότη­τα τής έκδόσεως τού έργου τού Προύστ.

"Ο κ. ΓουσταΟος Τρόνς έξηγε ί κάπως τήν τυφλότητα τών μ εγ ά ­λων αύτών έκδοτων, έξηγώ ντας μου πώς ήτ<χν περίπου αδύνατο νά δ ιαβαστεί τό χειρόγραφα, πού ήταν φορτωμένο άπό σημειώ σεις κα ί διάφορα ά λλα άκαταλαβί- σ τικα σημεία. Τό τρομερό έκεί­νο θέαμα καί ό τεράστιος δγκος τών σελίδων έκανε τούς έπαγ- γελματίες αύτούς Αναγνώστες νά φοβηθούν.

Πολλές φορές στά γρά μμα τά του πρός τόν κ. Γκαστόν Γκα λ ι­μάρ, ό Μ αρσέλ Προύστ, μΤλάει γ ια τόν τρόπο του νά δουλεύει ή καλλίτερα νά διορθώνει τό έργο του, γ ια τ ί ο ί δεκαπέντε τόμοι τού

πριν πεθάνει. Ά λ λ ά έξω Απ’ αό. , Σ - άνο,ζήτηση του χαμένόυ και-..................................... τά * « Ρ « » ν α γ ια την κακή 0 στή'ν πραγματικότητα

. , . , του υγεία, ό Προυστ φανερώνει κ /· , ' „ „ . , 1ναικες κα ι τά χαρτια, μισοπαρα- σ· χ & γ ρ ά μμα τα / τ ίς ¿ ησ. γράφει σ τά 1912, οτοτν ειχε υπο-λυτος τώ ρα πλανιόταν σάν ναυά- σχολήσεις του γ ιά τό τελείω ιια βάλει τόν πρώτο τόμο στήν κρί- γ ιο μέσα στό Απέραντο έκείνο τού έργου του,— κι’ σύτό α ξ ίζ ε ι ση τών έκδοτων. Αύτά, τούλάχι- ξενοδοχείο. νά έξετασθεί άπό κοντά. στο, μου είπε ό φίλος μου, 6 κ.

— Μ έ δυό λ ό γ ια μ ιά μορφή Μ οϋρχετα ι στή μνήμη πώς ό κ. ΓουσταΟος Τρόνς. Ή μοναδική, προορισμένη νά μπει στήν οϊθου- Γουσταύος Τρόνς, τότε έμπορι- μά αξιοσημείω τη δουλειά τού σα τών πορτραίτων τού « Σ ' άνα- κός διευθυντής τής «Ν. Γ. Ε,», Προύστ. ύστερα, ήταν ν’ άλλά- ζή ΐηση τού χαμένου καιρού;» (Ν έα Γαλλ ική ’Επιθεώ ρηση), ξ ε ι σχεδόν δλο τό κείμενο.

— Άκρ.βώ ς. Ό Μ αρσέλ Προύστ πού έγ ινε ένας άπ ' τούς πιό ά· Ή συγγραφική του συνείδηση τόν περ ιέβαλλε μέ μ ιά ξεχωρι- κρ.βούς του φίλους, μού είπε πώς ήταν τέτο ια πού τόν περισσότερο στή προσοχή. Σ ’ δλο τό διάστη- ό κυριώτερος λόγος τής άδιαφο- καιρό του περνούσε συγγράφον- Ua τού δείπνου προλάβαινε όλες ρ ίας τών έκδοτών γ ιά τό μυθι- τα ς τό ρομάντσα του πάνω στά του τ ις έπιθυμίες. Μ ιλήσα με ' γ ιά στόρημα πεύ τούς παρουσίαζε ά δοκίμια. ‘Έ γ ρ α φ ε στόν κ. Γκα- τσξίδια... κα ί καθώς προφέρθηκε νεαρός συγγραφέας γύρω στά λ ιμάρ: «’Έ χ ω πάρα πολλή δου- σέ μ ιά στιγμή τό όνομα τής 1S12, προκλήθηκε άπ’ τόν τρόπο λειά, γ ια τ ί δέν μπορείτε νά φαν- Κω νσταντιπούπ 'λης, Ouuauoci πού Αταν γραμμένο τ * χειρόγρα-πώς έπσνέλ α β ε μ ιά ολόκληρη σε­λ ίδα Απ’ τόν Λοτί. θα ύ μ α ζα τή μνή­μη του. Μ έ κο ίτα­ξε χαρούμ ε ν ο ς καί σώπασε. ‘Έ ­τσ ι -γνώ ρ ισά έ· κείνο, τό βράδυ τήν περίεργη προ. ί σωτΗκότητσ τ ο ύ Μ αρσέλ Προύστ, πού ήταν. φτεια χμένη άπό εύγέ- νεια, παρατηρητι­κότητα,- κρυμμέ­νη καλωσύνη καί σάτυρά.

