latistor.blogspot.com-

7
latistor.blogspot.com http://latistor.blogspot.com/2012/12/blog-post_29.html Στρατής Τσίρκας «Αριάγνη» Thomas Kettner Στρατής Τσίρκας «Αριάγνη» (Λογοτεχνία Γ΄ Λυκείου) Η Αριάγνη (1962) είναι το δεύτερο από τα τρία βιβλία που αποτελούν το μυθιστόρημα Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρκα (1911-1980).Τα άλλα δύο είναι: Η Λέσχη (1960) και Η Νυχτερίδα (1965). Η δράση εκτυλίσσεται, διαδοχικά, στην Ιερουσαλήμ, στο Κάιρο και στην Αλεξάνδρεια. Κεντρικό πρόσωπο και στα τρία: ο Σιμωνίδης ή Καλογιάννης, ανθυπολοχαγός των ελληνικών στρατιωτικών τμημάτων που είχαν σχηματιστεί στην Αίγυπτο, μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς. Είναι μέλος αριστερής οργάνωσης και εμπλέκεται στις πολιτικές δραστηριότητες της εποχής. Οι πολιτικές συγκρούσεις, το ελληνικό στοιχείο των παροικιών, καθώς και το κοσμοπολίτικο κλίμα της Μέσης Ανατολής κυριαρχούν στο μυθιστόρημα. Στο απόσπασμα του σχολικού βιβλίου ο Σιμωνίδης βρίσκεται για ανάρρωση στο Κάιρο και φιλοξενείται στο σπίτι μιας λαϊκής ελληνικής οικογένειας, της Αριάγνης και του Διονύση Σαρίδη, που ο γιος τους Μιχάλης είναι φίλος του. Η Αριάγνη είναι από τα αδρότερα πρόσωπα που έχει πλάσει ο Τσίρκας. Ιστορικό πλαίσιο Τα γεγονότα συνολικά του βιβλίου καλύπτουν ένα τμήμα του 2ου Παγκόσμιου Πολέμου, το οποίο ξεκινά από τις 13 Δεκεμβρίου 1942 και φτάνει μέχρι το καλοκαίρι του 1943. Στο εξεταζόμενο απόσπασμα εντούτοις το ενδιαφέρον προσωρινά απομακρύνεται από τον Παγκόσμιο Πόλεμο και επικεντρώνεται στις σχέσεις που διαμορφώνονται ανάμεσα στους Ευρωπαίους κατοίκους της Αιγύπτου και τους ντόπιους· με αποκορύφωμα την προφητική θέαση του επερχόμενου διωγμού των ξένων από τους αγανακτισμένους πια Αιγύπτιους. Ο χρόνος της αφήγησης με τις αναφορές που γίνονται στο πρώτο απόσπασμα του κειμένου στους αγώνες του εργατικού κινήματος της Αιγύπτου γυρίζει αρκετά χρόνια πίσω, καθώς έχουμε κατά σειρά: α) την απεργία του 1899, όπου Ευρωπαίοι και Αιγύπτιοι εργάτες από κοινού κατόρθωσαν να διεκδικήσουν καλύτερες συνθήκες εργασίας και πληρωμής, β) την απεργία του 1911, όπου εκ νέου ντόπιοι και ξένοι εργάτες κράτησαν κοινό μέτωπο, γ) την απεργία του 1919 («Ήτανε κανένα χρόνο μετά που τέλειωσε ο άλλος πόλεμος»), την οποία οργανώνει ο Διονύσης Σαρίδης του μυθιστορήματος, στην οποία όμως υπάρχει σαφής αντίδραση των Ελλήνων και λοιπών Ευρωπαίων εργατών (σερβιτόρων) κατά της πρόσληψης ντόπιων υπαλλήλων. Επίσης, με την «προφητική» αφήγηση της Αριάγνης υπαινίσσονται γεγονότα που θα συμβούν αρκετά χρόνια μετά, όταν οι Αιγύπτιοι υπό την ηγεσία του Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ θα εκδιώξουν από την Αίγυπτο τους ξένους παροίκους, μεταξύ των οποίων και πολλές χιλιάδες Ελλήνων. Ο Νάσερ θα καταλάβει την εξουσία της Αιγύπτου τον Ιούλιο του 1952 με βασική του επιδίωξη να επαναφέρει τον έλεγχο της χώρας στα χέρια του αιγυπτιακού λαού και να θέσει τέρμα στη συνεχή εκμετάλλευση των Αιγυπτίων από τους ξένους. Οι εξαρχής δηλωμένοι αυτοί στόχοι θα προκαλέσουν αναστάτωση στους Έλληνες της Αιγύπτου, οι οποίοι από τα πρώτα κιόλας βήματα του νέου καθεστώτος θα ξεκινήσουν να εγκαταλείπουν τη χώρα σε μια φυγή που θα συνεχιστεί αμείωτη μέχρι και το 1962, οπότε η ελληνική παροικία θα έχει πια σχεδόν εκμηδενιστεί. Η φυγή των Ελλήνων θα λάβει δραματικές διαστάσεις αρχικά το 1956, όταν ο Νάσερ προχώρησε στην εθνικοποίηση της διώρυγας του Σουέζ, χρονιά που θα

Upload: despo-gewrgiou

Post on 24-Oct-2015

8 views

Category:

Documents


2 download

TRANSCRIPT

Page 1: Latistor.blogspot.com-

lat ist o r.blo gspo t .co m http://latistor.blogspot.com/2012/12/blog-post_29.html

Στρατής Τσίρκας «Αριάγνη»

Thomas Kettner

Στρατής Τσίρκας «Αριάγνη» (Λογοτεχνία Γ΄ Λυκείου)

