ΑΤΙΝΟΚΡΑΤΙΑ Σ ΕΛΛΑΔΙΚΟ Χ...

41
Η ΛΑΤΙΝΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ (1204-1566) Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 και η σταδιακή εξάπλωση των Λατίνων κατακτητών Το έτος 1204 στάθηκε «δίσεκτο» για τις τύχες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, η οποία είχε µπει πλέον σε τροχιά παρακµής. Μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, στις 13 Απριλίου, µια καινούργια εποχή ξεκινούσε, καθώς οι Σταυροφόροι και οι Βενε- τοί εγκαθίδρυσαν µια νέα αυτοκρατορία, τη Λατινική αυτοκρατορία της Ρωµανίας, ενώ ταυτόχρονα οι εκπρόσωποι της δυτικής ιπποσύνης ξεχύθηκαν στον ελλαδικό χώρο ανα- ζητώντας την τύχη τους και νέα φέουδα. Η πρώτη φροντίδα των Λατίνων κατακτητών µετά την πτώση της Βασιλεύουσας ήταν να µοιράσουν τα εδάφη της αυτοκρατορίας σύµφωνα µε τη συνθήκη που είχαν συνο- µολογήσει οι ίδιοι µπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης ήδη από τον Μάρτιο του 1204, και που υπέγραψαν οριστικά τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, τη λεγόµενη Partitio Romaniae. Σε αυτήν προβλεπόταν και ο τρόπος ανάδειξης του νέου Λατίνου αυτοκράτορα καθώς και του προσώπου που θα καταλάµβανε τον πατριαρχικό θρόνο. Με την παρέµβαση του δυναµικού Βενετού δόγη, Ερρίκου Δάνδολου, ο οποίος ουσιαστικά κινούσε όλα τα νήµατα, εξελέγη ο Βαλδουίνος κόµης της Φλάνδρας, υποσκελίζοντας τον Λοµβαρδό Βονιφάτιο τον Μοµφερρατικό, αρχηγό των Σταυροφόρων, ο οποίος θεω- ρήθηκε επικίνδυνος από τον δόγη που προτιµούσε έναν αδύναµο αυτοκράτορα, ώστε να εξυπηρετηθούν καλύτερα τα συµφέροντα της πατρίδας του. Αντίστοιχα, και εφόσον ένας Φράγκος πήρε τον αυτοκρατορικό θρόνο, πατριάρχης έγινε ένας Βενετός, ο Θωµάς Μοροζίνι. Όπως προέκυπτε από τη διανοµή της Partitio, ο Λατίνος αυτοκράτορας θα γινόταν κύριος των 5/8 της Κωνσταντινούπολης και θα είχε στην κατοχή του εδάφη της Θρά- κης, ολόκληρη τη Μικρά Ασία καθώς και τα νησιά Ίµβρο, Χίο, Λήµνο, Σάµο και Μυτι- Ο δόγης, τίτλος ανώτατου άρχο- ντα στις ηγεµονίες της Βενετίας

Upload: others

Post on 21-May-2020

3 views

Category:

Documents


0 download

TRANSCRIPT

Η ΛΑΤΙΝΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ (1204-1566)

Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 και η σταδιακή εξάπλωση των Λατίνων κατακτητώνΤο έτος 1204 στάθηκε «δίσεκτο» για τις τύχες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, η οποία είχε µπει πλέον σε τροχιά παρακµής. Μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, στις 13 Απριλίου, µια καινούργια εποχή ξεκινούσε, καθώς οι Σταυροφόροι και οι Βενε-τοί εγκαθίδρυσαν µια νέα αυτοκρατορία, τη Λατινική αυτοκρατορία της Ρωµανίας, ενώ ταυτόχρονα οι εκπρόσωποι της δυτικής ιπποσύνης ξεχύθηκαν στον ελλαδικό χώρο ανα-ζητώντας την τύχη τους και νέα φέουδα.Η πρώτη φροντίδα των Λατίνων κατακτητών µετά την πτώση της Βασιλεύουσας ήταν να µοιράσουν τα εδάφη της αυτοκρατορίας σύµφωνα µε τη συνθήκη που είχαν συνο-µολογήσει οι ίδιοι µπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης ήδη από τον Μάρτιο του 1204, και που υπέγραψαν οριστικά τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, τη λεγόµενη Partitio Romaniae. Σε αυτήν προβλεπόταν και ο τρόπος ανάδειξης του νέου Λατίνου αυτοκράτορα καθώς και του προσώπου που θα καταλάµβανε τον πατριαρχικό θρόνο. Με την παρέµβαση του δυναµικού Βενετού δόγη, Ερρίκου Δάνδολου, ο οποίος ουσιαστικά κινούσε όλα τα νήµατα, εξελέγη ο Βαλδουίνος κόµης της Φλάνδρας, υποσκελίζοντας τον Λοµβαρδό Βονιφάτιο τον Μοµφερρατικό, αρχηγό των Σταυροφόρων, ο οποίος θεω-ρήθηκε επικίνδυνος από τον δόγη που προτιµούσε έναν αδύναµο αυτοκράτορα, ώστε να εξυπηρετηθούν καλύτερα τα συµφέροντα της πατρίδας του. Αντίστοιχα, και εφόσον ένας Φράγκος πήρε τον αυτοκρατορικό θρόνο, πατριάρχης έγινε ένας Βενετός, ο Θωµάς Μοροζίνι.Όπως προέκυπτε από τη διανοµή της Partitio, ο Λατίνος αυτοκράτορας θα γινόταν κύριος των 5/8 της Κωνσταντινούπολης και θα είχε στην κατοχή του εδάφη της Θρά-κης, ολόκληρη τη Μικρά Ασία καθώς και τα νησιά Ίµβρο, Χίο, Λήµνο, Σάµο και Μυτι-

Ο δόγης, τίτλος ανώτατου άρχο-ντα στις ηγεµονίες της Βενετίας

λήνη. Στους Βενετούς από την άλλη κατακυρώθηκαν τα 3/8 της Κωνσταντινούπολης, τα Ιόνια νησιά, οι Κυκλάδες, η Αίγινα και η Σαλαµίνα, οι πόλεις Ωρεός και Κάρυστος στην Εύβοια, το µεγαλύτερο µέρος της Πελοποννήσου καθώς και εδάφη στην ηπειρωτική Ελλάδα που περιλάµβαναν την περιοχή της Άρτας και της Αιτωλίας. Με αυτόν τον τρόπο η Γαληνοτάτη φρόντισε να περιέλθουν στην κατοχή της κτήσεις στρατηγικής σηµασίας για το εµπόριό της και ιδιαίτερα τα λιµάνια που την ενδιέφεραν περισσότερο, ενώ παράλληλα υπήρχε ειδική πρόβλεψη για τη διατήρηση των εµπορικών της προνοµίων, όπως είχαν επικυρωθεί από τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες. Στο µερίδιο του αρχηγού των Σταυροφόρων, Βονιφάτιου του Μοµφερρατικού, έπεσαν εδάφη της Μικράς Ασίας και η Κρήτη την οποία δέχθηκε να πουλήσει στους Βενετούς έναντι 1.000 αργυρών µάρκων. Όµως ο Βονιφάτιος δεν ενδιαφερόταν για τη Μικρά Ασία. Επιθυµία του ήταν να πάρει στην κατοχή του ευρωπαϊκές εκτάσεις, που θα βρίσκονταν πιο κοντά στην πατρίδα του. Τελικά, έπειτα από συγκρούσεις και διαφωνίες κατάφερε να ιδιοποιηθεί τη Θεσσαλονίκη µαζί µε τις περιοχές της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, οι οποίες συναπάρτισαν το λατινικό Βασίλειο της Θεσσαλονίκης. Στον Βονιφάτιο αναγνωρίστηκε ο τίτλος του βασιλιά, µε τον όρο να είναι υποτελής στον Λατίνο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης. Η πραγµατικότητα ωστόσο ήταν πολύ διαφορετική. Με την Partitio οι Σταυροφόροι και οι σύµµαχοί τους Βενετοί δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να χτίζουν παλάτια στην άµµο. Και αυτό γιατί οι χώρες τις οποίες µοίρασαν µεταξύ τους δεν είχαν κατακτηθεί, αλλά ήταν δικές τους µόνο στα χαρτιά. Πολλά από τα συµφωνηθέντα ανατράπηκαν ή τροποποιήθηκαν στην πορεία, είτε γιατί έγιναν νέες εκτιµήσεις από τα εµπλεκόµενα µέρη είτε γιατί προέκυψαν έριδες µεταξύ τους ή ακόµα επειδή συνάντησαν αντίσταση ενίοτε σθεναρή από τον ντόπιο πληθυσµό, στην προσπάθειά τους να καταλάβουν τα µέρη που θεωρούσαν ότι τους ανήκαν. Οπωσδήποτε, µετά την έλευση των Σταυροφόρων προέκυψαν νέοι κρατικοί σχηµατισµοί στα εδάφη του ελλαδικού χώρου, που άλλοτε ανήκαν στη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Εκτός από τη Λατινική αυτοκρατορία της Ρωµανίας και το βασίλειο της Θεσσαλονίκης, το πιο σηµαντικό κρατικό µόρφωµα ήταν το πριγκιπάτο της Αχαΐας στην Πελοπόννησο, καθώς και το δουκάτο των Αθηνών στην Αττικοβοιωτία. Άλλα µικρότερα φεουδαρχικά κρατίδια ήταν η µαρκιωνία της Βοδονίτσας και η βαρονία των Σαλώνων. Το νησί της

Λεπτοµέρεια µικρογραφίας από χειρόγραφο του 13ου αιώνα,

Τι σηµαίνει ο όρος λατινοκρατία

Χρησιµοποιώντας τον όρο Λατινοκρατία, εννοούµε την κατοχή τµηµάτων του ελληνικού χώρου από δυνάµεις Δυτικών, οι οποίοι ήταν χριστιανοί στο θρήσκευµα ανήκαν όµως στο λατινικό δόγµα. Οι Δυτικοί αυτοί κατακτητές προέρχονταν από διάφορες περιοχές της Ευρώπης και επρόκειτο κυρίως για εκπροσώπους της δυτικής ιπποσύνης, οι οποίοι αναζητούσαν την τύχη τους στην Ανατολή ή για οργανωµένες πόλεις κράτη όπως η Βενε-τία και η Γένοβα που επιδίωξαν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους συγκεκριµένες περιοχές που θα διευκόλυναν τη διεξαγωγή των εµπορικών τους δραστηριοτήτων. Με αυτό τον τρόπο δηµιουργήθηκαν κράτη και ηγεµονίες, τα οποία οργανώθηκαν µε βάση τα δικά τους φεουδαρχικά πρότυπα, καθώς και αποικιακές κτήσεις. Η ποικίλη προέλευση των Δυτικών αυτών κυριάρχων καθόρισε και την ιδιαίτερη ονο-µασία των χρονικών περιόδων κατά τις οποίες ασκήθηκε η εξουσία τους. Έτσι έχουµε τη Φραγκοκρατία, δηλαδή την περίοδο της κυριαρχίας των Φράγκων, τη Βενετοκρατία, που αφορά το διάστηµα που χαρακτηριζόταν από την παρουσία των Βενετών ή αντί-στοιχα τη Γενουατοκρατία που καλύπτει την εποχή των αποικιακών κτήσεων της επίσης ναυτικής αυτής Δηµοκρατίας. Δεν θα πρέπει να παραγνωρίσουµε και την περίοδο της Καταλανοκρατίας, που σχετίζεται µε την παρουσία σε ελληνικά εδάφη των Καταλανών µισθοφόρων που κατάφεραν σε ορισµένες περιπτώσεις να εκδιώξουν τους προηγούµε-νους Λατίνους κατακτητές εδραιώνοντας τη δική τους εξουσία.Πολύ σηµαντικό είναι να γνωρίζουµε ότι η Λατινοκρατία στην Ελλάδα διήρκεσε συνολικά έξι αιώνες, όχι όµως αδιάλειπτα και οµοιόµορφα. Υπήρξαν και χρόνια κατά τα οποία η λατινική κυριαρχία διακόπηκε προσωρινά για να συνεχιστεί αργότερα κάτω από νέες συνθήκες. Συµβατικά ωστόσο θα λέγαµε πως η λατινική κατοχή ξεκίνησε το 1204 µε την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, την κατάρρευση της Βυζαντι-νής Αυτοκρατορίας και την ίδρυση των πρώτων λατινικών κρατών, ως το 1797, οπότε και καταλύθηκε το βενετικό κράτος, που διέθετε και τις τελευταίες λατινοκρατούµενες κτήσεις µέσα στον ελλαδικό χώρο από τον Μ. Ναπολέοντα.Βλ. σχετικά Α. Σαββίδης, Λατινοκρατία-Φραγκοκρατία µετά το 1204 µ.Χ. - Όροι ταυτό-σηµοι, Βυζαντιακοί 23 (2003), σ. 185-209.

Εύβοιας µοιράστηκε σε τρία µέρη, τα οποία δόθηκαν σε βαρόνους οι οποίοι θα ήταν φόρου υποτελείς της Βενετίας, ενώ στο Αιγαίο ο Βενετός Μάρκο Σανούδο ίδρυσε το οµώνυµο δουκάτο. Απευθείας στην κυριαρχία της Γαληνοτάτης πέρασαν τα νησιά του Ιονίου καθώς και η Κρήτη, την οποία όπως αναφέρθηκε παραπάνω αγόρασαν από τον Βονιφάτιο Μοµφερρατικό.Έτσι, διαµορφώθηκε ο χάρτης της λατινοκρατούµενης Ελλάδας, δηµιουργώντας µια νέα τάξη πραγµάτων, µε τους νεοαφιχθέντες κυρίαρχους να προσπαθούν να µεταφυτευθούν στην ελληνική γη, εισάγοντας ταυτόχρονα καινούργιους θεσµούς και ήθη σύµφωνα µε τα δικά τους δυτικά φεουδαρχικά πρότυπα και καθιστώντας τους ελληνικούς πληθυ-σµούς δουλοπάροικους µέσα στην ίδια τους τη χώρα. Από τα λατινικά αυτά κράτη άλλα είχαν µεγαλύτερη διάρκεια ζωής και άλλα λιγότερη. Το µεγαλύτερο χτύπηµα το δέχθηκαν περίπου στις αρχές του 14ου αιώνα από τη µεγάλη Καταλανική Εταιρεία, το πέρασµα της οποίας από τα ελληνικά χώµατα σώρευσε νέα δεινά για τους ντόπιους πληθυσµούς και κατόπιν από τους Οθωµανούς Τούρκους που τερµάτισαν σταδιακά την περίοδο της λατινοκρατίας.

Η κάθοδος των Σταυροφόρων στη Νότια Ελλάδα και η ίδρυση των πρώτων λατινικών κρατιδίωνΜετά τη διανοµή των εδαφών της Βυζαντινής αυτοκρατορίας (στην ουσία µόνο θεω-ρητικά), οι νέοι κυρίαρχοι έπρεπε να περάσουν στην πρακτική υλοποίηση των όσων είχαν συµφωνηθεί, παίρνοντας στην κατοχή του ο καθένας ότι του αναλογούσε από τη µοιρασιά. Με αυτό το πνεύµα και εφόσον λύθηκαν οι εδαφικές διαφορές του µε τον Βαλδουίνο, ο Βονιφάτιος ο Μοµφερρατικός ξεκίνησε την εκστρατεία του για την κατάληψη της Νότιας Ελλάδας, συνοδευµένος από ένα πλήθος φίλων του ιπποτών. Στη διάρκεια της πορείας του µέσα από τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και τη Στερεά δεν συνάντησε αντίσταση από τον πληθυσµό, καθώς αυτός είχε εξαντληθεί από την καταπίεση και τη συνακόλουθη εξαθλίωση που είχε υποστεί κατά τα τελευταία έτη της βυζαντινής εξουσίας. Η εδραίωση ενός ισχυρού γαιοκτητικού συστήµατος και οι βαρείς φόροι που τους είχαν επιβληθεί είχαν φέρει τους κατοίκους στα όρια της αντοχής τους. Αυτός ήταν ο λόγος που σε ορισµένες περιπτώσεις είδαν την έλευση των Σταυροφόρων ακόµα και ως λύση.

Φθάνοντας όµως ο Βονιφάτιος στις Θερµοπύλες, βρέθηκε για πρώτη φορά αντιµέτω-πος µε έναν ισχυρό Έλληνα αντίπαλο, τον Λέοντα Σγουρό, άρχοντα του Άργους, της Ναυπλίας και της Κορίνθου. Αυτός είχε καταφέρει να γίνει ένας από τους ισχυρότερους τοπάρχες µε πολύ φιλόδοξες βλέψεις για την επέκταση της επικράτειάς του. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο είχε φροντίσει να συναντηθεί στη Λάρισα µε τον έκπτωτο αυτοκράτορα Αλέξιο Γ’ Άγγελο, του οποίου την κόρη Ευδοκία παντρεύτηκε. Οι δυνατότητες του Σγουρού, όµως, δεν ήταν τόσο µεγάλες όσο θα ήθελε ή νόµιζε ο ίδιος, µε αποτέλεσµα να υποχρεωθεί να υποχωρήσει και να οχυρωθεί στο κάστρο του Ακροκορίνθου. Ο Βονι-φάτιος τότε κινήθηκε προς την Πελοπόννησο, αφού άφησε τον µαρκήσιο Γουίδο Παλλα-βιτσίνι στη Βοδονίτσα επικεφαλής φρουράς, και εκείνος δηµιούργησε εκεί το οµώνυµο µαρκιζάτο. Αντίστοιχα, κατά το ίδιο πρότυπο, προέκυψε και η βαρονία των Σαλώνων µε ιδρυτή τον Θωµά ντε Στροµονκούρ στους πρόποδες του Παρνασσού. Προχωρώντας προς τη Βοιωτία ο Βονιφάτιος δεν συνάντησε δυσκολίες από τους κατοί-κους της. Η Θήβα, µάλιστα, τον δέχτηκε µε χαρά και η Αθήνα λίγο αργότερα δεν αντιστάθηκε στο πέρασµα του κατακτητή. Έτσι, όλη η Αττικοβοιωτία πέρασε στα χέρια του, την οποία παραχώρησε σε έναν άλλο σύντροφο και συµπολεµιστή του, τον Όθωνα ντε λα Ρος Βουργούνδιο ευγενή. Αφού εγκατέστησε τους πρώτους του υποτελείς, ο Βονιφάτιος έφθασε στην Πελοπόννησο, όπου έπρεπε να αναµετρηθεί µε τον Σγουρό. Κατέλαβε αρχικά την πόλη της Κορίνθου και στη συνέχεια άρχισε την πολιορκία του κάστρου. Η άµυνα του Σγουρού όµως κρατούσε καλά και γι’ αυτό ο Βονιφάτιος στρά-φηκε προς το Ναύπλιο για να επιτύχει τουλάχιστον τη δική του κατάληψη.Σε βοήθειά του έσπευσε ο Γοδεφρείδος Βιλεαρδουίνος που βρισκόταν ήδη στην Πελο-πόννησο ξεστρατισµένος και εκείνος από τον δρόµο που οδηγούσε στους Αγίους Τόπους. Είχε µείνει αρκετό καιρό στον τόπο, τον είχε µάθει καλά και ήταν πρόθυµος να βοηθήσει τον Βονιφάτιο. Απρόβλεπτες όµως εξελίξεις ανάγκασαν τον δεύτερο να απο-µακρυνθεί από τον Μοριά, καθώς έφθασαν ανησυχητικά νέα για επικείµενη έλευση των Βουλγάρων στην πρωτεύουσα του βασιλείου του, τη Θεσσαλονίκη. Πράγµατι ο Βονι-φάτιος επέστρεψε εκεί, όπου τελικά έµελλε να βρει τον θάνατο σε µια µάχη εναντίον των Βουλγάρων. Μετά τον θάνατο του Βονιφάτιου στο στρατόπεδο των Φράγκων που συνέχιζαν την πολιορκία του Ακροκορίνθου είχε µείνει ο Γοδεφρείδος Βιλεαρδουίνος στη δύναµη του οποίου ήρθε να προστεθεί και αυτή του φίλου του Γουλιέλµου Σαµπλίτ.

