Ποντιακές παροιμίες

13
Από Μαρία Μαυρίδου Καλούδη Ποντιακές παροιμίες. 1) Εύρεν η νύφε ’μουν οπίς’ ας σην πόρταν το υνίν (λέγεται για εκείνους που θεωρούν σημαντική ανακάλυψη πράγματα γνωστά σε όλους. 2) Το πουλίν το καλόν ας σ’ ωβόν κιάν’ κελαηδεί (λέγεται για παιδί που από μικρό δείχνει ότι έχει ικανότητες) 3) Η γραία έμαθεν αβράκωτος και βρακωμέντσα εντρέπεται (λέγεται για εκείνον που συνήθισε στο κακό) 4) Καλόν τυρίν ση σκύλ’ τ’ αγγείον (λέγεται για κτίσμα καλό σε αφεντικό κακό) 5) Κάθεται η πομπή σον φόρον και γελά τον κόσμον όλον (λέγεται για όποιον, ενώ είναι ξεδιάντροπος, κατηγορεί τους άλλους για πράξεις ανήθικες) 6) Άνθρωπος αγράμματος ξύλον απελέκετον. 7) Δωδεκάχρονον κορίτσ’ για σον άντραν για σην φούρκαν = αγχόνη (ανάμεσα στο σφυρί και στο αμόνι) 8) Αν’ πάω ’κ’ επορώ και κα να πάω φούρκα. (ανάμεσα στο σφυρί και στο αμόνι) 9) Καθαείς λέει το τάνι μ’ άσπρον έν’. (λέγεται γι αυτόν πού επαινεί τα δικά του πράγματα) 10) Η κουλία με το ’κ’ έχ ’ κέρατα, πασ κείν ντο έν κατσίκα; (λέγεται γι αυτόν θέλει που να δηλώσει το ευνόητο). 11) Σύρω το τζ ιρούτι μ’ και σταθίζω την θάλασσαν (λέγεται για αυτόν που παινευέται που φτάνει σε βαθμό γελοιότητας) 12) Επείνασεν ο κούκουδας κ’ ερούξεν σα τσ ιχρίτας (λέγεται γι αυτόν που καταντάει να ζει ευτελώς). 13) Από μακρά τη ταουλί’ η λαλία τρανόν φαίνεται (ανάλογο με το: όπου ακούς πολλά κεράσια κράταγε μικρό καλάθι) 14) Τουβαρί’ χάλαμαν, γαϊδιρί’ λάγγεμαν (λέγεται για εκείνον που επιδιώκει τα εύκολα και αποφεύγει τα δύσκολα) 15) Το χαμελόν τ’ άλογον ούλ’ καλκεύ’ν ατό (λέγεται για άνθρωπο ταπεινό τον οποίο μεταχειρίζονται κατά πως θέλουν) 16) Τα πράγκας και τα σίδερα τη ζαβαλή τη Γιάννε έν’ (λέγεται για εκείνον που βασανίζεται για άλλους)

Upload: mas-gr

Post on 02-Jan-2016

4.737 views

Category:

Documents


3 download

DESCRIPTION

200 Ποντιακές παροιμίες,από τήν Μαρία Μαυρίδου Καλούδη

TRANSCRIPT

Page 1: Ποντιακές παροιμίες

Από Μαρία Μαυρίδου Καλούδη Ποντιακές παροιμίες.

1) Εύρεν η νύφε ’μουν οπίς’ ας σην πόρταν το υνίν (λέγεται για εκείνους που θεωρούν σημαντική ανακάλυψη πράγματα γνωστά σε όλους. 2) Το πουλίν το καλόν ας σ’ ωβόν κιάν’ κελαηδεί (λέγεται για παιδί που από μικρό δείχνει ότι έχει ικανότητες) 3) Η γραία έμαθεν αβράκωτος και βρακωμέντσα εντρέπεται (λέγεται για εκείνον που συνήθισε στο κακό) 4) Καλόν τυρίν ση σκύλ’ τ’ αγγείον (λέγεται για κτίσμα καλό σε αφεντικό κακό) 5) Κάθεται η πομπή σον φόρον και γελά τον κόσμον όλον (λέγεται για όποιον, ενώ είναι ξεδιάντροπος, κατηγορεί τους άλλους για πράξεις ανήθικες) 6) Άνθρωπος αγράμματος ξύλον απελέκετον. 7) Δωδεκάχρονον κορίτσ’ για σον άντραν για σην φούρκαν = αγχόνη (ανάμεσα στο σφυρί και στο αμόνι) 8) Αν’ πάω ’κ’ επορώ και κα να πάω φούρκα. (ανάμεσα στο σφυρί και στο αμόνι) 9) Καθαείς λέει το τάνι μ’ άσπρον έν’. (λέγεται γι αυτόν πού επαινεί τα δικά του πράγματα) 10) Η κουλία με το ’κ’ έχ ’ κέρατα, πασ κείν ντο έν κατσίκα; (λέγεται γι αυτόν θέλει που να δηλώσει το ευνόητο). 11) Σύρω το τζιρούτι μ’ και σταθίζω την θάλασσαν (λέγεται για αυτόν που παινευέται που φτάνει σε βαθμό γελοιότητας) 12) Επείνασεν ο κούκουδας κ’ ερούξεν σα τσ ιχρίτας (λέγεται γι αυτόν που καταντάει να ζει ευτελώς). 13) Από μακρά τη ταουλί’ η λαλία τρανόν φαίνεται (ανάλογο με το: όπου ακούς πολλά κεράσια κράταγε μικρό καλάθι) 14) Τουβαρί’ χάλαμαν, γαϊδιρί’ λάγγεμαν (λέγεται για εκείνον που επιδιώκει τα εύκολα και αποφεύγει τα δύσκολα) 15) Το χαμελόν τ’ άλογον ούλ’ καλκεύ’ν ατό (λέγεται για άνθρωπο ταπεινό τον οποίο μεταχειρίζονται κατά πως θέλουν) 16) Τα πράγκας και τα σίδερα τη ζαβαλή τη Γιάννε έν’ (λέγεται για εκείνον που βασανίζεται για άλλους)