Έ δ ώ .ό κ. Γκσ- στόν Γ κ α λ ιμ ά ρ σώπάσε καί μέ παράπεμψε στ ί ς έπ ιστολές πού 6 Προύστ τοΟ έγρα. ψε άπό τά 1912 μέχρ ι τό θάνατό του.

Βρ ίσκει κανέ νας μέσα σ ’ αύ ές μ ιά .σαφή

πιβεβαίωση τ μαρτύ ρ ι ο υ . τοΟ Προύστ μπροστά

'Εργο 1 90 «eW-Ltt/rtt Λ. ΤΣΠΕΜΠΕ ΡΟΦ; «Ό âpoXPC n q9Ui0V0C «ιφτ «6Xsua»

ταοθε ΐτε πόσο φροντίζω νά μή σάς δώσω άσχη ­μα βιβλία. Κ α ί ξαναρχίζω γ ι ά τρ ίτη φορά τήν «Αίχμάλω τό» μου άπ’ τήν όποια δέν ε ίσα ι εύχαριστη- μένος».

Σ ’ , ένα ά λ λ ο γ ρ ά μμα ε ξ η γ ε ί τήν άνάγκη πού ένοιωθε νά δ ιορ­θώνει πάντα τά γραφτά του: « Α ­γαπητέ φίλε καί

• εκδότη, φαίνεστε πώς μέ κατηγο­ρείτε γ ιά τό σύ­στημα τών δ ιορ ­θώσεων μου. ’Α ­ναγνωρίζω πώς έ ­τσι μπερδεύονται τά πάντα. Ά λ λ ά όταν μού ζητήσε­τε ν’ άφήσω τόν Γκρασσέ γ ιά ναρ- θω υέ σάς. τό ξέ ­ρατε αύτό, γ ια τ ί δταν ήλθατε μέ τόν Κοπώ, έκεί- ^ος βλέποντας τ ίς ιορθώσεις φώνα-

«Μ ά ε ίνα ι ένα κ α ιν ο ύ ρ γ ιο βι β λ ίο ϊ. Λοιπόν Α­

ΤΟΥ ΑΝΤΡΕ ΡΟΥΜΠΟφοΟ έχετε τήν καλωσύνη νά βρί­σκετε στά έργα μου κά τι πού νέ σάς άρέσει, πέστε πώς αύτό 6- φ είλετα ι Αποκλειστικά στις προ­σθήκες πού τούς κάνω».

Σ ’ ά λ λ α του γ ρ ά μ μ α τα άσχο- λ ε ίτα ι μέ τό χρηματικό ζήτημα. Ά φ οϋ πήρε τό βραβείο Γκονκοόρ γ ιά χό β ιβλ ίο του «Στή σκιά τώ» κοριτσιών μέ τά λουλούδια», δι­απιστώνοντας τήν έπ ιτυχία τοδ- β ιβλίου έγραφε: «Δέν νοιώθσ κα μμ ιά ύπερηφάνεια γ ιά τό γε­γονός αύτό, γ ια τ ί ξέρω πώς συχ­νά ή προτίμηση τού κόσμου πφ. γα ίν ε ι σ τά άσχημα βιβλία. ’Ελ­πίζω όμως νά μού φέρει μερικά χρ ήμα τα ή έπ ιτυχία αύτή*. Καί' μέ πολλή δ ιάκριση ύποδεικνόα στόν έκδοτη του διάφορα χιμοα·' ρ ικά μέσα πού θά είχαν σάν άπο, τέλεσμα τήν αύξηση τή ς κυκλο­φορίας τού βιβλίου.

