“Η Φιλοσοφία της Επιστήμης του karl popper”

6
“Η Φιλοσοφία της Επιστήμης του Karl Popper” Αναφέρατε και συζητείστε τα σημεία σύγκλισης και διαφοροποίησης της φιλοσοφίας της επιστήμης του Popper με τη φιλοσοφία της επιστήμης του Λογικού Εμπειρισμού (Λογικού Θετικισμού). Το κίνημα του λογικού θετικισμού, το οποίο φέρει επίσης το όνομα του λογικού εμπειρισμού, γεννήθηκε στη Βιέννη στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Χαρακτηριστικοί του αντιπρόσωποι ήταν οι HansHahn, PhilippFrank, OttoNeurath, MoritzSchlick, RudolfCarnap, GustavBergmann, HerbertFeigl, VictorCraft, FriedrichWaismann, KurtGödel, KarlMenger. OKarlPopper, ο οποίος ζούσε στη Βιέννη εκείνη την εποχή, δεν έγινε ποτέ μέλος του Κύκλου. Μάλιστα, ο Neurath τον είχε αποκαλέσει «επίσημη αντιπολίτευσή τους».Οι διανοητές που συγκρότησαν το κίνημα του λογικού θετικισμού έτρεφαν απεριόριστο σεβασμό προς την επιστήμη και θέλησαν να αξιοποιήσουν στο χώρο της φιλοσοφίας τόσο τα στοιχεία που θεωρούσαν ότι την χαρακτήριζαν – ακρίβεια, σαφήνεια, βεβαιότητα – όσο και τις επαναστατικές εξελίξεις που σημειώνονταν στο εσωτερικό της, στο τέλος του 19 ου αιώνα και στις αρχές του 20 ου , και πιο συγκεκριμένα στη λογική, στα μαθηματικά και στη φυσική. Οι βασικές φιλοσοφικές θεωρίες που επηρέασαν τους φιλοσόφους του Κύκλου της Βιέννης ήταν ο εμπειρισμός, ο λογικισμός και ο θετικισμός. Τα προβλήματα που τους απασχόλησαν αφορούσαν το πρόβλημα του νοήματος, το πρόβλημα της επικύρωσης των επιστημονικών θεωριών και το πρόβλημα της εξήγησης.[1] Ο λογικός θετικισμός αποτέλεσε μία ακραία εκδοχή του εμπειρισμού, σύμφωνα με την οποία οι θεωρίες, όχι μόνο θεωρούνται ατεκμηρίωτες στο βαθμό που δεν επαληθεύονται από γεγονότα που αντιλαμβανόμαστε με την παρατήρηση, αλλά στερούνται και νοήματος στον βαθμό που δεν προκύπτουν από αυτά. Η μέθοδος του επαγωγισμού είναι αυτή που επιβιώνει ως σήμερα στις αντιλήψεις των ανθρώπων ως η κατεξοχήν επιστημονική μέθοδος. Για τον επαγωγιστή, η πηγή της αλήθειας δεν είναι η λογική αλλά η εμπειρία. Ωστόσο, παρότι εύλογη, έχει επικριθεί σφοδρότατα από πολλούς διανοητές.[2] Ο KarlPopper, θεωρούσε ότι οι επιστήμονες δεν κάνουν ούτε θα έπρεπε να κάνουν επαγωγικούς συλλογισμούς. Κατέληξε, λοιπόν, ότι η επαγωγή στερείται λογικής δικαιολόγησης, άρα δεν μπορεί να αποτελέσει ορθολογικά δικαιολογημένη γνώση. Ο Popperως προς το πρόβλημα της επαγωγής απαντά ότι κρύβει μία πλάνη διότι φαίνεται εσφαλμένα να αλληλοσυγκρούονται οι εξής τρεις προτάσεις: Ø Ότι είναι αδύνατο να επικυρώσεις ένα νόμο (γενίκευση) με βάση τα αποτελέσματα της

Upload: gestanit

Post on 26-Oct-2015

215 views

Category:

Documents


0 download

DESCRIPTION

Φιλοσοφία

TRANSCRIPT

Page 1: “Η Φιλοσοφία της Επιστήμης του Karl Popper”

“Η Φιλοσοφία της Επιστήμης του Karl Popper”

Αναφέρατε και συζητείστε τα σημεία σύγκλισης και διαφοροποίησης της φιλοσοφίας της επιστήμης του Popper με τη φιλοσοφία της επιστήμης του Λογικού Εμπειρισμού (Λογικού Θετικισμού).