Page 2: Ποντιακές παροιμίες

17) Άλαλος κι αμίλαλος και γαλενόν ποτάμιν. ( λέγεται για άνθρωπο που συμφωνεί με όλους και για πονηρό και ύπουλο) 18) Νεφέσ’ αν ’κ’ επορείς να παίρτς, ζουρνατζής μη ίνεσαι (λέγεται για εκείνον που επιχειρεί κάτι παραπάνω από τις δυνάμεις του) 19) Σην θάλασσαν καικά πα αν κάθεσαι, όσον το παρακείται σε (να μην σπαταλάς άδικα το νερό) 20) Τ’ εσά τα άθα ως ν’ ανθούν, τ’ εμά παραδα βαίν ’νε (λέγεται σε περίπτωση καθυστερημένης ενέργειας) 21) Τ’ ανεφέλ’ τη προβατί’ το κιφάλ’ κόφ’νε (λέγεται για τον άχρηστο άνθρωπο που σε τίποτα δεν ωφελεί) 22) Τα κάτας εξετίνεψαν κι οι ποντικοί χορεύ’νε (λέγεται για εκείνους που ατακτούν όταν λείπουν οι ανώτεροί τους) 23) Ο Θεόν κορώνας να έκουεν, σον κόσμον άλογα ’κί θα επεμείναν ( λέγεται για αξίωση παράλογη που δεν εκπληρώνεται) 24) Πή ’κί τερεί όντες κάθεται, θαμάεται όντες σ’κούτε (λέγεται για εκείνον που δεν προσέχει που κάθεται) 25) Πρώτα φουρνίν κ’ επεκεί εγκλεσίαν (εννοεί, πρώτα οι βιοτικές ανάγκες και ύστερα οι θρησκευτικές) 26) Άντρας-ι-μ’ ας έν’ ουστάπασ ης κι αν ’κ’ έχ’ τζοχάρα μ’ έχ’ χρωστεί και ’κί χρωστούν ατον κι αν θέλ’ παίρ’ κι άλλα (λέγεται για γυναίκα ματαιόδοξη) 27) Τ’ αρχοντόπουλον κακόπαρτον και καλοκυβέρνητον (λέγεται για κορίτσι από πλούσια οικογένεια που ενώ στην αρχή δέχεται να παντρευτεί, προσαρμόζεται εύκολα στην νέα κατάσταση) 28) Ούμπαν γάμος και κλητόν κι Αζαρίας με το τζιμπόν’ (λέγεται για εκείνον που πάει ακάλεστος στους γάμους-διασκεδάσεις. Κλητόν = ζωηρό γλέντι με φαγοπότι) 29) Ντο έν’ το κάζ’ και θα έν’ και τη καζί εβόρα (λέγεται για πράγμα ανάξιο λόγου) 30) Έναν καιρόν τα καμέλα χουρμάδας έχεζαν (λέγεται ειρωνικά για εκείνον που θεωρεί πως τα παλαιότερα χρόνια όλα ήταν καλύτερα) 31) Ο σ κύλον όπου τρώει υλάζ’ (λέγεται για εκείνον που υπερασπίζεται τον προστάτη του) 32) Άλλα νουνίζ ο γάϊδαρον και άλλα η γαϊδαρίνα ( ο καθένα σκέφτεται ανάλογα με τα συμφέροντά του)

