pnixon kurie ton laon sou - tzompe kobata

176
ΠΝΙ 10Ν ΚΡΙ ·11 ΤΟΝ ΛΑΟΝ ΣΟ ΤΖΟΜΠΕ ΚΟΒΑΤΑ

Upload: john-xristidis

Post on 31-Dec-2015

41 views

Category:

Documents


0 download

TRANSCRIPT

Page 1: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

ΠΝΙ 10Ν Κ)'ΡΙ ·11 1) 1)

ΤΟΝ ΛΑΟΝ ΣΟ)'

ΤΖΟΜΠΕ ΚΟΒΑΤΑ �

Page 2: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

ΤΖΟΜΠΕ ΚΟΒΑΤΑ

ΠΝΙΞΟΝ, ΚΥΡΙΕ,

ΤΟΝ ΛΑΟΝΣΟΥ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΝΝΑ ΔΟΥΚΟΥΡΗ

Page 3: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

ΠΡΩΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: Σεπτέμβριος 2000

Εικόνα Εξωφύλλου: Γιάννης Ρουμπούλιας

Σχέδια: Davide Vecchiato

Συγγραφέας και τίτλος πρωτοτύπου: Giobbe Covatta, Dio lί [α e ροί lί αccoppα

Page 4: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

Ημέρα πρώτη

Εν αρχή έστι το σκότος. Είναι τρεις το πρωί και έρεβος τυλίγει το σπίτι του

Ροζάριο. Έχει τόση λαύρα σαν να είναι Ιούλιος, και αυτό ακριβώς συμβαίνει: ένας ιδιαίτερα ζεστός Ιού­λιος. Ο Ροζάριο κοιμάται, ή τουλάχιστον το παλεύει. Στάλες ιδρώτα, μεγάλες σαν νταμιτζάνες των 24 λί­τρων, στολίζουν το πρόσωπό του. Ο Ροζάριο στο σπί­τι του δεν έχει ένα κοινό κλιματιστικό, έχει αρκουδί­σιον: η μπόχα από τον ιδρώτα έχει κάτι από αρκου­δίλα. Για να έχει λίγη ψύξη, έχει αφήσει ανοιχτή την κατάψυξη με τον ανεμιστήρα μέσα. Μολοντούτο, τα σεντόνια του είναι τόσο μουσκεμένα, λες και σφούγ­γισαν όλα τα αμαρτήματα του κόσμου. Κάτω από το κρεβάτι υπάρχει μια τόσο μεγάλη λακκούβα με νερό, ώστε ο ένοικος του από κάτω διαμερίσματος έχει κιό­λας ειδοποιήσει τον διαχειριστή.

Η φανέλα και η πιτζάμα του Ροζάριο έχουν κολ­λήσει επάνω του σαν γιγαντοαφίσες. Από το παρά­θυρο αναβοσβήνει το φως μιας πιτσαρίας που προ­βάλλει στον τοίχο, σε τακτά χρονικά διαστήματα, την επιγραφή «Τζιτζίνο ο γκέι, η πίτσα που καίει». Και

7

Page 5: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

μόνο η επιγραφή θα έκανε έναν Μασάι να ιδρώσει. Το μοναδικό δραστήριο πράγμα είναι τα κουνούπια, μεγάλα σαν τσοπανόσκυλα, ή μάλλον σαν τσοπανα­ραίοι. Είναι λαίμαργα σαν αλιγάτορες και τόσα πολ­λά, ώστε από τον πύργο ελέγχου εκπονείται σχέδιο πτήσης για να αποφεύγονται τα αεροπορικά δυστυ­χήματα. Ολόκληρος ο τοίχος έχει γίνει πουά, σαν σκυλί της Δαλματίας, από τα κουνούπια που ο Ροζά­ριο κατάφερε να κάνει λιώμα με το παπούτσι του τις τελευταίες ώρες. Ένα κουνούπι με μάστερ στην αε­ροναυπηγική, με τον αριθμό 913 κολλημένο στο στή­θος και βάρους 18 κιλών, ετοιμάζει επίθεση. Ο Ρο­ζάριο, στον ύπνο του, εκτοξεύει ένα μοκασίνι χρησι­μοποιώντας την ίδια δύναμη που βάζει ο Μακενρό. Ένας καινούριος λεκές 1 ,34 τετραγωνικών μέτρων α­ποτυπώνεται στον τοίχο. Δύο κατσαρίδες, για να α­ποφύγουν την κίνηση, ξεκινούν για τις διακοπές τους στις τρεις και πέντε τα χαράματα: το ιδανικό ωράριο για να μην πέσουν σε μποτιλιάρισμα στους υπονό­μους. Τότε ακούγεται μια φωνή: «Γενηθήτω φως!» Α­μέσως το πορτατίφ του κομοδίνου ανάβει, αλλά ο Ρο­ζάριο δεν ανοίγει τα μάτια του. Και τότε ακούγεται ξανά η φωνή: «Γενηθήτω περισσότερο φως!» Αμέσως ανάβει το πολύφωτο του δωματίου, αλλά ο Ροζάριο δεν ανοίγει τα μάτια του. Και τότε η φωνή ακούγε­ται ανυπόμονη: «Γενηθήτω πολύ περισσότερο φως!» Αμέσως ανάβουν όλες οι λάμπες του σπιτιού, η τηλε­όραση, το βίντεο, ο ηλεκτρικός φακός, ο φούρνος, το φωτάκι του θερμοσίφωνα, και από τον ουρανό κατε­βαίνει καταπάνω στο πρόσωπο του Ροζάριο ένας

8

Page 6: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

στροβοσκοπικός προβολέας με φωτορυθμικά σε στιλ ντισκοτέκ. «Ποιος ε ίναι;» μουρμουρίζει ο Ροζάριο στον ύπνο του.

Και η φωνή: «Ροζάριο, τι κάνεις, κοιμάσαι;» «Μπα, φαίνεται;» «Ροζάριο, σταμάτα να κοιμάσαι!» «Μμμμ .. . Μα ποιος είναι; .. . Ποιους είσ'; ... Τι θέ';» «Ροζάριο, ξύπνα! Είμαι ο Θεός». «Ποιος;» «ο Θεός!» «Μμμμ . . . Κι εγώ ε ίμαι η Αφροξυλάνθη Μπισμπι­

ρίκου». «Εγώ είμαι αυτός που δημιούργησε το φως! » «Ναι αμέ. Κι εγώ είμαι αυτός που πλήρωσε τον

λογαριασμό! » «Εγώ ε ίμαι αυτός που έπλασε τα ζώα!» « . . . Με τη Μαντλίν Ολμπράιτ πάντως το παράκα­

νες, το ίδιο και με τα κουνούπια». Και λέγοντας αυ­τά ο Ροζάριο, στην προσπάθειά του να σκοτώσει έ­να, δίνει στον εαυτό του ένα τόσο γερό χαστούκι, που βγάζει νοκ-άουτ τρεις τραπεζίτες.

Ο Θεός συνεχίζει: «Εγώ είμαι αυτός που δημιούρ­γησε τ' άστρα και τους πλανήτες και τα έβαλε να πε­ριπλανιούνται».

«Κι εγώ περιπλανιέμαι σαν την άδικη κατάρα. Εί­μαι Πρωταθλητής Ευρώπης σ' αυτό. Σκέψου ότι εί­μαι αναγκασμένος να κάνω μπάνιο με το διαβατήριο στο στόμα γιατί, τόσο που περιπλανιέμαι, θα διασχί­σω καμιά ώρα την Αδριατική χωρίς να το καταλάβω και θα φτάσω στην Αλβανία».

9

Page 7: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

Ο Θεός αρχίζει να χάνει την υπομονή του: «Εγώ είμαι αυτός που βρίσκεται στον ουρανό, στη γη και παντού».

«Τυχεράκια! Εγώ είμαι πάντα εδώ, ακόμη και τον Δεκαπενταύγουστο».

«Εγώ είμαι ο πανταχού παρών!» «Είσαι παντού;» «Ναι». «Σε κάθε μέρος;» «Ναι». «Ακόμη και στην τουαλέτα, όταν κάποιος κάνει

τσίσα του;» «Ναι». « .. . Πανα"ίτσα μου, τι αδιακρισία και τούτη !» Τώρα ο Θεός έχει χάσει για τα καλά την υπομο-

10

Page 8: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

νή του: «Εγώ είμαι ο Προαιώνιος: δημιουργημένος εκ του μηδενός!»

«Κι εγώ νιώθω ένα μηδενικό. Αμάν πια!» «Εγώ ε ίμαι αυτός που μετενσαρκώθηκε σε άν­

θρωπο!» «Κι εγώ κάποιες Απόκριες ε ίχα ντυθεί θεός, αλ-

λά έχει περάσει πολύς καιρός από τότε». «Εγώ ε ίμαι αυτός που ε ίναι Ένας και Τρεις !» «Κι εγώ είμαι αυτός που πεινάει για τρεις». «Εγώ είμαι ο πάνσοφος!» «Αυτός που τρώει τα πάντα;» «Αυτός λέγεται παμφάγος, βλάκα. Κόψε τα μα­

σκαραλίκια, ως εδώ και μη παρέκει! Η απέραντη υ­πομονή μου έχει και τα όριά της !» Ο θεός εκδηλώ­νεται σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια και οργανώνει πάραυτα έναν παγετώνα: ο ιδρώτας στερεοποιείται στο μέτωπο του Ροζάριο και τα μουσκεμένα σεντό­νια γίνονται σκληρά σαν ελενίτ. Αρχίζει να χιονίζει από το ταβάνι, η λακκούβα με το νερό κάτω από το κρεβάτι μεταμορφώνεται σε πίστα του πατινάζ και οι δυο κατσαρίδες αναβάλλουν την αναχώρηση και ξε­κινούν έναν αγώνα χόκε"ί. Τα κουνούπια φοράνε τα άνοράκ τους και μερικά βάζουν κι εφημερίδες από κάτω. Η πόρτα του διαμερίσματος ανοίγει και μπαί­νει ένας Λάπωνας μ' ένα έλκηθρο που το σέρνουν σκυλιά, ο οποίος ζητάει ν' ανεβάσουν τη θέρμανση. Ο Ροζάριο, κατατρομαγμένος, κατεβαίνει με κόπο α­πό το κρεβάτι και πέφτει σε μια χαράδρα, όπου έχει παραισθήσεις: βλέπει τον Άγιο Βερνάρδο να ελευθε­ρώνει τον λύκο και να φωνάζει «Η μέρα φεύγει, το

1 1

Page 9: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

Johnny Walker έρχεται !» Βγαίνει aπό τη χαράδρα σε κακό χάλι: το φανελάκι και το παντελόνι της πιτζά­μας του ε ίναι σκληρά σαν κατεψυγμένα μπακαλιαρά­κια και τα κοκαλωμένα γένια και το μουστάκι του τον κάνουν να μοιάζει με διασταύρωση φώκιας και Ά­γιου Βασίλη . Τα δόντια του χτυπούν σαν καστανιέ­τες και παίζει ένα ανδαλουσιάνικο φλαμέγκο. Με λί­γα λόγια, ο Ροζάριο ε ίναι τρομοκρατημένος λες και ε ίδε ταινία του Ντάριο Αρτζέντο, και κάτι παραπά­νω: λες και ε ίδε τον Ντάριο Αρτζέντο αυτοπροσώ­πως. Πέφτει στα γόνατα και αναφωνεί: «Ήμαρτον Κύριε, δεν σε αναγνώρισα! Νόμιζα πως ε ίσαι ο Μι­κέλε Πελέκια, ο τύπος του τετάρτου ορόφου που μου σκαρώνει χωρατά μέσα aπ' τον σωλήνα του καλορι­φέρ. Ξέρω τώρα πως από εκδίκηση θα με λιώσεις στο χώμα σαν σκουλήκι, θα με γδάρεις σαν κουνέλα, θα με ψήσεις σαν αρνάκι στο φούρνο με πατάτες, θα με aπoκεφαλίσεις σαν .. . »

«Βρε συ ... Ποιος σου 'πε πως έχω τέτοιον χαρα­κτήρα;»

Ένας κεραυνός πέφτει από το πολύφωτο και α­νοίγει έναν μικρό κρατήρα στο κέντρο του δωματίου. Ο Ροζάριο τινάζεται: «Γνωρίζω τον άνθρωπο και, κα­θώς ξέρω ότι τον δημιούργησες κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσίν σου, νόμιζα πως ισχύει και το αντίθετο ... »

«Ε όχι! Ο άνθρωπος δημιούργησε εμένα κατ' ει­κόνα και καθ' ομοίωσίν του».

Το πολύφωτο πέφτει στον κρατήρα που ε ίχε αφή­σει ο κεραυνός. Ο Θεός συνεχίζει: «Και τώρα, Ροζά­ριο, ας αφήσουμε κατά μέρος αυτά τα ασήμαντα και

12

Page 10: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

ας περάσουμε στα σοβαρά: πώς είναι το επίθετό σου;»

«Σάνσα». «Πότε γεννήθηκες;» «Στις 11 Ιουνίου 1956». «Πού;» «Στη Νάπολη, αλλά . . . » Ο Ροζάριο είναι aπορημέ­

νος: « .. . είσαι σίγουρος πως είσαι ο Κύριος και δεν εί­σαι του Ανακριτικού;»

«Μα καλά, χαζός είσαι;» «Συγγνώμη, αλλά κάνεις κάτι ερωτήσεις !» «Αυτό είναι άνω ποταμών: εγώ, του Ανακριτικού!

Πού να το πω και να με πιστέψουν! Μπρος, δίπλω­μα και άδεια κυκλοφορίας! Φtoυ! . .. Τι με βάζεις και λέω; Α, ρε Ροζάριο!»

Η βροντερή φωνή του Θεού κάνει-τον Ροζάριο,

που μόλις έχει αρχίσει να ξεψύχεται, να τρέμει: «Μά­λιστα, Κύριε !»

«Έχω ένα σχέδιο που σε αφορά. Εγέρθητι!» Ο Ροζάριο σηκώνεται: «Ευχαριστώ, Κύριε». «Λοιπόν, άκουσέ με. Θυμάσαι τον Νώε;» «Βεβαίως», αυτοσχεδιάζει ο Ροζάριο, <<τον αξέ-

χαστο Νώε: τον σεντερφόρ της Ουντινέζε!» «Ροζάριο, τι λες; Βλάκα!» «Όχι ε; Στάσου, στάσου ... » Ο Ροζάριο ξαναδοκι­

μάζει: «Νώε: ο σπουδαίος τενίστας!» «Αυτός είναι ο Νοά, ηλίθιε !» «Σωστά, ο Νοά! Τότε μήπως ο Νώε είναι . .. ο τρα­

γουδιστής στο κυριακάτικο σόου της τηλεόρασης;» «Όχι, ζώον!»

13

Page 11: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

Ο Ροζάριο μουρμουρίζει: «Μα το ξέρω!. .. Ήθε­λα να δω αν το ήξερες εσύ! Ο Νώε δεν είναι τραγου­διστής, είναι ... ο μοναχικός ταξιδευτής;»

«Μπράβο, σωστά! Ο μοναχικός ταξιδευτής». Ο Ροζάριο ανακουφισμένος παίρνει μια βαθιά α­

νάσα: «Ωραία, και τώρα που θυμηθήκαμε τον Νώε, Κύριε, τι κάνουμε;»

«Σκεφτόμουν να κάνω άλλον έναν κατακλυσμό». Ο Ροζάριο πανικοβάλλεται. «Άλλον έναν κατα­

κλυσμό;» «Ναι, Ροζάριο, και οι άγιοί μου θα με βοηθήσουν

σ' αυτό! Ο Άγιος Υπάτιος θα στείλει τα ύδατα, η Α­γία Βαρβάρα τους κεραυνούς, η Μαντόνα θα κάνει τη μουσική επένδυση και ο Άγιος Γεώργιος ... »

Ο Ροζάριο επεμβαίνει: «Θα στείλει αλεύρι από τους μύλους του ... !» Έπειτα, με παραπονεμένη φω­νή: «Κύριε, σε παρακαλώ, άκουσέ με ... Γιατί θέλεις να κάνεις άλλον έναν κατακλυσμό;»

«Το ρωτάς κι από πάνω; Δεν βλέπεις τι μπάχαλο που έχει γίνει η γη; Εκμεταλλευτήκατε μια στιγμή α­φηρημάδας μου και καταστρέψατε τα πάντα!. .. Και να σκεφτεί κανείς πως δεν έλειψα πάνω από πεντα­κόσιες χιλιάδες χρόνια! Ίσα ίσα για να τακτοποιήσω τα πράγματα στον πλανήτη Μανόκιο, στο σύστημα του Σκουακουερόνε, στον αστερισμό του Γκουιντερ­ντόνε ... Οι ένοικοι έκαναν φασαρία όλη νύχτα, και στον πλανήτη Φράπολα, στον από κάτω όροφο, πα­ραπονιόντουσαν. Αναγκάστηκα να τους διακόψω το μισθωτήριο και να κάνω κι εκεί έναν κατακλυσμό. Ύστερα γύρισα, και κοίτα δω καταστροφή! Αλλά ως

14

Page 12: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

εδώ και μη παρέκει: σε επτά ημέρες δημιούργησα τα πάντα και σε άλλες επτά θα τα καταστρέψω!»

«Κύριε, με όλο τον σεβασμό: αυτό δεν μοιάζει με θρησκευτική έννοια, αλλά με το καταστατικό της μα­φίας!» φωνάζει απελπισμένο ς ο Ροζάριο. «Κύριε, σ' . εξορκίζω, μην το κάνεις! Κι ύστερα το ξέρω ότι το τέλος θα 'ναι όπως στον Τιτανικό, θα σωθούν μόνο αυτοί της πρώτης θέσης!»

«Σώζονται μόνο αυτοί που διαλέγω εγώ! Κι εγώ διάλεξα εσένα, Ροζάριο! Μόνο εσύ είσαι άξιος να κατασκευάσεις την κιβωτό που θα σε σώσει!»

Ο Ροζάριο τα χάνει: «Εγώ ... στην κιβωτό; Μα ... μα γιατί, τι δουλειά έχω 'γω;»

Ο Θεός χαμογελά μεγαλόψυχα: «Μη μου κάνεις τον σεμνό, Ροζάριο! Σε βρήκα στον "Χρυσό Οδηγό" και ξέρω ότι είσαι πολύ έμπειρος με τις ψυχές!»

Ο Ροζάριο δεν καταλαβαίνει: «Με τις ψυχές;» «Μα βέβαια! Είσαι ο διευθυντής του πρακτορεί­

ου "Ψυχαγωγία και Αναψυχή", ή δεν είσαι;» Ο Ροζάριο τα παίζει. «Ναι, ναι, αλλά ... φοβάμαι

πως έγινε κάποιο λάθος!» «Κανένα λάθος! Εσύ θα είσαι ο μόνος που θα σώ­

σω, γιατί από σένα, που φροντίζεις και μελετάς τις ψυχές, θ' αρχίσει μια καινούρια φυλή, θεοσεβούμε­νη καταπώς πρέπει ... Εμπρός, Ροζάριο, ετοιμάσου!»

Ο Ροζάριο κομπιάζει, ψάχνοντας τα κατάλληλα λόγια για να εξηγηθεί: «Κύριε, σ' ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη που τρέφεις στο άτομό μου, όμως ... έχει γίνει παρεξήγηση. Εγώ δεν ασχολούμαι με ψυχές, αλ­λά με θεάματα!»

15

Page 13: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

«Ω, να πάρ' η οργή!» βρίζει ο Ύψιστος. «Γιατί, αμαρτία είναι;» ρωτάει ο Ροζάριο. «Όχι, δεν νομίζω πως είναι ... Ή μπορεί και να

είναι, εξαρτάται ... Τι είδους θεάματα;» «Μανατζάρω αρτίστες ... Αρτιστάρες, για να είμα­

στε ειλικρινείς! Έχω έναν καταπληκτικό Σιτσιλιάνο μάγο. Καταπληκτικό ... Χμ, φυσιολογικό θα έλεγα! Εί­ναι και μάντης: κάνει προβλέψεις, αλλά δεν καταφέρ­νει να μαντέψει ούτε τον καιρό. Τον πήρα γιατί ήταν ένα φυτό: μαστουρωνόταν και τον λυπήθηκα. Χάρη σ' εμένα έκοψε τα ναρκωτικά κι έγινε ένας μαλάκας. Έτσι τώρα του δίνω λεφτά για να μαστουρώνει πά­λι. Καλύτερα φυτό παρά μαλάκας, Κύριέ μου. Άσε που η μαστούρα έχει και τα προτερήματά της: επί πα­ραδείγματι, είναι άριστος στην ύπνωση ... κοιμάται με τις ώρες, χάρη στα ψυχοφάρμακα. Σαν μάγος, δε, εί­ναι εξαιρετικός: εξαφανίζει τα πράγματα από το σού­περ μάρκετ χωρίς να χτυπήσει ο συναγερμός. Εξα­φανίζει και τα ραδιοκασετόφωνα από τ' αυτοκίνητα κι ύστερα τα επανεμφανίζει μετά μία εβδομάδα στο παζάρι της Φορτσέλας. Η παράστασή του είναι υπέ­ροχη: μια φορά ήταν πάνω στη σκηνή, φώναξε κά­ποιον, του πήρε το ρολόι, το έσπασε μέσα σ' ένα κου­τί, ύστερα πήρε ένα κρουασάν, και ξέρεις τι υπήρχε μέσα στο κρουασάν, Κύριε;»

«Το ρολόι, υποθέτω». «Όχι. Γέμιση κρέμα βανίλιας, Κύριε. Το ρολόι α­

κόμη το ψάχνει ο ιδιοκτήτης του. Όταν πηγαίνει να δώσει παράσταση, αφήνει το αυτοκίνητο με αναμμέ­νη τη μηχανή έξω από το θέατρο, γιατί δεν ξέρεις τι .

16

Page 14: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

γίνεται. Στη μέση της παράστασης, ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο μέρος, περνάει από την γκαρ­νταρόμπα, εξαφανίζει τις γούνες, βγάζει το κουνέλι από το καπέλο, το γεμίζει βραχιόλια και την κοπα­νάει. Η πιο λαμπρή στιγμή της καριέρας του ήταν ό­ταν εξαφάνισε μερικά έγγραφα των Μυστικών Υπη­ρεσιών: ήθελαν να τον κάνουν πρόεδρο της Δημο­κρατίας!»

Ο Κύριος είναι αμήχανος. «Κι αυτός είναι ο μο­ναδικός αρτίστας του πρακτορείου σου;»

Ο Ροζάριο τον καθησυχάζει: «Όχι, Κύριε, υπάρ­χει κι ένας φακίρης, πολύ καλός. Λέγεται Καρμίς Κα· πέ, είναι από τη Βομβάη. Όχι μέσα από τη Βομβάη ... από το Καστελαμάρε ... δηλαδή από τα περίχωρα της Νάπολης. Είναι Ινδός, ή τουλάχιστον ινδουιστής: το αληθινό του όνομα είναι Κάρμινε Σκαπέτσε. Κατα­φέρνει να κάνει έξοχα πράγματα: μπορεί να καταπι­εί ένα κουτί μπαταρίες (η)λιθίου χωρίς να πάθει (η)λιθίαση, τρώει λάμπες και ό,τι δίνουν στο αερο­πλάνο, μέχρι και στην Μπρίτις Αίργουέης! Είναι ικα­νός να κρατάει την αναπνοή του με τις ώρες: μπορεί, για παράδειγμα, να πάρει το τρένο τον Δεκαπενταύ­γουστο, μέσα στον συνωστισμό, και να κάνει τη δια­δρομή Νάπολη-Τορίνο χωρίς να βγάλει ποτέ το κε­φάλι του από το παράθυρο. Εκπληκτικό! Βέβαια, έ­χει πρόβλημα σε μερικά μέρη όταν του φωνάζουν: «Fuck-ίρη, Fuck-ίρη ... Πόσο πάει;» Είναι όμως άν­θρωπος με ισχυρή θέληση: είναι σε θέση να δει ολό­κληρο σόου της Ραφαέλας Καρά χωρίς ν' αλλάξει κα�

17

Page 15: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

θόλου κανάλι. Κάνει και βιο-ενεργητική: τον βοηθά­ει να ενεργείται καλύτερα ... »

Ο Θεός μουρμουρίζει: «Καταλαβαίνω .. . »

Ο Ροζάριο συνεχίζει: «Έχω συμβόλαιο και με μια πεταχτούλα σουμπρέτα. Ήθελε να βρει ένα καλλιτε­χνικό ψευδώνυμο, κάπως παιχνιδιάρικο, και τώρα λέ­γεται Τομπ Ράιντερ. Ξέρει να κάνει τα πάντα, ακό­μη και μιμήσεις, αλλά όχι εκείνες των διασήμων, ό­πως κάνουν όλοι! Μιμείται πολύ καλά τη μοδίστρα της ή τον μπακάλη της. Όταν την πήρα, δεν ήταν και τίποτα το σπουδαίο: έμοιαζε με διασταύρωση της υ­πουργού Γερβολίνο και ενός σωσίβιου. Έκανε το μα­νεκέν σε τρακτέρ κι εγώ την είχα προσέξει στο πε­ριοδικό "Γυναίκες και μηχανές", απαθανατισμένη ε­πάνω σ' ένα όχημα. Στην πραγματικότητα δεν κατά­λαβα αμέσως ποιο ήταν το όχημα και ποιο το κορί­τσι, έτσι τα πήρα και τα δυο. Από πλευράς σασί ό­μως το τρακτέρ ήταν πιο ελκυστικό, γιατί αυτή ήταν συν τοις άλλοις και εντελώς επίπεδη! Έβαζε δυο ψω­μάκια στο σουτιέν της και, όταν έβγαινε ραντεβού, έ­βαζε μέσα και λίγο σαλάμι, αφού ήξερε ότι θα της το δαγκώσουν. Την έπεισα να φτιαχτεί λίγο με σιλικό­νη, όμως, επειδή δεν είχε αρκετά χρήματα, προς το παρόν έφτιαξε μόνο το ένα βυζί: όταν έρθει το δά­νειο από την τράπεζα, θα φτιάξει και το δεύτερο, έ­τσι για την ώρα μπορεί να δουλεύει μόνο προφίλ! Έ­χω κι έναν καταπληκτικό εγγαστρίμυθο: δεν κουνά­ει τα χείλη του ούτε ένα χιλιοστό. Βέβαια, είναι ο μο­ναδικός εγγαστρίμυθος που έχει κωφάλαλη μαριονέ-

18

Page 16: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

τα, όμως είναι στ' αλήθεια εκπληκτικός: χορεύει κλα­κέτες χωρίς να κινεί ούτε έναν μυ του προσώπου του.

»Έπειτα υπάρχει ένας Ναπολιτάνος τραγουδι­στής, του ρεύματος των νεομελωδικών και επιπλέον άνεργος. Είναι, δε, ο μοναδικός Ναπολιτάνος τρα­γουδιστής από την Μπρέσια: μέχρι που κατέληξε και στο βιβλίο Γκίνες, γιατί είναι ο μοναδικός μετανά­στης από την Μπρέσια στη Νάπολη.

»Όμως το καμάρι του πρακτορείου μου είναι έ­νας απίθανος πορνοστάρ: τον φωνάζουν "CX", συ­ντελεστή διεισδύσεως. Έτσι όπως πάνε τα πράγμα­τα τελευταία, θα ήθελε να γίνει πρόεδρος των Ηνω­μένων Πολιτειών: λέει πως έχει τα κατάλληλα προ­σόντα! Κατά τη γνώμη μου το έχει καβαλήσει λίγο το καλάμι: νομίζει πως είναι ο μοναδικός στον κόσμο σε θέση να σπείρει παιδιά. Όταν είδε πως είχαν δημο­γραφική αύξηση στην Κίνα, μου είπε: 'Έμ βέβαια, ε­κεί πήγα πέρυσι διακοπές!" Ακόμη κι όταν η Ντόλυ, η προβατίνα, απέκτησε παιδί, το σχόλιό του ήταν: "Ε­γώ το 'κανα"».

Ο Ροζάριο θα συνέχιζε να μιλάει με τις ώρες, αν ο Προαιώνιος δεν επενέβαινε: «Καλά, καλά, Ροζά­ριο, κατάλαβα. Επομένως, όλες εκείνες οι κασέτες εί­ναι το αρχείο των καλλιτεχνών σου ... »

Ο Ροζάριο τα χάνει και προσπαθεί να κερδίσει χρόνο: «Ποιες κασέλες; Αυτές εκατέρωθεν του κο­μό;»

«Όχι, Ροζάριο, όχι κασέλες. Κασέτες, αυτές που είναι εκεί πίσω ... » ,

Ο Ροζάριο, φοβερά αμήχανος, κοιτάζει γύρω του

19

Page 17: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

στρίβοντας το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά: «Κασό­νια; Α, μήπως ... εκείνα με τα φρούτα!»

«Όχι, Ροζάριο! Εκείνες εκεί: τις βιντεοκασέτες!» «Ααα, εκείνες, Κύριε;» Ο Ροζάριο μουρμουρίζει:

«Εκείνες είναι ντοκιμαντέρ». «Α ... άρα το Καυτή και ιδρωμένη είναι ένα ντοκι­

μαντέρ». Ο Ροζάριο, που τα 'χει βρει σκούρα: «Μάλιστα,

Κύριε: για τη γρίπη. Άμα κάποιος έχει γρίπη, γίνεται καυτός και ιδρωμένος .. . »

«Και το Στο κρεβάτι με το γαϊδούρι;» «Μάλιστα, Κύριε: δυνατός βήχας, πώς λέμε ... γα'ί­

δουρόβηχας!» «Κατάλαβα ... Για να δούμε: Ορεξάτο λαρύγγι,

Wαt-εμα 69 ... » Τα σκούρα για τον Ροζάριο γίνονται μαύρα:

«Ό ... 'Οχι ... α ... αυτές αφορούν τις εξελίξεις της ωτο­ρινολαρυγγολογίας από το 1969 και μετά ... » -

«Κι αυτό το Τρελές γλώσσες;» «Αυτό είναι ένα ντοκιμαντέρ για τις διαλέκτους

όλου του κόσμου, Κύριε. Διότι στη θήκη του, όπως βλέπεις, υπάρχουν νέγροι, Κινέζοι ... Λίγο πολύ όλες οι φυλές».

«Ροζάριο, μα είσαι σίγουρος;» Τα μαύρα γίνονται άραχλα: «Κύριε, δεν είμαι σί­

γουρος ... δεν ξέρω. Δεν τις έχω δει ποτέ μου ... » «Ροζάριο, μην ψεύδεσαι, αλλιώς θα σε κεραυνο­

βολήσω, μα τον Θεό!» Οι τοίχοι του σπιτιού τρέμουν, πέντε πλακάκια του δαπέδου εκτοξεύονται. Η τσα- -ντίλα του Κυρίου φτάνει την έκτη βαθμίδα της κλίμα-

20

Page 18: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

κας Ρίχτερ. Ο Ροζάριο γίνεται αλοιφή στο πάτωμα. «Κύριε, φτάνει, σε παρακαλώ! Σκέψου τον πόνο μου: αν με κεντήσεις, δεν θα ματώσω; ... Κι αν με χτυπή­σεις, δεν θα κλάψω; ... Και μήπως δεν κλαίω όταν η Νάπολη πέφτει στη Β' Εθνική; Κι όταν τελειώνουν οι μπαταρίες του κινητού, δεν υποφέρω όπως όλοι; Κύ­ριε, σε παρακαλώ, άκουσε: άκουσε τον πόνο μου!»

Και ο Προαιώνιος φαίνεται να τον ακούει: «Σω­στά, Ροζάριο, έχεις δίκιο! Δεν αξίζει τον κόπο να χά­νω χρόνο μαζί σου. Έχω καταλάβει πως δεν είσαι αυτό που νόμιζα. Δεν σου αξίζει να σωθείς, είσαι χει­ρότερος από τους άλλους. Και θα πεθάνεις μαζί τους!»

Σ' αυτά τα λόγια ο Ροζάριο χλομιάζει τρομοκρα­τημένος: «Κύριε, σε παρακαλώ, περίμενε! Μη φεύγεις έτσι! Να το συζητήσουμε μια στιγμή! Ποιος είπε πως ούτε εγώ σου κάνω; Ξέρεις, είμαι καλός χριστιανός ... »

«Και από πού το συμπεραίνεις αυτό;» Έπειτα από σύντομη σκέψη ο Ροζάριο την αμο­

λάει: «Δεν διάβασα ποτέ ούτε τη Βίβλο ούτε το Ευ­αγγέλιο ... όπως όλοι οι καλοί χριστιανοί!»

«Αυτό δεν φτάνει!» βροντοφωνάζει ο Θεός θρυ­ψαλιάζοντας όλο το σερβίτσιο των ποτηριών.

Ο Ροζάριο στύβει το μυαλό του: «Περίμενε, πε­ρίμενε, το βρήκα ... Δεν είμαι ρατσιστής! Μάλιστα, ε­γώ τους αγαπώ τους έγχρωμους: είμαι εντελώς νεκρό­φιλος. Μικρός, όταν μου έλεγε η μαμά μου: "Άμα δεν κοιμηθείς, θα 'ρθει ο αράπης", εγώ έμενα επίτηδες ξύπνιος. Και όπως βλέπεις, κατέφθασαν στη χώρα μου σχεδόν δυόμισι εκατομμύρια από δαύτους! Κι ε-

21

Page 19: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

γώ τους αγαπώ όλους: στο φανάρι, όταν ο μαυρο­τσούκαλος έρχεται να μου πλύνει τα τζάμια του αυ­τοκινήτου, και τα τζάμια είναι βρόμικα γιατί μου τα έπλυναν στο προηγούμενο φανάρι, εγώ δεν λέω τί­ποτα. Καταφθάνει μ' αυτό το νερό που είναι ένα σί­χαμα και, βζουμ βζουμ βζουμ, μου γεμίζει όλα τα τζά­μια οριζόντιες και κάθετες γραμμές, κι εγώ δεν λέω τίποτα. Και την επόμενη φορά σταματάω τέσσερα μέ­τρα πριν από το φανάρι, για ν' αφήσω τον κακομοί­ρη τον μαυροτσούκαλο να ξεκουραστεί λιγάκι, όμως αυτός έρχεται καταπάνω μου και κοιταζόμαστε στα μάτια: εγώ πάω τέσσερα μέτρα πιο μπροστά, όμως αυτός με προλαβαίνει και μου πλένει τα τζάμια. Μή­πως εγώ τσαντίζομαι, Κύριε; Αμ' δε που τσαντίζο­μαι».

Σιγά σιγά, καθώς ο Ροζάριο μιλάει, το δέρμα του γίνεται όλο και πιο μαύρο, με επιθυμία του Θεού, που διασκεδάζει πολύ παρακολουθώντας τη μεταμόρφω­ση. Ο Ροζάριο δεν το έχει πάρει είδηση και συνεχί­ζει να μιλάει: «Αγαπώ ακόμη και τον Αλβανό πρό­σφυγα, εκείνον που περνάει με την ταμπελίτσα ''Εί­μαι πρόσφυγας και έχο έξι αδέρφια", και το έχω με όμικρον, για να δείξει πως είναι πραγματικός πρό­σφυγας κι έτσι να εκμεταλλευτεί την προνομιακή του θέση ως πρόσφυγας. Και όταν μου λέει: "Ήρθα με το φουσκωτό ... " τσαντίζομαι εγώ, Κύριε; Αμ' δε που τσαντίζομαι, παρόλο που φουσκωτό έχω κι εγώ, αλ­λά αυτός δεν είναι λόγος για να πηγαίνω και να σπά­ω τ' αρχίδια του κοσμάκη!»

Ο Ροζάριο πλέον εκπέμπει μελανίνη απ' όλους

22

Page 20: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

τους πόρους του. Είναι μαύρος σαν το άλογο του Ζο­ρό. «Κι όταν με πλησιάζει ο Κούρδος πρόσφυγας μο­στράροντας τη φωτογραφία των παιδιών του και μου λέει: "Δεν έχω λεφτά για να τα θρέψω", εγώ μένω ή­ρεμος, βγάζω τη φωτογραφία της πρώην συζύγου μου και απαντώ: "Ούτε εγώ έχω λεφτά για τη διατροφή αυτηνής!" Και τότε αυτός βγάζει όλο το άλμπουμ με τις φωτογραφίες και μου λέει: "Εμείς οι μουσουλμά­νοι έχουμε έξι ή εφτά πρώην συζύγους", τσαντίζομαι, Κύριε; Αμ' δε που τσαντίζομαι».

Ο Ροζάριο έχει γίνει πια μαύρος σαν το αυτοκί­νητο του Μπάτμαν. Και ιδού, ως εκ θαύματος αρχί­ζει στο διαμέρισμά του μια συνέλευση της Κου Κλουξ Κλαν. «Κι αυτό αρκεί για ν' αποδείξεις πως είσαι κα­λός χριστιανός;» επεμβαίνει ο Θεός ακριβώς τη στιγ­μή που τέσσερις κουκουλοφόροι έχουν στριμώξει τον , Ροζάριο και πάνε να του βάλουν φωτιά.

«Όχι μόνο αυτό!» ουρλιάζει ο Ροζάριο πανικό­βλητος, ενώ προσπαθεί να σβήσει τη φλεγόμενη πι­τζάμα του. «Κύριε, είμαι και ειρηνιστής. Το σύνθημά μου είναι "Οι βίαιοι δηλητηριάζουν κι εσένα: απάνω τους!" Πριν από λίγες μέρες, μάλιστα, έλαβα μέρος σε μια διαδήλωση για την ειρήνη: ήταν υπέροχη! Κά­ναμε δυο ημέρες νηστεία, έπειτα ντυθήκαμε όλοι στα λευκά και κρατώντας πυρσούς κάναμε μια πορεία 25 χιλιομέτρων. Ξαφνικά κάτι νεοναζί σκίνχεντ που μας ακολουθούσαν από το δωδέκατο κιόλας χιλιόμετρο άρχισαν να μας φτύνουν. Ο ειρηνιστής που ήταν μπροστά από μένα έσκυψε και η ροχάλα με πέτυχε στο μάτι. Κοίταξα τον νεοναζί και του είπα: "Πρέπέι

23

Page 21: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

να σου σπάσω τα δόντια με τον κασμά και να σου α­νοίξω την κούτρα σου, για να σου δώσω να καταλά­βεις πως είμαι κατά της βίας;" Αυτός ξανάφτυσε, ο ειρηνιστής ξανάσκυψε, και η ροχάλα με πέτυχε και στο άλλο μάτι».

Όσο ο Ροζάριο μιλάει, με επιθυμία του θεού γί­νεται όλο και πιο μικρός, αλλά δεν το αντιλαμβάνε-· ται: «"Δέξου το στωικά", μου είπε ο ειρηνιστής που ήταν δίπλα μου. "Δεν έχω κασμά", απάντησα εγώ, "αλλά έχω πυρσό!" Και καθώς, αν κάποιος με χτυπή­σει στο ένα μάγουλο, εγώ φροντίζω να τον ματοκυ­λίσω, του επιτέθηκα με τον πυρσό και προσπάθησα να του βάλω φωτιά. Αυτός την κοπάνησε, αλλά τον κυνήγησα ... »

«Ροζάριο, μα τι κάθεσαι και λες;» τον διακόπτει ο Πανάγαθος, κάπως σκανδαλισμένος.

«Συγγνώμη, Κύριε, συγχώρεσέ με, παρασύρθηκα από τον ενθουσιασμό ... » Ο Ροζάριο έχει πια δυόμισι πόντους ύψος και βρίσκεται μούρη με μούρη με την κατσαρίδα πατινέρ. Κοιτάζει τη μικρή Τερέζα και παραλίγο να πέσει ο ίδιος τέζα. Τον καταλαμβάνει τρόμος, τα μαλλιά του σηκώνονται κάγκελο. Η έκπλη­ξη είναι μεγάλη και για την κατσαρίδα. Ξανακούγε­ται η φωνή του θεού: «Απορρίπτεσαι και ως φιλει­ρηνιστής, Ροζάριο! Και τώρα πρέπει οπωσδήποτε να �

πηγαίνω ... » Με τα μαλλιά ακόμη όρθια από τον φόβο, αλλά

ξανά στο 1,74 ύψος, ο Ροζάριο παίζει τα τελευταία του χαρτιά: «Κύριε, σε παρακαλώ, μια στιγμή! Ακό­μη δεν σου έχω μιλήσει για την οικολογική μου στρά-

24

Page 22: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

τευση! Στην οικολογία είμαι άπιαστος: έχω μαύρη ζώνη στην οικολογία! Είμαι πράσινος! Είμαι Οlκολό­παιδο». Πράγματι, μετά την εμπειρία με την κατσα­ρίδα, το χρώμα του Ροζάριο είναι πράσινο εμετί: «Έ­χω κάνει και εφευρέσεις που είχαν στόχο τη διάσω­ση του πλανήτη μας: σχεδίασα έναν πύραυλο πυρη­νικής κεφαλής με αμόλυβδη, για να αποφεύγεται η μόλυνση. Εφηύρα και ένα κυνηγετικό ντουφέκι με την κάννη γυρισμένη 360 μοίρες, έτσι ώστε, όταν ο κυνηγός πυροβολεί, να αυτοκτονεί κατευθείαν. Είμαι πρώτης τάξεως οικολόγος, Κύριε: είμαι new age».

«Ψεύτη! Είσαι σαν όλους τους άλλους ανθρώ­πους: ένας ηλίθιος που καταστρέφει τον πλανήτη του! Το ξέρεις ότι είστε οι πιο μεγάλοι παραγωγοί σκου­πιδιών του σύμπαντός μας;»

«Κύριε, δεν φταίω εγώ ... οι πολιτικοί αναπαράγο­νται από μόνοι τους, εγώ δεν έχω καμία σχέση!»

«Κρετίνε! Μιλάω για τα απορρίμματα!» «Μα εγώ δεν αφήνω ούτε απορρίμματα ούτε υπο­

λείμματα ... μέχρι και παπάρες κάνω στη σάλτσα, για να μην αφήνω τίποτα όταν τρώω! Και με το μπαρδόν, αλλά δεν είσαι καλά πληροφορημένος: το σκουπιδα­ριό εμείς οι δυτικοί το στέλνουμε όλο στον Τρίτο κό­σμο ... »

«Ντροπή σας! Έχετε δηλητηριάσει φυτά και ζώα. Το κρέας των μοσχαριών είναι τίγκα στις ορμόνες!»

«Το ίδιο και ο ξάδερφός μου η Μπέτυ, αλλά δεν παραπονιέμαι».

«Έχετε μολύνει όλη τη θάλασσα!» «Και βέβαια είναι μολυσμένη η θάλασσα, Κύριε!

2S

Page 23: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

Όσο ο κόσμος συνεχίζει να φτύνει στη μάσκα του πριν πάει να βουτήξει, και να μην κάνει ντους πριν μπει στο νερό, η θάλασσα γεμίζει πιτυρίδα!»

«Βλάκα! Η θάλασσα είναι δηλητηριασμένη από τις δεκάδες τόνους πετρελαίου που πετάτε μέσα κά­θε χρόνο. Σου φαίνεται σωστό;»

«Μα φυσικά και δεν είναι σωστό, Κύριε! Εγώ τους μισώ όσους το κάνουν αυτό! Έχω ένα Βόλβο δε­καέξι ετών που καίει σαν Ντακότα της Αεροπορίας. Ξέρεις πόσες φορές θα το φουλάριζα με όλο αυτό το πετρέλαιο;»

«Ηλίθιε! Τα ποτάμια είναι γεμάτα αφρό!» «Να βάλουμε μπουγάδα, Κύριε. Ας το εκμεταλ­

λευτού με!». «Σκάσε, κρετίνε! Εσείς φταίτε για το φαινόμενο

του θερμοκηπίου ... » «Πάντα το 'λεγα, Κύριε: ο κόσμος θα πρέπει να

πάψει ν' αναπνέει, αυτοί οι κρετίνοι που κυκλοφο­ρούν πεζοί στους δρόμους δημιουργούν μια ανυπό­φορη φωτοσύνθεση. Πες τους να το κόψουν! Δεν τους το σύστησε δα και ο γιατρός ν' αναπνέουν!»

«Μα δεν καταλαβαίνεις ότι λόγω του φαινομένου του θερμοκηπίου η θερμοκρασία στον πλανήτη έχει αυξηθεί έναν βαθμό συγκριτικά με πριν από εξήντα χρόνια;»

«Το καταλαβαίνω, Κύριε, αν όμως οργανωθούμε λίγο, θα 'μαστε εντάξει ... Εγώ θα βγάλω τις κάλτσες μου!»

«Και για το Ελ Νίνιο δεν ανησυχείς;»

26

Page 24: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

«Μα φυσικά, Κύριε, για τον Νίνιο, για τη Νίνια, για την Πίντα και για τη Σάντα Μαρία, αλλά ... »

«Το ξέρεις πως το επίπεδο της θάλασσας αυξά­νει τρία εκατοστά κάθε χρόνο;»

«Ησύχασε, Κύριε! Θα βάλω την πετσέτα λίγο πιο ψηλά και λύνεται το πρόβλημα».

«Υπάρχουν πυρκαγιές παντού. Κάθε χρόνο καί­γεται η Ελβετία!»

«Ας ευχαριστήσουμε την Παναγιά, Κύριε, που καίγεται η Ελβετία».

«Μα όχι, βρε κρετίνε, τι κατάλαβες; Εννοώ μια ε­πιφάνεια ίση με της Ελβετίας! Δεν καταλαβαίνεις α­πολύτως τίποτα και δεν σου αξίζει να σωθείς! Θα πνι­γείς μαζί με όλους τους άλλους. Τέτοια τιμωρία σάς αξίζει που μου τρυπήσατε το όζον με τα ηλίθια τα α­ποσμητικά σας! Αντίο, Ροζάριο, θα ξανασυναντηθού­με στον ουρανό!»

Ο Ροζάριο κλαίει, ξεσπάει σε αναφιλητά: «Κύριε, περίμενε! Έλεος, εμείς δεν θέλαμε να τρυπήσουμε το όζον, αλήθεια! Πάντως τα αποσμητικά δεν είναι ηλίθια όπως λες εσύ ... Μιλάς έτσι γιατί δεν βρέθηκες ποτέ σε λεωφορείο τον Αύγουστο. Υπάρχει κόσμος που έχει σταλακτίτες κρεμασμένους από τις μασχά­λες του! Εγώ, σου τ' ορκίζομαι, δεν χρησιμοποιώ α­ποσμητικό' χρησιμοποιώ το Αρμπρ Μαζίκ, εντάξει; Εντάξει, Κύριε; Κύριε; ... Μ' ακούς; Κύριε;»

Αλλά ο Κύριος δεν απαντάει. Ο Ροζάριο επιμέ­νει: «Κύριε, πού είσαι;» Παντού σιωπή. Ο Ροζάριο κοιτάζει σε όλα τα δωμάτια, όμως από τον Πανάγα­θο δεν υπάρχει ίχνος. Τότε ανοίγει διάπλατα τα Πά-

27

Page 25: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

ράθυρα και κοιτάζει ψηλά, με την ελπίδα μήπως κα­ταφέρει κάτι να δει, να συλλάβει ένα ίχνος απ' ό,τι μόλις έγινε. Αλ.λά δεν βλέπει τίποτα: η ημέρα έχει σχεδόν τελειώσει, ο ήλιος δύει και ο ουρανός έχει το κόκκινο της φωτιάς. Ο Ροζάριο αναστενάζει σιγανά και παρατηρεί: «Ξημερώνει και βραδιάζει, και η ζωή μας δεν αλλάζει». Έπειτα κατεβάζει μια νταμιτζάνα Ταβόρ και πέφτει στο κρεβάτι.

Και ο Θεός βλέπει πως όλα αυτά είναι αποκαρ­διωτικά. Και είναι και πάλι νύχτα.

