alain badiou: Η ηθική
DESCRIPTION
Alain Badiou: Η Ηθική. Δοκίμιο για τη συνείδηση του Κακού. L'ethique. Essai sur la conscience du mal. Μετάφραη: ΒΛΑΣΗΣ ΣΚΟΛΙΔΗΣ - ΚΩΣΤΑΣ ΜΠΟΜΠΑΣTRANSCRIPT
Ζ
<
,_J
<
η ηθική Δοκίμιο για τη συνείδηση του Κακού
Alain Badiou
Π ρ ο ο π τ ι κ έ ς
Ο Alain Badiou διδάσκει φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο
Vincennes-Saint Denis και στο College International de
philosophie. Εκ παραλλήλου μυθιστοριογράφος, θεατρικός
συγγραφέας και δοκιμιογράφος, έχει δημοσιεύσει στις εκ
δόσεις Seuil -όπου διευθύνει μαζί με την Barbara Cassin τη
συλλογή «L Όrdre phίlosophίque»- τα εξής κυρίως βιβλία:
Theorie du sujet (1982), Manίfeste pour la phίlosophίe (1989)
και Condίtίons (1992). Το ουσιώδες του φιλοσοφικού του
συστήματος συγκεφαλαιώνεται στο L'etre et l'evenement
(Seuil, 1988).
«Ανθρώπινα δικαιώματα», «βιοηθική», «σεβασμός του άλ
λου»: η ηθική είναι σήμερα της μόδας. Όμως, οι αξίες της
(ο Άνθρωπος, ο Άλλος, η Ζωή ... ) παραείναι γενικές και δεν
επιτρέπουν να σκεφτούμε τις μοναδικές καταστάσεις. Κό
ντρα στο ρεύμα μιας «ηθικής αρχών», που διαπρέπει κυ
ρίως στο να καταγγέλλει παντού ένα ριζικό Κακό, μια ηθι
κή των συγκεκριμένων αληθειών -αληθειών της πολιτικής,
της επιστήμης, της τέχνης και του έρωτα- θα μας επέτρεπε
να ταυτοποιήσουμε διαφορετικά το Κακό, ώστε να μπορέ
σουμε να το αντιμετωπίσουμε.
OPTIQUES/PHILOSOPHIE
Τίτλος πρωτοτύπου: Alain Badiou, L'έthique. Essai sur la
conscience du Μαl
ALAIN BADIOU
Η ΗΘΙΚΗ Δοκίμιο για τη συνείδηση του Κακού
ΜΕΤΆΦΡΑΣΗ
ΒΛΑΣΗΣ ΣΚΟΛΙΔΗΣ - ΚΩΣΤΑΣ ΜΠΟΜΠΑΣ
ΑΘΗΝΑ 1998
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Πpόλογος στην ελληνική έκδοση
ΕΙΣΑΓΩΓΗ .......... .
1. ΥΠΆΡΧΕΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ; 1. Ο θάνατος του οινθpώπου; .
2. Τοι θεμέλιοι της ηθικής των οινθpωπίνων δικαιω-μάτων ...................... .
3. Ο άνθpωπος: έμ6ιο ζώο ή αθάνατη μοναδικότητα; 4. Μεpικές οιpχές ................. .
11. ΥΠΆΡΧΕΙ Ο ΑΛΛΟΣ; 1. Η ηθική υπό την έννοια του Λε6ινάς
2. Η «ηθική της διοιφοpάς» ...... .
3. Από τον Άλλο στον Ολικώς Άλλο . . 4. Η ηθική ως αποσυντεθειμένη θpησκείοι
5. Επιστpοφή στο Ίδιο . . . . . . . . . . .
6. «Πολιτιστικέc;J> διοιφοpές και πολιτισμοκpοιτίοι 7. Από το Ίδιο στις αλήθειες ......... .
111. Η ΗΘΙΚΗ, ΕΚΦΑΝΣΗ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΥ
1. Η ηθική ως θεpοιποιινίδοι της οινοιγκοιιότητοις . .
2. Η ηθική ως «δυτική» κυριαρχία επί του θανάτου 3. Βιοηθική . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
4. Ο ηθικός μηδενισμός μεταξύ συντηpητισμού και
ενόpμησης θανάτου
IV. Η ΗΘΙΚΗ ΤΩΝ ΑΛΗΘΕΙΩΝ 1. Είναι, συμ6άν, αλήθεια, υποκείμενο
2. Τυπολογικός οpισμός της ηθικής μιας αλήθειας
3. Η εμπειpίοι της ηθικής «συνέπειας» . . . . . . .
9
11
14
15
17
20
26
28
28
30
30
33
35
36
37
39
39
42
44
47
49
49
53
57
4. Ασκητισμό<;; . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 62
V. ΤΟ ΠΡΌΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ . . . . . . . . . . 66 Α. Η ΖΩΗ, ΟΙ ΑΛΗΘΕΙΕΣ, ΤΟ ΚΑΛΟ . . . . . . . . . 66 Β. ΠΕΡ! ΤΗΣ lΊΊΑΡΞΕΩΣ TOr KAKOr . . . . . . . 69 Γ. ΕΠΙΣΤΡΟΦΉ ΣΤΟ ΣΥΜΒΑΝ, ΤΗΝ ΠΙΣΤΟΤΗΤΑ,
ΤΗΝ ΑΛΉΘΕΙΑ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 75 Δ. ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Ι\ΙΙΑΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΟϊ KAKOr . . . . 79
1. Το είδωλο κοιι η τρομοκρατία . . . . . . . . . 79 2. Η προδοσία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 85 3. Το ακατονόμαστο . . . . . . . . . . . . . . . 88
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ..... .
ΒΑΣΙΚΉ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Οpολόγιο
. . . . . . . . . . . 96
. . . . . . . . . . . 98
. . . . . . . . . . . . . . 99
Πpόλοyοι; στην ελληνική έχόοση
0ΠΩΣ ΠΟΛΛΕΣ από τις φιλοσοφικές παρεμ6άσεις, τούτο το 6ι6λίο το γέννησε μια θεωρητική οργή. Μήπως χαι το έργο του Πλάτωνα οεν το γέννησε, κατά μέγα μέρος, η οργή κατά των σοφιστών; Δεν μπορούσα ν' αντέξω την έπαρση όλων εκείνων που, ισχυριζόμενοι πως εξαλείφουν τη σκέψη της οεχαετίας του '60 (Φουκό, Αλτουσέρ, Λακάν), μας παρουσίασαν σαν σπουοαία καινοτομία ένα είδος ακαδημαϊκής ηθικολογίας, εντελώς γελοίας. Στα μάτια μου, η επιχείρηση αυτή, που την επανελάμ6αναν η τηλεόραση, ο τύπος, χαι εντέλει όλοι οι πολιτικοί, δεν αποτελούσε παρά την επιστροφή σε αντιδραστικές παλιές ιδέες με σαφή ταυτότητα: η πρωτοκαθεδρία της ηθικής επί της πολιτικής η 6ε6αιότητα για την ανωτερότητα της αστικής Δύσης επί όλων των υπολοίπων· η ύπαρξη μιας υποτιθέμενης «ανθρώπινης φύσης» χαι των «δικαιωμάτων» που τη συνοδεύουν· ο χυδαίος αντιχομμουνισμός ο προφανής, πραγματικά ολοκληρωτικός, χαραχτήρας της αριστείας του καπιταλισμού χαι της συνήθους πολιτικής έκφρασής του, του χοινο6ουλευτισμού. Και τέλος η υποτέλεια της φιλοσοφίας, παραιτούμενης από κάθε κριτική λειτουργία, μπροστά στην κατεστημένη παγκόσμια τάξη.
Αποπειράθηκα λοιπόν αρχικά να δείξω ότι αυτό το κατασκεύασμα δεν αξίζει τίποτε και ότι υποκαθιστά τη φιλοσοφική κριτική με μια απροσχημάτιστη προπαγάνδα για τις κυρίαρχες αξίες της τάξης που υφιστάμεθα. Άσκησα μετωπική κριτική στην ανθρωπιστική ιδεολογία, στην πολιτική τής υποταγής χαι στον ξέπνοο ακαδημαϊσμό, που επέχουν θέση αγοραίας «φιλοσοφίας».
Δεν ήθελα όμως να περιοριστώ σε αυτά. Μου φαινόταν ριψοκίνδυνο να εγκαταλείψω στα μαντρόσκυλα του χαπιταλο-χοινο6ουλευτισμού την όμορφη λέξη «ηθική». Σκιαγράφησα λοιπόν ένα εντελώς διαφορετικό νόημα της
9
λέξης, αποσπώντας την από την ψευδοκαντιανή ηθικολογία και ανάγοντάς την στην πραγματική της ρίζα: τα συμι:ίάντα αλήθειας.
Δεν πρόκειται, ι:ίέι:ίαια, παρά για μια σύντομη εισαγωγή. Η επεξεργασία μιας ηθικής των αληθειών θα γίνει ως προέκταση της νέας θεωρίας της αλήθειας που εξέθεσα στο ι:ίασικό ι:ίιι:ίλίο μου Το είναι και το σuμ6άv. Προσπάθησα ωστόσο να είμαι όσο γίνεται διεξοδικός, τουλάχιστον γύρω από τις μείζονες κατευθύνσεις μιας πραγματικής ηθικής η οποία διαφυλάσσει, και μάλιστα απαιτεί, τα δικαιώματα της δημιουργίας, της επινόησης στη σκέψη, της πολιτικής που χειραφετεί, της τέχνης που πρωτοπορεί. Μια ηθική που παραμένει αποστασιοποιημένη από κάθε χαυνωτικό ανθρωπισμό.
Χαίρομαι που οι Έλληνες θα μπορέσουν να κρίνουν το εγχείρημά μου. Μήπως δεν είναι οι απόγονοι εκείνων που, αντιπαλεύοντας κάθε δουλική ή σοφιστική σκέψη, επινόησαν τη φιλοσοφία και σμίλεψαν τη λέξη «ηθική>'; Δεν μπορώ λοιπόν παρά να ευχαριστήσω τους μεταφραστές και τον εκδότη που διακινδύνευσαν να προτείνουν για ανάγνωση και αντιρρήσεις τούτο το δοκίμιο, πυκνό και ανοιχτό συνάμα.
Παρίσι, 30.12.97 ΑΛΕΝ ΜΠΑΝΤΙΟΥ
ΕΙΣΑΓΩΓΉ
ΚΑΠΟΙΕΣ ΛΟΓΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ, για καιρό απομονωμένες στα λεξικά και στο ακαδημαϊκό λεξιλόγιο, έχουν την τύχη, ή την ατυχία -λίγο σαν τη μεγαλοκοπέλα που έχει δεχτεί τη μοίρα της και γίνεται, χωρίς να καταλα6αίνει το γιατί, το ίνδαλμα μιας κοσμικής 6ραδιιiς- να 6γουν ξαφνικά στον καθαρό αέρα του χρόνου, να δημοσιοποιηθούν και να διαφημιστούν, να παρελάσουν σε έντυπα και τηλεοράσεις, να παρατεθούν μέχρι και στους κυ6ερνητικούς λόγους. Η λέξη ηθική, που αναδίδει τόσο έντονα την ελληνική της προέλευση, ή το μάθημα φιλοσοφίας, που παραπέμπει στον Αριστοτέλη (τα Ηθικά Νικομάχεια, ένα περίφημο μπεστ-σέλερ!), 6ρίσκεται σήμερα στο προσκήνιο.
Η λέξη Ηθική, στα αρχαία ελληνικά, αναφέρεται στην αναζήτηση ενός καλού «τρόπου ύπαρξης» ή στη σοφία της πράξης. Με αυτή την ιδιότητα, η ηθική είναι το τμήμα της φιλοσοφίας που εντάσσει την πρακτική ύπαρξη στην παράσταση του Καλού.
Οι στωικοί είναι οπωσδήποτε εκείνοι που με τη μεγαλύτερη επιμονή κατέστησαν την ηθική όχι μόνο τμήμα αλλά; την ίδια την καpδιά της φιλοσοφικής σοφίας. Ο σοφός είναι αυτός που, ξέροντας να διακρίνει τα πράγματα που εξαρτώνται από τον ίδιο και εκείνα που δεν εξαρτώνται, οργανώνει τη θέλησή του γύρω από τα πρώτα και υπομένει με απάθεια τα δεύτερα. Αναφέρεται άλλωστε ότι οι στωικοί συνήθιζαν να συγκρίνουν τη φιλοσοφία μ' ένα α6γό του οποίου το τσόφλι ήταν η Λογική, το ασπράδι η Φυσική και ο κρόκος η Ηθική.
Στους μοντέρνους, για τους οποίους το ζήτημα του υποκειμένου είναι, από τον Καρτέσιο κι έπειτα, κεντρικό, η ηθική είναι σχεδόν συνώνυμη της ηθικότητας, ή -θα έλεγε ο Καντ- του πρακτικού λόγου (διαφοροποιημένου από τον θεωρητικό λόγο). Πρόκειται για τις σχέσεις
11
της υποκειμενικής δράσης, και των αναπαραστάσιμων προθέσεών της, με έναν οικουμενικό Νόμο. Η ηθική αποτελεί αρχή κρίσης των πρακτικών ενός rποκειμiνου, είτε πρόκειται για ατομικό είτε για συλλογικό υποκείμενο.
θα σημειώναμε ότι ο Χέγκελ εισάγει μια λεπτή διάκριση ανάμεσα στην «ηθική» (Sittlichkeit) και την «ηθικότητα» (Moralitiit). Περιορίζει την ηθική αρχή στην άμ.εση δράση, ενώ η ηθικότητα αφορά τη σκεπτόμενη δράση. θα πει για παράδειγμα ότι «η ηθική τάξη συνίσταται ουσιαστικά στην άμεση απόφαση» 1•
Η σύγχρονη «επιστροφή στην ηθική» χρησιμοποιεί τη λέξη με νόημα εμφανώς ακαθόριστο, αλλά οπωσδήποτε πλησιέστερο στον Καντ (ηθική της κρίσης) παρά στον Χέγκελ (ηθική της απόφασης).
Στην πραγματικότητα, η ηθική δηλώνει σήμερα μια αρχή σχέσης με «ό,τι συμ6αίνει», μια ασαφή ρύθμιση των σχολίων μας όσον αφορά τις ιστορικές καταστάσεις (ηθική των ανθρωπίνων δικαιωμάτων), τις τεχνικοεπιστημονικές καταστάσεις (ηθική του έμ6ιου όντος, 6ιοηθική), τις «κοινωνικές» καταστάσεις (ηθική τού είμαστε-μαζί), τις επικοινωνιακές καταστάσεις (ηθική τηζ επικοινωνίας), κλπ.
Αυτή η κανονικότητα σχολίων και γνωμών στηρίζεται σε οργανωμένους θεσμούς και διαθέτει τη δική της εξουσία: υπάρχουν «εθνικές επιτροπές ηθικής» διορισμένες από το κράτος. Όλα τα επαγγέλματα προ6ληματίζονται γύρω από την «ηθική» τους. Επιχειρούνται μάλιστα στρατιωτικές αποστολές στο όνομα της «ηθικής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
Απέναντι στον κοινωνικοποιημένο πληθωρισμό των αναφορών στην ηθική, το ζητούμενο του παρόντος δοκιμίου είναι διπλό:
' Hege\, Phenomenologίede !Έsprίt, Aubier, τ. 2, σ. 32. Όλη αυτή η ενότητα της Φαινομενολογίας του Πνεύματος είναι δύσκολη, αλλά ιδιαιτέρως uπο�ητιχή.
12
- Σε πρώτη φάση, πρόκειται να εξετάσουμε την ακρι6ή φύση αυτού του φαινομένου που είναι, στην κοινή γνώμη και στους οργανωμένους θεσμούς, η κύρια «φιλοσοφική» τάση του καιρού. Θα προσπαθήσουμε να δείξουμε ότι πρόκειται στην ουσία για έναν πραγματικό μηδενισμό και μια απειλητική άρνηση κάθε σκέψης.
- Σε δεύτερη φάση, θα διεκδικήσουμε από αυτή την τάση τη λέξη ηθική, δίνοντάς της τελείως διαφορετικό νόημα. Αντί να τη συνδέσουμε με αφηρημένες κατηγορίες (ο Άνθρωπος, το Δίκαιο, ο Άλλος ... ), θα την αναγάγουμε σε καταστάσεις. Αντί να απο6αίνει μια διάσταση του οίκτου για τα θύματα, θα την καταστήσουμε το διαρκές πρόσταγμα μοναδικών διαδικασιών. Αντί να διακυ6εύεται μόνο η καλή συντηρητική συνείδηση, θα εξαρτηθεί από την ηθική το πεπρωμένο των αληθειών.
1. ΥΠΑΡΧΕΙ Ο ΑΝθΡΩΠΟΣ;
Η «ΗΘΙΚΗ». με την τρέχουσα σήμερα σημασία που έχει η λέξη, αφορά κατά τρόπο προνομιακό «τα ανθρώπινα δικαιώματα» - ή, παρεμπιπτόντως, τα δικαιώματα του έμ6ιου όντος.
Υποθέτουν ότι υπάρχει ένα ανθρώπινο υποκείμενο αναγνωρίσιμο παντού, και το οποίο κατέχει κατά κάποιον τρόπο φυσικά δικαιώματα: δικαίωμα να επι6ιώνει, να μην το κακομεταχειρίζονται, να διαθέτει «θεμελιώδεις» ελευθερίες (γνώμης, έκφρασης, δημοκρατικής ανάδειξης κυ6ερνήσεων, κλπ.). Τα δικαιώματα αυτά θεωρούνται προφανή και ότι αποτελούν αντικείμενο μιας ευρείας συναίνεσης. Η «ηθική» συνίσταται στο να ασχολείται κανείς με αυτά τα δικαιώματα, να τα κάνει σε-6αστά.
Η επιστροφή στην παλιά θεωρία των φυσικών δικαιωμάτων του ανθρώπου συνδέεται προφανώς με την κατάρρευση του επαναστατικού μαρξισμού και όλων των μορφών προοδευτικής στράτευσης που συνεπαγόταν. Απογυμνωμένοι από κάθε συλλογικό σημείο αναφοράς, αποστερημένοι από την ιδέα κάποιου «νοήματος της Ιστορίας», μην μπορώντας πια να ελπίζουν σε κοινωνική επανάσταση, αρκετοί διανοούμενοι, και μαζί με αυτούς μεγάλα τμήματα της γνώμης, έχουν, ως προς την πολιτική, προσχωρήσει στην καπιταλιστικού τύπου οικονομία και στην κοινο6ουλευτική δημοκρατία. Ως προς τη «φιλοσοφία», έχουν ανακαλύψει εκ νέου τις αρετές της αμετακίνητης ιδεολογίας των χθεσινών τους αντιπάλων: τον ανθρωπιστικό ατομικισμό και τη φιλελεύθερη υπεράσπιση των δικαιωμάτων, εναντίον οποιουδήποτε καταναγκασμού της οργανωμένης στράτευσης. Αντί να αναζητήσουν τους όρους για μια νέα πολιτική συλλογικής χειραφέτησης, υιοθέτησαν λίγο πολύ τα προστάγματα της κατεστημένης «δυτικής» τάξης.
14
Κάνοντας αυτό, διαμόρφωσαν ένα {Jίαιο αντιδραστικό κίνημα απέναντι σε ό,τι είχε σκεφτεί και προτείνει η δεκαετία του εξήντα.
1. Ο θάνατος του ανθpώπου;
Εκείνη την εποχή, ο Μισέλ Φουκό είχε προκαλέσει σκάνδαλο αποφαινόμενος ότι ο Άνθρωπος, νοούμενος ως υποκείμενο, ήταν μια έννοια ιστορική και κατασκευασμένη, που ανήκε σ' ένα ορισμένο καθεστώς του λόγου [regime du discours], και όχι μια προφανής και εκτός χρόνου οντότητα, ικανή να θεμελιώσει δικαιώματα ή μια οικουμενική ηθική. Ανακοίνωνε ότι η έννοια Άνθρωπος έπαυε να είναι ενδεδειγμένη, από τη στιγμή που η μόνη μορφή λόγου που της έδινε νόημα ήταν ιστορικά παρωχημένη.
Ομοίως ο Λουί Αλτουσέρ αποφαινόταν ότι η ιστορία δεν ήταν, όπως πίστευε ο Χέγκελ, το απόλυτο γίγνεσθαι του Πνεύματος, ή η έλευση ενός υποκειμένου-υπόστασης, αλλά μια ορθολογική, οργανωμένη διαδικασία, που την αποκαλούσε «διεργασία χωρίς υποκείμενο» και στην οποία δεν είχε πρόσ{Jαση παρά μια ιδιαίτερη επιστήμη, ο ιστορικός υλισμός. Από αυτό προέκυπτε ότι ο ανθρωπισμός των δικαιωμάτων και της αφηρημένης ηθικής δεν ήταν παρά φαντασιακά κατασκευάσματα -ιδεολογίες-, και ότι έπρεπε να προχωρήσουμε στην κατεύθυνση ενός «θεωρητικού αντιανθρωπισμού», όπως την ονόμαζε.
Την ίδια περίοδο, ο Ζακ Λακάν επιχειρούσε να απαλλάξει την ψυχανάλυση από κάθε ψυχολογική και κανονιστική τάση. Υπογράμμιζε ότι έπρεπε να διακρίνουμε σαφώς το Εγώ, μορφή φαντασιακής ενότητας, και το Υποκείμενο. Ότι το υποκείμενο δεν είχε καμία υπόσταση, καμία «φύση». Ότι ήταν εξαρτημένο από τους τυχαίους νόμους της γλώσσας και από την, πάντοτε μοναδική, ιστορία των αντικειμένων της επιθυμίας. Κατά συνέπεια, κάθε θεώρηση της αναλυτικής θεραπείας ως
15
επα.νεγκα.θίορυσηc; μια.c; «φυσιολογικής» επιθυμία.c; ήταν απάτη, και, γενικότερα., οεν υπήρχε χα.μία. κανονικότητα. που να. μπορεί να. στηρίξει την ιοέα. ενόc; <<υποκειμένου άνθρωποι;))' τις υποχρεώσεις ή τα. οικα.ιώμα.τα. του οποίου θα. ήταν αποστολή τηc; φιλοσοφία.c; να. δια.τυπώσει.
Έτσι, εκείνο που έθεσαν υπό α.μφιά-()ήτηση ήταν η ιοέα. μιας φυσικής ή πνευματικής ταυτότητας του Ανθρώπου, και κατά συνέπεια. το ίοιο το θεμέλιο μιας «ηθικής» θεωρίας με τη σημασία. που την εννοούμε σήμερα.: συναινετική νομοθεσία. όσον αφορά τους ανθρώπους εν γένει, τις α.νά:γκεc; τους, τη ζωή και το θάνατό τους. Ή ακόμη: προφανής και οικουμενική οριοθέτηση του τι είναι κακό, του τι οεν αρμόζει στην ανθρώπινη ουσία..
Σημαίνει άραγε αυτό πωc; ο Φουκό, ο Αλτουσέρ, ο Λακάν ενθάρρυναν την α.ποοοχή του υπαρκτού, την α.οια.φορία. για. την τύχη των ανθρώπων, τον κυνισμό; Κατά πα.ρά:οοξο τρόπο, που θα. οια.φωτίσουμε στη συνέχεια, (σχύε( αχp(6ώς το αvτ!θετο: όλοι υπήρξαν, με τον τρόπο τουc;, προσεκτικοί και θαρραλέοι μα.χητέc; μιας υπόθεσης, πολύ περισσότερο α.π' ό,τι είναι σήμερα. οι υπερασπιστές τηc; «ηθικήc;» και των «οικα.ιωμά:των». Ο Μισέλ Φουκό, για. πα.ρά:οειγμα., αγωνιζόταν συστηματικά: για. τους φυλακισμένους και αφιέρωνε στο θέμα. αυτό, επιοεικνύοντα.ς σπουοα.ίο ταλέντο υποκινητή και οργανωτή, ένα. μεγάλο μέρος του χρόνου του. Ο Αλτουσέρ ήταν προσηλωμένος στον επα.να.προσοιορισμό μια.c; γνήσια.c; πολιτικής για. χειραφέτηση. Ο ίοιος ο Λακάν, εκτόc; του ότι ήταν «ολοκληρωτικά:» αφοσιωμένος στην κλινική πράξη, σε σημείο που να. περνά τον περισσότερο καιρό της ζωής του ακούγοντας α.νθρώπουc;, α.ντιλα.μ()α.νότα.ν τον αγώνα. του ενάντια. στις «κα.νονιστιχ.ές» κα.τευθύνσειc; τηc; α.μερικα.νικήc; ψυχα.νά:λυσηc;, και την εξευτελιστική υπαγωγή τηc; σκέψης στον american way
of life, ωc; μια. αποφασιστική υποχρέωση. Έτσι ώστε να. θεωρεί μονίμως τα. ζητήματα. οργά:νωσηc; και πολεμικής α.λληλένοετα. με τα. θεωρητικά: ζητήματα..
Όταν οι υποστηριχτές της σύγχρονης «ηθικής» ιοεο-
16
λογία.ς δια.κηρύσσουν ότι η επιστροφή στον Άνθρωπο χα.ι στα. διχα.ιώμα.τά. του μα.ς α.πά.λλα.ξε α.πό τις «θα.να.τηφόρες α.φα.φέσεις » που γεννούσαν οι «ιδεολογίες», κοροϊδεύουν τον κόσμο. θα. είμα.στα.ν ευτυχείς εάν ι'Jλέπα.με σήμερα. ένα. τόσο σταθερό ενδιαφέρον για. τις συγκεκριμένες χα.τα.στάσεις, μια. τόσο έντονη χα.ι τόσο υπομονετική προσοχή στραμμένη στο πρα.yμα.τιχό, τόσο πολύ χρόνο αφιερωμένο στη δραστήρια. έρευνα. κοντά στους πιο διαφορετικούς ανθρώπους χα.ι τους πιο α.πομεμα.χρυσμένους, φαινομενικά., α.πό το συνηθισμένο περιι'Jά.λλον των δια.νοουμένων, σα.ν α.υτά. που ζήσαμε ανάμεσα. στο 1965 χα.ι το 1980.
Στην πρα.γμα.τιχότητα., αποδείχθηκε στην πράξη ότι η θεματική του «θανάτου του Ανθρώπου» είναι συμι'Jα.τή με την εξέγερση, με τη ριζική δυσαρέσκεια. α.πένα.ντι στην κατεστημένη τάξη χα.ι με την πλήρη στράτευση στο πρα.γμα.τιχό των χα.τα.στάσεων, ενώ το θέμα. της ηθικής χα.ι των ανθρωπίνων οιχα.ιωμά.των είναι σαφώς συμ6cιτό με τον αυτάρεσκο εγωισμό των εuχcιτάστcιτων δυτικών, την εξυπηρέτηση των ισχυρών χα.ι τη διαφήμιση. Αυτά είναι τα. γεγονότα..
Η οια.λεύχα.νση των γεγονότων α.πα.ιτεί να. περάσουμε α.πό την εξέταση των θεμελίων του «ηθικού» προσα.να.τολισμού.
2. Τα θεμέλια ιrης ηθικής ιrων ανθpωπ(νων όικαιωμάιrων
Η ρητή α.να.φορά. αυτού του προσα.να.τολισμού στο corpus της κλασικής φιλοσοφίας είναι ο Κα.ντ". Η σημερινή συγκυρία. συνίστα.τα.ι σε μια. ευρεία. «επιστροφή στον Κα.ντ», που οι λεπτομέρειες χα.ι η ποικιλομορφία. της είναι στ' αλήθεια. δα.ιοα.λώδεις. Εδώ, οεν θα. λά.ι'Jω υπόψη μου παρά τον «μέσο όρο» αυτών των θεωριών.
' Kant, Fondements de la metaphysique des ιnιeurs [Θεμέλια της μεταφuσιχής των ηθών].
17
Εκείνο που ουσιαστικά. συγκpατούν από τον Καντ (ή από μία εικόνα του Καντ, ή καλύτεpα από τους θεωpητικούς του «φυσικού δικαίου») είναι ότι υπά.pχουν επιτακτικές απαιτήσεις, τυπολογικά. παpαστά.σιμες, και οι οποίες δεν χρειάζεται να υπαχθούν σε εμπεφικές θεωpήσεις ή σε εκτιμήσεις της κατά.στασης ότι αυτές οι επιτακτικότητες αφοpούν τις πεpιπτώσεις πpοσfJολής, εγκλήματος, Κακού· σε αυτά. πpοσθέτουν ότι ένα δίκαιο, εθνικό και διεθνές, οφείλει να τις επικυpώνει· ότι κατά. συνέπεια οι κυfJεpνήσεις είναι υποχρεωμένες να συμπεpιλά.fJουν στη νομοθεσία τους αυτές τις επιταγές και να τους πpοσδώσουν όλη την πpαγματικότητα που απαιτούν- ότι, στην αντίθετη πεpίπτωση, νομιμοποιείται κανείς να τους υποχpεώσει να το κά.νουν (δικαίωμα ανθpωπιστικής παpέμfJασης ή παpεμfJατικό δικαίωμα του δικαίου).
Η ηθική εδώ νοείται ταυτόχpονα ως α priori ικανότητα διά.κpισης του Κακού (διότι, σύμφωνα με τη σύγχρονη χpήση της ηθικής, το Κακό -ή το αpνητικόπροηγούνται: υποτίθεται η συναίνεση για το τι είναι fJά.pfJαpo) και ως έσχατη αρχή της κpίσης, ιδιαίτερα της πολιτικής κpίσης: είναι καλό ό,τι εμφανώς εναντιώνεται σ' ένα α priori ταυτοποιημένο Κακό. Το ίδιο το δίκαιο είναι πpωτίστως το δίκαιο «εναντίον» του Κακού. Αν απαιτείται ένα «Κpά.τος δικαίου» είναι επειδή αυτό μόνο επιτpέπει ένα χώpο ταυτοποίησης του Κακού (η «ελευθεpία της γνώμης», στο πλαίσιο της ηθικής θεώpησης, είναι πρωτίστως ελευθερία να υποδείξει κανείς το Κακό) και παpέχει τα μέσα διαιτησίας, όταν το πpά.γμα δεν είναι σαφές (μηχανισμός δικαστικών προφυλά.ξεων).
Οι πpοϋποθέσεις αυτού του πυρήνα πεποιθήσεων είναι σαφείς: 1) Υποθέτει κανείς ένα γενικό ανθpώπινο υποκείμενο, τέτοιο που οποιοδήποτε κακό τού συμfJεί να είναι οικουμενικά. ταυτοποιήσιμο (αν και αυτή η οικουμενικότητα συμfJαίνει συχνά. να αποκαλείται, μ' ένα εντελώς παρά.δοξο όνομα, «κοινή γνώμη»), κι έτσι το εν λόγω υποκείμενο είναι ένα παθητικό, ή δέσμιο του πά.θους, ή
αυτοπαθές υποκείμενο: εκείνο που υποφέρει· και, ταυτό"f..ΡΟνα, ένα υποκείμενο κρίσης, ή ενεργό, ή προσδιοριστικό: εκείνο που, ταυτοποιώντας την οδύνη, ξέρει ότι πρέπει να την αναστείλει με όλα τα διαθέσιμα μέσα. 2) Η πολιτική υπάγεται στην ηθική, από τη μόνη οπτική γωνία που μετράει γι' αυτή τη θεώρηση των πραγμάτων: τη συμπονετική και αγανακτισμένη κρίση του θεατή των περιστάσεων. 3) Το Κακό είναι η αφετηρία για τον προσδιορισμό του Καλού, και όχι το αντίθετο. 4) Τα «ανθρώπινα δικαιώματα» είναι τα δικαιώματα στο μη-Κακό: να μη δέχεται κανείς προσ6ολή και κακομεταχείριση ούτε στη ζωή του (αποτροπιασμός του φόνου και της εκτέλεσης), ούτε στο σώμα του (αποτροπιασμός των 6ασανιστηρίων, της κακοποίησης και του λιμού), ούτε στην πολιτιστική του ταυτότητα (αποτροπιασμός του εξευτελισμού των γυναικών, των μειονοτήτων, κλπ.).