Page 3: Ποντιακές παροιμίες

33) Αλογάντ’ εστάθαν κ’ οι γαϊδουράντ’ εφτέρνιζαν (λέγεται για εκείνους που ανέλπιστα προκόβουν περισσότερο από τους ανωτέρους τους) 34) Το ψι ψι εγέντον ψιψίκα (λέγεται για μικρή αφορμή που έγινε μεγάλο γεγονός) 35) Το παλαιόν το βούδ’ εβγάλλ’ τ’ αυλάκ’ (λέγεται για γέροντα που κάνει πράγματα που δεν μπορούν οι νέοι) 36) Το σύκον το σύκον τερεί και ’ίνεται (με τη μίμηση πολλαπλασιάζονται τα καλά και τα κακά) 37) Τ’ αραία γογγύλα φέρ’νε χοντρά κιφάλα (εννοεί οικογένεια πως με λίγα μέλη ζει καλύτερα). 38) Καλημέρα σύντεκνε, εγδίν πελεκώ, πόσα κότα παίρει; Καρυδάνεν έν’ (λέγεται για εκείνον που άλλα του λένε κι άλλα απαντάει) 39) Τα γράμματα φαντάγματα, υιέ μ’, τη λύραν παίξον (λέγεται ειρωνικά για εκείνον που αποφεύγει τη μόρφωση) 40) Ήντζαν εβγαίν’ και πορπατεί, για ευρήκ’ κάτ’ και τρώει για ευρήκ’ κατ’ και τρώει ατόν 41) Άρκον σα ξύλα έστειλαν κ’ εκείνος εγρίλεψεν το δάσος. (λέγεται για εκείνον που για μικρό έργο κάνει μεγάλη ζημιά) 42) Χίλ καματεροί κι είνας πιταγωγός (ένας καλός κυβερνήτης αξίζει χίλιους εργάτες) 43) Ο τεμπέλτς ο νοικοκύρτς δεξοχέρτς τη μαχαλάς (λέγεται για εκείνον που αδιαφορεί για τις δουλείες του δικού του σπιτιού είναι όμως πρόθυμος να εργαστεί στων άλλων τα σπίτια) 44) Άντρας-ι-μ’ ο κούβαλον κ’ εγώ η μαερεύτρα ( λέγεται για γυναίκα που όλα τα περιμένει από τον άντρα της) 45) Ο ποπάς κι η ποπαδία, αλεπόν κι η ζαρκαδία (λογοπαίγνιο για την πολυτεκνία) 46) Είχα σε και ’κ’ εθέλ’να σε, έχασα σε και αραεύω σε (λέγεται για κάτι που κανείς ποθεί και έχασε ενώ παλιότερα δεν το έδινε σημασία) 47) Ειρηνεμένον βίον και άναλον μαλέζ’ (όταν η ζωή είναι ειρινική και η αλευρόσουπα ανεκτή. 48) Γαμπρός υιός ’κί ’ίνεται και νύφε θυγατέρα. 49) Θεγατερίτσα μ’ λέγω σε, εσύ νυφίτσα μ’ άκ’σον (σε άλλον απευθυνόμαστε και άλλον εννοούμε) 50) Χολά σκεται η νύφε, τρώει τα ξυλέας, χολάσκεται η πεθερά, ξαν η νύφε τρώει τα ξυλέας (το δίκαιο του ισχυρού)

Page 4: Ποντιακές παροιμίες

51) Ας σο χαλκόν ατ’ς αφκά μυίας δεβαίν’νε (λέγεται για τεμπέλα γυναίκα) 52) Πολλά ’πη τρέχ ’ οπίσ’ απομέν’ (όποιος βιάζεται σκοντάφτει) 53) Ανέργιον κοσκίν, πού κρεμάνω σε; (καινούργιο κόσκινο και που να σε κρεμάσω) 54) Μίαν ώβασον κ’ επεκεί κακάντζον (πρώτα κάνε αυτό που είναι να κάνεις και μετά πες ότι το έκανες) 55) Ο δάβολον δουλείαν ’κ’ είχεν και τα παιδία τ’ εκαλίβωνεν (λέγεται για εκείνον που ασχολείται με πράγματα ανούσια) 56) Εκαλόμαθεν η γραία σα σύκα, θα τρώει και τα συκόφυλλα (λέγεται για εκείνον που απαιτεί παράλογα πράγματα) 57) Τη τεβές ποίον ‘εν’ σωστόν για να έν’ και το κιφάλ’ν ατ’ς (λέγεται για το συνολικό ελάττωμα κάποιου) 58) Τη μοναστηρί’ τα καμώματα οι καλοέρ εξέρ΄νε (ο κάθε ένας τα δικά του ξέρει) 59) Άλλο τη χαρπαντά τα μουλάρα ’κί φτύρ’ (δεν ξιπάζει άλλο τα μουλάρια του οδηγού του καραβανιού, λέγεται για εκείνον που δεν τολμάει να επαναλάβει αυτό για το οποίο τιμωρήθηκε) 60) Ο κιάλτς τον κιάλ’ καρκαπέτζ’ κουίζ’ (λέγεται για εκείνον που κατηγορεί τους άλλους για τα ελαττώματα που και ο ίδιος έχει) 61) Το κάστανον εξέβεν ας σο τσέπλ’ν άθε κ’ εκλώστε κι είπεν, φτου κι απόθεν εξέβες ( λέγετε για εκείνον που ντρέπεται για την ταπεινή καταγωγή του) 62) Εννέα Ιμερίτ’ και δέκα παρχανάδες (λέγεται για ανθρώπους που δεν μπορούν να συμφωνήσουν μεταξύ τους) 63) Άντραν κι άλογον που ’κ’ έχ’, σην παρέβγαν έργον ’κ’ εχ’ (εκείνη που δεν έχει άντρα και άλογο δεν έχει δουλεία στο κατευόδιο) 64) Ας σην πίσσαν εξέβεν κ’ εσέβεν σην γατράν (λέγεται για εκείνον που όλο δυσκολίες συναντάει στη ζωή του) 65) Ας ση ξερού ξυλί’ τον φόνον καίεται και το ζωγρόν (εξαιτίας του κακού ανθρώπου παθαίνει και ο καλός) 66) Ο κλέφτες πάντα μέφτες γίνεται (λέγεται για καχύποπτο που κρίνει τους ομοίους του σύμφωνα με τον εαυτό του) 67) Μη κλαις κιφάλ’ ντο έπαθες, κλάψον ντο θα παθάντς (περίμενε και χειρότερα) 68) Τ’ ορφανόν πουλίν σην κλαίην μαθεμένον (λέγεται για άνθρωπο που του έγιναν συνήθεια οι ατυχίες)

