panait istrati - Νεραντζούλα

145

Upload: llouka

Post on 16-Apr-2015

155 views

Category:

Documents


12 download

DESCRIPTION

Μυθιστόρημα

TRANSCRIPT

Page 1: Panait Istrati - Νεραντζούλα
Page 2: Panait Istrati - Νεραντζούλα

Nicolae Tonitza (1886 - 1940) Ή Νίνα στα. πρά.σινα Λάδι σε χαρτόνι 0,593 χ 0,490 Μουσείο Zambaccian

Page 3: Panait Istrati - Νεραντζούλα

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΓΝΑΤΙΑ ΑΡ. 7

ΣΕΙΡΑ Α. ΑΡ. 3

Page 4: Panait Istrati - Νεραντζούλα

ΡΑΝΑ:Ι'Τ ISTRATI/NEPANTZOfAA

Page 5: Panait Istrati - Νεραντζούλα

'Ί'πεύθυνος έκδότης, Γ ιωργος Κ άτος 'Ί'πεύθυνος πιεστηρίου, Δημήτρης Μπουρης 'Ί'πεύθυνος βιβλιοδετείου, Γ ιωργος Δ εληδημητρίου Μακέτες, Δημήτρης Κ αλοκυρης Γενικη έπιμέλεια, Νίκος Ύ φαντίδης

Page 6: Panait Istrati - Νεραντζούλα

panait istrati

ΝΕΡΑΝΤΖΟΥΛΑ

ΣΕ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΛΑΖΑΡΙΔΗ

ΕΓΝΑΤΙΑ,1971

Page 7: Panait Istrati - Νεραντζούλα
Page 8: Panait Istrati - Νεραντζούλα

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΌ

Page 9: Panait Istrati - Νεραντζούλα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Πέρασαν πολλα χρόνια άπο τότες πού ζησα στην 'Αλεξάντρεια, κάμποσους λιόλουστους χειμώνες. Και μ' δλο που οί άναμνήσεις έΥείνης της έποχης δεν εΙναι πολυ χαρούμενες, πώς να μη μ αγεύομαι, πώς να μην άγαλλιάζω άπ' τις σπάνιες έκείνες στιγμες που άναποδογυρίζουν την κούπα της όδύνης και μας ποτίζουν χαρά, τόσο που ή καρδια πάει να σπάσει ; Και μ α το ναί, στην πολυδάσανη ζωή μου, γνώρισα και τέτοιες στιγμές.

(ο χειμωνιάτικος ηλιος της , Αλεξάντρειας, ό με­

σογειακος της ηλιος μου τις χάριζε. Για χάρη του, για χάρη της Μεσόγειος και της πε&υμιας πού 'χα για τη ζωή, δεχόμουνα το άψυ πιοτο της πίκρας που με κερνουσε ή μοίρα στο ΊJδιο ποτήρι. ΤΟ δεχόμουνα γιατι ενιω&α πως ή ζωη λυτρώνει έκείνους, που ά­πλώνουν το χέρ ι μονάχα προς τον ηλιο.

Με λίγες ώρες φωτερες μου πλέρωνε ή μοίρα μια μέρα δουλειας χωρις γλύκα, μά 'γω εκανα πιο εντο­νη τη δόση τούτη της εύτυχίας, αύξάνοντας &ελημα­τικα το πιοτο της πίκρας στερή&ηκα ενα σωρο άνα­γκαία και χρειαζούμενα πράγματα, για να δροσίσω καλύτερα τα μάτια μου, στο φέγγος που πλημμυρά­ει, στον ούρανο που &αμπώνει και στην ξαπλωμένη Μεσόγειο. Κοντολογίς, ημουν κακος έργάτης. Πα­ρατούσα τη δουλειά μου χωρις καμια δικαιολογία, μόλις μ ια μύγα με περ ίπαιζε, κα&ως -μπορούσε αύτη ν' άπολα6αίνει τον ηλιο.

Τ, " δ ' " " " λ οτες, με την καρ ια γιοματη απ αυτη την ιπο-

ψυχία, που οί αν&ρωποι χαίρονται να τιμωρούν, ε-

9 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 10: Panait Istrati - Νεραντζούλα

φευγα ... εφευγα, γισμάτσς λευτερια κι άδεισς ά πο ελπί δα.

τα πόδια μσυ, 6αρεια κι αυτα ά πο τόση ά κρι6σ­πλερωμένη ευτυχί α, μέ φερναν πάντα στα περί χωρα της 'Αλεξάντρειας, στο Ράμλε, ό παυ&ε οί 'Αφρικά­νικες φσινικιές, ά γναντεύσυν πάν' άπ' τη Με.σόγεισ, τις ά δερφές τσυς, τις σκαλωμένες στις Κυανες ' Α­κτές, στα Εύρωπα·ίκα Ράμλε. ΤΌ 'ίδιο πέλαγΟ' τις χα­δεύει και τις χτυπάει. <ο ηλιος, ά νσιχτσχέρης κα&ως τον ξέρσυμε, τις λσύζει με τις ϊδιες ό ρμητικες ά χτί ­δες.

Στο Ράμλε ύπάρχσυν μεγαλόπρεπα χτήρια, κα­&ως σε κά&ε μαγικη χώρα, οπσυ σί πλσύσισι ζητάνε ν' ά πομσναχιαστσυν για να χωνέψσυν μόνοι τσυς , " Μ ' ' Θ ' Ι!. λ ' , την καχεκτικη χαρα τσυς. α ΤΟ' .. εσ, u επσντας

τσυς να 6αρυ&υμσυνε τόσΟ' ά ξισλύπητα πάνω στις ταράτσες, σα γεύσνται το μι'σητό τσυς τί πστα, κατα­λά6αινα, γιατι ή ζωη ητανε τόσΟ' αύστηρη με την ά­χαριστί α της, σ' ενα φτωχο σπως εγω και τσ/ψσυσα, , , � " , , - , , �, γω σ φτωχσς, να σιμωνω σε τσυτες τις ταρατσες σ-

Ι!. 'ζ • λ ' " " πσυ στσιuα σνταν οι π συσισι, στσυς τσπσυς αυτσυς σπσυ ό ναργιλες κι ό καφές, τα γλυκά μσυ τα πά&η, πλερώνσνταν με τψες ά πρόσιτες για το πσυγγί μσυ. Μα τί πστε ά π' δσα πεθύμησα στη ζωη μσυ δε στά&η­κε ά σί μωτσ· πσλλες φσρες πλέρωσα τις χαρές μσυ με το αΤμα, το νόμισμα αυτο πσυ οί Τράπεζες ά γνσ­συνε και πστε δε &α λυπη&ω γι αύτό, γιατι τέτσια η-

' λ " ' , - " , f: " ταν τα συτρα μεσ τΟ' φως, πσυ με καναν ικανσ ν ά ντέξω τα σκστάδια της ύπαρξής μσυ.

Για ενα καφε κι ενα ναργιλέ, στο Ράμλε της ' Α­λεξάντρειας η στη μεγάλη πρσκυμαί α της Σμύρνης, για μια ωρα ονεί ρσυ παναπεί, πσύ 'τανε ζωή μσυ σ­λη τη μέρα, κάπστες κι σλη τη 6δσμάδα, εκαμνα πάν-

, , , -Q' ' Ρ ' 'λ" δ ' τα σα τσν αγαυσ ΤΟ' συμανσ, πσυ εει ΤΟ' ημστικο τραγσύδι:

10 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 11: Panait Istrati - Νεραντζούλα

'Όλα του καλοκαιριου τα κέρδη τά ' φαγα μονοβραδις σιμά της.

Μ'λ ξ'δ ' , δ ' λλ' " -Q' α ιστα ο ευα' πρεπει να ωσεις πο α, αν υες νά ' χεις πολλά. Κι αύτο γί νεται αύτόματα, ά πο μό­νο του &αρρείς και χωρις κόπο κανένα. Μα το ζήτη­

μα δεν είναι τουτο. Δεν ά γαπας το φως, χωρις ν' ά γαπας σύγκαιρα

και ταυς ά ν&ρώπους. 'Όχι δλους τα υς ά ν&ρώπους ά ­νεξαίρετα. Κανεις δεν τους ά γαπα δλους, μήτε κι ό Χριστος τους ά γάπησε g"VaL ά νόητα. ' Αγαπάμε δτι μας μοιάζει σ' απειρες ο ψεις άγαπάμε σύμφωνα με τις πε&υμιές μας.

"Ε ' , , , Ρ' λ ' , , ν απογιομα, στο αμ ε, σε μια ταρατσα στοι-

βαγμένη ά πό ' να ά διάντροπο ά ν&ρωποσωρό, είδα ε­ναν αν&ρωπο. Με είδε κι αύτός. Kι εύ&Uς ψυχανεμί ­στηκα τι ζητουσε ' κεί, τι κοιτουσε, τι αΙσ&άνονταν. Και ' κείνος δμοια ενιωσε δλα τουτα για μένα και πο-λ' λ' , '" ξ' , υ κα υτερα' μαντεψαμε μεσ τις αστερες ματιες μας την χρωματια τω ν πό&ων μας το &άμα της ό -

, , μοιοτητας μας. Αύτο δε συμ6αί νει, να πείς πάντα. Συχνα διατι­

μόντας τους ά ν&ρώπους, επεσα εξω στα μισά, μα ποτε σ' δλα. Μα δσο ά πατουμαι, τόσο αύτο ά ξί ζει, γιατι εδω δε μπορεί να πρόκειται, παρα για την 0-μορφη τη ζωή, την κα&άρια σα το νερο της πηγης και ισχυρη σα τον κεραυνό.

' Α γαπω τον αν&ρωπο, δταν κλεί νει 6α& εια μέσα­&έ του, ά πο γενν εσιμιου του, το πά&ος της φιλί ας. 'Α γαπω τη γυναίκα δταν το αΤμα της κοχλάζει ά π' το ερωτικο πά&ος. Παραδί νομαι σ' αύτους χω ρις παζάρια. Αύτο κοστί ζει ά κριβά, μά ποτες οί ά πογο­ητέψεις που δoκ�μασα δε λιγόστεψαν, μη δε &α λιγο­στέψουν το ποσο τω ν πε&υμιω ν μου.

Με τη λύσσα του παίχτη, αναζητω παντου την τύ-Π 'ζ , -Q ' 'δ ' χη μου. αι ω παντα υανασιμα παιγνι ια, γιατι πε-

11 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 12: Panait Istrati - Νεραντζούλα

ριφρονώ την τσιγγουνιά. 'Άμα άπατη-&ώ, δε χάνω τίποτες χαμένος εΙν' ό 6λλος.

Δε χάνεις σα δίνεσαι όλάκαιρος. ΕΙσαι σα τον 11-λιο που ξοδεύεται, γιατΙ παρ�δίνεται χωρΙς επιφύ­λαξη, χωρΙς εκλογή. Κι οχι σα τους πάγους που λυ­ώνουν πάλι μόνοι τους. Μα σα κερδίζω κατακτώ ε­να -&ησαυρό. Μιλώ για το πάίtoς της φιλίας, γιατΙ το πάίtoς το ερωτικο είναι σα την ά-στραπή· β ίαιο καΙ χωρΙς διάρκεια.

Ν , , Ι 'Ι" , " � , " α, πως 'ε ν η παστα μου και πως εκεινη π αγα-πώ. Δεν εΤμαι χολιασμένος. Μήτε κι οί καλοί μου φ ί­λοι. Κι ό Μάρκος, που τον ενιωσα καΙ μ' ενιωσε σε λιγότερο χρόνο άπ' δσο μας χρειάστηκε για να κα­πνίσουμε τους ναργιλέδες μας, τη μ έρ α εκείνη, στο Ράμλε, ό Μάρκος στά{}ηκε ό πιο εύτυχ�σμένoς άπ' δλους.

�o κουτός ! Θέλησε στην άρχη ν' άντισταίtεί. 'Ωσ­τόσο ενιωσε πως ηταν άνώφελο, γιατΙ ή άνάγκη ν' άγαπας καΙ νά 'μπιστεύεσαι τα ονειρά σου, εΙναι πιο δυνατη στους ίtερμoυς άνίtρώπoυς, άπ' τη σεμνότη­τα που 'σ' άναγκάζει να κρύβεις τΙς πληγές σου. 'Ή­ίtελε νά 'ναι επιφυλακτικός, σαν ανίtρωπoς του κό­σμου, σα κακομοίρης ανθ'ρωπος του κόσμου, που μα­σουλάει χορτάρι, πίνει νερό, κάνει ερωτα σα μα­λάκιο καΙ κρύβει δλους τους πόνους του. ΚαΙ 'κείνο τ' άπόγιομα της αξέχαστης συνάντησής μας, ό Μάρ­κος με προσπέρασε, σοβαρός, χωρΙς να μου δώσει το ελάχιστο κουράγιο καΙ προχώρησε . . .

Σαν ανθ'ρωπος του κόσμου. ΤΟ λυκόσκυλό του τον περ ίπαιζε με την ξέχειλη

χαρά του· του ζητουσε ενα λιίtάρι να του ρ ίξει μα­κριά, μακρια οσο μπορουσε. �o Μάρκος σκεφτικός, με τα χέρια δεμένα π�σώπλατα, λ ίγο σκυφτός, βολ­τάριζε στην άκρογιαλια καΙ δεν άποκρ ίνονταν στην άγάπη του καλύτερου φίλου του. Δε με ξεγέλασε ή αδιαφορία αύτή. Τον άκολού{}ησα πολυ ωρα άπο

12 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 13: Panait Istrati - Νεραντζούλα

' δ ' λ l " Ι μακρια, ιακριτικος, με ετωντας προσεκτικα το προ-σωπο του φίλου που επρεπε ν' αδράξω. Και μια μέ­ρ α σου τον τσάκωσα. Πώς ; Αύτο είν' αδιάφορο.

Και τώρα ξεχάστε με μένα. Δε {}α γίνει πια λό­γος για την αφεντιά μου. 'Ακουστε την Ιστορία αύ­τή, πού γινε σε κάποιες γωνιες της γης, που οί πε­ρισσότεροι απο σάς δε {}ά 'χουν μήτε ακουστά.

Είναι ή ίστορ ία που μου δ ιηγή{}ηκε ό αν&ρωπος που ανακάλυψα σε μ ια εξέδρα, στο Ράμλε της Ά­λεξάντρειας, ενας αv{}ρωπος που αγαπουσα χωρις να ξέρω το γιατι και που μου σπάραζε την καρδια μέ 'κείνο το εϋftυμo ρωμαίικο τραγούδι :

Κάτω στο γ ιαλό, κάτω στο περιγιάλι, Ν εραντζούλα φουντωτή. Πλέναν κι άπλωναν Ν εραντζούλα φουντωτή.

1 3 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 14: Panait Istrati - Νεραντζούλα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΤΤΕΡΟ

Θ ά 'μουν α πια δεκάξι χρονω, οταν ό πατέρας μου αγόρασε ενα σπιτάκι της 'Εοραίικης, στη Βράιλα. Μετακομίσαμε στο αψε σιοησε την αλλη κιόλας μέ­ρα. 'Ήξερα πώς, κα&ως πάντα, το σπίτι αύτο δε &α το οαστούσαμε πολυ καιρό, γιατι ό πατέρας μου αλ­λο δεν εκανε παρα ν' αγοράζει σαραοαλιασμένα σπί­τια, να τα έπιδιορ&ώνει και να τα πουλάει σ' οποιον λάχει. Αύτόταν περίπου το έπάγγελμά του και μάλι­στα πολυ κερδοφόρο. Και της μάνας μου ή δουλειά, δ ιόλου να πείς κουραστική, ηταν ν' ακομπανιάρει τον πατέρα μου στ' ατέλειωτα παζαρέματα, την ωρα που μια δούλα φρόντιζε για το σιγύρ ισμα κι εψαλε τα μύρια οσα στους έργάτες που έπισκεύαζαν το σπίτι.

Και μέσ' σ' αυτούς, ή δ ική μου δουλεια ηταν, να τρέχω στο καπηλιΟ. της γειτονιας, να φέρνω μποτί­λιες κρασι για τους δ ικούς μου και τους πελάτες τους, που το «ρουφουσαν» κανονικα κι ολο μίλαγαν για «οικίας προς πώλησιν» και «οικίας δ ι' αγοράν» . Για να δ ιασκεδάζω, λοιπόν, έγω ό καλός σου, ερι­χνα ασοέστες μέσ' το, πιάτο της δούλας μας κι άλάτι μέσ' το σουοα των χτιστάδων κι ολος ό κόσμος φουρ­κίζονταν· ετσι γ ίνονταν οσο νά 'ναι κάποια ποικιλία μέ<σα σ' δλη αυτη την ανακατωσούρ α. Συνάμα μου αρεζε να γυρ(ζω στους δρόμους και ν' αμολάω τους μεγάλους ,αετούς μου, ξεσκούφωτος, με το πουκάμι­σο ανοιχτο ίσαμε τον αφαλΟ. και πάντα μονάχος.

Μάλιστα μονάχος και μη σας παραξενέοει, γ ιατι μ' δλο που δεν ημουνα δειλός, μήτε αγρ ιος, να πείς, φοΟόμουνα τις πέτρες που σφεντονουσαν τα χαμίνια,

14 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 15: Panait Istrati - Νεραντζούλα

, " , ' " " , 'λ ' απ τη μερα που μια πετρα με χτυπησε στο κεφα ι και μου τό σπασε. Γι' αύτο το λόγο κι ϋστερα μάλιστα " " , λ ' " re. ' ακομα απ την τε ευταια μας μετακομιση στον ευραι-ικο μαχαλά, οαστήχτηκα μακρια απ' τα παιδια της καινούριας μας γειτονιάς. Αύτα αν και ηταν tE­οραιόπουλα - που σημαίνει : δειλα κι άκίνδυνα -δε τους ελειπαν οί εύκαιρίες να μου σπάσουν το κε­φάλι, γιατι άκρtοως έξαιτίας της δειλίας τους, τα μικρα Ρουμανάκια, δε δίσταζαν νά 'ρ{}ουν 'ίσαμ' αύ­του και να τους οαρέσουν μέσ' τα 'uδια τους τα σπί­τια. Με τους κόρφους και τις τ'σέπες γιομάτες μυτε­ρα χαλίκια, χύνονταν στους δρόμους κι άπ' το πρωι μέχρι το οράδυ, τα χαλίκια δ ιάγραφαν εύ&είες και καμπύλες στο λουλακι ούρανό. Πολλες φορες τα δε­χόσουν πάν' απ' το φράχτη, μέσ' την είρηνικη αύλή σου. Γ' " , , _Cl 'λ " , ι αυτο αναγκαστηκα, υε οντας και μη, να στε-ρη{}ώι, τότες μιαν εύχαρίστηση, που δοκίμαζα στις συχνες έκείνες μετακομίσεις, να σεριανίζω στους δρόμους, να γνωρίζω τΟ'υς τόπους, να ολέπω και­"ούριους άν&ρώπους και να μ α{}αίνω καινούρ ιες συν­ή{}ειες. ΙΩστόσο άντις για τη χαρα τούτη, με ορηκε μια απροσμόνητη απασχόληση - δροσια στη δ ίψα μου για την ' Αγάπη.

Στους μαχαλάδες αύτούς, οί αύλες χωρίζονται με μαντρόγυρους απο παλια άρια σανίδια. Μπορείς να 6λέπεις μια χαρα στου γειτόνου σου και κα{}ως οί 'ίδιοι εΙναι πολυ περίεργοι και πολυ λίγο εύγενικοί, κοιτάζουνε πάντα με την εύκολία τους. Αύτο εκανα καί 'γώ, άκολου{}ώντας πιστα το παράδειγμα των μεγάλων, που δε τό 'χαν τίποτες, σα τό φερνε ή πε­ρίσταση να σε φτύσουν στα μούτρα 11 να σου δείξουν εναν άσπρουλιάρικο πισινό, μέσ' απ' τις χαραμάδες.

'Εγώ, ουτε εδειχνα τίποτες, μήτε εΙχα κανέναν για να φτύσω. 'Απεναντίας, χαιρόμουνα κά{}ε μέρα ολέ­ποντας, δεξια στην αύλή μας, ενα κορίτσι δεκατεσ-

15 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 16: Panait Istrati - Νεραντζούλα

σάρω δεκαπέντε χρονώ που πηγαινόφερνε πάντα, σα ψάρι στον ποταμο και δε γνοιαζόταν να δεί τι πε­&uμια πού 'χα να κάμω καί 'γω το ίδιο. Μ' αύτη η­ταν κορίτσι και κα&ως σκυλίτ'σα που δε φοοάται τα δαγκώματα τών σερνικών, δμοια και 'κείνη δε φο­

t>όταν τις πετριες τών άγοριών. (τα 'ίδ ια αύτα άγό­ρ ια σα γίνουν αντρες, χάνουνε και τούτο τον άν&ρω­πισμο και δε τό 'χουν σε τίποτες να χτυπήσουν γυναί­κα Οαρεμένη ) . "Ήταν μελαχροινή, μακρομαλλούσα σα τσιγγάνα. (Η οαρειά της πλεξούδα χτενισμένη με φροντισιά. ΤΟ μούτρο της, μ ακρουλο σαν αυγό, πολυ σοοαρό, με μεγάλα διαπερα,στικα μάτια και

'λ ' ... , λ ι , χει ια μπουμπουκιασμενα, ηταν παντα π υμενο και κα&αρό, κα&ως τα χέρια, οί γάμπες και τα πόδια της.

Και πώς να μην είναι κα&αρή, άφοϋ είχε να κά­μει με τα νερά; 'Απ' την αυγή, δτι ξθμυτουσε ό η­λιος, φορτωμένη δυο ντενεκέδες, πηγαινορχόταν άπ' το πηγάδι της γειτονιάς στα σπίτια και προμή&ευε νερό, γ ια μια πεντάρα στηt>όλτα και με τον δρο να 'ναι οί κουοάδες γιομάτοι 'ίσαμε τ' άφρόχειλο. Για ν' άντέχει στο οάρος και να μη μπλέκονται τα πόδια της, οαστουσε κρεμασμένους τους κάδους σ' ενα ξύ­λινο στεφάνι, που μέσα του Οάδιζε. Μ' άκόμα κι ε­τσι, πάλι φαίνεται νά 'ταν ή δουλεια κουραστική, γιατι συχνα την εολεπα με το μ ούτρο ζαρωμένο, το στόμα πικραμένο, το κατωχείλι κρεμασμένο, ίδρωμέ­νη, μ α ποτες &λ�μμένη, ποτες Οαριεστημένη. Μόλις άπό&ετε χάμου το φορτιό της, γελαστη πάντα, ηταν ετοιμη για τσαχπινιά. 'Όχι για άνόητες τ'σαχπινιες με τα παtδια της γειτονιάς - οχι να σάς χαρώι -μα μοναχή της στην αυλή, με τα ομορφά της τα σκυ­λάκια, που επλυνε και στόλιζε με χίλιες κορδελίτσες πλουμιστες κι άδιάκοπα τα μ άλαζε και τα χαδολο­γούσε. Κι δταν πια χόρταινε τα σκυλάκια της και δεν είχε αλλη δουλεια τη μέρα που τραοουσε; την

16 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 17: Panait Istrati - Νεραντζούλα

εχανα. Για &ρες πολλες δε την ξανά6λεπα. Σα γύ� ριζε, με το πρόσωπο πλημμυρισμένο εκσταση, αρπα­ζε τους κάδους της κι ετρεχε στη δουλειά της την τέλευε και μετα ξαπλώνονταν στον �σκιo μιανης μου­ριάς και ξανάπιανε να φροντίζει τους σκύλους της, με μια τρυφερότητα όλότελα μητρική.

Κανεις σιμά της. Καμια κηδεμονία. Μήτε συγγε­νείς, μήτε φωνές, μήτε 6λαστήμιες. Μόνο να της ζη­τουνε νερό, να της ζητούνε νερό . . .

Ή νύχτα τη σκέπαζε, αύτην και τα ζώα της, μ' ενα ψί&υρο χαδευτικό, καλώντας την να ήσυχάσει.

ΤΟ πρωι την ε6λεπες να στραταρίζει μέσ' το στε­φάνι, με τα χέρια και το λαιμο τανισμένα, με τις χούφτες σφιγμένες πάνω ,στα ξυλόχερα τών κου6ά­δων της και με το κατωχείλι να τρεμουλιάζει, να τρεμουλιάζει. "Τστερα, είχε σειρα το παιγνίδ ι τών σκύλων, οί ξαφνικες έξαφανί,σεις της κι ό χαρούμε­νος γυρισμός. 'Όλ' αύτα τά 6λεπα κάποιο καλοκαί­ρι, στις άρχες τών διακοπών.

Μ , ' " - , , , e.. - ητερα ποιο ναι κεινο το κοριτσι που κουυα-λάει νερό;

- Μια όρφανή. - Και πώς τηνε λένε; - Σάματις ξέρω. . . Κανεις δε ξέρει γιόκα μου.

τη λένε Σακαγκίτσα. Μια όρφανή . . . Πού 'ρ1tε τώρα κι ενα χρόνο, ό

Θεος ξέρει άπο, πού . . . που πάντα άρνή&ηκε να πεί τ' ονομά της και τ' ονομα τών γονιών της. που ή Στάμα, ή γρια άρχόντισσα είχε περιμαζέψει κι ό κό­σμος την ελεγε νεροκου6αλήτρα.

Αύτα ηταν δλα κι δλα πού ξερε ό κόσμος γι' αύ­το το κορ ίτσι. Και μόλις χόρτασε την ψυχρη του πε­ριέργεια - ό κόσμος λέω - 6άφτισε την καινου­ριοφερμένη Σακαγκί'τσα, της Θστρεψε την πλάτη και τρά6ηξε για τις δουλειές του, να 1tησαυρίσει, ν' ά­πο{}ηκέψει' δουλειες «δια οικίας προς πώλησιν» και

1 7 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 18: Panait Istrati - Νεραντζούλα

" δ" , «οικιας Ι αγοραν». 'Έρμε κόσμε. ΚαΙ 'συ ερμε αν&ρωπε του κόσμου.

Πόσο σάς λυπάμαι. Συναντάτε στο δρόμο σας ενα άνftρώπινo πλάσμα με τΙς μασέλες βουλωμένες, μου­διασμένες άπ' τα πάγη της ζωης κι αντις να το σκε­πάσετε με τη ζέστα σας, με τον εύρύχωρο αν&ρωπι­σμό σας, το ρωτάτε σαν ανακριτές.

- Πές μας αγνωστε, τώρα που σε πετύχαμε στο δρόμο μας, ποιος εΙσαι, που&' ερχεσαι, τΙ σκέφτεσαι για λόγου μας και τι λογαριάζεις να κάμεις μαζί μας;

Κι ό δυστυχης που δε μπορεί να ξεσφίξει τις μ α­σέλες του, για να σάς άπαντήσει σταράτα, σάς κοι­τάζει, δλο σάς κοιτάζει . . . ΚαΙ βιαστικοι δπως εΙστε, του γυρνάτε την πλάτη, του κολνάτε, σα ρετσινιά, ενα παρατσούκλι, κα&ως δένουν ενα τρύπιο ντενεκε στην ούρα ένος ψωρόσκυλου και τραβάτε για τις «οίκίας προς πώλησιν» και κάτι τέτοια.

Τραβάς, έσύ, ερμε κόσμε καί 'συ μαζί, ερμε αν­&ρωπε του κόσμου. "Αχ, πόσο σάς λυπαμαι.

18 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 19: Panait Istrati - Νεραντζούλα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

Μια μέρα που ζύγωσα στο μαντρόγυρο, ή μονα­χούλα μου �ρ&ε απροσδόκητα να μου πεί για μεγάλη μου εκπληξη.

- Γιατί, αγόρι, δεν παίζεις παρα μονάχα στην ' λ ' αυ η ; "Α, τι χαρα που μου κανε αυτο το δείγμα της φι­

λίας ! ΙΗ καρδιά μου χτυπουσε να σπάσει. 'Ένιωσα τα μάγουλά μου να πυρώνουνε και μη δρίσκοντας λόγο να πω" χαμήλωσα τα δλέφαρα.

Στέκονταν όρ&ή, στην (ίλλη πλευρα του φράχτη, ένώ χάδευε τ' αγαπημένο της σκυλί, το Λέων, που κρατουσε πάνω στο στη{}ος της κι ελεγε γλυκά, γλυ­κά :

Γ , , Μ ' - .. . ιατι ; γιατι ; . . . αρκο. Σκίρτησα και κατόρ{}ωσα να τραυλίσω .

.... , ξ ' " λ ' Μ ' - �ερεις. . . ερεις πως με ενε αρκο ; "Α " 'ζ " - κουσα να σε φωνα ουν ετσι . . .

Πρoσπά{tησα να πάρω κουράγιο, για να την κοι­τάξω {}αρρετα Όσο γίνεται στα μάτια και της εΙπα.

- Και σένα πώς σε λένε; ΙΟλ' λ ξ ' , ,

,

οτε α εγνοιαστα μ απαντησε. -Σακαγκί τσα.

Σα να μου κάρφωσαν μαχαίρ ι στην καρδιά, εκα­να μεταδολη κι ετρεξα μακριά, να κλάψω. Δέχονταν ησυχα το τρομερο αυτο παρατ'σούκλι - σακαγκί-

Μ' "

", , ζ , � , ,

'Όσα. αυτο τ ονΟ'μα φωνα αν τ ωραιοτερο κορι-τσι τών παιδικών μου χρόνων.

- Και τι εχει να κάμει αυτό ; μου λεγε την (ίλλη μέρα, σα της μολόγησα το {}υμό και την αγανάκτη-

19 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 20: Panait Istrati - Νεραντζούλα

σή μΟ'υ. Τι εχει να κάμει αύτό ; 'Ότι είναι κανεις εί­ναι . . .

"Τστερα γλυκαίνΟ'ντας τη φωνή της. - ... Είμαι 'γω για σένα Σακαγκίτσα . . . - Για μένα. "Ω, για μένα, Οχι. 'Έογαλα ενα σανίδι, πέρασα άπ' τ' ανΟ'ιγμα και

την εσφιξα στον κόρφΟ' μΟ'υ. Το κΟ'ρμί της ηταν σκλη­ρο σα πέτρα. Μια μυρΟ'υδια αγαπημένης σάρκας μΟ'υ χύ{}ηκε μέσ' τις φλ8δες ητανε σαν αρωμα ένος καρ­πΟ'υ ξωτικΟ'υ πΟ'υ γεύεσαι για πρώτη φΟ'ρά.

την αφησα γρήγΟ'ρα και ξαναπέρασα στην αύλή μΟ'υ. Τότες κΟ'ιταχτήκαμε στα μάτια, ωρα πΟ'λύ. τα δικά της ηταν όλάνΟ'ιχτα και &ά λεγες, ξαφνιασμέ­να. Τ'Ο μΟ'υτράκι της, όλότελα άτάραχΟ' ησυχΟ' κι α­παλαγμένΟ' άπο κά-&ε συγκίνηση. 'Εγώ . . . εγω ημΟ'υν χωρις πνΟ'ή.

Γύρω μας κανείς. 'ΈρημΟ'ς ό δρόμΟ'ς. Αύτα γινόντΟ'υσαν ενα &ερμο δειλινο τ' ΑύγΟ'ύ­

στΟ'υ, την ωρα πΟ'υ Ο'ί νΟ'ικΟ'κυραίΟ'ι της γειτΟ'νιάς κΟ'ι­μόντΟ'υσαν μακάρια, άφΟ'υ διωξαν τις μύγες και χα­μήλωσαν τα διχτάτα των παρα&υριων.

την ερχόμενη Οδαμάδα, εγιν' ενα επεισόδιΟ', πΟ'υ με οΟ'ή&ησε να κερδ ίσω την καρδια της φίλης μΟ'υ.

"Ήταν πρωί. Ό ηλιΟ'ς οτι είχε άν6δει δυο κΟ'ντά­ρια κι αύτη ετρεχε γενναία μέσ' την ξύλινη μπαλάν­τζα της, κΟ'υοαλώντας το κρεμασμένΟ' κατωχείλι και τΟ'υς γιΟ'μισμένΟ'υς ϊσαμε τ' άφρόχειλΟ' ντενεκέδες νε­ρό. την ωρα αύτή, εγω ε.πα�ζα τον άετό μΟ'υ στο δρό­μΟ', κΟ'ντα στο σπίτι μΟ'υ. Ό άετος πετΟ'υσε ψηλα καί 'γω δώστΟ'υ κι δλΟ' άμΟ'λΟ'υσα καλούμπα, να δω να χά­νεται, 'ίσαμε πΟ'υ να γίνει μια κΟ'υκίδα στον κατακά&α­ΡΟ' 'κείνΟ' το πρωι Ο'ύρανό. Δεν εδλεπα, δεν αχΟ'υγα, παρα το φλατάρισμα τΟ'υ κΟ'ντραρισμένΟ'υ αγερα, πάνω στα οΟ'υηχτάρια τ' άετΟ'υ μΟ'υ. Είχα το νΟ'υ μΟ'υ

ι , :) " , , � " λ ' δ περ απ τΟ'ν κΟ'σμΟ', μακρια απ ΤΟ' μαχα α μΟ'υ ω-

σμένΟ'ς στο παιγνίδι μΟ'υ δταν μια μακρινη κραυγη

20 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 21: Panait Istrati - Νεραντζούλα

μ' εκανε να τιναχτώ' ηταν ή φωνη της φίλης μου. Στο πάνω μέρος του δρόμου, είχε παρατήσει χά­

μω τΟ'υς ντενεκέδες της, χτυπου,σε τα χέρια, ξεφώνι­ζε κι ετρεχε κατα μένα μ' δλη της τ11 δύναμη, σαν ά­πελπισμένη κάνοντάς μου σημάδια. 'Ενστιχτώδικα, κοίταξα πίσω μου κι είδα εν' άμάξ ι με δυο αλογα, να σιμώνει καλπάζοντας, ενώ στη μέση του δρόμου το μικρο σκυλί, ό Λέων, φευγάτο ,άπ' την α'όλη της κυρας του εξυνε ησυχα τ' αύτί του άνυποψίαστο για τον κίνδυνο.

Μια στιγμη να δ ίσταζα, itά Όλεπε ή μικρη φίλη μου να κομματιάζεται άπ' τις σιδερένιες ρόδες του κάρου, το καλύτερό της σκυλί.

Χωρις να σκεφτώ, ό καλός σου, ,άφήνω τον άετό μου, που την άλλη κιόλας στιγμη χάνεται στα σύγνε­φα κι όρμώ κάτ' άπ' τις ρόδες. Τραδώ το σκυλί, το σώζω άπ' το itάνατο, μα ό τρόμος πες και τα πέταλα τών 'άφηνιασμένων άλόγων, με συνεπαίρνουν και τώ­ρα δρ ίσκομαι, πεταμένος σα σκουφος, κατάχαμα,

, " , λ .CL. ' μεσ τις σκονες ιπουυμισμενος. Σα συνηρitα, κόσμος πολυς είναι μαζεμένος γύρω

μου. Μου τρίδουνε τα τσακισμένα πλευρα με σπίρτο και με μαλάζουν. ΤΌυς άκούω που μουρμουρ ίζουν. "Τστερα ό καitένας ,σκόρπισε στη δουλειά του καί 'γω μπόρεσα να φτάσω στο φράχτη, δπου ή φιλενάδα μου με πρόσμενε, με το σκυλι στην άγκαλιά. Μου τον πέ­ρασε άπ' τ' άνοιγμα, μα πέρνοντάς τον τρόμαξα' τόσο χλωμή 'ταν ή οψη της μικρούλας μου. Γ ,'

λ " , - ιατι σαι Χ ωμη; την ρωτησα. - Σου τον χ αρ ίζω, είπε με λίγο δισταγμό. Θα

ξέρεις να τον άγαπας δπως του πρέπει ; - Ν αί, πολύ.

Κ , " � ' " " - , , - αι τ ι σαι ικανος να καμεις γ ια κεινο π α-γαπας;

- τα πάντα. - 'Αλήitεια. Μου τ' άπόδειξες. Είμαι κουτή . . .

21 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 22: Panait Istrati - Νεραντζούλα

συμπάftα με. Και τη φορα τούτη, πέρασε 'κείνη άπ' τ' ανοιγμα,

μου πηρε το κεφάλι μ έσ' τα χέρια της και μου φίλησε 'δ ' ι λ ι τα υο μαγου α σταυρωτα.

Αύτα �ταν τα πρώτα και τα τελευταια ερωτικα φιλια που στη ζωή μου σλη, δε μου κόστισαν παρα λ' ι ' λ ι Τ' "λλ "λ ' "λλ ' ιγο πονο στα π ευρα. α α, ο α τ α α . . . μα γιατί να προχωρώ τόσο γρήγορα;

ΤΟ χτύπημά μου ώστόσο με κράτησε πολλες μέρες στο κρεδάτι. Ή κυρα του Λέων και της καρδιάς μου, θρχονταν κα{}' άπόγιομα να με δει και να χαδέψει το

λ , " , ιι σκυ ι της πανω απ ωρα. Θά δινα σλη μου την άνωφέλευτη ύγεία, για να

μακρίνω σλη αύτη την εύτυχία που μου λαχε. Θέ μου, εύλογημένο νά 'ναι το εργο σου. Σε λέμε αδικο,

ι , • λη.\ " " 'ζ γιατι μαστε η ιυιοι, μ α σχωρα μας και μη γνοια ε-

σαι για τη μίζερη κρίση μας. Για ενα μόνο είναι να λυπάσαι : που δε σκέφτηκες να δάλεις αλλη μια καρ­δια στη 1tέση του φτωχου μυαλου.

Μ ' - Τ � 'λ " " - αρκο, μου ειπε η φι η μου μια μερα που κα-_<ι ' f!. ' ';" " , , -

, υονταν στο κρευατι μου' ηταν μ ια απο κεινες τις μέρες τ' Αύγούστου, τις πλούσιες σε ηλιο, κουνούπια και Ψιλη σκόνη. Μάρκο, είσαι ζηλιάρης;

ΤΟ πρόσωπό της, να το πει, εγινε τόσο χλωμό, σσο , ' " 'ζ ' λ' \ " , τη στιγμη που αποχωρι ονταν το σκυ ι που ειχα σω-

σει. - Ζηλιάοης; είπα. Γιατί με ρωτάς; Και γιατί

, , � , , αυτη η αγωνια; - Γιατι σ' άγαπώ, εσένα, εσένα κι εναν αλλο

• ι αΚΟΗα. tH καοδιά μου σκίρτησε' το κρεδάτι αρχισε να

φέρνει κύκλους, σπως ό ρούφουλας στα δαλτονέρια ι κατω . . .

Ν ι - , - , ' δΙ ι - αι, σαc:; αγαπω και τους υο. συνεl'ισε, κα-ftως ενα μονάχο' καftως άγαπώ το Λέων. Ν α πως

22 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 23: Panait Istrati - Νεραντζούλα

άγαπω. Δε πρέπει να 'μου κακιώνεις, ετσι είναι . . . και με φίλησε παράφορα, μα {}ά 'ταν προτιμότερο να μου δινε μια κατακέφαλα.

'Ένιωσα πως δεν επρεπε να παραπονε{}ω, γιατί 'χα να κάνω μ' ενα ισχυρο πλάσμα και ταυτόχρονα μ' ε­να γερο άντίπαλο και πως μόνο δείχνοντας μεγαλύ­τερη γενναιότητα άπ' αύταυς {}α μπορουσα να παλαί­ψω και να βαστάξω τη &έση μου. Τά νιωσα αύτά. (ο χρόνος μου δωσε δίκιο . Πικρο δ ίκιο . . .

Π , ί" "λλ " , - οιος ε ν ο α ος σου ; τη ρωτησα πνι γμενα. - Θα τονε δείς αμα πάμε να πη!δήξουμε το χαν-

τάκι στις φουντωτες νεραντζουλες. - Σε ποιές ; Τί ; Φουντωτες νεραντζουλες ; Τί {}α

πεί αύτό ; Μιλουσα έλληνικα μα δε μπορουσα να καταλάβω

τι σήμαινε αύτό. Βάλ{}ηκε να γελά, μ' ενα γέλιο σκαστό, ενα γέλιο

άργυρόηχο μ ε{}υστικό, που μονοστι γμις ξέχασα το κα­κό μου. Κι ό Λέων ξέχασε το κακό του. Κι οί τρείς

λ ' , , 12 ' λ ' ' λ μας κυ ιστηκαμε πανω στο κρευατι γε ουσαμε, α η-χτούσαμε και δαγκωνόμαστε, σα τρ ία εύτυχισμένα ζωάκια.

- πες ομορφή μου . . . ομορφή μου, Νεραντζού­λα . . .

- Με λες Νεραντζούλα ; φώναξε ξ αφνιασμένη. - Ναί, μά . . .

Δ' r , - " Σ ' - εν ειναι και τουτο σα το ακαγκιτσα ; "Ο " Ν ζ 'λ ' -Q' -- χι, οχι, εραντ ου α φουντωτη, να πει :

δ ' � _<1. ' , � - Α '" " , ,

εντρι ανυισμενο και ωραιο. υτο σαι συ για μενα. Μικρη Νεραντζούλα, ή μ ικρή μου q;ουντωτη Νεραν­τζούλα. Αύτό 'ναι το γύρισμα ένος έλληνικοϋ τρα­γουδιοϋ, π' άκουσες και το ξαναλες σα παπαγάλος. Πές μου που 'ναι αύτο το χαντάκι που πηδάς;

Σ ' "λ λ ' 'Ε -,

, ,

- την «ου ιτσα κα ιμερεσκε». κει κατ ω οι ερ-γάτες ξέσκαψαν σλο το δρόμο, άπ' τη μ ι' ακρη στην άλλη, για να βάλουν σωληνες να φέρουν το νερο

23 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 24: Panait Istrati - Νεραντζούλα

μέσ' τα σπίτια. Λένε πως στου νομάρχη εφτασε κιό­λας. Πηγαίνουν στον τοίχο γυρ ίζουν μ ια κάνουλα, που τηνε λένε βρύση και το νερο - ακου πράματα -τρέχει μοναχό του. Πώς {}ά &ελα να το δώ' το πι­στεύεις ; ΤΟ νερο του Δούναβη ν' άνεβαίνει όλομόνα­χο στο σπίτι, ε;

Δεν ηξερα μήτε 'γώ, αν ό Δούναβης άνέβαινε Τι οχι όλομόναχος στις κουζίνες χαι στα μαγειρια και δε πίστευα στην ίστορία τούτη για τη βρύση που καρφώνουν στον τοίχο, σα βρασμένο μ ακαρόνι, που , 'ζ " ζ " � , , τη γυρι ουνε και τινα ε ι το νερο ακαταπαυστα, τινα-

ζει το νερο ετσι που μπορεί να σω{}εί ό Δούναβης και να χυ&εί μέσ' την κάμαρη. "Ολ' αύτα είναι για τα μ ικρα παιδιά, που τα σκαρώνουν στο αψε - σβησε οί παραμυ{tάδες . . .

Μα δε μ ' εγνοιαζε κι οϋτε που έπέμενα βέβαια. "Κ να μόνο πίστευα και συλλογιόμουν' πως ή Ν εραν­τζούλα μου άγαπουσε ενα ρωμιόπουλο, σ' αύτη ΤΙ1ν «οϋλιτσα καλιμέρεσκε», πού 'χαν ξεσκάψει οί αν&ρω­ποι του δήμου, πως έκεί κάτω ετρεχε κά&' άπόγιομα και πως πάντα γύρ ιζε 'κεί{}ε χαρούμενη, ,άνάπαρτη, κόκκινη σα παπαρούνα.

ΤΙ ετρεχε 'κεί κάτω ; Ποιό 'ταν τ' ,άγόρι που μου περνε τη μισή μου φ ίλη ;

'Ένα τρυπάνι μου τριβέλιζε την καρδιά. 'Ένας ά-6άσταχτος πόνος. Θά &ελα να σκοτώσω τον άντίζη­λο τουτο, μα δεν ηξερα να μαλώνω, μήτε να πετώ πέτρες.

την κοιτουσα κατάματα. - Φίλησες τον αλλ ον, κα{}ως έμένα; - Ν αί, τον φίλησα, μα αύτος είναι αλλο κι αλ-

λο 'σύ. Δε πρέπει να κακοκαρδ ίζεις, ελα νά τονε δείς . . . - Να δώ πιόνε ;

Τ, Π '

' ''λλ ' Ε1' , - ον αμεινωντα, τoιv α ο για. . . ιναι τοσο καλός. Θα δείς, {}α τον άγαπήσεις κι έλόγου σου.

24 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 25: Panait Istrati - Νεραντζούλα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

(Η νύχτα κατέβαινε γλυκά, ϋστερ' άπο μια μέρα καρωμένη άπο τρομερη ζέστη.

Κλείσαμε μέσα το Λέων μαζι με τ' αλλα δυο κου­τάβια και πήραμε το δρόμο για την «οϋλιτσα καλι­μέρεσκε». Στο δρόμο, ή δροσισμένη πάχνη πασπάλιζε τα γυμνά μας πόδια τά γλυφε -&αρρείς με δροσάτα χείλια. 'Όλα τα χαμίνια �ταν ε'ξω και μας καλου­σαν στις συντροφιές τους. Μα δε δώσαμε προσοχη γιατι μας κατείχαν αλλ α αΙσ&ήματα.

Με την ακρη του ματιου μου τη σαΙτευα· εδειχνε ξέγνοιαστη, ησυχη σαν αρνί. ΤΟ στα-&ερο βημα της, ή γαλήνη του προσώπου της, τα μπράτσα της, στέρια σα δυο γερα φίδια, ατσαλωμένα απ' την αμάχη με τη δουλειά, που κρέμονταν .αναπαυμένα κι δλο 'κεί­νο το κορμι το ζυμωμένο απ' τον αχάριστο μόχ-&ο, με τρόμαζαν και με μάγευαν. Δύσκολα κρατουσα την ξέχειλη, την αναβρυσμένη πε&υμια να τη δαγκώσω, να την κάνω να ξεφωνίσει στις αγριες δοντιές μου.

Γιατί, γ ιατί Θέ μου, να μου πεί πως αγαπουσε εναν αλλονε; Αύτον τον αλλο δε τον αντεχα.