Η Αριάγνη (1962) είναι το δεύτερο από τα τρία βιβλίαπου αποτελούν το μυθιστόρημα ΑκυβέρνητεςΠολιτείες του Στρατή Τσίρκα (1911-1980).Τα άλλα δύοείναι: Η Λέσχη (1960) και Η Νυχτερίδα (1965). Η δράσηεκτυλίσσεται, διαδοχικά, στην Ιερουσαλήμ, στο Κάιροκαι στην Αλεξάνδρεια. Κεντρικό πρόσωπο και στα τρία:ο Σιμωνίδης ή Καλογιάννης, ανθυπολοχαγός τωνελληνικών στρατ ιωτ ικών τμημάτων που είχανσχηματ ιστεί στην Αίγυπτο, μετά την κατάληψη τηςΕλλάδας από τους Γερμανούς. Είναι μέλος αριστερήςοργάνωσης και εμπλέκεται στ ις πολιτ ικέςδραστηριότητες της εποχής. Οι πολιτ ικέςσυγκρούσεις, το ελληνικό στοιχείο των παροικιών, καθώς και το κοσμοπολίτ ικο κλίμα της ΜέσηςΑνατολής κυριαρχούν στο μυθιστόρημα.Στο απόσπασμα του σχολικού βιβλίου ο Σιμωνίδης βρίσκεται για ανάρρωση στο Κάιρο και φιλοξενείται στοσπίτ ι μιας λαϊκής ελληνικής οικογένειας, της Αριάγνης και του Διονύση Σαρίδη, που ο γιος τους Μιχάληςείναι φίλος του. Η Αριάγνη είναι από τα αδρότερα πρόσωπα που έχει πλάσει ο Τσίρκας.

Ιστορικό πλαίσιο

Τα γεγονότα συνολικά του βιβλίου καλύπτουν ένα τμήμα του 2ου Παγκόσμιου Πολέμου, το οποίο ξεκινάαπό τ ις 13 Δεκεμβρίου 1942 και φτάνει μέχρι το καλοκαίρι του 1943. Στο εξεταζόμενο απόσπασμαεντούτοις το ενδιαφέρον προσωρινά απομακρύνεται από τον Παγκόσμιο Πόλεμο και επικεντρώνεται στ ιςσχέσεις που διαμορφώνονται ανάμεσα στους Ευρωπαίους κατοίκους της Αιγύπτου και τους ντόπιους· μεαποκορύφωμα την προφητ ική θέαση του επερχόμενου διωγμού των ξένων από τους αγανακτ ισμένουςπια Αιγύπτ ιους.Ο χρόνος της αφήγησης με τ ις αναφορές που γίνονται στο πρώτο απόσπασμα του κειμένου στουςαγώνες του εργατ ικού κινήματος της Αιγύπτου γυρίζει αρκετά χρόνια πίσω, καθώς έχουμε κατά σειρά: α)την απεργία του 1899, όπου Ευρωπαίοι και Αιγύπτ ιοι εργάτες από κοινού κατόρθωσαν να διεκδικήσουνκαλύτερες συνθήκες εργασίας και πληρωμής, β) την απεργία του 1911, όπου εκ νέου ντόπιοι και ξένοιεργάτες κράτησαν κοινό μέτωπο, γ) την απεργία του 1919 («Ήτανε κανένα χρόνο μετά που τέλειωσε οάλλος πόλεμος»), την οποία οργανώνει ο Διονύσης Σαρίδης του μυθιστορήματος, στην οποία όμωςυπάρχει σαφής αντ ίδραση των Ελλήνων και λοιπών Ευρωπαίων εργατών (σερβιτόρων) κατά τηςπρόσληψης ντόπιων υπαλλήλων.Επίσης, με την «προφητ ική» αφήγηση της Αριάγνης υπαινίσσονται γεγονότα που θα συμβούν αρκετάχρόνια μετά, όταν οι Αιγύπτ ιοι υπό την ηγεσία του Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ θα εκδιώξουν από την Αίγυπτοτους ξένους παροίκους, μεταξύ των οποίων και πολλές χιλιάδες Ελλήνων.Ο Νάσερ θα καταλάβει την εξουσία της Αιγύπτου τον Ιούλιο του 1952 με βασική του επιδίωξη ναεπαναφέρει τον έλεγχο της χώρας στα χέρια του αιγυπτ ιακού λαού και να θέσει τέρμα στη συνεχήεκμετάλλευση των Αιγυπτ ίων από τους ξένους. Οι εξαρχής δηλωμένοι αυτοί στόχοι θα προκαλέσουναναστάτωση στους Έλληνες της Αιγύπτου, οι οποίοι από τα πρώτα κιόλας βήματα του νέου καθεστώτοςθα ξεκινήσουν να εγκαταλείπουν τη χώρα σε μια φυγή που θα συνεχιστεί αμείωτη μέχρι και το 1962, οπότεη ελληνική παροικία θα έχει πια σχεδόν εκμηδενιστεί. Η φυγή των Ελλήνων θα λάβει δραματ ικές διαστάσειςαρχικά το 1956, όταν ο Νάσερ προχώρησε στην εθνικοποίηση της διώρυγας του Σουέζ, χρονιά που θα

Page 2: Latistor.blogspot.com-

διεξαχθεί κι ο πόλεμος με το Ισραήλ, και κυρίως το 1957, όταν εθνικοποίησε διαμιάς πολλές επιχειρήσειςτης χώρας (βιομηχανίες, τράπεζες, εμπορικές εταιρείες κτλ.), επιφέροντας ανεπανόρθωτο πλήγμα στηνοικονομική δραστηριότητα των εκεί Ελλήνων.

Αφηγηματ ικές τεχνικές

Στο απόσπασμα αυτό έχουμε εναλλαγή τριών αφηγητών, με αντ ίστοιχη εναλλαγή εστ ίασης και οπτ ικήςγωνίας.1ος αφηγητής: Η αφήγηση ξεκινά μ’ έναν τριτοπρόσωπο παντογνώστη αφηγητή μηδενικής εστ ίασης «Γιαχάρη του ξένου η Αριάγνη...». Με τον τρόπο αυτό ο ήρωας του έργου ο Μάνος Σιμωνίδης, που λειτουργείσυνήθως ως πρωτοπρόσωπος αφηγητής, και κατέχει κεντρικό ρόλο στα διαδραματ ιζόμενα γεγονότα,αποσύρεται από το κέντρο του ενδιαφέροντος. Η αλλαγή αυτή υποδηλώνει και τη γενικότερη αλλαγήθέματος, καθώς σ’ αυτό το κεφάλαιο το βασικό θέμα δεν είναι πια τα του πολέμου, αλλά η ζωή μιαςοικογένειας Ελλήνων στο Κάιρο και οι σχέσεις τους με τους ντόπιους.