Το κίνημα του λογικού θετικισμού, το οποίο φέρει επίσης το όνομα του λογικού

εμπειρισμού, γεννήθηκε στη Βιέννη στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Χαρακτηριστικοί του

αντιπρόσωποι ήταν οι HansHahn, PhilippFrank, OttoNeurath, MoritzSchlick, RudolfCarnap,

GustavBergmann, HerbertFeigl, VictorCraft, FriedrichWaismann, KurtGödel, KarlMenger.

OKarlPopper, ο οποίος ζούσε στη Βιέννη εκείνη την εποχή, δεν έγινε ποτέ μέλος του Κύκλου.

Μάλιστα, ο Neurath τον είχε αποκαλέσει «επίσημη αντιπολίτευσή τους».Οι διανοητές που

συγκρότησαν το κίνημα του λογικού θετικισμού έτρεφαν απεριόριστο σεβασμό προς την επιστήμη

και θέλησαν να αξιοποιήσουν στο χώρο της φιλοσοφίας τόσο τα στοιχεία που θεωρούσαν ότι την

χαρακτήριζαν – ακρίβεια, σαφήνεια, βεβαιότητα – όσο και τις επαναστατικές εξελίξεις που

σημειώνονταν στο εσωτερικό της, στο τέλος του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου, και πιο

συγκεκριμένα στη λογική, στα μαθηματικά και στη φυσική. Οι βασικές φιλοσοφικές θεωρίες που

επηρέασαν τους φιλοσόφους του Κύκλου της Βιέννης ήταν ο εμπειρισμός, ο λογικισμός και ο

θετικισμός. Τα προβλήματα που τους απασχόλησαν αφορούσαν το πρόβλημα του νοήματος, το

πρόβλημα της επικύρωσης των επιστημονικών θεωριών και το πρόβλημα της εξήγησης.[1]

Ο λογικός θετικισμός αποτέλεσε μία ακραία εκδοχή του εμπειρισμού, σύμφωνα με την

οποία οι θεωρίες, όχι μόνο θεωρούνται ατεκμηρίωτες στο βαθμό που δεν επαληθεύονται από

γεγονότα που αντιλαμβανόμαστε με την παρατήρηση, αλλά στερούνται και νοήματος στον βαθμό

που δεν προκύπτουν από αυτά.

Η μέθοδος του επαγωγισμού είναι αυτή που επιβιώνει ως σήμερα στις αντιλήψεις των

ανθρώπων ως η κατεξοχήν επιστημονική μέθοδος. Για τον επαγωγιστή, η πηγή της αλήθειας δεν

είναι η λογική αλλά η εμπειρία. Ωστόσο, παρότι εύλογη, έχει επικριθεί σφοδρότατα από πολλούς

διανοητές.[2]

Ο KarlPopper, θεωρούσε ότι οι επιστήμονες δεν κάνουν ούτε θα έπρεπε να κάνουν

επαγωγικούς συλλογισμούς. Κατέληξε, λοιπόν, ότι η επαγωγή στερείται λογικής δικαιολόγησης,

άρα δεν μπορεί να αποτελέσει ορθολογικά δικαιολογημένη γνώση.

