Μυρωδιά από μοσχοσάπουνο (Διήγημα)

14
Δημήτρης Τζουβάλης Μυρωδιά από μοσχοσάπουνο 1989

Upload: -

Post on 15-Nov-2014

339 views

Category:

Documents


3 download

DESCRIPTION

Κι ως είχα βγει στο δρόµο και τους άφηνα όλους πίσω µου, µόνους, κατάμονους μέσα στο πλήθος τους, ένιωσα μια καταλυτική μυρωδιά μοσχοσάπουνου, πραγματική αυτή τη φορά, να γαργαλάει τα ρουθούνια µου και την είδα να περπατάει δίπλα µου, καμαρωτή µε τα γαλάζια µάτια της να µε κοιτάνε πλημμυρισμένα λατρεία και θαυμασμό.

TRANSCRIPT

Page 1: Μυρωδιά από μοσχοσάπουνο (Διήγημα)

Δημήτρης Τζουβάλης

Μυρωδιά από μοσχοσάπουνοΔιήγημα

1989

Page 2: Μυρωδιά από μοσχοσάπουνο (Διήγημα)

άτος ο αγαπητικός, κρυφογέλαγαν και µ' έδειχναν. Κι ένιωθα την ευχαρίστηση να µου γαργαλάει τα

ρουθούνια και την καρδιά µου να χτυπάει δυνατά γεμίζοντας το κορμί µου μια ανεξήγητη αγαλλίαση. Είχα τα χέρια µου στις τσέπες και προσπαθούσα να τα ζεστάνω. Με πονούσαν αφόρητα µα δεν µ' ένοιαζε. Κείνος ο Αλέστας µε σακάτεψε. Μπήκε στην τάξη κραδαίνοντας τη βίτσα του και µε τα μικρούτσικα τα µάτια του να πετάνε φλόγες.

“Να 'ρθει εδώ ο γαμπρός”! Τόνισε μια - μια τις λέξεις αφήνοντας ένα σαρδόνιο χαμόγελο να παίξει στα χείλια του. Κανένας δεν κουνήθηκε από τη θέση του.

“Είπα ο γαμπρός να 'ρθει εδώ”! γρύλισε µ' εκείνο το μελιστάλαχτο ύφος που είχε για να µας παγώνει. Κανένας δεν σηκώθηκε. Η απειλή της φοβερής του βίτσας δεν ενέπνεε αυθόρμητη προσέλευση.

“Είπα ο γαμπρός να 'ρθει εδώ! Ή να πω καλλίτερα ο

2

Page 3: Μυρωδιά από μοσχοσάπουνο (Διήγημα)

αγαπητικός”! Έβγαλε ένα χαρτάκι από την τσέπη του και άρχισε

να το ξεδιπλώνει µε αργές κινήσεις. Το γλένταγε! Εγώ, άνοιξε η γης και µε κατάπιε. Μέχρι να το ξεδιπλώσει πήγα κι ήρθα στην κόλαση κουβαλώντας την πίσω μαζί µου. Μέσα στο χαρτί ήταν ένα τετράγωνο κομματάκι λαμαρίνα. Το έπιασε µε τις γωνιές ανάμεσα στα δυο του δάχτυλα και σηκώνοντάς το ψηλά µας το 'δειξε θριαμβευτικά.

“Ξέρετε τι είναι τούτο το πράμα; “Ξέρουμε δάσκαλε”, είπαν όλοι μαζί, το φυσάμε και

φέρνει γύρα”. “Τον κακό σας τον καιρό ξέρετε”! είπε και µε

κοίταξε στα µάτια. Ό, τι είχε απομείνει άκαυτο απ' την επίσκεψή µου

στην κόλαση το κατάκαψε τούτη η ματιά. Μ' έκανε στάχτη!

“Τον κακό σας το φλάρο”, θριάμβευσε. “Τούτο δω είναι η καρδούλα του Μήτσου µας. Την τύλιξε σε μια κόλλα χαρτί και την έστειλε πεσκέσι στη Μαρία, να την έχει να την καμαρώνει. Κι είναι ολόφρεσκη! Στάζει αίμα! Για έλα δω Μήτσο”.