Page 5: Ποντιακές παροιμίες

69) Η κάτα εφούτιξεν κ’ εφτέρνιξεν τον πεντικόν (λέγεται για εκείνον που περηφανεύεται για την κοινωνική του θέση) 70) Το πολλά το γέλος φέρει και το κλαίος 71) Ήνταν ’ίνεται ο κόσμος, ας ίνεται και ο Κοσμάς (λέγεται για κοινή συμφορά) 72) Που ’κ’ έχ ’ να τρώει, ευτάει χαβίτσ’ και τρώει (φαγητό για φτωχούς) 73) Ας σ’ οσπίτ’ σο μαντρίν τογρίν χαπάρ’ ’κί πάει (λέγεται για είδηση που από στόμα σε στόμα αλλοιώνεται) 74) Ο στραβομάτ’ς, εγέντον καυκομάτ’ς (λέγεται για γυναίκα που όσο ζει ο άντρας της του βρίσκει μόνο ελαττώματα και όταν πεθάνει μόνο προσόντα) 75) Είχα σε και ’κ’ εθέλ’να σε, έχασα σε και αραεύω σε. 76) Σο γεργάνι σ’ κιοράν άπλωσον τα ποδάρα σ’ (ανάλογα με το πάπλωμα άπλωσε τα πόδια σου) 77) Το τσ ιβαλτούζ’ κι αν ρίεται, βελόνιν καταστένει (λέγεται για ανθρώπους, συνήθως πλούσιους που έπαθαν ζημιά αλλά οι οικονομικές του δυνάμεις ακόμα κρατούν) 78) Αραεύ’ ψοφεμένα άλογα να σύρ’ και παίρ’ τα πέταλα (λέγεται για αυτόν που χρησιμοποιεί κάθε μέσο για να πλουτίσει) 79) Ση νεγάμ’σσας τραμ και τρουμ και ση νεγάμ’ χαπάρ’ ’κ’ έχ ’νε (λέγεται για εκείνους που συζητούν για ξένων υποθέσεις χωρίς εκείνοι να το ξέρουν) 80) Άσπρα ποίος έχ’ τ’ άστρα κατηβάζ’ (λέγεται για την δύναμη του χρήματος) 81) Το γλυκύν η γλώσσα εβγάλλ’ και τ’ οφίδ’ ας σο τρυπίν (ο γλυκομίλητος καταφέρνει πολύ περισσότερα) 82) Αν ’ίνεται τη μουχτερού το μαλλίν μετάξ’ θα ’ίνεται κι ο χωρέτες με την τάξ’ (λέγεται για άξεστο και απροσάρμοστο άτομο) 83) Τον οκνέαν έστειλαν ατόν σα ξύλα και εκείνος εφορτώθεν τ’ ορμάν’ (λόγος για να μην ξαναπάει) 84) Εγώ λέγ’ ατον καλόερος είμαι κ’ εκείνος ερωτά με, πόσα παιδία έεις; (λέγεται για εκείνον που επιμένει να ρωτά τα ίδια) 85) Ση κακού τ’ οσπίτ’ άδικος κριτής εκάτσεν (λέγεται για ομόφρονες που συνεργάζονται για το κακό) 86) Κρυφός ποπάς ’κί ’ίνεται ’κι αν ’ίνεται ’κί λειτρουά ( λέγεται για το μυστικό που κάποτε αποκαλύπτεται)

Page 6: Ποντιακές παροιμίες

87) Ο σ κύλον με την βίαν σο κυνήγιν ’κί πάει. ( με το ζόρι τίποτα δεν γίνεται) 88) Τα κουντούρας τράκα τράκα και η κοιλία λάγκα λάγκα (λέγεται για εκείνον που υπερηφανεύεται για τα καινούργια του παπούτσια που κάνουν θόρυβο, ενώ το στομάχι του γουργουρίζει από την πείνα) 89) Όλα ευτάει κι άμον ελάδ’ εβγαίν’ σον πρόσωπον (λέγεται για ραδιούργο και ένοχο που καταφέρνει να δείχνει αθώος και ειλικρινής) 90) Γουλέας ’κι είμαι, παραπονέας είμαι. 91) Εξέγκεν τον γάϊδαρον ατ’ ας σο τσ αμούρ’ (λέγεται για εκείνον που κατόρθωσε να απαλλαγεί από μία δυσκολία) 92) Πολλά μη λεγνύντς, τσακούνταν τα μέσα σ’ (λέγεται ειρων. Για εκείνον που δείχνει υπερβολική λεπτομέρεια στις κοινωνικές σχέσεις) 93) Ο λύκον πρόβατον ’κι ’ίνεται ( ο από φύση του κακός άνθρωπος καλός δεν γίνεται) 94) Το μωρόν αν ’κι κλαίει, τζιτζίν ’κί δίγ’ν ατο (όποιος δεν ζητάει δεν παίρνει) 95) Εμέν μάνα ’κ’ εγέννεσεν, εμέν κύρης ’κ’ εποίκεν, εμέν κορώνα εξέρασεν απάν’ σο μεσοστράτιν (λέγεται για εκείνον που συνέχεια δυστυχεί) 96) Εκείνος που μοιράζ’ κομπούται (γιατί στο τέλος από λάθος υπολογισμό θα του μείνει το μικρότερο κομμάτι) 97) Την κάταν είπαν ατεν το σκατό σ’ μούσκος έν’ κ’ εκείνε πα εχτάλεψεν κ’ εφόσιξεν ατο (λέγεται για πράγμα χωρίς καμία αξία, που νομίζει κανείς για σπουδαίο) 98) Γονείς τρώγ’νε τα κοκκύμελα και τα μωρά μωδούνε (αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα) 99) Τ’ έξ’ το μήλον κόκκινον και τ’ απέσ’ φρούχνας γομάτον (έξω κούκλα μέσα πανούκλα) 100) Όλα εμπαλλίγουνταν, η γούλα μ’ ’κ’ εμπαλλίεται ( η πείνα δεν παύει) 101) Τρανόν πελάν, τρανόν κακόν, τρανόν τυραννισίαν (λέγεται για μεγάλο κακό, που δύσκολα ξεπερνιέται) 101) Πρώτον βούκαν π’ έρπαξεν καμίαν ’κ’ εκομπώθεν ( όποιος προλάβει να φάει, δεν μένει ζημιωμένος) 102) Η μερμήκα όντας θα χάται, φέρ’ φτερά και πετά ( λέγεται για άνθρωπο θρασύ και ριψοκίνδυνο)