Η δύναμη αυτής της θεωρίας έγκειται, ευθύς εξαρχής, στον προφανή χαρακτήρα της. Γνωρίζουμε πράγματι εκ πείρας ότι ο πόνος φαίνεται. Ήδη οι θεωρητικοί του 18ου αιώνα είχαν αναγάγει τον οίκτο -ταύτιση με την οδύνη του έμ6ιου όντος- σε 6ασικό μοχλό της σχέσης με τον πλησίον. Το ότι η διαφθορά, η αδιαφορία ή η ωμότητα των πολιτικών ιθυνόντων είναι οι μείζονες αιτίες της αναξιοπιστίας τους είναι κάτι που το είχαν ήδη διαπιστώσει οι έλληνες θεωρητικοί της τυραννίας. Το ότι ευκολότερα διαμορφώνεται συναίνεση για το τι είναι κακό παρά για το τι είναι καλό είναι κάτι με το οποίο είναι εξοικειωμένες οι εκκλησίες: τους ήταν πάντα ευκολότερο να υποδεικνύουν τι δεν πρέπει να κάνει κανείς, και μάλιστα να τους αρκεί η αποχή από αυτό, παρά να ξεκαθαρίζουν τι πρέπει να κάνει. Είναι 6έ6αιο επιπλέον ότι κάθε άξια λόγου πολιτική έχει για αφετηρία τις διαμορφωμένες παραστάσεις των ανθρώπων για τη ζωή τους και τα δικαιώματά τους.
Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε: ιδού ένα σύνολο
από προφανή δεδομένα, ικανά να θωρακίσουν μια πλανητική συναίνεση και να 6ρουν τη δύναμη να την επι-6άλουν. Εντούτοις, πρέπει να υποστηρίξουμε ότι δεν είναι καθόλου έτσι, ότι ετούτη η «ηθική)) είναι ασυνεπής και ότι η απολύτως εμφανής πραγματικότητα συνίσταται στην αποχαλίνωση των εγωισμών, στην εξαφάνιση ή την ακραία α6ε6αιότητα των πολιτικών χειραφέτησης, στον πολλαπλασιασμό των «ηθικών)) 6ιαιοτήτων και στην οικουμενικότητα του άγριου ανταγωνισμού.
3. Ο άνθpωπος: έμ.&ιο ζώο ή αθάνατη μ.οναόικότητα;
Η καρδιά του ζητήματος είναι η υπόθεση ενός οικουμενικού Υποκειμένου άνθρωπος, ικανού να εντάξει την ηθική στα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ανθρωπιστικές ενέργειες.
Είδαμε ότι η ηθική υποτάσσει την ταυτοποίηση αυτού του υποκειμένου στην οικουμενική αναγνώριση του κακού που υφίσταται. Η ηθική ορίζει άρα τον άνθρωπο ως θύμα. Θα πει κάποιος: «Μα όχι! ξεχνάτε το ενεργό υποκείμενο, εκείνο που παρεμ6αίνει ενάντια στη 6αρ6αρότητα!)). Πράγματι, ας είμαστε συγκεκριμένοι: ο άνθρωπος είναι αυτό που είναι ικανό να αναyvωpίσει τον εαυτό του ως θύμα.
Αυτόν τον ορισμό είναι που πρέπει να δηλώσουμε απαράδεκτο. Και τούτο για τρεις 6ασικούς λόγους. 1) Πρώτα απ' όλα, διότι η κατάσταση θύματος, ζώου που υποφέρει, αποστεωμένου ετοιμοθάνατου, εξομοιώνει τον άνθρωπο με τη ζωική του υποδομή, με την απερίφραστη ταυτότητα του εμ6ίου (η ζωή, όπως λέει ο Μπισά1, δεν είναι παρά «το σύνολο των λειτουργιών που ανθίστανται στο θάνατο))). Βέ6αια, η ανθρωπότητα
' Marie-Franς:ois-Xavier Bichat, γάλλος γιατρός, ανατόμος και φυσιολόγος τοu 18ou αιώνα.
20
είναι ένα ζωικό είδος. Είναι θνητή και αρπαχτική. Αλλά ούτε ο ένας ούτε ο άλλος από αυτούς τους ρόλους συνιστά την ειδοποιό διαφορά της μέσα στον κόσμο των έμι)ιων οργανισμών. Ως δήμιος, ο άνθρωπος είναι μια ζωική αχρειότητα, αλλά πρέπει να έχουμε το κουράγιο να πούμε ότι ως θύμα δεν αξίζει γενικά περισσότερο. Όλες οι αφηγήσεις ι)ασανισθέντων' και διασωθέντων το αναδεικνύουν με τρόπο εκφραστικό: αν οι δήμιοι και οι γραφειοκράτες των φυλακών και των στρατοπέδων φτάνουν να μεταχειρίζονται τα θύματά τους σαν ζώα προορισμένα για το σφαγείο, και με τα οποία εκείνοι, οι καλοθρεμμένοι εγκληματίες, δεν έχουν τίποτε το κοινό, είναι επειδή τα θύματα έχούν μεται)ληθεί πραγματικά σε ζώα. Κάναμε ό,τι έπρεπε γι' αυτό. Το ότι ορισμένοι ωστόσο παραμένουν ακόμη άνθρωποι, και με τη μαρτυρία τους το επιι)ει)αιώνουν, είναι γεγονός αποδεδειγμένο. Όμως, αχ.ριι)ώς, αυτό γίνεται πάντοτε μέσα από μια ανήκουστη προσπάθεια, που τη χαιρετίζουν οι παρευρισκόμενοι μάρτυρες -στους οποίους εγείρει αστείρευτη ευγνωμοσύνη- σαν μια σχεδόν ακατανόητη αντίσταση, μέσα τους, εκείνου του στοιχείου που δεν συμπίπτει με την ταυτότητα του θύματος. Εδώ ι)ρίσχ.εται ο άνθρωπος, αν επιμείνουμε να τον στοχαστούμε: στο στοιχείο εκείνο που συμι)άλλει, όπως τονίζει ο Βαρλάμ Σαλαμόφ στις Αψηyήσεις από τη ζωή στα στpατόπεδα", στο να είναι ένα ζώο αφάνταστα πιο ανθεκτικό από τα άλογα, όχι χάρη στο εύθραυστο σώμα του, αλλά χάρη στο πείσμα του να μείνει αυτό που είναι, δηλαδή, συγκεκριμένα, χ.άτι διαφορετικό από ένα θύμα, χ.άτι διαφορετικό από ένα είναι-προς-θάνατον, και επομένως: χ.άτι διαφοpετιχ.ό από έναν θνητό .
. , Henri Alleg, La question, 1958. Δεν είναι χαχό να αναφερόμαστε σε επεισόδια bασανιστηρίων του τόπου μας, που οργάνωσε συστηματικά ο yαλλικός στρατός μεταξύ 1954 χαι 1962. '' Varlam Chalamov, Kolyιna. Recίts de la νίe des caιnps, Maspero-La
Decouveήe, 1980. Το bιbλίο αυτό, χυριολεχτιχά θαυμαστό, μορφοποιεί σε τέχνη την αληθινή ηθική.
21
Ένας αθάνατος: ιδού αυτό που οι χειρότερες καταστάσεις οι οποίες είναι δυνατόν να του επι6ληθούν αποδεικνύουν ότι είναι ο Άνθρωπος, στο 6αθμό που ιδιαιτεροποιείται μέσα στο πολύμορφο και αρπακτικό κύμα της ζωής. Από εδώ πρέπει να ξεκινήσουμε προκειμένου να σκεφτούμε: οτιδήποτε αφορά τον Άνθρωπο. Ώστε: αν υπάρχουν ((ανθρώπινα δικαιώματα», ασφαλώς δεν είναι δικαιώματα της ζωής εναντίον του θανάτου, ή δικαιώματα της επι6ίωσης εναντίον της αθλιότητας. Είναι τα δικαιώματα τοu Αθανάτου που αυτοεπι6ε6αιώνονται, ή τα δικαιώματα του Απείρου που ηγεμονεύουν πάνω στο ε:νδεχόμε:νο του πόνου και του θανάτου. Το ότι στο τέλος όλοι θα πεθάνουμε και όλα θα γίνουν χώμα δεν αλλάζει. σε τίποτε: την ταυτότητα του Ανθρώπου ως αθανάτου, τη στιγμή κατά την οποία επι6ε6αιώνει αυτό που είναι, αντικρούοντας το θέλω-να-είμαι-ζώο στο οποίο η περίσταση τον εκθέτει. Και κάθε άνθρωπος, το ξέρουμε, με απρό6λεπτο τρόπο, είναι ικανός να είναι αυτός ο αθάνατος, σε με:γάλε:ς ή μικρές περιστάσεις, για μια σημαντική ή δε:υτε:ρε:ύουσα αλήθεια, δε:ν έχε:ι σημασία. Σε: κάθε: περίπτωση, η υποκειμενικοποίηση είναι αθάνατη, και κάνει τον Άνθρωπο. Πέρα από αυτό, υπάρχει ένα 6ιολογικό είδος, ένα «άπτερο δίποδο» πολύ αμφί6ολης γοητείας.
Εάν δεν ξεκινήσουμε από αυτό το σημείο (το οποίο πολύ απλά διατυπώνεται: ο Άνθρωπος σκέφτεται, ο Άνθρωπος υφαίνεται από μερικές αλήθε:ιε:ς), ε:άν ταυτίσουμε: τον Άνθρωπο με: την καθαρή πραγματικότητα του ε:μ6ίου, καταλήγουμε: αναπόφευκτα στο πραγματικό αντίθετο αυτού που η αρχή [principe] φαίνεται να υποδεικνύει. Διότι αυτό το «έμ6ιο ονιι είναι στην πραγματικότητα άξιο περιφρόνησης, οπότε και θα το πεpιφpονήσουμε. Ποιος δεν 6λέπε:ι ότι στις ανθρωπιστικές αποστολές, στις παρε:μ6άσεις, στις απο6άσεις φιλάνθρωπων λεγεωνάριων, το υποτιθέμενο οικουμενικό Υποκείμενο διασπάται; Από την πλευρά των θυμάτων, το εξαγριωμένο ζώο που εκθέτουμε στην οθόνη. Από την πλευρά του ευερ-
22
γέτη, η σuνείδηση και η επιτα:κτικότητα:. Και γιατί αυτή η διάσπαση 6άζει πάντα τοuς ίδιους στους ίδιοuς ρόλους; Ποιος δεν νιώθει ότι αυτή η ηθική που σκύ6ει στη μιζέρια: τοu κόσμου κρύ6ει, πίσω από τον Άνθρωπο-θύμα, τον Άνθρωπο τον καλό, τον Άνθρωπο τον λευκό; Καθώς η 6αρ6αρότητα της κατάστασης δεν τίθεται υπό σκέψη παρά με όροuς «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», --ενώ πρόκειται πάντα για μια πολιτική κατάσταση που εγκαλεί μια πολιτική σκέψη-πρακτική, και στην οποία ενέχονται επιτόποu, πάντοτε, αυθεντικοί πρωταγωνιστές-, εκλα:μ6άνετα:ι, από τα ύψη της φαινομενικής μας πολιτικής ηρεμίας, σαν η απολίτιστη κατάσταση ποu απαιτεί από τον πολιτισμένο μια εκπολιτιστική παρέμ6αση. Όμως κάθε παρέμ6αση στο όνομα τοu πολιτισμού απαιτεί μια αρχική περιφρόνηση της όλης κατάστασης, των θυμάτων συμπεριλαμ6ανομένων. Και γι' αυτό η ηθική, ύστερα από δεκαετίες θαρραλέας κριτικής της αποικιοκρατίας και τοu ιμπεριαλισμού, συμπορεύεται σήμερα με μια απεχθή αυτοϊκανοποίηση των «Δuτικών)), με τη διατυμπανιζόμενη θέση πως η μιζέρια του τρίτοu κόσμοu είναι το αποτέλεσμα: της α6ελτερίας τοu, της ίδιας του της μηδαμινότητας, εν ολίγοις: της ιδιότητας του υπανθpώπου.
2) Δεύτερον, διότι αν η ηθική «συναίνεση» στηρίζεται στην αναγνώριση τοu Κακού, αυτό συνεπάγεται ότι κάθε απόπεφα να συσπεφωθούν οι άνθρωποι γύρω από μια θετική ιδέα του Καλού, και ακόμη περισσότερο να ταυτοποιηθεί ο Άνθρωπος μέσα από αυτό το σχέδιο, αποτελεί στην πραγματικότητα την αληθινή πηγή του ίδιου του κακού. Είναι αυτό ποu μας κοπανάνε δεκαπέντε χρόνια τώρα: κάθε σχέδιο επανάστασης, ποu χαρακτηρίζεται «ουτοπικό)) , καταλήγει, μας λένε, στον εφιάλτη του ολοκληρωτισμού. Κάθε θέληση να εγγραφεί μια ιδέα της δικαιοσύνης ή της ισότητας καταλήγει στο χεφότερο. Κάθε συλλογική θέληση τοu Καλού φέρνει το Κακό".
" Andre Glucksmann, Les Maitres Penseurs [Οι πνεuματιχές αu-
Όμως αυτή η σοφιστική είναι ολέθρια.. Διότι, α.ν η μόνη δυνατότητα. είναι να. προ6άλουμε, εναντίον ενός α
priorί αναγνωρισμένου Κακού, την ηθική δέσμευση, από πού θα. πηγάσει η προοπτική για. τον οποιονδήποτε μετασχηματισμό της υπάρχουσας χα.τάστα.σηι;; Από πού θα. αντλήσει ο άνθρωπος τη δύναμη για. να. είναι ο αθάνατος που είναι; Ποιο θα. είναι το πεπρωμένο τηι; σκέψης για. την οποία. ξέρουμε χαλά ότι είναι μια. χα.τα.φατική επινόηση, αλλιώς δεν είναι σκέψη; Στην πρα.γμα.τιχότητα., το τίμημα. που πληρώνει η ηθική είναι ένας πα.χυλός σuντηpητισμός. Η ηθική αντίληψη του ανθρώπου, εκτός του ότι είναι τελικά είτε 6ιολογιχή (εικόνες θυμάτων) είτε «δυτική)) (ευαρέσκεια. του ένοπλου ευεργέτη), απαγορεύει κάθε πλατύ θετικό όραμα. των εφικτών πραγμάτων. Αυτό που εξυμνείται εδώ, αυτό που η ηθική νομιμοποιεί, είναι στην πρα.γμα.τιχότητα. η δια.τήρηση, από την υποτιθέμενη «Δύση)) , των κεκτημένων της. Θρονιασμένη σ' αυτή την κατοχή (υλικών αγαθών, αλλά χα.ι κατοχή τού είναι τηι;), η ηθική χα.τά κάποιον τρόπο προσδιορίζει το Κα.χό ως ό,τι δεν είναι αυτό που η ίδια. α.πολα.μ6άνει. Ωστόσο, ο Ά.νθpωπος, ως αθάνατος, στηpίζεται στο ανuπολόyιστο χαι στο αναπόχτητο. Στr;pίζεται στο μη-ον. Όταν κανείς του απαγορεύει να. δια.μορφώσει μια. ιδέα. για. το Καλό, να. εντάξει εκεί τις συλλογικές του εξουσίες, να. εργαστεί για. τον ερχομό αδιανόητων εφικτών πραγμάτων, να. σκεφτεί τι μπορεί να. γίνει, σε ριζική ρήξη με ό,τι ισχύει, τότε του απαγορεύει, πολύ απλά, την ίδια. την ανθρωπιά.
3) Τέλος, με τον αρνητικό χα.ι α priori προσδιορισμό του Κα.χού η ηθική απαγορεύει στον εαυτό της να. σκεφτεί τη μοναδικότητα. των χα.τα.στάσεων, πράγμα. που α.πο-
θεντίες], Grasset, 19 7 7. Ο Γκλουζμάν είναι εκείνος που επέμεινε περισσότερο στην απόλυτη προτεραιότητα της συνείδησης του Κακού και στην ιδέα ότι η καταστροφική υπεροχή του Καλού ήταν δημιούργημα της φιλοσοφίας. Η «ηθική» ιδεολογία ριζώνει έτσι εν μέρει στους «νέους φιλοσόφους» του τέλους της δεκαετίας του '70.
τελεί υποχρεωτική αφετηρία για κάθε καθαρά ανθρώπινη δράση. Έτσι, ο γιατρός που έχει προσχωρήσει στην «ηθική» ιδεολογία θα εξετάσει σε συνελεύσεις και επιτροπές διάφορους τρόπους αντιμετώπισης «των αρρώστων», με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζει ο οπαδός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων το αδιάκριτο πλήθος των θυμάτων: ως «ανθρώπινο» σύνολο πραγματικών υπανθρώπων. Αλλά ο ίδιος γιατρός δεν θα έχει καμιά αντίρρηση προκειμένου ετούτο το συγκεκριμένο άτομο να μη νοσηλευτεί στο νοσοκομείο και με όλα τα απαραίτητα μέσα, επειδή δεν έχει άδεια παραμονής ή κοινωνική ασφάλιση. Η «συλλογική» υπευθυνότητα γαρ, γι' άλλη μια φορά! Αυτό που καταρρακώνεται εδώ είναι το γεγονός ότι μία μόνο ιατρική κατάσταση υπάρχει: η κλινική κατάσταση', και ότι δεν χρειάζεται καμία «ηθική» (παρά μόνο ένα σαφές όραμα αυτής της κατάστασης), για να ξέρουμε ότι στη συγκεκριμένη περίσταση ο γιατρός δεν είναι γιατρός παρά μόνο αν χειρίζεται την κατάσταση με τον κανόνα του μεγίστου δυνατού: να περιθάλψει τούτον τον άνθρωπο που του το ζητάει (εδώ, δεν υπάρχει παρέμι';αση!) όσο απαιτείται, με όσες γνώσεις διαθέτει, με όλα τα μέσα που ξέρει ότι υπάρχουν και χωρίς να τον απασχολεί τίποτε άλλο. Και αν θέλουν να του απαγορέψουν να περιθάλψει για λόγουc, κρατικού προϋπολογισμού, στατιστικών τηc, θνησιμότητας ή νόμων περί μεταναστευτικών ρευμάτων, δεν έχουν παρά να του στείλουν την αστυνομία! Και μάλιστα, το αυστηρά ιπποκράτειο καθήκον του θα ήταν να της αντισταθεί. Οι «επιτροπές ηθικήc,» και οι λοιποί μηρυκασμοί περί «δαπανών για την υγεία» και «διαχεφιστικήc, ευθύνης», όντας ριζικά αλλότριεc, προc, τη μοναδική,
' Cecile Winter, Qιι'en est-ίl de l'hίstorίcίte actue//e de /α clίnίque?
[Τι γίνεται με τη σημερινή ιστορικότητα της κλινικής;]. Υπό έκδοση. Αυτό το κείμενο, ξεκινώντας από ένα στοχασμό του Φουκό, εκφράζει με τον αυστηρότερο δυνατό τρόπο τη σκεπτόμενη θέληση να επαναδιατυπωθεί, υπό τις σημερινές συνθήκες της ιατρικής, η κλινική απαίτηση ως το μοναδικό σημείο αναφοράς.
25
καθαρά ιατρική κατάσταση, δεν γίνεται στην πραγματικότητα παρά να απαγορεύουν να της είναι κανείς πιστός. Γιατί «της είμαι πιστός» θα σήμαινε: χειρίζομαι το εφικτό αυτής της κατάστασης μ.έχpι τέλους. Ή, αν προτιμάτε, κάνω να επέλθει, στο μέτρο του δυνατού, όλη η καταφατική ανθρωπιά που περιέχει η κατάσταση, δηλαδή προσπαθώ να είμαι ο αθάνατος αυτής της κάτάστασης.
Στην πραγματικότητα, η υπό ηθικό ιδεολογικό μανδύα γραφειοκρατική ιατρική έχει ανάγκη από «αρρώστους» ως αδιάκριτα ή στατιστικά θύματα, αλλά υπερφορτώνεται γρήγορα από κάθε πραγματική και ιδιαίτερη κατάσταση αιτήματος. Γι' αυτό η «διαχειριστική», «υπεύθυνη» και «ηθική» ιατρική καταλήγει στην αχρειότητα να αποφασίζει ποιους ασθενείς μπορεί να περιθάλψει το «γαλλικό σύστημα υγείας» και ποιους οφείλει να στείλει; εφόσον ο Προϋπολογισμός και η γνώμη το απαιτούν, να πεθάνουν στα προάστια της Κινσάσας.
4. Μεpικές αpχές
Πρέπει να απορριφθεί το ιδεολογικό σύστημα της «ηθικής», να μη γίνει καμία παραχώρηση στον αρνητικό και θυματολογικό ορισμό του ανθρώπου. Αυτό το σύστημα ταυτίζει τον άνθρωπο μ' ένα απλό θνητό ζώο, είναι το σύμπτωμα ενός ανησυχητικού συντηρητισμού και, με την αφηρημένη και στατιστική γενικότητά του, απαγορεύει να σκεφτεί κανείς τη μοναδικότητα των καταστάσεων.
Θα του αντιπαραθέσουμε τρεις θέσεις: - Θέση 1: Ο Άνθρωπος ταυτοποιείται από την καταφατική του σκέψη, από τις μοναδικές αλήθειες για τις οποίες είναι ικανός, από το Αθάνατο που τον καθιστά το ανθεκτικότερο και παραδοξότερο από τα ζώα. - Θέση 2: Το Κακό το προσδιορίζουμε με αφετηρία τη θετική ικανότητα για το Καλό, άρα για ευρεία αντιμετώπιση των εφικτών και για άρνηση του συντηρητι-
σμού, έστω και αν πρόκειται για τη συντήρηση του είναι. Και όχι αντιστρόφως. - Θέση 3: Η ανθρωπιά εδραιώνεται στην εν σκέψει ταυτοποίηση μοναδικών καταστάσεων. Δεν υπάρχει ηθική γενικώς. Δεν υπάρχει -ενδεχομένως- παρά ηθική των διαδικασιών με τις οποίες επεξεργαζόμαστε τα εφικτά στοιχεία μιας κατάστασης.
Προ()άλλει όμως αίφνης ο άνθρωπος της εκλεπτυσμένης ηθικής, που ψιθυρίζει: «Παρανόηση! Παρανόηση από την αρχή. Η ηθική δεν θεμελιώνεται διόλου στην ταυτότητα του Υποκειμένου, ούτε καν στην ταυτότητά του ως αναγνωρισμένου θύματος. Ήδη ως αρχή, η ηθική είναι ηθική του άλλου, είναι καθοριστικό άνοιγμα προς τον άλλο, υποτάσσει την ταυτότητα στη διαφορά».
Ας εξετάσουμε αυτή την κατεύθυνση. Ας σταθμίσουμε πόσο καινοτομεί.
27
11. ΥΠΆΡΧΕΙ Ο ΑΛΛ Ο Σ ;
Η ΑΦΕΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΗΣ για την ηθική ως «ηθική του άλλου», ή «ηθική της διαφοράς», 6ρίσκεται Ίtερισσότερο στις θέσεις του Εμμανουήλ Λε6ινάς παρά του Καντ.
Ο Λε6ινάς, ύστερα από μια φαινομενολογική φάση (παραδειγματική αντιπαρα6ολή του Χούσερλ και του Χάιντεγκερ), αφιέρωσε το έργο του στην εκθρόνιση της φιλοσοφίας προς όφελος της ηθικής. Σε αυτόν οφείλουμε, πολύ πριν να γίνει του συρμού, ένα είδος ηθικού ριζοσπαστισ:μού8•
1. Η ηθική υπό ιr:ην έννοια του ΛεGινάς
Σχηματικά: Ο Λε6ινάς υποστηρίζει ότι, δέσμια της ελληνικής της καταγωγής, η μεταφυσική ενέταξε τη σκέψη στη λογική του Ίδιου, στην πρωτοκαθεδρία της υπόστασης και της ταυτότητας. Αλλά, κατ' αυτόν, είναι αδύνατον να συναντήσουμε μια αυθεντική σκέψη του Άλλου (και κατά συνέπεια μια ηθική του δεσμού με τον πλησίον) ορμώμενοι από το δεσποτισμό του Ίδιου, ανίκανου να αναγνωρίσει τον Άλλο. Η διαλεκτική του Ίδιου και του Άλλου, «οντολογικά>> υποκείμενη στην πρωτοκαθεδρία τής προς-εαυτόν-ταυτότητας, οργανώνει την απουσία του Άλλου μέσα στην αποτελεσματική σκέψη, καταργεί κάθε γνήσια εμ.πειpία του άλλου και φράζει το δρόμο ενός ηθικού ανοίγματος προς την ετερότητα. ΠρέΊtει λοιπόν να μεταστρέψουμε τη σκέψη προς μια διαφορετική καταγωγή, μια καταγωγή μη ελληνική, που προτείνει ένα ριζικό και πρωτογενές άνοιγμα προς τον Άλλο,
' Emmanuel Levinas, Totalίte et ίnjϊnί [Ολότητα και ά.πεφο], La Haye, 1961. Πρόκειται για το bασικότερο bιbλίο τοu.
οντολογικά προγενέστερο από την κατασκευή της ταυτότητας. Το υπομόχλιο μιας τέτοιας μεταστροφής ο Λε6ινάς το 6ρίσκει στην ε6ραϊκή παράδοση. Αυτό που ονομάζει Νόμο (με τη σημασία του αμνημόνευτου και του αποτελεσματικού που αποκτά ο ε6ραϊκός Νόμος) είναι ακρι6ώς ο προγενέστερος, θεμελιωμένος στο είναιπριν-το-Ίδιο, χαρακτήρας της ηθικής της σχέσης με τον Άλλο, σε συσχετισμό με τη θεωρητική σκέψη η οποία εκλαμ6άνεται πλέον σαν «αντικειμενικός» εντοπισμός των κανονικοτήτων και των ταυτοτήτων. Ο
Νόμος, πράγματι, δεν μου λέει τι υπάρχει, αλλά τι επι6άλλει η ύπαρξη των άλλων. Θα μπορούσαμε να αντιπαραθέσουμε το Νόμο (του Άλλου) στους νόμους (του πραγματικού).
Για την ελληνική σκέψη, ενεργώ με τον ενδεδειγμένο τρόπο προϋποθέτει αρχικά τον θεωρητικό έλεγχο της εμπειρίας, ώστε να μπορεί η ενέργεια να είναι σύμφωνη με την ορθολογικότητα του είναι. Από αυτό απορρέουν οι νόμοι της Πολιτείας και της δράσης. Για την ε6ραϊκή ηθική, υπό την έννοια του Λε6ινάς, τα πάντα εδράζονται στην αμεσότητα του ανοίγματος στον Άλλο που εκθρονίζει το αναστοχαστικό υποκείμενο. Το «εσύ» υπερτερεί του «εγώ». Και εδώ έγκειται όλο το νόημα του Νόμου.
Ο Λε6ινάς προτείνει μια ολόκληρη σειρά φαινομενολογικών θεμάτων όπου 6ιώνεται η πρωταρχικότητα του Άλλου, στα οποία κεντρική 6αρύτητα έχει το θέμα του προσώπου, της μοναδικής και «εν προσώπω» δωρεάς του άλλου μέσα από τη σαρκική του επιφανέρωση, που δεν είναι η δοκιμασία μιας μιμητικής αναγνώρισης (ο Άλλος ως «όμοιος», ταυτόσημοι; μ' εμένα), αλλά αντιθέτως είναι το στοιχείο με αφετηρία το οποίο δοκιμάζομαι ηθικά σαν «αφοσιωμένος» στον Άλλο ως φαίνεσθαι, και σαν ενδόμυχα υποταγμένος σε αυτή την έφεση.
Η ηθική είναι για τον Λε6ινάς το νέο όνομα της σκέψης, αυτής που μετέστρεψε τη «λογική» αιχμαλωσία της (την αρχή της ταυτότητας) προς την προ-
29
φητική υποταγή της στο Νόμο της ιδρυτικής ετερότητας.
2. Η ((ηθική της όιαφοpάς,,
Έχοντας ή μη έχοντας επίγνωση αυτού του συστήματος, στο όνομά του μας εξηγούν σήμερα ότι η ηθική είναι «αναγνώριση του άλλου» (εναντίον του ρατσισμού που αρνείται τον άλλο), ή «ηθική των διαφορών» (εναντίον του υποστασιοκεντρικού εθνικισμού που επιθυμεί τον αποκλεισμό των μεταναστών, ή του σεξισμού, που αρνείται το θηλυκό-είναι), ή «πολιτιστικός πλουραλισμός» (εναντίον της επιbολής ενός ενιαίου προτύπου συμπεριφοράς και νοητικότητας). Πρόκειται, πολύ απλά, για την παλιά καλή «ανοχή», που συνίσταται στο να μην ενοχλείστε που άλλοι σκέφτονται και ενεργούν διαφορετικά απ' ό,τι εσείς.
Τούτες οι εύλογες θέσεις δεν έχουν ούτε δύναμη ούτε αλήθεια. Είναι εκ προοιμίου ηττημένες κατά τον ανταγωνισμό που προκαλούν ανάμεσα στην «ανοχή» και το «φανατισμό», ανάμεσα στην «ηθική της διαφοράς» και το «ρατσισμό», ανάμεσα στην «αναγνώριση του ά.λλου» και την «περιχαράκωση της ταυτότητας».
Για την τιμή της φιλοσοφίας, είναι πρώτα πρώτα απαραίτητο να συμφωνήσουμε ότι ετούτη η ιδεολογία του «δικαιώματος στη διαφορά»' είτε η σύγχρονη κατήχηση για επίδειξη καλής θέλησης προς τις «άλλες πολιτιστικές παραδόσεις», είναι ιδιαιτέρως απομακρυσμένες από τις πραγματικές αντιλήψεις του Λεbινάς.
3. Από τον Ά.λλο στον Ολικώς Ά.λλο
Η κεφαλαιώδης -αλλά συνάμα επιφανειακή- αντίρρηση που θα μπορούσαμε να εγείρουμε στην ηθική (υπό την έννοια του Λεbινάς) είναι η εξής: τι αποδεικνύει την
πρωταρχιχότητα της αφοσίωσής μου [ mon de-vouement] στον Άλλο; Οι φαινομενολογικές αναλύσεις του προσώπου, της θωπείας, της αγάπης οεν μπορούν να θεμελιώσουν από μόνες τους την αντι-οντολογιχή (ή αντιταυτοτιχή) θέση του συγγραφέα του έργου Ολότητα και άπειpο. Μια «μιμητική» αντίληψη, σύμφωνα με την οποία η πρόσ6αση στον άλλο ανάγεται στη οιχή μου αναοιπλασιασμένη εικόνα, φωτίζει εξίσου χαλά τη λήθη του εαυτού που ενέχει η σύλληψη αυτού του άλλου: αυτό που αγαπώ είναι ο σε-απόσταση-εαυτός-μου που, αχρι6ώς επειοή είναι «αντιχειμενιχοποιημένος» για τη συνείοησή μου, με συγκροτεί ως σταθερό οεοομένο, ως εσωτερικότητα οεοομένη στην εξωτεpικότητά της. Η ψυχανάλυση εξηγεί θαυμάσια πώς αυτή η συγκρότηση του Εγώ μέσα από την ταύτιση με τον άλλο -αυτό το φαινόμενο του χαθρέφτησ- συνουάζει το ναρκισσισμό (αρέσκομαι στην εξωτεριχότητα του άλλου ως εγώ ο ίοιος ορατός σε εμένα τον ίοιο) χαι την επιθετικότητα (επενούω στον άλλο τη οιχή μου ενόρμηση θανάτου, την αρχαϊκή μου επιθυμία αυτοκαταστροφής).
Ωστόσο, απέχουμε πολύ από αυτό που θέλει να μας μεταοώσει ο Λε6ινάς. Όπως πάντα, η καθαρή ανάλυση του φαίνεσθαι του φαινομένου αουνατεί να επιλέξει κάποια από τις οιιστάμενες κατευθύνσεις.