28

Page 26: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

Ημέρα δεύτερη

Ξημέρωσε και πάλι. Ο Ροζάριο έχει μόλις σηκωθεί από το κρεβάτι και κοιτάζεται στον καθρέφτη. Οι μαύροι κύκλοι γύρω από τα μάτια του είναι τόσο έ­ντονοι, ώστε δεν έχει σακούλες κάτω από τα μάτια του: τις έχει από πάνω. Το πρόσωπό του έχει ένα θλι­βερό πράσινο-ακτινιδί χρώμα. Το κεφάλι του τον πο­νάει, τα αφτιά του σφυρίζουν και στο στόμα του έχει μια γεύση από μύδια σαγανάκι που τους παράπεσε το πιπέρι. Ο Ροζάριο παραπονείται: «Παναιτσα μου, τι νύχτα και τούτη! Και τι ονείρατα ... Ο κατακλυσμός, η τρύπα του όζοντος, οι κατσαρίδες, και ο Πανάγα­θος να μιλάει, να μιλάει ... Σκέτος εφιάλτης!» Και να σου που βροντάει ξανά η γνωστή φωνή:

«Καιρός σου ήταν να ξυπνήσεις!» Ο Ροζάριο τινάζεται και δίνει μια κεφαλιά στον

καθρέφτη, που σπάει με πάταγο σε χίλια κομμάτια. Ο Ροζάριο σηκώνει το πρόσωπό του προς τον Κύριο και ουρλιάζει: «Ω Θε μου, ώστε είναι αλήθεια!»

Ο Πανάγαθος τον κοιτάζει στο πρόσωπο και ουρ­λιάζει κι αυτός με τη σειρά του: «Ω, εαυτέ μου! Μα τι σου συνέβη; Έχεις το μαύρο σου το χάλι!!»

'

29 .

Page 27: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

«Εσύ ειδικά με ρωτάς τι μου συνέβη; Πρώτα με τρομοκρατείς με την ιστορία του κατακλυσμού, έπει­τα εξαφανίζεσαι λέγοντας ότι δεν θα ξαναγυρίσεις πια, έπειτα γυρνάς και, κοίτα να δεις γκαντεμιά: σπα­σμένος καθρέφτης σημαίνει εφτά χρόνια γρουσου­ζιά! Κι αυτή δεν είναι παρά μόνο η δεύτερη ημέρα! /Ιντα ματαγυρεύγεις επαέ;»

Ο Πανάγαθος δεν καταλαβαίνει: «Πώς είπες;» Ο Ροζάριο δυσφορώντας: «Μα τι πάνσοφος είσαι,

που δεν ξέρεις ούτε ξένες γλώσσες; Ρώτησα τι κάνεις πάλι εδώ! Δεν ήθελες να ψάξεις για κάποιον πιο κα­τάλληλο από μένα να τον σώσεις;»

Ο Πανάγαθος συγκατανεύει απαρηγόρητος. «Και αυτό έκανα! /Εψαξα πρώτα στον "Χρυσό Οδηγό", στην κατηγορία Καλοί άνθρωποι, αλλά δεν βρήκα κανέναν. Τότε κοίταξα στη λέξη Κατασκευαστές κι­βωτών, αλλά δεν υπάρχει καν η κατηγορία ... βρήκα μόνο Κατασκευαστές κιβωτίων, αλλά τι να τους κά­νω; Από κιβώτια έχει γεμίσει ο κόσμος! Σκέφτηκα να κοιτάξω στη λέξη Υδραυλικοί, όμως είναι σκέτη α­ντίφαση, κι ύστερα όλοι το ξέρουν: τους υδραυλικούς δεν τους βρίσκεις ποτέ! Τότε άφησα τον "Χρυσό ο­δηγό" και υιοθέτησα την τεχνική του πόρτα-πόρτα, ό­μως δεν μου πέτυχε καθόλου. /Εναν τον ξύπνησα μέ­σα στα μαύρα μεσάνυχτα κι έπαθε έμφραγμα. /Ενας άλλος μου είπε: ''Είμαι άθεος. Θα μ' αφήσεις να κοι­μηθώ ή θα φωνάξω την αστυνομία;" Τότε σκέφτηκα να πάω σ' έναν παπά. Τον ξύπνησα, όμως αυτός μου είπε: "Δεν το πιστεύω, δεν πά' να κατέβει κι ο ίδιος ο Πανάγαθος!" Επιτέλους βρήκα έναν που κάθισε να

30

Page 28: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

με ακούσει και του μιλούσα για μία ώρα. Καθόταν πολύ προσεχτικός, αλλά δεν καταλάβαινε τι του γίνε­ται. Στο τέλος ανακάλυψα πως ήταν Κινέζος και μά­λιστα ταο'ίστής! Απευθύνθηκα και σ' ένα παιδάκι: εμ­φανίστηκα μπροστά του από το πουθενά και, για να το καθησυχάσω, του εξήγησα πως δεν πειράζω κανέ­ναν, δεν πυροβολώ, δεν σκοτώνω τέρατα, και ξέρεις τι μου απάντησε; Πως είμαι μια παλιά και ξεπερα­σμένη δισκέτα και με έσβησε μ' ένα μαραφέτι που λέ­γεται Joyshick!»

Ο Ροζάριο επεμβαίνει διορθώνοντάς τον: «Λέγε­ται Joystick, Κύριε ! »

Ο Πανάγαθος μοιάζει μπερδεμένος και πικραμέ­νος: «Μα εγώ δεν δημιούργησα τίποτα τέτοιο! Τι σόι πράγμα ε ίναι;»

«Τι θα πει τι σόι πράγμα είναι, Κύριε ! Είναι δυ­νατόν να μην ξέρεις το PlayStation;»

Ο Πανάγαθος κουνάει το κεφάλι του απαρηγόρη­τος: «Συνειδητοποίησα πως δεν ξέρω ένα σωρό πράγ­ματα, Ροζάριο. Αυτός ο κόσμος έχει ξεφύγει από τον έλεγχό μου, δεν τον καταλαβαίνω πια! Κάποιος θα 'πρεπε να μου εξηγήσει, να με διδάξει . . . Ένας καθη­γητής, εν ολίγοις!»

«Άσ' το καλύτερα !» τον διακόπτει ο Ροζάριο. «Δεν τους ξέρεις εσύ τους καθηγητές».

«Κακές εμπειρίες;» ρωτάει ο Πανάγαθος. «Αξέχαστες», απαντάει ο Ροζάριο. «Πώς θα μπο­

ρούσα, ω Κύριε, να ξεχάσω τη φιλόλογό μου; Ήταν αστοιχείωτη σαν κούτσουρο: λεγόταν Μαρίνα Παρω­λαυτά. Είχε ορθογραφικό λάθος ακόμα και στο όνό-

31

Page 29: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

μά της! Δίδασκε Νέα, Αρχαία και Λατινικά, γιατί ή­ταν πτυχιούχος της γεωπονικής με ε ιδίκευση στην οι­νολογία. Το μόνο που ήξερε από λατινικά ήταν ''!η νίηο veritas"! Μας έδινε πάντα το ίδιο θέμα έκθεσης: Οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου. Ήταν πάντα με­θυσμένη, και όταν δεν ήταν μεθυσμένη, ήταν θυμω­μένη: τη φωνάζαμε Υ στερίξ, η κότα. θυμάμαι και την καθηγήτρια των αγγλικών: Τερέζα Τσερέτα από την Κατάνια. Ύστερα από οκτώ χρόνια αγγλικών ξέρα­με μόνο πού ήταν το στυλό, και ήταν πάντα "οη the table", και ότι το σκυλί της θείας μου λεγόταν Μπο­μπ. Άσε, δε, που αυτή η πληροφορία ήταν ψεύτικη: η θεία μου ποτέ δεν είχε σκύλο! Είχε τέτοια αγγλική προφορά που, και να 'χαμε μάθει στην εντέλεια ό,τι μας δίδασκε, δεν θα μπορούσαμε να μιλήσουμε ούτε με το καστ της ταινίας Ο Νονός. θυμάμαι όταν μας έλεγε: "Πάρτε το βιβλίο και ανοίξτε το στη σελίδα σισιουάν" ... Έμοιαζαν πιο πολύ κινέζικα παρά εγ­γλέζικα! Για να μάθουμε πέντε κουβέντες, στα δεκά­ξι μας υποχρεωθήκαμε να πάμε και να μαστουρώ­σουμε στο Λονδίνο. Στην εποχή μας τα αγγλικά δεν ήταν η γλώσσα των κομπιούτερ, ήταν η γλώσσα των Μπιτλς. Αλλά χάρη στην Τσερέτα δεν καταλαβαίνα­με ούτε τα τραγούδια των Γουές και Ντόρι Γκέτσι, που μιλούσαν πάνω κάτω στη γλώσσα μας. Ήταν ω­στόσο πανέμορφη κοπέλα: περνούσαμε όλη μας την ώρα κοιτώντας κάτω από την έδρα, προσπαθώντας να δούμε την κιλότα της, και κάθε φορά που έλεγε: "Προσοχή πού βάζετε τη γλώσσα σας", στην τάξη γέ­λαγε και το παρδαλό κατσίκι. Πάντως, κάτι η κιλότα

32

Page 30: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

και κάτι η προφορά της Τσερέτα, ακόμη και σήμερα δεν καταφέρνω να καταλάβω ούτε ότι το σωσίβιο βρί­σκεται κάτω από το κάθισμα.

»Έπειτα είχαμε τον Έκτορα Λορούσο, τον μαθη­ματικό. Σήκωνε πάντα στον πίνακα την Ντανιέλα Μολάτσα και της ζητούσε να γράψει όσο πιο ψηλά μπορούσε. Όσο περισσότερο η Ντανιέλα τεντωνόταν για να γράψει πιο ψηλά, τόσο περισσότερο η μίνι φούστα της ανέβαινε και τόσο αυτός γλιστρούσε προς τα κάτω στην καρέκλα του και γέμιζε σάλια και ιδρώτα: ήταν ένα είδος καθηγητή λυκάνθρωπου. Πα­ρά τα ξόρκια και τα μαντζούνια, μόλις έβλεπε την Ντανιέλα και τη φούστα της μεταμορφωνόταν: μά­κραινε η γλώσσα του, τα μαλλιά του καρφώνονταν σαν πρόκες στο κρανίο του και έπεφτε σε έχσταση: σαν δαιμονισμένος. Η Ντανιέλα όμως ε ίχε ε ίκοσι στα μαθηματικά, κι ας μην ήξερε ούτε πώς γράφεται τό

33

Page 31: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

είκοσι. Μπορεί να ήξερες να υπολογίσεις ένα ολο­κλήρωμα απέξω κι ανακατωτά, μα χωρίς το μίνι δεν έπιανες ούτε τη βάση. Εγώ όχι μόνο δεν φόραγα μί­νι, αλλά ούτε που ήξερα να υπολογίσω το ολοκλήρω­μα! Από δω το 'χα από κει το 'χα, εξαιτίας του μίνι της Ντανιέλας, σήμερα δεν ξέρω ούτε την προπαί­δεια! Αν η Μαίρη Κουάντ δεν είχε εφεύρει το μίνι την περίοδο που πήγαινα σχολείο, ίσως σήμερα να ή­μουν μηχανικός, με πτυχίο από τη Φιλαδέλφεια, έχο­ντας υποστηρίξει τη διπλωματική μου εργασία στ' αγ­γλικά. Δε βαριέσαι! Έπειτα υπήρχε και ο καθηγητής της γυμναστικής: Ο Νικόλα Κολαπίκο. Τα αγαπημέ­να του σπορ ήταν: ίππος, σουιπστέικ, τζόκερ και λότ­το. Ήταν απόφοιτος του ΙΣΕΦ*, Ινστιτούτο Στοιχημά­των για Επίτιμους Φαυλόβιους. Ερχόταν μια φορά στις εφτά. Κάποτε μας έστειλαν τον αναπληρωτή του, γιατί ο ίδιος είχε ζητήσει άδεια μητρότητας. Δεν ερ­χόταν στο σχολείο ντυμένος σαν καθηγητής της γυ­μναστικής, αλλά σαν υπάλληλος του υποθηκοφυλα­κείου: γκρι κουστούμι, μοκασίνια, λευκά καλτσάκια και δάχτυλα κίτρινα από την απαραίτητη νικοτίνη. Καθόταν σε μια καρέκλα κι έλεγε: "Παιδιά, σήμερα δεν θα σας πω τίποτα: θέλω να δω τι μάθατε τις προ­ηγούμενες μέρες!", φόραγε τα μαύρα του γυαλιά και το 'ριχνε στον ύπνο. Όταν είχε καλό καιρό, παίζαμε μπάλα στην αυλή, όταν είχε κακό καιρό, παίζαμε μπάλα στον διάδρομο. Η μόνη απαίτηση για την ώρα

* Σ.τ.Μ.: ISEF: είναι τα αρχικά της Ιταλικής Γυμναστικής Α­καδημίας.

34

Page 32: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

της γυμναστικής ήταν να ιδρώνουμε, κι εμείς τα κα­ταφέρναμε περίφημα: πλακωνόμασταν στο ξύλο από την αρχή της ώρας μέχρι το τέλος, ή τρέχαμε πίσω α­πό τα κορίτσια στις γυναικείες τουαλέτες. Δεν θυμά­μαι ποιον είχαμε καθηγητή στα θρησκευτικά, αλλά στο σχολείο μου, και ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης να ή­ταν, κανείς δεν θα είχε φέρει αντίρρηση. Η διαφορά ανάμεσα σε παιδαγωγό και παιδόφιλο δεν υπήρχε, αυτά τα δυο ταυτίζονταν. Για να διδάξει κανείς στο σχολείο μας, έπρεπε να περάσει εξετάσεις βιασμού και άσκησης βίας. Το συμβούλιο των καθηγητών μας θα μπορούσε κάλλιστα να συνεδριάζει στην Τραν­συλβανία και να έχει επίτιμο προσκεκλημένο τον Γκοτζίλα! Όποιος ήξερε να γράφει ή να διαβάζει δεν έκανε για καθηγητής και αποκλειόταν. Όπως λέει και η παροιμία "Ξύλο απελέκητο για δασκαλίκι πή­γε", και στο σχολείο μας αυτό το ακολουθούσαν κα­τά γράμμα! Θυμάμαι μια φορά, έγινε ένα συνέδριο ενάντια στην εργασία των ανηλίκων. Όλοι οι καθη­γητές μας ήταν, βέβαια, κατά της εργασίας των ανη­λίκων: προτιμούσαν τη δουλεία και ευχαρίστως θα μας πουλούσαν στους Τουαρέγκ. Θα μας έβαζαν να ράβουμε μπάλες, αλλά όχι όπως γίνεται τώρα στον Τρίτο κόσμο: θα μας έβαζαν να τις ράψουμε από το εσωτερικό, έτσι ώστε να μείνουμε κλεισμένοι μέσα! Στον πολιτισμένο κόσμο η διδασκαλία είναι μια πρά­ξη αγάπης: για τους δικούς μου καθηγητές ήταν η τε­λευταία τους ελπίδα».

«Χμ», σχολιάζει ο Θεός, «αν πρέπει να βρω έναν

35

Page 33: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

τέτοιο καθηγητή, καλύτερα να κρατήσω εσένα γι' αυ­τή τη δουλειά!»

«Κύριε, ε ίμαι πραγματικά ενθουσιασμένος για την εκτίμηση που δείχνεις στο άτομό μου και μπρο­στά στην επιμονή σου οφείλω να υποχωρήσω ανα­γκαστικά.. . Θα αναλάβω εγώ να σου εξηγήσω πώς πάνε τα πράγματα πάνω στη γη, σύμφωνοι; Και ίσως σε πείσω να μην κάνεις αυτόν τον κατακλυσμό, τι λες;» Ο Πανάγαθος κουνάει το κεφάλι του, όμως ο Ροζάριο επιμένει. «Χμ, βέβαια, εφτά ημέρες είναι λί­γες, αλλά . . . »

«Έξι ημέρες, Ροζάριο! Αυτή τη στιγμή μάς μέ­νουν μόνο έξι ημέρες !»

«Αμάν, Θεούλη μου! Κατακλυσμός ε ίναι αυτός ή γραμμάτιο; Λοιπόν εμπρός, ας μη χάνουμε χρόνο. Τι θέλεις να σου εξηγήσω που δεν κατάλαβες;»

Ο Θεός ξύνει το κεφάλι του κι έπειτα: «Κατ' αρ­χάς, γιατί όταν ξυπνούσα τον κόσμο τη νύχτα, μου έ­λεγαν κάτι πολύ παράξενα πράγματα;»

Ο Ροζάριο όλο περιέργεια: «Σαν τι δηλαδή, Κύ-. ριε;»

«Ένας μου είπε: "Συγχαρητήρια για την εκπομπή σας !" Ένας άλλος επέμενε: "Μπορείτε να με βοηθή­σετε λίγο;" Ένας τρίτος με ρώτησε : "Μήπως είσαι ο Πάολο Μπονόλις, ο τηλεπαρουσιαστής;" Κι εγώ του είπα: "Όχι, εγώ είμαι αυτός που βρίσκεται στον ου­ρανό, στη γη, απανταχού". Κι αυτός: "Άρα είσαι ο Μπονόλις! "»

«Πρέπει να τους συγχωρέσεις», απαντά ο Ροζά-

36

Page 34: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

ριο. «Δεν είναι συνηθισμένοι να μιλούν με τον Πα­νάγαθο, νόμιζαν πως βρίσκονται στην τηλεόραση !»

«Και τι είναι αυτό;» ρωτάει ο Θεός. «Τι είναι ποιο;» λέει ο Ροζάριο. «Η τηλεόραση, Ροζάριο, αυτό το πράγμα που εί­

πες: η τηλεόραση. Τι είναι;» «Η τηλεόραση, Κύριε: πώς είναι εκείνο το φωτει­

νό τρίγωνο που έχεις εσύ στο κεφάλι σου; Ε, εμείς έ­χουμε ένα φωτεινό τετράγωνο στο σαλόνι μας. Κα­τάλαβες;»

«Όχι! Όμως κάτι έτυχε ν' ακούσω . . . Α ναι: μου έχουν πει πως είναι πολύ βίαιη, είναι αλήθεια;»

«Όχι, Κύριε, το πρόβλημα δεν είναι εκεί. Ένα σί­χαμα είναι η τηλεόραση, αυτό είναι το πρόβλημα! Ει­δικά κάποιες ώρες. Είναι βράδυ, κάθεσαι να φας έ­να πιάτο μακαρόνια, ανοίγεις την τηλεόραση και το πρώτο πράγμα που εμφανίζεται στην οθόνη ποιο εί­ναι; Μια όμορφη κοπέλα καβάλα σ' ένα στρώμα, με τη φίλη της να την κατσαδιάζει: "Μα πώς, ακόμη χρη­σιμοποιείς σερβιέτες αυτών των διαστάσεων; Κοίτα, σήμερα τις φτιάχνουν μικρούτσικες και με φτερά! " Ε­πομένως, Κύριε, αν δεις κάποιον να πετάει, δεν εί­ναι άγγελος: είναι γυναίκα που έχει περίοδο! Και αυ­τό σου το εξηγούν ακριβώς πάνω στην ώρα του βρα­δινού, ενώ εσύ τρως τη μακαρονάδα σου. Έπειτα ε­ξαφανίζονται οι κοπέλες και στην οθόνη εμφανίζε­ται μια κυρία μ' ένα μωρό στην αγκαλιά, να λέει σε μια φίλη της: "Κοίτα εδώ τον κώλο του μωρού μου: μοιάζει με ουρακοτάνγκου ! Έχω δοκιμάσει τα πά­ντα: σφυρί, σμίλη, καλέμι . . . δεν γίνεται τίποτα! Κι εί-

37

Page 35: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

ναι και θεοβρόμικο! " Και η φίλη της: "Πρέπει να δο­κιμάσεις τις πάνες Όμορφο Μωρό: το παιδάκι μπο­ρεί να πνίγεται εκεί μέσα, όμως απέξω δεν βγαίνει τίποτα!" Εσύ κοιτάς η μακαρονάδα σου, που με τη σειρά της κοιτάζει εσένα, και οι δυο μαζί κοιτάτε τον κώλο του μωρού. Η πείνα αρχίζει να σου φεύγει. Παίρνεις ένα ποτήρι γκαζόζα, για να καταπιείς το μακαρόνι που σου 'χει κάτσει στον λαιμό, και στο με­ταξύ στην οθόνη εμφανίζεται ένα άλλο παιδάκι που σε κοιτάζει και λέει: 'Ή μασέλα του παππού μου βγά­ζει φυσαλίδες !" Σ' αυτό το σημείο, η γκαζόζα σού βγαίνει και από τα αφτιά. Όμως το πράγμα δεν λέει να τελειώσει εδώ, γιατί το παιδάκι μοιάζει με αγγε­λούδι, αλλά στην πραγματικότητα είναι ένα καθαρ­ματίδιο, μια και δεν χρησιμοποιεί την οδοντόκρεμα με έξτρα-σούπερ-δυνατό φλουοράιτ! Κατά συνέπεια έχει μια ανάσα που δεν είναι απλώς βαριά: είναι έ­να ε ίδος φλόγας για οξυγονοκόλληση ! Οι μαργαρί­τες στο πέρασμά του δεν μαραίνονται: αποκτούν α­πευθείας περμανάντ. Η πείνα σού έχει πλέον περά­σει εντελώς, το στομάχι σου αρχίζει να κλείνει, όταν στην οθόνη εμφανίζεται ένα σμήνος νοικοκυρές, ι­δρωμένες σαν μεταλλωρύχοι, που βρίζουν σαν φορ­τηγατζήδες και καθαρίζουν μια κουζίνα που είναι σκέτος βόθρος. Και ιδού, καταφθάνει ένας σούπερ­ήρωας που μ' ένα πέρασμα αυξάνει την κουζίνα κα­τά εφτά τετραγωνικά μέτρα, τόση ήταν η γλίτσα που ε ίχε μαζευτεί πάνω στους τοίχους. Ο σούπερ-ήρωας πετάει μετά προς τον καμπινέ, όπου κρύβονται οι τρομεροί, φοβεροί, φρικτοί εχθροί της υγιεινής. Εσύ

38

Page 36: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

σκέφτεσαι: θα είναι σωστά τέρατα, κι όμως όχι! Εί­ναι κάτι μικρούτσικα, έως και συμπαθή ανθρωπάκια, μόνο που κατοικούν στον καμπινέ: με τα σπιτάκια τους, τις ομπρελίτσες τους, κάνουν ηλιοθεραπεία: μέ­σα στη λεκάνη ! Που έτσι και συννεφιάσει, Κύριέ μου, δεν θέλω ούτε να σκεφτώ τι πρόκειται να συμβεί. Και κάθονται και ψαρεύουν! Ψαρεύουν μέσα στη λεκά­νη, που εάν και εφόσον τσιμπήσει κάτι, αυτό το ψά­ρι ποιος θα το φάει; Τότε εσύ ξανακοιτάς τη μακα­ρονάδα σου και η μακαρονάδα ξανακοιτάζει εσένα. Το στομάχι σου έχει δεθεί κόμπος. Η πείνα σού έχει περάσει σχεδόν εντελώς, έλα όμως που θέλουν να σου δώσουν τη χαριστική βολή . Στην οθόνη εμφανί­ζεται κάποιος που δεν χρησιμοποιεί τη σωστή αλοι­φή κι έχει στη μούρη του κάτι μπιμπίκια μεγάλα σαν πίτσες ναπολιτέν, σαν σου με κρέμα, σαν ριγκατόνι με σάλτσα ντομάτας. Και καθώς δεν χρησιμοποιεί ού­τε το σωστό σαμπουάν, έχει τόση πιτυρίδα στο σακά­κι του . . . μα τόση πολλή, που τα Χριστούγεννα στήνει τη φάτνη στον ώμο του, με ολόκληρο σκι-λιφτ που α­νεβαίνει μέχρι το αφτί του . . . »

Ο Κύριος, αηδιασμένος, τον διακόπτει: «Μα κα­λά, αυτή η τηλεόραση δεν έχει έναν διακόπτη για να κλείνει;»

«Αμέ ... » απαντά ο Ροζάριο. «Αλλά δεν την κλεί­νουμε ποτέ . . . το πολύ πολύ να αλλάξουμε κανάλι! »

«Και με τα άλλα κανάλια σού ξανάρχεται η όρε­ξη;»

«Όχι, Κύριε, με τα άλλα κανάλια γίνεσαι τελείως ανορεξικός !»

39

Page 37: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

Ο Πανάγαθος ξεσπά: «Μα τότε είστε κρετίνοι! Ευτυχώς που πριν από δυο χιλιάδες χρόνια, όταν ήρ­θε ο γιος μου στη γη, αυτό το πράγμα δεν υπήρχε, αλλιώς κοίτα: αν τον έπιανα να βλέπει τηλεόραση;. Θα τον έκανα τουλούμι στο ξύλο!»

«Κοίτα», απαντά ο Ροζάριο, «αν ο γιος σου ξα­ναγεννιόταν σήμερα, όχι μόνο τηλεόραση θα έβλεπε κάθε μέρα, αλλά μ' έναν πατέρα τόσο διάσημο θα ή­ταν πάντα μέσα! Θα του έκαναν τον βίο αβίωτο . . . Το φαντάζομαι κιόλας. "Από το κατά Αιμίλιον Ευαγγέ­λιο: και τώρα ένα έκτακτο δελτίο για να αναγγείλου­με στον κόσμο ότι σ' έναν σταθμό του μετρό γεννή­θηκε ένα παιδί! Περισσότερες λεπτομέρειες μετά τις διαφημίσεις". Εν τω μεταξύ δέκα τηλεοπτικά συνερ­γεία καταγράφουν τη σκηνή κατά την οποία οι Τρεις Μάγοι, μαζί με τους χορηγούς, επισκέπτονται το μω­ρό. Είναι μια συγκινητική σκηνή, που μεταδίδεται α­πό τη Γιουροβίζιον: οι Τρεις Μάγοι χτυπούν και ο, Ιωσήφ ρωτάει: "Ποιος είναι;" "Οι Μάγοι", απαντούν αυτοί. "Με τα δώρα;" "Αν έχετε μαζέψει όλα τα κου­πόνια! " Και η χορωδία των αγγέλων τραγουδά να­νουρίσματα: "Don't cry for us, Jesus! " Και μετά τους Τρεις Μάγους καταφθάνει ο Μάικλ Τζάκσον, αλλά οι σεκιουριτάδες τον σταματούν: "Εσύ καλύτερα να μείνεις μακριά από το μωρό . . . " Και όλα τα πρόσωπα της φάτνης κάνουν καριέρα: Ο Ιωσήφ είναι μόνιμος προσκεκλημένος σε όλα τα τοκ-σόου. Η Παναγία εμ_· φανίζεται στο εξώφυλλο του περιοδικού "Το παιδί μου κι εγώ". Ο αρχάγγελος Γαβριήλ διαφημίζει πα­τατάκια. Το βόδι προσλαμβάνεται διευθυντής φιλο-

40

Page 38: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

δεξιάς εφημερίδας και ο γάιδαρος εκλέγεται δήμαρ­χος σ' ένα χωριό κοντά στο Μπέργκαμο. Στη συνέ­χεια ο Ιησούς μεγαλώνει και πάει στο σχολείο, και ο διπλανός του στο θρανίο τον ρωτάει:

»"Πώς σε λένε;" »"Ιησού. Εσένα;" »"Εμένα Πιερσίλβιο", απαντάει ο συμμαθητής

και συνεχίζει: "Τι δουλειά κάνει ο μπαμπάς σου;" »"Είναι Θεός. Ο δικός σου;" »"Το ίδιο", απαντάει ο Πιερσίλβιο. »"0 δικός μου ο μπαμπάς δημιούργησε τη Γη",

λέει ο Ιησούς. »''0 δικός μου τη Φίνινβεστ"* . »"0 δικός μου ο μπαμπάς είναι αδιάφθορο πνεύμα". »"Άσε καλύτερα", λέει ο Πιερσίλβιο, "ας μην α-

σχοληθούμε μ' αυτό το θέμα". »''0 μπαμπάς μου έχει μια αυλή με χιλιάδες αγί­

ους", επιμένει ο Ιησούς. »"Τον μπαμπά μου", απαντά ο Πιερσίλβιο, "τον

φλερτάρει πολύ ο Άγιος Βίκτωρ"* *. »''0 μπαμπάς μου υπήρχε από πάντα και θα υ­

πάρχει για πάντα", λέει ο Ιησούς. »"Γαμώτο", σκέφτεται από μέσα του ο Πιερσίλ­

βιο, "συνάντησα τον γιο του Αντρεότι!" Το σκέφτε-

* Σ.Τ.Μ.: Όμιλος εταιρειών του Σίλβιο Μπερλουσκόνι. ** Σ.Τ.Μ.: Ονομασία φυλακής του Μιλάνου, στην οποία κα­

τέληξαν πολλοί επιχειρηματίες και πολιτικοί αναμεμειγμένοι στην υπόθεση Καθαρά Χέρια.

41

Page 39: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

ται λίγο και προσθέτει αλαζονικά: ''Ο μπαμπάς μου είναι ιδιοκτήτης της Μίλαν".

»"Κι είχα μια σκασίλα!" απαντά ο Ιησούς. "Εγώ ε ίμαι οπαδός της Π.Α.Ε. Βηθλεέμ!"

»"Τότε ο Πιερσίλβιο ξεσπά: "Α γαμήσου, κομου­νιστή ! ! ! "

»Περνά ο καιρός, ο Ιησούς μεγαλώνει και συχνά­ζει στην ντισκοτέκ της οικογένειάς του: "The Para­dise". Κι εδώ αρχίζει τα θαύματα. Πηγαίνει στο μπαρ και παραγγέλνει: "Τρία Νεγκρόνι!" "Μα εσείς είστε δώδεκα!" ενίσταται ο μπάρμαν. Τότε ο Ιησούς εκ θαύματος μετατρέπει τα τρία Νεγκρόνι σε δώδεκα νεγράκια που αρχίζουν να χορεύουν μπρέικ ντανς και τα δώδεκα. Ύστερα ο Ιησούς παίρνει το ψωμί, το κομματιάζει και λέει: "Παιδιά, φέρτε μου τη Με­ρέντα, γιατί όταν καπνίζω τσιγαρλίκια, μου ανοίγει η όρεξη και από την πείνα με βλέπω φαντάρο!" Τότε και ο Ματθαίος λέει: "Κι εγώ έχω μια πείνα που δεν σε βλέπω", και εκ θαύματος ο Ιησούς τα καταφέρνει έτσι ώστε η πείνα να βλέπει. "Θαύμα!" λένε όλοι. "Ξανάδωσε το φως στην πείνα!" Και ο Ματθαίος πα­νηγυρίζει: "Θαύμα, τώρα έχω μια πείνα που σε βλέ­πω! " Φουντωμένος από ενθουσιασμό ο Πέτρος έχει μια ιδέα: "Παιδιά, πάμε όλοι να το γιορτάσουμε πε­τώντας πέτρες από τη γέφυρα! " /Ομως ο Ιησούς τον μπλοκάρει: "Πέτρο, εσύ είσαι ο Πέτρος, όμως αν σε πιάσω να πετάς μια πέτρα στον κόσμο που περνάει κάτω από τη γέφυρα, θα σε βάλω να περάσεις έξι χι­λιάδες χρόνια στο καθαρτήριο μόνος σου με συντρο­φιά τη Θάτσερ!" Και προσθέτει: "Παιδιά, αφήστε τις

42

Page 40: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

βλακείες . . . ακολουθήστε με κι εγώ θα σας κάνω αλι­είς ανθρώπων!" Και αμέσως η Μαγδαληνή, με τις γό­βες-στιλέτο, φωνάζει ενθουσιασμένη: "Ν' αγιάσει το στόμα σου". Ώσπου ο Ιησούς ενηλικιώνεται, αρχίζει το κήρυγμα και ιδού η καταστροφή. Ο Ιησούς αρχί­ζει να λέει: "Είναι πιο δύσκολο ένας πλούσιος να μπει στη βασιλεία των ουρανών, παρά μια γκαμήλα στη σχισμή μιας βελόνας! " Και να που αρχίζει η κάμ­ψη σε όλα τα χρηματιστήρια του κόσμου, μέχρι που στην Τζένεραλ Μότορς κατασκευάζουν μια βελόνα τριάντα έξι μέτρα ύψος με μια σχισμή δώδεκα τετρα­γωνικών μέτρων, και τα χρηματιστήρια ανακάμπτουν. Ο Ιησούς λέει: "Μακάριοι οι πτωχοί!" Κι όλοι: "Έ­χει χαβαλέ ο τύπος ! Άκου τι βλακείες τσαμπουνάει !"

»0 Ιησούς συνεχίζει: ' 'Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω". Του 'ρχεται μια τουβλιά κατευθείαν στα δόντια και όλοι μαζεύονται γύρω του και λένε : "Σμάιλ, είναι η κάντιτ κάμερα!" Μέχρι που μια μέρα τον προσλαμβάνουν στη Φίνινβεστ για να κάνει το περίφημο νούμερο με τον Λάζαρο. Σε απευθείας με­τάδοση ο Ιησούς διατάζει: "Λάζαρε, εγέρθητι και πε­ριπάτει !" Αλλά ο παραγωγός τον διακόπτει: "Στοπ! Σταματήστε ! Ακούστε να δείτε, εμείς έχουμε σπόν­σορα, επομένως εσείς θα πρέπει ευγενικά να πείτε: 'Λάζαρε, εγέρθητι και περιπάτει άνετα με τα Λά­μπερτζακ', και μην κοιτάτε την κάμερα δύο, κοιτάτε την τρία . .. "

»Όμως ο Ιησούς αρνείται. Τότε οι χορηγοί αφή­νουν την εκπομπή. Ο Σύλλογος Βιομηχάνων καταδι­κάζει τον Ιησού εις θάνατον. Ο Ιούδας κρεμιέται στο

43

Page 41: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

δέντρο. Ο Πέτρος, πριν ο αλέκτωρ λαλήσει τρεις φο­ρές, κλείνει συμβόλαιο με τη RAI για μια σειρά ντο­κιμαντέρ ιχθυολογικού ενδιαφέροντος: Τα χρυσόψα­ρα, οι λιβανωτοί οξύρρυγχοι και οι σμύρνες. Ο Ιησούς λόγω συμβολαίου δεν μπορεί ν' αναστηθεί σε τρεις ημέρες, αλλά στις δεκαεφτά Νοεμβρίου, στις 20.50, κατά τη διάρκεια του βραδινού δελτίου ειδήσεων ... Αυτά, Κύριε, θα συνέβαιναν εάν ο γιος σου γεννιό­ταν σήμερα!»

Ο Πανάγαθος συγκατανεύει, αρκετά εντυπωσια­σμένος: «Οφείλω να παραδεχτώ πως ε ίσαι πολύ πει­στικός, Ροζάριο ... Το ξέρεις ότι έμοιαζες με επαγγελ­ματία σπίκερ;»

Του Ροζάριο του φωτίζεται το πρόσωπο: «Α, Κύ­ριε, σε λίγο καιρό θα ε ίμαι ! Μέχρι τώρα έκανα μό­νο κάτι μικροπράγματα για το TMC . . . » «Το Tele­MonteCarlo;» ρωτάει ο Πανάγαθος, και ο Ροζάριο: «Όχι, Κύριε, το TeleMonteColopetinitsa, έναν τοπι­κό σταθμό, αλλά με μεγάλη ακροαματικότητα . . . Κά­νω την περιγραφή σε τουρνουά με ποδοσφαιράκια, σε διαγωνισμούς χορού, σακοδρομίες, τουρνουά τά­βλι, ροπαλομαχίες, καλλιστεία σκύλων . . . Ό,τι μου δώσουν να δω εγώ το διηγούμαι τόσο καλά, που κά­νω και τους τυφλούς να το παρακολουθούν με γουρ­λωμένα μάτια! Τώρα είμαι έτοιμος για το ποιοτικό άλμα: έκανα ένα δοκιμαστικό για αθλητικογράφος στη RAI και πήγε περίφημα! Σε λίγο θ' αλλάξω ζωή, Κύριε! Εξάλλου αυτό ήταν το πάθος μου από μικρό παιδί. Περίμενα ν' ακούσω τη μαμά και τον μπαμπά να κάνουν έρωτα και αμέσως άρχιζα .. . » Η φωνή του

44

Page 42: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

Ροζάριο παίρνει τη χαρακτηριστική χροιά των αθλη­τικών συντακτών: «Αγαπητοί τηλεθεατές, σας μιλάει ο Ροζάριο Σάνσα πίσω από τη στρατηγική θέση της κλειδαρότρυπας. Μπαίνουν στο γήπεδο οι ομάδες: με την πιτζάμα υπ' αριθμόν 1 βλέπουμε τον μπαμπά, που κατεβάζει τα σώβρακα, ντριμπλάρει και μετά χιμάει στη μαμά. Η μαμά εκτελεί προσποίηση, μετακινείται στην πλάγια γραμμή του κρεβατιού, ο μπαμπάς προ­ωθείται, ντριμπλάροντας πάντα, κι εκεί που πάει να ολοκληρώσει τη φάση, η μαμά ντριμπλάρει και ο μπα­μπάς εξαπολύει μια τρομερή κεφαλιά στη ράχη του κρεβατιού ! Πέναλτι της μαμάς και απαρηγόρητο μού­γκρισμα του μπαμπά, που ξαναβάζει την πιτζάμα του. Η μαμά επιτέλους μπορεί να κοιμηθεί. Η συνάντηση, ως συνήθως, τελειώνει μηδέν-μηδέν!»

Ο Θεός συγκατανεύει: «Χμ, Ροζάριο, είσαι πράγ­ματι καλός. Κρίμα που δεν κατάφερες να γίνεις σπί­κερ».

Και ο Ροζάριο: «Μα, Κύριέ μου, δεν ε ιπώθηκε α­κόμη η τελευταία λέξη. Εγώ ακόμη ελπίζω, ίσως σε κάνα χρόνο, ποιος ξέρει !»

Ο Πανάγαθος κουνάει το κεφάλι του: « Σε έξι μέ­ρες το πολύ πολύ να μπορε ίς να κάνεις ραδιοφωνική αναμετάδοση αγώνα κολύμβησης! Ξεχνάς τον κατα­κλυσμό;»

Ο Ροζάριο γκρινιάζει. «Μα Κύριε, δεν χαλαρώ­νεις ποτέ σου εσύ, ε ; Κι έπειτα, συγγνώμη, αλλά αυ­τή σου η μεγαλομανία: παγκόσμιος κατακλυσμός! Δεν νομίζεις ότι υπερβάλλεις; Θα έπρεπε να ε ίσαι πιο επιλεκτικός, λίγο πιο ακριβής, άκουσε κι εμένα!

45

Page 43: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

Τον κατακλυσμό, αν πρέπει να τον κάνεις οπωσδή­ποτε, κάν' τον στα σωστά μέρη. Εδώ στον τόπο μας ταλαιπωρούμαστε με τους σεισμούς και τις κατολι­σθήσεις. Μόνο ο κατακλυσμός μάς έλειπε ! Πήγαινε κάνε τον στην Ελβετία: τους δίνεις ακριβές ωράριο και αυτοί σου ετοιμάζουν τα πάντα για τον κατακλυ­σμό. Στις 7.25; Τα πάντα έτοιμα για τις 7.25 ! Στις 9.40; Τα πάντα έτοιμα για τις 9.40! Ή πήγαινε κάνε τον στις Φιλιππίνες .. . Όχι, όχι, στις Φιλιππίνες όχι. Άσε καλύτερα, γιατί μετά δεν θα βρίσκεται ούτε υπηρέ­τρια ! . .. Πήγαινε καλύτερα και κάν' τον στην Αμερι­κή ! Η Αμερική ε ίναι το σωστό μέρος για να κάνεις τον κατακλυσμό. Έχεις πάει ποτέ σου στην Αμερι­κή;»

«Έχω πάει στον ουρανό, στη γη, απανταχού», α­παντά ο Θεός.

«Α μάλιστα, το ε ίχα ξεχάσει ότι ε ίσαι χειρότερος κι από τον Πάπα! Εγώ, πάλι, δεν έχω πάει ποτέ μου στην Αμερική. Τη γνωρίζω μόνο από την τηλεόραση, αλλά μου είναι αρκετό. Ήδη από τον τίτλο των σί­ριαλ καταλαβαίνεις ότι οι Αμερικάνοι ε ίναι άλλη ρά­τσα: αυτοί έχουν την Εντατική, εμείς έχουμε την Κυ­ρά μας τη μαμή, αυτοί έχουν Το αστυνομικό τμήμα της Χιλ Στριτ, εμείς στην Ευρώπη έχουμε τον Επιθε­ωρητή Κλουζό . . . Δεν γίνεται σύγκριση ! Ο Αμερικά­νος αστυνομικός λέγεται Τζο Μακ Άλλαν, και όταν ακούς έναν τίτλο όπως Ένα 44 για τον Τζο Μακ Άλ­λαν, αμέσως σκέφτεσαι ένα φονικό όπλο. Ο Ιταλός αστυνομικός ε ίναι διαφορετικός: λέγεται Τσίρο Σκα­πέτσε, και όταν ακούς έναν τίτλο όπως Ένα 44 για

46

Page 44: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

τον Τσίρο Σκαπέτσε, αμέσως σκέφτεσαι ένα ζευγάρι πολύ μεγάλα παπούτσια. Ο Τζο Μακ Άλλαν, ύστερα από μια καταδίωξη στην οποία κατέστρεψε τετρακό­σια αυτοκίνητα και εξήντα αεροπλάνα και σκότωσε σαράντα πέντε μαφιόζους, αλλά όχι με το πιστόλι του, γιατί του ε ίχαν τελειώσει οι σφαίρες, παρά με δαγκω­νιές στ' αφτιά, επιτέλους γυρίζει σπίτι του: μια λευ­κή βιλίτσα με πράσινα παράθυρα, όπου ένα παιδάκι έξι ετών έχει αφήσει το ποδηλατάκι του στον κήπο. Και ο Τσίρο Σκαπέτσε, ύστερα από οχτώ ώρες τρε­χαλητό πίσω από τους τσαντάκηδες στην πλατεία Δά­ντη, γυρνά στο σπίτι, αλλά στον κήπο του δεν υπάρ­χει κανένα παιδικό ποδήλατο, για τουλάχιστον τρεις σοβαρούς λόγους: πρώτον, αν το παιδί αφήσει το πο­δήλατο στον κήπο, δεν θα το ξαναβρεί. Δεύτερον, ί­σως ο Τσίρο να μη βρει ούτε το παιδί. Τρίτον, πού διάολο να τον βρει τον κήπο ο Τσίρο Σκαπέτσε με τον μισθό του αστυφύλακα;

»0 Τζο Μακ Άλλαν μπαίνει στο σπίτι και φωνά­ζει τη γυναίκα του: "Ντόνα! " Η Ντόνα έχει στραμμέ­νη την πλάτη της, γυρίζει από μπροστά: είναι μια φου­σκωτή κούκλα με τρία κιλά μαλλί ξανθό αλά Ραφαέ­λα Καρά, εκατόν τριάντα δόντια λευκό-κοκα·ίνί, τριά­ντα πέντε τετραγωνικά μέτρα χείλη κόκκινο-ρουμπι­νί! Στα μέρη μας, τέτοια γυναίκα δεν μπορεί να την έχει ούτε ο υφυπουργός Δημοσίων Έργων, πληρώνο­ντας, φυσικά. Ο Τσίρο Σκαπέτσε μπαίνει στο σπίτι και φωνάζει τη γυναίκα του: "Φιλουμένα!" Η Φιλου­μένα έχει γυρισμένη την πλάτη της και καλύτερα να μη στρίψει μπροστά: και να το κάνει, η διαφορά εί�

47

Page 45: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

ναι ελάχιστη. Η Φιλουμένα έχει τρία κιλά μπικουτί, πέντ' -έξι δόντια από τα οποία τρία κίτρινο-μωσα"ίκί, τριάντα πέντε τετραγωνικά μέτρα χείλη λόγω έρπη­τος. Η Ντόνα κοιτάζει τον Τζο και ρωτάει: "Δύσκο­λη μέρα, αγάπη μου;" "Όχι", απαντά ο σύζυγος. "Ό­χι, κούκλα μου, τα συνηθισμένα" ... Μωρ' τι μας λες; Έκανες τέτοιο μπουρδέλο, τέτοια σφαγή, που στον τόπο μας ούτε αν περάσει κανείς τρεις μέρες στο α­εροδρόμιο του Μιλάνου δεν του συμβαίνει ό,τι σου συνέβη εσένα τα τελευταία πέντε λεπτά, και λες "τα συνηθισμένα;" Ανάθεμα τη φάρα σου!

»Η Ντόνα χαμογελάει στον Τζο. Η Ντόνα είναι ένα μνημείο ορμονών που, αν ένας Ιταλός αστυνομι­κός, συμπεριλαμβανομένου και του Τσίρο Σκαπέτσε, τη δει, δεν επιβιώνει. Η Φιλουμένα είναι ένα μνημείο κυτταρίτιδας που, αν ένας Ιταλός αστυνομικός, συ­μπεριλαμβανομένου και του Τσίρο Σκαπέτσε, τη δει, δύσκολα επιβιώνει.

»0 Τζο διασχίζει όλο το σπίτι για να φτάσει στην κουζίνα. Του παίρνει ε ίκοσι λεπτά, μένει σ' ένα σπί­τι που θυμίζει παλάτι των Βερσαλλιών. Φτάνει στην κουζίνα, ανοίγει το ψυγείο, πίνει ένα τριπλό ουίσκι με μέσα έξι αβγά και σερβίρεται ένα ποτήρι γάλα των είκοσι τεσσάρων λίτρων: οι τιμές του γάλακτος στην Αμερική ε ίναι το κάτι άλλο. Ο Τσίρο Σκαπέτσε μπαί­νει στο σπίτι του και βρίσκεται ήδη στην κουζίνα. Α­νοίγει το ψυγείο, κοιτάζει μέσα και βάζει τα κλάμα­τα.

»0 Τζο Μακ Άλλαν κοιτάζει την Ντόνα: "Είσαι ο τύπος μου, κούκλα. Θα φταίνε τα μάτια σου . . . " Ο Τσί-

48

Page 46: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

ρο Σκαπέτσε κοιτάζει τη Φ ιλου μένα: "Μοιάζεις με Φίατ Τύπο, κούκλα μου, ή μάλλον με 127. Θα φταίνε τα γυαλιά σου". Η Ντόνα βγάζει προκλητικά ένα νε­γκλιζέ που στα μέρη μας δεν έχει τη δυνατότητα να το αγοράσει ούτε η γυναίκα ενός μαφιόζου, πόσο μάλλον η γυναίκα ενός αστυνομικού. Από μέσα εμ­φανίζεται ένα δαντελένιο βρακάκι τριών κιλών και ένα σουτιέν που κοστίζει όσο ολόκληρος ο δέκατος τρίτος μισθός. Η Ντόνα μοιάζει με την Μπάρμπι: η μόνη διαφορά είναι το ύψος. Η Φιλουμένα βγάζει κα- . τα·ίδρωμένη το φούτερ με τη βοήθεια ενός γερανού και από κάτω εμφανίζονται δυο μάλλινα γκρι σοσό­νια. Η Φιλουμένα μοιάζει με τον Κάσσιους Κλέυ. Η μόνη διαφορά είναι το μουστάκι: Ο Κάσσιους Κλέυ δεν είχε ποτέ του.

»Τέλος πάντων, Κύριέ μου, οι Αμερικάνοι πρέπει να πνιγούν, όχι εμείς! Εμείς είμαστε αρκετά τιμωρη­μένοι, το καταλαβαίνεις; Πήγαινε να τον κάνεις στην Αμερική τον κατακλυσμό, Κύριε . . . Κάνε μου αυτή την προσωπική χάρη . . . Κύριε, θα μου την κάνεις αυτή τη χάρη;» Μα ο Κύριος δεν απαντά. Ο Ροζάριο γυρνά προς το μέρος του και αντιλαμβάνεται πως ο Πανά­γαθος δεν τον ακούει πια: έχει το απλανές και απο­βλακωμένο βλέμμα ατόμου που έχει καρφωθεί στην τηλεόραση, και αυτό ακριβώς κάνει. Ο Ροζάριο υψώ­νει τη φωνή του: «Κύριε ! Μα τι γίνεται . . . τώρα δα δεν ε ίπες ότι η τηλεόραση είναι μια αηδία, ότι εμείς οι άνθρωποι ε ίμαστε κρετίνοι που την παρακολουθού­με . . . Κύριε ! Σ' εσένα μιλάω, μ' ακούς;»

Ο Πανάγαθος τον κάνει να σωπάσει με μια κίνη-

49

Page 47: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

ση: «Σσσσστττ! Κοιτάζω αυτή την εκπομπή οικολογι­κού ενδιαφέροντος, λέγεται Κουάρκ . . . »

Ο Ροζάριο δυσανασχετεί: «Το ξέρω πώς λέγεται, όμως είναι σε επανάληψη, Κύριε, ξαναζεσταμένη σούπα!»