Page 7: Ποντιακές παροιμίες

103) Όλεν ο κόσμος σην μονήν και ο χόχορον σην νομήν (λέγεται για εκείνον που εργάζεται ενώ όλοι οι άλλοι ησυχάζουν) 104) Ψοφεμένα άλογα αραεύ’ να σύρ’ και παίρ’ τα πέταλα (λέγεται για εκείνο που χωρίς να προσφέρει τίποτα επιδιώκει να κερδίσει κάτι μεγάλο) 105) Άνθρωπος με τα στολίδα, το τραπέζ’ με τα ψωμία ( το πλούσιο τραπέζι είναι όπως ο στολισμένος άνθρωπος) 106) Ο τσεπρέας τον τσεπρέαν καρκαπούτ’ς λέει (λέγεται για αυτόν που κατηγορεί τον άλλον για ελαττώματα που έχει ο ίδιος) 107) Ώρα ντο φέρ’, ο χρόνος ’κι’ φέρ’ (όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος) 108) Σ’ εμέτερα ’κι ωφέλ’ναμε, χώρας την αργατείαν (Λέγεται για αυτούς που παραμελούν τις δικές τους εργασίες για να πηγαίνουν στων άλλων) 109) Μετ’ έναν λιθάρ’ περ’βόλ’ ’κί χτίεται ( λέγεται για έργο που χρειάζεται πολλά μέσα για να ολοκληρωθεί) 110)’Αρ’ π’ ευτάει κιάρ’ ’κ’ ευτάει (όποιος ντρέπεται δεν κερδίζει) (κιάρ ’= κέρδος) 111) Εσέν, κορ’τσόπον, λέγ’ ατό, εσύ νυφόπον άκ’σον (σε άλλον δείχνουμε τα καθήκοντά του, αλλά σε άλλο πρόσωπο απευθυνόμαστε έμμεσα) 112) Έρθεν ο Χάρον σην πόρταν και όλ’ την νύφεν ετέρεσαν ( σε μία οικογένεια η νύφη θεωρείται πάντα η ξένη) 113) Ατά είναι κομπώματα, κάρδας πλεροφορέματα (αυτά είναι παρηγοριές της καρδιάς μάταια στην δυστυχία) 114) Ας σο κοτσορύμ’ δαβαίνω κι απ’ εσέν ’κι απιδαβαίνω (χαριτολογώντας, τολμώ να περάσω ξεροπόταμο με κίνδυνο να πνιγώ, αλλά όχι να φύγω μακριά σου) 115) Τα καλά τα συννυφάδα και τ’ άγρα τα στουπίτας (οι συννυφάδες φίλες δεν γίνονται ποτέ) 116) Η εμορφάδα σο σκουτέλιν ’κ’ εμπαίν’ ( δεν αρκεί μόνο η ομορφιά αλλά χρειάζεται και η προίκα) 117) Μοθοπωρί’ αιχτράσματα χέρας ομάσματα (λέγεται για κάτι που δεν γίνεται καλό επειδή έγινε σε ακατάλληλη εποχή. Κάθε πράγμα στον καιρό του) 118) Το τρανόν το ραχίν έχ’ και τρανόν φουρτούναν ( όσοι έχουν μεγάλα αξιώματα έχουν και μεγάλες φουρτούνες) 119) Έρθαν τα όρνα ας σα ραχία κ’ εξέγκαν τα βούδα ας σα μαντρία ( ήρθαν τα άγρια να διώξουν τα ήμερα)