Χρειάζεται επιπλέον η ρητή αναφορά σε αξιώματα της σκέψης που αποφασίζουν μια κατεύθυνση.
Η ουσχολία, που αποτελεί επίσης το σημείο εφαρμογής τέτοιων αξιωμάτων, μπορεί να ειπωθεί ως εξής: η ηθιχ.ή πρωτοχαθεορία του Άλλου απέναντι στο 'Ιοιο απαιτεί να είναι η εμπειρία της ετερότητας οντολογικά «εγγυημένη» ως εμπειρία μιας απόστασης, ή μιας ουσιαστικής μη-ταυτότητας, της οποίας η υπέp6αση είναι η ίοια η ηθιχ.ή εμπειρία. Όμως τίποτε μέσα στο απλό φαινόμενο του πλησίον οεν εμπεριέχει μια τέτοια εγγύη-
' Jacques Lacan, «Le stade du miroir» [«Το στάδιο τοu καθρέφτη» (1949)), στό Ecrits, Seuil, 1966.
31
ση. Και τούτο απλούστατα επειοή είναι t°Jέt°Jαιo ότι η περατότητα του φαίνεσθαι του πλησίον είναι δυνατόν να επενουθεί ως ομοιότητα, ή ως μίμηση, και με αυτόν τον τρόπο να επαναγάγει στη λογική του Ίοιου. Ο πλησίον μού μοιάζει πάντα τόσο πολύ ώστε οεν είναι αναyχαία η υπόθεση ενός πρωτογενούς ανοίγματος στην ετερότητά του.
Πρέπει λοιπόν το φαινόμενο του πλησίον (το πρόσωπό του) να είναι η επιbεbαίωση μιας ριζικής ετερότητας, την οποία ωστόσο οεν εμπεριέχει από μόνος του. Πρέπει ο Άλλος, τέτοιος όπως μου εμφανίζεται μέσα στο πεπερασμένο, να είναι η επιφανέρωση μιας ουσιαστικά άπειρης απόστασης από τον άλλο, της οποίας η υπέρt°Jαση είναι η πρωτογενής ηθική εμπειρία.
Πράγμα που σημαίνει ότι η καταληπτικότητα της ηθικής επιt°Jάλλει ο Άλλος κατά κάποιον τρόπο να διακινείται από μ.ια αpχf; ετεpότητας που να υπερt"iαίνει την απλή πεπερασμένη εμπειρία. Αυτή την αρχή, ο Λεbινάς την ονομάζει «Ολικώς Άλλον» [ «Tout-Autre»], και πρόκειται t°Jεt°Jαίως για το ηθικό όνομα του Θεού. Δεν υπάρχει ο Άλλος παρά στο t°Jαθμό που είναι το άμεσο φαινόμενο του Ολικώς Άλλου. Δεν υπάρχει η πεπερασμένη αφοσίωση στο μη-ταυτόσημο παρά στο t°Jαθμό που υπάρχει η άπειρη αφοσίωση της αρχής [principe] σε αυτό που υφίσταται έξω από αυτήν. Δεν υπάρχει η
ηθική παρά στο t°Jαθμό που υπάρχει ο ανείπωτος Θεός. Στο εγχείρημα του Λεt"iινάς, η πρωτοκαθεορία της
ηθικής του Άλλου απέναντι στη θεωρητική οντολογία του ίοιου είναι στενά συνοεοεμένη με ένα θρησκευτικό αξίωμα, και θα προσέt°Jαλε κανείς την ενοόμυχη κίνηση αυτής της σκέψης, την υποκειμενική της συνοχή, πιστεύοντας πως μπορεί να διαχωρίσει αυτό που εκείνη ενώνει. Στην πραγματικότητα, οεν υπάρχει φιλοσοφία του Λεt"iινάς. Δεν είναι καν η φιλοσοφία «θεραπαινίοα» της θεολογίας: είναι η φιλοσοφία (με την ελληνική σημασία της λέξης) που ακυpώνεται από τη θεολογία, η οποία άλλωστε οεν είναι θεο-λογία (ονομασία ακόμη υπερ-
6ολικά ελληνική και που προϋποθέτει ότι το θείο προσεγγίζεται με την ταυτότητα. και τα κατηγορήματα. του Θεού), αλλά, α.κρι6ώς, ηθική.
Ωστόσο, το ότι η ηθική είναι το έσχατο όνομα του θρησκευτικού ως τέτοιου (του στοιχείου που α.να.-συνδέει με τον Άλλο υπό την ανείπωτη εξουσία του Ολικώς Άλλου), την απομακρύνει ακόμη πληρέστερα. από όλα όσα υποδηλώνει το όνομα «φιλοσοφία.».
Ας το πούμε σταράτα: αυτό που το εγχείρημα. του Λε6ινάς μας υπενθυμίζει με μοναδική επιμονή είναι ότι κάθε απόπειρα. να καταστήσουμε την ηθική ζήτημα αρχής για το σκέπτεσθαι και το πράττειν είναι ουσίας θρησκευτικής. Ας πούμε ότι ο Λε6ινάς είναι συνεπής και επινοητικός στοχαστής ενός δεδομένου που καμία ακαδημαϊκή εξάσκηση συγκάλυψης ή αφαίρεσης δεν μπορεί να απαλείψει: αποκομμένη από την ελληνική της χρήση (όπου είναι σαφώς υποταγμένη στη θεωρία) και εκλα.μ-6α.νόμενη γενικά, η ηθική είναι μια κατηγορία. του ευσε6ούς λόγου.
4. Η ηθική ως αποσυντεθειμένη θpησκε{α
Τι απογίνεται λοιπόν η εν λόγω κατηγορία. εάν επιχειρήσει κανείς να καταργήσει, ή να. συγκαλύψει, τη θρησκευτική της αξία, δια.τηρώντας παράλληλα. το αφηρημένο σύστημα. της φαινομενικής της συγκρότησης ( «αναγνώριση του άλλου», κλπ.); Η απάντηση είναι σαφής: αέρας κοπανιστός. Τουτέστιν ευσε6ής λόγος δίχως ευσέ6εια., ψυχικό περίσσευμα. για ανίκανες κυ6ερνήσεις, υποκατάσταση, για τις ανάγκες του κηρύγματος, της μακαρίτισσας της πάλης των τάξεων από την πολιτισμική κοινωνιολογία..
Οι πρώτες υπόνοιες μας δημιουργούνται, όταν δια.πιστώνουμε ότι οι δηλωμένοι απόστολοι της ηθικής και του «δικαιώματος στη δια.φορά» είναι εμφανώς τpομ.αyμ.ένοι από τιι; κάπωι; εντονότεpει; διαφοpέι;. Διότι γι'
33
αυτούς τα αφρικανικά. ήθη είναι 6ά.ρ6αρα, οι ισλαμιστές απαίσιοι, οι Κινέζοι ολοκληρωτικοί, και ούτω καθεξής. Για να πούμε την αλήθεια, αυτός ο περι6όητος «άλλος» δεν είναι εμφανίσιμος παρά. μόνο εά.ν είναι ένας καλός άλλος, που σημαίνει τι, αν όχι ότι είναι ο ίδιος μ' εμάς; Σε6ασμός των διαφορών, οπωσδήποτε! Αλλά. με την επιφύλαξη ο διαφορετικός να είναι δημοχρά.της-χοινο6ουλευτιχός, οπαδός της οικονομίας της αγοράς, υπερασπιστής της ελευθερίας της γνώμης, φεμινιστής, οικολόγος... Πράγμα που σημαίνει επίσης: σέ6ομαι τις διαφορές, στο 6αθμό 6ε6αίως που αυτό που διαφέρει σέ6εται αχρι6ώς όπως εγώ τις εν λόγω διαφορές. Όπως «δεν υπάρχει ελευθερία για τους εχθρούς της ελευθερίας», το ίδιο δεν υπάρχει σε6ασμός για εκείνον του οποίου η διαφορά. συνίσταται αχρι6ώς στο να μη σέ6εται τις διαφορές. Δεν έχουμε παρά. να δούμε την ιδεοληπτική μοχθηρία των οπαδών της ηθικής απέναντι σε καθετί που μοιάζει με «αδιάλλακτο» μουσουλμάνο.
Το πρό6λημα είναι ότι ο «σεbασμός των διαφορών», η ηθική των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, φαίνεται σαφώς ότι ορίζουν μια ταυτότητα! Και ότι, επομένως, ο σεbασμός των διαφορών δεν εφαρμόζεται παρά. στο 6αθμό που οι διαφορές είναι λογικά. ομοιογενείς προς αυτή την ταυτότητα (η οποία εντέλει δεν είναι παρά: η ταυτότητα της πλούσιας, μα εμφανώς λυχοφωτιχής, «Δύσης»). Ακόμη και οι μετανάστες που 6ρίσχονται στη χώρα μας δεν είναι, στα μάτια του οπαδού της ηθικής, ικανοποιητικά: διαφορετικοί παρά: μόνο εά.ν είναι «αφομοιωμένοι», εά:ν επιθυμούν την αφομοίωση (πράγμα που, αν το δούμε από κοντά., φαίνεται να σημαίνει: εά:ν επιθυμούν να καταpyήσουν τη διαφορά: τους). Είναι μάλιστα πιθανό, όταν αποσπάται από το θρησκευτικό κήρυγμα που της προσέδιδε τουλάχιστον την ευρύτητα μιας «εξ αποκαλύψεως» ταυτότητας, η ηθική ιδεολογία να μην είναι παρά: η τελευταία λέξη του πολιτισμένου καταχτητή: «Γίνε όπως εγώ, και θα σεbαστώ τη διαφορά: σου».
34
5. Επισ-rpοφή σ-rο Ίόιο
Η αλήθεια. είναι ότι, στο χώρο μιας εξωθρησκευτικής σκέψης, και πραγματικά συγχρονισμένης με τις αλήθειες του καιρού, όλο το ηθικό κήρυγμα. για. τον άλλο και την «αναγνώρισή)) του πρέπει απερίφραστα. να. εγκαταλειφθεί. Διότι το αληθινό ζήτημα., εξαιρετικά δύσκολο, είναι μάλλον το ζήτημα. της αναyνώpισης του Ίδιου.
Ας θέσουμε τα. δικά μας αξιώματα.. Δεν υπάρχει κανένας Θεός. Πράγμα. που θα. δια.τυπωθεί και ως εξής: το Ένα. δεν υπάρχει. Το «δίχως Ένα.» πολλαπλό -δεδομένου ότι κάθε πολλαπλό είναι με τη σειρά του πολλαπλό πολλαπλών- είναι ο νόμος τού είναι. Το μόνο σημείο ανακοπής είναι το κενό. Το άπειρο, όπως ήξερε ήδη ο Πασκάλ, είναι η κοινοτοπία. κάθε κατάστασης, και όχι το κατηγόρημα. κάποιας υπερbα.τικότητα.ς. Διότι το άπειρο, όπως έδειξε ο Κάντορ με τη δημιουργία. της θεωρίας των συνόλων, δεν είναι στην ουσία. παρά η πιο γενική μορφή τού πολλαπλού-είναι. Πράγμα.τι, κάθε κατάσταση, ως όντως ισχύουσα., είν�ι ένα. πολλαπλό που α.πα.ρτίζετα.ι από μια. απειρία. στοιχείων, από τα. οποία. το καθένα. είναι το ίδιο ένα. πολλαπλό. Θεωρούμενα. από τη σκοπιά της απλής υπαγωγής τους σε μια. κατάσταση (σε ένα. άπειρο πολλαπλό), τα. ζώα. του είδους Homo
sapiens είναι κοινές πολλαπλότητες. Τι πρέπει λοιπόν να. σκεφτούμε για. τον άλλο, για. τις
δια.φορές, για την ηθική τους αναγνώριση; Η άπειρη ετερότητα είναι απλούστατα. ό,τι υπάpχει.
Οποιαδήποτε εμπειρία. είναι μια. επ' άπειρον εκδίπλωση άπειρων δια.φορών. Ακόμη και η υποτιθέμενη α.να.στοχα.στική εμπειρία. του εαυτού μου δεν είναι καθόλου η διαίσθηση μιας ενότητας, αλλά ένας λα.bύρινθος διαφοροποιήσεων, και ασφαλώς ο Ρεμπό δεν είχε άδικο να. δηλώνει: «Εyώ είναι ένας άλλος». Υπάρχουν τόσες δια.φορές ανάμεσα., α.ς πούμε, σ' έναν Κινέζο χωρικό κι έναν νεαρό Νορι)ηγό στέλεχος επιχείρησης, όσες α.νάμε-
35
· σα σ' εμένα και οποιονδήποτε άλλο - συμπεριλαμι'Jανομένου του εαυτού μου.
Τόσες, και άρα ούτε πεpισσότεpες ούτε λιyότεpες.
6. ((Πολιτιστικές» Gιαφοpές και πολιτισμ.οκpατ{α
Η σύγχpονη ηθική χάνει μεγάλη φασαρία για τις «πολιτιστικές» διαφορές. Η αντίληψή της για τον άλλο στοχεύει κυρίως αυτό το είδος διαφορών. Η ήρεμη συνύπαρξη πολιτιστικών, θρησκευτικών, εθνικών, κλπ. «κοινοτήτων», η άρνηση του «αποκλεισμού», είναι το μεγάλο της ιδανικό.
Αυτό που πρέπει μάλλον να υποστηρίξουμε είναι ότι αυτές οι διαφορές δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον για τη σκέψη, ότι δεν είναι παρά. η προφανής άπειρη πολλαπλότητα του ανθρώπινου είδους, η οποία είναι εξίσου ολοφάνψη ανάμεσα σ' εμένα χαι τον εξάδελφό μου από τη Λυών όσο και ανάμεσα στην «κοινότητα» των σιιτών του Ιράκ και τους λερούς καουμπόηδες του Τέξας.
Η αντικειμενική (ή ιστορική) κρηπίδα της σύγχρονης ηθικής είναι η πολιτισμοχρατία, η πραγματικά. τουριστική γοητεία για το πολλαπλό των ηθών, των εθίμων, των πεποιθήσεων. Και ειδικότερα για την αναπόφευκτη πολυχρωμία των φαντασιακών μορφωμάτων (θρησκείες, σεξουαλικές παραστάσεις, μορφές ενσάρκωσης της εξουσίας ... ). Ναι, η ουσία της ηθικής «αντικειμενικότητας» έγκειται σε μια χυδαία κοινωνιολογία, απ' ευθείας απόγονο της αποιχιοχρατιχής έκπληξης μπροστά. στους αγρίους, ενώ εννοείται ότι οι άγριοι ι'Jρίσχονται επίσης ανάμεσά. μας (ναρκομανείς των προαστίων, αφέσεις, σέκτες: όλος ο δημοσιογραφικός συρφετός της απειλητικής εσωτερικής ετερότητας), γεγονός στο οποίο η ηθική, χωρίς να αλλάξει σύστημα διερεύνησης, αντιπαραθέτει τη δική της «αναγνώριση» και τους δικούς της κοινωνικούς εργάτες.
Εναντίον αυτών των επιπόλαιων περιγραφών (όλα
όσα μας όιηγούνται επί του προκειμένου είναι μια πραγματικότητα ταυτόχρονα προφανής και από τη φύση της ασυνεπής), η γνήσια σκέψη οφείλει να όηλώσει τούτο: όεόομένου ότι οι όιαφορές είναι ό,τι υπάρχει, και κάθε αλήθεια είναι ερχομός-στο-είναι αυτού που όεν είναι ακόμη, οι όιαφορές είναι ακριbώς ό,τι κάθε αλήθεια εκτοπίζει, ή αναόεικνύει ως ασήμαντο. Καμία συγκεκριμένη κατάσταση όεν όιαφωτίζεται από το μοτίbο της «αναγνώρισης του άλλου». Υπάρχουν, σε κάθε σύγχρονο συλλογικό σχήμα, άνθρωποι κάθε προέλευσης, που τρώνε όιαφορετικά εόέσματα, μιλούν ποικίλα ιόιώματα, φορούν όιάφορα καπέλα, ακολουθούν όιαφορετικές τελετουργίες, έχουν περίπλοκες και μεταbλητές σχέσεις με το σεξουαλικό ζήτημα, αγαπούν την αυταρχικότητα ή την αταξία, και έτσι πορεύεται ο κόσμος.
7. Από ιrο Ίόιο σιrις αλήθειες
Από φιλοσοφική άποψη, αν ο άλλος είναι αόιάφορος, είναι επειόή η όυσκολία ()ρίσκεται από την πλευρά του Ίόιου. Το Ίόιο, πράγματι, όεν είναι ό,τι είναι (όηλαόή το άπειρο πολλαπλό των όιαφορών), αλλά ό,τι επέpχεται. Δώσαμε ήόη το όνομα αυτού ως προς το οποίο όεν υφίσταται παρά ο ερχομός του Ίόιου; είναι μια αλήθεια. Μόνο μια αλήθεια είναι, ως τέτοια, αδιάφοpη στις διαφοpές. Ήταν γνωστό ανέκαθεν, έστω κι αν οι σοφιστές κάθε εποχής αγωνίζονται με πάθος για να συσκοτίσουν αυτή τη bεbαιότητα: μια αλήθεια είναι η ίδια για όλους.
Το στοιχείο που πρέπει να υποτεθεί μέσα στον καθένα, το «είναι αθανάτου», όπως το ονομάσαμε, όεν είναι bεbαίως αυτό ποu καλύπτουν οι «πολιτιστικές» όιαφορές, τόσο μαζικές όσο και ασήμαντες. Είναι η ικανότητά του για το αληθινό, όηλαόή για να είναι εκείνο το ίδιο που μια αλήθεια πpοσκαλεί στη δική της <<εαυτότητα» [ «memete»]. Ήτοι, ανάλογα με τις περιστάσεις, η ικανότητά τοu στις επιστήμες, στον έρωτα, στην
37
πολιτική, ή στην τέχνη, εφόσον αυτά είναι τα οικουμενικά ονόματα με τα οποία, κατ' εμάς, παρουσιάζονται οι αλήθειες ..
Αποτελεί πραγματική οιαστροφή, της οποίας το τίμημα θα είναι ιστορικά τρομακτικό, το ότι πιστέψαμε πως μπορούμε να στηρίξουμε μια «ηθική» στον πολιτιστικό σχετικισμό. Διότι ισοουναμεί με τον ισχυρισμό ότι μια απλή τυχαία κατάσταση πραγμάτων μπορεί να αποτελεί θεμέλιο ενός Νόμου.
Η μόνη ηθική είναι η ηθική των αληθειών. Ή πιο συγκεκριμένα: η μόνη ηθική είναι η ηθική των οιαοικασιών αλήθειας, του μόχθου που επιφέρει στον κόσμο κάποιες αλήθειες. Η ηθική πρέπει να εκλαμ6άνεται όπως την υπονοεί ο Λακάν, όταν μιλάει, αντιτιθέμενος έτσι στον Καντ και στο μοτί6ο μιας γενικής ηθικής, για ηθική της ψυχανάλυσηςi. Η ηθική οεν υπάρχει. Δεν υπάρχει παρά η ηθική-τού, -τf;ς (της πολιτικής, του έρωτα, της επιστήμης, της τέχνης).
Δεν υπάρχει όντως ένα μόνο Υποκείμενο, αλλά τόσα υποκείμενα όσες υπάρχουν αλήθειες, και τόσοι υποκειμενικοί τύποι όσες υπάρχουν οιαοικασίες αλήθειας.
Εντοπίζουμε, σε ό,τι μας αφορά, τέσσερις 6ασικούς «τύπους»: πολιτικό, επιστημονικό, καλλιτεχνικό, ερωτικό.
Κάθε ζώο άνθρωπος συμμετέχοντας σε μια τέτοια μοναοική αλήθεια, εγγράφεται σ' έναν από τους τέσσερις υποκειμενικούς τύπους.
Μια φιλοσοφία προτίθεται να συγκροτήσει ένα χώpο σκέψης όπου οι οιαφορετικοί υποκειμενικοί τύποι, οοσμένοι μέσα στις μοναοικές αλήθειες του καιρού της, συνυπάρχουν. Όμως αυτή η συνύπαρξη οεν συνιστά ενοποίηση, και γι' αυτό είναι αούνατον να μιλήσουμε για μία Ηθική.
' Jacques Lacan, Le Sιimίnaίre, Lίvre Vll, L'ιithίque de la psychanalyse (1959-60), texte etabli par Jacques-Alain Miller, Seuil, Paήs,
1986. Βλ χuρίως τιχ τρίιχ τελεuτιχίιχ χεφάλιχιιχ (Σ.τ.Μ.).
ΙΙΙ. Η ΗθΙΚΗ, ΕΚΦΑΝΣΗ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΥ
ΕΙΤΕ ΤΗΝ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΟΥΜΕ ως συναινετική παράσταση του Κακού είτε ως μέριμνα για τον άλλο, η ηθική υποοηλώνει προπάντων την ανικανότητα, χαρακτηριστική του σύγχρονου κόσμου, να ονομάσει και να θελήσει ένα Καλό. Πρέπει μάλιστα να το επεκτείνουμε: η κυριαρχία της ηθικής αποτελεί σύμπτωμα για ένα σύμπαν όπου επικρατεί ένας περίεργος συνουασμός υποταγής στο αναγκαίο και καθαρά αρνητικής, ή και καταστροφικής, θέλησης. Αυτόν το συνουασμό πρέπει να τον χαρακτηρίσουμε ως μηοενισμό.
Ο Νίτσε έοειξε πολύ χαλά ότι η ανθρωπότητα προτιμά να θέλει το τίποτε παρά να μη θέλει τίποτε. Θα επιφυλάξουμε το όνομα του μηοενισμού σε αυτή τη θέληση ανυπαρξίας [volonte de neant], που είναι σαν το οιπλότυπο μιας τυφλής αναγκαιότητας.
1. Η ηθική ως θεpαπαινlόα της αναγκαιότητας
Το σύγχρονο όνομα της αναγκαιότητας είναι, όπως ξέρουμε, «οικονομία». Η οικονομική αντικειμενικότητα -που πρέπει να την αποχαλούμε με το όνομά της: λογική του Κεφαλαίου- είναι η αφετηρία από την οποία τα χοινο6ουλευτιχά μας καθεστώτα οργανώνουν μια γνώμη και μια υποκειμενικότητα εκ των προτέρων αναγκασμένες να εγκρίνουν το αναγκαίο. Η ανεργία, η παραγωγική αναρχία, οι ανισότητες, η πλήρης υπο6άθμιση της χειρωνακτικής εργασίας, ο οιωγμός των ξένων: όλα αυτά κρατούν οέσμια μια φθίνουσα συναίνεση, γύρω από μια κατάσταση πραγμάτων τόσο αστάθμητη όσο και ο καιρός (η οικονομική «επιστήμη» είναι ακόμη πιο α6έ6αιη στις προ6λέψεις της από τη μετεωρολογία),
39
αλλά για την οποία ισχύει ο χαρακτηρισμός του άκαμπτου και αδιάκοπου εξωτερικού καταναγκασμού.
Η κοινοbουλευτική πολιτική, έτσι όπως εφαρμόζεται σήμερα, δεν συνίσταται διόλου στο να καθορίζονται στόχοι αναγόμενοι σε κάποιες αρχές και στο να παρέχονται τα μέσα για την υλοποίησή τους. Συνίσταται στο να μετατρέπει σε καρτερική συναινετική γνώμη (αν
χαι προφανώς ασταθή) το θέαμα της οιχονομίας. Από τη φύση της η οικονομία δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή, δεν είναι ο τόπος καμίας αξίας (εκτός από την εμπορική αξία και το χρήμα ως γενικό ισοδύναμο). «Πηγαίνει)) λιγότερο ή περισσότερο καλά. Η πολιτική είναι η υποκειμενική, ή αξιολογούσα, στιγμή αυτής της ουδέτερης εξωτερικότητας. Διότι τα εφικτά, την κίνηση των οποίων ισχυρίζεται ότι οργανώνει, είναι στην πραγματικότητα εκ προοιμίου οριοθετημένα και ακυρωμένα από την εξωτερική ουδετερότητα του οικονομικού αναφερομένου. Έτσι, η γενική υποκειμενικότητα άγεται αναπόφευκτα προς ένα είδος ανήμπορης δυσφορίας, που την κενότητα της επιπλώνουν οι εκλογές και οι «σύντομες δηλώσεις» των κομματικών αρχηγών.
Από την πρώτη κιόλας αυτή φάση συγκρότησης της σύγχρονης υποκειμενικότητας (με όρους «κοινής γνώμης»), η ηθική παίζει υποbοηθητικό ρόλο. Διότι επικυρώνει εξαρχής την απουσία κάθε σχεδίου, κάθε πολιτικής χειραφέτησης, κάθε γνήσιας συλλογικής υπόθεσης. Φράζοντας το δρόμο, εν ονόματι του Κακού και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στη θετική επιbολή των εφικτών, στο Καλό ως ύψιστη ανθρωπιά της ανθρωπότητας, στο Αθάνατο ως κυρίαρχο του χρόνου, η ηθική αποδέχεται το παιχνίδι του αναγκαίου ως αντικειμενικό υπόbαθρο όλων των αξιολογικών κρίσεων. Το περίφημο «τέλος των ιδεολογιών», που διατυμπανίζεται παντού σαν το χαρμόσυνο άγγελμα που προετοιμάζει την «επιστροφή της ηθικής», σημαίνει εμπράκτως την προσχώρηση στις συμπληγάδες της αναγκαιότητας και την πρωτοφανή εξασθένιση της ενεργητικής, αγωνιστικής αξίας των αρχών.
Η ίοια η ιοέα μιας «ηθικής» συναινετικής, η οποία απορρέει από το γενικό αίσθημα που προκαλεί το θέαμα των φρικαλεοτήτων και αντικαθιστά τις «παλιές ιοεολογικές οιαιρέσεις»' αποτελεί ισχυρό παράγοντα υποκειμενικής ενοοτικότητας και συγκατάνευσης προς ό,τι υπάρχει. Διότι το γνώρισμα κάθε σχεοίου χειραφέτησης, κάθε ανάουσης μιας πρωτόγνωρης δυνατότητας, είναι να διαιρεί τις συνειδήσεις. Πώς πράγματι το ανυπολόγιστο μιας αλήθειας, η καινοτομία της, το ρήγμα που επιφέρει στις κατεστημένες γνώσεις, θα μπορούσαν να εγγραφούν μέσα σε μια κατάσταση χωρίς να συναντήσουν εκεί αποφασισμένους αντιπάλους; Επειδή ακρι�ώς μια αλήθεια, η επινόησή της, είναι το μόνο πράγμα που ισχύει yια όλους, δεν υλοποιείται πραγματικά παρά ενάντια στις κυρίαρχες γνώμες, οι οποίες εργάζονται πάντα όχι για όλους αλλά για μερικούς. Και αυτοί οι μερικοί διαθέτουν τη θέση τους, τα κεφάλαιά τους, τα μέσα επικοινωνίας, σίγουρα. Μα προπάντων, διαθέτουν την αδρανή δύναμη της πραγματικότητας και του χρόνου ενάντια σε κάτι που, όπως κάθε αλήθεια, είναι πάντα ο παράτολμος και πρόσκαιρος ερχομός μιας δυνατότητας του Αχρόνου. Όπως το έλεγε ο Μάο Τσε-τούνγκ με τη συνηθισμένη του απλότητα: «Αν έχετε μία ιδέα, θα πρέπει το ένα να οιαιρεθεί στα δύο». Όμως η ηθική παρουσιάζεται ρητά ως το ψυχικό περίσσευμα της συναίνεσης. Η «διαίρεση στα δύο» την τρομάζει (είναι ιδεολογία, παρελθοντολογία ... ). Συμμετέχει λοιπόν στο σύστημα που ·
απαγορεύει κάθε ιδέα, κάθε συγκροτημένο σχέδιο σκέψης και περιορίζεται να προσκολλά σε αστόχαστες και ανώνυμες καταστάσεις την ανθρωπιστική φλυαρία (η οποία, το έχουμε πει, δεν εμπεριέχει η ίδια καμία θετική ιδέα της ανθρωπιάς).
Και παρομοίως, η «μέριμνα για τον άλλο» σημαίνει ότι δεν τίθεται ζήτημα, ουδέποτε τίθεται ζήτημα, να επι�άλουμε στη δική μας κατάσταση, και τελικά σε εμάς τους ίδιους, κάποια ακόμη ανεξερεύνητα εφικτά. Ο Νόμος (τα ανθρώπινα δικαιώματα, κλπ.) είναι πάν-
41
τοτε ήδη εδώ. Ρυθμίζει κρίσεις κα.ι γνώμες σχετικά με ό,τι το αθέμιτο συμ6α.ίνει σ' ένα. μετα.6λητό α.λλού. Αλλά α.ποκλείετα.ι η επα.να.γωγή στο θεμέλιο α.υτού του «Ν όμου», στη συντηρητική ταυτότητα. που τον στηρίζει.
Όπως ο κα.θένα.ς ξέρει, η Γαλλία., η οποία. επί κυ-6ερνήσεως Βισί ψήφισε ένα. νόμο για. το νομικό καθεστώς των Ε6ρα.ίων κα.ι η οποία. σήμερα. α.κόμη ψηφίζει νόμους φυλετικής ταυτοποίησης ενός υποτιθέμενου εσωτερικού εχθρού, ονομάζοντάς τον «λα.θρομετα.νάστη», η Γαλλία., που είνα.ι υποκειμενικά κυριευμένη α.πό το φό6ο κα.ι την α.δυνα.μία., είνα.ι μια. «νησίδα. δικαίου κα.ι ελευθερίας». Η ηθική είνα.ι η ιδεολογία. α.υτής της νησιωτικής ιδιότητας, γι' α.υτό κα.ι συμπα.ρα.στέκετα.ι α.νά την υφήλιο, κομπάζοντας περί «πα.ρέμ6α.σης», στις κανονιοφόρους του Δικαίου. Αλλά κάνοντας α.υτό, δια.δίδοντας παντού στο εσωτεpικό την υπεροψία. κα.ι την περιδεή α.υτα.ρέσκεια., αποστειρώνει κάθε συλλογική συσπείρωση γύρω α.πό μια. ισχυρή σκέψη για. το τι μπορεί (κα.ι άρα. πρέπει) να. γίνει εδώ και τώpα. Οπότε δεν είνα.ι πλέον πα.ρά μια. πα.ρα.λλα.γή της συντηρητικής συναίνεσης.
Ωστόσο, α.υτό που δεν πρέπει να. μα.ς δια.φύγει είνα.ι ότι η ενδοτικότητα. στις οικονομικές α.να.γκα.ιότητες δεν είνα.ι ούτε η μόνη ούτε η χειρότερη α.πό τις συνιστώσες της δημόσιας νοοτροπίας που η ηθική έρχεται να. θωρακίσει. Για.τί το απόφθεγμα. του Νίτσε μάς επι6άλλει να. τονίσουμε ότι κάθε μη-θέληση (κάθε α.δυνα.μία.) την α.περγάζετα.ι η θέληση α.νυπα.ρξία.ς, που το άλλο της όνομα. είνα.ι: ενόρμηση θανάτου.
