panait istrati - Ο θείος Άγγελος

89
Digitized by 10uk1s Panait Istrati Ο θείος Άγγελος Μετάφραση: Γ. Καρούζος Εκείνο το βραδάκι, στις αρχές τ' Απρίλη, το χωριουδάκι του Μπαλντοβινέστι, που απέχει 5 χιλιόμ. από τη Βραΐλα, γιόρταζε την πρώτη μέρα της Ανάστασης του Χριστού. Στις αυλές τους όλοι οι χωρικοί έκαιγαν θημωνιές από ξερά καλάμια, παντού αντηχούσαν χαρούμενες πιστολιές σαν προσφορές των αγροτών και ορθόδοξων Χριστιανών προς τιμή εκείνου που ήταν ο καλύτερος από τους ανθρώπους. Στην καλύβα του θείου Δήμη, του δευτερότοκου της οικογενείας, η μητέρα Ζωίτσα, η μεγαλύτερη από τα τέσσερα αδέλφια και ο μοναδικός γιος της Αδριανός ένα αγόρι 18 χρονών που ήρθαν και οι δυο από την πόλη, είχαν μαζευτεί για να περάσουν τις τρεις μέρες του Πάσχα. Η Ζωίτσα είχε μείνει χήρα λίγους μήνες αφού γέννησε το γιο της και δεν ξαναπαντρεύτηκε, ζώντας από τη δουλειά της. Δεν υπήρχε πολύς χώρος στο σπίτι του Δήμη. Ο φτωχός χωρικός αν και νέος, είχε πολυμελή οικογένεια, αλλά η καλή του αδελφή βολευόταν σε μια γωνιά του δωματίου, ενώ ο Αδριανός, που του άρεσαν πάντα οι αλλαγές, θα κοιμόταν με την άνεσή του μαζί με το θείο στ' άχυρα της σοφίτας, ακούγοντας μ' ευχαρίστηση τις ιστορίες του και λέγοντάς του ιστορίες της πόλης. Μερικές φορές ο Αδριανός απορούσε μ' αυτό τον τρόπο ζωής: Εσύ κοιμάσαι στη σοφίτα και η γυναίκα σου μαζί με τα παιδιά. Δεν είναι ζωή αυτή!... Πρέπει, καλό μου παιδί: αλλοιώτικα, να, πώς να στο πω; τα παιδιά έρχονται πολύ γρήγορα... Ορίστε εξήγηση! Κι όταν κατεβαίνεις απ' τη σοφίτα; Τότε, πηγαίνω στο βάλτο να κόψω καλάμια... Κι όταν έρχεσαι απ' το βάλτο; Πάω πάλι στη σοφίτα... Και τα παιδιά σου από που έρχονται; Ο καλός Θεός τα στέλνει... Μόλις τελείωσε το παραδοσιακό δείπνο που αποτελείτο από «borche», ψητό αρνί, «cozonac» και «κόκκινα αυγά», ο Δήμης βγήκε στην αυλή ν' ανάψει φωτιά στη θυμωνιά και να πυροβολήσει στον αέρα. Τον ακολούθησε όλο το τσούρμο των παιδιών, ακόμα και οι μεγάλοι. Η νύχτα είχε αστέρια. Ο Δήμης άκουσε το θόρυβο του τραίνου που πήγαινε στο Γαλάτσι και είπε: Το εξπρές των 9.

Upload: llouka

Post on 08-Aug-2015

75 views

Category:

Documents


18 download

DESCRIPTION

Μυθιστόρημα

TRANSCRIPT

Page 1: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

Panait Istrati

Ο θείος Άγγελος

Μετάφραση: Γ. Καρούζος

Εκείνο το βραδάκι, στις αρχές τ' Απρίλη, το χωριουδάκι του Μπαλντοβινέστι, που απέχει 5 χιλιόμ. από τη Βραΐλα, γιόρταζε την πρώτη μέρα της Ανάστασης του Χριστού. Στις αυλές τους όλοι οι χωρικοί έκαιγαν θημωνιές από ξερά καλάμια, παντού αντηχούσαν χαρούμενες πιστολιές σαν προσφορές των αγροτών και ορθόδοξων Χριστιανών προς τιμή εκείνου που ήταν ο καλύτερος από τους ανθρώπους.

Στην καλύβα του θείου Δήμη, του δευτερότοκου της οικογενείας, η μητέρα Ζωίτσα, η μεγαλύτερη από τα τέσσερα αδέλφια και ο μοναδικός γιος της Αδριανός — ένα αγόρι 18 χρονών — που ήρθαν και οι δυο από την πόλη, είχαν μαζευτεί για να περάσουν τις τρεις μέρες του Πάσχα. Η Ζωίτσα είχε μείνει χήρα λίγους μήνες αφού γέννησε το γιο της και δεν ξαναπαντρεύτηκε, ζώντας από τη δουλειά της.

Δεν υπήρχε πολύς χώρος στο σπίτι του Δήμη. Ο φτωχός χωρικός αν και νέος, είχε πολυμελή οικογένεια, αλλά η καλή του αδελφή βολευόταν σε μια γωνιά του δωματίου, ενώ ο Αδριανός, που του άρεσαν πάντα οι αλλαγές, θα κοιμόταν με την άνεσή του μαζί με το θείο στ' άχυρα της σοφίτας, ακούγοντας μ' ευχαρίστηση τις ιστορίες του και λέγοντάς του ιστορίες της πόλης.

Μερικές φορές ο Αδριανός απορούσε μ' αυτό τον τρόπο ζωής:

— Εσύ κοιμάσαι στη σοφίτα και η γυναίκα σου μαζί με τα παιδιά. Δεν είναι ζωή αυτή!...

— Πρέπει, καλό μου παιδί: αλλοιώτικα, να, πώς να στο πω; τα παιδιά έρχονται πολύ γρήγορα...

— Ορίστε εξήγηση! Κι όταν κατεβαίνεις απ' τη σοφίτα;

— Τότε, πηγαίνω στο βάλτο να κόψω καλάμια...

— Κι όταν έρχεσαι απ' το βάλτο;

— Πάω πάλι στη σοφίτα...

— Και τα παιδιά σου από που έρχονται;

— Ο καλός Θεός τα στέλνει...

Μόλις τελείωσε το παραδοσιακό δείπνο που αποτελείτο από «borche», ψητό αρνί, «cozonac» και «κόκκινα αυγά», ο Δήμης βγήκε στην αυλή ν' ανάψει φωτιά στη θυμωνιά και να πυροβολήσει στον αέρα. Τον ακολούθησε όλο το τσούρμο των παιδιών, ακόμα και οι μεγάλοι.

Η νύχτα είχε αστέρια. Ο Δήμης άκουσε το θόρυβο του τραίνου που πήγαινε στο Γαλάτσι και είπε:

— Το εξπρές των 9.

Page 2: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

Και άναψε τα καλάμια. Αμέσως, φλόγες και καπνοί ανέβηκαν ψηλά στον ουρανό, μέσα στα ξεφωνητά των πιτσιρίκων που χόρευαν γύρω-γύρω σα μικρά κόκκινα διαβολάκια. Έπειτα, άδειασε στον αέρα το κυνηγετικό του όπλο, λέγοντας μετά από κάθε τουφεκιά με την πεποίθηση του καλού ορθόδοξου χριστιανού:

— Χριστός Ανέστη!

Εκείνη τη στιγμή, η μητέρα του Αδριανού έπιασε το γιο της από το χέρι, τον πήρε παράμερα και τον διέταξε με ύφος επιτακτικό και γεμάτο αγωνία:

— Τρέχα στο σπίτι του ξαδέλφου μας του Στέφανου, του παπά και παρακάλεσέ τον εκ μέρους μου νάρθει αμέσως εδώ. Ύστερα τρέξε στο θείο σου τον Άγγελο να τον φέρεις κι αυτόν εδώ.

Ο Αδριανός τρεμούλιασε, λες και η μητέρα του του είπε να πιάσει φίδι με το χέρι.

— Μαμά, ξέρεις ότι ο θείος Άγγελος είναι θυμωμένος και δεν θέλει να δει κανένα.

— Ακριβώς γι' αυτό πρέπει νάρθει· πέστου ότι τον φωνάζω εγώ η μεγαλύτερη αδελφή του. Τρέξε γρήγορα!

Ο Αδριανός φώναξε το Σουλτάνο, το σκύλο του, πήρε ένα μπαστούνι κι εξαφανίστηκε μέσα στη νύχτα χωρίς κανένας να πάρει μυρουδιά ότι έφυγε.

Σ' αυτή την οικογένεια των απόκληρων, ο θείος Άγγελος ήταν ο υστερότοκος. Μια τραγική μοίρα τον είχε χτυπήσει κι από ενθουσιώδης και πιστός άνθρωπος, έγινε δύστροπος και ασεβής.

Παιδιά χωρικών υποδουλωμένων στη γη του βογιάρου, τα τέσσερα αδέλφια είχαν για μοναδική ιδιοκτησία τους τα δοκάρια της πατρικής τους καλύβας, οπωροφόρα δέντρα και αμπέλια. Η γη δεν τους άνηκε. Έτσι, σκόρπισαν όλοι, εκτός από το δευτερότοκο που έμεινε κοντά στη χήρα μάνα.

Οι δύο αδελφές έφυγαν πρώτες και συζούσαν με δυο εύπορους Έλληνες που αδιαφορούσαν για το γάμο. Το αγόρι, ο Άγγελος, πήγε στη γειτονική πόλη, τη Βραΐλα, και δούλευε από 9 χρονών σ' έναν κρασέμπορο. Από μικρός ακόμα, απεχθανόταν τη δουλειά στη γη των άλλων.

Έμεινε δέκα χρόνια στο ίδιο αφεντικό, ένα τίμιο άνθρωπο που τον αντάμειψε καλά για τη δουλειά του. Γυρίζοντας στο χωριό, ερωτεύτηκε τρελά την πιο όμορφη και πιο φτωχιά κοπέλα της περιοχής και την παντρεύτηκε αμέσως. Απαλλάχτηκε από το στρατό λόγω της μυωπίας του, αγόρασε ένα κομμάτι γης και έγινε ταβερνιάρης στο μεγάλο δρόμο για το Γαλάτσι, στην έξοδο του χωριού.

Ήταν πολύ ευχαριστημένος από τη δουλειά του. Οι ευνοϊκές συνέπειες του πολέμου του 1877 ενάντια στους Τούρκους τον βοήθησαν πολύ. Σε δέκα χρόνια κατάφερε να μαζέψει μια περιουσία που του επέτρεψε ν' αγοράσει άλλο ένα κομμάτι γης, 500 μ. μακριά απ' το μαγαζί του. φύτεψε τα καλύτερα οπωροφόρα δέντρα, ένα αμπέλι που έγινε γρήγορα ξακουστό κι έκτισε το πιο όμορφο σπίτι στο χωριό, με σταύλο, αγελάδες ράτσας, κοτέτσι για ζώα, χοιροστάσιο, κλπ.

Δεν ήταν όμως το ίδιο ευτυχισμένος στην οικογενειακή του ζωή· ήταν, μπορούμε να πούμε, αξιολύπητος. Μέσα σε δέκα χρόνια, η μοίρα του επιφύλαξε μεγάλες καταστροφές. Η γυναίκα του ήταν ανόητη, τεμπέλα, ανίκανη να κρατήσει ένα τέτοιο σπίτι και απελπιστικά βρώμικη. Κοιμόταν ώρες ολόκληρες στη σκιά, με το στόμα ανοιχτό, τις μύγες ολόγυρα και το παιδί δίπλα της βρώμικο να μπουσουλάει στους εμετούς. Τα ζώα κόντευαν να τρελαθούν απ' τη δίψα. Στην αυλή και το σπίτι έμπαιναν μόνο όσοι δεν ήθελαν να κλέψουν. Ο Αδριανός θυμόταν ότι είχε δει το θείο του, μια καλοκαιριάτικη μέρα, να σπάει όλα τα τζάμια του σπιτιού, που ήταν καταλερωμένα από τα μυγοχέσματα σε σημείο που δεν άφηναν να περάσει το φως του ήλιου. Η γυναίκα του δεν ξύπνησε καθόλου όση ώρα κράτησε το σπάσιμο.

Page 3: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

Ο άντρας της, περνώντας δίπλα της, την κοίταξε που κοιμόταν ροχαλίζοντας, την έφτυσε στο πρόσωπο κι έφυγε. Κι αυτή συνέχισε να κοιμάται. Πιστεύοντας ότι θα τη συνετίσει με την αυστηρότητα, την έδερνε συχνά. Την έκανε όμως χειρότερα. Έτσι, πούλησε άλα του τα ζώα και εγκατέλειψε το σπίτι του· ερχόταν μόνο μια φορά το μήνα.

Για να γλιτώσει τα παιδιά που έφερνε στον κόσμο από το θέαμα μιας τέτοιας μητέρας, της τα έπαιρνε μόλις γίνονταν 5 χρονών και τα έστελνε εσωτερικά σε κάποιο συγγενή του στο Γαλάτσι, όπου πήγαινε να τα δει 56 φορές το χρόνο, προσέχοντας από κοντά την εκπαίδευσή τους. Μετά απ' αυτό, έκοψε και τον τελευταίο δεσμό που τον ένωνε ακόμα μαζί της, τη σωματική επαφή. Το σπίτι, που έπρεπε να είναι το πιο πλούσιο της περιοχής, έγινε ο μεγαλύτερος ανθρώπινος σταύλος.

Εξουθενωμένος από την αγάπη του απέκτησε ερωμένες, αλλά χωρίς ιδιαίτερη διάθεση· το έκανε απλά και μόνο για να εκδικηθεί, για να διεγείρει τη γυναίκα του, για να την «ξυπνήσει». Αυτή άκουγε τις φήμες, είδε με τα ίδια της τα μάτια αλλά δεν έκανε τίποτα. Αγαπούσε πιο πολύ τον ύπνο. Δεν έκανε μάλιστα ούτε τον κόπο να πλυθεί· αποκοιμόταν τρώγοντας.

Αλλά οι άνθρωποι, που έβλεπαν με μνησικακία και ζήλευαν τη πρόοδο αυτού του ακούραστου δουλευτή, δεν ικανοποιήθηκαν από την οικογενειακή του δυστυχία· δεν τους έφτασαν οι τόσες ατυχίες του. Έτσι μια νύχτα, κάποιο απάνθρωπο χέρι, χωρίς κίνδυνο να γίνει αντιληπτό, έβαλε φωτιά στο άμορφο σπίτι. Από τα παράθυρα του πισωμάγαζου, ο θείος Άγγελος έβλεπε τις φλόγες να ζώνουν το σπίτι με τις σκεπασμένες από γαλβανισμένη λαμαρίνα στέγες. Αδιαφόρησε για τις φωνές των γειτόνων που τον φώναζαν να σώσει το βιος του· σκεφτόταν μόνο:

— Αρκεί να καεί κι αυτή μαζί!

Αυτή όμως δεν κάηκε. Συνέχισε να κοιμάται στη σκιά των πραγμάτων που σώθηκαν απ' την καταστροφή από τους γείτονες μέχρι την ημέρα που ο Δημιουργός που την είχε φέρει στον κόσμο για να δείξει στους ανθρώπους την άλλη όψη της γυναικείας ομορφιάς, την κεραυνοβόλησε με πνευμονία και την πήρε κοντά του για να τρομάζει τους ανθρώπους που μετανοούσαν στο Καθαρτήριό του.

Ο θείος Άγγελος, παρ' όλα όσα θα μπορούσε να πιστέψει κανείς, δεν έμεινε αδιάφορος από το θάνατό της. Ο ανηψιός του ο Αδριανός — 15 χρονών περίπου τότε — που ερχόταν συχνά και του διάβαζε ιστορίες του διηγιόταν την «αρχή του κόσμου» ή και τον «σχηματισμό της γης», και για τον οποίο ο καλός αυτός ανθρωπάκος έτρεφε απεριόριστη αγάπη, ήταν συχνά μάρτυρας αυτών των συγκινητικών στιγμών.

Πόσες φορές, περπατώντας μαζί, τις υπέροχες φεγγαρόλουστε νύχτες, στον τόπο της καταστροφής, δεν τον είδε να τραβάει το μαντήλι του και να σκουπίζει τα μάτια του! Ο σκελετός του σπιτιού κατέρρεε και σάπιζε από τα νερά της βροχής που σχημάτιζαν βάλτους μέσα στα δωμάτια. Κομμάτια από έπιπλα βρισκόντουσαν ανακατεμένα με τα καμένα δοκάρια. Αλλού υπήρχαν μόνο πλευρές από τοίχους. Ο μεγάλος σταύλος, ανέπαφος, θύμιζε νοσταλγικά το ζηλευτό κοπάδι που τόσοι άνθρωποι ποθούσαν για να συνεχίσουν να ζουν. Διάφορα σπαρτά και δεντράκια μεγάλωναν ελεύθερα στην άλλοτε όμορφη αυλή, και είχαν ψηλώσει τόσο πολύ, που έφταναν σε ύψος τον άνθρωπο.

— Βλέπεις Αδριανέ, έλεγε ο δυστυχισμένος άνθρωπος με φωνή πνιγμένη από τον πόνο, βλέπεις αυτό το νεκροταφείο; Το μισό είναι έργο των ανθρώπων και τ' άλλο μισό έργο της μοίρας. Αν είχα κληρονομήσει όλα αυτά τα καλά από τον πατέρα μου, θάβρισκα κάποιο δίκιο στους ανθρώπους που με ζήλευαν και με κατέστρεψαν, αν και ποτέ δεν θα πήγαιναν να βάλουν φωτιά στα μέγαρα των αρχόντων. Αυτό το σπίτι όμως χτίστηκε με τον ιδρώτα του προσώπου μου, μετά από αγώνα 20 χρόνων. Δεν είχε πολυτέλειες αλλά τα απαραίτητα, ό,τι χρειάζεται στον καθένα για να ζήσει σαν άνθρωπος αυτός και η γυναίκα του κι όχι σα φουκαριάρικο ζώο. Κανείς δεν μπορεί να μου πει ότι ήμουνα τσιγγούνης: ο πεινασμένος εύρισκε πάντα κάτι για να καλμάρει την πείνα του κι όταν ερχόντουσαν οι μεγάλες γιορτές, σκεφτόμουνα τη φτωχή χήρα με τα ορφανά· της πήγαινα τα

Page 4: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

πασχαλινά αυγά, το γλυκό ψωμί κι ένα τέταρτο αρνιού, ενώ τα Χριστούγεννα της πήγαινα λαρδί και χοιρινό μπούτι. Δεν έκανα ελεημοσύνη, έκανα μόνο το καθήκον μου. Ο Θεός μου είχε δώσει. Με τη σειρά μου έδινα κι εγώ από το περίσσευμά μου και ποτέ δεν περηφανεύτηκα γι' αυτό. Δεν είχα τέτοιο δικαίωμα γιατί είχα δει άλλους που με ξεπερνούσαν στην καλοσύνη: ήταν αυτοί που μοιραζόντουσαν το ψωμί με τον πρώτο πεινασμένο που συναντούσαν στο δρόμο...

Κανείς δεν μπορεί να με κατηγορήσει ότι έγδυνα τους πελάτες μου για να πλουτίσω. Ακολουθούσα στην τιμιότητα το παράδειγμα του αφεντικού μου. Αν το βιος μου αυγάτισε, αυτό έγινε γιατί πήγαινα να φέρω το κρασί και τη ρακή από τον τόπο που έβγαιναν και μάλιστα σ' εποχή που κυλούσαν σαν αληθινά ποτάμια.

Και τον αγωγιάτη, που άνοιγε την πόρτα μου το χειμώνα με παγάκια κρεμασμένα στα γένεια του, τον έβλεπα σαν αδελφό. Του έσφιγγα τα παγωμένα χέρια και του έκανα θέση δίπλα μου, στη φωτιά. Για τα ζώα του είχα χτίσει καταφύγιο, που όμοιό του δεν υπήρχε γύρω, σε ακτίνα 20 λευγών και για το άχυρο που του έδινα δεν δέχτηκα ποτέ λεφτά. Το κρασί και η ρακή που σέρβιρα, ήταν τα καλύτερα και ορκίζομαι στα μάτια μου ότι δεν έβαλα ποτέ μέσα ούτε σταγόνα νερό για να τα νοθεύσω, όπως κάνουν παντού. Κι οταν έβλεπα ότι ο άνθρωπος είχε πιει τη δόση του και παρασυρμένος από το πάθος, ήθελε να πιει παραπάνω και κινδύνευε να χαλάσει τη δουλειά του, του πρόσφερα εγώ ένα ποτήρι και τον συμβούλευα να συνεχίσει το δρόμο του. Και αρκετά συχνά, αναγκάστηκα να τον διώξω. Έτσι, γινόμουνα — ας πούμε — υπηρέτης του, γιατί καθόμουνα και τον περίμενα απ' τα χαράματα ως αργά τη νύχτα. Κι αν κανείς χτυπούσε την πόρτα όταν είχα πια κλείσει, ξεχνούσα ότι μπορεί να βρισκόμουνα μπροστά σε κανένα ληστή, σηκωνόμουνα από το κρεβάτι μου και του άνοιγα.

Όμως, το καλό παράδειγμα δεν χρησιμεύει σε πολλά πράγματα· αν υποθέσουμε ότι υπάρχουν μόνο αχάριστοι στη γη, τότε το κακό δεν έχει ανάγκη παρά από τη βοήθεια ενός κακού ανθρώπου έστω και ενάντια σε 100 καλούς για να τους καταστρέψει. Αυτό το χέρι με παραμόνευε στη σκιά, έτοιμο να με χτυπήσει. Δεν μπορούσε να συγχωρέσει την ευημερία μου. Δεν μπορούσε να υποφέρει την ιδέα ότι δεν ήμουνα ψωραλέο χέρι, όμοιο μ' εκείνο, καλό για ζητιανιά κι έτοιμο να χτυπήσει. Και με χτύπησε. Ήταν εξάλλου εύκολο· η γυναίκα μου κοιμόταν.

Ω, Αδριανέ! Εδώ, το χέρι του κακού ανθρώπου, για να καταστρέψει, ενώθηκε με το κακό χέρι της Μοίρας· τα δυο χέρια συναντήθηκαν και συμπλήρωσαν το έργο της καταστροφής!

Ήταν λάθος μου μήπως το ότι αγάπησα το πιο όμορφο κορίτσι του χωριού; Αγαπάς ποτέ το πιο άσχημο; Δεν ξέρω. Το μόνο που ξέρω σημέρα είναι ότι τυφλώθηκα από την αγάπη μου και δεν σκεφτόμουνα να κυττάξω αν το κάτω μέρος του κρεβατιού ήταν σκουπισμένο, το πίσω μέρος των αυτιών της καθαρό και τα πόδια της πλυμένα. Αδριανέ, όταν το στήθος σου θα καίγεται από τη θεϊκή φλόγα που έκαψε το δικό μου, θυμήσου τα λόγια μου και πριν εγκαταλειφθείς με ψυχή και σώμα στην ανθρώπινη σαπίλα, κάνε αυτό που δεν έκανα εγώ: κύττα το κάτω μέρος του κρεβατιού της καλής σου, κύττα το πίσω μέρος των αυτιών της και τα πόδια της τα κρυμμένα σε γυαλισμένα παπούτσια. Και αν ξεχάσεις τα λόγια μου θυμίσου το νεκροταφείο που βλέπεις εδώ, βύθισε τα μάτια σου σ' αυτά τα ερείπια, κοίταξε αυτά τα φυτά που φυτρώνουν σαν κατάρα ριγμένη στην ανθρώπινη εγκατάλειψη, αυτόν τον σταύλο που κλαίει το χαμένο κοπάδι του, αυτά τα υπολείμματα των τοίχων που φωνάζουν απελπισμένα στον ουρανό, αυτόν τον απέραντο σωρό από τις φαγωμένες λαμαρίνες που άλλοτε έλαμπαν σαν καθρέφτης στον ήλιο σε μια στέγη που στεκόταν περήφανη, πάνω από ένα καλυβοχώρι διαλαλώντας το δικαίωμα του ανθρώπου να ζει άνετα, μέσα στην καθαριότητα κι όχι σαν τον τυφλοπόντικα που φοβάται το φως. Να θυμάσαι πάντα το θέαμα που βλέπεις εδώ. Κι αν το αίμα σου σε τραβάει για να σε ρίξει στα πόδια του πιο όμορφου κοριτσιού της χώρας, αντιστάσου, ζήτα απ' αυτά τα ερείπια να σε βοηθήσουν και πες στον εαυτό σου: «Ο θείος Άγγελος κατέστρεψε τη ζωή του γιατί αγάπησε τυφλά το πιο όμορφο κορίτσι της χώρας και δεν κύτταξε, ούτε το κάτω μέρος του κρεβατιού της, ούτε το πίσω μέρος των αυτιών της, ούτε τα δάχτυλα των ποδιών της. Και διώξε μακριά σου την αλύπητη μοίρα!

Page 5: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

Μετά το θάνατο της γυναίκας του, ο θείος Άγγελος συνέχισε ακόμα μερικά χρόνια ν' αφήνει το σπίτι εγκαταλειμμένο, δίχως φύλακα. Επιφυλασσόταν να του ξαναδώσει τη λάμψη του την ημέρα που τα παιδιά του θα ήταν σε θέση να το κουμαντάρουν. Έχοντας πάρει ό,τι πολύτιμο υπήρχε και στοιβάζοντάς το γύρω από το μαγαζί του, άρχισε να κάνει ζωή ερημίτη, αλλά ενός ερημίτη που είχε τη συνήθεια να βρέχει τη γλώσσα του στο οινόπνευμα που πουλούσε. Όμορφος άντρας, ψηλός, γερός, μυώδης, με περήφανο βάδισμα, όμορφη γενειάδα, όμορφα σγουρά μαλλιά που άρχισαν να γκριζάρουν, επιβαλλόταν σ' όλους. Η μυωπία του, που τον ανάγκαζε να προτείνει το στήθος του προς το στήθος εκείνου που έμπαινε για να τον αναγνωρίσει, εντυπωσίαζε περισσότερο. Ήταν κατά βάθος καλός αλλά δεν ανεχόταν να του εναντιώνονται πολύ, όπως άλλωστε όλοι όσοι είχαν «πετύχει» με τις δικές τους δυνάμεις. Και αυτές τις δυνάμεις τις δεκαπλασίαζε για να φτάσει στο σκοπό του, που ήταν, όπως έλεγε «να μεταμορφώσει τα ερείπια σε παλάτι» την ημέρα που τα παιδιά του θα ήταν άξια να το τιμήσουν. Έτσι, παρ' όλη την καταστροφή του, περνούσε ακόμα για πλούσιος άνθρωπος.

Αλλά ο πραγματικός του πλούτος, η ευτυχία του, η ελπίδα του ήταν τα τρία παιδιά του, ένα αγόρι 17 χρονών και δύο κορίτσια 8 και 10 χρονών. Το αγόρι θα έπαιρνε τον επόμενο χρόνο το απολυτήριο του γυμνασίου και μετά:

— Θα δω, έλεγε στη μητέρα του Αδριανού· μόλις τελειώσει το σχολείο, θα κάνει ένα χρόνο το στρατιωτικό του. Αν έχει κλίση για το στρατό, θα μ' άρεσε να γίνει αξιωματικός, ένας δυνατός κι έξυπνος άνθρωπος για να υπερασπίσει την πατρίδα· αν όχι, θα διαλέξει το επάγγελμα που του αρέσει.

Τα κορίτσια του ήθελε να τα κάνει «καλές νοικοκυρές», να τις προικίσει και να τις παντρέψει στην πόλη.

Ο άνθρωπος προτείνει...

Μια απαίσια χειμωνιάτικη μέρα, ενώ σκεφτόταν μόνος του τα σχέδιά του και το ξεροβόρι σάρωνε την πλατειά έρημη πεδιάδα τέσσερις άντρες μπήκαν στο μαγαζί, τέσσερις άγνωστοι. Κατά τη συνήθειά του, πρότεινε το στήθος του για να τους αναγνωρίσει· η καρδιά του όμως σκίρτησε, σαν τις κεραίες του σαλίγκαρου που νοιώθουν τον κίνδυνο· τα πρόσωπα δεν του άρεσαν. «Αν αυτοί οι άνθρωποι είναι καλοί, θα πάψω πια να έχω εμπιστοσύνη στην καρδιά μου», μονολογούσε σφίγγοντας στην τσέπη του το ρεβόλβερ που δεν αποχωριζόταν ποτέ.

— Καλημέρα Άγγελε, του είπαν, ωραία είναι εδώ!

— Καλώς ήρθατε ταξιδιώτες! Άσχημος καιρός, ε;

Και πρόσθεσε μονολογώντας: «Είμαι χαμένος. Οι φωνές τους είναι εγκληματικές».

— Θέλουμε να φάμε και να πιούμε, Άγγελε. Λένε ότι το κρασί σου λιώνει πάγο.

— Ίσως ναι, φίλοι μου Ξέρω όμως ότι υπάρχει ένας πάγος που δεν μπορεί να λιώσει.

— Χα, χα, χα! Είσαι πολύ πνευματώδης Άγγελε. Ποιος είναι αυτός ο πάγος;

— Εεε! Πρέπει να τον ξέρετε: λέγεται «καρδιά σκύλου», αλλά δεν είναι σωστό να το λέμε, γιατί έτσι, είναι σα να βρίζουμε αυτά τα φτωχά ζώα που είναι αληθινοί φίλοι, είπε δείχνοντας δίπλα του δυο μεγάλα τσοπανόσκυλα που δεν τον άφηναν ούτε βήμα.

— Μπα, όλο μαύρες σκέψεις κάνεις. Ο κόσμος δεν είναι τόσο κακός.

Page 6: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

— Μπορεί· όταν όμως έχεις ταβέρνα στο μεγάλο δρόμο, όπως εγώ, τότε βλέπεις τα πάντα και κοιμάσαι τη νύχτα με το ένα σου μάτι ανοιχτό!

Αυτή η προειδοποίηση έδωσε στους πελάτες να καταλάβουν με ποιον είχαν να κάνουν.

Σερβιρίστηκαν λαρδί, ψωμί και κρασί.

— Δεν πας να μας φέρεις Άγγελε λίγο φρέσκο κρασί απ' το υπόγειο; είπε με γλυκιά φωνή ο ένας απ' τους πελάτες.

Ο θείος ξυνογέλασε και σκέφτηκε: «Ώστε θέλετε να με στείλετε στην ποντικοπαγίδα!» Απάντησε λοιπόν:

— Πριν από λίγο, έβγαλα μια κανάτα 5 λίτρα. Αν ξέρετε από κρασί θα το καταλάβετε από τη γεύση.

Αυτό τους χάλασε λίγο τα σχέδια, ήταν όμως ληστές αποφασισμένοι.

Σε λίγο, ένας απ' αυτούς βγήκε για να «κατουρήσει» και ο θείος κατάλαβε ότι αυτό ήταν το σύνθημα για την επίθεση: ο άνθρωπος αυτός βγήκε για να κατασκοπεύσει. Χλώμιασε και προετοιμάστηκε. Για μια στιγμή, σκέφτηκε να βγάλει το όπλο του και να φωνάξει «Ψηλά τα χέρια!». Είπε όμως μέσα του ότι μπορεί τα φαινόμενα να τον απατούν.

Σε λίγο όμως μετάνοιωσε που δεν το έκανε. Οι πελάτες μιλούσαν δυνατά για μια φανταστική υπόθεση. Σε μια στιγμή ζήτησαν σπίρτα. Ο θείος μονολόγησε: «Αυτό είναι». Με σφιγμένη καρδιά αλλά βήμα αποφασιστικό και με το ένα χέρι κρατώντας το όπλο στο βάθος της τσέπης του πανωφοριού του, προχώρησε προς το μέρος τους και με το αριστερό του χέρι τους έδωσε το κουτί. Ο πιο γεροδεμένος από τους τρεις, άπλωσε το χέρι του για να το πάρει, μιλώντας αφηρημένα· ενώ όμως ήταν έτοιμος να το πιάσει, μ' ένα πήδημα του έπιασε τον καρπό σα λαβίδα και παρόλο που την ίδια στιγμή έπεσε κεραυνοβολημένος από τον πυροβολισμό που βγήκε από την τσέπη του θύματος, οι άλλοι δεν άφησαν στο θείο το χρόνο να βγάλει το όπλο του. Με αλεπάλληλες ροπαλιές του τσάκισαν το κεφάλι και ο δύστυχος σωριάστηκε στο πάτωμα, ενώ την ίδια ώρα, τα σκυλιά ξέσκιζαν άγρια, αλλά μάταια, τα πόδια των ληστών, που τελικά τα σκότωσαν. Οι κακοποιοί άρπαξαν βιαστικά τα χρήματα που βρισκόντουσαν στο ταμείο κι εξαφανίστηκαν εγκαταλείποντας αναίσθητο το σύντροφό τους.

Ο θείος Άγγελος σώθηκε χάρη στον πυροβολισμό που τραυμάτισε τον έναν από τους εγκληματίες, αλλά και χάρη στα δυο σκυλιά που θυσιάστηκαν. Πριν ψοφήσουν όμως, είχαν τόσο πολύ δαγκώσει τα πόδια των δυο άλλων ληστών, που φοβήθηκαν ότι δεν θα μπορούσαν να το σκάσουν.

Κάτι αγωγιάτες που πέρασαν από κει μετά από μια ώρα, σήκωσαν μέσα από το αίμα τους το θύμα και το ληστή, τον πρώτο με το κεφάλι σπασμένο και τον δεύτερο με μια σφαίρα στην κοιλιά· ήταν κι οι δύο ζωντανοί ακόμα· τους μετέφεραν στην Βραΐλα, όπου σώθηκαν κι οι δύο.

Μετά από 50 μέρες στο νοσοκομείο, ο θείος βγήκε αδυνατισμένος· είχε χάσει μόνο το αίμα του· έξι μήνες αργότερα, θάχανε κάτι πολύ πιο πολύτιμο και από την ίδια του τη ζωή: τα δύο κοριτσάκια του πνίγηκαν σ' ένα ναυάγιο στο Δούναβη, όπου χάθηκαν και πολλοί άλλοι, σ' έναν περίπατο με βάρκες που βούλιαξαν.

Έτσι, ο θείος είδε από κοντά το μαύρο χέρι της άσπλαχνης μοίρας, φαίνεται ότι ο άνθρωπος αυτός είχε διαλεχτεί από τη Μοίρα για να γνωρίσει όλη τη φρίκη που κλείνει μέσα της η ρουμάνικη παροιμία «Ο καλός Θεός δεν ρίχνει στον άνθρωπο μόνο όσα αυτός μπορεί να σηκώσει!». Και πόσες δυστυχίες ένας δυνατός άνθρωπος δεν μπορεί να σηκώσει!

Όταν γύρισε από την εκκλησία, όπου είχε κάνει μνημόσυνο για την ανάπαυση της ψυχής των δυο κοριτσιών, που έμειναν άταφα, κλείστηκε στο μαγαζί του και περπατούσε για πολλές ώρες με τα

Page 7: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

χέρια στις τσέπες. Έπειτα, άνοιξε την πόρτα ορθάνοιχτη, βγήκε στο κατώφλι, έφτυσε δυνατά μπροστά του σα να έφτυνε κάποιον στο πρόσωπο και είπε:

— Να, άθλια μοίρα! Πας να με λυγίσεις, αλλά εγώ ξανασηκώνομαι και σε φτύνω κατάμουτρα! Να!

Και ξανάφτυσε πάλι.

Του έμεινε πια ο γιος του, η τελευταία φλόγα που φώτιζε το σκοτάδι του μυαλού του, που είχε καταπονηθεί από τον πόνο και το αλκοόλ. Η Μοίρα όμως, φύσηξε τη φλόγα και την έσβησε...

Έντεκα μήνες αφ' ότου ο γιος του κατατάχτηκε στο στρατό σ' ένα σύνταγμα ιππικού, και 24 ώρες από τη στιγμή που ο Άγγελος πήρε γράμμα του όπου του εξέφραζε την επιθυμία να μονιμοποιηθεί, ο δυστυχέστερος των ανθρώπων έκλεισε το μαγαζί του, ευτυχισμένος ακόμα, και ανέβηκε στο άλογό του για να πάει στην πόλη να βρει τεχνίτες και να φτιάξει το ερειπωμένο σπίτι του. Δεν είχε κάνει ούτε 200 μ. όταν ένας έφιππος ταχυδρόμος τον πλησίασε στο δρόμο και του έδωσε ένα τηλεγράφημα. Η καρδιά του δεν χτύπησε καθόλου. Ήσυχα άνοιξε το χαρτί και διάβασε:

«Ο γιος σας Αλέξανδρος Άγγελος, έπεσε σε μια άσκηση του ιππικού και πέθανε κατά τη...».

Το χαρτί του έφυγε απ' τα χέρια, έβγαλε ένα βρυχηθμό — όρθιος στους αναβολείς — κι έπεσε από το άλογό του σα σπασμένη κολώνα.

Έτσι, ο θείος Άγγελος ήπιε το ποτήρι μέχρι τον πάτο.

Όλοι πιστέψαμε ότι τούτο το δυστύχημα θα ήταν το τέλος.

Όχι όμως. Ο θάνατος, που θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν ανακούφιση γι' αυτόν, δεν ήρθε, και κανένας δεν έμαθε ποτέ γιατί αυτός ο άνθρωπος δεν αυτοκτόνησε.

Κι όμως, δεν αυτοκτόνησε. Πέθαινε όμως κάθε μέρα, πίνοντας αδιάκοπα ποτηράκια από τη δυνατότερη ρακή του. Έγινε ο καλύτερος πελάτης του εαυτού του.

Η διαδικασία της αποσύνθεσης αυτού του ανθρώπου, στοργικού πατέρα, καλού πολίτη και πιστού χριστιανού, είναι η πιο πένθιμη από τις τραγωδίες που γνώρισα ποτέ. Εδώ, θα διαβάσουμε μόνο την αρχή. Το τέλος — η θλίψη που θανατώνει την καρδιά μας — θα γραφτεί αλλού.

Μετά το θάνατο του παιδιού, ο πατέρας ζήτησε η κηδεία και η ταφή να γίνουν στο χωριό του. Την παρακολούθησαν όλοι οι κάτοικοι και, όταν τα όπλα έρριξαν τους αποχαιρετιστήριους πυροβολισμούς τη στιγμή που κατέβαζαν το φέρετρο, όλοι δακρυσμένοι έπεσαν στα γόνατα. Οι στρατιώτες και οι αξιωματικοί της τιμητικής φρουράς έκλαιγαν. Ένας μόνο άνθρωπος δεν έκλαιγε, ο πατέρας. Όρθιος, με το κεφάλι γυμνό και το καπέλο στο χέρι στεκόταν στην άκρη του λάκκου και κύτταζε στο βάθος το φέρετρο. Εκείνη τη στιγμή, ένας άνθρωπος ξεπρόβαλε από το πλήθος, έπεσε στα πόδια του και αγκαλιάζοντάς τα, φώναζε:

— Άγγελε! Άγγελε! Σε ικετεύω, συγχώρεσέ με. Εγώ έβαλα τη φωτιά στο σπίτι σου!... Απόδωσε τώρα δικαιοσύνη! Συγχώρεσέ με όμως πρώτα!

Ο Άγγελος γύρισε το κεφάλι του και κύτταξε πολλή ώρα τον άνθρωπο που κυλιόταν στα πόδια του σα να βρισκόταν σ' αναμένα κάρβουνα, φωνάζοντας:

— Συγχώρεσέ με και σκότωσέ με, ρίξε με στη φυλακή!

Είπε μόνο: «Σε συγχωρώ» κι έφυγε. Κανένας δεν τόλμησε να τον ακολουθήσει.

Μόλις έφτασε σπίτι του, ξεκρέμασε από τον τοίχο την εικόνα της Παναγίας που κρατούσε στα χέρια της το Χριστό και που είχε γύρω γύρω βασιλικό· ξεκρέμασε και τα πορτραίτα του βασιλιά, της

Page 8: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

βασίλισσας και του διαδόχου. Πήρε ένα φτυάρι, έσκαψε ένα λάκκο στον κήπο, τα έθαψε στο βάθος και τα ξανασκέπασε με χώμα.

Μετά κλείστηκε στο μαγαζί του και εγκαταλείφθηκε ψυχικά και σωματικά στο αλκοόλ. Ένα χρόνο μετά την κηδεία κανείς δεν ήξερε αν υπήρχε κάποιος μέσα, ή το σπίτι ήταν έρημο. Οι κάτοικοι περνούσαν, γονάτιζαν μπροστά στα παράθυρα με τις κατεβασμένες κουρτίνες και συνέχιζαν το δρόμο τους. Εκείνος έβγαινε τη νύχτα συντροφιά μ' ένα σκύλο, περπατούσε στα ερείπια του σπιτιού του και γύριζε. Την ημέρα έπινε τις μικρές δόσεις του, χωρίς να μεθάει και πίσω απ' τις κουρτίνες, με το πηγούνι ακουμπισμένο στις παλάμες του, κύτταζε τους τοίχους του καμένου του σπιτιού.

Μόλις τέλειωσε η χρονιά του φριχτού αυτού πένθους, άνοιξε το μαγαζί. Δηλαδή, άλλους σερβίριζε κι άλλους όχι, χωρίς να μάθει ποτέ κανείς την αιτία των αρνήσεών του και των προτιμήσεών του. Οι περαστικοί σεβόντουσαν τη θέλησή του γιατί οι δυστυχίες του ήταν γνωστές στη γύρω περιοχή σε ακτίνα 5 λεύγες. Εξάλλου, δεν έφερνε καινούριο εμπόρευμα, γιατί το υπόγειό του ήταν γεμάτο κρασί κι αλκοόλ.

Ο Αδριανός και η μητέρα του ήταν τα μόνα πρόσωπα στα όποία ο Άγγελος δέχτηκε να μιλήσει. Ο Αδριανός ήρθε να τον δει δυο φορές —με την ψυχή στο στόμα— την επόμενη χρονιά από τότε που ξανάνοιξε το μαγαζί. Ο θείος καθισμένος πάντα στο παράθυρό του, με το μπουκάλι και το μικρό ποτήρι μπροστά του, την πόρτα κλειδωμένη και το σκύλο δίπλα του, κύτταγε έξω. Πέρασε ένα κάρο και οι δύο άνθρωποι που το οδηγούσαν κατέβηκαν και κτύπησαν την πόρτα. Ο θείος δεν κουνήθηκε, κι αυτοί έφυγαν. Σε λίγο σταμάτησε ένα δεύτερο κάρο. Ένας άντρας, δίχως να κατέβει, φώναξε:

— Άγγελε! Μπορώ να πιω κάνα ποτήρι;

Αυτός σερβιρίστηκε.

Την ώρα που ο Αδριανός πήγαινε να βρει το θείο Άγγελο, ύστερα από την εντολή της μητέρας του, σκεφτόταν τις δυστυχίες του θείου του και μονολογούσε: «Γελιέται η μαμά αν νομίζει ότι θα μπορέσω να βγάλω το θείο απ' τη φωλιά του». Το πράγμα δεν ήταν εύκολο. Δεν ήταν απλά και μόνο μια επίσκεψη, αλλά μια επίσκεψη συμφιλίωσης. Οι δύο θείοι, την εποχή του θανάτου της μητέρας τους, πριν οκτώ χρόνια, είχαν τσακωθεί για ένα γελοίο ζήτημα κληρονομιάς. Στο άναμμα της συζήτησης, ο θείος Άγγελος, παρά τη θέληση της μεγάλης αδελφής του που ήταν αντίθετη στο μοίρασμα, έκανε το σφάλμα να πει: «Θέλω μια πραγματική κληρονομιά από τη μητέρα μου για ν' αγοράσω ένα μεγάλο κομπολόι και να το κρεμάσω στην εικόνα, ξέροντας ότι είναι της μητέρας μου», Ο θείος Δήμης, θυμωμένος, του απάντησε με βρισιές· ο αδελφός του τον χαστούκισε και ο μικρότερος έκανε το λάθος να χτυπήσει το μεγαλύτερο αδελφό τους μ' ένα μπαστούνι στο μέτωπο. Βγήκε απ' το πατρικό σπίτι φωνάζοντας:

— Δεν θα ξαναπατήσω ποτέ πια εδώ, ούτε εσύ σε μένα, παρά μόνο την ημέρα που θα φιλήσεις μπροστά σ' όλον τον κόσμο τις σόλες της μπότας μου.

Από τότε, ήτανε τσακωμένοι. Πριν από το θάνατο που έδωσε τη χαριστική βολή στο θείο Άγγελο, ο μικρότερος είχε αντισταθεί ξεροκέφαλα σ' όλα τα παρακάλια της αδελφής του που τον παρακαλούσε να πάει να ζητήσει συγγνώμη από τον αδελφό του. Μετά όμως από τον τελευταίο φοβερό θάνατο, κανένας δεν τόλμησε να ταράξει την ησυχία του Άγγελου.

Τώρα, η μητέρα του Αδριανού ήθελε οπωσδήποτε να συμφιλιώσει τα δύο αδέλφια, φώναξε αυτόν που χτυπήθηκε απ' τη μοίρα — αντί να πάει σπίτι του — γιατί βασιζόταν στον πόνο του που είχε μαλακώσει την περηφάνεια του, αλλά και στην επιρροή που είχε πάντα πάνω στα δυο αδέλφια της, ιδίως σ' αυτόν που ήταν πλουσιώτερος, αντιτάσσοντας στη θέλησή του για το μοίρασμα της περιουσίας, την αφιλοκερδή της άρνηση.

Page 9: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

Ήταν 8 το βράδυ, όταν ο Αδριανός έφτασε μπροστά στο σπίτι του θείου του. Στο μεσημβρινό παράθυρο, που έβλεπε στο χωριό, είχε φως. Ο Αδριανός αναρριγούσε όταν σκεφτόταν τον άνθρωπο πίσω απ' αυτές τις κλειστές κουρτίνες. Πλησίασε στο παράθυρο και κόλλησε το αυτί του. Κανένα ίχνος ζωής, εκτός από τη λάμπα του πετρελαίου που έκαιγε. Ο Σουλτάνος, ο σκύλος του, ανυπόμονος γαύγισε. Ο σκύλος του θείου απάντησε αλλά η κουρτίνα δεν κουνήθηκε. Ο Αδριανός ήξερε ότι ήταν ανώφελο να χτυπήσει. Ακούμπησε τη μύτη του στο τζάμι και είπε δειλά:

— Θείε! Εγώ είμαι, ο Αδριανός· θέλω να σου μιλήσω.

Περίμενε ένα λεπτό, οπότε η κουρτίνα τραβήχτηκε και το χέρι του θείου του έκανε σήμα να περάσει από την πόρτα, που την άνοιξε κρατώντας τη λάμπα.

Ο Αδριανός μπήκε μαζί με το Σουλτάνο. Με την πρώτη ματιά που έρριξε στο κακοφωτισμένο εσωτερικό, η καρδιά του σφίχτηκε περισσότερο. Τι θλίψη βασίλευε στα εγκαταλειμμένα από το θαυμαστό χέρι του ανθρώπου πράγματα και πόσο δυνατή ήταν η γλώσσα αυτής της θλίψης! Δεν υπήρχαν πια ποτήρια στον πάγκο ούτε ψωμί στο μεγάλο τραπέζι, ούτε καπνιστό λαρδί κρεμασμένο στο ταβάνι σαν χοντρά κομμάτια σανίδας, ούτε στρογγυλά μπισκότα στο οριζόντιο δοκάρι. Υπήρχε μόνο σκόνη, λησμονιά εγκατάλειψη και θανάσιμη γαλήνη...

Στη μέση του καινούριου αυτού νεκροταφείου, με το πανωφόρι στους ώμους, πάντα ψηλός αλλά — αλλοίμονο! — καμπουριασμένος, ο άνθρωπος που κάποτε περπατούσε με το κεφάλι ψηλά και το στήθος προτεταμένο, ο θείος Άγγελος, κυττούσε τον ανηψιό του με βλέμμα ήρεμο. Ο ανηψιός, με τα δυο χέρια του, έπιασε το ελεύθερο χέρι του θείου του και, κατά τη συνήθειά του, το φίλησε. Ήταν έτοιμος να κλάψει. Χωρίς να πει λέξη, ο θείος τον οδήγησε στο δωμάτιό του. Και εδώ επικρατούσε η ίδια εγκατάλειψη. Οι τοίχοι άδειοι και κιτρινισμένοι, δεν ανέδιδαν πια την όμορφη μυρουδιά του φρέσκου ασβέστη. Ένα βρώμικο κι άφτιαχτο παλιοκρέβατο, έμοιαζε να διαμαρτύρεται κι αυτό ενάντια στο βαρύ απ' τις δυστυχίες κορμί που το συνέτριβε με το βάρος του κάθε βράδυ. Η κεραμιδένια σόμπα έδειχνε τις μαύρες καπνισμένες σχισμές της. Τα πλάγια δοκάρια του ταβανιού, ήταν κι αυτά μαυρισμένα. Δύο ξύλινες καρέκλες, το τραπέζι και το δίκανο, που ήταν κρεμασμένο από το λουρί του σ' ένα καρφί, συμπλήρωναν την επίπλωση. Στο τραπέζι, ήταν μια μπουκάλα με ρακή, ένα ποτήρι, η Βίβλος, ένας μικρός κατάλογος μ' ένα μολύβι πιασμένο σε σπάγγο, ένα μαχαίρι κι ένα κομμάτι ψωμί. Ο Αδριανός ξέσπασε σε κλάματα.

Ο θείος κάθησε σε μια καρέκλα, τον τράβηξε κοντά του και, για πρώτη φορά μετά την καταστροφή, τον φίλησε. Με αρρενωπή αλλά σπασμένη φωνή, χωρίς την παλιά της δύναμη, του είπε γλυκά:

— Χαίρομαι που σε βλέπω Αδριανέ... μα γιατί κλαις;

— Θείε... δεν είναι δυνατόν!.. Τρως ξερό ψωμί... ανημέρα το Πάσχα. Αυτό πια... όχι... ακόμα και τα σκυλιά σημέρα τρώνε γλυκό ψωμί.

Ο Αδριανός σκούπισε τα δάκρυά του, κύτταξε το θείο του κατάφατσα και τον είδε να χαμογελάει με καλοσύνη, την ανυπόφορη καλοσύνη του ανθρώπου που τον σκότωσε ο πόνος. Το κεφάλι του ήταν σχεδόν φαλακρό, τα γένεια και τα μαλλιά του κάτασπρα. Το πουκάμισό του και τα ρούχα του ήταν βρώμικα, χωρίς κουμπιά· απάντησε στον ανηψιό του με φωνή ακόμα πιο σβησμένη:

— Αν αυτό μόνο σε κάνει να κλαις, τότε ηρέμησε και πες μου γιατί ήρθες;

— Ήρθα να σε ρωτήσω αν μισείς ακόμα το θείο Δήμη.

— Δεν μισώ πια κανένα.

— Θα μπορούσες να τον συγχωρήσεις για το λάθος του;

— Δεν έχω πια τίποτα να συγχωρήσω σε κανένα.

Page 10: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

Ο θείος απαντούσε τελείως αδιάφορα, σα να έλεγε: «Το ψωμί είναι στο τραπέζι» ή «έξω νύχτωσε».

— Ε, λοιπόν, είπε ο Αδριανός κομπιάζοντας, η μαμά με στέλνει να σε παρακαλέσω να έρθεις απόψε στο σπίτι του θείου.

— Σε στέλνει η μητέρα σου... επανέλαβε ο δύστυχος άνθρωπος κουνώντας το κεφάλι του· έχεις άγια μητέρα Αδριανέ.

Έπειτα, σα να σκέφτηκε μια στιγμή, πρόσθεσε:

— Εσύ τι λες για όλα αυτά;

— Μα θείε, μπορείς να το μαντέψεις: το θέλω μ' όλη μου την καρδιά.

— Το θέλουν κι οι άλλοι;

— Και βέβαια, όλοι το θέλουν θείε.

— Ωραία λοιπόν, τότε το θέλω κι εγώ.

Τι τρομερό ήταν αυτό το «το θέλω κι εγώ» που βγήκε απ' αυτά τα χείλη με το πεθαμένο χαμόγελο! Τι εξουθένωση κάθε θέλησης.

Ο Αδριανός τρόμαξε.

Ξεκίνησαν μαζί με τα σκυλιά τους.

Ο παπα-Στέφανος, που ο Αδριανός είχε ειδοποιήσει περνώντας, ήταν ογδοντάρης και δεν λειτουργούσε πια στην εκκλησία· έκανε όμως πολλές εξυπηρετήσεις στον κόσμο σα διαιτητής ή σύμβουλος. Η όρασή του είχε κάπως εξασθενήσει, τα πόδια του όμως πήγαιναν όπως και του νέου. Έμενε πολύ κοντά στο σπίτι του θείου Δήμη. Ο πάτερ Στέφανος πήρε το μπαστούνι του και πήγε αμέσως να χτυπήσει την πόρτα του γείτονά του.

