5.13' ΑΚΡΙΒΩΣ

13
ΕΚΔΟΣΕΙΣ οσελότος 5.13΄ ακριβως ΜιχΑλης ΤζΑνΑκης 5.13΄ ΑΚΡΙΒΩΣ ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΖΑΝΑΚΗΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ οσελότος

Upload: ocelotos-editions

Post on 31-Mar-2016

232 views

Category:

Documents


0 download

DESCRIPTION

Ο φυσιολογικός θάνατος της γιαγιάς ανοίγει ένα «ξεχασμένο» μπαούλο, μέσα στο οποίο βρίσκονται στριμωγμένοι άνθρωποι, ήρωες, αισθήματα, Ιστορία. Το άνοιγμα αυτού του μικρού μπαούλου θα μετατρέψει τη βραδιά ενός τριαντάρη σ’ έναν καταιγισμό συναισθημάτων, συγκινήσεων και αποκαλύψεων, που αρχίζουν από ένα «λάθος» έγκλημα πάθους στα χιονισμένα Λευκά Όρη, θα συνεχίσουν στον κάμπο της Μεσσαράς και στη Σμύρνη του ’22, θα περάσουν διά πυρός και σιδήρου από τη μεταξική Ελλάδα και τη γερμανική θηριωδία, για να κατασταλάξουν σ’ ένα εργένικο δωμάτιο, μέσα σ’ ένα α

TRANSCRIPT

ΕΚΔΟΣΕ ΙΣοσελότος

5.13΄ ακριβως

ΜιχΑλης ΤζΑνΑκης

5.13΄ ΑΚΡΙΒΩΣ

5.13

΄ ΑΚΡΙΒ

ΩΣ

ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΖΑΝΑΚΗΣ

ΜΙΧ

ΑΛ

ΗΣ ΤΖΑ

ΝΑ

ΚΗ

Σ

Ο φυσιολογικός θάνατος της γιαγιάς ανοί-γει ένα «ξεχασμένο» μπαούλο, μέσα στο

οποίο βρίσκονται στριμωγμένοι άνθρωποι, ήρωες, αισθήματα, Ιστορία. Το άνοιγμα αυ-τού του μικρού μπαούλου θα μετατρέψει τη βραδιά ενός τριαντάρη σ’ έναν καταιγισμό συναισθημάτων, συγκινήσεων και αποκαλύ-ψεων, που αρχίζουν από ένα «λάθος» έγκλη-μα πάθους στα χιονισμένα Λευκά Όρη, θα συνεχίσουν στον κάμπο της Μεσσαράς και στη Σμύρνη του ’22, θα περάσουν διά πυρός και σιδήρου από τη μεταξική Ελλάδα και τη γερμανική θηριωδία, για να κατασταλάξουν σ’ ένα εργένικο δωμάτιο, μέσα σ’ ένα αντικεί-μενο που μυρίζει πάνω από έναν αιώνα ελλη-νικής ιστορίας.

ΕΚ∆ΟΣΕ ΙΣοσελότος

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108E-MAIL: [email protected]

www. ocelotos. gr

ΕΚ∆ΟΣΕ ΙΣοσελότος

ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ

οσελότος

ISBN 978-960-564-041-5

Ο Μιχάλης Τζανάκης κατάγεται από την Πόμπια Ηρακλείου. Γεννήθηκε, ζει και εργάζεται στο Ηράκλειο Κρήτης. Σπούδασε Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και είναι παντρεμένος με τρία παιδιά. Αρθρογραφεί τακτικά στην εφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ» και «ΤΟ ΧΩΝΙ», ενώ κάνει ραδιοφωνικές παραγωγές στην ΕΡΑ Ηρακλείου. Είναι ενεργό μέλος της Action Aid Hellas.