Έρωτικε εγωισμέ! Πρέπει, τί απ' τα δυό, να σε καταριέμαι για να σε βλογώ; Σήμερα που απ' την κορφη του οουνου μου, μπορω. να πικάζω δλο το κα­κο κι δλο το καλο της ζωης, αναρωτιέμαι αν ή ζωη μπορουσε να στα-&εί, χωρις εσένα, χω ρις εσένα σφά­χτη ερωτικε εγωισμέ.

ΕΙ ' " λ ' " , δ ' χε νυχτωσει πια για κα α σα φτασαμε στο ρο-μο που εμεναν οί 'Έλληνες. ΤΟ σκαμένο χαντάκι ατέ­λειωτο, εχασκε μπρός μας. Κανένα, μητένα φανάρι.

25 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 26: Panait Istrati - Νεραντζούλα

Μ' , I2 .Q ' " 12 " " ια μ αυρη υαυεια σκισμη με υουνα χωματα στα χει-λια της, που άπλώνονταν σε δυο παράλληλους στί­χους και χάνονταν μέσ' τη μυστηριακη νύχτα, κα{}-ως ό δρόμος της μοίρας μας. 'Αρια πετρελαιοφάναρα, ξεχύνανε κάπου - κάπου ενα άμυδρο φως, {}-αμπό, φυ­ματικό, κα{}ως προαισftήματα, ένω ζερ6όδεξα τα σπί­τια παραταγμένα {}-αρρείς για έπι{}-εώρηση, προχω­ροϋσαν τό 'να πίσ' άπ' τ' αλλ ο στον ίδιο δικό μας 6ηματισμό.

Κυριευμένος άπό 'να φό60, ενα φό60 αλογο, αρ­παξα τη Νεραντζούλα απ' τους ωμους, την εσφιξα πάνω στο στη{}-ος μου καΙ της είπα.

- Τί γυρεύεις έδω ; Τινάχτηκε απότομα άπο πάνω μου και με μάτια

, " , " , ' δ ' χωσμενα μεσ το χαντακι, απαντησε α ιαφορα. Δ' ξ ' Μ' " - ε ερω. . . αρεσει.

- Να φύγουμε, της ψι{}-ύρισα, κα{}-ως την τρα-60ϋσα άπ' το μπράτσο. 'Έλα. Ν α φύγουμε και ξέ­χασε τον τόπο τοϋτο. Ν α μη ξαναγυρίσεις . . .

Σ ' , δ ' , ,<\.v, ωπασε και ε κινηυ "κε. Τότες, {}-υμαμαι, πως της ε-"ραξα προφητικά :

Θ ' , λ ' , 12 ' " δ' , - ... α το π ερωσεις ακρωα, αν ε σταματησεις, να μοϋ το {}-υμασαι . . . Οί ρωμιοί 'ναι έπικίνδυνοι.

..... λ '� , , ' " , �ακo ουυ, ,σε να σωπαινει και να με σφι γγει, κοι-τώντας τη σκισμή, που αρχισε τώρα να πλαταίνει, μαύρη σα κατράμι . ..... , " .Q λλ' , ζ' �αφνoυ, φωνες σηκωυηκαν, πο ες φωνες μα ι, μέσ' το σκοτάδι, μακριά. <Ένα τσοϋρμο παιδια τρα­γουδουσαν κι' δλο μας ζύγωναν και μαζι ζύγωνε κι

< , " λ ' .Q' ζ "Ε ' , ο σκοπος και τα ογια καυαρι αν. νιωσα τοτες πως το κορμι της φίλης μου σκιρτοϋσε' τό ζωσαν ξαφνι-

, , κα τιναγματα. Κ, , λ " , 'λ ατω στο φια ο, κατω στο περιγια ι, Νεραντζούλα φουντωτή. Πλέναν κι απλωναν, Ν εραντζούλα φουντωτή.

26 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 27: Panait Istrati - Νεραντζούλα

Ν ' , . , λ ' λ ' ξ ' ' δ ' • , α τ ακουσει κα α - κα α, εφυγε μ ε υναιμη απ

τα χέρια μου, που τη δέναν στη μέση κι αρχισε να τρέχει και να πηδά πάν' άπ' τα χαντάκια, άπ' τη μια πλευρα στην αλλη, φιδωτά, όλοένα προχωρώντας προς τους τραγουδιστες και κράζοντας κά{}ε φορα που πήδαγε το μαγεμένο χαντάκι.

- Νεραντζούλα φουντωτή. Νεραντζούλα φουν­τωτή . . .

"Εμεινα καρφωμένος στη {}έση μου κι άκολού{}ησα Όσο μου ησαν μπορετό, με τη ματιά, τ' άλαφρο φάν­τασμα της Ν εραντζούλας μου. 'Έπειτα βασίλεψε σι-

λ ' -Q ' " , " , � γα ια υανασιμη για την ΨUxη μου κι ακουσα μ α-νακούφιση, ϋστερα 'πο λίγο, την άγαπημένη φωνη να

'ζ "δ ' λ δ ' , 'δ σκι' ει, ι ια με χε ι ονι, το σκοτα ι. Μ ' "λ "Ελ Μ ' - αρκο, ε α. . α αρκο . . .

Μοναστραπις μου 'ρ{}ε να πάρω των όματιων μου και να φύγω, να μή τηνε ξαναδω πιά, μ α ή προστα­γη της μοίρας εΙναι άνέλεη και ύποτάχτηκα σ' αύτή· δυο χέρια μαλακα με σπρώχναν και μου ψι{}ύρ�ζαν

_CΙ , ' � " , " , , μευυστικα στ αυτι : πηγαινε, πηγαινε σε κεινη που σε καλεί.

πηγα . . . Σα γητεμένος. 'Ένα μικρο φανάρι και δυο σιλουέτες, του Πα­

μεινώντα και της Ν εραντζούλας, τινάχτηκαν ,μέσ' άπ' το σκοτάδι κι ϋστερα, μια είκοσαρια βήματα πιο πί­σω κι αλλα φανάρια κι αλλες σιλουέτες μια δεκαρια ρωμιόπουλα, ίσαμε δεκαπέντε χρονω κι Όλα τους ξ 'λ ' ξ

, Τ' , λ ' υπο ητα και εσκουφωτα. α φαναρια τα αντευον-

ταν στα χέρια τους και πρόσεξα πως ηταν καμωμένα άπο μεγάλα καρπούζια φαγωμένα με το κουτάλι και γιομάτα λογις - λογις τρύπες : στρόγγυλες, τετράγω­νες, τρίγωνες, όχτάγωνες, όπου{}ε περνουσε το φως ένος κεριου, καρφωμένου στον πάτο τ' άδειανου καρ­πουζιου. Πολλα φανάρια, εΙχαν μια έπιπλέον πολυ­τέλεια· ηταν καλυμένες οί τρύπες τους με πολύχρωμα τσι γαρόχαρτα.

27 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 28: Panait Istrati - Νεραντζούλα

Μ 'λ λ ' • Π ' , _<1 'Η ' ο ις π ησιασα, ο αμεινωντας σταυηκε. α-

κoλoιr1Hα εκανε το 'ίδιο , διατηρώντας την ιδια άπό­σταση. Κατάλαοα πως είχα να κάιμω με τον άρχηγό. "Ολοι οί ρωμιοι γεννιουνται καπετάνιοι.

Σήκωσε το καρπουζοφάναρό του και φώτισε μια στιγμη τα πρόσωπά μας, ενω πλάι μας, με τα χέρια δεμένα πίσω, στέκονταν ή Νεραντζούλα, σιωπηλή.

ΤΟ πρόσωπο του Παμεινώντα, λιγνο και οασανι­σμένο, είχε άπο lμιας άρχης τη συμπά&ειά μου. Δε του λειπε άκόμα ή ειλικρ ίνεια. 'Ήταν ενας ολάμης, λίγο μεγαλύτερός μου και πιο δSΜένoς. 'Η ρωμαίικη ξιπασια που τόσο περιφρονουσα, δε φαίνονταν πάνω του. Μου δωσε το χέρι με μια κοφτη κίνηση και μου μίλησε με μια φωνη μπάσα, όλότελα άντρική.

- Καλησπέρα, Μάρκο. Καλωσόρισες σΤ11 γειτο­νιά μας. 'Η Νεραντζούλα μας (τη λέγανε κιόλας NεραYΤIζoύλα) εχει να λέει πως είσαι γενναίο παιδί. Είμαι και 'γώ. Είναι κι αύτή. Θα δούμ ε πως &α ξε­τελέψουμε με μια γενναία που άγαπουνε δυο γενναίοι

, , � , !ι , 'Αλλ ' - , , και τους αγαπαει κι αυτη. α. . . πα.με τωρα να τραγουδίσουμε και να γλεντίσουμε ολοι άντάμα. Ξέ­ρεις, &αρρώι, έλληνικά.

Και χωρις να προσμένει άπόκριση, μπηκε μπροστά­ρης στ' άλητόπουλα - ή Ν εζαντζούλα στη μέση μας

λ ' " ξ χεραγκα ια - και προστα ε. "Ε λ ' "Ε δ ' , - , πα ικαρια. ν, υο, τρια.

Κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι . . .

Περπατούσαμε με οημ α ρυftμικό, με λαστιχαρι-, , λ ' , 'Ο Π ' σμενα κορμια, π ημμυρισμενοι χαρα. αμεινων-

τας με το κεφάλι άναγερτό, σκέπαζε ολες τις φωνες με τη γλυκεια φωνή του, ετσι που &άρρεσα οτι το χαντάκι που άκολου{tούσαμε, είχε γίνει λιγότερο σκο­τεινό, σα να τό 'χε φέξει ενα άλλόκοσμο φως.

'Η Ν ζ 'λ " , , 12 _<1 ' , εραντι ου α και γω, μειναμε υυυισμενοι στην

28 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 29: Panait Istrati - Νεραντζούλα

, Ι , ' δ' -;' ' δ ι πρωτινη σιωπη μας κι αυτη εν ηταν α ιαφορη, για-τι ενιω'ltα το' κορμί της να πάλεται, κα&ως χορδη αρ­πας, που ρογο6ιλιάζουνε τα δάχτυλα. Ή πλεξούδα της καμπάνιζε σε κά'ltε 6ημα στην πλάτη της, ένω τ' άρ ιστερό της χέρι μού τσιμπούσε το μπράτσο.

Δεν ημουνα πια πονεμένος. Λογάριαζα πως 'lta μπορούσα να 6άλω κάτω αύτον τον Παμεινώντα, που τραγουδουσε καλά, καλύτερα άπ' δλους και μ ας εκα­νε να στραταρ ίζουμε σα φουσάτο. Κι ένω άναρωτιό­μουνα πως 'lta τελέψει ή Όραδια αύτή, ποιο τέλος τάχα 1ta της λάχει, ή φίλη που συντρόφευε το παιχνίδι μας, ξέφυγε αξαφνα άπ' τα χέρια που τη δέναν, αρ­χισε τους πήδους πάν' άπ' το χαντάκι και χά1tηκε μέσ' τη νύχτα, μαζι με το γύρισμα του τραγουδιού της.

Ν εραντζούλα φουντωτή, Νεραντζούλα φουντωτή . . .

Κάπου - κάπου, κα1tως περνούσε σα φτερο μπρος J , , � , Ι � " :J Ι απ τ αναμενα φαναρια ο �σκιoς της αχνοφαινονταν μια στιγμη κι ϋστερα, ϋστερα τη χάσαμε και δε την ξανάδαμε πιά.

'Έμεινα σαν άλλοπαρμένος. (ο Παμεινώντας η­συχος, διόλου ξαφνιασμένος άπ' τ' άλλόκοτα τούτα φερσίματα της μικρούλας μας, μού 'πε πιάνοντάς μου το χέρι.

- Καληνύχτα, Μάρκο. Δε 'lta ξανάρ'ltει άπόψε. Α ' ι , δ ι υτη ναι αιμονας . . .

πηρα το δρόμο τού γυρισμού μοναχος και 'ιtλψ­μένος. Μα μόλις εφτασα στο φράχτη, με κυρίεψε μια άκατανίκητη πε1tυμια νά τηνε δω.

(Η 'μ�κρή της κάμαρη, στο Όά'ltος της αύλης, ηταν όρ1tάνοιχτη. ΤΌ φεγγάρι πλημμύριζε φως το. κοιμισμέ­νο πρόσωπο της Ν εραντζούλας που κρατουσε στην άγκαλιά της το Λέων, ένω τ' αλλα δυο σκυλιά, Όρί-

29 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 30: Panait Istrati - Νεραντζούλα

σκονταν κουλουριασμένα στα πόδια της. "Ενιωσα μ ια γλυκεια ταραχη όπως πρόβαλαν μέσ' άπ' τ' άνά­κατα ρουχα τα λευκά της γόνατα. 'Ωστόσο, γιομάτος συστολή, προχώρησα νυχοπατώντας κι ,άπ6&εσα άπα­λα τα χείλια μου στο φωτολουσμένο της μέτωπο.

Δ' ξ ' Δ' '.q.", δ 'λ 'Ε ' " ε υπνησε. ε ταρακουνηυ ι ικε ιο ου. γω ομως δεν εκλεισα μάτι όλη έκείνη την άτέλειωτη νύχτα.

30 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 31: Panait Istrati - Νεραντζούλα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

tH παιδικη ήλικία και μάλιστα οί αρχες της εφη­βικης, είναι στα3μος της ζωης, που κανεις δε κατα­λαβαίνει, μήτε οί γονιοι που τις ζησαν μήτε κι οί σύ­ζυγοι, που δε τις καταλαβαίνουν πιότερο απ' τους εργένηδες - κι αυτο είναι ευτύχημα, γιατι ή ζωη -&ά 'ταν τρομερα μονοκόμματη· ή παιδικη ήλικία, ή εφη­βική, ή αντρ ικη και τα γερατιά, είναι τέσσερες ζωές, τέσσερες τρόποι ζωης. Βάζοντας τον ενα να κυλήσει κάτω aπ' τον τροχο του αλλου, εΙναι σα να τους σκο­τώνεις σλους.

Ξέρω σήμερα, πως ό χυμος της ζωης, που τρέχει μέ,σ' τις φλέβες μας, ανάλογα με το χαρακτηρα του κα-&ένα, κηρύχνει το δικαίωμά του να φανερω-&εί απ' τη στιγμη που αρχηνάμε ν' αναπνέουμε και πως εΙ­ναι όλότελα ξένος μέ 'κείνο που όνομάζουμε σωστό, λογική, φρονιμάδα. tH λογικη αυτη ύπάρχει μέσ' τον Δημιουργό. "Αν μπορουμε 'μείς να ύποταχτουμε 11 όχι, αυτο εΙν' σλο κι δλο. Αύτο είναι ή μο ίρα. Έτσε­λιμιζ πο·ίλε ιτί*, λένε στην 'Ανατολή.

Κι ηταν γραμμένο στο μέτωπο της Ν εραντζούλας και στο δικό μου νά 'μαστε σύμφωνοι στην όρμη κι αντί&ετοι στην αγάπη.

tH φτωχή μου ή φρόνηση μ' όρμήνεψε τη νύχτα 'κείνη της αγρύπνιας, να κόψω τις σχέσεις με τους <Έλληνες, με τον αρχηγό τους, με τα τραγούδια τους και με το σκοτεινό τους χαντάκι. 'Ήμουν aποφασι­σμένος να μη ξαναπατήσω το πόδι μου σ' αυτη την «οϋλιτσα καλιμέρεσκε» μα λογάριαζα χωρις τον Παμεινώντα, που την αλλη κιόλας μέρα το πρωί, μου

31 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 32: Panait Istrati - Νεραντζούλα

κουοαλήaηκε αρον - αρον, για να μου μιλήσει για ε­να γοητευτικο κατόρaωμα. ,...." , Μ' - ;' e. ' "Ε λ ' - �ερεις το ιου ; μου ε ιπε σουαρα. " οιπον, ή Νεραντζούλα, μου πιπιλάει τ' αυτιά, πως τάχα αύ­τος είν' ό πρώτος κι ό καλύτερος στο. πέταμα του αε­του. Κανείς, λέει, δε μπορεί να τονε νικήσει. Κι αυ­το μα την πίστη μου δε μπορώ να το χωνέψω, σχι. 'Εσύ ;

'Έγινα κόκκινος σα παπαρούνα, απ' το {}υμό, σαν εμαitα δτι ή Νεραντζούλα itαύμαζε αλλονε για τους αετούς του. Έγω είχα απ' αύτους δσους η&ελες, σ' δλα τα μεγέaη κι ό μεγαλύτερός μου απο χαρτι ντου­πλαρισμένος μ ε πανί, ηταν πέντε πιitαμες πιο αψη­λος απο μένα. Κανεις δεν η�ξερε σαν και μένα να τους σιάχνει τόσο στέριους και ζυγιασμένους. Κανεις δε μπορουσε να με νικήσει στο μπλέξ ιμο.

Ό Παμεινώντας, που είχε ακούσει να μ ιλάνε για τις ζημιες που κάναν οί δ ικοί μου αετοί, με κέντρvζε να μετρη&ώ με αντίπαλο ίσάξιό μου, το Μίου. ΤΌ κανε ύστερ600υλα, ύπολογ ίζοντας πως ita νικη&ώ, για να με ταπεινώσει μπροστα στη φίλη μας κι αύτο &έλησα να το μάitω.

- ΙΗ Νεραντζούλα δε μου 'πε ποτες πως aεωρεί το Μίου καλύτερό μου, είπα δη&εν αδιάφορος.

- Θα στο πεί αν τύχει και τη ρωτήσεις . . . Ε:ίμαστε μπροστα στην πόρτα μου. ΙΗ Ν εραντζού­

λα δπου νά 'ταν τέλευε τις πρωινες Οόλτες της. Περ­νουσε και ξαναπερνουσε με τα μάγουλα ξαναμένα σα μελωμένοι γυαρμάδες, με τον ηλιο που χρύσιζε τα μ αλλιά της κι αλλους δυο. ηλιους, να τρέμουν στην έπιφάνεια του νερου, που κρουστάλιαζε στους ντενε­κέδες της. Σε κά&ε πέρασμα, το αλαφρό της ολεφά­ρ ισμα σήμαινε : εφτασα.

- Θα τη χρειαστουμε, αν παραιογουμε με το Μί­ου, μου 'πε ό Παμεινώντας.

Ξαφνιάστηκα.

32 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 33: Panait Istrati - Νεραντζούλα

Θ 'λ " e. ,� " - '" ε εις να με υοηυ ιισεις ; τον ρωτησα. - Φυσικά, εκανε. Και το Μίου τονε 60η-θ-άνε με-

γάλοι κιόλας αντρες που τού δ ίνουν ενα χεράκι για , ξ 'ξ ,

, , να επετα ει τον αετο του. - Και γιατι -θ-α τη χρειαστούμε ; Αύτή 'ναι κορ ί­

τσι . . . - Ν αί, κορίτσι 'ναι, παραδέχτηκε, μα μπορεί να

σπάσει τα μούτρα πολλών άγοριών σαν έμένα και σέ­να. Δεν εχει παρα να γιομίσει την ποδιά της χαλίκια , " 'ξ 'Α " " , δ ' και να τα πετα ε ι . πο κατο ·μετρα, κανεις ε μπο-ρεί να την παραΟγεί. 'Ενώ αυτή, μπορεί να σε ορεί κατακέφαλα και μόνο ,με τ' άριστερό της χέρι. ΤΟ ξέ­ρουν ολοι κι οπου φύγει φύγει . . . κορίτσι, λές, μ' αυ-

" δ ' , τη ναι αιμονας σωστος. 'Απ' τις φάμπρικες τού λιμανιού, σφύριξε μεση­

μέρι. δταν ξετέλεψε ή Νεραντζούλα τη δουλειά της κι �ρ-θ-ε λ αχανιασμένη. Μας ΟΟωσε δυο, φιλικα μπα­τσάκια κι ετρεξε να ταισει τα σκυλάκια της. Κρατού­σε 'να δέμα παραμάσκαλα.

- ΕΙναι λουκάνικα, ψωμι και κρασί. Θα παμε μετα να φάμε εξω στην έξοχή. Τ' άπόγιομα δεν εχει στραταρ ίσματα.

(ο Π αμεινώντας την κοίταξε μ' ενα ολέμμα άνή­συχο και κούνησε το κεφάλι.

- Δε στά λεγα, εΙπε. Αύτή, μωρε μάτια μου, εΙ­ναι ζουρλη για τα σίδερα. Σκοτώνεται δλη μέρα στα θ-ελήματα και μετα τα σπέρνει στο δρόμο, σα κου­κιά . . . Κι ένώ ξέρει καλα πώς, εχω 'γω πάντα λεφτά, γιατι σουφρώνω άπ' το γέρο μου, δταν κερδίζει στα χαρτια και γυρίζει τα ξημερώματα μπουχτισμένος σα ζώο.

- Αύτή 'ναι δ ική σου δουλειά, τού 'πα έρε-θ-ισμέ­νος, μα δε -θ-έλω να της κολνας τέτοια παρανόμια : δαίμονας, ζουρλη και τα τέτοια. ΕΙναι 'να γενναίο

, δ ι , " � , λ ' και υστυχισμενο κοριτσι, που μ αρεσει πο υ . . . "Α " , λ ' Κ ' , - , σ αρsσει πο υ . . . αι μενα.

33 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 34: Panait Istrati - Νεραντζούλα

Με κοίταξε μ' ενα ύφος άμήχανο κι ύστερα αρχι­σε να ξύνει τα γόνατά του που του τά 'φαγαν οί τσου­κνίδες.

'Εγώ, γύρισα κι ετρεξα να φέρω άπ' τον άχερώ­να το μεγάλο μου άετό, γιατι μόλις σηκώΌηκε άερά­κι. !Η Νεραντζούλα εφτασε 'κείνη ΤΙ1 στιγμή, καλο­χτενισμένη και ντυμένη τα σκολιανά της, ομορφη 0-σο ποτες αλλοτες και περιχυμένη μ ια μυρουδια μενε­ξέ. Χτυπουσε χάμω τα πόδια της, σα φοραδίτσα ξε­καπίστρωτη, πριν μας φτάσει άκόμα κι είχε ενα ύ­φος αυστηρης δασκάλας.

Ν ά τηνε δώ ετσι ομορφη και ξελογιάστρα, 11μουν ίκανός να σκοτώσω, οχι μόνο τον Π αμεινώντα μα

, ' δ ' � , ' λ " λ ' Ν και τους ικους μου ακομα - που εει Ο ογος. 0-μίζω πως αύτο Όά κανε κι ό Παμεινώντας γιατι την ετρωγε κυριολεκτικα με τα μάτια.

- Που πας, Μάρκο, μ' αυτο το σκιάχτρο ; με ρώ­τησε, δείχνοντάς μου τον άετο που κρατουσα άπ' τις μάνες.

Θαρρείς κι ηταν ή καρδιά μου ζύμη με μαγιά, την ενιωσα να φουσκώνει μέ<σ' το στηΌος μου.

Π ' " λ ,ς. " Μ' " � - αω να τον μπ εςω με το ιου, εκανα η-

ρωικά. - Με το Μίου, άλή&εια ; Τ' άποφάσισες ; λέει λί­

γο ξ αφνιασμένη και με κοιτάει στα μάτια, δαΌειά, δπως κοιτας τον πάτο ένος πηγαδιου.

Ν ' " , λ ' 'Ο Π ' , - αι, τ αποφασισα, εω. αμεινωντας α-

πο δω, λέει, πως εχει το Μίου καλύτερό μου . . . - Κι έγω τον εχω, είπε κοφτά. Μα δεν εχει να

κάμει ... Ρίξε πρώτα τον άετο του Μίου καί. .. Κ " " ξ , ' Π ' - αι τι ; εκανε αναμενος ο αμεινωντας.

- Αυτό 'ναι δική μου δουλειά, τον εκοψε ή Νε-ραντζούλα.

Τραδήξαμε για το μαχαλα του Μίου, όπου&ε άρ­χ ίζει ενα άκαλλιέργητο χωράφι. Μεσοδρομις ό Πα­μεινώντας, πετάχτηκε μια στιγμη να φωνάξει τους

34 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 35: Panait Istrati - Νεραντζούλα

συντρόφους του ναρ&ουν κι αύτοι στο χωράφι. Σαν ελειψε, είπα στη φίλη μου, κα{}ως τΙ;ς εσφιγ­

γα το χέρι. - 'Αγάπα μονάχα 'μένα Νεραντζούλα. Θέλω νά

'σαι μονάχα δική μου. Κατάδική μου. Με χάδεψε άπαλα με τα κοντηλάτα της δάχτυλα

κι απάντησε. - Δε πρέπει νά 'σαι ζηλιάρης, Μάρκο. Είναι κου­

το νά 'σαι ζηλιάρης. 'Όχι, δε & έλω νά 'σαι . . . Κοίτα­ξε μόνο να νικήσεις το Μίου και τότες . . .

Χαμογέλασε και ξετέλειωσε τη φράση της, κα&ως κλωτσουσε το χώμα.

- . . . και τότες &α σε φιλήσω δυνατά, πολυ δυ­νατά.

Γιατι τάχα επρεπε πρώτα να νικήσω το Μίου, για να με φιλήσει μετα ή Νεραντζούλα, νά, τι δε μπο­ρουσα να καταλάβω.

(ο ΜΙ " δ ' λ Ι ' δ Ι τ ιου και τα υο μεγα υτερα α ερφια του, η-ταν ξαχουστοι για την άφοβία τους. Πηγαίνοντας να ταυς ρίξεις τον άετό τους άχόμα και μέσα στους νόμιμους κανονισμους του παιχνιδιου, �ταν σα να πή­γαινες φυρί φυρι να φας της χρονιάς σου. Μα ή φρόνηση δε φελα, οταν ή Νεραντζούλα στό ταξε να σε φιλήσει δυνατα και ή ύπόσχεση αύτη άξίζει τον κίνδυνο και το πι&ανο ξυλοφόρτωμα.

Κι σπως ε'ίμαστε δυο για να πολεμίσουμε κι ηξερε τΙ μας περίμενε στ' άπόκοτο αυτο τόλμημα, ή καλή μας φιλενάδα, ή σκορποχέρα, τό βρε σωστο και δί­κιο, στο γευμα μ ας άπάνω στα χόρτα, να μας δώσει και τους δυο μια μικρη προκαταβολή. 'Όχι, να πείς, σπουδαία πράματα . . . Ν ά, μας άγκάλιασε ταυς λαι­μους άπο πίσω και φίλησε τον καθένα μας στο μηλίγ­γι, χωρις πονηριά, λίγο ζαλισμένη είν' ή άλή&εια άπ' το κρασάκι, που το κατεβάσαμε μ' άπανωτες ποτη­ριές, σχεδον ξεροσφύρι. Θαρρώ, πως είναι περιτο να πώ, πως ό κα&ένας μας δε τό 6ρε άπαραίτητο να φι-

35 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 36: Panait Istrati - Νεραντζούλα

λήσει και τον αλλο και χλώμιασε. Αύτη το παρατήρησε και μας εΙπε. - Δε πρέπει να {}υμώνετε . . . ΕΙναι άνόητο . . . Δ ιάοασα, κα{}ως σε οιολίο, στα μάτια του φίλου. - Και 'συ {}υμώνεις σα την όνοματίζω δαίμονα. �H Νεραντζούλα λίγο την ενοιαζε 'κείνη τη στι-

γμη τι συλλογιόμασταν, μας αφησε να πιστεύουμε δτι {}έμε, αρπαξε τον άετό μου και πiiγε παρέκει στο ξέφωτο, να τον πετάξει.

Με το πρώτο τρά6ηγμα ό άετος πηρε ϋψος, πέρ­νοντας μαζί του τα εικοσι μέτρα της ούρας του. "Ε­κανε μια δυο λίγα σκέρ-υσα - οπως φίδι που ξεπε­τιέται μέσ' άπ' το καλά{}ι σε γητευτικο σουραύλισμα - κα{}ως (lμολουσε καλούμπα ή Νεραντζούλα κι ϋ­στερα ηρ-ltε και καρφώ·{}ηκε στη μετόπη τ' ούρανου. 'Όλοι οί ανεργοι ξεπετάχτηκαν στις πόρτες τους κι ολοι τους -ltαυμάζανε την καπατσοσύνη αύτουνου, που άμολουσε τον ,άετό, μέσα κιόλας στην περιοχη του Μίου.

Πετάχτηκα και στά{}ηκα πλάι της. Τραοούσε δσο μια άγκρισμένη γελάδα και δεν ύπηρχε φό'οος να κά­νει τουμπες.

Και νάσου ό Μίου 6γαίνει με τ' άηδόνι του. Ρί­χνει μια κλεφτη ματια στον ούρανό, μια -ltολη ματιά, και το ϋφος του δείχνει πως είναι άπο-ltαρρημένος.

'Ένα παιδι τρέχει να του κρατήσει κεφάλι. - Φεύγα, του λέει ό Μίου με κακία. ΤΟ παιδι φεύγει κι ό Μίου προσπα-ltεί μονάχος να

ύψώσει τον άετό του, ομως αύτος είναι 6αρυς και πέφτει σα σΟουνιά.

-, την επα{}ες Μίου, του φωνάζει ενας αν{}ρωπος άπο την πόρτα του. Βρηκες το μάστορή σου.

τα σκουλαρίκια μου τον περγελουν -ltαρρείς, δυ­ναμώνουν το χαρτοπάλεμά τους και ξυπνάνε άπ' το μεσημεριανό τους ολη τη γειτονιά. Οί γυναίκες στρα­οολαιμιάζουν να κοιτάνε τον άετό μου, που κατου-

36 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 37: Panait Istrati - Νεραντζούλα

, "λ ' , ραει ο ο τον κοσμο. - Αύτος εΙναι του Μάρκου, φωνάζουν τα χαμί­

νια. του Μάρκου άπ' την (Εβραίικη . . . - Στάσου και &α δείς, γρυλίζει ό Μίου μέσ' άπ'

τα δόντια του που φεγγρ ίζουν σα σκυλόδοντα απ' το μ ίσος - και στο τρ ίτο τράβηγμα - καταφέρνει να πετάξει την μπαλωμένη του βάρκα κι αμέσως μετά, ξαναμπαίνει στην αυλή του και σφαλνα την πόρτα. 'Εκεί τα τρ ία αδέρφια ita πέσουν μέχρις ένός . . .

"'Αι! Χρόνια παιδικά . . . Χρόνια παιδικά. (Η ίστο­ρ ία αύτη του αετού, κα&ως κι δλες οί ίστορίες που ita δέσουν τις σελίδες τουτουνου του βιβλίου, itά 'ναι το μέλι της κερήitρας, για ν' αχνoμεftύσω στη itύμη:­σή σας, χρόνια παιδικά. 'Έχω ανάγκη να σε ξανα-ζ , δ ' ' λ ' , , -Q ' ζ ' , ησω, παι ικη η ικια, γιατι ο υανατος υγωνει και χτές, ακόμα ημουν παιδ ί. Γιατι ή παιδικη ήλικία να μη μ ακραίνει ώς το σύνορο της ζωης ; Γιατι μονο­μιας γ ίνεται κανεις βαρύς, ύπολογιστικος και προ­πάντων φρόνημος ; Τι φελα ή φρονημάδα; ΤΙ μας δ ίνει αντάλλαγμα ή μιζέρια αύτη που μας κυριεύει ; (Η προσβολη μας κεντρίζει. (Η αίσχρότητα μας τα­πεινώνει. Λίγος {}υμος ψυχώνει μια στιγμη το α{μα ., , ' -Q 'λ ' ξ -Q ' Μ ' μας, ωσπου να ρυει πα ι να αναυυμωσουμε. ια πεitυμια ανικανοποίητη όργώνει τα μέτωπά μας άπο

, ,, Κ " , , ' �/λ' , , ΙL t στρατους εγνοιες. αι παν απ ο αυτα, οπως ο πε-τεινος του 'Ιώβ πάνω απ' τις κοπριές, ό έφιάλτης πώς ita &ησαυρίσουμε, πώς ν' αύγατίσει το εχει μας χρυσα αύγά, για νά 'χουμε να ζήσουμε χίλια χρόνια καλοπερνώντας.

Νεραντζούλα. Καλή, αλέκιαστη γυναικούλα με , " λ " " " " �-<l. ΤΟ κορμ ι το σκ ηρο απ την αχαοιστη_ την ανυρωπο-

φάγα δουλειά. 'Ακατανόητη φ ίλη. Πηγη της ζωης , " δ ' , _<'1 ' " 'δ μου που μ απο εχοσουν καυε πρωι με τους κα ους , , , λ ' " " λλ ' σου, τους γιοματους ανα υτο ασημ ι' εσενα συ ογιε-

μαι, σα προφέρω τις γλυκύτερες λέξεις της αν&ρώ­πινης λαλιας : παιδικα χρόνια.

37 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 38: Panait Istrati - Νεραντζούλα

Πόσο λίγο γνοιαζόσουν για τΟ'υς κινδύνους που ζώνανε τα itαρρετά μας ξεφαντώματα, πόσο λίγο γνοιαζόσουν εσυ κι αυτος ό παλιόφιλος. Πόσο λίγο

" , και γω. Μου ταξες ενα φιλι δυνατό, πρι να γνωρίσεις τη

δύναμη ένος φιλιου και για τίμημα δρισες να ταπει-, ' Μ'

Ι:Ι , Ι , � , ' ξ νωσω το ιου, ενα μορτη που ταν ικανος να εκοι-λιάσει και τους τρείς μας.

Χάδευες, Νεραντζούλα, δυο άγαπητικους άντάμα κι αυτοι κατσούφιαζαν, άντις να κινήσουν να κάμουν κουρνιαχτο και μπούλμπερη την Πολιτεία. Και 'μείς σε νιώ&αμε άόριστα γυναίκα, μ ια ύποψία πές, αύγη ένος ηλιου αγνωστου άκόμα, μα που μάντευε ή καλή μας itέληση, φλογερά.

Ε" δ ' , Ν ζ 'λ ' φαστε παι ια, μικρη μου εραντ ου α, μικρη μου φουντωτη Νεραντζούλα.

Στο μπλέξ ιμο. Στην άμάχη. 'Απο μ ιας άρχης φάνηκε ή ύπεροχή μου. (ο σπάγ­

γος του Μίου εκαμνε μ ια μπόσικη κοιλιά, ή ουρα η-λ, " δ' ?' -Q ' � " τανε, ιγη, το πεταγμα εν ηταν σταuερο κι ο αετος

" , </ " , " , εκαμνε σκερτσα, ετοιμ ος να παρει τουμπα και να πε-" 'λ ' " , (ο δ ' σει μ ε το κεφα ι, σα χτυπημενο ορτυκι. ικος μου,

άντί&ετα, πετουσε μ ια χαρά' διακόσια τόσα μέτρα , λ ' , " , σπαγγος, κα οκερωμενος, τεντωνε που πηγαινε να

σπάσει - μια άιιυδρη γραμμη που ξεκινουσε άπ' τα χέρια μου κι άπόληγε στον ουρανό. ετσι που μποοου-

" " l' 'λ ' λ λ e. ' σα να μασω τα συγνεφα - ειχε ο οτε α μο υυωσει, t:

, _<1 ' " ' e. - , υπακουος πειuηνιoς στο χερι μου και τραυουσε το-δ ' ' _CΙ ' " " λ ' " σο υνατα, που υα με σηκωνε σα φροκα ο στον αε-

ρα, αν ηΙ λ Ουν δέκα κιλα λαφρύτερος. 'Ήμουν τόσο , " , " ' _CΙ φουσκωuενος απο περηφανια που προσμενα καuε στι-

γμη ν' ,άπαλλαχτω άπ' το βάρος μου και να χυμήξω " , , μεσ τα συγνεφα.

"Η Κ " , Σ' "λ ' , τανε υριακη απογιομα. ο ες τις πορτες ζ , " .Q ' .Q " , , μα ωμενοι ανυρωποι, καuονταν ιιπροσ τα τσιμεντε-

νια σκαλοπάτια. Πολλοι ξεφώνιζαν.

38 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 39: Panait Istrati - Νεραντζούλα

- Μπράβο Μάρκο ! - Βρηκες το μάστορή σου Μίου. ΙΗ Νεραντζούλα με{}ουσε άπ' το -&έαμα και πήγαι­

νε να κατουρη-&εί άπ' τη χαρά της. Κι ό Νώντας, βέ­βαια, φώναζε, πρόσταζε, φουσκωμένος σα δ ιάνος και γενναίος σα ναύαρχος. ΙΟλοένα τρέχοντας ώς την

, - Μ' Ι:Ι " " πορτα του ιου κι υστερα σε μενα, κατα'σκοπευε τ

ατιμα καμώματα τών άντιπάλων μας και μου φερνε ε'ίδηση.

- τΟ'υς ατιμους, γρύλιζε. Τ'ρ αβουνε κι οί τρείς, λες κι εΙναι τράτα. 'Ένας βλάμης εΙν' ετοιμος να σκαλώσει στα κεραμίδια του γείτονα και να κόψει το σπάγγο, σα χρειαστεί - το νου σου . . .

"Τστερα γυρ ίζοντας αυστηρα προς την παρέα του. "Ε - λ ' Μ 'δ '

, ' Γ ' - " του ογου σου, αυρι η και συ ερασιμε.

'Εδ - , ω ρε . . . ιο ηλιος μας φλόγιζε δυνατα κι άπ' ά�oρμή του

κι άπ' άφορμη της Ν εραντζούλας ενιω-&α την καρδιά , 'ζ ' ' λ ' μου να μπαμπακια ει και να ιωνει.

Τύλιξα το σπάγγο στον καρπό μου κι εβαλα χωνι το δεξ ί μου χέρ ι στο στόμα.

- 'Έ, Μίου, οί δυό μας τώρα να λογαριαιστουμε, -&έλεις ;

- της μάνα σου ό κώλος, ηρ-&ε ή άπάντηση. Μια στριγγλια μαστίγωσε τον άέρα κι ακουσα τη

Ν ζ 'λ " , εραντ ου α ν αποσωνει. - "Α τιμε, και την εΙδα μαζι με τ' αλλα παιδιά, να

σαρώνει ολο το χωράφι με τα χέρια της και να μα-ζ , "λ ' λ' , , δ ' " ωνει ο α τα χα ικια' γιομισε την πο ια της μ ε τα

, " ιl ' '''δ ' ' κεντηματα, τις τσεπες κι υστερα την ει α να καμνει σωρους σ' 01.0 το δρόμο που -&α πέρναγε για το γυ­ρισμό, γιατι μόνο ενας Θεος ηξερε πως {}α φεύγαμε. 'Εγώ, έτοιμαζόμουν για τη μεγάλη έπί&εση κι αρχι-

' ζ ' , " ' ι!. σα να υγωνω σιγα σιγα σα καυουρας. ΤΟ πάλαιμα δε βάσταξε ποληώρα, γιατι ό Μ ίου

φουρκισμένος, οπως ηταν, επεσε σε μια παγίδα που

39 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 40: Panait Istrati - Νεραντζούλα

τού στησα' τράβηξα τΟν άετό μου κά{}ετα στο σπάγ­γο του, στην καλύτερη &έση για να σε χτυπήσει ό άν­τίπαλος. (ο Μίου, ύπολογ ίζοντας στο βάρος του άε­τού του πού 'ταν πολυ πιο μεγάλος καί 'πομένως πιο βαρυς άπ' τον δικό μου, λογάριασε να με τουμπάρει κι αρχισε να τραβα, μ' άλη&ινη λύσσα. (ο κουτεντές, ξέχασε πως δεν εκαμνα κοιλιά' μπορουσα να τραβή­ξω το σπάγγο μου και να τον κάνω άλύγιστο σαν ά­τ-σάλι.

Τράβηξε. Έγω χαλάρωνα. Τράβηξε γερα και του καμε μια καμπούρα. Έγω χαλάρωνα πάντα κι οταν εΤδα το Μίου να φτάνει στην κορφή, τον καμάκωσα.

- Τράβα, Ν ώντα. Βοή{}α δω, πριν άμολύσει . . . Στη στιγμη κατάλαβε το τέχνασμα και &έλησε να

χαλαρώσει, μα ηταν άργα πια γιατι κατάφερα να τον πιάσω άπ' το λαρύγγι.

ΤΟ πλη&ος ξεφώνιζε. - 'Αργά, πολυ άργα Μίου. Στην εφερε. - Θα σε τουμπάρει. Τ' άηδόνι σου &α φιλήσει

την ούρά του. Πραγματικά, ετσι άδυσώπητα καμακωμένος ό ά­

ετός του εχανR την ισορροπία του, εμπλεξε με την 011-ρά του κι αρχισε να φέρνει τούμπες, κρεμασμένος σα κουρέλι.

Τώρα πια χρειαζόμουν να τρα,βήξω. Δεν ύπηρχε φόβος να ξανασηκω&εί . . .

Και νάτα μας, στην κορφη της σκεπης κι οί δυο όρ{}οί , ένω την ίδια στιγμη ενας μόρτης - ό ατιμος - ηταν σκαλωμένος στα κεραμίδια ετοιμος να κόψει το σπάγγο μου κι απλωνε ()ιαστικα τα χέρια.

Μα χαμένος κόπος, γ ιατί 'χαμε μια φίλη που τη λέγαν Ν εραντ'ζούλα' με μια μονάχα σφεντονιά, βρη-

' λ ' ' λ " , κε το φι αρακο κατακεφα α και παρτον κατω. - Τράβα Ν ώντα . . . - Τράβα Μάρκο . . . - Τράβα Νεραντζούλα . . .

40 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 41: Panait Istrati - Νεραντζούλα

"Ας τραδουμε σσο το πλη&ος φωνάζει για χάρη μας κι οί συντρόφοι μας κρατούνε τα πόστα γερά.

Μπούμ, κρότος φοδερός. Οί δυο άετοί, μεγάλοι σα ξυλομένες πόρτες, πέφτουνε πάνω στη στέγη με τα κόκκινα κεραμίδια και τα σαρώνουν μαζί τους, ό σπάγγος του Μίου σπάει με τα τραδήγματά μας, τρι­άντα μέτρα περίπου πάν' άπ' τη γη. Οί μπλεγμένοι άετοί, σπάγγοι, ούρές, πέφτουν λεία στα χέρια μας.

- Ν α φύγουμε γρήγορα. - ΤΟ νου σας, φωνάζει κάποιος. Σας κυνηγουνε

με τα κουζινομάχαιρα . . . - Μίου, Μίου, εκραξε μ ια γυναίκα, πας να κά­

νεις φονικο για παιδιάτικα καμώματα . . . Π Ι , , , " ,

" δ ' ' δ Κ αν απ τους ωμους μας ει αμε τον κιν υνο. ι ένω άπασχολημένοι έγω κι ό Ν ώντας με το πλιάτσι­κό μ ας, δε μπορούσαμε να κάμουμε τίποτες, εΙδα τη Νεραντζούλα ν' άντιμετωπίζει μ ονάχη της τα τρία άδέρφια, που μας κοιτούσαν με μάτια πλημμυρισμέ­να χολη κι αΙμα.

Τ , λ' λ 'ζ , "

, , α χα ικια, χα α ι, σφεντονιστηκαν απ τ αρι-

στερό της χέρι το άλά&ευτο και δάρεσαν τους δ ιω­χτες μας. Με τη δοή&εια των συντρόφων μας, με τη γρηγοράδα της Ν εραντζούλας και το διαδολικό της σημάδι, τα τρ ία άδέρφια λαδώ1tηκαν, μα πιότερο τώ­ρα άγκρισμένοι - το αΙμα έρε{Ηζει τους ταύρους -

, " ψη ' δ" λ -Q ' , πεισμωνανε και α 'q;ουσανε σχε ον τα ωαρια και τα χαλίκια και προσπα&ούσανε με κά&ε 1tυσία να μας ζ , ' " 'ι'Η 'λ " υγωσουνε κορμι με κορμι. ταν μεγα οι αντρες κι αν ιι ας επιαναν ζωη στα κατσικουούλαρά "I ac:. Μά, ή Νεραντζούλα πολεμουσε ήρωικα και μ' άπίστευτη ψυχραιμία, ωσπου εΙδαν κι άπόειδαν οί μόρταροι, τραιδήχτηκαν πίσ' άπό 'να πηγάδι και δάλ&ηκαν να πλένουν τις πληγές τους.

Τ , , � 'λ " δ " "λ οτες το υα αμε στα πο ια γ ια την «ου ιτσα κα-λιμέρεσκε» σπου μας πρόσμενε &ρ ιαμδευτικη ύποδοχή.

- Ζήτω, ζήτω σας. Μπράδο Νεραντζούλα, μπρά-

41 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 42: Panait Istrati - Νεραντζούλα

60 Μάρκο. Μπρά60 άρχηγέ μας . . . Με τον άετό, το τρόπαιό μας στη ράχη του Ν ών­

τα, με τη Νεραντζούλα στη μέση χεραγκαλια και ταυς 6λάμηδες πίσω στην άράδα, γυρίσαμε με το τρα­γούδι.

Κ , , λ " , 'λ ατω στο για ο, κατω στο περιγια ι, Ν εραντζούλα φουντωτή . . .

Ν , Ν ζ 'λ " , , , α�σκε, εραντ ου α φουντωτη, μα να που φτα-νει ό ίδιοκτήτης της άφανισμένης σκεπης, μ' ενα σπα­σμένο κεραμίδι στο χέρι, μαζι με τον πατέρα μου. Κα­λουνε και τον πατέρα του Ν ώντα ν' άκούσει τα κα­τορ&ώματα του κανακάρη του. Κι οί τρείς φωνάζουν μαζί, 6α6υλωνία σωστή, ουρλιάζουν, τρώνε τα κα­πέλα τους κι εΙναι ετοιμοι να πιαστουν στα χέρια. Στο τέλος καλά κακα άποζημιώνεται ό αν&ρωπος και φεύγει ξερογλύφοντας την οργή του, άνάμεσα άπο δυο χαλασμένα δόντια.