Σταυροφόροι ιππότες στοιβάζο-νται σε δύο πλοία, υπό την καθο-

Μετά την κατάληψη της πόλης της Κορίνθου, ο Βονιφάτιος

Οι δύο εκείνοι ήταν που ξεκίνησαν το έργο της κατάκτησης της Πελοποννήσου, την περίφηµη Κουγκέστα.

Η ίδρυση του πριγκιπάτου της Αχαΐας Την άνοιξη του 1204 ο Σαµπλίτ και ο Βιλεαρδουίνος ανέλαβαν δράση µε στόχο την κατάληψη του Μοριά. Η αρχή έγινε από το Ναύπλιο για να κατευθυνθούν στη συνέχεια στην Πάτρα η οποία πέρασε στην κατοχή τους. Την ίδια τύχη µοιράστηκαν στη Δυτική Πελοπόννησο η Ανδραβίδα και το Ποντικόκαστρο. Όταν όµως έφθασαν στην Αρκαδιά (σηµερινή Κυπαρισσία), συνάντησαν αντίσταση και έτσι προτίµησαν να αποχωρήσουν. Επόµενος σταθµός ήταν οι πόλεις της Μεθώνης και της Κορώνης, οι οποίες καταλή-φθηκαν όχι όµως για πολύ, καθώς η Βενετία τις διεκδίκησε µε τα όπλα και τις πήρε στηριζόµενη στην Partitio που της έδινε αυτό το δικαίωµα. Η κυριαρχία της στις δύο αυτές πόλεις αναγνωρίστηκε και επίσηµα µε τη συνθήκη της Σαπιέντσας το 1209, που υπογράφηκε ανάµεσα στους Βενετούς και τον Γουλιέλµο Βιλεαρδουίνο. Στη Μεσσηνία αναγκάστηκαν να συγκρουστούν µε τις δυνάµεις του Μιχαήλ Α’ Δούκα Κοµνηνού, ηγε-µόνα του ηµιαυτόνοµου κράτους της Ηπείρου, ο οποίος προσπαθούσε να επεκτείνει τη δική του επικράτεια στα εδάφη του Μοριά. Οι Λατίνοι, ωστόσο, ήταν ανώτεροι στα όπλα και στην πολεµική τακτική και γι’ αυτό δεν δυσκολεύτηκαν να εξουδετερώσουν τις δυνάµεις του. Ένας ακόµα Έλληνας άρχοντας που πρόβαλε αντίσταση ήταν ο Δοξαπα-τρής, στο κάστρο του Αράκλοβου, αλλά δεν κατάφερε να το κρατήσει και αυτό έπεσε στα χέρια των Φράγκων για να ακολουθήσει στη συνέχεια και η Καλαµάτα. Με αυτόν τον τρόπο και έως το 1205, οι δύο συµπολεµιστές είχαν καταφέρει να αποκτήσουν το µεγαλύτερο µέρος της Πελοποννήσου και το µόνο που έµενε ήταν η εκκρεµότητα που άκουγε στο όνοµα Λέων Σγουρός. Πράγµατι, η αντίστασή του κρατούσε καλά. Οι Φράγκοι χρειάστηκαν τέσσερα ολόκληρα χρόνια και επιπλέον ενισχύσεις από τον Όθωνα ντε λα Ρος Μεγακύρη της Αθήνας, προκειµένου να κάµψουν τον Σγουρό. Τελικά, ο ίδιος το 1208, διαπιστώνοντας το αδιέξοδο της κατάστασης, αυτοκτόνησε σύµφωνα µε τον θρύλο πέφτοντας µε το άλογό του από τον Ακροκόρινθο. Ο θάνατός του ήταν η αρχή του τέλους για την ολοκληρωτική κατάκτηση του Μοριά από τους Φράγκους που έως το 1210 είχαν κατορθώσει να ενσωµατώσουν όλη την επικράτεια του Σγουρού µε το Άργος και το Ναύπλιο.

Τµηµατική άποψη του κάστρου της Πάτρας, κέντρου του πριγκι-

Μετά την επιτυχή έκβαση των επιχειρήσεων στον πελοποννησιακό χώρο, ο Γουλιέλµος Σαµπλίτ απέκτησε το δικαίωµα να ονοµάζεται ηγεµόνας της Αχαΐας. Τον συµπολεµιστή του και ουσιαστικό αρχιτέκτονα της επιτυχίας Βιλεαρδουίνο, αντάµειψε µε τις βαρονίες της Καλαµάτας και της Αρκαδιάς, καθώς η πόλη της Κορώνης, που του είχε αρχικά δοθεί, πέρασε στην εξουσία της Βενετίας. Από τις πρώτες φροντίδες του «Καµπανέση», όπως τον ονοµάζει το Χρονικό του Μορέως, ήταν να δηµιουργήσει καλές σχέσεις µε τον ντόπιο πληθυσµό. Γι’ αυτό και θέλησε από την αρχή να τους διαβεβαιώσει και να τους καθησυχάσει ότι επιθυµούσε την ειρήνη και ότι θα σεβόταν τα προνόµια τους παλιών Βυζαντινών προνοιάριων. Γι’ αυτόν τον λόγο οι περισσότεροι Έλληνες άρχοντες προτί-µησαν να αποδεχθούν τη νέα κατάσταση για να µη χάσουν τα κεκτηµένα τους. Όσο για τον υπόλοιπο πληθυσµό ξέπεσε σε κατάσταση δουλοπαροικίας. Προτού όµως περάσει πολύς καιρός, έφθασαν στον Σαµπλίτ δυσάρεστα νέα από τη Γαλλία που ανήγγειλαν τον θάνατο του αδελφού του και τον υποχρέωναν να επιστρέψει εκεί για να κανονίσει τις οικογενειακές και κληρονοµικές του υποθέσεις. Φεύγοντας άφησε βάιλό του τον Βιλεαρδουίνο, µε τη συµφωνία ότι αν περάσει ένας χρόνος και ο Σαµπλίτ ή άλλος συγγενής του δεν επιστρέψουν για να παραλάβουν την ηγεµονία αυτή να µείνει στα χέρια του ίδιου. Η συµφωνία επικυρώθηκε και υπογράφηκε και από τα δύο µέρη. Στο προβλεπόµενο αυτό διάστηµα του ενός έτους, ο Σαµπλίτ δεν µπόρεσε να επιστρέψει και στη θέση του έστειλε τον ανιψιό του Ροβέρτο. Ο Βιλεαρδουίνος όµως αγρυπνούσε. Φρόντισε µε κάθε µέσο να εµποδίσει τον ερχοµό του επίδοξου διαδόχου και να καθυστερήσει τη µεταξύ τους συνάντηση, έτσι ώστε να λήξει η προθεσµία που είχε τεθεί για τη διεκδίκηση του πριγκιπάτου και αυτό να µείνει στην εξουσία του. Το σχέδιό του πέτυχε και έτσι ο Ροβέρτος που έχασε την προθεσµία για λίγες µόνο ηµέρες αναγκάστηκε να γυρίσει στη Γαλλία άπρακτος.

Η δυναστεία των ΒιλεαρδουίνωνΜετά την αποτυχηµένη προσπάθεια του νεαρού Σαµπλίτ, ο Γοδεφρείδος Βιλεαρδουίνος ήταν ελεύθερος να εδραιώσει την κυριαρχία του και να οργανώσει το κράτος του. Το πρώτο που έκανε ήταν να υποτάξει όσες περιοχές αντιστέκονταν ακόµα µε επιχειρήσεις που, όπως είδαµε παραπάνω, ολοκληρώθηκαν γύρω στο 1210. Το επόµενο βήµα ήταν να οργανώσει την κτήση του. Σε όλη τη διάρκεια της διακυβέρνησής του, που κράτησε

Όταν ο Σαµπλίτ και ο Βιλεαρ-δουίνος έφτασαν το 1204 στην

περίπου είκοσι χρόνια, χειρίστηκε τα ζητήµατα του πριγκιπάτου µε σύνεση και κέρδισε την αγάπη και την εκτίµηση Ελλήνων και Φράγκων. Όταν πέθανε τον πένθησαν όλοι και, όπως γράφει χαρακτηριστικά το Χρονικό του Μορέως, «θρήνος εγένετον πολύς εις όλον τον Μορέαν, διατί τον είχαν ακριβόν, πολλά τον αγαπούσαν δια την καλήν του αφεντίαν, την φρόνεσιν όπου είχεν».Τον Γοδεφρείδο Α’ διαδέχθηκε ο γιος του Γοδεφρείδος Β’ το 1218. Αυτός υπήρξε πολύ µετριοπαθής ηγεµόνας και κύριο χαρακτηριστικό της πολιτικής του ήταν η αποφυγή συγκρούσεων τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Δεν συνέβη το ίδιο και µε τον λατινικό κλήρο, µε τον οποίο ήρθε σε προστριβή για οικονοµικούς λόγους, εφόσον αυτός αρνήθηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες που προέκυπταν από τις φεουδαλικές του υποχρεώσεις. Ο Γοδεφρείδος πήρε αυτό που του ανήκε, κατακρατώντας τα έσοδα από τα εκκλησιαστικά κτήµατα και µε αυτά έχτισε το κάστρο του Χλεµουτσίου. Επιπλέον, η µεταχείριση των Ελλήνων κληρικών ως απλών χωρικών θεωρήθηκε απαράδεκτη. Η στάση του αυτή προκάλεσε την αγανάκτηση του πάπα που τον αφόρισε. Η συµφιλίωση και η άρση του αφορισµού επήλθαν το 1223 µε το κονκορδάτο (σύµβαση) της Ρώµης, βάσει του οποίου επιλύθηκαν όλες οι εκκλησιαστικές διαφορές. Πάντως, εξόν από την έστω και προσωρινή ρήξη του µε τον λατινικό κλήρο, ο Γοδεφρείδος Β’ στάθηκε δίκαιος

Ο Γοδεφρείδος Σαµπλίτ καλεί τον ελληνικό πληθυσµό να υποταχθεί

«Κι αφότου οι Φράγκοι επιάσασιν τη χώρα της Κορίνθου, ο Καµπανέσης ώρισεν διαλα-ληµόν εποίησαν, ότι όσοι απ’ τα περίγυρα των χώρων της Κορίνθου θέλουν να προ-σκυνήσουσιν, να τον δεχθούν δι’ αφέντην, να έχουν τιµήν και ευεργεσίαν, αναδοχήν µεγάλην, οι δε πιαστούν εις πόλεµον ελεηµοσύνη ου µη εύρουν. Ακούσων ταύτα οι άρχοντες και το κοινόν οµοίως, αρχίσασιν να έρχωνται, µικροί τε και µεγάλοι, από το µέρος Δαµαλά και µέχρι εις το Άγιον Όρος, όσοι το ακούσαν ήλθασιν µε προθυµίαν µεγάλην, του Καµπανέση ωµόσασιν δούλοι του ν’ αποθάνουν κ’ εκείνος τους εδέχετον µετά περιχαρίας».Απόσπασµα από το «Χρονικόν του Μορέως», εκδ. Π. Καλονάρου κατά τον κώδικα Κοπεγ-χάγης, Αθήναι 1940, σ. 63.

και επιτυχηµένος ηγεµόνας κατά το πρότυπο του πατέρα του. Η ατυχία και ο καηµός του ήταν η µη απόκτηση απογόνων και γι’ αυτό µετά τον θάνατό του, τα ηνία στην εξουσία του πριγκιπάτου ανέλαβε ο αδελφός του Γουλιέλµος.Ο Γουλιέλµος Βιλεαρδουίνος ήταν εντελώς διαφορετικός σε σύγκριση µε τον αδελφό του. Τολµηρός και γενναίος, έξυπνος και δραστήριος, αποτέλεσε κεντρική φυσιογνωµία στην ιστορία της φραγκοκρατούµενης Ελλάδας. Με την ανάληψη της εξουσίας βάλθηκε να υποτάξει όσες περιοχές του Μοριά παρέµεναν εκτός της κυριαρχίας του. Η Μονεµ-βασιά ήταν ο πρώτος στόχος και µε τη σύµπραξη των κυριότερων Φράγκων ηγεµόνων και της Βενετίας ο Γουλιέλµος την κατέλαβε έπειτα από σκληρή πολιορκία τριών ετών και αφού οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να υποκύψουν από την πείνα. Επόµενο βήµα του διορατικού Βιλεαρδουίνου ήταν να οχυρώσει τον Μοριά µε τα κάστρα του Μιστρά και της Μάνης, ώστε να ελέγχει τους Μαϊνιώτες και τους ορεσίβιους του Ταΰγετου. Με την ολοκλήρωση των πολεµικών του επιτευγµάτων ο Γουλιέλµος έφθασε το πριγκιπάτο στον

Έτσι περιγράφει το «Χρονικό του Μορέως» την αντίδραση των Ελλήνων απέναντι στον Φράγκο κατακτητή, ο οποίος κάλεσε τον πληθυσµό να υποταχθεί σε εκείνον, υποσχό-µενος ειρήνη και ευηµερία. Και σε άλλο σηµείο όµως έχουµε περιγραφή της ελληνικής αντίδρασης και πιο συγκεκριµένα των αρχόντων: «Ακούσων ταύτα οι άρχοντες, όλοι το επροσκυνήσαν απόστειλαν καταπαντού τους αποκρισαρίους τους, ένθα έξευραν ότι ήασασιν φίλοι και συγγενείς τους το πράγµα τους εδήλωσαν κ’ επληροφόρησάν τους αφροντισίαν τους έστειλαν από τον Καµπανέσην όσοι βούλονται απελθείν του να έχουν προσκυνήσει, τα ιγονικά τους να έχουσιν κι άλλα πλείον να τους δώσει όσοι το αξιάζουν κι ωφελούν τιµήν µεγάλην να έχουν.Κι ως το ήκουσαν οι άρχοντες και το κοινόν οµοίως, αρχίσαν και ερχόντισαν κ’ επρο-σκυνούσαν όλοι, κι αφότου εσωρεύτησαν εκεί εις την Ανδραβίδα, το αρχοντολόγι του Μορέως, όλης της Μεσαρέας, εποίκασιν συµβίβασιν µετά τον Καµπανέσην, ότι όλα τα αρχοντόπουλα, όπου είχασιν προνοίες, να έχουσιν ο κατά εις, προς τη ουσίαν όπου είχεν, την ανθρωπέαν και την στρατείαν, τόσο να του ενεµείνη, και τ’ άλλο το περσότε-ρον να µερίζου οι Φράγκοι και οι χωριάτες των χωριών να στέκουν ωσάν τους ηύραν». Απόσπασµα από το «Χρονικόν του Μορέως», σ. 69.

Η οργάνωση του πριγκιπάτου της Αχαΐας

Μετά την κατάκτηση του Μοριά και την εδραίωση των Φράγκων ως νέων κατακτητών, έπρεπε να οργανωθεί η καινούργια ηγεµονία. Ο Γουλιέλµος Σαµπλίτ έλαβε τον τίτλο του πρίγκιπα και διαίρεσε το κράτος του σε δώδεκα βαρονίες, των οποίων αναλυτικό κατάλογο µας δίνει το «Χρονικό του Μορέως» µαζί µε τα ονόµατα των βαρόνων στους οποίους διανεµήθηκαν. Αυτοί ήταν Φράγκοι ιππότες που είχαν ακολουθήσει τον Σαµπλίτ και είχαν συµµετάσχει στην κατάκτηση και δέθηκαν µαζί του µε όρκους υποτέλειας. Κάθε βαρονία ήταν κατανεµηµένη σε µικρότερα φέουδα. Εκείνοι που κατείχαν έστω τέσσερα φέουδα αποκαλούνταν φλαµουριάριοι. Με τον τρόπο αυτό µεταφυτεύθηκε στην Πελοπόννησο το φεουδαρχικό σύστηµα της Δύσης.Ο πρίγκιπας και οι βαρόνοι συγκροτούσαν τη Μεγάλη Κούρτη, δηλαδή ένα συµβούλιο αρµόδιο να αποφασίζει για σοβαρά θέµατα εξωτερικής ή εσωτερικής πολιτικής, που απασχολούσαν το πριγκιπάτο. Παράλληλα, λειτουργούσε και ως δικαστήριο για ποινικά αδικήµατα και υποθέσεις που αφορούσαν περιουσιακές διαφορές. Ο πρίγκιπας δεν ήταν ανεξέλεγκτος, αντίθετα, ήταν υποχρεωµένος να σέβεται τις συλλογικές αποφάσεις. Κάθε βαρόνος είχε το δικαίωµα να διατηρεί δικό του δικαστήριο µέσα στα εδαφικά του όρια καθώς και να χτίζει κάστρα χωρίς να ζητά ειδική άδεια. Δεν ίσχυε όµως το ίδιο όταν επιθυµούσε να ταξιδέψει εκτός των συνόρων του πριγκιπάτου, οπότε έπρεπε να το επι-τρέψει ο πρίγκιπας και µόνο εφόσον υπήρχε σοβαρή αιτία. Αν δεν επέστρεφε µέσα σε καθορισµένο χρονικό διάστηµα, τότε κινδύνευε να χάσει όλη του την περιουσία. Βασική υποχρέωση των βαρόνων ήταν η προσφορά στρατιωτικής υπηρεσίας, είτε συµµετέχο-ντας στον στρατό της ηγεµονίας είτε φρουρώντας τα κάστρα.Πρωτεύουσα του πριγκιπάτου ήταν η Ανδραβίδα. Εκεί έδρευε και ο επίσκοπος της Ωλέ-νης, της σηµαντικότερης επισκοπής µετά την αρχιεπισκοπή της Πάτρας. Η εκκλησιαστική οργάνωση περιλάµβανε συνολικά επτά επισκοπές από τις οποίες οι δύο ήταν βενετικές, αυτές της Μεθώνης και της Κορώνης. Ο ορθόδοξος ελληνικός πληθυσµός δεν πιέστηκε πάρα πολύ να εγκαταλείψει το δόγµα του, ωστόσο οι ορθόδοξοι αρχιερείς εκδιώχθηκαν για να αντικατασταθούν από καθολικούς. Στους απλούς ιερείς επιτράπηκε να συνεχίσουν να ασκούν τα πνευµατικά τους καθήκοντα.