[email protected]

0_cover_sosto_tzanakis.indd 1 3/15/2013 12:37:03 PM

ΤιΤλος 5.13΄ Ακριβώς ςυγγραφέας Μιχάλης Τζανάκης ςειρα Λογοτεχνία [1358]0313/05

Copyright© 2013 Μιχάλης Τζανάκης ΠρώΤη εκδοςη Αθήνα, Mάρτιος 2013

ISBN 978–960–564–041–5

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108e–mail: [email protected]

www. ocelotos. gr

ΕΚΔΟΣΕΙΣοσελότος

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτο-ανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορ-φή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγ-γραφέα.

στην οικογένεια μου, στον τόπο μου

Πρόλογος

Η ανάγκη να γράψει κάποιος μια «ιστορία» μπορεί να απορ-ρέει από πολλούς παράγοντες. Σε κάθε περίπτωση είναι

εσωτερική ανάγκη να κατασκευάσεις, να αναπλάσεις ή απλά να αναδείξεις ένα συμβάν, που συγκινεί εσένα ή μπορεί να συγκινή-σει οποιονδήποτε άλλον.

Οι ευκαιρίες που έχει καθένας μας είναι πολλές, ακόμα κι αν δεν έχει τη φαντασία να τις δημιουργήσει, ωστόσο, απλά και μόνο αν ψάξει, μπορεί να βρει υπέροχες ιστορίες μέσα στο ίδιο του το σπίτι, που ίσως είναι καταχωνιασμένες κάπου και περιμέ-νουν την ώρα για να έρθουν στο φως.

Η ηλικιακή ωρίμανση του ανθρώπου, γεννά σ’ αυτόν πολλές ανάγκες, για να διασώσει εκείνα που κρίνει ότι κινδυνεύουν να χαθούν στα αζήτητα του χρόνου. Κι όταν υπάρχουν τόσα υπέρο-χα πράγματα να διατηρήσεις, δε σου μένει παρά να αποπειραθείς να το κάνεις με διάφορους τρόπους.

Ένας απ’ αυτούς είναι σίγουρα να γράψεις για όλα όσα σε συ-γκινούν, σ’ ένα σφιχτό εναγκαλισμό ιστορίας και φαντασίας, σ’ ένα παράλληλο χορό πραγματικότητας και υπερβολής. Κι όμως η ιστορία υπερβαίνει πολύ συχνά τη φαντασία κι η πραγματικό-τητα την υπερβολή.

Η γενιά μου μεγάλωσε σ’ ένα περιβάλλον ευκολίας, και κατά κάποιο τρόπο τη «βάρυνε» με τη μομφή των «έτοιμων» λύσεων. Όλα εύκολα, όλα στρωμένα, όλα προκαθορισμένα. Χωρίς πρω-ταγωνιστικό ρόλο, χωρίς πρωτοβουλίες, χωρίς ηρωισμό, καθίσα-

ΜιχΑλης ΤζΑνΑκης

με στις «δάφνες», που έστρωσαν οι γονείς και οι παππούδες μας, για να πορευτούμε ένα δρόμο ευθύ μεν, και μονότονο δε.

Γεννημένοι κοντά στο τελευταίο τέταρτο του εικοστού αι-ώνα, χάσαμε τα πιο συναρπαστικά «επεισόδια» της πρόσφατης ιστορίας μας. Αντίθετα μ’ αυτούς που γεννήθηκαν στις αρχές του ίδιου αιώνα, και που – όσοι επιβίωσαν– αποτέλεσαν ανθρώπους-«μνημεία», πάνω στους οποίους γράφτηκαν οι σημαντικότερες σελίδες της νεοελληνικής μας ιστορίας.

Η απόδοση τιμών στους προγόνους μας, σε άλλη εποχή θα χαρακτηριζόταν «προγονοπληξία», σήμερα– ευτυχώς– εκτιμά-ται περισσότερο, αν δεν κρίνεται επιβεβλημένη κιόλας.