Ξαπλώσαμε δλη έκείνη τη μέρα να καρδαμώσου­με, σαν άκαμάτηδες γα'ίδάροι και τ' αλλο 6ράδυ εί­μαστε πρό&υμοι να ξαναρχίσουμε το έλληνολατινικό μας γλέντι, με παρελάσεις, τραγούδια, καρπουζοφά­ναρα και με τη ζαλωμένη Νεραντζούλα, που ξέφρε­νη πιά, πηδάει λυσσασμένη το χαντάκι, μοιράζει όρ­μητικα φιλια στους δυο άγαπητικους της καρδιας της και συνάμα τους μαχαιριάζει, τους πληγώνει και τους δ , , ' 'ζ 'ξ " ,

, -υο, τοσο που κατσουφια ουνε α ιοπονετα, απο κει-, l2. 'δ ' , νο το υρα υ και μετα.

Μά, ή Νεραντζούλα τίποτες δε 6λέπει, δε ψυχα­νεμίζεται, δε νιώ&ει. 'Ακούοντας τη φωνη της μοί­ρας της, οπως άσκητης το ,άπό60υο του κόσμου, παρατα μεσοστρατις τους δυο &ανάσιμους άντίπα­λους νταγιαντίζει τα φιδωτά της πηδήματα και 6υ­&ίζεται κατάκορφα στα σκοτάδια, με το γύρισμα του τραγουδιου της.

42 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 43: Panait Istrati - Νεραντζούλα

Ν εραντζούλα φουντωτή, Ν εραντζούλα φουντωτή . . .

Με τον άετό μου στον <bμο, άφησα πάλι μονά­χος και -&λιμένος, τΟν τόπο εκείνο της άνείπωτης δυ­στυχίας, ενω, πίσω μου ό Νώντας, με το τσιγάρο κολ­λημένο στο κατωχείλι, μπρος την πόρτα του, μου φώ­ναζε.

Κ ., δ ' . , Μ ' " Ε ' - ι ,ακομα εν αρχισαμε, αρκο. χουμε να

δουμε πολλα άκόμα. Κι ϋστερα με νόημα υα&ύ.

Κ �I ' " , - ι οχι πια μ αετους . . . Χρόνια πα�δικά. 'Αλησμόνητα παιδικα χρόνια . . .

43 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 44: Panait Istrati - Νεραντζούλα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ

Κολυμπούσαμε σα ψάρια οπως καταλαδαίνετε, μια κι είμαστε γεννήματα του ίδιοιυ του Δούναδη. Κι έδώ fχoυμε μια ί:στορία λαμπρή, πλούσια σε τρυφερες α­ναμνήσεις, σε φώς, δ ιάστημα και πικρο ζεχύρι.

Κολυμπούσαμε ολοι' μα αύτο δε σημαίνει . . . ποιος είν' ό κιοτης απ' τ11 Βράιλα, που δε μπηκε στον πει­ρ ασμο να περάσει απ' το. Καταγκάτς στο Γετκέτ ;

Ν α διασχ(σεις τον ποταμο - με τους πέντε γνω-" λ '

" ' ι!. ' στους τροπους κο υμπηματος : σα ψαρι, σα υατραχι, ανάσκελα, πετονια και μ' αφρούς, ν' αγγίζεις με τη φτέρνα τη λάσπη του αντίπερα οχτου και να γυρ ίζεις με σερπετάδα, ε, αύτο δα δεν μπορουσε να το κάμει οποιος κι Οποιος. Μα αύτο ηταν μια σφοδρη πε&υμιά, που δασάν�ζε πιότερα τους μικρους και γι' αύτο α­κρ ιδώς κά{)-ε καλοκαίρι, τ' άπλωμένα κι άσπλαχνα πλοκάμια του μέγα Δούναδη, άδράχναν κατα προτί­μηση, τα κορμια που παραδίνονταν με πά&ος στα νε­ρά του, μα αδύναμα ν' αντιστα&ουν στην όργισμένη του όρμή. 'Ένα γιουσουρούμι, ανάκατου και &λιδε-

- δ ' ' δ ' ξ � , , , λ ρου' παι ια α υνατα, ανυα, παχια, σταρατα, με α-χροινα και πάει λέγοντας. Και μάτια μεγάλα, τσί­νουρα μακριά, δλέφαρα που πια δε &' αντιλάμπιζαν τον ηλιο του κόσμου, δ ε {)-' άντίκρ�ζαν τον κακο Δού­ναδη, μήτε τις ώραίες αγαπητικιές, που πρόσμεναν σε κάποιο σταυροδρόμι, δ ιαλεγμένο απ' την αδιάφο­ρη μοίρα.

τα κορμια τουτα, τα {)-ρεμένα με πολέντα και φλο-, Α ' , � , " " " γερες πευυμιες, τ ανασερναν ,απ τον ποταμο, σα φαν-, , e. 'λ ' " ζ " ταριστικες αρ'υυ ες, καποτες ακομα εστα, καποτες

44 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 45: Panait Istrati - Νεραντζούλα

γαλάζια και ξεσκισμένα άπ' τους άχινούς. Μια μά­να με το μουτρο φαγωμένο άπ' το μόχ&ο, μια άδερ­φη άφανισμένη άπο μπεκρη αντρα, βρίσκονταν πάν­τα στΟν οχτο, μόνιμη σιμαδούρα, για να ζεστάνουν με τα φιλιά τους και τα δάκρυα το μικρο κουφάρι, πού 'χε άγαπήσει και δο&εί στο Δούναβη.

Τύχαινε κάποτες, για μεγάλη χαρα των φίλων κι άκόμα των χειρότερων έχ{tρων, να γλυτώνει κανεις δ ιαιJoλάκoς. Τον άδράχναν άπ' τα μαλλια στο τρίτο άνέιJασμα και τον ιJγάναν στην oχ{tη, κα{tως πακέτο παραμάσχαλα. 'Εκεί τον αρπαζε κάποιος άπ' τους άστράγαλους, τον γύριζε άνακούρκουδα, ωσπου να ξεράσει το νερο πού 'χε πιεί.

"Αρχιζε να συνεφέρνει και τότες, το ξαναζωντα­νεμένο κουτάβι, ρωτούσε ξέψυχα.

- Που ιJρ ίσκoυμε ; Τί γένηκε ; - Παραλίγο να περάσης το ΔoύναιJη, του ά-

ποσώναν. Ν αί, κολυμπούσαμε ολοι. 'Ένα μέρος της ζωης μας

, , " " 'f " , το περνουσαμε μεσ το νερο, αντρες κι αγορια και κάμποσα ιJήματα παρέκει οί γυναίκες και τα κορ ί­υσια - τα {tηλυκα δπως τά λεγαν.

Και μια μέρα, ΣεπτέμιJρης μήνας ηταν, ϋστερα ά­πο χίλιες προσπά{tειες και τερτίπια να με φιλιώ,σει με το Νώντα ηρ&ε και με βρηκε στΟν ίσκιο μιας ιτιας

, -,

και μου πε. - " Αν σ' άντροκαλέσει ό Νώντας να περάσετε

πηγαιμο κι έρχομο μη δεχτείς. Αύτος μπορεί, μά 'σiι {}α πνιγείς .. . κ ι αύτο άπσζητα.

Δε μίλησα γιατι κατα ιJά{tος {tιX πε{}υμουσα να πε­{tάνω για δαύτην, για να της άποδείξω την άγάπη μου.

Να το κατάλαιJε ; Δε μπορω να πω. Κι δμως ή τρυφερότητά της για μένα ηταν φως φανάρι. Και κά­τι σκοτεινό. Κάτι άμφίιJoλo και συμπαγες {tιX διαπερ­νουσε το κεφάλι του αλλου, άπ' την ωρα που ή Ν ε-

45 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 46: Panait Istrati - Νεραντζούλα

ραντζούλα �ρ3ε να με ειδοποιήσει τόσο κα3αρά. (ο Νώντας μας είδε που μιλούσαμε και πλησίασε , ' 6 '6 'δ μ α ε αια, πο ια. Με κοίταξε χλωμός, αδυνατισμένος απ' τον πόνο. - Ξέρεις Μάρκο ; "Ενας απ' τους δυό μας πρέ-

πει να λείψει. Κι ϋστερα κοφτά. - Θες να διαλέξει ό Δούνα6ης ; Κούνησα το κεφάλι αποφασισμένος. - Ν α διαλέξει ό Δούνα6ης, είπα. (Η Νεραντζούλα δάγκωσε τα τραγανά της χείλια,

ετσι που να ματώσoιrνε. τα χείλια που δε &' αξιονό­μoιrνα ποτες να φιλήσω σα τους μεγάλους.

- Θά 'ρ&ω και 'γω μαζί σας, είπε και μας κοί­ταξε με κακία.

Β λ ' δ ' ' λ ' " λ ' δ ' ασι ικη ιαταγη, που ενε, και τα σκυ ια εμε-να. τη δεχτήκαμε 60υ6ά.

"Ί'στερα σα νά νιωσα οτι κάπου εδωι 6ασιλεύει ό ηλιος, ρ ίχτηκα πάνω της, την αγκάλιασα με την πα­ρ αφορα της απελπισίας και τη φίλησα. Κόλλησε πά­νω μου, το ασ6ηστο τούτο κάμα κι ϋστερα χά&ηκα με μια 60υτιά, σπάζοντας την ύδάτινη επιφάνεια.

'Ήμουνα 6έ6αιος οτι &α πνιγόμουν στον ερχομο και γι' αύτο στην αρχη ημουν ησυχος και οί άπλωτές μου �ταν μετρημένες κι άργές. Αύτο με ξεκούραζε και δεν εκανα σπατάλη δύναμης.

Είναι κανεις ησυχος οταν εχει μιαν άδύνατη ελπίδα , ζ ' να ησει. Δεν εμα&α ποτες τί γένηκε μεταξύ τους, οταν επε­

σα μέσ' τα κύματα. 'Όταν ξαναηρ&α στην επιφάνεια, είδα το Νώντα να κολυμπα λίγα μέτρα πίσω μου, μα ταυτόχρονα είδα κάτι ακόμα - τη Νεραντζούλα τη στιγμη πού παιρνε &Π' τα χέρια ένος παιδιού μιαν &πο , - , , - , - , κεινες τις χοιρινες φουσκες, που χρησιμοποιουν σα μα&αίνουν κολύμπι. την ξεφούσκωσε και την εκρυψε στον κόρφο της. Λίγο ύστερότερα άπαλοπλέαμε άρμο-

46 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 47: Panait Istrati - Νεραντζούλα

, t _ , , " _ νικα κι ο ι τρεις, πανω στο φεγγερο προσωπο του πο-ταμοϋ.

Θα μας επαιρνες για τρείς καλους φίλους που δια­σκεδάζουν. ΙΩστόσο ό λόγος ηταν για ftάνατο. Τώρα, που τ' άναftυμαμαι, δε μπορώ να βαστάξω τα γέλια,

" - , , , για κεινα τα νεανικα καμωματα. Και με το δ ίκιο μου. tO Νώντας, σίγουρος πως fta πνιγόμουνα, ητανε

σοβαρος σα δήμιος. 'Αργόιτερα ί:5μαftα πως ό φόβος του ητανε 'ξαιτίας της φρίκης της Κόλασης μ' αλλα λόγια με δολοφονοϋ·σε και στον ουρανο το' κρίμα αυ­το πλερώνεται με ΤΊιν αΙώνια πυρά. Γι' αυτο το λόγο τραγικα άγωνιώντας, άνάμεσα στον πόftο να ξεμπερ­δέψει μια και καλΊΙ άπο μένα και στη φροντίδα για μια καλη ftέση στον Παράδεισο, κολυμποϋσε ό δόλιος σε κοχλαστο νερό. Κυλιότανε σα οαρέλι, αλλαζε διαρ­κώς τρόπο κολυμπήματος, κοίταζε μ' άπόγνωση τον ουρανο που εφτυνε φωτια και φλόγες. Μά 'γω εμενα άπορεμένος και δε καταλάβαινα τί σήμαιναν αυτα τα καμώματα.

tH Ν ζ 'λ " > ,Q.λ ' ,

εραντ ου α με τ au ητικο της παραστημα, ξανοιγόταν πιο γρήγορα, πότε κάνοντας άνάσκελα, πότε κολυμπώντας μ' άπλωτές. Μα ξαφνικα στεκό­ταν άκίνητη κι αφηνε να την περάσει ό Νώντας, ϋστε­ρα σα σίμωνα, μοϋ καμνε κάτι άλλόκοτες γκριμάτσες και μοϋ δειχνε κρυφα την ξανεμισμένη φούσκα.

Με τις γκριμάτσες της, πού ftελαν να με στανιώ­σουν να πάρω κουράγιο, ftαρροϋσα πως με μάλωνε έπειδη δέχτηκα τον άγώνα αυτο και ξανοίχτηκα στον κίνδυνο. Νόμιζα πως μοϋ λεγε : τόσο το χειρότερο για σένα, αν πνι γείς έγω νίπτω τας χείρας μου. Κι άπομακρινόμουν ό άτός σου με μια εκφραση που την εκανε εξω φρενών : καλά, εγνοια σου, fta πεftάνω 'γω ακαρδη και {}α μείνεις με τον αλλονε.

'Όσο για την ξανεμ ισμέVΙl φούσκα, την ωρα έκείτη δε μποροϋσα να νιώσω τί σήμαινε.

47 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 48: Panait Istrati - Νεραντζούλα

Σε λίγο φτάσαμε μπρος το Γκετκέτ, αγγίξαμε με το πόδι το αμμόλασπο της Ντοβρουτσας και ξαναρι­χτήκαμε στο νερό, λοξεύοντας πάντα απ' τα ρεύματα.

Μ ' , , , ... ζ ' Τ ' 'ξ λ α τωρα τα πραματα ηταν ορικα. οντι, ε αντ η-μένος ϋστερ ' απο τόση προσπά{}εια, ενιω{}α πως {}α έγκαταλειφτω κι ό {}άνατος μου 'ρ{}ε καταπρόσωπο και με περγελουσε.

"Α " -Qλ Ι!. " " Ι!. ' , Χ, και ποσο U' ωερο ναι, ποσο αυασταχτο να πε{}αίνεις σαν αγαπας.

Μ' δλο το νερο του Δούναβη, ενιω{}' ακόμα πάνω στα χε�λια 'μου τα χείλια της Ν εραντζούλας, το φιλι που μ ' άφησε να πάρω, το φιλι που μου δωσε. "Οχι, δεν η&ελα πια να πε{}άνω. 'Ή{}ελ' ακόμα τα φιλιά της.

Μα πως μου φαινόταν να μακραίνει ή οχ{}η του Καταγκάτς ! τα φλογισμένα μου μάτια μόλις την ξέ­κριναν . . . Μολύβι, τα πόδια μου, μολύβι τα χΘρια μου. ΤΟ κορμ ί μου άρχισε να μουδιάζει, - αν μ1liορουσα τουλάχιστο να κάνω ανάσκελα ν' ανασάνω. Δεν ε­:vιω{}α πια οϋτε τη διαφορα των ρευμάτων που περ­νούσαμε. Κι ή καρδιά μου, να χτυπα όλοένα, όλοέ-

, , 3 ' ' ι!. 'ζ , , να . . . και τ αυτια μου να υουι ουνε, σα μπουρου . . . Κ ι ή οχ{}η του Καταγκάτς να μακραίνει, να μα­

κραίνει, {}αρρείς, καρυδότσουφλο που τό περναν τα κύματα, στα λευκα λοφία τους. "Α, Ν ώντα, 'συ {}α γλυκαίνεις το κορμί σου με τη Νεραντ,ζούλα μου. Το ξερα 'γώ. Τό ξερα 'γω αλη{}ινά. Μά, που 'ναι ή α­γάπη μου νά τηνε δω στερνη φορά ;

Ό γαλάζιος {}όλος στριφογυρίζει, πηγαινοφέρνει, &ά λεγες πως ό Δούναβης ανεβαίνει καλεσμένος στον ούρανό. Βλέπω, κα{}ως μέσ' απο τουλπάνι, το Νώντα που φεύγει με το μισο κορμι εξω άπ' το νερό.

Και ξάφνου, νιώ&ω τη Νεραντζούλα να με σφίγ­γει μ ε τα χέρ ια της, να με ψηλαφάει χαμηλα στην κοι­λιά, στο στη{}ος κι ϋστερα - μα τί 'ναι αύτο -φούσκα, μια μεγάλη φούσκα, μου αναβαστα άπο κά-

48 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 49: Panait Istrati - Νεραντζούλα

τω το κορμί. ΝΑ ' � , Ι _Cl , !Jf , τι ανασα, σωυηκα, μ εσωσε . . . Τώρα καταλαβαίνω τη σημασία της γκριμάτσας

και της φούσκας. Μα πως την φούσκωσε ; Και γιατί φεύγει ό Ν ώντας ; Σ ' , , , λ ' , ' " - α φτασεις στη 'στερ ια, εει, σκαστην μεσ το νερό, να μη μάflει πώς τονε γελάσαμε.

Με τα λόγια αυτά, χυμάει μπρος σα δελφίνι. την ίδια στιγμη ακούω το Νώντα να ξεφωνίζει σε μια βάρκα που περνού'σε στ' ανοιχτά.

- 'Έεε βαρκάρη . . . Βάρκααα. 'Ένας μας πνίγε-Β ' 'ξ ' Θ ' ται. ιασου, τρε ε, στο '"' εο.

Καfi'ως το πρόσχαρο δελφίνι, που χα(ρεται με σβέλ­τα παιγνιδίσματα μπρος στα καράβια που μπαίνουν στον κόρφο, δμοια ή Νεραντζούλα βάλfi'ηκε ν' αναγαλ­λιάζει με το fi'ρ ίαμδό της πάνω στο fi'civato, ακούον­τας τις απελπισμένες φωνες τού συντρόφου μας. Κλο­τσούσε το νερό, χτυπούσε παλαμάκια, ανασκωνόταν κάνοντας σα φώκια, εφερνε τούμπες, εκανε μακρο­βούτια, ξεφώνιζε, σφύριζε σα σειρήνα, και που ηταν. 'Α ναπαμένος και πλημμυρισμένος χαρά, εσκασα τη φούσκα, τινάχτηκα πάνω στην οχflη, την εφτασα κι αρχισα να περιπαvζω με την παλάμη ανοιχτη δ ί­πλα στη μύτη, τον βαρκάρη που ετρεξε για βοήfi'ειά μου.

Τότες, ,αλήflεια, τά χασε ό Νώντας κι εμεινε α­λαλος. Και χωρίσαμε πάλι αντίπαλοι· ώστόσο ή φί­λη μας, μας περίπαvζε και τους δυο κι ετρεχε στα ρού­χα της, τραγουδώντας το γύρισμά της.

Ν εραντζούλα φουντωτή, Νεραντζούλα φουντωτή . . .

49 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 50: Panait Istrati - Νεραντζούλα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ

ΙΗ πρώτη 6δομάδα του Σεπτέμ6ρη, είναι ή 6δο­μάδα τώιν οψιμων μούρων, που κάftε άπόκοτο παιδι της Βράιλας ξεκινάει να γυρέψει, στους άπέραντους 6άλτους του Δέλτα, μακριά, πολυ μακριά, κατα την Καροτ(σκα, εκεί οπου ό γενναίος Δούνα6ης είναι μό­νος αύτος κύριος κι άφέντης. Είναι δύσκολο να τα γευτείς τα μούρα αύτά, γιατι ό Πλάστης άπολησμό­νησε την εύτυχία τών δειλών εκείνων άνftρώπων που κατοικουνε στον πυκνο 6άτλο κι δ6αλε στη σκέπη της άν&ρώπινης κακίας την άν&ρώπινη αύτη λαιμαργία. Μα το παιδι είναι ό μέγας σπάταλος της ζωης και τίποτες δε μπορεί να γλυτώσει τΟν πό&ο του. Σ' αύτο ό Θεος σχωρνα τα πάντα.

Κάποτες ομως δε σχωρνα και τιμωράει σκληρα οπως μόνο ό Θεος ξέρει.

την άλλη μέρα οτι 'χα συνέρ&ει άπ' τη σκληρη δο­κιμασία, με τον ύγρο &άνατο, κ α&όμουν με το κεφάλι άκουμπισμένο στα γόνατα της Νεραντζούλας, ενώ τα χέρια της περιπλεγμένα μέσ' τη χαίτη μου, με χά­δευαν.

- "Ακουσε, Μάρκο, μου λέει σε μια στι γμη σο-e. ' ''Α λ " , .. , 10 Ν ' υαρα. κουσε κα α και μην εισαι κακος. . . ων-τας . . .

- Για ονομα τού Θεού, ξεφώνισα όργισμένος. Θα τελειώσεις με το Νώντα οταν χαδεύεις το Μάρκο και με το Μάρκο δταν χαδεύεις το Νώντα ; Δυο σπα&ια δε χωρουνε στο �διo {}ηκάρι.

Τ ινάχτηκα άπότομα άπ' τ' άγκάλιασμά της, μα με

50 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 51: Panait Istrati - Νεραντζούλα

αδραξε άπ' τα μαλλια και μου ξαναπηρε το κεφάλι στα χέρια.

"Α ' .Q ' Μ ' " 'Ο

Ν ' - σε τα υηκαρια, αρκο, κι ακουσε. . . ω-ντας φαγώνεται άπ' το μετανιωμό του γιατι {}έλησε

, , 'ξ " δ να σε πνι ει αναν ρα . . . - Και τώρα {}έλει να με πνίξει παλικαρίσια, για

να έξιλεω{}εί . . . , , .Q 'λ ' - , ' Κ - . . . και τωρα υε ει να μας παει στην αρο-τίσκα, να φαμε τα μούρα της άλεπους, του λύκου και της Ν αγκάτζας - τα ξέρεις ; τα μεγάλα τα μούρα, τα μαύρα σα τα μάτια σου . . . Κι ολα κρουστα άπ' τη δ 'λ ' λ ' n ' .Q " , ροσου α . . . και γ υκα καυως . . . καυως αυτο.

Και με φίλησε σα μεγάλη. "Ί'στερα για να μη μ' άφήσει ν' άποκρι{}ώ, εοαλε άπαλα πάνω στα χείλια μου πότε τό 'να μάτι, πότε τ' αλλο, άνοιγοσφαλνώντας

, ι , , , �, Ι _ τα μακρια της υσινουρα που τ αγγιγμα τους μου στα-ματουσε την καρδιά.

Δε μπόρεσα να μιλήσω. Μ' ενα φύλλο πού πεσε άπ' τη γέρικη μουρια που μας σκέπαζε, μου φραξε το στόμα, άφου το φίλησε πρώτα κι ϋστερα 'ξακο­λού{}ησε.

- . . . Δε πρέπει ν' άρνη&είς. 'Έχω τρελη πε{}υ­μια να γευτώ τα μούρα αύτα τών άγριμιών. Και ξέ­ρεις πως μια πε{}υμια που δε χορταίνεις μπορεί να σου κάμει μεγάλο κακό, γιατι καμια πε3υμια δεν εΙ­ναι άπο δικου μας. 'Έχουν να λένε πως στΟν καιρο τών Τούρκων μια γυναίκα γκαστρωμένη εκοψε μια σταφυλόρογα άπό 'να τσαμι που οί ύπηρέτες φέρνανε πάνω σ' άσημένιο δ ίσκο στον άφέντη τους, ενα κακο πασά. Ό πασας σα τό μα&ε λύσσαξε, ό άντίχρ ιστος, κ ι Θδωσε διαταγη να φέρουν έμπρός του τη φτωχη γυναίκα, της ανοιξε την κοιλια με τη χατζάρα κι ολοι εΙδαν τη ρόγα του σταφυλιου στο στόμα του παιδ ιου. Άπο τότες οί πασάδες ορμήνεψαν τους αντρες να κάνουν τις πε&υμιες τών γυναικών, γιατι δεν ερχον­ται άπο δικου τους. Βλέπεις ; Και μπορεί έγω να μην

51 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 52: Panait Istrati - Νεραντζούλα

εΙμαι άκόμα γυναίκα, μα -&α γίνω κι ετσι κάνει το ίδιο. Ναί, Μάρκο, είναι σχεδΟν το ίδιο - δεν εΙναι ; Κι ϋστερα, αν είσαι καλός, -&' άφήσεις το Νώντα ν' άποδείξει πως είναι κι αύτος αξιος να κάμει κάτι τις. Ν ιώ-&ει τον έαυτό του ταπεινωμένο και ίtέλει να μας δείξει τ ί καλΟς καραβοκύρης πού 'ναι. Θα παμε δλη ή παρέα με το καικι τους, ναί ; Θα κάμει τον καπετάνιο και -&α μας ξαφνιάσει δλους. Σύμφωνοι, ε; Δε -&α γελάσεις.

"Αν κι ημoυν άξιoίtρήνητoς κι εξαντλημένος κι όλοφάνερα άδικημένος άπ' αύτη τη μοιρασιά, πήγα στα μούρα. Κι ό κακομο ίρης ό Νώντας ητανε το ιδιο άξιολύπητος σαν και 'μένα και με βεβαίωσε χίλιες φο­ρες πως δεν ητανε κακος ανίtρωπoς. Τό ξερα. 'Ό­μως χαιρετηίtήκαμε λίγο ψυχρά.

Μπήκαμε στο καράβι του, ενα παλιοσαράβαλο πού κανε νερα άπ' δλες τις μεριές. 'Έπρεπε να τ' άδειά­ζουμε χωρις άναπαμό, αν δε -&έλαμε να μπατάρουμε. Αύτο 'τανε δουλεια έφτα μύξικων που άποτελουσαν το πλήρωμα του ναύαρχου Π αμεινώντα, έφτα παλικα­ριών γρουσούζικων, κακομα{}ημένων και κουρελ(δι­κων. Καταλάβαινες άπ' τις τρύπες τών παντελονιών τους, που ηταν πολλες σαν ελΌετικο τυρί, το εχει του ναυαρχείου, μα ή παιδικη ήλικία δεν εχει παρα μιαν άβάσταχτη δυστυχία' να πηγαίνει στο σχολειό. Με τη ιJoή&εια του Θεου, τους εσωζε άπ' αύτη την κόλαση ό Δούναβης, που πάνω του τα πουλάκια μας μπορου­σαν να περπατήσουν ορ1tια, 'ίδια κα-&ως ό Χριστός, που τους κληρονόμησε την ά&λιότητα.

�H Νεραντζούλα ηταν ξέφρενη άπ' τη χαρά. 'Όλα μας εδειναν ύπόσχεση για ενα ξεφάντωμα που εμελλε να με ίνει άλησμόνητο, με τον γλυκο αύτο καιρό, που εμο ιαζε -&ερινός, λες κι είχε προηγη&εί καταιγίδα. Κα­-&ένας ητανε στο πόστο του κι αύτη μας ζάλιζε πη­δώντας άπ' την πρύμνη στην πλώρη κι άπ' την πλώρη στην πρύμνη, σα να πηδουσε πάνω άπ' το χαντάκι,

52 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 53: Panait Istrati - Νεραντζούλα

τραγουδώντας τ' άλησμόνητο εκείνο,

Ν εραντζούλα φουντωτή, Νεραντζούλα φουντωτή . . .

Θα μας μπατάρεις το καράβι, της εκραζε ό Νώντας, που ταξίδευε με γιομάτα πανιά.

Βέβαιος πως κoυμαντάρ�ζε σωστο καράβι και στε­ναχωρημένος γιατι του λείπανε τα κιάλια, στεκόταν όρ&ός, στο τουρκέτο του καραβιου ( φανταστικα τουρκέτο γιατι δεν ειχαμε εξαν ενα κατάρτι) άγνάν­τευε τον όρίζοντα, με το χέρι άντήλιο και πρόσταζε 12. " , σουαρος τον τιμονιερη.

- Το νου σου, Παπαγιάννη. Έ:κείνες οί μαουνες ερχονται καταπάνω μας. Κάνε λίγο ζερβά. Μπορεί να χτυπη{}ουμε και να μ ας 6λάψουνε . . .

- Τί να μας βλάψουνε, καλέ ; ρώτησε πειραχτη­κα ή Νεραντζούλα. Θέλεις να πείς δτι οί μαου-νες μπο­ρουν να &ρυψαλιάσουν το σαράβαλό σου. Τ, , '3" ' " nλ ' ξ ' ετοια πειραγματα ειχε ν ακουει σ ο ο το τα ι-δι, ό καπεταν Νώντας, μα το σκουτι του καραβοκύρη τον προστάτευε άποστολικά. Είλικρινής, γιομάτος πί­στη, ήρωικος κι ετοιμος για κά&ε {}υσία, για την τιμη της μακρινης του πατρ uδας, που ελπιζε μια μέρα να την δοξάσει. ΤΟ μουτρο του φαγωμένο άπ' τη φλόγα των πρώιμων πα&ων του που τον πυρπολου'σαν έ'σω­τερικά, επαιρνε εναν λεβέντικο άέρα μόλις ηταν να ξε-

λ , , , Σ Λ ' " τε ειωσει καποιο χρεος. ταυηκαμε τυχεροι που κα-μια άπ' αύτες τις βάρκες τις φορτωμένες μεttυσμέ­νους, που διασχίζανε τον ποταμό, σε άδιάκοπα πη­γαινέλα, δεν ηρ{}ε να μας βρεί, γιατι διαφορετ ικα ό καπεταν Ν ώντας ηταν ετοιμος να ναυμαχήσει. Και σε λίγο να τΟν πειράζαμε για το κακο χάλι του κα­ρ αβιου του, ελεγε πως εφταιγε ό Δούναβης που κά-

, ναμε νερα. 'Α ' , , λ ' , " δ 'λ ., πο φυσικα κανα ια, που ναι για το ε τα ο,ΤΙ

53 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 54: Panait Istrati - Νεραντζούλα

, , " Ι!. ' t Ν ' ' " ζ τα μονοπατια για το υOιrvo, Ο ωντας, που επαι ε στα δάχτυλα την τοπογραφία τού βάλτου, μας όδή­γησε χωρις μανούβρες πολλές. Στάi}ηκε άληi}ινος Δον Κιχώτης και συνάμα Σάντσος Πάντσος, ϊδρω­νε� ματώνονταν και τις κατακτυπούσε τις φτωχες i}λι­μένες ίτιές, που επερνε για i}ανάσιμους έχ&ρούς, κα-

'ζ ' λ ' δ " " τασπα οντας τους κ α ους τους με το κουπι· τρομα-ζοντάς μας, σε κά&ε σύνδεντρου το διάβα, με πιίtα­νες συντυχιες λύκων που τού 'χαν κι αυτουνού χυμή­ξει κάποτες κι άπο τότες - το. πάi}ημα μάi}ημα -κρατούσε πάντα ενα μαχαίρ ι και τώρα επερνε τα μέ­τρα του για. να. προφυλάξει τις ζωές μας.

Μά, σύγκαιρα μας άπόδειχνε τη φρόνησή του, μαν­τεύοντας κι άποφεύγοντας δλα τ' ά&έλητα προσαρά­γματα, τις άπελπιστικες περιπλανήσεις που πα{}αίνου­νε κι οί πιο καλοι βαρκάρηδες και κάμνουν συχνα τις πιο χαρούμενες συντροφιες να τελειώνουνε τις έκ­δρομές τους με βλαση1μιες βαρειες και με κλάματα.

Εϊχαμε φύγει πολυ μετα την άνατολη και πριν το μεσημέρι ό καπεταν Νώντας εριξε αγκυρα, μέσα σε βροχη συχαρίκια.

Και το γλέντι άρχίνησε. Γλέντι. . . !Ο Θεος να σας φυλάει· γιατι ή κυρα

Νεραντ,ζούλα, προi}υμοποιήi}ηκε να μας φαρμακώσει άπ' τη στιγμη που παη1'σαμε στη στεριά· φ ίλησε το Ν ώντα μπρος στη μύτη μου, για να τον άνταμείψει για την γενναιότητά του· και για να μη κακιώσω ό άτός μου, φίλησε και μένα κάτ' άπ' τη μύτη του Νών­τα κ� ετσι δυσαρέστησε και τους δυό άντάμα.

- "Αχ, μωρε Μάρκο, εκραξε ό φτωχος άμιρά­λης αύτό 'ναι μια άρρώστεια που δε μπορεί να βα­στάξει. Έγω λιώνω . . .

'Έκπληκτη για τη γκάφα της ή Νεραντζούλα, μας , ',<)"., " 'λ αποκρ ι u ι ικε μ αφε εια. Μ ' ' .<\ ' "Ο ' l' λ' - α γιατι υυμωνετε ; ,τι καμω ειναι κα ος

καμωμένο . . .

54 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 55: Panait Istrati - Νεραντζούλα

πολυ σωστό, Νεραντζούλα μου' πολυ σω­στό, μα μ ε δαιμονίζει, άπόσωσε μουγκρίζοντας ό Ν , " � ' " e. ' λ ' ωντας και χαυ ι ικε μεσ τα υουρ α κρατωντας με-σοπάλαμα το κεφάλι του.

'Έφυγα και 'γω κατα το αλλο μέρος οί έφτά μας συντρόφοι �ταν κιόλας μακριά, γυρεύοντας μούρα.

Αύτη δεν ,ακολούθησε κανένα μας, μα λίγο ύστε­ρότερα την ακουσα μακριάitε, να τραγουδάει δυνα­τά, τρώγοντας καρπούς.

- Ν εραντ'ζούλα φουντωτή, Νεραντζούλα φουν­τωτή . . .

Β , , δ ' " e. λ ' , ρισκομαστε στην καρ ια ενος υα τοτοπου, που άπλώνονταν σε πολλα τετραγωνικα χιλιόμετρα, μια εκταση αδιαπέραστη απο καταβολης κόσμου - χα­μένη για το αβάρετο χέρι του αν{}ρώπου. Ό Δούνα­βης σα τύραννος αφέντης την άπειλεί πάντα με τ' α­δάμαστα κύματά του, την εποχη της μεγάλης φου­σκονεριάς.

'Εδω, ό ούρανος φαίνεται τόσο αγριος, οσο κι ή γη. ή σιωπη 'σ' αλαφιάζει' ή απεραντοσύνη τούτη κά­μει τη ζωη αβάσταχτη για τους itερμούς, στοργικους αν{}ρώπους. 'Ένα φύλλο που κουνιέται, ενα στάχυ που λικνίζεται, μ ια κραυγη γλάρου που σκίζει το διάστη­μα, κάνει τον αν{}ρωπο να νιώitει πόσο λίγο πράμα αν­τιπροσωπεύει στη γη. 'Εδώ ό ηλίitιος Βασιλιας του πλανήτη μας, δεν περνά παρα με χίλιους πόνους, χί­λιες πληγες κι αφάνταστη ταλαιπωρία. ' Εδώ άπ' την αγιούπα που καμπανίζει σαν αετος στο απειρο, ώς τα κουνούπια και τα ζωύφια που πληitύνονται κατα μυριάδες, τα πάντα κράζουνε στον περγελαστη της γήινης ζωης. '

- Μαζί μ ας δε &α καταλυ&είς. ΤΟ μελωδικο γύρισμα της Νεραντζούλας, αντη­

χούσε κα{}ως πάνω σε χάλκινο itόλο και ξάφνιασε ε­να μπεκετσίνι που τσιμπολογουσε μούρα, δίπλα μου. 'Άφησα τον έαυτό μου να πάει κατ α 'κείνη που με-

55 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 56: Panait Istrati - Νεραντζούλα

λωδούσε με τη γλυκειά μου, ,άγαπημένη φωνή. Κι ό Νώντας άπό 'κεί που δρίσκονταν, εκαμε το ιδιο κι άντάμα τα κεφάλια μας, φάνηκαν στο φράχτη ένος χωραφιού, σκεπασμένου άπο πελώρια καρπούζια. Μόλις μας είδε ή Νεραντζούλα, γέλασε με τα μου-

'δ ' , λ ' � " , Α > σου ια μας, που ταν με ανωμενα απ τα μουρα. υ-

τή 'χε μελανωμένα μόνο τα χέρια. Ή καρδια ξεμολύδιασε άπ' τη χαρά, μας εκαμε

να ξεχάσουμε το κακό μας κι άφε{}ήκαμε να γελαμε . . . "Τστερα δείχνοντάς μας την καλύδα τού Ιδιοκτή­

τη τού μποστανιού, μας αδραξε άπ' τα χέρια καΙ μας εσυρε.

- Πάμε να δούμε ποιος εΙναι ό μποστανυζής. ΤΗταν ενα ζευγάρι πενηντάρηδες, φτωχοΙ Ντο-

6ρουτσάνοι, μισαδούργαροι, μ ισοτσ(γγανοι, κο υ­ρεληδες κι αγριοι κα{)ως ή γη που τους ε{}ρεφε. (Η γυναίκα δ ιατηρούσε τα σημά,δια μιας όμορφιας, που χά{}ΊΊκε νωρΙς καΙ σα μας εΙδε εδιωξε το σκύλο της μακρια κι ηρ{}ε να μας ρωτήσει αν {}έλαμε να φα με καρπούζια.

- 'Έχουμε πολυ καλά, μελωμένα, άπόσωσε κοι­τώντας μας στ� μάτια.

- "Οχι, άποκρωηκε ή Νεραντζούλα. "Ηρ{}αμε για μούρα. Φχαριστούμε.

- "Ε, τότες, εΙπε ή γυναίκα, σα νά {}ελε να κά­μει κάτι για μας όπωσδήποτε, τότες δω1σε μου το χέ­ρι σου, όμορφούλα μου· ξέρω ν' άνοίγω τΙς μοίρες

, , , δ e. 'ζ και να τις ιαυα ω . . . πηρε το χέρι τηζ Ν εραντζούλας, κράτησε την πα­

λάμη άνοιχτη καΙ με τον δείχτη τού δικού της χεριού μελέτησε τΙς γραμμες καΙ τα νιτερέσα πάνω στο μι­κρο χεράκι. "Τστερα, 11 μάντισσα πισωπάτησε άπό­τομα κι εκραξε μ' άλη{}ινο πόνο.

- Μικρούλα μου . . . Πωδάκι μου. ΕΙσαι καρπος τού ερωτα. (Η ζωή σου {}ά 'ναι τρομερη κι ή τύχη σου εΙναι δεμένη μ' ένος παιδιού που κρατάει άπ' τη

56 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 57: Panait Istrati - Νεραντζούλα

ράτσα τού πατέρα σου. Πήγαινε, πήγαινε γιατι μού σφάζεις την καρδιά, ατυχο πουλί μου.

Παράτησε το χέρι της φιλενάδας μ ας και γύρισε πίσω στην καλύοα της, ένω ή Νεραντζούλα εφευγε

' λ ' σα α:φινα. τη φτάσαμε. - ΤΙ ράτσα εΙν' ό πατέρας σου, τη ρωτήσαμε κι

οί δυα με μια φωνή,� - »Αστε με ησυχη, φώναξε ταραγμένη. Δε ξέ­

ρω 'γω πατέρα. Σας τό 'πα τόσες φορές. 'Άστε με ησυχη. . . και πηγε να κουοαριαστεί στον ίσκιο μιας ίτιας.

"Αδικα την άκολου&ήσαμε καταπόδι' ποτες δεν είχε φανερωitεί τόσο κακή.

Κι ένω προχωρούσαμε δειλά. - Πηγαίνετε στο διάλο 'σείς κι ή μάντισσά σας,

εκραξε. Αύτο δα μας ελειπε, ή μάντισσά μας . . . 10 Νώντας ξάπλωσε και κοιμή{}ηκε. Θέλησα να

ξαπλώσω καί 'γώ, μα τα λόγια της Νεραντζούλας - πηγαίνετε στο διάλο, μοϋ σφυροκοπούσαν την καρδιά. Πρώτη φορα το στόμα της πού 'ταν γιομά­το γλυκόλογα, πρώτη φορα τα μάτια; της' που μού μι­λουσαν τρυφερά, με κεραυνώσανε με τέτοια ολαστή­μια. Πηγαίνετε στο δ ιάλο, στο διάλο, στο δ ιάλο, στο. διά. . . Αύτη ή τόσο ντελικάτη, ή τόσο φίνα να ορί'ζει σα χωριάτης.

Γευόμουνα με φαρμακωμένα χείλια τις itλίψεις τούτες τού ερωτα, κα&ισμένος άνακούρκουδα πλάι στο Νώντα, ένω σειράδιαζα κάτι χοντρα μούρα μέ­σα σ' ενα μικρο καλά&ι που μόλις εΙχα πλέξει, δταν τ' άγαπημένα χέρια της Νεραντζούλας, φάνηκαν μπρος στα μάτια μου και κα1}ως με μαγεία σφούγγι­σαν ολους τους πόνους. Στράφηκα και την κοιτούσα εύτυχισμένος. Καitισμένη πίσω μου, εκοοε άργα τα μούρα: άπ' τους ,οάτους πού 'χα άπο&έσει στα γόνατά

57 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 58: Panait Istrati - Νεραντζούλα

, , > 'δ ζ " λ ' _<1. ' μου και τ αρα ια ε συμμετρικα στο κα αυι, το κρε-μασμένο άπ' το ζερβί μου χέρι που εΙχε λι&ώσει άπ'

, , τη χαρα. - ΕΙναι για μένα Μάρκο ; . . . ψυ&ίρισε. Μάρκο . . .

Γ ' δ ' Δ' -<1...'. λ ' " Π ' .. ια ικο μου. ε υυμωσες κα ε μου, ε ; οσο εισαι καλός. Πόσο σ' άγαπώ. Σχώρα με. Σχώρα με.

ΙΗ άνάσα της μοϋ τσουρουφλοϋσε το πρόσωπο. Κόλλησα το μάγουλό μου στο ,στόμα της, μ ε το κε­φάλι βαρυ σα καμπάνα.

10 Ν ώντας ξύπνησε. Θ ' , , r_ " " λ - , .... α χουμε τρικυμια, ειπε και γυρ ισε ανασκε α και 'βάζοντας δυο δάχτυλα 'στο στόμα σφύριξε οου­νήσα ναι μαζευτοϋνε.

Ξάπλωσα καί 'γω με τον '(διο τρόπο, ένώ αύτη στά&ηκε άνάμεσά μας, με το καλά&ι στο χέρι και ξ α­νάρχισε να μας ποτίζει χολή, με καινούργια μέ&οδο. Πέρνοντας μούρα τα φιλοϋσε πρώτα ενα ενα κι ϋ­στερα τά χωνε πότεl ,στο στόμα μου πότε στοϋ Ν ώντα τραγουδώντας κά&ε φορά.

Ν εραντζούλα φουντωτή, Νεραντζούλα φουντωτή.

Δε καταπίναμε μούρα, μα μεγάλα ,άναμένα κάρ-βουνα, ένώ αύτη άνυποψίαστη 'ξακολου&οϋσε.

Ξάφνου ό Νώντας δεν αντεξε και ξέσπασε. - 'Αμαν Νεραντζούλα. 'Αμάν . . . Και σηκώ'&ηκε βλαστημώντας κ ι άφρίζοντας. - "Α, που να πέμψει ό Θεος μια τρικυμία να μας 'ξ " � �I λ 'Ε ' λ ' , πνι ει, πριν πεσει ο η ιος. . . γω ιωνω, νισαφι . . . Δ ' τ Ι , ζ , ' '1'' ' ' , εν ηταν χρεια να \ ητησει τρικυμια' ηταν μεσ τον

άέρα.: Κι ελεγεςι πως ό Ν ώντας η&ελε να μας μπάσει στην καρδια τοϋ Δούναβη, τόσο γοργα κατέβαινε.

Σ' ενα διχάλι τοϋ Ματκίν, ένώ σαν άστραπη περ­νοϋσε ή ,βάρκα μας μπροστα άπ' την οχ&η τοϋ Γκετ­κέν, οί ψαράδες μας εκραξαν.

- Μη μπείτε στο Δούναβη. ΕΙναι &ολωμένος . . .

58 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 59: Panait Istrati - Νεραντζούλα

Κανεις δε &α μπορέσει να σας σώσει . . . Κρατώντας τη λαγουδέρα, 60υΌός, τυφλος και ά­

νελέητος ό Ν ώντας, εt)αζε πλώρη για τη Βράιλα, έ­ναι οί συντρόφοι του ξενέριζαν φουριόζοι, ύπάκουοι, δπως πρέπει σε πλήρωμα καραβιού, περήφανοι. tH Νεραντζούλα κα&ισμένη στην πλώρα, με τα χέρια ,στεφάνι δεμένα στα γόνατα, αγνάντευε ενα γύρο ά­διάφ{)ρη σα &εά. 'Ήξερε πως ,ό Δούναβης ακόμη κι ανταριασμένος δ ε μπορούσε να την πνίξει. Κι ή ε­γνοια για τους συντρόφους της, αν λάχει και ρωτή­σεις. . . ε, ποιος ξέρει τι συμπόνια μπορεί να κρύβει ή καρδια μιας τέτοιας διαΌόλισσας. Έξάλλου ύπεύ­&υνος για τις ψυχες που αρμενί,ζανε, ηταν δ καπεταν Ν ώντας, που ή γεναιότητά του συνέπαιρνε τόσο πο­λυ τα παιδιά, που οσο ό κίνδυνος γινότανε πιο μεγά­λος και φανερός, τόσο και περισσότερο με-&ούσανε και Ο'υρλιάζανε αλλοπαρμένα.

- Ζήτω ή (Ελλάδα. Ζήτω ό (Ελληνικος στόλος, και πάντα να ξενερ ίζουν μέσα σε σωστο ίδρομάνι.

Μα σα φτάσαμε στη μέση τού ποταμού, τα πρά­ματα σκούρηναν μονομιας, γιατι ενα κύμα σηκώ{}ηκε απάντεχα και καπέλωσε το αμοιρο σκαρί μας πλημ-

, , � , μυρισαμε στ αρμυρονερο . . . - llδυ&είτε, πρόσταξε ό Καπετάνιος, παρατών­

τας τη λαγουδέρα και πετώντας στο αψε σβησε τα ρούχα του.

Ν α το πεί μόλις και πρόφτασε και την αλλη στι­γμη το καράβι, κάνοντας ενα μεγάλο ρούφουλα πη­ρε τα κάτω και βούλιαξε όλόσωμο.

Π ' " , , , " λ ' ξ - ιαστε τα χερια παν απ τις π ατες μας, ε-φώνησε ή Νεραντζούλα στη συντροφιά, που πια δε συλλογιότανε τον έλληνικο στόλο.