2. Η ηθική ως <<όυιrική,, κυpιr:ιpχlcι επί του θανάτου
θα. έπρεπε να. μα.ς εξέπληττε περισσότερο α.π' ό,τι γενικά συμ6α.ίνει μια. πα.ρα.τήρηση που επα.νέρχετα.ι διαρκώς σε όλα. τα. άρθρα. κα.ι σχόλια. γύρω α.πό τον πόλεμο στην πρώην Γιουγκοσλα.6ία.: επισημαίνουν, με κάτι σα.ν
υποκειμενική οιέγερση, σαν οια.κοσμητικό στόμφο, ότι αυτές οι φρικαλεότητες συμ6α.ίνουν «ούο ώρες με αεροπλάνο από το Παρίσι». Οι συγγραφείς αυτών των κειμένων υποστηρίζουν φυσικά όλοι τα. ανθρώπινα. οικα.ιώμα.τα., την ηθική, την ανθρωπιστική πα.ρέμ6α.ση, λόγω του ότι το Κακό (που πιστεύαμε ότι είχε εξορκιστεί με την πτώση των «ολοκληρω-:ισμών») επιχειρεί μια. φο-6ερή επιστροφή. Αλλά έτσι η παρατήρηση μοιάζει αλλόκοτη: εάν πρόκειται για. ηθικές αρχές, για. την ουσία. του Ανθρώπου ως θύμα.τος, εφόσον «τα. οικα.ιώμα.τα. είναι οικουμενικά και απαράγραπτα.», τι μας ενοια.φέρει η οιάρκεια. του τα.ξιοιού με το αεροπλάνο; Μήπως η «αναγνώριση του άλλου» είναι πολύ εντονότερη όταν αυτόν τον άλλο τον έχω, κατά κάποιον τρόπο, σχεδόν απλώνοντας το χέρι;
Μέσα. από τη στομφώοη επικέντρωση στην εγγύτητα., μαντεύει κανείς τη οιφορούμενη ταραχή, κάτι μεταξύ φό6ου και απόλαυσης, καθώς 6λέπουμε τη φρίκη και την καταστροφή, τον πόλεμο και τον κυνισμό, επιτέλους τόσο κοντά μας. Η ηθική ιοεολογία. οια.θέτει, σχεΟόν στο κατώφλι του ασφαλούς πολιτισμένου καταφύγιου, τον σκα.νοα.λώοη και απολαυστικό συνουα.σμό ενός συγκεχυμένου Άλλου (Κροάτες, Σέρ6οι, και εκείνοι οι αινιγματικοί «μουσουλμάνοι» της Βοσνίας) και ενός α.ποοεοειγμένου Κακού. Η Ιστορία. μάς σερ6ίρει κατ' οίκον τις τpοφές της ηθικής.
Η ηθική τροφοοοτείτα.ι τόσο πολύ από το Κακό και από τον Άλλο ώστε α.πολα.μ6άνει σιωπηρά (σιωπή που είναι η άλλη όψη, η αχρεία., της φλυαρίας της) να. τα. 6λέπει από κοντά. Διότι ο ενΟότερος πυρήνας κυριαρχίας της ηθικής είναι πάντοτε να. μπορεί να. αποφασίζει ποιος πεθαίνει και ποιος οεν πεθαίνει.
Η ηθική είναι μηοενιστική, επειοή η υπολανθάνουσα. πεποίθησή της είναι ότι το μόνο πpάyμα που μποpεί να συμ6εί αληθινά στον άνθpωπο είναι ο θάνατος. Και κάτι τέτοιο όντως αληθεύει, στο 6αθμό που αρνείται κανείς τις αλήθειες, που απορρίπτει την αθάνατη οιάζευξη που
43
προξενούν σε μια οποιαοήποτε κατάσταση. Ανάμεσα στον Άνθρωπο ως εφικτό έρεισμα τοu αστάθμητοu χαρακτήρα των αληθειών, ή τον Άνθρωπο ως είναι-προς-θάνατον (ή προς-εuτuχίαν: είναι το ίοιο πράγμα), πρέπει να οιαλέξοuμε. Αuτή η ίοια επιλογή επεκτείνεται επίσης ανάμεσα στη φιλοσοφία και την «ηθική», ή ανάμεσα στη γενναιότητα των αληθειών και το μηοενιστικό σuναίσθημα.
3. Βιοηθική
Το ανωτέρω οίλημμα φωτίζει οπωσοήποτε το γεγονός ότι, από τα «κοινωνικά προfJλήματα» ποu εuφραίνοuν την καθημερινότητά μας -πόσο μάλλον ποu κανένα από οαύτα οεν έχει το παραμικρό νόημα-, η ηθική επιλέγει προνομιακά την ατέρμονη συζήτηση για την εuθανασία.
Η λέξη εuθανασία uποfJάλλει σαφώς το ερώτημα: «Πότε και πώς, στο όνομα της ιοέας μας περί εuτuχίας, μπορούμε να σκοτώσοuμε κάποιον;». Κατονομάζει τον σταθερό πuρήνα με fJάση τον οποίο λειτοuργεί το ηθικό σuναίσθημα. Γνωρίζοuμε πόσο επιμένει η ηθική «σκέψη» να επικαλείται την «ανθρώπινη αξιοπρέπεια». Όμως, ο σuνοuασμός τού είναι-προς-θάνατον και της αξιοπρέπειας οημιοuργεί ακριbώς την ιοέα τοu «αξιοπρεπούς θανάτοu».
Επιτροπές, τύπος, οικαστικοί λειτοuργοί, πολιτικοί, ιερείς, γιατροί, σuζητούν για έναν ηθικό ορισμό, επικuρωμένο από το νόμο, τοu θανάτοu ποu θα χοpηyείται αξιοπρεπώς.
Και fJεfJαίως ο πόνος, η κατάπτωση, οεν είναι «αξιοπρεπείς)), οεν σuνάοοuν με την αρuτίοωτη, νέα, καλοθρεμμένη εικόνα ποu έχοuμε για τον Άνθρωπο και τα δικαιώματά τοu. Ποιος οεν fJλέπει ότι η «σuζήτηση» για την εuθανασία uποοηλώνει κuρίως το ριζικό έλλειμμα σuμfJολισμού ποu πλήττει σήμερα τα γηρατιά και το θάνατο; Τον ανuπόφορο χαρακτήρα της θέασής τοuς yια
44
τους ζωντανούς; Η ηθική 6ρίσκεται εδώ στο μεταίχμιο δύο ενορμήσεων που μόνο φαινομενικά είναι αντιφατικές: ορίζοντας τον Άνθρωπο με 6άση το μη-Κακό, συνεπώς με 6άση την «ευτυχία» και τη ζωή, η ηθική ταυτόχρονα σαγηνεύεται από το θάνατο και είναι ανίκανη να τον εγγράψει στη σκέψη. Η κατάληξη αυτής της αμφιταλάντευσης είναι η μετατροπή του ίδιου του θανάτου σ' ένα όσο γίνεται διακριτικότερο θέαμα, σε μια αποδημία που οι ζωντανοί έχουν το δικαίωμα να ελπίζουν ότι δεν θα παρα6εί τις συνήθειές τους, τις εξωπραγματικές, να ικανοποιούνται χωρίς εννοιολογικό αντίκρισμα. Ο ηθικός λόγος είναι λοιπόν ταυτόχρονα μοιρολατρικός και κατηγορηματικά μη-τραγικός: «αφήνει να δράσει» το θάνατο, χωρίς να του αντιπαραθέτει το Αθάνατο στοιχείο μιας αντίστασης.
Να σημειώσουμε, διότι αποτελούν γεγονότα, ότι η «6ιοηθική» και η κρατική ιδεοληψία περί ευθανασίας υπήρξαν ρητές κατηγορίες του ναζισμού. Κατά 6άθος, ο ναζισμός υπήρξε απ' άκρου εις άκρον μια ηθική της Ζωής. Είχε τη δική του «ιδέα» για την «αξιοπρεπή ζωή» και επωμιζόταν αδυσώπητα την αναγκαιότητα να θέτει τέλος στις ανάξιες ζωές. Ο ναζισμός απομόνωσε κι έφερε στο αποκορύφωμά του τον μηδενιστικό πυρήνα της «ηθικής» πρόθεσης, από τη στιγμή που έχει τα πολιτικά μέσα να είναι κάτι άλλο από μια φλυαρία. Από αυτή την άποψη, η εμφάνιση στις χώρες μας μεγάλων κρατικών επιτροπών επιφορτισμένων με τη «6ιοηθική» είναι κακός οιωνός. Θα διαρρήξουν τα ιμάτιά τους. Θα κραυγάσουν ότι, ακρι6ώς, είναι απαραίτητο να νομοθετήσουμε σε αντιδιαστολή με τη ναζιστική φρίκη, για να υπερασπίσουμε το δικαίωμα στη ζωή και την αξιοπρέπεια, τώρα που η ακάθεκτη εξέλιξη των επιστημών θέτει στα χέρια μας ό,τι χρειάζεται για να προ6ούμε σε κάθε είδους γενετικούς πειραματισμούς. Αυτές οι κραυγές δεν πρέπει να μας εντυπωσιάσουν. Πρέπει να επιμείνουμε σθεναρά ότι η αναγκαιότητα για τέτοιες κρατικές επιτροπές και τέτοιες νομοθεσίες δείχνει ότι, για
45
τις συνειδήσεις κα.ι τις νοητικές πα.ρα.στάσεις, α.υτή η προbλημα.τική πα.ρα.μένει ουσιαστικά ύποπτη. Η συνένωση της «ηθικής» με το «bίο» είνα.ι από μόνη της απειλητική. Όπως απειλητική είνα.ι κα.ι η ομοιότητα. των προθεμάτων τού (μισητού) ευγονισμού κα.ι της (α.ξιοσέbα.στης) ευθα.να.σία.ς. Μια. ηδονιστική θεωρία. τού «ευ α.ποθνήσκειν» δεν θα. σταθεί εμπόδιο στη σφοδρή, κα.ι γνήσια. θα.να.τηφόρα., έφεση για. το «ευ γεννάν», προφανούς bα.θμίδα.ς του «ευ ζην».
Η ουσία. του προbλήμα.τος είνα.ι ότι, κα.τά κάποιον τρόπο, κάθε ορισμός του Ανθρώπου με bάση την ευτυχία. είνα.ι μηδενιστικός. Δια.πιστώνουμε ότι οι αμπάρες που bάλα.ι�ε στις πόρτες της αρρωστημένης μα.ς ευημερίας έχουν για. εσωτερικό αντίκρισμα., εναντίον της μηδενιστικής ενόρμησης, τον γελοίο κα.ι συνένοχο φραγμό των επιτροπών ηθικής.
Ότα.ν ένα.ς πρωθυπουργός, πολιτικός bάρδος μια.ς ηθικής για. την πολιτεία., δηλώνει ότι η Γαλλία. «δεν μπορεί να. φιλοξενήσει όλη την εξαθλίωση του κόσμου»\ αποφεύγει να. διευκρινίσει με ποια. κριτήρια., κα.ι με ποιες μεθόδους, θα. δια.χωρίσουμε το τμήμα. της εξαθλίωσης που θα. φιλοξενήσουμε α.πό το τμήμα. που θα. πα.ρα.κα.λέσουμε, κα.τά πάσα. πιθανότητα. στα. κέντρα. προσωποκράτησης, να. επιστρέψει στον τόπο του θανάτου του, ώστε να. μπορούμε να. α.πολα.ύσουμε τα. αμέριστα. πλούτη μα.ς - τα. οποία., όπως ξέρουμε, ορίζουν ταυτόχρονα. την ευτυχία. μα.ς κα.ι την «ηθική» μα.ς. Κα.ι, ομοίως, είνα.ι α.σφα.λώς α.δύνα.τον να. σταθεροποιηθούν τα. «υπεύθυνα.», κα.ι προφανώς «συλλογικά», κριτήρια., στο όνομα. των οποίων οι επιτροπές bιοηθικής θα. δια.χωρίσουν τον ευγονισμό α.πό την ευθα.να.σία., την επιστημονική bελτίωση του λευκού ανθρώπου α.πό την ευτυχία. του, κα.ι α.πό την εκκαθάριση «με αξιοπρέπεια.» των τεράτων, των πόνων κα.ι των ενοχλητικών θεαμάτων.
'Δήλωση του Μισέλ Ροκάρ, σοσιαλιστή πρωθυπουργού επί οείιτερης προεορίας Μιτεράν (Σ.τ.Μ.).
Η τύχη, οι περιστάσεις της ζωής, ο λα.�ύρινθος των συνειδήσεων, συνδυασμένα. με μια. επισταμένη και χωρίς εξαίρεση αντιμετώπιση της κλινικής κατάστασης, αξίζουν χίλιες φορές καλύτερα. από την πομπώδη ραδιοτηλεοπτική επιστράτευση των θεσμικών οργάνων της �ιοηθικής, που τόσο το πεδίο δικαιοδοσίας όσο και το όνομά της μυρίζουν άσχημα..
4. Ο ηθικός μ.ηόενισμ.ός μεταξύ συVrΙJΡ'fJ'rΙσμ.ού και ενόpμ.ησης θανάτου
Θεωρούμενη ως έκφανση του μηδενισμού, ενισχυμένη από το γεγονός ότι οι κοινωνίες μας είναι χωρίς οικουμενικά πα.ρα.στάσιμο μέλλον, η ηθική τα.λα.ντεύετcιι ανάμεσα. σε δύο συζυγείς επιθυμίες: αφενός, μια. συΨ;ηρητική επιθυμία. που θα. ήθελε να. αναγνωριστεί παντού η νομιμότητα. της τάξης που χαρακτηρίζει τη <ιουτική» μας επικράτεια., δια.πλοκή μιας άγριας αντικειμενικής οικονομίας και ενός λόγου του δικαίου· α.φε'":"iρου, μια. θανατηφόρα. επιθυμία. που, με την ίδια. κίνησγ;, προωθεί και συγκαλύπτει μια. ολοκληρωτική κυριαρχία. επί της ζωής, πράγμα. που σημαίνει: τάζει ό,τι είναι στη «δυτική» κυριαρχία. επί του θανάτου.
Γι' αυτό η ηθική --αφού γλώσσα. της είναι τα. ελληνικά- θα. ήταν προτιμότερο να. ονομάζεται «ευ-ουδένωση» [ «eu-oudenose» ], μακάριος μηδενισμός.
Εναντίον του δεν μπορούμε να. α.ντιπα.ρα.θέσουμε παρά αυτό που ο τρόπος ύπαρξής του είναι να. μην υπάρχει ακόμη, αλλά για. το οποίο η σκέψη μας δηλώνει ικανή.
Κάθε εποχή -και καμία. τελικά δεν αξίζει περισσότερο από κάποια. άλλη- έχει τη δική της μηδενιστική έκφανση. Τα. ονόματα. αλλάζουν, αλλά �ρίσκει κανείς πάντα. πίσω από αυτά τα. ονόματα. («ηθική» φέρ' ειπείν), τη συνάρθρωση μιας συντηρητικής προπαγάνδας και μιας σκοτεινής επιθυμίας χα.τα.στροφής.
Μόνο δηλώνοντας ότι θέλουμε εκείνο που ο συντη-
47
ρητισμός οιακηρύσσει ως αΟύνατο και καταφάσκοντας τις αλήθειες ενάντια στην επιθυμία ανυπαρξίας, είναι δυνατόν να ξεκολλήσουμε από το μηοενισμό. Η δυνατότητα. του αδυνάτου, που την εκθέτει μπροστά στα μάτια μας κάθε ερωτική συνάντηση, κάθε επιστημονική επαναθεμελίωση, κάθε καλλιτεχνική επινόηση και κάθε πολιτικό εγχείρημα χεφαφέτησης, είναι η μοναδική αρχή -εναντίον της ηθικής του ευ ζην, που το πραγματικό της περιεχόμενο είναι να αποφασίζει το θάνατο-- μιας ηθικής των αληθειών.
ιν. Η ΗθΙΚΗ ΤΩΝ ΑΛΗθΕΙΩΝ
ΕΙΝΑΙ ΕΡΓΟ ΕΠΙΜΟΧΘΟ, για τη φιλοσοφία, να αποκολλήσει τα ονόματα από εκείνο που εκπορνεύει τη χpήση τους. Ήδη ο Πλάτωνας είχε όλες τις δυσκολίες του κόσμου να υπερασπίσει τη λέζη δικαιοσύνη απέναντι στη στρεψόδικη και ευμετά6λητη χρήση της από τους σοφιστές.
Ας προσπαθήσουμε ωστόσο, παρά τα προαναφερθέντα, να κρατήσουμε τη λέζη r;θιχf;, αφού όσοι έκαναν λογική χρήση της, από τον Αριστοτέλη κι έπειτα, στοιχειοθετούν επίσης μια μακρά και σε6αστή γενεαλογία.
1. Εlναι, συμ.&άν, αλήθεια, υποκεlμ.ενο
Αν δεν υπάρχει ηθική «γενικά», είναι επειδή το αφηρημένο Υποκείμενο που θα την έχανε όπλο του απουσιάζει. Δεν υπάρχει παρά ένα ιδιαίτερο ζώο που εγκαλείται από τις περιστάσεις να γίνει υποκείμενο. Ή μάλλον, να εισέλθει στη σύνθεση ενός υποκειμένου. Πράγμα που σημαίνει πως ό,τι το απαρτίζει, το σώμα. του, οι ικα.νότητές του, 6ρίσχετα.ι, σε μια δεδομένη στιγμή, κινητοποιημένο προκειμένου μια. αλήθεια να. προχωρήσει. Τότε είνα.ι που το ζώο άνθρωπος εντέλλεται να. είναι ο αθάνατος που δεν ήταν.
Τι είνα.ι αυτές οι «περιστάσεις»; Είνα.ι οι περιστάσεις μια.ς αλήθεια.ς. Αλλά τι α.χρι6ώς σημαίνει κάτι τέτοιο; Είναι φανερό πως ό,τι υπάpχει (τα. πολλαπλά, οι άπειρες δια.φορές, οι «α.ντιχειμενιχές » χα.τα.στάσεις: λόγου χάριν η συνηθισμένη κα.τάστα.ση της σχέσης με τον πλησίον πριν α.πό μια. ερωτική συνάντηση) δεν μπορεί να. ορίσει μια. τέτοια. περίσταση. Μπροστά σ' α.υτόν τον τύπο α.ντιχειμενιχότητα.ς, το ζώο, παντού χα.ι πάντοτε, τα. 6γάζει πέρα όπως μπορεί. Πρέπει άρα. να υπο-
49
θέσουμε ότι εκείνο που εγκαλεί για σύνθεση ενός υποκειμένου είναι επιπλέον, ή επισυμ6αίνει στις καταστάσεις ως στοιχείο που αυτές οι καταστάσεις, και ο συνή-θη ' ' λ ' λ' ' ς τροπος με τον οποιο ειτουργουμε στο π αισιο τους, οεν μπορούν να εξηγήσουν. Ας πούμε ότι ένα υποκείμενο που υπερφαλαγγίζει το ζώο (αλλά το ζώο είναι ο μοναοικός του φορέας) απαιτεί να έχει σuμ6εί κάτι, κάτι το μη αναγώγιμο στη συνηθισμένη του εγγραφή μέσα σε «ό,τι υπάρχει». Αυτό το πλεονάζον στοιχείο, ας το ονομάσουμε σuμ.6άν, και ας οιαχωρίσουμε το πολλαπλόείναι, που οεν απασχολείται με την αλήθεια (αλλά μόνο με γνώμες), από το συμ6άν10, το οποίο μας εξαναγκάζει να αποφασίσουμε έναν καινούpyιο τρόπο ύπαρξης. Τέτοια συμ6άντα είναι απολύτως επι6ε6αιωμένα: η Γαλλική Επανάσταση του 1792, η συνάντηση της Ελο"ίζας και του Α6ελάροου, η οημιουργία από τον Γαλιλαίο της φυσικής, η επινόηση από τον Χάιντν του κλασικού μουσικού ύφους ... Αλλά επίσης: η Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα (1965-1967), ένα προσωπικό ερωτικό πάθος, η οημιουργία από τον μαθηματικό Γκρότεντιεκ' της θεωρίας των Τόπων, η επινόηση από τον Σένμπεργκ του οωοεκάφθογγου συστήματος ...
Από ποια «απόφαση» κατάγεται λοιπόν η οιαοικασία μιας αλήθειας; Από την απόφαση να αναφέρεται κανείς στο εξής στην κατάσταση υπό το πpίσμα του συμ6αντικού πλεονάσματος. Αυτό ας το ονόμασουμε πιστότητα. Είμαι πιστός σ' ένα συμ6άν σημαίνει κινούμαι μέσα στην κατάσταση που το συμ6άν υπερπλήρωσε, σκεπτόμενος (αλλά κάθε σκέψη είναι μια εξάσκηση, μια υπο6ολή σε οοκιμασία) την κατάσταση «σύμφωνα» με το συμ6άν. Πράγμα που, ασφαλώς, εφόσον το συμ6άν
10 Alain Badiou, I.:etre et l'evenement [Το είναι και το σuμε';ά:ν], Seuil, 1988. Η θεωρία. τοu σuμε';ά:ντος απαιτεί πράγμα.τι μακρές εννοιολογικές πα.ρεκε';ά:σεις, οι οποίες α.να.πτύσσοντα.ι σε α.uτό το bιbλίο. ' Alexander Grothendieck (1928- ), γά:λλος μαθηματικός ρωσογερμα.νικής καταγωγής (Σ.τ.Μ.).
ήταν πέρα από τους κανονικούς νόμους της κατάστασης, υποχρεώνει να επινοήσω έναν νέο τρόπο ύπαρξης και δράσης μέσα στην κατάσταση.
Είναι φανερό ότι υπό την επήρεια μιας ερωτικής συνάντησης, και αν θέλω νrι. της είμαι πpαrματικά πιστός, οφείλω να αναδιαρθρώσω ολοσχερώς τον συνηθισμένο μου τρόπο να «ενοικώ» την κατάστασή μου. Εάν θέλω να είμαι πιστός στο συμbάν «Πολιτιστική Επανάσταση», οφείλω σε κάθε περίπτωση να ασκώ την πολιτική (ιδιαίτερα τη σχέση με τους εργάτες) κατά τρόπο εντελώς διαφορετικό από αυτόν που προτείνει η σοσιαλιστική ή συνδικαλιστική παράδοση. Κατά τον ίδιο τρόπο, ο Μπεpγκ και ο Βέμπεpνi, πιστοί στο μουσικό συμbάν που ονομάζεται «Σένμπεργκ», δεν γίνεται να συνεχίζουν, σαν να μην είχε συμbεί τίποτε, τον νεορομαντισμό τύπου fin de siecle. Ύστερα από τα κείμενα του Αϊνστάιν το 1905, αν είμαι πιστός στη ριζική τους καινοτομία, δεν γίνεται να συνεχίζω να εφαρμόζω τη φυσική στο κλασικό της πλαίσιο, κλπ. Η συμbαντική πιστότητα είναι πραγματική ρήξη (ενστόχαστη και έμπρακτη) μέσα στην ιδιαίτερη τάξη (πολιτική, ερωτική, καλλιτεχνική, επιστημονική ... ) όπου το συμbάν έλαbε χώρα.
Ονομάζουμε «αλήθεια» (μια αλήθεια) την πραγματική διαδικασία μιας πιστότητας σ' ένα συμbάν. Αυτό που η πιστότητα παpάrει μέσα στην κατάσταση. Για παράδειγμα, η πολιτική των γάλλων μαοϊκών μεταξύ 1966 και 1976, που προσπαθεί να σκεφτεί και να εφαρμόσει μια πιστότητα σε δύο διαπλεκόμενα συμbάντα: την Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα και τον Μάη του '68 στη Γαλλία. Είτε η επονομαζόμενη «σύγχρονη» [ «contemporaine»] μουσική (όνομα καθιερωμένο μεν αλλά παράδοξο), που είναι πιστότητα στους μεγάλους Βιεννέζους των αρχών του αιώνα. Είτε η αλγεbρική γεωμετρία των δεκαετιών του πενήντα και του εξήντα,
' Alban Berg (1885-1935) και Anton νοη Webern (1883-1945), ·
μαθητές του Arnold Schoenberg (1874-1951) (Σ.τ.Μ.).
51
πιστή στην έννοια του Σύμπαντος (υπό την έννοια του Γκρότεντιεκ), κλπ. Κατά ()άθος, μια αλήθεια είναι η υλική χάραξη, μέσα στην κατάσταση, του συμbαντικού πλεονάσματος. Είναι επομένως μια ενύπαpχτη pήξη. «Ενύπαρκτη», διότι μια αλήθεια ενεργεί μέσα στην κατάσταση, και πουθενά. αλλού. Δεν υπάρχει Ουρανός των αληθειών. «Ρήξη», διότι αυτό που καθιστά. δυνατή τη διαδικασία αλήθειας -το συμbά.ν- δεν ανήκε στις συνήθειες της κατάστασης, ούτε ήταν δυνατόν να το σκεφτούν οι κατεστημένες γνώσεις.
Θα λέγαμε επίσης ότι μια διαδικασία αλήθειας είναι ετερογενής ως προς τις θεσμοθετημένες γνώσεις της χ.ατά.στασης. Ή, για να μεταχειριστούμε μια έκφραση του Λαχ.ά.ν, ότι είναι ένα «ρήγμα» [ «trouee»] μέσα σ' αυτές τις γνώσεις.
Ονομάζουμε «υποκείμενο» το φορέα μιας πιστότητας, άρα το φορέα μιας διαδικασίας αλήθειας. Το υποκείμενο ά.ρα δεν προ-υπάρχει χ.αθόλου της διαδικασίας. Είναι απολύτως ανύπαρκτο στην κατάσταση «πριν» από το συμbά.ν. Θα λέγαμε ότι η διαδικασία αλήθειας επάγει ένα υποκείμενο.
Πρέπει εδώ να προσέξουμε ότι το «υποκείμενο», νοούμενο χ.ατ' αυτόν τον τρόπο, δεν επικαλύπτει το ψυχολογικό υποκείμενο, ούτε bέbαια το αναστοχαστιχ.ό υποκείμενο (υπό την έννοια του Καρτέσιου) ή το υπερbατικό υποκείμενο (υπό την έννοια του Καντ). Για παράδειγμα, το υποκείμενο που επάγει η πιστότητα σε μια ερωτική συνάν'tηση, το υποκείμενο του έρω'tα, δεν είναι το «αγαπών» υποκείμενο που περιέγραψαν οι κλασικοί ηθικολόγοι. Διότι ένα τέτοιο ψυχολογικό υποκείμενο ανάγεται στην ανθρώπινη φύση, στη λογιχή των παθών. Ενώ αυτό για το οποίο μιλάμε δεν έχει καμία «φυσική» προuπαρξη. Οι εραστές εισέρχονται ως τέτοιοι στη σύνθεση ενός υποκειμένου του έρωτα, που τους uπεp�αίνει και τον ένα και τον ά.λλο.
Παρομοίως, το υποκείμενο μιας επαναστατικής πολιτικής δεν είναι ο εξατομικευμένος πολιτικός αγωνι-
52
στής, ούτε άλλωστε η χίμαιρα μιας «τάξης-υποκειμένου». Είναι μια ιδιότυπη παραγωγή που έλα6ε διάφορα ονόματα (άλλοτε «Κόμμα», άλλοτε όχι). Και 6ε6αίως ο αγωνιστής εισέρχεται στη σύνθεση αυτού του υποκειμένου, που για μια ακόμη φορά. τον υπερ6αίνει (ακρι6ώς
' ' f' [ ' l ' ' 'λθ αυτη η υπερυαση exces J ειναι που τον κανει να επε ει ως αθάνατος).
Ή ακόμη, το υποκείμενο μιας καλλιτεχνικής διαδικασίας δεν είναι ο καλλιτέχνης (η «ιδιοφυ"ί"α», κλπ.). Στην ουσία, τα σημειακά. υποκείμενα της τέχνης είναι τα έργα τέχνης. Και ο καλλιτέχνης εισέρχεται στη σύνθεση των υποκειμένων («δικά. του» είναι τα έργα), χωρίς επ' ουδενί να μπορούμε να τα περιορίσουμε σε «εκείνον» (και, άλλωστε, για ποιον «εκείνον» θα επρόκειτο;).
Τα συμ6ά.ντα είναι μη αναγώγιμες μοναδικότητες, στοιχεία «εκτός νόμου» των καταστάσεων. Οι πιστές διαδικασίες αλήθειας είναι ενύπαρκτες ρήξεις κά.θε φορά. εξ ολοκλήρου επινοημένες. Τα υποκείμενα, που είναι τοπικές εκδοχές της διαδικασίας αλήθειας («σημεία» αλήθειας) είναι ιδιαίτερες και ασύγκριτες επαγωγές.
Απέναντι σε τέτοια υποκείμενα είναι -ίσως- νόμιμο να μιλήσουμε για μια «ηθική των αληθειών».
2. Τυπολογικός οpισμ.ός της ηθικf;ς μιας αλήθειας
Θα ονομάσουμε «ηθική μιας αλήθειας», κατά. τρόπο γενικό, την αρχή συνέχισης μιας διαδικασίας αλήθειας - ή ακρι6έστερα και περιπλοκότερα, αυτό που καθιστά συνεπή την παpουσία κάποιου στη σύνθεση του υποκειμένου που επάγει η διαδικασία αυτής της αλήθειας.
Ας αναπτύξουμε αυτή τη διατύπωση. 1) Τι εννοούμε λέγοντας «κάποιος»; «Κάποιος» είναι ένα ζώο του ανθρώπινου είδους, εκείνος ο τύπος ιδιαίτερου πολλαπλού που οι κατεστημένες γνώσεις υποδεικνύουν ως ανήκοντα στο είδος. Αυτό το σώμα, και όλα
53
για τα οποία είναι ικανό, είναι που εισέρχεται στη σύνθεση ενός «σημείου αλήθειας». Υπό την προϋπόθεση ότι υπήρξε συμbάν και ενύπαpκτr; ρήξη στη συνεχιζόμενη μορφή μιας πιστής διαδικασίας.
«Κάποιος» είναι λοιπόν ενδεχομένως εκείνος ο θεατής που η σκέψη του κινητοποιείται, συνεπαίρνεται και εκτροχιάζεται από μια έκλαμψη θεάτρου, εισερχόμενη έτσι στην περίπλοκη μορφοποίηση μιας στιγμής τέχνης. Ή εκείνος που με μεγάλο ζήλο αντιμετωπίζει ένα πρόbλημα μαθηματικών, τη συγκεκριμένη στιγμή όπου προbάλλει, μετά τον άχαρο μόχθο όπου οι συσκοτισμένες γνώσεις ανακυκλώνονται, το ξέφωτο της επίλυσης. Ή εκείνος ο εραστής για τον οποίο η όψη του πραγματικού συννεφιάζει και μετατοπίζεται, καθώς αναπολεί, στηριγμένος στον άλλο, τη στιγμή της ερωτικής του εξομολόγησης. Ή εκείνος ο πολιτικός αγωνιστής που κατορθώνει, στο τέλος μιας περίπλοκης συγκέντρωσης, να εκφράσει απλά το ώς τότε δυσεύρετο μήνυμα, για το οποίο όλοι συμφωνούν ότι θα καθοδηγήσει την παρέμbασή τους στην κατάσταση.
Ο «κάποιος», εμπλεκόμενος έτσι στο στοιχείο που πιστοποιεί ότι ανήκει, ως σημείο-στήριγμα, στη διαδικασία μιας αλήθειας, είναι ταυτόχρονα ο εαυτός του, τίποτε άλλο παρά ο εαυτός του, μια πολλαπλή μοναδικότητα αναγνωρίσιμη ανάμεσα σε όλες, και σε υπέp6ασr; του εαυτού του, διότι η αστάθμητη χάραξη της πιστότητας πεpνά από αυτόν, συγκλονίζει το ιδιαίτερο σώμα του και το εγγράφει, από το εσωτερικό μάλιστα του χρόνου, σε μια στιγμή αιωνιότητας.
Ας πούμε πως ό,τι μπορούμε να yνωpίζουμε γι' αυτόν δεσμεύεται εξ ολοκλήρου σε ό,τι διαδραματίζεται, πως δεν υπάρχει, υλικά, τίποτε άλλο από αυτό το αναφερόμενο ενός ειδέναι, αλλά πως όλα αυτά εμπλέκονται στην ενύπαρκτη ρήξη της διαδικασίας αλήθειας, έτσι ώστε, συν-ανήκοντας στη δική -rου κατάσταση (πολιτική, επιστημονική, καλλιτεχνική, ερωτική ... ) και στην αλήθεια που γίνεται, «κάποιος» διαρρηγνύεται, ή διεμbολiζεται,
54
ανεπαίσθητα. και ενδόμυχα. από αυτή την αλήθεια που «περνά» μέσα από αυτό το πολλαπλό εγνωσμένο που είναι.