Όταν άρχισα ν’ αποκτώ αντίληψη του χρόνου, του τόπου, των ανθρώπων που αποτελούσαν την οικογένεια μου, άρχισα να προβληματίζομαι για το αν αποτελούμε τελικά αυθύπαρκτες και αυτόνομες υπάρξεις ή μοιραία θα ζήσουμε στη «σκιά» όλων εκεί-νων που στήριξαν και διασφάλισαν την δική μας ύπαρξη.

Οι απόψεις που μιλούν για την εκπλήρωση ενός απροσδιό-ριστου και γενικού «χρέους» απέναντι σ’ όλους τους προγόνους μας, είναι τετριμμένες και ίσως υποκριτικές. Γράφουμε αποκλει-στικά και μόνο για τον εαυτό μας, για τον εγωισμό που δεν έχει ως «πυρήνα» το κλασικό «ξέρεις ποιος είμαι;», αλλά τον εγωισμό του «ξέρεις ποιου είμαι;».

Η μυθοπλασία στηρίχτηκε σε πραγματικά πρόσωπα και γε-γονότα σε μεγάλο βαθμό.

Εισαγωγή

Εβδομήντα τρία χρόνια περίμενε υπομονετικά στη γωνία του βορειοανατολικού δωματίου. Κάτω από το σιδερένιο κρεβά-

τι, που το στόλιζε προς τη μεριά του τοίχου η κοκκινωπή πατανία με τα άσπρα ξόμπλια. Κάτω από το προσκέφαλο του παππού, κείτονταν σαν προέκταση του σώματος του και περίμενε με υπο-μονή τον άνθρωπο για τον οποίο προοριζόταν και που κάποια στιγμή θα ενδιαφερόταν γι’ αυτό. Δεν ήταν κρυμμένο, μα δεν ήταν και ορατό για οποιονδήποτε έμπαινε στην κρεβατοκάμαρα. Εβδομήντα τρία ακριβώς χρόνια ασφαλώς θα πέρασαν από πάνω του χιλιάδες μικρές αραχνούλες, λογής– λογής ζωύφια, σκόνες, μυρμήγκια, κάποτε θα ξαπόσταιναν σίγουρα κι αυτές οι μικρές πεταλουδίτσες, που τα βράδια βγαίνουν κυνηγώντας το φως και λένε στην Κρήτη πως είναι οι ψυχές των νεκρών, που θέλουν να δώσουν το «παρόν» στους ζωντανούς. Από μικρός θυμάμαι τη γιαγιά μου να σιωπά, μόλις έβλεπε αυτά τα έντομα, που τα ξέρα-με ως «ψυχαρίδες», γιατί έλεγε πως ήταν οι ψυχές των δικών μας προγόνων κι έπρεπε να τις ανεχτούμε με τη σειρά μας και εμείς, σαν να ήταν ζωντανοί και παρόντες οι σεβάσμιοι συγγενείς μας, που ήρθαν για τη νυχτερινή βεγγέρα τους.

Μασίφ ξύλινος σκελετός από οξιά, προφανώς για να μην σαπίζει, «δεμένο» με κάθετα κι οριζόντια μεταλλικά φύλλα, για να το κάνουν πιο συμπαγές, ασφάλιζε από τις δύο άκρες του, αλλά είχε κι ένα βαρύ λουκέτο στο κέντρο του, ώστε να κρατά επτασφράγιστα τα μυστικά του, για όσο χρόνο έπρεπε. Μόνο ένας άνθρωπος έπρεπε να ξέρει, πώς και πότε, θα άνοιγε αυτό

ΜιχΑλης ΤζΑνΑκης

το μυστηριώδες αντικείμενο που κέντριζε το ενδιαφέρον μας, από τότε που παίζαμε κρυφτό και το ψηλό σιδερένιο κρεβάτι μας πρόσφερε μια καλή κρυψώνα εντός του σπιτιού.