Σηκώθηκα και πήγα κοντά του. Δεν µ' ένοιαζε, ας µ' έδερνε. Αλλά να κλάψω δεν θα του 'κανα το χατίρι. Θα τον έκανα να πλαντάξει. Άμα σε δέρνει ο δάσκαλος πρέπει να κλαις. Τότε οι ξυλιές είναι λιγότερες. Αν όμως θέλεις να 'χεις ένα πρόσωπο μέσα στην τάξη, τότε δεν κλαις και τρως της χρονιάς σου. Ο δάσκαλος θυμώνει άμα δεν κλαις. Άμα δεν κλαις πάει να πει δε μετάνιωσες, πάει να πει δεν τον υπολογίζεις. Για τα κορίτσια πάει να πει είσαι άντρας. Το δάσκαλο δεν τον νοιάζει αν μετάνιωσες. Τον ενδιαφέρει να τον υπολογίζεις. Κοντούλης µε μια φουσκωτή κοιλίτσα που τέντωνε επικίνδυνα το πουκάμισο κι ένα καλοκάγαθο πρόσωπο λες και ήταν άγιος. Είχε πάντα μια βίτσα σαν προέκταση του χεριού του κι όταν δεν μίλαγε είχε μια σφυρίχτρα στο στόμα του. Τα µάτια του πέταγαν σπίθες.

3

Page 4: Μυρωδιά από μοσχοσάπουνο (Διήγημα)

Σπίθες που σε διασκέδαζαν όταν ήταν στις καλές του και που σ' έκαναν να παγώνεις όταν είχε τα μπουρίνια του. Να παγώνεις και να καίγεσαι συνάμα.

Κάθε πρωί, μετά την προσευχή, περιμέναμε όλοι µε κομμένη την ανάσα τις τιμωρίες. Τιμωρούσε όσους είχε δει να κάνουνε ποδήλατο. Ποδήλατο είχε µόνο ο Θανασάκης, ο γιος του γιατρού. Αλλά αυτόν δεν τον τιμώραγε. Άντε τώρα να δείρεις το Θανασάκη και να πέσεις μετά στα χέρια του γιατρού. Ήταν και φτωχοί άνθρωποι οι δάσκαλοι. Πού λεφτά να πάει μια ολόκληρη φαμελιά στο γιατρό. Πού λεφτά να φάει και να ντυθεί.

“Εμάς τους δασκάλου; να µας ταΐζετε μοναχά, και τίποτε άλλο”, έλεγε περιπαιχτικά για την ανέχεια του ο Χάσουλας. Το χιλιάρικο το ξέρουμε απ' τις διαδόσεις και µόνο”.

Και έτσι το Θανασάκη δεν τον έδερνε ο δάσκαλος. Τον δέρναμε όμως εμείς όταν τις είχαμε φάει. Για να μάθει τι θα πει ισότητα. Και να το μάθει όπως το 'λεγε ο παπα-Γρηγόρης, εκείνος ο παπα-άγιος που όλοι τον αγάπαγαν εκτός απ' το δεσπότη.

“Θα πονέσουν πολύ οι αδικημένοι για να μάθουν τους αρχόντους τι θα πει ισότης. Μ' αυτή τη γνώση θα πονέσουν ύστερα οι αρχόντοι”.

Ο δάσκαλος, θύµωνε όταν δεν μπορούσε να δείρει κάποιον. Θύµωνε και την πλήρωναν οι άλλοι. Κι ο Θανασάκης έπρεπε να πάρει το μερίδιό του.