Μόλις εμφανίστηκε αυτή η αποστολική φυσιογνωμία, που έμοιαζε κορνιζαρισμένη μέσα σε μια ξασπρισμένη γενειάδα, όλοι σηκώθηκαν και του φίλησαν το χέρι, που, εδώ και πενήντα χρόνια το φιλούσαν όλοι οι αμαρτωλοί.

— Χριστός Ανέστη παιδιά μου! είπε με την εξασκημένη από την εκκλησία φωνή του.

Αληθώς Ανέστη! του απάντησαν όλοι μαζί.

Η μητέρα του Αδριανού πρόσφερε τη θέση της στον ιερέα που κάθησε, χωρίς να παρεξηγηθεί, όπως ήταν άλλωστε το δικαίωμά του. Εκείνη στάθηκε όρθια, ακούμπησε την πλάτη της στον άσπρο τοίχο και σταύρωσε τα χέρια της.

Οι παρευρισκόμενοι, κάπως απορημένοι απ' αυτή την απρόοπτη επίσκεψη, έστρεψαν τα μάτια προς τη μεγάλη αδερφή σα να ζητούσαν εξηγήσεις. Εκείνη —αδύνατη, στητή και με τραβηγμένα χαρακτηριστικά— έριξε γύρω της μια ματιά γεμάτη καλοσύνη και είπε.

— Σας ζήτησα νάρθετε πάτερ-Στέφανε για να βοηθήσετε ώστε να συμφιλιωθούν απόψε τα δύο αδέλφια μου, ο Δήμης και ο Άγγελος που ελπίζω ότι θάρθει σε λίγο. Όπως ξέρετε, έχουν περάσει οκτώ χρόνια που δεν χαιρετιούνται κι αποφεύγουν να περνούν μαζί τις ιερές γιορτές και να τρων και να πίνουν μαζί. Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί. Δεν θέλω να περάσω στα μάτια σας σαν αμόλυντη γυναίκα. Έχω τις αμαρτίες μου και το χειρότερο, έφερα στον κόσμο ένα παιδί που δεν έχει πατέρα,

Page 11: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

αφού έζησα δέκα χρόνια μ' έναν άντρα χωρίς την ευλογία της εκκλησίας. Το χειρότερο όμως αμάρτημα του ανθρώπου πιστεύω πως είναι το μίσος, κάθε μίσος, και πολύ περισσότερο ανάμεσα σε δυο αδέλφια.

— Δεν μισώ πια τον αδελφό μου τον Άγγελο, είπε βλοσυρά ο θείος Δήμης.

— Χαίρομαι που το ακούω, είπε ο παπάς, κράτησες πολύ όμως Δήμη...

— Ναι, ήταν άδικος απέναντι μου...

— Ναι, ήταν άδικος απέναντί σου, συμφώνησε ο υπηρέτης της δικαιοσύνης, εσύ όμως φάνηκες ιερόσυλος απέναντί του· τον χτύπησες και έχυσες το αίμα του. Ξέχασες την ιερή πίστη των πατέρων μας, σύμφωνα με την οποία «ο μικρότερος αδελφός που θα χτυπήσει τον μεγαλύτερο, θα τον κουβαλάει στην πλάτη του στην άλλη ζωή» και πίστευαν ότι έβλεπαν την εικόνα του με την Πανσέληνο;

Ο Δήμης δεν έβγαλε μιλιά. Η αδελφή του συνέχισε:

— Ο Άγγελος ήταν άδικος, είναι αλήθεια. Ξέχασε ότι ο αδελφός μας ο Δήμης έμεινε στο σπίτι και φρόντιζε τη γριά μητέρα μας για πολλά χρόνια, ενώ εμείς οι άλλοι, οι τρεις αδελφοί και αδελφές την εγκαταλείψαμε ακολουθώντας καθένας το δρόμο του. Να γιατί, αν και ήμουνα η πιο φτωχή από τους τέσσερις, αρνήθηκα τη μοιρασιά. Αυτή η μοιρασιά θα πετούσε στο δρόμο το μικρότερο αδελφό μας με τη γυναίκα του και τα δυο τους παιδιά. Ο Άγγελος όμως, που ήταν εύπορος, ήθελε να τον βοηθήσει να ξαναφτιάξει το σπίτι του κι εδώ είναι που αρχίζει το άδικο του Δήμη. Ηταν περήφανος και δεν ήθελε να χρωστάει τίποτα στον αδελφό του. Πιστεύω μάλιστα ότι τον μισούσε κιόλας. Έτσι, ο καυγάς και το ξύλο φώλιαζαν στην ψυχή του σαν τη φωτιά κάτω απ' τη στάχτη και τσακωθήκανε. Τώρα, ο καημένος ο Άγγελος πλήρωσε για όλες τις αμαρτίες του· οι δυστυχίες του αφαίρεσαν ό,τι ανθρώπινο υπάρχει μέσα μας και σημέρα λογαριάζεται για ζωντανός μόνο χάρη στο σώμα του που σέρνεται ακόμα στη γη. Εγώ θα προτιμούσα να είχε πεθάνει γιατί αυτό που κάνει τώρα είναι πολύ χειρότερο απ' το θάνατο. Πίνει, κατά βάθος όμως πίνεται αυτός από τη ρακή. Της έχει πουλήσει την ψυχή του. Έχω να πάω στο σπίτι του από τα Χριστούγεννα και ούτε αυτός πηγαίνει πουθενά. Μια φορά, του είπα ότι αν δεν κατάφερνε να γλυτώσει απ' αυτήν την κατάσταση, θάταν καλύτερα γι' αυτόν να πέθαινε. Εκείνος μου απάντησε: «Έχω πεθάνει». Ελπίζω όμως ακόμη με τη βοήθειά σας να τον γλυτώσω από το πιοτό. Ίσως κι ο παπα-Στέφανος θα μπορούσε ν' ασκήσει επάνω του σωτήρια επιρροή. Αν έρθει απόψε, θα πηγαίνουμε να τον βλέπουμε συχνότερα. Γι' αυτό παρακαλώ το Δήμη να του ζητήσει ταπεινά συγγνώμη.

Εκείνη τη στιγμή, χωρίς να χτυπήσει κανένας, η πόρτα άνοιξε ορθάνοιχτα και στο κατώφλι φάνηκε ο θείος Άγγελος με τον Αδριανό πίσω του. Προσπαθούσε να σταθεί όρθιος και φαινόταν σα να χαμογελούσε. Με τα ρούχα του τσαλακωμένα, το πανωφόρι του κουρελιασμένο και ριγμένο στους ώμους του, τις μπότες γεμάτες ξεραμένες λάσπες και το δερμάτινο σκούφο του στο χέρι, έμοιαζε με γέρο ζητιάνο. Χαιρέτησε με τον παλιό τρόπο:

— Καλησπέρα, αξιότιμοι κύριοι!

Η ξαφνική του εμφάνιση σ' αυτή τη θλιβερή ατμόσφαιρα, συγκίνησε όλον τον κόσμο. Ο θείος Δήμης και η αδελφή του ξέσπαγαν σε κλάματα. Ο Δήμης έπεσε στα πόδια του δυστυχισμένου αδελφού του και του φίλησε τις μπότες. Ο άλλος έκλαψε πάνω στα χέρια του που μύριζαν οινόπνευμα.

— Καημένε μου αδελφέ!... Καημένε μου αδελφέ!... Πώς κατάντησες.

Ο θείος Άγγελος, ασυγκίνητος, σήκωσε τον αδελφό του και τον φίλησε όπως και την αδελφή του. Μετά πήγε και φίλησε το χέρι του παπά έσφιξε το χέρι των συνομηλίκων του ενώ οι νεώτεροι φίλησαν το δικό του.

Page 12: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

Στη συνέχεια, κάθησε στη θέση που του δείξανε, στην άλλη άκρη του τραπεζιού, απέναντι από τον παπά. Στην ησυχία που ακολούθησε ακουγόντουσαν μόνο τα αναφιλητά του αδελφού και της αδελφής που συνέχισαν να κλαίνε.

Μόλις κάθησε, το χαμόγελό του έσβησε και το βλέμμα του πάγωσε. Ρώτησε.

— Γιατί κλαίτε; Δεν αξίζει τον κόπο.

Τα πράγματα ξαναηρέμησαν, κανείς όμως δεν τόλμησε να μιλήσει. Ο γερο-παπάς κυττούσε επίμονα, με ύφος γεμάτο κατανόηση το δυστυχισμένο του ξάδελφο που είχε γεράσει σχεδόν όσο κι αυτός και του είπε με αποφασιστική και γεμάτη καλοσύνη φωνή:

— Άγγελε, επίτρεψέ μου να σου θυμίσω ότι μπήκες εδώ την άγια μέρα του Πάσχα, χωρίς να χαιρετίσεις όπως κάθε καλός ορθόδοξος χριστιανός.

Ο άλλος, σα να ερχόταν από κάποια μακρινή γη, και χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει την κατηγορία, ρώτησε:

— Πώς να χαιρετίσω πάτερ;

Ο ιερέας κατάλαβε την κατάσταση του και είπε ήρεμα:

— Να, έπρεπε να πεις τα ιερά μας λόγια: «Χριστός Ανέστη».

Ο Άγγελος έσκυψε το κεφάλι, έπιασε με το δάχτυλο ένα ψίχουλο ψωμιού που βρισκόταν μπροστά του στο τραπέζι, μετά σήκωσε το μέτωπό του και απάντησε:

— Δεν πιστεύω ότι ο Χριστός αναστήθηκε! Οι νεκροί δεν ανασταίνονται.

— Άγγελε!... είσαι άσεβης. Ο Χριστός δεν είναι ένας «νεκρός», αλλά ο γιος του Θεού, Θεός κι ο ίδιος!.. φώναξε ο υπηρέτης της εκκλησίας με ηρεμία, αλλά φωνή λίγο τρεμουλιαστή.

— Δεν ξέρω τίποτα, απάντησε ατάραχος ο Άγγελος.

Και λέγοντας αυτά, έβγαλε από την τσέπη του πανωφοριού του ένα μπουκάλι του μισού λίτρου, από την άλλη τσέπη ένα μικρό ποτήρι, γέμισε με την ησυχία του μπροστά σε όλους και ξανάβαλε το μπουκάλι στη θέση του. Ήπιε μια μικρή γουλιά, που τη γυρόφερε στο στόμα του πριν την καταπιεί και μετά έβαλε το ποτήρι μπροστά του στο τραπέζι, με προφυλάξεις, σα να φοβόταν ότι θα έπεφτε.

Τα χάσανε όλοι. Η μητέρα του Αδριανού σκέπασε με το ένα της χέρι τα μάτια της κι έκλαψε σιωπηλά. Ο Άγγελος, ατάραχος, δεν κατάλαβε καθόλου τη φρίκη που δημιουργήθηκε. Τους κύτταξε όλους με βλέμμα ήρεμο, λες κι είχε κάνει το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου. Και γι' αυτόν, τούτο-δω, ήταν πραγματικά το πιο φυσικό πράγμα εδώ και τρία σχεδόν χρόνια, αφού το έκανε 100 φορές την ημέρα μόνος του, χωρίς να μπορεί κανείς να τον κατηγορήσει.

— Καημένε Άγγελε! φώναξε ο παπάς. Σε λυπάμαι. Έπαψες όχι μόνο να είσαι χριστιανός αλλά και άνθρωπος!

Αντί γι' απάντηση, ο Άγγελος ξαναπήρε το ποτήρι, το έφερε στα χείλη του και ξανάπιε μια μικρή γουλιά. Μετά, με βαριεστημένο ύφος σα να μονολογούσε και βγάζοντας έναν αδιόρατο στεναγμό, είπε:

— Δεν ξέρω γιατί με φέρατε εδώ...

Τότε η αδελφή του, που ήταν καθισμένη δεξιά του σκούπισε τα δάκρυά της, του έπιασε το χέρι και του είπε, σα να μιλούσε σε παιδί.

Page 13: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

— Αγαπημένε μου αδελφέ, σε φώναξα γιατί θέλουμε να σε ξαναφέρουμε κοντά μας, να σ' αγαπάμε και να σε κάνουμε ν' αγαπάς... Δεν αγαπάς πια τη ζωή; Δεν αγαπάς πια τίποτα;

— Κι αν αγαπώ κι αν δεν αγαπώ είναι το ίδιο πράγμα... και δεν σημαίνει τίποτα... Μα γιατί ενδιαφέρεσαι για μένα αδελφή μου;

— Ρωτάς γιατί Άγγελε; Μα είμαι η μεγαλύτερη αδελφή σου και οι δυστυχίες σου είναι και δικές μου.

— Αυτό είναι λάθος. Υπέφερες και υποφέρεις τις δυστυχίες σου, όχι τις δικές μου.

— Όχι Άγγελε, υποφέρουμε κι οι δύο από τους δεσμούς του αίματος.

— Δεν υπάρχουν δεσμοί αίματος: αν κόψω ένα πόδι, το δικό μου αίμα θα τρέξει, όχι το δικό σου.

— Κι όμως υπάρχουν ηθικά βάσανα, κοινά και στους δυο μας.

— Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα. Ακόμα κι αν αυτό που θα πω είναι κουβέντα στον αέρα, σου λέω ότι αν αύριο χάσεις το γιο σου, εγώ θα υποφέρω, εσύ όμως θα πεθάνεις.

Η αδελφή του σώπασε, νικημένη από την αδυσώπητη λογική του· εκείνος ήπιε ακόμα λίγη ρακή.

Ο παπάς θυμήθηκε πάλι το περίφημο παράδειγμα της Βίβλου:

— Άγγελε, θυμήσου τον Ιώβ! Η καταστροφή του ήταν τουλάχιστον όση και η δική σου, εκείνος όμως έμεινε ακλόνητος στη πίστη του. Σκέψου ότι εμείς οι θνητοί αγνοούμε τη θεϊκή σκέψη. Ποιος ξέρει αν οι δυστυχίες που σου έστειλε ο Κύριος, δεν είναι παρά δοκιμασίες για να σε κάνει αργότερα έναν από τους Εκλεκτούς του.

Ο Άγγελος ανασηκώθηκε στην καρέκλα του και τα μάτια του έλαμψαν, φάνηκε σα να ήθελε ν' απαντήσει στον παπά, αλλά σταμάτησε. Φώναξε τον Αδριανό που καθόταν σε μια γωνιά του δωματίου και τον έβαλε να καθήσει αριστερά του, ανάμεσα στους δύο θείους· μετά, με κάπως δυνατώτερη φωνή, είπε:

— Ξάδελφε Στέφανε, πρέπει να υπάρχουν θλιβερά ψέματα στις θρησκευτικές σας ιστορίες. Το μυαλό μου δεν είναι καθαρό για να σου απαντήσω (μιλούσε στον ενικό στον παπά)· τούτο δω όμως το αγόρι, ο ανηψιός μας, ξέρει περισσότερα από μας...

— Θείε, τον διέκοψε ο Αδριανός, δεν θάθελα ν' ανακατευτώ στις συζητήσεις σας απόψε· δεν είμαι μεγάλος και οι ιδέες μου μπορεί να πληγώσουν τον πάτερ-Στέφανο.

Ο θείος Άγγελος έβαλε το χέρι του στον ώμο του Αδριανού και τον καθησύχασε:

— Παιδί μου, δεν θα πληγώσεις κανένα. Εδώ είμαστε όλοι σχεδόν της οικογένειας. Και για το δικό μου το καλό, πρέπει να μιλήσεις γι' αυτά που διάβασες στα βιβλία σου. Τώρα πια, ζω μόνο για την αλήθεια. Εδώ και δύο χρόνια όμως που διαβάζω κουτσά στραβά τη Βίβλο, το μόνο που καταφέρνω είναι να μπερδεύομαι.

Πώς εξηγείς Αδριανέ ότι υπάρχει τόση σοφία σ' αυτό το βιβλίο που είναι γεμάτο με τόσους μύθους, όπως π.χ. αυτή η απίστευτη ιστορία του Ιώβ;

Ο Αδριανός, φοβισμένος από το διαπεραστικό βλέμμα του παπά απάντησε:

— Είναι γιατί τα πρόσωπα της Βίβλου ξεφεύγουν από τον έλεγχο της ιστορίας. Η Βίβλος είναι βιβλίο πίστης, για τη χρήση των πιστών: σου ζητάει να πιστεύεις, όχι να ερευνάς.

Page 14: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

— Πες μου όμως αν μπορείς να πιστέψεις σ' ένα Θεό, που παίρνει από ένα πατέρα όλα του τα παιδιά για να έχει την ευχαρίστηση ότι τον δοκιμάζει; Πρέπει να έχει καρδιά αληθινού κακούργου.

Στο άκουσμα αυτών των λόγων, ο ιερέας πετάχτηκε σαν κάτι να τον τσίμπησε:

— Εγώ φεύγω, είπε, δεν έχω θέση σε σπίτι όπου βλαστημούν το Θεό.

— Αυτή τη βοήθεια δίνεις σ' έναν Ιώβ σαν κι έμενα; ρώτησε ο Άγγελος. Είχα τρία παιδιά και τα έχασα και τα τρία. Τι έγκλημα έκανα για να με τιμωρήσει ο Θεός σου τόσο σκληρά;

— Δυστυχισμένε! Η θεία Χάρη σε είχε διαλέξει για να γίνεις ένας από τους μάρτυρές της που απολαμβάνουν την αιώνια ζωή.

— Η θεία Χάρη σου θάκανε καλύτερα να μ' άφηνε ν' απολαύσω τη ζωή στη Γη, που μ' άρεσε, και να μη με καταντήσει ένα μεθύστακα χωρίς οικογένεια και Θεό.

— Κανένας δεν είναι άξιος να κρίνει τις πράξεις του Θεού! Και με τα λόγια αυτά, ο παπάς ευλόγησε τον κόσμο κι έφυγε.

— Άγγελε, είπε η αδελφή του μόλις ο ξάδερφός τους έφυγε, δεν έδειξες σεβασμό στον πάτερ-Στέφανο, ξέχασες ότι είναι παπάς.

— Αντίθετα αδελφή μου, πρέπει μάλλον να θυμήθηκα ότι είναι παπάς αφού του είπα ότι δεν πιστεύω στα λόγια των παπάδων. Είναι δικό τους λάθος αν δεν πιστεύω πια στο Θεό τους. Γιατί μας δίνουν έναν παντοδύναμο αρχιτέκτονα που ανακατεύεται κάθε στιγμή στη ζωή μας; Δεν υπάρχει καμιά αλήθεια σ' αυτή την ιστορία. Η αλήθεια πρέπει να βρίσκεται αλλού. Που; Δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι ότι ζούμε, υποφέρουμε και πεθαίνουμε ανόητα, χωρίς να ξέρουμε ούτε γιατί, ούτε πώς. Ξέρω ακόμα ότι το μεγαλύτερο λάθος μας είναι ότι επιθυμούμε πολύ την ευτυχία, ενώ η ζωή αδιαφορεί για τις επιθυμίες μας: αν είμαστε ευτυχισμένοι, αυτό είναι ζήτημα τύχης κι αν είμαστε δυστυχισμένοι, είναι πάλι ζήτημα τύχης. Μέσα σ' αυτή τη γεμάτη σκοπέλους θάλασσα που είναι η ζωή η βάρκα μας είναι στη διάθεση των ανέμων, και η επιδεξιότητά μας δεν μπορεί να μας γλυτώσει παρά από ελάχιστα πράγματα. Και ούτε που αξίζει να κατηγορήσουμε κάποιον ή να στηρίξουμε τις ελπίδες μας σε κάποιο πράγμα: είμαστε προορισμένοι στην ευτυχία ή τη δυστυχία πριν ακόμη βγούμε από την κοιλιά της μάνας μας. Ευτυχισμένος είναι αυτός που αισθάνεται λιγώτερο ή δεν αισθάνεται τίποτα. Και δυστυχισμένος είναι αυτός που αισθάνεται και θέλει: δεν έχει ποτέ αρκετά.

Ο Αδριανός συνόδεψε το θείο του στη φωλιά του. Ο Άγγελος σταμάτησε μπροστά στην πόρτα του και του είπε πριν χωρίσουν:

— Αδριανέ! Σε λίγο καιρό θα πεθάνω γιατί, βλέπεις, τα έντερά μου έχουν καεί από το αλκοόλ. Κύτταξέ με καλά και να θυμάσαι κάθε φορά που θα θέλεις να φτύσεις ένα μεθύστακα, ότι εγώ ο θείος σου ο Άγγελος, άνθρωπος έντιμος, που αγαπούσα την τιμιότητα και την καθαρή ζωή, έγινα μεθύστακας και θα πεθάνω μεθύστακας από τα λάθη Κανενός.

Page 15: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ

Στον ανώμαλο δρόμο που πάει τη Βραΐλα στο χωριουδάκι Μπαλντοβινέστι, που ήταν όλος σκαμμένος από τις ανοιξιάτικες βροχές που έπεσαν τελευταία, το κάρο του θείου Δήμη, που το 'σερναν δύο άλογα, ταρακουνιόταν τρομερά. Ο Αδριανός, καθισμένος στη σανίδα, δίπλα στο θείο του, παραπονιόταν ότι τον πονούσε η κοιλιά του και ζήτησε απ' το Δήμη ν' ανακόψει ταχύτητα. Τα άλογα, ευχαριστημένα που δεν έτρεχαν πια, φτερνίστηκαν δυνατά στον καθαρό πρωινό αέρα και συνέχισαν με βηματισμό. Τότε, μέσα στην ηρεμία που ακολούθησε το θόρυβο των ξεχαρβαλωμένων σιδερικών, ο Αδριανός ανασηκώθηκε στο κάθισμά του και με το βλέμμα του χάιδεψε ηδονικά αυτή τη μεσομαρτιάκη ήσυχη εξοχή, που ήταν ακόμα ναρκωμένη από το μακρύ χειμωνιάτικο ύπνο της.

Ο θείος Δήμη, αν και καλοκάγαθος, ειλικρινής και τίμιος χωρικός, ήταν σιωπηλός και συνήθιζε να κυττάζει λαθραία γύρω του. Περίεργος που ξαναέβλεπε αυτόν τον μυστήριο ανηψιό του, που τον είχε μεγαλώσει μέχρι που έγινε 7 χρονών και που μόλις είχε επιστρέψει από ένα ταξίδι δύο ετών στην Αίγυπτο και τη Μ. Ασία, τον κατασκόπευε κρυφά. Ο Αδριανός αμέσως τον κατάλαβε και, παρά την ευχαρίστησή του, αισθάνθηκε ενοχλημένος.

— Θείε, του είπε λίγο πικρά, αν θέλεις να μάθεις τι κάνω αυτή τη στιγμή, δεν έχεις παρά να γυρίσεις προς το μέρος μου και να με κυττάξεις με την ησυχία σου κι όχι σα ντέτεκτιβ. Είναι πολύ δυσάρεστο.

Αντί γι' απάντηση, ο «κατηγορούμενος» έβγαλε από την τσέπη του την καπνοσακκούλα του, που ήταν φτιαγμένη από δέρμα γουρουνιού και άρχισε να στρίβει ήσυχα ενα τσιγάρο. Μετά, με ύφος ειρωνικό, πρόσφερε την σακκούλα στον ανηψιό του, αν και ήξερε ότι δεν μπορούσε να καπνίσει δυνατό καπνό. Ο Αδριανός τον ευχαρίστησε κι άναψε ενα καλό αιγυπτιακό τσιγάρο.

— Δεν είσαι πια δικός μας, μουρμούρισε ο θείος, τρίβοντας το τσακμάκι του για ν' ανάψει το φυτίλι.

Συγγνώμη θείε μου! Ξέχασα να σου προσφέρω φωτιά.

Και σε λίγες στιγμές, κυττάζοντας προς το άπειρο, πρόσθεσε:

— Είναι γιατί είμαι ταραγμένος από τόσα πράγματα. Πρώτα-πρώτα από την επεισοδιακή επιστροφή μου που τόσο λύπησε τη μαμά. Ύστερα, απ' αυτή τη μαύρη γη, που την είχα ξεχάσει και τέλος από τη σκέψη ότι θα ξαναδώ το θείο Άγγελο στην κατάσταση που μου είπες... Πες μου όμως, ξέρεις τι με θέλει;

— Δεν ξέρω... Μου έστειλε μήνυμα χτες το βράδυ μ' έναν αγωγιάτη ότι θέλει να σε δει οπωσδήποτε σημέρα το πρωί.

— Έχει ακόμα το μαγαζί του ανοιχτό;

Ο Δήμης κύτταξε παραξενεμένος τον ανηψιό του.

— Τρελός είσαι; μουρμούρισε. Αφού σου λέω ότι είναι τρία χρόνια στο κρεβάτι και τον έχουν καταφάει ζωντανό τα σκουλήκια, πώς θέλεις να σηκωθεί και να σερβίρει τους αγωγιάτες; Πρώτα-πρώτα έχει μείνει ένας σκελετός και δεύτερον, έχει πιει όλο το αλκοόλ μόνος του.

Ο Αδριανός τρεμούλιασε από φρίκη και χλώμιασε. Ο θείος του προσπάθησε να του δώσει θάρρος:

— Πρέπει να είσαι δυνατός αν δεν θέλεις ν' αρρωστήσεις βγαίνοντας από το σπίτι του. Σίγουρα δεν είναι ευχάριστο να βλέπεις έναν άνθρωπο σε τέτοια κατάσταση. Είναι χειρότερα κι από τον Ιώβ. Αυτός, αν πιστέψουμε τα λόγια του πάτερ-Στέφανου, σηκώθηκε από την αρρώστεια του και ξαναβρήκε ζωντανά τα πεθαμένα του παιδιά και τις κλεμμένες του αγελάδες, ο Άγγελος όμως δεν θα βρει πια τίποτα, ούτε και θα ξανασηκωθεί ποτέ. Οι καιροί άλλαξαν από την εποχή του Ιώβ, ο Θεός δεν κάνει πια θαύματα. Ίσως από δικό μας λάθος...

Page 16: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

— Ποιος τον περιποιείται; ρώτησε ο Αδριανός μ' ένα κόμπο στο λαιμό.

— Κανένας... δηλαδή υπάρχει ενα πιτσιρίκι κοντά του που δεν πρέπει να το ξέρεις. Πόσα χρόνια έχεις νάρθεις στο χωριουδάκι;

— Περίπου 6 χρόνια.

— Ε! λοιπόν άκου τι έγινε. Πριν τέσσερα περίπου χρόνια ήρθε μια μέρα στο χωριό ένα παιδί και περιπλανιόταν. Από που ερχόταν; Ένας θεός ξέρει. Τραύλιζε τόσο πολύ που δεν υπήρχε περίπτωση να καταλάβεις μια λέξη απ' τις δέκα που έλεγε. Ήταν κουρελιάρικο και το σώμα του γεμάτο μελανιές. Το λυπηθήκαμε. Κάτι καλοί Χριστιανοί του έδωσαν σπίτι, φαΐ και του βρήκαν δουλειά για να κερδίζει το ψωμί του. Ο Θεός όμως ήταν λίγο τσιγγούνης στα χαρίσματα που του έδωσε: το παιδί ήταν ανίκανο να φυλάξει δύο πρόβατα· τα έχανε και γύριζε με το μπαστούνι στο χέρι φωνάζοντας και χειρονομώντας σα δαιμονισμένο. Κανένας δεν καταλάβαινε λέξη απ' όσα έλεγε. Έτσι, πέρασε απ' όλες τις πόρτες κι ο πισινός του γεύτηκε τη γλύκα απ' όλα τα τσόκαρα. Στο τέλος βρέθηκε στο δρόμο. Ο Άγγελος το περιμάζεψε και το κράτησε κοντά του. Ζήτησε από τη χωροφυλακή να κάνει έρευνες για να μάθει την καταγωγή του, αλλά μάταια. Τώρα, οι φήμες λένε ότι του κληροδότησε κρυφά ό,τι του έμεινε απ' το βιος του, που εξάλλου αποτελείται από λίγα πράγματα, αφού τα κιβώτια είναι άδεια και το μαγαζί ερείπια. Ο κληρονόμος όμως, αξίζει λίγο όσο τα κιβώτια και το μαγαζί. Οι υπηρεσίες επίσης του μικρού υπηρέτη «αξίζουν» τις απαιτήσεις του αφέντη και αυτό είναι ίσως κάτι το μοναδικό στον κόσμο. Το χειμώνα, όπως και το καλοκαίρι, ο πιτσιρίκος βρίσκεται έξω για παιχνίδι, για να μη σκάσει δίπλα σ' αυτό το ζωντανό πτώμα που έχει καταντήσει ο καημένος ο αδελφός μου. Ο Άγγελος, καρφωμένος στο παλιοκρέβατό του και με όλο το κορμί του μια αναίσθητη πληγή, έχει ανάγκη να του σερβίρουν τη δόση του της ρακής κάθε τέταρτο. Δεν μπορεί πια να σηκώσει ούτε το μπουκάλι. Και επειδή το παιδί είναι έξω και ο Άγγελος δεν έχει πια αρκετά δυνατή φωνή για να το φωνάξει, ξέρεις τι σοφίστηκε; Ε! λοιπόν, εφοδιάστηκε απλούστατα με μια σφυρίχτρα σαν αυτή που έχουν οι χωροφύλακες και όταν έχει ανάγκη σφυρίζει. Έξω, ο πιτσιρίκος είναι ακριβής σα ρολόι: όταν πλησιάζει η στιγμή, έρχεται και παίζει κοντά στο ανοιχτό παράθυρο με το αυτί τεντωμένο για ν' ακούσει το σφύριγμα. Αυτά, το καλοκαίρι. Το χειμώνα, που τα παράθυρα είναι κλειστά και σφραγισμένα, ο περίεργος αυτός πιτσιρίκος, πάντα έξω, τρέχει με το ελκυθράκι του. Τι να κάνει; Μπες, βγες, κάθε στιγμή, το δωμάτιο κρυώνει και ο υπηρέτης ενοχλείται. Έτσι, μια μέρα, ο άρρωστος ανακάλυψε μια τρύπα σε μέγεθος ποτηριού, που διέσχιζε τον τοίχο και βρισκόταν στο επίπεδο του παραθύρου. Μένει όμως πάντα κλειστή μ' ένα αχυρένιο βούλωμα, που ο νοσοκόμος το τραβάει απ' έξω την κατάλληλη στιγμή. Φυσικά ο πιτσιρίκος ξεχνιέται καμιά φορά. Τότε ο Άγγελος, μόνος με τη μοίρα του, σφυρίζει πολλές φορές για τη δόση του. Ξέρει όμως να συγχωρεί. Και έπειτα, και νάθελε να τον αντικαταστήσει, δεν μπορεί. Αυτός ο παρείσακτος στάλθηκε από το Θεό για να περιποιηθεί ένα σάπιο άνθρωπο και θάλεγε κανένας ότι η αρρώστια του αδελφού μου δημιουργήθηκε για να ζήσει αυτό το μικρό και μουγγό αλητάκι.

Σε προειδοποιώ: πλησιάζοντας στο σπίτι, φώναξε ποιος είσαι και μη δοκιμάσεις να μπεις χωρίς την άδεια του παιδιού, γιατί αυτός ο αλήτης βαράει σαν κωφάλαλος. Δεν θ' αργήσεις να φας καμιά μπαστουνιά στο κεφάλι. Το μπαστούνι το 'χει πάντα μαζί του.

Το κάρο σταμάτησε σ' ένα σταυροδρόμι.

— Από δω μπορείς να πας με τα πόδια, του είπε ο Δήμης.

— Δεν θάρθεις μαζί μου;

— Όχι, έχω δουλειά. Και έπειτα, θα ήταν καλύτερα να πας μόνος σου.

Ο Αδριανός άφησε το θείο του και κατευθύνθηκε προς το μαγαζί του θείου Άγγελου, που το φανταζόταν πιο πένθιμο κι από ένα νεκροθάλαμο.

Page 17: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

Ο δρόμος ήταν λασπωμένος, τα πόδια του βούλιαζαν σα να πατούσε σε γλυστερή ζύμη. Μπροστά του και γύρω του, υπήρχε μια απέραντη μαύρη μοναξιά, κρύα και υγρή σπαρμένη εδώ κι εκεί με άσπρες καλύβες με γαλάζια παράθυρα. Απ' όλες τις στέγες έβγαιναν ψηλές στήλες καπνού.

Ο Αδριανός ήταν πια 25 χρονών. Τα έξι τελευταία χρόνια έμενε μόνο λίγους μήνες το χρόνο στη γενέτειρά του· τον υπόλοιπο χρόνο τον περνούσε στο Βουκουρέστι (όπου απερίσκεπτα είχε μπλεχτεί στο επαναστατικό κίνημα) και στο εξωτερικό, όπου η περιπετειώδης ζωή του προκαλούσε ανησυχίες στη μητέρα του και στο θείο Άγγελο που ενδιαφερόταν πολύ για τον ανηψιό του.

Ο μεγάλος αυτός αλκοολικός είχε δοκιμάσει πολλές φορές να μιλήσει με τον ορμητικό αυτόν επαναστάτη, που παντού ανακατευόταν και πουθενά δεν σταματούσε, αλλά δεν είχε βρει τον τρόπο. Ο Αδριανός εμφανιζόταν κι εξαφανιζόταν σα φάντασμα. Αυτή τη φορά όμως τον είχε ειδοποιήσει έγκαιρα. Ο Δήμης είχε περάσει με το κάρο να τον πάρει πρωί-πρωί. Και είχε αναγκαστεί να συγκατατεθεί.

Ναι, να συγκατατεθεί. Δεν ήταν χαρούμενος που πήγαινε να δει αυτόν τον άνθρωπο με τη φριχτή μοίρα. Ο φόβος του ήταν μεγαλύτερος απ' ό,τι εκείνη τη νύχτα του Πάσχα, τη νύχτα της «συμφιλίωσης» των δύο αδελφών. Είχε την εντύπωση ότι θα παρουσιαζόταν σε δικαστήριο όπου θα κρινόταν η τύχη του κι απ' όπου θάβγαινε καταδικασμένος.

«Ζητάει τη δόση του με σφυρίχτρα!». Σταμάτησε σ' αυτή τη λεπτομέρεια, που του φάνηκε το άκρο άωτο της δυστυχίας του θείου του.

Ενώ το μυαλό του στριφογύριζε και αναρωτιόταν ιδιαίτερα γιατί ο θείος ήθελε οπωσδήποτε να τον δει και να του μιλήσει, βρέθηκε ξαφνικά στην άλλη άκρη του χωριού, σ' απόσταση 100 βημάτων απ' αυτό που άλλοτε λεγόταν μαγαζί. Τότε έκοψε το βήμα του και εξέτασε την περιοχή με την ανάσα κομμένη από τη συγκίνηση. Ήταν περίεργος ν' ανακαλύψει το παιδί, που ήταν ταυτόχρονα νοσοκόμος και κέρβερος και που βρισκόταν πάντα έξω. Έψαξε με τα μυωπικά του μάτια γύρω από το σπίτι. Τίποτα δεν κουνιόταν ολόγυρα. Μακρυά, στο μεγάλο δρόμο που πάει στο Γαλάτσι, οι αγωγιάτες μιλούσαν μεταξύ τους, ενώ κάτω από το μολυβένιο ουρανό στριφογύριζαν πολλά κοράκια, κάνοντας τη μοναξιά ακόμη πιο απαίσια.

Ο Αδριανός πλησίασε σαν ένοχος, σαν κλέφτης. Πρόσεξε ότι η στέγη του μαγαζιού ήταν η μισή ξαναφτιαγμένη με καινούργια καλάμια. Το μεγάλο προστέγασμα που προφύλασσε άλλοτε τα ζώα των αγωγιατών, δεν υπήρχε πια. Στη θέση του, υπήρχε μια μικρή θυμωνιά από χόρτα υγρά κι απλωμένα. Το ίδιο το σπίτι ήταν χωμένο στο έδαφος περισσότερο από πρώτα· η πόρτα και τα παράθυρα κρεμόντουσαν από το ένα μέρος, έχοντας χάσει την ευστάθειά τους Όσο για τα τζάμια η βρώμα τους ήταν μεγαλύτερη απ' ό,τι την εποχή που τα έσπασε ο θείος Άγγελος στο όμορφο καμένο σπίτι. «Εδώ αργοπεθαίνει τώρα ο άνθρωπος που αγαπούσε τόσο την καθαριότητα!», σκέφτηκε ο Αδριανός.

Επειδή δεν έβλεπε πουθενά το παιδί, προχώρησε προς την πόρτα. Εκείνη τη στιγμή, ο περίεργος φύλακας εμφανίστηκε πίσω από τη θυμωνιά κουνώντας ένα μεγάλο μπαστούνι και γρυλλίζοντας σα χτυπημένο σκυλί λέξεις ακαταλαβίστικες. Ο Αδριανός ήρεμος, σταμάτησε μπροστά στην ασυνήθιστη αυτή εμφάνιση. Ντυμένο γελοία, μ' ένα μακρύ κουρελιασμένο σακάκι που του ερχόταν μέχρι τα γόνατα, με μακρυά πόδια σαν του πελεκάνου, ξυπόλητα και βρώμικα, το αγόρι φαινόταν να κρατάει με δυσκολία στον αδύνατο λαιμό του ένα τεράστιο κεφάλι σα σπασμένη κολοκύθα που ταλαντευόταν αδιάκοπα ανάμεσα στους ώμους του. Ο Αδριανός αισθάνθηκε ξαφνιασμένος.

— Θέλω να δω το θείο, είπε αηδιασμένος.

Αντί γι' απάντηση, αυτό το έκτρωμα έφραξε την πόρτα και σήκωσε το μπαστούνι· μετά αφού σιγουρεύτηκε ότι ο ξένος δεν προχωρούσε, άνοιξε την πόρτα κι εξαφανίστηκε στο εσωτερικό, αφού προηγουμένως κλείδωσε.

Page 18: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

Ο Αδριανός είδε το αχυρένιο βούλωμα που έφραζε την τρύπα στον τοίχο, το 'βγαλε και κόλλησε εκεί τ' αυτί του. Άκουσε κάτι στριγγλιάρικες και ζωώδεις κραυγές, όχι όμως τη φωνή του Άγγελου.

Τέλος, η πόρτα άνοιξε και το παράξενο αυτό μούτρο κάλεσε το νέο να μπει, απλώνοντας το χέρι του με μια κίνηση αστεία και τραγική ταυτόχρονα.

Ο Αδριανός βρέθηκε στο παλιό μαγαζί, που ήταν τώρα αποθήκη με κούτσουρα κομμένα για το τζάκι. Ο βελανιδένιος πάγκος, που άλλοτε έλαμπε, ήταν σπασμένος σε μια γωνιά, μαζί με μπουκάλια, καράφες και ποτήρια με χερούλι. Από μια μεγάλη τρύπα στην καλαμένια στέγη φαινόταν ο ουρανός.

Το υπόγειο είχε καταρεύσει και μια μυρουδιά μούχλας αναδυόταν από παντού στην ατμόσφαιρα. Οι βροχές και τα χιόνια είχαν μεταβάλει το χωμάτινο πάτωμα σε τέλμα. Όλα τούτα τα βουβά πράγματα κραύγαζαν τόσο δυνατά την απελπισία τους, που ο Αδριανός έμεινε καρφωμένος στη θέση του. Με την καρδιά παγωμένη από την εικόνα της χρεωκοπημένης ζωής, μονολόγησε:

«Κι όλο αυτό είναι μόνο ο προθάλαμος!».

Κατανικώντας μια δυνατή επιθυμία να το σκάσει, άνοιξε τελικά την πόρτα του δωματίου του αρρώστου.

Αμέσως, τον χτύπησε μια αφόρητη δυσωδία πτώματος, περιττωμάτων και ούρων. Τα μάτια του τσουγμένα από την αμμωνία έκλεισαν, δίνοντας του "ισα"ισα το χρόνο να δει μια πλάτη, ένα κρανίο στιλπνό σαν πρησμένη κύστη κι ένα άσαρκο χέρι που κρεμόταν από το άκρο ενός παλιοκρέβατου, φτιαγμένου από βρώμικα σακκιά. Ο Αδριανός αφέθηκε να πέσει πάνω σ' αυτό το σκελετωμένο χέρι, όπου στήριξε το μέτωπο του. Το χέρι ήταν παγωμένο.

Ο άρρωστος ήταν ακίνητος.

— Σήκω... Αδριανέ... και κράτα με να σηκωθώ.

Ο Αδριανός αισθάνθηκε τρεμούλα. Αυτή δεν ήταν αντρική φωνή, η αρρενωπή φωνή του Άγγελου, αλλά το ρινόφωνο νιαούρισμα ενός ετοιμοθάνατου φυματικού παιδιού.

Σηκώθηκε με το καπέλο στο χέρι και στάθηκε, ταπεινά, όρθιος στη μέση του δωματίου απέναντι από τον άρρωστο. Αυτός ο άρρωστος δεν ήταν ο θείος του ο Άγγελος, ήταν ένας γέρος με πρόσωπο μουμιοποιημένου φαντάσματος, με τεράστιες κόρες ματιών, λαμπερές, χωρίς βλέφαρα, βυθισμένες μέσα σε δυο αβυσσαλέες κόγχες, με μια μακρυά και αδύνατη μύτη, σαν τη μύτη ενός μαχαιριού, με τα χείλη ξεραμένα και το στόμα μισάνοιχτο. Μια γιρλάντα από άσπρες τρίχες περιτριγύριζαν το σβέρκο από το ένα αυτί ως το άλλο. Τα σγουρά γένεια του, που άλλοτε ήταν λαμπερά, έμοιαζαν τώρα σαν άσπρόγκριζα μαλλιά. Μαζί με τα δυο σκελετωμένα χέρια του, που πηγαινοέρχονταν στα μανίκια ενός βρώμικου σακκακιού, είχε κανείς την εικόνα αυτού του «πράγματος», που έβγαινε μέσα από ένα σωρό από κουβέρτες, σάκκους και τριμμένα «γκεμπάς». Όλο αυτό το πράγμα, ήταν ο θείος Άγγελος.

— Κάτσε... εκεί... στην καρέκλα. Είσαι αηδιασμένος;

— Όχι θείε· είμαι δυστυχισμένος που σε βλέπω σ' αυτήν την κατάσταση...

— Είσαι δυστυχισμένος... Γιατί; Εγώ δεν είμαι...

— Κι όμως, θα πρέπει να υποφέρεις τρομερά...

— Κάνεις λάθος Αδριανέ... Δεν υποφέρω πια. Τώρα ζει το κεφάλι· τα υπόλοιπα... δεν τα αισθάνομαι. Τέλειωσαν τα υπόλοιπα. Το κεφάλι όμως!... τι υπέροχο πράγμα!

Page 19: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

Σώπασε για λίγο, με το βλέμμα του καρφωμένο στον ανηψιό του και μετά είπε με πεποίθηση:

— Έπρεπε να έχω πεθάνει εδώ και τρεις μέρες... γιατί δεν είχα πια τίποτα να σκεφτώ, όταν κατά το βραδάκι ήρθε ο Ιερεμίας και μου είπε ότι γύρισες... Και έτσι, έκανα υπομονή περιμένοντάς σε.

— Θείε, τι είναι αυτά που λες; Δεν μπορούμε να σταματήσουμε το θάνατο όταν έρχεται· δεν έρχεται όταν το θέλουμε. Εκτός αν θέλησες ν' αυτοκτονήσεις.

— Ναι, συμφώνησε με καλοσύνη ο Άγγελος, ναι, τον ξέρω κι εγώ αυτόν τον φυσικό νόμο. Πες μου όμως Αδριανέ, εσύ που ξέρεις τόσα ωραία πράγματα απ' τα βιβλία, είσαι σίγουρος ότι ο κόσμος έπαψε να μαθαίνει;

— Α! Όχι! είπε ο Αδριανός· υπάρχουν πολλά πράγματα για να μάθει ακόμα!

— Πολύ ωραία!... κι ανάμεσα σ' αυτά τα πράγματα, συμπλήρωσε λοιπόν κι αυτό από το θείο σου τον Άγγελο· η σκέψη είναι τόσο δυνατή, όσο κι ο θάνατος. Δεν μπορεί να τον καταργήσει, μπορεί όμως να τον ενοχλήσει.

Ο νέος νόμισε ότι ο άρρωστος παραμιλούσε· τον άκουγε συγκαταβατικά. Πρόσεξε πάνω στο γυμνό του κρανίο τα «ιερογλυφικά» που σχημάτιζαν οι ουλές που ήταν διασκορπισμένες παντού και που δημιουργήθηκαν από την τρομερή αδιαφορία του, της οποίας έγινε θύμα μέσα στο ίδιο του το μαγαζί.

— Κυττάς αυτό το σπασμένο κεφάλι, είπε ο Άγγελος. Ε! λοιπόν, για έναν άνθρωπο με λειψή σκέψη, υπάρχει υλικό για να πεθάνει δύο φορές, αφού πεθαίνουμε με τη σκέψη. Όταν πλησιάζει η καταστροφή, ο δυνατός εγκέφαλος αντιτάσσεται, παλεύει, μάχεται με το θάνατο και σε μερικές περιπτώσεις απομακρύνει το θάνατο για λίγο, τον καθυστερεί. Έτσι, την ημέρα που τραυματίστηκα, είχα συνείδηση της λιποθυμίας που ερχόταν ακάθεκτη και απειλούσε να με βυθίσει στο κώμα.

Στο μεταξύ, κι ενώ ήμουνα φαινομενικά λιπόθυμος, ο εγκέφαλός μου κρατούσε καλά, άκουγα το κάθε τι που έλεγαν οι χειρούργοι και ούτε στιγμή δεν βυθίστηκα στην ανυπαρξία. Μπορούσε ο εγκέφαλός μου να γίνει αθάνατος. Σκεφτόμουνα αδιάκοπα τη ζωή.

Ο Άγγελος σταμάτησε μια στιγμή για να πάρει αναπνοή. Ο Αδριανός είχε την εντύπωση ότι βρισκόταν μπροστά σ' έναν από κείνους τους μουμιοποιημένους Φαραώ του μουσείου Μπουλάκ, στο Κάιρο, ένα Φαραώ που τα ξανανοιγμένα του μάτια δεν ανοιγόκλειναν πια. Το δέρμα του προσώπου του, κινητό, ξεραμένο και διάφανο, άφηνε να φαίνονται όλα τα κόκκαλα του προσώπου, στα οποία γλυστρούσε τεντωμένο σα λεπτό φύλλο περγαμηνής, έτοιμο να σπάσει σε κάθε κίνηση.

Εκείνη τη στιγμή, το χέρι που ήταν κρυμμένο προς τον τοίχο σηκώθηκε αργά κι έφερε στο στόμα μια σφυρίχτρα από κασσίτερο δεμένη μ' ένα σπόγγο στο μικρό δάχτυλο. Με σοβαρότητα, ο θείος Άγγελος σφύριξε κοφτά και παρατεταμένα. Ήταν φανερό ότι ο αέρας δεν έβγαινε από τα πνευμόνια του αλλά από το στόμα του. Το χέρι ξεκουράστηκε πάνω στο σάκκο που σκέπαζε το στήθος. Τα μάτια του, περίεργα ανοιχτά, κυττούσαν επίμονα τον Αδριανό, με μια δύναμη που έμοιαζε να θέλει να τον καρφώσει στον τοίχο.

— Θείε, είπε τότε ο Αδριανός και σηκώθηκε, θέλεις τίποτα;

— Μείνε στη θέση σου! Δεν μπορείς να με σερβίρεις.

Εκείνη τη στιγμή, η πόρτα άνοιξε σα να την έσπρωξε ο αέρας κι ο ορμητικός νοσοκόμος μπήκε στο δωμάτιο. Αφέντης και υπηρέτης κυττάχτηκαν μερικά δευτερόλεπτα· έπειτα ο δεύτερος πήρε μια μπουκάλα ρακή που βρισκόταν στα πόδια του κρεβατιού γέμισε ένα μικρό ποτήρι και το άδειασε στο στόμα του άρρωστου. Μόλις τέλειωσε η ιεροτελεστία εξαφανίστηκε.

Page 20: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

Ο Αδριανός παρακολούθησε αμίλητος αυτή τη σκηνή. Περίμενε μια εξήγηση από το θείο του. Αυτός, ατάραχος συνέχισε:

— Μου φαίνεται ότι δυσπιστείς και με κοροϊδεύεις για όσα λέω· δεν προσβάλλομαι καθόλου· είναι δύσκολο να καταλάβεις κάτι που δεν τόχεις ζήσει. Άκου λοιπόν... Είναι τρία χρόνια που δεν σηκώθηκα απ' αυτό το παλιοκρέβατο. Τρεις χειμώνες, τρεις ανοίξεις κι άλλα τόσα καλοκαίρια και φθινόπωρα, που μένω ξαπλωμένος ανάσκελα να κυττάζω αυτό το μαυρισμένο ταβάνι. Είναι η περίοδος που έζησα πιο έντονα απ' όλη μου τη ζωή. Εδώ κι ένα χρόνο δεν τρώω και δεν κοιμάμαι σχεδόν καθόλου, εδώ κι έξι μήνες, καθόλου: ούτε ένα ψίχουλο ψωμί, ούτε ένα δευτερόλεπτο ύπνο. Πίνω όμως, πίνω αυτή τη ρακή. Την ημέρα, το παιδί μου τη ρίχνει στο λαρύγγι όπως είδες. Τη νύχτα, για να μη χαθώ και για να μη ξυπνήσω το δύστυχο αυτό πλάσμα, πιπιλίζω το σφουγγάρι, που βλέπεις πάνω στο τραπέζι, που είναι βουτηγμένο στο αλκοόλ. Το πρωί είναι στεγνό και καμένο από τα χείλη μου.

Ο Αδριανός σκέπασε το πρόσωπό του με τα χέρια του.

— Θείε! φώναξε· τι φριχτή ζωή είναι αυτή!

— Φριχτή, είπες ανηψιέ μου; Φριχτή; Είναι όμως λογική και σύμφωνη με τη μοίρα μου... Ζητούσα την ολοκληρωμένη ευτυχία, την εύκολη ευτυχία, την ευχαρίστηση της ματαιόδοξης και περήφανης σάρκας μου... Και για να τ' αποχτήσω, κόπιασα πολύ. Είκοσι χρόνια πάλης για ν' αποχτήσω μια γυναίκα όμορφη που κοιμόταν τρώγοντας· ένα καλοστημένο σπίτι που κάηκε σαν άχυρο· ένα κοπάδι ζώα που εξαφανίστηκαν· παιδιά που πέθαναν· χρυσάφι που μου στοίχισε τραυματισμό και νοσοκομείο και ένα καθαρό πουκάμισο που ήταν βρώμικο την επομένη. Όλα αυτά, για τούτο δω το κορμί που αποσπάστηκε από το κεφάλι μου, που μου είναι τόσο ξένο, όσο και τα σακκιά που το σκεπάζουν, για τούτο το κορμί που τώρα σαπίζει, που έχει καταντήσει ψοφίμι. Πέρασα 25 χρόνια μια ανθρώπινη ζωή, σκλάβος αυτού του πτώματος, που θα ήθελα να το δω καταβροχθισμένο απ' τα κοράκια, όπως είναι αυτή τη στιγμή από τα σκουλήκια και δεν πρόσεξα, ούτε μια στιγμή, ότι είχα κεφάλι, εγκέφαλο, ένα φως που ούτε η σαπίλα, ούτε τα σκουλήκια μπορούν ν' αγγίξουν.

Πνιγμένος από την προσπάθεια, ο άρρωστος σώπασε για πολλή ώρα. Ο Αδριανός, που με το ζόρι μπορούσε να υποφέρει το βλέμμα του, αναρωτιόταν αν ο θείος του ήθελε να τον κατηγορήσει για τίποτα.

Πραγματικά, έτσι έγινε:

— Αδριανέ... Σε φώναξα για να σου πω ότι είμαι δυσαρεστημένος μαζί σου!