«Ξαναζεσταμένη για σένα, ίσως! Εγώ ένα τόσο αλλοπρόσαλλο ζώο δεν το δημιούργησα ποτέ και πρώτη μου φορά το βλέπω! »

Ο Ροζάριο ρίχνει μια ματιά στην οθόνη κι έπει­τα, λίγο αμήχανος: «Κύριε, αυτό δεν είναι ζώο. Είναι ο γιος του παρουσιαστή»,

«Α!» σχολιάζει ο Κύριος. «Είπα κι εγώ . . . Πάντως, Ροζάριο, μην ανησυχείς και πήγαινε για ύπνο . . . »

«Για ύπνο, Κύριε; Μα είναι τέσσερις το απόγευ­μα! »

«Και λοιπόν;» επιμένει ο Θεός, που θέλει την η­συχία του. «Πήγαινε ντε, θα την κλείσω εγώ». Και προσθέτει: «Γενηθήτω το σκότος». Και ο ήλιος από­τομα δύει.

Και ο Θεός βλέπει τηλεόραση με την ησυχία του όλη τη νύχτα, αφού είναι και πάλι νύχτα.

50

Page 48: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

Ημέρα τρίτη

Ξημέρωσε και πάλι. Ο Ροζάριο ξεφυλλίζει μανιασμένα την εφημερί­

δα: «Μα . . . πού διάολο τη βάζουν; Α, να εδώ: πρόγνω­ση του καιρού ... λοιπόν, για να τσεκάρω: Άμστερ­νταμ, Βηρυτός, Μπουένος Άιρες, Κάλγκαρυ! Μπα! Τι είναι το Κάλγκαρυ; Θα 'ναι το Κάλιαρι! Μείον δεκα­πέντε βαθμούς; Παναγίτσα μου, τι κρύο που κάνει στη Σικελία! Τέλος πάντων, ας συνεχίσουμε . . . Γενεύ­η, Ελσίνκι, Κάιρο . . . μα πού ε ίναι οι αμερικανικές πό­λεις; Να τες! Νέα Υόρκη: 5-7 βαθμοί, αίθριος! Λες να άρχισε από την άλλη μεριά; Για να δούμε: Σαν Φραντσίσκο: 12- 16 βαθμοί, αίθριος ! » Ο Ροζάριο κλείνει την εφημερίδα μ' έναν αναστεναγμό ανακού­φισης: «Ευτυχώς, γιατί θα στενοχωριόμουν! Βέβαια, οι Αμερικάνοι ε ίναι ό,τι ε ίναι, αλλά και να πνιγούν .. . σαν πολύ μου φαίνεται! Έπειτα έχω κι έναν θείο στην Αμερική: "τον Αμερικάνο θείο !" Μόνο που ο δι­κός μου, σε αντίθεση με τους άλλους, ε ίναι άφραγκος. Έχει όμως ένα αγοράκι, μικρούλικο, ξανθό: ομορ­φούλικο. Μέχρι εδώ μου φτάνει !» Ο Ροζάριο δείχν�ι με το χέρι του μέχρι τον μηρό του κι εκείνη τη στιγ-

51

Page 49: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

μή η γνωστή φωνή φτάνει από ψηλά: «Νάνος είναι;» Ο Ροζάριο υψώνει το βλέμμα του στον ουρανό: «Ό­χι, ε ίναι φυσιολογικός: είναι τεσσάρων χρόνων . . . παι­δάκι! »

«Α, βέβαια», σχολιάζει ο θεός. «Εσείς ο ι άνθρω­ποι κάνετε και παιδιά».

«Για την ακρίβεια, οι γυναίκες», τονίζει ο Ροζά­ριο.

«Κι εσείς οι άνδρες δεν κάνετε τίποτα;» «Όχι και τίποτα, Κύριε. Ο άνδρας και η γυναίκα

συμμετέχουν με 50% ο καθένας στη δημιουργία. θα 'πρεπε να το ξέρεις, δεν είσαι πάνσοφος;» Ο Ροζά­ριο τα 'χει χάσει.

Ο Κύριος είναι λίγο εκνευρισμένος: «Ναι, αλλά είμαι και παναφηρημένος! Το ξέχασα, εντάξει; Ξέ­ρεις, πέρασε πολύς καιρός από τότε που, τυχαία, γεν­νήθηκαν τα δυο πρώτα δείγματα του ανθρώπου . . . θα συμπληρωθούν δυο εκατομμύρια και εφτακόσιες ςJα­ράντα εννιά χιλιάδες χρόνια τον Ιούνιο !»

«Ήταν δίδυμοι;» ρωτάει ο Ροζάριο. «Όχι, ήταν σύζυγοι», απαντάει ο θεός. «Κύριε, αναφερόμουν στο ζώδιό τους! » επεξηγεί

ο Ροζάριο. Ο θεός, ανυπόμονος: «Τέλος πάντων, θα μου πεις

πώς αναπαράγεστε ή όχι;» «Μα Κύριε... Ντρέπομαι λίγο να σου πω τώρα

πώς κάνουμε παιδιά». «Έλα τώρα ... » τον παρακινεί ο θεός, «εμένα μπο­

ρείς να μου το πεις: εγώ είμαι ο θεός σου !» «Λοιπόν .. . » ξεκινάει ο Ροζάριο με την έκκριση

52

Page 50: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

σιέλου μειωμένη στο μηδέν, «το ζευγάρωμα, δηλαδή η επιχείρηση που παράγει τα παιδιά, ε ίναι και μια ε­ρωτική πράξη που δεν συνδέεται μόνο με την αναπα­ραγωγή . . . »

«Ήξερα πως τα 'χα φτιάξει καλά τα πράγματα», σχολιάζει ο θεός από μέσα του.

«Δεν ξέρω αν έχεις ποτέ δει», συνεχίζει ο Ροζά­ριο, «μια ταινία με τον Αντόνιο Μπαντέρας και τη Μέλανι Γκρίφιθ: κάτι τέτοιο στο περίπου! Το Σάβ­βατο ο ηρωικός μπαμπάς, σαν τον Μπαντέρας, δια­νύει μια ηρωική νύχτα τριών-τεσσάρων λεπτών με τη μαμά, όπως εξάλλου κάνουν όλοι οι ένοικοι της πο­λυκατοικίας . . . »

«Όλοι με τη μέλλουσα μαμά;» ρωτάει έκπληκτος ο θεός.

«Μα όχι, Κύριε ! Ο καθένας με μια "ενδεχόμενη" δική του μαμά. Με το εμπρός μαρς, όλοι αρχίζουν μ' αυτή τη νύχτα που θυμίζει τις "χίλιες και μια νύχτες". Κατά πρώτον, ο μπαμπάς εμφανίζεται στην κρεβατο­κάμαρα χωρίς την πιτζάμα του. Ειλικρινά, δεν μοιά­ζει και πολύ στον Μπαντέρας . . . »

«Γιατί, ξέρεις εσύ πώς είναι ο Μπαντέρας χωρίς πιτζάμα;» τον διακόπτει ο θεός.

«Όχι, Κύριε, αλλά ξέρω πώς ε ίναι ο μπαμπάς: κά­τι σαν λουκάνικο Φρανκφούρτης εβδομήντα πέντε κι­λών, από το οποίο προεξέχει κάτι σαν τουλουμπίτσα, σαν σουτζουκάκι, σαν σκουληκάκι. . . Κάτι πάντως που, όταν πρόκειται για τον Μπαντέρας, μιλάμε για πούρο, ενώ όταν πρόκειται για τον μπαμπά, το πολύ να μιλάμε για τσιγαράκι άφιλτρο!»

53

Page 51: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

«Ροζάριο, παρακαλώ, γίνε πιο επιστημονικός!» τον παρακινεί ο Θεός. «Εμένα μου φαίνεται ότι το όργανο του άνδρα λέγεται πέος ... »

«Μάλιστα, Κύριε, όμως στη μεν περίπτωση του Μπαντέρας θυμίζει μάλλον "βιολοντσέλο", στη δε πε­ρίπτωση του μπαμπά θα ήταν πιο σωστός ο όρος "μπαγλαμαδάκι". Αυτό το μπαγλαμαδάκι πρήζεται υ­πέρμετρα, θες από μια ποσότητα τεστοστερόνης ισο­δύναμη με όση βρίσκουμε στα μπαρμπούνια, θες α­πό την υπέροχη θέα της μαμάς . . . »

«Α, βέβαια ! Και φαντάζομαι πως η μαμά κοιμά­ται ντυμένη στα μετάξια και με μόνο δυο σταγόνες Σανέλ 5, έτσι;» ρωτάει πονηρά ο Πανάγαθος.

«Όχι, Κύριε, αυτή ε ίναι η Μέλανι Γκρίφιθ. Αντι­θέτως η μαμά όλο κρυώνει, ακόμη και τον Ιούλιο στην Υ εμένη, επομένως κοιμάται με τις μπότες του σκι και με το κτήνος, που στην περίπτωσή μας δεν είναι ο μπαμπάς αλλά η γούνα της ! Και τώρα σε παρακαλώ, Κύριε, μη με ξαναδιακόψεις, γιατί μπερδεύομαι . . . Λοιπόν, πού είχαμε μείνει;»

«Στο μπαγλαμαδάκι!» υπενθυμίζει ο Θεός. «Α, μάλιστα! Λοιπόν . . . Το μπαγλαμαδάκι του

μπαμπά φουσκώνει υπέρμετρα, μέχρι να φτάσει τις υπερβολικές διαστάσεις των 8-9 εκατοστών: ένα τε­ράστιο κατασκεύασμα που πάει να κουρνιάσει ακρι­βώς κάτω από την κοιλιά και εξαφανίζεται ανάμεσα στα ξίγκια! Ο μπαμπάς όμως δεν φαίνεται να αντι­λαμβάνεται την τραγωδία . . . το αντίθετο: υπερήφανος, μ' ένα σατανικό γελάκι, λέει στη μαμά: "Τώρα θα σου δείξω εγώ!" Η μαμά κοιτάζει τον μπαμπά, αρχίζει να

54

Page 52: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

γελάει μέχρι αηδίας και κάνει εμετό. Αυτή η συμπε­ριφορά διαπιστώνεται τα δυο πρώτα χρόνια του γά­μου. Μετά τον δεύτερο χρόνο, η μαμά συνήθως λέει: "Αχ Θεέ μου, να τα μας πάλι! Μα τι θέλει αυτός α­πό μένα κάθε εφτά μήνες;" Ο μπαμπάς τότε κατηγο­ρεί τη μαμά για έλλειψη φαντασίας και κάνει διάφο­ρες προτάσεις: "Γιατί δεν δοκιμάζουμε να το κάνου­με σε παράξενα μέρη; Να πούμε . . . στο τραμ 38, στη διαδρομή από την πλατεία των Μαρτύρων ως την ο­δό των Δικαστηρίων, αλλά χωρίς να μιλάμε στον ο­δηγό. Ή σε μια πίστα για έλκηθρα, προσέχοντας λι­γάκι όσους περνούν . . . " Αλλά η μαμά δεν συμφωνεί και κατηγορεί τον μπαμπά για έλλειψη ρομαντισμού: "Δεν μιλάς ποτέ όταν κάνουμε έρωτα, καημό το 'χω να μου πεις καμιά φορά ότι σ' αρέσω". Η αυτονόητη απάντηση του μπαμπά είναι: "Είμαι εδώ προφανώς γιατί μ' αρέσεις. Αν ήμασταν έντεκα άτομα, θα μπο­ρούσα να το καταλάβω, αλλά είμαστε μόνο δυο, γι' αυτό αν δεν μ' αρέσεις εσύ, ποιος να μ' αρέσει;"

»Η μαμά και ο μπαμπάς στο τέλος τσακώνονται και, για να μονοιάσουν, επιτέλους κάνουν έρωτα ... Αρχίζουν με τα προκαταρκτικά, κατά τα οποία το όρ­γανο της μαμάς προετοιμάζεται για τη διείσδυση: υ­γραίνεται και γίνεται σαν μύδι. Με το σύνθημα: "Ά­νοιξε σουσάμι !" αρχίζει η καθαυτό ερωτική πράξη. Ο μπαμπάς κάνει σαν φυσερό και η μαμά προσπαθεί να βρει κάτι ενδιαφέρον στην τηλεόραση. Ο μπαμπάς ζητάει από τη μαμά περισσότερη συμμετοχή: ας μη βγάλει το παλτό της, τουλάχιστον να κλείσει την ο­μπρέλα. Και μέσα σ' αυτό το ερωτικό και αισθησιά-

55

Page 53: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

κό κλίμα, ενώ η μαμά παρακολουθεί τις ειδήσεις, ε­πέρχεται η συνουσία».

Ο Κύριος, μπερδεμένος, ρωτάει: «Η συνουσία έ-χει να κάνει με τους μαφιόζους;»

«Εκεί μιλάμε για συμμορία», απαντά ο Ροζάριο. «Α μάλιστα! Και πόσο διαρκεί αυτή η συνουσία;» Ο Ροζάριο, λίγο ντροπαλά: «Πόσο διαρκεί; . . .

Διαρκεί όσο το σήμα των ειδήσεων: στην τελευταία νότα της σάλπιγγας, προτού εμφανιστεί η φάτσα του τηλεπαρουσιαστή, έρχονται οι οργασμοί. Ο οργα­σμός ε ίναι αυτό το πράγμα που έρχεται πριν από την ολική κατάρρευση: ο μπαμπάς αγκομαχάει λες και χάλασε το ασανσέρ κι αυτός μένει στον έκτο όροφο, κι ύστερα σκάει κάτω σαν πεπόνι . . . »

Ο Κύριος μοιάζει να ενδιαφέρεται πολύ: «Δηλα­δή ένα είδος εμφράγματος!»

«Μπράβο!» απαντά ο Ροζάριο. «Πράγματι, μερι­κές φορές συμβαίνει κι αυτό, αλλά μόνο στον μπα­μπά».

«Και η μαμά;» ρωτάει ο Κύριος με ανησυχία. «Χμ», απαντά αμήχανα ο Ροζάριο, «ο οργασμός

της μαμάς ε ίναι πιο περίπλοκος, γιατί μπορεί να εί­ναι διαφόρων τύπων: κλειτοριδικός, κολπικός και πολλαπλός. Για τους δυο πρώτους κάτι γράφουν τα σανσκριτικά κείμενα του 3000 Π.Χ. που βρέθηκαν στο Νεπάλ. Για τον πολλαπλό οργασμό μιλάει μόνο ο Α­σίμωφ στο βιβλίο Ένας πλανήτης χιλιάδες έτη φωτός μακριά».

Ο Θεός ξύνει το κεφάλι του, προσπαθώντας να

56

Page 54: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

βάλει σε τάξη τις ιδέες του. «Καλά, εντάξει, αλλά . .. η αναπαραγωγή πότε συμβαίνει;»

«Όταν σπάσει το προφυλακτικό!» απαντά ο Ρο­ζάριο. «Εκατομμύρια μικροσκοπικοί πρόσφυγες την κοπανάνε από παντού, και ποιος τους πιάνει».

«Ποιοι πρόσφυγες;» ρωτάει ο Κύριος ακόμη πιο μπερδεμένος.

«Τα σπερματοζωάρια: αυτά τα ζουδάκια που εί­ναι χειρότερα κι από τους Κινέζους, γιατί σ' ένα κυ­βικό χιλιοστό σπέρματος υπάρχουν τριακόσια εκα­τομμύρια! Και από τόσα που ε ίναι, μόνο ένα φτάνει στο ωάριο, παρόλο που πολλά σχολεία απήργησαν κατά του περιορισμένου αριθμού των εισακτέων! Ό­πως λέει και ο Τζιάννι Μοράντι στο τραγούδι του, Έ­νας στους χίλιους τα καταφέρνει, μα πόσο σκληρή εί­ναι η ανηφόρα ! Πράγματι, για να φτάσουν στη μή­τρα, παίρνουν τον ανηφορικό δρόμο μέσα από τη σάλπιγγα της μαμάς και κολυμπούν με ταχύτητα δε­καέξι εκατοστών την ώρα .. . Κι αν έπρεπε να κάνουν τον δρόμο Κάπρι-Νάπολη, δεν θα 'χαμε πρόβλημα: πριν περάσουν διακόσια χρόνια δεν θα συνέβαινε η σύλληψη, αλλά δυστυχώς, για να φτάσουν στο ωάριο, μία ώρα ε ίναι αρκετή, κι εσύ έχεις καταστραφεί, για­τί παρόλο που κολυμπούν αργά, δεν τα πιάνεις όσο και να χτυπιέσαι! Κι έτσι το πιο γρήγορο γονιμοποι­εί το ωάριο και εγκαθίσταται στον πλακούντα, ο ο­ποίος, όπως όλοι ξέρουν, κάνει καλό στα μαλλιά, μο­λονότι κανείς δεν καταλαβαίνει γιατί τότε τα παιδιά γεννιούνται φαλακρά. Σ' αυτό το σημείο, με την ε­πέμβαση του Αίνστάιν, του ζεύγους Κιουρί, του Νεύ-

57

Page 55: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

τωνα και μιας σειράς από άλλες μεγαλοφυοιες, αρχί­ζει αυτό που λέγεται ακριβώς "γενετική ανάπτυξη".

»Αυτή η ανάπτυξη συνεχίζεται καθ' όλη τη διάρ­κεια της εγκυμοσύνης, που λέγεται έτσι γιατί εγκυμο­νεί πολύ σοβαρούς κινδύνους. Μερικές φορές ανα­ρωτιόμαστε: "Το να κάνεις έρωτα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης κάνει κακό;" Η απάντηση είναι: ναι. Κάνει κακό στον μπαμπά, κυρίως αν το κάνει με άλ­λη γυναίκα, γιατί η μαμά είναι πολύ νευρική σ' αυτή τη φάση και του κόβει και τα δυο μπαλάκια, που χρη­σιμεύουν ακριβώς στην παραγωγή των σπερματοζω­αρίων, και επομένως ο μπαμπάς δεν θα μπορεί ποτέ πια να κάνει παιδιά. Όσο περνάει ο καιρός, το μω­ρό δέχεται όλο και περισσότερα εξωτερικά ερεθί­σματα και, ακόμη και μέσα από την κοιλιά, καταφέρ­νει να σχηματίσει μια ιδέα για τον μπαμπά του, τη μαμά του και το περιβάλλον που το περιμένει. Και καθώς δεν είναι χαζό, μετά εννιά μήνες στρεσαρί­σματος, να που έρχεται το λευτέρωμα, που λέγεται έ­τσι ακριβώς γιατί το παιδί προσπαθεί να ξεφύγει και να πάει όσο πιο μακριά μπορεί. Συνήθως όμως το βουτάνε μόλις ξεμυτίσει, και από εκείνη τη στιγμή γί­νεται το έλα να δεις, γιατί τα μωρά γεννιούνται χω­ρίς προσπέκτους με οδηγίες και δεν καταλαβαίνεις πού πάν' τα τέσσερα.

»Ιδίως στην περίπτωση του πρώτου παιδιού, επι­κρατεί το απόλυτο χάος. Ο μπαμπάς εκδηλώνει έναν επικίνδυνο διχασμό, που τον μεταμορφώνει σ' ένα εί­δος δόκτορος Τζέκιλ και κυρίου Χάιντ. Έτσι, κατά τη διάρκεια της ημέρας συμπεριφέρεται σαν φυσιο-

58

Page 56: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

λογικός, στοργικός μπαμπάς, και μάλιστα εντελώς η­λίθιος: περνάει τη μέρα του κάνοντας γκριμάτσες και λέγοντας με ψιλή φωνή "Γκούρουγκούρουγκούρου, γκάραγκάραγκάρα, γκίριγκίριγκίρι" . . . Το μωρό νομί­ζει πως γεννήθηκε σε οικογένεια καθυστερημένων, κοιτάζει γύρω του και λέει: "Μαμώτο! Ούτε ένας φυ­σιολογικός σ' αυτήν την οικογένεια! ;" Συχνά ο μπα­μπάς Τζέκιλ έχει και παραισθήσεις και λέει στη μα­μά, με αλλοπαρμένη φάτσα ηλιθίου: "Άκουσες τι εί­πε; Είπε: 'Μπαμπά, σ' αγαπώ πολύ και ε ίσαι ο καλύ­τερος μπαμπάκας του κόσμου! ' " "Είπε μόνο 'Ντου­ντού"', παρατηρεί η μαμά με τα μάτια γεμάτα οίκτο και ανησυχία. "Ναι", επιμένει ο μπαμπάς, "αλλά 'ντουντού' σημαίνει 'Μπαμπά, σ' αγαπώ πολύ και εί­σαι ο καλύτερος μπαμπάκας του κόσμου ! ! ' " Όλ' αυ­τά συμβαίνουν κοιτάζοντας ένα θορυβώδες και ξεδο­ντιασμένο βατραχάκι τυλιγμένο σε μια πάνα που ζέ­χνει.

»Τη νύχτα, δε, επέρχεται η μεταμόρφωση σε δια­βολικό κύριο Χάιντ.

»0 μπαμπάς με γουρλωμένα μάτια αναμασά σκο­τεινές σκέψεις: "Μα ποιος ε ίναι αυτός τέλος πάντων; Πάνε τρεις εβδομάδες που έχει έρθει και ήδη δεν α­ντέχω πια. Συν τοις άλλοις, προβάλλει και αξιώσεις στα βυζιά της γυναίκας μου ! " Αν μάλιστα το νεογέν­νητο είναι κορίτσι, οι σκέψεις του είναι ακόμη πιο μαύρες.

»Έτσι ο κακομοίρης, που σε όλη του τη ζωούλα σκεφτόταν "Αν στην επόμενη ζωή γεννηθώ γυναίκα, θα κοιμάμαι με τον οποιονδήποτε", από εκείνη τη

59

Page 57: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

στιγμή σκέφτεται: "Αν την πιάσω στο κρεβάτι με κα­νέναν, θα τη στείλω κατευθείαν στον άλλο κόσμο!" Όταν επιτέλους νικημένος από την κούραση ο κακο­μοίρης αποκοιμιέται, το φιντανάκι μπήγει τα κλάμα­τα. Γιατί το νεογέννητο έχει ακριβώς αυτό το χαρα­κτηριστικό: είναι αντιστρόφως ανάλογο με τους γο­νείς του και, μόλις εκείνοι κοιμηθούν, αυτό ξυπνά και ουρλιάζει. Τότε πια ο μπαμπάς Χάιντ εκδηλώνεται σε όλη του τη διαβολικότητα. Σηκώνεται και λέει στη μα­μά: "Άφησε, αγάπη μου, θα πάω εγώ".

»Πηγαίνει στο δωματιάκι του μωρού, παίρνει μια καρφίτσα, τσιμπάει το παιδί, που φυσικά κλαίει πιο δυνατά, γυρίζει στη μαμά και λέει με αγγελικό ύφος: "Θησαυρέ μου, δοκίμασα τα πάντα για να το κάνω να σταματήσει, αλλά θέλει εσένα". Κι έτσι ο μπαμπάς καταφέρνει να κοιμηθεί ήσυχα μέχρι το πρωί.

»Και όσο για το μαμ και τα κακά, ο κύριος Χάι­ντ έχει μια τελείως δική του τεχνική: παίρνει λίγο φα­γητό, αν ταιζει το τέρας, ή λίγα κακά, αν του αλλά­ζει την πάνα, και τα πασαλείβει παντού. Τρώει μια ξεγυρισμένη κατσάδα από τη μαμά, που του λέει πως είναι βλάκας και δεν ξέρει να κάνει τίποτα, όμως η ανταμοιβή του ε ίναι ότι μπορεί να γυρίσει ικανοποι­ημένος στις συνηθισμένες του δραστηριότητες: την τηλεόραση.

»Επομένως, από εκείνη τη στιγμή και μετά, το παιδί θα το φροντίζει μόνο η μαμά του, που δεν ε ί­ναι ηλίθια όπως ο δόκτωρ Τζέκιλ και ούτε διαβολική όπως ο κύριος Χάιντ: ε ίναι όμως εντελώς υστερική. Λέει και κάνει πράγματα που στερούνται νοήματος.

60

Page 58: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

Μια από τις αγαπημένες της φράσεις είναι: "Έλα δω! Σταμάτα να παίζεις, έχεις κατα'ίδρώσει", Είναι λογι­κό: έστειλε το κακόμοιρο, Ιούλιο μήνα, να παίξει ντυ­μένο σαν αλπακά! Ή: "Άλλαξε βρακί, γιατί έτσι και σε πατήσει κανένα τρακτέρ και σε πάνε στο νοσοκο­μείο, θα ρεζιλευτούμε ! " Πρώτον: έτσι και δεις το τρα­κτέρ να φτάνει από μακριά, ακόμη κι αν το βρακί σου είναι καθαρό, πάει χαμένος ο κόπος. Δεύτερον: μέ­χρι να σε πάνε στο νοσοκομείο, το βρακί σου έχει α­ποσυντεθεί και δεν το βρίσκει πια ούτε η σήμανση.

»Μια άλλη φράση της μαμάς είναι: "Φά' το όλο, για να γίνεις σαν τον μπαμπά σου!" Και ναι μεν υ­πάρχουν παιδιά που στους εννιά μήνες ζυγίζουν ε­βδομήντα τέσσερα κιλά, αλλά ο γιος του Λαμπέρτο Ντίνι τι θα έπρεπε να σκεφτεί μπροστά σε μια τέτοια προτροπή;

»Η συνεχής συναναστροφή με γονείς αυτού του είδους προκαλεί εύλογες συνέπειες στο παιδί που με­γαλώνει, ούτως ώστε πλησιάζοντας το κακόμοιρο στην εφηβεία ορκίζεται πως δεν θα γίνει ποτέ σαν τον μπαμπά και τη μαμά του, ορκίζεται πως δεν θα παντρευτεί ποτέ, ορκίζεται πως ούτε που θα αρρα­βωνιαστεί. Ώσπου συναντά μια εκπρόσωπο του αντί­θετου φύλου, ξεχνάει αμέσως κάθε καλή πρόθεση και αποφασίζει πως, για να μη χάσει την αξιοπρέπειά του, το καλύτερο είναι να μην έχει καθόλου. Και στρέφεται προς αυτή την κατεύθυνση, Για να ξεπε­ράσει τον φόβο του, μεθάει, κάτι που δεν έκανε πο­τέ πριν, και με ένα Καμπάρι πετυχαίνει τέτοιο απο: τέλεσμα που άλλοι το καταφέρνουν μόνο στην Κίνα,

61

Page 59: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

στους τεκέδες του όπιου: ξερνάει σαν πετρελαιοπη­γή για ώρες. Αφού σταματήσει τον εμετό, πλένει τα μούτρα του και τα δόντια του, ενώ εκείνη νιώθει τα πρώτα της συναισθήματα αηδίας και περιφρόνησης.

»Όταν επιτέλους συνέρχεται, πέφτει το πρώτο φι­λί. Ο κακομοίρης δεν ξέρει πώς γίνεται: έχει μόνο α­κούσει να μιλάνε για τη γλώσσα στο στόμα, και στα ντοκιμαντέρ έχει δει τον μυρμηγκοφάγο. Προσπαθεί λοιπόν να συγχωνέψει αυτές τις δυο πληροφορίες και αρχίζει με την κοτολέτα του να βόσκει στη στοματι­κή κοιλότητα της παρτενέρ του, με μοναδικό αποτέ­λεσμα να βρεθεί με την τσίχλα της στα δόντια του.

62

Page 60: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

Βρίσκει ευκαιρία να ζουλήξει τις τελευταίες σταγό� νες γεύση φράουλα και μετά την ξαναπασάρει στο στόμα της φιλενάδας του, αλλά η τσίχλα - οποίον δράμα - κολλάει, στα σιδεράκια της. Ε ίκοσι μόνο λεπτά δουλειάς και η βοήθεια μερικών ειδικών δια­λυτικών από φαναρτζίδικο κατορθώνουν να επανα­φέρουν την κατάσταση στην ομαλότητα. Οι δυο τους ξαναρχίζουν τις περιπτύξεις, και μετά μερικές ώρες αγώνα βρίσκεται, ο καψερός, σχεδόν γυμνός, φορώ­ντας μόνο τις κάλτσες του και το ρολόι του. Έφτασε η μοιραία στιγμή: τώρα πρέπει να αντιμετωπίσει την πρώτη του επαφή! Εδώ τον κυριεύει ο τρόμος . . . Θυ­μάται τα μαθήματα σεξουαλικής αγωγής: βάζω Α στο Β! Διατηρεί την ψυχραιμία του, τοποθετεί το Α στο Β κι ύστερα από τρία δευτερόλεπτα και δυο δέκατα ρωτάει: "Σου άρεσε;" Εκείνη γελάει, γελάει, γελάει, αποδεικνύοντας ότι σ' αυτό ε ίναι ολόιδια η μητέρα της. Το κακόμοιρο το παιδί αντιλαμβάνεται τότε πως διέπραξε δυο σφάλματα: 1) η ταχύτητα της εκτέλε­σης: τρία δευτερόλεπτα και δυο δέκατα είναι όντως λίγα. Στη συνέχεια, με την πείρα, θα καταφέρει να φτάσει το ρεκόρ του μπαμπά του: τέσσερα δευτερό­λεπτα κι οκτώ. 2) αντιλαμβάνεται πως το Β εις το ο­ποίο εισήγαγε το Α δεν ήταν ακριβώς το σωστό και της κατέστρεψε όλο το σακίδιο σε σχήμα γάτου Σιλ­βέστρου. Σ' αυτό το σημείο, για να βρει λίγο την α­ξιοπρέπειά του, καπνίζει ένα τσιγάρο, το πρώτο όλης του της ζωής. "Μπα, καπνίζεις;" ρωτάει αυτή. "Βέ­βαια, χαζούλα!" απαντά αυτός, και πριν τελειώσει τη φράση του, αρρωσταίνει και ξερνάει για κάτι ώρες

63

,

Page 61: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

σαν πετρελαιοπηγή. Τέλος πάντων, η πρώτη φορά της ζωής του αρχίζει ξερνώντας και τελειώνει ξερνώ­ντας!»

Ο Κύριος μοιάζει συγκλονισμένος: «Μα δεν μπο­ρώ να το πιστέψω! Δεν είναι δυνατόν να κάνετε τέ­τοια μαρτυρική ζωή . . . Κατά τη γνώμη μου τα βγάζεις από το μυαλό σου!»

«Μα ποιο μυαλό μου, Κύριε;» προσβάλλεται ο Ρο­ζάριο. «Θα ήταν ποτέ δυνατόν να κάθομαι και να διη­γούμαι ε ιδικά σ' εσένα παραμύθια;»

«Παραμύθια; Και τι είναι τα παραμύθια;» «Ω, υιέ σου, Κύριε ! Τα παραμύθια .. . αυτά που λέ­

νε στα παιδάκια για να κοιμηθούν!» «Αλήθεια; Και τα παιδιά κοιμούνται;» ρωτάει ο

Κύριος. «Χμ, συνήθως ναι, αλλά . . . μη μου πεις ότι δεν ά­

κουσες ποτέ σου παραμύθι!» «Όχι. Πες μου ένα». «Μα τι λες, Κύριε ! Έχω κάπου σαράντα χρόνια

ν' ακούσω παραμύθια! Δεν τα θυμάμαι, δεν έχω γε­ρό μνημονικό . . . »

Ο Πανάγαθος χάνει την υπομονή του: «Ροζάριο, μη με βάζεις να σε παρακαλάω! Δεν ταιριάζει στη θέση μου ! ! Είναι το άκρον άωτον . . . »

«Εντάξει, Κύριε, μη θυμώνεις συνέχεια, τι στο κα­λό ! Ν' αρχίσω;»

«Άρχισε ! » Ο Ροζάριο παίρνει μια βαθιά ανάσα και αρχίζει:

«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας κυνηγός κι ένα πολύ τυχερό κοριτσάκι, που λεγόταν Χιονάτη. Ο μπα-

64

Page 62: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

μπάς της ε ίχε πεθάνει, η μαμά της ε ίχε πεθάνει, οι συμμαθητές της είχαν όλοι τους πεθάνει σ' ένα ατύ­χημα με το σχολικό λεωφορείο. Και οι θείοι της τα είχαν τινάξε ι όλοι τους. Ως και οι μαύροι γάτοι, όταν συναντούσαν τη Χιονάτη, έφτυναν στον κόρφο τους.

»Η μητριά της διέταξε τον κυνηγό να τη σκοτώ­σει. Τότε ο κυνηγός πήγε τη Χιονάτη στο δάσος κι έ­πειτα γύρισε στη μητριά. Και η μητριά τον ρώτησε: "Της πήρες το κεφάλι;" "Όχι. Της πήρα λίγο τις μυ­τούλες γιατί ε ίχε ψαλίδα!" απάντησε ο κυνηγός και, για να γλιτώσει από την οργή της μητριάς, κρύφτηκε στο δάσος κι αναζήτησε καταφύγιο σ' ένα σπιτάκι. Βρήκε ένα όπου έμεναν τα τρία μικρά γουρουνάκια: ο Τίντο Μπρας, ο Μπίγκας Λούνα και ο Πολ Βερχό­φεν. Εκεί που πήγαινε να μπει μέσα, έφτασε ο λύκος, φύσηξε κι έριξε κάτω το σπιτάκι. Τα τρία μικρά γου­ρουνάκια πήγαν να ζήσουν σ' ένα λυόμενο για είκο­σι χρόνια, και κάθε φορά που χιόνιζε τους έκαναν ρεπορτάζ στις ε ιδήσεις. Τότε ο κυνηγός έψαξε να βρει καταφύγιο σ' ένα άλλο σπιτάκι, όπου κατοικού­σαν εφτά μικρά κατσικάκια. Ετοιμάζονταν να του ανοίξουν την πόρτα τους, αλλά έφτασε ξανά ο λύκος. Αμέσως τα εφτά μικρά κατσικάκια κρύφτηκαν κάτω από έναν πάγκο και ψόφησαν και τα εφτά. Ο κυνη­γός τότε ζήτησε καταφύγιο σ' ένα άλλο σπιτάκι, αλ­λά ξανάρθε ο λύκος. Τότε ο κυνηγός τον πυροβόλη­σε κι όλοι ανακουφίστηκαν.

»0 κυνηγός μπόρεσε επιτέλους να μπει στο σπι­τάκι, όπου ήταν ο Τζεπέτο, ο μπαμπάς του Πινόκιο, και καταγινόταν με μια λίμα κι ένα κομμάτι ξύλο. Και

65

Page 63: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

ο κυνηγός τον ρώτησε: "Τι κάνεις μ' αυτή τη λίμα;" "Παιδι-κιούρ", απάντησε ο Τζεπέτο. "Συγχαρητή­ρια !" ε ίπε ο κυνηγός. "Είσαι ο πρώτος που τα κατα­φέρνει !"

»Έπειτα κοίταξε γύρω του και είδε στην κρεβα­τοκάμαρα μια πριγκίπισσα ξαπλωμένη πάνω σε μια στοίβα στρώματα. "Πώς πάει;" ρώτησε ο κυνηγός. "Είμαι άβολα", απάντησε η πριγκίπισσα, "γιατί τα ε­φτά μου στρώματα πλακώνουν ένα μπιζέλι". Τότε ο κυνηγός τής έδωσε μερικές συμβουλές για το πώς παίζεται το πλακωτό και η πριγκίπισσα, πάνω σε έ­να μόνο στρώμα με εφτά μπιζέλια από πάνω της, ή­ταν πολύ πιο βολικά. Ο δε χαρακτήρας της ε ίχε βελ­τιωθεί πολύ και η πριγκίπισσα τραγουδούσε χαρού­μενα. Ο γάτος, όμως, που ήταν στο σπιτάκι, παρέμε­νε λυπημένος. Τότε ο κυνηγός τον ρώτησε: "Τι σου συνέβη;" "Ήμουν μέλος ενός ροκ συγκροτήματος", ε ίπε ο γάτος, " 'Οι τέσσερις μουσικοί της Βρέμης', αλ­λά με διώξανε γιατί, όταν έπαιζα εγώ, δεν χόρευε κα­νένας. Τώρα, από τότε που έφυγα εγώ, λένε πως χο­ρεύουν τα ποντίκια και ε ίναι όλοι πολύ πιο χαρούμε­νοι".

»Και να σου εμφανίζονται δυο βατράχια: "Κι ε­σείς ποιοι είστε;" ρώτησε ο κυνηγός.

»"Εμένα με λέγανε Φίλιππο Β', ώσπου μια μάγισ­σα μου έκανε μάγια!" ε ίπε ο πρώτος βάτραχος.

»Και ο δεύτερος είπε: "Εγώ λεγόμουν Αντρεότι". »"Κι εσένα σε μεταμόρφωσε μάγισσα;" ρώτησε ο

κυνηγός.

66

Page 64: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

»"Όχι. Εμένα όλα μου τα έκανε η δικαιοσύνη", απαντά ο δεύτερος βάτραχος.

»Και να που έφτασε ο Πήτερ Πάν-περς με τα κα­τρουλιάρικα μωρά, σε αέναη μάχη με τον κάπτεν Χουκ, που ήθελε να του αλλάξει πάνα. Αλλά το να πέσεις στα χέρια του κάπτεν Χουκ και να σου αλλά­ξει πάνα με τον γάντζο του ήταν πάρα πολύ επικίν­δυνο!

»Εν τω μεταξύ, την πριγκίπισσα-που-πλάκωνε-το­μπιζέλι την πήρε ο ύπνος, και ενώ κοιμόταν, ακού­στηκε ένας μάγος να λέει: "Λέγε λέγε το μπιζέλι κά­νει τη μικρή να θέλει !" Η πριγκίπισσα, που είχε πια καλοσυνηθίσει, ξύπνησε αμέσως ανήσυχη κι άρχισε να αναζητάει αυτό που ήθελε .

»Ξαφνικά ακούστηκαν χτυπήματα στην πόρτα: "Ντάπα ντούπα! Ντάπα ντούπα! Ντάπα ντούπα!" : ή­ταν οι αδελφές Χάνσελ και Γκρέτελ Μπρόγερ μαζί με τον Κοντορεβιθούλη, που ήταν πολύ διψασμένος και, θέλοντας κάτι να πιει, μπήκε σ' ένα καφέ. Και πνίγηκε.

»Στο καφέ ζούσε όμως ένα τεράστιο καλαμάρι με μακριά μαλλιά ... "Κι αυτό πού κολλάει;" μπορεί να πει κάποιος. "Δεν είναι παραμύθι!" "Σωστά! Αυτό δεν κολλάει πουθενά!" ε ίπε η πριγκίπισσα-που-πλά­κωνε-το-μπιζέλι, κοιτώντας τον δράκο που έβγαζε το σώβρακό του.

»Κι εκείνη τη στιγμή κατ έφτασε ο μαστρο-Κερά­σης, ένας καλός φίλος του Τζεπέτο, με το "Πεντχά­ουζ" παραμάσχαλα. Στο πόστερ του περιοδικού ήταν η Κοκκινοσκουφίτσα, ολόγυμνη και με σκισμένο φό-

67

Page 65: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

ρεμα. "Εσύ πού ήσουν;" ρώτησε ο κυνηγός, που δεν τον είχε δει μέσα στο σπιτάκι. "Στην τουαλέτα", α­πάντησε ο μαστρο-Κεράσης, "για να κάνω παιδι­κιούρ, σαν τον Τζεπέτο".

»Τότε ο κυνηγός πήγε στην κουζίνα και συνάντη­σε μια άλλη πριγκίπισσα που κρατούσε στο χέρι της ένα μικρό παπάκι. "Πώς σε λένε;" τη ρώτησε ο κυ­νηγός. "Γκριζομπούτα. Αχ, συγγνώμη, μπέρδεψα τα μπούτια μου .. . Σταχτομπούτα ήθελα να πω!" απάντη­σε η πριγκίπισσα. "Κι έχω τρεις ετεροθαλείς αδελ­φές: τη Ναόμι, τη Σίντι και την Κλόντια, με κάτι μα­κριά κανιά άλλο πράμα .. . " Στο μεταξύ το παπάκι, που δεν ήθελε να καταλήξει στο τηγάνι, βρήκε ευκαιρία να την κοπανήσει. Ο κυνηγός βλέποντάς το ε ίπε: "Μα εσύ ε ίσαι το ασχημόπαπο!" "Όχι!" απάντησε το στε­γανόποδο. "Είμαι ο Βάλτερ Βελτρόνι, ο αντιπρόε­δρος της κυβέρνησης". Και την κοπάνησε από το πα­ράθυρο. "Πρέπει να έχω κάνει λάθος παραμύθι", εί­πε ο κυνηγός και, εκνευρισμένος, έβγαλε τα τσιγάρα του. Αμέσως ήρθε να του ανάψει το κοριτσάκι με τα σπίρτα, μια μικρή Σλάβα, τυχερή από κούνια, που εί­χε έρθει στην Ιταλία για να βρει ακόμα καλύτερη τύ­χη. Κούνια που την κούναγε !

»Στο μεταξύ ο Τζεπέτο είχε τελειώσει τον Πινό­κιο, που όμως δεν του βγήκε της προκοπής, γιατί ο Τζεπέτο ως ξυλουργός ήταν αρπακολλατζής. Η πρι­γκίπισσα-που-πλάκωνε-το-μπιζέλι, που την Αρπακόλ­λα την ήξερε χρόνια χωρίς ποτέ να έχει πολλές οι­κειότητες μαζί της, της όρμηξε, με τη γλώσσα να της κρέμεται μια σπιθαμή έξω. Μέσα στη σύγχυση η κα-

68

Page 66: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

λή Νεράιδα κωλοκάθισε στη μούρη του Πινόκιο. Ό­λο αμηχανία βάλθηκε να φωνάζει: "Πινόκιο, Πινό­κιο, γρήγορα, πες κάνα ψέμα ώστε να διασκεδάσου­με λιγάκι όλοι μας" . . .

»0 κυνηγός, που βαρέθηκε όλη αυτή τη σύγχυση, ανέβηκε στην άμαξα που πριν ήταν κολοκύθα και πή­γε στη Χώρα των Θαυμάτων. Εκεί το μετρό περνού­σε κάθε τέσσερα λεπτά, δεν υπήρχαν άνεργοι, οι τη­λεφωνικοί θάλαμοι λειτουργούσαν γιατί κανείς δεν ξερίζωνε το ακουστικό. Μέχρι που και ο Μπερλου­σκόνι είχε πάει στη φυλακή. Ήταν πράγματι η Χώ­ρα των Θαυμάτων. Στη μέση της πλατείας του χωριού ο κυνηγός είδε την Ωραία Κοιμωμένη . Ξέροντας πως έτσι κι αλλιώς αυτή δεν θα ξύπναγε , άρχισε να της βγάζει το ρολόι και την αλυσιδούλα της. Όμως εκεί­νη άνοιξε το ένα της μάτι και είπε: "Βρε κατεργάρη, τι πας να κάνεις;" "Μα εσύ δεν κοιμάσαι για πάντα;" ρώτησε ο κυνηγός. "Όχι !" είπε η κοπέλα. "Έναν υ­πνάκο έπαιρνα μόνο". Ο κυνηγός ε ίχε μπερδευτεί: "Μα καλά, εσύ δεν είσαι η Ωραία Κοιμωμένη;" Ό­λοι όσοι ήταν τριγύρω είπαν κοιτώντας τον: "Σου φαί­νεται όμορφη;"

»Έτσι η κοπέλα φώναξε τον Μολυβένιο Χωρο­φύλακα, που ήρθε με τενεκεδένιο περιπολικό και με ένα σιδερένιο γκλομπ έκανε το ένα πόδι του κυνηγού γύψινο. Ο κυνηγός αναγκάστηκε να πάει στο μαγε­μένο παράρτημα του ΙΚΑ, όπου τον περιποιήθηκαν και βγήκε υγιής: ήταν όντως η Χώρα των Θαυμάτων!»

Σ ' αυτό το σημείο ο Ροζάριο παίρνει μια ανάσα και ξεσπά: «Αμάν, Κύριε, δεν τα θυμάμαι τα παρα-

69

Page 67: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

μύθια, σου το είχα πει! Τα 'χω κάνει θάλασσα! ! Έ­τσι όπως τα λέω, είναι λογικό κανένα παιδί να μην κοιμάται, ε ; Κύριε . . . Κύριε;»

Μόνο τότε ο Ροζάριο αντιλαμβάνεται πως ο Θε­ός κοιμάται βαθιά, μ' ένα παράξενο χαμόγελο στα χείλη του. Ο Ροζάριο τον κοιτάζει, κουνάει το κεφά­λι του: «Ένα παιδί όχι, αλλά .. . » Και λέγοντας αυτά τον σκεπάζει απαλά, για να μην κρυώσει, και σβήνει το φως.

Και ο Θεός βλέπει πως όλα είναι πολύ όμορφα, ακριβώς όπως πάντα επιθυμούσε να είναι. Όμως α­πλώς ονειρεύεται, γιατί ε ίναι και πάλι νύχτα.

70

Page 68: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

Ημέρα τέταρτη

Ξημέρωσε και πάλι. Ο Ροζάριο είναι ακόμα στο κρεβάτι. Ανοίγει τα

μάτια του, τεντώνεται, κι ύστερα κοιτάζει γύρω του. «Κύριε; Κύριε, πού είσαι;» Ο Ροζάριο ξύνει το κε­φάλι του: από τον Θεό ούτε ίχνος. «Μπορεί να είναι πανταχού παρών, όμως όταν τον φωνάζεις δεν είναι ποτέ εδώ!» Ο Ροζάριο σηκώνεται, πηγαίνει στην κου­ζίνα να φτιάξει καφέ και μουρμουρίζει από μέσα του: «Μα πού εξαφανίζεται κάθε φορά; Δεν καταλαβαί­νω .. . Ίσως κάνει διπλή ζωή ! Μπα ... δεν καταλαβαί­νω τίποτα . . . » Ο Ροζάριο βάζει την καφετιέρα πάνω στο μάτι της κουζίνας: «Για να είμαι ειλικρινής, αυ­τά που δεν καταλαβαίνω είναι αρκετά. Όποιο ζήτη­μα και να αντιμετωπίσω, βρίσκω πάντα κάτι που δεν καταλαβαίνω ... και συχνά δεν καταλαβαίνω ούτε το ζήτημα! Παραδείγματος χάρη: δεν κατάλαβα ποτέ ποιος είναι αυτός που φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ!