Η Αχαΐα, όπως απεικονίζεται σε ξυλογραφία του 15ου αιώνα από

κολοφώνα της δύναµής του. Η φιλοδοξία του όµως να επιβληθεί στο µεγαλύτερο µέρος της Ελλάδας θα τον οδηγούσε σταδιακά, όπως άλλοτε τον Σγουρό, στην καταστροφή.Η αφορµή για να διευρύνει το κράτος του δόθηκε µε τον θάνατο της δεύτερης συζύγου του, Καριντάνας ντάλε Κάρτσερι, η οποία ήταν κόρη του Ρικάρντο ντάλε Κάρτσερι του ενός από τους τριτηµόριους της Εύβοιας. Αυτό το 1/3 αποτελούσε την προίκα της και µε αυτό το σκεπτικό ο Γουλιέλµος πρόβαλε αξιώσεις, οι οποίες δεν έγιναν δεκτές από τους δύο άλλους τριτηµόριους. Έτσι, ο Γουλιέλµος κατά την προσφιλή του τακτική, κατέφυγε για άλλη µια φορά στα όπλα. Με τη διαφορά ότι δεν είχε πλέον συµµάχους, διότι η αυξανόµενη τάση του για επέκταση είχε ανησυχήσει τους υπόλοιπους Φράγκους ηγεµόνες όπως και τη Βενετία. Όταν λοιπόν ο Γουλιέλµος ζήτησε τη βοήθεια του Γκυ Α’ ντε λα Ρος των Αθηνών και εκείνος αρνήθηκε να βοηθήσει, ξέσπασε πόλεµος ανά-µεσα στους Φράγκους που χωρίστηκαν σε δύο στρατόπεδα: Το ένα αποτελείτο από τον Βιλεαρδουίνο και όσους συµµάχους του έµειναν πιστοί και το άλλο ο ντε λα Ρος µε τον µαρκήσιο της Βοδονίτσας, τον βαρόνο των Σαλώνων, της Καρύταινας και της Βελιγο-στής και τους Σαιντ-Οµέρ των Θηβών που ήταν ανιψιοί του Γκυ ντε λα Ρος. Η αποφασιστική µάχη δόθηκε στην τοποθεσία Καρύδι κοντά στα σηµερινά Μέγαρα. Ο ντε λα Ρος ηττήθηκε κατά κράτος και όχι µόνο αυτό, αλλά υποχρεώθηκε να παρουσια-στεί και στη µεγάλη Κούρτη (το ανώτατο δικαστήριο που απάρτιζαν βαρόνοι και ιερείς) για να απολογηθεί. Ο Γκυ παρουσιάστηκε απτόητος και η εντυπωσιακή του παρουσία καθώς και το αγέρωχο ύφος του κατέπληξαν την Κούρτη η οποία αποφάνθηκε ότι δεν ήταν αρµόδια να τον κρίνει και τον παρέπεµψε απευθείας στον βασιλιά της Γαλλίας. Ο βαρόνος της Καρύταινας, όµως, κρίθηκε ένοχος, ωστόσο έτυχε συγχώρεσης από τον Βιλεαρδουίνο και το ζήτηµα έκλεισε εκεί.Αφορµή για πολεµικές περιπέτειες, ωστόσο, έδωσε και ο τρίτος γάµος του Γουλιέλµου µε την Άννα Αγγελίνα Κοµνηνή της Ηπείρου. Ο πεθερός του, Μιχαήλ Β’, βρισκόταν σε πόλεµο µε τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο, αυτοκράτορα της Νίκαιας και χρειαζόταν ενισχύ-σεις άµεσα. Ο Βιλεαρδουίνος ανταποκρίθηκε στο κάλεσµα και έσπευσε µε τις δυνάµεις του, καθώς και µε άλλες φραγκικές ενισχύσεις. Η συµµαχία όµως Ελλήνων και Φράγκων δεν έµελλε να έχει καλό τέλος και αυτό εξαιτίας µιας διαµάχης που προκλήθηκε µεταξύ του Γουλιέλµου και του Ιωάννη, νόθου γιου του Μιχαήλ Β’. Η οργή του τελευταίου ήταν τόσο µεγάλη, ώστε έφτασε στο σηµείο να πάει µε το µέρος του εχθρού. Ο πατέρας του,

Άποψη του κάστρου του Χλε-µουτσίου, το οποίο έχτισε στις

που έµαθε εγκαίρως τις προθέσεις του, έφυγε κρυφά, αφήνοντας τους Φράγκους να τα βγάλουν πέρα µόνοι τους. Ο Γουλιέλµος σκέφτηκε να αποχωρήσει, τον συγκράτησε όµως ο βαρόνος της Καρύταινας, ντε Μπρυγιέρ, µε το επιχείρηµα ότι οι δικές τους δυνάµεις ήταν µεν λιγότερες αλλά περισσότερο οµοιογενείς. Ο πρίγκιπας έκανε το ολέθριο λάθος να τον ακούσει και να οδηγηθεί στη µάχη της Πελαγονίας (στη δυτική Μακεδονία) το 1259, όπου γνώρισε καταστροφική ήττα και ο ίδιος πιάστηκε αιχµάλωτος. Η αιχµαλωσία του ηγεµόνα της Αχαΐας κράτησε τρία χρόνια. Στο µεταξύ, ο Μιχαήλ Η’ το 1261 πέτυχε να ανακτήσει την Κωνσταντινούπολη, δίνοντας τέλος στη λατινική αυτο-κρατορία που είχε ιδρυθεί το 1204, αλλά δεν είχε καταφέρει ποτέ να ισχυροποιηθεί. Στο πριγκιπάτο η ανησυχία αυξανόταν όσο περνούσε ο καιρός, καθώς έλειπε το στιβαρό χέρι που χρειαζόταν για τη διακυβέρνησή του. Υπό αυτές τις συνθήκες η Άννα Αγγελίνα συγκρότησε τη µεγάλη Κούρτη που έµεινε γνωστή ως Παρλαµέντο των γυναικών, γιατί απλούστατα οι άντρες τους είτε είχαν σκοτωθεί ή αιχµαλωτιστεί στην Πελαγονία και εκείνες όφειλαν να βρουν τον τρόπο να τους φέρουν πίσω, όσοι τουλάχιστον ζούσαν. Αποφασίστηκε καταρχάς να κληθεί ο Γκυ ντε λα Ρος που βρισκόταν στη Γαλλία και να αναλάβει τα ηνία του πριγκιπάτου µέχρι να γίνει εφικτή η επιστροφή του Γουλιέλµου. Πράγµατι ο ντε λα Ρος δέχθηκε να πάρει αυτή την ευθύνη, ενώ παράλληλα ξεκίνησαν και οι διαπραγµατεύσεις για την απελευθέρωση του Βιλεαρδουίνου. Οι όροι που έθεσε ο Μιχαήλ Η’ δεν ήταν καθόλου εύκολοι: απαιτούσε την παράδοση των κάστρων της Μονεµβασιάς, της Μάνης και του Μιστρά, κάτι που θα σήµαινε αυτοµάτως τη στρατιω-τική αποδυνάµωση της Αχαΐας. Το δίληµµα όµως ήταν στυγνό και η επιλογή µονόδρο-µος για τις γυναίκες της Κούρτης που επιθυµούσαν πάνω απ’ όλα την επιστροφή των συζύγων τους. Οι όροι έγιναν δεκτοί και µετά την παράδοση των κάστρων ο Γουλιέλµος αφέθηκε ελεύθερος να γυρίσει στον τόπο του.

Οι επίγονοι του Βιλεαρδουίνου και το τέλος της δυναστείαςΟ Γουλιέλµος Βιλεαρδουίνος είχε καταφέρει να επιστρέψει στο κράτος του, όµως τίποτα δεν ήταν πλέον ίδιο. Ήταν σε θέση να καταλάβει ότι η επικράτειά του είχε αποδυ-ναµωθεί και ότι το µέλλον του πριγκιπάτου του ήταν στην ουσία αβέβαιο. Ο ίδιος είχε παντρευτεί τρεις γυναίκες, χωρίς να αποκτήσει αρσενικό διάδοχο. Ο γάµος του µε την Άννα Αγγελίνα της Ηπείρου είχε ευλογηθεί µόνο µε δύο κορίτσια, την πρωτότοκη

Ο χαρισµατικός ηγεµόνας Γουλι-έλµος Βιλεαρδουίνος, επιτυγχά-

Ένας από τους σηµαντικότερους στόχους του Βιλεαρδουίνου

Ισαβέλλα (γνωστή και ως κυρά του Μορέως), που θα ήταν και η διάδοχός του, και την µικρότερη Μαργαρίτα. Το κράτος του χρειαζόταν ένα γερό στήριγµα και αυτό µπο-ρούσε να βρεθεί µόνο στο πρόσωπο ενός ισχυρού προστάτη. Ο Βιλεαρδουίνος έκρινε ότι αυτός θα ήταν ο Κάρολος Α’ Ανζού, βασιλιάς της Σικελίας και Νεάπολης. Ξεκίνησε λοιπόν µαζί του συνεννοήσεις οι οποίες περιλάµβαναν και το συνοικέσιο µεταξύ της κόρης του Ισαβέλλας και του γιου του Κάρολου, Φίλιππου, ενώ ο ίδιος ο Γουλιέλµος θα γινόταν υποτελής του Καρόλου. Οι διαπραγµατεύσεις καρποφόρησαν κυρίως γιατί ο Ανζού επιθυµούσε σφοδρά να επεκτείνει την κυριαρχία του σε περισσότερα εδάφη και αυτός ήταν ένας τρόπος, έστω και έµµεσος, προκειµένου να το πετύχει.Το 1271 πραγµατοποιήθηκε ο γάµος µεταξύ του Φίλιππου και της Ισαβέλλας, που ήταν δεκαπέντε και δώδεκα ετών αντίστοιχα. Ο Βιλεαρδουίνος επέστρεψε στο πριγκιπάτο του απόλυτα ικανοποιηµένος µε την έκβαση των πραγµάτων. Είχε κάνει ό,τι µπορούσε προκειµένου να εξασφαλίσει τη βιωσιµότητα του κράτους του έπειτα από χρόνια πολε-µικών προσπαθειών. Μετά τον θάνατό του το 1278, η γενιά των Βιλεαρδουίνων θα συνεχιζόταν µε θηλυγονία και η εξουσία της ηγεµονίας θα περιερχόταν στους επικυρί-αρχούς της µε ό,τι αυτό θα συνεπαγόταν.Η Ισαβέλλα, µετά τον θάνατο του πατέρα της, παρέµενε στην Αυλή του Καρόλου, τον οποίο είχε διαδεχθεί ο γιος του Κάρολος Β’, αν και ήταν ήδη χήρα καθώς ο Φίλιππος είχε στο µεταξύ πεθάνει. Η ηγεµονία της Αχαΐας διοικούνταν από τους διάφορους βαίλους που διόριζε ο Κάρολος, αλλά όπως ήταν επόµενο η έλλειψη στιβαρής διακυ-βέρνησης από έναν ηγεµόνα που θα ενδιαφερόταν πραγµατικά είχε δηµιουργήσει πολλά προβλήµατα. Εξαιτίας αυτής της κατάστασης οι δύο σηµαντικότεροι βαρόνοι του πριγκι-πάτου, ο Ιωάννης ντε Σοντερόν και ο Γοδεφρείδος ντε Τουρναί πήραν την πρωτοβουλία να ζητήσουν από τον Κάρολο Β’ να παντρέψει την Ισαβέλλα µε έναν σύζυγο άξιο να λάβει στα χέρια του τις τύχες της Αχαΐας και να της δώσει σταθερότητα. Η παράκλησή τους εισακούστηκε και ως πιο κατάλληλος σύζυγος κρίθηκε ο Φλωρέντιος ντ’ Αινώ, ιππότης γενναίος και ευγενικός. Ο γάµος τους έγινε το 1289 και το πριγκιπικό ζεύγος αναχώρησε αµέσως για τον Μοριά. Ο Φλωρέντιος ως ηγεµόνας αποδείχτηκε ικανός και δραστήριος. Φρόντισε για τους Έλληνες δουλοπάροικους που κυριολεκτικά λιµοκτονούσαν και θέλησε να καταστείλει τις αυθαιρεσίες των Φράγκων φεουδαρχών που µετά από χρόνια ουσιαστικής ακυβερνη-

Τµήµα του ψηφιδωτού της Δέη-σης, από τη νότια πτέρυγα του

Σχεδιαστική αποτύπωση του οικοσήµου του βασιλιά Σικε-

Κάρολος Α’ Ανζού

Γεννήθηκε το 1226. Ήταν κόµης της Προβηγκίας, γιος του Λουδοβίκου Η’, βασιλιά της Γαλλίας.Το 1266 ο Κάρολος µε τη βοήθεια του πάπα, απέσπασε το βασίλειο της Σικελίας και Νεαπόλεως ύστερα από τη µάχη του Βενεβέντο, νικώντας τον Μαµφρέδο που βασίλευε έως τότε. Κύριος στόχος του ήταν η επέκταση στην Ανατολή και για τον λόγο αυτό το 1267 επιτέθηκε στην Κέρκυρα, την οποία και κατέλαβε. Σηµαντικότερο επίτευγµά του όµως, ήταν η απόκτηση των δικαιωµάτων στις φραγκικές κτήσεις της λατινικής αυτο-κρατορίας από τον έκπτωτο αυτοκράτορα Βαλδουίνο Β’. Παράλληλα, εξασφάλισε και την έµµεση κυριαρχία στο πριγκιπάτο της Αχαΐας, καθώς ο Γουλιέλµος Βιλεαρδουίνος του δήλωσε υποτέλεια. Η συµµαχία του Καρόλου µε τους Σέρβους και τους Βούλγαρους ανησύχησε τη Βυζαντινή αυτοκρατορία που είχε ανασυστηθεί το 1261 από τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο. Η υποχρεωτική συµµετοχή του πρώτου το 1270 σε µια σταυροφορία του αδελφού του Λουδοβίκου Θ’ βασιλιά της Γαλλίας στην Τυνησία, ανέβαλε για λίγο τις κατακτητικές του επιχειρήσεις. Όµως, τη χρονική περίοδο 1271-72 έστειλε στον Μοριά στρατεύµατα µε σκοπό να ανακόψει την προέλαση των Βυζαντινών. Μέχρι το 1273 ο Κάρολος είχε καταφέρει να συνασπίσει όλους τους εχθρούς του βυζαντινού κράτους, Λατίνους, Σλάβους και Αλβανούς. Τότε ο Μιχαήλ όντας σε δύσκολη θέση, αναγκάστηκε παρά τις αντιδράσεις του ποιµνίου, να προχωρήσει στην ένωση των Εκκλησιών, προκει-µένου να εξασφαλίσει τη βοήθεια του πάπα Γρηγορίου του Ι’, του µοναδικού ανθρώπου που µπορούσε να συγκρατήσει τον Κάρολο. Πράγµατι εκείνος υποχώρησε και δέχθηκε εκεχειρία έως το 1276.Η ανάσχεση των σχεδίων του φιλόδοξου Ανζού έδωσε ανάσα στον Παλαιολόγο και τον βοήθησε να κινηθεί διπλωµατικά στο παρασκήνιο, υποσκάπτο-ντας τη θέση του αντιπάλου του µέσα στο ίδιο το βασίλειό του. Το 1282 ξέσπασε µια φοβερή επανάσταση, γνωστή ως «Σικελικός Εσπερινός», που έθεσε τέλος στην εξουσία του Καρόλου στη Σικελία. Το µόνο που του απέµενε ήταν να σώσει τις ηπειρωτικές κτήσεις του στην Ιταλία, εγκαταλείποντας οριστικά τις επεκτατικές βλέψεις του. Πέθανε το 1285.

σίας είχαν αποθρασυνθεί. Όµως, ήταν πολύ αργά. Είχε περάσει πάρα πολύς καιρός από την εποχή της κατάκτησης και το πριγκιπάτο βρισκόταν σε καθοδική τροχιά. Επιπλέον, και ο ίδιος ο Φλωρέντιος είχε την ίδια µοίρα µε τους Βιλεαρδουίνους προκατόχους του, πέθανε δηλαδή δίχως να αξιωθεί αρσενικό διάδοχο. Από τον γάµο του µε την Ισαβέλλα δεν απέκτησε παρά µία κόρη, τη Ματθίλδη ή Μαχώ, που θα ήταν και η κληρονόµος του. Ύστερα από τον θάνατο και του δεύτερου συζύγου της, η Ισαβέλλα προχώρησε και σε τρίτο γάµο µε τον κατά είκοσι χρόνια νεότερό της Φίλιππο της Σαβοΐας. Πριν από αυτό και ύστερα από εισήγηση των συµβούλων της, φρόντισε να παντρέψει την κόρη της µε τον Γκυ Β’ ντε λα Ρος, τον νεαρό δούκα των Αθηνών. Ο νέος σύζυγός της απο-δείχθηκε καταστροφικός εξαιτίας της φιλοχρηµατίας και της σκληρότητάς του. Επειδή όµως αυτός ο γάµος είχε γίνει χωρίς την άδεια του επικυρίαρχου Κάρολου Β’ βρέθηκε το πρόσχηµα για να αποµακρυνθεί το 1307, αφού έτσι και αλλιώς Έλληνες και Φράγκοι δεν µπορούσαν πλέον να ανεχθούν την παρουσία του. Τον ακολούθησε και η Ισαβέλλα η οποία πέθανε το 1311 στο Αινώ (στη σηµερινή Ολλανδία).Η µοίρα δεν στάθηκε ευνοϊκή στην πριγκίπισσα της Αχαΐας και το ίδιο συνέβη και στην κόρη της Ματθίλδη (ή Μαχώ). Όπως και η µητέρα της, χήρεψε σε νεαρή ηλικία και έλαβε σε δεύτερο γάµο ως σύζυγο τον Λουδοβίκο της Βουργουνδίας. Αυτό έγινε µε την άδεια του νέου επικυρίαρχου, του γιου του Καρόλου, Φίλιππου του Τάραντα. Η Ματθίλδη όµως βρέθηκε στην ανάγκη να υπερασπίσει τα κληρονοµικά της δικαιώµατα πάνω στο πριγκιπάτο ενάντια στη θεία της Μαργαρίτα που επίσης το διεκδικούσε. Προ-κειµένου να ενισχύσει τη θέση της, είχε παντρέψει την κόρη της µε τον γιο του βασιλιά της Αραγονίας, Φερδινάνδο. Αποφασιστική µάχη δόθηκε στη Μανωλάδα της Ηλείας, όπου οι δυνάµεις του Λουδοβίκου και της Ματθίλδης υπερίσχυσαν. Δυστυχώς όµως για τη Ματθίλδη ο Λουδοβίκος έναν µήνα µετά πέθανε δηλητηριασµένος από τον κόµη Ιωάννη της Κεφαλονιάς.Η κακοτυχία της Ματθίλδης δεν σταµάτησε εκεί. Τον Φίλιππο του Τάραντα είχε διαδε-χθεί στην επικυριαρχία της ηγεµονίας ο Ροβέρτος ντ’ Ανζού βασιλιάς της Νεάπολης. Εκείνος ήθελε οπωσδήποτε το πριγκιπάτο και εκβίασε τη Ματθίλδη να παντρευτεί τον αδελφό του Ιωάννη της Γκραβίνας. Η σθεναρή άρνησή της και ο µυστικός της γάµος µε τον ιππότη Ούγο ντε λα Παλίς έδωσαν στον Ροβέρτο το πρόσχηµα που γύρευε για να

Λεπτοµέρεια νωπογραφίας στην οποία απεικονίζεται ο κόµης

της αφαιρέσει την κληρονοµιά της. Η ίδια η Ματθίλδη έµεινε αιχµάλωτη στα χέρια του µέχρι τον θάνατό της το 1311. Ήταν η τελευταία της γενιάς των Βιλεαρδουίνων. Πεθαί-νοντας µεταβίβασε όλα της τα δικαιώµατα στον ανιψιό της, Ιάκωβο της Μαγιόρκας.