2ος αφηγητής: Ο Διονύσης Σαρίδης, ο σύζυγος της Αριάγνης, ο οποίος αφηγείται τα γεγονότα τηςαπεργίας του 1919, στην οποία ο ίδιος είχε πρωταγωνιστ ικό ρόλο. «Την απεργία εγώ την οργάνωσα». Ηαφήγησή του συνιστά αναδρομή και εγκιβωτίζεται μέσα στην ευρύτερη αφήγηση. Ο Σαρίδης, επομένως,είναι ένας ενδοδιηγητ ικός – ομοδιηγητ ικός τύπος αφηγητή, που αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο μεεσωτερική εστ ίαση μια ιστορία στην οποία μετέχει. Είναι ενδοδιηγητ ικός, διότ ι αφηγείται μια ιστορία πουεγκιβωτίζεται σε μια ευρύτερη ιστορία και άρα δεν είναι ο κεντρικός αφηγητής. Είναι ομοδιηγητ ικός, διότ ι ηιστορία που αφηγείται είναι η δική του ιστορία.

3ος αφηγητής: Η Αριάγνη Σαρίδη, η οποία λαμβάνει το λόγο δίνοντας σε πρώτο πρόσωπο μιαν ευρείααφήγηση που περιλαμβάνει μια πρόδρομη αφήγηση, κατά την οποία προβλέπει το διωγμό των Ελλήνωναπό την Αίγυπτο, και μια αναδρομική αφήγηση, κατά την οποία θυμάται ένα σημαντ ικό γεγονός από ταπαιδικά χρόνια της Ουρανίας, της κόρης της. Η Αριάγνη είναι επίσης ενδοδιηγητ ικός – ομοδιηγητ ικόςτύπος αφηγητή, που αφηγείται με εσωτερική εστ ίαση την ιστορία της.

Ο χρόνος της αφήγησης: Η αφήγηση περιλαμβάνει μια σειρά αναδρομών καθώς και μία πρόληψη.Αναδρομές έχουμε: α) όταν ο ξένος (ο Μάνος Σιμωνίδης) αναφέρεται στα γεγονότα του τραυματ ισμού τουστην Κυρηναϊκή, β) όταν ο Διονύσης Σαρίδης αναφέρεται στην απεργία που είχε οργανώσει ο ίδιος και γ)όταν η Αριάγνη θυμάται την ξαφνική ασθένεια της Ουρανίας.Πρόληψη έχουμε, όταν η Αριάγνη διαβλέπει πως η κακή συμπεριφορά των Ελλήνων εις βάρος τωνΑιγυπτ ίων θα καταλήξει στο διωγμό των Ελλήνων.

Ο ρυθμός της αφήγησης: Ο ρυθμός της αφήγησης αναφέρεται στο κατά πόσο ο χρόνος της αφήγησηςείναι συντομότερος ή όχι από τον πραγματ ικό χρόνο της ιστορίας. Αν, δηλαδή, τα γεγονότα δίνονται ή όχιμε τ ις αναγκαίες λεπτομέρειες, ώστε να δημιουργείται η αίσθηση πως η ώρα που διαρκεί η ανάγνωσηπροσεγγίζει την ώρα που χρειάστηκαν, σε πραγματ ικό χρόνο, να συμβούν τα περιγραφόμενα γεγονότα.Όπως είναι λογικό τ ις περισσότερες φορές η ο χρόνος της αφήγησης είναι συντομότερος από το χρόνοτης ιστορίας.

Στα διαλογικά σημεία του έργου έχουμε αυτό που ονομάζουμε σκηνή, όπου ο χρόνος τηςαφήγησης ταυτ ίζεται με το χρόνο της ιστορίας.

Στην αναδρομή του Μάνου Σιμωνίδη έχουμε περίληψη, καθώς τα γεγονότα δίνονται πολύσυνοπτικά.

Στην αναδρομή του Διονύση Σαρίδη, που περιέχει περισσότερες λεπτομέρειες, υπάρχουν σημείαόπου υπάρχει μια σχετ ική ταύτ ιση του χρόνου αφήγησης με το χρόνο ιστορίας. Εντούτοις, ηαφήγησή του περιέχει και παραλείψεις (Πέρασαν έτσι τρεις μέρες), καθώς και σχόλια που παρέχουνπρογενέστερες πληροφορίες, στοιχείο που συνιστά παύση ως προς το χρόνο της ιστορίας (Εγώ,το Θωμά τον ήξερα καλά. Του είχα βαφτ ίσει ένα παιδί...).

Η αφήγηση της Αριάγνης, που αποτελεί επί της ουσίας έναν εκτενή εσωτερικό μονόλογο,

Page 3: Latistor.blogspot.com-

λειτουργεί ως επιβράδυνση (ο χρόνος της αφήγησης επεκτείνεται, ενώ ο χρόνος της ιστορίας έχειδιακοπεί) καθώς η ηρωίδα αναφέρεται αφενός σε μελλοντ ικά γεγονότα, με αρκετά σχόλια (Γιατ ίγουμάρια; Γιατ ί κουρμπάτσι; Εκεί που είναι ο πόνος...) και αφετέρου ακόμη και στο πλαίσιο τηςαναδρομής καταφεύγει σε περιγραφές και σχόλια που επιβραδύνουν αρκετά την αφήγηση (Να σαςπω για τη λεκάνη. Το άσπρο σμάλτο της από μέσα...).

[Θα πρέπει να σημειωθεί πως αφηγηματ ικά ο εσωτερικός μονόλογος συνιστά «σκηνή», δηλαδή ο χρόνοςτης αφήγησης εξισώνεται με το χρόνο της ιστορίας. Αυτό όμως συμβαίνει όταν στο πλαίσιο τηςαφήγησης παρέχονται παρεμπιπτόντως οι σκέψεις και οι συλλογισμοί του ήρωα, κι αμέσως μετάεπανερχόμαστε στην εξέλιξη της ιστορίας. Σε ό,τ ι αφορά τον εσωτερικό μονόλογο της Αριάγνης, οοποίος κλείνει το συγκεκριμένο κεφάλαιο του βιβλίου, έχουμε μια παύση στο χρόνο της ιστορίας,απομακρυνόμαστε δηλαδή πλήρως από την ιστορία, όπου οι ήρωες τρώνε και συνομιλούν, και περνάμεστ ις αναμνήσεις, αλλά και τ ις ανησυχίες για το μέλλον της ηρωίδας.]