Μόλις άκουσε αυτή την κατηγορία, ο νέος αναπήδησε:

— Δυσαρεστημένος από μένα; Γιατί θείε;

— Γιατί είσαι καλοπερασάκιας! Γιατί λησμόνησες το φως που έχεις στο κεφάλι σου και τα λόγια που σου είπα κάποτε... Αυτό επιτρέπεται σε χιλιάδες θνητούς σαν κι εμένα, όχι όμως σε σένα Αδριανέ μ' ακούς; Όχι σε σένα που ο εγκέφαλός σου έχει γνωρίσει το φως από πολύ τρυφερή ηλικία. Θυμάσαι όταν ήσουνα 15 χρονών — στην ηλικία που άλλοι διασκεδάζουν με τους χαρταετούς — που ερχόσουνα να βρεις το θείο Άγγελο στην καθαρή και φιλόξενη ταβέρνα του και του μιλούσες για αστρονομία και όλοι σε θαύμαζαν; Θυμάσαι με πόση ειλικρίνεια στεκόμασταν όλοι — εγώ κι οι καλοκάγαθοι αγωγιάτες — κρεμασμένοι από τα χείλη σου που μιλούσαν για την ουράνια σοφία; Α! αυτό το παρελθόν! Το βλέπω σα νάταν χθες! Έξω χιόνι και βοριάς... Μέσα στην ταβέρνα ζεστασιά, φλύαροι εργάτες, χαρούμενη ζωή... Έκοβα το καπνιστό λαρδί, χωρίς να το ζυγίζω, χωρίς να το λογαριάζω, χωρίς τσιγγουνιές και σέρβιρα το κρασί γενναιόδωρα, όπως μου τόλεγε η καρδιά μου... Τρώγαμε, πίναμε, ευλογούσαμε το Θεό και σ' ακούγαμε εσένα, που ανέτρεπες την αρχιτεκτονική του, πολλαπλασίαζες τους κόσμους, μετρούσες τ' άστρα και κορόιδευες τις βλακείες των

Page 21: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

παπάδων!... Χα!.. Χα!.. Πόσο μ' ευχαριστούσε αυτό! Και τους αγωγιάτες τους ευχαριστούσε πολύ. Κάποιος ρώτησε: «Ποιο είναι αυτό το παιδί που μιλάει σα βιβλίο;» —Είναι ο ανηψιός μου διάβολε! απαντούσα, περήφανος για σένα αλλά και για μένα, κι ας μην ήξερα τίποτα. Είναι ο μοναχογιός της μεγαλύτερης αδελφής μου, μιας όμορφης κοπέλας, που δεν είχε όμοιά της στα 20 χρόνια της!...

Και αρπάζοντας το χοντρό δεκάλιτρο δοχείο, γέμιζα μόνος μου τα πήλινα μισόλιτρα που υπέφεραν από την ξηρασία, σαν τα καμένα απ' τον ήλιο του Ιούνη χωράφια...

Φτάνει όμως! Μακρυά, μακρυά από μένα αυτές οι φριχτές αναμνήσεις! Κι εσύ Αδριανέ, ανηψιέ μου, πρέπει να μ' ακούσεις, μου χρωστάς υποταγή! Δεν πρέπει τίποτα να ελπίζεις, τίποτα να περιμένεις από τη ζωή, που μαραίνει τους ανθρώπους, που δημιουργεί γάγγραινα στο σώμα και σε κάνει να ξεχνάς το κεφάλι. Τι ακόλαστη ζωή είναι αυτή που κάνεις; Τι είναι αυτό το καλοραμμένο κουστούμι; Αυτός ο επιτηδευμένος, ψεύτικος γιακάς; Αυτές οι γυαλιστερές μανσέτες; Τι είναι όλα αυτά; Τι χρειάζονται τούτα τα ψεύτικα στολίδια σ' ένα νέο άνθρωπο που γνωρίζει το φως του ουρανού και την καταστροφή του θείου του Άγγελου;

Γεμάτος σεβασμό ο Αδριανός κατέβασε το κεφάλι. Πολλά ισχυρά επιχειρήματα του ερχόντουσαν στην άκρη της γλώσσας, αλλά δεν είχε το κουράγιο ν' απαντήσει.

Ενώ στεκόταν σιωπηλός και ξαφνιασμένος από την αυστηρότητα του θείου του, τον είδε να φέρνει τη σφυρίχτρα στα «πτωματώδη» χείλια του και με υπομονετικά, αργά και κοφτά σφυρίγματα, να καλεί τον κουφιοκεφαλάκη τον υπηρέτη του που έφτασε αμέσως, γέμισε το ποτήρι κι έριξε το περιεχόμενό του στο στόμα του αφέντη του, σα να το έχυνε σε καμιά τρύπα και ξανάφυγε χειρονομώντας και κουνώντας το κεφάλι του.

— Πάνε τρία χρόνια, συνέχισε ο Άγγελος, που έφτασε στ' αυτιά μου μια βρώμικη ιστορία: βρέθηκες μπλεγμένος με την ανήθικη σημερινή νεολαία, που είναι ανάξια για το φωτεινό σου πνεύμα, πήγες ένα βράδυ σ' ένα λαίκό χορό στη Βραΐλα και ξεμυάλισες μια μικρή. Τη νύχτα μάλιστα κοιμήθηκες μαζί της. Την επομένη την παράτησες και τόσκασες για το Βουκουρέστι. Ύστερα από 15 μέρες σ' έπιασε η αστυνομία με ένταλμα του εισαγγελέα. Τέλος, ύστερα από ένα μήνα, τιμωρήθηκες με μια ατιμωτική ποινή — 15 μέρες φυλακή — για «αποπλάνηση ανηλίκου».

Ο Αδριανός κοκκίνησε μέχρι τ' αυτιά:

— Δεν «αποπλάνησα» κανένα θείε. Η ανήλικη ανέβηκε στο αυτοκίνητό μου με τη θέλησή της, δεν ήταν πρωτάρα. Το θύμα αυτής της φάρσας ήμουνα εγώ... Αλλοιώς, σύμφωνα με το νόμο, θάκανα φυλακή τρία χρόνια.

— Ίσως... Δεν ήξερες όμως ότι μια ανήλικη δεν έχει «θέληση» και βρίσκεται κάτω από την κηδεμονία των γονιών της;

— Δεν ζητάς την κοπέλα που θες να κοιμηθείς μαζί της από τους γονείς της.

— Σύμφωνοι! Δεν κοιμάσαι όμως με κοπέλες που την άλλη μέρα σε στέλνουν φυλακή.

Ο θείος περίμενε απάντηση. Ο Αδριανός σώπαινε. Τότε ο θείος συνέχισε.

— Δεν έχω μόνο αυτά να σου παρατηρήσω. Ξέρω ότι μετά απ' αυτή την ιστορία, η μητέρα σου έπεσε βαριά άρρωστη από τη ντροπή της. Οι γονείς της μικρής απαίτησαν να την παντρευτείς. Κι ενώ εσύ έκανες βόλτες στο Βουκουρέστι, όλη η γειτονιά τάχε με τη μητέρα του έκλυτου γιου. Εσύ, τόσο λίγο νοιάστηκες για όλα αυτά, ώστε μόλις ξέμεινες από λεφτά, της έγραψες για να της ζητήσεις. Κι αυτή, που μόλις είχε σηκωθεί απ' το κρεβάτι, καμπούριασε ξενοπλένοντας για να κερδίσει λεφτά και να σε βγάλει από τη δύσκολη θέση. Αν αυτό το ονομάζεις «αγάπη γιου» εγώ υποκλίνομαι. Δεν είναι όμως μόνο αυτό, όπως βλέπεις τα πληροφορήθηκα όλα... Η φυλάκισή σου, ανάγκασε τη μητέρα σου να μαζέψει τα μπογαλάκια της, μες στο καταχείμωνο, και να αλλάξει

Page 22: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

γειτονιά, πληρώνοντας νοίκι πολύ πιο ακριβό. Τέλος, μόλις βγήκες από τη φυλακή ανακατεύτηκες στο εργατικό κίνημα, σε πιάσανε κι έφαγες και ξύλο σα να ήσουνα αλογοκλέφτης με αποτέλεσμα να μείνεις ένα μήνα στο σανατόριο με κλονισμένη την υγεία σου και να καταλήξεις τελικά για θεραπεία στην Αίγυπτο, όπου πεθαίνεις της πείνας και θυμάσαι τη μητέρα σου. Α! Αδριανέ! Τι σου λείπει περισσότερο, η καρδιά ή η εξυπνάδα; Τότε μ' επισκέφτηκε η καημένη η αδελφή μου... Ήταν αδύνατη, χλωμή, έτοιμη να λιποθυμήσει και ήρθε για πρώτη φορά στη ζωή της να μου ζητήσει λεφτά για να στείλει στο γιο της... Λυπήθηκα, όχι εσένα αλλά εκείνη, αυτό το μάρτυρα και της έδωσα όσα ήθελε.

Ο Αδριανός ξέσπασε σ' αναφιλητά, κυλίστηκε στα πόδια του βρώμικου παλιοκρέβατου, άρπαξε το εξασθενημένο και παγωμένο χέρι του θείου του και το φίλησε με πάθος:

— Συγγνώμη... Συγγνώμη... Είμαι άθλιος!

— Ωραία! Μετάνοιωσες. Και η μετάνοια προϋποθέτει διόρθωση. Προσπάθησε να διορθωθείς και σε συγχωρώ. Από τώρα, θα είσαι ο Αδριανός μου, ο ανηψιός μου, ο πνευματικός γιος του θείου Άγγελου, του θείου σου που βλέπεις εδώ πάνω σ' αυτό το παλιοκρέβατο, γιατί έκανε το λάθος να θέλει γυναίκα πολύ όμορφη, σπίτι πλούσιο και πεντακάθαρο πουκάμισο. Αλλά φτάνει πια «basta!».

— Τι πρέπει να κάνω θείε; ψέλισε ο νεός σκουπίζοντας τα δάκρυά του και παίρνοντας πάλι τη θέση του.

Ο Άγγελος σήκωσε βαριά το σκελετωμένο του χέρι, σα να ήθελε να εκστομίσει καμιά κατάρα:

— Να εγκαταλείψεις το κάθε τι που σε θέλγει, να συντρίψεις τις περήφανες επιθυμίες σου, να κατανικήσεις κάθε σαρκική επιθυμία — γιατί η σάρκα σαπίζει — και να δώσεις όλη σου την ψυχή στην καλλιέργεια του πνεύματος, που είναι το μόνο μας καταφύγιο όταν είμαστε απελπισμένοι. Αυτά είχα να σου πω...

— Μα θείε μου, τόλμησε να παρατηρήσει ο Αδριανός, απεχθάνεσαι σημέρα αυτά που αγαπούσες χτες...

— Ακριβώς... Αυτά που αγαπούσα χτες μ' έφεραν εδώ που με βλέπεις σημέρα...

— Κι όμως μας αρέσουν όσα πράγματα φέρνουν ευχαρίστηση: η όμορφη γυναίκα, το πλούσιο σπίτι και το καθαρό πουκάμισο. Τα πάθη μας τα απαιτούν κι οι αισθήσεις μας τ' αναζητούν.

— Αυτά είναι φαινομενικές αλήθειες Αδριανέ... μόνο φαινομενικές! Τα πάθη και οι αισθήσεις δημιουργούν μια σύγχυση δυσανάλογη με τις ικανότητές τους για καλοπέραση.

— Είναι η σύγχυση της καρδιάς...

— Η καρδιά μας είναι κακούργα! φώναξε ο ετοιμοθάνατος με μια υπέρτατη προσπάθεια που τον εξουθένωσε.

Τα λόγια του δεν είχαν πια χροιά ανθρώπινης φωνής, ήταν ένρινα σφυρίγματα. Μια μακριά σιωπή ακολούθησε κατόπιν. Το κεφάλι γερμένο προς τον τοίχο έμοιαζε ακίνητο, όπως και τα χέρια. Ο Αδριανός νόμισε ότι ο θείος θ' άφηνε την τελευταία του πνοή.

Όχι. Ο θείος Αγγελος σκεφτόταν ακόμα. Ξαναγύρισε προς τον Αδριανό και τον εξέτασε με τα μάτια σκιάχτρου που έδειχναν, καλύτερα κι απ' τα λόγια του την τραγική μάχη που γινόταν στο κεφάλι του. Έπειτα, χωρίς να πάψει να κυττάζει τον Αδριανό, σφύριξε δυνατά και βιαστικά, σαν να ήθελε να αποδείξει στον ανηψιό του ότι αψηφούσε το θάνατο.

Το αγόρι έφτασε τρέχοντας, ο θείος κατέβασε τη δόση του, έγλειψε τα άσπρα του χείλη και

Page 23: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

χαμογέλασε για τη νίκη του ενάντια στο τίποτα...

Η καρδιά μας; η καρδιά μας; Ας κλάψουμε πάνω της Αδριανέ. Πάνω σ' αυτή τη χούφτα από κρέας που δεν σταματάει ποτέ να χτυπάει. Σ' αυτό το γογγύλι, το χοντρό γογγύλι, που κλείνει μέσα του την αιωνιότητα και που κινείται αδιάκοπα μόλις συναντήσει τη ζεστασιά της κοιλιάς της γυναίκας, ενώ δεν είναι μεγαλύτερο από το κεφάλι μιας καρφίτσας που πιστεύει και χτυπάει που κυκλοφορεί, χαίρεται, υποφέρει και χτυπάει ασταμάτητα, από τη στιγμή που γεννιέται μέχρι το θάνατό του. Άντε λοιπόν!... Ας είμαστε δίκαιοι μ' αυτόν τον δυστυχισμένο κακούργο. Μας δημιουργεί πολλά βάσανα, είναι αλήθεια, αλλά το κάνει από γενναιοδωρία. Αχά! Νάτες πάλι οι θύμησες... ευλογημένες θύμησες!... Επιτέλους!... Ας ζήσουμε ακόμα ένα λεπτό απ' αυτό το τρομερό παρελθόν!...

......................................................................................................

«Αν η πηγή των δακρύων μου δεν είχε στερέψει, θα έχυνα ευχαρίστως πολλά δάκρυα για τον άνθρωπο που ήμουνα πριν από 20 χρόνια. Τότε, ανέβαινα στο λόφο της ευτυχίας μου και το αίμα μου που έβραζε μ' έκανε να ζω ταυτόχρονα εκατό ζωές. Τίποτα απ' ό,τι γινόταν γύρω μου δεν μου ήταν ξένο, είτε χαρά, είτε λύπη. Στη χαρά όπως και στον καυγά, ο θείος Άγγελος ήταν πάντα παρών. Εγώ έπινα το πρώτο και το τελευταίο ποτήρι κρασί και εγώ πάλι κρατούσα περισσότερο στη μάχη!... Γιατί —παντοδύναμε Θέε μου!— ήταν ωραίο να αισθάνεσαι ότι κοντεύουν να σπάσουν τα μηνίγγια σου από το «γκλου γκλου» του «αίματος του Χριστού», που κατέβαινε από τη φλογισμένη «καμινάδα μας», όπως ήταν ωραίο νάσπαγες τα πλευρά του κάθε γρουσούζη που γελούσε μπροστά σου. Και το ξέραμε ότι τις γιορτές μας, το «αίμα του Κυρίου» ανακατευόταν αρκετά συχνά με το αίμα το δικό μας των θνητών. Το ίδιο γινόταν και τα Χριστούγεννα, όπως θα σου διηγηθώ σε λίγο... Εξάλλου πρέπει να θυμάσαι κάπως, γιατί ήσουνα 6 χρονών όταν βρέθηκες μπλεγμένος σ' ένα καυγά».

........................................................................................................

«Οι μεγάλες μας Χριστιανικές γιορτές του άλλοτε!...

Τελικά ο άνθρωπος είναι ένα θλιβερό ζώο!... Ο χρόνος τον δοκιμάζει, αλλάζει τα αισθήματά του και καταστρέφει την ψυχή του πολύ πιο εύκολα απ' ό,τι στα ζώα, που μένουν τα ίδια, κόντρα στο χρόνο

Συγκρίνοντάς τον με τα σημερινά εκτρώματα, θα ήταν δίκαιο να ονομάζονται λιοντάρια οι τρομεροί εκείνοι μάγκες της νιότης μου. Υπήρχαν και αδύνατοι, γι' αυτούς όμως κανένας δεν ενδιαφερόταν, η ύπαρξή τους δεν μετρούσε. Όταν σε καμιά ταβέρνα του Πετρόι, του Καζάσωβ ή του Ναζίρου κάποιος πρόφερε το όνομα του χωριού μας το μυαλό όλων πήγαινε κατ' ευθείαν σε μερικούς άντρες: κατ' αρχήν στον Ιερεμία, τον πιο γενναίο από τους γενναίους, έπειτα... μα την πίστη μου ναι, στον Άγγελο! Μετά σκεφτόντουσαν το Νικολάι, το φίλο μου, το Βλαντιμίρ, το Καστάλε-Λονγκ και άλλους λιγώτερο ξακουστούς· όλοι όμως, απ' τον πρώτο ως τον τελευταίο, ήταν μια ακαταμάχητη φάλαγγα, στη δουλειά, στο γάμο, στη χαρά ή και στη μάχη... Σήμερα... Ε! Αδριανέ... φτύσε εσύ για μένα, γιατί εγώ δεν μπορώ πια να φτύσω! Σήμερα υπάρχουν νάνοι, που φοβούνται τον ίσκιο τους και τρώνε ξύλο απ' τις γυναίκες!...».

Page 24: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

.....................................................................................................

— Την παραμονή αυτών των Χριστουγέννων — που ήταν συγχρόνως εύθυμα και δραματικά — μετέφερα στο πατρικό μας σπίτι ένα μικρό κιβώτιο με 10 δεκατόλιτρα κρασί, έξι παλιά σκορδοστούμπια κι αλλά τόσα γουρουνάκια του γάλατος για να ψηθούν με λάχανο τουρσί. Ήταν πολλά θα μου πεις για τα 12 στόματα που θα κάθονταν στο τραπέζι. Αυτό, μπορεί να συμβαίνει με τους φυματικούς του καιρού σου, που αηδιάζουν μετά την τρίτη μπουκιά του ψητού και μεθάνε με μισό ποτήρι κρασί. Για μας... Ήταν ωραία δουλειά!

Βλέπω το ξάδελφο το Στέφανο — τον παπά που ήξερε απ' έξω τη Βίβλο και τα 4 Ευαγγέλια — που πέθανε πέρσυ... Ήταν τότε 60 χρονών, με μια οδοντοστοιχία χιμπατζή και με δύναμη κόκκορα. Η «παπαδιά» η γυναίκα του — μια φοράδα με γερά νεφρά και πρόσωπο κατακόκκινα σαν της παπαρούνας — ήταν έγκυος στο 13ο παιδί τους· τα υπόλοιπα 17, ήταν όλα ζωντανά και υγιέστατα Αχ! Έπρεπε να δεις τα σαγόνια αυτού του «Θεϊκού» ζευγαριού, αμέσως μετά την πατροπαράδοτη ευλογία που γινόταν γρήγορα γιατί απ' το στόμα του παπά έτρεχαν σάλια. Τα σαγόνια του κουνιόντουσαν, έσπαζαν μπούτια, κόκκαλα και χόνδρους σα να έσπαζε ηλιόσπορους ενώ η σεβάσμια γενειάδα του γύριζε γύρω-γύρω, πάνω από το στήθος του σα μυλόπετρα που στριφογυρίζει σε μύλο...

Δίπλα στον παπά, η μητέρα μου — που είχε συνείδηση της άγιας μέρας και ήταν ευσεβής μέχρι τα νύχια — πάλευε γενναία με τον κιμά των «σαρμάλε» (sarmale)... Ο αδελφός μου ο Δήμης, θυμωμένος αλλά πονηρός, διάλεγε με καπατσοσύνη τα καλύτερα κομμάτια... Ο Ιερεμίας τα κατέβαζε όλα χωρίς να τα διαλέγει και χωρίς να τα μασάει, ενώ ο Κοστάλε-Λονγκ, μακρυχέρης, μακροπόδαρος και πολυλογάς, πηγαινόφερνε τα ατέλειωτα χέρια του σ' όλη την επιφάνεια του τραπεζιού, τάρπαζε όλα, μιλούσε λίγο και άφηνε τους άλλους να μιλάνε για να «γεμίζει το στόμα τους αέρα».

— Επιτρέπεται να είμαστε λαίμαργοι πάτερ-Στέφανε;

— Επιτρέπεται, τέκνο μου, επιτρέπεται.

— Δεν είναι αμάρτημα;

— Δεν είναι αμάρτημα αυτό που μπαίνει στο στόμα, αλλ' αυτό που βγαίνει απ' το στόμα...

— Διηγηθείτε μας ένα επεισόδιο από το Μυστικό Δείπνο.

— Σε λίγο...

Και ο θόρυβος από τις μασέλες που κουνιόντουσαν άγρια, ακουγόταν μυθικά, θυμίζοντας φαγητό σε χοιροστάσιο· ταυτόχρονα, οι φουσκωμένες κοιλιές μας κουνούσαν δύο σειρές πάγκους άπο το ένα μέχρι το άλλο άκρο του τραπεζιού.

Εφτά άντρες κι έξι γυναίκες έπιαναν τις δυο πλευρές του ορθογώνιου. Στο πάνω μέρος του τραπεζιού, απέναντι απ' την ανατολή, ο πάτερ-Στέφανος κυριαρχούσε με το γιγάντιο ανάστημά του. Ήμαστε λυπημένοι που ήμαστε δέκα τρεις, «διαβόλου αριθμός», αλλά παρηγοριόμαστε, γιατί προσθέταμε στη συντροφιά μας το νάνο που μσς σέρβιρε, ένα χαρούμενο και πνευματώδη γέρο, που με δυσκολία πηγαινοέφερνε το τεράστιο πήλινο δεκάλιτρο από τη μια άκρη του τραπεζιού ως την άλλη.

Μόλις τα στόματα έπαυαν να τρώνε, το μυαλό μας γύριζε στη διασκέδαση και τα λαρύγγια μας στις καράφες. Το κρασί, παφλάζοντας κυλούσε άφθονο και μαζί μ' αυτό και τ' ανέκδοτα. Έπειτα ο Δήμης σήκωνε με τα θαυμάσια δάχτυλά του τη μακρυά φλογέρα του και, να, όλοι σηκωνόμασταν, μαζί μας

Page 25: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

κι ο παπάς. Ένας τρελός χορός άρχιζε γύρω απ' το φορτωμένο πιάτα και ποτήρια τραπέζι· οι φωνές και τα τινάγματα έκαναν όλο το σπίτι να τρέμει. Στο τέλος ο αρχιερέας και η γυναίκα του, με τα πρόσωπα καταϊδρωμένα, έφευγαν για να μας δώσουν παράδειγμα μετριοπάθειας.

Και μεις, για ν' ακολουθήσουμε το παράδειγμά τους, συνεχίζαμε το γλέντι!...

Για μένα όμως δεν ήταν μόνο το να φάω και να πιω εκείνο το βράδυ... Ένα πολύ σοβαρό γεγονός θα γινόταν εκείνο το βράδυ και η σπουδαιότητά του δεν ξέφευγε από την προσοχή κανενός. Μάλιστα, αυτό το γεγονός πάθιαζε και χώριζε σε δύο ίσα σχεδόν στρατόπεδα τους παρευρισκόμενους.

Το γεγονός αυτό ήταν ότι θα ξαναπαντρεύαμε τη μητέρα σου· και η προτίμησή μου πήγαινε στο φίλο μου το Νικολάι, που ήταν μαζί μας, έναν αγρότη με αρκετή περιουσία, αλλά χήρο, χωρίς παιδιά. Ο Ιερεμίας κι ο Κώστας ήταν μαζί του για να τον υποστηρίξουν και να με βοηθήσουν. Η μητέρα σου όμως δεν ήταν τελείως ελεύθερη. Ο ύπουλος και «μακρυχέρης» Δήμης, ο άτιμος ο αδελφός μας, είχε έτοιμο τον αντίπαλο, έναν άλλο Νικολάι, άνθρωπο επίσης πολύ συμπαθητικό, ιχθυέμπορο απ' τη Βραΐλα που κέρδιζε πολλά και ζούσε άνετα. Εκτός από το Δήμη, η υποψηφιότητά του υποστηριζόταν από τον πρώτο μας ξάδελφο, τον Τουντόρ, που όλοι τον φοβόμαστε λόγω των άγριων διαθέσεών του και της ηράκλειας δύναμής του. Ο Τουντόρ ήταν αδελφικός φίλος με το Νικολάι του Δήμη.

Νάμαστε λοιπόν στο τραπέζι, ο ένας απέναντι στον άλλο, αποφασισμένοι αντίπαλοι, τέσσερεις με το μέρος μου και τρεις με το άλλο· ο Τουντόρ όμως μετρούσε εύκολα για δυο γεροδεμένους μαζί. Η μητέρα σου καθόταν στη δική τους πλευρά, αλλά μέχρι ποιου σημείου συμπαθούσε το Νικολάι τους και κατά πόσο είχε πάρε-δώσε μαζί του, δεν ξέρω. Ήμαστε όμως σίγουροι ότι, επειδή ήταν φτωχιά και δυστυχισμένη, θα έπρεπε να έχει δεχτεί πολλά από τα φιλοδωρήματα που ο ιχθυέμπορος της πρόσφερε συνέχεια.

Τι μυστήριο πλάσμα που ήταν η καημένη η αδελφή μας!... Όμορφη, στα τριάντα της χρόνια, σα νιόπαντρη κοπέλα. Ήταν ευχάριστος τύπος, εύθυμη, τραγουδούσε και χόρευε με χάρη, αλλά αγρίευε και ήταν ικανή να δηλητηριάσει την καλύτερη κοινωνία αν θιγόταν η ανεξαρτησία της ή αν γινόταν λόγος για γάμο. Κι όλα αυτά εξ αιτίας σου· η ιδέα ότι ο καινούργιος άντρας της μπορεί να ήταν βάναυσος μαζί σου τη μεταμόρφωνε σε άγρια τίγρη. Μέσα από σένα, μπορούσαμε να την κερδίσουμε ή να την χάσουμε κι εσύ ήσουνα η πέτρα του σκανδάλου εκείνο το βράδυ. Ο φίλος μου ο Νικολάι σ' αγαπούσε κι ερχόταν συχνά σπίτι μας να παίξει μαζί σου. Ήσαστε φίλοι, κι αυτό μας ευνοούσε. Εκείνο το βράδυ των Χριστουγέννων, ο Νικολάι δεν σταμάτησε να σου δίνει καραμέλες στο κρεβάτι σου, όπου κοιμόσουνα και ξύπναγες ανάλογα με το θόρυβο. Αυτό άρεσε στη μητέρα σου, αλλά έκανε τον άλλο να ζηλεύει, και, επειδή δεν ήξερε πώς να δώσει ένα τέλος σ' αυτό το παιχνίδι, έβγαλε από την τσέπη του ένα χρυσό λουδοβίκι και σου το έδωσε λέγοντας:

— Πάρε Αδριανέ, θάχεις ν' αγοράσεις πολλά κιλά καραμέλες!...

— Ναι... αλλά θα μυρίζουν ψάρια!... απάντησε ο φίλος μου, κάνοντας υπαινιγμό γι' αυτό το επάγγελμα που οι νέες κοπέλες το συχαίνονταν.

— Αυτή η μυρουδιά είναι καλύτερη απ' τη μυρουδιά της κοπριάς!... ξαναπάντησε ο πρώτος, κάνοντας υπαινιγμό για τ' ότι ήταν χωριάτης.

Τα πειράγματα αυτά έγιναν γύρω στα μεσάνυχτα όταν πια το κρασί μας είχε κάνει να χάσουμε τα λόγια μας. Ο Τουντόρ γρήγορα εκνευρίστηκε. Κι αυτό που μας φόβιζε περισσότερο ήταν ότι δεν ήταν μεθυσμένος καθόλου. Για να δω αν ήταν μεθυσμένος ή όχι, του έβαλα μια επιδέξια τρικλοποδιά, κάποια στιγμή που σηκώθηκε για να πάει για κατούρημα· αλλά δεν έπεσε.

Page 26: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

Ο Άγγελος κουράστηκε πολύ. Η διήγηση τον κούραζε. Σταμάτησε απότομα. Το πρόσωπό του δεν έδειχνε τίποτα, ούτε συγκίνηση, ούτε κούραση. Ίδια ακαμψία, ίδια απαίσια ανοιχτά μάτια. Σφύριξε πάλι στο μακροκέφαλο υπηρέτη του και ήπιε τη δόση του. Μετά, συνέχισε με φωνή πιο ήρεμη:

— Όταν σκέφτομαι σημέρα, όταν εξετάζω με ηρεμία τις παραξενιές της ερωτικής ζωής των ανθρώπων, διερωτώμαι αν δεν είμαστε μαριονέτες, θύματα κάποιου δαίμονα που κινεί τους σπάγγους και μας κάνει να χορεύουμε για να ευχαριστιέ-ται. Γιατί, αν εκείνο το βράδυ ήμαστε λογικοί, θα ήταν πολύ εύκολο να καταλάβουμε ότι η μητέρα σου, είχε τόση όρεξη να παντρευτεί, όση και να κρεμαστεί. Το κρασί και η ορμή μας, μας έκαναν να προχωρήσουμε πολύ και σε λίγο, λόγο στο λόγο, είδαμε ότι τελικά, δεν θα παντρευόταν κανένα, αλλά εμείς θα πλακωνόμαστε στο ξύλο σαν κωφάλαλοι.

Η μητέρα σου από την πλευρά της — μια γυναίκα που η διαβολική της ευχαρίστηση ήταν να βάζει τους άντρες να χτυπιούνται μεταξύ τους και που για χατήρι της πολλά κεφάλια άνοιξαν στα νιάτα της — βοήθησε τόσο πολύ το διάβολο που το αίμα μας πήρε φωτιά και παραλίγο να κάψει και την ίδια. Γνωρίζοντας τη ζήλεια του ιχθυέμπορου, δημιούργησε μπέρδε-μα στους δύο Νικολάι, γιατί άρχισε να τραγουδάει ένα ανόητο λαϊκό τραγούδι που ήταν στη μόδα εκείνη την εποχή και μέσα στο οποίο το όνομα Νικολάι υπήρχε σε κάθε ρεφραίν:

— Χάι, χάι, χάι φίλησέ με Νικολάι...

Ναι, φίλησέ με Νικολάι, αλλά ποιος από τους δύο; Και επειδή ο καθένας έβαζε τα δυνατά του για να την κερδίσει, ο Νικολάι μου κορόιδευε το συνονόματό του, έκλεινε το μάτι στη μητέρα σου και κάτω από το τραπέζι ακουμπούσε με το πόδι του το πόδι της. Ο Τουντόρ ούρλιαξε:

— Θεέ μου!... Εδώ θα γίνει σκοτωμός σε λίγο!...

— Ναι ξάδερφε!... φώναξα· θα γίνει σκοτωμός!...

Η μητέρα μου σηκώθηκε. Κάνοντας ότι συγυρίζει το τραπέ-ζι, μάζεψε όλα τα μαχαίρια που βρίσκονταν μπροστά μας, αλλά όταν είδε ότι μόνο ο Τουντόρ είχε περασμένη στη ζώνη του μια τεράστια μαχαίρα πήγε και του τη ζήτησε:

— Τουντόρ!... Παιδί μου!... Δώσε μου το μαχαίρι σου...

Περήφανος ο Τουντόρ τράβηξε το μαχαίρι του και το κάρφωσε στην πόρτα. Η καλοκάγαθη γριά το πήρε. Μετά, επέστρεψε με αγιασμό, ράντισε το δωμάτιο, έκαψε λιβάνι και προσευχήθηκε:

— Κύριε, παντοδύναμε!... Διώξε το Σατανά απ' αυτό το σπίτι όπου έχωσε την ουρά του και κάνει τους ανθρώπους να τσακώνονται!... Στείλτον, Κύριε, στην έρημο! Λυπήσου εμάς τους αμαρτωλούς στο όνομα του γιου σου που γεννήθηκε σημέρα!

Και παρακαλώντας τη μητέρα σου:

— Φύγε από δω κόρη μου!... Πήγαινε ν' ανακατέψεις λίγο τη φωτιά... Και προσευχήσου... Εσύ είσαι η αιτία του κακού, όπως η Εύα ήταν η αιτία του θανάσιμου αμαρτήματος...

Όλοι οι άντρες αντιτάχθηκαν στην αναχώρηση της «αιτίας του κακού». Ο Ιερεμίας έψαλλε:

— Α-φή-στε-μας την ω-ραί-α αι-τί-α του κα-κού! Τι θ' α-πο-γί-νουν οι αν-τρες χω-ρίς την ω-ραί-α αι-τί-α του κα-κού!...

Η μητέρα έκλαιγε:

— Ιερεμία!... Θα φάτε τα κεφάλια σας!...

Page 27: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

— Α-φή-στε μας να σπά-σου-με τα κε-φά-λια μας αν μας κά-νει κέ-φι!...

Η φλογέρα του Δήμη αντήχησε δυνατά. Απ' τα δάχτυλά του και τα χείλια του, κυλούσαν ήχοι και λόγια:

Ντουλ-ντου, ντουλ-ντου, ντουλ-ντου Πώς μ' αρέσει το γεμάτο ποτήρι!... Ντουλ-ντου, ντουλ-ντου, ντουλ-ντου Και ο νέος, όχι ο γέρος!... Ντουλ-ντου, ντουλ-ντου, ντουλ-ντου...

Μ' ένα πήδημα πετάχτηκαν όλοι όρθιοι κι η γη άρχισε να τρέμει από τη «σάρμπα». Τραγουδώντας, ο Δήμης έπαιζε και βρυχιόταν:

— Πήδα «οπίνκα»1!... Χτύπα δυνατά!... Να σ' ακούσουν ως τα σύνορα!... Ντουλ-ντου...

Κι ο Καστάλε Λονγκ:

— Το καλό κρασί κι η άγια τεμπελιά Ξεχνούν τη ρόκα στ' αγριόχορτα!...

Κι η λεβέντισσα αδελφή μας:

— Πώς τον αγαπώ τον άνδρα το λεβέντη Όταν ξαποσταίνει στο ξέφωτο!...

Ο Τουντόρ προκλητικά:

— Πώς μ' αρέσει να χτυπάω και να δέρνω Και να πετάω χάμω τον εχθρό μου!...

Ο Νικολάι τους φώναξε:

— Το κρασί είν' άσχημο, το λίτρο λίγο, μα η ταβερνιάρισσα όμορφη!...

Ο Νικολάι μου μας γέμισε ντροπή:

— Μη χορεύετε πολύ με την πόρνη γιατί κλάνει και βρωμάει.

...................................................................

— Να πιούμε! Να πιούμε! Πάνω τα ποτήρια!...

— Να πιούμε αδελφικά!...

Ήπιαμε αδελφικά, δύο-δύο με τα χέρια σταυρωτά, τα κεφάλια κοντά-κοντά και τα κρασοπότηρα στα χείλη. Και μόλις πρόλαβα και είδα τη μητέρα σου να πίνει αδελφικά με το φίλο μου το Νικολάι — που κατά τύχη ήταν κοντά της — και την ίδια στιγμή το ποτήρι του Τουντόρ διέσχισε τον αέρα κι

Page 28: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

έσπασε στο κεφάλι του φίλου μου...

Αυτό ήταν το σινιάλο, η σπίθα... Μέσα σ' ένα λεπτό έγινε «πατιρντί»!... Ποτήρια, πιάτα κι αλλά σκεύη, πετούσαν στον αέρα σα βλήματα... Τα τραπέζια και οι πάγκοι αναποδογυρίστηκαν.

Η λάμπα του πετρελαίου, έπεσε, έσπασε κι έσβησε... Βυθιστήκαμε στο σκοτάδι... Και κάτω από την απαλή ανταύγεια του χιονιού και των αστεριών, που έκαναν τα τζάμια άσπρα, θα μπορούσε να δει κανείς την πιο άγρια πάλη, σώμα με σώμα, μέσα στην οποία επτά άντρες, φίλοι και συγγενείς, χτυπιόντουσαν άγρια, χωρίς να βγάζουν λέξη, χωρίς φωνές και χωρίς να ξέρουν γιατί, — όταν σε μια στιγμή, που κανένας δέ σκεφτόταν να τα παρατήσει, ακούστηκε η αστεία και πεισματωμένη φωνή του Νικολάι τους:

— Στο όνομα της Άγιας Παντούφλας!... Δεν φαντάζομαι να συνεχίσουμε να πλακωνόμαστε έτσι μέχρι το πρωί! Εγώ, διψάω!...

Σα να έγινε ηλεκτρική εκκένωση και ο καυγάς σταμάτησε!... Χαρούμενα γέλια και ενθουσιώδεις επιδοκιμασίες απάντησαν στην απρόσμενη πρόσκληση του πολεμιστή που βαρέθηκε τη μάχη...

— Φως!... Φως!... Και προπαντός κρασί!... Που πήγαν οι γυναίκες; Που είναι ο νάνος;...

Οι γυναίκες, που το είχαν σκάσει τρομαγμένες ξαναγύρισαν κρατώντας κεριά, η μητέρα σου όμως είχε εξαφανιστεί μαζί σου. Την έψαξαν παντού, στην αυλή, στον αχυρώνα, στο σταύλο, αλλά μάταια. Κρατώντας σε στα χέρια της — μοναδικό της θησαυρό και έννοια — είχε φύγει για τη Βραΐλα με τα πόδια, μες στη νύχτα, το χιόνι, το κρύο και τους λύκους!... Θα ξαναπήγαινε στο ταπεινό χηρεμένο σπίτι της, ζηλεύοντας την ανεξαρτησία της και έχοντας συνειδητοποιήσει το μοναδικό της καθήκον: να αναθρέψει το μοναδικό της γιο! Γι' αυτήν, οι διασκεδάσεις είχαν τελειώσει... Οι δυσκολίες θ' άρχιζαν απ' την άλλη κιόλας μέρα...

Αυτό όμως ήταν δική της δουλειά. Δική μας δουλειά ήταν να ξεχάσουμε αμέσως την εξαφανισμένη, να καθαρίσουμε το δωμάτιο, να φέρουμε κρασί και να χορέψουμε μια γρήγορη «Κίντια» (Kindia) με τους ήχους της φλογέρας του Δήμη. Όλοι μας, με σηκωμένα μανίκια, ματωμένα πρόσωπα, ξεσκισμένα ρούχα, αλλά με καταλαγιασμένα τα μίση και κάνοντας επίδειξη λεβεντιάς, χορεύαμε τρελά σφιγμένοι δίπλα-δίπλα, χωρίς να νοιαζόμαστε για τις πληγές μας και το νάνο, που χόρευε κι αυτός στη μέση του κύκλου, με το ένα χέρι στο γοφό και προσπαθώντας με το άλλο να ισορροπήσει το μεγάλο δεκάλιτρο που είχε στο κεφάλι του, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να προφυλαχτεί απ' τις κλωτσιές που του δίναμε στα πισινά...

Κατά τα χαράματα, σκασμένος απ' το φαΐ και τύφλα στο μεθύσι, ξεκίνησα μόνος μου — τυλιγμένος στη «σούμπα μου» (choiba) — για το σπίτι μου, παλεύοντας με το χιόνι που μου έφτανε ως τα γόνατα και χωρίς να υποπτεύομαι τη μέρα της Τελευταίας Παρουσίας που ήρθε.

Ο άρρωστος σταμάτησε... Μετά φώναξε τον υπηρέτη του, πήρε τη δόση του της ρακής, ενώ ο Αδριανός προσπαθούσε να βρει στην ιστορία που άκουσε κάποιο ίχνος λάθους:

— Θείε, δεν βλέπω τι αμάρτημα έκανες ώστε να σου αξίζει τέτοια τιμωρία απ' το Θεό... Έζησες απλά και μόνο σύμφωνα με τα αισθήματά σου.

Ο Άγγελος θέλησε να γελάσει, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να κάνει μια απαίσια γκριμάτσα που τρόμαξε τον ανηψιό του:

— Δεν βλέπεις το αμάρτημα; Φουκαρά μου, τι σου χρειάζεται λοιπόν για να το δεις;... Να σου διηγηθώ τρομερά πράγματα;... Ε! λοιπόν να κάτι πιο σύντομο και πιο πειστικό:

Page 29: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

— Ήταν ακόμα η εποχή, που είχα την ελπίδα ότι θα ξυπνούσα τη γυναίκα μου απ' τον ύπνο της απατώντας της. Ο Ιερεμίας, ο γιος του πληθωρικού και παθιασμένου Κοσμά, μου πρόσφερε θαυμάσιες ευκαιρίες. Ο άνθρωπος αυτός, δηλωμένος εχθρός των παπάδων από τότε που ο πατέρας του έπεσε απ' το χέρι ενός παπά, διάλεγε τις ερωμένες του ανάμεσα στις γυναίκες και τις κόρες των ιερωμένων και στα 60 του χρόνια, νέος κι όμορφος σαν βελανιδιά, είχε μεγαλύτερες επιτυχίες κι από εικοσάχρονα αγόρια.

Ο Ιερεμίας μούδειξε το δρόμο και την ερωτική φωλιά στο Κοζασσού. Για να πας, μισή ώρα με τ' άλογο ήταν αρκετή. Κάναμε για πρώτη φορά τη διαδρομή, χωρίς να δείχνουμε ότι ψάχνουμε για κάτι. Ήταν για «να πιούμε κάτι» σε κάποιο φίλο μας· στους ταβερνιάρηδες αρέσει πολύ να δοκιμάζουν και να κριτικάρουν το κρασί των συναδέλφων τους.

Ήταν φθινόπωρο... Είχαμε καινούργια σοδειά κρασιού και ωραίο «παστραμά» (pastrama)2. M' ένα πιτσιρίκι της γειτονιάς, η παπαδιά ειδοποίησε τον Ιερεμία ότι ο παπάς έλειπε. Έλειπε συχνά. Ήταν ο μοναδικός παπάς στο Καζασσού και τον φωνάζανε πολλές φορές μακρυά απ' το σπίτι του, στα πολυάριθμα χωριουδάκια της περιοχής. Η παρουσία του ήταν απαραίτητη για την ευλάβεια, τις προκαταλήψεις και τις δεισιδαιμονίες των κατοίκων. Με το παραμικρό φώναζαν τον παπά: για βάφτιση, για γάμο, για θάνατο· και με την ίδια σοβαρότητα τον καλούσαν να ανακουφίσει από τους πόνους κάποια ετοιμόγεννη γυναίκα ή αγελάδα, να διώξει τα στοιχειά από τα σπίτια, να ευλογήσει ένα στείρο χωράφι, να πρωτοστατήσει σε ελεημοσύνες για τους νεκρούς, να λειτουργήσει κάποιον που είχε πάθει γάγγραινα ή τα ρούχα κάποιου που έπινε πολύ, ή το κεφάλι ενός τρελού ή επιληπτικού. Τέλος, ήταν γνωστό ότι, μόλις τέλειωνε η υπηρεσία του, ο φτωχός παπάς ανέβαινε στ' άλογο κρατώντας τα ιερατικά του σκεύη και άρχιζε το γύρο απ' όπου γύριζε τη νύχτα αλλά και τότε ακόμα, πολλές φορές, πήγαιναν διάφοροι δυστυχισμένοι και τον γύρευαν πηγαίνοντάς τον από το ένα σπίτι στ' άλλο, σα να ήταν το σύμβολο ευτυχίας της χώρας.

Χρειάζεται να σου πω Αδριανέ ότι αυτός ο τίμιος και δίκαιος άνθρωπος, ακούραστος υπηρέτης της πίστης του, δεν άξιζε αυτή την προσβολή που του κάναμε; Όπως επίσης ότι δεν άξιζε να έχει τέτοιες ακόλαστες γυναίκα και κόρη;

Όλα αυτά όμως δεν τα διερωτήθηκα την ημέρα που, με οδηγό τον Ιερεμία — που ασφαλώς ο Θεός θα τον τιμωρήσει πριν πεθάνει — απολάμβανα σαν κόκκορας τις ματιές που, τα ωραία μάτια της κόρης (γυναίκα ταχυδρομικού διανομέα που βρισκόταν συνέχεια στους δρόμους) έριχναν στα μαύρα μου γένεια, στα καστανά μου μαλλιά, στο καθαρό μου πουκάμισο και στις γυαλισμένες μου μπότες!... Δεν σκέφτηκα ούτε το κακό που έκανα στο διπλανό μου, ούτε το κακό που έκανα στη ψυχή μου... Και, παρ' ότι η ψυχή μου δεν ήταν καμωμένη γι' αυτά τα είδη των απολαύσεων, ευχαριστήθηκα. Ευχαριστήθηκα τόσο πολύ, που ξαναπήγα.

Εξάλλου, οι δύο αυτές έχιδνες ήταν πλασμένες για να σε κάνουν να ξεχνάς κοντά τους κάθε τι που δεν είχε σχέση με σαρκική επιθυμία. Μόνο ο Θεός ήξερε γιατί κόλλησε αυτές τις ηδονικές πληγές στο σώμα ενός από τους πιο αγνούς κι ενάρετους υπηρέτες του. Η παπαδιά ισχυριζόταν, σαν πολύξερη, ότι ούτε ο ίδιος ο Θεός ήξερε το γιατί και μας εξηγούσε αυτή τη θεϊκή αδεξιότητα με διασκεδαστικό τρόπο:

— Ξέρετε, μας έλεγε, ότι την ημέρα που δημιούργησε τον άνθρωπο ο Θεός δεν ήταν μόνος του· ήταν παρών και ο Διάβολος... Ανακατευόταν παντού, ήθελε νάναι μέσα σ' όλα και ενοχλούσε συνέχεια τον Παντοδύναμο, που αμυνόταν όσο μπορούσε καλύτερα. Κυττάζοντας την εκτυφλωτική λευκότητα της θεϊκής ζύμης που έπλαθε ο Κύριος για να δημιουργήσει τον άνθρωπο — το έργο που ήθελε να είναι τελειότερο απ' όλα — ο Διάβολος αισθάνθηκε την ακατανίκητη επιθυμία να το λερώσει. Ο Δημιουργός όμως πρόσεχε πολύ. Τότε ξεγελώντας τον Κύριο, ο Κακός του έκανε γρήγορα μια ερώτηση ενώ ταυτόχρονα του έδειχνε τον ήλιο που ήταν κρυμμένος πίσω από ένα σύννεφο: «Γιατί Εσύ, που είσαι τόσο έξυπνος, έκανες ένα τόσο δα συννεφάκι ικανό να σβήνει τη λάμψη ενός τόσο ισχυρού άστρου, να σκοτεινιάζει τη γη και να τη βυθίζει μέσα στη θλίψη;

Page 30: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

— Είναι, εξήγησε ο Δημιουργός, γιατί πρέπει όλα τα γήινα πράγματα να είναι ορατά κάτω από διαφορετικό φως, ώστε ο άνθρωπος να μην είναι βέβαιος για τίποτα και ν' αμφιβάλλει για όλα, εκτός από τη δύναμή μου. Ο Δαίμονας άκουγε κι έκανε ότι μπερδεύτηκε, αλλά στο διάστημα αυτό κατάφερε ν' ακουμπήσει με την ουρά του τη θεϊκή ζύμη, που έγινε αμέσως γκρίζα. Ο Κύριος το είδε και ξαφνιάστηκε:

— Γιατί ξαφνιάστηκες; σάρκασε ο Πονηρός· η ζύμη είναι γκρίζα γιατί άλλαξε το φως! Ο Θεός κατάλαβε το πάθημά του και από περηφάνεια θέλησε να φανεί λογικός. Έβαλε τη ζύμη στη φόρμα, της έδωσε μορφή άνδρα, φύσηξε επάνω της και έφτιαξε τον Αδάμ... Αλλοίμονο όμως! το μίασμα υπήρχε επάνω!... Αποτελεί μέρος του οργανισμού μας και αυτό είναι...

Αυτό είναι! Ή καλύτερα: αυτά εδώ είναι: υγρές κόρες ματιών με λάμψη που τρυπάει την καρδιά σα βέλος... χείλια ανυπόμονα που περίμεναν το χάδι του μουστακιού και το δάγκωμα του αρσενικού... στήθια καλοκρυμμένα για να φαίνονται καλύτερα... Δύο γυναίκες και δύο άντρες, τέσσερις υπάρξεις κυριαρχημένες ολοκληρωτικά από την ουρά του Σατανά!... Δεν θυμόμαστε πια τίποτα από τις επιθυμίες του Θεού! Πάει η αρετή, πάει η καλή συμπεριφορά, πάει ο σεβασμός! Δυο άντρες απέναντι σε δυο γυναίκες, διαπερασμένοι απ' τα πόδια ως το κεφάλι απ' την ουρά του Διαβόλου!...

Κι εγώ Αδριανέ δάγκωσα, δάγκωσα τον απαγορευμένο καρπό! Και μου φάνηκε καλός, τόσο καλός που έγινα καλύτερος στις σχέσεις μου με τους ομοίους μου. Συγχώρεσα τη γυναίκα μου που κοιμόταν και δεν την ξαναχτύπησα. Έγινα διπλά γενναιόδωρος με τους φτωχούς και πιο επιεικής μ' αυτούς που μ' έκλεβαν. Κι απ' το πρωί ως το βράδυ η καρδιά μου χτυπούσε χαρούμενα...

Αλλά να! Αυτό το να είναι άλλο πράγμα. Γιατί, όπως λέει ο Εκκλησιαστής, υπάρχει χρόνος για όλα· χρόνος για να γελάμε, χρόνος για να κλαίμε, χρόνος για να φιλάμε και χρόνος για να απομακρυνόμαστε απ' τα φιλιά... Κι αυτός ο χρόνος έφτασε.

Ένα αποπνικτικό καλοκαιρινό απόγευμα, ο Ιερεμίας κι εγώ γευόμαστε την απαγορευμένη και περαστική αυτή χαρά στο σπίτι του παπά, που ήταν απομονωμένο, έξω απ' το χωριό. Ο ταχυδρόμος ήταν στη δουλειά του και ο παπάς είχε φύγει με την «πρωτομηνιά» να ευλογήσει τα σπίτια της ενορίας του. Πιστεύαμε ότι ήμαστε προφυλαγμένοι από κάθε έκπληξη και περνούσαμε στιγμές ηδονής με το κομμάτι της θεϊκής ζύμης που ακούμπησε η ουρά του διαβόλου, όταν το εκδικητικό χέρι του Θεού άνοιξε την πόρτα και απ' το άνοιγμά της όρμησαν ο παπάς κι ο γαμπρός του σα δύο τρομεροί δικαστές! Στητοί, με άγριες διαθέσεις, σκονισμένοι και πελιδνοί, ο πρώτος κρατούσε στο χέρι ένα δοχείο μ' αγιασμό και την αγιαστούρα ενώ ο δεύτερος ένα μπαστούνι με κόμπους και το σάκκο με τα γράμματα.

Στάθηκαν στο κατώφλι ακίνητοι κι άφωνοι, εμείς όμως, οι τέσσερις ένοχοι, πεταχτήκαμε σε μια γωνιά του δωματίου· ο Ιερεμίας, μ' ένα μαχαίρι, ήταν έτοιμος ν' αμυνθεί· εγώ είχα πετρώσει απ' την ντροπή· οι δυο γυναίκες είχαν σκύψει υποκριτικά το κεφάλι. Και η φωνή του Παντοδύναμου αντήχησε μέσα από το στόμα του προσβλημένου αλλά δυνατού παρά τη δυστυχία του υπηρέτη του.

Είπε περίπου τα εξής:

«Ειρήνη υμίν» κακοποιοί!... Κι αυτή η Ειρήνη χρειάζεται και σε σας αναιδέστατες γυναίκες! Εσύ Ιερεμία, πέτα το κοφτερό μαχαίρι σου γιατί ένας παπάς, όποια κι αν είναι η προσβολή που δέχεται δεν μπαίνει στο σπίτι του, ούτε και σε κανένα άλλο, για να εκδικηθεί!... Ο Θεός κρίνει τι είναι δίκαιο και τι άδικο... Αυτά έχω να πω σε σένα, άκαρδε, ξεδιάντροπε κι αλύπητε άνθρωπε. Σε σένα όμως Άγγελε έχω να πω περισσότερα, γιατί έχεις και καρδιά, και ντροπή και λύπηση. Το ξέρω Άγγελε ότι είσαι δυστυχισμένος στην οικογενειακή σου ζωή... Προσπαθείς όμως να παρηγορηθείς μέσα στη δυστυχία του άλλου; Δεν σου μιλάω για μένα. Εγώ είμαι δυνατός και μπορώ να σηκώσω το Σταυρό που ο Κύριος κάνει πιο βαρύ καθημερινά για να τιμωρήσει την αμαρτωλή μου σάρκα που πόθησε τη σαρκική ευτυχία και να μου θυμίσει ότι μια γυναίκα όμορφη και χωρίς λογική, μοιάζει με χρυσό δαχτυλίδι στη μύτη γουρουνιού. Κύττα όμως κι αυτόν το νέο που στέκεται δίπλα μου και είναι, με τη

Page 31: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

θέληση του Θεού, γαμπρός μου και που τρέμει σα μαραμένο φύλλο γιατί πιστεύει ότι έχει προσβληθεί θανάσιμα στη σαρκική του ευτυχία, και που τον χτύπησες εσύ, ένας άνθρωπος που έχει και καρδιά, και ντροπή και λύπηση. Κύτταξέ τον Άγγελε και μάθε ότι αυστηρή τιμωρία απειλεί να χτυπήσει όποιον εγκαταλείπει το μονοπάτι!... Εγώ, εγκατέλειψα αυτό το μονοπάτι, αφού θέλησα να κάνω δική μου μια γυναίκα που ο Θεός την είχε προορίσει για να ανήκει σ' όλον τον κόσμο... Τώρα τιμωρήθηκα... Αυτός εδώ ο νέος εγκατέλειψε το δικό του μονοπάτι συντρίβοντας μια τίμια αγάπη κι ανοίγοντας την αγκαλιά του σε μια κοπέλα που έπρεπε να είναι πόρνη, την κόρη μου... Τιμωρήθηκε κι αυτός! Κι εσύ Άγγελε θα τιμωρηθείς! Δεν σου εύχομαι να πάθεις κανένα κακό, αλλά το κακό βρίσκεται μέσα σου· γιατί, αν επιτρέπεται στα ανθρώπινα πάθη να πέφτουν στην πανούκλα παίρνοντάς την για αγνότητα, δεν επιτρέπεται να πας να μολυνθείς με τη θέλησή σου. Εμπρός, φύγετε από δω! Και να ζείτε ειρηνικά, αλλά να φοβόσαστε το Θεό και τα ακοίμητα σκουλήκια...3».