Οι διάδοχοι των Βιλεαρδουίνων και το τέλος του πριγκιπάτουΜετά το άδοξο τέλος της δυναστείας των Βιλεαρδουίνων η εξουσία περιήλθε στα µέλη της βασιλικής οικογένειας των Ανζού της Νεαπόλεως, οι οποίοι κυβερνούσαν το πρι-γκιπάτο κατά βάση µε αντιπροσώπους. Μόνη εξαίρεση αποτέλεσαν ο Ροβέρτος του Τάραντα και η µητέρα του, η Αικατερίνη του Βαλουά, που παρέµειναν στην Αχαΐα για δύο χρόνια. Τότε σηµειώθηκε και η έλευση της µεγάλης τραπεζιτικής οικογένειας των Φλωρεντινών Ατζαγιόλι στα πελοποννησιακά χώµατα, η παρουσία της οποίας ωφέλησε γενικά την ηγεµονία. Ο 14ος αιώνας όµως στάθηκε µια εποχή δύσκολη και σηµαδεύτηκε κυρίως από την εισβολή Καταλανών και Ναβαρραίων µισθοφόρων που προξένησαν συµ-φορές. Ως διεκδικητής του πριγκιπάτου εµφανίστηκε ο Ιάκωβος ντε Μπω, Ναβαρραίος πρίγκιπας που θεµελίωνε τις αξιώσεις του από τον γάµο του µε την Ιωάννα βασίλισσα

Ο Φλωρέντιος ντ’ Αινώ πρίγκιπας της Αχαΐας

Μετά τον θάνατο του πρώτου συζύγου της, Φίλιππου, επιτράπηκε στην Ισαβέλλα Βιλε-αρδουίνη να συνάψει δεύτερο γάµο µε τον Φλωρέντιο ντ’ Αινώ, δισέγγονο του πρώτου Λατίνου αυτοκράτορα Βαλδουίνου Α’. Η άδεια δόθηκε από τον Κάρολο Β’ Ανζού, για να µπει µια τάξη στο πριγκιπάτο, το οποίο κυβερνιόταν από βαίλους που δεν ήταν σε θέση να ασκήσουν ουσιαστική και αποτελεσµατική εξουσία. Το «Χρονικό του Μορέως» περιγράφει την άφιξή του στα πελοποννησιακά χώµατα, που βρίσκονταν σε τραγική κατάσταση από τις διαρκείς πολεµικές συγκρούσεις και τις συµβουλές που δέχθηκε προκειµένου να κάνει ανακωχή µε τους Βυζαντινούς του Μοριά µε σκοπό να δει ο τόπος καλύτερες ηµέρες:«Ηύρεν γαρ ο πρίγκιπας τον δεµοσιακόν τόπον εξηλειµµένον παντελώς από τους ρογα-τόρους και του ρηγός τες εξουσίες όπου τον ερηµώσαν. Βουλήν εζήτησεν όλων το πώς να έχη πράξει, και όλοι οι φρονιµότεροι είπαν κ’ εσυµβουλέψαν, ότι αν θέλη να κραή

της Νεαπόλεως. Μετά τον θάνατό του το 1383 την εξουσία κατέλαβε η Εταιρεία των Ναβαρραίων και έπειτα διαδοχικά ο Κεντυρίων Ζαχαρίας, απόγονος της οµώνυµης ισχυ-ρής γενοβέζικης οικογένειας που δραστηριοποιήθηκε στον ελλαδικό χώρο.Οι καιροί ωστόσο είχαν αλλάξει δραµατικά. Το πριγκιπάτο είχε χάσει την παλιά του αίγλη και συρρικνωθεί εδαφικά. Στις αρχές του 15ου αιώνα, ο Κεντυρίων Ζαχαρίας αντι-µετώπιζε την απειλή από το γειτονικό δεσποτάτο του Μιστρά. Ο Θωµάς Παλαιολόγος τον πολιόρκησε στο κάστρο της Χαλανδρίτσας και ο τελευταίος ηγεµόνας της Αχαΐας προτίµησε να βρει συµβιβαστική λύση, παντρεύοντας την κόρη του µε τον πολιορκητή του. Έτσι, το 1432 καταλύθηκε ειρηνικά η λατινική κυριαρχία στον Μοριά. Έπειτα από σχεδόν δύο αιώνες, το πριγκιπάτο πέρασε σε ελληνικά χέρια έως το 1463, οπότε ξεκί-νησε η οθωµανική περίοδος.

Η ίδρυση του δουκάτου των Αθηνών και η δυναστεία των ντε λα ΡοςΗ ιστορία του γαλλικού δουκάτου των Αθηνών ξεκινά µε τη δυναστεία των ντε λα Ρος. Ο

µάχην µε τους Ρωµαίους, ακόµη και χειρότερα θέλει απορήσει ο τόπος αλλά αν θέλη βούλεται τον τόπον αναστήσει, αγάπη ας ποιήση µετ’ αυτούς ειρηνικήν, στερέαν, να οµόση µε τον βασιλέα να στήκη πάντα η αγάπη. Εν τούτω εδόθη η βουλή κ’ εστέρξανέ τον όλοι, κι απέστειλεν ο πρίγκιπας µαντατοφόρους δύο στην περιεχούσαν κεφαλήν όπου ήτον στον Μορέαν ετότε γαρ του βασιλέως εκείνες τες ηµέρες, παραδηλώντα, λέγοντα το πώς ήλθεν ενταύτα ο αφέντης πρίγκιπας Μορέως, σ’ όσον κρατούν οι Φρά-γκοι, κ’ ηύρεν τον τόπον έρηµον, τελείως εξηλειµµένον. Κ’ ερώτησε και είπαν του ότι εκ της µάχης ήτον, όπου είχεν γαρ ο βασιλέας µετά το πριγκιπάτο επεί της µάχης τα έργατα ετούτα προξενούσιν τους τόπους τους καλλιώτερους όπου είναι από τον κόσµον, η µάχη γαρ τους καταλεί, τελείως τους ερηµάζει. Λοιπόν, αν θέλη, ορέγεται να ποιήσουσιν αγάπην, να του µηνύσει απόκρισιν, να µάθη την βουλήν του.Το ακούει το η κεφαλή, ονόστιµον του, εφάνη, επαίνεσε τον πρίγκιπα δια φρόνιµον αφέντην». Απόσπασµα από το «Χρονικό του Μορέως», εκδ. Π. Καλονάρου κατά τον κώδικα Κοπεγ-χάγης, Αθήναι 1940, σ. 350-351.

Προµετωπίδα χειρόγραφης έκδοσης του 1448 από το «Χρο-

ιδρυτής της Όθων ανήκε όπως είδαµε στην ακολουθία του Βονιφάτιου Μοµφερρατικού, όταν εκείνος ξεκίνησε για να καταλάβει τη Νότια Ελλάδα. Με την παραχώρηση από τον πρώτο των περιοχών της Αττικοβοιωτίας και της Μεγαρίδας, θεµελίωσε την επικράτειά του παίρνοντας παράλληλα τον τίτλο του Μέγα Κύρη. Η νέα ηγεµονία κυβερνήθηκε από τον Όθωνα για µια εικοσαετία. Κατά την περίοδο αυτή µερίµνησε για την καλή οργάνωση του κράτους του όσο και για τη στρατιωτική του θωράκιση. Επιπλέον, προσέθεσε στα εδάφη του το Άργος και το Ναύπλιο, που του παραχώρησε ο πρίγκιπας της Αχαΐας ως ανταµοιβή για τη βοήθειά του εναντίον του Λέοντα Σγουρού. Στη διάρκεια αυτής της εικοσαετίας σοβαρό πρόβληµα αντιµετώπισε µε τον λατινικό κλήρο, όπως και ο Γοδεφρείδος Βιλεαρδουίνος µε τον οποίο µοιράστηκε τον παπικό αφορισµό. Το 1225 όµως αποφάσισε να εγκαταλείψει την ηγεµονία του και την Ελλάδα και να επιστρέψει στη Βουργουνδία, για την οποία αισθανόταν µεγάλη νοσταλγία.Με την αναχώρησή του άφησε επικεφαλής στη θέση του τον ανιψιό του Γκυ. Επί των ηµερών του η κτήση γνώρισε µεγάλη ευηµερία και ειδικά η Θήβα αναδείχθηκε σε εµπο-ρικό κέντρο λόγω της ονοµαστής µεταξουργίας της. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο Γκυ την έκανε πρωτεύουσά του αντί για την Αθήνα, όπως ίσως θα περίµενε κανείς. Από τα κυριότερα γεγονότα της εποχής του ήταν η αντίσταση που πρόβαλε στις επεκτατικές τάσεις του Γουλιέλµου Βιλεαρδουίνου. Πρωταγωνίστησε στη µάχη του Καρυδίου, όπου γνώρισε βαριά ήττα από τον αντίπαλό του. Παραπέµφθηκε για να απολογηθεί στον βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο Θ’, κατόρθωσε όµως να κερδίσει την εύνοιά του και όχι µόνο δεν τιµωρήθηκε για τη στάση του απέναντι στον Βιλεαρδουίνο αλλά απέσπασε και τον τίτλο του δούκα. Αµέσως µετά επέστρεψε στην Ελλάδα και ανέλαβε τη διακυ-βέρνηση του πριγκιπάτου της Αχαΐας, καθώς ο Γουλιέλµος είχε πιαστεί αιχµάλωτος από τον Μιχαήλ Η’. Έτσι, ο εχθρός του, αντί να πετύχει την ταπείνωσή του, υποχρεώθηκε να δεχθεί και τη βοήθειά του που την προσέφερε µε ιπποτισµό. Ο Γκυ πέθανε το 1264, αφήνοντας στον γιο του Ιωάννη µια ανθηρή ηγεµονία. Οι µέρες του Ιωάννη ντε λα Ρος σηµαδεύτηκαν από πολλές πολεµικές συγκρούσεις. Ενεπλάκη στη διαµάχη µεταξύ του Βυζαντινού αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ και του Ιωάννη Δούκα, δεσπότη της Νέας Πάτρας (σηµερινή Υπάτη). Ο αυτοκρατορικός στρατός είχε φέρει σε πολύ δύσκολη θέση τον Ιωάννη, ο οποίος κατέφυγε στον Φράγκο ηγεµόνα των

Οι γυναίκες την εποχή της λατινοκρατίας

Οι πληροφορίες που αντλούµε από τις πηγές για τον ρόλο των γυναικών κατά την περίοδο αυτή είναι κάπως περιορισµένες και αφορούν γυναίκες της ανώτερης φραγκι-κής τάξης. Ωστόσο παρουσιάζουν αρκετό ενδιαφέρον, καθώς η ζωή ορισµένων υπήρξε αρκετά ταραχώδης. Οι περισσότερες γυναικείες προσωπικότητες για τις οποίες έχουµε στοιχεία σχετίζονται µε τις πολιτικές εξελίξεις τις εποχής τους και είχαν κάποιο ρόλο σε αυτές. Αυτό όµως δεν σηµαίνει σε καµία περίπτωση πως δρούσαν ανεξάρτητα, αντι-θέτως η εξάρτηση από τους άνδρες ήταν πάντα εµφανής. Σε κάποιες περιπτώσεις χρη-σιµοποιήθηκαν και ως «πιόνια», όπως συνέβη µε την Ισαβέλλα Βιλεαρδουίνη την οποία ο W. Miller χαρακτηρίζει ως «µία από τις πιο περίεργες φυσιογνωµίες στην πινακοθήκη των γυναικών της Λατινικής Ανατολής» και «θύµα δυναστικών συµφερόντων». Εξίσου δύσκολη υπήρξε και η ζωή της κόρης της Ματθίλδης (ή Μαχώς) ντ’ Αινώ, η οποία ύστερα από πολλές περιπέτειες πέθανε αιχµάλωτη στα χέρια του επικυρίαρχου της Ροβέρτου του Τάραντα. Άλλες φορές τις βλέπουµε πρωταγωνίστριες σε ραδιουργίες και πολιτικά παιχνίδια, όπως τη Μαργαρίτα Βιλεαρδουίνη, αδελφή της Ισαβέλλας, γνωστή ως κυρά της Άκοβας, η οποία κινήθηκε δραστήρια προκειµένου να κερδίσει το πριγκι-πάτο της Αχαΐας, χωρίς όµως να καταφέρει να πετύχει τον στόχο της. Μεγάλο ρόλο για την πορεία της ζωής τους και την προάσπιση των συµφερόντων τους έπαιζε και η επιλογή συζύγου, ειδικά αν έµεναν χήρες και αποφάσιζαν να προχωρήσουν σε δεύτερο γάµο. Ο εξαναγκασµός ή ο εκβιασµός δεν ήταν συνήθης πρακτική, παρότι συνέβη στην περίπτωση της Ματθίλδης, άσχετα αν τελικά δεν απέδωσε, όπως θα επιθυµούσε ο δυνάστης της. Δεν έλειψαν και τα παραδείγµατα γυναικών που κλήθηκαν να ασκήσουν άµεση πολιτική εξουσία, ως επίτροποι των ανήλικων παιδιών τους. Έτσι έγινε µε την Άννα Αγγελίνα Κοµνηνή, έπειτα από τον θάνατο του συζύγου της Γουλιέλµου, καθώς και µε την ανιψιά της Ελένη, δούκισσα της Αθήνας, που άσκησε την επιτροπεία του ανήλικου γιου της Γκυ. Και πάλι όµως δεν θέλησαν να µείνουν δίχως προστάτη και έτσι η πρώτη έλαβε ως δεύτερο σύζυγο τον Νικόλα Σαιντ Οµέρ, ενώ η δεύτερη τον Βέλθερο Βρυέννιο.

Αθηνών. Χάρη στη γενναιότητα του ντε λα Ρος, που τέθηκε επικεφαλής του φράγκικου στρατού, ο Ιωάννης Δούκας µπόρεσε να ξαναµπεί στη Νέα Πάτρα. Ως αντάλλαγµα για τη βοήθειά του ζήτησε το χέρι της κόρης του Δούκα για τον αδελφό του Γουλιέλµο, ο οποίος πήρε ως προίκα τη Λαµία και το Σιδηρόκαστρο.Δυστυχώς, δεν είχε το ίδιο αίσιο τέλος για τον δούκα των Αθηνών και η αναµέτρησή του µε τον Γενουάτη πειρατή Λικάριο, ο οποίος είχε καταφέρει να πάρει στην κατοχή του σχεδόν όλη την Εύβοια µε την υποστήριξη του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’. Ο Ιωάν-νης, αντιλαµβανόµενος τον κίνδυνο για το κράτος του, ηγήθηκε για άλλη µια φορά ο ίδιος των δυνάµεών του, αυτή τη φορά όµως δεν στάθηκε τόσο τυχερός και στάλθηκε αιχµάλωτος στην Κωνσταντινούπολη. Ο Μιχαήλ Η’ προσπάθησε να του αποσπάσει το Άργος και τη Ναυπλία ως λύτρα για την απελευθέρωσή του, όµως ο ηλικιωµένος Δούκας έµεινε ακλόνητος. Το θάρρος του και η µόρφωσή του αλλά και πολιτικές σκοπιµότητες οδήγησαν τον Μιχαήλ να τον απελευθερώσει τελικά µε χαµηλά λύτρα. Έναν χρόνο µετά, το 1280, ο Ιωάννης πέθανε και τον διαδέχθηκε ο αδελφός του Γουλιέλµος, ο οποίος µε τη σειρά του πέθανε ύστερα από επτά χρόνια αφήνοντας κληρονόµο του δουκάτου τον ανήλικο γιο του Γκυ Β’. Επίτροπός του ήταν η µητέρα του Άννα Δούκαινα, κόρη του Ιωάννη των Νέων Πατρών, που παντρεύτηκε σε δεύτερο γάµο τον Ούγο ντε Μπριέν, κόµη του Λέτσε.Ο Γκυ Β’ ντε λα Ρος ήταν ο τελευταίος της δυναστείας. Νέος, ωραίος και µε πολλά χαρί-σµατα θεωρείτο ως ο καλύτερος ιππότης ανάµεσα στους Φράγκους. Το δουκάτο άκµασε εµπορικά τις ηµέρες της διακυβέρνησής του, τόσο ώστε να βγάλει τρεις σειρές νοµι-σµάτων. Το 1299 παντρεύτηκε τη Ματθίλδη ντ’ Αινώ, παρά το γεγονός ότι η νύφη ήταν µόλις πέντε ετών. Στις µέρες του εµφανίστηκε για πρώτη φορά ο καταλανικός κίνδυνος τον οποίο προσπάθησε να αντιµετωπίσει µε σύνεση και προσοχή. Κατά κακή συγκυρία όµως προσβλήθηκε από κάποια ασθένεια, η οποία και τον οδήγησε στον θάνατο το 1308 χωρίς να προλάβει να αφήσει απογόνους. Ο τελευταίος των ντε λα Ρος τάφηκε στο κιστερκιανό µοναστήρι του Δαφνίου.