Τα παλιά σιδερένια κρεβάτια ασκούσαν μια παράξενη γοη-τεία, αφού είχαν τόσα στολίδια και χειροτεχνήματα. Τα κρεβάτια αυτά τα διακοσμούσαν, δαντελένιοι «γύροι», υφαντά μαξιλάρια με την εξωτερική περίμετρο τους κεντημένη με ψιλοβελονιά, χει-ροποίητες κουβέρτες, σωστά έργα τέχνης με γεωμετρικές παρα-στάσεις και κρόσια στις άκρες τους. Μα όσο όμορφα φάνταζαν εξωτερικά, τόσο πόνο, μυστικά και πάθη κουβαλούσαν στα με-ταλλικά κομμάτια τους. Έτσι κι αυτό το κρεβάτι, δε θα ξέφευγε από τον κανόνα, αλλά μαζί μ’ όλα τα άλλα είχε και αυτό το αντι-κείμενο ν’ ακουμπά στον οντά, προς τη μεριά του τοίχου που κοι-μόταν ο παππούς, με το πρόσωπο του ν’ αγγίζει στην κοκκινωπή πατανία που κρεμόταν στον τοίχο και να δέχεται τις ανάσες του, και σίγουρα κάποιες απ’ αυτές θ’ ακουμπούσαν και θα έφταναν χαμηλά στο αντικείμενο που ήταν τοποθετημένο στον οντά.

Το μικρό μπαούλο κείτονταν μόνιμα εκεί, με το ξύλινο περί-βλημα του να κρύβει καλά τα «μυστικά» του και τα μεταλλικά μέρη του να ταλαιπωρούνται για χρόνια από τις καλοκαιρινές ζέστες της Μεσσαράς, και να πυρώνονται απ’ τον Ιούνιο ως τον Οκτώβρη και να παγώνουν το χειμώνα από το Δεκέμβρη ως το Μάρτη, που το μέταλλο μπορούσε να σε «κάψει» από το κρύο. Φαντάζομαι όλα τα ζουζούνια, τα ζωύφια και τα έντομα που εί-χαν το μικρόκοσμο τους κάτω από το σιδερένιο κρεβάτι ότι θα απέφευγαν τα μεταλλικά σημεία του μπαούλου, χειμώνα και κα-λοκαίρι και θα έβρισκαν θαλπωρή, μόνο στα ξύλινα μέρη του.

lΈνα γράμμα έχει ξεπέσει από το φάκελο. Φαίνεται από το κι-

τρινισμένο χρώμα του κι από το ζαρωμένο χαρτί, πως το συγκε-κριμένο γράμμα, έχει διαβαστεί περισσότερες από μία φορές. Ακόμα και η οσμή που αναδίδει, είναι πολύ πιο έντονη από τη μυρωδιά των άλλων επιστολών. Δεν είναι ο χρόνος που μυρίζει σ’ ’αυτήν, ή ο φόβος, ή η ελπίδα. Είναι κυρίως η μυρωδιά της αγά-πης. Σκόπιμα, προφανώς, δεν είναι σε φάκελο. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβεις ποιος την στέλνει, πότε και σε ποιον. Όμως πρέπει

5.13΄ ΑκριΒως

να είναι χωριστά από τις άλλες. Γιατί– όπως συμβαίνει τούτη τη στιγμή– η επιστολή κάποια στιγμή θα διαβαστεί. Από κάποιον ή κάποια που έρχεται από μακριά. Ήταν ζήτημα χρόνου. Όσο καλά κρυμμένη και να είναι, κάποια στιγμή θα έρθει στο φως.

