documentu
DESCRIPTION
greek-english dictionaryTRANSCRIPT
Unconfined Χωρίς περιορισμόUltimate limit state Οριακή κατάσταση αστοχίαςUltimate strength Οριακή αντοχήUncracked concrete Αρηγμάτωτο σκυρόδεμαUndamped Χωρίς απόσβεσηUnder-reinforced Υπο-οπλισμένοUniaxial compression Μονοαξονική θλίψηUniaxial strain Μονοαξονική παραμόρφωσηUniaxial tension Μονοαξονικός εφελκυσμόςUniform Ομοιόμορφο, ενιαίο, στολήUpgrade Ενίσχυση, αναβαθμίζω, βελτιώνωUrban ΑστικόUseful life Ωφέλιμη ζωήUtilize Αξιοποιώ, χρησιμοποιώ, εκμεταλεύομαι