Η Καταλανική Εταιρεία και οι Ατζαγιόλι. Το τέλος του δουκάτουΟ Βάλτερ ντε Μπριεν, γιος του Ούγου, ο οποίος είχε παντρευτεί τη µητέρα του Γκυ Β’, Άννα, επιλέχθηκε για να διαδεχθεί τον αποθανόντα Δούκα. Ήταν 30 ετών και σε

Ο βασιλιάς της Γαλλίας, Λου-δοβίκος Θ’, σε ελαιογραφία

αντίθεση µε τους ντε λα Ρος χαρακτηριζόταν από φιλοπόλεµο πνεύµα. Προκειµένου να προσθέσει και άλλες κτήσεις στο δουκάτο που ήταν πια δικό του, έκανε το τραγικό και µοιραίο λάθος να προσκαλέσει την µισθοφορική Εταιρεία των Καταλανών. Εµφανίστη-καν αρχικά έπειτα από πρόσκληση του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β’ Παλαι-ολόγου, για να τον βοηθήσουν ενάντια στους Τουρκοµάνους και όταν η αποστολή τους τελείωσε έδειξαν πόσο επικίνδυνοι και καταστροφικοί ήταν εκτρεπόµενοι σε σφαγές και λεηλασίες. Φτάνοντας στη νότια Ελλάδα και αφού είχαν σκορπίσει τον τρόµο στον πλη-θυσµό, δέχθηκαν να µπουν στην υπηρεσία του δούκα των Αθηνών και να καταλάβουν την κοιλάδα του Σπερχειού και τη νότια Θεσσαλία για λογαριασµό του. Ο ντε Μπριεν, όµως, αρνήθηκε να πληρώσει τις υπηρεσίες τους, οπότε η σύγκρουση µεταξύ Φράγκων και Καταλανών κατέστη αναπόφευκτη.Η αποφασιστική µάχη δόθηκε στην κοιλάδα του Κηφισού το 1311. Αναφέρεται ως µάχη του Αλµυρού και αφάνισε ουσιαστικά όλη τη φράγκικη ιπποσύνη, καθώς υπέστη πανω-λεθρία. Το δουκάτο των Αθηνών καταλύθηκε και πέρασε στους Καταλανούς, οι οποίοι το κράτησαν περίπου έως το 1388, οπότε η σκυτάλη πέρασε στους Ατζαγιόλι. Σε όλη τη διάρκεια της εξουσίας τους οι ελληνικοί πληθυσµοί αντιµετωπίστηκαν ως κατώτεροι και αποκλείστηκαν από κάθε αξίωµα. Επιπλέον τους επιβλήθηκε βαρύτατη φορολογία και όταν δεν µπορούσαν να ανταποκριθούν πολλές φορές έχαναν και την ίδια τους τη ζωή. Η απέχθεια και ο φόβος των Ελλήνων ήταν τέτοιος, που µια συνηθισµένη κατάρα της εποχής ήταν να «πέσει σε Καταλάνου χέρια».Το 1385 το δουκάτο των Αθηνών δέχτηκε την επίθεση του Νέριο Ατζαγιόλι και σε σύντοµο χρονικό διάστηµα πέτυχε την κατάληψη της Αττικής και της Βοιωτίας. Το 1387 έπεσε και το τελευταίο οχυρό των Καταλανών, η Ακρόπολη της Αθήνας, και µε αυτό τον τρόπο ο Νέριο βρέθηκε να εξουσιάζει τις περιοχές της Αττικοβοιωτίας καθώς και την Κορινθία. Το επόµενο βήµα ήταν να λάβει τον τίτλο του δούκα των Αθηνών και επίσηµα. Σε αντίθεση µε τους Καταλανούς η εξουσία του Νέριο ήταν πολύ πιο µετριο-παθής, καθώς θέλησε να προσεταιριστεί τους Έλληνες κατοίκους του δουκάτου και όχι να τους καταπιέσει. Γι’ αυτό καθιέρωσε ως επίσηµη γλώσσα την ελληνική και επέτρεψε την εγκατάσταση ορθόδοξου µητροπολίτη στην Αθήνα, κάτι που δεν είχε ξανασυµβεί από την εποχή που η Αθήνα έπεσε στα χέρια των Λατίνων. Οι Ατζαγιόλι κυβέρνησαν το δουκάτο για εβδοµήντα χρόνια. Τελευταίος εκπρόσωπός

τους ήταν ο Φράγκος Ατζαγιόλι, ο οποίος δεν µπόρεσε να αντισταθεί στη δύναµη των Οθωµανών. Το 1456 η Αττική ενσωµατώθηκε στο οθωµανικό κράτος, εκτός από την Ακρόπολη που παραδόθηκε το 1458. Ο ίδιος ο Φράγκος έζησε έως το 1460 ως υποτελής του σουλτάνου Μωάµεθ Β’, οπότε δολοφονήθηκε µε διαταγή του τερµατίζοντας και τυπικά τη λατινοκρατία στην περιοχή.

Το δουκάτο του ΑιγαίουΣχεδόν ταυτόχρονα µε την ίδρυση του δουκάτου των Αθηνών και την εδραίωση του πριγκιπάτου της Αχαΐας προέκυψε και µία άλλη ηγεµονία, στον νησιωτικό χώρο αυτή τη φορά, το δουκάτο της Νάξου. Θεµελιωτής της ήταν ο Βενετός Μάρκος Σανούδος, ανιψιός του δόγη Ερρίκου Δάνδολο. Ο Σανούδος ανήκε στην οµάδα των Βενετών που συµµετείχαν στη Σταυροφορία και εξαρχής στράφηκε στο Αρχιπέλαγος µε πρώτο στόχο το νησί της Νάξου, «το µαργαριτάρι του Αιγαίου», όπως την αποκαλεί ο William Miller. Εκεί, αυτός και οι σύντροφοί του βρέθηκαν αντιµέτωποι µε µια οµάδα Γενοβέζων πειρα-τών, τους οποίους κατάφεραν να εξουδετερώσουν ύστερα από πολιορκία πέντε εβδο-µάδων. Από εκεί και πέρα τα πράγµατα ήταν εύκολα για τον Βενετό τυχοδιώκτη. Η Πάρος, η Αντίπαρος, η Κίµωλος, η Μήλος, η Αµοργός, η Ίος, η Κύθνος, η Σίκινος, η Σίφνος και η Σύρος µοιράστηκαν την τύχη της Νάξου και συναπάρτισαν τη νέα ηγεµο-νία. Σύµφωνα µε την υπόσχεση που είχε δώσει στους συντρόφους του, ορισµένα νησιά τα παραχώρησε σε εκείνους. Έτσι, ο Μαρίνος Δάνδολο πήρε την Άνδρο, ο Λεονάρδος Φώσκολο την Ανάφη, ο Κουιρίνι την Αστυπάλαια και ο Ιάκωβος Μπαρότσι τη Σαντορίνη. Οι αδελφοί Γκίζι έλαβαν την Τήνο και τη Μύκονο και σταδιακά και τις Βόρειες Σποράδες, ενώ ο Ναβιγαγιόζο πήρε το νησί της Λήµνου. Τέλος, ο Μάρκο Βενιέρι ζήτησε και πήρε από τη Γαληνοτάτη Δηµοκρατία τα Κύθηρα (Τσιρίγο) και οι Βιάρι έγιναν µαρκήσιοι των Αντικυθήρων (Cerigotto).Στη διάρκεια της εκστρατείας του ο Σανούδος ουσιαστικά δεν συνάντησε καµία αντί-σταση από τους νησιώτες. Η στάση τους ήταν παθητική και αυτό οφειλόταν στα δεινά που είχαν υποστεί, όπως άλλωστε και άλλοι ελληνικοί πληθυσµοί κατά τα τελευταία έτη της ζωής της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η άνθηση της πειρατείας είχε κυριολεκτικά εξοντώσει τους κατοίκους και ο τελευταίος µεγάλος Βυζαντινός άρχοντας, Λέων Γαβα-λάς της Ρόδου, δεν είχε κάνει τίποτα προκειµένου να τους προστατεύσει, αλλά ενδι-

αφερόταν µόνο για την είσπραξη των φόρων. Έτσι δέχθηκαν µε αδιαφορία ή και ανα-κούφιση ακόµα τον νέο κυρίαρχο ο οποίος από την αρχή έδειξε διάθεση να σεβαστεί τα έθιµά τους καθώς και το ορθόδοξο δόγµα τους και να προσεταιριστεί τους Έλληνες άρχοντες, χωρίς να θίξει τα κεκτηµένα τους. Η τακτική του ήταν όµοια µε εκείνη που είχε ακολουθήσει ο Γουλιέλµος Σαµπλίτ, εδραιώνοντας το πριγκιπάτο της Αχαΐας, και ήταν η µόνη έξυπνη µέθοδος που θα επέτρεπε στον Σανούδο να κάνει το ίδιο. Η ηγεµονία του Σανούδου αναγνωρίστηκε από τον Λατίνο αυτοκράτορα Ερρίκο που είχε διαδεχθεί τον αδελφό του Βαλδουίνο, µετά τον θάνατο του τελευταίου στον πόλεµο εναντίον των Βουλγάρων. Ο νεόκοπος Δούκας στάθηκε συνεπής απέναντι στον επικυ-ρίαρχό του δεν συνέβη όµως το ίδιο και µε τη Βενετία, την πατρίδα του, παρόλο που εκείνη τον είχε υποστηρίξει. Βέβαια η υποστήριξή της δεν πήγαζε από ευγενή πατριω-τικά αισθήµατα, αλλά από την ανάγκη της να ελέγχει έναν χώρο ζωτικό για το εµπόριό της έστω και έµµεσα, µιας και άµεσα θα της στοίχιζε πάρα πολύ σε κόπο και χρήµατα. Οι επιδιώξεις της Γαληνοτάτης φάνηκαν στα 1212, όταν στην Κρήτη ξέσπασε επανά-σταση κατά των Βενετών και εκείνοι χρειάστηκαν ενισχύσεις τις οποίες ζήτησαν από τον Μάρκο Σανούδο. Αντίθετα όµως µε τις προσδοκίες τους και τα ανταλλάγµατα που ήταν πρόθυµοι να δώσουν, ο Σανούδος προτίµησε να κινηθεί για λογαριασµό του και να στραφεί εναντίον τους. Έπειτα από συνεννοήσεις µε τους Έλληνες άρχοντες θέλησε να καταλάβει το νησί και να το κρατήσει ο ίδιος. Τα σχέδιά του µαταιώθηκαν εξαιτίας της άφιξης νέων βενετικών δυνάµεων που αντέστρεψαν την κατάσταση. Ο Σανούδος δέχτηκε να παραδώσει όσα κάστρα είχε καταλάβει στο νησί έναντι µεγάλης χρηµατι-κής αποζηµίωσης, καθώς και προµηθειών σε σιτάρι και βρώµη. Έπειτα από αυτή την αποτυχηµένη απόπειρά του στράφηκε στη Μικρά Ασία, όπου και κατέλαβε τη Σµύρνη. Η ενέργεια αυτή τον έφερε αντιµέτωπο µε τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Θεόδωρο Α’ Λάσκαρη, ο στόλος του οποίου τον νίκησε και τον αιχµαλώτισε. Η ανδρεία και η οµορ-φιά του όµως εντυπωσίασαν τον Λάσκαρη σε τέτοιον βαθµό ώστε να τον ελευθερώσει και να του δώσει ως σύζυγο την αδελφή του.Το 1227 περίπου ο Μάρκος Σανούδος πέθανε έχοντας πετύχει πλήρως τις επιδιώξεις του. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Άγγελος ο οποίος κατά το παράδειγµα του πατέρα του σεβάστηκε τους ντόπιους και έµεινε πιστός στη Λατινική αυτοκρατορία. Αλλά και απέναντι στη Βενετία έδειξε καλό πρόσωπο, όταν δέχθηκε να τη βοηθήσει το 1229 σε

Ο Νικόλαος Ατζαγιόλι, γενάρχης της δυναστείας των δουκών της

Τµήµα θησαυρού χρυσών βενε-τικών νοµισµάτων-δουκάτων, η

µια νέα επανάσταση των Κρητικών. Ο Βαλδουίνος Β’, όµως, διάδοχος του Ερρίκου, φέρ-θηκε µε αγνωµοσύνη απέναντι στον Δούκα, καθώς παραχώρησε την επικυριαρχία στον πρίγκιπα της Αχαΐας. Με αυτόν τον τρόπο υποχρεώθηκε να συµµετάσχει στις εκστρα-τείες του Γουλιέλµου Βιλεαρδουίνου τόσο στη Μονεµβασιά όσο και στην Πελαγονία. Η βασιλεία του τελείωσε µε τον θάνατό του το 1262, αφήνοντας καλές αναµνήσεις στους υπηκόους του δουκάτου του.Τα πράγµατα δεν ήταν τόσο ρόδινα για τον τρίτο δούκα, Μάρκο Β’, γιο του Άγγελου. Ήταν ο πρώτος από τη γενιά του που χρειάστηκε να έρθει αντιµέτωπος µε τους Κυκλα-δίτες, οι οποίοι παρασυρµένοι από ένα γενικότερο κλίµα αντίστασης κατά των Λατίνων κατακτητών που επικρατούσε εκείνη την περίοδο, ξεσηκώθηκαν στη Μήλο και στη Νάξο και µάλιστα στη δεύτερη κατέλαβαν το κάστρο διώχνοντας τους Λατίνους. Ο Μάρκος Β’ όµως αποδείχτηκε αποφασιστικός αλλά και συνετός ταυτόχρονα. Αφού κατέστειλε την επανάσταση έδωσε σε όλους άφεση αµαρτιών, µε εξαίρεση τους αρχηγούς τους οποί-ους τιµώρησε σκληρά. Σε λίγο όµως βρέθηκε στην ανάγκη να αντιµετωπίσει νέους κιν-δύνους. Η πειρατεία ανθούσε στο Αιγαίο και ο µεγαλύτερος κίνδυνος άκουγε στο όνοµα Λικάριος, που όπως είδαµε συγκρούστηκε και µε τον δούκα της Αθήνας. Καταστροφική για τους Λατίνους αποδείχτηκε και η επέλαση των Βυζαντινών στα νησιά, που προκά-λεσε τον σταδιακό αφανισµό των δυναστειών του Αρχιπελάγους µε µόνη εξαίρεση αυτή των Σανούδο και των Γκίζι. Ο Μάρκος Β’ παρέκκλινε από την πολιτική γραµµή των προκατόχων του ως προς τη συµπεριφορά απέναντι στους Έλληνες των οποίων ορισµένα έθιµα δεν θέλησε να σεβα-στεί, προξενώντας έτσι την έντονη δυσαρέσκειά τους. Είχε όµως την ικανοποίηση µέχρι τον θάνατό του το 1303 να δει να επιστρέφουν στην κυριαρχία του κάποια νησιά, εκµεταλλευόµενος τη διαµάχη που είχε ξεσπάσει στο Αιγαίο µεταξύ Βενετών και Βυζα-ντινών. Οι διάδοχοι του Μάρκου Β’, Γουλιέλµος και Νικόλας, υπήρξαν άντρες τολµηροί και γενναίοι. Ο πρώτος ήταν ένας από τους Λατίνους ηγεµόνες που αντιµετώπισαν µε γενναιότητα την καταλανική απειλή. Ο δεύτερος αναλώθηκε κυρίως στις προσπάθειες να αποσπάσει νησιά από τις λατινικές οικογένειες των Γκίζι και των Μπαρότσι δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στους Τούρκους να διεισδύσουν στο Αρχιπέλαγος, καθιστώντας απειλητική την παρουσία τους. Το 1341 δούκας έγινε ο αδελφός του Νικόλα, Ιωάννης Ι’, ο οποίος θέλησε να βοηθήσει

Άποψη του κάστρου της Νάξου, πρωτεύουσας του δουκάτου του

Το νησί της Σίφνου αποτέλεσε ισχυρό µέλος του δουκάτου της

Ο Βενετός Μάρκος Σανούνδος παραχώρησε τη Σαντορίνη στον

τη Βενετία στον πόλεµο µε τη Γένοβα για την κυριαρχία στο Αιγαίο. Αυτό όµως του κόστισε την προσωπική του ελευθερία, καθώς το 1354 πιάστηκε αιχµάλωτος έπειτα από επίθεση των Γενοβέζων στη Νάξο, την οποία και κατέλαβαν µαζί µε την Κέα, τη Μήλο και άλλα νησιά. Ευτυχώς για εκείνον αφέθηκε ελεύθερος έναν χρόνο µετά και πήρε πίσω και τα νησιά που του ανήκαν. Την εποχή της ηγεµονίας του ο νησιωτικός πληθυ-σµός υπέφερε πολύ, καθώς χτυπήθηκε από τον «µαύρο θάνατο», δηλαδή την πανούκλα (1347/8), και επιπλέον τα ίδια τα νησιά ερηµώθηκαν, εφόσον οι κάτοικοί τους δεν άντεχαν άλλο τις πειρατικές επιδροµές που αφάνιζαν το βιος τους και µετανάστευαν οµαδικά στην Κρήτη. Η κόρη του Ιωάννη, Φιορέντσα, η οποία τον διαδέχτηκε το 1361 µετά τον θάνατό του, έγινε µήλον της έριδος µετά τη χηρεία της, προσελκύοντας το ενδιαφέρον πολλών υπο-ψήφιων συζύγων, µεταξύ άλλων και του Νέριο Ατζαγιόλι. Η βενετική Δηµοκρατία, όµως, ανησυχώντας για την αυξανόµενη δύναµη των Γενοβέζων στον αιγαιακό χώρο, φρόντισε να επιβληθεί στην όµορφη χήρα υποχρεώνοντάς την να παντρευτεί τον Βενετό Νικόλαο Σανούδο, τον λεγόµενο Spezzabanda, που τύγχανε να είναι εξάδελφός της. Η Βενετία ικανοποιήθηκε πλήρως και ανέλαβε την προστασία του δουκάτου. Μετά τον θάνατο και των δύο η ηγεµονία περιήλθε στον γιο της Φιορέντσας από τον πρώτο της γάµο, Νικό-λαο ντάλε Κάρκερι, ο οποίος κληρονοµούσε και τα 2/3 της Εύβοιας από τον πατέρα του. Η εξουσία του αποδείχτηκε τυραννική τόσο για τους Λατίνους όσο και για τους Έλληνες υπηκόους του. Και η Βενετία όµως είχε δυσαρεστηθεί από τη συµπεριφορά του, καθώς είχε επιχειρήσει να καταλάβει όλη την Εύβοια δίχως την άδειά της. Τότε εµφανίστηκε ο Φραγκίσκος Κρίσπο που είχε αποσπάσει τη Μήλο και εκµεταλλευόµενος τις περιστάσεις δολοφόνησε τον δούκα και πήρε τη θέση του.