Πόσο δύσκολο είναι να διαβάζεις γράμματα μιας άλλης εποχής, πολλές δεκαετίες πίσω, ανθρώπων που αγνοούσες την ύπαρξή τους, που γνώρισες ελάχιστα ή και καθόλου και τώρα ξαναζούν. Τους γνωρίζεις από κοντά και μάλιστα τους γνωρίζεις σε βάθος. Έρχεται το πλήρωμα του χρόνου που η Ιστορία του τόπου ζητά να χορέψει ένα βαλς με την Ιστορία της οικογένειας σου , με τη φύτρα απ’ όπου ξεπετάχτηκες και συ. Ξαφνικά νιώ-θεις πως μετέχεις κι εσύ σ’ αυτήν, είσαι μέρος της, κομμάτι της, μικρό μεν, αλλά κομμάτι της. Αυτός ο Χορός έρχεται απρόσμενα, προσκαλείσαι σ’ αυτόν, ίσως εντελώς τυχαία σε χρόνο και τόπο απροσδιόριστο, που θα προκύψει, όχι κατόπιν δικής σου πρό-κλησης, αλλά η ίδια η Ιστορία θα τον προκαλέσει. Πόσο δίκιο είχαν οι Ρωμαίοι μ’ αυτό το «scripta manent, verba volant”, έστω κι αν οι περισσότεροι θεωρούσαν και θεωρούν πως ο γραπτός λόγος δεν είναι τόσο ζωντανός, όσο ο προφορικός.

Πρέπει να διαβάσω προσεκτικά. Το φως είναι αχνό, γιατί είναι βράδυ. Κανένας τεχνητός φωτισμός δεν μπορεί να αντικαταστή-σει το φως του ήλιου. Είναι και πολύ περασμένη η ώρα. Τα μάτια, όσο και να προσπαθείς να τα κρατήσεις ανοικτά, αυτά λες και υπακούν στο νόμο της βαρύτητας, δεν αργούν να αργοκλείσουν και, λίγο πριν την πλήρη καταβύθιση τους, τους υπενθυμίζεις ότι τα χρειάζεσαι ανοικτά για κάμποση ώρα ακόμα. Ίσως μέχρι να ξανάρθει το φως του ήλιου.

Αυτού του είδους το ξενύχτι το έκανα μόνο την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, οπότε αναγκαστικά έπρεπε ν’ ακολουθώ το πρό-γραμμα άλλων. Άλλωστε, έχω μια υπερευαισθησία στα μάτια. Πάντα ένιωθα πως είναι το μόνο σημείο του σώματός μου, που κατά τρόπο περίεργο, εκεί μόνο αισθάνομαι κυρίως τη σωματική και πνευματική κούραση.

Τελικά, βρίσκω τον τρόπο να σταθεροποιήσω τα βλέφαρα και να εστιάσω στο αχνογραμμένο κείμενο:

ΜιχΑλης ΤζΑνΑκης

Γράψε μου τα νέα σου, και μην καθυστερήσειςΣτην ξενιτιά που βρίσκομαι, να με παρηγορήσεις,Βραδιάζει, ξημερώνει ο Θεός, κι εγώ πουλί μου κλαίω,Και καθενός τον πόνο μου, δεν κάθομαι να λέω,Ο έρωτας κι ο θάνατος, τα δυο με πολεμούνε,Το θάνατο ενίκησα, τον έρωτα φοβούμαι,Μα ο στρατός με μάρανε και μ’ έχει μαραμένο,Σαν το λεμόνι πράσινο και κατηγορημένο,Δυστυχισμένο μου κορμί, πέθανε να γλιτώσεις,Και στέναξε τα βάσανα, του χάρου να τα δώσεις,Θ’ ανοίξω την καρδούλα μου και μέσα θα σε βάλω,Κι όρκο θα κάμω στο θεό να μη σε ξαναβγάλω,Το μνήμα μου είναι ανοικτό, κοίταξε να το κλείσεις,Γιατί θα μπω αζωντανός, και δε θα μ’ αποκτήσεις,Πλησίασε στον τάφο μου και σήκωσε την πέτρα,Κοίταξε το κορμάκι μου, και τις πληγές μου μέτρα,Ελπίδες και παρηγοριές δε θέλω από κανένα,Γιατί ο γιατρός που μ’ έγιαινε είναι μακριά στα ξένα,Μάτια έχεις τσελβελίδικα, κορμί χυτή λαμπάδα,Άσπρος λαιμός, ξανθά μαλλιά, φρύδια σμικτά και μαύρα,Τα ρόδα βάνω στο χαρτί, όμορφα διπλωμένα,Να σου τα στείλω αγάπη μου, που είσαι μακριά στα ξένα,Αλάργο με ξορίσανε, μα γω θα έρθω πάλι,Μαλαματένιο γιασεμί, όμορφο πορτοκάλι,Σαράντα χρόνους θάλασσα, στεριά να μην πατήσω,Βαστώ, το το χατίρι σου, να μη σε λησμονήσω,Όταν εσένα δε θωρώ, ίντα καρδιά θα κάμω,Με ίντα νου θα περπατώ στον Κόσμο τον Απάνω,Περνώ τσι μέρες σκοτεινές, και τον καιρό θλιμμένο,Όταν εσένα δε θωρώ τι άλλο περιμένω,Άλλη δε βάνω στην καρδιά και μοναχή θε να’ σαι,Βάστα το το χατίρι μου, ώστε να ζεις και να ’σαι,Τα χέρια σου τα όμορφα, θέλω να μ’ αγκαλιάσουν,Να βάλω και προσκέφαλο, τη νύχτα τα μαλλιά σου,