Page 8: Ποντιακές παροιμίες

120) Η Οσία Μαρία είπεν, ενενήντα εννέα κι άλλ’ έναν εκατόν (λέγεται για εκείνον που αναγκάζεται στα λάθη και στα σφάλματα που κάνει να προσθέσει άλλο ένα) 121) Οντάς κοιμάται ’κ’ ελέπ’ (αστεία έκφραση για άνθρωπο αξιέπαινο) 122) Ντο έβρεξεν ο ουρανόν κ’ η γη ’κ’ εδέχτεν ατο (στα μάτια του Θεού όλοι είμαστε ίδιοι) 123) Μικρόν παιδόπον ’κι είχαμε, τον γέρον τάνα τάνα (ειρωνικά για μεγάλους που αποζητούν χάδια) 124) Τα παλαιά τ’ άχυρα ιβορίζ’ (λέγεται για εκείνον που ασχολείται με παλιές υποθέσεις) 125) Αέρτς με το διμάντιλον κ’ η Παναΐα έναν ’κ είχεν (λέγεται για τον ισχυρό που απολαμβάνει διπλά ενώ ο ανίσχυρος τα στερείτε εντελώς) 126) Ποπάς αν ’κί ’ίνουμε, διάκος ’ίνουμε (λέγεται για αυτόν που νομίζει ότι κάτι αξίζει ενώ στην πραγματικότητα δεν αξίζει τίποτα) 127) Τ’ αμπάρα μ’ όλα κούμουλα κ’ εγώ να τρώγω ’κ’ έχω (λέγεται για τον φιλάργυρο που λυπάται να ξοδέψει από τα υπάρχοντά του) 128) Χα λέει και χάν’ πλάσ κεται (πριν πει αυτό που θέλει η επιθυμία του εκπληρώνεται) 129) Πασάν ’πη δουλεύ’ πασάς’ ίνεται και ποσάν, ποσάς (η προκοπή μπορεί να σε κάνει πασά και το γυρολόϊ γύφτο) 130) Ο λεϊλέκον το στούδ’ ξαμών’ κ’ επεκεί βουκούτ’ ατο (ο πελαργός πρώτα μετράει το κόκαλο και μετά το βάζει στο στόμα. Πριν από κάθε πράξη χρειάζεται σκέψη καλή) 131) Σα σεράντα χρόνα επίασεν έναν πεντικόν (λέγεται για γεγονός ασήμαντο ύστερα από καιρό) 132) Τα πανία σην Τάμζαραν κι απαδά πιθαμάζ’νε (λέγεται για εκείνους που συζητούν για την εκτέλεση ενός έργου που όμως τα μέσα για να γίνει βρίσκονται αλλού) 133) Τ’ άλλτς πλάν’ και τ’ άλλτς κλάν’ ( λέγεται για αυτόν που άλλους υπολογίζει πολύ και άλλους καθόλου) 134) Εδέκαν σην ράχαν ατ’ το ταούλ’ κι ατείν κρούγ’νε τα κοπάλα (λέγεται για εκείνους που παρουσιάζουν τον αθώο ως ένοχο για τις δικές τους πράξεις )

Page 9: Ποντιακές παροιμίες

135) Το ποτάμ’ αποπάν’ έν’ θρασ κεμένον κι αποφκά ήσυχον (λέγεται για άνθρωπο που ενώ φαίνεται κακός, κατά βάθος είναι καλός) 136) Το πολυπόδιν το πουλίν διπλά χτυπά σην σ ίναν ( λέγεται για τον πονηρό άνθρωπο που πέφτει ο ίδιος στον λάκκο που άνοιξε για άλλον) 137) Τα χίλα σο πουγγίν, τα μύρα σο μαντίλιν (λέγεται για άνθρωπο πολύ πλούσιο) 138) Πολλά αγαπώσε, άμα ας σην κεσέ μ’ και πλέον ’κι αγαπώ σε (δηλαδή το συμφέρον είναι ανώτερο από την φιλία) 139) Τ’ οσημερ’νόν τη χολή σ’ άφ’σον σον πιρνόν και τ’ οσημερ’νόν την δουλεία σ’ μ’ αφήντς σον πιρνόν. 140) Αλεπόν τρώει, η ζεπίρα πρέσ κεται ( άλλος κάνει και άλλος ωφελείτε, ζεπίρα = κουνάβι) 141) Τρίφκεται ση τσ οπάν’ το ραβδίν κιάν’ (προκαλεί την τύχη του) 142) Αδάμ’ς αιΐδα ’κι είχεν και πυτίδα εσέρευεν (λέγεται για εκείνον που ζητάει άχρηστα για εκείνον πράγματα) 143) Αϊλί που τρώει κόρ’ ραβδέαν και κουτσού λάχταν (λέγεται για κακό που προέρχεται από εκεί που δεν το περιμένεις) 144) Τσ άντσον τσ ανίεις, σπόγξον και μη σπογγίεις (από παραμύθι. Κατάβρεξε και μην καταβρέχεις, σκούπισε και μην σκουπίζεις: λέγεται για εντολές αντιφατικές) 145) Ας σον Ορωμαίον π’ ’ίνεται Τούρκος, κι άλλο αφορισμένος ’ίνεται (χειρότερος εχθρός γίνεται εκείνος που κάποτε ήταν φίλος μας, γιατί ξέρει τα ελαττώματά μας) 146) Όντες ’κ’ έχ η μήνα Σάββαν και η εβδομάδα Κερεκήν (δηλαδή ποτέ) 147) Άρκον πα τα σεράντα χρόνα μίαν αχπαράεται 148) Τον τεμιρτζήν με το ξυλομάκελλον έθαψαν (λέγεται για τεχνίτη που δεν χρησιμοποιεί την τέχνη του, για τον εαυτό του) 149) Σιδερένα χέρα θα δουλεύ’νε και μαλαματένα θα κρατούνε ( λέγεται για την ευπορία που εκτός από την εργατικότητα χρειάζεται και η οικονομία) 150) Αν ’κ’ έεις κόκκινον ψωμίν, ας έεις κόκκινον γλώσσαν (λέγεται για αυτόν που ενώ δεν έχει αρκετή τροφή να δώσει στον φιλοξενούμενό του, του κάνει καλή εντύπωση επειδή είναι πρόσχαρος)