Εμείς οι άλλοι, που δεν είχαµε ποδήλατο, περιµέναµε στο δρόµο κάθε απόγευµα να φανεί ο Μότσος ο νερουλάς που 'κλεινε κι άνοιγε τις βρύσες για να µη σπαταλιέται το νερό που ήτανε λιγοστό και πολύτιµο. Έρχονταν µ' ένα βαρύ ποδήλατο κι αυτό ήταν που περιµέναµε. Του στήναµε καρτέρι και παραµονεύαµε, σαν τα θηρία, εκεί που ξέραµε ότι το θύµα µας θα ήταν ανυπεράσπιστο. Κοντά στη βρύση της χήρας! Εκεί ο Μότσος δεν ήταν πια νερουλάς. Ξεπέζευε σαν ιππότης, άφηνε το ποδήλατο, έριχνε μια

4

Page 5: Μυρωδιά από μοσχοσάπουνο (Διήγημα)

ματιά αστραπή γύρω του κι έµπαινε μετά στης χήρας για μια καλησπέρα, σαν κύριος, κι ας πάει να σπαταλιέται τώρα πια το νερό. Τότε ήταν, πάνω σ' αυτή τη μεταµόρφωση, που ορµάγαµε. Ο κανόνας ήταν απλός. Όποιος έτρεχε πιο γρήγορα έπαιρνε το ποδήλατο. Εµένα µ' έλεγαν σίφουνα στο τρέξιµο και ζερβοκούτη του κερατά σαν µ' έβλεπαν να 'χω κιόλας καβαλήσει το ποδήλατο και ν' αποµακρύνοµαι. Αλλά τα ωραία δεν κρατάνε πολύ. Ίσως κι αυτό να 'ναι η πληρωµή για την αποκοτιά να ξεχωρίσει κανείς απ' το συνηθισµένο. Ίσως αυτή η μικρή του διάρκεια να 'ναι η μαγεία που 'ναι ποτισµένο. Και το δικό µου το γλέντι δεν κράταγε πολύ. Και στη γωνιά του δρόµου, κάθε φορά, µα κάθε φορά παρ' εκτός καμιά Κυριακή, λες και µου 'χε στήσει καρτέρι, έβρισκα το δάσκαλο. Με κοίταζε µε το πρόσωπό του γεµάτο χαµόγελο. Ακόµα και τ' αυτιά του χαµογελούσανε.

“Μπράβο Μήτσο ισορροπία”! Εκεί µου τα χάλαγε όλα. Από κει και πέρα η

ποδηλατάδα δεν είχε πια κανένα νόηµα. Η σκέψη της προσευχής την επόµενη μέρα, έκανε τη ραχοκοκαλιά µου να κρυώνει. Πήγαινα μέχρι τη θάλασσα ανόρεχτα και γύριζα ν' αφήσω το ποδήλατο. Ο Μότσος είχε τελειώσει τα καλησπερίσµατά του µε τη χήρα και περίµενε, νευριασµένος νερουλάς πια, το ποδήλατό του. Έβριζε και φώναζε. Αλλά μέχρις εκεί. Σήκωνε το χέρι του και θα 'θελε µ' όλη του την ψυχή να το κατεβάσει στο σβέρκο µου, αλλά δεν τόλµαγε να το κάνει. Εδώ απολαµβάναµε και µεις τα προνόµια του Θανασάκη. Μας φοβόταν όπως ο δάσκαλος το γιατρό. Έτρεµε στην ιδέα να μάθαινε η γυναίκα του η Θωµαή πόσο αργούσε το κλείσιµο αυτηνής της συγκεκριμένης βρύσης.

“Κωλόπαιδα”, σφύριζε µε σφιγµένα τα δόντια κι έφευγε. “Μούλικα του κερατά”.