Θα μπορούσα.με να πούμε πιο απλά: ο «κάποιος» δεν ήταν σε θέση να ξέpει πως ήταν ικανός να συνα.νήκει σε μια κατάσταση και στην παράτολμη χάραξη μιας αλήθειας, να γίνεται υποκείμενο.
Στο 6αθμό που εισέρχεται στη σύνθεση ενός υποκειμένου, στο 6α.θμό που είναι α.υτο-υποκειμενικοποίηση, ο «κάποιος» υπάρχει ανεπίγνωστα.
2) Τώρα τι πρέπει να εννοήσουμε ως «συνέπεια.»; Πολύ απλά ότι υπάρχει ένας νόμος του ανεπιγνώστου. Αν πράγμα.τι ο «κάποιος» δεν εισέρχεται στη σύνθεση ενός υποκειμένου αλήθειας παρά εκτιθέμενος «ολόκληρος» σε μια μετα.συμ6α.ντική πιστότητα., το πρό6λημα. παραμένει τι θα γίνει αυτός ο «κάποιος» μέσα σε αυτή τη δοκιμασία..
Η συνηθισμένη συμπεριφορά του ζώου άνθρωπος διέπεται από αυτό που ο Σπινόζα ονομάζει «εμμονή στο είναι», και που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αναζήτηση του συμφέροντος, δηλαδή της αυτοσυντήρησης. Αυτή η εμμονή είναι ο νόμος του κάποιου έτσι όπως ο ίδιος γνωpίζει τον εαυτό του. Όμως, η δοκιμασία. μιας αλήθειας δεν εμπίπτει σε αυτόν το νόμο. «Ανήκω στην κατάσταση» είναι το φυσικό πεπρωμένο του οποιουδήποτε, αλλά «ανήκω στη σύνθεση ενός υποκειμένου αλήθειας» ανάγεται σε μια ιδιαίτερη χάραξη, σε μια συνεχιζόμενη ρήξη, για την οποία είναι πολύ δύσκολο να ξέρουμε πώς επιπροστίθετα.ι ή συνδυάζεται με την απλή α.υτο-εμμονή.
Ονομάζουμε «συνέπεια.» (ή «υποκειμενική συνέπεια.») την αρχή [pήncipe] αυτής της επιπρόσθεσης, ή αυτού του συνδυασμού. Ειπωμένο διαφορετικά, τον τρόπο με τον οποίο ο φανατικός μας των μαθηματικών θα στpατεύσει την εμμονή του σε ό,τι διαppηγνύει ή παpακωλύει αυτή τψ εμμονή, και που είναι το ότι ανήκει σε
55
μια διαδικασία αλήθειας. Ή τον τρόπο με τον οποίο ο εραστής μας θα είναι ολοκληρωτικά «ο εαυτός του» στη συνεχιζόμενη δοκιμασία της εγγραφής του σε ένα υποκείμενο του έρωτα.
Τελικά, η συνέπεια είναι να στρατεύσει κανείς τη μοναδικότητά του (το ζώο «κάποιος») στη συνέχιση ενός υποκειμένου αλήθειας. Ή: να θέσει την εμμονή τού εγνωσμένου στην υπηρεσία μιας διάρκειας που χαρακτηρίζει το ανεπίγνωστο.
Ο Λακάν θίγει αυτό το σημείο, όταν προτείνει ως πρόσταγμα της ηθικής: «Να μην υποχωρείς από την επιθυμία σου». Διότι η επιθυμία είναι συστατικό στοιχείο του υποκειμένου του ασυνειδήτου, είναι επομένως το κατεξοχήν ανεπίγνωστο, έτσι ώστε «Να μην υποχωρείς από την επιθυμία σου» σημαίνει επίσης: «Να μην υποχωρείς από το στοιχείο του εαυτού σου που δεν ξέρεις». Προσθέτουμε τούτο, ότι η δοκιμασία του ανεπιγνώστου είναι το μακρινό επιτέλεσμα του συμ()αντικού πλεονάσματος, ο διεμ()ολισμός του «κάποιου» από μια πιστότητα σε αυτό το εξανεμισμένο πλεόνασμα, και ότι να μην υποχωρείς σημαίνει τελικά: να μην υποχωρείς από το ότι σε συνεπήρε μια διαδικασία αλήθειας.
Αλλά καθώς η διαδικασία αλήθειας είναι πιστότητα, εάν το «Να μην υποχωρείς» είναι το πρόσταγμα της συνέπειας -επομένως της ηθικής μιας αλήθειας-, μπορούμε σίγουρα να πούμε ότι το ζητούμενο για τον «κάποιο» είναι να είναι πιστός σε μ.ια πιστότητα. Και δεν το μπορεί παρά κινητοποιώντας πλέον τη δική του αρχή τής συνέχειας, την εμμονή στο είναι αυτού που εκείνος είναι. Συνδέοντας (νά η συνέπεια) το εγνωσμένο μέσω του ανεπιγνώστου.
Η ηθική μιας αλήθειας εκφέρεται τώρα εύκολα: «Κάνε ό,τι μπορείς ώστε να εμμένει αυτό που υπερέ()η την εμμονή σου. Επίμεινε μέσα στη διακοπή. Άδραξε μέσα στο είναι σου ό,τι σε συνεπήρε και σε διέρρηξε».
Η «τεχνική» της συνέπειας είναι κάθε φορά ιδιότυπη, εξαρτημένη από τα χαρακτηριστικά «ζώου» του
κάποιου. Τη συνέπεια του υποκειμένου που έχει ο ίοιος εν μέρει γίνει, αφού τον εγκάλεσε και τον συνεπήρε μια οιαοικασία αλήθειας, ο ένας «κάποιος» θα την υπηρετήσει με το άγχος του και τον αναbρασμό του, ο άλλος με την κορμοστασιά του και το φλέγμα του, ο τρίτος με την αρπακτική οιάθεσή του για κυριαρχία, άλλος πάλι με τη μελαγχολία του, άλλος με τον συνεσταλμένο χαρακτήρα του ... Όλο το υλικό της ανθρώπινης πολλαπλότητας οιαπλάθεται, συνοέεται, από μια «συνέπεια» - την ίοια στιγμή bεbαίως που της αντιπαραθέτει φοbερές αοράνειες, που εκθέτει τον «κάποιο» στον μόνιμο πειρασμό να υποχωρήσει, να επανέλθει στο να ανήκει απλώς σε μια «συνηθισμένη» κατάσταση, να οιαγράψει τα αποτελέσματα του ανεπιγνώστου.
Η ηθική εκοηλώνεται με τη χρόνια σύγκρουση ανάμεσα σε ούο λειτουργίες του πολλαπλού υλιJ:<ού που συγκροτεί όλο το είναι ενός «κάποιου»: από τη μια, η απλή εκτύλιξη, το ότι ανήκει σε μια κατάσταση, αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε αpχή συμφέpοντος: από την άλλη, η συνέπεια, η οιασύνοεση του εγνωσμένου μέσω του ανεπιγνώστου, αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε υποκειμενική αpχή.
Είναι πλέον εύκολο να περιγράψουμε τις εκοηλώσεις της συνέπειας, να σκιαγραφήσουμε μια φαινομενολογία της ηθικής των αληθειών.
3. Η εμ.πειp(α της ηθικής ((συνέπειας,,
Ας οώσουμε Μο παραοείγματα. 1) Αν ορίσουμε το συμφέρον ως «εμμονή στο είναι» (τουτέστιν, ας το υπενθυμίσουμε, το ότι ανήκει απλώς κανείς σε πολλαπλές καταστάσεις), bλέπουμε ότι η ηθική συνέπεια εκοηλώνεται ως ανιδιοτελές-συμφέpον. Σχετίζεται με το συμφέρον, υπό την έννοια ότι ενεργοποιεί τα ελατήρια της εμμονής (τα ι&άζοντα χαρακτηριστικά ενός ζώου άνθρωπος, ενός «κάποιου»). Αλλά είναι ανι&οτε-
57
λής με μια ριζική σημασία, εφόσον η ίδια προτείνει να συνδεθούν αυτά τα χαρακτηριστικά σε μια πιστότητα, η οποία με τη σειρά της απευθύνεται σε μια πρώτη πιστότητα, εκείνη που συνιστά τη διαδικασία αλήθειας, χαι που, από μόνη της, δεν έχει καμία σχέση με τα «συμφέροντα» του ζώου, αδιαφορεί για τη διαιώνιση του είδους χαι έχει ως πεπρωμένο την αιωνιότητα.
Μπορούμε να παίζουμε εδώ με τη διφορούμενη σημασία της λέξης [ίnteret] συμφέρον και ενδιαφέρον. Βε-6αίως, ο παθιασμένος με τα μαθηματικά, ο καρφωμένος στην πολυθρόνα τού θεάτρου θεατής, ο μεταμορφωμένος εραστής, ο ενθουσιώδης πολιτικός αγωνιστής, εκδηλώνουν γι' αυτό που χάνουν -για τον ερχομό μέσα τους του ανεπίγνωστου Αθανάτου για το οποίο δεν θεωρούσαν τον εαυτό τους ικανό- ένα χαταπληχτιχό ενδιαφέρον [συμφέρον]. Τίποτε στον κόσμο δεν θα μπορούσε να προκαλέσει την ένταση ύπαρξης καλύτερα από αυτόν wν ηθοποιό που με χάνει να συναντήσω τον Άμλετ, από αυτή την ενστόχαστη σύλληψη του τι σημαίνει «είμαστε δύο», από αυτό το πρό6λημα της αλγε6ριχής γεωμετρίας που ανακαλύπτω ξαφνικά τις αναρίθμητες διακλαδώσεις του, ή από αυτή την υπαίθρια συνέλευση, στην πόρτα ενός εργοστασίου, όπου επι6ε6αιώνω ότι η πολιτική μου πρόταση συσπειρώνει και μετασχηματίζει. Ωστόσο, απέναντι στα συμφέροντά μου ως θνητού χαι αρπαχτικού ζώου, δεν συμ6αίνει εδώ τίποτε το οποίο να με αφορά, ή για το οποίο ένα ειδέναι να μου υποδεικνύει ότι πρόκειται για μια περίσταση που μου προσιδιάζει. Είμαι εδώ ολόκληρος, συνδέοντας τα συστατικά μου μέσα στην uπέp6ασr; τοu εαuτού μοu που συνεπάγεται το πέρασμα από μέσα μου μιας αλήθειας. Αλλά ταυτόχρονα είμαι χαι μετέωρος, διαρρηγμένος, ακυρωμένος: ανιδιοτελής [εκτός συμφέροντος]. Διότι δεν θα μπορούσα, στο πλαίσιο της πιστότητας στην πιστότητα που ορίζει την ηθική συνέπεια, να ενδιαφερθώ για τον εαυτό μου, και επομένως να επιδιώξω τα συμφέροντά μου. Όλη η ικανότητά μου για συμφέρον, που είναι η δική μου εμμονή
στο είναι, μετακενώνεται στις συνέπειες που θα προέλθουν από τη λύση αυτού του επιστημονικού προbλήματος, στην εξέταση του κόσμου υπό το φως τού είμαστε-δύο του έρωτα, στο πώς θα αξιοποιήσω τη συνάντησή μου, ένα bράδυ, με τον αιώνιο Άμλετ, ή στο επόμενο στάδιο της πολιτικής διαδικασίας, όταν η συγκέντρωση μπροστά στο εργοστάσιο θα έχει διαλυθεί.
Δεν υπάρχει παρά μόνο ένα ερώτημα στην ηθική των αληθειών: πώς, εγώ ο κάποιος, θα συνεχίσω να υπερbαίνω το ίδιο μου το είναι; Να συνδέω κατά τρόπο συνεπή αυτό που ξέρω με το ανεπίγνωστο που με συνεπαίρνει;
Πράγμα που θα ειπωθεί και ως εξής: πώς θα συνεχίσω να σκέφτομαι; Δηλαδή να διατηρήσω μέσα στον ιδιότυπο χρόνο του πολλαπλού μου είναι, και με αυτό το είναι για μόνο υλικό εφόδιο, τον Αθάνατο που μια αλήθεια επέφερε μέσα από εμένα ως σύνθεση υποκειμένου.
2) Κάθε αλήθεια, το έχουμε ήδη πει, εκτοπίζει τις συγκροτημένες γνώσεις, και επομένως αντιπαρατίθεται στις γνώμες. Διότι ονομάζουμε γνώμες τις δίχως αλήθεια παραστάσεις, τα αναρχικά θραύσματα του διακινούμενου ειδέναι.
Όμως οι γνώμες είναι η συνδετική ύλη της κοινωνικότητας. Είναι αυτό γύρω από το οποίο τα ζώα άνθρωποι συνδιαλέγονται, όλα χωρίς εξαίρεση, δεν γίνεται διαφορετικά: τι καιρό κάνει· η τελευταία ταινία· οι αρρώστιες των παιδιών· οι χαμηλοί μισθοί· οι κυbερνητικές αχρειότητες οι επιδόσεις της τοπικής ομάδας ποδοσφαίρου· η τηλεόραση· οι διακοπές οι μακρινές ή κοντινές φρικαλεότητες οι αμαρτίες της δημόσιας εκπαίδευσης ο τελευταίος δίσκος ενός χαρντ-ροκ συγκροτήματος η εύθραστη ψυχική του κατάσταση· εάν υπάρχουν πολλοί ξένοι μετανάστες ή όχι· τα νευρωτικά συμπτώματα· οι επιτυχίες στο ίδρυμα· τα ωραία μεζεδάκια· το τελευταίο bιbλίο που διάbασε· τα μαγαζιά όπου bρίσκει κανείς φτηνά ό,τι χρειάζεται· τα αυτοκίνητα· το σεξ· ο ήλιος ... Τι θα
59
κάνα.με, οιά.ολε, α.ν οεν υπήρχα.ν όλα. α.υτά. που κυκλοφορούν χα.ι επα.να.λα.μbά.νοντα.ι α.νά.μεσα. στα. ζώα. της πολιτεία.ς; Σε τι χα.τα.θλιπτική σιωπή θα. είμα.στα.ν χα.τα.οιχα.σμένοι; Η γνώμη είνα.ι η πρώτη ύλη για. κάθε επικοινωνία.
Γνωρίζουμε την α.ίγλη α.υτού του όρου σήμερα., χα.θώς ορισμένοι τον θεωρούν α.χρογωνια.ίο λίθο του οημοχρα.τιχού χα.ι του ηθικού. Να.ι, υποστηρίζετα.ι συχνά ότι α.υτό που μετρά.ει είνα.ι «να. επικοινωνούμε», ότι κάθε ηθική είνα.ι «ηθική της επιχοινωνία.ς11». Εάν ρωτούσα.με: να. επικοινωνούμε, bεbα.ίως, α.λλά. τι; Εύκολα. θα. μα.ς α.πα.ντούσα.ν: γνώμες, γνώμες επί πα.ντός του επιστητού των πολλα.πλών που α.υτό το ειοιχό πολλα.πλό, το ζώο άνθρωπος, Οιεξέρχετα.ι, ότα.ν πεισμα.τιχά. ορίζει τα. συμφέροντά. του.
Γνώμες χωpίς δpάμι αλήθειας. Ούτε, άλλωστε, ψεύοους. Η γνώμη είνα.ι εντεύθεν του α.ληθινού χα.ι του ψεύτικου, α.χριbώς επειοή η μόνη της λειτουργία. είνα.ι να. είνα.ι επιχοινωνήσιμη. Ό,τι α.νά.γετα.ι σε μια. οια.Οιχα.σία. α.λήθεια.ς, α.ντίθετα., δεν επιχοινωνείται. Η επικοινωνία. προσιοιά.ζει μόνο στις γνώμες (χα.ι, α.ς το επα.να.λά.bουμε, οεν γίνετα.ι να. χάνουμε χωρίς α.υτές). Για. όλα. όσα. α.φορούν τις α.λήθειες, α.πα.ιτείτα.ι να. υπάρξει συνάντηιτη. Ο Αθά.να.τος για. τον οποίο είμα.ι ιχα.νός οεν γίνετα.ι να. α.να.ουθεί μέσα. μου ως επιτέλεσμα. της επιχοινωνια.χής χοινωνιχότητα.ς, πρέπει να. τον συνεπάρει άμεσα η πιστότητα.. Πράγμα. που σημαίνει: να. τον οια.ρρήξει, μέσα. στο πολλα.πλό είνα.ι του, η χά.ρα.ξη μια.ς ενύπα.ρχτης ρήξης, χα.ι τελικά να. τον επιζητήσει, έστω χα.ι εν α.γνοία. του, το συμbα.ντιχό πλεόνα.σμα.. Η είσοοος στη
11 Jίirgen Habermas, Thέorίe de l"agίr commιιnίcatίonnel [Θεωρία της επικοινωνιακής δράσης], Fayard, 1987. Ο Χάμπερμας προσπαθεί να διευρύνει τη «δημοκρατική» ορθολογικότητα, ενσωματώνοντας την επικοινωνία στα ίδια τα θεμέλια της ανθρωπολογίας του. Από αυτή την άποψη, συμμετέχει, από την αντίθετη όχθη ως προς τον Λεbινάς, σε αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε φιλοσοφική υποδομή του «ηθικού» ρεύματος.
60
σύνθεση του υποκειμένου μιας αλήθειας δεν μπορεί να είναι παρά κάτι που σας συμ.6αίνει.
Μαρτυρία γι' αυτό παρέχουν οι συγκεκριμένες περιστάσεις όπου κάποιος συνεπαίρνεται από μια πιστότητα: ερωτική συνάντηση, αιφνίδιο αίσθημα ότι το τάδε ποίημα σας απευθύνεται, επιστημονική θεωρία που η ασαφής, αρχικά, ομορφιά της σας σαγηνεύει, ενεργός οξυδέρκεια ενός πολιτικού χώρου ... Η φιλοσοφία δεν αποτελεί εξαίρεση, εφόσον ο καθένας ξέρει ότι για να επωμιστεί στο πλαίσιό της την αξίωση του ανιδιοτελούςσυμφέροντος, πρέπει να έχει συναντήσει, μία φορά στη ζωή του, το λόγο ενός Δασκάλου.
Έτσι, η ηθική μιας αλήθειας είναι το ακρι()ώς αντίθετο μιας «ηθικής της επικοινωνίας». Είναι μια ηθική του πpαyματικού, εάν αληθεύει η πρόταση του Λακάν ότι κάθε πρόσ()αση στο πραγματικό είναι της τάξεως της συνάντησης. Και η συνέπεια, η οποία είναι το περιεχόμενο του ηθικού προστάγματος: «Συνεχίζω!», πορεύεται κρατώντας το νήμα αυτού του πραγματικού.
Θα μπορούσαμε να το διατυπώσουμε ως εξής: «Μην ξεχνάς ποτέ αυτό που συνάντησες». Αλλά με επίγνωση του ότι η μη-λήθη δεν είναι μνήμη (αχ! η ανυπόφορη και δημοσιογραφική «ηθική της μνήμης»!). Η μη-λήθη συνίσταται στο να σκέφτομαι και να εφαρμόζω την ευθυγράμμιση του πολλαπλού είναι μου προς τον Αθάνατο που αυτό κατέχει, και που η διαπεραστικότητα μιας συνάντησης συνέθεσε σε υποκείμενο.
Πράγμα που, σ' ένα παλαιότερο ()ι()λίο12, είχαμε διατυπώσει ως εξής: «Αγαπάτε αυτό που ποτέ δεν θα πιστέψετε δύο φορές». Στοιχείο με το οποίο η ηθική μιας αλήθειας αντιδιαστέλλεται απολύτως από τη γνώμη, και από την απλή ηθική, που δεν είναι η ίδια παρά μια σχημα-
" Alain Badiou, Theorίe du sujet [Θεωρία του υποκειμένου], Seuil, 1982. Το Ε>ιΕ>λίο αυτό πεpιλαμΕ>άνει, στα τελευταία του «μαθήματα», αναπτύξεις για την ηθική του υποκειμένου, προσανατολισμένες πάντως λίγο διαφορετικά απ' ό,τι εδώ.
61
τοποίηση γνώμης. Διότι το πρόσταγμα της γνώμης είναι: «Μην αγαπάτε παρά αυτό που ανέκαθεν πιστεύετε».
4. Ασκητισμός;
Η ηθική των αληθειών είναι ασκητική πράξη; Απαιτεί εκ μέρους μας παραίτηση; Αυτή η συζήτηση είναι, από την αυγή της φιλοσοφίας, ουσιαστική. Αφορούσε ήδη τον Πλάτωνα, που αγωνιζόταν με πείσμα να αποδείξει ότι ο φιλόσοφος, άνθρωπος των αληθειών, είναι «ευτυχέστερος» από τον φιλήδονο τύραννο, και ότι κατά συνέπεια το εναίσθητο ζώο δεν παραιτείται από τίποτε το ουσιαστικό, αφιερώνοντας τη ζωή του στις Ιδέες.
Ας ονομάσουμε «παραίτηση» το ότι πρέπει να περιορίσουμε την επιδίωξη των συμφερόντων μας, επιδίωξη που, εκτός αλήθειας, στοιχειοθετεί την ολότητα του πολλαπλού είναι μας. Υπάρχει παραίτηση όταν μια αλήθεια με συνεπαίρνει; Χωρίς αμφι6ολία όχι, διότι αυτή η συναρπαγή εκδηλώνεται με απαράμιλλες εντάσεις ύπαρξης. Μπορούμε να τους δώσουμε ονόματα: στον έρωτα, υπάρχει ευτυχία· στην επιστήμη, υπάρχει χαρά (με τη σημασία του Σπινόζα: διανοητική ευδαιμονία)· στην πολιτική, υπάρχει ενθουσιασμός και στην τέχνη, υπάρχει ευχαρίστηση. Αυτά τα «συναισθήματα της αλήθειας», την ίδια στιγμή που σηματοδοτούν την είσοδο κάποιου σε μια υποκειμενική σύνθεση, καθιστούν μάταιες όλες τις ιδέες παραίτησης. Η εμπειρία το δείχνει κατά κόρον.
Ωστόσο η ηθική δεν είναι της τάξεως της καθαρής συναρπαγής. Ρυθμίζει την υποκειμενική συνέπεια, καθώς το πρόσταγμά της είναι: «Συνεχίζω!». Όμως είδαμε ότι αυτή η συνέχιση προϋποθέτει μια πραγματική παρεκτροπή από την «εμμονή στο είναι». Τα υλικά του πολλαπλού είναι μας εντάσσονται στην υποκειμενική σύνθεση, στην πιστότητα σε μια πιστότητα, και όχι πλέον στην απλή επιδίωξη του συμφέροντός μας. Μήπως αυτή η παρεκτροπή ισοδυναμεί με παραίτηση;
Υπάρχει εδώ, πρέπει να το πούμε, ένα σημείο κυριολεκτικά αναποφάσιμο. «Αναποφάσιμο» σημαίνει ότι κανένας υπολογισμός δεν επιτρέπει να αποφασίσουμε αν υπάρχει ή όχι ουσιαστική παραίτηση.
- Από τη μια, είναι 6έ6αιο ότι η ηθική των αληθειών υποχρεώνει σε τέτοια αποστασιοποίηση από τις γνώμες, ώστε είναι κυριολεκτικά αχοινωνιχή. Αυτή η α-κοινωνικότητα υπήρξε ανέκαθεν αναγνωρισμένη: ας αναφέρουμε τις εικόνες του Θαλή που πέφτει σ' ένα πηγάδι, γιατί γυρεύει να εξιχνιάσει το μυστικό των επουράνιων κινήσεων- την παροιμία: «Οι ερωτευμένοι είναι μόνοι στον κόσμο», το ξεχωριστό πεπρωμένο των μεγάλων στρατευμένων επαναστατών, το θέμα της «μοναξιάς της ιδιοφυϊας», κλπ. Σε ταπεινότερο επίπεδο, έχουμε τον σύγχρονο σαρκασμό κατά του «κουλτουριάρη», ή την αναπόφευκτη εικόνα του πολιτικού αγωνιστή ως «δογματικού» ή «τρομοκράτη». Πάντως η ακοινωνικότητα πληρώνεται με μια σταθερή περιστολή της επιδίωξης των συμφερόντων, διότι αυτή η επιδίωξη ρυθμίζεται ακρι6ώς από το κοινωνικό παιχνίδι και την επικοινωνία. Δεν πρόκειται τόσο εδώ για καταπίεση (μολονότι 6ε6αίως υπάρχει, και μπορεί να πάρει ακραίες μορφές) όσο για μια ανυπέρ6λητη, καθαρά οντολογική13, διχοστασία ανάμεσα στη μετασυμ6αντική πιστότητα και την κανονική ροή των πραγμάτων, ανάμεσα σε αλήθεια και ειδέναι.
- Από την άλλη, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ο «εαυτός μου» που δεσμεύεται στην υποκειμενική σύνθεση είναι ταυτόσημος με εκείνον που επιδιώκει το συμφέρον του: δεν υπάρχουν, για μας, δύο ξεχωριστές εκ-
" Πρ!>λ. Alain Badiou, L'etre et l'evenement, ό.π. Ένα στοιχείο θεωρούμενο uπό το πρίσμα της γνώμης προσλαμ!>άνεται πάντοτε μέσα από ένα χιχτιχσχευάσιμ.ο σύνολο (ποu προσεγγίζεται μέσα από ταξινομήσεις). Ενώ το ίδιο στοιχείο, θεωρούμενο uπό το πρίσμα μιας διαδικασίας αλήθειας, προσλαμ!>άνεται μέσα από ένα yενόσημ.ο σύνολο (χονδρικά: ποu ξεφεύγει από όλες τις καθιερωμένες ταξινομήσεις).
φάνσεις του «κάποιου». Τα ίδια έμ6ια πολλαπλά απαιτούνται σε όλες τις περιπτώσεις. Αυτή η αμφισημία της πολλαπλής-σύνθεσής μου συντελεί στο να μην είναι σαφώς παραστάσιμη η διαφορά του συμφέροντος και του ανιδιοτελούς-συμφέροντος. Κάθε παράσταση του εαυτού μου είναι η μυθοπλαστική επι6ολή μιας ενότητας πάνω σε άπειρα πολλαπλά συστατικά. Για το ότι αυτή η μυθοπλασία εμπεδώνεται γενικά από το συμφέρον, δεν χωράει αμφι6ολία. Επειδή όμως τα συστατικά είναι αμφίσημα (τα ίδια επίσης χρησιμεύουν στο να συνδέουν την παρουσία μου σε μια πιστότητα), είναι δυνατόν, ακόμη και υπό τον κανόνα του συμφέροντος, να εστιαστεί η μυθοπλαστική ενότητα στο υποκείμενο, στον Αθάνατο, και όχι στο εκκοινωνισμένο ζώο.
Κατά 6άθος, η δυνατότητα να μην απαιτείται κανένας ασκητισμός για την ηθική των αληθειών 6ασίζεται στο ότι η σχηματοποίηση του συμφέροντος δεν έχει να ενοποιήσει μυθοπλαστικά άλλο υλικό από εκείνο στο οποίο η ηθική των αληθειών προσδίδει συνέπεια. Οπότε, και το ανιδιοτελές-συμφέρον μπορεί να παρασταθεί ως συμφέρον απλά και μόνο. Όταν ισχύει κάτι τέτοιο, δεν γίνεται να μιλάμε για ασκητισμό: η αρχή του συμφέροντος κυ6ερνάει πράγματι τη συνειδητή πρακτική.
Ωστόσο, αυτό δεν είναι παρά μια απλή δυνατότητα, και σε καμία περίπτωση μια αναγκαιότητα. Γιατί ας μην ξεχνάμε ότι πολύ απέχω από το να είναι όλα τα συστατικά τού πολλαπλού-είναι μου συστρατευμένα, και τούτο είτε πρόκειται για την επιδίωξη των συμφερόντων μου είτε για τη συνέπεια ενός υποκειμένου αλήθειας. Παραμένει άρα ανοιχτό το ενδεχόμενο, η απότομη επιστράτευση αυτού ή του άλλου «αποκοιμισμένου» συστατικού, είτε κάτω από την κοινωνικοποιημένη πίεση των συμφερόντων είτε υπέρ του εν εξελίξει σταδίου μιας πιστότητας, να αποσταθεροποιήσει όλα τα προγενέστερα μυθοπλαστικά κατασκευάσματα με τα οποία οργανώνω την παράσταση του εαυτού μου. Από εκείνη τη στιγμή, η αντίληψη του ανιδιοτελούς-συμφέροντος
ως απλού συμφέροντος μπορεί να. οια.λυθεί, ο οια.χωρισμός να. καταστεί πα.ρα.στάσιμος και ο ασκητισμός να. έρθει στην ημερήσια. οιάτα.ξη, όπως α.κριbώς και το αντίθετό του: ο πειρασμός να. υποχωρήσει κανείς, να. αποσυρθεί από την υποκειμενική σύνθεση, να. οια.λύσει έναν έρωτα. επειοή επι6άλλετα.ι κάποια. αναίσχυντη επιθυμία., να. προοώσει μια. πολιτική επειοή προσφέρεται η α.νάπα.υση της «υπηρεσίας των αγαθών», να. υποκαταστήσει τον επιστημονικό ζήλο με το κυνήγι των πιστώσεων και των τιμών, ή να. πα.λινορομήσει στον α.κα.οημα.ϊσμό υπό το πρόσχημα. της προπα.γάνοα.ς που καταγγέλλει τον «ξεπερασμένο» χαρακτήρα. κάθε πρωτοπορίας.
Αλλά τότε, ο ερχομός του ασκητισμού είναι ταυτόσημος με την αποκάλυψη του υποκειμένου αλήθειας ως καθαρής αυτο-επιθυμίας [ desir de soi]. Το υποκείμενο οφείλει κατά κάποιον τρόπο να. συνεχίσει με τις οικές του ουνάμεις, εφόσον οεν προστατεύεται πλέον από τις αμφισημίες της παραστατικής μυθοπλασίας. Είναι το σημείο όπου επικεντρώνεται το α.να.ποφάσιμο: αυτή η επιθυμία. του υποκειμένου να. εμμείνει στη συνέπειά του είναι άραγε μετρήσιμη με την επιθυμία. του ζώου να. συλλά6ει την κοινωνικοποιημένη του τύχη; Τίποτε, όταν φτάσουμε σε αυτό το σημείο, οεν μας απαλλάσσει από το θάρρος. θα. οπλιστούμε, α.ν το μπορούμε, με την α;ισιοοοξία του Λακάν, όταν γράφει: «Η επιθυμία, αυτό που ονομάζεται επιθυμία [ο Λακάν μιλάει εοώ για. το υποκειμενικό ανεπίγνωστο] αρκεί προκειμένου η ζωή να. μην έχει νόημα αν είναι να; οημιουργήσει έναν οειλό14».
1• Jιιcques Lacan. Ecrits [Γραπτά], Seuil, 1966, f1. 782.
V. ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ
ΥποrΡΑΜΜΙΣΑΜΕ ήδη πόσο �αθιά ριζωμένη στη συναινετική προφάνεια του Κακού είναι η σύγχρονη ηθική ιδεολογία. Ανατρέψαμε αυτή την κρίση προσδιορίζοντας την καταφατική διαδικασία των αληθειών ως κεντρικό πυρήνα και της εφικτής σύνθεσης ενός υποκειμένου, καθώς και, όσον αφορά τον «κάποιον» που υπεισέρχεται στην εν λόγω σύνθεση, του ιδιότυπου ερχομού μιας εμμένοuσας ηθικής.
Σημαίνει άραγε αυτό πως πρέπει να αρνηθούμε κάθε εγκυρότητα στην έννοια του Κακού και να την αποπέμψουμε α�ασάνιστα στην προφανή θρησκευτική της προέλευση;
Α. Η ΖΩΗ, ΟΙ ΑΛΗΘΕΙΕΣ, ΤΟ ΚΑΛΟ
Δεν θα κάνουμε εδώ καμία παραχώρηση στη γνώμη που διατείνεται πως υπάρχει ένα είδος «φυσικού δικαίου» που θεμελιώνεται, σε τελική ανάλυση, στον προφανή χαρακτήρα κάποιου στοιχείου �λαπτικού για τον άνθρωπο.