5.13΄ ΑκριΒως

Ήθελα η αγάπη μου, στην πόρτα να προβάλει, να δω τα ρόδα οπού δινε, ανέ τα δίνει πάλι,πως θα περάσω τον καιρό. Οπού θα ζήσω ακόμη,που μ’ έφαγαν τα βάσανα, και οι καημοί κι οι πόνοι,μα λογαριάζω τον καιρό, εικοσιδυο εκατατάχθητου Ιουλίου του μηνός, κι η νιότη μου εχάθη.Αχ, έκαμα σου την καρδιά, κι έφτυξε αίμα χάμαι,

Μ’ από ‘ταν ξεχωρίσαμε, όλο στα σκοτεινά μια.

Μια επιστολή ερωτική μέσα στο ζόφο του πολέμου, με χαρα-κτήρες περίπου καλλιγραφικούς από έναν άντρα με ανεπαρκή μόρφωση προφανώς, αφού εκείνα τα χρόνια η μόρφωση ήταν πολυτέλεια. Μαζί μ’ αυτήν την επιστολή στοιβαγμένες κι άλλες, ενώ στη μέση βρίσκεται ένα ρολόι με τους δείκτες καρφωμένους σε μια συγκεκριμένη ώρα.

Είναι προφανέστατο, σκέφτομαι, πως πρόκειται για μια ερω-τική επιστολή...

Μέχρι που τη διάβασα, δεν πίστευα πως τα χρόνια εκείνα οι άνθρωποι είχαν τέτοιες ευαισθησίες. Πάντα θεωρούσα πως οι πόλεμοι και οι αγώνες για την ελευθερία αλλοτρίωναν αισθη-ματικά τον άνθρωπο που είχε άλλες προτεραιότητες. Αδικαιο-λόγητος εντελώς να έχω τέτοιες απόψεις, ζώντας στη γη που ο «Ερωτόκριτος» περίμενε να ξεφανερωθεί στην «Αρετούσα». Λάθος μεγάλο να θεωρώ πως ο έρωτας θα πήγαινε χωριστά με τη Λευτεριά και την Πατρίδα. Άλλωστε κι αυτά Έρωτας είναι...