Άκουσες Αδριανέ;... Τα ακοίμητα σκουλήκια!.... Νάτα!... Εδώ είναι, κάτω απ' αυτά τα κουρέλια που τα σκεπάζουν, που σκεπάζουν κι αυτά και το ζωντανό μου πτώμα... Με καταβροχθίζουν αργά, εδώ κι ένα χρόνο... Κι εδώ κι ένα χρόνο, δεν έχω τίποτα πια το ζωντανό επάνω μου, παρά μόνο τον εγκέφαλό μου, το κεφάλι μου...

Πάει πια ο θείος Άγγελος: Όλα διαλύθηκαν! Δεν υπάρχει ίχνος από το ωραίο σπίτι του από τα όμορφα παιδιά του από το καθαρό του πουκάμισο· απ' τα μαύρα του τα γένεια· από τις γυαλισμένες του μπότες. Διαλύθηκε και κείνο το σώμα, που δεν γνώρισε ποτέ κούραση και αρρώστιες!... Κι αυτό που δεν μπόρεσαν να γκρεμίσουν οι τρομεροί κακούργοι, το γκρέμισαν τα ακοίμητα σκουλήκια!...

Μόνο ο εγκέφαλός μου κρατάει ακόμα καλά... Αυτός είναι για μένα το άσβεστο φανάρι μέσα στην ατέλειωτη νύχτα, τη νύχτα που άρχισε την ημέρα που ο γιος μου κατέβηκε στον τάφο... Το φανάρι όμως άρχισε να φέγγει... Κι από τότε δεν βρέθηκε λάδι για άλλο πράγμα... Όλο το λάδι ήταν γι' αυτό, για τη φλόγα του... Έτσι, άγγιξα τη σωτηρία!...

Εκατόν πενήντα λίβρες άχρηστο λίπος, ήθελα να μονοπωλήσουν τη γη! Νάτες τώρα ακίνητες! Τόσες ανάγκες, τόσες επιθυμίες, τόσος θόρυβος και τόση λίγη αιωνιότητα! Κύριε, γιατί φάνηκες τόσο αδέξιος με το αριστούργημά σου! Μόνο το κεφάλι φτάνει. Που αλλού εκτός απ' το κεφάλι, βρήκα το Τεράστιο;... Και σκέψου ότι αυτό το Τεράστιο μεταβλήθηκε σε ένα Τίποτα, συμπιέστηκε σαν κόκκος άμμου σε μια γωνιά του σώματό μου, αυτό, η μοναδική μας αιωνιότητα. Όλο το σπίτι βουίζει... Σαν ένα μεγάλο κιβώτιο που αναστατώνει το ον μέρα και νύχτα... Σα φωτιά που θέλει να κάψει το ναό και το μόνο που καταφέρνει είναι να δημιουργεί, να τον γεμίζει καπνούς, να τον πνίγει ασφυκτικά και να τον κάνει ακατοίκητο...

Εδώ κι εφτά χρόνια, σκέφτομαι όλα όσα μπορεί να σκεφτεί κανείς. Διάβασα τρεις φορές την Παλιά και την Καινή Διαθήκη... Εκείνος ο ιερέας μας είπε σε μια ώρα, όλα όσα μπορεί να πει κανείς για τη ζωή· κανείς δεν θα μπορέσει να τα πει καλύτερα, ούτε να πει περισσότερα, ακόμα κι αν μιλάει ασταμάτητα 10.000 χρόνια. Πάντως είναι αλήθεια ότι κι αυτό ακόμα είναι ματαιοδοξία, λες και κυνηγάς τον αέρα!... Εκεί ακριβώς όπου ο σοφός βρίσκει λίγη ευτυχία, δεν υπάρχει. Δεν πρόκειται για να βρούμε την ευχαρίστηση στη ζωή, αλλά για να την κάνουμε να διαρκέσει, και διάρκεια δεν υπάρχει στη ζωή. Εξάλλου, το βασικό είναι να ξέρουμε σε τι μπορεί να χρησιμεύσει...

Να λοιπόν γιατί εγκατέλειψα τη ζωή και στράφηκα προς το θάνατο...

Πεθαίνουμε από τη στιγμή που δεν γευόμαστε πλέον τίποτα. Εγώ έχω πεθάνει εδώ και τρία χρόνια... Είμαι όμως ελεύθερος μόνο εδώ και 6 μήνες, από την ημέρα που τα ορθάνοιχτα μάτια ατενίζουν προσηλωμένα την αιωνιότητα... Εκεί, βρήκα τη διάρκεια... Αδιαφορώ για την ημέρα και τη νύχτα... Βρίσκομαι παντού· βλέπω τα πάντα· αισθάνομαι τα πάντα και τίποτα δεν με αγγίζει... Η χαρά και η λύπη είναι εμπόδια στην ελευθερία...

Πολλές φορές κινδύνεψα να ταξιδέψω στο Τίποτα, αλλά πάντα συγκρατήθηκα έγκαιρα. Τον

Page 32: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

νοιώθεις τον κίνδυνο. Όταν πλησιάζει η αρχή του Πράγματος — Χωρίς — Τέλος, μας έρχεται επιθυμία να κάνουμε εμετό κι αισθανόμαστε ένα βάρος στη ρίζα της μύτης... Ένα δευτερόλεπτο απροσεξίας κι αυτό είναι...

Κάποτε, διασκέδαζα με τη ζωή και το θάνατο, με το δικό μου τρόπο. Ήταν τον περασμένο χειμώνα. Δεν ήξερα αν ήταν μέρα ή νύχτα εδώ και πολύν καιρό, αυτό δεν έχει πια καμιά σημασία για μένα... Έκανα βόλτα... Κάποια ευχάριστη ανάμνηση από το παρελθόν, μ' έκανε να ταλαντεύομαι προς τη ζωή, ενώ κάποια άλλη μελαγχολική μ' έσπρωχνε προς το θάνατο. Μια μακρινή απελπισμένη φωνή με γέμισε αηδία: ήταν τα ουρλιαχτά πόνου ενός γουρουνιού που το σφάζανε στο χωριό την παραμονή των Χριστουγέννων... Ουά!... Θυμήθηκα πάνω σε πόσα γουρούνια είχα στηρίξει το γόνατό μου· πόσες φορές είχα βυθίσει επιδέξια το μακρύ μου μαχαίρι στην καρδιά που χτυπούσε κάτω απ' την αριστερή του μασχάλη ή στη μαλακή κοιλότητα του λαιμού, ανάλογα με το τι ήθελα να κάνω... Συχνά, το ζεστό του αίμα με πιτσίλιζε στο πρόσωπο... Το ζώο χτυπιόταν, μετά τα μάτια του θάμπωναν και πέθαινε... Του έδινα ένα φιλικό χτύπημα κι επέστρεφα πάλι στη ζωή, ένα φιλικό χτύπημα σαν αυτό που δίνουμε στα πισινά μιας γυναίκας που αγαπάμε...

Αυτά μ' έκαναν να αισθανθώ παράξενα... Το σύμπαν εξαφανίστηκε. Πάνε οι αναμνήσεις, πάει και ο Χώρος... Ο εγκέφαλός μου κυριεύτηκε από μια γλυκειά ναρκωτική τεμπελιά... Ένας κόμπος ανέβηκε από το στομάχι... Τα μάτια μου βάρυναν... Περνούσα. Είπα: — Είμαι καλά!...

Ξαφνικά, κάτω απ' το παράθυρό μου, αντήχησαν τρεις παιδικές φωνές:

Καλημέρα Άγιε Βασίλη!... Καλημέρα, Άγιε Βασίλη!... Καλημέρα, Άγιε Βασίλη!

Ύστερα η πόρτα άνοιξε διάπλατα στο κρύο και στη ζωή και μπήκε στο δωμάτιό μου ο τρελός ο υπηρέτης μου, μαζί με τρία παιδιά ενώ μέσα, οι φτερούγες του θανάτου κυμάτιζαν ακόμα. Αυτός είχε παρασύρει στην παράξενη ταβέρνα τα τρία παιδιά που είχαν έλθει στο χωριό για να δώσουν την καθιερωμένη Χριστουγεννιάτικη ευχή... Είχα εφτά χρόνια ν' ακούσω αυτές τις χαρούμενες φωνές κάτω απ' το παράθυρό μου... Δεν είχα να τους δώσω τίποτα απ' αυτά που δίνονται συνήθως: καρύδια, χαρούπια, μπισκότα, σύκα...

Τους έδωσα λεφτά... Μου ευχήθηκαν «περαστικά» και μετά έφυγαν, παίρνοντας μαζί τους τον κρύο αέρα και τη ζωή...

Κυττάζοντάς τα να φεύγουν, ξέχασα το θάνατο και μούρθε να κλάψω. Ήταν Χριστούγεννα στο χωριό... Κι ο θείος Άγγελος, ο καλός αυτός Χριστιανός, δεν είχε ούτε ένα καρύδι, ούτε ένα σύκο, ούτε ένα μπισκότο για να φιλέψει τα παιδιά που του ευχήθηκαν: καλημέρα Άγιε Βασίλη.

Το στόμα του θείου Άγγελου άνοιξε απ' το ένα αυτί ως το άλλο, αφήνοντας να φανούν κάτι κιτρινόμαυρα δόντια νεκροκεφαλής. Ο Αδριανός δεν ήξερε αν ο άρρωστος είχε εκπνεύσει ή αν ήθελε απλώς να κλάψει. Το δεξί του χέρι, παρατημένο στην άκρη του παλιοκρέβατου άρχισε να τρέμει ακανόνιστα και να πηγαίνει ψηλαφώντας προς το μπουκάλι με τη ρακή, που βρισκόταν κατάχαμα. Ο Αδριανός κατάλαβε:

— Θέλεις να πιεις θείε;

Και σηκώθηκε να τον σερβίρει.

— Ναι... γρήγορα... σκάω...

Ο Αδριανός γέμισε το ποτηράκι και το άδειασε στο ανοιχτό στόμα. Το ποτήρι χόρεψε ανάμεσα στις

Page 33: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

δύο σειρές των δοντιών που χτυπούσαν λες κι ο άρρωστος είχε ρίγη.

Το αποτέλεσμα ήταν γρήγορο. Ο αλκοολικός ηρέμησε.

— Θα πεθάνω σε λίγο Αδριανέ... Για κληρονομιά σου δίνω τούτη εδώ τη συμβουλή: αντιτάξου μ' όλες σου τις δυνάμεις κι όσο ακόμα είναι καιρός, στις εύκολες απολαύσεις. Αυτές μας κάνουν να υποφέρουμε περισσότερο... Και είναι κρίμα! Οι εύκολες απολαύσεις, μόνο γι' αυτές τις ίδιες, έχουν ανάγκη απ' όλη μας τη ζωή. Από ένα βαρέλι λάδι που καίει, παίρνουμε μια ελιά. Είναι λίγο, πολύ λίγο. Τα σκυλιά έχουν τα ίδια πάθη με μας, αλλά μας ξεπερνούν στη σοφία.

Θάθελα να σου δώσω ένα παράδειγμα της ανθρώπινης τρέλας και να σου διηγηθώ τη ζωή του Κοσμά, του πατέρα του Ιερεμία και μακρινού μας συγγενή. Δεν αισθάνομαι αρκετές δυνάμεις για μια τόσο μεγάλη ιστορία... Κάποτε, θα στα διηγηθεί ο ίδιος ο Ιερεμίας καλύτερα από μένα...

Συγχωρώ όμως στον Κοσμά κάτι που συγχωρώ λιγότερο σε μένα και καθόλου σε σένα: ο Κοσμάς δεν είχε μυαλό εγώ είχα μισό· εσύ, στα 20 χρόνια σου, ήξερες όσα δεν ξέραμε εμείς στα 50. Ήξερες ότι οι διασκεδάσεις μας κάνουν να πιστεύουμε ότι αυτές είναι όλη η ζωή κι ότι πέρα απ' αυτές δεν υπάρχει τίποτα, ενώ στην πραγματικότητα τα πράγματα είναι αντίστροφα. Αυτό, το αντίστροφο, εγώ το έμαθα πολύ αργά... Ο Κοσμάς δεν τόμαθε ποτέ.

Τότε, ο Αδριανός έκρινε ότι μπορούσε να εκφράσει τη γνώμη του.

— Θείε, δεν υπάρχει γνώση ικανή να συντρίψει ένα μεγάλο πάθος χωρίς, ταυτόχρονα, να συντριβεί κι ο ίδιος ο άνθρωπος...

— Τι εννοείς να συντριβεί; ρώτησε νευρικά ο Άγγελος.

— Συντριμμένος είναι ο άνθρωπος που επιβάλλει στον εαυτό του άλλη ζωή απ' αυτή για την οποία ήταν προορισμένος.

Ο Άγγελος κούνησε το κεφάλι του:

— Αυτός είναι ο συντριμμένος άνθρωπος; Κι ο άνθρωπος που δεν επιβάλλει στον εαυτό του άλλη ζωή απ' αυτή για την οποία είναι προορισμένος, πώς λέγεται;

Ο Αδριανός δεν μίλησε για να μην ερεθίσει τον άρρωστο, που τον ξαναρώτησε:

— Πώς λέγεται ανηψιέ μου; Δεν θέλεις να το πεις; Μήπως ο άνθρωπος που δεν επιβάλλει στον εαυτό του άλλη ζωή απ' αυτή για την οποία είναι προορισμένος λέγεται θείος Άγγελος; Τον ξέρεις αυτόν τον θείο Άγγελο; Θέλεις να μάθεις που κατέληξε επειδή ζούσε τη ζωή που προοριζόταν να ζήσει; Έλα λοιπόν Αδριανέ, ξεσκέπασέ με! Τράβα αυτά τα κουρέλια, απόλαυσε το θέαμα του θείου Άγγελου που δεν κατάφερε να επιβάλλει στον εαυτό του άλλη ζωή απ' αυτή που προοριζόταν να ζήσει. Σήκωσέ τα και κύττα, καλέ μου ανηψιέ! Αυτό που θα δεις θα σε πείσει περισσότερο από χίλιους Λόγους! Σήκωσέ τα!

— Όχι θείε σε παρακαλώ... φοβάμαι, ψέλλισε ο Αδριανός.

— Σε διατάζω να με ξεσκεπάσεις και να δεις! φώναξε μ' όλη του τη δύναμη ο Άγγελος.

— Συγγνώμη, θείε, λυπήσου με!

Τρέμοντας ο Άγγελος, σήκωσε με πολλή προσπάθεια το αριστερό του χέρι μέχρι τα χείλια κι άρχισε να σφυρίζει. Το αγόρι έτρεξε αμέσως και πήγε να του βάλει να πιει:

— Όχι... όχι αυτό... Καθάρισέ με πρώτα, τούπε ο άρρωστος.

Page 34: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

Ο τρελός άρχισε με φούρια να πετάει κατάχαμα τα ρούχα· όσο το σώμα ξεσκεπαζόταν, μια μυρουδιά πανούκλας γέμιζε το δωμάτιο. Όταν πετάχτηκε κι η τελευταία κουβέρτα, ο Άγγελος φώναξε:

— Πλησίασε Αδριανέ και κύτταξέ με, στο όνομα της στοργής που είχα πάντα για σένα!

Τρομοκρατημένος ο Αδριανός πλησίασε, ενώ ο μακροκέφαλος υπηρέτης, σα χωροφύλακας, του έκανε θέση στα πόδια του αρρώστου. Μόλις όμως ο νέος είδε τις φριχτές σειρές με τα μηρικά οστά και τα ακίνητα προκνήμια, που ήταν μπλε, τη λεκάνη που δεν είχε πια τίποτα μέσα και τα κόκκαλα, που οι γυμνές άκρες τους πεταγόντουσαν μέσα από το τρυπημένο δέρμα, σκέπασε το πρόσωπό του με τα δυο του χέρια κι έτρεξε προς την πόρτα φωνάζοντας:

— Τι φρίκη!... Τι φρίκη! Αυτός είναι ο θείος Άγγελος;

Εκείνη τη στιγμή ένας ωραίος γέρος, με σοβαρό πρόσωπο, γένεια, γεροδεμένος, έμπαινε στο δωμάτιο. Ο Αδριανός σκόνταψε στο φαρδύ του στήθος. Ο επισκέπτης τον άρπαξε απ' τα χέρια:

— Τι συμβαίνει Αδριανέ;... Τρόμαξες από το θείο σου;

Μόλις άκουσε αυτά τα λόγια, ο Άγγελος στράφηκε προς το νεοφερμένο και φώναξε:

— Ιερεμία!.. Ιερεμία!... Σταμάτα τον!.. Μην τον αφήνεις να φύγει!.. Σε ικετεύω... Εδώ... εδώ... αμέσως... θέλω να του διηγηθείς την τρομερή ζωή του Κοσμά... Θέλω να την ακούσω πριν πεθάνω... Θέλω να πεις σ' αυτόν το νεαρό την αλήθεια για την τρέλα του πάθους... Την απατηλή χαρά του Κοσμά και τα πραγματικά του βάσανα... Τις μάταιες ευχαριστήσεις του και το τρίξιμο των δοντιών του... Δείξε του τη βαρβαρότητα του τρελού Θεού που δημιούργησε τη σάρκα για νάχει την ευχαρίστηση να τη βασανίζει... Την καταστροφή που περιμένει εκείνον που αφήνεται να παρασυρθεί απ' τη θύελλα των αισθήσεων... Δείξε του Ιερεμία... Πες του. Μίλα του... για... τον.. Κοσμά!...

Απότομα ο Άγγελος σώπασε. Τα μάτια του καρφώθηκαν στο ταβάνι. Τα χέρια του συσπάστηκαν.

— Μίλα... Ιερεμία... Πες του ποιος ήταν ο Κοσμάς, πρόσθεσε κυττάζοντας το ταβάνι.

Ο Αδριανός θέλησε να φωνάξει, μα ο Ιερεμίας του έβαλε το χέρι στο στόμα. Μετά, περιστρέφοντας τα τρομερά του μάτια, του άρπαξε το ένα χέρι και με φωνή ηχηρή, απαγγέλλοντας τις λέξεις και κυττάζοντας πότε τον ετοιμοθάνατο και πότε τον Αδριανό άρχισε να λέει:

— Ο Κοσμάς ήταν ο άνθρωπος που είχε περισσότερα πάθη στην εποχή του. Η ζωή του ήταν μια καταιγίδα που τη διαπερνούσαν κεραυνοί. Η καρδιά του γνώρισε μεγάλες χαρές και υπεράνθρωπα βάσανα. Κι ο Κοσμάς τιμωρήθηκε με θάνατο για τις αδικίες του, τις βιαιότητές του και τα λάθη του...

Ο Ιερεμίας σταμάτησε, άφησε το χέρι του Αδριανού κι έσκυψε πάνω απ' το σκληρυμένο πρόσωπο του θείου Άγγελου κυττάζοντάς τον προσεκτικά μια στιγμή. Ύστερα, κυττάζοντας τον Αδριανό, ακούμπησε με δύο δάχτυλα τα δύο μάτια πού κυττούσαν ορθάνοιχτα το ταβάνι και τα σφάλισε. Ο θείος Άγγελος όμως κράτησε για πάντα τα μάτια του ανοιχτά προς τη μυστηριώδη Αιωνιότητα.

Page 35: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

Ο ΚΟΣΜΑΣ

Ο Ιερεμίας τράβηξε έξω τον τρομοκρατημένο Αδριανό, στην ερειπωμένη ταβέρνα. Εκεί, πάνω σ' ένα μακρύ σκονισμένο τραπέζι, ανέβασε ένα πολύ φορτωμένο δισάκι που το είχε ρίξει κατάχαμα μπαίνοντας, έβγαλε από κει ένα ψωμί του ενός κιλού, ένα χοντρό κομμάτι ζαμπόν ανακατωμένο με χοιρινό λίπος (λαρδί), ένα τεράστιο κρεμμύδι, έσπασε το κρεμμύδι με τη γροθιά του, ξεκοίλιασε το ψωμί κατά μήκος και κατά πλάτος, κομμάτιασε το λαρδί και, κάνοντας νόημα στον Αδριανό να τον μιμηθεί, άρχισε να τρώει καταπίνοντας τεράστιες μπουκιές.

Ο Αδριανός δεν δέχτηκε την πρόσκληση, αφέθηκε να πέσει σ' έναν πάγκο κι ακούμπησε το κεφάλι στα σταυρωμένα χέρια του. Ο Ιερεμίας δεν επέμενε και τάφαγε όλα. Μόνο μια φορά κουνήθηκε, όταν κατέβηκε στο υπόγειο κι έφερε ένα πεντόλιτρο δοχείο κρασί, απ' όπου έριξε σ' ένα πήλινο δοχείο της μιας οκάς που το 'χε για ποτήρι.

Σε μισή ώρα, το ψωμί, το λαρδί, το κρεμμύδι και το μισό κρασί, είχαν κατέβει στο στομάχι του. Όταν ο Αδριανός σήκωσε το κεφάλι του ο Ιερεμίας κάπνιζε την πίπα του και χαμογελούσε κάτω από τα πυκνά μουστάκια του. Ο νέος τον κύτταξε σα να έβλεπε κάνα ανυπόφορο τέρας. Σ' αυτό το βλέμμα, ο Ιερεμίας απάντησε κουνώντας ζωηρά τα λευκά φρύδια του, τη γκρίζα χαίτη του και το σκούφο που ήταν πάνω της σαν αχυρένια θημωνιά σε μινιατούρα. Τα μεγάλα μαύρα μάτια του, καθαρά σα μάτια παιδιού, ήταν η μόνη εγγύηση αγάπης μέσα σ' αυτό το σωρό της αγριότητας: μιλούσαν την πιο εμπιστευτική κι αληθινή φιλική γλώσσα. Όλα τα υπόλοιπα επάνω του ήταν κτηνώδη: η άγρια γενειάδα, τα σκληρυμένα και λασπωμένα ρούχα του, το βρώμικο πουκάμισο, που ο γιακάς του ήταν δεμένος με σπάγγο κι αυτά τα αρκουδίσια πόδια που ήταν ικανά να σκοτώσουν βόδι. Και λες κι ο Αδριανός να είχε ανάγκη από άλλες αποδείξεις για την αγριότητά του, ώστε να συμπληρωθεί το πλαίσιο, ο Ιερεμίας άρπαξε την οκά, γεμάτη κρασί, την άδειασε μονορούφι, χωρίς αναπνοή και βύθισε τα δόντια στα χείλη του βάζου, δάγκωσε το κεραμικό λες και δάγκωνε ψωμί, μάσησε τα κομμάτια κι έφτυσε στο τραπέζι τα σκουπίδια.

Οι δύο άντρες κυττάχτηκαν στα μάτια· ο Αδριανός ήταν γοητευμένος· ο γέρος γοητευτικός.

— Το ξέρεις πουλαράκι μου αυτό το πρόσωπο; Δεν έχεις καμιά ανάμνηση απ' τα σκοτάδια της περασμένης ζωής; Κάποτε, ένα βαρύ χειμώνα, μάζεψα μες στη νύχτα μια φτωχιά, παγωμένη από το κρύο, γυναίκα και την ανέβασα στο κάρο μου, λίγο πριν μπούμε στο χωριουδάκι μας. Στο δρόμο, μου άνοιξε την καρδιά της και μου διηγήθηκε τον πόνο της: ήταν χήρα, μ' ένα παιδί πέντε χρονών εξαντλημένο από μια μυστήρια αρρώστια και χωρίς καμιά ελπίδα θεραπείας. Φτάσαμε στην καλύβα της άρπαξα τα σκελετωμένα χεράκια του μικρού· βύθισα το βλέμμα μου στα μάτια του που κρεμόντουσαν απ' τα δικά μου και είπα σα να μιλούσα μόνος μου, με βροντερή φωνή:

— Θέλω ζωή, δαιμονισμένες δυνάμεις! Θέλω να γίνει καλά αυτό το παιδί! Θα γίνεις καλά, μικρέ, δεν θα ξανακλάψεις και θα κοιμηθείς, μ' ακούς; Θα έχεις ειρήνη, υγεία και ζωή. Αμήν! Και το μικρό ανθρωπάκι έπεσε απ' τα δικά μου χέρια, στα χέρια του ύπνου που κόντευε να τον ξεχάσει. Κι έγινε καλά, μεγάλωσε κι έγινε το ωραίο αγόρι που είναι τώρα εμπρός μου! Το ξέρεις πουλαράκι μου αυτό το πρόσωπο;

— Εσείς Ιερεμία, είσαστε ο μυστηριώδης άνθρωπος που έκανε αυτό το θαύμα;

Ο Ιερεμίας κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Ο Αδριανός άρπαξε το ένα απ' τα τριχωτά του χέρια και το φίλησε. Το χέρι μύριζε βρεμένο σκυλί. Έξω έπεφτε μια ψιλή ανοιξιάτικη βροχή και είχε ομίχλη. Από κάποια ρωγμή της καλαμένιας στέγης, που είχε καταρεύσει σε μια γωνιά της ταβέρνας, η ομίχλη κι η ψιλή βροχή έμπαιναν μέσα δημιουργώντας έναν ήρεμο ανεμοστρόβιλο.

Ξαφνικά μπήκε μέσα, λαχανιασμένος, ο μακροκέφαλος υπηρέτης και κύτταξε τους δύο άντρες με τρομαγμένο ύφος. Ο Ιερεμίας του είπε:

Page 36: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

— Τώρα πια δεν έχεις τίποτα να κάνεις εδώ... φύγε, φτωχό μου παιδί, φύγε, και πήγαινε ν' ακουμπήσεις το βαρύ σου κεφάλι στις γραμμές του τραίνου. Έτσι θα γλυτώσεις απ' αυτή τη ζωή, που είναι πολύ βαριά για τους ώμους σου, όσο βαρύ είναι και το κεφάλι σου... φύγε και κάνε αυτό που σου είπα: είναι για το καλό σου...

Ο υπηρέτης εξαφανίστηκε όπως είχε έρθει.

— Σε σένα Αδριανέ, που οι ώμοι σου μπορούν να σηκώσουν τη ζωή, θα διηγηθώ την ιστορία, του πατέρα μου, του Κοσμά.

Page 37: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

—Η παλιότερη ανάμνησή μου φτάνει στην αρχή της δημιουργίας της γης, της μακρινής γης της πιο απομακρυσμένης παιδικής μου ηλικίας, πριν από 70 γεμάτα χρόνια. Κι όταν μπορούμε και θυμόμαστε πράγματα που ζήσαμε πριν από 70 χρόνια, τότε μπορούμε να λέμε ότι αυτή είναι η αρχή της δημιουργίας της γης.

Καθόμουνα σ' έναν κορμό δέντρου και καθρεφτιζόμουνα μέσα σε μια λίμνη, σαν κουταβάκι τριών εβδομάδων που κυττάει χαζά τα μυγάκια να περνάνε μπροστά του. Γύρω μου είχε ένα δάσος από όρθια δέντρα που οι κορυφές τους έφταναν ως τα σύννεφα. Μόνο ξαπλωμένος ανάσκελα μπορούσα να τα θαυμάσω. Κάπου κοντά ακουγόταν ο ήχος από ένα θορυβώδη χείμαρρο. Απέναντί μου ήταν μια καλύβα, όπου, κάτι χοντροί άντρες με φαρδιά παντελόνια στους μηρούς και κάτι γυναίκες με πολύχρωμες φούστες, μπαινόβγαιναν μιλώντας δυνατά και χειρονομώντας. Ξαφνικά ακούστηκαν κραυγές στην καλύβα και οι γυναίκες με τις όμορφες φούστες το 'σκασαν. Οι άντρες τσακωνόντουσαν και τότε κάποιος, ο χοντρώτερος απ' όλους, που τον ήξερα καλύτερα, ήρθε τρέχοντας και τα πράγματα ηρέμησαν. Έφυγαν όλοι, εκτός απ' το χοντρό κι έναν άλλο, που τον ήξερα κι αυτόν, αλλά τι παράξενο πράγμα! Ο χοντρώτερος πήδησε στην πλάτη του άλλου, που ήταν λιγώτερο γεροδεμένος, και τον άφησε να τον πάει βόλτα σ' όλη την αυλή, μέχρι που κυλίστηκαν κι οι δυο κατάχαμα. Εγώ δεν κατάλαβα τίποτα και συνέχισα να καθρεφτίζομαι στη λίμνη.

........................................................................................

Η εικόνα που ακολούθησε αυτή την πρώτη ανάμνηση είναι πιο συγκεκριμένη. Το χοντρώτερο απ' τους δύο άντρες τον φώναζα Κοσμά τον άλλο Ηλία. Αδιαφορούσα γι' αυτούς, εκτός από τις φορές που μ' έπαιρναν στους ώμους τους, σαν άλογα, και με πήγαιναν περίπατο. Τότε, ήμουνα πολύ ευχαριστημένος και τους έδινα χαστουκάκια. Κατά τα άλλα, ζούσα μόνος μου. Βρισκόμασταν στην άκρη της λίμνης που ήταν τόσο φαρδιά, που μόλις φαινόταν στην απέναντι όχθη. Τα δέντρα με τα κλαδιά που έπεφταν προς τα κάτω βουτούσαν τα φύλλα τους στο νερό που κυλούσε αργά. Κάθε τόσο, ερχόντουσαν άγνωστοι, με βάρκες γεμάτες εμπορεύματα κι αυτό με στενοχωρούσε πολύ: κανένας τους δεν καταλάβαινε ότι ήθελα κι εγώ ν' ανεβώ σ' ένα τέτοιο κοχύλι και να γλυστρίσω σαν κι αυτούς στο νερό. Ένα πρωί όμως που δεν πρόσεχαν, ανέβηκα σε μια άδεια βάρκα έκοψα με το σουγιά μου το σκοινί που την κρατούσε δεμένη στο δέντρο κι άρχισα να γλυστράω, στην αρχή απαλά και κατόπιν γρηγορώτερα, μέχρι που με παρέσυρε το ρεύμα. Ήμουνα τόσο χαρούμενος που, μην έχοντας σε ποιον να δώσω χαστούκια, χτυπούσα τα μάγουλά μου. Μπροστά μου απλωνόταν ένα απέραντο τραπεζομάντηλο νερού, μια γιγάντια εσάρπα που έβγαινε απ' τον έναν ορίζοντα και χανόταν στον άλλο, απέναντι. Ο ήλιος την έκανε ασημένια, χρυσή, την έκανε να παφλάζει. Ένα πράγμα επιθυμούσα, έτσι όπως ήμουνα μόνος στην επιφάνειά της: να πάω πιο γρήγορα. Δυστυχώς όμως, μια βάρκα άρχισε να με κυνηγάει και ο Ηλίας με άρπαξε. Με πήγε στον Κοσμά· αυτός άρχισε να λέει πράγματα που δεν τα καταλάβαινα, γιατί δεν τον άκουγα και ξαφνικά αισθάνθηκα τα βαριά του χέρια να με πιέζουν από πίσω στους ώμους. Αντιστεκόμουνα μ' όλες μου τις δυνάμεις στο βάρος που αύξανε ασταμάτητα, αλλά μετά, η ανάσα του Κοσμά μου έκοψε το σβέρκο, τα πόδια μου λύγισαν κι έπεσα κάτω σχεδόν λιπόθυμος. Δεν ήξερα ακόμα τι σήμαινε φιλί στο μάγουλο αλλά από κείνο το πρωινό άρχισα ν' αγαπάω τον Κοσμά. Τον αγάπησα πολύ περισσότερο την αμέσως επόμενη νύχτα, όταν μας ξύπνησε απότομα, ύστερα από ειδοποίηση του Ηλία, έρριξε πετρέλαιο στην καλύβα και με διάταξε να βάλω φωτιά, πράγμα που έκανα αμέσως. Σε λίγο, καλπάζοντας μέσα στα χέρια του Ηλία και με πιτσιλισμένο το πρόσωπο από τη λάσπη που τίναζαν τα πόδια του αλόγου του Κοσμά, γύρισα, είδα τις φλόγες και μονολόγησα: Εγώ το 'κανα αυτό.

.............................................................................................

Page 38: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

Ήρεμο, ακτινοβόλο στο καλοκαιρινό του στερέωμα και στρογγυλό σαν ασημένιος δίσκος, κρεμασμένος πάνω από τα κεφάλια μας, το φεγγάρι φώτιζε τα τρία πρόσωπά μας και την όαση της χλόης που ήταν περιτριγυρισμένη από ψηλά έλατα, όταν ξαφνικά, ο Κοσμάς παρουσιάστηκε στα μάτια μου όπως ήταν πάντα: προστάτης και τύραννος. Ήμουνα περίπου 9 χρονών και γερός σαν αγριόπαπια. Ο καθαρός αέρας των εποχών του χρόνου και η περιπλανητική ζωή σ' όλες τις περιοχές κι όλα τα κλίματα, με είχαν σκληραγωγήσει. Οι αρρώστειες μου ήταν άγνωστες (και εξακολουθούν να μου είναι άγνωστες και σημέρα). Το πρωί που ακολούθησε αυτή τη λαμπρή κι αξέχαστη νύχτα, μας συνέβη μια μεγάλη περιπέτεια. Χωρίς κανένα λόγο και καμιά δικαιολογία, ο Κοσμάς έδωσε την διαταγή να εγκαταλείψουμε το μέρος όπου είχαμε κατασκηνώσει και που βόλευε πολύ τους λαθρέμπορους και μας μετέφερε όλους, με όπλα και αποσκευές σ' αυτό τον τραχύ απότομο και μοναχικό τόπο, όπου, όπως φαίνεται, ο διάολος είχε χάσει τον πατέρα του. Αυτή η αυθαίρετη απόφαση δυσαρέστησε όλους τους άνδρες, και πολύ δικαιολογημένα: μπορεί να αισθανόμαστε ότι μας καταδιώκουν οι πάντες, γεγονός όμως είναι ότι η οικογενειακή ζωή γατζώνεται από το λαθρέμπορο όπως τα βρύα απ' τα δέντρα. Κάνουμε γνωριμίες, αγαπάμε και δενόμαστε, φυσικά όταν υπάρχει κίνδυνος, παρατάμε τα πάντα και το σκάμε, αλλά σίγουρα εγκαταλείπουμε παντού κουρέλια απ' τη ματωμένη μας καρδιά. Μόνο ο Κοσμάς δεν δενόταν με τίποτα, παρά μόνο με την ελευθερία του. Μόνο αυτός, αν και ερωτευόταν μέχρι τρυφερότητας, δεν άφηνε πίσω του ούτε τρίχα απ' την πλούσια χαίτη του. Κι ο Ηλίας κυριαρχούσε στην καρδιά του, ήταν όμως γιατί η καρδιά του δεν τον ενοχλούσε και πολύ αγαπούσε μόνο τη φρόνηση, ήταν ο σοφός της συμμορίας, σοφός πάνω κι απ' την ίδια την ελευθερία που είναι ο πρωταρχικός θησαυρός κάθε λαθρέμπορου.

Η διαταγή να φύγουμε δόθηκε τη στιγμή που τα παιδιά χάιδευαν τις φιλενάδες τους και προκάλεσε σχεδόν σε όλους ένα μουρμουρητό που άγγιζε τα όρια της ανοιχτής εξέγερσης. Ο Κοσμάς άρπαξε τα δυο του πιστόλια και βροντοφώναξε:

— Οι γυναίκες να εξαφανιστούν πριν αναπνεύσω τρεις φορές! Κι αυτός που θα πηδήσει τελευταίος στ' άλογό του, θ' ακολουθήσει τη φιλενάδα του.

Οι γυναίκες εξαφανίστηκαν κουτρουβαλώντας την πλαγιά της χαράδρας. Οι άντρες υπάκουσαν. Και για 8 ώρες περπατούσαμε ασταμάτητα, κάνοντας μόνο μια σύντομη στάση.

Τώρα, η συμμορία κοιμόταν... Στο ξέφωτο, που ήταν πλημμυρισμένο από τον γλυκό χείμαρρο που χυνόταν απ' το φεγγαριάτικο φως μόλις είχαμε ξυπνήσει απ' το πρωτοΰπνι. Ο Κοσμάς περίμενε έναν αγγελιοφόρο... Κάποτε ήλθε:

— Λοιπόν; Είχα δίκιο ή άδικο;

Ο χωρικός πλησίασε και του φίλησε το χέρι:

— Είχες δίκιο Κοσμά... Στο άλλο γεύμα ο Καρκ-Σερντάρ4 (Cârc Serdar) έφτασε εκεί που είχες κατασκηνώσει με μεγάλη δύναμη «ποτέρα»5.

Θριαμβευτικά ο Κοσμάς σκάλισε το ρουθούνι του με το δάχτυλό του και διέταξε τον Ηλία:

— Μέτρησέ του τριάντα δουκάτα για να τα μοιράσει στις εγκαταλειμμένες φιλενάδες! Όσο για τους ερωτευμένους, ας είναι ευχαριστημένοι που είναι ζωντανοί: ερασιτέχνες θα βρουν παντού!...

Ο Ηλίας έδωσε τα λεφτά και σώπασε... Σώπασε, αλλά η σιωπή του ήταν η ενοχλητική σιωπή του σοφού που έχει κάτι να πει· κι οταν ο Ηλίας σκεφτόταν κάτι και δεν το έλεγε, ο Κοσμάς ήξερε από πριν ότι δεν είχε δίκιο. Αυτός, κοτζάμ Κοσμάς, να είναι τρωτός! Τέτοιο πράγμα, ο Κοσμάς δεν μπορούσε να το υποφέρει!

— Ηλία! Η σιωπή σου μ' ενοχλεί... Μίλα λοιπόν... Πρόσεχε όμως: αν έχεις δίκιο θα σε διαλύσω!...

Page 39: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

— Μπορείς να με διαλύσεις Κοσμά, πάλι όμως θα έχω δίκιο.

— Τότε σήκω και γύρισέ μου την πλάτη!...

Ο Ηλίας σηκώθηκε. Ο Κοσμάς πήδησε στην πλάτη του κι ο Ηλίας καμπουριασμένος από τις 200 λίβρες του άρχισε να πηγαίνει γύρω γύρω στο ξέφωτο. Άντεξε όση ώρα κάπνισε την πίπα του· ύστερα ο ιδρώτας άρχισε να κυλάει σε χοντρές σταγόνες από την άκρη της μύτης του που ήταν σκυμμένη προς το χώμα. Κανένας τους δεν μιλούσε ενώ το φεγγάρι έκανε περίπατο τη σκιά τους στο λιβάδι. Και ξαφνικά ο Ηλίας έβγαλε ένα ρόγχο, κλονίστηκε και σωριάστηκε χάμω. Ο Κοσμάς τον παράτησε, κάθησε χάμω αλά τούρκα και τον κυττούσε. Μόλις τον είδε να κουνιέται, πήγε σ' ένα έλατο: έβαλε το κεφάλι προς τα κάτω, τα πόδια και το μισό του κορμί προς τα πάνω, ακουμπώντας στο δέντρο, και είπε:

— Μίλα Ηλία, έχεις δίκιο.

Ο Ηλίας, κάτωχρος, άναψε το τσιμπούκι του και μίλησε με αργή φωνή:

— Το χρήμα Κοσμά δεν γιατρεύει τις καρδιές που πληγώνονται από έρωτα· τις προσβάλλει... Η γενναιοδωρία σου αξίζει όσο και του Καρκ-Σερντάρ· όταν αυτός βιάζει κάποια από τις παρθένες μας της προσφέρει ένα κολλιέ από δουκάτα και η παρθένα πάει και πέφτει στο πηγάδι μαζί με το κολλιέ και τη ντροπή της. Η γενναιοδωρία σου Κοσμά είναι πιο αηδιαστική απ' τη γενναιοδωρία του Κάρκ-Σερντάρ: εκείνος είναι τύραννος· δεν του δίνεται καμιά παρθένα· εσύ είσαι επαναστάτης· σε σένα, η αγνότητα έρχεται μόνη της. Με τι την ανταμοίβεις; Με δουκάτα σαν τον Καρκ-Σερντάρ! Κοσμά, είσαι δυνατός αλλά δεν έχεις δίκιο.

..............................................................................

Ο Ηλίας σώπασε, και η σιωπή του ήταν ήρεμη. Η φωνή ενός νυχτοπουλιού δόνησε τη νύχτα πάνω στις κορυφές των ελάτων. Το ξέφωτο άρχισε να μισοφωτίζεται, ενώ το πρόσωπο του Κοσμά γινόταν βιολετί κι η όμορφη γενειάδα του πατιόταν κάτω από το πηγούνι του που του πίεζε το στήθος.

Page 40: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

Δεν ήξερα ότι ήμουνα γιος του Κοσμά. Όπως δεν ήξερα ότι ο Ηλίας ήταν αδελφός του. Να όμως που μια μέρα ο διάβολος διατάραξε με την ουρά του την ωραία μας αρμονία και την αδιακρισία... Αυτή η αδιακρισία τοποθετείται χρονικά δύο χρόνια μετά τη νύχτα, που διηγήθηκα, στο ασημοφωτισμένο ξέφωτο. Ήμουνα έντεκα χρονών. Ο Κοσμάς μετρούσε τα χρόνια μου κάνοντας γιορτή σε κάθε επέτειο. Η ενδέκατη επέτειός μου ήταν θυελλώδης και μου στοίχισε ένα γερό πόνο στα σαγόνια.

Εκείνη λοιπόν την ημέρα βρισκόμαστε σ' ένα δάσος με ιτιές κοντά στο Δούναβη. Ήμαστε πάντα οι τρεις μας. Ο Κοσμάς μ' έντυσε στα καινούργια απ' τα πόδια ως το κεφάλι, έψησε ένα αρνί στη σούβλα και το πλημμύρισε με καλό κόκκινο κρασί.

— Σημέρα γίνεσαι έντεκα χρονών Ιερεμία! μου είπε στο φαγητό· και σημέρα θα μου αποδείξεις αν είσαι άξιος ν' ανεβείς στο άλογό μου. Του χρόνου θα σου δώσω το τσιμπούκι σου και του παραχρόνου το όπλο σου.

Όταν χωνέψαμε, μ' ανέβασε στη σέλα, τακτοποίησε τους αναβολείς στα μέτρα μου, και τη στιγμή που θα ξεκινούσα έχωσε μια πιπεριά στον πισινό του αλόγου. Το ζώο τσιμπήθηκε και όρμησε μπροστά σαν βέλος, και σίγουρα σκεφτόταν την αλογόμυγα, εγώ σκεφτόμουνα πώς θα κέρδιζα τις επόμενες χρονιές το τσιμπούκι και το όπλο μου. Κρεμασμένος στη σέλα κύτταζα το έδαφος και ήμουνα σίγουρος ότι είχε γίνει υγρό. Πίσω μου αντηχούσε ο καλπασμός του Κοσμά στο άλογο του Ηλία. Και όπως κάθε πράγμα που κουράζεται σταματάει, το άλογό μου σταμάτησε, λαχανιασμένο και τρέμοντας, γεμάτο αφρούς.

Επιστρέφοντας στο δάσος με τις ιτιές, ο Κοσμάς μου πρόσφερε τη πλόσκα (plosca)6 γεμάτη κόκκινο κρασί, και είπε·

— Θα πιεις, χωρίς αναπνοή, μέχρι να μετρήσω ως το 10.

Και ήπια. Και όταν μέτρησε μέχρι το 10 η πλόσκα ήταν άδεια, εγώ γεμάτος, και πέσαμε και οι δυο στον αφρό. Η γη φάνηκε ότι αναποδογύριζε. Μια μικρή φωτιά έκαιγε ανάμεσα στον Κοσμά και στον Ηλία κάνοντας τα τριχωτά τους πρόσωπα να μοιάζουν με μπρούτζινες μαυρισμένες ακίνητες φιγούρες. Κάθησα, όπως κι αυτοί, αλά τούρκα, και κύτταξα τη φωτιά.

— Είσαι ένας γενναίος γιος του δάσους, Ιερεμία. Σε παραδέχομαι.

Χαμογέλασα και είπα.

— Είσαι υποχρεωμένος να με παραδεχτείς, Κοσμά.

Ο Κοσμάς φάνηκε να σκίρτησε, κατσούφιασε και κεραυνοβόλησε μ' ένα βλέμμα του τον Ηλία. Ο Ηλίας αφέθηκε να κεραυνοβοληθεί.

— Για πες μου, γιε της σκύλας, γιατί είμαι υποχρεωμένος να σε παραδεχτώ; Έχε όμως τον νου σου, αν έχεις δίκιο, σε διέλυσα.

— Μπορείς να με διαλύσεις Κοσμά, εκείνο όμως που είναι αλήθεια, είναι ότι, εδώ και τρεις μέρες, μια γριά μάγισσα, με σαλιωμένα χείλη που μάζευε κλαδιά στο δάσος, με φίλησε και μου είπε ότι είμαι γιος σου, γεννημένος από την κόρη της, και ότι ο Ηλίας είναι αδελφός σου και θείος μου. Κόκκινος από θυμό, ο Κοσμάς αναπήδησε;

— Καταραμένο νάναι, αυτό το μηδαμινό πλάσμα. Και μια που τα αφτιά σου άκουσαν την αλήθεια, θα ρίξεις αυτή τη στιγμή τον πρώτο σου πυροβολισμό. Στηρίξου όμως καλά σ' ένα δέντρο και μπήξε μ' όλες σου τις δυνάμεις το κοντάκι του όπλου πάνω στον ώμο σου: αν το όπλο σού σπάσει τα σαγόνια, θα σε ρίξω στον Δούναβη!

Ευχαριστημένος, χαστούκισα τον Κοσμά, σήκωσα το βαρύ όπλο και έριξα τον πρώτο μου

Page 41: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

πυροβολισμό. Το κοντάκι όμως με κτύπησε στα σαγόνια και μ' έριξε κατάχαμα. Σηκώθηκα αμέσως και ξαναπήρα τη θέση μου στη φωτιά. Ο Κοσμάς μ' εξέτασε:

— Δεν είναι τίποτα. Έλα τώρα να σε φιλήσω —όχι από τρυφερότητα —αυτό είναι γυναικεία δουλειά —αλλά γιατί έσωσες τη ζωή σου: αν έμενες ανάπηρος, θα σ' έπνιγα, γιατί οι ανίκανοι δυσκολεύουν τη ζωή και ρίχνουν την άχρηστη σκιά τους στη γη. Και με φίλησε στα δυο μάγουλα. Ο Ηλίας άνοιξε τα χέρια του μ' ένα ασυνήθιστο ενθουσιασμό:

— Έλα να σε φιλήσω κι εγώ, γιατί είναι αλήθεια, Ιερεμία, θα σ' έπνιγε!

Η φωτιά έσβησε αργά. Τα πρόσωπα σκοτείνιασαν. Το δάσος με τις ιτιές σφίχτηκε γύρω μας, σα να φοβόταν ότι θα το κατάπινε που κατέβαζε ορμητικά τα τρομερά του κύματα από τα σκοτάδια.

Ο Κοσμάς τεντώθηκε σαν κορμός δέντρου, και άρχισε να μιλάει χαμηλόφωνα:

— Αδελφός και γιος είναι λέξεις χωρίς καμιά σημασία όπως πατέρας, μητέρα και αδελφή. Ρωτάνε ποτέ ποιος είναι ο γιος ενός σκύλου, η ποιος είναι ο πατέρας του; Ερχόμαστε στον κόσμο, ο Θεός ξέρει πώς, κι αυτό είναι όλο. Μια μόνο βεβαιότητα υπάρχει, και ανήκει στη μητέρα που βλέπει το παιδί να βγαίνει από την κοιλιά της. Μόνο αυτή μπορεί να πει: Αυτό είναι παιδί μου. Το παιδί, δεν μπορεί να πει: αυτή είναι η μητέρα μου. Τι ξέρει; Όλες οι παραμάνες είναι μητέρες για τα μάτια του, τις κοιτάζουν βυζαίνοντας το στήθος τους. Έτσι ο Ηλίας κι εγώ, είχαμε, λένε, τον ίδιο πατέρα, ο οποίος είχε τρεις γυναίκες, δύο από τις οποίες ήταν μητέρες μας. Και νάμαστε αδέλφια! Τι ξέρουμε όμως; Όταν ήμαστε έφηβοι, βλέπαμε στο πατρικό σπίτι ένα ανακάτωμα αρσενικών και θηλυκών που άφηνε τους υπηρέτες κατάπληκτους. Ένας ηλίθιος, που έλεγε ότι ήταν ο αρχηγός του χαρεμιού, έβαζε όλο το βούτυρο στο ψωμί του, μάζευε όλο το χρυσάφι και ήθελε νάχει για τον εαυτό του μόνο, όλες τις γυναίκες του σπιτιού. Σε μας τους άλλους, διέταζε να προσευχόμαστε στο Θεό, και προσευχόταν κι ο ίδιος, μόνο ο διάολος ξέρει το γιατί. Μια μέρα πλησίασα ένα κοριτσάκι που μου άρεσε· με μαστίγωσαν. Αυτό το κορίτσι ήταν αδελφή μου γεννημένη από την τάδε μητέρα, μου εξήγησαν. Ο πατέρας ήταν πάντα, αυτός, ο ίδιος ηλίθιος τράγος. Τι ήξερα όμως; Και γιατί ήταν απαραίτητο να ξέρω; Μιαν άλλη μέρα, ο Ηλίας πήρε μια χούφτα χρυσάφι και το έδωσε σε κάποιον που το σπίτι του, τα ζώα, τα εργαλεία του και όλα του τα υπάρχοντα είχαν καεί· έφαγε ξύλο μέχρι που μάτωσε. Όλοι στο σπίτι συμφώνησαν γι' αυτή την τιμωρία, εκτός από την μικρή αδελφή με τα φλογερά μάτια. Έφαγε κι αυτή με τη σειρά της ξύλο γιατί σκέφτηκε διαφορετικά απ' ότι το σπίτι. Ήλθε όμως μία μέρα που το κορμί μου έγινε βαρύ σα μολύβι. Τότε, συμφωνήσαμε με τον Ηλία, κάναμε το σπίτι άνω κάτω, πήραμε χρυσάφι, δώσαμε ένα χέρι ξύλο στον λεγόμενο πατέρα μας, και βγήκαμε να ζήσουμε ελεύθεροι στο δάσος. Ναι Ιερεμία, ο Ηλίας είναι αδελφός μου, όχι γιατί είμαστε από τον ίδιο πάτερα, αλλά γιατί ζούμε στα ίδια δάση. Και συ θα είσαι γιος μου και αδελφός γιατί είσαι άξιος να είσαι: όπως εμείς, αγαπάς τον αέρα που μαστιγώνει τα μάγουλα· το άλογο που πετάει προς τη σωτηρία, το όπλο που σπέρνει το θάνατο στον ηλίθιο εχθρό· το καλό και άφθονο κρασί· το καλό φαγητό και το τσιμπούκι που σου δίνει το φιλικό χέρι του επαναστάτη. Αργότερα, θα γνωρίσεις ακόμη μια χαρά, που έρχεται από την γυναίκα και ισοφαρίζει τις άλλες. Εκείνη τη μέρα, το αίμα σου θα βράζει και θα κάνεις πολύ κακό γύρω σου. Το κακό όμως, όπως και το καλό, είναι οι δυο δυνάμεις της ίδιας ζωής, και η ζωή πολύ λίγο ενδιαφέρεται για αυτό που σκεφτόμαστε η γι' αυτό που μας ταιριάζει. Γι' αυτό, πόνος και χαρά είναι δυο αντίθετες κατευθύνσεις του ίδιου τυφλού βέρα. Οδήγησε τη βάρκα σου όπως μπορείς, ζήσε και πέθανε.