Κ α ί πιό κάτω: «Άγοτπητέ Γκ®·. στόν, αύτό τό απα ίσ ιο ζήτημα των χρημάτω ν μοϋρχετα ι πάντα.· στό νο.ύ σάν λάσπη, άπ’ τήν ό·; πο ία θάθελα νά πλυθώ μέ τό ώ-, δελφικό σας χέρι... Κ α ί ε ίμα ι βέ­βαιος πώς— κοντά στις πρακτικές1 σας συμβουλές— θά μού προσψέ- ρσττε μεγάλες ύπηρεσίες πληρώ·: νοντάς με .περισσότερο ».

Ο τρόπος αύτός ν’ άντιμετωπί·" ζε ι τ ά ύλ ικά κα ί έμπορικά ζφ, τήμοοτα δέν έπ ιτρέπεται μήπως γ ιά ένα συγγραφέα πού ή ψυχ» λογ ική του παρατηρητικότητα είνα ι δίχως τό τα ίρ ι της στά γ α λλ ικά γράμματα ; Ά λ λ ά δ Προύστ ήταν μήπως πραγματι­κά ειλ ικρ ινής δταν έδειχνε τόση ' άφ έλεια μπροστά στά προβλή·. μα τα τής καθημερινής ζωής; Εί>· να ι πολύ λ ίγ ο πιθανό. Ή στάση ; του αύτή Αποτελούσε μέρος τής ■ ανεξάντλητης εύγένειάς του. ’Λ- : κριβώς δέ ούτή ή εύγένεια ήται. τό φράγμα, πού παρενέβαλλε με.-. τα ξύ αύτού κα ί τής κοινωνίας. Δέν ήθελε νά ποοδώσει κανένα μυστικό τής ζωής του κα ί κα· τάφευγε στήν εύκολία τής κο­σμικής συμβατικότητας, τής ό­ποιος ο ι τύποι Αποτελούν έναν τόσο θαυμάσιο τρόπο Απόκρυψης κα ί ύποκρισίας- έκεΐνοι πού θέ­λησαν νά τόν κρίνουν άπ’ τις φαινομενικότητες τής παραπολίι ο.αφ'νάτης λεπτότητας του, κιν­δύνεψαν νά διαπράξουν σοβαρό­τα τα σφάλματα.

Ό πραγματικός Προύστ είναι ό Μ αρσέλ τού «Σ’ Αναζήτηση τού χαμένου καιρού»: είναι ό &·.

γρ ιος κΓ Αμε ίλ ικ τος μάρτυς μέ τ ’ ατσαλένια μάτια, πού άνάλυ·.

,σε μέ μ ιά δύναμη, καί άναισθη-, σ ία σοφού μ ιά κοινωνία στ κο· τάοταση Αποσύνθεσης κα-τοψρονούσε καί μισούσε, βέβσια, καί τής όποίας έκαμε τόν πιδ σκληρό πίνακα πού έγ ινε πεΓέ.

Κ α ί σκέπτομαι: μήπως άπ’ τό φόβο νά διαπεράσει τό άληθινδ κσ ί τραγ ικό πεπρωμένο τής με­γαλοφυούς κα ί δ ιαβολικής αύ· τής ύπαρξης, πού δέν έζησε πα­ρά γ ιά νά δώσει στόν κύσμο μιά άπ’ τ ίς πιό π ιστές εικόνες του, ό κ. Γκαστόν Γκαλ ιμάρ άποψεύ- γ ε ι μέ προσοχή νά τόν Αναπολή­σει άλλο ώς παρά σάν ε ν α ν άν­θρωπο Αξιαγάπητο κα ί μαγευ­τ ικά χαριτωμένο:

Α Ν Τ Ρ Ε Ρ Ο Υ Μ Π Λ