»Αν πάλι μιλήσουμε για σεξουαλικά θέματα, αυ­τά που δεν καταλαβαίνω είναι αναρίθμητα ... Δεν κα­ταλαβαίνω αυτούς που ξεκινούν το σεξ νωρίς νωρίς, στις 5.30 το πρωί, ή αυτούς που φοβούνται τις αρρ<ό-

71

Page 69: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

στιες και κάνουν τηλεματικό σεξ, όμως για σιγουριά βάζουν προφυλακτικό και στο joystick! Δεν καταλα­βαίνω ούτε γιατί φτιάχνουν προφυλακτικά με γεύση φράουλα ή βατόμουρο. Μήπως για πιο δροσερή ανα­πνοή; Δεν καταλαβαίνω τις οδηγίες στα προφυλακτι­κά, εκεί όπου είναι γραμμένο "Μην το φοράτε προ­τού επέλθει στύση" . . . Για καθυστερημένους μάς περ­νάνε; Είναι απαραίτητο να γράφουν ότι δεν χρησιμο­ποιούνται σαν το κόκαλο των παπουτσιών; Δεν κατα­λαβαίνω επίσης τις γυναίκες που χρησιμοποιούν το διάφραγμα: θα βγάλουν παιδιά με πρόβλημα εστία­σης. Ή τις γυναίκες των 65 ετών που κάνουν τεχνη­τή γονιμοποίηση . . . Ίσως γιατί δεν βρίσκεται άνθρω­πος να τους κάνει τη φυσιολογική. Δεν καταλαβαίνω σε τι χρησιμεύει η γενετική μηχανική: θα χρησίμευε πριν από τη γέννηση του Καρόλου ή της Καμίλλας, μα τώρα ό,τι ήταν να γίνει έγινε. Δεν καταλαβαίνω το Βιάγκρα, το όνειρο των συνταξιούχων! Πώς να τα βγάλουν πέρα οι άνθρωποι; Το δεκαχίλιαρο που έ­χουν στη διάθεσή τους ή θα το ξοδέψουν για το Βιά­γκρα ή θα το ξοδέψουν για να πάνε στις πουτάνες . . . Δεν μπορούν να κάνουν και τα δύο! Δεν καταλαβαί­νω αυτούς που φέρνουν τη φιλενάδα τους στην οικο­γένειά τους κι ύστερα εκπλήσσονται που η γυναίκα τους τσαντίζεται . . .

»Κι αν πεις για τα ναρκωτικά, είναι πολλά αυτά που δεν καταλαβαίνω. . . Δεν καταλαβαίνω αυτούς που σκοτώνουν για τη μαστούρα τους, αλλά ούτε κι αυτούς που νοιάζονται μόνο για την αγιαστούρα τους. Δεν καταλαβαίνω αν γίνεται καλύτερη η μπου-

72

Page 70: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

γάδα βάζοντας σκόνη με μπλε και πράσινους κόκ­κους, αλλά δεν καταλαβαίνω ούτε πώς γίνεται καλύ­τερη η ζωή με την άσπρη σκόνη. Δεν καταλαβαίνω πώς καταφέρνουν οι διαβητικοί ναρκομανείς να μα­στουρώνουν: ίσως βαράνε ενδοφλέβια ζαχαροκάλα­μα. Αλλά λιγότερο απ' όλους καταλαβαίνω αυτούς που λένε πως, για να εξαλειφθεί το πρόβλημα των ναρκωτικών, αρκεί να εξαλειφθεί ο ναρκομανής.

»Δεν καταλαβαίνω την ηλεκτρονική: τα κομπιού­τερ που θα έπρεπε να βοηθούν στη λύση των προβλη­μάτων, και στις περισσότερες περιπτώσεις το πρό­βλημα είναι αυτά τα ίδια! Είναι σαν την τέως σύζυ­γό μου: ο μισός μισθός για να τους αγοράσεις αξε­σουάρ, και κάθε λάθος που διαπράττεις το κάνουν α­νατολικό ζήτημα και το κρατούν στη μνήμη τους για πάντα. Δεν καταλαβαίνω γιατί, όταν αγοράζω ένα κι­νητό, την επόμενη ημέρα βγαίνει ένα πιο ωραίο που κοστίζει τα μισά. Δεν καταλαβαίνω τους εικονικούς ναύτες, που όλη νύχτα σερφάρουν στο Ίντερνετ, ενώ οι σύζυγοί τους στους μόλους αγναντεύουν ανήσυχες και μόνες τούς ορίζοντες της τεχνολογίας.

»Δεν καταλαβαίνω τις πινακίδες. Για παράδειγ­μα, γιατί, αν σε μερικά φορτηγά είναι γραμμένο "Προσοχή-άλογα ιπποδρομιών", σε μερικά πούλμαν δεν ε ίναι γραμμένο: "Προσοχή-μεταφορά χούλι­γκαν"; Αφηνιάζουν περισσότερο και δεν ξέρουν ού­τε να τρέχουν. Δεν καταλαβαίνω σε τι χρειάζεται η πινακίδα "Προσοχή-πτώση βράχων": πρέπει να ανοί­ξω ομπρέλα όταν περνώ από κάτω;

»Δεν καταλαβαίνω τις διαφημίσεις και τον κόσμο

73

Page 71: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

που τις πιστεύει, σαν κι αυτούς που αγοράζουν τις λο­σιόν για να ξαναβγούν τα μαλλιά τους: η λοσιόν τούς φέρνει καρκίνο, πρέπει να κάνουν χημειοθεραπεία. και η χημειοθεραπεία τούς κάνει να χάσουν τα μαλ­λιά τους. Δεν καταλαβαίνω το φέιγβολάν κάτω από τον υαλοκαθαριστήρα του αυτοκινήτου, που όταν το βλέπεις από μακριά σου 'ρχεται έμφραγμα, γιατί νο­μίζεις πως είναι πρόστιμο, ώσπου να ανακαλύψεις πως η Σιλβάνα άνοιξε κομμωτήριο στο Φορλί. Και ξέρεις, χέστηκα: εγώ μένω στη Νάπολη !

»Κι έπειτα δεν καταλαβαίνω ένα σωρό άλλα πράγματα: δεν καταλαβαίνω αυτούς που λένε: "Νι­κήσαμε παγκοσμίως την πείνα, δόξα τω Θεώ", και πράγματι αυτοί που πείναγαν είναι σχεδόν όλοι πε­θαμένοι. Δεν καταλαβαίνω τι σημαίνει όταν λέμε ότι οι νεοναζί σήκωσαν κεφάλι: αυτό σημαίνει ότι τους σηκώθηκε;

»Δεν καταλαβαίνω γιατί, όταν στη Γερμανία ντε­ραπάρει μια Μερσεντές, καταργούν το αυτοκίνητο. και όταν στον τόπο μας ανατρέπεται ένα τρένο, κα­ταργούν τον οδηγό. Δεν καταλαβαίνω αυτούς που α­ναρωτιούνται αν είναι καλύτερα να πλένεις τα χέρια σου πριν ή αφού κάνεις τσίσα σου: να κάνουν σαν κι εμένα, να τα πλένουν κατά τη διάρκεια. Και δεν μπο­ρώ να καταλάβω αυτούς που λένε: "Είμαι φίλαθλος, βλέπω τον αγώνα στην τηλεόραση !" Τότε λοιπόν ε­γώ ε ίμαι δημοσιογράφος επειδή βλέπω τις ειδήσεις; Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν ακούμε πια να μιλάνε ε­δώ και λίγο καιρό για τη μαφία, την Μπρουκ Σίλντς και τους Take That. Ποιος ξέρει τι σκαρώνουν πάλι;

74

Page 72: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

Δεν καταλαβαίνω τους ψεύτικους ανάπηρους: άν­θρωποι υγιείς που εργάζονται παριστάνοντας τον άρ­ρωστο. Μα κυρίως δεν καταλαβαίνω κάποιους πολι­τικάντηδες της κακιάς συμφοράς, που ε ίναι διανοη­τικά ανάπηροι και δουλεύουν παριστάνοντας τους υ­γιείς. Δεν καταλαβαίνω γιατί κλείνουν οι χωματερές: τα νεογέννητα πού θα τα πετάει κανείς; Δεν καταλα­βαίνω τις εγκύους που φωτογραφίζονται γυμνές στα εξώφυλλα: μήπως τους έχουν πει ότι κάνει καλό στο έμβρυο; Δεν καταλαβαίνω . . . »

Τη στιγμή εκείνη τον διακόπτει το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Ο Ροζάριο τρέχει να απαντήσει: «Ε­μπρός, εδώ πρακτορείο "Ψυχαγωγία και Αναψυ­χή" ! . .. Πώς είπατε, κυρία μου; Σόου; Βεβαίως, κυρία μου, γι' αυτό είμαστε εδώ!»

Η γνωστή φωνή φτάνει απρόσμενα από ψηλά: «Όχι, Ροζάριο, εσύ είσαι εδώ για να φτιάξεις την κι­βωτό, το ξέχασες;»

Ο Ροζάριο υψώνει τα μάτια του στον ουρανό και αμέσως ξαναρχίζει να μιλάει στο ακουστικό: «Όχι, κυρία, μην ανησυχείτε, ήταν μια παρεμβολή . . . »

Η φωνή του Θεού ακούγεται συγχυσμένη : «Τι εί­μαι;»

Ο Ροζάριο μιλάει προσπαθώντας να καλύψει το ακουστικό: «Μάλιστα, κυρία μου, απ' όλα έχει το σό­ου». Ενώ ο Ροζάριο μιλάει στο ακουστικό, εκ θαύ­ματος αυτό αρχίζει να ζεσταίνεται. Ο Ροζάριο το περνάει από το ένα χέρι στο άλλο, ενώ συνεχίζει να μιλάει. «Έχουμε και μια σουμπρέτα. Στέκεται μόνο

75

Page 73: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

προφίλ, αλλά είναι αρκετό. Γιατί προφίλ; Γιατί είναι Αιγύπτια, αγαπητή κυρία».

Από ψηλά έρχεται ένα ηχηρό «Ψεύτη !» ενώ το α­κουστικό εκ θαύματος έχει γίνει καυτό. Ο Ροζάριο το κρατάει μ' ένα μαξιλάρι, προσέχοντας να μην κα­εί: «Και για πότε, αν επιτρέπετε, κυρία; Α, σε δυο βδομάδες . . . »

«Πολύ αργά!» βροντά ο Θεός. Το ακουστικό είναι πια πυρακτωμένο, το μαξιλά­

ρι βγάζει καπνούς. «Χμ, κυρία μου, δεν ξέρω αν θα τα καταφέρουμε σε δυο εβδομάδες. Πού σκέπτεστε να το κάνουμε, στη θάλασσα; Α, στο χιονοδρομικό κέντρο της Κορτίνας. Ε, τότε ίσως τα καταφέρουμε». Ο Ροζάριο στρέφει το βλέμμα του στον ουρανό ρω­τώντας: «Θα πάρει λίγο καιρό μέχρι ν' ανέβει το νε­ρό, έτσι;»

Έπειτα, καταλαβαίνοντας τι ε ίπε: «Όχι, όχι, κυ­ρία μου, μιλούσα με τον υδραυλικό».

Ο Θεός ουρλιάζει, φανερά οργισμένος: «Με ποιον;»

Το ακουστικό αρχίζει να λιώνει και ο Ροζάριο μι­λάει φουριόζος: «Αγαπητή κυρία, ας κάνουμε το ε­ξής: ξαναπάρτε με αν δεν βρέξει . . . Εντάξε ι; Ευχαρι­στώ και με συγχωρείτε, αλλά πρέπει να σας αφήσω, έχω και τον Κύριο του από πάνω ορόφου που πιέζει λίγο . . . Μάλιστα κυρία μου, έχετε δίκιο, είναι φορτι­κός, αλλά ... »

«Ποιος σου 'δωσε το δικαίωμα, Ροζάριο ! ! » Αυτή τη φορά ο Θεός είναι πραγματικά έξαλλος και ξε­σπάει με όλη του τη δύναμη: στην κουζίνα ακούγεται

76

Page 74: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

ένα Μπιγκ Μπανγκ, το ψυγείο εκρήγνυται με όλο του το περιεχόμενο (που έτσι κι αλλιώς δεν ήταν και σπουδαίο), και πασαλείβει την απεραντοσύνη που καλύπτουν τα πλακάκια, ενώ ένας χείμαρρος από το προχθεσινό γιουβέτσι αργοκυλάει στο κούφωμα της πόρτας. Ο Ύψιστος είναι έξω φρενών, όχι μόνο για­τί ο Ροζάριο δεν τον σεβάστηκε, αλλά και γιατί το γιουβέτσι γίνεται χωρίς ρίγανη.

«Ήμαρτον, Κύριε ! Υπόσχομαι στο μέλλον να μην ξαναβάλω ρίγανη», ικετεύει ο Ροζάριο πεσμένος κα­ταγής. «Συγχώρα με και που σ' έκανα να θυμώσεις, αλλά προσπάθησε να με καταλάβεις, Κύριε. Έχω πα­νικοβληθεί: δεν έχω φτιάξει ποτέ μου κιβωτό και δεν νομίζω πως ε ίμαι ικανός. Μικρός ούτε τα Λέγκο δεν ήξερα να στήνω!»

«Θα σε βοηθήσω εγώ!» τον διακόπτει ο Θεός. «Συγχώρα με, ω Ύψιστε. Μην προσβληθείς, αλ­

λά εσύ δεν ε ίσαι και πολύ πρακτικό μυαλό. Εδώ το πρόβλημα δεν είναι η κατασκευή, αλλά η πλεύση ! Ε­μένα με ζαλίζει η θάλασσα, ακόμη και στο φεριμπότ για τη Σαρδηνία . . . »

«Εμ βέβαια!» τον διακόπτει ο Θεός. «Με όσα σου δίνουν να φας σ' αυτά τα σαπιοκάραβα . . . ! »

«Μα όχι, Κύριε, δεν είναι αυτό. Κοίτα, σ' ευχαρι­στώ που διάλεξες εμένα ανάμεσα σε χίλιους κι άλ­λους χίλιους, αλλά . . . »

«Σου έχω ήδη εξηγήσει ότι έγινε λάθος ! Πάντως, αν προτιμάς να πνιγείς με όλη την υπόλοιπη ανθρω­πότητα, θα σου κάνω το χατίρι!»

Ο Ροζάριο χλομιάζει κι αμέσως αλλάζει τόνο:

77

Page 75: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

«Μα όχι, Κύριε, πώς σου πέρασε αυτή η ιδέα από το μυαλό; Εγώ είμαι το καταλληλότερο πρόσωπο για την κιβωτό σου ! Βασίσου πάνω μου».

Ακούγεται η βροντερή φωνή του Κυρίου: «Μα α­φού μόλις είπες ότι σε πειράζει η θάλασσα!»

«Ε καλά . . . Θα πάρω μια δραμαμίνη !» Ο Κύριος κουνάει το κεφάλι του δύσπιστος: «Και

με τα ζώα τι θα κάνουμε; Νομίζω ότι τα ζώα δεν σ' αρέσουν, έτσι δεν είναι Ροζάριο;»

«Εγώ λατρεύω τα ζώα, Κύριε: ήμουν αρραβωνια­σμένος με μια μουρούνα εφτά χρόνια! Κάποτε δεν ή­μουν έτσι: ήμουν κακός άνθρωπος. Δεν αγαπούσα τις κότες. Σκέψου ότι, τα πρωινά, έκανα τ' αβγά τους στραπατσάδα! Ώσπου κατάλαβα και υιοθέτησα ένα αβγό εξ αποστάσεως: ένα μαύρο αβγό, ένα αβγό Κί­ντερ. Δημιούργησα, δε, κι έναν σύλλογο για την προ­στασία της ταινίας της μονήρους, που κανένας δεν πάει ποτέ να της κάνει παρέα. Θα φταίει και το μέ­ρος όπου μένει: προφανώς είναι λίγο άβολο να πας και να τη βρεις. Πέρυσι μάζεψα ένα κουτάβι σκου­ληκιού. Θα 'πρεπε να το δεις τώρα: τριγυρνά στο σπί­τι και μοιάζει με χέλι! Άρα, Κύριε, από αυτή την ά­ΠΟψη μπορείς να μείνεις ήσυχος: εγώ είμαι ο άνθρω­πός σου, ο πιο κατάλληλος για να σώσει τα ζώα».

«Εντάξει, Ροζάριο, με έπεισες», λέει ο Θεός. Θα φτιάξεις εσύ την κιβωτό».

«Ευχαριστώ, Κύριε. Και πόσα ζώα θα πρέπει να φορτώσω επάνω;»

«Όλα, δύο από κάθε είδος!» απαντά ο Πανάγα­θος.

78

Page 76: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

Ο Ροζάριο χλομιάζει: «Όλα όλα;» Ο Κύριος γνέφει καταφατικά. Ο Ροζάριο επιμέ­

νει: «Και τι θα γίνει με την μπόχα;» «Θα συνηθίσουν», απαντά γαλήνια ο Πανάγαθος.

«Όπως άρχισα να συνηθίζω κι εγώ». Ο Ροζάριο προσβάλλεται, αλλά κάνει πως δεν

τρέχει τίποτα: «Μα αν φορτώσω μόνο τα ζώα, Κύριε, δεν θα έχω τίποτα για γαρνιτούρα! Χώρια τα πρακτι­κά προβλήματα που θα δημιουργηθούν: ποιος θα τα"ι­ζει την τίγρη, και κυρίως τι θα την ταΙζω; Τα άλλα ζώα θα είναι ανήσυχα κατά τον διάπλου! Και τι θα κάνω με τους ελέφαντες; Αυτοί τρώνε τρεις τόνους χόρτο την ημέρα! Για να πιάσουμε ένα τεφτέρι: δυο ελέφαντες κάνουν έξι τόνους χόρτο, επί σαράντα η­μέρες μάς κάνουν διακόσιους σαράντα τόνους χόρ­το. Μόνο για τους ελέφαντες, Κύριε, θα πρέπει να φορτώσω περισσότερο χόρτο απ' όσο κατανάλωσαν οι Ρόλινγκ Στόουνς σε όλη τους την καριέρα! Και για να μη μιλήσουμε για το ξεδίψασμα: και καλά η γκα­μήλα, που έτσι κι αλλιώς το φροντίζει μόνη της, όμως με την καμηλοπάρδαλη τι θα κάνω; Θα κουβαλάω και κουτάκια Σπράιτ;»

Ο Κύριος αρχίζει να χάνει ξανά την υπομονή του: «Αμάν, Ροζάριο! Μα είναι δυνατόν να βλέπεις μόνο τις πιο δύσκολες πλευρές; Σκέψου το πάντα, που κα­ταναλώνει λίγο».

«Κύριε, αυτό είναι το Φίατ Πάντα. Κι ύστερα δεν είναι μόνο το πρόβλημα της πείνας και της δίψας: σκέψου τις σχέσεις ανάμεσα στα ζώα. Τι θα κάνω;

79

Page 77: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

Θα το πεις εσύ στο πρόβατο ότι θα έρθει και ο λύ­κος;»

Ο Κύριος τον κόβει απότομα: «Ροζάριο, σταμάτα τα παράπονα: τα ζώα πρέπει να σωθούν όλα και πρέ­πει να είναι δύο από κάθε είδος, ώστε να αναπαρα­χθούν».

Μα ο Ροζάριο δεν έχει ακόμη πεισθεί: «Εντάξει, Κύριε. Παρόλο που ... »

«Παρόλο που;» βροντοφωνάζει ο Κύριος. «Παρόλο που, με όλο τον σεβασμό, αν σ' ένοιαζε

τόσο η αναπαραγωγή τους, θα μπορούσες να είσαι πιο προσεχτικός στον σχεδιασμό».

«Τι θες να πεις, Ροζάριο;» «Χμ, Κύριε, ας είμαστε τίμιοι: υπάρχουν κάτι ζώα

που, τα κακόμοιρα, κάνουν τεράστιο κόπο να αναπα­ραχθούν, εξαιτίας λαθών στον σχεδιασμό τους».

«Μα για ποια λάθη μιλάς;» «Να, για παράδειγμα, υπάρχουν πολύ αργά ζώα,

Κύριε ! Σκέψου τον βραδύποδα: τόσο αργός, σκυφτός, αποβλακωμένος. Τον φαντάζομαι πάνω στα δέντρα: "Έχεις ένα δεκάρικο, να πάω να βρω τη γιαγιά μου;" Πώς έχεις την απαίτηση να αναπαραχθεί ένα τόσο αργό ζώο; Σκέψου πόσον χρόνο χρειάζεται για να πάρει πρωτοβουλία: "Θ-έ-λ-ε-ι-ς ν-α φ-ά-μ-ε μ-α-ζ-ί α-π-ό-ψ-ε;" κι έχει κιόλας ξημερώσει! Άσε πια το ζευγάρωμα! Μπορεί να του πάρει 18 με 22 ώρες, και μερικές φορές τον παίρνει και ο ύπνος! Θα μου πεις: "Συμβαίνει και στον άντρα ν' αποκοιμηθεί!" Ναι, αλ­λά μετά, σχεδόν ποτέ κατά τη διάρκεια. Είναι φανε-

80

Page 78: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

ρό, Κύριέ μου, ότι ένα τέτοιο ζώο οδηγείται στην ε­ξαφάνιση !

»Έπειτα υπάρχουν ζώα πολύ ντροπαλά! Σκέψου, για παράδειγμα, τη στρουθοκάμηλο: εκείνη ντρέπε­ται, χώνει το κεφάλι της στην άμμο, ο στρουθοκάμη­λος έρχεται από πίσω και . . . γκντούπα της! Με λίγα λόγια: δεν υπάρχει διαλεκτική σχέση, δεν υπάρχει συναίσθημα! Από την άλλη μεριά, ζώο είναι κι ο στρουθοκάμηλος, έχει κι αυτός τις αδυναμίες του !

»Κι έπειτα υπάρχουν ζώα πολύ φιλύποπτα! Για παράδειγμα, το βιζόν νομίζει ότι η θηλυκιά κάθεται μαζί του μόνο για τη γούνα του, και δημιουργούνται κι εκεί σοβαρά προβλήματα κατανόησης.

»Με άλλα ζώα το πρόβλημα δεν είναι στον χαρα­κτήρα τους, είναι καθαρά διαδικαστικό. Για παρά­δειγμα, υπάρχουν ζώα πολύ μεγάλα: σκέψου την κα­κομοίρα την ιπποποταμίνα, όταν βλέπει τον σύζυγό της να την πλησιάζει! "Παναγιά μου ! Αυτός τώρα θα ν' ανέβει πάνω μου;" σκέφτεται απαρηγόρητη. Κι έ­πειτα ο ιπποπόταμος, Κύριε, έχει εκείνο το πράμα που μοιάζει με ηλεκτρικό τρενάκι, μα τι λέω: με υ­περταχεία! Εδώ που τα λέμε, δεν είναι κι εύκολο να το κουμαντάρεις, ειδικά με μια θηλυκιά χοντρή σαν και τούτη, όλο ζάρες και δίπλες. Έχεις ιδέα τι χρειά­ζεται για να ψάξεις ανάμεσα σ' όλες αυτές τις δίπλες λίπους και να βρεις το θηλυκό σημείο της ιπποποτα­μίνας;

»Δώσ' του από δω, δώσ' του από κει, αρσενικό και θηλυκό, έτσι χοντρά που είναι, μετά την τέταρτη προσπάθεια το παθαίνουν το έμφραγμα και τα δύο!

81

Page 79: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

Ακ6μη και 6ταν δεν τους έρχεται έμφραγμα, η επα­φή είναι πολύ επώδυνη: φαίνεται συχνά στα ντοκιμα­ντέρ 6τι η ιπποποταμίνα έχει ανοιχτ6 το στ6μα της: γιατί το αρσενικ6 πέτυχε λάθος στ6χο! !»

Ο Κύριος ξεφυσά, φανερά ενοχλημένος: «Ροζά­ριο, αυτό είναι χάσιμο χρ6νου! Τα ζώα θ' ανεβούν 6-λα στην κιβωτό και, στο τέλος του κατακλυσμού, θα είναι καθήκον δικό σου και της γενιάς σου να βοη­θήσετε τα ζώα με περισσότερες δυσκολίες να ζήσουν μια φυσιολογική ζωή».

«Και πώς θα γίνει αυτ6, Κύριε;» «Υ ιοθετήστε τα, Ροζάριο. Όπως κάνετε σήμερα

με τον σκύλο, τη γάτα, την αγελάδα . . . » «Μια κουβέντα είναι! » αντιδρά ο Ροζάριο. <�Φα­

ντάζεσαι τους ιδιοκτήτες ενός αρσενικού κι εν6ς θη­λυκού ελέφαντα, που συναντιούνται στο πάρκο για να τους ζευγαρώσουν; Θα καταστραφούν όλα τα παρτέρια, δεν είναι σαν το χάμστερ! Άσε που, όταν γεννιούνται τα κουτάβια, πού να βρεις μπανιέρα να τα πνίξεις αν είναι πολλά; Τα μυρμήγκια τι τα βάζεις να κάνουν, τους φύλακες; Ο πρώτος κλέφτης που θά 'ρθει θα σου τα ποδοπατήσει όλα! Κι έπειτα, μπολά­κι Κιτ&Κατ τόσο μικρό δεν βρίσκεται, το σπιτάκι στον κήπο χάνεται μέσα στη χλόη, για να το πας β6λ­τα με το λουρί πρέπει να πηγαίνεις σκυφτ6ς . . . Πάρα πολλά προβλήματα! Και ο ρινόκερος του σαλονιού; Θα σου καταστρέψει όλον τον καναπέ. Κι άντε μετά να τον πείσεις να κάνει τις ανάγκες του στο κασονά­κι στην τουαλέτα! Και με τον κυναίλουρο τι θα κά­νουμε; Θα του μάθουμε πώς να σέρνει έλκηθρο; Δεν

82

Page 80: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

έχει γερά κρατήματά στις στροφές . . . Βλέπω κιόλας πλήθος Εσκιμώους να γίνονται χαλκομανία πάνω στα δέντρα! Αμάν πια, Κύριε, δεν μπορείς να αναθέσεις σ' εμένα την ευθύνη να λύσω τα προβλήματα που δη­μιούργησες εσύ στον σχεδιασμό!»

Ο Κύριος τον διακόπτει: «Μα τι ξέρεις εσύ από σχεδιασμό, Ροζάριο; Εσύ ούτε που φαντάζεσαι τι προσπάθειες έκανα προτού βρω κάποιες λύσεις: ε­σείς νομίζετε ότι σε μία μέρα έπλασα τα πάντα . . . Α­πό πού κι ως πού; Χρειάστηκε πολύς χρόνος κι ένα σωρό πειράματα.

»Πάρε για παράδειγμα τα πουλιά: αν ήξερες τι χαμός έγινε για να τα τελειοποιήσω! Έριχνα στον αέρα ένα κουνέλι και φώναζα: "Πέτα!" κι αυτό μπα­νταμπούμ! Φαρδύ πλατύ στο χώμα. Έριχνα έναν κροκόδειλο: "Πέτα!" κι αυτός μπανταμπούμ! Φαρδύ­τερος πλατύτερος στο χώμα. Μετά τα πρώτα αυτά πειράματα, δημιούργησα επίτηδες τον "Κοδρικίελο τον ερυθρόκερκο". Ωραίο πουλί, αλλά είχε μόνο μία φτερούγα . . . Ξέρεις τώρα, η απειρία! Μπορούσε να πετάει, αλλά μόνο κυκλικά.

»Μετά τα πουλιά πέρασα στα ψάρια, αλλά κι ε­κεί έπρεπε να δεις πόσα ζώα μού πνίγηκαν πριν τα φτιάξω σωστά! Κατάλαβα πως έπρεπε να προχωρή­σω βαθμηδόν, αλλά δεν ήταν εύκολο. Πάρε για πα­ράδειγμα το ψαροπούλι, τον συνδετικό κρίκο ανάμε­σα σε ψάρια και πουλιά: δεν ξέρεις πόσα προβλήμα­τα μου δημιούργησε στην αρχή ! Σκέψου ότι έφτιαχνε τη φωλιά του πάνω στα δέντρα και τα πουλιά διαμαρ­τύρονταν γιατί βρόμαγε μπακαλιαρίλα. Τέλος πά-

83

Page 81: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

ντων . . . αναγκάστηκα να του ζητήσω να μείνει στο νε­ρό!

»Και πού να σου λέω τι τράβηξα για να φτιάξω τη γαλοπούλα!

»Στην αρχή υπήρχε ο "Στερπακόδιλος ο πρωτεύ­ων". Ήταν ένα ωοτόκο ζώο που έκανε μόνο ένα α­βγό, όμως το έκανε τόσο μεγάλο όσο μια μπάλα του ράγκμπι, και μέσα υπήρχε ένας Στερπακόδιλος πρω­τεύων που είχε κιόλας τις διαστάσεις ενός ενήλικα. Οι εναλλακτικές λύσεις ήταν δύο: ή φάρδαινα τον κώλο ή μίκραινα το αβγό. Αν φάρδαινα τον κώλο, θα δημιουργούσα ρεύμα αέρος και η Στερπακοδιλίνα θα πέθαινε από κρύωμα. Αν μίκραινα το αβγό, δεν θα χώραγε πια μέσα ο Στερπακόδιλος ο πρωτεύων. Α­ναγκάστηκα να εξαφανίσω τα πάντα και να ξανα­φτιάξω από την αρχή τη γαλοπούλα.

»Και το "Σιμαγλίνο το χρυσούν" και το "Σιμαγλί­νο το διάστικτον" αναγκάστηκα να τα αντικαταστή­σω με την καμηλοπάρδαλη ! Για την ακρίβεια ήταν ί­δια με την καμηλοπάρδαλη, μόνο που έκαναν αβγά: έσπαγαν όλα.

»Δημιούργησα και μια στρωματόβια ψείρα μεγά­λη σαν Φορντ Τράνζιτ: έτρωγε τέσσερα στρώματα την ημέρα. Αναγκάστηκα να τη βγάλω από τη μέση εξαι­τίας των πιέσεων από τα συνδικάτα της Περμαφλέξ.

»Ένα άλλο ζώο που αναγκάστηκα να εξαφανίσω ήταν η "Σκόντα η ευδαίμων": ένα οστρακόδερμο σκέ­το σίχαμα! Ευτυχώς για τα άλλα ζώα, δεν χρειάστη­κε να προστρέξω σε ριζικές λύσεις: ήταν αρκετές κά­ποιες μετατροπές για να φτάσω σε καλά αποτελέσμα-

84

Page 82: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

τα. Για παράδειγμα, ο ελέφαντας στην αρχή είχε μι­κρά αφτιά και δεν άκουγε τίποτα: ήταν πρόβλημα, γιατί τα άλλα ζώα ξελαρυγγιαζόντουσαν φωνάζοντας "πρόσεχε πού πατάς! " κι αυτός τίποτα . . . πού ν' ακού­σει! Είχαμε ένα σωρό ποδοπατημένα ζώα, έως ότου αναγκάστηκα να του αλλάξω τ' αφτιά. Και οι φάλαι­νες στη αρχή ήταν διαφορετικές: τις είχα κάνει πετσί και κόκαλο, σαν τις αντσούγιες, αλλά δεν μου άρε­σαν και τις άλλαξα.

»Και τι να πω για τον τυφλοπόντικα; Ο τυφλοπό­ντικας μου βγήκε αόμματος, και τότε σκέφτηκα: θα του δώσω ένα σκυλί κι έτσι λύνεται το πρόβλημα. Το σκυλί όμως δάγκωνε όλους τους τυφλοπόντικες, και τότε οι τυφλοπόντικες έκαναν διαδήλωση: απεργίες, φασαρίες . . . Στο τέλος λοιπόν αφαίρεσα το σκυλί και σκέφτηκα: μια που δεν βλέπουν την τύφλα τους, θα τους βάλω κάτω από τη γη, όπου ούτως ή άλλως εί­ναι σκοτεινά, κι έτσι θα λύσω το πρόβλημα. Και πά­λι διαδήλωση από τους τυφλοπόντικες: απεργίες, φα­σαρίες . . . όμως έτσι κι αλλιώς έγιναν όλα κάτω από τη γη, κανείς δεν πήρε τίποτα χαμπάρι, λίγο μετά ηρέ­μησαν και τώρα είναι ακόμη εκεί . . .

»Μ' αυτούς βρήκα τη λύση, αλλά με τόσα άλλα εί­δη ζώων δεν τα κατάφερα: αφανίστηκαν χωρίς να μπορέσω να κάνω τίποτα. Φοβερή ξεφτίλα.

»Για παράδειγμα, η "Βατραχεία" και η "Κυκλω­πεία" αφανίστηκαν στον προηγούμενο κατακλυσμό, εκείνον του Νώε, γιατί ήταν πολύ καλές . . . »

«Στον χαρακτήρα;» ρωτάει ο Ροζάριο με περιέ�­γεια.

85

Page 83: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

«Όχι», απαντάει ο Θεός, «στη γεύση. Ο Νώε τρε­λαινόταν για δαύτες και τις έφαγε όλες κατά τον διά­πλου».

Η περιέργεια του Ροζάριο φουντώνει όλο και πε­ρισσότερο: «Και πώς ήταν φτιαγμένες;»

«Ήταν καταπληκτικά ζώα ... » αναστενάζει ο Πα­νάγαθος. «Η "Βατραχεία" αποτελούνταν από ένα μό­νο πόδι. Μια ωραία γάμπα, λεία, χωρίς τρίχες. Γεν­νιόταν έχοντας κιόλας πάνω της λίγο λαδάκι και τρε­φόταν με σκόρδο, κάππαρη, ελιές και μια πρέζα α­λατοπίπερο. Είχε έναν μεγάλο, μοναδικό, φυσικό ε­χθρό, εκτός από τον Νώε: τον φούρνο!

»Η δε "Κυκλωπεία" αντίθετα, ήταν το μικρότερο από τα θηλαστικά: τα ενήλικα είχαν τις διαστάσεις

86

Page 84: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

και το σχήμα που έχουν οι γίγαντες, τα φασόλια. Αυ­τή η ομοιότητα στάθηκε μοιραία: μια ωραία πρωία ο Νώε έχωσε στο ταψί όλη την οικογένεια μαζί με όλα τα απαραίτητα μυρωδικά κι έτσι σερβίρισε ωραιότα­τους γίγαντες πλακί.

»Ακόμη νιώθω ότι μου λείπουν, όπως και τόσα άλ­λα αφανισμένα ζώα με τα οποία ήμουν συνδεδεμέ­νος. Πάρε για παράδειγμα το αξιαγάπητο "Γοητου­δάκιον το ραβδωτόν", που τρεφόταν μόνο με σουφλέ πατάτας. Άντεξε μέχρις ότου η τιμή του σουφλέ έφτα­σε τις 4500 λιρέτες η μερίδα, μετά το έφαγε η μαρ­μάγκα: ε ίναι λογικό.

»Και ο μικρός "Πεντάβραχυς ο διοπτροφόρος"; Το πιο φοβητσιάρικο ζώο που έπλασα! Οτιδήποτε τον τρομοκρατούσε : η φωτιά, το φως, η μοναξιά, οι δικα­στές. Νοσηλεύτηκε έξι μήνες σε κλινική, με ισχυρά καταθλιπτικά σύνδρομα, ώσπου αφανίστηκε.

»Και τι να πει κανείς για τον κακόμοιρο τον "Ρε­μέντζο τον δενδρόβιον"; Είχε ένα σωρό φυσικούς ε­χθρούς: μετά την πρώτη προειδοποίηση της μαφίας, η αστυνομία τον βρήκε έξω από το σπίτι του, τον έ­βγαλαν από τη μέση με τέσσερις σφαίρες. Δεν ε ίχε προλάβει να αναπαραχθεί: εξαφανίστηκε.

»0 δε "Βασιλίσκος ο κολλαριστός", σ' έναν κό­σμο σε εξέλιξη, εξελίχθηκε με την εξυπνάδα οπαδού της Λίγκας του Βορρά από τη Βαλ Μπρεμπάνα! Έ­λεγε: "Α πά' αινε από κει, χωριάταρε ! " επί εφτά μή­νες σ' ένα αυστραλέζικο καγκουρό.

»Ώσπου εξαφανίστηκε μόνος του χωρίς ν' αφή­σει ίχνη.

87

Page 85: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

»Και οι δεινόσαυροι . . . Τι κρίμα!» Ο Ροζάριο επεμβαίνει ξανά: «Μετεωρίτης, έτσι

δεν είναι;» «Καλέ, ποιος μετεωρίτης !» γελάει ο Κύριος. «Έ­

γινε ένα απλο'ίκό λάθος: το αρσενικό, που ζύγιζε πά­νω από 500 τόνους, το είχα πλάσει μ' ένα μαραφετά­κι 24 γραμμαρίων . . . Εξαφανίστηκαν γιατί τα θηλυκά πέθαναν όλα από τα γέλια».

Ο Ροζάριο έχει μείνει άναυδος: «Παναγίτσα μου, αν το ήξερε ο Πιέρο Άντζελα!»

«ο Πιέρο Άντζελα είναι αυτός που έχει εκείνον τον παράξενο γιο;» ρωτάει ο Θεός.

«Ναι», απαντάει ο Ροζάριο. «Είναι αυτός που κά­νει τα ντοκιμαντέρ. Λέει ότι καταγόμαστε από τους πιθήκους».

Αυτή τη φορά είναι η σειρά του Θεού να μείνει άναυδος: «Στ' αλήθεια κατάγεστε από τους πιθή­κους;»

«Γιατί, Κύριε, έτσι δεν είναι;» «Πού να ξέρω 'γώ; Αν το λέει αυτός ο Πιέρο Ά­

ντζελα . . . Μόνο που δεν θυμάμαι πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα. Η εξέλιξη των ειδών ήταν σκέτο μπά­χαλο, μου έγιναν όλα αχταρμάς. Μου φαίνεται ότι κατάγεστε από κάποιον, αλλά δεν θυμάμαι από ποιον . . . Ίσως από το σαλιγκάρι!»

«Αυτό είναι!» φωνάζει ο Ροζάριο. «Το σαλιγκά­ρι είναι παρόμοιο με τον άνθρωπο: του τρέχουν τα σάλια όταν βλέπει θηλυκό, έχει δυο γουρλωτά μάτια σαν τον θείο μου τον Πασκουάλε κι έχει και κέρατα σαν τον θείο μου τον Ευγένιο».

88

Page 86: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

Ο Κύριος μοιάζει να το σκέφτεται, κι έπειτα, διό­λου σίγουρος, προσθέτει: «Χμ, μπορεί και να κατά­γεστε από το τραμ!»

«Ναι, έχει κι αυτό κέρατα!» λέει ειρωνικά ο Ρο­ζάριο, που μετά προσθέτει: «Μα, Κύριε, τι 'ν' αυτά που λες; Τι σχέση έχει το τραμ;»

«Τι να σου πω, Ροζάριο . . . Δεν θυμάμαι, εντάξει; Πάντως ένα είναι βέβαιο: γίνατε ό,τι γίνατε με εντε­λώς τυχαίο τρόπο!»

Και λέγοντας αυτά ο Θεός, προφανώς κουρασμέ­νος από μια τόσο αποκαρδιωτική συζήτηση, εξαφα­νίζεται. Ο Ροζάριο μένει πάλι μόνος του, με τις ιδέ­ες του ακόμη πιο μπερδεμένες. Κάθεται και καρφώ­νει με το βλέμμα του ένα κουνούπι που πετάει τριγύ­ρω και σκέφτεται: «Λες να 'ναι ο παππούς μου αυ­τό;» Και αυτός ο συλλογισμός τον συνοδεύει έως ό­του, εξαντλημένος, αποκοιμιέται.

Μόνο τότε ο Πανάγαθος επιστρέφει και ξαπλώ­νει δίπλα του, περιμένοντας να κουβεντιάσουν κι άλ­λο.

Και ο Θεός δεν βλέπει την ώρα να ξυπνήσει ο Ρο­ζάριο, αλλά προς το παρόν ε ίναι και πάλι νύχτα.

89

Page 87: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

Ημέρα πέμπτη

Ξημέρωσε και πάλι. Ο Ροζάριο κοιμάται βαθιά. Και ο Κύριος κοιμά­

ται. Ο Ροζάριο στριφογυρίζει ιδρωμένος στο μαξιλά­ρι του. Κι ο Θεός το ίδιο. Ο Ροζάριο φυσάει και ξε­φυσάει. Κι ο Θεός το ίδιο. Η ζέστη είναι ανυπόφο­ρη. Ο Ροζάριο βλαστημάει. Ο Θεός τού χώνει μια κλοτσιά που τον κάνει να κυλήσει κάτω από το κρε­βάτι ξυπνώντας τον. «Εεε, μα τι τρόποι είναι αυτοί!» διαμαρτύρεται ο Ροζάριο καθώς σηκώνεται. «Επειδή είσαι ο Πανάγαθος, νομίζεις πως μπορείς να κάνεις ό,τι σου γουστάρει, ε ;» Ο Θεός τον αποστομώνει α­μέσως: «Πάψε, βλάσφημε υβριστή ! Και πήγαινε στην κουζίνα να φτιάξεις καφέ, είναι πια ώρα ν' αρχίσει η κατασκευή της κιβωτού ! Μένουν μόνο δύο ημέρες, το θυμάσαι;»

Ο Ροζάριο εξανίσταται. «Και βέβαια το θυμάμαι! Αλλά δύο μέρες είναι πολύ λίγες . . . Χρειάζομαι του­λάχιστον είκοσι! »

«Δύο!» απαντά ο Πανάγαθος. «Να τις κάνουμε δεκαπέντε;» προτείνει ο Ροζά­

ριο.

90

Page 88: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

«Δύο, ούτε μία παραπάνω. Φτάνει!» «Εεε, μα αυτή είναι δικτατορία! Το ξέρεις, έτσι

δεν είναι;» Ο Θεός ξύνει το κεφάλι του, και μετά: «Όχι ... » «Τι όχι;» ρωτάει ο Ροζάριο. Ο Πανάγαθος, αμήχανα, εξηγεί: «Όχι, δεν το ξέ­

ρω, δεν ξέρω τι είναι αυτή η δικτατορία, εντάξει;» «Α ... είπα κι εγώ ... Τότε να σου το εξηγήσω: δι­

κτατορία είναι όταν πηγαίνεις στην κόλαση αν δεν κάνεις ό,τι λέει ο δικτάτορας. Το 'πιασες;» Έπειτα, κοιτώντας την έκφραση του Θεού, προσθέτει αμέσως: «Μην το πάρεις τοις μετρητοίς . . . Ο λόγος το λέει . . . Τέλος πάντων, για να συνεννοηθούμε: η δικτατορία είναι το αντίθετο της δημοκρατίας. Το 'πιασες τώρα;»

Ο Θεός συγκατανεύει, έπειτα: «Και τι είναι η δη­μοκρατία;»

Ο Ροζάριο ξεσπάει: «Ω, μα τον εαυτό σου ! Μαζί μιλάμε και χώρια καταλαβαινόμαστε . . . Συγκεντρώ-σου, σε παρακαλώ. Δημοκρατία είναι . . . » ο Ροζάριο κοιτάζει για λίγο συλλογισμένος το άπειρο και προ­σπαθεί να δώσει μια εξήγηση: «Δημοκρατία είναι ό­ταν όλοι αποφασίζουν ποιος θα αποφασίσει και, α­νάλογα με τα πιστεύω τους, αποφασίζουν ποιον και τι θα σταυρώσουν. Πες πως όλοι λένε "Βαραββάν, Βαραββάν, Βαραββάν": σταυρώνουν τον Ιησού ! Η α­ντιπολίτευση θέλει να ρίξει την κυβέρνηση: παρακι­νεί τους εργάτες να σταυρώσουν τα χέρια τους! Η Σάρον Στόουν θέλει να ρίξει τον Μάικλ Ντάγκλας: σταυρώνει τα πόδια της! Πιστεύω πως έτσι είναι τα πράγματα, Κύριε . . . »

91

,

Page 89: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

«Μα συγγνώμη . . . » απαντάει αμήχανα ο Θεός, «ΚΙ αν δεν ε ίναι όλοι σύμφωνοι; Αν κάποιος θέλει Ιησού και κάποιος Βαραββά, τι συμβαίνει;»

«Πάμε σε ψηφοφορία!» απαντάει ο Ροζάριο. «Και πώς ψηφίζετε;» «Χμ . . . » ο Ροζάριο ξύνει το κεφάλι του, «εξαρτά­

ται από το ε ίδος των εκλογών: έχουμε την ενισχυμέ­νη αναλογική, το εγγλέζικο πλειοψηφικό, την πρώτη κατανομή αβγολέμονο, την τριπλή συμμαχία γιαχνί, τη στρεβλή ενισχυμένη με σπετζοφάι . . . »

Ο Θεός τον διακόπτει: «Κι όλ' αυτά για να δια­λέξετε ανάμεσα σε Ιησού και Βαραββά;»

«Όχι, Κύριε ! Όλ' αυτά για να εκλέξουμε τους γε­ρουσιαστές και τους βουλευτές!»

Ο Θεός επιμένει: «Κι αυτοί θα διαλέξουν ανάμε­σα σε Ιησού και Βαραββά;»

«Μερικές φορές, εκτός κι αν γίνει δημοψήφι­σμα!»

Ο Θεός αρχίζει να χάνει την υπομονή του: «Και τι ε ίναι το δημοψήφισμα;»

«Είναι μια εφεύρεση κατά την οποία, αν σ' αρέ­σει κάτι και θέλεις να πεις ναι, γράφεις "Όχι", ενώ αν δεν σ' αρέσει και θέλεις να πεις όχι, γράφεις "Ναι". Κατάλαβες;»

«Όχι», ξεσπάει ο Θεός. «Ούτε εγώ, Κύριε ! » παραδέχεται ο Ροζάριο. Και ο Θεός: «Και με αυτό το δημοψήφισμα δια­

λέγετε τελικά μεταξύ Ιησού και Βαραββά;» «Ναι ... και συνήθως κερδίζει ο Πιλάτος! » αναστε­

νάζει ο Ροζάριο.

92

Page 90: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

Ο Θεός ε ίναι πολύ αποκαρδιωμένος: «Λυπάμαι, Ροζάριο, αλλά εγώ απ' αυτή τη δημοκρατία δεν κα­τάλαβα τίποτα!»

«Ε», τον παρηγορεί ο Ροζάριο. «Δεν είναι κι εύ­κολο πράγμα. Ίσως είναι καλύτερα να σου δώσω κά­ποιο σημείο αναφοράς από την πραγματικότητα . . . Για παράδειγμα . . . θυμάσαι την απαγωγή του Άλντο Μό­ρο; Ο τότε Υπουργός Εσωτερικών επιβραβεύτηκε για τη λαμπρή του αποτυχία και εξελέγη Πρόεδρος της Δημοκρατίας, οργάνωσε, δε, και μια συνομωσία σε μορφή χορού μεταμφιεσμένων με θέμα τους αρχαί­ους Ρωμαίους, που λεγόταν 'Ή Ρομφαία". Είκοσι χρόνια μετά, είχε δεν είχε, βρίσκεται να συμμαχεί μα­ζί σου. Ορίστε: αυτή είναι η δημοκρατία. Η RAI ετοι­μάζει μια νέα σειρά επεισοδίων της εκπομπής Τα Μυ­στήρια, για να καταλάβουμε πώς συνέβη . . . »

Ο Θεός κουνάει το κεφάλι του: «Δεν είμαι σίγου­ρος ότι μ' αρέσει αυτή η δημοκρατία!»

«Όχι, Κύριε, μην το λες αυτό! Η δημοκρατία εί­ναι η βάση του πολιτισμένου βίου . . . Σε μια υγιή δη­μοκρατία ε ίναι εγγυημένη και η ελευθερία του τύπου: σκέψου ότι μέχρι και ο Τζουλιάνο Φεράρα έχει εφη­μερίδα!»

«Και ποιος είναι αυτός;» ρωτάει ο Θεός «Κύριέ μου, αν τον δεις, θα τον αναγνωρίσεις α­

μέσως: λόγω όγκου, είναι ο μοναδικός στον κόσμο που έχει μπιντέ με καθρεφτάκι για την όπισθεν! Για να συνεννοούμαστε: είναι αυτός που, όταν πήγε να γίνει δωρητής οργάνων, τον διώξανε κακήν κακώς! ι

Ωστόσο», συνεχίζει ο Ροζάριο, «επειδή έχουμε δημο-

93

Page 91: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

κρατία, ένας τέτοιος άνθρωπος μέχρι που έγινε υ· πουργός των Σχέσεων με το Κοινοβούλιο . . . »

Ο Θεός τον διακόπτει: «Κοινοβούλιο; Μα εσείς δεν είχατε βασιλιά;»

Ο Ροζάριο σηκώνει τα μάτια του προς τον ουρα· νό αποθαρρημένος: «Μα Κύριε, οι απόγονοι του οί· κου της ΣαβοΤας είναι στην εξορία εδώ και πενήντα χρόνια! Ζήτησαν να γυρίσουν στην Ιταλία, αλλά τι γυρνάνε να κάνουν τώρα που η Ιταλία μπαίνει στην Ευρώπη; Δεν θα βρουν κανέναν!»