Αφηγηματ ικοί τρόποι

Στο πλαίσιο της αφήγησης χρησιμοποιούνται όλοι οι αφηγηματ ικοί τρόποι. Έχουμε, δηλαδή, διαλογικάμέρη, αφηγηματ ικά μέρη, περιγραφές, σχόλια, καθώς κι ένα εκτεταμένο εσωτερικό μονόλογο (η αφήγησητης Αριάγνης).

Εισαγωγική ενότηταΤο πρώτο μέρος της αφήγησης, στο οποίο παρουσιάζεται η οικογένεια του Διονύση Σαρίδη, αποσκοπείστο να δείξει την περιορισμένη οικονομική κατάστασή τους. Η οικογένεια αυτή των Ελλήνων, που ζουνστο Κάιρο της Αιγύπτου, δεν ανήκει στον κύκλο των πλούσιων Ελλήνων, που είχαν αποκομίσει τεράστ ιαχρηματ ικά ποσά εκμεταλλευόμενοι τ ις ελλείψεις του αιγυπτ ιακού λαού.Βλέπουμε από τ ις αναφορές του αφηγητή πως πρόκειται για μια οικονομικά αδύναμη οικογένεια: το παλτότου Νίκου είναι αυτό που φόραγε ο Μιχάλης, όταν πήγε για πρώτη φορά στο Δημοτ ικό, το κρέας πουμαγειρεύει η Αριάγνη δευτεριάτ ικα είναι μια έκτατη πολυτέλεια για χάρη του ξένου, το γεγονός ότ ι η Αριάγνηβάζει το μεγάλο κομμάτ ι κρέας στο πιάτο του γιου της, υποδηλώνει πως δεν υπάρχει αρκετό για όλους.Μέσα, λοιπόν, από αυτές τ ις αναφορές που σκιαγραφούν το οικονομικό προφίλ της οικογένειας, γίνεταιπιο εμφανής η παράδοξη στάση που κρατά ο Διονύσης Σαρίδης, ο οποίος αντ ιμετωπίζει υποτ ιμητ ικάτους Αιγύπτ ιους και θεωρεί τον εαυτό του καλύτερό τους, ενώ ο ίδιος δεν είναι παρά ένας σερβιτόρος. Κιαν οι πλούσιοι Έλληνες πάροικοι θα μπορούσαν ίσως να θέτουν τον εαυτό τους υψηλότερα από τουςντόπιους, θα περίμενε κανείς πως μια φτωχική οικογένεια θα έδειχνε μεγαλύτερο σεβασμό στουςκατοίκους της χώρας που τους φιλοξενεί.Η οικονομική κατάσταση της οικογένειας δηλώνεται με ιδιαίτερη έμφαση σε άλλο σημείο του βιβλίου, ότανη Αριάγνη εξοργισμένη από το σύζυγό της, που προσπαθεί να της απαγορέψει να παραστεί στην κηδείατου παιδιού του Γιούνες, υπενθυμίζει στην κόρη της ποια είναι η ως τώρα πορεία τους:

«- Άκουσε, Διονύση. Ως τώρα το βούλωσα. Να μη τ ’ ανοίξω γιατ ί κι εγώ δεν ξέρω τ ί θα γίνει. Θα πάω, έχωχρέος. Αν δε σ’ αρέσει δώσε μου διαζύγιο. Δούλα να μπω θα τρώω πιο γλυκό ψωμί.- Διαζύγιο, έκανε αυτός, παίρνοντας για μάρτυρες τ ις κόρες του. Μαζέψτε τη και τρελάθηκε.- Πες πως τρελάθηκα. Κι εσύ, γυρίζει και λέει της Ουρανίτσας, γιατ ί δε μιλάς; Δεν είναι με τα χέρια του πουσε σήκωσε και σ’ έτρεχε στο φαρμακείο; Ξέρεις πως στο ίδιο μουσαμαδένιο κρεβατάκι ξεψύχησε το παιδίτου; Ο ίδιος γιατρός το κοίταξε. Θαρρείς πως τα ξεχνάει μέσα στη συμφορά του; Κι αν τα ξεχνάει, εγώ δεμπορώ, επειδή δεν αρέσει του κύρη σου.- Μα σκέψου του σούσουρο, μαμά, παρακάλεσε η Καλλιοπίτσα.- Ποιο σούσουρο, μωρή αχάριστη; Από που θαρρείς πως βαστάει η σκούφια μας; Δουλίτσα μεπαντρεύτηκε ο κύρης σου, δούλα έμεινα κι αυτός το ίδιο, γκαρσόνι. Ξέχασες που γεννήθηκες; Ξέχασες σετ ί μπόχα και λάσπη μεγάλωσες; Εγώ περπατάω κι ακόμα προσέχω τα μεσιανά σανίδια, μη χάσω κανέναποδάρι, κι ας έχουμε τώρα εφτά χρόνια σε τούτο που είναι με πλάκες.»

Η οπτ ική του Διονύση Σαρίδη

Page 4: Latistor.blogspot.com-

Στη δεύτερη ενότητα του κειμένου μαθαίνουμε την ιστορία της απεργίας των γκαρσονιών, που έγινε μεπρωτοβουλία του Διονύση, καθώς και τ ις προηγούμενες απεργίες των τσιγαράδων, όπως μας δίνονταιαπό το Μάνο Σιμωνίδη.Οι προσπάθειες του Σιμωνίδη να τονίσει πως οι από κοινού αγώνες Ευρωπαίων και Αιγύπτ ιων εργατώνείναι πιο αποτελεσματ ικές, πέφτουν στο κενό, καθώς ο Διονύσης αρνείται να εξισώσει τον εαυτό του μετους ντόπιους. Τα λόγια του είναι γεμάτα περιφρόνηση και αναδεικνύουν την αρνητ ική εκείνη νοοτροπίατων παροίκων που εξώθησε τελικά τους Αιγύπτ ιους να λάβουν τον έλεγχο της χώρας τους και ναεκδιώξουν όλους τους ξένους.