Ο Popperως προς το πρόβλημα της επαγωγής απαντά ότι κρύβει μία πλάνη διότι φαίνεται

εσφαλμένα να αλληλοσυγκρούονται οι εξής τρεις προτάσεις:

Ø Ότι είναι αδύνατο να επικυρώσεις ένα νόμο (γενίκευση) με βάση τα αποτελέσματα της

Page 2: “Η Φιλοσοφία της Επιστήμης του Karl Popper”

εμπειρικής παρατήρησης ή τον πειραματισμό, αφού αυτός ξεπερνά τα όρια της

παρατήρησης - δηλαδή ποτέ η επαγωγή δεν επαληθεύει μία γενίκευση,

Ø εντούτοις η επιστήμη συνεχώς χρησιμοποιεί τέτοιους νόμους – γενικεύσεις και τέλος

Ø η βασική αρχή του Εμπειρισμού (και θετικισμού) ότι στην επιστήμη μόνο η εμπειρική

παρατήρηση και το πείραμα δικαιούνται να αποφασίζουν για μας την αποδοχή ή την

απόρριψη επιστημονικών θεωριών.[3]

Οι λογικοί θετικιστές επηρεάστηκαν βαθύτατα από τις απόψεις του Wittgenstein σχετικά με τη

μεταφυσική και από την αντίληψη που είχε για το νόημα με κάποιες όμως διαφοροποιήσεις.

Υποστήριζαν και αυτοί ότι η μεταφυσική είναι άνευ νοήματος αλλά δεν της απέδιδαν μεγάλη

σημασία όπως ο Wittgenstein, ενώ χάρασσαν τα όρια της γλώσσας και του νοήματος γιατί ήθελαν

να την απορρίψουν σε αντίθεση με τον Wittgenstein που το έκανε από σεβασμό προς τη

μεταφυσική.[4]

Ένα άλλο σημείο «σύγκρουσης» μεταξύ λογικών θετικιστών και Popperήταν αυτό του πλαισίου

δικαιολόγησης.

Η απόρριψη της μεταφυσικής από τους λογικούς θετικιστές στηρίχθηκε στον ισχυρισμό ότι οι

«προτάσεις» της στερούνται νοήματος. Αυτό σημαίνει ότι δεν ικανοποιούν το κριτήριο του

νοήματος που θέτουν οι συγκεκριμένοι φιλόσοφοι, κριτήριο που συνδέει το νόημα μιας πρότασης

με την εμπειρία. Πιο συγκεκριμένα. Οι λογικοί θετικιστές διατύπωσαν το κριτήριο της

επαληθευσιμότητας, το οποίο λέει ότι μια πρόταση ή μια απόφανση έχει νόημα εάν μπορεί

εμπειρικά να επαληθευθεί ή αλλιώς, μια πρόταση ή μια απόφανση έχει νόημα εάν υπάρχει

καταρχήν εμπειρική μέθοδος με την οποία μπορεί να δειχθεί ότι η πρόταση είναι αληθής ή ψευδής.

Έκτοτε, η φράση που έγινε το έμβλημα του λογικού θετικισμού και η οποία χαρακτηρίζεται ως

αρχή της επαλήθευσης είναι: «το νόημα μιας πρότασης είναι η μέθοδος της επαλήθευσής της.» Με

άλλα λόγια, η αρχή της επαλήθευσης συνδέει το νόημα μιας πρότασης όχι με το νόημα μιας άλλης

πρότασης, αλλά με μια μέθοδο, δηλαδή με άλλης τάξης ενέργημα, πρακτικό και όχι γλωσσικό, κάτι

που δημιούργησε προβλήματα και ανάγκασε τους λογικούς θετικιστές να εγκαταλείψουν την αρχή

της επαλήθευσης (προσδιορισμός νοήματος μιας πρότασης) και να προβάλουν στη θέση της το

κριτήριο της επαληθευσιμότητας με το οποίο μπορούσαν να διακρίνουν μεταξύ προτάσεων με

νόημα και προτάσεων χωρίς νόημα, χωρίς να είναι απαραίτητο να πουν σε τι ακριβώς συνίσταται

το νόημα. Ωστόσο, ούτε το κριτήριο της επαληθευσιμότητας ήταν άμοιρο προβλημάτων: τι

ακριβώς είναι επαληθεύσιμο, τι είδους είναι η πρόταση με την οποία διατυπώνεται το ίδιο το

κριτήριο της επαληθευσιμότητας, η πρόταση αυτή έχει νόημα, η δυνατότητα επαλήθευσης που

απαιτεί το κριτήριο της επαληθευσιμότητας είναι λογική ή πρακτική δυνατότητα.[5]

Page 3: “Η Φιλοσοφία της Επιστήμης του Karl Popper”

Αντίθετα, το πρόβλημα που ενδιέφερε τον Popperαπό τότε που ασχολήθηκε για πρώτη φορά με

τη φιλοσοφία της επιστήμης δεν ήταν πότε μια θεωρία είναι αληθής ή αποδεκτή, αλλά τι κάνει μια

θεωρία επιστημονική.