Ένα άλογο χλιμίντρισε με θόρυβο. Ο Κοσμάς κόλλησε το ένα του αυτί στο έδαφος και άκουσε· μετά στηρίχθηκε στο όπλο του, σηκώθηκε και έφυγε να κάνει ένα γύρο. Ο άργιλος έτριξε κάτω από τα βαριά του βήματα. Ο Ηλίας που είδε ν' απομακρύνεται, έβγαλε την πίπα του και μου διηγήθηκε περίπου αυτά που θα σου πω:

— Τυχαία βρίσκεσαι εδώ. Χωρίς αυτή την τύχη, θα ήσουνα σκλάβος της γης, καταπιεσμένος, μέχρι τη μέρα που θα επαναστατούσες, γιατί είναι σίγουρο ότι θα επαναστατούσες: ο σπόρος του λύκου

Page 42: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

δεν είναι φτιαγμένος για να φυλάει το σπίτι του αφέντη. Ο Κοσμάς σ' έσπειρε χωρίς να ενδιαφερθεί για την συνέχεια, όπως κάνει πάντα από την κατάρα του αίματός του. Αυτή η κατάρα όμως δεν είναι μειονέκτημα· είναι δύναμη που μπορεί να μετρηθεί με τη δύναμη του δαίμονα. Μια μέρα είχαμε κατασκηνώσει σε ένα λόφο με πεύκα και είμαστε πολύ χαρούμενοι κι οι δυο, από τη ζωή μας, όταν ακούστηκε μια φλογέρα βοσκού. Τον ακούγαμε μαγεμένοι. Η μελωδία πλησίασε, έγινε καθαρή, μετά ακούστηκε μια γυναικεία φωνή, μας έκανε ακόμη πιο ευτυχισμένους από ότι ήμασταν. Ο Κοσμάς φώναξε: Είσαι βοσκόπουλο ή βοσκοπούλα; Και αμέσως το έδαφος τρεμούλιασε. Πηδήξαμε όρθιοι. Μπροστά μας κρατώντας στο χέρι τη φλογέρα της καμωμένη από κουφοξυλιά, μια χωριατοπούλα μας παρατηρούσε. Δεν είπε τίποτα και με τα μεγάλα μαύρα της μάτια που έδειχναν κακία μας περιεργάστηκε. Το πρόσωπό της σκουριασμένο από τους καφτούς ανέμους, έμοιαζε να αντανακλά τον μπρούντζο των προσώπων μας. Τα πόδια και οι γάμπες της ήταν γυμνά και ξεροψημένα από τον ήλιο. Εγώ την κοίταζα μ' ευχαρίστηση, ο Κοσμάς όμως έγινε άγριος σαν ταύρος. Το πηγούνι του μάσαγε τον πόθο και τα γένεια του έτρεμαν. Η βοσκοπούλα ένωσε τα χέρια της πίσω της, προχώρησε και είπε κυττώντας θαρρετά τον Κοσμά: «εσύ είσαι Κοσμά;» Και αυτός απάντησε: «είμαι ο Κοσμάς για τους φίλους· και είμαι πάλι ο Κοσμάς για τους εχθρούς».

— Ω! έκανε εκείνη περιφρονητικά· μην είσαι τόσο περήφανος: οι δυο Κοσμάδες είναι το ίδιο πρόσωπο, που ξαφνιάζεται εύκολα, όπως είδες. Και σκάζοντας στα γέλια, μας γύρισε την πλάτη και έτρεξε σαν κατσίκι ανάμεσα στα πεύκα. Τότε είδα ότι είχε μια μαύρη πλεξούδα, χοντρή σαν χέρι και μακρυά μέχρι κάτω στη φούστα της. Το ίδιο βράδυ, μέσα στο πευκοδάσος φωτισμένο από το φεγγάρι, αντήχησε μια «ντόινα», παλιά όσο και το παρελθόν μας και νέα σαν τον ανοιξιάτικο βλαστό. Ακούστηκε πολύ μακριά και δεν πλησίαζε. Ο Κοσμάς παράτησε άλογο και όπλα λοξοδρόμησε προς το μέρος όπου ακουγόταν η φλογέρα, ενώ εγώ τον ακολουθούσα τραβώντας τα άλογα από τα χαλινάρια. Η φλογέρα όμως έμοιαζε να είναι μαγική, γιατί τη στιγμή που την πλησιάζαμε, ακούστηκε αλλού. Μετά, ήρθε ο δαίμονας και βοήθησε τον Κοσμά και χάθηκε η γοητεία. Έχασα τα ίχνη του. Η φλογέρα δεν ακούστηκε πια. Τότε η νύκτα γέμισε το δάσος με θλίψη. Έδεσα τα άλογα σ' ένα δέντρο και κάπνιζα την πίπα μου, περιμένοντας ότι ο σκοτεινιασμένος ουρανός θα δεχόταν να μας χαρίσει τη βασίλισσά του με το ασημένιο πανωφόρι. Και όταν η βασίλισσα έστειλε την γλυκειά της ωχρότητα, ανάμεσα στα πεύκα, δυο φωνές αντήχησαν στον άσπρο δρόμο που περνούσε κάτω από το μέρος που καθόμουν και κάπνιζα την πίπα μου. Ξάπλωσα μπρούμητα και κύτταξα προς τα κάτω. Ο Κοσμάς κράταγε την βοσκοπούλα από τη μέση και της χάιδευε την πλεξούδα. Και αυτά που της έλεγε ο Κοσμάς, άξιζε τον κόπο να τα ακούσει κανείς: Ω όμορφη μου «τσοπανίτσα»! φρούτο ζυμωμένο από τον πόθο και δαγκωμένο από το πάθος. Θα μαδήσω τον ήλιο που σε έχει δική του με την ησυχία του· θα καταραστώ τον αέρα που άφοβα σε χαϊδεύει και ζηλεύω την προβατίνα που σφίγγεις στα στήθη σου. Θα ήθελα νάμουνα η φλογέρα από κουφόξυλο που το στόμα σου φιλάει κάθε μέρα και θα πολεμήσω μόνος με τους ποτέρα μόνο και μόνο για να σε ευχαριστήσω! Με έξαψη, η ερωμένη απάντησε: Άσε, Κοσμά, τους ποτέρα, εγκατέλειψε το δάσος και έλα σε μένα μόνο σε μένα! Τότε ο Κοσμάς αναφώνησε: Α! φτωχή μου τσοπανίτσα ζητάς από την βελανιδιά να φυτρώσει κάτω από το κρεβάτι! Ζητάς από τον κεραυνό να πέσει σε κατσαρόλα! Ζητάς από τον Κοσμά να είναι μόνο δικός σου. Εσύ θάχεις πολλά και εγώ όχι αρκετά! Μόλις είπε αυτά ο Κοσμάς είδε την βοσκοπούλα να σπάζει με το πόδι της τη φλογέρα από την κουφοξυλιά, να απλώνει τα χέρια της σαν περιστέρι που απλώνει τις φτερούγες του και να εξαφανίζεται στον άσπρο δρόμο που στένευε πιο πέρα. Ο Κοσμάς δεν την ακολούθησε, έβαλε δυο δάχτυλα στο στόμα του και σφύριξε το γνωστό μας σύνθημα. Απάντησα, και φύγαμε από κει.

Τρία χρόνια αργότερα, διασχίζαμε ένα δάσος αρκετά μακρυά από αυτά τα μέρη. Έβρεχε. Πηγαίναμε σιγά-σιγά με τα άλογά μας. Και ξαφνικά ψηλά στο δρόμο, είδαμε μια γυναίκα ν' αφήνει ένα δέμα στην άκρη του δρόμου και να χάνεται στο πυκνό δάσος. Αρχίσαμε να τρέχουμε. Ήταν ένα παιδί τυλιγμένο σε μια κουβέρτα. Από το χαρτί της βάφτισής του που ήταν κρεμασμένο στο λαιμό του έβγαινε ότι ήταν 2 χρονών και ότι ονομαζόταν Ιερεμίας. Δεν έκλαιγε· παραξενεύτηκε μόνο. «Θα πρέπει νάναι βλαστός βελανιδιάς που θέλει να μεγαλώσει στο δάσος: Θα το αναλάβω εγώ». Αυτά είπε ο Κοσμάς και σ' έβαλε στο δισάκι του. Σε τάιζε με ζωμό από ψητό κρέας. 3 χρονών έπινες το

Page 43: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

κρασί με την πλόσκα. Στα 6 έριξες τον πρώτο σου πυροβολισμό. Αύριο θάχεις το άλογό σου, τα πιστόλια σου και θ' ακολουθήσεις τη μοίρα σου.

Στην αρχή, η μοίρα μου δεν μου χαρίστηκε.

Ένας χρόνος δεν είχε καλά καλά περάσει από κείνη τη νύχτα των αποκαλύψεων, και αρχίσαμε· δώσαμε την πρώτη μάχη μας με τους ποτέρα που την θυμάμαι καλά. Δεν είχα ακόμη το όπλο μου, μπορούσα όμως από πενήντα βήματα να τρυπήσω με το πιστόλι μου μια «κατσούλα» κρεμασμένη σε δέντρο. Αφού δεν είχα ένα εχθρικό στήθος να το τρυπήσω. Διασκέδαζα αδειάζοντας τα πιστόλια μου στις κατσούλες, στο φεγγάρι, ή στο αυτί του αλόγου μου. Αυτό ήταν εύκολο. Πιο δύσκολο ήταν όταν παρουσιάστηκε στα πιστόλια το εχθρικό στήθος. Οι εκβολές του Σερέτ ήταν εκείνη τη στιγμή ο τόπος των ραντεβού μας. Λίγο πιο ψηλά, το δάσος ήταν πυκνό και άγριο και εκεί θέλαμε μια μέρα να μοιράσουμε 32 άνδρες, μια καλή λεία, που μισή ήταν πληρωμένη κι άλλη αρπαγμένη από το Δούναβη. Κάποιος όμως που εισέπραττε τα διόδια και ήταν μνησίκακος σαν πεθερά, επειδή ο Κοσμάς είχε κάνει κάποτε ζημιά στο πορθμείο του, μυρίστηκε την παρουσία μας και μας πρόδωσε στις αρχές της Βραΐλα, που έστειλε μια πολυάριθμη ποτέρα. Ευτυχώς για τους άνδρες μας, έφτασε πολύ αργά για να μας πιάσει επ' αυτοφόρω, να μας κυκλώσει και να μας εξολοθρεύσει, αρκετά γρήγορα όμως για να μας κλείσει τα καλύτερα περάσματα.

Ο Κοσμάς ήταν γνωστό ότι δεν έμεινε πιστός σε μια ή περισσότερες μεθόδους: είχε 100. Ήξεραν, επίσης ότι είχε μαζί του άνδρες επικίνδυνους και καλά οπλισμένους, των οποίων ο αριθμός δεν ήταν ποτέ ίδιος. Αυτό έφτανε για να μπερδέψει το μυαλό των μισθοφόρων, που παρ' όλο τον όγκο τους, δεν ήταν παρά τεμπέληδες χωρίς καμιά διάθεση να παίξουν με την ζωή τους, βάζοντάς τα με ανθρώπους εκτός νόμου ακλόνητους στην επιθυμία τους να ζήσουν ελεύθεροι ή να πουλήσουν ακριβά τη ζωή τους. Όσο για το ποσό που πρόσφεραν για το κεφάλι του Κοσμά, ήξεραν ότι με πολλή τύχη θα το κέρδιζε κάποιος. Αμέσως μετά το μεσημεριανό φαγητό ο Κοσμάς ήταν ο πρώτος που αισθάνθηκε τον κίνδυνο. Εμπιστευόταν πολύ τα προαισθήματα των αλόγων. Το δικό του ιδίως, αλλά και του Ηλία, σπάνια έπεφταν έξω εκπαιδευμένα εδώ και χρόνια· αυτά τα όμορφα ζώα μυριζόντουσαν από μεγάλη απόσταση την παρουσία των εχθρών της ράτσας τους και το έδειχναν στον Κοσμά με ασυνήθιστες λεπτομέρειες.

Ήταν Αύγουστος. Η διανομή της λείας του λαθρεμπορίου είχε τελειώσει και περιμέναμε να βραδυάσει και να ξαναπεράσουμε, το SERETH με το πορθμείο. Εκείνη τη στιγμή το άλογο του Κοσμά σταμάτησε να βόσκει το χορτάρι και άρχισε να στρέφει τα αυτιά του στον αέρα να χλιμιντρίζει και καμιά φορά να κρατάει τα ρουθούνια του κολλημένα στο έδαφος, σαν να άκουγε ένα θόρυβο. Ο Κοσμάς που πρώτος και πάντα είχε τα μάτια του πάνω στο ζώο του, παρατήρησε την ανησυχία του, σηκώθηκε, του χάιδεψε το κεφάλι και του είπε:

— Αλογάκι μου, καλό μου αλογάκι, πέσ' μου αν η αγχόνη πλησιάζει το λαιμό του αφέντη σου!

Και γυρίζοντας προς τους συντρόφους του είπε:

— Αδειάστε τα όπλα σας και ξαναγεμίστε τα με φρέσκα μπαρούτια. Κάντε το ίδιο και με τα πιστόλια σας.

Τα γέλια σταμάτησαν, τα πρόσωπα σκοτείνιασαν. Ήξεραν ότι ο Κοσμάς ήταν αυθαίρετος αλλά δεν έκανε λάθη, και τον υποφέρανε εξ αιτίας της οξυδέρκειάς του. Ήταν ο Θεός μας και ο αφέντης μας.

Οι φτωχικές καμπάνες ενός κοντινού χωριού ανάγγειλαν την ώρα του εσπερινού, όλα ήταν έτοιμα για την αναχώρηση, όταν ο φρουρός που ήταν σε ένα δένδρο μας ειδοποίησε ότι ερχόταν ένα κάρο με ένα άλογο που το οδηγούσε ένας χωρικός. Ο Κοσμάς μας έκανε σήμα στον Ηλία και σε μένα να κρυφτούμε πίσω από ένα θάμνο. Ο χωρικός πλησίασε και σταμάτησε μπροστά στη συμμορία.

Page 44: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

— Θέλετε καρπούζια, καλοί μου άνθρωποι, έχω καλά καρπούζια, φώναξε περιστρέφοντας τα φοβισμένα του μάτια.

— Ωραία, απάντησε ο Κοσμάς: Είναι κρίμα όμως που έφθασες τόσο αργά: φεύγουμε.

— Και προς τα που πάτε τόσοι πολλοί, αν επιτρέπεται;

— Μα και βέβαια επιτρέπεται!

— Πηγαίνουμε προς τα εκεί από όπου ήρθες. Και με το ίδιο σεβασμό θα σε ρωτήσω και εγώ κάτι:

— Μήπως πρόσεξες άνδρες της χωροφυλακής στρατοπεδευμένους μπαίνοντας στο δρόμο του δάσους;

— Ούτε ένα σκύλο, γενναίε μου άνθρωπε. Ούτε ένα από αυτούς τους καταραμένους που σέρνουν όλο συμφορές.

— Βρε, βρε, έκανε ο Κοσμάς που φάνηκε ότι πείστηκε και γυρίζοντας στους δικούς μας είπε:

— Περιμένατε τέτοια τύχη, φίλοι μου; Άντε να φύγουμε πριν βασιλέψει ο ήλιος!

Μετά, είπε στον υποτιθέμενο έμπορο καρπουζιών:

— Ευχαριστώ αδελφέ. Τώρα μια παράκληση: πηγαίνοντας προς το πορθμείο, θα συναντήσεις έναν άνδρα σαν κι εμένα, που έχει μαζί του 2 φορές περισσότερους άνδρες απ' όσους βλέπεις εδώ. Λέγεται Ηλίας. Πεσ' του, εκ μέρους μου, να με ακολουθήσει μ' όλους τους άνδρες του και για να πιστέψει στα λόγια σου, δείξε του αυτό το χρυσό νόμισμα που θα το στραβώσω με τα δόντια μου. Και φύλαξε το νόμισμα, για να θυμάσαι τον Κοσμά.

— Εσύ είσαι ο Κοσμάς; είπε ο ψευτοχωρικός δείχνοντας μια έκπληξη βλακώδη σαν το κεφάλι του: νάναι ευλογημένο το όνομα του Θεού, και ο δρόμος σου ευλογημένος.

— Ευχαριστώ για την ευχή σου καλέ μου χριστιανέ.

Ο κατάσκοπος της ποτέρα έφυγε, ευκολοπιστεύοντας όλα όσα του έκανε ο Κοσμάς να πιστέψει.

Μόλις απομακρύνθηκε το κάρο, ο Κοσμάς γύρισε φάτσα στον ουρανό και ούρλιαξε:

— Α! άτιμε εισπράκτορα, θα μου το πληρώσεις για την προδοσία σου! Και φωνάζοντάς με μου είπε:

— Πήγαινε Ιερεμία, κόψε τον θάμνο, ανέβα σε ένα δένδρο και δες τι θα κάνει ο καροτσιέρης μόλις φθάσει στη στροφή του δρόμου. Αν είναι αυτό το πράγμα αληθινός έμπορος καρπουζιών θα κόψω τα γένια μου. Λίγο αργότερα γύρισα φέρνοντας νέα:

— Παράτησε το κάρο, ανέβηκε σε ένα άλογο και εξαφανίσθηκε.

— Ευχαριστώ για το καρπούζι, του φώναξε ο Κοσμάς.

Και έμεινε σκεφτικός. Οι άνδρες μιλούσαν μεταξύ τους χαμηλόφωνα. Ο Ηλίας είπε τη γνώμη του:

— Θα ήταν ίσως φρόνιμο να ξαλαφρώσουμε από τα λαθραία και να τα κρύψουμε στους θάμνους.

— Ναι απάντησε ο Κοσμάς, μόνο όμως στην περίπτωση που θα είμαστε αναγκασμένοι να κόψουμε από τους βάλτους, γιατί να τι σκέφτομαι: σ' αυτό το μέρος υπάρχουν δυο δρόμοι και ένα μονοπάτι. Το μονοπάτι δεν μας ενδιαφέρει, έιτε είναι φυλαγμένο, είτε όχι, γιατί εκεί θα σφάξουν τον έναν μετά τον άλλον σαν αρνιά. Η Ποτέρα λοιπόν θα πρέπει να μοιραστεί, μισή στο δρόμο που ανεβαίνει από τον Σερέτ, και μισή στο δρόμο από όπου ερχόταν ο κατάσκοπος. Η είδηση ότι θα πάρουμε τον

Page 45: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

τελευταίο δρόμο, θα κάνει τον διοικητή να αποφασίσει να απογυμνώσει τον δρόμο που πάει κατά μήκος του ποταμού και να μαζέψει το στρατό του εδώ. Μένει όμως να μάθουμε αν θα τους πάρει όλους τους άνδρες του, ή ένα μέρος, και πόσοι θα μείνουν να φυλάν τον δρόμο του Σερέτ. Άστο να προσπαθήσει να το μάθει!

— Ε! Ιερεμία; Δείξε μας ότι είσαι άξιος να ζήσεις ελεύθερος! Θα σε μεταμφιέσω σε φτωχό παιδί ψαρά, και θα τρέξεις, ξυπόλυτος, χωρίς καπέλο με μπαστούνι στο χέρι, στο μήκος του ποταμού. Πέφτοντας στη σφιγκοφωλιά των «ποτερκών» θα τους πεις λαχανιασμένα, ότι η μητέρα σου πεθαίνει και ότι πας στο χωριό να βρεις τον παπά για να της δώσει την τελευταία κοινωνία, θα τα πεις όμως όλα αυτά με λυγμούς, και τα δάκρυα να τρέχουν στα μάγουλά σου, μ' ακούς; Δεν έκλαψες ποτέ. Ε! λοιπόν, κλάψε τώρα σαν μια τεμπέλα γυναίκα. Και γύρνα αμέσως κόβοντας δρόμο από τους θάμνους.

Πάνω από 50 «ποτερικοί» που κρατούσαν βαριά όπλα και γιαταγάνια, ήτανε ξαπλωμένοι στην άκρη του δάσους και κάπνιζαν όταν πέρασα δίπλα τους κλαίγοντας με λυγμούς σαν τεμπέλα γυναίκα. Έκλαψα εύκολα, γιατί φαντάστηκα τον Κοσμά και τον Ηλία σκοτωμένους, πιασμένους, κρεμασμένους και μένα να πηγαίνω να δουλέψω στη γη σαν σκλάβος.

— Ε! πιτσιρίκο! που πας έτσι κλαίγοντας; έχασες τη μάνα σου;

— Δεν την έχασα ακόμη, πεθαίνει, πάω στο χωριό να φωνάξω τον παπά.

— Ας είναι συγχωρεμένες οι αμαρτίες της! Πες μας όμως μικρέ, μήπως είδες από τη μεριά που έρχεσαι αρματωμένους άνδρες σ' άλογα ντυμένους χωριάτικα;

— Ναι είδα.

— Πολλούς;

— Δυο φορές πιο πολλούς από σας.

— Και προς τα που πηγαίνουν;

— Προς το Γαλάτσι, από το μεγάλο δρόμο που φεύγει από το πορθμείο.

— Εντάξει! φώναξε, ικανοποιημένος ο αρχηγός των «ποτερικών», γυρίζοντας στους άνδρες του. Ο μεγάλος μας διοικητής είχε δίκιο να βάλει τους άνδρες του σ' εκείνο το μέρος! Α! τι χαρά! Θα τους κατασπαράξουμε τους ληστές! Μπορούμε να μείνουμε ήσυχοι εδώ και να καπνίσουμε τις πίπες μας.

— Έχετε γεια, καλοί μου άνθρωποι, είπα.

— Έχε γεια μικρούλη. Θέλεις ν' ανέβεις σ' ένα από τα άλογά μας, για να πας πιο γρήγορα;

— Ευχαριστώ, φοβάμαι μήπως πέσω.

— Τι δουλειά κάνεις;

— Πιάνω ψάρια με τον πατέρα μου.

Ο ήλιος ακουμπούσε στον ορίζοντα με τον κοκκινωπό του δίσκο, όταν συμφώνησαν όλοι οι σύντροφοι μας· η ομάδα μας πήρε το δρόμο κατά μήκος του Σερέτ αποφασισμένοι να πέσουν πάνω στη εχθρική ομάδα, να τη διασκορπίσουν και να το σκάσουν πριν φτάσει το μεγαλύτερο μέρος της ποτέρα που θ' άκουγε τους πυροβολισμούς. Τη στιγμή της αναχώρησης ο Κοσμάς, είπε στους άνδρες:

Page 46: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

— Έχουν περάσει 8 χρόνια από τότε που ζούμε μαζί και είμαστε ελεύθεροι, χωρίς να έχουμε το δικαίωμα να διαμαρτυρηθούμε για την τύχη μας γιατί μέχρι τώρα δεν έχει γνωρίσει τίποτα άλλο παρά αψιμαχίες. Τώρα μπορεί μερικοί να χάσουν τη ζωή τους. Ας θυμόμαστε λοιπόν ότι το να ζήσει κανείς έστω και ένα χρόνο ελεύθερος αξίζει περισσότερο από μια ολόκληρη ζωή σκλαβιάς. Δεν είναι ο αριθμός των χρόνων που κάνει τη ζωή, αλλά η ώρα που ζει κανείς χωρίς βία. Για τον ελεύθερο άνδρα, κάθε τι που δεν είναι ελευθερία, είναι θάνατος, και μάλιστα θάνατος χωρίς τέλος. Δέστε το παιδί μας τον Ιερεμία· θα αντιμετωπίσει σε λίγο τον ίδιο κίνδυνο με μας· και μόνο εγώ ξέρω πόσο τον αγαπώ, γιατί είναι από το αίμα μας. Είναι το ίδιο και γι' αυτόν όπως και για μας όλους· εύχομαι περισσότερο να πεθάνουμε παρά να σκλαβωθούμε.

Ο «βατάφ» της ομάδας —που διηύθυνε τις επιχειρήσεις των κλοπών κάτω από τις διαταγές και σύμφωνα με τα σχέδια του Κοσμά— απάντησε για όλους:

— Πιστεύουμε ακριβώς το ίδιο Κοσμά: να ζήσουμε ελεύθεροι ή να πεθάνουμε.

Ένα φανταστικό κάλπασμα ακολούθησε αυτά τα λόγια. Μόνο ένας τοίχος θα μπορούσε να σταματήσει παρόμοια χοιονοστιβάδα. Εφοδιασμένοι όλοι με δερμάτινα σακκάκια από βούβαλο που μας προφύλαγαν το στήθος, φοβόμασταν περισσότερο μήπως πληγωθούν τα άλογα παρά εμείς. Η θέση μου ήταν στην κορυφή της φάλαγγας ανάμεσα στον Κοσμά και τον Ηλία, Μέχρι να σκουπίσουμε τα μάτια μας πέσαμε πάνω στους «ποτερικούς», που επειδή δεν ήξεραν τι συνέβαινε, ανέβαιναν γρήγορα στα άλογά τους. Πέσαμε επάνω τους, μέσα στο μισοσκόταδο του δάσους, και τα άπλα μας ξέρασαν φωτιά που σκέπασε τα πάντα στον καπνό. Και ενώ, διασκορπισμένοι στα δένδρα, ξαναπαίρναμε τον δρόμο μας μια εκπυρσοκρότηση που ήρθε από πίσω μας, μου έκαψε το σβέρκο και με πέταξε από το άλογό μου. Αυτό μόνο ένοιωσα την πρώτη στιγμή,

Η επόμενη στιγμή ήταν για μένα θλιβερή σαν το θάνατο και τη σκλαβιά. Πεσμένος, κατάχαμα, μέσα στο αίμα μου, είδα την συμμορία μας να κάνει στροφή 180° και να πέφτει στον εχθρό· άρχισε τότε μια φρικτή μάχη με πιστόλια και γιαταγάνια και κινδυνεύαμε πολύ γιατί μπορούσε να φτάσει η ποτέρα· και αυτό μόνο για να σώσει τη ζωή μου. Και σχεδόν το είχαν πετύχει τα γιαταγάνια του Κοσμά, του Ηλία και του Βατάφ, έπεφταν σαν κεραυνοί στα κεφάλια των ποτερικών, η σωτηρία μου πλησίαζε, και εγώ, στηριγμένος στα γόνατά μου, σηκωνόμουνα και άπλωνα τα χέρια μου.

Η τύχη μου όμως ήταν αλλοιώς γραμμένη. Την ίδια στιγμή, η γη τρεμούλιασε από το κάλπασμα του εχθρικού στρατού που ερχόταν για βοήθεια. Παίρνοντας θάρρος οι ποτερικοί άρχισαν να πυροβολούν με ορμή. Τότε άκουσα τον Κοσμά να μου φωνάζει μέσα στην νύκτα που έπεφτε:

— Κάτσε εκεί. Θα σε σώσω!

Και οι δικοί μας γύρισαν τα χαλινάρια και εξαφανίσθηκαν. Εγώ λιποθύμησα.

Ξύπνησα με τα χέρια δεμένα στην πλάτη, στη μέση ενός μαύρου πλήθους από ποτερικούς, στη μέση της νύχτας που ήταν μαύρη όσο και η ψυχή των ποτερικών και το μέλλον μου. Μετά ανάφτηκαν δυο αυλοί, και μέσα από την καπνισμένη φλόγα τους, είδα να φέρνουν δεμένους σαν και μένα, δυο βαριά πληγωμένους.

Ο ένας από τους δυο πέθανε στο δρόμο. Τον άλλον τον κρέμασαν. Ήθελα να είχα την τύχη τους, γιατί η δική μου ήταν να με παραδώσουν σαν σκλάβο στην αυλή του μεγάλου Έλληνα βογιάρου, του άρχοντα Σαμουράκη,

Ήταν μια αληθινή ακρόπολη περιτριγυρισμένη από ψηλά τείχη και φυλαγμένη νύχτα-μέρα από Αλβανούς, αληθινούς γίγαντες. Χτισμένο σε μισή σχεδόν απόσταση από τη Βραΐλα και το Γαλάτσι, πάνω σ' έναν όμορφο λόφο που δέσποζε στην πεδιάδα του Σερέτ, αυτό το τεράστιο σπίτι, κάτασπρο σα χιόνι, έμοιαζε καμωμένο για να προσφέρει καταφύγιο κι ευτυχία σε κάθε περαστικό, με τις φαρδειές του πόρτες που έμεναν ανοιχτές από την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου, με τον κήπο

Page 47: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

του, με τα πολυάριθμα ξύλινα μπαλκόνια του που ήταν φτιαγμένα από συμπαγές ξύλο, με τα χαρούμενα παράθυρα και τις τεράστιες στέγες που προεξείχαν. Και πραγματικά πρόσφερε καταφύγιο κι ευτυχία, όχι όμως στον καθένα που ερχότανε. Οι ταχυδρομικές άμαξες με τέσσερα ή έξι άλογα, σταματούσαν καθημερινά μπροστά σ' αυτήν την πόρτα της ευτυχίας. Βογιάροι, μεγάλοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι ή απλοί πλούσιοι, Ρουμάνοι, Έλληνες ή Τούρκοι, μαζί με τις γυναίκες τους, κατέβαιναν τινάζοντας το χιόνι ή τη σκόνη που ενοχλούσε τις κεντημένες με μετάξι πριγκηπικές τους χλαμύδες, ενώ τους προσκυνούσαν οι Αλβανοί υπηρέτες που γονάτιζαν μέχρι το χώμα και τους φιλούσαν τον ποδόγυρο των ρούχων τους και δεχόντουσαν τις κολακείες του Ισχυρού αφέντη, του άρχοντα Σαμουράκη, κυβερνήτη της χώρας και ξένο. (venetic)7

Μόλις έφτασα στην αυλή, μ' έσυραν μπροστά στον άρχοντα, με τα χέρια πάντα δεμένα, σα να ήμουν ικανός να σκοτώσω όλο τον κόσμο. Ο άρχοντας μόνος, ξαπλωμένος σ' ένα σοφά κάτω από μια κληματαριά που του έκανε σκιά, διέταξε να μου ελευθερώσουν τα χέρια και έδιωξε άγρια τους δύο δήμιους, που έφυγαν πισωπατώντας και κάνοντας υποκλίσεις.

Κυτταχτήκαμε μέσα στα μάτια, αυτός πολύ ήρεμος κι εγώ με πολύ μίσος. Ο άρχοντας ήταν ο πρώτος ευγενής που έβλεπα. Τα γένεια του, βαμμένα μαύρα, δε μ' άρεσαν, η ψηλή του όμως σιλουέτα ήταν ευλύγιστη και γεμάτη χάρη μέσα στο πανωφόρι του με τα κρόσια.

Το χέρι του, στολισμένο με όμορφα δαχτυλίδια, κρατούσε νωχελικά το τσιμπούκι του, που ήταν φτιαγμένο από ήλεκτρο. Με ρώτησε και του απάντησα ελληνικά:

— Πώς σε λένε!

— Ιερεμία

— Γιος του Κοσμά;

— Γιος του δάσους.

Ο άρχοντας σήκωσε το χέρι του κουρασμένα.

— Μην κάνεις τον έξυπνο, ακόμα κι αν είσαι γενναίος! Ξέρω ότι είσαι έτοιμος ακόμα και να καείς ζωντανός, θέλω όμως να μάθω κάτι άλλο από σένα. Άκου λοιπόν: επειδή δεν είσαι ακόμα σε ηλικία για να σε στείλω στην κρεμάλα, σκέφτομαι να σε κάνω καμαριέρη μου.

— Τι; υπηρέτη το γιο..

— ... του δάσους, ακριβώς. Περίμενε, δεν τέλειωσα. Χάρη σε σένα, σκέφτομαι να φέρω εδώ τον Κοσμά και να τον κάνω άνθρωπο της εμπιστοσύνης μου.

Έσκασα τα γέλια.

— Σκέφτεσαι ανόητα φτωχέ μου άρχοντα!

Ο άρχοντας αναπήδησε ξαφνικά, έσπασε το τσιμπούκι του κι έκανε τα σοφά του να τρίξει· αμέσως όμως βρήκε την αυτοκυριαρχία του και είπε, σα να μίλαγε στον εαυτό του:

— Αυτό το παιδί μου μιλάει στον ενικό και με λέει φτωχό...

Και γυρίζοντας προς τα μένα:

— ... Μάθε μικρέ μου αητέ στους αυδάθεις κόβω τη γλώσσα.

Και λέγοντας αυτά, χτύπησε τα χέρια. Δυο ηλίθιοι, οπλισμένοι, ξεπρόβαλαν, σα να βγήκαν από το πάτωμα.

Page 48: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

— Φέρτε μου τον «Άγλωσσο»! διέταξε.

Εξαφανίστηκαν και ξαναγύρισαν μ' έναν άντρα γκριζομάλλη με βλέμμα τρελού. Μ' ένα νεύμα του αφέντη, μου έδειξε την τρύπα που έχασκε στο στόμα του με την κομμένη γλώσσα.

Όταν έφυγαν, ο άρχοντας μου είπε:

— Είδες; Προσπάθησε να μιλάς διαφορετικά μπροστά σε μάρτυρες. Εδώ, μόνο ένας άνθρωπος μπορεί να λέει αυτό που θέλει: εγώ, ο άρχοντας Σαμουράκης.

Του απάντησα, αδιαφορώντας για την απειλή του:

— Είσαι δειλός, άρχοντα Σαμουράκη και καλά κάνεις που δεν βγαίνεις στο δάσος: εκεί δεν θάλεγες ποτέ ό,τι θέλεις.

Ο τύραννος γέλασε υπόκωφα μέσα στο πηγούνι του:

— Χμ! Χμ! Χμ! μικρό μου αρκουδάκι! Κι εδώ, δάσος είναι, δάσος και κυβέρνηση, γιατί μπορώ και επιβάλλω το νόμο. Κι απ' την άλλη, δεν ριψοκινδυνεύω τίποτα.

— Πήγαινε στο διάβολο μαζί με το δάσος των υπηρετών σου!

— Είναι άντρες, δυνατοί σαν κι εσάς.

— Σαν κι εμάς; Ποτέ! Είναι βουβάλια, ικανοί μόνο για να σέρνουν κάρα.

— Όχι όλοι· η προσωπική μου φρουρά αποτελείται από πραγματικούς ληστές και σ' αυτή τη φρουρά θα ήθελα να κάνω αρχηγό τον Κοσμά, τον τρομερό αυτό ληστή που μου βουτάει τα ωραιότερα χάλκινα αντικείμενά μου, τα πιο καλά όπλα, τα χαλιά, τα μεταξωτά και τα πιο ακριβά κασμήρια μου, για να τα πουλήσει στους Ούγγρους. Και γιατί να μη θέλει να γίνει αρχηγός της συμμορίας μου; Θάχει χρυσάφι, ρούχα ωραία, γυναίκες όμορφες, και θα χύνει όσο αίμα θέλει.

— Μ' αηδιάζεις άρχοντα! Άντε, παράδωσέ με στο δήμιό σου...

— Πρόσεχε Ιερεμία! Μη με κάνεις να θυμώσω!

— Αδιαφορώ για το θυμό σου!

— Αυτό θα το δούμε. Σ' αφήνω να σκεφτείς.

Χτύπησε τα χέρια. Τα δυο τσοπανόσκυλα εμφανίστηκαν:

— Το παιδί αυτό να το πάτε στο σιδηρουργείο και να μου το ξαναφέρετε όταν σας το ζητήσει. Για ό,τι κάνει και κριθεί ένοχος, εγώ θα το τιμωρήσω. Πηγαίνετε!

Ο αρχισιδηρουργός ήταν ένας πελώριος τσιγγάνος, παλιός σκλάβος που έγινε ακόμα χειρότερος σκλάβος όταν απελευθερώθηκε. Με τα μανίκια ανασηκωμένα, τα μάτια κόκκινα, το στήθος γυμνό και γεμάτο γκρίζες τρίχες, με κεραυνοβόλησε με το βλέμμα του και μου έσφιξε το χέρι τόσο δυνατά, που με πόνεσαν οι μυς μου. Δεν παραπάτησα, μου ανέβηκε όμως το αίμα στο κεφάλι.

— Αυτός είναι ο «μικρός αητός» του αφέντη μας; Χα! Χα! Χα! Νομίζει ότι βρίσκεται ακόμη στην κορφή της βελανιδιάς! Θα του κόψουμε λίγο τα νύχια! Άντε «αρκουδάκι» πάρε αυτό το χοντρό σφυρί και χτύπα εδώ, σ' αυτό το σίδερο, χτύπα όμως δυνατά!

Χτύπησα το κόκκινο σίδερο που κράταγε με τσιμπίδες.

— Έε! Πιο δυνατά και σκύψε καλά πάνω στον άκμονα!

Page 49: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

Οι άντρες του σιδηρουργείου γελούσαν. Χτυπούσα πιο δυνατά πάνω στο σίδερο που γυρνούσε συνέχεια και έσκυβα πάνω στον άκμονα γιατί ήξερα ότι πρέπει να δουλέψω. Ξαφνικά όμως ο τσιγγάνος τραβάει το σιδερό του, το σφυρί μου συνάντησε το γυμνό άκμονα αναπήδησε στον άερα σα νάχε ελατήριο, με χτύπησε δυνατά στο μέτωπο κι αμέσως έκανα καρούμπαλο. Γύρω μου ξέσπασαν κυνικά γέλια. Ο τσιγγάνος σάρκαζε:

— Έτσι μαθαίνουν τη δουλειά!

— Κι έτσι, του είπα πετώντας του το σφυρί στο στήθος του, ξεμαθαίνουν τη δουλειά!

Ο σιδηρουργός έβγαλε μια κραυγή ζώου κι εξασθένησε:

— Τρέξτε γρήγορα και πέστε τα όλα στον αφέντη! ούρλιαξε. Εσύ κακούργε περίμενε λίγο και θα σου ρίξω 100 «καμτσικιές» στη γυμνή σου πλάτη!

Ο άντρας που είχε πάει στον αφέντη, γύρισε κι είπε με ύφος επίσημο:

— Ο αφέντης μας διατάζει το σιδηρουργό να δώσει τον Ιερεμία στον αρχιαμαξοποιό.

— Αυτά είπε μόνο; ρώτησε λυπημένος ο τσιγγάνος.

— Αυτά, είπε ταπεινά ο άλλος.

— Μα τ' άγιο όνομα όλων των αγγέλων τ' ουρανού! βλαστήμησε ο σιδηρουργός. Τι έχει στον πισινό του αυτός ο κακούργος και τον υποστηρίζει τόσο γρήγορα ο αφέντης μας;!

Πέρασα κι από τον αμαξοποιό, αλλά ούτε κι εκεί μάζεψα αφρό. Το εργαστήρι του ήταν δίπλα στο σιδηρουργείο κι ο τσιγγάνος θέλησε αμέσως να εκδικηθεί. Και μου έπαιξε πολύ άσχημο παιχνίδι. Ενώ βοηθούσα τον αμαξοποιό να στερεώσει ένα σιδερένιο κύκλο στον άξονα μιας ρόδας, ο σιδηρουργός, που σίγουρα βρήκε τρόπο να συμφωνήσει με το συνάδελφό του, αντικατέστησε με ταχύτητα τόν κρύο κύκλο μ' έναν άλλο, πολύ ζεστό, που τον έπιασα με το χέρι μου και κόλλησε πάνω η σάρκα μου· τότε, λυσσασμένος από τον πόνο, έπεσα πάνω στο τσιγγάνο και αναποδογύρισα τον άκμονα στα πόδια του.

Το ένα πόδι του έσπασε. Εγώ έφαγα «30 καμτσικιές στην πλάτη, ντυμένος και χωρίς να σκιστεί το δέρμα μου» όπως έλεγε η διαταγή του άρχοντα. Τέλος, με πήγαν να φροντίζω τ' άλογα όπου δεν ήταν και τόσο άσχημα και έμεινα.

Page 50: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

Δυο χρόνια πέρασαν, δυο ατέλειωτα χρόνια, που στη διάρκειά τους πέθαινα ξυπνώντας κάθε πρωί. Σκεφτόμουνα τα λόγια του Κοσμά: «Ένας θάνατος δίχως τέλος». Ήταν αλήθεια. Ακόμα και η τύχη που είχα να βρίσκομαι συντροφιά με τ' άλογα, δεν μου έφερνε καμιά χαρά γιατί ήταν ζώα χωρίς χαρακτήρα, παραταϊσμένα, δυσκίνητα από το λίπος, που κοινόντουσαν όρθια κι ήταν ηλίθια. Κυττώντας τα, συμπέραινα ότι η πλούσια και χωρίς δράση ζωή θα πρέπει να είναι για το πνεύμα πιο θανάσιμη κι από τη σκλαβιά. Πραγματικά, οι Αλβανοί της φρουράς κοιμόντουσαν όρθιοι, σαν τ' άλογα, ντυμένοι γελοία με τα «ίλλικς» (illiks) τους με τα σχιστά και φαρδιά μανίκια, με τα σαλβάρια τους σφιγμένα στον αστράγαλο, με παντόφλες που μπροστά είχαν φούντα και μ' ένα μικρό άσπρο φέσι, γελοία βαλμένο στο ένα αυτί· ήταν ένας σωρός καρναβαλίστικων ρούχων στολισμένων με δαντέλες, σειρήτια, χρυσοκλωστές, πιστόλια και γιαταγάνια, ικανά να τρομάζουν μόνο έγκυες γυναίκες. Αυτοί οι χοντροτεμπέληδες, αποκτηνωμένοι από την καλοζωία και τον ύπνο, ερχόντουσαν καμιά φορά να μ' επισκεφτούν στη δουλειά μου και μου έκαναν πάντα την ίδια ανόητη ερώτηση:

— Δεν είσαι καλύτερα εδώ, παρά να κινδυνεύεις συνέχεια σαν κυνηγημένο ζώο;

Τους απαντούσα:

— Το τσοπανόσκυλο δεν μπορεί να καταλάβει τη ζωή του λύκου.

Οι σκλάβοι, οι σύντροφοι στα βάσανά μου, δεν ήταν ούτε περίεργοι ούτε αναιδείς· περνούσαν τις μέρες τους δουλεύοντας, με προσευχές και ελπίζοντας σε μια καλύτερη ζωή στον ουρανό. Τους λυπόμουνα και τους περιφρονούσα μέσα μου.

Σ' αυτό το διάστημα, ο άρχοντας με είχε ζητήσει 3-4 φορές για να μου πει ότι δεν μ' είχε ξεχάσει κι ότι περίμενε πάντα να συμφωνήσω και να γίνω καμαριέρης του. Του απαντούσα ότι προτιμούσα τη σκλαβιά από τη ντροπή. Στην τελευταία μας όμως συνομιλία, παρ' όλες μου τις αρνήσεις, μου έκανε τη χάρη να μ' αφήσει να διαλέξω. Δέχτηκα, αλλά:

— Χωρίς κανένα όρο, είπα.

— Χωρίς κανένα· τι θάθελες;

— Να μου επιτρέψεις να περπατάω μόνος μου το βράδυ στο πάρκο του αφέντη, μετά το σιωπητήριο.

— Θες να το σκάσεις;

— Όχι, σου δίνω το λόγο μου. Είναι γιατί εδώ και δυο χρόνια, κοντεύω να σκάσω από τη δουλειά στην αυλή. Κοιμάμαι με τις κότες και δεν βλέπω ούτε ένα δέντρο, ούτε το φεγγάρι, ούτε ν' ακούω το θόρυβο του αέρα στο φύλλωμα των δέντρων. Νομίζω ότι θα πεθάνω.

— Είσαι ελεύθερος να το κάνεις από αύριο. Θα έχεις ακόμα μια «καλύβα» (coliba) μόνος σου για να κοιμάσαι και θα πηγαίνεις να παίρνεις το φαγητό σου από την κουζίνα της φρουράς.

— Πολύ ωραία, είπα.

— Έτσι ξέρεις να ευχαριστείς;

— Και τι πρέπει να κάνω;

— Να μου φιλήσεις το χέρι, αν όχι και τον ποδόγυρο των ρούχων μου!

— Δεν έκανα ποτέ τέτοια πράγματα.

Ο άρχοντας γέλασε, μου έδωσε μια στην πλάτη και μ' έδιωξε.

Page 51: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

Στην αρχή, αυτή η χαλάρωση της σκλαβιάς, με γέμισε με θύελλα ευτυχίας, αλλά κράτησε λίγο.

Αυτά τα αναρίθμητα κιόσκια με τις κληματαριές και τις αγριοκολοκυθιές, αυτά τα δασάκια με τις τριανταφυλλιές και τις πασχαλιές, αυτές οι πελώριες λεύκες — απλωμένες σα βελανιδιές ή στητές σαν έλατα — δεν ήταν τίποτ' άλλο παρά υπηρέτες που έσκαγαν από την εύκολη ζωή, σαν τ' άλογα και τους Αλβανούς. Εκτός απ' αυτά το μικρό σκλαβωμένο δάσος· γύρω του υπήρχε ένας τρομερός τοίχος ύψους 15 ποδιών που σχημάτιζε κύκλο, και πρόβαλε με τον αξεπέραστο όγκο του σαν κτήνος που προκαλεί. Δεν υπήρχε ούτε ένα πουλί, εκτός από κοράκια και σπουργίτια. Ο άνεμος — αυτός ο ταξιδιώτης που ταξιδεύει ιλιγγιωδώς και που μιλάει στους ελεύθερους ανθρώπους σ' όλες τις γλώσσες της γης — δεν καταδεχόταν να κατεβεί σ' αυτό το λάκκο της δυστυχίας· μίλαγε μόνο με τις λεύκες, κι αυτό γιατί τις λυπόταν. Ακόμα και το φεγγάρι σκοτείνιασε τελείως και έριχνε τη χλωμάδα του, σαν πόνο φθισικού, σ' αυτόν τον τόπο της ψεύτικης ευτυχίας, ενώ οι φύλακες πηγαινοερχόντουσαν αδιάκοπα τόσο αδιάφοροι, σα να ήταν σε κάποιο υπόγειο, ενώ η κλαψιάρικη μελωδία των βιολιών ερχόταν από το συμπόσιο των αφεντάδων μοιάζοντας με κουρέλια σάρκας παραγεμισμένα με χαρά κι ενώ σκεφτόμουνα τι να υπήρχε από την άλλη πλευρά του τοίχου: ο Κοσμάς, ο Ηλίας και οι αναμνήσεις, που η νοσταλγία τους ήταν καταθλιπτική.

Έμπαινα στα 15 μου χρόνια. Μια θλιβερή μέρα του Σεπτέμβρη, στην αυλή είχε μεγάλη κίνηση, που θύμιζε θόρυβο παρασίτων: ο άρχοντας έφευγε ταξίδι για ένα μήνα. Με φώναξε, και την ώρα που ετοιμαζόταν ν' ανεβεί στην κλειστή του άμαξα, μου είπε φορώντας τα γάντια του.

— Μην προσπαθήσεις να το σκάσεις: είναι αδύνατο· υπάρχει διαταγή να σε σκοτώσουν.

— Το ξέρω, είπα.

Και τα τέσσερα άλογα ξεκίνησαν. Αμέσως, το υπηρετικό προσωπικό σήκωσε τη μύτη κι άρχισε το ξεφάντωμα, επιβεβαιώνοντας την παροιμία: «Όταν η γάτα λείπει απ' το σπίτι τα ποντίκια χορεύουν στο τραπέζι». Χόρεψαν, παράφαγαν, μέθυσαν. Υπήρχε βέβαια μια γάτα για να φυλάει το σπίτι — ένας ηλικιωμένος αδελφός του αφέντη — που ήταν σκέτο σκιάχτρο, ένας απαίσιος τύπος, μαραμένος και φαλακρός από τις προσπάθειες που έκανε να τρέχει στα εξαφανισμένα σπίτια.

Στη διάρκεια της απουσίας του άρχοντα, ο Κοσμάς μου έδωσε το πρώτο σημάδι ζωής. Ένα απόγευμα, κάποιος γέρος Τούρκος μ' άσπρη γενειάδα, πωλητής αμυγδαλωτών, σταμάτησε μπροστά στη μεγάλη πόρτα και πρόσφερε το εμπόρευμά του στους Αλβανούς που έπεσαν πάνω του. Ήταν μέρα γιορτής. Οι σκλάβοι αναπαυόντουσαν, καθένας στην πλευρά του. Εγώ βρισκόμουνα κοντά στο φράχτη που, χώριζε την αυλή της δουλειάς από την αυλή του αφέντη. Οι δυνατές φωνές του πωλητή των αμυγδαλωτών: —Αλβίτζ! Αλβίτζ! έκαναν την καρδιά μου να χτυπήσει γρήγορα. Σκαρφάλωσα στο φράχτη και κύτταξα. Ναι, δεν είχα γελαστεί, ήταν πραγματικά ο γέρο Ιμπραήμ, που ψάρευε καραβίδες και ήταν άνθρωπος της εμπιστοσύνης μας. Με είδε κι έφερε ένα χέρι στα χείλη του, σημάδι ειλικρινούς φιλίας. Έπειτα με μια απίστευτη τόλμη, άνοιξε δρόμο ανάμεσα στις δυο σειρές των φρουρών που έγλειφαν τα δάχτυλα:

— Ε! καλά, φώναξε τούρκικα, γιατί να μη δώσω ένα κομμάτι «αλβίτζ» σ' εκείνο εκεί το παιδί; Θα του τρέχουν τα σάλια τώρα που σας βλέπει να τρώτε!

Και κάτω απ' τη μύτη των Αλβανών, που έμειναν κατάπληκτοι απ' αυτό το θράσος, διέσχισε το πάρκο με νεανικό βήμα, μου έδωσε το αμυγδαλωτό και μου είπε με δυνατή φωνή:

— Πάρε λεβέντη μου, φάε... Ξέρω ότι δεν έχεις λεφτά για να το πληρώσεις, σου λέω όμως ότι θάχεις σίγουρα την επόμενη άνοιξη.

— Πώς το ξέρεις ότι θάχει την επόμενη άνοιξη; του είπε μ' απειλητικό τόνο ο αρχηγός της φρουράς, όταν ξαναβρέθηκε στην πόρτα.

Page 52: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

— Ε! έκανε ο Ιμπραήμ μ' ένα τρόπο άνετο, γιατί να μην κάνω τον καλό σ' ένα παιδί αφού δεν στοιχίζει τίποτα; Κι οι σκλάβοι ακόμα έχουν δικαίωμα να ελπίζουν.

Μόλις τα είπε αυτά, έβαλε το δίσκο με τ' αμυγδαλωτά στο κεφάλι του κι έφυγε φωνάζοντας:

— Αλβίτζ κι ελπίδες για τα πικρά στόματα!

— Έτρεξα στο καταφύγιό μου ζαλισμένος απ' τα λόγια του Ιμπραήμ: την επόμενη ανοιξη! Λέξεις μαγικές! Μέρα και νύχτα έβγαζαν φλόγες κάτω από τα μάτια μου σαν την τρελή φωτιά της απελευθέρωσης. Πώς όμως θ' απελευθερωνόμουνα; Δώδεκα Αλβανοί, που άλλαζαν κάθε έξι ώρες, φύλαγαν σκοπιά. Εξήντα άλλοι ξεκουραζόντουσαν, διασκέδαζαν ή κοιμόντουσαν σε δυο κοιτώνες και περίμεναν το συναγερμό για να βγουν μαζεμένοι με τα όπλα στο χέρι. Πώς θα τολμούσε ο Κοσμάς να χτυπήσει έναν τέτοιο στρατό με τους τριάντα άντρες του;

Σ' ένα μήνα, έφτασε στ' αρχοντικό μια είδηση που έλεγε ότι ο άρχοντας, που βρισκόταν στη Σταμπούλ (Stamboul), θα γύριζε μετά από ένα μήνα. Όταν πέρασε αυτός ο μήνας, έφτασε μια φήμη που έλεγε ότι δεν θα γύριζε μόνος του αλλά θα τον συνόδευε μια γυναίκα. Όλοι οι μισθοφόροι ήταν παραταγμένοι σε δύο σειρές, σχηματίζοντας ένα φράχτη ανάμεσα στη θωρακισμένη πόρτα και το «πρίντβορ» (pridvor)· ο άρχοντας και η ερωμένη του διέσχισαν το υγρό και σκοτεινό πάρκο χαμογελώντας σα βασιλιάδες, ενώ 70 πιστόλια, από 10 κάθε φορά, έφτυναν την αθώα φωτιά τους στο μουντό φθινοπωρινό ουρανό. Πίσω από το φράχτη, εμείς οι άλλοι, τα ζώα, παραφυλάγαμε με το μάτι κολλημένο στις χαραμάδες των σανιδιών, αλλά δεν βρίσκαμε τρόπο να δούμε τίποτα.