Η δυναστεία των ΚρίσπιΟ Φραγκίσκος Κρίσπο παίρνοντας το 1383 την εξουσία του δουκάτου στα χέρια του θεµελίωσε µια νέα δυναστεία µε την έγκριση της Βενετίας, που στο πρόσωπό του είδε τον κατάλληλο σύµµαχο για τη διατήρηση του ελέγχου στο Αιγαίο. Ο γάµος της κόρης του µάλιστα µε τον Βενετό Πέτρο Ζένο στον οποίο παραχωρήθηκε η Άνδρος, έκανε ακόµα πιο εύκολη την αποδοχή του στο δουκικό αξίωµα εκ µέρους της Γαληνοτάτης. Έχοντας εξασφαλίσει την υποστήριξη της Βενετίας, ο Φραγκίσκος επιδόθηκε στην κατα-

Ο Σανούνδος επιχείρησε να καταλάβει την Κρήτη, τα σχέδιά

δίωξη των πειρατών που προξενούσαν οικονοµική αιµορραγία στα νησιά, καθώς αυτά ερηµώνονταν από τις επιδροµές τους. Ο γιος του Φραγκίσκου, Ιάκωβος Α’, όταν ανέβηκε στον δουκικό θρόνο, πολιτικά ακο-λούθησε τα βήµατα του πατέρα του µένοντας πιστός στη Βενετία. Τη βοήθησε στον αγώνα της εναντίον των Οθωµανών και η Δηµοκρατία σε αντάλλαγµα φρόντισε να προ-στατέψει το δουκάτο από τις πειρατικές επιθέσεις τους. Ο αδελφός του Ιωάννης, που αναγνωρίστηκε νέος δούκας το 1418 µετά τον θάνατο του προηγούµενου, αναγκάστηκε να πληρώσει φόρο στους Οθωµανούς βλάπτοντας έτσι τα βενετικά συµφέροντα. Το χειρότερο όµως ήταν η κατάληψη της Νάξου και της Άνδρου από τους Γενοβέζους, τις οποίες ο Κρίσπο κατάφερε να κρατήσει µόλις και µετά βίας µε διπλωµατικά µέσα. Στα χρόνια της βασιλείας του Ιακώβου Β’ η οικογένεια των Σοµµαρίπα αντικατέστησε αυτήν των Γκίζι στη δεύτερη θέση της ιεραρχίας της ηγεµονίας. Όµως, πιο σηµαντικό ήταν το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια των δεκατεσσάρων ετών της εξουσίας του, το Αιγαίο γνώρισε πιο ειρηνικές µέρες. Από τον 15ο αιώνα, επί των ηµερών του δούκα Γουλιέλµου Β’ Κρίσπο, η οθωµανική λαίλαπα άρχισε να εξαπλώνεται σταδιακά µετά και την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Δέκα χρόνια αργότερα, το 1463 και όταν ήταν δούκας ο Ιάκωβος Γ’ ξέσπασε ο Α’ Βενετο-οθωµανικός πόλεµος, τις τροµερές συνέπειες του οποίου υπέστησαν και οι νησιωτικοί πληθυσµοί. Η κατάσταση επιδεινώθηκε µε την ανάληψη της εξουσίας από τον Ιωάννη Γ’ Κρίσπο ο οποίος κατηγορήθηκε από τους κατοίκους ότι παρακρατούσε τους φόρους, δίχως να κάνει τίποτα για την προστασία του δουκάτου. Η άρνησή του να πουλήσει τις κτήσεις του στους Βενετούς, που ενδιαφέρονταν να τις εξαγοράσουν, προκάλεσε την οργή του πληθυσµού, µε αποτέλεσµα τη δολοφονία του Ιωάννη. Επειδή ο γιος του ήταν ακόµα ανήλικος, τη διακυβέρνηση της ηγεµονίας ανέλαβε η Βενετία για έξι χρόνια. Αλλά και ο Φραγκίσκος Γ’, όταν ανήλθε στον θρόνο, αποδείχθηκε επικίν-δυνος λόγω της ψυχασθένειάς του, που τον οδήγησε στη δολοφονία της γυναίκας του αρχικά και κατόπιν στην απόπειρα δολοφονίας του γιου του. Η ιστορία επαναλαµβανό-ταν. Η Γαληνοτάτη υποχρεώθηκε το 1511 να αναλάβει ξανά τη διοίκηση του δουκάτου µέχρι να ενηλικιωθεί ο Ιωάννης Δ’.Από την εποχή του Ιωάννη και µετά φάνηκε ότι η οθωµανική λαίλαπα ήταν πλέον αδύ-νατον να αναχαιτισθεί. Μάλιστα, ο ίδιος αιχµαλωτίστηκε από τους Οθωµανούς πειρατές

Το 1353 οι Γενοβέζοι κατέλαβαν τη Νάξο, την Κέα, τη Μήλο

και αναγκάστηκε να καταβάλει λύτρα για την απελευθέρωσή του. Η έλευση του Χαϊρε-ντίν πασά Μπαρµπαρόσα το 1536 σάρωσε τη λατινική κυριαρχία στα νησιά του Αιγαίου, ενώ ήδη από το 1522 είχε καταληφθεί και η Ρόδος. Το 1537 οι Οθωµανοί έφθασαν στη Νάξο, οπότε ο Ιωάννης Δ’, µη έχοντας άλλη επιλογή, έγινε φόρου υποτελής στον σουλτάνο. Ο τελευταίος εκπρόσωπος της οικογένειας των Κρίσπι ήταν ο Ιάκωβος Δ’, ο οποίος µε την αφροσύνη του κατάφερε να τερµατίσει τη δυναστεία αλλά και τη λατινοκρατία στο Αιγαίο γρηγορότερα. Οι Έλληνες κάτοικοι, µη αντέχοντας άλλο τη συµπεριφορά του αλλά και των καθολικών γενικότερα, παραπονέθηκαν στον σουλτάνο. Ο δούκας έσπευσε στην Κωνσταντινούπολη, σε µια προσπάθεια να σώσει την επικράτειά του, όµως ήταν πλέον αργά. Συνελήφθη και φυλακίστηκε, ενώ ο οθωµανικός στόλος κατέλαβε τη Νάξο και την Άνδρο καταλύοντας οριστικά τη λατινική κυριαρχία το 1566, ύστερα από 359 χρόνια.

Η βενετοκρατία στην Κρήτη Η Βενετοκρατία ξεκίνησε στην Κρήτη, όπως ήδη έχουµε αναφέρει, ύστερα από µια αγοραπωλησία. Μετά την άλωση του 1204 και σύµφωνα µε την Partitio το νησί είχε κατακυρωθεί στον Βονιφάτιο τον Μοµφερρατικό, ο οποίος δέχθηκε να το πουλήσει στους Βενετούς έναντι 1.000 ασηµένιων µάρκων. Τα σχέδια των Βενετών όµως συνά-ντησαν εµπόδια εξαιτίας ενός απρόοπτου αντιπάλου, του Γενοβέζου πειρατή Ερρίκου Πεσκατόρε, ο οποίος κατέλαβε την Κρήτη το 1206 εξασφαλίζοντας προηγουµένως και την υποστήριξη των κατοίκων. Παρά την επιτυχία του η Βενετία δεν πτοήθηκε και το 1207 φρόντισε να στείλει στρατό, ώστε να διώξει τον εισβολέα. Χρειάστηκε ωστόσο αρκετός κόπος, καθώς ο Πεσκατόρε κατείχε τα κάστρα του Χάνδακα, του Ρεθύµνου και της Σητείας και ο αγώνας δεν τερµατίστηκε νωρίτερα από το 1210/11 µε την εκδίωξη τελικά των Γενοβέζων.Το πρώτο µέληµα του βενετικού κράτους ήταν ο εποικισµός της Κρήτης. Οι πρώτοι έποικοι εγκαταστάθηκαν το 1212 και τους ακολούθησαν και άλλοι ύστερα από δέκα και είκοσι έτη αντίστοιχα, έτσι ώστε τον πρώτο αιώνα να φθάνουν ήδη τους 10.000. Το νησί ονοµάστηκε «Βασίλειο της Κρήτης». Ανώτατος διοικητής ήταν ο δούκας της Κρή-της, µε διετή θητεία, τον οποίο στο έργο του βοηθούσαν και δύο σύµβουλοι, έτσι που

η τριανδρία αυτή αποτελούσε την ανώτερη διοίκηση, τη Σινιορία. Στην εκκλησιαστική ιεραρχία επικεφαλής τέθηκε ο καθολικός αρχιεπίσκοπος του Χάνδακα. Οι ορθόδοξοι δεν επιτρεπόταν να έχουν αρχιερείς, αλλά ένας πρωτοπαπάς προΐστατο του κλήρου και συνήθως ήταν άνθρωπος των Βενετών. Υπήρχε ακόµα ένας στρατιωτικός διοικητής καθώς και οι ρέκτορες που ήταν οι διοικητές των επαρχιών. Οι ντόπιοι δεν είχαν πρό-σβαση στα δηµόσια αξιώµατα τα οποία δίνονταν µόνο σε Βενετούς. Εξαίρεση αποτε-λούσε αυτό του νοτάριου, το οποίο επιτρεπόταν να ασκούν και Έλληνες.Η κοινωνική διαστρωµάτωση στη βενετική Κρήτη περιλάµβανε τρεις τάξεις: η πρώτη περιέκλειε τους Βενετούς ευγενείς που είχαν εγκατασταθεί και λάβει φέουδα στο νησί µε την υποχρέωση να προσφέρουν άλογα και να υπηρετούν ως διοικητές στις γαλέ-ρες. Στην τάξη αυτή περιλαµβάνονταν και Κρητικοί ευγενείς, που θεωρούνταν όµως ελαφρώς κατώτεροι, καθώς και Βενετοί αστοί. Στη δεύτερη τάξη ανήκαν οι αστοί, οι λεγόµενοι cittadini, οι οποίοι έµεναν στις πόλεις, δεν είχαν τον τίτλο του ευγενούς και στην πλειονότητά τους ασπάζονταν το ορθόδοξο δόγµα. Ασκούσαν ελεύθερα επαγ-γέλµατα και ήταν σχετικά ευκατάστατοι. Την τελευταία τάξη απάρτιζαν οι κάτοικοι της υπαίθρου, που µπορούσαν να είναι ελεύθεροι καλλιεργητές ή δουλοπάροικοι και για τους οποίους η ζωή ήταν ιδιαίτερα σκληρή. Σε ξεχωριστή κατηγορία εντάσσονταν οι Έλληνες απόγονοι αριστοκρατικών οικογενειών. Αυτοί διέθεταν δική τους γη, ήταν απαλλαγµένοι από τις αγγαρείες και απολάµβαναν προνοµίων.

Επαναστατικά κινήµατα κατά των ΒενετώνΗ Κρήτη παρέµεινε βενετική µέχρι το 1669, οπότε ξεκίνησε η οθωµανική κυριαρχία. Στο διάστηµα αυτό οι κάτοικοι και κυρίως η παλιά άρχουσα τάξη ουσιαστικά δεν µπόρε-σαν ποτέ να συµβιβαστούν µε τη βενετική κατοχή και γι’ αυτόν τον λόγο ξέσπαγαν κατά καιρούς πολλά επαναστατικά κινήµατα. Οι πηγές µαρτυρούν 27 επαναστάσεις και άλλα τόσα µικρότερα κινήµατα, ιδιαίτερα κατά τους δύο πρώτους αιώνες της βενετοκρατίας. Πρώτη αναφέρεται η επανάσταση των Αγιοστεφανιτών, ήδη το 1211/12.Το 1282 εξερράγη η επανάσταση του Αλεξίου Καλλέργη, µεγαλοκτηµατία του οποίου οι εκτάσεις βρίσκονταν στην περιοχή του Μυλοποτάµου. Μαζί του συνέπραξαν κατά της βενετικής εξουσίας και άλλες µεγάλες οικογένειες του νησιού. Έχοντας ως ορµητήριο τον Μυλοπόταµο, ο Καλλέργης και οι οπαδοί του επί σειρά ετών προξένησαν µεγάλες

Μετά την περίοδο της φραγκο-κρατίας (1309-1522) εισέρχο-

απώλειες στους Βενετούς. Οι τελευταίοι βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη θέση όταν χρειά-στηκε να αντιµετωπίσουν ταυτόχρονα και νέα επίθεση των Γενοβέζων. Ευτυχώς όµως για τους Βενετούς ο Καλλέργης δεν θέλησε να συµµαχήσει µαζί τους και έτσι ξεκίνη-σαν διαπραγµατεύσεις, που οδήγησαν στην υπογραφή συνθήκης µεταξύ Καλλέργη και Βενετών το 1298. Παρά τα οικονοµικά και πολιτικά πλεονεκτήµατα που εξασφάλισε η συνθήκη για τον Καλλέργη, οι απόγονοί του δεν σταµάτησαν να συµµετέχουν σε επα-ναστάσεις κατά των Βενετών. Η αποστασία του Αγίου Τίτου ήταν το επαναστατικό κίνηµα που συντάραξε τη Δηµο-κρατία περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο. Εκδηλώθηκε το 1363 και το σηµαντικό-τερο ήταν πως πήραν µέρος σε αυτή και Βενετοί έποικοι, οι οποίοι κατηγορούσαν τη µητρόπολη ότι τους επέβαλε βαρείς φόρους. Οι οικογένειες Γραδενίγο και Βενιέρ ανέλαβαν την αρχηγία και αφού συνελήφθη ο δούκας, το νησί κηρύχθηκε ανεξάρτητο µε προστάτη τον άγιο Τίτο πολιούχο της Κρήτης. Οι αποστάτες για να εξασφαλίσουν την υποστήριξη των Ελλήνων υποσχέθηκαν να είναι ισότιµη η Ορθόδοξη µε την Καθολική Εκκλησία, ενώ η οικογένεια Καλλέργη έσπευσε να ενωθεί µαζί τους. Η Γαληνοτάτη επιχείρησε στην αρχή να αποσοβήσει την κρίση µε ειρηνικά µέσα, στάθηκε όµως αδύ-νατον. Έτσι, το 1364 αναγκάστηκε να στείλει στην Κρήτη στόλο για να επιβληθεί και πάλι η τάξη. Η επανάσταση κατεστάλη το 1367 και οι ποινές που επιβλήθηκαν ήταν πολύ σκληρές, καθώς προέβλεπαν ακόµα και εκκένωση ολόκληρων πληθυσµών από τις περιοχές τους.Παρόµοια κατάληξη είχε και κίνηµα που σηµειώθηκε στις αρχές του 15ου αιώνα, του Λυσσογιώργη ή Καντανολέου, που ονοµάστηκε έτσι από τον υποκινητή του. Και σε αυτήν την περίπτωση η Βενετία κατέστειλε τη εξέγερση, αφού πρώτα ζήτησε ενισχύ-σεις και οδηγίες από τη µητρόπολη. Αυτή ξεκίνησε το 1527 και αιτία της ήταν οι κατα-χρήσεις των κατώτερων υπαλλήλων της βενετικής διοίκησης σε βάρος των χωρικών. Η ανταρσία κατεστάλη µέσα σε έναν µήνα, ωστόσο ο Λυσσογιώργης δεν πιάστηκε αµέσως αλλά αργότερα και έπειτα από προδοσία. Καταδικάστηκε σε θάνατο και οδηγήθηκε στην αγχόνη µαζί µε τους δύο γιους του. Οι γενικότερες συνέπειες ήταν και πάλι εκτοπίσεις πληθυσµών, εκτελέσεις και εξορίες. Αυτή ήταν η τακτική που ακολουθούσε η βενετική εξουσία σε τέτοιες περιπτώσεις όσο η Κρήτη έµεινε στην κατοχή της, δηλαδή µέχρι το 1669, που το νησί παραδόθηκε στους Οθωµανούς.

Ανάγλυφη επιτύµβια στήλη στην οποία απεικονίζεται µεσογειακή

Η λατινοκρατία στην ΕύβοιαΗ λατινοκρατία στην Εύβοια ξεκίνησε το 1205, µετά την κατάκτησή της από τον Φλα-µανδό ιππότη Ζακ ντ’ Αβέσν που ανήκε στην ακολουθία του Βονιφάτιου Μοµφερρατι-κού. Παρά την επιτυχία του όµως ο ντ’ Αβέσν δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα µε την κτήση του, καθώς έσπευσε να βοηθήσει στην πολιορκία της Κορίνθου που απαιτούσε εκείνο το διάστηµα όλες τις φραγκικές δυνάµεις εναντίον του Λέοντα Σγουρού. Λίγα χρόνια αργότερα πέθανε χωρίς απογόνους που θα µπορούσαν να θεµελιώσουν αξιώσεις πάνω στο νησί. Για τον λόγο αυτό ο Βονιφάτιος αποφάσισε να διαιρέσει την Εύβοια σε τρία µεγάλα τιµάρια, τα οποία παραχώρησε σε τρεις Ιταλούς: τον Ραβάνο ντάλλε Κάρκερι, τον συγγενή του Γιβέρτο και τον Πεγκοράρο Πεγκοράρι. Οι τρεις αυτοί φεουδάρχες ονοµάστηκαν τριτηµόριοι. Παρά το γεγονός ότι ο ντ’ Αβεσν δεν είχε κληρονόµους, ένας άλλος ανταπαιτητής εµφανίστηκε για να διεκδικήσει ζωτικό χώρο στην Εύβοια. Ήταν το βενετικό κράτος στο οποίο αναλογούσαν µε βάση την Partitio Romaniae οι Ωρεοί και η Κάρυστος, πόλεις για τις οποίες µέχρι εκείνη τη στιγµή δεν είχε προβάλει αξιώσεις. Την ευκαιρία να κυριαρχήσει στο νησί, χωρίς να χρειαστεί να διεξάγει ένοπλο αγώνα, την έδωσε στη Γαληνοτάτη η επιθυµία του Ραβάνο ντάλλε Κάρκερι να γίνει υποτελής της. Έτσι, το 1209 ο βαρόνος την αναγνώρισε ως επικυρίαρχη. Με βάση τα συµφωνηθέντα οι Βενετοί είχαν το δικαίωµα να εµπορεύονται ελεύθερα και να διατηρούν µια αποθήκη και µια εκκλησία σε κάθε πόλη της Εύβοιας. Ένας Βενετός βάιλος εγκαταστάθηκε στο Νεγκρε-πόντε (σηµερινή Χαλκίδα) που µοιραζόταν την εξουσία µε τους τριτηµόριους. Με αυτόν τον τρόπο άνοιξε ο δρόµος για τη σταδιακή εξάπλωση της επιρροής της Δηµοκρατίας σε όλο το νησί. Προς τα τέλη του 13ου αιώνα, η Εύβοια βρέθηκε στο έλεος του φιλόδοξου τυχοδιώκτη Λικάριου, ο οποίος βρισκόταν στην υπηρεσία του τριτηµόριου Γιβέρτου ντα Βερόνα. Στο µέγαρο του τελευταίου γνώρισε τη Φελίζα, που ήταν χήρα ενός άλλου τριτηµόριου, του Ναρζώτο. Ο έρωτας που γεννήθηκε ανάµεσά τους οδήγησε σε έναν γάµο ανάρµοστο για τα κοινωνικά ήθη της εποχής, εφόσον ο γαµπρός ήταν κατώτερος της νύφης. Οι δύο ερωτευµένοι κατέφυγαν στο κάστρο Ανεµοπύλαι της Καρύστου, το οποίο ο Λικάριος χρησιµοποίησε ως ορµητήριο για τις πειρατικές του επιδροµές. Η δράση του τράβηξε