«Σιγά σιγά, δίχως να το καταλάβουμε, μας έβαζε δίπλα για βοηθό κι από έναν ιθαγενή. Αυτοί καταλαβαίνεις,γομάρια, ό,τ ι και να τους δώσεις σου λένε κι ευχαριστώ.»Μέσα από τα λόγια του Διονύση γίνεται εμφανές πως οι Αιγύπτ ιοι αντ ιμετωπίζονταν στην ίδια τους τηχώρα ως τελευταίας κατηγορίας πολίτες, ως υπηρέτες, που ήταν αναγκασμένοι να δέχονται όποιαδουλειά τους προσέφεραν οι Ευρωπαίοι, με το χαμηλότερο δυνατό μισθό. Η εκμετάλλευση τουΑιγυπτ ιακού λαού ήταν συνεχής και γινόταν όχι μόνο απροκάλυπτα, αλλά και με πλήρη απαξίωση απέναντ ιστους ντόπιους κατοίκους. Οι Ευρωπαίοι άποικοι βρίσκονται εκεί, όχι για να αξιοποιήσουν το ανθρώπινοδυναμικό της χώρας, προσφέροντας ισότ ιμες ευκαιρίες ανάπτυξης και στους Αιγύπτ ιους, αλλά με τηνπρόθεση να πλουτ ίσουν εκμεταλλευόμενοι με κάθε τρόπο τους οικονομικά εξασθενισμένους και με ελλιπήμόρφωση ντόπιους κατοίκους.

«Ο ντόπιος θέλει κουρμπάτσι (μαστ ίγιο) για να σε φοβάται, αλλιώς χάθηκες.»Ο Διονύσης, αν και είναι ένας φτωχός υπάλληλος, υιοθετεί μια υπεροπτική στάση απέναντ ι στουςντόπιους κατοίκους, φανερώνοντας έτσι τη ρατσιστ ική του φύση. Είναι, άλλωστε, σαφές πως ορατσισμός αποτελεί έκφανση της ανάγκης του ανθρώπου να υπερέχει από κάποιον και να ξεσπά σεαυτόν όλη την εσωτερική του απογοήτευση για την προσωπική του αδυναμία να επιτύχει και νακαταστήσει τον εαυτό του μια άρτ ια ανεπτυγμένη προσωπικότητα. Όλες οι ελλείψεις του ανθρώπου, όληεκείνη η πίκρα που αισθάνεται γιατ ί δεν κατόρθωσε να αξιοποιήσει τ ις δυνατότητές του, εκδηλώνονται μ’ένα πρωτοφανές μίσος και μια αδικαιολόγητη εμπάθεια για τον άλλο άνθρωπο, στο πρόσωπο του οποίουο ρατσιστής βλέπει ουσιαστ ικά τον αποτυχημένο εαυτό του. Όσες κατηγορίες, όση περιφρόνηση δενμπορεί να στρέψει προς τον εαυτό του, γιατ ί απλά δεν έχει τη δύναμη να αποδεχτεί τ ις προσωπικές τουελλείψεις, τρέπονται σε μίσος προς τον άλλο άνθρωπο, προς τον ξένο.Ο Διονύσης Σαρίδης, που δεν κατόρθωσε ποτέ να γίνει κάτ ι περισσότερο, που δεν κατόρθωσε να φτάσειτον πλούτο των άλλων Ελλήνων παροίκων, αποζητά κάποιον που να βρίσκεται σε χειρότερη μοίρα,αποζητά κάποιον για να εκφράσει όλη την εμπάθεια που αισθάνεται για τον ίδιο του τον εαυτό, και τονβρίσκει στο πρόσωπο των ντόπιων, στο πρόσωπο των Αιγυπτ ίων που έχουν γίνει τα θύματα τηςακόρεστης απληστ ίας των Ευρωπαίων.

Η οπτ ική της Αριάγνης

Η τρίτη ενότητα του κειμένου, που έχει και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, γίνεται μέσα από τη φωνή τηςΑριάγνης ένας εξαίρετος λόγος για την ισότητα των ανθρώπων, για την αξία κάθε ανθρώπου ανεξάρτητααπό την εθνικότητα και την οικονομική του κατάσταση.Η Αριάγνη διαθέτει την ωριμότητα εκείνη που της επιτρέπει να έχει πλήρη επίγνωση της θέσης της.Γνωρίζει πως η μοίρα της είναι απόλυτα συνδεδεμένη με τη μοίρα των ντόπιων κατοίκων, τους σέβεται καιαναγνωρίζει στο πρόσωπό τους την ευγένεια των συναισθημάτων τους και τη μεγαλοψυχία τους.Σε αντ ίθεση με το σύζυγό της που αντ ιμετωπίζει υποτ ιμητ ικά τους ντόπιους, η Αριάγνη αντ ιλαμβάνεταιπως δεν μπορεί και δεν πρέπει οι άνθρωποι, ιδίως εκείνοι που βρίσκονται στην ίδια άσχημη κατάσταση,να έχουν εχθρότητες μεταξύ τους. Η Αριάγνη διαθέτει τη σοφία εκείνη που εκπορεύεται από τη βαθιάαυτογνωσία και την αποδοχή πρωτίστως του ίδιου του εαυτού της. Κατανοεί πως θα ήταν μια περιττή καιανώφελη ματαιοδοξία να υιοθετήσει τ ις απόψεις του συζύγου της και να θεωρήσει τον εαυτό τηςκαλύτερο από τους ντόπιους. Βλέπει σ’ εκείνους τα ίδια βάσανα με τα δικά της και πολύ περισσότεροβλέπει σ’ εκείνους την ίδια αγάπη και την ίδια διάθεση αυτοθυσίας που διακρίνει και την ίδια.Τα λόγια της Αριάγνης θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως οδηγός για τη σύμπραξη των δύο λαών ήκαλύτερα για τη σύμπραξη των φτωχών ανθρώπων που μοιράζονται την ίδια χώρα, ώστε μαζί να