Από την επόμενη κιόλας, κυκλοφόρησε από στόμα σε στόμα ότι η ερωμένη του κυρίου μας ήταν όμορφη σα μια από τις τριακόσιες «καντάνας» (candânas) του χαρεμιού του Σουλτάνου. Μετά απ' αυτό ακολούθησαν τρεις μέρες απόλυτης σιωπής. Η τετάρτη μέρα ήταν κρύα και ηλιόλουστη, αν και βρισκόμαστε στα μέσα του Νοέμβρη. Πήραμε διαταγή να πλυθούμε, να βάλουμε τα γιορτινά μας και να μαζευτούμε όλοι, μεγάλοι και μικροί, στην τιμητική αυλή. Το μεσημέρι βρισκόμασταν εκεί. Γύρω μου, σιωπή και φόβος. Εκτός απ' όλους εμάς ήταν και οι Αλβανοί φύλακες.

Ένας υπηρέτης άνοιξε τα δυο παραθυρόφυλλα της πόρτας. Ο άρχοντας λάμποντας από ευτυχία, εμφανίστηκε κρατώντας το χέρι της ερωμένης του και μαζί προχώρησαν μέχρι τα κάγκελα του «πρίντβορ» που δέσποζε στην αυλή. Ο άρχοντας φορούσε μια χλαμύδα μπλε-σιέλ, κεντημένη — από έναν Έλληνα — με χρυσή κλωστή στα μανίκια και τον ποδόγυρο. Η γυναίκα φορούσε πανωφόρι από ερμίνα και πάνω από το μέτωπό της ένα διάδημα από διαμάντια. Τα μαλλιά της ήταν εβένινα όπως τα φρύδια, τα βλέφαρα και η κόρη των μεγάλων ματιών της. Το δέρμα της ήταν θαμπό μελαχροινό.

Ο άρχοντας μας μίλησε σε πολύ άσχημα ρουμάνικα:

— Η όμορφη πριγκήπισσα που κρατάω στο χέρι μου, είναι μνηστή μου και σε δέκα πέντε μέρες θα γίνει γυναίκα μου. Από σημέρα θα είναι η αρχόντισσά σας. Η υψηλότης της είναι από την πατρίδα σας· το όνομά της είναι Φλορίτσικα (Floritchica)8. Για χάρη της, θα ξεχάσω το έθνος μου και θ' αγαπήσω το δικό της. Θα γίνω Ρουμάνος. Άντε λοιπόν, ξεκουραστείτε τρεις μέρες, φάτε καλά και πιέστε κρασί στην υγεία της!

Μια κραυγή γέμισε τον αέρα, λες και γουργούριζαν άφωνα ζώα: «Ζήτω η υψηλότητά της!», «Να είστε ευτυχισμένοι!», «Θα παρακαλούμε το Θεό να σας έχει γερούς!».

Πολλοί έπεσαν στη γη και φιλούσαν το χώμα του πάρκου. Άλλοι δυστυχισμένοι έκλαιγαν από ευτυχία. Και το κοπάδι ξεκίνησε για το φαγητό του, που ήταν λίγο καλύτερο από τις άλλες φορές, για ένα τέταρτο αλκοόλ που βρωμούσε και για ένα κανάτι όχι πολύ καλό κρασί. Μόνο η ανάπαυση εκτιμήθηκε, αλλά την εκμεταλλεύτηκε περισσότερο ο άρχοντας απ' ότι οι σκλάβοι του, γιατί επί τρεις ημέρες, οι σκλάβοι δεν έκαναν άλλο πράγμα από το να μιλούν για την καλωσύνη του αφέντη

Page 53: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

και να παρακαλούν γι' αυτόν.

Αργά το βράδυ της επόμενης ημέρας που ακολούθησε την πριγκηπική χάρη, ένας υπηρέτης ήρθε και μου είπε ότι ο αφέντης του με ήθελε.

Σ' ένα μικρό δωμάτιο με το πάτωμα και τους τοίχους σκεπασμένους με ρουμάνικα χαλιά, ο άρχοντας και η Φλορίτσικα χώνευαν, ξαπλωμένοι σε δύο μεγάλες αρκουδίσιες γούνες, με τα κεφάλια τους ακουμπισμένα σε βελούδινα μεταξωτά κόκκινα μακρυά μαξιλάρια. Σ' ένα ασημένιο κηροπήγιο, τέσσερα κεριά φέγγανε διακριτικά και ανακάτευαν τη μυρουδιά τους του μελιού με τις μυρουδιές του καφέ και του ανατολίτικου καπνού. Μια χωριάτικη σόμπα ζέσταινε το δωμάτιο απ' έξω. Παντού υπήρχαν ανακατωμένα μαξιλάρια και σκαμνιά.

Με δέχτηκαν σαν ελεύθερο άντρα. Το ευτυχισμένο ζευγάρι, μόλις είχε καπνίσει τους ναργιλέδες του και χαιρέτησαν την είσοδό μου σχεδόν με μια φωνή:

— Καλησπέρα Ιερεμία.

Η Φλορίτσικα μιλούσε θαυμάσια ελληνικά. Έμεινα καταγοητευμένος από την ομορφιά της. Ήταν ένα λουλούδι σ' όλη του την ακμή. Χαριτωμένα τυλιγμένη στη ρομπ ντε σαμπρ της από πορτοκαλί κασμήρι, που άφηνε να φαίνεται ένας κομψός αστράγαλος, το κορμί της ήταν ένα μίγμα εγκατάλειψης και αξιοπρέπειας. Το οβάλ πρόσωπό της δεν είχε ίχνη μακιγιάζ· τα μαλλιά της τραβηγμένα προς τα πίσω, δεν είχαν κανένα στολίδι. Με κύτταξε μ' ένα περίεργο ύφος, σχεδόν συγκινημένο. Κάτω απ' το επίμονο βλέμμα των ματιών της, που ήταν ορθάνοιχτα, αισθάνθηκα σαν κάτι να μ' απορροφά.

— Ιερεμία, είπε κουρασμένος ο άρχοντας, είσαι τυχερός: η μνηστή μου ενδιαφέρεται για σένα. Θέλει να μάθει αν γνωρίζεις τη μητέρα σου. Απάντησέ της και νάσαι ευγενικός.

— Είμαι γιος του δάσους... Δεν γνωρίζω ούτε μάνα, ούτε πατέρα... Με ανέθρεψε ο Κοσμάς.

Η Φλορίτσικα φάνηκε σα να ήθελε να διώξει έναν κόμπο απ' το λαιμό της. Με ρώτησε με φωνή τρεμουλιαστή που όμως ήταν τρυφερή κι αρμονική:

— Ξέρεις Ιερεμία ποιος σ' έδωσε στον Κοσμά;

— Δεν ξέρω. Με βρήκε στο δάσος όταν ήμουνα δυο χρονών, μ' έβαλε στο δισάκι του και μ' έθρεψε με ζουμί από κρέας.

Μόλις απάντησα έτσι, έγινε κάτι παράξενο. Με μια κίνηση του κορμιού της — κορμί σειρήνας — η Φλορίτσικα γύρισε μπρούμυτα, σκέπασε το πρόσωπό της στο μαξιλάρι κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς.

Ο άρχοντας συγκινήθηκε απ' αυτή τη σκηνή.

— Τι συμβαίνει καλή μου; Γιατί κλαις;

Και γυρίζοντας σε μένα:

— Μπορείς να φύγεις.

Δύο μέρες αργότερα, με φώναξαν πάλι την ίδια ώρα και στο ίδιο δωμάτιο. Η Φλορίτσικα ήταν λίγο χλωμή και μου χαμογελούσε ευγενικά. Ο άρχοντας πηγαινοερχόταν χαρούμενος, με τα χέρια στις τσέπες ενός φαρδιού σακκακιού. Μου είπε:

— Άκου Ιερεμία, είπε φιλικά αλλά σοβαρά, θέλεις να με υπηρετείς;

Page 54: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

— Κυρία, είπα ερεθισμένος, έχω εδώ και καιρό απαντήσει στον άρχοντα ότι προτιμώ να πεθάνω, παρά να γίνω υπηρέτης οποιουδήποτε.

— Μα θα σε μεταχειρίζομαι με το σεβασμό που ταιριάζει σ' ένα παιδί... του δάσους, είπε γλυκά.

— Αδιαφορώ για τους σεβασμούς σας, κι αν θέλετε να ξέρετε, σας μισώ. Είσαστε εχθροί μου.

Ο άρχοντας πήγε να μιλήσει· εκείνη τον εμπόδισε και με ρώτησε:

— Κι εγώ είμαι εχθρός σου Ιερεμία;

— Ναι, κι εσύ. Είσαι γυναίκα εκείνων που θέλουν να σκοτώσουν τους ελεύθερους άντρες. Με ποιο δικαίωμα με κρατάνε κλεισμένο εδώ πάνω από δύο χρόνια, αφού θέλω να ζήσω αλλού με τον Κοσμά;

Κατέβασε το κεφάλι της και στήριξε το μέτωπό της στο χέρι της. Ο άρχοντας φώναξε δυνατά:

— Δεν θέλω να σκοτώσω κανένα, ο Κοσμάς όμως και η συμμορία του είναι κλέφτες!

— Λες «κλέφτες» τους άντρες που αρνούνται να γίνουν υπηρέτες σου; Ή μήπως νομίζεις ότι η γη δημιουργήθηκε μόνο για να ευχαριστιέσαι εσύ;

Ο άρχοντας γύρισε προς την ερωμένη του και είπε:

— Σου τόπα αγάπη μου, δεν μπορεί να γίνει τίποτα μ' αυτόν τον ξεροκέφαλο.

Έφυγα. Αυτή ήταν η τελευταία προσπάθεια του αφέντη να με κάνει υπηρέτη.

Page 55: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

Ο χειμώνας ήταν βαρύς... Αδράνεια...Τα δέντρα και τα κιόσκια λύγιζαν από την πάχνη και το χιόνι. Η αυλή ήταν βυθισμένη στη θλίψη· αυτή όμως η θλίψη δεν οφειλόταν μονάχα στο βαρύ χειμώνα. Οι πιστοί υπηρέτες του άρχοντα μας έλεγαν ότι η ιδιωτική ζωή του άρχοντα είχε γίνει κόλαση, ότι η Φλορίτσικα του έψηνε το ψάρι στα χείλια κι ότι δεν περνούσε μέρα χωρίς να γίνουν τρομεροί καυγάδες. Έτσι εξηγήθηκε, το ότι δεν έγιναν γιορτές και το ότι η ημερομηνία του γάμου που όλοι περίμεναν, μπήκε στις ελληνικές καλένδες.

Ένα βράδυ, βρισκόμουνα στην καλύβα μου, που ο βοριάς ταρακουνούσε άγρια, και κυττούσα τη φωτιά των ξύλων μ' ένα συναίσθημα ηδονικής αγωνίας. Εκείνη τη στιγμή, σκεφτόμουνα πια σαν ώριμος άντρας και έκρινα τη ζωή, με τόση διαύγεια, που η πείρα που ακολούθησε αργότερα, δεν μπόρεσε καθόλου να ξεπεράσει.

Έτσι, με το βλέμμα βυθισμένο στους παλμούς της φωτιάς, σκεφτόμουνα ψυχρά την κατάστασή μου. Έβλεπα τον εαυτό μου να έρχεται στον κόσμο ύστερα από κάποιο ευχάριστο «ατύχημα» του Κοσμά, σαν αποτέλεσμα μιας ευχαρίστησης. Και μίσησα τον Κοσμά. Έβλεπα τον εαυτό μου να βασανίζεται ανάμεσα στα ζώα, επειδή ο Κοσμάς ήθελε ν' αναμετρηθεί με την «ποτέρα», ενώ θα ήταν πολύ πιο σωστό ν' ακολουθήσουμε την πρόταση του Ηλία, που είχε προτείνει να παρατήσουμε τα λαθραία και να το σκάσουμε από τους βάλτους. Κι αυτό με έκανε να μισήσω τον Κοσμά.

Τώρα, με βασάνιζε ένα συναίσθημα ακόμη πιο φριχτό: η υποψία ότι ο Κοσμάς δεν υποφέρει και τόσο από τη φυλάκισή μου και ότι συνέχιζε την ελεύθερη και χαρούμενη ζωή του, χωρίς να νοιάζεται πολύ για την τύχη των άλλων, ότι έκανε δικό του κάθε τι που επιθυμούσε και αποκτούσε ό,τι ήθελε, αδιαφορώντας για την ύπαρξή του, όπως και την ύπαρξη αυτών που συνέτριβε γύρω του. Και τότε θύμωσα με τον Κοσμά σα να ήταν εχθρός μου.

Ένοιωσα μια πικρή αηδία στο λαιμό. Η ζωή δεν είχε νόημα. Φυλακή κι ελεύθερο δάσος, ευχαρίστηση και πόνος, μου φάνηκαν σαν πράγματα το ίδιο παράλογα.

Η φωτιά, των ξύλων έσβηνε σιγά-σιγά, σαν την επιθυμία μου να ζήσω. Εκείνη τη στιγμή, η πόρτα τη καλύβας μου άνοιξε κι εμφανίστηκε η Φλορίτσικα.

Ήταν τυλιγμένη σε μια «σούμπα» (choymba) από αλεπού, με το γιακά σηκωμένο πάνω στο σάλι, που της κάλυπτε το κεφάλι και από το οποίο έβγαινε το πρόσωπό της σαν εικόνα μαντόνας κάποιας χώρας του νότου. Τα κουρασμένα μάτια της και τα βασανισμένα χαρακτηριστικά της μ' εντυπωσίασαν.

Αφού τίναξε το χιόνι, σωριάστηκε στην άκρη του κρεβατιού μου... Βιάστηκα να της προσφέρω το σκαμνί μου... Σώπασε σα να μην είχα πει τίποτα και με κύτταξε... Την κύτταξα κι εγώ... Κυτταζόμαστε πολλή ώρα... Μετά της γύρισα την πλάτη και δεν την πρόσεχα πιά· την ξέχασα. Τι μπορούσε να σημαίνει για μένα αυτή η «νότια» μαντόνα με τη σούμπα από αλεπού, αφού ήμουνα 15 χρονών και μαραινόμουνα στη φυλακή;

Αργότερα δύο απαλώτερα κι από το απαλώτερο βελούδο ακούμπησαν στα μάγουλά μου. Η Φλορίτσικα θρηνούσε· τα λόγια της φαινόντουσαν εμπνευσμένα από το Θεό και η φωνή της έμοιαζε να έρχεται από τον ουρανό:

— Παιδί του δάσους!... Παιδί του έρωτα!... Είσαι γέννημα μιας πλάνης. Είσαι όμορφος, έξυπνος, περήφανος και προτιμάς το θάνατο από τη σκλαβιά... Μαραίνεσαι σε μια καλύβα περιτριγυρισμένη από ψηλά τείχη ενώ η θέση σου είναι στο παλάτι που δεν έχει φράγματα και που χτίζουν οι βελανιδιές στα βουνά. Τα μάτια σου θωρούν ακίνητα τούτη την άθλια φωτιά στα δάση... Κι απ' τα ύψη που πετούν οι αετοί, έπεσες στο σταύλο τούτο... Ίσως αυτό νάναι δίκαιο: τα παιδιά πληρώνουν συχνά τις αμαρτίες των γονιών τους.

— Ποια μάγισσα είσαι συ που πιστεύεις ότι τα παιδιά πρέπει να πληρώνουν για τις αμαρτίες των

Page 56: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

γονιών τους;

— Είμαι αυτή που αναζήτησε την ολοκληρωμένη ευτυχία, που θέλησε να ονειρευτεί με τα μάτια ανοιχτά στον ήλιο και κάηκε!

Μια μυρωμένη ανάσα χάιδεψε το πρόσωπό μου, δυο φλογισμένα χείλια φίλησαν το μέτωπό μου και η Φλορίτσικα εξαφανίστηκε όπως είχε έρθει. Η φωτιά έσβησε... Η καλύβα σκοτείνιασε.

Page 57: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

Στα τέλη του Μάρτη ήταν πολύ ωραία... Σου ερχόταν να ξαπλώσεις, να χασμουρηθείς και ν' ακούς το κελάηδισμα του κορυδαλλού. Δεν υπήρχαν όμως κορυδαλλοί στην αυλή του άρχοντα Σαμουράκη. Από τα ζωάκια που μυρμήγκιαζαν κατάχαμα, τους σκλάβους, τα άλογα και τους Αλβανούς που έκλαναν όλοι μαζί ή καθένας χωριστά — και μέχρι τον άρχοντα και τη Φλορίτσικα, όλος ο κόσμος ένοιωθε την ανάγκη να βγει από την τρύπα του και να κουνηθεί έξω, στον καθαρό αέρα. Ο άρχοντας δεν κουνιόταν πολύ, άφηνε μόνο βαριά και συχνά βογγητά, σα γουρούνι φουσκωμένο με καλαμπόκι, γιατί χώνευε κάνοντας τη σιέστα του ξαπλωμένος σ' ένα σοφά, τοποθετημένο σ' ένα «πριντβόρ», στον καθαρό αέρα. Τα μισόκλειστα μάτια του ήταν καρφωμένα στη μεγάλη πόρτα της αυλής, που ήταν ορθάνοιχτη και τη φρουρούσαν κάτι οπλισμένοι γίγαντες. Η Φλορίτσικα κένταγε μαντήλια, κι εγώ, κοντά της, της μίλαγα για το βουνό, τις πεδιάδες, τα δάση, και κάθε πράγμα που σου δίνει την επιθυμία να ζήσεις, γιατί, παγώνοντας συνέχεια στην καλύβα μου, είχα καταλάβει ότι ήταν προτιμότερο να κρατάω συντροφιά στην ερωμένη του άρχοντα και να κοιμάμαι στο παλάτι. Ναι, είχα υποκύψει: σχεδόν πάντα καταλήγεις να υποκύπτεις όταν σου ξύνουν την πλάτη με ξύστρα.

Δεν υπηρετούσα όμως κανένα. Έκανα μόνος μου τον άρχοντα, κάνοντας τους Αλβανούς να λυσσάνε και τους σκλάβους να με κυττούν κατάπληκτοι.

Ο αφέντης άκουγε τις φλυαρίες μου μ' ευχαρίστηση κι ήταν ανεκτικός.

— Πες μου Ιερεμία, ο Κοσμάς δεν φοβάται την ποτέρα μου;

— Αδιαφορεί για την ποτέρα σου.

— Κάποτε όμως θα τον πιάσω και τότε, ο τρομερός Κοσμάς θάχει να διαλέξει ανάμεσα στην αγχόνη και την υπηρεσία μου.

— Δεν θα σε υπηρετήσει ποτέ· θα προτιμήσει να τον κρεμάσεις.

— Τι άτιμο υποκείμενο! Και γιατί είναι τόσο δύσκολο να υπηρετήσεις έναν άρχοντα σαν εμένα! Θα του φέρομαι όπως ταιριάζει σ' έναν ελεύθερο άντρα, μόνο και μόνο για να έχω τον Κοσμά στην αυλή μου.

— Άρχοντα, οι ελεύθεροι άντρες δεν έχουν αφέντες και οι αφέντες δεν μπορούν να έχουν στην αυλή τους ελεύθερους άντρες: είναι σα να θέλεις να βάλεις ένα καρπούζι μέσα σε μπουκάλι.

— Ε! τότε θα τον κρεμάσω!

— Όταν τον πιάσεις...

Από το υγρό χώμα έβγαιναν ατμοί λόγω της ζέστης του ήλιου. Στο πλαίσιο της πόρτας, φάνηκαν δυο άντρες. Ήταν δύο απ' αυτούς τους καλόγερους ταξιδιώτες της Ιερουσαλήμ ή του Αγίου Όρους, που είναι πολλοί στη χώρα και που ζητιάνευαν για τα μοναστήρια τους. Ήταν ψηλοί και γεροδεμένοι σαν τους Αλβανούς, είχαν γένεια και μακρυά κόκκινα μαλλιά, πρόσωπα ηλιοκαμένα, ράσα καστανόχρωμα, κουρελιασμένα και μπότες λασπωμένες. Κουβαλούσαν δισάκια. Ο ένας κρατούσε κάτω από το χέρι του το σιδερένιο, σφραγισμένο και κλειδωμένο με λουκέτο κουτί, όπου έβαζαν τα λεφτά· ο άλλος, ο πιο ψηλός, κρατούσε το βιβλίο που έγραφε τους οβολούς και τα ονόματα των δωρητών, που ήταν όλοι τους καλοί Χριστιανοί. Μίλησε ελληνικά και με δυνατή φωνή μόλις είδε τον άρχοντα πάνω στο πριντβόρ· μόλις μίλησε, η Φλορίτσικα χλώμιασε. Εγώ αναγνώρισα τον Κοσμά και τον Ηλία:

— Ας είναι ευτυχισμένος ο πασίγνωστος για τη γενναιοδωρία του άρχοντας Σαμουράκης! Ας είναι ευτυχισμένη η ευγενής γυναίκα του, η πιο ενάρετη γυναίκα της Ρουμανίας! Σαν ταπεινοί υπηρέτες του Θεού που είμαστε — και περνάμε όλη μας τη ζωή με νηστεία και προσευχή — ήρθαμε να

Page 58: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

ζητήσουμε από το μεγάλο άρχοντα τη χάρη να μας επιτρέψει να του φιλήσουμε τον ποδόγυρο των ρούχων του, γιατί ξέρουμε ότι ποτέ άνθρωπος απελπισμένος δεν ζήτησε τη βοήθειά του χωρίς να του τη δώσει!

Η φρουρά, συνηθισμένη στις επισκέψεις των καλόγερων, αδιαφόρησε και θαύμασε το ηράκλειο ανάστημα του ρήτορα. Ο άρχοντας σηκώθηκε, χαμογελαστός και κολακευμένος:

— Καλώς ήλθατε, ευλογημένοι καλόγεροι! Πλησιάστε.

Με μια υποκρισία για την οποία δεν τους πίστευα ικανούς, ο Κοσμάς και ο Ηλίας έπεσαν στα πόδια του άρχοντα. Τους κύτταξα από κοντά: ήταν αγνώριστοι. Ρίχνοντάς μου μια σημαδιακή ματιά, ο Κοσμάς, είπε κουνώντας το μουστάκι του:

— Ζητάω ταπεινά συγγνώμη από το λατρεμένο σας γιο, γιατί ξέχασα να τον συγχαρώ: ας είναι κι αυτός ευτυχισμένος και ο Κύριος ας του δίνει τη σοφία του πάτερα του, μακροζωία και απογόνους που θα διαιωνίσουν το όνομα του Σαμουράκη!

— Ευχαριστώ καλοί μου άνθρωποι για τις ευχές σας! Για τρεις μέρες θα φιλοξενηθείτε και θα εξυπηρετηθείτε με πολλή προθυμία. Για ποιο μοναστήρι κάνετε έρανο;

— Για το μοναστήρι του Άγιου Γεράσιμου, στο Άγιο Όρος, είπε ο Κοσμάς τρώγοντας με τα μάτια του τη Φλορίτσικα, που απόφευγε να τον κυττάζει σα ν' απόφευγε τον ήλιο.

— Περίεργο, κάγχασε ο άρχοντας. Δεν είδα ποτέ καλόγερους σαν κι εσάς: δεν θάλεγε κανείς ότι περνάτε τη ζωή σας με νηστεία και προσευχή, αλλά ότι καταβροχθίζετε ολόκληρα βόδια και πίνετε ποτάμια κρασί!

— Η καλύτερη τροφή μας, άρχοντα, είναι το Άγιο Πνεύμα, που το μεταφέρουμε παντού!

— Πρόκειται πραγματικά για θαύμα! Δεν ήξερα ότι το Άγιο Πνεύμα ήταν τόσο θρεπτικό. Τότε τι χρειάζονται τα λεφτά;

— Ω! άρχοντα! ούρλιαξε ο Κοσμάς. Χρειάζονται για να χτίζονται εκκλησίες και να συντηρούνται· χρειάζονται για το ελαιόλαδο που καίει στα καντήλια, για τα κεριά, για το λιβάνι, όπως και για τα χρυσά ρούχα των μαρτύρων της εκκλησίας — τόσα ιερά πράγματα απαραίτητα για την ανάπαυση της ψυχής μας!

— Ε! λοιπόν, για την ανάπαυση της ψυχής μας θα σας δώσω τέσσερα αυτοκρατορικά δουκάτα.

Κι έριξε τα χρυσά νομίσματα μέσα στην τρύπα του κουτιού που κρατούσε ο Ηλίας· μετά, παίρνοντας το βιβλίο, έγραψε το όνομά του.

— Μπα! αναφώνησε διαβάζοντας τις υπογραφές των δωρητών περάσατε από τον Καρκ-Σερντάρ Μαυρομιχάλη κι από τον άρχοντα Κουτζαρίδα και σας έδωσαν μόνο από 10 ζλοτ ο καθένας; Τι τσιγγουνιά!

— Πραγματικά γενναιόδωρε άρχοντα! Ο καθένας αγοράζει στον ουρανό τη θέση που του ταιριάζει.

— Η δική τους δεν θα είναι και πολύ όμορφη!

— Αμήν! Μόνο το δικό σας ξακουστό όνομα θα γραφεί με χρυσά γράμματα στο μάρμαρο του ιερού του μοναστηριού μας, πάνω από το οποίο είναι τοποθετημένη η εικόνα του Άγιου Γεράσιμου, που τα καμωμένα από χρυσάφι 22 καρατίων ρούχα του, ζυγίζουν 30 κιλά. Και για να σας δείξω την ευγνωμοσύνη μου, θα σας πω ένα κυριακάτικο δρόμο9.

Πισωγυρίζοντας τρία βήματα, σκυφτός, με τα γένεια του και τα ράσα του ν' ανεμίζουν και τα μάτια

Page 59: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

του να πετούν σπίθες, ο Κοσμάς βροντοφώναξε:

— Μόνο μια φορά ζει ο άνθρωπος στη γη! Και η γη είναι δική μας. Για μας έφτιαξε ο Θεός! Για μας είναι τα φρούτα του δέντρου και η σκιά του. Για μας είναι οι ακτίνες του ήλιου, ο χυμός του σταφυλιού και το πρόβιο κρέας. Για μας τα δάση με τα πεύκα και οι όμορφες «τσοπανίτσες» με τα στήθια που έχουν σκληρύνει απ' τον αέρα, με το θαρρετό βλέμμα και τους υπερβολικούς πόθους. Για μας είναι όλα όσα παρουσιάζονται στα μάτια μας και απ' όλα πρέπει να παίρνουμε: ο Θεός το θέλει κι ο άνθρωπος το έχει ανάγκη. Αλλοίμονο όμως σ' αυτόν που παίρνει περισσότερα απ' όσα μπορεί να δαγκώσει με τα δόντια του! Οι συνάνθρωποί του θα είναι στερημένοι και ο Θεός θα θυμώσει. Τότε θα στείλει πανούκλα στα παλάτια με τους κρυστάλλινους τοίχους, θα ελευθερώσει από τα φρούρια τους φυλακισμένους που θα κάψουν τις πλούσιες πόλεις και θα κάνει να έλθουν, μέσα στη νύχτα, οι ληστές απ' τα βουνά, στις κρεβατοκάμαρες των αρχόντων, που τους φυλάνε υπηρέτες οπλισμένοι μέχρι τα δόντια!...

— Σταμάτα! φώναξε ο άρχοντας και σηκώθηκε· δέ μ' αρέσει αυτό το Κυριακόδρομο!

Και γυρίζοντας σε μένα:

— Οδήγησε Ιερεμία στο στρατόπεδο αυτούς τους καλόγερους! Κι ας ευλογήσουν καλύτερα τα όπλα μου, για νάναι πάντα νικηφόρα ενάντια στους ληστές!

Κατέβηκα τη σκάλα, ακολουθούμενος από τους δυο καλόγερους με τα δισάκια τους στην πλάτη. Ακολουθούσαν οι Αλβανοί. Μόλις φτάσαμε στο στρατόπεδο, οι υπηρέτες τρέλαναν με τις ερωτήσεις τους τους καλόγερους:

— Έχετε ιερά ενθύμια από το Άγιο Όρος; Έχετε φυλαχτά!

— Απ' όλα έχουμε, απαντούσε ο Κοσμάς, ψαχουλεύοντας στο δισάκι του. Ορίστε λάδι, που έκαιγε στο καντήλι του Άγιου Γεράσιμου και θεραπεύει όλες τις αρρώστειες μόλις το βάλουμε στο πονεμένο μέρος... Ορίστε το κοράλι που βρέθηκε στην κοιλιά των ψαριών· κάθε γυναίκα που το φοράει στο στήθος της, ερωτεύεται. Ορίστε άγιο ξύλο, κομμένο από το Σταυρό που πάνω του ξεψύχησε ο Κύριός μας· είναι το καλύτερο φυλακτό ενάντια στις σφαίρες των ληστών. Τέλος, έχω σταυρούς από όστρακο, από ελεφαντόδοντο κι από...

— Δώστε μας! Δώστε μας λάδι, άγιο ξύλο, κοράλι και σταυρούς από το Άγιο Όρος.

Με τα λεφτά στο χέρι, καθένας από τους άντρες της φρουράς βιαζόταν ν' αγοράσει. Και ο Κοσμάς τους μοίραζε γενναιόδωρα τις θαυματουργές ανοησίες.

Το δείπνο εκείνο το βράδυ στο στρατόπεδο, έμεινε αξέχαστο. Με το γόητρό του αρκετά ψηλά — χάρη στην εγκάρδια υποδοχή του άρχοντα — ο Κοσμάς επιβλήθηκε ακόμη πιο πολύ στους Αλβανούς, με τον εξωτικό του οίστρο, τις διασκεδαστικές του ιστορίες του Αγίου Όρους και τα ανέκδοτά του, που δεν ήταν και πολύ εκκλησιαστικά. Ήταν η πρώτη φορά που η φρουρά εγκατέλειπε το βρώμικο ρόλο της και γινόταν ανθρώπινη· γελούσε μ' ακράτητα γέλια.

Τα φαγητά ακολουθούσαν το ένα το άλλο. Το κρασί κυλούσε άφθονο. Στο αποκορύφωμα της χαράς, ο Κοσμάς έγινε ξαφνικά σοβαρός και είπε:

— Παιδιά μου! Πριν προχωρήσουμε περισσότερο, το καθήκον μ' αναγκάζει να σας θυμίσω ότι ο αφέντης σας μου ανέθεσε να κάνω μια λειτουργία για τη νίκη των όπλων σας ενάντια στους ληστές. Γι' αυτό, πρέπει να βγάλετε όλα τα όπλα σας έξω, να τα βάλετε σε σωρούς κάτω από τα παράθυρα του άρχοντα κι εκεί, μόλις το φεγγάρι φανεί στον ουρανό, θα τα ευλογήσω. Ας κάνουμε πρώτα αυτή την αγγαρεία, ας βγάλουμε τα όπλα. Μετά θα σας δώσω να δοκιμάσετε μαστίχα της Χίου.10

— Μαστίχα της Χίου; Έχετε; Ω Χίος! ω πατρίδα του Όμηρου! ω μαστίχα ακαταμάχητη, τι ευλογία για

Page 60: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

τη γλώσσα μας!

Σε λιγότερο χρόνο απ' ότι χρειάζεται κανείς να καπνίσει ένα τσιγάρο, όπλα, πιστόλια και γιαταγάνια, μαζεύτηκαν κάτω από τα παράθυρα του άρχοντα. Αυτός, άκουσε το θόρυβο κι άνοιξε το παράθυρο:

— Τι είναι αυτό το πανδαιμόνιο;

— Είναι για την ευλογία, απάντησε ο Κοσμάς.

— Στο διάβολο! Εντάξει η ευλογία, θα χαλάσετε όμως όλο το μπαρούτι και τους λύκους των όπλων!

— Μη φοβόσαστε καθόλου άρχοντα! Άμα ευλογηθούν τα όπλα, θα ρίχνουν ακόμα κι αν τα γεμίσετε πριονίδια!

Αυτό το αστείο τους έκανε όλους να γελάσουν.

Και, να, τι έγινε ύστερα. Μόλις γύρισε στο στρατόπεδο, ο Κοσμάς έβγαλε απ' το δισάκι του δύο μεγάλα ξύλινα παγούρια, που το καθένα ζύγιζε τρεις οκάδες.

— Ορίστε η μαστίχα, το δάκρυ της Χίου! Ίσα που υπάρχει μια γουλιά για τον καθένα σας, πρέπει όμως να είστε ευχαριστημένοι, γιατί ο Θεός δεν θέλησε να φτιάξει ποτάμια με ρακή της Χίου. Άντε, πάρτε τις γαβάθες σας!

Και σε κάθε γαβάθα έριξε με τσιγγουνιά την ανάλογη δόση. Μετά με τα δυο παγούρια στα χέρια του Κοσμά και του Ηλία και κρατώντας τις γαβάθες πάνω απ' τα κεφάλια τους, φώναξαν όλοι μαζί:

— Για την Ορθοδοξία! Στην υγεία του άρχοντα και των φρουρών του! Στη νίκη των όπλων του — Εβίβα!

— Εβίβα!

Ήπιαν όλοι.

— Πάμε τώρα να δώσουμε την υπόλοιπη μαστίχα στους άντρες που φυλάνε σκοπιά, είπε ο Κοσμάς.

Και βγήκαμε. Έξω μ' έπιασε από το χέρι.

— Πήγαινε και φέρε δυο μεγάλες αγκαλιές ροκανίδια, άλλα τόσα ξύλα κι ένα μπιντόνι ελαιόλαδο και βάλτα όλα, δίπλα στο σωρό με τα όπλα!

— Μα...

— Μη φοβάσαι! Όλα τέλειωσαν. Μας έμεινε το πιο εύκολο.

Κολασμένη νύχτα, φονική νύχτα, σε πλήρη ανάσταση η φύση. Εβδομήντα άντρες, με δύναμη ικανή να ξερριζώνουν δέντρα, γκρεμιζόντουσαν δεξιά κι αριστερά σαν κολόνες που έσπαγαν. Πάνω στις δύο σειρές σανίδες, που ήταν σκεπασμένες με χαλιά και σχημάτιζαν δυο μακρυά ατέλειωτα κρεβάτια, μέσα στο στρατόπεδο, όπως και στο πάτωμα, ανθρώπινα κορμιά καμωμένα για ν' απολαμβάνουν τη ζωή, στριφογύριζαν με σπασμούς, με αφρισμένα στόματα, με τα μάτια έξω από τις κόγχες τους, μέσα σε αηδιαστικά απομεινάρια φαγητών κι εμετών. Τα ουρλιαχτά τους, θα ξύπναγαν και νεκρούς. Στο διάδρομο του παλατιού, δυο άγριοι Έλληνες, οι μόνοι που αρνήθηκαν να πιουν απ' τη φαρμακωμένη μαστίχα, κείτονταν μαχαιρωμένοι, βουτηγμένοι στο άιμα τους.

Ο Κοσμάς άδειασε το μπιντόνι με το λάδι πάνω στα ξύλα και τα ροκανίδια κι έβαλε φωτιά. Οι φλόγες άρπαξαν τα όπλα. Τα παράθυρα του δωματίου του αφέντη έλαμψαν. Κι εμείς, μπήκαμε στα ιδιαίτερα δωμάτια του άρχοντα.

Page 61: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

Ήταν στο κρεβάτι, δίπλα στη Φλορίτσικα, που το πρόσωπό της ήταν άσπρο σαν κιμωλία. Μόλις μας είδε όρθιους σαν κριτές, ο άρχοντας νόμισε ότι έβλεπε εφιάλτη κι έτριψε τα μάτια του. Μετά, ανορθώθηκε και ρώτησε:

— Τι είναι; Πώς μπήκατε; Και γιατί;

— Είναι ένα ακόμη θαύμα του Αγίου Πνεύματος· κι ερχόμαστε να πούμε το τέλος του κυριακοδρόμιου, απάντησε ο Κοσμάς βγάζοντας το πιστόλι του.

— Οι ληστές...

— Σας είχα πει: και θα κάνει μέσα στη νύχτα νάρθουν οι ληστές από τα βουνά στην κρεβατοκάμαρα των αρχόντων, που τους φυλάνε υπηρέτες οπλισμένοι μέχρι τα δόντια, θυμόσαστε άρχοντα;

— Αρβανιτάκια! Στα όπλα!

— ...Και τότε οι άρχοντες φωνάζουν μάταια βοήθεια! Τότε θα μάθουν, πώς, ότι έρχεται από τη δύναμη των άλλων, φεύγει με τη δύναμη των άλλων!

— Ποιος είσαι καταραμένε καλόγερε; Ληστής πούγινε μοναχός;

— Όχι άρχοντα! Ο μοναχός ήταν πάντα ληστής!

Page 62: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

Στον επαρχιακό δρόμο που κόβει πλάγια, προς το μεγάλο εθνικό δρόμο του Καλαράσι, και μέσα στη μαύρη σαν πίσσα νύχτα, τα τέσσερα άλογά μας προχωρούσαν δύσκολα στη σειρά, το ένα πίσω απ' το άλλο. Επικεφαλής ο Κοσμάς, έλεγε στη Φλορίτσικα:

— ...τα στήθη σου θα σκληρύνουν, μαστιγωμένα απ' όλους τους ανέμους της γης... Το κορμί σου θα κάνει μπάνιο στους χείμαρρους, θα στεγνώνει στον ήλιο και τ' αγριολούλουδα θα το ποτίζουν με το άρωμά τους... Και θα είσαι η αγαπημένη του Κοσμά...

Μετά, σταματώντας, κύτταξε προς το σπίτι του άρχοντα Σαμουράκη που ήταν τυλιγμένο από παντού στις φλόγες και μουρμούρισε με σκληρότητα:

— Μια φωλιά φιδιών λιγότερη...

Για μια ολόκληρη εβδομάδα, κατεβαίναμε νότια, κατά μήκος του Ζαλομίτσα και άλλων ποταμών και αποφεύγοντας τους δρόμους. Τα πόδια των αλόγων βυθιζόντουσαν στο μουσκεμένο χώμα των χωραφιών σα να πατούσαν σε βρεμένη ψίχα ψωμιού. Ατέλειωτα ψιλοβρόχια μας ανάγκαζαν καμιά φορά να σταθούμε επί ώρες κάτω από τις δυο σκηνές μας. Τότε, γινόμαστε δύστροποι. Ο ήλιος όμως δεν αργούσε να βγει. Οι ζεστοί άνεμοι τ' Απρίλη φούσκωναν τα πανωφόρια μας· τότε ήμαστε χαρούμενοι και ξεχειλίζαμε από ζωή.

Μεταμφιεσμένος σε βοσκό, ο Ηλίας πήγαινε στα χωριά να βρει ψωμί και κρασί. Κυνηγούσαμε λαγούς. Τη νύχτα, κρυμμένοι στους θάμνους ή τους βάλτους, φυλάγαμε σκοπιά ο καθένας με τη σειρά του και κρατούσαμε αναμμένη τη φωτιά που έκαιγε μπροστά στις σκηνές.

Ο Κοσμάς δεν με ρώτησε καθόλου σ' όλο το ταξίδι για τη ζωή μου στην αυλή του άρχοντα. Ήταν απασχολημένος με τη Φλορίτσικα μέρα νύχτα. Εγώ θύμωσα:

— Ανησύχησε για την τύχη μου καθόλου αυτά τα δύο χρόνια;

— Πολύ λίγο.

— Τότε δεν έχει καρδιά!

— Αντίθετα, έχει· η γενναιοδωρία του όμως, μοιάζει με τη

γενναιοδωρία του κρασιού: ζεσταίνει μόνο τους παρόντες. Ζεσταίνει, και μετά παγώνει: είναι οι δύο όψεις του Κοσμά.

Η Φλορίτσικα έμοιαζε να πνίγεται. Μόλις που άκουγα τη φωνή της πολύ λιγότερο στενοχωρημένη, η φωνή του Κοσμά ακουγόταν δυνατά δίπλα στη σκηνή της:

— ...Εσύ, Φλορίτσικα, εσύ θα είσαι η αγαπημένη μου...

Στο πρόσωπό της, ζωγραφίστηκε ένα θλιμμένο χαμόγελο. Τα μάτια της έλαμψαν μέσα στη νύχτα, καθρεφτίζοντας τις φλόγες της φωτιάς που έκαιγε στα πόδια μας.

— Ιερεμία, μου είπε ο Ηλίας μ' ένα υπόκωφο μουγκρητό, παίρνοντας το χέρι μου και κολλώντας τα γένεια του στο στήθος μου, Ιερεμία! Ο Κοσμάς είναι δαίμονας! Ακούς τι λέει στη γυναίκα; Ε! λοιπόν είναι ολόκληρη λεγεώνα οι γυναίκες στις οποίες λέει τα ίδια. Και μα το Θεό, να πεθάνω αμέσως αν είπε ποτέ ψέματα, κι αν ήταν ποτέ ειλικρινής! Ναι, με όλες ήταν ερωτευμένος και τρυφερός σαν τρυγόνι· γενναιόδωρος σαν τη βροχή, που ανακουφίζει το χώμα που ψήνεται από τον ήλιο. Με όλες ήταν ευχάριστος και αδιάφορος σαν το χάρο μπροστά στα δάκρυά τους. Άκου Ιερεμία αυτή την ιστορία που θα σου διηγηθώ. Θα καταλάβεις καλύτερα.

Page 63: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

—Ένα χρόνο μετά τη μάχη με την ποτέρα όπου πιάστηκες αιχμάλωτος πήγαμε πολύ μακρυά, στη Μολδαβία, να υπερασπίσουμε τους κατοίκους μιας περιοχής που τους τρομοκρατούσε ένας σκληρός αφέντης. Με βάση τους κανονισμούς του, ο Κοσμάς χωρίστηκε από τους ανθρώπους μας και μόνοι μας, μεταμφιεσμένοι σε Μαρκίτανς, μικροπωλητές, μπήκαμε ένα βράδυ στην αυλή του τυράννου. Η φρουρά του είχε πάει να βοηθήσει μια «ποτέρα», που δημιουργήθηκε για να κυνηγήσει ένα χαϊντούκο πολύ θαρραλέο, που έσπερνε το θάνατο ανάμεσα στους τύραννους της Μολδαβίας. Οι πληροφορίες μας έλεγαν: θα βρείτε στην αυλή καμιά εικοσαριά δειλούς υπηρέτες που θα σας βοηθήσουν να δέσετε τους αφέντες. Έτσι κι έγινε. Αντί όμως να τους δέσουμε, έγινε μάλλον το αντίθετο, γιατί, μόλις ακουμπήσαμε τα όπλα μας στη γη, μια κοπέλα με απλή ψυχή και βλέμμα που έκαιγε καρδιές, ήρθε ν' ανάψει φωτιά στο πάθος του Κοσμά και να του χαλάσει τα σχέδια. Το ίδιο βράδυ ενώ μας οδηγούσε σε μια θημωνιά με άχυρα όπου θα περνούσαμε τη νύχτα μας, είπε στον Κοσμά:

— Μαρκιτάν – μικροπωλητή δεν μεταμφιέζεις καλά το ατσάλι, ...δεν θα σκοτώσεις τον αφέντη μου γιατί μου έχει κάνει καλό!

Ο Κοσμάς φώναξε:

— Πες μου — παιδί που γεννήθηκες την εποχή που είναι τόσο ορεκτικά τα ώριμα κεράσια, που το λιβάδι μας καλεί στην τεμπελιά και που τα πουλιά ζητάνε το δικαίωμά τους να τα αγαπάμε — πες μου, τι καλό σου έκανε ο τύραννος και θα ξεχάσω τα κακουργήματά του και την εκδικητική μου αποστολή αυτής της νύχτας.

— Ναι Κοσμά, θα τα ξεχάσεις όλα, γιατί ο αφέντης μου μ' άρπαξε από τα νύχια ενός καθάρματος και μου χάρισε την ελευθερία μου: «Θα ζήσεις εδώ όπως σου αρέσει και θ' αγαπήσεις αυτόν που σου αρέσει» μου είπε. Αυτό το κάθαρμα είναι ο επιστάτης του κι επειδή απόψε έχει καινούργιο φεγγάρι, αύριο την αυγή, θα έλθει από το μονοπάτι που είναι μπροστά μας να δώσει στον αφέντη του το ένα δέκατο της συγκομιδής του σα φόρο υποτέλειας. Πήγαινε μπροστά του και τα βόλια που είχες για τον αφέντη ρίχτα στον υπηρέτη! Και πάρε το χρυσάφι του... Κι αγόρασε μ' αυτό το χρυσάφι βόδια στους φτωχούς χωρικούς... Μετά, θα γίνω σκλάβα σου.

Εκείνη τη νύχτα, καπνίζοντας τα τσιμπούκια μας και κυττάζοντας τ' αστέρια, είπα στον Κοσμά:

— Θα κάνεις Κοσμά αυτό που σε συμβούλεψε ο Δαίμονας;

— Ναι Ηλία, θα κάνω αυτό που με συμβούλεψε ο δαίμονας, γιατί αγαπώ αυτόν τον δαίμονα και τον θέλω.

— Θ' ακουλουθήσεις λοιπόν το δρόμο του άδικου...

— Θ' ακολουθήσω ακόμα και το διάβολο...

— Και θα ριψοκινδυνέψεις τη ζωή σου για να χτυπήσεις το κακό στα πόδια, ενώ θάπρεπε να το χτυπήσεις στο κεφάλι... Κοσμά, είσαι δυνατός αλλά δεν έχεις δίκιο!..

— Ηλία, έχεις πάντα δίκιο, αυτό το δίκιο σου όμως μ' ενοχλεί: σήκω όρθιος!

Σηκώθηκα κι ο Κοσμάς πήδησε στην πλάτη μου· και γύριζα έτσι γύρω-γύρω από τη θημωνιά μέχρι που λαχάνιασα κι έπεσα. Τότε καθήσαμε. Πες μου τώρα τι λέει η λογική σου Ηλία.

Άρχισα να λέω, ενώ ο Κοσμάς, ακούγοντάς με, χτυπούσε το στήθος του με δυνατές γροθιές:

— Κοσμά... Δεν μπορείς να είσαι μισός ήρωας... Περνάς για ήρωας... Όλοι σε λατρεύουν... Δεν είσαι όμως ήρωας και δεν λατρεύεις τίποτα... Ή λατρεύεις πολλά πράγματα... Να ένας τόπος που θα πει

Page 64: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

αύριο, όταν φύγουμε: ο Κοσμάς ήλθε για να σκοτώσει το δράκο του τόπου μας και σκότωσε μονάχα ένα άκακο φίδι. Γιατί; Μήπως επειδή το άκακο φίδι ήθελε να φάει ένα σκουληκάκι, κι αυτό το σκουληκάκι άρεσε στον Κοσμά; Να τι θα πει ο κόσμος... Και θάχει δίκιο... Κι εσύ θάχεις άδικο... Κι ένας ήρωας δεν πρέπει νάχει ποτέ άδικο.

Την άλλη μέρα την αυγή, κρυφτήκαμε πίσω από ένα φράχτη με βάτους που κάλυπτε και τις δύο πλευρές του μεγάλου μονοπατιού απ' όπου θα περνούσε το άκακο φίδι. Το σκουληκάκι ήταν μαζί μας. Ο Κοσμάς του χάιδευε το κεφάλι και μασούσε τον πόθο του, γιατί αυτό το σκουληκάκι αλλοίμονο, ήταν κόρη του ήλιου, σπόρος θηλυκιάς χόβολης που καίει το μπαρούτι του αρσενικού.

— Σ' ονειρεύομαι Κοσμά απ' τα παιδικά μου χρόνια!

— Κι εγώ, φλόγα, σε ψάχνω από την αρχή της δημιουργίας του κόσμου!

— Θα σκοτώσεις όμως τον άντρα που θα σου δείξω σε λίγο!

— Ναι, θα τον σκοτώσω, γιατί τα αυτιά μου καίνε και τα μηνίγγια μου πάνε να σπάσουν... Και όσον καιρό θα κάνεις τα αυτιά μου να καίνε και τα μηνίγγια μου να πάνε να σπάσουν, θα σκοτώνω, ένοχους ή αθώους, ό,τι θέλεις!

— Πόσο γενναίος είσαι Κοσμά!

— Γενναίος, κοριτσάκι μου, γενναίος μέχρι τα πόδια σου!

Και να που εμφανίστηκε ένας άντρας καβάλα στ' άλογο, που πήγαινε με βηματισμό, μ' έναν τουρβά στη μουσούδα, φορούσε καθαρό πουκάμισο χωρίς καπέλο, και σιγοτραγουδούσε χαρούμενος, με τη χαρά του όμορφου και γερού άντρα. Ξαφνικά τρεμούλιασε, σταμάτησε, γύρισε το κεφάλι του γύρω-γύρω κι έφερε το δεξί του χέρι στο πιστόλι: είχε ακούσει τ' άλογά μας να χλιμιντρίζουν κοντά του. Η ανησυχία του όμως κράτησε λίγο: το κοριτσάκι έκλεισε τα μάτια και σκέπασε το πρόσωπο με την ποδιά της, ενώ ο Κοσμάς σημάδεψε τον καβαλάρη και τούριξε σχεδόν εξ επαφής.

Ο άντρας έπεσε χάμω ενώ το άλογο έφυγε... Πάνω στο δρόμο, που έμοιαζε χρυσαφένιος απ' τον ήλιο που ανέτειλε, το ζώο κάλπαζε άγρια, σέρνοντας το σώμα του αφέντη του, του οποίου ο αστράγαλος πιάστηκε στους αναβολείς, ενώ το κεφάλι του, που είχε σπάσει, σκούπιζε τη σκόνη του δρόμου. Ο Κοσμάς στράφηκε προς το δαίμονά του:

— Γυναίκα, είσαι ευχαριστημένη; Τι άλλο θέλεις; Θέλεις να σκοτώσω τον αδελφό μου; Θέλεις να σκοτώσω το άλογό μου που βόσκει στο ξέφωτο; Πες μου τι θέλεις!

— Εσένα θέλω Κοσμά....

— Θα μ' έχεις, Αιωνιότητα! Θα μ' έχεις, όσο τ' αυτιά μου θα καίνε και τα μηνίγγια μου θα πάνε να σπάσουν!

Λίγο αργότερα, ένας χωρικός ψηλός και γερός εμφανίστηκε με τα δυο μας άλογα. Ο Κοσμάς του έδωσε τέσσερα χρυσά νομίσματα:

— Αυτό είναι όλο Κοσμά;

— Αυτό είναι φίλε, προς το παρόν!

— Δεν έκανες όμως όλο το καθήκον σου.

— Δεν έχω κανένα καθήκον: οι γενναιόδωροι δεν χρωστούν τίποτα σε κανένα.

Ανεβήκαμε στ' άλογα... Ο Κοσμάς πήγαινε πρώτος, αγκαλιά με την Αιωνιότητά του της μιας μέρας.

Page 65: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

Πίσω του, σε απόσταση 20 μέτρων, τον ακολουθούσα σιωπηλός και σκεφτόμουνα τη μοναξιά του ανθρώπου.

Από κάτι δασώδη και πολύ επικίνδυνα μονοπάτια με χαλίκια — όπου τα πόδια των αλόγων γλυστρούσαν διαλύοντας τα βρύα και όπου τα κλαδιά των δέντρων έριχναν χοντρές σταγόνες βροχής στα κεφάλια μας — και από κάτι απέραντα χωράφια, κατηφορίζαμε προς τις εκβολές του Σερέτ.

Το πρώτο βράδυ σταματήσαμε στην άκρη ενός πυκνού και άγριου δάσους, όπου δεν έπρεπε να μείνουμε τη νύχτα. Στα πόδια μας είχαμε απέραντη εξοχή χέρσας γης, μέσα στην οποία ο Θεός καλλιεργούσε τα πιο λεπτά αρώματα για να ευχαριστιούνται οι πεταλούδες του, που του έδειχναν πάντα ευγνωμοσύνη.

Και να που το ολόγιομο φεγγάρι βγήκε στον ουρανό, γέμισε το πυκνό δάσος με μυστήριο, την εξοχή με τζιτζίκια και την καρδιά του Κοσμά με ασέβεια. Ναι, εκείνο το βράδυ ο Κοσμάς ήταν για μένα ασεβής, σκληρός σαν εχθρός, γιατί μου ζήτησε να παίξω φλογέρα για το δαίμονά του, ενώ ήξερε καλά ότι δεν έπαιζα ποτέ παρά μόνο για το Θεό μου και την ελευθερία μας.