1Οι τελευταίες βροχές στον κάμπο έρχονται με τους νοτιάδες

της άνοιξης. Οι άνεμοι αυτοί για την Κρήτη είναι «προάγ-γελοι» του καλοκαιριού και του χειμώνα, φυσούν την άνοιξη και το φθινόπωρο και φέρνουν βορειότερα το χαμσίνι της Σαχάρας, υπενθυμίζοντας τη γειτνίαση του νησιού με τη χώρα του Νείλου. Ο ουρανός κοκκινίζει και φέρνει με ταχύτητα τα τελευταία ή τα πρώτα σύννεφα, αναλόγως αν είναι άνοιξη ή καλοκαίρι. Αυτοί οι νοτιάδες, βαραίνουν το κεφάλι των Κρητικών, οι οποίοι ξαφνικά αισθάνονται τους χτύπους της καρδιάς στα μηνίγγια τους και τις ώρες τούτες δε θέλουν να έχουν πολλές σκοτούρες στο κεφάλι τους.

Είναι η ώρα που ξεχειμωνιάζει, που ξεθυμαίνει το κρύο κι οι χοντρές στάλες, που έφερε από το νότο ο ουρανός, κρέμονται στους λεμονανθούς. Αυτοί εν τω μεταξύ, προβάλλουν άσπροι και σκληροί, μα προπαντός μυρωδάτοι. Είναι ο καιρός που οι Χαιρετισμοί τελείωσαν και το χωριό ετοιμάζεται να πενθήσει το Χριστό. Οι αυλές, τα πανωπόρτια, οι πεζούλες ασβεστώνονται να φύγει η μούχλα του χειμώνα, η πράσινη χλωρίδα από κάθε αρμό του εδάφους, ν’ ανοίξει το χρώμα των σπιτιών, μαζί με τις καρδιές των ανθρώπων.

Μια βδομάδα οι «καλησπέρες» κι οι «καληνύχτες» θα λέγο-νται έξω απ’ τον Άη Γιώργη, το Λεβέντη του χωριού, που το φύ-λαξε όλο τον καιρό, που η Τουρκιά μαγάρισε τα ίσια χώματα του κάμπου. Απέναντι από τις κορφές του Ψηλορείτη το χωριό δεν ξέρει, αν τελικά είναι καμπίσιο ή ορεινό. Αγναντεύει μπροστά του όλο τον Μεσσαρίτικο κάμπο, τις πλαγιές και τις κορυφές του Ψηλορείτη, ενώ πίσω του ακριβώς, έχει για «πλάτη» την οροσει-

5.13΄ ΑΚΡΙΒΩΣ

5.13

΄ ΑΚΡΙΒ

ΩΣ

ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΖΑΝΑΚΗΣ

ΜΙΧ

ΑΛ

ΗΣ ΤΖΑ

ΝΑ

ΚΗ

Σ

Ο φυσιολογικός θάνατος της γιαγιάς ανοί-γει ένα «ξεχασμένο» μπαούλο, μέσα στο

οποίο βρίσκονται στριμωγμένοι άνθρωποι, ήρωες, αισθήματα, Ιστορία. Το άνοιγμα αυ-τού του μικρού μπαούλου θα μετατρέψει τη βραδιά ενός τριαντάρη σ’ έναν καταιγισμό συναισθημάτων, συγκινήσεων και αποκαλύ-ψεων, που αρχίζουν από ένα «λάθος» έγκλη-μα πάθους στα χιονισμένα Λευκά Όρη, θα συνεχίσουν στον κάμπο της Μεσσαράς και στη Σμύρνη του ’22, θα περάσουν διά πυρός και σιδήρου από τη μεταξική Ελλάδα και τη γερμανική θηριωδία, για να κατασταλάξουν σ’ ένα εργένικο δωμάτιο, μέσα σ’ ένα αντικεί-μενο που μυρίζει πάνω από έναν αιώνα ελλη-νικής ιστορίας.

ΕΚ∆ΟΣΕ ΙΣοσελότος

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108E-MAIL: [email protected]

www. ocelotos. gr

ΕΚ∆ΟΣΕ ΙΣοσελότος

ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ

οσελότος

ISBN 978-960-564-041-5

Ο Μιχάλης Τζανάκης κατάγεται από την Πόμπια Ηρακλείου. Γεννήθηκε, ζει και εργάζεται στο Ηράκλειο Κρήτης. Σπούδασε Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και είναι παντρεμένος με τρία παιδιά. Αρθρογραφεί τακτικά στην εφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ» και «ΤΟ ΧΩΝΙ», ενώ κάνει ραδιοφωνικές παραγωγές στην ΕΡΑ Ηρακλείου. Είναι ενεργό μέλος της Action Aid Hellas.