Page 5: Latistor.blogspot.com-

αντ ιμετωπίσουν τον κοινό εχθρό, που δεν είναι άλλος από τους πλούσιους εκμεταλλευτές, όποιαςεθνικότητας και αν είναι αυτοί. Οι φτωχοί άνθρωποι δεν έχουν το περιθώριο να χωρίζονται σε Έλληνες καιΑιγύπτ ιους, οι φτωχοί άνθρωποι ανήκουν στην ίδια κατατρεγμένη φυλή, όπου κι αν κατοικούν, όποιοι κι ανείναι.Συνάμα, η Αριάγνη βλέπει καθαρότερα από το σύζυγό της πως η αυταρχική και υπεροπτική στάση πουκρατούν οι Ευρωπαίοι δε θα μείνει χωρίς απάντηση. Όσο καλοί και μεγαλόψυχοι κι αν είναι οι Αιγύπτ ιοι, δενπρόκειται να αντέξουν για πολύ ακόμη την εκμετάλλευση, την περιφρόνηση και το μίσος που λαμβάνουναφειδώς από τους Ευρωπαίους.

«Γιατ ί γουμάρια; Γιατ ί κουρμπάτσι; Εκεί που είναι ο πόνος κι ο ιδρώτας και τα δάκρυα, εκεί δεν είναι οάνθρωπος; Γιατ ί λοιπόν σκάβετε ένα χαντάκι και χωρίζεστε; Που θα σας βγάλουν αυτά τα μυαλά;»

Η Αριάγνη ακούει με πικρή απογοήτευση τον άντρα της να αποκαλεί τους Αιγύπτ ιους γομάρια και νασχολιάζει πως τους χρειάζεται μαστ ίγιο, για να φοβούνται. Για την Αριάγνη είναι αδιανόητη η φυλετ ική αυτήδιάκριση, ιδίως ανάμεσα σε φτωχούς ανθρώπους που θα έπρεπε να ζουν μεταξύ τους απολύτωςαρμονικά. Η Αριάγνη βλέπει γύρω της όχι Έλληνες και Αιγύπτ ιους, αλλά ανθρώπους· ανθρώπους που είναιαναγκασμένοι να δουλεύουν σκληρά μόνο και μόνο για να διασφαλίσουν τα τελείως απαραίτητα για τηνεπιβίωσή της. Εκεί που υπάρχει φτώχια και ανάγκη οι άνθρωποι θα πρέπει να συμπράττουν και νααντ ιμετωπίζουν από κοινού τα προβλήματά τους κι όχι να ψάχνουν λόγους για να θέτουν εμπόδια στημεταξύ τους συνύπαρξη.Η Αριάγνη θεωρεί όχι μόνο απαράδεκτη τη στάση του συζύγου της, αλλά και επικίνδυνη, καθώς διαβλέπειπως η συνεχής αυτή περιφρόνηση απέναντ ι στους ντόπιους δεν μπορεί παρά να προκαλέσει τηναντ ίδρασή τους. Έτσι, σε αντ ίθεση με τη στενόμυαλη θεώρηση του συζύγου της, εκείνη κατανοεί πως δεθα αργήσει η μέρα που οι Έλληνες και οι Ευρωπαίοι θα λάβουν ό,τ ι έδωσαν. Οι Αιγύπτ ιοι θα απαντήσουνστη βία με βία και στην περιφρόνηση με πλήρη επανάκτηση της εθνικής τους περηφάνιας.

«Και θα νομίζετε πως μια και κουβαλήσατε τα πράματα σώσατε μαζί τους τη χαρά και τους έρωτες και τ ιςελπίδες και τα μεθύσια. Τ ίποτα δε σώσατε. Μόνο άψυχα πράματα που κάποτε στάθηκαν μάρτυρες. Θα ταστήσετε κάτω από άλλον ουρανό και θα δείτε πως δε θα σας μιλούν, δε θα σας λένε αυτά πουπεριμένετε.»

Η Αριάγνη προβλέποντας τη μέρα του διωγμού των Ελλήνων από την Αίγυπτο σκέφτεται πως το μόνοπου θα μπορούν να κάνουν τότε είναι να μαζέψουν όπως όπως τα πράγματά τους για να τα πάρουν στηνέα τους πατρίδα. Μα η ίδια γνωρίζει καλά πως αυτό θα είναι τελείως μάταιο. Όσα πράγματα κι ανκατορθώσουν να μεταφέρουν, ό,τ ι έχει πραγματ ική σημασία, δηλαδή τ ις αναμνήσεις τους και τη ζωή πουμε κόπο έχτ ισαν στην Αίγυπτο δε θα μπορούν να τα πάρουν κοντά τους.Εκείνο που πρέπει να κάνουν είναι να σταματήσουν, όσο είναι ακόμη καιρός, την κακομεταχείριση τωνντόπιων. Αν θέλουν να διασώσουν τη ζωή που έζησαν στην Αίγυπτο κι αν θέλουν να συνεχίσουν να ζουνστη χώρα όπου έκαναν τ ις οικογένειές τους και πλούτ ισαν τη ζωή τους με χιλιάδες αναμνήσεις, θα πρέπεινα σεβαστούν τους ανθρώπους της Αιγύπτου. Αλλιώς, θα βρεθούν κυνηγημένοι και θα κουβαλούν άσκοπαμαζί τους άψυχα αντ ικείμενα τα οποία δε θα έχουν τ ίποτα να τους προσφέρουν.

«Μια ζωή που έζησες, την έζησες, δεν τη βρίσκεις αλλού. Γιατ ί την έζησες μέσα σε μυρουδιές, μέσα σεφώτα, μέσα σε ήλιους και βροχές, μέσα σ’ ανθρώπους. Κι αυτά όλα θα μείνουν πίσω και θα τ ’ αναζητάς.»