ΤΟ κύμα, βρωμισμένο απ' την αμμο, μας τύφλω­σε μια στιγμη κι ϋστερα σμείξαμε και με κόκκινα φλο­γισμένα μάτια, συνταχτήκαμε. τα παιδια γελούσαν και χαχάνυζαν· δεν ενιω&'αν τον κίνδυνο . . .

59 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 60: Panait Istrati - Νεραντζούλα

Και στη στιγμη οί ούρανοι άνοιξαν τους καταρ­ράχτες τους κι ή &ύελλα ανακούφωσε μανιασμένη το Δούναβη. Δε μπορούσαμε πια να ξεκρ ίνουμε μια πι­{tαμη πέρα απ' τη μύτη μας. Βα{tεια νύχτα και νερο

:t , , _ , ' :t ' απ τη γη σαμε τον ουρανο. Κολυμπώντας μ' δλες μου τις δυνάμεις, μακρια

απ' τις άλλες δυο παρέες κι άπ' το βλάμη που επλεε μονάχος, ενιω&α κάμποση ωρα πάνω στη πλάτη μου τα χέρια των δύο μικρων συντρόφων που μ' εσφιγ­γαν απελπισμένα, σάρκινες τανάλιες κ ι ϋστερα . . . ϋ­στερα, μεγαλοδύναμε Θεέ, ξέφυγαν τ' αγκάλιασμά τους καΙ λευτέρωσαν το κορμί μου.

Βούτηξα δσο μου 'ταν μπορετό, πάνω κάτω, ζερ­βα δεξιά, εχανα μακροβούτια και σε μια στιγμη ε­λαμψε ή ,αλή&εια μέσα μου' δτι ό Θεος εχει ανάγκη κα{tαρες ψυχες για τα τάγματα των αγγέλων του, . .

Στην ακτή, δπου απελπισμένοι άν&ρωποι πρόσμε­ναν να μας μάσουν, σα φτάσαμε, τρείς γενναίες ψυ­χές, μέσ' τις έφτά, όδοιπορουσαν κιόλας κατα το {tρό­νο του Κυρίου.

'Όλ' αύτα γινότανε την πρώτη ·βδομάδα τού Σε­πτέμιβρη, δταν τα οψιμα μούρα εΙναι η πιο πε&υμημέ­νη λιχουδια για τ' ,απόκοτα παυδια της Βράιλας. Πη­γαίνουν δλα χωρις να λογαριάζουν το {tάνατο, μα συχνα τα ψαρεύουν μέσ' το Δούναβη, με το μουσούδι

" , � " " " - " ακομα μαυρισμενο ως τ αυτια, απ το μοιραιο αυτο φρούτο των βάτων, το σταλτο μονάχα για τ' αγρί­μια.

60 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 61: Panait Istrati - Νεραντζούλα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ

Φ&ινόπωρο, πλούσιο σε φύλλα μαραμένα . . . 'Ο­κτώβρης -&λιμένος σα την καρδιά μου. Φύλλα μαρα­μένα και -&λ ίψη , που το ξεροβόρι τα πηγαινοφέρνει μέσα σ' δλη την Πολιτεία.

!Η Νεραντζούλα λίγο πιο βαρεια ντυμένη, δρομί­ζει πάντα μέσ' το στεφάνι της, μα οί ντενεκέδες δεν είναι πια γιοματισμένοι άναλυτο άσήμι' δεν εΙναι πια ηλιοι που να τρεμουλιάζουνε μέσ' τους κάδους ό ού­ρανος άλλαξσφόρεσε τα χειμωνιάτικά του.

- Μάρκο, το χειμώνα αύτο -&α φάμε κολοκύ&α ξερή, ψημένη στο μαγγάλι μου . . .

Μοιράζει, δπως άνέκα&ε, τ' άπογέματά της, αμα τελεύει την άγγαρεια της δουλειάς της, άνάμεσα στην «οϋλιτσα καλιμέρεσκε» και στην άφεντιά μου κα{}ως και τη φροντίδα για τα σκυλιά της, που με­γάλωσαν τώρα κι είναι ώραία και παιγνιδιάρικα σα την κυρά τους . . .

- Μάρκο, ελα να δείς πως ό Λέων πηδάει το χαν­τάκι μαζί μου . . . 'Άρχισαν να βάζουν σωληνες μολυ-6ωτους και βvδώνουν τΟν ενα με τον αλλον. Τώρα πια είν' έπικίνδυνο το πήδημα, γ ιατι αν πέσεις μέσ' το χαντάκι μπορεί και να σκοτω-&είς. Μά 'γω δε φο-60υμαι και πηδάω πάντα. 'Έλα, καλέ μου, να δείς . . .

'Ακούω την άκάματη γλωσσίτσα της, άφήνουμαι να με χαδεύει σα τα σκυλιά της" μα δε 'ίΟ κουνώ άπ' την κάμαρή μου , δε φεύγω πια άπ' το περιαύλι μου .

Κι ό Ν ώντα� δεν ερχεται πια να με δεί. Και των δυο­νωιν μας ή κ�ρδια είναι σφαγμένη άπο τούτη τη μοι­ρ ασιά. Αύτο πια δε μπορεί να βαστάξει έπάπειρο. 'Α-

61 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 62: Panait Istrati - Νεραντζούλα

πο μέρους μου &α πε{}υμουσα να πάρει τέλος αύτο το βάσανο. Κι δτι {}έλει ας βρέξει - που λένε.

Και πηρε τέλος, μα οχι το σκληρο τέλος που ϋ­φαινε ή όλόφλογη ζήλεια μου, Οχι.

Μια μέρα τρομερη όχλαγωγη στο δρόμο· γυναί­κες, παιδιά, σκυλιά, ούρλιάζαν δλα μαζί, σάμπως και εΙχε πέσει πανούκλα.

"Ήταν οί μπόγιες με το άπαίσιο κλουβί τους κι οί χωροφύλακες που τους προστάτευαν άπ' το &υμο και τη μάνητα του κόσμου. Οί δυο άτσίγγανοι με τα εκ­δ ικητικα μάτια και το σαρκαστικο γέλιο που ξέσκι­ζε το πρόσωπό τους ϊσαμε τα μακρια τριχωτα αύτιά, και το μεγάλο ραβδί, με Τ11ν χάλκινη μαγγάνα στο χέ­ρ ι, τρέχαν κα&ως διαΟόλοι, πετουσαν και -&ηλιάζανε τους λαιμους των αμοιρων ζώων, που δε φελουσε ν' άντιστα&ουνε. "Ετσι κρεμασμένος μέσ' το δ ίχτυ ό σκύ­λος, πήγαινε να σμίξει με τους Cίλλoυς που ή άν&ρώ­πινη βαρβαρότητα ( αύτη που επιγράφεται με μεγά­λα ψηφεία ΠΡΟΝΟΙΑ) είχε συνάξει μέσ' το κλου­Οί.

"Ολοι πού 'χανε σκυλια ηταν εξω, μανιασμένοι , ετοιμοι ν' άρπαχτουν για καλά, μ11 δ ίνοντας δυάρα στο χωροφύλακα και την καραμπιστόλα του, που του οαρουσε το μερί . Κα&ένας εκραζε το σκύλο του, τον επαιρνε άγκαλια κι εφευγε σάμπως κρατουσε κανένα {}ησαυρό.

- 'Έεεε, Σαγκακίτσα . . . ΤΟ νου σου στα σκυλια σου, φωνάζαν οί γειτόνοι.

Μα που εΙναι ή Νεραντζούλα ; Τρέχω στον άχε­ρώνα που φυλακvζει τα σκυλιά της. (ο Λέων λείπει. 'Επιστρέφοντας, οί μπόγιες εχουν φύγει και δε ξέρω αν τον αρπαξαν ( για να τόνε γδάρουν ζωντανο ) Τι μήπως είναι στο πηγάδι Τι κάπου τέλος πάντων κο­προσκυλάει.

Π άω να τρελα{}ω. Δε ξέρω τί να κάνω, που, να πάω, δταν νάσου ή Νεραντζούλα. Είναι μονάχη, ό

62 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 63: Panait Istrati - Νεραντζούλα

Λέων δεν είναι μαζί της 'οπως ελπιζα. 'Απο μακρια τη βλέπω νά 'ρχεται, μ' άδειαναυς ταυς κουβάδες στό 'να χέρι και στ' αλλο το ξύλινο στεφάνι, χαρού­μενη που τέλεψε τη δουλειά της , μα ξαφνικα τα μά­τια της γουρλώνουνε τρομαγμένα, γιατι μονομιας κατάλαβε τι ετρεξε και χύνεται βολίδα κατα πάνω μου.

- τα σκυλιά, πού είναι τα σκυλιά μου, ούρλιά-ζει. Που είναι τά . . .

- (ο Λέων λείπει. Μ " " 'Ω " λ ανιασμενη πιοτερο παρα μια κυπετη, πιο υσ-

σασμένη άπο μια φουρτούνα, ή Νεραντζούλα χυμα να κυνηγήσει τους μπόγιες και κα&οδο μαζώνει τα πιο κοφτερα χαλίκια, πέτρες μυτερές, φονικές. Τρέ­XCQ ξωπίσω της και μαζεύω κι ό άτός μου πέτρες. Ξέ­ρω πως μονάχα μ' ενα καλο πετροπόλεμο μπορούμε να κάνουμΘ τους τσιγγάνους να το βάλουν στα πόδια.

Τόντις, όρμηνεμένοι άπ' τους άν&ρώπους, που εί­δαν να περνα το κλουβ ί, φτάνουμε τΟ. άπαί,σιο νεκρά­μαξο, μα που ; Φυσικα σ' αύτη την καταραμένη «o1J­λιτσα καλψέρεσκε» με το χαντάκι και τΟν νεαρο "Ελληνά της πού 'να" εξω. Είδε κιόλας τον Λέων φυ­λακισμένο, στις σιδερένιες άρπάγες και μας φωνά­ζει.

Εl' ι Τ , Μ ' , , - ιναι μεσα, ειναι μεσα . . . προς καταπανω στο μπόγια . . .

Βροχη πέφτουν ο ί πέτρες. Σφεντοναμε κι οί τρείς μα το ζερβι χέρι της Νε­

ραντζούλας, είναι που τους βρίσκει κατακέφαλα. Τσιγγάνοι, άμαξας και χωροφύλακες, το. βάζουν στα πόδια οπως οπως, άναπoδoγυρ�ζoυμε το κλουβΙ καΙ λευτερώνουμε τα σκυλιά.

'Όταν ό χωροφύλακας γυρίζει μ' ένίσχυση, δε βρίσκει ψυχη να του πεί πως είμαστε κρυμένοι στο στάβλο του Ν ώντα, με τον Λέων στην άγκαλιά.

Δυο d:Jρες μετ α βγαίνουμε σα ποντικοί.

63 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 64: Panait Istrati - Νεραντζούλα

Ό δρόμος ερημος το σούρουπο ανταρεμένο. τα τζάμια των σπιτιων εΙναι χρυσαφιά. 'Αδύναμα κρε­μασμένα στα κλαρια των δένδρων, τα στερνα φύλλα της έποχης, φαίνονται σα δουτημένα στο αΙμα.

Και το χαντάκι σκοτεινος κι ατέλειωτος τάφος, δέχεται χρυσαφιες ,αντιλαψιές, που χαλκοδάφουνε τα χείλια του και σε κάνουν να μαντεύεις τους αγωγους πού 'χει σαν εντερα δαitεια στα σωitικά του.

'Η Ν ζ 'λ " ζ " , εραντ ου α το κοιτα ει μαγεμενη χαι σφιγ-γει το σκυλι μέσ' τον κόρφο της. Θά λεγες πως -θ-έλει να δαμάσει την πε{tυμια πού 'χει να πηδήξει.

- Πάμε στα σπίτια μας, λέω σα να φοδάμαι κά­τι αόρ ιστα.

Και παίρνω το σύνορο του χωραφιου για να φύγω, μά 'κείνη δεν μ' ακολοu{tεί, ,αφ11νει χάμου το Λέων, φιλάει το Ν ώντα, πηδάει το χαντάκι, φιλάει έμένα και πάλι 'ξαρχης.

- Νεραντζούλα φουντωτή . . . Γυρνά στο Ν ώντα, άπο κοντα ό Λεων. - Ν εραντζούλα φουντωτή . . . Κ ι όλοένα πιο γρήγορα, ενα φ ίλημα σα δαγκανια

σε μένα, αλλο στο Ν ώντα, με το σκύλο ξωπ(σω της και το Νεραντζούλα φουντωτή, πάνω απ' το χαντά­κι που εχασκε λυσσοδ6ντικο.

'Α ' 'Α ' Ν ' ζ Κ 'λ ' , - μαν. μαν εραντ ι μου. α ιο σκοτωσε με. Σκότωσέ με , κράζει ό αμοιρος αντίπαλος, χλω­μος κι ακίνητος, μπρος στην πόρτα του.

Δε προσμένω παρα να πηδήξει τούτη' τη φορα σε μένα, να την άρπάξω και να την σύρω κατα το σπίτι, μα την ίδια στιγμη που πάει να τιναχτεί, ό Λέων την άρπάζει απ' τον ποδόγυρο και μ' ενα ξεφωνητο ή Ν ε­ραντζούλα κυλά και κουτρουδαλιάζεται στΟν πάτο . . .

'Ένιωσα τον κόσμο να στριφογυρvζει, να στριφο­γυρ ίζει σα σδούρα κι ϋστερα . . . ϋστερα ενα γαλαχτε­ρο ερεδος . . .

64 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 65: Panait Istrati - Νεραντζούλα

ΙΗ συνέχεια του κάζου τούτου, μου 'ρχεται �oλω­μένη στο μυαλό, γιατΙ τρείς μέρες ό πυρετος καΙ το παραμιλητό, επλεξαν στο ίδιο φαντο την άλή&εια με την φαντασία.

Θυμαμαι μόνο πο)ς ακουσα γυναίκες να μοιρολο­γανε κι εΙδα φανάρια καΙ σκιές ν' άναδεύονται, ύ­στερα δυο μάτια σφαλισμένα, ενα πρόσωπο κόκκινο, ματωμένο, μαλλια λασπωμένα καΙ μια τρύπα μεγά­λη σα χωνί, σ' ενα κεφάλι λασπωμένο. "Ολ' αύτα ηταν της δμορφης μου Ν εραντζούλας, που εν' άμά­ξ ι πήγαινε, τριπόδ ιζε δαρεια κατα το �λιδερo νοσο­κομείο.

ΤΗταν το τέλος μιας όδύνης . . . . . . καΙ ή άρχη μ ιας αλλης, πολυ πιο τρομερης, που

δάστηξε πολλα χρόνια.

65 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 66: Panait Istrati - Νεραντζούλα

Καστρινός, Καζαντζάκης, Ιστράτι

Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 67: Panait Istrati - Νεραντζούλα

ΜΕΡΟΣ ΔΕΤΤΕΡΟ

Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 68: Panait Istrati - Νεραντζούλα

Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 69: Panait Istrati - Νεραντζούλα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Π 'λ ' λ " ορτοκα ια και εμο - ονια . . . ( Συμφορά μας, συμφορά! ) . Πορτοκάλια καΙ λε­

μόνια πουλούσαμε πέντε χρόνια τώρα, μ' ενα καρο-, , " " " " " τσακι που σερνα γω απ το τιμονι κι εσπρωχνε απο

πίσω ό Ν ώντας. 'Έσκυ()ε κ ι εσπρωχνε ετσι που ή ρά­χη του, διάγραφε ενα τόξο' μια ()έργα που λυγίζει μα δε λέει να σπάσει . . .

Οί γονιοί μου πε\}αμένοι' Θεος σχωρέστους . . . Πε­\}αμένοι κι οί γονιοΙ του Νώντα . . . ΚαΙ μ' δλη μας την κληρονομιά, μ' δλα μας τα πλούτη καΙ τα εχει μας που χά{}ηκε, άνοιξε ή γης καΙ την κατάπιε άπ' καλα, ή μοίρα δεν τ' άρεσε αύτο κι ετσι πουλούσαμε τώρα πορτοκάλια καΙ λεμόνια, στους δρόμους της Βράιλας. Πουλούσαμε, λέω, πορτοκάλια καΙ λεμό­νια, γιατΙ γυρεύαμ' άπελπισμένα τη Ν εραντϊζούλα μας που χάitηκε, άνοιξε ή γης καΙ την κατάπιε άπ' το νοσοκομείο την άλλη κιόλας μέρα της γ ιατρειας της, χωρΙς να μας πεί ενα γειά σας, χω ρΙς να μας άφήσει ενα itυμητικό.

Δυο δεκάρες το πορτοκά - άλι μια δεκάρα το λε­μό - όνι.

( Συμφορά μας, συμφορά! ) . Μέσα στΟν άνεμο μέ­σα στη δροχη καΙ μέσα στη ζέστη. ΚαΙ πάντα τα μά­τια μας να ψάχνουνε την κάιtε πόρτα, το κά\}ε παρα­&ύρι που \}' άνοιγε, λέει, να κoρν�ζώσει το προσωπά­κι της Νεραντζούλας.

Πέντε χρόνια. Είμαστε πια άντρες σωστοί. Στα-, , , " " " ρατοι' με μουστακια και γενια κατσαρα και κατα τ

άλλα Οχι κακοκαμωμένοι. Μα πόσο, πόσο κουρασμέ-

69 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 70: Panait Istrati - Νεραντζούλα

να τα μάτια μας! Θα μας επαιρνες για δυο καλογέ­ρους, που ftλιμένα πείtυμoυν να επαναστατήσουν στο τάξιμό τους να μείνουν άγνοί.

Π " λ ' λ " ορτοκα - α ια και εμο - ονια. �Eκατo φορες οί πατουσες μας είχαν λαχπα­

τήσει μέσ' τις λάσπες, μέσ' τη σκόνη του tδιου πάντα τόπου, κάίtε οϋλιτσας κάftε δρόμου κάftε σο­κακιου. Χ ίλιες φορες τα μάτια μας είχαν στραφεί στις ιδιες πόρτες, στα 'ίδια παραl:}ύρια . . . Σπίτια με πόρτες και με παραπόρτια με παραίtύρια και με σου-/!. ' δ ' , , , 'ζ , λ " υα ες και . . . και . . . σπιτια να μυρ ι ουν μουχ α κ ι α-ραδιασμένα, κολλημένα σα σκυλια που πηδιουνται· κι αντρες και γυναίκες και κόσμος που μπαινόδγαινε κι εχασκε . . .

"Ολ ' αίrτά, και σπίτια και ανl:}ρωποι και μούχλα, μπορούσαν να χαl:}ουνε χωρις να μ ας νοιάζει στα­λιά, γ ιατι ψάχναμε κι άποζητούσαμε μόνο, ενα μό.­νο· την ομορφή μας Νεραντζούλα.

Δυο δεκάρες το πορτοκάλι. Μια δεκάρα το λεμό­νι. ΤΟ καρότσι σταματάει· σταματάει και το στρίγ­γλισμα που κάνουν οί ρόδες - το καρότσι ξανακυ­λάει· ξαναρχίζει το στρίγγλισμα. . . �O Νώντας σπρώχνει άπο πίσω . . . χίλιες φορες τα στόματά μας την tδια μέρα λένε και ματαλένε το δάσανό μας. Πορ­τοκάλια και λεμόνια. Δυο δεκάρες μ ια δεκάρα.

Και καίtως νομίζουμε πάντα, πως ή Ν εραντζού­λα κρύδεται πίσω άπο κανένα παραftύρι, ξαναρχί­ζουμε κι οί δυο μαζί.

Κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι Νεραντζούλα φουντωτη πλέναν κι fiπλωναν Νεραντζούλα φουντωτή . . .

Νεραντζούλα φουντωτή! Μπορείς ν ' άκου ς το τρα­γούδι τουτο και να μην άποκρίνεσαι ; ΤΟ μπορείς ; Το δαστα ή καρδιά σου ;

70 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 71: Panait Istrati - Νεραντζούλα

'Α ' Μ ' " 'Ε ' " Γ ' - μαν, αρκο, αμ αν. γω ερεψα. ιατι " , ' " " λ ' κακο ναι το κακο μα πιο κακο σα ειπει . . . Ν αί , ειχαμε γυρ ίσει όλη την Πολιτεία, άπ' τις

πιο άρ ιστοκρατικες συνοικίες, τις σιωπηλες και � χρες σα την καρδια των χορτασμένων άν&ρώπων που τις κατοικουνε ώς την πιο λα'ίκη γειτονιά, την πoλιr&όρυβη, την μυριόηχη και λερή, μα την πιο άν­&ρώπινη, πιο νοιασμένη για το μυστήριο των δυο πουλητάδων, που κράζουνε και -&ρηνουνε με τα μάτια στα παρα-&ύρια σάμπως γυρεύουνε τις άρραβωνιαστι­κές, που λακίσαν τη νύχτα του γάμου.

( 'Ώ, κόσμε πα�αγνωρισμένε. Μονάχα 'συ μπορείς να μαντέψεις τις συμφορες μιας ψυχης άν&ρώπινης, γιατι μονάχα 'σένα σε παράδειραν όλες οί συμφορες της ζωης. Πέρασες όλες τις δοκιμασίες και 'συ μό­νο ξέρεις να πονας μ αζι με τους καταφρονεμένους) .

Μηχανικα τα χέρια μας μοιράζουνε λεμόνια, πορ­τοκάλια και σωριάζουνε τις δεκάρες. . . Μ' άλι και τρισαλί, δεν εΙναι τουτος ό σκοπός μας ή σκέψη μας

τ " ' λ 'ζ ' , ειναι μακρια' τα κεφα ια μας γυρ� ουνε σαν ανεμο-δείχτες και δε βλέπουμε, δεν εχουμε μάτια να δουμε, τα χαμίνια .που κλέβουν την πραμάτεια μας .

Σβησαν όλα τα μίση που εΙχαν άνάψει αλλοτες οί άετοί μας. Καμια πέτρα δε μας πετουνε πιά. Κανεις δε μας προσέχει. 'Έχουμε καταντήσει δυο πρόβατα με μάτια ηρεμα μελαγχολικά' δυο μακρινες ζωες που ένεργουνε σα κουρντισμένες κι ι]δικα τα -&ηλυκα μας ζυγώνουν με το καρφωτό τους στη-&ος καΙ μας χα­δεύουν τα γένια' καμιά τους δε μπορεί ν' άντικατα­στήσει τη Νεραντζούλα μας.

-. Καλέ, Μάρκο . . .

- Καλέ, Ν ώντα . . . Κά-&ε βράδυ ξαπλωμένοι στα κρεβάτια μας, μέσ'

το πυχτο σκοτάδι, με τρυφερους στεναγμούς, ξ αναρ­χίζουμε τα αίώνια ρωτήματα.

71 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 72: Panait Istrati - Νεραντζούλα

- Πώς, πώς μπόρεσε αύτη να μας άφήσει τόσΟ' απΟ'να;

- ΠΟ'ϋ κρύοεται τάχα ; - Σε πΟ'ιόνε, Θέ μΟ'υ χαρ(ζει ή Ν εραντζΟ'ύλα μας

τη στΟ'ργη και τα φ ιλιά της ; - Λες να παντρεύτηκε ; ( "Αχ ! 'Αμάν! σώπα ) . - Νεράντζι. Ν εραντζώ. πΟ'υ εΙσαι άκριοα&ώ­

ρητη ; τα χέρια μας άπλώνΟ'νται ξερα σα καλάμια δαρ­

μένα στΟν ανεμα παυ φυσαμανάει στον κάμπΟ', άπλώ­νανται σε μια στάση ίκεσίας και ύπέρτατης πρΟ'σμΟ'­νfjς και λαχτάρας, να ψηλαφίσαυνε το άόρατΟ' τα­οάνι, το '&λιοερο απειρα παυ κρύοει την εύτυχία μας . . .

Ν α ί , ευτυχία και τών δυανώ μας, ταυ Ν ώντα και μένα, ή Ν εραντζαύλα μας.

Γιατι τώρα πια δε &έμε τίπΟ'τες κι ας πεitυμήσα­με κάπατε, ενα καιρο ξεχασμένα, πράματα παυ σε τα­ράζΟ'υνε, σε σκατίζαυνε και σε κάναυνε να πυρώνεις άπ' το μ ί,σας. Σήμερα, ,άπ' τη μέρα παυ μας ελειψε κιόλας ή Ν ερανυζαύλα, παυ εκλεψε τις καρδιές μας και χά{}ηκε σα ριπίδι άνέμαυ, δε πεθυμΟ'υμε σήμερα παρα την φίλη με το αυστηρο πρόσωπα και την ήδα­νικη άγνότητα, τη γυναίκα - φίλη παυ μας άγαπαϋσε με μια άγάπη παυ δε νιώ&αμε και ,δεν είχαμε μάτια να δαυμε πέρα άπ' τα ξεγελαστικα φαινόμενα . . .

tH άγάπη αυτή, ή γυναίκα - φίλη, το ξαφνιασμέ­να 'κείνα πρόσωπα και ή ήδανόχαρή της ά&ωότητα, δλ'

� ' '!' ' " > , " αυτα ηταν καμωμενα για την ευτυχια μας και τιπα-τες δεν μπαραϋσε να τ' ,άντικαταστήσει.

Σαν ή γυναίκα μπαρεί νά 'ναι για σένα φίλΟ'ς, εΙ­ναι ή πιο μεγάλη και ή πιο καλη σύζυγΟ'ς, πιο πλΟ'ύ­σια κι άπ' την &ερμότερη ερωμένη και ξεπερνα χίλιες φορες την πιο τέλεια φιλία παυ αντρας μπαρεί νά 'χει γ ι' αλλΟ'ν αντρα, γιατι ή γυναίκα εΙναι πΟ'λυσύν&ετη

72 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 73: Panait Istrati - Νεραντζούλα

και μυριότροπη κα&ως ή γη που μας γλυκαίνει καΙ μας {tρέφει . . .

Που 'ναι ή Νεραν-rζούλα μας, που, να πέσουμε στα πόδια της και να της πουμε ;

- Φίλη, φίλη είρήνεψέ μας. Δώσε μας την ποδιά σου να την κάνουμε είκόνι­

σμα την μέρα και προσκεφάλι τη νύχτα. Θα τη φι­λουμε την μέρα κα&ως φιλουνε τ' αγια είκονίσματα. τη νύχτα &α σμί γουμε πάνω της τα μάγουλά μας, είρηνεμένοι αδερφικά. Γιατι είρηνέψαμε φίλη. Δώ­σε μας την ποδιά σου.

Ν αί. Έγω εσερνα απ' το τιμόνι, ό Ν ώντας εσπρω­χνε ,άπο πίσω και φωνάζαμε αντάμα,

Π " λ ' λ " - ορτοκα - α ια και εμο - ονια. ( Συμφορά μας, συμφορα τών φτωχών! ) . 'Έτσι έκατο φορες γυρ vζαμε όλάκαιρη την Πολι­

τεία όλάκαιρη έκτος ενα δρόμο η σωστότερα ενα κομμάτι δρόμο.

Ή Βράιλα, που γόνιμη κι άπσίχαρη ξαπλώνεται , , ' Δ Ι e. " , ' ΙΙ κι αγναντευει το ουναυη, τον αγαπητικο της, μ ε-

να μάτι πότε {tερμό, πότε λιγωμένο, ή Βράιλα εχει " 'δ " δ ' " Ε" " ενα σχε ιο, ισως μονω ικο στον κοσμο. ιναι σα μ ια 6εντάλια όλότελα πες ανοιγμένη. 'Απ' το χέρι πού 'ναι το κέντρο της, χύνονται όχτω δρόμοι καΙ δυο 60υλεδάρτα και σχηματίζουνε τόσα παρακλάδια, που το σώμα της άπλώνεται δ ίπλα στο Δούναδη, κα{tως πε&υμημένο δώρο. Και για να μη της λείπει τ ίποτα της καλης μας, τέσσερεις λεωφόροι κόδουνε την άρ­μη τών δέκα τούτων πλοκαμιών που την σκίJζoυνε 0-μοια κα&ως ή τραδέρσα την δεντάλια.

Μακριοί, ατέλειωτοι, πηγαίνοντας άπο ποταμο σε ποταμό, πάντα με καμπύλες και φτάνοντας στα έ­ξ ακόσια νούμερα, οί δρόμοι αίιτοι Sχoυν κα&ένας το, δ ικό του ονομα κι ας χωρίζονται άπ' τις λεωφό­ρους σ' αλλους μακρύτερους. Ώστόσο ,ό κόσμος που

73 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 74: Panait Istrati - Νεραντζούλα

δεν άγαπα τη μονοτονία αύτή, υάφτησε με το μυα­λό του αύτα τα κομμάτια που χωρίζονται ετσι άπ' τις μεγάλες άρτηρ ίες κι εφτιαξε νέες συνοικίες, τους περίφημους μαχαλάδες μας τον τσιγγάνικο και τους λοιπούς.

'Ένας άπο 'κείνους τους μαχαλάδες που ποτε τα πόδια μας δεν είχαν πατήσει, λεγότανε χαντάκι, κομ­μάτι της όδου 'Ενώσεως. Μοιραία όνόματα. Γιατι κα&ως το χαντάκι είναι χαντάκι άλη&ινο για τη γυ­ναίκα που πάει να μαράνει τα νειάτα της στη δημο­σια του Δουνα6έζικου τούτου λιμανιου, τ' ονομα πού 'χει ό δρόμος όλάκαιρος είναι ονομα ίστορικό. 'Εδω υρ ίσκονταν στα παλια το χαντάκι που ύπεράσπιζε την Πολιτεία στον καιρο των Τούρκων. Σαν εγινε δ ' , δ' 'Ε ' ,, ' .

, ' ξ ' λ ρομος - ο ος νωσεως - υστερ απ το απ ω-μα της νέας Βράιλας, το παλιο χαντάκι όνομάστηκε Στράντα Ούνιρέι.

Μα γιατι ή άν&ρώπινη μνήμη δε ,υάστηξε τ' ονο­μα τουτο παρα μονάχα γι' αύτο το κομμάτι του δρό­μου, που φέγγει ΤΙ1 νύχτα με τα εκατό του κόκκινα φανάρια ;

Γιατί :

Στο χαντάκι, άγόρ ι, εχ&ροι και φίλοι μπένουν λεύτερα με πλερωμή. 'Ε δ " 'λ ' 'λ κει α σμι γουν, σκυ ες και σκυ οι

� , , , Ι κι η τιμη ναι στην τιμ η . . .

έξηγουσ' ενα τραγούδι 'κείνου του καιρου. ΤΟ χαντάκι δεν εχει πια μητ' ενα τίμιο σπίτι. "0-

σο γιόμιζε σκύλες, οί σπιτονοικοκύρηδες πουλουσαν τα σπίτια τους στις τσατσάδες και στις νενέδες που πλήρωναν - δόξα τφ Θεφ - άκριυά, γ ιατι ή υ ιο­μηχανία των ντροπων που ,σμ ίγουνε και της τιμης πού 'ναι στην τιμή, λουλούδιζε πλάι στις αλλ ες υ ιο­μηχανίες της σύγχρονης κοινωνίας, δπου τα πάντα σμίγουνε με την ϊδια άδ ιαντροπιά.

74 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 75: Panait Istrati - Νεραντζούλα

Καμια φαμέλια τίμια πιά. Οί γονιοι το 6ε6αιώ­νανε itλιμμένοι, πως τα παιδια που γεννιόντουσαν στο δρόμο τούτο, γίνονταν άπα νωρις πρώιμοι ά6αν-

δ "

, Ι{ ' " �, τα οροι και πρωαγωγοι. αι τα κοριτσια, κι αν παν-

τρεύονταν τίμ ια, στους τρόπους και στα φερσίματά τους, δε ξεχώριζαν διόλου άπο 'κείνες τις σκύλες γιατί :

'Απ' τα λουτρ α της Διάνας ώς τη φάμπρικα τού Μυλωνά μόνο τη φωνη της Στάνας άγροικάς - ελα κοντά.

τα λουτρ α της Διάνας κι ό άλευρόμυλος τού Μυ­λωνά, ηταν στις δυο άκρ ινες γωνιες τού χαντακιού, έκεί που σμιγε μ ε τις λεωφόρους Β ικτώρια και Γα­λάτς.

Π , , Ι , , � ερνουσαμε συχνα, σταματουσαμε παρεκει τ α-μάξι μας, μά . . . το μυαλό μας, τα μάτια μας, δλες μας οί αίσitήσεις, άναστατώνονταν με την αφραστη ιδέα, πως ή Νεραντζούλα μας, μπορούσε να βρίσκε­ται στην κόλαση αύτή. Ποτές, μήτε ό Νώντας, μή­τε 'γώ, τολμήσαμε ν' άρ&ρώσουμε την άνίερη αύτη λέξη.

Λι&ωμένοι μπροστα στον εναν άπ' τους δυο πόρους τού δρόμου, κοιτάζαμε μια στιγμη τις παρέες, τα

, "

" �

, ,

κορ ιτσια, που ταν ντυμενα ,σαν αποκριατικα και μα-ζεύονταν στις πόρτες, πετούσαν 6ραχνες κραυγες στους ,δ ια6άτες και τους τρα60ύσαν άπ' τα μπράτσα.

'Αμούστακοι Θφη60Ι, μεitυσμένoι, περνούσαν ά-λ " "

" , γκα ιασμενοι, σερνοντας τα σακακια τους μεσ τη

λ ' - δ ' " λ ζ ' 1 ' , ασπουρια του , ρομου, ουρ ια αν σα Λυκοι νηστικοι, τα μάτια τους κρέμονταν εξω άπο τις κόγχες τους σαν ξυλωμένα 'Κουμπια πανωφοριού κι άκολου&ουσε ενας άμοιρος τσιγγάνος, που γρατζούνιζε το 6 ιολί του μ' ενα με&υσμένο δοξάρι. Αύτοί 'ταν ίκανοι να

75 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 76: Panait Istrati - Νεραντζούλα

ξεκοιλιάσουν εναν άν&ρωπο, σε λιγότερη ώρα άπ' δση &έλεις ν' άνάψεις ενα τσιγάρο.

Κοιτάζαμε άπα μακρια τη συμφορα αύτή, ϋστε­ρα κοιταζόμαστε συναμεταξύ μας μέσ' τα μάτια καΙ φεύγαμε σκυφτοΙ καΙ άλαλοι.

76 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 77: Panait Istrati - Νεραντζούλα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΤΤΕΡΟ

Μια μέρα - μια όμορφη μέρα τού καλοκαιριού - κα&ως περνούσαμε μπροστα άπ' το χαντάκι με τα πορτοκάλια μας, ό ούρανος μας επεμψε τέτοιο ση­μάδι που μας κάρφωσε στη γης και πια δε μπορέσα­με να φύγουμε' δε μπορέσαμε πιά . . .

'Ήτανε δράδυ. Διαδαίναμε μπρος άπ' τον άλευρόμυλο, την ώρα

που μ ια τσούρμ α σκύλοι και σκύλες ξ αναμένοι (ά­λη&ινοι σκύλοι και σκύλες, τετράποδα) ξεμπούκαρε άπ' το χαντάκι και χύμηξε στα πόδια μας και στ' ά­μάξι μας. την ίδια στιγμή, ακουσα το Νώντα να φω­νάζει με μια φωνη που δεν ηταν δική του, δεν ηταν αύτο άν&ρώπινη λαλιά.

- Λέων, Λέων . . . Στη φωνη αύτη που μ' εκανε να σκιρτήσω κι όλο

μου το πετσι να φρικιάσει, άποκρί&ηκε ενα χοντρο σουλούπι που τινάχτηκε άπ' τη συντροφιά, σα να τ' αρπαξε ενα χέρι άπ' τ' αυτί, μας ζύγωσε, εγλυψε διαστικα τα παντελόνια μας κ ι ϋστερα, χωρις ν' άρ­γοπορήσει περ ισσότερο, χύ&ηκε πάλι να κυνηγήσει τ' αλλο του πά&ος.

'Α ' Ν ' - μαν, ωντα . . . 'Α ' Μ ' - μαν, αρκο . . .

- Λες νά 'ναι αύτό; - 'Έ, τί ; . . . ποιανού . . . Παρατήσαμε μεσοδρομις τΊ1ν πραμάτια μ ας -

στο διάλο τα πορτοκάλια και τα λεμόνια μας τα δί­φορα - και δαλ{}ήκαμε να τρέχουμε πίσω άπ' τους σκύλους, πιο λυσσασμένοι ,άπ' αύτούς, συχνα σκουν-

77 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 78: Panait Istrati - Νεραντζούλα

τουφλώντας πάνω τους, ενώ, προσπα&ούσαν να ξε­κολλήσουν και φέρναν δόλ τα το τετράγωνο που α­ποτελουσαν οί λεωφόροι Γαλάτς, Κούξα, ό ναος της Θεομήτορος και ή όδΟς Καρόλ, ωσπου ενας μ αγα­ζάτορας τους ερ ιξε μερικους κου6άδες νερο και τους σκόρπισε.

- Λέων, Λέων, φωνάξαμε τότες. ΤΟ ζώο τίναξε Τ11ν 6ρεμένη του ράχη και λίγο α­

ποκαμωμένο, ηρ&ε να μας μυρίσει με περισσότερη προσοχη τη φορα αύτη μα χωρις καμια όρμή, σαν αφηρημένο, με το μνημονικό, &ά 'λεγες, &ολωμένο � ' " , , ..... , απ τα πεντε χρονια που μας χωρισαν.

- Ν ά 'ναι ό Λέων . . . Δεν ε'ίμαστε κ ι όλότελα σίγουροι. Οϋτε 11 τριχιά,

οϋτε το 6λέμμα ηταν εκείνα που ξέραμε . . . ( 'Ίσως και το σκυλι νά' κανε δμοιους συλλογισμούς ) . "Ύ'στερα αφησε να το χαδέψουμε, αδιάφορα, εχοντας στο νου του αλλα πράματα.

Π - " , � 'ξ " " λ - αμε να παρουμε τ αμα ι κ ι απε τ ακο ου-&ουμε, είπα στο φίλο μου.

(Ως εκ &αύματος τ' άμάξι μας ηταν ,ακόμα εκεί που τ' αφήσαμε, μα τα τρακόσα πορτοκάλια και λε-

, , , ;' ' " , μονια που χε, ε ιχαν φυρανει κ ι απομειναν καμια σα-

ρανταριά· οί διαυάτες υρίσκαν πως αύτο δε &ά 'χε καμια σημασία γ ια πουλητάδες δαιμονισμένους σαν ελόγου μας . . .

Μα ή χασούρα αύτη λ ίγο μας σκότη σε. Οϋτε το χάσιμο του άμαξιου, που εμελλε να ,εξαφανι,στεί α­πό 'κείνο το αλησμόνητο υράδυ, σάμπως ποτέ του να μην είχε ύπάρξει, μας ενοιαξε περισσότερο . . . Γιατί, ακολου&ώντας το Λέων, της Ν εραντζούλας μας και που μας εφερνε γραμμη στο σπίτι της κυρας του, κοντέψαμε να πε&άνουμε, να πε&άνουμε κα&ως πε­&αίνει κανεις σα μα&αίνει πως ή Νεραντζούλα του, Il ' ' t:f " ' " , , , υρισκεται σ ενα απ αυτα τα χαντακια που ναι γε-μάτος ό κόσμος και πως αύτή - αύτη ή φίλη με το

78 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 79: Panait Istrati - Νεραντζούλα

αύστηρο πρόσωπο και την ήδονόχαρη άγνότητα -εΙναι τώρα μια παστρικιά.

Στην άρχη δε ξέρα,με τι να κάνουμε και τι να πι-Ι 'Α λ _<\ Ι , λ' Βλ Ι , στεψουμε. . . κο ουuουσαμε το σκυ ι. . . εποντας

το να χώνεται μέσ' το χαντάκι πάψαμε πια να έλπί­ζουμε.

Μ Ι Δ' r ' Λ ' ' Λ' - πα. . . εν ειναι ο εων, ο εων μας . . . Μα δε πάψαμε και το κυνηγητό μας, σέρνοντας

τ' άμάξ ι μας με την λαφρωμένη - ας εΙναι καλα οί ανfi'ρωποι - πραμάτια του και ύπομένοντας τα δια­σταυρούμενα πυρα τών κοριτσιών και τα τρυφερόλο­γά τους που μας κάνανε να ντρεπόμαστε.

'Εξετάσαμε το σπίτι. '3'Ηταν το πιο πλούσιο μέσ' το χαντάκι. 'Όμορφο, με την περιποιημένη του πρό­σοψη και σο6αρο με τα χαμηλωμένα του στόρια, μα το κόκκινο φανάρι δεν του λειπε 6έ6αια - ενα φα­νάρι χρυσαφί. . .

- Είναι πρώτης τάξεως, μουρμούρισε ό Ν ώντας. Ξέραμε πως το χαντάκι είχε δυο για τρία σπίτια

αύτη ς της σειρας, που τα σύχναζαν άξιωματικοι του ναυτικου και αντρες καλα άποκαταστημένοι. Στα σπίτια αύτα τα κορίτσια �ταν λιγοστά, νέα και πολυ Ομορφα. Δε '6γαίνανε ποτε στα παρα{}ύρια και στις πόρτες, �ταν σο6αρά.

- Τί λες να κάνουμε Μάρκο ; - Μά . . . {}α φωνάξουμε, Ν ώντα. Με τα μάτια καρφωμένα πότε στα παρ α&ύρ ια,

πότε στο λειψό μας έμπόρευμα, φωνάξαμε. Π Ι ' λ ' λ '

Ι - ορτοκα - α ια και εμο - ονια . . . ( Συμφορά μας, συμφοράl ) . "Τστερα για μια στιγμη κοιταχτήκαμε στα μάτια

καί : Κάτω στο γιαλό, κάτω στο περ ιγιάλι Νεραντζούλα φουντωτη Πλέναν Χιώτισσες, πλέναν παππαδοπουλες Ν εραντζούλα φουντωτή . . .

79 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 80: Panait Istrati - Νεραντζούλα

Έγω δεν άποτολμούσα να κοιτάξω στα παραftύ­ρ ια, μα ό Νώντας που τόλμησε πηρε το καψάλισμα της ντροπης.

'Α ' " ' ξ λ ' " - μα - α - αν. . . στενα ε κ εινοντας τα ματια και στηρίχτηκε με τη ράχη στο καροτσάκι γ ια να μην πέσει.

την αλλη στtγμ11 ακουσα ενα παράftυρο ν' άνοί­γει και μια φωV11 ομορφη, σχεδον γνωστή, μα {tαρ­ρείς μέσ' άπ' τον τάφο να λέει :

- "Α. . . 'σείς είστε, Μάρκο, Ν ώντα. Μπατε μέ­σα . . .

Και το παρά&υρο ξανάκλεισε. Το 'στόρι ετρtξε πέφτοντας.

Δεν είχα 'ίσαμε τότε δεί πολλά, οϋτε είχα άκού­σει, μά . . . ό Θεος να φυλάει την άνftρώπινη καρδια ά­πο τέτοιες δοκιμασίες. Χ ίλιες φορες ό &άνατος.

Μ' ενα ,6ημα σα σε κηδεία, μπήκαμε στην αύλή, ϋστερα στο σπίτι, οπου μας ύποδέχτηκε ή Νεραν­υζούλα μας μια γυναίκα ομορφη, με πενιουαρ και παντούφλες, ομορφη και πεντακά&αρη κα{tως παρ­&ενικη ψυχή, ά&ώα στο 6λέμμα σα παιδι απραγο και όλότελα α6αφη. τα πλούσια μαλλιά της ηταν ή μό­νη της κοκεταρία, που τά 'χε σηκώσει ψηλα ά λα όγ­κρουάζ.

Μας πρόσμενε στο κατώφλι τού πρo{tάλαμου, μας αδραξε το χέρι ζωηρα και μας τό σφvξε δυνατά.

- Χρι'στε και Κύριε. (ο Μάρκος κι ό Π αμεινών­τας . . . Και 'γω που σας {tαρρούσα πεftαμένους. Μά . . . γ ιατί κάνετε τέτοια μούτρα ; 'Ελατε παραμέσα. Θ ά 'χουμε να πούμε τόσα και τόσα . . . Μωρε πως όμορφή­νατε μ' αύτα τα γένια. . . μά, δε μ' άρέσει ό τρόπος που με κοιταται - τι τρέχει λοιπόν ;

Μετα σέρνοντάς μας σχεδΟν ανοιξε άπότομα την πόρτα της σάλας κι εμπηξε μια φωνή.

- "Ε, καφευζη. Τρείς καφέδες στο φτερο και τσι­γάρα 6ασιλικα στην κάμαρή μου . . . Και να μη μ' ένο-

80 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 81: Panait Istrati - Νεραντζούλα

χλήσει πια κανεις για σήμερα. Μ' ακουσες ; - Μά, κοπέλα μου . . . 'Απ' τη σάλα σπου τρείς ναύτες και τρείς κοπέλες

πίναν τον καφέ τους, μια παχια νενέ, μια άλη&ινη τσατσά, μιαούρισε τα λόγια τούτα, που τά κοψε ή Ν εραντζούλα δαιμονισμένη.

- Τί ; ΤΙ λές ; - Μα 'Ανικούστα . . . καλή μου . . . δε μπορείς εσυ

να πάς με τέτοιους . . . - . . . μ ε τέτοιους, τι μ ε τέτοιους μωρή; Και με μ ια κλοτσιά, ,άναποδογύρισε ενα τρ ίποδο,

ρ ίχνοντας και &ρυψαλιάζοντας ενα υάζο άπο γνήσιο ίμάρι.

Ή τσατσα υάλθηκε να στενάζει. 'Α ' 'Α ' Τ λ ',� , - νικα, νικουστα. ρε αυ ι ικες κοκονα μου ;

Τί δ ιάυολο ! Δε μπορεί πια κανεις να σού μ ιλήσει ; Ν ά, που υγαίνει σα πολυχαδεύεις τα παιδιά τούτα . . .