Ο δάσκαλος τιµώραγε κι όποιον πήγαινε κινηµατογράφο. Μανία το 'χε να τα χαλάει όλα. Άμα

5

Page 6: Μυρωδιά από μοσχοσάπουνο (Διήγημα)

είχε Ταρζάν ή κανένα πολεµικό, έκανε έφοδο. Μόνο κανένα αισθηµατικό μπορούσες να δεις ανενόχλητος. Δεν του αρέσανε τα αισθηµατικά και τα δράµατα. Έκλαιγε και γίνονταν ρεζίλι. Άμα είχε Ταρζάν έρχονταν κατευθείαν, σα να 'ξερε, κι έπιανε την καρέκλα δίπλα απ' την πλαϊνή κολώνα της αίθουσας. Εκεί είχα στηµένη κι εγώ την κρυψώνα µου. Το πανωφόρι µου κρεµασµένο σαν χώρισµα από μια πρόγκα στην κολώνα κι απ' την καρέκλα, έδινε την εντύπωση ότι κάποιος το είχε κακοκρεµάσει. Αλλά ο δάσκαλος δεν είχε τέτοιες εντυπώσεις. Αυτός ήξερε. Ήξερε πως μόλις σβήσουν τα φώτα, ένα κεφαλάκι θα ’βγαινε από 'κει πίσω και θα κοίταγε αχόρταγα το άσπρο φωτισµένο πανί. Κι αφού το έργο είχε προχωρήσει έσκυβε και ψιθύριζε πονηρά στο ... πανωφόρι:

“Σ' αρέσει το έργο Μήτσο; Καλός ο Ταρζάν”! Εγώ δε μίλαγα. Τι τον ένοιαζε αν µ' αρέσει το έργο;

Αυτός έτσι κι αλλιώς θα µ' έδερνε το πρωί. Γι' αυτό δεν του μίλαγα. Μια φορά του μίλησα μονάχα και το μετάνιωσα. Μ' έρεψε στο ξύλο την άλλη μέρα. 'Έφαγα περισσότερες απ' όσες ξυλιές κόστιζε συνήθως ένας κινηµατογράφος. Είχε σκύψει και τότε και µε ρώτησε.

“Δε σκας κάτω απ' το πανωφόρι Μήτσο”; Κι εµένα τότε µου 'ρθε και µου κάθισε μια ιδέα, που

καλλίτερα να µ' έπιανε μουγκαµάρα παρά π' άνοιξα το στόµα µου. Ήταν όµως κάτι αλλόκοτο από μέσα µου που µ' έσπρωχνε να το πω. Θα 'σκαγα!

“Δεν είµαι ο Μήτσος δάσκαλε”, είπα και περίµενα την απόκρισή του.

Ο δάσκαλος ήξερε πολύ καλά τίνος ήταν το πανωφόρι. Του ήταν πια γνώριµο. Τόσες φορές του μίλαγε στα σκοτάδια. Ήξερε και ποιος κρυβόταν από κάτω. Τόσες φορές µου τις είχε βρέξει χωρίς περιττές εξακριβώσεις. Τι του 'ρθε τώρα να ρωτήσει. Ο διάολος τον έβαλε κι αυτόν να ρωτήσει. Μια απορηµένη ειρωνεία κρεµάστηκε στο στόµα του.

“Και ποιος είσαι αφού δεν είσαι ο Μήτσος”!

6

Page 7: Μυρωδιά από μοσχοσάπουνο (Διήγημα)

Τότε ήταν πια αργά για να σταµατήσω. Δεν κυβέρναγα πια. Είναι στιγµές που τα λόγια βγαίνουν αυθόρµητα, χωρίς σκέψη. Σε σπρώχνει μια διάθεση να πειράξεις ή ίσως να πονέσεις κάποιον. Το στόµα µου άνοιξε κι άκουσα τη φωνή µου να λέει µ' ένα σαρκασµό που 'χε μέσα του σταλάξει όλη η εκδίκηση για τις ξυλιές που είχα φάει μέχρι τότε.

“Ο ... Θανασάκης”! Δεν ξαναµίλησε εκείνο το βράδυ. Ούτε σε µένα,

ούτε στο πανωφόρι µου. Πάγωσε η αίθουσα. Την άλλη μέρα µ' έρεψε στο ξύλο.

Το πρωί άµα περίµενα τιµωρία πήγαινα και κρυβόµουνα στις τουαλέτες. Αν δεν σ' έδερνε μετά την προσευχή μπορούσε και να την γλιτώσεις. Εκείνη τη μέρα όµως δεν τη γλίτωσα. Με φώναξε να βγω μπροστά.