Ο κόπος τόσων χρόνων, οι έρωτες, οι ελπίδες, τα όνειρα, οι αναμνήσεις της δικής τους ζωής και της ζωήςτων παιδιών τους, όλα έλαβαν χώρα στην Αίγυπτο, όλα έγιναν εκεί και δε μπορούν να τα βρουν πουθενάαλλού. Αν οι Αιγύπτ ιοι τους διώξουν, θα πρέπει να αποχωριστούν τον τόπο που υπήρξε γι’ αυτούςαληθινή πατρίδα, τον τόπο όπου έζησαν τόσα χρόνια και τόσες πολύτ ιμες εμπειρίες.Η Αριάγνη γνωρίζει πως, αν και δε γεννήθηκε στην Αίγυπτο, αυτή είναι η πατρίδα της, γιατ ί εκεί μεγάλωσετα παιδιά της, γιατ ί εκεί έχει τ ις καλύτερες αλλά και τ ις πιο επώδυνες αναμνήσεις της. Φεύγοντας από τηνΑίγυπτο θα στερηθεί τ ις ιστορίες που κρύβει για εκείνη κάθε σημείο της πόλης όπου έζησε το μεγαλύτερομέρος της ζωής της. Θα στερηθεί όλες εκείνες τ ις μνήμες που της ξυπνά ο τόπος, θα στερηθεί τ ις φιλίες

Page 6: Latistor.blogspot.com-

που τη δένουν με τους ντόπιους κατοίκους, θα στερηθεί την αγάπη που ένιωσε για εκείνους και τηναγάπη που ένιωσαν για εκείνη.Αν η Ελλάδα είναι η γενέτειρά της, δεν είναι όμως κι ο τόπος που μεγάλωσε τα παιδιά της, δεν είναι οτόπος στον οποίο έζησε όλες εκείνες τ ις μικρές, μα τόσο πολύτ ιμες εμπειρίες της μητρότητας. Το ναφύγει από την Αίγυπτο θα σημάνει την απώλεια της πραγματ ικής της πατρίδας, θα σημάνει τηναπομάκρυνση από τον τόπο στον οποίο δημιούργησε και ανέθρεψε την οικογένειά της. Τηναπομάκρυνση από τον τόπο όπου η ίδια έγινε μητέρα, σύζυγος και πάνω απ’ όλα τον τόπο πουδιαμόρφωσε και σημάδεψε, όσο κανείς, τον ίδιο της τον εαυτό. Στην Ελλάδα θα είναι ξένη ανάμεσα σεξένους, θα είναι σαν ένας άνθρωπος χωρίς προσωπική ιστορία, χωρίς καμία συναισθηματ ική συσχέτ ιση μετον τόπο που την περιβάλλει.

«Θα λέτε: μάνα, και τούτη τη λεκάνη, πίσω μας θα την αφήσουμε; Να σας πω για τη λεκάνη. Το άσπροσμάλτο της από μέσα είναι τσουκαρισμένο στον πάτο, μια μαύρη ξεγδαρματ ιά που μεγαλώνει με ταχρόνια, γι’ αυτό θέλει προσοχή στο σαπούνισμα. Έτσι την αγόρασα, μισοτ ιμής. Αυτού έπλυνα ταμωρουδιακά σας, από Μιχάλη ως Νίκο, τριάντα χρόνια, μάλιστα. Πώς θαρρείτε πως στήνεται νοικοκυριόάμα ζεις μεροδούλι μεροφάι; Αυτό που αγοράζεις κόβοντας απ’ το ψωμί σου, το καμαρώνεις, τοπροστατεύεις, γαντζώνεσαι πάνω του.»

Η αναφορά της Αριάγνης στη λεκάνη -που θα της δώσει αφορμή να μας δώσει την εξαίσια ιστορίαδιάσωσης της Ουρανίας από το Γιούνες- ξεκινά με αφορμή τη σκέψη της ηρωίδας πως θα έρθει η μέραπου θα αναγκαστούν να φύγουν κακήν κακώς από την Αίγυπτο, και δε θα έχουν πια ούτε το χρόνο, ούτετη δυνατότητα να πάρουν μαζί τους όσα πράγματα συνιστούν τώρα το νοικοκυριό τους.Η Αριάγνη αναλογίζεται πως η ασήμαντη κατά τα άλλα αυτή λεκάνη είναι δεμένη με τη ζωή της εδώ καιτριάντα χρόνια. Είναι η λεκάνη στην οποία έπλυνε τα μωρουδιακά όλων της των παιδιών, μα είναι κι ηλεκάνη που γέμισε με το αίμα του παιδιού της.Η ηρωίδα βρίσκει πάντως την ευκαιρία να επισημάνει κάτ ι που οι νεότερες γενιές μοιάζουν να μηλαμβάνουν υπόψη τους, την ανάγκη δηλαδή της σωστής διαχείρισης των λιγοστών πόρων που έχει μιαοικογένεια. Αν κάποιος θέλει να φτ ιάξει σπιτ ικό και θέλει να επιβιώσει στα δύσκολα, θα πρέπει να σέβεταικάθε αντ ικείμενο που αγοράζει και να το προσέχει, για να μπορεί να το χρησιμοποιεί για όσο περισσότεροκαιρό γίνεται. Στον αντ ίποδα της σπατάλης και του καταναλωτισμού η Αριάγνη δείχνει τον τρόπο πουτόσες γενιές Ελλήνων κατόρθωσαν να επιβιώσουν σε συνθήκες πλήρους εξαθλίωσης.