'Έτοιμη να τη σπαράξει, σα λιότισα, όλόλαμπρη μέσ' το itυμό της, ή Νεραντζούλα κοιτούσε μ' ενα μάτι γιομάτο ,άστραπες τα κινήματα της πατρόνας που μάζευε άπο χάμου τα &ρύψαλα της πορσελάνης και τά ρ ιχνε στην άνοιχτη ποδια τού καφετζη. Α&ος εφυγε σκυφτός. Ή τσατσα ξαναγύρισε στο σαλόνι, φουρκισμένη για καλά, μα άμίλητη.

- 'Ελάτε μαζί μου. Πόσο χαίρομαι που σάς ξα­νάδα, μας είπε πιάνοντάς μας άπ' τα χέρια εκείνη που τώρα τη λέγανε Άνικούστα, στο σπίτι τούτο της πρώτης τάξεως οπου την ξ αναυρ ίσκαμε ϋστερα άπο πέντε χρόνια ψάξιμο.

Χωρις να πούμε λέξη, περάσαμε ενα μακρυ διά­δρομο, ϋστερα ενα μικρο δωμάτιο κι άπε σ' 5.λλο, που καθόλου, άπ' 'οσο ξέραμε, δε itύμιζε τη φρ ίκη ένος μπορντέλου. "Ή ταν τόσο ά&ώο κι άπλο'ίκό, τό­σο παιδικο εκείνο που ,υλέπαμε στην τάξη και στην άταξία της κάμαρης αυτης, που άναρωτιόμουνα μπας και υρ ισκόμουνα στα υρόχια κανενος υραχνά.

81 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 82: Panait Istrati - Νεραντζούλα

tH γύψινη όροφη ηταν σκεπασμένη με γιρλάντες και με μεγάλα κλαρια ,αν&ισμένης ακακίας, που ή μυρουδιά της μας ζάλιζε. Πλη&ος αν&όσπορα είχαν πέσει στο πάτωμα, μαραμένα και μελαγχολικα κι άλ­λα πάνω στα λουστραρισμένα επιπλα. ΤΟ κρεβάτι της στολισμένο, λες κι ηταν κρεβάτι μ ιανης μεγάλης κούκλας μ' άντις για κούκλα ηταν ό Λέων itQOVLa­σμένος, κουλουριασμένος ό Λέων σα πασάς. tΟλου­&ε το ώραίο πάπλωμα ηταν γιομάτο απ' τ' αχνάρια τών λασπωμένων του ποδιών. ΤΟ σκυλι μας κοίταξε με βλέμματα ερευνητικά, χτύπησε φιλικα την ούρά του στα κολτούκια του και πήδησε ανάλαφρα στα πόδια μας μπρός, να μας μυρίσει τώρα με δλη του την άνεση.

- Τόνε γνωρίσατε αμέσως ; ρώτησε ή Νεραν­τζούλα.

Μά, στάf1ηκε αδύνατο να ξεσφίξουμε τα δόντια μας. Κοιταζόμαστε στα μάτια, ό ενας του άλλου, σαν ηλί&ιοι και γυρεύαμε μια λαγαρη σκέψη, μια διέξο­δο, ενα λόγο.

- "Ε, μα φίλοι. ΤΙ σας στεναχωρεί λοιπον τόσο ; Στα&ητε ισως αύτο σας γλυκάνει λιγάκι . . .

Και αγκαλιάζοντάς μας απ' το λαιμό, μας εδωσε του κα&ενος απόνα φιλι στο μάγουλο κι ϋστερα άρ­χ ισε να πηδα πάνω σε δυο ντιβάνια, πού 'ταν στη μέ­ση της κάμαρας δ ίπλα δ ίπλα, τραγουδώντας τ' αξέ­χαστο εκείνο γύρισμα, κα&cOς παλιά, δπως άλλοτες πάνω απ' το χαντάκι που κόντεψε να της στοιχίσει τη ζωή.

Ν εραντζούλα φουντωτή, Ν εραντζούλα φουντωτή . . .

Στην απρόσμενη αύτη ανα&ύμηση τωιν περασμέ­νων ενα κυμα πικρού πόνου, φούσκωσε τα στή&εια μας τα χείλια μας πιάσαν να τρέμουν κι άφ{}ονα δά-

82 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 83: Panait Istrati - Νεραντζούλα

κρυα ανάβλυσαν και τινάχτηκαν ,απ' τα μάτια μας 'συντρ�βάνι. . . Μ' αυτη δεν εβλεπε τίποτα. Μεγάλη, ομορφη, καλοφτιαγμένη, απ' τα μακριά της πόδια ί­σαμε τΊ1ν κορφή, πηδούσε αλάργα απ' τό 'να ντιβάνι στ' αλλο, δ είχνοντας ώς τα γόνατα τα πόδια της τα τορνεμένα, κουνώντας ταυς γοφΟ'υς και το πλούσιο στη&ος της - ή γυναίκα που πλάστηΚθ να βάζει τους αντρες να σκοτώνονται για χάρη της . . .

Ό καφετζης μπηκε με τον ,αστραφτερο νικέλινο δ ίσκο του. Στρέψαμε πέρα και σφουγγίσαμε με την ανάστροφη τού χεριού τα μάτια. (Η Νεραντζούλα πηρε το δίσκο απ' τα χέρια του κι αύτος εφυγε· τον , , ,<ι , " δ ' ζ " "ι!. λ ' , απΟυεσε σ ενα καρυ ενιο τραπε ακι που ευα ε ανα-μεσα στα δυο ντιβάνια και σιμώνοντας μια πολυ&ρό­να, κάθησε με τον καφε και το πιατάκι στο γόνατο πάνω. Τέλος, ησυχη, σοβαρή, αναψ' ενα τσιγάρο, ξεφύσηξε γαλάζιους ι%σανους και μας κοίταξε χα­μογελώντας. 'Εμείς εϊμαστε ακόμα Ορ&ιοι.

- 'Ελατε, είπε χτυπώντας τα δυό της χέρια στα ντιβάνια. 'Ελατε κατσούφηδες . . . 'Εδώ . . . (ο ενας δε­ξ ιά μου ό αλλος ζερβά, ό κα&ένας στη ίtέση του για να μην εχουμε πάλι γκρ ίνιες οπως τον καιρο τών μούρων . . . Μά, για ονομα του Θεού, πέστε κάτι, μι­ληστε . . . Μπας κι ηπιατε τ' αμίλητο νερό ; Για μή­πως και σας βούδανε ή ομορφιά μου κι ή γοητεία μου. Δεν είμαι ,αλή&εια ομορφη ;

πως ενα χαλίκι ακουμπισμένο απ' τον Πλάστη σε μια κατηφοριά, σπρωχμένο τώρα ,απο ,αν&ρώπινο χέρι πέρνει τις κουτρουδάλες και πέφτει, ετσι σα μας ρώτησε με t11 γυναίκια κουτουράδα και φιλαρέσκεια αν είναι ομορφη, πήραμε να λέμε.

- . . . 'Όμορφη , μάτια μου, Ομορφη. - Νεραντζάκι γλυκο κα&ως τα ονειρα των παι-

δικών χρόνων. - Μα τι κρίμα· τέτοιος &ησαυρος αφανισμένος

" , ,

μεσ το χαντακι . . .

83 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 84: Panait Istrati - Νεραντζούλα

- Μια τέτοια όμορφια άποριγμένη ,στα γουρού­νια.

- "Αχ, γιατι Κύριε, γιατι Νεραντζούλα, γιατι ή άμαρτία αύτή . . .

- Δεν ησουνα δα εύτυχισμένη ; Δεν είχες να δια­λέξεις άνάμεσα σε δυο καρδιές, που το tδιο σ' άγα­πουσαν ;

'Ακίνητη, καπνίζοντας το τσιγάρο της με β α&ειες άνάσες, ή Νεραντζούλα μας ακουγε, μας κοίταζε με τις λιόμαυρες λαμπηitρεg, των ματιων της, και τα 6λέ­φαρά της με τα τσίνουρα τα μακρια άνοιγοσφαλνου,­σαν σάμπως τά τσουξε κάτι ξ ινό, χυμος πορτοκαλό­φλοuδας. ΤΟ πρόσωπο δε μαρτυρουσε δμως το πα­ρ αμικρό. Ή άναπνΟΙ1 σα νά 'χε σταματήσει. Μονά­χα, τα ,δυο κοντηλάτα δάχτυλα, που ,βαστουσαν το τσιγάρο, άνέβαιναν κάπου κάπου κι αγγιζαν μ ια στι­γμη τα χείλια.

'Έτσι μας αφησε να πουμε δλο τον πόνο μας ωσ­που άδειάσαμε δλη μας την πίκρα. "Ί'στερα, άκίνητη πάντα, ,βλέποντάς μας σιωπηλούς, μουρμούρισε με μια φωνη ,άξεδιάκρ ιτη σχεδόν, μα κα&άρια και χω­ρις συγκίνηση.

- Έδω, φίλοι μου, δεν άγαπουνε 'κείνους πού 'ρχονται να σου, μιλήσουν τόσο παστρικα και τ ίμια. Δε μ ιλουν για σκοινι στο σπίτι του κρεμασμένου και κρεμασμένες κα&ως εϊμαστε 'μείς δεν εLμαστε δα και πε&αμένες. Και σα μιλατε κα&ως προλίγου είναι σα να μας κρεματε 'ξαρχης γιατι να μη μας σχωρνατε το κουράγιο που itελήσαμε νά 'μαστε τέτοιες ; Κι αν είναι κανεις αραγες βέιΟαιος πως το &ελήσαμε - μ'

ας τ' άφήσουμε αύτά. "Ας μιλήσουμε για κάτι αλ-λο . . . "Ας κάτσουμε κι ας είναι ασχημα. Παντου εί-ναι . . .

Ή Νεραντζούλα μας πηρε ,άπ' τα χέρια, μας ε­συρε κοντά της και μας '8βαλε να καitίσουμε στα δυο ντιβάνια.

84 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 85: Panait Istrati - Νεραντζούλα

"Α " � � Κ ' , , ,

- Χ, ετσι ωραια . . . απνιστε, παρτε τον καφε 'σας . . . Καπνίζετε ακόμα, πίνετε ; 'Ένα λικέρ ; 'Ένα καλ?> κρασί ; Ν α πίνεις να φουμάρεις και να itωρας στα μάτια τΟν ανftρωπο π' αγαπας. Θέ μου. Μάρ­κο . . . Νώντα, πως είστε σδησμένοι . . . Έγω επαitα και 'σείς {}έτε να πεftάνετε . . .

- Και 'μείς πάftαμε. - Πάftαμε πολλά, δε σώνουν . . .

'Α ' , , .c\' Γ ' δ ' , 'Ε-- πο τι παuατε ; ια ικους σας καημους ; γω δε συλλογιουμαι τΟ'υς δικούς μου, έγώ . . .

'Έσπρωξε πίσω την πολυftρόνα της και μας κοί­ταξε με μια itέρμη μέσ' τα μάτια, ωρα πολύ . . . Κα­τόπι, σηκώftηκε, πήγε σ' ενα έρμάρι και γύρισε με μια μποτίλια κονιακ και τρία ποτηράκια.

Καπνίσαμε, είπιαμε και κοιταχτήκαμε μέσ' τα μά­τια. 'Ένιωitε δτι αρχίσαμε να συνη{}ίζουμε . . .

< ο Ν ώντας ρώτησε με μια φωVΗ που προσπα-θ-ου­σε να κάνει να μην τρέμει.

- 'Άκουσα να σε φωνάζουν Άνικούστα έδω. Εί­ναι τ' αληitινό σου Όνομα ;

<Η Νεραντζούλα μόλις τον ακουσε τινάχτηκε. - Τ' αλη{}ινό μου Όνομα . . . Δεν εχω 'γω αληftινο

Όνομα. Μιλουσε κι ηταν τα μάτια της όλάνοιχτα, σπιlΗ­

ζανε. - Με φωνάζουν Όπως itένε. Σαγκακίτσα, Άνι-,

" ' δ ' " δ ' " κουστα η και ιαφορετικα κατα την καρ ια και το μέρος. Σείς με είπατε Νεραντζούλα κι ή Νεραντζού­λα αύτη του ιδιαδόλου τόσο με μέftυσε που κόντεψε να την πλερώσω με την ζωή μου την ίδια . . .

Θέλησε να πεί κάτι ακόμα, μα ακούστηκαν 6ήμα­τα υαρεια να ζυγώνουν στο δωμάτιό της και σώπα-

Χ ' � , ΤΗ ' , , σε. τυπησε η πορτα. ταν η χοντρη τσατσα. - Είπα, είπα και για τελευταία φορα λέω πως δε

itέλω να με ξαναενοχλήσουν για σήμερα, ξεφώνησε. - Καλά, καλά, είπε ή αλλη με πράα φωνη μπαί-

85 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 86: Panait Istrati - Νεραντζούλα

νοντας και κοιτάζοντάς μας ήλί&ια. Μα οί κύριοι λ e. ' 'Α ' �, � " δ ' κατα αυαινεις, νικουστα' εχω κι εγω το ικαιω-

μα να συλλογισΤώl το διάφορό μου. Μ " δ ' , , • 'Α ' δ ' προστα στο ικαιωμα αυτο, η νικουστα, ε

μπορουσε νά 'ναι ή Νεραντζούλα μήτε 11 Σαγκακί­τσα. Πέτρωσε αλλαλη, στη μέση της κάμαρας, ρ ί­χνοντας αγριο βλέμμα στην τσατσά, που εκπροσω­πουσε το διάφορο σ' δλο του το μεγαλείο.

- Πόσο είναι ; ρώτησα. - Πέντε φράγκα την ωρα το ατομο, άποκρί&ηκε

ή τσατσα με προ&υμία πριν καλα καλα τελειώσω. ιο Ν ' , " λ ' , δ ' ωντας και γω π ερωσαμε χωρις ευτερη

κουβέντα και το βουνο της άσκήμιας εφυγε, ενώ τ' άκολου&ουσε με 'βλέμμα -&ολο ή αμοιρη 'Ανικούστα. Μόλις το τέρας ,άφανίστηκε, ή 'Ανικούστα κούνησε το κεφάλι -&λιμμένα και μονομιάς ξανάγινε ή Όμορ­φή μας Νεραντζούλα. Με τα μπράτσα τεντωμένα κα­-&ως φτερά, εκανε στροφη και ρ ίχτηκε πάνω στο κρε­βάτι, δπου άμέσως τινάχτηκε κι ό Λέων. 'Απ' αύτη τη -&έση με τα μάτια καρφωμένα στη χιονάτη άκακία, την περιπλεμένη στην οροφή, χαδεύοντας με τό 'να χέρ ι το κεφάλι του ζώου και με τ' αλλο γράφοντας κορδελάκια και φ ιγουρες στον άέρα, ή Νεραντζού­λα, αρχισε να μιλάει για την ϊδια με μια &έρμη πυ­ρωμένου άτσαλιου.

"Ο 'λ Μ ζ' δ' , , - χι, φι οι μου. . . α ι σας εν πρεπει να 'μαι κακή . . . Τ' άλη&ινό μου Όνομα δε -&α το πώ μήτε σε σάς μήτε και στον ϊδιο το Θεο άκόμα σα &ά 'ρ-&ει ή ωρα εκείνη . . . ΤΟ άηδιάζω . . . Μου -&υμ ίζει παιδικα χρόνια αθλια κι άξ ιο&ρήνητα. . . " Αν κανεις -&α μου το ψι-&ύριζε στ' αύτί, -&α του 'καμνα κακο μ εγάλο γ ια το κακο που -&α μου 'κανε να το πεΙ .. Κι αλλω-

_ΙΙ - , ' 'i: ' Μ ' ,

- ' δ ' 'στε . . . υαρρω πως το ."εχασα. . . α κεινο που εν , ' ξ " - ' _ΙΙ 'λ ' - , μπορεσα να εχασω, κεινο που υε ω να σας κανω

" '3' , δ ' ' Θ ' " να νιωσετε ειναι τα παι ικα μου χρονια. ,... α με κανει ϊσως αύτο αξ ια να συχωρε&ώ για δτι ύποφέρατε 'ξαι-

86 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 87: Panait Istrati - Νεραντζούλα

τίας μου και της άγάπης σας για μένα; Γιατί, πρέ­πει να ξέρετε, δτ� τα πάντα' προέρχονται άπα την παι­δικη ήλικία τα πάντα χτίζονται πάνω της τοϋολο το του,βλο {}αρρείς, εικόνα τΊιν εικόνα. Καλύτερα. ΕΙναι ή στιγμη που ή ζωη παρουσιάζεται στα ορ&άνοιχτα

ι , ι " " , ματια μας, τα ματια που ναι χωρις μνημη, γ ιατι τώρα δα μόλις ,άποχτουνε μνήμη. Κι αν, άλίμονο, παρουσιαστεί με Τ11ν οψη μιας στρίγγλας τρομερης, την άηδιάζουμε και γινόμαστε κακοί' την ,άντιγρά­φουμε και προκαλουμε και 'μείς με τΊι σειρά μας άη­δ ία σ' αλλους . . . Με την Οψη αυτη παρουσιάστηκε και στα δικά μου μάτια ή ζωή. Ή τρομερη στρ ίγγλα ηταν ή μάνα μου' 11 μάνα που με γέννησε' μια (οορια άπο πλούσιους γονιούς, που μου κληρονόμησε τη μορφή της. Μα ουτε (Οδρια ηταν αύτή' μα μήτε Χριστιανή' μόνο νοιάζονταν και ζουσε για τους ερωτές της. Γι' αύτο καί τηνε διώξαν άπ' το σπίτι της, που ηταν μέτρι­οι αν&ρωποι κατα τα λεγόμενά της . . . Δεν της κάηκε καρφί, που λένε, γιατι χωρις αλλο ή μάνα μου δεν ηταν μέτριος αν&ρωπος.

- ΤΙ οφελεί να ζείς, ελεγε συχνα στις κουδέντες της, με γειτόνισσες, τι δφελεί να ζείς σα χασμουριέ­σαι ,δουλεύοντας, χασμουριέσαι γλεντώντας, χα­σμουριέσαι άγαπώντανς ;

- 'Αγγέλα, της ,άπάντησε μια μέρα ό σπιτονοι­κοκύρης μας, δε πιστεύω πως οί γονιοί σου χασμου­ριότανε οταν σε κάμανε, γ ιατι είσαι άλη{}ινη δ ιαΟό­λισσα.

- "Α, χωρις αλλο, κύριε Γρηγόρη, χω ρις αλλο Οχι. Μα τη μέρα 'κείνη ενα άπ' τα δύο κάμανε 11 σύγ­καιρα μετρουσαν τα χρυσα που πιάσαν τη μέρα 11 ή μάνα μου, ή σκρόφα, αφησε τΟν κελάρη μας να την φιλήσει. Γι' αυτο έγω ημουνα σαν ξένη μέσ' το σπί­τι. "Ολοι μου οί άδερφοι και οί ,άδερφάδες κοιμούν­ταν Όρθιοι σα τα καδάκια στον κάμπο κι αυτο σημαί­νει πως την ωρα που τους εσπερνε ό πατέρας μου ή

87 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 88: Panait Istrati - Νεραντζούλα

μάνα μου επιανε μύγες . . . Ό σπιτονοικοκύρης μας είχε δίκιο σαν ελεγε οτι

ή μάνα μου ηταν άλη{}ινη διαβόλισσα' ή μάνα μου δε χασμουριότανε, δεν εχαφτε μύγες - που τέτοιο πρά­μα. 'Όλο το χωριο είχε να το κάμει. Κι ολοι είχαν μαζί της άλισδερ ίσια, γ ιατί 'ταν άναγκασμένη να κερΜζει το ψωμί της με τον ϊδρο της, δπως ό σκού­ληκας. Και τό καμε αύτο μ ' εύχαρίστηση, τραγου­δώντας όλημερίς. Ώστόσο, τη γυναίκα αύτη που 0-λος ό κόσμος την άγαπούσε, εγω την ιάηδίαζα. Στα-8ήκαμε ,εχl1ρες άπ' τη στιγμη που τα μάτια μου άντί­κρισαν το μούτρο της κι εύτυς 'ξαρχης μού άγρ ίεψε, γιατι ό ερχομός μου στον κόσμο σήμαινε ενα εμπόδιο σΤ11ν ξένοιαστη, τη ρέμπελη λευτεριά της. ποτες ή μάνα μου δεν μ' είπε με τ' δνομά μου χωρις να το ζευγαρώσει με τα επίl1ετα κακομοίρα και συφορια­σμένη.

- Κόπιασε ,δω κακομοίρα να σε καl1αρίσω. Χ ά­σου άπ' τα μάτια μου, συφορ ιασμένο, να μη σε 6λέ­πω.

Και πάντα σα μ ' εκραζε 11 σα μ ' εδιωχνε, πάντα είχαμε ξύλο, μπάτσους και μαλλιοτρα,6ήγματα. Σ' δλη μου την παιδικη ήλικία, οί μπλά6ες 60ύλες και τα μελανιάσματα iδεν ελειψαν άπ' το κορμί μου πα­ρα μόνο για ν' άντικατασταi}ουνε άπο καινούργιες και ή μαλακή μου επιδερμίδα δε γλίτωσε μήτε μια μέρα. 'Όλ' αύτα γινόντουσαν μυστικά, κεκλεισμένων των {}υρων που λένε στα δικαστήρια κι άλ�μoνό μου σα λάχαινε να ξεφωνίσω. ''Ε, τότες πια είμαστε για νά ' μαστε . . . Με ξάπλωνε χάμου φαρδια πλατιά, με καπάκωνε μ' ενα τρ ίχινο μαξιλάρι και πλέρωνα πο­λυ άκρ�6α και με τόκο, την τόλμη μου να ξεφωνίσω για τα μητρικα τούτα χάδια.

- Σκύλα, οϋρλιαζε, ξεφ ωνίζεις για να {}αρρέσει ό κόσμος 'οτι σε δέρνω μα συ άρπάχτηκες, σοφρα-

, " , λ ' _<Ι ' " ' -Q , κιαρα, απ τα σπ αχνα μου, xauιo; τ αγκαuι στα

88 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 89: Panait Istrati - Νεραντζούλα

χωράφια. Κι αν �ες να ξέρεις, έγω για γούστο μου κοιμάμαι με τον πατέρα σου κι οχι για να φέρνω στΟν κόσμο μούμιες σαν έλόγου σου.

Τον πατέρα μου . . . 'Ή&ελε να πεί τον έρωμένο της, �<;- ι _ , , Ι " ι εζαιρετο χτηνος σαν αυτη, παντρεμενο με τρια παι-διά. 'Όσο για την ,όμολογία πως πλάγιαζαν για γού­στο τους κι οχι γ ια να φέρνουν στον κόσμο παιδιά, γ ι' αύτο ,δα ημουν απόλυτα σίγουρη. Αύτο γ ίνονταν

, " " > 1 μπρος στα ματια μου και στ αυτια μου συστηματι-κά· και δεν είχα καμια ορεξη να ταυς παραπoνε�ω, γιατι τίποτα στον κόσμο lδε με διασκέδαζε, δ ε με πλέρωνε το κακομεταχείρισμά μου, δσο αύτό τους το γούστο. Τόντι, αύτο δεν ηταν γούστο παρα λύσσα. Τεσσάρω χρονω, δε καταλάβαινα γρι απο τέτοια καμώματα και τρόμαζα σιωπώντας. Τίποτες 'έξάλ­λου δε κατάλαβα ώς το τέλος ( το τέλος έκείνο που με ξάψνησε μόλις πάτησα τα δέκα ) αγνοώντας πάν­τα το αν&ρώπινο πρόβλημα της λύσσας τους. Του­λάχιστο εμα&α αργότερα πως δλο τούτο το νυχτερι­νο πάλαιμα δε �α γκρέμιζε όλάκαιρο το σπίτι πάνω στο κρεβάτι μου και πως μπορούσα να βλέπω και ν' ακούω χωρις κανένα φόβο . Ή απειλΙ1 να μη δείξω τον τρόμο μου, να μη κλάψω και να μη φωνάξω 60-ή&εια, ηταν τα πρωτα αίσ&ήματα που δοκίμασα μέσ' την κούνια μου μαζι με το πρωτο ξυλοφόρτωμα. Κι ένω τα μωρα μ α&αίνουν τις τρυφερες λέξεις μαμα και μπαμπά, έγω ακουσα την τρομερη τούτη άπειλη

, , λ 5l - , , Σ ' Σ ' Σ ' που ακο ουυουσε τα χτυπηματα. ουτ. . . ουτ. . . ω-πα γιατι {}α σε πνίξω, κακομοίρα. Συφοριασμένη. ΤΟ πρόσωπο πού σκυφτε πάνω μου και το στόμα που πρόφερνε τα λόγια αύτα ηταν της μάνας μου. (ο πα­τέρας, για να μ ιλήσω και για την ,αφεντιά του, δε ζύγωνε στο κρεβάτι, οϋτε γ ια να με κακομεταχειρι­στεί, οϋτε για να με προστατέψει η να με χαδέψει. Δεν υπαρχα γι' αύτόν, δπως δεν υπαρχαν και τα νό­μιμα παιδιά του. 'Αλίμονο, ηταν κι αύτός, άπ' την

89 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 90: Panait Istrati - Νεραντζούλα

πάστα της μάνας μου. Χωσμένη μέσα στα σεντόνια μου και δαστώντας την άναπνοή μου, τον εδλεπα να μπαίνει άργα τη νύχτα, δαρύς, γερός, &ψηλός, μου­στακαλής, μελαχροινός, με ζαρωμένα φρύδ ια και με το καπέλο στραδά. Ή μάνα μου τον πρόσμενε με το κρύο ψητο και το κρασΙ στο. τραπέζι, άφου σιγύρι­ζε και κατάσταινε το σπιτικό της. >Ι Αξαφνα, πηδου'" σε σα λιοπάρδαλης στο λαιμό του και τον δάγκανε ίσαμε που να ματώσει. Α υτος αφηνε το πρωτο μουγ­γρητό, την δάγκανε με τη σειρά του και την εκαμνε να ουρλιάσει κι αυτή. Αυτό 'ταν το καλησπέρα τους, το φίλημα του καλωσηλ&ες. 'Αναλογίζομαι πως ϋ­ϋστερ' άπ' τη λύτρωσή μου, δρηκα περσότερη λεπτό­τητα στους τρόπους που εχουν οί ταυροι κι οί άγε­λάδες αμα ερωτεύονται. Μα δω που τα λέμε, τόντι r , ;' " " � , -' " ο ι γονιοι μου ειχαν κατι απ την ομορφια κι απ τα φυσικα των ζώων κι Όλη τους την άφροντισιά. Στο φαγοπότι τους, ησαν σα τα γουρούνια, με τον τρόπο που μασουλουσαν τα φαγιά τους. "Τστερα, Όσο το κρασι τους άνέδαινε στο κεφάλι, τα μάτια τους στρογγύλευαν, γύρτωναν κι εφεγγαν, ύγρα κα&ως τ' άρσενικου ερε&ισμένου ζώου. Μα την πίστη μου, ηταν ώραία να τους δλέπεις, γιατι τόσο τον 'Ιούλη, Όσο και τον Δεκέμδρη, είχαν το συνή&ειο να γδύνουν­ται τσιτσίδι. Κι αυτο μου κανε άλάλητη ευαρίστη­ση' τόσο τα γλυπτά τους κορμια ηταν χαριτωμένα και στη μικρότερή τους κίνηση. 'Όλ' αυτά, τά δρι­σκα άπλά, φυσικά, διασκεδαστικα κι εκανα δ ιάφο­ρες πονηριες για να μη με πιάσουν να τους παρακο­λου&ώl, μ' δλο που ποτες δε με πρόσεχαν. Γινόντου­σαν λιγότερο άπλοι και πολυ πιο δίαιοι ϋστερ' άπ' το φαγοπότι, δταν δμοιοι με τους άγκρισμένους πε­τεινούς, πέφτουν ό ενας πάνω στον αλλο με δαγκά­ματα, τρέχαν σ' δλη την κάμαρη, κατρακυλουσαν τα επιπλα, γκρέμιζαν τις καρέκλες και πολεμουσαν ποι­ος να δαγκάσει καλύτερα χω ρις να δ αγκω&εί, μ α

90 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 91: Panait Istrati - Νεραντζούλα

{}αρρώ πως και στις δυο περ ιπτώσεις ή χαρά τους η­ταν δμοια. (Ωστόσο, αμα της λάχαιναν συχνες άπο­τυχίες κι ό άντίπαλός της την πετύχαινε άπανωτά, ή λύσσα της ηταν τόση που περ ίμενα να παλαιδώσει. Τότες είναι που ή δαγκαματια γίνονταν πιο τρομε­ριΊ· κι αιnος μούγγριζε με το λαιμο τανισμένο σα ταύ­ρος, την αδραχνε, ΤΙ1 σήκωνε και την εφερνε δόλτες

, , ""

'

"

ι

" Ε

παν απ τα μπρατσα του μεσ την καμαρα. τ-σι , , eλ ' , � , , l!.. 'λ ' να τους υ επω, τοσο ωραιους, τοσο συε τους και κα-λοφτιαγμένους, αύτον με ΤΙ1ν σγουρη χαίτη, αύτη με τα ξέμπλεχτα μαλλια και τους δυο με τα κορμια γιομάτα μπλάδες δουλες, ηταν ή μόνη στιγμη που τους -άγαπουσα άλη&ινά. "Τστερα δε τους άγαπουσα αλλο. Σδηναν ΤΙ1 λάμπα και γρούζανε καθ-ως αρρω­στοι. Δε καταλάδαινα κι αύτο μ' ενοχλουσε.

Μα κι αλλη ενόχληση μου- δ ινε το τέλος αύτης της νυχτιά­τικης περιπέτειας και τότες αρχιζα να τους περιφρο­νώ. 'Ένας δαθ-υς στεναγμος κι ακουα τη φωνη της μάνας μου.

- "Αχ, τι ζωή . . . τι ζωή . . . χόρτασα. Διάλεξε άγά­πη μου, διάλεξε η αύΤΙ1ν η εμένα. Δε μπορεί πια να δαστάξει ετσι, {}α μου φύγει το μυαλό . . .

'Ήταν το σύν&ημα. Συνήθ-ως σιωπουσαν πολυ 00-ρα, ϋστερα : Μ "

'ζ Δ' -

"

" -Q , - η με σχοτι ε ις. . . ε μπορω να καμω οτι υα

{}ελα. ΤΟ ξέρεις καλά. Κι άπο λόγο σε λόγο, νάτους Ορθ-ιους. Άνάφτουν

το φώς. Αύτος ντύνεται μπροσμούρης και κατσού­φης. Αύτη με ΤΙ1ν πουκαμίσα, τον παρατηράει με περιπειράγματα, ωσπου ό πρώτος μπάτσος σκάζει στο μάγουλό της και το δάφει ροδί. "Τστερα μια ό­λάκαιρη ΟΟρα, τα χτυπήματα και οί δλαστήμιες μοι­ράζονται ζυγιασμένα, μήτε δράμι λειψό, γιατι κι αύ­τή 'ταν τολμηΡ11 και γεΡΙ1 ,άπο σκαριου της κι -άπ' τη δαριά της δουλειά. "Α, τ' άπα ίσια μάτια, τα παρα-, , Τ' , ' ''3'' , μορφωμενα προσωπα. . . ι συχαμενα χτηνη ηταν το-

91 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 92: Panait Istrati - Νεραντζούλα

τες . . . Τρελη άπο φόβο συλλογιόμουνα την αύγή, δταν α'\Υτος εφευγε βροντώντας την πόρτα του ξοπί­σω, τι ξύλο είχα να φ άω 'κείνη τη μέρα, έγώ, 'ξαι­τίας της συφοράς τους . . . Τέτοια, σαν αγρ ιων ζώων, στάl}ηκε ή ζωή μου τα πρώτα χρόνια που δτι αρχι­σα να νιώl}ω τον κόσμο. Στην άρχή, κά{}ε νύχτα, τραδουσα το μαρτύριο τουτο, ϋστερα δυο τρείς φο­ρες τη βδομάδα κι άργότερα όλοένα πιο ,άριά, δσο τα μαλώματα και τα δ αρσίματα πλή{}αιναν. Ή μάνα μου είχε μ ι' αγρια ζήλεια, παl}ολογική. Για να ρ ίξει άρρώστειες άγιάτρευτες στην άντίπαλή της, που η-

�ι , " , _ _ ταν lομως νομ ιμη γυναικα τ αγαπητικου της, πετου-σε κά{}ε γεμομεγγαλια στην αύλή της, δατράχια με το στόμα ραμένο, γιομάτο ύδράργυρο. Αύτη πάλι, ή γυναίκα του έρωμένου της, την έκδικιόταν τότες, πετώντας στα παραl}ύρια μας κοπρ ιές. ΤΟ πρωι η­μουνα άναγκασμένη να δοη{}ήσω στο πλύσιμο της δρώμας τούτης, κλαίοντας άπο άηδία και συχασιά,

5\ " ι ζ " , Κ ' , καυως με καταχερ ια ε κι απο πανω. αμια φορα,

λάχαινε, παραμονεύοντας, ή μια την αλλη, να σμί­ξουν μύτη με μύτη. Τότες πια ημαστε για νά 'μαστε. Μαζεύονταν ωσπου να πείς λούπινο, δλο το χωριο να κάνει χάζι, γιατί, χω ρις πολλες ζημιές, μαλλιοτρα­διόντουσαν και φτύνανε ή μια μέσ' τα μουτρα της άλλης. ΤΟ πανηγύρι ηταν ,άφάνταστο. Κι οί ανl}ρω­ποι που ,άγαπουσα:ν την μάνα μου για την άντροπρε­πειά της, άναρωτιόντουσαν πώς μια Όδρια μπορου­σε νά 'χει συνή&ειες τόσο πρόστυχα ρουμάνικες. Κι δμως το μπορουσε, ξεπέφτοντας μέρα τη μέρα χα-

λ , 'λ ' " λ " " , μη οτερα, 'Ο οενα και πιο χαμη α, τοσο που ,στο τε-λος της κυρ ίεψε το μυαλΟ μια itρησκευτικη μανία και της το ξeδvδωσε πια lόλότελα. Ή κάμαρά μας πλημ­μύρ ισε άπ' τις είκόνες ,δλων τών Ά γίων της όρitο­δοξίας. Κερια και λαμπάδες καίγαν παντου. Σε λί­γο παρουσιάστηκαν κ ι οί παπάδες στο σπίτι της 10-δριάς. Κι ή 10δρια δαφτίστηκε τέλος, προσμένοντας

92 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 93: Panait Istrati - Νεραντζούλα

ή αμοιρη, μια αλλαγη στη στάση του χριστιανου ε­ρωμένου της που περίπαιζε ολες αύτες τις παπαδί­στικες ίστορίες. Μια αλλαγη γένηκε βέιβαια, μα αν­τ ί{}ετη από 'κείνη που πρόσμενε. ΆπΟ. κα{}αρη και δ λ '

\ '3" �, , , . ου ευτρα που ηταν η μανα μου, καταντησε μια

γρουσούζα και ftεοφοβούμενη, ρεμπέτα κι ακαμάτα. ΙΗ κακομοιριά .μας γρήγορα μας ανάγκασε να πιά­σουμε τη νηστεία, που είναι τόσο συ μπαftητ ικη στους παπάδες, οταν πρόκειται Ο.μως για το ποίμνιό τους. 10 αγαπητικος ηρ{}ε ακόμα μια δυο φορές, εΙδε πως ή μάνα μου αρχ�ζε να γίνεται γυναίκα κα{}ως δλες οί γυναίκες κι αποτραβήχτηκε . . . 'Ήμουνα τότες έννια χρονώ. 'Αποχτηνωμένη απο την έγκατάλειψη, ή 0-μορφη, πανέμορφη είν' αλΙ1ftεια, 'Αγγέλα του χτές, αλλο δεν εκανε τώρα παρα να τρέχει στους δρόμους και να παραφUλάει να περάσει ό καλός της και να τον παρακαλάει ftρηνητικα να ξανάρ{}ει μ ια φορα α­κόμα, μια τουλάχιστο τελευταία φορά, ένώ έγω τρι­γύριζα 'πα σπίτι σε σπίτι, κουρελού, βρώμικη, ζη­τώντας ενα κομμάτι ψωμί . . . 'Ένα βράδυ τους επιασα να μιλανε στη γωνια ένας δρόμου. Αυτή 'ταν μεftυ­σμένη.

- 'Έλα αγάπη μου. 'Έλα γιατι {}α κρεμαστώ . . . Συμπονώντας αύτας της ελεγε τρυφερα κρατών­

τας της το χέρι. - Κακόμοιρη 'Αγγέλα. Μου σφάζεις την καρδιά, , ' λ ' .!\ 'ζ "

"

"

μ α ηυεια, μυρ ι εις ρακι σα μπεκρου . . . και το σπι-τι σου, είναι βρωμερό . . .

Αύτο στάftηκε σα καμουτσιά . . . τα κρύο ετσουζε για καλα και ή μάνα μου αναψε τη φωτιά. 'Απ' το κρεβά­τι μου κοιτώντας την κάμαρα, {}ά 'μουν εύτυχισμένη να τους δώ ν' αγαπιουνται πάλι, μ' ακριβώς ·έκείνο το βράδυ, ϋστερα 'πο μια μεγάλη είρήνη, ή μάνα μου μ' θδειρε χωρις λόγο κι αφορμή, για ψύλλου πήδημα πές, και μ' εβαλε να κοιμη{}ώ μ ' αδειανο στομάχι. Γι' αύτο 'βλέποντάς τους να χάφτουν μια ψητη ροδοκοκ-

93 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 94: Panait Istrati - Νεραντζούλα

κινισμένη γαλοπούλα, που ή τσίκνα της άγκάλιασε δλη τΊ1ν κάμαρα, κατάπινα το σάλιο μου και τους μ ι­σούσα ιοσαμε το {}άνατο . . . τους αμοιρους. Που να βάλω στο νου μου πως ό {}άνατος ηταν τόσο κοντά

" � ' " , , K ' -<l " τους, πισ απ την πορτα τους παραμονευε. αι υα τα-νε και κοντα σε μένα, αν το μίσος αυτο δεν με κρα­τουσε ξάγρυπνη και δ ε μου σφυζε Τ11 ζωή, γιατι πει­νασμένη δπως ημουνα, δε περίμενα παρα τη στιγμη να τους δω κοιμισμένους για να πέσω στά 'πομεινάρια του πλούσιου δείπνου τους. (Η στιγμη τούτη ηρ{}ε ϋ­στερα 'πο τα μεσάνυχτα, ϋστερα 'πο το συνηθισμένο πάλαιμα, όπότε πάλι ή μάνα μου άπόδειξε για στερ­νη φορα πως - κι δταν άκόμα ό {}άνατος κρέμονταν πάνω άπ' το κεφάλι της - δεν επιανε μύγες Τ11ν ω­ρα του ερωτά της. Είχαν πλαγιάσει σε μια κατάστα­ση που ποτες δεν τους είχα δεί δμοια, άποχτηνωμέ­νους, ζαλισμένους. Α ύτος προπάντων φαίνονταν σα νά 'χε μολυβένιο κεφάλι' τον ακουσα να ροχαλίζει σα δράκος παραμυ& ιου. 'Ότι έτοιμαζόμουν να κατέδω άπ' το κρεβάτι και να πάω πασπατευτα ν' άρπάξω ενα κομμάτι κρέας πού 'χα βάλει στο μάτι άπο πρίν, νά­σου ή μάνα μου σηκώνεται κι άνάφτει το φως. Κλεί­νω τα μάτια και κάνω την ψόφια. Σκύβει άπάνω μου - ενιω{}α την άβάσταχτη άνασεμιά της - ϋστε­ρα την αχουσα που εβγαινε και σκουντουφλουσε στην αύλή, όπουθ-ε μου 'ρχονταν ή α'ίσθ-ηση μιας μπόρας. Κάνει πολυ ωρα να έπιστρέψει. 'Όταν ξαναμπαίνει, άπο{}έτει στο πάτωμα ενα γομάρι, σβήνει το φως και χώνεται στο κρεβάτι της στη στιγμή. Τότες άνοίγω τα μάτια και κοιτάζω ενα γύρω να δω τί κουβάλησε, μα την ϊδια στιγμη μ ια μυρουδια καπνου με πλημμύ­ρ ισε. Στη μέση της κάμαρας, στο. βω% σκοτάδι, μια φωτια φέγγει και τινάζει σπί{}ες που τριζοβολουνε. Συλλογιουμαι, ,άγνοώντας όλότελα πως μπορω να πε&άνω άπ' τα ξυλοκάρβουνα : Κρυώνει κι αναψε φωτιά, μα γιατι δεν την αναψε στο μαγγάλι ; αύτη

94 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 95: Panait Istrati - Νεραντζούλα

χτυπά στο κεφάλι. Μέσ' τη μαύρη σιωπή, σηκώνομαι κι αφουγκράζομαι. Αότος ροχαλίζει πάντα, ή μάνα μου δε βγάζει αχνα' κι 11 ,αν&ρακια λάμπει όλοένα και πιο πολύ, γρ ίζει και βρωμάει ανυπόφορα. Δεν εχω πια Όρεξη να φάω μα να ξεράσω. Σ ιγα κατεβαίνω απ' το κρεβάτι, μαζεύω τα ρουχα, ανοίγω και φεύγω απ' την κάμαρα με προφύλαξη, κλείνοντας πίσω μου την πόρτα για να μπορέσουν να κοιμη&ουν και να μη κρυ­ώσουν, κα&ως συλλογιόμουνα τρέμοντας πως itιX με δείρει την αλλη μέρα αγριότερα απο κά&ε αλλη φο­ρά. Μα δεν μ' εδειρε πιά, γιατι την αλλη μέρα ημουν ορφανή, γλυτωμένη απ' το itάνατο 'ξαιτίας της σκλη­ράδας της μάνας μου, που μ' εβαλε να κοιμη&ώ νηστι­κή. Τουλάχιστο αύτοι πέ&αναν χορτάτοι. . . "Ί'στερα απ' τη νύχτα που πέρασα στο χόρτο του στάβλου, το πρωι μαζι μ' ενα νοικάρη, εμπαινα δειλα στην κάμαρά μας ή μάνα μου κι ό 'Έλληνάς της ήταν νεκροί. Κρουσμένοι . . .

Λέγοντας την τελευταία λέξη της ίστορ ίας της, ή Νεραντζούλα, τινάχτηκε και πήδησε στη μέση της κάμαρας.

- Κι δμως, εΙΠε. Πολλα itιX τους συχωρε&ουν, γ ια­τι πολλα ,αγάπησαν.

Και μας επιασε απ' το λαιμο και μας φ ιλουσε. - .. , itιX μου συχωρεitουν αραγες και μένα πολ­

λά; Ό Ν ώντας μ' αγριο {}'ώρη, είχε το νου του αλλού.

Σκέφτονταν εκείνο που σκεφτόμουν καί 'γώ· τό 'πε με την ακρη τών ματιών του.

- (ο πατέρας σου, λοl.Jtόν, ήταν 'Έλληνας ; (Η Νεραντζούλα, τινάχτηκε σα λαφίνα. - 'Έλληνας ; Δεν εΙΠα 'γω τέτοιο πραγμα. - Ναί, μπηκα στη μέση. Τό 'πες. (Η μ άνα μου

κι ό 'Έλληνάς της ήταν νεκροί.

95 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 96: Panait Istrati - Νεραντζούλα

- "Ε, και τι σας νοιάζει ' σας ; τσίριξε νευριασμέ­νη.

Α ύτο μα την πίστη μου μας ενοιαζε και πολυ μά­λιστα. Κι αύτη τό ξερε σαν έμας, γιατι ή μάντισσα τών ,6αλ τόνερων δια6άιζοντας τις γραμ μες τωιν χερι­ών της, είχε πεί : (Η ζωή σου itά 'ναι τρομερη κι ή μο ίρα σου είναι δεμένη με αντρα που ·6αστα άπ' τη ρ άτσα τού πατέρα σου.

(ο αντρας τούτος ηταν ό Νώντας. Αύτο συλλογιόμουν· αύτο συλλογιόταν καί 'κείνος

τό 6λεπα στο μάτι του πού 'χε γ ίνει σκληρο γ ια μέ­να και μού λεγε καitαρά : άπ' τους δυό μας, έγώ ' μαι άπ' τη ράτσα τού' πατέρα της κ ι ή μοίρα της Ν εραν­τζούλας είναι lδεμένη με τη δ ική μου· είναι δική μου.

Κατάλα6α πως άπό 'κείνη τη στιγμη και πέρα, ε­πρεπε πια να μη λογαρ ιάζω την άγάπη τού φίλου μου . . . Πέντε χρόνια ένωμένοι μέσ' τον πόνο, δε μπο­ρούσαμε πια νά ' μαστε μέσ' τη με&υστικη τούτη ήδο­νη οπου το έρωτικο πάθος και ή άγνη φιλία χτυπι­ούνται - και χωρίζουν τα νιτερέσα τους. (ο Νώντας ξαναγινότανε ό άντίπαλος τωιν παιδικών μου χρόνων, οταν πρωτοσμείξαμε στα χείλια ένος χαντακιού -που στά{}ηκε μοιραίο για τη Νεραντζούλα . . . Και σή­μερα σ' ενα αλλο χαντάκι - το χαντάκι τών δημό­σιων γυναικών της Βράιλα - μας ξ ανάσμειξε πάλι και τους τρείς. Για πόσο καιρό ; Με ποιο τρόπο ; Και γ ια ποιον άπ' τους τρείς το χαντάκι τούτο itά 'ταν ό σλε{}ρος ;

96 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 97: Panait Istrati - Νεραντζούλα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

Στέκαμε συλλογισμένοι ολοι άναμετρώντας την ά­ουσσο της κοινης μοίρας μας, οταν ενα ξαφνικο τΟκ­τοκ στην πόρτα μας ξάφνιασε. (Η Νεραντζούλα ξα­νάνοιξε. (Η τρομερη τσατσα κορνίζωνε την πόρτα.

ΕΙ " , Τ' δ ' - ναι ω-ρα, κυ-ριοι. ο παρα ακι μου πε-ρι-κα-λώ, εΙπε με τη μύτη, τονίζοντας τις λέξεις.