Ο Θεός ε ίναι όλο και πιο μπερδεμένος: «Τότε ... στη θέση του βασιλιά ποιον έχετε ;»

«Τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όπως όλα τα με· γάλα δημοκρατικά κράτη ! Φυσικά, το καθένα έχει τον πρόεδρο που του αξίζει: για παράδειγμα, ο Πρό· εδρος των Ηνωμένων Πολιτειών λέγεται Κλίντον, και αν κάνει μουρνταριές με καμιά γραμματέα, γίνεται σκάνδαλο. Ο δικός μας Πρόεδρος λέγεται Σκάλφα· ρο, και αν κάνει τίποτα μουρνταριές με μια γραμμα· τέα, είναι θαύμα. Δύο διαφορετικά μοντέλα δημο· κρατίας . . . »

«Μα τι σχέση έχει το σεξ με τη δημοκρατία, Ρο· ζάριο;»

«Κύριέ μου, το σεξ ε ίναι καθοριστικό! Για παρά· δειγμα, η Μόνικα Λεβίνσκι αναγκάστηκε να κάνει φουλ περιποίηση στον Κλίντον, για να τον καταδικά· σουν. Ο μαφιόζος Ριίνα αρκέστηκε να δώσει ένα φι· λάκι στον Αντρεότι .. . »

Ο Κύριος κουνάει το κεφάλι του: «Δεν είμαι σί· γουρος ότι μ' αρέσει αυτή η δημοκρατία!»

94

Page 92: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

Ο Ροζάριο έχει αγανακτήσει: «Άντε πάλι! Σου το ξανάπα: μην το λες αυτό! Άμα σου πω ότι για τη δη­μοκρατία αγωνίστηκαν χρόνια ολόκληρα, από τον προηγούμενο κιόλας αιώνα, ο Καβούρ, ο Βιτόριο Ε­μανουέλε, οι αδελφοί Ντάντολο . . . »

«Ποιοι ε ίναι πάλι αυτοί;» τον ξαναδιακόπτει ο Θεός.

Ο Ροζάριο βρίσκεται καθαρά σε δύσκολη θέση: «Κύριε, εγώ την ιστορία δεν την είχα εμπεδώσει και πολύ! Πάντως, αν θυμάμαι καλά, ο Καβούρ είναι πλατεία, ο Βιτόριο Εμανουέλε λεωφόρος και οι αδελ­φοί Ντάντολο . . . χμ! Θα έπρεπε να δούμε τον οδικό χάρτη, Κύριε. Δεν τα θυμάμαι όλα, όμως ξέρω ότι ή­ταν μεγάλοι πατριώτες . . . Νομίζω ότι αργότερα μεγα­λούργησαν και στην Αμερική: στο Φαρ-Ουέστ όλοι ήξεραν τους αδελφούς Ντάλτον. Έδωσαν ένα σωρό μάχες για τη δημοκρατία. Περίφημος κι ο αγώνας στο Παστρένγκο: Ιταλία-Γερμανία 4-0, τους ξε-παστρέ­ψαμε. Αυτό έγινε πριν από πολλά χρόνια, ίσως ήταν μια ομάδα εφήβων. Αργότερα ο αγώνας επαναλή­φθηκε στο Μπελφιόρε, όταν βρίσκονταν στο φιόρε της ηλικίας τους! Έπειτα θυμάμαι πως υπήρχε η ο­μάδα του Πιζακάνε: ήταν τριακόσιοι, ήταν νέοι και δυνατοί, αλλά σε σύντομο χρονικό διάστημα έγινε υ­ποτίμηση κι έγιναν χίλιοι. Τους οδηγούσε ο Γκαρι­μπάλντι, αυτός που είχε έναν βοηθό, τον Μπίξιο, που τσάντιζε άγρια τον Γκαριμπάλντι, γιατί επαλήθευε τ' όνομά του ακόμη και με την κυρία Γκαριμπάλντι: ή­ταν φοβερός μπήχτης. Όταν έφτασαν στο Παλέρμο, ι

το 1860, συνάντησαν τον Ροζολίνο Πίλο, που νομίζω

95

Page 93: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

πως ήταν ο παππούς του Τζιάνι Πίλο, αυτουνού που κάνει τα γκάλοπ για το κόμμα του Μπερλουσκόνι, και βέβαια τους οργάνωσε αμέσως μια δημοσκόπηση: προέκυψε ότι 1 17 καινούριοι Ιταλοί στους 100 πί­στευαν πως ο Γκαριμπάλντι ήταν κομουνιστής, 103 καινούριοι Ιταλοί στους 100 προτιμούσαν τον Μπερ­λουσκόνι από τον Γκαριμπάλντι, 109 Ιταλοί στους 100 ήθελαν τον Μπερλουσκόνι πρώτο βασιλιά της Ιταλί­ας, στη θέση του Βιτόριο Εμανουέλε Β'».

«Μα ο Μπερλουσκόνι δεν είχε γεννηθεί ακόμη!» αναφωνεί ο Ύψιστος.

«Ε και; Στη δημοσκόπηση ο Ροζολίνο Πίλο έλεγε ότι οι καινούριοι Ιταλοί είναι στραμμένοι προς το μέλλον».

«Μα επιτέλους ποιος είναι αυτός ο Μπερλουσκό­νι; Αυτός που λέει πως είναι εγώ, έτσι;» ρωτάει ο Θε­ός ψιλοτσαντισμένος.

«Μάλιστα, αυτός είναι». Ο Πανάγαθος κάνει μια γκριμάτσα: «Άντε από

κει! Αυτός από πολιτική δεν ξέρει τίποτα: είναι και­νούριος, ισχύει ακόμα η εγγύηση».

«Ίσως έχεις ακούσει πως είναι έξω με εγγύηση, πράγμα πολύ διαφορετικό», διευκρινίζει ο Ροζάριο.

«Ναι, τον θυμάμαι αυτόν τον Μπερλουσκόνι», συ­νεχίζει ο Κύριος σκεφτικός. «Την ημέρα που γεννή­θηκε έγινε χαμός από πυροτεχνήματα».

«Κουμπουριές ήταν, Κύριε. Και αξιωματικός του τιμητικού αγήματος ήταν ο Αντρεότι, αυτός που απο­φάσισε ν' ανοίξει το θέμα του αγώνα κατά της μαφί­ας. Ανάλογη ήταν και η απάντηση των μαφιόζων: ά-

96

Page 94: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

νοιξαν σαν καρπούζι τη Lancia Themα του δικαστή Φαλκόνε με τόνους δυναμίτη. Ο Μπερλουσκόνι εκ­μεταλλεύτηκε τον πανζουρλισμό που ακολούθησε, για να κάνει μια κυβέρνηση στην οποία ο ίδιος ήταν πρωθυπουργός, ο Φεράρα υπουργός και ο Σγκάρμπι βουλευτής. Μόνο ο Μίκυ Μάους γερουσιαστής μάς έλειπε. Μαζί μ' αυτούς ο Μπερλουσκόνι έκανε με ό­λους τους Ιταλούς ό,τι έκανε ο Κλίντον μόνο με τη Μόνικα Λεβίνσκι: είναι άνθρωπος με μεγαλόπνοα σχέδια! Χάρη στην καθοδήγησή του το πολιτικό ιτα­λικό σύστημα είχε αναδομηθεί ριζικά. Κατά πρώτον είχε καταργήσει το Κοινοβούλιο, που το θεωρούσε α­πλό αξεσουάρ, και το είχε αντικαταστήσει με τη συμ­μορία του. Για να νομοθετούν δεν συνεδρίαζαν στη βουλή, αλλά κατευθείαν στην τραπεζαρία του : στην κεφαλή του τραπεζιού ο ίδιος, δεξιά του ο Τζιάνι Λέ­τα και γύρω γύρω όλα τα λεβεντόπαιδα. Κατά τη διάρκεια του δείπνου έπαιρναν τις αποφάσεις: για παράδειγμα, κατάργηση των φόρων και των φορολο­γικών επιβαρύνσεων, επαναφορά του πετσώματος. Ή, πριν ακόμη από τη γέννηση του Ευρώ, καθιέρω­ση ενιαίου νομίσματος. Είχε όντως προτείνει: "Να ψηφίσουμε για το ενιαίο νόμισμα. Όλοι σύμφωνοι;" "Ναι! " είχαν απαντήσει τα λεβεντόπαιδα. "Ζήτω το ενιαίο νόμισμα: το δικό μου ! " είχε καταλήξει χαρού­μενος.

»Είχε ανανεώσει και το δικαστικό σύστημα. Ο παλιός αστικός και ποινικός κώδικας, αναχρονιστι­κός και τόσο ξεπερασμένος, είχε ελαφρύνει και α- , πλοποιηθεί, έτσι ώστε είχε παραμείνει ένας μόνο νό-

97

Page 95: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

μος, που έλεγε: μπορούν να σε παραπέμψουν σε δί­κη μόνο υπό τον όρο ότι θα σε αθωώσουν . Αν μία στις τόσες προκύψει καταδίκη, την ποινή πρέπει να την εκτίει ένας αδελφός ονόματι Πάολο. Αν δεν υ­πάρχει αδελφός ονόματι Πάολο, το αδίκημα παρα­γράφεται. Ύστερα υπήρχε μια παράγραφος που πρόσθετε : αυτός ο νόμος ισχύει μόνο αν δεν είσαι κο­μουνιστής. Είναι κομουνιστές μόνο όσοι δεν σκέφτο­νται σαν τον Ντον Σίλβιο».

Ο Πανάγαθος τον διακόπτει: «Μα . . . ο κόσμος τού έδινε σημασία;»

Ο Ροζάριο ξεσπά: «Αν του έδινε σημασία; ! ; ! Ο λεγάμενος είναι συνέχεια στην τηλεόραση, όλη μέρα, κάθε μέρα, όλες τις ώρες, και μάλιστα δωρεάν, για­τί οι τηλεοράσεις είναι δικές του ! Αυτός με την τηλεό­ραση κάνει τα πάντα: πολιτική προπαγάνδα, εκκλή­σεις, λόγους, μέχρι και θρησκευτικά κηρύγματα».

«Ποιας θρησκείας;» ρωτάει ο Θεός. «Της χριστιανοδημοκρατικής, με ιδιαίτερη λα­

τρεία στην Παναγιά τη Μιζαδόρισσα. Κάθε Φλεβά­ρη εκατομμύρια τηλεθεατών τιμούν τη χάρη της με μια περίλαμπρη πανήγυρη, την πασίγνωστη Σαν Ρε­μο-ύλα».

«Είναι τρομερό!» σχολιάζει ο Θεός αηδιασμένος. «Και πού 'σαι ακόμη. Σκέψου ότι χρησιμοποιεί

την τηλεόραση για την καταπολέμηση του οργανωμέ­νου εγκλήματος. Γι' αυτό στις τηλεπωλήσεις προωθεί καταπληκτικά αντικείμενα, όπως φλιτζανάκια του καφέ με τρύπα στον πάτο, ή χαρτάκια χωρίς κόλλα για τον αγώνα ενάντια στα ναρκωτικά. Έτσι ο ναρ-

98

Page 96: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

κο μανή ς στρίβει το τσιγαριλίκι του, αλλά η κόλλα δεν πιάνει και όλο το περιεχόμενο πέφτει κάτω. Και, προσφορά σε όποιον αγοράζει τα χαρτάκια χωρίς κόλλα, υπάρχει ένας δίσκος με βρισιές, έτσι ο ναρ­κομανής να μη βρίζει μόνος του. Ή το πιπέρι στην κοκαΙνη, έτσι ώστε όποιος σνιφάρει να φταρνίζεται και να μη μαστουρώνει πια. Ή ακόμα, σε όσους α­γοράζουν δυο μεγάλα φέρετρα μέσω των τηλεπωλή­σεων, προσφορά ένα μικρό».

Ο Κύριος είναι λίγο αμήχανος: «Μα πού νομίζει ότι θα φτάσει ένας τέτοιος τύπος;»

«Δεν ξέρω, Κύριε. Φαντάζομαι στο Χαμαμέτ της Τυνησίας με τον αυτοεξόριστο Κράξι».

Ο Κύριος κουνάει το κεφάλι του: «Δεν είμαι σί­γουρος αν μ' αρέσει αυτή η δημοκρατία!»

Ο Ροζάριο διαμαρτύρεται: «Αυτό το έχεις ξανα­πεί, Κύριε ! Μα δεν καταλαβαίνεις ότι η δημοκρατία είναι και αυτό; Παρέχεται η εγγύηση στον καθένα να λέει και να κάνει μαλακίες».

«Στον οποιονδήποτε;» υπογραμμίζει ο Θεός. Ο Ροζάριο γνέφει καταφατικά: «Στον οποιονδή­

ποτε, μέχρι και σε κάποιον σαν τον Μπόσι. Τι άλλο θες;»

«Γιατί; Ποιος είναι πάλι αυτός ο Μπόσι;» «ο Ουμπέρτο Μπόσι, Κύριε: ο αρχηγός της Λί­

γκας του Βορρά». «Και τι είναι η Λίγκα του Βορρά;» «Η Λίγκα του Βορρά είναι ένα πολιτικό κόμμα,

αυτό που έχει για σύμβολο μια πολική αρκούδα κα­θισμένη πάνω σ' ένα ιγκλού. Και η αρκούδα λέει στον

99

Page 97: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

Εσκιμώο που είναι μέσα: "Γύρνα σπίτι σου, καράβλα­χε ! " Μάλιστα, γιατί ο Μπόσι είναι ένας από εκε ίνους τους κρετίνους που, μιας και το 2001 ενώνεται η Ευ­ρώπη, αποφάσισε να χωρίσει το Μπέργκαμο».

«Μη μου πεις ότι τέτοιας λογής άνθρωπος είναι δημοκρατικός !» επεμβαίνει ο Θεός.

«Μα και βέβαια είναι: αφού υποστηρίζει το δι­καίωμα ψήφου. Μπορείς να ψηφίσεις όποιον θέλεις, αρκεί να ψηφίσεις τον Μπόσι. Ο οποίος, εκτός του ότι προτείνει τον εαυτό του για αρχηγό της Λίγκας, αρχηγό του κράτους και θρησκευτικό αρχηγό, αυτο­προτείνεται και σαν θεότητα. Όσον αφορά το νόμι­σμα, αποφάσισε ότι, με την κατάργηση του φράγκου και του μάρκου, μένει μόνο το Ουμπέρτο, που απει­κονίζει την αφεντομουτσουνάρα του με τον φρύγιο σκούφο στο κεφάλι. Τυπώθηκαν και μερικά πλαστά με προφυλακτικό στη θέση του σκούφου, αλλά κανείς δεν το αντιλήφθηκε».

«Εμ βέβαια!» σχολιάζει ο Θεός, και προσθέτει: «Μα όλοι έτσι είναι μέσα στο κόμμα του;»

«Σχεδόν όλοι, Κύριε ! Η πιο ζωηρή ήταν η Πιβέ­τι, αλλά ευτυχώς, από τότε που παντρεύτηκε, κάθεται φρόνιμη . . . »

Και ο Κύριος: «Και τότε γιατί δεν βρίσκετε ένα βαρβάτο παλικάρι να περιποιηθεί και τον Μπόσι, για να φρονιμέψει και του λόγου του;»

«Μα Κύριε, τι 'ν' αυτά που λες; Από σένα δεν το περίμενα!»

Ο Κύριος ξεσπαθώνει: «Εεε, δεν βγήκε μόνο το

100

Page 98: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

ξύλο από τον παράδεισο! Απ' όσο κατάλαβα, αυτός ο Μπόσι λέει μόνο μαλακίες !»

«Χμ, όχι . . . » αντιλέγει ο Ροζάριο. «Για να λέμε και του στραβού το δίκιο, μια σωστή ιδέα την είχε κι αυ­τός . . . »

«Δηλαδή;» ρωτάει ο Θεός. «Να αντικατασταθεί ο εθνικός μας ύμνος μ' έναν

ωραίο ύμνο του Λούτσιο Μπατίστι, για παράδειγμα "Οι ξανθές πλεξούδες, τα γαλάζια μάτια κι ύστε­ρα .. . ", που τον ξέρουν όλοι, ακόμη και οι ποδοσφαι­ριστές, έτσι όταν είναι στη μέση του γηπέδου, θα μπο­ρούν να τραγουδούν χωρίς να γίνονται ρεζίλι των σκυλιών!»

«Κι αυτό είναι όλο κι όλο το πολιτικό του πρό­γραμμα;» ρωτάει ο Θεός.

«Α, όχι ... το σλόγκαν του κόμματός του είναι: "ΤΑ ΠΑΝΤΑ, ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ, ΑΡΚΕΙ ΝΑ ΜΗΝ ΠΛΗΡΩΝΟΥΜΕ ΦΟΡΟΥΣ"».

«Κατά τη γνώμη του, κανένας δεν πρέπει να πλη­ρώνει τους φόρους;» ρωτάει ο Θεός.

«/Οχι, μόνο οι κάτοικοι της Βόρειας Ιταλίας, για να πατσίσουν με τους Νότιους».

«Μα τι να πατσίσουν;» ρωτάει έκπληκτος ο Θε­ός.

«Είναι παλιά ιστορία, Κύριε. Ο Μπόσι υποστηρί­ζει ότι οι Νότιοι Ιταλοί από την εποχή της ενοποίη­σης της χώρας εκμεταλλεύονται τους Βόρειους. Διό­τι στο Μιλάνο πολέμησαν 5 ημέρες για την ανεξαρ­τησία τους, ενώ στον Νότο ξελάσπωσαν μόνο με τι� 4 η μέρες της Νάπολης. Εκείνη την επιπλέον ημέρα

101

Page 99: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

της επανάστασης ο Μπόσι δεν τη χώνεψε ποτέ. Υπο­στηρίζει ότι στον Νότο εργάζεται μόνο το 2% του πληθυσμού, κι αυτοί οι δύο είναι πάντα άρρωστοι. Οι μόνοι εργατικοί Νότιοι μεταναστεύουν στον Βορρά, με αποτέλεσμα να κλέβουν τη δουλειά από τους Βό­ρειους. Γιατί ο κάτοικος της Νότιας Ιταλίας έχει δυο φοβερά ελαττώματα: κλέβει και, πράγμα ακόμη πιο σοβαρό, τραγουδά! Άρα κλέβει δουλειά από τους τραγουδιστές του Βορρά: οι Ρόλινγκ Στόουνς έχουν σχεδόν εξαφανιστεί εξαιτίας του Αλ Μπάνο».

«Τέλος πάντων», καταλήγει ο Θεός, «οι άνθρω­ποι της Λίγκας είναι ρατσιστές !»

«Προς Θεού, Κύριε ! Αν σ' ακούσουν, θα γίνει .. . του Μπόσι. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι δεν είναι καθό­λου ρατσιστές !»

«Αλήθεια; Και τι λέει ακριβώς αυτός ο Μπόσι;» «Χμ, δεν είναι εύκολο να μεταφράσω όσα λέει,

γιατί αυτός ο πολιτισμικός επαναστάτης αντικατέστη­σε τον προφορικό λόγο με το γρύλισμα! Η τελευταία του ομιλία, πάντως, έλεγε πάνω κάτω τα εξής: "Μας κατηγορούν ότι είμαστε ρατσιστές, αλλά δεν είναι α­λήθεια. Πράγματι, για να το αποδείξουμε, καλέσαμε στην ποδοσφαιρική μας ομάδα δυο Ναπολιτάνους, με το μπαρδόν. Για να τους προπονήσουμε, τους βάζου­με φυσικά να τρέχουν. Αυτοί μπροστά αλυσοδεμένοι, κι εμείς από πίσω με το ρόπαλο. Τους μεταχειριζό­μαστε σαν ανθρώπινα όντα, παρόλο που πρέπει να τους έχουμε υπό έλεγχο, αλλιώς μπορεί να μας κλέ­ψουν τις λευκές γυναίκες μας. Τώρα άρχισαν να παίρνουν τις συνήθειες του Βορρά: τρώνε με μαχαι-

102

Page 100: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

ροπίρουνα και πίνουν με το ποτήρι. Το βράδυ τούς δίνουμε καμιά ώρα ελεύθερης εξόδου, έτσι ώστε να μπορούν να πηγαίνουν και να κάνουν κλεψιές, σύμ­φωνα με τα τοπικά τους έθιμα. Ας ελπίσουμε ότι αυ­τή μας η χειρονομία θα διδάξει τη μακροθυμία στον κόσμο του ποδοσφαίρου. Κατά συνέπεια, όταν η Νά­πολη έρχεται να παίξει στον Βορρά, αποκηρύσσου­με μετά βδελυγμίας τους οπαδούς μας που τα πανό τους γράφουν "Βεζούβιε, δώσ' μας ένα χεράκι". Ό­χι, όχι, και πάλι όχι: πρέπει να τα καταφέρουμε μό­νοι μας! Ή εκείνα τα πανό που γράφουν "Γυρίστε στην Αφρική". ΟΧΙ! Αντιτίθεμαι: με τόσα προβλήμα­τα που έχει η Αφρική με τους νέγρους, της έλειπαν μόνο οι Ναπολιτάνοι, με το μπαρδόν!

»Κι επειδή ο Τύπος μάς αγνοεί, όμως έτσι κι αλ­λιώς για μας είναι το ίδιο, γιατί δεν ξέρουμε να δια­βάζουμε, αποφασίσαμε να χρησιμοποιήσουμε την τη­λεόραση για να διαδώσουμε τις ιδέες μας. Γι αυτόν τον σκοπό ανοίξαμε ένα τηλεοπτικό κανάλι μόνο για Νότιους, ακριβώς για να αποδείξουμε ότι αγαπάμε αυτούς τους ανθρώπους. Η τηλεόραση λέγεται "RAI", δηλαδή "Remalia Anathematismena sto Ikri­oma", και είναι γεμάτη υπέροχες εκπομπές. Για πα­ράδειγμα, μεταδώσαμε ένα ντοκιμαντέρ για τις ομορ­φιές της ιδιαίτερης πατρίδας τους, με τίτλο Η κρυφή γοητεία της Μπουρτζοβλαχίας. Προβάλλουμε επίσης και πολλές ταινίες, για παράδειγμα το Εφιάλτης στον δρόμο με τους Νότιους, την ιστορία μερικών Ναπο­λιτάνων, με το μπαρδόν, που τις φεγγαρόφωτες νύ­χτες έρχονται στο Μιλάνο: σκέτος εφιάλτης! Την Κυ-

103

Page 101: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

ριακή υπάρχει μια εκπομπή για τις νοικοκυρές, οι Χρυσές συνταγές, όπου βλέπουμε χίλιους κι έναν τρό­πους για να μαγειρέψουμε Ναπολιτάνους, με το μπαρδόν. Το δε Σάββατο υπάρχει ένα τηλεπαιχνίδι, Ο τροχός της μαστίχης, όπου μια ρόδα περιστρέφε­ται πάνω σε κάτι Ναπολιτάνους, με το μπαρδόν, και τους πατάει σαν τσιχλόφουσκες. Για τα παιδιά έχου­με το Ό, τι καλύτερο, όπου βλέπουμε τα παιδάκια των Βορείων που τους σηκώνεται εξ απαλών ονύχων, και Τα μικρά τερατάκια, που αναφέρεται στα παιδάκια του Νότου. Αλλά το καμάρι μας είναι ένα σίριαλ για την έκρηξη του Βεζούβιου, με τίτλο Ευτυχισμένες μέ­ρες. Όλα αυτά είναι έργο του πανάξιου Φορμεντίνι, μεγάλου ειδικού και μελετητή του προβλήματος των καναλιών, γιατί βλέπει Τόλμη και Γοητεία από το πρώτο επεισόδιο. Χάρη σ' αυτόν έχουμε στο πρό­γραμμά μας και μια εκπομπή για τον Σπερόνι, το πρωτοπαλίκαρό μου: Ποτέ δεν είναι αργά !» Ο Ροζά­ριο παίρνει ανάσα και καταλήγει: «Ιδού, Κύριε, αυ­τό ε ίναι λίγο πολύ το ζουμί της σκέψης του Μπόσι».

«Αμάν πια!» αναφωνεί ο Κύριος, «μα αυτοί που ψηφίζουν έναν τέτοιο τύπο είναι ηλίθιοι !»

«Γι' αυτό τον ψηφίζουν, Κύριε. Και καθώς έχου­με δημοκρατία, το κόμμα του βρέθηκε και στην κυ­βέρνηση ! Ο Μαρόνι ήταν υπουργός Εσωτερικών . . . σαν να λέμε ότι είχε εκλεγε ί ο Αλ Καπόνε υπουργός Δικαιοσύνης ! Και ήταν και αντιπρόεδρος της κυβέρ­νησης, μαζί με τον Ταταρέλα, το δεξί χέρι του Φίνι . . . »

Ο Πανάγαθος χλομιάζει: «Του Φίνι; ; Θέλεις να πεις ότι και οι φασίστες ανέβηκαν στην κυβέρνηση;»

104

Page 102: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

Ο Ροζάριο τον καθησυχάζει: «Ηρέμησε, Κύριε, δεν είναι όπως νομίζεις! Η σημερινή Δεξιά δεν έχει καμία σχέση με τον αλλοτινό φασισμό, είναι όλα δια­φορετικά . . . »

«Αλήθεια; Άρα τέρμα πια ο εθνικισμός, ο ρατσι­σμός . . . »

Ο Ροζάριο κουνάει το κεφάλι του και τον διακό­πτει: «Απολύτως! Υπάρχει πλέον μεγάλη ανοχή και από την πλευρά της Δεξιάς για τους τριτοκοσμικούς μετανάστες. Ο Φίνι, δε, λέει: "Οι μετανάστες, με το μπαρδόν, είναι μια πηγή διατροφής για τη χώρα μας: ας τους φάμε! Θα είναι δύσκολοι στο καθάρισμα, ό­μως ας προσπαθήσουμε! Και δεν το λέω υποτιμώντας τους, το αντίθετο μάλιστα! Εγώ ο ίδιος πήρα σπίτι μου δυο κουτάβια μεταναστών, με το μπαρδόν, για­τί, όπως λέει και η παροιμία, ο μετανάστης, με το μπαρδόν, είναι ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου ! Πάντως, τους έσωσα από τον μπόγια των μετανα­στών: ήταν χωρίς το σηματάκι στη γραβάτα και χω­ρίς το τατουάζ κάτω από τη πατούσα τους, γι' αυτό αναγκάστηκα να πληρώσω ένα σεβαστό ποσόν για να τους πάρω σπίτι μου. Από τότε έχουν δεθεί τόσο πολύ μαζί μου ! Κάθε τόσο τους πάω στο πάρκο, αλ­λά υπάρχει πρόβλημα γιατί, όταν τους πετάω το μπα­στούνι, αυτοί αντί να το φέρουν πίσω το κλέβουν. Τώ­ρα έχουν μεγαλώσει, αλλά δυστυχώς λερώνουν ακό­μη, γιατί, όντας μετανάστες, με το μπαρδόν, δεν εί­ναι συνηθισμένοι να πηγαίνουν στον κήπο για την α­νάγκη τους και τα κάνουν όπου λάχει. Μέχρι που μια μέρα έγινε κάτι απίστευτο: έφυγα, έλειψα από το σπί-

105

Page 103: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

τι για μια εβδομάδα περίπου και, όταν γύρισα, είχαν γίνει εκατοντάδες χιλιάδες! Εν μέρει γιατί, κατά τη συνήθειά τους, είχαν αναπαραχθεί ασύστολα, και εν μέρει γιατί είχαν στείλει πρόσκληση και στους υπό­λοιπους τριτοκοσμικούς συγγενείς τους. Τέλος πά­ντων, αναγκάστηκα να τους πάω και να τους αφήσω στο βουνό, αλλά δεν έγινε τίποτα: τη νύχτα επέστρε­ψαν. Κι όμως, παρ' όλες αυτές τις δυσκολίες, εμείς θέλουμε ίσα δικαιώματα μεταξύ Ιταλών και μετανα­στών, με το μπαρδόν. Εγώ λέω το εξής: φτάνουν οι ανισότητες στην αντιμετώπιση! Όταν εμείς οι Ιταλοί, για παράδειγμα, πηγαίνουμε στην Αφρική, μένουμε μία ή δύο εβδομάδες το πολύ. Τότε γιατί, όταν αυτοί από την Αφρική έρχονται εδώ, πρέπει να μένουν για πάντα; Κάτω η ανισότητα! Εμείς πηγαίνουμε στη Γιουγκοσλαβία στο καζίνο; Πηγαίνουμε στο Μαρό­κο για ηλιοθεραπεία; Κάνουμε βόλτες με τις γκαμή­λες; Ωραία. Ας έρθουν κι αυτοί για προσκύνημα στο Πρεντάπιο, τη γενέτειρα του Μουσολίνι, παρόλο που είναι νέγροι. Ας κάνουν τη βολτίτσα τους με την γκα­μήλα κι ας γυρίσουν σπιτάκι τους. Τέρμα η ανισότη­τα!"» Ο Ροζάριο παίρνει μια ανάσα και ο Κύριος βρί­σκει ευκαιρία να επέμβει: «Είναι τρομερό ένα τέτοιο κουμάσι να βρίσκεται στην κυβέρνηση !»

«Μα όχι, Κύριε, τώρα δεν είναι πια. Τώρα στην κυβέρνηση είναι ο Ντ' Αλέμα», του εξηγεί ο Ροζά­ριο, χωρίς να φαντάζεται τι θα ξεσπάσει. Πράγματι, στο άκουσμα και μόνο αυτού του ονόματος η οργή του θεού εκδηλώνεται σε όλο της το μεγαλείο: «ο Ντ' Αλέμα, ο κομουνιστής! ! ! ! »

106

Page 104: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

Πέφτει σκοτάδι, φαίνεται μόνο η λάμψη από τις αστραπές μέσα στην ντουλάπα, το κομπιούτερ επά­νω στο τραπέζι εκρήγνυται με τη μία. Ο καναπές και η πολυθρόνα τυλίγονται από θε"ίκό πυρ και σκάνε σαν οβίδες. Τα κομοδίνα στο υπνοδωμάτιο εκτοξεύουν λάβα που τυλίγει τις παντόφλες, όπως στην Πομπηία. Οι κατσαρίδες την κοπανάνε, φωνάζοντας ακαταλα­βίστικα. Όλο το σπίτι έχει ρημάξει από το καταστρο­φικό πυρ. Ο Ροζάριο έχει γίνει πάλι αλοιφή στο πά­τωμα, σαν κέτσαπ επάνω σε χάμπουργκερ, όμως πιο τρομοκρατημένος από την κέτσαπ, και σκούζει: «Ό­χι, Κύριε : σου τ' ορκίζομαι στην άνοδο του δείκτη Dow-Jones! Ο Ντ' Αλέμα δεν είναι κομουνιστής! Α­φού να φανταστείς, ψήφισε ένα νομοσχέδιο για την κατάργηση της λέξης "αριστερά": τώρα στη Βουλή υ­πάρχει η κεντροδεξιά και η κεντρο-απο-την-άλλη. Πρότεινε ακόμη και την κατάργηση των αριστερόχει­ρων: δεν θέλει ούτε ν' ακούσει πια! Καταργήθηκε και η λέξη "σύντροφος" γενικότερα! Τώρα λέμε: ''ο μετ'

εμού τρεφόμενος". Πλήρης κατάργηση του κόκκινου, ακόμη και από τη σημαία: έγινε αστερόεσσα».

«Λευκή και κόκκινη;» ωρύεται ο Θεός, που ε ίναι ακόμη έξω φρενών.

«Όχι, Κύριε: λευκή και φούξια, σου τ' ορκίζομαι. Και όσον αφορά τη διατροφή, έχουν αλλάξει τα πά­ντα: κάποτε οι Ρώσοι έτρωγαν παιδιά, αφού όμως τα παιδιά έφαγαν τους Ρώσους, ακόμη και ο Ντ' Αλέμα προσαρμόστηκε. Τώρα τρώει χάμπουργκερ: από του Μακ Ντόναλντ'ς».

107

Page 105: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

«Παραμένει όμως κομουνιστής!» του Πανάγαθου η τσαντίλα δεν του έχει ακόμα περάσει.

«Μα όχι, Κύριε, τουναντίον! Θυμάσαι τους πα­λιούς συντρόφους που έκλαιγαν όταν πέθανε ο Μπερλινγκουέρ; Τώρα κλαίνε γιατί είναι ζωντανός ο Ντ' Αλέμα! Μείνε ήσυχος, Κύριε, η αριστερά σε όλη την Ευρώπη ανεβαίνει στην κυβέρνηση, αλλά εμείς είμαστε ασφαλείς: ο Ντ' Αλέμα κάνει ό,τι ε ίναι δυ­νατόν για να μη συμβεί αυτό κι εδώ στην Ιταλία».

Ο Κύριος μοιάζει αρκετά καθησυχασμένος: «Ά­ρα συμμετέχει κι αυτός στη δημοκρατία;»

«Βέβαια, Κύριε. Επέτρεψε στους άλλους να θά­ψουν τα σκάνδαλά τους κι αυτός έθαψε το παρελθόν. Άλλαξε και ο ύμνος: τώρα τραγουδούν "Στ' άρματα, στ' άρματα, εμπρός στον αγώνα, για τις χιλιάκριβες τις μετοχές ! " Θέλεις να μάθεις ποια είναι η διαφορά μεταξύ Φίνι και Ντ' Αλέμα; Η γραβάτα».

Ο Ύψιστος έχει επιτέλους ησυχάσει: «Αλήθεια ε ίναι. Τώρα που το σκέφτομαι, γι' αυτόν τον Ντ' Α­λέμα μού έχουν μιλήσει εδώ στον Παράδεισο οι α­δελφοί Μαρξ. Λένε ότι σε κάνει να πεθαίνεις στα γέ­λια».

«Ε, αν το λένε αυτοί, που είναι κωμικοί ... » σχο­λιάζει ο Ροζάριο.

«Μα ποιοι κωμικοί! Εγώ μιλάω για τους πρώτους αδελφούς Μαρξ: τους Κάρολο, Ένγκελς, Μπακούνιν και Γκράμσι! Σύμφωνα με τα λεγόμενά τους πάντως, όλο και κάποιος κομουνιστής υπάρχει ακόμα εδώ κά­τω. Περί τίνος πρόκειται;»

Ο Ροζάριο σηκώνει τους ώμους του: «Τρίχες, Κύ-

108

Page 106: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

ριε ! Υπάρχει η νεοφώτιστη Άλμπα Παριέτι, η τηλε­παρουσιάστρια, που συνεχίζει να λέει: "Είμαι κομου­νίστρια, ακολουθήστε το παράδειγμά μου !" Ο σκλη­ροπυρηνικός Μπερτινότι την ακολουθεί κατά γράμ­μα και ξαναφτιάχνει τα βυζιά του. Κι έπειτα υπάρχει ο παλαιοκομματικός Κοσούτα, που κάθεται ακόμη και ξεροσταλινιάζει, όμως αν δεν του βρουν κάτι ν' ασχολείται, θα το ρίξει στη μαστούρα .. . Όχι, Κύριε, άκου με που σου λέω. Όσον αφορά τους κομουνι­στές, μπορείς να είσαι ήσυχος. Είναι άλλοι οι πολιτι­κοί από τους οποίους πρέπει να φυλάγεσαι!»

«Δηλαδή;» ρωτάει ο Θεός. Ο Ροζάριο το σκέφτεται λίγο κι έπειτα: «Να, στο

Υπουργείο Υγείας υπάρχει η Ρόζι Μπίντι, η πάπια των Χριστιανοδημοκρατών. Αρκεί ένα ψέκασμα, και στο υπουργείο μπορείς ακόμη και να φας από την πολλή πάστρα. Έπειτα έχουμε το "ζυγούρι" ... το φα­σιστόμουτρο» .

«Α, το απολωλός πρόβατο . . . » λέει ο Κύριος. «Μάλιστα, Κύριε, απολωλός, αλλά το ξαναβρί­

σκουν πάντα. Κι έπειτα υπάρχει ο Παν έλα, των ριζο­σπαστικών, που έχει μία και μοναδική σπουδαία δρα­στηριότητα: δωρίζει χασισάκι. Το πρόβλημα είναι ό­τι εμένα δεν με πετυχαίνει ποτέ! Κατόπιν υπάρχει ο Μπουτιλιόνε που, συμπάθα με που σ' το λέω, Κύριέ μου, αν μας έπλασες κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσίν σου, είσαι ένα μαύρο χάλι! »

«Εγώ δεν έπλασα κανέναν Μπουτιλιόνε !» «Κι όμως υπάρχει, δυστυχώς». «Μα όλα όσα υπάρχουν δεν τα έπλασα εγώ!»

109

Page 107: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

«Τότε πλάστηκε μόνος του, με αυτανάφλεξη: αυ­τοφτιάχτηκε ! »

«Τέλος πάντων, θα μου πεις ή όχι ποιος είναι αυ­τός ο Μπουτιλιόνε;»

«Κύριε, τον Μπουτιλιόνε τον ξέρουν οι πάντες: εί­ναι μυθολογική μορφή, μισός άνθρωπος και μισός Κοσίγκα».

«Δεν τον ξέρω». «Είναι αυτός που του συνέλαβαν τον κουρέα για

προσβολή της δημοσίας αισθητικής, αυτόν τον κου­ρέα που του έκανε ένα χτένισμα σαν καθικάκι».

«Δεν τον ξέρω». «Έχει και μια αδελφή που έλεγε τις ειδήσεις στην

τηλεόραση, και μετά σταμάτησε, γιατί ντρεπόταν ν' αναφέρει τις παπαριές που έλεγε ο αδελφός της στην τηλεόραση».

«Δεν τον ξέρω!» «Μην ανησυχείς, Κύριε. Καλύτερα για σένα»: «Φτάνει πάντως. Λυπήσου με», καταλήγει ο Θε-

ός, που έχει πλέον γύρω από τα μάτια του κάτι μαύ­ρους κύκλους μεγάλους σαν τα στεφάνια της Μ. Πα-ο ρασκευής, «έτσι κι αλλιώς, από ό,τι μου εξήγησες, το μόνο πράγμα που κατάλαβα είναι πως, αν τους πνί­ξω όλους μ' έναν κατακλυσμό, δεν θα είναι τιμωρία αρκετά τρομερή».

Ο Ροζάριο γνέφει καταφατικά: «Για μια φορά εί­μαστε σύμφωνοι, Κύριε . Φαντάζομαι πως για την η­μέρα της Τελικής Κρίσης θα μας φυλάς ωραίες εκ­πλήξεις, ε ;»

«Αμάν πια μ' αυτή την ημέρα της Κρίσεως!» ξε-

1 10

Page 108: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

σπά ο Πανάγαθος. «Συνέχεια η ίδια ιστορία! Εγώ το 'πα μια φορά έτσι, για να πω κάτι, κι όλοι με πήραν στα σοβαρά! Μα μπορώ εγώ ν' ασχολούμαι μ' αυτά τα πράγματα;»

«Εγώ όμως ασχολούμαι και παραασχολούμαι !» ε­πεμβαίνει ο Ροζάριο. «Τη φαντάζομαι κάπως σαν τις προφορικές απολυτήριες εξετάσεις του Λυκείου: ό­λοι έξω από μια μεγάλη πόρτα, να περιμένουν να βγει ο εξεταζόμενος που είναι μέσα, και μόλις βγαίνει να τον ρωτάνε: "Τι σε ρώτησε; Τι σε ρώτησε;", "Κάνει ερώτηση κρίσεως;", "Αν την κάνει, εγώ θέλω να ε­ρωτηθώ επί του 'ου ψευδομαρτυρήσεις' '' . Και όλοι γυρίζουν και του λένε: "Ρε Κλίντον, ηλίθιος είσαι; Βρες ένα άλλο θέμα! Κάτι για τη μάνα σου, τον πα­τέρα σου, κάτι τέλος πάντων. Μη δίνεις στόχο! "»

«Κι εγώ τι κάνω στο αναμεταξύ;» τον διακόπτει ο Κύριος, που κάθεται και τον ακούει με προσοχή.

«Εσύ θα είσαι μέσα, Κύριε, να κρίνεις. Κι εγώ θα μπορούσα να κάνω τον βοηθό σου», προσθέτει ο Ρο­ζάριο, ελπίζοντας πως ο Κύριος δεν θα προσβληθεί από την τόλμη του. Όμως ο Κύριος δεν μοιάζει κα­θόλου προσβεβλημένος, το αντίθετο μάλιστα: «Καλή ιδέα!» απαντά. «Λοιπόν, αρχίζουμε !»

Ο Ροζάριο δεν καταλαβαίνει καλά: «Μα τι, Κύ­ριε; Ακόμη δεν έπεσε ούτε μία σταγόνα νερό κι εσύ θέλεις να κάνεις τη Δευτέρα Παρουσία;»

«Ησύχασε, Ροζάριο, θέλω απλώς να κάνω μια πρόβα τζενεράλε, για την πρεμιέρα έχουμε χρόνο. Και καθώς εσύ στην αναμετάδοση είσαι καλός, ε-

111

Page 109: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

μπρός, πες τα μου όλα λεπτομερώς, κι εγώ στο μετα­ξύ θα κρατάω σημειώσεις . . . »

Ο Ροζάριο είναι αμήχανος, αλλά και συγκινημέ­νος. «Εντάξει, αλλά . . . θα τους κρίνουμε όλους ανε­ξαιρέτως;»

«Βεβαίως!» απαντά ο Κύριος. «Δεν υπάρχει άν­θρωπος που να μην κόλλησε γρίπη, τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του ! Είσαι έτοιμος;»

«Πανέτοιμος !» Ο Ροζάριο καθαρίζει τον λαιμό του κι έπειτα, αλλάζοντας τόνο στη φωνή του: «Κυ­ρίες και Κύριοι, θα σας μεταδώσουμε τη Δευτέρα Παρουσία. Στα δεξιά σας μπορείτε να δείτε τον Πα­νάγαθο, με τήβεννο και δικαστικό σκούφο, και στα αριστερά σας τον καλό μας Ροζάριο Σάνσα, τον βο­ηθό του. �Oλα είναι έτοιμα, πέφτουν οι νότες της μου­σικής εισαγωγής και αρχίζουμε. Ο λόγος στον Ροζά­ριο, που αμέσως απευθύνεται στον Πανάγαθο: "Να τους βάλω μέσα, Κύριε;"

-

»"Βάλ' τους!" απαντά ο Θεός. »"Πρώτος: Ιωάννης Παύλος Β'». »Και ο Κύριος: "Μην τα μπερδεύουμε από τώρα.

Είναι ο πρώτος ή ο δεύτερος; Εμπρός, εσείς ποιος εί­στε;"

»"Εγώ είμαι ο Πάπας". »"Ένας Πάπας μα ποιος Πάπας;" »"Τι θα πει ποιος Πάπας; Εγώ, ο αντιπρόσωπος

του Πέτρου!" » 'Ή πόρτα για τους αντιπροσώπους ε ίναι από πί­

σω". »"Είμαι ο διάδοχος του Πέτρου! "

1 12

Page 110: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

»"Πέτροοο! ! ! " φωνάζει ο Κύριος. "Πέτρο, έλα δω! Έχεις εγγόνια;"

»"Όχι", λέει ο Πέτρος. "Αυτόν ούτε που τον ξέρω." »"Λοιπόν, μπορούμε να μάθουμε ποιος είστε;" »"Εγώ είμαι ο Θεός επί της γης." »"Πέτρο! Αυτός είναι ναρκομανής! Με φούστα

και σικάτος, αλλά πάντως ναρκομανής. Πάρ' τον έ­ξω, Ροζάριο ! Συνόδεψέ τον κάτω, με τους αλαζόνες!"

»Και ο Ροζάριο: "Ελάτε, κύριε Πάπα, ελάτε μαζί μου . . . "

»Οι δυο τους κατεβαίνουν προς την Κόλαση, ό­που για να μπεις υπάρχει μια πόρτα με την επιγρα­φή "Εγώ οδηγώ προς τη θλιμμένη χώρα, εγώ στη φυ­λακή του Ποτζιορεάλε, εγώ προς τις ψυχές τις κολα­σμένες"* . . . Και μπροστά στην πόρτα υπάρχει ένα φο­βερό τέρας, κάτι σαν τον Αλ Μπάνο με τρία κεφά­λια: η Αλ-ερναία Μπαν-ύδρα. Οι δυο τους το προ­σπερνούν και φτάνουν στον κύκλο με τους αλαζόνες, όπου οι κολασμένοι έχουν μαζευτεί σ' ένα τεράστιο δωμάτιο και λέει ο ένας στον άλλον: "Ξέρετε ποιος είμαι εγώ;" Και ο άλλος απαντά: "Όχι. Εσείς ξέρε­τε ποιος ε ίμαι εγώ;" Και ο τρίτος λέει: "Εσείς οι δυο ξέρετε ποιος είμαι εγώ;", και κάθε δυο λεπτά από έ­να μεγάφωνο ακούγεται μια φωνή που λέει: "Είστε μια τούρλα από σκατά".

»0 Ροζάριο αφήνει τον Πάπα και ρίχνει μια μα­τιά γύρω του. Ο διπλανός κύκλος είναι των λάγνων.

* Σ.Τ.Μ.: παράφραση στίχων της Θείας Κωμωδίας του Δά- ι ντη, Κόλαση, Γ, 1-3.

1 13

Page 111: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

Ο Ροζάριο ρωτάει με περιέργεια τον φύλακα διάβο­λο: "Ποιος είναι εδώ μέσα;" Αυτός απαντά: ''Ο Φέ­ντε και ο Λιγκουόρι". ' 'Ο Φέντε και ο Λιγκουόρι, οι δημοσιογράφοι, στον κύκλο των λάγνων;" εκπλήσσε­ται ο Ροζάριο. "Βέβαια!" του επιτίθεται το δαιμόνιο. "Έφεραν ένα πιστοποιητικό που έγραφε "κωλογλεί­φτες", πού έπρεπε να τους βάλω;" "Σωστά, σωστά! Μην τσαντίζεστε, κύριε διάβολε !" Και λέγοντας αυ­τά ο Ροζάριο ρίχνει μια ματιά μέσα. Το θέαμα είναι τρομερό: οι κολασμένοι είναι όλοι ο ένας πίσω από τον άλλον, γονατιστοί, και ο από πίσω γλείφει τον κώλο του μπροστινού του, από δε τον κώλο του μπρο­στινού βγαίνουν φωτιές. Μεταξύ των κολασμένων βρίσκεται όλη η ιταλική τηλεόραση. Λίγο πιο πέρα υ­πάρχει ο κύκλος των ναρκισσιστών: ψυχές που εις τους αιώνας των αιώνων είναι καταδικασμένες να βρίσκονται ξαπλωμένες στα σολάριουμ, και κάθε τό-

114

Page 112: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

σο έρχεται ένας διάβολος, τους γυρίζει πλευρό και τους χώνει ένα καρότο στον κώλο. Ο Ροζάριο σπεύ­δει να φύγει και πέφτει πάνω στον κύκλο των τηλε­οπτικών μαΟίντανών, καταδικασμένων να περιφέρο­νται στην αιωνιότητα με τεράστιες καρέκλες από τη μια εκπομπή στην άλλη με ένα σακί στο κεφάλι τους, και μόλις εκφέρουν μια γνώμη, ένα κοινό, που δεν α­μείβεται, σφυρίζει, τους πετάει ντομάτες, τους φτύνει κατάμουτρα και τους κάνει τουλούμι στο ξύλο. Αυτοί είναι αναγκασμένοι να παίρνουν την τεράστια και α­σήκωτη καρέκλα τους και να κατευθύνονται προς μια άλλη εκπομπή, όπου η ιστορία επαναλαμβάνεται "εις τον αιώνα τον άπαντα".

»Ακριβώς εκεί δίπλα υπάρχει ο κύκλος των δια­νοούμενων, που είναι κλεισμένοι σ' ένα τεράστιο ψυ­γείο με την επιγραφή "Στον πάγο, επειδή κατέστη­σαν ψυχρό οποιοδήποτε θέμα". Καταδικασμένοι εις την αιωνιότητα να ζοχαδιάζονται, γιατί απ' έξω χι­λιάδες ψυχές πληβείων θα ήθελαν να μπουν στην κα­τάψυξή τους, που προσπαθούν να την υπερασπίσουν με κόπο. Κι έξω απ' αυτόν τον κύκλο, απομονωμένος σε μια γωνιά, διαμαρτύρεται ο αθλητικογράφος Άλ­ντο Μπισκάρντι, που μια ζωή είχε πρόβλημα με τη γραμματική, καταδικασμένος στην αιωνιότητα να τον δαγκώνουν τριχωτές υποτακτικές και λυσσασμένες ευκτικές.