το ενδιαφέρον του Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου, ο οποίος σκέφτηκε πολύ έξυπνα να τον χρησιµοποιήσει εναντίον των Λατίνων. Πραγµατικά, ο Λικάριος κατόρθωσε να θέσει υπό τον έλεγχό του το µεγαλύτερο µέρος της Εύβοιας καθώς και τη Σκόπελο, έχοντας την αµέριστη υποστήριξη του Βυζαντινού αυτοκράτορα, που στο πρόσωπό του είδε τον ιδανικό σύµµαχο εναντίον των Λατίνων.Το 1278 ο Λικάριος βάδισε εναντίον της Χαλκίδας, η οποία στην αρχή φάνηκε πως δεν σωζόταν µε τίποτα. Όµως, η απροσδόκητα γρήγορη προέλαση του Ζακ ντε λα Ρος, διοι-κητή των αργολικών κτήσεων του δουκάτου της Αθήνας, που είχε ειδοποιηθεί εγκαίρως από τον Βενετό βάιλο, έσωσε την πόλη κυριολεκτικά την τελευταία στιγµή. Ο Λικάριος ωστόσο δεν απογοητεύτηκε, καθώς έτσι και αλλιώς ήλεγχε την υπόλοιπη Εύβοια και απολάµβανε τιµές από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα, ο οποίος τον πάντρεψε µε µια πλούσια Ελληνίδα αριστοκράτισσα µετά τον θάνατο της Φελίζας. Παρά τις επιτυχίες του και για άγνωστους λόγους, λίγο καιρό µετά εξαφανίστηκε από το προσκήνιο και από τα εδάφη του ορισµένα επανήλθαν στους Λατίνους, ενώ κάποια νησιά παρέµειναν στη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Η βενετική κυριαρχίαΜέχρι τα τέλη του 14ου αιώνα εξακολουθούσε να ισχύει το καθεστώς των τριτηµόριων. Με την πάροδο του χρόνο, όµως, και καθώς εξέλιπαν οι δυναστείες τόσο των Γκίζι που κατείχαν το 1/3 του νησιού όσο και των ντάλλε Κάρτσερι που είχαν τα 2/3 άρχισε να αυξάνει η ουσιαστική εξουσία της Βενετίας, χωρίς αυτό ωστόσο να σηµατοδοτήσει κάποια θεαµατική αλλαγή. Η τακτική της πόλης του Αγίου Μάρκου, όπως είδαµε, ήταν να ασκεί έλεγχο έµµεσα και όχι άµεσα σπαταλώντας δυνάµεις και χρήµατα, την ώρα που θα µπορούσαν να το κάνουν άλλοι για εκείνη. Γι’ αυτό και επέλεξε να µοιράσει το νησί ανάµεσα στον Γιαννούλη ντ’ Ανόυ, στην οικογένεια Σοµαρίπα και σε διάφορους άλλους µικρούς ευγενείς. Τέλος, το 1/4 περιήλθε στον Λατίνο πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Οι Έλληνες κάτοικοι ωφελήθηκαν πάντως από την κατάσταση που είχε διαµορφωθεί, διότι οι Βενετοί που δεν ήταν φανατικοί καθολικοί κατάργησαν τον φόρο που ο ορθόδο-ξος κλήρος πλήρωνε έως τότε στον Λατίνο πατριάρχη, ο οποίος είχε την έδρα του στη Χαλκίδα µετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Βυζαντινούς.Η λατινοκρατία τερµατίστηκε στην Εύβοια κατά τη διάρκεια του Α’ Βενετο-οθωµανικού

Ο πολιτισµός στη βενετοκρατούµενη Κρήτη

Η βενετική παρουσία στην Κρήτη, παρά το γεγονός ότι δεν έγινε ποτέ δεκτή µε ενθου-σιασµό από τους Έλληνες κατοίκους, είχε και ευεργετικά αποτελέσµατα κυρίως όσον αφορά την άνθηση της λογοτεχνίας και της παιδείας γενικότερα. Οι µορφωµένοι Κρητικοί είτε ελληνικής είτε βενετικής καταγωγής γνώριζαν την ελλη-νική όσο και την ιταλική γλώσσα. Η στοιχειώδης εκπαίδευση παρεχόταν από δασκάλους στις µεγάλες πόλεις, ενώ όσοι ήθελαν να ακολουθήσουν ανώτερες σπουδές µετέβαιναν στην Ιταλία και ειδικότερα στην Πάντοβα ή στη Ρώµη, όπου λειτουργούσε το Ελληνικό Κολλέγιο του Αγίου Αθανασίου. Βέβαια αυτό είχε ιδρυθεί από την Καθολική Εκκλησία για σκοπούς προπαγανδιστικούς, ωστόσο το εκπαιδευτικό του έργο ήταν άριστο και επιπλέον δεν επιτυγχανόταν συχνά ο απώτερος στόχος του, καθώς πολλοί Έλληνες απο-κτούσαν ανώτερη µόρφωση, δίχως όµως να απαρνηθούν την ορθοδοξία. Ένας ακόµη παράγοντας που ενίσχυσε τον πολιτισµό και την παιδεία στη βενετοκρατούµενη Κρήτη ήταν και η παρουσία λόγιων που κατέφυγαν στο νησί, ύστερα από την Άλωση της Κων-σταντινούπολης το 1453. Το πνεύµα της Αναγέννησης που ανθούσε στην Ιταλία άσκησε καθοριστική επιρροή στο πνευµατικό γίγνεσθαι του νησιού και αύξησε κατακόρυφα το ενδιαφέρον για τα βιβλία. Το αποτέλεσµα ήταν αρκετοί Κρητικοί, παρακινούµενοι από τη ζήτηση και εκµεταλλευόµενοι την πρόσφατη ανακάλυψη της τυπογραφίας, να ιδρύσουν ελληνικά τυπογραφεία στη Βενετία µε τη συνεργασία φιλολόγων ή λόγιων κληρικών που επιµελούνταν τις εκδόσεις τους, όπως συνέβη µε αυτό του Ζαχαρία Καλλέργη.Μνηµεία στην ιστορία της λογοτεχνίας αποτελούν τα έργα που γράφτηκαν την εποχή αυτή από τους ονοµαστούς Κρητικούς συγγραφείς Γεώργιο Χορτάτση και Βιτσέντζο Κορνάρο που διαβάζονται και παίζονται έως σήµερα, µε πιο αντιπροσωπευτικά τον «Ερωτόκριτο» του πρώτου και τη «Θυσία του Αβραάµ» του δεύτερου. Δεν θα πρέπει να παραβλέψουµε και τη σηµαντική προσφορά των Κρητικών καλλιτεχνών που επιδόθηκαν µε ιδιαίτερη επιτυχία στη ζωγραφική δηµιουργώντας σχολή, όπως ο Μιχαήλ Δαµασκη-νός και ο Δοµήνικος Θεοτοκόπουλος, η φήµη του οποίου ξεπέρασε τα ελληνικά όρια, ο γνωστός µας El Greco.

Ο Ερωτόκριτος και η Αρετούσα, από το οµώνυµο έργο του Κρη-

Λεπτοµέρεια από την «Προσκύ-νηση των ποιµένων», έργο του

πολέµου (1463-79), όταν το 1470 κυρίεψε τη Χαλκίδα ο ίδιος ο Μωάµεθ Β’ ο Πορθητής, ύστερα από σκληρή πολιορκία, και κατά συνέπεια και ολόκληρο το νησί. Η κατάκτηση της Εύβοιας από τους Οθωµανούς υπήρξε µεγάλη απώλεια για τη Βενετία, η οποία τιµώρησε τον ναύαρχο ντα Κανάλε για την ολιγωρία του που στάθηκε αιτία να χαθεί µια πολύτιµη κτήση. Από εκεί και πέρα η Εύβοια θα ακολουθούσε την τύχη των άλλων ελληνικών περιοχών, που δεν µπόρεσαν να αποφύγουν την οθωµανική καταιγίδα.

Η γενοβέζικη παρουσία στο ΑιγαίοΕκτός από τη Βενετία υπήρχε µία ακόµα ισχυρή ιταλική ναυτική Δηµοκρατία, το κρά-τος της Γένοβας, που στάθηκε αντίπαλο δέος για την πρώτη. Αν η πόλη των Τεναγών αποκαλούνταν Γαληνοτάτη, η Γένοβα ονοµαζόταν Αγέρωχη και διεκδικούσε ίσο µερίδιο στην εµπορική εκµετάλλευση του µεσογειακού χώρου. Ο ανταγωνισµός µεταξύ των δύο πόλεων-κρατών είχε αρχίσει ήδη από την εποχή των Κοµνηνών, όταν απέκτησαν τα πρώτα εµπορικά προνόµια στη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Μετά την Άλωση του 1204 φάνηκε προς στιγµή, πως οι Βενετοί είχαν πλέον το προβάδισµα εξαιτίας της συµµετο-χής τους στη Σταυροφορία και του συνακόλουθου αποκλεισµού των Γενοβέζων από το Αιγαίο. Η ζυγαριά όµως άρχισε να ισορροπεί και πάλι ύστερα από την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1261 από τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο, οπότε και υπογράφηκε η συνθήκη του Νυµφαίου, µε την οποία η Γένοβα µπήκε ξανά στην πολιτικο-οικονοµική σκακιέρα της εποχής. Μία από τις ισχυρούς εκπρόσωπους της γενοβέζικης εµπορικής τάξης υπήρξε η οικο-γένεια Ζαχαρία. Οι αδελφοί Μπενεντέτο και Μανουήλ Ζαχαρία είχαν καταφέρει να απο-σπάσουν το δικαίωµα εκµετάλλευσης των ορυχείων στυπτηρίας στη Φώκαια της Μικράς Ασίας, ενώ ο πατέρας τους είχε υπογράψει τη συνθήκη του Νυµφαίου ως µέλος της γενοβέζικης αντιπροσωπείας το 1261. Οπωσδήποτε οι γιοι του είχαν κατασταθεί πλου-σιότατοι, αν συνυπολογίσουµε και τα έσοδα που αποκόµιζαν από πειρατικές επιδροµές εναντίον των µουσουλµάνων αλλά και χριστιανών. Από αυτή τη θέση πρότειναν στον Ανδρόνικο Β’ Παλαιολόγο να αναλάβουν την υπεράσπιση της Λέσβου και της Χίου, επειδή όµως εκείνος αργούσε να τους απαντήσει, το 1304 ο Μπενεντέτο κατέλαβε τη Χίο αναγνωρίζοντας ωστόσο την επικυριαρχία του Βυζαντινού αυτοκράτορα. Στη συνέχεια µερίµνησε για την καλή οχύρωση της Χίου και την κερδοφόρα εκµετάλλευση

Τµήµα του έργου «Η Πεντηκο-στή» που ανήκει στην τελευταία

Ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της Κρητικής

Το 1278 ο Λικάριος στράφηκε εναντίον της Χαλκίδας, η οποία

του πολύτιµου προϊόντος της µαστίχας. Μετά τον θάνατο του Μπενεντέτο το 1307 προέκυψε πρόβληµα µεταξύ των κληρονόµων του. Το αποτέλεσµα ήταν να κληθούν σε βοήθεια από τον ανιψιό του οι Καταλανοί, χωρίς όµως να τερµατιστεί τελικά η διαµάχη µεταξύ των ανταπαιτητών. Το θέµα έκλεισε µε έναν συµβιβασµό σύµφωνα µε τον οποίο η Χίος θα µοιράζονταν εξίσου στον Μαρτίνο και τον Μπενεντέτο Β’ Ζαχαρία.Η εξουσία της οικογένειας στο νησί παρέµεινε αδιατάρακτη έως το 1329, όταν ο Ανδρό-νικος Γ’ Παλαιολόγος αποφάσισε να την επανακτήσει και επιτέθηκε µε τον στόλο του. Οι αντιδράσεις των δύο εξουσιαστών της Χίου υπήρξαν εντελώς διαφορετικές. Ο Μαρτίνος δοκίµασε να αντισταθεί, αλλά το µόνο που κατάφερε ήταν να συλληφθεί αιχµάλωτος και να παραµείνει στην Κωνσταντινούπολη για οκτώ χρόνια. Ο Μπενεντέτο Β’ διάλεξε να παραδοθεί και κατόπιν να βρει καταφύγιο στον Γαλατά, όπου συγκεντρώνοντας και άλλους Γενοβέζους αποπειράθηκε να θέσει ξανά υπό τον έλεγχό του το νησί, η προ-σπάθειά του όµως απέτυχε. Την ίδια κατάληξη είχε και η αντίστοιχη προσπάθεια του Μαρτίνου. Έτσι, ο γιος του Κεντυρίων περιορίστηκε στα εδάφη της οικογένειας στην Πελοπόννησο. Ο συνονόµατος γιος του υπήρξε ο τελευταίος πρίγκιπας της Αχαΐας. Η Χίος επανήλθε στην κατοχή της Γένοβας για άλλη µια φορά το 1346. Τότε κινήθηκε να την καταλάβει ιδιωτικός στόλος της Μαόνα (Mahona), εµπορικής εταιρείας, την οποία υποστήριζε η γενοβέζικη κυβέρνηση. Η αντίσταση που συνάντησαν ήταν µικρή και µέσα σε λίγες ηµέρες η Χίος ήταν δική τους. Στους Έλληνες κατοίκους επιτράπηκε να διατηρήσουν την περιουσία, τη θρησκεία και την ελευθερία τους. Παράλληλα, εγκατα-στάθηκαν και Γενοβέζοι έποικοι στους οποίους παραχωρήθηκαν σπίτια µέσα στο κάστρο (ενώ οι Έλληνες ζούσαν έξω από αυτό). Η διοίκηση ανατέθηκε σε έναν Γενοβέζο ποδε-στάτο (podesta) µε ετήσια θητεία, που διοριζόταν από τον δόγη της Γένοβας και αφού τον ενέκριναν και τα µέλη της εταιρείας. Στη Χίο είχε ιδρυθεί και νοµισµατοκοπείο ύστερα από άδεια που είχε παραχωρήσει ο δόγης. Το 1349 ιδρύθηκε η εταιρεία των Τζουστινιάνι, η οποία διαδέχθηκε τη Μαόνα και επιδόθηκε επίσης στην εκµετάλλευση της περίφηµης χιώτικης µαστίχας. Τα µέλη της υποχρεώθηκαν από το 1389 να καταβά-λουν φόρο υποτέλειας στον σουλτάνο, ενώ το 1408 εκδηλώθηκε αποστασία κατά της µητρόπολης, που όµως κατεστάλη το επόµενο έτος.

Οι Γατελούζοι στη Λέσβο και η γενοβέζικη παρουσία σε άλλα νησιάΓενοβέζικη ήταν και η δυναστεία που εδραιώθηκε στη Λέσβο το 1355. Ο Φραγκίσκος Γατελούζος, Γενοβέζος κουρσάρος, ήταν ο ιδρυτής της, ο οποίος βοήθησε τον Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο εναντίον του Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνού στη διαµάχη για τον θρόνο. Σε αντάλλαγµα έλαβε σε γάµο την αδελφή του Μαρία Παλαιολογίνα και ως προίκα το νησί της Λέσβου. Τυπικά, οι Γατελούζοι παρέµειναν υποτελείς στον αυτοκράτορα, ωστόσο βοηθούσαν πάντα τους συµπατριώτες τους µε όποιον τρόπο µπορούσαν. Αργότερα περιήλθαν στην κατοχή τους η Θάσος και η Σαµοθράκη, ενώ ύστερα από την Άλωση του 1453 οι Γατελούζοι, επωφελούµενοι από την αναστάτωση, κατέλαβαν και τα νησιά Ίµβρο και Λήµνο. Δεν χάρηκαν όµως για πολύ τις νέες τους κτήσεις, καθώς το 1456 τα κυρίεψαν οι Οθωµανοί. Τους απέµεινε µόνο η Λέσβος, την οποία έχασαν κι αυτή το 1462, όταν προτίµησαν να παραδοθούν στους Οθωµανούς, κλείνοντας τον κύκλο της Λατινοκρατίας στο νησί. Εκτός από τη Χίο και τη Λέσβο γενοβέζικη κατοχή γνώρισαν και η Ικαρία που παραχωρή-θηκε το 1362 στην οικογένεια Αράντζο, όπως και η Σάµος και τα Ψαρά που ανήκαν στην εταιρεία της Μαόνα. Τα δύο τελευταία εκκενώθηκαν από τον πληθυσµό τους το 1475, λόγω των πειρατικών επιδροµών, ο οποίος µεταφέρθηκε στη Χίο. Από το 1558 όµως η Γένοβα αποκήρυξε την επικυριαρχία της στο νησί, διότι βρισκόταν πλέον αντιµέτωπη µε τον οθωµανικό κίνδυνο. Οι Γενοβέζοι που ζούσαν εκεί δεν ήταν σε θέση να πληρώσουν τον φόρο υποτέλειας που όφειλαν στους Οθωµανούς και µε αφορµή το γεγονός αυτό, το 1566 ο τουρκικός στόλος έπλευσε στη Χίο και την έθεσε υπό τον έλεγχό του, χωρίς ουσιαστική αντίσταση. Οι Λατίνοι έποικοί της αναγκάστηκαν να φύγουν και να επιστρέ-ψουν στην πατρίδα τους, οι Έλληνες όµως εξασφάλισαν κάποια προνόµια από τους Οθωµανούς που τους διαδέχθηκαν χάρη στην καλλιέργεια της µαστίχας.