Αναγόμενο στην απλή φύση του, το ζώο άνθρωπος πρέπει να κατατάσσεται στην ίδια κατηγορία με τους �ιολογικούς συντρόφους του. Αυτός ο συστηματικός σφαγιαστής επιδιώκει, μέσα στις γιγαντιαίες μυρμηγκοφωλιές που έχει κατασκευάσει, συμφέροντα επι�ίωσης και ικανοποίησης ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο αξιόλογα από τα συμφέροντα του τυφλοπόντικα ή της πυγολαμπίδας. Αναδείχθηκε το πιο πανούργο από τα ζώα, το πιο υπομονετικό, το πιο επίμονα υποταγμένο στις αποτρόπαιες επιθυμίες της δικής του υπερίσχυσης. Πάνω απ' όλα, πέτυχε να θέσει στην υπηρεσία της θνητής ζωής του την ικανότητα που το χαρακτηρίζει, δηλαδή
66
το ότι τοποθετεί τον εαυτό του στην τροχιά των αληθειών έτσι ώστε να του επιφέρει μερίδιο Αθανασίας. Αυτό αχριtώς διαισθάνθηκε και ο Πλάτωνας, όταν τόνιζε πως ο περιώνυμος φυλακισμένος του που δραπετεύει από το σπήλαιο και θαμπώνεται από τον ήλιο της Ιδέας όφειλε να επιστρέψει στο σκοτάδι και να μοιραστεί με τους υπόδουλους συντρόφους του αυτό που τον είχε συνεπάρει στο κατώφλι του σκοτεινού κόσμου. Σήμερα μόνο αντιλαμtανόμαστε πλήρως τι σημαίνει αυτή η επιστροφή: είναι η επιστροφή της φυσικής του Γαλιλαίου προς τις τεχνικές μηχανοκατασκευές, ή της ατομικής θεωρίας προς τα εκρηχτικά και τους πυρηνικούς αντιδραστήρες· η επιστροφή τού ανιδιοτελούς-συμφέροντος προς το ωμό συμφέρον, η παραtίαση των γνώσεων από μερικές αλήθειες. Και στο τέλος, το ζώο άνθρωπος γίνεται ο απόλυτος αφέντης του bιοτόπου του, ο οποίος, bεbαίως, δεν είναι παρά ένας πλανήτης δεύτερης κατηγορίας.
Έτσι νοούμενο (σύμφωνα με ό,τι ξέρουμε γι' αυτό), είναι φανερό πως το ζώο άνθρωπος δεν εξαρτάται «καθ' εαυτόνJJ από καμία αξιολογική κρίση. Είναι αναμφίtολο ότι ο Νίτσε έχει δίκιο, από τη στιγμή που ορίζει την ανθρωπότητα με γνώμονα τη ζωτική της ισχύ, όταν δηλώνει πως είναι ουσιαστικά αθώα, αμέτοχη η ίδια στο Καλό ή στο Κακό. Η χίμαφά του συνίσταται στο ότι φαντάζεται μια υπερανθρωπότητα που να επανέρχεται στην αθωότητα, όταν tρεθεί απελευθερωμένη από την καταχθόνια επιχείρηση εξουθένωσης της ζωής που απεργάζεται η δυνατή μορφή του Ιερέα. Όχι, καμία ζωή, καμία φυσική δύναμη, δεν θα μπορούσε να είναι πέραν του Καλού και του Καχού1''. Εκείνο που πρέπει να πούμε είναι ότι κάθε ζωή, του ζώου άνθρωπος εξίσου, είναι εντεύθεν του Καλού και του Κακού.
" Nietzsche, La Gέnέalogίe de la morale [Η Γενεαλογία της ηθικής]. Είναι το συστηματικότερο Ι>ιl>λίο τοu Νίτσε, εκείνο ποu ανακεφαλαιώνει τη «ζωτική» κριτική των αξιών.
Η ανάουση του Καλού και, ως απλής συνέπειας, του Κακού, συνοέεται αποκλειστικά με τη σπάνια ύπαρξη των οιαοιχασιών αλήθειας. Κεραυνο6ολημένο από μια ενύπαρχτη ρήξη, το ζώο άνθρωπος 6λέπει την αρχή επι6ίωσής του -το συμφέρον του- να αποοιοργανώνεται. Ας πούμε λοιπόν ότι το Καλό, εάν αυτό σημαίνει πως είναι ουνατόν να μπει κάποιος στη σύνθεση ενός υποκειμένου αλήθειας, είναι κυριολεκτικά ο εσωτερικός γνώμονας μιας παρατεταμένης αποοιοργάνωσης της ζωής.
Το ξέρουν, άλλωστε, οι πάντες: οι ρουτίνες της επι-6ίωσης αοιαφορούν για οποιοοήποτε Καλό. Κάθε επιοίωξη συμφέροντος νομιμοποιείται από την επιτυχία της και μόνο. Αντιθέτως, με το που ερωτεύομαι («πέφτω ερωτευμένος» στα γαλλικά, η λέξη «πέφτω» υποοηλώνει την αποοιοpγάνωση της πορείας των πραγμάτων), ή με το που με συνεπαίρνει η άγρυπνη οιστρηλασία μιας σκέψης, ή με το που κάποια ριζοσπαστική πολιτική στράτευση αναοειχνύεται ασύμ6ατη με κάθε κριτήριο άμεσου συμφέροντος, αίφνης είμαι αναγκασμένος να αναμετρήσω τη ζωή μου, ως ζωή εχχοινωνισμένου ζώου, με κάτι το Οιαφορετιχό από αυτήν. Και ιοιαίτερα όταν, πέρα από τον εμφανώς ευτυχή ή ενθουσιώοη χαραχτήρα της συναρπαγής μου, το ζητούμενο είναι εάν, και πώς, θα συνεχίσω στο ορόμο της ζωτικής αποοιοργάνωσης, προιχοοοτώντας έτσι το πρωτογενώς αποοιοργανωμένο με μια οευτερογενή παράοοξη οργάνωση, την οποία αχρι6ώς ονομάσαμε «ηθική συνέπεια».
Εάν υπάρχει Κακό, πρέπει να το σκεφτούμε με αφετηρία το Καλό. Χωρίς τη θεώρηση του Καλού, και άρα των αληθειών, οεν υπάρχει παρά η ωμή αθωότητα της ζωής, που είναι εντεύθεν του Καλού και του Κακού.
Συνεπώς, όσο παράξενη χι αν φαίνεται η πρόταση, πρέπει απαραιτήτως το Κακό να αποτελεί μια εφικτή οιάσταση των αληθειών. Δεν θα επαναπαυθούμε, στο σημείο αυτό, στην πλατωνική λύση που παραείναι εύκολη: το Κακό ως απλή απουσία της αλήθειας, το Κακό ως άγνοια του Καλού. Διότι η ίοια η ιοέα της άγνοιας
68
είναι δυσκολονόητη. Για ποιον είναι απούσα μια αλήθεια; Για το ζώο άνθρωπος καθαυτό, που κυνηγάει λυσσαλέα τα συμφέροντά του, δεν υπάρχει αλήθεια, μόνο γνώμες μέσω των οποίων εχχοινωνίζεται. Και όσο για το υποκείμενο -για τον Αθάνατο-, η αλήθεια δεν γίνεται να του λείπει, διότι αυτή και μόνο αυτή, προσφερόμενη σαν πιστή διαδρομή, το συγκροτεί.
Χρειάζεται λοιπόν, εφόσον παρ' όλα αυτά το Κακό ταυτοποιείται ως μια μορφή του πολλαπλού-είναι, να προκύπτει σαν (εφικτό) επιτέλεσμα του ίδιου του Καλού. Πράγμα ποu θα διατυπωθεί: υπάρχει το Κακό, επειδή υπάρχουν αλήθειες, και στο 6αθμό που υπάρχουν υποκείμενα αυτών των αληθειών.
Ή ακόμη: το Κακό, εφόσον υπάρχει, είναι ένα απορρυθμισμένο επιτέλεσμα της δύναμης του αληθινού.
Υπάρχει όμως το Κακό;
Β. ΠΕΡ! ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ
Καθώς απορρίπτουμε κάθε ιδέα κάποιας συναινετικής, ή α priori, ·αναγνωρίσεως του Κακού, η μόνη συνεπής γραμμή σκέψης θα ήταν να ορίσουμε το Κακό στο δικό μας το πεδίο, άρα σαν μια εφικτή διάσταση μιας διαδικασίας αλήθειας. Και να εξετάσουμε εχ των υστέρων εάν συμπίπτουν τα αναμενόμενα επιτελέσματα αυτού του ορισμού και τα «κραυγαλέα» παραδείγματα (τα παραδείγματα γνώμης) του ιστορικού ή του ιδιωτικού Κακού.
Θα προχωρήσουμε εντούτοις με επαγωγιχότεpο τρόπο, γιατί ο σκοπός αυτού του 6ι6λίοu είναι να προσεγγίσει τον επίκαιρο χαραχτήρα των ζητημάτων.
Οι υποστηριχτές της «ηθικής» ιδεολογίας γνωρίζουν χαλά οι ίδιοι ότι η ταυτοποίηση του Κακού δεν είναι εύκολη υπόθεση, παρόλο ποu εντέλει ολόκληρη η κατασκευή τους 6ασίζεται στο αξίωμα ότι υπάρχει, εν προκειμένω, προφάνεια γνώμης. Οπότε προχωρούν με τον τρόπο του Λε6ινάς όσον αφορά την «αναγνώριση
του άλλου»: ριζοσπαστιχοποιούν την πρόταση. Όπως αχριf:>ώς ο Λεf:>ινάς εξαρτά εντέλει τον πρωταρχικό χαραχτήρα του ανοίγματος στον Άλλο από την υπόθεση του Ολικώς-Άλλου, έτσι και οι υποστηριχτές της ηθικής εξαρτούν τη συναινετική ταυτοποίηση του Κακού από την υπόθεση ενός pιζικού Κακού.
Μολονότι η ιδέα του ριζικού Κακού ανάγεται (τουλάχιστον) στον Καντ, η σύγχρονη εκδοχή της στηρίζεται συστηματικά σε ένα «παράδειγμα»: την εξολόθρευση των Εf:>ραίων της Ευρώπης από τους ναζί. Δεν μεταχειριζόμαστε τη λέξη παpάδειyμ.α ελαφρά τη καρδία. Ένα παράδειγμα είναι f:>έf:>αια συνήθως κάτι που γίνεται αντικείμενο επανάληψης ή μίμησης. Ενώ, η ναζιστική εξολόθρευση γίνεται το παράδειγμα του ριζικού Κακού, δείχνοντας αυτό του οποίου η μίμηση ή η επανάληψη πρέπει να αποφεύγεται πάση θυσία. Πιο συγκεκριμένα: αυτό του οποίου η μη-επανάληψη συνιστά γνώμονα για κάθε διατύπωση χρίσης επί των καταστάσεων. Υπάρχει άρα εδώ «παραδειγματιχότητα» του εγκλήματος, αρνητική παραδειγματιχότητα. Όμως η κανονιστική λειτουργία του παραδείγματος παραμένει: η ναζιστική εξολόθρευση αποτελεί ριζικό Κακό, επειδή παρέχει για την εποχή μας το μοναδικό, ασυναγώνιστο, και υπ' αυτήν την έννοια υπερf:>ατιχό ή ανείπωτο, μέτρο του Κακού. Ό,τι είναι ο Θεός του Λεf:>ινάς όσον αφορά την αποτίμηση της ετερότητας (ο Ολικώς Άλλος ως απροσμέτρητο μέτρο του Άλλου), είναι και η εξολόθρευση όσον αφορά την αποτίμηση των ιστορικών καταστάσεων (το Ολικώς-Κακό ως απροσμέτρητο μέτρο του Κακού).
Ως εχ τούτου, η εξολόθρευση και οι ναζί θεωρούνται πράγματα αδιανόητα, ανείπωτα, για τα οποία δεν νοείται ούτε προηγούμενο ούτε μεταγενόμενο - διότι κατονομάζουν την απόλυτη μορφή του Κακού. Ωστόσο, ταυτόχρονα, διαρκώς ανακαλούνται, συγκρίνονται, επιφορτίζονται να σχηματοποιήσουν κάθε περίσταση όπου κάποιοι θέλουν να προκαλέσουν στη γνώμη μια συνειδη-
τοποίηση του Κακού - διότι άνοιγμα στο εν γένει Κακό δεν υπάρχει παρά μόνο υπό την ιστορική προϋπόθεση του ριζικού Κακού. Έτσι, από το 1956, προκειμένου να νομιμοποιήσουν την εισbολή της Αιγύπτου από τις αγγλογαλλικές δυνάμεις, οι πολιτικοί και ο τύπος δεν είχαν τον παραμικρό δισταγμό να αποφανθούν: «ο Νάσερ είναι Χίτλερ)). Πράγμα που ξαναείδαμε προσφάτως, τόσο για τον Σαντάμ Χουσϊtν (στο Ιράκ) όσο και για τον Σλόμπονταν Μιλόσεbιτς (στη Σερt)ία). Ταυτόχρονα όμως επιμένουν να μας θυμίζουν ότι η εξολόθρευση και οι ναζί είναι φαινόμενο μοναδικό και ότι οποιαδήποτε σύγκριση με κάτι άλλο αποτελεί bεbήλωση.
.
Έχουμε εδώ στην πραγματικότητα το παράδοξο που χαρακτηρίζει το ριζικό Κακό (και, στην ουσία, κάθε «υπερbατική αναγωγή» μιας πραγματικότητας ή μιας έννοιας). Εκείνο που παρέχει το μέτρο επιbάλλεται να μην είναι μετρήσιμο, και παρ' όλα αυτά συνεχώς να μετριέται. Η εξολόθρευση είναι ταυτόχρονα κάτι που παρέχει το μέτρο όλου του Κακού για το οποίο η εποχή μας είναι ικανή, άρα κάτι που είναι καθ' εαυτό δίχως μέτρο, και κάτι με το οποίο, μετρώντας το ασταμάτητα, πρέπει κανείς να συγκρίνει καθετί που απαιτείται να κριθεί σύμφωνα με την προφάνεια του Κακού. Το εν λόγω έγκλημα, ως ύψιστο αρνητικό παράδειγμα, είναι αμίμητο, παράλληλα όμως οποιοδήποτε έγκλημα συνιστά μίμησή του.
Για να t)γούμε από τον κύκλο στον οποίο μας καταδικάζει το γεγονός ότι επιχειρείται να συναρτηθεί το ζήτημα του Κακού με μια συναινετική κρίση της γνώμης (κρίση που χρειάζεται να προ-συγκροτηθεί υιοθετώντας ένα ριζικό Κακό), πρέπει προφανώς να εγκαταλείψουμε το θέμα του απόλυτου Κακού, του δίχως μέτρο μέτρου. Το θέμα αυτό, όπως κι εκείνο του Ολικώς Άλλου, ανήκει στη θρησκεία.
Ωστόσο, είναι σίγουρο ότι η εξολόθρευση των Εt)ραίων της Ευρώπης είναι ένα αποτρόπαιο κρατικό έγκλημα, τέτοιας φρίκης που δεν γίνεται κανείς να αμφιbάλλει,
71
εκτός α.ν επιδοθεί σε α.ηδια.στιχές σοφιστείες, ότι πρόκειται, α.π' όποια. σκοπιά χι α.ν το κοιτάξουμε, για ένα. Κα.χό που τίποτε δεν το αίρει' και τίποτε δεν επιτρέπει να. το χα.τα.τάξουμε ήρεμα. ( «εγελια.νά») στο κεφάλαιο των παροδικών α.να.γχα.ιοτήτων του ιστορικού κινήματος.
Θα. δεχτούμε λοιπόν ανεπιφύλαχτα. τη μοναδικότητα. της εξολόθρευσης. Η μετριότατη εννοιολογική κατηγορία. του «ολοκληρωτισμού» στοιχειοθετήθηκε για. να. συνενώσει γύρω από την ίδια. έννοια. τη ναζιστική πολιτική χα.ι την πολιτική του Στάλιν, την εξολόθρευση των Ε()ρα.ίων της Ευρώπης χα.ι τους εκτοπισμούς και τις σφαγές στη Σι()ηρία.. Αυτός ο συμφυρμός δεν bοηθάει χα.θόλου τη σκέψη, ούτε χα.ν τη σκέψη του Κακού. Πρέπει να. δεχτούμε τον μη α.να.γώγιμο χαραχτήρα της εξολόθρευσης (καθώς χα.ι τον μη α.ναγώγιμο χαραχτήρα. του σταλινικού Κόμματος-Κράτους).
Αχριbώς όμως, όλο το ζήτημα είναι να εντοπίσουμε την εν λόγω μοναδικότητα.. Ουσιαστικά, οι υποστηριχτές της ιδεολογίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τείνουν να. την εντοπίζουν ευθέως μέσα στο Κα.χό, σύμφωνα με το οπτικό πρίσμα της καθαρής γνώμης. Είδα.με ότι αυτή η απόπειρα. θρησκευτικής απολυτοποίησης του Κακού είναι ασυνάρτητη. Είναι εξάλλου πολύ απειλητική όπως καθετί που α.ντιπα.ρα.θέτει στη σκέψη κάποιο ανυπέρ()λητο «όριο». Διότι η πραγματικότητα. του αμίμητου είναι η διαρκής μίμηση, χα.ι με το να ()λέπει κανείς Χίτλερ παντού, ξεχνάει πως είναι πεθαμένος χα.ι πως ό,τι δια.οραματίζεται μπροστά στα. μάτια μας επιφέρει νέες μοναδικότητες του Κακού.
Ουσιαστικά, το να. σκεφτούμε τη μοναδικότητα της εξολόθρευσης προϋποθέτει να. σκεφτούμε, αρχικά, τη μοναδικότητα. του ναζισμού ως πολιτικής. Εδώ έγκειται το πρό()λημα. Ο Χίτλερ ήταν σε θέση να. χα.θοδη-
' Το αίpω ιχποόίόει το γιχλλιχό relever με το οποίο ο σuγγριχφέιχς, uιοθετώντιχς την πρότιχση τοu Ντεριντά:, μετιχφρά:ζει το γερμιχνιχό aufheben, με τις γνωστές εγελιιχνές προεκτάσεις. Πρελ. Alain Badiou, L'etre et /'έvέnement, ό.π., σ. 527 (Σ.τ.Μ.).
72
γήσει την εξολόθρευση σαν μια κολοσσιαία στρατοκρατική επιχείρηση, επειδή είχε πάρει την εξουσία, και πήρε την εξουσία στο όνομα μιας πολιτικής που περιελάμ6ανε και την εννοιολογική κατηγορία «ε6ραίος)) . .
Οι υποστηρικτές της ηθικής ιδεολογίας επιμένουν σε τέτοιο 6αθμό να εντοπίζουν τη μοναδικότητα της εξολόθρευσης ευθέως μέσα στο Κακό, ώστε, πολύ συχνά, αρνούνται κατηγορηματικά ότι ο ναζισμός ήταν μια πολιτική. Θέση όμως αδύναμη και μικρόψυχη. Αδύναμη, διότι η συγκρότηση του ναζισμού σε «μαζική» υποκειμενικότητα, που ενσωμάτωσε την κατασκευή τής λέξης ε6pαίος ως πολιτική σχηματοποίηση, είναι το στοιχείο που κατέστησε εφικτή, και κατόπιν αναγκαία, την εξολόθρευση. Μικρόψυχη, διότι είναι αδύνατον να σκεφτούμε ολοκληρωμένα την πολιτική, εάν αρνηθούμε πως είναι δυνατόν να υπάρξουν πολιτικές που οι οργανικές τους κατηγορίες, οι υποκειμενικές τους επιταγές, να είναι εγκληματικές. Οι οπαδοί της «δημοκρατίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων)) αρέσκονται, μαζί με την Χάνα Άρεντ, να ορίζουν την πολιτική ως τη σκηνή τού «είμαστε-μαζί)) [ «etre-ensemb\e))]. Λόγω άλλωστε αυτού του ορισμού, καταλήγουν να αποσιωπούν την πολιτική ουσία του ναζισμού. Αλλά ο ορισμός τους είναι παραμύθι. Πόσο μάλλον που το είμαστε-μαζί προϋποθέτει να οριστεί το σύνολο [ 1' ensemble] αυτών που είναι-μαζί, και εδώ είναι όλο το ζήτημα. Κανείς δεν επιθυμούσε όσο ο Χίτλερ το είμαστε-μαζί των Γερμανών. Η ναζιστική κατηγορία του «ε6ραίου)) χρησίμευε στο να κατονομάζει τα γερμανικά ενδότερα, το χώρο τού είμαστε-μαζί, κατασκευάζοντας (αυθαίρετα, μα επιτακτικά) ένα «έξω)) που μπορούσαν να το κυνηγάνε στα ενδότερα, το ίδιο όπως η 6ε6αιότητα πως είμαστε «μεταξύ Γάλλων)) προϋποθέτει να καταδιώκουμε εδώ μέσα όσους υπάγονται στην κατηγορία του «λαθρομετανάστη)) .
Μία από τις μοναδικότητες της ναζιστικής πολιτικής ήταν πως δήλωνε επακρι6ώς την ιστοριακή ιικοινότητα)) που άξιζε να προικοδοτηθεί με μια κατακτητι-
73
χή υποκειμενικότητα. Αυτή η δήλωση κατέστησε δυνατή την υποκειμενική της νίκη και έθεσε στην ημερήσια διάταξη την εξολόθρευση. Δικαιούμαστε λοιπόν μάλλον να πούμε ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η σύνδεση πολιτικής και Κακού εισάγεται αχρι()ώς όταν ληφθεί υπόψη τόσο το σύνολο (θεματική των κοινοτήτων) όσο και το είμαστε-με (θεματική της συναίνεσης, των κοινά αποδεχτών προτύπων).
Όμως, το κρίσιμο ζήτημα είναι ότι η μοναδικότητα του Κακού εξαρτάται, σε τελική ανάλυση, από τη μοναδικότητα μιας πολιτικής.
Τούτο μας επαναφέρει στη σκέψη της υπαγωγής του Κακού, αν όχι ευθέως στο Καλό, τουλάχιστον στις διαδικασίες που το επικαλούνται. Κατά πάσαν πιθανότητα, η ναζιστική πολιτική δεν ήταν μια διαδικασία αλήθειας. Αν όμως «έπιασε» τη γερμανική κατάσταση είναι επειδή μπορούσε να παρασταθεί σαν διαδικασία αλήθειας. Συνεπώς, ακόμη και στην περίπτωση αυτού του Κακού που θα το χαρακτηρίζαμε όχι ριζικό μα ακραίο, η χαταληπτιχότητα του «υποκειμενικού» του είναι, το ζήτημα εκείνων των «κάποιων» που μπόρεσαν να συμμετάσχουν στην αποτρόπαιη εκτέλεσή του σαν να εκπλήρωναν ένα καθήκον, επι()άλλεται να αναχθούν στις ενδογενείς διαστάσεις της διαδικασίας πολιτικής αλήθειας.
Θα μπορούσαμε επίσης να σημειώσουμε ότι τα πιο έντονα υποκειμενικά μαρτύρια, εκείνα που θέτουν πραγματικά στην ημερήσια διάταξη το τι σημαίνει «χάνω κακό σε κάποιον», και τα οποία υποκινούν συχνά την αυτοκτονία ή το έγκλημα, έχουν για ορίζοντά τους την ύπαρξη της ερωτικής διαδικασίας.
Γενικεύοντας, θα πούμε ότι: - το Κακό υπάρχει· - πρέπει να διαχωρίζεται από τη ()ία που μεταχειρίζε-
ται το ζώο άνθρωπος όταν εμμένει στο είναι του, όταν επιδιώκει τα συμφέροντά του, ()ία που είναι εντεύθεν του Καλού και του Κακού.
74
- εντούτοις, δεν υπάρχει ριζικό Κακό, μέσω του οποίου να γίνεται εμφανέστερος ο διαχωρισμός αυτός
- το Κακό δεν νοείται διαφορετικό από την κοινή αρπακτικότητα παρά στο bαθμό που συλλαμbάνεται από τη σκοπιά του Καλού, άρα με αφετηρία το γεγονός ότι «κάποιος» συνεπαίρνεται από μια διαδικασία αλήθειας
- κατά συνέπεια, το Κακό δεν είναι κατηγορία του ζώου άνθρωπος, αλλά κατηγορία του υποκειμένου·
- το Κακό δεν υπάρχει παρά στο bαθμό που ο άνθρωπος είναι ικανός να γίνει αυτό που είναι: Αθάνατος
- η ηθική των αληθειών, ως αρχή συνέπειας της πιστότητας σε μια πιστότητα, ή πρόσταγμα του «Συνεχίζω!», είναι εκείνη που επιχειρεί να αντιρροπήσει το Κακό που κάθε μοναδική αλήθεια καθιστά δυνατό.
Απομένει να συνδέσουμε αυτές τις θέσεις, να τις ευθυγραμμίσουμε με ό,τι γνωρίζουμε για τη γενική μορφή των αληθειών.
Γ. ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΣΥΜΒΑΝ, ΤΗΝ ΠΙΣΤΟΤΗΤΑ,
ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ
Ας ξαναθυμίσουμε τις τρεις κεφαλαιώδεις διαστάσεις μιας διαδικασίας αλήθειας, οι οποίες είναι: - το συμ.6άν, που επιφέρει «άλλο πράγμα» απ' ό,τι η
κατάσταση, απ' ό,τι οι γνώμες, απ' ό,τι οι κατεστημένες γνώσεις που είναι ένα πλεόνασμα παράτολμο, απρόbλεπτο, εξανεμιζόμενο μόλις εμφανιστεί·
- η πιστότητα, που είναι το όνομα της διαδικασίας: πρόκειται για μια διαρκή διερεύνηση της κατάστασης, σύμφωνα με τις επιταγές του συμbάντος· είναι μια εξακολουθητική και ενύπαρκτη ρήξη·
- η αλήθεια, κατά κυριολεξία, που είναι εκείνο το πολλαπλό, μέσα στην κατάσταση, το οποίο η πιστότητα, σιγά σιγά, κατασκευάζει· που είναι ό,τι η πιστότητα συσπειρώνει και παράγει.
75
Οι τρεις αυτές διαστά.σεις της διαδικασίας έχουν ουσιώδη «οντολογικά.>> χαρακτηριστικά.:
1) Το συμ6ά.ν είναι ταυτόχρονα έντοπο -είναι συμ6ά.ν της τάδε ή της δείνα κατάστασης- και πλεονάζον, άρα απολύτως διαχωρισμένο, ή αποσυνδεδεμένο, από όλους τους κανόνες της κατά.στασης. Έτσι, η ανάδυση, με τον Χάιντν (ή υπό το όνομα αυτού του «κά.ποιου)) , του Χά.ιντν), του κλασικού ύφους αφορά τη μουσική κατάσταση και καμία άλλη, κατάσταση στην οποία πρυτά.νευαν οι κανόνες του ύφους μπαρόκ. Τούτο αποτελεί συμ6άν γι' αυτή την κατάσταση. Όμως, από την ά.λλη, τα μουσικά σχήματα που το συγκεκριμένο συμ6άν επιτρέπει δεν είναι αναγνώσιμα στο πλαίσιο της πληρότητας στην οποία έφτασε το ύφος μπαρόκ, πρόκειται πραγματικά για άλλο πpάyμα.
Θα διερωτάται λοιπόν κανείς πώς συνδέεται το συμ-6ά.ν με εκείνο «για το οποίο)) αποτελεί συμ6άν. Ο σύνδεσμος είναι το κενό π;ς πpοyενέστεpης κατάστασης. Τι εννοούμε; Εννοούμε ότι στο επίκεντρο κάθε κατά.στασης υπά.ρχει, ως θεμέλιο του είναι της, ένα «έντοπο>> κενό, στοιχείο γύρω από το οποίο οργανώνεται η πληρότητα (ή τα σταθερά πολλαπλά) αυτής της κατά.στασης. Έτσι, στο επίκεντρο του ύφους μπαρόκ που έχει φτάσει σε κορεσμό δεξιοτεχνίας, υπάρχει το (αδιόρατο, όμως αποφασιστικό) κενό μιας γνήσιας σκέψης της μουσικής αρχιτεκτονικής. Το συμ6άν-Χάιντν αποτελεί ένα είδος μουσικής «ονοματοδότησης» αυτού του κενού. Και τούτο επειδή ακρι6ώς το συμ6άν συγκροτεί ένα εντελώς καινούργιο αρχιτεκτονικό, θεματικό κριτήριο, έναν καινούργιο τρόπο ανά.πτυξης της γραφής με 6άση κά.ποιους μετασχηματιζόμενους πυρήνες. Δηλαδή το συμ6ά.ν συγκροτείται από κάτι που δεν ήταν αντιληπτό (κά.τι για το οποίο δεν ήταν δυνατόν να υπά.ρξει κά.ποιο ειδέναι) μέσα στο πλαίσιο του ύφους μπαρόκ.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αφού μια κατά.σταση απαρτίζεται από τις γνώσεις που διακινούνται στο πλαίσιό
της, το συμι)άν ονοματοοοτεί το κενό υπό την έννοια ότι ονοματοοοτεί το ανεπίγνωστο της κατάστασης.
Ένα διάσημο παράδειγμα: ο Μαρξ επιτελεί συμ6άν στην πολιτική σκέψη όταν, με το όνομα προλεταριάτο, υποδεικνύει το κεντρικό κενό των αστικών κοινωνιών στο ξεκίνημά τους. Διότι το προλεταριάτο, εντελώς απογυμνωμένο, απόν από το πολιτικό προσκήνιο, είναι το στοιχείο γύρω από το οποίο οργανώνεται η ικανοποιημένη πληρότητα της κυριαρχίας των ιοιοκτητών κεφαλαίου.
Εντέλει, θα πούμε πως ο ι)ασικός οντολογικός χαρακτήρας ενός συμι)άντος είναι ότι εγγράφει, ονοματοοοτεί, το έντοπο κενό αυτού για το οποίο αποτελεί συμ6άν.
2) Όσον αφορά την πιστότητα, έχουμε ήοη αναφέρει τα σχετικά. Το σπουοαιότερο σημείο είναι πως οεν είναι ποτέ αναγκαία. Υπάρχει αναποφασιμότητα ως προς το εάν το ανιοιοτελές-συμφέρον που η πιστότητα προϋποθέτει για τον «κάποιον» που συμμετέχει, μπορεί να ισχύσει, έστω και για μια μυθοπλαστική παράσταση του εαυτού, ως συμφέρον. Επειοή λοιπόν το μόνο κριτήριο εμμονής είναι το συμφέρον, η εμμονή κάποιου σε μια πιστότητα -η εξακολούθηση του «είμαι-υποκείμενο» ενός ζώου άνθρωπος- παραμένει αστάθμητη. Γνωρίζουμε ότι, επειοή υπάρχει αυτό το αστάθμητο, υπάρχει και θέση για μια ηθική των αληθειών.