[email protected]

0_cover_sosto_tzanakis.indd 1 3/15/2013 12:37:03 PM

5.13΄ ΑκριΒως

ρά των Αστερουσίων, να πρασινίζει το χειμώνα με τις βροχές, να λουλουδίζει την άνοιξη από τα χρώματα, να κιτρινίζει από το λιοπύρι του καλοκαιριού και να κοκκινίζει το φθινόπωρο από τ’ άλικα ηλιοβασιλέματα. Εκεί, καθώς ο ήλιος πέφτει από άλλη γωνία, θαρρείς και βλέπεις ένα βουνό να καίγεται. Η οροσειρά αυτή είναι χαμηλή– κάποτε λένε ήταν κατάφυτη– αλλά ασκεί μια περίεργη έλξη σ’ όλους τους ανθρώπους στον κάμπο. Από τη βό-ρεια πλευρά, έχουν μεγάλο οπτικό πεδίο ίσαμε τον Ψηλορείτη, μα νότια ετούτα τα βουνά είναι στην πλάτη τους και σα να τους πιέζουν. Κατά ένα περίεργο τρόπο τα αντιμετωπίζουν με δέος, σα να είναι τα πιο ψηλά βουνά του κόσμου.

Λένε για τους «βουνίσιους» στην Κρήτη, πως δεν εκιότεψαν, πως δεν προσκύνησαν και εν τέλει δε διαφεντεύτηκαν από τους εχθρούς του νησιού, Βενετσάνους και Τούρκους, μα δε λένε για τους «καμπίσιους», που κι αυτοί τράβηξαν το «κουπί» της σκλα-βιάς, γιατί δεν είχε σπήλιους να κρυφτούν, τροχάλους να πετά-ξουν, μόνο έπρεπε να κοιτάξουν τον εχθρό κατάματα και είχαν δυο επιλογές: ή να τον θέσουν «ανάσκελα», ή να υποστούν τα πάνδεινα αν δεν τον προλάβαιναν.

Αυτή η εποχή είναι από το Θεό δοσμένη. Ήξερε Αυτός και πότε πέθανε και πότε αναστήθηκε. Ο κάθε πεθαμένος λίγο το θέλει τέτοιον καιρό να σηκωθεί μεμιάς, να μυρίσει τους λεμοναν-θούς, να μαζώξει τα χαμομήλια, ν’ αγκαλιάσει τα τριαντάφυλλα, χωρίς να τρυπηθεί απ’ τα αγκάθια. Αυτή την έννοια δεν είχε κι ο Σολωμός στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους»; Την Άνοιξη φο-βούνταν κι οι πολεμιστές κι όχι τους Αγαρηνούς. Τα λουλούδια, τα άνθη, τις οσμές, τα χρώματα, τα σχήματα. Όλα γεννιούνται ετούτον τον καιρό, τίποτα δεν πεθαίνει.

Αυτός, λοιπόν, ο τόπος είχε να κάμει και με τον κάμπο, που τον είχε στα «πόδια» του, αλλά και με τα βουνά, που το τήραγαν μακριά μπροστά του και κοντά πίσω του. Οι άνθρωποί του δε φοβόταν ούτε το κρύο που κουβαλούν το χειμώνα οι κορφές της Ίδης ίσια κάτω, ούτε το λίβα που έρχεται ίδιος κι απαράλλακτος «αράπης», μετά το τέλος του Μάη και κατακαίει τις πέτρες, το χώμα, τα στάχυα, τρελαίνοντας στην κάψα πετούμενα και τρε-χάμενα ζώα.