Page 10: Ποντιακές παροιμίες

151) Μωρόν έφαεν έναν ψωμίν, μωρός έτον π’ εφάσεν ατο (λέγεται εκείνον που υποχωρεί απερίσκεπτα στις βλαβερές απαιτήσεις του παιδιού) 152) Εχτάλεψεν ο πετεινόν κ’ εύρεν τη γούλα ατ’ μαχαίρ’ (λέγεται για εκείνον που οι πράξεις του τον ο\οδηγούν στο κακό) 153) Την γραίαν είπαν ατέν, σον ουρανόν χαράν ’ίνεται, κ’ εκείνε ερώτεσεν, η σκάλα απόθενκιάν πάει; (λέγεται για τις φιλάρεσκες γριές) 154) Καλόν σκαμνίν που θέκ’, για τ’ εκείνον θέκ’ ατο (ο καθένας το καλό σκαμνί το βάζει για τον εαυτό του) 155) Τον μουσαφίρ’ άγγεψον και το σκαμνίν καλοθέκον (λέγεται για εκείνον που εμφανίζεται την ώρα που γίνεται για αυτόν λόγος) 156) Για τ’ εμέν άντρας ’κ’ ευρέθεν και σκαφίδ’ ’κ’ επελεκέθεν (λέγεται για τη γυναίκα που δεν παντρεύτηκε και δεν έκανε ποτέ δικό της νοικοκυριό ) 157) Η τσούνα π’ εκουταβίασεν, μαλέζ’ ’κ’ εχόρτασεν ( λέγεται για τη μάνα που στερείτε για τα παιδιά της) 158) Κάτας πουλεί και σ κυλία αγοράζ’ (λέγεται για εκείνον που ασχολείται με μάταια πράγματα ή δεν κάνει απολύτως τίποτα) 159) Σην σ ουρβάν π’ εκάεν, εφύσεσεν και το ξύγαλαν (Όποιος κάηκε στη σούπα φυσάει και το γιαούρτι) 160) Έναν κρούει τον λευρόν και δύο τον γενάτεν (λέγεται ειρωνικά για εκείνον που καυχιέται πως μπορεί να νικήσει τους πάντες) 161) Ο κούκουρον επείνασεν και η τσ ιχρίτα ’κ’ εφέκεν ατόν (λέγεται για αδύνατο που τολμάει να τα βάλει με δυνατότερο από αυτόν) 162) Άλογον ας σην τάβλαν και κορίτσ’ ας σον χορόν μη παίρτς ( μπορεί να γελαστείς) 163) Καλομηνάν πα είδα σε και το μυτί σ’ ύλιζεν (λέγεται για εκείνον που παινεύεται χωρίς να το αξίζει) 164) Το λαήν πολλά φοράς πάει σο πεγάδ’ άμα μίαν τσακούται (Καμιά μετά από πολλές επιτυχίες ενδέχεται να ακολουθήσει μία μεγάλη αποτυχία) 165) Ας έναν ξύλον ιφτάρ’ πα εβγαίν’ και σταυρόν πα εβγαίν’ (λέγεται για αδέλφια ανόμοια σε χαρακτήρα και ήθος) 166) Ελάδ’ αν έν’ ανοίεται, νερόν αν έν’ τζουρούται (λέγεται για φήμη αμφίβολη)