Μπροστα σ' αύτο το άγριο κι άπροσδόκητο άνα&ύ­μημα της πραγματικότητας ή Νεραντζούλα μαρμά­ρωσε, λες κι ηταν ή πρώτη φορα που άκου ε κάτι τέ­τοιο. Ψάξαμε γρήγορα τις τσέπες μας, πετάξαμε με μίσος τον παρά της και τη διώξαμε. Βγηκε παίζον­τας μέσ' την παλάμη τα λεφτά.

(Η μέρα εσοησε σιγανά. (Η άγωνία μας κυρίεψε· μια όλάκαιρη ωρα κανείς μας δεν πρόφερε λέξη. (Η Ν εραντζούλα στο ΚΡθοάτι της, ό Ν ώντας καί 'γω στα ντιοάνια μας, καπνίζαμε άπανωτα και άποφεύγα­με να κοιταχτουμε μεταξύ μας. Τέτοια ηταν ή οαρυ­&uμιά μας που ό Λέων άπελπισμένος χασμουρή{}ηκε, άνοί γοντας δυο μασέλες σωστο σπήλαιο και γάογισε γοερά.

- Πήγαινε να περπατήσεις του 'πε ή κυρά του. (ο σκύλος, ενιωσε την προσταγη και πήδησε

με τα δυό του πόδια στο πόμολο της πόρτας, που κού­φωσε. 'Έχωσε το μουσούδι του και πέρασε Οξω.

'Ότι εΙχε ογεί οταν ενας κρότος άπο δεκανίκια που χτυπουσαν στο πάτωμα του διάδρομου, ηρ-&ε άπο την άνοιχτη πόρτα. (Η Νεραντζούλα άναψε την μεγάλη λάμπα του πετρελαίου, θστρεψε και ύποδέχτηκε τΟν κουτσό - ,άλη-&ινο φάντασμα.

97 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 98: Panait Istrati - Νεραντζούλα

"'Ηταν ενας κοντός, νέος αντρας, που μπορουσε νά 'ναι στα χρόνια μας, μα που δεν ηταν παρά σκελε­τός, με πετσι περγαμηνή, με δα{}ουλα μάτια - ώ­ραία και ρεμδαστικά -, με μουστάκι λίγο παχύτε­ρο άπ' τα γραφτά του φρύδια, μύτη διάφανη και χεί­λη άπλωμένα πάνω σε μια ώραία δοντοστοιχεία, σα δδέλες πεινασμένες.

- Λοιπον Αύρήλη ; εί'πε ή Νεραντζούλα, στοργι­κή, δάζοντάς τον στην πολυ&ρόνα. Πέρασε ή ωρα σου εύχάριστα με την παρέα ;

- Εύχάριστα. . . Δε διασκεδάζεις εύχάριστα σαν εΙσαι σαν και 'μένα με παρέα άν&ρώπους που εχουν μονάχα σπλάχνος γ ια μένα . . . Κι ετσι λέγοντας ερι­χνε πάνω μας τα ξαφνιασμένα του μάτια.

(Η Νεραντζούλα στά{}ηκε πάνω του και εί'πε. - Αύτοί 'ναι δυο φίλοι, δυο παλιοι φίλοι που δε

{}υμασαι πιά, μα {}α τους γνωρίσεις άμέσως αν σου πω πως είναι ό Μάρκος και ό Ν ώντας τα δυο καλα παιδια που έρχόντουσαν και με δλέπανε Κυριακη και Πέμπτη στο νοσοκομείο, δταν εσπασε το κεφάλι μου.

Στα λόγια αύτα το πρόσωπο του κουτσου εγινε σοδαρο και είλικρινα πονεμένο.

- "Α, εκανε, {}υμαμαι. Για χατήρι μου παράτη­σες αύτους τους δυο φίλους . . . Τώρα . . . άφηστε με . . . Δε πρόσμενα αύτο το ξαφνικό.

Ούτε ' μείς το προσμέναμε. τουτος ό άνάπηρος για χατήρι του μας είχε παρατήσει ή Νεραντζούλα ; Για­τ ί ;

(ο πό{}ος μας να μά&ουμε ηταν ζωγραφισμέ­νος στις ματιές μας το πρόσωπό της εδειχνε ζωηρη συγκίνηση και τα χείλη της πηρε να τρεμουλιάζουν έκεί λίγο. 'Έκλεισε τα μάτια με μια κουρασμένη κί­νηση. Βοή&ησε τΟν Α ύρήλη να πάει στην πόρτα που .,.. " , , tf ' "

ηταν ακομα ανοιχτη, οταν φαντης μπαστουνι, προ-6αλε στο πλαίσιό της ή φοδερη τσατσά.

- 'Έτσι, λοιπόν, παιδιά μου, γλεντανε με την πόρ-

98 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 99: Panait Istrati - Νεραντζούλα

, , , τα ανοιχτη, μιαουρισε. - Τί τρέχει ; Φόρο itές ; ρώτησε ό Ν ώντας με μια

φωνη πνιγμένη. - Πές το κι ετσι, εκανε με μια γκριμάτσα, που

itιX την επαιρνες και για χαμόγελο. Δυο ώρες τώρα δεν σας ένόχλησα . . .

Ή Νεραντζούλα εογαλε μ ια κραυγη ζώου που το σφάζουν, παράτησε τον κουτσο και χmtηκε στο συρ­τάρι του κομό, αδραξε xaitE λογης χρυσαφικα και τα πέταξε στα μουτρα της πατρόνας.

- Κόπιασε, ορωμερη γουρούνα. Χόρτασε άπο λεφτά, κι ασε μας ησυχους ώς αύριο το πρωί. . . Και ξαναπιάνοντας άπ' το χέρι τον Αύρήλη, αντιπέρασε.

tH τσατσα χλόμιασε και στηρίχτηκε στο τελάρο της πόρτας.

- "Α, τουτο εΙναι το φχαριστω. Κανεις ποτε δε τόλμησε να με πεί ορωμερη γουρούνα. Κι αν ξέρατε πως ημουν και πως είμαι καλη για τούτο το παιδί. Χωρις έμένα ita 'ταν σήμερα σκουπιδιαρού . . . Θέ μου ! Δικαίωμά μου είναι να γυρέψω τα διάφορά μου. Μου χρω στα ενα σωρο λεφτά, τόσο σπάταλη που εΙναι . . . Κύριε, Κύριε. Τί ντροπής.

Μαζέψαμε τα χρυσαφικα που εΙχε σκορπίσει στο πάτωμα ή Νεραντζούλα και δώσαμε στη γενναιόδω­ρη τσατσα ενα κατοστάρικο.

Πήγαινε, κυρά μου και μη ξανάρ&εις, της εΙ-πα.

Τί εκανε λέει ; μη ξανάρ&εις ; αναφώνησε σα νά 'χε σπυρι στον πισινο και της το ζουλίξαμε. Μ' ενα κατοστάρικο itέτε να μου πιάσετε το καλύτερό μου κορίτσι; Κάτω στο σαλόνι εΙναι τρείς καitως πρέπει

, " -Q 'λ ΕΤ ' λ ' κυριοι που τη υε ουν. ,ιναι τακτικοι πε ατες της, δεν πανε παρα μόνο μ' αύτήν. Κι είναι πελάτες καλοί, με γερη τσέπη οχι σα και λόγου σας.

- Μα κυρά μου, δεν είμαστε 'μείς πελάτες. Δ' Ι λ ' Τ ' , τ 'Α ' εν ε στε πε ατες ; οτες τι ειστε ; γαπητικοι

99 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 100: Panait Istrati - Νεραντζούλα

μήπως; "Α, όλα κι δλα. Έγω τέτοια δε τα δέχουμαι " " , δ ' , λ "Α " "'Α μεσ το σπιτι μου . . . και · υο μα ιστα. , οχι. στε

τα χωρατά. ΚαΙ σα {}έτε την 'Α νικούστα.. . ας μοϋ πλερώσει πρώτα τΙς τέσσερις χιλιάδες που μοϋ χρω­στα κι ϋστερα στο χέρι της εΙναι να πάει οπου της καπνίσει . . . Κι εφυγε οροντώντας πίσω της την πόρτα.

Μείναμε μονάχοι, ό Ν ώντας καί 'γώ, κοιτώντας ό ενας τον αλλο άποσΟολωμένοι . . .

- Τέσσερις χιλιάδες φράγκα . . . - Τέσσερις φορες χίλια . . .

Καημένη 'Ανικούστα. - Καλή μου Νεραντζούλα. - ποτε δε {}α μπορέσουμε να πλερώσουμε τόσα

λεφτά. - Κι αν πουληftοϋμε άκόμα. - Κι δμως κάτι πρέπει να κάνουμε, Μάρκο. - Κι δμως κάτι ft ιX κάνουμε, Ν ώντα. την έποχη έκείνη διακόσια ναπολεόνια, δεν τά 'χε

κανεΙς στην τσέπη του. Κι οϋτε καί 'μείς τά 'χαμε βέοαια κι ας είχαμε περιουσία άκίνητη . . . Μας εφτα­νε να ζοϋμε, μα οχι με ε'ξοδα έκατο φράγκα την μέρα που &έλαμε για την τσατσα να μας άφήνει ησυχους με την Νεραντζούλα μας, την 'Α νικούστα της, που κα{}ως πρέπει κύριοι προσμένανε στο σαλόνι.

- Έγω δεν το κουνάω άπο δώ, εΙΠε ό Ν ώντας χουφτιάζοντας το μαχαίρι που εΙχε χωσμένο στο ζω­νάρι του.

ΧωρΙς χρονοτριοη άποφασίσαμε να πουλήσουμε ό κα&ένας το εχει του, να πλερώσουμε τα χρέη της Νε­ραντζούλας, να τη λευτερώσουμε άπο το χαντάκι κι ϋστερα . . .

<lr{'\ .ι. στερα ; Σύγκαιρα ό κα&ένας συλλογιόταν τί λογάριαζε ό

αλλος να κάμει ϋστερα με τη Νεραντζούλα. Φτωχη κι αμυαλη νιότη. Μόνο ' συ ξέρεις να παίρ­

νεις ευftύς, τΙς πιο άδύνατες άποφάσεις. Μόνο 'συ

100 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 101: Panait Istrati - Νεραντζούλα

ξέρεις να ξομπλιάζεις τη σκληρη πραγματικότητα. Γιατί 'ταν φανερο πως τη μέρα που ή Ν εραντζού­

λα {}ά 'ταν λεύτερη, δε {}α μπορούσαμε νά 'χουμε καΙ την πίτα άφάγωτη καΙ το σκύλο χορτάτο, που λέει ή παροιμία. Μ' αλλ α λόγια, δε {}α μπορούσαμε να μοι­ραστοϋμε δυο αν&ρωποι μια γυναίκα τίμια. Μ' άκό­μα δε Όρισκόμαστε στη μέρα έκείνη κι ώστόσο είμαστε εύτυχισμένοι που μπορούσαμε νά 'μαστε με τη φίλη μας, να τη Όλέπουμε καΙ να την άκοϋμε.

- 'Ώ, εκανε ή Νεραντζούλα μπαίνοντας, εΙμαι σίγουρη πως αύτη σας εΙΠε πως της χρωστώ τάχα τέσσερις χιλιάδες. 'Έτσι το λέει σ' δλο τΟν κόσμο καΙ κα{}ένας της δ ίνει δυο τρ ία ναπολεόνια για να λιγο­στέψει το χρέος μου, μα το χρέος μου ώστόσο δε λι­γοστεύει. Έγω το ξέρω . . . Είναι άλή&εια, μοϋ δάνει­σε κάμποσα λεφτουδάκια τη στιγμη πού, άπλο'ίκή, πί­στευα στη γενναιοδωρία τοϋ κόσμου . . . "Τστερα δεν ηταν για μένα παρα για τον αμοιρο τον Α ύρήλη που ελπιζα να γιάνω. "Αχ, πόσο με &λίΌει ή ίστορία αύ­τή . . . (ο αμοιρος Αύρήλης που είδατε, επαf}ε κι αύτος μια συμφορα σα τη δική μου. 'Έπεσε κι αύτος στο χαντάκι έκείνο της δημαρχίας, ενα χρόνο πρΙν άπο μένα κι άπ' το πέσιμο έκείνο τοϋ 'μεινε ή ήμιπληγία κι έξον αύτοϋ εΙναι καΙ φf}ισικος άπο γεννησιμιοϋ του. Μα τί εύτυχισμένο πλάσμα! ποτες δε φωνάζει, δε

' δ' 'ζ ΤΗ • , παραπονιεται, ε κατσουφια ει. ταν ο πιο συμπα-f}ητικoς αρρωστος στο χειρουργικό μας τμημα, ώστό­σο εκανε δλο το νοσοκομείο να γελα καΙ ύπηρετοϋσε δλους που τοϋ ζητοϋσαν κάτι κι ας ηταν παραλυτι­κός. Σέ 'κείνον που εΙχε κρεμασμένο το χέρι του, πή­γαινε πάντα να τοϋ δώσει τα τσιγάρα του, στον αλ­λον που ητανε στο γύψο εδεινε το φαί, τον σκούπιζε, τον εξυνε, στους άγράμματους κρατοϋσε την άλληλο­γραφία που εφερνε δάκρυα αν ηf}ελε να συγκινήσει κανένα συγγενη η γεννοϋσε τρελα γέλια άμα επρεπε

101 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 102: Panait Istrati - Νεραντζούλα

να δώσει {}άρρος στους γέρους έκεί κάτω. Τέλος 0-ταν κανεις κατάδικος εΙχε ανάγκη άπο κάτι τί, πάλι ό Αύρήλης, ό κουτσός, επαιρνε τις πατερίτσες και δώ­στου να τρέχει στο γειτονικο περίπετρο. �Ήταν απα-

, " -

"

, , , γορεμενο μα ποιος μπορουσε να ναι αυστηρος στον

αξιαγάπητο Αυρήλη ; 'Απ' τον πρωτο γιατρό, τους νοσοκόμους ώς τον μάγειρα, δλος ό κόσμος τον αγα­πούσε.

- Αύ-ρή-λη . . . ξεφώνιζε ή νοσοκόμα. ΤΟ νούμε­ρο 7 , δε {}έλει να κάμει το νερό του. Πήγαινε να τον κάμεις να κάμει.

Δ' '1" ,- , , , " ΤΗ ' εν ηταν να του παει την φουσκα, οχι. ταν μο-

νο να μιμη&εί ό Αύρήλης τον κύριο οικονόμο, οταν εΙναι στις κακές του. (ο οικονόμος αύτος τού νοσο­κομείου ηταν το πιο δύστροπο πλάσμα τού κόσμου μα

" , λ ι , , ι Τ " 'ζ και το πιο π ουσιο σε νευρ ικα τικ. α παντα ταρα ον-" " ' � " "

ταν απανω του' τ αυτια, η μυτη, ματια, σαγονι, χει-λια, d)μοι, ίσαμε κι αύτο το πετσι τού κεφαλιού του. Μια κακοκεφια τά κανε δλα να ταράζονται τρελα κι οταν ή κακοκεφια γίνονταν {}υμός, ε, τότες πια δεν είχαμε ταραχή, μα σωστο χορό. Συχνα κι ή γλώσσα του παρουσιάζονταν στην πόρτα της, οπως ελεγε ό Αύρήλης, που μόνος αύτος ηξερε ν' αντιγράφει τΟν διασκεδαστικο οικονόμο, τον πατέρα των ασ&ενωιν, τον αιώνια δυσαρεστημένο απο την ύπηρεσία, μα στο δά{}ος αγα{}ο αν&ρωπο. Και τόντι, οταν πολυ σπάνια ό Αύρήλης άποφάσιζε να μιμη{}εί τον αρχοντά μας, αρρωστοι και νοσοκόμοι μαζεύονταν όλόγυρά του ε­να κύκλο, σκούζαν άπ' τα γέλια και τέλος λέγανε ξε­ψυχισμένοι άπ' τα χαχανητά.

- Μα την πίστη μου, κατουρή&ηκα άπ' τα γέλια. Μα ό Αύρήλης μας εκαμε δουλειες που δεν το μπο­

ρουσε αλλος κανείς. Ξέρετε πως στα νοσοκομεία ή τροφη πέφτει λίγη, ιδίως στους αρρώστους πού 'ναι στα χειρουργικά. Γι' αύτο ό Αύρήλης που κα{}άριζε μονάχος του τα μισα χόρτα του νοσοκομείου, δ ιασκε-

102 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 103: Panait Istrati - Νεραντζούλα

δάζοντας συνάμα και τους μαγείρους, μας εφερνε στο λεφτο δτι &έλαμε για να γλυκάνουμε την πείνα μας οντας στην κουζίνα καitως στο σπίτι του και παραμε­ρ ίζοντας τις λιχουδιες που κλέιδει το προσωπικο κάτω άπ' τη μύτη της διεύ&υνσης και τα στερεί άπ' τους άρρώστους. Μας τα μοίραζε χωρις προτίμηση, άπο­φεύγοντας να φέρνει ζήλεια. �Ήταν δίκαιος σκέφτον­ταν δλους τους δυστυχισμένους και γι' άπόδειξη, να ενα περιστατικό. 'Ένα βράδυ μεταφέρανε μαζι με το κρεβάτι του στο νεκρικο itάλαμο, εναν φτωχο χωριά­τη που τον νόμιζαν έτοιμοitάνατο. ΕΙχε λιγο{}υμήσει ό αν&ρωπος. Βάλανε εναν νυχτοφύλακα στο προσκε­φάλι του, εναν έσταυρωμένο στο στηitος του και τον μπιστευτήκανε στις φροντCδες του Κυρίου μακρια άπ' τους άρρώστους που μπορουσε να τρομάξει με τον έπι&ανάτιο ρόγχο του.

- Δεν itcl ξημερωitεί, εΙπε ή νοσοκόμος μας. Βρε το φoιrιeαρά.

Ό Αυρήλης δεν ηταν σίγουρος και πηγε κατα τα μεσάνυχτα να δεί τον ξεγραμμένο. Μα - άκουστε να γελάσετε - ό πε&αμένος εΙχε άναστηitεί και πρώτη του κουβέντα ηταν να ζητήσει λιγάκι λαχαναρμά.

- Ψωφω για λαχαναρμά, φώναξε στον Αύρύ­λη, που εφυγε σαιτα να του φέρει όλόκληρο σκουτέ­λι, τον σέρβιρε και ξαναπλάγιασε χωρις να τον πά­ρει κανεις μυρουδιά.

'Αλίμονο. Ή ίστορία αύτη εΙχε συνέχεια itλιβε­ρη κι άστεία συνάμα· γιατι πρωι πρωί, πηγαίνοντας ό νοσοκόμος να δεί τον πεitαμένο του, για να τον με­ταφέρει στο νεκροσκοπείο, τον κουτούλησε δτι ανοιγε την πόρτα.

- 'Ακόμα λίγη λαχαναρμά, καλέ μου κύριε, πα­ρακάλεσε ό πεitαμένος.

(ο ' , e. λ " δ " , νοσοκομος το υα ε στα πο ια, εσκισε το νοσο-κομείο και την αύλη ούρλιάζοντας άπ' τΟν τρόμο του και δε σταμάτησε παρα στο σπίτι του, όπου{}ε δε itέ-

103 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 104: Panait Istrati - Νεραντζούλα

λησε πια να γυρίσει να ξαναπιάσει δουλειά. 'Απο τό­τες ό άν&ρωπος αύτος κυριεύτηκε απο μια ύποχον­τρικη μελαγχολία και δεν εΙναι παρα φόρτωμα στους δ ικούς του, ώστόσο ό χωριάτης που παρα λίγο να πάει στα {tυμαράκια εΙναι γερος και άβλαβος καΙ τρώει λαχαναρμα δταν του 'ρ1tει κέφι. την ίστορία αύτη δμως ,άκολού&ησε μια άλλη, πιο παράδοξη που εκανε τον Αύρήλη διάσημο. Το νοσοκομείο εχει ενα τμημα για τους τρελους κι ετυχε ενας απ' αύτους να γ ίνει μανιακός. 'Αποφάσισαν να τΟν μεταφέρουν σε είδικη κλινική, μα οί δυο φύλακες που ηταν νά τονε δέσουν, δεν κοτουσαν να τον ζυγώσουν γιατι απειλου­σε πως &α σκοτώσει δλους τους δράκους, με μια σι­δερένια μπάρα που εΙχε ξυλώσει απ' το παρά1tυρo. �o Αύρήλης εκανε ξαφνικα την έμφάνισή του κι ΟΟειξε στον τρελο δπως τα παιδια δείχνουν μέσα σε σπιρτο­κούτι τις χρυσόμυγες, ενα χρυσο σειρίτι που βαστου­σε πάντα στην τσέπη του. Μπροστα στον ά1tλιο αύτΟν

" , , , , κουτσο που πηγαινοφερνε πανω στις πατεριτσες του, ό τρελΟς στά{tηκε ξαφνιασμένος κι άφησε να του φύ-

� , " � , γει απ τα χερια η μπαρα. - Δε 1tέλεις φίλε μου, να σου βάλω τούτο το βρα­

χιόλι ; εΙπε ό Αύρήλης άνεμίζοντας το χρυσο γαλο­νάκι.

- Βραχιόλι ; εκανε ό τρελός. Βέβαια και 1tέλω βραχιόλι, μα τουτοι οί δράκοι 1tέλουνε να με φάνε.

- Δε 1ta. σε φάνε αμα εχεις το χρυσο τουτο βρα­χιόλι. Φέρε τα χέρια σου.

Ό τρελος σίμωσε ύπάκουος με τα χέρια άπλωμέ­να. Ό Αύρήλης του πέρασε με γλύκα τις χειροπέδες και του εΙπε.

- Τώρα 1ta. φύγουμε απ' αύτους τους δράκους. 'Έλα μαζί μου. "'Εχω έ'ξω τ' άμάξι μου και περιμέ­νει.

Αύτα εγιναν δσο διαρκεί ενα βλεφάρισμα.

104 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 105: Panait Istrati - Νεραντζούλα

- Κι αν ό τρελος σού κατέοαζε καμια με τη μπά­ρα ;

- ''''Ισως μού καμνε καλό, μού άποκρί{}ηκε το ά­μοιρο παιδί.

Ή άπάντηση αύτη με εΙχε λυπήσει. Κατάλαοα πως δεν ηταν τόσο εϋ&υμος δσο φαίνονταν. Κι άπο τότε άγάπησα τον Αύρήλη σαν άδερφο και δέ{}ηκα μαζί του δπως το άμόνι με το σφυρί. 'Ανοίξαμε τις καρ­διές μας ό ενας στον αλλο, διηγη{}ήκαμε την παιδική μας ζωή. "Όπως έγω δεν εΙχε γονιούς, μήτε κανένα που να τον άγαπα.

- Σε τούτο το νοσοκομείο η σε άλλα {}α περάσω την ύπόλοιπη ζωή μου, άναστέναξε μια μέρα.

Ν Αχ, πόσα δάκρυα χύσαμε άντάμα, μακρια ,άπο κά­{}ε μάτι και πόσο ή ίδέα πως {}α χωριστούμε μας εκα­νε δυστυχισμένους. Τότες συμφωνήσαμε μια νύχτα,

" , , - " - " ν αφησουμε το νοσοκομειο και να μπουμε στο κοσμο. - Θα ζητιανέψω. Δε {}α πε{tάνoυμε δα κι' άiτ'

την πείνα, ελεγε. - Καί 'γω εχω κάτι λίγα λεφτα στην πάντα και

χέρια γερά, πρόσ&ετα. - Θα ,ζήσουμε σαν ,άδερφος μ' άδερφή· δεν εΙν'

ετσι άδερφούλα ; - Ναι Αύρήλη. Με φώναζε άδερφούλα κι άκόμα ετσι με φωνάζει,

γ ιατι στο νοσοκομείο δπως παντού στη Βράιλα, κα­νεις δεν εμα&ε ποτε πια εΙμαι μια και δεν εχω κα{}ό­λου χαρτιά. Κι ενα οράδυ σα σοήσαν δλα τα φώτα, συρ{}ήκαμε σα δυο σκιες τοίχο τοίχο, περάσαμε άπ' το χάλασμα τού παλιού φράχτη που ζώνει το νοσο­κομείο και ογήκαμε χωρις να μας πάρουν μυρουδιά. Σας αφηνα με μεγάλη μου {}λίψη, μ' δλο που ημουνα σίγουρη πως ή άγάπη τού Αύρήλη, ηταν πιο όμορφη άπ' τη δική σας, άγάπη άδερφική, όλότελα άδιάφορη για γυναίκα κι άγνη δπως εμεινε μέχρι σήμερα. Σας ηξερα οίαιους, ετοιμους να σκοτω{}είτε 'ξαιτίας μου.

105 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 106: Panait Istrati - Νεραντζούλα

Θα μού 'ταν δύσκολο να διαλέξω εναν άπ' τους δυό σας. Αύτο &uμίζει τΟ'υς πουλητάδες γυαλικών στιι; λαϊκες άγορές : διαλέγετε και παίρνετε. Γι' αύτο ξε­χώρισα τΟν Αύρήλη, παιδι άδύναμο, δ ίχως στήριγ­μα, καταδικασμένο να 'ζεί διαρκώς περιστοιχισμένο άπο λευκους τοίχους που ,άναδίνουνε την χαρακτηρι­στικη μυρουδια της άλισίδας και τού ίώδιου. Και πιστεύοντας πως σάς κάνω καλό, διαλέγοντας άνάμε­σα σε δυο μαχαίρια ενα τρίτο, χά-θηκα μέσ' τον κόσμο

, , Α ' 'λ Τ' , Σ ' ,<\.v, λ' ζ' με τον υρη η . . . ον κοσμο. ταυ ιικε κα ος μα ι μου, γ ιατί να μη το παραδεχτώ ; ''Η σα {}έτε στάθηκε ετσι δπως εΙναι, Όπως τον δλέπουμε, Όπως δε μπορεί πα­ρα νά 'ναι, άφού τα πάντα εξαρτιούνται άπ' τις ά­παιτήσεις πού 'χουμε άπ' τη ζωή. Κι ενας {}εας μόνο το ξέρει τί πε3υμιες σού 'χα 'κείνη την έποχή. Είμα­στε τότε ,στο Γαλάτσι ,Όπου γεννή3ηκα. 'Εκεί 'χαμε καταφύγει. Μια φιλενάδα της μάνας μου, καλη μο­δίστρα, μάς περιμάζεψε καί 'γω μπορούσα να δγάζω το ψωμί μας δοη3ώντας την. 'Ήτανε μοναχη στΟν κόσμο, άχαμνή, συχνα {}λιμμένη μα άγα{}η στο δά{}ος. το Α ύρήλης γένηκε διασκεδαστικος σύντροφός της στο ντόμινο. Ό Λέων, πού 'χα πάρει μαζί μου, την δ ιασκέδαζε. Κι οί τρείς μας καταφέραμε λίγο καιρο να κάνουμε λίγο χαρούμενη τη ζωη της ξυνισμένης τούτης γεροντοκόρης. Μα πόσο δαρετο εΙναι να φτιά­νεις την εύτυχία σ' ενα φίλο που {}λίδεται με το πα­ραμικρό. Και στη φτώχεια και στον πλούτο, δεν ύ­πάρχει κάτι να σού κάνει μεγαλύτερη άηδία Όσο ό σύντροφος που κατσουφιάζει, Όταν τΟν παρατήσεις ενα λεφτο για να κα{}αρίσεις τη μύτη σου. το άγα­{}ος Αύρήλης, ή άνεξάντλητη αύτη πηγη να διασκε­δάζει τους αλλους, μού λεγε, ϋστερ' άπό 'να χρόνο διαμoVΗ στο σπίτι της «δεσποινίδος» Κατερίνας.

- Στο νοσόκομείο οί αρρωστοι μένουν τουλάχι­στο στα κρεδάτια τους, όξω άπ' το νοσοκομείο εΙσαι ύποχρεωμένος να τους ,δαστάς τα χέρια. Δεν εΙναι

106 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 107: Panait Istrati - Νεραντζούλα

δ 'λ " , , ιο ου ευχαριστο αυτο . . . Στο τέλος του δεύτερου χρόνου, ηξερα πια να δ ιευ­

ftύνω το μικρο μοδιστράδικο της «δεσποινίδος» Κα­τερίνας, που δεν εκανε τώρα αλλη δουλειά, παρα να ξεφωνίζει αχ! και βάχ! σ' δλους τους τόνους της μουσικης κλίμακας και σ' δλες τις γωνιες του σπιτιου. Αύτο εΙχε -άρχίσει να μας γίνεται άβάσταχτο' ό Αύ­ρήλης εχανε το κέφι του . . . Εϊχαμε κι οί δυο πατήσει τα δεκαεφτα και ό γενναίος φίλος πολεμουσε με ζηλο να βρεί μιαν -άσχολία που να κερδ ίζει για να βγάλει το ψωμί του. Καταστάλαξε έκεί που πάντα τον εσπρω­χνε το πάitος του. Στη ζωγραφική. τα πορτραίτα κι οί άκουαρέλες του, βρίσκαν άγοραστές.

- 'Ελεημοσύνη σ' εναν άνάπηρο, ελεγε. Δε γνώριζα το Γαλάτσι γιατί 'χα φύγει με τη

μάνα μου σαν ημουν εξ ι χρονω, μα ό Αύρήλης ε'ξυ­πνος και άγαπητος καftως ηταν, κατάφερε γρήγορα , ' " ' " e.. ,� , , , να τον αγαπησουν και να τον υοηυ 'ισουν μερικοι απ τους πρώτους του τόπου. Και σκεφτόμαστε πια ν' άφήσουμε το itλιβερο έκείνο μαγγανοπήγαδο και να τραβήξουμε σ' αλλους δρόμους «όλομόναχοι» , σταν ξαφνικα ενας ·στρόβιλος χύμηξε μέσα στο σπιτικό μας και μας συνεπηρε δλους άνάκατα. (ο στρόβιλος a-U-

\ '3" � , � , " " , τος ηταν ο κ ο σ μ ο ς ο κοσμος με την ομορφη και τη στραβή του οψη, ό κόσμος με το καλό και το κακό του, ετσι ϊδια κι άπαράλαχτα -σπως εΙναι. Π αρουσιά­στηκε μια μέρα με το πρόσωπο μιας πλούσιας και κα­λοσυστημένης πελάτισσας, μ ιας κυρίας κομψης με­-σότριβης, φορτωμένης διαμαντικα και γενναιόδωρης, τόσο που σου φερνε δάκρυα στα μάτια. 'Ώσπου ν' άναπεταρίσεις τα βλέφαρα, παράγγειλε τέσσερα φο­ρέματα, δε καταδέχτηκε να παζαρέψει και τα προπλή­ρωσε σλα και χωρις μάλιστα να της ζητήσουμε, δ-

ι ,

ι � " e. λ' ι πως το χαμε συνηυεια, μια μικρη προκαταυο η και . . . - Ποιό 'ναι τ ' ομορφο αύτο παιδ ί ; ρώτησε την

δεσποινίδα, ματιάζοντάς με άνάμεσα -άπο γυριστα

107 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 108: Panait Istrati - Νεραντζούλα

τσίνορα δαμμένα με ρ ίμελ. "Α, καλή μου κυρία. Μια δρφανούλα, άνηψιά

μου . . . Π ως τηνε λένε ; , Α νικούστα.

Περνώντας με γι' άνηψιά της ή δεσποινίδα Κα­τερίνα, ελεγε ψέμματα με γνώση της, μα για τ' ονο­μά μου «Άνικούστα» , ή καλή της πίστη ηταν &ύμα μιας άστείας σύγχυσης, γιατι εχοντας δέκα χρόνια να με δεί και μη κρατώντας στο νοϋ, παρα τ' ονομα της μητέρας μου, εκραξε χτυπώντας το μέτωπο μόλις , . , μ αντικρυσε.

- ., Αχ! Θέ μου ! Είσαι 'σύ ! Άνικούστα. Βαστώντας τα γέλοια μου, εύχαριστή&ηκα άπ' το

καινούριο τοϋτο παρανόμι κι αφησα να με φωνάζουν ετσι.

- Λοιπόν, δεσποινις Άνικούστα, άπόσωσε ή γεν­ναιόδωρη πελάτισσα, αν πετύχετε τα φορέματα {}α σας άνταμείψω και με το παραπάνω . . .

Και στρέφοντας στον Αύρήλη και στη ζωγραφική του.

- "Αχ, τί ταλέντο που εχει ό νέος αύτός! Τί τα­λέντο ! Είναι κι αύτος συγγενής σας δεσποινις Κα­τερίνα ;

- Ν αί, ναι κυρία το τσαμένο· άνιψίδι μου δρφα­νο κι αύτό, για να μη πω και για το σημάδια.σμά του.

- Δε γιατρεύεται ; - 'Αλίμονο . . . - ποτε μη λέτε ετσι. Θα πρέπει να το πατε σε

καλους γιατρούς, στο Βουκουρέστι. Και ή καλη κυρία διαλέγοντας 6αρεσιάρικα μερι­

κα σχέδια, εδωσε στον Αύρήλη ενα ποσο τόσο μεγάλο, που ενα λεφτο γάζωνα δεξια κι άριστερά, στα κου­τουρού, άφηρημένη.

- Τί καρδιά! Τί καρδιά! ξεφώνιζε ή δεσποινlς

108 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 109: Panait Istrati - Νεραντζούλα

Κατερίνα, σαν εφuγε ή παράδοξη κυρία. Αύτό, παι­διά μου, εΙναι ή τύχη σας. Σε σας χρωστώ το {}άμα τουτο, σε σας, γιατι εγω ποτέ μου δε γνώρισα τέτοια τύχη. Κι εχω το προαίσδημα πως αύτη ή κυρία Πα­δλικ {}α φέρει άλλαγη στη ζωή μας.

Φτ ' ,

, " λ ' -Q ' , ξ - ανει να ναι προς το κα ο, υειτσα, φωνα ε ό Αύρήλης άνοίγοντας την άγκαλιά του. "Ισως τελέ­ψει ό κα{}ένας μας με γάμο και χορέψουμε το χορο του Ήσαία.

- Μα την πίστη μου δε {} α μου κακοφαίνονταν, δω πΟ'υ τα λέμε' {}α μπορουσα άκόμα να κάνω εναν αν&ρωπο εύτυχισμένο και μ' ορεξη {}α περιόριζα την περηφάνια μου .

., Αμοιρη δεσποινις Κατερίνα . . . Συλλογιόμουνα τα λόγια της άργότερα, δταν πια είχαμε κατρακυλήσει τελειωτικά. . . Δε περνα άτιμώρητη ή περηφάνια στη ζωη και κανένα δεν κάνεις εύτυχισμένο τη μέρα που δεν εχεις να δώσεις. ΤΟ σύκο που στέκει περήφανο στην κορφη της συκιας, δπου κανένα χέρ ι δε φτάνει να το κόψει και κανένα στόμα δε μπορεί να το φάει τότες πού 'ναι μελωμένο, ξεραίνεται, μαραίνεται καΙ πε&αίνει κοιτώντας τους ούρανούς. Δίνε. Δίνε, εΙναι ή μεγάλη χαρα της ζωης. Προπάντων δίνε εγκαιρα, κά&ε πραμα στην ωρα του. Δίνει γέλιο καΙ κλάμα άν­τάμα. ιησε τη χαρα και τον πόνο. <Ι Αρπαξε στο διά­δα της την άχτίδα της ζωης που τρέχει, δείξε τα γε­ρα δόντια στο γέλιο, αμα ύγραίνονται τα μάτια. Κι ϋστερα, ϋστερα κλάψε γοερά, με την καρδια χορτα­σμένη άπο χαρά. Κλάψε σήμερα . . . κλάψε κι ϋστερα γέλα . . .

!Η Νεραντζούλα στά{}ηκε, ξαφνικά, με τα μάτια καρφωμένα στο Νώντα. Τότες παρατήρησα πως ό φίλος μου εΙχε ενα δλέμμα τρελου και πως εσφιγγε σατανικα τΙς μασέλες του που κροταλουσαν.

ΤΗταν άργά' δλο το σπίτι κοιμόταν κι ή σιωπη μου πάγωνε τα κόκκαλα.

109 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 110: Panait Istrati - Νεραντζούλα

- Ξακολού{}ησε, καλή μου, εΙπα. - "Όχι, άποκρί-θηκε αύτη γλυκά. Ό Παμεινών-

τας με κάνει να φοδαμαι. �O άλλος εκανε μια γκριμάτσα, ενα μειδίαμα που

μ' εκανε και μένα να φοδη&ώ. - Δεν εΙναι τίποτα μωρε Νεραντζάκι. . . Τράδα

ίσαμε το τέλος, τώρα . . . - Δεν εχει τέλος, ψι&ύρισε αύτή. Κείνο που ακολούθησε εΙναι μια ίστορία γοργη και

συνη&ισμένη, καθως δλων τών κοριτσιών. - �H κυρία lΙαδλικ ξανάρ&ε συντροφεμένη &ΠΟ

δυο άντρες που ηξεραν την τέχνη να πάρουν τα μυαλα τών κοριτσιών. Φαίνεται πως δεν παίζαν μαζί μας, " " ' � t:1 " , , ετσι για να περναει η ωρα, γιατι το χαν παρει κι αύτοι με τα σωστά τους και ύπόφεραν και ξόδιαζαν τα λεφτά τους κι εδειχναν δλο τους το πά&ος . . . "Ολη αύτη ή ίστορία στάθηκε ακαταλαδίστικη για μένα. Δεν αγαπούσα κανένα τους, ή δεσποινις Κατερίνα τους αγαπούσε και τους δυο και ή κυρία Παδλικ α­γαπούσε δλο τον κόσμο. <Όσο για τον Αύρήλη, αύ­τος πια μπορούσε ν' ,αγοράζει σωληνάρια μπλαν ντ' αρζαν και δερμιγιον και καρμίνιο κι ενα σωρο άλλα πράγματα χρήσιμα για την τέχνη του και να κάνει οσες ζωγραφιες ηθ'ελε κι αύτοι πάντα ηταν ετοιμοι να τους μοσχοπληρώσουν. Κι ετσι μια μέρα νάμας δλους μια παρέα που φεύγουμε για το Βουκουρέστι, δπου οί ντόκτορες θα τον γιάτρευαν τον Αύρήλη, χω­ρις άλλο. Τόντις, τον εδαλαν σ' ενα μεγάλο νοσοκο­μείο. Τρείς μηνες τονε φέρναν δωι&ε κεί&ε, τον πι­λάτευαν, ωσπου στο τέλος τον άφησαν να δγεί χωρις άλλη καλητέρεψη, έξσν δυο δεκανίκια καινούρια αν­τις για τα παλιά. Στο διάστημα αύτό, σ' έμας όξω, μας τάζανε λαγους με πετραχίλια, μας πήγανε και είδαμε τα πάντα, έπισκεφτήκαμε δλη την πόλη. "Ε­κλεινα τα μάτ ια μου μπρος στην άπάτη, που άρχισα να καταλαδαίνω, ηπια και με τις δυό μου χούφτες το

110 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 111: Panait Istrati - Νεραντζούλα

ι , "t!. , ' λ " , "λ νεχταρ που εορισκα και με κ ειστα τα ματια ε εγα : "Έτσι, τουλάχιστο, -&α γνωρίσω τα πάντα, -&α γευτώ τα πάντα, δε -&ά 'χω πια τίποτες να πε{}υμίσω καΙ δε -&α γίνω ποτες -&λιμμένη καΙ άσχημη σα τη δεσποινίδα Κατερίνα. Ή δεσποινΙς Κατερίνα δεν εκλεισε καν τα μάτια, μα τ' άνοιξε πλειότερο, άνώφελα, ζητών­τας για σύζυγο τον ενα άπ' τους δυο μνηστηρες, ύπο­λόγισε, λογάριασε, κατσούφιασε, ωσπου κατάληξε να βρε-&εί στο τέλος μονάχη μέσα σε μια κάμαρα δεύτε­ρης κατηγορ ίας ξενοδοχείου. 'Όσο για μένα, 'ξακο­λού{}ησα τον ίδιο δρόμο, γιατΙ δε βρέ{}ηκε ενας άν­-&ρωπος να μου δώσει μια στάλα κουράγιο, να με γκαρδιώσει για μια τίμια δουλεια καΙ να με σπρώξει να ξαναπιάσω τη βελόνα καΙ τη δαχτυλη{}ρα μου. 'Ακόμα καΙ τώρα κάνω έκείνο που μ' άρέσει κι όχι έκείνο που άηδιάζω. Ξακoλoυ-&oίrν να μου δ ίνουν καΙ δ ίνω καί 'γω σα να βρίσκομαι στις πρώτες μου άκόμα όρμές. 'Έτσι -&α το τραβήξω ώς τη μέρα που -&ά 'χω τα πάντα δοσμένα και τη ζωή μου μαζί.

Στο περουζένιο φως της -&ερινης αύγης που άρχισε να μπαμπακιάζει στα παρά{}υρα, ό Νώντας παρουσί­ασε μια νεκρικη κατατομή. ΤΟ ξεραμένο στόμα του ηταν μισάνοιχτο. τα μάτια άκίνητα, δπως δλο το κορμί, φάνταζαν νεκρά. τα ρου-&ούνια εΙχαν κολλή­σει. ΤΟ γένι και τα μαλλιά του άκόμα, που ηταν τόσο λαμπερα άλλοτες, εΙχαν πάνω τους κάποιο πράγμα άχνό.

(Η Νεραντζούλα χύμηξε στο λαιμό του και τον ά­γκάλιασε.

- 'Έλα, άστα τώρα άδέρφι μου. . . ας τα ξεχά­σουμε. Δές, εφεξε. Θα κοιμη-&ουμε λίγο, έσείς πάνω στα ντιβάνια, έγω στο κρεβάτι μαζι με το Λέων, τον παιδικό μας φίλο. "Ί'στερα, κα{}ως εΙναι σωστό, -&αρ-&εί κι ή σειρά μου να σας άκούσω να μου πείτε,

, - - " - " " , να μου πειτε και σεις τους πονους και τις χαρες σας.

111 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 112: Panait Istrati - Νεραντζούλα

Μπρός! Κα{},ως τΟν σκούντησε ή φίλη μας, ό Νώντας, κα­

τάχλωμος, ταλαντεύτηκε, κα{}ως κούκλα ξύλινη. Αύ­τη δε το πρόσεξε, ηρ&ε καΙ σε μένα να μοϋ κάνει τα ίδια χάδια. "Τστερα χαρούμενη, άνασηκώνοντας ώς τα χιονάτα γόνατα τη φούστα της, αρχισε να πηδάει στα δυο ντιβάνια καΙ να μας μοιράζει φιλια στο κά{}ε πήδημα.

Ν εραντζούλα φουντωτή, Ν εραντζούλα φουντωτή . . .

Μα στο τέταρτο πήδημα, τότες που γύριζε τη ρά­χη της στον 'Έλληνα καΙ χύμηξε κατα το ντιβάνι μου, μια τρομερη κραυγη άντήχησε σ' δλάκαιρο το σπίτι καΙ μόλις πρόφτασα να πιάσω στα χέρια μου την

Ο­μορφή μας Νεραντζούλα' μαχαιρωμένη' μαχαιρωμέ­νη άπό 'κείνον που της είχε γράψει ή μοίρα, άπ' το φτωχο Παμεινώντα, τον 'Έλληνα.

112 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 113: Panait Istrati - Νεραντζούλα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

'ο ' ' , 'ο ' ' e.. ' χτω χρονια περασανε . . . χτω χρονια, υαρια, άπ' δλη αύτη Τ11ν αίσθηματικη ίστορ ία . . .

Και πόσο -&ά � ελα τώρα να μου ηταν δολετο να κλαφτω λίγο. Ν α κλαφτω, ναΙ Ν α &ρηνίσω, σα ρη­μοπούλι. Ν α πω πως είμαι ενας φτωχος αν&ρωπος φορτωμένος το δαρυ πλουτο που κανεις δ εν έπι&υμα.

"Ασωτος και ξεθεωτικος �ησαυρός . . . 'Ένα όλάκαι­ρο μεταλείο, άγάπη που μαραίνεται κάτω άπ' το λι­σγάρι του σκαφτια, γιατι άργεί να την ξε-&άψει, άργεί να την άποκαλύψει στον ηλιο, να πάρει δύναμη άπ' τη ζωη που είναι πλημμυρ ισμένη στο φως.

"Ε ' ' .Q ' δ Μ λ ' , " , κακομοιροι ανυρωπακη ες. α ακια που εχε-τε μονάχα αισθήσεις για να γεύεστε την άκύμαντη εύ­τυχία σας που δε γνοιάζεστε για την άπεραντοσύνη του ό.)κεανου, μηδε για το μεγαλείο της ζωης που ό ηλιος δε σας κεντάει διόλου και ή τρικυμία δε σας συγκινεί. "Αν ό Θεος σας εδωσε καρδια και μυαλό, αύτο τό καμε άκρ ιδως για ν' άποδείξει πως αύτο δε σημαίνει τίποτ' αλλο παρα πως είναι σωτήριο να νι­ώθει κανεις Τ11ν πυρα της & εϊκης του ειρωνείας μαζι με το μπάρσαμο της άπέραντης μεγαλοψυχίας του.

Μαλάκια. 'Αξ ιο&ρήνητοι άν&ρωπάκηδες. 'Ένα τί­ποτες να σας άγγίξει σας κάνει ν' άρνη&είτε το τί­ποτες που είστε κιόλας . . . Σε σας τα πάντα εΙναι φό­δος - κι 11 χαρα κι ό πόνος . . . Καμιά σας χαρούμενη κραυγη δε φτάνει στους ούρανούς. Κανένα μουγγρη­τό σας δεν άντιλαλεί στην Cίιδυσσo. Στερημένοι άπα μια οψη που νά 'χει στόμα και να μ ιλα, τυφλοι τόσο που να μην άναγνωρίζεστε, αν είστε εύτυχισμένοι,

113 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 114: Panait Istrati - Νεραντζούλα

μαλάκια . . . μα άναρωτιέμαι αν ή σωφροσύνη σας εΙ­ναι μια άναπηρία της καρδιάς η μια πληγη της κε­φάλας σας. 'Αλίμονό σας, άνl}ρωπάκιδες.