Ο Popper ισχυρίζεται ότι δεν είναι πλεονέκτημα για μια θεωρία να μην μπορούμε να την

αντικρούσουμε, να βρίσκουμε παντού στοιχεία που να την επικυρώνουν, διότι έτσι καθίσταται μη

ελέγξιμη και αντιμετωπίζεται ως δόγμα. Έτσι, ο Popper υποστηρίζει ότι για να είναι μια θεωρία

επιστημονική θα πρέπει να διακινδυνεύει να έρθει σε σύγκρουση με τον κόσμο.

Μια επιστημονική θεωρία, κατά τον Popper, πρέπει να διατυπώνεται έτσι ώστε να είναι δυνατόν

να διαψευστεί να κάνει δηλαδή τόσο ακριβείς και τόσο «ριψοκίνδυνες» προβλέψεις ώστε ο

εμπειρικός έλεγχος να είναι δυνατόν να αποβεί σε βάρος της θεωρίας.

Οι παραπάνω σκέψεις και παρατηρήσεις οδήγησαν τον Popper στη διατύπωση του κριτηρίου

της διαψευσιμότητας ως κριτηρίου επιστημονικότητας. Σύμφωνα με το κριτήριο αυτό μια θεωρία

είναι επιστημονική εάν είναι δυνατόν να διαψευστεί, εάν είναι δηλαδή δυνατόν να ελεγχθεί από την

εμπειρία και να απορριφθεί. Το κριτήριο αυτό δεν είναι όμως κριτήριο νοήματος, όπως ήταν το

κριτήριο της επαληθευσιμότητας. Οι θετικιστές υποστήριζαν ότι μια πρόταση που δεν μπορεί να

επαληθευθεί δεν έχει νόημα και ανήκει στο χώρο της μεταφυσικής. Αντίθετα, ο Popper ισχυρίζεται

ότι αν και οι μεταφυσικές θεωρίες δεν είναι διαψεύσιμες και κατά τούτο είναι μη επιστημονικές,

εντούτοις έχουν νόημα και είναι δυνατόν ορισμένες από αυτές να αποβούν γόνιμες για την

επιστήμη.

Ο Popper, προβάλλοντας το κριτήριο της διαψευσιμότητας ως κριτήριο επιστημονικότητας,

συστήνει και μια συγκεκριμένη επιστημονική μέθοδο. Προτρέπει τους επιστήμονες να διατυπώνουν

τολμηρές υποθέσεις, να κάνουν ριψοκίνδυνες εικασίες, τις οποίες στη συνέχεια να υποβάλουν στην

εμπειρική βάσανο, σε κριτική, αντί να σκέπτονται συντηρητικά, και να ενεργούν με σύνεση

προκειμένου να διασώσουν τη θεωρία τους, όταν εμφανίζονται αντίξοα για τη θεωρία τους

φαινόμενα. Σκοπός της επιστήμης είναι η διατύπωση θεωριών με ευρύ πληροφοριακό περιεχόμενο,

κι έτσι οι διαψευσιοκράτες βλέπουν με καλό μάτι τη διατύπωση τολμηρών διορατικών υποθέσεων.

Παράτολμες εικασίες πρέπει να ενθαρρύνονται, υπό τον όρο ότι θα είναι διαψεύσιμες και ότι θα

απορρίπτονται από τη στιγμή που θα διαψευστούν. Έτσι η γνώση προχωρά και η επιστήμη

προοδεύει με τη μέθοδο δοκιμής και σφάλματος.[6]

Ο Karl Popper θεωρείται λοιπόν από τους δριμύτερους επικριτές του θετικισμού, τον οποίον

προσπάθησε να ανασκευάσει χωρίς όμως να κατορθώσει να θεωρηθεί ότι έχει εντελώς

απομακρυνθεί από την προβληματική του.