Ø Η Αριάγνη αφηγείται λεπτομερειακά τη βραδιά που η κόρη της η Ουρανία κινδύνευσε να πεθάνει και ομόνος που βρέθηκε να βοηθήσει την Αριάγνη στην απελπισία της ήταν ο Γιούνες, ο Αιγύπτ ιος γείτονάςτους. Η αφήγηση της Αριάγνης αποτελεί ένα από τα πιο συγκινητ ικά κομμάτ ια του βιβλίου και φανερώνει,όχι με ρητορείες και επιχειρήματα, αλλά μέσα από την παντοδυναμία της πράξης και του παραδείγματος,την ψυχική συγγένεια όλων των ανθρώπων.Ø Τη στ ιγμή που ο πατέρας της Ουρανίας ξενυχτά παίζοντας χαρτ ιά, τη στ ιγμή που δε βρίσκεται κανείςνα βοηθήσει το κοριτσάκι που είναι έτοιμο να χαθεί απ’ την ακατάσχετη αιμορραγία, ο Γιούνες είναι ο μόνοςπου σπεύδει και χωρίς να λογαριάσει τ ίποτε και κανέναν μεταφέρει το μικρό παιδί στο φαρμακείο, για νατο δει ο γιατρός.Ø Η γοργή πορεία του Γιούνες μέσα στη νύχτα, το σπάσιμο της πόρτας του φαρμακείου, η βία πουασκεί στο γιατρό, μη τυχόν και δε φροντ ίσει αμέσως το μικρό παιδί, όλα αυτά στέκουν ψηλότερα απόκάθε επιχείρημα. Είναι η έμπρακτη έκφραση ανθρωπιάς, που δείχνει πως δεν υπάρχει και δεν πρέπει ναυπάρχει τ ίποτε να χωρίζει τους ανθρώπους. Τη στ ιγμή της μεγάλης ανάγκης, τη στ ιγμή που κρίνεται η ζωήενός παιδιού, ο Γιούνες δε λαμβάνει υπόψη του τη συμπεριφορά του Διονύση απέναντ ί του, δε σκέφτεταιπόσο τον περιφρονεί ο πατέρας του παιδιού, δεν κοιτάζει τη φυλή της απελπισμένης μάνας· επεμβαίνειάμεσα και σώζει μια ζωή.

«- Το γουμάρι, του κάνω, ο ξιπόλητος, που λες καμιά φορά, έσωσε το παιδί μας απόψε. – Ποιος, τ ι; Κιόταν του τα είπα με το νι και με το σίγμα, τ ι γυρίζει και μου κάνει; - Κι άφησες αυτόν τον βρωμάραπα ναπάρει στην αγκαλιά του το κορίτσι μας;»

Η απάντηση του Διονύση, η γεμάτη αχαριστ ία απάντηση, που φανερώνει την έκταση της απέχθειάς του

Page 7: Latistor.blogspot.com-

για τους Αιγύπτ ιους, έρχεται να επισφραγίσει τους χειρότερους φόβους της Αριάγνης. Οι άνθρωποι πουκρατούν στην ψυχή τους μίσος είναι πια τόσο δοσμένοι σε αυτό που δεν μπορούν να αναγνωρίσουν ούτετην πολυτ ιμότερη προσφορά του άλλου ανθρώπου.Αν η Αριάγνη είχε και την παραμικρή ελπίδα πως επρόκειτο να διορθωθεί η συμπεριφορά των ξένωναπέναντ ι στους Αιγύπτ ιους, μετά τη μικροπρεπή και αδιάντροπη απάντηση του άντρα της, αντ ιλαμβάνεταιπως δεν υπάρχει πια γυρισμός. Η αλήθεια του άντρα της είναι πια πιο φανερή από ποτέ. Το μίσος του γιατους ντόπιους και η περιφρόνηση που αισθάνεται γι’ αυτούς -αλάνθαστη ένδειξη της εικόνας που έχει γιατον ίδιο του τον εαυτό- καθιστά σαφές πως έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο, ώστε δεν υπάρχει καμίαπιθανότητα να αποδεχτεί έστω και στο ελάχιστο την αξία των ανθρώπων αυτών. Ο Διονύσης, όπως καιπολλοί από τους ξένους αποίκους, έχουν χάσει κάθε ίχνος σεβασμού για τους ντόπιους, έχουν πάψει νατους βλέπουν ως ανθρώπους και τους αντ ιμετωπίζουν με το χειρότερο δυνατό τρόπο. Έτσι, η πρόβλεψητης Αριάγνης θα αποδειχτεί σωστή και οι Αιγύπτ ιοι θα είναι απολύτως δικαιολογημένοι να θέλουν νααπαλλαγούν απ’ τη δεσποτεία των Ευρωπαίων αποίκων.

«Τη λεκάνη και τα εικονίσματα μπορείτε να τα πάρετε. Ακόμα και το τραπέζι με τον κίτρινο μουσαμά. Καιτην Ουρανίτσα την ίδια μπορείτε να τη στείλετε αλλού. Μα η νύχτα μέσα στο γαϊδουροκαλόκαιρο, το φωςτης ασετυλίνης, τους δρόμους και το βουητό του μαχαλά, τα σπασμένα τζάμια και τ ις μεγάλες φωτισμένεςγυάλες με το πράσινο και το κόκκινο νερό, το λαχάνιασμα του Γιούνες, το χαμόγελο του γιατρού, αυτά όλαθα μείνουν πίσω, δεν κλείνονται σε βαγόνια. Και δίχως αυτά τ ι παίρνετε μαζί σας; Τ ίποτα!»

Το κλείσιμο του εσωτερικού μονολόγου της ηρωίδας γίνεται με την υπενθύμιση της ιδιαίτερης αξίας πουέχει ο τόπος όπου ο άνθρωπος ζει τη ζωή του, έστω κι αν ο τόπος αυτός δεν είναι η αρχική του πατρίδα.Όπως σχολιάζει η ηρωίδα, φεύγοντας από την Αίγυπτο μπορείτε να πάρετε μαζί σας όλα τα αντ ικείμενα,όλα τα άψυχα πράγματα, αλλά ακόμη και τους ανθρώπους της οικογένειας, όμως τη βραδιά εκείνη που ηψυχή της έτρεμε από φόβο για τη ζωή του παιδιού της, τη βραδιά εκείνη που ο Γιούνες της έσωσε τοπαιδί, τη βραδιά κι όλες εκείνες τ ις λεπτομέρειες που έμειναν στη μνήμη της, δεν μπορείτε να τη κλείσετεσε βαγόνια, δε μπορείτε να τη μεταφέρετε. Κι αν δεν μπορεί κάποιος να πάρει μαζί του αυτό που αποτελείτο σημαντ ικότερο κομμάτ ι της ύπαρξής του, αν δεν μπορεί να πάρει τ ις μνήμες της ζωής του, τ ις μνήμεςκαι τον τόπο που είναι αναπόσπαστα δεμένος μαζί τους, τότε δεν μπορεί επί της ουσίας να πάρει τ ίποτεπου να έχει πραγματ ική αξία.