Δυο χρόνια ϋστερ' άπο το δράμα του χαντακιου, εltαψα έδώ στην ' Αλεξάντρεια, το α&λιο κουφάρι δ­που εΙχε φωλιάσει ή μεγάλη καρδια του φίλου και του αγνωστου καλλιτέχνη που στά-θηκε ό Αύρήλης, ό κουτσός.

Γιατί, ή μαχαιρια που προοριζότανε για τη Νε­ραντζούλα, τη δέχτηκε κατάστηl}α ό Αύρήλης. Αύτος εΙναι που επεσε για να μη σηκω&εί. Αύτή, άφου ζυ­γιάστηκε άνάμεσα ζωη και &άνατο, πηρε άπάνω της, ξέχασε το κακο που της εγινε και δήλωσε μπροστα στους δικαστες του Νώντα, που ηρ-θιιν να την άνα­κρίνουν στο κρεβάτι άπάνω, J'[(�)ς αύτη ηταν ύπεύ-{tυνη.

- Έγω τον έρέ&ισα, ρωτηστε το Μάρκο. Δε πρέ­πει να διηγάσαι τα έρωτικά σου κατορl}ώματα σε 'κεί­νους που σ' άγαπάνε και δε πρέπει να φιλάς σύγκαι­ρα δυο έρωμένους. Μα τί &έτε! "Αν ημουν έγω τόσο σοφή, δε &ά 'μουν πια έγώ. Κι εΙμαι είΥ'ι<.αριστημένη που εΙμαι ετσι - τόσο το χειρότερο για μένα.

'Όταν τη φέραν σ' άντιπαράσταση με το δράστη - που σύραν άλυσοδεμένο στο νοσοκομείο - ή Νε­ραντζούλα εκαμε κάτι καλύτερο· φίλησε τα δεμένα χέρια του δήμιού της και του 'πε μπρος στη δικαιο­σύνη.

- Σχώρα με . . . Δεν άμφέβαλα ποτε πως μ' άγα­πουσες τόσο πολύ.

Μα ό αμοιρος δεν εΙχε σχεδΟν άνάγκη να λαφρω­&εί άπ' το ϊδιο το {}ύμα, άπο το βάρος του κακουργή­ματός του· ή ίατροδικαστικη τον κήρυξε άνεύ&υνο. Κ ' ...

ι "Αλ λ ' ι �<k. ' , αι ηταν φανερο . . . α ος, αναΙu υ l lτος ως τη στιγ-μη της άντιπαράστασης αύτης, μόλις ακουσε την τρε­λη συγνώμη άπο 'κείνη που στά-θηκε το τυρανικό του

1 14 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 115: Panait Istrati - Νεραντζούλα

πά{tος, ό Παμεινώντας ξέσπασε σε δάκρυα και γονα­τ(ζοντας στα πόδια του κρεβατιου, τραύλισε τον σύν­τομο τουτο {tρηνο, που μέλλονταν να μουρμουρίζει σ' δλη την κατοπινή του ζωή.

'Α ' Ί 'Α ' Ί 'Α ' Ί - μαν μπρε. μαν μπρε. μαν μπρε. Ό Ν ώντας μπορ ου σε άκόμα να κλαίει. Ό Αύρήλης δε μπορουσε πιά. ΤΗταν άπό 'κεί­

νους που τα δάκρυά τους χύνονται μέσ' την καρδιά, τη Οόσκουν, την τρυγουν. ΤΟ κατάλαβα άμέσως, κι άκoλoύ{tησα μιαν εύχη της Ν εραντζούλας, πού 'ταν συνάμα και δική μου ευχή.

την ήμέρα που μου έπιτρέψανε να τη δω στο νοσο­κομείο, ή πρώτη της σκέψη ηταν για τον άνάπηρο.

- 'Αγάπα τον Αύρήλη, καλέ μου Μάρκο ... Στά­σου άδερφός του. Είναι ερμος στον κόσμο. Σου ζητω

" ' " , " t:' " " να κανεις γ ι αυτον πιοτερα απ οσα εκαμες για τη ι ΙΙλ ι μαμα εανα. Συγκινητικη έπανάλειψη της ϊδιας γενναίας παρά­

κλησης, που μου 'χε κάνει πέντε χρόνια πρ ίνο "Ί'στερα άπο το πέσιμό της στο χαντάκι, δπου &­

σπασε το κεφάλι της, με φώναξε κοντά της δταν μπό­ρεσε να μου μ ιλήσει και με σβησμένη φωνη μου 'χε πεί.

- Μάρκο, στο νούμερο τρία της ΙΕβραίικης, στο βά{}ος της αύλης, πα{tαίνει μια ερμη γριά· ή μάμα ΙΙλεάνα. Οί γειτόνοι, της κάμουν δτι μπορούν και κά­ποιοι της δίνουν να φάει, μα ή μάμα ΙΙλεάνα καίγε­ται άπο μια παράξενη άρρώστεια πού τηνε κάνει να τρώει δλη την ωρα και να πίνει χωρις τελειωμό, σα νερoφ�δα. Πίνει δυο κουβάδες νερο τη μέρα. Πήγαι­νε Μάρκο, δώστης να φάει και προπάντων πήγαινέ

ι Δ' <- , " , _CΙ" , , , ' " , της νερο. . . ε ζερω γω τ ι υ απογινω, μα συ, αν μ άγαπας, μη ξεχάσεις ποτε τη μάμα ΙΙλεάνα.

'Έκαμα άφοσιωμένα την παραγγελία της, μα ή διαβητικη πέ{}ανε, άλίμονο, ένωι ή φίλη μας ήταν ά­κόμα στο νοσοκομείο.

115 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 116: Panait Istrati - Νεραντζούλα

Τώρα, με τα ίδια τούτο χείλια, τα καψαλισμένα άπ' τΟν πυρετό, ζητούσε Όοή-θ-εια για τον Αυρήλη.

την εΙχε πια κερδίσει Τ11 Όοή&ειά μου και μάλιστα μια Όοή&εια άδερφική' νιώ-θ-αμε, ό Αυρήλης καί 'γώ, τσυς έαυτούς μας ένωμένους για τη ζωή, για μια ζωη που δε μπορούσε πια να ταυτιστεί οϋτε με της Ν εραν­τζούλας οϋτε με του Νώντα γιατι εκείνοι ηταν πια άναγκασμένοι να πορευτούνε το δρόμο που τους χά­ρ αξε ή αίχμη ένος μαχαιρ ιού, Όαμμένου με αίμα. Ό Νώντας εΙχε ά&ωω&εί, χάνοντας τα συλο'ίκά του, κι ή Νεραντζούλα πού 'ταν γυναίκα, επερνε το χέρι τού πιο ίσχυρου. Τό 'κανε αυτο φιλώντας το χέρι που της εΙχε λαδώσει. Καταλάδαμε 'μείς και ,άπομακρυν&ήκCXr-

, " , με απ τη σκηνη. 'Έφερα τον Αυρήλη στην Α'ίγυπτο, για την ύγεία

του, για τη δική μας, λογαριάζοντας πως ετσι -θ- α σω­νόντουσαν κάποιες ψυχές.

'Απο τότες που ταξ ιδεύω στον κόσμο, εχω συχνα άκούσει πως για τον εξαιρετικο αντρα ή γυναίκα εΙ­ναι μια κατάρα και πως μονάχα δυο αντρες άγαπη­μένοι, -θ-ά 'ταν ίκανοι να πραγματοποιήσουν μεταξύ τους την πλέρια ευτυχία' αυτοι μονάχοι -θ-α μπορου­σαν να κάμουν μια άν&'ρωπότητα εξαίσια. (ο πλά­στης λοιπον της ζωης είναι ενας ήλί-θ-ιος. (ο σαρκι­κος ερωτας της γυναίκας, μαζι μ' οτι πα&ητικο προσ­φέρει στο σμάρι των αίσ&ήσεών μας, δεν εΙναι παρα μ ια πλάνη, αν είναι ,άλή&εια πώς, στο τέλος της άν­&ρωπότητας, ή ζωη -θ-α φυτρώνει μέσ' άπο τη ζέστα της κοπριάς.

(Ωστόσο, ύπάρχει σ' αυτο ανοσμο τέλος της άντρι­κης στοργης, κάτι άπ' την κοινή μας πε-θ-υμιά, που πασκίζει να πραγματοποιήσει μιαν άρμονία άνάμεσα στο καταστροφικο σαρκικο πά-θ-ος και στην άνώτατη φιλία. (Η φιλία μεγαλώνει άπάνω στη στα&ερότητα, στο σοζύγιασμα, στη διάρκεια' και γι' αυτη ή άπι-

116 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 117: Panait Istrati - Νεραντζούλα

στία και ή ζήλεια, εΙναι πράγματα άκατανόητα· δσο περσότερο άθ-ροίζονται τόσο περσότερο άξίζει. Του­ταντίο, ή σάρκα, δταν άγαπα, εΙναι έγωιστικη και δε δέχεται τρ ίτους, δε δέχεται ενα μοιράδι άπ' τον τεμαχισμό της, ωσπου να πλήξει και να κουραστεί, παίρνοντας δλο άπ' την ίδια τροφή.

Πως να μονιάσουμε τον αντρα και τη γυναίκα; Πως να πλάσουμ ε την πλέρια ευτυχία ; <Ένα πραγμα εΙναι σίγουρο· δσο για την άνώτατη φιλία το ίδανικο ita μπορουσε να πραγματοποιηθ-εί μοναδικα άπο έρω­τευμένους φίλους, αν ό αντρας κι ή γυναίκα ita μπο­ρουσαν να παραμείνουν φίλοι κι έρωτευμένοι σύγκαι­ρα. Μιλάω για τα πλάσματα που φλέγονται άπό 'να πνευμα που ξεπερνάει τις αίσθ-ήσεις.

Σύμφωνα με την πολυ πλατεια πείρα μου, αυτο το κατόρitωμα δε μπόρεσα ποτε να το πραγματόσω, παρα για πολυ σύντομες στιγμές, που στάitηκαν ώ­ραίες καθ-ως φαντάσματα πυρετου.

Τ, λ ' _<ι 'ζ ' , ' e. ' , " " , ο αυος πηγα ει απ το lIιτσιο, που απ αυτο πα-σχει και το ίδιο το πνευμα, που δεν εΙναι παρα μια έξαιρετικη ίκανότητα να αίσθ-άνεσαι και ν' άγαπας σφοδρα και απαφτα.

Κοντολογ ίς, το ι,δανικο αυτό, που να itέλουμε τη φιλία να δένεται με τη σάρκα μας και να κάνει μαζί

'λ ' δ ' τ " , της τε ειο νοικοκυριο, εν ειναι παρα ευγενικος σκο-πός, που κανεις δε μπορεί να τον χαρεί όριστικά, χωρις να λυτρω&'εί άπ' τα πιο φλογερά του πάitη.

Αυτο δε τό 'μα&α παρα πολυ άργότερα.

10 Αυρήλης άγαπου'σε την γυναίκα δπως έγω κι δπως κάitε ανitρωπoς που δεν ευνουχίστηκε στα μι­κράτα του, ουδε είδε το φως του κόσμου μέσα σε κα­νένα ύπόνομο και πάνω άπ' δλα ηταν ό Αυρήλης ενας γκαρδιακος φίλος. 10 ερωτάς του για τη Νεραντζού­λα τον ε υοή&ησε να σταιtεί ίσαμε τότες με τέτοια αυτο­itυσία. Κι αυτΊΙ άκριυως ή itυσία που την εΙχε ανετα

117 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 118: Panait Istrati - Νεραντζούλα

βαστάξει, τον γονάτισε ύστερα' άπ' τη ματωμένη έκ­δήλωση της άγάπης του Ν ώντα.

- Ποτές μου δε πόνεσα, μου λεγε, βλέποντας " Α ι

" � " ζ Ι , , , την νικουστα να κανει αυτη τη ωη, που στο κατω κάτω της γραφης δικαίωμά της �ταν. Μα {}α με σκό­τωνε ή ιδέα πως ita μπορουσε ενας αντρας να ζητήσει με β ία για δική του μονάχα, να μας την πάρει όλά­κερη καΙ να ύψω\}εί αύτη να παρ\}εί δλη. Αύτο με μα\}αίνει πως κι ή καλύτερη γυναίκα, καταχταται με τη χυδαία δύναμη παρα με τη στοργή.

�Ωστόσo ό Αύρήλης παραλογιζόταν λίγο. ΓιατΙ μόνο που ό Ν ώντας είχε καταφέρει πραγματικα να μας πάρει όλάκερη για πάρτη του, ηταν ώστόσο άλή­itεια, πως σύγκαιρα είχε ζαλιστεί άπο την ίδια του την τύχη καΙ πως τη Νεραντζούλα την εχανε όριστι-

, κα. �H Αίγυπτος, ή 'Αλεξάντρεια, ονειρα μαγεμένα

τών παιδικών μας χρόνων, άνάβρυσαν με τ' άσύγκριτο πανόραμά τους μπρος στα μάτια μας τα itαμπωμένα άπ' τη itλίψη, κέντρ ισαν την μουχρωμένη ζωντάνια του Α ύρήλη καΙ τονε κάμαν ν' άποδώσει τΙς στερνές του φλόγες, που μέλλονταν να του φωτίσουν την τα­φή. Μά, τουλάχιστο, είχε την εύτυχία να ζήσει ενα πραγματικο άντικατοπτρισμο καΙ να μη γνωρίσει την άτέλειωτη άγωνία. Χαρά μας.

Στη γη τούτη της Αιγύπτου, μας δόitηκε να χα­ρουμε καί 'μείς πρώτη φορά, τη μοναδικη ήδονη που ή γυναίκα φυλάει, γενναιόδωρος κλειδοκράτορας.

Εύλογημένη νά 'σαι γυναίκα άνώνυμη, που ξέρεις να δ ίνεσαι για ενα τίποτες για ενα ειλικρινο γέλιο που σ' αρεσε' για ενα ευ\}υμο λόγο πού φτασε ώς την καρ­διά σου' για ενα φλογισμένο βλέμμα που σου καψε τα μάτια. Εύλογημένες νά 'στε άδερφες της 'Αλε­ξάντρειας καΙ του Κάιρου άπροσποίητες έρωμένες που άπολησμονήσατε την άναπηρία ένος νέου άν\}ρώ­που με itανατωμένη καρδια καΙ τον ποτίσατε μ' αύτη

118 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 119: Panait Istrati - Νεραντζούλα

την διάφανη χαρα που νόμισε πως ποτε δε {}-α γεύ­ονταν. Ν ά 'στε εύτυχισμένες γυναίκες που δε ζητατε , " δ' ' δ ' Κ " -τιποτες, γυναικες που ινετε α ιακοπα. . . αι να σας

ανοίξει ό Θεος στην αλλη ζωη τις πόρτες του παρα­δείσου του και να σας {}-ρονιάσει δεξ ιά του, γιατι δε ξέρω τίποτες που να σας περνα σ' άπλοχεριά.

Δεν εΙχα τρόπο να πλερώσω άμάξι στον Αύρήλη, στΟν αχόρταστο Αύρήλη μου, που ετρεχε μ' δλη τη λυπητερη γρηγοράδα τών δεκανικιών του προς το δ ιάστημα, στις χουρμαδιές, στους αμμόσωρους της έρήμου, στους μ ιναρέδες, στους αv{}-ρώπους και στα συμπαftητικα δικάμπουρα ζώα' μα εΙχα δυο γερα πό­δια μιαν αλύγιστη πλάτη και πανωκορφις μια καρδια φιλικιά' αύτα αρκουσαν για να σκώνω τΟν Αύρήλη κα{}-ως παιδί, να τον κα{tίζω στους ώμους μου, δπου εγινε το {}-άμα να ξεχάσω το βάρος τών συφορών που ζουλουσαν και τους δυό μας.

'Έτσι με μάτια όλάνοιχτα κι άπλωμένα χέρ ια και με γέλια φωναχτα που σβήναν τους λυγμούς μας, α­πολησμονήσαμε την Βράιλα, για να ζήσουμε στην Αϊγυπτο.

ποτες ϊσως ενας αν&ρωπος γερος δε γεύτηκε, δεν ενιωσε καλύτερα ,άπ' τον Αύρήλη, τον παραλυτικο και φισικό, τις καλλονες μιας -ftαυμαστης φύσης και τη γοητεία μιας αλήτικιας ζωης. ποτες καρδια δεν ε­μα{}-ε καλύτερα άπ' τη δική του να έκτιμα την άπλο­χερια ένος λαου φιλόξενου και νικημένου, ούτε να έπαναστατεί πιο φανερα ένάντια στΟν κατακτητή. ποτες α&λιότητα - που εφτανε να μοιράζουμε το ξεροκόμματό του - δε σπαταλή&ηκε άπο κανένα τόσο ανυπολόγιστα Όσο ,απ' τον Αύρήλη σέ 'κείνους που {}-εωρουσε πιο δύστυχους άπ' αύτόν.

"Α ' λ ' " ζ , Τ ' 12. λ ' - χ, ο πο ιτισμος . . . εκρα ε συχνα. ωρα u ε-1" r - Θ ' , λ ' , , πω' ειν ωραιος . . . .. α ταν κα υτερα να παραμεινει

ό αν&ρωπος αγριος.

119 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 120: Panait Istrati - Νεραντζούλα

Αύτος ό άγριάνftρωπoς, ό φελάχος, παρ' οτι ci{tλι­ος που σού σκίζονταν ή καρδιά, εκρυβε στo στη�oς του το μόνο τεΚ�l1lΡΙO τού πολιτισμού π' άξ ίζει : την καλοσύνη. Μας την εδειχνε πέρνοντάς μας στη χω­ματένια του καλύβα, στην εζμπα του και διανέμοντάς μας έκείνο πού 'χε : τα κουκιά του, το άράπικο φούλ. 'Ωστόσο ε'ίμαστε δυο ανιtρωποι τού πολιτισμού, πού τονε ζουλούσε, του πολιτισμού που καταδικάζει τους άνιtρώπους στην άιtλιότητα κι ϋστερα κρεμάει στη πόρτα τους τούτο τον άφορισμό : στο σπίτι τούτο ά­παγορεύεται να γυρολογα και να ζητιανεύει.

Μέσα σε δυο χρόνια άλήτικιας ζωης, τρέξαμε με τον Αύρήλη στους ωμους, το δρόμο της 'Αλεξάντρει­ας ώς το Κάιρο και στη Μινιεχ της 'Άνω Αίγύπτου, όπού-ιtε μπαρκαριστήκαμε σε μια νταχαμπια και γυ­ρ ίσαμε στην 'Αλεξάντρεια τραβώντας το ρέμα τού ποταμού.

Μπορεί κανεις να πεί πως το ταξ ίδι τούτο τραχυ για εναν φιtισικό, συντόμεψε ΤΙ1 ζωη τού φ ίλου, μα ξέρω πως τον εκα:νε να πε-ιtάνει δ ίχως �λίψη, την είχαμε νικήσει ξαφνικα και δίχως σχέδιο. 'Αφού τε­λειώναμε κάιtε μέρα τα συνηltισμένα δέκα χιλιόμε­τρα, άπό�ετα τον Αύρήλη στον ίσκιο μ ιας χουρμα­διας, οπου περνούσε τον καιρό του ονειροπολώντας η ζωγραφίζοντας καί ' γω πήγαινα στο Νείλο να λου­στω, να πλύνω τα ρούχα μας η να διασκεδάσω ψα­ρεύοντας.

- Μη πνιγείς, μού φώναζε, δε ft ιX μπορέσω να σ' άκολουftήσω.

Τόντι, μια κι ητανε κατάχαμα δε ftιX μπορούσε να Οριtώσει.

Γι' άποσκευες δεν είχαμε παρα δυο κουβέρτες, δυο πουκαμίσες και τα χρειαζούμενα για τη ζωγραφική του. Φίλος μ' άποσκευες ηταν μόλις σαρανταπέντε κι­λα και τά 'χα στη ράχη μου. (ο Ρουμάνος στρατιώτης

120 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 121: Panait Istrati - Νεραντζούλα

σηκώνει ενα κιλο παραπάνω στα γυμνάσια. Χωρις φίλο κιόλας η φιλία.

Λεφτα δε κρατούσα πάνω μου παρα οσο για να ζήσουμε μ ια οδομάδα μα ποτε κανεις δε μας πείρα­ζε. Κάl}ε Κυριακη ό ταχυδρόμος της ' Αλεξάντρειας μας πρόσμενε κάπου στο δρόμο μας με κάποια παντα­χούσα.

Δεν ξοδεύαμε σχεδΟν τίποτες, έκτος στις πολιτείες. Στην ερημο ολοι οί φελάχοι συνορίζονταν ποιος να μας δώσει στρώμα και πιλάφι. Ό Αύρήλης τΟ'υς το πλέρωνε, δ ίνοντάς του σκίτσα άπ' τη ζωή τους το­πία, ζώα, σκηνες και πορτραίτα.

Π , 'δ ' " " δ ' Τ," οσα σχε ια σκορπισαμε σ αυτο το ρομο. ι ω-ραίο εργο χάl}ηκε για πάντα.

- Πώς χάitηκε, φώναξε μ ια μέρα που του τό 'πα. Οί χωρικοι αύτοι εΙναι πιο εύτυχισμένοι που ε-

, , , � , , ' , , χουν τα σκιτσα μου, παρα οι πονηροι που τ αγορα-ζουν στους τόπους μας με σιχαμένη σπλαχνιά. �H ά­ξία ένος εργου έξαρταται άπ' την εύτυχία που προ­καλεί κι οχι άπ' την τιμη που τ' όρίζουν.

Γυρίζοντας σΤΙ1ν 'Αλεξάντρεια οπου ελπιζε να ορεί άκόμα καλύτερα μηνύματα άπ' την ' Ανικούστα, ενα γρά'μ μα τον πληροφόρησε πως εΙχε 'ξαφανιστεί άπ' την Βράιλα, φεύγοντας με το Ν ώντα που εΙχε άπο­ολακωitεί, τώρα και τρείς μηνες.

Αύτό 'ταν κεραυνοΟόλο. Κλείστηκε μέσα, ου&ίστη­κε κοιτώντας τα πορτραίτα της Νεραντζούλας, εγινε μελαγχολικος και μια οροχερη οραδια πέ&ανε, σε μια κρ ίση φοοερης αίμοραγίας.

Μονάχος έγω άκολούl}ησα την προοοδιά μου.

121 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 122: Panait Istrati - Νεραντζούλα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

Και τώρα, Μάρκο, να πού 'σαι μονάχος στην πά­νω γη.

'Έλεγα στον έαυτό μου γυρ(ζοντας άπ' το κοιμη­τήρι τών όρi}οδόξων, όπου 'χα &άψει εναν αν&ρωπο κι εναν καλλιτέχνη.

'Έναν αν&ρωπο κι εναν καλλιτέχνη. Συναντά κα­νεις στη ζωη άπ' αύτα τα ζώα ;

Πρωιτα εΙναι δύσκολο να μείνει κανεις καλος και τίμιος μέσα σ' ενα κόσμο οπου τα πάντα εΙναι δ ια­φ&ορά. ΤΟ λέω χωρις μίσος . . . Ξέρω πως κανεις δε μπορεί να πηδήσει ψηλότερα άπο το γύρο του κα­πέλλου του.

'Έπειτα τί &α πεί καλλιτέχνης ; ΕΙναι ό εννοούμε­νος της τύχης που τον εκανε προικισμένο άπ' τη δύ­ναμη να εξωτερικεύει τα αισ&ήματά του, καi}ως τ' άηδόνι που βγαίνει άπ' τη φωλιά του για να κελαη­δήσει στο κλαρί. Δε βλέπω εδώ καμια άξία. (Η άξία &ά 'τανε αν εκαμνες με τα χέρια σου ποτες να δείς πώς γίνονται ενα ζευγάρι ποδήματα, τόσο φίνα, οσο εκείνα που βγαίνουν άπ' τα χέρια του καλου Π(Μϊου­τση, άπο τριάντα χρόνων πείρα.

'Όχι, ειχαμε φτωχοι διάβολοι, λ ίγο η πολυ μά­ταιοι.

Μα άρχίζουμε νά 'μαστε αν&ρωποι και καλλιτέ­χνες, οταν πονουμε μ' δλο τσν άν&ρώπινο πόνο, οταν τον εκφράζουμε με τα μέσα μας και πολεμουμε το κακο που εφερε στον κόσμο ό εγωισμός : ή τέχνη εΙ­ναι ενας πόλεμος ενάντια στην άτέλειά μας.

Και ύπάρχει μέσα σ' αύτον ενα μπάρσαμο για την

122 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 123: Panait Istrati - Νεραντζούλα

καρδιά μας, ενα μπάρσαμο που ξεπερνάει ολες τις γήινες χαρές, γιατι τίποτες δεν κάνει πιο λαφρια τη ζωή, οσο ή άπλοχεριά.

'Αλίμονο. Και τούτο το χάρισμα πρέπει να τό 'χεις άπο γεννησιμιού σου, γιατί, ένω οί ίκανότητές μας μας έπιτρέπουν να μονοπωλούμε τη γης, μονάχα ή καλωσύνη μπορεί να περιορίσει τη δία μας, ώς τη στιγμη που ή «δικαιοσύνη» fta. την περιορίσει καλύ­τερα κι όρ ιστικά.

Μονάχος τώρα, ημουνα πιο δυστυχισμένος, παρα τον καιρο που πουλούσα, στο πλάι τού Ν ώντα, λεμό­νια και πορτοκάλια.

Πλάσματα του Θεού γύρω μου ύπάρχανε, ναί, ό­λάκαιρο πλη{}ος, μα τί να κάμεις με τούτους τους δ­μοιούς σου, που σε κοιτουν σα δόδ ια, που σ' άκολου­ftoiJv κάποτες κι ϋστερα σ' άφήσουνε να πέσεις μόλις ή ψυχή σου ,άρχίσει να δροσuζεται ;

ΕΙχα να κάμω μ' ,ολες τις τάξεις της κοινωνίας. 'Ήμουν είδικευμένος στην έκτίμηση των πολύτιμων πετραδιων και παντού με φωνάζανε για κάftε λογης ύπόftεση : πραγματογνωμοσύνες, άγορές, πουλήματα, άνταλλαγές. Στο καφενείο της πλατείας Μεχμετ - 'Α­λη, οπου σύχναζα συνήιtως, έρχόμουνα σε στενη έ­παφη με τον πιο πλούσιο καιtως και με τον πιο φτω­χό, με τον πιο ε'ξυπνο καftως και με τον πιο άπλό. Κι άνοίγανε τα μάτια μου. Κι ακουα εναν ανftρωπo ώρες όλόκληρες. Και του μιλούσα και 'γώ. "Αν εΙχα δαλftεί να ζεστάνω μια πέτρα με τη φλόγα που άσώτεψα, ftέ­λοντας να ftερμάνω άνιtρώπινους δράχους, ftά 'χα καταφέρει σπουδαιότερα πράγματα.

Τίποτες. Πού ά Αύρήλης ; Πού ά Νώντας ; «Άπό-� � J 'Α ' λ ' ., πειρες ανυρωπων» . ποπειρες, κοντο ογις, οπως

συνήιtιζα να τους λέω άργότερα. Και άηδιασμένος να καίω ετσι μάταια το αγιο λά­

δ ι μου, γύριζα το �ράδυ σπίτι μου κι αρχιζα να ξε-

123 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 124: Panait Istrati - Νεραντζούλα

φυλλίζω το εργο του Αύρήλη, άπ' την ,αρχή του στο νοσοκομείο της Βράιλας, ϊσαμε τις τελευταίες σκη­νες που σχεδίαζε μελαγχολικα απ' το παράitυρό του, κοιτώντας την κίνηση της άδου 'Αμανί&.

'Έτσι, πέρασα στην 'Αλεξάντρεια εξ ι χρόνια α-, �, "" -Q ' , κσμα, υστερ απ το υ'ανατο του.

Μα μια μέρα - μια μέρα που δε βαστουσαν πια τα πόδια μου, έτοίμασα σιγα την βαλίτσα μου και τό βαλα στα πόδια. Για τη Ρουμανία.

- Έμπρος Μάρκο . . . εΙπα στον έαυτό μου. Πάμε να ζήσουμε στ' αχνάρια του περασμένου. Πάμε να δροσίσουμε τα Όνειρά μας.

"Ί'στερ' άπ' την είδηση που πληροφόρησε τον Au­ρήλη για τη φυγή τους απ' τη Βράιλα, δεν ηξερα πια τίποτες για τη Νεραντζούλα και το Ν ώντα. Δεν εΙχα αλλωστε ποτες ζητήσει να μά-&ω. Τί &α ώφελουσε ; Νεκροί, δυο φορες νεκροί, εΙναι 'κείνοι που χάνον­ται.

πηρα το βαπόρι απ' την 'Αλεξάντρεια και πηγα γραμμη σΤΙ1ν Κωνσταντινούπολη, σπου ,άποφάσισα να σταματήσω μια βδομάδα για δουλειές.

Και νά 'με. Καθ-ως παιδί. Σεργιάνισα λίγο, πότε δώ πότε 'κεί, γιατι ,αγαπώ αύτη την πόλη. ΕΙναι πια άπ' τις σπάνιες πολιτείες του κόσμου που δε στενα­χωρά τον εύαίσ1tητο ανθ-ρωπο. ΕΙναι ενα τραγούδι χαρούμενο και &λιβερό, είλικρ ινο και στις δυο περι­πτώσεις. Μονάχα ά Βόσπορος μπορεί να γρούζει με τέτοια ήρωικη άρμη ενα μέτριο τραγούδι· και στην πόλη ακους σε κά&ε σου βημα, τον πιο ώραίο, τον πιο τέλειο, τον πιο απερίγραφτο στεναγμο που μια λαβω­μένη ΨUχη μπορεί να βγάλει· το περίφημο «αμαν μπρε» του Τούρκου και κά&ε 'Ανατολίτη που μιλάει τη γλώσσα του.

Ν αί, αύτο τον αναστεναγμο τΟν ακους σε κά&ε βημα και σε κάνει πάντα να σκιρτήσεις γιατί 'ναι εί-

124 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 125: Panait Istrati - Νεραντζούλα

λικρινijς, κα{}ως το μέτριο τραγούδι που ενας εύτυχι­σμένος ,οαρκάρης ξεχύνει με πά{}ος άπάνω στο Βόσ­πορο. 'Έτσι 'ναι , αύτή 'ναι ή Τουρκία. 'Αμαν μπρέ. Ή Σταμπουλ κι ή ψυχή της . . .

Βλέπεις, λόγου χάρη, δυο αντρες με φέσι κι εύρω­πα'ίκα ρούχα να περπατάν άμίλητοι σε μια προκυ-

, , � " , μαια, κυριευμενη απ το σουρουπο. - 'Αμαν μπρέ, ξεστομίζει ό ενας, ξέροντας ίσως

το γιατί. Κι ό αλλος δείχνοντάς του άμέσως με το χέρι, ά-

ποσώνει. - . . . πόσο καλα τραγουδάει ό έρίφης, υζάνουμ. 'Α γαπώ πολυ τη Σταμπούλ. Και κα{}ως ημουνα 'κείνο το οράδυ κα{}ισμένος καΙ

Qουφουσα τον καφε και τον ναργιλέ μου, άκούω ξ α­φνικα πίσω μου.

'Α ' ' ! - μαν μπρε. Θαρρείτε πως τινάχτηκα. 'Όχι. Μα ή τριχιά μου

σηκώ{}ηκε, κα{}ως σκαντζόχοιρος, γιατί 'ταν ό Παμει­νώντας που άναστέναξε.

Στεκόταν όΡ'{}'ός, με τον ενα <bμο στηριγμένο στον παραστάτη μιας πόρτας άνοιχτης. 'Ένας Νώντας ξου­ρισμένος, ρυτιδωμένος, κουρελιασμένος κα{}ως οί ά­λητες που κοιμούνται κάτω άπ' τις γέφυρες. 'Ασκού­φωτος με τό 'να χέρι στη τσέπη, με τ' αλλο παίζοντας ενα κομπολόι, κοιτουσε ίσια μπρός του στο απειρο.

'Α ' , - μαν μπρε. - Νώντα, εσκουξα παρατώντας το μαρκούτσι. Γύρισε άργα το κεφάλι του, μ' ,άναγνώρισε καΙ μ'

εΙδε μ' ενα ϋφος σα νά 'χαμε χωρίσει ησυχα, χτες μόλις.

"Α " Μ ' - , συ σαι, αρκο. 'Έπεσα πάνω του.

tH Νεραντζούλα, που εΙναι ή Νεραντζούλα ; "Ω, εκαμε με ήλί&ιο γέλιο' τη λες ,άκόμα Νε-

125 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 126: Panait Istrati - Νεραντζούλα

ραντζούλα. Είναι 'κεί μέσα μα δε τη λένε πια παρα 'Α ' , νικουστα «τωρα».

Αύτο το «τώρα», ζύγιαζε πιο βαρια παρα χίλιες κρεμάλες.

- Με ποιον μιλάς, Π αμεινώντα, άντήχησε πίσω μου μ ια φωνη τόσο γνωστη που τα πόδια μου ζορί­στηκαν για να με βαστάξουν και τόσο σκοτεινη άπ' το «τώρα» του Ν ώντα, που δε μπορουσα να φύγω, να φύγω, να μη ξαναδώl την Σταμπουλ που τόσο άγα-πουσα.

(Η 'Α ' , " ' CC ' " νικουστα φανηκε και γω ."αναπεσα στο κα--&ισμά μου.

Είχε ζήσει. Αύτο μονάχα μπόρεσα να δώ με μια ματιά, γιατί, βλέποντάς με της ξέφυγε μια κραυγη και χύ{}ηκε μέσα.

πηγα κα&ως αύτόματο να τη βρώ έκεί που εκλαιγε με το πρόσωπο χωμένο μέσ' τις παλάμες, ξαπλωμένη πάνω στο «κρεβάτι της δουλειάς της».

ΕΙ ' λ ' .cι ' " , .Q "

ζ , - . ναι α ηυεια πως αυτος πευανε ; εσκου ε με , 'λ e .CΙ ' , , λ το κεφα ι υυυισμενο στο προσκεφα ο .

Πέ-&ανε, 'Ανίκουστα. Μια μονάχα φορα α ύ-τ ό ς.

Στο ξενοδοχείο, στο -&λιβερό μου δωμάτιο, δε μπό­ρεσα να κλείσω μάτι δλη νύχτα. τα λόγια της Ν ε­ραντζούλας που μου μ ίλησε για το Νώντα μου 'ρχον-

, - , , ταν στο νου ακαταπαυτα. «Δε πλάγιασε ποτες μαζί μου και σκέφτεται πάν­

τα πώς να με ύπερασπίσει να μη πηγαίνω με τους πε­λάτες. Μά, κα&ως δεν είχε πια λεφτα να πλερώσει την τσατσά, δπως στη Βράιλα, του δ ίνω 'γώ. Τον άφήνουμε, βέβαια, να πιστεύει πως μ' έμποδίζει να κάμνω το κακό, δπως λέει, μα δε μπορώ να κάμω ΟΤΙ -&έλω γιατι δε βλέπει πια τίποτες, τόσο εγινε ήλί-&ιος, με το αίώνιό του 'Αμαν μπρέ.

126 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 127: Panait Istrati - Νεραντζούλα

�o Ν ώντας εΙχε γ ίνει ήλί{}ιος, ελεγε ή ομορφή μας Ν ερανvζoύλα.

- Άμαν μπρέ, είπα κι εγώ. Σταμπούλ ... Σταμ­πούλ . . .

της εΙχα ύποσχε&εί, αφου μου το ζήτησε, να πάω την αλλη μέρα το πρωί, μ' δλο που εΙχα πάρει την α­πόφαση να φύγω και να μη τΟ'υς ξ αναδώ. Μα το πρωί, δε ξέρω τί τρομερη και δαιμονικη {}έληση μ'

εκαμε να κοιμη&ώ και να ξ αναξυπνήσω, παρα απ' τΟ'υς απανωτους χτύπους, που βαρουσαν την πόρτα μου. Ν Ανοιξα· ή Άνικούστα κι ό Νώντας.

Πώς με ξετρύπωσαν δε ξέρω. Μα δεν ηταν και τόσο δύσκολο γιατι εμενα κοντά τους, εκεί στο Γα­λατά.

- 'Έτσι το κάνουν, ε; ξεφώνησε αύτη ν' ακούσει δλο το σπίτι. <Όλη τη νύχτα, λοιπόν, γύριζες.

Ντύ&ηκα και βγήκαμε απ' το ξενοδοχείΟ. 'Όξω ή Άνικούστα &έλησε με κά&ε τρόπο να με σεργιανή­σει στην Πόλη. Ν Αφησα να με σέρνουν κα&ως πρό­βατο που πάνε στο σφαγείο, χωρις ν' ακούω και να βλέπω τίποτες, παρα το Νώντα με τα κυριακάτικά του, που κινουσε όλονών την προσοχή, με το ϋφος συνταξιούχου, με τη βουβαμάρα και το ήλί&ιο γέλιο του.

Μια φορα μονάχα ανοιξε το στόμα του, πάνω στο τραπέζι για να σκούξει δπως ό γάιδαρος.

- Μάρκο, δεν εΙναι γκιουζελ ή Άνικούστα; - Ναι φίλε μου· μα σώπα. - Γιατι του κάνεις αύτη την παρατήρηση ; μου

{}ύμωσε ή Νεραντζούλα. Μ' αγαπά τόσο ό αμοιρος. - ΤΟ βλέπω, γι' αύτο του λέω να μη το φωνάζει

τόσο δυνατά. Αύτο &α μπορουσε να ξ αφνιάσει τους αν&ρώπους.

Και τέλος, νά 'μαστε στα χείλια του κακου, εκει που μέλλονταν να πάρει τέλος ή {}έληση της μοίρας.

127 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 128: Panait Istrati - Νεραντζούλα

"Ελ Μ ι - " ι Θ , ι , - α αρκο, μου πε κεινη. ... α κανουμε μια δ αρκάδα στο Βόσπορο' εΙναι τόσο ώραία τη νύχτα.

Δέχτηκα άμέσως τόσο φοβόμουνα μη 1tελήσει να πάμε σε κανένα 1tέαμα. Μπήκαμε μέσα χω ρΙς βαρ-

ι 'Ε ' 12. ' , καρη. γω τραυουσα κουπι. (ο Βόσπορος ηταν γαλήνιος σα νεκροταφείο. Στο

«Χρυσουν Κέρας» μ ικρα φωσάκια φεγγίζανε κα1tως ρυτιδωμένες ψυχές. Λίγες φωνές. Κα1tόλου τραγού­δ ια. ΚανεΙς στεναγμός.

Πήγαμε μακριά, σιωπηλοί. "Ήταν κα1tισμένοι οί δυό τους στι1ν πλώρη, άγκαλιασμένοι. (ο Ν ώντας την εσφιγγε δυνατα άπ' τη μέση, την εσφιγγε . . .

- Μόλις καΙ ξεχώρuζα τα πρόσωπά τους. - Μάρκο, εκανε 'κείνη, {}υμάσαι τουτο το τρα-

γούδι ;

Κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι Ν εραντζούλα φουντωτή, Νεραντζούλα φουντωτή. Πλέναν Χιώτισσες, πλέναν παπαδοπουλες Νεραντζούλα φουντωτή . . .

'Α ' ' " ξ Β ' .Q - μαν μπρε, εσκου α. οηυεια . . . Μα γύρα μας δεν ηταν ψυχη ζωντανή' πίσα άτέ­

λειωτη καΙ μακρια φωσάκια. - Γιατί, βοή1tεια, Μάρκο, ξαφνιάστηκε καΙ ση­

κώ1tηκε, είμαι σίγουρος νά 'ρ-1tει να με φιλήσει. Δεν �Λανε παρα ενα βημα, μέσ' τη βάρκα. Μ' ενα κίνημα τού χεριου, σα το 1tερ ιστή, ό Πα­

μεινώντας της εζωσε τη μέση καΙ χά1tηκε μαζί της στη μαύρη πήχτρα.

Φρόντισε να μη ξανανεβεί καΙ να χαρεί μονάχος την έκλεκτη της καρδιας του.

1 28 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 129: Panait Istrati - Νεραντζούλα

Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 130: Panait Istrati - Νεραντζούλα

Β ΙΟΓΡΑΦΙΑ

Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 131: Panait Istrati - Νεραντζούλα

Γεννήθηκε στη Β ράιλα της Ρουμανίας το 1884. Ό πα­τέρας του ήταν 'Έλληνας, Κεφαλονίτης στην καταγωγη και ή μητέρα του Ρουμάνα. Σε ήλικία δώδεκα χρονων εγκατα­λείπει την μητέρα του και επι είκοσι συνεχη χρόνια περι­πλανιέται στις χωρες της Μέσης Άνατολης απο την ύπερ­βολικη ανάγκη να μάθει και ν' ,αγαπήσει. Κάνει δλα τα επαγ­γέλματα για ν' αποχτήσει δλες τις εμπειρίες. Μπερδεύεται σ' επαναστατικα κινήματα. Συγχρόνως, μαθαίνει μοναχός του γαλλικά, J1iροσπαθεί να μάθει μονάχ,ος του τα ρωσικά.

Μ' δλο που το εργο του πρωτογράφτηκε στα γαλλικά, δ Panaϊt Istrati, ανήκει στη Ρουμανία, απ' δπου εχει παρμέ­νο και το περισσότερο ύλικο της δημιουργίας του. Ό Ρομαιν Ρολλαν που στο γεμάτο πάθος και δύναμη εργο του Istrati ανακαλύπτει τον «Γκόρκι των Βαλκανίων» γράφει γι' αυτόν : « . . . Είναι ενας διηγηματογράφος γεννημένος, ενας διηγημα­τογράφος της Άνατολης που μαγεύεται και συγκινείται απο τις ίδιες του τις διηγήσεις και τόσο πολυ παρασύρεται απ' αυτες που μια κι' αρχισε την ίστορία, κανένας δεν ξεύρει, ουτε αυτος ό ίδιος, αν θα διαρκέσει μια ωρα η χ ίλιες και μία νύχτες. Ό Δούναβης και οί έλιγμοί του . . . Αυτη ή μεγαλο­φυια του διηγηματογράφου ειναι τόσον ακατάβλητη που στο γράμμα που εγραψε την παραμονη της αυτοκτονίας του δυο φορες διακόπτει τα απελπισμένα του παράπονα για να αφη­γηθη δυο χιουμοριστικες ίστορίες της περασμένης του ζωης.

Τον επεισα να γράψη ενα μέρος απ' τις διηγήσεις του' κι' ανέλαβε να γράψη ενα εργο μεγάλης πνοης, του οποίου δυο τόμοι εχουνε κιόλας γραφτεί. Μάς ξαναθυμίζει τη ζωή του, και το εργο, δπως ή ζωή του, θα μπορούσε να είναι αφιερωμένο στη Φιλία : γιατι αυτη είναι, στον ανθρωπο αυ­τόν, ενα πάθος ίερό. Σ' δλη τη δ ιάρκεια του δρόμου του, σταματά, στην ανάμνηση των προσώπων που συνάντησε' κα­θένα εχει το αινιγμα της μοίρας του στο όποίο ζητά να διεισ­δύση. Και κάθε κεφάλαιο τού μυθιστορήματος αποτελεί κι' ε­να διήγημα. Τρία η τέσσερα απ' αυτα τα διηγήματα, στους τόμους που γνωρίζω, είναι εφάμιλλα των Ρώσων δασκάλων. Διαφέρουνε ,μόνο στο ήθος και το φως, στη τόλμη τού πνεύ-

131 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 132: Panait Istrati - Νεραντζούλα

ματος, στή τραγική ευθυμία στή χαρα τού δ ιηγηματογρά­φου που λυτρώνη τήν καταπιεζομένη ψυχή . . . » (ΠΑΝΑ·Ι·Τ ΙΣΤΡΑΤΙ, ΚΤΡΑ ΚΤΡΑΛΙΝΑ, μυθιστόρημα. Πρόλο­γος : Ρομαιν Ρολλάν. Μετάφραση : Βαγγέλη Ε. Άγγελίνα. ΑΘΗΝΑ, ΕΚΔΟΣΕΙ Σ ΔΩΔΕΚΑΤΗ ΩΡΑ ) .

Σ ' ενα ταξίδι του στή Ρωσία ό Ρanaϊt Istrati γνω­ρίζει τον Νίκο Καζαντζάκη. Άπο τήν πρώτη στιγμή, οί δυο αντρες, συνδέονται με μια δυνατή φιλία. Ό μεγάλος Κρητι­κος δάσκαλος, χαίρεται τον γεμάτο αυθορμητισμο και βι­αιότητα χαρακτήρα τού «Παναγιωτάκη», συνεπαίρνεται, τον μεταφέρει στους ηρωές του. Γράφει γι' αυτόν : «Μέσα στον πολεμικο τούτον αγέρα τού στρατοπέδου που ανάπνεα ση) σημαιοστόλιστη Μόσχα, συνάντησα τον Παναιτ 'Ιστράτι. "Ί-Ι­ταν κι αυτος &ΠΟ τους καλεσμένους της Ρουσίας στις με­γάλες γιορτες της δεκαετηρίδας της 'Επανάστασης. Δεν τον είχα δεί ποτε με τα μάτια μου. Ε1χα διαβάσει μόνο τα γιο­μάτα φλόγα κι αίμα κι ανθρώπινη κραυγη Πi(Xραμύθια του κι ηξερα την ηρωική, γιομάτη περιπέτειες ζωή του.

Ό Γιώργης Βαλσαμής, λαθρέμπορος &ΠΟ η)ν Κεφαλο­νιά, ανήσυχος, ΡΙψΌκίντυνος, κυριεμένος απο αγιάτρευτη κε­φαλονίτικη αλητεία, γνώρισε στη Βραιλα τη Ζωίτσα 'Ιστρά­τι, γερή, ομορφη, ισορροπημένη Ρουμάνα και γέννησε μαζί της ενα γιο πού, φυσικά, τονε βάφτισε Γεράσιμο. 'Αργότερα δμως τού 'βγαλαν κι ενα αλλο ονομα: Π(Χναγιωτάκη, Πα­ναΙτ.