»Πιο μπροστά βρίσκεται ο κύκλος των γραφειο­κρατών και των λογιστών, που καίγονται σε μια ε­νιαία πυρά από έντυπα Ε2, χαρτονομίσματα και χαρ­τόσημα. Γύρω γύρω υπάρχει ο κύκλος των οδηγών

1 15

Page 113: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

αυτοκινήτων, με χιλιάδες άδεια πάρκιν. Κάθε φορά όμως που ένας απ' αυτούς αποφασίζει να παρκάρει, υπάρχει ένας διάβολος μ' ένα Όπελ Καντέτ που του τρώει τη θέση. Έτσι οι ψυχές των κακόμοιρων των αυτοκινητιστών είναι καταδικασμένες αιωνίως να πε­ριφέρονται, χωρίς να βρίσκουν μια θέση να παρκά­ρουν.

»Ζαλισμένος ο Ροζάριο γυρίζει επάνω και φέρ­νει ενώπιον του Θεού έναν άλλο υποψήφιο. "Εσείς ποια είστε;" ρωτάει ο Θεός.

»"Καλημέρα, είμαι η τζέσικα Ρίτσο, η πορνοντίβα." »"Και τι κάνετε;" »"Πατάσσω το φίδι." »"Μπράβο!" σχολιάζει ο Κύριος. 'Ή πάταξη του

συμβόλου του κακού είναι πράγμα καλό κι ευλογη­μένο ! Και πώς το κάνετε, με το πόδι σας;"

»"Όχι, όχι ακριβώς", απαντά η τζέσικα, που πλη­σιάζει τον Κύριο και του μιλάει στ' αφτί. Ο Κύριος την κοιτάζει και σχολιάζει κάπως αμήχανα: "Είστε πολύ θεοσεβούμενη, δεσποινίς, υπερβολικά θεοσε­βούμενη ! Με το πόδι θα ήταν υπεραρκετό". Μετά, α­πευθυνόμενος στον βοηθό του που περιμένει: "Ροζά­ριο, καθώς δεν υπάρχει κύκλος γι' αυτήν τη δεσποι­νίδα, θα τη στείλουμε στον κύκλο των ενοίκων".

»Και ο Ροζάριο: "Ποιος είναι ο κύκλος των ενοί­κων, Κύριε;"

»Και ο Κύριος με βροντερή φωνή: ''Είναι αυτός όπου βρίσκονται σαράντα τρεις μέσα σ' ένα ασανσέρ με την πινακίδα "Μέγιστη χωρητικότητα τέσσερα ά­τομα", και αλληλοσπαράσσονται στην αιωνιότητα,

116

Page 114: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

γιατί δεν μπορούν να καταλάβουν ποιος αφήνει α­ναμμένο το φως του υπογείου !"

»'Έντάξει, Κύριε, θα τη συνοδέψω". »"Περίμενε !" τον ξαναφωνάζει ο Κύριος. ''Υπάρ­

χει και άλλη μία κυρία στην ουρά!" Ο Ροζάριο τη βά-ζει μέσα και ο Θεός τής απευθύνει τον λόγο: "Καλη­μέρα. Εσείς ποια είστε;"

»"Είμαι η Ρόζι Μπίντι, Υπουργός Υγείας και παρθένα! "

»0 Κύριος την κόβει από πάνω μέχρι κάτω κ ι ύ­στερα: 'Έμ βέβαια. Ακόμη και να θέλατε, πού να τον βρείτε τον εθελοντή;" Κατόπιν απευθύνεται στον Ρο­ζάριο: "Αυτή να τη στείλουμε στον κύκλο των αρρώ­στων και των συνταξιούχων, να τη χορέψουν στο τα­ψί!"

»Και ο Ροζάριο: "Μάλιστα, Κύριε. Καλή ιδέα!" »Κι έτσι επιστρέφει κάτω για να συνοδεύσει τις

δυο κυρίες. Όπως γυρνάει πίσω, πέφτει στον κύκλο αυτών που κάποτε χρηματίζονταν και τώρα είναι α­ναγκασμένοι να τρώνε συνέχεια μέχρι σκασμού, βυ­θισμένοι σ' έναν χυλό από χοιρινό λίπος και σοκολά­τα. Και κάθε φορά που σταματούν το καταβρόχθι­σμα, τους μπουκώνουν, με τεράστιες σύριγγες και με τεράστια χωνιά, κάτι σκελετωμένες ψυχές καταδικα­σμένες να μη δοκιμάσουν τίποτα στον αιώνα τον ά­παντα, παρόλο που υπάρχει και του πουλιού το γά­λα. Και ο Ροζάριο ρωτάει τον διάβολο: "Αυτοί που δεν μπορούν να φάνε ποιοι είναι;" "Οι δωροδόκοι", απαντά εκείνος. Και ο Ροζάριο βγαίνει γρήγορα και πέφτει πάνω στον Αντρεότι και τον Ριίνα, που κάθο-

1 1 7

Page 115: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

νται εκεί απ' έξω. Ο Ροζάριο ρωτάει με αφέλεια: ''Ε­σείς γιατί είστε εδώ; Για τι σας έχουν καταδικάσει;" Αυτοί τον κοιτάζουν και γελάνε: "Καταδικάσει! Ε­μείς είμαστε οι ιδιοκτήτες τις επιχείρησης. Άκου κα­ταδικάσει !" Ο Αντρεότι εξηγεί: ''Ο Ριίνα είναι στην κουζίνα κι εγώ σερβίρω στην αίθουσα. Όταν υπάρ­χει καλή θέληση, όλα γίνονται".

»0 Ροζάριο απομακρύνεται βιαστικά και βρίσκε­ται πλάι στην πηγή της Στυγός, που τροφοδοτείται α­πό εκατό, διακόσιες, τριακόσιες, πεντακόσιες χιλιά­δες νέγρους που χέζουν, και μέσα είναι βυθισμένοι μέχρι τον λαιμό ο Μπόσι και τα πρωτοπαλίκαρά του, ο Μαρόνι και ο Σπερόνι. Ο Ροζάριο πλησιάζει και ρωτάει: "Γιατί είστε εδώ;" Ο Μπόσι απαντά: "Γιατί προσβάλαμε τη ράτσα". Και ο Σπερόνι: "Ναι, αλλά κι αυτή η ράτσα είναι πολύ εύθικτη: οι καλικάντζα­ροι δεν είχαν ποτέ προσβληθεί!" Κι εκείνη τη στιγμή καταφθάνει ένας διάβολος που τους φωνάζει και τους διατάζει: "Ελάτε! Θα σας πάω στη φυλακή!" Κι αυτοί κλαίνε και οδύρονται και ικετεύουν: "Όχι, σας παρακαλώ. Όχι στις φυλακές του Μιλάνου!" Και ο διάβολος ανταπαντά: "Όχι, όχι εκεί. Στις φυλακές της Νάπολης, ανάμεσα στους τσαμπουκάδες και μά­λιστα χωρίς βαζελίνη ! "

»Ακριβώς δίπλα στην πηγή της Στυγός υπάρχει και η πηγή της Στυγοπούλας, λίγο πιο μικρή, την τρο­φοδοτούν μόνο χίλιοι, δυο χιλιάδες, τρεις χιλιάδες νέ­γροι, μα όλοι τους χωρίς άδεια παραμονής. Μέσα εί­ναι ο Φίνι, βυθισμένος μέχρι τα μάτια, που θα ήθελε

118

Page 116: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

να μιλήσει αλλά δεν μπορεί, γιατί το στόμα του είναι κάτω από το επίπεδο της πλημμυρίδας.

»0 Ροζάριο λακίζει από την μπόχα και βρίσκεται σε μια αχανή χώρα γεμάτη θρανία, και σ' ένα θρα­νίο βλέπει έναν που σηκώνεται από τη μέση και πά­νω και του απευθύνει τον λόγο: "Εσύ, που πας μες στης φωτιάς το κάστρο, έτσι ναπουλιτάνικα μιλώντας, για καταδέξου εδώ να σταματήσεις" * . "Τι θέλεις α­πό με, ελεεινέ αγύρτη;" τον ρωτάει ο Ροζάριο, κι ύ­στερα τον αναγνωρίζει ξαφνικά: πρόκειται για τον Σαρνέλι, τον Ευγένιο Σαρνέλι! Τον διπλανό του στο θρανίο, που ήταν ένας αρχίδης και μισός από τότε που πήγαιναν στο Δημοτικό, γιατί δεν τον άφηνε πο­τέ να αντιγράψει. Ήταν ένας φύτουλας με εγγλέζικα παντελονάκια, αυτά με τα κουμπιά στους μηρούς. Τώρα, για τιμωρία του, θα είναι παντοτινά στο ίδιο θρανίο με τον Πασκουάλε Μπάρα, τον επονομαζόμε­νο "το κτήνος", που εκτός του ότι δεν τον αφήνει πο­τέ να αντιγράψει, είναι επίσης πολύ ερωτευμένος μα­ζί του και κάθε δέκα λεπτά τού το δείχνει κάτω από το θρανίο, κι αυτός κάθε φορά ουρλιάζει σαν κολα­σμένος. Ο καθηγητής τον μαλώνει: "Σαρνέλι, αν δεν σταματήσεις τις φωνές, θα σε βάλω τιμωρία!" όμως αυτός συνεχίζει να φωνάζει και μαζεύει τόσες τιμω­ρίες, ώστε κάθε χρόνο τον κόβουν. Μα καθώς κόβουν και τον Πασκουάλε Μπάρα, τον επονομαζόμενο "το κτήνος", ο Σαρνέλι και ο Πασκουάλε Μπάρα ο επο-

* Σ.Τ.Μ. : παράφραση στίχων της Θείας Κωμωδίας του Δq­ντη, Κόλαση, Ι, 22-24.

1 19

Page 117: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

νομαζόμενος "το κτήνος" θα κάθονται στο ίδιο θρα­νίο στον αιώνα τον άπαντα. Στον δε Πασκουάλε Μπάρα τον επονομαζόμενο "το κτήνος" αποδίδεται η περίφημη φράση ''Αγάπη, που τον αγαπό τον βιά­ζει ν' ανταγαπάει, γι' αυτόν με πήρε τόσο σφοδρή, που ακόμα, ως βλέπεις, δε μ' αφήνει" * , που κανένας ποτέ δεν κατάλαβε ακριβώς τι σημαίνει.

»Έπειτα ο Ροζάριο, αναθαρρημένος από τη θεία δίκη, επιστρέφει πάλι επάνω στον Κύριο, που τον πε­ριμένει ανυπόμονα. "Να περάσει ο επόμενος!" λέει ο Ροζάριο, και μπαίνει η Σαμπρίνα Φερίλι, η θεογκό­μενα, και όλοι οι άγγελοι εν χορώ: "Μέσα! Μέσα! Μέσα!"

»Και ο Κύριος: "Σιωπή εσείς! Οι άγγελοι δεν έ­χουν φύλο!"

»Και οι άγγελοι: "Φύλο όχι, αλλά γλώσσα ναι! Μέσα! Μέσα! Μέσα!"

»"Σταματήστε, γουρούνια! ! ! Να περάσει ο επόμε­νος!" λέει ο Κύριος. Και μπαίνει ο Ντίνι. Ο Κύριος περιεργάζεται το πρόσωπό του και αναρωτιέται: "Ποιος ξέρει σε τι χάλια ήταν το αυτοκίνητο μετά το τρακάρισμα, αν η φάτσα του είναι έτσι".

»"Όχι, Κύριε", του εξηγεί ο Ροζάριο. "Αυτός έ­τσι είναι φτιαγμένος." Ο Κύριος τον κοιτάζει καλά κι έπειτα, για να ξεγλιστρήσει, λέει: "Χμ, το πρωτότυ­πο δεν ήταν άσχημο. Μετά βέβαια, κατά τη μαζική παραγωγή, όλο και κάποιος βγαίνει ούτω πως. Γιατί

.. Σ.Τ.Μ.: Δάντης, Θεία Κωμωδία, Κόλαση, Ε, 103-105, μτφρ. Ν. Καζαντζάκης.

120

Page 118: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

δεν τον αλλάζατε όσο ίσχυε ακόμη η εγγύηση;" Και ο Ροζάριο: "Κύριε, πού θα τον στείλουμε;"

»"Πού θα τον στείλουμε; Αυτόν θα τον πετάξου­με κατευθείαν! Κάνε και μια παλικαριά: πήγαινέ τον κάτω, υπάρχει ένας σκουπιδοτενεκές, βόλεψέ τον ε­κεί μέσα."

»"Μάλιστα, Κύριε !" υπακούει ο Ροζάριο, που γυρ­νάει πάλι κάτω και βρίσκεται σ' έναν διάδρομο γεμά­το πόρτες. Στην πρώτη είναι γραμμένο ''Ο Δράκος της Φλωρεντίας". Ο Ροζάριο την ανοίγει και μέσα είναι ο τζεφιρέλι. Στη δεύτερη ε ίναι γραμμένο: "Καταδι­κασμένος εις την αιωνιότητα για ευρωφαγία": ο Ρο­ζάριο ρίχνει μια ματιά και μέσα ε ίναι ο Τσιάμπι, που έκανε σαν λυσσασμένος για την ένταξη στην ΟΝΕ. Στην τρίτη είναι γραμμένο ''Ηλεκτρικές σκούπες". Τό­τε ρωτάει τον φύλακα διάβολο: "Ποιος είναι εδώ μέ­σα;" ''Ο Μαραντόνα! " απαντάει αυτός. ''Α, τον κατα­δικάσατε επειδή σνιφάριζε κοκαίνη;" ρωτάει ο Ροζά­ριο. "Ναι", λέει ο διάβολος, "αλλά κυρίως επειδή τον ανακάλυψαν! " "Και ποια ε ίναι η τιμωρία;" "Είναι τρομερή ! Εδώ μέσα είναι γεμάτος ο τόπος κοκα"Ινη". "Μα αυτό δεν είναι μαρτύριο !" αναφωνεί ο Ροζάριο. "Και βέβαια ε ίναι", χαμογελά σαρδόνια εκείνος. "Γιατί μέσα έχει τέτοιο αέρα, που ο Τζιάνι Ανιέλι έ­χει ακόμη και τη μύτη του ξεχτένιστη".

»Στην τέταρτη πόρτα ε ίναι γραμμένο: "Παπαί Τε­λεστέτ, Παπαί Τελεστέτ αλέπε"*. Ο Ροζάριο ανοίγει

* Σ.τ.Μ.: παράφραση στίχου της Θείας Κωμωδίας του Δά- ' 'Vt'Ij, Κόλαση, Ζ,1.

121

Page 119: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

και βρίσκεται στον κύκλο των τηλεφωνόπληκτων: ό­

λοι τους με το κινητό στο χέρι προσπαθούν να πιά­σουν γραμμή, και μόλις την πιάνουν προσπαθούν να τηλεφωνήσουν, αλλά η σύνδεση πέφτει αμέσως. Εί­ναι καταδικασμένοι να μην καταφέρνουν να λένε αι­ωνίως ούτε μια λέξη στο τηλέφωνο, ακριβώς όπως τους συνέβαινε και στη ζωή.

»Στην πέμπτη πόρτα είναι γραμμένο: "Μέγιστη τι­μωρία". Ο Ροζάριο την ανοίγει και βρίσκεται μπρο­στά στη Ναόμι Κάμπελ, την Εύα Χερτζίγκοβα και την Κλόντια Σίφερ, ολόγυμνες, συντροφιά με τον Τζόμπε Κοβάτα, έναν κακομοίρη κωμικό. Έκπληκτος ρωτά­ει τον φύλακα διάβολο: "Αυτή, για τον Τζόμπε Κο­βάτα, δεν είναι μέγιστη τιμωρία: είναι επιβράβευση!" Εκείνος γνέφει καταφατικά: "Σωστά. Μέγιστη τιμω­ρία είναι για τη Ναόμι, την Εύα και την Κλόντια". Και ο Ροζάριο, μια και του 'τυχε, θα 'θελε κι αυτός να τις μπαλαμουτιάσει λιγουλάκι και τις τρεις, αλλά ο Θεός βροντοφωνάζει επιτακτικά από ψηλά και τον ανακαλεί στο καθήκον: "Ροζάριο, τρέξε !"

»0 Ροζάριο γυρνά επάνω τρέχοντας και βλέπει ε­νώπιον του Θεού έναν δαιμονισμένο που φωνάζει: "Αυτή δεν είναι η Δευτέρα Παρουσία! Αυτή είναι δί­κη με συνοπτικές διαδικασίες. Δεν φέρονται έτσι σ' έναν βουλευτή! Επικαλούμαι τη συνθήκη . . . " Αηδια­σμένος ο Κύριος, απευθύνεται στον Ροζάριο: "Ποιος είναι πάλι αυτός;" ''Αυτός, Κύριε, είναι ο Βιτόριο Σγκάρμπι. Πού θα τον στείλουμε;" Ο Ροζάριο και ο Κύριος κοιτάζονται, συνεννοούνται μ' ένα νεύμα κι

122

Page 120: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

έπειτα, με μια φωνή: "Αυτόν θα τον στείλουμε να γα­μηθεί και καθαρίσαμε !"»

Επιτέλους ο Ροζάριο σωπαίνει, για να πάρει μιαν ανάσα και για να δει τις αντιδράσεις του Θεού, που μοιάζει υπνωτισμένος από την αφήγησή του. Για λί­γες στιγμές έχουμε απόλυτη ησυχία, ώσπου από το στόμα του Θεού βγαίνει ένα γελάκι, αρχικά πνιχτό και αβέβαιο, έπειτα σιγά σιγά όλο και πιο σίγουρο, μέχρι που ξεσπά σ' ένα λυτρωτικό και ασυγκράτητο γέλιο. Ο Θεός ξεκαρδίζεται και με δάκρυα στα μά­τια λέει και ξαναλέει: «Ροζάριο, σε πάω πολύ ! ! » Σύ­γκορμος ο Πανάγαθος τραντάζεται από τα γέλια. «Ε­κατομμύρια χρόνια είχα να γελάσω έτσι».

Ο Ροζάριο τον κοιτάζει έκπληκτος και λίγο προ­σβεβλημένος. «Γελάς μ' εμένα;» τον ρωτάει. Ο Θεός συνέρχεται, ηρεμεί, σκουπίζει τα μάτια του και τελι­κά του απαντά σοβαρός: «Όχι, Ροζάριο, γελάω μαζί μ' εσένα. Είναι διαφορετικό !»

Χαμογελά ο ένας στον άλλον και κάνουν "κόλλα το". Έπειτα ο Θεός κοιτάζει την ώρα και βλέπει πως έχει πάει αργά. Είναι πράγματι και πάλι νύχτα.

123

Page 121: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

Ημέρα έκτη

Ξημέρωσε και πάλι. Ο Ροζάριο ανοίγει τα μάτια του, τεντώνεται λίγο,

έπειτα αντιλαμβάνεται τον Θεό που, καθισμένος στα πόδια του κρεβατιού, τον κοιτάζει. Αρχικά ο Ροζά­ριο δεν καταλαβαίνει, ώσπου βλέπει έναν δίσκο α- · κουμπισμένο στα σεντόνια και γουρλώνει τα μάτια του: ο Θεός τού έχει φέρει πρωινό στο κρεβάτι! Συ­γκινημένος ανακάθεται, για να παρατηρήσει τι υπάρ­χει στον δίσκο. Το θέαμα του παγώνει το αίμα: υπάρ­χουν παστές σαρδέλες, γαρνιρισμένες με μαρμελάδα βατόμουρο, δυο σταγόνες ταμπάσκο και έξι κουτα­λιές παγωτό βανίλια και σοκολάτα. Ακολουθεί ένα πιάτο μακαρόνια με κιμά από το προηγούμενο βρά­δυ, που ο Κύριος τα ξαναζέστανε στο τηγάνι προσθέ­τοντας γαρίδες και φράουλες. Και τέλος υπάρχει μια φρουτοσαλάτα με φρεσκοπλασμένα φρούτα, γαρνιρι­σμένη με μπούκοβο, σκόρδο και μια γεμάτη χούφτα αλεσμένον καφέ. Ο Ροζάριο ξεροκαταπίνει, ενώ ο Κύριος σχολιάζει: «Εγώ τα ετοίμασα όλα! Σκέφτηκα πως έπρεπε να πάρεις ένα υγιεινό και θρεπτικό πρωι­νό . . . σήμερα σε περιμένει πολλή δουλειά!» Ο Ροζά-

124

Page 122: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

ριο συμφωνεί απαρηγόρητος: «Ναι, ναι . . . το ξέρω! Πρέπει

'να φτιάξω αυτή την ευλογημένη την κιβωτό,

αλλά . . . » Ο Ροζάριο ψάχνει να βρει τα σωστά λόγια, προσέχοντας να μην προσβάλει τον Κύριο, κι έπειτα, ενώ σηκώνεται από το κρεβάτι, προσθέτει σιγανά: «Κύριε, εκτιμώ την καλή σου πρόθεση, όμως . . . αυτά τα πράγματα δεν μπορώ ούτε να τα βλέπω! Πόσο μάλλον να τα φάω!» Και λέγοντας αυτά προχωράει προς την κουζίνα, με τον δίσκο στο χέρι, ακολουθού­μενος από τον Θεό, που είναι λίγο προσβεβλημένος: «Τι πά' να πει αυτό; Είναι όλα υγιεινά και φρέσκα . . . »

Ο Ροζάριο κουνάει το κεφάλι του, ενώ τα πετάει ό­λα στον σκουπιδοτενεκέ: «Κύριε, άκου με κι εμένα, είναι ένα αίσχος ... Ξέρω που σου λέω, έχουν δει εμέ­να τα μάτια μου αίσχη !» και συνεχίζει να μιλάει ενώ ανοίγει το ντουλάπι υπό το βλέμμα του Θεού. «Τα μύ­ρια όσα έχω δει, Κύριε ! ! » προσθέτει ο Ροζάριο, ενώ βγάζει ένα κουτί ντοματοπελτέ. «Για παράδειγμα;» ρωτάει ο Θεός, ενώ ο Ροζάριο του βάζει στα χέρια του ένα κρεμμύδι κι ένα μαχαίρι. «Αααχ», αναστε­νάζει ο Ροζάριο ανοίγοντας το κουτί, όσο ο Θεός τε­μαχίζει το κρεμμύδι. «Έχω δει να κλέβουν τους συ­νταξιούχους έξω από τα ταχυδρομεία. Έχω δει τους συνταξιούχους να κλαίνε για την κλοπή κι έχω δει τους κλέφτες να κλαίνε για τις συντάξεις !» Στο μετα­ξύ κι ο Θεός κλαίει εξαιτίας των κρεμμυδιών, ενώ ο Ροζάριο συνεχίζει: «Έχω δει κόσμο που δεν ξέρει πόσο νόστιμο είναι το τυρί με τις τρύπες. Έχω δει κόσμο που συνεχίζει να τρυπιέται και το έχει χεσμέ­νο το τυρί! /Εχω δει έναν Πολωνό Πάπα . . . »

125

Page 123: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

Ο Θεός τον διακόπτει σκουπίζοντας τα μάτια του: «Είναι αλήθεια λοιπόν πως οι μετανάστες από τις α­νατολικές χώρες σάς κλέβουν τις καλύτερες θέσεις εργασίας!» Ο Ροζάριο γνέφει καταφατικά ενώ χύνει το λάδι στο τηγάνι, και συνεχίζει: «Έχω δει γυναί­κες για τις οποίες δωρεά οργάνων στην επιστήμη ση­μαίνει να πλαγιάσουν με τον γιατρό τους! Είδα επι­στήμονες να κλωνοποιούν ανθρώπους κι αυτό είναι πρόβλημα, Κύριε, γιατί έτσι μπορούν να αναπαρα­χθούν κάτι θεούσες σαν τη Ρόζι Μπίντι και τον Φορ­μιγκόνι! Είδα την εκκλησία να χρυσώνει το χάπι για να βγουν κλωνοποιημένα παιδιά, είδα το άγαλμα της Παναγίας να κλαίει στην Τσιβιταβέκια, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι ο Μωάμεθ κατουριέται από τα γέ­λια!» Ύστερα στρέφεται προς τον Κύριο, που τον α­κούει, και του λέει: «Ρίξε το κρεμμύδι . . . » Ο Πανάγα­θος εκτελεί και ταυτόχρονα τον ρωτάει: «Μα αν έ­χεις δει όλ' αυτά τα πράγματα, μπορώ να μάθω για­τί σε εκπλήσσει τόσο η ιδέα ενός κατακλυσμού;»

Ο Ροζάριο βάζει το νερό για τα μακαρόνια να βράσει και κατόπιν απαντάει: «Κύριε, δεν είναι έκ­πληξη: φόβος είναι. Χέζομαι από τον φόβο μου και μόνο στην ιδέα να φτιάξω μια κιβωτό, ν' ανέβω με ό­λα τα ζώα και να βλέπω όλο τον κόσμο γύρω μου να πεθαίνει. Μα .. . όλοι τους πρέπει να πεθάνουν;»

Ο Πανάγαθος γνέφει καταφατικά, ενώ του δίνει ένα καπάκι. Ο Ροζάριο ξεσπά: «Κύριε, μα γιατί το κάνεις αυτό;» Και στο μεταξύ ρίχνει την ντομάτα στα τσιγαρισμένα κρεμμύδια.

«Τι θα πει γιατί;» απαντά ο Θεός. «Επειδή οι άν-

126

Page 124: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

θρωποι δεν σέβονται πια τους νόμους μου ! Πρέπει να κάνω αυτόν τον κατακλυσμό, γιατί είστε κακοί».

«Κύριε, δεν είναι αλήθεια. Δεν είμαστε κακοί! Ε­σύ είσαι αυτός που μας σχεδίασε έτσι, ανάθεμα στην ελεύθερη βούληση ! Ο κόσμος δεν σέβεται τον νόμο σου γιατί είσαι υπερβολικός: έφτιαξες τα θανάσιμα αμαρτήματα! Είναι καθαρή υπερβολή ! Θα μπορού­σες να κάνεις τα σοβαρά τραυματισμένα αμαρτήμα­τα, τα ετοιμοθάνατα αμαρτήματα, τα "Παναγιά μου Μπαρμπουνιώτισσα μου ' ρχεται να πεθάνω" αμαρτή­ματα, αλλά όχι και τα θανάσιμα αμαρτήματα! Άσε που, με αυτά τα αμαρτήματα, οι πλούσιοι είναι ευνο­ημένοι. Είναι γνωστό εξάλλου: εσείς οι πλούσιοι βο­ηθιέστε πάντα μεταξύ σας . . . »

«Ροζάριο, μα τι κάθεσαι και λες;» λέει προσβε­βλημένος ο Κύριος, ενώ στρώνει το τραπέζι.

«Έλα τώρα, έτσι είναι! Το ξέρεις! Από την πρώ­τη κιόλας εντολή δημιουργείται η αδικία: "Εγώ ειμί Κύριος ο Θεός σου, ουκ έσονταί σοι θεοί έτεροι πλην εμού". Είναι πιο εύκολο για τους πλούσιους να το πι­στέψουν! Πήγαινε να ρωτήσεις κάνα φτωχαδάκι: "Πιστεύεις στον Θεό;" Θα σου απαντήσει: "Μπα, γιατί; Ο Θεός πιστεύει σ' εμένα;"»

Ο Θεός τον διακόπτει, δίνοντάς του τα μαχαιρο­πίρουνα: «Ροζάριο, θυμήσου τη ρήση: ακόμη και οι πλούσιοι κλαίνε !» Και ο Ροζάριο: «Ναι, αλλά πιο σπάνια. Ας πάρουμε για παράδειγμα τον κακομοίρη τον Μικέλε Πελέκια, του τελευταίου ορόφου. Τι εί­ναι, σιντο'ίστής;»

127

Page 125: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

«Τι σχέση έχει τώρα το άρωμα;» επεμβαίνει αμή-χανα ο Κύριος, ενώ ξεβουλώνει το κρασί.

«Ποιο άρωμα;» ρωτάει έκπληκτος ο Ροζάριο. «Σιντο"ίστής», απαντά ο Πανάγαθος. «Το άρωμα λέγεται ''Egoiste'', Κύριε, "Εγωι­

στής". Με αφήνεις όλο και πιο κολοσσιαία ε μβρόντη­το! Πάντως, αυτός δεν ε ίναι ούτε σιντο"ίστής ούτε τί­ποτα. Ο κακομοίρης ο Μικέλε Πελέκια πιστεύει στον Θεό, κι όμως του φέρθηκες σαφώς χειρότερα απ' ό,τι σε κάτι επιχειρηματίες που κατάντησαν από δήμαρ­χοι κλητήρες».

Ο Θεός σηκώνει τους ώμους του ξεπλένοντας δυο ποτήρια και ο Ροζάριο συνεχίζει: «Κι εκείνο το άλ­λο πάλι: "Ου λήψη το όνομα Κυρίου του Θεού σου ε­πί ματαίω", και σ' αυτό οι πλούσιοι πλεονεκτούν! Πα­ραδείγματος χάρη, σου κόβουν ένα πρόστιμο: ο πλού­σιος πληρώνει κι ούτε γάτα ούτε ζημιά, ο φτωχός πλη­ρώνει και επικαλείται μάταια το όνομα του Θεού .. . Και ούτε και τόσο μάταια: λίγη ικανοποίηση την παίρνει ! Λοιπόν, Κύριε, εσύ είσαι παντοδύναμος: άλ­λη φορά, να μην αφήνεις να του βάζουν πρόστιμο!» Ο Ροζάριο σταματάει για να ελέγξει αν βράζει το νε­ρό, έπειτα ξαναρχίζει: «Το άλλο πάλι: "Μνήσθητι την ημέραν των Σαββάτων αγιάζειν αυτήν". Οι φτωχοί, για ν' αγιάσουν, το μόνο που μπορούν να κάνουν εί­ναι να πάνε στο γήπεδο, κι εκεί όχι μόνο είναι δύ­σκολο ν' αγιάσεις, αλλά σου ρίχνουν κι ένα μπερντά­χι ξύλο!» Ο Ροζάριο κάνει μια παύση για να ρίξει α­λάτι στο νερό, έπειτα ξαναρχίζει: «Μια εντολή που δεν κατανοώ είναι η έκτη, δηλαδή το "Ου μυγιεύ-

128

Page 126: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

σεις". Γιατί το μύγιασμα είναι αμάρτημα, Κύριε;» Ο Θεός, που σερβίρει λίγο κρασί, αναπηδά: «Κρετίνε! Η έκτη εντολή λέει: "Ου μοιχεύσεις"».

«Μυγιεύοντας;» εκπλήσσεται ο Ροζάριο. «Μα για ποιες μύγες μού τσαμπουνάς;» ξεσπάει

ο Θεός κι αδειάζει το ποτήρι του. «Όχι, γιατί δεν μου κόλλαγε ! Συγγνώμη, Κύριε,

άρα ούτε το "Ου μα·ίμουδεύσεις" θα ισχύει ... Καλά, ας τ' αφήσουμε. Πάντως, και ως προς αυτό, οι πλού­σιοι θα ε ίχαν κάποια πλεονεκτήματα. Πρώτον γιατί καταφέρνουν να βγάζουν απ' τη μύγα ξίγκι· δεύτερον γιατί, αν είσαι φτωχός, ούτε μύγα στον κόρφο σου· τρίτον γιατί οι πλούσιοι, όταν δεν μυγιάζονται, παί­ζουν γκολφ, κάνουν κρουαζιέρα με το κότερο ή πά­νε για σκι. Αν οι φτωχοί δεν μυγιάζονται, κάθονται με τη ρόμπα στον καναπέ και βαράνε μύγες, τουτέ­στιν βλέπουν στην τηλεόραση τους πλούσιους να παί­ζουν γκολφ, να κάνουν κρουαζιέρα με το κότερο ή να πηγαίνουν για σκι. Όπως και να το κάνουμε, οι πλούσιοι πλεονεκτούν».

«Ροζάριο, δεν νομίζω ότι έχω όρεξη να σ' ακού­σω . . . » Λέγοντας αυτά ο Θεός βουλώνει τ' αφτιά του και αρχίζει να σιγοτραγουδά: «Λαλαλά, λαλαλά, λα­λαλά . . . »

Και ο Ροζάριο, με δυο πακέτα μακαρόνια στα χέ­ρια του: «Ριγκατόνι ή σπαγκέτι;» Μα ο Πανάγαθος μοιάζει να μην ακούει και συνεχίζει να σιγοτραγουδά: «Λαλαλά, λαλαλά ... » Ο Ροζάριο σηκώνει τους ώμους του κι ετοιμάζεται να ρίξει τα μακαρόνια στην κατσα­ρόλα: «Λοιπόν, θ' αποφασίσω μόνος μου: ριγκατόνι!»

129

Page 127: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

Η φωνή του Κυρίου τον σταματά: «Σπαγκέτι! !» Ο Ροζάριο γυρνά απότομα: «Αχά! Ακούς, ε; Τό­

τε άκου, και σε σχέση με εκείνο το άλλο, "Ουκ επι­θυμήσεις . . . όσα τω πλησίον σου εστίν . . . "» Ο Πανάγα­θος σηκώνει τους ώμους και του παίρνει τα μακαρό­νια, για να τα ρίξει στο νερό που βράζει. Στο μετα­ξύ ο Ροζάριο συνεχίζει: «Αν όλοι είχαν τα ίδια θα ή­ταν σωστό, όμως αν ένας έχει λίγα επειδή είναι φτω­χός, ε ίναι ευνόητο να επιθυμεί τα αγαθά εκείνου που έχει περισσότερα, δηλαδή του πλούσιου ! Και θα ήθε­λε να τ' αγοράσει, αλλά είναι φτωχός και δεν μπορεί. Τότε μερικές φορές τα κλέβει, αλλά τον συλλαμβά­νουν. Έτσι ο φτωχός αμάρτησε τέσσερις φορές: 1) γιατί επιθύμησε ' 2) γιατί έκλεψε ' 3) γιατί θα τον ρί­ξουν στη φυλακή, και τότε μαύρη μύγα που τον έφα­γε' 4) γιατί είναι αναγκασμένος να ονοματίσει εσέ­να, τη γυναίκα σου, τα παιδιά σου και όλους τους συγ­γενείς σου μέχρι τρίτης και τετάρτης γενεάς, την ώ­ρα που τον πηγαίνουν στη φυλακή του Ποτζιορεάλε ! Με παρακολουθείς;» Ο Κύριος κάνει νόημα πως όχι και εξηγεί δείχνοντας τη σάλτσα: «Θέλει λίγο αλά­τι . . . » Κι ενώ ο Πανάγαθος ασχολείται με το αλάτι, ο Ροζάριο συνεχίζει: «Και δεν θέλω ούτε καν να μιλή­σω για εκείνη την εντολή : "Ουκ επιθυμήσεις την γυ­ναίκα του πλησίον σου". Εδώ έχουμε μια ακόμη από­δειξη της απόλυτης υπεροχής του πλούσιου επί του φτωχού. Έχεις υπόψη σου τον Μπρους Γουίλις;» Ο Ύψιστος, έχοντας στο στόμα του μια μπουκιά ψωμί που βούτηξε στη σάλτσα, μουγκρίζει: «Μμμμ . . . »

«Είναι ένας ηθοποιός με μια σύζυγο πολύ γκομε-

130

Page 128: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

νάρα . . . την Ντέμι Μουρ. Έχεις υπόψη σου την Ντέ­μι Μουρ;»

«Φυσικά και την έχω υπόψη μου. Εγώ την έφτια­ξα!» απαντά ο Θεός.

«Πώς! ; Την αύτωσες; ! » «Μα τ ι λες, Ροζάριο! Την έφτιαξα! ! Την έπλα­

σα! ! ! » «Α, είπα κ ι εγώ. Αν και, εδώ που τα λέμε, αν ή­

μουν ο Πανάγαθος, ένα κουτουπωματάκι με την Ντέ­μι Μουρ θα το 'χα ρίξει. Τέλος πάντων. Έχεις υπό­ψη σου τον Μικέλε Πελέκια, του τελευταίου ορό­φου;» ρωτάει ο Ροζάριο καθώς ετοιμάζει το σουρω­τήρι: «Αμάν πια μ' αυτόν τον Μικέλε Πελέκια, ρε Ρο­ζάριο !» φωνάζει ο Θεός δίνοντάς του τις πιάστρες.

«Καλά. Έχεις υπόψη σου τη γυναίκα του;» «Όχι, δεν την έχω υπόψη μου». «Μπα; Την Ντέμι Μουρ την είχες υπόψη σου και

τη γυναίκα του Μικέλε Πελέκια όχι; Λοιπόν, έχουμε και λέμε : ε ίναι μια γυναίκα που φέρνει περισσότερο σε παλαιστή του σούμο παρά σε θηλυκό. Όποιος τη βλέπει κλάνει μαλλί, γι' αυτό και το σπίτι τους έχει γεμίσει με μάλλινα πουλοβεράκια. Ο κακομοίρης ο Μικέλε Πελέκια έκανε το πείραμα με το κέρμα κά­τω από το στήθος της, για να δει αν .θα πέσει. Το έ­κανε πριν από τρία χρόνια και ακόμη παραμερίζει τις δίπλες για να το βρει! Η γυναίκα του Μικέλε Πε­λέκια έχει κάτι κιρσούς σαν κρασοβάρελα, έτσι ο για­τρός της στην τελευταία εξέταση της έδωσε παραπε­μπτικό, για να πάει σε βαρελά να της αλλάξει τα τσέρκια. Αυτή ε ίναι λοιπόν η γυναίκα του Μικέλε Πε�

131

Page 129: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

λέκια!» και λέγοντας αυτά ο Ροζάριο σουρώνει τα μακαρόνια και σηκώνεται ένα σύννεφο ατμού.

«Α, αυτή είναι η γυναίκα του;» Ο Κύριος κάνει λες και του ήρθε θεία φώτιση: «Νόμιζα πως ήταν το κομό!» και χύνει τη σάλτσα στο μπρίκι.

Ο Ροζάριο συμφωνεί μαζί του: «Οποιαδήποτε εί­ναι καλύτερη από τη γυναίκα του Πελέκια: η Υ πουρ­γός Γερβολίνο, η μαμά του Τζίτζι απ' το Ζαχαροπλα­στείο, η Χίλαρι Κλίντον, η Τιτσιάνα Παρέντι η δικα­στίνα, η Καντσελιέρι η δημοσιογράφος: οποιαδήπο­τε ! Όταν η γυναίκα του Πελέκια ρωτάει τον κακο­μοίρη τον Πελέκια: "Αγάπη μου, ποια προτιμάς: εμέ­να ή την Ντέμι Μουρ;" τι πρέπει ν' απαντήσει ο φου­καράς; Απαντά: "Εσένα, αγάπη μου !" Άρα ο Πελέ­κια, πέραν του ότι επιθυμεί τη γυναίκα του πλησίον του, ψευδομαρτυρεί κιόλας! Έτσι ο Μπρους Γουίλις κουτουπώνει την Ντέμι Μουρ, και ο Πελέκια πάει στην κόλαση ! ! »

Ο Ροζάριο σταματάει για λίγο, για να πάρει την παρμεζάνα και να ψάξει για τον τρίφτη. Ο Θεός βρί­σκει ευκαιρία και, νομίζοντας ότι θα πιάσει τον Ρο­ζάριο να φαλτσάρει, λέει: «Όσον αφορά την ψευδο­μαρτυρία, θα πρέπει να παραδεχτείς πως οι πλούσιοι ε ίναι λίγο σε μειονεκτικότερη θέση».

«Αυτό είναι αλήθεια», παραδέχεται ο Ροζάριο τρίβοντας το τυρί. «Αυτό ε ίναι το μόνο αμάρτημα στο οποίο οι φτωχοί έχουν κάποιο πλεονέκτημα. Όχι μό­νο στα σημαντικά θέματα όπως η δίκη του Αντρεότι ή η υπόθεση Ούστικα, αλλά και στα μικρά πράγμα­τα. Αυτοί που πουλάνε περσικά χαλιά και πέφτουν έ-

132

Page 130: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

ξω κάθε χρόνο την ίδια εποχή. Πώς είναι δυνατόν, Κύριε; Κι εκείνο το άλλο: "Κύριε Πρέσβη, μας κακο­μαθαίνετε . . . " Σιγά που οι πρέσβεις προσφέρουν Φε­ρέρο Ροσέ! Σε ποιον τα πουλάτε αυτά, μαντάμ! Αμ εκείνη η κοπελιά, που είναι όμορφη σαν τα κρύα τα νερά, αλλά έχει πιάσει ένα υγρό για τα πιάτα για γκό­μενο και το διαφημίζει όλο χαρά! Ή στην εκπομπή Μπράβο καλώς σμίξατεΙ, όπου όλο και κάποιος υπάρ­χει που έχει σαράντα χρόνια να πάει και να δει τη μάνα του. Τι Μπράβο και πράσιν' άλογα, Κύριε; Μπράβο στο κωλόπαιδο; Δεν είναι να τους εμπιστεύ­εσαι τους πλούσιους όταν μιλάνε, Κύριε. Και γιατί ε­μένα, τόσες χιλιάδες φορές που έχω πάει στο σούπερ μάρκετ, δεν μου έχουν προσφέρει ποτέ δύο απορρυ­παντικά στην τιμή του ενός;»

Ο Ροζάριο σταματάει να μιλάει, βλέποντας ότι ο Θεός τέλειωσε με το ανακάτεμα της παρμεζάνας στα μακαρόνια, που περιμένουν αχνιστά στο πιάτο. Κοι­τάζει ο ένας τον άλλον: «Θα φάμε;» ρωτάει ο Θεός.

133

Page 131: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

Ο Ροζάριο κάθεται και του κάνει νόημα: «Αμέ». Σερ­βίρονται κι αρχίζουν να τρώνε με όρεξη.

«Νόστιμα!» σχολιάζει ο Θεός μασώντας. Ο Ροζά­ριο τον κοιτάζει, ενώ βάζει στο στόμα του άλλη μια πιρουνιά: «Σου αρέσει, ε ; Το βλέπεις λοιπόν πως δεν είσαι τέλειος! Διέπραξες το αμάρτημα της λαιμαργί­ας! Αμάρτημα κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των πλουσίων: οι φτωχοί, το πολύ πολύ, να θέσουν τον λαιμό τους σε αργία ή έστω ημιαργία, όμως αυτό δεν αποτελεί αμάρτημα, αν και μπορεί να τους οδηγήσει στον άλλο κόσμο . . . άμα το παρακάνουν».

Ο Θεός κουνάει το κεφάλι του κατεβάζοντας άλ­λη μια μπουκιά: «Τι δουλειά έχουν τα θανάσιμα α­μαρτήματα με κάποιες παρασπονδίες στο τραπέζι;» «Α, όπως σας βολεύει!» απαντά ο Ροζάριο με γεμά­το το στόμα. «Τα πράγματα όπου οι πλούσιοι μειονε­κτούν δεν είναι αμαρτήματα, είναι απλά βίτσια! Άρα οι φτωχοί είναι θανάσιμα αμαρτωλοί, ενώ οι πλού­σιοι είναι απλώς βιτσιόζοι, έτσι;» Ο Θεός τον διορ­θώνει κοιτώντας τον που τρώει: «Όχι μόνο οι πλού­σιοι, Ροζάριο . . . » Ο Ροζάριο ακουμπάει κάτω το πι­ρούνι προσβεβλημένος: «Κύριε, άλλο η λαιμαργία, άλλο η πείνα! Άλλο αχόρταγος, άλλο αχόρταστος. Οι φτωχοί δεν αμαρτάνουν με το φαΙ, καμιά φορά αμαρ­τάνουν με το πιοτό, πίνουν όμως για να ξεχάσουν: για να ξεχάσουν πως είναι φτωχοί. Και σίγουρα δεν πί­νουν απεριτίφ, γιατί δεν το έχουν ανάγκη. Δόξα τω Θεώ, από πείνα άλλο τίποτα! Πίνουν γιατί πεινούν! Υπάρχουν κάτι φτωχαδάκια που, αν πήγαινε να τα βρει ο Τσελεμεντές με τις συνταγές του, θα τρώγανε

134

Page 132: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

κατευθείαν τον ίδιο! Οι φτωχοί δεν έχουν ανάγκη α­πό δίαιτα: τους φτάνει το ταμείο ανεργίας. Οι πλού­σιοι, αντίθετα, διαπράττουν το αμάρτημα της λαιμαρ­γίας και όχι μόνο: και τα επτά θανάσιμα αμαρτήμα­τα είναι χαρακτηριστικά των ισχυρών σαν κι εσένα. Το λέει η ίδια η λέξη : (αμ)άρτυμα. Πού να το βρουν οι φτωχοί το άρτυμα άμα τους λείπει ακόμη κι ο ί­διος ο άρτος; Πάρε την πλεονεξία: αν οι πλούσιοι δεν ήταν πλεονέκτες, δεν θα ήταν καν πλούσιοι. Ακόμη κι εσύ είσαι πλεονέκτης, άντε τώρα μην ανοίξω το στόμα μου: η γη της επαγγελίας . . . η γη της επαγγελί­ας . . . Την υποσχέθηκε ς τέσσερις ή πέντε χιλιάδες χρό­νια πριν, κι ακόμη τίποτα! Χώρια που υποσχέθηκες γη αλλουνού . . . Ας τ' αφήσουμε καλύτερα ! Κι εκείνος εκεί ο άλλος, ο Πάπας, που λέει: "Μακάριοι οι πτω­χοί, μακάριοι οι πτωχοί! " το λέει όμως μέσα από το jacuzzi. Λέει επίσης: "Θα προσευχηθώ για τον πεινα­σμένο λαό αλλά μετά το φαγητό, αλλιώς θα μου κο­πεί η όρεξη"».

135

Page 133: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

Ο Κύριος επεμβαίνει γεμίζοντας το ποτήρι του: «Ροζάριο ! Μιλάς έτσι γιατί είσαι ζηλόφθονος!»

«Όχι, Κύριε, δεν την πατάω: και η ζηλοφθονία εί­ναι των ισχυρών. Οι ισχυροί και οι πλούσιοι φθονού­νται μεταξύ τους, οι φτωχοί τι να φθονήσουν ο ένας του άλλου; Άκουσες ποτέ κάποιον να λέει: "Κοντσέ­τα, σκάω από τη ζήλια μου για τον Τσίρο και τη Στε­φανία, που είναι άνεργοι, ζουν σ' ένα δωμάτιο με τέσ­σερα παιδιά, το ένα είναι πρεζόνι, η κόρη τους είναι τσούλα και βρομάει το χνότο τους από την πείνα!" Το πολύ πολύ να φθονήσουν τον Ριτζ από το Τόλμη και

136

Page 134: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

Γοητεία, αλλά αυτό δεν είναι αμάρτημα, είναι απλώς μαλακία, Κύριε! »

Ενώ ο Ροζάριο καταβροχθίζει δυο πιρουνιές μα­καρόνια, ο Θεός κάνει παπάρα στη σάλτσα που είχε απομείνει στην άδεια πλέον κατσαρόλα. Ο Ροζάριο συνεχίζει να λέει: «Και τώρα ας περάσουμε στη λα­γνεία. Για τους φτωχούς λέμε ότι δεν έχουν πού την κεφαλήν κλίναι: σε ποιο κεφάλι νομίζεις ότι αναφε­ρόμαστε; Οι πλούσιοι δεν δίνουν λογαριασμό σε κα­νέναν κι ακουμπούν τα μέλη τους όπου τους καπνί­σει. Κοίτα τη Μεγάλη Αικατερίνη . . . »

137

Page 135: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

«Τι σχέση έχει η Μεγάλη Αικατερίνη τώρα!» ρω­τάει ο Ύψιστος βάζοντας τα πιάτα και την κατσαρό­λα στο νεροχύτη.