“Δεν είναι 'δω δάσκαλε, είναι άρρωστος”! είπε ο Βαγγέλης ο Μουστρούφας που ήταν φίλος µου.

“Ξέρεις εσύ Θανασάκη, πού είναι ο Μήτσος”; επέµενε ο δάσκαλος σαν να µην άκουσε τίποτε. Ήξερε ο Θανασάκης. Αλλά το κοντινό του μέλλον που προδιαγράφονταν σκοτεινό μετά από μια τέτοια οµολογία τον έκανε και δίσταζε. Ήθελε µε μεγάλη του χαρά να µε δει να τις τρώω. Πού να κρυφτεί όµως στο διάλειμμα. Ο δάσκαλος έδειχνε να µην ξέρει ή να µην τον ενδιαφέρει τι θα γινόταν στο διάλειμμα. Τον λυπόμουνα μερικές φορές το Θανασάκη. Ένιωθα σα μια βίτσα που ο δάσκαλοι; μπορούσε να χρησιμοποιεί χωρίς να την κρατάει στο χέρι του. Άμα τον πείραζε τόσο που ο Θανασάκης έκανε ποδήλατο, ας τον έδερνε ο ίδιος άμα του κράταγε. Κι ο Θανασάκης δεν άντεξε στον πειρασμό ούτε στο πιεστικό κοίταγμα του δασκάλου και μαρτύρησε. Τις έφαγε κι ο Βαγγέλης. Για να μάθει να λέει ψέματα, είπε ο δάσκαλος. Τον ένοιαζε να 'μαστε λέει προκομμένοι άνθρωποι. Να µην κάνουμε ποδήλατο, να µην πάμε κινηματογράφο, να µη λέμε ψέματα, να 'μαστε κουρεμένοι µε την ψιλή, να 'μαστε

7

Page 8: Μυρωδιά από μοσχοσάπουνο (Διήγημα)

λέει λεβέντες σαν τους προγόνους µας και να 'χουμε και καθαρά νύχια. Ο Θανασάκης είχε πάντα καθαρά τα νύχια του. Τον έβανε και πέρναγε ανάμεσά µας κι έδειχνε τα χέρια του. Όταν έφτανε κοντά στο Βαγγέλη έστριβε, γιατί ο Βαγγέλης επιβράβευε πάντα το υπόδειγμά µας, µε μια τσιμπιά.

Και η Μαρία είχε καθαρά νύχια. Μοσχοβόλαγε μοσχοσάπουνο. Ήταν Αθηναία κι αυτό της έδινε στα µάτια µας όψη απόκοσμη, ονειρεμένη. Ήταν και κείνα τα µάτια της που σ' άφηναν να Βυθίζεσαι μέσα τους και να χάνεσαι, να ξεχνιέσαι. Πέρσι στην τρίτη έκανε την Παναγία στο θέατρο που παίξαμε.

“Κρατάς μυστικά”; πήρα το θάρρος να της εξομολογηθώ.

“Τι μυστικά”, µε ρώτησε και τα µάτια της φεγγοβόλησαν, δείχνοντας πως ήξερε, πως το περίµενε.

“Θα στα γράψω”, κοκκίνισα χαμηλώνοντας το βλέμμα, κι έφυγα πετώντας.