Είπε ο δαίμονας:

— Αν αυτή τη στιγμή αντηχούσε μια φλογέρα, θ' άνοιγε ο ουρανός, και οι άγγελοι του κυρίου θα κατέβαιναν να ψάλλουν ύμνους.

Ο Κοσμάς τρεμούλιασε και είδα το πρόσωπό του φωτισμένο απ' το φεγγάρι: ήταν ένα πρόσωπο κόκκινο και φουσκωμένο, σαν να είχε φυσήξει για πολλή ώρα τη φωτιά. Κατάλαβα τη δυνατή του παράκληση, κατέβασα τα μάτια μου και σώπασα, ενώ το αίμα μου επαναστατούσε.

— Παίξε Ηλία!

— Για ποιόν να παίξω;

— Παίξε για την Αιωνιότητα!

— Είναι σύντομη η αιωνιότητά σου Κοσμά...

— Μπορεί να είναι σύντομη Ηλία, είναι όμως δυνατή σαν την αστραπή που καίει τη γη.

Έβγαλα από τη ζώνη μου τη φλογέρα· σάλιωσα τις τρύπες κι άρχισα να παίζω... Και μόλις οι πρώτοι ήχοι δόνησαν τη νύχτα, ο ουρανός άνοιξε κι οι άγγελοι έψελναν ύμνους — γιατί η φωνή του δαίμονα ξέσπασε σα μεταλλικό κύμα, πιο αρμονική κι από τη φωνή του αηδονιού.

Τα μαλλιά μου σηκώθηκαν κάτω από το σκουφί, ενώ τα δάχτυλά μου έτρεμαν διαβολεμένα πάνω στη φλογέρα. Το μυαλό μου άρχισε να πιστεύει ότι η κόλαση έπρεπε να είναι πιο θεϊκή απ' τον παράδεισο κι ότι ένας δαίμονας που τραγουδάει είναι πιο ευσεβής από έναν άγγελο που προσεύχεται:

— Είμαι εκείνη που δεν πιάνεται είμαι η ψυχή που παραδίνεται δεν υπάρχει Θεός τύραννος η καρδιά μου δεν είναι αμαρτωλή.

Έτσι τραγουδούσε ο δαίμονας... Και η φωνή της σκέπασε τους θορύβους του δάσους και τη συναυλία των τζιτζικιών. Τότε, ξέχασα το νόμο μου, πρόδωσα το Θεό μου κι έπαιξα λυσσασμένα. Έπαιζα μέχρι που οι αλμυρές σταγόνες του ιδρώτα μου μου έκαψαν τα μάτια. Τότε σταμάτησα, σκούπισα το πρόσωπό μου και πρόσεξα ότι δεν υπήρχε πια εκεί, ούτε Κοσμάς, ούτε δαίμονας κι ότι

Page 66: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

ήμουνα μόνος τυλιγμένος από τη νύχτα και τη σιωπή — μόνος όπως είμαστε όλοι πάνω στη γη.

Η πορεία μας συνεχίστηκε κάτω από αδιάκοπες βροχές. Άνθρωποι και ζώα, ήμαστε βρεγμένοι σαν τα ποντίκια που βγαίνουν απ' το νερό. Ο Κοσμάς, για να προστατέψει το θησαυρό του, έμεινε με το πουκάμισό του κι έριξε όλα του τα ρούχα στην πλάτη της γυναίκας, που έγινε έτσι σαν άμορφο, μουσκεμένο και χοντρό πακέτο. Περνούσαμε τις νύχτες μέσα σε σπηλιές. Τότε ο Κοσμάς της ήταν αφοσιωμένος απεριόριστα. Έτρεχε μόνος για να βρει ξερά ξύλα, άναβε δυνατές φωτιές, στέγνωνε τα ρούχα, ετοίμαζε τα ζεστά ροφήματα και, γυμνός από τη μέση κι επάνω, σαν αληθινός αγριάνθρωπος — άρχιζε να τρίβει τα όπλα και να τα ξαναγεμίζει με στεγνό υλικό.

Επιτέλους, φτάσαμε στον προορισμό μας, την εκβολή του Σερέτ, σ' αυτό το καταραμένο μέρος όπου την προηγούμενη χρονιά είχαμε αναγκαστεί να δώσουμε μάχη με την ποτέρα, ύστερα από την προδοσία του φοροεισπράχτορα. Τώρα, είχε έρθει η ώρα αυτού του χυδαίου τύπου να πληρώσει για την προδοσία του. Ο λογαριασμός του κανονίστηκε γρήγορα, η υπόθεση όμως έμπλεξε και το δράμα έγινε διπλό, λόγω της απαίσιας σκευωρίας της μοίρας.

Στήσαμε παγίδα κι οι τρεις σ' ένα χαντάκι, κοντά στην αρχή της γέφυρας, από την πλευρά του Μολδάβα· ο Κοσμάς παραφύλαγε, μ' έτοιμο το όπλο του, να εμφανιστεί ο προδότης, ενώ τα άλογα, ελεύθερα και ήσυχα, έβοσκαν το χόρτο 100 μέτρα πιο πέρα. Η γυναίκα που το παθιασμένο άστρο της ήταν γραφτό να σβήσει την ίδια κιόλας μέρα, ρώτησε:

— Τι κάνουμε εδώ Κοσμά;

— Θα δεις σε λίγο: έχω ένα χρέος να πληρώσω.

— Συνηθίζεις να πληρώνεις τα χρέη σου;

— Μερικές φορές ναι...

Ο άντρας φάνηκε, με τα χέρια του στις τσέπες, πήγε δεξιά, πήγε αριστερά και μετά κατευθύνθηκε ίσια προς το τουφέκι του Κοσμά για να πληρώσει αυτό που ήταν γραμμένο στο μέτωπό του. Την ίδια όμως στιγμή, κι ενώ ο Κοσμάς τον σημάδευε, η γυναίκα χλώμιασε, του έπιασε το χέρι και φώναξε:

— Περίμενε! Αυτός είναι ο αδελφός μου!

Λυσσασμένος από το θυμό, ο Κοσμάς την πέταξε κάτω μ' ένα χτύπημα του κοντακιού του όπλου του:

— Μπορεί νάναι αδελφός σου, αλλά είναι εχθρός μου!

Και κεραυνοβόλησε τον εισπράχτορα, που ούτε πρόλαβε να καταλάβει τι τον απειλούσε.

Η αδελφή, βγάζοντας δυνατές κραυγές, έτρεξε να βοηθήσει τον αδελφό της, που είχε πια ξεψυχήσει, έπεσε πάνω στο κορμί του και θρηνούσε. Μετά, κι ενώ πλησιάζαμε, σηκώθηκε όρθια και φώναξε μπροστά στον Κοσμά:

— Σκότωσες τον αδελφό μου!

— Σκότωσα έναν κατάσκοπο! Τι νόμιζες; ότι σκότωνα μόνον επιστάτες;

— Αυτός μ' έσωσε απ' τα νύχια του επιστάτη. Μου έκανε το μεγαλύτερο καλό!

— Και σε μένα το μεγαλύτερο κακό! Με παρέδωσε στην ποτέρα!

Η κοπέλα γονάτισε κοντά στο πτώμα και προσευχήθηκε. Πήγαμε να φέρουμε τ' άλογα. Στην

Page 67: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

επιστροφή, ο Κοσμάς άφησε κατάχαμα ένα σακκουλάκι με δουκάτα κι είπε στην Αιωνιότητά του της μιας εβδομάδας:

— Όταν τελειώσεις τις προσευχές, να θάψεις τον αδελφό σου και μετά να πας να θαφτείς κι εσύ σε κάνα μοναστήρι κι εκεί να συνεχίσεις να προσεύχεσαι στο Θεό, αφού σ' ευχαριστεί, χωρίς προσπάθεια και χωρίς ζημιά, γιατί έχει αδελφούς σαν τον δικό σου και δεν φοβάται τους κατάσκοπους.

Λίγο αργότερα, καλπάζοντας ελεύθερα, ο Κοσμάς μου είπε με σιγουριά:

— Οι γυναίκες είναι καμωμένες για ν' αλλάζουν τη μοίρα των αντρών.

Ο Ηλίας σώπασε. Το πρόσωπό του, που η φλόγα μόλις το φώτιζε, έδειχνε ένα παιδικό ξάφνιασμα:

— Σκέψου τα Ιερεμία όλα τούτα τα βασανιστικά πράγματα της ζωής... μου είπε συμπερασματικά.

Και αφού τυλίχτηκε στη «γκέμπα» του, ξάπλωσε σ' ένα σωρό από καλάμια.

Έμεινα μόνος στη σκηνή που ένας ελαφρός αέρας την έκανε να κυματίζει.

Δεν είχα όρεξη για ύπνο. Η σκέψη μου πήγαινε σ' όλα όσα είχα ζήσει και προσπαθούσα ν' ακούσω κάποιο θόρυβο από τη σκηνή του Κοσμά και της Φλορίτσικα· δεν άκουγα όμως τίποτ' άλλο, παρά μόνο το βόμβο της μοναξιάς. Ερεθισμένος απ' αυτά τα συναισθήματά μου, βγήκα απ' τη σκηνή, έκανα μερικά βήματα έξω κι αμέσως έπαψα να αισθάνομαι το χρόνο. Αρμονία... Αιώνια συμφωνία... Αυτοκρατορία των καλαμιών και των φυτών του ποταμού, της άγριας μουριάς, των χιλιάδων βατράχων που καθόντουσαν ζαρωμένοι στα φύλλα των νούφαρων και των νυσταγμένων πουλιών που, με το ένα τους μάτι ανοιχτό, απολάμβαναν τη νυχτερινή ευτυχία της ύπαρξης. Άκουσα έναν κυπρίνο να πετάει στην επιφάνεια του νερού και να ξαναπέφτει βαριά μέσα. Ένας γερανός χτυπούσε το ράμφος του και συγχρόνως ένα γεράκι διάσχισε το αόρατο διάστημα χτυπώντας δυνατά τις φτερούγες του.

Και κάτω από το χαίδευτικό σπρώξιμο του ζέφυρου, τα αναρίθμητα και τολυπώδη φυτά και χόρτα, λύγιζαν σα να ευχαριστούσαν σιωπηλά το Δημιουργό.

Το μυαλό μου έσβησε....

Ένα χέρι βαρύ σα μολύβι, μ' έκανε ξαφνικά ν' αναπηδήσω. Μπροστά μου στεκόταν ο Κοσμάς, σαν τεράστιος μαύρος όγκος. Τα πυκνά του μαλλιά έπεφταν ανακατωμένα στο λαιμό του, όπως τα μουστάκια του και τα θυσανωτά γένεια του. Τα πυκνά του φρύδια δεν άφηναν να δούμε τίποτα από το πρόσωπό του εκτός από μια σαρκώδη μύτη και δύο μεγάλα μάτια, που μου φάνηκαν καλοσυνάτα και χαρούμενα. Με φωνή βαθειά, ήσυχη, σοβαρή κι αρμονική μου είπε:

«Γεια σου Ιερεμία, ελεύθερε νέε!... Αγρυπνάς για την ευτυχία του Κοσμά κι αυτό είναι καλό... Ήρθε όμως η ώρα να ξεκουραστείς... Πήγαινε! Ο Κοσμάς θα σε αντικαταστήσει».

— Γελιέσαι Κοσμά, δεν αγρυπνώ για την ευτυχία σου, ζω με το βάλτο.

Έκανε ένα βήμα πίσω.

— Αυτό είναι ακόμη καλύτερο! Κάνεις δύο καλά πράγματα συγχρόνως: εσύ πρώτα, εγώ μετά!... Αυτός είναι ο νόμος. Πες μου όμως μήπως κατά τύχη είσαι θυμωμένος μαζί μου;

— Ναι, λίγο.

Ο Κοσμάς τεντώθηκε. Όταν άπλωσε τα χέρια του, η γη φάνηκε να μικραίνει.

Page 68: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

— Όταν είναι κανείς θυμωμένος με κάποιον που αγαπάει, ο καλύτερος τρόπος να διώξει αυτό το μίσος και να ξαναγαπήσει, είναι να τον χτυπήσει αμέσως, γιατί ο θυμός που βασανίζει λίγο-λίγο, κάνει περισσότερο κακό από τη γροθιά της αγάπης. Να το στήθος μου, που είναι τόσο πολύ ευτυχισμένο ώστε και με σφυρί να το χτυπήσεις δεν θα πάθει τίποτα: χτύπα με Ιερεμία!

Τον χτύπησα μ' όλη μου τη δύναμη. Ο Κοσμάς δεν κλονίστηκε.

— Χτύπα δυνατά!

Χτύπησα κόκκινος από θυμό.

— Ακόμα!

Σήκωσα το χέρι μου... Αυτό όμως το χαρούμενο πρόσωπο, αυτός ο αρκουδίσιος θώρακας... Και ιδιαίτερα αυτά τα χέρια, τα απλωμένα σα φτερούγες κι έτοιμα να μου περικυκλώσουν το κορμί...

Όχι!

Ρίχτηκα σ' αυτό το στήθος κι έκρυψα το πρόσωπό μου μέσα στις τρίχες που μύριζαν αντρικό ιδρώτα. Ο Κοσμάς μ' έσφιξε και μου χάιδεψε τα μαλλιά.

— Τι έχεις Ιερεμία; Τι σου έκανα;

— Είσαι πολύ ευτυχισμένος Κοσμά και η ευτυχία σου μ' αφήνει πολύ μόνο.

Δεν απάντησε, ένοιωσα όμως τα μολυβένια χέρια του να γλυστράνε στο σώμα του, ενώ η καρδιά του χτυπούσε με ορμή σφυριού και ακρίβεια ρολογιού. Μετά κάθησε αλά τούρκα, μου είπε να κάνω το ίδιο, γέμισε το τσιμπούκι του, το άναψε και μου είπε περίπου αυτά:

Η ευτυχία του Κοσμά, αγόρι μου, δεν μπορεί παρά ν' αφήσει τους άλλους μόνους και άδειους. Μοιάζει με την καταιγίδα που λιανίζει τα γεμάτα βλαστούς δέντρα, ξεριζώνει τα γεμάτα τρυφερότητα πέταλα, εμποδίζει τα ευτυχισμένα ρυάκια να τρέχουν μουρμουρίζοντας από την κοίτη τους και σκοτώνει τα ζώα... Απορροφάει τα πάντα... Ό,τι είναι ζωντανό. Μετά, σπάει κάπου το κεφάλι της, σε κάποιο σωρό από βράχια που τη φυλακίζουν ή καταβροχθίζεται από κάποια κοιλιά της γης γεμάτη νερό κι ατέλειωτο ουρανό. Είναι όμως γενναιόδωρη, γιατί μετά το πέρασμά της η ζωή ξαναγεννιέται με μεγαλύτερη δύναμη. Έτσι είμαι κι εγώ. Ίσως λίγο περισσότερο αχάριστος και λίγο λιγότερο δίκαιος. Μάθε ότι μόνο τα μικρά πράγματα μπορούν να μοιραστούν και να τα ζήσει κανείς ομαδικά. Μόλις ο άνθρωπος είναι πολύ ευτυχισμένος, μένει μόνος· και μένει πάλι μόνος και όταν είναι πολύ δυστυχισμένος. Έτσι είναι: στο μικρό χαντάκι, όλοι μπορούν να πηδήσουν μαζί σου κανείς όμως δεν μπορεί να σ' ακολουθήσει στο χάος. Η ολοκληρωμένη ευτυχία είναι ένα είδος βάραθρου: δεν ήσουνα προηγουμένως απορροφημένος από το όνειρό σου, μέχρι του σημείου να ξεχάσεις τον κίνδυνο να σε πιάσω επ' αυτοφώρω; Ποιος από τους συντρόφους μας της ελευθερίας θα σ' ακολουθούσε μέχρι εκεί; Ποιος με ακολούθησε εμένα στην ποντικοπαγίδα του άρχοντα Σαμουράκη όταν μου ήρθε η όρεξη να σ' ελευθερώσω αμέσως; Ο Ηλίας! Μόνο ο Ηλίας με ακολούθησε. Μα ο Ηλίας είναι ο φύλακας άγγελός μου που δεν τον ακούω ποτέ. Και άθελά του μ' ακολουθεί πάντα. Αυτό πρέπει να οφείλεται στο ότι ο τράγος ο πατέρας μας, την ημέρα που μας συνέλαβε με τη μάνα μας, έβαλε στο κεφάλι του να γονιμοποιήσει το χαρέμι του μόνο με το σπόρο της τρέλας, κάθε λογής τρέλας κι έτσι κι έγινε: εγώ είμαι ο Κοσμάς ή η ερωτική τρέλα· εκείνος, ο Ηλίας, ή η λογική τρέλα· η αδελφή μας η Κύρα είναι η κοκέτικη τρέλα· τέλος, ο μικρότερος αδελφός μας ήταν καθαρά τρελός και κρεμάστηκε μη έχοντας τι να κάνει τη ζωή του. Ακόμα δεν έχω καταλάβει γιατί αγαπούσε τόσο πολύ το γλυκό ψωμί με καρύδια και φώναζε από ευχαρίστηση μόλις το έβγαζαν από το φούρνο· ίσως κρεμάστηκε με το στόμα γεμάτο γλυκό ψωμί. Πρέπει να ξέρεις να πεθαίνεις για την τρέλα σου. Δεν πρέπει όμως ποτέ ν' ανακατεύεσαι στην τρέλα του άλλου.

Page 69: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

Λέγοντας αυτά, ο Κοσμάς έριξε ένα βλέμμα τρελού στη σκηνή του: το ολόγιομο φεγγάρι του μεσονυχτίου είχε σηκωθεί στον ορίζοντα κι έδειχνε τον σκούρο ασημένιο δίσκο του στη Φλορίτσικα που ήταν όρθια μπροστά στη σκηνή, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και το θωρούσε ακίνητη. Στους ώμους της, που ήταν σκεπασμένοι με χλαμύδα άσπρη μεταξωτή, τα πλούσια αχτένιστα μαλλιά της κυλούσαν σαν πίσσα. Μπροστά σ' αυτή την ωραία οπτασία, ο Κοσμάς γονάτισε μπρούμυτα στο χώμα με τα χέρια μπροστά σα μουσουλμάνος που προσεύχεται, κι έμεινε πολλή ώρα.

Μετά, σα να ήταν πολύ θλιμμένος, σηκώθηκε αργά, στάθηκε όρθιος, και ύψωσε προς τον ουρανό δύο γυμνά μυώδη χέρια που θα μπορούσες να τα πάρεις για πόδια. Τότε, η Φλορίτσικα μου φάνηκε λιγότερο επιβλητική, ενώ όλα τα υπόλοιπα πράγματα, μου φάνηκαν ευτελή και μαραμένα· και ο Ηλίας — που κατέφτασε εκείνη τη στιγμή από την άλλη σκηνή με χασμουρητό — μου φάνηκε σαν ένας φουκαράς, τυλιγμένος στη φτωχική του «γκέμπα».

Τον κυττούσαμε όλοι, και πιστεύω ότι και οι άλλοι πίστευαν το ίδιο, ότι δηλαδή ο Κοσμάς θα μπορούσε να μας συντρίψει απλώς και μόνο αν άφηνε το κορμί του να πέσει επάνω μας· δεν μας φόβιζε όμως.

Έπιασε τη Φλορίτσικα από τη μέση. Εκείνη αφέθηκε να τη μεταφέρει σαν πούπουλο. Τα πέδιλά της, μόλις που ακουμπούσαν στο απαλό χαλί του χωραφιού. Κι έκαναν μαζί μερικά βήματα με τον ίδιο αρμονικό ρυθμό. Κι όμως κυττώντας αυτή την εύθραυστη πυργοδέσποινα δίπλα σ' αυτόν τον τραχύ λαθροκυνηγό, θάλεγες ότι βλέπεις μια νύμφη που τη γοήτευσε ένας σάτυρος.

Εκεί, αυτήν ακριβώς τη στιγμή, γυρίζοντας το άγριο πρόσωπό του προς το φεγγάρι και σφίγγοντας το στήθος του με τα χέρια του, ο Κοσμάς βροντοφώναξε την ολοκληρωμένη ευτυχία του. Με δυνατή φωνή, που έκανε τ' άλογα να σηκώσουν τα κεφάλια τους, είπε:

— Γιατί αυτή η καρδιά θέλει να σπάσει τα δεσμά της; Γιατί της φαίνεται στενό τούτο το κορμί; Γιατί την πνίγει το αίμα;

Πιάνοντας το χέρι της ερωμένης του, ομολόγησε το φόβο του:

— Φλορίτσικα! Είσαι η άβυσσος που κατακλύζει τον πόθο του άντρα! Ξέρεις τουλάχιστον τι σημαίνει σταθερότητα; Σε λίγο θάχει πανσέληνο και θα φύγουμε και την αυγή θα φτάσουμε στην κατασκήνωσή μας. Εκεί μας περιμένουν τριάντα ανυπόμονοι λεβέντες! Όλοι τους είναι παράνομοι και δεν φοβούνται καθόλου το θάνατο. Ένα νόμο ξέρουν: να ικανοποιούν την επιθυμία τους· αυτός είναι ο υπέρτατος σκοπός της ζωής! Κάθε νόμο που αντιτάσσεται σ' αυτό το σκοπό τον αντιμετωπίζουν με τίμημα τη ζωή τους. Γι' αυτό και τους ονομάζω ήρωες. Ήρωες είναι ακόμα και για τα γυναικεία μάτια· το βλέμμα τους θυμίζει ερεθισμένους ταύρους που γοητεύουν, τα μυτερά τους μουστάκια τρυπούν από μακρυά, η κυματιστή τους γενειάδα χαίδεύει το χνούδι και την κυλόττα που κατεβαίνει στα μπούτια και ο παράς τους ανησυχεί.

Και ο Κοσμάς ζήτησε το αδύνατο:

— Τη Φλορίτσικα, το λουλουδάκι Κάθε ωραίος λεβέντης την παίρνει

— Μην αφήσεις να σε πάρουν... Δεν είμαι αφέντης αυτών των αντρών, είμαι ο Θεός τους· μπροστά στη γυναίκα όμως, δεν αντέχει κανένας Θεός! Κι εγώ θέλω να μείνω Κοσμάς, να πεθάνω Κοσμάς. Όρκίσου Φλορίτσικα ότι θα μου μείνεις πιστή!

Η Φλορίτσικα ξέσπασε σ' ένα θριαμβευτικό γέλιο, που θύμιζε τις καμπανούλες του έλκηθρου το χειμώνα· σ' αυτό το γέλιο, το φεγγάρι απάντησε στολίζοντας την εικόνα του μ' ένα ασημένιο πέπλο που ομόρφηνε το βάλτο:

Page 70: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

— Κοσμά, Κοσμά, με τα δυνατά χέρια που πολεμάς, σ' εννιά σύνορα.

Ζητάς απ' τον κεραυνό να πέσει μέσα στη κατσαρόλα; Ζητάς από τη βελανιδιά να φυτρώσει κάτω από το κρεβάτι; Ζητάς απ' τη γη ν' αντισταθεί στο άροτρο που την ξεκοιλιάζει; ή ν' αρνηθεί τους σπόρους που θα τη γονιμοποιήσουν; Χα! Χα! Χα!

Ξετυλίγοντας τα χέρια της με τα φαρδιά μανίκια, σαν κύκνος που ετοιμάζεται να πετάξει, έτρεξε προς την τέντα και εξαφανίστηκε, ενώ ο Κοσμάς, πελιδνός, κατευθύνθηκε βαριά προς τον Ηλία και του είπε χαμηλόφωνα:

— Τι λες Ηλία για την απάντηση αυτής της γυναίκας;

Ο Ηλίας τέντωσε το λαιμό του και το πρόσωπό του:

— Λέω ότι αυτή η γυναίκα έχει δίκιο κι η απάντησή της είναι σωστή και πληρωμένη...

Ο Κοσμάς, εκτός εαυτού, ούρλιαξε:

— Να σε πάρει ο διάβολος με τη δικαιοσύνη σου και τη λογική σου! Δεν μ' ενδιαφέρει αυτό!

— Τι σ' ενδιαφέρει λοιπόν; ρώτησε ήρεμα ο Ηλίας.

Ο άλλος, πνίγοντας τη λύσσα του, έσκυψε στ' αυτί του;

— Δεν σου φαίνεται Ηλία ότι αυτή η γυναίκα είναι η τσοπανίτσα που είχαμε συναντήσει στο πευκοδάσος πριν 17 χρόνια;

— Μπορεί, Κοσμά... Μπορεί να είναι αυτή... Δεν είμαι όμως σίγουρος... Κι έπειτα γιατί να το ξέρουμε; Αν είναι πραγματικά αυτή η τσοπανίτσα του πευκοδάσους, θυμήσου πόσο περήφανα συμπεριφέρθηκες εκείνη τη νύχτα. Κι αν σημέρα, ύστερα από 17 χρόνια, τη βρίσκεις καλύτερη, αυτό σημαίνει ότι η γυναίκα είναι σαν το άλογο: όσο περισσότερο τρέχει, τόσο καλύτερη γίνεται.

Ο Κοσμάς βυθίστηκε σε σκέψεις, ξεχνώντας την πίπα του στην άκρη του στόματός του.

Κι όταν το φεγγάρι έφτασε στο ζενίθ, φύγαμε από το μέρος αυτό κόβοντας δρόμο μέσα από δάση με καλάμια και κολλώδη φύλλα που μας λέρωναν με αφρούς. Κανένας δε μιλούσε.

Page 71: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

Κανένας, Θεέ μου, δεν μιλούσε! Κι όμως θα έπρεπε. Να μιλάει; Όχι, αλλά να ουρλιάζει, να χτυπάει, να λεηλατεί, να κοπανάει. Εκείνη τη στιγμή, μας χρειαζόταν ένας σεισμός που θ' άνοιγε στο χώμα σχισμές που θα χάσκανε. Ή ένα χαλάζι χοντρό σαν τ' αυγά της φραγκόκοττας, που θα γέμιζε με καρούμπαλα τα κεφάλια μας· ή μια άνιση μάχη με την ποτέρα, που θα μας έτρεπε σε φυγή κόσκινα στις σφαίρες· ή ένας κεραυνός· ή μια πανούκλα· ή κάποια θεομηνία που θα έσπαγε αυτή τη σιωπή, που στη διάρκειά της, το κεφάλι του Κοσμά είχε αρχίσει να γονιμοποιεί το σπόρο της καταστροφής του.

Δεν υποπτευόμουν τίποτα, βέβαια. Ο Ηλίας, και ίσως και η Φλορίτσικα, μπορεί να ήξεραν κάτι. Το μάθαμε όμως μόλις διαλύθηκαν τα σκοτάδια και η αυγή έριξε το άσπρο της πέπλο στα πρόσωπά μας και στη γη.

Βρισκόμαστε σ' ένα έρημο χωράφι και προχωρούσαμε στη γραμμή, με βήμα αλόγου, ακολουθώντας ένα ελικοειδή δρόμο. Η Φλορίτσικα, μαζεμένη στην αγκαλιά του Κοσμά που την είχε στ' άλογό του, μισοκοιμόταν, ριγώντας από το κρύο, εγκαταλειμμένη στα τραντάγματα του αλόγου· και ο Κοσμάς, που έδειχνε ότι δεν ήξερε τίποτα από τον κόσμο, με πρόσωπο βλοσυρό και λιπαρό, επιθεωρούσε το θησαυρό του με βλέμμα άγριο. Αυτό το μάτι του αιμοβόρου θηρίου, σταματούσε άλλοτε στο πρόσωπο, που τα ήρεμα χαρακτηριστικά του θύμιζαν παρθένα και που το στόλιζε μια υπέροχη μύτη χειραφετημένης γυναίκας, και άλλοτε στην κοιλιά με τις χαριτωμένες γραμμές που κυμάτιζαν από τις δονήσεις και που διαγράφονταν κάτω από το πανωφόρι της.

Και ξαφνικά ο Κοσμάς σταμάτησε απότομα το άλογό του και παράτησε το πολύτιμο φορτίο του· η Φλορίτσικα διπλώθηκε σε μακρόστενο μαξιλάρι στα γόνατα του εραστή της. Τα μάτια της, ανοιχτά, χαμογελούσαν. Τα μαλλιά της ξεχύθηκαν προς το έδαφος. Οι ώμοι της, τα στήθια της και τα μπούτια της είχαν μια διαβολεμένη αρμονία.

Ο Κοσμάς θαύμασε όλο αυτό το θησαυρό και φώναξε:

— Πώς! Μήπως αυτή είναι γη που δουλεύτηκε απ' όλα τα άροτρα και γονιμοποιήθηκε απ' όλους τους σπόρους; Κι εγώ, ο Κοσμάς, που θέλω αυτό το θησαυρό μόνο για μένα, θα κάθομαι ν' ακούω, χωρίς να πάω να κόψω τα χέρια εκείνων που πρόσβαλαν την περιουσία μου;

Η Φλορίτσικα ένωσε τα χέρια της κάτω απ' το κεφάλι της κι είπε με συγκαταβατική περιφρόνηση:

— Ναι Κοσμά... Πρέπει ν' ακούσεις όλα αυτά και κάτι ακόμα: τη χέρσα γη δεν την αγαπάει κανένας, ούτε κι εσύ.

Και μ' ένα πήδημα του φιδίσιου κορμιού της βρέθηκε στη γη. Ο Ηλίας κι εγώ την ακολουθήσαμε.

Ο Κοσμάς δεν κλονίστηκε αλλά του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι: τα λόγια της Φλορίτσικα είχαν βρει το στόχο τους. Αυτό δεν μπορούσε να το υποφέρει χωρίς να ξεσπάσει ο θυμός του. Κι επειδή οι ώμοι της γυναίκας ήταν αδύνατοι για να κρατήσουν αυτό το βάρος, τάβαλε με τον εαυτό του. Πριν συνειδητοποιήσουμε τι γινόταν, ξάπλωσε κάτω από το άλογο, πήρε το πεταλωμένο πόδι του ζώου και το έβαλε στο στήθος του. Ταυτόχρονα κλώτσησε την κοιλιά του αλόγου που, ασυνήθιστο σε τέτοια αγριότητα, χλιμίντρισε και πήδησε πάνω στο κορμί του αφέντη του.

Τρομοκρατημένοι, τρέξαμε κι οι τρεις να τον βοηθήσουμε. Ο Κοσμάς είχε γίνει σαν κερί και ξερνούσε αίμα από το στόμα του και τη μύτη του. Τα μάτια του όμως ήταν καλοσυνάτα και ήρεμα. Πήγε ν' απαντήσει στις φωνές τις Φλορίτσικα, αλλά πλημμύρισε στα αίματα και δεν μπόρεσε. Έκλεισε απαλά τα μάτια του και λιποθύμησε.

Νομίσαμε ότι πέθανε και τον μεταφέραμε στο χωράφι, όπου διαπιστώσαμε αμέσως ότι ανέπνεε· του πλύναμε το ματωμένο πρόσωπο και τον αναζωογονήσαμε.

Page 72: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

Λίγο χλωμή η Φλορίτσικα πήρε το κεφάλι του στα γόνατά της, του τράβηξε από το πρόσωπο τα κολλημένα μαλλιά, τον φίλησε τρυφερά και του είπε:

— Φίλε μου... Φίλε μου... Να είσαι καλός! Μην είσαι τόσο άδικος! Και μη ζητάς απ' τη ζωή αυτό που δεν μπορεί να μας δώσει.

Ο Κοσμάς γόγγυξε με φωνή που την έπνιγε ο ρόγχος:

— Αδιαφορώ και για το δίκιο, και για το άδικο, και γι' αυτό που δίνει η ζωή, και γι' αυτό που δεν δίνει. Όλη η ζωή είναι το στήθος μου. Ό,τι θέλει το στήθος μου, το θέλω κι εγώ κι είμαι έτοιμος να πληρώσω με τη ζωή μου γι' αυτό. Και τώρα θέλω να κόψω τα χέρια που μόλυναν την περιουσία μου... Και θα τα κάψω!...

Μόλις είπε αυτά τα λόγια, η πελιδνή όψη του πήρε ξανά χρώμα. Και σπινθηροβόλησε σαν τον τριμμένο χαλκό που τον χτυπάνε ξαφνικά κατάφατσα οι πορτοκαλιές ακτίνες του ήλιου που ξεπροβάλλει απ' τον ορίζοντα. Ο Κοσμάς άνοιξε τα μάτια του και είδε το ένα τέταρτο του δίσκου που φωσφόριζε και ανέβαινε ίσια μπροστά του, προς το άπειρο. Κάνοντας υπεράνθρωπη προσπάθεια, μια κι ήταν πληγωμένος, τινάχτηκε εμπρός κι έφτυσε το άστρο με αίμα λέγοντας με λύσσα:

— Γι' αυτόν που σ' έκανε, εσύ... κι εγώ... κι η γη... και...

Σταμάτησε απότομα, με κλειστό στόμα σα να ήθελε ν' ακούσει, αλλά ένα κύμα αίματος τον έκανε να το ανοίξει και το αίμα χύθηκε στο στήθος του.

Ο Κοσμάς ξανάπεσε στα γόνατα της Φλορίτσικα με τα μάτια ανοιχτά, τα μάτια που φώναζαν όλο το μίσος τους ενάντια στη ζωή. Κανένας μας δεν τόλμησε να τον βοηθήσει. Ο Ηλίας με πήρε απ' το χέρι και με τράβηξε σ' ένα χέρσο χωράφι.

— Μ' απομακρύνεις για να μη δω πώς θα πεθάνει; ρώτησα λίγο πιο πέρα τον Ηλία.

Εκείνος παρακολουθούσε με το βλέμμα του το μεγαλόπρεπο πέταγμα κάποιου μεγάλου αρπακτικού.

— Δεν νομίζω ότι θα πεθάνει απ' αυτή την πληγή. Ο Κοσμάς είναι εφτάψυχος. Πιστεύω όμως ότι θα πεθάνει: αύριο, σε μια βδομάδα ή σ' ένα μήνα· κι αυτό, γιατί έχει στο κεφάλι του μια βίδα παραπάνω κι αυτή θα τον καταστρέψει... Αυτή η αρρώστια δεν συγχωρεί. Θα σου πω τι είναι. —Στην καρδιά κάθε ανθρώπου, υπάρχει ένα τρωκτικό που κοιμάται. Στους μαλθακούς ανθρώπους δεν ξυπνάει ποτέ, ή ξυπνάει σπάνια μόνο για να χασμουρηθεί και ξανακοιμάται: αυτός είναι ο άνθρωπος που σκοντάφτει 10 φορές την ημέρα στο ίδιο χαλίκι, θυμώνει, βρίζει και δεν το σηκώνει· ή, όταν τρίζουν οι μεντεσέδες της πόρτας του, το μόνο που λέει είναι: Α! την άτιμη την πόρτα! Δεν της βάζει όμως λίγο λάδι για να τη γρασάρει. Αυτός είναι ο άνθρωπος, που, δεν ξέρω γιατί, δημιούργησε ο Θεός στο τέλος της εβδομάδας, όταν το μυαλό του είχε πια κουραστεί από τόσα μεγαλειώδη πράγματα που έφτιαξε πριν από τον άνθρωπο. —Ο Δαίμονας όμως, που τις έξι προηγούμενες μέρες τριγύριζε γύρω από το Θεό και τον κριτικάριζε, εκμεταλλεύτηκε την Κυριακή και πρόσθεσε στο κεφάλι του ανθρώπου μια βίδα παραπάνω, μια δαιμονική βίδα, που κάνει τον άνθρωπος να λυσσάει όταν κάτι δεν του αρέσει ή τον στενοχωρεί. Φυσικά, τη νύχτα που ακολούθησε, ο φυσιολογικός άνθρωπος είχε το χρόνο να γεμίσει τη γη με ηλίθιους και γι' αυτό βλέπουμε τόσο λίγους ανθρώπους να θυμώνουν. Κι όμως οι άνθρωποι που έχουν στο κεφάλι τους μια παραπανίσια βίδα, είναι αρκετοί για να αναποδογυρίσουν τη γη και να διαταράξουν τη θεϊκή ειρήνη, σε τέτοιο βαθμό που κάποτε ο Άγιος Πέτρος διαμαρτυρήθηκε στο Δημιουργό: «Κύριε, είπε, ο βοσκός μου δεν είναι σαν το δικό σου, ήρεμος, φρόνιμος, υπάκουος, καλός είναι ταραξίας: άμα χάνεται μια προβατίνα, φεύγει μ' όλα τα σκυλιά να τη βρει κι αφήνει το κοπάδι έρμαιο των λύκων· άμα το τυρί ταγγίζει, μου το πετάει στη μύτη· κι άμα τη νύχτα τον τσιμπήσει κανένας ψύλος, γίνεται

Page 73: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

έξω φρενών και δεν μ' αφήνει να κοιμηθώ. Κύριε, είμαι πολύ στενοχωρημένος!» Ο Δημιουργός πήρε το μπαστούνι του κι έφυγε αμέσως με τον σύμβουλό του. Όταν έφτασαν στο βοσκοτόπι ο βοσκός του Υψίστου που κοιμόταν μ' ανοιχτό το στόμα, ξύπνησε και χαιρέτησε με σεβασμό. Ο Κύριος του έδωσε την ευχή του. Ο βοσκός του Άγιου Πέτρου, καθισμένος σ' ένα λοφάκι, έπαιζε τόσο παθητικά φλογέρα, που κι ο ίδιος ο Θεός κάθησε να τον ακούσει· μετά τον ακούμπησε στον ώμο: «Πες μου φίλε μου, γιατί αφήνεις όλο το κοπάδι όταν χάνεται μια προβατίνα;»

— Γιατί κάθε φορά χάνεται μια απ' αυτές που αγαπώ περισσότερο», απάντησε ο βοσκός χωρίς κανένα σεβασμό κι αυτό δυσαρέστησε το Θεό. «Παιδί μου, βρίσκεσαι εδώ για να υπηρετείς. Αγάπη ή μίσος, δεν είναι δουλειά του υπηρέτη!» Ο άλλος θύμωσε: «Ε! λοιπόν; Δεν είμαι πάνω απ' όλα άνθρωπος; Βλέποντας ότι ήταν αλαζονικός, ο Θεός τον κεραυνοβόλησε μ' ένα βαθύ ύπνο, εξέτασε το κεφάλι του και φώναξε: «Αυτή είναι η δουλειά του Δαίμονα: αυτό το κεφάλι έχει μια βίδα παραπάνω!» Και του την έβγαλε. Ο βοσκός ξύπνησε ήρεμος φρόνιμος, υπάκουος, καλός. Ζήτησε συγγνώμη από τους επισκέπτες που τον βρήκαν να κοιμάται, χαιρέτησε με σεβασμό και δεν ξανασκέφτηκε τη φλογέρα, ούτε είχε πια αγάπη ή μίσος, παρά μόνο όσο χρειάζεται σ' έναν υπηρέτη. Η παραπανίσια βίδα του Κοσμά, είναι όλη του η ζωή. Ακόμα κι αν ήμουνα Θεός, δεν θα του την έβγαζα. Θα πεθάνει όμως... Το τρωκτικό του, που ξύπνησε απ' αυτή τη γυναίκα θα τον σκοτώσει. Πάντως για να τον σώσω, αν δεν επρόκειτο παρά για να κόψω τα δυο αρχοντικά χέρια που του βούτηξαν την περιουσία του, θα τον βοηθούσα ευχαρίστως...

Κι ο Ηλίας δεν ολοκλήρωσε τη σκέψη του.

Δεν ήξερα πια τι να πιστέψω... Ήξερα μόνο ότι ο Κοσμάς ήταν πολύ άρρωστος και θα πέθαινε. Κι αυτό με στενοχωρούσε πολύ.

Page 74: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

Βρισκόμασταν στα χωράφια που απλώνονται ανάμεσα στο Tσερναβόντα (Cernavoda) και το Καλαράσι (Kalarasi), σ' απόσταση μόλις μια λεύγα από το δάσος όπου στρατοπέδευαν οι γενναίοι μας σύντροφοι που περίμεναν ανυπόμονα τους αρχηγούς τους που είχαν φύγει μόνοι τους και με πολύ θάρρος, για να μ' ελευθερώσουν. Δεν ήξεραν αν ήμαστε πεθαμένοι ή ζωντανοί· κι αν δεν είχε μεσολαβήσει ο ξαφνικός θυμός του Κοσμά, που μας κάρφωσε σ' αυτό το ανοιχτό οροπέδιο, θα είχαμε ασφαλώς φτάσει στο φιλικό μας στρατόπεδο.

Τώρα, τι θα γινόμαστε; Το μέρος ήταν επικίνδυνο: κάπου κοντά περνούσε ένας μεγάλος περιφερειακός δρόμος και από τη μια στιγμή στην άλλη μπορούσαν να μας βρουν, γιατί το πέρασμα του Δούναβη, με το πορθμείο του Τσερναβόντα απείχε μόλις μιάμιση λεύγα.

Από την αγωνία μου, είχα έναν κόμπο στο λαιμό... Κύτταξα τον Ηλία: σκεφτόταν. Το συνήθως γαλήνιο πρόσωπό του ήταν γεμάτο ρυτίδες. Τα μετρημένα βήματά του έμοιαζαν να σκέφτονται κι αυτά. Όλα σκεφτόντουσαν. Η «γκέμπα» του, μακρυά ως τους αστράγαλους, του έδινε τη σοβαρότητα ενός ειλικρινή μοναχού. Και στο βουβό αέρα, ούτε ένα πουλί... το οροπέδιο σιωπηλό σα νεκροταφείο... Μόνο λίγα γαϊδουράγκαθα κουνούσαν λυπητερά τα κεφάλια τους ενώ πολλά λοφάκια από άμμο, σκορπισμένα εδώ κι εκεί από την αρχή της δημιουργίας του κόσμου, γλύκαιναν με την παρουσία τους τη ξεραΐλα αυτής της ερήμου.

Ο Ηλίας κατευθύνθηκε σ' ένα από τα λοφάκια και ανεβήκαμε. Εκεί πάνω, με το βλέμμα του καρφωμένο στον Κοσμά και τη Φλορίτσικα, που ήσαν ακόμη καθιστοί και μόλις φαινόντουσαν, τράβηξε το όπλο κάτω από το πανωφόρι του και είπε:

— Για να δούμε, πόσο άρρωστος είναι ο Κοσμάς.

Κι αμέσως πυροβόλησε. Την επόμενη στιγμή, ο Κοσμάς σηκώθηκε όρθιος απέναντί μας, με τα χέρια του σηκωμένα προς τον ουρανό, πράγμα που σήμαινε: Υπάρχει κίνδυνος;

Ο Ηλίας πήρε το όπλο από την κάνη κι έκανε κύκλους στον αέρα, πάνω απ' το κεφάλι του, πράγμα που σήμαινε: Τίποτα το ανησυχητικό! Ύστερα το πρόσωπό του ξερυτιδώθηκε:

— Α! Ωραία! Αφού τα πόδια του κρατάνε το κορμί!

Κατεβήκαμε. Μου έδειξε λίγη ξεραμένη κοπριά από προβατίνες.

— Πρέπει να έχει κοπάδια κάπου κοντά. Πάμε να βρούμε κανένα αρνάκι γάλακτος.

Πραγματικά στην άκρη του οροπεδίου, ένα μεγάλο λιβάδι πλημμυρισμένο στα νερά και σπαρμένο με θάμνους ιτιάς έδινε τροφή σε αναρίθμητες προβατίνες. Μόλις πλησιάσαμε κάτι τρομερά σκυλιά ήρθαν να μας επιτεθούν. Με μια μόνο κραυγή, ο βοσκός τα έφερε πίσω, κι αυτά πειθαρχικά, ξάπλωσαν στα πόδια του, χτυπώντας με τις ουρές τους το χώμα. Ο βοσκός ήταν κοντός σα νάνος. Μελαχροινός, πολύ τριχωτός, με την «κατσιούλα» του κατεβασμένη ως τα φρύδια του και μ' ένα μακρύ «σαρίκα» (Sarica) που τον σκέπαζε εντελώς, μας περίμενε όρθιος ακουμπώντας το πηγούνι στη γκλίτσα του. Δεν ξέραμε αν ήταν οπλισμένος ή όχι, αλλά η σίγουρη θέληση του προσώπου του, που ήταν σα γλυπτό από την πλούσια σ' εμπειρίες ζωή του, η ήσυχη στάση του σώματός του και ιδιαίτερα εκείνα τα μικρά μαύρα μάτια, που έψαχναν τις κοιλιές μας από μακρυά, επιβαλλόντουσαν σε κάθε άνθρωπο που σέβεται την ανθρώπινη ωραιότητα. Μόνο δειλός μπορεί να σκοτώσει τέτοιον άνθρωπο· και τότε όμως μόλις πέσει κάτω, η γη θ' αρχίσει να τρέμει.

Δέκα βήματα πιο πέρα, ο Ηλίας σταμάτησε:

— Καλημέρα βοσκέ· είμαστε καλοί άνθρωποι.

— Καλώς ήλθατε ταξιδιώτες· έίθε η σκέψη σας να είναι το ίδιο καλή, όπως τα λόγια σας.

Page 75: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

— Η πρώτη μας σκέψη είναι η εξής: είσαι αφέντης σ' αυτό το κοπάδι ή υπηρέτης;

— Είμαι αφέντης της θέλησής μου. Αυτό το κοπάδι μου επιτρέπει να ζω ελεύθερα.

— Αφού είναι έτσι, πες μας πόσα «σφάνζ» (sfanz) πρέπει να πληρώσουμε για ένα αρνί ικανό να χορτάσει την πείνα τεσσάρων υγιέστατων ανθρώπων;

— Τα «σφάνζ», αγαπητοί μου, δεν κάνουν την τιμιότητα. Διαλέξτε ένα. Αφού είναι για να το φάτε, πάρτε ένα μ' άσχημη γούνα, φάτε το με καλή όρεξη κι ευχαριστείστε με νοερά.

Ο ήλιος είχε διανύσει πάνω από το 1/4 του δρόμου του στον ουράνιο θόλο, όταν με το αρνί στην αγκαλιά του Ηλία, βρήκαμε τον Κοσμά και τη Φλορίτσικα. Είχαν στήσει μια τέντα και ήταν ξαπλωμένοι σιωπηλοί στη σκιά. Τα άλογα, ανάλαφρα δίχως τα φορτία τους, βοσκούσαν το χόρτο. Πάνω στις κηλίδες του πηγμένου αίματος, είχαν καθήσει πράσινες μύγες. Ο Ηλίας τους πέταξε χώμα κι ύστερα χωρίς να βγάλει μιλιά, έφυγε πολύ μακρυά, στους βάτους, απ' όπου επέστρεψε πολύ αργά, με το αρνί ψημένο και βρώμικος από στάχτες και δαυλούς.

Δεν είχαμε άλλο ψωμί. Κρασί είχαμε μόλις μισή «πλόσκα». Ο Ηλίας άπλωσε ένα πανί στο χώμα και διαμέλισε το αρνί. Η Φλορίτσικα, φανερά πεινασμένη, πλησίασε και κάθησε αλά τούρκα. Το ίδιο έκανε κι ο Κοσμάς, αλλά χωρίς παλμό, μηχανικά με τη σκέψη του μακρυά: δεν ήταν μαζί μας. Ο Ηλίας τον επανέφερε.

Βγάζοντας το καπέλο του, και με το μακρύ του πρόσωπο ποτισμένο από αποστολική πίστη είπε:

— Ας υποτασσόμαστε, φίλοι μου, στους νόμους που δεν είναι φτιαγμένοι από το χέρι του ανθρώπου...

Ο Κοσμάς θύμωσε:

— Δεν υποτάσσομαι!

— ...κι ας τους δεχτούμε σαν ακλόνητους...

— ...δεν δέχομαι τίποτα!

Ο Ηλίας έμεινε σκεφτικός. Επιεικής όπως ήταν, δεν ήθελε να εκνευρίσει περισσότερο τον Κοσμά κι άρχισε να τρώει πρώτος. Όταν είχαμε τελειώσει το φαγητό, ο Κοσμάς δεν είχε φάει ούτε τρεις μπουκιές και δεν είχε πιει πάνω από τρεις φορές. Αυτό τον ανησύχησε:

— Ηλία, αδελφέ μου, μπήκα στη χρονιά του θανάτου... Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου στον κόσμο, ποτέ ο θυμός δεν κατέφερε να μου κόψει την όρεξη. Τι λες γι' αυτό αδελφέ μου Ηλία;

Ο Ηλίας τον κύτταξε σταθερά στα μάτια:

— Σεβαστέ (Badé)11 Κοσμά, πιστεύω ότι θα πεθάνεις...

Ο Κοσμάς με τη σειρά του, έμεινε σκεφτικός, αλλά ώρθωσε το κορμί του:

— Έτσι δεν είναι Ηλία; Θα πεθάνω... Και θα με σκοτώσει η Φλορίτσικα!...

Η γυναίκα διαμαρτυρήθηκε:

— Μα εγώ σ' αγαπάω Κοσμά! Πάντα σ' αγαπούσα.

Ο Κοσμάς επανέλαβε:

— Πάντα μ' αγαπούσε... Και μου ήρθες ένοχη!...

Page 76: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

— Τι τις έκανες Κοσμά εκείνες που σου ήρθαν αθώες;

— Τις ξέχασα την άλλη μέρα, αλλ' αυτό δεν είναι δική μου δουλειά είναι δουλειά του Θεού: αυτός πρέπει να εξηγήσει τις αδικίες του ανθρώπου, αφού αυτός έδωσε στον άνθρωπο το δισάκι που είναι γεμάτο επιθυμίες και τη θέληση να ποτίζεται σε πηγές που το νερό δεν είναι αρκετό.

Ο Ηλίας γούρλωσε τα μάτια του:

— Έτσι είναι Κοσμά!... Αν ο Θεός είναι δίκαιος πρέπει να ενοχληθεί απ' αυτή την ιστορία. Σε δέχομαι με την τρέλα σου. Και αν, για να σε αποσπάσουμε από το θάνατο, σου αρκεί μια εκδίκηση, έστω και ανάξια για μας, θα σε βοηθήσω αμέσως. Πες μου με ποιόν τα 'χεις;

— Με το Θεό!... Με όλη τη γη!

— Μα δεν μπορούμε να παλαίψουμε ούτε με το Θεό, ούτε με τη γη! Κι αν οι δυστυχίες σου προέρχονται από τη Φλορίτσικα, αυτή δέ φταίει σε τίποτα.

— Δεν έκανα κανένα κακό στον Κοσμά, παραπονέθηκε η Φλορίτσικα.

Ενώ σε άλλους έκανα, όπως στον άρχοντα Σαμουράκη που τον κάψατε ζωντανό...

— Τόσο το καλύτερο! γκρίνιαξε ο Κοσμάς.

— ...ή όπως στον Πασά της Σιλιστρίας...

— ...τον πασά της Σιλιστρίας; Σε μόλυνε αυτός ο σκύλος; Κι εγώ κάθομαι εδώ και τρώω αρνί, αντί να τρέξω να του φάω τ' αυτιά;

Λέγοντας αυτά, ο Κοσμάς πήδησε όρθιος και τότε, έγινε κάτι που στα μάτια μου φάνηκε σαν έκρηξη φωτός.

Στεκόμαστε όλοι όρθιοι. Ο Κοσμάς, πελιδνός, ακούμπησε το χέρι του στον ώμο μου και είπε:

— Ιερεμία, είμαι άσχημα, μ' έχουν προσβάλλει, αισθάνομαι σαν τον παίχτη που έχει χάσει όλη την περιουσία του και είναι καταστραμμένος. Είσαι γενναιόδωρος; Θες να βάλεις κι εσύ το νεανικό σου χέρι και να βοηθήσεις όπως ο Ηλίας, να κάνουμε μια ταπεινή πράξη; Είναι ταπεινή αγόρι μου, αλλά μπορεί να μ' ανακουφίσει: θέλω να φυτέψω λυωμένο μολύβι στο λαιμό του Πασά της Σιλιστρίας! Βοήθησέ με! Είσαι γιος μου και μου χρωστάς τη ζωή σου και την ελευθερία σου.

Τότε η Φλορίτσικα πήδησε ανάμεσά μας σαν τίγρη και μας χώρισε βίαια:

— Ψέματα!... ούρλιαξε, με τα μάτια της έξω από τις κόγχες τους. Ψέματα! Σε μένα χρωστάει τη ζωή του και την ελευθερία του! Είναι καρπός μιας πλάνης και πρέπει να θυσιάσει τη ζώη του σ' ένα όνειρο: είμαι η μητέρα του!

Σαν κεραυνοβολημένοι, οπισθοχωρήσαμε μ' ένα πήδημα κι οι τρεις, ενώ η Φλορίτσικα στεκόταν όρθια, σαν δικαστής.