Μολονότι ο Popper δεν ανήκε επισήµως στον κύκλο της Βιέννης, το έργο του µε τίτλο Η

Page 4: “Η Φιλοσοφία της Επιστήμης του Karl Popper”

Λογική της Επιστηµονικής Έρευνας, δείχνει την πλήρη ενηµέρωση του των όσο συζητήθηκαν

εκεί. ∆ιαβάζοντας κάποιος τη Λογική της Επιστηµονικής Έρευνας, κατανοεί πως η φιλοσοφία του

Popper εντάσσεται µέσα στη λογική της προγραµµατικής διακήρυξης του κύκλου της Βιέννης. Οι

προβληµατισµοί του εστιάζονται σε θέµατα που απασχολούν και τα µέλη του κύκλου. Κοινό

σηµείο των δύο πλευρών θα µπορούσε κάποιος να αναφέρει την κοινή τους στάση απέναντι στην

αναγκαιότητα της διαφοροποίησης του ψυχολογισµού από τη θεµελιοκρατία[7].

Ο Πόπερ δεν στέκεται απέναντι από τον θετικισμό, δεν τον απορρίπτει-ανατρέπει, δεν τον

καταργεί.

Ο Ian Hacking αποδίδει με τον παρακάτω τρόπο τις διαφορές μεταξύ του Popper και του

κορυφαίου θετικιστή Carnap:

Ο Carnap θεωρούσε ότι οι σημασίες και η θεωρία της γλώσσας ενδιαφέρουν την φιλοσοφία της

επιστήμης. Ο Popper τα αψηφούσε ως σχολαστικά θέματα. Ο Carnap προτιμούσε την επαλήθευση

για να διακρίνει την επιστήμη από τη μη επιστήμη. Ο Popper πρόβαλλε την διάψευση. Ο Carnap

προσπαθούσε να εξηγήσει το σωστό λόγο με την θεωρία της επικύρωσης. Ο Popper υποστήριζε ότι

η ορθολογικότητα βρίσκεται στη μέθοδο. Ο Carnap θεωρούσε ότι η γνώση έχει θεμέλια. Ο Popper

πρόβαλλε ότι δεν υπάρχουν θεμέλια και ότι όλη μας η γνώση είναι διαψεύσιμη. Ο Carnap πίστευε

στην επαγωγή. Ο Popper υποστήριζε ότι δεν υπάρχει λογική πέρα από την παραγωγή.

Ο Popper αποκόβεται από τις παραδόσεις των κλασικών επιστημολογιών, που είχαν έντονο

θεμελιακό χαρακτήρα με την έννοια ότι υποστήριζαν πως η γνώση είναι κτισμένη πάνω σε κάποια

σταθερά και αδιάσειστα θεμέλια. Για τους μεν εμπειριστές (όπως τους Locke, Berkeley και Hume)

τα θεμέλια της γνώσης αποτελούνταν από την ανθρώπινη εμπειρία, τα βιώματα των ανθρώπων

μέσω αισθητηρίων εντυπώσεων. Για τους δε ορθολογιστές (όπως ο Καρτέσιος) τα θεμέλια της

γνώσης ήταν ο ανθρώπινος λόγος και οι αναμφίβολες αρχές, στις οποίες οδηγούσε η εξονύχιση του

λόγου. Αντίθετα με την παράδοση αυτή, ο Popper αναπτύσσει μια μη θεμελιακή (ή, καλύτερα, αντι-

θεμελιακή) επιστημολογία στο σύνολο του έργου του[8].

Page 5: “Η Φιλοσοφία της Επιστήμης του Karl Popper”

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Αναπολιτάνος Δ., Αραμπατζής Θ., Καρακώστας Β., Κιντή Β., Η Εξέλιξη των Ιδεών

στις Φυσικές Επιστήμες, Τόμος Γ΄ Φιλοσοφία της Επιστήμης, Εκδόσεις Ε.Α.Π. 2003.