Η λατινοκρατία στα ΕπτάνησαΗ Λατινοκρατία στο Ιόνιο ξεκίνησε την εποχή της Δ’ Σταυροφορίας, όταν σύµφωνα µε την Partitio, τα Επτάνησα δόθηκαν στη Βενετία. Στην πράξη όµως η κατάσταση αποδείχτηκε πολύ διαφορετική, αφού η Γαληνοτάτη µπόρεσε να κυριαρχήσει µόνο στην Κέρκυρα, διώχνοντας πρώτα τον Γενοβέζο πειρατή Βετράνο, τον οποίο είχαν

Απεικόνιση της πόλης της Γένο-βας, σε ξυλογραφία του 1493

Άποψη του µεσαιωνικού οικι-σµού και του κάστρου του Ανα-

υποστηρίξει και οι κάτοικοι του νησιού. Η Κέρκυρα διαιρέθηκε σε δέκα φέουδα και παραχωρήθηκε σε αντίστοιχο αριθµό Βενετών πολιτών. Το 1214, όµως, καταλήφθηκε από τον Μιχαήλ Α’, πρώτο ηγεµόνα της Ηπείρου (1204-περ.1215), του οποίου ο από-γονος, Μιχαήλ Β’ (1230/31-1267/8), την κράτησε έως τα µέσα του 13ου αιώνα, οπότε τη µεταβίβασε ως προίκα στον γαµπρό του, Μαµφρέδο της Σικελίας, ύστερα από τον γάµο µε την κόρη του. Το 1267 ο Κάρολος Ανζού εισέβαλε στο νησί παίρνοντας τις κτήσεις του Μαµφρέδου, τον οποίο είχε νικήσει στη µάχη του Βενεβέντο. Ο Κάρολος φερόµενος έξυπνα δεν θέλησε να ενοχλήσει τους Έλληνες κατοίκους, αντίθετα εγγυή-θηκε σε όλους τον σεβασµό των συνηθειών και των δικαιωµάτων τους. Παρά τις υποσχέσεις όµως του Καρόλου, ο ορθόδοξος κλήρος υπέφερε πάρα πολύ από τους καθολικούς. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι ο βασιλιάς της Σικελίας χρωστούσε τον θρόνο του στον πάπα και έπρεπε να δείξει την ανάλογη ευγνωµοσύνη. Ορθόδοξος αρχιεπίσκοπος δεν υπήρχε, αλλά αντικαταστάθηκε από έναν ιερέα που αποκαλούνταν µέγας πρωτοπαπάς. Το προηγούµενο διάστηµα της βενετικής κυριαρχίας, οι πιστοί ορθόδοξοι είχαν αφεθεί στην ησυχία τους σύµφωνα µε τη µετριοπαθή πολιτική της Δηµοκρατίας του Αγίου Μάρκου. Κατά την εποχή των Ανζού, όµως, οι ορθόδοξοι Κερ-κυραίοι υπέστησαν ουσιαστικά θρησκευτικό διωγµό. Εκτός από αυτό, αργότερα γνώρι-σαν και τα δεινά των καταλανικών πειρατικών επιδροµών, καθώς αυτοί βρίσκονταν σε σύγκρουση µε τους Ανζού. Το 1386 οι Κερκυραίοι, απογοητευµένοι και κουρασµένοι από τις εµφύλιες διαµάχες του οίκου των Ανζού, προσέφεραν το νησί στη Βενετία, η οποία είχε φροντίσει να προπαρασκευάσει την κατάσταση προκειµένου να συµβεί αυτό. Μια πρεσβεία από έξι ευυπόληπτους Κερκυραίους στάλθηκε στην πόλη των Τεναγών, προκειµένου να ζητή-σει επίσηµα από τον ίδιο τον δόγη να αναλάβει το κράτος του την τύχη του νησιού. Η εξουσιοδότηση που είχε λάβει η επιτροπή από τους κατοίκους ήταν να ζητήσει να γίνουν σεβαστά τα προνόµια που είχαν δοθεί από τους Ανζού και να µη διατεθεί αλλού το νησί. Η πρόταση έγινε ευχαρίστως δεκτή και τα αιτήµατα ικανοποιήθηκαν µε ορισµένες τροποποιήσεις και προσθήκες. Μετά από αυτά οι απεσταλµένοι επέστρεψαν στην Κέρκυρα, κοµίζοντας και τον καταστατικό χάρτη του νησιού. Ο Βενετός βάιλος, όπως αποκλήθηκε ο διοικητής που στάλθηκε στην Κέρκυρα, κατόρθωσε να επιβάλει την τάξη και την ηρεµία ύστερα από το χάος που επικρατούσε τα τελευταία έτη. Αυτό

Η εταιρεία Τζουστινιάνι που ιδρύθηκε στη Χίο κατά τα µέσα

Η Σαµοθράκη περιήλθε στην κατοχή των Γενοβέζων στις

είχε ως αποτέλεσµα η βενετική κυβέρνηση να καταστεί ιδιαίτερα δηµοφιλής. Η αλλαγή κυριάρχου έγινε και τυπικά το 1402, όταν ο Λαδίσλαος, βασιλιάς της Σικελίας πούλησε την Κέρκυρα στους Βενετούς έναντι 30.000 χρυσών δουκάτων.

Οι Ορσίνι και οι ΤόκκοιΗ Ζάκυνθος, η Κεφαλονιά και η Ιθάκη ενώ κατακυρώθηκαν και αυτές στη Βενετία είχαν πέσει στα χέρια του Ιταλού πειρατή Ματθαίου Ορσίνι, ο οποίος αυτοαποκαλείτο κόµης και ίδρυσε την οµώνυµη δυναστεία. Αρχικά αναγνώρισε την κυριαρχία της Βενετίας, αυτό όµως άλλαξε στη συνέχεια όταν ο Ματθαίος δέχτηκε ως επικυρίαρχο τον Γοδο-φρείδο Β’, πρίγκιπα της Αχαΐας. Το 1300 φαίνεται πως οι Ορσίνι προσέθεσαν στην επικράτειά τους και τη Λευκάδα ή Αγία Μαύρα όπως την ονόµαζαν τότε, αλλά το 1355 πέρασε στη βενετική οικογένεια Ζόρζι. Η εξουσία των Ορσίνι δεν στάθηκε ευεργετική για τους κατοίκους και προκάλεσε τη δυσαρέσκειά τους. Ο επικυρίαρχος των Ορσίνι, Ιωάννης της Γκραβίνας, τους εκδίωξε το 1324 και συνέδεσε τα νησιά µε το πριγκιπάτο της Αχαΐας έως το 1357, όταν ο Ροβέρτος του Τάραντα παραχώρησε την Ιθάκη, την Κεφαλονιά και τη Ζάκυνθο στον Λεονάρδο Τόκκο. Αυτός πέτυχε το 1362 να αποµακρύ-νει τους Ζόρζι από τη Λευκάδα και να την προσαρτήσει στις κτήσεις του. Γιος και διάδοχος του Λεονάρδου ήταν ο Κάρολος Α’ Τόκκος. Αυτός αποφάσισε να αυξήσει τα εδάφη του και στα πλαίσια αυτής της πολιτικής συµµάχησε µε τη Βενετία, που τον βοήθησε να αποσπάσει από τους Αλβανούς την Ήπειρο και την Αιτωλοακαρ-νανία. Από τότε άρχισε να διοικεί την ηγεµονία του µένοντας άλλοτε στην Άρτα και άλλοτε στα Ιωάννινα. Με τον θάνατό του το 1429 η Βόνιτσα και η Λευκάδα πέρασαν στη χήρα του, η Ακαρνανία µοιράστηκε στους πέντε εξώγαµους γιους του, ενώ η υπόλοιπη ηγεµονία κληρονοµήθηκε από τον ανιψιό του Κάρολο Β’ Τόκκο. Ο Κάρολος Β’ ήταν εκείνος που αναγκάστηκε να έρθει αντιµέτωπος µε τους Οθωµανούς εξαιτίας των οποίων έχασε τα Ιωάννινα, ωστόσο του επιτράπηκε να συνεχίσει να κυβερνά την υπό-λοιπη επικράτειά του καταβάλλοντας φόρο υποτέλειας. Όταν πέθανε το 1448 άφησε πίσω του διάδοχο τον γιο του Λεονάρδο Β’ ο οποίος όµως ήταν ακόµα ανήλικος. Την περίοδο αυτή οι κάτοικοι της Λευκάδας κατέφυγαν στους Βενετούς για προστασία, οι οποίοι δέχθηκαν το αίτηµά τους, αλλά χωρίς να προσαρτήσουν το νησί. Το 1471 και µετά την ενηλικίωσή του, ο Λεονάρδος Β’ Τόκκος συµµάχησε µε τη Βενετία

Γενική άποψη του φρουρίου του Μολύβου στη Λέσβο, το οποίο

στη διάρκεια του Α’ Βενετο-οθωµανικού πολέµου. Εκείνο το διάστηµα και µέχρι το τέλος του πολέµου, το 1479, βρήκαν καταφύγιο στη Ζάκυνθο πολλοί Έλληνες πρόσφυ-γες. Μετά τη σύναψη ειρήνης µεταξύ Βενετίας και Οθωµανικής αυτοκρατορίας ο Λεο-νάρδος Β’ βρέθηκε στην ανάγκη να εγκαταλείψει την Κεφαλονιά, όπου υποχρεώθηκε να αντιµετωπίσει τις οθωµανικές δυνάµεις και να καταφύγει στον Τάραντα. Το 1480 όµως επέστρεψε µε ενισχύσεις από το βασίλειο της Νεάπολης.Η δυναστεία των Τόκκο διατηρήθηκε µέχρι το 1483. Τελευταίος εκπρόσωπός της ήταν ο Αντώνιο Τόκκο, από τον οποίο η Βενετία αφαίρεσε την Κεφαλονιά και τη Ζάκυνθο, τις οποίες είχε καταλάβει µε µισθοφορικές δυνάµεις Καταλανών. Μέσα στα επόµενα χρόνια η Γαληνοτάτη ενεπλάκη σε σκληρό ανταγωνισµό µε τους Οθωµανούς, προκει-µένου να κρατήσει την κυριαρχία της στο Ιόνιο πέλαγος. Το 1485 πήρε τη Ζάκυνθο, ενώ στη διάρκεια του Β’ Βενετο-οθωµανικού πολέµου κατάφερε να τους διώξει από την Κεφαλονιά και την Ιθάκη. Η πιο σηµαντική περίοδος της λατινοκρατίας στα Επτάνησα ήταν η βενετική. Η Κέρ-κυρα, οι Παξοί, η Κεφαλονιά, η Ιθάκη, η Ζάκυνθος και η Λευκάδα που αποκτήθηκε το 1686 αποτέλεσαν µια ενιαία βενετική επικράτεια στο Ιόνιο. Σε αυτήν περιλαµβά-νονταν και οι Αντίπαξοι, τα Αντικύθηρα, η Ελαφόνησος και οι Στροφάδες καθώς και η Πάργα. Από το διάστηµα εκείνο και µέχρι την πτώση της ίδιας της Γαληνοτάτης το 1797, τα νησιά αυτά έµειναν στην κατοχή της. Η διοίκηση των Επτανήσων ανατέθηκε σε έναν διοικητή που ονοµαζόταν Γενικός Προβλεπτής της Ανατολής. Η θητεία του ήταν τριετής και η έδρα του βρισκόταν στην Κέρκυρα. Η επτανησιακή κοινωνία χωρι-ζόταν κατά το πρότυπο της άλλης βενετικής κτήσης της Κρήτης, σε τρεις τάξεις: τους ευγενείς, τους αστούς και τον κατώτερο λαό. Η εξουσία της Γαληνοτάτης στο Ιόνιο υπήρξε µακρά και επηρέασε καθοριστικά την ιστορία του, εφόσον δεν γνώρισε ουσιαστικά οθωµανική κατοχή και έµεινε το τελευ-ταίο λατινοκρατούµενο κοµµάτι στον ελλαδικό χώρο. Η παρουσία των Βενετών άσκησε επιρροή στη διαµόρφωση του επτανησιακού πολιτισµού, όπως και στη νοοτροπία των κατοίκων του που διέφερε σηµαντικά σε σχέση µε αυτή άλλων ελληνικών πληθυσµών που το ίδιο διάστηµα τελούσαν υπό οθωµανική κυριαρχία.

Η κατάκτηση της Κέρκυρας από τους Ενετούς ακολουθή-

Το Τάγµα των Ιωαννιτών ΙπποτώνΜεταξύ των Λατίνων που έδρασαν στον ελλαδικό χώρο την περίοδο 1204-1566, αξιο-σηµείωτη θέση έχει και το ιπποτικό τάγµα του Αγίου Ιωάννη. Η ιστορία των Ιωαννιτών στην Ελλάδα ξεκίνησε όταν εκείνοι αποφάσισαν να µεταφέρουν την έδρα τους από την Κύπρο, όπου αντιµετώπισαν δυσκολίες, στη Ρόδο που κρίθηκε κατάλληλη για την εγκατάστασή τους. Το 1306 ο µεγάλος µάγιστρος, Φουλκ ντε Βιλαρέ, ήρθε σε διαπραγ-µατεύσεις µε τον Γενοβέζο Βινιόλο ντε Βινιόλι ο οποίος εξουσίαζε τη Ρόδο, την Κω και τη Λέρο. Ο τελευταίος πιεζόταν από τους Βενετούς της Κρήτης και γι’ αυτόν τον λόγο αποφάσισε να παραχωρήσει στους Ιωαννίτες την Κω, τη Λέρο και τµήµα της Ρόδου. Παρά τη συµφωνία οι ιππότες χρειάστηκε να αγωνιστούν σκληρά προκειµένου να απο-κτήσουν τη νέα τους βάση, κάτι που έγινε τελικά το 1309/10.Κατακτώντας το νησί οι Ιωαννίτες υποσχέθηκαν να σεβαστούν τους κατοίκους, ενώ παράλληλα θέλησαν να διαβεβαιώσουν τους Βενετούς που τους εχθρεύονταν πως η παρουσία τους στο Αιγαίο θα παρείχε προστασία κατά των Οθωµανών πειρατών. Στη Ρόδο αλλά και στα άλλα νησιά µερίµνησαν για την καλή οχύρωση αλλά και για την περί-θαλψη των ασθενών και των άπορων προσκυνητών που ήταν άλλωστε και η αποστολή τους. Γι’ αυτό, εκτός από τα οχυρωµατικά έργα, φρόντισαν και για την ίδρυση εκκλησιών και νοσοκοµείων. Στην πόλη της Ρόδου οι ιππότες ζούσαν ξεχωριστά από τον υπόλοιπο πληθυσµό και µέσα σε τείχος. Το τάγµα ήταν διαιρεµένο σε επτά Γλώσσες, ανάλογα µε την καταγωγή των µελών του, οι οποίες αργότερα αυξήθηκαν σε οκτώ. Ανώτατος αξιωµατούχος ήταν ο µέγας µάγιστρος, οι αποφάσεις όµως λαµβάνονταν από το Συµβούλιο που απαρτιζόταν από τους αρχηγούς των Γλωσσών. Ο αρχηγός κάθε Γλώσσας ήταν επιφορτισµένος και µε ένα διαφορετικό διοικητικό αξίωµα για την οµαλή λειτουργία του τάγµατος. Το 1344 οι Ιωαννίτες έλαβαν µέρος σε µια συµµαχική επιχείρηση εναντίον των Τουρ-κοµάνων της Σµύρνης µαζί µε τους Βενετούς, τον βασιλιά της Κύπρου και έχοντας την παπική υποστήριξη. Το αποτέλεσµα ήταν η πόλη να καταληφθεί και να παραδοθεί η φύλαξή τους σε εκείνους. Οι επεκτατικές τάσεις τους όµως δεν περιορίστηκαν εκεί. Το 1377 ο µάγιστρος Ροβέρτος ντε Ζουιγί ενοικίασε από την Ιωάννα, βασίλισσα της Νεάπολης, το πριγκιπάτο της Αχαΐας για πέντε χρόνια. Την ίδια χρονιά απέσπασε και

Άποψη του κάστρου της Αγίας Μαύρας, η οποία προστέθηκε

Στη Ρόδο οι Ιωαννίτες Ιππότες µερίµνησαν για την περίθαλψη

τη Βόνιτσα από τη χήρα του κόµη της Κεφαλονιάς. Η πολιτική αυτή συνεχίστηκε από τον διάδοχό του Φερδινάνδο ντε Ερέδια, αποδείχτηκε όµως εξαιρετικά δαπανηρή και γι’ αυτό εγκαταλείφθηκε και το πριγκιπάτο επιστράφηκε στην κάτοχό του. Ο επόµενος µάγιστρος, Φιλιµπέρ ντε Ναϊγιάκ, συµφώνησε µε τον δεσπότη του Μιστρά, Θωµά Παλαιολόγο, να αγοράσει το δεσποτάτο για 60.000 δουκάτα. Έτσι οι Ιωαννί-τες ξαναβρέθηκαν στην Πελοπόννησο παίρνοντας την Κόρινθο, τα Καλάβρυτα και τον Μιστρά. Όµως, ο ορθόδοξος πληθυσµός δεν δέχθηκε καθόλου καλά αυτή την εξέλιξη. Το αποτέλεσµα ήταν η επιστροφή των εδαφών στον πωλητή τους, εκτός της Κορίνθου, την οποία παρέδωσαν το 1404 στον Θεόδωρο Παλαιολόγο µε αντάλλαγµα τα κάστρα των Σαλώνων και της Λαµίας. Κατά τον 15ο αιώνα η επικράτεια των Ιωαννιτών αποτελούνταν από τη Ρόδο, την Κω, το Καστελόριζο, τη Λέρο, την Κάλυµνο, τη Νίσυρο, τη Σύµη, την Τήλο, τη Χάλκη και την Αλικαρνασσό. Αυτό το πλέγµα νησιών ήταν οχυρωµένο και οργανωµένο, ώστε να προσφέρει στο τάγµα και τους κατοίκους προστασία κυρίως από τις επιδροµές των Οθω-µανών. Καθώς ο κίνδυνος σταδιακά εντεινόταν, η ενίσχυση των αµυντικών οχυρώσεων θεωρήθηκε επιβεβληµένη. Το 1480 και όταν µέγας µάγιστρος ήταν ο Πέτρος ντ’ Ωµπυσ-σόν πραγµατοποιήθηκε η επίθεση των Οθωµανών στη Ρόδο, µε επικεφαλής τον Έλληνα εξωµότη Μεσίχ πασά Παλαιολόγο. Η αντίσταση των ιπποτών στάθηκε ηρωική, καθώς ήταν αποφασισµένοι να πέσουν µαχόµενοι, συνεπικουρούµενοι και από τον ελληνικό πληθυσµό που έσπευσε να πολεµήσει δίπλα τους. Η αποφασιστικότητα αυτή οδήγησε σε µια εντυπωσιακή νίκη, που έσωσε το νησί. Οι ζηµιές ωστόσο ήταν µεγάλες αλλά ευτυχώς για τους Ιωαννίτες ο θάνατος του Μωάµεθ Β’ και η δυναστική διαµάχη που ακολούθησε µεταξύ των γιων του, τους προσέφερε µια πολύτιµη ανάσα. Η οθωµανική επικράτηση όµως ήταν θέµα χρόνου, όπως συνέβη και στις άλλες λατινο-κρατούµενες περιοχές. Το 1522 και επί σουλτανείας του Σουλεϊµάν Β’ του Μεγαλοπρε-πούς εξαπολύθηκε νέα επίθεση κατά της Ρόδου που επίσης αποκρούστηκε γενναία και πάλι µε τη βοήθεια των Ελλήνων κατοίκων. Η προδοσία του καγκελάριου ντ’ Αµαράλ έκρινε την κατάσταση εξαιτίας της πικρίας του, που δεν εξελέγη µάγιστρος. Η προδοσία αποκαλύφθηκε και οι υπαίτιοι εκτελέστηκαν αλλά ήταν πλέον αργά. Οι Οθωµανοί προ-σπάθησαν να προσεταιριστούν τους Έλληνες υποσχόµενοι να σεβαστούν τη θρησκεία τους και να τους απαλλάξουν από τη βαριά φορολογία και το παιδωµάζωµα. Υπό αυτές

Οι Ιωαννίτες Ιππότες, ως τάγµα, ήταν χωρισµένοι σε επτά (και

Το τάγµα των Ιωαννιτών Ιππο-τών διοικείτο από τον ανώτατο

τις συνθήκες ο Μάγιστρος Βιγιέ ντε λ’ ιλ Αντάµ άρχισε διαπραγµατεύσεις για την παρά-δοση της Ρόδου. Στις αρχές του 1523 οι Ιωαννίτες εγκατέλειψαν το νησί που ανήκε πλέον στους Οθωµανούς, µαζί µε 5.000 Ροδίτες οι οποίοι µε επικεφαλής τον ορθόδοξο µητροπολίτη βρήκαν καταφύγιο στην Κρήτη.

Άποψη του κάστρου της Λαµίας, το οποίο δόθηκε το 1404 (µαζί