Βάζοντας το χέρι του στο πρόσωπό του, ο Κοσμάς τη ρώτησε ορμητικά:

— Ποια είσαι, αινιγματική γυναίκα; Μήπως κατά τύχη είσαι η μικρή τσοπανίτσα του πευκοδάσους; Μήπως είσαι η γυναίκα που ξεπρόβαλε στο δρόμο μου με το μωρό στην αγκαλιά, το ακούμπησε στη γωνιά κι εξαφανίστηκε;

Η Φλορίτσικα σταύρωσε τα χέρια στο στήθος της κι απάντησε ενώ η φωνή της, πνιγμένη στα δάκρυα, μου σπάραξε την καρδιά και μου θύμισε τη νυχτερινή της επίσκεψη στη θλιβερή μου

Page 77: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

καλύβα στο σπίτι του άρχοντα:

— Είμαι εκείνη που πόθησε όλη την ευτυχία, που θέλησε να ονειρευτεί με τα μάτια ανοιχτά στον ήλιο κι ο ήλιος της τα έκαψε! Εσύ Κοσμά ήσουνα ο ήλιος της μιας στιγμής, μέσα σε μια νύχτα γεμάτη όνειρα, κι εσύ μου έμαθες να βλέπω σωστά τη ζωή. Από τότε, προχώρησα το δρόμο μου, ανέβηκα το Γολγοθά μου και σου ξανάρχομαι πιο αγνή από κάθε άλλη φορά: δεν θέλω πια όλη την ευτυχία μόνο για μένα. Δυστυχώς, δεν ακολούθησες τον ίδιο δρόμο με μένα, δεν ξέρεις τι είναι λύπη. Η αδικία σε κάνει να επαναστατείς μόνο όταν σε αφορά και για να ικανοποιήσεις μια σου επιθυμία, είσαι ικανός να κάψεις τη γη. Θα σου αποδείξω όμως Κοσμά ότι είσαι πάντα το είδωλό μου: πιστεύεις ότι μια ταπεινή εκδίκηση θ' ανακουφίσει την καρδιά σου από τη μνησικακία που την κατατρώει και θέλεις να λερώσεις με ντροπιασμένο αίμα τα χέρια σου που είναι προορισμένα να σπάνε τις αλυσίδες και θες ακόμα να κάνεις τον Ιερεμία ένα στυγνό φονιά, ενώ η νεανική του καρδιά πρέπει να γνωρίσει μόνο τη βουή της δίκαιης επανάστασης. Δέχομαι λοιπόν να σας οδηγήσω στον πασά της Σιλιστρίας αλλά με τον όρο ότι θα με υπακούεις: ορκίσου ότι θα με υπακούεις!

— Να σε υπακούσω; αναφώνησε ο Κοσμάς χαμηλώνοντας το κεφάλι του· εντάξει Φλορίτσικα, θα σε υπακούσω, εγώ, που δεν υπάκουσα ποτέ παρά μόνο στη θέλησή μου· αυτό όμως αποδείχνει ότι μπήκα πια στη «χρονιά του θανάτου». Ο Κοσμάς δεν είναι πια Κοσμάς όταν υπακούει!

Page 78: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

Η γυναίκα πρέπει να κρύβει στα φουστάνια της κάποιο μυστήριο που κυριάρχησε όταν δημιουργήθηκε ο κόσμος.

Αυτή η ιδέα μου ήρθε στο μυαλό ενώ έβλεπα τη Φλορίτσικα να προχωράει καβάλα δίπλα στον Κοσμά κι εμείς ακολουθούσαμε από κοντά. Καθόταν καβαλικευτά. Η φαρδιά της φούστα δεν την ενοχλούσε καθόλου στην αντρική σέλλα αλλά τα πόδια της, που φορούσαν κάλτσες από σκληρό μετάξι, φαινόντουσαν ως τα γόνατα και θα μπορούσαν να φέρουν ταραχή ακόμα και στο μυαλό ενός, αηδιασμένου απ' τη ζωή, ερημίτη. Το σώμα της, στητό και καλοβαλμένο άνετα στο χωρίς μανίκια κορσέ της, ταλαντευόταν με σταθερότητα και χάρη, όπως περπατούσε τ' άλογο, ενώ το κεφάλι της γύριζε ασταμάτητα, σα βίδα, ερευνώντας με το βλέμμα της το άπειρο του οροπεδίου. Και τότε, επειδή ήξερα ότι υποσχεθήκαμε πώς θα την υπακούουμε, αναρωτήθηκα που βρισκόταν αυτή η θέληση που επιβλήθηκε σε όλους μας: σ' αυτό το μικρό εύθραυστο κεφάλι ή στις μυστηριώδεις φούστες που σκέπαζαν όλη την πλάτη του αλόγου της;...

Δίπλα της, ο βαρύς όγκος του Κοσμά, που δεν είχε πια την αρχηγία, μου φαινόταν αδρανής. Ο Ηλίας... Δεν είχε χάσει τίποτα και ούτε είχε κερδίσει τίποτα. Πάντως, ήταν κωμική αυτή η κατάσταση: τούτη η γυναίκα είχε υπερνικήσει μονομιάς τη θέληση του Κοσμά και τη λογική του Ηλία!

Κι έλεγε ότι ήταν μητέρα μου! Κι ο Κοσμάς πατέρας μου! Και τώρα, προχωρούσαν κι οι δύο για να ξεκαθαρίσουν μια υπόθεση που δεν την καταλάβαινα πολύ καλά: να ζητήσουν λόγο από τον πασά της Σιλιστρίας επειδή αγάπησε τη Φλορίτσικα πριν από τον Κοσμά, ή μετά από τον Κοσμά, δεν είχα καταλάβει καλά. Ποιο ήταν το σφάλμα του Πασά; Και ποιο το δίκιο του Κοσμά; Και γιατί αφήναμε τους συντρόφους μας να μας περιμένουν μέσα στην αγωνία;

Τι σκοτεινά πράγματα! Πάντως, δεν αισθανόμουνα καταπιεσμένος από τη στιγμή που ο Κοσμάς είχε υποταγεί, γιατί άρχισε να μου προκαλεί φόβο. Κι ο Ηλίας φαινόταν ευχαριστημένος. Η αποστολή μας λοιπόν δεν έπρεπε να ήταν πολύ τραγική και εγώ διασκέδαζα με την ιδέα ότι θα γνώριζα έναν αληθινό πασά, αφού προηγουμένως γνώρισα έναν άρχοντα.

Για να πάμε στη Σιλιστρία, έπρεπε να περάσουμε με πορθμείο το Δούναβη.

Η Φλορίτσικα μας οδηγούσε προς τον εθνικό δρόμο, αντί να κόψει από κανένα περιφερειακό δρομάκι και όταν ο Κοσμάς παρατήρησε ότι αυτή η οδός ήταν επικίνδυνη, ο φουστανοφόρος αρχηγός μας απάντησε μ' ένα καλαμπούρι:

— Θα ήταν βέβαια και φρόνιμο, και συνετό να πάρουμε κανένα απόμερο δρομάκι· όμως στ' ανοιχτό οροπέδιο, όπου μπορείς να δεις σε μια λεύγα αρουραίο να βουρτσίζει τα μουστάκια του το ν' ακολουθείς τα μικρά δρομάκια είναι σα να κρύβεσαι σαν τη στρουθοκάμηλο και να τραβάς επάνω σου τις περιπόλους. Επομένως, είναι προτιμότερο να πάρουμε το δρόμο που ακολουθούν όσοι άνθρωποι νομίζουν ότι δεν έχουν τίποτα να κρύψουν και να στηριχτούμε σ' αυτό το «γραμμάριο τύχης» που καμιά φορά κάνει θαύματα. Την ξέρετε την ιστορία;

Δεν την ξέρουμε.

— Φαίνεται, είπε, ότι δεν έχετε πάει σχολείο. Θα σας την πω λοιπόν. Δυο άνθρωποι περπατούσαν μαζί σ' έναν αγροτικό δρόμο. Ο ένας είχε «έναν τόννο σοφία», ενώ ο άλλος «ένα γραμμάριο τύχης». Ήταν καλοκαίρι, κι επειδή η νύχτα τους έπιασε ανάμεσα σε δυο χωριά, αποφάσισαν να κοιμηθούν στο ύπαιθρο. Δίχως να πολυσκεφτεί, εκείνος που είχε «ένα γραμμάριο τύχης» σκέπασε το κεφάλι του με τη «γκέμπα» του και ξάπλωσε στη μέση του δρόμου. Ο άλλος, που είχε ένα «τόννο σοφίας», σκέφτηκε: «Μπορεί να περάσει κανένα αυτοκίνητο και να με σκοτώσει». Και πήγε και ξάπλωσε στο δρόμο, στα χόρτα ενός χωραφιού. Αργά τη νύχτα, πέρασε από κει ένα αμάξι με δύο άλογα, φτάνοντας εμπρός στη μαύρη σκιά στη μέση του δρόμου, τα ζώα τρόμαξαν, πήδησαν στο πλάι κι έπεσαν πάνω στον άλλο, που κοιμόταν στο χωράφι. «Καλύτερα ένα γραμμάριο τύχη, παρά ένα

Page 79: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

αμάξι σοφία» λένε οι Ρουμάνοι. Έτσι κι εμείς, πρέπει να στηριχτούμε σ' αυτή την τύχη για να φτάσουμε ως το πορθμείο. Κι αν η τύχη δεν μας βοηθήσει, τότε, όπως πάντα, μας μένουν οι σφαίρες των όπλων μας και τα πόδια των αλόγων μας.

Ευτυχώς για μας, δεν μας χρειάστηκε ούτε το γραμμάριο, ούτε ο τόννος· δεν μας συνέβη τίποτα αλλά δυσανασχέτησα από μια περιπέτεια που μπορούσε να μας φέρει αντιμέτωπους με πολλές περιπόλους σε τόσο δυσμενές έδαφος. Και γιατί άραγε, Θεέ μου; Τον Κοσμά τον αγαπούσαμε όλοι: τι διάολο τον έπιασε τώρα μ' αυτό τον πασά;

Ρώτησα τον Ηλία. Κι εκείνος μου απάντησε:

— Ο Κοσμάς μπήκε στη «χρονιά του Θανάτου του». Θέλει να ζητήσει από τον ήλιο να περπατήσει ανάποδα και να χαλάσει τα όσα έφτιαξε. Αυτό δε γίνεται. Κι ο Κοσμάς θα πεθάνει. Δεν πρέπει όμως, να του αρνηθούμε τίποτα, ακόμα και το να ριψοκινδυνέψουμε τις ζωές μας για μια τρέλα, γιατί να ξέρεις Ιερεμία: η τρέλα καταλαμβάνει μεγαλύτερη θέση στη ζωή μας απ' ότι η σοφία.

Δεν ευχαριστήθηκα καθόλου απ' την απάντηση του Ηλία και η ιδέα να δω έναν αληθινό πασά, έπαψε να με διασκεδάζει, από τη στιγμή που επρόκειτο ν' αντιμετωπίσουμε τις περιπόλους. Μόλις είχα γλυτώσει από μια σκλαβιά και δεν αποκλείεται να με περίμενε μια καινούργια, απ' την άλλη πλευρά του Δούναβη· μπορεί κι ο θάνατος. Άρχισα να μουτρώνω. Ο Κοσμάς το κατάλαβε σε λίγο, μάντεψε την αιτία, αλλά φάνηκε γενναίος, οδυνηρός και ηρωικός· σταμάτησε, με πλησίασε και μου είπε με μια ηρεμία που μου πάγωσε το αίμα:

— Μόλις χτες το βράδυ σου εξήγησα ότι στις μεγάλες μας χαρές, αλλά και στις μεγάλες μας λύπες, μένουμε μόνοι, κανείς δεν μπορεί να μας ακολουθήσει. Βλέπεις λοιπόν ότι είχα δίκιο: μ' έχει χτυπήσει το μεγαλύτερο κακό κι είμαι μόνος μου. Λοιπόν φίλοι μου, δεν υποχρεώνω κανένα να μ' ακολουθήσει στην τρέλα μου. Πηγαίνετε κι οι τρεις να βρείτε τους συντρόφους μας. Ο Ηλίας ξέρει το δρόμο. Εγώ... θα πάω μόνος μου εκεί όπου με σπρώχνει η δυστυχία μου, μόνος με το άλογό μου, τα δυο μου όπλα, τα τέσσερα πιστόλια μου, το γιαταγάνι μου, το πουκάμισό μου και τη μοίρα μου...

Δεν τον άφησα να συνεχίσει. Πήδηξα στο λαιμό του και τον φίλησα. Έμεινε ψυχρός κι αδιάφορος στην ορμητικότητά μου και στα λόγια των άλλων που τον διαβεβαίωναν για την αφοσίωσή τους. Πάντως δεν χωρίσαμε. Συνεχίσαμε την πορεία μας.

Ξαφνικά, πλησιάζοντας στην άκρη του οροπεδίου, φάνηκε στα μάτια μας ο Δούναβης, χαμηλά, μακρυά, γκρίζος, σκοτεινός, μοναχικός, φίλος κάθε ελεύθερου ανθρώπου.

Μόλις τον είδε, ο Κοσμάς, σηκώθηκε όρθιος στους αναβολείς κι άρχισε αμέσως να τραγουδάει με την αρρενωπή, γεμάτη τονισμούς, αλλά σπασμένη από τα βάσανα φωνή του, ένα τραγούδι των χαϊντούκων (Haidouc):

— Βαρκάρη, πλησίασε το πορθμείο σου! Για να πάω σ' αυτόν τον οσποδάρο12 Πούχει σαπίσει στα πλούτη Είμαι μόνος σαν τον κούκο Εγώ, ο μεγάλος φίλος13 είμαι νέος και χαϊντούκος Τράβα το πορθμείο σου λίγο πάρα κάτω Αλλοιώς θα σου στείλω, μολύβι στα νεφρά σου!

Μόλις είχε τελειώσει το τραγούδι του, μια άμαξα ξεπρόβαλε απ' τη σκιά ενός φαραγγιού κι άρχισε να σκαρφαλώνει στη πλαγιά που κατεβαίναμε. Στην αρχή ανησυχήσαμε, αλλά αμέσως είδαμε ότι την άμαξα την οδηγούσε ένας μόνο άντρας, κάποιος ευγενής της περιοχής, ντυμένος σαν τους κατοίκους της Δύσης: ψηλό καπέλο, περισκελίδες, ρεντιγκότα και μπότες. Είχε ξυρισμένο μουστάκι και φαβορίτες.

Page 80: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

Η Φλορίτσικα είπε:

— Μην ανησυχείτε, τον ξέρω, είναι φίλος...

Ο Κοσμάς αναπήδησε:

— Τι; Είναι φίλος σου αυτό το σκιάχτρο;

Ο ευγενής πλησίασε, έβγαλε από μακρυά το καπέλο του και χαιρέτησε τη Φλορίτσικα σε μια πολύ ραφιναρισμένη ρουμανική γλώσσα:

— Παρουσιάζω τα σέβη μου στη τσοπανίτσα (joupânitza) Φλορίτσικα!

Εκείνη άπλωσε το χέρι της, ο ανθρωπάκος το φίλησε κι αυτό έκανε τον Κοσμά να πατήσει τόσο δυνατά τους αναβολείς που βυθίστηκαν στα πλευρά του αλόγου και το έκαναν να σηκωθεί όρθιο στα πισινά του πόδια.

— Έχετε καιρό που γυρίσατε από την Κωνσταντινούπολη; Λυπηθήκαμε πολύ που φύγατε!

— Α! είπε αυτή με κοκεταρία· σας έλειπαν γυναίκες;

— Γυναίκες; Όχι βέβαια· έλειπαν όμως πνευματώδεις γυναίκες!

Ύστερα μας έριξε ένα βλέμμα αφεντικού, και ρώτησε:

— Ποια είναι αυτή η συντροφιά σας;

— Είναι αγροφύλακες, που μόλις προσέλαβα.

— Χμ!... Θάλεγε κανείς ότι είναι ληστές!

— Μα την πίστη μου λοιπόν, οι αγροφύλακες είναι σαν τους ληστές: γενειοφόροι, οπλισμένοι και πλένονται σπάνια.

Μια και μιλάμε για ληστές, μήπως ακούσατε για τις ζημιές που προκαλεί στη χώρα ο Χαϊντούκος Κοσμάς; Πάντως η υπόθεση είναι λυπηρή γιατί και οι «δικοί μας» έχουν άδικο, «γδύνουν» τον κόσμο περισσότερο απ' το ανεκτό.

Μετά, φίλησε πάλι το χέρι της Φλορίτσικα κι απομακρύνθηκε αργά με τ' άλογό του.

Ο Κοσμάς όμως δεν ξεκίνησε. Προσέξαμε τότε ότι, όση ώρα κράτησε αυτή η σύντομη συζήτηση, είχε φάει τη μια πλευρά του μουστακιου του, κοντά στα χείλη. Ήταν ακίνητος, ήρεμος και παρακολουθούσε με την άκρη του ματιού του το βογιάρο που απομακρυνόταν. Όταν απομακρύνθηκε καμιά πενηνταριά βήματα, τον σημάδεψε και τον κεραυνοβόλησε από πίσω γρηγορώτερα απ' ότι θα το 'λεγε. Ο άνθρωπος σωριάστηκε στο έδαφος· η άμαξα έφυγε μόνη της στα χωράφια.

Ο Κοσμάς συμπέρανε:

— Για να μάθεις κάθαρμα να μη ξαναφιλήσεις τα χέρια των γυναικών που συνοδεύονται από άντρες που πλένονται σπάνια...

Και γυρίζοντας προς τη Φλορίτσικα είπε:

— Κοιμήθηκες και μ' αυτό το μανεκέν; Ω, δυστυχία! Θάχω μπόλικη δουλειά αν χρειαστεί να πάω στην Κωνσταντινούπολη να τους βρω και να τους σκοτώσω όλους!

Page 81: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

Ύστερα είπε σε μένα:

— Πήγαινε Ιερεμία να δεις: αν δεν ψόφησε, αποτέλειωσέ τον με το πιστόλι σου.

Πήγα και γύρισα: ήταν νεκρός με το κεφάλι του τσακισμένο.

Η Φλορίτσικα είπε:

— Κοσμά, αν και σ' αγαπάω πάντα, δε σε σέβομαι πια: υποσχέθηκες ότι θα με υπακούεις και...

— Και το ξέχασα, επειδή, δεν έχω συνηθίσει...

— Σκότωσες έναν από τους καλύτερους ανθρώπους που έχω γνωρίσει και που είχε μόνο ένα ελάττωμα: γεννήθηκε πλούσιος· θάλεγε κανένας ότι, με τους τόσους πλούσιους που υπάρχουν, ο ίδιος ο Θεός θέλησε να μην γίνουν οι άνθρωποι ίσοι. Αυτός όμως διέφερε απ' τους άλλους: είχε καταργήσει τη δουλεία στις ιδιοκτησίες του και είχε χτίσει νοσοκομεία...

Ο Κοσμάς τη διέκοψε νευριασμένος:

— Ναι, έβγαλε το δέρμα του ανθρώπου και του πρόσφερε μετά πουκάμισο!.. Κι ύστερα... αδιαφορώ!... Δεν είν' αυτό όμως που με βασανίζει έμενα...

Ύστερα από μακρυά και θλιβερή σιωπή, συνέχισε:

— ...Δεν μπορούμε πια να πάμε στον Πασά της Σιλιστρίας: ήθελα να τον τιμωρήσω γιατί νόμιζα ότι ήταν ο μοναδικός εραστής σου. Εσύ όμως είχες ντουζίνες εραστές, μέχρι και το Τζαριγκράντε. Λοιπόν, τι γίνεται; Πιάσε τον τυφλό και βγάλτου τα μάτια! Όχι! Προτιμώ να γυρίσω στο στρατόπεδο. Εκεί, θα δω... Δηλαδή δεν θα δω τίποτα, θ' αφήσω τον εαυτό μου να ενεργήσει όπως θέλει αυτός ο κόμπος που μου κόβει την αναπνοή.

Page 82: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

Φτάσαμε την ώρα που βράδυαζε κι αμέσως ξέχασα και τον Κοσμά, και τον «κόμπο του», και τη μνησικακία του και ρίχτηκα σαν τρελός στην αγκαλιά μιας φύσης, που ο άνθρωπος δεν είχε ακόμα ξεφτιλίσει. Είχε γέρικες ιτιές, χοντρές σα βαρέλια, που οι κορμοί τους θύμιζαν σπηλιές και μπορούσαν να χωρέσουν όρθιους δυο άντρες. Εκατοντάδες μικρές διώρυγες — γενναιόδωρες φλέβες του γενναιόδωρου Δούναβη — κυλούσαν προς όλες τις κατευθύνσεις και γονιμοποιούσαν σ' απόσταση δεκάδων χιλιομέτρων μια ελώδη γη, που κανένας δεν την ήθελε και που έκανε ευτυχισμένα τα υδρόβια φυτά που ψοφούσαν από το σφρίγος. Ψάρια, πουλιά κι έντομα, ζούσαν ειρηνικά, παρά την παρουσία λύκων κι αλεπούδων, απολάμβαναν την ύπαρξη και σεβόντουσαν το έργο του Δημιουργού.

Μόνον αυτός, ο άνθρωπος όλων των ζώων της πιο άγριας γης, σπέρνει στο διάβα του το θάνατο, τη μιζέρια, τη σκλαβιά, εκεί όπου, με ελάχιστο κόπο, κι ακόμα πιο λίγα εγκλήματα, θα μπορούσε να μας περιμένει τόση χαρά.

Βρήκα τους συντρόφους μας λίγο γερασμένους, ενώ εκείνοι με βρήκαν μεγάλο κι ωραίο.

Στη μέση κάποιου χαμένου μεγάλου νησιού, σ' απόσταση έξι ωρών με τα πόδια, μακρυά από κάθε κατοικία, είχαν χτίσει ένα μικρό χωριουδάκι· ειδοποιήθηκαν από τις φρουρές ότι πλησιάζαμε, μας χαιρέτισαν με τρεις πυροβολισμούς από 10 ταυτόχρονα τουφέκια και φώναξαν:

— Ζήτω ο ανδρείος καπετάνιος μας κι η ωραία του συντρόφισα! Ζήτω ο φρόνιμος Ηλίας κι ο γενναίος Ιερεμίας, που τον νομίζαμε νεκρό!

Αυτό μ' έκανε να γελάσω λίγο γιατί αυτή η εκδήλωση, αν και πιο ειλικρινής, έμοιαζε σα δυο σταγόνες νερό με την εκδήλωση που είχε γίνει στην αυλή του άρχοντα όταν γύρισε από την Κωνσταντινούπολη με τη Φλορίτσικα. Σκέφτηκα:

— Ελεύθεροι ή σκλάβοι, οι άνθρωποι έχουν τις ίδιες περίπου συνήθειες και τα ίδια αισθήματα. Ο διάβολος να τους πάρει!

Κι αμέσως άρχισα να τρέχω σα μοσχάρι και να τρελαίνομαι. Υπήρχε λόγος!

Σ' ένα αλώνι κάπως υπερυψωμένο και καθαρισμένο, υπήρχαν παντού γερά στεριωμένες τέντες, μέσα στις οποίες υπήρχαν, ένα κρεβάτι από καλάμια κι άχυρα και μια κουβέρτα. Όλα τ' άλλα πράγματα, όπως και τα όπλα, ήταν κρεμασμένα στο εσωτερικό κενό κάθε ιτιάς, σα να βρισκόντουσαν σε ντουλάπι, και κάθε λαθρέμπορος είχε τη δική του. Το ίδιο και με τις γυναίκες· σχεδόν καθένας είχε τη δική του: ήταν νέες, ανόητες που περπατούσαν ξυπόλητες και ήταν γεμάτες τσιμπήματα κουνουπιών.

Πλησίαζε η ώρα του φαγητού κι αυτές στριφογύριζαν σα να βρισκόντουσαν σε κουζινίτσα μικρού στρατοπέδου. Σε πολλές μεγάλες κατσαρόλες, που κρεμόντουσαν σε πρόχειρες κρεμάστρες, έβραζε «μαμαλίνγκα»14, που ανέδιδε άρωμα καλομποκάλευρου κι απ' όπου αναπηδούσαν καυτές σταγόνες15, που έπεφταν πάνω στις μαγείρισσες και τους έκαιγαν τα πόδια. Σ' άλλες κατσαρόλες φτιάχνανε «τσιόρμπα»16, από ανθία (ποταμόψαρο) με κρεμμύδια, μαϊντανό, άνιθο, ενώ, πάνω από τη χόβολη που σιγόκαιγε, κυπρίνοι των 10 κιλών, πασπαλισμένοι με κόκκινο πιπέρι, σπαρταρούσαν στα «προτζάπ» τους17. Έψηναν ακόμα καμιά δεκαριά πάπιες και άγριες χήνες, με σκόρδο, κρεμμύδι και καπνιστό λαρδί. Τόσο ορεκτική ήταν η μυρουδιά σ' όλη τη γύρω περιοχή, που ακόμα κι οι λύκοι ούρλιαζαν απ' την επιθυμία.

Χρειαζόταν άμως και ποτό για τόσο φαΐ όπου σε λίγο θα πέφτανε εξήντα στόματα, και είναι γνωστό ότι το βαλτόνερο «γεννάει βατραχάκια στην κοιλιά». Και υπήρχε μπόλικο!

Καταχωνιασμένο κάτω από μια θημωνιά υγρής «λίσκας» (φυτό των βάλτων) που το κρατούσε δροσερό, ένα κιβώτιο από 100 «βαντράς»18, ενός κρασιού που «τρυπάει παλάτια», έμοιαζε με

Page 83: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

εκκλησία, γεμάτη μυστήριο, ενώ δίπλα στην «εκκλησία», ίδιο μ' αρτοφόρι, ένα άλλο κιβώτιο των 20 «βαντράς», ήταν γεμάτο με τ' Άγιο Πνεύμα μιας άγιας «τσουίκα»19, που θ' «ανάσταινε και νεκρούς», αν είχε κανέναν εκεί γύρω!

Ευτυχώς δεν είχε κανένα, για να μας ενοχλεί με τις αιώνιες εμπειρίες του γύρω απ' το Τίποτα. Ο ίδιος ο Κοσμάς, που είχε το θάνατο στην ψυχή του, εκείνο το βράδυ τον λησμόνησε, μάζεψε όλη την κοινότητα και, σαν αρχηγός που ήταν, έδωσε το σύνθημα για την επίθεση.

Έκατσαν όλοι κατάχαμα, σχηματίζοντας ένα πέταλο αλόγου κι ο καθένας πήγαινε όποτε ήθελε να κόψει «μαμαλίνγκα» και να γεμίσει το «τροάκα»20 του, με ό,τι φαγητό τραβούσε η ψυχή του και μετά γύριζε κι έτρωγε στα γόνατά του, χρησιμοποιώντας μία «λεότσκα»21 για τη σούπα και τα δάχτυλά του για τα τηγανιτά. Όσο για το κρασί, τα μικρά «κόφας»22, πήγαιναν άδεια κι επέστρεφαν γεμάτα, σ' ένα αδιάκοπο προσκύνημα στην εκκλησία όπου ήταν θρονιασμένο το θείο αίμα του Χριστού.

Με το πρόσωπο χαρούμενο και ροδαλό, σαν το εσωτερικό κόκκινου καρπουζιού κομμένου στα δύο, ο Κοσμάς — με το κύπελλο της «τσουίκα» στο χέρι όπως κι όλοι οι παρακαθήμενοι — άρχισε να μιλάει:

— Φίλοι μου!... Η ζωή κι ο θάνατος είναι τα δυο αιώνια έργα της φοράδας του Κυρίου: αυτή είναι που με τα ρουθούνια της ανάβει και σβήνει τη ζωή στη γη. Δεν ζητήσαμε να γεννηθούμε, δεν χρωστάμε λοιπόν σε κανέναν τίποτα. Ένα καθήκον μόνο έχουμε, να είμαστε γεροί, και για να είμαστε γεροί, πρέπει να κάνουμε τρία καλά πράγματα, δηλ. να τρώμε καλά, να πίνουμε καλά και να κλάνουμε καλά! Ας αρχίσουμε να τρώμε και να πίνουμε. Θα κλάσουμε μετά κάτω απ' τη σκηνή!

Δυνατά γέλια ξέσπασαν σαν απάντηση σ' αυτό το λόγο. Τα κύπελα αναποδογύρισαν στα λαρύγγια, η «τσουίκα» άνοιξε την όρεξη και αμέσως «σαράντα τρελοί άρχισαν τη μάχη με τα στόματα». Μικροί σβώλοι «μαμαλίνγκα», στρογγυλεμένοι υποτυπωδώς με το χέρι, πετιόντουσαν από μακρυά στο στόμα, σαν βλήματα, με μια επιδέξια κίνηση του καρπού, για οικονομία χρόνου. Τα «λεότσκα» άδειαζαν πριν αγγίξουν τα χείλια. Κι όταν συνέβαινε, τα κοκκαλάκια του ανθία και του ψητού κυπρίνου να δυσκολεύουν πολύ τους φαγάδες, η ενοχλητική μπουκιά φτύνονταν κατ' εύθείαν πίσω από την πλάτη. Τα πρόσωπα εξαφανιζόντουσαν εντελώς στις τρύπες των «κόφας» κι έμεναν εκεί μέχρις ότου οι λαιμοί φούσκωναν και μελάνιαζαν. Εκείνες τις στιγμές, μια μόνο σκέψη έκανε αυτός που έπινε: να διαμαρτυρηθεί στο Θεό που η ανθρώπινη αναπνοή ήταν τόσο σύντομη και ο χώρος στην κοιλιά τόσο μικρός. Για να διορθώσει κάπως αυτή τη θεϊκή αδεξιότητα, ο φαγάς που αισθανόταν αδικημένος, σηκωνόταν αργά κι άρχιζε να χοροπηδάει επί τόπου για να κατεβάσει το φαγητό και μετά ξανάρχιζε να τρώει και μάλιστα περισσότερο από πριν. Φυσικά, τα ρεψίματα διευκόλυναν τη δουλειά αλλά δεν ήταν πάντα αποτελεσματικά, γιατί όταν έβγαιναν την ώρα που το στόμα ήταν γεμάτο, τα φαγητά εκσφενδονιζόντουσαν προς τα μέσα κι έβγαιναν από τα ρουθούνια.

Την ώρα που τελειώναμε το φαγοπότι μας, ήρθε κάποιος που μας χάλασε τη χώνεψη. Στην αρχή, εμφανίστηκε στην άκρη του ωοειδούς τραπεζιού. Ο υπαρχηγός της συμμορίας, που καθόταν δεξιά του σηκώθηκε, τον έδειξε στον Κοσμά και είπε:

— Καπετάνιο, θα πρόσεξες ότι ανάμεσά μας έχουμε ένα ξένο: είναι τούτος ο καλόγερος, που παρουσιάστηκε μια μέρα σ' έναν από τους φρουρούς μας και τον δεχτήκαμε προσωρινά γιατί τον βρήκαμε επαναστατημένο, αφοσιωμένο και γενναίο. Θέλει να πιει στην υγεία σου και να ζητήσει να τον δεχτούμε οριστικά.

Είδαμε τότε να σηκώνεται όρθιος ένας άντρας μέσου αναστήματος γεροδεμένος, νέος ακόμα, με γένεια και μουστάκια ξανθά και καλοχτενισμένα γύρω από ένα πεντακάθαρο, αλλά θαμπό πρόσωπο όπου κυριαρχούσε ένα καμπύλο μέτωπο, αλλά φαλακρό σαν πεπόνι, που το φώτιζαν δύο μεγάλα γκριζοσταχτιά μάτια με ειλικρινές βλέμμα. Το καλογερίστικο ράσο του, μακρύ ως τους αστραγάλους, ήταν κατατσαλακωμένο και μπαλωμένο και τον γέμιζε θλίψη.

Page 84: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

Με καθαρή φωνή, είπε περίπου τα έξης:

— Ναι Κοσμά... Θέλω να πιω πρώτα στην υγειά σου κι ύστερα στην υγεία όλων όσων βρίσκονται εδώ, και ζητάω να γίνω κι εγώ μέλος της ομάδας σου των Χαϊντούκων. Θα μου επιτρέψεις όμως να σου πω ότι τα λόγια σου προηγουμένως μ' απογοήτευσαν λίγο. Δηλαδή τι εννοείς; Ότι η ζωή κι ο θάνατος είναι το αιώνιο έργο μιας φοράδας; Ακόμα κι αν αυτή τη φοράδα την καβαλάει ο ίδιος ο Κύριος, τέτοιο πράγμα δέ γίνεται!... Η ζωή κι ο θάνατος είναι έργα του Θεού κι όχι της φοράδας του, αν δεχτούμε ότι έχει φοράδα. Ύστερα μίλησες για την προσβολή που επιβάλλεται στον άνθρωπο, που κατά τη γνώμη σου έχει γι' αποκλειστικά καθήκοντα να τρώει, να πίνει και να κλάνει! Πολύ γουρουνίσια καθήκοντα! Με απογοητεύεις! Ο λαός βλέπει στο πρόσωπό σας τους ελευθερωτές του και χάρη στη φιλική του βοήθεια δεν έχετε ακόμα κρεμαστεί. Δεν σας εμποδίζει, ούτε να φάτε, ούτε να πιείτε, σα γενναίοι άνθρωποι, αν όμως επιμένετε να κλάνετε μετά κάτω από την τέντα, τότε, μα την πίστη μου, αμφιβάλλω αν θα γίνετε ποτέ τίποτ' άλλο εκτός από ευγενείς! Απόψε δεν μπορώ να σας πω ποιος είμαι και τι δρόμο έκανα για νάρθω εδώ. Θα σας πω μόνο τούτο: γίνετε ελευθερωτές και θα σας βοηθήσω!...

Μόλις πρόφερε την τελευταία λέξη, η Φλορίτσικα πετάχτηκε απ' τη θέση της, όρμησε στον καλόγερο και τον φίλησε στο μέτωπο:

— Τη σκέψη μου φιλάω, του είπε.

Οι φιλενάδες των συντρόφων μας καλαμπούριζαν, γιατί το καλαμπούρι αντικαθιστά τη σκέψη στις φιλενάδες, ενώ οι σύντροφοί μας βλέποντας τον Κοσμά κατσουφιασμένο, μετά απ' αυτό το γεγονός, βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη θέση.

Ο Ηλίας φαινόταν ευχαριστημένος. Ο Κοσμάς τον ρώτησε:

— Εσύ Ηλία τι λες γι' αυτόν τον περίεργο καλόγερο;

Ο Ηλίας ανασήκωσε τους ώμους του και κύταξε το φουσκωμένο πρόσωπο του Κοσμά:

— Λέω ότι κάθε καλόγερος έχει το Κυριακοδρόμιό του.... που τόσο ευχαριστεί τις γυναίκες: για θυμήσου την επιτυχία που είχε το δικό σου την περασμένη βδομάδα.

Η μέρα έφευγε. Τα πρόσωπα φαινόντουσαν δύσκολα. Κάθε ζευγάρι προχώρησε για τη σκηνή του. Κι εκείνη τη νύχτα, από την πολυφαγία, άκουγα όλο βογγητά να βγαίνουν από τις διάφορες σκηνές.

Page 85: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

Να και το τέλος αυτής της διήγησης:

Την άλλη μέρα, ο Κοσμάς σηκώθηκε κακοδιάθετος, σαν αγρίμι και φώναζε μπροστά στην τέντα του:

— Αν συνεχίσουμε έτσι, σε λίγο θα χρειαστούμε μισή ντουζίνα μαμές. Άντε! Τα θηλυκά να τραβήξουν στις μανάδες τους και να γεννήσουν εκεί. Εμείς: στα όπλα! στ' άλογα! και δρόμο!

— Κι εγώ; ρώτησε η Φλορίτσικα.

— Εσύ δεν είσαι θηλυκό, είσαι αρσενικό, είσαι χαϊντούκος! Η μοίρα σ' έστειλε για να μ' αντικαταστήσεις και να τα καταφέρεις καλύτερα από μένα τη μέρα που θα πεθάνω. Κι αυτή η μέρα πλησιάζει: απόψε ονειρεύτηκα ότι θ' αστοχήσω τον εχθρό μου στον επόμενο πυροβολισμό, που θα τον ρίξω πανσέληνο. Θα είναι η τρίτη σφαίρα που θα αστοχήσω στη ζωή μου με πανσέληνο και τα «ουρσίτελέ» μου (ursitele) αποφάσισαν ότι θα πρέπει να πεθάνω από το χέρι του τελευταίου αυτού εχθρού. Έτσι θα γίνει. Και θα 'ναι καλά: ο Κοσμάς έχει ζήσει.

Οι άντρες άρχισαν αμέσως να τυλίγουν τα πράγματα, ενώ οι ερωμένες τους, ενώ ετοίμαζαν το τελευταίο γεύμα, πήγαιναν κι έκλαιγαν, πότε με το κεφάλι τους ακουμπισμένο σε καμιά ιτιά και πότε ακουμπώντας το στον ώμο του φίλου που έφευγε.

Η Φλορίτσικα, αν και γυναίκα, είχε σκληρή καρδιά, καρδιά αληθινού χαϊντούκου, όπως ακριβώς την είχε κρίνει ο Κοσμάς:

— Φυσικά, έλεγε σ' αυτές που έκλαιγαν, είσαστε δυστυχισμένες, από δικό σας όμως λάθος. Ξεχάσατε ότι αυτοί οι άντρες είναι εκτός νόμου, ότι αναγκάζονται να κοιμούνται στ' άλογά τους και να φιλούν την γυναίκα καλπάζοντας. Οι ερωμένες εδώ έχουν μία αποστολή: να ξαναγεμίζουν τη Φλίντα που αδειάζει ο άντρας. Λίγο ακόμα να σας άφηναν, θα χτίζατε εκκλησία, δημαρχείο, νομαρχία και θα φυλάγατε σκοπιά.

Και γυρίζοντας προς τους άντρες που πακετάριζαν τα λαθραία είπε:

— Για κυττάχτε κάτι παλιατζήδες! Χαϊντούκοι είσαστε σείς; Ας γελάσω! Έχετε δαντέλες, χάντρες, υφάσματα, μαχαιράκια που δεν κόβουν και μικροσκοπικά πιστολάκια, ένα καρναβαλίστικο συνοθύλευμα που μοιάζει με τα κουρέλια και τα σιδερικά που γεμίζουν τα πεζοδρόμια των μαχαλάδων στη Σταμπούλ! Χα! Χα! Κι ύστερα στον Κοσμά:

— Εσύ είσαι ο «καπετάνιος» αυτού του παζαριού;

Σ' αυτά τα λόγια ο καλόγερος όρμησε στην Φλορίτσικα:

— Άφησέ με γυναίκα να φιλήσω το μέτωπό σου που κρύβει τη σκέψη μου!

Η Φλορίτσικα του έδωσε το μέτωπο της.

Ο Κοσμάς κύτταξε την ανυπόφορη αυτή σκηνή, σφύριξε λυπημένα κι έφυγε μόνος του για το δάσος με τις καλαμιές, απ' όπου αντήχησε σε λίγο το συγκινητικό τραγούδι του Χαϊντούκου Ιάνκο Ζιάνο (Ianco Jiano).

— Στο λουλουδάκι23 της κουκιάς Στην όχθη του Σερέτ Βόσκει τ' άλογο του Ιάνκο Βόσκει στο χόρτο και χλιμιντρίζει Ο Ιάνκο ξάπλωσε κι ονειροπολεί Ονειρεύεται μια ερωμένη Μια παράφορη ερωμένη

Page 86: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

Που να υφαίνει για τον Ιάνκο Στην κοιλάδα του Χαννετόν. Μα δεν είναι όμως υφάδι Για να κάνει αλλαξιές: Είναι σάβανο για να σκεπάσει Δυο μαύρα μάτια που αγάπησαν!...

Το τραγούδι έσβηνε από μακρυά. Αμέσως κυριεύτηκα από τον τρόμο της λύπης κι άρχισα να ψάχνω για τον Κοσμά, ακολουθώντας προσεχτικά τα χνάρια του. Ύστερα από μια ώρα, κι αφού είχα διασχίσει πολλά ξέφωτα, πίστεψα πια ότι τον έχασα απ' τα μάτια μου κι ανέβηκα σε μια ιτιά για να δω ποια πλευρά των καλαμιών κουνιόταν, ώστε να καταλάβω που είναι. Δεν ήταν πια στις καλαμιές αλλά στην όχθη του βάλτου που γυάλιζε, 20 μόνο βήματα πέρα από μένα· τότε, είδα κι άκουσα απίστευτα πράγματα!

Ο Κοσμάς είχε γονατίσει και προσευχόταν. Για πολλή ώρα το μέτωπό του ακουμπούσε στο χώμα κι ύστερα η φωνή του ακούστηκε να βγαίνει σα βογγητό:

— Λοιπόν Κύριε! Ας είμαστε δίκαιοι, αν θέλεις δικαιοσύνη. Μήπως ξέφυγα από τη γραμμή που μούχες ορίσει; Ήμουνα νέο παιδί όταν μ' έκανες να αισθανθώ την αποστροφή για το κέρδος και τον εγωισμό, γι' αυτό κι εγώ έκλεβα τον πατέρα μου κι έδινα στους φτωχούς. Ύστερα βγήκα στα δάση και ζούσα μ' εγκλήματα και ληστείες. Ναι, εγκλήματα και ληστείες, όπως οι βογιάροι κι οι ευγενείς που ζουν με κλοπές και ληστείες, αλλά χτίζουν ναούς στη δόξα σου, κι Εσύ αποφεύγεις να κατακεραυνώσεις. Μ' αυτούς πολέμησα, όχι με τους φτωχούς. Κι αν καμιά φορά, τρελός απ' το θυμό, πηδούσα στην πλάτη του Ηλία, ήταν γιατί είχε πολύ λογική. Κι εσύ όμως δεν κάνεις το ίδιο πράγμα; Δεν συντρίβεις περισσότερο το φτωχό που σε κατηγορεί για τις αδικίες σου; Κι αν είναι έτσι, τολμάς να μου δώσεις τέτοιο πόνο που μου καίει τα σωθικά; Έχεις το θράσος να περνάς για δικαστής σε μένα, που σε ξέρω καλά; Φτου!...

Κι έφτυσε στο βάλτο. Έπειτα ξάπλωσε ανάσκελα.

Σε λίγο, μια γυναίκα που πήγαινε να ποτίσει την αγελάδα της, ξεπρόβαλε απ' το δάσος. Την ώρα που έπινε η αγελάδα, αυτή καλημέρισε τον Κοσμά αποκαλώντας τον «Χριστιανό», αναστέναξε και τον κύτταξε. Ο Κοσμάς δεν της έδωσε σημασία. Η γυναίκα σταύρωσε τα χέρια της κάτω από το στήθος και κρατώντας μια βέργα στο χέρι, είπε:

— Ξέρω ότι είσαι ο Κοσμάς... και ότι ζεις με τους συντρόφους σου εδώ κοντά, στην άγρια γη, όπως όλοι μας. Είθε ο Παντοδύναμος Κύριος να σε προστατεύει! Λυπήσου μας όμως κι εμάς, τους κατατρεγμένους απ' τη μοίρα. Είμαστε απλοϊκοί άνθρωποι. Οι πλούσιοι μας βουτάνε μέχρι και το πουκάμισό μας. Ε! τι να κάνουμε; Αφού το θέλει ο Κύριος, για να μας τιμωρήσει με την ποτέρα...

Ο Κοσμάς, ακίνητος, τη διέκοψε:

— Φύγε από 'δώ!... Μ' αηδιάζεις!... Εί-μα-στε α-πλο-ϊ-κοί! Χτήνοι είσαστε! Το θέ-λει ο Κύ-ρι-ος! Να χέσω τον Κύριό σας!...

Πήδησε όρθιος κι έφυγε.

Η γυναίκα σταυροκοπήθηκε και προσευχήθηκε:

— Συγχώρεσέ τον Κύριε. Δεν ξέρει τι λέει. Κι η ζωή του είναι σκληρή.

...................................................................................

Για δυο μήνες, χωρίς να ρίξουμε πιστολιά, παρά μόνο για κυνήγι περιπλανιόμασταν σα μελλοθάνατοι, ανεβαίνοντας πάλι προς τη Δοβρουτσά, προς τα βουνά του Ματσίν (Macin). Ο

Page 87: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

Κοσμάς μας είχε εγκαταλείψει τελείως, στεκόταν παράμερα και δεχόταν σπάνια, και με βαριά καρδιά, τη συντροφιά μου ή τη συντροφιά του Ηλία, ενώ δεν ανεχόταν καθόλου τη Φλορίτσικα που έκανε το κάθε τι για να τον παρηγορήσει. Οι άντρες, με την καθοδήγηση του υπαρχηγού της συμμορίας, επιδόθηκαν σε πρόστυχες λεηλασίες, που ο Κοσμάς πάντα περιφρονούσε.

Νάμαστε πάλι τώρα απέναντι από τη Βραΐλα, μια περιοχή που ευνοούσε την ελεύθερη ζωή, γεμάτη ενέδρες και πολύ επικίνδυνη για τους «ποτερικούς».

Μόλις φτάσαμε εκεί, ο Κοσμάς κι ο Ηλίας εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς κάποιο βράδυ, πέρασαν το Δούναβη κι έμειναν εκεί πέντε μέρες. Όταν γύρισαν ο Κοσμάς αμέσως φώναξε:

— Έριξα τον τρίτο μου πυροβολισμό με πανσέληνο και αστόχησα. Από δω και πέρα, μη με λογαριάζετε για ζωντανό.

Και πετώντας κατάχαμα όλα του τα όπλα, ανέβηκε στ' άλογό του και ξεκίνησε βηματιστά. Ο Ηλίας κι εγώ τον ακολουθήσαμε, κι εκείνη την ημέρα και τις επόμενες, χωρίς να τον αφήσουμε να κάνει ρούπι μόνος του, γιατί φοβόμαστε μήπως αυτοκτονήσει. Γρήγορα όμως καταλάβαμε ότι οι υποψίες μας δεν είχαν βάση. Εξάλλου, δεν πήγαινε μακρυά· έκανε βόλτες γύρω από τον καταυλισμό· ξαναγύριζε, έτρωγε κι έπινε τις πιο ακατάλληλες ώρες και ξανάφευγε. Δεν ήταν, ούτε μελαγχολικός, ούτε χαρούμενος. Σ' ό,τι τον ρωτούσαμε, απαντούσε σηκώνοντας τους ώμους του. Καμιά φορά, χάιδευε τα μαλλιά της Φλορίτσικα, που έκλαιγε, του φιλούσε τα χέρια και τον βεβαίωνε για την αγάπη της. Εκείνος χαμογελούσε.

Βλέποντας τον Κοσμά χωρίς όπλα, θάλεγε κανείς ότι είναι κανένας χοντρός χοιροβοσκός.

Ω! τι τρομερές ωραίες μέρες περάσαμε εκείνη την εποχή! Το καλοκαίρι τέλειωνε κι ακριβώς τότε, η ανατολή κι η δύση του ήλιου στους βάλτους, φώναζαν τη χαρά τους ως το πιο μικρό ζωάκι. Τα γεννητούρια τέλειωσαν... Ο καινούργιος κόσμος με τις αγριόπαπιες και τις άγριες χήνες, τις φαλαρίδες και τους σχοίνικλους που γλύτωσαν από την καταστροφή, διασταυρωνόταν στο φωτεινό γαλάζιο τ' ουρανού σ' ατέλειωτα σύννεφα, σε ύψη που έφερναν απελπισία στον κυνηγό. Τα λυκάκια κι οι αλεπουδίτσες που τριγυρίζουν γύρω από τις φάρμες, τα γνωρίζαμε από το δειλό τους βάδισμα και την άψογη γούνα τους. Χρυσαλίδες, μηλολόνθες κι αλλά έντομα πετούσαν ζαλισμένα σκοντάφτοντας στα δέντρα. Η βλάστηση σταματούσε την ανάπτυξή της, αναπαυόταν και απολάμβανε. Η ζωή θριάμβευε στο θάνατο.

Στον καταυλισμό μας συνέβαινε το αντίθετο.

Η προσωπική εκδίκηση, για την οποία ο Κοσμάς κι ο Ηλίας είχαν πάει στη Βραΐλα και που στοίχισε στον Κοσμά τον άστοχο πυροβολισμό του, είχε ξεσηκώσει τις αρχές και αισθανόμαστε πάντα, ότι μια πολυάριθμη «ποτέρα» βρισκόταν στα ίχνη μας. Είχαμε διπλασιάσει τις σκοπιές. Κοιμόμαστε με το ένα μάτι ανοιχτό κι αλλάζαμε διαρκώς στρατόπεδο.

Αυτό, είχε σαν αποτέλεσμα να εκνευριστούν όλοι, εκτός από τον Κοσμά, που συνέχιζε τα πηγαινέλα του, σαν τον πιο φιλήσυχο πολίτη.

Ένα απόγευμα, μόλις τέλειωσε το φαγητό, σηκώθηκε, κατά την καινούργια του συνήθεια, να πάει περίπατο.

Ο Ηλίας, ακουμπισμένος στον αγκώνα του, αυτοσχεδίασε ένα τραγουδάκι με βαθειά φωνή, που έμοιαζε να βγαίνει από τάφο:

— Σεβαστέ (badé) Κοσμά, μη φεύγειειεις.

Γιατί νάαα.... ηηηη «ποτέρα»!...

Page 88: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

Ο Κοσμάς γύρισε για μια στιγμή και απάντησε, αυτοσχεδιάζοντας κι αυτός, με φωνή ακόμα πιο βαθιά:

— Άστη να 'ρθει, τη χέζω.

Όπως θάρθει, έτσι θα φύγειειει!...

Κι ανέβηκε στ' άλογό του.

Τον ακολουθήσαμε κι εμείς στ' άλογα, από απόσταση τριάντα περίπου βημάτων.

Βρισκόμαστε γύρω από το Ιζάτσεα (Isaccea). Ο δρόμος ήταν έρημος και στις άκρες του υπήρχαν ψηλοί θάμνοι...

Και ξαφνικά, μπροστά στα μάτια μας, δύο κανόνια από «flinta» ξεπρόβαλαν από ένα θάμνο και καρφώθηκαν στον Κοσμά, που σήκωσε τα χέρια του και φώναξε:

— Είμαι άοπλος!

— Τόσο το καλύτερο! του απάντησαν.

Κι αμέσως ακούστηκαν δύο πυροβολισμοί. Ίσα που είχαμε το χρόνο ν' απαντήσουμε πυροβολώντας με τα όπλα μας και τα πιστόλια μας προς το μέρος των θάμνων. Ύστερα, βλέποντας τον Κοσμά να σκύβει στ' άλογό του, να σφίγγει με τα χέρια του τη χαίτη και να πετάει εμπρός σα βέλος, τον ακολουθήσαμε, νομίζοντας ότι σώθηκε.

Δεν είχε όμως σωθεί, γιατί την ώρα που έτρεχε, το κορμί του έπεσε στο δρόμο, σα σακκί γεμάτο χώμα, με το στήθος τρυπημένο απ' τις σφαίρες, ενώ το άλογο συνέχιζε το δρόμο του.

Page 89: Panait Istrati - Ο θείος Άγγελος

Digitized by 10uk1s

1 Opinca: χωριάτικο δερμάτινο σάνδαλο 2 Φέτα από προβατίσιο αλατισμένο κρέας, ξεραμένο, και — κατά βούληση — ψημένη 3 Σημ. Ρουμάνικα: «vermii cei neadormiti = σκουλήκια αιώνια άγρυπνα. 4 Cârc Serdar: αρχηγός του ελαφρού ιππικού κατά την Τουρκοκρατία. 5 Potèra: Στρατός μισθοφόρων που καταδίωκε τους λαθρέμπορους. 6 Plosca· ξύλινο παγούρι. 7 venetic = ξένος 8 Floritchica: στα ρουμάνικα σήμαινει μικρό λουλούδι 9 Κυριακάτικος όρκος. 10 Ρακή της Χίου 11 Λαϊκή έκφραση που υποδηλώνει σεβασμό 12 Gospodar = άρχοντας 13 Neica = εγώ, ο μεγάλος φίλος 14 Ψωμί από καλαμποκάλευρο βρασμένο σε νερό. 15 terciu: Παχύρευστο ζουμί αυτού του χυλού. 16 Σούπα 17 Ξύλινα σουβλιά, μπηγμένα στο έδαφος 18 15 λίτρα 19 Ρακή από δαμάσκηνα 20 Βαθύ ξύλινο πιάτο 21 Στρογγυλό ξύλινο κουτάλι 22 Κυλινδρικό δοχείο με χερούλι από ξύλινες γυρτές σανίδες 23 Λουλουδάκι: Φλορίτσικα