«Ζευγάρωνε με τα άλογα! Οι φτωχοί δεν κάνουν τέτοια πράγματα. Το πολύ να βρούμε κάνα βοσκό να ζευγαρώνει με τα πρόβατα, αλλά το πρόβατο είναι πολύ πιο μικρό από το άλογο, άρα και το βίτσιο ε ί­ναι πιο μικρό. Για να μη μιλήσουμε για την έπαρση. Έλα τώρα, Κύριε ! "Είμαι ο Κύριος και απόλυτος άρ­χων του ουρανού και της γης" . . . Κάποιος πρέπει να σου μιλήσει για τη συνιδιοκτησία!»

Ο Κύριος, δίνοντάς του τα πιατάκια του φρούτου, προσπαθεί ν' αλλάξει θέμα: «Άσε τη λαγνεία. Για την οκνηρία τι έχεις να μου πεις;» Ο Ροζάριο αμήχανος, ξύνει το κεφάλι του: «Χμ, κάτι θα μπορούσα να σου πω . . . αν ήξερα τι σόι πράμα είναι . . . » .

Ο Κύριος καταπνίγε ι έναν αναστεναγμό ανακού­φισης, ενώ βάζει στο τραπέζι ένα πανεράκι με φρού­τα. «Εντάξει, άντε να τελειώνουμε μ' αυτά τα θανά­σιμα αμαρτήματα . . . »

Ο Ροζάριο όμως δεν έχει πειστεί. «Ε όχι! Τι θα

138

Page 136: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

πει να τελειώνουμε; Κάποιο λείπει .. . Μα ποιο; Τα ε­φτά θανάσιμα αμαρτήματα είναι σαν τους εφτά νά­νους και τους εφτά βασιλείς της Ρώμης . . . όλο και κά­ποιο ξεχνάς!» Ώσπου το πρόσωπό του φωτίζεται: «Η . οργή ! Την οργή δεν την είχα πει!» Ο Θεός σηκώνει τους ώμους του: «Και λοιπόν; Μη μου πεις ότι και η οργή είναι αμάρτημα των ισχυρών, ε;» Και συνεχίζει να ξεφλουδίζει το μήλο του, με την πεποίθηση πως τη γλίτωσε. Ο Ροζάριο όμως ξεσπά: «Και βέβαια είναι! Θυμάσαι τι φασαρία που έκανες για τούτο δω;» Και λέγοντας αυτό, του βουτάει το μήλο από τα χέρια. «Για ένα μήλο έγινε χαλασμός κόσμου! Εγώ και το τελευταίο να 'ταν . . . » και, με το που το λέει, ελέγχει το πανεράκι, «άσε που είναι δηλαδή, τι να κάνω, να τσαντιστώ; Όχι! Θα φάω ένα πορτοκάλι και θα εί­μαι εντάξει . . . Εσύ όμως τι σκάρωσες σ' εκείνα τα δυο κακόμοιρα που το έφαγαν; Το θυμάσαι;»

«Χμ, χμ ... » Ο Κύριος ξεροβήχει φανερά αμήχα­νος, μετά του προσφέρει το καθαρισμένο μήλο: «Θέ­λεις το μισό;» Με μισή καρδιά ο Ροζάριο δέχεται, συν τοις άλλοις επειδή το πορτοκάλι τού φέρνει πάντα ξι­νίλες.

Κοιτάζουν ο ένας τον άλλον μασουλώντας. Ο Θε­ός σπάει πρώτος τη σιωπή, όταν και το μήλο έχει τε­λειώσει. «Να βάλω για καφέ;» Ο Ροζάριο σηκώνε­ται: «Άσε, δεν τα καταφέρνεις ... » Ο Θεός το δέχεται και τον κοιτάζει, ενώ ετοιμάζει την καφετιέρα με έ­μπειρες κινήσεις, σαν να εκτελεί μια ιεροτελεστία. «Οφείλω να παραδεχτώ ότι η ναπολιτάνικη καφετιέ­ρα είναι ωραία εφεύρεση . . . Μια από τις λίγες! !» Ο

139

Page 137: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

Ροζάριο γυρίζει συνοφρυωμένος: «Τι θες να πεις;» «Εεε,» απαντάει ο Θεός, «ας ε ίμαστε ειλικρινείς, Ρο­ζάριο, εγώ μπορεί να έχω κάνει λάθη στον Δεκάλο­γο, αλλά εσείς εδώ κάτω εφεύρατε κάτι μαλακίες, ε;» Ο Ροζάριο ανάβει το μάτι και κάθεται ν' ακούσει: «Για παράδειγμα;»

«Για παράδειγμα ο τηλεφωνητής! Ένα ηλίθιο μη­χάνημα όπου σου αφήνουν τα πιο απίθανα μηνύμα­τα! "Εμπρός, εγώ είμαι, πάρε με." Εγώ ποιος, βλά­κα;; ΠΟΙΟΣ εγώ;; Πες όνομα κι επίθετο! Κρετίνοι που χάνουν σαράντα πέντε λεπτά σε χαζομάρες: "Χάι! Γεια σου, τι κάνεις; Σε παίρνω από τηλεφωνικό θά­λαμο, όμως σήμερα είναι ωραία μέρα και κάνω μια βόλτα. Πάρε με στο τηλέφωνο, στο 5742 . . . " Κλικ, και τελειώνει ο χρόνος! Και δεν θα μάθεις ποτέ σε ποιον αριθμό πρέπει να την πάρεις, γιατί όταν συμβαίνουν αυτά τα πράγματα, πάντα πρόκειται για γυναίκα. Και αυτό μόνο όταν δέχεσαι μηνύματα! Αλλά έχω δει και τι συμβαίνει όταν το μήνυμα πρέπει να το αφήσεις ε­σύ: βρίσκεις τηλεφωνητές με ολόκληρες οικογένειες με παιδιά, σκυλιά και παπαγάλους, ώρες ολόκληρες χαρούμενης οικογενειακής ζωής: "/Ει, αφήστε μας μήνυμα, εμείς είμαστε ! " Κόσμος που αφηγείται τα προσωπικά του: "Κάνω ντους γιατί είμαι ιδρωμένος κι έχω να πλυθώ από χτες, γι' αυτό αφήστε μήνυμα". Χεστήκαμε ! ! Χωρίς να μιλήσουμε και γι' αυτούς που ε ίναι πραγματικά βλαμμένοι και, όταν δεν θέλουν να απαντήσουν, κλείνουν τη μύτη τους και προσποιού­νται ότι έχουν τηλεφωνητή : "Σας ομιλεί ο αυτόματος τηλεφωνητής . . . " Κι από την άλλη μεριά ακούς: "Άντε,

140

Page 138: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

άσε τις βλακείες! " "Πώς το κατάλαβες ότι δεν ήταν τηλεφωνητής;" ''Ηλίθιε, ε ίμαστε στο θυροτηλέφω­νο! "»

Ο θόρυβος της καφετιέρας διακόπτει τον Θεό. Ο Ροζάριο κλείνει το μάτι της κουζίνας, ενώ σχολιάζει: «Το παραδέχομαι, κάνα δυο χαζομάρες τις έχουμε κάνει κι εμείς, στη γη».

Ο Θεός ξεσπαθώνει: «Κάνα δυο χαζομάρες! Ε­σείς είστε παγκόσμιοι πρωταθλητές των ηλίθιων ε­φευρέσεων! Να μιλήσουμε γι' αυτά τα μοντέρνα τρέ­να, που ε ίναι χειρότερα από τα παλιά, αλλά πάνε να το παίξουν ανώτερα κι από τ' αεροπλάνα; Αν δηλα­δή κάνα τρένο γκρεμοτσακιστεί σε κάποια γέφυρα, θα πουν ότι έπεσε σε κενό αέρος; Μ' αυτά τα υπερ­σύγχρονα βαγόνια, όπου εξακολουθεί να απαγορεύ­εται να σκύβεις από το παράθυρο, αλλά όχι τη νύχτα, όταν όλοι βγάζουν τα παπούτσια τους και τότε, όπως στα παλιά τρένα, το σκύψιμο από το παράθυρο γίνε­ται υποχρεωτικό. Υπερταχείες γεμάτες κόσμο που τη­λεφωνεί, που συνεχίζει να λέει μόνο: "Εμπρός, ε ίμαι σε τούνελ! Μ' ακούς; Ήθελα να σου πω ότι.. . Ε­μπρός; Υπάρχει κι άλλο τούνελ . . . " Έντεκα εκατομ­μύρια εφτακόσιες χιλιάδες λιρέτες λογαριασμός, μό­νο για να πληροφορήσεις τον άλλον για όλα τα τού­νελ της γραμμής. Και παρ' όλους τους νεωτερισμούς και τους εκσυγχρονισμούς, ένα πράγμα παρέμεινε α­ναλλοίωτο: το καλοριφέρ ε ίναι αναμμένο το καλοκαί­ρι και σβηστό τον χειμώνα! Και αν αντί για το τρένο θέλεις να πας με το αυτοκίνητο, πέφτεις επάνω σε μια άλλη ιδιοφυή εφεύρεση: τα διόδια με ηλεκτρονί-

141

Page 139: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

κή κάρτα, όπου μια φωνή σού λέει "Γεια σας, να ο­δηγείτε προσεκτικά". Το διανοείσαι; Μια μηχανή που σε χαιρετά και σου δίνει συμβουλές! Δεν σε χαι­ρετά πια ούτε ο υπάλληλος με σάρκα και οστά, σε χαιρετά το μηχάνημα! Και κάθε φορά φτάνει ένας αυτοκινητιστής πιο ηλίθιος από σένα, που σταματάει στην αυτόματη θυρίδα κι έπειτα ανακαλύπτει ότι δεν έχει την κάρτα και πρέπει να γυρίσει πίσω. Στο με­ταξύ έχει δημιουργηθεί μια ουρά δυο χιλιομέτρων και τετρακοσίων μέτρων! Εξάλλου, πώς τα καταφέρνετε να βρίσκετε αυτήν την κάρτα μέσα σε τόσες άλλες που έχετε; Μία για να τηλεφωνείτε, μία για να παρ­κάρετε, μία για να ταξιδεύετε, μία για να μπαίνετε στην τράπεζα . . . αν καταφέρετε ποτέ κάτι τέτοιο. Εί­δα ότι, για να περάσετε από τον ανιχνευτή μετάλλων, είστε αναγκασμένοι να βγάζετε κλειδιά, κινητό, μέ­χρι και τις χρυσές θήκες των δοντιών σας, αλλιώς δεν σας βάζουν μέσα . . . Μα σου φαίνεται λογικό, Ροζά­ριο; Δεν έχεις τίποτα να πεις;»

Ο Ροζάριο γνέφει καταφατικά: «Πόση ζάχαρη;» και δείχνει το φλιτζανάκι του καφέ προσθέτοντας: «Θα κρυώσει . . . » Ο Θεός βάζει ζάχαρη και ρουφάει τον καφέ του γουλιά-γουλιά με μακάριο ύφος: «ο­φείλω να το παραδεχτώ! Εδώ κάτω σ' εσάς είναι πο­λύ καλύτερος απ' ό,τι σ' εμάς!» Και ο Ροζάριο αντα­παντά: «Εδώ σ' εμάς σχεδόν τα πάντα είναι καλύτε­ρα απ' ό,τι σ' εσάς! Ναι, είναι αλήθεια, δεν είμαστε τέλειοι, αλλά να μας πνίξεις γι' αυτό, μου φαίνεται πραγματικά υπερβολικό ! Κι έπειτα, εμένα η τελειό­τητα δεν μ' αρέσει, ε ίναι βαρετή, προβλέψιμη, μονό-

142

Page 140: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

τονη . . . Σας φαντάζομαι εκεί πάνω όλη μέρα με τις ψαλμωδίες σας "Αλληλούια, Αλληλούια" . . . αμάν, α­δερφάκι μου !»

«Μα τι μου τσαμπουνάς!» τον διακόπτει ο Κύριος. «Στον Παράδεισο διασκεδάζουμε, αστειευόμαστε, παίζουμε, κάνουμε αθλητισμό ... » Ο Ροζάριο επεμβαί­νει ειρωνικά: «Ναι, το φαντάζομαι . . . ο Σεν-Μόριτζ πρωταθλητής στο χειμερινό σκι και ο Σεν-Τροπέ στο θαλάσσιο! »

«Ροζάριο, μην κάνεις τον χαζό!» τον κόβει ο Κύ­ριος. Ο Ροζάριο βρίσκει ευκαιρία για να πάρει δυο ποτηράκια κι ένα μπουκάλι και να τ' ακουμπήσει στο τραπέζι. Ο Θεός συνεχίζει να μιλάει: «Χτες, για πα­ράδειγμα, ο γιος μου έλαβε μέρος στα εκατό μέτρα ελεύθερης κολύμβησης και κέρδισε κιόλας». Και ο Ροζάριο: «Χαίρω πολύ. Αφού τρέχει πάνω στα νερά, ε ίναι άκυρο!» Και ο Θεός ανταπαντά: «Τι λες, καλέ; Στο σπίτι είμαστε όλοι αθλητικοί τύποι: εγώ συμμε­τείχα προσωπικά στο πρωτάθλημα άλματος εις ύψος, με τους αγγέλους. Δυστυχώς, εξαιτίας του ότι έχουν φτερά χάθηκαν εφτά. Έφυγαν και δεν τους ξαναβρή­καμε. Κάναμε και πρωτάθλημα σφαιροβολίας, όμως αναγκαστήκαμε να το καταργήσουμε, γιατί στη Γη κάνατε φασαρία με τις θεωρίες για τους μετεωρίτες. Και την τοξοβολία αναγκαστήκαμε να καταργήσου­με, γιατί ο Άγιος Σεβαστιανός δεν άντεχε άλλο. Ό­μως στην ορειβασία τα πάμε περίφημα: ο Μωυσής δεν παραιτείται εύκολα, ανεβοκατεβαίνει τα όρη σαν παιδάκι!»

Ο Ροζάριο τον διακόπτει δίνοντάς του ένα ποτη-

143

Page 141: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

ράκι: «Ένα σπιτικό λικέρ λεμόνι;» Ο Θεός κοιτάζει το μπουκάλι λίγο αμήχανος: «Τι σόι πράμα είναι;» «Μια αηδία που φτιάχνουμε εδώ στα μέρη μας, έτσι ώστε να δηλητηριαζόμαστε οικολογικά. Θες;» Ο Θε­ός δέχεται, χωρίς να ε ίναι και πολύ σίγουρος: «Για να το δοκιμάσουμε !» Ο Ροζάριο γεμίζει τα ποτήρια και κάνουν πως τσουγκρίζουν: «Εις υγείαν», λέει ο Θεός, και ο Ροζάριο: «Ειδικά εσύ μου το εύχεσαι;» Πίνουν παρέα, αδειάζοντας τα ποτηράκια. Ο Θεός έ­χει μια αηδιασμένη έκφραση: «Είναι απαίσιο !» Ο Ρο­ζάριο συμφωνεί, ενώ βάζει ακόμη λίγο: «Το ξέρω, αλλά έχει ένα καλό: έχει μέσα τόσο αλκοόλ και τό­ση ζάχαρη, που γλυκαίνει κάθε θλίψη . . . ! » Και προ­σθέτει κοιτάζοντας τον Θεό: «Εσένα θα σου έκανε καλό . . . » Ο Θεός πίνει κι άλλο και απαντά: «Γιατί; Νο­μίζεις πως είμαι θλιμμένος;» Ο Ροζάριο ξεσπά: «Με ρωτάς κι από πάνω; Εφηύρες την πιο θλιβερή θρη­σκεία του σύμπαντος, Κύριέ μου ! Οι συνάδελφοί σου, οι ανταγωνιστές σου ε ίναι πολύ πιο εύθυμοι από σέ­να. Όσον αφορά τη χαρά, σου 'χουν βάλει τα γυαλιά οι ανταγωνιστές σου, Κύριε ! Πάρε τον Μανιτού: ε ί­ναι τελείως άλλο πράμα! ! ! Χορεύει και τραγουδάει από το πρωί ως το βράδυ: "Λα κουκαράτσα! Λα κου­καράτσα!" Όλο μπρίο και ζωντάνια! Οι Χάρε Κρίσ­να χορεύουν, τραγουδούν και παίζουν μουσική κι αυ­τοί όλη μέρα με τα ταμπούρλα τους . . . Η αλήθεια εί­ναι ότι όλοι τούς κορσ"ίδεύουν επειδή μοιάζουν σαν χαζοί, ε ίναι όμως χαρούμενοι! Κάθε λιτανεία τους εί­ναι σαν πανηγύρι! Έχεις δει ποτέ δική μας λιτανεί­α; Τι μελαγχολία! Τη μοναδική φορά που κατάφερα

144

Page 142: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

να χαμογελάσω σε λιτανεία ήταν το '64, όταν αυτοί που κουβαλούσαν την Αγία Μπριτζίτα σκόνταψαν και το άγαλμα έπεσε πάνω στον παπά της ενορίας και τον έλιωσε . Ακόμη και ο Βούδας είναι πιο χαρού­μενος: στρουμπουλός στρουμπουλός μ' εκείνη την κοιλιά! Απ' το φαΊ είναι, δεν έχει θυρεοειδή. Μοιά­ζει με το ανθρωπάκι της Μισελέν, είναι όμως χαρού­μενος. Τι να πει κανείς για τον Κο μφούκιο, Κύριέ μου; Ε; Κομφούκιος . . . Κομφούκιος ... Χμ! Δεν ξέρω τίποτα για τον Κομφούκιο. Καλά, ας τον αφήσουμε τον Κομφούκιο. Εμείς όμως, Κύριε, έχουμε μια πέρα ως πέρα θλιβερή θρησκεία. Το ίδιο κι αυτοί που μας τη δίδαξαν: κάτι μελαγχολικές καλόγριες, με γένια και μουστάκια, που έμοιαζαν περισσότερο καραμπι­νιέροι παρά νύμφες του υιού σου! Και μας μιλούσαν για κάτι αγίους βουτηγμένους στη θλίψη, την γκαντε­μιά και τη στενοχώρια ... Τι μαυρίλα, Κύριέ μου !»

Ο Ροζάριο σταματά, για να κατεβάσει μονοκοπα­νιά άλλο ένα ποτήρι λικέρ. Ο Θεός, που ήταν ήδη στο τρίτο ποτηράκι, τον κοιτάζει αμήχανα: «Αλήθεια λες; Τόσο θλιβερά είναι όλα;»

«Κι ακόμη περισσότερο», απαντά ο Ροζάριο, ο ο­ποίος αρχίζει να μπερδεύει τα λόγια του. «Οι άγιοι πέθαιναν όλοι. Δεν θυμάμαι ακριβώς τις ιστορίες τους, αλλά ήταν φοβερές! Ο άγιος Παρθεναγόρας, παρθένος και μάρτυρας. Μάρτυρας επειδή ήταν παρ­θένος: είχε ζήσει εξήντα οκτώ χρόνια με δεκαπέντε χορεύτριες του καν-καν και δεν είχε καταφέρει να τις αγγίξει ούτε με το καλάμι του ψαρέματος!» Ξα­νατρατάρονται και πίνουν γουλιά-γουλιά το λικέρ.

145

Page 143: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

Ύστερα ο Ροζάριο ξαναρχίζει: «Ή ο άγιος Πάπυλος ο Χαλεπλής, του οποίου έκοψαν τα χέρια, τα πόδια, τα μαλλιά και κάνα δυο άλλα πραματάκια που δεν θα αναφέρω, και πέθανε από κρυολόγημα μερικές μέ­ρες μετά». Ο Ροζάριο πίνει ακόμη λίγο και συνεχί­ζει: «Ή εκείνος ο άλλος, ο άγιος Καρτέριος, μάρτυς και αδελφός της οσίας Θεοκτίστης της Λεσβίας, αυ­τός που κάθε μέρα οι δήμιοί του τον έγδερναν ζωντα­νό με μεγάλο πόνο, και τη νύχτα ο άγγελος Κυρίου τού ξανάβαζε το δέρμα. Την επόμενη μέρα οι δήμιοί του τον ξανάγδερναν και ο άγγελος τη νύχτα τού ξα­νάβαζε το δέρμα . . . » Ο Θεός αδειάζει το ποτήρι του κι επεμβαίνει: «Ίσως ήταν καλύτερα να του βάλουν φερμουάρ!» Χασκογελάνε παρεούλα. Ο Ροζάριο χά­νει όλο και πιο πολύ τα λόγια του: «Ε, μα οι δήμιοι δεν ήταν δα χαζοί! Τότε θα είχαν αλλάξει βασανι­στήριο και θα του έβγαζαν τα μάτια!» Και ο Θεός, μπερδεύοντας τα λόγια του: «Κι εγώ εκ θαύματος θα του έδινα ένα σκυλί για τυφλούς!» Και ο Ροζάριο α­κουμπώντας το ποτήρι του, που είναι πάλι άδειο: «Που, εκ θαύματος, θα ήταν ένα σκυλόψαρο!» Και ο Θεός: «Έτσι ο Καρτέριος θα κέρδιζε εκ θαύματος τα τετρακόσια μέτρα πεταλούδα!» Γελούν κι οι δυο τους αδειάζοντας τα ποτήρια, και στον Θεό, που δεν αντέ­χει το αλκοόλ, έρχεται και λόξιγκας.

Μετά άλλα δέκα λεπτά με αφηγήσεις από τους βί­ους των αγίων έχουν πέσει στον καναπέ, και ο Ροζά­ριο, με δάκρυα στα μάτια, λέει: «Δεν μπουρώ άλλο! ! Πππάφτε, καλέ Κύριε, κάντε μ' τη χάρ'. . . » Και ο Θε­ός ανταπαντά: «Πάψ' εσύ, Ρουζά! Μα την πίστη μ',

146

Page 144: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

δεν λες να το βουλώσεις, κι ελόγου μ' δε νιώθω κα­λά .. . »

Σ' αυτά τα λόγια ο Ροζάριο μπλοκάρεται και, α­νακτώντας στιγμιαία τη διαύγειά του, ρωτάει τον Θε­ό: «Κύριε, μα . . . από πού κατάγεσαι ακριβώς;»

«Απ' έξω από την Καζέρτα. Από ένα χωριουδά­κι, το Καζαντρίνο, για να είμαστε ακριβείς».

«Άρα είμαστε συγχωριανοί, λοιπόν», αναφωνεί ο Ροζάριο, και δώσ' του αγκαλιές, χτυπούν ο ένας τις πλάτες του άλλου κι αρχίζουν να μιλούν για το χωριό τους και τους κοινούς φίλους.

Και ο Ροζάριο βλέπει πως κατά βάθος ο Θεός εί­ναι καλός άνθρωπος, και ο Θεός βλέπει πως ο Ροζά­ριο κατά βάθος είναι καλό ανθρωπάκι. Και είναι και πάλι νύχτα.

147

Page 145: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

Ημέρα έβδομη

Ξημέρωσε και πάλι: η τελευταία ημέρα. Ο Θεός και ο Ροζάριο έχουν ξυπνήσει με φοβε­

ρό πονοκέφαλο και τώρα είναι καθισμένοι στην κου­ζίνα, βογκάν ε και πίνουν καφέ. «Κύριε», ψελλίζει ο Ροζάριο, «έχω το μαύρο μ' το χάλι . . . σήμερα μη μου ζητήξεις τίποτις, γιατί δεν θα μπορέσ' να σου ξηγήσ' τίποτις . . . » Ο Θεός ρουφάει τον καφέ του και συμφω­νεί: «Σήμερα δεν έχει μάθημα, Ροζάριο, σήμερα εί­ναι η έβδομη ημέρα. Δεν θα κοπιάσουμε ! Ξεκούρα­ση και ησυχία!» Ο Ροζάριο τον κοιτάζει στραβομου­τσουνιάζοντας: «Εμ βέβαια . . . η ηρεμία πριν από την καταιγίδα, έτσι;» Ο Θεός συμφωνεί αμήχανα: «Χμ, πράγματι σήμερα είναι η τελευταία ημέρα, όμως . . . »

Ο Ροζάριο τον διακόπτει κοιτώντας το ρολόι: «Αλή­θεια, σήμερα είναι Κυριακή . . . Τέτοια ώρα έπρεπε να είμαι κιόλας στο γήπεδο!» «Να κάνεις το σπικάζ;» ρωτάει ο Θεός. «Μα ποιο σπικάζ, Κύριε ! Να δω την ομάδα της Νάπολης ! Μπα, γιατί; Εσύ το πίστεψες ό­ντως ότι με έβαζαν να κάνω την περιγραφή των πο­δοσφαιρικών αγώνων στην τηλεόραση; Ποιον, εμέ­να;»

148

Page 146: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

Ο Πανάγαθος μοιάζει να το 'χει πάρει σοβαρά: «Και γιατί όχι; Είσαι καλός, σου αρέσει το ποδόσφαι­ρο . . . Θα σου πω, δε, και το εξής: εγώ μπορώ και να σε φανταστώ στις κερκίδες των δημοσιογράφων, στο γήπεδο Σαν Σίρο, να λες στο μικρόφωνο . . . » Και ο Πανάγαθος μιμείται τη φωνή του Ροζάριο όταν κά­νει πως σπικάρει: «Σας μιλά ο Ροζάριο Σάνσα από τη Νάπολη, όπου ετοιμάζεται ν' αρχίσει ο αγώνας Νάπολη-Γιουβέντους! . . . »

Ο Ροζάριο κουνάει το κεφάλι του μ' ένα πικρό­γελο. Ο Πανάγαθος δυσφορεί: «Γιατί γελάς; Άκου να δεις, Ροζάριο, για μένα τίποτα δεν είναι αδύνατον».

Και ο Ροζάριο: «Ίσως, εκτός απ' αυτό, Κύριε. Πρώτον γιατί έναν φουκαρά σαν κι εμένα στις δημο­σιογραφικές κερκίδες δεν τον βάζουν ούτε για να πουλάει πασατέμπο . . . » Και ο Θεός από μέσα του: «Ε­γώ μπορώ να τα καταφέρω . . . »

Και ο Ροζάριο συνεχίζει: «Δεύτερον γιατί το γή­πεδο Σαν Πάολο δεν βρίσκεται στο Τορίνο αλλά στη Νάπολη, και θα πρέπει να το μετακινήσεις . . . » Και ο Θεός από μέσα του: «Εγώ μπορώ να τα καταφέρω . . . »

Και ο Ροζάριο καταλήγει: «Τρίτον γιατί, για να παίξει η Νάπολη εναντίον της Γιουβέντους, θα πρέ­πει πρώτα να επιστρέψει η Νάπολη στην Α' Εθνική !» Ο Θεός ξύνει το κεφάλι του : «Δεν μπορώ να τα κα­ταφέρω! Όμως θα μπορούσα να δοκιμάσω και να στείλω στη Β' Εθνική τη Γιουβέντους . . . »

Ο Ροζάριο κουνάει το κεφάλι του. «Άσ' το, Κύ­ριε !»

Ο Πανάγαθος όμως επιμένει: «Όχι, δεν τ ' αφή-

149

Page 147: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

νω, Ροζάριο. Δεν καταλαβαίνω γιατί είσαι τόσο α­παισιόδοξος . . . »

«Α . . . δεν καταλαβαίνεις κιόλας! Για κοίταξέ με καλά: έχω σαρανταρίσει, δεν έχω σταθερή δουλειά, δεν έχω τρίχα στην κεφάλα μου και είμαι μόνος σαν την καλαμιά στον κάμπο!»

«Εγώ ζω μόνος μου εδώ και μια αιωνιότητα!» προσπαθεί να τον παρηγορήσει ο Κύριος. «Συνηθί­ζει κανείς».

Όμως ο Ροζάριο είναι απαρηγόρητος: «Εγώ πο­τέ δεν το συνήθισα. Από μικρός υπέφερα από μονα­ξιά και ήθελα πολύ ένα αδερφάκι, αλλά δεν ήταν τυ­χερό μου. Κάποτε δεν ήταν όπως τώρα, που μπορείς ν' αποφασίσεις πόσα παιδιά θα κάνεις, τι φύλου, χρώματος και διαστάσεων. Σήμερα με τη γενετική κάνεις ό,τι σου αρέσει: αν θες ένα κοριτσάκι φτυστό η Πάμελα Άντερσον, αρκεί να πάρεις ένα ωάριο συν το ΟΝΑ ενός καουτσουκόδεντρου κι έγινε η δουλειά σου! Αν όμως πάρεις το ΟΝΑ από μια τρίχα της Να­βρατίλοβα κι από ένα κύτταρο του Ντάνι Ντε Βίτο, θα σου προκύψει ένα μπαλάκι του τένις! Σήμερα μπο­ρείς να έχεις τη Αετίσια Κάστα με τον εγκέφαλο της μαντάμ Κιουρί, ή τη μαντάμ Κιουρί με το μυαλό της Αετίσιας Κάστα. Μεταξύ των δύο δεν ξέρω τι είναι χειρότερο. Όταν γεννήθηκα εγώ, όλ' αυτά τα πράγ­ματα δεν γινόντουσαν. Οι γονείς μου αναγκάστηκαν να αρκεστούν σε ό,τι τους ήρθε, δηλαδή σ' εμένα. Αλ­λά είμαι σίγουρος ότι ήθελαν κορίτσι . . »

Ο Θεός τον διακόπτει: «Αλήθεια; Και οι δικοί μου ήθελαν κορίτσι».

150

Page 148: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

Ο Ροζάριο τον κοιτάζει έκπληκτος: «Άντε! Αλή­θεια λες;»

«Χμ, όχι. Το είπα προσπαθώντας να σε παρηγο­ρήσω. Η αλήθεια είναι πως εγώ δεν γνώρισα ποτέ τους γονείς μου, είμαι έκθετο. Έζησα πάντα μόνος μου: διακόσια δισεκατομμύρια χρόνια φτιάχνοντας παζλ .. . Ώσπου βαρέθηκα και βάλθηκα να δημιουρ­γώ».

Ο Ροζάριο βάζει τα κλάματα: «Εσύ τουλάχιστον δεν αναγκάστηκες να υπομείνεις όλες τις ταπεινώ­σεις που έλαχαν σε μένα! Δεν θα ξεχάσω ποτέ όταν ήμουνα μικρός και πήγαινα σχολείο στους φρέρηδες, κάναμε την αναπαράσταση της φάτνης κι εμένα μου 'πεφτε ο ρόλος του αγγέλου. Για να κάνω τον άγγε­λο χρειαζόμουν λευκά παπούτσια, και τότε η μάνα μου έβγαζε τα δικά της, αυτά που είχε χρησιμοποιή­σει στον γάμο της, και μου τα φόραγε. Παναγιά μου, τι ντροπή ! Και μάλιστα φαίνονταν και καλά, γιατί, για να κάνω τον άγγελο, με κρέμαγαν μ' ένα σκοινί στο ενάμισι μέτρο ύψος στις 22 Δεκεμβρίου και με κατέβαζαν στις 7 του Γενάρη, μετά τα Φώτα! »

«Εγώ, ευτυχώς, δεν ήμουν ποτέ παρών σε τέτοιου είδους εκδηλώσεις», μουρμουρίζει από μέσα του ο Θεός, ενώ ο Ροζάριο συνεχίζει να μιλάει: «Και στις Απόκριες, Κύριε, ντυμένος Ζορό, να πρέπει να φο­ρώ το παλτό μου και τα μποτάκια, μην αρπάξω κάνα κρύωμα! Ήμουν να με κλαιν και οι ρέγκες! Ακόμη κι όταν μεγάλωσα, τα πράγματα δεν καλυτέρεψαν: άρχισα να ονειρεύομαι τον έρωτα, όμως το μόνο που κατάλαβα ε ίναι ότι το φιλί ε ίναι η ροζ απόστροφος

151

Page 149: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

ανάμεσα στις λέξεις "Έχεις μαζί σ' προφυλακτικό;" Μια φορά αρραβωνιάστηκα κιόλας . . . »

«Τυχεράκια», τον διακόπτει ο Πανάγαθος. «Εγώ δεν βρήκα ποτέ καμία. Πρέπει να είναι πολύ ωραίο να ερωτεύεσαι».

«Εξαρτάται, Κύριε. Εγώ ερωτεύτηκα ένα χαμόγε­λο και πήρα όλη την κοπέλα: γουρούνι στο σακί. Ύ­στερα από λίγο αναγκάστηκα να πληρώσω λύτρα, για να την απαγάγουν και να μπορέσω να ζήσω ξανά. Το πρόβλημα των γυναικών ε ίναι ότι θέλουν ν' αλλάξουν τον άντρα που αγαπούν. Άμα δεν τα καταφέρουν, τσαντίζονται γιατί δεν τα κατάφεραν' αν τα καταφέ­ρουν, τσαντίζονται γιατί δεν τους αρέσεις πια».

«Εγώ πάντα το 'λεγα» σχολιάζει ο Πανάγαθος α­πό το ύψος της σοφίας του. «Ους ο Θεός εχώρισεν, άνθρωπος μη συζευγνύτω».

«Συζευγμένοι ή χωρισμένοι, Κύριε, πάντα υπάρ­χει ένα τίμημα. Όταν έχεις ταίρι και ζε ις τον έρωτα, πρέπει να πληρώσεις το κόστος της σκλαβιάς. Όταν είσαι μόνος σου και ζεις ελεύθερα, πρέπει να πληρώ­σεις το κόστος της μοναξιάς. Δεν έχεις παρά να δια­λέξεις. Αλλά τα πράγματα μπορεί να σου πάνε και χειρότερα: μπορεί να είσαι ζευγαρωμένος και να πληρώνεις κόστος τόσο σε σκλαβιά όσο και σε μονα­ξιά !»

Στο δωμάτιο έχει πλέον πέσει μελαγχολία. Ο Πα­νάγαθος δίνει στον Ροζάριο ένα μαντιλάκι και ο Ρο­ζάριο φυσάει τη μύτη του με θόρυβο. Έπειτα πάει να του το επιστρέψει, αλλά σταματάει και το βάζει στην τσέπη του ρωτώντας: «Τι ώρα αρχίζει ο κατακλυσμός;

152

Page 150: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

Για να το περάσω ένα πλυσιματάκι με τις πρώτες στα­γόνες . . . »

Ο Θεός χαμογελά προσπαθώντας να κρύψει μια ελαφρά αμηχανία. Ψάχνει για τις κατάλληλες λέξεις κι έπειτα: «Άκου, Ροζάριο, όσο γι' αυτόν τον κατα­κλυσμό . . . » Ο Ροζάριο ξεσπά: «Κύριε, ας μην ξαναρ­χίσουμε με την ιστορία της κιβωτού! Σήμερα είναι Κυριακή και θα ξεκουραστώ κι εγώ, 'ντάξει; Γιατί αν δεν το κατάλαβες ακόμη, εγώ αυτή την κιβωτό δεν θα τη φτιάξω. Η ιδέα να ξερνάω μέσα σε μια σκούνα γε­μάτη ζώα για ποιος ξέρει πόσον καιρό κάτω από τη βροχή, ενώ γύρω μου πνίγονται όλοι, δεν μου γου­στάρει καθόλου ! Μην το πάρεις προσωπικά, να 'μα­στε ξηγημένοι! Εσύ είσαι ελεύθερος να βρέξεις όσο θες, εγώ όμως δεν είμαι υποχρεωμένος να σωθώ πά­ση θυσία! Οι καλές εξηγήσεις κάνουν τους καλούς φίλους ... »

Ο Θεός τον κοιτάζει: «Αλήθεια;» «Αλήθεια τι;» απαντάει ο Ροζάριο, που δεν κατα­

λαβαίνει. «Αλήθεια είμαστε φίλοι;» ρωτάει ο Θεός ντροπα­

λά. «Ε, τρόπος του λέγειν, αλλά . . . » έπειτα, παρατη­

ρώντας την απογοήτευση στο πρόσωπο του Πανάγα­θου, βιάζεται να προσθέσει: «Μα και βέβαια είμα­στε φίλοι ! Βέβαια, γνωριζόμαστε πολύ λίγο ... πριν α­πό εφτά μέρες δεν θα μπορούσα να πω ούτε καν πως γνωριζόμαστε εξ όψεως, γιατί εσένα ποιος σε είχε ματαδεί; Σ ε είχα μόνο ακουστά ... όμως τώρα μπορώ να πω ότι . . . μάλιστα, Κύριε, ε ίμαστε αληθινοί φίλοι!;>

153

Page 151: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

Ο Θεός χαμογελά ευτυχισμένος: «Είναι η πρώτη φορά στον αιώνα των αιώνων που έχω έναν φίλο, Ρο­ζάριο! Και σκεφτόμουν πως . . . » ψάχνει πάλι τα λόγια του και μετά: « . . . λοιπόν . . . αυτόν τον κατακλυσμό δεν θέλω να τον κάνω πια !»

«Τι θα πει αυτό, Κύριε; Αυτόν τον κατακλυσμό πρέπει να τον κάνεις !» φωνάζει ο Ροζάριο.

«Μα Ροζάριο, τι λες; Μόλις βρήκα έναν φίλο και θα τον πνίξω; Δεν είναι πρέπον . . . »

«Α όχι, Κύριε, κομμένα τ' αστεία! Εγώ πριν μια βδομάδα ήμουν ξέγνοιαστος κι αμέριμνος και την έ­βγαζα χωρίς πολλές σκοτούρες! Ώσπου εμφανίζεσαι εσύ στα καλά καθούμενα, μου θρονιάζεσαι χειρότε­ρα κι από πλασιέ τάπερ, και αρχίζεις να μου κάνεις πλύση εγκεφάλου . . . Μου πήρες τ' αφτιά μέχρι να μου δώσεις να καταλάβω τι σκατά κάνω στη ζωή μου, σε τι κωλοχανείο ζω και τι παλιανθρώπους συναναστρέ­φομαι. Κι ύστερα απ' όλα αυτά, τώρα λες "ευχαρι­στώ και χαίρετε", έκανα λάθος; Ε όχι, Κύριέ μου, τι το κάναμε εδώ!»

Ο Πανάγαθος είναι πολύ μπερδεμένος και έκπλη­κτος: «Βρε Ροζάριο, εγώ νόμιζα ότι θα σου έκανα χά­ρη αν δεν έκανα τον κατακλυσμό!»

«Πού την είδες τη χάρη ! Αν θέλεις να μου κάνεις πραγματικά χάρη, φίλε μου, αυτόν τον κατακλυσμό πρέπει να τον κάνεις, και μάλιστα αμέσως! Να ξεπα­στρέψεις τα πάντα κι έπειτα να ξαναρχίσεις απ' την αρχή ! Αυτό πρέπει να κάνεις!»

Ο Κύριος δεν είναι σίγουρος ότι κατάλαβε καλά:

154

Page 152: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

«Δηλαδή; Θέλεις να τα σαρώσω όλα και να τα δη­μιουργήσω απ' την αρχή;»

«Ακριβώς, Κύριε !» «Άντρες και γυναίκες . . . τα πάντα;» «Μάλιστα Κύριε ! Καιρός να τελειώνουμε μ' αυ­

τήν την ιστορία: αρκετά πια μ' αυτήν την ανθρωπό­τητα που ε ίναι μια αηδία και μισή ! Αρκετά, Κύριε, μ' αυτές τις γυναίκες που σου καταστρέφουν τη ζωή! Αυτές τις γυναίκες που σε ρωτάνε: "Σε πονάει το στο­μάχι σου; Όχι; ! Κρίμα, ε ίχα ένα καλό φάρμακο για να σου περάσει". Αυτές τις γυναίκες που, όταν βλέ­πουν ένα φιλμ με τον Τζορτζ Κλούνε·ί, αρχίζουν να κλαίνε, και δεν ξέρεις αν το κάνουν επειδή η ταινία ε ίναι συγκινητική ή γιατί σκέφτονται εσένα που εί­σαι δίπλα τους και κάνουν τη σύγκριση. Αυτές τις γυ­ναίκες που σου λένε: "Δεν πιστεύω να βγεις έξω μ' αυτά τα παπούτσια!" Μα αν ήθελα να βγω με άλλα, δεν θα τα φόραγα αυτά! ! Αυτές τις γυναίκες που κοι­μούνται με ωτασπίδες, που τις βάζουν πριν σταματή­σεις να μιλάς και μερικές φορές πριν καν αρχίσεις να μιλάς. Αυτές τις γυναίκες που σ' αγκαλιάζουν ό­ταν γυρνάς στο σπίτι και κολλάνε πάνω σου σαν βδέλλες, ενώ εσύ, μέσα από το ασανσέρ κιόλας, δεν έβλεπες την ώρα να φτάσεις, γιατί θέλεις να κάνεις τσίσα σου και δεν κρατιέσαι άλλο. Αυτές τις γυναί­κες που σε ξυπνούν το πρωί στις εφτά και σου λένε: "Σήκω, να πάμε για τζόκινγκ! " Αυτές τις γυναίκες που σε φιλάνε αφού βάλανε βούτυρο-κακάο, και εί­ναι λες και φιλάς τηγανητό καλαμαράκι! Αυτές τις γυναίκες που στη θάλασσα σε πασαλείβουν με αντη-

155

Page 153: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

λιακό και γίνεσαι σαν λαδωμένος ποντικός, και αν καταφέρεις ν' αρνηθείς το αντηλιακό, το βάζουν οι ί­διες και μετά σε αγκαλιάζουν και πάντα σαν λαδω­μένος ποντικός γίνεσαι! Αυτές τις υστερικές γυναί­κες που, αφού πήγαν στην τουαλέτα, ανοίγουν το πα­ράθυρο και για είκοσι λεπτά δεν σ' αφήνουν να μπεις. Το ξέρω ότι και οι γυναίκες κάνουν κακά τους, μπο­ρεί να το ανακάλυψα στα σαράντα μου, αλλά τώρα πια το ξέρω! Αυτές τις γυναίκες που σε αναγκάζουν να καταφεύγεις στο πληρωμένο σεξ, και αντιλαμβά­νεσαι πολύ αργά ότι το πληρωμένο σεξ κοστίζει πο­λύ λιγότερο από το οικογενειακό. Αυτές τις γυναίκες που πρέπει να σε βάζουν να πληρώσεις το γεγονός ότι είχαν έναν πατέρα που τις απογοήτευσε, έναν τέ­ως σύζυγο φυγόδικο, έναν έκφυλο καθηγητή. Γιατί ε­σύ, που είσαι ο μόνος που τις αγαπά, πρέπει να πλη­ρώσεις για όλ' αυτά; Σε παρακαλώ, Κύριέ μου, τις ε­πόμενες γυναίκες κάν' τες με διαφορετικό χαρακτή­ρα! Εμένα θα μου άρεσε μια γυναίκα που δεν θα μου δημιουργεί ενοχές ! Μια γυναίκα που ανασταίνει νε­κρούς, δηλαδή εμένα όταν είμαι απογοητευμένος. Μια γυναίκα που να γελάει και να με κάνει να γελά­ω! Μια γυναίκα που να μην είναι σαν την καθηγή­τριά μου των Λατινικών, που βαθμολογούσε τα πά­ντα. Μια γυναίκα που να ξέρει να κάνει έρωτα κα­λά καλά καλά, αλλά όχι με όλους όλους όλους! Που να ντύνεται καλά, αλλά που να γδύνεται καλύτερα. Που να τραγουδάει σαν αηδόνι, που να κινείται σαν γάτα, που να είναι απαλή σαν λούτρινο αρκουδάκι, τρυφερή σαν κοτοπουλάκι, και να 'ναι όμως και αχα-

156

Page 154: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

λίνωτη σαν γουρουνίτσα. Να είναι δηλαδή ένα είδος ζωολογικού κήπου, κατάλληλη για την Κιβωτό. Έχεις πείρα εσύ, τι θα σου κόστιζε; Κι έπειτα, Κύριε, φρό­ντισε και την εξωτερική τους εμφάνιση, μια που θα μπεις στον κόπο, τις επόμενες γυναίκες κάν' τες όλες όμορφες! Τι σου κοστίζει; Αρκετά πια μ' αυτές τις κακομούτσουνες γυναίκες! Έτσι κι αλλιώς, εσύ το ξέ­ρεις πριν γεννηθούν ποιες ε ίναι για πέταμα, και δεν χρειάζεται να γίνει δοκιμή όπως στα καρπούζια με τη βούλα. Αρκετά πια με αυτές τις μονοκόμματες γυ­ναίκες, που η μέση τους μετριέται σε πετροδολάρια, αφού έχουν σχήμα βαρελιού ! Αρκετά πια με τις χα­μηλοκώλες που, έτσι και τους στερεώσεις ένα πινέ­λο, τραβούν γραμμές στο έδαφος όπως η γ πηρεσία Οδοποιίας, φτάνει με αυτούς τους κώλους που χρειά­ζονται κιλότες με τακούνια. Στη θέση αυτών των χα­μηλών κώλων, που τα λένε τετ-α-τετ με το σοβατεπί, βάλε τους επόμενους κώλους εκεί όπου συνήθως έ­χουμε τον θερμοσίφωνα. Και κάτω από τους κώλους βάλε πόδια μακριά όσο η ουρά στα διόδια στις 18 Αυγούστου! Και σε παρακαλώ: χωρίς τρίχες ! Αρκε­τά μ' αυτές τις τρίχες που οι γυναίκες, για να τις α­φαιρέσουν, καταφεύγουν σε θεριζοαλωνιστικές μη­χανές που προκαλούν πόνους που ανάγονται στην ε­ποχή της Ιεράς Εξέτασης! Αρκετά, Κύριε: τις τρίχες κατάργησέ τες από γεννησιμιού τους! Τις καινούριες γυναίκες να τις κάνεις όλες με λείο δέρμα, χωρίς τρί­χες και χωρίς κυτταρίτιδα: δεν έχει σημασία το χρώ­μα, σημασία έχει να ε ίναι δέρμα και όχι πορτοκαλό­φλουδα, και να είναι τσιτωτό σαν σφιχτό βραστό α-

157

Page 155: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

βγό, και όχι σαν μελάτο όπως τώρα! Και αρκετά πια με αυτά τα βυζιά που μοιάζουν με μους σοκολάτα. Τις επόμενες γυναίκες να τις κάνεις με βυζιά μεγά­λα σαν τούρτες, αλλά σκληρά σαν μαντολάτα, που πρέπει να σπάσεις τα δόντια σου όταν τα δαγκώνεις! Βυζιά υπεροπτικά σαν οδηγούς αυτοκινήτων στα φα­νάρια, βυζιά που κοιτάζουν ψηλά σαν εκστασιασμέ­νες καλόγριες. Φτάνει πια μ' αυτές τις ταπεινωμένες γυναίκες, Κύριε ! Τις επόμενες να τις κάνεις όλες με νύχια φρεσκοβαμμένα λες και μόλις βγήκαν από το φαναρτζίδικο, και με στόματα τόσο φουσκωτά και σαρκώδη, ώστε να σου παίρνει είκοσι λεπτά για να περάσεις από το ένα χείλι στο άλλο, αν δεν βρεις κί­νηση, και να χρειάζεται μια οικοδομική εταιρεία για να βάλει το κραγιόν. Και τα μάτια κάν' τα μαύρα, που ούτε ο Μάικ Τάισον θα μπορούσε να τα κάνει καλύ­τερα! Κι έπειτα σε παρακαλώ, Κύριε, μια προσωπι­κή χάρη: τα πόδια και τον κώλο των γυναικών κάν' τα σε θερμοκρασία περιβάλλοντος. Γιατί οι γυναίκες δεν μπορούν να έχουν ομαλή κυκλοφορία; Δεν υπάρ­χει τίποτα πιο κρύο στο σύμπαν από τα πόδια και τον κώλο μιας γυναίκας! Τέλος πάντων, Κύριε, τις επό­μενες γυναίκες κάν' τες σαν κι αυτές των ταινιών, που το πρωί ξυπνούν μακιγιαρισμένες και χτενισμένες. Αρκετά με αυτές τις γυναίκες που, όταν ξυπνούν το πρωί, μοιάζουν με τη γιαγιά αυτής με την οποία πή­γες να κοιμηθείς!