3) Τέλος, όσον αφορά την αλήθεια ως αποτέλεσμα, πρέπει προπάντων να υπογραμμίσουμε τη ούναμή της. Θίξαμε αυτό το θέμα αναφερόμενοι στην «επιστροφή» του φυλακισμένου του Πλάτωνα στο σπήλαιο, που είναι επιστροφή μιας αλήθειας προς τις γνώσεις. Μια αλήθεια «οιεμι)ολίζει» τις γνώσεις, είναι ετερογενής ως προς αυτές, αποτελεί όμως επίσης τη μόνη γνωστή πηγή νέων γνώσεων. Θα πούμε ότι η αλήθεια παpαtlιάζει τις γνώσεις. Το ρήμα παpαtlιάζω υποοηλώνει ότι, καθώς η Ούναμή της έγκειται στη ρήξη που επιφέρει, μια αλήθεια επι-
77
στρέφει στην αμεσότητα της κατάστασης, ή αναπροσαρμόζει αυτό το είδος φορητής εγκυκλοπαίδειας απ' όπου τροφοδοτούνται οι γνώμες, οι επικοινωνίες και οι κοινωνικότητες, παραbιάζοντας τις κατεστημένες και διακινούμενες γνώσεις. Μια αλήθεια δεν είναι ποτέ κοινοποιήσιμη καθ' εαυτήν, αλλά επάγει, σε απόσταση από την ίδια, ισχυρότατες αναπροσαρμογές των μορφών και των αναφερομένων της επικοινωνίας. Χωρίς, ωστόσο, αυτές οι αναπροσαρμογές να «εκφράζουν» την αλήθεια ή να δείχνουν κάποια «πρόοδο» των γνωμών. Λόγου χάριν, γύρω από τα μεγάλα ονόματα του κλασικού ύφους οργανώνεται γρήγορα ένα ολόκληρο μουσικό ειδένι:zι, το οποίο ήταν μη διατυπώσιμο προηγουμένως. Δεν υπάρχει εδώ κςχμία «πρόοδος», διότι ο ακαδημαϊκός κλασικισμός ή η λατρεία του Μότσαρτ δεν έχουν τίποτε το ανώτερο σε σχέση με ό,τι προϋπήρχε. Πρόκειται όμως για μια παραbίαση των γνώσεων, για μια συχνά πολύ εκτεταμένη τροποποίηση των κωδίκων της επικοινωνίας (ή των γνωμών που τα ζώα άνθρωποι ανταλλάσσουν περί «μουσικής»). Αυτές bέbαια οι μεταλλαγμένες γνώμες είναι εφήμερες, ενώ οι αλήθειες, οι μεγάλες δημιουργίες του κλασικού ύφους, είναι αιώνιες.
Παρομοίως, το πεπρωμένο των εκπληκτικότερων μαθηματικών επινοήσεων είναι να συμπεριλαμbάνονται εντέλει στα πανεπιστημιακά εγχειρίδια, και μάλιστα να εξυπηρετούν την επιλογή της «ιθύνουσας τάξεως» μέσω των εξετάσεων εισαγωγής στις Grandes Ecole.s. Η αιωνιότητα που πηγάζει από τις μαθηματικές αλήθειες δεν έχει άλλη δυνατότητα, πέρα από το γεγονός ότι παραbίασαν τις γνώσεις που απαιτούνται για κοινωνιστικές διευθετήσεις και ότι αυτή τη μορφή παίρνει η επιστροφή τους προς τα συμφέροντα του ζώου άνθρωπος.
Η σκέψη του Κακού εξαρτάται από αυτές τις τρεις διαστάσεις της διαδικασίας αλήθειας: πρόσκληση, από το συμbάν, του κενού μιας κατάστασης αbεbαιότητα της πιστότητας- και δύναμη πι:zpι:z6ιάσεως των γνώσεων από μια αλήθεια.
Διότι το ΚΙΧκό έχει τρεις ονομΙΧσίες:
- ότΙΧν φΙΧντΙΧζόμΙΧστε ότι ένΙΧ συμ()άν προσκΙΧλεί όχι το
κενό ΙΧλλά το πλήρες της προγενέστερης κΙΧτάστΙΧ
σης, έχουμε το ΚΙΧκό ως είδωλο ή τpομοκpατίιχ - όταν εκπίπτουμε ΙΧπό μια πιστότητΙΧ, έχουμε το ΚΙΧκό
ως πpοδοσία μέσΙΧ μΙΧς του ΑθΙΧνάτου που είμαστε·
- ότΙΧν τΙΧυτίζουμε μια ΙΧλήθειΙΧ με μιΙΧ ολοσχερή ούνΙΧ
μη, έχουμε το Κακό ως όλεθpο. ΤρομοκρΙΧτίΙΧ, προδοσία κΙΧι όλεθρος είνΙΧι μορφές που
η ηθική των ΙΧληθειών -και όχι η ΙΧνήμπορη ηθικολογίΙΧ
των οικΙΧιωμάτων του ΙΧνθρώπου- προσπαθεί να αντιp
ροπήσει με μονΙΧοικό της στήριγμΙΧ μιΙΧ επίκΙΧιpη αλή
θειΙΧ. Μορφές που, όπως θΙΧ δούμε, αποτελούν εφικτά που φέρνει στο προσκήνιο η ίοιΙΧ η ΟιΙΧΟιΚΙΧσίΙΧ μιΙΧζ ΙΧλήθειΙΧς. Οπότε είνΙΧι εξασφΙΧλισμένο ότι οεν υπάρχει το ΚΙΧκό πΙΧρά στο ()αθμό που εκπορεύετΙΧι από το ΚΙΧλό.
Δ. ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ ΜΙΑΣ ΘΕΩΡΙΑΣ τοr ΚΑκοr
f. Το ε{όωλο και η ιrpομ.οκpαιr{α
Είδαμε ότι η κάθε καινοτομίΙΧ οεν ΙΧΠΟτελεί ΚΙΧι συμ()άν. ΧρειάζετΙΧι επιπλέον νΙΧ προσκΙΧλείτΙΧι κΙΧι νΙΧ ονοματοοοτείται ΙΧΠό το συμ()άν το Κεντρικό κενό της κατάστασης για την οποίΙΧ το εν λόγω συμ()άν είνΙΧι συμ()άν. Το ζήτημα της ονοματοοότησης ε(ναι ουσιώοες, ΚΙΧι Οεν γίνετω να εκθέσουμε εοώ το πλήρες θεωρητικό του υπό()αθρο11;. ΚΙΧθίσταται πάντως ευνόητο πως, επειδή το είνΙΧι του συμ()άντος είναι να εξΙΧφανίζετΙΧι, εφόσον ΙΧποτελεί ένΙΧ είοος κερΙΧυνο()όλου πλεονάσματος που επέρχετΙΧι στην κΙΧτάστΙΧση, ΙΧυτό που πΙΧρακρατεί κΙΧνείς
ω Πρt>λ Alain Badiou, L"etre et l'evenement, ό.π. Η θεωρία τοu ονόματος τοu σuμt>άντος αφενός και της γλώσσας-uποκειμένοu αφετέρου είναι κεντρικής σημασίας στο σύνολο τοu t>ιt>λίοu. Η δεύτερη άλλωστε είναι αρκετά περίτεχνη.
79
μέσα στην κατάσταση, και που χρησιμεύει ως οοηγός για την πιστότητα, είναι κάτι σαν ένα ίχνος, ή ένα όνομα, που αναφέρεται στο εξανεμισμένο συμ6άν.
Όταν οι ναζί μιλούν για «εθνικοσοσιαλιστική επανάσταση», οανείζονται -«σοσιαλισμός»' «επανάσταση»μια ονοματοοότηση 6ε6αιωμένη στα μεγάλα νεότερα πολιτικά γεγονότα (τη Γαλλική Επανάσταση του 1792
ή τη Μπολσε6ίκικη Επανάσταση του 1917). Μια ολόκληρη σειρά γνωρισμάτων συνοέεται με, και νομιμοποιείται από, αυτό το οάνειο: η ρήξη με την παλαιά τάξη, η αναζήτηση υποστήριξης μέσα από μαζικές συγκεντρώσεις, η οικτατορική μορφή του Κράτους, ο στομφώοης χαρακτήρας της απόφασης, η προάσπιση του Εργαζομένου, κλπ.
Εντούτοις, το «συμ6ά.ν» που ονοματοοοτείται, από πολλές απόψεις τυπικώς παρόμοιο με εκείνα που του οανείζουν την ονομασία και τα γνωρίσματα, και οίχως τα οποία οεν θα οιέθετε μήτε οική του πρόταση μήτε συγκροτημένο πολιτικό λόγο, χαρακτηρίζεται από ένα λεξιλόγιο της πληρότητας ή της υπόστασης: η εθνικοσοσιαλιστική επανάσταση οοηγεί -λένε οι ναζί- μια ιοιαίτερη κοινότητα, τον γερμανικό λαό, στο γνήσιο πεπρωμένο του, ένα πεπρωμένο οικουμενικής κυριαρχίας. Κι έτσι, το «συμ6άν» υποτίθεται ότι οίνει οντότητα, και όνομα, όχι στο κενό αλλά στο πλήρες της προγενέστερης κατάστασης. Όχι στην οικουμενικότητα αυτού το οποίο οεν υποστηρίζεται, ακρι6ώς, από κανένα ιοιαίτερο χαρακτηριστικό (από κανένα ιοιαίτερο πολλαπλό), αλλά στην απόλυτη ιοιαιτερότητα μιας κοινότητας, ριζωμένης στα γνωρίσματα του εοάφους, του αίματος, της φυλής.
Το ότι μια αλήθεια, που είναι το μόνο πράγμα που ισχύει για όλους, και που είναι αιώνια, μπορεί να πηγάζει από ένα γνήσιο συμ6άν οφείλεται στο γεγονός ότι το τελευταίο οεν συνοέεται με την ιοιαιτερότητα μιας κατάστασης παρά μέσω του κενού της. Το κενό, το πολλαπλό-τού-τίποτε, οεν αποκλείει ούτε εξαναγκάζει κανέναν. Είναι η απόλυτη ουοετερότητα του είναι. Έτσι
80
ώστε η πιστότητα που πηγάζει από ένα συμ6ά.ν, μολονότι αποτελεί ενύπαρκτη ρήξη μέσα σε μια μοναδική κατάσταση, δεν παύει να απευθύνεται σε όλους.
Αντίθετα, η συναρπαστική ρήξη που επάγει η κατάληψη της εξουσίας από τους ναζί το 1933, η οποία τυπικώς δεν διαφέρει από ένα συμ6ά.ν -αυτό άλλωστε αποπροσανατόλισε τον Χά.ιντεγκερ1'-, λόγω του ότι αυτοπροσδιορίζεται ως «γερμανική» επανάσταση και δεν είναι πιστή παρά. στην υποτιθέμενη εθνική υπόσταση ενός λαού, στην ουσία απευθύνεται μόνο σ' εκείνους που ορίζει η ίδια ως «Γερμανούς». Είναι άρα εξαρχής, από την ονοματοδότηση κιόλας του συμ6ά.ντος, και παρά. το γεγονός ότι αυτή η ονοματοδότηση «επανάσταση» λειτουργεί υπό τους όρους αληθινά. οικουμενικών συμ6ά.ντων (φέρ' ειπείν, των Επαναστάσεων του 1792 ή του 1917), ριζικά. ανίκανη για οποιουδήποτε είδους αλήθεια.
Όταν, με ονόματα δανεισμένα από τις αυθεντικές διαδικασίες αλήθειας, μια ριζική ρήξη μέσα σε μια κατάσταση προσκαλεί, αντί για το κενό, την «πλήρη» ιδιαιτερότητα, ή την υποτιθέμενη υπόσταση, αυτής της κατάστασης, θα λέμε ότι έχουμε ένα είδωλο αλήθειας.
Το «είδωλο» εκλαμ6ά.νεται με τη μείζονα σημασία του: όλα τα τυπικά. γνωρίσματα μιας αλήθειας ενεργοποιούνται μέσα στο είδωλο. Όχι μόνο μια οικουμενική ονοματοδότηση συμ6ά.ντος, που εισάγει τη δύναμη μιας ριζικής ρήξης, αλλά. και «η υποχρέωση» μιας πιστότητας, καθώς και η προαγωγή ενός ειδώλου υποκειμένου το οποίο εγείρεται -δίχως όμως να επιφέρει τον παραμικρό Αθάνατο- υπεράνω της ανθρώπινης ζωικότητας των υπολοίπων, εκείνων για τους οποίους δηλώνεται αυθαίρετα ότι δεν ανήκουν στην κοινοτική υπόσταση που το είδωλο συμ6ά.ντος προάγει και διατρανώνει.
Η πιστότητα σ' ένα είδωλο, σε αντιδιαστολή με την
" Victor Farias, Heίdegger et le nazίsme, Verdier, 1985. Σ'αυτό το μάλλον ανεκδοτολογικού χαραχτήρα bιbλίο, bλέπει κανείς πώς ο Χάιντεγκερ υπήρξε δέσμιος, επί μεγάλο χρονικό διάστημα, ενός ειδώλου. Πίστευε ότι κατείχε το σuμbάν της ίδιας του της σκέψης.
81
πιστότητα σ ενα συμ6άν, εστιάζει τη ρήξη της όχι στην οικουμενικότητα του κενού αλλά στην κλειστή ιδιαιτερότητα ενός αφηρημένου συνόλου (οι «Γερμανοί», είτε οι «Άριοι»). Το αναπόφευκτο μέλημά της είναι ότι πρέπει να κατασκευάζει ακατάπαυστα τούτο το σύνολο, και δεν υπάρχει άλλο μέσον για κάτι τέτοιο από το να «εκκενώνει)) τον περίγυρό του. Παραγκωνισμένο από την προαγωγή σε είδωλο ενός «συμ6άντος-υπόστασης», το κενό επανέρχεται, με την οικουμενικότητα που το χαρακτηρίζει, ως εκείνο το οποίο πρέπει να πραγματοποιηθεί για να υπάρξει η υπόσταση. Πράγμα που μπορεί να ειπωθεί και ως εξής: αυτό που απευθύνεται «σε όλους» (και «όλοι)), εδώ, είναι αναγκαστικά ό,τι δεν υπάγεται στη γερμανική κοινοτική υπόσταση, η οποία δεν είναι ένα «όλοι» αλλά ένα «κάποιοι)) που ασκούν την κυριαρχία τους σε «όλους») είναι ο θάνατος, ή εκείνη η ετεροχρονισμένη μορφή θανάτου, η υποδούλωση στην υπηρεσία της γερμανικής υπόστασης.
Έτσι η πιστότητα στο είδωλο (η οποία απαιτεί από τους «κάποιους» της γερμανικής υπόστασης παρατεταμένες θυσίες και δεσμεύσεις, διότι λαμ6άνει πραγματικά τη μορφή μιας πιστότητας) έχει για περιεχόμενο τον πόλεμο και τη σφαγή. Ο πόλεμος και η σφαγή δεν είναι απλώς τα μέσα. Είναι όλο το πραγματικό μιας τέτοιας πιστότητας.
Στην περίπτωση του ναζισμού, το κενό επανήλθε μέσα από ένα προνομιακό όνομα, το όνομα «ε6ραίος». Υπήρξαν οπωσδήποτε και άλλα: οι τσιγγάνοι, οι ψυχασθενείς, οι ομοφυλόφιλοι, οι κομμουνιστές ... Όμως το όνομα «ε6ραίος» υπήρξε το όνομα των ονομάτων, προκειμένου να δηλωθεί το στοιχείο εκείνο που η εξαφάνισή του δημιουργούσε, γύρω από την υποτιθέμενη γερμανική υπόσταση την οποία αναδείκνυε το είδωλο «εθνικοσοσιαλιστική επανάσταση», ένα κενό επαρκές για την ταυτοποίηση της υπόστασης. Η επιλογή αυτού του ονόματος παραπέμπει αναμφί6ολα στον προφανή δεσμό του με τον οικουμενισμό, και ιδιαίτερα με τον επανα-
στα.τικό οικουμενισμό, στο κενό που ήδη α.υτό το όνομα. εμπεριείχε, δηλα.δή στη διασύνδεσή τοu με την οιχοuμενιχότητα χαι με την αιωνιότητα των αληθειών. Ωστόσο, στο bα.θμό που εξυπηρέτησε την οργάνωση της εξολόθρευσης, το όνομα. «εbρα.ίος» είνα.ι ένα. ναζιστικό πολιτικό δημιούργημα., δεν α.νάγετα.ι σε χα.νένα. προϋπάρχον α.να.φερόμενο. Είνα.ι ένα. όνομα. που κα.νείς δεν μπορεί να. το μεταχειριστεί όπως οι να.ζί κα.ι το οποίο προϋποθέτει το είδωλο κα.ι την πιστότητα. στο είδωλο -άρα. την α.πόλυτη μοναδικότητα. του ναζισμού ως πολιτικής.
Όμως, α.κόμη κα.ι στο σημείο α.υτό, οφείλουμε να. α.να.γνωρίσουμε ότι α.υτή η πολιτική υποδύεται μια. δια.δικα.σία. α.λήθεια.ς. Κάθε πιστότητα. σ' ένα. αυθεντικό συμbάν κατονομάζει τους αντιπάλους της εμμονής της. Αντίθετα. α.πό τη συναινετική ηθική, που δια.τείνεται πως αποφεύγει το διχα.σμό, η ηθική των αληθειών είνα.ι πάντοτε λίγο πολύ αγωνιστική, μαχόμενη. Διότι η ετερογένειά της ως προς τις κατεστημένες γνώμες κα.ι γνώσεις εκφράζεται συγκεκριμένα. με τον α.γώνα. ενάντια. σε κάθε είδους απόπειρες α.να.κοπής, δια.φθοράς, επιστροφής στα. άμεσα. συμφέροντα. του ζώου άνθρωπος, σα.ρκα.σμού κα.ι χα.τα.πίεσης προς τον Αθάνα.το που επέρχεται ως υποκείμενο. Η ηθική των αληθειών προϋποθέτει να. α.να.γνωριστούν α.υτές οι απόπειρες, κα.ι συνεπώς το ιδιότυπο εγχείρημα. που συνίστα.τα.ι στο να. κα.τονομα.στούν οι εχθροί. Το είδωλο «εθνικοσοσια.λιστική επα.νάστα.ση » εισήγαγε ανάλογες κα.τονομα.σίες, ιδίως «εbρα.ίος». Όμως η α.να.τροπή που επιτελεί το είδωλο σε σύγκριση με το α.ληθινό συμbάν εξακολουθεί κα.ι ως προς α.υτά τα. ονόμα.τα.. Διότι ο εχθρός μια.ς αληθινής υποκειμενικής πιστότητας είνα.ι α.κριbώς το κλειστό σύνολο, η υπόσταση, η κοινότητα.. Κα.ι ενάντια. σ' α.υτές τις αδράνειες οφείλουμε να. α.να.δείξουμε την παράτολμη χάρα.ξη μια.ς α.λήθεια.ς κα.ι του οικουμενικού μηνύματός της.
Κάθε επίκληση του εδάφους, του αίμα.τος, της φυ-
λής, του εθίμου, της κοινότητας, λειτουργεί ευθέως ενάντια στις αλήθειες, και το σύνολο όλων αυτών είναι ό,τι κατονομάζεται ως εχθρός στην ηθική των αληθειών. Ενώ η πιστότητα στο είδωλο, η οποία προάγει την κοινότητα, το αίμα, τη φυλή, κλπ., κατονομάζει ακριι'Jώς ως εχθρό, λόγου χάριν με το όνομα «ει'Jραίος», το αφηρημένο οικουμενικό στοιχείο, η αιωνιότητα των αληθειών, το απευθύνει σε όλους.
Εδώ πρέπει να προσθέσουμε ότι η μεταχείριση αυτού που τα ονόματα υποδηλώνουν είναι διαμετρικά αντίθετη. Διότι, όσο εχθρός κι αν είναι μιας αλήθειας, ένας «κάποιος» εκλαμι'Jάνεται πάντοτε, στο πλαίσιο της ηθικής των αληθειών, ως ικανός να γίνει ο Αθάνατος που είναι. Μπορούμε λοιπόν να καταπολεμήσουμε τις κρίσεις και γνώμες που ανταλλάσσει με άλλους για να διαφθείρει κάθε πιστότητα, όχι όμως το άτομό του, το οποίο εν προκειμένω είναι αδιάφορο και προς το οποίο σε τελική ανάλυση κάθε αλήθεια απευθύνεται εξίσου. Όμως το κενό με το οποίο ο πιστός ενός ειδώλου προσπαθεί να περιι'Jάλει την υποτιθέμενη υπόστασή του είναι ένα κενό πραγματικό, που προκύπτει πετσοκόι'Jοντας σάρκες. Καθώς δεν είναι υποκειμενικός ερχομός κανενός Αθανάτου, η πιστότητα στο είδωλο -αυτή η τρομερή απομίμηση των αληθειών- το μόνο πράγμα που υποθέτει σ' εκείνον που ορίζει ως εχθρό είναι η αυστηρά περιορισμένη και ιδιαίτερη ύπαρξή του ως ζώου άνθρωπος. Τούτη άρα η ύπαρξη είναι που πρέπει να υποστεί την επιστροφή του κενού. Νά γιατί η εξάσκηση της πιστότητας στο είδωλο εκδηλώνεται αναγκαστικά ως άσκηση τpομοκpατίας. Με τον όρο τρομοκρατία εννοούμε εδώ όχι την πολιτική έννοια της Τρομοκρατίας, που οι Αθάνατοι της Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας' συνδύασαν (ως οικουμενικοποιήσιμο ζεύγος) με την έννοια της Αρετής,
' Comίte de salut publίc: ανώτατο πολιτικό όpγανο που συνέστησε η ΣυμΕ>ατική Συνέλευση στην κpισιμότεpη φάση της Γαλλικής Επανάστασης (1793-94) (Σ.τ.Μ.).
αλλά. τη ρητή και κατηγορηματική συρρίκνωση όλων στο είναι-προς-θάνατον του καθενός. Έτσι νοούμενη, η τρομοκρατία αξιώνει στην πραγματικότητα ότι, για να υφίσταται η υπόσταση, τίποτε δεν πρέπει να υφίσταται.
Παρακολουθήσαμε το παράδειγμα του ναζισμού διότι υπεισέρχεται, σε ουσιαστικό 6αθμό, στο «ηθικό» σχήμα (το «ριζικό Κακό») στο οποίο αντιπαραθέτουμε την ηθική των αληθειών. Ο ναζισμός αποτελεί είδωλο ενός συμ6ά.ντος που επιτρέπει μια πολιτική πιστότητα. Καθίσταται δυνατός χάρη στις πραγματικά. συμ6αντικές, και άρα οικουμενικά. απευθυνόμενες, πολιτικές επαναστάσεις. Υπάρχουν όμως επίσης είδωλα που σχετίζονται με άλλους δυνατούς τύπους διαδικασιών αλήθειας. Θα ήταν χρήσιμη εξάσκηση, για τον αναγνώστη, να τα εντοπίσει. Έτσι μπορεί κανείς να δια6λέψει ότι ορισμένα σεξουαλικά πάθη αποτελούν είδωλα του ερωτικού συμ6άντος. Το ότι, ως είδωλα, συνεπιφέρουν τρομοκρατία και 6ιαιότητα, δεν επιδέχεται αμφισ6ήτηση. Απότομα σκοταδιστικά κηρύγματα εμφανίζονται ως είδωλα επιστημών, και οι ολέθριες παρενέργειές τους γίνονται ευδιάκριτες. Και ούτω καθεξής. Όμως, σε όλες τις περιπτώσεις, αυτές οι 6ιαιότητες και οι ολέθριες παρενέργειες καθίστανται μη καταληπτές, εάν δεν τις σκεφτούμε με αφετηpία τις διαδικασίες αλήθειας των οποίων συγκροτούν το είδωλο.
Τελικά., ο πρώτος μας ορισμός του Κακού θα είναι ο εξής: το Κακό είναι η διαδικασία ενός ειδώλου αλήθειας. Και είναι, κατ' ουσίαν, τρομοκρατία για όλους, μέσα από ένα όνομα που επινοεί.
2. Η πpοόοσ{α
Αναπτύξαμε εκτενώς το σημείο αυτό στο προηγούμενο κεφάλαιο. Είναι, όπως είπαμε, σαφώς αναποφάσιμο το εάν το ανιδιοτελές-συμφέρον που εμψυχώνει το γίγνεσθαι-υποκείμενο ενός ζώου άνθρωπος θα υπερνικήσει το
85
συμφέρον, cχπό τη στιγμή που το ζώο άνθρωπος δεν κcχτcχφέρνει πλέον να ενοποιήσει τcχ δύο με μιcχ ευλογοφcχνή μυθοπλcχσίcχ για την ατομική του ενότητα.
Πρόκειτcχι γι' αυτό που μπορούμε νcχ ονομάσουμε στιγμές κρίσης. Δεν υφίστcχτcχι καθcχυτό «κρίση» μιcχς διcχδικα.σίcχς cχλήθειcχς. Η τελευτcχία εισάγετcχι cχπό ένcχ συμbάν κcχι δικcχιούτcχι να εκτυλίσσετcχι επ' άπειρον. Κρίση μπορεί να υπάρχει γιcχ τον ένcχν ή τους πολλούς «κάποιους» που υπεισέρχοντcχι στη σύνθεση του υποκειμένου που επάγει η διcχδικcχσίcχ. Όλοι γνωρίζουμε τις στιγμές κρίσης ενός εραστή, τις στιγμές cχποθάρρυνσης ενός ερευνητή, cχποκαρδίωσης ενός πολιτικού cχγωνιστή, στειρότητας ενός καλλιτέχνη. Είτε, ακόμη, τις στιγμές όπου μιcχ μαθηματική cχπόδειξη εξcχκολουθεί νcχ είναι ακατανόητη γι' αυτόν που τη διαbάζει, όπου ένcχ ποίημcχ, cχν και cχκαθόριστcχ ωραίο, παραμένει αμετάκλητα. σκοτεινό, κλπ.
Τονίσαμε από πού προέρχοντcχι cχυτές οι εμπειρίες: κάτω cχπό την πίεση των α.πcχιτήσεων του συμφέροντος ή, αντίθετcχ, του επιτακτικού χcχρα.κτήρα. μιας δύσκολης κcχινοτομίcχς, επέρχετcχι μέσcχ στην υποκειμενική συνέχιση της πιστότητας ρήξη της μυθοπλασίας μέσω της οποίας υποφέρω, σα.ν εικόνα του εαυτού μου, τη σύγχυση μεταξύ συμφέροντος κcχι cχνιδιοτελούς-συμφέροντος, μετcχξύ ζώου άνθρωπος κcχι υποκειμένου, μετcχξύ θνητού κα.ι cχθcχνάτου. Οπότε, φανερώνετcχι μιcχ καθcχρή επιλογή ανά:μεσcχ στο «Συνεχίζω!» της ηθικής της εν λόγω αλήθειcχς κcχι τη λογική της «εμμονής στο είνcχι» του κοινού θνητού που είμαι.
Μιcχ κρίση πιστότητcχς είναι πάντοτε κάτι που θέτει σε δοκιμασία., την ώρcχ που μια εικόνcχ πcχραπα.ίει, το μονcχδικό πρόστcχγμcχ της συνέπειcχς, άρα. της ηθικής: «Να. συνεχίσουμε!». Ncx συνεχίσουμε έστω κι cχν χάσcχμε το στίγμcχ, έστω κι α.ν δεν νιώθουμε πιcχ νcχ μcχς «δια.περνά:» η διcχδικcχσίcχ, έστω κι cχν το ίδιο το συμbά:ν φcχίνετcχι συγκεχυμένο, έστω κι α.ν το όνομά του παρεκκλίνει, ή έστω κι cχν cχνcχρωτιόμαστε μήπως είχcχμε ονοματοδοτήσει ένα λάθος, ένcχ είδωλο.
86
Διότι η γνωστή ύπαρξη των ειδώλων συμ()άλλει αποφασιστικά στη διαμόρφωση των κρίσεων. Η γνώμη μού ψιθυρίζει (οπότε το ψιθυρίζω χι εγώ στον εαυτό μου, γιατί δεν είμαι ποτέ αποξενωμένος από τις γνώμες) ότι η πιστότητά μου είναι ίσως μια τρομοκρατία που ασκώ στον εαυτό μου και ότι η πιστότητα στην οποία παραμένω πιστός μοιάζει πολύ, υπερ()ολιχά, με το τάδε ή το δείνα ταυτοποιημένο Κακό. Είναι πάντα δυνατόν να συμ()αίνει κάτι τέτοιο, αφού τα τυπικά γνωρίσματα του Κακού (ως ειδώλου) είναι ταυτόσημα με τα τυπικά γνωρίσματα μιας αλήθειας.
Βρίσκομαι τότε εκτεθειμένος στο να πpοδώσω μια αλήθεια. Η προδοσία δεν είναι απλή παραίτηση. Δυστυχώς δεν γίνεται απλώς να «παραιτηθεί>> κανείς από μια αλήθεια. Η άρνηση μέσα μου του Αθανάτου είναι εντελώς άλλο πράγμα από μια εγκατάλειψη, από μια παύση: πρέπει πάντα να πείσω τον εαυτό μου ότι ο εν λόγω Αθάνατος δεν υπήpξε ποτέ και άρα να εγχολπωθώ εν προκειμένω τις γνώμες που όλο τους το είναι, στην υπηρεσία του συμφέροντος, έγκειται αχρι()ώς σε τούτη την άρνηση. Διότι ο Αθάνατος, όταν αναγνωρίζω την ύπαρξή του, με προστάζει να συνεχίσω, έχει την αιώνια δύναμη των αληθειών που τον επάγουν. Και κατά συνέπεια, πρέπει να προδώσω μέσα μου το γίγνεσθαιυποχείμενο, να γίνω εχθρός εκείνης της αλήθειας της οποίας ο «κάποιος» που είμαι συνέθετε, ενίοτε μαζί με άλλους, το υποκείμενο.
Έτσι εξηγείται ότι οι παλιοί επαναστάτες είναι υποχρεωμένοι να δηλώσουν πως είχαν σφάλει και παραλογιστεί, ότι ένας παλιός εραστής δεν χαταλα()αίνει πλέον γιατί αγαπούσε αυτή τη γυναίκα ή ότι ένας κουρασμένος επιστήμονας φτάνει να παρα()λέπει και να φρενάρει γραφειοκρατικά το ίδιο το γίγνεσθαι της επιστήμης του. Καθώς η διαδικασία αλήθειας είναι ενύπαρχτη ρήξη, δεν μπορείτε να την «παρατήσετε» (δηλαδή, σύμφωνα με τη δυνατή έκφραση του Λακάν, να ξαναγυρίσετε στην «υπηρεσία των αγαθών») παρά μόνο ερχόμενοι σε ρήξη
με τη ρήξη που σας είχε συνεπάρει. Και η ρήξη με τη ρήξη έχει για κίνητρο τη συνέχιση. Συνέχιση της κατάστασης χ.αι των γνωμών: αυτό που συνέ6η, υπό το όνομα «πολιτική» ή «έρωτας», δεν ήταν τίποτε, το πολύ πολύ μια αυταπάτη, στη χειρότερη περίπτωση ένα είδωλο.
Γι' αυτόν το λόγο, η ήττα της ηθικής μιας αλήθειας, την αναποφάσιμη στιγμή μιας χρίσης, εχ.οηλώνεται σαν προδοσία.
Πρόκειται για ένα Κακό από το οποίο δεν υπάρχει επιστροφή· είναι, ύστερα από το είδωλο, το δεύτερο όνομα του Κακού στο οποίο μια αλήθεια ανοίγει τη δυνατότητα.
3. Το ακατονόμαστο
Είπαμε ότι: μια αλήθεια -πρόκειται για τον αντίκτυπό της- μετασχηματίζει τους επικοινωνιακούς χ.ώδιχ.ες, αλλάζει το καθεστώς των γνωμών. Όχι πως οι γνώμες γίνονται «αληθείς» (ή ψευδείς). Είναι ανίκανες για χ.άτι τέτοιο χι.χι, στο πλαίσιο της αιωνιότητας του πολλαπλού-είναι της, μια αλήθεια παραμένει αδιάφορη στις γνώμες. Όμως γίνονται αλλιώτικες. Πράγμα που σημαίνει ότι δεν γίνεται πλέον να υποστηρίζονται οι άλλοτε προφανείς στα μάτια τής γνώμης χρίσεις, ότι είναι αναγκαίο νι.χ υπάρξουν άλλες, ότι οι τρόποι επικοινωνίας τροποποιούνται, χ.λπ.
Τη δυνατότητα να ανασχηματίζουν τις γνώμες, την ονομάσαμε δύναμ.rι των αληθειών.