Ό πατέρας πέθανε δταν ό Παναγιωτάκης τμαν ακόμα μωρό, κι ή μάνα - αγια, τρυφερή, δουλευταρου - επλενε καΙ ξενοδεύλευε ν' αναθρέψει το γιό της. Όνειρεύουνταν να τού μάθει γράμματα, να τον παντρέψει με μια καλη γυναι­κούλα, να γίνει μια μέρα, αν θέλει ό Θεός, καλΟς νοικοκύρης Ρουμάνος.

Μα οί φλέβες τού μικρού εβραζαν απο το δαιμονιακο κε­φαλονίτικο αίμα. Άκόμα δώδεκα χρονων, αφηκε τη μάνα του κι αρχισε την αλητεία' πείνασε, αρρώστησε, κοιμήθηκε στους δρόμους, διάβηκε λαθρεμπορικά, κρυμμένος στ' αμπάρια, πί­σω απο τα κάρα, κάτω απο τα βαγόνια, Όλους τους δρόμους της Αιγύπτου, Παλαιστίνης, Σ υρίας, Τουρκίας, 'Ελλάδας, 'Ι­ταλίας, 'Ελβετίας. Τον καίει η αξεδίψαστη δίψα να ζήσει, να δεί, να χαρεί δλες τΙς χαρες καΙ τΙς πίκρες που μπορεί να δώσει η γης ετούτη στον ανθρωπο.

Δ ιαβάζει μέσα στις αλήτικες πορείες του τη ρούσικη λογοτεχνία, ακούει στους καφενέδες ανατολίτικες ίστορίες καΙ παραμύθια της Χαλιμας. Δουλεύει για να κερδίσει ενα

132 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 133: Panait Istrati - Νεραντζούλα

ξεροκόμ;ματο ψωμί· γίνεται γκαρσόνι σε ταβέρνα, βοηθος σε καραμελά, εργάτης, χτίστης, σιδεράς, χαμάλης στα λιμά­νια, σοβαντζής, και τέλος, στη Ν ίκαια της Γαλάζιας 'Α­κτης, περιπλανώμενος φωτογράφος.

Μια μέρα, το Γενάρη τού 1921, βαριέστισε πια να πεινάει και να βασανίζεται κι αποφάσισε να πετάξει απο πάνω του τη ζωή· παίρνει λοιπον το ξουράφι του και μπαί­νει στο δημόσιο κηπο της Νίκαιας ν' αυτοχτονήσει. Πριν απο δυο χρόνια είχε γράψει ενα γράμμα απο εΟΙκοσι σελί­δες στο Ρομαιν Ρολλάν, δπου τού εξιστοράει τη ζωή του, την πίκρα της ζωης του και τη λαχτάρα ν' ακούσει μια φι­λικη φωνη και να σφίξει το χέρι ένος αληθινού ανθρώπου.

Τούτο στάθηκε σε δλη τη ζωη τού 'Ιστράτι το μεγάλο πάθος : να βρεί ενα φίλο. Πάνω απο τον ερωτα της γυναί­κας, πάνω απο τα πλούτη και τη δόξα, ή φιλία στη ζωΙ1 και στο εργο τού 'Ιστράτι παίζει τον πρωτο κυρίαρχο ρόλο. Να δοθεί σ' ενα φίλο, να τού δοθεί ενας φίλος, να επιχειρήσουν μαζι τη μεγάλη περιπέτεια της ζωης, αχώριστοι. Πολλες φορες είχε πέσει στη γλυκια παγίδα, μα οί φίλοι τον πρό­δωκαν· κι εμεινε πάλι ό Παναιτ όλομόναχος ση1ν ανθρώπι­νη ερημο. 'Έγραψε λοιπόν, απελπισμένος, στον πνευματικο πατέρα του, που μόνος αυτος στέκουνταν ορθιος, άγνός, μέ­σα στα πάθη που καταξέσκιζαν κι εξευτέλιζ�ν την Ευρώπη· τού εξομολογιέται ό 'Ιστράτι δλη του τη ζωη και ζητάει ενα καλο λόγο βοήθε ια. Μα ό Ρομαιν Ρολλαν δεν απαντάει· απελπισμένος πια ό 'Ιστράτι παίρνει την απόφαση ν' αυτο­χτονήσει.

Κόβει το λαιμό του, κόσμος μαζεύεται, τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο, παλεύει με το θάνατο, σώζεται, κι υστερα απο δεκαπέντε μέρες, μεσοπεθαμένο, μεσογιατρφένο, τον πετούν οξω στο δρόμο. Είχαν βρεί στην τσέπη του μια επι­στολη στην κσμμουνιστικη εφημερ ίδα ουμανιτέ, οπου χαι­ρετούσε, λίγες ώρες πριν ν' αυτοχτονήσει, τη ρούσικη επα­νάσταση και το νέο κόσμο που θα γεννιόταν απο τους ση­μερινους πόνους της Ρουσίας. Μόλις βQέθηκε το γράμμα αυτό, ή γαλλικη αστυνομία εδωκε διαταγη να δ ιώξουν τον κοινωνικον αντάρτη &πο το νοσοκομείο.

Πάλι στους δρόμους ό Παναιτ, μα τώρα πια ευτυχι­σμένος- γιατί, επιτέλους, ελαβε απάντηση απο το Ρομαιν Ρολλάν : «ΔΕν ενδιαφέρουμαι γ ιατι είσαι δυστυχής, εγραφε ό καλοφαγωμένος αυτος κι άγνος ιδεολόγος, δεν ενδιαφέ­ρουμαι γιατι είσαι δυστυχής, παρα γιατι λάμπει μέσα σου

133 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 134: Panait Istrati - Νεραντζούλα

ή θε'ίκια φλόγα της ψυχης. Μη μού γράφεις πια γράμματα, γράφε βιβλία».

πηρε κουράγιο δ Παναιτ, τον περιμάζεψε στο Παρίσι ενας συμπατριώτης του παπουτσής, δ 'Ιονέσκου, τον εβαλε κάτω στο ύπόγειο τού μαγαζιού του, τού 'δωκε χαρτι και μελάνι κι ενα πιάτο φαι, κι δ Παναιτ αρχισε να γράφει. "Ί'στερα απο λίγους μηνες γεννήθηκε ή Κυρα - Κυραλίνα. 'Όλο πάθος, ξεγνοιασιά, αγάπη της ζωης αχαλίνωτη. Ή αγια πόρνη που ύπακούει στο θεό της δ ιασκεδάζοντας' που εχτελεί το χρέος της φιλώντας. Β ιβλίο ζεστό, σπαρταριστό, δλο κέφι και χνούδι, σαν ανθρώπινο σώμα. Μέσα απο τα χάρτινα φραντσέζικα ρομάντσα, ή Κυρα - Κυραλίνα τινά­χτηκε σα μια αληθ ινή, απο ζεστο λαρύγγι, κραυγή' Ό Ρο­μαιν Ρολλαν χαιρετίζει τον 'Ιστράτι ώς τον «Γκόρκι τών Βαλκανίων» : «Διάβασα κι εμεινα κατάπληχτος &ΠΟ το ξέ­σπασμα της μεγαλοφυΙας. 'Άνεμος φλογερος που φυσάει στην πεδιάδα. 'Εξομολόγηση ενος νέου Γκόρκι τών Βαλ-

ι κανιων».

'Όταν χτύπησα την πόρτα της κάμαράς του στο ξε­νοδοχείο Πασσάζ στη Μόσχα, αληθινα χαίρουμουν που θά 'βλεπα εναν «ανθρωπο». Είχα νικήσει τη δυσπιστία που με κυριεύει κάθε που πρόκειται να κάμω καινούρια γνωριμία, και πήγαινα σε τούτον εδώ τον 'Ιστράτι δλος εμπιστοσύνη. Κείτουνταν στο κρεβάτι αρρωστος, κι ώς με είδε, αναση­κώθηκε, τινάχτηκε απάνω και' φώναξε χαρούμενος ελλη­νικά :

- Μωρέ, καλώς δρισες ! Καλώς δρισες, μωρέ ! Ή πρώτη επαφή, ή κρίσιμη, ηταν εγκάρδια. Κοίταζε

δ εν ας τον αλλον, σα να προσπαθούσε να μαντέψει' σα δυο μέρμηγκοι που ψηλαφούνται με τις αντένες τους. ΤΟ πρό­σωπο τού 'Ιστράτι ήταν λιγνό, ηταν φαγωμένο, βαθια αύ­λακωμένο, πολύπαθο' τα μαλλιά του ίσια, γυαλιστερα γκρί­ζα, πέφταν ακατάστατα, σαν παιδιού, στο μέτωπό του, τα μάτια του ελαμπαν δλο περιπάθεια, μπερμπαντια και γλύκα και τα χείλια του κρέμουνταν τραγίσια και φιλήδονα. Φυ­σιογνωμία βασανισμένου και φλεγόμενου Μακεδονίτη κομι­τατζη.

- Διάβασα, μού 'πε, το λόγο πού 'βγαλες προ χτες στο Σ υνέδριο' μού αρεσε. Καλα τους τα κοπάνισες. ΟΙ κουτό­φραγκοι ! θαρρούν πως με τα ειρηνιστικά τους κοντυλοφο­ράκια θα σταματήσουν τον πόλεμο' η, κι αν ξεσπάσει δ πό­λεμος, πως οί εργάτες, τάχατε φωτισμένοι &ΠΟ την προπα-

134 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 135: Panait Istrati - Νεραντζούλα

γάντα τους, θα σηκωθοϋν να πετάξουν τα δπλα ! 'Αρλούμ­πες ! 'Αρλούμπες ! ΟΙ έργάτες, τους ξέρω καλά ! θα σου ρ­θούν πάλι στο μακελιο και θα σκοτώνουν. Καλα του, τα λές· θέμε δε θέμε, καινούριος, παγκόσμιος πόλεμος θα: ξε­σπάσει· ας είμαστε ετοιμοι !

Με κοίταξε κατάματα, Cίπλωσε το κοκαλιάρικο χέρι του, εσφιξε το γόνατό του. Γέλασε.

Μού 'χαν πεί πως εΙσαι, λέει, μυστικοπαθής. Μα έσυ 6λέπω τά 'χεις τετρακόσια και δε χορταίνεις με φρέσκο α­γέρα. Αύτο δε θα πεί μυστικοπαθής, ε ; Ξέρω κι έγώ ; Λό­για ! Λόγια ! Τον κακό τους τον καιρό ! Δώσε μου το χέρι σου !

Σφίξαμε τα χέρια γελώντας, πετάχτηκε 'μ' ενα σάλτο απο το κρε6άτι. 'Έχει κάτι απο τον αγριόγατο ό ανθρωπος αύτός, στις σ6έλτες απότομες κίνησες, στο άρπαχτικο μάτι, στην αγρια χάρη. 'Άναψε το καμινέτο, ε6αλε το μπρίκι.

- <Ένα μέτριο 6ραστό ! φώναξε τραγουδιστα σαν γκαρ­σόνι.

Θυμήθηκε την 'Ελλάδα, το κεφαλονίτικο αίμα του χο­κλάκισε, αρχισε ό 'Ιστράτι να τραγουδάει κάτι παμπάλαια τραγουδάκια που τά 'χε ακούσει στον έλληνικο μαχαλα της Βραίλας, στην τα6έρνα του κυρ ΛεωνΙδα. «Μιά πεταλούδα νά 'μουνα - νά πέταγα σιμά σου . . . »

Ή 'Ελλάδα ανέ6ηκε απο τα εγκατα τού σπλάχνου του στο φώς, ό πατέρας του μέσα του ανασταίνεται, λαχταρί­ζει τώρα ό ασωτος γιος να γυρίσει στην 'Ελλάδα. 'Απότο­μα, με κεφαλονίτικην όρμή, παίρνει την απόφαση : - Μωρέ, δώσε μου πάλι το χέρι σου ! 'Άκου : θα γυρίσω

μαζί σου στην Έλλάδα ! Κουράστηκε, 6ήχει, ξαπλώνει πάλι στο κρε6άτι και

ρουφάει πιπιλιστα τις τελευταίες στάλες τού καφέ του. Μιλούμε για το εργο του. Ό κύριος ΊΙρωας σε δλα του

τα 6ι6λία, ό Άδρι�νoς Ζωγράφι, εΙναι ό ίδιος ό 'Ιστράτι. 'Ακούει στην αλητικη ζωή του ίστορίες ερωτα κι έλευτε­ρίας και τις διηγιέται· θυμάται την παιδική του ήλικία, ανα­στορ ιέται τις έφη6ικές του περιπέτειες καΑ τις διηγιέται. Παραδίνεται στη φιλία που τον aπατάει' στη γυναίκα που θ' απατήσει, αναγαλλιάζει όταν συναντήσει μιαν ψυχη πού, μέσα στην αναντρία και στην προστυχια της σημερινης ζω­ης, δεν το 6άζει κάτω, μα σηκώνει κεφάλι, 6άζει φωτια σε όλες τις έλπίδες και πυρπολεί αλάκερο τον κύκλο της μοίρας της. ό 'Αδριανος τέλος νικιέται, γιατι τα πάθη του είναι αχαλίνωτα και δεν κατορθώνει να τα ύποτάξει σ' ενα 6ιώσιμο

135 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 136: Panait Istrati - Νεραντζούλα

ρυθμό. Οί επιθυμίες του είναι ακατάστατες, απειθάρχητες, ή καρδια ρέμπελη, ό νοϋς ανίκανος να ρυθμίσει το χάος.

- Είσαι ό Άδριανος απαράλλαχτος ! τού 'πα γελώντας. Δεν είσαι επαναστάτης, σπως θαρρείς, είσαι μονάχα επα­ναστατημένος. Ό επαναστάτης εχει σύστημα, τάξη, συνοχη στην ενέργειά του, χαλινάρι στην καρδιά του' .εσυ είσαι αν­τάρτης. Δύσκολο πολυ να μείνεις σε μιαν ίδέα πιστός. Τώ­ρα σμως που πάτησες στη Ρουσία πρέπει να βάλεις μέσα σου τάξη. Ν α πάρεις απόφαση, εχεις ευθύνη. - "Αφησέ με ! φώναξε ό 'Ιστράτι, σα να τον κρατούσα

απο το λαιμό. Κι ϋστερα απο λίγο :

- Είσαι 6έ6αιος ; ρώτησε με αγωνία. - Διά6ασα το τελευταίο σου αρθρο στην ουμανιτέ, γ ιο-

μάτο αγανάχτηση κι αηδία' όρκίζεσαι πως αποχαιρετάς το δυτικο πολιτισμο για πάντα, γιατι σαπίζει στην ατιμία και στην αδικία, και καταφεύγεις στη νέα Γης, σπου πια θα μείνεις να δουλέψεις. Αυτο μού αρέσει.

- Γιατί σού αρέσει ; Μπας κι είσαι και τού λόγου σου μαρξιστής ;

- Μη φο6άσαι, τού αποκρίθηκα γελώντας. Μού αρέσει ή απόφασή σου αυτη γιατι είναι γενναία. τη στιγμη που άρχισες να θερίζεις και να τρως τους καρπους που νειρεύε­ται κάθε γραφιας - δόξα, πλούτη, γυναίκες - εσυ φτύ­νεις απάνω τους με αηδία και φεύγεις. Παρατάς σλες τις 60λικες μικρες 6ε6αιότητες και ρίχνεσαι σε νέα αλητικη περιπέτεια - στην α60λη 6ε6αιότητα της Ρουσίας. Να για­τ ί μού αρέσεις !

Ό 'Ιστράτι είχε πάλι ανακαθίσει στο κρεβάτι κι ανα6ε κι εσ6ηνε τσιγάρα ανήσυχος. Κι εγω χαίρουμουν γιατι ε-6αζα σε ταραχη τα αΙ:ματά του. 'Έλεγα, αυτο θα τού κάμει καλό.

- Ό Ρουμάνος Άδριανος Ζωγράφι πέθανε, είπα με ξ " " δ ' " 'θ λ ' , αφνικο κεφι κι επιασα χα ευτικα, σα να ε α να τον πcι-ρηγορήσω, τον 'Ιστράτι απο το σκελεθρωμένο του μπρά­τσο. Ό Ρουμάνος ' Αδριανος Ζωγράφι πέθανε, ζήτω ό Ρού­σος μπολσε6ίκος 'Αδριανος Ζωγράφι ! Ν α φύγουμε πιά, Πα­ναιτ, απο τους στενους μαχαλάδες της Βραιλας, πλαντούμε, και ν' άμολήσουμε τον ηρωά μας στις απέραντες ρούσικες πεδιάδες ! Πλάτυνε ή ανησυχία κι ή ελπίδα τού κόσ'μου, πλά­τυνε κι ό Άδριανος Ζωγράφι. Ό μικρος ατομικος ρυθμος της ζωης του σμίγει με το μεγάλο παγκόσμιο ρυθμο της Ρου­σίας κι αποχτάει, επιτέλους, συνοχη καΙ πίστη. Ή αψηλ11

136 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 137: Panait Istrati - Νεραντζούλα

ισορρόπηση που μάταια τόσα χρόνια ζητούσε δ 'Αδριανός, που να μπορεί ν' άρμονίζει τη δύναμή του με την άλλοπρό­σαλλη πεθυμιά του, τώρα πια ήρθε δ καιρος να πραγματο­ποιηθεί· γ ιατΙ εχει τώρα θεμέλια οχι την άσυνάρτητη μοίρα ένος ρέμπελου άτόμου παρα τΙς πυκνες σταθερες μάζες τε­ράστιου λαού. - Φτάνει πιά ! φώναξε δ 'Ιστράτι νευριασμένος. Φτάνει

πιά ! Ποιος διάολος σ' εφερε ; Αυτα που λές, νύχτα μέρα έδώ στη Ρουσία τα συλλογίζουμαι, μα δε ρωτάς κι αν μπο­ρώ ! Μού φωνάζεις : «Πήδα !» μα δε ρωτάς: μπορώ ; - Θα δούμε, μη νευριάζεις, Πανα·ίτάκη ! αποκρίθηκα η,συ­

χα. Δεν είσαι καΙ συ δ 'ίδιος περίεργος να δείς αν μπορείς η αν δεν μπορείς ;

- Μα αυτο δεν είναι πα�χ,νίδι, πώς μιλάς ετσ ι ; Είναι ζωη η θάνατος.

- Κι ή ζωη κι δ θάνατος είναι παιχνίδι, είπα καΙ σηκώ­θηκα. Παιχνίδι, κι άπο μια τέτοια στιγμη έξαρτάται να το κερδίσουμε η να το χάσουμε.

- Γιατί σηκώθηκες ; - Πρέπει να φύγω· φο60ύμαι σε κούρασα. - Δε θα πάς πουθενά ! Θα μείνεις να φάμε μαζΙ καΙ το

άπόγεμα θα πOlμε κάπου μαζί. - Πού; - Θα δούμε τον Γκόρκι. Μού μήνυσε πως με περιμένει.

Θα τον δώ σήμερα για πρώτη φορα τον ξακουσμένο αυτον «'Ιστράτι της Ευρώπης !» είπε, κι ή φωνή του, πικαρισμέ­νη, φανέρωνε παιδιάτικη ζήλια γ ια το μεγάλο του πρότυπο.

Πήδηξε μεμιάς άπο το κρε6άτι, ντύθηκε, 6γήκαμε ε­ξω. Με κρατούσε σφιχτα άπο το μπράτσο. - Θα γίνουμε φίλοι, μού 'λεγε, θα γίνουμε φίλοι, γιατΙ

άρχίζω κιόλας να ν ιώθω την άνάγκη να σού δώσω μια γρο­θια στα μούτρα. ΓιατΙ πρέπει να ξέρεις τούτο: Δεν μπο­ρώ να νιώσω φιλία χωρΙς γροθιές. Πρέπει κάπου κάπου να μαλώνουμε, να σπάζουμε τα κεφάλια μας, το άκούς ; Αυτο θα πεί άγάπη.

Μπήκαμε σ' ενα ρεστοράν, καθίσαμε. 'Έ6γαλε άπο ,το λαιμό του, δπου είχε κρφασμένο με σπάγγο, σα χα"ίμαλί, ενα μποτιλάκι λάδι καΙ περέχυσε το φαι του· υστερα ε6γα­λε άπο την τσέπη τού γελέκου του ενα κουτάκι πιπέρι κι εριξε μπόλικο στην πηχτη κρεατόσουπα που μάς είχαν σερ-6ίρει.

- Λάδι καΙ πιπέρι ! είπε γλείφοντας τα χείλια του· δπως στη Βραιλα Ι

137 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 138: Panait Istrati - Νεραντζούλα

Κ λ� , 'ξ ' ί ' " , , - α ως εσμι αμε . ε πα εγω σηκωνοντας το γ ιοματο πο-τήρι· καλώς έσμίξωμε, δπως λέμε στην Κρήτη !

Φάγαμε με κέφι. Ό 'Ιστράτι σ ιγα σιγα θυμόταν τα έλληνικά του και κάθε που ανασταίνουνταν μέσα του μια λέξη χτυπούσε τα χέρια του χαρούμενος σαν παιδί.

- Καλώς τη ! Καλώς τη ! φώναζε σ111ν κάθε λέξη. Κα­λώς τη !

Και πρώτα απ' δλα θυμήθηκε τις βρισιές, τις βλαστή­μιες, τα βρωμόλογα. 'Έβλεπε το πρόσωπό μου να σκανταλί­ζεται, κι αυτος σκούσε στα γέλια. Είχε δμως και το νού του· κάθε τόσο κοίταζε το ρολόΙ. 'Άξαφνα τινάχτηκε :

- Είναι καιρός, είπε, παιμε ! Φώναξε το γκαρσόνι. πηρε τέσσερεις μποτίλιες καλο

κρασι της 'Αρμενίας, γιόμωσε τις τσέπες τού παλτού του πακετάκια μεζέδες, ζακούτσκα, ξεχείλισε την ταμπακέρα του τσιγάρα και κινήσαμε.

Ό 'Ιστράτι ήταν συγκινημένος· θά 'βλεπε για πρώτη φορα τον Γκόρκι ! Σ ίγουρα περίμενε αγκαλιάσματα, στρω­μένο τραπέζι, δάκρυα και γέλια, «αναγνώριση αδερφών» -κι Όλη Τ11 θολη ρομαντικη ατμόσφαιρα, τη γωμάτη καπνούς, φωνες κι έγκαρδιότητες, που τόσο αγαπούσε.

- Πού θα σε περιμένει ; ρώτησα. - Στο Γκόζισντατ (<<Κυβερνητικος 'Εκδοτικος Οίκος») . - Παναιτ, τού κάνω, είσαι συγκινημένος.

Δεν αποκρίθηκε· ανοιξε το βημα νευριασμένος. Κόσμος πολυς στις μεγάλες αίθουσες τού Γκόζισντατ,

μορφες απ' Όλες τις ράτσες της Σοβιετίας. Ό διευθυντης ήταν τότες ενας νέος Τάταρος, παχύς, με μαύρα καρα'μπο­για γένια, με λαγγεμένα μάτια - σαν κάτι παχια ανθρω­πόμορφα λιοντάρια σε ανατολίτικα ταπέτα.

'Ανεβαίνουμε τις σκάλες μαζι με τον 'Ιστράτ ι· κοιτάζω τον καινούριο φίλο μου με την κόχη τού ματιού και χαί­ρουμαι να βλέπω το λιγνο μαντράχαλο κορμί του, τα έργα­τικα πολυδουλεμένα χέρια του, τα μάτια του τ' αχόρταγα.

- Παναιτ, ξανάπα με αδιάκριτη έπιμονή, εισαι συγκι­νημένος.

- Ν αί, αποκρίθηκε βαριεστημένος, τ ί ρωτάς ; - Μπορείς, τώρα που θα δείς τον Γκόρκι, να κρατηθείς

να μην αρχίσεις τ' αγκαλιάσματα και τις φωνές ; - 'Όχι ! αποκρ ίθηκε με θυμό. 'Όχι ! Δεν είμαι έγω 'Εγ­

γλέζος κρύος· είμαι Ρωμιός, Κεφαλονίτης, πόσες φορες να σού το πώ ; Φωνάζω, αγκαλιάζω, δίνουμαι. Τού λόγου σου κάνε τον 'Εγγλέζο . . Και να σού πώ, πρόστεσε ϋστερα απο

138 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 139: Panait Istrati - Νεραντζούλα

ενα δευτερόλεφτο, θα προτιμούσα νά 'μαι μοναχός' η συν­τροφιά σου με νευριάζει.

- Το ξέρω, εκαμα γελώντας, το ξέρω, μα να που δε θέ­λω να χάσω το θέαμα : πως ό παγκόσμιος 'Ιστράτι συναν­τάει τον Γκόρκι των Βαλκανίων.

'Ακόμα στέκουνταν ό λόγος μου, καΙ να ό Γκόρκι φά­νηκε στο κεφαλόσκαλο, με κολλημένο το τσιγάρο στα χείλη. 'Ύ'ψηλος πολύ, χοντροκόκαλος, βουλιαγμένα μάγουλα, εξογ­κωμένα ζυγωματικά, μπλάβα μικρα μάτια, θλιμμένα κι ανή­συχα, χείλια απερίγραφτα πικραμένα. Ποτέ μου δεν είχα δεί σε χείλια ανθρώπου τόση πίκρα. Ό 'Ιστράτι, ευτυς ώς τον είδε, τον γνώρισε, ανέβηκε τρία τρ�']. τα σκαλοπάτια καΙ τού αρπαξε το χέρι.

- Παναιτ 'Ιστράτι ! φώναξε ετοιμος να πέσει στους φα ρ­διους ωμους του Γκόρκι.

'Ο Γ ' " λ " �, " ξ ' κορκι αΠ ωσε το χερι ησυχα κα;ι κοιτα ε με προ-σοχη τον 'Ιστράτι. ΤΟ πρόσωπό του καθόλου δε φανέρωσε, μήτε χαρα μήτε περιέργε�'J.. Κοίταζε τον 'Ιστράτι με προ­σοχή, αμίλητος.

Σε λίγο : - Πάμε μέσα, είπε.

Μπηκε μπροστα με η;συχο μεγάλο βημα, κι ό 'Ιστράτι ακολουθούσε νευρικος καΙ ξεπρόβαιναν &ΠΟ τΙς τσέπες τού παλτού του οί λαιμοΙ απο τα τέσσερα μπουκάλια το κρασΙ κι οί μεζέδες.

Καθίσαμε σ' ενα μικρο γραφείο γιομάτο κόσμο. Ό Γκόρκι δεν ιΊξερε Πλ'J.ρα ρούσικα. Με δυσκολία αρχισε η κου­βέντα. 'Ο 'Ιστράτι τσάτρα πάτρα καΙ με μεγάλη συγκίνηση αρχισε να τού μιλάει. Δε θυμούμαι τί τού 'λεγε, μα δεν πειράζει' δ,τι είχε αξία ήταν η φλόγα της κουβέντας του, ό τόνος της φωνης, οί χειρονομίες του οί πλατιές, το φλε­γόμενο μάτι.

'Ο Γκόρκι απαντουσε με ηρεμία, λιγόλογα, με γλυκια στρωτη φωνή, ακατάπαυτα ανάβοντας καινούρια ρούσικα τσιγάρα παπυρΟς. Μίλησε για την παιδική του ηλικία, πως ήταν εργάτης φούρναρης στο Νίζνι-Νόβγκοροντ, με τί λα­χτάρα διάβαζε στο φως της λάμπας τού πετρελαίου 11 στο γάργαρο καλοκαιριάτικο φεγγάρι.

ΤΟ πικραμένο χαμόγελό του εδινε στην η;συχη κουβέντα βαθια συγκεντρωμένη τραγικότητα. 'Ένιωθες ενα ανθρω­πο που πολλα ύπέφερε καΙ πολλα ακόμα ύποφέρει, που είδε θεάματα τόσο αποτρόπαια, που τίποτε, μήτε οί σοβιετικες γιορτες 'Xι'J.l ζητωκραυγες μήτε οί τιμες κι οί δόξες δεν μπο-

139 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 140: Panait Istrati - Νεραντζούλα

ρουν πια να εξαφανίσουν. Πίσω απο το γαλάζιο μάτι του, αναρροούσε γαλήνια κι αγιάτρευτη θλίψη.

- 'Ο πιο μεγάλος δάσκαλός μου, ελεγε, στάθηκε δ Μπαλ­ζάκ. Ό Μπαλζάκ ! Θυμούμαι, σα διάβαζα τα ραμάντσα του, σήκωνα τη σελίδα στο φώς, τΊ1ν κοίταζα κι ελεγα κατάπλη­χτος: «Μα πού βρίσκεται λοιπον η τόση ζωντάνια κι ή τόση δύναμη που εχει ή σελίδα αυτή ; Πού κρύβεται το μεγάλο αυτο μυστικό ;»

- Κ ι δ Ντοστογιέφσκι, δ Γκόγκολ ; ρώτησα εγώ. - 'Όχι ! 'Όχι ! Άπο tOiJ'i Ρούσους ενας μονάχα, δ Λέ-

σκωφ, κανένας αλλος. Σώπασε λίγο :

- Μα απ' δλ:χ πιο πάνω ή ζωή. "Υ'πόφερα πολύ, αγάπησα πολυ τον ανθρωπο που ύποφέρει. Τίποτα αλλο.

Και σώπασε παρακολουθώντας με μεσόκλειστα μάτια το γαλάζιο καπνο τού τσιγάρου του.

Ό Παναιτ εβγαλε τις μποτίλιες και τις απίθωσε στο τραπέζι. 'Έβγαλε και τους μεζέδες. Π:χκέτα, πακετάκια. Μα δεν είχε το κουράγιο να τ' ανοίξει. Κατάλαβε, δεν ταίριαζε, δεν είχε δημιουργηθεί ή αψόσφαιρα που ΊΊθελε. 'Άλλα πε­ρίμενε, αλλου είδους συνάντηση κ ι αδέρφωση. Ν α πιούν και να φωνάξουν οί δυο τυραννισμένοι νικηφόροι αθλητές, να πουν μεγάλα λόγια, να χύσουν δάκρυα χαράς, να χορέψουν, πανηγυρίζοντας την αίματερη τελικη νίκη.

Μα δ Γκόρι ήταν ακόμα βυθ ισμένος στην αθλησή του και σχεδΟν ακόμα χωρις ελπίδα. 'Έβλεπε το σοβιετικο θάμα τρογύρα του μα δεν τά 'χανε' το μάτι του εμενε λαγαρο και διαπεραστικό, αθόλωτο.

Σηκώθηκε. Τον φώναξαν μερικοι νέοι, κλείστηκε μαζί τους στο δ ιπλ:χνο γραφείο. Σ υζητούσαν για κάποιο νέο πρό­γραμ�α πνευματικ�ς προπαγάνδας - δμιλίες, περωδείες, ενα καινουριο περιοδικο . . .

Μείναμε μόνοι με τον 'Ιστράτι. - Παναιτι, είπα, πώς σού φαίνεται δ δάσκαλος ;

Με σπασμωδικη κίνηση ανοιξε μια μποτίλια. - Δεν εχουμε ποτήρια, είπε, μπορείς να πιείς απο την

μπoτίλιa ; - Μπορώ.

πηρα την μποτίλια. - Στην ύγειά σου, Παναιτ, είπα. Ό ανθρωπος εΙναι ενα

ζώο της ερήμου. 'Άβυσσος γύρα απο τον κάθε ανθρωπο και γιοφύρι δεν ύπάρχει. Μην πικραίνεσαι, ΠαναΟίτάκι, δεν τό 'ξερες ;

140 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 141: Panait Istrati - Νεραντζούλα

- πιες γρήγορα, εκανε νευριασμένος. Να πιω κι έγώ. Διψω.

'Ήπιαμε το αΛαφρο μυρωδάτο ναπαραούλι της 'Αρμε­νίας. Σφούγγιξε τα χείλια του.

- Τό 'ξερα, αποκρίθηκε, μα πάντα μου το ξεχνω. - Αυτή 'ναι ή μεγάλη σου αξία, ΠαναΙτ. 'Αλίιμονο αν

δεν τό 'ξερες' θά 'σουν ήλίθιος. 'Αλίμονο αν τό 'ξερες καΙ δεν το ξεχνούσες θά 'σουν κρύος κι αναίστητος. 'Ενώ τώρα είσαι αληθινος ανθρωπος - ζεστός, γ ιομάτος αντίφασες, ε­να κουδάρι έλπίδες κι απογοήτεψες κι ϋστερα νέες πάλι έλ­πί<δες - κι ετσι εως το θάνατο. ποτε ή λογικη δε θα σου σκοτώσει έσένα την καρδιά.

- Πάμε τώρα' ειδαμε καΙ τον Γκόρκι. Πάει κι αυτό ! 'Έοαλε πάλι τΙς μποτίλιες στην τσέπη του, μαζέψαμε

τα πακετάκια, φύγαμε. Στο δρόμο μου κάνει:

- Μου φάνηκε πολυ κρύος κι εσενα ; - 'Εμένα, πολυ πικραμένος. 'Απαρηγόρητος. ποτε δεν πε-

ρίμενα τόσον πόνο. ποτε δεν είδα τέτοιο χαμόγελο. Πιο πι­κρο κι απο την κραυγη κι απο το λυγ:μο κι απο το θάνατο. Νίκησε, εγραψε λαμπρα οι6λία, εγινε πλούσιος, δοξάστηκε, πηρε μιαν σμορφη γυναίκα, πριγκιπέσσα θαρρω, εκαιμε παι­δια κι αγγόνια, καΙ τέλος - το σπουδαιότερο - είδε τ' σνειρο της ζωης του : λευτερώθηκε ή Ρουσία' κι Όλα αυτα δεν μπόρεσαν ν' αλαφρώσουν την καρδιά του. - "Ας φώναζε, ας επινε, ας εκλαιγε ν' αλαφρώσει ! μούγ­

κρισε δ Παναιτ αγαναχτισμένος. - 'Ένας έμίρης μουσουλμάνος, αποκρίθηκε, Όταν μια φο­

ρα σκοτώθηκαν οί δ ικοί του στον πόλεμο, εογαλε διαταγή, παράγγειλε σε Όλους τους αντρες της φυλης του : «Μην κλά­ψετε, μη φωνάξετε - μην αλαφρώσει δ πόνος !» Αυτή 'ναι ή πιο περήφανη, αγρια πειθαρχία που μπορεί να έπιδάλει δ ανθρωπος στον έαυτό του. Γι' αυτο πολυ μού αρεσε δ Γκόρκι.

Ό Παναιτ δε μίλησε. Κάτι μουρμούρ ισε θυμωμένος καΙ με κοίταξε σχεδΟν με μίσος. Κ ι αξαφνα με αρπαξε απο το μπράτσο καΙ το χέρι του ετρεμε». Ν ΙΚΟΤ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ, ΤΑΞΙΔΕ''ΥΌΝΤΑΣ - ΡΟΤΣΙΑ. ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΛ. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ. ΤΡΙΚΟΡΦΩΝ 8 - Α­ΘΗΝΑΙ) . Ό Istrati, αυτος δ δαίμονας της αλητείας, θαμ­πώνεται απ' την ακτινο60λία τού μεγάλου Κρητικού. Στο πρό­σωπό του αναγνωρίζει τον πραγματικό, τον αληθινο φίλο, τον παίρνει ξοπίσω στο μεγάλο ταξίδι για να γνωρίσει μαζί του,

141 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 142: Panait Istrati - Νεραντζούλα

τη Ρωσία, χαίρεται σα παιδΙ κι' επαινεί την μπολσεβίκικη νί­κη κι' αργότερα απογοητευμένος απ' τη ζωη καΙ την αθλιό­τητα τών Ρώσων χωρικών, .εξαπολύει δριμ-υ κατηγορώ ενάν­τια στο «επαναστατικο μπολσεβίκικο θαύμα».

Τον χειμώνα τού 1927, ό Panaϊt Istrati, ό συγγραφέας που τόσο ξάφνιασε καΙ που τόσο πολυσυζητήθηκε στον καιρό του, ερχεται στην Έλλάδα. Ό ακαδημα"ίκος κ. Πέτρος Χά­ρης, που τον πρωτογνώρισε στη συγκέντρωση που οργάνωνε κάθε Πρωτοχρονια ή «'Ένωση Σ υντακτών», γράφει: « . . . . �Hταν χειμώνας τού 1927 δταν ηρθε στην 'Αθήνα ό 'Ιστρά­τι. Μα ηταν κ' ή εποχη που ό συγγραφέας της «Κυρα - Κυ­ραλίνας» είχε γίνει θρύλος. Ή περιπέτεια της ζωης του, οί λογοτεχνικές του επιτυχίες, 11 ιδιορρυθμία του, προκαλούσαν την περιέργεια, προκαλούσαν καΙ πολλα καΙ ποικίλα σχόλια. Τον εγνώρισα κ' εγω απο κοντα την παραμονη της Πρωτο­χρoνιι'iς εκείνου τού χρόνου. ΚαΙ δεν πρέπει να κρύψω την πρώτη μου εντύπωση: 'Ενοχλήθηκα &ΠΟ τους τρόπους του. 'Έφτασε με κάποια καθυστέρηση στη συγκέντρωση που ορ­γάνωνε τότε κάθε παραμονη Πρωτoχρνoιι'iς ή «'Ένωση Σ υν­τακτών», δηλαδη σε μια βραδινη καΙ εορτασΤΙΚ11 συγκέντρω­ση, με τΙς μπόττες του, που θα τού ήταν απαραίτητες μόνο για τα χιόνια της Ρωσίας, καΙ με το ϋφος του, με τΙς κι­νήσεις του, με τις κουβέντες του, εδειχνε στι εδαζε κάτω απ' αυτες τΙς μπόττες δλες τΙς συνήθειες της αστικης ζωης. ΤΟ σκαμένο πρόσωπό του απο τον πόνο κι' απο τη στέρηση, - δ­λο γωνίες καΙ ρυτίδες, - μ' εφερνε κοντά του. 'Όλα τ' αλ­λα μ' εδιωχναν, προκαλούσαν τη δυσπιστία μου. Κ ι' δταν την ανοιξη τού 1935 πέθανε κ' εγραψα μιαν ανάμνηση απο τον 'Ιστράτι, δεν μπόρεσα καΙ τότ'ε να παραμερίσω την πρώτη μου εντύπωση καΙ όμολόγησα στι κάθε φορα που διάβαζα ενα καινούριο βιβλίο του, προσπαθούσα να ξεχάσω τη νύχτα ε­κείνη της Πρωτoχρoνιι'iς, για να χαρώ το αφηγηματικό του τάλαντο καΙ τΙς ώραίες ήθογραφικες σελίδες του.

'Απο την εποχη που ό ΡομαΙν Ρολλαν τον εβγαλε απο την αφάνεια, - γύρω στα 1920, - και τού εξασφάλισε το ενδιαφέρον τού μεγάλου αναγνωστικού κοινού, τις τελευταίες ήμέρες του που τΙς πέρασε ως στη Ρουμανία με πιστο σύν­τροφο μιαν ώραία φοιτήτρια, ή δεύτερη αυτη ζωή του γνώ­ρ ισε t'�ς πιο μεγάλες φουρτοϋνες καΙ απογοητεύσεις. 'Αλλα καΙ ή λογοτεχνικη εργασία του δε συναντούσε πάντα τον πρώ­το ενθουσιασμό. Τον ανέβασαν στους ουρανούς. Οί 'ίδιοι 0-μως ανθρωποι δεν εδίστασαν να τού αρνηθούν κάθε αξία. Ή γενικη επιδοκιμασία κράτησε λίγα μόνο χρόνια. 'Έπειτα

142 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 143: Panait Istrati - Νεραντζούλα

αρχισε ενας αγώνας που τον κούρασε πολύ, τον ετσάκισε, τον αηδίασε: Δεν είχε πια δλο τον κόσμο μαζί του. Ό μισος ήταν πάντα αντίπαλός του : οί αστοί, δταν εγινε ύμνητης των Σ ο­βιέτ, οί αριστεροί, δταν εφυγε απογοητευμένος απο τη Ρωσία κ' εκαμε τη γνωστη πολεμική του. Στο τέλος, εμεινε μόνο μ' εχθρούς. 'Ήταν προδότης καΙ για τΙς δυο παρατάξεις. ΚαΙ πoΛV λίγοι δεν είχαν ξεχάσει τον ενθουσιασμό τους για το τάλαντό του.

'Ωστόσο αυτο το τάλαντο επρεπε να εΊχαν προσέξει φί­λοι κι' αντίπαλοί του π&ρισσότερο απ' τΙς ιδέες του, που δεν ήταν σταθερές, κι' ακόμα πιο πoΛV απο τα κηρύγματά του, που δεν επρεπε να τα παίρνουν πάντα στα σοβαρά. Ό 'Ι­στράτι είχε αφηγηματικες ίκανότητες, που εθελγαν τον ανα­γνώστη, που τού επρόσφεραν πρωτότυπες σελίδες καΙ τον ξε­κoύραζ�ν απο τΙς αλλες μελέτες του, απο τα μυθιστορήματα καΙ τα διηγήματα των πεζογράφων με την περιορισμένη πεί­ρα ζωης καΙ τη μικρη φαντασία. Αυτος είχε να δώσει και­νούρια πράγματα, είχε να παρουσιάσει συν11θειες αγνωστες, - τα Βαλκάνια εξακολουθούν να είναι τόσο μακρυα απο την Ευρώπη ! - κι' δλα αυτα τα ίστορουσε με δικό του τρόπο, δηλαδη με άπλότητα καΙ ειλικρίνεια.

ΚαΙ είχε δ ίκιο ό Ρουμάνος επίσης λογοτέχνης Περ. Μαρτινέγκου δταν εγραφε για τη φ ιλία του Ν ίκου Καζαν­τζάκη με τον Πανl�Ιτ 'Ιστράτι: «Γνώριζε (ό 'Ιστράτι) τΙς δυνάμεις του, ηξερε πως πέρα απο το σύνορο της Βρά'ίλας, της παιδικης ήλικίας καΙ των περιπλανήσεών του, δεν μπο­ρουσε να δημιουργήσει τίποτα το βιώσιμο ώς αφηγητής». ΚαΙ είναι σωστη καΙ ή αλλη παρατήρησή του : «Κατάλαβα α­μέσως δτι το βιβλίο αυτο (το «Τ όντα - Ράμπα» του Καζαν­τζάκη ) δεν ήταν ενα άπλΟ λογοτεχνικο επινόημα καΙ δεν δυ­σκολεύτηκα ν' αναγνωρίσω στο πρόσωπο του ' Αζάντ τον ιδιο τον Παναιτ 'Ιστράτι με δλη την εκρηΚΤΙΚ11, απειθάρχιτη ιδιο­συγκρασία του, ίκανο να ξεσπάσει σε ακράτητους ενθουσια­σμούς, δμως κ' ετοιμο όποτεδήποτε να πέσει στα μεγαλύτερα σφάλματα». (Μια Πρωτοχρονια με τον Παναιτ 'Ιστράτι) . (ΝΕΑ ΕΣ ΤΙΑ. 'Ιδρυτής: ΓΡΗΓΟ ΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΤ­ΛΟΣ . Διευθυντής : ΠΕΤΡΟΣ ΧΑΡΗΣ . ΕΤΟΣ ΜΑ' -ΤΟΜΟΣ 810ς. ΤΕΤΧΟΣ 950 ) . 'Αθηναι, 1 Φεβρουαρίου 1967 .

ΤΟ 1935 ό Panaϊt Istrati, πέθανε. Το εργο του που τόσο συνετάραξε τον κόσμο ξεχάστηκε. 'Ένα αστέρ ι που με­σουράνησε κι' ϋστερα χάθηκε στ' απέραντο απειρο. Μια φω­νη γεμάτη πάθος για τον ανθρωπο καΙ τη φιλία σκεπάστηκε

143 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 144: Panait Istrati - Νεραντζούλα

απ' την όχλαγωγία των «ανθ ρωπάκηδων», ξεψύχησε. Τ' Ονο­μά του δμως εμεινε σφιχτα συνδεμένα με την πιο τέλεια δ ι­ήγηση, με το πάθος της αλητείας, καί με τ' ανεκπλήρωτο Ο­νειρο της πραγματικης φιλίας. "Ας θυμί'σουμε μειρ ικα απ' τα εργα του: «'Ιστορίες τού 'Αντριεν Ζογκράφι - Ή Κυρα Κυραλίνα - Ό μπάρμπα 'Αγγελης - Οί Χα·ίντούκοι - Τ' αγκάθια τού Μπαραγκαν - Ή Νεραντζούλα - Οί aποδη­μίες μου - Προς την αλλη φλόγα) .

Γ. Κ.

144 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009

Page 145: Panait Istrati - Νεραντζούλα

ΤΟ Β Ι Β Λ Ι Ο ΑΤΤΟ

ΤΤΠΩΘ Η Κ Ε ΤΟ ΜΑ Ρ ΤΗ ΤΟΤ 1 9 ί Ι Σ Ε 2 . 0 ( )Ο Α ΝΤΙΤΤΠΑ

ΓΙΑ TI :L Ε ΚΔΟ Σ ΕΙ Σ «Ε Γ Ν Α Τ ΙΑ»

Β Ι Β ΛΙ Ο ΠΩΛΕΙΟ Ν «ΓΩΝ Ι Α Τ Ο Τ Β Ι Β Λ Ι Ο Τ»

Ε Γ Ν Α Τ Ι Α ί ί ΘΕΣ Σ Α Λ Ο Ν Ι Κ Η

Η Ε Κ ΤΤI l Ω Σ Η Ε ΓΙ Ν Ε Σ Τ Ι Σ Ε Γ Κ Α Τ Α Σ ΤΑ Σ Ε Ι Σ

Σ . Λ Λ Σ Κ Λ Ι" ΙΔΗ Σ - Π . Α ΛΕΞΙ Α Δ Η Σ

Β Α Λ Α Ω Ρ ΙΤΟΤ 1 4

Κ Α Ι Ο Ι Τ Σ Ι Γ Κ Ο Γ Ρ ΑΦΙΕΣ Σ ΤΟ Ε Ρ ΓΑ Σ ΤΗ Ρ ΙΟ

Α Ρ Ι Σ Τ. ΠΑΤΛΙΔΗ & Σ ΙΑ Ο . Ε .

Α ΓΟ Ρ Α ΕΦΑ Ρ Μ Ο Σ ΤΙ Δ Η 1 3