Page 11: Ποντιακές παροιμίες

167) Αδελφοσύνα εσ’κώθεν και συντεκνία εκάτσεν (λέγεται για κουμπάρους καλύτερους και από αδελφούς) 168) Μ’ έρχουσ’νε, σύντεκνε κι αστ’ έρθες καλώς έρθες (λέγεται για περίπτωση που από φιλότιμο αναγκάζεται κανείς να υποδεχτεί επισκέπτη) 169) Έρθεν απάν’ σα τέσσερα και είπεν την ορθίαν (λέγεται για άνθρωπο που προξενεί κατάπληξη με τα ψέματα του τόσο όσο αν γινόταν τετράποδο) 170) Εινός ημερού χαράν και τρον ημερών κλαίη ( λέγεται για την γρήγορη φθορά πράγματος) 171) Ο ζαντόν πα τ’ αχούλ’ν’ ατ επεγιανεύτεν ( λέγεται ειρωνικά για αυτόν που παινευέται ενώ δεν το αξίζει) 172) Το τραντάφυλλον πα έχ αχάντα ( κάθε καλό έχει και το κακό του) 173) Τη γείτονα σ’ η κοιλία όντας πονεί, εσύ τεσόν τρίψον (δηλ. πρέπει να ενδιαφερόμαστε για την ατυχία του γείτονα γιατί μπορεί να έρθει να βρει και εμάς) 174) Ταν ταν κοιλία εύκαιρον και δόντα ακονεμένα ( λέγεται ειρωνικά για εκείνους που διασκεδάζουν χωρίς γεύμα) 175) Τράντα χρονών λιβρόν κορίτσ’ λέγ’ν ατεν παλαιγραία, κλίσκεται και χεροφιλεί, ρούζ’νε τα μασωτέρα τ’ς. (λέγεται ειρωνικά για ηλικιωμένη κόρη) 176) Εκρέμ’σεν το τσ ούλ’ σο νερόν ( λέγεται για εκείνον που παρεκτρέπεται αχαλίνωτα) 177) Ο κόχλον πα σο τσέπλ’ν ατ’ βασιλέας έν΄ (και το σαλιγκάρι στο τσόφλι του μέσα βασιλιάς είναι, ο καθέναν στο σπίτι του είναι άρχοντας) 178) ’Πή ευτάει μέφκεται (λέγεται για εκείνον που υποψιάζεται στους άλλους αυτά που ο ίδιος κάνει) 179) Ο ψεύτες τον ψεύτεν εμέφτεν κι ο κλέφτες τον κλέφτεν (ο ψεύτης τον ψεύτη υποψιάστηκε και ο κλέφτης τον κλέφτη) 180) Εδώκα ’τον πρόσωπον θέλ’ και τ’ αστάρ’ (λέγεται για αχάριστο) 181) Τη χώρας το φαΐν πάντα νόστιμον έν’ (το ξένο πάντοτε νομίζουμε ότι είναι καλύτερο) 182) Άμον σ κύλος υλάζ’ σον φέγγον (λέγεται για εκείνον που χωρίς αφορμή μιλάει ή κατηγορεί) 183) Το λώμα μ’ τ’ ετίμεσε με, η μάνα μ’ ’κ’ ετίμεσε με (σημαίνει: η ευπρεπής ενδυμασία δίνει αξία στον άνθρωπο)

Page 12: Ποντιακές παροιμίες

184) Ζαντού ψωμίν ση φρόνιμου την κοιλίαν ( την περιουσία του τρελού την καρπώνεται ο γνωστικός) 185) Η κάτα σο κρέας ’κ’ έφτανε κ’ έλεεν, ταγκαλάκ’, οσήμερον Παρασ κευήν έν’ ( δικαιολογία για αποτυχία) 186) Τ’ έναν κοχίζ’ και τ’ άλλο φτύρκεται (λέγεται για πράγματα ελαττωματικά και τα δύο) 187) Άν’ να φτύζω, φτύζω το πρόσωπο μ’, και κα’ αν φτύζω, φτύζω τα γένα μ’ (λέγεται για εκείνον που δεν μπορεί – θέλει, να καταδικάσει κανέναν όταν τον μαλώνουν) 188) Ντο έν η μυία και θα έν’ και το χάλ’ν ατ’ς; ( λέγεται για πρόσωπο η πράγμα που δεν αξίζει να γίνεται λόγος) 189) Για ο ουρανόν εψήλανεν, για η γη εχαμέλυνεν (λέγεται για παράξενα πράγματα) 190) Οσπίτ’ που ’κ’ έχτισεν και χαράν που ’κ’ εποίκεν, ας σον κόσμον δεν ’κ’ εξέρ’ ( μέσα από την οικογένεια παίρνει κανείς το μεγάλο μάθημα της ζωής) 191) Εγώ λέγ’ ατόν χατούμς είμαι, κι ατός ρωτά με πόσα παιδεία έεις (λέγεται για εκείνον που ζητάει επίμονα παράλογα πράγματα) 192) Άλλος τρώει κι άλλος λείχ τα χ είλα τ’ (λέγεται για εκείνον που στερείται ενώ άλλος απολαμβάνει) 193) Σα χείλα πρόβατον και σην καρδία λύκος (λέγεται για τον ύπουλο) 194) Σ’ ατουνού τ’ αλών’ να βρέχ να χο νίζ’ (λέγεται για τον αδιάφορο για όλα) 195) Τα χόνα αλεύρα εποίκεν ( λέγεται για εκείνον που απέτυχε στην δουλειά του) 196) Σ’ εσέτερα ας τρώγομε και πίνομε και σ’ εμέτερα χορεύομε (λέγεται για τους συμφεροντολόγους) 197) Λιμόχορος λιμόχορος κ’ επείνασεν ο γάμος, ταν ταν κοιλίαν εύκαιρον και δόντα ακονεμένα (λέγεται ειρωνικά για γάμο χωρίς φαγοπότι) 198) Ο χορτασμένον σεράντα βούκας κι άλλο τρώει (λέγεται αστεία, για εκείνον που παριστάνει τον χορτάτο ενώ πεινάει) 199) Ο πεντικόν σο τρυπίν ατ’ ’κ’ εχώρ’νεν κι από πίσ’ ατ’ κολογκύθ’ εσύρ’νεν (λέγεται για εκείνον που προσπαθεί να πετύχει παραπάνω πράγματα από όσα στην πραγματικότητα μπορεί)

Page 13: Ποντιακές παροιμίες

200) Ζεις, μουλάριν; Τρως κριθάριν, ψοφάς, μουλάριν; Απλώνεις τ’ ουράδιν (λέγεται για εκείνον που βλέπει με απάθεια τον άλλον που δυστυχεί) Ευτυχής καθότι εν ολίγοις αρκούμενη Μαρία Μαυρίδου Καλούδη