2. Καλδής Β., Φυσικές Επιστήμες: Ιστορία, Επιστημολογία και Εκπαιδευτική

Μεθοδολογία, Ιστορία και Φιλοσοφία – Εγχειρίδιο Μελέτης, ΕΑΠ 2005.

3. ChalmersA.F., Τι είναι αυτό που το λέμε Επιστήμη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις

Κρήτης, 7η Έκδοση 2004.

4. Losee J., A Historical Introduction to the Philosophy of Science, Fourth Edition,

Oxford University Press.

5. http://hyperion.math.upatras.gr/courses/sts/lect/p2_3.html

6. Σιδέρης Π., Βασικές αρχές του κύκλου της Βιέννης : μια κριτική μελέτη, ∆ιπλωματική

εργασία στα πλαίσια του ∆ιατμηματικού- μεταπτυχιακού προγράμματος «φιλοσοφία :

γνώση-αξίες-κοινωνία»του τμήματος φιλοσοφικών και κοινωνικών σπουδών

(Ρεθύμνου) και τμήματος φιλοσοφίας των Ιωαννίνων.

[1] Αναπολιτάνος Δ., Αραμπατζής Θ., Καρακώστας Β., Κιντή Β., Η Εξέλιξη των Ιδεών στις Φυσικές Επιστήμες, Τόμος Γ΄ Φιλοσοφία της Επιστήμης, Εκδόσεις Ε.Α.Π. 2003, Κεφ. 2ο σελ. 17-19.

[2] Chalmers A.F., Τι είναι αυτό που το λέμε Επιστήμη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 7η Έκδοση 2004, Κεφάλαιο 1ο σελ. 1-7.

[3] Καλδής Β., Φυσικές Επιστήμες: Ιστορία, Επιστημολογία και Εκπαιδευτική Μεθοδολογία, Ιστορία και Φιλοσοφία – Εγχειρίδιο Μελέτης, ΕΑΠ 2005, Μέρος Γ Ενότητα 2.2, σελ. 217-220.

[4] Καλδής Β., Φυσικές Επιστήμες: Ιστορία, Επιστημολογία και Εκπαιδευτική Μεθοδολογία, Ιστορία και Φιλοσοφία – Εγχειρίδιο Μελέτης, ΕΑΠ 2005, Μέρος Γ Ενότητα 2.1, σελ. 204-205.

Αναπολιτάνος Δ., Αραμπατζής Θ., Καρακώστας Β., Κιντή Β., Η Εξέλιξη των Ιδεών στις Φυσικές Επιστήμες, Τόμος Γ΄ Φιλοσοφία της Επιστήμης, Εκδόσεις Ε.Α.Π. 2003, Κεφ. 2ο σελ. 30-33.

[5] Αναπολιτάνος Δ., Αραμπατζής Θ., Καρακώστας Β., Κιντή Β., Η Εξέλιξη των Ιδεών στις Φυσικές Επιστήμες, Τόμος

Γ΄ Φιλοσοφία της Επιστήμης, Εκδόσεις Ε.Α.Π. 2003, Κεφ. 2ο σελ. 35-44.

[6] Chalmers A.F., Τι είναι αυτό που το λέμε Επιστήμη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 7η Έκδοση 2004,

Page 6: “Η Φιλοσοφία της Επιστήμης του Karl Popper”

Κεφάλαιο 4ο σελ. 57-75.

Losee J., A Historical Introduction to the Philosophy of Science, Fourth Edition, Oxford University Press, Chapter 11,

pp. 153-156.

[7] Σιδέρης Π., Βασικές αρχές του κύκλου της Βιέννης : μια κριτική μελέτη, ∆ιπλωματική εργασία στα πλαίσια του ∆ιατμηματικού- μεταπτυχιακού προγράμματος «φιλοσοφία : γνώση-αξίες-κοινωνία»του τμήματος φιλοσοφικών και κοινωνικών σπουδών (Ρεθύμνου) και τμήματος φιλοσοφίας των Ιωαννίνων, σελ. 41