Την άλλη μέρα πήρα ένα χαρτί και ζωγράφισα μια καρδιά, την καρδιά µου, τρυπημένη µε μια σαΐτα. Έβγαλα από την τσέπη µου την μικρή τετράγωνη λαμαρίνα, που τη βάζουμε µε τις γωνιές ανάμεσα στα δάχτυλα και τη φυσάμε να φέρνει γύρα και την τύλιξα µε το χαρτί. Παραφύλαξα την ώρα που ο δάσκαλος ήταν γυρισμένος στον πίνακα και το πέταξα στο θρανίο της. Πήρε στο κεφάλι τη Φρόσω. Απ' όλα τα κεφάλια βρήκε κι έπεσε στης Φρόσως. Η Φρόσω, γειτονοπούλα μου, καυχιόταν πάντα στις φίλες της πως θα µε παντρευτεί σαν μεγαλώσει και βγάλει το δημοτικό. Το πήρε, το άνοιξε και το διάβασε και µε κοίταξε µε τα µάτια της ανοιγμένα σ' ένα μεγάλο ερωτηματικό. “Δώσ' το δίπλα”, της έγνεψα. Βούρκωσαν τα µάτια της, έσφιξε πεισματάρικα τα χείλι α της και το 'δωσε στη Μαρία.

Στο διάλειμμα δεν είχα νου για παιχνίδι. Έπιασα μιαν άκρη κι ονειρευόμουνα. Την έβλεπα να 'ρχεται κοντά µου, να µου πιάνει το χέρι και να περπατάμε μαζί στα

8

Page 9: Μυρωδιά από μοσχοσάπουνο (Διήγημα)

σύννεφα. Μια μυρωδιά μοσχοσάπουνου πλανιόταν στους αιθέρες που μεθούσε το είναι μου. Με ξύπνησε η φωνή της Φρόσως. Στεκόταν μπροστά µου µε το σαγόνι περήφανα σηκωμένο και το βλέμμα γεμάτο σκοτάδια.

“Το πήρε ο δάσκαλος”, µου 'πε κι έφυγε µε σταθερή και μεγαλόπρεπη περπατησιά. Μαζί της κουβάλαγε και τη σάκα της. 'Έφευγε!

“ Γιατί Μήτσο µου την τρύπησες την καρδούλα σου µε τούτο το πράμα”, κάγχασε ο δάσκαλοι; κι άρχισε να µ' εξοργίζει. Τι τον ένοιαζε. Δεν ήταν κινηματογράφος ούτε ποδήλατο. Ήταν δική µου προσωπική υπόθεση. Άπλωσα τις παλάμες µου στο θρανίο και τον κοίταζα στα μάτια με μια σκληράδα που τον διαπέρασε. Άρχισε να µε χτυπάει μανιασμένα και ν' απαριθμεί τα λάθη και τα παραστρατήματά μου. Φαίνεται πως η πράξη µου δεν ήταν σύμφωνη µε τη συμπεριφορά των προγόνων µας. Δεν ήταν για προκοπή. Με σακάτεψε. Άχνα δεν έβγαλα απ' το στόμα µου. Κι όταν µε τα πρησμένα µου χέρια πήρα τα βιβλία µου και µε στητό το κορμί µου κίνησα να φύγω, µ' αποθέωσαν. Τα επινίκια ξεφωνητά της τάξης ούτε που νοιάζονταν για το δάσκαλο. Ήταν σα να µην υπήρχε. Τον είχα σβήσει.

Κι ως είχα βγει στο δρόµο και τους άφηνα όλους πίσω µου, µόνους, κατάμονους μέσα στο πλήθος τους, ένιωσα μια καταλυτική μυρωδιά μοσχοσάπουνου, πραγματική αυτή τη φορά, να γαργαλάει τα ρουθούνια µου και την είδα να περπατάει δίπλα µου, καμαρωτή µε τα γαλάζια µάτια της να µε κοιτάνε πλημμυρισμένα λατρεία και θαυμασμό.

Ήταν η τελευταία φορά που µ' έδειρε ο δάσκαλος. Από κείνη τη μέρα σαν µ' έβλεπε στο ποδήλατο του νερουλά, καμιά νύξη δεν έκανε για την ισορροπία µου. Προσάρμοσε και τ' όνομά µου στις καινούργιες µας σχέσεις.

“Γεια σου Δημητρό λεβέντη”, µου 'λεγε και γύριζε και µε κοίταζε μέχρι που χανόμουνα στη γωνία...

9

Page 10: Μυρωδιά από μοσχοσάπουνο (Διήγημα)

1989

10