Οπότε, το ερώτημα που θέτουμε είναι το εξής: η δύναμη μιας αλήθειας, η οποία συνεχίζει την πιστή χάραξή της μέσα στην κατάσταση, είναι άραγε μια δύναμη δυνάμει ολική;
Τι θα μπορούσε να σημαίνει η υπόθεση περί ολικής δύναμης της τάδε ή της δείνα αλήθειας; Για να το χ.αταλά6ουμε, πρέπει να θυμηθούμε τα οντολογικά μας αξιώματα: μια (αντικειμενική) κατάσταση, ιδιαίτερα η
88
κα.τάστα.ση στην οποία. «λειτουργεί» μια. (υποκειμενική) αλήθεια., δεν είναι πα.ρά ένα. πολλαπλό που α.πα.ρτίζετα.ι α.πό άπειρα. στοιχεία. (τα. οποία. εξάλλου είναι με τη σειρά τους πολλαπλά.). Ποια. είναι τότε η γενική μορφή μια.ς γνώμης; Πρόκειται για. μια. κρίση που αφορά το άλφα. ή το 6ήτα. στοιχείο της αντικειμενικής κα.τά.στα.σης: «0 καιρός είναι θυελλώδης σήμερα.», «Εγώ σα.ς λέω ότι οι πολιτικοί είναι όλοι τους διεφθαρμένοι», κλπ. Για. τα. στοιχεία. της κα.τάστα.σης -που είναι το οτιδήποτε ανήκει στη συγκεκριμένη κα.τά.στα.ση- α.πα.ιτείτα.ι, προκειμένου να. μπορεί κανείς να. «συζητάει» γι' αυτήν με όρους γνώμης, να. κα.τονομάζοντα.ι με τον ένα.ν ή τον άλλο τρόπο. «Κατονομάζω» σημαίνει απλώς ότι τα. ζώα. άνθρωποι είναι σε θέση να. επικοινωνούν για. ό,τι αφορά. τούτα. τα. στοιχεία., να. εκκοινωνίζουν την ύπαρξή τους, να. τα. διευθετούν κα.τά. τα. συμφέροντά τους.
Ας ονομάσουμε «γλώσσα. της κα.τάστα.σης» τη ρεαλιστική δυνατότητα. να. κα.τονομάζοντα.ι τα. στοιχεία. που την α.πα.ρτίζουν, κα.ι ά.ρα. να. α.ντα.λλά.σσοντα.ι γνώμες γύρω α.πό α.υτά..
Κάθε αλήθεια. συσχετίζεται επίσης με τα. στοιχεία. της κα.τά.στα.σης, διότι η δια.δικα.σία. α.λήθεια.ς δεν είναι τίποτε άλλο α.πό την εξέτασή τους από τη σκοπιά του σuμ6άντος. Έτσι, η διαδικασία. αλήθειας προ6αίνει σε ταυτοποίηση αυτών των στοιχείων, και κάποιος που εισέρχεται στη σύνθεση ενός υποκειμένου αλήθειας είναι σίγουρο ότι θα συμ6ά.λει στην ταυτοποίηση χρησιμοποιώντας τη γλώσσα της κατά.στα.σης που, ως «κάποιος», τη μετα.χειρίζετα.ι όπως όλοι. Από α.υτή την άποψη, η διαδικασία. αλήθειας δια.περνά τη γλώσσα της κατάστασης, όπως διαπερνά. και όλες της τις γνώσεις.
Η εξέταση όμως ενός στοιχείου σύμφωνα με μια αλήθεια είναι τελείως άλλο πράγμα. α.πό τη ρεαλιστική περί αυτού κρίση με όρους γνώμης. Το ζητούμενο δεν είναι να. εναρμονίσουμε το στοιχείο αυτό με τα. συμφέροντα. --αποκλίνοντα άλλωστε, διότι οι γνώμες είναι ασυνάρτητες μεταξύ τους- των ζώων άνθρωποι. Το μοναδικό
ζητούμενο είναι να αποφανθούμε γι' αυτό «εν αληθεία» με ι:ίάση τη μετασυμι:ίαντιχή ενύπαρχτη ρήξη. Και η απόφανση αυτή είναι, η ίδια, ανιδιοτελής αποσκοπεί να προικίσει το στοιχείο μ' ένα είδος αιωνιότητας με την οποία συντονίζεται το γίγνεσθαι-Αθάνατος των «κάποιων» που μετέχουν στο υποκείμενο της αλήθειας, υποκείμενο που είναι το σημείο το πραγματικό της απόφανσης.
Οπότε προκύπτει μια κεφαλαιώδης συνέπεια, το γεγονός ότι, εντέλει, μια αλήθεια αλλάζει τα ονόματα. Με αυτό εννοούμε ότι η δική της ονοματοδότηση των στοιχείων είναι άλλο πpάyμα από τη ρεαλιστική ονοματοδότηση, τόσο με την αφετηρία της (το συμι:ίάν, η πιστότητα) όσο και με τον προορισμό της (μια αιώνια αλήθεια). Και τούτο έστω χι αν η διαδικασία αλήθειας διαπερνά τη γλώσσα της κατάστασης.
Πρέπει έτσι να δεχτούμε ότι, εκτός από τη γλώσσα της αντικειμενικής κατάστασης που επιτρέπει να επικοινωνούν οι γνώμες, υπάρχει και μια γλώσσα-υποκείμενο (γλώσσα της υποκειμενικής κατάστασης) που επιτρέπει να εγγράφεται μια αλήθεια.
Πράγματι, το σημείο αυτό είναι προφανές. Η μαθηματιχοποιημένη γλώσσα της επιστήμης δεν είναι διόλου η γλώσσα των γνωμών, ούτε καν των περί επιστήμης γνωμών. Η γλώσσα της ερωτικής εξομολόγησης μπορεί να είναι φαινομενικά εξαφετιχά κοινότοπη ( «Σ' αγαπώ», για παράδειγμα), ωστόσο η δύναμή της μέσα στην κατάσταση είναι εντελώς αποσυνδεδεμένη από την κοινή χρήση των ίδιων λέξεων. Η γλώσσα του ποιήματος δεν είναι η γλώσσα της δημοσιογραφίας. Και η γλώσσα της πολιτικής είναι τόσο ιδιόμορφη, ώστε η χρίση της γνώμης γι' αυτήν είναι ότι πρόκειται για «ξύλινη γλώσσα».
Όμως εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι ότι η δύναμη μιας αλήθειας που απευθύνεται στις γνώμες έγκειται στο ότι αναγκάζει τις ρεαλιστικές ονοματοδοτήσεις (τη γλώσσα της αντικειμενικής κατάστασης) να κάμπτονται και να παραμορφώνονται από την επαφή με τη γλώσσα-υποκείμενο. Αυτό, και τίποτε άλλο, είναι που
90
α.λλάζει τους κατεστημένους κώδικες της επικοινωνίας, λόγω επενέργειας μια.ς α.λ ήθεια.ς.
Μπορούμε τώρα. να. ορίσουμε τι θα. ήτα.ν η ολική δύνα.μη της α.λήθεια.ς: θα. ήτα.ν ολική δύνα.μη της γλώσσας-υποκειμένου. Ήτοι η ικανότητα. να. κατονομάσει κα.ι να. αξιολογήσει όλα τα. στοιχεία. της αντικειμενικής κα.τάστα.σης με bάση τη δια.δικα.σία. α.λήθεια.ς. Έχοντα.ς γίνει άκα.μπτη κα.ι δογματική (ή «τυφλωμένη») η γλώσσα-υποκείμενο θα. δια.τεινόταν πως μπορεί να. κατονομάσει, με bάση τα. δικά της α.ξιώμα.τα., την ολότητα. του πραγματικού - κι έτσι να. α.λλάξει τον κόσμο.
Οι εξουσίες της γλώσσα.ς της κα.τάστα.σης δεν γνωρίζουν οι ίδιες περιορισμό: κάθε στοιχείο επιδέχεται να. κα.τονομα.στεί με bάση ένα. οποιοδήποτε συμφέρον κα.ι να. κριθεί μέσα. στις επικοινωνιακές πρακτικές που α.ντα.λλάσσουν τα. ζώα. άνθρωποι. Επειδή όμως, σε κάθε περίπτωση, η εν λόγω γλώσσα. είνα.ι ασuνάpτητη κα.ι πα.ρα.δομένη στη ρεαλιστική συνα.λλα.γή, α.υτή η ολική έφεση έχει ελάχιστη σημα.σία..
Αντίθετα., ότα.ν πρόκειτα.ι για. τη γλώσσα-υποκείμενο (γλώσσα. του πολιτικού αγωνιστή, του ερευνητή, του καλλιτέχνη, του ερωτευμένου ... ), η οποία. είνα.ι απόρροια. μια.ς διαδικα.σία.ς α.λήθεια.ς, η υπόθεση της ολικής δύναμης έχει εντελώς άλλης φύσεως συνέπειες.
Πρώτα. πρώτα., σημαίνει πως υποθέτει κα.νείς ότι η ολότητα. της αντικειμενικής κα.τάστα.σης γίνετα.ι να. υπα.χθεί στην ιδιαίτερη συνεκτικότητα μια.ς υποκειμενικής α.λήθεια.ς.
Έπειτα., υποθέτει κα.νείς ότι είνα.ι δυνα.τόν να. εκμηδενίσει τη yνώμ.η. Εάν όντως η γλώσσα-υποκείμενο έχει την ίδια. ευρύτητα. με τη γλώσσα. της κα.τάστα.σης, εάν είνα.ι δυνα.τόν να. ειπωθεί η α.λήθεια. για. όλα. τα. πράγμα.τα., τότε η δύνα.μη μια.ς α.λήθεια.ς δεν θα. ανα.δειχθεί με την α.πλή πα.ρα.μόρφωση των ρεαλιστικών κα.ι επικοινωνιακών χρήσεων, α.λλά με την α.πόλυτη α.υθεντία. της αψευδούς ονομα.τοδοτήσεως. Οπότε μια. α.λήθεια. θα. εξωθήσει στην α.περίφρα.στη α.ντικα.τάστα.ση της γλώσσα.ς
της κατάστασης από τη γλώσσα-υποκείμενο. Το οποίο μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: ο Αθάνατος θα πραγματωθεί ως ολοκληρωτική άρνηση του ζώου άνθρωπος 7tου τον στηρίζει.
Όταν ο Νίτσε προτείνει να «σπάσει στα δύο την ιστορία. του κόσμου» δυναμιτίζοντας τον χριστιανικό μηδενισμό και γενικεύοντας το μεγάλο διονυσιακό «ναι)) στη Ζωή· ή όταν ορισμένοι ερυθροφρουροί της Κινέζικης Πολιτιστικής Επανάστασης αναγγέλλουν, το 1967, την παντελή κατάργηση του εγωισμού, πρόκειται α.κρι6ώς για το όραμα μιας κατάστασης όπου το συμφέρον έχει εξαφανιστεί και όπου οι γνώμες έχουν αντικατασταθεί από την αλήθεια. στην οποία ο Νίτσε και οι εpυθροφρουροί προσηλώνονται. Ο μέγας θετικισμός του 19ου αιώνα φανταζόταν 7tα.ρομοίως ότι τα πορίσματα. της επιστήμης επρόκειτο, επί παντός του επιστητού, να αντικαταστήσουν τις γνώμες και τις πεποιθήσεις. Και οι γερμα.νοί ρομαντικοί λάτρευαν ένα σύμπαν που το δονούσε απ' άκρου εις άκρον μια α.πολυτοποιημένη ποιητική.
Όμως ο Νίτσε τρελάθηκε. Οι ερυθροφρουροί, αφού διέπραξαν τεράστιες καταστροφές, εκτελέστηκαν, φυλακίστηκαν ή πρόδωσαν την πιστότητά τους. Ο αιώνας μας είναι το νεκροταφείο των θετικιστικών ιδεών πεpί προόδου. Και οι ρομαντικοί που αυτοκτονούσαν άλλωστε με άνεση είδαν, μέσα από τα παρατράγουδα. των «αισθητισμών» στην πολιτική, το «λογοτεχνικό τους απόλυτο)) να δίνει τερα.τογενέσεις 1�.
Διότι κάθε αλήθεια. υποθέτει πράγμα.τι, κατά τη σύνθεση των υποκειμένων που επάγει, τη δια.τήρηση του «κάποιου)), την πάντα διπρόσωπη δραστηριότητα.
1' PhiJippe Lacoue-Labartbexaι Jean-Luc Nancy, L Άbsolu Jittiroire,
[Το λογοτεχνικό Απόλυτο], Seuil, 1988. Οι δύο α'Jτο( συγγραφείς επεξεργάζονται από χρόνια τη σχέση συγγένειας μεταξύ του γερμανικού ρομαντισμού και της εφαρμογής του αισθητισμού στην πολιτική από το φασισμό. Πρ()λ επίσης, του πρώτου, La fiction
du politίque [Η μυθοπλασία της πολιτικής διάστασης], C. Bourgois, 1978.
του ζώου άνθρω7tος κυριευμένου α.7tό την αλήθεια.. Ακόμη και η ηθική «συνέπεια.», όπως είδα.με, δεν αποτελεί παρά ανιδιοτελή στράτευση, με πιστότητα., μιας εμμονής που προέρχεται από το συμφέρον. Έτσι ώστε κάθε στόχευση για. ολική δύναμη των αληθειών αφανίζει το έρεισμα. αυτών των αληθειών.
Ο Αθάνατος δεν υφίσταται παρά μέσα. στο και μέσω του θνητού ζώου. Οι αλήθειες δεν πραγματοποιούν την ιδιότυπη προέλασή τους παρά μiσα. στο πλέγμα. των γνωμών. Πρέπει να. επικοινωνούμε, να. εκφέρουμε γνώμες. Εμείς οι ίδιοι, έτσι όπως είμαστε, εκτιθέμεθα. στο γίγνεσθαι-υποκείμενο. Δεν υπάρχει άλλη Ιστορία. από τη δική μας, δεν υπάρχει μελλούμενος αληθινός κόσμος. Ο κόσμος ως κόσμος είναι και θα. παραμείνει εντεύθεν του αληθινού και του ψεύτικου. Δεν υπάρχει κόσμος δέσμιος της συνεκτικότητας του Καλού. Ο κόσμος είναι και θα. παραμείνει εντεύθεν του Καλού και του Κακού.
Το Καλό δεν είναι το Καλό παρά στο bα.θμό που δεν δια.τείνεται πως θα. κάνει καλόν τον κόσμο. Το είναι του έγκειται αποκλειστικά στο να. επέλθει εν κα.τα.στάσει μια. μοναδική αλήθεια.. Πρέπει άρα. η δύναμη μιας α.λ ήθεια.ς να. είναι συνάμα. και αδυναμία..
Κάθε απολυτοποίηση της δύναμης μιας αλήθειας οργανώνει ένα. Κακό. Αυτό το Κακό όχι μόνο αποτελεί καταστροφή μέσα. στην κατάσταση (διότι ο πόθος να. εκμηδενίσει κανείς τη γνώμη είναι κατά ι)άθος ταυτόσημος με τον πόθο να. εκμηδενίσει, μέσα. στο ζώο άνθρωπος, την ίδια του τη ζωικότητα., άρα. το είναι του), αλλά αποτελεί τελικά δια.κοπή της διαδικασίας αλήθειας στο όνομα. της οποίας πραγματοποιείται, επειδή δεν δια.φυλάσσει, μέσα. στη σύνθεση του υποκειμένου του, τη διπροσωπία των συμφερόντων (ανιδιοτελές-συμφέρον και συμφέρον).
Γι' αυτό θα. ονομάσουμε όλεθpο αυτή την έκφανση του Κακού, όλεθρο της αλήθειας που επάγει η απολυτοποίηση της δύναμής της.
Το ότι η αλήθεια. δεν έχει παντοδυναμία. σημαίνει
93
τελικά ότι η γλώσσα-υποκείμενο, προιον της διαδικασίας αλήθειας, δεν έχει εξουσία κατονομασίας για όλα τα στοιχεία της κατάστασης. Υπάρχει τουλάχιστον ένα πραγματικό στοιχείο, ένα υπαρκτό μέσα στην κατάσταση πολλαπλό, το οποίο παραμένει απροσπέλαστο στις αψευδείς κατονομασίες, και παραδίδεται μόνο στη γνώμη, μόνο στη γλώσσα της κατάστασης. Ένα σημείο που η αλήθεια δεν μπορεί να παραt:ιάσει.
Αυτό το στοιχείο θα το ονομάσουμε ακατονόμαστο μιας αλήθειαςω.
Το ακατονόμαστο δεν είναι ακατονόμαστο «καθ' εαυτόν»: είναι δυνάμει προσπελάσιμο από τη γλώσσα της κατάστασης, μπορεί ασφαλώς κανείς να ανταλλάξει γνώμες. γύρω από αυτό. Διότι δεν υφίσταται κανένα όριο στην επικοινωνία. Το ακατονόμαστο είναι ακατονόμαστο για τη γλώσσα-υποκείμενο. Πρόκειται, θα λέγαμε, για έναν όρο που δεν επιδέχεται διαιώνιση, που δεν είναι προσπελάσιμος από τον Αθάνατο. Είναι, υπ' αυτήν την έννοια, το σύμt:ολο του χαθαpού πpαyματιχού της κατάστασης, της δίχως αλήθεια ζωής της.
Αποτελεί δύσκολο έργο για τη (φιλοσοφική) σκέψη το να καθορίσει το ακατονόμαστο σημείο ενός τύπου διαδικασίας αλήθειας. Δεν τίθεται ζήτημα να επιδοθούμε εδώ σε κάτι τέτοιο. Ας πούμε πάντως ότι μπορεί κανείς να καταδείξει ότι, στο θέμα του έρωτα, η καθαυτό σεξουαλική απόλαυση δεν καλύπτεται από τη δύναμη της αλήθειας (η οποία είναι αλήθεια αναφορικά με το δύο). Στα μαθηματικά που αντιπροσωπεύουν κατεξοχήν τη μη αντιφατική σκέψη, το ακατονόμαστο είναι ακριt:ώς η μη-αντιφατικότητα: ξέρουμε πράγματι ότι είναι αδύνατον να αποδειχθεί, στο εσωτερικό ενός μαθηματικού συστήματος, η μη-αντιφατικότητα αυτού
'" Alain Badiou, Conditions [Όροι]. Seuil, 1992. Υπάρχουν σ' αυτή τη συλλογή άρθρων δύο κείμενα για το ακατονόμαστο: «Conference sur la soustraction» [Διάλεξη για την αφαίρεση J και «La veήte: fon;age
et innommable» [Η αλήθεια: παραι;ίαση και ακατονόμαστο J.
94
του συστήματος (πρόκειται για το περίφημο θεώρημα
του Γκέντελ)"0. Τέλος, η κοινότητα, το συλλογικό, εί
ναι τα ακατονόμαστα της πολιτικής: κάθε απόπειρα να
ονοματοδοτηθεί «πολιτικά.» μια κοινότητα επάγει ένα
ολέθριο Κακό (όπως το διαπιστώνουμε τόσο στο ακραίο
παράδειγμα του ναζισμού όσο και στην αντιδραστική
χρήση της λέξης «Γάλλος», που μοναδικό προορισμό έχει την καταδίωξη των ανθρώπων που ζουν εδώ, καταλογίζοντά.ς τους αυθαίρετα πως είναι «ξένοι»).
Εκείνο που μετράει για μας είναι το γενικό κριτήριο: το Κακό αυτή τη φορά είναι, υπό τους όρους μιας αλήθειας, να θέλει κανείς πάση θυσία να bιάσει την κατονομασία ενός ακατονόμαστου. Αυτό ακριbώς είναι το κριτήριο του ολέθρου.
Είδωλο (ως προς το συμbάν), προδοσία (ως προς την πιστότητα), παpα6ίασr; τοu αχατονόμ.αστοu (ως προς τη δύναμη του αληθινού): αυτές είναι οι εκφάνσεις του Κακού, του οποίου Κακού η δυνατότητα προκύπτει από το μόνο αναγνωρίσιμο Καλό, μια διαδικασία αλήθειας.
2" Le theoreme de Godel, Seuil, 1990. Είvcχι σημαντικό ν« γ{vα κcχτcχνοητό ακpι6ώς cχuτδ ποu λέει το πεpίφημο θεώpημιι.
95
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
ΞΕΚΙΝΉΣΑΜΕ ΑΣΚΩΝΤΑΣ ριζική κριτική στην «ηθική» ιδεολογία και στις εκκοινωνισμένες παραλλαγές της: θεωρία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, θεώρηση του Ανθρώπου ως θύματος, παρεμι'.ίατισμός ανθρωπιστικού χαρακτήρα, ι'Jιοηθική, ασαφής «δημοκρατικισμός», ηθική των διαφορών, πολιτιστικός σχετικισμός, ηθικολογικός εξωτισμός, κλπ.
Δείξαμε ότι αυτές οι διανοητικές τάσεις του καιρού μας αποτελούν, στην καλύτερη περίπτωση, παραλλαγές των αρχαίων. ηθικοπλαστικών και θρησκευτικών κηρυγμάτων, στη χειρότερη, απειλητικό μείγμα του συντηρητισμού και της ενόρμησης θανάτου.
Είδαμε, μέσα στο ρεύμα γνώμης που επικαλείται κάθε λίγο την «ηθική», ένα ι'.ίαρύ σύμπτωμα παραίτησης από το μοναδικό γνώρισμα που ξεχωρίζει το ανθρώπινο είδος από το αρπακτικό ζώο που επίσης είναι: την ικανότητα να προι'.ίαίνει στη σύνθεση και στο γίγνεσθαι μερικών αιώνιων αληθειών.
Από αυτή την άποψη, δεν διστάζουμε να πούμε ότι η «ηθική» ιδεολογία είναι, στις κοινωνίες μας, ο κύριος (μα προσωρινός) αντίπαλος όλων εκείνων που μοχθούν να δικαιώσουν μια σκέψη, όποια κι αν είναι.
Σκιαγραφήσαμε στη συνέχεια την ανακατασκευή μιας αποδεκτής έννοιας της ηθικής, η οποία υποτάσσει το πρόσταγμα στο γίγνεσθαι των αληθειών. Η γενική μορφή του προστάγματος είναι: «Συνεχίζω!». Συνεχίζω νι:ι. είμαι εκείνος ο «κάποιος», ένα ζώο άνθρωπος σαν τι:ι. υπόλοιπα, ο οποίος εντούτοις ι'Jρέθηκε συνεπαpμένος και μετατοπισμένος από τη συμι'.ίαντική διαδικασία μιας αλήθειας. Συνεχίζω να μετέχω ενεργά. σ' εκείνο το υποκείμενο μιας αλήθειας που μου συνέι'.ίη να γίνω.
Στο επίκεντρο των παραδόξων αυτού του προστάγματος, εξαρτημένη δηλαδή από το Καλό (τις αλήθειες),
συναντήσαμε την αληθινή έκφανση του Κακού με τις τρεις μορφές της: το είδωλο (είμαι ο τρομοκρατικά πιστός ενός ψευδοσυμ6άντος), την πpοδοσία (υποχωρώ από μια αλήθεια εν ονόματι του συμφέροντός μου), την παρα.6ία.ση του ακατονόμαστου ή όλεθpο (πιστεύω ότι η Οίιναμη μιας αλήθειας είναι ολική).
Έτσι το Κακό είναι μια δυνατότητα. που ανοίγεται μόνο μέσα από τη συνάντηση του Καλού. Η ηθική των αληθειών, που σκοπεύει απλώς να προσδώσει συνέπεια
στον «κάποιον» που είμαστε και ο οποίος 6ρέθηκε να πρέπει να στηρίζει με τη ζωική εμμονή του την άχρονη εμμονή ενός υποκειμένου αλήθειας, είναι και η ηθική που προσπαθεί να α.ντφροπήσει το Κακό, υπαγόμενη πραγματικά και πεισματικά στη διαδικασία μιας αλήθειας.
Η ηθική άρα συνδυάζει, κάτω από την προσταγή: «Συνεχίζω!», μια δυναμική ευθυκρισίας (να μην παγιδευτώ σε είδωλα), γενναιοψυχίας (να μην υποχωρήσω) και περίσκεψης (να μην αφεθώ στις ακρότητες της Ολότητας).
Η ηθική των αληθειών δεν διατείνεται ούτε ότι θα υπο6άλει τον κόσμο στην αφηρημένη εξουσία ενός Δικαίου, ούτε ότι θα αγωνιστεί ενάντια σ' ένα εξωτερικό και ριζικό Κακό. Προσπαθεί αντίθετα, με τη δική της πιστότητα. στις αλήθειες, να α.ντφροπήσει το Κακό -για το οποίο αναγνώρισε ότι είναι η ανάποδη όψη, ή η σκοτεινή πλευρά, αυτών των αληθειών.
97
ΒΑΣΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Aήstote, Ethique α Nicomaque, Garnier-Frammarion, 1950.
Α. Badiou, Conditions, Seuil, 1992.
V. Chalamov, Kolyma, Maspero, 1980.
Α. GJucksmann, Les Maltres Penseurs, Fayard, 1977.
J. Habermas, T heorie de l'agir commurιicationnel, Fayard,
1987.
Kant, Fondements de la metaphysique des ma:urs, Delagrave,
1957.
J. Lacan, L'Ethique de la psychanalyse, SeuiJ, 1986.
Ε. Levinas, Totalite et infini, La Haye, 1961.
Nietzsche, La· Genealogie de Ζα morale, Mercure de France,
1964.
Platon, La Republique, Les Belles Lettres.
Spinoza, Ethique, Seuil, 1988.
ΟΡΟΛΟΓΙΟ
αγαθά (τα) = biens (les)
αθάνατος (ή το αθάνατο) = immortel (!') ακατονόμαστο (το) = innommable (!')
αναγκαίος = necessaire
αναγκαιότητα = necessite
αναπόκτητος = impossede
αναποφάσιμο (το) = indecidable (!')
αναποφασιμότητα = indecidabilite
αναστοχαστικός = reflexif
αναφερόμενο (το) = referant (le)
ανείπωτος = indicible
ανεπίγνωστο (το) = insu (!') ανιδιοτελές-σuμφέpον = interet desinteresse
αντφpοπώ = parer a
αντιφατικός = contradictoire
αντιφατικότητα = contradiction
ανuπαpξία = neant
ανuπολόγιστος = incalculable
αξίωμα = axiome
απολuτοποίηση = absolutisation
απpοσμέτpητος = incomensurable
αpχή (ή κpιτήpιο) = pήncipe
αστάθμητος = aleatoire
αστόχαστος = impense
ασuνάρτητος = incoherent
αuτο-εμμονή = perseverance de soi
αuτο-επιθuμία = desir de soi
αuτοπαθές (uποκείμενο) = (sujet) reflechissant
αψευδής = veήdique
γενόσημος = geneήque
γίγνεσθαι (το) = devenir (le)
γλώσσα της κατάστασης = langage de la situation
γλώσσα-uποκείμενο = langue-sujet
γνώμη = opinion
γνώμονας (ή πpότuπο) = norme
γνώσεις = savoirs (πpι::λ. ειδέναι)
99
δεσμεύω (ή στρατεύω) = engager οιαοικασία αλήθειας = processus de veήt6 διανοητικός = intellectuel διαπερνώ = traverser οιαρρηγvύω = rompre οιεμ6ολίζω = trouer διχοστασία = discordance δύναμη (μιας αλήθειας) = puissance (d'unc v6rit6)
εαυτός μου = moi-meme εαυτότητα = memete εγκαλώ = convoquer εγνωσμένο (το) = su (le) ειοέναι (το) = savoir (le) είοωλο = simulacre είναι (το) = etre (!') είναι-προς-θάνατον = etre-pour-la-mort εισέρχομαι (ή υπεισέρχομαι) = entrer εκκενώνω = faire le vide εκκοινωνίζω (ή κοινωνικοποιώ) = socialiser εκμηδενίζω = aneantir εκτοπίζω = deposer έκφανση = figure εμμονή = perseverance εναίσθητος = sensilJ!e ενδεχόμενο (το) = contingence ενδογενής = intrinseque ενόρμηση θανάτου = pulsion de mort ενστόχαστος = pense έντοπος = situe ενύπαρκτος = immanent εξανεμισμένος :::: evanoui επάγω = induire επαγωγή :::: induction επινοώ = inventer επισυμ6αίνω = survenir επιταγή :::: prescήption επιτακτικότητα (ή προσταγή) = imp6ratίf{l') επιτέλεσμι:ι (ή επενέργεια) = effet επιφανέρωση = epiphanie επιφέρω (ή επέρχομαι) :::: advenir ετερότητα = alteήte
100
ετεροχρονισμένος = differe
ευγονισμός = eugenisme
εφικτό (το) = possible (le)
ηθική = ethique (!')
ηθικολογία = morale (la)
ηθικολογικός = moral
ηθικολόγος = moraliste
ηθικοπλαστικός = moralisant
ηθικός = ethique
ηθικότητα = moralite
θυματολογιχός = victimaire
ιοιαιτεpότητα = particularite
ιοιαίτεpος = particulier
ίοιο (το) = meme (le)
ιστοριακός = histoήal
ιστορικός = histoήque
κακό (το) = mal (le)
καλό (το) = bien (le)
κανονιστικός = normatif
κάποιος (ο) = quelqu 'un (le)
καταληπτικότητα = intelligibili�
καταληπτός = intelligible
κατάσταση = situation
καταστροφή = destruction
κατεστημένος = etabli
κενό (το) = vide (le)
κοινότητα = communaute
κοινοτικός = communautaire
μετακενώνω = deverser
μετασυμ�αντικός = post-evenementiel
μετατοπίζω = deplacer, transposer μη αναγώγιμος (ή αμετάκλητος) = iπeductible μηοενισμός = nihilisme
μ ηοενιστικός = nihiliste
μοναοικός (ή ιοιότυπος) = singulier
μοναοικότητα = singularite
μυθοπλασία = fiction
101
μuθοπλαστικός = fictif
νοητικότητα = intellectualite
οικοuμενικοποιήσιμος = universalisable
οικοuμενικός = universel
οικοuμενικότητα = universalite
οικοuμενισμός = universalisme όλεθρος = desastre
ολικός = total
ολότητα = totalite
ονοματοοότηση (ή κατονομασία) nomination
ονοματοοοτώ (ή κατονομάζω) = nommer ορθολογικότητα = rationalite
ό,τι είναι = ce qui est
ό,τι uπάρχει =. ce qu'il y a οuσία = essence
παρα6ιάζω (ή 6ιάζω) = forcer παρα6ίαση = for�age παραίτηση = renoncement
παρακωλύω = contrarier παράσταση = represantation
παράτολμος = hasardeux περατότητα = finitude περίσταση = circonstance
πιστός = fidele
πιστότητα = fidelite
πλεονάζων = supplementaire
πλεόνασμα (ή πλεονάζον στοιχείο) = supplement
πληρότητα = plenitude πλησίον = autrui
πολιτισμοκρατία = culturalisme
πολιτιστικός = culturel πολλαπλό (το) = multiple (le)
πολλαπλό-είναι (το) = etre-multiple (!')
πραγματικό (το) = reel (le) προοοσία = trahison
προς-εαuτόν-ταuτότητα = identite-a-soi
πρόσταγμα (ή αφορισμός) = maxime προφάνεια = evidence
πρωταρχικός = oήginal
102
πρωταρχικότητα = oήginalite
πρωτογενής = oήginaire
ρεαλιστικός = pragmatique
ρήγμα (ή οιεμ6ολισμός) = troιree (la)
ρήξη = rupture
σημειακό uποκείμενο = point-sujet σuμ6άν = evenement
σuμ6αντικός = evenementiel
σuμφέρον = interet
σuναρπαγή (ή σύλληψη) = saisie (la) σuνεκτικότητα = coherence
σuνεπαίρνω (ή σuλλαμ6άνω) = saisir
σuνεπαρμένος = saisi σuνέπεια = consistance
σύνθεση = composition
σχετικισμός = relativisme
ταuτοποίηση (ή ταύτιση) = identification ταuτοποιώ = ίdentίfier ταuτοτικός = identitaire
ταuτόσημος = identique
τοπικός = local
τuπολογικός = formel τuχαίος = contingent
uπερ6αίvω = exceder, transcender
uπέρ6αση = franchissement, exces
uπερ6ατικός = transcendantal, transcendant uπερ6ατικότητα = transcendance uπερπληρώνω = supplementer uπόσταση = substance
uποστασιοκεντρικός = substantialiste
uποχωρώ από = ceder sur
χάραξη = trace
ψuχικό περίσσεuμα supplement d'iime
103