»Και οι άντρες, Κύριε: αρκετά μ' αυτούς τους ά­ντρες που είναι μια αηδία! Αυτούς τους άντρες με τα ξερακιανά κανιά, τα χαλαρά κωλαράκια και με ώ-

158

Page 156: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

μους τόσο γυρτούς, που τις τιράντες πρέπει να τις στερεώνουν με πινέζες, εκτός κι αν έχουν τιράντες ζιβάγκο! Τους επόμενους άντρες κάν' τους όλους σαν χορευτές του φλαμέγκο. Τι σου κοστίζει; Εσύ είσαι Παντοδύναμος! ! Αρκετά μ' αυτούς τους άντρες που, μ' ένα αχυρένιο σώβρακο, είναι ολόιδιοι με φλασκί κρασιού. Αυτούς τους άντρες που ξεκωλώνονται στη γυμναστική για να τους γίνει η μέση δαχτυλίδι και το μόνο που καταφέρνουν ε ίναι να ξεμεσιαστούν! Αυ­τούς τους άντρες τους αναγκασμένους να κάνουν τζό­κινγκ με φόρμα αμιάντου για να διατηρήσουν τη γραμμή τους, κι από μέσα τούς φυτρώνουν χέλια και τη φόρμα πρέπει να πάνε να τους τη βγάλουν στο βουλκανιζατέρ. Αρκετά μ' αυτούς τους άντρες τους φαλακρούς σαν μπαλάκια του μπιλιάρδου που, αντί να χτενίζονται με το "Azax για τα τζάμια", εφευρί­σκουν τους πιο αχρείους τρόπους για να καλύψουν την έλλειψη μαλλιών. Αυτούς τους άντρες που κάνουν μετακομιδή της χαίτης τους από τη μια άκρη στην άλ­λη και, όταν φυσάει ο άνεμος από τα δεξιά στ' αρι­στερά, τους γίνεται μια φαβορίτα ένα μέτρο και σα­ράντα. Αυτούς τους άντρες που φοράνε ποστίς μαύ­ρα σαν κατσαρίδες και από πίσω ξεπετάγονται τέσ­σερις λευκές παλιότριχες που τους κάνουν να μοιά­ζουν με τους "Ringo boys": μισοί άσπροι και μισοί μαύροι. Αυτούς τους άντρες που κάνουν μεταμόσχευ­ση και τους γίνεται το κεφάλι όλο τετραγωνάκια, σαν σκακιέρα. Αυτούς τους αξιοθρήνητους άντρες, χωρίς ίχνος αξιοπρέπειας πια, που μέχρι την προηγούμενη μέρα ήταν η φτυστή φωτοτυπία του Ντάνι Ντε Βίτο

159

Page 157: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

και την επόμενη ημέρα παρουσιάζονται ξανθοί σαν τη Μέριλιν Μονρόε, με την περμανάντ, και σου λέ­νε: "Άσε, μην το συζητάς: κοίτα πώς με κατάντησε η θεραπεία του έλκους με βάση την κορτιζόνη !", και στο μεταξύ ένα δάκρυ ντροπής λιώνει το ρίμελ τους. Αυτούς τους άντρες που, με τη δικαιολογία του προ­στάτη, μπαίνουν στην κλινική για λίφτινγκ και βάζουν να τους τεντώσουν σαν σφεντόνες, που έτσι και τους ξεφύγουν τ' αφτιά, σκοτώσουν τον χειρούργο που εί­ναι μπροστά τους. Αυτούς τους άντρες που, όταν βγαίνουν από την κλινική, το μόνο αυθεντικό πράγ­μα που τους έμεινε είναι ο προστάτης. Όλα τα υπό­λοιπα είναι πλαστικά. Αυτούς τους άντρες που στα ο­γδόντα τους πάνε να τους αφαιρέσουν τα μαύρα στίγ­ματα στα κέντρα ομορφιάς με εβδομήντα χιλιάδες λι­ρέτες το στίγμα - ούτε παράνομες μπαρμπουτιέρες να 'ταν! Αυτούς τους άντρες που, αφού αναπαλαιώ­θηκαν σαν εξοχική αγροικία, όταν τους φέρνουν τον λογαριασμό τούς έρχεται έμφραγμα και πεθαίνουν. Όμως πέτυχαν τον σκοπό τους: πέθαναν νέοι! Αρκε­τά, Κύριε ! Τους επόμενους άντρες κάν' τους όλους ω­ραίους, αδύνατους και, όσο γερνάνε, οι τρίχες να αυ­ξάνονται στο κεφάλι τους κι όχι στ' αφτιά ή στη μύ­τη τους!

»Και άλλαξέ τους και τον χαρακτήρα, Κύριε ! Αρ­κετά πια μ' αυτούς τους άντρες που κοιμούνται αφού κάνουν έρωτα, τρώνε αφού κάνουν έρωτα, καπνίζουν αφού κάνουν έρωτα . . . Όλα αφού κάνουν έρωτα: πριν και κατά τη διάρκεια δεν συμβαίνει τίποτα! Αυτούς τους άντρες για τους οποίους όλοι οι άλλοι είναι μα-

160

Page 158: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

λάκες, κυρίως αυτοί που ε ίναι φτυστοί οι ίδιοι. Αυ­τούς τους άντρες που, όταν παθαίνουν κρυολόγημα, κάνουν λες και τους ήρθε χολέρα και βάζουν τις γυ­ναίκες τους να τους φροντίζουν εβδομάδες ολόκλη­ρες. Αυτούς τους άντρες που δεν σηκώνουν το καπά­κι της λεκάνης, δεν κατεβάζουν το καπάκι, δεν τρα­βάνε το καζανάκι, δεν κλείνουν το σωληνάριο της ο­δοντόκρεμας. Αν δεν ξέρετε να πάτε στον καμπινέ, μείνετε σπίτι σας! Αυτούς τους άντρες που, όταν γυρ­νούν στο σπίτι, κυκλοφορούν με τη φανέλα να τους βγαίνει από μέσα από το βρακί . . . Αρκετά, Κύριε ! »

Ο Θεός συγκατανεύει, ενώ κρατάει σημειώσεις σ' ένα μπλοκάκι: «Εντάξει, Ροζάριο, θα δω τι μπορώ να κάνω. Θ' αλλάξω άντρες και γυναίκες και . . . »

Ο Ροζάριο τον διακόπτει: «Δεν αρκεί! Πρέπει και ν' αλλάξεις τις σχέσεις ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες! »

«Τίνι τρόπω;» ρωτάει ο Κύριος, έτοιμος να γρά­ψει.

«Πρώτ' απ' όλα, Κύριε, φτάνει πια μ' αυτή την ι­στορία ότι το σεξ είναι αμαρτία! Αυτό πρέπει να πά­ψει!»

Ο Κύριος μένει με το στυλό στον αέρα, μπλοκα­ρισμένος: «Και ποιος σου είπε ότι το σεξ είναι αμαρ­τία: αμαρτία είναι να μην το κάνεις! !»

Ο Ροζάριο δεν τον πιστεύει: «Μπα, ώστε έτσι; ! Και τότε γιατί ο ι άγγελοι δεν έχουν φύλο;»

«Δεν έχουν φύλο; ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΦΥΛΟ;» γελάει ο

Θεός. «Γιατί, θαρρείς, οι άγγελοι φοράνε μακριά

161

Page 159: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

πουκαμίσα; Ροζάριο, σοβαρέψου. Πραγματικά νομί­ζεις ότι στον Παράδεισο μας λείπει τίποτα;»

Ο Ροζάριο όμως δεν έχει ακόμα πειστεί: «Κι αν δεν έχεις τίποτα ενάντια στο σεξ, τότε γιατί κατέ­στρεψες τα Σόδομα και τα Γόμορρα;»

«Ποια είναι πάλι αυτά τα Σόδομα και τα Γόμορ­ρα;» Ο Θεός μοιάζει ειλικρινά χαμένος.

«Τι θα πει, ποια είναι τα Σόδομα και τα Γόμορ­ρα, Κύριε; Αυτά που αφάνισες! Σόδομα: η πόλη των σοδομιτών! Αυτή όπου ήταν αρκετό να σκύψεις στο παράθυρο και γκντουπ! Όπου ακόμη και μέσα στην οικογένειά σου δεν ήσουν ποτέ ήσυχος και, μόλις μά­ζευες ένα κέρμα από κάτω, γκντουπ! Όπου αν πά­θαινες λουμπάγκο και ήσουν αναγκασμένος να μέ­νεις διπλωμένος, την ε ίχες βαμμένη : γκντουπ, και σχηματιζόταν ουρά από πίσω σου! Σόδομα, η πόλη ό­που όλοι ήταν καθιστοί! ! Την πρωτοχρονιά τα βρα­κιά όχι μόνο ήταν κόκκινα, αλλά είχαν και φώτα α­λάρμ στα καίρια σημεία, καθώς και συναγερμό συν­δεδεμένο με την αστυνομία».

«Ροζάριο, από πού κι ως πού εγώ πρέπει να ξέ­ρω για τα Σόδομα και τα Γόμορρα;» Ο Κύριος προ­σπαθεί με κόπο να μη χάσει την υπομονή του.

«Α, το μάθαμε το κόλπο, ε; Πού να ξέρω, πού να ξέρω. Πρώτα καταστρέφει δυο τρεις πόλεις, κι έπει­τα δεν θυμάται! »

Ο Πανάγαθος δαγκώνει το στυλό για να μείνει ή­ρεμος κι ύστερα απαντά: «Δεν σταματάτε να ρίχνε­τε συνέχεια το φταίξιμο σ' εμένα γι' αυτά τα πράγ­ματα; Στα Σόδομα ένας βλάκας αφήνει το γκάζι α-

162

Page 160: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

νοιχτό, εκρήγνυνται όλα και το φταίξιμο είναι δικό μου ! Όσο γι' αυτά τα Γόμορρα, γιατί να τα καταστρέ­ψω; Επειδή οι κάτοικοι είχαν γομόρροια; Για κάνε μου τη χάρη ! Να 'σαι σίγουρος για κάτι, Ροζάριο: αν δεν ήθελα να κάνετε σεξ, θα σας είχα πλάσει σαν την Μπάρμπι. Έγινα σαφής;»

Ο Ροζάριο ξύνει το κεφάλι του, κι έπειτα: «Ναι, αλλά αν ήθελες να το κάνουμε, τότε έπρεπε να φτιά­ξεις τα πράγματα πιο απλά! Όχι αυτές τις περιπλο­κές: σήκω το πόδι, πήγαινε από δω, γύρνα μια στιγ­μή, βάλε από κάτω το μαξιλάρι, ώσπου καταλήγεις το πρωί με τη γλώσσα σου στο κομοδίνο, αφού έγλειφες τη μοκέτα όλη νύχτα! »

Ο Θεός γνέφει καταφατικά και προσπαθεί να τα βολέψει: «Εντάξει, τότε πες μου πώς πρέπει να ορ­γανώσω τα πράγματα την επόμενη φορά!»

Ο Ροζάριο εξηγεί, ενώ ο Κύριος ξαναρχίζει να κρατάει σημειώσεις: «Λοιπόν, Κύριε, κατά πρώτον την επόμενη φορά πρέπει να οργανώσεις καλύτερα τους οργασμούς. Κατ' αρχάς, ο οργασμός πρέπει να είναι ξεκάθαρος και αναγνωρίσιμος, έτσι ώστε να μην είσαι αναγκασμένος να ρωτάς τη φιλενάδα σου: "Ολοκλήρωσες;" Κι αυτή να σου απαντάει: "Δεν έχω καν ξεκινήσει". Ύστερα πρέπει να κάνεις τους ορ­γασμούς συγχρονισμένους: αρσενικά και θηλυκά να οργάζουν ταυτόχρονα! Αρκετά μ' αυτή την ιστορία που δυο σύζυγοι έχουν οργασμούς σε διαφορετικές στιγμές και καμιά φορά ακόμη και σε διαφορετικά διαμερίσματα! Αρκετά πια μ' αυτές τις ανισότητες, που για να φτάσει σε οργασμό κάποιος κάνει δυο λε-

163

Page 161: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

πτά και κάποιος άλλος τρεις εβδομάδες ! ! Την επόμε­νη φορά όλοι ίσοι: δυο λεπτά για όλους ή τέσσερις ε­βδομάδες για όλους. Και μια και μιλάμε για ανισό­τητες: την επόμενη φορά κάνε ίδια και όλα τα τσου­τσουνάκια! Αρκετά μ' αυτήν την ιστορία που ο ένας το έχει τρία εκατοστά και ο άλλος τριάντα, σαν τον Τζον Χολμς, αρκετά μ' αυτά τα ρεζιλίκια που, όταν πας για ντους μετά τον αγώνα, μοιάζεις με τον Κο­ντορεβιθούλη ! Κι εδώ να εφεύρεις μια μέση λύση, που να κάνει για όλους: να πούμε δεκαπέντε για ό­λους . . . Άντε, είκοσι τρία! Κι έπειτα, μιλώντας για τσουτσουνάκια, την επόμενη φορά να τα κάνεις όλα ίσια! Τι πράμα είναι αυτό το πάνω και κάτω, πάνω και κάτω, πάνω και κάτω, μα κυρίως σχεδόν πάντα κάτω . . . σε στάση προσοχής, σαν στρατιωτάκια! Όλα ίσια και όλα ίδια! Το πολύ πολύ να υπάρχει επιλογή χρώματος: όποιος το θέλει κόκκινο, κόκκινο. Όποιος το θέλει κίτρινο, κίτρινο, όποιος το θέλει πράσινο, πράσινο . . . »

Ο Πανάγαθος επεμβαίνει σηκώνοντας τα μάτια του από τις σημειώσεις: «Τώρα μάλιστα, θα το κά­νουμε παγωτατζίδικο, να διαλέγετε γεύσεις! »

«Μάλιστα, Κύριε. Και μπλε να θέλει κάποιος, σαν τα στρουμφάκια, να το 'χει, εντάξει; Και οι γυναίκες μάς τα 'χουν πρήξει με το γουνάκι τους και το μονο­πώλιό τους! ΑΡΚΕΤΑ! Αυτή η συνεχής αναζήτηση, λες και ε ίσαι στην Πολωνία, όλοι στην ουρά με το δελτί­ο! Την επόμενη φορά κάνε δυο γουνάκια για καθε­μία τους: ένα να το δίνουν και το άλλο να το κρατά­νε. Θα μπορούσες μάλιστα να κάνεις τρία, να έχουν

164

Page 162: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

και ένα για ρεζέρβα. Και τα μεμέ τους να τα κάνεις ρυθμιζόμενα: να πατάς ένα κουμπί και να κανονίζο­νται οι διαστάσεις, ανάλογα με τις προτιμήσεις του καθενός. Κι έπειτα τις γυναίκες κάν' τες με προσπέ­κτους και με χάρτη, όπου θα ξεχωρίζει ένα ωραίο "Χ" με την ένδειξη : το σημείο "G" βρίσκεται ακρι­βώς εδώ . . . χωρίς να κάθεται ο άλλος και να ψάχνει για εβδομάδες! Κι έπειτα αρκετά με τον κίνδυνο της εγκυμοσύνης, που σου δηλητηριάζει το σεξ με έξι χι­λιάδες αμφιβολίες: "Να 'ναι η σωστή ημέρα, να 'ναι η λάθος ημέρα;" Βάλε έναν σηματοδότη στις γυναί­κες: το κόκκινο θα σημαίνει ότι μπορείς να κάνεις παιδιά, το πράσινο ότι μπορείς να συνεχίσεις ήσυχος. Κι άμα πια έρθει αυτό το παιδί, τότε κομμένα τα μαμ, τα κακά και οι πιπίλες! Την επόμενη φορά να το φρο­ντίσεις έτσι, ώστε τα παιδιά να γεννιούνται δεκαέξι χρονών, οπότε θα μένουν δυο χρόνια στο σπίτι κι ύ­στερα θα πηγαίνουν κατευθείαν να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία. Και μ' έναν σμπάρο δυο τρυγόνια: λύνεις και το πρόβλημα της παιδοφιλίας!»

Ο Κύριος επεμβαίνει, δύσπιστος: «Όμως έτσι θα γερνάνε νωρίτερα . . . »

«Ε όχι !» επαναστατεί ο Ροζάριο. «Αρκετά πια μ' αυτά τα γηρατειά. Σε τι χρειάζονται; Είναι ντροπή που οι άνθρωποι πρέπει να γερνάνε. Αρκετά πια μ' αυτούς τους φουκαράδες τους γέρους που, για να μην καταλήξουν στο γηροκομείο, προσποιούνται ότι είναι ακόμη δραστήριοι και αθλητικοί: γέροι στις πίστες του σκι, αναγκασμένοι να χρησιμοποιούν τον καθε­τήρα στη θέση του αναβατήρα. Γέροι στους αγωνι-

165

Page 163: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

στικούς χώρους του στίβου να συμμετέχουν στα εκα­τό μέτρα μετ' εμποδίων - μόνο τα εμπόδια τους έ­λειπαν! Γέροι που συμμετέχουν στον Μαραθώνιο και προχωρούν, προχωρούν, μόνο και μόνο γιατί έχουν στον βηματοδότη τους μπαταρίες Duracell. Αρκετά, Κύριε, με τα γηρατειά! Την επόμενη φορά βρες μια εναλλακτική λύση. Για παράδειγμα, βάλε τα κόμικς να γερνούν, στη θέση τους !»

Ο Θεός σηκώνει τα μάτια από τις σημειώσεις του έκπληκτος: «Τα κόμικς;»

Ο Ροζάριο επιμένει: «Μα βέβαια, Κύριε ! Γέρασε τον Φλας Γκόρντον, έτσι ώστε να κάνει δυο μέτρα με την ταχύτητα του φωτός κι έπειτα να σκάει στο έδα­φος, γιατί ξέχασε ότι ήταν με τον ορό στο χέρι. Γέ­ρασε τον Σούπερμαν, κάν' τον να μπαίνει σ' έναν τη­λεφωνικό θάλαμο κι έπειτα να μη θυμάται γιατί μπή­κε και να αναρωτιέται: "Σε ποιον πρέπει να τηλεφω­νήσω; Α ναι! Πρέπει να βάλω την πιτζάμα με το "S" στο στήθος !" Βγάλε επιτέλους στη σύνταξη τον Μί­κυ Μάους, βάλ' τον να περνάει τα βράδια του παρέα με άλλα ποντικοχούφταλα. Τους Χιούη, Λιούη και Ντιούη, που ήταν ανέκαθεν ανυπόφοροι, γέρασέ τους. Ένας να γίνεται πολυτεχνίτης, ένας ερημοσπί­της και ένας άνεργος. Άσ' τους μετά να ψάχνουν για δουλειά στο προσκοπικό τους εγχειρίδιο! Στείλε τον Μπάτμαν στο γηροκομείο: στο γηροκομείο της Γκό­θαμ Σίτι! Θα προβάλλει τη νυχτερίδα στον ουρανό για να καλέσει τον νοσοκόμο, που θα καταφθάνει έ­τοιμος να του τα σούρει: "Μπάτμαν, θα σταματήσεις ναι ή όχι; Είναι η τέταρτη φορά που καλείς απόψε!

166

Page 164: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

Πρώτον, δεν είμαι ο μπάτ-λερ σου και δεν λέγομαι Μπατ-ίστα. Δεύτερον, δεν είσαι μπατ-ζανάκης μου και είσαι μπατ-ίρης, άρα κοιμήσου αλλιώς θα φας καμιά μπάτ-σα!" Κάνε να πάθει Αλτσχάιμερ ο lζνο­γκούντ. Μόνο έτσι ίσως καταφέρει να ξεχάσει ότι θέ­λει να γίνει χαλίφης στη θέση του χαλίφη, και να πά­ψει να το λέει συνέχεια. Βάλ' τους αυτούς να γερά­σουν, αφού κανένας δεν νοιάζεται αν ο Οβελίξ έπε­σε μικρός στο μαγικό φίλτρο του Πανοραμίξ ή της Α­σλάν!» Ο Ροζάριο σταματάει για να κοιτάξει τον Θε­ό, που συνεχίζει να κρατάει πυρετωδώς σημειώσεις: «Με παρακολουθείς;» Ο Θεός γνέφει καταφατικά: «Έτσι νομίζω . . . Όλοι νέοι, ωραίοι, υγιείς . . . » «Και πλούσιοι!» προσθέτει ο Ροζάριο. Ο Θεός τον κοιτά­ζει: «Και αυτό;» «Μα βέβαια, Κύριε ! Μπορώ να μά­θω γιατί δημιούργησες τη φτώχια; Και τι φτώχια! ! Υ­πάρχoυν τόσο φτωχοί άνθρωποι στον κόσμο, που εί­ναι αναγκασμένοι να μεταναστεύουν στην Αλβανία για να βρουν δουλειά! Υπάρχουν τόσο πεινασμένοι άνθρωποι που, όταν τρώνε τα νύχια τους, στρώνουν τραπέζι! Υπάρχουν ολόκληρες οικογένειες όπου η μαμά λέει στα παιδιά: "Τσίρο, δώσ' μου ένα χεράκι: πρέπει να φτιάξουμε το βραδινό φαγητό. Νικόλα, ε­σύ δώσ' μου το πόδι σου". Νοικοκυρές που πάνε να κάνουν τα ψώνια τους και, αφού ρίξουν το κέρμα στο καρότσι του σούπερ μάρκετ, δεν μπορούν ν' αγορά­σουν τίποτ' άλλο. Υπάρχουν ανά την υφήλιο παιδιά τόσο αδύνατα, που δεν χρειάζεται να κάνουν ακτίνες Χ, αρκεί να σταθούν κόντρα στο παράθυρο. Τόσο α­πελπισμένοι που, στο σχολείο, όταν τους δίνουν για

167

Page 165: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

θέμα στην έκθεση Τι θέλεις να γίνεις όταν θα μεγα­λώσεις, το μόνο που καταφέρνουν να γράψουν είναι: να επιζήσω! Αρκετά πια με τη φτώχια, Κύριε, αρκε­τά με την πείνα, τους λιμούς, την απελπισία, τη μόνι­μη έγνοια για το φαγητό . . . Κάνε μου μια χάρη: την ε­πόμενη φορά πλάσε τους όλους ήδη φαγωμένους, τι λες;»

Ο Θεός συμφωνεί, κλείνει το μπλοκάκι του και κοιτάζει τον Ροζάριο στα μάτια: «Εντάξει, Ροζάριο! Θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου και θα προ­σπαθήσω να ξαναφτιάξω τον κόσμο όπως θες εσύ .. . »

«Αλήθεια το λες;» «Ροζάριο, τα πάντα για τον φίλο μου! Έτσι δεν

λέτε εσείς οι άνθρωποι;» «Έτσι λέμε, Κύριε ! Αν το κάνουμε, είναι άλλη υ­

πόθεση !» «Εγώ όμως θα το κάνω, για τη φιλία μας, γιατί θέ­

λω να είσαι καλά, θέλω να σε βλέπω ευτυχισμένο, Ρο­ζάριο . . . »

«Κύριε, με συγκινείς, αλλά . . . Μην το πάρεις και επί πόνου. Όλη μου τη ζωή προσπαθώ να είμαι ευ­τυχισμένος και δεν τα καταφέρνω. Έκανα τα πάντα, μέχρι που έγινα και οπαδός της new age. Συμμετείχα σε μαθήματα διαλογισμού: "Το ζεν και η τέχνη της α­νάγνωσης των οικονομικών εφημερίδων". Δεν έγινα ευτυχισμένος, αλλά έμαθα να καταλαβαίνω την άνο­δο του χρηματιστηρίου μέσω της γιόγκα.

»Έπειτα γράφτηκα στη Σχολή Ράδιο Ηλέκτρα του Τορίνο, για να γίνω "ανιμιστής και επισκευαστής τηλεοράσεων". Σου στέλνουν τα εγχειρίδια στο σπί-

168

Page 166: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

τι κι εσύ εξασκείσαι μόνος σου. Αν κατά τη διάρκεια μιας επισκευής πεθάνεις από ηλεκτροπληξία, μετεμ­ψυχώνεσαι σε "Τζίμι ο γαστρονόμος". Ούτε εκεί έ­γινα ευτυχισμένος, αλλά έμαθα να διαβάζω την αύ­ρα και τον μετρητή του ρεύματος, κι αν πάθω ηλε­κτροπληξία, μπορώ να τα κάνω ταυτόχρονα.

»Ύ στερα με τα κουπόνια του σούπερ μάρκετ συμ­μετείχα σε σεμινάριο σιντο'ίστο-βουδιστο-ινδουιστι­κό: "παίρνεις 3, πληρώνεις 2". Εφαρμόζεται η κρυ­σταλλοθεραπεία, η χρωματοθεραπεία, η γραβιεροθε­ραπεία, η ξηροκαρποθεραπεία, ανάλογα με τις εκά­στοτε προσφορές. Τίποτα όμως από αυτά δεν μου έ­δωσε την ευτυχία.

»Δοκίμασα και τον βελονισμό, αλλά σταμάτησα επειδή με είχε ερωτευτεί ένας σκαντζόχοιρος, και το γεγονός με αναστάτωνε λιγουλάκι.

»Μέχρι και μακροβιοτική έκανα! Να φανταστείς, μια μέρα ήμουν σε μια ταβέρνα κι έτρωγα μια χοιρι­νή μπριζόλα, όταν καταφθάνουν δυο βλάκες, με κοι­τάζουν αηδιασμένοι και μου λένε: "Κάθεσαι και τρως ένα νεκρό ζώο;" Κι εγώ: "Παιδιά, το ζωντανό γου­ρούνι είναι δυσκολοχώνευτο! " Και αυτοί: "Μα το ξέ­ρεις ότι θα μετενσαρκωθείς σε ό,τι τρως; Αν τρως χοι­ρινό, θα μετενσαρκωθείς σε χοιρινό". "Α ναι;" είπα εγώ. "Αν λοιπόν τρώω αγκινάρες, θα μετενσαρκωθώ σε αγκινάρα. Καλύτερα λοιπόν χοιρινό, αν έχω τη δυ­νατότητα να διαλέξω". Και αυτοί: "Όχι: τρώγε μα­κροβιοτικά, που κάνει καλό". Τώρα, Κύριε, αν μου το είχαν πει δυο εκ των οποίων ο ένας ήταν ίδιος ο Τομ Κρουζ και η άλλη η Σίντι Κρόφορντ, θα μπορού-

169

Page 167: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

σα και να τους πιστέψω . . . Μα αυτοί ήταν δυο τέρα­τα! Αυτός, με κάτι γυαλιά τεσσάρων κιλών, έμοιαζε με διασταύρωση του Παβαρότι μ' ένα Φίατ 128 στέι­σον-βάγκον. Αυτή, δε, με τέλειες αναλογίες: 120, 120, 120, που αν δεν ήταν τα μπιμπίκια και τα σανδάλια, θα την είχα περάσει για θερμοσίφωνα! ! ! Τότε τους είπα: "Εσείς κάνετε μακροβιοτική;" "Ναι", μου απά­ντησαν. "Και πώς διάολο ήσασταν πριν από τη δίαι­τα;" Και παρ' όλ' αυτά τους άκουσα και αυτούς, τό­σο απελπισμένος ήμουν! Μα δεν χρησίμευσε σε τίπο­τα.. . Δεν κατάφερα να ε ίμαι ευτυχισμένος !»

Ο Θεός κουνάει το κεφάλι του στενοχωρημένος και επεμβαίνει: «Μείνε ήσυχος, Ροζάριο! Θα δεις που θα ακολουθήσω κατά γράμμα τις υποδείξεις σου και θα δημιουργήσω έναν νέο κόσμο όπου θα ε ίσαι ευτυχισμένος ακόμη κι εσύ !»

Ο Ροζάριο κουνάει το κεφάλι του: «Κύριε, εγώ είμαι απελπιστική περίπτωση. Εγώ είμαι γενετικά α­νεπίδεκτος ευτυχίας. Είμαι σίγουρος ότι, κι αν ακό­μη έφτιαχνες έναν κόσμο γεμάτο μόνο ωραίες γυναί­κες, εγώ θα ήμουν κουνιστός! Και αν στον επόμενο αυτό κόσμο υπήρχαν μόνο ωραίοι άντρες κι εγώ ή­μουν ο πιο ωραίος απ' όλους τους ωραίους άντρες, σίγουρα θα ήταν στη μόδα ο τύπος του Τζόμπε Κο­βάτα κι εγώ πάλι θα την ε ίχα πατήσει. Κι αν σ' αυ­τόν τον επόμενο κόσμο κατάφερνες το μεγαλύτερό σου θαύμα, δηλαδή να με προσλάβουν στην τηλεόρα­ση σαν αθλητικό ρεπόρτερ, ε ίμαι σίγουρος ότι θα έ­θεταν το ποδόσφαιρο εκτός νόμου! Τουτέστιν, Κύριέ μου, άκου που σου λέω! Κάνε τον κατακλυσμό σου,

170

Page 168: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

ξανάρχισε από την αρχή, αλλά . . . εμένα άσε με απ' έ­ξω! Μη χάνεις χρόνο, Κύριε, για την περίπτωσή μου δεν φτάνει ούτε η χείρα του Πανάγαθου!»

Ο Θεός τον κοιτάζει σκεφτικός κι ύστερα: «Κι ό­μως, Ροζάριο, θα καταφέρω να σε κάνω ευτυχισμέ­νο .. . »

Κι εκείνη τη στιγμή μια παρατεταμένη βροντή κα­λύπτει τα λόγια του Κυρίου. Ο Ροζάριο χλομιάζει, έ­πειτα βγαίνει στο παράθυρο: έξω είναι κιόλας σκο­τάδι και τα σύννεφα αρχίζουν να πυκνώνουν.

Και για τελευταία φορά, είναι και πάλι νύχτα: μια μεγάλη και βροχερή νύχτα.

171

Page 169: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

Επίλογος

Αγαπητοί τηλεθεατές, καλό σας απόγευμα! Ένας εγκάρδιος χαιρετισμός από τον Ροζάρισ.

Σάνσα, που, με την ευγενική παραχώρηση του Πανά­γαθου, αντικαθιστά σήμερα τον συνηθισμένο σας σπί-ι κερ Γιάννη Αϊ-γιάννη. Ο Θεός να σας ευλογεί όλους σας.

Μεταδίδουμε από το γήπεδο του Αγίου Παύλου *, ο οποίος, από τις κερκίδες των επισήμων, ελέγχει να μην του το καταστρέψουν, γιατί μόλις το ανακαίνισε. Δ ίπλα του δυο συνάδελφοί του: ο Άγιος Μαρακανά και ο Άγιος Ουέμπλεί; και οι δυο εκτός έδρας.

Η σημερινή Κυριακή είναι αφιερωμένη στο ποδό­σφαιρο, γι ' αυτό και λέγεται Κυριακή της Ποδοδοξίας. Σε λίγο θ' αρχίσει η συνάντηση Παράδεισος εναντίον Κόλασης, για το Κύπελλο του Άλλου Κόσμου. Δ ιάρ­κεια του αγώνα: δυο ημίχρονα σαράντα πέντε αιώνων το καθένα. Δ ιευθύνει τη συνάντηση ο Πόντιος Πιλά­τος.

Παρατηρούμε στις κερκίδες κάποιες παλιές δό·

* Σ.Τ.Μ.: ονομασία του γηπέδου της Νάπολης.

172

Page 170: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

ξες: τον Όσιρι, τον Δία, τον Θωρ, και πολλούς άλλους ακόμη που αυτή τη στιγμή κάνουν ουρά στην καντί­να για να αγοράσουν ένα σάν-τουιτς με τυρί Sαn MichαZi. Και να σου που φτάνει λαχανιασμένος και καθυστερημένος ο Μωάμεθ. Για ν' ακούσουμε τι λέ­ει: «Μάγκες, ήμουν στο βουνό, ξεκίνησα για να 'ρθω, αλλά ώσπου να πείσω το βουνό να μη με πάρει στο κατόπι . . . να πάρ' η οργή, αν δεν έβαζε το χέρι του ο Θεός!!» Και μ ' ένα νεύμα του χεριού του καλεί τον πλανόδιο πωλητή βραζιλιάνικου καφέ, τον γνωστό και μη εξαιρετέο Πελέ.

Μπαίνουν αυτή τη στιγμή στον αγωνιστικό χώρο οι ομάδες: η εμφάνιση των παιχτών του Παραδείσου χαρακτηρι1;εται από ξανθές μπούκλες και λευκό με­ταξωτό πουκάμισο με το όνομα του χορηγού: «Lαcrίmα Chrίsti, θεϊκό κρασί». Η δε ομάδα της Κό­λασης φοράει μια στολή με κόκκινες γραμμές, απο­τυπωμένες με τη χρήση πυρός κατευθείαν επάνω στο δέρμα.

Από το πέταλο του Παραδείσου οι χούλιγκαν τρα­γουδούν τον ύμνο «Κατεβαίνεις από τ' άστρα» γραμ­μένο από τον Σαν Ρέμο, υπό τις νότες του οποίου χο­ρεύουν οι μαζορέτες, που είναι τρεις Καλιφορνέζες α­δελφές: η Σάντα Μπάρμπαρα, η Σάντα Άνα και η πιο μεγάλη η Σάντα Μόνικα. Λίγο απομονωμένη η Σάντα Φε.

Οι ομάδες στο γήπεδο είναι νευρικές. Ο συνδυα­σμός του Παραδείσου είναι ένα κλασικό 4-4-2 με αρ­χηγό τον τερματοφύλακα Άγιο Πέτρο, φύλακα της Α­γίας Πύλης. Μπροστά του είναι παρατεταγμένοι οι

173

Page 171: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

τέσσερις τακτικοί αμυντικοί: ο Παύλος, ο Λουκάς, ο Σίμων και ο Ματθαίος, ενώ στον πάγκο είναι ο Νικό­λαος, ο Ερμίνιος, ο Ριχάρδος, ο Αστόλφος, και τέσσε­ρις απόκρυφοι αμυντικοί. Ο Βαραββάς είναι ο αγα­πημένος στόπερ των φιλάθλων, οι οποίοι ανεμι'ζ,ουν πανό που γράφει: «Βαραββάς, Βαραββάς!» Ένα αγιο­δημητριάτικο παι'ζ,ει δεξί χαφ κι ένα αγιό-κλημα αρι­στερό χαφ. Μέσος ο Λάζαρος, που ακόμη αναρρώνει. Σέντερ-φορ ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, τελευταίο από­κτημα των μεταγραφών: αγοράστηκε για τριάκοντα μόνον αργύρια. Κοψοχρονιά αγοράστηκε και ο δεύτε­ρος εξτρέμ, επειδή μόλις βγήκε από το σαν-ατόριο . .

Στον πάγκο ο Ιησούς, ο προπονητής του Παραδεί­σου, προθερμαίνει άλλους δυο παίχτες: τον Άγιο-ρεί­τι κο, κάνοντάς του εντριβές με κρασί, και την Ιωάν­να της Λορένης, χρησιμοποιώντας λίγα σπίρτα. Να: ά­ναψε ένα σπίρτο, έβαλε φωτιά, φούντωσε. Παρατη­ρούμε μεταξύ των αναπληρωματικών και δυο Πάπες: τον Πίο με τον αριθμό 13 και τον Ιωάννη με το 24.

Στο μεταξύ, στην άκρη του γηπέδου η Μαγδαλη­νή, η μασέζ, δεν βλέπει την ώρα να χτυπήσει κάποιος, για να του βάλει ένα χεράκι.

Η δε ομάδα της Κόλασης παρατάσσει έναν διαβο­. λικό συνδυασμό, με αρχηγό τον μυθικό Βελζεβούλη,

που είναι ως συνήθως πυρ και μανία. Μεγάλη κοσμοσυρροή στον πάγκο, στον οποίο συ­

νωστι'ζ,ονται πλεονέκτες, λαίμαργοι, πανούργοι, αλα­ζόνες, τύραννοι, υβριστές, ασφαλιστές και συνδικαλι­στές.

Και να που ο αγώνας κοντεύει ν' αρχίσει. Ο διαι-

174

Page 172: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

τητής Πόντιος Πιλάτος δίνει τις τελευταίες οδηγίες στους παίκτες: «Κομμένα τα θαύματα!» Έπειτα δεί­χνει στους αρχηγούς των ομάδων ένα νόμισμα και τους ζητάει να διαλέξουν "κορόνα ή γράμματα ". Ο Ιησούς από τον πάγκο φωνάζει: «Εγώ είμαι ο Βασι­λεύς των Ιουδαίων! Εμένα μου ανήκει η κορόνα!» Ο δε Ιωάννης ο Βαπτιστής είναι ανήσυχος: «Μόνο μη μου ζητήσετε να παίξω το κεφάλι μου κορόνα-γράμ­ματα!» φωνάζει από μακριά. «Μα ποιο κεφάλι! Χα­ζός είσαι;» του φωνάζουν οι άλλοι.

Η κλήρωση ευνοεί την ομάδα της Κόλασης. Ο διαι­τητής σφυρι'ζει και αρχι'ζει το ματς. Το εναρκτήριο λά­κτισμα το δίνει ο Βελζεβούλης, ο Λάζαρος προσπαθεί να εμποδίσει την πάσα και πέφτει αμέσως. Ο Ιησούς από τον πάγκο επεμβαίνει: <<Λάζαρε, εγέρθητι και πε­ριπάτει!» Την μπάλα κερδι'ζει τώρα το αγιό-κλημα, που δέχεται επίθεση από τέσσερις αμυντικούς που το τσουρομαδάνε. Η αναρρίχησή του στον ουρανό γίνε­ται με εξαιρετική επιτυχία και κατά συνέπεια ανακη­ρύσσεται προστάτης των αναρριχωμένων. Στη θέση του μπαίνει ένας άλλος αμυντικός, τον οποίο δανει'ζο­vται από τη Φόρμουλα 1: ο Σαν Μαρίνο.

Τώρα στην επίθεση είναι η Κόλαση, που προχω­ράει με μια τέλεια κίνηση: ιδού η Χέλγκα, το κτήνος των SS, αναγνωρίσιμη από το μαστίγιο, που κάνει πά­σα στη Bάvτα, το κτήνος του Ε.Σ., αναγνωρίσιμη από το περιβρο.χι<5νιο του Ερυθρού Σταυρού, που πασά­ρει στον Ρ(ηαχνο Πρόντι, το κτήνος της Ε.Ε., αναγνω­ρίσιμο α.π<5 το κουδούνισμα των Ευρώ στην τσέπη του. Ο Πρ6vτι κάνει πάσα στον χαφ, αλλά βρίσκεται ξαφ-

175

Page 173: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

νικά αντιμέτωπος με τον Κολοσσό της Ρόδου, ο οποί­ος με μια ψηλοκρεμαστή στέλνει την μπάλα στους κρεμαστούς κήπους της Βαβυλώνας αναγκάζοντας τον Πιλάτο να επέμβει: «Είπα ότι δεν θέλω κανενός είδους θαύματα!» Ο Ιησούς προσβάλλεται: «Μπα, ποιος, εγώ; Άντε από κει!. . . Κανένα θαύμα, απλή σύ­μπτωση».

Η μπάλα στο μεταξύ κυλάει προς το βάθος του γη­πέδου, αλλά πριν φτάσει στη γραμμή, ο δεύτερος εξ­τρέμ έχει σνιφάρει όλες τις γραμμές. Ο Ιησούς, από τον πάγκο, προσπαθεί να μεσολαβήσει στον διαιτητή: «Πόντιε, άφες αυτώ, ου γαρ οίδε τι ποιεί». Όμως ο Πι­λάτος είναι αμετάπειστος: φάουλ για την Κόλαση και αποβολή του παίκτη για ντόπινγκ.

Εκτελεί το φάουλ ο Σκίνης Χέντης: ένας φοβερός διάβολος, με σώμα κατσίκας και το πρόσωπο του Λε­πέν. Την μπάλα κλέβει όμως ο Ιούδας και βάζει αυ­τογκόλ!! Αυτογκόλ! Έγινε αυτογκόλ!! Από το πέταλο του Παραδείσου υψώνεται μια κραυγή: «Π-Ρ-Ο-Δ-Ο-Τ-Η! Π-Ρ-Ο-Δ -Ο- Τ-Η!» Από το πέταλο της Κόλασης μόνο οι υποκριτές κάνουν δήθεν τους στενοχωρημένους. Ο Ι­ησούς από τον πάγκο φωνάζει: «Ιούδα, πριν ο διαιτη­τής σφυρίξει τρεις φορές, θα σου σπάσω τα παίσια!»

Ένα-μηδέν για την Κόλαση. Η μπάλα στη σέντρα: ξαναρχι'ζ,ουν! Κλοτσάει ο Λάζαρος, που από την πολ­λή φόρα ξαναπέφτει καταγής. Ο Ιησούς από τον πά­γκο: <<Λάζαρε, εγέρθητι και περιπάτει!! Κρετίνε! Αυ­τούνους φτου είναι όλο χάμου: είσαι ψοφίμι, ρε!»

Οι αιρετικοί αλαλάζουν «Ζήτω που καήκαμε» κι ο Βαραββάς βρίσκει ευκαιρία, σαν καλός κλεφταράς,

176

Page 174: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

να τους βουτήξει την μπάλα. Τρέχει προς την αντίπα­λη περιοχή με την μπάλα στα πόδια, όχι τη μολυβέ­νια των κατάδικων, όπως θα ήταν λογικό, αλλά τη δερμάτινη. Μα να σου τον που σκοντάφτει επάνω στον Λάζαρο, που είναι για μια ακόμη φορά καταγής. Ξαναπαίρνει την μπάλα ένας παίχτης της Κόλασης, έ­νας δικηγόρος που δικαιούται πλήρως να συμμετέχει στην ομάδα, όχι μόνο γατί ανήκει στη συγκεκριμένη κατηγορία, αλλά και γιατί είναι αυτό που λένε: ο δι­κηγόρος του διαβόλου. Ο κολασμένος μπαίνει στην περιοχή του Παραδείσου: τώρα είναι μόνος μπροστά στον Άγιο Πέτρο, πάει να σουτάρει, αλλά ως εκ θαύ­ματος η διάμετρος της μπάλας από τα είκοσι οχτώ ε­κατοστά αυξάνεται στα δύο μέτρα και ογδόντα: ο πολλαπλασιασμός των μπαλών!

Ο Πιλάτος σταματάει το παιχνίδι και κοιτάζει τον

Ιησού. Ο Ιησούς κοκκινι'ζει από την ντροπή του και η μπάλα επιστρέφει στις κανονικές της διαστάσεις. Ο δικηγόρος κλοτσάει, μα είναι άουτ τόσο εξαιτίας των κατσικίσιων ποδιών του, όσο και γιατί η πόρτα, από εφτά μέτρα, έγινε εβδομήντα εκατοστά: μετά τον πολ­λαπλασιασμό των μπαλών, η διαίρεση των τερμάτων! Ο Πιλάτος νίπτει τας χείρας του.

Η μπάλα καταλήγει στα πόδια του Αγιοβασίλη, α­μυντικού του Παραδείσου, που πραγματοποιεί μια σύντομη πάσα: από την Πρωτοχρονιά στα Φώτα. Ο Λάζαρος πέφτει πάλι. Από τον πάγκο του Παραδεί­σου σηκώνεται ο γιατρός: ο δόκτωρ Εφημερεύης, ορ­θοπεδικός. Ο Ιησούς όμως τον σταματάει και φωνά-

177

Page 175: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

ζει: <<Λάζαρε, κάνε μας τη χάρη: μείνε χάμου για να ξενοιάσουμε!»

Στο μεταξύ την μπάλα την κερδι'ζει το νούμερο πέ­ντε της Κόλασης, ένας τοκογλύφος, ενώ ένας οργίλος με τη φανέλα αριθμός τρία ουρλιάζει: «ΔΩΣΕ ΠΑΣΑ!! ΠΑΑΣΑΑΑΑ!!!! ΜΠΆΣΤΑΡΔΕ!! ΠΑΣΑΑΑ!!» «Πόσα μου δί­νεις αν σ' την κάνω πάσα;» ρωτάει ο τοκογλύφος. Ο οργίλος συνεχι'ζει: «ΔΩΣΕ ΠΑΣΑ!! ΑΡΧΙΔΙ!!!! ΠΑΣΑΑΑ!!!» Ο τοκογλύφος διαπραγματεύεται: <<.Αν σου τη δώσω και μου την ξαναπασάρεις σε τρεις μέρες, θα μου δώ­σεις τέσσερα εκατομμύρια;»

Ενώ όμως διεξάγεται αυτή η συζήτηση, η μπάλα πετάει προς τον Γρατζουνομεμέ, έναν διάβολο από τον τέταρτο λάκκο, που δίνει μια και τρυπάει την μπάλα: είναι φάουλ, ένα φάουλ τεραστίων διαστά­σεων. Ο Γρατζουνομεμές δεν παραδέχεται ότι χρησι­μοποίησε χέρι. Η αλήθεια είναι ότι δεν το έχει ανά­γκη: ας μην ξεχνάμε ότι είναι ένας σάτυρος με έναν φαλλό δυο μέτρων και σαράντα οχτώ εκατοστών, τον οποίο κουβαλάει τυλιγμένο γύρω από τη μέση του σαν σαμπρέλα με παπάκι - γι ' αυτό οι σύντροφοί του τον φωνάζουν «μπέιγουοτς». Ο Πιλάτος είναι αμήχανος, δεν ξέρει τι να κάνει: δεν του έχει ποτέ τύχει φαλλός αυτών των διαστάσεων ούτε αυτού του σχήματος. Ο προπονητής της Κόλασης, ένας σοδομιστής, πηγαίνει να μιλήσει με τον Πιλάτο. Ύστερα από ζωηρή συζή­τηση, ο Πιλάτος αναθέτει την επαναφορά της μπάλας στην Κόλαση και στο μεταξύ τακτοποιεί το παντελο­νάκι του μ ' ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη.

Την επαναφορά έχει αναλάβει ο Στραπατσαμά-

178

Page 176: Pnixon Kurie Ton Laon Sou - Tzompe Kobata

ξης, ένας δαιμονισμένος. Και καθώς είναι δαιμονισμέ­νος, ξερνάει για δώδεκα λεπτά: το πρόγευμά του, τα καλτσάκια του, το κολατσιό της προηγούμενης εβδο­μάδας, 128 τούφες μαλλιών, ένα Φίατ 128 στέισον-βά­γκον, είκοσι οχτώ φωτογραφίες του Αντρεότι που φι­λάει με τη γλώσσα τους μαφιόζους αδελφούς Σάλβο, και ένα πράσινο νερομπούλι, κάτι σαν φυσικό χυμό βατράχου. Πρέπει να επέμβει ο καρδινάλιος Μιλίνγκο για να τον εξορκίσει και να ξαναρχίσει ο αγώνας. Ο Στραπατσαμάξης ξεκινάει επίθεση, αλλά τον μπλοκά­ρει ο Παύλος, ο οποίος κάνει πάσα στον Λουκά, ο

Λουκάς στον Ματθαίο, ο Ματθαίος στον Συμεών, ο Συμεών στον Χάρε και ο Χάρε στον Κρίσνα, δυο ξέ­νοι που μπήκαν στο δεύτερο ημίχρονο. Χάρε Χάρε, Κρίσνα Κρίσνα, Κρίσνα Κρίσνα, Χάρε Χάρε: ΓΚΟΛ! ΓΚΟΛ! ΓΚΟΛ! Ισοπαλία!

Στο πέταλο της Κόλασης οι μαζοχιστές πανηγυρί­ζουν: τους χτυπάνε, πανηγυρι'ζουν και πάλι. Ο Ιούδας τρέχει προς τον πάγκο για να φιλήσει τον Ιησού, όμως αυτός του δίνει μια κλοτσιά και τον χώνει ανάμεσα στα δοκάρια: ΓΚΟΛ! ΓΚΟΛ! ΓΚΟΛ! Δύο-ένα υπέρ του Παραδείσου.

Ο Πιλάτος σφυρι'ζει τη λήξη του αγώνα, οι ομάδες επιστρέφουν στα αποδυτήρια, μένει στο γήπεδο μό­νον ο Λάζαρος, αρκετά αμήχανος, και ρωτάει: «Μπο­ρώ να εγερθώ τώρα;»

Ως συνήθως, οι δυνάμεις του καλού θριαμβεύουν επί των δυνάμεων του κακού.

179